ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΗΧΟ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ - ΓΕΩΡΓΙΑ ΤΑΤΣΗ

Page 1

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ - ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ

Σόλωνος 110, 106 81 Αθήνα

τηλέφωνο: 210 3637867

e-mail: bookstore@vakxikon.gr

e-shop: ekdoseis.vakxikon.gr

Τίτλος: Πίσω από τον ήχο του νερού

Συγγραφέας: Γεωργία Τάτση

Επιμέλεια - Διορθώσεις: Νατάσσα Ντούμα Σχεδιασμός Έκδοσης & Εξωφύλλου: Εκδόσεις Βακχικόν

© 2022 Εκδόσεις Βακχικόν & Γεωργία Τάτση

© Eξωφύλλου: Το σκίτσο βασίστηκε σε φόρεμα του σχεδιαστή Απόστολου

Μητρόπουλου και φέρει τύπωμα της εικαστικού Ρένας Παπασπύρου.

ISBN: 978-618-5733-47-6

Εκδοτική Σειρά: Βακχικόν Πεζά/Ελληνική Λογοτεχνία

Αριθμός Σειράς: 261/126

Πρώτη Έκδοση: Μάιος 2022 Δεύτερη Έκδοση: Απρίλιος 2023

Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις του Eλληνικού Nόμου (Ν. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής άδειας του εκδότη κατά οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, εκμίσθωση ή δανεισμός, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή (ηλεκτρονική, μηχανική ή άλλη) και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου.

ΕΚΔOΣΕΙΣ ΒΑΚΧΙΚOΝ

Μέλος του Vakxikon.gr Media & Publishing Group

Βερανζέρου 13, 106 77 Αθήνα

τηλέφωνο: 210 3637867

e-mail: info@vakxikon.gr

web site: www.vakxikongroup.com

ΣΤΟ
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ
ΤΑΞΙΔΙ ΤΗΣ
ΑΝΟΙΓΑ ΣΥΡΤΑΡΙΑ

Hξερα τι της συνέβαινε. Ή μάλλον, όχι, δεν ήξερα. Δεν ήξερα απολύτως τίποτα. Αισθανόμουν. Όχι. Ούτε αισθανόμουν. Διαισθανόμουν. Ναι. Διαισθανόμουν αυτό που ζούσε, άλλο αν δεν ήξερα τι ήταν αυτό που ζούσε, άλλο αν δεν ήξερα τι της συνέβαινε. Κι αν τώρα ξέρω, όσο ξέρω, είναι επειδή βρίσκομαι σε εκείνη την καμπή του χρόνου που ο άνθρωπος γυρίζει πίσω, ζει στο εδώ και στο εκεί – ούτε στο εδώ ούτε στο εκεί, βρίσκεται στο ανάμεσα, όπου, ανέστιος, ο άνθρωπος, κουβαλώντας μόνο τη σκευή του, περπατάει ανάποδα τον δρόμο που

έχει μέχρι τώρα διανύσει και ξαναγίνεται παιδί. Μικραίνει, μικραίνει, μικραίνει, ώσπου να συναντηθεί με τον θαμμένο σεισμογράφο μέσα του, αυτόν που καταγράφει τις δονήσεις στην ενδοχώρα των γονιών του. Μικραίνει ο άνθρωπος ώσπου

να συναντηθεί με τη διαίσθησή του, αυτήν με την οποία, ως παιδί, αντιλαμβάνεται, όχι μόνο τις συγκρούσεις των τεκτονικών πλακών, όχι μόνο τις μετακινήσεις των πετρωμάτων, όχι μόνο τις ρωγμές και τα χάσματα, το πυρ εντός, το μάγμα εντός, τη λάβα του ηφαιστείου, αλλά κι απέξω το ράγισμα, το ανεπαίσθητο ράγισμα στην πορσελάνη του προσώπου. Όλα τα αντιλαμβάνεται με τη διαίσθηση· όλα από πριν τα ξέρει. Αυτό που ζούσε –κάτι σαν μόνιμη ταραχή– έβγαινε από τα

1

μάτια της, από τις χειρονομίες της, από το κορμί της, ιδίως όταν

πλησίαζε τα ζώα, όταν πλησίαζε το άλογό μας που έλαμπε φως

στιλπνό· έλαμπε μαύρο φως μες στο σκοτάδι. Άνοιγε τον στάβλο

πρωί πρωί και το άφηνε να τρέξει, το άφηνε ελεύθερο να καλπάζει στο περιφραγμένο κτήμα μας, κι όσο το ζώο κάλπαζε και κλο-

τσούσε πίσω τον αέρα, όσο έσκυβε ως το χώμα το κεφάλι του κι

αμέσως το ύψωνε στον ουρανό φρουμάζοντας, εμείς, αυτή κι εγώ

(αν και τότε όλα ήταν ρευστά, σαν να μην είχα ακόμα γεννηθεί, έμπαινε ο ένας μέσα στον άλλον, δεν ήξερα πού σταματάει αυτή

και πού αρχίζω εγώ, πού σταματάω εγώ και πού αρχίζει αυτή), εμείς

μάλιστα έσφιγγε τα δάχτυλά μου τόσο δυνατά που πονούσα. Δεν καταλάβαινε τον πόνο που μου προκαλούσε, δεν καταλάβαινε τον πόνο που μου μετάγγιζε. Έσφιγγε τα δάχτυλά μου σαν να εξαρτιόταν η ζωή της από αυτά, σαν να βρισκόταν κρεμασμένη

στο κενό κι εγώ κρατούσα τη σωτηρία της στα δάχτυλά μου.

Ίσως, σκέφτομαι τώρα, ίσως ήταν ερημιά αυτό που την έσπρωχνε να μου μεταγγίζει το αίσθημά της, αυτό το κάτι που την τάραζε, ίσως ήταν που δεν είχε κάποιον να μιλήσει για τη

λάβα εντός ή ήταν που δεν μπορούσε να μιλήσει για τη λάβα

εντός, που δεν έπρεπε να υπάρχει η λάβα εντός, αλλά υπήρχε

και, όπως κάλπαζε το άλογο μπροστά στα μάτια μου, κάλπαζε

μέσα της κι ένα άλλο άλογο, κι αυτή δεν είχε

5 ΓΕΩΡΓΊΑ ΤΑΤΣΗ
λοιπόν, αυτή κι εγώ –εκείνο το μικρό αγόρι που υπήρξα–, καθόμασταν κάτω από την ελιά, καθόμασταν στη ρίζα της ελιάς και μου έσφιγγε το χέρι σαν να χαιρόταν και σαν να λυπόταν μαζί. Ούτε τώρα μπορώ να πω με σιγουριά τι την έσπρωχνε να μεταγγίζει μέσα μου τη λύπη της και τη χαρά της – αν ήταν λύπη και χαρά αυτά που μου μετάγγιζε. Κάποιες στιγμές
κάποιον να του αφηγηθεί τον καλπασμό του, δεν είχε κάποιον να του αφηγηθεί αυτό που της συνέβαινε, δεν υπήρχε κανείς που θα καταλάβαινε αυτό που εκείνη δεν μπορούσε να εξηγήσει. Όσο το ζώο εκτόνωνε το άγριο ένστικτό του καλπάζοντας, όσο φρούμαζε και ξεφρούμαζε εξουδετερώνοντας με κλο-

τσιές τον ανύπαρκτο εχθρό, εκείνη, αν και κρατούσε το χέρι μου, δεν ήταν δίπλα μου. Δεν ξέρω με ποιον τρόπο συνέβαινε αυτό, αλλά όσο έσφιγγε τα δάχτυλά μου τόσο ένιωθα πως αυτή ήταν

το άλογο που κάλπαζε, φρούμαζε και κλοτσούσε τον αέρα. Αυτή χλιμίντριζε. Έβγαινε το χλιμίντρισμα ως κι από τις πατούσες της, από τις οπλές της, με διαπερνούσε υποδόρια, με καταργούσε. Το

χλιμίντρισμα, ο καλπασμός κι ο αιθέρας της άγριας μέντας στη

μύτη μου με βούλιαζαν, με βούλιαζαν, με βούλιαζαν – και βυθιζόμουν, βυθιζόμουν στο βαμβάκι. Μετά, όταν το άλογο σταματούσε

τον καλπασμό και, ριγώντας, τίναζε το σώμα του, επέστρεφε κι

αυτή στον εαυτό της ριγώντας, λες και αναδυόταν στην επιφάνεια

της θάλασσας ύστερα από βαθιά κατάδυση ή σαν να έβγαινε από

λιποθυμία. Με κοίταζε με τον τρόπο που κοιτάζει κάποιος ένα πρόσωπο προσπαθώντας να καταλάβει ποιον του θυμίζει. «Μαμά;» της έλεγα σαν να ρωτούσα αν όντως είναι η μάνα

μου και ακουμπούσα την παλάμη μου στο μάγουλό της. Το δέρμα της με πότιζε τα νερά της θάλασσας από την οποία είχε μόλις αναδυθεί, τόσο πράσινα και τόσο διαυγή που έβλεπα

στον βυθό τον γόνο των ψαριών να διαισθάνεται τον δυναμίτη και να σπαρταράει. Το δέρμα της με πότιζε τα νερά του ποταμού, τόσο πράσινα και τόσο διαυγή που έβλεπα στον βυθό του τις πέστροφες να κρύβονται έντρομες κάτω από τις πέτρες, αλλά τούτη τη φορά –την τελευταία δηλαδή που βρέθηκα με τη μάνα μου και με το άλογο σ’ αυτόν τον τόπο ή, μάλλον, την τελευταία φορά που η μάνα μου βρέθηκε με το άλογο κι εμένα σ’ αυτόν τον τόπο–, τούτη τη φορά οι πέστροφες δεν κρύβονταν. Αντιθέτως. Ανέβαιναν στην επιφάνεια μόνες τους κι εγώ απλώς έχωνα τα χέρια μου και τις έβγαζα έξω. Έφευγαν, πηδούσαν από τη χούφτα μου και με καθήλωναν καθώς έπεφταν στα βότσαλα και σπαρταρούσαν. «Μαμά;» σαν να τη ρωτούσα

6 ΠΊΣΩ ΑΠΌ ΤΌΝ ΉΧΌ ΤΌΥ ΝΕΡΌΥ
αν όντως είναι η μάνα μου και την ένιωθα να ριγεί στην παλάμη μου· όπου την ακουμπούσα ριγούσε. «Μαμά;» κι αυτή κουνιόταν σπασμωδικά σαν να ήθελε να φύγει μακριά, παρόλο που

Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.