Crisis 10+1 διηγήματα για την ελληνική κρίση
Η ψηφιακή έκδοση (e-book) διανέμεται δωρεάν ISBN: 978-960-9776-17-2 Βακχικόν - Αστική Μη Κερδοσκοπική Εταιρεία Εκδόσεις Vakxikon.gr Μαραθώνος 36, 122 44 Αιγάλεω www.vakxikon.gr info@vakxikon.gr © 2012 Εκδόσεις Vakxikon.gr Σειρά: Βακχικόν Πεζά - 6 Πρώτη Έκδοση: Δεκέμβριος 2012 Επιμέλεια κειμένων: Ιορδάνης Κουμασίδης, Ανθή Κανιούρα Σχεδιασμός Έκδοσης & Εξωφύλλου: Vakxikon.gr Εξώφυλλο: Στράτος Π., Πρότζεκτ, 2012 Φωτογραφίες: Αλ. Κατσής, Μαρία Τσιράκου, Θ. Ζαμπάκα Επιμέλεια Υλικού: Στράτος Π.
Crisis 10+1 διηγήματα για την ελληνική κρίση
Επιμέλεια: Νέστορας Πουλάκος Ιορδάνης Κουμασίδης
Vakxikon.gr 2012
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗ Του Ιορδάνη Κουμασίδη
‘‘Σου εύχομαι να ζήσεις σε ενδιαφέροντες καιρούς...’’. Αφόρητα κλισέ. Πετάξτε το. Για τη λογοτεχνία όλοι οι καιροί έχουν ενδιαφέρον, μιας και η βασική της λειτουργία είναι να δομεί ένα παράλληλο, εναλλακτικό σύμπαν. Η λογοτεχνία αρθρώνει λόγο για τη στιγμή του βομβαρδισμού της Δρέσδης αλλά και για το πιο αδιάφορο θρόισμα φύλλου που παρατηρεί μια βαρετή χωρική στην αυστραλιανή επαρχία. Απλώς όταν επέρχονται κοσμοϊστορικά γεγονότα μεταμορφώνεται και η ίδια, η λογοτεχνία εννοώ, ίσως όμως και η χωρική. Άλλοτε τρέχει πίσω τους ασθμαίνοντας, άλλοτε μένει άφωνη και σιωπηλή μέχρι να κατασταλάξουν μέσα της τα συμβάντα που θα οδηγήσουν στη γέννηση κάποιων άλλων φαντασιακών. Η κρίση λοιπόν γεννάει νέες ιστορίες. Ο συγγραφέας βρίσκεται πάντα σε κρίση, όπως και να την εννοήσει κανείς. Και η ίδια η τέχνη εντείνεται όσο εντείνεται η κρίση. Σαν δυνάμεις αντίρροπες. Εμείς αυτές τις δυνάμεις δε θέλουμε να τις δαμάσουμε, να τις τιθασεύσουμε. Θέλουμε να τις απελευθερώσουμε. Θα προσπαθήσουμε λοιπόν σε αυτή τη συλλογή να δούμε μικροϊστορίες της κρίσης μέσα από είκοσι δύο διαφορετικά μάτια. Συν τα επιπλέον των αναγνωστών. Οι συλλογές διηγημάτων χρειάζονται λοιπόν μια αφορμή για να συγκροτηθούν. Κι εμείς δυο λόγια να σας πούμε για αυτό. Καταλήγω εν τέλει πως δε θέλησα να γράψω μια θεωρητική δικαιολόγηση του γιατί κάναμε αυτή τη συλλογή. Απλώς κάνουμε αυτό που ξέραμε από πάντα: γράφουμε. Και ονειροπολούμε. Και ματαιοπονούμε ασφαλώς. Θεσσαλονίκη, Δεκέμβριος 2012
9
Ο ΦΟΒΟΣ ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ Της Κασσάνδρας Αλογοσκούφι
Κοιτάζω κάθε πρωί τον εαυτό μου στον καθρέφτη και αυτό που αντικρίζω είναι το ωχρό είδωλό μου πυροβολημένο στο κεφάλι. Στη δεξιά μεριά λείπει ένα μεγάλο κομμάτι και ξεπροβάλλει αδέξια η φαιά ουσία. Είμαι ζωντανή και απορώ. Πώς γίνεται; Μη με ρωτάτε. Νόμιζα ότι η σκέψη είναι προϊόν του εγκεφάλου και μόνο, ένα παιχνίδι μνήμης-μάθησης παλαιών και νέων πραγμάτων, ένα παιχνίδι ευεργετικών ή επώδυνων ερεθισμάτων στους νευρώνες, ακούσιες και εκούσιες αντιδράσεις του νευρικού συστήματος σε ό,τι με περιβάλλει. Τώρα συμπεραίνω ότι ο στοχασμός είναι κάτι περισσότερο από αυτό. Έχει να κάνει με πολλούς άγνωστους παράγοντες. Σκέφτομαι μέσα στη θαλπωρή του σώματος, μέσα στο περιβάλλον του δωματίου και εν τέλει μέσα στον κόσμο που με περιβάλλει ή με βάλλει κάθε φορά. Έχω πολλά σώματα: το κορμί μου, το σώμα του δωματίου, το σώμα της κοινωνίας και τα νεύρα μου φτάνουν σχεδόν παντού, είναι εκπληκτικό αυτό που συμβαίνει. Η φύση είναι μία υπερκόσμια αρμονία, που καθρεφτίζεται σε όλα τα πλάσματα, πετούμενα, έρποντα και θηλαστικά -πλην του ανθρώπου που αποτελεί ίσως ελαττωματική εξαίρεση- και υπηρετούν έτσι πιστά τον αρχέγονο σκοπό ζωής που δεν είναι άλλος από την αναπαραγωγή κι ο καλύτερος ας επικρατήσει, δεν υποφέρουν από το άγχος της επιβίωσης, όπως εμείς. Όλα κυλάν με κανονικότητα αξιοθαύμαστη χωρίς να παιδεύουν το μυαλό τους. Η κοινωνία από την άλλη θα μπορούσε να είναι ένα πλέγμα συλλογικής ευφυΐας, όπως συμβαίνει με μια μυρμηγκοφωλιά όπου άπειρα μερμήγκια οργανώνονται σε κομμούνες επιδεικνύοντας τέλεια συλλογική ευφυΐα, αλλά στις μαζώξεις ανθρώπων ισχύει το ανάποδο. Αν και ο άνθρωπος ζει σε κοινότητες για να αποκομίζει την ωφέλεια της συλλογικής ζωής, τελικά γίνεται θύμα του μαζικού παραλογισμού. Βλάπτεται περισσότερο απ’ ότι αν ζούσε μόνος στα άγρια δάση. Γίνεται 10
αντικείμενο εκμετάλλευσης από τους ομοίους του χωρίς καν να γνωρίζει τους εκδικητές του. Κοιτάζω λοιπόν το λειψό κεφάλι και βλέπω τη λογική της κοινωνίας να παίρνει σάρκα και οστά πάνω μου. Είμαι εσύ, είμαι συ, μου ψιθυρίζει σαν ηχώ. Αν βλέπω; Πάντα τυφλή ήμουν και αυτό που θεωρούσα ότι ήταν οφθαλμοφανής παράσταση στα μάτια μου δεν ήταν παρά όνειρο. Υπνοβατούσα κάθε μέρα. Έπαιρνα το λεωφορείο υπνωτισμένη για να με βγάλει στον υπόγειο σιδηρόδρομο. Εγώ και εκατοντάδες άλλοι περιμέναμε τις μέρες να μας πάνε σε άλλες μέρες και στη συνέχεια να διανύσουμε δεκάδες μήνες οχτάωρης δουλειάς που κάνουν χρόνια δουλείας και βάλε. Ζούσαμε σαν σε όνειρο και η μνήμη άδειαζε από την κούραση. Ελπίζαμε να ξεκουραστούμε κάποτε, εξασφαλισμένοι με μια υπέρογκη σύνταξη. Μέχρι που το νέο έσκασε. Κρίση. Πώς είπατε; Και τι σας ενδιαφέρει; Μα σας ενδιαφέρει, καθώς συζητάτε με ένα πλάσμα κατεστραμμένο που υπό άλλες συνθήκες θα έπρεπε να σας προκαλεί αποστροφή. Δεν με κοιτάτε ποτέ στα μάτια; Μα γιατί; Λένε η ψυχή καθρεφτίζεται στα μάτια και εγώ έχω αυτή τη σακάτικη όψη. Η κοινωνία γυαλίζει μέσα στο λάδι των ματιών μου. Τι; Σας αρκούν αυτά που ζείτε κάθε μέρα; Ναι, ο δάσκαλος ζαλίστηκε πάνω στο σκαμνί και το καλώδιο μπλέχτηκε στον λαιμό του. Πώς; Αυτοκτόνησε κατά λάθος; Και το σημείωμα που άφησε δίπλα του; Όλα σύμπτωση δηλαδή; Και για μένα τι λένε οι ειδήσεις; Ότι εκπυρσοκρότησε το όπλο, όταν μπούκαραν να μου ληστέψουν τα λίγα πράγματα που είχα; Δε με ανέφεραν καν στις ειδήσεις; Ούτε στις εφημερίδες; Δεν είδατε την αγγελία του θανάτου μου; Κανείς δεν πλήρωσε τα χρήματα που ζητούσαν οι εκδότες για τον θάνατό μου. Ω, μα αυτό είναι φριχτό. Έτσι, εξηγείται που υπάρχω ακόμα παρά το πελώριο τραύμα που άφησε το όπλο μου. Και αναμασώ διαρκώς όλα τα γεγονότα που συνέβησαν σε τούτο το διαμέρισμα και έξω από αυτό. Όχι, δεν καταλαβαίνω πια τη σημασία τους. Φταίνε κάποιοι ειδικά και συνάμα οι πάντες. Ο καθένας έβαλε το λιθαράκι του. 11
Την πρώτη φορά που μπήκαν στο σπίτι μου ήταν πέντε το πρωί. Κοιμόμουν στο πάτωμα, επειδή μου τα είχαν πάρει όλα: κρεβάτια, σκεπάσματα, εσώρουχα και τα παπούτσια που περίσσευαν. Οι τράπεζες ήταν πολύ επεξηγηματικές. Χρώσταγα και τον αέρα που ανέπνεα. Τίποτα δεν είναι τσάμπα. Μου έγραψαν και το οφειλόμενο ποσό που ήταν ανάλογο του συντελεστή δόμησης της περιοχής. Για τον αέρα, το νερό και το ηλεκτρικό που κατανάλωνα. Όλα είχαν κάποιο αντίτιμο. Δεν είχαν ξεχάσει την παραμικρή λεπτομέρεια. Τους εξήγησα με ένα δακρύβρεχτο γράμμα ότι δεν έχω δεκάρα τσακιστή για να πληρώσω. Θα ήταν προτιμότερο να πάνε να βρουν αυτό που γυρεύουν κάπου αλλού. Με απολύσανε και από καιρό δεν «έβγαινα». Πριν οχτώ μήνες τέλειωσε το επίδομα ανεργίας και το διαμέρισμα που κρατώ βγήκε στο σφυρί. Ύστερα, βγήκε ο νόμος της πολιτοφυλακής. Οι γείτονες μού έδωσαν ένα όπλο που τους περίσσευε. Μου είπαν: «Τώρα κοπέλα μου, αστυνομία, νόμος και δικαιοσύνη δεν υπάρχει. Ο καθένας προστατεύει τον εαυτό του. Απαγορεύεται γείτονας να πυροβολήσει για λογαριασμό άλλου. Με το όπλο μάθε να προστατεύεις τον εαυτό σου.» Εγώ τους απάντησα: «Κι αν κινδυνεύω συν τοις άλλοις από τον ίδιο μου τον εαυτό; Τι να σημαίνει αυτό;» Τι μου απάντησαν; Με κοίταξαν με γουρλωμένα μάτια και μου βροντήξανε την πόρτα στα μούτρα. «Α, είσαι μουρλή για δέσιμο», ακούστηκε η φωνή στις σκάλες της πολυκατοικίας. Ήταν σαφές πια. Η γειτονιά δε θα έδινε βοήθεια. Λογικό δεν ήταν να τρελαίνομαι από φόβο; Είστε δημοσιογράφοι από το εξωτερικό; Τότε διπλό το κακό, θα με χάσετε κάπου στη μετάφραση. Άλλα θα σας πω, άλλα θα μεταφράσετε. Θα δείτε το κακό από τη δική σας σκοπιά. Ποτέ δεν είχατε την αγωνία να είστε άνεργοι για να με νοιώσετε. Ποτέ δεν αγχωθήκατε για τα ένσημα που δε μαζεύονται, καμία περίθαλψη, κανένα μέλλον και όλα τα συναφή. Πώς; Έχετε δει πολλά στον πόλεμο του Αφγανιστάν και στο πόλεμο του Σεράγεβο; Τότε, θα έπρεπε να γνωρίζετε πως οι άνθρωποι δεν φταίνε οι ίδιοι για το χάλι της χώρας τους. Συνήθως, πριν ξεσπάσει ο 12
εμφύλιος, οι πολιτικοί τα ξεκινάνε. Τι κάνατε γι’ αυτό; Γράψατε άρθρα και τα είπατε στην τηλεόραση; Μα είστε σίγουροι; Το μοντάζ και οι διορθώσεις κειμένων δεν σας επηρέασε; Ναι, σίγουρα η κρίση μας βάσταξε πολύ και ο κόσμος βαρέθηκε να ακούει την ίδια ιστορία. Δεν ήμασταν άραγε η πρώτη είδηση κάποτε; Με τον καιρό ήρθαμε δεύτερη και τελικά τελευταία και πιο αδιάφορη. Ποιος ενδιαφέρεται για έναν τεμπέλη που διαρκώς δανείζεται από τις τράπεζες; Έτσι δε μας κατηγορήσατε; Πώς ξεκίνησε το θέμα με την πολιτοφυλακή; Αν υπήρχαν πολλοί λαθρομετανάστες; Πολλοί δε λες τίποτα. Ο καθένας έφερνε τα εγκλήματα και τα προβλήματα της χώρας του συν αυτά που ήδη υπήρχαν. Όσοι έρχονταν για ένα καλύτερο μέλλον απλά δεν τους δινόταν η ευκαιρία και αναγκάζονταν να τρώνε και να ζούνε από τα σκουπίδια. Οι πιο βίαιοι πέρναγαν στην παρανομία. Ξαφνικά η χώρα έγινε ένα κατουρημένο σακί με αρουραίους, γάτες, νυφίτσες και κόρακες. Δεν είχαμε κάποια κοινή γλώσσα. Κάναμε νοήματα με τα χέρια και όλα ξεκαθαρίζονταν μόνο με χρήμα. Αναλφαβητισμός, ναρκωτικά, ληστείες και φόνοι σε κάθε σοκάκι και γειτονιά. Οι Κινέζοι ήταν οι πιο ειρηνικοί, γιατί ήταν νόμιμοι με βίζα. Άλλαξαν συμπεριφορά όταν τελείωσε το κρέας της αγοράς και τρώγανε αδέσποτα σα λύση, ύστερα άγνωστο πώς επιβιώνανε ή τι είδους κρέας βρίσκανε. Οι Αφγανοί φέρανε -σχεδόν δεκαπέντε χρόνια μετά τον δικό τους εμφύλιο- το όπιο εδώ στον δικό μας οικονομικό εμφύλιο. Δε μιλάω για τους νόμιμους. Αυτοί ξετινάχτηκαν μέσα σε έναν μήνα για αντίποινα. Πώς; Ναι, τα βγάζανε μισά-μισά με την ΕΛΑΣ. Ήταν επίσημοι συνεργάτες. Η επεξεργασία-συσκευασία γινότανε σε εγκαταλειμμένα σπίτια και οι εργάτες δούλευαν γυμνοί υπό την απειλή όπλων. Τσίτσιδοι με νοσοκομειακές σακούλες στα μαλλιά… Έτσι, ακριβώς όπως η Πακιστανική Αστυνομία έκανε πλάτες στο Αφγανιστάν επί χρόνια. Αυτά τα ξέρετε καλύτερα από μένα. Πόσα χρόνια στο Αφγανιστάν; Α, λίγους μήνες. Ώστε είδατε τα ψυχεδελικά χωράφια παπαρούνας να αναδεύουν στον άνεμο; Θα πρέπει να ήταν υπέροχο όπως και να έχει. Μείνατε έκθαμβοι από την ομορφιά του θανάτου, έτσι 13
Αλέξανδρος Κατσής
γράψατε στα ρεπορτάζ; Και μετά αρχίζει η επικίνδυνη διανομή του στις πολιτισμένες χώρες της Δύσης. Εμπόριο ναρκωτικών, όπλων, και ανθρώπων. Ε; Ναι, δίκιο έχετε, να μην ξεφεύγουμε απ’ το θέμα… Οι σχέσεις μας με τους Αλβανούς; Ήταν εκείνοι που φύγανε πρώτοι, όταν ξέσπασε η κρίση. Όχι, όχι μη μιλάτε έτσι, αντιθέτως αυτοί μας ξεφορτώθηκαν. Με το που πήραν χαμπάρι ότι βυθιζόμαστε, πήραν τα λεφτά από τη μαύρη εργασία τους και τα επένδυσαν σε επιχειρήσεις στη χώρα τους. Αν πιστεύω ότι οι τράπεζες θα τους επισκεφτούν με το τέχνασμα του υπερκαταναλωτισμού; Γιατί όχι; Ξεπουλάγανε το μεροκάματο όσο-όσο και γελούσαμε. Τώρα, από τη χώρα τους μας προσκαλούν να πάμε πρόσφυγες, μετανάστες και λαθρομετανάστες για να μας κάνουν αυτά που τους κάναμε, ούτε εκεί υπάρχει κράτος. Τι γνώμη έχω για τους Αφρικανούς; Σα γυναίκα; Μα θα αστειεύεστε, την καλύτερη! Για τα υπόλοιπα όμως θα πρέπει να τους δείτε από άλλη οπτική γωνία. Ήταν νομάδες και περπατητές ακούραστοι. Στην Αφρική ζούσαν σαν πραματευτάδες έμποροι με έναν εμπριμέ μπόγο στο κεφάλι. Δρόμους παίρνανε, δρόμους αφήναν, ήταν οι καλύτεροι. Πουλούσαν μικροπράγματα παράνομα. Με τη μεγάλη πείνα, περιήλθαν στη ζητιανιά όπως όλοι μας και αρκετοί από αυτούς άρχισαν να διανέμουν ανενόχλητα κόκα, «κουμπιά» και ό,τι άλλο μπορούσε να αποφέρει κέρδη. Οι Αφρικανές εξαρχής εκδίδονταν. Εκεί, παρέμειναν μέχρι σήμερα. Δε γνώριζαν καν ότι είναι οροθετικές, το κράτος όμως γνώριζε την ύπαρξή τους πολύ πριν την κρίση. Έκαναν τα στραβά μάτια, κανείς δεν ασχολήθηκε. Τι έγινε όταν ήρθε η μεγάλη πείνα; Ταμπουρωθήκαμε στα σπίτια με προμήθειες ξηράς τροφής. Οι ληστείες άρχισαν να πέφτουν βροχή στη μεγαλούπολη και την επαρχία. Σήμερα, χτύπησαν το σπίτι της γειτόνισσας, είχε αλεύρι. Αύριο, θα χτυπήσουν για πολλοστή φορά το μαγαζί χρυσού και τοκογλυφίας. Η αστυνομία ανύπαρκτη, προστατεύει μόνο όσους τη χρηματίζουν. Ύστερα, μπορείς να επιλέξεις ανάμεσα σε διάφορες ομάδες προστατών. Η ποικιλία είναι μεγάλη ανάλογα με το χρήμα 15
που έχεις να διαθέσεις. Αν δεν έχεις χρήμα, δεν έχεις προστασία, παρακαλάς στην ατυχία σου να σταθείς τυχερός. Κι ο καθένας ως πολιτοφύλακας προστατεύει την περιουσία του, ό,τι του απόμεινε δηλαδή. Συνηθίσατε το ανοιγμένο κεφάλι μου; Αυτό είναι ευχάριστο. Ναι, όλα συνηθίζονται, όπως τόσα άλλα. Οι Ρομά, η αρχαία φυλή που περιφέρεται από πόλη σε πόλη σε όλη την Ευρώπη, είναι καθεστώς. Όταν οι χώρες ευημερούσαν, ήταν καλά και για αυτούς. Ζούσαν νομαδικά με την ελεημοσύνη, δεν εργάζονταν, δε μορφώνονταν για να μην ενσωματωθούν στην κοινωνία και προκαλούσαν το γενικό ενδιαφέρον. Αναλφάβητοι όπως οι περισσότερες μειοψηφίες, δίχως ιατρική περίθαλψη, δίχως σπίτια, ένα τίποτα. Μέσα σε τέντες το χειμώνα και πείνα μεγάλη βρέξει-χιονίσει. Για να αντέξουν έκαναν εμπόριο χασίς που μάζευαν τυχαία από χωράφια. Πούλαγαν καρέκλες, φρούτα και σάρωναν όποια χασισοφυτεία έκαναν οι Έλληνες αγρότες. Εννοείται και οι Έλληνες στα κόλπα. Οι αγρότες έβαζαν τις φωνές που έτρωγαν από τα έτοιμα. Με την κρίση οι Ρομά, που μέχρι πρότινος καθάριζαν σπίτια, έκαναν τους παλιατζήδες σέρνοντας χειροκίνητα καροτσάκια έπεσαν με τη σειρά τους στο πλιάτσικο, επίσημα πλέον. Κλέβανε ακόμα και τα pampers των παιδιών, τα πάντα. Σκοτωνόταν κόσμος για λίγα γιούρο. Οι φυλακές; Μα εκεί είχε διακοπεί η διανομή φαγητού και οι φυλακισμένοι γκρεμίζανε τους τοίχους. Απελπισία μεγάλη. Ποιους να πρωτοβοηθήσεις. Δίπλα στους Ρομά που ξέρανε να επιβιώνουν μέσα στον πάγο του χειμώνα και στη λάβρα του θέρους προστέθηκαν οι νεοάστεγοι από όλες τις φυλές. Άπειροι, φουκαράδες, απογοητευμένοι. Δεν είχαν λόγο να επιβιώσουν, τα είχαν χάσει όλα. Έσβηναν μετά από λίγους μήνες ταλαιπωρίας, ασυνήθιστοι στις κακουχίες. Κάθε τρίμηνο φρέσκια σοδειά άστεγων κάρπιζε στους δρόμους της πόλης. Πολλοί από αυτούς τούς θέριζαν τα ναρκωτικά, το κρύο, οι αρρώστιες και οι εν ψυχρώ δολοφονίες. Αν οι νεοάστεγοι αποδεκατίστηκαν, επειδή δεν οργανώθηκαν σε ομάδες; Σίγουρα, αυτή ήταν η διαφορά με τους Ρομά. 16
Πώς; Ποια ήταν η ιστορία μου; Να ξαναγυρίσω στο θέμα με το πώς πυροβολήθηκα στο κεφάλι; Δε σας νοιάζουν άλλο οι αλλοδαποί; Μάλιστα, κάνω ότι δεν άκουσα. Για την ιστορία του πυροβολισμού σας μίλαγα τόση ώρα. Να σταματήσω ή να συνεχίσω; Και εγώ θεωρούμαι αλλοδαπή για σας. Τέλος πάντων, η αλήθεια είναι ότι φλυάρησα. Πότε ζήσατε εδώ για να τα ξέρετε; Σας έφερε ξαφνικά από την ήρεμη χώρα σας ένα ελικόπτερο του Ο.Η.Ε. Και αυτή τη στιγμή με σημαδεύουν με τα περίστροφά τους οι στρατιώτες του Ο.Η.Ε. Ναι, έτσι μπράβο, πείτε στα παιδιά του Ο.Η.Ε. να κατεβάσουν τα μαραφέτια και να ακούσουν τι λέω. Το κεφάλι που βλέπετε ήταν άδειο από καιρό. Όχι μόνο το δικό μου, αλλά και όλων των άλλων. Αν έγινε κάποια συγκινητική προσπάθεια κινητοποίησης για να αφυπνιστούμε και να αντιδράσουμε; Φυσικά. Τότε όμως ερχόντουσαν -θέλετε πιστέψτε το θέλετε όχι- ομάδες καταστολής με αέρια που βαλτώνανε τη σκέψη μας. Άγριο ξύλο από αγνώστους, χημικά, πανικός και τυφλή βία. Έτσι, το κίνημα των διαδηλωτών υποδαυλίστηκε. Οι παρενέργειες από τα χημικά κράταγαν μέρες και απλώνονταν σε όλα τα στενά, ψεκάζονταν άγνωστο από πού. Ποιες ήταν οι παρενέργειες; Είχαμε όρεξη μόνο για τις στοιχειώδεις λειτουργίες, δηλαδή να φάμε, να πιούμε και να κοιμηθούμε με το τηλεκοντρόλ στο χέρι. Ξέραμε αχνά ότι κάπου το είχαμε χάσει. Δεν μας έπιανε αντίδραση, ήμασταν μαλθακοί και μας διαπερνούσε μια έντονη επιθυμία για ύπνο. Πού βρίσκαμε προμήθειες αφού τα πάντα είχαν καταστραφεί; Καλή ερώτηση. Κάποιος μας βοήθαγε για άγνωστο λόγο. Την ημέρα τζιπάκια με ένοπλους κάνανε πλιάτσικο στα σπίτια και στα μαγαζιά. Ό,τι είχε μείνει όρθιο την προηγούμενη μέρα, το ισοπεδώνανε την επόμενη. Αργά το απόγευμα τα ίδια τζιπάκια με άλλους οδηγούς από τη Διεθνή Κοινότητα αυτή τη φορά, μοιράζανε ντεπόζιτα νερό και ένα κομμάτι ψωμί στον καθένα. Αυτό γινόταν από φόβο να μη γεμίσει η πόλη πτώματα από ασιτία ή για να έχει λόγο να κινείται το εμπόριο όπλων στην περιοχή. Τα βανάκια του ανεφοδιασμού δεν επαρκούσαν πάντοτε 17
και συχνά οι κάτοικοι κάνανε πλιάτσικο ο ένας στο σπίτι του άλλου. Όλα έγιναν αγώνας για επιβίωση. Όπλο πήραν σχεδόν όλοι. Ο καθένας έπρεπε να προστατεύει το χώρο που κατοικούσε. Ξέραμε ότι πριν αλλάξει το νόμισμα χρωστάγαμε λίγο πολύ όλοι. Κάποιοι είχαν δάνεια σπιτιού τα οποία τριπλασιάστηκαν. Στην αρχή κάποιοι αυτοκτόνησαν -τετρακόσια άτομα το μήνα έδιναν οι στατιστικές- με την ελπίδα να αποζημιωθούν οι δικοί τους από τις ασφάλειες ζωής, που δε δόθηκαν ποτέ με διάφορα προσχήματα. Το σύστημα είχε καταρρεύσει για τη σωτηρία των τραπεζών. Μετά, ήρθε η σειρά εκείνων που είχαν πάρει «αθώα» καταναλωτικά δάνεια. Βρεθήκανε να διπλασιάζονται κάθε χρόνο με την αύξηση του πληθωρισμού. Κάθε φορά έμπαινε ένα ακόμα μηδενικό στο τέλος του οφειλόμενου ποσού. Πως είπατε; Αν πάψαμε να λυπόμαστε και να έχουμε έγνοιες από τότε που μας ψεκάζανε με χημικά; Εννοείται. Η μόνη έγνοια μας ήταν να έχουμε νερό και να βλέπουμε τηλεόραση. Αν διακόπηκε η παροχή νερού στα σπίτια; Ναι, αλλά το ρεύμα συνέχισε να παρέχεται και αυτό για να παρακολουθούμε τα τεκταινόμενα και να συμμορφωνόμαστε στις εντολές που δίνανε, άγνωστο ποιοι. Σήμερα, για παράδειγμα μας ενημέρωσαν για τις ώρες διανομής φαγητού. Αύριο, θα ανακοινώσουν ότι κάτοικοι που επιθυμούν να προχωρήσουν σε ανταλλαγές οικίας με κατοίκους άλλης περιοχής θα πρέπει να το δηλώσουν στους υπεύθυνους της διανομής συσσιτίου. Πριν ένα μήνα ανακοίνωσαν ότι οι τράπεζες θα στέλνουν εκπροσώπους τους στα σπίτια για να «τακτοποιήσουν» το θέμα με τα χρωστούμενα. Έτσι μάθαμε ότι πολίτες που δεν είχαν να πληρώσουν θα «τακτοποιούνταν» από τις τράπεζες για να ισορροπηθεί η προσφορά τροφίμων με τη ζήτηση. Η πίεση που ένοιωθα με έκανε αντιδραστική. Ρώταγα πολλά με πρόκληση και το βλέμμα μου ήταν επικριτικό, πράγμα που δεν άρεσε στους διανομείς. Συν το ότι έγραφα. Ένα ακόμα μειονέκτημα, που επιβεβαίωσαν άλλωστε και οι εκπρόσωποι. 18
~ Ήταν μέρα Τετάρτη. Φόραγα ένα παντελόνι και ένα λευκό t-shirt. Τα τρόφιμα δεν επαρκούσαν πάλι. Πήγα στην αυτοκινητοπομπή να πάρω κάτι να φάω και να πιω. Όταν είδαν ποια είμαι, κάνανε νόημα μεταξύ τους. Είχα μπει στην κόκκινη λίστα με τα χρωστούμενα. Αν άρχισαν να πυροβολούν και να με καταδιώκουν; Ναι, πώς αλλιώς θα με σκοτώνανε; Η διαδρομή μέχρι το σπίτι ήταν πολύ σύντομη. Ανέβηκα τα σκαλοπάτια της πολυκατοικίας οπότε και μπήκα σε αδιέξοδο που οδηγούσε στο διαμέρισμά μου. Έψαξα αγωνιώντας τα κλειδιά, ξεκλείδωσα και πήρα το όπλο στα χέρια. Ανάσανα με κόπο… Άφησα το σώμα να τσουλήσει στον τοίχο και κάθισα κάτω με το βλέμμα καρφωμένο στην είσοδο περιμένοντας τους βαρβάρους. Στην οθόνη του υπολογιστή έπαιζε η φάρμα των ζώων. Κοίταξα τη σκηνή με το γενναίο άλογο, τον Boxer, που προτού πεθάνει τον δώσανε στον μπόγια για σκυλοτροφή. Είδα τα χέρια μου. Χέρια γραφιά, αυτά με καρφώσανε. Σε άλλους καιρούς θα σκότωνα το χρόνο μου γράφοντας και τώρα να που με οπλίσανε με το στανιό να γίνω αυτό που σιχαινόμουν. Δολοφόνος και ηθοποιός του παραλόγου. Η πόρτα άνοιξε. Ήταν η Μελίσση Αγάπη. Ντυμένη με φόρεμα εποχής του τριάντα. Τα μαλλιά της ήταν όλο μπούκλες. Κράταγε στο χέρι ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα λευκά και στο κέντρο πρόβαλε μία τεράστια ένεση. Μα τι συμβαίνει; αναρωτήθηκα… -Τι κάνεις εσύ εδώ; -Ήρθα να σε βοηθήσω είπε η Αγάπη που ήταν συμμαθήτρια στο Δημοτικό. Είχε παραμείνει ίδια μόνο που οι διαστάσεις τριπλασιάστηκαν και φυσικά απέκτησε στήθος και γλουτούς. Τότε, με κάρφωνε. Τώρα, θα με καρφώσει ξανά; -Άσε κάτω το όπλο! -Όχι, δεν το αφήνω. -Άστο κάτω καλή μου… -Τι δουλειά έχεις εδώ; -Είμαι από τον Διεθνή Οργανισμό. 19
-Είσαι δικιά τους; -Ναι, έκαμε ψιθυρίζοντας. Το σώμα λικνιζόταν πάνω στις απαλές καμπύλες που ισορροπούσαν με τη σειρά τους πάνω σε ένα ζευγάρι εξαίσιες γόβες. Με επιδεξιότητα έφερε με μιας το μπουκέτο κοντά στα ρουθούνια της… Κρατούσα με τα δυο μου χέρια το όπλο. Είχα ιδρώσει και φοβόμουν αυτό που θα γινόταν. Κατέβασα τον κόκορα και όπλισα. Της έδειξα το όπλο γρυλίζοντας… -Άστο κάτω κορίτσι μου, θα ήσουν γραφιάς στα κεντρικά μας, αν το ήθελες. Κρίμα. -Κι όμως προτιμώ να ζω σα ζώο σε κελί. Η Αγάπη πλησίασε, έπρεπε να αμυνθώ. Αλλά μπορεί κανείς έτσι ξαφνικά να σκοτώσει; Έτσι, σκότωσα αυτό που με έκανε να σκέφτομαι. Πυροβόλησα. Το βλήμα διαπέρασε και τίναξε τα μυαλά μου στον τοίχο. Η Αγάπη αποτραβήχτηκε με αποστροφή για να μην τη λερώσω. Ύστερα, με πλησίασε μια δεύτερη φορά και φανέρωσε μία ένεση αλόγων μέσα από το μπουκέτο. Με κάρφωσε στο μπράτσο την ώρα που σπαρταρούσα. -Αυτό θα σε κάνει να νοιώσεις καλύτερα… Το σώμα μου έγινε μαλακό. Δε με ενοχλούσε τίποτα πια. Δεν έκανα τις ίδιες σκέψεις με πριν. Σταμάτησα να γράφω ιστορίες. Άρχισα να ντύνομαι σαν τη Μελίσση. Κάθε φορά που φέρνανε νερό και προμήθειες δεν τους κοίταζα με καχυποψία, ούτε αναρωτήθηκα ξανά από πού προέρχονται τα όπλα και τα ναρκωτικά και -το κυριότερο- ποιοι φταίνε. Η τηλεόραση άλλαξε κανάλι. Έσβησα την αγαπημένη μου ταινία και φυσικά παρέδωσα στους ένοπλους με τα τζιπάκια τα βιβλία μου. Δε με πείραζε που καίγανε βιβλία στις γειτονιές κάθε βράδυ. Άλλωστε δεν τα καταλάβαινα πια. Απολάμβανα τις φωτιές των βιβλίων σα να τα διάβαζα και το μόνο που επιδίωκα ήταν να περνάω ώρες θαυ20
μάζοντας το τραύμα στο κεφάλι. Έμοιαζε σαν ξυρισμένη μαργαρίτα, με μια κλίση ελαφρά προς τα αριστερά. Έκανα παρέα με ανθρώπους σαν εμένα και η ζωή κύλαγε ήσυχα. Ο καθένας φύλαγε τα τραύματα από τους άλλους. Με κοιτάτε με ανοιχτό το στόμα; Δε θα σημειώσετε τίποτα στα τεφτέρια σας; Γιατί ήρθατε τότε; Πώς είπατε; Για ένα ρεπορτάζ της γυναικείας κατάθλιψης στις ανατολικές χώρες;
21
Η ΠΑΡΑΝΟΗΣΗ Της Τζούλιας Γκανάσου
Ξύπνησα από ύπνο ταραγμένο. Στη μέση της γνωστής πλατείας. Βρισκόμουν πάνω στο διπλό κρεβάτι των γονιών μου. Κυριαρχούσε ένα συναίσθημα ηρεμίας. Σα να επέστρεφα από ταξίδι κοπιώδες σε χώρο απόλυτα οικείο. Ήμουν άνεργος πλέον πέντε χρόνια. Άστεγος μόλις δύο και μισό. Κάποτε βοηθούσε η εκκλησία. Τώρα οι τροφές που προσέφερε ο οίκος του Θεού δεν επαρκούσαν ούτε για το ένα τρίτο από εμάς. Οι δρόμοι είχαν γεμίσει με ανθρώπους. Η παρουσία τους γινόταν αισθητή κυρίως κατά τη διάρκεια των νυχτερινών επιδρομών όταν ξερνούσε στα πεζοδρόμια η πόλη τους τελευταίους παρείσακτους κατοίκους της. Δεν υπήρχαν πλέον τυχαίοι περαστικοί: εξαφανίζονταν στο πιο αχνό φως της ημέρας. Κάποτε ήμουν ένας από αυτούς - υπήρξα ελαφρώς ευτυχισμένος. Πότε άρχισα να επισκέπτομαι τα κέντρα εξυπηρέτησης απόρων, δεν θυμάμαι. Δεν λησμονώ ωστόσο τις ουρές που συνάντησα κι εκεί. Απαιτούνταν «γνωριμία» για να κάνεις ένα μπάνιο και να βρεις ένα κρεβάτι. Κι αυτό για λίγο, για πολύ λίγο, θα έλεγα εγώ. Για τόσο λίγο που δεν άξιζε. Γιατί να επικροτώ την επένδυση ενός μεγαλοσχήμονα ο οποίος επισκίαζε τις τύψεις του δίνοντας μετρητά για τέτοια χρήση; Σκέφτηκα να εξερευνήσω τις εναλλακτικές. Δεν μπορούσα να βρω τίποτα. Όποιος γνώριζε κάτι, το κράταγε κρυφό. Οι ματιές ήταν πλέον βλοσυρές: είχαν απολέσει και την ελάχιστη κοινωνική παράμετρο του χαμόγελου από ευγένεια. Όλοι κρύβονταν πίσω από προφάσεις ανέχειας, πενίας και διαφύλασσαν ό, τι κι αν έπεφτε στα χέρια τους… για μια ώρα ανάγκης βρε αδελφέ! Τότε άρχισα να συχνάζω έξω από εστιατόρια, παιδικούς σταθμούς, νοσοκομεία. Τζίφος! Δεν πέταγαν πλέον παρά ψίχουλα. Αυτό ήταν αποτέλεσμα δύο παραγόντων: αφενός του φαινομένου της κατανάλωσης των πάντων -μπαγιάτικων, μισοσάπιων 22
Μαρία Τσιράκου
και ληγμένων -, αφετέρου των μαχών πολλών συμμοριών γύρω από τους σκουπιδοτενεκέδες -πεδίον άλλοτε λαμπρό προς ενασχόληση μυριάδων. Την ίδια εποχή σχηματίζονταν κοινόβια καταλύματα. Η αστυνομία μας κυνηγούσε, προσπαθούσε να μας μαντρώσει όλους εκεί. Ακούστηκε ότι εκκρίνονταν αέρια -ανασταλτικά των αντιδράσεων του νευρικού συστήματος, όχι ηρεμιστικά, όχι ελαφρώς υπνωτικά, σε καμία των περιπτώσεων… Δεν άντεχα ωστόσο την οσμή των πεινασμένων, άπλυτων, απελπισμένων συγκατοίκων. Ο φόβος μυρίζει τόσο άσχημα. Τον αναγνωρίζω πλέον από εκατό μέτρα μακριά. Εγώ φαινόμουν καθαρός. Και απτόητος ακόμη. Για αυτό με διάλεξαν για να μιλήσω στα κανάλια. Στην αρχή έκανα χρυσές δουλειές. Με έπλεναν σε ένα νεροχύτη, με έντυναν ώστε να δείχνω κάπως κόσμιος, μου έδιναν δύο σάντουιτς και μια κανάτα με νερό και με έβαζαν στο πάνελ. Η δουλειά μου ήταν να τρώω και να πίνω μπροστά στον φακό, να χτενίζομαι και να χαμογελάω. «Ο κόσμος προτιμά να βλέπει κάποιον μετρίως αποκρουστικό» έλεγαν «εσείς είστε ό, τι πρέπει.» «Ναι, ναι!» φώναζε μια κοκότα με ενθουσιασμό. «Είσαι όσο ρακένδυτος χρειάζεται!» Πουλούσα στη μεσαία τάξη που κουνούσε το κεφάλι αποδοκιμάζοντας τις επιλογές των ισχυρών που στήριζε και ξαναστήριζε ενώ κατέπεφτε κάθε μέρα περισσότερο και ξαναστήριζε με το άλλοθι μιας σταθερότητας – απάτης και ξαναστήριζε με έναν κολλητικό μαζοχισμό μιας και καλλιεργούνταν ωραιότατα ο τρόμος ως σύμμαχος στις λανθασμένες επιλογές του δικομματισμού, των εκλεκτών και ανάξιων ισχυρών της παράνοιας μιας κρίσης άνευ προηγούμενου, ζοφερής και ανεξέλεγκτης… Αλλά εμένα τι με ένοιαζε; Είχα βρει επιτέλους λόγο ύπαρξης: είχα γίνει κι εγώ σταρ. Για λίγο βέβαια. Γιατί πλάκωσαν οι έγκυες, οι πολύτεκνες, οι ηλικιωμένοι. Πουλούσαν, βλέπεις, περισσότερο. Έγινε επάγγελμα για λίγο: άστεγος – ομιλητής σε πάνελ στην τηλεόραση. 24
Οι μέρες έρχονταν και έφευγαν. Έφτασα κάποτε να γλείφω τα απόνερα. Έφτασα να παραμιλώ. Κανείς δεν απηύθυνε τον λόγο σε κανέναν. Τα μαγαζιά είχαν βάλει κωδικούς στις εισόδους για πελάτες. Έβλεπες ανθρώπους να δαγκώνουν το δέρμα τους, να τρώνε τα νύχια, τις πέτσες, τις μύξες και να γλείφονται λες και δοκίμαζαν έδεσμα υψηλής περιωπής. Να κλέβουν συχνά για μια μπουκιά που θα απολάμβαναν ενώ ξυλοκοπούνταν. Τα μέτρα αστυνόμευσης είχαν γίνει αυστηρά. Οι εργαζόμενοι βάδιζαν πλέον σε αγέλες. Το ίδιο και οι νοικοκυρές. Είχα να φάω τόσο καιρό που δεν θυμόμουν πότε ήταν η τελευταία φορά που είχα μασήσει ή είχα καταπιεί. Η δίψα όμως με ταλάνιζε. Δεν την ξεχνούσα δευτερόλεπτο. Στις δημόσιες βρύσες και στα σιντριβάνια δεν υπήρχε πλέον σταγόνα. Έβλεπες σώματα να κείτονται τριγύρω, να τα μαζεύει η αρμόδια υπηρεσία σαν σακιά. Ήμουν κατά της εργασίας - της εκμετάλλευσης της εργασίας δηλαδή. Κάποτε δούλευα σαν είλωτας χωρίς καμία ικανοποίηση, χωρίς καθόλου χρόνο ή ουσία. Στην αρχή δεν έφταιγε λοιπόν η ανεργία: είχα απαιτήσεις, ήθελα να βρω τον εαυτό μου, να κάνω κάτι που αγαπώ. Δεν θυμάμαι τι αγάπησα. Δεν θυμάμαι καν τι επιθύμησα πολύ. Στην πραγματικότητα δεν είχα επιλογή: ούτε να κάνω αυτό που ήθελα ούτε να κάνω κάτι άλλο. Το συνειδητοποίησα αργά. Δεν θυμάμαι βέβαια και πολλά… διψάω, βλέπετε, ξεχνάω. Μου μίλησαν τότε για το σώμα. Μια νύχτα που η ελευθερία με βασάνιζε. Πουλούσε, είπαν, όσο ήταν υγιές. Διέθετα ακόμη δύο νεφρά, δύο πνευμόνια, δύο μάτια, ένα σωρό όργανα διπλά. Τι τα χρειαζόμουν; Ξάφνου φάνταζαν απολύτως περιττά. Ανέπτυξα εύκολα επαφές με το κύκλωμα εμπορίας βρεφών, παιδιών, οργάνων. Πάσα προσφορά ήταν δεκτή. Υπολόγισα πόσες ημέρες θα περνούσα με το ποσό που θα κέρδιζα από την πώληση του αριστερού νεφρού. Φυσικά έπρεπε να υποβληθώ σε εξετάσεις. Αυτό δεν μου άρεσε καθόλου. Ωστόσο όφειλα να το δεχτώ για να κλείσει η συμφωνία. Όλα έχουν το κόστος τους, έτσι δεν είναι; Ναι, όλα έχουν το κόστος τους (το επαναλάμβα25
να διαρκώς στον εαυτό μου), όλα έχουν το κόστος τους… Θα έπινα νερό, θα έτρωγα επιτέλους και θα εξαγόραζα για λίγο διαμονή στα κοινόχρηστα διαμερίσματα του κέντρου όπου ο κόσμος πλενόταν συχνά και κάπου κάπου οι γυναίκες μαγείρευαν στις κοινόβιες κουζίνες και μύριζε, Θεέ μου, πως ευωδίαζε το φρέσκο φαγητό. Πούλησα το αριστερό νεφρό στις πέντε το απόγευμα μιας μέρας με αέρα. Δεν ένιωσα τίποτα. Ίσα ίσα. Έμεινα το βράδυ στο πρώτο διαθέσιμο σπίτι που συνάντησα. Ήπια όμως προτού να κοιμηθώ. Ήπια πολύ, υπέρ το δέον. Είπα να κάνω ένα δώρο στον εαυτό μου: λίγο φαΐ, πολύ αλκοόλ. Έτσι για να ξεδιψάσω… Όταν ξύπνησα, ήμουν γυμνός. Δεν μπορεί, σκέφτηκα, ονειρεύομαι. Ήμουν εντελώς γυμνός και πεταμένος ανάμεσα σε δύσοσμα αντικείμενα. Ένα όχημα κινούνταν κάτω από το σώμα μου. Ήταν νύχτα. Ή ξημέρωμα. Θαρρώ πως ήταν νύχτα… Τα μάτια μου θόλωναν και στα αφτιά μου έφτανε ένα βουητό. Αποκαΐδια. Όχι. Σκόνη. Θάλασσα, προσπάθησα να αλλάξω σκέψη. Μάταια. Μια πηχτή άσχημη σκόνη πλημμύρισε τα αισθητήρια της μύτης, των ματιών. Ένα μεγάλο χέρι με έπιασε. Τρεμούλιαζε καθώς κινούνταν στρωτά, οργανωμένα. Ένα μεγάλο χέρι που έμοιαζε σκληρό. Με έριξε μαζί με τα άλλα δύσοσμα αντικείμενα στη μέση μιας αλάνας. Στη μέση της γνωστής πλατείας δηλαδή… Ή μήπως όχι; Διερωτόμουν καθώς η σκόνη δημιουργούσε μια αίσθηση απώλειας και δυο πουλιά περιτριγύριζαν μια μάζα δύσμορφη πιο δίπλα, διερωτόμουν (όταν δεν αποκοιμιόμουν ή αφαιρούμουν ή ξεχνούσα ή διψούσα ή πεινούσα ή πονούσα ή έμενα εκεί σχεδόν λιπόθυμος) τι συνέβη, πώς βρέθηκα από τις κλειστές πόρτες του παλιού μου διαμερίσματος σε τέτοια κατάσταση ανέχειας – παράνοιας - οξυδέρκειας, έβλεπα πλέον πως στήνονταν τα πράγματα, ποια νήματα κινούνταν και από ποιους, μισούσα τους πλούσιους, τους ισχυρούς, τους εκλεκτούς ενώ ταυτόχρονα τους ζήλευα και τους υποτιμούσα – τι ήξεραν αυτοί από ζωή… Ξάφνου βίωσα μια άγρια χαρά που ήμουν καλύτερος σε κάτι, που είχα αποκτήσει εξειδίκευση πλέον στην επιβίωση και έτσι άρχισα να αναρωτιέμαι πού 26
βρισκόμουν και πώς έφτασα εκεί, ποιο μέλος του κορμιού μου να πουλήσω, ποια πτυχή του εαυτού μου να αποχωριστώ, ποια εκδοχή ζωής να σβήσω. Είναι η πλατεία, ναι. Βρίσκομαι στη μέση της γνωστής πλατείας πάνω στο διπλό κρεβάτι των γονιών μου. Σε οικείο χώρο μετά από ταξίδι κοπιώδες. Σε χώρο απόλυτα οικείο. Σχεδόν ονειρικό.
27
ΑΓΟΡΑ ΧΡΥΣΟΥ Της Στέργιας Κάββαλου
Οι τοίχοι έπρεπε να βαφτούν. Καμία υγρασία δεν χόρευε πάνω τους, κανένας σοβάς δεν προσγειώνονταν στο πάτωμα. Το κίτρινο χρώμα τους ήταν το ίδιο ζωηρό με κείνο της αυγής, μα μέσα στο σπίτι είχε ένα χρόνο να ξημερώσει καινούρια μέρα. Η Όλγα κοιτούσε μια το χθεσινοβραδινό κουνούπι που ατύχησε, μια τις βέρες στο -κάπως φθαρμένο πια- βελούδινο κουτί τους, και μια το άδειο από τον Νίκολας μέιλ της. Έκανε τρεις γύρους το κρεβάτι μήπως ξορκίσει κάτι από το κακό, αλλά το δικό της κακό ήταν η δική του απουσία κι αυτή δεν φάνηκε να τη λυπάται κανένα καλό πνεύμα. Άπλωσε τα μάτια στους τοίχους που είχαν κλείσει τη μικρή τους αγάπη, αποφάσισε πως η ζωή είναι μόνο για μεγάλα πράγματα και επιβεβαίωσε το αρχικό της προαίσθημα. Οι τοίχοι έπρεπε, αύριο κιόλας, να βαφτούν. Στο πορτοφόλι υπήρχαν κάτι ψιλά που έφταναν για πράγματα ψιλά, ο λογαριασμός της τράπεζας είχε μπει στο κλίμα της εποχής που ήθελε τη δημοσιογραφία κακοπληρωμένη κωλοδουλειά και η αντιμετώπιση της κρίσης ήταν υπόθεση καλής θέλησης και ευγενικής -στα όρια της υποχρεωτικής- αλληλεγγύης φίλων, γειτόνων και στην ξεφτίλα συγγενών. Η Αθήνα από πόλη ευχάριστα κοινόχρηστη είχε γίνει πρωτεύουσα της πιο μίζερης αποχαύνωσης και πλήξης. Οι δρόμοι φιλοξενούσαν όλο και λιγότερες ανέμελες ζωές και ο κινητικός θόρυβος είχε γίνει μια χειροπόδαρα δεμένη σιωπή. Αυτά έξω, γιατί εντός των τοίχων η ζωή περίσσευε αφού η Όλγα άκουγε τις σπασμένες καλημέρες του Νίκολας, τα σπασμένα νεύρα της συμβίωσής τους, τα σπασμένα τασάκια της απόγνωσης, ακόμα και τα σπασμένα δάκρυα που τους χώρισαν. Και τα άκουγε κάθε μέρα, κάθε νύχτα, σε όλο το απλωμένο κίτρινο που κύκλωνε πλέον μονάχα το δικό της σώμα. Όχι, ο Νίκολας δεν ήταν αποκύημα κάποιας νοσηρής φαντασίας. Ήταν ο Άγγλος αγαπημένος της που τη μάζεψε μια μέρα 28
από το Κάμπτεν, τη φύλαξε στη γενναία αγκαλιά του και την έπεισε πως η επιστροφή στην πατρίδα θα ήταν πιο γόνιμη από τα σκιουράκια του Χάιντ Παρκ και τις άρρωστες λιακάδες κατά μήκος του Τάμεση. Ο Άγγλος όμως ήρθε, είδε και απήλθε γιατί όπως φάνηκε η παραμονή στην ελληνική καπιτάλ απαιτούσε κάτι παραπάνω από αποθέματα γενναιότητας, περιέργειας κι έρωτα. Copywriter σε λονδρέζικη διαφημιστική, εδώ δεν είχε να κάνει και πολλά. Το καλύτερο ήταν κάτι ιδιαίτερα που τους επέτρεπαν να βάζουν λίγη βενζίνη στις μέρες τους. Όταν σώθηκε η χαρά του πρώτου ήλιου, ο βρετανικός λογαριασμός και ο αρχικός ενθουσιασμός της αλλαγής, σώθηκε και ο Νίκολας που αποφάσισε να βγάλει τη βέρα από το δάχτυλό του, να πάρει τα βρομισμένα του σακίδια και να κάνει τα μίλια πίσω κλείνοντας for good το κεφάλαιο της τόσο παρορμητικής του αγάπης. Η Όλγα έβαλε τα χέρια της κάτω από το μαξιλάρι αναζητώντας περισσότερη δροσιά. Θυμήθηκε την περσινή νύχτα που τα δάχτυλά της είχαν σκοντάψει σε κάτι ακόμα πιο δροσερό, κάτι μεταλλικό. Κάτι που τώρα ήταν κλεισμένο στο βελούδινο κουτί του. Η ταραχή, που θα οδηγούσε σε βέβαιη αϋπνία, έγινε κίνητρο για να την κάνει επιτέλους να σηκωθεί. Άνοιξε το κουτί, χάιδεψε με την άκρη του μυαλού της τη μεγάλη και φόρεσε ξανά στ’ αριστερά τη δική της βέρα. Στην καρδιά της απλώθηκε μια γαλήνη που κοίμισε τα βλέφαρά της προτού προλάβει να επαναλάβει «Για μια τελευταία φορά». Έξω από το παράθυρο έβλεπε το Big Ben με φλουό λεπτοδείκτες, καμάρωνε στον καθρέφτη το κόκκινο νυφικό της από τούλι, έβγαζε από το στήθος της λίρες Αγγλίας και τις τάιζε μαζί με μπισκοτόκρεμα στο μωρό τους, ενώ ο Νίκολας παρακαλούσε για λίγη ησυχίας, αφού όλη νύχτα λέει ξαγρύπνησε φτύνοντας κουνούπια πάνω στις καρδιές του γραφείου της. Η τηλεόραση έπαιζε αδιέξοδες μνημονιακές ειδήσεις. Στο διάλειμμα για διαφημίσεις, η Όλγα ξύπνησε. Το κεφάλι της βούιζε από το όνειρο. Σηκώθηκε με την ελπίδα η καφεΐνη να την επιστρέψει στο τώρα. Το κεφάλι της βούιζε από την πραγματικότητα. Έβαλε 29
τα πρόχειρά της, άρπαξε με θυμό το κουτί, έκλεισε την πόρτα στους φλύαρους τοίχους και αποφάσισε επιτέλους να αγοράσει τη σιωπή του. Δεν ήταν δύσκολο. Μπορεί ρουχάδικα, μανάβικα και συνοικιακά βιβλιοπωλεία να είχαν κατεβάσει ρολά κρίσης και μέσα τους να σκονίζονταν 1+1 πίτσα δώρο, αλλά τα νέα hot spots της Αθήνας ήταν εκείνα τα μυστήρια μέρη με νέον γράμματα που σου υπόσχονταν άμεσα μετρητά. Ναι, η τιμή του χρυσού ήταν η μόνη που είχε ανέβει. Και ο κάθε κοσμηματοπώλης, αργυροχρυσοχόος και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο, που σέβονταν τον εαυτό του και τις συγκυρίες, είχε ανοίξει ένα τέτοιο μαγαζί-side project. Στο πρώτο κουδούνι που πάτησα, δεν μου άνοιξε κανείς. Ένιωθα τα μέσα βλέμματα να σκανάρουν το απλό μου φουστάνι απαγορεύοντάς μου την είσοδο. Ντράπηκα λίγο να περιμένω στο δρόμο με τόσους περαστικούς να κοιτάνε, αλλά η δουλειά έπρεπε να γίνει. Ξέχασα τη δευτερόλεπτη συστολή μου και προχώρησα. Στο δεύτερο ανέβαινες σκάλες, η πόρτα ήταν βαριά ασφαλείας και εσύ τηλεοπτική πρωταγωνίστρια. Σχεδόν άκουγα το φακό της κάμερας να ζουμάρει στο πρόσωπό μου. Μπήκα σ’ ένα γραφείο από ξύλο, στο στόμα μιας χοντρής με χρυσά και γαλλικό μανικιούρ. Της παρέδωσα το μυστικό βάσανο του κουτιού και παρέμεινα στην άβολη θέση μου περιμένοντάς την να ξύσει λίγο από το χρυσό, να κάνει τους υπολογισμούς με το κομπιουτεράκι και να μου γνωστοποιήσει την προσφορά. Η περασμένη μου ζωή άξιζε 70 ευρώ. Σκέφτηκα πως τα χρώματα είναι ακριβά, εγώ άχρηστη στα παζάρια και πήγα σε τρίτο μαγαζί. Και πολύ καλά έκανα. Εκεί χτυπήσαμε κατοστάρι. Στο δρόμο για το χρωματοπωλείο επαναλάμβανα σε κάθε βήμα της νέας μου μέρας, «ο χρυσός είναι σιωπή» και παρακαλούσα να είναι αυτό που θα μου προσφέρει. Αγόρασα ένα τρίκιλο για να είμαι σίγουρη πως θα φτάσει. Δανείστηκα βούρτσες και γυαλόχαρτα από την νοικοκυρά του απέναντι ορόφου και πάλεψα μέχρι το ξημέρωμα να ξεφορτώσω τις αναμνήσεις από τους τέσσερις τοίχους μου. 30
Μαρία Τσιράκου
Επαγγελματική δουλειά. Αυτό νόμιζα πως είχα κάνει. Μέχρι που ο Νίκολας άρχισε να με ρωτάει από την κουζίνα αν θέλω πρωινό. Έδωσα στον εαυτό μου το άλλοθι των αναθυμιάσεων. Τον άκουσα από το μπάνιο να μου ζητάει να κλείσω το θερμοσίφωνα κι άρχισα να κυνηγάω με το πινέλο τα σημεία που σίγουρα μου είχαν ξεφύγει. Παραπατούσα στις απλωμένες εφημερίδες και είχα τη φωνή του στα φρεσκοβαμμένα πόδια, «πρόσεχε, θα σκοτωθείς!» Γύρισα τα απελπισμένα μου μάτια στον ουρανό και τότε κατάλαβα πως δεν είχα πειράξει καθόλου το ταβάνι. Έτρεξα στα κλειστά μου συρτάρια, έβαλα όλα τα λευκόχρυσα δώρα του αρραβώνα στην τσάντα μου, μακάρισα τους συγγενείς για την επιμονή τους κάτι να μας χαρίσουν και πήγα στο τρίτο και αποδεδειγμένα πιο συμφέρον «αγορά χρυσού» της γειτονιάς. Στην τσάντα μου τώρα επέπλεαν αρκετά πενηντάευρα, τα αντανακλαστικά της επιβίωσής μου είχαν αποφασίσει πάση θυσία να βγάλουν τον Νίκολας από το παιχνίδι στήνοντας τις μέρες μου σε μια αρχική αλλά γερή βάση σιωπής. Αγκάλιασα τις φρεσκοαγορασμένες τρίκιλες καβάτζες μου και αποφάσισα να επιμείνω με το χρωμάτισμα μέχρι να τα καταφέρω. Τα παιδιά του απέναντι ορόφου ήρθαν να αναζητήσουν τα δανεισμένα σύνεργα μετά από εντολή της νοικοκυράς μάνας. Βρήκαν την Όλγα με το κεφάλι μέσα στο κίτρινο. Μάζεψαν τα ρέστα που είχαν πέσει από το φουστάνι της, αφού τα χαρτζιλίκια είχαν από καιρό κοπεί. Πήραν όρκο ότι άκουσαν μια αόρατη, ξενική, αντρική φωνή να τους μαλώνει και έκλεισαν, όσο πιο γρήγορα μπόρεσαν, πίσω τους την πόρτα. Η ελληνική κρίση συνέχιζε να στάζει δηλητήριο στις ζωές των σπιτιών και τα νεύρα των ανθρώπων άρχισαν να ξεπουλάνε το χρυσό παρελθόν τους για λίγη περισσότερη σιωπή. Τη μέρα που η γειτονιά μνημόνευε τα σαράντα της Όλγας, ο Νίκολας έβγαζε το εισιτήριο της επιστροφής του στην αθηνέζικη αγκαλιά της, μετανιωμένος και αποφασισμένος να το παλέψει.
32
ΚΑΡΑΜΕΛΑ, ΠΑΡΑΚΑΛΩ; Της Μαίρης Κλιγκάτση
30.000 πόδια∙ καραμέλα πάνω-κάτω στον ουρανίσκο∙ εκκίνηση αλγορίθμου∙ trial and error∙ περσόνα #1. Με αισθανόμουν σπασμένη, όταν επέστρεφα στην Αθήνα. Η αλήθεια είναι πως η πτήση είχε αναταράξεις. Όπως και ότι εγώ ήμουν σε σύγχυση. «Τσάι;», «Καφέ;» και «Τι θα πάρετε;» και «Παρακαλώ, δέστε την ζώνη ασφαλείας σας». Και ο διπλανός να γράφει ακατάπαυστα -ένας θεός ξέρει τι- με ένα φουσκωτό από πρωτεΐνες, παραμορφωμένο αριστερό χέρι που με στρίμωχνε όλο και περισσότερο στο άβολο κάθισμα του «τσάρτερ». Δεν πήρα τίποτα τελικά. Μόνο μια καραμέλα. Από εκείνες τις παλιές∙ τις μπλε που πλημμυρίζουν το στόμα σου γλυκάνισο. Την έφερα δυο-τρεις βόλτες με την γλώσσα και μετά την έκανα χίλια κομμάτια. Οι ελπίδες φασκιωμένες στα σύννεφα: ο γραφιάς του «τσάρτερ» θα αποσυντονιστεί από το θόρυβο, θα σταματήσει να με σκουντάει, εγώ θα ξεχάσω να θυμηθώ την τελευταία ιπτάμενη κρίση πανικού μου και στο τέλος θα φτάσουμε. Σώοι και ευλαβείς. False! Επανάλαβε! -------------Αθήνα∙ κίτρινα φώτα∙ trial and error∙ περσόνα #2. 33
Θεοδοσία Ζαμπάκα
Μπροστά ανοιγόταν η «πόλη με τα κίτρινα φώτα». Ήρθε και με μάζεψε από την Αιόλου. Μαζί με μένα και τα μπαγκάζια μου. Δεν είχε αλλάξει καθόλου. Φορούσε το ίδιο ξεφτισμένο, ξεθωριασμένο ψάθινο καπέλο με το μπλε μπορ. Λέξεις δυο-τρεις. Μετά θυμάμαι πως κάναμε έρωτα. Πώς κάναμε έρωτα. Έμπαινε μέσα μου διακοπτόμενα∙ σχεδόν εκβιαστικά. Στιγμές σαν λάμες στερέωσης. Για την επόμενη διάσπαση. Την προδιαγεγραμμένη. Στα διαλείμματα, λέξεις δυο-τρεις. - «Τσιγάρο;». - «Ναι, ευχαριστώ». - «…» - «Βαρύ είναι». (Στριφογυρνά στην πολυθρόνα του γραφείου, η κάφτρα πλησιάζει το δάχτυλο, με το άλλο κατσαρώνει τα ιδρωμένα της μαλλιά και μουρμουρίζει ακατάληπτους στίχους. Δίπλα οι φωτογραφίες αποφοίτησης από το Πάντειο και από τις πρώτες μέρες στην κοινή τους δουλειά. Αυτός κόβει βόλτες στο διάδρομο. Υποτεθείσθω ότι είναι ανέμελος. Υποτεθείσθω ότι κινείται μπρος-πίσω εμμονικά, σχεδόν παίζοντας με τις μπούκλες της). Αυτές οι φωτογραφίες... αυτός… και ο Καντ, και ο Χάιντεγκερ, και ο Χαίντερλιν δίπλα στον Σέλινγκ, σε έναν χωροχρόνο συμπαγή και αδιαίρετο… Πώς να το πω; Πώς να του το εξηγήσω; Δυοτρεις λέξεις, έχω. Όχι παραπάνω. 35
(«Εγώ γύρισα για…»). «Άκου με…». False! Επανάλαβε! -------------Αθήνα∙ δείξε μου το λάθος∙ σε περίπτωση ανεξέλεγκτων αντιδράσεων, χορήγησε δυο δισκία των 250 mg∙ περσόνα #3. «Αρχίζει, πάλι… Εγώ μόνο δυο-τρεις λέξεις, έχω…». (Κανείς τριγύρω και το σπίτι ένα στόμα ανοιχτό προς την πόρτα). Αρχίζει να φυσάει από τη μαύρη κουρτίνα. Να χτυπάνε τα στόρια. Να χτυπιέμαι, να πρήζομαι, να γίνομαι ένα μπαλόνι ρευστές ουσίες και μνήμες, δεμένες στο πόδι του κρεβατιού. Το άφησε στη θέση του. Μου το χάρισε, πριν φύγει. Η τρισδιάστατη φύση μου, εγώ η κρίση, εγώ ο εαυτός, ο υπαρκτός, ο ανύπαρκτος, ο διασπασμένος που ξαναφορά τα μάτια του, τη μύτη του, το στήθος του. Ποτέ την καρδιά του. Τον φόβο του, πάντα. Μετά τη μάχη, η αποφόρτιση: η επαναφορά της λογικής, το άδειο σπίτι, ο φελλός με τις καρφίτσες αντί για τις φωτογραφίες. Και ξανά φυλακή: με τα πόδια στα κάγκελα του κρεβατιού, τα μάτια στο ταβάνι∙ με τα χέρια χωμένα στην όλο και πιο δυσδιάκριτη αγκαλιά του, με το πρόσωπο μπροστά από τον καθρέφτη. Περσόνα #1 36
Περσόνα #2 Περσόνα #3 False! Επανάλαβε! -------------Εν πλω∙ τελική προσπάθεια∙ αναμονή επιβεβαίωσης αλγορίθμου∙ Αλίκη. Στο τσακ και στο μπαμ. Εν θερμώ και τώρα πια εν πλω. Κρίσεις, πανικοί, αγοραφοβίες, ανεργίες, επιστροφές και αναχωρήσεις. Φτου και έξω από ‘δω! Και απεταξάμην τον σατανά με τον πιο φυσικό τρόπο. Το έπραξα. Φόρεσα στην βαλίτσα μου ένα ασπροφούξια, πουά κασκόλ για να μην αρπάξει υγρασία στο κατάστρωμα, ντύθηκα το ξεφτισμένο καπέλο του και τακτοποίησα την ανυπομονησία μου στην καρέκλα, με τον ήλιο κόντρα. Ένα πιτσιρίκι με πλησίασε, γλείφοντας ένα λαχταριστό κόκκινο πετεινάρι. Με ρώτησε πού πάω. Σιωπή. Άνοιξε το τσαντάκι-μπανάνα και μου πρόσφερε ένα ίδιο. Να ‘χω για το δρόμο, είπε. Κι έβγαλε τη γλώσσα του. Κόκκινη-κόκκινη και τόση δα… Κοίταξα πίσω τον ορίζοντα, από αμηχανία. «Αστυπαλιααααά!» Είχε ήδη φύγει. «Έχω καραμέλα με γλυκάνισο. Θεεεες;» 37
Τότε είδα το πιο ενωτικό∙ το πιο κόκκινο ηλιοβασίλεμα της ζωής μου: πάνω σ’ ένα καράβι, πρωτομηνιά, με τον ήλιο κόντρα και την παιδικότητα να κραδαίνει ένα πορφυρό γλειφιτζούρι. Με λένε Αλίκη και ταξιδεύω για Αστυπαλιά, κρατώντας στα χέρια μου ένα κόκκινο πετεινάρι και μια καραμέλα με γλυκάνισο.
38
ΚΡΙΣΗ ΕΙΝΑΙ... Του Ιορδάνη Κουμασίδη
Έχει κρίση έξω. Το λένε ξεκάθαρα στην τηλεόραση. Έχει κρίση. Μην τολμήσει κανείς να βγει έξω. Κι αυτός δε βγαίνει. Μένει μέσα. Μα η κρίση είναι παντού. Ανοίγει το ψυγείο και τη βλέπει μέσα να του χαμογελά παγωμένη. Ανοίγει το φούρνο και τη βλέπει να ψήνεται και να εκτοξεύει φονική θερμότητα. Τα ‘λεγε αυτός. Καιρό πριν. Κρίση είναι οι αυτοκινητάρες, τα θαλασσοδάνεια και τα σκυλάδικα. Δεν θα τον πιάσει η κρίση αυτόν. Αφού είναι εξ επαγγέλματος άνεργος. Με ημιτελή έργα που χάσκουν. Προσπάθησε να ξαναγράψει, να ξαναζωγραφίσει, να παίξει φλάουτο. Γενικώς, να ξαναφτιάξει, να επαναδομήσει τον κόσμο. Μάταια. O κόσμος δεν είναι τίποτα άλλο παρά οι αποδράσεις μας από αυτόν... Περνά το χρόνο του ανώφελα. Ορισμένες φορές κάνει αιμοσταγείς τηλεφωνικές φάρσες. Άλλοτε βλέπει άθλιες, ανόητες ταινίες που απενοχοποιούνται υπό τον ρευστό, απροσδιόριστο όρο ‘cult’. Η αποθέωση της κατάθλιψης. Κ-α-τ-ά-θ-λ-ι-ψ-η. Μακρόσυρτα. Πρέπει να την αντιμετωπίσει. Μια παλιά γνώριμη που ξαναεμφανίζεται και γνωρίζει φθονερά μυστικά από το παρελθόν σου. Βγάζει απ’ ευθείας, από τον πρώτο κιόλας γύρο της αναμέτρησης, το μεγάλο υπερόπλο: α-λ-κ-ο-ό-λ. Το αλκοόλ είναι ένας καλός λόγος για να ξεμυτίσει κάποιος από το καταφύγιό του. Να πίνει κανείς μόνος του άλλοτε είναι λυτρωτικό και άλλοτε ανυπόφορο. Βγαίνει λοιπόν καμιά φορά. Πίνει το ένα τζιν μετά το άλλο, ώσπου φτάνει στα σύνορα της λιποθυμίας, με διαβατήριο ένα σπασμένο ποτήρι. Ο μπάρμαν μοιάζει συνοριοφύλακας με γαλάζιο καπέλο και άγριο, ζωώδες βλέμμα. Κοιτά συχνά παραπέρα στη μπάρα. Ένας από μέρες νεκρός κάθεται και πίνει ατάραχος, έχοντας στα μάτια του την αταραξία και την ψυχρότητα της αιωνιότητας... Ούτε ωραίες, 39
ετοιμοπόλεμες γυναίκες, ούτε μεγαλειώδεις αλκοολικές σκέψεις. Τίποτα. Απλώς κραδαίνει τη θλίψη του. Φεύγει από το μπαρ. Αυτά τα κάναν οι μπίτνικ μισό αιώνα πριν, είναι μπανάλ πια. Δε φτουράνε. Είναι ξεπερασμένη λύση το αλκοόλ. Ίσως εκτός από ξεπερασμένη λύση να είναι και ξεπερασμένη λύσσα. Αλλιώς θα πρέπει να το αναγορεύσουμε στις αιώνιες κινητήριες δυνάμεις της τέχνης, κοντά στον έρωτα και το θάνατο. Η κρίση ανατροφοδοτείται από τις φήμες. Ιδιαιτέρως αυτές που τον αφορούν. Φήμες πως είχε τρελαθεί. Μετά, φήμες πως είχε πεθάνει. Έπειτα φήμες πως δεν υπήρξε ποτέ. Αυτές οι φήμες κόντευαν να τον εξαϋλώσουν. Μια καλή λύση είναι να φτάσει στο τίποτα, στην εκμηδένιση. Εκεί θα ακούει μόνο το βουητό της συνείδησής του. Άντε και των κλιματιστικών το πολύ πολύ. Πού εκεί όμως; Σοβαρότατο πρόβλημα χωροταξίας. Ποιος, πού, πότε, γιατί; Και – κυρίως – όλα αυτά, ποιος τα διηγείται; Μάλλον μια παλιομοδίτικη γραφομηχανή. Τα γράμματα επαναστατούν και χαράσσονται πάνω του. Κολλάν στη μούρη του. ‘Να ζήσεις σε ενδιαφέροντες καιρούς’. Και το μακάβριο έχει ένα ενδιαφέρον, δεν μπορείς να πεις. Οφείλεις να γνωρίζεις τον εχθρό σου. Επομένως ξεκινά να σκέφτεται τι είναι τελικά η κρίση. Η κρίση είναι σαν άμμος στο στόμα. Δεν μπορείς να τη φτύσεις, αν μείνει στο στόμα είναι αηδία και να την καταπιείς είναι πολύ κακή ιδέα. Στην κρίση πρέπει να είσαι έγχρονος. Να είσαι καλός μαζί της. Αλλιώς τη βιώνεις σαν μια εκτρέλλανση. Η κρίση είναι μια δολωμένη παγίδα. 40
Πρέπει να την αντιμετωπίζεις με ισχνές, αμελητέες υπεκφυγές. Η κρίση είναι εισβολή. Η πιο ανίερη, αισχρή παραβίαση της ιδιωτικότητάς σου. Ένα σμήνος από έννοιες της κρίσης έρχεται κατά πάνω του. Μπλα μπλα μπλα μπλα. Οι χρηματιστηριακοί δείκτες ανεβοκατεβαίνουν στο κεφάλι του όπως το αίμα. Ερειπωμένες κεντρικές αρτηρίες της πόλης, βουλωμένες μάλλον, και άδεια καταστήματα δίχως καμία περηφάνια. Και στη μέση αυτός με την κρίση, μόνιμο ακόλουθο, σκιά του. Η κρίση ευνουχίζει τον έρωτα. Ποιον έρωτα όμως; Ας μη γελιόμαστε άλλο με τις υποκρισίες. Ό, τι σε κάνει να νιώθεις ασφάλεια το πληρώνεις με μικρά ή μεγάλα κομμάτια της ελευθερίας σου. Και οι ερωτικές κρίσεις είναι σαγηνευτικές μα και ανυπόφορες. Η κρίση είναι μια σειρά από ακατανόητα, επαναλαμβανόμενα λόγια που διαλύουν την αξία της σιωπής. Μια σειρά από ξενύχτια, στοιβαγμένα πάνω στην ψυχική και κοινωνική υγεία. Η κρίση είναι το ίδιο, βαρετό μοτίβο. Η αποθέωση των λούμπεν, που ξαφνικά αποκτούν γνώμη και υπόσταση. Η ευκαιρία για να σου κουνήσουν το δάκτυλο όλο και περισσότεροι, όλο και πιο επιτακτικά. Μέχρι να παρατηρήσεις πως αυτοί, οι ίδιοι, δεν έχουν άκρες στα δάκτυλά τους. Η κρίση είναι ένας καλπασμός προς την απόγνωση. Τα συντρίμμια της αξιοπρέπειας. Αλλεπάλληλα προσωπεία και μάσκες. Μεταξύ ηδονής και αρετής να μην ξέρεις τι να διαλέξεις. Η κρίση είναι παθολογία. Του τριβελίζει το κεφάλι. Επιταχύνει τις καταρρεύσεις. Για μικρές, ασήμαντες αιτίες που δεν μπορούν να προσδιοριστούν. Ο εαυτός του πάει να εκραγεί. Η κρίση είναι επιδημία. Μια βροχή που θα μας γεμίσει αρρώστιες. Ένας βούρκος που κολλάς. Η κρίση είναι απάτη. Η θρυαλλίδα που φέρνει στην επιφάνεια αδιέξοδα, καλά κρυμμένους εαυτούς και παλιά προβλήματα. H κρίση δεν είναι τίποτα παρά ένα όνειρο. Κάτι το φυσιολο41
Αλέξανδρος Κατσής
γικά σωματικό. Είναι οι συσπάσεις, οι αντιδράσεις του εαυτού μας σε έναν κόσμο που δεν τον χωράει και παρ’ όλα αυτά του ζητάει όλο και περισσότερα. Δεν τον νοιάζει λοιπόν άλλο η κρίση. Το παιχνίδι αυτό το κερδίζει όποιος υποκριθεί πως ο αντίπαλός του δεν υπάρχει. Μεταμοντέρνο θέατρο σκιών. Ή θέατρο κρίσης. Αυτός όμως θα σπάσει τις συμβάσεις τούτης της παράστασης. Θα μαστιγώσει και θα υποτάξει τους ολοζώντανους εφιάλτες και τις σκιές... Και έτσι θα φτάσει νωρίτερα στο χαμό του. Και μαζί και στο τέλος της κρίσης.
43
ΓΙΟΛΑΝΤΑ [Ημιτελής δευτερομεσαιωνικός μύθος] Του Νίκου Κουνενή
Στον καιρό μου, τον οποίο οι περίπου συνομήλικοί μου σοφοί βάφτισαν Δευτερομεσαίωνα, υπήρχε μια όμορφη, παραθαλάσσια επαρχία της Νευρωνικής Παρασπονδίας, που την έλεγαν Γιολάντα. Το πολίτευμα της ονομαζόταν ΑΕΔ (Αναλογικώς Ενισχυμένη Δυοκρατία) και στην εξουσία εναλλάσσονταν δυο μεγάλα συγκόμματα, το κεντροεριστερό και το κεντραδέξιο. Οι ψηφοφόροι, εθισμένοι στην πολύχρονη εναλλαγή των δύο αυτών πολιτικών δυνάμεων στην εξουσία, διάλεγαν πότε τη μια και πότε την άλλη, παρέχοντάς της κατά περίπτωση τη μειοψηφία του 40% των ψήφων, η οποία μετατρεπόταν ως δι’ εκλογικής μαγείας στο 60% των εδρών του Εθνικού Κοινοβουρλίου. Τα υπόλοιπα συγκόμματα μοιράζονταν την πλειοψηφία του 60%, και τις λίγες κοινοβουρλευτικές έδρες που απέμεναν. Μία όμορφη φθινοπωρινή μέρα έγιναν στη Γιολάντα εκλογές, οι οποίες κατέληξαν σε θρίαμβο του βαρωνέτου Γάσπαρ του Τρίτου και σε δεινή ήττα του προηγούμενου πρωτογκουβερνάριου, εμίρη Αμ Ανλίκ του Δεύτερου, ανεψιού του πρώην πρωτογκουβερνάριου και προέδρου του Γιολαντικού Ακρατούς, εμίρη Αμ Ανλίκ του Πρώτου, που παλαιότερα είχε διαθεχθεί στην εξουσία τον Γάσπαρ τον Δεύτερο, πατέρα του Γάσπαρ του Τρίτου και γιου τού ακόμη παλαιότερου πρωτογκουβερνάριου, Γάσπαρ του Πρώτου. Ο μυώδης και επιβλητικός μυστακοφόρος Γάσπαρ ο Τρίτος, αρχηγός του συγκόμματος της Πανγιολαντικής Ουσιαλιστικής Παραμυθίας (ΠΑΟΥΠΑΡ) και πρόεδρος της Ουσιαλιστικής Διεθνούς, είχε κάνει μια εντυπωσιακή προεκλογική εκστρατεία, υποσχόμενος νευρώνια, πάρα πολλά νευρώνια για τους Πληβείους και τους Μεσαίους, και δεσμευόμενος πως θα πολεμήσει αμείλικτα τη γαργαρότητα και θα οικοδομήσει στη θέση της τον περιπόθητο ουσιαλισμό. Από την εποχή, άλλωστε, του ιδρυ44
τή του συγκόμματος, του αξέχαστου Γάσπαρ του Δεύτερου, το ΠΑΟΥΠΑΡ υποσχόταν πως θα εγκαθιδρύσει χωρίς χρονοτριβή τον ουσιαλισμό, και δήλωνε αποφασισμένο να στείλει μια για πάντα τη γαργαρότητα και τους συντηρητικούς εκπροσώπους της στο χιονοντούλαπο της Ιστορίας. Χωρίς να λυπηθεί ιδιαίτερα για την ταπεινωτική ήττα του, ο πρώην πρωθυπουργός και ηγέτης του συγκόμματος της Νόβα Ντεμ, Αμ Ανλίκ ο Δεύτερος, παρέδωσε στον θριαμβευτή βαρωνέτο τα κλειδιά του Μεγάρου Μινίμου. Αμέσως μετά αποσύρθηκε ανακουφισμένος στην έπαυλή του, στο παραθαλάσσιο προάστιο της Ρέιφ Άινα, που βρισκόταν λίγα χιλιόμετρα μακριά από την πρωτεύουσα, την πασίγνωστη ανά την υφήλιο για την αρχαία ιστορία της, Γλαυκοθέα. Όπως αποκάλυψαν ανωνύμως πολλοί στενοί συνεργάτες τού αποχωρούντος πολιτικού, αυτός δήλωνε πλέον αποφασισμένος να αποσυρθεί σ’ ένα βαθμό από τα εγκόσμια και να αφοσιωθεί στα αγαπημένα του χόμπι: το Ραχάτ, τη Νιρ Βάνα, τη Σπαρ Ι Λα και τα ατελείωτα Τσι Μπου Σι με τους αγαπημένους φίλους του, στα οποία τα εν αφθονία ρέοντα τσίπροου, ιούσκι και όζον επέφεραν αχαλίνωτα κέφια. Στη θέση του ηγέτη του συγκόμματος τον διαδέχτηκε ο κόντε Τζαμαμαρίλα ο Πρώτος, που κέρδισε καθαρά στη σχετική ψηφοφορία την αντίπαλό του λαίδη Δωροθέα Κογιάν. Η δυναμική Δωροθέα ήταν κόρη του πρώην πρωθυπουργού Σω Τακ του Πρώτου, μεγαλύτερη αδελφή του βουρλευτή Σω Τακ του Δεύτερου, μητέρα του μικρογκουβερνάριου της πόλης Κάρπερ Άιλαντ, Κογιάν του Τρίτου, ενώ είχε και η ίδια θητεύσει στο πόστο της μεσαιογκουβερνάριας της Γλαυκοθέας. Πεισματάρα, όπως και ο σχεδόν αιωνόβιος πατέρας της, η Δωροθέα δεν κατάφερε να χωνέψει την ήττα και ξεκίνησε τις ενέργειες για την δημιουργία ενός ακόμη γάργαρου συγκόμματος, όπως ακριβώς είχε κάνει παλαιότερα και ο θριαμβευτής αντίπαλός της, που για ένα διάστημα είχε αποχωρήσει από τη Νόβα Ντεμ και είχε ιδρύσει έναν βραχύβιο πολιτικό φορέα υπό τον τίτλο Πολιτική Καλοκαιρία (ΠΟΛΚΑ). Ο Τζαμαρίλα δήλωσε πως δεν τον ενδιαφέρουν οι κινήσεις της φευγάτης αντιπάλου του και όρισε ως συγκομματι45
κό ανθυπασπιστή του τον λόρδο Έιμπραχαμ Πουλ, κομψευόμενο πολιτικό, που είχε διατελέσει επίσης μεσαιογκουβερνάριος της πρωτεύουσας, πριν τον διαδεχτεί σε αυτή τη θέση ο άσπονδος φίλος του, δούκας Νίκι Τακ, πρώην και νυν μέλος της Νόβα Ντεμ και για ένα διάστημα ανθυπασπιστής του Τζαμαρίλα στην ΠΟΛΚΑ. Ο Πουλ είχε επίσης αποχωρήσει παλαιότερα από τη Νόβα Ντεμ, ιδρύοντας έναν ακόμη βραχύβιο πολιτικό φορέα, τους Ελεύθερους Γιάππ (ΕΛΓΙΑΠΠ). Γιός και εγγονός πρωθυπουργών, ο Γάσπαρ ο Τρίτος είχε εκπαιδευτεί από μικρός από τη μαμά του, τη Μαργκρέτε την Πρώτη (και τελευταία) πως έπρεπε κι αυτός να τιμήσει την οικογενειακή παράδοση και να εγκατασταθεί κάποτε θριαμβευτικά στο Μέγαρο Μινίμου. Γι αυτό άλλωστε δεν άσκησε στη ζωή του κανένα επάγγελμα πλην αυτών του βουρλευτή και υφουργού. Παρέλαβε λοιπόν πανευτυχής την εξουσία, και ανακοίνωσε στον λαό ότι όλα όσα είχε υποσχεθεί προεκλογικώς θα υλοποιηθούν στην πράξη και ότι η γαργαρότητα θα ξαναμπεί στο χιονοντούλαπο της Ιστορίας, από το οποίο είχε πολλές φορές αποδράσει κατά το παρελθόν. Λίγο καιρό αργότερα, όμως, άρχισε να τα γυρίζει και τελικά αποδείχτηκε και αυτός απολύτως συνεπής στα πατροπαράδοτα πολιτικά και οικονομικά έθιμα της Γιολάντας. Άφησε στην άκρη τις αναφορές στον ουσιαλισμό, και άρχισε να υποστηρίζει με περίσσιο πάθος όλα αυτά που κατηγορούσε με ανυπέρβλητο σθένος κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου. Ενημέρωσε τους πάντες πως το κράτος της Γιολάντας ήταν καταχρεωμένο και πως γι’ αυτό φταίει ο λαός, που πρέπει να τιμωρηθεί παραδειγματικά, πληρώνοντας από την τσέπη του για τη χασούρα και δίνοντας με αυτό τον τρόπο την ευκαιρία στους βασανισμένους από την οικονομική κρίση άρχοντες – μεγαλοεγχειρηματίες, τραπεζί και λαμόι-να ευημερήσουν και πάλι, προς όφελος της χώρας και του λαού. Ξεκαθάρισε επίσης πως αν και ο ίδιος παρέμενε φανατικός οπαδός του ουσιαλισμού, ήταν πλέον απολύτως αναγκαίο να επιβάλλει με αποφασισικότητα και πυγμή τη σκληρότερη γαργαρότητα που είχε γνωρίσει ποτέ ο τόπος και ολόκληρη η Παρασπονδία. 46
Για να μην αφήσει αμφιβολίες για τις προθέσεις του, ο Γάσπαρ έδωσε το χρίσμα του αντιπροέδρου του γκουβέρνου στον φοβερό και τρομερό Παγκαλάριο Σκορνταλία τον Δεύτερο, εγγονό του Παγκαλάριο Σκορνταλία του Πρώτου, που κατά το παρελθόν υπήρξε ένας από τους σκληρότερους δικτάτορες της Γιολάντας. Στα κρίσιμα οικονομικά υφουργεία και τη θέση του γκουβερνικού εκπροσώπου, ο βαρωνέτος τοποθέτησε στελέχη των διαβόητων ομάδων των Γιάππ και των Κηπούρ, που θεωρούσαν πως οι χώρες πρέπει να διοικούνται όπως οι δευτερομεσαιωνικές επιχειρήσεις, και πως οι εργαζόμενοι πρέπει να δουλεύουν πολύ, να πληρώνονται λίγο, και να κρατάνε το στόμα τους εντελώς κλειστό, εκτός, εννοείται, από τις ώρες που έτρωγαν, έπιναν, χασμουριώνταν, φταρνίζονταν ή ροχάλιζαν. Μπορούσαν επίσης να έχουν ανοιχτό το στόμα όταν φώναζαν συνθήματα υπέρ του ΠΑΟΥΠΑΡ και του ηγέτη του, ο οποίος ήταν δεινός ρήτορας της περίφημης σχολής των Σαρδάμι, στην οποία είχαν επίσης θητεύσει ο πρώην πρωθυπουργός και πρόεδρος του κυβερνώντος κόμματος Ντίνο Τερμίτι ο Πρώτος (και τελευταίος) και ο πρώην αρχηγός της Νόβα Ντεμ, Μίλτο Έβερμορ ο Πρώτος (και τελευταίος), απόγονος των Βαβάρι, που κάποτε κυβέρνησαν τη Γιολάντα, με τους βασιλείς Ότοκαρ και Αμαχάλια. Με αφορμή το δυσβάσταχτο εξωτερικό χρέος της χώρας, που πολλοί κάτοικοι της το απέδιδαν στην πολιτική της Παρασπονδίας (και, κυρίως, του γαραμανικού υπαργκουβέρνου, που ηγεμόνευε σ’ αυτήν) και των διεθνών κερδοσκοπί, άλλοι στα προηγούμενα γιολαντικά γκουβέρνα και οι περισσότεροι και στα δυο, η νέα ηγεσία της χώρας έλαβε την απόφαση να παραδώσει την δύστυχη Γιολάντα στη διαβόητη Τερατόικα, γνωστή στον κόσμο και ως «γάργαρο τέρας του παπιταλισμού». Η Τερατόικα ήταν ένας τρομερός ομιλών τεχνητός δράκος με τρία απανθρώπινα κεφάλια που ξερνούσαν φωτιά, λάβα και διαταγές, και εκτελούσε τις εντολές των τριών Μεγίστων Εταίρων που τη δημιούργησαν και την ενεργοποίησαν: της Νευρωνικής Παρασπονδίας, της Νευρωνικής Κεντράπεζας και του Ντι Ντι Τι, 47
Αλέξανδρος Κατσής
μιας κακόφημης οργάνωσης ειδικευμένης σε υποθέσεις κοινωνικής εντομοκτονίας. Η Τερατόικα και το γκουβέρνο της Γιολάντας υπέγραψαν το περίφημο Μινιμόνιο, σκοπός του οποίου ήταν το μινιμάρισμα των αποδοχών των φτωχών, ούτως ώστε αυτοί να πάψουν να ασχολούνται με τα χρήματα και να γίνουν παραγωγικοί σε νέους και μη ρυπογόνους τομείς, όπως η μετατροπή των περιττωμάτων τους σε παξιμάδια και των ούρων τους σε λευκό ξηρό οίνο. Το Μινιμόνιο καταργούσε επίσης ατύπως το Συνταγμάρ, τον θεμελιώδη νόμο της χώρας, και έδινε απεριόριστη εξουσία στην Τερατόικα, που υλοποιούσε με ζήλο τις εντολές των ηγετών των τριών Εταίρων, Ανχελίνα Μέγκελε, Ιωάννη Κλαύδιο Πλισέ και Δομίνικο Στρώσ’ τους Κατ’. Στη σχετική ιστορική ψηφοφορία που έγινε στο Κοινοβούρλιο, το Μινιμόνιο ψηφίστηκε από τους βουρλευτές του ΠΑΟΥΠΑΡ. Θετική ψήφο έδωσε επίσης η Δωροθέα Κογιάν, συμπληρώνοντας επισήμως την μινιμονιακή ενότητα που έμεινε γνωστή στην Ιστορία ως «Μέτωπο των Ντόουζιλογκ», ιστορική συνέχεια του κινήματος των Ντόουζιλογκ και Ταγκμάτ Ασφάλ που άνθησαν αρκετές δεκαετίες πριν, την εποχή που η Γιολάντα κατεχόταν από τους γαργάρους Ναραζί του Άρνολφ Πίχλερ, του Ζοζεφίνο Γκάιμπελ και του Χαρμάνιακ Γκάιριγκερ. Η περίφημη προπαγανδιστική θεωρία του δεύτερου, (κορωνίδα της οποίας υπήρξε το απόφθεγμα : «Το μισό του μισού του τετάρτου της αλήθειας είναι πειστικότερο από ένα ολόκληρο ψέμα») υιοθετήθηκε από την πλειονότητα των μεγάλων Τηλεβόων Ενημέρωσης της Γιολάντας, προσαρμοζόμενη ευφυώς στις νέες συνθήκες από τους περισσότερους ευφυείς και διάσημους τηλεβοολόγους. Στο ανεπίσημο Μέτωπο των Ντόουζιλογκ εντάχθηκε και η Νόβα Ντεμ, που καταψήφισε μεν αρχικώς το Μινιμόνιο, δήλωσε δε πως αν έρθει στην εξουσία θα το τηρήσει στα θεμελιώδη σημεία του, σεβόμενη τις ανειλημμένες υποχρεώσεις της χώρας προς την Τερατόικα. Τα κόμματα και οι οργανώσεις της Εριστεράς καταδίκασαν με αγανάκτηση τη συμφωνία και κάλεσαν 49
τον λαό να την ανατρέψει στους δρόμους, δρομολογώντας μια νέα έριδα με την Τερατόικα και την κατάπτυστη εξουσία των Ντόουζιλογκ. Η Τερατόικα επέβαλλε σκληρότατα μέτρα στην πλειονότητα των κατοίκων της Γιολάντας, μειώνοντας δραματικά τις αποδοχές των Πληβείων και των ραγδαίως πληβειοποιούμενων Μεσαίων και αυξάνοντας εντυπωσιακά τους φόρους, τα τέλη, τα διόδια σε άλογα, κάρα και άμαξες και τα κάθε λογής πρόστιμα και επιβάλλοντας πολλές ακόμη οικονομικές επιβαρύνσεις εις βάρος των δύσμοιρων κατοίκων της Παράσπονδης Επαρχίας. Το τέρας ωστόσο, δεν ήταν άδικο απέναντι σε όλους τους πολίτες της Γιολάντας. Ξεχώριζε τους άρχοντες και -θεωρώντας πως η ευημερία των τελευταίων ταυτίζεται με την ευημερία ολόκληρης της Επαρχίας αλλά και της Παρασπονδίας- τους επαινούσε και τους επιβράβευε με κάθε τρόπο, αντιδιαστέλλοντας τον μόχθο τους με την παροιμιώδη οκνηρία των απλών πολιτών, που εκτός των άλλων είχαν και το θράσος να ζητούν να πληρώνονται για τη δουλειά τους. Γι αυτό τον λόγο τόσο η Τερατόικα, όσο και οι γκουβερνώντες που εκτελούσαν τυφλά τις εντολές της, έπλεκαν καθημερινά το εγκώμιο των πρώτων, και κατηγορούσαν με κάθε τρόπο τους δεύτερους, ως πραγματικούς υπαίτιους της συμφοράς, οι οποίοι και θα έπρεπε να τιμωρηθούν παραδειγματικώς για το έγκλημά τους. Όπως δήλωσε άλλωστε με νόημα και ο υφουργός Εργασιακού Μπαχάλ, Τζιάνι Λεμπαρντίνι, ερμηνεύοντας της προθέσεις της Τερατόικας κατά των απλών εργαζομένων και ανέργων, «Δεν θα σας μείνει σάλιο!». Εννοούσε με αυτό πως τα σάλια των απεχθών αυτών κοινωνικών κατηγοριών θα κατάσχονταν και θα παραδίδονταν στους άρχοντες κάθε λογής, και κυρίως στους τραπεζί, που ενώ για πολλά χρόνια ήταν σαλιάρηδες, τώρα βίωναν μια περίοδο στοματικής αφυδάτωσης και υπέφεραν πάρα πολύ εξαιτίας της. Λόγω της άσχημης αυτής κατάστασης, μεγάλο μέρος του υψηλότοκου δανείου που επέβαλλε η Τερατόικα στη Γιολάντα- ύψους εκατοντάδων δισεκατομμυρίων κιλών σάλιου- στελνόταν από την Κεντράπεζα στους εγχώριους τραπεζί, ώστε να μπορέσουν να 50
ξεμπλοκάρουν το χρήμα, που είχε αρχίσει να σφηνώνεται στον λαιμό τους, δημιουργώντας τους αναπνευστική δυσφορία. Οι μήνες περνούσαν και οι κάτοικοι της χώρας καταλάβαιναν όλο και πιο πολύ πως η ζωή τους θα γινόταν πάρα πολύ δύσκολη. Έτσι λοιπόν, μέρα με τη μέρα θύμωναν, απεργούσαν και διαδήλωναν όλο και περισσότερο. Μα η Τερατόικα και η κυβέρνηση του Γάσπαρ αδιαφορούσαν για τη γενικευμένη αγανάκτηση και συνέχιζαν να παίρνουν όλο και περισσότερα μέτρα εναντίον των πληβείων και πληβειοποιημένων, που συνέχιζαν να θυμώνουν, και κατέκλυζαν πλέον καθημερινά την πλατεία Συνταγμάρ, η οποία βρίσκεται μπροστά από το κοινοβούρλιο. Οι υφουργοί και οι βουρλευτές των δυο μεγάλων κομμάτων φοβούνταν, πλέον, να κυκλοφορήσουν στο δρόμο γιατί όλο και περισσότεροι άνθρωποι τους έβριζαν, τους καταριόνταν και πετούσαν φαγώσιμα και άλλα υλικά (π.χ. πτύελα) εναντίον τους. Όμως η Τερατόικα και οι γκουβερνάριοι δεν πτοούνταν, και δήλωναν αποφασισμένοι να ολοκληρώσουν το έργο τους, φτωχαίνοντας όλο και περισσότερο τον λαό. Διαπιστώνοντας, ωστόσο, πως το γκουβέρνο εστερείτο πλέον κάθε ανοχής εκ μέρους της συντριπτικής πλειονότητας της κοινωνίας, οι Εταίροι επέβαλλαν τον σχηματισμό ενός νέου γκουβέρνου συνεργασίας, στο οποίο προίστατο ο διεθνής αρχιτραπεζί Λύκο Πάστορ- Ντίμον και το οποίο στήριζαν τα δυο μεγάλα κόμματα και το μικρότερο ουλτραδέξ κόμμα, ΠΑΟΣ (Πανγιολαντικός Ορθοπιστικός Συμπουπουλιασμός), του καθαρόαιμου γιολαντίνου πολιτικού Καρίμ Ζαφέρ. Ο ρόλος του υφουργού Οικονομικών δόθηκε στον μετέπειτα αρχηγό του ΠΑΟΥΠΑΡ, Βάν Βενζόλιο, ο οποίος κατάφερε λίγο αργότερα να εκθρονίσει τον φθαρμένο Γάσπαρ από την ηγεσία του συγκόμματος. Αλλαγές, εν τω μεταξύ, είχαν λάβει χώρα και στις ηγεσίες των δυο εκ των τριών Μεγίστων Εταίρων. Ο Δομήνικος Στρωσ’ τους Κατ’ κατηγορήθηκε για βιασμό, παραιτήθηκε από το Ντι Ντι Τι, και αντικαταστάθηκε από την Κριστίν Μπαρμπάρ, ενώ τη θέση του Ιωάννου Κλαυδίου Πλισέ στη Νευρωνική Κεντράπεζα ανέλαβε ο Μαριάνο Ντράγκον. 51
Σκοποί του νέου γκουβέρνου ήταν η απρόσκοπτη συνέχιση του μινιμονίου, της αποπληρωμής των στοκοχρεωλυσίων και της περαιτέρω μείωσης των εισοδημάτων των πληβείων. Για να διευκολύνουν το έργο του νέου γκουβέρνου και την επίτευξη των στόχων, οι Μέγιστοι Εταίροι αποφάσισαν αναδιάρθρωση και επιμήκυνση του χρέους της χώρας, το οποίο είχε φουσκώσει κι άλλο κατά τη διάρκεια του μινιμονίου, και με τον τρόπο αυτό το γιγάντωσαν περαιτέρω. Στόχος τους πλέον ήταν η σταδιακή μείωση του σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου, έτσι ώστε αυτό να φτάσει μετά από οκτώ έτη, εκεί ακριβώς όπου βρισκόταν όταν άρχισε η κρίση και επιβλήθηκε το μινιμόνιο. Εν τω μεταξύ η φτώχεια στη χώρα αποκτούσε διαστάσεις επιδημίας καθώς ένας στους τέσσερις κατοίκους έμειναν χωρίς δουλειά, και πολλοί χωρίς σπίτι, ενώ αυτοί που δούλευαν ακόμη είτε πληρώνονταν με τα μισά απ’ όσα έπαιρναν πριν, είτε δεν πληρώνονταν καθόλου, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να καλύψουν καν τις στοιχειώδεις ανάγκες τους, ούτε, βεβαίως, να πληρώνουν τους φόρους και τα κάθε είδους τέλη που όλο και αυξάνονταν. Σε ολόκληρη τη χώρα δημόσια θεραπευτήρια και σχολεία έκλειναν, και όσα έμεναν ακόμη σε λειτουργία δεν μπορούσαν να ικανοποιήσουν στοιχειώδεις ανάγκες, αφού στερούνταν και τα στοιχειώδη φάρμακα, υλικά, βιβλία κ.ά. Ταυτόχρονα, οι αυτοκτονίες στη Γιολάντα έφταναν σε ύψη πρωτοφανή. Εν μέσω του προφανούς αδιεξόδου, ο ανυπόμονος Τζαμαρίλα επέμεινε στο αίτημά του για διεξαγωγή πρόωρων εκλογών, προκειμένου να αναλάβει και αυτός τα ηνία της καθημαγμένης χώρας, όπως όριζε το άτυπο πρωτόκολλο της αέναης εναλλαγής των δυο μεγάλων συγκομμάτων εξουσίας της Γιολάντας. Οι εκλογές έλαβαν όντως χώρα στη χώρα, και η Νόβα Ντεμ τις κέρδισε, αν και με πολύ μικρό ποσοστό. Το ποσοστό του ΠΑΟΥΠΑΡ, ωστόσο, κατέρρευσε, καθώς οι απελπισμένοι ψηφοφόροι το τιμώρησαν, αναδεικνύοντας στη δεύτερη θέση έναν μικρό
52
μέχρι τότε σχηματισμό της Εριστερά. Ταυτόχρονα, το περιθωριακό, άλλοτε, σύγκομμα των Ουλτραδέξ Ναζιμπλόκ κέρδιζε ένα μεγάλο ποσοστό και έμπαινε με κάμποσους βουρλευτές στο Νομοθετικό Όργανο της Γιολάντας. Το αδιέξοδο ήταν προφανές. Επειδή όμως, όπως όλοι εντός και εκτός της χώρας γνώριζαν, στην Αναλογικώς Ενισχυμένη Δυοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα, τα δυο πρώην μεγάλα συγκόμματα, και μαζί τους το νεοπαγές κεντροεριστερό σύγκομμα, η επί της ουσίας νεοσυντηρητική Εριστερή Συνυπευθυνότητα του Φωτεινού Καουβέλ (το οποίο είχε αποσχιστεί από τον προαναφερθέντα σχηματισμό της Εριστερά), κατηγόρησαν τον τελευταίο (και σύμπασα την εντός και εκτός βουλής Εριστερά) για ανευθυνότητα έναντι των διεθνών υποχρεώσεων της χώρας προς την Τερατόικα και τους διεθνείς κερδοσκοπί. Οπότε, επιλέχθηκε η διεξαγωγή νέων εκλογών, οι οποίες ανέδειξαν με μικρή διαφορά πρώτη δύναμη την ελαφρώς ενισχυμένη Νόβα Ντεμ, δεύτερο- και υπερενισχυμένο, πλέον- τον σχηματισμό της Εριστεράς, αλλά και πάλι ισχυρό το σύγκομμα των Ουλτραδέξ Ναζιμπλόκ, που επί της ουσίας διατήρησε τη δύναμή του. Το γκουβέρνο συνεργασίας το οποίο προέκυψε, ανακουφίζοντας την ανησυχούσα Παρασπονδία και την Τερατόικα, περιλάμβανε, όπως και πριν, τα δυο πρώην μεγάλα συγκόμματα, και ένα τρίτο, αυτό του Φωτεινού Καουβέλ, που διαδεχόταν πλέον στη θέση του γκουβερνικού μπαλαντέρ το απαξιωμένο, πλέον, ΠΑΟΣ, το οποίο δεν κατάφερε να εισέλθει στο νέο κοινοβούρλιο. Στο μεταξύ η χώρα και η ανθρώπινη συνιστώσα της κατέρρεαν, καθώς η επιβεβλημένη από την Τερατόικα και τους εγχώριους υλοποιητές της πολιτική έφερνε ακριβώς τα αντίθετα αποτελέσματα από αυτά τα οποία οι ίδιοι βεβαίωναν πως ασφαλώς θα προέκυπταν. Ο λαός, εμβρόντητος και κατειλημμένος από συναισθήματα κατάθλιψης και οργής, παρακολουθούσε την πρωτοφανή καταστροφή, έβριζε, έκλαιγε και καταριόταν όλους εκείνους οι οποίοι, επινόησαν και εφάρμοσαν το γάργαρο αυτό οικονομικό πείραμα, που εκτός των άλλων, στόχευε επίσης στην τρομοκράτηση και συμμόρφωση και των υπολοίπων χωρών του 53
Παρασπονδιακού νότου, οι οποίες είχαν ήδη αρχίσει με τη σειρά τους να βιώνουν τις πτυχές του πρωτοεφαρμοζόμενου στην Γιολάντα σχεδίου του «αργού θανάτου». Τότε (Στο σημείο αυτό, ο Ανώνυμος μυθογράφος διέκοψε την αφήγησή του. Ουδείς έμαθε ποιος ήταν ο λόγος. Ως απλώς αντιγραφέας του δευτερομεσαιωνικού αυτού μύθου, τον οποίο απλώς απέδωσα στη γλώσσα μας, δεν μπορώ να γνωρίζω αν η έκβαση αυτής της μικρής ιστορίας υπήρξε τελικώς αίσια ή απαίσια για τους κατοίκους της άτυχης Γιολάντας. Θέλω να πιστεύω πως συνέβη το δεύτερο, και αυτό έγινε δυνατό ένεκα της αποφασιστικότητας των αφυπνισθέντων, επί τέλους, γιολαντίνων, νοτιοπαρασπονδιακών και λοιπών ομοιοπαθών συνανθρώπων τους, όπου γης. Και είναι μάλλον η πρώτη φορά που η εύκολη λύση -το πιθανό χάπι εντ του απλού αυτού μύθου- ούτε φτηνή φαντάζει στα μάτια μου, ούτε και με χαλάει, καθ’ οιονδήποτε τρόπο).
54
Ο ΜΕΣΣΙΑΣ Του Βαγγέλη Μπέκα
Τριάντα δύο χρονών μαντράχαλος και δεν έχω δουλέψει ποτέ. Δεν χρειάστηκε. Σπουδές, βέβαια, έκανα και με το παραπάνω. Ξεκίνησα με Οικονομικά, το γύρισα στη Διαφήμιση, αλλά πτυχίο κατάφερα να πάρω μόνο στη Δημιουργική Γραφή. Δέκα ολόκληρα χρόνια μου πήραν όλα αυτά στη Νέα Υόρκη. Κι όταν γύρισα επιτέλους πίσω στην πατρίδα, έφερα στις αποσκευές μου την Κρίση, και οι φίλοι μου άρχισαν να μεταναστεύουν για ένα καλύτερο αύριο. Oι παιδικοί μου φίλοι. Οι φίλοι που είχα στους Αμπελόκηπους, πριν μετακομίσουμε στη Φιλοθέη. Ο πατέρας μου ήταν εργολάβος, τις πρώτες μεγάλες δουλειές τις ανέλαβε τη δεκαετία του ’90, και με τους Ολυμπιακούς απογειώθηκε. Είναι πλέον συνταξιούχος. Εκατομμυριούχος συνταξιούχος. Είχε φίλους υψηλά ιστάμενους ο πατέρας και κάρτα στο κόμμα από το ’81 και πληροφορίες από μέσα την κατάλληλη στιγμή. Τα μετρητά πρόφτασε και τα έβγαλε έξω έγκαιρα, άγχος δεν έχει. Θυμάμαι την ημέρα που ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε απ’ το Καστελόριζο ότι μπήκαμε στο ΔΝΤ, ο πατέρας με κάλεσε στο γραφείο του και μου είπε πως έγραψε στο όνομά μου μια πολυκατοικία στο Νέο Ψυχικό. Πενταόροφη. Όλη δική μου. Αλλά αυτό δεν θα με βοηθούσε να γίνω συγγραφέας. Είχα ήδη δεχτεί 23 απορριπτικές επιστολές και για αυτοέκδοση ή μεσολάβηση του πατέρα δεν ήθελα να ακούσω κουβέντα. Ό,τι έκανα θα το έκανα με την αξία μου. Την κατάρα μου να ’χεις να ζεις σε ενδιαφέρουσα εποχή, έλεγε η παλιά κινέζικη παροιμία, αλλά εγώ ζούσα λες και ήμουν σε άλλη εποχή. Ο καθένας ένιωθε την Κρίση στο πετσί του, είχε το υλικό για ένα σπουδαίο μυθιστόρημα, αλλά όχι εγώ. Πώς θα έγραφα το συναρπαστικό έργο που θα αφορούσε την εποχή, το έργο που πάντα ονειρευόμουν; 55
Αλέξανδρος Κατσής
Στην αρχή άρχισα να πηγαίνω για έρευνα στα συσσίτια και στις πορείες, να φωτογραφίζω, να κρατώ σημειώσεις. Μα γρήγορα κατάλαβα πως αυτό δεν αρκούσε. Άλλο πράγμα το βίωμα, άλλο παρατηρητής. Αν δεν ξόρκιζα από πάνω μου τις αμαρτίες του πατέρα, πώς θα γινόμουν άνθρωπος του πνεύματος; «Θα τον σκοτώσω!» «Σιγά μη σκίσεις κάνα καλσόν», μου είπε η Τζένη το βράδυ της θείας φώτισης σε κάποιο μπαρ του κέντρου. Κατέβηκα και με τους αγανακτισμένους στην πλατεία Συντάγματος. Χωρίς φωτογραφική μηχανή, χωρίς σημειωματάριο. Κατέβηκα για να ζήσω. Γνώρισα άνεργους, χρεοκοπημένους, υποψήφιους αυτόχειρες. Ένα μυθιστόρημα η ζωή του καθενός, όχι όμως η δική μου. Εκείνα τα βράδια έμενα άγρυπνος ώς αργά και με τα πολλά αποφάσισα να δωρίσω ένα διαμέρισμα από την πολυκατοικία του Ψυχικού στη μικρότερη αριστερή οργάνωση της χώρας. Ήταν το λιγότερο που μπορούσα να κάνω για τον κοινό αγώνα. Πήγα, έψαξα, βρήκα την οργάνωση που είχε λάβει τις λιγότερες ψήφους στις εκλογές, κι έβαλα συμβολαιογράφους και τα κανονίσανε. Παρ’ όλα αυτά, το επόμενο πρωί εξακολουθούσα να αισθάνομαι χάλια. «Θα τον σκοτώσω!» «Πιες τουλάχιστον πρώτα το ουίσκι σου», μου είπε η Τζένη την ημέρα της θείας φώτισης αποτελειώνοντας το δικό της. Μάζεψα όλα τα ρούχα μου, τα πανάκριβα ρούχα και παπούτσια μου, και τα πήγα σε μια εκκλησία να τα μοιράσουν στους φτωχούς. Για αντάλλαγμα πήρα από εκεί ό,τι παλιόρουχα βρήκα. Τα φορούσα και κατέβαινα στο κέντρο να αναμειχθώ με το πλήθος, να ξεχάσω. «Θα τον σκοτώσω!» «Σκάσε επιτέλους, σε βαρέθηκα…» Ντρεπόμουν. Ντρεπόμουν που τον είχα πατέρα, που συνέχιζε να γλεντοκοπά με τους διεφθαρμένους του φίλους λες και δεν συνέβαινε τίποτα· που είχα ολόκληρη πολυκατοικία στο Ψυχικό, που για γενέθλιο δώρο μου πήρε πενήντα χιλιάδες ευρώ σε 57
γερμανικά ομόλογα. Ήθελα να βοηθήσω όλους τους απολυμένους, τους χρεοκοπημένους, αλλά δεν ήξερα πώς. Στους ζητιάνους έδινα εικοσάευρα, στα μπαρ κερνούσα συνεχώς, δάνειζα λεφτά σε αγνώστους. «Το μόνο που θέλω είναι να κάνω τον κόσμο χαρούμενο». «Σκοτώνοντας τον πατέρα σου δεν νομίζω… Εκτός αν έχεις πατέρα πολιτικό!» Ναι, ήθελα να κάνω τον κόσμο χαρούμενο, να δει με αισιοδοξία το αύριο, να χορέψει και πάλι συρτάκι με τον Ζορμπά. Αυτός ήταν πλέον ο στόχος μου. Είχα βρει επιτέλους το δικό μου, το απόλυτο μυθιστόρημα, αλλά θα το έγραφα αφότου το ζούσα. Ένα απ’ τα πρώτα που σκέφτηκα εκείνο το βράδυ της θείας φώτισης που τρέκλιζα στην μπάρα ήταν να φύγω για το Άγιο Όρος. Το πήρα πίσω μετά το πέμπτο ουίσκι. Ποιος αναχωρητής έκανε τον κόσμο χαρούμενο; Μήπως να γινόμουν επαναστάτης; Τρομοκράτης εκδικητής; Ή μήπως να χάριζα όλη την περιουσία μου σε κάποια φιλανθρωπική οργάνωση; «Είσαι τρελός;», πετάχτηκε η Τζένη και με σκούντησε να συνέλθω. Καθόταν δίπλα μου στην μπάρα και με κοιτούσε με το φλεγόμενο απ’ το ποτό βλέμμα της. Τριανταπεντάρα χορεύτρια σε ένα club που έκλεισε προσφάτως, μελαχρινή και πρόστυχη, γεμάτη τατουάζ και με σκουλαρίκι στη γλώσσα. Πριν από δύο ώρες την είχα γνωρίσει σε εκείνο το μπαρ. «Θες πολύ να κάνεις τον κόσμο χαρούμενο;», μου είπε. «Όσο τίποτα…», αποκρίθηκα. «Δεν μπορώ να αντέξω τα μίζερα πρόσωπά τους, παντού, όπου κι αν γυρίσω, με κοιτούν λες και φταίω εγώ!» «Λοιπόν… σκέφτηκα κάτι», μου είπε και με κοίταξε λοξά αδειάζοντας με μια γουλιά το ποτήρι της. «Βέβαια είναι κάτι που θα έχει αποτέλεσμα μόνο στον μισό πληθυσμό…» Την κοίταξα απορημένος και είπα: «Είναι μια αρχή…» Με τράβηξε απ’ το χέρι και κλειστήκαμε στις γυναικείες τουαλέτες και άνοιξε τα πόδια της, σήκωσε πάνω τη φούστα της, 58
εσώρουχο δεν φορούσε. Τα πόδια της σφριγηλά και καλλίγραμμα και ένας ήλιος τατουάζ ήταν ζωγραφισμένος γύρω απ’ το ξυρισμένο μουνί της. Κοίταξα μέσα της και είδα το φως το αληθινό και έπειτα γύρισα σ’ εκείνη λυτρωμένος. «Τι με κοιτάς σαν βλάκας», μου είπε, «δεν θες να με κάνεις χαρούμενη; Γλείψε!» Από τότε ξεκίνησα να τριγυρνώ σε μπαρ και καφέ, σε παραλίες, γυμναστήρια και κολυμβητήρια, με ή χωρίς την Τζένη, αναζητώντας να θυσιαστώ για ένα τους χαμόγελο, να προσφέρω ηδονή. Να πετάξω στα σκουπίδια τη δική μου απόλαυση, να σκύψω, να υποταχτώ, να γλείψω για να δώσω χαρά σ’ εκείνες. Δεν θα έπλενα τα πόδια τους, δεν θα χρησιμοποιούσα καθόλου χέρια. Θα πρόσφερα τη γλώσσα μου, ηδονής ναρκωτικό, να ταξιδέψουν στη νιρβάνα του οργασμού. Ποτέ μου δεν θα έγραφα το μυθιστόρημα που ονειρευόμουν, δεν είχα το ταλέντο, καιρός ήταν να το παραδεχτώ. Η γλώσσα της θείας φώτισης με έχρισε όμως Μεσσία.
59
H ΚΑΒΑΝΤΖΑ Της Μαρίας Ξυλούρη
Την βρήκε κουρασμένη κάτω από το προσεκτικά απλωμένο μακιγιάζ της. Παρόλα αυτά, διαπίστωσε με ανακούφιση, η Ρένια δεν του γκρίνιαξε για την κρίση, δεν του ξεδίπλωσε τη δική της εκδοχή του συλλογικού δράματος. Θα είχε κάθε δικαίωμα να το κάνει, προφανώς, και θα την άκουγε –τι άλλο να έκανε;– όμως τόσες μέρες στην Ελλάδα τον είχε εξουθενώσει η διαρκής επανάληψη απ’ όλους τους φίλους του της ίδιας ιστορίας σε μικροπαραλλαγές. Αισθανόταν ένοχος που δυσφορούσε, αυτός που είχε την πολυτέλεια να παριστάνει απλώς τον ακροατή. Καθόταν, λοιπόν, και τους άκουγε, κι έπαψε να προσπαθεί να τους κεράσει τον καφέ, τους πλήγωνε, τους ενοχλούσε. Η Ρένια, αντιθέτως, έμοιαζε συνειδητά να προσπαθεί να στρέψει τη συζήτηση σε πιο ανώδυνα θέματα· του έλεγε για τις σειρές που κατέβαζε απ’ το ίντερνετ. Δεν πολυασχολούνταν με αυτά ο Στέλιος, μόνο τους τίτλους ήξερε, την άκουγε πάντως. Του είχαν πει κι άλλοι γι’ αυτήν ότι έμοιαζε να έχει κλειστεί στο καβούκι της· δεν την έβλεπαν συχνά, δεν ήξεραν τι της συνέβαινε, αν της συνέβαινε κάτι. Ακούγοντάς τους έμεινε με την αίσθηση μιας ανησυχίας που ακόμα δεν της είχαν δώσει συγκεκριμένη μορφή, πάντως υπήρχε, χτιζόταν. «Τα παιδιά μου είπαν ότι έχεις χαθεί», αποτόλμησε να της πει· ήθελε να μάθει αν υπήρχε όντως λόγος ανησυχίας –ή μάλλον ήθελε να βεβαιωθεί ότι δεν υπήρχε. «Όλοι χαμένοι είμαστε», του είπε. «Ας πούμε, η Κλαίρη –εννιά στις δέκα φορές που θα της τηλεφωνήσεις για να βγείτε δεν θα δεχτεί. Δεν έχει λεφτά, οπότε δεν μπορεί να έρθει για φαγητό, ούτε για καφέ, και δεν δέχεται να την κερνάνε συνέχεια οι άλλοι, στο κάτω-κάτω κι αυτοί ζορίζονται. Ούτε να της δανείζουν λεφτά θέλει, και το καταλαβαίνω αυτό – οπότε από ένα σημείο και μετά σταματάνε κι αυτοί να της τηλεφωνούν για να μην τη φέρουν σε δύσκολη θέση ή επειδή θεωρούν δεδομένο ότι δεν 60
θα έρθει, και μετά είναι εύκολο να την ξεχάσουν, να μην τους περάσει καν απ’ το μυαλό να της τηλεφωνήσουν, ξέρεις πώς πάνε αυτά. Κι ο Παύλος–» «Τα ξέρω όλα αυτά», τη διακόπτει. «Εσύ όμως;» Η Ρένια κοίταζε πότε τα δάχτυλά της στο τραπέζι και πότε τον Στέλιο, σα να προσπαθούσε ν’ αυτοσχεδιάσει μια εξήγηση. Τελικά είπε, «Εγώ έχω βαρεθεί τις συζητήσεις για την κρίση, έχω βαρεθεί όλη αυτή τη δυστυχία, έχω βαρεθεί να βλέπω τον Παύλο να πληρώνει τον καφέ του με εικοσαρικάκια και πενηνταράκια και να τον ακούω να λέει ότι έρχεται ο Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος –προσπαθώ να τ’ αφήσω απ’ έξω όλα αυτά, να φτιάξω μια σαπουνόφουσκα και να κλειστώ μέσα». «Παλιά σε θυμόμουν στις πορείες–» «Ξέρεις πότε σταμάτησα να πηγαίνω; Πέρυσι στο Σύνταγμα είδα πρώτη μούρη το παλιό μου αφεντικό να ουρλιάζει για δικαιοσύνη. Εκείνο το λαμόγιο που ήθελε να μου φάει την αποζημίωση. Ξέρω κόσμο στην εταιρεία, Στέλιο. Διαδήλωνε τάχα μου αγανακτισμένος αυτός που είχε τους υπαλλήλους του απλήρωτους τρεις μήνες και ήθελε να τους απολύσει εικονικά για να του δουλεύουνε με το επίδομα ανεργίας κι ό,τι ψίχουλα ήθελε να τους δώσει. Κλαίγεται ότι δεν έχει να ταΐσει το παιδί του κι ωστόσο την αυτοκινητάρα του και τη σπιταρόνα του την έχει. Και πρώτη μούρη λοιπόν εκεί να παριστάνει τον καμπόσο, τον επαναστάτη. Αυτός που σε κάθε υπάλληλο έλεγε έτσι και τολμήσεις ν’ απεργήσεις, θα σ’ απολύσω. Μου ’ρθε να ξεράσω. Σηκώθηκα κι έφυγα. Ποιος ξέρει πόσα τέτοια λαμόγια ήτανε εκεί πέρα ανάμεσα στους ίδιους τους ανθρώπους που κλέβανε. Σιχάθηκα». Ήταν να πάνε από του Παύλου μετά, να δούνε όλοι μαζί τ’ αποτελέσματα των εκλογών. «Να σου πω, δεν έχει νόημα», του είπε η Ρένια, και πήγανε στο σπίτι της, όπου κατέληξαν να γαμιούνται στον καναπέ της· ήδη πριν στεγνώσει το πρώτο φιλί, όταν ακόμα ο Στέλιος ασχολούνταν με το λύσιμο της κορδέλας που τύλιγε το φόρεμά της γύρω απ’ τη μέση της, ήξερε ότι η 61
πράξη δεν θα είχε επανάληψη, ότι είχαν φτάσει ως εδώ απλώς και μόνο για να μη μπουν στη διαδικασία να βάλουν τηλεόραση. Άνοιξε τα μάτια του και πρόλαβε για λίγο, αλλά για ένα λίγο που του ήταν αρκετό, τα δικά της μάτια καρφωμένα σ’ έναν αόρατο αστερισμό στο ταβάνι. Ακόμα κι αν η Ρένια εξερευνούσε μια πιθανότητα, την είδε να πεθαίνει πριν καν εκείνη διορθώσει το βλέμμα της και το γυρίσει καταπάνω του. Ίσως θα έπρεπε να λυπηθεί γι’ αυτό. Το σεξ καθεαυτό δεν ήταν τίποτα αξιομνημόνευτο, ούτε καν τόσο κακό ώστε να το χαράξει στο μυαλό του ως έναν μικρό ιδιωτικό εξευτελισμό ανάμεσα στους άλλους του ερωτικού του ρεπερτορίου. Μερικά πράγματα καταδικάζονται στη λήθη από την ίδια τους τη μετριότητα και μόνο. Η Ρένια σηκώθηκε και πήγε στην τουαλέτα. Μια μέρα, σκέφτηκε ο Στέλιος, δεν θα μπορούσε καν να θυμηθεί την αίσθηση του δέρματός της στα δάχτυλά του, δεν θα μπορούσε καν να θυμηθεί ότι είχε περάσει τα δάχτυλά του από πάνω της: το ξεχνούσε ήδη πριν την αγγίξει, έσβηνε τα ίχνη του πριν τα δημιουργήσει· οι πράξεις του εμπεριείχαν την αναίρεσή τους. Σκέφτηκε ότι ίσως κάθε πράξη να εμπεριέχει την αναίρεσή της –την αναίρεσή της ως δυνατότητα, έστω. Προσπαθούσε να εντοπίσει τη ρωγμή στο συλλογισμό του όταν ξανάρθε η Ρένια. Είχε φορέσει ένα φαρδύ μπλουζάκι, μάλλον κάποιου γκόμενου κι όχι δικό της. Το σπίτι της, πρόσεξε τώρα ο Στέλιος, έμοιαζε φθαρμένο. Παλιά έρχονταν εδώ όλοι για καφέ και ντολμαδάκια και τους φαινόταν τόσο τέλειο, τόσο υπέροχα τέλειο· όλοι οι άλλοι έμεναν είτε στο νοίκι είτε στο πατρικό τους· η Ρένια είχε δικό της σπίτι και τη ζήλευαν, πόσο τη ζήλευαν. Τα παντζούρια ήταν παλιά ήδη από τότε, με τη διαφορά ότι τότε δεν είχε σημασία. Άντεχαν ακόμα και τη ζέστη –το διαμέρισμα ήταν στον τελευταίο όροφο, ψυγείο το χειμώνα, φούρνος το καλοκαίρι. 62
Θεοδοσία Ζαμπάκα
Στις βιβλιοθήκες είχε μαζευτεί σκόνη· μέτρησε τουλάχιστον τέσσερα ζευγάρια παπούτσια παρατημένα σε διαφορετικές μεριές. Η Ρένια τον είδε που κοιτούσε γύρω. «Έχω να κάνω φασίνα κάτι μήνες, ναι», του είπε. «Κοιμόμουν με υπνωτικά, αλλιώς παράδερνα στο κρεβάτι για ώρες. Δεν παλεύεται άλλο αυτό το πράμα, ειλικρινά. Λένε ότι έχουν ανέβει οι αυτοκτονίες. Εμένα δεν με ξαφνιάζει. Με ξαφνιάζει που δεν είναι περισσότερες. Με τόσες τηλεοράσεις ανοιχτές να ξελαρυγγιάζονται κάθε βράδυ θα περίμενα να πέφτουμε ομαδόν απ’ τις ταράτσες και τα μπαλκόνια. Γιατί πες η συμφορά αντέχεται, το παίρνεις απόφαση και συνεχίζεις όπως μπορείς. Αλλά αυτή η διαρκής αναμονή –όχι σήμερα θα χρεοκοπήσουμε, όχι αύριο. Λες κι είσαι θανατοποινίτης και κάθε φορά που σε δένουν στην ηλεκτρική έρχεται η αναβολή. Την τελευταία στιγμή, πάντα την τελευταία στιγμή. Θα έλεγε κάποιος ότι έτσι συνηθίζεις κι αδιαφορείς. Κάθε επανάληψη της διαδικασίας σε βρίσκει πιο ήρεμο, όχι μόνο επειδή την έχεις ξαναζήσει αλλά κι επειδή πλέον είσαι σίγουρος ότι κι αυτή τη φορά θα τη γλιτώσεις στο παρά ένα. Αλλά δεν πιστεύω ότι είναι έτσι. Ξεχνούν να υπολογίσουν το φόβο. Κι αν αυτή η φορά είναι η φαρμακερή; Τα νεύρα μου είναι κουρέλια. Σχεδόν παρακαλάω να γίνει ό,τι είναι να γίνει τώρα, γρήγορα, να τελειώνουμε επιτέλους. Γιατί και τώρα δυστυχισμένοι είμαστε και χρεοκοπημένοι. Χειρότερα τώρα, όμως, γιατί ξέρουμε ότι έχει κι άλλο ακόμα να πέσουμε. Λες και μας έχουνε ρίξει σ’ ένα πηγάδι δεμένους με σχοινί. Μπροστά στα μάτια μας αδυνατίζει και τρίβεται –πόσο ακόμα; Κι όταν κοπεί ολότελα πόσα μέτρα θα μένουν ακόμα να πέσουμε;» Όση ώρα του μιλούσε, ο Στέλιος είχε επικεντρωθεί στους ήχους απ’ το διπλανό διαμέρισμα. Στην πόρτα που άνοιξε κι έκλεισε, στα βήματα. Οι γείτονες έβαλαν την τηλεόραση δυνατά. Μιλούσαν για τα έξιτ πολ. Δεν ήξερε τι να της πει. Η Ρένια προφανώς θεώρησε ότι προσπαθούσε να αρπάξει ό,τι μπορούσε για τα αποτελέσμα64
τα απ’ τους δίπλα. Κούνησε το κεφάλι κι έψαξε το τηλεκοντρόλ να ανοίξει και τη δική της τηλεόραση. «Φαντάζομαι εσένα σ’ ενδιαφέρει αυτή η κατάσταση. Δεν τη ζεις κάθε μέρα». Είχε περάσει τον καιρό του στην Αθήνα πηγαίνοντας από καφετέρια σε καφετέρια κι από μπαράκι σε μπαράκι κι από σπίτι σε σπίτι να μαζέψει τις αφηγήσεις δυστυχίας των Ελλήνων φίλων του για να δώσει στους Άγγλους φίλους του πλήρες ρεπορτάζ της κρίσης επιστρέφοντας. Προσπαθούσε να καταλάβει. «Στις προηγούμενες εκλογές οι γείτονες παίζανε τέρμα την Παντιέρα Ρόσα λες κι είχε γίνει επανάσταση», του είπε η Ρένια με τα μάτια καρφωμένα στ’ αποτελέσματα. «Δεν βλέπω να πανηγυρίζουν απόψε». Όσο πλησίαζαν οι δεύτερες εκλογές, φίλοι και συγγενείς του τηλεφωνούσαν από την Ελλάδα για να τον ρωτήσουν πώς θα γινόταν να καταθέσουν τα χρήματά τους στην Αγγλία. Κάποιοι τον είχαν παρακαλέσει ακόμα και να τα καταθέσουν στο δικό του λογαριασμό για να τους τα δώσει αργότερα. Ο λογαριασμός του ήταν ούτως ή άλλως φουσκωμένος: είχε φροντίσει ο πατέρας του γι’ αυτό το φθινόπωρο, όταν επί μία βδομάδα η χώρα έψαχνε πρωθυπουργό και πρωθυπουργό δεν έβρισκε· ο πατέρας τότε φρόντισε να μεταφέρει ό,τι χρήματα του είχαν απομείνει στον λογαριασμό του Στέλιου· στον δικό του λογαριασμό στην Ελλάδα άφησε μόνο ένα δεκάρικο για ώρα ανάγκης. Ακόμα κι από μακριά, η αποφορά του πανικού τον έφτανε και τον έπνιγε. Στις προηγούμενες εκλογές δεν μπόρεσε να κατέβει για να ψηφίσει. Ήρθε σ’ αυτές για να εξιλεωθεί, και, παρότι ψήφισε, ακόμα αισθανόταν ένοχος: εκείνος είχε φύγει από πολύ νωρίς, πολύ πριν ξεσπάσει όλο αυτό το πράγμα που τους πλάκωνε. Η κρίση. Ο Παύλος του είπε ότι ίσως κακώς είχε έρθει να ψηφίσει· είχε διαχωρίσει τη θέση του προ πολλού, είχε αποκόψει τη μοίρα του από τη μοίρα της χώρας, γιατί με την επιλογή του να αποφασίσει για όλους τους; Ας έμενε εκεί που ήταν, αμέτοχος. Το αποτέλεσμα έμοιαζε αρκετά ξεκάθαρο. Η Ρένια σηκώθηκε κι έφερε κρασί. 65
«Το χειρότερο», του είπε, «είναι ότι δεν έχουμε πιάσει πάτο ακόμα τελικά. Έχουμε να δούμε πολλά». «Και γιατί δεν φεύγεις;» Κούνησε το κεφάλι της. «Έχω το σπίτι εδώ». Σ’ αυτό το σπίτι είχε μεγαλώσει, με τη γιαγιά της· τα ντολμαδάκια αυτή της τα είχε μάθει. Το κληρονόμησε όταν πέθανε. Μικρότεροι τη ζήλευαν που ζούσε δίχως κανέναν στο κεφάλι της, μόνη της, ό,τι ήθελε έκανε. Μπορεί, αν αυτό το σπίτι δεν ήταν το μόνο που είχε να τη δένει με κάτι –πες το οικογένεια, πες το πατρίδα–, να το έπαιρνε πιο εύκολα απόφαση να φύγει. «Το σκέφτηκα πολύ», του είπε μετά. «Να μείνω, να φύγω. Άμα είχα πάρει το πτυχίο μπορεί και να έφευγα. Ή αν ήμουν ακόμα εικοσιπέντε. Ή αν είχα σπουδάσει έξω. Αλλά τελικά αποφάσισα πως δεν το μπορώ. Οπότε, θα μείνω. Πήρα τα μέτρα μου και θα μείνω». «Τα μέτρα σου;» Υπέθετε ότι θα του έλεγε πως έβγαλε τις οικονομίες της έξω ή κάτι αντίστοιχο. Του είπε: «Έχω καβάντζα», κι ο Στέλιος απέμεινε να την κοιτάζει προσπαθώντας να καταλάβει. Άφησε το ποτήρι της στο τραπεζάκι, σηκώθηκε και του έκανε νόημα να την ακολουθήσει στην κουζίνα. Στην κουζίνα η Ρένια άνοιξε το μεγάλο εντοιχισμένο ντουλάπι –τροφοθήκη το έλεγε, το θυμόταν καλά ο Στέλιος από την αρχαιολογία της φοιτητικής τους ζωής–, έκανε στη άκρη και τον άφησε να δει, να εξετάσει και να εγκρίνει. Η τροφοθήκη περιείχε πολλά κουτιά γάλα εβαπορέ, υπερβολικά πολλά, σκέφτηκε ο Στέλιος, πριν διαπιστώσει ότι όλα εκεί μέσα ήταν υπερβολικά πολλά –ζαμπονάκια ζβαν, εκείνα που οι περισσότεροι της παρέας σιχαίνονταν να φάνε από τότε που ο Παύλος τους είπε ότι μύριζαν ακριβώς όπως οι κονσέρβες που τάιζε τη γάτα του, τη Μισιρλού, τόνος σε κονσέρβες, εύθραυστες στοίβες η μία δίπλα στην άλλη, ρύζι, υπερβολικά πολύ ρύζι, λευκό, καστανό, άγριο, ζάχαρη, μακαρόνια, ροδάκι 66
να κομπόστα, μαρμελάδες, ρεβύθια, φασόλια, φακές, ουίσκι, βότκες, κοκακόλες και λεμονάδες, παξιμάδια, μπισκότα, πελτέδες και ντομάτες κονκασέ, μανιτάρια, αμπελόφυλλα στην άλμη, το ένα βάζο δίπλα στ’ άλλο. Πριν βρει κάτι να πει, η Ρένια άνοιξε και το δεύτερο ντουλάπι: χαρτιά υγείας, σερβιέτες, κεριά, σπίρτα, απορρυπαντικά σε μεγάλες συσκευασίες, σιρόπι για το βήχα, παυσίπονα, σαμπουάν, αφρόλουτρα, πλάκες σαπουνιού, οινόπνευμα, βαμβάκι, φιαλάκια υγραερίου, λάμπες, προφυλακτικά, μπαταρίες, φτηνά μπλε τετράδια, ξύστρες, μολύβια, στιλό, γομολάστιχες, καπνοσακούλες, χαρτάκια, φιλτράκια, και πολλά πακέτα τσιγάρα. Τα μάτια του δεν άντεχαν άλλο. «Βρήκα μια λίστα σ’ ένα σάιτ –τι ν’ αποθηκεύσεις σπίτι σου για την περίπτωση της χρεοκοπίας». Είχε δώσει ένα σημαντικό μέρος των οικονομιών της για να εξοπλιστεί με όλη τη λίστα. Είχε αυτοσχεδιάσει και λίγο. Οι υπόλοιπες οικονομίες της, του είπε, ήταν ελβετικά φράγκα σ’ ένα σακουλάκι τροφίμων στην κατάψυξη, πίσω από μπριζόλες, κιμάδες, αρακά και φασολάκια. Αυτό μετά από πολλά βράδια που τα είχε περάσει στριφογυρνώντας στο κρεβάτι, άυπνη μ’ ένα άγχος που δεν εννοούσε να υποχωρήσει. Ντρεπόταν να τ’ αγοράσει όλα μαζεμένα, ανησυχούσε ότι θα τη ρωτούσαν τι τα ήθελε και θα την έπαιρναν για τρελή, κι ακόμα φοβόταν να κάνει διαδρομές με τόσα μετρητά, οπότε πήγαινε σε διαφορετικά σουπερμάρκετ κι αγόραζε από λίγα κάθε φορά. «Μπορεί να σου φαίνεται χαζό ή τρελό, όμως όσο γέμιζαν τα ντουλάπια, τόσο πιο καλά κοιμόμουν». Όταν πια καθετί στη λίστα είχε διαγραφεί, κοιμόταν όπως πριν. Πριν από όλα αυτά. Ήταν η μόνη της άμυνα στον τρόμο της διαδρομής από τη μία εκλογική διαδικασία στην άλλη, στον τρόμο της διαρκούς αναμονής της συμφοράς.
67
«Τώρα όλα είναι ρυθμισμένα», του είπε· «Όταν θα γίνει» –η χρεοκοπία, κατάλαβε ο Στέλιος– «θα κλειστώ εδώ μέσα κι απλώς θα περιμένω να τελειώσει». Υπέθεσε ότι η Ρένια ήθελε να τη συγχαρεί για την προνοητικότητά της, να θαυμάσει τη λογική της ή καλύτερα να πιστοποιήσει ότι ήταν λογική. Τη σκέφτηκε να ζει κλειδωμένη στο σπίτι· τον πρώτο καιρό θα έβλεπε τη μια ταινία μετά την άλλη, τη μία σειρά μετά την άλλη· θα είχε το χρόνο να διαβάσει όλα τα βιβλία που τώρα στοιβάζονταν αδιάβαστα στα ράφια. Θα έτρωγε αυστηρά ρυθμισμένα γεύματα και θα περίμενε να τελειώσει η καταστροφή. Ακόμα κι αν κοβόταν, κάποτε, το ρεύμα, θα συνέχιζε τη ζωή της στο φως των κεριών. Όταν θ’ αποφάσιζε να βγει ξανά στον κόσμο, θ’ ανακάλυπτε ότι οι δρόμοι ήταν ολότελα άδειοι –μπορεί να υπήρχαν έναδυο ζόμπι να περιφέρονται με μάτια ζαλισμένα απ’ το φως του ήλιου μετά από τόσο καιρό στους τέσσερις τοίχους όπως εκείνη· ή ίσως θ’ ανακάλυπτε ότι η ζωή συνεχιζόταν φυσιολογικά όπως τη μέρα πριν την καταστροφή, ότι όσο εκείνη ζούσε την υπολογισμένη και προστατευμένη της ύπαρξη τα προβλήματα είχαν λυθεί κι όλα είχαν πάρει το δρόμο τους. Όλα αυτά, φυσικά, με την προϋπόθεση ότι θα είχε νερό στο διαμέρισμα· τι θα γινόταν με το νερό, τι έγραφε το σάιτ για το ζήτημα του νερού; Δεν ήθελε να τη ρωτήσει. Είτε θα του έδειχνε μπουκάλια και δοχεία στοιβαγμένα κάπου, είτε θα ορμούσε να τα στοιβάξει το επόμενο πρωί. Η Ρένια τράβηξε μια καρέκλα και κάθισε, οι αγκώνες της στο τραπέζι. Ο Στέλιος έκλεισε με προσοχή τα ντουλάπια, μη χάσκουν στόματα ανοιχτά, και στάθηκε απέναντί της. Θυμήθηκε ένα διήγημα που είχε διαβάσει και ξαναδιαβάσει σε κάποιο απ’ τα βιβλία του πατέρα του κι έπιασε να της το αφηγείται. Πού είχε συμβεί η ιστορία; Δεν θυμόταν. «Πότε, θυμάσαι το πότε;» τον ρώτησε, αλλά είχε μονάχα μια λογική υπόθεση ότι 68
όλα αυτά έγιναν μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο –ένα πιο σκοτεινό Underground αλά Κουστουρίτσα: κάποιοι άνθρωποι κλείστηκαν σ’ ένα μπούνκερ για να γλιτώσουν απ’ τον πόλεμο· είχαν πολλά τρόφιμα, το μπούνκερ ήταν η δική τους καβάντζα. Έζησαν κάτω από τη γη για χρόνια. Κάποιοι τρελάθηκαν· οι περισσότεροι σιγά-σιγά πέθαναν. Όσους πέθαιναν τους έθαβαν, αν θυμόταν καλά, στο σωρό με το κριθάρι. Έπειτα τους τέλειωσαν τα σπίρτα και βρέθηκαν στο σκοτάδι. Πολλά χρόνια αργότερα, τους ανακάλυψαν τυχαία εργάτες που έσκαβαν εκεί. Οι τελευταίοι δύο επιζήσαντες βγήκαν στο φως του ήλιου τυφλοί, με μούσια χρόνων και τρεμάμενα βήματα. Ο πόλεμος είχε τελειώσει προ πολλού. Το δικό τους καταφύγιο ήταν το μόνο μέρος όπου ο πόλεμος συνεχιζόταν. Η τελευταία εμπόλεμη ζώνη. «Σαν εκείνους τους Ιάπωνες που είχαν ξεχαστεί να πολεμάνε σε κάτι νησιά του Ειρηνικού μέχρι το ’80. Μόνοι τους», παρατήρησε η Ρένια. «Ναι, σαν τους Ιάπωνες». Η Ρένια άναψε ένα τσιγάρο και τον κοίταξε μέσα από τον καπνό της πρώτης ρουφηξιάς. «Νομίζεις ότι είμαι τρελή». Διαπίστωση ήταν, όχι ερώτηση. «Όχι. Δεν είσαι τρελή. Αυτό που ζούμε είναι τρελό». «Απ’ όταν την έφτιαξα, μπορώ και κοιμάμαι». «Ίσως να μην είναι και τόσο καλή ιδέα να λες δεξιά κι αριστερά ότι φυλάς τα χρήματά σου στην κατάψυξη». Θυμήθηκε τώρα τη Χρύσα που του είχε πει ότι οι κλέφτες που μπήκαν πρόσφατα σπίτι της, εκτός απ’ όλα τα άλλα, πήραν κι ένα ολόκληρο κοτόπουλο που υπήρχε στην κατάψυξη. «Μόνο σ’ εσένα το είπα. Ούτε και για την καβάντζα έχω πει σε κανέναν άλλο». «Γιατί σ’ εμένα;» ήθελε να τη ρωτήσει, αλλά στον καναπέ ο ιδρώτας του δεν είχε στεγνώσει ακόμα, οπότε έπιασε το χάρτινο λουλούδι του βάζου κι άρχισε να παίζει τα πέταλά του με τα δάχτυλα. 69
«Εσύ θα φύγεις», διάβασε τη σκέψη του η Ρένια, «Οπότε το τι ξέρεις και τι δεν ξέρεις δεν έχει σημασία». Έβαλε το λουλούδι πάλι στο βάζο. Σε λίγο καιρό δεν θα θυμάμαι τις λεπτομέρειες, σκέφτηκε. Θα πρέπει να φτιάξω τη σκηνοθεσία αυτής της νύχτας από την αρχή για να χωρέσω μέσα της την όποια ανάμνηση θα μου έχει αφήσει. «Ξηρούς καρπούς», είπε. «Ίσως πρέπει να βάλεις και ξηρούς καρπούς στην καβάντζα σου. Αμύγδαλα. Φουντούκια. Ηλιόσπορους». «Πόσο να διατηρούνται αυτά;», τον ρώτησε. Δεν ήξερε να της απαντήσει· πολύ, υπέθετε. Κατάλαβε ότι είχαν μετατραπεί σε φιγούρες από γυαλί, έτοιμες να σπάσουν στο πρώτο τράνταγμα. Ο αποχαιρετισμός δεν ήταν, τελικά, τόσο δύσκολος όσο είχε φοβηθεί. Ήταν ακριβώς όπως το σεξ τους, παντελώς ανάξιος λόγου. Του φάνηκε ότι στην πόλη επικρατούσε μια ησυχία επίφοβη. Όσο δεν έβλεπε ταξί να περνάει, άρχισε να τον σκεπάζει ένας πανικός πηχτός σα σιρόπι. Πού οι φωνές και τα πανηγύρια άλλων εκλογών. Την πρώτη φορά που είχε κερδίσει η Νέα Δημοκρατία, λίγο πριν από τους Ολυμπιακούς, τέτοια ώρα προσπαθούσαν απεγνωσμένα με την Εύη να βρουν ταξί. Πολλοί δρόμοι ήταν κλειστοί από το πλήθος που πανηγύριζε. Περνούσαν αυτοκίνητα κορνάροντας δαιμονισμένα, από τα ανοιχτά παράθυρα κρεμόταν κόσμος που ανέμιζε ελληνικές και κομματικές σημαίες τραγουδώντας. Όλη η Ελλάδα είναι μπλε, είναι μπλε, είναι μπλε. Όλα αυτά έμοιαζαν εικόνες από άλλη χώρα. Μια χώρα οριστικά χαμένη. Ώρες-ώρες ένιωθε ότι περπατούσε, μικροσκοπικός, μέσα στα σωθικά ενός γιγάντιου πτώματος. Ήταν μια από αυτές τις ώρες. Κάτι σαν εμετός ήρθε και στάθηκε στο λαιμό του. Όλες αυτές τις μέρες τον ρωτούσαν τι νόμιζε, τι πίστευε. Είχε αποχωρήσει οριστικά από την επικράτεια της πίστης, της οποιασδήποτε πίστης. Απλώς περίμενε να δει τι θα συνέβαινε, με την ασφάλεια ανθρώπου που λίγο ως πολύ την είχε γλιτώσει, ήταν έξω από αυτά. 70
Με την άκρη του ματιού έπιασε μια σκιά. Αναγκάστηκε να γυρίσει το κεφάλι όσο πιο ήσυχα μπορούσε, ίσα να βεβαιωθεί ότι ήταν παιχνίδι του μυαλού του. Δεν ήταν: ένας άνθρωπος περπατούσε πίσω του. Κουβαλούσε στον ώμο μια μεγάλη γαλάζια σημαία· όταν κατάλαβε ότι ο Στέλιος τον κοιτούσε, την έφερε μπροστά του και την κούνησε μια-δυο φορές χωρίς πεποίθηση.
71
Ο ΑΠΕΝΑΝΤΙ Της Βάσιας Τζανακάρη
Κάθομαι στο μπαλκόνι μες στο σκοτάδι. Όχι ακριβώς κρυμμένος, αλλά σίγουρα δεν θέλω να γίνω αντιληπτός. Γύρω μου η φύση οργιάζει -όσο μπορεί στριμωγμένη σε γλάστρες. Ένας φίκος με γυαλισμένα φύλλα κι ένα αναρριχητικό που τυλίγεται με χάρη στα κάγκελα μου προσφέρουν την κάλυψη που χρειάζομαι. Το μόνο που μπορεί να με προδώσει είναι η καύτρα απ’ το τσιγάρο μου, αλλά με λίγη φαντασία την περνάς για πυγολαμπίδα. Αν πάντως με πάρει κανείς πρέφα θα με περάσει για κανέναν ξελιγωμένο που γλυκοκοιτάζει τις απέναντι φοιτήτριες. Όποιος όμως σκεφτεί κάτι τέτοιο σίγουρα δεν είχε ποτέ γειτόνισσες φοιτήτριες. Οι φοιτήτριες δεν κυκλοφορούν στα δωμάτια του σπιτιού τους όπως στα δωμάτια του μυαλού μας: δεν φοράνε μπέιμπι ντολ, ούτε βάφουν η μια τα νύχια της άλλης, ούτε χαϊδολογιούνται για να περάσει η ώρα. Τουλάχιστον όχι εκείνες που ζουν έξω από τις αντρικές φαντασιώσεις. Οι πραγματικές φοιτήτριες φοράνε ξεχειλωμένα κοντομάνικα και ξελαστίχωτα μποξεράκια που ξέχασε σπίτι τους ο τελευταίος γκόμενος, έχουν τα μαλλιά τους μαζεμένα στην κορφή του κεφαλιού σ’ έναν πρόχειρο κότσο που μοιάζει με λαδωμένο φιρίκι, καπνίζουν σαν αράπηδες (τώρα αυτό ήταν και πασέ και ρατσιστικό -καθόλου πολιτικά ορθό-, δεν ξέρω πώς μου βγαίνουν κάτι τέτοια, ίσως φταίει που στη γειτονιά έχει πολλούς γέρους και ξένους, για την ακρίβεια έχει μόνο γέρους, ξένους -και φοιτητέςόπως κάθε κέντρο που σέβεται τον εαυτό του) και τριγυρνάνε ξυπόλητες, αράζουν για ώρες σε πλαστικές καρέκλες αγκαλιά μ’ ένα λάπτοπ, πιέζουν τις βρόμικες πατούσες τους στα κάγκελα του μπαλκονιού και αποκαλούν η μια την άλλη «ρε μαλάκα». Όχι λοιπόν, δεν είμαι κανένας ξενηστικωμένος εικοσάρης να κοζάρω τις φοιτήτριες του τέταρτου που καθόλου δεν διαφέρουν 72
από το πρότυπο που μόλις περιέγραψα. Το αντικείμενο της παρακολούθησής μου είναι ο πενηντάρης του πέμπτου. Δεν του ‘χα δώσει ποτέ σημασία. Ένας τύπος μεσαίου αναστήματος και μεσαίου παραστήματος, με δυο γιους στα μέσα της εφηβείας που παρίσταναν πως διάβαζαν, ενώ είχαν τον υπολογιστή μονίμως ανοιχτό σε σελίδες με τσόντες -η οθόνη καθρεφτιζόταν στην μπαλκονόπορτα- και μια σύζυγο μετρημένη και όμορφη, όχι κραυγαλέα όμορφη, όμορφη μες στην απλότητά της, σαν κλαδί με ένα μόνο φυλλαράκι. Το πρωί έφευγαν όλοι εκτός από εκείνη, που έμενε στο σπίτι κι έκανε δουλειές, πεταγόταν καμιά φορά στο σούπερ μάρκετ, διάβαζε για κανένα μισάωρο, το απόγευμα έτρωγαν όλοι μαζί, έβλεπαν τηλεόραση, κουβέντιαζαν. Ήταν τέλος πάντων από εκείνες τις οικογένειες που περνάνε τη ζωή τους χωρίς κουρτίνες και χωρίς ιδιαίτερες εξάρσεις, που ζουν και δεν ζουν και δεν έχουν τίποτα να κρύψουν. Πριν από μερικούς μήνες είδα τη μετρημένη Μαριάννα -Μαριάννα τη λέγανε τη γυναίκα, το ‘χα μάθει- στο μπαλκόνι, δίπλα στη βουκαμβίλια, να κλαίει βουβά. Φαντάστηκα τον μεσαίο Μανόλη -Μανόλη τον λέγανε, το ‘χα μάθει- να γαμάει τη γραμματέα του στη βιοτεχνία πλαστικών που θα διατηρούσε κάπου στην Ελευσίνα και τη μετρημένη Μαριάννα να ανακαλύπτει έναν λεκέ από κραγιόν στο πουκάμισο που ετοιμαζόταν να πετάξει στο πλυντήριο. Στο μυαλό μου ζωντάνεψε ένα αθόρυβο οικογενειακό δράμα που είχε πυροδοτηθεί από ανθρώπινες αδυναμίες. Η μάνα μου φρόντισε να με διαφωτίσει. Ο μεσαίος Μανόλης δεν είχε ούτε βιοτεχνία, ούτε γκόμενα, ούτε αδυναμίες. Ο μεσαίος Μανόλης ήταν υψηλόβαθμο στέλεχος σε μια ιδιωτική τράπεζα και απολύθηκε -για την ακρίβεια τον «παραίτησαν»- γιατί δεν υπήρχε τίποτα το μεσαίο στη θέση και το μισθό του. «Οι πρώτοι που φεύγουν είναι οι υψηλόμισθοι», είχε σχολιάσει η μάνα μου από την ασφάλεια της σύνταξης του δημοσίου και συμπλήρωσε «Τι ανάγκη έχει; Καλό πακέτο θα του ‘καναν». 73
Τους επόμενους μήνες ο μεσαίος Μανόλης τους πέρασε περιφερόμενος μες στο σπίτι, πιάνοντας να ρωτάει τον έναν και τον άλλον στη γειτονιά για δουλειά, ξεκοκαλίζοντας στο μπαλκόνι την εφημερίδα με τις αγγελίες, ακόμα-ακόμα κολλώντας χαρτάκια για ιδιαίτερα σε φοιτητές της ΑΣΟΕΕ που ‘μέναν τριγύρω -απόφοιτος ΑΣΟΕΕ κι ο ίδιος, το ραπόρτο μου το ‘δινε η μάνα μου. Ένα μεσημέρι που ‘χα κατέβει αγουροξυπνημένος για τσιγάρα είδα τη μετρημένη Μαριάννα να μπαίνει με τα μάτια χαμηλωμένα σ’ ένα απ’ αυτά τα κιτρινιάρικα μαγαζιά “Αγοράζω Χρυσό” που ‘χουν ξεφυτρώσει σαν σάπια μανιτάρια παντού στην περιοχή. Περίμενα απ’ έξω, έκανα και καλά πως μίλαγα στο κινητό. Ήθελα να δω αν θα φορούσε βέρα όταν θα ‘βγαινε απ’ το μαγαζί. Συνειδητοποίησα ότι η καρδιά μου χτυπούσε απ’ την αγωνία και ξεφύσηξα από ανακούφιση όταν είδα τον παράμεσό της να αστράφτει στον ήλιο. Καθισμένος στο μπαλκόνι δεν έβλεπα πια τον υπολογιστή των αγοριών. Μάλλον θα τον είχαν πουλήσει, μάλλον δεν θα ‘χαν καν ίντερνετ πια. Ακόμα κάθονταν να φάνε όλοι μαζί το απόγευμα, αλλά η μετρημένη Μαριάννα ίσα που έβαζε δυο μπουκιές στο στόμα της. Χάιδευε αφηρημένα τα καστανά καρέ μαλλιά της κοιτάζοντας το πιάτο της. Κάθε μέρα αδυνάτιζε, κάθε μέρα κόνταινε, κάθε βράδυ γινόταν σχεδόν διάφανη. Κι ο μεσαίος Μανόλης κάθε νύχτα ξενυχτούσε, κάθε νύχτα έκοβε βόλτες στο μπαλκόνι, κάθε ξημέρωμα αποικοιμιόταν σε μια ξεθωριασμένη πολυθρόνα, το φάντασμα του πέμπτου που στοίχειωνε όλη τη γειτονιά. Χθες μάθαμε ότι την Πέμπτη το πρωί θα έρχονταν να τους πάρουν τα έπιπλα. «Πώς τα κατάφεραν έτσι;» μουρμούριζε η μάνα μου από την ασφάλεια του προικώου διαμερίσματος. Έβλεπα τη μετρημένη Μαριάννα να γεμίζει βαλίτσες με ρούχα από το πρωί. Το απόγευμα έφυγε. Τον αγκάλιασε πρώτα, του είπε δυο-τρεις κουβέντες κι έφυγε. Δεν είχα ιδέα τι του είπε. Ευχόμουν να είχα εκείνο το μαραφέτι που διαφήμιζαν στην τηλεόραση αργά τη νύχτα, που το βάζεις στ’ αυτί σου και ακούς μια καρφίτσα να πέφτει στα είκοσι μέτρα. Τα παιδιά τους άφαντα όλη μέρα. Τα φανταζόμουν να γυρνάν με τα φαρδιά 74
Μαρία Τσιράκου
τους παντελόνια αγκαλιά με καστανόξανθα κορίτσια σε κάποιο εμπορικό κέντρο. «Θα τα πήρε και θα πήγαν στης μάνας της στο Παγκράτι για να μη βλέπουν τα χάλια τους», πέταξε η μάνα μου ξεχνώντας μάλλον την ανασφάλεια του άνεργου τριανταπεντάρη γιου. Του γιου που είχε γυρίσει κακήν κακώς στο πατρικό και περνούσε τις νύχτες του παρέα με τους απέναντι και τις μέρες του αποχαυνωμένος, κόβοντας βόλτες για να μη σκέφτεται. Ο μεσαίος Μανόλης ήταν τώρα μόνος, βράδυ Τετάρτης, στο μπαλκόνι του πέμπτου, κρεμασμένος απ’ τα κάγκελα να γλυκοκοιτάζει το δρόμο. Μόνο μην κάνεις καμιά βλακεία, συλλογίστηκα. Ακριβώς από κάτω, οι φοιτήτριες του τέταρτου χασκογελούσαν με τις βρόμικες πατούσες τους στα κάγκελα κι εγώ κρυμμένος παρακολουθούσα και τους δυο ορόφους, ένα σχιζοφρενικό ασανσέρ θλίψης και ανεμελιάς. Για μένα ήταν ένα βράδυ Τετάρτης που δεν είχε Τσάμπιονς Λίγκ. Για τη μάνα μου ήταν ένα βράδυ Τετάρτης όπως όλα τα άλλα που είχε να πάει σινεμά. Για τις φοιτήτριες ήταν ένα βράδυ Τετάρτης που δεν έπαιζε έξοδος γιατί δεν έπαιζαν φράγκα. Για τον μεσαίο Μανόλη όμως ήταν ένα βράδυ Τετάρτης που το περνούσε περιμένοντας να έρθουν να του πάρουν τα έπιπλά του, να του αδειάσουν το σπίτι και τη ζωή του. Δεν ήθελα να βάλω στο νου μου τι σκέψεις περνούσαν απ’ το μυαλό του. Μόνο μην κάνεις καμιά βλακεία, μουρμούρισα. Τον φανταζόμουν να πέφτει σαν εκείνες τις κούκλες που βάζουν στα αυτοκίνητα δοκιμαστικά για να δουν αν είναι ασφαλή σε περίπτωση ατυχήματος. Crash-test dummies. “Mmm mmm mmm mmm”. Σαν εκείνο το παλιό τραγούδι. Τον φανταζόμουν να σκαρφαλώνει στα κάγκελα και να το μετανιώνει, αλλά να γλιστράει και να πέφτει στο κενό. Ο ήχος του κρανίου του που θα ‘σπαγε στο τσιμέντο θα με συνόδευε μια ζωή. Ο μεσαίος Μανόλης άρχισε να τραντάζεται. Έκλαιγε. Άραγε η μετρημένη Μαριάννα τον είχε εγκαταλείψει; Ή απλώς πήρε τα παιδιά κι έφυγε για να μη δουν το σπίτι τους να ρημάζεται απ’ τα κοράκια; Θα πήγαινε να τη βρει μετά; Μήπως θα έφευγαν για κάποιο νησί να κάνουν μια καινούρια αρχή με θάλασσα στα μάτια τους κι αέρα στα πανιά τους; Άραγε έκλαιγε γιατί ένιω76
σε ότι απέτυχε; Έκλαιγε από μίσος προς όλους; Έκλαιγε γιατί θυμόταν σε ποια γωνία του τραπεζιού είχε χτυπήσει ο μικρός γιος το γόνατό του και από ποια καρέκλα είχε πέσει ο μεγάλος; Έκλαιγε γιατί δεν ήξερε τι να κάνει; Έκλαιγε γιατί δεν άντεχε; Έκλαιγε γιατί αυτό που συνέβαινε ήταν ταπεινωτικό, άδικο, τετελεσμένο; Δεν είχα ιδέα. Μόνο μην κάνεις καμία βλακεία, είπα και ξεφύσηξα. Η πόλη άφησε μαζί μου έναν τελευταίο στεναγμό κι έπεσε για ύπνο, ενώ εκείνος έμεινε ξύπνιος να περιμένει το τελειωτικό χτύπημα. Το χτύπημα στην πόρτα. Το χτύπημα κάτω απ’ τη ζώνη. Πέταξα τη γόπα μου στο δρόμο. Έπιασε την κίνησή μου και στράφηκε προς το μέρος μου. Σηκώθηκα κι έσκυψα απ’ τα κάγκελα. «Κυρ-Μανόλη», φώναξα, «Ο απέναντι είμαι. Στράτος. Όλα θα πάνε καλά». Εκείνος με κοίταξε σαστισμένος. Οι φοιτήτριες σταμάτησαν τα γέλια και με κοίταζαν. «Ξέρω, κι εγώ άνεργος είμαι μήνες τώρα. Αν χρειαστείς κάτι, μη διστάσεις. Το πιάνεις;» έκανα και του πέταξα το πακέτο Μάλμπορο, ίδιο λευκό βιαστικό πουλί μες στη νύχτα, με το τηλέφωνό μου στα φτερά γραμμένο με μπλε στυλό. Ο μεσαίος Μανόλης το άρπαξε και το κράτησε σφιχτά. Έμοιαζε να πήρε δέκα πόντους και να αλάφρυνε δέκα κιλά. Ο ψηλός Μανόλης τώρα χαμογελούσε, ξεψυχισμένα αλλά χαμογελούσε. Έσφιξε το πακέτο στο στήθος του και χάθηκε μες στο σπίτι. Έβλεπα την καύτρα να κάνει βόλτες πέρα-δώθε. Η μία απ’ τις δύο φοιτήτριες κρεμάστηκε στα κάγκελα. Ο λαιμός απ’ το κοντομάνικό της ήταν ξεχειλωμένος κι έβλεπα τα βυζιά της. «Τι θα γίνει, ρε Στράτο; Θα σε περιμένω πολλή ώρα απόψε;» Τα βράδια της Τετάρτης που δεν είχε Τσάμπιονς Λίγκ τα περνούσα στης Βιβής, της φοιτήτριας με τα αφρόντιστα ρούχα και τις βρόμικες πατούσες στον τέταρτο απέναντι. Όταν το τώρα σου μπαίνει στην αναμονή μπορείς να διαλέξεις σε ποια φάση της ζωής σου θέλεις να κρυφτείς. Κι εγώ είχα διαλέξει να κρυφτώ στα φοιτητικά μου χρόνια. Άραγε ο μεσαίος Μανόλης σε ποια φάση της ζωής του θα ‘βρισκε παρηγοριά; 77
Της χαμογέλασα συγκαταβατικά. «Άσ’ το για απόψε. Απόψε θα μείνω εδώ. Θα σε προσέχω από απέναντι», είπα, λίγο πιο δυνατά απ’ όσο χρειαζόταν, για να ‘μαι σίγουρος ότι η φωνή μου θα φτάσει στο διαμέρισμα του πέμπτου, όπου η καύτρα λαμπύριζε ακόμα στο σκοτάδι.
78
ΗΛΕΚΤΡΙΚΟ ΟΥΙΣΚΥ Της Μαρίας Φακίνου
Στα χείλη μου η γεύση της -κραγιόν κεράσι- σαν παιδικό σιρόπι. «Θα φύγω», είπε. Στην αποβάθρα δίπλα μας ζευγάρια αγκαλιάζονται -αυτή στις μύτες των ποδιών-, το τρένο περνά στριγγλίζοντας, από τα ηχεία μια ανακοίνωση σαν σε ξένη γλώσσα. «Θα φύγω από εδώ». Όλα τα ρολόγια χτυπούν την απόφασή της. «Να φύγεις», λέω. «Τι να κάνεις πια εδώ; Να πας στη χώρα με τους θυρεούς, τα σύντομα ονόματα, την άψογη κοινωνική πρόνοια. Να πας στο διάολο. Στην κωλοαλβιώνα σου». Αυτά τα τελευταία δεν τα λέω φωναχτά. Μόνο από μέσα μάγκας. Απ’ έξω Τίποτας. Το βράδυ που έφυγε, οι φίλοι πήραν τηλέφωνο. Να συμπαρασταθούν. «Ξέχνα την, ρε», είπαν. «Την έκανε στα δύσκολα όπως όλες», είπαν. Εμένα όμως δεν με χωρά ο τόπος. Ο τόπος μου. Η γάτα, η γάτα της, ζητιανεύει χάδια. Την κλωτσάω. Διαμαρτύρεται. Την κλειδώνω στo μπάνιο. Στον τόπο της. Στην άμμο και τα σκατά της. Στην άκρη του δρόμου, στο σκοτάδι μιας καμένης λάμπας, τέσσερις γυναίκες. «Φωτιά;», μου λέει μία. Σπαστή προφορά, κενό στα μπροστινά δόντια, η μάσκαρα βούρκος στην κόγχη του ματιού. Κάποιον θα παράτησε κι αυτή και ήρθε εδώ, γωνία τίποτε με τίποτε, καθώς αφήνομαι στο στόμα της και φαντάζομαι το κενό στα δόντια της να μεγαλώνει. Μα εμένα δεν με χωρά ο τόπος. Ο γαμωτόπος μου. Ηλεκτρικό μπουζούκι, ηλεκτρικά ντραμς, ηλεκτρικό ουίσκι. Το μαγαζί υποφωτισμένο, τα τραπέζια άδεια. Ένα νεαρό αγόρι τραγουδά. Παράφωνος. Το καλώδιο μπλεγμένο στα πόδια του. Θα μπουρδουκλωθεί, σκέφτομαι, θα πέσει. Δεν πέφτει. Καπνοί
79
Αλέξανδρος Κατσής
γεμίζουν τη σκηνή σαν γήπεδο ποδοσφαίρου. Κι άλλο ηλεκτρικό ουίσκι. Η σερβιτόρα μου χαμογελά. Φαντάζομαι ένα κενό στα δόντια της, ένα κενό στην καρδιά της. Ακούγεται μια μακρόσυρτη, αυτοκτονική εισαγωγή και τότε βγαίνει Εκείνη και το στόμα μου χάσκει γιατί είναι ολόιδια με αυτήν που έφυγε από εδώ, λίγο πιο μεγάλη, λίγο πιο όπως θα ήταν αν δεν είχε φύγει από εδώ και είχε μείνει μαζί μου άλλα σαράντα καλοκαίρια, φορά ένα φόρεμα κολλητό πάνω της σαν δέρμα φιδιού και κρατά το μικρόφωνο σαν να ‘ναι το πιο ντελικάτο – ντελικάτο; ναι ρε, ντελικάτο- εύθραυστο αντικείμενο, το τελευταίο αντικείμενο του κόσμου που το ‘δωσαν σ’ αυτήν να το κρατά, στάχτη πέφτει στο παντελόνι μου, μου θυμίζει τον πίνακα ενός Ολλανδού που με τράβαγε η “θαφύγωαποδω” να δούμε στα μουσεία, μακριά κυματιστά μαλλιά και γοφοί σαν παλιάς Ιταλίδας σταρ, το κεφάλι μου σφυροκοπά από την ομορφιά της, θυμάμαι τον Δ. που ένα βράδυ τρελάθηκε κι έχωσε το κεφάλι του στην κατάψυξη για να συνέλθει και δεν συνήλθε ποτέ, κι Εκείνη ανοίγει το στόμα της που πόσες λέξεις έχει πει, πόσα χαμόγελα έχει σκάσει, πόσες φορές έχει παραμορφωθεί από το κλάμα, και τραγουδά κάτι που ούτε καν ακούω, δεν με νοιάζει τι λέει, ό, τι κι αν είναι, είναι τώρα σωστό, και ούτε παίρνω χαμπάρι πώς βρίσκομαι ώρες μετά έξω από το καμαρίνι της, κατουριέμαι, θέλω σαν καυλωμένος σκύλος να με βάλει μέσα, γρατζουνάω την πόρτα της, κι όταν ανοίγει, ο κήπος της Εδέμ, ένα βαρύ άρωμα σαν παλιό μπουρδέλο στην ατμόσφαιρα, ένα κόκκινο μαντήλι ριγμένο στο πορτατίφ, θα πάρουμε φωτιά, σκέφτομαι, «Καλώς τ’ αγόρι», λέει, η φωνή της βραχνή, πόσο με ενοχλούν οι λέξεις αγόρι, μωρό, παιδί όταν δεν συνοδεύονται από το «μου», αγόρι μου παιδί μου μωρό μου, πόσο λαθραία και επιπόλαιη η οικειότητα χωρίς αυτό το μου, μου δίνει το χέρι της κι εγώ το φιλώ σαν να είναι η βασίλισσα, η βασίλισσα της κωλοαλβιώνας σου, και μια μυρωδιά από τριαντάφυλλο ξεχύνεται καθώς πλησιάζω αυτό το δέρμα με τις κηλίδες και τις φλεβίτσες και τους ανοιχτούς πόρους, ένα τσιγάρο καίγεται στο τασάκι, πάνω του το αποτύπωμα των χειλιών της, των δικών 81
της χειλιών χωρίς κραγιόν κεράσι, και στην άκρη τα παπούτσια της, το ένα πάνω στο άλλο, όπως του μεθυσμένου που έχει σωριαστεί στο κρεβάτι, και φορά κάτι ροζ-ροζ παντοφλάκια, μόνο στη φαντασία μου νόμιζα ότι υπήρχαν τέτοια ροζ παντοφλάκια, που αφήνουν ένα φλαπ-φλαπ καθώς περιφέρεται -κοφτά βήματα- σαν γριά γκέισα στο μικροσκοπικό καμαρίνι που μυρίζει σαν παλιό μπουρδέλο, κι όλα γύρω θυμίζουν παλιό μπουρδέλο καθώς το ηλεκτρικό ουίσκι έχει θολώσει το βλέμμα μου και έχει στεγνώσει τη γλώσσα μου κι εγώ καίγομαι να κατουρήσω, πέφτω στον καναπέ της τραγουδίστριας με τα ροζ τριανταφυλλί παντοφλάκια και φέρνω το χέρι στο μέτωπό μου κι εκείνη λέει, σαν να καταλαβαίνει -γιατί αυτή σίγουρα καταλαβαίνει, αυτή σίγουρα έχει ακούσει πολλές φορές «θα φύγω από εδώ»-, «Σώπα αγόρι μου, όλα τέλειωσαν τώρα, εδώ μέσα δεν υπάρχει τίποτε πια», και τρυφερά σαν τη μάνα μου, μου βγάζει τα παπούτσια κι εγώ ντρέπομαι, γιατί τόσο δρόμο έκανα και ξέρασα πάνω τους, τα πόδια μου ιδρωμένα, αλλά αυτή Μαρία Μαγδαληνή, Παναγία, Μάνα, τα ανεβάζει ήρεμα στον καναπέ και με σκεπάζει, κάθεται σε μια μπαμπού καρέκλα με φαρδιά πλάτη σαν από τσόντα του ’70 και τα μπαμπού τρίζουν κάτω από το βάρος της, το γερασμένο βάρος της, και φαντάζομαι χιλιάδες μικροσκοπικά χεράκια να μαζεύουν αυτά τα μαγικά ξύλα μέσα από νερά, να τα δένουν σβέλτα και σφιχτά μεταξύ τους και οι καρέκλες να ταξιδεύουν θάλασσες και ωκεανούς για να καταλήξουν σ’ αυτό το καμαρίνι και να αναπαύσουν το κορμί αυτής της γυναίκας που τόσες αλλόκοτες ιστορίες θα έχει να μου αφηγηθεί αλλά λέει «Θα σου διαβάσω ποιήματά μου, θες;», και δεν απαντώ, διαβάζει, ακούω παρομοιώσεις φοβερές και εικόνες από ξεχασμένους τόπους και χρόνια, η φωνή της δεν έχει τη δύναμη που είχε πάνω στη σκηνή, η φωνή της σαν μαθήτρια σε σχολική γιορτή που ντρέπεται το ακροατήριο, ξέρει πως εκεί ανάμεσα βρίσκονται ο πατέρας και η μητέρα συγκινημένοι, τη φωτογραφίζουν, και ίσως πιο πίσω ένα αγόρι με σιδεράκια που θα ντρέπεται να της πει ότι την αγαπά, και χρόνια αργότερα θα έχει γίνει ένας Τίποτας απ’ έξω που θα την αφήσει να φύγει 82
όταν του πει «Θα φύγω από εδώ, όλο χειρότερα θα γίνονται τα πράγματα, δεν το βλέπεις; Δεν έχει απομείνει τίποτε για μένα πια εδώ», λες κι εσύ δεν μετράς, και τα σκέφτομαι όλα αυτά και θέλω να πεθάνω καθώς ξημερώνει και τα πρώτα λεωφορεία οδηγούν νυσταγμένους επιβάτες σε σκονισμένα εργοστάσια, αποστειρωμένα γραφεία, τετριμμένες κουβέντες, στο βουητό των μηχανημάτων και το κροτάλισμα ηλεκτρικών συσκευών, που σαν έντομο πεισματικό πάνω σε κλειστό τζάμι πασχίζει ξανά και ξανά την ίδια μάταιη ηρωική έξοδο.
83
ΠΕΝΤΕ Του Johnny Handsome
Βρέχει. Οι ψιχάλες σκάνε πολλές και βίαια στο πρόσωπό μου. Παγωμένο το νερό κυλά πίσω στον αυχένα. Το χρονόμετρο στον καρπό μου γράφει ΠΕΝΤΕ και μετράει αντίστροφα... Το ταξίδι με το τρένο πάντα με ηρεμούσε. Αυτή η συνεχής εναλλαγή εικόνων. Τα τοπία διαδέχονται το ένα το άλλο με ταχύτητα τέτοια όπου ο εγκέφαλος δεν προλαβαίνει να τα επεξεργαστεί. Κάποιο είδος ύπνωσης. Σα να βλέπεις όνειρα με τα μάτια ανοιχτά. Συναίσθημα γαλήνης και ευφορίας. Ορίστε! Το ίδιο ισχύει και για τους υπόλοιπους επιβάτες. Ο ψαρομάλλης κύριος με το μεταλλικό πόδι στη θέση 23 κοιμάται του καλού καιρού. Η ξανθιά στην 20, με την χαρακιά κατά μήκους του προσώπου της να συμβάλλει στην ολοκλήρωση της ανυπόταγης ομορφιάς της, χαζεύει έξω από το μεγάλο γυάλινο παράθυρο αποβάλλοντας κάθε βλαβερή τοξίνη από τη σκέψη της... Ο καθένας εδώ μέσα αεροβατεί στο δικό του κόσμο. Το πνεύμα αποχωρίζεται την σάρκα και ταξιδεύει παράλληλα με τον συρμό. Ένα βαγόνι σε κίνηση τους προσφέρει αυτό που τόσοι και τόσοι έχουν σταθεί ανίκανοι να τους προσφέρουν αιώνες τώρα. Το δρομολόγιο αυτό το κάνω κάθε μέρα τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια... Γεννήθηκα στο Block 71/ΛΞ του Ε.Κ. Μεγάλωσα με βάση τα πρότυπα του περιφραγμένου κοινωνικού συνόλου. Βιβλία δεν υπάρχουν. Καταφέρνουμε όμως να μάθουμε κάποια κατάλοιπα ιστορίας που έχουν διασωθεί μέσω του προφορικού λόγου από οικογένεια σε οικογένεια και από γενιά σε γενιά. Ιστορίες και μύθοι ως επί το πλείστον μα με βάση κοινή. Όλα ξεκίνησαν τα χρόνια της «κρίσης». Παγκόσμια οικονομική τρομοκρατία με σκοπό τον πλήρη έλεγχο της μάζας. Ο οικονομικός φόβος, σκέφτηκαν, θα έκανε τους ανθρώπους μικρά υπάκουα στρατιωτάκια. Απέτυχαν παταγωδώς. Οι χώρες κατέρρευσαν η μια μετά την άλλη σαν χάρτινοι πύργοι… Τα ξύλινα στρατιωτάκια σήκωσαν κεφάλι κ εναντιώθηκαν στους άλλοτε ισχυρούς. Χάος, 84
Αλέξανδρος Κατσής
πείνα, δυστυχία, παράνοια, σκοτωμοί... Κάποια στιγμή εμφανίστηκε στο προσκήνιο η Χριστιανική εκκλησία. Ορθόδοξοι και Καθολικοί άνοιξαν τα ταμεία τους και μοίρασαν στον κόσμο κάτι ψίχουλα από την αμύθητη περιουσία τους. Ευημερία, γλεντοκόπια, επίγειος παράδεισος, ταξίδι στη λήθη... Πέρασε καιρός, ώσπου μια μέρα στον ουρανό όλου του κόσμου εμφανίστηκε ο Μεγάλος Πατέρας. Φωτεινός, μεγαλοπρεπής, επιβλητικός και παντογνώστης. Ακριβώς όπως χρειάζεται να είναι μια θεότητα προκειμένου να θαμπώσει τα μάτια των πιστών. Ο νέος αυτός θεός δεν μοίραζε αγάπη μα χρήμα, αυτοματισμό, τεχνογνωσία! Οι Χριστιανοί πρώτοι γονάτισαν μπροστά του. Μαζί με άλλες μεγάλες θρησκείες σχημάτισαν μια οργάνωση που ονομάστηκε Εκκλησία. Κάποιοι μίλησαν για απάτη και αρνήθηκαν να υπακούσουν στους νέους νόμους. Ο μύθος λέει πως τότε μια αρρώστια έπεσε πάνω από τα κεφάλια των ανθρώπων. Έργο του Μεγάλου Πατέρα. Έτσι θα ξεχώριζαν οι πιστοί από τους άπιστους, οι ενάρετοι από τους αμαρτωλούς! Ακολούθησαν χρόνια ασπρόμαυρα με μόνο χρώμα σε έντονο κοντράστ, το κόκκινο του αίματος. Το κτήνος βγήκε στην επιφάνεια. Άνθρωποι έτρωγαν ο ένας τον άλλον. Πόλεις ερήμωσαν και χώρες χάθηκαν από τον χάρτη. Όσοι απέμειναν αποτέλεσαν την άρια φυλή έτοιμη να κατοικήσει στη νέα Εδέμ... Κράτος, πολιτεία, παιδεία, στρατός, αστυνομία όλα πέρασαν στη δικαιοδοσία της Εκκλησίας, ως εκπρόσωπος του καινούργιου θεού. Η Γη χωρίστηκε σε μεγάλες πόλεις-κράτη, υπό την διοίκηση κάποιου χοντρού Πατέρα, τα γνωστά Blocks και η επικράτειά της πήρε το όνομα Ενωμένος Κόσμος. Μόνο ο τομέας της τεχνολογίας γνώρισε γιγαντιαία ανάπτυξη. Οι τέχνες, τα γράμματα και ο πολιτισμός απόγιναν κατακάθια στον πυθμένα σάπιων και καταβρώμικων λιμνών. Κάθε παιδί που γεννιέται αποκτά το Βάπτισμα. Το Βάπτισμα είναι η εισαγωγή ενός σειριακού αριθμού, με τη μορφή μικροτσίπ, στο πίσω μέρος του σώματος, στο ύψος του αυχένα. Ο σειριακός αριθμός αποθηκεύεται στη βάση δεδομένων του συστήματος του Block και κατ’ επέκταση στα κεντρικά. Μ’ αυτόν 86
τον τρόπο γίνονται και οι δοσοληψίες, οι έλεγχοι ταυτοποίησης, έτσι ξεκινά η εξειδίκευση όσον αφορά το τι είδους γρανάζι θα αποτελέσει ο καθένας σε όλη αυτή την τεράστια αδηφάγα μηχανή. Χρησιμεύει επίσης για την πρόληψη των ασθενειών, τη διόρθωση τυχόν γενετικών ανωμαλιών καθώς και για τον εντοπισμό κάθε ατόμου σε περίπτωση κινδύνου, έκτακτης ανάγκης ή θανάτου... Η υπεργεννητικότητα έχει χτυπήσει limit up όμως και η ανθρώπινη ύπαρξη έχει χάσει έδαφος στο χρηματιστήριο της ζωής. Νεκροταφεία δεν υπάρχουν, οι νεκροί στοιβάζονται κατά σωρούς σε χωματερές τεραστίων διαστάσεων, όπου και αποτεφρώνονται ομαδικά. Τα ταξίδια εκτός των Blocks απαγορεύονται... Τα νέα και οι ειδήσεις έχουν να κάνουν μόνο με ότι αφορά το κάθε Block ξεχωριστά. Think local! Κάπως έτσι λειτουργεί καλύτερα μια υγιής, τέλεια και θεοφοβούμενη κοινωνία. Ο Μεγάλος Πατέρας δεν φάνηκε ποτέ ξανά στον ουρανό... Με τα χρόνια έγινε μια σκουριασμένη ανάμνηση, ένας θεός φάντασμα. Το χρήμα που υποσχέθηκε πως θα ρέει άφθονο, μια ουτοπία. Η Εκκλησία όμως, σε συνεργασία με τις Εταιρίες, κατάφερε να ισορροπήσει την κατάσταση με τον δικό της ξεχωριστό τρόπο. Οι Εταιρίες προσφέρουν θέσεις εργασίας με αντάλλαγμα μισθούς τέτοιους ώστε κάποιος να ζει άνετα μέσα στα πλαίσια και πρότυπα της κοινωνίας και να ικανοποιεί τις ανάγκες που εκείνη του έχει προβάλλει - επιβάλλει. Τα γνωστά σε όλους συμβόλαια θανάτου είναι κάτι σαν συμφωνία με το διάβολο, με μόνη διαφορά ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν πουλά κάποιος την ψυχή μα τη ζωή του. Υπογράφοντας, ξεκινά η εγκυρότητα του συμβολαίου. Η διάρκεια αυτού, είκοσι χρόνια. Μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα δεν υπάρχει περίπτωση ποτέ να απολυθεί ούτε να παραιτηθεί, παρά μόνο να απενεργοποιηθεί. Οι όροι δύο, μοναδικοί και απαράβατοι: 1)Προσέλευση στον τόπο εργασίας την προκαθορισμένη ώρα με δικαίωμα αργοπορίας πέντε λεπτά. (έναρξη) 2)Τήρηση του δεκαώρου από την στιγμή της έναρξης. 87
Το «σπάσιμο» του συμβολαίου έχει ως αποτέλεσμα τη διαγραφή του σειριακού αριθμού του από την κεντρική βάση δεδομένων με φυσικό επακόλουθο την απενεργοποίηση του. Ή αλλιώς τον τερματισμό των σωματικών λειτουργιών του. Το ρολόι στον καρπό μου έγραψε ΠΕΝΤΕ... Η αμαξοστοιχία που μας μετέφερε στις εγκαταστάσεις έχει εκτροχιαστεί... Σάπιο κουφάρι. Δεν κατάλαβα πότε πως βρέθηκα ξαπλωμένος ανάσκελα να κοιτώ τον ουρανό! Μουντός. Η βροχή σταμάτησε. Τα πόδια μου δεν υπακούν στις προσταγές του μυαλού. Δεν έχει σημασία. Είμαστε η βάρδια των 09.00. Κάποιοι έτρεξαν σαν λυσσασμένοι μέσα στην απόγνωσή τους στο δάσος μήπως προφτάσουν κι έτσι σωθούν. Άδικα! Δεν προφταίνουν. Άλλοι έμειναν πίσω να βοηθήσουν. Κλάματα, φωνές και εκείνο το αναθεματισμένο βουητό των μεταλλικών τεράτων... Τίποτα δεν έχει σημασία. Σε λίγα δευτερόλεπτα τα ρολόγια όλων μας θα μηδενίσουν. Βοήθεια δεν ήρθε ποτέ. Μόνο οι τεράστιες μπουλντόζες που θα μεταφέρουν τις σωρούς μας στη χωματερή έχουν αρχίσει να καταφθάνουν. Τις ακούω... Οι χοντρές σκουριασμένες ερπύστριες σκίζουν τη γη. Γεννήθηκα και έζησα στο Block 71/ΛΞ. Ένας απλός, καθημερινός νόμο-υποτακτικός πολίτης. Υπακούοντας στις προσταγές και στα πρότυπα της κοινωνίας. Τί ειρωνεία! Μια στιγμή καθάριας σκέψης... Λίγο πριν το θάνατο... Εικόνες εναλλάσσονται και τρεμοπαίζουν. Αναμνήσεις, τα καρέ της ζωής μου πίνακες κρεμασμένοι σ’ ένα διάδρομο μακρύ με τοίχους μπλε. Στο βάθος η Μαγκαλίς με περιμένει στο σταθμό. Το μαλλί λυτό πέφτει και καλύπτει το ένα της μάτι. Η κοντή μαύρη πουά φούστα ανεμίζει. Με τα χέρια βαθιά χωμένα στο δερμάτινο μπουφάν κοντοστέκει. Μια ριπή ανέμου παρασέρνει μακριά τον καπνό από το τσιγάρο στο στόμα της. Πίσω το φεγγάρι πεθαμένο αφήνεται στην αγκαλιά της νύχτας. 3... 2...1... 0.
88
ΕΠΙΜΕΤΡΟ ΤΟΥ ΕΚΔΟΤΗ Του Νέστορα Πουλάκου
Η παρούσα συλλογή ιστοριών είναι μια έκδοση αναπόφευκτη, μιας και οι συνθήκες γύρω ερεθίζουν ώστε να ασχοληθεί κανείς δημιουργικά με αυτό το νέο πολιτικό, οικονομικό και, κυρίως, κοινωνικό τοπίο, που ολοένα και αναδιαμορφώνεται. Συνάμα αποτελεί και έναν αναπόφευκτο τίτλο για τις Εκδόσεις Vakxikon.gr, οι οποίες ακολουθούν τη συνθήκη που έχει διαμορφώσει και συνάδουν με την ταυτότητα που έχει σχηματίσει σε κοινωνικό επίπεδο το περιοδικό Vakxikon.gr όλα αυτά τα χρόνια. Το πρότζεκτ προέκυψε από μια ιδέα και έπειτα από μεγάλη συζήτηση που είχαμε τον περασμένο Μάρτιο στη Θεσσαλονίκη, με τον συγγραφέα και καλό φίλο Ιορδάνη Κουμασίδη, μεταξύ άλλων αρχισυντάκτη του τριμηνιαίου ενθέτου Βακχικονίκη (= Βακχικόν + Θεσσαλονίκη) και ένθερμου υποστηρικτή - συνεργάτη του περιοδικού Vakxikon.gr. Χρονολογία έκδοσης αυτού του ψηφιακού βιβλίου, που ευελπιστούμε σύντομα να γίνει και έντυπο, ορίστηκε ο φετινός Δεκέμβριος, μιας και είχαμε -ορθώς και δυστυχώς τελικά- προβλέψει το α-τοπίο που θα έχει διαμορφωθεί στην Ελλάδα μετά τα Μνημόνια και τις συνήθεις και προβλεπόμενες εκλογικές υποσχέσεις των όποιων νικητών τύπου, “δεν θα υπάρξουν άλλες περικοπές μέσα στο 2012”. Ναι, αμέ, πως το θες! Σε αυτή την έκδοση έχουμε τη χαρά να συμμετέχουν σημαντικές και ιδιαίτερες συγγραφικές πένες της εποχής μας. Όλοι τους ανεξαιρέτως αποδέχτηκαν την πρόταση που τους κάναμε, δείχνοντας μας πόσο λείπουν, περιέργως, τέτοιου είδους κινήσεις και πρωτοβουλίες από τον εκδοτικό χώρο. Τους ευχαριστώ όλους θερμά εκ μέρους των Εκδόσεων Vakxikon.gr, προτρέποντας τους να ακολουθήσουν την προσπάθεια μας και στο μέλλον, σε αυτή την κίνηση που κάνουμε στον ψηφιακό κόσμο του βιβλίου. Τους αναφέρω ονομαστικά, ατάκτως ειρημένα (προς 89
αποφυγή παρεξήγησης): Νίκος Κουνενής, Μαρία Ξυλούρη, Τζούλια Γκανάσου, Βάσια Τζανακάρη, Μαρία Φακίνου, Βαγγέλης Μπέκας, Στέργια Κάββαλου, Μαίρη Κλιγκάτση, Κασσάνδρα Αλογοσκούφι και Ιορδάνης Κουμασίδης. Η 11η συμμετοχή βέβαια είναι η μόνιμη και διαχρονική “έκπληξη” του περιοδικού Vakxikon.gr. Καθότι δεν θα μπορούσε να λείπει από αυτή τη συλλογή ο διαβόητος Johnny Handsome, ο γνωστός βωμολόχος που στηρίζει εξ αποστάσεως και χωρίς να τον έχουμε γνωρίσει ποτέ την προσπάθεια μας. Κάπου χαμένος στην ενδοχώρα του Μεξικού αυτή την εποχή, μέσω του ελληνικού συνδέσμου του, μας έστειλε μια underground ιστορία υπαρξιακής και οικονομικής… κρίσης. Με τούτα και με κείνα, η συλλογή διηγημάτων Crisis: 10+1 διηγήματα για την κρίση, καλωσορίζεται από τις Εκδόσεις Vakxikon.gr και την ίδια στιγμή αποχαιρετά το δύσβατο και μισητό 2012, προειδοποιώντας ότι την επόμενη χρονιά, σε λίγες ημέρες δηλαδή, οι ιστορίες της θα βάλουν σκοπό ν’ αφυπνίσουν τον κόσμο που παραμένει υπνωτισμένος από την “επόμενη δόση” και την “έξοδο της χώρας από το ευρώ”. Αθήνα, Δεκέμβριoς 2012
90
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πρόλογος του Επιμελητή, του Ιορδάνη Κουμασίδη . . . . . . . . . . 9 Ο Φόβος είναι για Μένα, της Κασσάνδρας Αλογοσκούφι . . . . 10 Η Παρανόηση, της Τζούλιας Γκανάσου . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 22 Αγορά Χρυσού, της Στέργιας Κάββαλου . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 28 Καραμέλα, Παρακαλώ; της Μαίρης Κλιγκάτση . . . . . . . . . . . . . 33 Κρίση είναι..., του Ιορδάνη Κουμασίδη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 39 Γιολάντα, του Νίκου Κουνενή . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 44 Ο Μεσσίας, του Βαγγέλη Μπέκα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 55 Η Καβάντζα, της Μαρίας Ξυλούρη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 60 Οι Απέναντι, της Βάσιας Τζανακάρη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 72 Ηλεκτρικό Ουίσκυ, της Μαρίας Φακίνου . . . . . . . . . . . . . . . . . . 79 Πέντε, του Johnny Handsome . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 84 Επίμετρο του Εκδότη, του Νέστορα Πουλάκου . . . . . . . . . . . . . 89
Η ΨΗΦΙΑΚΗ ΕΚΔΟΣΗ (Ε-ΒΟΟΚ) “CRISIS: 10+1 ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ” ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΚΑΙ ΣΕΛΙΔΟΠΟΙ ΗΘΗΚΕ ΤΟΝ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2012 ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ VAKXIKON.gr