Αμ' Έπος Ανέργων - Συλλογικό

Page 1





ΑΜ’ ΕΠΟΣ ΑΝΕΡΓΩΝ 8 ΕΝΕΡΓΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ


ISBN: 978-960-9776-39-4 Βακχικόν - Αστική Μη Κερδοσκοπική Εταιρεία Εκδόσεις Vakxikon.gr Μαραθώνος 36, 122 44 Αιγάλεω www.vakxikon.gr info@vakxikon.gr © 2013 Εκδόσεις Vakxikon.gr Σειρά: Βακχικόν Πεζά - 9 Πρώτη Έκδοση: Ιούνιος 2013 Επιμέλεια Έκδοσης: Μαρία Κατσοπούλου Επιμέλεια Υλικού: Στράτος Π. Επιμέλεια Κειμένων: Μαρία Κατσοπούλου, Ανθή Κανιούρα Φωτογραφίες: Αλ. Κατσής, Μ. Τσιράκου, Θ. Ζαμπάκα, Στράτος Π. Σχεδιασμός Έκδοσης & Εξωφύλλου: Vakxikon.gr


ΑΜ’ ΕΠΟΣ ΑΝΕΡΓΩΝ 8 ΕΝΕΡΓΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

Επιμέλεια: Μαρία Κατσοπούλου

Vakxikon.gr 2013



Μην του μιλάτε είναι άνεργος τα χέρια στις τσέπες του σαν δυο χειροβομβίδες Νίκος Καρούζος



ΠΡΟΛΟΓΟΣ Της Μαρίας Κατσοπούλου

«Αμ' έπος Ανέργων»: Οκτώ ιστορίες που φλερτάρουν με την παράνοια, την απελπισία, το θάνατο, τη φυγή. Όλες τους αληθινές. Ή σχεδόν. Η ζωή μας ξεπερνάει καθημερινά. Όταν η ανεργία τσακίζει ζωές, ήθη, ψυχές, γράφεις, γράφεις, γράφεις για να διώξεις αυτόν τον πόνο, αυτήν την πίκρα που δε λέει να φύγει από τον οισοφάγο σου, αυτόν τον κόμπο στο στομάχι όταν παρακολουθείς τους ανθρώπους γύρω σου να πέφτουν στο κενό της ανυπαρξίας. Ήδη από το φθινόπωρο του 2010, το θέμα της ανεργίας άρχισε να παίρνει φωτιά. Τότε ήταν που ξεκίνησε η ιδέα για τη δημιουργία αυτού εδώ του βιβλίου, από την ανάγκη να μιλήσουμε για πράγματα που βιώνουμε οι ίδιοι, είτε ως άνεργοι, είτε ως θεατές μιας έτερης δυστυχίας που δεν παύει να διογκώνεται. Έπειτα από δυο χρόνια αντίξοων συνθηκών, με συμμετοχές να έρχονται και να φεύγουν, με καμία εγγύηση ότι οι ταπεινές μας ιστορίες θα έβρισκαν την επιθυμητή ανταπόκριση από τους «επαγγελματίες» του χώρου, η προσπάθεια αυτή δίνει τους καρπούς της. Against all odds. Τώρα που η χιονόμπαλα έγινε χιονοστιβάδα, τώρα που οι εξελίξεις μας πρόλαβαν και η σήψη επιταχύνει επικίνδυνα, η μικρή μας συλλογή αποτελεί μια φωνή αλληλεγγύης στις σύγχρονες «Οδύσσειες» καθημερινών ανθρώπων. Ενάντια στον ολοκληρωτισμό που ρουφάει με λύσσα το μεδούλι της αξιοπρέπειας, παλεύουμε με όπλα τις πένες μας -και όχι μόνο. Αυτό το βιβλίο αφιερώνεται στους νεο-άνεργους, στους νεο-άστεγους, στις καταλήψεις και τα αυτόνομα στέκια αλληλεγγύης, στα θύματα βίας, ρατσισμού και κοινωνικού κανιβαλισμού και σε όλες τις ελεύθερες ψυχές του κόσμου τούτου.

- 11 -


Η ΑΓΙΑ ΑΠΟΓΡΑΦΗ Της Μαρίας Γιαγιάννου

Την προηγούμενη δεν τον δέχτηκαν. Του άνοιξε ένας ψηλός, βραχνός πενηντάρης με περιπαικτικό βλέμμα, του ζήτησε συγγνώμη που, λόγω ασφυκτικής έλλειψης χρόνου, θα έπρεπε να μεταθέσει την υποχρέωσή του να καταμετρηθεί, και τον παρακάλεσε να περάσει την επόμενη μέρα, την ίδια ώρα. Σε λίγο βασιλεύει και ο απογραφέας βαδίζει κατά μήκος της ρεματιάς, βουτηγμένος ονειροπόλα στον ροζ απόηχο του ήλιου, ρουφώντας όνειρα εξίσου διψασμένα με την προηγούμενη βραδιά, στο πάρτι, όταν βούλιαζε τα μάτια του σ’ ένα παμφάγο ντεκολτέ, γαργαρίζοντας το νερόπλυμα που του είχαν σερβίρει. Τώρα βαδίζει και σχεδιάζει τη ζωή του με εκείνο το οργανωτικό πνεύμα που είναι ικανό να σαρώσει τα ανυπότακτα αγριαγκάθια της ρεματιάς και να τα ξαναφυτέψει σε μοτίβο υψηλής γαλλικής κηπουρικής, να μετατρέψει τις λακκούβες σε τεχνητές λίμνες με ιχθυοκαλλιέργειες, να πακετάρει τις σκόρπιες πευκοβελόνες και να τις λανσάρει στην αγορά ως οικολογικές οδοντογλυφίδες, ενώ με τα σκόρπια χαλίκια μπορεί να χτίσει περίτεχνες γέφυρες που να ενώνουν τις όχθες του Ατλαντικού. Αποπνέει όνειρο γιατί έχει μόλις μπει στο Πανεπιστήμιο και γιατί αυτή είναι η πρώτη του δουλειά. Δεν είναι τίποτα σημαντικό, αλλά τον κατατρώει η σπάνια αγωνία ότι, αν δεν δουλέψει αμέσως μετά τα δεκαοχτώ, παρ’ ότι φοιτητής, θα θεωρείται άνεργος, μια κατάσταση που αποστρέφεται ο φιλόδοξος νέος, αφού γνωρίζει καλά τις συνέπειές της από την τελευταία μακρά περίοδο ανεργίας του πατέρα του. «Πάτερ ημών, καμιά δουλειά δεν υπόσχεται δόξα από μόνη της. Εγώ όμως γνωρίζω πως ένας μόνο φιλόδοξος αρκεί για να μετατρέψει την πιο άσχετη σκατοδουλίτσα σε εφαλτήριο μεγάλων κατακτήσεων» οραματίζεται ο απογραφέας. Βαδίζει κι ένα αίσθημα υπεροχής στερεώνει το υπέροχο χαμόγελό του. - 12 -


Η επιστροφή του στη γειτονιά, της οποίας τους κατοίκους απέγραψε ήδη με τρομερό ζήλο την προηγούμενη, είναι μια μικρή θυσία εκ μέρους του. Κολυμπώντας σε πελάγη ουμανιστικής ευτυχίας, που ενίοτε καταλήγουν σε απρόβλεπτους μα εκκωφαντικούς καταρράκτες χριστιανοσύνης, πιστεύει βαθιά ότι Άνθρωπος στην ιδανική μορφή του είναι αυτός που, όποτε μπορεί, προσφέρει, και πως κάθε προσφορά τον ανυψώνει εν τοις ουρανοίς. Δεν έχει ιδιαίτερο χρόνο στη διάθεσή του, λόγω της εξεταστικής, που συνέπεσε με τούτη την περιστασιακή δουλειά, αλλά έχει μια άμετρη φιλοδοξία, που σχετίζεται όχι μόνον με το αντικείμενο των σπουδών του, την επιστήμη της Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, αλλά κυρίως με το ιδεώδες της Ανθρώπινης ανωτερότητας, απ’ όπου έχει μόλις εφορμήσει για να μελετήσει ανιδιοτελώς τον κόσμο και να τον κάνει καλύτερο. Οργανώνει με τα όνειρά του το σύμπαν κι από το βάθος του Είναι του παρακολουθεί ενδεής να πλησιάζει με αγέρωχο βήμα, υφασμάτινο παντελόνι (σαν το δικό του), έμπειρα μάτια, ξύρισμα τριών ημερών, αμόλυντο χαμόγελο, ο Άνθρωπος. Είναι αναμφίβολα ένας πραγματικός συνήγορος του Ανθρώπου, αγιασθήτω το όνομά Του, κρατώντας ευλαβικά στα χέρια του τις καταστάσεις της απογραφής, ως συγχωροχάρτια προς συμπλήρωση. Κάθε φορά που συμπληρώνει όνομα, ηλικία και είδος κατοικίας, ο άνθρωπος που έχει απέναντί του ολοκληρώνεται, αποκτά την αξία της ύπαρξης και στο όνομά του συγχωρείται ολόκληρη η ανθρωπότητα. Έχει συγκεκριμένο όνομα, έχει ζήσει συγκεκριμένα χρόνια και ζει κάπου συγκεκριμένα. Το συγκεκριμένο ταιριάζει στον φοιτητή, γιατί έχει αμεσότητα και είναι μετρήσιμο. Ένας συγκεκριμένος άνθρωπος με την εκ γενετής αθωότητά του μπορεί να γίνει το πεδίο αθώωσης του συνόλου των ανθρώπων. Κάθε ένας που συνοψίζει τον βίο και την περιουσία του σε μερικές τυπικές απαντήσεις αποδέχεται τη συντομία και τη θνητότητά του και ταπεινώνεται γενόμενος μια καταγραφή, ένα αγγελικό νούμερο, του οποίου η καθαρότητα αρκεί για να αγαπηθεί από τον μικρό απογραφέα σαν ανώνυμος άγιος σε θρησκευτική εικόνα. - 13 -


«Με την πράξη μου», σκέφτεται χτυπώντας το κουδούνι χωρίς όνομα, «με την ελάχιστη αυτοθυσία μου», ακούγονται βήματα που πλησιάζουν, «επαληθεύω την ενάρετη φύση του Ανθρώπου. Τι άλλο χρειάζεται παρά...» Tην σκέψη του διακόπτει η πόρτα που ανοίγει. Εναλλάσσοντας με δεξιοτεχνία την εσωτερική του ζωή με τις εξωτερικές υποχρεώσεις που τίθενται, μέχρι τώρα αγόγγυστα, στην υπηρεσία της, ο απογραφέας χαμογελάει με περίσσευμα προσήνειας. Ο χθεσινός άνδρας στέκεται στο άνοιγμα με ύφος απορημένο, σαν να έχει ξεχάσει το ραντεβού. Ο απογραφέας του θυμίζει περί τίνος πρόκειται και ο άνδρας τον υποδέχεται στο εσωτερικό. Εμφανώς αφηρημένος, καπνίζει πολυάσχολα πούρο, το οποίο ενοχλεί τον νεαρό από την πρώτη στιγμή, αλλά αποφασίζει να το ανεχθεί για τη διάρκεια της σύντομης παραμονής του. Ξέρει ότι λίγος ασκητισμός δεν έβλαψε ποτέ κανέναν. Μακάρι να μπορούσε να πείσει τον σοβαρό κύριο ότι το καλύτερο για όλους θα ήταν να κόψει το κάπνισμα. Ωστόσο, ανακόπτει τη συμβουλευτική του ορμή, γιατί υποψιάζεται ότι δεν θα μπορέσει να φέρει εις πέρας ταυτόχρονα το ρόλο του απογραφέα και του ιεροκήρυκα. Οι περιοχές ιδιωτικών παθών είναι περιφραγμένες με ηλεκτροφόρα καλώδια και φυλάσσονται από ντόπερμαν. Ο φοιτητής θα διορθώσει τα λάθη του κόσμου ως επιστήμων και όχι ως εισβολέας. Το σπίτι είναι μεγάλο, τα έπιπλα μίνιμαλ και η τεχνολογία χάι τεκ. Σε ένα σπίτι ντυμένο με τόσο αυστηρό γούστο, η μουσική που ακούγεται, αν και σε χαμηλή ένταση, τον εκπλήσσει. Το «Τράβα μπρος» είναι μια ευτράπελη έκπληξη, αλλά οριακά επιτρεπτή μέχρι και για έναν φαν των Γου Τανγκ Κλαν, μιας που στο κάτω-κάτω είναι Χατζιδάκις. «Ο καθένας όπως την βρίσκει», σκέφτεται ο φιλελεύθερος φοιτητής. «Κάθισε», λέει ο άνδρας και δείχνει αδιάφορα προς τον λευκό καναπέ. Ο απογραφέας ευχαριστεί πολύ και κάθεται με ευγενικά οπίσθια στην άκρη του καναπέ. Αντιπαθεί τους καναπέδες που έχουν μεγάλο βάθος, διότι δηλώνουν σπίτι ανοιχτό μόνο σε στενούς φίλους που μπορούν να βγάλουν τα - 14 -


παπούτσια τους και κλειστό σε νέους φίλους και σε κοντούς ανθρώπους. Για να ακουμπήσει κανείς την πλάτη του πρέπει να καθίσει τόσο πίσω, ώστε τα πόδια του να κρέμονται σαν να είναι πέντε ετών, θέαμα εντελώς εξευτελιστικό. Διαφορετικά, αναγκάζεσαι να καθίσεις στη μέση του καναπέ με τεντωμένη πλάτη σαν να είσαι σε επαγγελματικό ραντεβού. Από την άλλη, αυτός είναι σε επαγγελματικό ραντεβού κι έτσι κατασιγάζει τον αρχικό εκνευρισμό του που δεν έγινε δεκτός ως στενός φίλος του πενηντάχρονου αγνώστου. Ο άνδρας κάθεται στην καρέκλα του γραφείου του με πλάτη στον απογραφέα και βυθίζεται στα χαρτιά του κάνοντας δύσκολους υπολογισμούς, που προφανέστατα απομυζούν την κοινωνική του ευπρέπεια, ενώ ο απογραφέας παρατηρεί τους καπνούς του πούρου να λιμνάζουν πάνω από το κεφάλι του σαν αποτυχημένα σήματα επικοινωνίας. Αρκεί λίγη μοναχική σιωπή για να αρχίσει να παρατηρεί ότι πάνω στα υπέροχα έπιπλα από πλέξιγκλας, λάκα και δέρμα είναι απλωμένο ένα παχύ στρώμα σκόνης, μέσα στο οποίο είναι βυθισμένες δεκάδες δαχτυλιές. Ο φοιτητής αντιπαθεί τις δαχτυλιές και τη σκόνη, όπως κάθε υποψία ομίχλης που θαμπώνει την καθαρότητα των πλάνων του. Ασυναίσθητα φυσάει τα δάχτυλά του που ακούμπησαν στο μπράτσο του καναπέ και ξυπνάει τον άνδρα από τον υπολογιστικό του λήθαργο. «Α, ναι, φυσικά. Σας ξέχασα. Επίσης, για κάποιον λόγο, σας περίμενα λίγο αργότερα. Σας συμπονώ που είστε εδώ, αιχμάλωτος, μια τόσο ωραία βραδιά. Κι εγώ έχω τόση δουλειά...» λέει και για πρώτη φορά σπάει την ανωνυμία του με ένα χαμόγελο. Η μουσταρδί οδοντοστοιχία του, πηχτή σ’ ένα άνυδρο στόμα, σοκάρει τον νεαρό, ο οποίος, πείθοντας τον εαυτό του ότι δεν τον ταράζει τίποτα, σηκώνεται και τείνει την παλάμη του για χειραψία στον άνδρα, που κατάφερε με ένα χαμόγελο να διανύσει μίλια διαφοράς και να γίνει αποκρουστικά προσιτός, χάνοντας εξολοκλήρου την αίγλη του στα μάτια του δεκαεννιάχρονου. «Ε, όχι και αιχμάλωτος! Προς Θεού...» λέει χαρωπά ο μικρός. «Χαίρω πολύ, Μάρκος». «Χάρηκα νεαρέ» λέει ο μεγάλος και κάθεται δίπλα του. - 15 -


Όνομα, επίθετο, ημερομηνία γέννησης μπαίνουν σε κουτάκια. Εκατόν είκοσι τετραγωνικά μέτρα στριμώχνονται στα δύο τετραγωνικά εκατοστά του χώρου της απάντησης. Πόσοι ζουν εδώ. «Δύο άτομα. Εγώ και η κόρη μου». Ηλικία. «Τριών χρόνων». «Μάλιστα». Ο Μάρκος έχει ζεσταθεί από τις ερωτήσεις και έχει πάρει ανάμικτο ύφος απουσιολόγου και εξομολογητή, το οποίο σκοπεύει να εξασκήσει κατά το υπόλοιπο της συνέντευξης, όταν ο άνδρας διακόπτει την επόμενη εύτακτη ερωτησούλα του με μια παράκληση. «Θα μου επιτρέψεις να πεταχτώ να πληρώσω τα κοινόχρηστα. Ξεχάστηκα και... Δυο λεπτάκια θα μου πάρει.... Έχει έτοιμο γαλλικό στην κουζίνα. Βάλε καφεδάκι. Σαν στο σπίτι σου...» και με την συγκατάνευση του Μάρκου εγκαταλείπει βιαστικά το σκονισμένο του σαλόνι. Η απογραφή ήταν στη συνείδηση του Μάρκου μια ζωντανή μηχανή αναζήτησης και κάθε σπίτι μια ιστοσελίδα γεμάτη πληροφορία προς σταχυολόγηση. Δεν του πέρασε στιγμή από το μυαλό ότι υπάρχουν ιστοσελίδες που σε γεμίζουν ιούς, που υποθάλπουν απόψεις αποτρόπαιες και ασφαλώς καθόλου δεν υπολόγισε το διαδικτυακό έγκλημα. Η ακαδημαϊκή σταδιοδρομία του ξυπνά μέγα ενθουσιασμό και οι πιθανοί τίτλοι της διπλωματικής, που θα συντάξει μετά από τέσσερα χρόνια, λειτουργούν κιόλας ως πνευματικά αφροδισιακά για το νεαρό όραμα, που ξεσηκώνεται τόσο εύκολα, όσο και το νεαρό πουλί του κατόχου του. Ο τίτλος «Απογράφομαι άρα υπάρχω» τριγυρνά στο μυαλό του την ώρα που διαπιστώνει ότι το «Τράβα μπρος, κι όσα έρθουν τόσα πάνε» ακούγεται για δεύτερη φορά από τα ηχεία. Σηκώνεται από τον καναπέ και παρελαύνει επιτόπου, διασκεδάζοντας με τον σουρεαλισμό που διαφαίνεται. Ο Μάρκος μπαίνει στην κουζίνα, περνώντας δίπλα από το πάσο που την ενώνει με το σαλόνι. Πράγματι έχει έτοιμο γαλλικό καφέ. Ανοίγει ένα ντουλάπι και βρίσκει τα φλιτζάνια. Η καφετιέρα έχει μαζεμένο στο πάνω μέρος ένα στρώμα σκόνης. Φταρνίζεται. Αντιπαθεί τη σκόνη. Ψάχνει κουταλάκι, αλλά δεν βρίσκει πουθενά. Η μυρωδιά του πούρου έχει ποτίσει το σπίτι και ο καφές μυρίζει σκουριά, αλλά ο Μάρκος ξέρει να βγάζει - 16 -


Στράτος Π.


απ’ το χειρότερο το καλύτερο. «Θέλουν να με πεθάνουν εδώ μέσα;» μουρμουρίζει ελαφρώς τσαντισμένος και ανοίγει το πλυντήριο πιάτων μήπως βρει κάποιο καθαρό κουταλάκι. Μια φριχτή μπόχα αναδύεται από τα άπλυτα κι εκείνος μένει με το στόμα ανοιχτό μπροστά στο θέαμα. Ένα ματωμένο κρανίο βρίσκεται εκεί όπου θα έπρεπε να έχει πιάτα και διάσπαρτοι σπόνδυλοι είναι στη θέση των ποτηριών. Αδύνατα και μακριά οστά στοιβάζονται στη θήκη για τα κουταλάκια. Κάποιον έχουν καθαρίσει. Δεν νιώθει τα δάχτυλά του και το φλιτζάνι του γλιστράει στο πάτωμα. Προσπαθεί να συνέλθει από το σοκ. Προφανέστατα πρόκειται για παρεξήγηση, σκέφτεται, και αποφασίζει με το λογικό και πεφωτισμένο του μυαλό ότι τα κόκκαλα αυτά, που μοιάζουν αφόρητα ανθρώπινα, στην πραγματικότητα είναι πορσελάνινα σκεύη νεογοτθικού ντιζάιν, της ίδιας κατηγορίας με τα γυναικεία μπλουζάκια που έχουν πάνω νεκροκεφαλές ή με τους σκελετούς-μινιατούρες που κοσμούν κάτι κακόγουστα μπρελόκ. Ξεφυσάει. «Είμαι εντελώς μαλάκας. Πού νομίζω ότι βρίσκομαι; Στον οίκο των Άσερ;» μονολογεί ιδρωμένος. Ανοίγει το παραθυράκι πάνω από το νεροχύτη να πάρει λίγο αέρα και, έχοντας γυρισμένη την πλάτη του στο σαλόνι και το πάσο της κουζίνας, νιώθει ένα οξύ και κοφτό χτύπημα στο κεφάλι. Εντελώς έκπληκτος, εμβρόντητος και βαθιά απροετοίμαστος, στρέφει το κεφάλι του για να αντικρίσει τον εχθρό. Το μόνο που βλέπει είναι το αντικείμενο με το οποίο πετροβολήθηκε. Στο πάτωμα βρίσκεται ένα μεγαλούτσικο, πλαστικό, πράσινο λέγκο. Σκύβει να το πιάσει και καθώς σηκώνεται εκσφενδονίζεται πίσω από το πάσο μια μπάρμπι, η οποία τον βρίσκει στο έξω μέρος του μπράτσου του. «Αχ! Γαμώτο! Βρε! Εδώ έχουμε ένα μικρό κουνελάκι... Τι θέλεις; Να παίξουμε;» απευθύνεται προς τον εχθρό, έχοντας αντιληφθεί ότι πρόκειται για το παιδάκι του σπιτιού και ως εκ τούτου ήδη μεταβαίνοντας από την κατάσταση του παράλογου φόβου σε μια διάθεση φθίνοντος εκνευρισμού. «Έλα, βγες από το κάστρο σου να παίξουμε σαν φίλ...» πάει να προτείνει ο καλός Μάρκος, αλλά, πριν προλάβει, - 18 -


ένας οχετός παιχνιδιών εκτοξεύεται προς το μέρος του. Γυάλινοι βόλοι, λούτρινα κουκλάκια, πλαστικά κουζινικά, αρκουδάκια, αυτοκινητάκια, επιτραπέζια, ξυλομπογιές και μαρκαδόροι, μέχρι και ένα μικρό πλέι στέισον βρίσκουν στόχο πάνω του με αξιοσημείωτη δύναμη, τέτοια που τον αναγκάζει να κρυφτεί πίσω από το πάσο. Παρ’ ότι εξαιρετικά εκνευρισμένος από το απαράδεκτο παιδί που κανείς δεν του έμαθε πώς να συμπεριφέρεται σε αγνώστους, ο νεαρός φοιτητής διατηρεί εντούτοις ένα ιλαρό χαμόγελο αμηχανίας και αναγνωρίζει ότι η κατάσταση είναι εντελώς κωμική. Όταν σκέφτεται δε ότι αυτό το περιστατικό θα χρησιμοποιηθεί για επιστημονικούς λόγους, ενώ επιπλέον θα διασκεδάσει πολλούς συμφοιτητές του και θα κάνει πολλά απρόσιτα ντεκολτέ να ανακινηθούν με σπασμούς γέλιου, παίρνει δυνάμεις ώστε να αντιμετωπίσει τον αόρατο εχθρό. «Έλα μικρούλι, μη φοβάσαι, έρχομαι να παίξουμε» λέει γλυκά και μπουσουλάει για να συναντήσει το παιδάκι από την άλλη πλευρά του τείχους. Μπουσουλώντας παρασύρει άπειρη σκόνη με τα γόνατά του και αφήνει δυο ράγες καθαριότητας με τα υπομονετικά του μπατζάκια, τα οποία υποφέρουν σιωπηλά το νέο τους φαιό χρώμα. Όσο προχωράει, το παιδάκι δεν κουνιέται, ούτε πετάει τίποτα. Ακούγεται όμως μια γλυκιά κοριτσίστικη φωνή πίσω από το πάσο, τόσο γλυκιά που αξίζει την συγχώρεση του ευαίσθητου απογραφέα, να ψιθυρίζει «τράβα μπροθ, και του κεφαλιού θου κάνε» ακόρντο με τη Βουγιουκλάκη, που εξακολουθεί να τραγουδάει ακατάβλητη στο ριπίτ. Ο Μάρκος γελάει και αρχίζει να τραγουδάει μαζί με το κοριτσάκι, στρώνοντας ένα μουσικό χαλί για τη συνάντησή τους πάνω στο χνουδωτό από τη σκόνη πέλος του πατώματος. Ο απογραφέας στρίβει πίσω από το πάσο και αντικρίζει, πεσμένη στα τέσσερα, όπως και ο ίδιος, ντυμένη ευπρεπώς, σχεδόν γιάπικα, μια γυναίκα τουλάχιστον σαράντα ετών, η οποία τον κοιτάζει για μερικά δευτερόλεπτα με πλήρη σοβαρότητα. Ο αποσβολωμένος απογραφέας πετάγεται όρθιος. Εκείνη γέρνει ελαφρώς το κεφάλι και αφήνει μια ηχηρή πορδή, - 19 -


που την οδηγεί σε τρανταχτά γέλια και κωλοτούμπες. Εκείνος απομακρύνεται, νιώθοντας την απειλή του ανεξήγητου να τον χτυπάει στο κεφάλι σαν τεράστιο λέγκο. Η γυναίκα σηκώνεται με το πάσο της, υποβοηθούμενη από το πάσο, και για να περπατήσει όρθια κρατιέται από ό,τι βρει. Τον πλησιάζει σε απόσταση αναπνοής και του λέει «τράβα μπρος, πριν η νιότη σου να φύγει» και υποχωρεί προς τα μέσα δωμάτια με ένα αλλόκοτο τρέξιμο, σπάζοντας, στην προσπάθειά της να κρατηθεί, ένα διακοσμητικό κανίς από μαύρη πορσελάνη. Ο Μάρκος στέκεται στη μέση του σαλονιού και κοιτάζει τα κομμάτια του σπασμένου μπιμπελό. Προσπαθεί νοερά να ενώσει τα σπασμένα μέρη του αντικειμένου για να ανακτήσει την αυτοκυριαρχία του. Ο διαλογισμός είναι ένα είδος μοντέρνας προσευχής που προτιμά ο νεαρός ανθρωπολόγος. Λειτουργεί ως απελευθερωτικός πίδακας του νου προς τα ύψη της ψυχής και τον λυτρώνει από το στρες. Με τη ζεστή κόλλα που έχει αντικαταστήσει το αίμα του, μπροστά στην ταραχή, θα κολλήσει το κανίς εντός του και θα συνεχίσει τη δουλειά που ανέλαβε: να απογράψει το σύμπαν. Θέλει τώρα απεγνωσμένα να κλείσει τη μουσική. Το τηλεκοντρόλ του σιντι-πλέιερ είναι πάνω στο γραφείο. Η εικόνα της γυναίκας-παιδί μετακίνησε κάτι μέσα του δια παντός. Η ψυχή του κύλησε προς μια άγνωστη περιοχή, σκιασμένη μέχρι τότε από μια απαστράπτουσα υγεία. Τα μάτια του ανησυχούν. Πλησιάζει, σηκώνει το κοντρόλ από τα χαρτιά του άνδρα με τα πηχτά δόντια και πέφτει το μάτι του στις σημειώσεις. Ένας βροντώδης χτύπος στο εσωτερικό του στέρνου του, φτάνει μέχρι τα χείλη του σαν αγγελιαφόρος του κακού. Νιώθει τις τρίχες των μαλλιών του να ανασηκώνονται στη θέα των δεκάδων χαρτιών και τετραδίων, που γράφουν όλα μία και μόνη φράση: «Δεν είμαι άνεργος». Μία και μόνη φράση αρκεί, αν είναι μια φράση τόσο μαρτυρική και τόσο μαρτυριάρα. Αρκεί για να ανάψει εκείνη την τρελή λάμψη στο μάτι του νεαρού μάρτυρα. Προσπαθεί να βάλει σε τάξη τα δεδομένα. Όμως όχι, δεν του χρειάζεται να μπουν σε - 20 -


τάξη, αλλά καλύτερα ρύσαι ημάς από του πονηρού. Τώρα χρειάζεται να φύγει. Είναι αποφασισμένος να φύγει. Αλλά πριν φύγει, θα κλείσει τη μουσική. Θα φιμώσει επιτέλους τη Βουγιουκλάκη, θα ξεχαρβαλώσει το πλήκτρο ριπίτ και θα το φάει. Πατάει το στοπ, πατάει δυνατά το στοπ, αλλά η μουσική δεν σταματάει. Η Αλίκη στο Ναυτικό τον συμβουλεύει από την αρχή να τραβήξει μπροστά, τώρα το καταλαβαίνει. Ήταν ανόητος και δεν μπόρεσε να το δει. Φεύγει. Αφήνει τη μουσική να παίζει. Πάει προς την πόρτα. Κάνει να ανοίξει, δεν γίνεται, η πόρτα είναι κλειδωμένη. Στη δεύτερη προσπάθεια ακούγονται κλειδιά από πίσω, μπαίνει ο κύριος του σπιτιού που πλήρωσε τα κοινόχρηστα και ήρθε να απογραφεί. «Γιατί με κλειδώσατε;» ρωτάει ο Μάρκος πανικόβλητος. «Γιατί με κλειδώσατε;» δυναμώνει τη φωνή του, η οποία οξύνεται επικίνδυνα προς την υστερία. «Ω, με συγχωρείς καλό μου παιδί, έγινε κατά λάθος, από κεκτημένη ταχύτητα. Λυπάμαι πολύ, έλα, κάθισε να κάνουμε τη δουλειά μας. Σου ζητώ συγνώμη» λέει, δυστυχώς χαμογελώντας, πράγμα που επιτείνει τον πανικό του απογραφέα. «Τι συμβαίνει εδώ μέσα;» φωνάζει υστερικά και καταλαβαίνει πλέον ότι έχει χάσει τον έλεγχο, αλλά ταυτοχρόνως ότι η δουλειά του, οι σπουδές του, οι γονείς του και τα κορίτσια θέλουν έλεγχο και ότι πρέπει να τον ανακτήσει. Κάθεται με βιαστική τυπικότητα στον αφιλόξενο καναπέ, πιάνει τις καταστάσεις και το στυλό του και αρχίζει να κάνει τις ερωτήσεις τρέμοντας. Οι ερωταπαντήσεις τρεμοφεύγουν βιαστικά, αλλά, όταν φτάνει στην ερώτηση «Εργάζεστε;», το πρόσωπο του άνδρα με το πούρο σκληραίνει και η απάντηση έρχεται ταυτόχρονα με το σβήσιμο του πούρου πάνω στον λευκό καναπέ, ένα χιλιοστό δίπλα από τον μηρό του τρομοκρατημένου απογραφέα. «Ρωτάς αν εργάζομαι; Αυτό ρώτησες;» Ο Μάρκος συγκατανεύει διστακτικά. «Άκου, μαλακιστήρι. Νυχθημερόν εργάζομαι και δεν θα γίνω αντικείμενο χλεύης ενός νιάνιαρου. Ναι, η εταιρεία μου έκλεισε. Πριν ένα χρόνο. Είναι γεγονός. Φούντο! Χρεοκοπία! Αλλά όχι αποτυχία... Ποτέ! Δουλεύω στο σπίτι, νεαρέ! Εργάζομαι α-κα-τά-παυ-στα. Το νέο μπίζνες πλαν θα κάνει - 21 -


θραύση. ΘΡΑΥ-ΣΗ! Έχετε το θράσος εσείς, βλακόσπορε, που σας αφήνω πέντε λεπτά μόνο και σπάτε, ποιος ξέρει με τι ανόρμοστη συμπεριφορά -ούτε μωρό παιδί, έλεος- το θαυμάσιο πορσελάνινο κανίς μου, να μου ασκήσετε κριτική;» «Σας παρακαλώ πολύ», ψελλίζει ο Μάρκος καθώς σηκώνονται ταυτοχρόνως και οι δύο. «Αλλά, τα ξέρω τα σχέδιά σας. Όλοι εσείς, τα μαμόθρεφτα, τα σκατόπαιδα με τα δικά μας όνειρα και τις δικές μας φιλοδοξίες, σκοπεύετε να βασίσετε τις αποτυχίες σας πάνω στο πτώμα μας. Πάνω στην απόσυρσή μου. Τη δουλειά μου ρε; Θέλεις τη δουλειά μου, αχρείε;» βρυχάται με μια φωνή αιφνίδιου βάθους, απύθμενου βάθους, τέτοιου που μόνο πεινασμένοι καρχαρίες μπορούν να το αλωνίσουν. Στην έκκληση «Σας παρακαλώ, σταματήστε. Θα φύγω, κύριε, φεύγω και σας αφήνω στην τρέλ...» ο άνδρας ανταπαντά πιέζοντας με την φαρδιά του παλάμη τον ώμο του προς τα κάτω και χαμογελά διάπλατα. «Όχι, νεαρέ μου, θα μείνετε, γιατί θέλω να απογραφώ. Θα απογραφώ πάση θυσία. Ακόμα κι αν... η θυσία είναι δική σας». Ο Μάρκος ιδροκοπάει, μην μπορώντας ακόμα να διακρίνει αυτό το λεπταίσθητο και αγουροξυπνημένο αίσθημα αυτοθυσίας, που σκάει μέσα του στην ιδέα ότι θα θυσιαστεί για να απογραφεί ένας απελπισμένος. Έχει όμως το φιλάνθρωπο θράσος να ψελλίσει «Είμαι σίγουρος ότι όλα θα σας πάνε καλά», τη στιγμή που βγαίνει η γυναίκα-παιδί και πλησιάζει προς το καθιστικό. «Από 'δω η γυναίκα μου, από 'δω ο απογραφέας», λέει ο άνδρας, πλέον μεταμορφωμένος σε μαρμάρινη προτομή. Εκείνη τείνει το χέρι της προς τον απογραφέα, αλλά εκείνος δεν κινείται. «Μην μας παρεξηγήσεις, γλυκέ μου. Πάρ’ το σαν δώρο. Από τότε που σταματήσαμε να εργαζόμαστε έχουμε βρει την υγειά μας, το κέφι μας, χρυσό μου. Εσύ, οι όμοιοί σου και ο κρατικός συρφετός προγραμμάτων επαγγελματικής αποκατάστασης νέων είναι ένα παιχνίδι εις βάρος των προηγούμενων γενεών. Έλα τώρα, αγαπούλα μου, παίξε μαζί μας», λέει η γυναίκα, «οι διαφορετικές γενιές πρέπει να συνεργάζονται» και χαϊδεύει το πηγούνι του Μάρκου. Εκείνος θέλει να χαμογελάσει, αλλά δεν μπορεί. Κάθε μορφασμός του οδηγεί σε κλάμα. - 22 -


Ο απογραφέας αισθάνεται τώρα δύο ετών, μια μικρογραφία του εαυτού του, μόνος, μακριά από τις φιλοδοξίες του, μακριά από τη σχολή και τα όνειρά του, τραβηγμένος πάνω στην πλάτη του καναπέ, με τα πόδια του να κρέμονται. Είναι ένα νεογέννητο σκυλάκι, στη μέση μιας αγέλης ενη-λύκων, που κοιτάζει ανίδεο τα στόματά τους να ξεχειλίζουν πείνα. Η γυναίκα κρατάει το πηγούνι του Μάρκου και δεν το αφήνει. Του το τσιμπάει ενοχλητικά και τον ακινητοποιεί κρατώντας το πίσω μέρος του κεφαλιού του. Ο νεαρός γουρλώνει τα μάτια. Την ώρα που ο άνδρας κόβει το λαιμό του απογραφέα με ένα αιχμηρό κομμάτι πορσελάνης από το σπασμένο κανίς, εκείνος αλυχτά από φόβο, αλλά εντός του πλημμυρίζεται από τη χαρά της αυτοθυσίας. Ναι, τώρα η σκόνη έχει φύγει και βλέπει ξεκάθαρα. Οραματίζεται τον άνδρα με το αγέρωχο βήμα, το υφασμάτινο παντελόνι, τα έμπειρα μάτια, το ξύρισμα τριών ημερών, εκείνον, τον ιδεώδη Άνθρωπο, να του χαμογελάει με ένα βαθυκίτρινο χαμόγελο και να του λέει «Δεν είμαι άνεργος. Άνθρωπος είμαι». Ελθέτω η Βασιλεία Σου, γενηθήτω το Θέλημά Σου. Ο απογραφέας τον συγχωρεί και νοερά ασπάζεται για τελευταία φορά το ακαθόριστο χαμόγελο του Ανθρώπου, ένα χαμόγελο που δεν μπορεί να απογραφεί, αλλά κατάφερε δια παντός να τον απογράψει. «Ένας αισιόδοξος μπέμπης λιγότερο. Τον γλιτώσαμε από το να γίνει θύμα της κοινωνίας. Τι λες κι εσύ, αγάπη μου;» της λέει κι εκείνη, ξαπλώνοντας τον απογραφέα στον καναπέ, κάνει το σταυρό της. «Άγνωσται αι βουλαί του Ανθρώπου» ψιθυρίζει και πιάνει τη σκούπα για να μαζέψει τα κομμάτια του σπασμένου κανείς. - 23 -


Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΜΙΑΣ ΔΑΣΚΑΛΑΣ Των Θοδωρή Καραγεωργίου και Λίας Ζώτου

Το όνομά μου δεν έχει και μεγάλη σημασία για όσους θα διαβάσετε την ιστορία μου. Ούτε και το γεγονός ότι είμαι είκοσι πέντε χρονών και μένω στο Αλιβέρι της Εύβοιας. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι είμαι άνεργη. Δύσκολη λέξη, βαριά, πάντα με τρόμαζε ή τουλάχιστον με έκανε να αισθάνομαι άβολα, ακόμη και όταν την άκουγα από τα χείλη των άλλων για να προσδιορίσουν τη δική τους επαγγελματική κατάσταση. Πάντοτε παρατηρούσα ανθρώπους γύρω μου να έρχονται αντιμέτωποι με αυτήν τη λέξη, να τους ρωτάνε για το επάγγελμά τους και εκείνοι να σηκώνουν τους ώμους τους και να κοιτάζουν το πάτωμα, να λένε πως δεν κάνουν κάτι συγκεκριμένο το τελευταίο διάστημα, πως ασχολούνται με διάφορα, να κοκκινίζουν και να ξεροκαταπίνουν μέχρι να βγάλουν από μέσα τους εκείνο το καταραμένο «άνεργος». Έτσι ακριβώς αισθανόμουν και εγώ. Είχα ορκιστεί να κάνω τα πάντα για να γλιτώσω από τη μάστιγα της ανεργίας. Θυμάμαι όταν έμπαινα στη σχολή μου, στο παιδαγωγικό Ιωαννίνων, το πρώτο πράγμα που μου υποσχέθηκαν ήταν η άμεση επαγγελματική αποκατάσταση, γι’ αυτό άλλωστε και τα μόρια που χρειάστηκα ήταν σχεδόν δεκαεννέα χιλιάδες. Πίεσα λοιπόν τον εαυτό μου λίγο παραπάνω και, σε συνδυασμό με τα τέσσερα πολύ όμορφα χρόνια που πέρασα στα Γιάννενα, κατάφερα να βγάλω τη σχολή μου χωρίς καθυστέρηση. Βέβαια, η κατάσταση ήταν πια διαφορετική στον κλάδο της παιδείας. Οι διορισμοί αποτελούσαν όνειρο απατηλό και ο μόνος δρόμος προς την εργασία περνούσε πλέον μέσα από το δύσβατο μονοπάτι του αναπληρωτή. Περίμενα λοιπόν καρτερικά, παρακολουθώντας τους πίνακες, αναζητώντας τη θέση μου, ψάχνοντας στο χάρτη τα διάφορα μέρη της Ελλάδας, προετοιμάζοντας όσο καλύτερα μπορούσα τον εαυτό μου για το άγνωστο που με περίμενε. - 24 -


Θεοδοσία Ζαμπάκα


Μόνο που τη χρονιά εκείνη ο αριθμός των αναπληρωτών ήταν ιδιαίτερα μικρός και έτσι δεν κατάφερα να κρατήσω στα χέρια μου το πολυπόθητο εισιτήριο που θα με οδηγούσε στην ευτυχία. Τις μέρες εκείνες της αγωνίας και της απογοήτευσής μου, όμως, τις γέμισε με χαρά και ελπίδα κάποιο άλλο γεγονός. Παντρεύτηκα. Λίγο αργότερα έμεινα έγκυος και μέχρι τον επόμενο Αύγουστο είχα γεννήσει ένα πανέμορφο κοριτσάκι. Το μυαλό μου όμως συνέχιζε να μου το τριβελίζει το επαγγελματικό μου αδιέξοδο, ώσπου στις είκοσι Σεπτεμβρίου, τρεις μέρες πριν σαραντίσω, το όνομά μου εμφανίστηκε επιτέλους στη λίστα των αναπληρωτών. Είχα μόλις τέσσερις ημέρες στη διάθεσή μου για να συνειδητοποιήσω αυτό που συνέβαινε και να παρουσιαστώ στην Κέρκυρα. Η αλήθεια ήταν ότι πετούσα στα σύννεφα. Το όνειρό μου γινόταν πραγματικότητα, αν και δεν είχα ακόμη υπολογίσει στα σοβαρά πως θα έπρεπε να αφήσω πίσω μου το Αλιβέρι, τους γονείς μου, τον άντρα μου, το σπίτι μου και φυσικά τη μικρή μου. Ετοίμασα λοιπόν τις βαλίτσες μου, φόρτωσα τα πράγματά μου στο αυτοκίνητο του άντρα μου και άρχισα να σκέφτομαι όσο πιο θετικά μπορούσα σχετικά με το νησί της Κέρκυρας. Γνώριζα ήδη πως από την Ηγουμενίτσα δεν απέχει περισσότερο από μιάμιση ώρα με το πλοίο και πως η πόλη είναι αρκετά μεγάλη. Η απόσταση που με χώριζε από το Αλιβέρι, βέβαια, ήταν γύρω στα εξακόσια χιλιόμετρα, αλλά προσπάθησα να το ξεπεράσω. Χαιρέτησα τους γονείς μου, τον άντρα μου και το μικρό μου και ξεκίνησα το χάραμα, με το αυτοκίνητο φορτωμένο έως επάνω, από βαλίτσες και ρούχα μέχρι κατσαρολικά και μικροέπιπλα. Στην Ηγουμενίτσα έφτασα έξι ώρες αργότερα, όμως στο πλοίο δεν μπήκα παρά στις εννέα το βράδυ, καθώς, για κακή μου τύχη, υπήρχαν ακυρώσεις δρομολογίων λόγω έλλειψης καυσίμου από την απεργία των φορτηγών που μαινόταν σε ολόκληρη τη χώρα. Τα πρώτα συμπτώματα της κόπωσης και του άγχους μου είχαν αρχίσει ήδη να κάνουν την εμφάνισή τους στο στομάχι μου. Μπορεί ξεκινώντας από το Αλιβέρι η διάθεσή μου να ήταν όσο πιο θετική γινόταν για κάποιον που αφήνει - 26 -


πίσω ολόκληρη την οικογένειά του για να δουλέψει εξακόσια χιλιόμετρα μακριά, μπορεί να πίστευα στο όνειρο που είχα πλάσει μέσα μου, όμως τώρα τα πράγματα είχαν αλλάξει. Τα σκούρα χρώματα της πραγματικότητας μόλις που άρχιζαν να ξεπροβάλουν. Το προσωπάκι του παιδιού μου, που μέχρι πριν λίγες ώρες κρατούσα στην αγκαλιά μου, ερχόταν στο νου μου και τον στοίχειωνε. Ήταν εκείνη η ώρα που συνήθως ξύπναγε για να ζητήσει τη μαμά της, τη μυρωδιά και την αγκαλιά της. Πάρκαρα το αυτοκίνητο και κάθισα σε ένα από τα παραλιακά μαγαζάκια της Ηγουμενίτσας. Παρήγγειλα ένα τοστ και προσπάθησα να το κατεβάσω, έστω και με το ζόρι, κοιτάζοντας τα πολύχρωμα φώτα του λιμανιού και των καταστημάτων, τα ανέμελα ζευγάρια που έτρεχαν στους δρόμους. Η νύχτα ερχόταν ζεστή, πνιγμένη στην αλμυρή υγρασία, που την ένιωθα να κολλάει στο κορμί μου και να το βαραίνει. Η αναπνοή μου θαρρείς και δεν έφερνε τον απαραίτητο αέρα μέχρι τα πνευμόνια μου κάθε τόσο προσπαθούσα να αναστενάξω, ενώ ήξερα πως είχα ακόμη μιάμιση ώρα με το πλοίο ως την Κέρκυρα και έπειτα πως έπρεπε να ψάξω και για κάποιο ξενοδοχείο. Το πλοίο ξεκίνησε τελικά στις δέκα παρά τέταρτο. Ήμουν τυχερή γιατί δεν κούνησε παρά ελάχιστα και έτσι γλύτωσα τουλάχιστον τις ζαλάδες και τον ίλιγγο. Στο νησί έβρεχε. Αργότερα έμαθα πως στην Κέρκυρα βρέχει τις περισσότερες μέρες του χρόνου. Οδήγησα προς την πόλη παραλιακά μέχρι που είδα ένα ξενοδοχείο. «Κωνσταντινούπολις» λεγόταν. Πάρκαρα απέναντι και ψαχούλεψα ανάμεσα στα πράγματα και τις βαλίτσες για μία πιτζάμα και το νεσεσέρ μου. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα και ο ουρανός έσταζε μελαγχολικός όσο ποτέ. Παρατήρησα το αυτοκίνητο, όπως ήταν φορτωμένο σε τέτοιο βαθμό, που δεν μπορούσες να κοιτάξεις από τα παράθυρα. Έπιασα ένα δωμάτιο, άφησα τα πράγματά μου και μπήκα στο μπάνιο για ένα ντους. Βγήκα και ήπια ένα διπλό ντεπόν και δύο ριοπάν για το στομάχι. Όταν ξάπλωσα ένιωθα όλους του μύες του κορμιού μου να συσπώνται για μία τουλάχιστον ώρα. Έπειτα χαλάρωσα και με πήρε ο ύπνος. - 27 -


Την επόμενη μέρα ξύπνησα νωρίς. Άνοιξα τα ξύλινα πατζούρια και ξεμαντάλωσα τα παραδοσιακά παράθυρα. Το ψιλόβροχο συνέχιζε και η καταχνιά είχε πέσει τόσο χαμηλά, που έμοιαζε σαν να μην είχε ακόμη ξημερώσει. Βγήκα έξω. Αγόρασα ένα γάλα και ήπια μερικές γουλιές μαζί με μια βιταμίνη. Αγόρασα και έναν διπλό χάρτη, που απεικόνιζε την πόλη από τη μια πλευρά του και το νησί ολόκληρο από την άλλη. Περιπλανήθηκα για λίγο ανάμεσα στον κόσμο, στα σοκάκια της πόλης με τη βενετσιάνικη αύρα, τα πλακόστρωτα, πλάι στις περίτεχνες κολώνες της κεντρικής πλατείας και είδα τους ανθρώπους να γελάνε, να κρατιούνται από το χέρι, να αγκαλιάζονται και να φιλιούνται, είδα παιδιά να τρέχουν και να φωλιάζουν στην αγκαλιά της μάνας τους ή να ανεβαίνουν στον ώμο του πατέρα τους, τουρίστες να περιφέρονται στα μαγαζάκια και Κερκυραίους να ανταλλάσουν συνέχεια χωρατά και πειράγματα μεταξύ τους. Και εγώ ήμουν μόνη, δεν είχα τίποτα με κανέναν για να μοιραστώ, δεν είχα κανενός τα μάτια να κοιτάξω, ούτε τον άντρα μου για να φιλήσω, ούτε και το παιδί μου να το σφίξω στην αγκαλιά μου, μονάχα κοίταζα σαστισμένη και τα μάτια μου βούρκωναν και τα χείλη μου έτρεμαν και οι λυγμοί ανέβαιναν στο λαιμό μου και με πνίγανε, μέχρι που κάποιος με έπιασε από τον ώμο και με ρώτησε αν είμαι καλά. Του έγνεψα αμίλητη και έφυγα. Ρωτώντας και ψάχνοντας στο χάρτη έφτασα, μέσα από την πρωτοφανή κίνηση της πόλης, έως τα γραφεία της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Συμπλήρωσα την αίτησή μου και δήλωσα τα διαθέσιμα μέρη κατά σειρά προτίμησης. Ο αιρετός του γραφείου, περιστοιχισμένος από γονείς και γνωστούς όλων των υπόλοιπων αναπληρωτών, με συμβούλεψε να δηλώσω τελευταία τη Λευκίμμη και μου πρότεινε κάποιες περιοχές της βόρειας Κέρκυρας. Το μεσημέρι έμαθα πως είχα επιλεχθεί στους Αυλιώτες. Άνοιξα τον χάρτη και τους έψαξα. Ήταν το βορειότερο και δυτικότερο μέρος του νησιού. Ξεκίνησα την ίδια στιγμή. Ο δρόμος μέχρι ένα σημείο ήταν κάπως καλός. Έπειτα άρχισε να με τρομάζει, μέχρι που σε - 28 -


κάποια σημεία ήταν τόσο στενός, σα μονόδρομος, ώστε υπήρχε φανάρι που έδινε προτεραιότητα πότε σε αυτόν που ανέβαινε και πότε σε αυτόν που κατέβαινε. Μετά από μια ώρα ατελείωτων στροφών έφτασα στους Αυλιώτες. Το χωριό ήταν ορεινό. Η θάλασσα τώρα φαινόταν σε χαμηλότερο επίπεδο και ήταν απίστευτα όμορφη, αν και καθρέφτιζε ακόμη τον θολό ουρανό. Σταμάτησα μπροστά σε δύο αντικριστά καφενεία και ρώτησα πού βρίσκεται το σχολείο. Μια γιαγιά έδειξε με το χέρι της προς μια απότομη ανηφόρα. «Να, από εκεί θα γείρεις κοπέλα μου και θα το βρεις», είπε με τη χαρακτηριστική τραγουδιστή προφορά του νησιού. «Έγειρα» πραγματικά από τον δρόμο που μου έδειξε η Κερκυραία μάνα. Για μια στιγμή πρόλαβα να σκεφτώ πως δεν είχα ανέβει πιο απότομη ανηφόρα στη ζωή μου και έπειτα άκουσα τα λάστιχα να στριγγλίζουν. Κατάφερα, με την καρδιά μου να χτυπάει ξέφρενα στο στήθος μου, να φτάσω ως το τέλος της πλαγιάς και βρήκα το σχολείο δίπλα σε μία εκκλησία. Στο προαύλιό της έκανα όπισθεν και γύρισα. Το σχολείο ήταν κλειστό, καθώς είχα φτάσει αργά το μεσημέρι και έτσι δεν πρόλαβα κανέναν. Τουλάχιστον όμως ήξερα πού θα έπρεπε να πάω το επόμενο πρωί. Κατέβηκα το δρόμο με την ψυχή στο στόμα, καθώς ένιωθα το αυτοκίνητο, όπως ήταν φορτωμένο με όλα τα πράγματά μου, έτοιμο να μου φύγει στην κατηφόρα και να γλιστρήσει αν πατούσα λίγο παραπάνω το φρένο. Έπειτα επέστρεψα προς ένα παραθαλάσσιο χωριό, το Σιδάρι, για να περάσω κάπου τη νύχτα. Έπρεπε οπωσδήποτε να βάλω κάτι στο στόμα μου σύντομα, γιατί ένιωθα μια σκοτοδίνη να με τυλίγει ολόκληρη και μία ακατανίκητη τάση να ξαπλώσω και να κλείσω τα μάτια μου. Έσυρα τα πόδια μου μέχρι ένα συγκρότημα με ενοικιαζόμενα δωμάτια, αλλά τα πάντα ήταν κλεισμένα. Οι δρόμοι του χωριού έβριθαν από ξένους τουρίστες, λευκούς, ξεροψημένους από τον ήλιο και κατακόκκινους και η μοναδική γλώσσα που δεν ακουγόταν ήταν η ελληνική. Στο επόμενο συγκρότημα δεν είχα καλύτερη τύχη. Μισή ώρα αργότερα κατάφερα να βρω - 29 -


δωμάτιο. Όταν, όμως, μπήκα μέσα και έμεινα μόνη, ξέσπασα σε λυγμούς. Η αθλιότητά του μου έφερε κατάθλιψη. Η κουζίνα του μύριζε άσχημα και τα σκεύη ήταν όλα σκουριασμένα και λιγδερά. Τα σκεπάσματα ήταν βρόμικα και γεμάτα σκόνη, ενώ η εξώπορτά του χτυπούσε κάθε τόσο από τον αέρα που σφύριζε σα μανιασμένος. Έμεινα κουλουριασμένη στο κρεβάτι, διπλωμένη στα γόνατα και άφησα τα δάκρυά μου να τρέξουν για ώρα πολλή, μέχρι που μούσκεψαν τα ρούχα μου και τα σκεπάσματα. Πρέπει να αποκοιμήθηκα για λίγο, καθώς, όταν συνήρθα, είχε αρχίσει να σουρουπώνει. Το πρωί ξύπνησα στις εφτά και ήμουν τόσο αδύναμη, όσο ένα ερείπιο έτοιμο να καταρρεύσει. Ήπια λίγο γάλα. Το στομάχι μου με σούβλιζε και ένας πόνος σα σφιχτός κόμπος ανέβαινε μέχρι το στόμα μου. Με χέρια που έτρεμαν οδήγησα μέχρι το σχολείο. Γνώρισα τον διευθυντή, τις υπόλοιπες δασκάλες και την τάξη μου, την Πέμπτη. Το μεσημέρι, φεύγοντας και έχοντας φάει μόνο ένα κρουασάν, ήταν θαύμα το πώς κρατιόμουν ακόμη όρθια στα πόδια μου. Την επόμενη μέρα, μετά το σχολείο, έψαξα για σπίτι στους Αυλιώτες. Το βρήκα εύκολα, καθώς τα διαθέσιμα ήταν τρία όλα και όλα. Ήταν ένα συμπαθητικό σπίτι που κοίταζε στη θάλασσα, μόνο που είχε μια περίεργη μυρωδιά ποτισμένη σε όλα του τα έπιπλα, μια μυρωδιά που αργότερα την εντόπισα και στο φαγητό τον νοικάρηδών μου και συμπέρανα πως ήταν από το λάδι. Ήταν θαρρείς και όλα τα έπιπλα, ακόμη και οι ίδιοι οι τοίχοι, να είχαν ποτίσει από εκείνη την αψιά μυρωδιά, από εκείνη την ταγκίλα, η οποία προερχόταν από το μαγείρεμα του λαδιού τους. Τις δύο επόμενες μέρες το καθάρισα, έτριψα το μπάνιο και την κουζίνα με χλωρίνη, τίναξα τις καρέκλες και τους καναπέδες, σκούπισα, σφουγγάρισα, ξεσκόνισα και άρχισα να κατεβάζω και να τοποθετώ τα πράγματά μου. Τα παιδιά στην τάξη μου με δέχτηκαν όλα με μεγάλη αγάπη. Κατάλαβαν από την πρώτη στιγμή πως η κυρία τους ήταν ιδιαίτερα ταλαιπωρημένη, όταν με είδαν από την δεύτερη κιόλας μέρα να χλομιάζω σαν το πανί μπροστά από την έδρα και - 30 -


να στηρίζομαι στην άκρη της την τελευταία στιγμή πριν καταρρεύσω λιπόθυμη. Μου έφεραν νερό, φώναξαν τον διευθυντή και έκαναν απόλυτη ησυχία για το υπόλοιπο της ημέρας. Η έλλειψη μόνιμου προσωπικού, καθώς το σχολείο δούλευε ως επί το πλείστον με αναπληρωτές που άλλαζαν κάθε χρόνο, ήταν εμφανής στο μαθητικό επίπεδο των παιδιών, όμως, παρόλα αυτά, το απομακρυσμένο εκείνο χωριό της Κέρκυρας είχε να επιδείξει μόνο καλόψυχα παιδιά με διάθεση για μάθηση, αξιοθαύμαστο σεβασμό, γεμάτα από φιλότιμο και ανθρώπινες αξίες. Αυτά τα παιδιά ήταν που με βοήθησαν να ανταπεξέλθω σε όλες τις δύσκολες συνθήκες της μοναξιάς μου και του ηθικού μου, που το έβλεπα μέρα με τη μέρα να τσαλακώνεται και να χειροτερεύει. Θυμάμαι την απίστευτη ταλαιπωρία που πέρασα όταν επισκέφτηκα το νοσοκομείο του νησιού. Ταξίδεψα από τους Αυλιώτες ως την πόλη τρεις φορές για να καταφέρω να βρω τους απαραίτητους γιατρούς για τις απαιτούμενες εξετάσεις, που έπρεπε να περάσω ως αναπληρώτρια. Και πάνω που έλεγα ότι το νησί διαθέτει τουλάχιστον νοσοκομείο, μπήκα μέσα και ήρθα αντιμέτωπη με τη σκληρή πραγματικότητα του τρισάθλιου σκηνικού του και κατάλαβα αμέσως για πιο λόγο οι βαρύτερα ασθενείς μεταφέρονται εσπευσμένα στο νοσοκομείο των Ιωαννίνων. Στους τρεις μήνες που ακολούθησαν έσφιξα τα δόντια. Το στομάχι μου εξακολουθούσε να με ενοχλεί, μαγείρευα και έτρωγα με το ζόρι. Οι λιγοστές αναμνήσεις της κόρης μου περνούσαν συνέχεια στο μυαλό μου σαν επαναλαμβανόμενη ταινία. Στο χωριό κυκλοφορούσαν ελάχιστοι άνθρωποι. Κάθε μεσημέρι, γυρίζοντας από το σχολείο, χαιρετούσα τους νοικάρηδές μου, που έμεναν ακριβώς από πάνω μου, και μια γιαγιά απέναντι, τουλάχιστον ενενήντα χρονών, που στεκόταν γερμένη σε μια καρέκλα, μαυροφορεμένη, και είχε πάντα ακριβώς την ίδια έκφραση. Η μοναδική μου έξοδος από το σπίτι ήταν ως το σχολείο, που, ευτυχώς, ήταν στα εκατό μέτρα. Περίμενα καρτερικά τις μέρες να περάσουν, διαβάζοντας και διορθώνοντας ορθογραφίες και εκθέσεις, ενώ τις υπόλοιπες ώρες της ημέρας - 31 -


τις περνούσα κοιτάζοντας τη θάλασσα από το παράθυρό μου. Μια από εκείνες τις μέρες αποφάσισα να πάρω το αυτοκίνητο και να την επισκεφτώ και από κοντά. Κατέβηκα ως την παραλία και ένιωσα τον άνεμο, κρύο και παγωμένο, να φέρνει το αλάτι από την αγριεμένη θάλασσα ως έξω, να αγγίζει το πρόσωπό μου, και είδα το πέλαγος να απλώνεται ως πέρα, ως εκεί που μπορούσα να δω. Τη μέρα εκείνη συνειδητοποίησα ότι βρισκόμουν στην άκρη της Ελλάδας. Επέστεψα στο Αλιβέρι για τα Χριστούγεννα. Μόνο που, αυτήν τη φορά, η θάλασσα δε μου έκανε το χατίρι και ήταν αγριεμένη. Βγήκα από το πλοίο με φοβερή ζαλάδα, η οποία δεν άργησε να μετατραπεί σε ίλιγγο, και έτσι έπρεπε να μείνω δύο νύχτες σε κάποιο ξενοδοχείο στην Ηγουμενίτσα, μέχρι να συνέλθω και να μπορέσω να οδηγήσω ξανά. Είδα επιτέλους το μωρό μου, που είχε ήδη μεγαλώσει αρκετά, είδα τον άντρα μου και τους γονείς μου και λίγες μέρες αργότερα έπρεπε και πάλι να περάσω από την αρχή το ίδιο σχεδόν μαρτύριο. Αυτήν τη φορά έφυγα με δάκρυα στα μάτια, αλλά και κάπως πιο οργανωμένη. Πήρα μαζί μου μερικές ταινίες για να βλέπω τα απογεύματα και αρκετά βιβλία για να διαβάζω πριν πέσω για ύπνο το μεσημέρι και το βράδυ. Η ζωή μου, αν και περίεργη, φαινόταν να μπαίνει επιτέλους σε μία σειρά. Η βροχή που έπεφτε ασταμάτητη στο νησί δε με πείραζε, χάζευα από το παράθυρο τη θάλασσα να μαστιγώνεται από τα υγρά χτυπήματα και τους κεραυνούς να σκίζουν τον αέρα. Για τις διακοπές του Πάσχα ήρθε ο άντρας μου με άδεια και μείναμε μαζί δέκα ολόκληρες μέρες. Κατεβήκαμε στην πόλη για να δούμε το θέαμα με τις στάμνες, γυρίσαμε τα πανέμορφα καντούνια της και επισκεφτήκαμε και το νότιο τμήμα του νησιού. Λίγες μέρες πριν φύγει, στο μυαλό μας άρχισε να γεννιέται μια ιδέα, αλλά ακόμη ήταν νωρίς. Ο άντρας μου θα ερχόταν και πάλι τέλος Μαΐου, θα έκανε κάποιες κινήσεις και τότε θα βλέπαμε αν μπορούσε να έχει βάση η τρελή εκείνη σκέψη μας. Με τις ταινίες, τα βιβλία και την υπέροχη τάξη που είχα αναλάβει, ο καιρός δεν άργησε να περάσει. Η μοναξιά ήταν - 32 -


βαριά, αλλά ο ήλιος έβγαινε όλο και πιο συχνά και τα λουλούδια άρχισαν να ανθίζουν και να μυρίζουν όμορφα στο νησί. Τα σύννεφα τώρα ήταν τα περισσότερα ψηλά, πυκνά, λευκά και αργόσυρτα, εκείνα τα σύννεφα που ξέρεις ότι δε θα φέρουν βροχή, απλά κάθεσαι και τα χαζεύεις να κινούνται αργά και να παίρνουν μορφές και σχήματα, καθώς ο αέρας είναι ακόμη ευχάριστα δροσερός και φέρνει, μαζί με τις μυρωδιές από τα πεύκα, μια πρωτόγνωρη αγαλλίαση. Στις είκοσι έξι Ιουνίου επέστρεψα στο σπίτι μου. Το παιδί μου είχε σχεδόν χρονίσει, περπατούσε και το είχαν μάθει να λέει «μαμά», αλλά όταν άνοιξα την αγκαλιά μου δε με γνώρισε, μόνο άρχισε να κλαίει και να μη θέλει να με πλησιάσει, σα να ήμουν ξένη. Ξένους τους έβλεπα και εγώ όλους γύρω μου, ακόμη και το ίδιο μου το σπίτι και, μέχρι να συνέλθω και να καταλάβω πού βρισκόμουν, μου πήρε δύο εβδομάδες. Τότε η μικρή ήρθε επιτέλους στην αγκαλιά μου και την έσφιξα όπως ποτέ. Όταν άνοιξαν και πάλι οι δηλώσεις για τους αναπληρωτές, πρώτη μου επιλογή ήταν η Κέρκυρα. Το ίδιο σπίτι θα με περίμενε, όπως είχαμε συνεννοηθεί με το νοικάρη μου, και ήταν αρκετά μεγάλο για να μείνει μαζί και ο άντρας μου. Ναι, αυτή τη φορά είχα άλλον αέρα. Ο άντρας μου είχε έρθει στο νησί, όπως είχαμε συμφωνήσει, προς το τέλους του Μαΐου για να ψάξει κάτι σχετικό με τη δουλειά του. Στην Αχαράβη, λοιπόν, μία κωμόπολη μερικά χιλιόμετρα ανατολικά από τους Αυλιώτες, είχε μάθει ότι προς τα μέσα του Οκτώβρη θα χήρευε μία θέση τεχνικού σε ένα κατάστημα κινητής τηλεφωνίας. Είχαμε ετοιμάσει τις βαλίτσες και τα ρούχα μας και το μόνο που με στεναχωρούσε ήταν ότι θα άφηνα πίσω με τους γονείς μου τη μικρή μου. Ήμασταν προετοιμασμένοι πλέον και με μεγάλη χαρά περίμενα τα αποτελέσματα. Ήμουν σίγουρη πως θα διοριζόμουν και πάλι στην Κέρκυρα, πως θα έμενα στο ίδιο σπίτι και θα προσπαθούσα, μάλιστα, να έπαιρνα ξανά την τάξη μου. Όλα λοιπόν ήταν τέλεια, μόνο που, όταν καλοκοίταξα τη λίστα με τους διορισμούς, το μέρος που έπρεπε τελικά να παρουσιαστώ δεν ήταν η Κέρκυρα, αλλά η Ορεστιάδα. - 33 -


Δεν πήγα, όχι. Προτίμησα να μείνω άνεργη. Ήμουν απλά σίγουρη πως για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά δεν θα τα κατάφερνα, πως δεν άξιζε να περάσω το ίδιο μαρτύριο, πως δεν υπήρχε λογική στο ότι έπρεπε να περιφέρομαι από το ένα άκρο της Ελλάδας στο άλλο για να έχω δουλειά. Έμεινα μαζί με την οικογένειά μου. Την επόμενη χρονιά δε διορίστηκα καν ως αναπληρώτρια, καθώς τα μόριά μου ήταν λιγότερα σε σχέση με τους υπόλοιπους. Έκτοτε, όποτε με ρωτάνε για το επάγγελμά μου, σηκώνω τους ώμους, κοιτάζω το πάτωμα, λέω πως δεν κάνω κάτι συγκεκριμένο το τελευταίο διάστημα, πως ασχολούμαι με διάφορα, κοκκινίζω και ξεροκαταπίνω μέχρι να βγάλω από μέσα μου εκείνο το καταραμένο «άνεργη».

- 34 -


ΚΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ… Της Μαρίας Κατσοπούλου

Είχε ξυπνήσει εδώ και ώρα, μα βαριόταν να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι. Ήταν πολύ κουρασμένη και τα πόδια της εξακολουθούσαν να πονούν. Προσπάθησε να οργανώσει στο μυαλό της το πρωινό της. Το στρώσιμο του κρεβατιού, τον καφέ, το ντους. Δεν ήξερε με ποια σειρά να τα κάνει. Καθώς σκεφτόταν, θυμήθηκε τη στοίβα με τα βρώμικα πιάτα στο νεροχύτη, το λεκιασμένο με κρασί τραπεζομάντηλο, το σπασμένο τασάκι στο χωλ, και τέλος, τα τσιγάρα που της είχαν τελειώσει. «Δε γίνεται τίποτα εάν δεν πάρω τσιγάρα», είπε φωναχτά και σηκώθηκε με τα μάτια της ακόμα κλειστά. Φόρεσε τις παντόφλες της, πήρε κάτι ψιλά από το πορτοφόλι της, κι αφού βρήκε τα κλειδιά της πάνω στο ψυγείο, πετάχτηκε με τις πυτζάμες μέχρι το περίπτερο απέναντι. Μπήκε στο σπίτι καπνίζοντας, απευθείας στην κουζίνα να φτιάξει ένα φραπέ. Τότε ήταν που διαπίστωσε πως της είχε τελειώσει και η ζάχαρη. Έκανε έναν μορφασμό και τον έφτιαξε σκέτο. Άνοιξε τα παράθυρα και κάθισε να απολαύσει ένα ακόμα τσιγάρο μαζί με τον καφέ της. «Πω πω, φαρμάκι είναι αυτό το πράμα» φώναξε, έχοντας μια έκφραση αηδίας ζωγραφισμένη στο αγουροξυπνημένο της πρόσωπο. Η μικρή της γκαρσονιέρα είχε πάψει εδώ και καιρό να αποτελεί το καταφύγιό της. Καθημερινά, συμμορίες επιτίθονταν στις γειτονιές για λίγα μετρητά, τρόφιμα ή φάρμακα. Ένοπλες ληστείες γίνονταν καθημερινά σε σπίτια καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας, ενώ τα κακοποιά στοιχεία δεν δίσταζαν να θανατώνουν εν ψυχρώ ανυποψίαστους περαστικούς και καταστηματάρχες. Η κατάσταση ολοένα χειροτέρευε. Οι περιοχές του Κέντρου και των Δυτικών Προαστίων είχαν μετατραπεί σε γκέτο «Ανυπάκοων» -όσων δηλαδή είχαν αρνηθεί την φοροκάρτα και την Κάρτα του Πολίτη, οι οποίες αποτελούσαν τα απαραίτητα επίσημα μέσα οικονομικών και διοικητικών συναλλαγών- και τα δύο περίπου εκατομμύρια μεταναστών, που στοιβάζονταν - 35 -


ομαδικώς σε ολοένα και μικρότερα διαμερίσματα, δέχονταν επανειλημμένες επιθέσεις από ομάδες ρατσιστών. Είχαν περάσει δεκατέσσερις μήνες από την απόλυσή της και τα αποθέματα υπομονής της είχαν αρχίσει να εξαντλούνται, σαν αυτά του τραπεζικού της λογαριασμού. Στην αρχή της άρεσε που μπορούσε να ξυπνάει αργά και να μην κάνει τίποτα. Της έλειπε η ξεκούραση. Πλέον όμως είχε περάσει ένας χρόνος ανεργίας και η αύξηση των τιμών στα είδη πρώτης ανάγκης την είχε φέρει σε οριακή κατάσταση. Οι νέοι επικίνδυνοι ιοί που εμφανίστηκαν λίγο πριν την επιβολή του Νόμου S-510 οδήγησαν στον υποσιτισμό χιλιάδων ανθρώπων. Ο εμβολιασμός κατά του Η5Ν1 και Η1Ν1 προκάλεσε σοβαρές παρενέργειες, βλάπτοντας το αναπνευστικό και καρδιαγγειακό σύστημα όσων τον είχαν τολμήσει. Έτσι έχασε τη γιαγιά της μερικούς μήνες νωρίτερα, το μοναδικό συγγενικό πρόσωπο που τη στήριζε όσο μπορούσε, ψυχολογικά και οικονομικά. Ήπιε μερικές γουλιές ακόμα από το πικρό νεροζούμι και ξεκίνησε να ετοιμάζεται για τη συγκέντρωση στη Βουλή. Το οργισμένο πλήθος είχε συγκεντρωθεί από νωρίς έξω από το αλλοτινό Βασιλικό Ανάκτορο, φωνάζοντας συνθήματα κατά του Νέου Ελληνικού Καθεστώτος, ενόσω το Βουλευτικό Σώμα συνεδρίαζε προς ψήφιση έκτακτου μέτρου κατά της ομαδικής συνάθροισης. Οι αστυνομικοί που φρουρούσαν το κτίριο ήταν πλήρως εξοπλισμένοι και έτοιμοι για οποιαδήποτε ύποπτη κίνηση. Συναντήθηκε με τον Νίκο και την Έλενα, φίλους της ήδη από τα σχολικά της χρόνια, και μαζί ενώθηκαν με τους μύριους ανθρώπους που είχαν κυριολεκτικά φτάσει στο όριο της εξαθλίωσης. Το ποσοστό της ανεργίας αυξανόταν με γεωμετρική πρόοδο, ενώ, παράλληλα, οι μισθοί όσων είχαν καταφέρει με νύχια και με δόντια να διατηρήσουν το πόστο τους μειώνονταν δραματικά. Kι ενώ μετά βίας τα έβγαζαν πέρα, ήρθε και η έκτακτη φορολογία υπέρ του Δημοσίου, που τους ξετίναξε οικονομικά. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, κινδύνευαν και οι ζωές τους από την αυξημένη εγκληματικότητα. Τα μηχανήματα αυτόματης ανάληψης είχαν όλα τους - 36 -


λεηλατηθεί και τα μόνα που λειτουργούσαν πλέον ήταν εκείνα που βρίσκονταν στους υπόγειους σταθμούς του μετρό. Οι κάμερες και τα αυτόματα συστήματα ασφαλείας συχνά παραβιάζονταν από χάκερς. Οι χάκερς έστελναν ηλεκτρονικούς ιούς στα Μέσα Παρακολούθησης και Ελέγχου του Πολίτη, καθιστώντας τα άχρηστα, ενώ παράλληλα αλλοίωναν σημαντικές πληροφορίες του συστήματος. Από πολλούς αυτή η τακτική θεωρήθηκε επαναστατική δράση και γρήγορα βρήκε μιμητές, δημιουργώντας πραγματικό χάος. Οι πλαστοπροσωπίες και οι αλλοιώσεις στοιχείων είχαν ως αποτέλεσμα πολλοί να κλείνουν τους τραπεζικούς τους λογαριασμούς από φόβο μήπως εξανεμιστούν οι οικονομίες τους εκεί που δεν το περίμεναν. Οι κραυγές της παρέας ενώθηκαν με αυτές γύρω τους. «Το σύστημα σε θέλει ρουφιάνο και φτωχό, καλλιεργεί τη διαφθορά με μίσος ταξικό» και άλλα παρόμοια συνθήματα ακούγονταν στον αναβρασμό, ώσπου η οργή του κόσμου βγήκε εκτός ελέγχου. Πάντοτε οι δειλοί αναζητούν έναν ήρωα, κάποιον που θα τολμήσει εκείνα που οι ίδιοι δεν τολμούν. Χρειάζονται κάποιον να κάνει την αρχή. Έτσι λοιπόν, όταν ο πρώτος βουλευτής πραγματοποίησε την έξοδό του από το κτίριο της Βουλής, ευθύς εκτοξεύτηκαν πέτρες προς το μέρος του. Το δημόσιο γιουχάισμα πολιτικών προσώπων δεν ήταν κάτι άγνωστο. Πολλές φορές πολιτικοί βομβαρδίζονταν από γιαούρτια ή αβγά. Όμως τώρα τα τρόφιμα ήταν πολύτιμα. Οι αστυνομικοί, παρατεταγμένοι ο ένας δίπλα στον άλλον, σήκωσαν τις ασπίδες τους για να αποκρούσουν τις πέτρες. Πολλές αστόχησαν, μερικές πέτυχαν ελαφρά το στόχο τους, μα υπήρξε μία, η οποία αποτέλεσε το μοιραίο χτύπημα. Ο δράστης συνελήφθη αμέσως και χώθηκε βίαια σε μία από τις πολλές κλούβες της αστυνομίας, αφού πρώτα ξυλοκοπήθηκε άγρια με τα γκλομπς. Μεμιάς το πλήθος όρμησε στους αστυνομικούς. Κάποιος κατάφερε να αφοπλίσει έναν από αυτούς. Επικράτησε πανικός όταν το παράδειγμα βρήκε μιμητές. Φωνές, ουρλιαχτά, δακρυγόνα και πυροβολισμοί, ο κόσμος άρχισε να τρέχει προς όλες τις κατευθύνσεις και η Ελευθερία, σοκαρισμένη, έψαχνε - 37 -


Αλέξανδρος Κατσής


με τους φίλους της να βρει έναν δρόμο διαφυγής από την πολεμόχαρη μάζα που είχε κατακλύσει ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα. Μπήκαν αλαφιασμένοι σε μια στοά, προσπαθώντας να συνέλθουν από τα δακρυγόνα. «Είστε καλά;» ρώτησε ο Νίκος τις κοπέλες. «Φοβάμαι πως δεν ήταν καλή ιδέα να έρθουμε». Η Ελευθερία και η Έλενα τον κοίταξαν απορημένες. «Είσαι με τα καλά σου; Μας έχουν ρημάξει τις ζωές! Δεν περίμενα να ακούσω τέτοια κουβέντα από κάποιον που μένει σε καταφύγιο και τρέφεται από συσσίτια! Φυσικά και έπρεπε να έρθουμε!» απάντησε η Έλενα, κάνοντάς τον να χαμηλώσει το βλέμμα και να κουνήσει το κεφάλι μετανοιωμένος. Η Ελευθερία έστριψε ένα τσιγάρο και πρόβαλε το κεφάλι της έξω από τη στοά για να τσεκάρει την κατάσταση. «Τι γίνεται;» ρώτησε ο Νίκος με αγωνία. «Δεν βλέπω καλά από 'δω, αλλά ακούω φασαρία. Ετοιμαστείτε να την κάνουμε». Τελείωσε το τσιγάρο της, ασφάλισε την τσάντα της και τύλιξε το μαντήλι της γύρω από το πρόσωπό της για να προστατευθεί από τα χημικά. Το ίδιο έκαναν και οι άλλοι. Βγήκαν αργά, ωστόσο ο βηματισμός τους έγινε πιο γρήγορος όταν είδαν έναν αριθμό ένστολων να πλησιάζουν προς το μέρος τους. «Ευρωμπάτσοι! Με το τρία τρέχουμε» είπε η Ελευθερία. «Τρία!» Έτρεχαν χωρίς να κοιτούν πίσω. Οι άνδρες της Europol σκορπίστηκαν και τρεις από αυτούς έτρεχαν στο κατόπι τους, ωστόσο δυσκολεύονταν να τους φτάσουν εξαιτίας του βαριού εξοπλισμού τους. Η παρέα επιτάχυνε. «Σπίτι μου!» φώναξε η Ελευθερία και έστριψε απότομα δεξιά. Άνοιξε γρήγορα την εξώπορτα και κλείδωσε πίσω της αφού μπήκαν μέσα οι φίλοι της. Ανέβηκαν τα σκαλιά για τον πρώτο όροφο. Οι καταδιώκτες τους τους είχαν χάσει πολύ πριν την απότομη στροφή στην ανηφόρα. Ανακουφισμένοι, κάθισαν όπου βρήκαν. «Λυπάμαι για την ακαταστασία», είπε η Ελευθερία, σκουπίζοντας τα γυαλιά από το σπασμένο σταχτοδοχείο. Συγύρισε στα γρήγορα και άνοιξε το κομπιούτερ. «Ας μπούμε να δούμε τι γίνεται. Το σπίτι είναι σελφ σέρβις, έχει κρύο νερό στο ψυγείο». Ο Νίκος έφερε ένα μπουκάλι νερό από την κουζίνα. «Λοιπόν, βρήκες τίποτα;» - 39 -


«Βρήκα κάτι βίντεο, περιμένω να φορτώσουν. Δεν έχει καλό σήμα εδώ». «Μπα, κλέβουμε ίντερνετ από τους γείτονες;» της είπε κοροϊδευτικά. «Δεν κλέβω, δανείζομαι. Ίντερνετ κλέβεις άμα σπας τον κωδικό της σύνδεσης. Αν δεν είναι κλειδωμένο δεν είναι κλεψιά». Γέλασαν όλοι μαζί, μα το γέλιο κόπηκε απότομα όταν ξεκίνησε το βίντεο. Τα ερασιτεχνικά πλάνα από κάμερα κινητού έδειχναν ασθενοφόρα να φτάνουν στο Σύνταγμα, όπου οι τραυματιοφορείς έσπευδαν με τα φορεία να περισυλλέξουν τους νεκρούς διαδηλωτές. Πιο πέρα, τραυματισμένοι αστυνομικοί δέχονταν τις πρώτες βοήθειες και όλη η εικόνα έδειχνε το κέντρο να έχει χωριστεί στα δύο. Τα παιδιά κοιτάχτηκαν και το ανήσυχο βλέμμα τους συνοδεύτηκε από αναστεναγμούς. «Ήταν θέμα χρόνου», είπε η Έλενα και δρόσισε το ξεραμένο της στόμα με τρεις γουλιές κρύου νερού. «Νίκο, θες να σου φτιάξω κάτι να φας; Έλενα εσύ; Δεν έχω βέβαια και πολλά πράγματα όπως ξέρετε, αλλά κάτι θα καταφέρουμε να βάλουμε στα στομάχια μας. Ας είναι καλά η γειτονιά.» «Η γειτονιά;» ρώτησε με απορία η Έλενα. «Ναι, ό,τι βλέπετε εδώ μέσα το έχω μαζέψει από τα σκουπίδια», απάντησε η Ελευθερία χαμογελώντας. Ειδικά τις Κυριακές, έχει μπόλικο πράγμα. Οι γείτονες με έχουν πάρει χαμπάρι και δυο φορές την εβδομάδα βρίσκω απ’ έξω μια σακούλα με τρόφιμα. Πότε γάλα και ψωμί, πότε μακαρόνια, καμιά φορά μου αφήνουν και μαγειρεμένο σπιτικό φαΐ σε αλουμινόχαρτο. Ε, κουτσά- στραβά τη βγάζω». «Καταραμένη ανεργία», είπε η Έλενα. Όλοι στην ίδια κατάσταση είμαστε και τα πράγματα χειροτερεύουν. Τι θα κάνουμε;» «Να μεταναστεύσουμε», πετάχτηκε ο άντρας της παρέας. «Και πού να πάμε ρε μωρό μου; Παντού σκατά είναι. Είμαστε η καταραμένη πράσινη γενιά, με βολεμένους ερασιτέχνες γονείς, που μας έχουν γαμήσει τις ζωές, επειδή οι δικοί τους γονείς γάμησαν τις δικές τους. Να κάνουμε τι; Δε βλέπεις τι γίνεται; Παντού τα ίδια. Το φαινόμενο είναι παγκόσμιο. Δε σωζόμαστε πουθενά». «Να πάμε στην Αυστραλία! Έμαθα ότι υπάρχει κύμα μετανάστευσης και ζητούν Έλληνες εργάτες. Έχω - 40 -


και έναν ξάδερφο εκεί.» «Εδώ δεν έχουμε να φάμε, θα έχουμε για να πάμε στην Αυστραλία; Ξέρεις πόσο ακριβά είναι τα αεροπορικά; Και τη βίζα πού τη βάζεις;» Κοιτάχτηκαν κι οι τρεις τους. «Σκατά», είπαν μ’ ένα στόμα, μια φωνή. Η Ελευθερία έβαλε μουσική, να ελαφρύνει λίγο η βαριά ατμόσφαιρα, αν και η συζήτηση δεν καλυτέρευε. «Μια γνωστή μου πούλησε το μισό συκώτι της για ένα χιλιάρικο», είπε. Το ζευγάρι την κοίταξε με την απελπισία ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους. «Το συκώτι αναπλάθεται, δεν έχεις πρόβλημα. Το πρόβλημα θα το έχεις άμα δώσεις τα νεφρά σου». «Αν είναι δυνατόν. Να πουλάς τα όργανά σου κοψοχρονιά για έναν μισθό. Εκεί καταντήσαμε. Και τι να το κάνεις; Δεν αυτοκτονείς καλύτερα;» «Δεν έχει κι άδικο ο Νίκος», είπε η Έλενα αναστενάζοντας και έβαλε με μια κίνηση το τσουλούφι της πίσω από τ’ αυτί της. «Ειδικά άμα δεν έχεις κάποιο γνωστό τουλάχιστον με φοροκάρτα, να μπορεί να σου δίνει κι εσένα κάτι… Χωρίς φοροκάρτα είναι σαν να μην υπάρχεις. Είναι αδύνατον να πραγματοποιήσεις οποιαδήποτε συναλλαγή. Είναι τρομερό!» «Εντάξει ρε παιδιά, είμαστε βουτηγμένοι μέχρι το λαιμό στα σκατά, το ξέρουμε. Αλλά πρέπει να κολυμπήσουμε, αλλιώς θα βουλιάξουμε. Κάπως την παλεύουμε μέχρι τώρα, θα βρούμε τρόπο να την παλέψουμε και στη συνέχεια». Η παρέα σώπασε και η μόνη φωνή που ακουγόταν ήταν αυτή του Στέλιου Σαλβαδόρ μέσα από τα κακής ποιότητας ηχεία του ταλαιπωρημένου λάπτοπ της Ελευθερίας, να τραγουδάει «όλοι εναντίον όλων, έτσι θα’ ναι πάντα και παντού». Η Έλενα αγανακτισμένη έσπασε τη σιωπή. «Δεν το δέχομαι αυτό! Αρνούμαι να δεχτώ το ότι είμαι καταδικασμένη να ζω σε ένα σάπιο σύστημα!» Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κινητό της Ελευθερίας. «Έλα ρε μωρό μου, πού είσαι τόση ώρα, ανησύχησα! Ε, εντάξει, τα καταφέραμε, είμαστε σπίτι μου. Έρχεσαι; Οκ, τα λέμε από κοντά, φιλιά». «Ο Ισίδωρος ήταν;» ρώτησε η Έλενα πηγαίνοντας στην τουαλέτα. «Ναι, έρχεται με τον αδερφό του. Άντε να έρθουν κι αυτοί να δούμε τι θα κάνουμε». Ο Νίκος άρχισε να λέει ανέκ- 41 -


δοτα για να ξεχαστεί και να σκοτώσει την αγωνιώδη πλήξη της παρέας. «Συνομιλία μητέρας-γιού στην Ουγκάντα το 2012: Aμπντούν διάβασε τα μαθήματά σου παιδί μου. Τα παιδάκια στην Ελλάδα δεν έχουν ούτε βιβλία». «Σκέψου ρε φίλε κατάντια», είπε η Ελευθερία. «Ούτε ο Τσακ Νόρις δε μας σώζει». Δέκα λεπτά αργότερα το κουδούνι της Ελευθερίας χτύπησε συνθηματικά. «Άντε ρε παιδιά κι ανησυχήσαμε!» «Γειά», είπε ο Ισίδωρος. «Από ‘δω ο αδερφός μου ο Ανδρέας. Η Έλενα και ο Νίκος». «Χάρηκα», είπαν ταυτόχρονα. «Θέλετε καφέ;» ρώτησε η Ελευθερία απ’ την κουζίνα. «Θα φτιάξω εγώ», είπε ο Ισίδωρος αγκαλιάζοντάς την. Φιλήθηκαν. Συγνώμη που αργήσαμε, καίγεται όλη η Πατησίων. Προσπαθούσαμε να βρούμε ασφαλή δρόμο μέχρι εδώ και αναγκαστικά κάναμε πολλούς κύκλους». «Δεν πειράζει μωρό μου, αρκεί που είστε καλά.» «Εσείς εντάξει;» «Εμείς φάγαμε το δακρυγόνο της αρκούδας, μας κυνήγησαν και κάτι Ευρωμπάτσοι, αλλά τους ξεφύγαμε, ευτυχώς. Τα πράγματα είναι πολύ άσχημα Ισίδωρε, σκοτώθηκε κόσμος, όχι αστεία». «Μη μου στενοχωριέσαι αστέρι μου, κάπως θα τα καταφέρουμε», της είπε αναστενάζοντας και την χάιδεψε στην πλάτη. «Έλα, πάμε μέσα». «Τι λέτε εσείς εδώ;», ρώτησε την παρέα μπαίνοντας στο δωμάτιο. «Να εδώ, μου έλεγε η Έλενα για την απόλυσή της», είπε ο Ανδρέας. «Είπα στα παιδιά ότι είμαι άνεργος δυο χρόνια και ότι, παρά τα δύο μου πτυχία στη διοίκηση επιχειρήσεων, δε βρίσκω τίποτα αξιοπρεπές που να μου εξασφαλίζει τα προς το ζην». Το ζευγάρι κάθισε οκλαδόν στο πάτωμα και η Έλενα συνέχισε. «"Από αύριο είσαι ελεύθερη" μου είπε η εκτελεστική εξουσία με τη δίμηνη σύμβαση, επιβεβαιώνοντας τον όρο της "μισθωτής σκλαβιάς". Πράγματι, αισθάνθηκα απελευθερωμένη από τα δεσμά του διεφθαρμένου εργασιακού περιβάλλοντος στο οποίο επι-βίωσα για δύο χρόνια, χωρίς να καταφέρω να βελτιώσω τη δουλική νοοτροπία των συναδέλφων μου και τη διπροσωπία των προϊσταμένων μου, πόσο μάλλον από τη γλοιωδία του εργοδότη μου, ο οποίος ήταν τόσο ναρκισσιστής, ώστε να νομίζει πως ήταν αυτοκράτορας κι οι εργαζόμενοι υπή- 42 -


κοοί του. Τα συγχαρητήρια που δέχτηκα την επόμενη μέρα από το μεγαλύτερο ποσοστό της εταιρείας με έκαναν να βάλω τα γέλια, ενώ υπήρξαν και μερικοί που τάχα ανησυχούσαν για το πώς θα επιβίωνα εκτός της σκέπης του Ομίλου. Καθόλου δε με απασχολούσαν όλα αυτά. Ήξερα πως κατά βάθος πολλοί από αυτούς θα ήθελαν να βρίσκονται στη θέση μου, με μια αξιοπρεπή αποζημίωση και όλο το καλοκαίρι μπροστά τους να χαρούν τη ζωή τους μακριά από τις έγνοιες της πόλης. Έτσι, το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να κλείσω εισιτήρια και να φύγω για τα νησιά. Και πάνω που είχα συνέλθει, άρχισε η κρίση». «Όλοι στην ίδια κατάσταση είμαστε», είπε ο Ισίδωρος. «Εγώ σπούδασα Μ.Μ.Ε. στην Πάντειο, κατάφερα να τελειώσω μετά από εφτά χρόνια με το ζόρι, και πάνω που είπα ότι θα σταματήσω τις φοιτητοδουλειές που μου ΄χαν φάει τόσα χρόνια τα σωθικά, με μισθό της πλάκας και χωρίς ασφάλιση, άρχισαν να περνούν το ένα νομοσχέδιο μετά το άλλο. Έχω φτάσει τριάντα και μοιράζω φυλλάδια για 3 ευρώ την ώρα. Έλεος πια». «Δεν μπορείς να βρεις κάτι στο ίντερνετ; Τόσα περιοδικά υπάρχουν εκεί». «Ρε συ Νίκο δεν είναι έτσι απλό. Τα διαδικτυακά περιοδικά δεν πληρώνουν μία, σε έχουν όλη μέρα να ασχολείσαι με δελτία Τύπου κι ένα κάρο μαλακίες, και σε βρίζουν κι από πάνω αν αργήσεις να ανεβάσεις ένα άρθρο. Οι περισσότεροι στο χώρο της δημοσιογραφίας ζητούν φοιτητές αμισθί για πρακτική, ενώ οι πιο σοβαροί παίρνουν μόνο από ιδιωτικές δημοσιογραφικές σχολές. Μαλάκας είμαι, λες να μην το ‘χω ψάξει;» «Έχεις δίκιο. Ο καιρός που φοβόμασταν μην απολυθούμε έχει περάσει. Τώρα έχουμε περάσει στο επόμενο στάδιο, στο οποίο έχει τελειώσει κάθε ελπίδα να ζήσουμε με αξιοπρέπεια». «Αυτά συζητούσαμε μέχρι να έρθετε. Σκεφτόμασταν τι επιλογές έχουμε», είπε η Ελευθερία ανάβοντας ακόμα ένα τσιγάρο. «Ρε παιδιά, μιας και είμαστε τώρα εδώ όλοι μαζί, δεν καθόμαστε να σκεφτούμε εάν υπάρχει κάτι που μπορούμε να κάνουμε μαζί;», είπε ο Ανδρέας σαν να άναψε το λαμπάκι πάνω απ’ το κεφάλι του. Ο Ισίδωρος έδειξε ενδιαφέρον. «Σαν τι δηλαδή;» «Να, να - 43 -


βρούμε κάτι στο οποίο ο καθένας μας είναι καλός και να ενώσουμε τις ικανότητές μας». «Ἡ ἰσχὺς ἐν τῇ ἑνώσει, ε; Μ’ αρέσει!» είπε κι η Ελευθερία ενθουσιασμένη. «Κοίτα, εγώ φτιάχνω κοσμήματα και διάφορα χειροποίητα αντικείμενα με πράγματα που βρίσκω στο δρόμο. Να, κι αυτό που φοράω εγώ το ‘φτιαξα». Έδειξε στον Ανδρέα το κολιέ από πολύχρωμα κουμπιά που έκανε φοβερή αντίθεση με τη μαύρη μπλούζα της. «Εγώ ράβω», είπε η Έλενα, «και επίσης ξέρω και λίγα πράγματα από ξυλογλυπτική που μου είχε δείξει ο πατέρας μου πριν βγει στη σύνταξη». Οι άντρες κοιτάχτηκαν κι έμειναν για λίγο σιωπηλοί. Αλλάζοντας μουσική στο λάπτοπ της, η Ελευθερία ξαφνικά ρώτησε: «Πόσοι έχετε δίπλωμα εδώ;» «Τι σχέση έχει αυτό;», απόρησε ο Ανδρέας, και το ίδιο απορημένοι την κοίταξαν και οι υπόλοιποι. «Εγώ δεν ξέρω οδήγηση», απάντησε η Έλενα. Ο Νίκος έχει δίπλωμα» «Ωραία. Εγώ δεν έχω δίπλωμα, αλλά ξέρω να οδηγώ, σχεδόν…! Ανδρέα εσύ οδηγείς;» «Έχω ένα μηχανάκι, με αυτοκίνητο δεν ασχολήθηκα ποτέ». «Ωραία, κι ο άντρας μου έχει δίπλωμα… μια χαρά». Το ύφος της ήταν σκεφτικό και έμοιαζε να κάνει υπολογισμούς. «Μωρό μου πες μας κι εμάς τι σκέφτηκες, γιατί ρώτησες ποιος έχει δίπλωμα;» Η Ελευθερία τους κοίταξε όλους και έριξε τη βόμβα. «Γιατί δεν τα μαζεύουμε να φύγουμε;» «Να πάμε πού αγάπη μου;» «Δεν ξέρω. Οπουδήποτε. Μακριά. Ή και κοντά. Δεν έχει σημασία. Απλά να φύγουμε». «Εννοείς να περιπλανηθούμε στο άγνωστο;» ρώτησε ο Νίκος. «Ναι, κάτι τέτοιο. Τι χειρότερο από αυτό μπορεί να μας συμβεί; Πέρασε και το 2012 και δεν πάθαμε τίποτα. Αυτοκίνητο υπάρχει, καλή παρέα είμαστε… Τι έχουμε να χάσουμε;» Δεν απάντησε κανείς. «Θα σας πω εγώ. Τίποτα. Ό,τι ήταν να χάσουμε, το έχουμε χάσει ήδη. Δεν υπάρχει τίποτα να μας εμποδίζει ρε φίλε, είμαστε εμείς με τους εαυτούς μας, είμαστε ελεύθεροι να ζήσουμε ελεύθεροι». Το χαλασμένο καζανάκι που έτρεχε συνόδευσε αυτήν τη φορά τη σιωπή της παρέας. Οι φίλοι της κάπνιζαν σκεφτικοί, με σκυμμένο κεφάλι, σαν να πενθούσαν για όλα όσα άφηναν πίσω τους. Ήξεραν πως εάν συμφωνούσαν, δεν υπήρχε γυρι- 44 -


σμός. Θα ήταν μια ζωή μακριά από καθημερινές ανέσεις, μια ζωή εκτός συστήματος, χωρίς ταυτότητα, χωρίς υποχρεώσεις, αλλά και χωρίς δικαιώματα. Θα έπαυαν να θεωρούνται «πολίτες». Ε και; Πρώτος μίλησε ο Ανδρέας. «Ας το κάνουμε». Οι υπόλοιποι σήκωσαν το βλέμμα τους και τον κοίταξαν ευθεία στα μάτια. Κοιτάχτηκαν ταυτόχρονα μεταξύ τους. Η ατμόσφαιρα ήταν φανερά ηλεκτρισμένη, και η αγωνία ήταν ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους. «Κι εγώ μέσα», προσέθεσε ο Ισίδωρος με έναν βαθύ αναστεναγμό. Η Έλενα κι ο Νίκος ήταν σοκαρισμένοι. «Και τι, θα ζούμε σαν χίπηδες;» ρώτησε ο Νίκος με ύφος αποδοκιμασίας. Η Έλενα, πάλι, δυσανασχετούσε στην ιδέα ότι θα έπρεπε να μένει άπλυτη για καιρό, και έθεσε το ζήτημα της προσωπικής υγιεινής. «Και θα είμαστε βρωμιάρηδες; Και τα ρούχα μας πού θα τα πλένουμε; Και μια που το ανέφερα, τι θα πάρουμε μαζί; Πώς θα ζήσουμε στο δρόμο, σαν τους τσιγγάνους;» Η Ελευθερία έσπευσε να τους καθησυχάσει. «Καταρχήν, Νίκο μου, εσύ ήδη ζεις σαν χίπης. Ζεις σε κατάληψη αναρχικών, με ένα κάρο κόσμο, μέσα στη βρώμα, και τρέφεσαι στα συσσίτια του Δήμου. Πίστεψέ με, εμείς θα τα καταφέρουμε πολύ καλύτερα από αυτό. Κι εσύ ρε Έλενα, εντάξει, δίκιο έχεις, δε λέω, αλλά σκέψου, πόσα πράγματα χρειάζεται ένας άνθρωπος για να επιβιώσει; Είναι καθαρά θέμα συνήθειας. Θα πάρουμε μαζί μας τα απολύτως απαραίτητα. Σλίππινγκ μπαγκς, δυο-τρεις αλλαξιές, ε, τα υπόλοιπα θα τα δούμε στην πορεία. Τρόφιμα θα αγοράζουμε με λεφτά που θα βγάζουμε στο δρόμο, σκέψου τις ικανότητές μας ενωμένες. Από πόλη σε πόλη κάτι θα κάνουμε. Μια απόφαση είναι. Και πραγματικά είναι πολύ πιο επικίνδυνο να παραμείνουμε εδώ στην κατάσταση που βρισκόμαστε. Η ακεραιότητά μας διακυβεύεται καθημερινά απ’ όλες τις πλευρές. Σκεφτείτε το. Φανταστείτε μια ζωή σε κάμπινγκ. Δεν είναι κι άσχημα. Σε μια βδομάδα το πολύ ξεκινάμε». Είχε αρχίσει να σουρουπώνει και σιγά σιγά η παρέα διαλύθηκε. Ο Ισίδωρος έμεινε στης Ελευθερίας και πέρασαν το βράδυ αγκαλιά, σχεδιάζοντας τη ζωή τους έξω από την κόλαση - 45 -


που ζούσαν. «Μακάρι να δεχτούν», είπε η Ελευθερία τυλίγοντας τα πόδια της στο σώμα του αγαπημένου της. «Θα είναι τόσο όμορφα». «Ναι γλυκιά μου, θα είναι». Τρεις μέρες πέρασαν χωρίς να λάβει νέα από τους φίλους της. Ώσπου το απόγευμα της τέταρτης μέρας, εμφανίστηκε στην οθόνη του κινητού της το όνομα της Έλενας. «Έλα κούκλα, τι κάνεις;» «Καλά, εδώ στη μάνα μου είμαι. Πήρα να σου πω ότι συζήτησα με το Νίκο και είμαστε σύμφωνοι, είμαστε κι εμείς μέσα. Δε γαμιέται, όπως είπες, μια απόφαση είναι». «Υπέροχα! Κάνε μια λίστα με πράγματα απαραίτητα, κι άλλη μία με αντικείμενα που μπορούν να μας φανούν χρήσιμα. Φακό, εργαλεία, ξέρεις. Ραντεβού σπίτι μου μεθαύριο πρωί. Κατά τις έντεκα. Θα σας περιμένουμε». «Έγινε», ακούστηκε η φωνή της Έλενας από την άλλη γραμμή. «We’ ll be there. Κι ο Θεός βοηθός! Πολλά φιλιά!» «Φιλιά!» Έκλεισε το τηλέφωνο κι άρχισε να χοροπηδάει. Είχε μεγάλη αγωνία για αυτήν την περιπέτεια, ωστόσο ήταν αισιόδοξη. Έστριψε ένα τσιγάρο και μόλις χαλάρωσε λιγάκι, συνέχισε να πακετάρει πράγματα. Χάρισε μερικά πράγματα σε μια καλή της γειτόνισσα, ενώ τα υπόλοιπα υπάρχοντά της αποφάσισε να τα παρατήσει εκεί. Ένιωθε πως το μεθαύριο ερχόταν απελπιστικά αργά, όμως ήξερε πως σύντομα θα χάραζε το φως για ένα καλύτερο μέλλον, μακριά από την κρατική καταστολή, από τις συμμορίες, από τη μιζέρια που ζούσε εδώ και δύο χρόνια σε αυτήν την πόλη. Η πολυπόθητη μέρα δεν άργησε να φτάσει. Η παρέα αγκαλιάστηκε με συγκίνηση και, αφού έχωσε τις τσάντες στο πορτμπαγκάζ του Ισίδωρου, μπήκε μέσα στο αμάξι. «Λοιπόν, προς τα πού πάμε;», ρώτησε ο Ανδρέας, μασώντας μια σκληρή μαστίχα που του είχε συστήσει ο οδοντίατρος για την ενδυνάμωση των ούλων. «Βγαίνω Εθνική και όπου μας πάει ο δρόμος», απάντησε ο αδερφός του, λύνοντας το χειρόφρενο. Η Ελευθερία άνοιξε το ραδιόφωνο. Οι πέντε φίλοι τραγουδούσαν χαρούμενα, καθώς ξεκινούσαν για μια νέα, ελεύθερη ζωη. Κι έζησαν αυτοί καλά...

- 46 -


ΓΟΥΛΙΑ ΚΑΦΕ Του Χρήστου Α. Μιχαήλ Τα όνειρα είναι δωρεάν την ώρα που τα κάνεις. Όταν έρχεται η στιγμή που η διάψευση σου κλείνει το μάτι, τότε πρέπει να πληρώσεις. Άλλοτε τη βγάζεις φτηνά, άλλοτε χρεοκοπείς. Ανάλογα πόση πίστη έχεις ποντάρει πάνω στο εκάστοτε όνειρο. Ανάλογα. [Μυρσίνη] Τα δάχτυλα αγκάλιασαν την κούπα του καφέ και το μέτωπο ακούμπησε το παράθυρο. Βρεγμένο απ’ έξω, από μέσα ζεστό. Σε λίγο θολωμένο. Ίδια τελετουργία κάθε πρωί. Εθισμός; Το τσιγάρο κομμένο από μήνες. Ένα μεσημέρι του καλοκαιριού, που ο ήλιος τηρούσε Εγγλέζος τα ραντεβού με τις θερμοκρασίες, εκείνη άναψε το τελευταίο. Έμεναν άλλα δέκα για να τελειώσει το πακέτο. Τελευταία το είχε γυρίσει σε Καρέλια, πάντα όμως αγαπούσε το στριφτό, ενίοτε και χωρίς φίλτρο. Άλλοτε γαντζωνόταν από τις συνήθεις υπεκφυγές και παρατάσεις∙ με το πτυχίο, με το νέο έτος, από Σεπτέμβρη, από Δευτέρα... Το έσβησε κάπου στη μέση, 4-5 ρουφηξιές μετά το άναμμα. Πήρε το πακέτο με το ίδιο χέρι που συνήθως βαστούσε το φλιτζάνι, το έσφιξε στη γροθιά της με σθένος και το πέταξε από το παράθυρο. Άι σιχτίρ δηλαδή, μέχρι εκεί ήταν. Έτσι απλά, χωρίς ντροπιαστικά λαχανιάσματα στις σκάλες, χωρίς φουσκώματα στο στήθος, χωρίς πανικό από κάποια δήθεν προειδοποίηση. Γουλιά καφέ. Τα πρωινά του χειμώνα ήταν σαφώς δυσκολότερα από εκείνα του καλοκαιριού. Από την άποψη ότι το κρεβάτι έχει όλα τα εχέγγυα να σε δέσει πάνω του και οι εξωτερικές συνθήκες προφανώς συνηγορούσαν στις χαμηλές θερμοκρασίες. Από την ίδια άποψη δε, ο χειμώνας ήταν ο καλύτερος εραστής που είχε ως τότε. Ο μοναδικός που την κρατούσε στο κρεβάτι ως αργά. Ο μοναδικός που την υπέμενε μέσα στο σπίτι χωρίς ενοχές, γκρίνιες και παρερμηνείες. Χωρίς παιχνιδίστικες παρενοχλήσεις. - 47 -


Η πλήρης κατανόηση, που αναζητούσε από τους ανθρώπους, ήρθε από την πιο γκρίζα εποχή του χρόνου. Παλιοζωή. Ακριβό αντικίνητρο σε μια εθελούσια έξοδο από τα αχνιστά σκεπάσματα ήταν -τι άλλο;- ο καφές. Ένα μυστήριο ανατρίχιασμα με την πρώτη γουλιά και μια γαλήνη καθώς κατέβαινε πόντο- πόντο μέσα της, καυτός και μαύρος, χωρίς ίχνος ζάχαρης και λοιπών γλυκαντικών∙ το πιο ουσιαστικό χαμόγελο της καθημερινότητας απέναντι στον άνθρωπο. Έτσι λοιπόν και τώρα. Γουλιά καφέ. Η βροχή δεν είχε σταματήσει για μέρες. Κάτι είχε πάθει ο καιρός. Μια εβδομάδα πριν έβγαζε δόντια και τα έμπηγε στο δέρμα κάθε τολμηρού που ήθελε να έρθει αντιμέτωπος μαζί του χωρίς τα απαραίτητα. Τώρα, μια βροχή κατεστημένη. Τουλάχιστον δεν υπήρχε πια λόγος να βγαίνει από το σπίτι τα πρωινά. Είχε και τα καλά της αυτή η ιστορία, σκέφτηκε ειρωνικά. Όχι πια λεωφορείο και τραίνο και τρόλεϊ μέσα στη νύχτα του πρωινού. Όχι πια τρόλεϊ και τρένο και λεωφορείο μέσα στη νύχτα της νύχτας. Πειραιάς- Κυψέλη, Κυψέλη-Πειραιάς. Όχι μαγαζί και παράλογες απαιτήσεις και πήγαιν’ έλα στις αποθήκες. Την κράτησαν μία εβδομάδα ακόμα μετά την επιστροφή από το συμβάν και μετά της ανακοίνωσαν ότι δεν έβγαιναν, δυστυχώς. Στην πραγματικότητα, είχε ακούσει κάτι ψιθύρους για περικοπές. Στην ίδια πραγματικότητα, τους ήταν βάρος. Οι άλλες δύο είχαν ήδη φύγει με κάτι μασημένες δικαιολογίες, όταν εκείνη έλειπε με αναρρωτική. Κάτι δεύτεροι ψίθυροι της είχαν πει ότι τα πράγματα τελικά θα σταματούσαν εκεί, οπότε όλα καλά. Δεν σταμάτησαν εκεί. Παπούτσια πουλούσε, δεν έκανε κάτι το εντυπωσιακό. Εντυπωσιακή ήταν η ώρα που έδινε τη δόση στον γκισέ, κάθε πρώτη Δευτέρα. Πάει κι αυτός ο μήνας, μονολογούσε μεταξύ ταμία και υπερπέραντος και η φωνή της έφθινε μέχρι τη λήξη της φράσης. Ξαλάφρωνε κατά ένα δεκάκιλο για καμιά εικοσπενταριά ημέρες. Και νύχτες. Βροχή... Ποιος ο σκοπός ενός νερού που, όταν δεν σε χαίρεται στην αμμουδιά, απαιτεί να σε έχει στο παράθυρο; Μνήμη. Το νερό έχει μνήμη. Σίγουρα δεν το είχε σκεφτεί η ίδια, κάπου το είχε διαβάσει, κάπου το είχε ακούσει και το είχε περά- 48 -


σει καρμπόν στο σημειωματάριό της. Συνήθειο παλιό, σχεδόν από τα χρόνια του δημοτικού, να κουβαλάει πάντα μαζί της ένα μπλοκάκι και ένα μολύβι. Ποτέ στυλό, πάντα με μολύβι αυτές οι δουλειές, πιο φυσικά, πιο γήινα. Άκουγε και έγραφε. Σκεφτόταν και έγραφε. Καμιά φορά και μες στη μέση του δρόμου. Σωροί τα μπλοκάκια στα συρτάρια της, γκρίνιαζε η μάνα που έπιαναν χώρο και δεν υπήρχε ούτε συρτάρι για τα σχολικά. Με το χρόνο και τα πρώτα σοβαρά χαρτζιλίκια, τα μπλοκάκια έγιναν δερματόδετα σημειωματάρια με κορδέλα και χρυσή μελάνη μπορντούρα. Κάπου αράχνιαζαν στο πατρικό της πια, σφραγισμένα σε μια κούτα με χαρτοταινία και σπάγκο. Όποιος πειράξει τις κούτες δεν θα με ξαναδεί -οι εντολές ήταν ρητές, δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Κανένα από τα πιο προσωπικά μας χνάρια δεν επιβιώνει όταν πατούν πάνω τους οι άλλοι. Στο προσωπικό μας σύμπαν, οι δεύτεροι και οι τρίτοι ρόλοι ανήκουν σε άλλους. Αλίμονο αν οι άλλοι έμπαιναν στα άδυτα του πρωταγωνιστή. Οι άλλοι, αυτοί οι άλλοι... Το είχε διαβάσει πάμπολλες φορές στα βιβλία, το είχε δει στις ταινίες. Η επιβίωση του παρελθόντος, έστω και τραβηγμένο από τα χιλιολουσμένα του μαλλιά, ήταν ένα ζητούμενο. Για όλους τους ρομαντικούς τουλάχιστον. Αυτή ήταν ρομαντική; Τέλος πάντων, τι τα έκανε τόσα πολλά που μάζευε; Πού τα χρησιμοποιούσε, αφού στη ζωή της αξιώθηκε μόνο τις σχολικές εκθέσεις και αυτές σκαλισμένες με τα εργαλεία του κανονισμού για μια επιτυχημένη εξέταση; Νόμοι του φροντιστηρίου, στόχος οι πανελλήνιες∙ δι’ εὐχῶν τῶν ἁγίων Πατέρων ἡμῶν. Πού στο καλό κρυβόταν η ομορφιά της ελευθερίας σε μια τέτοια εφηβεία; Ήταν και εκείνο το τραγούδι, χρόνιο λάβαρο κάθε νηνεμίας, κάθε ανάσας μετά τη φουρτούνα...«η ομορφιά, κάποιος ψιθύρισε, είναι μνήμα που αφήνουν δώρα οι ξεχασμένοι της αγάπης». Να που το θυμήθηκε, Κρίνα. Όμως τι μνήμη μπορεί να έχει ένα νερό εξ ουρανού, αυτό δεν μπορούσε να το συλλάβει. Το νερό από κάπου έρχεται, σκέφτηκε, από μια μακρινή ή κοντινή θάλασσα, από μια λίμνη που ξαλαφρώνει, από κάπου. Κι εμείς από κάπου ερχόμαστε, έτσι δεν είναι; Και κάπου πάμε. Γουλιά καφέ. - 49 -


Θυμήθηκε τα λόγια που την κρατούσαν ξύπνια ώρες και ώρες κάποτε. Που τη βασάνιζαν σαν πρόβλημα μη αποδεχόμενο τη λύση του. Μεταξύ μας, όμως, ποιος νοιάστηκε για λύσεις; Τότε. Κουζίνα και στριφτό τσιγάρο με χαρτάκι σχεδόν διάφανο, φιλτράκι σαλιωμένο ανάμεσα στα χείλη και διάχυτος στεναγμός μες στα σκοτάδια. Μουσικές, μπύρες, ντελίβερι... Πότε ήταν αυτό το «κάποτε», που πέρασε απ’ το παρόν της στην ανάμνηση χωρίς να χωνευτεί; Πανεπιστήμιο. Αμφιθέατρο και ραγισμένοι πάγκοι από τις καταλήψεις, ξεχαρβαλωμένα καθίσματα από κάποια άλλη δυσκολία, μονίμως ξεκούμπωτα παράθυρα, κλιματιστικά που βογκούσαν και ξερόβηχαν∙ κακή συντήρηση, ποιος ξέρει. Αμφιθέατρο και σταγόνες της βροχής να στάζουν από το ταβάνι, ένας κουβάς σφουγγαρίσματος, μισογεμάτος, να παλεύει μόνος του τη συγκυρία και τα λόγια εκείνου να χορεύουν μπροστά στον πίνακα. Το μάθημα απείχε έτη φωτός από τις ονειροπολήσεις της, ούτε ποτέ θα μπορούσαν να έχουν συνυπάρξει αν δεν υπήρχε εκείνος να σφηνώνει τις φιλοσοφικές του ανησυχίες ανάμεσα στα νούμερα, τις πιστώσεις και τις χρεώσεις μιας λογιστικής που πρόσθετε, αφαιρούσε, μετακινούσε, ταύτιζε, και πάλι από την αρχή. Νούμερα που, υπό άλλες συνθήκες, θα αντιστοιχούσαν σε αξίες. Νούμερα. Ποιες αξίες, ποιος τις είδε και πού τις υποσχόμενες αξίες; Κάπου θα υπάρχουν, σώπα. Όμως τα λόγια του δεν ήταν λόγια, ήταν καρφίτσες, τόσο ψιλές, που οι υπόλοιποι δεν μπορούσαν να αντιληφθούν. Ή αγνοούσαν επιδεικτικά. Μέσα σε δύο ακαδημαϊκά σαρανταπεντάλεπτα δεν θα μπορούσε, δεν θα διανοούταν να χωρέσει τίποτε άλλο πέρα από αυτό που είχε προγραμματιστεί να χωρέσει. Γνώση. Πιεσμένη, εξαναγκασμένη, πληκτικά ορθόδοξη, η γνώση ήταν η απάντηση που έκλεινε στόματα, που τσάκιζε αντιρρήσεις, που έβαζε τα πράγματα στη θέση τους ντροπιασμένα και φορτωμένα τύψεις που τολμούσαν να αντιταθούν. Εκείνη όμως ένιωθε τα τσιμπήματα. Μόνο τσιμπήματα. Αυτή, η Μυρσίνη. Η αιτία. Γουλιά καφέ. Τον συνάντησε κάνα μήνα μετά την έναρξη στο κυλι- 50 -


κείο. Τζην και μαύρο ζιβάγκο. Λαδί σακάκι, κοτλέ. Δεν της άρεσε το λαδί. Της άρεσαν όμως οι καρφίτσες. Άπλωνε τα χέρια, το στήθος, τα μάγουλα, το λαιμό της, να τσιμπηθεί αχόρταγα μα καμουφλαρισμένα από τις καρφίτσες του. Έδινε την εντύπωση ότι σνόμπαρε επιδεικτικά την ακαμψία των αριθμών. «Καμιά φορά τα λέτε καλά κύριε καθηγητά», του πέταξε δήθεν παραγγέλνοντας καφέ και σχηματίζοντας κάτι σαν μειδίαμα. Μάλλον το λιγότερο συμπαθητικό. «Από το να βρίσκεις καλές τις παρενθέσεις θα προτιμούσα να συμμετέχεις έμπρακτα στο μάθημα», την έβαλε στη θέση της κι έφυγε με βήμα ειρωνικό. Δεν τον ξαναείδε για εβδομάδες. Δεν ξαναπάτησε στο αμφιθέατρο. Παρέκαμπτε συστηματικά το κουτάκι του προγράμματος που έγραφε «Λογιστική», τράβαγε κατά το κυλικείο, έπιανε μια γωνιά, έστριβε τσιγάρο και ξεκινούσε αδιάφορη κουβέντα με γνωστούς κι αγνώστους. Πού και πού διάβαζε εφημερίδα. Αριστερών προθέσεων, δεξιών προδιαγραφών, κεντρώας ανεπάρκειας. Πού και πού. Πέρασαν δυο μήνες. Μια μέρα, διασχίζοντας το δρόμο του σπιτιού της ως τη στάση, τον είδε να ψωνίζει βερίκοκα από το κοντινό μανάβικο. Τι διάολο, βερίκοκα τέτοια εποχή; Ήρθε και στάθηκε δίπλα της, με τον χαρτοφύλακα στο δεξί και τη σακούλα τα βερίκοκα στο αριστερό. Την είχε κάνει ήδη να δυσφορήσει. «Διαβάζεις;» «Προσπαθώ.» «Τι σε εμποδίζει από το να έρχεσαι στις διαλέξεις;» «Το πρόγραμμά μου είναι σφιχτό», του πέταξε ωμά. «Υπάρχει τόσο σφιχτό πρόγραμμα, που κάνει μια φοιτήτρια του δικού σου βεληνεκούς να απέχει από μαθήματα αλυσίδας; Απορία. Πιες μαζί μου έναν καφέ», της πρότεινε, «μπορεί να σε πείσω να σοβαρευτείς». Τον θεώρησε αστείο. Πόσο καιρό είχε να θεωρήσει έναν άντρα αστείο; Τσίμπησε σαν σπάρος. Ο καφές έγινε κρέπα. Η κρέπα έγινε αριθμός τηλεφώνου, το τηλέφωνο δεύτερος καφές, εσπρέσο στα γρήγορα, σχεδόν έκτακτα και μάλλον διακριτικά, νωρίς ένα απόγευμα. Ο εσπρέσο έγινε συμπάθεια, η συμπάθεια ποτό και το ποτό κρεβάτι. Κι ένα κρεβάτι όταν γίνεται δεύτερο κρεβάτι δεν έχει παρά να σε μπλέξει ανεπανόρθωτα. - 51 -


Θεοδοσία Ζαμπάκα


Κάποτε είχε λατρέψει τον Χριστό χωρίς να γνωρίζει ούτε καν ποιος ήταν ο Χριστός∙ ούτε γιατί. Μάλλον της άρεσε το λιβάνι της γιαγιάς ανάμεσα στις μυρωδιές της πολυκατοικίας. Κι όπως ξέρουμε, το λιβάνι στα πέντε σου μόνο με τον Χριστό μπορεί να συνδεθεί. Έπειτα λάτρεψε τον φίλο της, που τα είχε όλα, μέχρι να γίνει αντιληπτό και κοινώς αποδεκτό από το σύμπαν ότι ήταν ένας μαλάκας, που ήξερε να λέει καλά ψέματα. Από κει και ύστερα όλοι θα ήταν εν δυνάμει μαλάκες, που ξέρουν να λένε ψέματα. Εκτός από εκείνους που δεν ξέρουν να λένε ψέματα και μένουν μαλάκες σκέτοι. Εν δυνάμει. Έπειτα τη ζωγραφική. Ώρες ατελείωτες ανάμεσα σε λάδι και ακρυλικά, να μην μπορεί να προσανατολίσει τα γούστα της. Τελικά δεν κατάφερε να τα προσανατολίσει, την πρόλαβε η πλήξη. Ακολούθησε η πιο συγκρατημένη λατρεία του δεύτερου φίλου της και τώρα κανενός. Για κανέναν και για τίποτα. Η περιοδικότητα της λατρείας υπήρξε ένα μυστήριο που πολύ θα ήθελε να την είχε απασχολήσει. Αλλά δεν την απασχόλησε ποτέ. Ούτε καν τον τελευταίο μήνα, που ο χρόνος της θα μπορούσε να θεωρηθεί ακόμα και άπλετος. Αλλά δεν θεωρούταν. Ούτε δουλειά πια, ούτε αβάσταχτα νοσοκομεία με τσιγάρα στο προαύλιο, ούτε κρυψίματα πίσω από τους ψύκτες για να αποφευχθούν τυχαίες συναντήσεις, ούτε εκείνος, ούτε μάνα να της τηλεφωνεί, ούτε τηλέφωνο για να της τηλεφωνεί. Κομμένα όλα. Όχι από επιλογή, ούτε από ανάγκη. Γουλιά καφέ. Εκείνον μπορεί να μην τον είχε λατρέψει, τον είχε όμως ονειρευτεί. Είχε ονειρευτεί ένα «μαζί» αδιάσπαστο, μια τρικυμία δαμασμένη από τους δυο τους σε ένα ταξίδι χωρίς συγκεκριμένη λογική. Έρωτας. Όχι ότι της είχε δώσει το δικαίωμα, αλλά δεν θέλει εισιτήριο το όνειρο, ξέρει να τρυπώνει ακόμα και λαθραία. Ούτε ο έρωτας θέλει εισιτήρια και άδειες. Έχουν τη δύναμη να επικρατούν εις βάρος της λογικής, των μέχρι τότε προσδοκιών, της ηθικής, ακόμα και των σπουδών. Εις βάρος του κανονικού εν πάση περιπτώσει. Τα πράγματα της είχαν έρθει πιο γρήγορα από όσο μπορούσε να υπολογίσει. Μάλλον ιλιγγιωδώς. Και σαφώς πιο - 53 -


ανάποδα από όσο θα μπορούσε να είχε φανταστεί. Η ταχύτητα φέρνει ζάλη και αφαιρεί τον έλεγχο. Νομοτέλεια. Αλήθεια, πώς μπορεί να φανταστεί κανείς ανάποδο το μέλλον; Δεν είναι το «αποκλείεται». Η αναποδιά στα ενδεχόμενα είναι αυτό που δεν υποψιάζεσαι. Μπορεί να προβλέψεις χίλια δυο σενάρια για την έκβαση μιας κατάστασης -καλά, κακά δεν έχει σημασία- αλλά το ανάποδο δεν μπορείς να το προβλέψεις. Πρόκειται για την ανίκητη έννοια του στατιστικού σφάλματος. Προσευχήσου μέρα-νύχτα, ετοιμάσου με όλες σου τις δυνάμεις, κάλεσε τους πιο δυνατούς σου φίλους να κρατάνε τους προμαχώνες, αλλά το νου σου: όταν έρχεται το σφάλμα, έρχεται επειδή αυτό σε επιλέγει. Και την επέλεξε. Μέσω εκείνου. Μέσω Συγγρού. Μέσω μιας συγκυρίας που μπορεί να συμβεί στον καθένα. Αλλά δεν συμβαίνει στον καθένα. Κι όταν συμβαίνει, δεν συμβαίνει έτσι. Έζησες ποτέ το μίσος μπροστά στον παραλίγο σκοτωμό σου; Κι όταν λέμε μίσος, εννοούμε εκείνο το αβάσταχτο βλέμμα του εντεκάχρονου κοριτσιού, που θέλει το θάνατό σου. Έντεκα χρονών. Περίοδος μπορεί να μην του είχε έρθει ακόμα, αλλά να την εκδικηθεί θανάσιμα του είχε έρθει. Όχι μια και δυο φορές. Τα έντεκά της χρόνια δυο σίδερα στα μάτια. Ακόμα και όταν εκείνη κόντεψε να πάψει να υπάρχει. Αλλά δεν έπαψε. Ακόμα και αν ήταν ένα κράμα θελημάτων, θεού, αγίου και κάποιας περαστικής τύχης το να βρίσκεται εκεί, με ένα χιλιοραμμένο κορμί, κάτι σιχαμένες γάζες, να μην ξέρει από πού ξεκινάνε και πού καταλήγουν και μια μάσκα οξυγόνου φορεμένη εφαρμοστά με λαστιχάκι. Το πρόσωπο σχεδόν ανέγγιχτο, δυο μώλωπες όλοι κι όλοι, στο μάτι και στο σαγόνι. «Μακάρι να πέθαινες», της είχε πει. «Σε μισώ, σε μισώ». Μα πού είχε βρει το δωμάτιό της, μισή σπιθαμή πλασματάκι; Έπειτα είχε μπει και την είχε μαζέψει η μάνα της, χωρίς να καταδεχτεί να χαραμίσει ούτε μισό βλέμμα. Μεσάνυχτα, πάνω στη μηχανή, με άδεια την Αθήνα και γαντζωμένη πάνω του. Υπάρχει ομορφότερο συναίσθημα; Υπάρχει: μεσάνυχτα, πάνω στη μηχανή, με άδεια την Αθήνα, εξώπορτα, φιλί για καληνύχτα, ασανσέρ, σπίτι και ύπνος. Ήσυχος ύπνος, ανήσυχος ύπνος, διακεκομμένος ύπνος. Ύπνος. Το happy end - 54 -


της ημέρας, πιο κοινότυπο από ποτέ∙ εν προκειμένω, πανάκριβο. Όμως η Αθήνα δεν ήταν άδεια κι αυτό το έμαθε μόλις την επόμενη ημέρα. Ούτε που κατάλαβε πώς από τον έβδομο ουρανό ξύπνησε στο τέταρτο κρεβάτι ενός δωματίου, να μυρίζει την αποφορά της δυστυχίας, ανακατεμένη με την γλυκόξινη οσμή ενός εξαναγκασμένου δόξα σοι Κύριε. Όχι ότι δεν πίστευε, αλλά δεν ήταν της παρούσης. Εκείνος μάλλον δεν το έμαθε ποτέ, εκτός κι αν ισχύει ότι όταν συνέρχεσαι από τον θάνατο και κολυμπάς στο κώμα, ζεις παράλληλα με τους άλλους. Χωρίς να το ξέρουν οι άλλοι. Αν τα πράγματα είχαν έτσι, θα είχε ακούσει συζητήσεις, σίγουρα θα είχε αναγνωρίσει τις φωνές της κόρης του, της γυναίκας του, των γιατρών, ίσως και τη δικιά της. Τα βράδια και αφού είχε πάρει εξιτήριο, η Μυρσίνη τον επισκεπτόταν κρυφά. Τα είχε βρει με τις διανυκτερεύουσες και την άφηναν να σπάει διακριτικά τους κανονισμούς για μισή ώρα κάθε φορά. Ούτε λεπτό παραπάνω. Ούτε φιλί παραπάνω. Εκείνος σταματημένος. Το πρόσωπό του είχε μια έκφραση γαλήνης. Εκεί είχε σταματήσει, στη γαλήνη. Εικοσιεννιά ημέρες έμεινε σε κώμα. Πέθανε αθόρυβα ένα μεσημέρι, όταν το νοσοκομείο βρισκόταν σε ώρα αιχμής. Η τηλεόραση εξηγούσε τα ζώδια. Οι Δίδυμοι θα έπρεπε να δώσουν ιδιαίτερη προσοχή στα ερωτικά γι’ αυτήν την εβδομάδα, γιατί οι ευκαιρίες έρχονται αναπάντεχα και για μία μόνο φορά. Τυχεροί αριθμοί το έντεκα, το εικοσιπέντε, το σαρανταπέντε και το σαρανταοκτώ. Άτυχος το εκατόν δέκα. Κανένα βλέμμα δεν βρισκόταν επάνω του στην τελευταία εκπνοή. [Ελένη] Δεν έχει χειρότερο πράγμα από το να της χύνεται ο ελληνικός πάνω στο μάτι. Δεν είναι δα και η ταλαιπωρία του αιώνα το να καθαρίσεις και να ψήσεις άλλον. Πιο πολύ είναι κάτι σαν μια παράξενη τεμπελιά. Όλοι έχουμε παράξενες τεμπελιές. Η μάνα της δεν άντεχε (και λογικά δεν αντέχει ακόμα) να αδειάζει το πλυντήριο πιάτων. Δεν είχε πρόβλημα να το γεμίσει, δεν - 55 -


την κούραζε αν χρειαζόταν να πλύνει τα πιάτα με το χέρι, αλλά το να βγάλει τα πλυμένα σκεύη από τα ράφια του πλυντηρίου και να τα μοιράσει στις θέσεις τους, δεν το άντεχε. Είναι σαφώς ψυχολογικό. Μα ποιος θα μπορούσε να την κατηγορήσει για ψυχολογικά; Ποιος από όλους αυτούς, που τέλος πάντων καλά ξεκίνησαν τη ζωή τους, με τις καλύτερες προοπτικές και μια βαθιά πίστη στην ανθρώπινη ευτυχία που τους δόθηκε, μπορούσε να την κατηγορήσει για μη αποδεκτές συμπεριφορές; Κανείς. Και αν ποτέ ερχόταν αυτή η ώρα, είχε έτοιμες τις απαντήσεις, οπλισμένες και βουτηγμένες στο δηλητήριο. Ας τολμούσε κανείς και θα έβλεπε. Εν πάση περιπτώσει, η μάνα της είχε το πλυντήριο πιάτων, η Ελένη το καθάρισμα των ματιών της κουζίνας. Πέρασε με σφουγγάρι το μικρό μάτι, έβαλε μπόλικη σαπουνάδα. Το έτριψε με το μαλακό, το έτριψε με το σκληρό, το σκούπισε με την πετσέτα και, μέσα σε πέντε λεπτά, άλλος ένας καφές χυνόταν πανηγυρικά πάνω του, στη θέση του προηγούμενου. Άι στο διάολο και τα μάτια και οι καφέδες. Πήρε την καπαρντίνα της και βγήκε έξω. Τα κλειδιά παιδεύτηκαν μέχρι να βρουν την τρύπα, πάντα κλείδωνε διπλά, πάντα πρόσεχε να σφραγίσει το σπίτι, μην τους βρει κανένα κακό ακόμα. Δεν είναι καιρός για άλλα κακά, δεν υπάρχει περιθώριο να γίνονται λάθη και να πρέπει να διορθωθούν. Ο αέρας την κάνει πάντα να νιώθει καλύτερα. Αλλά τον θέλει παγωμένο, να εκτονώνονται πολικές αέριες μάζες και να δακρύζουν τα μάτια, να τρέχει η μύτη, να τσούζουν τα χέρια χωρίς γάντια και να νιώθει το σώμα της όσο δεν το νιώθει μέσα στο σπίτι. Στριμωγμένο σπίτι, παρότι πλέον λιγόστεψαν κατά έναν. Ό,τι απέμεινε από εκείνον ένα δωμάτιο βιβλία και χαρτιά και δυο ντουλάπες ρούχα. Και μία κόρη με ανάγκες και απαιτήσεις. Πολλές απαιτήσεις. Και δεν έχει τίποτα με τις απαιτήσεις, ποτέ δεν είχε τίποτα με τις απαιτήσεις, έχει με την αδυναμία να τις ικανοποιήσει. Και είναι το ανικανοποίητο που την πληγώνει περισσότερο απ’ όλα. Πανεπιστημίου χαμηλά, παγωμένο πεζούλι και καφές - 56 -


αγορασμένος σε χάρτινο κυπελάκι. Ένα κι εξήντα, ο μικρός. Σήμερα είναι η μέρα της αμαρτίας. Αν κάπνιζε θα άναβε τσιγάρο, σίγουρα, όπως στις ταινίες. Σε γενικές γραμμές, έχει κόψει τα πολλά-πολλά με τα έξω εδώ και έξι μήνες, αλλά εν τέλει έκανε μια εξαίρεση. Αν δεν έκανε αυτή την εξαίρεση ίσως να έκανε κάτι άλλο, ίσως κάτι εις βάρος κάποιου άλλου. Αλλά αγόρασε καφέ να ξεδώσει πάνω του. Να καταπιεί τα νεύρα της, που δεν έφερε τα πράγματα σωστά. Που άφησε την πίστη στην ευτυχία να την επισκιάσει. Γουλιά καφέ. Πίστη. Την γέννησαν με πίστη, τη μεγάλωσαν με πίστη. Η ομορφιά της συμβόλαιο στην ευτυχία. Η ανατροφή της σκαλοπάτι σε μια κοινωνία του αλάθητου. Κοινωνία με τις σωστές προδιαγραφές για την αιώνια σταθερότητά της. Υψηλή κοινωνία, χρήμα και πρεστίζ. Μαλακίες. Πού το είδαν το ύψος και τη βάφτισαν υψηλή; Ποιο κλαρί είναι εκείνο που φτιάχτηκε για να ξεπερνά τα υπόλοιπα σε αυτή την αλαζονική πορεία προς τον ουρανό; Σαν σπάσει το κλαράκι από έναν βίαιο άνεμο, ποιος σκύβει να μαζέψει αυτούς που ήταν πιασμένοι από εκεί; Σαρανταπέντε χρόνια δεν είναι λίγα. Ούτε ελαφριά είναι, ούτε εύκολα. Είναι το βάρος μιας ζωής και μιας ύπαρξης που δεν χρειάστηκε ποτέ να σκαρφαλώσει ούτε ένα εκατοστό. Την γέννησαν εκεί πάνω σε ξύλινη φωλιά και έμεινε εκεί μέχρι που φύσηξε. Σαρανταπέντε χρόνια, τα εικοσιεφτά απόφοιτος Αρσακειάδα, τα δεκαπέντε σύζυγος καθηγητού οικονομικού επιστήμονος, τα εντεκάμισι μητέρα και τον τελευταίο μισό άδεια. Πότε είναι η στιγμή που καταλαβαίνει μια γυναίκα ότι όλη της η ζωή υπήρξε ευτυχισμένα παρασιτική; Πότε γεννιέται μέσα της η ενοχή απέναντι στην πιο σκληρή πτυχή της συνείδησής της; Γουλιά καφέ. Τα έβαλε κάτω λίγες ημέρες μετά τον θάνατό του και τα ζύγισε. Τι ζύγισε δηλαδή, έσπασε η ζυγαριά από το βάρος της πραγματικότητας. Γύρισε την πλάτη στα κοράκια. Τίποτα δεν σέβονται πια, ο νους τους κάτω από τον αφαλό. Οι γονείς απομακρυσμένοι, τουλάχιστον μια οκταετία. Ψεύδισαν λίγα λόγια στοργής από τηλεφώνου και μέχρι εκεί. Ήθελες τα κι έπαθες τα και πάμε παρακάτω. Πώς βγαίνεις γυναίκα στα σαρανταπέντε - 57 -


στη βιοπάλη; Βγαίνεις. Και όταν γυρίζεις πίσω πρέπει να έχεις να ταΐσεις ένα παιδί στην εφηβεία, να του πληρώσεις το κινητό, να μπορεί να συνδεθεί στο ίντερνετ χωρίς να πέφτει το δίκτυο, να βγει για ένα χυμό στην πλατεία με τις φίλες της Σάββατο απόγευμα. Να πάει σε πάρτι να φιλήσει αγόρια, να την τρέξεις στον πυρετό της, να της φτιάξεις το αγαπημένο της φαΐ. Να κοινωνήσει τη ζωή σιγά-σιγά και φυσιολογικά, όπως πρέπει, χωρίς να στερηθεί την ισορροπία των πραγμάτων. Να μην της λείψει η εξέλιξη. Βγαίνεις και πιάνεις θεούς και ανθρώπους να βρεις μια δουλειά. Ξεκινάς από ψηλά και χαμηλώνεις τα στάνταρ σου, χαμηλώνεις, χαμηλώνεις, ώσπου να μην έχει άλλο πια να χαμηλώσεις, παρά σφουγγάρι και παρκέ και γυάλισμα. Μα ούτε και αυτό. Στα σαρανταπέντε σου. Ανάθεμά σε εκεί που σαπίζεις, πώς μπόρεσες; Τι σου έλειψε για να το ψάξεις εκεί που το’ ψαξες; Τι σου έλειψε που δεν το έβρισκες εδώ; Ανάθεμά σε, τι το ήθελες το Καστρί και τα δάνεια; Πόσα δάνεια πια και πόσα δεν ήξερα; Πίεση. Στην αρχή έριξε τα μούτρα της, σήκωσε το τηλέφωνο και πήρε τους γνωστούς. Μια ατζέντα γεμάτη καλλιγραφικά ονόματα. Φίλοι σε περίοδο παρακμής δεν υπάρχουν, μόνο γνωστοί, γιατί παρακμή είναι αυτό που μας βρήκε και όχι κρίση όπως μας λέει η τηλεόραση. Τη βαφτίσαμε κρίση, γιατί ως κρίση ξεκίνησε και δεν μας βόλεψε να της αλλάξουμε το όνομα στη πορεία. Τα έχει διαβάσει αυτά και τα ξέρει, της τα έλεγε και εκείνος φιλοσοφώντας. Ώρες ατελείωτες φιλοσοφώντας μπροστά σε ένα ποτήρι ουίσκι και πάνω στο δέρμα μιας πολυθρόνας, δώρο γάμου από κάποιον συγγενή. Κρίσεις λοιπόν έχει περάσει πολλές: κρίση στο γάμο των γονιών της, με τον πατέρα να φεύγει από το σπίτι σιωπηλός και αηδιασμένος και να ξανάρχεται εξίσου σιωπηλός και αηδιασμένος. Κρίση στα μαθητικά της χρόνια, με βαθμούς χαμηλωμένους, κρίση στον λογαριασμό του άντρα της, όταν κατρακυλούσαν οι μετοχές, η μια δεμένη με την άλλη. Κρίση στον δικό της γάμο. Η κρίση είναι ένας μηχανισμός αυτοδιόρθωσης. Η παρακμή είναι ένας μηχανισμός σήψης. Σήψη λοιπόν. Η δική της ταυτόχρονη σήψη. Πήρε τα νούμερα, αλλά κανείς δεν μπόρεσε κάτι πα- 58 -


ραπάνω από μια υπόσχεση. Αν ακούσω κάτι θα σε πάρω, αν χρειαστείς τίποτα, να ξέρεις, είμαστε εδώ. Νούμερα. Δουλειά χρειάζεται, μια γαμημένη δουλειά -θεέ μου, πώς εκφράζεται έτσι;- πού είναι αυτοί που της μοίρασαν συμπαράσταση; Κανείς δεν είναι εδώ, σχεδόν ούτε προσχηματικά. Μόνο μια φράση να της σκίζει το στήθος στα δύο και να της ξεβουλώνει τα μάτια ακαριαία: «Μαμά, μπορούμε να πάρω ένα τηλέφωνο σε κινητό;» «Πάρε». Οι αγγελίες δεν είναι ποτέ όπως διαβάζονται. Είναι κάτι άλλο, ζητάνε κάτι άλλο, προσφέρουν κάτι άλλο. Μα δεν γίνεται να τις αγνοήσεις. Δεν μπορείς να τις αγνοήσεις. Αγγελίες στις εφημερίδες, στο ίντερνετ, σε κολώνες του ηλεκτρικού, σε καρτοτηλέφωνα. Ακόμα και σε αίθρια πανεπιστημίων. Σημείωσε, τηλεφώνησε, έκλεισε ραντεβού. Πρώτα οι γραμματειακές δουλειές και τα ωράρια γραφείου. Καλή προσπάθεια, κακή ελπίδα. Ποιος φεύγει από τέτοια δουλειά τέτοιες μέρες για να πάει εκείνη; Μόλις την έβλεπαν, σούφρωναν το βλέμμα. Τι να την έκαναν δηλαδή; Και τι θα μπορούσε να μάθει σε τέτοια ηλικία; Την απασχολούσαν δήθεν ένα πεντάλεπτο και της έβαζαν στο τσεπάκι γλυκά-γλυκά τη γνωστή δοκιμασμένη ατάκα: «θα σας ειδοποιήσουμε». Γύρισε την Αθήνα, στάθηκε στα πόδια της περισσότερο απ’ όσο άντεχαν, κατάπιε χιλιόμετρα περπατώντας ίδρωσε τη φανέλα. Τώρα κάθεται σε ένα πεζούλι χαμηλά στην Πανεπιστημίου, έχοντας χωνέψει και αποβάλει την πίστη που της τάιζαν για δεκαετίες. Γουλιά καφέ. Τα πρησμένα της πόδια ευθυγραμμισμένα με την Πατησίων κι έπειτα δεξιά για Φωκίωνος Νέγρη. Κάθε βήμα και μια μικρή προσπάθεια. Ευτυχώς δεν φοράει τακούνια. Η ώρα είχε φτάσει μεσημέρι και το στομάχι της στην πλάτη. Το στόμα δροσισμένο από ένα μπουκαλάκι νερό. Η ανακούφιση βγήκε από ένα ψυγείο περιπτέρου και κόστισε ένα πενηντάρικο. Ποιος θα της το έλεγε; Αν δεν χτυπούσε το κινητό, τώρα μάλλον θα ήταν χωμένη μέσα στη μπανιέρα με το καυτό νερό να της μουλιάζει την ψυχή και να την εξαγνίζει. Μαμά, πήρε ένας κύριος, να πας από εκεί να μιλήσετε. Μάλλον σε θέλει για δουλειά. Τα αδέσπο- 59 -


τα δεν την αφήνουν από κοντά τους. Ένστικτο που διατηρούν από τους άγριους προγόνους αυτά τα ζώα, να καταλαβαίνουν την αδυναμία, να οσμίζονται το φόβο και την ανασφάλεια από όπου κι αν βγαίνει. Φύγετε ρε, ξουτ, τι θέλετε από εμένα; Ξεθάρρεψε. Έτσι είναι ο δρόμος. Αν το έχεις μέσα σου, στο εξασκεί. Αν δεν το έχεις στο εμφυτεύει. Τα ξέρει αυτά, τα έχει διαβάσει. Το μαγαζί μυρίζει δέρμα και βανίλια. Ο κύριος του τηλεφώνου, ένας κοντός με καραφλίτσα και αθλητικό σώμα. Κάτι σαν μινιόν αρσιβαρίστας. Λαδί παντελόνι, μαύρο πόλο. Το λάτρευε το λαδί. Είναι δεν είναι πενηντάρης, αλλά φαίνεται νεότερος. Γυμναστική, καλή διατροφή, ποιος ξέρει. Όχι και τόσο συμπαθής, έχει μια γωνία στο βλέμμα, πεταγμένη προς τα έξω. Πονηρό βλέμμα. Την κόβει από πάνω μέχρι κάτω, σαν να μην πολυπιστεύει πόσο θράσος βαστάνε αυτές οι ηλικίες για να χτυπήσουν μια τέτοια ψευτοδουλειά. Αλλά δεν είμαστε για αντιπάθειες τώρα. «Είμαι η τάδε, είχα τηλεφωνήσει πριν δυο εβδομάδες. Με καλέσατε πριν καμιά ώρα στο σπίτι. Πόσα; Δεν έχω περιορισμούς. Όχι, δεν θέλω προγραμματισμένο ρεπό. Μην με κοιτάτε έτσι. Μπορώ. Αλήθεια μπορώ. Να ξέρατε μόνο πόσα μπορώ. Αύριο;» Τέλος της δεύτερης εβδομάδας, μεσημέρι, και οι άλλες δύο λείπουν. Είναι η ώρα τους και δεν το διαπραγματεύεται κανείς. Μισή ώρα δικαιούνται, ούτε λεπτό λιγότερο, ούτε λεπτό περισσότερο. Εκείνη δεν έκανε ποτέ διάλειμμα και ο μινιόν αρσιβαρίστας το εκτιμούσε. Καλύτερα έτσι, να μην κάνει κοιλιά το ωράριο. Αφού μπορεί, άσ’ τη να σκίζεται. Δεν την πληρώνω τσάμπα. Κανέναν δεν πληρώνω τσάμπα. Από τότε που ξεκίνησε αυτή η γαμημένη η κρίση, όλοι τα έχουν βάλει με τους επιχειρηματίες. Τους μικρούς, οι μεγάλοι δεν αγγίζονται. Οι μεγάλοι είναι μεγάλοι. Οι μικροί είναι κάθε μέρα μες στα πόδια μιας κοινωνίας που προσπαθεί να ξεράσει και δεν έχει να βγάλει. Αυτούς βρίσκουν, αυτούς βρίζουν. Αυτούς βρίσκουν, αυτούς σπάνε, αυτούς καίνε, πάντα έτσι γινόταν. Μέρα- νύχτα ανασφάλεια. Η αδικία της εργοδοσίας αδικία προς την κοινωνία, αδικία προς τον άνθρωπο. Μαλακίες. Λες και βρισκόμαστε στην εποχή - 60 -


του βούρδουλα. Κανείς όμως από αυτούς που λένε και ξαναλένε δεν ξέρει πώς βγαίνει ένα μαγαζί αυτό τον καιρό. Κανείς δεν μιλά για τον βούρδουλα της ανασφάλειας. Σήμερα είμαστε, αύριο θα είμαστε; Ένα μαγαζί της γειτονιάς, ένα μαγαζί φτιαγμένο από το μηδέν, στη μέση του μηδενός. Φωκίωνος Νέγρη είμαι γαμώτο, όχι Ερμού. Τέλος πάντων, τα περιττά κομμένα, οι μέρες είναι δύσκολες, όσο καλή διάθεση και να’ χεις. Όποιος θέλει. Όποιος δεν θέλει, σπίτι του. Της πιάνει κουβέντα με μια αιφνιδιαστική οικειότητα. Συμβαίνει αυτό όταν βρίσκονται δυο άνθρωποι καθημερινά, έτσι δεν είναι; «Είσαι τυχερή, της λέει πάνω στο συμμάζεμα. Τον προηγούμενο μήνα έδιωξα τρεις. Δεν έπρεπε να βιαστώ, ήταν πολλές οι τρεις για να φύγουν μαζεμένες, με πήρε από κάτω ο λογαριασμός και παρασύρθηκα, ξέρεις. Μία ακόμα έπρεπε να την έχω, γι’ αυτό είσαι εδώ. Είσαι πολύ τυχερή. Να σου πω γιατί τις έδιωξα. Η μία παντρεύτηκε κι έπιασε παιδί. Δεν μπλέκω εγώ με τέτοια, αν θέλεις κοπέλα μου να κάνεις παιδί, να το κάνεις, να σου ζήσει, αλλά να μου το έλεγες από την αρχή. Κοτζάμ μαγαζί δεν μπορεί να πηγαίνει με τη γονιμότητά σου. Εμένα με σκέφτηκες; Εν τοιαύτη περιπτώσει, αφού ήρθαν έτσι τα πράγματα, θα πάει, λέει, στο χωριό της να φυτέψει ντομάτες και να ανοίξει εκεί σπίτι. Στο καλό. Η άλλη μάλλον έβαζε χέρι στο ταμείο. Τσίμπαγε και κάτι ψιλοπράγματα καμιά φορά στην παραλαβή. Μάλλον. Ξέρεις, κορδόνια, πάτους, τέτοια. Τι τα έκανε; Τέλος πάντων. Καλύτερα, είναι δύσκολες οι εποχές, δεν πουλάμε το ίδιο. Μαύρες τις είχα εξάλλου κι αυτές. Η άλλη πια, η μικρή; Αυτή ήταν για δέσιμο. Ξέρεις τι φασαρίες μου έκανε τις τελευταίες μέρες; Είχε μπλέξει και με κάτι νοσοκομεία, κάτι γιατρούς, τη χάσαμε δυόμιση μήνες στο νερό. Ποιος θα έκανε αποθήκες, εγώ; Ποιος θα άλλαζε βιτρίνα; Δεν τρέχουν έτσι οι δουλειές κορίτσι μου, της λέω. Δεν μπορείς εσύ να μου εξαφανίζεσαι και να μου σκας μύτη μετά κουτσαίνοντας. Ούτε τα πόδια της δεν μπορούσε να πάρει. Και στρείδι ε, δεν έβγαζε άχνα, μια καλημέρα με το ζόρι της την έπαιρνα το πρωί. Μες στα μαύρα σαν σε κηδεία, βάλε της έλεγα κανένα χρωματάκι, - 61 -


σε μαγαζί δουλεύεις, με κόσμο μιλάς. Τίποτα. Την κράτησα καμιά εβδομάδα για τα τυπικά και μετά την έστειλα, της είπα ότι δεν έβγαινα και τέτοια. Άσε και το άλλο. Μου είπαν ότι προχθές βράδυ έπεσε από τον έκτο. Πήδηξε. Φαντάζεσαι να μου έκανε κανένα αστείο μέσα στο μαγαζί; Θεός σχωρέσ’ την, αλλά καλά που πρόλαβα. Είναι τρέλα αυτή η πόλη, δεν σε αφήνει. Τσιμέντο, τσιμέντο, τσιμέντο... Καλά έκανε η πρώτη και πήρε τα βουνά. Κι εγώ αν δεν είχα το μαγαζί, εκεί θα ήμουνα. Τσίπουρο και οξυγόνο. Γι΄ αυτό σου λέω, αν έχεις χωριό, φύγε. Δεν ξέρεις πώς μπορεί να σου στρίψει καμιά φορά. Τουλάχιστον είσαι παντρεμένη;»

- 62 -


CYBERAMA Του Δημήτρη Ροβόλα

Το βιομηχανοποιημένης κατασκευής τσιγάρο, βάρους ενός γραμμαρίου, καιγόταν τεμπέλικα στο τασάκι. Την ίδια στιγμή, οι κραδασμοί από τα απότομα τινάγματα των νευρικών ποδιών μου οδήγησαν τα σχεδόν άδεια κουτιά Redbull να κυλήσουν ομαλά από την άκρη του τραπεζιού στο χαλί, αφήνοντας πίσω τους ένα στενό μονοπάτι λεκέδων. Η ελεύθερη πτώση καθοδικής τροχιάς είχε ως αποτέλεσμα την εκτίναξη του πιρουνιού, που κειτόταν στα υπολείμματα της κατασπαραγμένης μερίδας γύρου, ακριβώς από κάτω τους. Κατά συνέπεια, μετά από ένα σύντομο ταξίδι στον αέρα, οι σταγόνες ενός ελαφρώς μπαχαρισμένου τζατζικιού βρήκαν τη θέση τους στα γύρω έπιπλα. Ωστόσο, ο νους μου, προσηλωμένος σε βαθμό ανώτερου βουδιστικού διαλογισμού στο έργο του, δεν επέτρεψε να απασχοληθώ με το άβολο συνδυαστικό φαινόμενο φυσικής και ανατολίτικης κουζίνας. Ούτε στο ελάχιστο. Αυτές οι διαδικασίες ήτο μικρές, κοινότυπες και ανάξιες περισπασμού της προσοχής μου. Όχι… Όχι! Όλη μου η προσοχή, αμέριστη, ήταν στραμμένη στη μάχη που εξελισσόταν μπροστά μου, η οποία θα έκρινε τη μοίρα του πλανήτη. Η καρδιά μου πετάρισε κάτω από τις τρεις κουβέρτες, τα χέρια μου -τρεμάμενα- ήταν έτοιμα να δώσουν την εντολή. Ξαφνικά… μπλε… Το χρώμα ήταν απόλυτο. Ο νους κατέβαινε κουτρουβαλώντας ένα-ένα τα αστρικά στάδια της υπερβατικής μου έκστασης, για να συνειδητοποιήσω σε μια κρίση πανικού ότι είχα αποτύχει να δω τον πενηνταεφτάχρονο φασίστα, βάρους εκατόν σαράντα δύο κιλών, να κάνει έρπειν κυκλικά του καναπέ και να τραβάει την πρίζα. Η δύστυχη κονσόλα πέθανε ακαριαία, μετά από ένα ύστατο γουργούρισμα. Φώναξα, μα δεν κατάφερα να βάλω σε τάξη τις συλλαβές. Έπειτα, ασθμαίνοντας, μην έχοντας ακόμα πλήρως ανακτήσει την ανθρώπινη λαλιά, ξεστόμισα έναν κυκεώνα συνυφασμένων συνειρμών: «ΤΙΚΑΝΕΙΣΡΕΞΕΦΤΙΛΑΕΙΣΑΙΤΡΕΛΟΣΤΙΚΑΝΕΙΣΤΙΚΑΝΕΙΣΤΙΚΑΝΕΙΣΤΙΚΑΝΕΙΣΤΙΚΑΝΕΙΣ» - 63 -


Με τη βροντερή του φωνή και ζωγραφισμένο ένα χαιρέκακο χαμόγελο, μου απάντησε αμέσως. «Εγώ τι κάνω ρε μαλακισμένο; Είσαι δύο μέρες πάνω από την τηλεόραση, έχεις κάνει το σαλόνι πουτάνα, το τραπέζι καίγεται μπροστά σου... ΘΑ ΜΑΣ ΚΑΨΕΙΣ ΖΩΝΤΑΝΟΥΣ!» Αστραπιαία κοίταξα το τραπέζι. Το τσιγάρο, έχοντας μειωθεί στο μισό σε στάχτη, είχε ανατραπεί από το τασάκι και η καύτρα, έχοντας φάει το τραπεζομάντηλο, προσπαθούσε στωικά να περάσει μέσα από το ξύλο. Μια λεπτή στήλη καπνού σαν ασημένια κλωστή ένωνε το ταβάνι με το τραπέζι. «Έρχομαι από τη δουλειά κουρασμένος να κάτσω να δω λίγη τηλεόραση και είσαι μονίμως πάνω από τη μαλακία. ΡΕ ΘΑ ΧΑΖΕΨΕΙΣ, ΑΚΟΥΣ; ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΤΟ ΜΥΑΛΟ ΣΟΥ ΠΟΥΡΕΣ». Η ανταπάντηση μου ήταν άμεση: «Σιγά την κούραση, που κάθεσαι στην κωλάρα σου όλο το βράδυ και βλέπεις ταινίες και το παίζεις σερίφης». Τα προκαταρκτικά είχαν ξεκινήσει, ζέσταινα τα άκρα μου και ετοιμαζόμουν για μάχη. «Τουλάχιστον εγώ δουλεύω ρε μαλακιστήρι». «Σιγά τη δουλειά. Να κοιτάς μέσα από κάμερες και άμα γίνει τίποτα να πάρεις τους μπάτσους. Υπάρχει μια εφεύρεση εδώ και πενήντα χρόνια που λέγεται «ΣΥ-ΝΑ-ΓΕΡ-ΜΟΣ». Απλά τα αφεντικά σου είναι τόσο ηλίθιοι, που αντί να πάρουν κανένα μπουλντόγκ, πήραν εσένα. Τώρα, θα μου πεις, με την κωλόφατσα που έχεις, μπορεί απλά να μπερδεύτηκαν». Δάγκωσε τα χείλη του και σφίχτηκε. Ωστόσο, μπόρεσε να αρθρώσει μερικές λέξεις ακόμα: «Πήγαινε να κοιμηθείς ρε σαχλαμάρα, που 'χεις γίνει σαν πρεζάκιας. Άντε ρε κακομοίρη, βγες έξω να βρεις καμιά δουλειά και καμιά γκόμενα ρε μουρόχαυλο. Τι με κοιτάς σα χάνος; Φέρε το τηλεκοντρόλ». Εντάξει, σκέφτηκα. Ως εδώ και μη παρέκει. «ΜΟΛΩΝ ΛΑΒΕ MOTHERFUCKER!». Για έναν άνθρωπο που η χοληστερίνη του θα μπορούσε να γρασάρει αυτοκινητοβιομηχανία, ήταν πολύ γρήγορος. Καλύμματα-σκεπάσματα-ταινίες-παπούτσιαμαξιλάρια-χειριστήρια-πολύμπριζα άρχισαν να εκσφενδονίζονται μαζικά προς το μέρος μου. Ήμουν έτοιμος να ανταποδώσω, όταν με χάρη ντοπαρισμένου αρσιβαρίστα τον είδα να - 64 -


πιάνει και να σηκώνει τη βαριά πολυθρόνα. Μην έχοντας άλλη επιλογή, τράπηκα σε άτακτη υποχώρηση προς τα διαμερίσματά μου. Ο γκοτζίλα φρέναρε στην πόρτα του δωματίου μου, που μόλις πρόλαβε να κλείσει απότομα μπροστά του, και άρχισε να ουρλιάζει και να βροντοχτυπά. «ΚΛΕΙΣΕ ΤΟΝ ΚΩΛΟ-ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΗ ΠΟΥ ΜΙΑ ΒΔΟΜΑΔΑ ΚΑΙΕΙ ΡΕΥΜΑ ΡΕ ΜΑΛΑΚΙΣΜΕΝΟ. ΘΑ ΠΟΥΛΗΘΟΥΜΕ ΣΤΗ ΔΕΗ!» «Με ακούς ρε μαλάκα; ΞΥΠΝΑ!». Ο Μάριος άνοιξε στιγμιαία τα μάτια του και χασμουρήθηκε. Μουρμούρισε και τεντώθηκε με τα άκρα του να εκτείνονται αργά σε σχήμα ανθρώπινου "Χ". «Πω πω! Με πήρε ο ύπνος! Είναι ανάγκη να τα περιγράφεις τόσο λογοτεχνικά;». «Καλά και συ δεν μπορείς να συγκεντρωθείς λίγο;» Με κοίταξε με ένα προλεταριακό παράπονο. «Έχω ξυπνήσει από τις έξι ρε μαλάκα. Κουβαλάω από το πρωί έναν τόνο ξύλα. Με έχει πεθάνει η μέση μου. Ναι, το κατάλαβα, πάλι σκοτώθηκες με τον γέρο. Ε, βρες μια δουλειά κι εσύ ρε. Να σηκωθείς, να φτιάξεις το σπιτάκι σου, να κάνεις τη ζωή σου». «ΠΩΣ ΡΕ ΗΛΙΘΙΕ; Πώς να κρατήσω σπίτι; Παρακολουθείς καθόλου τι γίνεται; Βλέπεις πού έχει πάει η ανεργία; Λες κι εσύ πληρώνεις μόνος... ΥΠΟΚΡΙΤΗ! ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗ!ΚΕΦΤΕ! ΠΑΝΙΚΟΠΑΝΙΒΛΑΚΑ!» Ο Μάριος είχε σηκωθεί-ανάψει τσιγάρο-βαδίσει μέχρι την κουζίνα και στο τέλος του μπινελικιού άκουγα το μοτέρ να ροκανίζει το στόμιο ενός γυάλινου ποτηριού. Ίσως η μεγαλύτερη αρετή του φίλου μου, τελικά, να ήταν η αταραξία. Με αργά, σαλιγκαρίσια βήματα επέστρεψε, φέρνοντας δυο φραπέδες. Κάθισε αναπαυτικά και μου συνέχισε. «'ντάξει…», είπε με το συνηθισμένο, βαριεστημένο του ύφος. «Κρίση είναι, θα περάσει… Τα έξοδα τα μοιραζόμαστε μισά-μισά με τη Μαρία. Τσοντάρουν πού και πού και οι γονείς και βγαίνει η φάση. Εσύ ρε μαλάκα σπούδασες δυο σχολές επειδή βαριέσαι να δουλέψεις. Βρες ρε μια δουλειά ό,τι να 'ναι και τα υπόλοιπα έρχονται». Τάδε έφη ο σοφός μαραγκός και άνοιξε την τηλεόραση. Το πλάσμα γυαλί, διαμέτρου 32 ιντσών, λαμπίρισε περήφανο απεικονίζοντας στα 1000 και βάλε dpi το θυρεό του ναού - 65 -


της σύγχρονης τεχνοκρατίας. Το λογότυπο, που προκαλούσε κάθε καταναλωτικό μου κύτταρο να ριγήσει και να αναστενάξει σαν κοριτσάκι, που είδε μπροστά της τον Τζόνι Ντεπ, έκανε την εμφάνισή του. Μεγάλα μπλε ηλεκτρίκ γράμματα σχημάτιζαν το όνομα, και το όνομα ερχόταν ντυμένο με τιτάνιο και μια κιθαριστική μέταλ κραυγή. «Cyberama»… η Μέκκα… ο Παράδεισος… η Γη της Επαγγελίας. Θυμάμαι όταν πρωτομπήκα σε ένα Cyberama στα δεκαπέντε μου, όταν περπάτησα το δρόμο στρωμένο με λάπτοπ, όταν είδα τον εαυτό μου σε δεκαεπτά διαφορετικές αναλύσεις. Όλα τα μεροκάματα της εφηβείας μου ήταν ξοδεμένα εκεί. Πώς δεν το είχα σκεφτεί νωρίτερα; Η αισθησιακή και σαλιάρικη φωνή του εκφωνητή μίλησε, καθώς έτρεχαν κλιπ από παιχνίδια, ταινίες, καταλόγους και πλάνα από διάσπαρτα συνοικιακά Cyberama. «ΕΧΕΙΣ ΚΑΛΗ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ;», ρώτησε η φωνή και αντήχησε στο πίσω μέρος του σκαλπ μου. «ΕΙΣΑΙ ΓΝΩΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ; ΘΕΣ ΔΟΥΛΕΙΑ;» «ΕΧΩ-ΕΙΜΑΙ-ΘΕΛΩ...», μουρμούρισα μουδιασμένος... «ΤΟΤΕ ΜΠΟΡΕΙΣ», είπε ενθουσιασμένα η φωνή που τηλεπαθητικά με διάβαζε. «ΕΛΑ ΜΕ ΤΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΟΥ ΣΕ ΜΑΣ. ΣΕ ΧΡΕΙΑΖΟΜΑΣΤΕ. ΤΑ CYBERAMA ENANTIA ΣΤΗΝ ΚΡΙΣΗ ΚΗΡΡΥΣΣΟΥΝ ΑΝΟΙΓΜΑ ΘΕΣΕΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΓΙΑ ΤΑ 457 ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ». Είχα να πεταχτώ τόσο απότομα από πολυθρόνα από τότε που επιχείρησα να αρωματίσω με γνωστό αεριούχο αποσμητικό τον καβάλο μου μέσα από το εσώρουχο. Καταραμένα πρώτα ραντεβού… Σκούπισα γρήγορα το σάλιο, που είχε σχηματίσει μακαρόνι σπαγγετίνης νούμερο 6 κρεμάμενο από το σαγόνι μου για τα εικοσιένα δεύτερα ψηφιακής επιφοίτησης, και φώναξα αποφασιστικά: «ΘΑ ΔΟΥΛΕΨΩ ΣΤΑ CYBERAMA!!! ΕΦΥΓΑ!!!» Τώρα έπρεπε να ανακοινώσω την απόφασή μου στους αξιοσέβαστους γονείς μου. Χρειαζόμουν υποστήριξη. Η δρύινη πόρτα του σπιτιού μου άνοιξε πιο γρήγορα και από αυτήν ενός συνοικιακού μπουρδέλου σε μέρα αργίας. «ΜΑΝΑ!!! ΧΟΝΤΡΕ!! ΘΑ ΠΙΑΣΩ ΔΟΥΛΕΙΑ!!!!!!». Μετά το παραλίγο καρδιακό επεισόδιο, το σπάσιμο ενός πιάτου και μερικές κατάρες, που αφορού- 66 -


σαν τη σχέση μου με μερικά αφροδίσια λοιμώδη νοσήματα και αυτοάνοσες ασθένειες, η τρομακτικά πειστική μου ρητορεία με έφερε σε πλεονεκτική θέση. Θα ορκιζόμουν ότι είδα δάκρυα στο πρόσωπο του ανθρώπου που, είμαι βέβαιος πια, ότι με αγόρασε στη μαύρη αγορά βρεφών καθώς γύρναγε από τη λαϊκή και, πιστός στη σύντομη καριέρα του ως καρεκλοκάγκουρας των 80’s, πραγματοποίησε μια χορευτική στροφή και ένα ελαφρό αναπήδημα, το οποίο σίγουρα θα ανάγκαζε τον Τραβόλτα να αυτοκτονήσει από τις τύψεις για τις ταινίες που έκανε. Έπειτα, έβαλε το χέρι στη τσέπη και μου έδωσε τριάκοντα ευρώ για να γίνω ευπαρουσίαστος, υποσχόμενος ότι θα συγκεντρώσει τα απαιτούμενα χαρτιά, την ώρα που εγώ σιωπηλά ευχαριστούσα το Θεό για το θάνατο της ντίσκο. Το τηλέφωνο ήταν στον τρίτο χτύπο όταν σταμάτησα να δαγκώνω τα χείλη μου και άρχισα να καθαρίζω το λαιμό μου σαν νοτιο-αμερικανικό βατράχι. «Γραμματεία Cyberama, κεντρικά, Τέλιου Άννα, παρακαλώ». Τέλιου Άννα, ετοιμάσου να γνωρίσεις το μελλοντικό σου προϊστάμενο. «Καλημέρα σας… Για την διαφήμιση πήρα. Θα ήθελα να εργαστώ στην εταιρία σας.» «Μάλιστα… το όνομά σας παρακαλώ.» «Παναγιώτης Σαρρής». «Πόσο χρονών είστε κύριε Σαρρή;» «Είκοσι έξι.» Η ψυχρή γραφειοκρατική φωνή της μου θύμισε ένα σύμπλεγμα εφορευτικού επιτρόπου και πράκτορα της Στάζι. Προς στιγμήν άναψα… «Μάλιστα… Πτυχία, προϋπηρεσία έχετε κύριε Σαρρή;» «Ναι, και μόλις γίνω αφεντικό σου θα τα κάνω μασίφ ανάγλυφο και, αφού το πυρώσω στους 1200 βαθμούς, θα στα μαρκάρω στο δεξί σου κωλομέρι», σκέφτηκα. «Προϋπηρεσία σε παρόμοια εταιρία δεν έχω… Ωστόσο, είμαι κάτοχος δύο πτυχίων πληροφορικής, κρατικού και ιδιωτικού φορέα, μιλάω άπταιστα αγγλικά, διατηρώ τρία ιστολόγια κριτικής σε καταναλωτικά προϊόντα στο χώρο της πληροφορικής και μη». - 67 -


«Μάλιστα… Βλέπω κύριε Σαρρή είστε ενημερωμένος με την τεχνολογία.» «Το κατά δύναμιν.» «Θα σας κλείσω μια συνέντευξη με τον διευθυντή προσωπικού του κεντρικού καταστήματος. Δευτέρα στις 12:20. Θα πείτε στη ρεσεψιόν το όνομά σας και ότι έχετε ραντεβού με τον κύριο Πέτρου.» «Μάλιστα. Ευχαριστώ. Πού βρίσκεται το κεντρικό κατάστημα, αν επιτρέπεται;» «Βρισκόμαστε Ιάσωνος 28, στο Μεταξουργείο. Γεια σας κύριε Σαρρή.» Το χέρι μου υψώθηκε ανατολικά, προς τη μεριά του Μεταξουργείου, τα δάχτυλά μου έκλεισαν, πλην του μεσαίου, και χάρισα στη δεσποινίδα Τέλιου ένα εξαίσιον κωλοδάκτυλον. «Σε θυμάμαι, Τέλιου. Νομίζεις ότι ξέρεις τι πάει να πει καπιταλισμός; Περίμενε μέχρι τη Δευτέρα. ΕΡΧΟΜΑΙ». Ο Μάριος γουργούρησε σαν γατούλης από ευχαρίστηση και χαρά, ενώ παράλληλα θαρρώ τεντώθηκε στο ανθυγιεινό κρεβάτι του. «Ε;;; Δηλαδή σε πήραν;». Αναστέναξα γοερά στο τηλέφωνο. «Σχεδόν. Έχω τη συνέντευξη τη Δευτέρα». «Ωωωωραία. Θες να σε πετάξω;» Ο Μάριος οδηγούσε. Εγώ όχι. Αλλά δε με πείραζε τόσο, γιατί τον είχα χρίσει σοφέρ μου. «Μάριε, το εσωτερικό του αμαξιού σου είναι καλυμμένο με μια κρούστα από καφέ, πριονίδι, τσίπουρο, μπύρα, στάχτη και μαρμαρόκολλα. Αν μπαίνω καμιά φορά μέσα και κάθομαι, είναι επειδή μάλλον είμαι πολύ μεθυσμένος για να με νοιάζει. Θα πάρω τα ρίσκα μου με το λεωφορείο». Το κουρασμένο γέλιο του συνοδεύτηκε με βήχα. «Κάτσε, τι εννοείς ΜΑΡΜΑΡΟΚΟΛΛΑ;;;» Μετά από μια κουραστική, μακριά, Δευτεριάτικη βόλτα με το λεωφορείο σε Αθηναϊκή κίνηση, πάτησα στο μετρό. Ο συρμός ήθελε πέντε λεπτά να φτάσει. Η μουρόχαυλη φωνή των ανακοινώσεων λάλησε, αλλά μέσα στη βουή του τούνελ δεν κατάφερα να ακούσω. Ο συρμός πέρασε κατευθείαν από Ομόνοια χωρίς να σταματήσει. Το ίδιο έγινε και στο Πανεπιστήμιο, με μένα κολλημένο στο τζάμι της πόρτας και τη γρήγορη ανάσα - 68 -


μου να θολώνει το υπερκοστολογημένο πλεξιγκλάς. Λίγο πριν την κρίση πανικού μου, βρέθηκα να σπρώχνω μέσα στις ορδές κόσμου στο Σύνταγμα, θέλοντας να βγω στην επιφάνεια, παλεύοντας για φως και αέρα. Υπήρχε αφύσικα μεγάλη μάζα κόσμου στο σταθμό και βρέθηκα να με παρασέρνει ένα ανθρώπινο ποτάμι. Πιέζοντας και τραβώντας, βρίζοντας και εκλιπαρώντας, ξεβράστηκα τελικά από τον χείμαρρο του όχλου σε μια σάρκινη λαοθάλασσα από ιδρωμένες μασχάλες και δυνατές υστερικές φωνές, που κάλυπτε την άλλοτε πλατεία. Αφού βρέθηκα τετα-τετ με αμέτρητους καβάλους στις σκάλες του Συντάγματος, κατάφερα να φτάσω στην κορυφή για να βρω μια άδεια, ανοιχτή και έρημη Αμαλίας. Ανακουφισμένος, κοίταξα πίσω μου και είδα όλη την πλατεία να πάλλεται γεμάτη με εργατικά πανό στο ρυθμό συνθημάτων. Εκείνη τη στιγμή μου ήρθε… Ήταν μια απεργιακή κινητοποίηση, γι' αυτό και το μετρό δεν σταματούσε. Πρέπει να πέτυχα τον τελευταίο συρμό. Ως τώρα, η μόνη μου επαφή με τα κοινά ήταν η συμμετοχή στις καταλήψεις σχολείων και σχολών και η παραλίγο σχέση μου με μια πανέμορφη αριστερή κορασίδα, που στοίχειωνε ακόμα, δυο χρόνια μετά, τα μοναχικά μου βράδια. Ίσως η μόνη έξυπνη-καλή-όμορφη γυναίκα που γνώρισα. Τέλος πάντων… ας είναι καλά το ιντερνετικό πορνό. Στάθηκα να κοιτάξω για λίγο αφηρημένος τον κόσμο, ενώ -θα το παραδεχτώ…- ένα μέρος μου έψαχνε μπας και συναντήσει τα μελί της μάτια. «Αρχίδια», αναστέναξα. Πίστη στον έναν και αθάνατο επαναστατικό κομμουνισμό και την ασφαλιτοφοβία που τον συνοδεύει, εκείνη δεν έφτιαξε ποτέ προφίλ σε σελίδα κοινωνικής δικτύωσης για να τη βρω. Τώρα θα ήταν σε καμιά ανάλογη συγκέντρωση φωνάζοντας και χαμογελώντας, ενώ εγώ βάδιζα για να γίνω το επόμενο golden boy των Cyberama. Ο Μαρξ και ο Τσε μέσα μου ανασαλεύτηκαν για μια σύντομη στιγμή και αποφασιστικά σήκωσα την γροθιά μου ψηλά στο Θεό, νιώθοντας το προλεταριακό μου αίμα να σφύζει στις φλέβες μου και ψιθύρισα το όνομα της: «Ελένη…» Οι φωνές έρχονταν από τα δεξιά: «ΜΗ, ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΡΕ - 69 -


ΤΡΕΧΑ ΡΕ - ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ ΕΚΕΙ ΡΕ ΗΛΙΘΙΕ, ΚΟΥΝΗΣΟΥ ΡΕΕΕΕΕ - ΓΟΥΡΟΥΝΙΑΑΑΑΑΑΑΑΑ - ΠΙΣΩ ΡΕ, ΠΙΣΩ - ΚΟΥΝΗΣΟΥ ΠΡΟΣΕΞΕΕΕ....» Έστρεψα το βλέμμα μου ενοχλημένος και είδα μια ομάδα από κρανοφορεμένους, ντυμένους στο χρώμα της νύχτας νεανίες να μου φωνάζουν με αγωνία, ενώ από πάνω μου σφύριζαν μάρμαρα… Γύρισα απότομα πίσω μου. Μπορείς να παίζεις video games πρώτου προσώπου όλη σου τη ζωή, με περιμετρικό σύστημα dolby stereo σε επίπεδο έντασης ήχου εφάμιλλο του πιο κιτς κλαμπ της Ίμπιζας. Ξανά και ξανά, μέρα με τη μέρα, μέχρι το μυαλό σου να γίνει μπιφτέκι και να βλέπεις τους γύρω σου σε πολύγωνα. Πάλι… δεν είσαι προετοιμασμένος για μια χειροβομβίδα κρότου λάμψης, ούτε για τριπλή βολή δακρυγόνου, ούτε για ένα χτύπημα στον ώμο από κλομπ των ΜΑΤ. Αναπήδησα και έτρεξα. Έτρεξα μέσα από ένα πυκνό σύννεφο δακρυγόνου. Έτρεξα όπως δεν είχα ξανατρέξει ποτέ και, βήχοντας και ασθμαίνοντας, έτρεξα ακόμα παραπάνω. Δεν έβλεπα μπροστά μου, γιατί τα μάτια μου ήταν πιο σφραγιστά και από πόδια ελληνίδας καλόγριας. Μόλις προσπαθούσα να τα ανοίξω, έτσουζαν και αμέσως τα ξανάκλεινα. Ένιωθα το αριστερό μου χέρι να κρέμεται πέρα-δώθε χωρίς να μπορώ να το κουνήσω και ένιωθα τη γάμπα μου άκαμπτη και γυμνή, μιας και το δεξί μου μπατζάκι ήταν κομμένο σε ρέλια… Χακί, ασπίδα, κλομπ, έκρηξη, θόρυβος, πόνος και η όψη της πιο άσχημης σκατόφατσας που είδα ποτέ μου. Δεν ξέρω αν όλοι οι ματατζήδες είναι τόσο άσχημοι, αλλά ο συγκεκριμένος θα έκανε τον κουασιμόδο να φοβηθεί και να φάει το φαΐ του. Λουσμένος με δακρυγόνο, κατέβηκα την Αμαλίας τρέχοντας προς την Ομόνοια, ενώ πίσω μου άκουγα αλυσιδωτές εκρήξεις, μόνο και μόνο για να βρω άλλες τρεις διμοιρίες να περιμένουν με ανοικτές αγκάλες στα τριακόσια μέτρα. Μαζί με το άμαχο κομμάτι αντιεξουσιαστών και αριστερών, αποφάσισα να στρίψω προς τα Εξάρχεια, καβαλώντας πεζούλια και αμάξια. Όταν φτάσαμε πλατεία, η αδρεναλίνη με εγκατέλειψε και τα πνευμόνια μου έφτυναν το δακρυγόνο, καθώς επίσης και την πίσσα δέκα ετών καπνίσματος. Τυφλός και - 70 -


Αλέξανδρος Κατσής


δαρμένος, έβηχα σπασμωδικά, προσπαθώντας να βάλω σε τάξη τις σκέψεις μου. Από όλες τις πλευρές της πλατείας, καλύπτοντας σχεδόν όλα τα στενά και τους πεζόδρομους, εφορμούσαν μπάτσοι. Μπάτσοι πράσινοι, μπάτσοι μαύροι, μπάτσοι πάνω σε μηχανές. Η μόνη διέξοδος ήταν προς τα πάνω, στο λόφο Στρέφη. Μετά από ένα σπριντ στην ανηφόρα, κυριευμένος από το φάντασμα ενός Σπύρου Λούη, ακουσμένου από μεθαμφεταμίνες του Ανατολικού Μπλοκ, έφτασα στο πρώτο ασφαλές στενό και κρύφτηκα στην πυλωτή μιας πολυκατοικίας. Αφού πέρασε λίγη ώρα και σιγουρεύτηκα ότι δεν θα φάω άλλο ξύλο, άρχισα να κλαίω τη μοίρα μου. Δεν θα έπαιρνα ποτέ τη δουλειά… δεν θα έμενα ποτέ μόνος μου… ήμουν ολότελα καταδικασμένος να χαρτζιλικώνομαι από τους γονείς μου και να κρέμομαι από πάνω τους εφ' όρου ζωής. Καμιά προοπτική, καμιά ελπίδα και, όπως υποτάσσει ορθά το πανκ ροκ, κανένα γαμημένο μέλλον. Η παρανομία φαινόταν μονόδρομος. Τις σκέψεις για το τέλειο έγκλημα σταμάτησαν 7,5 κιλά υδάτινου διαλύματος φτηνού απορρυπαντικού, νερού και αποβλήτων πλυντηρίου, που προσγειώθηκαν στο κεφάλι μου, ενεργοποιώντας το αδρανές δακρυγόνο που υπήρχε ακόμα στο πρόσωπό μου και, σαν αποτέλεσμα, με έκανε να ουρλιάξω σαν πιθήκι σε έξαψη από το τσούξιμο. Σε πλήρη απελπισία και με δακρύβρεχτα μάτια γεμάτα τσίμπλα, μαλόξ και κάποια μαλακισμένη χημική σύσταση είκοσι φορές πιο δυνατή από πιπεριά τσίλι, σήκωσα το κεφάλι μου στο μπαλκόνι του πρώτου ορόφου και είδα μια γυναίκα να κρατάει το στόμα της σε μια έκφραση εκπλήξεως και τρόμου. «Πάνο; Τι κάνεις εδώ;» είπε η Ελένη ξαφνιασμένη, προσπαθώντας να μην αποδώσει τα όσα έβλεπε στο χθεσινό χανγκόβερ. «Ξεκίνησα να πάω σε μια συνέντευξη για δουλειά και κοίτα τι έγινε»… ήταν το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ, το οποίο έτεινε προς το κουλ σαν ανταπάντηση. «Τι ώρα είναι η συνέντευξη;» με ρώτησε. Έβγαλα το κινητό μου και χάρηκα που είχε μείνει ανέπαφο. Προσπάθησα να εστιάσω στην ώρα με τα θολά μου μάτια και συνειδητοποίησα ότι η φρίκη είναι γραμμένη με αριθμούς: 12:18. «Σε 2 λεπτά…», είπα και μου ξέφυγε - 72 -


ένα αναφιλητό. Εμφανώς μεθυσμένη ακόμα, με τα μελί της μάτια να κλείνουν από τη νύστα, η Ελένη έβαλε τα δυο της χέρια μπροστά και είπε ναζιάρικα με το γρέζι και το φλέγμα ενός σκατά πρωινού: «Μείνε εκεί που είσαι! Παίρνω κλειδιά και μωρομάντηλα και κατεβαίνω». Είναι το απόκρυφο μυστικό, χαραγμένο σε κάθε ανδρικό μυαλό, που ελλοχεύει να αποκαλυφθεί μόνο σε στιγμές πλήρης εγκεφαλικής νηφαλιότητας, το ότι οι γυναίκες τα ξέρουν όλα. Αλλά και αυτό να μην συμβαίνει, έχουν τρόπους να σε πείσουν ότι αυτό ισχύει πάραυτα. Εγώ, από την άλλη, πείστηκα με την κλαμένη κουταβίσια φάτσα που ήταν σχηματισμένες οι παντόφλες της, τη φαρδιά της πιτζάμα, το Ramones μπλουζάκι της και τα σγουρά, ανακατεμένα μαλλιά της, που ανέμιζαν πάνω σε ένα γκρι βεσπάκι: είμαστε όλοι ανωμαλάρες. Με καθαρή, αλλά ακόμα ερεθισμένη φάτσα, κόκκινα μάτια και μουσκεμένο από τα κατάλοιπα μπουγάδας κουστούμι, μπήκα πατώντας στο καλό μου πόδι, αυτό με το ολόκληρο μπατζάκι και το τουπέ που μου χάρισε το χαμόγελο του αριστερού μου απωθημένου. Η ρεσεψιόν των κεντρικών Cyberama θύμιζε ξενοδοχείο πέντε αστέρων. Έφτασα στο γκισέ και κοίταξα την Τέλιου στα μάτια αναβλύζοντας τεστοστερόνη, αυτοπεποίθηση και μια βαριά εσάνς αμερικανικού δακρυγόνου. Την αναγνώρισα αμέσως. Ξόανο μέσα σε ταγιέρ, με προοπτικές για πρωταγωνιστικό ρόλο σε δευτεροκλασάτο πορνό. «Συγγνώμη που άργησα. Παναγιώτης Σαρρής. Έχω ραντεβού με τον κύριο Πέτρου στις 12 και 20». Στην αρχή σάστισε. Φαντάζομαι ότι η επικείμενη εργασιακή μου χυλόπιτα θα έδινε νόημα στο νωθρό οχτάωρό της. Σε αυτό βασίστηκα για να μη φάω πόρτα με το καλημέρα. «Μην ανησυχείτε κύριε Σαρρή. Ο κύριος Πέτρου αυτήν τη στιγμή μόλις τελειώνει με το προηγούμενο ραντεβού του. Τρίτος όροφος, γραφείο 14. Καλή τύχη σας εύχομαι». «Ευχαριστώ πολύ κυρία Τέλιου». Το χαμόγελο που συμπλήρωσα θα έκανε τον Σατανά περήφανο. Το ευρύχωρο, καλόγουστο ασανσέρ, που στο ανέβασμα έπαιζε Βέρντι, γουργούρισε και άνοιξε τις πόρτες του για να εισέλθω και ν’ ανέβω στον τρίτο όροφο. Έστριψα δεξιά στο - 73 -


διάδρομο μετρώντας τα νούμερα, ώσπου βρήκα το γραφείο 14: Υπεύθυνος προσωπικού, Αρίσταρχος Πέτρου. «Γεια σου Αρίσταρχε», είπα από μέσα μου και χαμογέλασα. Κάθισα στο μικρό καθιστικό και άναψα ένα τσιγάρο, περιμένοντας να βγει το προηγούμενο ραντεβού. Η πόρτα άνοιξε και βγήκε ένας νεαρός, ντυμένος με τσόχινο σακάκι στο χρώμα της ώχρας, έχοντας γυρισμένη πλάτη. Γελούσε χαζοχαρούμενος και, μέχρι να κλείσει την πόρτα, έσερνε ευχαριστίες. Όπως κάθε γνήσιος γλείφτης, με την κλαγγή του μεντεσέ άλλαξε αμέσως την έκφρασή του, στερέωσε το γιακά του και μου έριξε ένα μακρύ, υπεροπτικό βλέμμα πριν φύγει. Ξανθός, γαλανομάτης, με ροζ πουκάμισο και γκρίζα γραβάτα. «Δε σε σώνει η φετινή χιπστερο-κολεξιόν του ερμο-πολυ-εμπορικού από όπου ψωνίζεις, καγκουρόβλαχε», του είπα τηλεπαθητικά. Σηκώθηκα βλέποντας τον τρέντη να κουνάει τους μικρούς γλουτούς του σαν γαλοπούλα μέσα στο φαρδύ παντελόνι του και χτύπησα την πόρτα δυο φορές με τους κόμπους μου. «Παρακαλώ, περάστε». Η φωνή του Πέτρου ήταν ευγενική, θηλυπρεπής και ναζιάρικη: ακριβώς ό,τι φοβόμουν. Ο Πέτρου ήταν γύρω στα πενήντα πέντε, καλοζωισμένος, καραφλός, με μάτια τσακαλιού. Καθόταν άνετα πίσω από το γραφείο του. Είχε μπροστά του δύο κινητά τηλέφωνα, ένα πακέτο αρωματικά τσιγάρα κι ένα λάπτοπ. Το τελευταίο του τσιγάρο καιγόταν ακόμα στο τασάκι. Η εμφάνισή του και η στάση του σώματός του ήταν αψεγάδιαστη. Έμοιαζε λες και από ‘κείνη την καρέκλα μπορούσε να κατακτήσει τον κόσμο. Πάνω στα φαρδιά του γόνατα φανταζόμουν την Τέλιου με τα γυμνά της οπίσθια να παρακαλά για μερικές ξυλιές ακόμα. «Κύριε Σαρρή…, κύριε Παναγιώτη Σαρρή…», είπε και χαμογέλασε. Η καρδιά μου σφίχτηκε. Ο τύπος θα το διασκεδάσει πριν με πετάξει έξω. «Άγιε Έλβις», προσευχήθηκα, «δως μου λίγη από τη γαματοσύνη σου». Πλησίασα και του έσφιξα ελαφρά το χέρι χαμογελώντας. «Κύριε Πέτρου, χαίρομαι που σας γνωρίζω επιτέλους από κοντά». Δεν περίμενε αυτήν την αντίδραση. Μάζεψε σκεφτικός το χέρι του και σταύρωσε τα - 74 -


δάχτυλά του πάνω στο γυάλινο, μεταμοντέρνο γραφείο του. «Κύριε Σαρρή, πριν συνεχίσουμε, μπορείτε να μου εξηγήσετε γιατί ήρθατε σήμερα, την πιο σημαντική μέρα, τη μέρα που οι πρώτες εντυπώσεις είναι καθοριστικές για να δουλέψετε μαζί μας, με αυτήν την εμφάνιση;» Τα δόντια μου σφίχτηκαν. «Κύριε Πέτρου, έχω συναίσθηση του πώς σας φαίνομαι αυτήν τη στιγμή. Είναι εμφανές ότι ένας άνθρωπος της καλαισθησίας σας θα δει τον συνδυασμό ρούχων που έχω επιλέξει, το καλοξυρισμένο, παρά τους μώλωπες, πρόσωπό μου και την -ως αυτήν την ώρα, που μιλάμε- προσεγμένη ομιλία μου και τους τρόπους μου. Θα ήταν εύλογο, λοιπόν, να υποθέσετε πως ξεκίνησα από το σπίτι μου με μια εμφάνιση ανάλογη της περιστάσεως και στο δρόμο κάτι συνέβη, που μου την στέρησε.» Ο Πέτρου έφερε τα χέρια του στο στόμα του. Είχε ιντριγκαριστεί. Αυτή ήταν η ευκαιρία μου. «Και…; Για να έχουμε καλό ρώτημα κύριε Σαρρή, γιατί δεν προτιμήσατε να αναβάλλετε την συνέντευξή σας για μια μέρα που θα ήσασταν σε καλύτερη κατάσταση από αυτήν που βρίσκεστε τώρα;» Είχε έρθει η στιγμή για ψυχολογικό πόλεμο. Τέλεια… «Μια εταιρία του βεληνεκούς αυτού, δεδομένου του ποσοστού ανεργίας, θα έπαιρνε την αφρόκρεμα του προσωπικού από τις πρώτες μέρες των συνεντεύξεων. Αν έχανα το σημερινό μας ραντεβού… Η αλήθεια είναι ότι δεν θα υπήρχε δεύτερο. Έχω δίκιο αγαπητέ κύριε Πέτρου;» Ο Πέτρου χαμογέλασε, μ’ ένα χαμόγελο από αυτί σε αυτί, αποκαλύπτοντας μια λευκή οδοντοστοιχία. Ένα χαμόγελο που θύμιζε φρίκη. Είχα μπροστά μου τον Άρχοντα του Σκότους. Σηκώθηκε όρθιος και το υψηλής ραπτικής σακάκι του ανέμισε σαν κάπα. Ήταν ψηλότερος από μένα. Με κοίταξε κατευθείαν στα μάτια και ένιωσα το βλέμμα του να τρυπά την ψυχή μου. «Στο προκείμενο κύριε Σαρρή, απαντήστε μου. Απαντήστε γιατί θα έπρεπε να προσλάβω εσάς αντί κάποιον από τους μερικούς εξέχοντες υποψηφίους που ήρθαν σήμερα εδώ;» Κοίταξα τον Πέτρου στα μάτια του και είδα την δαιμονική ψυχή του γι' αυτό που είναι. Έπειτα χαμογέλασα περιπαι- 75 -


κτικά. Ως εκείνη τη στιγμή δεν είχα δείξει συναίσθημα. Αλλά ο πήχης είχε ανέβει, ο Πέτρου με τέσταρε σηκώνοντας τους τόνους και η φωνή του αντηχούσε στους τοίχους του μεγάλου του γραφείου. «Υποψηφίους σαν αυτόν που μόλις βγήκε;», ρώτησα με περίσσιο θράσος. «Ακριβώς. Σαν τον νεαρό που βγήκε». Το είπε τόσο ηδονικά, που ήμουν σίγουρος ότι θα έβγαινε μια διχαλωτή γλώσσα από το στόμα του. Πήρα μια βαθιά ανάσα. Πλέον ήταν ή όλα ή τίποτα. «Κύριε Πέτρου, σήμερα, παρόλο που η ώρα της συνέντευξης συνέπιπτε πάνω σε απεργιακές κινητοποιήσεις, βρήκα τρόπο να φτάσω. Με κυνήγησαν, με ψέκασαν με χημικά, με ξυλοκόπησαν, μου έσκισαν τα ρούχα, μου έκαψαν το πόδι, έπαθα κάταγμα στον αριστερό μου ώμο, ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΚΑΤΑΦΕΡΑ ΝΑ ΕΙΜΑΙ ΕΔΩ ΑΥΤΗΝ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΑΣ. Περήφανος, γοητευτικός, διαυγής και αξιοπρεπής. Γνωρίσατε κάποιον σήμερα που να έχει τα προσόντα μου και να θέλει τόσο πολύ αυτήν τη δουλειά; Να σας πω εγώ την απάντηση: ΟΧΙ. Επίσης, εγώ, κύριε Πέτρου, δεν θα φορούσα ποτέ ροζ πουκάμισο σε συνέντευξη πολυεθνικής εταιρικής θέσης, διότι θα πρόβαλλε την θηλυκή και ευαίσθητη πλευρά μου, και αυτή, στον αιμοβόρο καπιταλιστικό κόσμο, είναι άχρηστη. Δεν είμαι ένας μοδάτος φλώρος. Είμαι ένα στυγνός τεχνοκράτης που παράγει λύσεις και αποτελέσματα». Ο Πέτρου είχε ακουμπήσει τα χέρια του και είχε γείρει πάνω στο γραφείο, οι πλάτες του τον έκαναν να μοιάζει με λιοντάρι που ζύγιζε πόσα κιλά σάρκα μπορεί να καταφέρει να κόψει μ’ ένα χτύπημα. Τα μαύρα μάτια του, ορθάνοιχτα, με κοιτούσαν γεμάτα παράνοια. Του είχε κοπεί το χαμόγελο. Ίσως να υπερέβαλα όταν με περιέγραψα ως διαυγή, τα ‘χα σκατώσει εξαιρετικά. Περίμενα ν’ ακούσω τη λέξη ΣΕΚΙΟΥΡΙΤΙ να αντηχεί μέσα στο επταώροφο αρχηγείο των Cyberama, όταν η οδοντοστοιχία του Πέτρου ξαναφάνηκε σε ένα φρικτότερο, καρχαρίσιο μειδίαμα. Έπειτα, άρχισε να χειροκροτεί και να κυκλώνει χορευτικά το γραφείο. «Χριστέ μου» συλλογίστηκα ενώ πλησίαζε. «Θα με σπάσει στο ξύλο, θα με πετάξει στον καναπέ και θα με σοδομίσει όπως την Τέλιου μετά τις υπερωρίες». Ακούμπησε - 76 -


το βαρύ του χέρι πάνω στο σακατεμένο μου ώμο και κρατήθηκα να μη δακρύσω. Κοιτώντας στο κενό, περίμενα την τιμωρία μου. «Κύριε Σαρρή. Κύριε Παναγιώτη Σαρρή. Συγχαρητήρια. Εύγε. Η αποφασιστικότητά σας και το πείσμα σας ΕΙΝΑΙ ΑΚΡΙΒΩΣ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΧΡΕΙΑΖΟΜΑΣΤΕ ΣΤΑ CYBERAMA. Έναν υπάλληλο που να έχει κίνητρο και φιλοδοξία, πνεύμα και οξυδέρκεια. Ήρθαν άτομα μέχρι και με διδακτορικά, αλλά, κύριε Σαρρή, Παναγιώτη, ΕΣΥ ΚΑΙ ΜΟΝΟ ΕΣΥ με κέρδισες. Ακολούθησέ με, σε παρακαλώ». Ο κόσμος μου ανήκει… Όλη μου τη γαμημένη ζωή ανεχόμουν τις προσβολές του χοντρού γι’ αυτήν ακριβώς τη στιγμή. Νίκησα. Ενάντια σε κάθε πιθανότητα, τα κατάφερα. ΑΝΤΕ ΓΑΜΗΣΟΥ ΑΝΕΡΓΙΑ, ΑΝΤΕ ΓΑΜΗΣΟΥ ΚΡΙΣΗ, ΑΝΤΕ ΓΑΜΗΣΟΥ ΚΑΤΑΝΤΙΑ, ΑΝΤΕ ΓΑΜΗΣΟΥ ΦΤΩΧΕΙΑ ΚΑΙ ΑΝΤΕ ΓΑΜΗΣΟΥ ΚΟΣΜΕ ΓΕΝΙΚΟΤΕΡΑ. Ο Πέτρου προχωρούσε κι εγώ ακολουθούσα πίσω του, μ’ ένα χαμόγελο καρφωμένο στα χείλη μου κι ένα νευρικό τικ στο δεξί μου, χτυπημένο μάτι. Μπήκαμε στο ασανσέρ και αρχίσαμε να κατεβαίνουμε. Περάσαμε το ισόγειο και φτάσαμε στο μαγικό Β1. Μετά από μερικούς διαδρόμους γεμάτους γραφεία, φτάσαμε στην πίσω πλευρά του κτιρίου. Μπροστά μου ξανοιγόταν μια τεράστια αποθήκη. Αναγνώρισα όλες τις κούτες, πάνω τους είχαν τα άγια λογότυπα των εταιριών. Κάθε μια από αυτές έφερε μέσα της το όνειρο. Εργάτες έτρεχαν, φώναζαν και κουβαλούσαν. Φορτηγά έφευγαν κι ερχόντουσαν. ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΘΑ ΟΡΙΖΑ, ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΘΑ ΔΙΟΙΚΟΥΣΑ. Ο Πέτρου χαμογέλασε και σήκωσε το χέρι του δείχνοντας την αχανή αποθήκη. «Λοιπόν, Παναγιώτη! Πώς σου φαίνεται;» Kοίταζα ακόμα με δέος. «Κύριε Πέτρου, είναι ό,τι ονειρευόμουν». Ο Πέτρου γέλασε δυνατά και εγκάρδια… Δεν ήταν ο Διάολος, ήταν ένας άνθρωπος σαν κι εμένα. «Μ’ αρέσει πολύ ο ενθουσιασμός σου. Λοιπόν, θα υπογράψουμε για αρχή μια εξάμηνη σύμβαση, να δούμε πώς τα πας με βασικό μισθό, ένσημα και ΙΚΑ, μείον είκοσι τοις εκατό του νέου μισθολογίου. Θα αρχίσεις σαν ανειδίκευτος και, σε λίγο καιρό, άμα δώσεις μέρος του μισθού σου για κάποια μαθήματα, μπορείς να χειριστείς και κλαρκ». Το κεφάλι μου έστριψε γρήγορα και σκιουρίσια προς την πλευρά του. «Ε;» Ο Πέτρου με αγκάλιασε με το μεγάλο του χέρι, - 77 -


ενώ συνέχισε να μου μιλάει ευδιάθετα. «Ναι, ναι, θα οδηγείς κλαρκ. Είμαστε από τις λίγες εταιρίες στην Ελλάδα, οι οποίες παρέχουν σεμινάρια». Ελευθερώθηκα απότομα από το χέρι του. «ΤΙ ΑΝΕΙΔΙΚΕΥΤΟΣ; Έχω δύο πτυχία! Νόμιζα ότι θα είμαι σε γραφείο. Γραμματειακή υποστήριξη, πελατολόγιο, μηχανογράφηση, μάρκετινγκ… τι έγινε με όλα αυτά;». Ο Πέτρου με κοίταξε σκεφτικός. «Μα είμαστε καλυμμένοι απ’ όλα αυτά, αγαπητό μου παιδί. Αυτές οι θέσεις έχουν καλυφθεί εδώ και χρόνια. Τα καινούρια άτομα που προσλαμβάνουμε, έρχονται σε μας με τουλάχιστον επτά χρόνια προϋπηρεσίας ή από συμβεβλημένες ιδιωτικές σχολές». Το κεφάλι μου άρχισε να κουνιέται πάνω-κάτω και το σώμα μου μπρος-πίσω σαν αυτιστικός. Συγκεντρώθηκα. «Πωλήσεις... Πωλητής στα μαγαζιά, ταμείο... ΚΑΤΙ;;;» Ο Πέτρου έξυσε το πηγούνι του αδιάφορα. «Φοιτητές σαν τετράωροι συμφέρουν πιο πολύ και παίρνουμε και επιδότηση από το Υπουργείο Ανάπτυξης». Το στόμα μου έχασκε και τα μάτια μου κοιτούσαν τους εργάτες που έβριζαν και φώναζαν στους φορτηγατζήδες για να προχωρήσει η αλυσίδα κουβαλήματος. Μερικά κλαρκ έφερναν κιβώτια και οι οδηγοί τους είτε έσκυβαν πολύ χαμηλά, είτε κρέμονταν από το πλάι για να δουν πού πήγαιναν με το φορτίο τους μπροστά. Ο Πέτρου πλησίασε τα σαρκώδη χείλη του κοντά στο λοβό του αυτιού μου και μου είπε μελιστάλαχτα: «Αρχίζεις από την επόμενη Δευτέρα καλό μου παιδί. Θα κατεβαίνω από το γραφείο για τις παραγγελίες και να βλέπω άμα τα πας καλά». Χωρίς να πάρω το βλέμμα μου από τους εργάτες, αποκρίθηκα αποσβολωμένος. «Θα… κατεβαίνετε… από το γραφείο… Δηλαδή… θα πιάσω δουλειά… εδώ… με 450 ευρώ… Μένω δυτικά. Έχει απεργίες συνέχεια… δεν έχω αμάξι…». Την επόμενη πρόταση μου την ψιθύρισε γλυκά και αργόσυρτα, ενώ χτύπαγε τον καλό μου ώμο ενθαρρυντικά. «Δε σε φοβάμαι, είσαι σκληρό καρύδι. Αφού τα κατάφερες σήμερα, μπορείς να το κάνεις κάθε μέρα». Το γνώρισμα του Αντίχριστου είναι ότι μπορεί να τσακίσει ψυχές με τα λόγια του και μόνο. Σε όλα τα χρόνια της αντρικής φιλίας μας, ο Μάριος με αγκάλιασε για πρώτη φορά, όταν μπήκα σπίτι του σε άθλια κατάσταση εκείνη τη μέρα και με κράτησε εκεί να μυξοκλαίω και - 78 -


να γκρινιάζω, ώσπου η Μαρία εμφανίστηκε ύπουλα από πίσω του και του τσίμπησε τον κώλο. Μετά το σεξ με πήγαν στο νοσοκομείο. Κάθε πρωί δουλεύω με το Μάριο στο ξυλουργείο. Παράλληλα, ετοιμάζω μια σελίδα για διαφήμιση αυτού του μαγαζιού, καθώς και ενός εργαστηρίου χειροποίητων επίπλων. Στη δουλειά με κοροϊδεύουν που φοράω μάσκα για το πριονίδι, αλλά δεν ξέρουν ότι την κουβαλάω στην τσάντα όταν κατεβαίνω κέντρο. Καρκινιάρηδες μαραγκοί. Επίσης, κάνω κατ' οίκον επισκέψεις σαν τεχνικός ηλεκτρονικών υπολογιστών. Με το που τελειώνουμε τη δουλειά, πίνουμε μπύρες, ενώ στα διαλείμματα παίζουμε ξιφασκία με κομμάτια ξύλου που περισσεύουν. Μένω μόνος μου, καθώς οι δικοί μου πούλησαν το σπίτι και πήγαν στο χωριό να γίνουν αγρότες στα γεράματα. Με το μερίδιό μου βρήκα ένα διαμέρισμα παρακέντρο με λίγα κοινόχρηστα και φυσικό αέριο. Η Ελένη τα ξανάφτιαξε με το βλάκα τον γκόμενό της, έπειτα ξαναχώρισαν και τώρα είμαστε μαζί ένα μήνα. Γουστάρει ταινίες, junk food και μαραθώνιους βιντεοπαιχνιδιών, ενώ τώρα δουλεύει το δικό της κόμικ. FUCK YEAH.

- 79 -


Η ΚΥΡΙΑ ΠΛΑΤΕΙΑ Της Μαρίας Σούμπερτ

Η μαμά με πήρε την Κυριακή για να πάμε στην Πλατεία. Δεν ξέρω ποια είναι αυτή η κυρία, αλλά πρέπει να είναι κάποια πολύ σημαντική, γιατί είχε μαζευτεί πολύς κόσμος και την περίμενε. Την περίμεναν πολλή ώρα. Κάποια στιγμή πρέπει να θύμωσαν που δεν ερχόταν, γιατί γυρνούσαν προς το σπίτι της και την μούντζωναν και της φώναζαν διάφορα. Να καεί και να πάθει κι άλλα κακά, αλλά εγώ δεν φώναζα, γιατί δεν είναι σωστά πράγματα αυτά, όπως μου λέει και η γιαγιά μου. Η μαμά, εδώ και πολλές μέρες, έρχεται κάθε απόγευμα και την περιμένει. Δεν έχει και τίποτα καλύτερο να κάνει, γιατί την έδιωξαν από τη δουλειά της πριν από δύο μήνες. Αυτό δεν μου το είπε εκείνη, αλλά την άκουσα να το λέει στον μπαμπά, ένα βράδυ που νόμιζαν πως κοιμήθηκα. Πήγε μια μέρα στη δουλειά και της είπαν πως σε ένα μήνα θα την απολύσουν και έτσι θα γλιτώσουν να της δώσουν λεφτά για την αποζημίωση. Και αυτή είπε εντάξει, θα περιμένει και δεν θα φύγει αμέσως, γιατί με εμένα κοντά της έχει έξοδα και δεν μπορεί να κάνει του κεφαλιού της. Δεν καταλαβαίνω γιατί την έδιωξαν. Η μαμά μου δεν κάνει ποτέ τίποτα λάθος, όλα τα κάνει σωστά. Η μαμά μου είναι η καλύτερη στον κόσμο! Και τι θα πει πως δεν μπορεί να κάνει τίποτα, γιατί έχει εμένα; Έκανα κάτι κακό και το πληρώνει τώρα η μαμά; Ούτε ο μπαμπάς έχει δουλειά, γιατί το γραφείο που δούλευε έκλεισε και τους έδιωξαν και αυτούς πριν από λίγο καιρό. Ο μπαμπάς είπε πως θα βρεθεί κάτι καλύτερο και πως δεν πειράζει, αλλά ακόμα δεν πρέπει να έχει βρει κάτι, γιατί κάθε μέρα κάθεται σπίτι και δεν μιλάει σε κανέναν, ανοίγει τον υπολογιστή και ψάχνει στο ίντερνετ, αλλά δεν βρίσκει τίποτα. Νομίζω πως οι δουλειές έχουν φύγει μαζί με την θεία Ελένη και τον θείο Αναστάση, που πήγαν στην Αυστραλία να μείνουν μαζί με την αδερφή της θείας Ελένης. Δεν ξέρω γιατί είναι κακό αυτό. Τώρα που δεν δουλεύ- 80 -


Στράτος Π.


ουν η μαμά και ο μπαμπάς, τους έχω όλη μέρα μαζί μου, πάμε μαζί στο σχολείο, πάμε μαζί στην παιδική χαρά. Πάμε παντού με τα πόδια, γιατί το αυτοκίνητο το πούλησε ο μπαμπάς, αλλά είναι ωραία γιατί κάνουμε βόλτες. Και στο σούπερ μάρκετ η μαμά, όταν πάει, τώρα πια δεν με παίρνει μαζί της, γιατί λέει πως όλο θέλω πράγματα, αλλά δεν έχουμε λεφτά. Δεν με πειράζει, γιατί μετά γυρνάει σπίτι και είναι πάλι όλη μέρα μαζί μου. Μόνο το μπαλέτο σταματήσαμε, αλλά νομίζω πως το μάθημα τελείωσε επειδή έρχεται το καλοκαίρι. Το Σεπτέμβρη θα ξαναπάω. Μαμά, δε θα ξαναπάω; Γιατί σας τα λέω αυτά; Για την κυρία Πλατεία σας μιλούσα. Ναι, η κυρία Πλατεία πρέπει να είναι πολύ πλούσια για να μένει σε τόσο μεγάλο σπίτι. Αν είχα μάθει να μετράω στο σχολείο, θα μπορούσα να μετρήσω πόσα παράθυρα έχει, γιατί είναι πιο πολλά από τα δάχτυλα που έχω στα χέρια μου και παρακάτω δεν μας μάθανε. Κάτι έγινε με τη δασκάλα, έπαθε κάποια αρρώστια στο κεφάλι και άρχισε να μιλάει στον εαυτό της και μετά την πήρανε και μείναμε χωρίς δασκάλα και κάναμε μάθημα με το άλλο τμήμα, αλλά κι εκεί δεν μας έδινε κανείς σημασία. Οπότε έμαθα να μετράω μόνο με τα δάχτυλα των χεριών μου. Η Αλεξάνδρα, η καλύτερή μου φίλη, μου υποσχέθηκε πως του χρόνου θα μπορούμε να μετράμε και με τα δάχτυλα των ποδιών μας. Της το είπε η αδερφή της, που είναι μεγαλύτερη και πάει στο Γυμνάσιο. Φτάσαμε έξω από το σπίτι της κυρίας Πλατείας το απόγευμα. Ο ήλιος δεν ήταν πολύ ψηλά και δεν έκανε ζέστη. Η μαμά μου πήρε ένα καλαμπόκι, που είχε γεύση αλατισμένου νερού, και στην αρχή καθίσαμε σε ένα πεζοδρόμιο. Είχε πάρει έναν καφέ από το σπίτι μαζί της και την κοιτούσα που μασούλαγε το καλαμάκι και κοιτούσε τον κόσμο τριγύρω. Άναψε και ένα τσιγάρο και φυσούσε τον καπνό. Πολύ θύμωσα μαζί της, γιατί αυτό το πράγμα βρωμάει και μετά δεν μου αρέσει να έρχεται να με φιλάει. Αλλά δεν έφυγα από κοντά της, γιατί τον τελευταίο καιρό λέει πως δεν της περισσεύουν ούτε για τσιγάρα, οπότε όπου να ‘ναι θα σταματήσει να καπνίζει… Αφού έφαγα το καλαμπόκι μου, της ζήτησα να μου πά- 82 -


ρει μπαλόνι, αλλά μου είπε πως δεν έχουμε λεφτά για μπαλόνι. Σηκωθήκαμε από το πεζοδρόμιο και προχωρήσαμε προς την πλατεία. Είχε γεμίσει κόσμο. Άλλοι ήταν έξω από σκηνές του κάμπινγκ, άλλοι στέκονταν και μερικοί μπροστά-μπροστά φώναζαν και μούντζωναν το σπίτι της κυρίας Πλατείας. Η μαμά με πήρε και πήγαμε σε ένα μέρος που το λένε Συνέλευση. Διάφοροι έπαιρναν το μικρόφωνο, έλεγαν κάτι, οι υπόλοιποι έλεγαν αν συμφωνούν ή όχι και συνέχιζαν. Η Αλεξάνδρα λέει πως έτσι κάνουν και στην τάξη της αδερφής της, όταν κάνουν εκλογές. Μαμά, τι είναι εκλογές; Εκεί στη Συνέλευση που δεν καταλάβαινα τι έλεγαν, η μαμά βρήκε μια φίλη της και άρχισαν να μιλάνε. Προσπαθούσα να τις κάνω να με προσέξουν, γιατί είχα αρχίσει να βαριέμαι, αλλά εκείνες μιλούσαν μάλλον σοβαρά, γιατί καμία δεν χαμογελούσε. Η φίλη της μαμάς έλεγε πως εκείνη ακόμα είχε δουλειά, αλλά της είχαν αλλάξει τις ώρες και τις είχαν κόψει πολλά λεφτά. Και δεν ήξερε τι να κάνει, γιατί είχε έξοδα και είχε και ένα μωρό παιδί, και με τι λεφτά θα αγοράζει πάνες; Αναρωτιέμαι πώς ήταν όταν ήμουν εγώ μωρό. Αν ήμουν σαν εκείνο της φίλης της μαμάς θα ήθελα κι εγώ πάνες, αλλά μάλλον δεν θα είχαν πρόβλημα να τις αγοράσουν οι γονείς μου τότε, γιατί δούλευαν και οι δύο και δεν είχε έρθει ακόμα αυτή η κρίση που λένε όλοι. Μαμά, τι είναι κρίση; Η γιαγιά μου έχει πει ιστορίες από τότε. Λέει πως ήμουν πολύ ήσυχο μωρό και δεν έκλαιγα καθόλου και όλο γέλαγα. Μόνο τον μπαμπά μου δεν άφηνα να κοιμηθεί τα βράδια, γιατί έπρεπε να του κρατάω το δάχτυλο για να αποκοιμηθώ και άμα πήγαινε να σηκωθεί πεταγόμουν και ούρλιαζα. Χαχα, τι αστείο! Χοροπηδούσα από το ένα πόδι στο άλλο για να μην βαριέμαι. Πρέπει να είχα αρχίσει να γίνομαι λίγο ενοχλητική, γιατί η μαμά με κοίταξε άγρια. Τι να κάνω; Αφού δεν έχω κάτι άλλο να κάνω εδώ! Η φίλη της τότε της είπε πως λίγο παραπέρα έχει έναν Παιδότοπο και τα παιδιά παίζουν για να μην πρήζουν τους γονείς τους και τους ενοχλούν την ώρα που φωνάζουν και μουντζώνουν. Την ρώτησα αν θα είναι και το δικό της μωρό παι- 83 -


δί εκεί, αλλά μου είπε πως είναι πολύ μικρό ακόμα. Ίσως σε μερικά χρόνια να το φέρει. Δηλαδή αυτή η κυρία Πλατεία θα αργήσει τόσο να έρθει; Και γιατί την περιμένουμε από τώρα; Ας έρθουμε πάλι σε μερικά χρόνια! Η μαμά με πήρε από το χέρι και, αφού σπρώξαμε και χωθήκαμε στον κόσμο, φτάσαμε σε ένα σημείο που είχε ένα πανό. Η μαμά μου είπε πως γράφει Παιδότοπος, αλλά αν μας είχαν μάθει στο σχολείο πάνω από τη μισή αλφαβήτα, θα μπορούσα κι εγώ να το διαβάζω, αλλά σας είπα πως η δασκάλα αρρώστησε… Στον Παιδότοπο, δύο κυρίες πρόσεχαν τα παιδιά που ζωγράφιζαν με νερομπογιές και μαρκαδόρους. «Θα μείνεις να ζωγραφίσεις, να πάει η μαμά στη Συνέλευση;», με ρώτησε η μαμά. Την κοίταξα και προσπαθούσα να καταλήξω σε απάντηση. Αν με άφηνε, δε θα της ήμουν βάρος. Από την άλλη, αν καθόμουν μαζί της, θα βαριόμουν τόσο πολύ που δεν θα ήξερα τι να κάνω. Με βαριά καρδιά είπα πως εντάξει, θα μείνω, να δω τι άλλο θα κάνω για τη μαμά μου… Η μια από τις κυρίες της ζωγραφικής ήρθε κοντά μου. «Καλησπέρα, με λένε Λένα, εσένα;» «Αναστασία Καλφοπούλου. Τη μαμά μου τη λένε Χριστίνα και τον μπαμπά μου Δημήτρη. Αδέρφια δεν έχω, αλλά θέλω. Βέβαια τώρα δεν είμαι σίγουρη πως θα μου κάνουν, γιατί και οι δύο δεν έχουν δουλειά και ένα μωρό παιδί θέλει πολλά λεφτά για τις πάνες…», έδωσα μια μικρή αναφορά, για να ξέρουμε πού βρισκόμαστε. Η μαμά της έδωσε το κινητό της, της είπε πού θα βρίσκεται και έφυγε. Η Λένα μου χαμογέλασε, με πήρε από το χέρι και με έφερε κοντά στα υπόλοιπα παιδιά, που ζωγράφιζαν καθισμένα σε ένα μεγάλο πανί, λερωμένο από πατημασιές και χρώματα. Μου έδωσε ένα χαρτί και μου είπε να καθίσω όπου ήθελα. Κοίταξα τριγύρω. Πού θα μου άρεσε να κάτσω; Το μάτι μου τράβηξε ένα κοριτσάκι με πολύ μαύρα, σγουρά μαλλιά και μαύρο δέρμα. Η μαμά μου μού έχει πει πως οι άνθρωποι με τα μαύρα μαλλιά και το μαύρο δέρμα έρχονται από μια άλλη χώρα, που τη λένε Αφρική, και πως εκεί δεν έχουν φα- 84 -


γητό και νερό και αναγκαστικά έρχονται εδώ γιατί πρέπει να ξεδιψάσουν. Χαμογέλασα στη Λένα και ζήτησα ένα ποτήρι νερό. Από ένα πλαστικό μπουκάλι μου έδωσε ένα ποτηράκι κι εγώ πήγα και κάθισα δίπλα στο κοριτσάκι. «Γεια σου, με λένε Αναστασία», της είπα και της έδωσα το νερό. Με κοίταξε καχύποπτα. Μετά από λίγο πήρε το νερό. «Εμένα με λένε Αντιγόνη», μου απάντησε εκείνη. Παραξενεύτηκα. Δεν θα έπρεπε να έχει ένα ξένο όνομα που να μην το καταλαβαίνω; «Από πού είσαι;», την ξαναρώτησα για να είμαι σίγουρη. «Από εδώ. Η μαμά μου είναι από την Κρήτη και ο μπαμπάς μου από την Κένυα». «Γεννήθηκες εδώ;» «Ναι». Τσάμπα το έδωσα το νερό; Δεν διψούσε; «Ευχαριστώ για το νερό, γιατί διψούσα και δεν βλέπω τη μαμά μου», μου είπε η Αντιγόνη. «Τη μαμά μου την έδιωξαν από τη δουλειά. Η δική σου;», την ρώτησα. «Η δική μου δουλεύει, αλλά ο μπαμπάς κάθεται μαζί μου στο σπίτι, γιατί τον έδιωξαν…», απάντησε η νέα μου φίλη. «Και τον δικό μου…» Της χαμογέλασα και κάθισα δίπλα της. Βούτηξα το πινέλο που μου έδωσαν στο νερό και αμέσως μετά στις μπογιές. Έριξα μια κλεφτή ματιά να δω τι ζωγράφιζε η Αντιγόνη. Δεν μπόρεσα να καταλάβω αμέσως. Με είδε που την κοιτούσα και μου απάντησε: «Ζωγραφίζω τα ζώα από την πατρίδα του μπαμπά μου. Αυτή είναι μια καμηλοπάρδαλη, αυτός είναι ένας ελέφαντας…». Και εγώ τι θα έκανα; Θα ζωγράφιζα απλώς τη μαμά μου και τον μπαμπά μου σα να είμαι μαμόθρεφτο; Σα να μην έχω δει εγώ εξωτικά πράγματα; Της χαμογέλασα. «Εσύ τι θα ζωγραφίσεις;», με ρώτησε. Την κοίταξα και για λίγο το μυαλό μου κόλλησε. Από πίσω μας ο κόσμος φώναζε «Να καεί, να καεί, το μπουρδέλο η Βουλή!», όταν μου ήρθε η ιδέα. «Την κυρία Πλατεία θα ζωγραφίσω εγώ!», είπα περήφανα και ήλπιζα να μην με ρωτήσει αν την έχω γνωρίσει, γιατί θα έπρεπε να της πω ψέματα και δεν ήθελα. Μου το έχει πει η γιαγιά μου πως δεν είναι - 85 -


καλό να λέμε ψέματα, αλλά όλοι τελικά ψέματα λένε. Κυρίως οι μεγάλοι! Ψέματα είπε η μαμά όταν μου είπε πως δεν πειράζει που την απέλυσαν, ψέματα μου είπε ο μπαμπάς όταν είπε πως θα βρει καλύτερη δουλειά, ψέματα μου είπαν η θεία Ελένη και ο θείος Αναστάσης όταν είπαν πως θα γυρίσουν πίσω σε εμάς. Η Αντιγόνη με κοίταξε με μισό μάτι. Κράτησα την αναπνοή μου. Ας μη με ρωτήσει, ας μη με ρωτήσει, ας μη με ρωτήσει… «Ποια είναι η κυρία Πλατεία;», με ρώτησε τελικά και ξαφνικά ένιωσα να την αγαπώ πολύ. Πήρα περισπούδαστο ύφος, γύρισα λίγο τα μάτια μου με στυλ «θεέ μου, δεν έχεις ιδέα τι συμβαίνει» και της εξήγησα. «Η κυρία Πλατεία είναι η κυρία που μένει στο μεγάλο εκείνο σπίτι, και όλοι εμείς εδώ έχουμε ραντεβού μαζί της και την περιμένουμε. Η μαμά μου έρχεται εδώ και μέρες, αλλά αυτή μάλλον δεν ξέρει να κάνει σωστά τα ραντεβού της, γιατί κοίτα πόσος κόσμος μαζεύτηκε και ακόμα δεν βγήκε να τους δει». «Να τους δει;» «Ναι, σαν τους γιατρούς, που πας και περιμένεις με τις ώρες και ο κόσμος γίνεται πολύς και μετά αρχίζουν και φωνάζουν και σπρώχνονται ποιος θα μπει πρώτος και τελικά όλοι μπαίνουν και ο γιατρός γίνεται πλούσιος». «Αααα», έκανε η Αντιγόνη και γύρισε στη ζωγραφιά της. Άρχισα να ζωγραφίζω την κυρία Πλατεία. Προσπαθούσα να την φανταστώ πώς είναι. Δάγκωσα την άκρη του πινέλου. Θα είναι κοντή, και δεν θα φτάνει στα παράθυρα να δει πόσος κόσμος μαζεύτηκε, και για αυτό δεν βγαίνει. Θα είναι γριά και δεν θα ακούει καλά. Θα φοράει χοντρά γυαλιά και θα έχει ένα στραβό στόμα με χαλασμένα δόντια. Δεν την συμπαθώ την κυρία Πλατεία. Είναι πολύ αγενής και κακιά που μας αφήνει να περιμένουμε. Αν ήταν εδώ, η μαμά θα είχε τελειώσει και θα μπορούσε μετά να ψάξει για δουλειά, τώρα όμως… Τα ρούχα της θα είναι μαύρα και αντί για σκυλάκι θα σέρνει από πίσω της μια χοντρή, κακιά αράχνη. Ναι, αυτή είναι η κυρία Πλατεία και είμαι πια σίγουρη. Δεν την συμπαθώ καθόλου. Θα πάω να πω στη μαμά πως θέλω να φύγουμε, δεν αξίζει να την περιμένουμε. Σηκώθηκα από τη θέση μου και πήγα στη Λένα. «Θέλω - 86 -


να πάω στη μαμά μου», της είπα. Η Λένα συνεννοήθηκε με την άλλη κυρία και με πήγε στη Συνέλευση. Ψάξαμε λίγο και βρήκαμε τη μαμά μου με τη φίλη της να παρακολουθούν όσα έλεγαν εκεί πέρα. Της κούνησα το χέρι με λαχτάρα. Η Λένα με πήγε κοντά της, μας χαιρέτισε και γύρισε πίσω στον Παιδότοπο. Αχ, και δεν χαιρέτισα την Αντιγόνη… Δεν πειράζει, της άφησα τη ζωγραφιά μου. Τώρα θα προσπαθεί να φανταστεί ποια είμαι, από πού ξέρω την κυρία Πλατεία και τι σχέση έχω εγώ μαζί της. Χα! Τώρα θα της φαίνομαι πιο φοβερή απ’ ό,τι πριν! Κάθισα δίπλα στη μαμά με ένα χαμόγελο ικανοποίησης στο πρόσωπό μου και έκανα πως άκουγα τι έλεγαν στη Συνέλευση. Δεν καταλάβαινα τίποτα, αλλά δεν πειράζει. Μέσα στο κεφάλι μου έφτιαχνα φοβερές ιστορίες. Η Αντιγόνη θα λέει στους φίλους της πως γνώρισε το μοναδικό κορίτσι στον κόσμο που ξέρει την κυρία Πλατεία και σίγουρα την έχει δει, αφού ξέρει να τη ζωγραφίσει… Χαμένη στις σκέψεις μου ήμουν, όταν ξαφνικά οι φωνές των ανθρώπων έγιναν πιο δυνατές. Η μαμά σήκωσε το κεφάλι της ανήσυχα και κοίταξε προς το σπίτι της κυρίας Πλατείας. Νομίζω πως έρχονταν καπνοί από εκεί πέρα. «Τι γίνεται;», ρώτησε κάποιον που περνούσε. «Τα ΜΑΤ», της απάντησε αυτός και έφυγε βιαστικά. Η μαμά πετάχτηκε όρθια και με βούτηξε από το χέρι. «Τι συμβαίνει;», ρώτησε και μια δεύτερη κυρία που σχεδόν έτρεχε και έκλαιγε. «Ρίχνουν δακρυγόνα». «Γιατί;» Η κυρία ούτε που της απάντησε. Όλο και περισσότερος κόσμος έτρεχε τώρα μακριά από το σπίτι της κυρίας Πλατείας. «Πάμε!», μου είπε η μαμά και με τράβηξε από το χέρι. Σχεδόν μου το ξερίζωσε. Άρχισε να με τραβάει μακριά από το σπίτι της κυρίας Πλατείας. Όπως τρέχαμε, έβλεπα κόσμο με μαντήλια στα μάτια, να τρέχουν τα δάκρυα σαν νερό. «Γιατί κλαίνε;», ρώτησα τη μαμά, αλλά δεν μου απάντησε. Με πήρε αγκαλιά και τρέχοντας φτάσαμε στο μετρό. Εκεί είχε μαζευτεί πολύς κόσμος και σπρώχνονταν και φώναζαν, αλλά μόλις είδαν πως η μαμά με κρατούσε αγκαλιά, της έκαναν χώρο και περάσαμε πρώτες. Μπήκαμε μέσα και γυρίσαμε στο σπίτι. Όλα αυτά έγιναν εχθές. Η μαμά και ο μπαμπάς τσακώ- 87 -


θηκαν άσχημα μόλις γυρίσαμε στο σπίτι. Ο μπαμπάς την είπε ανεύθυνη που με πήρε μαζί και αυτή του απάντησε πως είναι δειλός που δεν ήρθε, και πως έχει βολευτεί χωρίς δουλειά. Ο μπαμπάς κοπάνησε την πόρτα και ακόμα δεν έχει γυρίσει. Η μαμά είναι πολύ θυμωμένη και δεν τολμάω να της πω τίποτα. Τον τελευταίο καιρό τσακώνονται πολύ συχνά, αλλά πρώτη φορά έφυγε ο μπαμπάς από το σπίτι. Από χτες τα σκέφτομαι όλα αυτά ξανά και ξανά. Έχω θυμώσει πολύ με αυτή την κυρία Πλατεία. Δε φτάνει που μας είχε και περιμέναμε και έκανε πως δεν μας βλέπει, δε φτάνει που έβγαλε αυτούς με τα πράσινα και έκαναν τον κόσμο να κλαίει, τώρα έκανε και τον μπαμπά μου να φύγει από το σπίτι και τη μαμά μου να μη μιλάει καθόλου! Ποια νομίζετε πως είσαστε, κυρία; Ε; Ποια;

- 88 -


ΤΟ ΤΗΛΕΦΩΝΟ Της Ελένης Τζατζιμάκη

Δεν ήταν ακριβώς πρωί. Ήταν εκείνη η ώρα που δεν μπορείς ξεκάθαρα να ξεχωρίσεις σε ποιο κομμάτι της μέρας ανήκει: σιγά-σιγά, σχεδόν αδιόρατα, σκοτεινιάζει το εμφανές κομμάτι του ουρανού και τοποθετείται ο ήλιος ένα βήμα πιο πίσω. Θα μπορούσες να το πεις μεσημέρι, θα μπορούσες και απόγευμα. Άλλωστε, το μόνο πια, που μπορούσε να θέσει τα όρια ανάμεσα στις χρονικές περιόδους της μέρας, ήταν η ώρα προσέλευσης στο χώρο εργασίας, η ώρα του διαλείμματος και η ώρα του σχολάσματος, γι’ αυτό και δεν τον είχε ποτέ απασχολήσει το ακριβές χρώμα του ουρανού. Καθόταν στο μπαλκόνι. Σηκώθηκε. Κατευθύνθηκε προς την κουζίνα κι άρχισε να ανοίγει ένα-ένα τα ντουλάπια. Τα άφηνε μισάνοιχτα, καταλήγοντας στην πόρτα του ψυγείου: μέσα υπήρχαν δύο ληγμένα μπουκάλια γάλα, ένα παλιό κομμάτι ξεραμένο τυρί και το τάπερ με το -ανέγγιχτο- φαγητό της γυναίκας του. Της πρώην γυναίκας του, για την ακρίβεια. Ή, καλύτερα, της γυναίκας που απλώς έφυγε από κοντά του χωρίς καμία συζήτηση. Γιατί έτσι είναι οι αποφάσεις: προσωπικές, αδιαπραγμάτευτες. Εκείνος έμεινε εκεί. Εκεί. Εκεί που ήταν πάντα. Μόνος του, μαζί της, μαζί της και μόνος του. Τώρα τίποτε δεν ήταν, όμως, όπως ήταν «πάντα»· λίγο παλιότερα, τέτοια εποχή, θα έλειπαν μαζί σε ταξίδι. Ήταν σχεδόν γιορτές, εκείνη η πολύχρωμη περίοδος λίγο πριν τα Χριστούγεννα .Όλα στους δρόμους φωσφόριζαν προκλητικά, τα μαγαζιά δεν έκλειναν ποτέ και ο κόσμος πήγαινε κι ερχόταν δίχως ακριβή προορισμό, φέροντας μια ψυχαναγκαστική χαρά στο πρόσωπο. Όλα όφειλαν να αποδειχτούν με θετικό πρόσημο, εκείνες τις μέρες. Τέτοια εποχή θα έλειπαν σε ταξίδι. Δεν είχαν αποκτήσει παιδιά και έτσι τα ταξίδια ήταν η μεγάλη τους χαρά. Πήγαιναν παντού, συνήθως με γκρουπ. Είχαν γυρίσει σχεδόν όλη την Ευρώπη, ένα μεγάλο κομμάτι της Τουρκίας και τώρα σχεδίαζαν το μεγάλο ταξίδι τους - 89 -


-όνειρο ζωής- στη Νέα Υόρκη. Και να ήθελε να αμελήσει το παρελθόν, οι φωτογραφίες στο σπίτι το πρόδιδαν παντού. Ιδίως αυτές απ’ τα ταξίδια. Πάνω στο γραφείο, όλοι οι φάκελοι πεταμένοι και ανοιγμένοι βιαστικά -κάποιος συνάδελφος είχε ανατρέξει στο αρχείο υπό καθεστώς πίεσης. Προφανώς, κάτι επείγε, κάποιος επειγόταν. Πρόσεξε πού θα ακουμπούσε τον καφέ του, καθώς η βομβαρδισμένη επιφάνεια δεν άφηνε και πολύ χώρο για ποτήρια. Άνοιξε το κομπιούτερ πατώντας το κουμπί με το πόδι του, σπρώχνοντας ταυτόχρονα τα ντοσιέ στην άκρη με τον αγκώνα του. Άνοιξε τον ήχο του τηλεφώνου. Η βάρδιά του πάνω που ξεκινούσε. Όχι, όχι. Το σπίτι δεν ήταν πια καθόλου το ίδιο. Μύριζε αποπνικτικά η κλεισούρα, μα εκείνος δεν ήθελε καθόλου να ανοίξει τα παντζούρια. Άλλωστε, δεν άντεχε πια το φως να μπαίνει μέσα στο σπίτι. Το ‘βρισκε ξένο, υποκριτικό -τίποτε δεν άξιζε να φαίνεται. Οι πέντε μήνες ανεργίας, τα λεφτά που είχαν τελειώσει, εκείνη που έφυγε, τα αναπάντητα βιογραφικά, οι άδοξες εκκλήσεις σε φίλους και γνωστούς για βοήθεια ενέτειναν το αδιέξοδο. Ακόμη και γι’ αυτόν, που πάντοτε έβρισκε λύσεις. Γι’ αυτόν, που πάλευε πάντοτε μέχρι και το τελευταίο λεπτό, να κάνει τα πράγματα ευκολότερα. Θυμήθηκε, ξαφνικά, τότε που οι γιατροί επιβεβαίωσαν τα κλινικά αίτια για τη δυσκολία σύλληψης: δε θα μπορούσαν ποτέ να αποκτήσουν το δικό τους παιδί. Εκείνη τη μέρα που εκκενώθηκε για πάντα το παιδικό δωμάτιο. Και που τον πόνεσε, όμως, δεν το ομολόγησε ποτέ. Δε δείλιασε, έψαξε το άλλο, την άλλη επιλογή -κάτι τώρα έπρεπε να γίνει. Μια εναλλακτική, κάτι εξίσου καλό με αυτό που χάθηκε, κάτι που θα σκίαζε κάπως το όνειρο που θα έπαυε να είναι όνειρο. Και δε χρειάστηκε να ψάξει πολύ για να τη βρει, καθώς είχε κοντά του έναν μεγάλο σύμμαχο: τον μεγάλο τους έρωτα. Τότε, αβίαστα, το βάφτιζαν «αγάπη» μεταξύ τους, για να συνεννοούνται. Για χρόνια πολλά δηλαδή, κοντά δεκαέξι, για αγάπη μιλούσαν. Έτσι, κι εκείνος, μέσα στην πολλή αγάπη του, έψα- 90 -


χνε να βρει την ομορφιά μέσα από εκείνη, μέσα από εκείνους, μέσα από το δυαδικό σχήμα της ζωής τους, όπως ήταν χτισμένη κι όπως θα την έφτιαχναν από εδώ και πέρα. Θα της τα έδινε όλα, στη θέση εκείνου του παιδιού που δεν ήρθε και δε θα ερχόταν ποτέ. Μόνο να μην την ξανάβλεπε τόσο πικραμένη. Το τηλέφωνο σήμερα δεν πολυχτυπούσε. Κι όσοι έπαιρναν, ήταν παλιοί γνώριμοι της υπηρεσίας, τακτικοί θαμώνες της γραμμής. Άνθρωποι που βρέθηκαν στην άκρη της λογικής, ιδιαίτεροι, άνθρωποι πρόθυμοι να σηκώσουν όλο το βάρος των δαιμόνων που κάποιος τους χρέωσε, άνθρωποι με μια χαρισματική κατάρα στις πλάτες. Δεν ήταν όλοι ίδιοι: αλλού φόβος, αλλού ανασφάλεια, αλλού παραλογισμός. Κρίση, πανικός και χαμένες ισορροπίες διακινούνταν μέσα απ’ τα καλώδια. Βέβαια, ήταν εντελώς δίκαιη η συναλλαγή: εκείνοι, τηλεφωνώντας, έβρισκαν για λίγο την πολυπόθητη νηνεμία, μέχρις ότου ξαναξυπνήσουν μέσα τους τέρατα. Εκείνος, πάλι, ένιωθε, κάθε φορά, όλο και πιο χρήσιμος, ικανός επιτέλους για κάτι. Γιατί πάντοτε τον έκαιγε αυτό: αν θα μπορούσε ποτέ κάπως να μετρήσει και ο ίδιος, μέσα σε μια ζωή φτιαγμένη μόνο για τους υπολογίσιμους. Γι’ αυτό ίσως και επέλεξε να σταδιοδρομήσει στον χώρο της ψυχικής υγείας. Τώρα πια, έμοιαζε να ξέρει όλο και περισσότερα απ’ τα κουμπιά της ανθρώπινης ψυχής. Και κάθε φορά, πληκτρολογώντας τον σωστό «κωδικό» για τον καθένα, έδινε το φιλί της ζωής σε αρκετούς από αυτούς που πνίγονταν μες στα ορμητικά νερά του εαυτού τους. Πέντε μήνες άνεργος με καμία προοπτική. Ετών πενήντα δύο· ηλικία απαγορευτική για πρόσληψη. Για επανεκκίνηση. Άλλωστε, δεν ήταν και κανένας αναντικατάστατος, ούτε έκανε και καμιά σπουδαία δουλειά, τώρα που το ξανασκέφτεται. Σπουδαία για τους άλλους δηλαδή, γιατί για εκείνον ήταν πάντοτε αρκετό να προσφέρει τις υπηρεσίες του στο συνοικιακό σούπερ-μάρκετ. Φορτώσεις-εκφορτώσεις. Θυμόταν τώρα με πόση προσοχή άγγιζε τα εύθραυστα, καθώς ένιωθε μεγάλη την ευθύνη. Πολλές φορές, μάλιστα, είχε σκεφτεί πως ίσως ακόμη και τα πράγματα, η καθαρή ύλη, έχουν αισθήσεις, έχουν ψυχή. - 91 -


Μαρία Τσιράκου


Και δεν ήθελε να τα πονέσει, καθώς χάρη σε όλες εκείνες τις κούτες -εκατομμύρια κούτες πέρασαν απ’ τα χέρια του- μπορούσε να ζει καλά. Μαζί με τη γυναίκα του. Να ζουν καλά, μαζί. Όχι τίποτε φοβερό δηλαδή, αλλά δίχως την ανάγκη κανενός. Δίχως μπερδέματα και χρέη. Με τη μεγάλη πολυτέλεια της απλότητας, με την απόλαυση και την αξιοπρέπεια του κόπου του. Ο πατέρας του πάντα το έλεγε: μην υποχρεωθείς ποτέ, σε κανέναν. Κι αυτό έκανε, μια ολόκληρη ζωή. Αλλά, τώρα, του τα πήραν όλα κι εκείνος, που μια ολόκληρη ζωή φρόντιζε για να ’ναι πάντοτε γεμάτα τα ράφια στο σούπερ-μάρκετ και να μη λείψει τίποτε από τα σπίτια των ανθρώπων, τώρα έμενε -τι ειρωνείασε ένα σπίτι γεμάτο κούτες, έτοιμες από μέρα σε μέρα να τον εγκαταλείψουν κι αυτές. Το τηλέφωνο χτύπησε, μετά από μια γενναία παύση μισάωρου, λίγο πριν από το σχόλασμα, κάπου στο παρά δέκα. Μια μεσόκοπη, ανδρική, σφιγμένη φωνή, ασύντακτα, δίχως καμία σκηνοθεσία, ζητούσε βοήθεια. Δεν μπόρεσε αμέσως να καταλάβει τι του έλεγε, καθώς τα λόγια του άντρα δεν είχαν ειρμό. Η μια λέξη ξεσπούσε μετά την άλλη κι εκείνος δεν προλάβαινε να πιαστεί από πουθενά. Αν ήταν μουσική, θα το έλεγαν κρεσέντο: Βοήθεια. Δουλειά. Αξιοπρέπεια. Αξιοπρέπεια. Αξιοπρέπεια. Θέλω δουλειά, τα έχασα όλα, δε θέλω ούτε λεφτά, μόνο την αξιοπρέπειά μου. Θέλω να δουλεύω για να μη σκέφτομαι. Θέλω να ξεχνάω. Να μη σκέφτομαι. Αξιοπρέπεια. Βρείτε μου δουλειά πρέπει να μου βρείτε δουλειά δουλειά σας είναι να βοηθάτε τους ανθρώπους. Δε θέλω ψυχολόγο, μόνο δουλειά, για να έχω αξιοπρέπεια. Δε θέλω ψυχολόγο μόνο δουλειά… αξιοπρέπεια… να ξεχνάω. Βοήθεια. Δουλειά. Αξιοπρέπεια. Αξιοπρέπεια. Προτού προλάβει να σχηματίσει οποιαδήποτε φράση, η φωνή στην άλλη γραμμή εξαφανίστηκε μέσα από συγκρατημένα αναφιλητά, που, κατά περίεργο τρόπο, έμοιαζε ακόμη να ηχούν στο βούισμα του τηλεφώνου της τερματισμένης, πια, επικοινωνίας. Ήταν σίγουρος πως τα άκουγε, σα να είχαν ξεμείνει οι λυγμοί μέσα στο καλώδιο. Έπρεπε να είχε επέμβει νωρίτερα, διακόπτοντας το συνομιλητή του και να του πει. Να του - 93 -


πει να κάνει κουράγιο, να επιμείνει στο ψάξιμο για δουλειά, να ξεχάσει τη γυναίκα του που έχει πια φύγει, πως αυτά έχει η ζωή, αλλά και πως τη ζωή εμείς τη φτιάχνουμε, να το δει αλλιώς, να τηλεφωνεί όποτε θέλει, να… να… Όμως, οι ίδιες του οι σκέψεις έμοιαζαν να παραμορφώνονται στο εσωτερικό αυτί του, σαν η φωνή του να υφίσταται τεχνητή αλλοίωση. Τι θα μπορούσε ο ίδιος, αναρωτήθηκε, να κάνει από όλα αυτά, όταν όλα έχουν ξαναγυρίσει στο μηδέν; Όταν όλα δικαιούνται να αλλάξουν, χωρίς να σε ρωτήσει κανείς; Όταν η πεπατημένη μιας ζωής οδήγησε σε αδιέξοδο; Όταν η ζωή σε βγάζει στον πάγκο; Δίσταζε ακόμη να κλείσει το ακουστικό, καθώς βαθιά μέσα του πίστευε πως ο συνομιλητής του δεν εγκατέλειψε ποτέ τη γραμμή, αλλά με κάποιον τρόπο παρέμενε στο ακουστικό ακόμη κι όταν το τηλέφωνο βούιζε. Κρατούσε την ανάσα του σχεδόν για ολόκληρα λεπτά, μήπως και κάτι ακουστεί από την άλλη γραμμή. Το παρά δέκα είχε προ πολλού γίνει ακριβώς. Η συσκευή του τηλεφώνου σύντομα θα ξαναέμπαινε στην αθόρυβη ρύθμιση, το κομπιούτερ θα έσβηνε, το κτίριο της υπηρεσίας θα άδειαζε. Το μόνο σίγουρο τώρα ήταν ότι έξω είχε σκοτεινιάσει πλήρως. Είχε βραδιάσει για τα καλά. Δεν είχε πια γι’ αυτό καμία αμφιβολία.

- 94 -


Α Της Μαρίας Τσιράκου

Πάντα πήγαινε ως πελάτης, λόγω της δουλειάς του. Καταθέσεις, αναλήψεις, καλημέρες και δωράκια-τυρόπιτες για τους ταμίες. Τον γνώριζαν όλοι. Το φοροτεχνικό γραφείο, όπου εργαζόταν, ήταν δίπλα ακριβώς στην τράπεζα. Εργαζόταν. Ήξερε τις ώρες και τις μέρες αιχμής. Τις χρηματαποστολές και τα συστήματα ασφαλείας. Ξυπνούσε πάντα πρωί, λόγω της εκνευριστικής συνήθειας να προλάβει το πρώτο φως. Έπινε τον καφέ του πικρό, σκέτο και μόνος. Σήμερα, όμως, για πρώτη φορά στη ζωή του, πετάχτηκε βίαια, ιδρωμένος και με πονοκέφαλο. Είχε αργήσει. Σκέφτηκε να ειδοποιήσει. Άρχισε να γελά με τη σκέψη του. Να ειδοποιήσει ποιον, πού και γιατί; Σήμερα η συνείδηση του κόσμου ήταν διαφορετική. Σαν να μπορούσε να βλέπει και να σκέφτεται ταυτόχρονα. Πήρε τις ανάσες του, όσες χρειάζονταν για να πιει καφέ, να ξυριστεί, να κάνει ντους, να ντυθεί, να πακετάρει το παρελθόν, να το κάνει παρόν. Έχασε το μέτρημα. Κατέβηκε τρέχοντας τις σκάλες. Έμενε στον πρώτο όροφο και σιχαινόταν τα ασανσέρ, όπως και κάθε τι που του στερούσε τη χαρά να μετρήσει τις δυνάμεις του. Το μέτρημα ξανά. Χρόνια κρυμμένα πίσω από αριθμούς, βιβλία λογιστικά, εταιρείες και πελάτες και «εσύ που ήσουν Άγγελε, τόσα χρόνια;», άκουσε εκείνη τη σκληρή φωνή από μέσα του. Δεν είχε ώρα για να πιάσει κουβέντα μαζί της. Άλλη φορά. Ήταν κολλητοί οι δυο τους χρόνια, δε θα τον παρεξηγούσε. Πάλι τα χρόνια. Το μέτρημα ξανά. Τα σκαλιά τα έβγαλε μείον δύο. Σήμερα, όμως, η μέρα ήταν αλλιώτικη. Αυτό τον δικαιολογούσε. Στο δρόμο χαιρέτησε δυο γείτονες, τα σκυλιά τους, τα παιδιά τους, την εγκατάλειψη στο βλέμμα τους και προχώρησε γρήγορα. Η ώρα είχε ήδη περάσει. Έπρεπε να βρίσκεται εκεί. Του φάνηκε σαν να ήταν η πρώτη φορά που έμπαινε στην τράπεζα. «Μα ναι, ρε φίλε, τώρα είμαστε αλλιώς λέμε», άκουσε πάλι τη φωνή μέσα του. «Τώρα φοράμε κουκούλα». - 95 -


«Ληστεία», φώναξε δυνατά. Η φωνή του, σαν να μην ήταν η δική του φωνή, ή, κι αν ήταν, δεν την αναγνώρισε. Του φάνηκε σαν ουρλιαχτό απόγνωσης, σαν να ήθελε να γεμίσει κάποιο κενό μόνο με τη δύναμη της φωνής του. Αντήχησε στους τοίχους, γύρισε πίσω στα αυτιά του ακόμα πιο στριγκή, έκανε τους άλλους να σαστίσουν, να πέσουν στο έδαφος, να καλύψουν το κεφάλι τους, να φωλιάσει ο φόβος μέσα τους -η φωνή του όλα αυτά! Και το ψεύτικο όπλο ίσως. Μα αυτό έτρεμε πίσω από τα δάχτυλά του περισσότερο και από τους ανθρώπους που λούφαζαν στο πάτωμα. «Γρήγορα τα λεφτά στην τσάντα και το νου σου, μην κάνεις άλλη κίνηση για να ειδοποιήσεις, γιατί…», και κούνησε έντονα το πιστόλι προς την ταμία. Ξανά η φωνή του διαφορετική, μόνο που τώρα τη συνόδευε και ο παρατεταμένος, επαναλαμβανόμενος ήχος του συναγερμού, στατικός, εκκωφαντικός. «Τον χτύπησες παλιοπουτάνα. Είσαι καργιόλα και τον χτύπησες. Γαμώ το κέρατό σου, μωρή σκρόφα», της είπε τρέχοντας προς την έξοδο, φωνάζοντας με τη δική του φωνή τώρα πια, εκείνη τη γνώριμη φωνή. «Δεν είμαι κλέφτης. Άνεργος είμαι, άνεργος. Να πάρει ο διάολος την Ένωσή σας, το μνημόνιό σας, τα φράγκα που φάγαμε. Άνεργος είμαι», και χάθηκε μέσα στο πλήθος, σαν κάποιος που τρέχει για να προλάβει το μετρό, τον ηλεκτρικό, το λεωφορείο, το μέσο τέλος πάντων, που θα τον οδηγήσει κάπου αλλού από συνήθεια, ή γιατί έτσι πρέπει. Γύρισε στο σπίτι με τα πόδια, όπως συνήθως. Όλα, όμως, γύρω του έμοιαζαν διαφορετικά. Οι δρόμοι είχαν γίνει πιο στενοί και τα κτήρια πιο μεγάλα. Οι άνθρωποι κοιτούσαν καχύποπτα και η κίνηση των αυτοκινήτων γινόταν σαν σε slow motion ταινίας παλιάς εποχής. Προσπαθούσε να θυμηθεί το δρόμο για το σπίτι του. Πώς είχαν αλλάξει τόσο όλα γύρω του; Ή μήπως είχε αλλάξει αυτός; «Απέτυχες φιλαράκο». Να την πάλι η εκνευριστική φωνή μέσα του. Σε όλη τη διαδρομή τον μαστίγωνε, π’ ανάθεμά τη. Ριπές οι λέξεις της πάνω στο ιδρωμένο μέτωπο, στα χέρια που συνέχιζαν να τρέμουν, στα πόδια που είχαν λυγίσει. - 96 -


«Παραλίγο να τη γαμήσεις αγόρι μου». Και έμοιαζε να τον κοροϊδεύει, να χλευάζει την αποτυχημένη του προσπάθεια. Κάθε φορά, σε κάθε του πράξη, σε κάθε παράνομη σκέψη, ήταν εκεί. Πάντα παρούσα, να του κάνει έλεγχο, να τον μειώνει, να τον ανεβάζει, να τον κάνει να νιώθει Θεός ή Διάβολος. «Μη ρωτάς γιατί όλα έχουν αλλάξει. Τίποτα δεν έχει αλλάξει. Όλα είναι ίδια. Τόσο ίδια, που μόνο με επανάσταση μπορεί να αλλάξουν. Είναι ο φόβος σου, που σου θολώνει το τοπίο. Χέστηκες πάνω σου αποτυχημένε, ε; Μια ζωή νομοταγής και δίκαιος απέναντι στο κράτος, απέναντι στους συμπολίτες σου, απέναντι ακόμα και σε ό,τι σου στένευε τον ορίζοντα. Και για να μην αντιδράσεις, τις φορές που το άδικο σε έπνιγε, ξεσπούσες στον εαυτό σου, γινόσουν θύμα, κλεινόσουν μεταξύ ταβανιού και πατώματος, μεταξύ τοίχου και πλήξης γωνία, κατοικούσες το λιγοστό που σου αναλογούσε σε αυτήν τη ζωή. Γραφείο, σπίτι, φίλοι, καμιά γκόμενα, άντε και καμιά εκδρομή μία φορά το μήνα, και πιο αραιά, γιατί ο μισθός ήταν μικρός, μα, δε βαριέσαι, σε έφτανε και με το παραπάνω έλεγες. Εξάλλου, η κυρά-Βάσω, η μάνα σου, πάντα σε συμβούλευε «μέχρι εκεί που φτάνει το χέρι σου, ποτέ παραπέρα». Μαλάκα! Και μετά, μετά ήρθε η τρόικα. Χα! Και σου έβαλε χέρι, μάγκα μου, τόσο βαθιά, που δεν έβγαινε με τίποτα. Το άπλωσε πολύ πιο πέρα από 'κει που έφτανε. Και μετά, μετά ήρθε η απόλυση. «Κύριε Ευαγγέλου, λυπάμαι πολύ, αλλά να, ξέρετε, η κρίση. Οι πελάτες μας μειώθηκαν, έκλεισαν πολλά καταστήματα και να, εσείς, δεν μπορώ να πω, κάνετε τόσα χρόνια τη δουλειά σας και με το παραπάνω και παράπονο ποτέ δεν είχα, αλλά να…». Ευγενέστατος ο εργοδότης σου, δε λέω, προς Θεού ο άνθρωπος, τι να σου κάνει και αυτός. Σε πρόλαβε η κρίση φιλαράκο, μαζί και άλλους πολλούς, και έχασες έτσι δουλειά, μισθό, ζωή. Πάλι καλά που δε σε έπιασαν. Το φαντάζεσαι τι ξεφτίλα θα γινόσουν;» Σπίτι του επιτέλους. Άνοιξε την πόρτα μηχανικά. Την κλείδωσε πίσω του. Παράθυρα κλειστά, όπως παραλίγο η ζωή του. Έβαλε ένα ουίσκι με πάγο, άναψε ένα τσιγάρο, κάθισε στην άκρη του καναπέ αμήχανα, σαν να έδινε συνέντευξη, ξένος απέ- 97 -


ναντι στον ίδιο του τον εαυτό. Ένιωθε χαμένος και μόνος, με μόνη παρέα τις τύψεις του. Ένα σωρό «αν» του τριβέλιζαν το μυαλό. Σαν μέσα από λήθαργο πετάχτηκε, γιατί άκουσε το κουδούνι του να χτυπά. Εκείνο το διαπεραστικό «ντριιιιιιννννν» έκανε μαζί και την καρδιά του να χτυπά πιο γρήγορα. Σκέφτηκε να περιμένει, να μην ανοίξει. Το κουδούνι ξανά, πιο επίμονα αυτή τη φορά. Η καρδιά του σε πλήρη απορρύθμιση. Ντριιιιινννν το κουδούνι, ντάπα ντούπα η καρδιά. Σκέφτηκε πως ίσως ήταν η αστυνομία, αλλά, πάλι, δεν τον είχε δει κανείς, κανείς. Ήταν σίγουρος ότι, όποιος κι αν ήταν, σε λίγο θα έφευγε. Άκουσε το κλειδί στην πόρτα να γυρνά. «Αν ήταν η αστυνομία, δε θα άνοιγε με κλειδί», μουρμούρισε με τα μηνίγγια του να βαράνε σε τρελό ρυθμό, ώσπου ξαφνικά είδε μπροστά του τη μάνα του. «Έλα ρε μάνα, εσύ είσαι;», της είπε. «Και ποιος ήθελες να είναι τέτοια ώρα αγόρι μου;», του απάντησε η κυρά-Βάσω. «Πέρασα να δω πώς είσαι, τι κάνεις, έχω μέρες να σε δω και σε πόνεσα καρδούλα μου. Έφτιαξα και σπανακόπιτα που σου αρέσει, με μπόλικο τυρί και φύλλο, για να σου φέρω να φας, γιόκα μου. Χτυπούσα αρκετή ώρα το κουδούνι, είδα πως δεν άνοιγες, υπέθεσα πως ίσως ήσουν έξω και έτσι αποφάσισα να χρησιμοποιήσω τα κλειδιά που μου έχεις δώσει. Συγγνώμη γιε μου, αν σε αναστάτωσα». «Όχι ρε μάνα, καλά έκανες. Και μένα μου έλειψες, αχ ρε μάνα…» Πήγε και την αγκάλιασε. Η αγκαλιά της μάνας του πάντα ήταν φάρμακο. Ο μόνος άνθρωπος που είχε στη ζωή του. Ο πατέρας του είχε πεθάνει νωρίς. Πάντα ήταν δίπλα του, σε όλα τα όμορφα, σε όλα τα δύσκολα, σε όλα, δίπλα του. Και να που τώρα έπρεπε να τη βάλει απέναντί του. Να της κρύψει αυτό που, λίγες ώρες πριν, είχε αποπειραθεί να κάνει. «Αχ ρε μάνα…», είπε ξανά και τον πήραν τα αναφιλητά. «Άγγελέ μου, αγόρι μου, τι έπαθες καρδούλα μου; Σε πείραξε κανείς; Τι έγινε παιδί μου;». Τι να της έλεγε, έτσι σκατά που τα είχε κάνει όλα, τι; «Τίποτα ρε μάνα. Να, με τη δουλειά, ή μάλλον με την πρώην δουλειά. Δύσκολα όλα μου φαίνονται. Τι θα κάνω δεν ξέρω. Τα λεφτά που μου έδωσε το αφεντικό μαζί με την απόλυση τελειώ- 98 -


νουν, για ταμείο ανεργίας ούτε λόγος, αφού δε μου κολλούσε ένσημα, τα έξοδα τρέχουν. Μάνα απέτυχα». «Σώπα αγόρι μου, όλα θα γίνουν, σιγά-σιγά, θα σε βοηθήσω και εγώ όσο μπορώ, πάντα δεν ήμουν δίπλα σου σε όλα; Όσο για τη δουλειά, ούτε ο πρώτος είσαι, ούτε, δυστυχώς, ο τελευταίος. Θα ψάξεις στην εφημερίδα, θα ρωτήσεις γνωστούς, θα έχω κι εγώ το νου μου, έννοια σου, έχει ο Θεός, υπάρχουν και χειρότερα». Κάθε φορά που την άκουγε να λέει «υπάρχουν και χειρότερα», παρά την αγάπη που της είχε, τον έπιαναν τα νεύρα του και της φώναζε: «Ναι ρε μάνα, υπάρχουν. Υπάρχουν όμως και τα καλύτερα. Γιατί να βλέπω μια ζωή τα χειρότερα, γαμώ την αδικία μου;» Αυτήν τη φορά όμως κρατήθηκε. Δεν ήταν σε θέση ούτε να της φωνάξει, ούτε να την κακοκαρδίσει. Ένιωθε πολύ ευάλωτος και το μόνο που ήθελε ήταν να λουφάξει στην αγκαλιά της, όπως τότε που ήταν παιδί, με μόνη υποχρέωση να της κάνει τα θελήματα και να μην τρώει πολλές σοκολάτες. «Έλα, έλα να καθίσεις, σε έχω όρθια τόση ώρα», της είπε με πολλή τρυφερότητα, της έβαλε και ένα μαρτίνι με σόδα που της άρεσε, για να πιει. Παρέα του απόψε, η μάνα. Το επόμενο πρωί όλα ήταν πιο ήσυχα. Τουλάχιστον μέσα του. Γιατί έξω όλα συνέχιζαν στον ίδιο, απαράλλαχτο ρυθμό. Πίνοντας τον καφέ του, άρχισε να μονολογεί: «Είναι νωρίς ακόμη µες στον κόσμο αυτόν, µ’ ακούς. Δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα µ’ ακούς». Γεια σου Ελύτη με τα ωραία σου! Πού είναι ο κόσμος που ονειρεύτηκες, πού είναι το γαλάζιο, πού είναι η χώρα μας; Μας ξεπουλάνε, μ’ ακούς; Τα τέρατα, βγάζουν σε πλειστηριασμό τη χώρα, τους ανθρώπους και τις συνειδήσεις τους ακόμα, γιατί δεν εξημερώθηκαν, μ’ ακούς; Μ’ ακούς; Άκουσε το κινητό του να χτυπά. Είδε την αναγνώριση. Ήταν η Κλαίρη. «Άγγελε, καλημέρα, πώς είσαι;» Με την Κλαίρη ήταν χρόνια φίλοι, είχαν γνωριστεί τυχαία στο σινεμά. Έπιασαν κουβέντα για την ταινία και μετά, στο μπαράκι, εκμυστηρεύτηκαν αβίαστα ο ένας στον άλλο τη ζωή του. Έτσι απλά. Αυτό που τους έδενε ήταν η κοινή τους αγάπη για τους χαμένους της ζωής. Ίσως επειδή και οι δυο τους ήταν από τους πολύ χαμέ- 99 -


νους. Όνειρα επαγγελματικά, απραγματοποίητα, και αγάπες μονόπλευρες και ανειλικρινείς. Ήξεραν να δίνουν, χωρίς να ζητάνε. Γι’ αυτό και χαμένοι. «Κλαίρη μου, καλημέρα. Καλά είμαι, το παλεύω, εδώ, όπως όλοι μας. Ο Δημήτρης σου, καλά;» «Όλοι καλά, εσύ είσαι το θέμα μας τώρα. Άκου, αγαπημένο μου μούτρο. Θα σ' τα πω σύντομα γιατί είμαι βιαστική, φεύγω για δουλειά. Σου έκλεισα ραντεβού για συνέντευξη. Ένας φίλος του Δημήτρη, ναυτικός πράκτορας, ζητά υπεύθυνο για το λογιστήριο. Ο προηγούμενος «την έκανε» για Αφρική. Μάζεψε γυναίκα, παιδιά, πούλησε και το σπίτι του και έφυγε από την Ελλάδα. Σιγά μην καθόταν. Αφού του δόθηκε η ευκαιρία, καλά έκανε. Μετανάστες μας θέλουν, Άγγελέ μου, τα λαμόγια που μας κυβερνάνε. Τέλος πάντων, μη λέμε τα ίδια τώρα. Λοιπόν. Αύριο, πρωί-πρωί θα πας, χωρίς άλλη κουβέντα. Είναι καλά. Θα σου στείλω με mail τη διεύθυνση του γραφείου του, κάπου κοντά στο λιμάνι του Πειραιά είναι -αν δεν κάνω λάθοςκαι το τηλέφωνό του. Σε φιλώ ματάκια. Να προσέχεις», είπε κι έκλεισε, χωρίς να περιμένει απάντηση. Η Κλαίρη έτσι ήταν πάντα. Αγχώδης, αλλά τόσο γλυκιά. Ποτέ δεν είχε παραπονεθεί για όσα της συνέβαιναν. Ήταν ο τύπος που βοηθούσε τους γύρω της, γι' αυτό και χαμένη. Ετοιμάστηκε για την ποδηλατάδα του στην πόλη. Είχε άγχος και η μόνη του διέξοδος ήταν η άσκηση. Έτσι έκανε πάντα -ή σχεδόν πάντα. Χάρη στην Κλαίρη, είχε ξεπεράσει και τις κρίσεις βουλιμίας που πάθαινε. Την αγαπούσε και την πρόσεχε, γιατί δεν ήθελε με τίποτα να τη χάσει από τη ζωή του. Από μικρός είχε μάθει να εκτιμά τους ανθρώπους για αυτό που είναι και όχι για αυτό που έχουν. Η μέρα κύλησε νωθρά και με πολλές σκέψεις, όπως κυλά η μέρα ενός ανέργου. Το γραφείο ήταν κοντά στο λιμάνι του Πειραιά, όπως του είχε πει η Κλαίρη. Άνοιξε την τζαμόπορτα, στάθηκε μπροστά στη γραμματέα, της έδωσε το όνομά του, είπε πως είχε ραντεβού με τον κύριο Οικονόμου, εκ μέρους της κυρίας Βερράκου. Η κοπέλα μίλησε για λίγο στο τηλέφωνο και του είπε να καθίσει στον καναπέ. Εκεί περίμενε ακόμα ένας νεαρός, κάπου - 100 -


στην ηλικία του. Παρατήρησε πως ήταν λιγάκι νευρικός και του έπιασε αμέσως κουβέντα για να περάσει η ώρα, μέχρι να δει τον υπεύθυνο. «Και εσείς για συνέντευξη, για τη θέση του λογιστή περιμένετε;» «Ναι», του απάντησε μονολεκτικά ο άλλος. Μάλλον δεν είχε διάθεση για κουβέντα, αλλά είχε αυτός. Εδώ βρισκόταν για τη θέση, εδώ παιζόταν ένα μέρος της ζωής του, ήθελε να μάθει τον «αντίπαλο» βρε αδερφέ. «Είστε καιρό άνεργος;», συνέχισε απτόητος. Ο άλλος, με μια έκφραση δυσαρέσκειας, απάντησε πάλι μονολεκτικά: «Ναι». Στο μεταξύ, είχε παρατηρήσει την κιτρινίλα στο μεσαίο δάχτυλο του δεξιού του χεριού από τη νικοτίνη, σημάδι ότι ήταν μανιώδης καπνιστής. «Και δεν μπορούμε να κάνουμε και τσιγάρο, να μας φύγει το άγχος», του είπε. Τσίμπησε ο άλλος. «Είμαι ήδη μία ώρα εδώ και δεν ξέρεις πόσο θέλω να κάνω τώρα ένα», άρχισε να του μιλά, ζητώντας του συγνώμη για τον ενικό και εξηγώντας του ότι σιχαινόταν τους νόθους πληθυντικούς ευγενείας. Το χάρισμά του να παρατηρεί τους ανθρώπους και να καταφέρνει να τους κάνει να νιώθουν άνετα, τον είχε οδηγήσει στο επιθυμητό αποτέλεσμα: να του πιάσει κουβέντα. «Φίλε μου, και εγώ το ίδιο, αλλά τώρα με την ανεργία, το έχω μειώσει λιγάκι», του είπε και ακούμπησε επιδεικτικά ένα τσιγάρο στα χείλη του. Άρχισαν να μιλούν για διάφορα, κανόνισαν να πάνε μετά και σε ένα καφέ, κάπου κοντά, για να τα πουν καλύτερα, ώσπου τον ειδοποίησε η γραμματέας να περάσει. Περίμενε τη σειρά του κοιτώντας τους περαστικούς μέσα από τη μεγάλη τζαμαρία. Νοσηρά βλέμματα και βήματα ράθυμα, σαν να επρόκειτο για την προσωποποίηση της παρακμής. «Κύριε Ευαγγέλου, περάστε παρακαλώ», είπε η γραμματέας. Διασταυρώθηκε για δευτερόλεπτα με τον «αντίπαλο», τον χαιρέτισε με ένα νεύμα και κατευθύνθηκε προς το γραφείο του υπευθύνου. Ο κύριος Οικονόμου, ένας άνθρωπος ευγενέστατος, τελειώνοντας με τα τυπικά, βιογραφικό, προσόντα, προϋπηρεσία κ.λπ., του είπε ότι το πολύ σε τρεις ημέρες, γιατί επειγόταν, θα τον ειδοποιούσε αν θα συνεργάζονταν. Καλημέρισε και έφυγε. - 101 -


Ο «αντίπαλος» είχε ανάψει ήδη τσιγάρο και είχε παραγγείλει και καφέ όταν έφτασε. «Νίκο, το φούντωσες βλέπω», του είπε χαμογελώντας. «Πώς σου φάνηκε ο Οικονόμου;», τον ρώτησε ο άλλος. Έπιασαν την κουβέντα, πίνοντας τον καφέ τους. Κοντά τρεις ώρες πέρασαν. Ο «αντίπαλος» Νίκος του είπε μέσες άκρες για τη ζωή του. Ο Άγγελος όμως, από όλα όσα άκουσε, κράτησε αυτό που πιο πολύ τον εξυπηρετούσε. Ο Νίκος καταγόταν από ευκατάστατη οικογένεια, ήταν και μοναχοπαίδι, με λίγα λόγια δεν είχε και τόσο ανάγκη τη δουλειά, με την έννοια του βιοπορισμού. Μια τρελή ιδέα του πέρασε από το μυαλό, ενώ ο συνομιλητής του συνέχιζε να διηγείται την τελευταία σχέση του με μια γκόμενα, «νευρικό απόγευμα Κυριακής» την χαρακτήρισε, και τον είχαν πιάσει τα γέλια. Έκανε και αυτός πως γελούσε, αλλά στη σκέψη του είχε κολλήσει -ήδη- το σχέδιο που είχε συλλάβει. «Να πληρώσουμε να φεύγουμε, γιατί πέρασε η ώρα;», είπε λίγο απότομα στο Νίκο. Εκείνος συμφώνησε και έβγαλε από την τσέπη του ένα πολύ καλό δερμάτινο πορτοφόλι, με χαραγμένα τα αρχικά του. «Σήμερα πληρώνω εγώ», είπε, με ύφος που δε σήκωνε αντίρρηση, στον Άγγελο, που δεν τον άφησε αδιάφορο το χλιδάτο πορτοφόλι. Ακόμα ένα στοιχείο που ενδυνάμωνε το σχέδιό του. «Και επίσης, θα σε πετάξω εγώ με το αυτοκίνητο στην Αθήνα, γιατί είναι ευκαιρία να πάω και κάτι χαρτιά στο δικηγόρο μας. Μόνο που πρώτα θα περάσουμε από το σπίτι μου, εδώ κοντά είναι, να τα πάρουμε, αν δεν σε πειράζει». Φυσικά και δεν τον πείραζε. Το αντίθετο μάλιστα. Θα μπορούσε να δει πού ακριβώς μένει, γεγονός που θα τον βοηθούσε στην εκπλήρωση του σκοπού του. Το σπίτι του ήταν ένα πολύ μοντέρνο τριώροφο, δικό του, δηλαδή των γονιών του, όπως του είπε ο Νίκος, και είχε κρατήσει το ρετιρέ για πάρτη του. «Μισό, φίλε, και έφτασα», του είπε ανοίγοντας την πόρτα. Ήρθε κρατώντας έναν δερμάτινο χαρτοφύλακα και τα κλειδιά του αυτοκινήτου. Άκουσε το χαρακτηριστικό ήχο του συναγερμού και είδε τα φλας του παρκαρισμένου στο πεζοδρόμιο τζιπ να αναβοσβήνουν για δευτερόλεπτα. «Α, μα αυτός είναι πραγματικά ευκατάστατος, τα έχει όλα, τη θέση - 102 -


του λογιστή τι να την κάνει;», αναρωτήθηκε ο Άγγελος καθώς έμπαινε στο αυτοκίνητο. Σε όλη τη διαδρομή, ενώ ο Νίκος του μιλούσε και ανοιγόταν όλο και πιο πολύ, σαν να μιλούσε με ένα φίλο που ήξερε χρόνια, ο Άγγελος έμενε αμέτοχος και απαντούσε μονολεκτικά, με μουγκρητά σχεδόν, σαν να προσπαθούσε να αποφύγει εκείνο το ελάχιστο που θα τον έκανε, ίσως, να αλλάξει τα σχέδιά του. Ο Νίκος προθυμοποιήθηκε να τον πάει μέχρι το σπίτι του στο Παγκράτι, αλλά ο Άγγελος αρνήθηκε ευγενικά, λέγοντάς του ότι αρκετά είχε κάνει για αυτόν. Δεν ήθελε να μείνει άλλο μαζί του, θα ήταν εναντίον του, το ήξερε καλά. Σπίτι ξανά, με τα παράθυρα κλειστά, συνήθεια που είχε υιοθετήσει από τότε που έμεινε άνεργος. Έβαλε ένα ποτό, ξάπλωσε στον καναπέ και έκλεισε τα μάτια. «Ε, μούτρο, πάλι μαλακία πας να κάνεις;», να σου πάλι η φωνή μέσα του. Και, τώρα, χρησιμοποιούσε και το «μούτρο» της κολλητής του, της Κλαίρης, επίτηδες, για να τον συνεφέρει. Όμως δεν της έδωσε άλλη σημασία. Είχε πάρει την απόφασή του. Έμεινε έτσι, αμέτοχος, απέναντι σε όλα, μέσα σε εκείνο το κενό της ανυπαρξίας, μέχρι το σούρουπο. Είχε πάρει τον ηλεκτρικό για τον Πειραιά. Σε όλη τη διαδρομή, μέχρι να φτάσει, δεν κοιτούσε τους ανθρώπους, όπως του άρεσε να κάνει. Απόψε ήταν αλλιώς. Από τη μια ντρεπόταν. Από την άλλη, δεν ήθελε να σπάσει τις άμυνές του. Με τίποτα δεν ήθελε να βγει από το αγαπημένο του κενό. Το προτού τη γέννηση. Τότε που όλα ήταν παιχνίδι, χωρίς κανόνες. Κάθε του κίνηση γινόταν μηχανικά. Σαν να μην ήταν αυτός. Ή μήπως ήταν άλλος; Το κενό, μόνο αυτό τον οδηγούσε. Με βήματα βαριά έφτασε στο σπίτι του Νίκου. Χτύπησε το κουδούνι. Δεν απάντησε κανείς. Στάθηκε στο απέναντι πεζοδρόμιο, λίγο πίσω από την κολόνα. Με το πρόσωπο στο μισοσκόταδο, σαν για να κρύψει τις άνομες σκέψεις. Δεν πέρασε ούτε ένα λεπτό και εμφανίστηκε το αυτοκίνητο του Νίκου. Κρύφτηκε, μην τυχόν και τον δει. Τον είδε να κατεβαίνει βιαστικά και να κατευθύνεται προς το σπίτι του. - 103 -


Είχε έρθει η δικιά του ώρα. «Ή όλα ή τίποτα», είπε και έτρεξε προς το σταματημένο τζιπ. Σύρθηκε επιφυλακτικά από κάτω. Τα σωληνάκια των φρένων δεν τον παίδεψαν. Τα έκοψε εύκολα. «Εντός ολίγου θα είναι τελειωμένος και ο Νίκος και η θέση του λογιστή θα είναι δικιά μου, μόνο δικιά μου», σκέφτηκε και πήγε να βγει. Η τύχη, όμως, δεν ήταν με το μέρος του. Ο Νίκος περίμενε ακουμπισμένος στο καπό του αυτοκινήτου. «Ρε πούστη, τι κάνεις εκεί κάτω;», άρχισε να του φωνάζει και να τον τραβά από τα πόδια που προεξείχαν. Ο Άγγελος, πανικόβλητος και λουσμένος στον ιδρώτα από την αγωνία, προσπάθησε να αμυνθεί από τις μπουνιές που του έχωνε ο Νίκος. Μαζεύτηκε πολύς κόσμος. Ο Νίκος, χτυπώντας τον, φώναζε ότι ήθελε να τον σκοτώσει, να του κόψει τα φρένα, τον έλεγε φονιά και δόλιο, λόγια ασυνάρτητα από οργή και χτυπήματα απανωτά. Ο κόσμος, το σκοτάδι και όλα έγιναν ένα, και ο Άγγελος να φωνάζει: «Δεν είμαι φονιάς, άνεργος είμαι, τη θέση του λογιστή έχω ανάγκη, να ζήσω θέλω, άνεργος είμαι». «Άνεργος είμαι». Ξύπνησε μέσα σε ένα λευκό δωμάτιο. Γύρω του όλα ήταν ξένα. Αισθανόταν βαρύ το κεφάλι του, σαν να είχε πιει και μαζί να είχε πάρει και χάπια ηρεμιστικά, τόσο βαρύ. Δεν μπορούσε να καταλάβει πού ακριβώς βρισκόταν και τι του είχε συμβεί. Τα πάντα ήταν θολά. Μάλλον είχε τρελαθεί. Πριν προλάβει όμως να συνέλθει εντελώς και να σκεφτεί λογικά, είδε μία νοσοκόμα να μπαίνει στο δωμάτιό του. «Πώς αισθάνεστε;», τον ρώτησε. Πώς να αισθάνομαι, ήθελε να της πει, αλλά η φωνή του δεν έβγαινε. Και πού βρίσκομαι, ήθελε να ρωτήσει. Και ποια είσαι εσύ. Μα τον πρόλαβε η νοσοκόμα. «Θα ειδοποιήσω τον γιατρό σας». «Κύριε Ευαγγέλου, όλα πήγαν καλά. Μην ανησυχείτε για τίποτα. Πήγαν ανέλπιστα καλά, και για εσάς, και για τον λήπτη», είπε μπαίνοντας ο γιατρός. Για τον λήπτη… πήγαν καλά… ώστε, η παραλίγο ληστεία, ο παραλίγο φόνος, όλα συνέβησαν κατά τη διάρκεια της νάρκωσης. Τελικά, είχε κάνει την αφαίρεση. «Φίλε, τι να τους κάνεις δύο νεφρούς όταν δεν έχεις να φας; - 104 -


Μαρία Τσιράκου


Και φαντάσου να έκανες τη ληστεία ή ακόμα χειρότερα το φόνο, το φαντάζεσαι;», άκουσε τη γνώριμη φωνή μέσα του. «Ναι, το φαντάζομαι, για αυτό και κατέληξα εδώ, σε αυτήν την ιδιωτική κλινική, χωρίς να το γνωρίζει κανείς», της απάντησε για πρώτη φορά. «Έτσι, θα μπορέσουμε να ζήσουμε αξιοπρεπώς κάποια χρόνια, χωρίς άγχος για την ανεργία, για τη μάνα σου που θα σε βοηθούσε οικονομικά, για τους φίλους που θα σε κερνούσαν, για…». «Πάψε, πάψε!», της φώναξε. Μια ζωή νομοταγής και δίκαιος απέναντι στο μπουρδέλο το κράτος. Απέναντι στους συμπολίτες μου. Απέναντι ακόμα και σε ό,τι μου στένευε τον ορίζοντα. Και για να μην αντιδράσω τις φορές που το άδικο μ’ έπνιγε, ξεσπούσα στον εαυτό μου. Γινόμουν θύμα. Κλεινόμουν μεταξύ ταβανιού και πατώματος, μεταξύ τοίχου και πλήξης γωνία, κατοικούσα το λιγοστό που μου αναλογούσε σε αυτήν τη ζωή. Και τώρα, μια ζωή με έναν νεφρό λιγότερο. Τέντωσε τα χέρια. «Μέχρι εκεί που φτάνουν», θυμήθηκε τη μάνα του. «Αχ ρε μάνα…», ψιθύρισε και έβαλε τα κλάματα.

- 106 -


ΕΠΙΜΕΤΡΟ Του Κωστή Γκιμοσούλη

Σαν άνθη της φωτιάς μου φάνηκαν αυτές οι οκτώ ιστορίες. Βέβαια μερικές είναι «πεζές» -πώς να μην είναι; Αφού οι απολυμένοι είναι μια πραγματικότητα. Και έχουν φόβο. Φόβο από παντού. Eίναι φυσιολογικό αυτό, επειδή μας ψεκάζουν σοκ και φόβο. Κι ο καπιταλισμός γελάει σαν μωρό. Είναι αθάνατος κι έτσι τρέφεται. Από την μαμά ανεργίτσα κι από όλο και πιο φτηνά χέρια. Χρειάζεται να πατάμε στη γη. Αλλά και να βλέπουμε ότι υπάρχουν δύο κρίσεις: η δικιά τους κι η δικιά μας. Τι συμβαίνει μ’ αυτήν; Με την δικιά μας; Μπορεί κάποιοι να μιλήσουν για μεγάλα λόγια, ενώ το τέλος πλησιάζει. Ενώ η ζωή μοιάζει με το ξεραμένο σκατό ενός σκύλου στο πεζοδρόμιο. Μα τι πάθαμε; Γέρασε η καρδιά μας; Όμως το θέμα είναι πρακτικό. Γιατί δεν έχουμε άλλη ζωή για να τη χαλαλίζουμε έτσι. Να τρέμουμε μπρος στο κεφάλαιο. Το σύστημα είμαστε εμείς. Το άγνωστο πάντα δημιουργούσε τρόμο. Μόνο που τώρα πιάσαμε πάτο. Κι ο πάτος δεν θα έχει τέλος, γιατί μας έσπασαν ό,τι πιο πολύτιμο είχαμε. Το ηθικό. Και το όνειρο. Μην αφήσετε αυτά να μας τα πάρουν.Το παράλογο μόνο με παράλογο αντιμετωπίζεται. Όταν όλοι και όλα σου γυρνούν την πλάτη, τότε φτάνει η ώρα για τις πιο τρελές σου σκέψεις. Ναι, οι πρεζόδρομοι της πόλης υπάρχουν. Οι αναποδογυρισμένες τσέπες. Υφίστανται όμως και τα κοινόβια. Οι μη μεταλλαγμένοι σπόροι και οι εωσφόροι. Κι οι υπνόσακοι, γι’ αυτούς που ακόμα τους αντέχουν. Μη χάσουμε τη δημιουργικότητά μας, ούτε το χαμόγελό μας. Δεν είναι γραφικό: είναι θέμα πρακτικό. Τα άνθη της φωτιάς παρουσιάζονται όταν η φλόγα ανάψει για τα καλά. Σε μια πλατεία, όπως η πλατεία Συντάγματος, σε μια ψυχή που επιμένει σ’ αυτόν τον αναμμένο θάνατο που φέρνει τη ζωή: σε μια ψυχή που, παρά την ανεργία, ψάχνει τον δρόμο προς την ελευθερία. - 107 -



ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Πρόλογος, της Μαρίας Κατσοπούλου. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 11 Η Αγία Απογραφή, της Μαρίας Γιαγιάννου. . . . . . . . . . . . . . . . 12 Η Οδύσσεια μιας δασκάλας, των Θοδωρή Καραγεωργίου και Λίας Ζώτου. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 24 Κι έζησαν αυτοί καλά..., της Μαρίας Κατσοπούλου. . . . . . . . . . 35 Γουλιά καφέ, του Χρήστου Α. Μιχαήλ. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 47 Cyberama, του Δημήτρη Ροβόλα. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 63 H κυρία Πλατεία, της Μαρίας Σούμπερτ. . . . . . . . . . . . . . . . . . . 80 Το τηλέφωνο, της Ελένης Τζατζιμάκη. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 89 Α., της Μαρίας Τσιράκου. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 95 Eπίμετρο, του Κωστή Γκιμοσούλη. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 107



Η ΨΗΦΙΑΚΗ ΕΚΔΟΣΗ (Ε-ΒΟΟΚ) ΑΜ' ΕΠΟΣ ΑΝΕ ΡΓΩΝ 8 ΕΝΕΡΓΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΚΑΙ ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΤΟΝ ΙΟΥΝΙΟ ΤΟΥ 2013 ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ VAKXIKON.gr





Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.