ΕΝΑ ΣΚΟΥΝΤΗΜΑ ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝ [ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ]
ISBN: 978-618-5144-91-3
Εκδόσεις Vakxikon.gr Βιβλιοπωλείο του Βακχικόν Ασκληπιού 17, 106 80 Αθήνα τηλ. 210 3637867 info@vakxikon.gr ekdoseis.vakxikon.gr
© 2016 Εκδόσεις Vakxikon.gr & Ελπίδα Στρατηγάκη Σειρά: Βακχικόν Πεζά - 53
Πρώτη Έκδοση: Δεκέμβριος 2016
Σχεδιασμός Έκδοσης & Εξωφύλλου: Vakxikon.gr
Ελπίδα Στρατηγάκη
ΕΝΑ ΣΚΟΥΝΤΗΜΑ ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝ [ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ]
Vakxikon.gr 2016
Στον παππού μου, τον Αποστόλη και στη γιαγιά μου, την Κωνσταντίνα
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΣΩΤΗΡΙΟΝ (;) ΕΤΟΣ 2010
Ξ
ύπνησε από ένα σκούντημα, έτσι νόμιζε, αλλά δεν ήταν τίποτα άλλο παρά η μέρα που τον σκουντούσε να σηκωθεί, έχανε τις ανατολές με το να κοιμάται μέχρι αργά. Μέσα από τα ρολά, που δεν είχαν κλείσει τελείως, έμπαιναν οριζόντια οι αχτίδες του ήλιου πέφτοντας επάνω στο πρόσωπό του ή στον τοίχο απέναντι. Κάποια στιγμή, η μέρα είπε να πάρει την πρωτοβουλία και να του δείξει τι χάνει. Σιγά-σιγά και με το μαλακό. Μία, άντε δύο ώρες κάθε μέρα, κάποια στιγμή θα τον έφτανε, ρε αδερφέ, να δει και την ανατολή για μια φορά στη ζωή του! Όμως, η μέρα δεν ήξερε πόσες ανατολές είχε αγναντέψει. Κοίταξε το ρολόι του: «Όχου, δώδεκα και δέκα, τι διάολο, άγρια χαράματα, α, όχι, θα ξανακοιμηθώ!» Γύρισε από την αριστερή πλευρά και έκλεισε τα μάτια του. Σε ένα δευτερόλεπτο τα άνοιξε πάλι. Καλά, η μικρή που ήταν δίπλα του τι έγινε; Θυμόταν πολύ καλά ότι γύρισε στο διαμέρισμά του με εκείνο το τσαχπίνικο μουτράκι. «Να δεις πως τη λένε… Ευτυχία… Αγάπη… Γαμώτο, δεν μπορώ να θυμηθώ, εντάξει, ήπια κάνα δύο σφηνάκια παραπάνω, αλλά όχι και έτσι!» Σηκώθηκε και κάθισε στο κρεβάτι, διψούσε κιόλας. Πήγε στην κουζίνα και εκεί βρήκε ένα σημείωμα. «Έφυγα, έχω δουλειά, ήταν όλα καλά, θα τα πούμε
10
ΕΛΠΙΔΑ ΣΤΡΑΤΗΓΑΚΗ
πάλι – Χαρά**». Νάτο, Χαρά τη λένε! Καλά ούτε τηλέφωνο άφησε, ούτε κάτι που να λέει πώς και πού θα τα πούνε πάλι; Ήταν όλα καλά; Τι κουφό είναι πάλι αυτό; «Οκ, Χαρά, θα τα πούμε μόνο αν ξαναβρεθούμε στο ίδιο μπαράκι, αλλά πας εκεί; Γιατί εγώ βρέθηκα κατά λάθος, καλεσμένος του Παναγιώτη που μάζεψε τους φίλους για ποτό, ανακοινώνοντας τον επικείμενο γάμο του. Δεν πάω εκεί, όχι! Γιατί, έχω κάπου συγκεκριμένα που πάω; Αφού τα παίρνω όλα σβάρνα. Θα περάσω… Μπορεί και να σε πετύχω κάποια βραδιά». Έβαλε την καφετιέρα να βγάλει καφέ, ήπιε νερό και πήγε στο μπάνιο για κατούρημα. Μόλις έσκυψε στον νιπτήρα να πλυθεί, τι του ’ρθε να ρίξει ματιά στον καθρέφτη; Αυτό που έβλεπε δεν ήταν ο Μπραντ Πιτ ούτε καν ο Σάκης Ρουβάς! Αυτό που έβλεπε ήταν ένα αξύριστο μούτρο με κύκλους κάτω από τα μάτια και μαλλιά ανάκατα, σαν να είχαν τρομάξει γιατί είδαν μπροστά τους τον Μπενίσιο ντελ Τόρο στον «Λυκάνθρωπο». Πω πω! Σαν σκατά ήταν. Η αλήθεια είναι ότι ο Μιχάλης δεν ήταν σαν σκατά. Ήταν όμορφος άντρας, ψηλός, με πλούσια καστανόξανθα μαλλιά και όμορφα μελιά μάτια. Αυτός που έγραψε το τραγούδι «Αυτό τ’ αγόρι με τα μάτια τα μελιά» πρέπει να είχε υπ’ όψιν του τον Μιχάλη. Τα χείλη του ήταν λεπτά και η μύτη του κανονική ως προς τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά του προσώπου του, που ήταν κάπως τετράγωνο προς οβάλ. Το σώμα του ήταν καλά γυμνασμένο, αν και τα τελευταία χρόνια θα ’λεγε κανείς πως έκανε ό,τι ήταν δυνατόν για να καταστρέψει την καλή του φυσική κατάσταση. Οι γυναίκες δεν έμεναν αδιάφορες στο πέρασμά του. Το κυριότερο; Ό,τι και να φορούσε πάνω του φάνταζε κομψό και ιδιαίτερο. Συνήθως έβαζε τζιν και ένα τι-σερτ ή τον χειμώνα κάνα πέτσινο μπουφάν πάνω από ένα μπλουζάκι, και είχες μπροστά σου ένα μοντέλο. Γιατί; Ο Μιχάλης ήταν πάντα καθαρός, μοσχομύριζε και πρόσεχε πολύ τα παπούτσια που φορούσε. Τα παπούτσια είναι το σημείο της κομψότητας, πόσοι άραγε το ξέρουν αυτό;
ΕΝΑ ΣΚΟΥΝΤΗΜΑ ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝ
11
Λοιπόν, μιας και σηκώθηκε νωρίς, θα έκανε ένα ντους, θα ξυριζόταν, θα έπινε τον πρώτο του καφέ στο σπίτι και θα κατέβαινε στην πλατεία να μαζέψει ήλιο. Πλατεία εννοούσε την πλατεία Εξαρχείων. Μόνο εκεί υπήρχε περίπτωση να βρει κάνα γνωστό, τον Κρίτωνα ας πούμε, γιατί εδώ που έμενε στον Κεραμεικό, μόνο το βράδυ είχε ανάλογη κίνηση. Μήπως αυτός δεν ήταν και ο λόγος που ήρθε να μείνει εδώ; Για να ’ναι κοντά στην κίνηση. Όλη του η ζωή, τα τελευταία πέντε χρόνια, ήταν νύχτα. Μεσημέρι ξύπναγε, μπορεί και απόγευμα, και μετά απλά σκεφτόταν πού να πιει τον καφέ του, πού να πάει και τέτοια. Είχε την τύχη να μην χρειάζεται να δουλέψει. Όταν ο πατέρας του αποδήμησε εις Κύριον, του άφησε τρία διαμερίσματα και ένα εξοχικό στα Λεγραινά, λίγο πριν το Σούνιο. Το ένα διαμέρισμα, αυτό όπου έμενε η οικογένεια, στην Αναγνωστοπούλου, τρεις κρεβατοκάμαρες, μεγάλο σαλόνι και όλο το υπόλοιπο πόσο να ’ταν; Διακόσια τετραγωνικά; Μπορεί και παραπάνω. Ε, μόνο αυτό το νοίκι τού ’φτανε για να ζει. Μετά, ήταν ένα άλλο στην Ακαδημίας, που ήταν το δικηγορικό γραφείο του πατέρα του και τέλος το πατρικό του πατέρα του, που το έδωσε και έγινε πολυκατοικία, πήρε το ρετιρέ και άλλα δύο διαμερίσματα, αλλά αυτά τα πούλησε, μόνο το ρετιρέ κράτησε, που τώρα καθόταν ο Μιχάλης, ο μονάκριβος γιος του. Για δες ζωή που ετοιμάζει η τύχη του καθενός! Άλλοι κοψομεσιάζονται, άλλοι σπουδάζουν μια ζωή και άλλοι τα ’χουν έτοιμα από έναν πατέρα, που ίδρωσε, η αλήθεια είναι, για να τα φτιάξει. Ο Μιχάλης πήγε σε καλό σχολείο, έτσι για να μην στεναχωρηθεί ο πατέρας του και η μάνα του, πήγε και στην Αγγλία και σπούδασε κομπιούτερς, οι σπουδές της μόδας, και μετά αποφάσισε ότι η δουλειά είναι για τα κορόιδα, ενώ αυτός είχε την ύψιστη αποστολή να περνάει καλά. Στην αρχή, για να λέμε και του στραβού το δίκιο, πήγε και δούλεψε σε μια εταιρία που έφτιαχνε προγράμματα για υπο-
12
ΕΛΠΙΔΑ ΣΤΡΑΤΗΓΑΚΗ
λογιστές και παραδόξως, και για δική του έκπληξη, τα πήγαινε πολύ καλά. Του τα χάλασε ο πατέρας του, όταν επέμενε να του κάνει τη δική του εταιρία. Εκεί τα κλώτσησε όλα. Άφησε τη δουλειά του και το ’ριξε στο «θέλω να γνωρίσω τον κόσμο». Τώρα ο πατέρας του τι να πει; Αν ζούσε η μακαρίτισσα η γυναίκα του, μπορεί και να τον έστρωνε λίγο τον νεαρό, αλλά αυτά ήταν επιθυμίες που δεν γίνονταν. Ήθελε να γνωρίσει τον κόσμο, εντάξει, λοιπόν, γνώρισέ τον και μετά γύρνα με το καλό και στρώσε τον κώλο σου κάτω.
ΤΟ ΦΩΣ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΗΣ
Ο
Μιχάλης είχε την τύχη, ή την ατυχία, όπως το βλέπει κανείς, να έχει μια μάνα πολύ φιλοσοφημένη και προοδευτική. Η μητέρα του, κόρη μιας αρκετά ευκατάστατης οικογένειας, σπούδασε Φιλοσοφία στο Κέιμπριτζ, έζησε την επανάσταση της νεολαίας στη δεκαετία του ’70 σε όλο της το μεγαλείο και μετά, στις καλοκαιρινές της διακοπές, γνώρισε τον Ευθύμη, τον πατέρα του Μιχάλη. Ο Ευθύμης μόλις είχε τελειώσει την άσκησή του και, με τον νόμο πια, μπορούσε να εργαστεί ως δικηγόρος στο γραφείο του θείου του. Η Θάλεια ερωτεύτηκε και με βαριά καρδιά γύρισε στην Αγγλία να τελειώσει της σπουδές της. Μόλις φωτογραφήθηκε με την τήβεννο, δήλωσε στον μπαμπά της ότι είναι ερωτευμένη και δεν θα πάει για ντοκτορά, όπως είχε πει, αλλά γυρνάει πίσω ολοταχώς. Σε λιγότερο από χρόνο, Θάλεια και Ευθύμης παντρεύτηκαν στην κρύπτη της Αγίας Φιλοθέη, κοσμικότητες δηλαδή, το έτος 1973, και το ’74 γεννήθηκε ο Μιχάλης. Γιατί μπορεί να ήταν και ατυχία το προοδευτικό μυαλό της Θάλειας; Γιατί η Θάλεια πίστευε ότι η εργασία δεν είναι εξιλέωση, αλλά μια εφεύρεση της καπιταλιστικής ιδεολογίας, άκουσον άκουσον την κόρη του Πρωτονοτάριου τι λέει, που θέλει τους ανθρώπους πειθήνια στρατιωτάκια ελεγχό-
14
ΕΛΠΙΔΑ ΣΤΡΑΤΗΓΑΚΗ
μενα και κουμανταρισμένα από την εξουσία. Έτσι, λοιπόν, δεν είναι να απορεί κανείς γιατί ο Μιχάλης δεν πίστευε στη εργασία! Ο μπαμπάς Ευθύμης λάτρευε τόσο τη γυναίκα του που ό,τι και να έλεγε ή έκανε εκείνη, γινόταν αποδεκτό, είτε συμφωνούσε είτε όχι μαζί της. Εκείνος, αντιθέτως, πίστευε ότι εργασία και δημιουργία είναι η αποστολή του ανθρώπου. Οι άνθρωποι που δεν δούλευαν ήταν παράσιτα της κοινωνίας. Γι’ αυτό και την τελευταία φορά που είχε πάει στο σπίτι τους ο Κρίτωνας, ο κολλητός του Μιχάλη, με μεγάλη χαρά τον άκουσε να λέει ότι θα κάνει δική του δουλειά. Χάρηκε ο άνθρωπος, γιατί σκέφτηκε ότι μπορεί να επηρέαζε θετικά τον γιόκα του να έκανε κι εκείνος κάποια δική του δουλειά. Αυτά τα πράγματα λειτουργούν καμιά φορά παράξενα. Βλέπεις τον κολλητό σου να δουλεύει και σκέφτεσαι, «ρε συ, δεν το δοκιμάζω κι εγώ;» Αλλά πού! Ο Μιχάλης είχε την άποψή του. Η εργασία, αν μπορεί να αποφευχθεί, είναι το ιδανικό μιας πετυχημένης ζωής. Η Θάλεια είχε σπείρει καλά τις ιδέες της, μόνο που αυτές οι ιδέες ανήκουν σε έναν κόσμο όχι μόνο ανέφικτο, αλλά τελείως ουτοπικό. Ο Μιχάλης και η μάνα του ήταν φιλαράκια. Μια μικροσκοπική γυναίκα με μεγάλα καστανά μάτια, τόσο μεγάλα, που όλοι έμεναν να την κοιτούν μόλις τη γνώριζαν, αυτά τα μάτια άλλοτε ήταν γεμάτα με έκπληξη, άλλοτε με απορία ή θυμό, αλλά πάντα με ένα εσωτερικό φως που τα έκανε να λάμπουν. Ο Μιχάλης, μικρός, την αγκάλιαζε φωνάζοντας: «Να! Το είδα, μαμά, άναψε, σου λέω!» Η Θάλεια γελούσε και τον έσφιγγε στην αγκαλιά της. Όταν ο Μιχάλης πήγε σχολείο, άρχισε να μαθαίνει για τη θρησκεία, άγνωστος τομέας στο σπίτι, πέρα από την Ανάσταση τίποτα άλλο δεν ήξερε, η Θάλεια προσπαθούσε να του εξηγήσει την Παλαιά Διαθήκη με τη φιλοσοφία. Μπήκε ο Ευθύμης στο σπίτι και ακούγοντας το μάθημα των Θρησκευτικών, ερμηνευμένο από τη Θάλεια, μόνο αποπληξία δεν έπαθε. «Αγάπη», της φώναξε
ΕΝΑ ΣΚΟΥΝΤΗΜΑ ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝ
15
και μόλις η Θάλεια πήγε κοντά του: «Συγγνώμη, τι λες στο παιδί; Όταν θα πάει στο σχολείο του αύριο και πει αυτά που του λες, η δασκάλα και η διευθύντρια θα μας φωνάξουν, και δικαίως, να μας κάνουν παρατήρηση γι’ αυτά που θα έχει ξεφουρνίσει. Δεν αφήνεις, αγάπη μου, να του τα εξηγήσεις λίγο αργότερα; Μην φοβάσαι, έτσι κι αλλιώς παραμύθια νομίζει ότι είναι, όπως του ’χεις πει!» Η Θάλεια σκέφτηκε ότι μάλλον είχε δίκιο ο Ευθύμης και σταμάτησε την ανάλυση της Παλαιάς Διαθήκης. Έτσι, ο Μιχάλης δεν έμαθε τότε τη φιλοσοφική ανάλυση της Παλαιάς Διαθήκης, ούτως ή άλλως δεν χρειάστηκε, όταν μεγάλωσε είχε αναλύσει τα πάντα μόνος του. Όταν η μάνα του πέθανε, ο Μιχάλης ήταν στο Παρίσι. Ποτέ δεν του ’παν, ούτε η μάνα του ούτε ο πατέρας του, για τον καρκίνο. Δεν γύρισε στην Αθήνα εκείνη τη χρονιά, για πρώτη φορά τα Χριστούγεννα και το Πάσχα πάλι δεν είχε χρόνο, ήταν στη σχολή του στο Λονδίνο και διάβαζε για τις εξετάσεις του. Η Θάλεια παρουσίασε καρκίνο στο πάγκρεας, επιθετικό. Εκείνη δεν άφησε τον άντρα της να πει τίποτα στο παιδί. Εκείνη, που πάντα λάτρευε την αλήθεια, άφησε τον γιο της να ζει σε ένα ψέμα. «Είμαι καλά, αγάπη μου, εσύ να διαβάζεις και να διασκεδάζεις, μ’ ακούς;» Πέθανε στις 10 Ιουλίου, ο Μιχάλης στα είκοσι τρία του ένιωσε τη γη να χάνεται κάτω από τα πόδια του στην κυριολεξία. Στο άκουσμα του θανάτου της μάνας του, απλά λιποθύμησε στη μέση του δρόμου. Μόλις συνήλθε, είδε ότι ήταν καθισμένος σε ένα καφέ απέναντι από την όπερα του Παρισιού. Στην κηδεία, αμίλητος ανέκφραστος και θυμωμένος. Έφυγε από το νεκροταφείο αμέσως μετά τη νεκρώσιμο ακολουθία, ούτε στον τάφο πήγε, ούτε καφέ ούτε τραπέζι ούτε τίποτα από τις παραδοσιακές μαλακίες, γύρισε στο σπίτι του έπειτα από δύο μέρες. Όταν ο πατέρας του πήγε να του μιλήσει, έβαλε τις φωνές και του απαγόρευσε να του
16
ΕΛΠΙΔΑ ΣΤΡΑΤΗΓΑΚΗ
πει κουβέντα. «Πώς μπόρεσες να μην μου το πεις; Τι σκατά άντρας είσαι εσύ; Κουβέντα δεν θέλω, μ’ ακούς; Κουβέντα!» Έκανε ένα ντους, άλλαξε ρούχα και έφυγε από το σπίτι. Πού πήγε; Κανείς δεν ήξερε ούτε και έμαθε ποτέ. Πάντως, όταν γύρισε ύστερα από δέκα μέρες, ήταν ήρεμος και ζήτησε από τον πατέρα του να του πει τα πάντα για τη μάνα του. Τότε μόνο άφησε να τρέξουν τα δάκρυά του χωρίς λυγμούς ή αναστεναγμούς, έτσι απλά κυλούσαν στα μάγουλά του. Ο Ευθύμης, ήρεμος μα με την καρδιά του σφιγμένη, του τα ’πε όλα. «Δεν σου είπα τίποτα, εκείνη μου το ζήτησε και ξέρεις καλά ότι αν μου ζητούσε κάτι, αυτό ήταν. Μην θυμώνεις με εμένα, Μιχάλη, είχε τον λόγο της». Είχε τον λόγο της; Και βέβαια, και ο Μιχάλης κατάλαβε τον λόγο της. Δεν ήθελε ο γιος της να δει ότι η φλόγα στα μάτια της είχε σβήσει. Μετά, ο Μιχάλης προσπάθησε να προσαρμοστεί στη λογική ότι μεγάλωσε, σπούδασε και τώρα έπρεπε να δουλέψει. Το προσπάθησε και ακολούθησε τους κανόνες για δύο ολόκληρα χρόνια, παρά κάτι μήνες για την ακρίβεια. Ο πατέρας του ήταν πανευτυχής, γρήγορα όμως είδε τον Μιχάλη να φτιάχνει τη βαλίτσα του και να φεύγει. Πού; Θα του ’λεγε, μόλις έφτανε.
Η ΒΟΛΤΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΚΑΙ ΠΙΣΩ ΠΑΛΙ ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ
Τ
ο «θέλω να γνωρίσω τον κόσμο» κράτησε τρία χρόνια. Όταν έβρισκε δουλειά, όλα καλά, άλλες φορές όμως, όταν ξέμενε από λεφτά, απλά ζητούσε από τον πατέρα του να του στείλει. Αυτός έστειλε μια φορά στο Μεξικό, μιαν άλλη στον Καναδά και την τελευταία φορά ήταν στις Φιλιππίνες. Μετά, σιγή από τον Μιχάλη για πέντε μήνες, και έπειτα, ένα πρωί, εκεί που ετοιμαζόταν για το γραφείο, άνοιξε η πόρτα και νάτον. Αδύνατος, ηλιοκαμένος και κουρασμένος. Χαμογέλασε στον πατέρα του που τον κοίταζε σαν να ’βλεπε φάντασμα και πήγε στο κρεβάτι του όπου έπεσε με τα ρούχα για ύπνο. Ο Ευθύμης γύρισε και είπε στη γυναίκα που είχε στο σπίτι να φτιάξει παραπάνω φαγητό. Ο Μιχάλης βρήκε πάλι τους παλιούς του φίλους και τον κολλητό του, τον Κρίτωνα, που τώρα περίμενε να γίνει μπαμπάς. Σαν να μην έλειψε καθόλου. Μπήκε πάλι στη ζωή της Αθήνας, μέσα σε μια μέρα έμαθε για τα καινούργια μπαράκια και τα στέκια και αυτό ήταν. Του κακοφάνηκε λίγο που είδε τον Κρίτωνα να έχει πάρει κιλά. Ο ίδιος εξακολουθούσε να είναι ψηλός, λεπτός, με γυμνασμένο κορμί, τα μαλλιά του πάντα καστανόξανθα τον χειμώνα και κατάξανθα το καλοκαίρι, και τα μάτια του μελιά με αρκετές ρυτιδούλες πλέον γύρω τους. Ας όψεται ο καυτός ήλιος της Λατινικής Αμερικής και της Ινδίας.
18
ΕΛΠΙΔΑ ΣΤΡΑΤΗΓΑΚΗ
Κυριακή, έφτασε στην πλατεία γύρω στις δύο, έψαξε για τους γνωστούς τριγύρω, κανένας, να δεις που είτε κοιμούνται ακόμα ή πήγαν για φαΐ. Καλά, ο Κρίτωνας ήταν στο σπίτι του με τη γυναικούλα του και τον πιτσιρικά. Εντάξει, να μην είναι και άδικος, με την Αναστασία, καθόλου γυναικούλα. Είχε μια δουλειά σε φαρμακευτική εταιρία ως υπεύθυνη παραγγελιών και αυτό την έκανε αστή κατά τη γνώμη του. Όταν μια φορά της το ’πε, αυτή έβαλε τα γέλια. «Τι λες μωρέ; Από πότε το ψωμί στο τραπέζι έγινε αστικό; Άραξε, Μιχάλη, με τις παπαριές που μας λες και άσ’ τα αυτά. Αστός είναι όποιος τα βρίσκει έτοιμα και μετά κάθεται και τα τρώει φιλοσοφώντας για το τι αξίζει κάποιος να κάνει στη ζωή του και άλλες τέτοιες μαλακίες. Ότι έχω μια δουλειά λέει πολλά. Ξέρεις τι λέει; Ότι είμαι τυχερή, ρε ξύπνιε, κοίτα γύρω σου, τι βλέπεις; Βλέπεις ή όχι; Πού ζεις;» Ο Κρίτωνας απλά χαμογελούσε ακούγοντας την Αναστασία, τη γνώρισε σε μια ροκ συναυλία με τα σκουλαρικάκια της και τα δέκα τι-σερτ που φορούσε το ένα πάνω στο άλλο, και την ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά. Γούσταρε και τον τσαμπουκά της και είπε: «Να, αυτή θέλω για μάνα των παιδιών μου! Ένα είναι σίγουρο, ότι δεν θα γίνουν φλούφληδες». Ο Κρίτωνας παιδεύτηκε για να την καταφέρει. Πρώτη φορά αγόρασε κολόνια και κάθε φορά που υπολόγιζε ότι θα τη δει είτε σε κάποια συναυλία είτε σε κάποιο ροκάδικο, πασαλειβόταν από την κορυφή ως τα νύχια. Μέχρι που κάποια μέρα, όπως στεκόταν δίπλα του, είπε τάχα μου αδιάφορα. «Ποιος πούστης έκανε μπάνιο σε πατσουλί, ρε παιδιά;» Και γύρισε και κάρφωσε τον Κρίτωνα. Εκείνος σφύριζε αδιάφορα. Ρώτησε, λοιπόν, τον Μιχάλη που ήξερε από αυτά, πόσο βάζει πάνω του. Ο Μιχάλης του είπε και έτσι την επόμενη φορά ακολούθησε τις οδηγίες του. Πιάσανε; Αμέ! Η Αναστασία, όπως καθόταν δίπλα του, τον ρώτησε. «Τι κολόνια φοράς και μυρίζεις έτσι ωραία;» Αυτό ήταν! Μετά, όλα ήρθαν μόνα τους. «Ρε γαμώτο», σκέφτηκε,
ΕΝΑ ΣΚΟΥΝΤΗΜΑ ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝ
19
«πάει και αυτός μες τη ρουτίνα του γάμου. Ποιος, ο Κρίτωνας!» Πού είναι οι μπαρότσαρκες τους και τα γκομενιλίκια τους; Μόνος έμεινε, έπρεπε να το χωνέψει, και του ’πεφτε βαρύ. Έμεινε ο μόνος αμετανόητος εργένης. Ο Κρίτωνας δεν του ’λεγε ούτε παντρέψου ούτε μην παντρευτείς. Ο πατέρας του μόνο τον έτρωγε για κάνα χρόνο, μετά σταμάτησε και αυτός και ο Μιχάλης, χωρίς καμιά μουρμούρα, αφέθηκε στη διασκέδαση και στα ξενύχτια. Η μέρα έγινε νύχτα και το ανάποδο. Δεν ήξερε, όταν ξύπναγε, αν ήταν μέρα, τι ώρα ήταν, μόνο το καλοκαίρι μπορούσε κάπως να καταλάβει και αυτό, επειδή τον τραβούσε η μέρα γι’ αυτό.
ΜΙΑ ΚΑΠΟΙΑ ΕΠΑΦΗ
Ο
Ευθύμης δεν μπορούσε να τον καταλάβει. Ήταν στιγμές που ήθελε να ξεχάσει την κουλτούρα που του είχε επιβάλει η Θάλεια και να πάει να τον αρπάξει, να τον ταρακουνήσει και να του πει να πάει στο διάολο και ακόμα παραπέρα, τι σκατά θα γινόταν; Ένα παράσιτο, αυτό και μόνο. Ο άντρας πρέπει να δουλεύει και να προσφέρει, αυτός μόνο να γλεντάει ήξερε, ένα ρεμάλι, αυτό ήταν. Και μετά, σκεφτόταν ότι αυτόν είχε μόνο και μέλωνε, και όλος καμάρι τον κοιτούσε όταν ξύπναγε την Κυριακή, τη μόνη μέρα που τον έβλεπε και έλεγαν δυο κουβέντες. Πάντα του ’κανε εντύπωση πώς είχε τόσο αναλυτική σκέψη, και πώς γνώριζε για όλα όσα συνέβαιναν στον κόσμο. Έτσι όπως έπιναν καφέ, τόλμησε να τον ρωτήσει, εκεί που ήταν στο Μεξικό, στο Μπαγκλαντές και σε όλα αυτά τα εξωτικά μέρη, τι έκανε; Ο Μιχάλης τον κοίταξε ξαφνιασμένος, πρώτη φορά έπειτα από τέσσερα χρόνια που είχε γυρίσει, τον ρωτούσε τι έκανε στα ταξίδια του ανά τον κόσμο. «Τι εννοείς;» «Να, ποτέ δεν μου ’πες γι’ αυτά». «Δεν με ρώτησες». Έπεσε αμήχανη σιωπή. Πώς να πλησιάσεις τον πατέρα που πάντα σε είχε σε απόσταση; Ο Ευθύμης κόμπιασε λίγο, δεν ήθελε να χάσει αυτήν τη στιγμή επικοινωνίας τους, τόσο σπάνια. «Περίμενα πως όταν
ΕΝΑ ΣΚΟΥΝΤΗΜΑ ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝ
21
θα ’σουν έτοιμος, θα μου μιλούσες μόνος σου, γι’ αυτό δεν ρώτησα πιο πριν. Αλήθεια, τι έκανες;» Ο Μιχάλης τον κοίταξε σαν να σκεφτόταν αν έπρεπε να του πει τι έκανε ή όχι. Άναψε τσιγάρο, ήπιε μια γουλιά καφέ και μετά του ’πε: «Βοηθούσα να φτιάξουν σχολεία, ιατρεία, φράγματα, τέτοια πράγματα». Ο Ευθύμης τον άκουσε και ένιωσε μέσα του τέτοια έκπληξη, αλλά την ήλεγξε, δεν ήθελε να τη δει ο Μιχάλης, προσπάθησε λοιπόν να είναι ήρεμος. «Α! Γι’ αυτό τα χέρια σου είχαν κάλους και γδαρσίματα όταν γύρισες και αναρωτιόμουν, αλλά τώρα ξεκαθάρισαν όλα». Δηλαδή, τι; Αυτή ήταν όλη η απορία του; Οι κάλοι και τα γδαρσίματα; Όχι! Αλλά ξαφνιάστηκε τόσο, που δεν ήξερε τι να πει. Ο Μιχάλης τον κοίταξε και σκέφτηκε ότι η επικοινωνία με τον πατέρα του πάντα θα ’ταν ανόητη και άνευ ουσίας. Ο καιρός που έπρεπε να είχαν πλησιάσει ο ένας τον άλλον είχε χαθεί πολλά χρόνια πριν. Ο Ευθύμης είχε χάσει την ευκαιρία να είναι κοντά στον γιο του, έχοντας αφήσει τη Θάλεια να κάνει αυτήν τη δουλειά. Άντε τώρα να βρεις τρόπο να τον πλησιάσεις, γίνεται; Όχι! Τώρα ο καθένας τους είχε κλειστεί στο δικό του καβούκι. Ένιωσε περήφανος για τον Μιχάλη, γι’ αυτά που του ’πε. Ο Μιχάλης, όμως, συνέχισε: «Βέβαια, μην νομίζεις, δεν έκανα μόνο σχολεία και άλλα τέτοια κοινωφελή έργα. Αλήτεψα κιόλας. Πολύ! Έκανα μασάζ στην Ταϋλάνδη, μαστούρωσα στο Νεπάλ και στην Κολομβία, μπλέχτηκα με κάτι τρομοκράτες στο Μεξικό». Ο Ευθύμης τον σταμάτησε: «Εντάξει, την έπιασα την εικόνα». Ο Μιχάλης χαμογέλασε. «Πάντα σου ήταν δύσκολη η αλήθεια, μπαμπά». Ο Ευθύμης τον κοίταξε έχοντας παράπονο στο βλέμμα, γιατί δεν μπορούσε ο ίδιος του ο γιος να τον καταλάβει. «Δεν είναι ότι δεν αντέχω την αλήθεια, Μιχάλη, πιστεύω όμως ότι κάποια πράγματα καλό είναι να τα κρατάς για σένα, μοιράσου μαζί μου αυτά που πρέπει, κατάλαβες τι εννοώ;» Πώς να εξηγήσει ο Μιχάλης αυτό που ένιωθε; Την επιθυμία να τσιγκλήσει, να προβοκάρει τον
22
ΕΛΠΙΔΑ ΣΤΡΑΤΗΓΑΚΗ
πατέρα του σαν να του κρατούσε κάτι, τι όμως; Αυτό δεν το ’χε ακόμα αναλύσει. Τι; «Εντάξει, μπαμπά, έχεις δίκιο, μάλλον δεν έχω ξυπνήσει ακόμα καλά». Σηκώθηκε, πήρε την κούπα του με τον καφέ και πήγε στο δωμάτιό του. Ο Ευθύμης τον κοίταζε όπως έφευγε και σκεφτόταν ότι τελικά έχασε το τραίνο με τον Μιχάλη. Ο Μιχάλης άνοιξε τον υπολογιστή του και κάθισε. Κοίταξε απέξω. Απέναντι, η πιτσιρίκα των Βασιλάκη τού κουνούσε το χέρι. Της κούνησε και αυτός το δικό του και σκέφτηκε ότι αυτή η μικρή θα γινόταν καλή γκόμενα μεγαλώνοντας, της έστειλε το καλύτερο του χαμόγελο. Ο πατέρας του, με την κουβέντα τους, του ξύπνησε μια επιθυμία που την είχε αφήσει στην άκρη, να κάτσει να γράψει για τα χρόνια της περιπλάνησης του ανά τον κόσμο. Πόσα στ’ αλήθεια είχαν δει τα μάτια του. Πόση δυστυχία, πόση ευτυχία και πόση μαστούρα! Χαμογέλασε όταν σκέφτηκε τον Πάμπλο στο Μεξικό. Ένας πιτσιρικάς, θα ’ταν δεν θα ’ταν δεκαεφτά χρονών, πώς ελισσόταν και έβρισκε τρόπους να επιβιώνει. Στα δύσκολα τον έχανες κάποιες μέρες και μετά γύριζε πάντα με τη λύση. Είχε παντού προσβάσεις και πώς να μην έχει με αυτό του το χαμόγελο; Τα ’χε καλά με όλους, και με τους επαναστάτες και με τους καθεστωτικούς και με τους αλήτες και με τους καθώς πρέπει. Όταν ο Μιχάλης τον ρώτησε πού ανήκει η καρδιά του, εκείνος πολύ απλά τράβηξε μια τζούρα από το τσιγαριλίκι του και απάντησε με σοβαρό πρόσωπο: «Στη ζωή!» Και μετά, έσκασε πάλι ένα χαμόγελο, έκλεισε το μάτι του και έφυγε βιαστικά. Πού έμενε; Ποια ήταν η οικογένειά του; Άγνωστο σε όλους. Εμφανιζόταν ξαφνικά κάποια ώρα της μέρας και το ίδιο ξαφνικά έφευγε. Ο Μιχάλης σκέφτηκε ότι για τον Πάμπλο, και για όλους τους Πάμπλο, θα ’πρεπε να γραφτεί ένα βιβλίο με τίτλο «Να πώς κερδίζεται η ζωή». Θεώρησε τον εαυτό του πολύ τυχερό που γνώρισε τόσους πολλούς Πάμπλο. Στο Μεξικό, στην Ινδία, στις Φιλιππίνες, στο
ΕΝΑ ΣΚΟΥΝΤΗΜΑ ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝ
23
Νεπάλ, ακόμα και στον Καναδά, πώς να ξεχάσει τον Φρεντερίκ που τα χέρια του, από το κόψιμο των δέντρων, είχαν γίνει σαν γάντια από δέρμα, τόσο τραχιά. Ο Φρεντερίκ όμως, ένας γίγαντας κοντά δύο μέτρα, είχε ένα χαμόγελο ένα στρέμμα κάθε μεσημέρι που γυρνούσε στο σπίτι του και αγκάλιαζε τα τρία του κουτσούβελα, ένιωθε σαν να ’ταν όλος ο κόσμος δικός του. Ο Μιχάλης σκέφτηκε ότι μάλλον είναι καλύτερα να μην έχεις ταξιδέψει και να μην έχεις δει και ζήσει αυτά που εκείνος είχε ζήσει. Ο πόνος της γνώσης είναι πολύ οδυνηρός. Όλοι αυτοί δεν είχαν βρεθεί ποτέ εκατό χιλιόμετρα πιο πέρα από το σπίτι τους. Τους ρωτάς κιόλας αν είχαν την πολυτέλεια αυτή; Αυτός την είχε, όπως είχε και την πολυτέλεια ανά πάσα στιγμή να γυρίσει στη θαλπωρή του σπιτιού του, λέμε τώρα. Ο Μιχάλης άναψε τσιγάρο. Έπρεπε κάποια στιγμή να βρει τι είναι αυτό που του τη σβουρίζει με τον πατέρα του. Σαν να μπαίνει ο διάολος μέσα του και θέλει συνέχεια να του χαλάει τη μέρα. Τίποτα δεν έμαθε από όλη αυτή του την περιπλάνηση; Τίποτα πια; Λίγο πιο σοφός, ίσως; Σκατά! Αυτός μάλλον πιο αγριεμένος γύρισε, πώς αλλιώς να εξηγήσεις αυτήν τη λύσσα για ξενύχτια, για ποτά, για γκόμενες, για, για, για… Ούτε αυτός ήξερε πού άρχιζε η μέρα και πού τελείωνε. Τέσσερα χρόνια, νισάφι! Η μικρή απέναντι άρχισε να γδύνεται μπροστά στο παράθυρο, ωραία, θα έπαιρνε μάτι πρωί, πρωί. Άραξε στην πολυθρόνα του και αφέθηκε στο θέαμα που ήθελε η μικρή να του προσφέρει, χαλούσε χατίρια αυτός; Η μικρή είχε δύο βυζάκια καλοφτιαγμένα, ούτε μικρά ούτε μεγάλα, ό,τι πρέπει να τα κλείσεις μέσα στη χούφτα σου. Τάχα μου δεν είχε πάρει είδηση ότι τη βλέπουν, ούτε μία φορά δεν έριξε το βλέμμα της έστω και αδιάφορα προς εκείνον. Για μπάνιο ετοιμαζόταν; Έβγαλε και το κιλοτάκι της και μετά άρχισε να κόβει βόλτες στο δωμάτιο, μια χανόταν από το βλέμμα του, μια εμφανιζόταν. Κάποια στιγμή την έχασε για αρκετή ώρα,
24
ΕΛΠΙΔΑ ΣΤΡΑΤΗΓΑΚΗ
πού στο διάολο ήταν, ή το σόου τελείωσε; Όχι, τώρα αρχίζει. Η κουρτίνα τραβήχτηκε ακόμα πιο πολύ και με πλήρη πια θέα του δωματίου, η μικρή, ξαπλωμένη στο κρεβάτι απέναντι στο παράθυρο, άρχισε τους κοιλιακούς, μια πάνω τα πόδια μια κάτω. Όλο το κορμάκι της για τα μάτια του Μιχάλη, έτοιμο να βιαστεί από το βλέμμα του. Προς το παρόν, το σίγουρο ήταν η πρωινή του μαλακία. Η μικρή τέλειωσε τους κοιλιακούς της και μετά σηκώθηκε από το κρεβάτι, έσκυψε κάτι να δει κάτω από το κρεβάτι, έχοντας το κωλαράκι της τουρλωμένο προς το παράθυρο. Και… Ω! Το βρήκε, μια καλτσούλα! Έπειτα κάθισε στο κρεβάτι να βάλει τις καλτσούλες της. Ο Μιχάλης λίγο ακόμα και θα έχυνε και, ω του θαύματος, αυτό έγινε ακριβώς τη στιγμή που η μικρή έκλεινε την κουρτίνα κοιτάζοντας πια κατευθείαν προς το μέρος του. «Τι πουτανάκι», σκέφτηκε, «παίζει με τη φωτιά, το ’χει καταλάβει;» Μάλλον το ’χε καταλάβει! «Πόσο να ’ναι, δεκατέσσερα δεκαπέντε; ‘Ημαρτον, Κύριε! Να πώς σε βάζουν σε πειρασμό κάτι τέτοια σκατά και μπλέκεις». Άκουσε τον πατέρα του να βγαίνει από το σπίτι και πήγε στο μπάνιο, ένα ντουσάκι ήταν απαραίτητο. Μόλις βγήκε από το μπάνιο, έβαλε καθαρά εσώρουχα, η μανία του. Ακόμα και όταν οι συνθήκες δεν ευνοούσαν να έχει καθαρά εσώρουχα, αυτός πάντα τα κατάφερνε, πώς; Προτιμούσε να σκίσει ένα καθαρό πουκάμισο και να το μετατρέψει σε σώβρακο, παρά να φορέσει το προηγούμενο, το βρώμικο. Έτσι δεν την πάτησε στο πρώτο μέρος που πήγε στην Βολιβία; Έμαθε, όμως… Μόλις βρέθηκε στη Λα Παζ, έπειτα από τέσσερις μέρες, αγόρασε μια ντουζίνα σλιπάκια. Ακόμα τα θυμόταν, με κάτι λάστιχα που ξεχείλωσαν ύστερα από τρία πλυσίματα και έπρεπε να τραβήξει το σλιπ και το πανταλόνι μαζί για να σταθεί στο κώλο του, αλλιώς το έψαχνε. Έβαλε τα γέλια. Θα έπαιρνε τον Κρίτωνα και τον άλλο τον προλετάριο, τον Θανάση, και όποιον πετύχαινε και θα πήγαιναν για κάνα κρασάκι στο Θη-
ΕΝΑ ΣΚΟΥΝΤΗΜΑ ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝ
25
σείο, η μέρα έξω ήταν τέλεια. Ο πατέρας του σίγουρα δεν θα γύριζε για το μεσημέρι και αυτός πάντα σιχαινόταν να τρώει μόνος. Ο Κρίτωνας δεν μπορούσε, άρα έμενε ο Θανάσης που του ’πε οκ, να βρίσκονταν σε καμιά ώρα, να ξυπνήσει πρώτα. Άναψε τσιγάρο και μπήκε στο κομπιούτερ να δει τα e-mail του. Τι καλά, ο Σαμίρ παντρευόταν την καλή του και τον καλούσε στον γάμο του στην Κεράλα. Η Λίζυ έκλεισε μια καινούργια δουλειά με την Ολλανδία. Διαβάζοντας τα ηλεκτρονικά γράμματα των φίλων του, ένιωσε να γαργαλιέται να φύγει πάλι. Ένα ταξίδι πάντα του έκανε καλό. Χτύπησε το τηλέφωνο, προς στιγμήν σκέφτηκε να μην το σηκώσει, «δεν γαμιέται», το σήκωσε και έμεινε με το ακουστικό στο χέρι ακόμα και όταν η γραμμή είχε κλείσει. Ο Ευθύμης έπαθε καρδιακό επεισόδιο. Του είχαν τηλεφωνήσει οι φίλοι του που τρώγανε μαζί στο «Αμπρεβουάρ» και τον πήγαν στον Ευαγγελισμό. Γαμώτο! Τηλεφώνησε στον Θανάση ότι το ραντεβού ήταν οφ. Πήγε στο «Έβερεστ», πήρε ένα σάντουιτς και το ’κοψε με τα πόδια για το νοσοκομείο. Μόλις έφτασε, βρήκε τον κύριο Τάσο εκεί και τη θεία του. Ο πατέρας του ήταν στην Εντατική, για την ώρα δεν μπορούσε να τον δει κανείς, έτσι περίμεναν τον γιατρό να τους ενημερώσει. Η θεία του η Κική τον κοίταξε χαμογελώντας. Τώρα, χαιρόταν που τον έβλεπε ή χαμογελούσε με ειρωνεία, αυτό δεν μπόρεσε να το ξεδιαλύνει. Τη φίλησε στο μάγουλο, έσφιξε το χέρι του κολλητού του πατέρα του και βγήκε έξω να κάνει τσιγάρο, αφού πρώτα είπε στη θεία του να τον ειδοποιήσει όταν θα έβγαινε ο γιατρός. Μόλις είχε τελειώσει το τσιγάρο του και κοίταζε κάτι τσιγγάνες, «ρε αδελφέ, τι φοράνε και αυτές, κοίτα να δεις, λαμέ πρωί πρωί». Χτύπησε το κινητό του, ήταν η θεία του. Ανέβηκε πάνω και ο γιατρός τούς πήγε στο γραφείο του να τους ενημερώσει. Τα πράγματα δεν ήταν καθόλου καλά, δεν μπορούσαν να πουν τίποτα με σιγουριά, πότε και αν θα
26
ΕΛΠΙΔΑ ΣΤΡΑΤΗΓΑΚΗ
έβγαινε ο Ευθύμης. Ο Μιχάλης άκουγε και μέσα του ήξερε ότι αυτό ήταν. Στην κηδεία αυτή, έμεινε μέχρι τέλους. Όχι γιατί δεν πονούσε για τον χαμό του Ευθύμη, όχι, το αντίθετο μάλιστα, παραδόξως πόνεσε πάρα πολύ!
ΕΝΑ
Η
Στεφανία έμεινε να κοιτάζει το κομπιούτερ με το βιβλίο που είχε ξεκινήσει εδώ και δεκαπέντε μέρες, με μια τρελή επιθυμία να του δώσει μια να τελειώνει με δαύτο. Σκατά! Έμπνευση μηδέν, πώς θα γίνει συγγραφέας ρε γαμώτο; Έφτασε τα τριάντα οκτώ και όλο, θα γράψω σήμερα, θα γράψω αύριο, περάσανε τα χρόνια και ακόμη περιμένει την έμπνευση για να γράψει άντε καμιά διακοσιοπενηνταριά σελίδες. Σκεφτόταν ότι κάποια κατάρα τη σταματάει στις δεκαπέντε, είκοσι σελίδες μάξιμουμ και μετά κενό. Άσπρο κενό μιλάμε. Σαν να στέρεψαν όλα, τα πρόσωπα, οι καταστάσεις, οι ζωές τους, όλα κενό ένα μηδέν. Σκατά! Ρε γαμώτο, και αυτό στη μέση θα μείνει. Τι φταίει άραγε; Μήπως ότι προτιμάει να διαβάζει αυτά που γράφουν άλλοι; Η μήπως η σκέψη ότι ποτέ δεν θα γίνει Γιουρσενάρ, τι το ’θελε να αρχίσει πάλι τον «Αδριανό»; Δεν τ’ άφηνε να πάει στην ευχή, κάθε φορά που το ’πιανε στα χέρια της, αποφάσιζε να σταματήσει ό,τι και αν ήταν αυτό που έγραφε. Ύβρις! Μάλιστα, αυτό! Τι θράσος να θέλει να μοστράρει τα δικά της τα γραφτά δίπλα στα θηρία. Γιουρσενάρ, Μαρκές, Καζαντζάκης, και τόσοι άλλοι. Ποια είσαι, κυρά μου; Σκατά και πάλι! Άναψε τσιγάρο και για άλλη μια φορά έβρισε τον εαυτό
28
ΕΛΠΙΔΑ ΣΤΡΑΤΗΓΑΚΗ
της που όλο θα το κόψει και πάντα εκεί καταφεύγει. Αδυναμία χαρακτήρα, πώς αλλιώς να το πει; Δεν έχει σύστημα, δεν έχει τάξη στη ζωή της, δεν έχει κότσια, τι έχει; Ένα αδύναμο και ταλαιπωρημένο εγώ. Το σκέφτηκε, είναι έτσι ή δεν λέει να στρώσει κώλο γενικά; Μόλις προχθές τέλειωσε ένα βιβλίο μιας γνωστής της. Αυτοβιογραφία της, οκ, δεν ήξερε πολλά για την ταραγμένη και ταλαιπωρημένη παιδική ηλικία της Σάρας. «Αλλά, ξέρω γω;» Ενώ γέμισε με στεναχώρια γι’ αυτό που διάβαζε, από την άλλη γιατί είδε μια εμμονή; Μια… Ναι, εμμονή, με το «δεν ανήκω πουθενά, δεν έχω πατρίδα παρά μόνο οι ομόθρησκοί μου μπορούν να με καταλάβουν». Δηλαδή, τι; Οι άθεοι δεν μπορούν; Εκείνη ποτέ δεν την είδε σαν Εβραία ή μουσουλμάνα ούτε που την ένοιαζε κάτι τέτοιο. Ποτέ της δεν ασχολήθηκε με τη θρησκεία του καθενός. Με την πολιτική του τοποθέτηση; Ναι! Και παίζει, αλήθεια, τόσο ρόλο το τι πιστεύει ο καθένας; Αν είναι ορθόδοξος ή καθολικός; Η μουσουλμάνος ή Εβραίος; «Δεν νομίζω ότι έχει σημασία». Τα αισθήματα έχουν. Ο χαρακτήρας του κάθε ανθρώπου έχει, και απ’ ό,τι θυμόταν δεν πήγαινε τον εγωκεντρικό της χαρακτήρα τόσο πολύ, γι’ αυτό και έμειναν στη γνωριμία που ποτέ δεν εξελίχθηκε σε φιλία. «Να ψάχνουμε συνέχεια στο φταίξιμο των άλλων για τη δική μας αδυναμία να λύσουμε τα προβλήματά μας;» Αυτά σκεφτόταν η Στεφανία και ότι είχε μια λιγούρα και έπρεπε κάτι να μαγειρέψει, γιατί σάντουιτς στο σάντουιτς, ο άνθρωπος δεν ζει. Ωραία. Θα έφτιαχνε μακαρονάδα και κόκκινη σάλτσα. «Ωχ, τυρί τριμμένο έχει;» Άνοιξε το ψυγείο και κοίταξε μέσα, «τι ωραία!» Ένα ντουλάπι άδειο, αλλά το νερό παγωμένο, μια μπύρα ξεχασμένη και το κενό. Η Στεφανία έβαλε τα γέλια. «Σαν την έμπνευσή μου είναι και αυτό, ένα απέραντο κενό». Έβαλε ένα μακό με κουκούλα και κατέβηκε να πάει στο μπακάλικο, στο επόμενο τετράγωνο. Ο Γιώργος, όπως πάντα
ΕΝΑ ΣΚΟΥΝΤΗΜΑ ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝ
29
στη γωνιακή καφετέρια, καθόταν έξω και διάβαζε ένα βιβλίο καπνίζοντας. Καλά που ακόμα ο καιρός ήταν ζεστός, ωραίος Νοέμβρης να σκας το πρωί σαν να ’ναι καλοκαίρι. «Μέρα, Γιώργο», του είπε. Ο Γιώργος σήκωσε το κεφάλι του και, με τα πρεσβυωπικά του γυαλιά στην άκρη της μύτης του, την κοίταξε. Ένας από τους τελευταίους πραγματικούς διανοούμενους. Τα μαλλιά του μακριά, έφταναν μέχρι το σβέρκο του ασημένια πια, μιας και ο Γιώργος ήταν πενήντα πέντε χρονών, μπορεί και παραπάνω. Ένα πρόσωπο σκαμμένο από ζωή και εμπειρίες. Τα δόντια του όμως κάτασπρα, φώτιζαν όλο το πρόσωπό του όταν χαμογελούσε. Και εκεί έβλεπες έναν γοητευτικό άντρα που, παρόλη την ηλικία του, άγγιζε κάθε γυναίκα. Η Στεφανία ήταν μία από αυτές. «Αχ βρε Γιώργο, αυτό το χαμόγελο να ’βλεπα κάθε πρωί μπροστά μου και τίποτα άλλο». Ο Γιώργος, χαμογελώντας πάντα, απάντησε: «Στο χέρι σου είναι». «Είναι που είμαι τεκνατζού γαμώτο, αυτό φταίει. Και έπειτα, κόψε το δούλεμα, εσύ με γυναίκα πάνω από τριάντα δεν πας». Ο Γιώργος έβαλε τα γέλια και η Στεφανία απομακρύνθηκε κουνώντας το χέρι της σε χαιρετισμό. Εδώ και κάμποσους μήνες είναι χωρίς δουλειά. Διορισμός; Τι είναι αυτό; Το τελευταίο ανέκδοτο; Ας είναι καλά τα κέντρα ξένων γλωσσών όπου κάνει κάποιες ώρες και βγάζει το νοίκι της. Το διαμέρισμα που της είχε αφήσει ο πατέρας της, εξακόσια ευρώ τής έδινε τον μήνα, καλά ήταν και αυτά, τα κουτσόφερνε, σιγά μην έμενε αυτή εκεί, 130 τετραγωνικά τι να τα κάνει; Το διαμέρισμα όπου έμενε, 60 τετραγωνικά όλα και όλα, τη βόλευε μια χαρά και έδινε μόνο 300 ευρώ. Αυτό έπρεπε να το κοιτάξει, γιατί όπως πήγαιναν τα πράγματα, μάλλον θα δυσκολευόταν να τα φέρει βόλτα. Το καλοκαίρι δούλεψε σε ένα μπαρ στο Γκάζι για δύο μήνες και με τα λεφτά που έβγαλε έκανε διακοπές είκοσι μέρες και άφησε και κάνα πεντακοσάρικο στην άκρη. Γύρισε στο σπίτι την ώρα που άρχισε να χτυπάει το τη-
30
ΕΛΠΙΔΑ ΣΤΡΑΤΗΓΑΚΗ
λέφωνο. Άνοιξε την πόρτα και την έκλεισε με το πόδι πιάνοντας το τηλέφωνο. Να, αυτό το καλό έχουν τα μικρά διαμερίσματα, ένα έτσι κάνεις και είναι όλα σε απόσταση χεριού ή ποδιού. Στο τηλέφωνο ήταν η καλύτερη της φίλη, η Μάρα. Η Μάρα τώρα τελευταία, ή μάλλον από το καλοκαίρι, περνούσε μια φάση σεξουαλικού προσανατολισμού. Στα σαράντα της άρχισε να αναρωτιέται: «Μήπως μ’ αρέσουν οι γυναίκες;» Πώς ξεκίνησε αυτό; Στην παραλία της Ελιάς στη Μύκονο, άκρη άκρη δεξιά που είναι μόνο για γκέι, είδε δύο γυναίκες να φιλιούνται μπροστά της σε απόσταση ένα μέτρο. «Και μούδιασα ολόκληρη, ρε Στεφανία, τι ήταν αυτό; Σαν να ζήλεψα, δεν ξέρω, πρέπει να το ψάξω». Αυτό ήταν το τηλεφώνημα που έκανε στη Στεφανία την ίδια μέρα του συμβάντος. Η Στεφανία έμεινε κόκκαλο, εντάξει ότι κουβαλάει μια τρέλα η Μάρα το ήξερε και μάλιστα γι’ αυτό την αγαπάει, αλλά ότι θα την ακούσει να της λέει ότι ζήλεψε και κάτι έπαθε βλέποντας δύο γυναίκες να φιλιούνται… Ποια; Η Μάρα που είχε πάρει όλα τα τεκνά και μη από τα Εξάρχεια και προς τα πάνω, Κολωνάκι μεριά. Εν πάση περιπτώσει, η Μάρα γύρισε από τις διακοπές της χωρίς να το ’χει ψάξει. Επί δέκα μέρες που έμεινε στη Μύκονο, παρακολουθούσε τις περιπτύξεις αυτών των δύο γυναικών σαν μαγνητισμένη. Δέκα μέρες! Εκεί, μην χάσει. Όταν έπιασε να κουβεντιάσει το θέμα με τη Στεφανία, αυτή είχε μία απορία. «Καλά, τόσες παραλίες η Μύκονος, εσύ τι γύρευες εκεί;» Η Μάρα την κοίταξε με απορία. «Μα καλά, ρε μαλάκα, σου ’πε κανένας ότι γουστάρω μαμάδες και παιδάκια να τσιρίζουν δίπλα μου; Εκεί δεν πλησιάζουν και έχεις την ησυχία σου, κατάλαβες τώρα;» Είχε δίκιο και η Στεφανία συμφώνησε μαζί της. Η Μάρα ήταν ψηλή, καστανή, με γυαλιστερά μακριά μαλλιά, με καλό κορμί, παρόλο που συνέχεια γκρίνιαζε για τον κώλο της ότι ήταν μεγάλος. Λάθος! Μια χαρά κώλο είχε για το σώμα της, αν είχε μικρότερο, θα γκρίνιαζε για τα βυζιά
ΕΝΑ ΣΚΟΥΝΤΗΜΑ ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝ
31
της. Οκ. «Συμμετρικά όλα», όπως έλεγε και ο Γιώργος που, παραβιάζοντας τον κανόνα του για το ότι οι γυναίκες πάνω από τριάντα είναι για καλά γεράματα, κοιμήθηκε μαζί της αφήνοντας και στους δύο τις καλύτερες εντυπώσεις. Είχε όμορφο πρόσωπο με μεγάλα καστανά μάτια, που, πώς το κατάφερνε, πάντα κοιτούσαν με απορία, ιδιαίτερα αν μιλούσε με άντρες… Της έλεγε ότι πάντα έπιανε αυτό. «Νομίζουν ότι είμαι ψαρωμένη με ό,τι λένε, και τους αρέσειειει… Τρελαίνονται ρε!» Κάποια στιγμή της ζωής της παντρεύτηκε, στα είκοσι τρία της περίπου, έζησε με τον άντρα της καμιά πεντάρα χρόνια και μετά ο καθένας πήρε τον δικό του δρόμο και ευτυχώς παιδάκια δεν κάνανε για να ’χουν μπλεξίματα με διατροφές και τα παρόμοια. Η Στεφανία τη γνώρισε από κάποια μαθήματα που έκανε σε ένα κέντρο ξένων γλωσσών για ενήλικες. Η Μάρα ήταν μαθήτρια της, έπρεπε να πάρει το «προφίσενσι» για να έχει καλύτερο μισθό στην ασφαλιστική εταιρία που δούλευε. Τα κατάφερε, και με τη Στεφανία έγιναν κολλητές, αυτό πριν από δώδεκα χρόνια, μόλις είχε πάρει το διαζύγιό της. Κουβαλούσε, λοιπόν, μια τρέλα καλή, όπως έλεγε η Στεφανία. Η τρέλα της δεν έκανε σε κανέναν κακό, παρά μόνο στην ίδια. Άντε να τα βγάλει πέρα με τρεις διαφορετικούς γκόμενους ταυτόχρονα. Ευτυχώς που τους δύο τούς έλεγαν Χρήστο και μόνο ο Παύλος ήταν διαφορετικός. Γιατί ευτυχώς; Γιατί είχε και το κακό να λέει το όνομα αυτού που τη γαμούσε την ώρα που τελείωνε. Μια φορά δεν της ξέφυγε με τον Παύλο; Και το διόρθωσε αυτόματα, επαναλαμβάνοντας «Χριστέ μου! Χριστέ μου!» Όταν διηγήθηκε στη Στεφανία το περιστατικό, εκείνη έπεσε κάτω από τα γέλια και η Μάρα στην αρχή τη μούντζωσε θυμωμένη και μετά άρχισε και αυτή να γελάει μέχρι που την έπιασε λόξυγκας. Το πάθαινε αυτό, από τα πολλά τα γέλια την έπιανε λόξυγκας. Μετά, μας τελείωσε ο Παύλος, και τα πράγματα ήταν πιο βο-
32
ΕΛΠΙΔΑ ΣΤΡΑΤΗΓΑΚΗ
λικά. Και τώρα, από το καλοκαίρι και μετά, αποφάσισε ότι πρέπει να κοιμηθεί με γυναίκα, απαραιτήτως. «Κουλάρισε, ρε γαμώτο», της έλεγε η Στεφανία, ανένδοτη αυτή. Στο Φεστιβάλ της Αθήνας, στις «Νύχτες πρεμιέρας» είχαν προβολή το φιλμ «Δωμάτιο στη Ρώμη». Πήρε τηλέφωνο τη Στεφανία και της είπε ότι έχει βγάλει δύο εισιτήρια να πάνε στον «Δαναό». Η Στεφανία, μόλις άκουγε Δαναό, κάτι πάθαινε, της είχε κάτσει ανάποδα αυτός ο κινηματογράφος. «Ούτε γι’ αστείο, εγώ στον “Δαναό” δεν πάω». Η Μάρα έβαλε τα μεγάλα μέσα: «Ξέρεις ποιος είναι ο σκηνοθέτης; Αυτός ο Μέντεμ που έλεγες προχθές στον Σωτήρη ότι θεωρείς πως έχει μεγάλο ταλέντο». Έτσι, είπε ναι η Στεφανία και πήγαν στον «Δαναό». Μόλις το φιλμ τελείωσε, η Μάρα γύρισε στη Στεφανία και της είπε. «Ρε συ! Εμείς οι δύο γιατί ποτέ δεν κάναμε κάτι τέτοιο μεταξύ μας;» Η Στεφανία την κοίταξε σοβαρά και της είπε: «Γιατί μ’ αρέσουν οι ξανθιές». Η Μάρα την κοίταξε με απορία. «Ναιαιαι; Δεν μου το ’χες πει ποτέ». Η Στεφανία «τα πήρε»: «Κόψε κατ’ αρχάς αυτό το μαλακισμένο βλέμμα, μ’ εμένα μιλάς, και μετά σοβαρέψου, δεν είσαι πιτσιρίκα να λες αηδίες». Εκεί έληξε η απορία της Μάρας, αλλά αποφάσισε εκείνο το βράδυ στο «Καντίν» να κάνει πλήρη ανάλυση των σκηνών που παρακολούθησαν πάνω από τα ποτά τους. Η Στεφανία το μόνο σχόλιο που έκανε ήταν ότι, αν είχε γυριστεί αυτό το υποτιθέμενο σενάριο από κάποιον στην Αμερική, θα ’ταν πορνό και μόνο. Επειδή το χειρίστηκε ο Μέντεμ βγήκε μια αισθησιακή, καλλιτεχνική ταινία. Από τότε είχε περάσει μήνας και, τώρα, στο τηλέφωνο η Μάρα της μιλούσε για έναν Θάνο που γνώρισε το προηγούμενο βράδυ και θα τον έπαιρνε οπωσδήποτε. «Και οι γυναίκες;» «Ποιες γυναίκες;» «Να, αυτές που θα κοιμόσουν μαζί τους;» Έγινε στιγμιαία σιωπή και μετά η Μάρα απάντησε: «Γιατί, θα χαθούν οι γυναίκες; Ή μας πήραν τα χρόνια; Θα γίνει και αυτό οσονούπω».
ΕΝΑ ΣΚΟΥΝΤΗΜΑ ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝ
33
Μόλις έκλεισε το τηλέφωνο, η Στεφανία αποφάσισε ότι έπρεπε να φτιάξει τη σάλτσα αν ήθελε να φάει, είχε και να πάει στο φροντιστήριο το απόγευμα για δύο ώρες. Αφού έβαλε τη σάλτσα να βράζει, κάθισε αποφασισμένη να βάλει πρόγραμμα στη ζωή της, αν ήθελε να καταφέρει κάποτε να τελειώσει ένα βιβλίο. Σκορπιζόταν σε μαλακίες, να τρέχει με τη Μάρα ή τον Σωτήρη δεξιά και αριστερά και δεν κοίταζε να στρώσει κώλο. Πήρε λοιπόν μολύβι και χαρτί και άρχισε. Οχτώ το πρωί ξύπνημα, το κοίταξε και της έκανε πολύ πρωί έτσι έσβησε το οχτώ και έγραψε εννιά. Οκ. Μετά, καφές τσιγάρο, χουζούρεμα ένα τέταρτο, Δέκα, διόρθωση των γραφτών από το κέντρο ξένων γλωσσών, τσιγάρο και χαλάρωση. Και… μετά γράψιμο, αλλά πρώτα έπρεπε να κάνει ένα πλάνο για το βιβλίο. Λοιπόν, έχουμε και λέμε… Πώς εξελίσσεται η κατάσταση του Μιχάλη; Εντάσσεται στην κοινωνία μετά τον θάνατο του Ευθύμη ή όχι; Φεύγει διακοπές; Βρίσκει τον έρωτα της ζωής του; και αν ναι, πού τον βρίσκει, σε τι χώρο; Φιλικό; Οικογενειακό; Άσχετο; Στην παλιά του γειτονιά; Σε ένα μπαρ; Ο Κρίτωνας τι κάνει; Είναι καλά; Αρρωσταίνει; Κάνει και άλλο παιδί και το βαφτίζει ο Μιχάλης; Αυτό το τελευταίο σαν να της άρεσε, αλλά η Αναστασία, θα ’θελε άλλο παιδί; Μετά σκέφτηκε να αλλάξει το όνομα της γυναίκας του Κρίτωνα, γιατί όχι Ευανθία ή Αλεξία; Τι χαζό όνομα, θα την έλεγε Χαρά; Μπα άσ’ το μωρέ, τι έγινε; Θα την έλεγε, κάτσε να δεις, Πένυ! Το βρήκαμε, Πένυ! Μα τώρα να ’ναι σοβαρή, έχει γνωρίσει καμιά Πένυ τόσο δυναμική όσο η γυναίκα του Κρίτωνα; Ρε γαμώτο, δικό της δεν ήταν το βιβλίο; Ό,τι θέλει γράφει, ασ’ το διάολο, έχασε την ώρα της με το όνομα της γυναίκας του Κρίτωνα… Θα την πει Αναστασία. Τελείωσε, αυτό της ταίριαζε. Αναστασία, λοιπόν. Της μύρισε η σάλτσα σαν να ’πιανε, πετάχτηκε πάνω και έτρεξε στην κουζίνα, ευτυχώς την πρόλαβε. Κάθισε στο λαπ-τοπ και μπήκε να δει τα e-mail της. Πού
34
ΕΛΠΙΔΑ ΣΤΡΑΤΗΓΑΚΗ
μαζεύτηκαν τόσα; Τρεις μέρες είχε να μπει και είχε ένα κάρο μηνύματα. Βρε, βρε, η Κατερινούλα από την Αμοργό τής έγραφε. «Όπα, παντρεύεται; Μπράβο, ρε Κατερινούλα, παίρνει τον Νεοκλή της τελικά. Τι τράβηξε και αυτή μέχρι να αποφασίσει ο Νεοκλής να βάλει την κουλούρα».
ΔΥΟ
Η
Μάρα έκλεισε το τηλέφωνο και σκέφτηκε ότι τώρα τελευταία η Στεφανία ήταν λίγο τσιτωμένη, της συνέβαινε κάτι και δεν είχε πει κουβέντα; Λες αυτός ο ξενέρωτος ο Σωτήρης να της κάνει γυμνάσια; Μπα! Αυτό το απέκλεισε, αμέσως μόλις το σκέφτηκε. Σιγά τον γκόμενο που θα κάνει και γυμνάσια το νιάνιαρο! Πόσο να ’ταν; Είκοσι; Είκοσι πέντε; Και πολλά λέει, μπορεί όμως και να μικροδείχνει γιατί δουλεύει στη διαφήμιση σχεδόν οχτώ χρόνια; Βέβαια! Μάλλον τριάντα είναι ή κάπου εκεί. Κάνει και καλό κρεβάτι, λέει η Στεφανία, εδώ η Μάρα είχε της αμφιβολίες της. Να, αυτό ήταν ένα σημείο που είχαν κοινό, οι πιτσιρικάδες, ή μήπως το μόνο σημείο; Σε λίγο σχολούσε και θυμήθηκε ότι είχε πει πως θα περνούσε από τη μάνα της να τη δει, να φάνε μαζί. Από πέρσι, που έμεινε μόνη μετά τον θάνατο του πατέρα της, την είχε έγνοια, κόντευε και τα ογδόντα. Ευτυχώς που έμενε κοντά η αδερφή της, η Σοφία, και πέρναγε συχνά να δει τι κάνει, αν θέλει κάτι. Όμως, μια φορά την εβδομάδα η Μάρα πήγαινε να φάνε μαζί το μεσημέρι. Θα περνούσε από το «Φαρ Ιστ Πακ» της Αμφιθέας και θα ’παιρνε το τριπλ νουντλς που άρεσε στη μάνα της και τα καβουροπιτάκια. Χαμογέλασε, ο
36
ΕΛΠΙΔΑ ΣΤΡΑΤΗΓΑΚΗ
Αργύρης, ο συνάδελφός της, πέρασε και την πείραξε, τι σκέφτεται; Τη χθεσινή βραδιά; Πετυχημένη ήταν; Η Μάρα τον κοίταξε και άλλη μια φορά σκέφτηκε γιατί δεν πάει για πλαστική με τέτοια μύτη! Άραγε είναι αλήθεια αυτό που λένε για τους άντρες με μεγάλη μύτη; Είναι, δεν είναι, αποκλείεται να το μάθαινε από πρώτο χέρι. Μετά, σκέφτηκε τον Θάνο. Ο «μικρός» ήταν τριάντα τεσσάρων και έδειχνε είκοσι τεσσάρων ακόμα. Καλύτερα, σκέφτηκε. Θα τον έβαζε κάτω και θα του άλλαζε τον Πετρέλη, όπως λέγανε γελώντας με τη Στεφανία. Πώς κρατήθηκε χθες, αυτή ξέρει, ε να μην φανταστεί ότι είναι και εύκολη, άσε που μπορεί και να τρόμαζε και να την έκανε. Για να δούμε, θα έπαιρνε τηλέφωνο για κάνα ποτό όπως είπε; Ουπς, τέρμα για σήμερα. Πήγε σχεδόν τρέχοντας στο πάρκινγκ να πάρει το αμάξι της και φώναξε φεύγοντας στον παρκατζή. «Γεια σου κυρ-Ηλία, καλό Σαββατοκύριακο». Πήρε την Ακαδημίας με κατεύθυνση τη Βασιλίσσης Σοφίας και βλαστήμησε την ώρα και τη στιγμή που είχε την έμπνευση αυτή. Γύρω στους… πόσοι; Χίλιοι να ’ταν; Πολλούς έλεγε, έκαναν διαμαρτυρία μπροστά στη Βουλή και οι μπάτσοι, κλασσικά, έκαναν ό,τι ήταν δυνατόν για να χειροτερέψουν την κατάσταση. Η Μάρα σκέφτηκε: «Και πού ’σαι ακόμα!» Στην εταιρία της ήδη κάποιοι είδαν την πόρτα της εξόδου, ακόμα και οι παλιοί όπως αυτή, δεν νιώθανε σίγουροι για την καρέκλα τους. Χέσ’ τα όπως τα ’χουν κάνει οι φωστήρες της Βουλής. Κάποια στιγμή, ύστερα από δύο τσιγάρα, ο δρόμος άνοιξε και εκείνη έφυγε αριστερά. Από την επόμενη φορά που θα πήγαινε στη μάνα της, η διαδρομή θα ήταν Σόλωνος - Πατριάρχου Ιωακείμ - Ευαγγελισμός - μετά αριστερά Χίλτον - μετά ευθεία απέναντι στο Κάραβελ, θα έμπαινε στην Ευφρονίου και μετά θα έπαιρνε τη Φορμίωνος, δεξιά στην Υμηττού - Ηλία Ηλιού, όλο ευθεία Ελευθερίου Βενιζέλου - Ν. Σμύρνης τέρμα θα έστριβε δεξιά και θα έμπαινε αριστερά στην Αμφιθέας κάτω, προς παραλιακή. Μόνο που τα
ΕΝΑ ΣΚΟΥΝΤΗΜΑ ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝ
37
σκέφτηκε όλα αυτά κουράστηκε, όλη αυτή τη διαδρομή αν έχει πορεία, οκ. Έστριψε δεξιά στην Ηρώδου Αττικού και πήρε δεξιά τη Βασιλέως Κωνσταντίνου, Καλλιρόης με κατεύθυνση τη Συγγρού. Η μάνα της έμενε στο Καλαμάκι, στο πατρικό τους, μια μονοκατοικία στην Αυξεντίου. Έφτασε στις τέσσερις. Η καημένη η μάνα της την περίμενε. Την επομένη σκέφτηκε ότι θα ’ρθει Σάββατο ή Κυριακή να φάνε μαζί, γιατί δεν πάει να την περιμένει μέχρι τις τέσσερις η γυναίκα ξελιγωμένη από την όποια καθυστέρηση συναντήσει η Μάρα. Η Μάρα κάθισε μέχρι τις έξι, τα είπανε και χάρηκε άλλη μια φορά που είδε ότι η υγεία της μάνας της της επέτρεπε να αυτοεξυπηρετείται. Φαντάσου να μην μπορούσε η γυναίκα, άντε να έρθει ή εκείνη στο Καλαμάκι να μείνει μαζί της ή η μάνα της στο Πολύγωνο. Γιατί να πάει να μείνει στη Σοφία, ούτε για αστείο. Πέντε άνθρωποι σε ενενήντα τετραγωνικά με δύο κρεβατοκάμαρες, πού να μείνει; Σε λίγο, τα παιδιά θα θέλανε το καθένα την κρεβατοκάμαρά τους. Χώρια που ο άντρας της Σοφίας, πολιτικός μηχανικός, δεν είχε δουλειές τελευταία και τα οικονομικά τους ήταν οριακά. Ευτυχώς που η σύνταξη της μάνας της έφτανε για να ’χει και μια γυναίκα δύο φορές την εβδομάδα είτε για τα ψώνια είτε για το συμμάζεμα του σπιτιού. Η Σοφία έλεγε ότι αν υπήρχαν τρεις κρεβατοκάμαρες στο πατρικό, θα πήγαινε εκεί και θα νοίκιαζαν το διαμέρισμα να έχουν και κάποιο έσοδο μιας και τα πράγματα φοβόταν ότι δεν θα έφτιαχναν γρήγορα. Και σίγουρα δεν θα έφτιαχναν, τώρα πώς οι Έλληνες κοιμήθηκαν πλούσιοι και ξύπνησαν φτωχοί, αυτό είναι άλλου παπά Ευαγγέλιο. Εμ, και ο Πάγκαλος; Που είπε ότι όλοι μαζί τα φάγαμε; Λοιπόν να ξεκαθαρίσουμε κάτι. Αυτή η κατάσταση δημιουργήθηκε από τις τράπεζες που ανεξέλεγκτα έδιναν δάνεια και στην κουτσή Μαρία που δεν είχε δουλειά. Οκ, αλλά η πολιτεία που ήταν, ρε παιδιά; Κανένας έλεγχος από την πολιτεία; Ο Γιώργος, ο Παναγιώτης, ο Κώστας, η Μαρία
38
ΕΛΠΙΔΑ ΣΤΡΑΤΗΓΑΚΗ
η Κατερίνα και όλοι γενικά μπήκαν στο λούκι του δανεισμού, αλλά και με τις ευλογίες της εκάστοτε κυβέρνησης. Ο Έλληνας πολίτης χρεώθηκε με ποσά που δεν αντιστοιχούσαν στη δυνατότητά του αποπληρωμής. Αν τώρα πεις, «πού ήσασταν εσείς οι τριακόσιοι και τι δουλειά κάνετε στο κάτω κάτω της γραφής;», έχουνε μια απάντηση. «Όλα γίνανε για την καλυτέρευση του βιοτικού επιπέδου και, συγγνώμη, ενήλικες ήσασταν, ας προσέχατε». Σωστά, έπρεπε να προσέχουν γενικά, μήπως και στο πώς ψηφίζουν; Αλλά εξακολουθεί να υπάρχει μια απορία, αυτήν την απορία που κουβέντιαζαν τις προάλλες η Στεφανία με τον Σωτήρη και τη Μάρα, στην παρέα ήταν και ο Θανάσης ο παρωπιδάκιας ΚΚΕς. Η απορία, λοιπόν, ήταν: η Αριστερά πού ήταν τόσα χρόνια που γίνονταν όλα αυτά να τα καταγγείλει, ότι υπάρχει σχέδιο, ρε παιδιά, να μας πτωχεύσουν. Τώρα; Τώρα, καλά κρασιά να λένε, τώρα που γίνανε σκατά όλα, άντε να σκουπιστούμε… Ο Θανάσης, μαινόμενος, προσπαθούσε να πει ότι το ΚΚΕ τα είχε πει όλα αυτά, αλλά κανένας δεν άκουγε. «Δηλώσαμε κουφοί και δεν το ’ξερα;» του ’πε η Στεφανία. «Μα τι λες, ρε Θανάση, όταν θέλει το ΚΚΕ να κινητοποιήσει κόσμο το κάνει στο πι και φι, εδώ δεν μπορούσε να φωνάξει; Να μας πει, προσέξτε νάρκη μπροστά; Γιατί απαίτηση δεν έχω από τα αστικά κόμματα να μου κρούσουν τον κώδωνα του κινδύνου, αυτοί είναι ένα με τους τραπεζίτες, όχι, φίλε μου, από το ΚΚΕ και τον Συνασπισμό περιμένω να με ενημερώσουν και να με προφυλάξουν». Εκεί ο Σωτήρης έβαλε τα γέλια. «Καλά, αν περιμένεις από τον Συνασπισμό, φέξε μου και γλίστρησα. Αυτοί, πουλάκι μου, δεν προλαβαίνουν να ασχοληθούν με τα κοινά, γιατί καίγεται το σπίτι τους, αλλά πρόσεξε, από φωτιά που βάλανε οι ίδιοι. Άσ’ τα, βράσ’ τα…» Μετά παράγγειλαν άλλη μια γύρα ποτά και αποφάσισαν να ασχοληθούν με κάτι γκόμενες απέναντι, αν είναι διαθέσιμες ή όχι, δηλαδή οι άντρες αποφάσισαν να ασχοληθούν,
ΕΝΑ ΣΚΟΥΝΤΗΜΑ ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝ
39
ο Σωτήρης τάχα μου από ενδιαφέρον να βρει γκόμενα στον Θανάση. Η Στεφανία κοίταξε τη Μάρα και αποφάσισαν με ένα βλέμμα ότι αρκετά ασχολήθηκαν με τις μαλακίες των αντρών και είπαν να γυρίσουν στα σπίτια τους. «Όχι, δεν πειράζει, καθίστε εσείς παιδιά!»
ΤΡΙΑ
Κ
αλά, τι φωνές ήταν αυτές; Λες και κάποιος φώναζε μέσα στο σαλόνι της. Η Στεφανία πετάχτηκε επάνω με ταχυπαλμία. Μια γυναίκα φώναζε «Άσε με, άσε με ρε γαμώτο θα στριγγλίσω!» Τι «θα στριγγλίσω», που στρίγγλιζε ήδη. Από τον δρόμο ήταν; Ε, της πήρε κάποια δεύτερα για να συνειδητοποιήσει ότι από κάτω ακούγονταν οι φωνές. Μια αντρική βαριά φωνή έλεγε «Μην μιλάς σου λέω, βούλωσ’ το!» Η Στεφανία άνοιξε την μπαλκονόπορτα, βγήκε έξω και κοίταξε κάτω. Στη γωνία του δρόμου, διαγώνια από τη δική της πολυκατοικία, ένας άντρας είχε βουτήξει στην κυριολεξία από τον λαιμό μια μελαχρινή γυναίκα, με έντονα βαμμένα μάτια, φορούσε κοντή μαύρη φούστα και κοντό τζιν μπουφάν με αστράκια και κουμπιά μεταλλικά. Αυτά ήταν τα πρώτα που είδε η Στεφανία. Ααα! Και τακούνια ναι, ναι, ψηλά τακούνια σε κόκκινα παπούτσια. Όλα αυτά μπόρεσε να τα δει, μιας και οι δύο κάθονταν κάτω από το φως της ταμπέλας του τυπογραφείου της γωνίας. Πουτάνα; Μπορεί, όμως αυτό δεν ήταν λόγος να την πνίγει ο μάγκας. Της έλεγε, λοιπόν: «Τι σου ’πα εγώ; Δεν σου ’πα να μην μιλήσεις μαζί του; Με ποιον σου ’πα να μιλήσεις; Θυμάσαι, μωρή καριόλα, ή όχι;» Η γυναίκα δεν απαντούσε, τα αναφιλητά τής έκοβαν την ανάσα.
ΕΝΑ ΣΚΟΥΝΤΗΜΑ ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝ
41
Από την πολυκατοικία απέναντι, από τον πρώτο όροφο, βγήκε ένας άντρας γύρω στα πενήντα πέντε, με το στομαχάκι του και τη σχετική φαλάκρα, να του κάνει παρατήρηση: «Ε! Τι γίνεται εδώ; Τι κάνεις εκεί, μου λες, πας να την πνίξεις τη γυναίκα;» Ο μάγκας γύρισε, τον κοίταξε, έφτυσε μεγαλοπρεπώς και απάντησε: «Ρε μπάρμπα, δουλειά σου, τράβα για ύπνο γιατί δουλεύεις το πρωί και θα σε μαλώσει τ’ αφεντικό». Από μέσα ακούστηκε η γυναίκα του που του ’λεγε: «Μπες μέσα, παιδί μου, με τον κάθε αλήτη θα πιαστείς;» Ο άντρας μπήκε μέσα και ο μάγκας κοίταξε απέναντι προς τη μεριά της Στεφανίας. Δεν της έδωσε σημασία, αλλά η επέμβαση του άλλου, σαν να τον είχε ηρεμήσει και αγκαλιάζοντας τη γυναίκα από τους ώμους, κάτι της είπε, εκείνη απλά κούνησε το κεφάλι, κοίταξε τη Στεφανία με ένα βλέμμα γεμάτο φόβο, ντροπή, παράπονο, ακολούθησε τον άντρα και φύγανε ανεβαίνοντας τη Βαλτετσίου προς την Ιπποκράτους. Αυτό, όμως, το περιστατικό κατάφερε να την αναστατώσει και άντε τώρα να κοιμηθεί. Τι παράπονο που ’χε αυτό το βλέμμα. Να ’ταν Ελληνίδα ή καμιά φουκαριάρα Ανατολικοευρωπαία; «Ποιος ξέρει», σκέφτηκε η Στεφανία, «τι κουβαλάει και αυτή μέσα της. Πόσες και πόσες γυναίκες στον κόσμο δεν έχουν έναν άντρα που τις πνίγει, τις δέρνει, τις κακομεταχειρίζεται, τις βιάζει και αυτές δεν έχουν τη δυνατότητα να ξεφύγουν. Και καλά, πες ότι ξέφυγαν… Καλύτερα να κάνουν τον σταυρό τους να μην τις βρουν μετά, γιατί τότε… Μαύρο φίδι που τις έφαγε!» Η Στεφανία αναρωτιόταν άλλη μια φορά γιατί οι άντρες δεν αγαπούν τις γυναίκες; Δηλαδή, τι; Μια γυναίκα τούς δίνει ζωή, τους μεγαλώνει, τους αγαπάει, τους φροντίζει, τους δίνει γιους, κόρες και γερνάει δίπλα τους, πάντα σύντροφος στα καλά και στα άσχημα. Τι συμβαίνει άραγε; Αυτό το γινάτι που κρατάνε στις γυναίκες από πού ξεκινάει; Από τη θρησκεία που η Εύα ευθύνεται για την έξοδο από τον Πα-
42
ΕΛΠΙΔΑ ΣΤΡΑΤΗΓΑΚΗ
ράδεισο; Χα! Ή μάλλον για την είσοδο στη γνώση. Και αν σκεφτείς, όλες, λίγο πολύ οι θρησκείες βάζουν έναν τέτοιο σπόρο δυσαρέσκειας προς τις γυναίκες. Ο πολιτισμός το μόνο που τους έμαθε είναι να μην αποκαλύπτουν αυτό που πραγματικά σκέφτονται και νιώθουν, γιατί δεν είναι πολιτικά ορθό. Πίπες. Αν πετύχεις κάπου μόνο άντρες μαζεμένους και στήσεις αυτί, θα σου σηκωθεί η τρίχα κάγκελο από αυτά που λένε. Για τους Ευρωπαίους λέω, δεν μιλάω για τον κάθε μουσουλμάνο Μεσανατολίτη. Η Στεφανία κούνησε το κεφάλι της και πήγε στην κουζίνα να φτιάξει καφέ και να σκεφτεί πώς θα συνεχίσει το βιβλίο της. Μόλις ήπιε την πρώτη γουλιά, σκέφτηκε τον Σωτήρη. Ο Σωτήρης τις προάλλες απέφυγε να συναντηθούν γιατί λέει ήταν κουρασμένος. Οκ, μάγκα, υπάρχει άλλη; Με γεια σου με χαρά σου, όχι ότι δεν θα την πειράξει, και βέβαια, αλλά του θανατά δεν θα πέσει. Σήμερα, πάλι, είπε θα της τηλεφωνήσει να κανονίσουν. Ένιωθε μια επιθυμία να πάει μέχρι το σπίτι του να του πει «καλημέρα», αλλά δεν γουστάρει να της πει καμιά μαλακία του στυλ «Τι θέλεις εσύ εδώ;» Ενώ εκείνη θα ’θελε να ανοίξει την αγκαλιά του και ευτυχισμένος να της πει, «Τι καλά που σε βλέπω πρωί πρωί, μου έφτιαξες τη μέρα, μωρό μου» και να της δώσει ένα φιλί να της κόψει την ανάσα. Αποφάσισε να προσγειωθεί και να στρώσει κώλο να γράψει. Να βάλει τον Κρίτωνα να πάθει καρδιακό; Ψιλό, και να τη σκαπουλάρει.
ΚΑΙΡΟΣ ΦΕΡΝΕΙ ΤΑ ΛΑΧΑΝΑ, ΚΑΙΡΟΣ ΤΑ…
Ο
Μιχάλης παράγγειλε ένα καπουτσίνο και έμεινε να χαζεύει τον δρόμο απέξω. Απέναντί του ήταν το «Βοξ». Πιτσιρικάς ερχόταν και έβλεπε ταινίες στην ταράτσα ή άλλοτε, αν ήθελε κουλτούρα, πήγαινε στη «Ριβιέρα» ή το «Εκράν». Χαμογέλασε, τώρα προτιμούσε τα «Village», καλύτερο ήχο κ.λπ. Ωπ! Σαν να είδε τον Αλέκο ή του φάνηκε; Σηκώθηκε και πήγε βιαστικά στην πόρτα. Άνοιξε και κοίταξε προς τα πάνω. Ναι, ο Αλέκος ήταν. «Αλέκο!» φώναξε. Εκείνος σταμάτησε προσπαθώντας να προσδιορίσει από πού τον φώναζαν και μετά τον είδε και άρχισε να κατεβαίνει προς το μέρος του. Ο Αλέκος ήταν ψηλός και αδύνατος, υπερβολικά αδύνατος, όλα τα ρούχα που φορούσε ήταν σαν σακούλες πάνω του, τι να έβαζε μπλουτζίν, τι κουστούμι, το ίδιο αποτέλεσμα, αφού κάθε φορά που τον έβλεπαν με τον Κρίτωνα τον πείραζαν: «Ρε συ, ο μακαρίτης είχε και κώλο και γενικά νορμάλ τον κόβουμε». Ο Μιχάλης τον κάλεσε για καφέ. «Καλά», του είπε «δεν τα ’μαθες;» Ο Μιχάλης ένιωσε ότι αυτό που θα άκουγε δεν θα του άρεσε καθόλου. «Ο Κρίτωνας, ρε, είχε ένα επεισόδιο». Ο Μιχάλης τον κοιτούσε σαν χαζός. «Τι επεισόδιο;» «Καρδιακό». Ο Μιχάλης ένιωσε να ιδρώνει αυτόν τον κρύο, παράξενο ιδρώτα που προηγείται μιας λιποθυμίας, τον κοιτούσε σαν να μην είχε
44
ΕΛΠΙΔΑ ΣΤΡΑΤΗΓΑΚΗ
ακούσει καλά και μετά κατάλαβε πολύ καλά τι ακριβώς του είχε πει ο Αλέκος. Εκείνη τη στιγμή κοίταξε το κινητό του και είδε ότι το ’χε στη σίγαση. Μηνύματα τέσσερα τον αριθμό και όλα από την Αναστασία. Αφού τον ενημέρωσε ο Αλέκος ότι ο Κρίτωνας ήταν στο «Ερρίκος Ντυνάν», έφυγε βολίδα με το πρώτο ταξί που βρήκε, καλά που τον ήξεραν στο καφέ και δεν τον πήραν στο κυνήγι για το καπουτσίνο που τ’ άφησε απλήρωτο. Μόλις έφτασε στο «Ντυνάν», δεν περίμενε ούτε το ασανσέρ, βρέθηκε τρέχοντας επάνω με την ανάσα του κομμένη, είδε την Αναστασία στο διάδρομο και την πλησίασε. «Πως είναι;» ψέλλισε. «Σιγά», του ’πε, «πάρε μια ανάσα, όλα καλά, μόνο που μας λαχτάρησε. Να χάσει κιλά του ’πε ο γιατρός, αυτό που φωνάζω κι εγώ». Ο Μιχάλης μόνο που δεν σωριάστηκε, όχι ρε γαμώτο, ο Κρίτωνας ήταν ο μόνος που είχε, ο Κρίτωνας ήταν ο αδερφός του. Ο μόνος που τον συνέφερνε από τις άπειρες «πατάτες» που έκανε στη ζωή του. Η Αναστασία τον κοίταξε. «Και όχι τίποτα άλλο, αλλά να, μόλις σήμερα έμαθα ότι είμαι πάλι έγκυος…» Αυτό γιατί του φάνηκε σαν να το είχε ονειρευτεί; Γιατί ένιωθε ότι αυτή η κουβέντα είχε ξαναγίνει και ότι αυτός αυτόματα έλεγε: «Έλα, ρε Αναστασία, εγώ νονός, με το καλό, του το ΄πες του Κρίτωνα;» Η Αναστασία τον κοίταξε και σκέφτηκε ότι τώρα τελευταία ο Μιχάλης πέταγε καμιά τέτοια παπαριά, πράγματα που δεν έκανε στο παρελθόν, μάλλον μεγάλωνε και αυτός. «Όχι, ρε Μιχάλη, πότε να του το πω; Όταν ήταν μέσα; Αφού δεν τον έχω δει ακόμα». Ο Μιχάλης κοίταξε γύρω του, με τίποτα δεν θα ’θελε να βρεθεί μέσα σε νοσοκομείο, σιχαινόταν και τη μυρωδιά τους. Έχετε προσέξει μια ιδιαίτερη μυρωδιά που ’χουν τα νοσοκομεία; Οινόπνευμα, μπεταντίν και καθαριστικό πατώματος, ενίοτε και φαγητίλα. Ένιωσε ότι ήθελε να καθίσει. «Πάω στο σαλόνι, έρχεσαι;» Η Αναστασία τον ακολούθησε. «Έτσι και αλλιώς σε κάνα εικοσάλεπτο θα μπορέσω να τον δω».
ΕΝΑ ΣΚΟΥΝΤΗΜΑ ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝ
45
Ο Μιχάλης έφυγε από το νοσοκομείο, όλη η μέρα του είχε χαλάσει και μόνο με τη σκέψη ότι μπορεί να μην έβλεπε ξανά τον Κρίτωνα. Γνωρίστηκαν όταν ακόμα και οι δύο περνούσαν την επαναστατική μαλακισμένη εφηβεία τους. Ροκ μουσική, τσιγαριλίκια και ατέλειωτη κουβέντα για τις γκόμενες. Γνωρίστηκαν, δηλαδή, στην ηλικία που οι φιλίες είναι για μια ζωή. Ο Κρίτωνας έγινε ο αδερφός που δεν είχε. Ο κολλητός. Μαζί «χτυπούσαν» τις γκόμενες, τις μοιράζονταν, ψιλοτσακώνονταν για το αν η Ελένη ή η Μάτα έκανε καλύτερο τσιμπούκι και όλα αυτά που ενώνουν, αλλά μπορούν και να χωρίσουν δύο άντρες. Έτσι δεν έγινε για εκείνη την καριόλα, την Πόπη; Που έβαζε λόγια στον έναν για τον άλλον; Κόντευαν να φάνε τα μουστάκια τους. Μα λένε στον έναν πιτσιρικά ότι ο άλλος είπε ότι τον έχει σαν φασόλι; Αυτά είναι πολύ σοβαρά λόγια, όταν είσαι δεκαεπτά χρονών κοκοράκι. Καλά που την κατάλαβαν την κουφάλα και την έκαναν πέρα, αφού την έβαλαν να τους κάνει μια τελευταία πίπα. Ο Μιχάλης, στη σκέψη όλων αυτών, άρχισε να γελάει μόνος του μέσα στο ταξί. Ο οδηγός τον κοίταξε από τον καθρέφτη λιγάκι απορημένα στην αρχή και μετά με ανησυχία. Ο Μιχάλης τον αντιλήφθηκε. «Δεν είναι τίποτα, φιλάρα, μόλις έμαθα ότι ο κολλητός μου τη σκαπούλαρε». Σκέφτηκε ότι είχε δίκιο ο γιατρός, άλλωστε και αυτός δεν του ’λεγε «ρε μαλάκα, χάσε κάνα κιλό, για έμφραγμα σε κόβω και σούμπιτο». Ρε πούστη μου, ανοιχτοί ήταν οι ουρανοί όταν το ’πε; Αφηρημένος έβαλε ένα τσιγάρο στο στόμα του και πήγε να το ανάψει, την τελευταία στιγμή θυμήθηκε την απαγόρευση και σταμάτησε. Ο ταξιτζής τον κοίταξε από τον καθρέφτη και του ’πε χαμογελώντας: «Δεν πειράζει παλικάρι, άναψ’ το να φύγει η στεναχώρια. Καμιά φορά χρειάζεται το γαμημένο. Εγώ το ’κοψα και μόνο η μυρουδιά του καπνού μού φτάνει πια για να ξεχαρμανιάζω».
ΤΕΣΣΕΡΑ
Η
Στεφανία ένιωσε ότι νύσταζε! Φτου σου, ρε γαμώτο! Έπρεπε να μείνει ακόμα μισή ώρα, είχε βάλει διαγώνισμα στην τάξη. Διαγώνισμα προετοιμασίας των εξετάσεων, εκεί να δεις, που έπρεπε να ’ναι αυστηρή, μην το ρίξουν στην αντιγραφή. Ρε γαμώτο, αφού δεν το ΄χει. Σιχαίνεται τη διδασκαλία βάσει ύλης. Όχι! Αυτά τα πρέπει, τη σκοτώνουν. Να διδάξει ότι αυτή θέλει; Μάλιστα, να διδάσκει έτσι με τις ώρες. Να αναπτύσσει τα θέματα που θέλει και να κάνει διάλογο, αυτό θέλει, αλλά πού; Πουθενά! Καλά, τώρα λέει μαλακίες, δεν κάνει καλύτερα τον σταυρό της που ’χει και δουλειά. Ο μικρός, ο Σωκράτης, δηλαδή τι μικρός, πατημένα τα δεκαοχτώ, προσπαθούσε να κοιτάξει το γραπτό του διπλανού του, η Στεφανία χτύπησε το στυλό της πάνω στο γραφείο, εκείνος την κοίταξε, του ’κανε νόημα να μην αντιγράφει και αυτός, κοίτα το μούτρο! Της έστειλε φιλί. Με το ζόρι κρατήθηκε σοβαρή. Από μέσα της σκεφτόταν ότι τη γλύτωσε λόγω φροντιστηρίου, αλλιώς θα του μάθαινε πολλές ξένες γλώσσες. Αυτό το μαλακισμένο, ο Σωτήρης, άφαντο. Και μόνο που το σκέφτηκε, τα πήρε στο κρανίο. Έριξε μια άγρια ματιά προς τη μεριά του Σωκράτη με την σκέψη: «Ρε μαλακισμένο, κάνε ότι αντιγράφεις και σε πήρε ο διάολος». Επιτέλους τελείωσαν. «Τι
ΕΝΑ ΣΚΟΥΝΤΗΜΑ ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝ
47
να κάνω τώρα; Να πάρω τη Μάρα ή θα ’χει κανονίσει με τον καινούργιο; Θα την πάρω». Ευτυχώς ήταν ελεύθερη να βγουν και να πάνε στο «Νίξον» για κάνα ποτό, να μιλήσουν, να σαχλαμαρίσουν εν γένει, αρκεί να μην ήταν μόνη. Τώρα τελευταία ένιωθε πιο έντονα τη μοναξιά από παλιότερα. Παλιότερα δεν ένιωθε καθόλου μόνη, αντίθετα μάλιστα αποζητούσε να μείνει μόνη της για να ηρεμήσει λίγο από τα ξενύχτια και τα γαμήσια. Τώρα, όμως, δεν ήταν 20 ή 30, κόντευε τα σαράντα, άντε ακόμα δύο χρόνια. Πω, πω! Σαράντα; Σκατά! Άδικο είχε η μάνα της Μάρας που τους φώναζε να νοικοκυρευτούν; Αλλά από την άλλη, να ξυπνάς δίπλα στον ίδιο μαλάκα κάθε μέρα, να του μαγειρεύεις; να του πλένεις, να του ΣΙΔΕΡΩΝΕΙΣ; «Δεν κόβω καλύτερα τις φλέβες μου!» σκέφτηκε, και μόνο που τα σκέφτηκε πήρε κάτι ανάποδες που ξεκίνησε να ντύνεται για την έξοδό της μες στα νεύρα. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Όπα! Άρχισε να κάνει κοιλίτσα; Γύρισε δεξιά και αριστερά και μετά άρχισε να ψάχνεται για κυτταρίτιδα, αυτή δεν είχε ποτέ, δεν είχε, τη γλύτωσε για την ώρα, αλλά που θα πάει; θα ΄ρθει κι αυτή… Έφταιγε που δεν πήγε στην τουαλέτα δύο μέρες τώρα. Γι’ αυτό η κοιλιά της ήταν φουσκωμένη, άμα έχεζε θα γινόταν πάλι πλάκα. Τι να φορούσε; Έφαγε μισή ώρα να βάζει και να βγάζει για να καταλήξει σε αυτά που από την αρχή είχε στο μυαλό της να φορέσει. Ωραία, θα βαφόταν και έξω απ’ την πόρτα. Όπως κατέβαινε τη Σόλωνος με το καρούλι της, άρχισε να σκέφτεται όλα όσα την αποσυντόνιζαν. Πρώτον και κυριότερο ότι ο Σωτήρης δεν είχε τηλεφωνήσει, δεύτερον ότι οι άνθρωποι είναι ασυνεπείς και όταν λένε ότι θα τηλεφωνήσουν, δεν τηλεφωνούν, τρίτον ότι γενικά οι άντρες έχουν την εντύπωση πως οι γυναίκες θα τους περιμένουν και θα τους συγχωρήσουν την όποια ηλίθια συμπεριφορά τους. «Δηλαδή, γαμώτο, ένα τηλεφώνημα χάθηκε να κάνει; Απλά, ρε μαλάκα, από ευγένεια, έχουμε κοιμηθεί και δέκα φορές μαζί ρε
48
ΕΛΠΙΔΑ ΣΤΡΑΤΗΓΑΚΗ
σούργελο!» Έτσι, λοιπόν, μες τα νεύρα πάρκαρε, αφού έδωσε και μία στο πίσω αμάξι, χέστηκε, και μπήκε στο «Νίξον». Είδε τη Μάρα να είναι κιόλας εκεί και να χασκογελάει με κάποιον. Α! Μάλιστα! Ο σερβιτόρος ήταν. Εκεί θα φτάσουν στο τέλος, να χασκογελούν με το πρώτο βλήμα που θα τους σερβίρει ένα ποτό. Η Μάρα την είδε και της κούνησε το χέρι. «Τι γίνεται;» Η Στεφανία τής έριξε μια θυμωμένη ματιά. «Τι να γίνεται;» Η Μάρα την κοίταξε. «Ρε πουλάκι μου, πας καλά; Να διασκεδάσουμε είμαστε εδώ». «Ναι, μάλιστα και να γελάσουμε με τα αστεία του σερβιτόρου, που παρεμπιπτόντως είναι σαν γαμώ το κέρατό μου». Η Μάρα έκανε μια κίνηση του στυλ «δεν μας γαμάς!» και άναψε τσιγάρο. Όλο θα απαγορευτεί και όλοι καπνίζουν παντού. Η Στεφανία τη μιμήθηκε και σαν να της έκανε καλό, γιατί άρχισε να χαλαρώνει και έσκασε ένα χαμόγελο στη Μάρα. Κατά τις τρεις είπαν να την κάνουν, δηλαδή τι είπαν, η Στεφανία σαν πιο νηφάλια, σκατά νηφάλια δηλαδή, σήκωσε τη Μάρα στα πόδια της, την κράτησε ντούρα και χαμογελώντας στον «Γαμώ το κέρατό μου», του ’μεινε, έφυγαν προς το αμάξι της Στεφανίας. Να έπαιρνε το αμάξι της η Μάρα; Ούτε κουβέντα. Η Στεφανία οδήγησε μέχρι το σπίτι της. Βοήθησε τη Μάρα να βγει από το αμάξι, κοίταζε γύρω της και έλεγε συνέχεια: «Τι έγινε; Τι έγινε;» Η Στεφανία την ησύχαζε σιγανά, λέγοντας: «Σκάσε, ρε πουλάκι μου, τίποτα δεν έγινε». Το πρωί η Στεφανία ένιωσε ότι κρύωνε και κατάλαβε ότι η Μάρα, εκτός του ότι είχε απλωθεί στο κρεβάτι εξοστρακίζοντας την στην άκρη, είχε πάρει και όλα τα σκεπάσματα για πάρτη της. Η Στεφανία την έσπρωξε, επιχείρησε να τραβήξει κάνα σκέπασμα, μάταια. Παραιτήθηκε, λοιπόν, από κάθε προσπάθεια και σηκώθηκε να φτιάξει καφέ. Μπαίνοντας στο μπάνιο και βλέποντας τον εαυτό της στον καθρέφτη, είπε: «Πίσω γορίλα!». Κοίταξε ξανά, αυτήν τη φορά από κοντά το πρόσωπό της, και αποφάνθηκε ότι το ποτό, σε συν-
ΕΝΑ ΣΚΟΥΝΤΗΜΑ ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝ
49
δυασμό με το ξενύχτι, είχε καταστρεπτικό αποτέλεσμα στην επιδερμίδα της και πρόσθετε σακούλες στα μάτια της. «Εμ, Στεφανία, σ’ το ’πα εγώ», μονολόγησε, «δεν είσαι 20 ούτε καν 30 πια. Χέσ’ τα!» Μπήκε στο δωμάτιο κρατώντας μια κούπα καφέ. Η μυρωδιά του καφέ είχε κάνει τη Μάρα να ξυπνήσει. Μόλις είδε τη Στεφανία, άρχισε να παρακαλάει για μια γουλιά. «Ούτε να το σκέφτεσαι! Σήκω να πάμε να πάρουμε το αμάξι σου και να εύχεσαι να το βρούμε ακέραιο». Το αμάξι το βρήκαν στη θέση του και παραδόξως δεν είχε λεηλατηθεί από κανέναν. Βέβαια ήταν κιόλας μεσημέρι και είχαν ραντεβού με την παρέα τους στο «Γιάντες», ακολούθησε η μια την άλλη, πάρκαραν στη Βαλτετσίου, στο γκαράζ, και μπήκαν στο μαγαζί. Πεινούσαν σαν τρελές, μιας και η Στεφανία το ’χε σε κακό να ’χει κάτι φαγώσιμο στο σπίτι της. «Ούτε ένα αβγουλάκι, έτσι να στανιάρουμε λίγο». Πέσανε στο φαγητό με τα μούτρα, μέχρι που οι υπόλοιποι, που δεν τις είχαν και για φαγούδες, τα χάσανε. Τώρα, τι το ήθελαν και ρώτησαν πού είναι ο Σωτήρης; Ασ’ το, πονάει, ασ’ το. «Μπορεί και να μην έρθει, γιατί είχε κάτι οικογενειακό να τακτοποιήσει». Η Μάρα είδε πόσο ενοχλήθηκε η Στεφανία και σκέφτηκε ότι έτσι και έβλεπε αυτό το βλαμμένο, θα το έφτυνε πρώτα και, μετά, θα του πάταγε και ένα χέσιμο για το ότι δεν εκτιμά τη γυναίκα που έχει δίπλα του. Κάποια στιγμή, αφού ανέλυσαν την πολιτική κατάσταση, φτάνοντας στο πολύ δύσκολο συμπέρασμα ότι όλα είναι σκατά, είπαν «γεια» και ο καθένας τράβηξε για το σπίτι του. Η Στεφανία ξεκίνησε για το δικό της, έτσι και αλλιώς πιο κάτω ήταν, με βαριά καρδιά. Σκεφτόταν ότι οι επιλογές της στους άντρες δεν ήταν και οι καλύτερες και άφηνε τον κάθε μαλάκα να παίρνει αέρα και να της ρημάζει τη ζωή, μα πάνω απ’ όλα την ησυχία της ψυχής της. Ο Σωτήρης ήταν ένας ακόμα από αυτούς. Αλλά, ο Σωτήρης έφταιγε; Ή η ίδια που, έχοντας δει τον εαυτό της Πυγμαλίωνα, νόμισε ότι θα
50
ΕΛΠΙΔΑ ΣΤΡΑΤΗΓΑΚΗ
τον έκανε έναν ώριμο άντρα με χιούμορ. «Ρε συ», είπε στον εαυτό της, «έχετε μια γενιά διαφορά. Εσύ 38, αυτός 30, τι συνεννόηση να ’χετε και τι σύμπνοια απόψεων. Όταν τον γνώρισες, άκουγε Πλούταρχο, και καλά, ο Πλούταρχος έχει καλή φωνή δεν λέω, αλλά αποκεί μέχρι να τον σέρνω μαζί μου στις συναυλίες του Ξαρχάκου έχει διαφορά». Ήρθε το παιδί και μπούκωσε και ένα ωραίο πρωινό την έκανε σαν κύριος, τρόπος του λέγειν. Κάποτε όλοι ανεξαιρέτως θα πρέπει να καταλάβουμε αυτό που έχουμε ακούσει είτε από τις μανάδες μας είτε από τις γιαγιάδες μας. Καθένας φέρνει το σπίτι του μέσα του και δεν εννοούμε, βέβαια, τα ντουβάρια. Κοντεύοντας στην είσοδο της πολυκατοικίας, είδε κόσμο μαζεμένο με μια διαρρέουσα ανησυχία. Φτάνοντας ρώτησε τον κύριο Βαγγέλη του τρίτου, τον μόνο που ήξερε και ας έμενε πέντε χρόνια στην πολυκατοικία, εντάξει τι τον ήξερε, απλά είχε ένα βιβλιοπωλείο πιο κάτω από την πλατεία και αγόραζε τα βιβλία της αποκεί. «Τι έγινε;» Ο κύριος Βαγγέλης έτριψε την φαλάκρα του, εμφανίστηκε ένα τικ όπως κάθε φορά που ήταν αμήχανος ή σκεφτόταν πολύ, και της είπε: «Μπήκαν στο διαμέρισμα του καινούργιου ζευγαριού στον πρώτο. Έδεσαν τον άντρα και κλείδωσαν τη γυναίκα του, αφού τη φίμωσαν πρώτα, στο μπάνιο. Λεηλάτησαν το σπίτι, ό,τι ήταν ματσόβολο το πήραν και αποδώ παν κι άλλοι. Όχι τίποτα άλλο, αλλά οι άνθρωποι είχαν δεν είχαν κλείσει εξάμηνο στο διαμέρισμα». Η Στεφανία σκέφτηκε, «δηλαδή αν είχαν κλείσει χρόνο θα ’ταν αλλιώς;» Άκουγε τον κύριο Βαγγέλη βγάζοντας φωνές του στυλ: «Τι λες τώρα!», «Απίθανο!», «Άκου να δεις!» Ή κουνώντας το κεφάλι της αποδοκιμαστικά για όσα άκουγε. Από τον τέταρτο είδε την κυρία Χριστίνα να κοιτάει κάτω. Η κυρία Χριστίνα ήταν η αδυναμία της, όταν και αυτή μεγάλωνε όσο και η κυρία Χριστίνα, που πρέπει να ’ταν ογδόντα και βάλε, θα ’θελε να νιώθει και να φαίνεται όπως αυτή. Πά-
ΕΝΑ ΣΚΟΥΝΤΗΜΑ ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝ
51
ντα περιποιημένη, με το χτενισμένο μαλλάκι της, με μια απαλή πούδρα ίσα να σκεπάζει κάποια γεροντικά σημάδια, πολύ ελαφρύ κραγιόν και ντυμένη πάντα στην τρίχα. Παλιά Αθηναία και μάλιστα Εξαρχειώτισσα, δικό της ήταν το οικόπεδο όπου χτίστηκε η πολυκατοικία. Γκρεμίστηκε η παλιά νεοκλασσική κατοικία της οικογένειάς της και τη θέση της πήρε αυτή η πολυκατοικία. Η κυρία Χριστίνα πήρε στον τέταρτο το διαμέρισμα όπου έμενε, άλλο ένα στον ίδιο όροφο και το δυαράκι στο ρετιρέ, δηλαδή το διαμέρισμα της Στεφανίας. Δίπλα στη Στεφανία με λαχανιασμένη φωνή, μια γυναίκα κοντή, αδύνατη, με ρόμπα λουλουδάτη, τους πληροφορούσε ότι την περασμένη εβδομάδα χτύπησαν όλες τις πολυκατοικίες μεταξύ του τετραγώνου Αραχώβης και Βαλτετσίου, αλλά από τη Χαριλάου Τρικούπη και πάνω. «Τώρα», αποφάνθηκε, «κατέβηκαν προς τα κάτω, πάω κι εγώ, γιατί σίμωσαν». Η Στεφανία κοίταξε προσεκτικά γύρω της να δει αυτούς που σίμωσαν, τόσο περιγραφική ήταν η θυρωρίνα από την Κωλέτη, αλλά δεν ήταν τυχερή, ή ακόμα δεν φάνηκαν. Ανέβηκε στο διαμέρισμα της πάλι με τα πόδια γιατί οι μπάτσοι θεωρούσαν πως έπρεπε να κρατούν την πόρτα του ασανσέρ ανοιχτή στον πρώτο. «Μερικοί άνθρωποι», σκέφτηκε, «έχουν ταλέντο στην περιγραφή, τόσο παραστατικοί, να, πάρε τη θυρωρίνα, όταν είπε “σίμωσαν”, ένιωσα την καυτή τους ανάσα στο σβέρκο μου. Ταλέντο, αδερφέ μου! Να το ’χα, θα έγραφα ένα μυθιστόρημα “γαμάω”». Τώρα που είπε για μυθιστόρημα, καιρός ήταν να συνεχίσει το δικό της. Τι κάνει ο Μιχάλης αποδώ και πέρα; Έλα ντε! Τι κάνει; Πρώτα αποφάσισε να φτιάξει έναν δυνατό καφέ και μετά, αφού έβαζε το κιμονό της, άνετη, θα καθόταν και θα έστυβε το κεφάλι της τι να βάλει τον Μιχάλη να κάνει. «Πώς εξελίσσεται ο μάγκας;» Πήγε στην κουζίνα να βάλει την καφετιέρα και μετά μπήκε στο δωμάτιό της που της μύρισε αλκοόλ. Αφού δεν άνοιξε, πώς να ξεμυρίσει; Άνοιξε το παράθυρο, κατέβασε τα ρολά
52
ΕΛΠΙΔΑ ΣΤΡΑΤΗΓΑΚΗ
και στη συνέχεια γδύθηκε, να κάνει ένα ντους, και φρέσκια φρέσκια να καθίσει να γράψει. Με το που έβαλε το κιμονό της, την πήρε στη μύτη το άρωμα της Μάρας. «Τι διάολο, ρε γαμώτο, φόρεσε το κιμονό μου; Μάλλον, για να μυρίζει light Blue, το φόρεσε. Φτου σου! Τώρα;» Σιχαινόταν να μυρίζει άλλα αρώματα στα ρούχα της, ιδιαίτερα σε αυτά που τα είχε κατατάξει στα ρούχα ξεκούρασης, όπως το κιμονό της. «Καλά, πότε το έβαλε;» Άνοιξε την ντουλάπα της και εκεί είδε κρεμασμένο το άσπρο πουκάμισο του Αντώνη, που Αντώνης εστί, ο προηγούμενος γκόμενος. Ένας γκόμενος ένα και ενενήντα, με κάποια ογδόντα κιλά πάνω του, νταβραντισμένος και κολλημένος με την γυμναστική. Λόγω της σωματικής του διάπλασης, το πουκάμισο ήταν ένα φαρδύ, λίγο πάνω από το γόνατο, φουστανάκι γι’ αυτήν. Η Στεφανία με το ζόρι έπιανε το ένα εξήντα, με πενήντα κιλά βάρος, μινιόν θα την έλεγες, ε, και ήταν. «Μπράβο, ρε Αντώνη, που το ξέχασες και τώρα ήρθε να δώσει τη λύση». Αξιολύπητη! «Το κιμονό σου φταίει ή το στερημένο από έμπνευση κεφάλι σου;» αναρωτήθηκε. Έμεινε να κοιτάει τη φωτογραφία του σκριν σέιβερ στο λαπ-τοπ περιμένοντας την έμπνευση να κατέβει. Ένιωσε, όμως, ότι η κλοπή στον πρώτο τριγυρνούσε συνέχεια στο μυαλό της. Μια ανησυχία, είχε δεν είχε, η θυρωρίνα τη διέσπειρε τελικά. Ποιοι ήταν αυτοί; Ούτε οι Γεωργιάδηδες στον πρώτο μπορούσαν να πουν ποιοι ήταν, γιατί τα πρόσωπα των δύο αντρών ήταν καλυμμένα, ούτε τα μάτια τους μπόρεσαν να δουν μιας και φορούσαν γυαλιά ηλίου. Στην ερώτηση «ήταν Έλληνες ή ξένοι;» και εκεί σκάλωσαν. Οι δύο άντρες δεν μίλησαν καθόλου. Μόνο με παντομίμα τούς έδωσαν να καταλάβουν τι ήθελαν, δηλαδή να βγάλουν τον σκασμό. Δεν είναι να επαναπαύεσαι, τελικά σήμερα, το πιο εύκολο πράμα είναι να μπει κάποιος στο σπίτι σου. Θα ξεχάσει που η κυρία Χριστίνα κλείστηκε έξω από το σπίτι της πέρσι, και
ΕΝΑ ΣΚΟΥΝΤΗΜΑ ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝ
53
ένας Αλβανός, που δούλευε δίπλα στην οικοδομή, της άνοιξε. Πώς; Σκαρφάλωσε από την τέντα του πρώτου και τέντα την τέντα, όροφο τον όροφο, βρέθηκε στο μπαλκόνι του τέταρτου έκανε ένα έτσι και άνοιξε την συρόμενη μπαλκονόπορτα. Όχι, παίζουμε! Χίλια ευχαριστώ του είπε η κυρία Χριστίνα, αλλά ύστερα από αυτό, για καλό και για κακό, έβαλε κλειδαριές και στις μπαλκονόπορτες και υπήρξαν και άλλοι στην πολυκατοικία που τη μιμήθηκαν. Όχι, η Στεφανία δεν τους ακολούθησε, άλλωστε, πες ότι κάποιος έμπαινε στο διαμέρισμά της, τι θα έβρισκε να πάρει; Το μόνο πολύτιμο ήταν το λαπ-τοπ και αυτό σε λίγο θα πήγαινε για ανακύκλωση, γιατί κολλούσε, ζεσταινόταν, κάτι έκανε τέτοια κουφά. Το μόνο που ευχόταν ήταν να μην είναι εκεί η ίδια, αυτό δεν ήθελε να το περάσει με τίποτα. «Ανοργάνωτοι, ρε παιδί μου, και οι κλέφτες. Δες, ρε χαμένε, είναι εκεί οι άνθρωποι; Μην πας και τους τρομάξεις, πήγαινε κάποια άλλη στιγμή που θα λείπουν και πάρ’ τα όλα. Έχετε σκεφτεί αν κάποιος είναι καρδιακός; Το σηκώνεις αυτό το κρίμα;» Μετά η Στεφανία σκέφτηκε ότι μάλλον έλεγε μαλακίες, «σιγά μην χτυπήσουν και κουδούνι». Η Μάρα την πήρε τηλέφωνο, έτσι να δει πώς είναι, γιατί την είδε χολωμένη με τον Σωτήρη και η Στεφανία της είπε τα νέα της πολυκατοικίας. «Σιγά το παράξενο! Ρε συ, κάθε μέρα μπαίνουν παντού και στην αδερφή μου μπήκαν πριν από είκοσι μέρες. Τι πήραν; Ό,τι μετρητό βρήκαν και το λαπ-τοπ του πιτσιρικά». Η Στεφανία ξαφνιάστηκε. «Το λαπ-τοπ, ε; Ε να! Τώώώρα, μου ’κανες την καρδιά περιβόλι. Αύριο, πρώτη μου δουλειά, πάω να πάρω ένα στικάκι να σώσω τη δουλειά μου». Η Μάρα έκλεισε το τηλέφωνο και η Στεφανία ξέχασε να την ξεχέσει που φόρεσε το κιμονό της και τώρα έπρεπε να το πλύνει. «Καλά, με το μπουκάλι βάζει το άρωμα και αυτή! Με αυτό κάνει μπάνιο;» Λοιπόν, για να δούμε πού είμαστε; Α, στον Μιχάλη που φεύγει από το νοσοκομείο μετά το καρδιακό του Κρίτωνα. Οκ!»
ΑΝΤΕ, ΚΑΙ ΚΑΛΗ ΑΡΧΗ
Ο
Μιχάλης άνοιξε την εξώπορτα της πολυκατοικίας και ανέβηκε στο διαμέρισμά του. Μπαίνοντας μέσα, ένιωσε μια κούραση λες και έσκαβε όλη τη μέρα. Τι ταρακούνημα ήταν αυτό; Δεν ήθελε να το παραδεχτεί πόσο τον τρόμαξε ο Κρίτωνας και η ιδέα να τον χάσει, αλλά είχε δει και ζήσει τόσα που αποφάσισε να μην αποκαλύπτει τι αισθάνεται ή πόσο τον πονάει το ένα ή το άλλο περιστατικό στη ζωή του. Οι πιο πολλοί πίστευαν ότι ήταν ένα αναίσθητο γαϊδούρι και με το να το παίζει έτσι σαν να ’γινε στο τέλος ένα γαϊδούρι και μισό. «Τέρμα, φιλαράκο», είπε στον εαυτό του «Καιρός να δεις την πραγματικότητα, ο κόσμος δεν γυρίζει ούτε γύριζε ποτέ γύρω από σένα. Κοίτα καλά τον εαυτό σου, είσαι 36 χρονών και τι έχεις καταφέρει στη ζωή σου; Πέρα από το να ξενυχτάς και να χτυπάς διαφορετική γκόμενα κάθε βράδυ, άντε βράδυ παρά βράδυ, τι άλλο έχεις κάνει; Ζεις με τα φράγκα του γέρου σου, με τα νοίκια των σπιτιών που σου άφησε και που τη σήμερον ημέρα δεν συμφέρει κιόλας, καλύτερα να τα πουλήσεις όλα και να την κάνεις για άλλη γη για άλλα μέρη. Σκατά η κατάσταση στην Ελλάδα». Μέχρι πότε όμως θα τρέχει; Μια ζωή τρέχει από τα προβλήματά του, καιρός να ωριμάσει. Τι σημαίνει όμως ωριμάζω; Πολλοί
ΕΝΑ ΣΚΟΥΝΤΗΜΑ ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝ
55
λένε ότι ωριμάζεις όταν αναλαμβάνεις τις ευθύνες σου, όταν ο ίδιος πληρώνεις με τη δουλειά σου τους λογαριασμούς σου και όταν είσαι υπεύθυνος για τις συνέπειες των αποφάσεών σου. Είναι έτσι, λοιπόν; Όταν δούλευε, δεν είχε νιώσει καμιά ωριμότητα ή κάποια χαρά δημιουργίας όπως έλεγε ο Ευθύμης. Θεός σχωρέσ’ τον. Όχι, η δουλειά δεν ήταν ευτυχία ούτε ολοκλήρωση... Σκατά, αυτό ήταν. Άνοιξε την μπαλκονόπορτα του και βγήκε στη βεράντα. Απέναντί του, μες στο μεσημεριανό φως, έβλεπε να λούζονται ο Παρθενώνας και οι πρόποδες της Ακρόπολης. Το μόνο που άξιζε από το ρετιρέ ήταν η θέα. Σιγά την περιοχή που έγινε και της μόδας. Ο πατέρας του πάντα θεωρούσε την περιοχή άνευ σημασίας και έτσι ήταν για τουλάχιστον εβδομήντα ή και παραπάνω χρόνια. Μια φτωχογειτονιά υποβαθμισμένη που όλοι ονειρεύονταν να αφήσουν για αλλού. Γιατί, τώρα είναι κάτι καλύτερο; Μόνο που γέμισε μαγαζιά και νεαρόκοσμο, κατά τ’ άλλα εξακολουθούσε να ’ναι μια υποβαθμισμένη μοδάτη περιοχή. Θα την έκανε, είχε κουραστεί απ’ όλα, το Γκάζι, την Αθήνα, την καθημερινότητα. Πιο ζωντανός είχε νιώσει όταν έφτιαχνε σχολεία και νοσοκομεία στην Αφρική και στην Ινδία. Μόνο που τώρα το ’ξερε ότι οι δυνάμεις του θα τον πρόδιδαν. Πού να σηκώσει τη λάσπη και να την κουβαλήσει για εξήντα και εκατό μέτρα. Να κοιμηθεί σε ράντζο; Αστεία πράγματα. Η δουλειά του Κρίτωνα; Ναι, είχε ενδιαφέρον και την είχε μάθει και ήξερε και να χειρίζεται την κονσόλα και όλα, δεν ήταν λίγες οι φορές που είχε αντικαταστήσει τον Κρίτωνα, μέχρι που πολύς κόσμος νόμιζε ότι δούλευε εκεί. Μπα, ούτε. Να ζωγραφίσει; Πάντα τα κατάφερνε με τα χρώματα και τα σκίτσα. Έλα όμως που του την έδιναν οι καλλιτέχνες. Θα άνοιγε μπαρ! Ένα μπαρ για αυτούς που γούσταρε, κάτι σαν ιδιωτικό κλαμπ. Ναι, ρε! Αυτό θα ’κανε, πώς δεν το ’χε σκεφτεί τόσο καιρό; Θα έπαιρνε και τον Αλέξη για μπάρμαν που είναι μούρη και ξεφτέρι. Λιγομίλητος και ξέρει να ακούει. Θυμήθηκε όταν σε ένα
56
ΕΛΠΙΔΑ ΣΤΡΑΤΗΓΑΚΗ
από αυτά τα ταξίδια της αναζήτησης βρέθηκε στη Νέα Υόρκη και αναγκάστηκε να δουλέψει σε μπαρ. Δηλαδή, κουβαλούσε τις κάσες τις τακτοποιούσε, έφερνε ότι χρειαζόταν το μπαρ και τα μεσημέρια προς απόγευμα, που έπεφτε η δουλειά, ο Ντιέγκο, ο μπάρμαν, του έδειχνε πώς να φτιάχνει κοκτέιλ. Ο Ντιέγκο, λοιπόν, στην ερώτηση «Τι πρέπει να ξέρει ένας καλός μπάρμαν» του απάντησε: «Ο καλός μπάρμαν πρέπει να ξέρει να ακούει». Ακριβώς ό,τι είναι ο Αλέξης. Έπρεπε να βρει τον χώρο, μετά να μάθει για το πώς και με τι τον εξοπλίζεις. Αυτό έπρεπε να μάθει, τι χρειαζόταν σε ένα μπαρ λίγο πολύ το ’ξερε, αλλά από πού αγοράζεις ό,τι αγοράζεις και πώς ξέρεις πόσα ποτήρια, ας πούμε, πρέπει να αγοράσεις; Ρε, μπας και ετοιμαζόταν να κάνει καμιά μαλακία; Θα πήγαινε σήμερα κιόλας το βράδυ να βρει τον Αλέξη, αυτός θα του ’λεγε ότι έπρεπε να μάθει. Αυτός ο κωλοπονοκέφαλος πήγαινε να τον πεθάνει. Πήρε δύο «ντεπόν» και έπεσε για ύπνο με την ελπίδα ότι όταν ξυπνούσε θα έχει ξελαμπικάρει το μυαλό του και θα έπαιρνε μια σωστή απόφαση.
ΠΕΝΤΕ
Η
Στεφανία έκλεισε το λαπ-τοπ της και πήρε τηλέφωνο τη Μάρα. Είχαν συνεννοηθεί να πάνε στην γιαγιά της στου Ζωγράφου να τη δούνε. Η Στεφανία πάντα ενθουσιαζόταν να πηγαίνει μαζί της. Η κυρα-Αγγελική ήταν η μάνα του πατέρα της Μάρας και ζούσε μαζί με τη μικρή της κόρη – ετών 68! Η κυρα-Αγγελική, που είχε φτάσει αισίως τα 95, τα είχε τετρακόσια. Μιλάμε μυαλό-ξυράφι. Η Στεφανία τρελαινόταν να κάθεται και να ακούει ιστορίες από τη ζωή της. Μια ζωή που έμοιαζε με παραμύθι, ιδιαίτερα όταν αναφερόταν στην Αθήνα στις αρχές του 20ού αιώνα. Έτσι και τώρα η Στεφανία έπιασε μια καρέκλα και κάθισε δίπλα στην κυρα-Αγγελική για να ακούσει άλλη μια ιστορία από την παλιά γειτονιά της.
ΑΓΓΕΛΙΚΗ
Θ
α ’ταν γύρω, κάτσε, πριν τον πόλεμο, πριν και την εποχή Μεταξά, αυτουνού του σκατόψυχου που του κάνανε και άγαλμα επειδή είπε ένα όχι. Τι να ’λεγε, μωρέ; Ναι; Τέλος πάντων… Λοιπόν, ήμασταν τότε κάποια σπίτια μαζεμένα όλα μαζί σαν να προσπαθούσε να ζεστάνει το ’να τ’ άλλο, τόσο κοντά ήταν χτισμένα, όλα στη σειρά με μια κοινή αυλή, αλλά και ο καθένας ξεχωριστά είχε μια αυλίτσα μπροστά στη κάμαρά του, ίσαμε να απλώνουμε τα ρούχα μας και να βάζουμε στη σειρά τους βασιλικούς μας ή τη λεβάντα που φυτεύαμε στους ντενεκέδες. Εγώ είχα και μια γαρδένιααα, που όσοι την έβλεπαν τη λιμπίζονταν. Τόσο φουντωτή ήταν, και έκανε τεράστια λουλούδια που μοσχοβόλαγαν σε όλη την γειτονιά. Ο άντρας μου κάθε πρωί έκοβε ένα λουλούδι και έβαζε στο πέτο του κι εγώ του φώναζα πως μου τη μαδούσε. Τι ήταν όταν τον γνώρισα; Σερβιτόρος ήταν σε ένα γαλακτοπωλείο στη Χαλκοκονδύλη. Ήτανε όμως μερακλής και του άρεσαν τα ωραία και ντυνόταν σαν να ’ταν δημόσιος υπάλληλος. Ένα κουστούμι είχε όλο κι όλο, το γαμπριάτικο, ξέρεις, αλλά εκεί αυτός, το φορούσε ακόμα και όταν έκανε στομαχάκι, μιλάμε στα εξήντα πέντε του πια και δεν του κούμπωνε καλά. Ήταν από ολόμαλλο εγγλέζικο ύφασμα και καμάρωνε γι’
ΕΝΑ ΣΚΟΥΝΤΗΜΑ ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝ
59
αυτό σε όλους. Σε όποιον του έλεγε “Α, κυρ-Μανώλη η κουστουμιά σου σκίζει”, εκείνος γυρνούσε την ούγια και έλεγε όλο καμάρι: “Μέγκλα είναι”. Και δεν έλεγε ψέματα! Το ’γραφε, Στεφανία μου». Η κυρα-Αγγελική έκανε μια παύση σαν να γυρνούσε νοερά στο Παγκράτι την εποχή του «σκατόψυχου». Ένα χαμόγελο διαγράφηκε στο ρυτιδιασμένο πρόσωπό της και τα θαμπά γαλανά της μάτια γέμισαν φως. Η Στεφανία υπομονετικά περίμενε τη συνέχεια. Η Μάρα την κοίταξε με νόημα: «Άντε πάμε!» Η Στεφανία τής έκανε με το χέρι «περίμενε». «Κυρα-Αγγελική;» Η κυρα-Αγγελική γύρισε και την κοίταξε πάντα χαμογελώντας. «Τι ’ναι;» «Να! σκεφτόμουν, ξέρεις, εγώ γράφω, να ’ρχομαι να μου λες για τη ζωή σου; Μ’ αρέσει να σ’ ακούω». Η κυρα-Αγγελική χαμογέλασε πονηρά. «Για μένα θα γράψεις;» Η Στεφανία προς στιγμήν δεν ήξερε τι να της πει. Ναι ή όχι; Αποφάσισε να της πει ναι. Η κυρα-Αγγελική καταχάρηκε, και βέβαια θα της έλεγε για τη ζωή της! Η Μάρα την κοίταξε παραξενεμένη. Η Στεφανία μες το ασανσέρ την κοίταξε ήρεμα: «Γιατί παραξενεύεσαι, ρε; Η γιαγιά σου είναι γεννημένη να διηγείται και η ζωή της, να σου πω, πιο ενδιαφέρον θα ’χει από τη δική σου και τη δική μου μαζί». Η Μάρα απλά σήκωσε τους ώμους της, για εκείνη όλα αυτά για τη ζωή της γιαγιάς της ακούγονταν βαρετά, ίσως πάλι να ’φταιγε που τα ’χε ακούσει τόσες φορές!
ΕΞΙ
Η
Στεφανία έφτασε στο σπίτι της και κοίταξε το λαπ-τοπ που το ’χε αφήσει στο τελευταίο κεφάλαιο με τον Μιχάλη να σκέφτεται να ανοίξει μπαρ. Κοίταξε τη σελίδα και αποφάσισε ότι αυτό θα μπει στην άκρη, έτσι και αλλιώς την παίδευε το τι θα κάνει αυτός ο μαλάκας ο Μιχάλης. «Άσ’ το», κάποια άλλη φορά θα συνέχιζε. Είχε και τον Σωτήρη που είχε πάρει των ομματιών του. Σκατά! Θα άρχιζε να γράφει την ιστορία της ζωής της κυρα-Αγγελικής. «Αδελφέ μου, τι έχουν ζήσει αυτοί οι μεγάλοι! Πολέμους, μια ζωή να παλεύουν ίσα-ίσα να τα βγάζουν πέρα, φτώχιααα, καλά τώρα αυτό, μπορεί κι εμείς να το ζήσουμε, με τον ηλίθιο που έχουμε να μας κυβερνά το σωτήριον έτος 2010». Η Στεφανία κάθισε και σκέφτηκε ότι τελικά το να τα έχεις όλα λυμένα δεν έχει ενδιαφέρον. Τι κάνουν αυτή και η Μάρα; Σπούδασαν, βρήκαν μια δουλειά –για πόσο ακόμα;– και απλά περνάνε τη ζωή τους με μόνα ενδιαφέροντα ποιος θα ’ναι ο επόμενος γκόμενος και πού θα πάνε διακοπές. Καλά, αυτή διαβάζει και κάνα βιβλίο. Δηλαδή, σε τι διαφέρει ο Μιχάλης από αυτές; Και γιατί λέει ότι ο Μιχάλης είναι μαλάκας; Αυτή τι είναι; Μια βολεμένη μέσα στη μετριότητά της. Οι άνθρωποι έρχονται στη ζωή για να ζουν μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει;
ΕΝΑ ΣΚΟΥΝΤΗΜΑ ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝ
61
Ένιωσε ότι κάπου είχε χαθεί στην καθημερινότητα και στην ψιλοβολή της. Έπαιρνε ένα νοίκι και κάποια εξτραδάκια από το φροντιστήριο ή δουλεύοντας σε κάποιο μπαρ, παρτ-τάιμ. «Μπράβο, ρε! Εντάξει, περαστικοί είμαστε, αλλά ας αφήσουμε ένα στίγμα ότι περάσαμε…» Η Στεφανία αποφάσισε ότι δεν θα έχανε εφεξής άλλο χρόνο σε μαλακίες τύπου «γιατί δεν φάνηκε ο Σωτήρης;» και άλλα τέτοια. Φτάνει! Θα αφοσιωνόταν στο να αφήσει μια παρουσία. Παιδιά και οικογένεια δεν θα έκανε, το ’ξερε. «Το τραίνο αυτό το χάσαμε», μουρμούρισε. Τουλάχιστον οι απλοί και καθημερινοί άνθρωποι αφήνουν το χνάρι τους με ένα παιδί, με ένα εγγόνι, με την οικογένειά τους, τέλος πάντων. Κάποιοι μιλούν γι’ αυτούς όταν ακόμα έχουν χαθεί, κάποιοι φέρουν το όνομά τους. Αν, λοιπόν, δεν κάνεις οικογένεια, τι μένει; «Να αφήσεις πίσω σου έργο, οποιοδήποτε», και δεν εννοούσε μόνο συγγραφικό έργο, ας είναι ένα τραγούδι, μια παράσταση που θα συζητιέται, μια επανάσταση, κάτι που θα τους κάνει να αναφέρονται στο όνομά σου ακόμα και αν εσύ φύγεις. «Για κάτσε, πόσο έχει ο μήνας; Τι; Δεκαπέντε και δεν έχω αδιαθετήσει ακόμα; Έχε πλάκα. Λες ο πίπας ο Σωτήρης να άφησε την σφραγίδα του; Όχι, ρε!» Έντρομη και μόνο που το σκέφτηκε, η Στεφανία πήρε τη Μάρα τηλέφωνο. Η Μάρα την άκουσε σιωπηλή και μετά ψύχραιμα της είπε να πάρει την επομένη ένα «πρεντίκτορ» να δει αν είναι έγκυος και αν είναι, θα σκεφτούν. Η Στεφανία είχε μουδιάσει ολόκληρη τώρα, μόλις σκεφτόταν ότι οι λέξεις οικογένεια και παιδιά δεν παίζουν στο λεξιλόγιο της ζωής της, τώρα τι; Και αν ήταν, τι κάνει; Μπορεί; Έχει κέφι να μεγαλώσει μόνη της ένα παιδί; Ήταν τριάντα οκτώ και σε λίγο έμπαινε στα τριάντα εννιά, δεν ήταν πια πιτσιρίκα και το σώμα της πώς θα ανταποκρινόταν σε μια εγκυμοσύνη, φρίκη! Ακόμα πιο πολύ, σε μια γέννα ! Δεν ήταν η σκέψη ότι θα έχανε τη σιλουέτα της που τη βασάνιζε, μα πιο πολύ η σκέψη ότι δεν θα είχε κά-
62
ΕΛΠΙΔΑ ΣΤΡΑΤΗΓΑΚΗ
ποια να συμβουλευθεί ή να ακουμπήσει πάνω της. Η μάνα της είχε πεθάνει, όταν η ίδια ήταν δεκατριών, στην ηλικία που τη χρειαζόταν πιο πολύ, την έχασε. Μια αδελφή του πατέρα της ανέλαβε να παίξει τον ρόλο αυτό όσο μπορούσε και εκείνη, γιατί από μεγάλωμα παιδιών είχε μεσάνυχτα. Μα και αυτή τώρα είχε πάει στο χωριό της, την Πλατάνα, έξω από τη Σπάρτη, να μείνει μαζί με τον άλλον αδελφό της, τον μικρό, τον «μαγκούφη», όπως τον έλεγε ο πατέρας της. Κι εδώ να ’ταν, τι θα έκανε μια γυναίκα κοντά στα ογδόντα; Ξαφνικά η Στεφανία ένιωσε να χάνει την αυτοπεποίθησή της, ούτε λόγος! Τι καθόταν και σκεφτόταν τώρα, αν ήταν έγκυος ούτε που θα το κρατούσε. Άκου να δεις, μπήκε και σε σκέψεις; Άναψε τσιγάρο, το κάπνισε, και με ένα κέφι που λίγες φορές είχε, άρχισε να καθαρίζει το σπίτι. Κι όταν λέμε καθαρίζει, να ξεσκονίζει, να κάνει τα τζάμια, που ένας Θεός ξέρει από πότε είχαν να γίνουν, να σκουπίζει, να κάνει τα πλακάκια στο μπάνιο, τα φώτα και τέλος να σφουγγαρίζει! Άκρως ικανοποιημένη, σωριάστηκε στην πολυθρόνα της στο σαλόνι, κοίταξε γύρω και μετά έβαλε τα κλάματα! Έκλαιγε ίσα με δέκα λεπτά και μετά μ’ ένα γουργουρητό αγκάλιασε τον εαυτό της σφιχτά και σιγά σιγά ηρέμησε. Άναψε την τηλεόραση και διαπίστωσε ότι είχε ξεχάσει να την καθαρίσει. Έβαλε τα γέλια, σηκώθηκε, πήρε ένα ξεσκονόπανο με μικροΐνες και έκανε την οθόνη. Τώρα, αυτά τα ξεσκονόπανα ποιος τα ανακάλυψε; Υπάρχουν άραγε κάποιοι που ασχολούνταν για το πώς θα βρουν καινούργια προϊόντα για καλύτερο ξεσκόνισμα; Όπως φαίνεται, υπάρχουν.
Η ΑΘΗΝΑ ΤΗΣ ΚΥΡΑ-ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ
H
ταν όμορφη η Αθήνα τότε, όταν πρωτοήρθαμε από τη Σπάρτη. Δεν ήμασταν τόσοι πολλοί, πόσοι να ’μασταν; Πενήντα χιλιάδες; Πολλούς λέω, εγώ, μια κοπέλα μόλις δεκαπέντε χρονών, με μια όμορφη χοντρή πλεξούδα που μου ’φτανε μέχρι κάτω τον πισινό μου. Χοντρή, σαν τη γροθιά ενός άντρα. Μην κοιτάς τώρα που μείνανε τρεις τρίχες σα μια ποντικοουρά». Η κυρα-Αγγελική χαμογέλασε και κοίταξε τη Στεφανία που ετοιμαζόταν να ανάψει τσιγάρο. «Βρε κόρη μου, κόψ’ το το ρημάδι, αυτό πήρε και τον άντρα μου, καρκίνο στους πνεύμονες. Τι μου λένε εμένα οι κακουχίες και οι εξορίες τον λύγισαν. Όχι! Δεν τον λύγισαν οι κακουχίες και οι εξορίες, το ρημάδι το τσιγάρο τού το ’κανε αυτό!» Η Στεφανία έβαλε το τσιγάρο της πίσω στο πακέτο και χαμογέλασε στην κυρα-Αγγελική. Εκείνη συνέχισε να διηγείται από την Αθήνα πριν το ’30, πριν τον μεγάλο πόλεμο. «Βλέπω κι εγώ ένα καλοκαιριάτικο βράδυ, νωρίς ήταν γύρω στις οχτώ, τον Μανώλη, συνήθως γυρνούσε αργά το βράδυ, γιατί πού λεωφορεία τότε να ’ρχονται στις δέκα το βράδυ, έτσι και αυτός με τα πόδια του ανέβαινε την Πανεπιστημίου, έμπαινε στον Βασιλικό Κήπο, Βασιλικό τον λέγαμε τότε, τώρα τον λέμε Εθνικό. Έμπαινε, διέσχιζε τον Κήπο,
64
ΕΛΠΙΔΑ ΣΤΡΑΤΗΓΑΚΗ
έβγαινε χαμηλά στην Ηρώδου Αττικού και μετά από τη Βασιλέως Γεωργίου ερχόταν καρφί στην Αρτοτύνης. Να, βρε! Αρτοτύνης ήταν ο δρόμος και έσπαγα προχθές το κεφάλι μου. Αρτοτύνης, ναι γεια σου!» Η κυρα-Αγγελική πάλι έκανε διάλειμμα, κάπου το μυαλό της είχε ξεχαστεί. Η Στεφανία υπομονετικά περίμενε. «Πού είχα μείνει, κοπέλα μου;» «Στον Μανώλη που τον είδες ένα καλοκαιριάτικο βράδυ…» «Α, ναι! Εκείνο το βράδυ είχε μια ζέστηηη, στάζαμε όλοι μας. Είχαμε, λοιπόν, βγει στις εξώπορτές μας κι εγώ θυμάμαι καθόμουν δίπλα στον βασιλικό μας που με είχε τρελάνει με την ευωδιά του και είχα κλειστά τα μάτια μου και κάπως έτσι φαίνεται γλάρωσα χωρίς να το πάρω είδηση. Μια αντρική φωνή με ξύπνησε που μου ’λεγε “καλησπέρα”. Ανοίγω τα μάτια και βλέπω μπροστά μου τον Μανώλη. Πώς μου φάνηκε μέσα στο βράδυ; Σαν τον αρχάγγελο τον είδα. Ψηλό, λεπτό, με ένα μουστάκι λεπτό κι αυτό πάνω από το χείλος του, αχ αυτό το στόμα του. Το πάνω χείλος του έκανε ένα σίγμα όπως κάνουν οι γλάροι όταν ανοίγουν τα φτερά τους να πετάξουν. Το ’χεις προσέξει ότι τα φτερά τον γλάρων δεν είναι απόλυτα ίσια;» Η Στεφανία κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. «Τον κοίταζα λοιπόν και δεν μπορούσα να πω μια απλή καλησπέρα. Πρέπει να σου πω ότι πολλά πρωινά, όταν έφευγε για τη δουλειά του, τον έβλεπα, αλλά πάντα από πίσω έβλεπα που κατηφόριζε τον δρόμο. Πρώτη φορά τον έβλεπα στη μούρη. Και αυτό που έβλεπα μου άρεσε. Τα μαλλιά του ήταν λίγο σπαστά, χτενισμένα προς τα πίσω, και στα χείλη του πάνω κρεμόταν ένα τσιγάρο που ακόμα δεν είχε ανάψει. Η μάνα μου ευτυχώς βγήκε από την κάμαρα και είπε εύθυμα “Καλησπέρα, Μανώλη μου, πως και έτσι νωρίς σήμερα; Τη μάνα σου θα ψάχνεις, πετάχτηκε μέχρι την κυρα-Φρόσω, έπεσε η δόλια και τσακίστηκε, πήγε να τη βοηθήσει, μα θα ’ρθει όπου να ’ναι, θες να κάτσεις εδώ να την περιμένεις;” O Μανώλης κοίταζε μια τη μάνα μου μια
ΕΝΑ ΣΚΟΥΝΤΗΜΑ ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝ
65
εμένα. Εγώ από μέσα μου παρακαλούσα να κάτσει, να κάτσει όσο πιο πολύ γινόταν, να τον κοιτώ. Τα χέρια του έκαναν μια κίνηση να στρώσουν τα μαλλιά του, αυτή η κίνηση ήταν το σήμα κατατεθέν του Μανώλη μου, αφού, φαντάσου, όταν τον χτύπησε το λεωφορείο περνώντας τη Σταδίου, λιπόθυμος ήταν και με το χέρι του έστρωνε τα μαλλιά του. “Nα, θα κάνω ένα τσιγάρο περιμένοντάς την, αν και η πόρτα ανοιχτή είναι, αλλά για παρέα. Ο κυρ-Πέτρος;” Ο κυρ-Πέτρος ήταν ο πατέρας μου, μετά την οικοδομή, αφού πλενόταν λίγο, έτρωγε, ξάπλωνε για καμιά ώρα, μετά συναντούσε τους φίλους του σε έναν καφενέ κοντά στο Στάδιο και έπαιζε κάνα χαρτί, έπινε και τα ουζάκια του, πριν γυρίσει στο σπίτι. Ήσυχος άνθρωπος που το μόνο που έκανε ήταν να δουλεύει και να πηγαίνει στο καφενείο. Από πολιτικά δεν σκάμπαζε, το μόνο που έλεγε είναι ότι ο πλούσιος με τον φτωχό το μόνο κοινό που έχουν είναι ότι και οι δύο χέζουν αυτά που τρώνε. Άλλα ενδιαφέροντα δεν τον θυμάμαι να ’χε, όταν εγώ ήμουν δεκαπέντε, αυτός ήτανε πενήντα τριών και μου φαινόταν γέρος. Ξέρεις, Στεφανία μου, τότε οι άνθρωποι μεγάλωναν γρήγορα. Τώωρα, να! Πάρε τη γειτόνισσα μας εδώ, είναι η κυραΓωγώ εξήντα χρονών; Εγώ νομίζω ότι μας δουλεύει όταν το λέει. Πάει στο γυμναστήριο, έχει γκόμενο, μου φοράει κάτι κολλητά και αναρωτιέμαι, εμένα η μάνα μου, που ήταν μόνο τριάντα οχτώ, τότε που μέναμε στην Αρτοτύνης –να βρε! το θυμήθηκα: η Αρτοτύνης ήταν–, γιατί εμένα μου έκανε πιο μεγάλη από την κυρα-Γωγώ;» Η Στεφανία νόμισε ότι η κυρα-Αγγελική είχε κουραστεί και τη ρώτησε αν ήθελε να σταματήσουν. «Ούτε να το σκέφτεσαι! Τώρα που ξεκίνησα να σου λέω για τον Μανώλη μου; Αν και ξέρω, εσύ θες να μάθεις για την Αθήνα και τη ζωή πως ήταν, ε; Εγώ όμως θα σ’ τα πω όλα όπως τα θυμάμαι μέσα από τη ζωή μου και η ζωή μου είναι πρώτα ο Μανώλης. Εκείνος ήταν κιόλας άντρας, τριάντα ένα, μα κι εγώ στα
66
ΕΛΠΙΔΑ ΣΤΡΑΤΗΓΑΚΗ
δεκαπέντε μου γυναίκα ήμουν, έτοιμη να γευτώ τον έρωτα, να γίνω μάνα να κάνω δικό μου σπιτικό. Τώρα τα κορίτσια στα δεκαπέντε, ενώ είναι κοτζάμ κοπέλες, τις βλέπετε όλοι ότι είναι παιδιά. Λάθος! Γυναίκες είναι. Εμείς ήμασταν παιδιά σε σχέση με τις σημερινές κοπέλες, όχι αυτές! Εγώ, τότε, ακόμα τα μαλλιά μου τα ’χα μια πλεξούδα, το πρώτο που ο Μανώλης μου ’πε να κόψω. Κι εγώ κλάααμμα. Ο Μανώλης μου, όμως, ήταν πολύ μπροστά από την εποχή του. Διάβαζε πολύ και ήταν πολιτικοποιημένος. Όχι! Όχι βενιζελικός! Όχι! Γιατί ο Μανώλης έλεγε ότι ήταν αστός και έτσι έπραττε και έτσι ασκούσε την πολιτική του. Αρχειομαρξιστής ήταν, ξέρεις τι είναι αυτό; Αυτοί που δεν θέλαν τότε να κάνουν ό,τι τους έλεγε το κόμμα. Αυτοί ήταν οι αρχειομαρξιστές. Τώρα δεν υπάρχουν ή υπάρχουν; Εσύ τι λες;» «Όχι δεν υπάρχει τέτοια ομάδα κυρα-Αγγελική, αλλά υπάρχουν κάποιοι που δεν θέλουν να ανήκουν σε κανένα κόμμα. Ανέντακτοι λέγονται». Η κυρα-Αγγελική την κοίταξε με δυσπιστία, με έκπληξη σαν να άκουγε κάτι τέτοιο πρώτη φορά. «Δηλαδή, τι; Δεν έχουν κάποιο κόμμα αυτοί και ποια γραμμή ακολουθούν; Ό,τι του κατέβει του καθενός στο κεφάλι του κάμει;» «Μα, όταν αγανακτούν ή δυσαρεστούνται με κάποια μέτρα που παίρνει το κράτος διαδηλώνουν». «Μόνοι τους;» «Όχι, μαζί με τους άλλους που διαδηλώνουν πάνε και αυτοί, αλλά δεν είναι με κάποιο κομματικό μπλοκ». Η κυρα-Αγγελική την κοίταξε και κούνησε το χέρι της σαν να ’λεγε «Τώρα μάλιστα». «Εσύ μαζί με αυτούς είσαι;» Η Στεφανία δεν ήξερε τι να της πει. Σε μια γυναίκα που έζησε με τις επιταγές του κόμματος τι λες; «Ναι». «Καλά κάνεις, γιατί τα ’χουν κάνει σκατά! Δέκα κομμάτια γίνανε πανάθεμά τους!» «Κυρα-Αγγελική, αυτοί οι αρχειομαρξιστές ενώθηκαν μετά με τους άλλους; Τους κανονικούς κομμουνιστές;» «Εμ, τι ήθελες να κάνουν; Μόνοι τους να πάλευαν για την επανάσταση, δεν πήγαινε. Άσε που αυτοί που δεν ακολούθησαν, μετά ξεφτιλίστηκαν, συνεργάστηκαν με τους δεξι-
ΕΝΑ ΣΚΟΥΝΤΗΜΑ ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝ
67
ούς». Η Στεφανία την κοίταξε με έκπληξη. «Μην με κοιτάς και απορείς, άνοιξε, βρε κορίτσι μου, και κάνα βιβλίο… »Θα σου πω όμως μια πλάκα που έγινε με τον Μανώλη μου και τον θείο μου τον Σωκράτη. Τότε, στα μέσα του ’20, οι αρχειομαρξιστές τσακώνονταν, πλακώνονταν, δηλαδή, με τους κομμουνιστές για το ποιοι ήταν σωστότεροι και πραγματικοί υπερασπιστές των εργατών! Βλακείες, παιδάκι μου! Σε έναν τέτοιο τσακωμό αρπάχτηκαν στα χέρια ο εικοσιπεντάρης τότε Μανώλης με τον θείο μου. Εγώ πού να το ξέρω; Του μαύρισε το μάτι ο Μανώλης του Σωκράτη. Όταν ήρθε ο Μανώλης επίσημα να με ζητήσει από τον πατέρα μου, συγκεντρώθηκε η οικογένεια στο σπίτι του θείου μου του Σωκράτη, μιας κι εκείνος είχε το μεγαλύτερο σπίτι για να μας χωρέσει όλους. Αρραβώνες θα γίνονταν. Χτυπάει το κουδούνι και πάει ο θείος μου να ανοίξει, το μόνο που ακούσαμε ήτανε ένα “ΕΣΥ!”, πετρώσαμε όλοι μας, μετά τρανταχτά γέλια και βλέπουμε τον θείο μου να μπαίνει στη σάλα αγκαλιά με τον Μανώλη. “Ρε συ!” λέει στον πατέρα μου, “δεν μου ’πες ότι κάνεις γαμπρό αρχειομαρξιστή!” Κόκαλο ο πατέρας μου. Δεν το ’ξερε, πού να το ’ξερε; Μπορεί να άκουγε και για πρώτη φορά αυτήν τη λέξη. Εγώ έμαθα όλη την ιστορία από τον θείο μου που το διηγήθηκε σε όλη την οικογένεια. Μετά ο Μανώλης εντάχθηκε στο κόμμα και τις νεανικές του τρέλες τις ξέχασε. Το κόμμα μάς χρειαζόταν όλους. Και λέω “μας”, γιατί ο Μανώλης ανέλαβε να με καθοδηγήσει και να μου μάθει ποιο είναι το δίκιο μου και γιατί να παλεύω. Τώρα, αν το ’χω μετανιώσει; Δεν μετανιώνω για το ότι είμαι κομμουνίστρια, ούτε για τα χρόνια που πάλευα να μεγαλώσω τα παιδιά μου μονάχη μου όταν ο Μανώλης μου ήταν στις εξορίες, όχι! Δεν μετανιώνω. Αν αυτοί στη Ρωσία τα έκαναν σαν τα μούτρα τους, δεν σημαίνει ότι φταίει ο κόσμος. Ο κόσμος και ο λαός έκαναν αυτό που έπρεπε, για να ’χουν μια καλύτερη ζωή οι ίδιοι και ακόμα πιο πολύ τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας.
68
ΕΛΠΙΔΑ ΣΤΡΑΤΗΓΑΚΗ
Αν τα καταφέραμε; Δεν νομίζω, γιατί άμα κρίνω από το πώς παιδεύεστε κι εσείς… Καλύτερα που πέθανε ο Μανώλης μου και δεν είδε ότι το όνειρο ήταν μόνο όνειρο. Μ’ έμαθε να διαβάζω ο Μανώλης. Εγώ μέχρι την Τρίτη Δημοτικού είχα πάει, μετά σταμάτησα και βοηθούσα τη μάνα μου στη μοδιστρική. Ναι, ναι, η μάνα μου ήταν μοδίστρα. Εξαιρετική! Μου έμαθε και μένα, πώς να ράβω, να κόβω με προσοχή το ύφασμα, να μην πετάω πολύ ύφασμα και να προσέχω. Τότε, όλα έκαναν πολλά λεφτά κι εμείς υπολογίζαμε τον πελάτη, γιατί αλλιώς δεν θα τον είχαμε ξανά. Η κόρη μου μόνο που δεν θέλησε να μάθει!» Γύρισε η κυρα-Αγγελική και έριξε ένα υποτιμητικό βλέμμα στην κόρη της. «Ήθελε να γενεί δασκάλα τρομάρα της και τι κατάλαβε; Μια σύνταξη για γέλια. Μ’ έμαθε, λοιπόν, ο Μανώλης να διαβάζω, και μου ‘φερνε κάτι βιβλία πολύ δύσκολα κι εγώ του το ’πα ότι δεν τα μπορώ και μετά μου ’φερνε ωραίες ιστορίες και διάβαζα. Τολστόι, “Πόλεμος και ειρήνη”, το ’χεις διαβάσει; Βαρύ κι αυτό, δεν λέω, και μεγάλο, το διάβαζα και δεν έλεγε να τελειώσει. Κάποια τα κατάλαβα, κάποια μου ξέφυγαν». Η Στεφανία, χαμογέλασε και κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. Η κυρα-Αγγελική την κοίταξε και έκανε ένα «χμ, διαβάζεις βιβλία; Ή σαν την εγγόνα μου κι εσύ μόνο τα περιοδικά που τι έκανε ο ένας και ο άλλος γράφουν. Σάμπως ο μπήξε και ο δείξε θα της δώσει να φάει». Η κυρα-Αγγελική σταμάτησε να μιλάει και άρχισε να αναμασάει τη μασέλα της, ξεχασμένη στα δικά της. Η Στεφανία σηκώθηκε, κατάλαβε ότι για σήμερα ήταν αρκετά αυτά που της είχε πει. «Να ’ρθω αύριο κυρα-Αγγελική; Ή θέλεις μεθαύριο καλύτερα;» Η κυρα-Αγγελική βγήκε από τον κόσμο της, της χαμογέλασε: «Αύριο, κορίτσι μου, μεθαύριο μπορεί να μην είμαι εδώ…» Η Στεφανία τής χάιδεψε το χέρι σαν να της έλεγε, «τι λέτε τώρα!», και έφυγε.
ΕΠΤΑ
Β
γήκε από το σπίτι και την κύκλωσε η φασαρία του δρόμου. Είχε κιόλας βραδιάσει και η κίνηση, Τετάρτη με κλειστά τα μαγαζιά, ήταν στο φόρτε της. Λες και όλοι περίμεναν μια Τετάρτη ή μια Δευτέρα για να πάνε στους γιατρούς. Σ’ όλη τη διαδρομή μέχρι να φτάσει και να παρκάρει, σκεφτόταν τη διήγηση της κυρα-Αγγελικής, και έκανε με το μυαλό της μια σύγκριση με το σήμερα και όλα όσα συμβαίνουν γύρω μας. Πόσο είχε προχωρήσει ο κόσμος μας; Όχι σε τεχνολογία και μηχανική, αλλά σε επίπεδο κοινωνίας. Οι άνθρωποι είχαν πράγματι λύσει τα κοινωνικά τους θέματα; Ή είχαν χαθεί όλοι στην προσωπική τους ευτυχία και επιτυχία και στον άκρατο καταναλωτισμό; Η Στεφανία σκέφτηκε με πολύ στεναχώρια ότι στην ουσία οι άνθρωποι δεν είχαν πετύχει τίποτα. Ο καπιταλισμός είχε φτιάξει ανθρώπους αδιάφορους για τον διπλανό. Η σκέψη, «εγώ να ’μαι καλά και ας πάνε να γαμηθούν οι υπόλοιποι», επικρατούσε και το κακό είναι ότι επικρατούσε στη δική της γενιά αυτή η στάση ζωής. Με πόση πολλή διαφθορά είχαν ποτίσει οι κρατούντες της γης τον κόσμο! Το νέο τζιν, το νέο λαπ-τοπ, το νέο κινητό που τραβάει φωτογραφίες, και άμα είναι και καλό μπορεί να τραβήξει και καμιά μαλακία στον κάτοχο του προς ανακούφιση!
70
ΕΛΠΙΔΑ ΣΤΡΑΤΗΓΑΚΗ
Πώς κατάντησε έτσι η ζωή των ανθρώπων; Όσο θυμάται τον πατέρα της, της μιλούσε για αξίες, κατανόηση, να συμπαραστέκεται στους φίλους της και σε όποιους την έχουν ανάγκη, χωρίς να περιμένει αντάλλαγμα γι’ αυτό. Της έλεγε ότι η ελευθερία του ανθρώπου είναι το υπέρτατο αγαθό. Και να μορφώνεται συνέχεια, να μην αφήνει τον εαυτό της να τελματώνει. Την τελευταία δεκαετία αυτό έγινε, μια ανατροπή των προτεραιοτήτων και των αξιών της ζωής. Ακόμα και οι γκόμενοι που διάλεγε, δεν τους διάλεγε για το αν είχαν εγκέφαλο και ήθος, αλλά πόσο καλά πηδούσαν και τι κορμί διέθεταν. Και «δεν σκέφτομαι τον γάμο, και φούμαρα!» Πώς διάολο έφτασαν όλοι εδώ; Πώς να μην φτάσουν; Όταν σε βομβαρδίζουν με ωραία κορμιά, με χιλιάδες γκατζετάκια που συνοδεύουν τα ωραία κορμιά, ρούχα, αμάξια, κολόνιες, παπούτσια «Μανόλο», «Τζίμη Τσου» και πάει λέγοντας. Γιατί θα πρέπει όλα τα άλλα τα παπούτσια να βγαίνουν οφ; Και καινούργια κολόνια «Αρμάνι» ή «Σισέιντο», γιατί αλλιώς δεν ανήκεις σε αυτό τον χαρούμενο και γκλάμουρους συρφετό! Και μετά τι; Η Στεφανία άνοιξε την πόρτα του σπιτιού της και σήκωσε το τηλέφωνο που χτυπούσε. Ήταν η Μάρα, που της έλεγε αν είναι να πάνε σε ένα καινούργιο μπαράκι που άνοιξε και ήταν πολύ ιν. «Χέστηκα αν είναι ιν ή όχι!» φώναξε στη Μάρα και έκλεισε το τηλέφωνο κοπανώντας το ακουστικό στη βάση. Μόλις το έκανε, κατάλαβε πόσο αψυχολόγητη ήταν αυτή της η ενέργεια και τηλεφώνησε πίσω στη Μάρα. Το τηλέφωνό της βούιζε. «Να δεις», σκέφτηκε, «που με παίρνει να με χέσει και δεν θα ’χει και άδικο». Πράγματι, το τηλέφωνο χτύπησε, η Στεφανία το σήκωσε και ετοιμάστηκε για το χέσιμο, αντί αυτού, άκουσε μια γλυκύτατη Μάρα να τη ρωτάει: «Τι σου συμβαίνει παιδί μου, συμβαίνει κάτι σοβαρό;» Με το που απάντησε η Στεφανία ότι όλα καλά, και «να, συγγνώμη για τη συμπεριφορά μου», έγινε, το έλα να δεις! Τι μαλακισμένο την είπε, τι
ΕΝΑ ΣΚΟΥΝΤΗΜΑ ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝ
71
χρειάζεται γιατρό, ποια νομίζει ότι είναι; Είπε, είπε, είπε… Και κατέληξε με ένα στρογγυλό ξεκάθαρο «άι στο διάααολο!» Η Στεφανία έκανε ένα ντους και ήρεμη πια κάθισε στο λαπ-τοπ της να γράψει. Ήθελε να βάλει σε μια τάξη όλα όσα της είχε πει η κυρα-Αγγελική. Ένιωθε ότι αυτό που τώρα ετοιμαζόταν να γράψει θα ήταν ΑΥΤΟ. Το βιβλίο που πάντα είχε στο μυαλό της. Ένα βιβλίο που θα ’χε κάτι να πει. Μια δυνατή και αληθινή ιστορία. Άναψε τσιγάρο και σκέφτηκε ότι έπρεπε να βάλει μια τάξη και στη ζωή της. Τι αξίζει να κρατήσει και τι αξίζει να πετάξει; Τέρμα τα αντράκια, καιρός για άντρες σωστούς που έχουν εγκέφαλο. Εκεί, άρχισε να ψάχνει να βρει αν ήξερε κανέναν. Κάποιοι που σκέφτηκε είχαν καβατζάρει τα πενήντα και εκεί είχε θέμα. Με άντρες μεγάλους δεν πήγαινε. ΔΕΝ ΠΗΓΑΙΝΕ! Με λάθος ανθρώπους βρισκόταν τελικά. Σκατά! Καλύτερα να ασχοληθεί με την ιστορία της κυρα-Αγγελικής. Πρώτα όμως, μπήκε στο ιντερνέτ για να διαβάσει τι ήταν αυτοί οι αρχειομαρξιστές. Να αυτό πρέπει να το αναγνωρίσουμε όλοι, δηλαδή, ότι το ιντερνέτ σου μαθαίνει πράγματα που δεν ξέρεις και που βέβαια δεν σου είχαν ποτέ αναφέρει, ίσως γιατί δεν έτυχε.
Η ΑΘΗΝΑ ΤΗΣ ΚΥΡΑ-ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ 2
Ο
Μανώλης είχε σχέση τότε. Η μάνα του το ’χε κουβεντιάσει στη δική μου ότι ήταν με μια τρία χρόνια και μάλλον ήταν καιρός να την αποκαταστήσει. Βέβαια, όλα αυτά πριν αρραβωνιαστούμε, τι νόμισες ότι θα ’χε και μένα κι εκείνη; Εγώ πάλι είχα ακούσει γι’ αυτό. Ο Μανώλης, λοιπόν, μια Κυριακή, που είχε έρθει και ήμουν μόνη, μου ’πιασε κουβέντα. Η μάνα του και η δική μου ήταν στην εκκλησία. Μου ’πε, λοιπόν, ότι του άρεσα και ρώτησε αν μου άρεσε και μένα. Εγώ του απάντησα ότι μου άρεσε ή όχι δεν είχε σημασία μιας και ήταν μ’ άλλη. Τότε κάθισε και μου είπε ότι αυτή η άλλη, λέγοντάς του δύο φορές ψέματα μέχρι τώρα, ότι τάχα μου ήταν έγκυος, τον είχε κρατήσει τόσα χρόνια κοντά της. Και αν δεν του άνοιγε τα μάτια ο γαμπρός της πάλι θα την πατούσε. Όχι δεν ήθελε δίπλα του μια ψεύτρα! “Δηλαδή;” τον ρώτησα εγώ, “χώρισες;” “Σήμερα το βράδυ τα ξεκαθαρίζω όλα και ο καθένας τον δρόμο του”. Εγώ τον κοιτούσα, από μέσα μου ήθελα να μου λέει την αλήθεια, μα από την άλλη, να σου πω, μου μπήκε μια ιδέα. “Άκου, Μανώλη, το τι θα κάνεις εσύ, δικό σου κουμάντο, εγώ όμως δεν θα γίνω η σίγουρη συνέχειά σου, αυτό σ’ το λέω και απάντηση αν μ’ αρέσεις δεν θα πάρεις”. Και λέγοντας του αυτά τον άφησα σύξυλο και μπήκα στο σπίτι μας κλείνοντας και την πόρτα.
ΕΝΑ ΣΚΟΥΝΤΗΜΑ ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝ
73
»Από το παράθυρο τον παρακολουθούσα. Κοίταζε την πόρτα για κάνα λεπτό μετά, έστρωσε το μαλλί του, άναψε τσιγάρο και έφυγε. Την επομένη κατά το μεσημέρι, εκεί που καθόμασταν με τη μάνα μου έξω στην πόρτα του σπιτιού μας και ετοιμάζαμε μια ζακέτα που μας είχε παραγγείλει μια κυρία, μια και δυο βλέπω δύο γυναίκες βλοσυρές να φτάνουν και να σταματούν μπροστά μας. “Θέλετε κάποιον;” ρωτάει η μάνα μου. Αυτές και οι δύο να με κοιτούν άγρια. “Εσύ θα ’σαι η Αγγελική, φαντάζομαι!” Η μάνα μου άρχισε να νευριάζει και σηκώθηκε από την καρέκλα της και στάθηκε μπροστά σε αυτή που μου μίλησε. “Τι θες, κυρά μου;” “Να αφήσει η κόρη σου ήσυχο τον Μανώλη, γιατί ο άνθρωπος είναι λογοδοσμένος, αυτό θέλω! Διαφορετικά, θα ‘χουμε κακά ξεμπερδέματα!” Η μάνα μου τα ’χασε, κοίταζε μια αυτές μια εμένα. Είδε στο πρόσωπό μου και τη δική μου έκπληξη και απορία και κατάλαβε ότι δεν τρέχει κάτι. “Ακούτε, κυράδες μου, αν έχετε πρόβλημα με τον Μανώλη να το λύσετε μόνες σας, εδώ να μην σας ξαναδώ, γιατί την επόμενη φορά θα σας πάρω με το σκουπόξυλο. Φευγάτε τώρα από μπροστά μου και την κόρη μου στο στόμα σας να μην την πιάνετε, ακούτε! Δρόμο!” »Ποτέ δεν είχα δει την μάνα μου τόση έξαλλη. Από τ’ άλλα δωμάτια, καλοκαίρι ήταν, κάθονταν απέξω και βέβαια είχαν ακούσει τα πάντα. Σκέψου, λοιπόν, η φαντασία του καθενός πώς θα δούλευε και, το χειρότερο, τι θα λέγανε. Η μάνα μου μάζεψε νευριασμένη τα ραπτικά και μου ’πε να ντυθώ να φύγουμε για τη δουλειά που είχαμε. Δεν είχαμε καμιά δουλειά, ήθελε να φύγουμε από τη γειτονιά για να μπορέσουμε να μιλήσουμε. Της τα είπα όλα όπως είχαν, τ’ άκουσα ένα χεράκι που δεν της είχα πει για την κουβέντα που είχε γίνει την Κυριακή και με ρώτησε: “Εσένα σ’ αρέσει ο Μανώλης;” Όταν της είπα ότι μ’ αρέσει πολύ, αλλά δεν του το έχω πει, μ’ αγκάλιασε από τη μέση και έτσι, γυρίσαμε πίσω στο σπίτι, ήταν ώρα να στρώσουμε το τραπέζι για το μεσημεριανό μας.
74
ΕΛΠΙΔΑ ΣΤΡΑΤΗΓΑΚΗ
»Τη μεθεπομένη, ο Μανώλης ήρθε και ρώτησε πάλι, μπροστά στη μάνα μου αυτήν τη φορά, αν του αρέσω και αν μπορεί να μιλήσει στον πατέρα μου. Η μάνα μου τον ρώτησε αν έχει τακτοποιήσει τις υποθέσεις του έτσι ώστε να μην εκθέτει κανέναν και αν ναι, μόνο τότε θα μπορούσε να κάνει αυτή την ερώτηση. “Τα πάντα ξεκαθαρισμένα, κυραΠηνελόπη μου, δεν έχω αλλού υποχρεώσεις ούτε έχω αφήσει μισοτελειωμένες καταστάσεις”. Η μάνα μου τότε γύρισε σ’ εμένα και μου ’πε να απαντήσω, αν το θέλω. Εγώ κοίταξα τα μάτια του Μανώλη μου, είδα εκείνη τη πονηρή φλογίτσα που έπαιζε στο βάθος, και είπα ότι, ναι μου άρεσε. Αυτό ήταν. Τη συνέχεια σ’ την έχω πει. Γίνανε οι αρραβώνες και μετά Μανώλης είπε να κάνει μια δική του δουλειά». Εδώ η κυρα-Αγγελική σταμάτησε τη διήγηση και άρχισε να γελάει. Κάποια στιγμή σταμάτησε να γελάει και είπε: «Ακούς εκεί δική του δουλειά! Με τι λεφτά, λεβέντη μου, και πώς θα σε αφήσουνε όλοι οι σπιούνοι να γίνεις εσύ αφεντικό; Ήθελε, μάτια μου, να κάνει ένα μαγαζί να πουλάει τυρί, κρέμες ρυζόγαλα, σωστό αυτό. Γιατί πρέπει να ξέρεις, αυτό που νογάς αυτό να κάνεις, δεν μπορούν όλοι να γίνουν αφεντικά οι φοπλιστάδες! Όχι, σαν που βλέπω τώρα, ο γιος του κυρΜένιου, αυτός που από κάτω έχει το μίνι μάρκετ, ο γιος του, λοιπόν, ήθελε λέει να γίνει βιομήχανος ρούχων! Αυτός μπογιατζής ήταν! Άνοιξε, λοιπόν, μία βιοτεχνία, πήρε γυναίκες, πήρε υπαλλήλους και τι κατάλαβε; Ήξερε αυτός από μόδα και υφάσματα; Ξεράδια ήξερε! Να δάνεια, να υποθήκες, να διακοπές και ταξίδια, να! Άρχισε να χτίζει εργοστάσιο! Βρε συ, εδώ δεν στάθηκες ακόμα στην αγορά, το εργοστάσιο τι το θες; Μα δεν φταίει ολότελα και αυτός! Όχι, φταίνε και αυτοί που του δίνανε τα δάνεια αβέρτα και νόμιζε και αυτός ότι έχει μια μηχανή που του δίνει χρήμα συνέχεια χωρίς σταματημό! Δεν πήγε, λοιπόν, η δουλειά, έτσι, πάει το εργοστάσιο, πάει το διαμέρισμα που του ’χε αγοράσει ο πατέρας του με
ΕΝΑ ΣΚΟΥΝΤΗΜΑ ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝ
75
χίλια βάσανα, πάει τ’ αμάξι, πάει και ο Στέλιος, Φστραλία! Ναι, εκεί πήγε να δουλέψει μπογιατζής ! Στη Φστραλία!» Η κυρα-Αγγελική κοίταξε την Στεφανία. «Δεν μου λες, εσύ τι ξέρεις να κάνεις;» «Εγώ, κυρα-Αγγελική, σπούδασα δασκάλα, να μαθαίνω τα παιδιά Αγγλικά και αυτό κάνω». «Μπράβο! Σωστά!» «Τώρα, εδώ που τα λέμε», συνέχισε η κυρα-Αγγελική, «και ο Μανώλης μου ήξερε τη δουλειά και τον βοήθησαν και ο δικός του θείος και ο δικός μου να μαζέψει τα λεφτά που χρειαζόταν, μα όλοι ξέχασαν ότι ο Μανώλης μου ήταν στιγματισμένος. Όλοι ξέρανε ότι ήταν κουμουνιστής και μάλιστα από αυτούς που έρχονται και σου λένε, λένε, λένε, μέχρι να σου δώσουν να καταλάβεις ποιο είναι το δίκιο σου. Έκανε κατήχηση, κατάλαβες;» Η Στεφανία κούνησε το κεφάλι της. Η κυρα-Αγγελική έβγαλε έναν μικρό αναστεναγμό: «Έτσι, έτρεξε, βρήκε ό,τι χρειαζότανε, δύο ψυγεία, έναν χώρο με νεροχύτη και ένα τραπέζι εργασίας για να φτιάχνονται οι κρέμες, ακόμα και γαλακτομπούρεκο θα έκανε, έβαλε και τέσσερα τραπεζάκια για όσους θέλανε να φάνε κάτι εκεί, αλλά την άδεια δεν την πήρε! Τι έτρεξε δεξιά και αριστερά, τι έφτιαξε το μαγαζί όπως του είπαν και ακόμα πιο πολύ. Όλο έρχονταν και όλο κάτι έβρισκαν, εν τω μεταξύ τα γραμμάτια έτρεχαν, μέχρι που κάποιος του σφύριξε ότι άδεια στο όνομά του δεν θα ’βγαινε ποτέ, να κοιτάξει να βάλει άλλον αν ήθελε να δουλέψει. Έτσι έγινα επιχειρηματίας! Τι το ’θελα, μου λες; Την άδεια, όμως, την πήραμε. Ωραία, πάνω που έμαθα κι εγώ τη δουλειά, γιατί πήγα να τον βοηθήσω στο μαγαζί, στο κάτω κάτω της γραφής άντρας μου ήταν, έγινε η δικτατορία του Μεταξά! Ω, ρε μάνα μου! Μην είδατε τον Μανώλη. Τον πήραν κορίτσι μου κι εγώ έμεινα μονάχη, με το πρώτο μου παιδί, τον μπαμπά της Μάρας, τεσσάρων χρονών τότε, να παλεύω να κρατήσω το μαγαζί. Μια γυναίκα εγώ μέσα στην αγορά, γίνεται; Η ανάγκη σε κάνει να ξεχάσεις ότι είσαι γυναίκα
76
ΕΛΠΙΔΑ ΣΤΡΑΤΗΓΑΚΗ
και να παλέψεις σαν άντρας. Έψαχνα να τον βρω πού τον είχαν όταν τον συλλάβανε, που κάποιος μου ’πε, γιατί τότε ακούγονταν τρομερά πράγματα, παιδί μου. Η χούντα του ’67 ήταν χάδι για όσους έζησαν τη δικτατορία του Μεταξά. Τον Μανιαδάκη τον έχεις ακουστά; Εμ, πού να τον έχεις, σαν την αγγόνα μου κι εσύ, ό,τι βλέπετε στην τηλεόραση και στα περιοδικά, αμ δε! Η ζωή δεν είναι τα μαλλιά και τα ρούχα και πού πάτε τα βράδια ξέρω γω! Η ζωή είναι δύσκολη». Εκεί η κυρα-Αγγελική βουβάθηκε απότομα, κατσούφιασε, σαν να θυμόταν το πόσο δύσκολη ήταν η ζωή και μετά χαμογέλασε πλατιά και με το χέρι της έπιασε το γόνατο της Στεφανίας και το έσφιξε. «Είναι όμως και όμορφη, κορίτσι μου! Όταν γυρνάει ο άντρας σου στο σπίτι, όταν γεννάς τα παιδιά σου και ακούς για πρώτη φορά να σε λένε “μαμά”, μόνο που αυτές οι φορές ήταν λίγες, οι χαρές λίγες, παλέψαμε πολύ, παιδί μου, κουραστήκαμε, πέσαμε κάτω και ξανασηκωθήκαμε και ξαναπροσπαθήσαμε πάλι απ’ την αρχή, απ’ το μηδέν. Εξορίες, πόλεμος, εμφύλιος, τι να πρωτοθυμηθώ; Αυτή την πείνα του ’40, σαν τη σκέφτομαι, τρομάζω! Πώς τη σκαπουλάραμε; Τα νιάτα αντέχουν, αλλά εγώ είδα και τους μεγάλους να αντέχουν να σταθούν να ζήσουν. Ξέρεις τι δύναμη έχει ο άνθρωπος; Πολύ μεγάλη! Πολύ μεγάλη αντοχή! Πολύ μεγάλη! Δεν το ξέρουμε, αλλά αν θέλουμε να ζήσουμε, παλεύουμε και ζούμε. Δεν λέω κάποια μεγάλη κουβέντα μόνο τι έζησα και τι έμαθα μέσα από τη ζωή, σου λέω. »Όταν ο Μανώλης μου έφυγε και έμαθα ότι, δόξα τω Θεώ, ήταν ζωντανός, απλά στην εξορία, άρχισα να προσπαθώ μπας και μπορέσω να κρατήσω το μαγαζί, τουλάχιστον μέχρι να γυρίσει. Έτσι, παλιά μου τέχνη κόσκινο, τις Κυριακές και κάθε μέρα τα βράδια μαζί με τη μάνα μου, συνέχιζα το ράψιμο μέχρι που μου ’πεφτε η βελόνα απ’ τα χέρια. Τι να ’κανα; Τα γραμμάτια έτρεχαν. Κάποια στιγμή σκέφτηκα να πω “βρε ασ’ το καλό, μην σκοτώνεσαι, ασ’ τα γραμμάτια να
ΕΝΑ ΣΚΟΥΝΤΗΜΑ ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝ
77
διαμαρτυρηθούν, ο άντρας σου λείπει, αυτό σε μάρανε; Να σώσεις την υπόληψή του;” Όμως ο Μανώλης ήταν μια ζωή τίμιος, αυτό μην νομίζεις ότι του βγήκε σε καλό. Δεν υπέγραψε ποτέ του! Τελευταίος πάντα έφευγε από την εξορία. Τι εγώ του ’λεγα “βρε Μανώλη μου, τι έγινε; Μια τζίφρα είναι, ολομόναχή μου παλεύω, δεν με σκέφτεσαι;” Μου απαντούσε: “Α βρε Αγγελική, κι εσένα και όλους τους άλλους που έχουν τη δική μας μοίρα σκέφτομαι, γι’ αυτό δεν βάζω τη τζίφρα”. »Μετά, μέσα στην αγκαλιά του, τα ξεχνούσα όλα, του συγχωρούσα τα πάντα και έπαιρνα την απόφαση ότι η γυναίκα του κομμουνιστή είναι μια γυναίκα που παλεύει μονάχη της και βλέπει τον άντρα της όταν υπάρχουν κάποια διαλείμματα δημοκρατίας. Μου ’φτανε να κοιτώ τα μάτια του, τα χείλη του, τους γλάρους που σου ’λεγα, και το χαμόγελό του με τις δύο ρυτίδες δεξιά και αριστερά. Ένας άντρας που σου ’φχομαι να βρεις κι εσύ Στεφανία μου. Κουβέντα άσχημη δεν άκουσα από το στόμα του, φωνή δεν σήκωσε ποτέ παρά μόνο, όταν η μικρή κόρη μας μια φορά πήγε να περάσει τον δρόμο χωρίς να κοιτάξει και είδε αμάξι να ‘ρχεται και έβγαλε φωνή “Πρόσεχε!” και τότε άκουσα πόσο δυνατή φωνή είχε. Κοκαλώσαμε όλοι! Ήπιος, όχι άνευρος, όχι! Ήταν γεμάτος ενέργεια και ζωή. Αγαπούσε πολύ τη ζωή! Αγαπούσε πολύ τους ανθρώπους ακόμα και αυτούς που δεν έπρεπε. Εμπιστευόταν. Μου ’λεγε να δίνω ευκαιρία στους ανθρώπους, όχι μια ούτε δυο, αλλά τρεις! Εγώ από χαρακτήρα μία έδινα, τη δεύτερη όταν ο άλλος σήμαινε κάτι για μένα. Όχι, δεν ακολούθησα τη συμβουλή του και έτσι αντέξαμε. Απλά σου λέω τι άνθρωπος ήταν. Αν έδινα τρεις φορές, όπως μου ’λεγε, θα ’χαμε ξοφλήσει σαν άνθρωποι ή στην κατοχή ή στον εμφύλιο. Ήταν εποχές που όλοι οι απατεώνες εκμεταλλεύονταν τον πόνο και τη δυστυχία και έκαναν φράγκα. Τίμια λεφτά δεν κάνει κάποιος μέσα στον πόλεμο. Έτσι δεν είναι ή κάμω λάθος; Όσοι συνεργάστηκαν με τους κατακτητές γίνανε
78
ΕΛΠΙΔΑ ΣΤΡΑΤΗΓΑΚΗ
πλούσιοι αν ήταν φτωχοί και αν ήταν πλούσιοι, πλουσιότεροι. Ο λαός υπέφερε και αν κάποιος σου πει αλλιώς, τότε κουμπώσου καλύτερα. Τι σου λέω τώρα, αυτά παιδί μου ακούγονται σε όλους εσάς τόσο μακρινά και είναι. Πού να σκεφτούμε εμείς τότε για όλα αυτά που έχετε εσείς σήμερα. Καλά είναι, μ’ αρέσουν κι εμένα. Να, που έχουμε τον καμπινέ μες το σπίτι, ζεστό νερό όταν το θέλουμε, ζεστασιάαα, αμ, η τηλεόραση τι σου λέει; Ωραία όλα. Το μόνο που με στεναχωρεί είναι ότι μπορεί κάποτε να χαθούν αυτά, έτσι μου λέει η Μάρα. Μου λέει ότι συνέχεια σας μειώνουν τους μισθούς και ότι δεν ξέρετε αν θα πάρετε σύνταξη και ότι διώχνουν κόσμο απ’ τις δουλειές. Έτσι είναι; Είναι κρίμα γιατί για να ζείτε εσείς καλύτερα παλεύαμε εμείς. Και κάναμε απεργίες και διαδηλώσεις. Α, εκεί έτρεχα κι εγώ! Ξέρεις με πόσο κόπο κερδήθηκαν όλα;» «Κυρα-Αγγελική, καλά σου τα λέει η Μάρα. Τα πράγματα δεν είναι καλά». «Και αυτός ο νέος ο Παπανδρέου τι κάνει;» Η κυρα-Αγγελική πριν πάρει απάντηση έκανε τον σχολιασμό της. «Πφ! Παπανδρέου! Παπατρέχας θα ’λεγα. Μα είναι νέος, γι’ αυτό ρωτάω μπας και καλυτέρεψε το πράμα». Η Στεφανία χαμογέλασε. «Μπα! Μάλλον χειροτέρεψε θα ’λεγα! Αυτός, κυρα-Αγγελική, δεν νιώθει Έλληνας για να παλέψει για εμάς. Αυτός είναι αλλού. Είναι, ας πούμε, στην Αμερική, στη Γερμανία, στη Σουηδία, κατάλαβες;» «Εγώ ένα ξέρω, δεν νιώθει Έλληνας; Κακώς μας κυβερνάει, να πα’ να κυβερνήσει εκεί που νιώθει. Α, να μας κάνει τη χάρη ο Παπατρέχας!» Και λέγοντας αυτά έβαλε τα γέλια. Η κόρη της ήρθε μέσα να της φέρει ένα χαμομήλι με δύο φρυγανιές, το βραδινό της. Η Στεφανία κατάλαβε ότι έπρεπε να την αφήσει να ξεκουραστεί, της χάιδεψε απαλά το χέρι, γεμάτο καφέ κηλίδες και ζάρες των γηρατειών, αλλά τόσο τρυφερό που ένιωσε την επιθυμία να το φιλήσει, δεν το ’κανε. Καληνύχτισε και έφυγε.
ΟΧΤΩ
Β
γαίνοντας από την πολυκατοικία, ένιωσε ότι πολύ θα ’θελε να περπατούσε στην Αθήνα της κυρα-Αγγελικής. Με τους λίγους κατοίκους και σχεδόν καθόλου αμάξια και χωρίς φασαρία! Κοιτάζοντας γύρω, είδε τις αμέτρητες πολυκατοικίες, τα αμάξια τα διπλοπαρκαρισμένα, τον κόσμο γύρω της να περπατάει γρήγορα και όλοι σκεφτικοί να κοιτούν κάτω. «Μάλλον θα ψάχνουν για κανένα χαρτονόμισμα», σκέφτηκε, «δεν εξηγείται γιατί όλοι έχουν το κεφάλι κάτω». Το κινητό της χτύπησε, το κοίταξε, ήταν ο Σωτήρης, χωρίς δεύτερη σκέψη το έκλεισε. Ο Σωτήρης επέμενε. Το σήκωσε, δεν μίλησε, τον άκουσε που έλεγε «ναι, ναι» και το έκλεισε πάλι. Αυτό έγινε άλλες δύο φορές μέχρι που σταμάτησε. Μετά, την πήρε η Μάρα που της είπε ότι την έψαχνε ο Σωτήρης. «Άμα ξαναπάρει, πες του ότι δεν το ’χω το τηλέφωνο, το ’χασα και άλλος το σηκώνει, εντάξει;» Η Μάρα τη ρώτησε. «Και δεν ειδοποίησες να το ακυρώσουν;» «Ρε Μάρα, δεν το ’χασα, αφού μιλάμε, ρε γαμώτο! Τι μαλακία ερώτηση μου κάνεις;» «Σωστά! Α, να σου πω, δεν είμαι η προσωπική σου γραμματέας, η ερώτηση που σου ’κανα είναι η σκέψη που θα κάνει ο Σωτήρης, γκέγκε; Γι’ αυτό, λοιπόν, απάντησε του εσύ να τελειώνουμε».
80
ΕΛΠΙΔΑ ΣΤΡΑΤΗΓΑΚΗ
Η Στεφανία κατάλαβε ότι η Μάρα τα ’χε ακόμα μαζί της. Οκ. Ο Σωτήρης ξαναπήρε, του είπε ότι είναι πολύ πνιγμένη αυτό τον καιρό και δεν βλέπει να συναντώνται και γεια σας! Μετά προσπάθησε να θυμηθεί πού διάολο είχε παρκάρει. Βρήκε το σαραβαλάκι της και έφυγε για το σπίτι μέσω Λυκαβηττού για να αποφύγει όσο μπορούσε την κίνηση. Το σαραβαλάκι της. Δεν θα το είχε για πολύ με τα τέλη κυκλοφορίας που έβαζαν, και τη βενζίνη να ακριβαίνει βδομάδα στη βδομάδα δεν το ’βλεπε να μπορούσε να αντεπεξέλθει στα έξοδα. Δεν πειράζει, συγκοινωνία, μετρό, τα πόδια της, καλά που έμενε στο κέντρο, θα τα βόλευε. Μόλις έφτασε στο σπίτι της, αφού πέταξε τσάντα, παπούτσια και κλειδιά, σωριάστηκε στην πολυθρόνα της και πήρε τη Μάρα τηλέφωνο. Μόλις η Μάρα απάντησε, κοφτή και βαριά, η Στεφανία αποφάσισε να της γουργουρίσει. «Μάρα μου, χαρά μου, κολλητάρι μου και αδελφή ψυχή». Δεν πρόλαβε να συνεχίσει. «Κόψε τις γαλιφιές, δεν σου πάνε, ρε!» Έβαλαν και οι δυο τα γέλια και όλα μέλι γάλα. «Στη γιαγιάκα σου ήμουν και τώρα γύρισα». «Να σου πω, έχω μια απορία, είναι το καινούργιο σου κόλλημα;» «Τώρα, να μιλήσουμε σοβαρά έχει τόσο ενδιαφέρον που πιάνω τον εαυτό μου να χαζεύω ακούγοντάς την». «Ο Σωτήρης τι έγινε, ρε;» «Στον πάγο!» Η Μάρα πρότεινε να βρεθούν στο σπίτι της να δουν καμιά ταινία. Χωρίς δεύτερη σκέψη η Στεφανία είπε «ναι». Δεν είχε μία, δεν ήταν για έξοδο και έξοδα. Σκέφτηκε ότι μάλλον κάπως έτσι θα εξελισσόταν η ζωή τους τώρα. Ο ένας στο σπίτι του άλλου, άντε για κάνα καφέ και ένα ποτό το πολύ την Παρασκευή. Αν το σκεφτείς οι σχέσεις των ανθρώπων αλλάζουν, αρχίζουν να μαζεύονται οι φίλοι, να κάνουν ρεφενέ τους μεζέδες, το κρασί, σαν να γίνονται πιο ουσιαστικές; Για τη Στεφανία, η τόση κοινωνικοποίηση ήταν κάτι πρωτόγνωρο, δεν ήταν ιδιαίτερα κοινωνικό ον. Ήταν μάλλον αυτό που λένε «μοναχικός λύκος». Όταν βρισκόταν με παρέα, μια
ΕΝΑ ΣΚΟΥΝΤΗΜΑ ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝ
81
χαρά, και συμμετείχε και διασκέδαζε στο έπακρον, ακόμα και η ψυχή της παρέας μπορούσε να γίνει, ιδιαίτερα αν είχε μπανίσει κάποιον που την ενδιέφερε. Όμως ένιωθε ότι η ζωή είχε πάρει μια στροφή ανάποδη και όλα γίνονταν πιο δύσκολα. Οι νοικάρηδές της είχαν για πρώτη φορά καθυστερήσει το νοίκι. Η διευθύντρια του κέντρου ξένων γλωσσών για πρώτη φορά και αυτή ζήτησε μια παράταση καμιά βδομάδα για να την πληρώσει, όλοι έψαχναν να καταλάβουν τι σκατά έγινε και η ζωή τους πήρε από κάτω εκεί που όλα πήγαιναν μια χαρά. Η Στεφανία αναστέναξε, κάτι που σιχαινόταν, άναψε τσιγάρο, πού θα πήγαινε, θα το ’κοβε και αυτό μιας και τα τσιγάρα συνέχεια ακρίβαιναν. Αυτοί οι παλιοί πώς τα κατάφερναν; Τι είχαν; Την αντοχή του Σούπερμαν; Πόλεμοι, δικτατορίες, πείνα, ανεργία, «καλά αυτή την έχουμε και σήμερα», δεν ήξεραν τι τους ξημέρωνε και αυτοί. Να χορός, να τραγούδι, να γέλιο. Κάτσε, όχι και όλοι, υπήρχαν και οι γρουσούζηδες που όλα τους έφταιγαν για τη στραβή τους μοίρα, κλασσικά! «Έχει τελικά πολύ ενδιαφέρον να ακούς την κυρα-Αγγελική να σου διηγείται για τη ζωή της». Αυτή, τώρα, τι κατάλαβε; Μια ζωή στην πάλη, να μεγαλώσει τα παιδιά της χωρίς άντρα στο πλευρό της. «Ρε συ, σίγουρα μιλάμε γι’ άλλη πάστα!» Η Μάρα είχε πάρει να δουν το «Hangover», το γέλιο που έριξαν τούς έκανε τόσο καλό! Η Μάρα τώρα τελευταία περνούσε το άγχος μην την απολύσουν και ήταν συνέχεια στην τσίτα, χαλάρωσαν και οι δυο με την ταινία. Η Στεφανία τής μίλησε για τη γιαγιά της και πόσο εντύπωση της είχε κάνει. Η Μάρα την άκουγε και κουνούσε το κεφάλι της. «Ξέρεις, τώρα που σε ακούω να μου λες γι’ αυτήν, συνειδητοποιώ ότι όλα αυτά εγώ τα έχω ακούσει και δεν έχω δώσει την προσοχή που θα ’πρεπε. Ναι, έχεις δίκιο, αν σκεφτείς, εμείς τα βρήκαμε όλα τόσο βολικά που πνιγόμαστε σε μια κουταλιά νερό. Να, πάρε εμένα, είμαι στην αγωνία τι θα κάνω αν με απολύ-
82
ΕΛΠΙΔΑ ΣΤΡΑΤΗΓΑΚΗ
σουν. Ξέρεις κάτι; Ας το κάνουν, ίσως αν στριμωχτώ λίγο να καταλάβω τι γίνεται γύρω μας και τι κάνουμε όλοι εμείς γι’ αυτά! Ο κόσμος δεν πάει καλά, κόσμος που δεν έχει τη δυνατότητα, είτε γιατί δεν έχει τα εφόδια είτε δεν έχει την ηλικία, μένει στον δρόμο και είναι με δόσεις να τρέχουν, με παιδιά που μεγαλώνουν, χέσ’ τα δηλαδή!» Η Στεφανία πολύ χάρηκε που άκουσε την Μάρα πρώτη φορά να προβληματίζεται για τα της κοινωνίας. Να, λοιπόν, που κάποιοι αρχίζουν να καταλαβαίνουν ότι ο κόσμος δεν περιστρέφεται γύρω τους. Αγκάλιασε τη Μάρα και της έσκασε ένα φιλί. Αυτή ξαφνιάστηκε, μετά κατάλαβε και χαμογέλασε. «Δεν μου λες, φιλενάδα, θα πάμε πλατεία;» «Θα πάμε πλατεία και θα φωνάξουμε και θα ξελαρυγγιαστούμε αν χρειαστεί. Ρε συ! Όλοι αυτοί οι κομπλεξικοί που μας κυβερνάνε, που κάνουνε τον καμπόσο και τον άγριο εδώ, γιατί όταν βγούν στας Ευρώπας γίνονται οι “yes, sir”; Τι σόι ψυχολογικό περνάνε και διχασμό προσωπικότητας και συμπεριφοράς;» «Εμείς τους το δώσαμε το δικαίωμα, ρε Μάρα! Που βγαίνουν, λένε τις παπαριές τους και τους χειροκροτάμε και από πάνω!» «Ε όχι, αγάπη μου, δεν τους χειροκρότησα ποτέ!» «Τους ψήφισες μήπως;» «Ποτέ! Δηλαδή δεν ψήφισα ποτέ εννοώ». «Το ίδιο είναι, βρε κουτό, σαν να τους ψήφισες, γιατί κανείς δεν μας τα είχε ξεκαθαρίσει αυτά. Θα γίνουν όμως εκλογές, δεν θα γίνουν; Δεν πάει το πράμα, φαίνεται. Τότε, ρε Μάρα, πρέπει για πρώτη φορά να πάρουμε θέση, δηλαδή να ψηφίσουμε». Τόσα χρόνια φίλες και ποτέ δεν είχαν κουβεντιάσει σοβαρά για τα πολιτικά πέρα από τα ανέκδοτα και τις μαλακισμένες κουλτουροκουβέντες, αφ’ υψηλού κριτικές και έτσι, ποτέ δεν είχαν καθίσει να δουν ότι η συμμετοχή τους είχε νόημα. Η συμμετοχή και όχι η αποχή. Η πολιτική τους κουβέντα άρχιζε και τελείωνε με το «όλοι τα ίδια σκατά είναι». Οι γονείς τους δεν τους είχαν μεγαλώσει με αυτήν τη
ΕΝΑ ΣΚΟΥΝΤΗΜΑ ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝ
83
θεωρία της απαξίωσης, αυτή ήταν η σπορά της μεταπολίτευσης και της πολύ πετυχημένης προπαγάνδας των μήντια. Τώρα; Τώρα τα αποτελέσματα αυτής της αντιμετώπισης τα έβρισκαν μπροστά τους. Αυτά που τώρα ζούσαν, η ανεργία, η αβεβαιότητα, η απαξίωση των σπουδών τους, το μέλλον το δυσοίωνο, η δική τους αδιαφορία τα δημιούργησε όταν πίσω από αυτούς οι εκάστοτε κυβερνώντες έκλειναν συμφωνίες για το ξεπούλημα της δικής τους ζωής. Αυτό τώρα το έβλεπαν, το πρόβλημα είχε γιγαντωθεί, αλλά το ερώτημα ήταν αντιμετωπίσιμο; Αυτό δεν ήταν ένα ερώτημα που είχαν μόνο η Στεφανία και η Μάρα, αλλά ήταν πια στο μυαλό όλων των νέων. Οι πιο τολμηροί και οι πιο νέοι έπαιρναν την απόφαση να ψάξουν για ένα καλύτερο αύριο οπουδήποτε στο εξωτερικό. Σε όποια ήπειρο έβρισκαν δουλειά εφάμιλλη των σπουδών και των προσόντων τους. Για πρώτη φορά οι γονείς προέτρεπαν τα παιδιά τους να φύγουν βλέποντας με απελπισία τη χώρα τους να βουλιάζει στη χρεοκοπία και να ξεπουλιέται για πενταροευρώ. Έφταιγαν κι αυτοί που με πράσινες, μπλε και κόκκινες σημαιούλες έτρεχαν στις πανηγύρεις των κομμάτων, λες και πήγαιναν στην παιδική χαρά. Η στέρηση της δημοκρατίας στη χώρα όχι μόνο κατά την εφτάχρονη χούντα, αλλά για δεκαετίες ολόκληρες, και ιδιαίτερα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και η δημοκρατία που τους δόθηκε με την μεταπολίτευση, τους μέθυσε, τους συνεπήρε και δεν τους άφησε χρόνο να σκεφτούν ότι κάποιον λάκκο έχει η φάβα. Γιατί, η αλήθεια να λέγεται, η δημοκρατία που έζησε τότε η χώρα ήταν πρωτόγνωρη, απόλυτη και μεθυστική. Με περηφάνια όλοι έλεγαν ότι «σαν τη δική μας δημοκρατία δεν υπάρχει πουθενά σε κανένα κράτος σε όλον τον κόσμο». Σύμφωνοι! Όλοι συμφωνούμε, αλλά κανένας μας να μην ψυλλιαστεί την τόση ξαφνική παροχή χρήματος; Τόσες επιδοτήσεις, τόσα εύκολα δάνεια, πόσα τηλέφωνα δεν έγιναν στον κάθε Έλληνα ξεχωριστά για παροχή δανείου και
84
ΕΛΠΙΔΑ ΣΤΡΑΤΗΓΑΚΗ
φούσκωνε ο απλός υπάλληλος ότι είναι κάποιος και γι’ αυτό οι τράπεζες όλες, μα όλες, του έδιναν ό,τι ήθελε. Εμ, ο αγρότης; Αυτός που τώρα διώχνει τον Αλβανό για να δουλέψει μόνος τα χωράφια του με τον γιόκα του που περνούσε τη μέρα του στο καφενείο ξεκοκαλίζοντας, με τη βοήθεια του κοινοτάρχη, περιφερειάρχη, βουλευτή και πάει λέγοντας, την επιδότηση που τις πιο πολλές φορές δεν έπρεπε να πάρει. Αναρωτήθηκε τότε το απλό μυαλό του γιατί όταν έχει 100 ρίζες ελιές του δίνουν επιδότηση για 500; Ναι, λοιπόν, όλοι φταίνε, αλλά ποιοί; Αυτοί που κίνησαν τον όλο μηχανισμό εξαπάτησης δεν είναι οι υπάλληλοι, οι αγρότες, οι βιοτέχνες και όλοι όσοι έτυχαν επιδότησης, δανειοδότησης κ.λπ. Αυτοί που ευθύνονται είναι αυτοί που τους έλεγαν: «Χαζός είσαι, ρε; Μας δίνουν λεφτά από την Ευρώπη και εσύ δεν θα τα πάρεις;» Και το μυαλουδάκι τους σκεφτόταν: «Για να μου το λέει αυτός που είναι μέσα στα πράγματα, κάτι θα ξέρει». Έτσι, βρέθηκε μια πρωία, τρόπος του λέγειν, η Ελλαδίτσα να μην έχει μέλλον. Τώρα, οι νέοι τι φταίνε; «Φταίμε κι εμείς, ρε Μάρα. Θα σου πω γιατί, κι εμείς επαναπαυτήκαμε στο χαρτζιλίκι, συνήθως φουσκωτό, του μπαμπά, και δεν είδαμε ότι όταν οι απεργίες έβγαιναν παράνομες και καταχρηστικές και όταν οι διαδηλώσεις διαλύονταν με τη βία και τα εργατικά δικαιώματα συνέχεια περιορίζονταν, τότε εμείς τι κάναμε; Καθίσαμε με σταυρωμένα χέρια. Τότε έπρεπε να αρχίσουμε να ανησυχούμε κι εσύ κι εγώ και όλοι μας να απαιτήσουμε τα δικαιώματα που κερδήθηκαν με τους αγώνες των γονιών μας και των παππούδων μας. Είναι εύκολο να φορτώνουμε τα λάθη σε μια γενιά, ε λοιπόν κι εμείς οι νέοι πάμε να κάνουμε τα ίδια λάθη. Να μείνουμε απαθείς στα γεγονότα. Να αναλάβουμε και να απαιτήσουμε τη ζωή μας! Η ζωή είναι δική μας. Και, μεταξύ μας, η γενιά που της τα φορτώνουμε όλα έκανε πολλά, αν μη τι άλλο μας έδωσε μια αξιοπρεπέστατη και πλούσια, θα ’λεγα ζωή, τώρα αυτή η γενιά
ΕΝΑ ΣΚΟΥΝΤΗΜΑ ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝ
85
δεν έχει το κουράγιο ή τη δύναμη να παλέψει για το μέλλον, για ποιο μέλλον άραγε, όταν είδε και τον δικό της κόπο να πετιέται στο καλάθι των αχρήστων». Μετά η Στεφανία σταμάτησε να μιλάει και η Μάρα την κοίταξε σοβαρή. «Αγάπη μου, τώρα που τα ’παμε πείνασα, όσο μπορούμε ακόμα, παραγγέλνουμε μια πίτσα;» «Μια σπέσιαλ οικογενειακή».
Η ΑΘΗΝΑ ΤΗΣ ΚΥΡΑ-ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ 3
Κ
αι το γαλατάδικο τι έγινε;» «Το γαλατάδικο, με το που κηρύχτηκε ο πόλεμος, έδειξε ότι δεν είχε μέλλον. Πού να βρεις γάλα και αυγά και όλα όσα χρειάζονταν; Πού να βρεις λεφτά γι’ αυτά να μου πεις. Ο Μανώλης μου γύρισε πίσω από την εξορία, βλέπεις οι άντρες χρειάζονταν για τον πόλεμο, με το που γύρισε, έφυγε στρατιώτης. Ευτυχώς δεν σκοτώθηκε, μόνο κάτι κρυοπαγήματα στα πόδια σαν τους περισσοτέρους τότε… Εγώ, πέρα από τα ράψιμο, έμαθα και να πλέκω και να φτιάχνω πουλόβερ και κάλτσες και ό,τι μπορούσαμε έκανε τότε η κάθε μια μας για να στείλει στους στρατιώτες. Να δεις περηφάνια και χαρά όσο μαθαίναμε για τις νίκες πάνω εκεί, και μετά κατέβηκαν οι Γερμαναράδες και όλο το πανηγύρι πήρε τέλος. Τσακισμένοι άνθρωποι γύρισαν πίσω όλα τα παλληκάρια μας. Να τους βλέπεις και να καίγεται η ψυχή σου. Οι Γερμανοί μπήκαν στην Αθήνα και η Αθήνα πάγωσε όλη. Μια άδεια πόλη, αυτό βρήκαν, τι περίμεναν, να βγούμε στους δρόμους και να τους χειροκροτάμε; Όλες οι αποθήκες με τα πυρομαχικά ανατινάχθηκαν πριν μπουν οι κατακτητές και οι εκρήξεις από τον Πειραιά ακούγονταν μέχρι την Αθήνα. Κι αυτός ο εκφωνητής στο ραδιόφωνο να προσπαθεί ο έρμος να μας
ΕΝΑ ΣΚΟΥΝΤΗΜΑ ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝ
87
εμψυχώσει. Να λέει, “Έλληνες ψηλά τις καρδιές” και άλλα τέτοια. Γρήγορα, πολύ γρήγορα, οι προδότες φάνηκαν και συνεργάστηκαν με τους κατακτητές, αλλά αυτά μάλλον θα τα ξέρεις από το σχολείο. Σας τα μαθαίνουν αυτά; Ή σας λένε ό,τι τους βολεύει; Μάλλον το δεύτερο, φαντάζομαι. Πολιτικοί! Μπαγάσηδες όλοι, πουλημένοι στον έναν και στον άλλον. Όμως, όπως μου ’λεγε ο Μανώλης μου, αν δεν έχουμε δημοκρατία να τους διαλέγουμε εμείς με τις εκλογές, τότε είναι χειρότερα. Εμείς, βέβαια, δεν είχαμε το κόμμα μας τότε για να μπορέσουμε να το ψηφίσουμε. Ήταν παράνομο το ΚΚΕ και ψάχναμε ποιο κόμμα θα διαλέξουμε ανάμεσα σε αυτά που υπήρχαν για να περιορίσουμε το κακό και να προστατέψουμε τα δικαιώματά μας όσο μπορούσαμε. Τώρα στην κατοχή, ευτυχώς, λίγο πολύ οι σωστοί Έλληνες εντάχθηκαν κάπου για να πολεμήσουν τον κατακτητή. Όλοι, για μένα, που πολεμούσαν τους Γερμανούς ήταν καλοί. Κανένας λιγότερο πατριώτης. Υπήρχαν και οι σκάρτοι, δυστυχώς, αλλά αυτοί πάντα θα υπάρχουν. Θα σου πω, όμως, κάτι, από το δικό μας κόμμα δεν ακούστηκε κανείς σκάρτος όσο είχαμε πόλεμο. Μετά, στον εμφύλιο, βρέθηκαν, δυστυχώς λέω, και κάποιοι που εκμεταλλεύτηκαν τη θέση τους στο κίνημα και φέρθηκαν απάνθρωπα σκοτώνοντας σε δίκες με συνοπτικές διαδικασίες, όπως τις έλεγαν, και κόσμο που δεν έφταιγε. Όταν αδελφός σκοτώνει αδελφό, τότε ο Θεός κρύβεται από ντροπή. Το κόμμα έδωσε εξουσία σε λάθος ανθρώπους όμως και από την άλλη μεριά δεν γίνανε λίγα. Ντροπή ήταν όλο αυτό, κάποιοι τραβήχτηκαν για να μην πάρουν μέρος σε όλο αυτό το μακελειό που γινόταν. »Ο Μανώλης μου ήταν ένας από αυτούς που δεν θέλησε να λερώσει τα χέρια του με αίμα ελληνικό, δηλαδή δεν σκότωσε κανέναν, άλλο τώρα, αν με τον άλφα ή βήτα τρόπο βοηθούσε τους αριστερούς. Οι προδότες και οι δοσίλογοι; Μάλιστα, να δικαστούν και να τιμωρηθούν για τα εγκλήματά
88
ΕΛΠΙΔΑ ΣΤΡΑΤΗΓΑΚΗ
τους, ναι, όχι όμως να γίνουμε όλοι δικαστές και εκτελεστές. Ήταν καιροί άσχημοι αυτοί, που εύχομαι εσείς ποτέ να μην τους ζήσετε. Ολόκληρα χωριά ξεκληρίστηκαν και οικογένειες χάθηκαν. Θα ’χεις ακουστά για το Δίστομο φαντάζομαι. Έχεις πάει καθόλου στη Σπάρτη; Εκεί κάπου μεταξύ Αρκαδίας και Λακωνίας, στο Μονοδένδρι, υπάρχει ένα μνημείο. Γνωστό μνημείο για τους 118 που σκότωσαν οι Γερμανοί. Αν διαβάσεις τα ονόματα θα δεις ότι χάθηκαν οικογένειες. Τα καλύτερα παλικάρια της Σπάρτης. Οι αρσενικοί δεν υπήρχαν πια να συνεχιστεί το όνομα». «Όχι, κυρα-Αγγελική, δεν έτυχε να το δω αυτό το μνημείο που μου λες». «Μα καλά, βρε κορίτσι μου, η Μάρα μου ’λεγε ότι κι εσύ έχεις ρίζες από τη Λακωνία, αυτό το μνημείο δεν το ’χεις ακουστά; Δεν το είδες ποτέ στον δρόμο σου όπως πήγαινες; Οι γονείς σου δεν σου ’χουν πει γι’ αυτό;» «Δεν έτυχε, κυρά Αγγελική». Η κυρα-Αγγελική κούνησε το κεφάλι της. «Και μετά λέμε ότι τα παιδιά αδιαφορούν, αν όμως εμείς δεν τους τα δείξουμε, δεν τους τα πούμε, πώς θέλουμε να έχουμε προκοπή;» Η Στεφανία κούνησε το κεφάλι της ότι έχει δίκιο η κυρα-Αγγελική. «Τα μικρά μου, την κατοχή, στέκονταν στα συσσίτια για να φέρουν κάτιτις στο σπίτι και αυτά και μετά έτρωγα τη μέρα μου να προσπαθώ να βγάλω τις ψείρες από πάνω τους. Νευρίασα κι εγώ μια μέρα και τους είπα: “Φτάνει, δεν ξαναπάτε”. Έτσι και αλλιώς, ο Μανώλης δεν ήθελε να πηγαίνουν στα συσσίτια, αυτά λυσσάγανε, το ’χαν δει παιχνίδι. Αυτό είναι το καλό με τα παιδιά που μετατρέπουν κάθε στιγμή κακή, άσχημη, σε παιχνίδι. Καλύτερα, γιατί αλλιώς πώς θα ’χαν κουράγιο να ζήσουν μέσα σε τόση δυστυχία που έβλεπαν. Πεθαμένοι στον δρόμο από την πείνα, παιδί μου. Ξέρεις, τους μάζευαν με τα κάρα. Μπορείς να φανταστείς κάτι τέτοιο;» Χαμένη στις εικόνες που ξύπνησαν μέσα της η κυρα-Αγγελική δάκρυσε.
ΕΝΑ ΣΚΟΥΝΤΗΜΑ ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝ
89
«Έτσι σαν το σκυλί στ’ αμπέλι, που λέμε, πήγε κι ένα παλικάρι, ο Θοδωράκης, δεκαπέντε χρονών θα’ ταν, ένα παλικαράκι καλό, κολώνα για τη μάνα του, τον είχε κι έναν, αλλά δεν άντεξε το κακόμοιρο, λιποθύμησε στον δρόμο και το βρήκαν την άλλη μέρα ξυλιασμένο. Ο χειμώνας του ’41 ήταν ο χειρότερος που θα μπορούσε να γίνει στην Αθήνα. Νηστικό, με το κρύο, πάει. Εικόνες σκληρές, που δεν θέλουμε να θυμόμαστε, αλλά που δεν λεν’ να φύγουν από το μυαλό μας. «Κυρα-Αγγελική, πες μου, εσύ ήξερες κανέναν από τους περιβόητους κουκουλοφόρους; Έτυχε να έχετε κάποιον στη γειτονιά σας που κατέδιδε τους Έλληνες;» «Όχι όλους τους Έλληνες, τους αντιστασιακούς, και αν ήταν και αριστεροί, ακόμα καλύτερα. Ξέρεις ότι υπήρξαν καθάρματα που κατέδιδαν κόσμο που δεν είχε καμιά δουλειά με αντίσταση ή κομμουνισμό; Ήταν όμως για κακή τους τύχη, αυτοί οι κάποιοι που ο ρουφιάνος τούς χρωστούσε λεφτά ή ήθελε να αρπάξει την περιουσία τους. Αίσχη, παιδί μου, τι κάνει ο άνθρωπος ο άκαρδος, χωρίς τσίπα, για το χρήμα… »Θα σου διηγηθώ μια ιστορία που την ξέρω προσωπικά, συνέβη σε μια γειτόνισσα και φίλη μου. Πιο κάτω από το σπίτι μας, έμενε μια οικογένεια που ξέραμε ότι ο πατέρας ήταν συμπαθούντας αριστερός. Αυτός ο κυρ-Μένιος είχε μια κόρη της παντρειάς, μέρες δύσκολες ήταν, όταν λοιπόν κάποιο παλικάρι εμφανίστηκε και ζήτησε το χέρι της κόρης του, είπε το “ναι”. Τον νεαρό τον ήξεραν, τον ήξεραν, δηλαδή πριν το πόλεμο δούλευε ηλεκτρολόγος, δεν είχε ακουστεί κάτι στη γειτονιά κακό για δαύτον, έτσι σαν είπε “τη θέλω τη Μαρία”, οι γονείς είπαν “εντάξει”. Γίνανε οι αρραβώνες, ήταν μαζεμένο όλο το σόι, θείοι, θείες, ξαδέλφια, όλοι όσοι βρίσκονταν στην Αθήνα τέλος πάντων, μιας και πολλοί για να γλυτώσουν από την πείνα είχαν φύγει στα χωριά τους. Πέρασαν τα δαχτυλίδια, έβαλε και η κυρα-Μερόπη, η μάνα της κοπέλας, ένα δαχτυλίδι στον γαμπρό που το ’χε απ’ τον
90
ΕΛΠΙΔΑ ΣΤΡΑΤΗΓΑΚΗ
πατέρα της. Αυτό το δαχτυλίδι ήταν μοιραίο. Ο αδελφός της Μερόπης ήταν στην αντίσταση, στο ΕΑΜ, λίγο πολύ όλοι το ξέραμε τριγύρω. Έμενε μαζί τους απ’ όταν ξέσπασε ο πόλεμος, μιας και το πανεπιστήμιο όπου σπούδαζε για να γίνει καθηγητής δεν δούλευε. Ένα παιδί ίσαμε εκεί πάνω. Ένα βράδυ χτυπούν την πόρτα οι Γερμανοί με έναν κουκουλοφόρο μαζί. Δεν πρόκανε το παιδί να φύγει, ο κουκουλοφόρος τον δείχνει, στο σπίτι ήταν μόνο η γιαγιά, τον βουτάνε και αποδώ παν κι άλλοι. Σε μισή ώρα έφτασε η Μερόπη που την είχαν ειδοποιήσει οι γείτονες. Έκανε σαν τρελή! Τότε, της λέει η μάνα της ότι αυτός που τον έδωσε ήταν ο γαμπρός της. “Τι λες, ρε μάνα”, της φωνάζει, “τρελάθηκες τελείως; Ο Θανάσης;” Μάλιστα, ο Θανάσης! Ναι, μάλιστα! Η γριά γνώρισε το δαχτυλίδι, που ήταν του άντρα της, στο χέρι του κουκουλοφόρου. Έπεσε καταγής η γυναίκα, ο γαμπρός της ο ίδιος; Που του άνοιξε το σπίτι της και ετοιμαζόταν να του δώσει το κορίτσι της; Η γιαγιά δεν σήκωνε κουβέντα, μήπως έκανε λάθος και τέτοια. “Μα δεν ξέρω εγώ το δαχτυλίδι του Κώστα μου; Ξεχνάς, μωρή τσούπρα”, της είπε, “που το χτύπησε μια μέρα καρφώνοντας το πορτάκι του νεροχύτη και το ’χε ραγίσει στην άκρη; Η πέτρα είχε ραγίσει, το θυμάσαι;” Τι να πει η κακομοίρα, κάθισε σε μια καρέκλα, χαμήλωσε το κεφάλι και έκλαψε. Το απόγευμα ήρθαν οι συντρόφοι του αδελφού της να μάθουν τι έγινε. Τον Θανάση δεν τον ματαείδαμε. Ο καθένας έκανε τις σκέψεις του. Άλλος έλεγε ότι πήγε σε άλλη γειτονιά, άλλος ότι έφυγε για το χωριό της μάνας του, βλακείες! Όλοι ξέραμε σε ποια γειτονιά μετακόμισε ο Θανασάκης». Η κυρα-Αγγελική έδειξε με το ρυτιδωμένο στραβό της δάχτυλο, από αρθριτικά, τον ουρανό. «Εκεί, κόρη μου, δεν τους δίνω άδικο. Δεν φτάνει που ήταν προδότης μια, ήταν και χαμένο κορμί να μην σεβαστεί την οικογένεια της γυναίκας που θα ’κανε; Εκεί λοιπόν, καλά και άξια έκαναν. Μια κατοχή που τα είχε όλα, πλιάτσικο, κλε-
ΕΝΑ ΣΚΟΥΝΤΗΜΑ ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝ
91
ψιά, πείνα. Οι Γερμανοί άρπαζαν ό,τι τους γυάλιζε. Σπίτια, έδιωχναν τους ιδιοκτήτες τους, γιατί ήθελε ο ένας κι ο άλλος αξιωματικός να μείνει. Δηλαδή, κόρη μου, σ’ έβγαζαν απ’ το σπίτι σου με το έτσι θέλω. Άρπαζαν όλα τα τρόφιμα από παντού. Βρέθηκαν άνθρωποι για μερικούς ντενεκέδες λάδι να δίνουν το σπίτι τους σε αυτά τα καθάρματα, τους μαυραγορίτες. Τι άνθρωποι ξεσκεπάστηκαν να ’ξερες… Εμείς ευτυχώς ένα πιάτο φαΐ το είχαμε. Πώς; Ο Μανώλης μου δούλευε σερβιτόρος σε ένα μαγαζί στην Ομόνοια και έτσι ένα πιάτο φαΐ το έφερνε στο σπίτι και τα κουτσοβολεύαμε, αλλά όχι απ’ την αρχή αυτό, στην αρχή πεινάσαμε κι εμείς. Όποιος δεν ξέρει τι είναι πείνα δεν μπορεί να εκτιμήσει τι σημαίνει έχω ένα πιάτο φαΐ κάθε μέρα στο τραπέζι μου. Βλέπω την αγγόνα μου, “δεν μ’ αρέσει το ’να, δεν μ’ αρέσει το άλλο». Μακάρι να τα έχετε όλα πάντα και να μπορείτε να λέτε δεν μ’ αρέσει, αλλά έχει η ζωή γυρίσματα. Βιβλία μου ’πες διαβάζεις, έχεις διαβάσει ένα βιβλίο που λέγεται “Πώς δενότανε τ’ ατσάλι”; Ωραίο βιβλίο, ενός Ρώσου, τώρα πώς τον έλεγαν θα σε γελάσω, κάτι Στρόφσκι, Πρόφσκι, με τα ονόματα δεν τα πάω καλά, κάπως έτσι, βρες το και διάβασε το, εγώ το είχα ευαγγέλιο. Εκεί θα δεις γιατί παλέψαμε όλοι μας. Έχει και μία ερωτική ιστορία όμορφη, κλάμα που ’χα ρίξει. Τα βιβλία, μου ’λεγε ο Μανώλης μου, ανοίγουν τα μάτια, μετά όταν ο Μανώλης ήταν στην εξορία και δεν μπορούσε να μου φέρει βιβλία, διάβαζα τα βιβλία που είχαν τα παιδιά. Ποτέ δεν είπα όχι στο να τους δώσω λεφτά να πάρουν βιβλία. Μπορεί να μην έπαιρνα κάτι για μένα, αλλά για τα παιδιά, τι ήθελες τα σχολικά τους, τι ήθελες βιβλία; Πάντα έβρισκα λεφτά. Να ανοίξουν τα μάτια τους, να μην τους κοροϊδεύει ο ένας και ο άλλος. Να ξέρουν να μιλήσουν, να ξέρουν την αλήθεια. Να μορφωθούν, αυτό ήταν το πρώτο που με ενδιέφερε. »Ο μπαμπάς της Μάρας πήγε στην Εμπορική και σπούδασε και πρόκοψε το παλικάρι μου. Η μεγάλη μου έμαθε
92
ΕΛΠΙΔΑ ΣΤΡΑΤΗΓΑΚΗ
μοδιστρική κοντά στη γιαγιά της και μένα, και είχε πάντα δουλειά. Παντρεύτηκε και ένα καλό παιδί, υδραυλικός είχε σπουδάσει και δούλευε σε καλές δουλειές, τίποτα δεν τους έλειψε ευτυχώς! Η μικρή μου, τη βλέπεις, δασκάλα, μόνο που μου ’μεινε ανύπαντρη. Αγαπούσε έναν που δεν ήταν το τυχερό της και, μετά, έμεινε μόνη. Χρόνια την είχε, και “τώρα θα ’ρθω στους δικούς σου, και τώρα να τελειώσω τον στρατό, και τώρα να στρώσω τη δουλειά και τώρα να περάσει η αρρώστια της μάνα μου και τώρα… και τώρα…” και έτσι κύλησαν εφτά χρόνια. Μετά, άντε να τον ξεπεράσει, άντε να βρεθεί άλλος. Όλα είναι τυχερά και ας μου ’λεγε ο Μανώλης μου ότι εμείς φτιάχνουμε τη ζωή μας. Τρίχες κατσαρές που έλεγε και ο πατέρας μου. Οι άλλοι. Πάντα οι άλλοι, χωρίς να σε λογαριάζουν, σου χαράζουν τον δρόμο. Αγκάθια, όπως έλεγε η κυρα-Ματίνα, Θεός σχωρέσ’ την, και λίγα τριαντάφυλλα, πιο πολύ, όμως, αγκάθια. Μην νομίζεις ότι με πήρε η ζωή από κάτω, κάθε άλλο, εγώ τα τριαντάφυλλα έβλεπα, ήξερα ότι υπήρχαν αγκάθια, αλλά τα τριαντάφυλλα έβλεπα, ας έκανα και αλλιώς. »Να μην είμαι, όμως, και άδικη, όταν ξέσπασε ο εμφύλιος, αυτός ο χειρότερος πόλεμος όλων… Αδερφός να σκοτώνει αδερφό… Ασ’ τα… Πολύ πόνος, πολύ αίμα, πολύ βρωμιά. Τότε βγήκαν όλα τα κουμάσια της κατοχής, όλοι οι προδότες, και εντάχθηκαν στον στρατό λυσσαλέα να μας πολεμήσουν. Άνθρωποι να φυλακίζονται, να εκτελούνται και όλα αυτά για να δουν ποιοι θα επικρατήσουν στο τέλος. Υπήρχαν όμως και ανθρώπινες ιστορίες. Τέτοια ήταν και μιας κοπέλας κάτω στη Σπάρτη, που μαζί με άλλες συναγωνίστριές της φυλακίστηκε και ετοιμάζονταν να την εκτελέσουν. Παραμονή της εκτέλεσής της ένας χωροφύλακας, άκουσέ το αυτό, ένας χωροφύλακας, συγχωριανός της, άνοιξε το κελί και της είπε: “Φύγε, αύριο θα πας για εκτέλεση”. Εκείνος, ένας χωροφύλακας, εχθρός δηλαδή, της έσωσε τη ζωή! Γιατί υπήρχαν και
ΕΝΑ ΣΚΟΥΝΤΗΜΑ ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝ
93
άνθρωποι που έβλεπαν την αδικία και δεν την άντεχαν και ας ήταν στο άλλο στρατόπεδο από θέση. Και στον πόλεμο, πόσοι γλύτωσαν αριστερούς μαχητές, χωρίς αυτοί να είναι αριστεροί, μόνο και μόνο γιατί πάλευαν για τη λευτεριά της χώρας. Αυτό τους έφτανε, χωρίς να ρωτήσουν τι πιστεύεις. Κινδύνευες; Σε βοηθούσαν βάζοντας το κεφάλι τους στο ντορβά! Υπήρχαν και αυτοί οι Έλληνες, να το λέμε…» Η κυρα-Αγγελική σώπασε. Η Στεφανία κατάλαβε ότι έπρεπε να φύγει, της χάιδεψε το χέρι. «Αύριο πάλι». Έφυγε χωρίς να κάνει θόρυβο, σαν να μην ήθελε να ταράξει τις σκέψεις και τις ήδη ταραγμένες αναμνήσεις της κυρα-Αγγελικής.
ΕΝΝΕΑ
Π
όσα μπορεί να σβήσει ο ανθρώπινος νους, όταν μάλιστα έχει δει και ζήσει τόσα. Όλα όσα άκουγε λίγο πολύ, σκόρπιες κουβέντες, τα είχε ακούσει πάλι. Δεν είχε δώσει τόση σημασία σαν τώρα. Η κυρα-Αγγελική ζωντάνευε με τη διήγησή της αυτήν την εποχή, γιατί μέσα της ήταν ζωντανή πάντα και πώς να μην είναι, όταν όλα αυτά τα έζησε στα είκοσί της χρόνια. Τα πιο όμορφα χρόνια στη ζωή μιας ερωτευμένης γυναίκας είναι τα είκοσι. Εκείνη ούτε αυτά δεν πρόλαβε να ζήσει ως ανέμελα, ερωτευμένα χρόνια; Τι είναι αυτό; Σαν να μην είχε δικαίωμα στην ευτυχία αυτή η γενιά. Πάλη, αγωνία, για τα πιο απλά πράγματα, όπως ένα πιάτο φαγητό στο τραπέζι. Άλλες φορές σκεφτόταν μήπως έτσι ήταν να γίνει, μόλις χαλάρωναν λιγάκι οι Έλληνες και άρχιζαν να λένε δόξα τω Θεώ κοιτώντας τον ουρανό, να έρχεται μια καινούργια κατραπακιά και πάλι σκύψε το κεφάλι και πάλι απ’ την αρχή αγώνας για τα απλά, τα καθημερινά, τα απαραίτητα. Τώρα εξηγείται γιατί όλοι πηγαίνουν σκυφτοί πέρα από την αναζήτηση κανενός ευρώ που ’πεσε από κάποια τρύπια τσέπη, είναι και η κατραπακιά που παίζει ρόλο. Η Στεφανία ένιωθε στεναχώρια, κοίταξε γύρω της, όχι αυτή δεν ήταν η πόλη της. Η Αθήνα ήταν πάντα ξάγρυπνη,
ΕΝΑ ΣΚΟΥΝΤΗΜΑ ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝ
95
χαρούμενη, γεμάτη ζωή. Νέοι άνθρωποι γελώντας και πειράζοντας ο ένας τον άλλον κυκλοφορούσαν σε αυτή την πόλη, πού πήγαν οι νέοι; Πού πήγαν οι ηλικιωμένοι που έκαναν τη βόλτα τους ήρεμοι στον Εθνικό Κήπο ή στο Ζάππειο; Μια σκοτεινή πόλη μαζεμένη στη γωνιά της, πληγωμένη και κρύα, αυτό κατάντησε η Αθήνα. Αυτό κατάντησαν την Αθήνα. Ρίξτε φως, γαμώτο, φωτίστε την, ζεστάνετέ την, δώστε της ζωή. Κλέφτες της ζωής, αυτό είστε όλοι σας που κυβερνάτε με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. «Θέλω την πόλη μου όπως ήταν». Κοίταξε άλλη μια φορά βγαίνοντας από το μετρό στην Κοραή. Πού είναι όλοι; Χωρίς να το καταλάβει, φώναξε: «Πού είστε;» Ένας Πακιστανός, Αφγανός, τι σκατά ήταν, την κοίταξε όπως περνούσε με το καρότσι από σούπερ-μάρκετ γεμάτο σαβούρα από σιδερικά, χαμογέλασε και φάνηκε το άδειο στόμα του από δόντια. Η Στεφανία τον κοίταξε, πόσο να ’ταν; 20 ή 25, δεν είχε δόντια και το πρόσωπό του είχε αρχίσει να ρυτιδιάζει. Η Στεφανία έβαλε τα γέλια και του είπε: «Α ρε φουκαρά, ό,τι βγάζεις θα το φας στα μπότοξ και στα υαλουρονικά, σαν γαμώτο είσαι!» Γέλασε πάλι. Μόλις θα έφτανε σπίτι της, θα έμπαινε στο ίντερνετ και θα έψαχνε να βρει το τραγούδι «Όμορφη πόλη», τουλάχιστον ας παραμυθιαζόταν με τραγούδια. Θα κοίταζε και γι’ αυτό το βιβλίο που της είπε η κυρα-Αγγελική.
Η ΑΘΗΝΑ ΤΗΣ ΚΥΡΑ-ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ 4
Μ
ε το που τέλειωσε ο πόλεμος και ο εμφύλιος, ήρθαν και όλα όσα κουβάλησε μαζί του, δηλαδή νέες εξορίες. Μπαλάκι ξεφούσκωτο για τους Εγγλέζους η χώρα, το πήραν οι Αμερικανοί να το φουσκώσουν σαν πώς ήθελαν εκείνοι. Μπαλάκι, ακούς; Αυτό ήμασταν, ποιοι εμείς, που δεν σκύψαμε το κεφάλι στον κατακτητή, άλλη μια φορά μάς πούλησαν. Και να σου πω, κόρη μου, όλοι μας πούλησαν στη Γιάλτα, Μάλτα, ξέρω γω πως την έλεγαν, συμφώνησαν όλοι και από τα δεξιά και από τα αριστερά. Τα μοίρασαν και άει γεια μας. »Τότε, άλλη μια φορά ήρθαν να πάρουν τον Μανώλη μου και φτου κι απ’ την αρχή. Φαντάσου ότι σκεφτόμουν, “καλύτερα να ’χαμε κατοχή”, γιατί μόνο τότε τον είχα κοντά μου, με όλη την αγωνία αν θα γυρίσει το βράδυ ζωντανός, τουλάχιστον ήταν εδώ τριγύρω, κατάλαβες; Και να πάθαινε κάτι, θα το μάθαινα, θα έτρεχα, εκεί στη Μακρόνησο πώς να μάθω; Πώς να βοηθήσω; Τα παιδιά, μεγάλα πια, βοηθούσαν όλα, ακόμα και η μικρή μου πήγαινε κάθε Σάββατο και βοηθούσε τον αδελφό της να πάνε τα ψώνια από το μπακάλικο στα διάφορα σπίτια. Είχαμε μετακομίσει, λίγο πριν από την κατοχή, στην πλατεία Βικτωρίας, μιας και του Μανώλη τού έπεφτε
ΕΝΑ ΣΚΟΥΝΤΗΜΑ ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝ
97
πιο κοντά, πήγαινε και για ψώνια στην αγορά και αποκεί, σε ένα τέταρτο, ήταν με τα πόδια στην Αθηνάς. »Πίστευα κι εγώ η καημένη, σαν τελείωσαν όλα, ότι θα μπορούσαμε να ζήσουμε πια ήσυχα, σαν οικογένεια. Καλά, όνειρα γλυκά, πόσο να κράτησε; Λιγότερο από χρόνο και πάλι μονάχη. Μερικές φορές σκεφτόμουν “βρε μπας και δεν παντρεύτηκα και το ονειρεύτηκα;” Όμως τα παιδιά πάντα μου το θύμιζαν. Η Αθήνα, με ρωτάς, πως ήταν; Λαβωμένη, αλλά ζωντανή. Όποια ώρα και να έβγαινες, έβλεπες κόσμο, όλοι ήταν στους δρόμους. Πού πήγαιναν όλοι; Δέκα το πρωί ήταν; Τρεις το μεσημέρι; Δέκα το βράδυ; Τρεις το πρωί; Κόσμος, παιδί μου, περπατούσε, έτρεχε, σουλατσάριζε. Και πολύ κέφι για ζωή. Με το που έγινε ειρήνη, ο κόσμος έβγαλε ένα «Ααα!» και ανασκουμπώθηκε να δημιουργήσει πάλι μια ζωή, ένα μέλλον. Με όρεξη μεγάλη… Πόση δύναμη έχει ο άνθρωπος, πολλή! Στα δύσκολα το ανακαλύπτει. Τριαντάφυλλα με αγκάθια, να το θυμάσαι, αλλά τριαντάφυλλα».
ΔΕΚΑ
Η
Στεφανία βγήκε από το σπίτι της κυρα-Αγγελικής με μια μελαγχολία στον νου της. Ένιωσε, ακούγοντας την κυραΑγγελική, σαν να της μιλάει για μιαν άλλη χώρα, με άλλους ανθρώπους, με άλλη ζωή. Αυτήν τη δύναμη δεν την έβλεπε, ήταν κρυμμένη; Ήταν χαμένη; Δεν ήξερε τι να πει. Έφτασε στο διαμέρισμά της και είδε ότι είχε αναπάντητα τηλεφωνήματα. Το ένα ήταν από τους νοικάρηδές της. Τηλεφώνησε και της ζήτησαν μείωση του ενοικίου τουλάχιστον κατά εκατό ευρώ. Οι άνθρωποι είχαν πρόβλημα, ήδη η γυναίκα είχε χάσει τη δουλειά της και έτσι έμπαινε ένας μισθός λιγότερος τον μήνα. Θα έπρεπε να μείνει στο σπίτι, να σταματήσουν τη μικρή από τον σταθμό, τουλάχιστον έτσι θα λιγόστευαν τα έξοδα. Η Στεφανία έμεινε βουβή ακούγοντάς τον ενοικιαστή. Τι να του ’λεγε; Συμφώνησε στη μείωση, άλλωστε κάτι τέτοιο το περίμενε, αλλά υπολόγιζε κάνα πενηντάρικο, όχι εκατό. Αν στο φροντιστήριο τις έκοβαν ώρες, αυτή πως θα τα έβγαζε πέρα; Το άλλο τηλεφώνημα ήταν από τη θεία της στο χωριό. Ο μικρός αδελφός του πατέρα της ήταν στο νοσοκομείο από έμφραγμα και μάλλον δεν θα την έβγαζε καθαρή. «Τίποτα άλλο θα ακούσω σήμερα;» αναρωτήθηκε η Στεφανία.
ΕΝΑ ΣΚΟΥΝΤΗΜΑ ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝ
99
Πήρε τηλέφωνο τη Μάρα που δεν ήταν και στα καλύτερά της και της είπε αν ήταν να πήγαινε από το σπίτι της να τα πουν λίγο. Η Μάρα τής είπε να το αφήσουν καλύτερα, γιατί η διάθεσή της ήταν σκατά. Πήγε στο λαπ-τοπ της, το άνοιξε και μπήκε στα e-mail της. Διαφημιστικά με εκπτώσεις και προσφορές. Εκδοτικοί οίκοι που την καλούσαν σε παρουσιάσεις βιβλίων. «Βγαίνουν, λοιπόν, βιβλία συνέχεια», σκέφτηκε. «Μπράβο, υπάρχει ελπίδα, ή όχι;» Κάποιος φίλος που έγραφε ποιήματα τής είπε ότι βγαίνουν βιβλία, αλλά πληρωμένα από τους ίδιους τους ενδιαφερόμενους και ας φαινόταν κάποιος γνωστός εκδοτικός οίκος στο εξώφυλλο. «Δεν το λένε, ρε Στεφανία, είναι θέμα γοήτρου, καταλαβαίνεις». Θέμα γοήτρου, οκ, αλλά πρέπει να ’χεις φράγκα για να πληρώσεις την έκδοση, έτσι δεν είναι; Κι αν δεν έχεις; Μένουν τα γραφτά σου στο συρτάρι και η απογοήτευση στα βλέφαρά σου που γέρνουν από λύπη ή από αγανάκτηση; «Δεν μπορεί, ρε φίλε, κάπου θα υπάρχει κάποιος που θα πει “το εκδίδω, γιατί μ’ αρέσει”, έτσι δεν είναι;» Η Στεφανία κοίταζε τα εξώφυλλα των βιβλίων, άλλα ήταν καλόγουστα και άλλα, τα πιο πολλά, παρέπεμπαν σε κάποια ερωτική ιστορία με πόνο και αγωνία. Θα το πάρει το κορίτσι; Θα βρεθούν οι δύο ερωτευμένοι, παρά τις αντίξοες συνθήκες και τους κατατρεγμούς; Θα τολμήσει το παλικάρι να πει ότι αυτή η γυναίκα είναι η ζωή του; Μαλακίες και μάλιστα άρρυθμες! Αχ, πόσο θα ’θελε να μπορούσε να γράψει τέτοιες παπαριές και να βγάλει φράγκα, όπως τόσες και τόσες που ’χουν ξεφυτρώσει την τελευταία πενταετία. Γιατί θέλει πολύ ταλέντο να μπορείς να σκαρφιστείς και να πεις τόσες σαχλαμάρες, ούτε όταν έπαιρνε από τη βιβλιοθήκη του μπαμπά της, στα δέκα της χρόνια, κάτι αισχρά από εκδοτική άποψη βιβλία, με χίλια μύρια ορθογραφικά και εκτυπωτικά λάθη, απαράδεκτων μεταφράσεων, τέτοια «σοφά» κείμενα ερωτισμού δεν διάβαζε. Θυμάται, Πιτιγκρίλι: «Αναζητώ-
100
ΕΛΠΙΔΑ ΣΤΡΑΤΗΓΑΚΗ
ντας τον έρωτα», και από κάτω η διευκρίνιση, «Ρομάντζο»! Ποια Μπροντέ και ποια Τζέιν Ώστιν μπορεί να αναμετρηθεί με αυτά τα νέα ταλέντα, τα οποία… πού ήταν; «Πού κρύβονταν;» Να μουντζωθεί τώρα ή αργότερα; «Ασ’ το καλύτερα». Μια εποχή είχαν βγει κάτι άρλεκιν; Έτσι λέγονταν ως σειρά βιβλίων. Δεν υπήρχε ούτε μια καθαρίστρια, ούτε μια κομμώτρια, ούτε μια ταλαιπωρημένη, εν πάση περιπτώσει, γυναίκα της ταπεινής λαϊκής λεγόμενης τάξης, χωρίς να υποτιμούμε την τάξη αυτή βέβαια, γνωρίζουμε όμως ότι αδυνατεί λόγω παιδείας να καταλάβει το φτηνό μυθιστόρημα από το σωστό, δηλαδή την παπαριά από το μυθιστόρημα όπου ο συγγραφέας έχει κάτι να πει, που να μην ξημεροβραδιαζόταν διαβάζοντας άπληστα αυτά τα βιβλία. Δώσε ρομάντζο και πάρ’ τους την ψυχή ή ακόμα καλύτερα τα ευρουλάκια τους. Αρκεί ο πλούσιος να ερωτευθεί τη φτωχιά, πλην τίμια, κοπέλα. Τώρα, πώς το ’βλεπε; «Θα έγραφα το βιβλίο που θα με έβαζε στο βάθρο των συγγραφέων; Θα έγραφα το βιβλίο που θα εκδιδόταν και όλοι θα έλεγαν, “να, αυτό περιμέναμε;”» Λέει κάτι μαλακίες μερικές φορές. Σιγά και να μην! Εδώ έχει δει και έχει καταλάβει ότι ακόμα και αν βρεθεί ο εκδότης που θα πιστέψει σε αυτήν, χωλαίνει αλλού το πράγμα. Όπως στο τραγούδι του Σαββόπουλου, που λέει ότι «ιστορία γράφουν οι παρέες», ε, λοιπόν εκεί χωλαίνει, γιατί ποτέ της δεν ήταν σε κάποια και σχετική παρέα. Το ’χεις εύκολο να μπεις; Και άντε γνώρισες τον άλφα ή τον βήτα συγγραφέα, σημαίνει κάτι αυτό; Θα μιλάει για το βιβλίο σου δεξιά και αριστερά με θαυμασμό; Τι λες, αυτό θέλει πολλή προσωπική δουλειά, πολλά χρόνια για να ξεπεραστεί η ματαιοδοξία και το κόμπλεξ. Καλό λόγο; Δεν θα μπορέσω… Βρήκε το βιβλίο που της είπε η κυρα-Αγγελική. Νικολάι Οστρόφσκι, λοιπόν. Κάπως το θυμόταν η κυρα-Αγγελική, αλλά όντως με τα ονόματα είχε θέμα. Θα το αγόραζε και θα το διάβαζε, μόνο και μονό γιατί η κυρα-Αγγελική το είχε ευ-
ΕΝΑ ΣΚΟΥΝΤΗΜΑ ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝ
101
αγγέλιο, όπως της είπε. Σκεφτόταν μετά, τώρα τι να ’κανε, να πήγαινε στη θεία της ή να περίμενε να δει την εξέλιξη του θείου της; Να πάει με το σαραβαλάκι της ούτε λόγος, θα την άφηνε στη διαδρομή, αν χρειαζόταν θα ’παιρνε το λεωφορείο. Ο θείος της αυτός ήταν ο ασθενικός της οικογένειας, όπως της είχε πει ο πατέρας της, γι’ αυτό και τον φρόντιζαν πάντα, μια οι γονείς, μία η αδελφή του, ιδιαίτερα όταν πέθαναν οι γονείς τους και έμεινε μονάχος στο χωριό, η θεία της, με βαριά καρδιά είναι αλήθεια, άφησε την Αθήνα και γύρισε στο πατρικό της. Η Στεφανία είχε πια μεγαλώσει και κατά τη γνώμη της δεν την χρειαζόταν πιά. Αυτό που θυμόταν η Στεφανία πρώτα από εκείνη, μόλις πρωτοήρθε από το χωριό, ήταν τα τραχιά της χέρια, όταν της χάιδευε την πλάτη, θυμόταν ότι την έξυναν κιόλας και της άρεσε τόσο! Μετά, στην Αθήνα, τα χέρια της μαλάκωσαν, αλλά πάντα της έτριβε την πλάτη για να κοιμηθεί. Αναστέναξε στη θύμηση αυτή και κάθισε να ετοιμάσει τα διαγωνίσματα και τις παραδόσεις της για τις τάξεις στο φροντιστήριο. Μόλις τελείωσε, χτύπησε το τηλέφωνό της. Τελικά, ο θείος δεν τα κατάφερε. Η κηδεία θα γινόταν την επομένη στη Σπάρτη, στην εκκλησία του Οσίου Νίκωνος και η ταφή στο νεκροταφείο της Σπάρτης. Καφές στο καφενείο του νεκροταφείου. Η Στεφανία πήρε τηλέφωνο στο φροντιστήριο και πολύ χάρηκε που είχε ετοιμάσει διαγωνίσματα για τις τάξεις της, έτσι μπορούσε να λείψει χωρίς να δημιουργηθεί κανένα θέμα. Ναι, θα έφευγε το πρωί, έπρεπε να βρει τώρα τα δρομολόγια των λεωφορείων ώστε να είναι στην ώρα της για την κηδεία. Για καλή της τύχη, η θεία της, δηλαδή η ξαδέλφη που έμενε μαζί με τη θεία της, της τηλεφώνησε ότι ένας συγχωριανός που έμενε στην Αθήνα και που μάλλον ήταν και ο μόνος παλιός φίλος του θείου της, θα ’ρχόταν με το αυτοκίνητό του και μήπως θα ήθελε να πήγαινε μαζί του. Η Στεφανία συμφώνησε και του τηλεφώνησε για να συνεννοηθούν την ώρα αναχώρησης και πού θα βρίσκονταν.
102
ΕΛΠΙΔΑ ΣΤΡΑΤΗΓΑΚΗ
Άναψε τσιγάρο και προσπάθησε να θυμηθεί τον εκλιπόντα. Όσο και να προσπάθησε, δεν της ερχόταν η μορφή του στη μνήμη της. Ανέτρεξε σε παλιές φωτογραφίες του πατέρα της και με έκπληξη είδε έναν ωραίο ξανθό νέο, με το κεφάλι λίγο γυρτό στο πλάι και ένα όμορφο χαμόγελο να κοιτάει τον φακό. Τότε της ήρθε στη μνήμη της ο νέος αυτός, θυμήθηκε ότι τη μόνη φορά που είχε έρθει στο σπίτι τους τη χτένιζε κι εκείνη ένιωθε τόσο όμορφη και αγαπημένη. Τώρα κατάλαβε ότι ο νέος που ερχόταν στα όνειρά της μικρή ήταν ο θείος της και όχι κάποιος σταρ του σινεμά όπως εκείνη νόμιζε στα τέσσερα της χρόνια. Μόνο που δεν έτυχε να τον ξαναδεί, γιατί δεν ξανάρθε στο σπίτι. Όλα της ήρθαν μεμιάς. Ο πατέρας που απέφευγε να μιλάει γι’ αυτόν σαν να μην υπήρχε και στην ερώτησή της, «πού είναι αυτός ο θείος και γιατί δεν έρχεται;», της έλεγε ότι ήταν φιλάσθενος και δεν ταξίδευε, αλλά έμενε στο χωριό. Ο θείος, λοιπόν, που δεν ήταν φιλάσθενος, αλλά κάπως «διαφορετικός», όπως της είχε πει η θεία της. Ο θείος που ερχόταν στην Αθήνα, αλλά ποτέ στο σπίτι τους. Ήξερε ότι ερχόταν, γιατί της το είπε η θεία της μια μέρα που είχε φέρει χυλοπίτες και λάδι από το χωριό, που τους έφερε ο θείος, ο οποίος δεν ερχόταν όμως στο σπίτι. Ο «διαφορετικός», λοιπόν, θείος που δεν ήταν τίποτα άλλο παρά, τώρα το καταλάβαινε όπως κοίταζε τη φωτογραφία, ομοφυλόφιλος. Τώρα ναι, μπορούσε να τα καταλάβει όλα! Κάτω από την αυστηρή επιτήρηση της οικογένειας και την άρνηση του αδελφού του έμενε στο χωριό με μερικές αποδράσεις στην αμαρτωλή Αθήνα. Την έκαιγε η περιέργεια να γνωρίσει αυτόν τον φίλο του θείου της που θα πήγαιναν μαζί την επομένη στη Σπάρτη, ίσως να μπορούσε στη διαδρομή να μάθει κάποια πράγματα γι’ αυτόν που δεν έμαθε από τον πατέρα της ή τη θεία της. Την επομένη, συναντήθηκαν στην πλατεία Αιγύπτου, στις οκτώ, και ξεκίνησαν. Ο φίλος του θείου της, που τον
ΕΝΑ ΣΚΟΥΝΤΗΜΑ ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝ
103
έλεγαν Τάκη, τη γνώρισε, της είπε, αμέσως από το χαμόγελό της που έμοιαζε με του θείου της. Ο Τάκης ήταν γύρω στα 75, δηλαδή συνομήλικος του θείου της. Μετρίου αναστήματος, με αραιά άσπρα μαλλιά, καλοχτενισμένα, και μύριζε όμορφα. Ήταν κομψά ντυμένος, αν και λίγο καμπουριαστός, μα συμπαθητικός γέρος με χαμογελαστά μάτια που χάνονταν μέσα σε ρυτίδες. Της έσφιξε δυνατά το χέρι και ξεκίνησαν. Στο αυτοκίνητο έπαιζε από cd Χατζιδάκι! Ο κύριος Τάκης σιγομουρμούριζε τα τραγούδια και οδηγούσε προσεκτικά, λίγο αργά για τη Στεφανία. Μόλις πέρασαν τα πρώτα διόδια, λες και κάτι τον τσίμπησε και άρχισε να το πατάει. Βλέποντας την έκπληξη της Στεφανίας, της είπε: «Πρέπει λίγο να βιαστούμε για να είμαστε στην ώρα μας. Ευτυχώς που δεν βρέχει, γιατί έτσι είπαν χτες στην τηλεόραση». Δεν πρόλαβε να το πει και μόλις πέρασαν τον Ισθμό, άρχισε να ρίχνει χιονόνερο. Είχε τέτοιο κρύο, που μάλλον προμήνυε χιόνι. Αφού σταμάτησαν μόνο μία φορά, για καφέ και κατούρημα, συνέχισαν και δεν άργησαν να συναντήσουν το χιόνι λίγο έξω από την Τρίπολη. Τώρα, θέλοντας και μη, η οδήγηση γινόταν πιο αργή. Ευτυχώς που έφυγαν νωρίς, θα ήταν στην εκκλησία στην ώρα τους. Η διαδρομή είχε πράγματι ενδιαφέρον. Στις ερωτήσεις της Στεφανίας πώς ήταν ο θειός της και τι του άρεσε, ο Τάκης απαντούσε, θα ’λεγε κανείς, με λαχτάρα. Ήθελε να μιλήσει για τον Γιάννη, σαν να τον ζωντάνευε με την κουβέντα. Χρησιμοποιούσε ενεστώτα χρόνο, γι’ αυτόν ο Γιάννης δεν είχε ακόμα γίνει παρελθόν. Η Στεφανία έμαθε ότι ο Τάκης και ο Γιάννης συναντιόνταν τουλάχιστον τέσσερις με πέντε φορές τον χρόνο, όταν ο Γιάννης ερχόταν στην Αθήνα και μάλιστα έκαναν εκδρομές μαζί. «Μεγαλώσαμε μαζί στο χωριό, πήγαμε μαζί στο Γυμνάσιο στη Σπάρτη. Μετά, εμείς μετακομίσαμε στην Αθήνα. Ο Γιάννης ήταν καλός μαθητής και έγραφε πολύ όμορφες εκ-
104
ΕΛΠΙΔΑ ΣΤΡΑΤΗΓΑΚΗ
θέσεις. Ήθελε να σπουδάσει Φιλολογία, έδωσε εξετάσεις και πέρασε, αλλά οι δικοί του δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να τον στείλουν στην Αθήνα, έπειτα, ήθελαν να τον έχουν από κοντά, γιατί έλεγαν ότι ήταν λίγο ονειροπαρμένος και φοβούνταν πως δεν θα τα βγάλει πέρα μονάχος του. Βλέπεις, ο πατέρας σου σπούδαζε στη Θεσσαλονίκη, ίσως άμα είχε περάσει στη Θεσσαλονίκη να τον άφηναν. Από την άλλη, ο Γιάννης δεν ήθελε να πάει στη Θεσσαλονίκη και γι’ αυτό είχε δηλώσει μόνο την Αθήνα». «Αυτό δεν του στοίχησε;» «Και το ρωτάς; Στην αρχή, δεν ήξερε τι να κάνει, σκέφτηκε να το σκάσει και να ’ρθει στην Αθήνα μονάχος του, αλλά βλέπεις ούτε εγώ ήμουν τότε στην Αθήνα, ήμουν στον στρατό και δεν είχε κανέναν άλλον στην πρωτεύουσα. Δύσκολα χρόνια για τον Γιάννη. Πέρασε μια μελαγχολία, να την πω έτσι, κατάθλιψη ήταν. Το αποτέλεσμα; Τον πλάκωσαν στα χάπια για να συνέλθει. Βλακείες εγκληματικές! Του πήρε δύο χρόνια για να το ξεπεράσει και μετά, παραιτήθηκε από τα όνειρά του και έμεινε στο χωριό να ασχολείται με τα χωράφια. Ούτε όταν τελείωσα το στρατιωτικό και του είπα, “έλα τώρα στην Αθήνα!”, το πήρε απόφαση, σαν να αποδέχτηκε τη μοίρα του. Κρίμα! Χάθηκε στο χωριό. »Όταν συναντηθήκαμε ξανά, δεν είχε πια όνειρα, παρά το μόνο που σκεφτόταν ήταν πώς θα ανέβει στην Αθήνα να πάμε σε κάνα θέατρο ή σινεμά. Αγαπούσε πολύ τον κινηματογράφο. Μετά γυρνούσε πάλι πίσω, γιατί τώρα είχε πέσει σε άλλη παγίδα. Ο παππούς σου δεν ήταν και τόσο καλά στην υγεία του και αυτό το εκμεταλλευόταν για να τον φέρνει πίσω». «Πότε σταμάτησε να έρχεται στην Αθήνα;» «Πριν από είκοσι τόσα χρόνια, να, όταν εγώ παντρεύτηκα δεν μπορούσα πια να φεύγω για διακοπές όπως συνηθίζαμε, είχε κι εκείνος μεγαλώσει πλέον. Τις λίγες φορές που ερχόταν πια, συνήθως δεν είχαμε τον χρόνο να βρεθούμε. Έμενε κάνα δύο μέρες και ξαναγυρνούσε στο χωριό». «Να σας ρωτήσω
ΕΝΑ ΣΚΟΥΝΤΗΜΑ ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝ
105
κάτι, κύριε Τάκη;» «Τάκη να με λες, το ξέρω ότι είμαι μεγάλος, αλλά μπορούμε να μιλάμε στον ενικό αν θέλεις, δεν με πειράζει εμένα». Η Στεφανία χαμογέλασε. «Τάκη, λοιπόν, να σε ρωτήσω κάτι; Γιατί τον λέγανε διαφορετικό; Τι το διαφορετικό είχε;» Μόλις η Στεφανία το ξεστόμισε αυτό, κατάλαβε ότι έκανε λάθος. Ο Τάκης άσπρισε και έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου για δευτερόλεπτα. Σταμάτησε στην άκρη του δρόμου, γιατί ο δρόμος πια γλιστρούσε επικίνδυνα. Έγινε σιωπή για ένα δευτερόλεπτο και μετά είπε: «Γλιστράει πολύ, με συγχωρείς». «Αλίμονο, το καταλαβαίνω». Μετά, ο Τάκης είπε ότι πρέπει να είναι πολύ προσεκτικός στην οδήγηση κι εκεί η κουβέντα για τον Γιάννη σταμάτησε. Η Στεφανία δεν ήθελε να τον φέρει ξανά σε δύσκολη θέση, το τέλος της συζήτησης τής είπε πιο πολλά από οποιαδήποτε άλλη κουβέντα έκαναν μαζί. Έφτασαν στην ώρα τους στην εκκλησία. Δεν υπήρχε πολύς κόσμος, καμιά τριανταριά άτομα ήταν, οι πιο πολλοί συγγενείς και γείτονες. Η θεία της την αγκάλιασε, «παλιόκαιρος, πολύς κόσμος δεν μπόραγε να ’ρθει. Εσείς; Πώς ήταν ο δρόμος;» «Βρήκαμε χιόνια σε όλη την διαδρομή και ερχόμασταν σιγά, μετά την κηδεία μπορεί να μην κάτσουμε για καφέ αν συνεχίσει έτσι, γιατί υπάρχει περίπτωση έξω απ’ την Τρίπολη να μην μπορούμε να συνεχίσουμε. Έτσι μας είπαν κιόλας, δεν ξέρω». Η Στεφανία κοίταζε τη θεία της και έβλεπε πόσο είχε γεράσει. Τι περίμενε; Ογδόντα δύο χρονών ήταν. Τα μάτια της έτρεχαν δάκρυα συνέχεια και αναστεναγμοί τάραζαν το στήθος της. Τη θυμόταν με μεγάλα στήθη, τι έγιναν τώρα κι έβλεπε ένα στήθος σχεδόν ανύπαρκτο. Κάθισε δίπλα της και της κράτησε το χέρι. Όταν έφεραν το φέρετρο, έκανε μια προσπάθεια να σηκωθεί, αλλά δεν την κρατούσαν τα πόδια της. Η Στεφανία την κρατούσε απ’ το χέρι τρυφερά, αυτό το χέρι που
106
ΕΛΠΙΔΑ ΣΤΡΑΤΗΓΑΚΗ
φαινόταν εύθραυστο με τις μπλε φλέβες να διαγράφονται κάτω από το άσπρο δέρμα της και τις κηλίδες των γηρατειών. Όση ώρα διήρκεσε η Λειτουργία, η θεία της είχε σκυμμένο το κεφάλι, με τα χείλη της να τρέμουν και το στήθος της να αναταράζεται. Μπήκε σε σκέψεις, τώρα μονάχη της πώς θα τα έβγαζε πέρα; Ευτυχώς που η κόρη μιας ξαδέλφης της, που ζούσε στην Αμερική, είχε έρθει πριν από έξι μήνες και έμενε μαζί της. Η Στεφανία κοίταξε την ξαδέλφη της που καθόταν στα δεξιά της θείας της. Αν όμως αυτή αποφάσιζε να γυρίσει πίσω, η θεία της τι θα ’κανε; Κοίταξε γύρω της ψάχνοντας να βρει τον Τάκη. Τον είδε πίσω από μια κολώνα να στέκεται μακριά από τους υπόλοιπους και να παρακολουθεί. Ο παπάς είπε το γνωστό «Δεύτε τελευταίον ασπασμόν». Η θεία της στηρίχτηκε πάνω της και στην Τζόρτζια για να σηκωθεί, τα πόδια της λύγισαν. Η Στεφανία και η Τζόρτζια τη συγκράτησαν. Αργά αργά πλησίασαν το φέρετρο. Ο Γιάννης φαινόταν γαλήνιος, σαν να ’χε πάλι γίνει το εικοσάχρονο παλικαράκι, καλοχτενισμένος με το κουστούμι του, και της Στεφανίας της φάνηκε ότι χαμογελούσε κιόλας. Λένε ότι όταν ο νεκρός χαμογελάει, το κάνει γιατί ξέρει ότι σύντομα κάποιος άλλος θα ακολουθήσει και θα έχει παρέα… Λες; Η θεία της σήκωσε το χέρι της και χάιδεψε τρυφερά τα μαλλιά του. Η Στεφανία τη βοήθησε να καθίσει πάλι. Ένας βαθύς αναστεναγμός ακούστηκε που γέμισε όλη την εκκλησία, ξαφνιασμένη γύρισε και είδε τον Τάκη να ’χει σκύψει μέσα στο φέρετρο και να μιλάει στον νεκρό. Το αυτί της έπιασε τη φράση «καλή αντάμωση». Μετά, ο Τάκης έφυγε με γρήγορο σχετικά βήμα και βγήκε από την εκκλησία. Οι πιο πολλοί είχαν ξαφνιαστεί και τον παρακολουθούσαν. Η θεία της κοίταξε τον Τάκη και κούνησε το κεφάλι της. Όχι με θυμό, ούτε με αγανάκτηση, κούνησε το κεφάλι της με κατανόηση και πίκρα. Η Στεφανία ένιωσε όσα ποτέ δεν της είχαν
ΕΝΑ ΣΚΟΥΝΤΗΜΑ ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝ
107
πει. Τον έρωτα, τη συντροφικότητα, την αδελφική αγάπη και κατανόηση, το γκρέμισμα των ονείρων, τη γονική καταπίεση, την εγκατάλειψη και τα επαρχιώτικα ταμπού. Στο νεκροταφείο ο Τάκης δεν ήρθε, ούτε στον καφέ ήταν εκεί. Η Στεφανία τον έψαχνε με τα μάτια της, αλλά ο Τάκης είχε εξαφανιστεί μετά την εκκλησία. Κατάλαβε ότι έπρεπε να βρει άλλο μέσο για να γυρίσει στην Αθήνα. Πληροφορηθήκαν ότι το ’χε στρώσει για τα καλά κι έτσι η Στεφανία ήθελε-δεν ήθελε θα διανυκτέρευε στην Πλατάνα. Χάρηκε που έμεινε λόγω του καιρού, η θεία της είχε ανάγκη από ανθρώπους κοντά της. Κάθισαν μαζί στο σαλόνι και η θεία της έβγαλε φωτογραφίες της οικογένειας και τις της έδειχνε λέγοντάς της ποιος ήταν σε κάθε φωτογραφία. Ο θείος, λοιπόν, σε πολλές φωτογραφίες παρέα με διάφορούς φίλους του. Ο Τάκης ήταν σε πολλές, αλλά και ένας άλλος πόζαρε μαζί του, ένας πολύ γνωστός ηθοποιός του ελληνικού κινηματογράφου. Μία φωτογραφία τής τράβηξε την προσοχή. «Αυτός, θεία, ποιος είναι;» Η θεία της κοίταξε προσεκτικά τη φωτογραφία. Τραβηγμένη σε παραλία, καλοκαίρι, και οι δύο άντρες ηλιοκαμένοι με τα μαγιό τους. Ο ηθοποιός φορούσε ψάθινο καπέλο και γυαλιά ηλίου. Δύο όμορφοι άντρες χαμογελαστοί. «Κάποιος φίλος του Γιάννη, δεν θυμάμαι τώρα το όνομά του, ήταν ηθοποιός, νομίζω. Ο μακαρίτης όταν ανέβαινε στην Αθήνα πήγαινε πάντα στο θέατρο και είχε πολλούς φίλους ηθοποιούς. Τώρα, δεν ξέρω να σου πω ποιος είναι. Τι σημασία έχει πια; Μόνο οι φωτογραφίες μάς μένουν να μας θυμίζουν τα νιάτα μας και τα μέρη που πήγαμε. Αχ, τσούπρα μου, τίποτα δεν είμαστε. Ήταν, όμως, ωραίος άντρας στα νιάτα του! Ήταν πολύ καλός, εσύ δεν είχες την ευκαιρία να τον γνωρίσεις, και διαβασμένος, διάβαζε συνέχεια, μόνο τελευταία είχε σταματήσει, δεν τον βοηθούσαν τα μάτια του. Εδώ είχε ένα δωμάτιο γεμάτο βιβλία, τα χάρισε όλα στη βιβλιοθήκη του σχολείου. Αυτό δεν του άρεσε, που δεν μπορούσε να
108
ΕΛΠΙΔΑ ΣΤΡΑΤΗΓΑΚΗ
διαβάζει πια, παρακολουθούσε την τηλεόραση όσο μπορούσε, γιατί και με δαύτη κουραζόταν». Η Στεφανία κοίταζε τις φωτογραφίες, ο παππούς της, η γιαγιά της, τα δύο αγόρια σε παιδική ηλικία, η θεία της. Το βράδυ της ήταν ταραγμένο. Από τη μια άκουγε τη θεία της που έκλαιγε ή αναστέναζε και την είχε έγνοια, και από την άλλη τα όνειρά της είχαν δύο όμορφους άντρες, στημένους χαμογελαστούς για μια φωτογραφία. Άκουγε τα γέλια τους και τους έβλεπε να κυνηγιούνται και να μπαίνουν στη θάλασσα τρέχοντας. Ξύπνησε από τη σιγανή ομιλία της θείας της με την ξαδέλφη της. Έλεγαν ότι ο δρόμος άνοιξε από το χιόνι. Το κινητό της, περίεργο, δεν είχε χτυπήσει καθόλου. Το κοίταξε. «Φτου σου!» Το είχε στο αθόρυβο και ξέχασε να το ενεργοποιήσει πάλι. Η Μάρα είχε πάρει και ο κύριος Τάκης είχε στείλει μήνυμα ότι φεύγει άμεσα για Αθήνα, προέκυψε κάτι επείγον. Το έστειλε αμέσως μετά τη Λειτουργία στην εκκλησία. Οκ. Η Μάρα, λοιπόν, την πήρε τηλέφωνο και καλύτερα να μην την έπαιρνε. Η γιαγιά Αγγελική είχε αποδημήσει ήσυχα μέσα στον ύπνο της. Η Στεφανία κοίταξε προς τα πάνω και είπε: «Πολλή δουλειά έπεσε βλέπω, δεν σε προλαβαίνουμε». Η θεία της τής είπε ότι όσο είχε κοντά της την Τζόρτζια να μην ανησυχεί και πρότεινε στη Στεφανία: «Να, μωρέ τσούπρα, εσύ ποτέ δεν έρχεσαι, δεν δίνεις το μερίδιό σου στην Τζόρτζια να ’χει και αυτή η έρμη ένα σπίτι, μιας και αποφάσισε να μείνει εδώ, έχει γνωρίσει και ένα παλικάρι, και να νοικοκυρευτεί; Σκέψου το και πες μου». Η Στεφανία ξαφνιάστηκε, η αλήθεια είναι ότι χέστηκε για το σπίτι στο χωριό, αυτό που την ένοιαζε ήταν να εξασφαλίσει τα καλά γεράματα στη θεία της και τίποτα άλλο. Θα ρωτούσε έναν δικηγόρο φίλο στην Αθήνα και θα το έκανε, αλλά δεν είπε την απόφασή της στη θεία της, απλά της είπε: «Άσε με, θεια, να το σκεφτώ και θα σου πω».
ΕΝΑ ΣΚΟΥΝΤΗΜΑ ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝ
109
Πριν φύγει, η θεία της τής έδωσε κάτι τετράδια του θείου της. «Αυτά τα έγραφε εκείνος, εγώ, παιδί μου, δεν μπορώ να τα διαβάσω, δεν βλέπω κιόλας. Τα δίνω σ’ εσένα, μιας και ξέρω ότι διαβάζεις και γράφεις και όλο με κάτι τέτοια ασχολείσαι. Τα θες, τσούπρα μου; Ή να τα πετάξω;» Η Στεφανία κοίταξε τα τετράδια, άνοιξε το πρώτο και είδε ότι στα χέρια της είχε ούτε λίγο ούτε πολύ τα ημερολόγια και τις σκέψεις του θείου της. Αν τα ήθελε; Σαν τρελή. Τα πήρε όλο χαρά από τη θεία της. Τη φίλησε, της χάιδεψε τα χέρια, τη χαιρέτησε με μια σκέψη ενδόμυχα ότι μπορεί και να ήταν η τελευταία φορά που την έβλεπε. Πήρε το λεωφορείο και έφυγε για Αθήνα. Μέσα στο λεωφορείο άνοιξε τα τετράδια του θείου της και έμεινε άναυδη όταν είδε το πόσο όμορφα ήταν γραμμένα και με τόση τάξη. Έναν θησαυρό κρατούσε, έναν θησαυρό! Μια ολόκληρη ζωή στα χέρια της. Ένα βιβλίο μιας αληθινής ζωής μιας ζωής αλλιώτικης και σπουδαίας. Μόλις έφτασε στην Αθήνα, ίσα που πρόλαβε την κηδεία στις 3 το μεσημέρι στο νεκροταφείο της Καισαριανής. Άφησε ένα κόκκινο γαρίφαλο πάνω στον τάφο της κυρα-Αγγελικής και ευχήθηκε να βρει τον Μανώλη της, αν και ήταν σίγουρη ότι ο Μανώλης ήδη θα έστρωνε τα μαλλιά του περιμένοντάς την. Η Μάρα την κοίταξε και είδε τη Στεφανία να σκουπίζει ένα δάκρυ. Ξαφνιάστηκε, αλλά δεν είπε τίποτα. «Κοίτα να δεις! Η γιαγιά μου έκανε και τη ρεαλίστρια Στεφανία να συγκινηθεί!» Ένιωσε άσχημα που εκείνη δεν είχε καταφέρει να έρθει τόσο κοντά στη γιαγιά της και να την καταλάβει. Την είχε σαν κάτι δεδομένο, πολλές φορές την έβλεπε και γραφική. Πόσες φορές δεν της έλεγε: «Έλα, μωρέ γιαγιά, δεν βαριέσαι να λες τα ίδια και τα ίδια;» Ποια ίδια; Σάμπως είχε καθίσει ποτέ να ακούσει τι της έλεγε; Ποτέ! Και τώρα, αν κάποιος την ρωτούσε, δεν θα είχε να πει τίποτα απ’ όλα αυτά που η γιαγιά της τής διηγιόταν. Τίποτα δεν είχε ακούσει, τίποτα!
ΕΝΤΕΚΑ
Η
Στεφανία ανυπομονούσε να γυρίσει σπίτι της και να συνεχίσει να διαβάζει τα τετράδια του θείου της. «Τι άνθρωπος!» θύμωσε με τον πατέρα της που δεν την άφησε να γνωρίσει αυτόν τον θείο της, αδυνατώντας ο ίδιος να ξεπεράσει τη «διαφορετική» σεξουαλική ταυτότητα του ίδιου του αδελφού του! Ένας άντρας ευαίσθητος, γεμάτος ενδιαφέροντα και πολύ, πολύ καταπιεσμένος από τα ήθη του χωριού και της οικογένειας. Ευτυχισμένος μόνο όταν ερχόταν στην Αθήνα τάχα μου για δουλειές. Μπορεί όμως και οι δικοί του να ήξεραν ότι οι δουλειές ήταν απλό πρόσχημα και να ’καναν και αυτοί τα στραβά μάτια, έτσι κι αλλιώς δικός τους ήταν όλο τον υπόλοιπο χρόνο! Άφησε τα τετράδια στην άκρη και αφέθηκε να κοιτάει έξω από την μπαλκονόπορτα. «Για δες! Ένα κοτσύφι! Πώς ξέφυγε αυτό; Από πού βρέθηκε εδώ;» Μάλλον από το Πεδίον του Άρεως έχασε τον δρόμο του και βρέθηκε στη δική της βεράντα να κάθεται πάνω στο λέιλαντ που είχε στη γλάστρα της στη γωνία. Είχαν πει ότι ξαφνικά στην Αθήνα έχουν βρεθεί πολλά κοτσύφια. Ποιος ξέρει γιατί… Μακάρι να ’μενε για να το άκουγε το πρωί να κελαηδάει, όπως τα άκουγε στο χωριό του πατέρα της όταν πήγαινε παλιά, καλοκαίρι καμιά φορά, και
ΕΝΑ ΣΚΟΥΝΤΗΜΑ ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝ
111
τα ξημερώματα την ξυπνούσαν τα τραγούδια τους. Αυτή η λαχτάρα της να μάθει για τη ζωή των ανθρώπων στην Αθήνα, ή στην Ελλάδα γενικά, από τις περασμένες δεκαετίες, από πού πήγαζε; Ήξερε από πού, από την επιθυμία της να ξεφύγει από τη σημερινή μιζέρια. Άλλες εποχές, δύσκολες, με πολέμους, με στερήσεις, με καταπιέσεις από παντού, από την οικογένεια, από το περιβάλλον, από τη γειτονιά, από την κοινωνία, από… από... Εποχές πάλης για επιβίωση, για να σταθούν στα πόδια τους, εποχές που οι άνθρωποι έψαχναν μια μικρή ελπίδα για να κρατηθούν στη ζωή. Που η αγορά ενός καινούργιου πανταλονιού ή φούστας ήταν γιορτή. Που η έλλειψη ήταν καθημερινή πραγματικότητα. Αυτοί, όμως, οι παλιοί δεν έχαναν το γέλιο τους, την αγάπη για ζωή! Προσπαθούσε να καταλάβει πώς έγινε και η δική της γενιά δεν είχε όρεξη, ελπίδα, δύναμη, επιθυμία πάνω απ’ όλα να παλέψει. Τελικά δεν έφτασαν ακόμα εκεί που όταν δεν έχεις τίποτα άλλο να χάσεις, τότε επαναστατείς. Να, παραδείγματος χάριν, η κυρα-Αγγελική, τι είχε; Έναν άντρα, ο οποίος στην ουσία ήταν απών, και τρία παιδιά να μεγαλώσει. Μόνη της! Είχε όμως ιδεολογικά πιστεύω και την πεποίθηση ότι παλεύει για καλύτερες μέρες. Μεγάλωσε τα παιδιά της, τα σπούδασε, τους έδωσε αρχές και μετά; Ποτέ της δεν έπαψε να παλεύει, να ελπίζει, να αγαπάει τον σύντροφό της και να στεναχωριέται για τη σημερινή πραγματικότητα. Ένιωσε προδομένη; Σίγουρα ναι, κάποια στιγμή και αυτή όπως και όλοι οι συναγωνιστές της ένιωσαν προδομένοι και ένα μεγάλο «γιατί» κάθισε μέσα στην ψυχούλα τους. Όμως, η κυρα-Αγγελική έμεινε πάντα πιστή στα πιστεύω της! Αυτό είναι κάτι που η Στεφανία δεν μπορούσε να καταλάβει. Πώς μένεις πιστή σε κάτι που σε προδίδει και σε απογοητεύει; Όταν ρώτησε μια φορά την κυρα-Αγγελική πώς είναι δυνατόν να μένει πιστή σε μια ιδεολογία και σε ένα κόμμα που την απογοήτευσε τόσο, εκείνη της απάντησε: «Οι άνθρωποι δεν τα έκαναν σωστά, η ιδεολογία, είναι σωστή, οι άνθρωποι δεν τη
112
ΕΛΠΙΔΑ ΣΤΡΑΤΗΓΑΚΗ
χειρίστηκαν καλά, τσούπρα μου, δεν φταίει ο κομμουνισμός, αυτοί που τον κουμάνταραν στραβά φταίνε. Η Ελλάδα φταίει αν οι λεγάμενοι που είναι απάνω τα κάνουνε μαντάρα; Θα πάψουμε να αγαπάμε την Ελλάδα, γιατί αυτοί δεν την αγαπούν; Και βέβαια όχι! Έτσι, λοιπόν, και ο κομμουνισμός είναι για όλο τον κόσμο, είναι για τους ανθρώπους, για να έχουμε όλοι μια καλύτερη ζωή. Να θυμάσαι, οι άνθρωποι τα έκαναν μαντάρα». Η Στεφανία χαμογέλασε, όχι δεν θα κατάστρεφε αυτή την πίστη της κυρα-Αγγελικής, θα ήταν σαν να πετούσε όλη της τη ζωή στα σκουπίδια. Όπως κι εκείνη είπε, αυτοί που το κουμάνταραν τα έκαναν μαντάρα, όχι αυτοί που πάλεψαν, φυλακίστηκαν και βασανίστηκαν για μια ιδεολογία. Το μόνο που τη στεναχώρησε είναι που δεν πρόλαβε να της πει ένα μεγάλο «ευχαριστώ» για τις διηγήσεις της και να της φιλήσει τρυφερά το χέρι, με ευγνωμοσύνη, για ό,τι αυτή και ο Μανώλης πίστεψαν και πάλεψαν. Πώς περνάει ο καιρός τελικά, πάνε ήδη έξι μήνες που η κυραΑγγελική είχε πάει να βρει τον Μανώλη της, η ζωή γύρω της είχε βαρύνει για όλους, καλύτερα, κυρα-Αγγελική που δεν έζησες να δεις τους Έλληνες να ψηφίζουν τους φασίστες! Καλύτερα. Γύρισε στο σπίτι της και δεν ήξερε τι να κάνει. Να συνεχίσει το βιβλίο που είχε ήδη αρχίσει ή να αρχίσει το καινούργιο για τη ζωή της κυρα-Αγγελικής και γενικά για την Ελλάδα του χθες; Είχε και τα τετράδια του θείου της και αυτά θα μπορούσαν να γίνουν ένα με τις διηγήσεις της κυρα-Αγγελικής για τα χρόνια μετά τον πόλεμο. Μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν μια εποχή, η οποία που τώρα φαίνεται –και είναι– τόσο μακρινή. Τελικά, πήρε την απόφασή της.
ΟΛΑ ΚΑΛΑ… ΠΑΜΕ ΠΑΡΑΚΑΤΩ
Ο
Μιχάλης ξύπνησε το πρωί κατά τις δέκα, με καλύτερη διάθεση, και έφυγε σφαίρα για το νοσοκομείο. Πήρε έναν καφέ από ένα καφενείο απέξω και ανέβηκε πάνω να δει τον Κρίτωνα. Εκεί, ήταν ήδη η Αναστασία και του χαμογέλασε μόλις τον είδε. Καλό σημάδι αυτό, η Αναστασία να χαίρεται που τον βλέπει! «Να δεις που όλα πάνε καλά», σκέφτηκε χαμογελώντας και αυτός. Και όντως έτσι ήταν. Ο Κρίτωνας είχε συνέλθει και τον κοιτούσε χαμογελαστός. «Ρε μεγάλε, μας κοψοχόλιασες, ρε μαλάκα, κοίτα να χάσεις κάνα κιλό, γιατί δεν σε βλέπω καλά!» Ο Κρίτωνας χαμογέλασε, σιγά που θα τη γλύτωνε από την Αναστασία, πρώτο της μέλημα η δίαιτα του Κρίτωνα. Ο Μιχάλης κοίταξε την Αναστασία για να καταλάβει αν είχε πει στον Κρίτωνα το νέο. Εκείνη κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Όχι τίποτα άλλο, ρε Κρίτωνα, αλλά να, πώς θα παίζεις με το μωρό; Και αν είναι αγόρι; Να ποδόσφαιρο, να κολύμπι, μπορεί και τένις, αν κάνει τον Μιχάλη νονό…» Ο Κρίτωνας άνοιξε το στόμα του «Να, μα τον Θεό, το ράβω σου λέω. Αλήθεια, Αναστασία μου». Ο Μιχάλης έφυγε από το νοσοκομείο ανακουφισμένος. Τώρα έπρεπε να σκεφτεί αν η χθεσινή φλασιά για να κάνει μπαρ είχε νόημα.
ΔΩΔΕΚΑ
Η
Στεφανία κοίταξε τον υπολογιστή της και σταμάτησε. Γιατί να ασχοληθεί με τον Μιχάλη; Ο Μιχάλης τα ’χει όλα τακτοποιημένα από γεννησιμιού του. Τι ενδιαφέρον να έχει ο Μιχάλης και ο κάθε Μιχάλης που τα οικονομικά του είναι τακτοποιημένα. Ωραία, λοιπόν, άνοιξε μπαρ, και ας πούμε ότι το μπαρ δεν πάει καλά δεν βγάζει ούτε τα έξοδά του. Τι έγινε; Χέστηκε η φοράδα, δεν θυμάται και τη συνέχεια πού ακριβώς χέστηκε. Κάποια φράγκα, δηλαδή ευρώ, θα έχει χάσει και αυτό είναι όλο. Δεν θα πεινάσει, δεν θα πάει να ψάχνει για δουλειά γιατί τρέχουν οι υποχρεώσεις του, μπορεί να φύγει και κάνα ταξιδάκι, έτσι για τη λιγούρα. Με άλλα λόγια, μια ζωή χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Το ενδιαφέρον είναι στις δυσκολίες, όποιες και αν είναι αυτές, αρκεί να είναι δυσκολίες. Και πάει ο Μιχάλης και ρωτάει και μαθαίνει πώς και τι για να ανοίξει το μπαρ… Αυτοί που τον βοηθάνε, τι λένε; «Άσε με μωρέ, δεν έχει τι να κάνει ο πούστης για να ξοδέψει τα λεφτά του, δεν γαμιέται το κωλόπαιδο, εμείς τι κάνουμε έχει σημασία που ψάχνουμε για ένα μεροκάματο και αυτό κουτσουρεμένο». Αυτό θα πουν. Και τι ενδιαφέρον έχει η εικονική πραγματικότητα του Μιχάλη για έναν αναγνώστη; Εδώ ο κόσμος χάνεται και ο Μιχάλης τι κάνει θα τους νοιάξει;
ΕΝΑ ΣΚΟΥΝΤΗΜΑ ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝ
115
Απ’ την άλλη, η κυρα-Αγγελική δεν πρόλαβε να της τα πει όλα. Θυμάται που της έλεγε για όταν τη φώναξαν στο τμήμα, μόλις είχε τελειώσει ο πόλεμος. Η κυρα-Αγγελική πήγε, λοιπόν, και με έκπληξη μεγάλη τής μίλησαν για μιάσματα. Η λέξη τής ήταν άγνωστη, αλλά από αυτά που έλεγαν, και κυρίως από τον τρόπο τους, σαν να ’χαν πατήσει σκατά στο δρόμο, κάτι μεταξύ αηδίας και θυμού δηλαδή, κατάλαβε ότι δεν ήταν κάτι καλό να σου λένε ότι ο άντρας σου ανήκει στα μιάσματα και όλοι οι κομμουνιστές μαζί. Έμεινε σιωπηλή να τους ακούει και η μόνη φράση που βγήκε από το στόμα της ήταν: «Δεν ξέρω». «Με ποιους κάνει παρέα ο άντρας σου;» «Δεν ξέρω να κάνει με κάποιους παρέα, από τη δουλειά στο σπίτι είναι». «Με ποιους μιλάει;» «Δεν ξέρω». «Δεν σου έχει πει αν τα πράγματα πρέπει να αλλάξουν και ότι τους εκμεταλλεύονται τους εργάτες;» «Δεν τον έχω ακούσει να λέει κάτι τέτοιο, προχτές όμως που ήμουν στη στάση, κάποιος κάτι τέτοιο είπε, αλλά, κύριε χωροφύλακα (εκεί τη διόρθωσε σε αστυφύλακα, πού νόμιζε ότι ήταν, στο χωριό της;), δεν έδωσα και πολύ σημασία, ο κόσμος πεινάει, δουλειά δεν έχει, λέει το μακρύ του και το κοντό του». Τον έψαχναν, της είπε, για να τον ρωτήσουν κάτι πράγματα, η αλήθεια ήταν ότι ήθελαν να τον στείλουν ξανά στα ξερονήσια. «Πού είναι τώρα; Στη δουλειά;» «Πού αλλού;» «Δεν είναι, όμως! Πήγαμε και δεν τον βρήκαμε». Αυτό ήταν και για εκείνη έκπληξη. Έφυγε, λοιπόν; Κρύβεται; Άντε πάλι τα ίδια… Σκεφτόταν, λοιπόν, η Στεφανία ποιος εγκέφαλος –ή εγκέφαλοι– ανακάλυψε την εξορία σαν λύση για να κάνεις τον άλλο να απαρνηθεί την ιδεολογία του και ό,τι πιστεύει. Δεν έχει δείξει η ιστορία ότι το αντίθετο ακριβώς κάνει μια τέτοια πολιτική; Οι άνθρωποι αιωνίως τις ίδιες μαλακίες θα κάνουν; Και πού πάει η πρόοδος και η εξέλιξη; Πάντα οι μεν θα κυνηγούν τους δε, οι «μεγάλοι» θα εκμεταλλεύονται τους «μικρούς», θα ξεσπάνε πόλεμοι για να καταναλώνονται όπλα και μετά, αφού ρημάξουν το κράτος όπου εισέβαλαν, έρχο-
116
ΕΛΠΙΔΑ ΣΤΡΑΤΗΓΑΚΗ
νται σαν «σωτήρες» να χτίσουν, να «βοηθήσουν» τη χώρα να σταθεί στα πόδια της! «Τώρα», σκέφτηκε και αυτή, «κάτι καινούργιο όλος ο κόσμος το ξέρει, θα μου πεις». Μπήκε στο facebook και κάθισε να χαζεύει τα likes που είχε πάρει για ένα ποίημά της που είχε ανεβάσει πριν 15 μέρες. Ήταν ένα ποίημα που το είχε στο κομπιούτερ της και πώς της ήρθε και το ανέβασε. Το ’χε γράψει σε μια στιγμή που ο Σωτήρης είχε εξαφανιστεί για κάποιο διάστημα, συνηθισμένο φαινόμενο, πριν εξαφανιστεί τελείως. Κάθισε και το διάβασε πάλι και της φάνηκε τόσο σαχλό τελικά. «Πώς άρεσε;» αναρωτήθηκε… Κάποιοι είχαν κάνει αίτημα φιλίας και κάνα δύο είχαν φύγει. Τώρα δεν θα καθόταν να ψάξει ποιοι, στο καλό! Η Μάρα ανελλιπώς επισκεπτόταν το facebook από ό,τι έβλεπε. «Για δες! Λογικό, αφού κοντεύει να βγάλει γκόμενο αποκεί!» Χαμογέλασε, μπορεί να μην ήταν και τόσο κακή ιδέα δηλαδή, κάτι σαν τα τυφλά ραντεβού που λένε. Εκείνης της προέκυψε κάτι καλό από ό,τι της είχε πει, αν και αμφέβαλε, γιατί η Μάρα ήταν σαβουρογάμισσα. Γαμήσι να ’ναι και δεν βαριέσαι. Το πρόβλημα το είχε εκείνη που έψαχνε και λίγο συναίσθημα στο όλο θέμα. Αναστέναξε. Να έστρωνε τον κώλο της κάτω και να έγραφε για την κυρα-Αγγελική μήπως; Δεν πρόλαβε να αποφασίσει και χτύπησε το τηλέφωνο. Η Μάρα! Μια Μάρα που δεν είχε ξανακούσει! Ο τωρινός της, ονόματι Βαγγέλης, που δεν πρόλαβε να γίνει τωρινός της και ούτε μελλοντικός της, της σέρβιρε μια χυλόπιτα, μα τι χυλόπιτα ήταν αυτή! «Πρέπει να σου μιλήσω ΤΩΡΑ!» Η Μάρα έφτασε μέσα σε ένα τέταρτο. Σωριάστηκε στον μοναδικό καναπέ της Στεφανίας και την κοίταξε με παράπονο. Η Στεφανία τα ’χασε. Πρώτη φορά, μετά από δέκα χρόνια γνωριμίας και φιλίας με τη Μάρα, την έβλεπε τόσο καταβεβλημένη. Άρχισε, λοιπόν, να της διηγείται όσα δεν της είχε πει τόσο καιρό, παρόλο που κάτι είχε περάσει από το μυαλό της Στεφανίας. Πώς τον συνάντησε, πώς γελούσαν, πόσα
ΕΝΑ ΣΚΟΥΝΤΗΜΑ ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝ
117
κοινά είχαν, το χιούμορ, οι απόψεις για τη ζωή, για τους ανθρώπους, για την τέχνη… Μα ναι, για την τέχνη, μετά από μια στρατιά αλητών, μιας και οι αλήτες ήταν το φόρτε της Μάρας, έμπλεξε με ζωγράφο! Την πείραξε πιο πολύ, της είπε, ότι προσπάθησε να τη βγάλει τρελή. «Όλα στη φαντασία σου», της είπε, και οι κουβέντες τους και όλα, «στη φαντασία σου, και ναι, μπορεί κάτι να είπα πάνω στο κέφι ή στη μελαγχολία της στιγμής, αλλά…» και η Μάρα δαγκώθηκε όχι για την απόρριψη, όχι, αλλά για το ξεγύμνωμα της δικής της ψυχής σε λάθος άνθρωπο. «Πώς την πάτησα έτσι, ρε Στεφανία;» της είπε, «εγώ που δεν δίνω και ιδιαίτερη σημασία σε όμορφες κουβέντες και χαμόγελα». Της τα είπε όλα, πως φλέρταραν μέσω facebook, δώσ’ του μηνύματα, και να κουβεντούλα στο τηλέφωνο, και να κάνα δυο φορές κρασάκι και βαθιά γνωριμία, εν γνώσει βέβαια της Μάρας ότι ο εν λόγω κύριος ήταν παντρεμένος, εντάξει δεν εμπόδιζε σε κάτι τη Μάρα η έγγαμη κατάσταση, αλλά έλα που η Μάρα την πάτησε την πεπονόφλουδα. Την ψιλοδάγκωσε τη λαμαρίνα και ας μην το παραδεχόταν. Έρχεται, λοιπόν μια… Κακή στιγμή να την πεις; Όχι βέβαια, γυρνάει ο Βαγγελάκης και της στέλνει μήνυμα «Σε αγαπώ». Τώρα, πως να το έπαιρνε τέτοιο μήνυμα; Όπως ακριβώς ήταν, στα σοβαρά. Μπορεί ο Βαγγέλης να το έστειλε αφού είχε καταναλώσει κάποια ουισκάκια, το συνήθιζε, αλλά η Μάρα πρώτα έμεινε κάγκελο και μετά συνειδητοποίησε ότι η φαγούρα που είχε λέγεται έρωτας! Ποιο το θέμα; Έλα που ο Βαγγέλης, από την επόμενη εβδομάδα, έγινε παγοκολόνα! Απίστευτο; Όχι ! Η απίστευτη ήταν η Μάρα που πήγε και ερωτεύτηκε έναν καλλιτέχνη, ζωγράφο στο επάγγελμα! «Βρε πουλάκι μου, αυτός έχει μάθει να παίζει, νάρκισσος γαρ, υπάρχει καλλιτέχνης που να μην είναι νάρκισσος; Όχι βέβαια, κάτι διαφορετικό θα παραβίαζε έναν βασικό και μεγάλο κανόνα της ζωής και της φύσης!» Πώς την πάτησε έτσι η Μάρα είναι το περίεργο. Να του τηλεφωνά,
118
ΕΛΠΙΔΑ ΣΤΡΑΤΗΓΑΚΗ
να του στέλνει μηνύματα, που αυτός δεν τα διάβαζε αμέσως, αλλά μετά από δυο τρεις μέρες και πάει λέγοντας το παιχνίδι του. Μέχρι που τον πέτυχε και του έστειλε ένα μήνυμα ζητώντας εξηγήσεις για τη στάση του και εξομολογούμενη τον δικό της έρωτα για πρώτη φορά και τι της είπε ο τύπος; «Όλα στην φαντασία σου είναι, εγώ μόνο φιλικά σε βλέπω και με συγχωρείς κιόλας αν έκανα κάποιο λάθος». «Όλα θα τα δεχόμουν, ρε μάγκα, αλλά το “Σε αγαπώ” που έστειλες στις 12 τα μεσάνυχτα, πού κολλάει φιλικά;» Η Στεφανία έμεινε αμίλητη. «Για δες», σκέφτηκε, «που όλα μπορούν να συμβούν στη ζωή μας!» Η Μάρα την κοίταξε και αμέσως, αλλάζοντας κουβέντα, τη ρώτησε: «Τελικά, για ποιόν θα γράψεις βιβλίο; Για τον Μιχάλη, τη γιαγιά μου ή τον θείο σου;» Η Στεφανία της χαμογέλασε. «Για σένα λέω να γράψω, γιατί αυτά που μου είπες είναι πολύ γαμάτη ιστορία!» Η Μάρα έφυγε σε δύο ώρες. Να είχε ένα μαγνητόφωνο να κατέγραφε όλα όσα της είπε. Μια ερωτική ιστορία σαν αυτές που διαβάζεις στα βιβλία. Η Στεφανία έμεινε σκεφτική, τελικά ένα βιβλίο για να έχει ενδιαφέρον πρέπει να περιέχει και μια ερωτική ιστορία, δυνατή, και για πιο εντυπωσιακά αναγνώσματα να είναι και μια ιστορία όπου ο έρωτας αντιμετωπίζει δυσκολίες. Σάμπως και δεν συμβαίνει έτσι και στη ζωή; Μην κοροϊδευόμαστε, οι πιο δυνατές και ουσιαστικές ερωτικές ιστορίες περνάνε από φωτιά και σίδερο. Οι ερωτικές ιστορίες του «γνωρίστηκαν, χαμογέλασαν ο ένας στον άλλον, κάθισαν και τα είπαν και βρήκαν ότι ταίριαζαν και αγαπήθηκαν, μετά παντρεύτηκαν και έκαναν και δύο παιδάκια και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα…» Μπλιαχ! Δεν είναι ερωτικές ιστορίες αυτές, ιστορίες καθημερινής βαρεμάρας μπορεί, αλλά ερωτικές; Απέχουν από την έννοια της λέξης και του συναισθήματος κατά πολύ ή και εξ ολοκλήρου. Μετά, η Στεφανία έπεσε στη συγγραφική της κατάθλιψη. «Δεν θα γράψω ποτέ τίποτα άξιο λόγου, τι κάθομαι και βαυ-
ΕΝΑ ΣΚΟΥΝΤΗΜΑ ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝ
119
καλίζομαι ότι κάτι θα βγει στο τέλος, τίποτα δεν βγαίνει, εδώ δεν μπορώ να αποφασίσω τι σόι ιστορία και για ποιον να γράψω!» Τι έκανε στη ζωή της τελικά; Κοίτα να δεις! Ακόμα και η Μάρα –ποιος να το ’λέγε!– έζησε μια ερωτική ιστορία, αυτή τι είχε να σκεφτεί; Α ναι! Τον έρωτα της από το Λύκειο. Τον Παύλο! Ούτε που θυμόταν καλά καλά πώς ήταν. Μόνο πως είχε μακριά μαλλιά και χόρευε ωραία. Τώρα, αν τον συναντούσε στον δρόμο, θα τον γνώριζε; Μάλλον όχι. Μόλις η Μάρα έφτασε στο σπίτι της, την πήρε τηλέφωνο για να βγουν έξω. «Ρε θηρίο! Ξεπέρασες την κατάθλιψη αμέσως;» «Ποια κατάθλιψη; Στεναχώρια είχα και έχω, αλλά πρέπει να το ξεπεράσω και ο μόνος τρόπος είναι να βγω, να φλερτάρω και αν είμαι τυχερή να γαμηθώ με κανένα πιτσιρικά για να έχει και επανάληψη το θέμα, να ξεχαστώ επαναληπτικά!» Η Στεφανία χαμογέλασε, γι’ αυτό την αγαπούσε ήταν ακριβώς το αντίθετό της! Βέβαια, η Στεφανία δεν ήξερε ότι η Μάρα δεν τα έπαιρνε τα πράγματα και τόσο επιπόλαια, έκανε ότι τα έπαιρνε έτσι. Το πρόσφατο γεγονός που είχε ζήσει την είχε πειράξει πολύ! Πρώτη φορά στη ζωή της, δεν ήταν και μικρή, μετρούσε πια σαράντα χρόνια, κάποιος την είχε προσβάλει έτσι. Προσβολή ήταν να δίνεις σε κάποιον την ψυχή σου κι εκείνος να σφυρίζει αμέριμνα. Πόσο μικρός θα πρέπει να είναι κάποιος που περιφρονεί τα αισθήματα που δημιούργησε ο ίδιος. Η βολή του μετρούσε, η σύζυγος είχε χρήματα και ο καλλιτέχνης την είχε βρει καλά. Άλλωστε, δεν ήταν και πιτσιρικάς, σαράντα πέντε χρονών, όταν έχεις μάθει άλλοι να σε ζουν δεν είναι εύκολο να ριψοκινδυνεύσεις την καλοπέρασή σου. Γιατί η Μάρα αυτό ψυλλιαζόταν ότι είχε γίνει, κάτι είχε παιχτεί, δεν υπήρχε άλλη εξήγηση. Πόσο διπολικό χαρακτήρα έχει κάποιος που το βράδυ λέει «σε αγαπώ» και το πρωί λέει «συγγνώμη, το φαντάστηκες». Δεν ήθελε να δει κανείς πόσο είχε πειραχτεί! Ναι θα
120
ΕΛΠΙΔΑ ΣΤΡΑΤΗΓΑΚΗ
έβγαινε έξω, ναι θα φλέρταρε, και ναι, μπορεί και να κοιμόταν με κάποιον. Αυτή, στο κάτω κάτω της γραφής, ήταν η Μάρα που την περίμεναν οι γκόμενοι ουρά! Και η Μάρα, για πρώτη της φορά, έβαλε τα κλάματα. Άφησε τον εαυτό της ελεύθερο να ξεσπάσει, έκλαιγε για κάνα τέταρτο και μετά ήρεμη πήγε να κάνει ντους και να ετοιμαστεί για τη βραδινή της έξοδο. Η Στεφανία, απ’ την άλλη, είχε πέσει σε σκέψεις. Θυμήθηκε κάποιες κουβέντες της με την κυρα-Αγγελική. Όταν τη ρώτησε αν ποτέ είχε νιώσει αυτόν τον έρωτα και ιδιαίτερα τον γάμο της να κλονίζεται, εκείνη της είχε πει το εξής: «Δεν πρόλαβε να κλονιστεί ούτε ο έρωτας ούτε ο γάμος, πιο πολύ ζούσαμε χώρια και όταν βρισκόμασταν, δεν είχαμε τον χρόνο να βαρεθούμε ή να τσακωθούμε, μπορεί γι’ αυτό ο γάμος αυτός να κράτησε, ήταν πιο πολλά αυτά που μας ένωναν από αυτά που μας χώριζαν. Ξέρεις, ποτέ δεν χορτάσαμε τόσο ο ένας τον άλλον, για να αρχίσουμε να ψάχνουμε τα άσχημα. Μπορεί, όμως, τώρα που το σκέφτομαι τσούπρα μου, αυτοί που μας χώριζαν να μας έφερναν πιο κοντά. Απ’ την άλλη, τι να πω, ο Μανώλης μου κάθε φορά που γύριζε είτε από τις φυλακές, είτε από τις εξορίες ερχόταν στο σπίτι με τόση χαρά και ανακούφιση που δεν μου έλεγε ποτέ “κάνε πιο εκεί”, όλα καλά τα έβρισκε καμωμένα. Δεν πρόλαβε να δει τα παιδιά να μεγαλώνουν, τα άφηνε μικρά, τα έβρισκε μεγάλα πια στο σχολείο. Καμάρωνε που ήταν καλοί μαθητές, ένιωθε ότι αυτός ήταν σαν τους ναυτικούς που έλειπαν μήνες, χρόνια, σε μπάρκα μακρινά. Τα συμβούλευε και χαμογελούσε με ό,τι του έλεγαν. Τα βράδια, όταν τον είχα κοντά μου, τον έκλεινα στην αγκαλιά μου μην τυχόν και μου φύγει πάλι. Όχι, δεν προλάβαμε να βαρεθούμε ο ένας τον άλλον, γιατί δεν χορτάσαμε ο ένας τον άλλον». Να, λοιπόν, εκεί έγκειται η ευτυχία, να μην προλάβεις να βαρεθείς τον άλλον, γιατί δεν τον έχεις χορτάσει, μόνο έτσι ο
ΕΝΑ ΣΚΟΥΝΤΗΜΑ ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝ
121
έρωτας δεν χάνεται. Όμως, τώρα οι γυναίκες δεν αρκούνται στα λίγα που είχαν μάθει να αρκούνται οι προηγούμενες γενιές. Τώρα οι γυναίκες απαιτούν και ζητούν από τους άντρες ίσως και τα πάντα. Οι καημένοι οι άντρες τα έχουν χάσει πώς να συμπεριφερθούν. Να είναι κυνηγοί; Να είναι ίσοι και ίδιοι με τις συντρόφους τους; Να μην αφήνουν και πολλά περιθώρια ή αντίθετα να αφήνουν όλα τα περιθώρια και όλες τις δυνατότητες; Οι μανάδες φταίνε που μεγαλώνουν γιους που δεν μπορούν να συνεννοηθούν με μια γυναίκα. Οι περισσότεροι άντρες πιστεύουν ότι σου κάνουν και μεγάλη χάρη που είναι μαζί σου, γιατί θεωρούν τον εαυτό τους κελεπούρι. Αν πάρουν είδηση ότι δεν σου κάνουν καμιά χάρη, τότε αναδιπλώνονται και γίνονται τόσο μικροί μέχρι που εξαφανίζονται. Οι γυναίκες παλιά μπορεί να ένιωθαν ότι με το να έχουν έναν άντρα δίπλα τους, απλά δήλωναν την αξία τους. Έλα, όμως, που αυτό δεν ισχύει τη σήμερον ημέρα. Σιγά να μην δίνουν αξία σε μια γυναίκα με την παρουσία τους και μόνο. Θέλει πολλά, πάρα πολλά ένας άντρας σήμερα για να σταθεί επάξια δίπλα σε μια, πρώτον μορφωμένη, μετά οικονομικά ανεξάρτητη και σταθερά ενάντια στην ιδέα ενός γάμου, γυναίκα. Βέβαια, γιατί σήμερα είναι η γυναίκα που δεν θέλει να παντρευτεί. Όχι; Ανοίξτε τα ματάκια και τα αυτάκια σας και αφουγκραστείτε άρρενες, την εποχή σας. Έρχονται πιο δύσκολες μέρες… «Έχουμε κάνει τα απλά δύσκολα και στη συνέχεια, αν πάμε να τα φτιάξουμε, δεν ξέρω πώς, τα κάνουμε τελείως σκατά», σκέφτηκε η Στεφανία και το τηλέφωνο χτύπησε υπενθυμίζοντάς της ότι πρέπει να ετοιμαστεί για τη βραδινή της έξοδο με τη Μάρα.
ΔΕΚΑΤΡΙΑ
O
πως έπιναν το ποτό τους σε ένα καινούργιο μπαράκι που είχε ανοίξει και έλεγαν άρες μάρες παπάρες, αποφεύγοντας να επανέλθουν στο θέμα της Μάρας, η Μάρα έφερε την κουβέντα αλλού, σε κάτι που είχε αφήσει στην άκρη για περισσότερο από ενάμιση χρόνο. «Και τι λες, ρε Στεφανία, μια γυναίκα μήπως καταλαβαίνει μια γυναίκα καλύτερα;» «Αυτό είναι σίγουρο, γιατί περνάνε τα ίδια λούκια». «Δεν εννοώ φιλικά, εννοώ ερωτικά». Η Στεφανία ήπιε από το ποτό της και ήρεμα της είπε. «Τώρα, ρε Μάρα, τι να σου απαντήσω; Έχω πλήρη άγνοια του θέματος. Τι να πω, μπορεί ναι, μπορεί και όχι, αλλά πιο λογικό μου κάνει ότι όσο μπορείς να πας με έναν άντρα, και να σε καταλάβει ή όχι, άλλο τόσο, μπορείς να πας με μια γυναίκα και να συμβεί το ίδιο. Εγώ νομίζω ότι είναι θέμα γούστου, δηλαδή σου αρέσουν οι καμπύλες; Πας με γυναίκα. Σου αρέσουν οι ίσιες γραμμές; Πας με άντρα». «Τώρα, αυτό πολύ μαλακία μού ακούστηκε, σαν αρχιτεκτονικό σχέδιο. Εννοώ, ρε Στεφανία, εγκεφαλικά πώς δουλεύει το θέμα;» «Επιμένεις να σου απαντήσω σε αυτό; Όπως σου τη δώ-
ΕΝΑ ΣΚΟΥΝΤΗΜΑ ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝ
123
σει. Μπορεί να σου τη δώσει μια τύπισσα εξίσου όπως και ένας τύπος, αν και εγκεφαλικά να σου τη δώσει κάποιος από αυτούς που πηγαίνεις και τραβολογιέσαι θα είναι μάλλον ανέκδοτο. Ξέρεις, ο έρωτας είναι εγκεφαλικός πρώτα απ’ όλα, δηλαδή σου χτυπάει ένα καμπανάκι στο μυαλουδάκι σου μέσα ότι αυτός απέναντι σου, είναι ΑΥΤΟΣ! Μετά γίνεται σαρκικός και πάει λέγοντας». Παράγγειλε άλλο ένα ποτό, γιατί η Στεφανία ένιωθε ότι δεν θα την έβγαζε σήμερα τη μέρα, πολλή συγκίνηση, πολλά ερωτηματικά, πολλές αναζητήσεις. Η Μάρα κοίταξε γύρω της και καρφώθηκε σε μια νεαρή που καθόταν στα δεξιά της, με μια παρέα άλλων νεαρών γυναικών. Η Στεφανία την κοίταξε, ακολούθησε το βλέμμα της και την σκούντηξε με το πόδι. «Τι καρφώθηκες, γαμώτο!» «Δεν είναι πολύ καλή αυτή η νεαρή;» «Πας καλά, ρε! Η νεαρή είναι μια χαρά, εσύ πώς το είδες; Θα της την πέσεις έτσι, γιατί ξαφνικά είχες έμπνευση ότι μπορεί να είναι πιο σωστή η συνεννόηση με μια γυναίκα; Σύνελθε, πουλάκι μου, αυτό είτε το έχεις, είτε όχι. Εσύ, λοιπόν, δεν το έχεις. Δεν σηκώνεσαι ένα πρωί και λες, “σήμερα αποφάσισα να κάνω σχέση με γυναίκα”. Δεν δουλεύουν έτσι αυτά τα πράγματα, κατάλαβες τι εννοώ; Κοίτα να βρεις έναν πιτσιρικά, πράγματα που γνωρίζεις και σου πάνε, γκέγκε;» «Δεν θέλεις να γνωρίσεις καινούργια πράγματα, ρε Στεφανία; Δεν τολμάς; Περιέργεια μηδέν, ρε;» «Μάρα, είμαστε σαράντα χρονών, έχουμε κάνει μπόλικες μαλακίες και μαλακισμένες σχέσεις στη ζωή μας, καιρός να ωριμάσουμε και να δούμε τι πραγματικά έχει νόημα. Διαβάζω τα ημερολόγια του θείου μου και έχω μελαγχολήσει για το ότι πέταξε τη ζωή του στα πρέπει της οικογένειας και της κοινωνίας. Μην μου λες αν τολμώ, τολμώ και με το παραπάνω, αλλά, Μάρα, να τολμήσω για ποιο πράγμα; Υπάρχει κάτι
124
ΕΛΠΙΔΑ ΣΤΡΑΤΗΓΑΚΗ
για να τολμήσω; Έναν άντρα θέλω να γνωρίσω, να αγαπηθώ ,να αγαπήσω και να πω, αυτό είναι, να βρω έναν δρόμο, έναν σκοπό, έναν λόγο ύπαρξης. Αποφάσισα, λοιπόν, ότι οι πιτσιρικάδες και τα άσκοπα βράδια τέρμα. Ακόμα και η δική σου “περιπέτεια” με έκανε να σκεφτώ, άξιζε που την έζησες; Ναι, κι εγώ μακάρι να ζήσω κάτι τέτοιο, αλλά να έχω “happy end”, τόσο δύσκολο είναι άραγε;» Η Μάρα σοβάρεψε ξαφνικά. «Ρε Στεφανία, τι νομίζεις; Δεν το διαλέγεις, μάνα μου, σε διαλέγει, κι εσύ απλά το ακολουθείς και όπου σε βγάλει. Ξέρεις τι διαλέγεις; Τους πιτσιρικάδες για μια βραδιά, αυτούς και μόνο, και τώρα ακόμα μπορούμε, νομίζεις ότι σε πέντε ή δέκα χρόνια θα μπορούμε; Νομίζεις πως ό,τι ένιωσα το προγραμμάτισα; Ούτε για αστείο, δεν μετανιώνω όμως για τίποτα ούτε για το τι ένιωσα ούτε για την εξομολόγησή μου. Έτσι ένιωθα, έτσι έκανα. Και να σου πω, ίσως και να ’ταν το πιο αξιόλογο πράγμα που έχω κάνει στη ζωή μου μέχρι τώρα. Το πιο τολμηρό, θα έλεγα. Και μπορεί να με ενόχλησε η χαζή του συμπεριφορά, αλλά τώρα ξέρω ότι αυτό που με ενόχλησε ήταν ότι δεν σκέφτηκε στιγμή πόσο με πληγώνει, μόνο αυτό…» «Αυτός, αναρωτιέμαι, δεν ένιωθε τίποτα, τι λες;» «Ένιωθε, είμαι σίγουρη γι’ αυτό, απλά, επικράτησε το βόλεμα». Η Μάρα κοίταξε στα αριστερά αυτήν τη φορά, αφήνοντας κατά μέρους την όποια έμπνευση είχε για την κοπέλα στα δεξιά. «Ρε, η Αντιγόνη είναι εδώ!» Η Αντιγόνη ήταν μια φίλη από το γυμναστήριο της Μάρας, αν και η ίδια είχε να πατήσει πάνω από έξι μήνες εκεί. Η Αντιγόνη πλησίασε και χαιρετήθηκαν, περίμενε έναν φίλο, της είπε, μέχρι να έρθει, η Μάρα την προσκάλεσε να καθίσει μαζί τους. Μίλησαν για τους γνωστούς από το γυμναστήριο
ΕΝΑ ΣΚΟΥΝΤΗΜΑ ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝ
125
και η Αντιγόνη παράγγειλε στον φίλο της, τον μπάρμαν, ένα ποτό δικής του έμπνευσης. «Ωραίο είναι το μπαρ αυτό, δεν είναι»; ρώτησε η Αντιγόνη. «Ο Αλέξης, το παιδί που φτιάχνει τα ποτά, είναι φίλος. Επειδή αυτήν τη δουλειά την ξέρει παραπάνω από καλά, βοήθησε τον ιδιοκτήτη να το φτιάξουν, που δεν είχε ιδέα, και δουλεύει και εδώ. Έχει βραβευθεί και στο εξωτερικό για τα κοκτέιλ του. Πάρα πολύ καλός μπαρίστας!» Ο Αλέξης ήρθε κοντά στο τραπέζι τους και έφερε το ποτό της Αντιγόνης. Η Αντιγόνη τούς σύστησε και η Στεφανία παράγγειλε ένα ποτό, όποιο αυτός ήθελε να εμπνευστεί να της ετοιμάσει. Μετά ήρθε η παρέα που περίμενε η Αντιγόνη και έφυγε από το τραπέζι. Μάρα και Στεφανία κάπνιζαν για λίγο αμίλητες, βυθισμένη η κάθε μία στις δικές της σκέψεις. Μετά από το «εμπνευσμένο» ποτό, το τρίτο στη σειρά για τη Στεφανία, αλλά τέταρτο για τη Μάρα, σκέφτηκαν να γυρίσουν στα σπίτια τους. Η μέρα σήμερα ήταν γεμάτη κι η ώρα είχε πάει δυόμιση. Την επόμενη μέρα, με το που ξύπνησε η Στεφανία, σκέφτηκε ότι υπάρχουν πολλά παράξενα στη ζωή μας. Άναψε τσιγάρο και πίνοντας αργά τον καφέ της, άρχισε να σκέπτεται τη Μάρα, την περιπέτειά της, γιατί εκείνη ήταν καλύτερη, δηλαδή, που πήγαινε και έμπλεκε με ηλίθιους και έχανε την ώρα της; «Άι στο διάολο, καιρός είναι να πάρω τον εαυτό μου στα σοβαρά». Ήταν Κυριακή και κατέβηκε στην πλατεία να πάρει καμιά εφημερίδα αν κι εδώ που τα λέμε τις ειδήσεις τις μάθαινε καλύτερα από το ίντερνετ ή ακόμα καλύτερα από τα διάφορα μπλόγκς που είχε πατήσει like. Το facebook έκανε και κάτι καλό. Η Στεφανία έψαχνε να δει ποια εφημερίδα είχε το καλύτερο cd ή την καλύτερη ταινία. Δεν την ενδιέφερε τι σόι εφημερίδα ήταν, ας ήταν και αθλητική εκτός βέβαια από κάτι φασιστοειδείς εφημερίδες και κάτι κουτσομπολίστικες
126
ΕΛΠΙΔΑ ΣΤΡΑΤΗΓΑΚΗ
περί των δήθεν «αστεριών» της εγχώριας «βιομηχανίας» του θεάματος, τρομάρα τους! Έτσι κι αλλιώς, όλες τα ίδια έγραφαν. Πάλι κάποιος αυτοκτόνησε, γιατί δεν μπορούσε να αντέξει άλλο τα χρέη και την ξεφτίλα. Πού θα πάει αυτή η χώρα; Έχει μέλλον ή έμεινε πάλι με το παρελθόν της; Είναι σημαντικό να έχεις ιστορία, κάπου σκέφτεσαι ότι έστω και ένα μικρό κομματάκι του DNA των ένδοξων προγόνων σου να έχεις, δεν μπορεί, υπάρχει κάποια ελπίδα να αποκτήσεις και μέλλον. Ποιο μέλλον γαμώτο, όλοι σιωπηλοί και μονάχοι, κάποιο τραγούδι το ’λεγε, δεν θυμόταν ακριβώς. Άνθρωποι χωρίς δουλειά, με τεράστιο οικονομικό πρόβλημα και έχουν αράξει στο σπίτι τους, που αν είναι και νοικιασμένο θα το χάσουν σύντομα λόγω αδυναμίας πληρωμής των ενοικίων. Και αν αυτοί που έχουν το πρόβλημα δεν αντιδρούν, τότε ποιος; Ποιος θα κατέβει στους δρόμους να φωνάξει, να απαιτήσει δουλειά, σωστή ιατρική περίθαλψη, σωστή παιδεία, για το μέλλον μας, τα παιδιά μας! Η Μάρα ζει κάθε μέρα με τον φόβο μην τυχόν και πουληθεί η εταιρία που δουλεύει σε κάποια του εξωτερικού και γίνουν απολύσεις. Το κέντρο ξένων γλωσσών, όπου δουλεύει η Στεφανία, μάλλον πάει για κλείσιμο και αυτή θα μείνει να ζει με ένα νοίκι, που και αυτό μπορεί στο τέλος και να μην υπάρχει. Τι θα κάνει; Θα γίνει σερβιτόρα σε κανένα μπαρ για τον χειμώνα και το καλοκαίρι θα ψάχνει για όποια δουλειά σε κανένα ελληνικό νησί. «Ώρα είναι να κινήσω για καμιά Αυστραλία κι εγώ», σκέφτηκε. Μήπως να το σκεφτόταν να πάει στο χωριό του πατέρα της, να γίνει αγρότισσα και να μένει κιόλας εκεί που είχε και δικό της σπίτι; Έβαλε το cd απ’ την εφημερίδα να ακούσει λίγη μουσική και προσπάθησε να πείσει τον εαυτό μας να μην αρχίσει και καθαρίζει πάλι το σπίτι από τα νεύρα της και, όχι τίποτα άλλο, μην της γίνει και συνήθεια στο τέλος. Τι να διαβάσει
ΕΝΑ ΣΚΟΥΝΤΗΜΑ ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝ
127
από την εφημερίδα; «Μαλάκα! Αθλητική είναι τελικά! ΧΑΧΑΧΑ! Δεν βαριέσαι, στο διαδίκτυο τα μαθαίνω όλα… Αμ αυτό τώρα με το μαλακισμένο, τον Γιωργάκη, που πήγε και τα ’κανε όλα σαν τα μούτρα του. Ρε συ, πώς να κρατήσεις την πολιτισμένη συμπεριφορά σου όταν σου λένε κατάμουτρα πόσο μαλάκα σε θεωρούν! Εκλογές μάλιστα, και τι θα άλλαζε; Να βγει ο Σύριζα; Χα! Και βέβαια όχι, και αν έβγαινε, τι θα γινόταν; Να μια καλή ερώτηση!» Αυτές οι σκέψεις ήταν που την έκαναν να σταματήσει να σκέφτεται και να αναζητήσει παρηγοριά στην Μάρα. «Πάμε, ρε Μαράκι, μια βόλτα να μυρίσουμε θάλασσα;» Η Μάρα μόλις είχε ξυπνήσει και αρκέστηκε σε ένα παρατεταμένο «μμμμ…» «Τι μμμμ… ρε! Όχι; Ναι; Τι μμμμ…;» «Καφέ». «Έρχομαι να σου φτιάξω!»
ΟΛΑ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ
Ο
Μιχάλης ξύπνησε σχετικά νωρίς, δεδομένου ότι πήγε στο σπίτι του στις έξι. Μόλις 12 το μεσημέρι ήταν και ένιωθε καλά! Τελικά δεν ήταν κακή η ιδέα του να ανοίξει αυτό το μπαρ. Εντάξει, δεν έβγαζε τα τρελά λεφτά, αλλά για πρώτη φορά στη ζωή του είχε μια βάση. Για πρώτη φορά έκανε σχέδια, του άρεσε που γνώριζε κόσμο διαφορετικό κάθε βράδυ και που άλλοι ερχόνταν τακτικά λες και το μπαρ του ήταν το σπίτι τους. Από γκόμενες δεν είχε παράπονο, μόνο που πια είχε γίνει πιο επιλεκτικός. Θέλεις η κούραση; Θέλεις βαρεμάρα; Θέλεις ότι κάποια πράγματα ένιωθε ότι έχουν το τέλος τους; Και ένα απ’ αυτά είναι το κυνήγι. Το φλερτ τού άρεσε, αλλά ήθελε πια κάποιον να πει μια κουβέντα ή, ακόμη πιο πολύ, να μην κουβεντιάσει καθόλου, παρά σιωπηλά να επικοινωνεί. Ναι, χωρίς να χρειάζεται να πει κάτι, μόνο ένα χαμόγελο και ένα βλέμμα να είναι αρκετά. Σηκώθηκε και πήγε να βάλει την καφετιέρα να γίνει ο καφές και μετά πλύθηκε και ξυρίστηκε! Φρέσκος χαμογέλασε στο είδωλό του. Θα πήγαινε στην Αιόλου, καινούργια πιάτσα, το Γκάζι έρχεται πια δεύτερο! Τα καφέ που άνοιξαν εκεί είχαν γούστο, είχαν και κόσμο που γούσταρε. Μπήκε στο ίντερνετ να δει την αλληλογραφία του πίνοντας τον καφέ
ΕΝΑ ΣΚΟΥΝΤΗΜΑ ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝ
129
του και γέλασε με τα νέα του Τζιοβάνι. Πάλι καινούργια γκόμενα είχε βρει που τον είχε ξετρελάνει! Ο Σαμίρ τού είχε στείλει φωτογραφίες από τα γενέθλια του γιου του! Χρόνισε ο πιτσιρικάς και ο Σαμίρ περήφανος τον κρατούσε αγκαλιά. Πότε παντρεύτηκε, πότε έγινε πατέρας, πότε κρατάει τον γιο του, ενός έτους, στην αγκαλιά του! Είναι κιόλας τρία χρόνια που πέθανε ο πατέρας του. Έμεινε να κοιτάει τη φωτογραφία του Σαμίρ και για πρώτη φορά σκέφτηκε ότι αυτός δεν θα έχει έναν γιο αγκαλιά να βγει φωτογραφία, ίσως ποτέ! Επιλογή του; Μα και βέβαια! Θα πεταγόταν και από τον Κρίτωνα να δει τον δικό του πιτσιρικά, σκέτος τσόγλανος! Η Αναστασία, από τότε που άνοιξε το μπαρ, εδώ και έναν χρόνο δηλαδή, είχε αλλάξει τελείως στάση απέναντί του, τώρα όταν τον έβλεπε δεν του έκανε επίθεση ούτε τον ειρωνευόταν, τον ρωτούσε κιόλας αν θα καθόταν να φάει μαζί τους! Έπαψε, κατά την άποψή της να είναι κωλόπαιδο, χαραμοφάης και κακομαθημένος. Άνθρωπος που δεν δουλεύει, κόκκινο πανί για την Αναστασία! «Και τι γίνεται τώρα που δεν υπάρχουν δουλειές, Αναστασία;» Τη ρώτησε ο Μιχάλης τις προάλλες. «Να πάνε να μαζεύουν φρούτα, να πάνε στην επαρχία να δουλέψουν στα χωράφια, όποιος θέλει να δουλέψει δουλειά βρίσκει, άμα θέλει να το παίζει κόμης, να μείνει στην άκρη του και να μην παραπονιέται». Ο Κρίτωνας κούνησε το κεφάλι του. «Ρε Αναστασία, μην είσαι τόσο απόλυτη! Η γιαγιά μου έλεγε μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα μην λες! Μπορεί κι εσύ αύριο να βρεθείς στον δρόμο, τότε τι θα κάνεις; Θα πας στα χωράφια να μαζέψεις φρούτα; Και άντε πήγες, πόσο θα αντέξεις, νομίζεις, έτσι άμαθη που είσαι; Μία μέρα; Δύο; Θέλεις να πω τρεις; Δεν είναι έτσι ακριβώς τα πράγματα, Αναστασία. Τον Γιάννη τον ξέρεις, αυτό το παλικάρι που σπούδασε με υποτροφία στο τμήμα Διεθνών Σχέσεων. Ξέρεις τι όνειρα είχε; Να δουλέψει στην Ευρωπαϊκή Ένωση, να γίνει διπλωμάτης
130
ΕΛΠΙΔΑ ΣΤΡΑΤΗΓΑΚΗ
και τέτοια. Ξέρεις τι έγινε με τα διπλώματα που έφερε πίσω και τις εκατοντάδες αιτήσεις και διαγωνισμούς; Δουλεύει σε ένα μπακάλικο βοηθός! Τρία χρόνια προσπαθούσε. Δεν τα κατάφερε, γιατί δεν είχε οικογένεια πλούσια ή εν πάση περιπτώσει οικογένεια με βύσματα. Γι’ αυτό σου λέω, Αναστασία, άσ’ το μην το ψάχνεις… Στις μέρες μας να λέμε πάλι καλά που έχουμε δουλειά». Μετά από αυτό άρχισε άλλη συζήτηση, πήρε φόρα η Αναστασία και άρχισε να λέει γι’ αυτούς που καταντούν έτσι σαν τον Γιάννη και δεν βγαίνουν στο δρόμο να φωνάξουν. Ο Μιχάλης είχε πια αποδεχθεί την Αναστασία, μέχρι που την έκανε κέφι, μόνο και μόνο επειδή έπαιρνε φωτιά με το παραμικρό! Ο Κρίτωνας πάντα την κοιτούσε με αγάπη και έκλεινε το μάτι στον Μιχάλη εννοώντας: «Γι’ αυτό την αγαπώ». Πήγε στο «Tailor Made», παράγγειλε τον δεύτερο καφέ της μέρας και βάλθηκε να χαζεύει τον κόσμο γύρω του. Μετά, ανάβοντας τσιγάρο, σκέφτηκε εκείνη την κοπέλα που γνώρισε το προηγούμενο βράδυ. Τίποτα το εντυπωσιακό δεν είχε, απλά ένα συμμετρικό πρόσωπο. Όμως είχε ένα χαμόγελο, μα τι χαμόγελο! Όταν χαμογελούσε γινόταν μια κούκλα. Αυτό πρόσεξε πάνω της, το χαμόγελό της. Και η φίλη της ήταν πολύ καλή, πιο όμορφη, αλλά το χαμόγελό της δεν το είχε! Πώς είπε ότι τη λένε; Στεφανία; Ναι, έτσι νομίζει πως τη λένε. Θα ήθελε να την δει ξανά, μπορεί να ήταν από αυτές που δεν χρειάζεται να πεις πολλά μαζί τους. Βαρέθηκε το παραμύθιασμα πια, μόνο και μόνο για ένα γαμήσι. Χρειαζόταν κάποια που να μπορεί να πιει καφέ μαζί της έτσι, και να χαζεύουν και οι δύο τους ίδιους ανθρώπους και να χαμογελούν για τα ίδια πράγματα, χωρίς κουβέντες, παρά μόνο να κοιτιούνται και να καταλαβαίνουν ο ένας τον άλλον.
ΤΑ ΤΕΤΡΑΔΙΑ ΤΟΥ ΘΕΙΟΥ
Ο
Κυριακή πρωί, έτος 1962
ι άνθρωποι έχουν μάθει να κριτικάρουν και με μεγάλη ευκολία να ρίχνουν ανάθεμα. Αν δεν είχα τα βιβλία μου και τις επισκέψεις μου στην Αθήνα, πολύ αμφιβάλλω αν θα άντεχα και δεν τίναζα τα μυαλά μου στον αέρα. Η ποίηση είναι αυτή που μου δίνει κουράγιο. Να διαβάζω κάθε βράδυ Ελύτη, Ρίτσο, Καβάφη. (Τελευταία ανακάλυψα και έναν Θεσσαλονικιό ποιητή, πολύ τολμηρό μπορώ να πω, Χριστιανόπουλο τον λένε.) Αυτόν πάλι, τον Καβάφη εννοώ, πού τον ανακάλυψαν οι νεότεροι Έλληνες με τόσο σκεπτικισμό. Και να θέλουν να το παίξουν τάχα μου προοδευτικοί, αλλά με την πρώτη ευκαιρία και αν το σηκώνει το περιβάλλον, κίναιδο τον ανεβάζουν και τον κατεβάζουν. Όταν ακούω αυτό το «εγώ δεν έχω τίποτα με τους ομοφυλόφιλους, όχι δεν με ενοχλούν, δικαίωμά τους, αλλά…» και προσθέτουν ό,τι «αλλά» τους κατέβει. Πόση υποκρισία! «Να μην προκαλούν!» Να μην υπάρχουν, ίσως; Καλύτερα δεν θα ήταν για σας; Τι πάει να πει να μην προκαλούν; Κουραστικές και ατέλειωτες συζητήσεις λογίων, τάχα μου, και άλλων «φυσιολογικών» και άξιων τέκνων του έθνους! Το περιθώριο… Ποιος βάζει τους ανθρώπους στο περιθώριο; Μόνοι τους μπήκαν; Ή το περιθώριο είναι μια ύλη, κάτι σαν ένα οίκημα, που υπάρχει, και εκεί κάποιοι αποφασίζουν να μπουν οικιοθελώς;
132
ΕΛΠΙΔΑ ΣΤΡΑΤΗΓΑΚΗ
Κυριακή βράδυ
Υπάρχουν τρεις διαφορετικοί τρόποι να αντιδράσεις σε μια συμπεριφορά που σε ενοχλεί. Υπάρχουν και τρεις διαφορετικοί τύποι ανθρώπων που έχουν αυτήν τη συμπεριφορά. Ο πρώτος είναι ο αλητήριος που σε προσβάλλει, σου μιλάει άσχημα και επιθετικά, μπορεί ακόμα και να σε βρίσει. Πώς πρέπει να αντιδράσεις τότε; Στην αρχή, πιο νέος που ήμουν, το βούλωνα και άφηνα τον εκάστοτε αλητήριο να με βρίζει και να με χλευάζει. Με την πείρα της ζωής έμαθα πόσο λάθος αντιμετώπιση ήταν αυτή. Όχι! Τον αλητήριο με τη σιωπή τον αποθρασύνεις και του δίνεις τη λάθος εντύπωση ότι τον φοβάσαι και αυτός μπορεί να σου συμπεριφερθεί όπως θέλει. Οι αλητήριοι είναι κατά κανόνα θρασύδειλοι. Τον βάζεις στη θέση του «ορμώντας» του, πάντα βέβαια λεκτικά. Χωρίς φόβο, δεν πρέπει να νιώσει ότι τον φοβάσαι, αντίθετα πρέπει να νιώσει ότι αν θέλεις, του κάνεις μεγάλη ζημιά. Το σώμα σου πρέπει να πάρει και ανάλογη στάση. Να είσαι ευθυτενής με γεμισμένα τα πνευμόνια σου αέρα και τα χέρια σου να δείχνουν δύναμη που μπορεί και να χρησιμοποιηθεί σε ακραίες καταστάσεις. Όπως αν χρειαστεί να τον βουτήξεις από τα πέτα και να τον ανασηκώσεις από το έδαφος. Αυτό πάντα έχει αποτέλεσμα. Να χάσει την επαφή με το έδαφος. Δεν θα χρειαστεί ούτε να χειροδικήσεις ούτε να πεις άλλη κουβέντα. Θα μαζευτεί αμέσως και θα ζητήσει και συγγνώμη. Έτσι ξεμπερδεύεις με την πρώτη περίπτωση που μπορώ τώρα να πω ότι είναι και η ευκολότερη. Στη δεύτερη περίπτωση έχεις να κάνεις ή με άτομο που σέβεσαι ή ακόμα χειρότερα με άτομο που ποτέ δεν περίμενες να σου συμπεριφερθεί άσχημα. Τι κάνεις; Αυτό, όσα χρόνια και όση πείρα ζωής και να απέκτησα, δεν άλλαξε. Εκεί φεύγω σιωπηλά με σπαραγμό ψυχής και μένω νύχτες και μέρες με βαριά την καρδιά, γιατί δεν μπορώ να αντιδράσω αλλιώς.
ΕΝΑ ΣΚΟΥΝΤΗΜΑ ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝ
133
Πώς να μιλήσεις άσχημα στον γονιό σου ή στον καλύτερό σου φίλο; Και έρχομαι στην τρίτη περίπτωση, την πολύπλοκη και αινιγματική, αυτή που θέλει πολλή ανάλυση, γιατί η αντίδραση ποικίλλει. Κάποιος φίλος ή κάποιος που νόμιζες ότι ήταν φίλος έχει μπει σε μια σχέση μαζί σου που έχει ξεπεράσει την απλή φιλική. Ας πούμε, έχει έρθει στον κόσμο σου, στα σχέδιά σου, στα όνειρά σου και μαζί μ’ εσένα υπάρχει κι εκείνος ή έτσι δείχνει. Μοιράζεσαι, λοιπόν, με αυτόν τον φίλο κάποιο μέλλον. Δεν είναι απαραίτητο να είναι το μέλλον δύο ανθρώπων που θα ζήσουν μαζί αγαπημένοι και ενωμένοι. Είναι το μέλλον δύο ανθρώπων που μαζί δημιουργούν και γεμίζουν τη ζωή τους με ελπίδα και ενθουσιασμό. Κάποια στιγμή, θεϊκή θα πω εγώ, τα μάτια τους γεμίζουν αγάπη, φυσικό είναι αυτό, ίσως και το άγγιγμά τους το τυχαίο να παράγει κάποιον ηλεκτρισμό, και αυτό φυσικό είναι, και τότε εκεί που νομίζεις ότι θα μοιραστείς τα χαμόγελα του μέλλοντος, όχι απαραίτητα το κρεβάτι, το τονίζω αυτό, εκεί που λες «τι όμορφα, Θεέ μου!», ο άλλος τρομάζει και σε κοιτάει με μάτι μισόκλειστο, γιατί αν σε κοίταγε με ολάνοιχτα τα μάτια θα έβλεπε πόσο λάθος είναι, και πιστεύει ότι ήρθες απλά για να αναστατώσεις την καλοκουρδισμένη ζωή του. Και σου μιλάει απότομα, τον ενοχλείς, δεν θέλει να σε ξέρει, ζητάει να φύγεις από τη ζωή του φτάνει μέχρι να σου πει βαριές κουβέντες. Μετά γυρνάει και ομολογεί ότι του λείπεις πολύ, όχι σ’ εσένα απευθείας, α όχι, στα γραπτά του, στις κουβέντες του, εκεί βγάζει την έλλειψη της παρουσίας σου. Εσύ έχεις πληγωθεί, έχεις νιώσει προσβεβλημένος, έχεις μείνει με ανοιχτό το στόμα, στη δική του αντίδραση πώς πρέπει να απαντήσεις; Στην αρχή, φυσικό είναι, θυμώνεις και λες με μεγάλη απορία και δυσάρεστη έκπληξη: «Τι σκατά μου λες;» Μετά δηλώνεις ότι δεν έχεις καμία απολύτως όρεξη να ασχοληθείς ξανά μαζί του. Και τον βρίσκεις «μπροστά» σου στις
134
ΕΛΠΙΔΑ ΣΤΡΑΤΗΓΑΚΗ
κουβέντες των κοινών σας φίλων. Πώς αντιδράς; Άλλες φορές με ειρωνεία, άλλες φορές με χαμόγελο αυταρέσκειας, άλλες σιωπηλά νιώθεις τη ματαιοδοξία σου να θριαμβεύει και αρκετές φορές σκέφτεσαι: «Γιατί, ρε βλάκα; Τι φοβήθηκες; Μην σε παρασύρω στον κόσμο μου; Μην σε βγάλω από τον “σωστό” τον δρόμο; Τι φοβήθηκες; Μήπως αυτό που αισθάνθηκες; Γιατί, ρε βλάκα! Βέβαια η ζωή συνεχίζεται κανονικότατα και οι εμπειρίες πάνω στις συμπεριφορές των ανθρώπων είναι ατέλειωτα παθήματα και μαθήματα συγχρόνως.
ΔΕΚΑΤΕΣΣΕΡΑ
Η
Στεφανία έκλεισε το τετράδιο του θείου της και αφέθηκε στις δικές της σκέψεις, συμπεριφορές και αντιδράσεις. Δεν είχε χωρίσει τις συμπεριφορές των ανθρώπων σε αριθμούς ή κατηγορίες, δεν καθόταν να παιδέψει το μυαλό της στην ανάλυση των συμπεριφορών. Όπως τις συναντούσε στη ζωή, έτσι τις αντιμετώπιζε, δηλαδή ανάλογα με την ψυχική της διάθεση, αν είχε ξυπνήσει καλά ήταν πιο ανεκτική, αν όχι, «τα έπαιρνε» και βριζόταν στο άνετο. Φανταζόταν ότι ο θείος της, έχοντας ζήσει σε μια λιγότερο ανεκτική και εξελικτική κοινωνία, μιλούσε για τις συμπεριφορές που εκείνος αντιμετώπισε από τους ανθρώπους, από την άλλη, έλεγε μαλακίες γιατί οι συμπεριφορές των ανθρώπων, οι γενικές, αφορούν όλους μας. Ειδική περίπτωση είναι η τρίτη και μόνο. Όμως κι αυτή γενική μπορεί να χαρακτηριστεί, βγάζουμε το ίδιο φύλο και βάζουμε έναν άντρα και μία γυναίκα, λίγες είναι οι φορές που έχει υπάρξει ίδια αντίδραση; Πόσοι δεν έχουν φοβηθεί το καινούργιο; Το συναίσθημα που τους χτυπάει την πόρτα και τους την χτυπάει πολύ δυνατά. Πόσοι δεν έχουν τρέξει να χαθούν, να εξαφανιστούν μόνο και μόνο γιατί αυτό που νιώθουν είναι τόσο συγκλονιστικό που αδυνατούν να το διαχειριστούν και
136
ΕΛΠΙΔΑ ΣΤΡΑΤΗΓΑΚΗ
πελαγώνουν! Η φυγή είναι η εύκολη λύση. Ναι, πολλές φορές γίνονται και επιθετικοί! Οι άνθρωποι δεν έχουν μάθει να δέχονται αυτό που νιώθουν, άλλωστε πρέπει να τους έχουν προετοιμάσει να δεχθούν την αγάπη. Πολλοί νιώθουν ότι δεν είναι άξιοι για να αγαπηθούν ή ότι αδυνατούν να ζήσουν κάτι που τους αποδιοργανώνει απ’ την τακτοποιημένη καθημερινότητά τους. Θέλει η αγάπη να ’χεις κότσια και ο έρωτας, αρχίδια. Και με αυτό το απόφθεγμα, η Στεφανία άρχισε να ετοιμάζει το μάθημα της επόμενης μέρας.
ΤΑ ΤΕΤΡΑΔΙΑ ΤΟΥ ΘΕΙΟΥ 2
Η
Τετάρτη, Μεσάνυχτα
ποίηση, τι είναι η ποίηση αν όχι το αλάτι, η ανάσα, το οξυγόνο της ζωής μας. Η ποίηση είναι το χαμόγελο στα χείλη μας, ο ρυθμός που χαϊδεύει τα αυτιά μας, οι γρήγοροι χτύποι της καρδιάς ή, ακόμα, η γαλήνη της ψυχής μας. Η ποίηση σε ταρακουνάει, σε γεμίζει ελπίδα και δύναμη για τη ζωή. Η ποίηση σε γλυκαίνει και σε γεμίζει εικόνες. Η ποίηση σε γεμίζει εγκαρτέρηση, ενδοσκοπείς, με μία αράδα κάνεις βουτιά στα μέσα σου και βγαίνεις από τον βυθό με μια μεγάλη σπρωξιά προς τα πάνω. Παίρνεις βαθιά ανάσα και λες: «Είναι όμορφη η ζωή». Χωρίς ποίηση, όλα θα ήταν άχρωμα, όλα θα ήταν άτονα, άρρυθμα, ανήλιαγα, ανούσια, ανέραστα. Η ποίηση δεν θέλει ανάλυση και επεξηγήσεις. Πρέπει ακούγοντάς την να φεύγεις, αν δεν φεύγεις μαζί της, τότε η ποίηση έχει χάσει τον σκοπό της. Πόσοι και πόσοι ποιητές χρησιμοποιούν λέξεις δύσκολες, δυσνόητες, γεμάτες γραμματεία και ο αναγνώστης χάνεται στην αναζήτηση της λέξης. Η τέχνη, γιατί και η ποίηση και η λογοτεχνία εν γένει είναι τέχνη, πρέπει να μιλάει και στον γνώστη και στον άμαθο. Να μπορείς να πάρεις έναν απλό άνθρωπο από τον δρόμο και να του διαβάσεις ένα ποίημα και να τον δεις να καταλαβαίνει αυτό που ακούει. Αν το καταλάβει, τότε το ποίημα έχει επιτελέ-
138
ΕΛΠΙΔΑ ΣΤΡΑΤΗΓΑΚΗ
σει τον σκοπό του, έχει ομορφύνει την ψυχή ενός ανθρώπου. Πρέπει η ψυχή του ποιητή να αγγιχτεί από την ψυχή του αναγνώστη. Αν κάποιος γράφει ποιήματα για να τα διαβάζει και να τα καταλαβαίνει ο ίδιος ή οι δέκα φίλοι του, αυτός δεν λέγεται καλλιτέχνης. Ο καλλιτέχνης ανήκει σε όλους. Αυτός λέγεται νάρκισσος. Γιατί ναρκισσεύεται με την ιδιοτροπίαιδιαιτερότητα της ποίησής του. Λέγεται ελιτιστής διανοούμενος. Η τέχνη δεν χρειάζεται ελιτιστές. Τρίτη
Πάρε τη μουσική. Η τέχνη που ενώνει και που μιλάει όλες τις γλώσσες του κόσμου, δηλαδή μία, τη γλώσσα της καρδιάς. Αυτή η γλώσσα της καρδιάς είναι η μόνη που ημερεύει μίση, πάθη, έχθρες, διεκδικήσεις, ταξικές διαφορές, τα πάντα. Ο άνθρωπος, όταν μιλάει τη γλώσσα της καρδιάς, γίνεται ένα με τον εαυτό του, όπως όταν γεννήθηκε και αθώος χαμογελούσε στο σύμπαν. Πριν κάποιος άλλος τού πάρει το παιχνίδι του ή μοιραστεί τη μητρική αγκαλιά. Η μουσική γαληνεύει και ξεσηκώνει. Ένας τρελός ρυθμός σε παρασύρει και μια μελωδία σε πάει αλλού, εκεί όπου του κόσμου τα δεινά έχουν χαθεί. Ένα τραγούδι μπορεί ακόμα να εκφράσει όσα θέλεις να πεις και δεν μπορείς. Να γίνει εξομολόγηση χωρίς να εξομολογηθείς ο ίδιος, είτε γιατί ντρέπεσαι είτε γιατί δεν πρέπει. Το πρέπει πώς μας τυραννάει…
ΔΕΚΑΠΕΝΤΕ
Α
υτό που η Στεφανία φοβόταν, ήρθε. Οι νοικάρηδές της την ειδοποίησαν ότι αφήνουν το σπίτι, γιατί δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν στα έξοδα και έτσι κι αλλιώς εγκαταλείπουν την Αθήνα κα γυρνούν στο χωριό τους. «Νάτο», σκέφτηκε η Στεφανία, «έσκασε, λοιπόν», τέρμα το νοίκι μέχρι το τέλος αυτού του μήνα και μετά πρέπει να βρει, αν βρει, καινούργιους και βέβαια σε άλλη τιμή. Άμα πάρει πεντακόσια, καλά θα ’ναι. Πρέπει να πάει κιόλας να δει σε τι κατάσταση είναι το σπίτι, αν θέλει βάψιμο κ.λπ. «Δεν μένει παρά να ακούσω και το φροντιστήριο να κλείνει και, μετά, θα βάλω την κοιλιά στον ήλιο για να χορταίνω». Ε ρε πολιτικάντηδες του κερατά, πώς καταντήσατε αυτήν τη χώρα! Αμ και οι πολίτες; Να ψηφίζουν, λέει, από αντίδραση τους φασίστες! Να φύγει; Να πάει πού; Στο εξωτερικό; Ποιος θα θέλει μια καθηγήτρια Αγγλικών; Οι όμοιες θέσεις, όποιες και αν υπάρχουν, έχουν καταληφθεί από τους ίδιους καθηγητές Αγγλικών της Μεγάλης Βρετανίας, τους άνεργους της Γηραιάς Αλβιώνας. Δηλαδή, σπούδασε κάτι άχρηστο. Όπως πολλοί άλλοι της γενιάς της, βρισκόταν ξεκρέμαστη με ένα πτυχίο που μόνο για κορνίζα κάνει. Άσε που δεν είχε μυαλό όταν έπρεπε να βρει ένα καλό παλικάρι και να αποκατασταθεί. Χα!
140
ΕΛΠΙΔΑ ΣΤΡΑΤΗΓΑΚΗ
Το πιο πιθανό θα ήταν να βρίσκονταν και οι δύο άνεργοι και με παιδάκια, που θέλουν, ρούχα, παιχνίδια, βιβλία, παπούτσια, υπολογιστές και πάει λέγοντας. Άσε ρε, καλύτερα έτσι, έχει μόνο τον εαυτό της να προσέχει και να φροντίζει. Πού τώρα μυαλό για να κάτσει να γράψει! Ή μήπως μόνο με το γράψιμο θα ξεφύγει απ’ την πραγματικότητά της; Μπορεί όλο αυτό να είναι η έμπνευση που περίμενε. «Ε; Λες;» Δεν λένε ότι οι λογοτέχνες μέσα από τη δυστυχία παράγουν έργο; Η είναι και αυτό καμιά από εκείνες τις βαρύγδουπες μαλακίες; Κάπως της κάνει χαζό. «Δηλαδή, λογικό είναι όταν έχεις οικονομικό πρόβλημα και μάλιστα επιβίωσης πια, να μην έχεις όρεξη για γραψίματα και γενικά χαζολογήματα». Νάτο! Αν θεωρεί το γράψιμο χαζολόγημα πώς να γράψει κάτι της προκοπής; Ε; Αυτό είναι το όλο πρόβλημά της, ότι ποτέ δεν πήρε το γράψιμο στα σοβαρά. Μεγαλύτερη προσοχή έδινε στο πήδημα της βραδιάς παρά στην έμπνευση. Απαίτηση που έχει να αφήσει έργο! Χα! Το πιο σίγουρο είναι να αφήσει ένα σκατό και τίποτα άλλο! Τι να γράψει, Θεέ μου! Και αυτός ο τίτλος που διάλεξε, τι μαλακία! «Ένα σκούντημα χρειαζόταν». Τι εννοεί; Τι; Πάει, τελείωσε, πρέπει να βγει έξω, θέλει αέρα πριν ακούσει κάτι άλλο και κάνει το μπαμ! Έψαξε στο ίντερνετ να ακούσει το «Party girl» με την Chinawoman. Νάτο, το βρήκε! Ωραία, ας το χορέψει… Και η Στεφανία άρχισε να λικνίζεται στον ρυθμό του τραγουδιού, νιώθοντας κάθε λέξη, κάθε νότα του τραγουδιού. Έτσι ακριβώς ένιωθε, ότι έλεγε το τραγούδι… Θεέ μου! Πώς το χρειαζόταν αυτό. Πέταξε τα τετράδια του θείου στον αέρα και φώναξε: «Και τι κατάλαβες κι εσύ, θείε; Τι; Μια ζωή στο κρυφτό και υποκρισία. Είχες τόσα να δώσεις και τι έκανες; Θάφτηκες στο κωλοχώρι, γιατί σκέφτηκες τους γονείς, τους συγχωριανούς, τα αδέλφια σου, τον έναν και τον άλλον και ξέχασες εσένα, ρε θείε! Εσένα που άξιζες πιο πολύ από όλους αυτούς μαζί! Εσένα! Άξιζε όλο αυτό; Θα σου πω εγώ! Αρχί-
ΕΝΑ ΣΚΟΥΝΤΗΜΑ ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝ
141
δια άξιζε! Εσύ άξιζες! Η ζωή σου άξιζε! Τα όνειρα σου άξιζαν, ΘΕΙΕ!» Της χτύπησε η από κάτω να το βουλώσει και σταμάτησε. Κάθισε κάτω και έμεινε να κοιτάει αμίλητη το κενό για πέντε ολόκληρα λεπτά. Μετά σηκώθηκε και πήρε τηλέφωνο την Μάρα. «Ρε μαγκούφα, σαν κι εμένα, πάμε βόλτα, ρε γαμώτο; Να βγω, ρε Μάρα, γιατί σήμερα δεν είμαι καλά. Οι νοικάρηδές μου, ρε, φεύγουν, και “τα ’χω πάρει”. Θαλασσίτσα θέλω, να δω και να μυρίσω τη θάλασσα, να ηρεμήσω!» Η Μάρα πέρασε και την πήρε και τράβηξαν για τη Σαρωνίδα να πάνε σε μια ταβέρνα που ήξεραν και να χαζέψουν τη θάλασσα, μόνο που ξέχασαν ότι ο καιρός ήταν καλός και ότι ήταν Κυριακή και πολλοί, όπως αυτές, σκέφτηκαν ότι χρειάζονταν μια βόλτα κοντά στη θάλασσα για να ηρεμήσουν. Γιατί, σκάει ο Έλληνας; Πάει στη θάλασσα. Γλεντάει; Πάει στη θάλασσα. Φλερτάρει; Πάει στη θάλασσα, γενικά πάει κοντά στη θάλασσα, έτσι έρχεται στο στοιχείο του, στον κόσμο του, στα συγκαλά του, δηλαδή. Όταν είδαν την κατάσταση, η Μάρα απλά είπε: «Μαλάκα, την πουτσίσαμε!» Το βράδυ γυρίζοντας, και αφού η Μάρα για πρώτη φορά της τα είπε όλα, πώς εξελίχθηκε αυτή η «ερωτική» της ιστορία τι ένιωσε και τι δεν ένιωσε, η Στεφανία έπιασε να γράψει τις σκέψεις που της γεννήθηκαν. «Σκέφτομαι ότι μεγαλώνοντας μαθαίνεις απλά πράγματα, μα ουσιαστικά. Πρώτα μαθαίνεις να σέβεσαι τον εαυτό σου και έτσι σέβεσαι και τους άλλους δίπλα σου. Μαθαίνεις ότι οι ρόλοι είναι μόνο για το θεατρικό σανίδι, όπως και ότι τα παιχνίδια παίζονται μόνο στις παιδικές χαρές. Μαθαίνεις, ότι τα αισθήματα των ανθρώπων δεν ανήκουν πουθενά στα παραπάνω . Όταν κάποιος εκφράζει αγάπη, φιλία ,θαυμασμό στο πρόσωπό σου, δεν τον χλευάζεις, ούτε τον περιπαίζεις γιατί τότε είναι σαν να αναγνωρίζεις ότι δεν αξίζεις γι’
142
ΕΛΠΙΔΑ ΣΤΡΑΤΗΓΑΚΗ
αυτά. Ακόμα και όταν πιστεύεις ότι αυτά που ακούς να σου λέει είναι για σένα ανούσια, αδιάφορα, οφείλεις απλά από ανθρωπιά να τα δεχτείς με καλοσύνη. Σκέψου μόνο γιατί και πώς άραγε δημιουργήθηκαν στον άλλον. Τι έφταιξε και ο άλλος νιώθει έτσι για το άτομό σου; Σίγουρα από κάπου ξεκίνησε, από κάποιον ρόλο ή κάποιο παιχνίδι, που εσύ μήπως άρχισες πρώτα; Όπως λέγαμε παιδιά, “θέλεις να παίξουμε μαζί;”, έτσι κάπως. »Γι’ αυτό, μεγαλώνοντας, νομίζω ότι πρέπει να μπορούμε να αγαπάμε εμάς και έτσι και αυτόν τον έναν που μας δείχνει αδυναμία. Αν δεν μπορούμε να το καταλάβουμε αυτό, ας καταλάβουμε ότι τα ανθρώπινα αισθήματα δεν είναι ένα γιο-γιο στα χέρια μας. Και από σεβασμό να μην δημιουργούμε φρούδες ελπίδες στον άλλον, τις οποίες μετά κόβουμε μεμιάς. Ο ναρκισσισμός ποτέ δεν έκανε καλό ούτε έφερε αποτελέσματα. Η μοναξιά παραφυλάει στην πόρτα να μπει και να στρογγυλοκαθίσει στο σαλόνι σου. Μαζί της φέρνει και τα γηρατειά και τις αρρώστιες και τον αποκλεισμό. Γι’ αυτό, τουλάχιστον, μεγαλώνοντας ας έχουμε τουλάχιστον μάθει τι σημαίνει αγάπη, τι σημαίνει σεβασμός στον άλλον». Η επόμενη μέρα ήταν βροχερή. Τι βροχερή, που έριχνε καρεκλοπόδαρα και άστραφτε και βροντούσε και γενικά μόνο για να μείνεις στο σπίτι ήταν. Η Στεφανία αποφάσισε να πάρει ένα βιβλίο και να ξεχαστεί με το ταλέντο άλλου συγγραφέα. Έκλεισε τα μάτια της και πήρε στην τύχη ένα βιβλίο. «Χαμογέλα ρε… τι σου ζητάνε;» Μίσιος, ωραία, το ’χε διαβάσει παλιά, ήθελε να δει τώρα πώς θα της φανεί. Τι καλά που έπιασε αυτό το βιβλίο! Χαρά ζωής ο άνθρωπος. Ακομπλεξάριστος και εραστής της ζωής. Τόσα τράβηξε, τόσα έπαθε και αυτός, εκεί γεμάτος αγάπη και συμπόνια και ορεξάτος να γευτεί την κάθε μέρα. Άραγε να φταίει που τράβηξε τόσα; Πώς ένας άνθρωπος μαθαίνει να δέχεται
ΕΝΑ ΣΚΟΥΝΤΗΜΑ ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝ
143
τους ανθρώπους, όλους τους ανθρώπους όπως είναι; Χωρίς κριτική, μα να τους αποδέχεται και να βρίσκει την ομορφιά μέσα στον κάθε έναν ξεχωριστά. Η ίδια γιατί δεν το είχε μάθει αυτό; Τα είχε όλα, μια ζωή χωρίς προβλήματα και οικονομικές δυσκολίες και μεγάλωσε και σπούδασε και κανείς δεν την κυνήγησε ή στιγμάτισε για τις προσωπικές της αναζητήσεις ή ιδεολογίες. Η γενιά της δεν είχε ζήσει ούτε στρίμωγμα, ούτε φυλακίσεις, ούτε στερήσεις. Μια τυχερή γενιά που δεν το ήξερε! Μια γενιά που νόμιζε ότι όλα έτσι είναι καμωμένα, μια γενιά που δεν μπορούσε να καταλάβει τι σημαίνει δεν έχω να φάω, να ταξιδέψω, δεν έχω μέλλον. Μια γενιά που και τώρα ακόμα δεν είχε συνειδητοποιήσει τι συμβαίνει. Μόνο αν τα πράγματα φτάσουν στο μη περαιτέρω, ίσως τότε, σαν χαμένη, αναρωτηθεί πώς δεν άκουσε τους χτίστες που από τον κόσμο την έχτισαν απέξω, όπως λέει και ο ποιητής. «Πώς φτιάξαμε έτσι τη ζωή μας;» σκέφτηκε η Στεφανία. «Ασχολούμαστε με το πού θα πάμε, τι θα πιούμε, πώς θα διασκεδάσουμε, και καλά όλα τα έχουμε λυμένα; Το ότι συμβαίνουν όλα αυτά που συμβαίνουν ερήμην μας δεν μας προβληματίζει;» Με πίκρα σκέφτηκε ότι όταν δεν έχεις προβλήματα, τότε το μυαλό νερουλιάζει. «Απ’ την άλλη, γιατί να ’χεις προβλήματα; Επιδίωξη στη ζωή δεν είναι να μπορούμε να ζούμε άνετα και με χαμόγελο; Πρέπει να βαρυγκομάμε; Δεν θα ήταν καλύτερα να αράζουμε και να φιλοσοφούμε τα της ζωής; Ζώντας σε αυτή την χώρα, δεν θα ’ταν σωστό να απολαμβάνουμε τον ήλιο, τη θάλασσα και τα όμορφα νησιά μας; Αχ μωρέ, καλά που θα ήταν όλα αυτά να μπορούσαμε να τα ζήσουμε χωρίς έγνοιες». Να, όμως, που άρχισαν και οι δικές της έγνοιες, μια Αθηναία, μια Ελληνίδα του 21ου αιώνα. Πίσω, όπως λένε οι μεγαλύτεροι, πίσω πάμε κατά 40 ή και 50 χρόνια. «Ε λοιπόν, μαμά και μπαμπά, θα ζήσουμε κι εμείς τη ζωή σας και, ναι, δίκιο θα ’χετε να σκεφτείτε ότι αυτοί που μας κυβερνάνε, που σημει-
144
ΕΛΠΙΔΑ ΣΤΡΑΤΗΓΑΚΗ
ωτέον τους ψηφίσαμε και βγήκαν, πετάνε τις προσπάθειές σας, τους κόπους σας, λίγο πολύ την ίδια σας τη ζωή, στο καλάθι των αχρήστων». Με αυτές τις σκέψεις η Στεφανία μελαγχόλησε, χαλάστηκε τελείως και ένιωσε πολύ έντονα την κρίση της ηλικίας των σαράντα ετών. Ένιωσε για πρώτη φορά το πόση μόνη ήταν στην ζωή της, χωρίς έναν δικό της άνθρωπο, δεν εννοούσε βέβαια τη Μάρα, αυτή ήταν η φίλη της, αλλά έναν άνθρωπο που θα την καλημέριζε και θα αναρωτιούνταν «τι θα φάμε το μεσημέρι;» Αυτή την τόσο κοινότοπη ερώτηση, που όμως σηματοδοτεί τη συντροφικότητα, το μοίρασμα της κοινής ζωής με κάποιον άλλον. Μετά την κουβέντα της με τη Μάρα, κατάλαβε ότι κι εκείνη είχε μπει στις ίδιες σκέψεις. Καλή η ελευθερία, η διασκέδαση, η αλητεία, αλλά ο άνθρωπος χρειάζεται και κάποιον άλλον να λέει κοινότοπες καθημερινές κουβέντες. Να σχολιάζει τα συμβάντα, να φωνάζει «γκολ» όταν η Εθνική σκοράρει. Να μοιραζόταν τη ζωή της με τη Μάρα; Ούτε για αστείο! Τη Μάρα την αγαπούσε, αλλά δεν θα μπορούσε να ζήσει μαζί της στο ίδιο σπίτι, πέρα από ένα σαρανταοκτάωρο. Και μετά, όταν θα ’θελε μια αγκαλιά να χωθεί; Η Μάρα; Όχι βέβαια… Της τηλεφώνησε η θεία της, τι σκέφτηκε τελικά να κάνει με το σπίτι στο χωριό. Η Στεφανία της είπε ότι μπορεί να το παραχωρήσει στην Τζόρτζια να μένει, αλλά να το γράψει στην Τζόρτζια δεν το ’βλεπε, άλλωστε κανείς δεν ξέρει πώς τα φέρνει η ζωή. Για πρώτη φορά μπήκε στη σκέψη ότι κανείς δεν ξέρει τι του ξημερώνει με μια κυβέρνηση σαν αυτή που το μόνο που σκέφτεται είναι οι αριθμοί. Και τα άτομα; Οι πολίτες; Είναι μια σκέψη πολύ μακρινή τελικά. Και ας είναι οι πολίτες που φτιάχνουν τους αριθμούς με το εισόδημα που καταθέτουν και όλα τα εισπρακτικά τερτίπια των κυβερνώντων αυτής της χώρας. Πώς έγινε να μην μπορεί κάποιος να πει, «βάζω δέκα ευρώ στην άκρη κάθε μήνα για τις
ΕΝΑ ΣΚΟΥΝΤΗΜΑ ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝ
145
ανάγκες που θα εμφανιστούν», δεν περισσεύουν, λείπουν, όχι δέκα, εκατό και βάλε… Πώς να προγραμματίσεις τη ζωή σου σε μια χώρα απρογραμμάτιστη; Η Στεφανία ένιωσε ανυπεράσπιστη, μόνη, ευάλωτη και αυτό, όταν ένας άνθρωπος το νιώθει, δεν είναι σωστό. Να νιώθεις ότι η χώρα σου η ίδια σε προδίδει. Κάπως έτσι θα ένιωθαν και οι παλιοί που τους κυνηγούσαν για τα πιστεύω τους. Ανυπεράσπιστοι! «Αυτοί όμως το πάλευαν, ρε γαμώτο! Μήπως τελικά και το πάλεμα με τις δυσκολίες της ζωής διδάσκεται;» Τα είχε τελείως χαμένα. Απάντηση καμιά! Το χειρότερο; Δεν είχε κάποιον έρωτα να τη γεμίζει, να της δίνει ελπίδα και λόγο ύπαρξης. Αυτόν που περιφρονούσε και με νύχια και δόντια τον κρατούσε μακριά, αυτόν τώρα έβλεπε ότι τον χρειαζόταν, έτσι για να έχει κάποιο νόημα η καθημερινότητά της. Να αναστενάζει από έρωτα, να νευριάζει από έρωτα, να τσακώνεται από έρωτα, να χτυπιέται από έρωτα, τελικά να γαμιέται από έρωτα. Τα σκορπίσματα, τέρμα! Ο χρόνος χτυπάει, τικ-τακ, τικ-τακ, εκνευριστικά δυνατά.
ΔΕΚΑΕΞΙ
[ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΣΥΜΠΑΝΤΙΚΑ]
Τ
ο βράδυ, η Μάρα πρότεινε να ξαναπάνε στο μπαρ όπου είχαν πάει την τελευταία φορά, αυτό με τα υπέροχα κοκτέιλ και τον μπάρμαν, τον Αλέξη. Τον οποίο η Μάρα έβρισκε πολύ σέξι. «Αν είναι να ξεπεράσεις το θέμα σου, γιατί έχεις θέμα τελικά με την τελευταία σου περιπέτεια, πάμε», είπε η Στεφανία, αν και αυτή δεν ήταν και στα καλύτερα της για εξόδους και έξοδα γενικά. Ήπιαν τα κοκτέιλ τους, ο Αλέξης δεν έλεγε να ξεκολλήσει, όλο και κάποια δικαιολογία έβρισκε για να τις τριγυρίζει και κατά τις δύο είπαν να φεύγουν. Η Μάρα αντάλλαξε τηλέφωνα με τον Αλέξη, όλα καλά δηλαδή, πήγαν στην μπάρα να τον χαιρετήσουν κι εκείνος θέλησε να τους γνωρίσει τον ιδιοκτήτη. Ο ιδιοκτήτης γύρισε αποκεί που μιλούσε με έναν νεαρό και άπλωσε το χέρι του να συστηθεί στη Μάρα πρώτα, και μετά στη Στεφανία. Τον έλεγαν Μιχάλη! Η Στεφανία έμεινε να τον κοιτάει. Μιχάλης; Και ο μπάρμαν Αλέξης; Και μετά λένε ότι δεν είναι όλα κάρμα; «Όλα είναι γραμμένα, πάει και τελείωσε». Αυτό σκέφτηκε και ανατρίχιασε ολόκληρη με το σφίξιμο του χεριού που αντάλλαξε με τον Μιχάλη. Ένα κράτημα χεριού που κράτησε λίγο παραπάνω, όσο έφτανε για
ΕΝΑ ΣΚΟΥΝΤΗΜΑ ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝ
147
να βγει η Στεφανία από το μπαρ σαν υπνωτισμένη. Η Μάρα την κοίταξε, «τι έπαθες εσύ;» Η Στεφανία δεν την κοίταξε, παρά με απλανές βλέμμα ψιθύρισε: «Ο Μιχάλης, που μόλις γνωρίσαμε, είναι ο ήρωας του βιβλίου που γράφω… Αυτός είναι, και ο Αλέξης που τον βοήθησε να φτιάξουν το μπαρ και όλα, όλα, είναι αληθινά!» Η Μάρα την κοίταξε πάλι με απορία, σκέφτηκε ότι μάλλον είχαν πιει λίγο παραπάνω τελικά. Τι της έλεγε η Στεφανία τώρα; Ότι ζωντάνεψε ο ήρωας του βιβλίου της; «Τι λες, μωρέ;» Μετά θυμήθηκε ότι ο ήρωας του βιβλίου που έγραφε η Στεφανία λεγόταν Μιχάλης, τώρα τι σχέση είχε με το μπαρ και ο Αλέξης μαζί, εκεί την έχανε γιατί δεν γνώριζε ποια είναι η πλοκή του βιβλίου. Γύρισαν στο σπίτι της Στεφανίας και η Στεφανία τής έδωσε να διαβάσει το τελευταίο κεφάλαιο από το βιβλίο που έγραφε. Η Μάρα το διάβασε και έπειτα την κοίταξε με το στόμα ανοιχτό. «Τι λες, ρε παιδί μου, ανατριχιαστικό είναι αυτό, τελείως καρμικό λέμε». «Μάρα, συμπαντικό και σημαντικό! Αυτό είναι υπέροχο! Το μόνο υπέροχο που μου ’χει τύχει μέχρι τώρα στη ζωή μου!» είπε η Στεφανία με μάτια που έλαμπαν. «Ρε συ, τελικά ένα σκούντημα χρειαζόμαστε όλοι!»
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Πρώτο Κεφάλαιο. Σωτήριον (;) έτος 2010. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 9 Το φως στα μάτια της. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 13 Η βόλτα στον κόσμο και πίσω πάλι στην πλατεία. . . . . . . . . . . . . . 17 Μια κάποια επαφή. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 20 Ένα. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 27 Δύο. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 35 Τρία. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 40 Καιρός φέρνει τα λάχανα, καιρός τα…. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 43 Τέσσερα. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 46 Άντε, και καλή αρχή. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 54 Πέντε. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 57 Αγγελική. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 58 Έξι. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 60 Η Αθήνα της κυρα-Αγγελικής. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 63 Επτά. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 69 Η Αθήνα της κυρα-Αγγελικής 2. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 72 Οχτώ. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 79 Η Αθήνα της κυρα-Αγγελικής 3. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 86 Εννέα. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 94 Η Αθήνα της κυρα-Αγγελικής 4. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 96 Δέκα. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 98 Έντεκα. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 110 Όλα καλά… πάμε παρακάτω. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 113 Δώδεκα. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 114 Δεκατρία. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 122 Όλα καινούργια. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 128 Τα τετράδια του θείου. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 131 Δεκατέσσερα. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 135 Τα τετράδια του θείου 2. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 137 Δεκαπέντε. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 139 Δεκαέξι [όλα ειναι συμπαντικά]. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 146
Η ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΑ ΣΚΟΥΝΤΗΜΑ ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝ ΤΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ ΣΤΡΑΤΗΓΑΚΗ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΘΕΤΗΘΗΚΕ ΚΑΙ ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΤΟΝ Δ Ε Κ Ε Μ Β Ρ Ι Ο ΤΟΥ 2 0 1 6 Γ Ι Α ΛΟ ΓΑ Ρ Ι Α Σ Μ Ο Τ Ω Ν Ε Κ Δ Ο Σ Ε Ω Ν VA K X I KO N . g r