Μονόλογοι συγγραφέων

Page 1


ISBN: 978-618-5144-41-8

Βακχικόν - Αστική Μη Κερδοσκοπική Εταιρεία Εκδόσεις Vakxikon.gr Ασκληπιού 17, 106 80 Αθήνα τηλ. 210 3637867 info@vakxikon.gr www.vakxikon.gr © 2015 Εκδόσεις Vakxikon.gr Σειρά: Βακχικόν Πεζά - 32

Πρώτη Έκδοση: Ιούλιος 2015

Ανθολόγηση Κειμένων: Ασημίνα Ξηρογιάννη

Σχεδιασμός Έκδοσης & Εξωφύλλου: Vakxikon.gr


ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ

Vakxikon.gr 2015


ΕΙΣΑΓΩΓΗ Γιατί γράφουμε; Ποιες επιρροές έχουμε δεχτεί που μάς καθόρισαν ή μάς στιγμάτισαν; Είναι η πορεία μας αυτή που είχαμε ονειρευτεί ή σχεδιάσει, ή για αλλού ξεκινήσαμε και αλλού βρεθήκαμε; H ζωή και η τέχνη αναπόφευκτα συμπλέουν, μπορεί και να αλληλοσυμπληρώνονται. Ο δημιουργός οφείλει, θαρρώ, να κοιτά κάθε φορά κατάματα και τη ζωή και την τέχνη του και να κάνει τον απολογισμό του. Η αυτοκριτική και η αυτογνωσία είναι πάντα τα ζητούμενα και στον άνθρωπο και στο δημιουργό. Από κει και πέρα η βασική έγνοια είναι πώς θα υπάρχει δημιουργική εξέλιξη. Αναπόφευκτα μού έρχονται στο μυαλό όσα γράφει ο Ελύτης στα «Ανοιχτά Χαρτιά». Και είναι σαν να μονολογεί: Nα, γιατί γράφω. Γιατί η Ποίηση αρχίζει από κει που την τελευταία λέξη την έχει ο Θάνατος. Είναι η λήξη μιας ζωής και η έναρξη μιας άλλης, που είναι η ίδια με την πρώτη αλλά που πάει πολύ βαθιά, ως το ακρότατο σημείο που μπόρεσε να ανιχνεύσει η ψυχή, στα σύνορα των αντιθέτων, εκεί που ο ήλιος και ο Άδης αγγίζονται.


ΕΙΣΑΓΩΓΗ

5

Δέκα γυναίκες συγγραφείς. Δέκα άντρες συγγραφείς. Άνθρωποι που ζουν και δημιουργούν στο σήμερα. Οι σκέψεις τους, οι καταβολές τους, οι εικόνες τους, είναι πολύτιμα στοιχεία του δημιουργικού ΕΓΩ τους. Αναλογίζονται, στοχάζονται, θυμούνται, απορούν, δείχνουν, καταθέτουν αναμνήσεις, εμπειρίες, συναισθήματα, αποστασιοποιούνται άλλοι λιγότερο, άλλοι περισσότερο, εξομολογούνται, μονολογούν κρύβοντας ή αποκαλύπτοντας, άλλοτε με τρόπο ρεαλιστικό, άλλοτε επικαλούμενοι τον σουρεαλισμό. Όμως, αποδεικνύοντας σε κάθε περίπτωση πως η τέχνη είναι υπόθεση αυστηρά προσωπική. Ασημίνα Ξηρογιάννη


ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ


EΡΙΚΑ ΑΘΑΝΑΣΊΟΥ Οι περισσότεροι άνθρωποι δηλώνουν ότι τους αρέσουν τα ταξίδια. Λίγοι όμως ταξιδεύουν συχνά και μάλιστα σε άγνωστους προορισμούς. Προτιμούν να τα ονειρεύονται. Κι όταν τελικά το κάνουν προσπαθούν να ζήσουν με τον τρόπο που έχουν συνηθίσει στην πατρίδα τους, αναζητώντας γνώριμα φαγητά και συνήθειες. Τι νόημα όμως έχει να ταξιδεύεις αν τελικά δεν δοκιμάσεις τηγανιτές μπανάνες και παγωτό με σάλτσα πιπέρι; Τι νόημα έχει να ταξιδεύεις αν είναι να περάσεις τις μέρες σου με κάποιο βραχιολάκι ενός ξενοδοχείου, προσπαθώντας να μην ξεμυτίσεις από την τεχνητή ασφάλεια που σου παρέχει; Τι νόημα έχει να ταξιδεύεις αν δεν πάρεις άγνωστους δρόμους που θα σε οδηγήσουν σε άγνωστους προορισμούς; Η συγγραφή μοιάζει πολύ με ένα ταξίδι. Με ένα ταξίδι που μπορεί να γίνει πραγματικά εξωτικό ή να μη διαφέρει από την παραμονή στο σπίτι. Όπως στα ταξίδια έτσι και στη συγγραφή μπορείς να διαλέξεις μια σίγουρη οδό ή μπορείς να πάρεις δι-


8

ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

αφορετικά μονοπάτια. Μπορεί βέβαια να βρεθείς σε αδιέξοδο, μπορεί όμως και να ανακαλύψεις μια καινούργια μαγική χώρα. Ό,τι όμως και να συμβεί μπορείς να γυρίσεις πίσω και να ξαναπροσπαθήσεις. Προσωπικά μου αρέσουν τα ταξίδια. Δεν περιμένω να βρω χρόνο για να πραγματοποιήσω ένα ταξίδι, όπως δεν περιμένω να μου περισσέψει χρόνος για να γράψω κάτι. Ο χρόνος απλώς περνάει και μένει σε εσένα να αποφασίσεις πώς θέλεις να περνάει. Αν θέλεις να βρεις χρόνο για ένα ταξίδι βρίσκεις και φυσικά πάντα υπάρχει χρόνος για να γραφτούν λίγες γραμμές. Μ’ αρέσει να παίρνω το κομπιούτερ μου όπου πηγαίνω και να συνεχίζω αυτό που γράφω όπου κι αν βρίσκομαι. Πιστεύω ότι επηρεάζεσαι από το μέρος που βρίσκεσαι έστω κι αν αυτό που γράφεις δεν έχει σχέση με τον τόπο αυτόν. Οι μυρωδιές όμως στον αέρα, οι άνθρωποι, κάποιες ιδέες που δε θα σου πέρναγαν από το μυαλό στο σπίτι σου, αναγκαστικά τρυπώνουν στο γραπτό σου. Απόλαυσα ιδιαίτερα τη συγγραφή του βιβλίου, που γράψαμε μαζί με την αείμνηστη Κίρα Σίνου, «Στο σταυροδρόμι της ημισελήνου, η Ναυμαχία της Ναυπάκτου, 7 Οκτωβρίου 1571» (εκδόσεις Κέ-


ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

9

δρος 2010). Στη Ναύπακτο είχα βρεθεί πριν αρχίσω τη συγγραφή του για να συλλέξω πληροφορίες. Δεν μπόρεσα να ξαναπάω όσο το έγραφα αλλά ένα μικρό μέρος του γράφτηκε στο Κουσάντασι στην Τουρκία, όπου είχα βρεθεί για λίγες ημέρες διακοπών. Είχα την αίσθηση ότι πίνοντας μαύρο τουρκικό τσάι, κοιτώντας τους μιναρέδες και ακούγοντας τον χότζα να καλεί για την προσευχή, μπόρεσα να αποδώσω καλύτερα το μουσουλμανικό στοιχείο στο βιβλίο, εκτός από το γεγονός ότι ένιωθα ότι πραγματοποιούσα ένα διπλό ταξίδι. Στην πραγματικότητα και στο χαρτί. Απολάμβανα από μικρή τις ιστορίες της Αγκάθα Κρίστι. Είμαι σίγουρη ότι ένας από τους λόγους που αρέσουν σε τόσο κόσμο είναι και το γεγονός ότι τις απολάμβανε και η ίδια όσο τις έγραφε. Αν δεν απολαμβάνεις αυτά που γράφεις είναι δύσκολο να τα απολαύσουν οι αναγνώστες του. Μπορείς να διασκεδάσεις γράφοντας ένα βιβλίο ακόμα κι όταν το θέμα είναι ζοφερό. Το τελευταίο μου βιβλίο που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Iasonbooks «Τρίτο Μνήμα Αριστερά», γράφτηκε με ανάλαφρη διάθεση, παρά τον ίσως μακάβριο τίτλο του. Η περιήγηση στα ταξίδια μου στα διάφορα νεκροταφεία ήταν διασκεδαστική. Διασκε-


10

ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

δαστική γιατί τα περισσότερα νεκροταφεία είναι ευχάριστοι τόποι, όπου πολλοί πηγαίνουν απλώς για περίπατο, ψυχαγωγική γιατί μέσα σε αυτά διακρίνεις τόσο διαφορετικούς πολιτισμούς και έθιμα. Τα τελευταία χρόνια, σε όποιο μέρος και να πήγαινα αναζητούσα νεκροταφεία για να δω και να φωτογραφίσω κι αυτό, ακόμα κι αν φαίνεται έτσι, δεν ήταν καθόλου μια μακάβρια απασχόληση. Είναι όμορφο να βρίσκεσαι κοντά στο θέμα σου όταν γράφεις. Να έχεις άμεση επαφή με αυτό. Για την αρχή ενός βιβλίου, συνήθως αρκεί μια ασήμαντη αφορμή. Ένα δημοσίευμα στην εφημερίδα όπως συμβαίνει με το βιβλίο μου «Η καταραμένη βρύση» που κυκλοφορεί από τον Κέδρο. Τη συγκεκριμένη «καταραμένη βρύση» σε κάποιο χωριό της ορεινής Ναυπακτίας δεν πήγα ποτέ να τη δω, εκείνο τον καιρό όμως που το έγραφα «κόλλαγα» σε οποιαδήποτε επαρχιακή βρύση, έψαχνα οποιαδήποτε πληροφορία σχετικά με το νερό. Είχα την τύχη να συμμετέχω τον Οκτώβριο του 2013 στο 4ο Διεθνές Λογοτεχνικό και Κινηματογραφικό Φεστιβάλ στην πόλη Ορντού, στα ελληνικά Κωτυώρα, στον Πόντο, στην Τουρκία. Οι άνθρωποι εκεί έχουν καταλάβει πόσο σημαντικό


ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

11

για τον συγγραφέα είναι να βρίσκεται στον τόπο για τον οποίον γράφει και έχουν δημιουργήσει ένα πανέμορφο σπίτι της Γραφής. Εκεί φιλοξενούνται συγγραφείς που έχουν σκοπό στο έργο τους να συμπεριλάβουν και την πόλη τους. Από το παράθυρο βλέπεις τη Μαύρη Θάλασσα και πιστεύω ότι είναι δύσκολο να φτιάξεις μια ιστορία εκεί και να μην παίξει κάποιο ρόλο η Μαύρη Θάλασσα στο έργο σου. Όλα τα θέματα έχουν κάποτε γραφτεί, συνηθίζουν να λένε όσοι ασχολούνται με το γράψιμο. Κι όμως όσοι άνθρωποι και να περάσουν από τη Γη, ο καθένας έχει τη δική του διαφορετική ιστορία. Εξαρτάται πώς βλέπεις την κάθε ιστορία. Μ’ αρέσει να αναζητώ την πρωτοτυπία περισσότερο στο περιεχόμενο και όχι στη μορφή. Δεν με ικανοποιεί ένα μυθιστόρημα που χαρακτηρίζεται ως πρωτότυπο απλά επειδή δεν έχει τέλος ή μπερδεύει τις χρονικές περιόδους και τις πραγματικότητες. Το «εύρημα» μ’ αρέσει να είναι στην πλοκή και αναζητώ πάντα το εύρημα αυτό, ενώ η έλλειψή του με απογοητεύει. Η συγγραφή είναι μια μοναχική διαδικασία πιστεύουν πολλοί. Στην ουσία όμως μόνο ένα μέρος της είναι μοναχικό. Τη στιγμή που αποτυπώνονται


12

ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

οι ιδέες στο χαρτί. Για να δημιουργηθούν όμως οι ιδέες απαιτείται η συναναστροφή με κόσμο, η συλλογή ιστοριών, εμπειριών και χαρακτήρων. Αυτό που θεωρώ ότι κέρδισα από την έκδοση των βιβλίων μου είναι η επαφή με τους αναγνώστες μου. Οι προσκλήσεις από σχολεία για να μιλήσω σε παιδιά για το θαυμαστό κόσμο του βιβλίου και για τους δικούς μου ήρωες, για τη δική μου μυθιστορηματική πραγματικότητα. Να διαπιστώσω τι σκέφτηκαν για αυτούς και τι τους άρεσε. Να με διορθώσουν και να με κατευθύνουν για το επόμενο βιβλίο μου. Η χαρά της επαφής του δημιουργού με τους αποδέκτες. Αν δεν υπήρχαν τα βιβλία μου δε θα είχα βρεθεί ποτέ σε Διεθνές Λογοτεχνικό Φεστιβάλ να συζητάω με άλλους ανθρώπους, από άλλες χώρες, που η δουλειά τους είναι να εκφράζονται με λέξεις και εικόνες. Δε θα είχα έρθει σε επαφή με τόσο πολλούς παλιούς γνωστούς και φίλους που ανταποκρίθηκαν στις προσκλήσεις μου για την παρουσίαση των βιβλίων μου, διαπιστώνοντας πόσο σημαντικό είναι όταν οι δικοί σου άνθρωποι θέλουν να διαβάσουν για τους κόσμους που έχεις δημιουργήσει. Συχνά διαπιστώνω ότι αναγνώστες μου θυ-


13

ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

μούνται το περιεχόμενο των βιβλίων μου καλύτερα από εμένα. Γιατί με το που τελειώνω ένα βιβλίο φροντίζω να το ξεχάσω. Το αντιμετωπίζω πλέον ως αναγνώστρια, αφού πλέον δεν μπορώ να επέμβω σε αυτό, να αλλάξω κάποιον χαρακτήρα ή το τέλος του. Και ετοιμάζομαι για το επόμενο. Που φιλοδοξώ να μη μοιάζει σε τίποτα με το προηγούμενο. Γιατί κάθε νέο ταξίδι πρέπει να σου προσφέρει καινούργια πράγματα. Δεν έχει νόημα να επαναλαμβάνεις διαρκώς τα ίδια ταξίδια. Πρέπει να γνωρίσεις νέους τόπους απαλλαγμένος από παλιά στερεότυπα.


ΤΖΟΎΛΙΑ ΓΚΑΝΆΣΟΥ Ο κόσμος ξεσηκώθηκε: είναι αδύνατο να ελεγχθεί. Πρωτοστατούν οι πιο ανήσυχοι και όσοι δεν περπατούν πάνω στη γη. Ακολουθούν οι ανυπόμονοι και εκείνοι που μιλάνε μεγαλόφωνα. Δεν υπάρχει αμηχανία. Μόνο κάποιοι ελαφρώς διστακτικοί κοιτάζονται για λίγο. Χαμογελούν δειλά και παρασύρονται. Βλέπω κάποιους να εγείρουν αντιρρήσεις: σηκώνουν χέρια, όρθωσαν γροθιές! Η μάζα αντιδρά άμεσα και απλά: καταβροχθίζει με λαιμαργία τις κραυγές τους. «Δεν υπάρχει γυρισμός…» φωνάζουν τα κοκόρια. «Δεν υπάρχει έλεος!» συνηγορούν οι γηραιοί. Βλέπω κάποιους να σηκώνουν το κεφάλι: δακρύζουν ή αναθεματίζουν για όλα τα δεινά. Ανάμεσά τους είναι οι πρώτοι ποιητές που με ξεγέλασαν: μου έταξαν τις χίμαιρες και έθρεψαν κυκλώνες. Ο Καβάφης, ο Πόε, ο Σεφέρης, ο Εμπειρίκος μίλησαν για ό,τι έπρεπε αφειδώς να ειπωθεί: για την εγγενή αδυναμία που κάνει λάβαρο τη δύναμη, για το ένστικτο που κυβερνά ως την αυγή, για


ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

15

το όνειρο που ζώνει με όπλα τους ευφάνταστους, για τη θέληση, την πίστη στη ζωή. Δεν κλείνουν με τίποτα το στόμα. Κάποιοι προσπαθούν να τους φιμώσουν. Εκείνοι αντιδρούν. Τρέχω προς το μέρος τους μα στέκονται μπροστά μου οι Βρετανοί. «Μπορούν και μόνοι τους…» ψιθυρίζουν γλυκά οι γερανοί. Η Λέσινγκ με πιάνει από το μπράτσο: το σύστημα την ενοχλούσε εξαρχής. Και ο τρόπος που αντιδρούσαν οι γυναίκες. Και η κοινωνική πολιτική. Καλωσορίζει τον Νάνο με τον Λάνγκερβιστ, συζητούν για ένα μέρος ζοφερό που μοιάζει με τον Λάναρκ (του Σκοτσέζου «Τζέιμς Τζόις» που ακούει στο όνομα Άλασνταϊρ Γκρέι και υπερηφανεύεται με ολοκάθαρο ουίσκι και πυγμή) και όλο συγχύζονται: τόση επιστήμη, τόση τεχνική πότε θα εκραγεί; Η μάζα κινείται ρυθμικά. Κάποιοι τρέχουν, άλλοι μένουν πίσω, κάποιοι τραγουδούν. Η μουσική φτάνει στα αφτιά μου σαν κελάιδισμα - αυτή ήταν πάντοτε η σχέση μας: με συντρόφευε, δεν με επηρέαζε βαθιά. Και έτσι όπως βαδίζω κυκλωμένη από ένα πλήθος αγνώστων στρατιωτών προς εκείνο που φαντάζει ως «καλύτερο», προς εκείνο που ελπίζουν να αντικρύσουν στο τέρμα μιας πο-


16

ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

ρείας χωρίς σαφή προορισμό θυμάμαι την πρώτη σκοτεινιά - το μόνο καταφύγιο - τη γραφή, το «Και οι νάνοι ξεκίνησαν μικροί» του Χέρτζογκ, την πρώτη ματαίωση (στον έρωτα ή στην έκδοση - είναι τόσο συναφή), τις «Άγριες φράουλες» του Μπέργκμαν, την πρώτη αποδοχή, την «Τελευταία γυναίκα» του Φερέρι και τον «Αθώο» του Βισκόντι… Τον αθώο. Η μάζα είναι αθώα. Κυοφορεί τα πάντα και αυτό την κάνει να μην βιώνει ενοχή. Αντίρροπες δυνάμεις με στόχο την αδράνεια. Δύο παιδιά φιλιούνται με ταχύτητα. Καταβροχθίζουν, σχεδόν, ο ένας την άλλη. Εξαντλείται η υπομονή. Και η συμπόνια. Και η φιλία. Και οι αρχαίοι κλασικοί. Και μια γωνιά στο μυαλό του Ντοστογιέφσκι ή στις γραμμές του Κίρκεγκωρ που αγαπώ τόσο πολύ. Κανείς δεν ρώτησε που πάμε. Απλώς ακολουθείς. Την ανάγκη για επιλογή, για επιβίωση. «Ελευθερία. Ισότητα. Αδελφότητα» και μια υπόσχεση για λίγο του Βολταίρου και μια γιαγιά που δαγκώνει με κόπο την κόρα από το ψωμί για να δώσει την ψίχα στο εγγόνι της. Μια ηλικιωμένη. Η γιαγιά μου που άφησε την τελευταία της πνοή ανάμεσα στα αλεύρια, στο φούρνο - ανάστησε πέντε παιδιά μέσα εκεί. Τη μάνα μου. Η μάζα αψηφά τη γονεϊκή καταγωγή. Είμαι ελεύθερη να είμαι και


ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

17

να σκέφτομαι ό,τι θέλω! Είμαι ελεύθερη να μιλάω και να σκύβω όσο θέλω! Είμαι ελεύθερη να νιώθω και να πράττω όπως θέλω! Ο κόσμος προχωρά προς τα μπροστά. Κάποιοι βάδισαν για λίγο προς τα πίσω, άλλοι πήγαν να σταθούν, ξέμειναν μόνοι. Δεν είναι ωραίο να είσαι μόνος. Δεν έχω αδελφό ή αδελφή - ποτέ δεν ήθελα. Κανείς δεν το καταλαβαίνει. Το να μην έχω ακόμη έναν συγγενή με λυτρώνει από το βάρος του να μιλάω σε ακόμα έναν που δεν έχω επιλέξει. Πάντα θυμάμαι τον Γουάτσον και τον Κρικ που ανακάλυψαν το DNA - την πληροφορία / τον προγραμματισμό της ίδιας της ζωής, ακόμη διαβάζω δημοτικά τραγούδια του αγνώστου: «καθένας με τις χάρες του μισιέται ή αγαπιέται…» Καθένας με τις χάρες του… Η μάζα κινείται με ένα υγρό ρυθμό και δυνατό: κυοφορεί μυστικισμό και υποσχέσεις, ένα μωρό που γίνεται καθρέφτης όσων επιθυμήσαμε πολύ. Η φθορά δεν αντέχει μες στη μάζα. Ούτε ο χρόνος, ούτε τα δηνάρια: η Παναγία χαμογελά: χαϊδεύει έτσι τα παιδιά της παρέα με τον Βούδα, τον τρελό Πιερό και τον Καντίνσκι. Κάποιοι βγάζουν τις μάσκες, αργά - αργά γδέρνουν το δέρμα με τα νύχια και από μέσα αναδύεται ένα άλλο προσωπείο, νέο - καθαρό. Κάποιοι σφυρίζουν δυνατά και σι-


18

ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

γοντάρουν τα συνθήματα. Όσοι προσπάθησαν να σταματήσουν τη μάζα ποδοπατήθηκαν, τέτοια δύναμη έχει η επαφή. Ένας ύμνος -εθνικός, θρησκευτικός ή μητρικός- γίνεται μάντρα, καραμέλα για τον κόσμο ώστε να ενωθεί με τον κόσμο του διπλανού μπουλουκιού και κάποιους στη γωνία: η μάζα μεγαλώνει, γιγαντώνεται, αλλάζουν οι αντοχές. Μια μυρωδιά από χωριό με παρασύρει, μια μυρωδιά ψημένου άβγαλτου ψωμιού και μια εικόνα αγιότητας, ένα νεογέννητο αμιγώς τρομακτικό. Κοιτάω τριγύρω και ευτυχώς δεν βλέπω κανέναν που να ξέρω. Κρατάω μόνο υπό μάλης μια ιστορία της τέχνης, του λόγου, της φιλοσοφίας, της ύπαρξης ολόκληρης… «Ζωή οδηγίες χρήσεως» και ένα όραμα στο μάγουλο να καίει, να ψεύδεται, να ψέλνει: ότι η μάζα δεν θα νικηθεί, ότι θα μείνουμε ενωμένοι, ότι θα ξυπνήσω ξανά με ένα φιλί ένα πρωί και ένα χαμόγελο στο χέρι.


ΝΑΤΑΣΑ ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΥ «Γιατί γράφω;» ἔχω αναρωτηθεῖ συχνά, ὅσο μεγαλώνω ὅλο καί συχνότερα. Πότε ἀκριβῶς ξεκίνησε; Μέ ποιάν ἀφορμή; Θά τελειώσει ἄραγε; Πῶς; Τραβιέμαι σέ μιάν ἄκρη, κοιτάζω πίσω κι ὅπου τό βλέμμα φτάνει ὅσο γίνεται μπρός, μέ τόν ἴδιο τρόπο ὅπως ἄν καθόμουν παροχθίως παρατηρώντας. Σκέφτομαι: ὡς συγγραφέας μοιάζεις μέ ποτάμι. Φιλοξενεῖς μέσα, γύρω σου ζωή, φιλοξενεῖσαι. Εἶσαι ἐπιρρεπής στίς διαθέσεις τοῦ καιροῦ, τίς ἀλλαγές, τή φύση σου. Τό σῶμα σου εἶναι λέξεις. Ρέουσες. Τό ταξίδι, τό τραγούδισμα, ὁ ρυθμός, ἡ ἔνταση, οἱ φόβοι, οἱ προσδοκίες, οἱ κάθε λογῆς συνομιλίες μέ τά πλάσματα τῆς ἐπιφάνειας κι ἐκεῖνα τοῦ βυθοῦ, ὁ προαιώνιος σκοπός νά ἑνωθεῖς μέ τόν ὠκεανό, ἡ ποίηση τῆς ροῆς γίνονται κείμενα, ἱστορίες, ἀλληγορίες, συνιστοῦν τήν ἰδιαίτερη προσωπική σου πραγματικότητα στόν κύκλο τῆς ζωῆς. Κυλᾶς, ἀλλάζεις σχήματα καί χρῶμα, ἀνασκαλεύεις τό ἔδαφος, τό διαβρώνεις, ἀνοίγεις μυστικά περάσματα, φτάνεις κάθε φορά ἀπό τήν ἴδια ἤ κι


20

ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

ἀπό καινούργια διαδρομή σέ βάθος ὅλο καί πιό βαθύ. Στήν ἐπιφάνεια κινεῖσαι ἐπί τό πλεῖστον στήν πεπατημένη, ὅπως φαίνεται νά τήν ὁρίζουν οἱ καλοσχηματισμένες ὄχθες, ὡστόσο, ἀρκετές φορές ὑπερχειλίζεις, δέν χωρᾶς, δέν σοῦ ἀρκοῦν οἱ γνωστές φόρμες, οἱ νόρμες, μοιάζει νά πνίγεις, νά καταστρέφεις, ὅμως, συγχρόνως, γεννᾶς, ἐμπλουτίζεις, παίζεις καί πειραματίζεσαι ἄλλοτε ὅμοια μέ χείμαρρο, ἄλλοτε μέ ρυάκι μέ ἄγνωστες, ἀδόκητες, ἀδόκιμες διαδρομές. Κάποιες φορές ἐγκλωβίζεσαι σέ ἀδιέξοδα κοιλώματα, λιμνάζεις. Μπορεῖ νά ἐξατμιστεῖς, μπορεῖ, ἄν τυχαίνεις μιᾶς εὐλογημένης πρόνοιας, νά ’ρθει βροχή, ν’ ἀναμειχθεῖς μέ νέα ζωογόνα ὑλικά, νά φουσκώσεις, νά ψηλώσεις, νά βρεῖς τήν διέξοδο πού ἐξ ἀρχῆς ἀναζητοῦσες. Εἶσαι ποτάμι. Δέν ξέρεις γιατί, δέν ὑπάρχει διότι. Ἁπλῶς εἶσαι. Ρέεις. Αὐτόν τόν τρόπο ξέρεις, αὐτόν μπορεῖς. Κι ἴσως στήν πορεία τύχει νά ἀντιληφθεῖς πώς ἡ φύση σου εἶναι φύση ὅλων τῶν πλασμάτων καί τῶν πραγμάτων, πώς τό σῶμα σου -οἱ ἰδέες, οἱ μύθοι, οἱ λέξεις, κάθε λεπτή σου ἀπόχρωση, ἡ ὅποια ἰδιαιτερότητά σου εἶναι ἀλληλένδετη κι ἀδιαχώριστη μέ καθέναν και καθετί. Συγγράφεις λοιπόν, ἐξιστορεῖς, προσπαθεῖς νά συλλάβεις τό θαῦμα, νά κατανοήσεις τό μυστήριο,


ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

21

ἄλλες φορές νά τό περιφυλάξεις ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ, καί πάντα, τόσο στόν πηγαιμό ὅσο καί στό τέλος μένεις ταπεινός καί ἔκθαμβος: ἡ προσωπική σου ἀλήθεια φαντάζει σκιά τῆς Μεγάλης, ἐκείνης πού ἀντανακλᾶται παντοῦ γύρω, ἔστω κι ἄν ἀρκετά συχνά κυριαρχεῖσαι ἀπό τήν ἐντύπωση ὅτι δέν κατάφερες ἐν τέλει νά κρατήσεις οὔτε μιάν τόση δά ἀναλαμπή της. Ἀμφιβολίες, παρεκτροπές, περιπετειώδεις ἐνθουσιασμοί, κυκλοθυμίες σέ παρωθοῦν νά τρικυμίζεις, νά χοροπηδᾶς, νά περιπλέκεσαι σέ δίνες, σέ ἀνάστροφες ἀναπηδήσεις, νά δέρνεσαι καί νά γδέρνεις κροκάλες και μεγάλους βράχους. Ὡστοσο, δέν μπορεῖς νά κάνεις τίποτε ἄλλο παρά νά ρέεις, νά γράφεις, νά προσαρμόζεσαι, νά ἐξιστορεῖσαι, νά μυθεύεις, νά μυθεύεσαι. Εἶναι ἡ φύση σου.


ΣΟΦΊΑ ΚΟΛΟΤΟΎΡΟΥ Tην πρώτη φορά που μου συνέβη, ήμουν έξι χρονών, εξίμιση, και πήγαινα στη δευτέρα δημοτικού (είχα «κερδίσει» χρονιά, πενταμισάρια μας λέγανε τότε). Ήτανε το έτος 1979, παραμονές Χριστουγέννων. Πήρα χαρτί και μολύβι κι έγραψα τους πρώτους στίχους: «Μια νύχτα σκοτεινή και παγωμένη του χειμώνα, στα πολύ παλιά τα χρόνια μέσα στη βροχή, στα χιόνια…» κι ακολουθούσε το υπόλοιπο, που περιέγραφε τη γέννηση του Χριστού (με σαφείς επιρροές από τα κάλαντα και από τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια που μαθαίναμε στο σχολείο). Λένε ότι ο ποιητής γεννιέται, δεν γίνεται, και το πιστεύω απόλυτα. Γιατί στην πρώτη δημοτικού δεν έκανα άλλο από το να διαβάζω τα ποιήματα του ανθολογίου και να τα μαθαίνω απέξω. Αλλά και πριν ακόμα μάθω να γράφω, όπως μου λέει η μητέρα μου, άλλο δεν έκανα παρά να τραγουδάω όλη μέρα τραγουδάκια με δικά μου λόγια και ομοιοκαταληξία - δεν θα ήμουν πάνω από 3 ή 4. Όλα τα χρόνια που ακολούθησαν στο σχολείο έγραφα πάντα (έχω φυλαγμένα όλα τα μαθητικά


ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

23

τετράδια). Κάθε χρονιά, εκτός από τα συνηθισμένα τετράδια του σχολείου είχα δίπλα κι ένα «Τετράδιον Ποιημάτων» όπου καθαρόγραφα με προσοχή όλες τις εμπνεύσεις μου. Αλλά και με το πεζό είχα ασχοληθεί από πολύ μικρή - είχα γράψει ένα «μυθιστόρημα» επιστημονικής φαντασίας από τα 9 ως τα 11 (έχω ακόμα το τετράδιο) και κάποιες νουβέλες στο γυμνάσιο. Όταν ήρθε η ώρα των πανεπιστημιακών σπουδών, αν και η ισχυρή μου κλίση με έσπρωχνε προς τη φιλολογία / τις ανθρωπιστικές σπουδές, ωστόσο τα προβλήματα υγείας μου (κώφωση) σε συνδυασμό με το ιατρικό περιβάλλον των γονιών μου (πατέρας γιατρός, μητέρα νοσηλεύτρια, νονά γιατρός κ.λπ.) με κατεύθυναν προς την Ιατρική. Ποτέ όμως δεν ξέχασα τη μεγάλη μου αγάπη, την ποίηση, και όλα αυτά τα χρόνια διάβαζα ποίηση, πολλές φορές στα κρυφά, χωμένη μέσα στην Παθολογία και στην Ανατομία, κι έγραφα στίχους στα περιθώρια των ιατρικών βιβλίων όπως έμαθα αργότερα ότι έκανε και ο Σεφέρης με τα νομικά του βιβλία. Το 2000 άρχισα να ανακατεύομαι με τις πρώτες λογοτεχνικές ομάδες που δημιουργήθηκαν στο διαδίκτυο - η πρώτη πρέπει να ήταν το www. elogos.gr. Καθώς μέχρι τότε ακολουθούσα αυστη-


24

ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

ρά το δρόμο της Ιατρικής - είχα πάρει ήδη πτυχίο από το 1998 και έκανα ειδικότητα στην Κυτταρολογία στον Άγιο Σάββα - δεν ήταν εύκολο να βρω, να γνωρίσω τους άλλους ποιητές που θαύμαζα και αγαπούσα τη γραφή τους. Η κώφωση έκανε τα πράγματα ακόμα πιο περίπλοκα - κι εκεί ακριβώς με βοήθησε το διαδίκτυο και οι κοινωνικές συνδέσεις που έγιναν μέσω αυτού. Τελικά η πρώτη μου ποιητική συλλογή εκδόθηκε μόλις το 2007, στα 34 χρόνια μου πια, οπότε οριακά διεκδικούσα ακόμα τον τίτλο της «νέας ποιήτριας». Από εκεί και πέρα όμως τα πράγματα άρχισαν να βρίσκουν το δρόμο τους. Το 2010, το 2012 και το 2013 εκδόθηκαν τα επόμενα βιβλία μου, τα δυο από τα οποία είναι πεζά - με το βιβλίο «Tα επτά πρόσωπα της κώφωσης», που εκδόθηκε το 2013 ξαναγύρισα εν μέρει και στην αρχική μου αγάπη, την επιστημονική φαντασία, αφού διαδραματίζεται σε μέλλοντα χρόνο. Από το 2013 επίσης άρχισα να σπουδάζω και πάλι, στο Ε.Α.Π., στο τμήμα του Ελληνικού Πολιτισμού, κάνοντας στα 40 μου αυτό που ίσως έπρεπε να είχα κάνει στα 18, δηλαδή τις ανθρωπιστικές σπουδές. Από το ύψος των 40 - σχεδόν 41 πια χρόνων μου, πιστεύω ακράδαντα ότι ο ποιητής γεννιέται και πως, ό,τι και να κάνεις, η ποίηση και


ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

25

η λογοτεχνία αν είναι μέσα σου θα βρουν το δρόμο τους να εκφραστούν. Είμαι ευτυχής που με τα social media μπορώ να επικοινωνώ χωρίς πρόβλημα με τους άλλους λογοτέχνες - γραπτώς - και τολμώ να πω πως αγαπάω τη γλώσσα όσο κι εκείνοι, ίσως και λίγο περισσότερο, αφού για μένα το γράψιμο είναι το μεγαλύτερο παράθυρο επικοινωνίας που μπορώ να έχω στον κόσμο. Χωρίς τη γραφή δεν θα είχα τη δυνατότητα να σας γράψω και αυτόν εδώ το μικρό μονόλογο σήμερα, και χωρίς τα social media δεν θα μπορούσα να σας το στείλω. Γι’ αυτό, αν και αισθητικά αγαπώ τον μεσοπόλεμο (και επανέρχομαι σε αυτόν και θεματικά και μορφολογικά), ωστόσο η πρακτική μου διάσταση επικροτεί και χαίρεται τον 21º αιώνα και την τεχνολογία. Είμαι λοιπόν μια ρομαντική τεχνολάτρισσα… Χρησιμοποιώ την τεχνολογία για να μπορέσω να προσεγγίσω τον άνθρωπο. Κι αγαπώ την ποίηση γιατί μας αποκαλύπτει τον βαθύτερο πυρήνα της ύπαρξής μας, τα βάθη και τα ερέβη στα οποία η τεχνολογία δεν θα φτάσει ποτέ. Κι όπως λέω σε κάποιο ποίημά μου όπου περιέγραφα τη ζωή μου στο Κυτταρολογικό Tμήμα (μικροσκόπιο): «Μετά η ανάκριση εκ του μικροσκοπίου. Τον εξετάζουμε, στο φως το ηλεκτρικό.


26

ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Στ’ άδυτα κατερχόμαστε του βίου, μα όλο ξεφεύγει της ζωής το μυστικό...»


ΑΣΗΜΊΝΑ ΞΗΡΟΓΙΆΝΝΗ Με ρώτησαν κάποτε σχετικά με τον Θεό. «Όταν τον αναζητάς, τον βρίσκεις» απάντησα. Ζηλεύω τόσο πολύ τους ανθρώπους που πιστεύουν σε μια άλλη ζωή! Νιώθω ότι είναι πιο ευτυχισμένοι από κάτι τύπους σαν και του λόγου μου. Εγώ τρέχω να τα προλάβω όλα σε τούτη τη ζωή, ενώ εκείνοι έχουν δημιουργήσει στον εαυτό τους την πολυτέλεια να απολαμβάνουν τη σιγουριά, την ελπίδα μα και τα όνειρα που γεννάει η πίστη μιας αιωνιότητας. Kανονικός μονόλογος! Απαντώντας σε αόρατες, μα ουσιαστικές ερωτήσεις που πλανώνται μέσα μου και γύρω και ερεθίζουν τη σκέψη μου. Απαντώντας πώς ξεκίνησαν όλα με τη γραφή ή τουλάχιστον προσπαθώντας να κάνω τις σωστές προσεγγίσεις στα πράγματα που αφορούν σ’ εμένα και στην τέχνη που υπηρετώ. Θα γυρίσω πίσω στα χρόνια που φοιτήτρια φιλολογίας χωνόμουν μέσα στο σπουδαστήριο για να μελετήσω λογοτεχνία και να κάνω τις εργασίες του εξαίσιου καθηγητή μου Βαγγέλη Αθανασόπουλου, αναφορικά με τον Βιζυηνό και τον Παπα-


28

ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

δίτσα. Εκείνα τα χρόνια γίνονταν μέσα μου όλες οι ωραίες, μα και καθοριστικές για τη μετέπειτα πορεία ζυμώσεις. Εκείνα τα χρόνια ανακάλυπτα τον Λειβαδίτη και πάλευα να βρω τη δική μου φωνή, πάλευα να βάλω σε τάξη την άκρως χαοτική μου προσωπικότητα (κι ακόμα δεν τα έχω καταφέρει). Τον Ιούλιο του 2000, «το αναλωμένο σε ηδονικούς έρωτες σώμα μου» μπήκε στην «Ανθολογία Νέων Ποιητών» που εξέδωσε το περιοδικό Μελωδία και κυκλοφόρησε σε όλη την Ελλάδα. Εν τω μεταξύ, είχα ήδη μπει με κατατακτήριες στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών και είχα την τύχη να έχω καθηγητή τον Νάσο Βαγενά, ο οποίος μάς δίδασκε θεωρία της λογοτεχνίας. Μετά από παρότρυνση μιας συμφοιτήτριας, τόλμησα να του δώσω να διαβάσει ποιήματά μου και ’κείνος τα διάβασε, του άρεσαν και μου είπε «Προχώρα», και προχώρησα. Στην ποίηση είναι άλλωστε όλο το ταξίδι! Στην Ποίηση το Όνειρο, στην Ποίηση ο στοχασμός, στην Ποίηση το συναίσθημα, στην Ποίηση η Ανατροπή, στην Ποίηση και η Πίστη! Συνεχίζοντας στη δραματική σχολή ο κόσμος μεγάλωσε πιο πολύ, ο εαυτός μου «άνοιξε», διευρύνθηκε και διοχετεύθηκα σε άλλα έντεχνα κανάλια. Ατελείωτες πρόβες στο θέατρο Εμπρός, συμ-


ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

29

μετοχή σε καλλιτεχνικά δρώμενα, χοροθεατρικές κυρίως παραστάσεις και πολλά και ποικίλα σεμινάρια. Δύο οι βιβλιοθήκες στο σπίτι πια. Μία για τη Λογοτεχνία και άλλη μία, ξεχωριστή, για το Θέατρο. Τα θεατρικά διαβάσματα δεν είχαν τελειωμό. Ο Ίψεν, ο Μπέκετ, ο Ιονέσκο, ο Τσέχωφ, ο Ουίλιαμς, ο Λόρκα, ο αγαπημένος μου Πίντερ και ένα σωρό άλλοι. Κι ο Σαίξπηρ πάντα, φυσικά! Και ήταν οι ρόλοι που ζητούσαν ενσάρκωση. Οι ρόλοι που χρειάζονταν μελέτη και προσέγγιση είτε για εξετάσεις είτε για παραστάσεις είτε για εσωτερική κατανάλωση. Κάθε φορά ο ρόλος σε βάζει να βλέπεις τα πράγματα από άλλη σκοπιά, κάθε φορά αγαπάς την περσόνα σου, μαθαίνεις να την αγαπάς και να την πιστεύεις. Όπως και ο ποιητής αγαπά τα προσωπεία που δημιουργεί και τα πιστεύει. Ώσπου ήρθε η εποχή που οι ενδοσκοπήσεις και οι ειλικρινείς και ουσιαστικές καταβυθίσεις στα άδυτα του εαυτού μου άρχισαν τόσο να με τρομάζουν, που με αφάνισαν, με συνέθλιψαν, με όλη τη σημασία της λέξης. Με πήγαν τόσο χαμηλά, που πιο κάτω δεν υπήρχε. Γιατί όταν ο άνθρωπος πιάνει πάτο δεν μπορεί να πάει παρακάτω. Μόνο


30

ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

ένας δρόμος υπάρχει μετά, η επιφάνεια. Και βγήκα στην επιφάνεια. Η μικρή, μα θαυματουργή μου Αριάδνη μού έδωσε το μίτο της οδηγώντας με -σχεδόν μαγικά- σε μια άλλη θέαση του κόσμου. Οι μαύρες μέρες πέρασαν (ανεπιστρεπτί; Κανείς ποτέ δεν ξέρει). Η ανάμνησή τους δεν σβήνει, αντίθετα πυροδοτεί τη σκέψη και τη δράση μου. Μετά τις μαύρες μέρες, ξανάπιασα το νήμα της τέχνης κι οι συνδέσεις μεγάλωσαν μέσα μου. Πλάτυνα κι άλλο σαν άνθρωπος και σαν δημιουργός. Ναι! Είναι αναπόφευκτο, τα βιώματά μας να μάς καθορίζουν ως δημιουργούς. Οι συγκυρίες μάς στιγματίζουν. Οι εμπειρίες συχνά μας δημιουργούν το ανοίκειο βλέμμα και μας σπρώχνουν μοιραία στο πείραμα, στο παιχνίδι, στα κανάλια της δημιουργίας, στην αιώνια περιπλάνηση. Προσπαθώ να ανασυνθέσω τον κόσμο μας εξημερώνοντας τα αρχικά μου ερεθίσματα. Ποτέ δεν ξεχνώ να αναφέρομαι στη μαγεία που μου ασκεί η διακειμενικότητα. Στις λέξεις που γεννούν τις άλλες λέξεις. Είχα πει κάποτε στο Πανδοχείο, στον Λάμπρο Σκουζάκη: «Συχνά με ερεθίζουν οι άλλες λέξεις. Κείμενα άλλων που διαβάζω και μου μιλάνε δημιουργούν μια διάθεση μέσα μου που μπορεί να αποτελέσει τον οδηγό για τη δική μου γραφή. Γί-


ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

31

νεται μια μυστική γοητευτική ζύμωση! Γενικά και ειδικά με τρελαίνουν τα παιχνίδια διακειμενικότητας. Η διασύνδεση κρυφή ή φανερή με άλλα κείμενα και λογοτέχνες». Μου λένε ότι τα βιβλία μου δεν μοιάζουν καθόλου μεταξύ τους και ότι είναι σαν να τα έχει γράψει διαφορετικός άνθρωπος. Αυτό ισχύει και γίνεται σκόπιμα, γιατί με ενδιαφέρει να περνάω από διάφορα κανάλια, να εργάζομαι με διαφορετικό τρόπο κάθε φορά. Δεν παγιώνω το ύφος μου ακόμα (χρειάζεται άραγε να το κάνω ποτέ;) Και γιατί να το κάνω αυτό; Για να είμαι εύκολα αναγνωρίσιμη; Μα δεν είναι η ευκολία το ζητούμενο! Έχω πολύ καιρό μπροστά μου και πολλή δουλειά. Και την επίγνωση ότι ποτέ τίποτα δεν θα είναι αρκετό. Διάβασμα, γράψιμο και σβήσιμο. «Σβήσιμο πιο πολύ! Με τον τρόπο του Καβάφη!» όπως μας έλεγε ο δάσκαλός μας ο Λιαντίνης. Στη νουβέλα μου «Το σώμα του έγινε σκιά» (εκδόσεις Ανατολικός 2010) ο αναγνώστης έρχεται αντιμέτωπος με την αγωνία μου για το χρόνο και κυρίως για τα γηρατειά. Και αυτά τα νικά η καλή ποίηση. Στο πρόσφατο βιβλίο μου με τίτλο «Εποχή μου είναι η ποίηση» (εκδόσεις Γαβριηλίδης 2013) τολ-


32

ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

μώ να κάνω ένα διάλογο με την εποχή που διανύουμε και τη σύγχρονή μας πραγματικότητα, ένα διάλογο με τον κόσμο μέσα στον οποίο μεγαλώνω. Ήταν αδύνατον να μην επηρεαστώ από αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. Το ενδιαφέρον είναι να δει κανείς πώς όλα αυτά, τις εικόνες και τα βιώματα της Κρίσης, τα φιλτράρω ποιητικά. Ξέρω πια πως πάντα το ζητούμενο είναι το φως. Και για τον άνθρωπο και για τον καλλιτέχνη! Όπως είπε ο Claudel «υπάρχουν δύο τρόποι για να λάμπεις, είτε να αντανακλάς το φως είτε να το δημιουργείς». Κι ο καλός ποιητής μπορεί και το δημιουργεί. «To ποίημα θέλω να ’ναι γκρέμισμα πρωτίστως / και μετά χτίσιμο φωτός» (Το ποίημα που σιωπά).


ΔΑΝΆΗ ΠΑΠΟΥΤΣΉ Αγαπημένος δάσκαλος, μού ευχήθηκε κάποτε για τη φαντασία μου, να έχει ορατότητα. Και κάποιος άλλος αγαπημένος, έλεγε συνέχεια πως οι επιλογές μας, μας καθορίζουν. Πως είμαστε οι επιλογές μας. Κι εγώ επέλεξα το δρόμο του ηθοποιού. Ήμουν μικρή, ήμουν μόνο πέντε και πολύ ανήσυχη. Για ό,τι συνέβαινε γύρω μου, πάντα κάτι μου έλειπε, η όποια πραγματικότητα, μου φαινόταν λίγη, μικρή, λες και κάποιος πάντα κάτι μου έκρυβε. Αυτό μου προκαλούσε άγχος και αϋπνία, μάλλον όχι αϋπνία αλλά καμία πρόθεση για ύπνο, για να μη χάσω, για να ανακαλύψω όσα μπορώ, όσο περισσότερα, τις νύχτες κυρίως, κρυφά απ’ τους άλλους, σε απόλυτη ησυχία. Να ψάξω εγώ για εμένα, και για όλους τους άλλους. Το μπάνιο ήταν ο αγαπημένος μου χώρος. Σκαρφάλωνα στον καθρέφτη, κάθε βράδυ, συνομιλούσα με κάτι που δεν υπήρχε, κάθε βράδυ, αυτό που ονομάζουν θάνατο, είχα ακούσει γι’ αυτόν, εμένα μου φαινόταν κάτι πολύ οικείο, του είχα δώσει πρόσωπο, ήτανε άνθρωπος, μπορούσαμε να τα λέμε όταν όλοι πήγαι-


34

ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

ναν για ύπνο. Και όταν ήθελα να τον καληνυχτίσω και να βγω απ’ το μπάνιο, έφραζα με το χέρι μου το στόμα για να δω πόσο μπορώ να αντέξω, χωρίς να ανασαίνω. Την ημέρα όλα κυλούσαν κανονικά, αλλά εγώ περίμενα τη νύχτα πάντα. Είχα κατασκευάσει έναν ήρωα, και τον έψαχνα χωρίς κανένα φόβο, τον αναζητούσα προκλητικά πάντα και επίμονα. Την ημέρα, μέσα σε όλα, οι μεταμφιέσεις μου με τα ρούχα των μεγάλων, σε συνδυασμό με μονολόγους που δεν είχαν μάλλον κανένα ειρμό, ήταν μεγάλη απόλαυση. Η υπερκινητικότητα μου, ως βασικό μου χαρακτηριστικό, αποτελούσε μείζον θέμα όχι για μένα, αλλά για όλους τους άλλους, που έμοιαζαν να μην την καταλαβαίνουν γι’ αυτό έψαχναν για αρκετά χρόνια την πηγή. Που δεν βρέθηκε. Για εκείνους. Έγραφα με το αριστερό. Κι αυτό αποτελούσε θέμα. Και όλα μπήκαν σε τάξη, μέσα στην τάξη. Η κυρία Κατίνα μάλλον δε ζει πια. Ήταν τότε πολύ μεγάλη, ήτανε εξήντα. Είναι μια από τις γυναίκες που θα ήθελα πολύ να συναντήσω, να πιούμε καφέ, να την ρωτήσω. Να μάθω. Όταν μπήκα στη Δραματική Σχολή, πέρασε ασυναίσθητα από μπροστά μου η εικόνα ενός οικογενειακού τραπεζιού. Ήταν ημέρα Κυριακή. Ήταν


ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

35

η πρώτη φορά που ανακοίνωσα φωναχτά, τι θα ήθελα πολύ να κάνω στη ζωή μου. Η πόρτα αυτή, μερικά χρόνια αργότερα, μου άνοιξε και μια δεύτερη. Αυτή της γραφής. Ηθικός αυτουργός στην είσοδό μου αυτή, ήταν η Ρούλα η Πατεράκη. Το συνειδητοποίησα μετά από καιρό, το πώς και το γιατί. Είναι η πρώτη φορά που το αναφέρω. Και θέλω να την ευχαριστήσω πολύ. Όταν ξεκίνησα να γράφω το πρώτο βιβλίο, αυτό, κράτησε τρεις συνεχόμενους μήνες. Χωρίς παύσεις. Οι ήρωες προϋπάρχουν. Για μένα προϋπάρχουν. Οι ήρωές μού υποδεικνύουν. Αυτή τη «σχολή» αγαπώ και σε αυτή τη σχολή παραμένω. Το ίδιο μου συμβαίνει και στο βιβλίο που γράφω τώρα, και που το έχω αφήσει στη μέση, λόγω προβών. Και πώς να χωρέσει ο ένας κόσμος μέσα στον άλλον; Χρειάζονται αφοσίωση, φροντίδα, βασικά αποκλειστικότητα. Για να σου δώσουν, για να μπορέσεις να αφηγηθείς. Η ζωή είναι μια ατέρμονη αφήγηση που δε γερνάει ποτέ. Οι συνεχείς αναταράξεις είναι υλικό, οι ευθείες είναι υλικό, και στο βυθό, όση ώρα κι αν μείνω, όσο χρόνο κι αν μείνω, συλλέγω. Εκεί κάτω πάει και κάθεται το πολυτιμότερο υλικό, εκεί κάτω συ-


36

ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

γκεντρώνεται, ανθίζει, ωριμάζει για να μπορώ να το μαζέψω. Νιώθω πως είναι το μόνο υλικό που μας ανήκει. Για την τωρινή κατάσταση - πραγματικότητα, ψάχνω τους δημιουργούς της. Κι όταν οι δημιουργοί ενός πράγματος είναι πάρα πολλοί, η αφήγηση μπερδεύεται. Εκεί που υπάρχει ρίζα εκεί σουλατσάρει πάντα ένα αθώο κατά τα άλλα σκουλήκι. Έτσι ξεκινά το δεύτερο βιβλίο. Δεν ξέρω γιατί, μένει να το ανακαλύψω. Και οι συναντήσεις μου με τους ανθρώπους, είναι συναντήσεις με τα κομμάτια μου εκείνα που δεν έχω ανακαλύψει, που δεν πάει ο νους μου καν. Είναι πολύτιμες οι συναντήσεις μας με όλους τους ανθρώπους. Και οι συναντήσεις μου με τους ήρωές μου, το ίδιο. Δυο από αυτούς, στο πρώτο μου βιβλίο αντάλλαξαν τις παρακάτω κουβέντες: Σάωρη: Θα έρθω στο παράθυρο και ξέρεις τι θα κάνω. Σοέν: Με απειλείς; Σάωρη: Σ’αγαπώ. Tο ίδιο είναι.


EΛΕΝΑ ΠΟΛΥΓΈΝΗ Το γεγονός που πρόκειται να αφηγηθώ, μιλάει για ένα, κατά κάποιο τρόπο άφυλο όν, που τα χαρακτηριστικά του παραπέμπουν σε γερασμένο παιδί. Φοράει ένα φθαρμένο γυναικείο κοστούμι, μεγαλύτερο απ’ τα μέτρα του. Στο πρόσωπό του έχει ζάρες, πράγμα που δίνει την εντύπωση της φθοράς, αλλά η φωνή και οι κινήσεις του αντανακλούν μια παιδικότητα. Αντικρίζοντάς το -ομολογουμένως όχι με γενναιότητα- προσπαθώ, να το καλύψω με ένα λογοτεχνικό περίβλημα, πράγμα που κάνω και τώρα. Κι αυτό γιατί η τέχνη αποτελεί το μόνο χώρο που μέσα του κάθε λογής ελλείψεις δείχνουν συμπαθητικές. Το παιδί αυτό ενίοτε συμπεριφέρεται και ως γυναίκα, όταν δεν είναι πολύ φοβισμένο -δηλαδή σπανίως. Καθώς δεν είμαι καθόλου συμφιλιωμένη μαζί του, προσπαθώ να το αποφύγω μέσω της σιωπής ή -ακόμα χειρότερα- της βίαιης προσαρμοστικότητας. Κατά συνέπεια το περιορίζω μοιραία σε ένα μικρό χώρο, διακοσμημένο με επιφανειακή ευθυμία. Μόνο όταν γράφω κλονίζεται


38

ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

για λίγο αυτό το ανούσιο οικοδόμημα της ευπρέπειας. Τα κύρια χαρακτηριστικά μου: η επαναληπτικότητα, η διάσπαση του βλέμματος και συνεπώς της προσοχής σε πολλαπλά σημεία στο χώρο και η δυσκολία συγκέντρωσης σε κάτι συγκεκριμένο. Γι’ αυτό πάντα αργά και χωρίς να το περιμένω γίνεται η είσοδος των προσώπων και των χρωμάτων. Σε αυτό πάνω το σημείο συνήθως χτίζεται μια ιστορία, στο μεγαλύτερο μέρος της αδιάφορη. Θραύσματα αυτών των ιστοριών, και ιδίως όσα κινδυνεύουν να σκεπαστούν από παντοτινή λήθη, τα πιο ανάξια δηλαδή λόγου και ενδιαφέροντος, τα καταγράφω και τα συνδέω -όχι πάντα με την παρουσία της λογικής. Μικροκατασκευές που γίνονται με αργές και ως επί το πλείστον τρεμάμενες κινήσεις. Η εστία τους δεν είναι σταθερή γιατί το μυαλό διαβάλλεται από συναισθηματικές φορτίσεις. Αποτέλεσμα, το οικοδόμημα όχι με στέρεες βάσεις, ωστόσο κάπως πιο κοντά στην αλήθεια. Σημαντικό εδώ να τονιστεί, ότι τα λόγια που εκφέρονται είναι πάντοτε τα προηγούμενα ή τα επόμενα, τωρινά δεν υπάρχουν. Γιατί εκτός των υπολοίπων σαθρών χαρακτηριστικών, το πρό-


ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

39

σωπό μου φέρει ως γνώρισμα και την αδυναμία αποκρυπτογράφησης του παρόντος. Την απορία, την αγωνία και το πλήρες κενό που δημιουργεί η αιωνίως παρούσα στιγμή, δυστυχώς δεν έχει βρει ακόμα τον τρόπο να τα καταγράψει.


ΜΑΡΊΑ ΣΟΎΜΠΕΡΤ

«Μαμά, θέλω να μου πάρεις τα “Άμπρα Κατάμπρα”!» - έξι, εφτά χρονών διαβάζω και ακούω από την κασέτα τα παραμύθια του Άμπρα Κατάμπρα. Χαζεύω με τις εικόνες, ονειρεύομαι πως είμαι βασιλοπούλα και υπόσχομαι στον εαυτό μου πως όταν μεγαλώσω θα γίνω αν όχι η πριγκίπισσα του παραμυθιού, τότε σίγουρα η Κάντυ Κάντυ. «Μπαμπά, θέλω να μου πάρεις τον “Άρχοντα των Δαχτυλιδιών”!» - τελειώνοντας το δημοτικό και ξεκινώντας το Γυμνάσιο, ο Τόλκιν γίνεται το αγαπημένο μου ανάγνωσμα. «Άρχοντας των Δαχτυλιδιών», «Χόμπιτ», «Σιλμαρίλιον», όλα με ταξιδεύουν σε ένα μαγικό κόσμο. «Μπαμπά, θέλω να μου πάρεις το “Αυτό” του Στέφεν Κινγκ!» - το γυμνάσιο τελειώνει μέσα στην εφηβεία, τις επαναστάσεις και την απαισιοδοξία. Ποιος καλύτερος να μου κάνει παρέα από τον Στέφεν Κινγκ; Και πώς να πιάσεις κλασική λογοτεχνία στα χέρια σου, όταν σε απορροφούν σκηνές με τέρατα και μεταφυσικές δυνάμεις που καταπίνουν τα πάντα στο διάβα τους;


ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

41

Και στα χρόνια αυτά -θα πρέπει να ήμουν περίπου 13-14 χρονών, σκέφτομαι: «Όταν μεγαλώσω θέλω να γίνω συγγραφέας». Κάθισα και προσπάθησα να ξεκινήσω να γράφω ένα βιβλίο. Ένα βιβλίο με ήρωα την καμμένη και εγκαταλειμμένη βίλα του Καμπά (που πολλά χρόνια αργότερα μπήκε τιμής ένεκεν στο βιβλίο μου «Η Ρόζα στη μέση», εκδόσεις Μελάνι 2008). Διάβασα την ιστορία μόλις την έγραψα, με κατέκρινα όπως μόνο ο αυστηρότερος των κριτικών λογοτεχνίας θα μπορούσε να κατακρίνει και το πέταξα στα σκουπίδια. «Μαμά, μπαμπά, δεν θέλω να δω ποτέ ξανά γραμμένες λέξεις σε χαρτί» - οι πανελλήνιες ήταν ίσως η πιο τραυματική εμπειρία για τον εγκέφαλό μου. Σελίδες επί σελίδων απομνημόνευσης, χρόνοι στα αρχαία, χρόνοι στα λατινικά, τυποποιημένες εκθέσεις. Μέσα στις πανελλήνιες όμως και με έναν τρόπο μαγικό -γιατί παρ’ ότι τριάντα τεσσάρων χρονών σήμερα πια, ακόμα πιστεύω στη μαγεία και τα παραμύθια- το χέρι μου έπιασε το στυλό για να αρχίσει να γράφει κάτι. Κάτι που έγινε βιβλίο. Και -αν αυτό δεν είναι μαγεία, τότε τι είναι;- βρήκε αμέσως εκδότη και κυκλοφόρησε στα 19 μου χρόνια («Τα πρά-


42

ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

σινα, τα καστανά και τα μαύρα μάτια», εκδόσεις Πόλις 1998). Είναι η περίοδος που νομίζω πως όλα είναι καλά, πως είμαι καταπληκτική, πως το μέλλον μου είναι στη συγγραφή, γιατί δεν υπάρχει καλύτερος συγγραφέας από εμένα. Στα φοιτητικά μου χρόνια γεννήθηκε το δεύτερο βιβλίο μου, το «Club Κυλικείο» (εκδόσεις Κέδρος 2003). Το ένιωθα πως κάτι ακόμα δεν ήταν όπως έπρεπε, αλλά δεν ήξερα τι είναι αυτό. Ήμουν μόλις 24 χρονών και δεν ήξερα ακόμα τι μου γίνεται. Και μετά ήρθε η Τήνος, η συνάντηση νέων συγγραφέων που διοργάνωνε το περιοδικό Να ένα μήλο και η Λώρη Κέζα. Μαζί ήρθε η συζήτηση γύρω από την ανάγκη να εμβαθύνει κανείς γύρω από την κλασική λογοτεχνία, προκειμένου να «εξασκήσει» το ταλέντο του ως συγγραφέας. Όταν γύρισα στην Αθήνα ήξερα πια με βεβαιότητα πως κάτι έλειπε και το συνέδεσα με την απουσία κλασικών αναγνωσμάτων. Ίσως στις δικές τους σελίδες να έβρισκα τις απαντήσεις που τα περισσότερα εργαστήρια δημιουργικής γραφής δεν μπορούσαν να μου δώσουν. Έτσι άρχισα να διαβάζω Ντοστογιέφσκι, Κάφκα, Φλωμπέρ, Ντέμπλιν, Καζαντζάκη, Φραγκιά,


ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

43

Καραγάτση, Σαρτρ κ.ά. Άλλους τους απόλαυσα, άλλους τους διάβασα σαν το παιδάκι που πρέπει να πάρει το φάρμακό του. Μέχρι που διάβασα ένα βιβλίο που άλλαξε τα πάντα. Διαβάζοντας το «Συλλαβίζοντας το καλοκαίρι» του Δημήτρη Στεφανάκη, ήξερα πως έπρεπε να διαβάσω Καμύ. Ο Στεφανάκης με έκανε να αγαπήσω έναν συγγραφέα χωρίς να τον έχω διαβάσει (εκτός από τα θεατρικά του λόγω σπουδών στη Θεατρολογία). Πήρα το πρώτο βιβλίο (αν θυμάμαι καλά ήταν ο «Ξένος») και ερωτεύτηκα. Έπιασα την «Πανούκλα», την «Πτώση», τον «Επαναστατημένο Άνθρωπο», τους «Γάμους», τα «Σημειωματάρια» για να φτάσω σιγά-σιγά στον «Πρώτο Άνθρωπο». Το διάβασα μέσα σε λίγες μέρες και όταν συνειδητοποίησα πως αυτό το κείμενο ήταν η πρώτη του γραφή, αναρωτήθηκα «εγώ τι κάνω;» Ευτυχώς η περίοδος μεμψιμοιρίας πέρασε γρήγορα. Ακόμα και να μην το ήθελα, οι εικόνες πετάγονταν στο κεφάλι μου η μια μετά την άλλη, ιστορίες πλέκονταν και έβαζαν τα δάχτυλά μου μονάχα τους να κινηθούν στο πληκτρολόγιο. Και το φοιτητικό «Club Κυλικείο» διαδέχτηκε η «Ρόζα στη μέση», μια συλλογή διηγημάτων -ή ένα αποσπασματικό μυθιστόρημα;- που χαρακτήριζε μια


44

ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

περίοδο πολύ δύσκολη συναισθηματικά και ψυχολογικά για εμένα. Έχω παρατηρήσει πως η στιγμή που γράφω δεν διαφέρει από τη στιγμή που διαβάζω. Οι εικόνες και τα συναισθήματα που με ταξιδεύουν σε έναν άλλο κόσμο, που με κάνουν να ζω τις «ζωές των άλλων» δεν διαφέρουν στη μια περίπτωση και στην άλλη. Είτε ξεπηδούν οι εικόνες από εμένα, είτε τις αναπλάθω μέσα από την ανάγνωση το συναίσθημα είναι τόσο δυνατό που με κατακλύζει. Μετά τη «Ρόζα στη μέση» γεννήθηκε η «Συμμορία της Τήλας» (εκδόσεις Πάπυρος 2010). Η εικόνα δεν θυμάμαι πώς μου ήρθε, πάντως κάποια στιγμή φαντάστηκα μια ομάδα από γιαγιάδες να φτιάχνει μια συμμορία. Στην αρχή σκεφτόμουν η συμμορία να λειτουργεί όντως σαν εγκληματική οργάνωση, αλλά η πορεία της αφήγησης με πήγε αλλού. Και τώρα χαίρομαι γι’ αυτό, γιατί έτσι γεννήθηκαν οι αγαπημένες μου αυτές γιαγιάδες, που αποτελούν ίσως το πιο αισιόδοξο κομμάτι της γραφής μου μέχρι στιγμής. Κάποια στιγμή το 2009 ξεκίνησα τις σπουδές μου στη Δραματοθεραπεία. Διαβάζοντας γύρω από μύθους και παραμύθια έκανα αυτό που μου


ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

45

άρεσε περισσότερο απ’ όλα: διάβαζα ατελείωτα παραμύθια, ενώ μπορούσα πλέον να εμβαθύνω στη δομή και τις αντανακλάσεις τους. Έτσι μαζί με τη δραματοθεραπεία, το 2009 ανέβηκε το πρώτο μου θεατρικό έργο «Invitation to a party - not another fairytale», από τη θεατρική εταιρεία Black Dots. Τα παραμύθια συνέχισαν να με τραβάνε και το 2012 έγραψα το πρώτο μου παραμύθι («Του φεγγαριού η κόρη», εκδόσεις Διάπλαση 2013). Και μέσα στα παραμύθια βρήκα έναν τρόπο γραφής κωδικοποιημένο και μινιμαλιστικό. Βρήκα τη μαγεία της γραφής και της αφήγησης μιας ιστορίας. Που μοιάζει τόσο πολύ με τον τρόπο που γράφουν τα ίδια τα παιδιά. Με τον τρόπο που θα επικεντρωθούν σε αυτό που τους τραβάει το ενδιαφέρον, στην ουσία -όποια κι αν είναι αυτή-, χωρίς πλατειασμούς και μακρηγορίες, χωρίς περιγραφές και άστοχους διαλόγους απλώς και μόνο για να γεμίζουν σελίδες. Ναι, αν θα έπρεπε να καταλήξω κάπου -για να μην πλατειάζω κι εγώ άσκοπα- θα έλεγα πως τα παιδιά ξέρουν τι είναι σημαντικό και τι όχι. Είτε λοιπόν απευθύνομαι σε αυτά, είτε μαθαίνω από αυτά, θέλω να πιστεύω πως όσο περνάνε τα χρόνια, η γραφή μου θα γίνεται όλο και πιο ουσιαστική


46

ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

και στοχευμένη σε αυτό που θέλω να περιγράψω. Όσο για το τι θέλω να πω, δεν έχω ιδέα. Συνήθως εγώ δεν λέω κουβέντα. Οι ήρωες των βιβλίων τα λένε όλα πολύ καλύτερα από εμένα.


ΕΛΈΝΗ ΤΖΑΤΖΙΜΆΚΗ Η άγνοια και η γνώση μου. Η εσκεμμένη μου αστοχία. Ο ματαιόδοξος, αυτόκλητος πόνος. Η εκκρεμής μου χαρά. Η κουρασμένη μου χαρά. Η ταλάντωση του μυαλού και η ορθάνοιχτη καρδιά στον ουρανό και στο όνειρο. Μέσα από το ορθό της απογείωσης καθορίζω το μοιραίο της πτώσης. Ρυθμίζω το ύψος του βλέμματος ανάλογο προς το βάθος της φωνής, προετοιμάζοντας την ευθυγράμμιση με τους ανθρώπους. Εκμεταλλεύομαι άπληστα τα πάθη τους εντός μου. Ιδεολαμβάνομαι το χρέος για το αύριο. Ύστερα, τακτοποιώ το χρέος για το πάντοτε. Αγωνιώ για την οφειλή μου στο «πάντα». Εντοπίζω το κέντρο της αγάπης και αναμετριέμαι με έρωτες φθισικούς, λογής-λογής και ακατάληπτους: αυτών την αλήθεια υπερασπίζομαι. Έτσι, μετρώ τα πρώτα βήματα προς το θάνατο, σύντροφοι. Προτού φύγω, θα έχω αρνηθεί τη δευτεροταγή ανθρωπότητα - είμαστε οι άνθρωποι ο μοχλός του πεπρωμένου. Κι ο έρωτας για τη ζωή η ισόβια θηλιά μας. Και η ζωή που πέρασε, μια πλαστική σα-


48

ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

κούλα στη ράχη της θάλασσας που αχνοφαίνεται απ' την ακτή. Σύντροφοι, γνωρίζετε πως δονείτε τη μήτρα της ιστορίας; Πως ξαναβάφετε το χρώμα του νερού; Πως ξαναβρίσκετε τα αταξίδευτα νερά; Κι όλοι μαζί, το αγέννητο παιδί κυοφορείτε μέσα στο κόκκινο γαρίφαλο μου. Κι έχω το χέρι πάντα απλωμένο, να μ’ ανασταίνει η θέρμη σας αργά, περιμένοντας το ξημέρωμα ολόγυμνη. Και ξημερώνει. Και ξημερώνω.


ΕΛΈΝΗ ΦΟΥΡΝΆΡΟΥ Ξυπνώ το πρωί με μια αόριστη αίσθηση πως κάτι θέλω. Πότε γλυκό, πότε ξινό, συνήθως ανάμικτο. Μένω λίγο έτσι ξαπλωμένη να το αφουγκραστώ, να εντοπίσω στους γευστικούς κάλυκες την ανάμνηση της απόλαυσης, να επαναφέρω τη μυρωδιά, να νιώσω το σάλιο να πλημμυρίζει το στόμα μου με την ανάγκη να το ξαναγευτώ. («Ξαναγευτώ», ναι. Όλα όσα μαγειρεύω και γράφω υπάρχουν ήδη καταγεγραμμένα στην κυτταρική μνήμη των αισθήσεων - γενιές ολόκληρες γυναικών, αντρών, άστρων του οικογενειακού μου δέντρου έχουν σμιλέψει με τις προτιμήσεις τους το χάρτη των δικών μου ηδονών. Πορτοκάλια από τη Λακωνία και σύγκλινο μανιάτικο, τυριά πολλά, ζυμαρικά χειροποίητα, θάλασσες, θάλασσες, θάλασσες, γεύσεις εξωτικές κι ύστερα Σοφοκλής, Αριστοφάνης, άγιοι της ορθοδοξίας, Παπαδιαμάντης, Καζαντζάκης, Καραγάτσης, Ζενέ, ζουρνάδες και χοροί λεβέντικοι, μοιρολόγια σπαραχτικά, ξερολιθιές στην αντηλιά, τέρατα, στοιχειά, καλικάντζαροι, Ρίτσος και Καββαδίας και η Μελίνα Στέλλα).


50

ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Έπειτα πίνω τον καφέ μου μέτριο και βγαίνω στην αγορά. Ιδανικά με λιακάδα κι ελαφρύ βοριά. Σταματώ στη λαϊκή, στον χασάπη, στον ψαρά, ελέγχω επισταμένα τα χρώματα, τις σφριγηλότητες, τις σάρκες τις κρουστές, συνδυάζω νοερά υφές, ποιότητες, ταιριάζω γεύση με επίγευση, χρόνους και τρόπους μαγειρέματος. Έχω το νου μου πάντα στη σχέση ποιότητας-τιμής, γι’ αυτό χαμογελώ τσαχπίνικα στους πωλητές - αθώα για να μη με παρεξηγήσουν, πονηρά για να μη με θεωρήσουν χαϊβάνι - φλερτάρω ασύστολα, ανταλλάσσω εξυπνάδες κι ατάκες ταιριαστές με την επικαιρότητα, παζαρεύω χαριτωμένα, τους κουνιέμαι όσο με παίρνει για να πετύχω τα μέγιστα. Μα πάντα τους εμπιστεύομαι - φρονώ πως έκαστος εφ’ ω ετάχθη, μανάβης μανάβης, ψαράς ψαράς, γραφιάς γραφιάς, ποια είμαι εγώ που θα αμφισβητήσω την κλίση του καθενός; (Αντίστοιχα γράφω. Σπάνια στο γραφείο μου. Συχνότερα σε καφενεία, αναγνωστήρια, δημόσιες βιβλιοθήκες. Χρειάζομαι τη βοή της πραγματικότητας για να συγκεντρωθώ, την απευθείας έκθεση στους τυχαίους συνδαιτυμόνες πριν από την ελεγχόμενη έκθεση στο τυχαιότερο αναγνωστικό κοινό. Ανακαλώ λέξεις και εικόνες από πρότερα διαβάσματα - φτηνά αναγνώσματα, τους κλασικούς,


ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

51

Έλληνες, αλλοδαπούς, άρθρα και ρεπορτάζ από το σοβαρό και τον κίτρινο Τύπο, ατάκες φίλων κι αυθόρμητες εξομολογήσεις ξένων στο διπλανό κάθισμα του μετρό, αφίσες και γκράφιτι, στιχάκια από νεανικά λευκώματα, ταινίες, στίχους, μουσικές. «Ψωνίζω» από την αναξιόπιστη μνήμη μου, που με προδίδει στα καθημερινά και απαραίτητα μα αποδεικνύεται αστείρευτη όταν υποκύπτει στην αναζήτηση ιδεών. Ψωνίζω ακούσια, χωρίς να το συνειδητοποιώ, εδώδιμα κι αποικιακά ξεπηδούν λαχταριστά, πολύχρωμα από τις πλαστικές σακούλες των εγκεφαλικών μου συνάψεων κι αν με ρωτήσεις από πού πήρα τι, θα σε κοιτάξω απορημένη κι ανίκανη να θυμηθώ - «δικά μου είναι» θα μπορούσα να κομπάσω αν δεν ντρεπόμουν μήπως αποκαλυφτώ). Αφού τελειώσω με τις αγορές και την περισυλλογή, απλώνω τα λάφυρά μου στον πάγκο, ανατρέχω σε συνταγές παλιές, καινούριες ή αναπάντεχες, στολίζω τα κατσαρολικά και τα λοιπά σύνεργα εκεί που να τα φτάνει το χέρι μου και τότε ξαφνικά αρχίζει η μαγεία. Γιατί αυτό που προσδοκά ο δημιουργός - μάγειρας, καλλιτέχνης, εραστής, παραμυθάς - όταν ανακατεύει υλικά ευτελή και πανάκριβα, επώ-


52

ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

νυμα ή αγνώστου προελεύσεως, αυτό που αναζητά, προσεύχεται και ξεπουλιέται για να πετύχει είναι η στιγμή, η μαγική στιγμή που αρχίζουν να αχνίζουν τα μίγματα, να αλλάζουν χρώματα, σύσταση, ειδικό βάρος, κατάσταση, να ακούγονται ήχοι και μυρωδιές από το τίποτα, από το πολύ, από τα πάντα. Μεγάλωσα μέσα στα φαγητά και τις ιστορίες. Προέρχομαι από μια οικογένεια που ακόμα μαζεύεται γύρω από το κυριακάτικο τραπέζι και αφηγείται ο καθένας, χωρίς σειρά, τα ελάχιστα της καθημερινότητάς του. Φροντίζει όμως να τα σαλτσώνει επικά, να τα καθιστά ενδιαφέροντα και μοναδικά για τους υπόλοιπους, να τα πάρουν αυτοί να τα αφηγηθούν αλλού, με τις δικές τους παρεμβάσεις, κι έτσι οι συνηθισμένες ιστορίες μας κυκλοφορούν σε κύκλους διαρκώς μεγαλύτερους, καταπληκτικές, ανήκουστες κι αγνώριστες. Μεγάλωσα και μέσα στα βιβλία. Η μάνα μου είχε πάντα ένα στο κομοδίνο της, η βιβλιοθήκη της ήταν οι πρώτες μου εκδρομές στη λογοτεχνία. Κι έπειτα οι βιβλιοθήκες οι σχολικές. Λουντέμης, Καζαντζάκης, Μυριβήλης, Τσίρκας, Ταχτσής, Ντοστογέφσκι, Στάινμπεκ οι πρώτοι προορισμοί. Αλλά και κοριτσίστικα περιοδικά που περιμένα-


ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

53

με πώς και πώς κάθε Πέμπτη, Βαβούρα, Άρλεκιν και Φαντάζιο που διάβαζαν οι μαμάδες των φιλενάδων μου, Ώρα για Σπορ η επιρροή του πατέρα. Διάβαζα ό,τι έπεφτε στα χέρια μου σε μια εφηβεία ωραία, ατίθαση, με μηχανάκια, έρωτες, ροκ μουσική, γέλια που δεν ξεχνώ ποτέ και «τραγωδίες» ρομαντικές που πια δεν θυμάμαι. Αργότερα, όταν επιτράπηκαν οι βόλτες στα βιβλιοπωλεία του κέντρου, Πρωτοπορία, Πολιτεία, όπου ακουμπούσαμε το χαρτζιλίκι μας, οι επιλογές έγιναν πιο προσωπικές: Ζωγράφου τα άπαντα, Γώγου, Ξανθούλης, οι πρώτοι λατινοαμερικανοί Μάρκες, Αλιέντε, Σεπούλβεδα. Φουέντες, Τάιμπο αγαπημένος - οι ευρωπαίοι σύγχρονοι - πάντα ο Κούντερα, ο Ντανιέλ Πενάκ, Κόου, Νοτόμπ - και οι Η.Π.Α. βέβαια - Ρόμπινς, Άιρβινγκ, Κόπλαντ, Μπουκόφσκι, Ελρόι. (Κάθε όνομα που θυμάμαι μού θυμίζει άλλα εκατό, επιστημονική φαντασία, νουάρ εμμονικά, ποίηση, στίχους και μουσικές, τέλος, φτάνει ως εδώ). Άρχισα να γράφω γιατί ήταν το μόνο που μπορούσα να κάνω καλά. Δεν τραγουδούσα, δεν ζωγράφιζα, ήμουν ψηλή για χορεύτρια, απείθαρχη για πρωταθλήτρια - το γράψιμο έβγαινε αβί-


54

ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

αστα, εύκολα και δεν με αποσπούσε από την πολυάσχολη ζωή που λαχταρούσα να ζήσω μέχρι να κοπεί η ανάσα μου. Άρχισα να γράφω γιατί μπορούσα. Συνέχισα γιατί μου άρεσε. Η μαγεία που λέγαμε. Η οφθαλμαπάτη. Η απατεωνιά. Συνέχισα γιατί αγαπώ το ψέμα, την εκδοχή της ιστορίας που θα μπορούσε να έχει συμβεί αν ή αν δεν. Την εκδοχή που εγώ διαλέγω σαν παντοδύναμος θεός και σερβίρω στο ανύποπτο πλήθος που με κοιτάζει έκθαμβο, χωρίς να μπορεί να δει τα μαγικά μου κόλπα στα παρασκήνια, τα μυστικά συστατικά, τα καθημερινά συστατικά, τα πρησμένα μου δάχτυλα, τα κόκκινα μάτια, τον καπνό, το ανάθεμα. Το ανάθεμα ξανά και ξανά. Δεν θέλω να πω για το ανάθεμα. Τι να ισχυριστώ, δηλαδή, πως είναι ζόρικη δουλειά το να γράφεις; Τράβα να γίνεις τορναδόρος ή κομμώτρια κι έλα να μου το ξαναπείς. Το να τα δημοσιοποιείς είναι άλλο. Ούτε γι’ αυτό θέλω να μιλήσω. Όσο μεγαλώνω μαγειρεύω περισσότερο. Όχι κατ’ ανάγκη, από άποψη. Και δημοσιοποιώ λιγότερο. Αυτά που γράφω. Όλο και πιο συχνά οι ιστορίες με ξεπερνούν. Και τις φοβάμαι. Μη γίνει η μαγεία μαύρη και με καταπιεί. Ή, χειρότερα:


ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

55

μη μου ξεφύγει και δεν μπορώ να της επιβληθώ. Αλλά ούτε γι’ αυτό θέλω να μιλήσω. Ακόμα.


ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΑΝΤΡΩΝ


ΓΙΏΡΓΟΣ ΓΏΤΗΣ

Διαπλέοντας τον ωκεανό της ανάγνωσης και της γραφής ξεπροβάλλουν εμπρός σου άπειρα νησιά, μικρά και μεγάλα. Νέοι κόσμοι ανοίγονται προς εξερεύνηση, απαιτώντας το χρόνο σου για να αποκαλύψουν τα μυστικά τους. Στην αρχή αιχμαλωτίζουν το βλέμμα σου, κατόπιν κυριεύουν την ψυχή σου. Περίεργος πάντα, για κάθε τι που φαντάζει στα μάτια σου νέο, παραμένεις εκεί και αρχίζεις μια άλλη περιήγηση, ένα άλλο ταξίδι εντός του ταξιδιού σου. Όμως συνεχίζεις πάντα με την ίδια θέληση και απορία. Σε περιμένουν εκεί παλαιότερα ερωτήματα, αλλά και νέα που τίθενται διαρκώς και περιμένουν τις απαντήσεις σου. Γνωρίζεις αθέατες πλευρές που φανταζόσουν ή αγνοούσες την ύπαρξή τους. Αποκτάς εμπειρία και εξοικειώνεσαι πρώτα με τον εαυτό σου και κατόπιν με το περιβάλλον σου. Κάποια από αυτά δεν καταφέρνουν να αγγίξουν καμία χορδή της ύπαρξής σου και παραμένουν ξένα και αδιάφορα, ξεμπερδεύ-


58

ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΑΝΤΡΩΝ

εις εύκολα και γρήγορα μαζί τους. Μερικά όμως σε αιχμαλωτίζουν για πολύ καιρό και σε κρατούν δια βίου δέσμιο της μαγείας τους. Νιώθεις την ανάγκη να επιστρέφεις διαρκώς και να αντλείς δύναμη, έμπνευση και παρηγορία, όταν αυτό είναι αναγκαίο. Και ενώ υπάρχουν εκεί σταθερά στον ωκεανό της ανάγνωσης, ποτέ δεν παραμένουν ίδια, αλλά και μεταξύ τους. Ανάλογα με το χρόνο και την ηλικία αλλάζουν, φανερώνοντας εμπρός στα μάτια σου μια διαφορετική όψη, κάθε φορά που τα επισκέπτεσαι ή ένα επτασφράγιστο μέχρι τότε μυστικό τους σου αποκαλύπτεται. Στο τέλος ταυτίζεσαι μαζί τους και γίνονται ο άλλος σου εαυτός. Κατοικείς εκεί με μικρές αποδράσεις μόνο. Τότε αντιστρέφεται ο χρόνος και τον διατρέχεις με τεράστια ευκολία. Σου χαρίζεται δεξιότητα. Ασκημένο το βλέμμα και το μυαλό κατακτούν ένα διαφορετικό τρόπο ανάλυσης. Η απόκτηση κριτηρίων πολλές φορές, οδηγεί στην καταγραφή και ενίοτε εν συνδυασμώ με την έμπνευση, την άσκηση και το τάλαντο, στη γραφή. Ξεκινάμε από το «προσωπικό», και πάντα αναρωτιόμαστε αν είναι και πανανθρώπινο. Αν μια σκέψη κοινή σε πολλούς μπορεί να ειπωθεί με τον ιδιαίτερο προσωπικό τρόπο


ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΑΝΤΡΩΝ

59

που συνιστά το ύφος του δημιουργού, κατά τις επιταγές της εποχής του. Ποιους μπορεί να αφορά αυτή η σκέψη ώστε να εκφραστεί εκ νέου και να γίνει κτήμα πολλών; Αναρωτιέμαι συχνά τι θα απομείνει από τη δοκιμασία του πανδαμάτορα χρόνου και πώς θα αποτελέσει φάρο στον ωκεανό της γραφής. Αυτά τα υπέροχα νησιά, μικρά και μεγάλα, με τους υπέρλαμπρους ή τους λιγότερο φωτεινούς φάρους καθημερινά επισκεπτόμαστε. Αυτά καθορίζουν την πορεία του βίου μας. Αυτή η πορεία και οι αναζητήσεις της είναι η απόλαυση που μας χαρίζεται αδιάκοπα και ολοσχερώς.


ΓΙΏΡΓΟΣ ΔΟΥΑΤΖΉΣ Είμαι μοναχικό εργαστήριο ψυχή στροβιλιζόμενη στο άπειρο χέρι που καταγράφει σκέψεις εσαεί κι αισθήματα με νόηση ανάλγητα γοργή να ταλανίζει σώμα και μυαλό Είμαι μοναχικό εργοστάσιο με δυο ιδέες κινώ την οικουμένη την τόσο μικρή κι ασήμαντη ώστε αναλογίζομαι συχνά αν της αξίζει η χάρη να την κινήσω και γιατί

Είμαι μοναχική βιοτεχνία ορίζω αλήθειες αυτοαναιρούμενες αρνούμαι τις μοναδικότητες χωρίς φόβο δέος ή απόγνωση και γίνομαι αστείρευτη πηγή θάρρους ελπίδας και ζωής


ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΑΝΤΡΩΝ

Είμαι μοναχική οικοτεχνία με ήχους μουσικής και ρολογιών γεννήθηκα γέροντας σοφός και επιστρέφω για να γίνω βρέφος ως μέγας δάσκαλος του εαυτού μπαίνω στο βάθος των πραγμάτων σπάω κελύφη παραπλάνησης βουτάω αδηφάγος στην ουσία

Είμαι το μοναχικό εργαστήριο εργοστάσιο, βιοτεχνία, οικοτεχνία και κατά περίπτωση όταν οι ανάγκες της κατανάλωσης το απαιτούν βιομηχανία πάλι μοναχική είμαι οικοδομώ εστίες με λέξεις πανύψηλες εστίες οικοδομώ χάρισμα στους ανθρώπους Η φλυαρία μου ροπή προς την παράνοια η σιωπή μου πύλη μοναδική να αφουγκραστώ τον παραλογισμό του κόσμου

61


62

ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΑΝΤΡΩΝ

Ανέβηκα στην πιο ψηλή κορφή κι αναρωτιόμουν νύχτες ολόκληρες να πέσω στη γοητεία του κενού ή να σε αναζητήσω Και για να γράφω ακόμα...

(Μετριοφροσύνης εγκώμιον, Σχεδίες, εκδ. Καπόν 2012)

Ταράχτηκα όταν στα δεκατρία μου χρόνια ανακάλυψα τετράστιχα που είχα γράψει στη δεύτερη τάξη του Δημοτικού. Από τότε γράφω συστηματικά. Έγραφα σε κάτι τετράδια μεγάλα, πολύ χοντρά, σαν τα τεφτέρια που είχαν οι μπακάληδες κάποτε για να γράφουν τα χρέη των πελατών, τα λεγόμενα βερεσέδια. Από τότε γέμισαν πολλά τετράδια, τα έχω ακόμη και τα κοιτάζω με μπόλικη τρυφεράδα. Αναρωτήθηκα πολλές φορές ποια είναι τα κίνητρα που γράφω. Δεν ξέρω αν υπάρχει απάντηση. Νιώθω σαν το παιδάκι που φτιάχνει την πρώτη του ζωγραφιά, τη δείχνει στη μάνα του καμαρώνοντας και λέει: Δες μαμά τι έφτιαξα. Δεν ξέρει, ούτε θα μάθει ποτέ γιατί έκανε αυτή την πρώτη ζωγραφιά. Το ίδιο κάνω κι εγώ. Μια ψηφίδα επιβεβαίωσης ύπαρξης είναι η δημοσιοποίηση της δουλειάς μας.


ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΑΝΤΡΩΝ

63

Στα πρώτα μου βήματα ό,τι έγραφα το άφηνα στην πρωτογενή του μορφή. Επέμενα ότι θα μπορέσω να φτάσω με την πρώτη γραφή να είναι και άρτιο το ποίημα, για να μην χάνει τη γενετήσια μυρωδιά του. Όμως η Ποίηση θέλει πάρα πολύ σκληρή δουλειά, πειθαρχία, άσκηση. Δεν ξεχνώ τις επιπλήξεις που δέχτηκα γύρω στα δεκαεπτά μου, αρχικά από τον Κώστα Γεωργουσόπουλο και λίγο αργότερα από τον Τάσο Λειβαδίτη που δικαίως επέμεναν ότι πρέπει να δουλεύω το στίχο με πείσμα, υπομονή, επιμονή. Πρώτη δημόσια εμφάνιση δουλειάς μου, το 1971 στην ποιητική ανθολογία της «Νέας Ελληνικής Γενιάς» των εκδόσεων Άγκυρα. Τη στιγμή της γέννας του ποιήματος θα τολμούσα να πω ότι συμβαίνει μια μεγάλη έκρηξη. Χάσιμο από τόπο και χρόνο. Θα μιλούσα για συμπαντική κατασπορά κυττάρων. Η έλλειψη ακριβούς συνείδησης εκείνης της στιγμής, με κάνει να αναρωτιέμαι συχνά «ποιος να μου κινεί το χέρι». Έχει τύχει αρκετές φορές να διαβάζω κείμενά μου, τα οποία αν δεν ήταν στον υπολογιστή μου ή με το γραφικό μου χαρακτήρα, δεν θα καταλάβαινα ότι τα έγραψα εγώ. Εικάζω ότι η Ποίηση θα υπάρχει όσο υπάρχουν άνθρωποι. Η Ποίηση είναι η άλλη ανάγνωση της


64

ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΑΝΤΡΩΝ

ζωής. Ξεπλένει τις πληγές και με περισσή αγάπη για τον άνθρωπο δίνει κουράγιο ώστε να οδηγηθούμε από το προσωπικό στο συλλογικό μέσα από πανανθρώπινα ιδανικά. Η Ποίηση βρίσκεται εν δυνάμει απέναντι σε κάθε μορφή εξουσίας. Άλλα, τι σημασία έχουν όλα αυτά; Το ποίημα μετράει. Θεωρώ ότι ο ποιητής είναι αυτός που κλήθηκε να υπηρετεί τους συνανθρώπους του, τραγουδώντας τη χαρά, τη λύπη, τις αγωνίες της ύπαρξης. Δεν μπορώ να διανοηθώ έναν ποιητή, χωρίς αφοσίωση σε αξίες ζωής, χωρίς την ανάγκη προσφοράς στους συνανθρώπους του. Άλλωστε, αυτό για μένα συνιστά στρατευμένη Ποίηση και όχι οι στείρες κομματικές προσηλώσεις. Θα έλεγα ότι ο ποιητής έχει χρέος να λειτουργεί ως παλμογράφος της συλλογικής ψυχής, ως ευαίσθητος δέκτης της ανθρώπινης αγωνίας την οποία πασχίζει να μορφοποιήσει σε στίχο, σε τραγούδι. Είχα πολλές επιρροές από ανθρώπους που έβαλαν τα σημάδια τους στη μικρή μου πορεία. Λόγω πατέρα, είχα πολύ νωρίς επαφή με την αρχαία ελληνική γραμματεία. Σημαντικοί ήρωές μου ο Σωκράτης και ο Προμηθέας. Αυτοί οι δυο πήγαιναν πάντα μαζί στο μυαλό μου. Ακολούθησαν στην εφηβεία oι Νίτσε, Καμύ, Άντλερ, Μαρξ, Γιούνγκ,


ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΑΝΤΡΩΝ

65

Μαρκούζε, Φρομ και πολλοί άλλοι. Η φιλοσοφία έδινε στην εφηβική ψυχή μου μια δόση αυτοπεποίθησης και μεγαλώνοντας έπαιρνα ουσιώδη γνώση από αυτήν. Ο Καβάφης, με ξεσήκωσε για τα καλά. Ακατάπαυστα διάβαζα Ποίηση. Σικελιανό, Παλαμά, τη γενιά του '30 που με καθόρισε ποιητικά σε σημαντικό βαθμό. Διάβαζα, με πρώτο τον Λειβαδίτη, όπως όλοι της γενιάς μου, Καρυωτάκη, Λαπαθιώτη, Σεφέρη, Ελύτη, Ρίτσο, Πατρίκιο, Σαχτούρη, Κατσαρό, Αναγνωστάκη, Σινόπουλο, Καρούζο, Εμπειρίκο, Εγγονόπουλο, Βαρβιτσιώτη, Ελένη Βακαλό, Άρη Δικταίο, Καββαδία και ξένους όπως Μποντλέρ, Ρεμπό, Απολινέρ, Μαγιακόφσκι, Μπλέικ, Ταγκόρ, Ρίλκε, Νερούντα, Χικμέτ, Γκίνσμπεργκ, Μπάροουζ, Πάουντ, Έλιοτ κ.ά. Οι ανθολογίες του Περάνθη αρχικά και του Αποστολίδη αργότερα, παρά τον όγκο τους με έθελγαν ιδιαιτέρως. Είχα τη χαρά και την τύχη, λόγω δημοσιογραφικού επαγγέλματος, να γνωρίσω πολλούς σπουδαίους ποιητές και πνευματικούς ανθρώπους. Ο Τάσος Λειβαδίτης είναι η πιο σημαντική ποιητική μορφή που γνώρισα, γύρω στα δεκαοχτώδεκαεννιά χρόνια μου και ήταν για μένα φίλος, αδελφός και ερήμην του μέγας δάσκαλος. Κατέ-


66

ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΑΝΤΡΩΝ

δειξε πως η μεγάλη Ποίηση γράφεται με απλές καθημερινές λέξεις, ότι όσο πιο σημαντικός είναι ένας ποιητής, τόσο πιο ταπεινός είναι. Με χαρακτήρισαν ερωτικό και πολιτικό ποιητή. Ίσως, διότι στα ποιήματά μου υπάρχει πάντοτε ο άλλος, ο διπλανός και πάνω από όλα ό,τι συνιστά την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, την οποία νιώθω πως οφείλω να υπηρετώ. Η άκρατη εσωστρέφεια θεωρώ ότι είναι σύμπτωμα κοινωνικής παθογένειας. Στην «Πατρίδα των καιρών» γράφω ότι η ανοχή είναι η μεγαλύτερη ενοχή και αυτή οδήγησε εδώ που φτάσαμε. Είναι φυσικό λοιπόν, τραγικότητα της ύπαρξης να μη θεωρώ το θάνατο, αλλά την έλλειψη ποιότητας ζωής, η οποία καταρρακώνει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.


ΝΊΚΟΣ ΕΡΗΝΆΚΗΣ Με γοήτευε από πάντα μία ποίηση που το μόνο ιδανικό που αναγνωρίζει είναι η αυθεντικότητα και η ομορφιά. Μ’ ενδιέφερε να μη φοβηθώ ποτέ τις μεγάλες λέξεις όπως τον έρωτα, το θάνατο και την εξέγερση. Αναζήτησα την ελευθερία βάσει μιας ηθικής με την ελπίδα πως η Έννοια δεν έχει σιωπήσει ακόμα. Συνειδητοποίησα πως δεν χρειάζεται μία επιστροφή στους δρόμους του παραλόγου αλλά ένας επαναπροσδιορισμός του λογικού. Πως κάθε απάντηση βρίσκεται στο πεδίο της φαντασίας. Πως ένστικτο και λογική δεν πρέπει να αντιμάχονται, αλλά να ενωθούν με σκοπό να εξυψωθούν στο άνοιγμά της. Εμβάθυνα στη διαφορά της ολότητας με την ενότητα. Συνάντησα το μαύρο πεδίο της βεβαιότητας που γνωρίζει μόνο πως να αποσιωπά. Εναντιώθηκα σε κάθε έννοια ομαλής αναπαράστασης και περιγραφικότητας. Παραμένω αβέβαιος, με σώζει η γοητεία της αμφιβολίας. Ποιητική σκέψη και στοχαστική ποίηση. Σ’ αυτόν το γάμο αναπνέουν οι επιρροές μου.


68

ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΑΝΤΡΩΝ

Άρνηση χωρίς παραίτηση. Αμφισβήτηση χωρίς μηδενισμό. Σ’ αυτές αναπνέουν οι απαντήσεις μου. Διαπίστωσα πως δεν υπάρχει λειτουργική ασάφεια και πως η απληστία είναι απαραίτητο συστατικό της ποίησης, αλλά η πληθωρικότητα ο μεγαλύτερος εχθρός της. Πως η ποίηση γεννιέται όταν σημαίνον και σημαινόμενο ταυτίζονται σε κοινό χρόνο μα διαφορετικό χώρο και αυτό δεν σημαίνει πως το σημαινόμενο πρέπει να είναι ακριβώς το ίδιο με το σημαίνον, αλλά πως και τα δύο πρέπει να ενυπάρχουν και να εκφράζονται ταυτόχρονα μέσα στη Λέξη, μέσα στο Ποίημα. Να βιώνονται ως η αλήθεια και όχι σαν την αλήθεια του ποιήματος. Πάλεψα ν’ ανακαλύψω ό,τι περιέχει η ανοιχτή σπείρα, να καλύψω την απόσταση της κραυγής απ’ την ηχώ της. Κατάλαβα πως η μεγαλύτερη περιπέτεια βρίσκεται στο μέσα μας, πως το εντός σκοτάδι φωτίζει πιο όμορφα όταν το επισκέπτεσαι συχνότερα. Πως η ποίηση δεν έχει να κάνει με το καλό και το κακό ή με το σωστό και το λάθος, παρά μόνο με το όμορφο και το άσχημο. Με αφορά οτιδήποτε ανατρέχει, διατρέχει, προτρέχει· με αφορούν μόνο οι πολλαπλές και πολυεπίπεδες επαναστάσεις.


ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΑΝΤΡΩΝ

69

Επιχειρώ ακόμα να εφεύρω τρόπους να μετεωρίζεται το ποίημα χωρίς να οδηγείται σε πολυσημίες -που εξισώνονται με πανσημίες-, μόνο κάποιες αναγκαίες φορές σε αμφισημίες, και χωρίς να καταλήγει σε ποίηση μονολογικού χαρακτήρα. Επικεντρώθηκα στην κατανόηση της σιωπής και στην έκφρασή της μες στο ποίημα. Για κάθε λέξη πρέπει κανείς να δημιουργεί και την αντίστοιχη σιωπή. Μία σιωπή που δημιουργεί χορό ή που πανικοβάλλει γεννάει μία ποίηση που λειτουργεί. Αναζητούσα πάντα -κι ας μου διέφευγε συχνάτο σημείο. Τη δύναμη του σημείου. Τη διάσπαση και την ανασυγκέντρωση γύρω απ’ το σημείο. Το θρυμματισμό και την επανένωση μέχρι να σχηματιστεί ο πιο καθαρός πυρήνας· γυμνός, λείος, διάφανος, μα κυρίως επικίνδυνος. Μέσα στον κίνδυνο θ’ ανακαλύψουμε τη σωτηρία. Μία συγκίνηση που να επιφέρει το νέο. Η αλλαγή μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από ένα άνοιγμα. Έψαξα και ψάχνω ακόμα τη δίοδο προς αυτό το άνοιγμα-αίνιγμα. Αναζητώ τη νέα ανάσα. Μία ερώτηση με πολιορκεί: μετά τη φωτιά και μετά τη σκιά, τι ακολουθεί;


70

ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΑΝΤΡΩΝ

Για την ώρα, μόνη μου έννοια παραμένει να επιτύχω τον κρύσταλλο.


ΓΙΏΡΓΟΣ ΚΑΤΣΈΛΗΣ Μια πολύχρωμη πεταλούδα ανοίγει τα φτερά της ζωγραφίζοντας στον καμβά τ’ ουρανού νεράιδες, δράκους, ιππότες, βασιλιάδες, ζώα και παράξενους ανθρώπους. Λίγο παρακάτω ένα δέντρο απλώνει τα κλαδιά του, φορτωμένα με λογιών-λογιών λέξεις. Πώς λικνίζονται τα μαγικά κορμάκια στο φύσημα του ανέμου; Πώς μιλάνε τη γλώσσα των αγγέλων, των πουλιών, των παιδιών και των κυμάτων; Άλλα είναι αδύνατα, εύθραυστα, ευσυγκίνητα. Κι άλλα πάλι δυνατά, ρωμαλέα, κόκκινα σαν τη φωτιά. Όλα είναι όμορφα. Τ’ αγαπάω και τα φροντίζω. «Ε, ε, κύριε Σορόκο... Κόπασε λίγο την ορμή σου και θα μας πάρεις τα κορμάκια!» «Αυτό θέλω κι εγώ! Να τα πάρω και να τα σηκώσω και στον κόσμο να τ’ απλώσω!» «Πάρε τα, κυρ-Άνεμε! Χαλάλι σου!» Ο κήπος μου είναι ανθισμένος με λέξεις. Κάθε μέρα έρχονται τα παιδάκια και παίζουν. Βάφουνε τα χέρια τους με τα κραγιόνια των εικόνων, βάφουνε το στόμα τους με των λέξεων τη χλωροφύλλη, βάφουνε την καρδιά τους με την αγάπη για


72

ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΑΝΤΡΩΝ

τους ανθρώπους. Μετά, παίρνουν μια βαθιά ανάσα και μυρίζουν τα τριαντάφυλλα και τα γιασεμιά. Πιο ωραία απ’ όλα μυρίζουν η Αγάπη και η Ειρήνη. Κι ύστερα... Α, ύστερα ταξιδεύουν στον πλανήτη της φαντασίας, παίζουνε με τον Τρι, το τριγωνάκι, ντύνονται πειρατές και συναντούν τη δέκατη τρίτη θεά. Πότε-πότε πιάνουν κουβέντες με τον ζωγράφο Θεόφιλο ή τον κυρ-Αλέξανδρο απ’ τη Σκιάθο. Σαν πέσει το βράδυ τραγουδάνε κάτω απ’ τον έναστρο ουρανό ετούτο το μελωδικό σκοπό: Σαν ανθίζει ένα βιβλίο ένα αστέρι μαγικό λάμπει στων παιδιών τα μάτια δυο φορές πιο φωτεινό. Σαν μιλάει ένα βιβλίο στάζει δροσερή πηγή πίνουν του καιρού οι διαβάτες και ανοίγουν οι ουρανοί. Στων θαυμάτων την αυλή κάνουν κύκλο τα παιδιά κλείνουν την αγάπη μέσα και φωνάζουν δυνατά:


ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΑΝΤΡΩΝ

Βιβλιοφάτε, βιβλιοπιείτε βιβλιο-ονειρευτείτε παίξτε, βιβλιοχαρείτε βιβλιο-αγαπηθείτε.

73

Ο κήπος μου είναι φορτωμένος με λέξεις. Όλες τις αγαπάω και τις φροντίζω. Δεν υπάρχουν κακές λέξεις. Υπάρχουν ακόμα κακοί άνθρωποι. Μακάρι να τους έκανα όλους καλούς. Δώσ’ μου, θεέ μου, τούτη τη χάρη. Δώσ’ μου τούτη τη χαρά. Να δω την ειρήνη στον κόσμο, να δω τα χορτασμένα στόματα των ανθρώπων, να δω τον ήλιο να λάμπει στα πρόσωπα των παιδιών. Γράφω για παιδιά... Για όσους νιώθουν παιδιά... Γράφω για να έναν καλύτερο κόσμο...


ΓΙΏΡΓΟΣ ΛΊΛΛΗΣ Περίμενα. Προσηλωμένος στο δρόμο. Λες και ο δρόμος ήταν η μοναδική μου προοπτική. Κοιτούσα συνέχεια το ρολόι, αλλά μου φαινόταν πως ο χρόνος ήταν στάσιμος. Πως οι δείχτες είχαν ακινητοποιηθεί και όλα γύρω μου είχαν παγώσει. Οχτώ και τριάντα ένα. Τα λεπτά περνούσαν τόσο αργά λες και κάποιος είχε κρατήσει κόντρα τα γρανάζια και εκείνα είχαν κόψει τη φόρα τους, τη σταθερή τους ροή. Αισθάνθηκα μέσα μου το άγχος αυτής της απεγνωσμένης προσπάθειας, ανάμεσα στο χρόνο που είχα διανύσει και σ’ αυτόν που τώρα διένυα. Φαντάστηκα τη ζωή μας αύριο, σ’ ένα σπίτι κοντά στη θάλασσα, με παιδιά, τα δικά μας παιδιά, δυο και τρία, ίσως και τέσσερα, ευτυχισμένοι, μακριά από όλη την αβεβαιότητα και το φόβο που μου έκαιγε τα σωθικά και με έκανε να αμφιταλαντεύομαι ως προς την επιτυχία του εγχειρήματος να φύγουμε από δω. Ήξερα με πόση ευκολία μπορούν να ανατραπούν οι συντεταγμένες, με ποιο τρόπο οι άνθρωποι γίνονται πόλοι έλξης άσχημων καταστάσεων, με την ίδια ευκολία που προσκολ-


ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΑΝΤΡΩΝ

75

λούνται πάνω τους οι ευτυχισμένες στιγμές. Μερικοί τα καταφέρνουν περίφημα, άλλοι ήταν ακόμα βυθισμένοι σε μια μονήρη ζωή, κρυμμένη, γεμάτη φόβους και ανέλπιδες μέρες, μέχρι το τέλος. Μέχρι το τέλος. Μέχρι το τέλος της αγωνιώδους αυτής διαδρομής. Κοίταξα πάλι το ρολόι. Οχτώ και τριάντα δυο. Ακόμα να φανεί. Μήπως της συνέβη τίποτα ή απλώς ήμουν υπερβολικός; Προσπάθησε να σκεφτείς λογικά. Δεν είπε ακριβώς την ώρα που θα έρθει. Μετά τις εννιά, είπε. Αυτό δεν είχε πει; Άρα θα ήταν ήδη στο δρόμο. Μπορεί να είχε μποτιλιάρισμα. Δεν μπορεί, σε μερικά λεπτά το πολύ θα ήταν εδώ. Ήταν πρωί και σίγουρα είχε κίνηση στους δρόμους. Μεγάλε, όλο αρνητικές σκέψεις είσαι, σταμάτα επιτέλους, δεν χρειάζεται να ανησυχείς. Ξανακοίταξα το ρολόι. Τρία λεπτά είχαν διανύσει τον τωρινό χώρο και είχαν εξαφανιστεί στο άπειρο. Λες και το σύμπαν ήταν ένα χωνευτήρι στιγμών και πράξεων, ένα σκευοφυλάκιο ζωών που είχαν λησμονηθεί, μια βιβλιοθήκη με αρχεία χαμένων πολιτισμών και γενεών. Τρία ακόμα λεπτά πιο κοντά στο πεπρωμένο μου. Τρία ολόκληρα λεπτά μπροστά. Σαν να βάδιζα με τα μάτια κλειστά σ’ ένα απέραντο χώρο. Προσεγγίζοντας τον αβαθή χρόνο. Το χρόνο που πέρασε και αυτόν


76

ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΑΝΤΡΩΝ

που περνά. Το χρόνο που μου απομένει. Ακόμα ένα λεπτό. Στη στάση του προσκυνητή. Σαν κάποιον που σκύβει για να κάνει δέηση στο Θεό. Έβαλα την παλάμη μου πάνω στο ρολόι, σκεπάζοντας το, λες και ήθελα να καταπνίξω την αλήθεια που μαρτυρούσε. Το τρομακτικό άγνωστο που με έκανε να αγωνιώ και να φοβάμαι. Το άγνωστο που παραμόνευε σε κάθε μου βήμα. Που μετρούσε ότι δεν έζησα, ότι δεν είδα, ότι δεν γεύθηκα, ότι δεν άκουσα. Με λοιδορούσε για την τόλμη μου αλλά και για τις ανασφαλείς μου σκέψεις. Η πραγματικότητα που είχα σχεδιάσει με κάθε λεπτομέρεια. Η πραγματικότητα που δεν είχε ακόμα πραγματοποιηθεί. Σαν ένα μεγάλο σχέδιο, μεγαλεπήβολο. Ένα σχέδιο που χωρούσε τους ρυθμούς και τις συντεταγμένες του σύμπαντος. Που κυοφορούσε τους νόμους του. Για μια άλλη πατρίδα ή για μια διαφορετική αλήθεια. Για την άλλη πλευρά της αλήθειας. Ή για την διαφορετική εκδοχή της ίδιας αλήθειας. Σαν τις δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Τι ήταν η ζωή και τι ο θάνατος; Τι ήταν η πραγματικότητα και τι η φαντασία; Ποιο ρόλο έπαιζα σ’ αυτή την αναπότρεπτη ζαριά; Και ποιος ήταν τελικά ο αόρατος αυτός παίκτης που έπαιζε τις ζωές των ανθρώπων στα ζάρια; Που ήταν σκοτεινός και συνάμα φωτεινός;


ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΑΝΤΡΩΝ

77

Που τηρούσε πιστά το νόμο της διεκδίκησης; Αφουγκράστηκα την εργασία των γραναζιών μέσα στον πυρήνα του ρολογιού, καθώς το ένα έδενε με το άλλο και υποκινούσε τη ροή του χρόνου. Λες και ο χρόνος θα μπορούσε να δημιουργηθεί μέσα σ’ αυτό το ρολόι. Λες και ο χρόνος ήταν κατασκεύασμα του ανθρώπου, δημιούργημά του, για να ορίζει και να ορίζεται, για να φυλακίζεται μέσα στη ροή του, ακριβής και ακέραιος σαν το ρολόι της καρδιάς. Το φως έπεσε πάνω στο γυαλί και έκανε μια πολύχρωμη αντανάκλαση. Σαν ένα μικρό ουράνιο τόξο. Σαν μια υπόσχεση ότι όλα θα πάνε καλά. Σαν τον παλιό σκοπό ενός τραγουδιού που σε κάνει να επιστρέψεις σε μνήμες παλιές. Στο άβατο των αισθήσεων. Είδα τη σκιά του ρολογιού στο πάτωμα και τη σκιά του χεριού μου δίπλα και προσηλώθηκα εκεί για λίγο, σαν να έψαχνα μια πρόφαση για να διώξω τους φόβους μου. Λες και το χέρι ήταν ένας αετός που συμφιλιώθηκε μαζί μου για να μονομαχήσουμε με το άγνωστο. Ένας δικέφαλος αετός, μια Βυζαντινή εικόνα, ένα λάβαρο, μια επωδός. Έσφιξα τη γροθιά του. Ένιωσα δυνατός, ανθεκτικός, μόνιμος, παρ’ όλο που γνώριζα πως αυτός ο κόσμος που έβλεπα γύρω του θα μπορούσε πολύ εύκολα να γίνει σκόνη, να χαθεί.


78

ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΑΝΤΡΩΝ

Το ήξερα. Όμως εκείνη η γροθιά αντιπροσώπευε με πυγμή την υπεροχή της. Βρισκόμουν ακόμα εδώ. Ζούσα, ανέπνεα, αισθανόμουν. Ανάμεσα στους δείχτες. Στο απόλυτο τώρα. Περιμένοντας. Να έρθει. Να δραπετεύσουν προς τις γραμμές των οριζόντων και ακόμα πιο μακριά, πίσω από τους ορίζοντες, πίσω από το γυμνό καθρέφτη της Σελήνης. Σαν πρωτόπλαστοι. Σαν νεοφερμένοι. Ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα. Ανάμεσα στο μεγάλο δείχτη και το μικρό δείχτη.


ΔΙΟΝΎΣΗΣ ΜΑΡΊΝΟΣ Τα credo του συγγραφέα: ανερμήνευτα σχέδια στις πηγές του χρόνου, σαν κύμα που τον βάφτισε και τον έγλειψε με τα χρόνια, λείανε το βράχο του και από εκεί ψηλά έπεσε στα βάθη. Τα πρώτα μου αναγνώσματα είναι τραγουδιστά, οι πρώτες ιστορίες έχουν τη βαριά εκφορά από τσιγάρα Santé, εκείνο το βήχα σαν μακρινός αέρας που χτυπάει τα παράθυρα και γέρνει τους κορμούς των δέντρων. Είναι οι ιστορίες που μου έλεγε ο θείος Βαγγέλης, πρώτος μηχανικός σε γκαζάδικα. Έχεις ακούσει τι γίνεται στον ουρανό της Ταϋλάνδης όταν πέφτει ο ήλιος πίσω από τις οροσειρές και τα μικρά κορίτσια σηκώνουν τα φουστάνια τους; Ένα βράδυ στο Καράκας μπήκε στην κουκέτα μου ένας πίθηκος μαλλιαρός και μιλούσε κινέζικα. Ακούς Γερμανέ; Έτσι με έλεγε γιατί ήμουν ξανθός σαν στάχυ και του θύμιζα έναν καπετάνιο από το Άαχεν που στο τελευταίο μπάρκο του ήπιε τόσο πολύ που έσκασε σαν μπαλόνι και τον είδαν να ανεβαίνει στον ουρανό του Μπουένος Άιρες - στα αμπάρια είχαν κρατημένα δεμάτια καπνό και όταν


80

ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΑΝΤΡΩΝ

με το καλό γύρισαν στο καράβι το κάπνισαν όλο για χάρη του ταξιδευτή από το Άαχεν. Αυτές είναι οι πρώτες ιστορίες που άκουσα, αλλά που με τα χρόνια να έχουν πατήσει πάνω μου, μπορεί και να τις φαντάστηκα, ενδέχεται αυτά που μου έλεγε ο θείος να ήταν απλές ιστορίες ναυτικών (θάλασσα παντού και μια ψαρίλα σαν θάνατος) και τίποτα περισσότερο. Ποιος μπορεί να ξέρει; Ίσως να ήταν η πρώιμη σχέση μου με αυτό που λέμε υπερρεαλισμός, αλλά επειδή ήμουν μόλις 12-13 ετών μπορούσα να το εννοήσω μόνο ως φυγή από την πραγματικότητα του σπιτιού, από την παραδεδεγμένη πίεση του σχολείου, από τα κυριακάτικα οικογενειακά τραπέζια που μέσα στα πιάτα έσταζε βαρεμάρα, καρυκευμένη από ένοχα βλέμματα και ανομολόγητες αλήθειες. Στον ουρανό της λογοτεχνίας οι δυνατότητες είναι μόνο συναρπαστικές. Ο κόσμος είναι οι ιστορίες του, η ζωή μου είναι οι ιστορίες που δεν έζησα, άρα, ο κόσμος είναι όλες αυτές οι διηγήσεις που λειτουργούν παραπλεύρως, στα κενά της πραγματικότητας, στο όριο της λογικής και του παράλογου, στο ενδιάμεσο ενός επινοημένου χρόνου/τόπου. Ό,τι γράφεται είναι η βιωμένη αίσθηση μιας κατάστασης που προσπαθεί να πάρει μορφή μέσω της μυθοπλασίας και όχι μέσω


ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΑΝΤΡΩΝ

81

της πραγματικότητας. Το αντίστροφο δύσκολα μπορεί να συμβεί: η πραγματική πραγματικότητα δεν τρέφει τον συγγραφέα, τον θρυμματίζει. Αυτά τα θρύμματα, ωστόσο, είναι το πρώτο -αναγκαίουλικό για να σχηματοποιήσεις τον μυθοπλαστικό κόσμο. Ακόμη και οι συγγραφείς που είναι θεράποντες ενός σαρωτικού ρεαλισμού, γνωρίζουν εξαρχής πως η μυθοπλασία δεν είναι το απείκασμα του κόσμου, αλλά μια πλάγια ματιά, ένα αντίγραφο που δεν ζητάει να είναι ακριβές. Γράφεις γιατί κάπως πρέπει να ερμηνευτεί το κενό και η πρόσφορη δυνατότητα είναι αυτές οι ερωτήσεις που τίθενται και που δεν ζητούν απαντήσεις, γιατί τέτοιες δεν υπάρχουν για κανέναν. Γράφεις γιατί αν υπάρχει μια ελπίδα από τον Μπέκετ, τον Μπέρνχαρντ, τον Κορτάσαρ, τον Τζόις, τον ΝτεΛίλλο, τον Πύντσον, τον Μπόρχες και άλλους πολλούς θα έρθει. Ο καθένας έχει τους τρόπους και τις άμυνές του μπρος σε αυτό το χάος το ανθρώπινο. Άλλος πίνει, άλλος παίζει στο γύρο του θανάτου, άλλος τρελαίνεται, άλλος τα σπάει: ο συγγραφέας τα κάνει όλα αυτά εν ταυτώ και ακόμη περισσότερα. Γράφω γιατί πιστεύω πως κάποια στιγμή θα καταφέρω να μεταφέρω στο χαρτί όλες αυτές τις ιστορίες που μου διηγήθηκε ο θείος Βαγγέλης. Ή,


82

ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΑΝΤΡΩΝ

μήπως, δεν υπήρξε ποτέ θείος Βαγγέλης και ήταν κι αυτός μια δική μου επινόηση; Το μόνο που μπορώ να αποκαλύψω είναι πως πέθανε πριν από λίγα χρόνια και την ώρα που ψυχομαχούσε η γυναίκα του, η θεία μου, είδε μια παράξενη λάμψη στα μάτια του, κάτι παράξενα μη-ανθρώπινο να φωτίζει το πρόσωπό του. Λες και μπήκε κάποιος μέσα του, μάς είπε μετά από καιρό. Εγώ ξέρω ποιος ήταν, αλλά δεν το αποκαλύπτω. Γι’ αυτό και γράφω άλλωστε. Για να επινοώ ό,τι κρύφτηκε από τα μάτια.


ΓΙΏΡΓΟΣ ΜΠΛΆΝΑΣ Τι μου ζητάς να σου πω, στην άκρη αυτού του αναποφάσιστου γκρεμού; Αναποφάσιστου, ναι. Αιώνες τώρα δεν μπορεί να ξεφύγει απ’ το γκρεμό του. Κάθε φορά, αυτό το αυτάρεσκο θηλαστικό, που σηκώθηκε στα δυο του πόδια, για να καταντήσει απ’ την αρχή ερπετό, πρέπει ν’ αποφασίζει το γκρεμό, την πτώση και τη συντριβή. Και κάθε φορά προτιμά την πτώση. Τουλάχιστον έτσι παραμένει ζωντανό. Και μπορεί να γράψει για τη συντριβή του: Αδάμ ή Προμηθέας, Ιώβ ή Οιδίποδας· όπως πάντα αρπάζεται απ’ τα ονόματα, απ’ αυτές τις σκευωρίες, που πάνε και φυτρώνουν όπου πιο απόκρημνα. Και πέφτει, πέφτει. Μια πτώση, που προσπαθεί να ξεπεράσει τον εαυτό της στην κωμική ψευδαίσθηση της πτήσης. Κι εγώ να πρέπει να πεθαίνω κάθε φορά που γράφω, αν πρόκειται να είμαι ένας σύγχρονος ποιητής,


84

ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΑΝΤΡΩΝ

επιβεβαιώνοντας το «Θάνατο του Συγγραφέα»· ελπίζοντας πως ο μόνος νεκρός είναι ο συγγραφέας του «Θανάτου του Συγγραφέα». Ελπίζοντας! Μάταιος κόπος· εγώ εκτός εποχής και η εποχή εκτός Ιστορίας. Ίσον, λυκάνθρωπος σ’ έναν κόσμο βρικολάκων: ένα έθνος που γεννήθηκε μαινόμενο, πετώντας στα σκυλιά τους καλύτερους, για να εξασφαλίσει τους ήρωές του, ένας λαός ανάπηρων ηγεμόνων, κάτι σαν διασταύρωση κουνελιού με ύαινα, ένα κράτος καθαρόαιμων αρουραίων. Ύστερα μια αγέλη εριφίων, που πάσχουν από πνευματικό αλμπινισμό: διασταύρωση σαλιγκαριού και νυφίτσας, έτοιμοι να ρωτήσουν τον βοσκό αν ασφαλίζει τη γυναίκα και το γιο του, που δουλεύουν μαζί του στη στρούγκα, για να ζήσουν. Όχι να γράψουν ούτε να διακριθούν. Απλά να ζήσουν. Κάποια στιγμή, γυρίζεις και κοιτάζεις πάνω, τ’ αστέρια· και πέφτεις, πέφτεις στη μοναδική πατρίδα σου: τη γλώσσα. Όσο πιο οδυνηρά τόσο πιο ηδονικά. Λέξεις μαινόμενες, λέξεις εκδικητικές, διεφθαρμένες,


ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΑΝΤΡΩΝ

85

και λέξεις επίμονες, ανθεκτικές, δίκαιες, ευσεβείς. Λέξεις κλεισμένες στα ποταπά συμφέροντά τους και λέξεις έτοιμες να περιθάλψουν τον πρώτο μετανάστη. Οι λέξεις των Ελλήνων, των ένοχων Ελλήνων, των αθώων Ελλήνων. Των Ελλήνων που πρέπει να βγάζουν πάντα το φίδι από την τρύπα μιας επίμονα ωοτόκου Ιστορίας. Κι εσύ να πρέπει ν’ αντιτάσσεις την ψυχή σου στο φίδι και την τρύπα, γιατί οι κορυφές των πεύκων, φτάνουν πάντα πολύ πιο βαθιά από τις ταράτσες του Παρισιού, όπου τ’ αποφάγια του Ροβεσπιέρου δολοφονούν τ’ απομεινάρια της Αφρικής και του δρόμους του Λονδίνου, όπου τ’ απομεινάρια του Ομήρου, περιφέρονται, ρίχνοντας μνησίκακα βλέμματα στα φροντισμένα σπίτια που ήταν κάποτε φροντισμένοι στάβλοι, βλέμματα σαν μαστίγια στις ράχες τους: ευνουχισμένοι μοναχοί, που δεν ξέρουν πως η μόνη τους αμαρτία είναι η ενοχή τους… Τι μου ζητάς να σου πω στην άκρη αυτού του γκρεμού, που νομίζει πως είναι


86

ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΑΝΤΡΩΝ

ένα παλιό, μουσειακό -θα μπορούσα να πω, αν είχε τελειώσει το μακελειό- χαράκωμα;

Δες, είσαι τριών ετών και σε κρατά απ’ το χέρι η γιαγιά σου. Συναντάτε τον παπά που σε βάφτισε. Ο γέρων ιερεύς σου χαϊδεύει τα μαλλιά κι εσύ τον στέλνεις στο διάβολο. Η γιαγιά αιφνιδιάζεται και του λέει: «Είναι καλό παιδί, πάτερ, αλλά σας πέρασε για ομπρέλα!»

Έχει σημασία, αν ήθελε να του πει: «Είναι καλό παιδί, πάτερ, αλλά για να κοιμηθεί τα μεσημέρια, του ανοίγουμε από πάνω του μια μαύρη ομπρέλα και το μαύρο χρώμα, πάντα τον θυμώνει»; Αλήθεια, πώς κοιμόταν τα μεσημέρια ο μικρός Αχιλλέας;


ΚΩΝΣΤΑΝΤΊΝΟΣ ΜΠΟΎΡΑΣ Αγαπητοί φίλοι, συνοδοιπόροι κι αναγνώστες, συμπάσχοντες και περί τα αυτά τυρβάζοντες, σας χαιρετώ ταπεινώς. Σήμερα πέρασα όλη την ηλιόλουστη πρωΐα έμπροσθεν του ηλεκτρονικού μας δυνάστη να δακτυλογραφώ κριτικές, να συνθέτω δοκίμια, να καθαρογράφω ποιήματα, να αναζητώ στις διαδικτυακές μηχανές αναζήτησης πληροφορίες και τεκμήρια πάσης φύσεως. μέχρι που μου έβγαλε (μετά από οκτώ ώρες συνεχούς δουλείας κι έξω μία μέρα ηλιόλουστη, χαρά θεού με τα άγρια παπαγαλάκια που μιμούνται τα κοτσύφια που αντιγράφουν τα αηδόνια να υπερίπτανται χαρωπά των κυπαρισσιών του άλσους απέναντί μου), μου έβγαλε που λέτε, το αηδιαστικό μηχάνημα το εξής απρόβλεπτο (για μένα) και προσβλητικό για τον καθένα μήνυμα: επαληθεύστε με διπλή αντιγραφή σειράς στρεβλωμένων αριθμών το αναπόδεικτο (κατά τη γνώμη μου) γεγονός ότι είστε άνθρωπος και όχι ρομπότ! Μάλιστα, κυρίες και κύριοι. Και τώρα θα πρέπει να αποδείξω, εκτός του ότι δεν είμαι καμηλοπάρδαλη (καλά,


88

ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΑΝΤΡΩΝ

αυτό είναι παλιό), τώρα θα πρέπει να αποδείξω ότι δεν είμαι και ρομπότ. Όχι κύριε ηλεκτρονικέ υπολογιστή δεν είμαι. Μπορεί να έχω γράψει μέχρι τώρα είκοσι και οκτώ βιβλία, μπορεί να έχω διαβάσει χιλιάδες βιβλία άλλων (γνωστών και αγνώστων), μπορεί να έχω εντρυφήσει στις ψυχές και στα γραφόμενα των άλλων (ενίοτε και στα σώματά τους ως θεραπευτής ρέικι - μην πάει ο νους σας στο πονηρό!) αλλά όχι, ρομπότ δεν είμαι. Σφύζω από υγεία, χαίρομαι με τη ζωή, απολαμβάνω το φαγητό, το νερό και τον έρωτα (με αυτή τη σειρά), μου αρέσει να παλεύω με τις ώρες με τα κύματα, ανεβαίνω τα βουνά και παίρνω τα λαγκάδια (ένα πράγμα όπως η Τρέλα, καταλαβαίνετε), αλλά ρομπότ ακόμα δεν είμαι. Τώρα, αν φτάσω να γίνω εκατόν ογδόντα χρονών, με εκλέξουν ακαδημαϊκό και θα πρέπει να αντικαθιστώ τις σάρκες και τα οστά μου με τιτάνιο για να μη χάσει η βενετιά βελόνι, ε, τότε, δεν ξέρω, δεν εγγυώμαι τίποτα. Μπορεί μέχρι τότε να το έχω κιόλας χάσει. Συμβαίνει σε αυτές τις αποστεωμένες ηλικίες. Ακόμα κι αν δεν έχει συντελεσθεί, μπορείς να το χρησιμοποιήσεις ως άλλοθι και να καλύψεις έτσι τις μωροφιλόδοξες απελπισίες σου. Η απόγνωση, φίλοι μου, είναι μεγάλο πράγ-


ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΑΝΤΡΩΝ

89

μα. Δεν έχει ουδεμίαν σχέσιν με την Γνώσιν. Μα καμία, μπορώ να σας πω. Ο σοφός υπάρχει, είναι κι ενίοτε επικοινωνεί. Γράφει μόνο όταν είναι ζωτική ανάγκη και φοβάται ελάχιστα, γιατί ξέρει ότι το πνεύμα δεν χάνεται, δεν αλλοιώνεται και δεν καταναλώνεται. Μέχρι τότε όμως, έχουμε πολύ ακόμα δρόμο να διανύσουμε. Η καθημερινή αγωνία που επιτείνεται από το χάος εντός κι εκτός μας, η υπαρξιακή ανάγκη να πολλαπλασιασθούμε ως νιόνια (ξέρετε αυτά τα ακάματα κύματα τού εγκεφάλου που εκπέμπονται προς πάσαν κατεύθυνσιν, ακόμα και την ώρα που κοιμώμεθα), όλ’ αυτά δεν μας αφήνουν να ησυχάσουμε. Τώρα πάψαμε να μουντζουρώνουμε χαρτιά (ταλαίπωρα δέντρα και πάπυροι τι έχετε τραβήξει από το γένος των γραφομανών ανθρώπων), τώρα ήρθε η ώρα να πάρει η χλωροφύλλη εκδίκηση και βγάζουμε κάλους (του Κάλλους) σε πληκτρολόγια και οθόνες αφής, λέει. Μωρ’ τι μου λέτε! Εγώ την αφή την είχα μέχρι τώρα για άλλες χρήσεις. Θου Κύριε φυλακήν τω στόματί μου. Τέλος πάντων. Μας πήρε η Τεχνολογία και μας σήκωσε. Περί γραφής τώρα. Τι να σας πω φίλοι μου και τι να σας ’μολογήσω; Από παιδί το είχα αυτό το κουσούρι. Πριν πάω στο προ-προ-νήπιο ανέ-


90

ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΑΝΤΡΩΝ

βαινα στα δέντρα κι εκφωνούσα στίχους δικής μου κοπής κι εμπνεύσεως (όπως μου υπενθύμισε ένας γέρων ενενηκοντούτις και βάλε). Και τι κατάλαβα; Έρευνες γίνονται. Η νεκροψία θα δείξει. Φτου, φτου. Φτύνω ψηλά φτύνω τα μουστάκια μου, φτύνω χαμηλά φτύνω τα... Ξέρετε, αν έγραφα για να «καταξιωθώ» θα είχα σταματήσει προ πολλού. Είναι τέτοιο το στριμωξίδι και ο διαγκωνισμός, που ουδείς λογικός άνθρωπος θα έμπαινε σε αυτό το σουρομάδημα για να γίνει σούργελο (και λίγα λέω - μην ανοίξω το στόμα μου και δεν μας ξεπλένει ούτε ο Νιαγάρας). Σοβαρά τώρα, η γραφή για μένα είναι οξυγόνο κι ανάγκη επιβίωσης. Κυριολεκτώ. Κάποτε ξεκίνησα ερασιτεχνικά. Τα πρώτα μου διηγήματα σε περιοδικά δημοσιεύτηκαν με ψευδώνυμο το 1979 όταν μπήκα στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Ήταν τα χρόνια δύσκολα και η ελληνική κοινωνία συντηρητική. Μήπως δεν είναι ακόμα; Ο φίλος μου Αντώνης Σαμαράκης με παρότρυνε να πάρω το πτυχίο του μηχανικού για να μην εξαρτώμαι από το γράψιμο. Τον μακαρίζω από τότε καθημερινώς. Όταν κόντευα να τελειώσω τις πρώτες μου σπουδές έδειξα τα ποιήματά μου στον Καρύδη του Ίκαρου. Τα λάτρεψε. Μου τα


ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΑΝΤΡΩΝ

91

διόρθωσε. Με συμβούλεψε. Πέθανε όταν ήμουνα στο Στρατό. Δεν πρόλαβε να τα εκδώσει. Η πρώτη μου ποιητική συλλογή βγήκε μετά το απολυτήριο στρατού το 1987 από τις εκδόσεις Τέχνη και Λόγος του συνομήλικου και φίλου Μιχάλη Κόκκινου. Έκτοτε, το ένα έφερε το άλλο. Έφτασα μέχρι σήμερα να έχω δει να βγαίνουν στο Φως 28 βιβλία μου και δεκάδες άλλα που μεταφράζω ή επιμελούμαι. Έφτασα να γράφω κριτικές σε εφημερίδες, να δω τα θεατρικά μου έργα να ανεβαίνουν. Κάποτε τα χρήματα από τη συγγραφική μου επαγγελματική πλέον απασχόληση ήταν περισσότερα από την αμοιβή του διπλωματούχου μηχανολόγου μηχανικού - επάγγελμα που συνεχίζω να ασκώ αδιαλείπτως από το 1985 παρ’ όλες τις θεατρολογικές μου σπουδές στη Φιλοσοφική της Αθήνας και στη Νέα Σορβόννη (Paris III - D.E.A.). Προς τι όλ’ αυτά θα μου πείτε; Έφτασαν στιγμές που είπα να τελειώνω με αυτή την κατάρα αλλά το σαράκι μέσα μου δεν με άφηνε να ησυχάσω. Δεν πρόκειται για ήπιας (ή μη) μορφή γραφομανίας - είναι η αδήριτη ανάγκη της ψυχής και η εργατικότητα του πνεύματος, που επιθυμούν να γίνουν μάρτυρες του Καιρού τους. Δεν γράφω από μένα για μένα με αγάπη. Γράφω για τους μαθητές μου, για τους αν-


92

ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΑΝΤΡΩΝ

θρώπους που συναναστρέφομαι, για τους ανθρώπους που τραβούν το βλέμμα μου έστω και για ένα δευτερόλεπτο, για εκείνους που με μισούν και θα ήθελαν να με δουν στο φέρετρο. Ειδικά για αυτούς τους ταλαίπωρους ματαιοκάματους. Γράφω για το γνώθι σαυτόν και το αγάπα τον πλησίον σου. Γράφω για τη Γαία και τον περιβάλλοντα κόσμο, γράφω για το Άγνωστο και ιχνηλατώ το επιστητόν, αποφεύγω όσο μπορώ το γνωστό και τις κοινοτοπίες. Συμπάσχω και παρατηρώ, καταθέτω και μοιράζομαι. Όσο για τις αναλήψεις και τις ανταμοιβές, θα κέρδιζα περισσότερα ως δακτυλογράφος. Εν πολλοίς κι εν ολίγοις, η γραφή είναι ένα μυστήριο, το ποτάμι του Ηράκλειτου που σε πηγαίνει κάπου, πριν σε ξεβράσει στο Δέλτα για να ανταμώσεις τη θάλασσα. Ωκεάνειο συναίσθημα. Η γραφή είναι όλοι οι έρωτες της ζωής μου και κάτι παραπάνω. Η γραφή είναι το ημερολόγιο του συλλογικού ασυνείδητου μέσα από την ατομική υποκειμενική ματιά. Το μέρος αντί του Όλου. Συνεκδοχή. Ανυπομονησία. Κοπετός. Η ανάγκη να πούμε «τα λιγοστά μας λόγια» (όπως το διατύπωσε ευφυώς ο Σεφέρης) πριν σωπάσουμε για πάντα. Δεν πρόκειται για κανένα άγχος κενού και φόβο θανάτου. Το αντίθετο. Γράφοντας


ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΑΝΤΡΩΝ

93

συμφιλιώθηκα με το Θάνατο και ημέρεψα μέσα μου. Είδα την ανθρώπινη κατάσταση σα θέατρο και τον κόσμο σα σκηνή τσίρκου. Απαλλάχτηκα από μικρότητες και κακίες, από τον κολλητικό μικροαστισμό των παροικούντων τον Παρνασσό της Ποίησης (ζήτημα αν ξέρουν κατά πού πέφτει οι περισσότεροι από τους αυτοαποκαλούμενους ποιητές), ξεκόλλησα από πάνω μου την ψώρα του φθόνου και τη μοχθηρία της αλαζονείας, δέχτηκα την αξία των άλλων, εντρύφησα στα γραφτά τους, τα ύμνησα (όταν άξιζαν) με τα κριτικά μου σημειώματα, παιδεύτηκα κι επαίδευσα. Τώρα νιώθω δικαιωμένος μέσα μου. Μόλις μιλήσαμε με τον εκδότη μου για το έσχατο ποιητικό βιβλίο που τυπώνεται. 412 νέα ποιήματα. Τα τελευταία. Η μυθιστοριογραφία, ο δοκιμιακός λόγος, το θέατρο κι ο κινηματογράφος με περιμένουν. Ακόμα κι αν έφευγα αυτή τη στιγμή θα ένιωθα ότι έζησα και μέσα από τη γραφή. Ελπίζω να προλάβω να ολοκληρώσω την πορεία μου προς την Ιθάκη, αργά και ηδονικά, πριν με προλάβει ο Θάνατος σε κάποια στροφή. Θέλω, αντιθέτως, να τον συναντήσω κατά βούλησιν, χορτάτος από όλα, να πιούμε ένα χυμό ρόδι και να τον ακολουθήσω με χαρά, χωρίς λύπη.


94

ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΑΝΤΡΩΝ

Όσο για τα βραβεία, τις επιδοκιμασίες, την αναγνώριση, εεεε, καλά... Η Ιστορία θα μας κρίνει όλους αμείλικτα με το αλάθητο κριτήριο του Χρόνου που ανακυκλώνει τα σκουπίδια στη μαύρη τρύπα, εκείνη η οποία ανθεί στο κέντρο του Γαλαξία. Σιγά παιδιά! Μην σπρώχνεστε. Όλοι θα πάρετε. Από μια χούφτα χώμα στο στόμα! Μέχρι τότε ας δούμε πόσα απίδια χωράει ο σάκος του καθενός μας. Η γραφή είναι το μόνο που μας εξυψώνει, μας εκστασιάζει (απέφυγα το λαϊκό ρήμα αν και ομοιοκαταληκτεί) και μας δικαιώνει απέναντι στον εαυτό μας και στη συλλογική συνειδητότητα. Όλα τ’ άλλα είναι κουρνιαχτός. Έρρωσθε! (Συγχωρέστε μου κάποια δηκτικότητα - για το χαρίεν του πράγματος και για το ύφος το σκωπτικόν του - Nothing personal που λέμε εμείς οι Νεοέλληνες) Αυτά. Φιλιά.


ΤΌΛΗΣ ΝΙΚΗΦΌΡΟΥ Γεννήθηκα στην Πλατεία Δικαστηρίων της Θεσσαλονίκης, στην πυρίκαυστη καρδιά της πόλης, από γονείς πρόσφυγες απ’ τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Ρωμυλία. Ήμουν ταυτόχρονα παιδί του βιβλίου και της αλάνας. Σκοτωνόμουν όλη μέρα στο παιχνίδι κι ύστερα ξεσκόνιζα ό,τι έπεφτε στα χέρια μου, από κάθε είδους βιβλία ως λαϊκά περιοδικά και εφημερίδες. Οι γονείς μου χώρισαν στα έξι μου χρόνια, την εποχή που τα ζευγάρια δεν χώριζαν, και με μεγάλωσε ο απίστευτα τρυφερός πατέρας μου και η Κούλα, ένα κορίτσι από την Κρήτη. Ξαναείδα τη μητέρα μου στα 15 μου, όταν πτώχευσε ο έμπορος πατέρας μου, δεν είχαμε να φάμε κι αναγκάστηκα να πάω να ζήσω με την καινούρια οικογένειά της. Πολύ αργά για ’κείνη, πολύ αργά και για μένα. Οι σχέσεις μας σταδιακά έγιναν πολύ καλές αλλά το τραύμα μου παρέμενε πάντα ανοιχτό. Όταν πέθανε η μητέρα μου ήταν σαν να μου ξερίζωναν την καρδιά. Μόνο τότε κατάλαβα πόσο απελπισμένα την αγαπούσα κι


96

ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΑΝΤΡΩΝ

έκλαψα πικρά για όλα, για τα χρόνια πριν και τα χρόνια μετά. Στα 14 μου χρόνια μπήκα για πρώτη φορά στη μεγάλη βιβλιοθήκη του Ανατόλια. Χώθηκα ανάμεσα στα ράφια, περιεργάστηκα με δέος τα βιβλία και μαγεύτηκα, κατάλαβα ποιος ήμουν και ποιος ήταν ο προορισμός μου στη ζωή. Είχα φτάσει στην πατρίδα μου. Αποφάσισα να διαβάσω όλα τα βιβλία της βιβλιοθήκης και να γράψω μετά εγώ ένα ράφι βιβλία. Μια τρελή, εξωπραγματική φιλοδοξία. Και όμως πράγματι έχω γράψει ένα ράφι βιβλία. Στο σχολείο ήμουν με διαφορά ο πρώτος στην έκθεση και στα αγγλικά και με διαφορά ο τελευταίος στη φυσική και τη χημεία. Μέσα στο βιβλίο του σχολείου που φαινόταν ότι διάβαζα υπήρχε πάντα ένα λογοτεχνικό βιβλίο. Όταν πήγε στο σχολείο ο πατέρας μου τη μέρα των γονέων, ο φιλόλογός μας του είπε «είναι ο καλύτερος» και ο αμερικανός καθηγητής της αγγλικής «είναι τιμή μου να έχω μαθητές σαν τον γιο σας στην τάξη μου», ενώ ο καθηγητής της φυσικής και της χημείας «είπα στον γιο σας αν δεν θέλει να μην έρχεται στο μάθημά μου». Η ζωή μου υπήρξε μια απίστευτη περιπέτεια. Ουσιαστικά έζησα δυο ζωές, ανεξάρτητες τη μία από την άλλη. Τη λογοτεχνική και την επαγ-


ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΑΝΤΡΩΝ

97

γελματική. Άλλαξα περίπου 20 μόνιμες κατοικίες στη Θεσσαλονίκη, στην Αθήνα και στο Λονδίνο και ταξίδεψα σε πολλές χώρες. Σύντροφος και φύλακας - άγγελος της ζωής μου υπήρξε η Σοφία. Χωρίς τη δική της παρουσία και στήριξη θα είχα πεθάνει πολύ νωρίς. Αναγεννητικό ρόλο στη ζωή μου έπαιξε ο γιος μας Νίκος. Άνοιξε μέσα μου κρουνούς αγάπης και πιστεύω ότι με έκανε καλύτερο άνθρωπο. Κι εγώ βέβαια του έγραψα παραμύθια, διηγήματα και ποιήματα. Το παραμύθι μου «Νόσιλκα» (1989) είναι αναγραμματισμός του Νικόλας. Ως τώρα έχουν εκδοθεί 31 βιβλία μου ποίησης και πεζογραφίας ενώ τρία ακόμη παραμένουν ανέκδοτα. Το 1996 έκανα μια μονομερή σύμβαση (εκείνο δεν δεσμεύεται) με το μεγάλο πνεύμα των Ινδιάνων, που δίνει και παίρνει τη ζωή, ότι για κάθε χρόνο που θα μου επέτρεπε να παραμένω εδώ, εγώ θα του έδινα ένα βιβλίο. 19 χρόνια αργότερα και 18 βιβλία, του χρωστάω ένα και ελπίζω σύντομα να εκδοθεί κι αυτό. Είμαι βιωματικός ποιητής και πεζογράφος, μετατρέπω τα ταξίδια μου, τις επιτυχίες και τις διαψεύσεις μου, τα πάθη και τα λάθη μου, το αίμα μου και την ψυχή μου σε λογοτεχνία. Η συλλογή διηγημάτων «Νόστος» (2000), το μυθιστόρημα


98

ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΑΝΤΡΩΝ

«Η γοητεία των δευτερολέπτων» (2001) και η συλλογή διηγημάτων «Ο δρόμος για την Ουρανούπολη» (2008) είναι καθαρά αυτοβιογραφικά βιβλία, όπως είναι διάφορα μεμονωμένα διηγήματα και βέβαια πάρα πολλά ποιήματά μου. Όταν μου έλεγαν «δεν μπορείς να το κάνεις αυτό» στη λογοτεχνία και στη ζωή, γελούσα και απαντούσα «ποιος θα με εμποδίσει, εσύ;» Ήξερα πολύ καλά ότι ο μόνος που θα μπορούσε να με εμποδίσει ήταν ο ίδιος ο εαυτός μου. Ο παθιασμένος, δημιουργικός και αυτοκαταστροφικός Σκορπιός. Ευτυχώς που ωροσκόπος μου είναι ο Λέων και έτσι ολοκληρώνεται η τακτική διαδρομή ουρανός - κόλαση. Γράφω, λοιπόν, για να τηρήσω μια εσωτερική εντολή και ελάχιστα αντιλαμβάνομαι το τι, το πώς και το γιατί. Πολλές φορές έχω την αίσθηση ότι απλώς καταχωρώ όσα μου υπαγορεύει ένας αόρατος υποβολέας. Γράφω για να απλώσω ένα χέρι, να ανάψω ένα φως. Γράφω γιατί αυτό είναι το χρέος μου κι ακόμη γράφω για να γεμίσω ένα τεράστιο χάσμα μέσα μου. Ένα κενό, μια απουσία που δεν γεμίζει όσα ποιήματα, όσα βιβλία κι αν γράψω, όση αγάπη κι αν δώσω, όση αγάπη κι αν μου δοθεί. Κι ακόμη γράφω γιατί είμαι ερωτευμέ-


ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΑΝΤΡΩΝ

99

νος με τη ζωή και μόνο έτσι μπορώ να νικήσω προσωρινά το θάνατο.


ΓΙΆΝΝΗΣ ΠΑΠΑΓΙΆΝΝΗΣ Γεννήθηκα στη μοναξιά και τα παραμύθια κι αυτά μου έμειναν σε όλη τη ζωή. Ποτέ δεν μπόρεσα να απαλλαγώ από το ένα ή από το άλλο, όσο κι αν προσπάθησα. Θυμάμαι ένα σπίτι άδειο, οι γονείς μου έλλειπαν, διαρκώς έλλειπαν, στη δουλειά και η γιαγιά μού διάβαζε παραμύθια. Θυμάμαι τον εαυτό μου να λέει τα παραμύθια σε άλλα παιδιά και, θυμάμαι, όταν στην έκτη δημοτικού διάβασα τους «Άθλιους», πόσο εντυπωσιάστηκα από την ωσάν κρίκους αλυσίδας δομή. Τότε ξεκίνησα και ολοκλήρωσα ένα πολεμικό μυθιστόρημα. Ο τρόπος που το σχεδίασα έμοιαζε με τον τρόπο που σχεδιάζω ακόμα τα αφηγήματά μου. Είχα σχεδιάσει τους ήρωες και, σε έναν γεωγραφικό άτλα, την διαδρομή που ακολουθούσαν. Είχε μεγάλη επιτυχία. Ήταν η μεγαλύτερη δόξα που ένιωσα. Οι συμμαθητές μου το διάβαζαν από χέρι σε χέρι. Γνωρίζω ότι οι αναμνήσεις αυτές είναι ασήμαντες, όμως οι ασήμαντες αναμνήσεις είναι για τον συγγραφέα το κυριότερο υλικό για το σημαντικό.


ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΑΝΤΡΩΝ

101

Το μυθιστόρημα το έχω ακόμη. Το διαβάζω καμιά φορά και γελάω. Οι «Άθλιοι» είναι το αγαπημένο μου βιβλίο. Συνέχισα να γράφω στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο περιστασιακά. Οι εκθέσεις μου ήταν οι καλύτερες του σχολείου, όμως οι επαγγελματικοί στόχοι μου με οδηγούσαν στην θετική κατεύθυνση. Σπούδασα Φυσική κι έκανα μεταπτυχιακό στους Υπολογιστές. Μετά το πρώτο έτος του Πανεπιστημίου, αποφάσισα να γίνω συγγραφέας. Δούλεψα πολλές ώρες, δούλεψα σκληρά, αλλά δεν πέτυχα πολλά πράγματα. Ονειρευόμουν τον εαυτό μου σε ένα δωμάτιο να γράφω και τον βοηθό του εκδοτικού οίκου να έρχεται σπίτι και να παραλαμβάνει τα χειρόγραφα. Άργησα να καταλάβω ότι δεν γίνονται έτσι τα πράγματα, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Προσπαθούσα να επιτύχω το διαφορετικό, την άλλη οπτική στη γραφή, τον τρόπο να αποκαλύψω, μέσα από τις λέξεις, κρυμμένους κόσμους. Επιχείρησα να ενώσω την κλασική, τη μοντέρνα και τη μεταμοντέρνα αφήγηση, να δημιουργήσω ένα νέο είδος μυθιστορήματος που να προέρχεται από όλα τα άλλα μυθιστορήματα. Άργησα να καταλάβω ότι, επίσης, στην Ελλάδα τουλάχιστον,


102

ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΑΝΤΡΩΝ

δεν γίνονται έτσι τα πράγματα. Οδηγήθηκα να έχω δύο αφηγηματικά πρόσωπα, ένα για τους αναγνώστες κι ένα για τον εαυτό μου. Έγραψα το πρώτο μυθιστόρημά μου 23 χρονών. Ήταν οι «Πέντε ώρες». Ένα βιβλίο πάθους κι εφηβείας, που το αγαπάω ακόμα, αν και ήμουν πολύ επηρεασμένος από τους μοντέρνους. Η δράση στις 300 σελίδες του διαρκεί 5 ώρες και η αφήγηση είναι σε πραγματικό χρόνο. Πέντε ήρωες περιγράφουν από τη δική τους οπτική τα γεγονότα. Δύσκολα πράγματα για έναν 23χρονο. Ακολούθησαν άλλα τρία βιβλία, πολύ λίγα σε σχέση με τον χρόνο που κύλησε, με τελευταίο και πιο εμπορικό (μου) την «Ασθένεια της Πεταλούδας», το 2009. Το μοναδικό από τα μυθιστορήματα που έχω γράψει και το οποίο θεωρώ πραγματικά καλό, «Ο δαίμονας και η κόρη», δεν έχει βρει ακόμη εκδότη. Ελπίζω να βρει. Στέκονται όλοι αμήχανοι μπροστά σε αυτό το μίγμα θρίλερ, μεταμοντέρνου και προσωπικής αφήγησης, που παρουσιάζεται υπό μορφή συναρμολογούμενων ψηφίδων. Ένα μυθιστόρημα παζλ που γίνεται κατανοητό μόνο όταν τοποθετηθεί κι ο τελευταίος δομικός λίθος, ένα βιβλίο που ο συγγραφέας εναλλάσσει συνεχώς τη θέση του με τους ήρωες.


ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΑΝΤΡΩΝ

103

Είπα, τα τελευταία χρόνια, να σταματήσω τη συγγραφή, η οποία, στο κάτω - κάτω, δεν είναι τίποτε περισσότερο από μία αρρώστια, καθώς άρχισα να αισθάνομαι τη ματαιότητα των κόπων χιλιάδων συγγραφέων που συσσωρεύουν τους εαυτούς τους στην νέο-λογοτεχνική παράνοια. Χιλιάδες βιβλία πνίγουν τον αναγνώστη σε μια χαοτική θάλασσα μυθοπλασιών, όπου ακόμη και το καλύτερο βιβλίο μπορεί εύκολα να χαθεί. Όσο πιο φιλότιμος είναι ο αναγνώστης, τόσο πιο εύκολα χάνεται. Δεν μπόρεσα να σταματήσω. Η ζωή είναι άδεια χωρίς λογοτεχνία. Η πραγματικότητα δεν υπάρχει χωρίς τα βιβλία. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς κάποιοι άνθρωποι ζουν χωρίς αυτά. Τα τελευταία χρόνια έγραψα διηγήματα, που δημοσιεύτηκαν σε λογοτεχνικά ή άλλα περιοδικά (Πλανόδιον, (δε) κατά, Νέα Ευθύνη, μικρό Πεζό, Ραδιοτηλεόραση -πριν τη φάει το σκοτάδι). Κρύβω πολλά γραπτά στο συρτάρι μου και θα συνεχίσω να τα κρύβω μέχρι να τα φτάσω στο σημείο που επιθυμώ. Θαυμάζω τον Σολωμό που είχε την τόλμη να καταστρέφει τα έργα του, έτσι ώστε τα σπαράγματα που άφησε να αγγίζουν την τελειότητα. Η γραφή είναι για εμένα εσωτερική αναζή-


104

ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΑΝΤΡΩΝ

τηση, τρόπος να ανακαλύψω άλλες διαστάσεις στον κόσμο, δηλαδή σε εμένα. Νομίζω πως θα συνεχίσω έτσι. Αυτή είναι η ζωή μου. Οι άλλοι, που έχουν άλλες ζωές, ας δρέψουν τις δόξες και τα βραβεία που ξεχνιούνται τις επόμενες στιγμές.


ΕΡΓΟΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ


ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ Έρικα Αθανασίου (σελ. 11): Έχει εκδώσει το μυθιστόρημα «Τρίτο μνήμα αριστερά» (εκδόσεις Iasonbooks 2013), τη μελέτη «Κίρα Σίνου, η αγαπημένη σύντροφος των παιδικών μας χρόνων» (εκδόσεις Κέδρος 2008), και τα βιβλία για παιδιά «Μετρώντας βήματα» (εκδόσεις Κέδρος 2004), «Στοιχειωμένα θεμέλια» (εκδόσεις Κέδρος 2007) και «Η καταραμένη βρύση» (εκδόσεις Κέδρος 2014).

Τζούλια Γκανάσου (σελ. 18): Έχει εκδώσει τα μυθιστορήματα «Σε μαύρα πλήκτρα» (εκδόσεις Γκοβόστης 2006) και «Ομφάλιος λώρος» (εκδόσεις Γκοβόστης 2011) και τη νουβέλα «Ως το τέλος» (εκδόσεις Γκοβόστης 2013). Νατάσα Ζαχαροπούλου (σελ. 23): Έχει εκδώσει τα βιβλία: «Να σ’ έχω» (ποιήματα, εκδόσεις Λύχνος 1995), «Κι ας με ταξιδεύεις κάπου» (διηγήματα, εκδόσεις Λύχνος 1995), «Ίχνος κραγιόν η νύχτα» (μυθιστόρημα, εκδόσεις Ανατολικός 1996), «Όπου


ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ

107

ορίζει το φιλί» (διηγήματα, εκδόσεις Ανατολικός 1999), «Ατμός» (ποιήματα, εκδόσεις Ανατολικός 2008), «Η ζωή είναι εδώ» (μυθιστόρημα, εκδόσεις Ανατολικός 2009), «Ρέικι η ατραπός της καρδιάς» (μελέτη, εκδόσεις Ανατολικός 2009), «Πρόσωπα στο νερό» (μυθιστόρημα, εκδόσεις Οσελότος 2013). Σοφία Κολοτούρου (σελ. 26): Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές «Αν-επίκαιρα ποιήματα» (εκδόσεις Τυπωθήτω 2007), «Τρίλιζα» (εκδόσεις Vakxikon.gr 2012) και «Η τρίτη γενιά» (εκδόσεις Τυπωθήτω 2015) και τις συλλογές διηγημάτων «Κουφός είσαι ρε; Δεν ακούς;» (εκδόσεις ΚΨΜ 2010) και «Τα επτά πρόσωπα της κώφωσης» (εκδόσεις Gutenberg 2013). Ασημίνα Ξηρογιάννη (σελ. 31): Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές «Η προφητεία του ανέμου» (εκδόσεις Δωδώνη 2009), «Πληγές» (εκδόσεις Γαβριηλίδης 2011), «Εποχή μου είναι η ποίηση» (εκδόσεις Γαβριηλίδης 2013), το βιβλίο «23 μέρες» (εκδόσεις Γαβριηλίδης 2015), τη νουβέλα «Το σώμα του έγινε σκιά» (εκδόσεις Ανατολικός 2010) και το θεατρικό μονόπρακτο «Οντισιόν» (εκδόσεις Vakxikon.gr 2015).


108

ΕΡΓΟΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ

Δανάη Παπουτσή (σελ. 37): Έχει εκδώσει το μυθιστόρημα «Σε αργή κίνηση» (εκδόσεις Κέδρος 2011).

Έλενα Πολυγένη (σελ. 41): Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές «Γράμματα σε μαυροπίνακα» (εκδόσεις Δωδώνη 2009), «Η θλίψη μου είναι μια γυναίκα» (εκδόσεις poema 2012) και «Η χώρα των παράδοξων πραγμάτων» (εκδόσεις Το Κεντρί 2014). Μαρία Σούμπερτ (σελ. 44): Έχει εκδώσει τα μυθιστορήματα «Τα πράσινα, τα καστανά και τα μαύρα μάτια» (εκδόσεις Πόλις 1998), «Club κυλικείο» (εκδόσεις Κέδρος 2002), «Η Ρόζα στη μέση» (εκδόσεις Μελάνι 2008), «Η συμμορία της Τήλας» (εκδόσεις Πάπυρος 2010) και «Οι αποκλεισμένοι» (εκδόσεις Κριτική 2015), το θεατρικό έργο «Invitation to a party - not another fairytale» (εκδόσεις Μπαρτζουλιάνος 2009) και το βιβλίο για παιδιά «Του φεγγαριού η κόρη» (εκδόσεις Διάπλαση 2013).

Ελένη Τζατζιμάκη (σελ. 51): Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές «Η μαγεία της άνωσης» (εκδόσεις Μελάνι 2009) «Μετά την ενηλικίωση» (εκδόσεις


ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ

109

Μελάνι 2012) και «Σε ποιον ανήκει μια ιστορία;» (εκδόσεις Μελάνι 2015). Ελένη Φουρνάρου (σελ. 53): Έχει εκδώσει τα μυθιστορήματα «Το πλήρωμα του χρόνου και ο Μήτσος» (Εμπειρία εκδοτική 2002) και «Microαστές» (εκδόσεις Vakxikon.gr 2015). ΑΝΤΡΕΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ Γιώργος Γώτης (σελ. 63): Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές «Όρθρου βαθέος» (1988), «Φυσική ιστορία» (1991), «Κρυμμένη εικόνα» (1999), «Χρονογραφία» (2007), «Δίχως χάρτη» (2011) και «More Veneto» (2013), όλες από τις εκδόσεις Στιγμή.

Γιώργος Δουατζής (σελ. 66): Έχει εκδώσει τα βιβλία: «Γραφτά» (ποιήματα, 1976), «Τοπική Αυτοδιοίκηση» (δοκίμιο, εκδόσεις Εξάντας 1986), «Τα Μικρά» (ποιήματα, εκδόσεις Κάκτος 1996), «Απάνθισμα Τάσου Λειβαδίτη» (ανθολόγηση, εκδόσεις


110

ΕΡΓΟΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ

Κέδρος 1997), «Προς Δέκα Επιστολή» (ποιήματα, εκδόσεις Μίλητος 2001), «Προς Δέκα Επιστολή Τα Ανεπίδοτα» (ποιήματα, εκδόσεις Κάκτος 2003), «Σπονδές» (ποιήματα, εκδόσεις Εξάντας 2004), «Τα Μικρά β’» (ποιήματα, εκδόσεις Εξάντας 2004), «Τα Κόκκινα Παπούτσια» (ποιήματα, εκδόσεις Εξάντας 2004, εκδόσεις Vakxikon.gr 2012, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2014), «Το Κουμπί» (θεατρικό μονόπρακτο, εκδόσεις Εξάντας 2004, Ιωνικό Κέντρο 2011), «Μη Φεύγετε Κύριε Ευχέτη» (μυθιστόρημα, εκδόσεις Λιβάνης 2008), «Περί Δημοσιογραφίας» (δοκίμιο, εκδόσεις Πεδίο 2010), «Φωτοποιήματα» (ποιήματα/ φωτογραφία, εκδόσεις Καπόν 2010), «Πατρίδα των Καιρών» (ποιήματα, εκδόσεις Καπόν 2010), «Το Σπασμένο Παιχνίδι, Κώστας Αξελός» (συνέντευξη, εκδόσεις Καπόν 2011), «Σχεδίες» (ποιήματα, εκδόσεις Καπόν 2012), «Να Βγω από Μένα, Γιάννης Δάλλας» (συνέντευξη, εκδόσεις Καπόν 2013), «Τα 99 Μικρά» (ποιήματα, εκδόσεις Vakxikon.gr 2013), «Η Άλλη Λέξη» (διηγήματα, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2014), «Κράτα την Άνοιξη» (ποιήματα, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2014), «Ανάσα από Πηλό» (εκδόσεις Πάπυρος 2015). Νίκος Ερηνάκης (σελ. 73): Έχει εκδώσει τις ποι-


ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ

111

ητικές συλλογές «Σύντομα όλα θα καίγονται και θα φωτίζουν τα μάτια σου» (εκδόσεις Ροές 2009) και «Ανάμεσα σε όσα πέφτει η σκιά» (εκδόσεις Γαβριηλίδης 2014).

Γιώργος Κατσέλης (σελ. 77): Έχει εκδώσει τα βιβλία για παιδιά: «Η γλώσσα μου: Παίζω και μαθαίνω» (εκδόσεις Conceptum 2002), Τούμπα Κούμπα Λουμπαμπά (εκδόσεις Modern Times 2009), «Ο Τρι το τριγωνάκι» (εκδόσεις Τετράγωνο 2010), «Ο βασιλιάς Χαρτούρος και οι Ιππότες της Χαμένης Ανακύκλωσης» (εκδόσεις Modern Times 2010), «Η δέκατη τρίτη θεά και τα κλεμμένα γλυπτά» (εκδόσεις Ψυχογιός 2010), «Στον Πλανήτη της Φαντασίας» (εκδόσεις Ψυχογιός 2010), «Οι πειρατές της Καταστροφικής» (εκδόσεις Ψυχογιός 2013), «Ο θησαυρός του Θεόφιλου» (εκδόσεις Χριστάκης 2015). Γιώργος Λίλλης (σελ. 80): Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές «Το δέρμα της νύχτας» (εκδόσεις Οδός Πανός 1999), «Η χώρα των κοιμωμένων υδάτων» (εκδόσεις Μανδραγόρας 2001), «Στο σκοτάδι μετέωρος» (εκδόσεις Μελάνι 2003), «Τα όρια του λαβύρινθου» (εκδόσεις Κέδρος 2008), «Μικρή


112

ΕΡΓΟΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ

διαθήκη» (εκδόσεις Περισπωμένη 2012), το μυθιστόρημα «Ίχνη στο χιόνι» (εκδόσεις Μεταίχμιο 2012) και το βιβλίο για παιδιά «Δύο αγαπημένα ιπποκαμπάκια» (εκδόσεις Εν Πλω 2004).

Διονύσης Μαρίνος (σελ. 85): Έχει εκδώσει τα μυθιστορήματα «Χαμένα κορμιά» (εκδόσεις Τετράγωνο 2011), «Τελευταία πόλη» (εκδόσεις Γαβριηλίδης 2012) και «Ουρανός κάτω» (εκδόσεις Πάπυρος 2014), και την ποιητική συλλογή «Anamneza» (εκδόσεις Γαβριηλίδης 2014).

Γιώργος Μπλάνας (σελ. 89): Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές «Η ζωή κολυμπά σαν φάλαινα ανύποπτη πριν τη σφαγή» (εκδόσεις Υάκινθος 1987), «Η αναπόφευκτη ανθηρότητά σου» (εκδόσεις Διάττων 1990), «Νύχτα» (εκδόσεις Νεφέλη 1991), «Παράφορο!» (εκδόσεις Δελφίνι 1997), «Άννα» (εκδόσεις Ερατώ 1998), «Η απάντησή του» (εκδόσεις Νεφέλη 2000), «Επεισόδιο» (εκδόσεις Νεφέλη 2002), «Τα ποιήματα του προηγούμενου αιώνα (1987-1997)» (εκδόσεις Ερατώ 2004), «Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη» (εκδόσεις Γαβριηλίδης 2010), «Στασιωτικά (1-50)» (εκδόσεις Γαβριηλίδης 2011) και «Στασιωτικά (51-100)» (εκδόσεις


ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ

113

Γαβριηλίδης 2015), καθώς και τα δοκίμια «Φώτης Αγγουλές» (εκδόσεις Ηλέκτρα 2008), «Το ποιητικό συμβάν» (εκδόσεις Γαβριηλίδης 2014) και «Παγκόσμια ιστορία της τρομοκρατίας» (εκδόσεις Vakxikon.gr 2015).

Κωνσταντίνος Μπούρας (σελ. 93): Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές «Ο πορφυρός ήλιος του έρωτα και του θανάτου» (εκδόσεις Όμβρος 1987), «Άγουρος έρως» (εκδόσεις Τέχνη και λόγος 1988), «Η κοιλάδα των νεκρών ερώτων» (εκδόσεις Πλέθρον 1990), Έρως ηλιότροπος (εκδόσεις Πλέθρον 1993), «Ο ποιητής του Abdeljebbar» (εκδόσεις Πλέθρον 1995), «Αγαύης έρως» (εκδόσεις Οδυσσέας 1995), «Η φωνή του μανδραγόρα» (εκδόσεις Οδυσσέας 1997), «Έρως τριμαργικός» (εκδόσεις Πλέθρον 1997), «Έρωτες γυρίνων και κρίνων» (εκδόσεις Οδυσσέας 1998), «Έρως παλίμψηστος» (εκδόσεις Το Ροδακιό 1999), «Όρθρος αιώνος» (εκδόσεις Δυτικές Ινδίες 2000), «Η μεταφυσική του έρωτα» (εκδόσεις Οδυσσέας 2002), «Ερωτικά μοιρολόγια» (εκδόσεις Παρουσία 2003), «Ερέτης Ιώδους» (εκδόσεις Δυτικές Ινδίες 2004), «Ψυχρόν πυρ» (εκδόσεις Οδυσσέας 2005), «Φάος» (εκδόσεις Το Ροδακιό 2007), «Πο-


114

ΕΡΓΟΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ

σειδωνίς» (εκδόσεις Εριφύλη 2008), «Ελευθερίας Ανατολή» (εκδόσεις Μεταίχμιο 2010), «Στυλίτης» (εκδόσεις Momentum 2014), τα θεατρικά έργα «Στον αστερισμό της Εκάτης» (εκδόσεις Δωδώνη 1997), «Διασκευάζοντας μετ’ ευτελείας» (εκδόσεις Φαρφουλάς 2009) και «Το τζιτζίκι της Περσεφόνης» (εκδόσεις Όστρια 2015), τη νουβέλα «Ο θάνατος του Ευριπίδη» (εκδόσεις Δωδώνη 1999) και τα δοκίμια «Αρχαίο φαγοπότι» (εκδόσεις Αρμονία 2011), «Αφθονία Μπουρέικ» (εκδόσεις Momentum 2013), «Φιλοσοφώντας άνευ…» (εκδόσεις Momentum 2015).

Τόλης Νικηφόρου (σελ. 101): Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές «Οι άταφοι» (1966), «Αναρχικά» (1979), «Ο μεθυσμένος ακροβάτης» (1979), «Το μαγικό χαλί» (1980), «Με τη φωτιά στα μάτια» (1982), «Ο πλοηγός του απείρου» (1986), «Ξένες χώρες» (εκδόσεις Νέα Πορεία 1991), «Το διπλό άλφα της αγάπης» (εκδόσεις Νέα Πορεία 1994, εκδόσεις Παρατηρητής 2002), «Την κοκκινόμαυρη ανεμίζοντας της ουτοπίας» (εκδόσεις Νέα Πορεία 1997), «Χώμα στον ουρανό» (εκδόσεις Νέα Πορεία 1998), «Γαλάζιο βαθύ σαν αντίο» (εκδόσεις Νέα Πορεία 1999), «Ένα λιβάδι μέσα στην ομίχλη


ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ

115

που ονειρεύεται» (εκδόσεις Νέα Πορεία 2002), «Ο πλοηγός του απείρου» (ποιήματα 1966-2002)» (εκδόσεις Νέα Πορεία 2004), «Μυστικά και θαύματα, ο ανεξερεύνητος λόγος της ουτοπίας» (εκδόσεις Μανδραγόρας 2007), «Το μυστικό αλφάβητο» (εκδόσεις Μανδραγόρας 2010), «Μια κιμωλία στον μαυροπίνακα» (εκδόσεις Μανδραγόρας 2012), «Ν’ ακούγεται από μακριά μια φυσαρμόνικα» (εκδόσεις Μανδραγόρας 2013), «Φωτεινά παράθυρα» (εκδόσεις Μανδραγόρας 2014), «Ρίγος αιχμάλωτο στον ήχο της φωνής σου (ποιήματα 1966-2015)» (εκδόσεις Μανδραγόρας 2015), τις συλλογές διηγημάτων «Αλμπατζάλ ή πώς βούλωσα τα μεγάφωνα» (1971), «Εγνατία οδός» (εκδόσεις Νέα Πορεία 1973), «Ονειροπολών εγκλήματα» (εκδόσεις Νέα Πορεία 1976), «Τα μάτια του πάνθηρα» (εκδόσεις Νέα Πορεία 1996), «Νόστος» (εκδόσεις Νέα Πορεία 2000), «Ο δρόμος για την Ουρανούπολη» (εκδόσεις Νεφέλη 2008), τα μυθιστορήματα «Η γοητεία των δευτερολέπτων» (εκδόσεις Νέα Πορεία 2001), «Το κίτρινο περπάτημα στα χόρτα» (εκδόσεις Νεφέλη 2005), «Η εξαίσια ηδονή του βιασμού» (εκδόσεις Νεφέλη 2006), «Έρημο νησί στην άκρη του κόσμου» (εκδόσεις Νεφέλη 2009), και τα παραμύθια για μεγάλους «Ένα παραμύθι για όλους» (1984),


116

ΕΡΓΟΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ

«Νόσιλκα» (1989) και «Σοτοσαπόλ ο Χρυσοθήρας» (1996).

Γιάννης Παπαγιάννης (σελ. 106): Έχει εκδώσει τα μυθιστορήματα: «Πέντε ώρες» (εκδόσεις Σύγχρονη εποχή 1989), «Η πικρή γεύση» (εκδόσεις Δελφίνι 1992), «Ο ύπνος περιβάλλει» (εκδόσεις Ιστός 1997), «Η ασθένεια της πεταλούδας» (εκδόσεις Άγκυρα 2009) και «Το διπλό πρόσωπο του νου» (εκδόσεις Κριτική 2015).


Η ΨΗΦΙΑΚΗ ΕΚΔΟΣΗ (Ε-ΒΟΟΚ) ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΚΑΙ ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΤΟΝ ΙΟΥΛΙΟ ΤΟΥ 2015 ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ VAKXIKON.gr



Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.