ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ - ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
Σόλωνος 110, 106 81 Αθήνα τηλέφωνο: 210 3637867 e-mail: bookstore@vakxikon.gr e-shop: ekdoseis.vakxikon.gr
Τίτλος: Αίμα στη φλέβα η θάλασσα Συγγραφέας: Ευαγγελία Μινάρδου-Αδάμου Επιμέλεια - Διορθώσεις: Νάνσυ Θεοδωρέλλου Σχεδιασμός Έκδοσης & Εξωφύλλου: Εκδόσεις Βακχικόν
© 2022 Εκδόσεις Βακχικόν & Ευαγγελία Μινάρδου-Αδάμου © Φωτογραφίας Εξωφύλλου: Μαρία Κοντοβουνησίου
ISBN: 978-618-5733-13-1 Εκδοτική Σειρά: Βακχικόν Πεζά/Ελληνική Λογοτεχνία Αριθμός Σειράς: 288/140 Πρώτη Έκδοση: Δεκέμβριος 2022
Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις του Eλληνικού Nό μου (Ν. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής άδειας του εκδότη κατά οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, εκμίσθωση ή
ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ
Τη θάλασσα τη γαλανή θέλω να διαπλεύσω. Το δικό μου καράβι, γραφίδα μόνο. Μα το πάθος του ανοιχτού πελάγου, ασίγαστο. Όλες οι θάλασσες του κόσμου, θάλασσα μια. Αιώνια, παντοδύναμη, πλανεύτρα. Αίμα στη φλέβα η θάλασσα, πόθος, καημός και έρωτας μαζί. Της υποκλίνομαι, της παραδίνομαι. Λύνουμε κάβους και ανοίγουμε πανιά. Ελάτε, φίλοι μου, σαλπάρουμε. Ας ξεκινήσει το ταξίδι!
ΚΑΛΕΣΜΑ
Θ
α σου τάξω του κορμιού το ανατρίχιασμα και το ρίγος της σάρκας το χάραμα, καθώς το φεγγάρι θα βυθίζεται στο νερένιο μου σώμα. Θα σου τάξω το δέος και το ξάφνιασμα, κάθε που ο ήλιος γεννιέται ολοπόρφυρος μέσα από τη γαλάζια μου σάρκα, στα βάθη του ορίζοντα. Θα σου τάξω το φως το απέραντο, το ακηλίδωτο σκότος, τον μανδύα από ασήμι που τυλίγει το σίδερο, κάθε που η πλώρη χωρίζει στα δυο την ομίχλη. Θα σου τάξω κόρες με ξέπλεκα μαλλιά να χορεύουν πάνω μου ανεμίζοντας όνειρα, καθώς το μούχρωμα παραδίδει το λίκνο του στα χέρια της ασέληνης νύχτας. Θα σου τάξω μυρωδιές που ποτέ σου δεν γεύτηκες, θα σου τάξω και γεύσεις που ποτέ δεν οσφράνθηκες στης στεριάς τις καλόβολες στράτες. Θα σου τάξω πολιτείες που κανένας ποτέ
φλέβες σου, όταν το αίμα βοά και το άλγος του νόστου πυρπο λεί τις παλάμες σου.
Μόνο έλα μαζί μου, γίνε πλάσμα δικό μου, παλικάρι μου άλκιμο. Κι αν καημοί στεριανοί σ’ αλυσόδεσαν, γίνε κύμα κι ενώ σου μαζί μου. Μα αν μ’ αρνιέσαι επειδή με φοβήθηκες, παίρνω πίσω τα ταξίματα όλα! Δεν σου αξίζουν τα δώρα μου. Εκείνος που τη θάλασσα φοβήθηκε, καταραμένος είναι να μη βρει ποτέ τη δόξα των βυθών.
ΜΕΤΟΙΚΟΣ
Της κόρης μου
Κ αι την ορισμένη ώρα αποδράς ξανά σε γέφυρες. Νύχτα προχωρημένη. Προς το λυκαυγές. Διαλέγεις άλλη γέφυρα κάθε φορά, μα πάντα στέκεσαι μπροστά στο παραπέτο της, ακουμπάς το σώμα σου σε αυτό, έτσι, λίγο ο κορμός να έχει αίσθηση κενού, αιώρησης, και υψώνεις το ένα χέρι προς τον ουρανό. Και τον αδράχνεις, τον φέρνεις στις ρώγες των δαχτύ λων, τον χαμηλώνεις, αγγίζεις λίγη από την αστερόσκονη και η υπόλοιπη απλώνεται στους μυστικούς πυλώνες της καρδιάς σου. Οι γλωσσικές θηλές αναζητούν τη γνώριμη γεύση εκείνου του ουρανού που δεν χρειαζόταν να κατέβει. Ήταν κοντά σου, ένα μαζί σου, ένα με τη θάλασσα. «Ανελήφθη ο ορίζοντας και το καράβι ανυψώθηκε στους ουρανούς, έσβησαν τα όρια ουρανού και θάλασσας, το πλοίο πάλι ταξιδεύει ανάμεσα στα αστέρια» έλεγες κάθε τέτοιο βράδυ, εκεί, στο δικό σου νησί, του ονείρου. Ούτε κι απόψε τούτος ο ουρανός δεν είναι ο δικός σου. Ανοίκειος, ξένος. Όμως, δεν φεύγεις απ’ τη γέφυρα – ενώνει ουρανό και γη. Αν δεν μπορείς να συναντήσεις τον δικό σου ουρανό υψώνοντας το βλέμμα προς τα άνω, μπορείς πάντα να στρέψεις τη ματιά σου προς τη γη. Μένεις, λοιπόν, ψηλά