Το βιβλίο εκδόθηκε με την υποστήριξη του Ρουμανικού Πολιτιστικού Ινστιτούτου.
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ - ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
Σόλωνος 110, 106 81 Αθήνα
τηλέφωνο: 210 3637867
e-mail: bookstore@vakxikon.gr
e-shop: ekdoseis.vakxikon.gr
Τίτλος Πρωτοτύπου: Grădina de sticlă (Editura Cartier, Chișinău, Moldova, 2018)
Τίτλος Βιβλίου: Ο γυάλινος κήπος
Συγγραφέας: Tatiana Țîbuleac
Μετάφραση: Άντζελα Μπράτσου
Επιμέλεια - Διορθώσεις: Βίκυ Πορφυρίδου
Σχεδιασμός Έκδοσης & Εξωφύλλου: Εκδόσεις Βακχικόν
© Editura Cartier 2018
© Για την ελληνική γλώσσα, 2023 Εκδόσεις Βακχικόν
© Μετάφρασης: Άντζελα Μπράτσου
© Φωτογραφίας Εξωφύλλου: Arsgera (Istockphoto.com)
ISBN: 978-618-5733-52-0
Εκδοτική Σειρά: Βακχικόν Πεζά/Ξένη
Αριθμός Σειράς: 314/61
Πρώτη Έκδοση: Απρίλιος 2023
Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις του Eλληνικού Nόμου (Ν. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής άδειας του εκδότη κατά οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, εκμίσθωση ή δανεισμός, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή (ηλεκτρονική, μηχανική ή άλλη) και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου.
ΕΚΔOΣΕΙΣ ΒΑΚΧΙΚOΝ
Μέλος του Vakxikon.gr Media & Publishing Group
Βερανζέρου 13, 106 77 Αθήνα
τηλέφωνο: 210 3637867
e-mail: info@vakxikon.gr
web site: www.vakxikongroup.com
Γ εννιέμαι νυχτιάτικα, είμαι επτά χρονών. Θα με έπαιρνε στην αγκαλιά της, μου λέει, αλλά τα χέρια της είναι φορτωμένα. Από ψηλά φωτίζει μια μπλε λάμπα, δεμένη σε ένα δέντρο με ένα καλώδιο. Κρέμεται και ταλαντεύεται. Γέρνω το κεφάλι μου προς τα πίσω και τη βλέπω καλύτερα: είναι στρογγυλή, σαν άκοπο ψωμί. Περνάμε τις πύλες σαν από μια πέτρινη κοιλιά. Έτσι είναι στην πόλη, σκέφτομαι. Πάντα σε κατηφόρα, πάντα κατηφορικός ο δρόμος. Ο πάγος σκεπάζει τα πόδια μας, ο δρόμος γίνεται πιο κοντινός. Μου απλώνει να πιάσω την τσέπη της για να μη γλιστρήσω. Και να μπορώ να κοιτάξω γύρω μου, να δω ομορφιά! Εκείνο το κοσκινισμένο φως. Εκείνο τον έναστρο ουρανό. Πολυκατοικίες, πολυκατοικίες, πολυκατοικίες. Καμιά ψηλότερη των τεσσάρων ορόφων. Κανένα κτίριο με περισσότερες από τέσσερις εισόδους. Η τσέπη της έχει γούνα, το νύχι μου παίρνει φωτιά. Από τα παράθυρα βλέπεις ανθρωπάκια να ζουν όμορφα. Χιλιάδες τετράγωνα με μέση σε σχήμα αχλαδιού. Το ένα δίπλα στο άλλο, το ένα
Η Ταμάρα Πάβλοβνα τον αποκαλούσε ο άντρας μας και
δεν περνούσε ποτέ από δίπλα του χωρίς να του μιλήσει,
σαν να ήταν ζωντανός. Μακρύς όσο ένα τραγούδι – ο δικός μας
Φράχτης. Η δύναμή μας, το golubcik, το περιστέρι μας. Από
αυτόν κρατιόμασταν όταν γυρνούσαμε σπίτι με κομμένους
τους ώμους και χέρια γεμάτα σάλιο. Κάτω από αυτόν καθόμα-
σταν ανακούρκουδα, εξαντλημένες, χωρίς σταγόνα νερού για
να μας ηρεμήσει από το τρέμουλο. Εκεί κλάψαμε τις περισσότερες φορές. Και γελάσαμε όμως: δυνατά, από καρδιάς, σαν τα κοράκια τον χειμώνα. «Πόση ψυχή σε ένα σίδερο!» έλεγε
εκείνη κάθε φορά, και εγώ την πίστευα χωρίς να έχω αμφιβο-
λία. Γιατί δεν υπήρχε κάτι στον κόσμο που να μην ήξερε καλύ-
τερα η Ταμάρα Πάβλοβνα. Χρόνια αργότερα, όταν τον βρήκα
ροκανισμένο από τη σκουριά και με τις ράβδους ξεκαρφωμέ-
νες σαν νευρώσεις, έκλαψα σαν σε κηδεία. Το να σκοτώσεις
ένα σίδερο δεν είναι εύκολο, αλλά αν το θέλεις πολύ, μπορείς.
Από το λοφάκι, σαν από ένα δικό μας Έβερεστ, η αυλή
αποκαλυπτόταν μέχρι την
όπου κάθονταν λευκά, παχουλά κεφάλια. Έβλεπα μπλε σεντό-
νια να κυματίζουν πάνω στα σχοινιά μπουγάδας, σκληρά από
το κολλάρισμα, σαν πλάκες σχιστόλιθου. Τη Σούροτσικα στο
μπαλκόνι, να τρίβει το πόδι της με τη βούρτσα χαλιών. Τον
Πάβλικ, αυτόν που δεν έπαιζε, απλά καθόταν. Έβλεπα ακό-
μα, σκορπισμένες στα παράθυρα, χοντρές γυναίκες ντυμένες
με φορέματα και κολιέ –υποχρεωτικά με κολιέ– να τελειώνουν
το βράσιμο και το τηγάνισμα. Την Μπέλλα Ισαάκοβνα και τη
Ρόζα, με γοφούς σαν αχλάδια, να ψιθυρίζουν στη μέση του
δρόμου. Μυστικά, πάντα μυστικά. Τον Ζαχάρ Αντόνοβιτς, με
το μόνο του χέρι ακουμπισμένο στο μετάλλιο. Τρομερό πράγμα να χάνεις ένα μετάλλιο, αλλά και τι ντροπή! Όλοι, όλοι, όλοι τους ήταν εκεί. Η Μαρίνα η άσχημη, ο Λιόντσικ μεθυσμένος. Η Αικατερίνα, στρογγυλή σαν το φεγγάρι. Όλες μας οι
ζωές κάτω από ένα γυάλινο καπάκι. Και σ’ εκείνα τα δευτερόλεπτα, σύντομα και φωτεινά, σαν παιχνίδι με καθρέφτες, νιώσαμε γεμάτες ευτυχία μέχρι το μεδούλι. Για όλους μαζί και για τον καθένα ξεχωριστά. Γι’ αυτούς, για εμάς, για άλλη μια μέρα που είχαμε πού να γυρίσουμε. «Το να έχεις μια θέση ανάμεσα στους ανθρώπους δεν είναι μικρό πράγμα» έλεγε η Ταμάρα Πάβλοβνα, που ήξερε. Και για μέρη ήξερε και για ανθρώπους – περισσότερα από όσα μπορούσε να κουβαλήσει.
Από τον φράχτη μέχρι το σπίτι υπήρχε μια άλλη κατηφοριά. Είκοσι βήματα μιας μεγάλης γυναίκας και τριάντα δύο βήματα μιας μικρής. Τα εξαντλούσαμε προσεκτικά, χωρίς βιασύνη, ειδικά χωρίς βιασύνη. Για να μην κάνουμε ζημιά ακριβώς τότε. Ύστερα εμφανιζόμασταν και εμείς. «Έρχονται οι ρακοσυλλέκτριες μπουκαλιών!»
ψιθύριζαν οι Εβραίες, αλλά φυσικά όλοι άκουγαν: πού ακούστηκε να ψιθυρίζουν οι Εβραίοι; Και αυτό ήταν όλο. Μετά από τα λόγια τους –αχ, αυτές οι λέ-