ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ - ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
Σόλωνος 110, 106 81 Αθήνα
τηλέφωνο: 210 3637867
e-mail: bookstore@vakxikon.gr
e-shop: ekdoseis.vakxikon.gr
Τίτλος: Ο παιγνιοθεραπευτής
Συγγραφέας: Γιάννης Μπούζας
Επιμέλεια - Διορθώσεις: Σταυρούλα Μπίου
Σχεδιασμός Έκδοσης & Εξωφύλλου: Εκδόσεις Βακχικόν
© 2023 Εκδόσεις Βακχικόν & Γιάννης Μπούζας
© Πίνακα Εξωφύλλου: Γιώργος Σιδηρόπουλος, ΠΑΡΓΑ, λεπτομέρεια
ISBN: 978-618-5733-40-7
Εκδοτική Σειρά: Βακχικόν Πεζά/Ελληνική Λογοτεχνία
Αριθμός Σειράς: 306/144
Πρώτη Έκδοση: Μάρτιος 2023
Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις του Eλληνικού Nόμου (Ν. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής άδειας του εκδότη κατά οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, εκμίσθωση ή δανεισμός, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή (ηλεκτρονική, μηχανική ή άλλη) και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου.
ΕΚΔOΣΕΙΣ ΒΑΚΧΙΚOΝ
Μέλος του Vakxikon.gr Media & Publishing Group
Βερανζέρου 13, 106 77 Αθήνα
τηλέφωνο: 210 3637867
e-mail: info@vakxikon.gr
web site: www.vakxikongroup.com
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗ
Στο βιβλίο που κρατάτε στα χέρια σας, ο χρόνος δεν υφίσταται και, μολονότι τα ονόματα των ηρώων απουσιάζουν
απ’ το προσκήνιο, η αφήγηση εξισορροπείται ανάμεσα στο
παρελθόν και το παρόν, στην αναπόληση βιωμάτων ψυχολογικής έντασης.
Ο
παιγνιοθεραπευτής δεν αποτελεί αφορισμό για τον
άνθρωπο, παρά έναν ύμνο· τον Ύμνο της ελευθερίας του.
Κληροδοτείται όχι μόνο σ’ όσους πίστεψαν, αλλά και σ’
όλους εκείνους που δεν πίστεψαν ή δεν πιστεύουν ακόμη και
σήμερα. Σε οποιοδήποτε άθυρμα κι αν είναι αυτό.
Εύχομαι η θεραπεία του να γιατρέψει την καρδιά και ν’
απελευθερώσει το πνεύμα.
Γ.Μ.
ερπατώ μισή ώρα στη λιθόστρωτη ατραπό. Ολόγυρα
τα πεύκα απλώνουν βαριές τις σκιές τους. Έχω ιδρώσει. Οι δυνάμεις μου έπεσαν ρημαγμένες στις αχτίνες του ήλιου. Άκουσα ότι ο καλόγερος αυτός δεν είναι ένας απλός καλόγερος. «Έχει γνώσεις και καλοδέχεται όλους τους ανθρώπους» μου είπαν. «Άντρες, γυναίκες, πλούσιους ή φτωχούς, σπουδαγμένους κι αδαείς». Από την αιώρα του μυαλού ξεπήδησε ο Αριμάνης. Ξεχασμένα αναγνώσματα της νιότης ρούφηξαν το αίμα από τις φλέβες και ξέβρασαν θυμό.
Η κλίση του μονοπατιού με δυσκολεύει στο περπάτημα, μα δεν πτοούμαι. Κοντοστέκομαι. Στα ρείθρα κυλά ακόμη
νερό από την πρωινή νεροποντή. Έσβησα τη λαχανιασμένη
μου ανάσα, εισέπνευσα βουνίσιο αέρα, και συνέχισα βαστά -
ζοντας τα γόνατα να μη λυγούν. Το ξωκλήσι ξεπρόβαλε πίσω από τα δέντρα σαν τη βίγλα
που κοιτάει τον ουρανό. Πλησίαζα κι η αφροσύνη μου να
τον ανταμώσω έγινε της αίσας κραυγή.
Τρεκλίζω. Ένα, δύο, τρία. Μετρώ τα βήματά μου. Η
ναυτία με κυριεύει. Μόνος αναζητώ, μόνος πολεμώ, μόνος
θα καταλήξω. Ελπίζω σε νύχτα με ξαστεριά.
Η αθυμία δεν μ’ αφήνει να σκεφτώ λογικά. Η περιέργεια ή η ανάγκη με ωθούσε προς τα εκεί; «Πόσο καιρό έχω
ν’ ανάψω κερί;» μονολόγησα και περιγέλασα τον εαυτό μου
για τη θρασύτητα του συνειρμού. Ποια η σημασία του στον
κεκοιμημένο δούλο κι άγιο; Η χαρά όλη στον εν ζωή πιστό
να τιμήσει τον νεκρό, κι ας λένε ότι όσο καίει ένα κερί οι
κολασμένοι βγάζουν το κεφάλι τους έξω από τη φωτιά της κόλασης.
Η σκέψη βυθίζεται μέσα μου και μου διακηρύσσει: Όσο ζεις δεν αξίζεις τίποτα. Όταν πεθάνεις, αξίζεις τα πάντα.
Άρχισε να σουρουπώνει. Αν και δεν είμαι απαιτητικός ταξιδευτής, η θέα με αποζημιώνει. Αφέθηκα για λίγο λεύτερος στην αύρα της θάλασσας. Ο αχός από τα κύματα έστελνε μηνύματα καλοτάξιδου καραβιού. Ίσα που άσπριζαν.
Πάνω στο ασβεστωμένο πεζούλι μερικοί περήφανοι γλάροι ατενίζουν το πέλαγο. Ανακόπτω τον βηματισμό· παραμένω ακίνητος να μην τρομάξουν. Τα γουρλωτά τους μάτια
με καρφώνουν, αλλά δεν διακόπτουν τον ιδιαίτερο χορό.
Ανασηκώνουν τα πόδια, κάνουν μικρούς κύκλους γύρω από
τον εαυτό τους, σταματούν κι επαναλαμβάνουν την ίδια
κίνηση. Από το τρεμάμενο χτύπημα των φτερών τους καταλαβαίνω πως δεν σκιάζονται από την παρουσία μου. Όμως, μόλις ζύγωσα στην είσοδο, έφυγαν, πέταξαν μακριά.
Κατέβηκα δυο σκαλοπάτια. Στο ξύλινο παγκάκι του προαύλιου ξαποσταίνουν όσοι επισκέπτες λαχταρούν να τον συναντήσουν.
Η αγχίνοιά μου θα τον στριμώξει, δεν θα ξέρει τι να μου
πει, σκίρτησε η σκέψη να ’ρθω αντιμέτωπος με την ακατάληπτη θρησκομανία του καλόγερου. Πότε θα προλάβω να επιστρέψω στο χωριό; Προς στιγμή μετανιώνω. Θα γυρίσω την πλάτη, θα εξαφανιστώ. Το γινάτι που κουβαλώ από γεν -
Ο ΠΑΙΓΝΙΟΘΕΡΑΠΕΥΤΗΣ
νησιμιού μου με προκαλεί. Ό,τι ξεκινώ δεν το αφήνω στη
μέση . Εδώ που βρέθηκα δεν έχει γυρισμό, συλλογιέμαι κι
άνοιξα την πόρτα να διαβώ.
Ο αϊ-Γιώργης τρόμαξε σαν με είδε, λες κι ήμουν ο μαγε -
μένος δράκος που πήγαινε να πλανέψει τον προστατευόμενό
του. Παρά το αχνό φως του χώρου, η μεγαλοπρέπεια της
εικόνας μού τράβηξε την προσοχή.
Ο
άγιος φορά την τυπική στρατιωτική στολή της πρώ-
ιμης μεταβυζαντινής περιόδου. Κοντό βαθυγάλανο χιτώνα
διακοσμημένο με χρυσά τρίφυλλα άνθη, μεταλλικό θώρακα
με περίτεχνες χρυσογραφίες και κατακόκκινο δεμένο από τον
λαιμό μανδύα που ανεμίζει προς τα πίσω σε μια ανάλαφρη
κίνηση. Καβάλα στο ορθωμένο στα πίσω πόδια άλογό του
ξεσκίζει με το δόρυ το τέρας, που πασχίζει ν’ αντισταθεί. Θαύμασα την εικαστική δεξιοτεχνία του καλλιτέχνη, αλλά η θεματολογία της δραματοποίησης του καλού και του κακού μ’ άφησε παντελώς αδιάφορο.
Ξεφύσησα ξέπνοος. Η ανηφοριά ντρόπιασε τη φυσική
μου κατάσταση. Λίγο αέρα αναζητώ να χώσω στα πνευμό -
νια. Η μυρουδιά λιβανιού έχει απλωθεί σαν ρετσινιά αιώνια.
Οι συνήθειες των προγονικών πατέρων σαν οπτασίες τρι -
γυρνούν ελεύθερες μέσα στον ναό.
Ο καλόγερος δεν μ’ έχει αντιληφθεί. Κάθεται στο στασίδι με μάτια σφαλιστά. Θαρρώ προσεύχεται κοιμισμένος.
«Το εκκλησάκι είναι το σπίτι του· το ασκηταριό της
λατρείας του. Έκτισε ένα μικρό δωμάτιο και το ένωσε με τον κυρίως ναό για να μπορεί να μαγειρεύει» μου είπε ο
κάπελας το μεσημέρι που πήγα να φάω στο μικρό του μαγειρειό. Μου σέρβιρε φρέσκο ψάρι με λαχανικά και ήπια ούζο μέχρι να ζαλιστώ. «Κοιμάται καταγής, μέσα στο Ι ερό, τρώει ό,τι του πάνε οι επισκέπτες και πίνει νερό από μια πηγή» αναμασούσε στο στόμα του πληροφορίες ανούσιες για μένα. «Αυτό το καραφάκι είναι κερασμένο από μένα» επέμενε