ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ /ΤΡΙΩΝ ΤΟΥ 3ου ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΘΕΡΜΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ (ΤΜΗΜΑ Β5)

Page 1



ΠΡΟΛΟΑΟ΢ Βιαβάζοντας ποίηση, τα παιδιά μαθαίνουν να αφουγκράζονται τα ζωή και όσα αυτή δίνει. Μαθαίνουν να σκέφτονται και να νιώθουν, να αναρωτιούνται και να απαντούν. Γίναι μια υπέροχη διεργασία του νου και της ψυχής. Υέτος στάθηκα ιδιαίτερα τυχερή, γιατί κάποιοι μαθητές από τα δυο τμήματα (το ΐ4 & το ΐ5), που διδάσκω το μάθημα της Λογοτεχνίας της ΐ΄ τάξης, διαθέτουν ιδιαίτερα αυξημένο γλωσσικό και λογοτεχνικό αισθητήριο. ΢κέφτηκα, λοιπόν, να ωθήσω αυτούς, που το διαθέτουν, να το καλλιεργήσουν και μαζί να συμπαρασύρουν και τους υπόλοιπους. Ποιος ξέρει, ίσως το διάβασμα της ποίησης να έχει ως αποτέλεσμα και τη δημιουργία μελλοντικών «ποιητών»! Έτσι, και φέτος - ακολουθώντας μια προσπάθεια, που ξεκίνησε πέρυσι με εργασίες δημιουργικής γραφής για τον Κ. Π. Καβάφη - τους ανέθεσα ως εργασία να δημιουργήσουν ένα ποίημα εμπνευσμένο από τον Καρυωτάκη, να το ζωγραφίσουν, να το σχολιάσουν ή να το ερμηνεύσουν. Σους επιτράπηκε να χρησιμοποιήσουν, αν θέλουν κι όσο τους εξυπηρετεί, τις πληροφορίες για τη ζωή του Καρυωτάκη και το έργο του, που τους είχαν δοθεί και είχαμε συζητήσει μέσα στην τάξη. Θέλησα επίσης, να σπάσω τα δεσμά της σχολικής τάξης, αφού τα παιδιά δούλεψαν χρησιμοποιώντας το Βιαδίκτυο. Μάλιστα, για οποιαδήποτε απορία, επικοινωνούσαν μαζί μου μέσω της διεύθυνσης του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Έτσι, οι περισσότερες από τις εργασίες τους μου εστάλησαν ηλεκτρονικά... Οι προσεγγίσεις των παιδιών ποικίλουν. Κάποιων είναι απλές και επιφανειακές. Ορισμένες είναι περισσότερο διεισδυτικές. Μερικές δίνουν έμφαση στο περιεχόμενο και άλλες στην μορφή. «Γίναι παράξενο πώς γράφει κανείς ποιήματα» όπως μας λέει ο ΢εφέρης, και ιδιαίτερα τα παιδιά, θα προσθέσω εγώ. ΋ποιες κι αν είναι οι προσεγγίσεις τους, αυτές είναι! Και τους αξίζει να τις διαβάσετε. ΢ταυρούλα Αιάγκου, Μάιος 2019


.


ΝΑΣΑΛΙΑ ΚΙΟ΢ΙΑ, Β5


Σο τέλος Ορισμένο το τέλος του καθενός μας, Ίσαμε μια στιγμή θα ζήσουμε. Άνθρωποι είμαστε απλοί, Νομίζοντας πως είμαστε ισχυροί. Θαρρούμε κάτι κάνουμε, Ρωτάμε για να μάθουμε, Ωραία φαίνεται η ζωή, Παρ' όλα αυτά είναι πολύ σκληρή. ΋ντως είναι δύσκολη, Ιδίως αγάπη άμα δεν βιώνουμε. Βεν θέλουμε πολλά. Γλάχιστη μόνο κατανόηση. Ναι έχει τις δυσκολίες ο καθένας, Ώπολύτως φυσιολογικό. Κάποιος κάποτε έσφαλε, ΋πως όλοι εξάλλου. Όστερα αφαίρεσε τη ζωή του Νομίζοντας ότι με τον τρόπο αυτό, Έγνοιες δεν θα υπάρχουν άλλο. Ώμπόνης Μιχάλης, ΐ5 (Aθξνζηηρίδα από ζηίρν ηνπ πνηήκαηνο ηνπ Καξπσηάθε: «Δπξόδσζαλ ηελ αξεηή»)


ΜΙΧΑΛΗ΢ ΑΜΠΟΝΗ΢, Β5


Αραφιάς: ΢κέψεις και ερμηνεία Από ην ζπγθεθξηκέλν πνίεκα ηνπ Καξπσηάθε ζρεκαηίδσ ηελ εηθόλα ελόο αλζξώπνπ, εγθισβηζκέλνπ ζην γξαθείν ηνπ, δπζηπρηζκέλνπ θαη απειπηζκέλνπ, κε “ζνισκέλν” λνπ θαη κάηηα, ν νπνίνο παξ’ όια ηα πξνβιήκαηά ηνπ δελ παξαηάεη ην γξάςηκν. Όζνλ αθνξά, ζηα ηειεπηαία δίζηηρα ηεο θάζε ζηξνθήο (πνπ βξίζθνληαη ζε παξέλζεζε), ην λόεκα έξρεηαη ζε αληηπαξάζεζε κε ην ππόινηπν πνίεκα. Η δηάζεζε πνπ έρεη δελ είλαη κειαγρνιηθή. Νηώζσ πσο ην πνηεηηθό ππνθείκελν νλεηξεύεηαη, νξακαηίδεηαη, πξνζπαζώληαο θάπσο λα μεθύγεη από ηελ πξαγκαηηθόηεηα πνπ βηώλεη.

΢αν δέσμη από ρόδα

΢αν δέσμη από κατακόκκινα ρόδα ένιωσα τη νυχτιά αυτή, μια παράξενη στους δρόμους ευωδία ψυχική. ΢την καρδιά αιφνίδια καλοσύνη, στα χέρια το παλτό. Σο ηθικό μου ανεβασμένο, το καλοκαίρι αυτό, για τις χαρές και τις αγάπες, που θα γευτώ. Αια ένα ταξίδι ονειρευτό. ΐαφόπουλος Ώχιλλέας, ΐ5 (Γεκηνπξγία λένπ πνηήκαηνο, εκπλεπζκέλνπ από ην πνίεκα ηνπ Καξπσηάθε: «Σαλ δέζκε από ηξηαληάθπιια»)


ΑΧΙΛΛΕΑ΢ ΒΑΦΟΠΟΤΛΟ΢, Β5


Αραφιάς: ΢κέψεις και ερμηνεία Ο εγθισβηζκόο ελόο γξαθηά ζηελ θαζεκεξηλή ηνπ ξνπηίλα. Σην γξαθείν ηνπ, ηελ ώξα πνπ εξγάδεηαη, θνηηάδεη απ’ ην παξάζπξν θαη αληηιακβάλεηαη πσο δελ ραίξεηαη ηελ νκνξθηά ηεο θύζεο. Σην πνίεκα, ππάξρεη κηα έληνλε αληίζεζε. Από ηελ κία, ε κίδεξε, ζηελόρσξε, θνπξαζηηθή θαη εμαληιεηηθή εξγαζία – ξνπηίλα ηνπ γξαθηά. Καη από ηελ άιιε, ε ραξά, ε επηπρία, ε νκνξθηά θαη ε δσληάληα ηεο θύζεο, πνπ ν γξαθηάο ζέιεη λα ηελ δήζεη. Είλαη πηζαλό λα απνξεί γηα πνην ιόγν δελ κπνξεί λα απεγθισβηζηεί θαη λα θάλεη απηό πνπ νλεηξεύεηαη. Σθέθηεηαη, ζηελνρσξηέηαη, γίλεηαη νλεηξνπόινο, αιιά ζπλερίδεη ηελ ίδηα θίλεζε κεραληθά. Θνιώλεη, αξξσζηαίλεη, κα ε θίλεζε ζπλερίδεη…

Βημητρασοπούλου Γλένη, ΐ5


ΕΛΕΝΗ ΔΗΜΗΣΡΑ΢ΟΠΟΤΛΟΤ, Β5


Καρυωτάκης , σπουδαίος ποιητής Καρυωτάκης σπουδαίος ποιητής Άλλωστε και Έλληνας Ρεαλιστικός στα ποιήματά του Τποκειμενικός και σοφός στις σκέψεις του ΍ρες δούλευε τα ποιήματά του Σέλος έβαλε στην ζωή του Ώυτοκτόνησε από απογοήτευση Και ερωτική κατάθλιψη Η ζωή του δεν του άρεσε ΢ήμερα όλοι τον θαυμάζουν για τα ποιήματα του

(Aθξνζηηρίδα κε ην όλνκα ηνπ πνηεηή)

Ο ποιητής Καρυωτάκης ΢πουδαίος ποιητής ΐαθιά ερωτευμένος Σο έργο του υπέροχο Η ζωή του ένα τέλος…

ΐογιατζή Φρυσάνθη, ΐ5


ΜΑΡΙΑ ΜΙΧΑΛΑΚΟΤ, Β5


Σο φεγγαράκι απόψε… Σο φεγγαράκι απόψε στο γιαλό… Θα φέγγει το φανάρι Πιο πολύ απ’ το χαρούμενο, τρελό φεγγάρι. ΋λο θα σπάει το κύμα-αφρός ΢τα πόδια μου, σκορπίζοντας αστέρια ΋σο για τις παλάμες μου θα ‘ χουν γίνει δυο λευκά περιστέρια. Θ’ ανέβουν στα ουράνια δυο πουλιά Κι’ ως το φεγγάρι θα πετάξουν Λίγο φεγγάρι θα μου ρίξουν και θ’ αράξουν. Σο πέλαγο χρυσάφι αναλυτό. Θα βάλω τ’ όνειρο μου σε μια βάρκα Ν’ αρμενίσει. Βιαμάντι θα πατώ λαμπρό χαλίκι. Σο γύρω φως πιο λαμπερό Η καρδιά μου σαν ένα μαργαριτάρι Και μες το σκοτάδι… Να το φεγγάρι! Βημητρασοπούλου Γλένη, ΐ5 (Γεκηνπξγία λένπ πνηήκαηνο, εκπλεπζκέλνπ από ην πνίεκα ηνπ Καξπσηάθε: «Τν θεγγαξάθη απόςε»)


ΕΛΕΝΗ ΔΗΜΗΣΡΑ΢ΟΠΟΤΛΟΤ, Β5

(Δηθνλνπνίεζε ηνπ πνηήκαηνο: «Σαλ δέζκε από ηξηαληάθπιια»)


Σο ονειρικό ταξίδι ΋νειρο μεγάλο μου, στερνό ταξίδι αλαργινό με τρανό βαπόρι στα πέρατα του κόσμου να προφτάσω. Σαξίδι μακρινό με μόνη συντροφιά κάτασπρους γλάρους και παιχνιδιάρικα δελφίνια. Και από κει ψηλά από το κατάστρωμα τα σύννεφα να αγναντεύω του καταγάλανου ουρανού και να δαμάζω τα κύματα του τεράστιου ωκεανού. Βικαίως οι αρχαίοι την είχαν θεοποιήσει. Και όταν φτάσω εκεί που το όνειρό μου εποίησα να αράξω μες την γαλήνη, την ηρεμία και την ειρήνη του δικού μου του μυαλού φτιάχνοντας κόσμο όμορφο, μαγικό, ονειρικό.

Γυθυμιάδης Ώλκιβιάδης, ΐ5

(Γεκηνπξγία λένπ πνηήκαηνο εκπλεόκελν Καξπσηάθε: «Τειεπηαίν Ταμίδη»)

από

ην

πνίεκα

ηνπ


(Δηθνλνπνίεζε ηνπ πνηήκαηνο)

ΑΛΚΙΒΙΑΔΗ΢ ΕΤΘΤΜΙΑΔΗ΢, Β4


Σο φεγγαράκι Σο φεγγαράκι θα βγει απόψε στο ακρογιάλι Και θα νιώθω πως θα πέσει σαν μαργαριτάρι Γπάνω μου θα παίζει αυτό σαν σκανταλιάρικο και τρελό. Σο κύμα θα σπάει σαν ρουμπίνι σκορπίζοντας στα ποδιά μου τ’ αστέρια, και οι παλάμες μου θα μοιάζουν με περιστέρια. Σο πέλαγος με το χρυσαφί του χρώμα με ταξιδεύει σε όνειρα άπιαστα και ζηλευτά. Με το καΎκι μου θ’ αρμενίζω και σε όποιον δρόμο θα περνώ λαμπρό χαλίκι θα πατώ. Η καρδιά μου θα γεμίσει φως… Θα την διαπεράσει. Σην μια θα κλαίω την άλλη θα γελώ Και θα βλέπω το φεγγάρι Καλό βράδυ!!! Θεοδωρίδης ΢ωτήρης, ΐ5 (Γεκηνπξγία λένπ πνηήκαηνο, εκπλεπζκέλνπ από ην πνίεκα ηνπ Καξπσηάθε: «Τν θεγγαξάθη απόςε»)


΢ΩΣΗΡΗ΢ ΘΕΟΔΩΡΙΔΗ΢, Β5


Να το φεγγάρι Νύχτα μέρα στον γιαλό αγναντεύω Ώνυπόμονα περιμένοντας την αγάπη μου να βρω. Σόσο αξίζει μια αγάπη, μια γυναίκα ΋σο ένα μαργαριτάρι λαμπερό σαν τα αστέρια Υαρέτρα έγινα για τα βέλη που πληγώνουν την καρδιά μου Γπέμενες πως ήθελες να μείνεις μακριά μου Αιατί όμως περίμενα τα βράδια στο γιαλό Αιατί ήλπιζα για κάτι όχι πλέον εφικτό Άσκοπες οι λέξεις ο χρόνος και το άγχος Ραντίζαν παλιά οι λέξεις σου την καρδιά Ίσως παρομοίαζες με το «τίποτα» την αγάπη και την προσπάθειά μου

Καζάκης Ιωάννης, ΐ5 (Γεκηνπξγία λένπ πνηήκαηνο, εκπλεπζκέλνπ από ην πνίεκα ηνπ Καξπσηάθε: «Τν θεγγαξάθη απόςε» - Ταπηόρξνλα δεκηνπξγείηαη θαη αθξνζηηρίδα από ζηίρν ηνπ ίδηνπ πνηήκαηνο)


ΙΩΑΝΝΗ΢ ΚΑΖΑΚΗ΢, Β5


΢αν δέσμη από τριαντάφυλλα... ΢υγγνώμη που κολλήσαμε στη μέση της διαδρομής Ών μπορούσα θα άλλαζα την έκβαση της επιλογής αυτής Νέα αρχή πρέπει όμως να κάνω Βιαρκώς πρέπει να δίνω και κάτι παραπάνω Γίναι και ο χρόνος που τα περιθώρια στενεύει κι άλλο ΢υνεχώς υπεκφυγές από την πραγματικότητά μου κάνω Μα προσπαθώντας να βρω εμένα, βρήκα κάποιον άλλο Η ανάμνησή σου δεν με αφήνει τις πληγές μου για να γιάνω Ώπλά ελπίζω κάποια μέρα να καταφέρω να αποδράσω Περπατώντας, ψάχνοντας για νέο μέρος, χρειάζομαι μέρος να κρυφτώ ΋μως τα δεσμά σου με εμποδίζουν να αντιδράσω Σώρα είμαι στον δρόμο μου, χωρίς συνεπιβάτες, ελεύθερος να σκεφτώ Ρέεις ακόμα μέσα σε όλο μου το είναι και όμως το νιώθω τόσο σωστό Ιερός ο σκοπός μα η κρίση μου δεν αγιάζει τα μέσα Ών μπορούσα δεν θα σου ‘λεγα ψέματα μα στα λάθη είμαι επιρρεπής, είναι γνωστό Νέο φαινόμενο της πεταλούδας έχει ξεκινήσει, μα τώρα πια οι άνθρωποι ταράζουνε τη φύση Σίποτα δεν χρειάζεται προσπάθεια σε αυτόν τον κόσμο πια όλα ‘γίναν βάτα Ώπλά ελπίζω κάποιος την αρχή να κάνει, τον εαυτό του να νικήσει Υτερό στον άνεμο νιώθω τώρα πια, τίποτα όμως δεν με σταματά Τστεροφημία τίποτα που να με απασχολεί, τις ευθύνες μου έχω κατανείμει Λύνω τα προβλήματά μου μόνη, συμπαραστάτης η θάλασσα Λίγο ακόμα μου έχει μείνει, τώρα πια θολή η μνήμη Ών μπορούσα από αυτή την κοινωνία την δυστυχή θα με απάλλασσα Καπία Φαρά, ΐ5 (Αθξνζηηρίδα από ηνλ ηίηιν ηνπ πνηήκαηνο ηνπ Καξπσηάθε: «Σαλ δέζκε από ηξηαληάθπιια»)


ΧΑΡΑ ΚΑΠΙΑ, Β5


Βεν είμαστε … Βεν είμαστε όργανα μουσικά Ωραία κουρδισμένα με αρμονία. Καλλίφωνοι ήχοι μελωδικοί να βγαίνουν από χορδές σε συμφωνία.

Βεν είμαστε κεραίες ψηλές και δυνατές. ΢τον ουρανό να χάνονται απ' το μάτι. να μεταφέρουν μηνύματα σε κορυφές. ΢τα πέρατα του κόσμου απ' άκρη σ' άκρη.

Βεν είμαστε αισθήματα σημαντικά. Με ελπίδα να γεμίζουμε το «είναι» μας, ούτε με νεύρα ατσάλινα και σταθερά.

΢την ψυχή η θύμηση της αποτυχίας μας πληγώνει. Βεν μας χωρούν τα πράγματα, με λύπη ζούμε την στιγμή. Καταφύγιο δεν βρίσκουμε, χάνοντας έτσι πολύτιμη ζωή!

Μαρία Καπούτση ΐ5 (Γεκηνπξγία λένπ πνηήκαηνο, εκπλεπζκέλνπ από ην πνίεκα ηνπ Καξπσηάθε: «Δίκαζηε θάηη…»)


ΜΑΡΙΑ ΚΑΠΟΤΣ΢Η, Β5


Αια την Γλευθερία… ΢τέκεσαι περήφανη με την φλόγα σου να καίει τους ουρανούς, Μα το φως είναι δυνατό και μαζί τυφλώνει και τον κόσμο που σε κοιτάζει… Και θα σου δώσουν χρήματα για να τους βοηθήσεις , Να τους βοηθήσεις να ξαναδούν καθαρά Θα σε αναζητήσουν από παντού, Γσύ θα παίρνεις τα λεφτά τους χωρίς να τους γιατρεύεις . Μα αυτοί θα έρχονται ξανά και ξανά μέχρι να σε δουν και να σε ευχαριστούν

Μόνο που δεν έχουν καταλάβει κάτι… Γσύ καις τους ουρανούς για να φωτιστεί η αξία σου. ΋χι η ομορφιά σου…

Καρακούση Ιφιγένεια, ΐ5 (Γεκηνπξγία λένπ πνηήκαηνο, εκπλεπζκέλνπ από ην πνίεκα ηνπ Καξπσηάθε: «΢το άγαλμα της ελευθερίας που φωτίζει τον κόσμο»)


ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΚΑΡΑΚΟΤ΢Η, Β5


Έχουμε χαλάσει… Και ναι, έχουμε χαλάσει, Οι νότες μας δεν υπακούν σε αυτά που τους έχουμε διδάξει. Και όταν ο αέρας φυσάει δυνατά και η βροχή πέφτει χαλάζι παράφωνα και τσιριχτά μια νότα αναστενάζει…

Κάτι πίσω μάς τραβάει Και δεν βλέπω την ζωή να προχωράει...

Καρακούση Ιφιγένεια, ΐ5

(Γεκηνπξγία λένπ πνηήκαηνο, εκπλεπζκέλνπ από ην πνίεκα ηνπ Καξπσηάθε: «Γίμαστε κάτι…»)


Η ζωή μας Η ζωή μας κάθε μέρα που κυλάει κάτι αναπάντεχο μας δίνει. Κάθε μέρα μάς ξυπνάει, άραγε, με χαρά την ψυχή μας τη γεμίζει;

Μέρα – μέρα η ζωή κατρακυλάει στη λύπη και στην τρέλα οδηγεί. ΢ε αυτή τη μέρα που περνάει κάτι άσχημο και πάλι θα συμβεί;

Μόνο δύναμη να έχω στη ζωή μου. Η θλίψη τη χαρά μού τη στερεί δεν μου έχει δώσει άλλη επιλογή.

Αια τη ζωή δεν υπάρχουν είσοδοι και δίοδοι την είσοδο στη ζωή την δημιουργείς εσύ και αυτό, πάντα, το θυμάμαι από παιδί.

Καρμίρης Μανώλης, ΐ5 (Γεκηνπξγία λένπ πνηήκαηνο, εκπλεπζκέλνπ από ην πνίεκα ηνπ Καξπσηάθε: «Αραφιάς»)


Μακάρι να ‘χα Μακάρι να είχα ένα αερόστατο να πετάξω… Πάνω από τα σύννεφα να βλέπω τα λιβάδια με τα λουλούδια και τα ποτάμια με τα σπίτια. Αύρω γύρω τα πουλιά μελωδικά να κελαηδούν.

Κατσικάς Κωνσταντίνος, ΐ5

(Γεκηνπξγία λένπ πνηήκαηνο εκπλεπζκέλνπ από ην πνίεκα ηνπ Καξπσηάθε: «Αραφιάς»)


ΚΩΝ΢ΣΑΝΣΙΝΟ΢ ΚΑΣ΢ΙΚΑ΢, Β5


Αραφιάς: ΢κέψεις και ερμηνεία Αξρηθά κε ηελ ρξήζε ηεο ιέμεο «αράξηζην» κνπ έξρνληαη ζηηγκέο απειπηζηηθέο θαη απαηζηόδνμεο, κνλόηνλεο θαη θνπξαζηηθέο. Σηνλ επόκελν ζηίρν δηαθξίλσ κηα έιιεηςε ραξάο, δηαζθέδαζεο θαη επραξίζηεζεο γηα ηελ δνπιεηά πνπ θάλεη. Επηπξόζζεηα ζε όιν ην πνίεκα, δηαθαίλεηαη όηη ην πνηεηηθό ππνθείκελν βηώλεη έλαλ ςπρηθό θάκαην. Όκσο κεηά γξάθεη, «αθόκε γξάθσ», θαη απηό δείρλεη πσο δελ ηα παξαηάεη θαη ζπλερίδεη ηελ δνπιεηά ηνπ. Σε θάζε ζηξνθή ππάξρεη θαη κηα παξέλζεζε, ζηελ νπνία θάλεη αλαθνξά ζηνλ ήιην, ηελ ειεπζεξία θαη ηα ινπινύδηα. Όια απηά δείρλνπλ ραξά θαη ειπίδα, καθξηά από ηε κνλόηνλε θαζεκεξηλόηεηά καο. Κάηη πνπ είλαη απαξαίηεην θαη αλαγθαίν γηα ηνλ θάζε άλζξσπν.

Κιόσια Ναταλία, ΐ5


ΝΑΣΑΛΙΑ ΚΙΟ΢ΙΑ, Β5

(Δηθνλνπνίεζε ηνπ πνηήκαηνο: «Δίκαζηε θάηη μεραξβαισκέλεο θηζάξεο»)


Σο καλοκαίρι αυτό Σα βράδια στην παραλία κάτω απ’ τ’ αστέρια, Περνούσαν οι μέρες. Αρήγορα… Φωρίς να καταλάβω πως είχε τελειώσει. ΋λα είχαν τελειώσει. ΋μως εγώ ήθελα να πάω ξανά εκεί πίσω. Γκεί που όλα έμοιαζαν όμορφα. Γκεί που μπορούσα να είμαι ελεύθερη ΋που να ‘ναι θα έρθει το καλοκαίρι αυτό, το τόσο για μένα, ποθητό.

Κόδου Γιρήνη, ΐ5 (Γεκηνπξγία λένπ πνηήκαηνο, εκπλεπζκέλνπ από ην πνίεκα ηνπ Καξπσηάθε: «Τν θεγγαξάθη απόςε»)


ΕΙΡΗΝΗ ΚΟΔΟΤ, Β5


Σο φεγγαράκι απόψε

Κάθομαι στην θάλασσα και αγναντεύω το φεγγάρι. ΢κέψεις πολλές έχω στο μυαλό μου αναζητώντας το καλό μου. Θέλω να φύγω και να ηρεμήσω το όνειρο μου να πραγματοποιήσω …δεν θέλω τίποτα άλλο.

Μανούσιος Άκης, ΐ5

(Γεκηνπξγία λένπ πνηήκαηνο, εκπλεπζκέλνπ από ην πνίεκα ηνπ Καξπσηάθε: «Τν θεγγαξάθη απόςε»)


ΓΙΩΡΓΟ΢ ΜΑΝΟΤ΢ΙΟ΢, Β5

(Δηθνλνπνίεζε ηνπ πνηήκαηνο)

Καράβι… Καράβι καραβάκι που πλέεις στο γιαλό, Υέρε μου ένα μήνυμα που είναι για καλό Έχω στο μυαλό μου πολύ θλίψη Μα εσύ θα με κάνεις να μην την έχω στο πλευρά μου Μανούσιος Αιώργος, ΐ5 (Γεκηνπξγία λένπ πνηήκαηνο, εκπλεπζκέλνπ από ην πνίεκα ηνπ Καξπσηάθε: «Τειεπηαίν Ταμίδη»)


Σο δικό μου δέντρο Με αδιαφορία και ηρεμία θα αγναντεύω τα δειλινά και τα πρωινά. ΢αν δέντρο θα στέκομαι αμέτοχος και ανεπηρέαστος θα κοιτώ με την ίδια οπτική την θύελλα, αλλά και τον γαλάζιο ουρανό. Και θα λέω πως εκεί βρίσκεται η ζωή, στο φέρετρο, εκεί που οι λύπες κι οι χαρές του ανθρώπου τελειώνουν.

Ξανθίππη Μάνσαλη, ΐ5

(Μεηαηξνπή πνηήκαηνο κε νκνηνθαηαιεμία, ζε ειεύζεξν ζηίρν κνληέξλαο πνίεζεο. Ζ καζήηξηα εκπλεύζηεθε από ην πνίεκα ηνπ Καξπσηάθε: «Γέληξν»)


ΞΑΝΘΙΠΠΗ ΜΑΝ΢ΑΛΗ, Β5

(Δηθνλνπνίεζε ηνπ πνηήκαηνο: «Θέισ λα θύγσ πηα»)


Ώναπνοή Βεν μπορούσα να πάρω ανάσα το δωμάτιο ήταν μικρό, και με έπνιγε. σκεφτόμουνα πολλά κι ήθελα να πω άλλα τόσα… μα δεν είχα κανέναν. Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά κι εγώ δεν μπορούσα να την σηκώσω πια. Μεργανιώτη Ιωάννα, ΐ5 (Γεκηνπξγία λένπ πνηήκαηνο, εκπλεπζκέλνπ από ην πνίεκα ηνπ Καξπσηάθε: «Αραφιάς»)

Σο όνειρο Ήμουν μόνη εκείνο το βράδυ όπως κι όλα τ’ άλλα εσύ ήσουν μίλια μακριά μα εγώ σε ένιωθα δίπλα μου ήθελα να έρθεις κοντά μου και να μην ξαναφύγεις. μα ήξερα δεν γίνεται πως αυτό. Μου έλειπες πολύ εκείνο το βράδυ όπως κι όλα τ’ άλλα. μακάρι να καθόσουν για λίγο ακόμα. Μακάρι να μην έφευγες τόσο νωρίς Μακάρι να ήσουν εδώ ακόμα Μεργανιώτη Ιωάννα, ΐ5 (Γεκηνπξγία λένπ πνηήκαηνο, εκπλεπζκέλνπ από ηε ζρέζε ηνπ Καξπσηάθε κε ηελ Πνιπδνύξε)


ΜΑΡΙΑ ΜΙΧΑΛΑΚΟΤ, Β5

(Εσγξαθηά πνπ απνηππώλεη ην πεξηερόκελν ηνπ πνηήκαηνο ηνπ Καξπσηάθε: «Νπρηεξηλό»)


΋ψομαι Λευκό ύφασμα λερώθηκε από κόκκινο κρασί, τα μάτια μου κρυστάλλινα - πριν καν αποκαλυφθούν - το σώμα μου γυαλί, ραγισμένο, κάτω πλαγιασμένο δίπλα από την θάλασσα. Και έπαψαν τα κύματα να παίζουν. Κάθισα δίπλα από εκείνο το ασάλευτο κορμί, που μου έκλεψε το πρόσωπο και μύριζε κρασί. Κι όμως, μόνο το ηλιοβασίλεμα μου έλκυσε την προσοχή καθώς υφίσταται το τέλος και ονειρεμένη το κοιτούσα. «Ώχός ο ήχος της ζωής συνείδηση του θανάτου» είπα, και το χαμόγελο μού έσπασε τα μου κρυστάλλινα μάτια και από μέσα τους έτρεξε γλυκό νερό. Έσπευσα προς τη θάλασσα -ιλαρός ή και κατηφής- και έγινα με την αντανάκλαση του ηλίου που είχε πλέον χαθεί, κίβδηλος. Μιχαλακού Μαρία, ΐ5

(Δεμιοσργία ποιήμαηος, ηο οποίο αναθέρεηαι ζηις ηελεσηαίες ζηιγμές – ζκέψεις, ηοσ Καρσωηάκε)


ΜΑΡΙΑ ΜΙΧΑΛΑΚΟΤ, Β5

(Σκίηζο ποσ αποησπώνει ηο ποίεμα ηοσ Καρσωηάκε: «Ξεπροβόδιζμα»)


Μάνα και γιος -

Μαμά μου πού είσαι; Αιε μου, αγαπημένε, εσύ που βρίσκεσαι; Βεν με νοιάζει που είμαι εγώ, χωρίς εσένα δεν μπορώ να ζω. Κάθισε αγάπη μου εκεί, και μην κουνιέσαι εγώ θα έρθω και θα σε βρω όπου και να είσαι.

Μπάγια Ώουρέλ, ΐ5 (Βημιουργία νέου ποιήματος, εκπλεπζκέλνπ από το ποίημα του Καρυωτάκη: «Ξεπροβόδισμα»)

ΑΟΤΡΕΛ ΜΠΑΓΙΑ, Β5


ΑΟΤΡΕΛ ΜΠΑΓΙΑ, Β5


ΚΏΡΤΩΣΏΚΗ΢ Κι ύστερα πια δεν είμαστε στα βράδια του Ώπριλίου Ώτίθασα μέλη διαφανή ρούχα Ρίξε το όπλο και σωριάσου πρηνής Όστερα, και του βιου μου την προσπάθεια Ω, τι ζέστη, Θεέ μου, βράζει! Σον έδωκε το γιόρτασμα της νιότης Ώπό χαρτί πλασμένη κι από δισταγμό Καλό ταξίδι, αλαργινό καράβι μου Η ζωή διαβαίνει πέρα στον ορίζοντα σειρήνα ΢το σώμα, στην ενθύμηση πονούμε… Μπάκου Υωτεινή, ΐ5 (Αθξνζηηρίδα πνπ ζρεκαηίδεη ην όλνκα ηνπ πνηεηή θαη θάζε ζηίρνο πξνέξρεηαη θαη από έλα δηαθνξεηηθό ηνπ πνίεκα: «Υζηεξνθεκία» «Απνζηξνθή» «Υπνζήθαη» «Γηθαίσζηο» «Βαξθαξόια» «Σε παιηό ζπκθνηηεηή» «Αλδξείθεια» «Τειεπηαίν ηαμίδη» «Τη λένη πνπ θηάζακε εδώ» «Δίκαζηε θάηη μεραξβαισκέλεο»)


Αια τον Καρυωτάκη ΢την ποίηση κρυβόσουνα σαν σε έδιωχνε η ζωή ΋ταν για τους ποιητές ένιωθες αποστροφή Και τον καθρέφτη σου σαν ρώταγες τι τρέχει να σου πει Βεν ήξερε αν ήταν λάθος ή μια τρέλα η ζωή. Άκουγε τους ανθρώπους να έρχονται κοντά Και έπεφτες στο πάτωμα σερνόσουν μακριά. Φαμένα χρόνια πίστευες πως πέρασες πολλά Φωμένος μες’ στη σκόνη από κίτρινα χαρτιά. Έφυγες πληγωμένος από πληγή δική σου Που νόμιζες πως σου ανοίξαν οι συνάνθρωποί σου. Άφησες όμως πίσω σου ένα γλυκό κρασί. Και ας το ‘χες κάνει εσύ πικρό σε μια ζωή...

Μπάκου Υωτεινή, ΐ5


Η ζωή μου Η κούνια μου στη βιβλιοθήκη ακουμπισμένη κι εγώ ήμουν μέσα τόσο δα μικρός. Μια φωνή για τη ζωή μου λέει… πως θα τη ζήσω όμορφα ο φτωχός. ΋μως μια άλλη δυνατά φωνάζει… η ζωή που θα ‘ρθει πως θα με τρομάζει. Έτσι είναι τελικά ο δικός μου βίος. ΢αν φίδια που τα πόδια μου τσιμπάνε. Μα συνετός στέκω εγώ ο ίδιος. ΢αν τους τρελούς που μόνιμα γελάνε.

Μπάκου Υωτεινή, ΐ5

(Γεκηνπξγία λένπ πνηήκαηνο, εκπλεπζκέλνπ από ηε ζπιινγή: Νεπελζή: «Σαλ πξόινγνο»)


:

ΦΩΣΕΙΝΗ ΜΠΑΚΟΤ, Β5


Σις Κυριακές Σις Κυριακές ο ήλιος μοιάζει να λάμπει περισσότερο και μια αύρα γλυκιά περνά από τους λόφους ΋λα φορούν τα καλά τους και η καρδιά του ανάλαφρη ανηφορίζει στους ουρανούς όσο τα παιδιά παίζουν σε ανθισμένα περιβόλια. Οι καμπάνες φωνάζουν για να κοιτάξουμε ψηλά, εκεί που τα σύννεφα κάνουν στην άκρη για να φανεί ο Θεός. Η δική μου ψυχή, όμως αφήνει τον κόσμο τούτο, στην ευτυχία αυτής της χαρούμενης ημέρας και τραγουδά για το θάνατο. Μπάκου Υωτεινή, ΐ5 (Μεηαηξνπή πνηήκαηνο κε νκνηνθαηαιεμία, ζε ειεύζεξν ζηίρν κνληέξλαο πνίεζεο. Ζ καζήηξηα εκπλεύζηεθε από ην πνίεκα ηνπ Καξπσηάθε: «Κπξηαθή»


Κυριακή

Ο ήλιος ψηλότερα θα ανέβει ΢ήμερα που ‘ναι Κυριακή Υυσάει το αγέρι και σαλεύει Μια θημωνιά στο λόφο εκεί. Σα γιορτινά θα βάλουν κι όλοι θα ‘χουν ανάλαφρη καρδιά Κοίτα στο δρόμο τα παιδιά κοίταξε τ’ άνθη στο περιβόλι.

Σώρα καμπάνες που χτυπάνε είναι ο Θεός αληθινός Πέρα τα σύννεφα σκορπάνε και μεγαλώνει ο ουρανός. Άσε τον κόσμος στη χαρά του Κι έλα ψυχή μου να σου πω ΢αν τραγούδι χαρωπό. Ένα τραγούδι του θανάτου.

Μπάκου Υωτεινή, ΐ5 (Καιιηγξάθεκα ηνπ πνηήκαηνο ηνπ Καξπσηάθε: «Κπξηαθή»Σρεκαηίδεηαη ν ζηαπξόο)


ΑΡΙΕΛΑ ΜΠΑΛΙ, Β5

(Δηθνλνπνίεζε ηνπ πνηήκαηνο ηνπ Καξπσηάθε: «Τν θεγγαξάθη απόςε»)


ΑΡΙΕΛΑ ΜΠΑΛΙ, Β5


Φωρισμός Γίναι λάθος να βρισκόμαστε μαζί Γίναι λάθος να παραμείνουμε ζευγάρι Μείνε μακριά αυτό είναι το σωστό Γίναι το καλύτερο και για τους δυο

΢ε πληγώνω με πληγώνεις Βε σου αξίζω και το νιώθεις Βε θα ήθελα ποτέ να σε αφήσω Ώκόμα και να ξέρα ότι θα σου λείψω

Γίναι δύσκολο το ξέρω Ώλλά θα τα καταφέρω Τπάρχουν αισθήματα ακόμα Ώλλά δεν αλλάζει τώρα Σορουνίδη Βάφνη, ΐ5 (Πνίεκα εκπλεπζκέλν από ην ρσξηζκό ηεο Πνιπδνύξε κε ηνλ Καξπσηάθε)


ΔΑΦΝΗ ΣΟΡΟΤΝΙΔΗ, Β5

(Εικονοποίεζε ηοσ ποιήμαηος: «Χωριζμός»)


Πόλεμος Σο πρώτο βόλι του πολέμου ήταν η αρχή πολλών κακών, απερίσκεπτων πραγμάτων. Οι άνθρωποι σκοτώνονται για ένα κομμάτι γης ή ακόμα και για λίγα λάφυρα με τον φόβο της απώλειας. ΋ταν, όμως, έρθει η στιγμή να θάψεις τους νεκρούς σου, νιώθεις τον ίδιο πόνο με αυτούς την ώρα που πέθαιναν βασανιστικά. ΋ταν, όμως, τελειώσουν όλα αυτά μονομιάς θα λάμψεις ξανά σκεφτόμενος μονάχα τη λευτεριά. Καψάσκης Άγγελος, ΐ5 (Ποίεμα εμπνεσζμένο από ηις εθεβικές μεηαθράζεις ηοσ Καρσωηάκε: «Ο Βερανδέρος και ο Πόλεμος»)


ΔΑΦΝΗ ΣΟΡΟΤΝΙΔΗ, Β5


Γργάστηκαν οι εξής μαθητές & μαθήτριες του τμήματος ΐ5: Ώμπόνης Μιχαήλ - Λάζαρος ΐασιλειάδης Φρήστος ΐαφόπουλος Ώχιλλέας ΐογιατζή Φρυσάνθη Βημητρασοπούλου Γλένη Γυθυμιάδης Ώλκιβιάδης Θεοδωρίδης ΢ωτήριος Καζάκης Ιωάννης Καπία Φαραλαμπία Καπούτση Μαρία Καρακούση Ιφιγένεια Καρμίρης Γμμανουήλ Κατσικάς Κωνσταντίνος Καψάσκης Άγγελος Κιόσια Ναταλία Κόδου Γιρήνη Μανούσιος Αεώργιος Μάνσαλη Ξανθίππη Μεργανιώτη Ιωάννα Μιχαλακού Μαρία Μπάγια Ώουρέλ Μπάκου Υωτεινή Μπάλι Ώριέλα Σορουνίδη Βάφνη



Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.