Οι καθαρές πρόσοδοι από την έκδοση του βιβλίου θα διατεθούν σε οργανισμούς που φροντίζουν για την προστασία και την αποκατάσταση των προσφύγων. ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ - ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ Σόλωνος 110, 106 81 Αθήνα τηλέφωνο: 210 3637867 e-mail: bookstore@vakxikon.gr e-shop: ekdoseis.vakxikon.gr Τίτλος Βιβλίου: Ήμερες ημέρες Συγγραφέας: Μουράτης Κοροσιάδης Επιμέλεια - Διορθώσεις: Αναστασία Αθηναίου Σχεδιασμός Έκδοσης & Εξωφύλλου: Εκδόσεις Βακχικόν © 2021 Εκδόσεις Βακχικόν & Μουράτης Κοροσιάδης © Σχεδίου Εξωφύλλου: Yuri Rusinov ISBN: 978-618-5662-76-9 Εκδοτική Σειρά: Βακχικόν Πεζά/Ελληνική Λογοτεχνία Αριθμός Σειράς: 180/84 Πρώτη Έκδοση: Μάρτιος 2021 Δεύτερη Έκδοση: Iούλιος 2022 Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις του Eλληνικού Nόμου (Ν. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής άδειας του εκδότη κατά οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, εκμίσθωση ή δανεισμός, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή (ηλεκτρονική, μηχανική ή άλλη) και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου.
ΕΚΔOΣΕΙΣ ΒΑΚΧΙΚOΝ Μέλος του Vakxikon.gr Media & Publishing Group Βερανζέρου 13, 106 77 Αθήνα τηλέφωνο: 210 3637867 e-mail: info@vakxikon.gr web site: www.vakxikongroup.com
ΤΟ ΕΝΥΔΡΕΙΟ
Ν
ωρίς ήρθε και φέτος το φθινόπωρο. Όπως κάθε χρόνο τα τελευταία χρόνια. Τα σύννεφα μαζεύονταν κάθε απόγευμα λες και ήταν συνεννοημένα. Η βροχή που ακολουθούσε ήταν δυνατή. Όμως, κρατούσε λίγο. Το περίεργο ήταν πως ο μισός ουρανός ήταν συννεφιασμένος, μαύρος και μουντός. Ο άλλος μισός γαλανός. Με ελάχιστα σύννεφα. Και αυτά να τα παρασέρνει ο αέρας. Τη μάχη την κέρδιζε πάντα η βροχή. Που, αφού έδειχνε τη δύναμή της στο άλλο μισό του ουρανού, αλλά και στους ανθρώπους, αποχωρούσε θριαμβευτικά. Με αργό το νικητήριο βήμα της. Έστρεφε πού και πού το πρόσωπό της προς τους νικημένους. Ρίχνοντάς τους μια τελευταία ριπή. Ίσα ίσα για να τους θυμίσει την ήττα τους. Και περίμενε την επόμενη μέρα να τους επισκεφθεί ξανά. Οι δρόμοι γέμιζαν νερά. Οι λακκούβες ενέδρευαν για ανύποπτους. Και τα πεσμένα φύλλα λέρωναν μπαλκόνια και αυλές. Οι ομπρέλες δεν ήταν ικανές να προστατεύσουν τους περαστικούς. Άσε που φυσούσε τόσο δυνατά, που έπρεπε να μαζευτούν και τα αναποδογυρισμένα πλαστικά καθίσματα από τα μαγαζιά της παραλίας. Ο ίδιος είχε βγει από νωρίς έξω. Παρά τις προβλέψεις της
4
ΜΟΥΡΆΤΗΣ ΚΟΡΟΣΙΆΔΗΣ
Μετεωρολογικής Υπηρεσίας και τις συστάσεις της γυναίκας του. Συνήθιζε να περπατά στην παραλία. Στην αμμουδιά. Δίπλα στο νερό. Τώρα μάλιστα που ήρθαν σ’ αυτό το μέρος, για ένα Σαββατοκύριακο, το τελευταίο του Σεπτεμβρίου, δεν το είχε καθόλου κατά νου να μένει στο ξενοδοχείο. Βέβαια, ο καιρός δεν τους έκανε το χατίρι. Γι’ αυτό και η γυναίκα του ήταν όλο γκρίνια. «Έπρεπε να έρθουμε νωρίτερα» του έλεγε συνεχώς. «Άδικα χάσαμε τον καλό καιρό. Και τώρα τζάμπα πληρώνουμε το δωμάτιο». Ίσως και να είχε δίκιο. Αλλά αυτός είχε βαρεθεί τη ζέστη και το φως του καλοκαιριού. Τον είχαν κουράσει. Προτιμούσε το φθινόπωρο. Τώρα, ο καιρός είχε κάτι διαφορετικό να δώσει. Όχι όπως το καλοκαίρι. Που, θες δεν θες, σου τα προσφέρει όλα. Σε κυνηγά και σου φωνάζει. Όπου και να κρυφτείς, σε βρίσκει. Τώρα, πρέπει ο ίδιος να ψάξεις για την ομορφιά. Να την ανακαλύψεις μόνος σου. Στη φθορά των φύλλων, στο σκοτεινό χρώμα της θάλασσας. Στην ερημιά της παραλίας. Πάντα του άρεσαν οι σκιές και οι σιωπές. Και οι αναμονές. Αν και τις τελευταίες τις φοβόταν λιγάκι. Όταν περιμένεις κάτι, είσαι μόνος. Δεν έχεις τίποτε άλλο να προσφέρεις εκτός από τον χρόνο σου. Και την καρτερικότητά σου. Έχει μια υπόνοια δουλείας η αναμονή. Φοβόταν μήπως τη συνήθισε. Θυμήθηκε που, σαν παιδί, πήγαινε στις παραλίες τα απογεύματα. Και έριχνε μπουκάλια στη θάλασσα. Με ένα λευκό χαρτί μέσα τους. Άγραφο. Περίμενε κάποιος να το βρει και να του απαντήσει. Να γράψει κάτι και να το στείλει πίσω. Πολλές φορές έμενε μέχρι αργά τη νύχτα στην αμμουδιά. Περιμένοντας. Ώσπου στο τέλος έρχονταν οι γονείς του και τον μάζευαν. Είχε δει και μια ταινία, όπου κάποιος είχε στείλει ένα μήνυμα σ’ ένα μπουκάλι. Και αυτό διαβάστηκε ογδόντα χρόνια αργότερα. Τον γοήτευσε αυτό το ταξίδι του λευκού χαρτιού. Που διένυσε ολόκληρο σχεδόν αιώνα και έναν ωκεανό, για να φτάσει σε άγνωστο παραλήπτη. Συστημένη επιστολή. Με αποδέκτη αυτόν που θα το έπαιρνε στα χέρια του.
ΉΜΕΡΕΣ ΗΜΕΡΕΣ
5
Και ποιο να ήταν, άραγε, το μήνυμα που περιείχε; αναρωτιόταν. Ποια αλήθεια μπορεί να είναι επίκαιρη, μετά από τόσα χρόνια; Και ποιον θα μπορούσε να ενδιαφέρει; Ίσως μόνο αυτόν που βασανίζεται από το ίδιο ερώτημα. Από το ίδιο άλυτο αίνιγμα. Αλλάζουν τα ερωτήματα των ανθρώπων με τα χρόνια; Λύνονται, άραγε, τα αινίγματα της ζωής με τους αιώνες; Ίσως το μήνυμα να έφερνε την απάντηση. Ότι δεν υπάρχει απάντηση. Και αυτό να είναι η λύση του αινίγματος. Να μας βάζει, με το ζόρι, στο χέρι τη σκυτάλη. Που πρέπει να πάρουμε από τον άλλον. Και που αρνιόμαστε. «Αυτά συμβαίνουν μόνο στις ταινίες» μονολόγησε. Με τις σκέψεις αυτές προχώρησε προς την παραλία. Κάθισε στη βρεγμένη άμμο και κοίταξε γύρω του. Οι τουρίστες φεύγοντας είχαν αφήσει ίχνη από την παρουσία τους. Νάιλον σακούλες, αμέτρητα αποτσίγαρα, ντενεκεδάκια αναψυκτικών. Κούνησε το κεφάλι του θλιμμένα και κοίταξε προς τη σκοτεινή θάλασσα. Αριστερά του, εγκαταλειμμένες ξαπλώστρες και ξεφτισμένες ομπρέλες από καλαμιές. Δεξιά του, το καρνάγιο. Άλλοι έβαφαν καΐκια, άλλοι ξεφόρτωναν υλικά. Κάποιοι κάρφωναν σανίδια. Η μόνη κίνηση που υπήρχε σ’ ολόκληρη την παραλία. Εκτός από αυτήν των γλάρων στον ουρανό. Και πάνω από τα κύματα. Σηκώθηκε. Στα δυο βήματα δίπλα του είδε ένα μπουκάλι. Το πήρε στα χέρια του. Ήταν διαφανές. Λευκού κρασιού, έλεγε η ετικέτα. Είχε ακόμα το πώμα στο στόμιό του. Κοντοστάθηκε για μια στιγμή. Κοίταξε γύρω του. Δεν τον έβλεπε κανείς. Έβγαλε από την τσέπη του το μπλοκάκι που είχε για τα ψώνια του σουπερμάρκετ. Έσκισε μια σελίδα. Την τύλιξε και την έβαλε μέσα. Μετά το σφράγισε με το πώμα. Στο χαρτί δεν έγραψε τίποτε. Συνεχίζοντας την εφηβική παράδοση. Πήρε φόρα και το πέταξε με δύναμη μέσα στη θάλασσα. Όσο πιο μακριά μπορούσε. Κάθισε ξανά στην αμμουδιά με το βλέμμα καρφωμένο στο
6
ΜΟΥΡΆΤΗΣ ΚΟΡΟΣΙΆΔΗΣ
νερό. Λες και ο παραλήπτης θα περίμενε μέσα στον βυθό να το παραλάβει και να του στείλει την απάντηση. Δεν πέρασε πολλή ώρα και η θάλασσα το ξέβρασε μπροστά του. Ξύπνησε ο έφηβος μέσα του. Όλο νευρικότητα πήρε το μπουκάλι στα χέρια του. Το άνοιξε. Το γύρισε ανάποδα και το τίναξε. Ξετύλιξε το χαρτί, που, όμως, δεν έγραφε τίποτε. Και τι να έγραφε άλλωστε; Σιωπήν έδωκας, σιωπήν θα λάβεις. Ο μωσαϊκός νόμος σε επέκταση. Και στο δίκαιο της θαλάσσης. Βέβαια, το ίδιο απογοητευμένος θα πρέπει να ήταν και ο υποτιθέμενος παραλήπτης. Καθώς και αυτός κάτι θα περίμενε. Μια συλλαβή, έστω. Ένα νεύμα. Όμως, είπαμε. Ξύπνησε ο έφηβος μέσα του, ο πεισματάρης. Αυτήν τη φορά, πήρε πιο πολλή φόρα και, βάζοντας περισσότερη δύναμη, το έστειλε πιο μακριά. Το μπουκάλι, για καλή τύχη του αποστολέα, έπεσε στο νερό την ώρα που αυτό τραβιόταν. Έτσι, το παρέσυρε προς τα μέσα. Προς τα βαθιά. Δεν το είδε να επιπλέει. Πράγμα που τον έκανε να συμπεράνει πως το γράμμα πήρε τον δρόμο του. Ή, καλύτερα, βρήκε τον δρόμο του. Και είναι σημαντικότερο, σκέφτηκε, να βρει κανείς έναν δρόμο παρά να πάρει έναν δρόμο. Μπορεί να πάρει κανείς πολλούς δρόμους μέχρι να βρει τον δικό του. Αυτόν που θέλει να βαδίσει. Αλλιώς, θα περπατάνε χωριστά σώμα και επιθυμίες. Θα ταξιδεύουν σε κατευθύνσεις αντίθετες. Θα ζουν σε κόσμους διαφορετικούς. Πώς, όμως, να ξέρεις ποιος είναι ο δρόμος σου; Ακόμη κι αν σου αρέσουν οι μακρινοί δρόμοι. Ή οι σκοτεινοί. Κάποια στιγμή αρχίζεις να κουράζεσαι. Ή να φοβάσαι. Αχ, αυτός ο φόβος! Παίρνεις, λοιπόν, τότε όποιον δρόμο βρεις μπροστά σου. Αρκεί να είναι λίγο φωτεινός ή λίγο χαμογελαστός. Λιγότερο δύσβατος. Και εύχεσαι να μη σε βρουν οι ανηφόρες στο τέλος του χρόνου. Στον χειμώνα. Τότε που το χιόνι σε κάνει να γλιστράς. Και η βροχή να βουλιάζεις μέσα στη λάσπη. Άσε που τότε νυχτώνει όλο και νωρίτερα. Και είναι εύκολο