ΦΑΣΟΥΡΑΣ ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΦΑΣΟΥΡΑΣ -διήγημα-
Τώρα, πότε ακριβώς πρωτοεμφανίστηκαν τα γκούντις , δε θυμάμαι. Θα πρέπει να ήταν εκεί περίπου, λίγο μετά το ογδόντα. Μέχρι τότε, στις επαρχιακές τουλάχιστον πόλεις, ο κόσμος συνήθιζε να τρώει παραδοσιακά. Σε εστιατόρια. Ένα τέτοιο στην όμορφη πόλη μας, ήταν και του Φάσουρα. Ξακουστό εστιατόριο, ελληνικότατο. Μπαίνοντας μέσα, χόρταινες μονάχα με τις μυρωδιές. Και οι πελάτες, ζεστοί άνθρωποί, απλοί. Χωριάτες που έρχονταν στη πόλη για δουλειές κι ήθελαν λίγο πριν φύγουν, να απολαύσουν μια ζεστή σούπα με λίγο κρασάκι, δημόσιοι υπάλληλοι, καταστηματάρχες, έμποροι, ακόμα και μαθητές. Ζεστό περιβάλλον που έδενε με τη νοοτροπία του κόσμου. Μπαίνοντας εκεί, δεν σε κοίταζε κανείς ύποπτα ή καχύποπτα κι αν κάποιος σε φώναζε, σε φώναζε μονάχα γιατί ήταν γνωστός και ήθελε να σε προσκαλέσει στο τραπέζι του. Αν τύχαινε μάλιστα κι ήταν χειμώνας, έβρεχε κι έκανε κρύο, στου Φάσουρα ήταν σκέτο μεγαλείο. Τα τζάμια νοτίζονταν από την άχνα τόσο, που δεν μπορούσες να διακρίνεις έξω, παρά μόνο τις σκιές των διαβατών, που περπατούσαν στο πεζοδρόμιο τυλιγμένοι στα παλτά τους. Παντού μυρωδιές, κουταλοπήρουνα που χτυπούσαν στα πιάτα, ζεστές κουβέντες και βίβα. Και τα γκαρσόνια που πηγαινοέρχονταν, κουβαλώντας δίσκους με διάφορα. Σωστός παράδεισος.
Ο Γιαλής κι ο Ταλιαπές ήταν μαθητές του Λυκείου. Κατάγονταν κι οι δυο από το ίδιο χωριό, μα νοίκιαζαν ένα μικρό δωματιάκι στη πόλη για να παρακολουθούν τα μαθήματα του σχολείου τους. Ένα δωμάτιο που χωρούσε ίσα ίσα, δύο κρεβάτια, και δυο καρέκλες. Λεφτά, δεν είχαν πολλά. Σχεδόν καθόλου. Τη τρίτη κιόλας μέρα της εβδομάδας, τους τέλειωναν. Μετά, την έβγαζαν με αυγά και πατάτες που έφερναν απ’ το χωριό. Μα κάθε Δευτέρα, τόχαν συνήθειο, να πηγαίνουν στο εστιατόριο του Φάσουρα, για ν’ απολαύσουν την ατμόσφαιρα και προπαντός, το φαγητό που τους άρεσε πιο πολύ. Μια ζεστή φασολάδα με φρέσκο ψωμί. Όμως δεν άργησαν να κάνουν τη γνωριμία τους με τα γκούντις, μιας κι αυτά άρχισαν κάποτε να φυτρώνουν σα μανιτάρια, σε κάθε γωνιά της Ελλάδας.
Εκείνη την ημέρα, είχαν τσεπώσει απ’ το σχολείο, το ποσό των επτακοσίων δραχμών ο καθείς, ένα βοήθημα που έδινε δύο φορές το χρόνο η πολιτεία, για τα έξοδα μετακίνησης όσων παιδιών ήταν απ’ τα χωριά. Με το σχόλασμα λοιπόν, είχαν κάθε λόγο να Αισθάνονται πλούσιοι, γιατί αυτή την εποχή, επτακόσιες δραχμές, στη τσέπη ενός φτωχού μαθητή, δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητο ποσό. Επόμενο ήταν λοιπόν, εκείνο το μεσημέρι, να μην τους χώραγε το δωματιάκι τους. Ούτε ήταν δυνατό να συμβιβαστούν με τηγανιτές πατάτες. Αφού άφησαν τα βιβλία τους στο τραπέζι, αποφάσισαν να βγουν έξω για φαγητό. Ο καιρός ήταν μουντός. Βαριά
σύννεφα ήταν απλωμένα στον ουρανό και έριχνε χιονόνερο. ΄΄ Μπορεί να το γυρίσει σε χιόνι΄΄ είπε ο Γιαλής και σήκωσε το γιακά του. Πήγαιναν γραμμή για του Φάσουρα, μα έπεσαν πάνω στο γκουντις, που εδώ και λίγο καιρό, είχε κάνει την εμφάνισή του στην πόλη. Δεν είχαν ξαναμπεί μέσα ούτε είχαν ιδέα, τι ακριβώς ήταν το γκούντις. Ήξεραν μόνο πως ήταν φαγάδικο. Ο Γιαλής κοντοστάθηκε. ΄΄Ρε συ, δε μπαίνουμε σ’ αυτό το καινούριο; καλό φαίνεται΄΄ είπε και κόλλησε τη μύτη του στη τζαμαρία. Σχεδόν όλο το κεφάλι του ήταν χωμένο στο γιακά και είχε τα χέρια στις τσέπες. Το πρόσωπό του, κατακόκκινο απ’ το κρύο. ΄΄Ρε πάμε στου Φάσουρα!» είπε ο Ταλιαπές και κίνησε να φύγει. Ήταν όμως αργά. Ο Γιαλής είχε σπρώξει την πόρτα και έμπαινε μέσα. Μόλις μπήκε, έτριψε ικανοποιημένος τα χέρια, διάλεξε ένα τραπέζι και κάθισε. Ο άλλος, θέλοντας και μη τον ακολούθησε, κοιτάζοντας καλά καλά τα ιερογλυφικά αγγλικά της ασπροκόκκινης φίρμας. Δε σκάμπαζαν και οι δύο γρι αγγλικά κι ας διδάσκονταν στο σχολείο. Τα είχαν εξορίσει παντελώς από τα ενδιαφέροντα τους και δεν τους έδιναν καμιά σημασία. Απόμειναν να εξετάζουν το χώρο, χωρίς να μιλούν. ΄΄Καλό φαίνεται΄΄ είπε κάποια στιγμή ο Γιαλής. ΄΄ Σα του Φάσουρα, όχι΄΄ ΄΄Και καθαρό ΄΄ ΄΄Μόνο οι γκόμενες αξίζουν΄΄ είπε ο Ταλιαπές, κοιτώντας στο βάθος τις κοπέλες με τα ομοιόμορφα κατακόκκινα ρούχα. Ο Γιαλής τράβηξε το φερμουάρ από το μπουφάν του κι άπλωσε τα χέρια στο τραπέζι. ΄΄Τι θα φάμε;΄΄ ΄΄Μια από τα ίδια. Φασολάδα!΄΄ ΄΄Κι έχω μια πείνα…΄΄ Περίμεναν κάνα τέταρτο, μα κανένας δεν ήρθε στο τραπέζι τους να παραγγείλουν. Εντωμεταξύ, πελάτες μπαινόβγαιναν. Κάποτε η υπομονή τους εξαντλήθηκε. Ο Γιαλής είχε ανάψει κιόλας από τη ζέστη. Έβγαλε το μπουφάν και το φόρεσε πίσω του στην πλαστική καρέκλα. ΄΄Καλά ρε, πούνε το γκαρσόν;΄΄ είπε αγανακτισμένος ψάχνοντας τριγύρω. Ο Ταλιαπές έσκυψε συνωμοτικά προς το μέρος του. ΄΄Αυτοί εδώ,΄΄ έδειξε με ένα αδιόρατο νεύμα του κεφαλιού ένα ζευγάρι που έτρωγε δίπλα τους ΄΄ήρθαν μετά από μας και τρώνε!΄΄
΄΄Μας γράφουν!΄΄ έκανε τσαντισμένος ο Γιαλής και σηκώθηκε κοιτάζοντας προς το βάθος που βρίσκονταν οι κοπέλες. Μια από αυτές, τον είδε. Ο Γιαλής σήκωσε το χέρι. ΄΄Το κατάστημα είναι σελφ σερβις ΄΄ φώναξε εκείνη. Κάμποσοι απ’ τους πελάτες στράφηκαν προς το μέρος τους. Ο Γιαλής τάχασε. Κούνησε λίγο το κεφάλι και ξανακάθισε σα βρεγμένη γάτα. ΄΄Τι είπε ρε;΄΄ ψιθύρισε ανήσυχος. Ο Ταλιαπές, άρχισε να νιώθει και κείνος άβολα. ΄΄Ρε, μήπως είναι τίποτα φαγάδικο της υψηλής κοινωνίας και δε θέλουν να μας σερβίρουν;΄΄ Ο Γιαλής απόμεινε για λίγο σκεφτικός. Λες νάταν έτσι τα πράγματα; Λες νάρχονται τίποτα δήμαρχοι και τέτοιοι εδώ μέσα κι αυτοί μπούκαραν σα νάταν το αφάν κατέ της πόλης; Πάντως ήταν χλιδάτο το κατάστημα. Κοίταξε με τρόπο τους πελάτες τριγύρω. Μπα, ίδιοι μ’αυτούς φαίνονταν, μα πάλι που ξέρεις… σάμπως έχουν καμιά στάμπα οι δήμαρχοι; Μερικοί όμως λοξοκοιτούσαν περίεργα. ΄΄Ξέρω ΄γω… πάμε να φύγουμε;΄΄ ψιθύρισε ρίχνοντας τα μάτια του στην πόρτα. Ήταν έτοιμοι να φύγουν, όταν ακούστηκε πάλι η φωνή της κοπέλας. ΄΄Πρέπει να έρθετε εδώ να παραγγείλετε!΄΄ ΄΄Πέστο μας ντε!΄΄ ψιθύρισε ανακουφισμένος ο Γιαλής και σηκώθηκε. Τον ακολούθησε και ο άλλος, μα όταν έφτασαν στο πάγκο, τους περίμενε κι άλλη έκπληξη. Ενώ στου Φάσουρα, όλα τα φαγητά ήταν αραδιασμένα στη βιτρίνα, εδώ δεν υπήρχε τίποτα. ΄΄Τι θα θέλατε;΄΄ τους ρώτησε ευγενικά η κοπέλα. ΄΄Φασολάδα΄΄ είπε ο Ταλιαπές. Η κοπέλα πήγε να γελάσει μα κρατήθηκε. ΄΄Δεν έχουμε φασολάδα΄΄ Απόμειναν και οι δύο αποσβολωμένοι. Γιατί δεν ήταν μόνο ότι αυτό το φαγάδικο δεν διέθετε το αγαπημένο τους φαγητό, δεν μπορούσαν να κατανοήσουν τι σόι φαγάδικο ήταν αυτό χωρίς φασολάδα. Και μάλιστα στη καρδιά του χειμώνα! Ξαφνικά ένιωσαν ξένοι. Σα να μη βρίσκονταν στη γη. Σαν μια μαγική και αόρατη δύναμη να τους μετέφερε κάπου αλλού, κάπου πολύ μακριά. Στο διάστημα. Ναι, σε κάποιον απομακρυσμένο γαλαξία. Ίσως σ’ ένα διαστημικό σταθμό. Περίεργες καρέκλες, τραπέζια, μυστήρια μέταλλα, πλαστικά λουλούδια.
΄΄Τι έχετε;΄΄ κατόρθωσε κάποια στιγμή να ψελλίσει ο Ταλιαπές. ΄΄Χάμπουργκερ, τσιζμπεργκέρ, κλαμπ σάντουιτς… ΄΄ Τα παιδιά κοιτάχτηκαν μεταξύ τους με τρόμο. Νάτο! Διαστημικά φαγητά. Ένας Θεός ξέρει τι ήταν. Άλλος Θεός. Για λίγη ώρα, δεν έλεγαν τίποτα. Τι να πουν, ιδέα δεν είχαν τι φαγητά ήταν αυτά. Ο Γιαλής ήθελε να ανοίξει η γη να τον καταπιεί. Τουχε φύγει και η πείνα, τούχαν φύγει όλα. Τι να απαντούσε; Και να ήθελε να παραγγείλει κάτι απ΄ αυτά μόνο και μόνο για να μη γίνει ρεζίλι, δε θυμόταν πως τα είπε η κοπέλα. Και να θυμόταν, θα στραμπούλαγε τη γλώσσα του, δε θα μπορούσε να τα προφέρει. Ναι, ρεζίλι θα γινόντουσαν – αν δεν είχαν κιόλας γίνει – γι’ αυτό ήθελε να ανοίξει η γη και να τον καταπιεί. Γιατί όλα τα άντεχε ο Γιαλής, μόνο το ρεζιλίκι δεν άντεχε. Ένιωθε κιόλας ένα σωρό μάτια κολλημένα στη πλάτη του, έτοιμα να ξεσπάσουν σε γέλια. Δεν υπήρχε αμφιβολία, κουταμάρα έκαναν που μπήκαν εδώ μέσα, άλλα τώρα τι γίνεται… ΄΄Κοιτάξτε από πάνω σας, τι σας αρέσει΄΄ είπε η κοπέλα και προχώρησε λίγο αριστερά να ανακατέψει κάτι πατάτες που τηγανίζονταν σε ένα συρμάτινο δίχτυ. Προς στιγμή ανακουφίστηκαν. Έστρεψαν τα κεφάλια τους ψηλά. Μεγάλες έγχρωμες φωτογραφίες με διάφορα παράξενα φαγητά βρίσκονταν εκεί. Άρχισαν να τα παρατηρούν ένα ένα. ΄΄Αποφασίσατε;΄΄ Η κοπέλα βρισκόταν και πάλι μπροστά τους. ΄΄Εγώ θέλω αυτό! Είπε ο Ταλιαπές λιγάκι εκνευρισμένος, γιατί ήξερε πως είχε κοκκινίσει σα παντζάρι. ΄΄Τσιζμπεργκέρ;΄΄ ρώτησε η κοπέλα. ΄΄Ναι απ’ αυτό΄΄ ΄΄Πόσα;΄΄ ΄΄Δύο΄΄ είπε χωρίς καλά καλά να σκεφτεί. Τώρα πως του ήρθε αυτό το δύο; Ξαφνικά φοβήθηκε πως η κοπέλα θα ξεσπούσε σε γέλια. Θα το περνούσε για λιμάρη. Στη φωτογραφία αυτό το τσιζμπεργκέρ, φαινόταν τεράστιο. Αν ήταν έτσι και στην πραγματικότητα; Θα μπορούσε άραγε να τα φάει τόσο μεγάλα που έδειχναν; Και δε θα γελούσε ο κόσμος αν έβλεπε να έχει μπροστά του αυτά τα δύο άτιμα τσιζμπεργκέρ, που έμοιαζαν να είναι μεγάλα σα γαλοπούλες; Ρε που έμπλεξε… Όμως η κοπέλα, δε ξέσπασε σε γέλια. Μόνο φώναξε δυνατά την παραγγελία προς τις άλλες.
Έπειτα στράφηκε στον Γιαλή. ΄΄Εσείς;΄΄ ΄΄Απ’ αυτό…΄΄ Κλαμπ – σάντουιτς! ΄΄ ΄΄Ναι απ’ αυτό…΄΄ ΄΄Ένα κλαμπ – σάντουιτς! Ξαναφώναξε δυνατά εκείνη. ΄΄Τι θα πιείτε; ΄΄ Ο Γιαλής δεν έχασε καιρό. ΄΄Νερό!΄΄ είπε αμέσως και μ’ ένα ύφος θριάμβου, πιστεύοντας ότι της την είχε φέρει. Όχι θα έκανε το λάθος, να παραγγείλει τίποτε άλλο σα τη φασολάδα και να το πήγαιναν πάλι απ’ την αρχή. Όμως…έχε πλάκα να τους φάνηκε πάλι αστείο που ζήτησε νερό…έχε πλάκα να μην είχαν νερό… Ακόμη και αυτό θάπρεπε να το περιμένει εδώ μέσα, ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που μπήκανε… Όμως η κοπέλα άρχισε να ετοιμάζει δυο κόκκινους δίσκους με τα’ απαραίτητα. Έβαλε στο καθένα από ένα πλαστικό ποτήρι νερό. Ευτυχώς, είχαν ξεμπερδέψει. Ευτυχώς… ΄΄Στο τσιζμπεργκέρ σος, θέλετε;΄΄ φώναξε μια κοπέλα από το βάθος κοιτάζοντας κατάματα τον Ταλιαπέ. Εκείνος, τάχασε πάλι. Άλλα βάσανα. Τώρα, τι σκατά ήταν αυτό το σος; Λοξοκοίταξε τον Γιαλή, περιμένοντας βοήθεια. Μάταιος κόπος. Ο άλλος έμοιαζε περισσότερο χαμένος απ’ τον ίδιο. Θα μπορούσε απλά να πει ένα όχι, αλλά είχε κολλήσει. Χωρίς καλά καλά να το καταλάβει, σήκωσε τρέμοντας το χέρι και έσμιξε σχεδόν το δείκτη με τον αντίχειρα. Βάλτε αλλά λίιιγο…΄΄ Η κοπέλα έσταξε σ’ ένα μπιφτέκι, μερικές σταγόνες από ένα παχύρρευστο υγρό. Έπειτα το καπάκωσε με δυο ψωμάκια. Αυτό θάταν το τσιζμπεργκέρ. Όχι δεν ήταν σα γαλοπούλα, μια χαψιά ήταν. Σε λίγο οι δίσκοι ήταν μπροστά τους. Ετοιμάστηκαν να τους πάρουν και να πάνε επιτέλους σ’ ένα τραπέζι μα η κοπέλα κάτι χτύπησε στη ταμειακή μηχανή. ΄΄Ογδόντα πέντε δραχμές!΄΄ είπε και περίμενε να πληρώσουν. ΄΄ Ωραίο μαγαζί! Παίρνουνε τα λεφτά μπροστά να μη λακίσουμε! Άμα με ξαναδείτε γράφτε μου!΄΄ σκέφτηκε ο Ταλιαπές, καθώς έβγαζε απ’ τη τσέπη λεφτά να πληρώσει. Τέλος, πήραν ο καθείς το δίσκο του και πήγαν στο τραπέζι τους.
Η αλήθεια ήταν πως ήθελαν να φύγουν. Αλλά έπρεπε να κάτσουν να φάνε όπως όπως αυτά τα πράγματα που παρήγγειλαν και μετά να πάνε στην ευχή του Θεού. Η μάλλον στου Φάσουρα θα πήγαιναν, γιατί ήταν αδύνατο να χορτάσουν με τούτα δω. Ο Ταλιαπές έπιασε να ξετυλίγει σιγά σιγά το χαρτί περιτυλίγματος του τσιζμπεργκέρ. Όταν το ξεγύμνωσε, άρχισε να το εξετάζει απ’ όλες τις μεριές. Το άνοιξε κιόλας, κοίταξε καλά καλά το περιεχόμενο, το μύρισε, ξανάκλεισε το καπάκι, πάλεψε για λίγο με τη σκέψη αν έπρεπε να το πετάξει ή να το φάει, στο τέλος όμως το αποφάσισε. Μια ψυχή πούναι να βγει ας βγει. Άρχισε να το φέρνει σιγά σιγά στο στόμα του. Μα τότε ακριβώς, άκουσε το σκούξιμο του Γιαλή. Σήκωσε τα μάτια. Ο Γιαλής έδειχνε νάχει πάθει ξαφνικά συγκοπή. Τα μάτια του κόντευαν να πεταχτούν έξω από τις κόχες. Είχε κοκκινίσει σα παπαρούνα. Το στόμα του ήταν ορθάνοιχτο και μπουκωμένο απ’ αυτό το περίεργο πράγμα που είχε παραγγείλει. Και έσκουζε… Για λίγα δευτερόλεπτα ο Ταλιαπές δεν ήξερε τι να κάνει. ΄΄Τι έπαθες ρε;΄΄ Τίποτα. Ο Γιαλής δεν έδινε απάντηση΄ και πώς να δώσει άλλωστε έτσι μπουκωμένος που ήταν. Μόνο έσκουζε ολοένα και περισσότερο. Ο Ταλιαπές σηκώθηκε και άρχισε να τον χτυπάει με δύναμη στην πλάτη, νομίζοντας πως πνιγόταν. Ο άλλος όμως, με το ένα χέρι τον έσπρωχνε μακριά. Με το άλλο, προσπαθούσε να βγάλει το κομμάτι του κλαμπ – σάντουιτς που τούφραζε το στόμα. Διάφοροι πελάτες σηκώθηκαν απ’ τις θέσεις τους κι άρχισαν να μαζεύονται ανήσυχοι τριγύρω. Ο Γιαλής κάποια στιγμή τα κατάφερε. Τράβηξε απ’ το στόμα του το τριγωνικό κομμάτι του κλαμπ κι άρχισε λυτρωμένος, να παίρνει βαθιές ανάσες. Όταν συνήλθε κάπως, έδειχνε πολύ θυμωμένος. Άρχισε να ψάχνει τα υπόλοιπα κομμάτια του που βρίσκονταν απείραχτα στο δίσκο του. Ναι, όλα είχαν μέσα τους, περασμένη κάθετα μια οδοντογλυφίδα που ίσα ίσα φαίνονταν η μύτη της. Αυτή είχε κάνει τη ζημιά. Ο Γιαλής χωρίς να ξέρει, πέρασε όλο το τριγωνάκι στο στόμα του, μα η οδοντογλυφίδα στάθηκε όρθια στον ουρανίσκο και την υπογλώσσια χώρα μην αφήνοντας κανένα περιθώριο στον Γιαλή, ν’ ανοίξει ή να κλείσει το στόμα του. Τώρα είχε θυμώσει πολύ. ΄΄Οι παλιοσκρόφες, μας κάναν πλάκα1 Έχουν κρύψει οδοντογλυφίδες εδώ μέσα!΄΄ είπε και έριξε ένα αγριωπό βλέμμα στις κοπέλες, που παρακολουθούσαν ανήσυχες. ΄΄ Όχι κύριε!΄΄ διαμαρτυρήθηκε μια απ΄ αυτές ΄΄ έτσι σερβίρεται το κλαμπ σάντουιτς…΄΄ ΄΄Να το φας μόνη σου μωρή!΄΄ είπε ο Γιαλής και πήρε το μπουφάν του απ’ τη καρέκλα. ΄΄Πάμε να φύγουμε από δω!΄΄ είπε στον φίλο του και με γοργά βήματα διέσχισε το μαγαζί, έσπρωξε με δύναμη τη πόρτα και βγήκε έξω.
Αυτή τη φορά, πήγαν κατευθείαν στου Φάσουρα, χωρίς ν’ αλλάξουν κουβέντα. Μόλις πέρασαν μέσα και τα πόδια τους πάτησαν το ξύλινο πάτωμα του εστιατορίου, ήρθαν στα συγκαλά τους. Σα να πάτησαν στέρεα γη΄ σα να επέστρεψαν απ’ τον μακρινό γαλαξία που μέχρι τώρα βρίσκονταν. Ένα σωρό γνώριμοι, τρωγόπιναν κουβεντιάζοντας. Κάποιοι τους χαιρέτησαν φιλικά. Τα γκαρσόνια όπως πάντα πηγαινοέρχονταν. Η σόμπα πετρελαίου στο κέντρο του μαγαζιού, έκαιγε αγέρωχα στέλνοντας τη ζέστη της και στη τελευταία ακρούλα. Έπιασαν ένα τραπέζι και κάθισαν. Σχεδόν αμέσως, τους ήρθε ένα μισόκιλο κερασμένο. Ο Γιαλής ανάσανε ανακουφισμένος, καθώς τα γέμιζε. Τσούγκρισαν και σήκωσαν τα ποτήρια στη παρέα που τους κέρασε. Σε λίγο, δυο ξέχειλα πιάτα ζεστής και μυρωδάτης φασολάδας, εναποτέθηκαν με προσοχή κάτω από τη μύτη τους. Και φέτα. Και ελιές. Και μπόλικο ψωμί. Άρχισαν να τρώνε με όρεξη, ενώ κάθε τόσο σταματούσαν και ρουφούσαν το κρασάκι τους. Στο τέλος άναψαν τσιγάρο. Ο Γιαλής μέσα απ’ τους καπνούς, χορτασμένος και λίγο ζαλισμένος, απολάμβανε τις ωραίες στιγμές… Θα μπορούσαν να καθίσουν έτσι μέχρι το βράδυ μα κάποτε σηκώθηκαν. Πλήρωσαν και βγήκαν. Έξω έκανε φοβερό κρύο, ενώ χοντρές νιφάδες χιονιού, είχαν αρχίσει να πέφτουν από παντού. Καθώς φορούσαν τα μπουφάν τους, οι ματιές τους συναντήθηκαν. ΄΄Ρε Φάσουρας και πάλι Φάσουρας!΄΄ είπαν σχεδόν ταυτόχρονα και ξέσπασαν σε γέλια…