Η επιστήμη
Για τον Καλιάτση , αυτόν τον απίθανο γέροντα που μέχρι τέλος της ζωής του, δεν έχασε το κουράγιο και το κέφι του να πειράζει και να στήνει φάρσες στους ανθρώπους, έχω ξαναγράψει. Μα ένας Καλιάτσης, δε μπορεί να μείνει για πολύ ήσυχος. Μπορεί να μην έχει την δυνατότητα πια να ενοχλεί, αφού εδώ και κάμποσα χρόνια κοιμάται ήσυχος στην αγκαλιά της γης, έχει όμως τη δύναμη να τσιγκλάει ένα συγγραφέα. Γιατί ο Καλιάτσης ήταν με τον τρόπο του ήρωας. Ένας απλός κι αγαπημένος ήρωας , που η απουσία του φτώχυνε μια για πάντα τη πλατεία του χωριού μας. Γιατί η πλατεία ήταν ο τόπος της δράσης του. Εκεί και το σπίτι του, ένα μικρό πέτρινο σα χελιδονοφωλιά. Με τη περγουλιά και τη τζιτζιφιά στη στενή αυλή` και τις γλάστρες πάνω στη μαντρούλα που με τόση φροντίδα διατηρούσε εκείνος, μαζί με τη γριά του τη κυρά Πηνελόπη. Έτσι σήμερα, τούτο το καλοκαιριάτικο απόγευμα, πήρα το τραπέζι, τα χαρτιά, τη πένα και βολεύτηκα κάτω απ’ τον ίσκιο της μουριάς, να γράψω κάτι για κείνον. Θα σας διηγηθώ λοιπόν, πως την έφερε κάποτε στον ελαφρύ κι ευκολόπιστο Μπελκεμέ… Εκείνος ο αθεόφοβος πάλι, ερχόταν στο καφενείο για να κοιμηθεί` λες και δεν είχε σπίτι. Δε προλάβαινε καλά καλά να καθίσει ή να πει δυο κουβέντες μ’ έναν άνθρωπο, τον έπαιρνε ο ύπνος κανονικά στην καρέκλα και ροχάλιζε του σκοτωμού. Οι περισσότεροι κορόιδευαν, μα κατά βάθος κατανοούσαν αυτή τη τάση για ύπνο του Μπελκεμέ και λίγο πολύ, την είχαν αποδεχτεί. Μα όχι κι ο Καλιάτσης. Όσο τον έβλεπε να κοιμάται μακαρίως στο καφενείο, τόσο του την έδινε. Ήθελε λοιπόν, από καιρό να του τη φέρει. Κάποτε λοιπόν, πραγματοποίησε το μεγαλοφυές σχέδιο του. Μα να πως έγιναν τα πράματα.
Μεσοκαλόκαιρο κι ο Μπελκεμές είχε αποκτήσει τη συνήθεια, νάρχεται στη πλατεία καταμεσήμερο που συνήθως δεν ήταν κανείς. Έπιανε μια καρέκλα κάτω απ’ τη ροδιά, χάζευε για λίγο, χασμουριόταν και τελικά παραδιδόταν στην αγκαλιά του Μορφέα. Εκείνη την ημέρα ο Καλιάτσης, την περίμενε πως και πως. Κρατούσε στο ψυγείο καμιά δεκαριά τσαμπιά σταφύλια, ειδική παραγγελία για τη δουλειά πούχε βάλει στο νου του. Μόλις άδειασε η πλατεία για το μεσημεριάτικο ύπνο, τα πήρε μαζί με μια αδιόρατη άχρωμη κλωστούλα, πήγε απέναντι στο καφενείο και για λίγη ώρα, επιδόθηκε στο έργο του... Τέλος, απόμεινε για λίγο να το θαυμάσει. Πράγματι, ήταν ωραίο θέαμα! Τα τσαμπιά των σταφυλιών, κρέμονταν ανάμεσα στα φύλλα και τα άγουρα ρόδια, περήφανα και μυρωδάτα! Και το κυριότερο, η κλωστούλα που τάχε δέσει πάνω στα κλαδάκια της αθώας ροδιάς, δε φαινόταν καθόλου. Ο Καλιάτσης, χαμογέλασε πονηρά κι έτρεξε σπίτι του. Μούλωξε κάτω απ’