ΤΟ ΚΟΚΟΡΕΤΣΙ

Page 1

ΤΟ ΚΟΚΟΡΕΤΣΙ -διήγημα-

Θάμουνα δε θάμουνα δέκα ετών. Εκείνη τη Κυριακή βγήκα στη πλατεία να συναντήσω τους φίλους μου. Η εκκλησία μόλις είχε σχολάσει και οι μεγάλοι είχαν πιάσει θέσεις στα καφενεία και τις ταβέρνες του χωριού, όπως γινόταν πάντα τα πρωινά της Κυριακής. Σε ένα παγκάκι απέναντι, δίπλα στη ψησταριά του Γιώργομάνου, ξέκρινα τρία παιδιά και κατευθύνθηκα προς τα κει. Ο ένας ήταν ο Γκούνης, φίλος μου και ένα χρόνο μεγαλύτερός και οι άλλοι δύο αδέρφια, ο Κώστας και ο Τάκης δύο τρία χρόνια μεγαλύτεροί μου. Από την πρώτη στιγμή που έφτασα όμως, κατάλαβα ότι κάτι ετοίμαζαν. Δεν μου πολυέδωσαν σημασία. Σα να μην ήθελαν που βρέθηκα εκεί. Αλλού έτρεχε ο νους τους. Όλο ψου ψου ψου μεταξύ τους κι όλο έριχναν κλεφτές ματιές προς την ψησταριά του Γιωργομάνου, που πάνω της τσιρίτριζαν μπριζόλες και ένα τεράστιο κοκορέτσι. Ο Γιωργομάνος μέσα στους καπνούς, γύριζε τις μπρζόλες και δοκίμαζε το κοκορέτσι που από το χρώμα του φαινόταν να είναι σχεδόν έτοιμο. Αλλά οι δικοί μου κοράκια. Δεν έπαιρναν τα μάτια από κει και όταν κάτι τους ρώτησα, δε μου απάντησαν καν. Σα να μη με άκουσαν. Προς στιγμή σκέφτηκα να φύγω, αλλά με είχε κυριεύσει μια αλλόκοτη περιέργεια. Τούτοι εδώ, σίγουρα κάτι σχεδίαζαν και ήθελα να το δω. Κάθισα και γω στο παγκάκι λοιπόν περιμένοντας. Η δράση δεν άργησε... Κάποια στιγμή, ο Γιωργομάνος, γέμισε μια πιατέλα με μπριζόλες που είχαν γίνει και κατευθύνθηκε μέσα στη ταβέρνα να τις πάει προφανώς σε κάποια παρέα που τις είχε παραγγείλει, αφήνοντας τη ψησταριά άδεια και το κοκορέτσι να στριφογυρίζει στη σούβλα μονάχο. Η ψησταρία του Γιωργομάνου, δεν βρισκόταν μέσα στη ταβέρνα, αλλά σε εξωτερικό χώρο. Έπρεπε να διανύσει τουλάχιστον τριάντα μέτρα ο ταβερνιάρης. Επιπλέον, δεν είχε καθόλου οπτική επαφή με την ταβέρνα. Οι δικοί μου δεν έχασαν καιρό. Σα να τους τσίμπησε σφήκα έτρεξαν στη ψησταριά, βρήκαν εκεί δυο πατσαβούρες, άρπαξαν το κοκορέτσι από τις δύο άκρες, το ξεκρέμασαν κι άρχισαν να τρέχουν στη κατηφόρα. Προς στιγμή τα έχασα. Για λίγα δευτερόλεπτα απόμεινα ακίνητος στο παγκάκι, μη ξέροντας τι να κάνω. Σε λίγο όμως θα ερχόταν ο Γιωργομάνος, θα έβλεπε πως έλειπε το κοκορέτσι και θα άρχιζαν οι ανακρίσεις. Φοβήθηκα. Χωρίς να το πολυσκεφτώ λοιπόν, άρχισα να τρέχω και γω ξοπίσω τους. Πέράσαμε τη πλάστιγγα, τρέξαμε ακόμη εκατό μέτρα, στρίψαμε αριστερά και βγήκαμε στο κήπο του σπιτιού του Γκούνη. Λαχανιασμένοι μπήκαμε στο κοτέτσι, Ο Γκούνης με τον Τάκη άφησαν όρθιο το κοκορέτσι, στηρίζοντάς το στο τοίχο. Το άτιμο μοσχομύριζε. -Κάηκα ρε μαλάκες! είπε ο Γκούνης γλείφοντας τη παλάμη του. -Πάσχα θα κάνουμε! συμπλήρωσε ο Κώστας με μάτια που άστραφταν.


Ο Τάκης που ήταν μεγαλύτερος όλων έβγαλε το κεφάλι απ' το κοτέτσι να ελέγξει τον δρόμο. -Κανείς! Δε μας πήρε πρέφα κανείς! δήλωσε χαρούμενος και ξαναμπήκε στο κοτέτσι. Άπλωσε το χέρι να κόψει ένα κομμάτι από το κοκορέτσι. -Καίει γαμώτο! Ρε -είπε απευθυνόμενος στον Γκούνη- τρέξε φέρε ένα μαχαίρι από το σπίτι να το κόψουμε. Ο Γκούνης έβγαλε τη κεφάλα του από το κοτέτσι κι αφού σιγουρεύτηκε πως δεν υπήρχε τριγύρω κανείς, βγήκε κι άρχισε να τρέχει προς το σπίτι του, που ήταν δίπλα. Τα είχα χάσει. Δεν είχα συνέλθει καλά καλά από το λαχάνιασμα μα περισσότερο με πείραζε που είχα βρεθεί χωρίς να το θέλω, ανάμεσα στους παράνομους που είχαν κάνει το αδιανόητο. Είχαν κλέψει τη σούβλα με ένα ολόκληρο κοκορέτσι από την ψησταριά της ταβέρνας του Γιωργομάνου! Θα γινόταν μεγάλος ντόρος. Ήταν κάτι που υπερέβαινε την ιδιοσυγκρασία και τις δυαντότητές μου. Δεν ήμουν έξω από τις σκανταλιές, αλλά πάντα περιοριζόμουν σε πιο μετριοπαθή και ακίνδυνα πράγματα. Άντε να κλέψω μαζί με τους φίλους μου κανά ρόδι από μια ροδιά, άντε κανά καρπούζι από κανά μποστάνι. Άντε να βάλω σύρμα στη μύτη από τα βέλη του τόξου μου, που πήγαιναν μακρύτερα, αλλά ήταν επικίνδυνο γιατί μπορούσαν να βγάλουν κανένα μάτι. Άντε να καπνίσω κανένα τσιγάρο στα κρυφά. Μέχρι εκεί όμως. Να κλέψω ολόκληρο κοκορέτσι από τη ψησταριά μιας ταβέρνας, ούτε το είχα διανοηθεί. Τι έπρεπε να κάνω; Εν τω μεταξύ ο Γκούνης ξαναγύρισε, κρατώντας ένα μεγάλο μαχαίρι. Μπήκε μέσα στο κοτέτσι με ύφος θριαμβευτή. -Τόφερα! Ούτε κατάλαβε τίποτα η μάνα μου! Και τώρα μάσα! Έδωσε το μαχαίρι στον Τάκη. Εκείνος έκοψε ένα κομμάτι από ψηλά και το έδωσε στον αδερφό του που άρχισε να τρώει. Έπειτα έδωσε ένα στον Γκούνη. Το τρίτο σε μένα. Η στιγμή ήταν καθοριστική. Αν έπαιρνα το κομμάτι, δεν είχε γυρισμό. Θα αποδεχόμουν και τη δικιά μου ενοχή. Θα γινόμουν ένα με τους τολμηρούς παράνομους. Δίσταζα. -Θα το πάρεις; Θέλω και γω να φάω! μου είπε νευριασμένος ο Τάκης. -Αργότερα, καίει...ψιθύρισα προσπαθώντας να κερδίσω χρόνο. Απόμεινα να τους κοιτώ να τρώνε λαίμαργα το κοκορέτσι, βγάζοντας κάθε τόσο στεναγμούς απόλαυσης. -Μμμμ...φοβερό είναι...μμμμ...και αλατισμένο... Μου είχε σπάσει τη μύτη. Λίγο έλειψε ν' αρπάξω το μαχαίρι και να κόψω και γω ένα κομμάτι. Μα κρατήθηκα. Δεν είχα αποφασίσει. Θα έτρωγα ή θα έφευγα; Θα έκανα αυτό το τεράστιο βήμα για μένα, να αποδεχθώ αυτή την ενοχή που θα δημιουργούσε ντόρο σε όλο το χωριό; Όχι, δε την σήκωνε ο οργανισμός μου τέτοια αποκοτιά. Αποφάσισα να φύγω. -Εγώ φεύγω! είπα και κίνησα να βγω απ' το κοτέτσι. Μα δε πρόλαβα ούτε το κεφάλι μου να βγάλω. Ο Τάκης με είχε είχε αρπάξει απ' το λαιμό και με είχε στριμώξει στο τοίχο.


-Πού πας μαλακισμένο; -Φεύγω...δε πεινάω, κατόρθωσα να ψιθυρίσω έντρομος. Ο Τάκης δεν έφτανε που ήταν τρία τέσσερα χρόνια μεγαλύτερός μου, ήταν τεράστιος για την ηλικία του. -Δε πεινάς ε; Πεινάς δε πεινάς, θα φας! μου είπε τείνοντάς μου ένα κομμάτι στο στόμα. -Μα...είναι πρωί ακόμα...αντέτεινα. -Πρωί ξεπρωί, φάτο γιατί θα σου δαγκώσω το λαρύγγι! Παλιονυφίτσα! Θες να φύγεις από δω και να μας μαρτυρήσεις! Το τελευταίο με πείραξε. Δεν είχα σκοπό να μαρτυρήσω κανέναν. Μονάχα να φύγω από τα δίχτυα που είχα μπλεχτεί. Εξ' άλλου ο ιερός κανόνας της ομερτά υπήρχε μεταξύ μας εκείνα τα χρόνια. Κανένας δεν πρόδιδε τις σκανταλιές του άλλου κι όταν αυτό γινόταν, γινόταν σπάνια και μόνο για εκδικητικούς λόγους. Εκείνο που δεν ανεχόμασταν ήταν ''το καρφί''. Δεν είχα γίνει ποτέ καρφί, ούτε είχα σκοπό να γίνω. Γι' αυτό τα λόγια του Τάκη με πείραξαν. Έκανα μια προσπάθεια να απελευθερωθώ και τα κατάφερα. -Ποτέ δε θα γίνω καρφί! του είπα νευριασμένος. Εκείνος σα να μαλάκωσε λίγο. -Δε πειράζει. Πάρε ένα κομμάτι. Έτσι για το καλό, μου είπε χαμογελώντας. Έκοψα ένα κομμάτι από το κοκορέτσι που κρατούσε στα χέρια και το έβαλα στο στόμα. -Μπορώ να φύγω τώρα; ρώτησα μασώντας ακόμα. -Φύγε και ούτε μας είδες, ούτε μας ξέρεις...απάντησε ο Τάκης. Βγήκα από το κοτέτσι και ακολουθώντας αντίθετο δρόμο από κείνον που ήρθαμε, βγήκα στην εκκλησία. Εκεί έφτυσα το κοκορέτσι. Θα επέστρεφα από άλλον δρόμο στη πλατεία και ούτε γάτα ούτε ζημιά. Έφτασα τελικά στην πλατεία με ένα σφίξιμο στο στομάχι. Πράγματι είχε γίνει ντόρος. Οι άντρες είχαν βγει από τις ταβέρνες και τα καφενεία και είχαν μαζευτεί έξω από τη ψησταριά του Γιωργομάνου. Εκείνος προσπαθούσε να τους εξηγήσει. -Βρε παιδί μου εδώ καθόμουν. Τις μπριζόλες πήγα μέσα και μέχρι να βγω, άφαντο το κοκορέτσιι. Μπλέχτηκα ανάμεσα στο κόσμο. Φτηνά την είχα γλιτώσει. -Εσύ ρε! Δε καθόσουν σ' αυτό το παγκάκι μαζί με δυο τρεις άλλους; Ο Χρήστος του Τσάγκα στεκόταν από πάνω μου βλοσυρός και με κοίταζε. Όλοι οι άντρες στράφηκαν προς το μέρος μου.


-Ναι εδώ καθόμασταν, μα πέρασε μια καρδερίνα και την κυνηγήσαμε....είπα απολογητικά... -Χμ καλα σας πήρε το μάτι μου! Kαι δεν είδατε κανέναν να τριγυρίζει το κοκορέτσι; με ρώτησε ο Χρήστος. Όλοι κρέμονταν από τα χείλη μου. -Όχι...'οχι θείο...να εμείς τη καρδερίνα κυνηγήσαμε στη κατηφόρα... Φάνηκε να το πίστεψαν. Εξ' άλλου το σουλούπι μου δεν έπειθε κανέναν ότι μπορεί να ήμουν ο κλέφτης. Στεγνός, κοκαλιάρης κι αδύνατος σα σπίνος. -Μη τα μπερδεύεις τα παιδιά ρε! Και γω τα είδα. Να εδώ στο παγκάκι καθόντουσαν. Αυτά δε μπορούν ούτε να σηκώσουν τη σούβλα με το κοκορέτσι, είπε ο Γιωργομάνος. -Ρε μπας και πέρασε κάνας γύφτος; πετάχτηκε κάποιος απ' τον σωρό. -Ναι ρε κάνας γύφτος θα πέρασε, ομονόησαν όλοι. Συμφώνησαν. Ποιος άλλος μπορούσε να αρπάξει τη σούβλα με το κοκορέτσι; Εκεί στις αρχές της δεκαετίας του εβδομήντα, κανένας δε πείναγε στο χωριό. Όλα ήταν πλουσιοπάροχα. -Σίγουρα γύφτοι το πήραν! Βρε να μη τους πάρουμε χαμπάρι... -Μωρέ δε κλαίω το κοκορέτσι...τη σούβλα κλαίω...είπε ο Γιωργομάνος. Οι άντρες άρχισαν να το διαλύουν μπαίνοντας πάλι στα καφενεία και τις ταβέρνες. Πήρα τον δρόμο για το σπίτι, μετανοημένος λίγο που δεν είχα δοκιμάσει και γω απ' αυτό το κοκορέτσι... Χρόνια αργότερα, όταν μεγαλώσαμε πια, ομολογήσαμε στον Γιωργομάνο ποιος τον είχε κλέψει εκείνη την ημέρα. Ο καημένος αποδέχθηκε στωικά και χαμογελώντας την αλήθεια. -Εσείς είσασταν βρε παλικάρια μου; Και τόσα χρόνια πίστευα πως το έκαναν γύφτοι! Χαλάλι σας μωρέ, χαλάλι σας! Εσείς να είστε καλά και ποιος λογαριάζει το κοκορέτσι... Νάναι καλά ο γέροντας εκεί που είναι...

Γιώργος Πύργαρης


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.