Aι μπόσκαι

Page 1

AΙ ΜΠΟΣΚΑΙ

-απόπειρα Παπαδιαμάντειου διηγήματος-

“Εστί δε και αλεξιφάρμακον όλη προ των θυρών κρεμαμένη” Διοσκουρίδης

Ήτο απόγευμα, παραμονή πρωτοχρονιάς του σωτηρίου έτους 197... Οκταετής πια, ενθυμούμαι καθαρώς την ημέραν εκείνην. Ο καιρός ήτο ψυχρός. Μελανά νέφη απ' άκρην σε άκρην του ουρανού, βαρέα και έτοιμα να στάξουν. Από τας καπνοδόχους των οίκων της μικρής μας πολίχνης, λευκός καπνός εγειρόταν χορευτικός, μαρτυρώντας την ευτυχία των κατοίκων που ανέμενον μετά γλυκών και εδεσμάτων, μετά οίνου και χοιρινού κρέατος, την έλευσην του νέου έτους. Η μήτηρ μου αφού με ενέδυσεν καταλλήλως διά την περίστασιν και αφού με εξεπροβόδισεν εις την μικρήν χωμάτινην οδόν έμπροσθεν της οικίας μας, μου είπεν θέτοντας εις τα χείρας μου μικρόν σκέπαρνον… «Θα πας στα ριζά, εκατό μέτρα πέρα από τον μεγάλο βράχο. Αριστερά, λίγο πάνω απ' τη σπηλιά, θα βρεις πολλές μπόσκες» Μπόσκα εις το χωρίον μου ελέγαμεν βολβόν τι, ο οποίος εφύετο ανάμεσα εις βράχους και πέτρας εις τα ριζά του μικρού μας όρους. Το μέγεθος του βολβού ήτο ως χούφτα ανδρός και είχεν εις την κορυφήν ολίγα πλαταία πράσινα φύλλα. Ομοίαζε δε αρκετά με κρεμμύδιον. Εσυνδυάζετο η χρήσης του με έθιμον χαμένο εις τα βάθη του χρόνου. Εθεωρείτο πως έφερνεν τύχην, αφθονίαν, υγείαν και μακροημέρευσην. Ανήμερα της Πρωτοχρονιάς, ο πατήρ ή η μήτηρ κάθε οικογενείας, έπαιρνον το φυτόν εκείνο και λέγοντας ευχάς, έκρουον με την πλευράν του βολβού και ουχί των φύλλων, τας κεφαλάς των υπολοίπων μελών της οικογενείας, ωσάν το συγκεκριμένον φυτόν να ήτο μαγικόν και να μετέδιδε εις όλους την ποθητήν τύχην, δι’ όλο το ερχόμενον έτος. «Χρόνια πολλά! Καλή χρονιά!» Ούτος ήτο ο λόγος ο οποίος η μήτηρ μου –άγιον το χώμα που τήνε σκέπει πια- με εξεπροβόδιζεν εκείνο το μακρινόν της ζωής μου απόγευμα. Εδώ και αρκετάς ημέρας την είχον πολλάκις παρακαλέσει, να με αφήκει να φέρω εγώ την μπόσκαν εφέτος εις την οικίαν μας και εκείνη εις το τέλος ενέδωκεν στας παιδικάς και επιμόνους παρακλήσεις μου.


Επήρα την οδό προς την εκκλησίαν του Αγίου Γεωργίου και εσυνέχισα. Βγαίνοντας του χωρίου, εβάδισα αριστερά κατά μήκος του όρους, επέρασα τον μεγάλον βράχον και ήρχισα να αναρριχούμε βραδέως αριστερά του σπηλαίου προς το σημείο όπου μου είχεν υποδείξει η μήτηρ μου, ενώ γύρω μου ίπταντο συνεχώς χαμοπούλια τα οποία έβοσκον αμερίμνως εις τα θυμάρια, στας σφάκας, τους πρίνους και τας κουμαραίας και η παρουσία μου τους εχαλνούσε τον ίσον. Ο καιρός μουντός και υγρασία απλωμένη ήτο παντού. Μυριάδαι σταγόναι αιωρούνταν εις την ατμόσφαιραν και πολλαί αύται εναποθέτονταν μαγνητισμέναι εις τα ρούχα και την κόμην μου, ωσάν άχρωμη υγρή κόνις. Έφτασα εις σημείον βραχώδην όπου εν μέσω πολλών σχισμάδων, διέκρινα αρκετά εκ των φυτών των οποίων εγύρευα. Με χαράν και ενθουσιασμόν, επλησίασα ένα με εύρωστον φύλλον και με το μικρόν σκέπαρνόν μου ήρχισα γύρω του να σκάπτω, όσο βέβαια εδυνόμουν, εις την σχισμή όπου εκείνο είχεν φυτρώσει. Μετά πενταλέπτου εργασίας, προσεπάθησα να αποκολλήσω τον βολβόν εκ του εδάφους ετραβώντας το από το σημείον όπου τα φύλλα ηνώνοντο με την αρχήν του καρπού, μα ματαίως. Το έκοψα και εχάλασα το φυτόν. Ήτο βαθέως ριζωμένος ο βολβός και απόμεινα μονάχα με δύο φαιά πράσινα φύλλα εις την μικρήν μου χείραν. Τουτέστιν δεν απογοητεύθειν. Σιμά του πρώτου φυτού, έτερο εφύετο. Εσυνέχισα λοιπόν την εργασίαν μου. Ματαίως όμως. Και εκείνος ο βολβός, ήτο βαθέως ριζωμένος και εκείνον εντός ολίγου, τον εχάλασα. Όλαι μου αι προσπάθειαι επί δύο ώρας, απέβησαν άκαρπαι. Δεν ημπόρεσα να αποκολλήσω από την σφιχτήν αγκάλην της γης ουδέναν βολβόν. Ως εκείνη, να μην ήθελε να μοι δώκει. Αίφνης, έστρεψα το βλέμμα μου εις τον ουρανόν όπου είχεν αρχίσει να σκοτεινιάζει. Φόβος και πανικός ήρχισαν να με διώκουν. Δεν θα επρολάβαινα. Δεν θα εκατόρθωνα να αποσπάσω ουδεμίαν μπόσκαν από την γην. Η οικία μας την επομένη δεν θα είχεν αυτό το τυχερόν και μαγικόν φυτόν δια να μας αποφέρειν τύχην και δια να κάμνωμεν «χρόνια πολλά» και «καλή χρονιά» και τις οίδε, πόσα δεινά θα έπιπταν επάνω μας το νέον έτος. Και δι' όλα αυτά, υπεύθυνος θα ήμουν εγώ. Είχον αποκάμει μην ηξεύροντας τι να κάμνω. Πλησίον βεβαίως των φυτών όπου εστόχευα, υπήρχαν και άλλοι βολβοί που ομοίαζαν με μπόσκαι αν και πολύ μικρότεραι και ευκόλως ημπορούσα να τους αποσπάσω διότι εφύοντο εις το ρηχόν του εδάφους, δεν ήταν όμως πραγματικαί μπόσκαι και φυσικά εις καμίαν περίπτωσιν δεν θα περιείχαν την μαγική και τυχερή των δύναμην και ενέργειαν. Να επέστρεφα εις την οικίαν μου άπρακτος χωρίς στας χείρας μου το πολυπόθητον φυτόν που ανέμενεν η οικογένεια, ήτο καθαρή ήττα. Εν τω μεταξύ είχεν αρχίσει να ψιχαλίζει βραδέως. Και φυσικά να πίπτει τριγύρω περισσότερον σκότος. Εντός τοιαύτης ομιχλώδους κατάστασης, ήκουσα βήματα εις την οδόν, πεντήκοντα μέτρα υπό του σημείου όπου ευρισκόμουν. Στράφηκα και ως εκ θαύματος είδα μακρινόν τινά θείο μου, ονόματι Γιώργην Ζάχον, ο οποίος είχεν κάπου πλησίον, μικρήν στάνην με αιγοπρόβατα. Αγαθός, πράος άνθρωπος. Εύμορφος και καλλίφωνος. Δεν έχασα όμως καιρόν. «Μπαρμπα Γιώργο!» εφώναξα.


Εκείνος ξαφνισθείς εστράφη προς εμέ. «Επ! Ανιψιέ! Τι κάνεις εκεί πάνω;» Του εξήγησα εν ολίγοις το θέμα μου. Εκείνος αμέσως με μεγάλας απλωτάς δρασκελιάς ήρχισε να ανεβαίνει τα βράχια. Σε λιγότερο από τρία λεπτά, ήτο σιμά μου. Εβαστούσεν γκλίτσαν τσοπανικήν, την οποίαν απίθωσεν εις το έδαφος. «Και δε μπορείς να βγάλεις μια μπόσκα ε; Χμμμ είσαι μικρός ακόμη! Δε πειράζει, του χρόνου! Φέρτο σκεπάρνι!» Με επιδεξίας και αξιοζηλεύτους κινήσεις απέσπασε εκ του εδάφους εντός ελαχίστων λεπτών, ουχί μία, ουχί δύο, αλλά έξι ευμεγέθεις, υγιείς και ευρώστους μπόσκας. Μου έδωκε τας τρεις και τον σκέπαρνον. «Και τώρα πάμε ανιψιέ… σε λίγο θα νυχτώσει! Άντε και καλή χρονιά νάχουμε!» είπεν γελώντας, δίνοντάς μου μιαν χαμηλήν στην κεφαλήν, με τας τρεις μπόσκας όπου εκρατούσε δια εκείνον, στην δεξιά του.

Ευτυχής, πλησίον του θείου μου, ήρχισα την κατάβασην. Εκείνος όταν αφήκαμεν το βουνόν και εβγήκαμε εις οδόν, έθεσε οριζοντίως την γκλίτσαν εις τους ώμους του, πλέξας τας χείρας επάνω και ήρχισεν το τραγούδι, παρόλη την ψιχάλα που εδυνάμωνε. Δημοτικόν. Δια την ακρίβεια κλέφτικον. "Βοήθα ανιψιέ! Τραγουδάς; Βοήθα να το πούμε μαζί...Α ρε κατακαημένη κλεφτουριά! " είπεν και εσυνέχισε με την ωραίαν φωνήν του το κλέφτικον. Εβαδίζαμε έτσι τραγουδώντας -καταγινόμουν και εγώ να κρατήσω κάποιο υποτυπώδες σεγόντον- μέχρι που εφτάσαμε στις πρώτες οικίες της πολίχνης. Εκεί οι δρόμοι μας εχώρισαν. «Άντε γεια σου ανιψιέ και χρόνια πολλά. Καλή χρονιά νάχουμε!» «Γεια σου θείε ευχαριστώ πολύ. Καλή χρονιά!» Έμβήκα σχεδόν νύχτα εις την αυλή της οικίας μου. Ευρήκα την μήτηρ μου έξω να με αναμένει με την πόλκαν εις τους ώμους, ανήσυχη. «Τι έκανες τόσες ώρες;…» με εμάλωσε θέτοντας θωπευτικώς την χείραν της εις τον ώμον μου. Εσήκωσα υψηλά με περισσήν περηφάνειαν τας τρεις μπόσκας μου. Τας επήρε από τας χείρας μου μειδιώντας ευχαριστημένη και τας απέθεσε εις εξωτερικόν περβάζιον της οικίας μας. Ήξευρα. Την επομένη θα με ξυπνούσε γελώντας, κρούοντας απαλά την κεφαλή μου με μίαν


από τούτας τας μπόσκας... «Χρόνια πολλά…Καλή χρονιά!» Και θα με εφιλούσε εις το μέτωπον, γλυκά ως Παναγία…

Γιώργος Πύργαρης


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.