Το βιβλίο εκδόθηκε με την υποστήριξη του Υπουργείου Πολιτισμού και Τύπου της Σερβίας.
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ - ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
Σόλωνος 110, 106 81 Αθήνα τηλέφωνο: 210 3637867 e-mail: bookstore@vakxikon.gr e-shop: ekdoseis.vakxikon.gr
Τίτλος πρωτοτύπου: Jaz (Arhipelag, Beograd, Serbia, 2016)
Τίτλος Βιβλίου: Ρήγμα Συγγραφέας: Darko Tuševljaković Μετάφραση: Ιωάννα Καραμαλή Επιμέλεια - Διορθώσεις: Ανδριάνα Χονδρογιάννη Σχεδιασμός Έκδοσης & Εξωφύλλου: Εκδόσεις Βακχικόν
© Darko Tuševljaković, Jaz, Arhipelag, Beograd, 2016 © Για την ελληνική γλώσσα, 2022 Εκδόσεις Βακχικόν © Μετάφρασης: Ιωάννα Καραμαλή
ISBN: 978-618-5733-05-6
Εκδοτική Σειρά: Βακχικόν Πεζά/Ξένη Λογοτεχνία
Αριθμός Σειράς: 285/47
Πρώτη Έκδοση: Νοέμβριος 2022
Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις του Eλληνικού Nό μου (Ν. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής άδειας του εκδότη κατά οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, εκμίσθω ση ή δανεισμός, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή (ηλε κτρονική, μηχανική ή άλλη) και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου. ΕΚΔOΣΕΙΣ ΒΑΚΧΙΚOΝ Μέλος του Vakxikon.gr Media & Publishing Group Βερανζέρου 13, 106 77 Αθήνα τηλέφωνο: 210 3637867 e-mail: info@vakxikon.gr web site: www.vakxikongroup.com
Πολλά χρόνια αργότερα, ήταν ακόμα μια έκρηξη που ξύπνησε πάλι τον Μπόγκνταν. Πάλι. Αυτήν τη φορά όμως, ήταν οι κόρες των ματιών του που είχαν εκραγεί. Μόλις συνήλθε πέρασε τα δάχτυλά του από τα βλέφαρά του για να σιγουρευτεί πως έχει απομείνει ακόμη κάτι εκεί κάτω. Ήταν αρκετά ευχαριστημένος με όσα ανακάλυψε: ήταν παρών στις τρεις διαστά σεις και σιγά σιγά ανακάμπτει και στην τέταρτη, καθώς στριφογύριζε σε ένα άγνωστο και άβολο κρεβάτι. Ένας γέρος καταλαβαίνει ότι είναι ζωντανός επειδή πονάει ολόκληρος, σκέφτηκε. Και με αυτό τον τρόπο μπορεί να ξεχωρίσει το όνειρο από την πραγματικότητα. Στο όνειρο, όσο φρικτό και αν είναι, ο πόνος δεν υπάρχει. Έρχεται αργότερα, από αυτή την πλευρά του τοίχου, εδώ βρίσκονται οι πηγές και οι εκβολές του. Ο πόνος κυ ριαρχεί σε μήκος, πλάτος και βάθος, και μπορεί να κρατήσει από δευτερόλεπτα ως και χρόνια. Αυτή
ΝΤΑΡΚΟ ΤΟΥΣΕΒΛΙΑΚΟΒΙΤΣ
να του εξοντώσει τα μάτια. Ένιωθε τον ιδρώτα να στεγνώνει πάνω του και μια έντονη ενόχληση σε κάθε φαγούρα που του προκαλούσαν τα τσιμπήματα των κουνουπιών. Ήταν πολύ δύσκολο να διαλέξει την κατάλληλη διάσταση για να ξεφύγει. «Τουλάχιστον τράβα την κουρτίνα» μουρμούρισε. Το δωμάτιο του διαμερίσματος όπου είχαν περάσει μια πραγματικά ανυπόφορη νύχτα, μύριζε από εκείνο το υγρό που τους ζάλιζε. Είχαν αναγκαστεί να αγοράσουν αντικουνουπικά το προηγούμενο βράδυ, πριν καν τακτοποιήσουν τα πράγματά τους, επειδή η προστασία από αυτές τις βδέλλες δεν περι λαμβανόταν στις παροχές του δωματίου. Στο νησί που πήγαν, με το πρόσχημα της προστασίας των ελαιώνων, δεν είχε γίνει απεντόμωση και κανένας δεν είχε σκεφτεί να βάλει σίτες στα παράθυρα και στις πόρτες. Γι’ αυτό σε κάθε μαγαζί που έμπαιναν, γεμάτοι εξανθήματα λες και ήταν άρρωστοι, υπήρχε ολόκληρο ράφι με αντικου νουπικά, και το φθηνότερο κόστιζε δεκαπέντε ευρώ. Τι βλάκες αυτοί οι Έλληνες. Η Ράντιτσα ζέσταινε το νερό σε ένα γκαζάκι γεμάτο μαυρίλα. Το άρωμα του καφέ αναμείχθηκε με τη μυρωδιά του εντομοκτόνου και ο Μπόγκνταν πέταξε το σεντόνι από πάνω του, πετάχτηκε από το κρεβάτι και βγήκε έξω στη βεράντα. Δεν υπήρχε τίποτα της προκοπής στο διαμέρισμα, εκεί, ο σωματικός πόνος ενωνόταν με τον πνευματικό. Πρόσφατα, ο
στα πλακάκια με τα οποία ήταν στρωμένη ακόμα και η κρεβατοκάμαρα, λες και ήταν σφαγείο και όχι διαμέρισμα. Η κουζί να ήταν τόσο στενή που με το ζόρι μπρούσε κανείς να ανοίξει το ψυγείο, ενώ ανάμεσα στα σκεύη που υπήρχαν, δεν υπήρ χε ούτε μια κατσαρόλα. Τι διάολο πίστευαν ότι θα έτρωγαν; Η κατσαρόλα έλειπε, αλλά στο ντουλάπι πάνω από τον νερο χύτη υπήρχε ένα παπαρομηχάνημα. (Ο Μπόγκνταν δεν ήξερε τον σωστό όρο για αυτό το μαραφέτι και για αυτό το αποκα λούσε έτσι. Εκείνη η φρικτή μαλακία τελοσπάντων, με τα κοφτερά ατσάλινα μαχαίρια που τα πιέζεις πάνω στο σφικτό αυ γό για να το κόψεις σε φέτες. Σαν φέτες κρέατος. Εν πάση περιπτώσει… σε ποιον χρειάζεται;) Και ένας βραστήρας για τσάι επίσης. Παρείχαν διάφορα εξεζητημένα σκεύη και είχαν παραλείψει τα απαραίτητα – μια κατσαρόλα στην οποία μπορείς είτε να φτιάξεις ένα τσάι είτε να βράσεις ένα αυγό για παράδειγμα. Μόλις έφτασαν, η Ράντιτσα του είπε για ποιον λόγο ήταν έτσι τα πράγματα αλλά ο Μπόγκνταν δεν ικανοποιήθηκε από την εξήγηση. Τι να ’ξερε και εκείνη; Ούτε το γεγονός ότι ολόκλη ρη η Κέρκυρα –επομένως και η Δασιά όπου διέμεναν– στόχευε κατά κύριο λόγο στη φιλοξενία τουριστών από τη δυτική Ευρώπη, ιδίως από την Ολλανδία και την Αγγλία, του είχε φανεί λογικό. «Πού είναι τότε όλοι αυτοί οι Άγγλοι τουρίστες;» ρώτησε δείχνοντας με το χέρι του ένα συγκρότημα διαμερισμάτων που ήταν γεμάτο από Σέρβους. Μόλις κατέβηκαν από το λεωφορείο, μερικοί συνταξιδιώτες βούτηξαν κατευθείαν στην πισί να. Αλλά ο ιδιοκτήτης του σπιτιού, ένας μεσήλικας καμπούρης Έλληνας, στα μάτια του οποίου ο Μπόγκνταν έβλεπε μονάχα λεφτά, λεφτά και τίποτα άλλο πέρα από λεφτά, άρχισε να φωνάζει για να τους πετάξει έξω από το νερό. Ξαφνιασμένοι από τη μη αναμενόμενη υποδοχή, οι τουρίστες περίμεναν στο έρημο εστιατόριο του συγκροτήματος να τους δώσουν τα κλειδιά για να μπουν στα δωμάτιά τους σε σειρά σαν να ήταν φυλακισμένοι. «Πού είναι οι Άγγλοι;» επανέλαβε εκείνη τη στιγμή,
ακουμπώντας στη λιθόκτιστη ψησταριά του κλειστού εστιατορίου, ενώ η Ράντιτσα σήκωνε τις βαλίτσες που είχαν πέσει στο πλάι. Ακούμπησε με το χέρι του τη σχάρα και της έδειξε το δάχτυλο που παρέμεινε πεντακάθαρο. «Δεν την έχει χρησιμοποιή σει κανείς εδώ και μήνες, ίσως εδώ και χρόνια». Η Ράντιτσα ανασήκωσε τους ώμους. «Έτσι είναι, γιατί οι Άγγλοι δεν έρχο νται πια. Το βλέπεις και εσύ ότι ούτε το εστιατόριο λειτουργεί. Δεν θέλουν να βάλουν κάρβουνα μόνο για εμάς». Σήκωσε την πιο μικρή βαλίτσα και του έκανε νόημα να πάρει τη μεγάλη. «Ίσως αυτός να είναι και ο λόγος που δεν μπορούμε να μπού με στην πισίνα» πρόσθεσε, οδηγώντας προς το διαμέρισμα. Τι ηλίθιοι αυτοί οι Άγγλοι, σκέφτηκε. Στο μπαλκόνι, τον χτύπησε ένας καυτός άνεμος που κατέβαινε με δύναμη από το βουνό ως τη θάλασσα. Μύριζε… χλώ ριο πισίνας. Ο Μπόγκνταν κούνησε το κεφάλι του και σταύρωσε τα χέρια του. Γιατί είχαν έρθει; Γιατί είχε δεχτεί να πά νε διακοπές στην πιο υψηλή περίοδο, την περίοδο που πάντα απέφευγε, ακόμα και όταν ήταν στην υπηρεσία – και εκείνες τις μέρες ήταν όντως δύσκολο να πάρεις άδεια όταν σε βόλευε. Οι προϊστάμενοί του, για να πούμε την αλήθεια, έβαζαν πάντα σε πρώτη μοίρα τα αιτήματά του. Μπέρδευαν το όνομά του φωνάζοντάς τον «ο λοχαγός Μπογκομντάν» ο απεσταλμένος του Θεού, και σημείωναν στο ημερολόγιο τις ημέρες που είχε διαλέξει εκείνος. Ο λοχαγός Μπογκομντάν μπορούσε να πάει διακοπές