HELLGA ΚΑΙ HELLENA - ΧΡΗΣΤΟΣ ΧΑΡΤΟΜΑΤΣΙΔΗΣ

Page 1


ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ - ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ Σόλωνος 110, 106 81 Αθήνα τηλέφωνο: 210 3637867 e-mail: bookstore@vakxikon.gr e-shop: ekdoseis.vakxikon.gr Τίτλος: Hellga και Hellena Συγγραφέας: Χρήστος Χαρτοματσίδης Επιμέλεια - Διορθώσεις: Βίκυ Πορφυρίδου Σχεδιασμός Έκδοσης & Εξωφύλλου: Εκδόσεις Βακχικόν © 2022 Εκδόσεις Βακχικόν & Χρήστος Χαρτοματσίδης ISBN: 978-618-5662-71-4 Εκδοτική Σειρά: Βακχικόν Πεζά/Ελληνική Λογοτεχνία Αριθμός Σειράς: 270/131 Πρώτη Έκδοση: Ιούλιος 2022 Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις του Eλληνικού Nόμου (Ν. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής άδειας του εκδότη κατά οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, εκμίσθωση ή δανεισμός, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή (ηλεκτρονική, μηχανική ή άλλη) και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου.

ΕΚΔOΣΕΙΣ ΒΑΚΧΙΚOΝ Μέλος του Vakxikon.gr Media & Publishing Group Βερανζέρου 13, 106 77 Αθήνα τηλέφωνο: 210 3637867 e-mail: info@vakxikon.gr web site: www.vakxikongroup.com


1

Θεσσαλονίκη, Αμπελόκηποι

Σ

άββατο μεσημέρι, την ώρα που ο κόσμος πάει για καφέ, εγώ γυρνούσα άσκοπα στους δρόμους. Ήμουν τσατισμένη. Μόλις με είχε πάρει ο Νάσος, το αφεντικό μου από το μπαρ. «Κοίτα!» μου λέει. «Από αύριο αναλαμβάνετε και το σκούπισμα. Κάποιος πρέπει να κάνει κι αυτή τη δουλειά!» «Ε, όχι, ρε Νάσο! Εντάξει, να βγάζουμε τη λάντζα, όχι όμως και να σκουπίζουμε!» Και για να λέμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους, η καθαρίστρια δεν είχε φύγει από μόνη της – την έδιωξε ο ίδιος, με την τσιγκουνιά του! «Μη μου αντιμιλάς εμένα, να μη χάσεις τη δουλίτσα σου!» με είχε απειλήσει το αφεντικό. Τον έβρισα μέσα μου και σκεφτόμουν πως από σήμερα ακόμη, μια από μας θα έπρεπε να πάει να καθαρίσει. Εννοείται νωρίς το απόγευμα, πριν ανοίξουν τα μπαρ. Γιατί δεν γινόταν μετά, με τα τακούνια και τα ντεκολτέ, να ασχολούμαστε με τη σφουγγαρίστρα. Είχα αποφασίσει να του κρατήσω μούτρα. Τηλεφώνησα και στην άλλη τη συνάδελφο, τη Ζήνα: «Πώς πάει, ρε γκέι;» της λέω. Εκείνη όμως ακόμη κοιμόταν, δεν έπαιρνε μπρος με τίποτα, κι έτσι βγήκα έξω να


4

ΧΡΉΣΤΟΣ ΧΑΡΤΟΜΑΤΣΊΔΗΣ

ξεσκάσω. Μα… έχει παζάρι το Σάββατο στους Αμπελόκηπους, στον δρόμο γίνεται χαμός κι ούτε κατάλαβα πώς βρέθηκα μακριά από τις κάποτε λαμπερές βιτρίνες της Βενιζέλου. Γιατί τώρα σου σφίγγεται η καρδιά, ρε συ! Κάθε λίγο και λιγάκι κλειστά μαγαζιά κι όχι της πλάκας, μα σχεδόν μπουτίκ, που πουλούσαν μούρη και ήταν φίσκα από κόσμο. Τότε η μάνα μου έπαιρνε πολλά λεφτά από τις εφημερίες και καταφτάναμε από Κομοτηνή για να τα ξοδέψουμε μέχρι την τελευταία δεκάρα – μπλουζίτσες, φουστίτσες, παπούτσια κι αξεσουάρ. Στο τέλος – κομμωτήριο. Κι ο μπαμπάς είχε ακόμη τη δουλειά του στον δήμο. Τον πλήρωναν ταχτικά, γι’ αυτό γελούσε με τα ψώνια μας: «Πήρε ανάσα η αγορά!» έλεγε. Κι εμείς του δείχναμε τα τρόπαιά μας. Η μάνα, της το αναγνωρίζω, πάντα τον φρόντιζε κι εκείνον. Του αγόραζε χρήσιμα πράγματα – πιτζάμες και παντούφλες. Μου έδινε κι εμένα χαρτζιλίκι κι όλοι μέναμε ευχαριστημένοι. Όχι όπως τώρα, με την κρίση, που υπολογίζουμε και την τελευταία μας δεκάρα, και μόνο η δουλειά στο μπαράκι με ξελασπώνει. Πενήντα ευρώ την εβδομάδα δεν είναι λίγο πράμα· να ’ναι καλά ο Νάσος, που αν και τσιγκούνης, είναι εντάξει στην πληρωμή. Μας βγάζει όμως το λάδι! Να το λέμε κι αυτό! Το παζάρι – να χαρεί η ψυχή σου αρώματα κι ευωδιές. Πρώτα η ρίγανη και το θυμάρι, μετά η μυρωδιά από τα σκόρδα, η μπόχα από τα ψαράδικα και τέλος, μέσα στους γκρίζους καπνούς, η τσίκνα από την καντίνα… Πλησίαζε δύο η ώρα και τελείωνε πια το πανηγύρι. Οι μικροπωλητές μάζευαν τους πάγκους. Γινόταν το αδιαχώρητο από τα κλειστά φορτηγάκια με τις πραμάτειες, που αργά μα επίμονα προσπαθούσαν να βγουν προς τα έξω. Παντού σκουπίδια – χαρτόνια, σακούλες. Και τα γυφτάκια να τρέχουν πάνω κάτω και να σπρώχνουν σαν τρελά. Όλα τους στρουμπουλά και καλοντυμένα. Κι οι γονείς τους πλούσιοι –βαρόνοι της λαϊκής–, να ασχολούνται με εμπόριο και πάγκους.


HELLGA ΚΑΙ HELLENA

5

Δεν ήθελα ακόμη να μαζευτώ στο δωμάτιό μου. Να κάνω τι; Να τρελαίνομαι με τις βλακείες του θείου και τα μούτρα της γυναίκας του; Κι όπως περπατούσα, άκουσα μια επιβλητική φωνή: «Όλγα! Όλγα!» Η φωνή δεν μου έλεγε τίποτα. Κανείς δεν με ξέρει εδώ στους Αμπελόκηπους. Και δεν με λένε Όλγα! «Κάνεις πως δεν ακούς;» Γύρισα από περιέργεια. Μια άγνωστη γυναίκα μεγάλης ηλικίας με κοιτούσε θυμωμένα. Με γκρίζα καμπαρντίνα και καρότσι της λαϊκής. «Σ’ εμένα μιλάτε;» Δεν μου απάντησε. Συνέχισε όμως να με κοιτάζει αυστηρά κάτω απ’ τα πυκνά της φρύδια. Και μουστάκι είχε, και μια τρίχα στο πιγούνι. Η κράση της «μπαμπατζάνικη» όπως λέει κι ο θείος. Ούτε καμπούρα, ούτε άλλα τέτοια γεροντίστικα. Είχε θυμώσει κιόλας. Έτρεμε το κεφάλι της. Τα μάτια πίσω απ’ τις γυαλαμπούκες φαίνονταν τεράστια. Με περιεργάστηκε εκνευρισμένη: «Νόμιζα πως εγώ δεν βλέπω καλά, μα εσύ κάνεις πως δεν με ξέρεις». Εντάξει, δεν τους φορούσα τους φακούς επαφής, μα η φάτσα της δεν μου έλεγε τίποτα. «Γνωριζόμαστε;» τη ρώτησα με κάποια αβεβαιότητα. Η άγνωστη κούνησε το κεφάλι απογοητευμένη. «Ωραίο κόλπο! Να κάνεις πως δεν με ξέρεις». «Μα δεν σας ξέρω…» Η ηλικιωμένη με διέκοψε θυμωμένη. «Δεν είναι ανάγκη να λες ψέματα. Καταλαβαίνω. Ο πατέρας σου… Ε, δεν θα ζητάς συνέχεια την άδειά του. Τέλος πάντων! Χάρηκα πολύ που πέρασες στη Θεσσαλονίκη». Μετά πρόσθεσε σιγανά: «Και χάρηκα που σε είδα…» Δεν καταλάβαινα. Τι σχέση είχε ο πατέρας μου. Η άγνωστη όμως επέμενε:


6

ΧΡΉΣΤΟΣ ΧΑΡΤΟΜΑΤΣΊΔΗΣ

«Κάποια στιγμή θα περάσω από το σπίτι σου. Και θα σου τηλεφωνήσω. Αν και δεν το σηκώνεις». «Συγγνώμη… Δεν σας ξέρω!» «Κι εγώ γιατί ξέρω ότι είσαι η εγγονή μου, η Όλγα; Γιατί ξέρω ότι πέρασες στη Θεσσαλονίκη; Σου έχουν πει να μ’ αποφεύγεις. Ο πατέρας σου κι εκείνη η στριμμένη η μάνα σου…» «Μα πώς μιλάτε έτσι για τη μητέρα μου; Και δεν με λένε Όλγα!» Ήθελα να φύγω. Είχα μπλέξει με μια τρελή που φόρτωνε πάνω μου τα προβλήματα που είχε με το σόι της. Ήθελε να με κρατήσει. Με τραβούσε, με έσφιγγε με δύναμη. «Αφήστε με!» σχεδόν φώναξα. Στο βλέμμα της υπήρχε πια η σύγχυση. Ξαφνικά άλλαξε στάση. Προσπάθησε να φανεί ευγενική. Τζάμπα η προσπάθεια! Κάτω απ’ το χαμόγελο διέκρινες το πείσμα. Ακλόνητη στις επιδιώξεις της. Σίγουρα ήταν βουνίσια. Σύμφωνα με τον καθηγητή μας, εκεί επιβιώνουν μόνο οι σκληροί. «Το βουνό γεννάει ανθρώπους» έλεγε «κι ο κάμπος κολοκύθες!» Τέτοια αλλόκοτα μου έρχονται στις πλέον ακατάλληλες στιγμές. Άθελά μου χαμογέλασα και η ηλικιωμένη βιάστηκε να το εκμεταλλευτεί: «Γελάς, ε; Γελάς!» σχολίασε απογοητευμένη κι άρχισε να ψάχνει με μανία στην τσάντα της. Τώρα θα αρχίσει να φωνάζει πως τη λήστεψα σκέφτηκα, μα η τρελή έβγαλε το πορτοφόλι της. Το έφερε κοντά στα μάτια της, προφανώς για να δει καλά τα λεφτά, κι έβγαλε από μέσα ένα πράσινο κατοστάρικο. «Αυτό είναι για σένα!» μουρμούρισε σχεδόν απειλητικά. «Για την επιτυχία σου στις Πανελλήνιες». Όρμησε να μου το χώσει στον κόρφο. Όπως στις παλιές ταινίες, η χαζή! «Δεν υπάρχει περίπτωση!» Τώρα ήμουν εγώ που ούρλιαζα. Έσπρωξα το χέρι της. Το άθλιο κατοστάρικο έπεσε κάτω και σίγουρα θα το έπαιρνε ο άνεμος ή κανένα γυφτάκι. Και είναι πολλά λεφτά, ρε γαμώτο. Σχεδόν μισό νοίκι. Η τρελή με παρά-


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.