ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ - ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
Σόλωνος 110, 106 81 Αθήνα
τηλέφωνο: 210 3637867
e-mail: bookstore@vakxikon.gr
e-shop: ekdoseis.vakxikon.gr
Τίτλος: Η νόθα Συγγραφέας: Αμαλία Τάσση-Λαντζοπούλου
Επιμέλεια - Διορθώσεις: Νάνσυ Θεοδωρέλλου
Σχεδιασμός Έκδοσης & Εξωφύλλου: Εκδόσεις Βακχικόν
© 2023 Εκδόσεις Βακχικόν & Αμαλία Τάσση-Λαντζοπούλου © Φωτογραφίας Εξωφύλλου: Clement Peiffer (Istockphoto.com)
ISBN: 978-618-5733-29-2
Εκδοτική Σειρά: Βακχικόν Πεζά/Ελληνική Λογοτεχνία
Αριθμός Σειράς: 297/142
Πρώτη Έκδοση: Ιανουάριος 2023
Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις του Eλληνικού Nόμου (Ν. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής άδειας του εκδότη κατά οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, εκμίσθωση ή δανεισμός, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή (ηλεκτρονική, μηχανική ή άλλη) και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου.
ΕΚΔOΣΕΙΣ ΒΑΚΧΙΚOΝ
Μέλος του Vakxikon.gr Media & Publishing Group
Βερανζέρου 13, 106 77 Αθήνα
τηλέφωνο: 210 3637867
e-mail: info@vakxikon.gr
web site: www.vakxikongroup.com
μας, ο ζαϊ-
ρές1 μας και οι τρεις κατσίκες της μάνας.
Η μάνα, όταν πηγαίνει στα χωράφια ή στις κατσίκες, δεν
με παίρνει μαζί της. Και στο σχολείο τρεις μέρες πήγα και μετά
ξανακλείστηκα μέσα στο σπίτι. Έχω όμως τετράδια, μολύβια
και μπογιές, αλλά δεν ξέρω να γράφω και να διαβάζω.
Μου έφερε ο δάσκαλος μια μέρα ένα βιβλίο με εικόνες
που τις κοιτάω και σε κάθε εικόνα φαντάζομαι πως είμαι εγώ
σε διάφορες φιγούρες. Κάθομαι π.χ. σε μια καρέκλα, γράφω σ’
ένα τραπέζι, ποτίζω μια γλάστρα, περπατάω στο βουνό με ένα
καλάθι γεμάτο κεράσια ή λουλούδια.
Ούτε στο βουνό έχω πάει, αλλά το βλέπω όμως. Είναι όλο
ψηλά δέντρα, πανύψηλα, πυκνά, καταπράσινα, αφού ούτε ο
ήλιος ούτε η βροχή περνούν. Τόσο πυκνά τα φαντάζομαι τα
δέντρα.
Όταν μεγαλώσω, θα το σκάσω από το σπίτι μου και το
1. Το χορτάρι.
4 ΑΜΑΛΊΑ ΤΑΣΣΗ-ΛΑΝΤΖΟΠΟΎΛΟΎ
παράθυρό μου και θα πάω στο βουνό να ζήσω. Θα πάρω όμως
μαζί μου σύκα και τη βελέντζα2 και λουκούμια που μ’ αρέ-
σουν. Τη βελέντζα για να μην κρυώνω.
Σήμερα τα παιδιά δεν έχουν σχολείο. Είναι η γιορτή της 25ης
Μαρτίου. Πήγαν στην εκκλησία, μετά ήρθαν εδώ στο μεσο-
χώρι να παίξουν μπάλα, τη μέλισσα, μέτσι-μέτσι με το ξύλο το
μεγάλο και το μικρό. Παίζουν και σκοινάκι και πεντόβολα.
Εγώ όλα τα παιχνίδια τα ξέρω και ας μην παίζω. Πεντό-
βολα έχω και παίζω μόνη μου και σκοινάκι κάνω μόνη μου
μέσα στο σπίτι.
Εχθές τα παιδιά είπαν ποιήματα, τραγούδια και χόρεψαν
στην αυλή του σχολείου. Φορούσαν ωραίες ποδιές με άσπρο
γιακά. Έχω και ποδιά κρεμασμένη στην πόρτα. Εγώ ζήλευα
από μακριά και χόρευα μόνη μου. Ξέρω και να χορεύω και
να τραγουδάω. Ξέρω πολλά τραγούδια: «Δεν περνάς, κυρά
Μαρία, δεν περνάς», «Ο Μάιος μας έφτασε», «Μια γίδα μια φορά», «Μια ωραία πεταλούδα», «Χαρωπά τα δυο μου χέρια τα χτυπώ», «Ήταν ένα μικρό καράβι» – το αγαπημένο μου!
Σήμερα όλη μέρα τραγουδάω για την 25η Μαρτίου. «Ως πότε, παλικάρια, να ζούμε στα βουνά, μονάχοι σαν λιοντάρια
στις ράχες τα βουνά;» Όλο το ξέρω.
Μόνη μου τραγουδάω δυνατά. Δεν ενοχλώ κανέναν.
Χορεύω και ηπειρώτικα που ωραία τα χορεύω και τα τραγουδάω μόνη. Είναι τ’ αγαπημένα μου.
«Δεν μπορώ, μανούλα, μ’ δεν μπορώ.
Αχ! Σύρε να φέρεις το γιατρό»
και το
«Μωρή κοντού, μωρή κοντούλα λεμονιά, μετά πολλά λεμό- λεμόνια
2. Φλοκάτη, κουβέρτα.
Η ΝΌΘΑ
Βισανιώτισσα σε είδα ψες κι αρρώστησα, και το γιατρό δεν φώναξα».
Σκέφτομαι πως, όταν θα μπορώ να σηκώσω ψηλά το τσεκούρι, θα φορέσω την ποδιά μου και θα κόψω το αριστερό το
χέρι, όχι το δεξί, για να μπορώ να γράφω. Μαζί με την ποδιά
να κοπεί και το μανίκι, να μην περισσεύει. Μήπως τότε θα με
λυπηθούν μικροί, μεγάλοι και μ’ αγαπούν.
Εμένα για τα παιδιά με νοιάζει. Θέλω να με παίζουν και να
μου μιλούν. Εγώ, όταν είμαι όρθια, είμαι σαν όλους αυτούς.
Έχω ποδαράκια, δυο χεράκια, δυο ματάκια, δυο αυτάκια.
Είμαι ακριβώς σαν κι αυτούς. Δεν καταλαβαίνω γιατί δεν με
θέλουν. Ούτε άρρωστη είμαι. Μου είπε η μάνα πως αυτό που
έχω δεν είναι κολλητικό για κανέναν. Δηλαδή κανένας δεν πρέπει να με φοβάται. Δεν καταλαβαίνω λοιπόν γιατί δεν με
θέλει κανείς. Την πρώτη μέρα που πήγα στο σχολείο, με κορόιδευαν όλοι, όχι μόνο εμένα, αλλά πιο πολύ τη μάνα και αυτό με πείραξε πάρα πολύ. Αφού όταν πήγαμε στο σπίτι, εγώ με τα μικρά μου χεράκια την πήρα μια μεγάλη αγκαλιά και της είπα:
«Δεν πειράζει, μανούλα, σ’ αγαπάω εγώ πολύ πολύ, δεν χρειάζεται να σ’ αγαπάει κανένας άλλος».
Μ’ έσφιξε η δύστυχη στην αγκαλιά της τόσο σφιχτά, λες
και κάποιος θα με άρπαζε.
«Είσαι η ζωή μου και η ανάσα μου σ’ αυτόν τον κόσμο.
Θα βρω τρόπο να σε απαλλάξω απ’ αυτό το άκαρδο χωριό. Θα
βρω τρόπο και γράμματα να μάθεις και όλος ο κόσμος κάποτε
θα λέει: “Αυτό το κορίτσι είναι της Φανής. Αυτό το γραμματι-
ζούμενο και όμορφο κορίτσι είναι της Φανής”».
Φώναζε τόσο πολύ η μάνα, που νόμιζα πως ήθελε κάποιος
να την ακούσει.
«Δεν είμαι τώρα όμορφη, μανούλα;»
«Είσαι το πιο όμορφο κορίτσι του κόσμου, κούκλα μου.
Να το θυμάσαι αυτό, Αλεξάνδρα μου, δεν σου λείπει τίποτα
από τ’ άλλα κορίτσια και αγόρια».
«Τότε, μάνα, γιατί δεν με χωνεύουν; Γιατί δεν με παίζουνε;
Γιατί δεν μου μιλάνε ούτε οι μεγάλοι ούτε οι μικροί; Μόνο ο
δάσκαλος μου λέει “τι κάνεις, Αλεξάνδρα;”, όταν μου φέρνει
αυτά τα βιβλία με τα μπουμπάλια3. Αφού, μάνα, και η Άννα
δεν έχει πατέρα, πέθανε, γιατί την αγαπάνε; Εμένα που δεν
έχω πατέρα γιατί με φωνάζουν μπασταρδάκι;»
«Είχες πατέρα, δεν φυτρώνει κανένας μόνος του».
«Τότε, μάνα, γιατί; Τι θα πει “το μπάσταρδο της Φανής”;»
Δεν απαντούσε η μάνα, μόνο έλεγε:
«Εσύ να θυμάσαι πως έχεις εμένα! Εμένα που σε λατρεύω
και να δεις πως όλα θα τα καταφέρω, να μη σου λείπει τίποτα ποτέ».
Πρέπει να ήταν μικρή η μάνα μου, αφού και τώρα που μιλάμε, άντε, να είναι είκοσι τρία είκοσι πέντε κι εγώ έξι επτά χρονών. Ήταν όμως όμορφη, πολύ όμορφη· ψηλή, με κορμοστασιά
λυγερή, αφού ακόμα κι αυτά τα φθηνά ρούχα που φορούσε τα
έκανε όμορφα η χάρη και η ομορφιά της. Είχε μια κοτσίδα χοντρή, με κατάμαυρα μαλλιά και μάτια κατάμαυρα σαν το κάρβουνο!
Όταν έπαιρνε αυτό το άγριο πεισματάρικο ύφος της, τα μάτια της
από μαύρα γυάλιζαν σαν τις σπίθες της φωτιάς στο τζάκι.
Πολλές φορές δυο τρία παιδιά σταματούσαν το παιχνίδι
και κοιτούσαν το παράθυρό μου κι εμένα με ένα ύφος περί-
εργο. Άλλοτε με λυπούνταν, άλλοτε μου χαμογελούσαν κι αν περνούσε κάποιος μεγάλος, αμέσως έτρεχαν γρήγορα, μήπως και καταλάβουν πως κοιτιόμασταν στα μάτια. Γιατί ούτε να με κοιτούν έπρεπε, πόσο μάλλον να μου μιλούν.
Αυτά θυμάμαι από το άγονο χωριό που γεννήθηκα. Ένα
χωριό όλο πέτρα άσπρη, πολύ άσπρη και τα άγρια δάση του.
Αργότερα έμαθα πως από αυτή την πέτρα έβγαζαν τα πολύ
γνωστά μάρμαρα Ιωαννίνων.
3. Εικόνες, ζωγραφιές.