Existential Angst
ISBN: 978-960-9776-63-9 Βακχικόν - Αστική Μη Κερδοσκοπική Εταιρεία Εκδόσεις Vakxikon.gr Μαραθώνος 36, 122 44 Αιγάλεω www.vakxikon.gr info@vakxikon.gr © 2013 Εκδόσεις Vakxikon.gr & Ειρήνη Βακαλοπούλου Σειρά: Βακχικόν Πεζά - 12 Πρώτη Έκδοση: Δεκέμβριος 2013 Σχεδιασμός Έκδοσης & Εξωφύλλου: Vakxikon.gr
Ειρήνη Βακαλοπούλου
αφαιρετικές ιστορίες υπαρξισμού
Vakxikon.gr 2013
A thousand Dreams within me softly burn Arthur Rimbaud
Απομάκρυνση Γιατί κάθε φορά που σε έβλεπα, έλεγα πως θα είναι και η τελευταία. Μ’ ενοχλούσε κάτι πάνω σου, που πως να στο εξηγήσω τι ήταν -το φτιάξιμο των μαλλιών σου, ένα περίσσευμα σάρκας από το σώμα σου, το χρώμα των νυχιών-. Η μία παρατήρησή μου πατούσε πάνω στην επόμενη. Μα εσύ δεν εγκατέλειπες. Μέρα με τη μέρα, τα μαλλιά σου ήταν λίγο πιο φτιαγμένα από την προηγούμενη, τα νύχια σου φαίνονταν πιο υγιή και το σώμα σου σχεδόν ελκυστικό. Και όσο σε απέρριπτα, εσύ, με το αργό πέρασμα του χρόνου, ομόρφαινες. Ερχόσουν και κολλούσες πάνω μου. Και τι άλλο να έκανα για να σε διώξω; Τι άλλο θα μπορούσα που έτρεμε η γη κάθε φορά; Μα όταν έφτανε το βαθύ απογευματινό φως, καταλάβαινα πως δεν είχες καταφέρει να φτάσεις στο ελάχιστο την αρτιότητα. Έτσι, μόλις έβγαινε το φεγγάρι, σ’ έδιωχνα κι έπαιρνες μαζί τ’ αστέρια και του ερέβους τα δάκρυα. Μα για μεγάλη μου δυστυχία, το επόμενο πρωί επανερχόσουν όμορφη και διαφορετική. Βυθισμένος στην άγνοια, σ’ έπαιρνα στην αγκαλιά και ορκιζόμουν στην ομορφιά σου, ποτέ να μη σ’ αφήσω. Όμως και πάλι, με τον ερχομό της νύχτας, γινόσουν κουβαλήτρια των ίδιων σου των δακρύων και με την πιο βαριά θλίψη, απομακρυνόσουν. Έμεινα όμως να τιμωρούμαι αιώνια. Κάθε πρωί ξαναγεννιέμαι, και σαν πλησιάζει η νύχτα σ’ έχω ήδη χορτάσει. Έχω χορτάσει όλη τη ζωή. Μένεις πάντα ατελής· φύγε.
- 11 -
Διαίρεση Τον είχα γνωρίσει πριν πολλά χρόνια, μα όσο και να έστυβα το μυαλό μου να θυμηθώ τ’ όνομά του, μου ήταν αδύνατο. Και από τη μορφή του, το μόνο που είχα ξεκάθαρο ήταν δυο φρύδια ενωμένα σχεδόν σαν ένα, τα οποία θύμιζαν δάσος που απλωνόταν στην επιφάνεια του μετώπου του, θαρρείς και το σκέπαζε ολόκληρο. «Ξέρεις πως είναι να μην αισθάνεσαι τον εαυτό σου;» μου έλεγε πολλές φορές μα δεν καταλάβαινα τι ήθελε να πει. «Όταν κοιτάς τα χέρια σου, να νιώθεις πως ανήκουν σε κάποιον άλλον, πως δεν είναι δικά σου. Να βλέπεις τον εαυτό σου στον καθρέφτη και να είναι άυλη η μορφή σου, ένα περίγραμμα όλο σου το πρόσωπο». Kαι συνέχιζα να μη νιώθω λέξη, μοναχά τον κοίταζα δίχως να μιλώ, μειδιώντας κάθε φορά με τον τρόπο της άγνοιας τα χείλη. Και όταν τελείωνε τα λεγόμενά του, βούλιαζε σε μια εσωτερικότητα λες και ο κόσμος τον ρουφούσε την ώρα εκείνη, και όταν γυρνούσα να τον δω δεν ήταν ποτέ εκεί. Μα δεν τρόμαζα, με άφηνε με τα λόγια του στον αέρα και το μυαλό μου να ταξιδεύει καιόμενο. Κάποια φορά, το θέλησε ο καιρός να βρεθώ σ’ ένα μακρύ και παράξενο όνειρο, που μέσα σ’ αυτό κάθε φόβος μου ζωντάνευε και όσο πήγαινε μεγάλωνε και κάθε που ξυπνούσα, δεν είχα ιδέα αν βρισκόμουν μέσα σε αυτό ή αν ήταν η πραγματικότητα. Ώσπου μια μέρα, τα κατάφερα και ανασηκώθηκα από τον βαθύ εφιάλτη, σαν από νάρκωση βαριά, άνοιξα τα παράθυρα του δωματίου και τον είδα. Στεκόταν κάτω από το μπαλκονάκι μου, με το βουβό του χαμόγελο και τα χέρια απλωμένα να με αναζητούν. Έτρεξα προς την πόρτα να του ανοίξω, μα γι’ ακόμα μια φορά είχε γίνει καπνός. Και τότε ήταν που τρόμαξα: Έψαξα μέσα σε συρτάρια, φωτογραφικά άλμπουμ και σε καρδιές βιβλίων, μήπως και βρω κάτι να αποδεικνύει την ύπαρξή του στη ζωή μου. Τίποτα όμως δε βρέθηκε· κενά τα συρτάρια, τα άλμπουμ και τα βιβλία. Η ψυχή μου σαν γυαλάκι έσπασε, και - 12 -
ήρθε το «απόκοσμο» να με συνεπάρει· κοίταξα τα χέρια μου, τα τέντωσα μπροστά και δεν τα αναγνώριζα. Σίγουρα δεν είναι δικά μου, σκέφτηκα. Ανήκαν σ’ εκείνον, και όταν πήρα τα μάτια μου από πάνω τους χάθηκα στην εσωτερικότητά μου, λες και ο κόσμος με ρούφηξε την ώρα εκείνη. Ο έξω κόσμος δεν υπάρχει, άλλωστε δεν υπήρξε ποτέ, ήταν πάντα ένα τσουβάλι γεμάτο με αισθήσεις και εντυπώσεις, σκέφτηκα. Έκλεισα τα μάτια, σήκωσα τα χέρια, τα σταύρωσα στο στόμα μου και φιλώντας τα με μια λατρεία που όμοιά της δεν είχα ξανανιώσει, «Παύλο» «Παύλο», ψιθύρισα με έναν κρυφό πόθο. Από τότε δεν ξανασκέφτηκα εκείνον, ποτέ πια δεν κοίταξα τα χέρια μου.
- 13 -
Ονειρεμένο Το ονειρευτό αυτό, θυμίζει το καλοκαίρι που το νύχι μου κάτω από το δέρμα σου είχε αφεθεί.
- 14 -
Μόνικα εμπνευσμένο από την Τριλογία της Αποξένωσης του Μικελάντζελο Αντονιόνι, με πρωταγωνίστρια τη Μόνικα Βίτι
Τόση πολύ ώρα, που δεν μου το έβγαζες από το μυαλό πως εκείνη κάτι έντονο θύμιζε, θόλωνε τη σκέψη. Για λίγο το ξεχνούσα με τη δουλειά, μα αδίκως, εκείνο επανερχόταν· κάνε άλλη μια προσπάθεια, μου έλεγε, τη γνωρίζεις και πολύ καλά μάλιστα. Την κοίταζα από μακριά, ελκυστική και κοντυλένια, ντυμένη στο λευκό της μπλέιζερ, μαργαριτάρια τριγύρω στο λαιμό επιμελώς να χύνονται, μιλούσε σε κόσμο, γελαστή μα και εύθραυστη. Είχε μια ευαίσθητη υπόσταση, όχι όμως εύκολα αναγνωρίσιμη από τους άλλους, παρά μόνο από εμένα. Και για κάποιον άγνωστο λόγο, ήμουν πεπεισμένος γι’ αυτό. Και όταν η μικρή μπάντα του εστιατορίου ξεκίνησε να παίζει το sicilian clan, εκείνη έστρεψε το βλέμμα της στο δικό μου και βγάζοντας με αργές κινήσεις το σακάκι της, άρχισε να βηματίζει προς το μέρος μου. Κάθισε στο σκαμπό του μπαρ και ενώ εκείνη την ώρα σέρβιρα ένα μαρτίνι, έδειξε το ποτήρι και κοιτάζοντάς με, διέταξε: «Uno per me!» είπε με την πιο τρυφερή αγένεια που γυναίκα έχει πει ποτέ, και τότε άρχισα να συνειδητοποιώ πως κάτι δεν πήγαινε και τόσο σωστά· ήταν το αγαπημένο μουσικό κομμάτι, ήταν το μυαλό μου που δε σάλευε πια και ήταν αυτή που είχα πλέον καταλάβει ποιά είναι. Της σέρβιρα το ποτό, κάθισε μπροστά μου, άνοιξε την κασετίνα με τα τσιγάρα της, πήρε ένα και το άναψε σχεδόν με ανακούφιση. Έδειχνε σα να είχε γλιτώσει από την ανιαρή παρέα της· εμένα όμως τι θα με γλίτωνε από την πορσελάνινη ομορφιά της, το περιποιημένο μακιγιάζ, την κομψότητα των χεριών της που τα ανήσυχα αυτά τύλιγαν τη βάση του ποτηριού; Δεν είχε αλλάξει καθόλου, παρά μόνο το χρώμα των μαλλιών της· ίσως για να μην την αναγνωρίζουν και τόσο εύκολα. Φαινόταν το ίδιο χαμένη στις σκέψεις της, όπως στις ταινίες που έχει πρωταγωνι- 15 -
στήσει, χαμένη στη σχεδόν θρυμματισμένη ψυχή της που πολλά από τα κομμάτια της μου έλεγαν «σε θέλω» και άλλα τόσα που με την ψυχρότητά τους με απομάκρυναν. Έκλειψη. Μια έκλειψη η καρδιά της, μια να θέλει και μια όχι. Έκλειψη. Μια να μη θέλει και μια να μην κρατιέται. Τι βάσανο! Και μες στη βαθύτητά της, έπεφτα κι εγώ, ένας άνθρωπος που είχε μαγευτεί, ένας άνθρωπος ασήμαντος που αδυνατούσε να καταλάβει. Κάπου κάπου με κοιτούσε μες στα μάτια με μια παράξενη διαύγεια και κάπου την πετύχαινα αφηρημένη, να πέφτει η στάχτη του τσιγάρου της στο δρύινο ξύλο του μπαρ κι εγώ βουβός να το καθαρίζω. Γιατί μια φορά δεν σε έχω δει να γελάς; Γέλα με την ψυχή σου, μόνο για λίγο και έπειτα για ακόμα μια φορά ανάστρεψε το βλέμμα στο βάθος σου. Πως θα σου φαινόταν να ζούσες μαζί μου, σ’ εκείνους τους τόπους που φαντάζεσαι ν’ αγαπάς, μα και που ποτέ σου δεν έχεις βρεθεί; Πως θα ήταν να βρισκόσουν μαζί μου εκεί, να γελάς μόνο για μένα; Όταν τελείωσε το μαρτίνι της, άφησε χρήματα δίπλα στο ποτήρι γνέφοντάς μου να κρατήσω τα ρέστα· φόρεσε την τσάντα στον ώμο και κράτησε το σακάκι στο χέρι. Χαιρέτησε τη γνωστή παρέα στο βάθος και καθώς κατευθυνόταν προς την έξοδο, πήρα το θάρρος και της φώναξα: «Μόνικα!» «Μόνικα!» Εκείνη κοντοστάθηκε στην πόρτα, γύρισε το κεφάλι και με κοίταξε όλη μαγεία· ο πορτιέρης της άνοιξε, και εκείνη απομακρύνθηκε.
- 16 -
Συνάντηση Να κρατούσα την αναπνοή να ’στεκε μαζί κι ο χρόνος. Μα μήτε που πρόλαβαν τα μάτια, τα ολόδροσά σου χείλη να στεγνώσουν. Μια λέξη δυο λέξεις τρεις. Μέχρι που πίστεψα πως θα έβγαζες ήχο. Μα δεν υπήρξανε κουβέντες θόρυβος και κόσμος. Εσύ.
- 17 -
Ο τοίχος Kαμία από τις αισθήσεις σου δε δούλευε. Μου είχες πει πως συνέβη ένα πρωινό όταν ξύπνησες και δεν άκουγες, δε γευόσουν το παραμικρό και πως ένα ατελείωτο σκοτάδι απλώθηκε μπροστά σου. Και τότε ήταν που σε γνώρισα. Αχ, και να μπορούσες να έβλεπες την ομορφιά σου! Σαν από μικρού παιδιού την αθωότητα να ’χες κλεμμένη. Σε πήρα από το χέρι, αποφασισμένη να είμαι μαζί σου· να τρώω μαζί σου, να κάνω μπάνιο μαζί σου, να ξενυχτάω και να κοιμάμαι μαζί σου. Προπάντων, όμως, να κοιμάμαι μαζί σου. Και η παραξενιά των ημερών εκείνων ήταν που μ’ έκανε κατά κάποιο τρόπο να σε θελήσω από το κανονικό ακόμα πιο πολύ. Αδυνατούσα να αντιληφθώ την πάροδο του χρόνου· το πως η μέρα έφερνε τη νύχτα και η νύχτα δεν ξημέρωνε ποτέ. Σε άφηνα να με γλείφεις στη σιωπή σου, και πίσω από το μαύρο των ματιών ικανοποιούσουν δίχως αισθήσεις. Ανιδιοτέλεια. Αχ, και να μπορούσες να δεις το αναψοκοκκίνισμα του προσώπου μου, τι νέα που έδειχνα! Περνούσαν οι μέρες, υγρές και συρόμενες κάτω από το σεντόνι που στο τελείωμά του υπήρχε μια μικρή θηλιά, την οποία λίγο λίγο ξήλωνα με το δάχτυλο του ποδιού. Μια θηλιά που όλο μεγάλωνε και όσο έλεγα να τη ράψω, την ξήλωνα -με τον ερχομό της νύχτας- όλο και πιο πολύ κάθε φορά. Στο τέλος, το μόνο που έμεινε ήταν ένα κουβάρι κλωστών. Βλέπεις, ξήλωμα στο ξήλωμα, τελείωσαν οι μέρες· περίσσεψαν οι ίνες της ευχαρίστησης. Και σαν έκανα να σηκωθώ, είδα πως πίσω από τον όγκο αυτών των κλωστών, ορθωνόταν ένας κατάλευκος τοίχος. Πήγα και τον άγγιξα με τις παλάμες μου, ακούμπησα την άκρη της γλώσσας. Αισθάνθηκα.
- 18 -
Συναισθήματα Ο μικρός Λουσιέν αφάνιζε οτιδήποτε περνούσε μπροστά από τα μάτια του. Με ένα αφάνταστο μίσος, σκότωνε όλα εκείνα τα ζωντανά που δεν έβγαζαν το ουρλιαχτό του πόνου. Αποκεφάλιζε τα πολύχρωμα λουλούδια της άνοιξης, ξεκοίλιαζε τις ακρίδες της αυλής και με ένα μαχαίρι -λίγο λίγο- πλήγωνε τον κορμό των δέντρων. Όταν η μητέρα του αντιλαμβανόταν τις επιθετικές εκείνες πράξεις του, τον κλείδωνε με τις ώρες μέσα στο δωμάτιο και κάθε που έβγαινε έξω, η επιθετική εκείνη συμπεριφορά όλο και ενδυναμωνόταν. Ήταν λίγες μέρες αργότερα από το θάνατο της μητέρας του που τον γνώρισα. Ήμουν σαρανταπέντε χρονών και εκείνος μόλις είχε κλείσει τα τριάντα. Ψηλός και ευλύγιστος, σαν κλαδάκι αμυγδαλιάς. Τον κράτησα στην ώριμη αγκαλιά μου. Τον παρηγόρησα μέχρι που τα δάκρυά του στέγνωσαν. Αφότου καρδάμωσε και η καρδιά του Λουσιέν, αποφάσισε ν’ αποκεφαλίσει τα όμορφα συναισθήματα που είχα γι’ αυτόν· μέρα με τη μέρα, υιοθετούσε έναν τρόπο τόσο διακριτικό μα και βίαιο που μου πλήγιαζε την καρδιά. Έπειτα έφυγε από κοντά μου, δεν έτυχε να τον ξαναδώ. Μοναχά με άφησε με μια ξεκοιλιασμένη ψυχή να βλέπει ουρανό.
- 19 -
Το πέρασμα Πως να εξηγήσω το ρυθμό των ημερών εκείνων και το τι συνέβαινε, τα μάτια μου σαν άνοιγα. Ερχόταν η μυρωδιά της λεβάντας στα ρουθούνια και όταν έκανα να σηκωθώ από το κρεβάτι, καθρεφτιζόταν η μορφή μου στο πάτωμα που κάθε μέρα άστραφτε στο γλυκό ήλιο. Δε θυμάμαι να βγαίνω έξω από αυτό το περιβάλλον, παρά να στριμώχνομαι εκεί μαζί με τ’ αλλόκοτα πλάσματα που συναντούσα την κάθε μου μέρα. Όμως σ’ αυτό το μέρος δεν έχω καταφέρει να ξαναβρεθώ, μήτε να πλησιάσω στο ελάχιστο. Έχω πάρει σοκάκια στενά, έχω ακολουθήσει δύσβατα μονοπάτια, μα εκεί ο δρόμος πια δε με βγάζει. Δε θα ξεχάσω τον υπόνομο που διέσχιζε τον τόπο αυτό, και στο πέρασμά του παρέσερνε τις εντυπώσεις της ημέρας. Κι εγώ έτρεχα κάθε φορά να σώσω ότι μπορούσα από αυτές. Τώρα λιγοστά είναι αυτά που θυμάμαι. Εκείνο όμως που με τρόμαζε ήταν ένα τσούρμο πουλιά, τα οποία έρχονταν και στέκονταν δίπλα μου. «Δεκαοχτώ» φώναζαν, «δεκαοχτώ» με τρόπο σαν να με εκλιπαρούσαν με μια φωνή σχεδόν βουβή, και ήξερα πως όλο αυτό ήταν πράξη μιας μάγισσας, να μεταμορφώνει τα κορίτσια σε πουλιά. Έτσι μου είχαν πει τότε. «Δεκαοχτώ», έκρωζαν ξανά και ξανά κι εγώ έκλεινα τ’ αυτιά. Αντιστεκόμουν στο κοκκαλιάρικο χέρι της που με τραβούσε πεισματικά για να μεταμορφώσει κι εμένα. Άλλες μέρες που δεν έρχονταν τα πουλιά, έπαιζα το παιχνίδι του χώρου. Κρυβόμουν κάτω από μια κατακόκκινη, φαγωμένη από το αλάτι της θάλασσας τραπεζαρία, ταίριαζα το σώμα μου σε μια χαραμάδα και κρατούσα την αναπνοή μέσα στην παμπάλαια ντουλάπα που έτριζε. Δεν ήθελα να βγάλω ανάσα, κανείς να μην αντιληφθεί την ύπαρξή μου. Στον τόπο εκείνο, η κάθε μέρα ήταν διαφορετική και γι’ αυτό αν ποτέ εκεί βρισκόσουν, το καλό που είχες να κάνεις ήταν να προλάβεις να εκμεταλλευτείς τις μαγικές αυτές ώρες. Διότι στο καθετί που άγγιζες, μύριζες και έτρωγες, υπήρχε η λέξη πάροδος· στα λουλούδια, στο γάλα, στα γλυκά ακόμα και το φιλί ήταν - 20 -
παροδικό. Το αντιλαμβανόσουν αμέσως πως τίποτα δεν είχε την παραμικρή διάρκεια. Ο χρόνος ήταν τόσος λίγος, που κάθε μέρα το κεφάλι μου μεγάλωνε όλο και περισσότερο, τα πόδια μου αλλά και τα μαλλιά μου. Μα εκείνα που πιο πολύ μεγενθύνονταν, ήταν τα χέρια μου που γίνονταν όλο και πιο μακριά όλο και δεν ήξερα που να τα στριμώξω. Ώσπου ήρθε μια μέρα που η ίδια μεγάλωσα τόσο πολύ και δε χωρούσα πια στην παλιά ντουλάπα, στη χαραμάδα και κάτω από την τραπεζαρία. Και τότε όλοι θέλησαν να με διώξουν από τον τόπο εκείνο. Και σαν το άκουσα αυτό, στρίμωξα το μεγάλο μου κεφάλι στην εσοχή του αγκώνα και έκλαψα πολύ. Ήταν η στιγμή που άκουσα το «δεκαοχτώ» και πάλι. Και τότε εμφανίστηκε η μάγισσα, που για πρώτη φορά την είδα να μοιάζει αρεστή στα μάτια μου, και με μια λύπη με χαιρέτησε. Και είναι φορές σαν αυτήν εδώ, που σκέφτομαι τη μάγισσα να με παίρνει από το χέρι κι εγώ ν’ αφήνομαι στο θέλημά της -πουλί με κάνουν τα μάγια της· γλιτώνω από το αίσθημα της απώλειας, από το ακαθόριστο πέρασμα του χρόνου.
- 21 -
Το εξαφανισμένο παιδί Ένα-δύο-τρία φόρα πήραν, βούτηξαν με τη λαχτάρα στο στόμα και τ’ αλάτι της θάλασσας στον ουρανίσκο. Κοντά τους πήγα να τρέξω, μα χάρτινα τα πόδια και διαλύθηκα. Φώναξα «παίξτε με κι εμένα, παίξτε με!» όμως απέμεινα με τη λαχτάρα στο στόμα και τ’ αλάτι των δακρύων στον ουρανίσκο. Όλα ήταν στη θέση τους: το γαλάζιο, τα βραχάκια· ακόμα και των φυκιών το ιριδίζον, απαράλλαχτο το χρώμα. Μα η αναπνοή, η αναπνοή μου, η πιo βαθιά φουρτούνα κι εγώ, ανυπόστατη αγορίστικη ιδέα, το τίποτα.
- 22 -
Επιθυμία Δεν άκουγα τίποτα παρά μόνο τον ήπιο παφλασμό των κυμάτων της θάλασσας. Μιας άγνωστης απάνεμης θάλασσας. Τα μάτια μου ήταν κλειστά σα να με είχε κυριεύσει μια αβέβαιη ανάγκη ώστε να τα διατηρήσω σφραγισμένα. Μα ακόμα και η τόση λαχτάρα μου να τη δω, δε μου επέτρεπε να τ’ ανοίξω. Δεν την είχα αντικρίσει ποτέ παρά μόνο είχα δει τη μορφή της σε φωτογραφίες φίλων από διακοπές και σε κάτι παλιές καρτ-ποστάλ που απεικόνιζαν εξωτικά νησιά με δαντελωτές ακτές και καταγάλανα νερά. Ταραγμένη δεν είχε τύχει να την ατενίσω, όπως λένε οι ναυτικοί πως φοβούνται το θυμό της, μα ούτε και ήρεμη την είχα αγναντέψει ποτέ, το κορμί μου στη γαλήνη της να ξάπλωνε σαν πλεούμενη σανίδα. Καθόμουν λοιπόν ακίνητος και το μυαλό μου προσπαθούσε να σχηματίσει το τοπίο του γύρω περιβάλλοντος. Έπλαθε εικόνες μέσα στη σκοτεινή αίθουσα της επαναγμένης όρασής μου, ώσπου ένα ζεστό αεράκι πέρασε πάνω από τα χείλη μου, κατευθύνθηκε προς τα δέντρα και προσέλκυσε τις φυλλωσιές αυτών σε ακανόνιστο χορό, κάνοντας το μυαλό μου να χαθεί και να επικεντρωθεί σε κάτι μακρινά κοριτσίστικα γέλια. Κάπου κάπου, τα γέλια αυτά γίνονταν πνιχτά, όταν -βάση της φαντασίας μου- το νερό εισχωρούσε στα γλυκά στόματά τους και έκανε τ’ ασπριδερά τους δόντια να λάμπουν. Κατ’ αυτό τον τρόπο τουλάχιστον, το είχα φανταστεί τη στιγμή εκείνη. Κι έπειτα από αυτή την αλμυρή μέθη, αναδυόταν και πάλι γέλιο τρανταχτό που ακουγόταν όλο και πιο ζωντανό και κοντινό σε μένα. Ένα αντίβουο κρώξιμο γλάρων προστέθηκε στην ατμόσφαιρα, μα τα κορίτσια ήταν τώρα πια που μ’ ενδιέφεραν, τα κορίτσια που έντυσαν με τη νεανική τους δροσιά το ωραιότατο εκείνο σκηνικό. Ξάφνου, άκουσα ήχο αλμυρό, τίναξε η θάλασσα από το μέσα της τα θηλυκά κορμιά στην άμμο και εκείνη τη στιγμή τα γέλια στέγνωσαν στην καυτερή του ήλιου αχτίδα· γινήκαν καθαρά στο μεσημεριάτικο λιοπύρι. Με είδαν. Το κατάλαβα πως από - 23 -
ώρα είχαν αντιληφθεί την ύπαρξή μου (άλλωστε σ’ εμένα πήγαιναν τα γέλια τους). Έρχονταν προς το μέρος μου, γυμνές και λείες σαν γοργόνες που τις φύτρωσαν καλογραμμωμένα πόδια -με αυτό τον τρόπο το έπλασε και πάλι η φαντασία μου- όσο πλησίαζαν και τα ψιθυρίσματα τους είχα αρχίσει να διακρίνω, να αποτυπώνω σε λέξεις, προτάσεις κοριτσίστικες και σχεδόν παιδιακίσια ανώριμες, μια αίσθηση ασφυξίας όλο και μεγάλωνε και λίγο λίγο άρχιζε να με πνίγει. Τώρα που τα λόγια τους απευθύνονταν πια σε μένα, το σφίξιμο αυτό όλο και γιγαντωνόταν· τόσο μα τόσο πολύ που με μια βίαιη κίνηση τοποθέτησα το χέρι στο λαιμό μου και άνοιξα, μη ανέχοντας πια, τα μάτια. Ήταν όνειρο! Μα τι όνειρο... Και αναστέναξα με δυσαρέστηση. Τίποτα από τα ονειρευτά εκείνα δεν αντίκρισα. Τίποτα περισσότερο από την ντουλάπα του ακατάστατου δωματίου και πιο δίπλα τη μικρή κουζινίτσα του χώρου που η βρύση έσταζε, χτυπώντας την ατσαλένια της βάση με βόμβο βαθύ που πείραζε στα νεύρα. Το παραδεισένιο σκηνικό με είχε εγκαταλείψει, παραδίδοντάς με πίσω στην πραγματικότητα. Με είχε αφήσει με ένα στόμα στεγνό που λόξευε γυναικεία αλμυράδα και χέρια ιδρωμένα που λίγο λίγο έσταζαν τη λαχτάρα της αυταπάτης.
- 24 -
Σεβερίν εμπνευσμένο από την ταινία Η Ωραία της Ημέρας του Λουίς Μπουνιουέλ
«Έχω μια ιδέα. Θα θέλατε να ονομάζεστε Belle de jour;» «Belle de jour;» «Από τη στιγμή που θα έρχεστε μόνο τ’ απογεύματα…» «Ναι. Αν θέλετε.» Σαν σε κορνίζα σε βλέπω να στέκεις και να με κοιτάς, με την ενοχική αθωότητα της αινιγματικής σου φύσης. Να κρύβεις το στήθος με τη ντροπή της ανήλικης, και με τον καλό τον τρόπο να συμπεριφέρεσαι σαν κορίτσι που αρνείται. Μα σαν σε πρόσταζα, καταλάβαινα πως ήταν αυτό που ήθελες. Και πραγματοποιούσε το όμορφο μυαλό της διαστροφής, την ψευδή ερωτική συνθήκη του φαντασιακού. Και υπάκουγες. Να σε κρατούσα και πάλι σαν τότε στα χέρια μου και να σου ξεβίδωνα τις αισθήσεις, να σε έγλειφα με το χρυσό δόντι και να ισοπέδωνα ακόμα μια φορά τον καθωσπρεπισμό. Μου άρεσε αυτό· η κατεδάφιση ενός όμορφου τοπίου, το τσαλάκωμα του φτιασιδωμένου μαλλιού και της τάχα ανέγγιχτης ώριμης σάρκας. Σαν χθες θυμάμαι το πρόσωπό σου να θέλγεται από την απόλαυση, μα δίχως ν’ ασθμαίνεις. Βλέπεις, μπορεί να συνέτριβα όλα εκείνα που σε αποτελούσαν, μα δεν στο κρύβω, έκανα προσπάθεια να κλονίσω την αυστηρότητα του αέρα σου. Σε περιμένω με ρυπαρό το στόμα να έρθεις -και εδώ να!- στην ιδρωμένη μου παλάμη ν’ ακουμπήσεις το λευκό του προσώπου σου. Να σε ξεντύσω και να κοιτάξω μέσα από την κλειδαρότρυπα των ματιών, την εύθρυπτη ψυχή σου· έτσι μόνο για λίγο και πάλι, διψώ να σε χορέψω στην άγρια μουσική της απαγόρευσης λίγο πριν προλάβεις να ξυπνήσεις στο σένιο βασίλειό σου.
- 25 -
Τολμάς; Ήταν σημαντική επαγγελματική συνάντηση για την Σεζίλ. Έκλεινε περίπου εννέα χρόνια δουλειάς στην εταιρεία· εννέα ολόκληρα, σκληρά χρόνια στον τομέα των χρηματιστηριακών, διανύοντας καθημερινά την ίδια διαδρομή από το σπίτι στο γραφείο και προς την αντίθετη κατεύθυνση. Μόλις πλησίαζε τον ακριβή χιλιομετρικό υπολογισμό όλων αυτών των χρόνων, είχε ήδη φτάσει στην πόρτα του παρισινού Meridien. Κατευθυνόμενη προς το εστιατόριο του ξενοδοχείου, την έπιασε ένας κρύος ιδρώτας και μια αίσθηση ασφυξίας. Τα χέρια της πάγωσαν όταν αντίκρισαν το διευθυντή της εταιρίας, ο οποίος καθόταν μαζί με την υποδιευθύντρια και τον υπεύθυνο των τμημάτων. Κράτησε την αναπνοή της, είπε στο «μέσα» της να κάνει κουράγιο, με ένα ευγενικό χαμόγελο χαιρέτησε όλους στο τραπέζι και κάθισε. Ενώ η συζήτηση των στελεχών είχε ήδη πάρει μια πορεία με σκοπό να φτάσει στο κεντρικό θέμα της συγκέντρωσης αυτής, το μυαλό της Σεζίλ σκεφτόταν το χρονικό της καριέρας της. Τα χρόνια του πανεπιστημίου ξύπνησαν και πάλι, όταν θυμήθηκε τον εαυτό της φοιτήτρια τότε να ρίχνεται με τα μούτρα στις θετικές επιστήμες ενώ (στα κρυφά) η μεγαλύτερή της επιθυμία ήταν να γίνει γεωγράφος· τα πράγματα όμως πήραν άλλη επαγγελματική πορεία. Είχε δώσει τότε υπόσχεση στον εαυτό της, πως αν κατάφερνε να βρει κάποια θέση στον τομέα των οικονομικών, τότε θα δούλευε για κάποια χρόνια στην κερδοφόρα αυτή δουλειά, θα μάζευε χρήματα, θα την παρατούσε και θα γύριζε ολόκληρο τον κόσμο. Μα λίγο λίγο με τα χρόνια άλλαζε και μεταμορφωνόταν σ’ αυτή την Άλλη και αύξηση στην αύξηση, και να τα μπόνους και να τα δώρα, έφτασε η στιγμή της πρότασης του γενικού διευθυντή να τη στείλει μακριά από τη Γαλλία με τα διπλάσια λεφτά και την διπλάσια δουλειά. «Ο χρόνος, ο χρόνος...» σιγοψιθύρισε μέσα από τα δόντια, κουνώντας το κεφάλι με μικρές κινήσεις δεξιά, αριστερά. - 26 -
«Σεζίλ; Είσαι εντάξει; Μας παρακολουθείς;» είπε ο διευθυντής με έναν τόνο ανησυχίας στη χροιά της φωνής. «Ναι, ναι σας παρακολουθώ, απλά έχει πολύ ζέστη εδώ μέσα, με συγχωρείτε για λίγο», είπε και κατευθύνθηκε προς την τουαλέτα. Με θολωμένο το μυαλό προσπαθούσε να ηρεμήσει. Ακούμπησε τους αγκώνες στο νιπτήρα και με κλειστά μάτια, έπαιρνε βαθιές αναπνοές. Ξαφνικά, αισθάνθηκε ένα χέρι να την ακουμπά στον ώμο και τα άνοιξε. «Σεζίλ; Με θυμάσαι;» είπε ο ψηλός σκουρόχρωμος άντρας. Εκείνη στάθηκε να τον κοιτάζει δίχως να πει λέξη. «Σεζιλ; Δες με καλά, δε σου θυμίζω τίποτα;» είπε με επιμονή, όταν εκείνη με εξεταστικό ύφος περιεργάστηκε το πρόσωπό του, μειδιώντας τα χείλη. «Λυπάμαι, δε μου θυμίζετε απολύτως τίποτα και αν μπορείτε να με αφήσετε ήσυχη, περνάω μια δύσκολή στιγμή...» «Τολμάς Σεζίλ; Τολμάς; Πήδα λοιπόν!» αναφώνησε ο άντρας κρατώντας της σφιχτά τα χέρια και κοιτάζοντάς την μες στα μάτια. Τότε όλα φανερώθηκαν· ο σκοτεινιασμένος νους της Σεζίλ καθάρισε μεμιάς και μες στην καθαρότητά του αυτή, εκείνη ξαναέγινε δώδεκα ετών και ο άντρας που στεκόταν σε απόσταση αναπνοής από αυτήν, έγινε κι αυτός παιδί. «Ο Μάριο είσαι! Ο Μάριο!» έλεγε και ξανάλεγε με τη λαχτάρα να κολλά μια στη γλώσσα της και μια στο όνομά του. Χρόνια πριν είχαν περάσει ένα περιπετειώδες καλοκαίρι μαζί· είχαν κλέψει μια βάρκα με σκοπό να εξερευνήσουν ένα κοντινό νησί μα έπιασε τρικυμία και η βάρκα έμπασε νερά, μόνη επιλογή τους ήταν να πηδήξουν από αυτήν και να κολυμπήσουν μέχρι την πιο κοντινή στεριά. Τόλμησε όμως τότε η Σεζίλ και τα κατάφερε, αν και είχε περάσει μέρες με το λαιμό να καίει από την αλμύρα του νερού που είχε πιεί. «Δεν θα άλλαζα τίποτα σ’ εκείνη τη στιγμή που ξαπλώσαμε έπειτα στην κρύα άμμο, με τον αέρα να γδέρνει τα πρόσωπά μας και να στεγνώνει τα μάτια μας. Δε μας φόβιζε τίποτα τότε Μάριο, - 27 -
έτσι δεν είναι; Τίποτα», είπε και κοίταξε με αυτοπεποίθηση τον εαυτό της στον καθρέφτη. Συνέφερε το αυστηρό καρέ των μαλλιών και ξαναγύρισε στο τραπέζι. «Λοιπόν κύριε Μπελαμύ, βρίσκομαι στη δυσάρεστη θέση να σας ανακοινώσω... Μου είναι αρκετά δύσκολο και φυσικά δίχως να θέλω να καταστρέψω αυτό το υπέροχο γεύμα μας... Αλλά αποφάσισα να παραιτηθώ από τη δουλειά, πόσο μάλλον να δεχτώ μια τόσο υψηλή θέση, με τόσες ευθύνες σ’ αυτή την αραβική χώρα... Ίσως για κάποιον άλλον η θέση αυτή να είναι περισσότερο επιθυμητή», είπε με τη μεγαλύτερη ίσως ανακούφιση που είχε νιώσει ποτέ της και έφαγε ένα κομμάτι κρέας από το πιάτο της. Χαλάρωσε στην πλάτη της καρέκλας, μα εκείνη τη στιγμή μια παράξενη αίσθηση της κάρφωσε την καρδιά· κοίταξε να βρει τον Μάριο, διερεύνησε εξονυχιστικά με τα μάτια πιθαμή προς πιθαμή όλο το μαγαζί. Εκείνος δεν υπήρχε πουθενά.
- 28 -
Τοπίο «Και όταν οι άνθρωποι πεθάνουν, οι πληγές που δημιούργησαν σ’ αυτούς που αγάπησαν τι γίνονται;» είπε το κορίτσι. Δεν ήξερε τι να απαντήσει, τι να έλεγε τώρα πια που η αναπνοή του είχε βαρύνει και που το στόμα του έμενε ανοιχτό δίχως να βγαίνει μιλιά. Ο Θάνατος απέναντί του, στην ξύλινη πολυθρόνα προβληματισμένος, τον κοίταζε περιμένοντας και αυτός μιαν απάντηση. Ανασήκωσε το μπορντό βελούδινο μανίκι του και κοίταξε την ώρα. Μάλλον τις παίρνουν μαζί τους στο ταξίδι, λυτρώνοντας τον πονεμένο· ίσως όμως και να τις αφήνουν πίσω σ’ αυτόν, σαν ένδειξη αγάπης και μη λησμόνησης αυτού που φεύγει. Σκέφτηκε. Έπειτα, κούνησε το κεφάλι δίχως να έχει σιγουρευτεί για το τι πράγματι μπορεί να συμβαίνει. Το κορίτσι με τα ξανθά μαλλιά και τα υγρά μάτια, ξαναρώτησε με την αγωνία στη φωνή, σφίγγοντας το χέρι του εξασθενημένου άνδρα: «Αν πεθάνεις, τι θ’ απογίνουν οι πληγές μου;» Ο άνδρας έριξε βαρύ το βλέμμα του στο Θάνατο, έπειτα το σήκωσε ψηλά, παρακαλώντας για μιαν απάντηση· μέχρι που η απελπισία της ματιάς του έμεινε γυάλινη και στάθηκε να κοιτά την υγρασία του ταβανιού που όλο έλεγε να διορθώσει, μα και όλο αμελούσε. Η όμορφη άνοιξη έξω από το παράθυρο έλεγε τις ιστορίες της για την αναγέννηση των ανθρώπων και των συναισθημάτων τους· και μαζί με τα κελαηδίσματα και τις λουλουδένιες μυρωδιές, ένα κρυφό αεράκι χόρεψε κάτω από τις γυμνές γάμπες της κοπέλας. Εκείνη γαργαλήθηκε και χαμογέλασε. Μια πρωτοφανής χαρά της δόθηκε, ένα δέρμα παρθένο, μια καθάρια αναπνοή δίχως φόβο. Θα συνέχιζε με την ανάμνηση.
- 29 -
Ο θάνατος του τελευταίου ανθρώπου Και πως θα μπορούσε να αισθανθεί την ελευθερία; Κάθε φορά που πήγαινε να ξεφύγει, ένα νοητό εμπόδιο έστεκε και του υπενθύμιζε τη λέξη «επανάληψη». Φαινόταν να είναι δέσμιος της σημασίας αυτής. Και έμενε εκεί, στο μικρό δωμάτιο που τον είχαν τοποθετήσει, στην παλίνδρομη των ίδιων των πράξεών του. Είχες και εκείνη την παράξενη αίσθηση -σαν πήγαινες να τον επισκεφθείς- πως άνηκε στο ίδιο του το παρελθόν. Στα μάτια σου φαινόταν λυπηρή η θέασή του. Ήταν εύθραυστος· τρόμαζες πως από τη μια στιγμή στην άλλη θα έχανε την υπόστασή του, κάτι που εκείνος φαινόταν να έχει ξεχάσει. Νόμιζε πως ήταν άθικτος. Σε έκανε και σένα να πιστεύεις πως στροβίλιζε στο άπειρο, πως βάδιζε σε μια τροχιά που τον έκανε ν’ αγγίζει την ιδέα της αθανασίας, να πατάει πάνω στα ίδια του τα λάθη, στις ίδιες του τις πράξεις, σ’ ενα δικό του μονότονο προσωπικό τίποτα. Ο κάθε επισκέπτης ένιωθε κοντά σ’ αυτόν την ψευδαίσθηση της παύσης του χρόνου αλλά και σ’ έναν ταυτόχρονο ρυθμό την επανάληψή του. Τον έβλεπες να σε χαιρετάει, να νομίζει καμιά φορά πως σε ορίζει, να σε φτύνει και το σάλιο του να έχει την αίσθηση της λατρείας. Αδιαλείπτως, ξυπνούσε, κοιμόταν, χαιρόταν και λυπόταν, μέχρι που οι αντιδράσεις του εκείνες κάποια στιγμή σταμάτησαν. Έπαυσε μαζί κι ο χρόνος. Ο θάνατος τον βρήκε με πικρό χαμόγελο στα χείλη και τότε όλοι σκέφτηκαν πως ίσως, έστω και την τελευταία στιγμή της ύπαρξής του, να απέκτησε «συνείδηση». Ήταν βέβαια πια αργά. Τον κέρωσαν και τον τοποθέτησαν σε μια προστατευτική γυάλα και ξαναέγινε έκθεμα. Αυτή τη φορά είχε τον τίτλο: «O θάνατος του τελευταίου ανθρώπου». Και έπρεπε να έβλεπες την ανταπόκριση που είχε η έκθεση αυτή, πόσα εισιτήρια κόπηκαν, πόσος αμέτρητος καινούργιος κόσμος της νέας εποχής έκανε ουρά για να τον δει. - 30 -
Ανάδελτα Χιλιόμετρα χρυσής άμμου βάθος μαύρων νερών, επιφάνεια. Σώμα μεταβλητό εγώ στο χώρο ψυχή μου, αμετάβλητη.
- 31 -
O εραστής με το νούμερο δώδεκα Το μυαλό είναι που τα φτιάχνει όλα, το μυαλό! Λες να μην το ξέρω; Ο σατανάς κατοικεί μέσα σ’ αυτές τις σκέψεις, ζει στους ανήθικους παραλογισμούς και αναπνέει στους ερεθισμούς. Έρχεται, σε παίρνει από τα μαλλιά και σε ρωτάει με αναπνοή που καίει: «Σ’ αρέσει;» και σε ξαναρωτάει, «σ’ αρέσει;». Και εκείνη δεν απαντά ποτέ· μένει να το ευχαριστιέται και της φτάνει. Σε όλους φτάνει. Ακόμα και στο διάολο τον ίδιο που διερωτάται, φτάνει. Λιγοστά είναι εκείνα που θυμάται. Ένα κατάλευκο φεγγάρι να στέκει πάνω από τα κεφάλια τους, τ’ αστέρια σχεδόν αφανισμένα από το δυνατό φεγγαρόφωτο που έπλεε γαλήνια στη θάλασσα. Δυο ηλιοκαμένα μπούτια και μια ιδρωμένη -από τη ζέστη των ημερών- ανδρική πλάτη. Μα σαν κοίταξε καλύτερα την πλάτη του, είδε μπρος στα μάτια της αχνά να διαγράφεται το νούμερο δώδεκα. «Ο δωδέκατος;» αναφώνησε με τσιριχτή ένταση και σκέπασε το στόμα, σα βρώμικη λέξη να πρόφερε. Τότε άρχισε ν’ απαριθμεί τους εραστές της και κουνώντας καταφατικά το κεφάλι συμφώνησε στο νούμερο που του πρόσαψε. «Ο δωδέκατος», ψιθύρισε πίσω από τα δόντια, κοιτάζοντάς τον με άτακτη ματιά. Μάλιστα. Τώρα πια είχε γίνει παιχνίδι. Τώρα δεν υπήρχε πουθενά ο έρωτας, το σεξ και η ψευδής αίσθηση του ανικανοποίητου· το ανήθικο που περιλαμβάνει όλες τις ηθικές πράξεις. Όλα είχαν καταπατηθεί. Ακόμα και το δικαίωμα του ανθρώπου για τον έρωτα, ακόμα και αυτό είχε εξαντληθεί μέσα στο μυαλό της. Κοίταξε το ρολόι. Δώδεκα η ώρα. Δώδεκα το νούμερο του εραστή. Δώδεκα επαναληπτικές πράξεις, δώδεκα επαναληπτικοί οργασμοί. Δώδεκα σχεδόν και οι μέρες που πέρασαν μαζί στο παραθαλάσσιο σπίτι. Σηκώθηκε, ντύθηκε, τον φίλησε στο μάγουλο και έκλεισε την πόρτα πίσω της. Περπάτησε ξυπόλητη στην παραλία. Κάποια στιγμή σταμάτησε, σήκωσε ένα βότσαλο και το πέταξε στη θάλασσα· κάτι μέσα της έλεγε πως οι άνθρωποι είναι φτιαγμένοι για να την διασκεδάζουν με έναν αφάνταστα μοναδικό τρόπο. - 32 -
Έχασε το φως της μέρας Μέσα σ’ ένα δωμάτιο που δεν βρισκόταν σε κανένα σπίτι και σε καμία πόλη, ζούσε τα τελευταία δυο χρόνια μονάχη της. Μερικές φορές αναρωτιόταν, μήπως δεν υπάρχει, μήπως τελικά δεν υπήρξε ποτέ και όλη της τη ζωή να την έπλασε αυτή; Η ίδια να την ονειρεύτηκε. Το παρελθόν της δηλαδή. Διότι η τωρινή ζωή της είναι φτιαγμένη από φαντασιακά χρώματα και περιτριγυρίζεται από ελκυστικές σκιές. Μάλλον θα την ονειρεύτηκε, ναι, μάλλον ναι. Έχασε το φως της μέρας· όπως χάνεται ένας κόκκος άμμου στο νοτερό σύμπαν της θάλασσας, όπως κάποτε χάθηκαν τα μάτια της μες στα μάτια εκείνου του άγνωστου. Καλωσόρισε όμως το σκοτάδι και, όσο λυπηρή ν’ ακούγεται η ιστορία της, εκείνη μπήκε σ’ έναν κόσμο εσωτερικότητας και γαλήνης. Ήθελε σε όλους να πει πόσο ευτυχής ήταν, μα δεν είχε μάτια να δείξουν τη χαρά της και είχε ξεχάσει να μιλά. Έτσι απέμεινε να την λυπούνται. Όμως εκείνη γνώριζε πως είχε εκπληρώσει την απόλυτη ευτυχία.
- 33 -
Διάλογος «Σου αρέσει να σε πιάνω;» «Μου αρέσει.» «Σου αρέσει όμως περισσότερο ν’ αγγίζεσαι μονάχη και να λυπάσαι. Το έχω καταλάβει. Είναι όμως, ευχαρίστηση ή ο αυνανισμός της θλίψης;» «Είναι η ευχαρίστησή μου μέσα σε μια οδύνη. Πιάσε με όμως, πιάσε με, μου αρέσει όταν με πιάνεις», είπε η ξανθιά κοπέλα. «Ξάπλωσε το κεφάλι σου και θα σε πιάσω», κι έγειρε στα πόδια της άλλης. «Η ικανοποίηση τώρα πια υποκρύπτει τη θλίψη διότι στην κάθε πράξη καταφθάνει το τέλος, στην κάθε κουβέντα, στο φιλί, στην κάθε σεξουαλική ορμή. Στην πρώτη ζωή, η ευχαρίστηση ερχόταν στα κρυφά και το μυστικό εκείνο δεν είχε τέλος. Και δεν είχε τέλος διότι ήταν μυστικό. Στη δεύτερη ζωή, όλα φανερώθηκαν. Τα στήθη μπροστά στα μάτια σου, τα στήθη στα περιοδικά. Στήθη, παντού στήθη. Η ευχαρίστηση έπαψε να είναι πια κρυφή. Είχε τέλος.» Κι έμπλεξε τα χέρια στα χρυσά μαλλιά της, με μια παρηγοριά να στάζει από τις άκρες των δακτύλων. Τη φίλησε. «Σου άρεσε;» «Μου άρεσε.» «Μην το πεις.» «Δεν θα το πω.» «Να μην το καταλάβει κανένας.» Τράβηξε το κεφάλι της κοπέλας από τα πόδια της. Σηκώθηκε και στάθηκε στο παράθυρο. Έξω υπήρχε μια παιδική χαρά. «Τα κορίτσια ακόμα παίζουν, τα αγόρια ακόμα παίζουν. Τι όμορφα φορέματα που φορούν τα κορίτσια, τι όμορφα τα εφηβικά αγορίστικα μπράτσα. Πόσο ανεπαίσθητα γερνά ο άνθρωπος και πόσο η κάθε του στιγμή βαδίζει προς το τέλος. Πόσο γρήγορα συμβαίνει· μα και από την άλλη, μοιάζει τίποτα να μην προχωρά, να μη μεγαλώνει. Μήτε οι άνθρωποι, μήτε οι συνήθειές - 34 -
τους. Κι αν σου έλεγα τώρα πως είμαι αυτό το κορίτσι εκεί πέρα και πως φορώ αυτό το όμορφο φόρεμα; Τι θα έλεγες;» Έγειρε την κουρτίνα. Το φως λιγόστεψε. Άφησε το φόρεμά της να πέσει στο πάτωμα. Προχώρησε και κάθισε στον καναπέ. Αγγίχτηκε κι έμοιαζε σαν πρώτη φορά. Η άλλη γυναίκα απουσίαζε. Έμεινε μόνη. Αυτή και οι παιδικές φωνές πίσω από την κουρτίνα.
- 35 -
Και πάλι έφυγε Έτσι μας έλεγε τα καλοκαίρια που την συναντούσαμε· πως ένα ολόκληρο χειμώνα έβλεπε όνειρο, το μεγάλο πλοίο να φεύγει και να παίρνει μαζί του κι αυτήν. Δεν ήξερε σε ποιο λιμάνι βρισκόταν και ποιούς άφηνε πίσω της κάθε φορά. Αυτό έμενε στη φαντασία μας να το μαντέψουμε. Και έπρεπε να έβλεπες τη χαρά της όταν το περιέγραφε. Ήταν σα να είχε σαλπάρει στ’ αλήθεια και φώναζε «φέεεευγω, φέεεεευγω». Μα έμενε πάντα στο ίδιο μέρος. Όλο κάτι γινόταν, κάτι χαλούσε, και το όνειρό της αυτό παρέμενε όνειρο. Κατά κάποιον τρόπο, όταν την ακούγαμε κάθε φορά να επαναλαμβάνει τα ίδια λόγια, ήταν σα να χωρούσε όλα τα καλοκαίρια μας μέσα σε ένα. Ένα συμπαγές καλοκαίρι το οποίο ισοδυναμούσε σχεδόν με εκατοντάδες και περιείχε ένα πελώριο καράβι. Όμως, όσο και να προσπαθώ, αδυνατώ να θυμηθώ πότε ήρθε το τέλος. Ποιό ήταν εκείνο το καλοκαίρι που δεν την ξαναείδα, που δεν ξανανταμώσαμε ο ένας με τον άλλον. Εκείνο, που σταματήσαμε να επιβιβαζόμαστε στα υπερωκεάνια όνειρά μας και το πλοίο έμεινε για πάντα δεμένο στο λιμάνι.
- 36 -
Περιεχόμενα
Απομάκρυνση. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 11 Διαίρεση. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 12 Ονειρεμένο. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 14 Μόνικα. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 15 Συνάντηση. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 17 Ο τοίχος. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 18 Συναισθήματα. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 19 Το πέρασμα. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 20 Το εξαφανισμένο παιδί. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 22 Επιθυμία. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 23 Σεβερίν. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 25 Τολμάς;. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 26 Τοπίο. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 29 Ο θάνατος του τελευταίου ανθρώπου. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 30 Ανάδελτα. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 31 O εραστής με το νούμερο δώδεκα. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 32 Έχασε το φως της μέρας. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 33 Διάλογος. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 34 Και πάλι έφυγε. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 36
Η ΨΗΦΙΑΚΗ ΕΚΔΟΣΗ (Ε-ΒΟΟΚ) EXISTENTIAL ANGST ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΚΑΙ ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2013 ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ VAKXIKON.gr
Εμπειρίες, όνειρα, παρελθόν και το βασανιστικό τώρα. Ότι έχει να κάνει με το ρήμα αισθάνομαι, φαντάζομαι, φοβάμαι, ονειρεύομαι, στερούμαι, πεθαίνω. Και ένα μεγάλο Υπάρχω. Τα ρήματα που συνθέτουν την υπαρξιακή αγωνία και καταλήγουν στην προσπάθεια του ανθρώπου να κατανοήσει τον γύρω κόσμο, μα αδυνατεί διότι χάνεται στις ίδιες του τις αισθήσεις και εντυπώσεις· αποτυγχάνει να εκπληρώσει την αθανασία. Τέλος, όλα τα κείμενα μαζί καταλήγουν στην ιδέα της ανθρώπινης οντότητας και αγωνίας της ύπαρξης, σαν ψευδαίσθηση. Συμπυκνώνουν το απόσπασμα της «Ασκητικής» που λέει πως - ήσυχα, καθαρά, κοιτάζω τον κόσμο και λέω: όλα τούτα που θωρώ, γρικώ, γεύουμαι, οσφραίνουμαι και αγγίζω είναι Πλάσματα του νου μου. Ειρήνη Βακαλοπούλου