Σιγά μην πεθαίναμε

Page 1

ΣΙΓΑ ΜΗ ΠΕΘΑΙΝΑΜΕ! -διήγημαχαρισμένο στους Αιγιάννηδες αυτού του κόσμου...

Είχε αρχίσει να το στρώνει στην πλατεία της μικρής επαρχιακής πόλης εκείνο το μεσημέρι και το χιόνι συνέχιζε να πέφτει πυκνό. Μα η κίνηση ήταν ακόμη μεγάλη. Τα μαγαζιά παρέμεναν ανοιχτά και οι άνθρωποι πηγαινοέρχονταν βιαστικοί κάνοντας τα τελευταία τους ψώνια, προτού για τα καλά το χιόνι -που προβλεπόταν πολύ- τους αποκλείσει. Ανάμεσά τους περπατούσε βιαστικός και ο Θέμης. Μαθητής της δεύτερης τάξης του Λυκείου, είχε ξεμείνει στη πόλη, γιατί με τέτοιον καιρό δεν αναχώρησε το λεωφορείο που θα τον πήγαινε στο χωριό του και ο καημένος, μιας και αυτήν την χρονιά δεν είχε νοικιάσει δωμάτιο στην πόλη που φοιτούσε αλλά πηγαινοερχόταν καθημερινά με την συγκοινωνία, δεν ήξερε πού να πάει. Στην αρχή, αφού τα έβαλε με τον εαυτό του που δεν έφυγε δύο ώρες νωρίτερα από το σχολείο ώστε να προλάβει το λεωφορείο των δώδεκα, προσπάθησε να βρει κάποιον μεγαλύτερο συγχωριανό του, που είχε έρθει ίσως στην πόλη με το αυτοκίνητό του ώστε να επιστρέψει με κείνον, αλλά μάταια. Δεν βρήκε κανέναν. Δεν του απέμενε λοιπόν, παρά να γίνει βάρος σε κάποιον φίλο, που είχε δωμάτιο στην πόλη. Μα την στιγμή που σκεφτόταν ακριβώς σε ποιον, ξέκρινε ανάμεσα στον κόσμο, τον φίλο και συγχωριανό του Άγγελο. Ερχόταν καταπάνω του ροδοκόκκινος, παγωμένος, χιονισμένος και ο Θέμης τον είδε σαν πραγματικό άγγελο που κατέβηκε από τον ουρανό για να τον σώσει. -Τι έγινε, ξέμεινες εδώ; Έλα πάμε στο σπίτι μου! του είπε χαμογελώντας μεγαλόκαρδα όταν έφτασε κοντά του και ο Θέμης ένιωσε να φεύγει από πάνω του ένα τεράστιο βάρος. Οι δύο φίλοι άρχισαν να περπατούν μέσα στο χιόνι, όμως ο Άγγελος γρήγορα φανέρωσε στον Θέμη το δικό του πρόβλημα. Δεν είχε τίποτα στο σπίτι του για φαγητό και κάτι έπρεπε να κάνουν. Στάθηκαν λοιπόν δίπλα από ένα μανάβικο, ψάχτηκαν και ένωσαν τα λιγοστά ψιλά τους, που έφτασαν ίσα ίσα να αγοράσουν μισή φρατζόλα ψωμί και ένα κιλό πατάτες. Έτσι ησυχασμένοι, απένταροι μα ευτυχισμένοι και χαρούμενοι, κίνησαν για το φτωχικό του Άγγελου. Όταν έφτασαν στην πόρτα, χτύπησαν τα πόδια τους στο πάτωμα, τίναξαν από τα ρούχα και τα μαλλιά τους το χιόνι και μπήκαν. Το δωματιάκι ήταν μικρό. Είχε δύο κρεβάτια αντικριστά, ένα τραπέζι στο κέντρο, μια ξυλόσομπα στην μια πλευρά του τοίχου και στην γωνία έναν νεροχύτη με λίγα κουζινικά κι ένα μικρό γκαζάκι υγραερίου για μαγείρεμα. Το πρώτο που έκαναν, ήταν να ανάψουν την σόμπα. Δίπλα στην εξώπορτα κάτω από την σκάλα, ο πατέρας του Άγγελου είχε μεταφέρει απ' το χωριό μια τρακάδα κομμένα ξύλα. Πήραν τρία τέσσερα κούτσουρα από δαύτα, τα έβαλαν στην σόμπα και την άναψαν. Μετά επιδόθηκαν στο μαγείρεμα. Έκοψαν τις πατάτες και και τις έβαλαν στο τηγάνι να τις τηγανίσουν. Όταν αυτές ροδοκοκκίνησαν μέσα στο λάδι, τις έριξαν όλες μαζί σε μια πιατέλα. Αλάτι έριξε ο Θέμης μα ο Άγγελος που έκοβε εκείνη


την ώρα το ψωμί στο τραπέζι, τον παρότρυνε να ρίξει μπόλικο. -Ρίξε μπόλικο Θέμη! Πάει το αλάτι με τις πατάτες! Του άρεσε και του Θέμη το αλάτι, γι' αυτό τις πασπάλισε καλά και αφού τελείωσε, έφερε την πιατέλα στο τραπέζι. -Ε ρε Παναγία μου κι έχω μια πείνα! είπε ο Άγγελος κρατώντας το πηρούνι στα χέρια του σαν σπαθί, έτοιμος να χιμήξει καταπάνω στους εχθρούς. Έξω το χιόνι συνέχιζε να πέφτει πυκνό μα οι δύο φίλοι ένιωθαν σαν βασιλιάδες κι ας ήταν το γεύμα τους τόσο φτωχικό. Εξ' άλλου, τι θέλει με τέτοιον καιρό ένας άνθρωπος για νάναι ευτυχισμένος; Ένα κεραμίδι πάνω απ' το κεφάλι του, ζέστη και γεμάτη κοιλιά. Τα δύο τα είχαν. Τώρα θα γέμιζαν και την κοιλιά τους. Όταν όμως άρχισαν να δοκιμάζουν τις πατάτες, κάτι δε πήγαινε καλά. Πολύ γλυκές. -Τι πατάτες είναι αυτές ρε; είπε με έναν μορφασμό αηδίας ο Άγγελος. -Πολύ γλυκές! συμφώνησε ο Θέμης. -Έριξες αλάτι; -Ουουου ένα σωρό, δε βλέπεις; -Από πού; Ο Θέμης έδειξε το βαζάκι πάνω στον νεροχύτη. -Φτου! Αυτό είναι ψιλή ζάχαρη ρε βλάμη!! Ο άλλος πετάχτηκε πάνω. Άνοιξε το βαζάκι και δοκίμασε. Πράγματι, ήταν ζάχαρη. Είχε πασπαλίσει τις πατάτες με ζάχαρη! Ο Άγγελος παραμέρισε το πιάτο. -Έμεινε καμιά πατάτα; Όχι. Τις είχαν τηγανίσει όλες... Απόμειναν αμίλητοι πάνω απ' το τραπέζι. Πρσπάθησαν ξανά να φάνε. -Δε τρώγονται με τίποτα! Ο Άγγελος έκανε άνω κάτω το μικρό ντουλαπάκι κάτω από το νεροχύτη μπας και είχε ξεμείνει εκεί κανένα αυγό. Τίποτα. Βρήκε μόνο ένα ξεχασμένο κρεμμύδι. Οι δυο φίλοι δεν είχαν τίποτε άλλο πια, παρά μισή φρατζόλα ψωμί κι ένα κρεμμύδι. Ο Θέμης άρχισε να νιώθει άσχημα. Όχι μόνο φορτώθηκε στον φίλο του, μα του χάλασε και το τελευταίο του γεύμα. Όσο κι αν γελούσε με το πάθημά τους ο Άγγελος, όσο κι αν τον καθησύχαζε, εκείνος αισθανόταν μέσα του τύψεις.


-Δε πειράζει βλάμη, μέρα είναι θα περάσει. Μόνο να σταματήσει το χιόνι και αύριο κάτι θα κάνουμε! -Κι αν δεν σταματήσει; ρώτησε με τρόμο ο Θέμης. -Αν δεν σταματήσει θα φάμε τις φλούδες απ' τα ξύλα!

Έφαγαν σκέτο ψωμί καθισμένοι δίπλα στην σόμπα, μα δεν χόρτασαν. Πρσπάθησαν να ξεχάσουν την πείνα τους συζητώντας για διάφορα μα πάλι δε κατάφεραν τίποτα. Το μυαλό τους όλο εκεί γυρνούσε. Και δεν ήταν μόνο το σήμερα, ήταν και ο φόβος για το αύριο. Ποιος ξέρει πόσες μέρες θα κρατούσε αυτό το χιόνι. Ο Άγγελος σηκώθηκε κι άρχισε να φέρνει νευρικές βόλτες μέσα στο δωμάτιο. Και εκεί επάνω σαν να μην έφταναν όλα, κόπηκε και το ηλεκτρικό. Είχε αρχίσει για τα καλά να σουρουπώνει και το δωματιάκι βυθίστηκε ξαφνικά στο σκοτάδι. Ο Άγγελος έβρισε κι άρχισε ψαχουλευτά να γυρεύει κεριά. -Κάπου εδώ τα είχε αφήσει η μάνα μου, πού σκατά είναι... Τέλος τα βρήκε. Άναψε δυο τρία, τα τοποθέτησε όρθια σε δυο ποτήρια και το δωματιάκι φωτίστηκε ξανά έστω κι έτσι. Ο Άγγελος αφού τακτοποίησε και αυτό το ζήτημα, στάθηκε για λίγο σκεφτικός πάνω από την σόμπα σα να ζύγιαζε μέσα του μια απόφαση και στο τέλος άρπαξε από την κρεμάστρα ένα παλιό μαύρο παλτό και άνοιξε την πόρτα. -Περίμενε, έρχομαι! είπε αποφασιστικά και βγήκε. Επέστρεψε μετά από κάνα τέταρτο. Παγωμένος, χιονισμένος μα χαρούμενος. -Βλάμη δύο μέτρα θα βάλει, ρίχνει κάτι νιφάδες σα κοτρώνες! είπε κι άρχισε να ξεφορτώνει από τις τσέπες του παλτού του στο τραπέζι, χίλια θαύματα. Σαλάμια, τυριά, κονσέρβες, πατάτες, λάδι, αυγά, ψωμί. Μέχρι και ένα μπουκάλι κρασί έβγαλε. Και δυο ρέγγες. Και σοκολάτες. Και μπισκότα. Ακόμη και τσιγάρα. Όλα τα καλά του Θεού. -Όσο έχεις εμένα ρε, μη φοβάσαι τίποτα! Ο Θέμης είχε ανοίξει το στόμα σα χάνος. -Πού τα βρήκες όλα αυτά ρε; -Ας φάμε πρώτα! Εκεί, κάτω από το αχνό φως των κεριών, την έκαναν ταράτσα. Και περίσσεψαν τρόφιμα για μια βδομάδα ακόμη. Όταν τελείωσαν, ο Άγγελος με ένα ποτήρι κρασί στο ένα χέρι και με τσιγάρο στο άλλο, του διηγήθηκε το κατόρθωμά του... -Φίλε την είχαμε πολύ άσχημα, γι' αυτό το αποφάσισα. Πήγα στο παντοπωλείο του τσιφούτη εδώ πιο κάτω. Ευτυχώς δεν είχε κλείσει. Μη χάσει ο σπαγγοραμένος. Του το χρώσταγα όμως.


Την είχε φέρει κάποτε στον πατέρα μου με κάτι πατάτες που του αγόρασε και τις πλήρωσε μισοτιμής. Του είπα να μου δώσει ένα μπουκάλι λάδι γιατί ξέμεινα και θα του έφερνα απ' το χωριό το διπλό όταν άνοιγε ο καιρός. Άλλο που δεν ήθελε ο τσιφούτης. Το λάδι όμως το έχει στο υπόγειο. Τόξερα. Μέχρι να πάει να το φέρει, τον είχα ξαφρίσει. Του χρειαζότανε. Τώρα ας ρίξει όσο θέλει. Φαί έχουμε, κρασί έχουμε, ξύλα έχουμε, τσιγάρα έχουμε, μη φοβάσαι τίποτα! Σιγά μη πεθαίναμε! Πάρε τσιγάρο βλάμη!

Γ. Πύργαρης


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.