Βαγγέλης ο Ντάνιελ! Ο πιο φανατικός Αεκτζής του χωριού. Όσο κι αν έψαξα όμως, δε βρήκα από πού προήλθε το παρατσούκλι Ντάνιελ, αφού ο Βαγγέλης εβδομήντα πέντε ολόκληρα χρόνια, δεν είχε ξεμυτίσει καλά καλά απ’ το χωριό του, πολύ περισσότερο από την Ελλάδα για να κολλήσει ένα τόσο δυτικό παρατσούκλι. Πάντως έτσι τον ήξεραν κι έτσι τον φώναζαν οι συγχωριανοί του. Βαγγέλη Ντάνιελ. Κατά τ’ άλλα, ήσυχος άνθρωπος. Καλοστεκούμενος ακόμη παρά τα εβδομήντα πέντε, με τη σύνταξή του, με τα κτηματάκια του, με τους φίλους του στο καφενέ, με τον εγγονό του το Βαγγελάκη που τούχε κλέψει τη καρδιά, δεν είχε παράπονα από τη ζωή του. Μονάχα ένα. Κι αυτό τελευταία. Ως Αεκτζής από τα γεννοφάσκια του, είχε να δει πρωτάθλημα πολλά χρόνια. Τον τελευταίο μάλιστα χρόνο, ούτε συζήτηση. Η ομάδα παρέπαιε κυριολεκτικά. Είχε πιάσει πάτο, όχι μόνο αγωνιστικά μα διοικητικά και οικονομικά. Σήριαλ είχαν καταντήσει τα προβλήματα της ΑΕΚ στο πανελλήνιο. Ούτε γήπεδο δεν είχε δικό της η ομάδα, αφού κάποιοι ξύπνιοι γκρέμισαν το ναό της Ν. Φιλαδέλφειας, για να φτιάξουν λέει καινούριο κι ακόμη να το φτιάξουν. Σκουπιδαριό και μπάζα ο πάλαι ποτέ ιερός τόπος. Δε μπορούσε να τα χωνέψει όλα αυτά ο Ντάνιελ. Η ΑΕΚ! Να μην έχει ούτε ομάδα της προκοπής, ούτε λεφτά, ούτε πρόεδρο, ούτε γήπεδο. Η ομαδάρα που έπαιζε κάποτε, το πιο επιθετικό, το πιο φανταιζί ποδόσφαιρο στην Ελλάδα. Που όποτε πήρε πρωτάθλημα, το πήρε μονάχα με την αξία της, χωρίς τα δεκανίκια της παράγκας και των διαιτητών. Η ΑΕΚ! Να παραπαίει! Αυτά σκεφτόταν ο Βαγγέλης ο Ντάνιελ και τουρχόταν να σκάσει. Γιατί δεν ήταν μόνο ότι είχε το πόνο του. Ήταν και η καζούρα που δεχόταν από τους φίλους του στο καφενέ και ιδιαίτερα από τον επιστήθιο φίλο του το Μήτσο Φλέγγα. Βαμμένος Ολυμπιακός εκείνος, με δώδεκα σερί πρωταθλήματα, δεν άφηνε το Βάγγο σε χλωρό κλαρί. «Με το Αεκάκι δε μιλάμε» τούλεγε «κερδίστε πρώτα τον Ατρόμητο και μετά τα λέμε» Μούγκα ο Βάγγος. Τσιμουδιά. Τι να πει; Για παίκτες απλήρωτους διάβαζε, για ανύπαρκτη διοίκηση διάβαζε, για χρέη διάβαζε, όλα κατά διαόλου. Κανένα φως στον ορίζοντα. Όμως ήρθε η ώρα που πήρε την εκδίκησή του, τουλάχιστον απέναντι στον Μήτσο Φλέγγα. Μωρέ το κατευχαριστήθηκε! Και να πώς… Την φαεινή ιδέα να τη φέρει στο Μήτσο, του την έδωσε χωρίς να το θέλει, ο δεκάχρονος εγγονός του. Ο πολυαγαπημένος του Βαγγελάκης που τούχε πάρει τ’ όνομα βέβαια. Και φυσικά τον είχε κάνει Αεκτζή. Τι μπάλες, τι φανέλες, τι κασκόλ, τι στο γήπεδο τον πήγαινε, ο Βαγγελάκης είχε πάρει τα πατήματα του παππού του. Αεκτζής με τα όλα του! Μια μέρα λοιπόν, ο Ντάνιελ επισκέφθηκε τον εγγονό του που έμενε και κείνος φυσικά στο χωριό. Εκεί είδε τον μικρό να παίζει ένα παράξενο παιχνίδι. Playstation το λέγανε. Στην αρχή τάχασε. Δεν είχε ιδέα τι ακριβώς ήταν αυτό το παιχνίδι, που είχε ξεπεράσει δραματικά τον ίδιο και την εποχή του. Στην αρχή νόμισε πως ήταν πραγματικός ποδοσφαιρικός αγώνας. Τόσο τέλειο ήταν αυτό το παιχνίδι. Σιγά σιγά όμως κατάλαβε. Αν και έμοιαζε καταπληκτικά με πραγματικό αγώνα, δεν ήταν τίποτε άλλο, παρά ένα παιχνίδι, που το διηύθυνε ο εγγονός του, κρατώντας ένα μαραφέτι στα χέρια. Ήταν τόσο καλός μάλιστα ο μικρός σ’ αυτό το παιχνίδι, που κέρδιζε άνετα τις ομάδες έπαιζε. Μπορούσε να βάλει και δέκα γκολ αν ήθελε. Μόλις το