Βαγγέλης ο Ντάνιελ! Ο πιο φανατικός Αεκτζής του χωριού. Όσο κι αν έψαξα όμως, δε βρήκα από πού προήλθε το παρατσούκλι Ντάνιελ, αφού ο Βαγγέλης εβδομήντα πέντε ολόκληρα χρόνια, δεν είχε ξεμυτίσει καλά καλά απ’ το χωριό του, πολύ περισσότερο από την Ελλάδα για να κολλήσει ένα τόσο δυτικό παρατσούκλι. Πάντως έτσι τον ήξεραν κι έτσι τον φώναζαν οι συγχωριανοί του. Βαγγέλη Ντάνιελ. Κατά τ’ άλλα, ήσυχος άνθρωπος. Καλοστεκούμενος ακόμη παρά τα εβδομήντα πέντε, με τη σύνταξή του, με τα κτηματάκια του, με τους φίλους του στο καφενέ, με τον εγγονό του το Βαγγελάκη που τούχε κλέψει τη καρδιά, δεν είχε παράπονα από τη ζωή του. Μονάχα ένα. Κι αυτό τελευταία. Ως Αεκτζής από τα γεννοφάσκια του, είχε να δει πρωτάθλημα πολλά χρόνια. Τον τελευταίο μάλιστα χρόνο, ούτε συζήτηση. Η ομάδα παρέπαιε κυριολεκτικά. Είχε πιάσει πάτο, όχι μόνο αγωνιστικά μα διοικητικά και οικονομικά. Σήριαλ είχαν καταντήσει τα προβλήματα της ΑΕΚ στο πανελλήνιο. Ούτε γήπεδο δεν είχε δικό της η ομάδα, αφού κάποιοι ξύπνιοι γκρέμισαν το ναό της Ν. Φιλαδέλφειας, για να φτιάξουν λέει καινούριο κι ακόμη να το φτιάξουν. Σκουπιδαριό και μπάζα ο πάλαι ποτέ ιερός τόπος. Δε μπορούσε να τα χωνέψει όλα αυτά ο Ντάνιελ. Η ΑΕΚ! Να μην έχει ούτε ομάδα της προκοπής, ούτε λεφτά, ούτε πρόεδρο, ούτε γήπεδο. Η ομαδάρα που έπαιζε κάποτε, το πιο επιθετικό, το πιο φανταιζί ποδόσφαιρο στην Ελλάδα. Που όποτε πήρε πρωτάθλημα, το πήρε μονάχα με την αξία της, χωρίς τα δεκανίκια της παράγκας και των διαιτητών. Η ΑΕΚ! Να παραπαίει! Αυτά σκεφτόταν ο Βαγγέλης ο Ντάνιελ και τουρχόταν να σκάσει. Γιατί δεν ήταν μόνο ότι είχε το πόνο του. Ήταν και η καζούρα που δεχόταν από τους φίλους του στο καφενέ και ιδιαίτερα από τον επιστήθιο φίλο του το Μήτσο Φλέγγα. Βαμμένος Ολυμπιακός εκείνος, με δώδεκα σερί πρωταθλήματα, δεν άφηνε το Βάγγο σε χλωρό κλαρί. «Με το Αεκάκι δε μιλάμε» τούλεγε «κερδίστε πρώτα τον Ατρόμητο και μετά τα λέμε» Μούγκα ο Βάγγος. Τσιμουδιά. Τι να πει; Για παίκτες απλήρωτους διάβαζε, για ανύπαρκτη διοίκηση διάβαζε, για χρέη διάβαζε, όλα κατά διαόλου. Κανένα φως στον ορίζοντα. Όμως ήρθε η ώρα που πήρε την εκδίκησή του, τουλάχιστον απέναντι στον Μήτσο Φλέγγα. Μωρέ το κατευχαριστήθηκε! Και να πώς… Την φαεινή ιδέα να τη φέρει στο Μήτσο, του την έδωσε χωρίς να το θέλει, ο δεκάχρονος εγγονός του. Ο πολυαγαπημένος του Βαγγελάκης που τούχε πάρει τ’ όνομα βέβαια. Και φυσικά τον είχε κάνει Αεκτζή. Τι μπάλες, τι φανέλες, τι κασκόλ, τι στο γήπεδο τον πήγαινε, ο Βαγγελάκης είχε πάρει τα πατήματα του παππού του. Αεκτζής με τα όλα του! Μια μέρα λοιπόν, ο Ντάνιελ επισκέφθηκε τον εγγονό του που έμενε και κείνος φυσικά στο χωριό. Εκεί είδε τον μικρό να παίζει ένα παράξενο παιχνίδι. Playstation το λέγανε. Στην αρχή τάχασε. Δεν είχε ιδέα τι ακριβώς ήταν αυτό το παιχνίδι, που είχε ξεπεράσει δραματικά τον ίδιο και την εποχή του. Στην αρχή νόμισε πως ήταν πραγματικός ποδοσφαιρικός αγώνας. Τόσο τέλειο ήταν αυτό το παιχνίδι. Σιγά σιγά όμως κατάλαβε. Αν και έμοιαζε καταπληκτικά με πραγματικό αγώνα, δεν ήταν τίποτε άλλο, παρά ένα παιχνίδι, που το διηύθυνε ο εγγονός του, κρατώντας ένα μαραφέτι στα χέρια. Ήταν τόσο καλός μάλιστα ο μικρός σ’ αυτό το παιχνίδι, που κέρδιζε άνετα τις ομάδες έπαιζε. Μπορούσε να βάλει και δέκα γκολ αν ήθελε. Μόλις το
κατάλαβε αυτό ο Ντάνιελ, ταράχτηκε. Μια φαεινή ιδέα του καρφώθηκε στο μυαλό. Λες να… «Και δε μου λες Βαγγελάκη…» «Τι παππού;» «Να…να βρε παιδί μου…λέω αν γίνεται…αν!…να αυτό το παιχνίδι, μπορείς να το παίξεις και στο καφενέ του Γιώτη; Στη μεγάλη οθόνη;…» «Φυσικά παππού και μπορώ. Αν με αφήσει ο Γιώτης και συνδέσω το playstation στην οθόνη και βέβαια μπορώ» «Μωρέ άσε το Γιώτη τον παίρνω πάνω μου…εσύ μπορείς πάντως;» «Ναι λέμεεεε» «Κι άμα το βάλεις, μπορείς να ρίξεις δέκα γκολ στον Ολυμπιακό;» «Ναιιιιι…» Ο Ντάνιελ βγήκε από το δωμάτιο. Δε τον χώραγε ο τόπος. Κάθισε στο μπαλκόνι και άναψε τσιγάρο. «Α ρε Μήτσο Φλέγγα θα σε φτιάξω εγώ…Θα σου φύγει το τσερβέλο! Είσαι και στραβούλιακας, χαμπάρι δε θα πάρεις!» Είκοσι μέρες περίπου αργότερα, όλα ήταν έτοιμα για την υποδοχή του Μήτσο Φλέγγα στο καφενείο του Γιώτη. Είχαν επιλέξει ένα Σάββατο που οι ομάδες είχαν ρεπό απ’ το πρωτάθλημα γιατί μεσοβδόμαδα θα έπαιζε η Εθνική. Ο μικρός Βαγγελάκης, είχε συνδέσει όλα τα καλώδια του playstation στην τηλεόραση plasma 42 ιντσών του καφενείου. Είχε επιλέξει κιόλας τον αγώνα και το μόνο που του έμενε, ήταν να πατήσει το enter για ν’ αρχίσει το μεγάλο ντέρμπυ Ολυμπιακού-ΑΕΚ. Ο Γιώτης ήταν και κείνος με τα τσαρούχια μέσα στη φάρσα. Όταν του μίλησε ο Ντάνιελ για το τι ήθελε να κάνει, ενθουσιάστηκε αμέσως με την ιδέα. Ο ίδιος ήταν Παναθηναϊκός, δε χώνευε με τίποτα τον Ολυμπιακό και επιπλέον του άρεσαν οι πλάκες. Η προοπτική να πάθει μια τέτοια νίλα ο Φλέγγας, έμοιαζε θαυμαστή. Αν μη τι άλλο, θα περνούσαν, ένα όμορφο Σαββατιάτικο απόγευμα. Βέβαια, ήταν κι άλλοι μιλημένοι. Μια παρέα εικοσάρηδων, με αρχηγό τον Λεωνίδα τον Κόντη, είχαν πιάσει ένα τραπέζι δίπλα στη πόρτα, για να ενημερώνουν όσους ανύποπτους έμπαιναν, για τη φάρσα που είχε στηθεί στον Φλέγγα. Κανά δυο απ’ αυτούς ήταν μάλιστα Ολυμπιακοί, αλλά βρήκαν τόσο καλή την ιδέα, που δε δίστασαν να λάβουν μέρος στη φάρσα. Ο Ντάνιελ είχε πιάσει ένα τραπέζι στο κέντρο του καφενείου, είχε παραγγείλει ούζο με χταπόδι και περίμενε. Σε λίγο, θα έσκαγε μύτη ο Μήτσο Φλέγγας, ήταν η ώρα που έβγαινε. Ο Βαγγελάκης καθόταν σε μια καρέκλα πίσω από μια κολώνα, έτσι ώστε να μην φαίνεται απ’ το τραπέζι του παππού του, που θα καθόταν σίγουρα και ο Φλέγγας. Το τηλεχειριστήριο ήταν
πανέτοιμο δίπλα του. «Τάχεις ετοιμάσει όλα Βαγγελάκη;» ρώτησε ο Ντάνιελ. «Όλα έτοιμα παππού. Περιμένω το σύνθημα!» «Πορτοκαλάδα πήρες;» «Πήρα» Δεν είχε άλλους θαμώνες ακόμη το καφενείο. Ήταν η ώρα που σιγά σιγά θα μαζεύονταν. «Λεωνίδα όπως είπαμε!» φώναξε ο Ντάνιελ. «Μην ανησυχείς μπάρμπα Βαγγέλη. Όποιος μπαίνει θα ενημερώνεται δεόντως! Κερνάς τις μπύρες είπες…» «Μωρέ πιείτε δυο κασόνια! Γιώτη! Και μεζεδάκια στα παιδιά!» Ο Ντάνιελ είχε έναν ευχάριστο εκνευρισμό. Έπινε αργά, ηδονικά το ουζάκι του και περίμενε. Τα μάτια του παίζανε πονηρά πέρα δώθε. Μωρέ θα πάθαινε ο Φλέγγας τη πλάκα της ζωής του. Είχαν οργανώσει ολόκληρο σχέδιο με τον Βαγγελάκη. Θα άφηνε πρώτα ο μικρός τον Ολυμπιακό να βάλει δύο γκολ και μετά θα τον πλάκωνε. Στα δέκα είπε του μικρού να σταματήσει! Διψήφιο. Να μείνει για πάντα στην ιστορία. Μες στο Καραϊσκάκη 2-10! Θα πάθαινε συμφόρεση ο Φλέγγας. Άσε που στο 2-0 θα φρόντιζε να του πάρει στοίχημα να κεράσει όλο το μαγαζί, αν κέρδιζε τελικά η ΑΕΚ. Αυτός θα πλήρωνε και τις μπύρες του Λεωνίδα και της παρέας του. Όχι θα τον άφηνε. Τούχε ψήσει το ψάρι στα χείλη τα τελευταία χρόνια ο κερατάς!. «Α ρε Φλέγγα τι σε περιμένει…» «Μπάρμπα Βαγγέλη έρχεται!» φώναξε ο Τάκης, ένα παιδί από τη παρέα του Λεωνίδα. Ο Ντάνιελ κοίταξε έξω από τη τζαμαρία. Πράγματι. Ο Μήτσο Φλέγγας ερχόταν με αργά βήματα στο καφενείο. «Παιδιά πάμε κι όπως είπαμε. Βαγγελάκη να έχεις το νου σου! Να κοιτάς πότε πότε με τρόπο από δω. Θα σου κλείσω το μάτι ν’ αρχίσεις» Ο Φλέγγας μπήκε. «Καλώς τον μπάρμπα Μήτσο!» είπε ο Λεωνίδας «πάνω στη ώρα ήρθες» «Καλησπέρα λεβέντες. Γιατί; Τι έχουμε;» «Τον αγώνα μπάρμπα Μήτσο» «Ποιον αγώνα ρε;»
«Α καλά…Είσαι και Ολυμπιακός. Δε παίζει σήμερα ο Ολυμπιακός με την ΑΕΚ;» Ο Φλέγγας αναστατώθηκε. «Τι λες ρε; Σήμερα παίζουν;» «Ναι, σε λίγο αρχίζει» Ο Φλέγγας προχώρησε προς τα μέσα με γοργότερο βήμα. Ένα απρόσμενο ντέρμπυ του Ολυμπιακού, είναι πάντα μια χαρούμενη έκπληξη. «Ρε Γιώτη, έχει αγώνα σήμερα;» Ο Γιώτης βρισκόταν πίσω από τον πάγκο και καθάριζε ραδίκια του βουνού. «Πού ζεις εσύ μπάρμπα Μήτσο; Παίζεται με την ΑΕΚ» «Ρε τι λες…Δεν είχα πάρει χαμπάρι…» Πλησίασε το τραπέζι του Ντάνιελ. «Εδώ μου είσαι; Έπιασες πρώτη θέση βλέπω. Δε πα να κρυφτείς καλύτερα;» «Γιατί να κρυφτώ ρε;» «Γιατί θα πάθετε το θάνατο της αλεπούς σήμερα» Κάθισε προ στιγμή, αλλά ξανασηκώθηκε. «Γιώτη! Πιάσε ένα περιποιημένο! Κερνάει ο Βάγγος γιατί θα χάσει» Ο Ντάνιελ έκανε το κακομοίρη. «Ρε παλουκώσου κάτω! Εμείς συνηθισμένοι ήμαστε. Ο βρεμένος τη βροχή δε τη φοβάται…» Ο Φλέγγας κάθισε τρίβοντας τα χέρια του. «Χοχοχο…θα έχουμε κηδείες σήμερα!» Στράφηκε στον Λεωνίδα. «Καλά ρε Λεωνίδα, δε τόχα πάρει χαμπάρι. Νόμιζα πως ήταν μετά από κανά μήνα. Πώς μου ξέφυγε εμένα, δε μπορώ να καταλάβω» «Σήμερα είναι μπάρμπα Μήτσο!» Είχε δίκιο όμως ο Φλέγγας. Το πραγματικό ντέρμπυ του δεύτερου γύρου, ήταν είκοσι περίπου μέρες αργότερα.. Τόφαγε όμως. «Ε ρε γλέντια! Και όχι τίποτ’ άλλο, θα πάει βαρύς για ύπνο ο φίλος μου ο Βάγγος»
Ο Ντάνιελ παρέμενε κατηφής και σιωπηλός. «Λέγε… Λέγε εσύ Φλέγγα και θα σου πάρω το τομάρι σήμερα…» σκεφτόταν. Ο άλλος τον χτύπησε στη πλάτη. «Μίλα λίγο ρε…από τώρα φοβήθηκες;» «Σου είπα ο βρεμένος τη βροχή δε τη φοβάται» Εκείνη τη στιγμή μια παρέα νεαρών μπούκαραν στο καφενείο. Ο Λεωνίδας τους κράτησε για λίγο στη πόρτα και τους ενημέρωσε για τη πλάκα. Μπήκαν αμέσως στο νόημα. «Τι ώρα αρχίζει το ματς;» Ρώτησαν τον Γιώτη καθώς έπιασαν ένα τραπέζι. «Σε κανά δεκάλεπτο» είπε εκείνος. «Σήμερα Γιώργο» είπε ο Ντάνιελ σε έναν απ’ τη παρέα που μόλις μπήκε «έχω μια πεποίθηση, ότι θα κερδίσουμε στο Καραϊσκάκη.» Ο Φλέγγας κούνησε αποδοκιμαστικά το κεφάλι. «Κούνια που σας κούναγε κακομοίρηδες!!» Είπαν κι άλλα πολλά, ό, τι συνηθίζουν να λένε φίλαθλοι σ’ αυτές τις περιπτώσεις, μα κάποια στιγμή -κόντευε κι οκτώ- ο Ντάνιελ αποφάσισε πως ήταν καιρός ν’ αρχίσει η παράσταση. Έκλεισε το μάτι στον Βαγγελάκη και κείνος μετά από λίγο, πάτησε το enter. Ως διά μαγείας, στην οθόνη εμφανίστηκαν οι παίκτες των δύο ομάδων, που σε δύο σειρές έμπαιναν στον αγωνιστικό χώρο. Ο Μήτσο Φλέγγας καλοκάθισε στη καρέκλα. «Ώπα αρχίζουμε!» είπε έχοντας ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του την ηδονή του φιλάθλου, λίγο πριν αρχίσει ένας μεγάλος αγώνας. Σε λίγο το παιχνίδι άρχισε. Σύμφωνα με τις εντολές του παππού του, ο Βαγγελάκης θα άφηνε πρώτα τον Ολυμπιακό να βάλει δύο γκολ, γι’ αυτό και έκανε επίτηδες λάθη και άφηνε να τον πιέζει. «Χάλια παίζεται!» αποφάνθηκε ο Φλέγγας. «Μη προτρέχεις. Δε ζεσταθήκαμε ακόμα» ψιθύρισε μέσα από τα δόντι του ο Ντάνιελ. «Τι λες ρε;» «Λέω σπουδαία ομάδα ο Ολυμπιακός!» «Ευρωπαίος! Παρδέξου το!»
Εκείνη την ώρα η ΑΕΚ έφαγε το πρώτο γκολ. Σέντρα ο Φετφατζίδης, κεφαλιά ο Ριέρα και γκολ. Ο Μήτσο Φλέγγας πετάχτηκε όρθιος. Το ίδιο έκαναν κι οι άλλοι Ολυμπιακοί που ήταν μες στο κόλπο. Πανηγύρισαν έξαλλα τάχα το γκολ. «Ωχ ωχ, ωχ…αρχίσαμε…Βαγγέλη βάστα λογαριασμό!! Πω πω γκοοοοολ!» Ο Ντάνιελ είχε λουφάξει στη θέση του. «Πάρε φόρα Φλέγγα! Πάρε φόρα! Σε λίγο που θα πέφτεις με το κεφάλι στο πηγάδι να σε δω…» μουρμούριζε, σκεπτόμενος αυτό που θα επακολουθούσε. «Τι μουρμουράς ρε;» του είπε ο Φλέγγας «Φάγατε γκολ με το καλωσόρισες και μουρμουράς;» «Έχει ακόμα δρόμο ο αγώνας» αντιγύρισε ο Ντάνιελ. «Ναι έχει ακόμα δρόμο για να φάτε έξι!» Το καφενείο είχε σχεδόν γεμίσει και όλοι ήταν ενήμεροι γι’ αυτό που συνέβαινε. Γελώντας με τον Μήτσο Φλέγγα που είχε φάει τέτοιο παραμύθι, τον παρότρυναν με φωνές να δουλέψει τάχα τον Ντάνιελ. Εκείνος πάλι ανταποκρινόταν, χωρίς καν να υποψιάζεται πως η καζούρα κατευθυνόταν σε κείνον. «Μπάρμπα Μήτσο! Μας κουνιόνται τώρα και τα Αεκάκια, κατάλαβες;» «Πέστο ρε Θανάση! Πέστο! Έχουμε χρήμα ρεεε…έχουμε παίκτες! Έχουμε λεφτά, γηπεδάρα και ομαδάρα για τσάμπιον λιγκ!» Πάνω εκεί, τρώει και το δεύτερο η ΑΕΚ. Ένα μακρινό διαγώνιο σουτ του Τοροσίδη στο γάμα. Ένα ουρλιαχτό θριάμβου ξεσήκωσε το καφενείο από τους Ολυμπιακούς, που είχαν μπει για τα καλά στο παιχνίδι και έπαιζαν θέατρο γελώντας με τη καρδιά τους. «Γκοοοοοοολλλ…» Ο Μήτσο Φλέγγας τα είχε χάσει απ’ τη χαρά του. Γύρισε στον Ντάνιελ. «Την βλέπω νάρχεται την εξάρα! Δε πάμε στο άλλο καφενείο να παίξουμε τάβλι μη σούρθει καμιά συμφόρεση;» «Έχει ακόμα δρόμο ο αγώνας» επέμενε ατάραχος ο Ντάνιελ. «Χα χα… Ρε Λεωνίδα τι λέει αυτός; Δεν είναι καλά μου φαίνεται. Κύριε χάνεις δύο μηδέν στο δώδεκα μες στο Καραϊσκάκη και βγάζεις γλώσσα; Δε πας να τυλιχτείς στις κουβέρτες;» «Καλάααα…» «Τι καλά και καλάμια ρε…Ρεζίλια…Ντέρμπυ είναι αυτό; Και με τη κωλοπετινίτσα να παίζαμε, καλύτερα από σας θα έπαιζε!»
«Βάζεις στοίχημα;» Ο Φλέγγας κοίταξε τον Ντάνιελ με έναν μορφασμό αγανάκτησης. «Τι στοίχημα να βάλω ρε; Δε κλέβω εικονοστάσια!» «Βάζεις;» επέμενε ο Ντάνιελ με μάτια που άστραφταν. «Φυρί φυρί το πας να πληρώσεις» Ο Ντάνιελ ύψωσε τη φωνή του και σηκώθηκε όρθιος. «Ρε βάζεις; Τώρα που χάνω με 0-2 στο λέω. Βάζεις ή είσαι κότα;» Ο Φλέγγας μπερδεύτηκε. Δε μπορούσε να καταλάβει από πού αντλούσε τέτοια σιγουριά ο Ντάνιελ. Θα πρέπει να τρελάθηκε. Είχε μεγάλο στόμα όμως κι έδειχνε αποφασισμένος. Του χρειαζόταν ένα μάθημα. «Ρε αϊ παράτα με. Σου είπα δε κλέβω εικονοστάσια» «Βάζεις;» συνέχιζε απτόητος ο Ντάνιελ. «Ρε κλάνουν οι πεθαμένοι;» «Είσαι κότα!!» είπε ο Ντάνιελ και κάθισε. Ο Φλέγγας τσαντίστηκε. Ήταν η σειρά του να πεταχτεί όρθιος. «Εγώ κότα; Τι βάζεις; Λέγε ρε τι βάζεις;» «Ό, τι πιουν όλοι στο μαγαζί σήμερα! Πληρώνει ο χαμένος!» «Έγινε! Γιώτη τ’ άκουσες;» «Άκουσα μπάρμπα Μήτσο…» Ο Φλέγγας γύρισε στους θαμώνες του κατάμεστου πια καφενείου. «Τ’ ακούσατε ρε; Πάρτε όλοι ό, τι θέλετε! Όλοι! Πληρώνει ο χαμένος. Του χαρίζω και την ισοπαλία!» Ένα μακρόσυρτο αααααα ξεχύθηκε από τα στόματα των θαμώνων κι αμέσως άρχισαν να πέφτουν βροχή οι παραγγελίες. «Γιώτη! Τέσσερα ούζα με μεζέ! Περιποιημένα!» «Γιώτη! Πιάσε τρεις μπύρες. Παγωμένες!» «Δέκα σουβλάκια και κρασί!»
«Τρία ουίσκυ!» «Αφού σε έτρωγε η τσέπη, πλήρωνε!» είπε ο Φλέγγας στον Ντάνιελ και κάθισε. Το μισό πρόσωπο του Βαγγελάκη, που τα πήγαινε περίφημα μέχρι τώρα, πρόβαλε διακριτικά πίσω απ’ τη κολώνα και κοίταξε το παππού του. Εκείνος του έριξε ένα επιτιμητικό βλέμμα και του έκλεισε το μάτι, δίνοντας το σύνθημα της αντεπίθεσης. Ο Βαγγελάκης κρύφτηκε πάλι κρατώντας καλά το τηλεχειριστήριό του στα χέρια. Ήταν ελεύθερος πια να βάλει στον Ολυμπιακό δέκα γκολ! Αυτό που επακολούθησε, δεν έχει ξαναγίνει στο καφενείο του Γιώτη. Στο πρώτο γκολ της ΑΕΚ, ο Φλέγγας δε πτοήθηκε. «Τυχερό!» είπε «Ίσα να μας τσαντίσετε για να σας βάλουμε πέντε-έξι!» Στο δεύτερο όμως ανασκουμπώθηκε. «Ρε μπας…» σκέφτηκε και μαζεύτηκε στη καρέκλα του. Στο τρίτο και στο τέταρτο, άρχισε να μπερδεύει τα λόγια και να ζαλίζεται. Στο πέμπτο του κόπηκε εντελώς η μιλιά. Στο ψεύτικο ημίχρονο άρχισε να έχει λίγες ελπίδες και να βγάζει πάλι γλώσσα. «Δεν είναι τίποτα! Θα ανακάμψουμε και θα κερδίσουμε!» Όταν εκείνο άρχισε όμως και στο πέμπτο κιόλας λεπτό, ο Ολυμπιακός έφαγε το έκτο, άσπρισε σα πανί. Εν τω μεταξύ η καζούρα στο καφενείο είχε φτάσει στο φόρτε της. «Μπάρμπα Βαγγέλη! Πού έχετε σκοπό να σταματήσετε σήμερα;» φώναζαν οι Παναθηναϊκοί στον Ντάνιελ. «Ρε τι έγινε σήμερα; Πού θα κρυφτούμε; Να φύγει ο προπονητής!» φώναζαν με τη σειρά τους οι Ολυμπιακοί, κάνοντας τους τσαντισμένους. Ο Ντάνιελ που όλη εκείνη την ώρα καθόταν ακούνητος και σιωπηλός και απολάμβανε μόνο τα απανωτά λιποθυμικά επεισόδια του Φλέγγα, προεξοφλούσε με πέντε μονάχα λέξεις, αυτό που τελικά θα γινόταν. «Δέκα θα φάτε σήμερα! Διψήφιο!» Τα γκολ συνέχιζαν να πέφτουν βροχή. Ο Φλέγγας είχε ασπρίσει σα πανί και δεν έβγαζε μιλιά. Δε μπορούσε να πιστέψει αυτό που έβλεπε. Στο δέκατο γκολ όμως, όταν γύρισε κι αντίκρισε το πονηρό βλέμμα του Ντάνιελ, δεν άντεξε. Πετάχτηκε όρθιος βγάζοντας αφρούς από το στόμα κι άρχισε να βρίζει θεούς και δαίμονες. Προπονητές και βοηθούς, ακριβοπληρωμένους παίκτες που δε σέβονταν την ιστορία του Ολυμπιακού και τάχουν όλα γραμμένα, προέδρους και διοίκηση που έπρεπε μετά από αυτόν τον αγώνα να παραιτηθούν ομαδικώς και φυσικά την
ΑΕΚ που σήκωσε κεφάλι, βρήκε σε κακή μέρα τον Ολυμπιακό και ξέσπασε πάνω του, όλες τις αποτυχίες της. «Καλά» του είπε ο Φλέγγας «Πήγαινε να πληρώσεις τώρα τον Γιώτη!» «Θα πάω ρε! Τι με πέρασες; Θα πάω! Μούμια! Ω μούμια!» Έτσι σε έξαλλη κατάσταση, κατευθύνθηκε στον Γιώτη, έσκασε ούτε λίγο, ούτε πολύ εκατόν δέκα ευρώ και βγήκε αφρίζοντας από το μαγαζί, μη σταματώντας να βρίζει, ούτε όταν βρέθηκε στο δρόμο. Όταν έφυγε, έγινε πάταγος στο μαγαζί. Όλοι έπεσαν πάνω στον Ντάνιελ και στον μικρό Βαγγελάκη, δίνοντάς τους συγχαρητήρια, που ετοίμασαν μια τόσο καλοστημένη φάρσα. Χρόνια είχαν να κάνουν τέτοια πλάκα. Ο Ντάνιελ από την άλλη, με ύφος υποψήφιου δήμαρχου που μόλις είχε κερδίσει τις εκλογές, μοίραζε χαμόγελα παντού και με τη σειρά του έδινε συγχαρητήρια στον εγγονό του, που είχε παίξει τόσο τέλεια τον ρόλο του. «Ρε παιδιά» είπε στο τέλος «Του τη φύλαγα του άτιμου! Μούχει ψήσει το ψάρι στα χείλη. Αλλά θέλω να δω τα μούτρα του αύριο, που θα ψάχνει για τα δέκα γκολ στις αθλητικές εφημερίδες!»