ΣΙΓΑ ΜΗ ΠΕΘΑΙΝΑΜΕ! -διήγημαχαρισμένο στους Αιγιάννηδες αυτού του κόσμου...
Είχε αρχίσει να το στρώνει στην πλατεία της μικρής επαρχιακής πόλης εκείνο το μεσημέρι και το χιόνι συνέχιζε να πέφτει πυκνό. Μα η κίνηση ήταν ακόμη μεγάλη. Τα μαγαζιά παρέμεναν ανοιχτά και οι άνθρωποι πηγαινοέρχονταν βιαστικοί κάνοντας τα τελευταία τους ψώνια, προτού για τα καλά το χιόνι -που προβλεπόταν πολύ- τους αποκλείσει. Ανάμεσά τους περπατούσε βιαστικός και ο Θέμης. Μαθητής της δεύτερης τάξης του Λυκείου, είχε ξεμείνει στη πόλη, γιατί με τέτοιον καιρό δεν αναχώρησε το λεωφορείο που θα τον πήγαινε στο χωριό του και ο καημένος, μιας και αυτήν την χρονιά δεν είχε νοικιάσει δωμάτιο στην πόλη που φοιτούσε αλλά πηγαινοερχόταν καθημερινά με την συγκοινωνία, δεν ήξερε πού να πάει. Στην αρχή, αφού τα έβαλε με τον εαυτό του που δεν έφυγε δύο ώρες νωρίτερα από το σχολείο ώστε να προλάβει το λεωφορείο των δώδεκα, προσπάθησε να βρει κάποιον μεγαλύτερο συγχωριανό του, που είχε έρθει ίσως στην πόλη με το αυτοκίνητό του ώστε να επιστρέψει με κείνον, αλλά μάταια. Δεν βρήκε κανέναν. Δεν του απέμενε λοιπόν, παρά να γίνει βάρος σε κάποιον φίλο, που είχε δωμάτιο στην πόλη. Μα την στιγμή που σκεφτόταν ακριβώς σε ποιον, ξέκρινε ανάμεσα στον κόσμο, τον φίλο και συγχωριανό του Άγγελο. Ερχόταν καταπάνω του ροδοκόκκινος, παγωμένος, χιονισμένος και ο Θέμης τον είδε σαν πραγματικό άγγελο που κατέβηκε από τον ουρανό για να τον σώσει. -Τι έγινε, ξέμεινες εδώ; Έλα πάμε στο σπίτι μου! του είπε χαμογελώντας μεγαλόκαρδα όταν έφτασε κοντά του και ο Θέμης ένιωσε να φεύγει από πάνω του ένα τεράστιο βάρος. Οι δύο φίλοι άρχισαν να περπατούν μέσα στο χιόνι, όμως ο Άγγελος γρήγορα φανέρωσε στον Θέμη το δικό του πρόβλημα. Δεν είχε τίποτα στο σπίτι του για φαγητό και κάτι έπρεπε να κάνουν. Στάθηκαν λοιπόν δίπλα από ένα μανάβικο, ψάχτηκαν και ένωσαν τα λιγοστά ψιλά τους, που έφτασαν ίσα ίσα να αγοράσουν μισή φρατζόλα ψωμί και ένα κιλό πατάτες. Έτσι ησυχασμένοι, απένταροι μα ευτυχισμένοι και χαρούμενοι, κίνησαν για το φτωχικό του Άγγελου. Όταν έφτασαν στην πόρτα, χτύπησαν τα πόδια τους στο πάτωμα, τίναξαν από τα ρούχα και τα μαλλιά τους το χιόνι και μπήκαν. Το δωματιάκι ήταν μικρό. Είχε δύο κρεβάτια αντικριστά, ένα τραπέζι στο κέντρο, μια ξυλόσομπα στην μια πλευρά του τοίχου και στην γωνία έναν νεροχύτη με λίγα κουζινικά κι ένα μικρό γκαζάκι υγραερίου για μαγείρεμα. Το πρώτο που έκαναν, ήταν να ανάψουν την σόμπα. Δίπλα στην εξώπορτα κάτω από την σκάλα, ο πατέρας του Άγγελου είχε μεταφέρει απ' το χωριό μια τρακάδα κομμένα ξύλα. Πήραν τρία τέσσερα κούτσουρα από δαύτα, τα έβαλαν στην σόμπα και την άναψαν. Μετά επιδόθηκαν στο μαγείρεμα. Έκοψαν τις πατάτες και και τις έβαλαν στο τηγάνι να τις τηγανίσουν. Όταν αυτές ροδοκοκκίνησαν μέσα στο λάδι, τις έριξαν όλες μαζί σε μια πιατέλα. Αλάτι έριξε ο Θέμης μα ο Άγγελος που έκοβε εκείνη