TO TΣΆΙ ΤΟ ΤΟΥΡΚΙΚΟ
-χαρισμένο σε έναν φίλο που έφυγε νωρίς και μου ενέπνευσε αυτήν την ιστορία...στον Νίκο τον Στυλιανόπουλο-
Εβδομηντάρα πια η κυρα Στάθαινα, προβλήματα στη ζωή της δεν είχε. Μετά τον θάνατο του αντρός της, που τον δέχτηκε αγόγγυστα και καρτερικά όπως κάνουν σ’ αυτή την ηλικία οι περισσότεροι άνθρωποι, ζούσε μονάχη στο σπιτάκι της σε μιαν ακρούλα του χωριού, μέχρι να έρθει και η δικιά της ώρα να πάει στο παράδεισο. Και ζούσε όμορφα. Με τις κοτούλες και τα λουλουδικά της, με τα πρόσφορα και τα κόλλυβα στην εκκλησιά, το μόνο που ζήταγε απ’ το θεό πια, ήταν να μη κλείσει γρήγορα τα μάτια, για να χαρεί όσο περισσότερο μπορεί, τούτο το τελευταίο μα ήσυχο κεφάλαιο της ζωής της. Γιατί δεν ήταν μόνο τα παραπάνω. Ήταν κι ο μοναχογιός της ο Γιάννης, που ζούσε στην Αθήνα, μα ερχόταν κάθε Σαββατοκύριακο με τα εγγόνια και τη νύφη της, να την δουν και να γεμίσουν με χαρά το σπιτικό της. Την αγαπούσε τη μάννα του ο Γιάννης. Πώς και πώς περίμενε να έρθει η Παρασκευή, να τα μαζέψουν και να πάνε κοντά της. Εξ’ άλλου, δεν ήταν μακριά το χωριό του. Μια ώρα δρόμο απ’ την Αθήνα ήταν. Και ποτέ δε πήγαινε με άδεια χέρια. Κάθε φορά, έφερνε του κόσμου τα καλούδια. Σακούλες με καφέδες, μακαρόνια, αλάτια, απορρυπαντικά, μέχρι πλυντήρια, τηλεοράσεις και ψυγεία έφερνε. «Τι τα θες βρε Γιάννη μου; Τι να τα κάνω; Μια έρμη ψυχή είμαι» τούλεγε εκείνη.
Ένα πρόβλημα μόνο είχε η κυρα Στάθαινα, μέσα στην μακάρια ευτυχία της. Το ζάχαρο. Ήταν ανεβασμένο συνέχεια το άτιμο και μόνο μετά από αυστηρή δίαιτα, κατόρθωνε κάπου κάπου να το ρίχνει. Βέβαια ο Γιάννης της είχε πάρει και μετρητή και την είχε μάθει να το μετράει μόνη της κάθε μέρα. Δε παρέλειπε δε κάθε βράδυ να της τηλεφωνεί… « Πώς ήταν το ζάχαρο σήμερα μάνα;» «Ένα εβδομήντα Γιάννη μου… ένα εβδομήντα…» «Δίαιτα μάνα! Δίαιτα! Ούτε κόκκο ζάχαρη στον καφέ!» της έλεγε κάπως αυστηρά εκείνος, καθώς ήξερε πως η μάνα του ήτανε γλυκατζού και κάθε τόσο, έκανε τις παρασπονδίες της.
Σε μια από τις τελευταίες επισκέψεις του όμως, βρήκε τη μάνα του και το σπίτι σε κακά χάλια. Όλα τα πλακάκια είχαν ξεκολλήσει από το πάτωμα, σα νάχε περάσει από κάτω τους μια υπερφυσική δύναμη. Η κυρά Στάθαινα καθόταν σε μια καρέκλα στη βεράντα και
σταυροκοπιότανε. Μόνο που δεν έκλαιγε. «Το μεσημέρι Γιάννη μου!... μόλις είχα ψήσει λίγο καφέ…Ακούω κρακ κρακ και πηδήσανε πάνω όλα… Ο οξαποδώ Γιάννη μου!...» Εκείνος έριξε μια ματιά και δεν άργησε να καταλάβει, ότι το πρόβλημα δεν ήταν φυσικά ο οξαποδώ, αλλά η συστολή και η διαστολή λόγω θερμοκρασίας. Ο μάστορας που τα είχε βάλει, δεν είχε υπολογίσει τις απότομες αλλαγές θερμοκρασίες του τόπου, με αποτέλεσμα αυτά να ξεκολλήσουν όλα μαζί ξαφνικά, φοβίζοντας για τα καλά την κακομοίρα τη κυρά Στάθαινα. « Δεν είναι τίποτα μάνα! Από τις παγωνιές του χειμώνα είναι. Θα τα ξαναφτιάξουμε. Θα σου φέρω εγώ άλλο μάστορα και μέχρι το Πάσχα θα είναι έτοιμα.» Πράγματι. Μόλις πήγε στην Αθήνα ο Γιάννης, η πρώτη του δουλειά, ήταν να βρει τον Μανόλη το μάστορα που είχε βάλει τα πλακάκια του δικού του σπιτιού και είχε μείνει πολύ ευχαριστημένος. Τον βρήκε στο στέκι του, ένα ουζερί της γειτονιάς, μαζί με το υπόλοιπο συνεργείο του. Πήγαιναν κάθε βράδυ εκεί, να πιουν τα ουζάκια τους, αλλά και να κλείσουν δουλειές, αφού όλοι πια ήξεραν, πού θα τους βρουν. Ο Γιάννης κάθισε στο τραπέζι τους, παράγγειλε μια ποικιλία και εξήγησε στο Μανόλη τη κατάσταση. «Αυτό τον καιρό είμαι πνιγμένος!» απάντησε εκείνος «το μόνο που μπορώ να κάνω αφού βιάζεσαι, είναι να σου στείλω τον Λιάκο από δω» και χτύπησε στη πλάτη τον διπλανό του. Τον ήξερε ο Γιάννης τον Λιάκο. Είχε δουλέψει και στο σπίτι του στην Αθήνα. Βέβαια τότε ήταν μικρότερος, μα φαινόταν αετός στη δουλειά. Συμβιβάστηκε ο Γιάννης. «Θα πληρωθείς με το παραπάνω!» του είπε «κι όσο κρατήσει η δουλειά, θα κοιμάσαι εκεί. Καλό καιρό έχει, ησυχία στο χωριό, θα ηρεμήσεις και λίγο απ’ την Αθήνα» Αφού συνεννοήθηκαν για τις παραγγελίες και τα χρειαζούμενα, ο Γιάννης σηκώθηκε. «Εντάξει λοιπόν! Την άλλη βδομάδα ξεκινάς» είπε στον Λιάκο και καληνύχτισε.
Δύο αδυναμίες είχε ο Λιάκος στη ζωή του. Η μία, ότι κατά τη διάρκεια της δουλειάς του, ήθελε να ακούει τραγούδια. Βαριά ρεμπέτικα. Είχε ένα τεράστιο σκονισμένο κασετόφωνο και το κουβαλούσε μαζί σε όλες τις δουλειές του. Τόβαζε σε μια γωνιά και όλη την ημέρα, εργαζόταν κάτω από τους σκοπούς του. Η άλλη του αδυναμία, ότι του ήταν σχεδόν αδύνατο να δουλέψει, αν δεν είχε καπνίσει πρώτα τρίφυλλο με φούντα. Χασίς. Έτσι λοιπόν, την παραμονή πριν αναχωρήσει για το χωριό, έκρυψε ανάμεσα στα εργαλεία του, τα αλφάδια, τους ματρακάδες, τα αλφαδολάστιχα και τα μυστριά, μια σακούλα με φούντα που φρόντισε να προμηθευτεί από την πιάτσα, ειδικά για την περίσταση. Πήρε και το σκονισμένο του κασετόφωνο με τις αγαπημένες του κασέτες και την άλλη μέρα απ’ τα χαράματα, έπιασε με το αυτοκίνητο εθνική…
Από τη πρώτη στιγμή του άρεσε η ιδέα να δουλέψει για καμιά δεκαριά μέρες στο χωριό, μακριά απ’ τον θόρυβο και το άγχος της πόλης. Θα ήταν ωραίο διάλειμμα για κείνον στην εμπατή της Άνοιξης. Όταν μάλιστα έφτασε στο σπίτι της κυρά Στάθαινας κι ένιωσε την ησυχία του τοπίου, όταν είδε τα ριζά γύρω, γεμάτα αγριολούλουδα και τα πουλιά να τιτιβίζουν σα τρελά, κατάλαβε ότι ήταν λαχείο αυτή η δουλειά. Όμως και η κυρα Στάθαινα τον συμπάθησε από την πρώτη στιγμή. Γιατί ο Λιάκος ήταν παιδί χαρούμενο και ζωντανό. Με τα αστεία του, κέρδισε την καρδιά της αμέσως και κοίταζε πώς και πώς να τον ευχαριστήσει. Έτοιμο του τον είχε τον καφέ μόλις ξυπνούσε. Άσε τα ουζάκια, τις μπύρες και τα διάφορα. Όσο για τα φαγητά της, λουκούλλεια. Από τις δέκα το πρωί, το σπίτι μοσχομύριζε. Τι κοτόπουλα με πατάτες στο φούρνο, τι γιουβέτσια, τι μπριάμ, τι παστίτσια… Ένα πράγμα μόνο δε μπορούσε να συνηθίσει στον Λιάκο. Το τσιγάρο του. Γιατί δεν ήταν ένα συνηθισμένο τσιγάρο. Αυτό μάννα μου ήταν θεόρατο. Και μύριζε άσχημα. Κι ο Γιάννης της κάπνιζε, αλλά αυτό ήταν άλλο πράγμα. Άσε που τόφτιαχνε μόνος του την ώρα του πρωινού καφέ. «Γιατί δε καπνίζεις απ’ τα κανονικά Λιάκο μου;» του είπε τη δεύτερη μέρα. «Δε τα μπορώ αυτά τα βιομηχανικά θειά! Άσε που κάνουνε και κακό. Ενώ ετούτο είναι μια χαρά και δε καπνίζω πολλά. Ένα το πρωί, ένα τ’ απογεματάκι και τέρμα…» Ναι σ’ αυτό είχε δίκιο το παιδί. Δύο τέτοια τσιγάρα έκανε την ημέρα. Ένα το πρωί, ένα το απόγευμα. Α, όλα κι όλα, η αλήθεια να λέγεται! Όμως παράξενο πράμα! Μόλις τέλειωνε αυτό το τσιγάρο, ζητούσε γλυκό. Και δεν ήταν ότι το λυπότανε. Θεός φυλάξει, ήταν πολύ φιλότιμη η κυρα Στάθαινα. Μα να, έβαζε και την ίδια σε πειρασμό. Γιατί δεν έκανε να φάει λόγω ζάχαρου. Κι ένα βαζάκι γλυκό κεράσι που είχε για μια ώρα ανάγκης, τόχε καταχωνιάσει βαθιά μέσα στα ντουλάπια της. Αλλά ο Λιάκος, από τη πρώτη μέρα, μόλις τέλειωσε αυτό το παράξενο τσιγάρο, άρχισε… «Μήπως έχεις κάνα γλυκό θειά;» Τι να κάνει η δόλια, ανέβηκε πάνω σε μια καρέκλα και το ξεκαταχώνιασε. Πώς να φερθεί; Να μη δώσει ένα γλυκό στο παιδί που της ζήτησε; Αλλά μόλις το κατέβασε και τούβαλε σ’ ένα πιατάκι μια μεγάλη μερίδα, της πέσανε τα σάλια. Όταν δε τον είδε, να το παίρνει και να το βάζει στο στόμα του, ενώ γύρω από το κουταλάκι έσταζε μυρωδάτο κοκκινωπό σιρόπι, δε κρατήθηκε αλλά με ένα μακρόσυρτο αααχ έφυγε και χάθηκε στα ενδότερα της κουζίνας της. Έκρυψε το βαζάκι και προσπάθησε να το ξεχάσει την υπόλοιπη μέρα. Αλλά το ίδιο απόγευμα μετά το τσιγάρο, ο Λιάκος ξαναζήτησε γλυκό. Αυτή τη φορά, την ώρα
που τόβαζε στο πιατελάκι, έκλεισε τα μάτια να μη το βλέπει. Μετά πήγε και μέτρησε το ζάχαρό της. Κόντευε διακόσια. Όχι μόνο δεν είχε πέσει με τη δίαιτά της, αλλά είχε ανέβει περισσότερο το άτιμο. Και μόνο που έβλεπε το βαζάκι με το γλυκό, της ανέβαινε. Φαντάσου να έτρωγε κιόλας. Αν συνεχιζόταν αυτή η κατάσταση, θα χρειαζόταν να ξεκινήσει πάλι τις ενέσεις ινσουλίνης. Έκρυψε το βαζάκι σ’ ένα συρτάρι αυτή τη φορά και το σκέπασε με μια πετσέτα, συνειδητοποιώντας πως θα την είχε και η ίδια άσχημα, μ’ αυτή τη διαολεμένη όρεξη του Λιάκου για γλυκό, όποτε κάπνιζε το ρημαδοτσιγάρο του…
Και δεν έπεσε έξω. Την άλλη μέρα τα ίδια. Μόλις εκείνος ζήτησε γλυκό, η κυρα Στάθαινα λες και την τσίμπησε σφήκα. Σηκώθηκε και μ’ ένα παραπονιάρικο ααχ πήγε να του φέρει. «Γιατί αναστενάζεις θειά όταν ζητάω γλυκό;» την ρώτησε εκείνος όταν ξανάρθε… «Να! το ζηλεύω πολύ γιε μου…» του είπε δίνοντάς του το σιροπιαστό πιατελάκι. «Και γιατί δε τρως;» «Έχω ζάχαρο. Ακόμα και το καφέ, σκέτο το πίνω» Εκείνος αποτέλειωσε σε δευτερόλεπτα το γλυκό του και σηκώθηκε, ενώ στα χείλη του άρχισε να διαγράφεται ένα περίεργο χαμόγελο. «Θειά!» της είπε στο τέλος αποφασιστικά «έχω εγώ ένα τσάι, που το ρίχνει το ζάχαρο…» Η Στάθαινα τον κοίταξε δύσπιστα. Στη ζωή της, είχε ακούσει για τόσα γιατροσόφια που τάχα κάναν καλό, που πια δε τα πίστευε. Αλλά δεν ήθελε να προσβάλει και τον Λιάκο. «Τι μου λες γιε μου…να μου στείλεις λίγο» του είπε χωρίς ενθουσιασμό και κίνησε προς τη κουζίνα της. «Τι να σου στείλω θειά…εδώ τόχω!» και πήγε προς τη σακούλα που έκρυβε το χασίς. Σε λίγο, εμφανίστηκε κι αυτός στη κουζίνα κρατώντας στα δάχτυλα του λίγη φούντα. «Βάλε το μπρίκι να βράζει θειά!» Η Στάθαινα, πήρε το μπρίκι, το γέμισε νερό και τόβαλε στο ματάκι της κουζίνας. Δεν είχε να χάσει και τίποτα. Ας δοκίμαζε κι απ’ αυτό το τσάι. Ο Λιάκος έριξε τη φούντα μέσα στο μπρίκι. «Ανακάτεφτο θειά!» Εκείνη έπιασε να ανακατεύει το τσάι, ενώ ο Λιάκος επέστρεψε στο δωμάτιο που δούλευε. Έβαλε το κασετόφωνο στη πρίζα και πάτησε το κουμπί. Αμέσως νότες μπουζουκιού και μια βαριά ακατέργαστη φωνή, ξεχύθηκαν μέσα στο σπίτι…
Όταν καπνίζει ο λουλάς εσύ δε πρέπει να μιλάς…
Χαμογέλασε ευχαριστημένος και έσκυψε στη δουλειά του.
«Πικρό είναι Λιάκο μου!» Η Στάθαινα φάνηκε στη πόρτα, βαστώντας μια κούπα, όπου μέσα, άχνιζε το τσάι της. «Πιες το όλο θειά! Γουλιά γουλιά, πιες το όλο και θα πέσει το ζάχαρο…» «Αλήθεια λες;» «Θειά! Το τσάι είναι τούρκικο, δεν είναι ό, τι ό, τι! Πιες το όλο!» της είπε κάπως αυστηρά. Εκείνη κάθισε σε μια καρέκλα και πίνοντάς το σιγά σιγά, παρατηρούσε τον Λιάκο που έστρωνε πλακάκια και σιγοτραγουδούσε σεγόντο στο κασετόφωνο. «Μωρέ τι τραγούδια είναι αυτά π’ ακούς γιε μου;» «Δε σ’ αρέσουνε θεια;» «Πολύ βαριά…» «Μια χαρά είναι. Ύμνοι!» Σιγά σιγά, εκείνη ήπιε όλο το τσάι. Όμως μετά από λίγο, άρχισε να νοιώθει κάπως παράξενα. Ένοιωθε το κεφάλι της να βαραίνει, αλλά να βαραίνει όμορφα, ενώ της φαινόταν πως αλλιώτικα περνούσε ο χρόνος. Ναι, σαν η σκέψη της νάγινε πιο γρήγορη, όπως τότε που ήταν νέα. Παράξενο. Έπειτα της ερχόταν να γελάσει. Έτσι χωρίς λόγο. Στην αρχή δεν έδωσε σημασία, όμως κάποια στιγμή της ξέφυγε ένα γελάκι, που προσπάθησε αμέσως να πνίξει. Γιατί δεν υπήρχε κανένας ιδιαίτερος λόγος να γελάει στα καλά καθούμενα. Όμως το γελάκι ξαναγύρισε. Εντονότερο αυτή τη φορά. Άλλο και τούτο πάλι! Τώρα γιατί της ερχόταν να γελάσει; Ούτε τίποτα παράξενο έβλεπε, ούτε είπε ο Λιάκος κάποιο αστείο. Ο καημένος ήταν σκυμμένος στο πάτωμα και έβαζε πλακάκια. Άλλο και τούτο! Αν δε σοβαρευόταν και μάλιστα γρήγορα θα γινόταν ρεζίλι… Όσο περνούσε η ώρα όμως αντί να σοβαρευτεί, τόσο της ανέβαινε η όρεξη για γέλιο. Ξαφνικά, όλα της φάνηκαν αστεία. Μα όλα! Το ανακατεμένο δωμάτιο, ο Λιάκος που ήταν σκυμμένος στο πάτωμα και σιγοτραγουδούσε, η φωτογραφία του μακαρίτη του άντρα της στο τοίχο με κείνο
το περίεργο τσιγκελωτό μουστάκι, όλα! Όταν μάλιστα θυμήθηκε το κρακ κρακ που έκαναν τα πλακάκια και ξεκόλλησαν τρομάζοντάς την, ένα ανήμερο ποτάμι γέλιου, ένοιωσε να ανεβαίνει από μέσα της. Τόσο δυνατό και θεριεμένο, που με κόπο κρατήθηκε να μη ξεσπάσει αμέσως. Έπρεπε να φύγει γρήγορα απ’ το δωμάτιο, τόβλεπε, δε μπορούσε άλλο να κρατηθεί. Τι θάλεγε το παιδί αν την έβλεπε ξαφνικά να γελάει; Σίγουρα θα την περνούσε για τρελή. Άσε που μπορεί να παρεξηγιότανε κιόλας. Όμως δεν άντεχε πια. Καθόλου δεν άντεχε! Γι’ αυτό, άφησε μονά μονά τη κούπα κάτω και με μια απότομη και κωμική κίνηση που θύμιζε παιδί που έχει κάνει ζημιά, ρίχτηκε στο διάδρομο. Πριν φτάσει ακόμη στη κουζίνα ξέσπασε… Ένα ατέλειωτο γέλιο. Ένα γέλιο ασυγκράτητο. Λυτρωτικό. Σα να χτύπησε μέσα της κάποιος μάγος μια μυστική πηγή άφθονου γέλιου και κείνο ξεχυνόταν σαν κρυστάλλινος πίδακας από τα σωθικά της. Όλα της φαίνονταν αστεία και κομμάτι παράλογα. Ακόμη και τα ντουλάπια που έκρυβαν μέσα του λογιών λογιών παράξενα κουζινικά, ο αχόρταγος νεροχύτης που κατάπινε το νερό με έναν απαίσιο ρουφηχτό θόρυβο στο τέλος, το βουβό τραπέζι που στεκόταν χρόνια ακίνητο με τεντωμένα τα τέσσερα πόδια του, χωρίς να ζητάει ποτέ τίποτα σαν παράλογα πιστός υπηρέτης, ακόμη και το μπρίκι του καφέ με την αστεία ουρά και την ηλίθια αντοχή να υπομένει τα αιώνια ψησίματα πάνω στο ματάκι της κουζίνας… Όλα της φαίνονταν κωμικά κι ανάλαφρα κι εκείνη γελούσε σα κουνέλι που το σφάζουν, χωρίς να ξέρει καλά καλά το γιατί. Γελούσε στηριζόμενη σε μια καρέκλα, ενώ με το άλλο της χέρι, προσπαθούσε να φράξει το στόμα της για να εμποδίσει αυτή την ξαφνική και ακατάσχετη ροή. Μάταια όμως, γιατί ακόμα κι αυτή η κίνηση, της προξενούσε περισσότερο γέλιο…
«Την άκουσες για τα καλά βλέπω θειά! Γελαδερό το τσαγάκι;» Ο Λιάκος στεκόταν ολόρθος μπροστά της, ενώ ένα διάπλατο χαμόγελο ήταν χαραγμένο στο πρόσωπό του. «Λιάκο… Λιάκο μου…» η Στάθαινα δε μπορούσε να πάρει τα λόγια της. «Γέλα θειά!» της φώναξε δυνατά και ξέσπασε και κείνος μαζί της. Για αρκετή ώρα, δε μπορούσαν να αρθρώσουν λέξη. Κοιτούσαν ο ένας τον άλλον κι ένας χείμαρρος γέλιου, έβγαινε από μέσα τους γάργαρος κι ορμητικός, που τους συνέπαιρνε. Έδειχνε ο ένας τον άλλον και συνέχιζαν να γελούν δυνατότερα.
Κάποτε όμως, αυτός ο χείμαρρος, έχασε τη δύναμή του. Η Στάθαινα κάθισε σε μια καρέκλα. ΄΄Τι…τι ήταν αυτό Χριστούλη μου! Μπα σε καλό μας…΄΄ Αισθανόταν όμως πικρό το στόμα της. Πολύ πικρό.
΄΄Στέγνωσε το στόμα μου Λιάκο…΄΄ Εκείνος, που απ’ τα γέλια ήταν πεσμένος σχεδόν στο πάτωμα, σηκώθηκε. ΄΄Το γλυκό! Πιάσε το γλυκό θειά!΄΄ ΄΄Τι γλυκό…΄΄ της ξέφυγε πάλι ένα γελάκι ΄΄Tι γλυκό Λιάκο μου; Αφού στόχω πει, δε κάνει να φάω γλυκά…΄΄ ΄΄Ρε θειά! Δε σούπα ότι αυτό το τσάι το ρίχνει το ζάχαρο;΄΄ ΄΄Βρε παιδί…πιστεύεις σ’ αυτά τα πράματα; Ένα σωρό χάπια παίρνω και δε το ρίχνουν, θα το ρίξει το τσάι;΄΄ ΄΄Πιάσε το μαραφέτι θειά!΄΄ ΄΄Ποιο;΄΄ ΄΄Το μαραφέτι ντε…και μέτρα το!΄΄ Η Στάθαινα το κοίταξε δύσπιστα μερικές στιγμές. Αισθανόταν όμως πολύ όμορφα για να του πάει κόντρα. Εξ’ άλλου, μόνο μαζί του είχε γελάσει τόσο πολύ. Σηκώθηκε και έφερε τον μετρητή.
Μετά από λίγο κοιτώντας το αποτέλεσμα, δε μπορούσε να πιστέψει στα μάτια της. ΄΄Μπα…κάτι δε θάκανα καλά΄΄ σκέφτηκε. ΄΄Πόσο λέει θειά;΄΄ Εκείνη δεν απάντησε, παρά κάπως ταραγμένη, επανέλαβε τη διαδικασία. Τα ίδια. Ποτέ δεν είχε δει το ζάχαρό της τόσο χαμηλά. ΄΄Πόσο λέει θειά;΄΄ επέμενε ο Λιάκος. ΄΄Εβδομήντα παιδί μου! Μόνο εβδομήντα…΄΄ ψέλλισε σα χαμένη. ΄΄Είδες το τσάι το τούρκικο;΄΄ της είπε εκείνος και κάνοντας μεταβολή, ξεκίνησε για το δωμάτιο όπου δούλευε. ΄΄Φάε όσο γλυκό θέλεις τώρα!΄΄ φώναξε δυνατά, βγαίνοντας απ’ τη κουζίνα. Η Στάθαινα άφησε το όργανο στο τραπέζι. Έμοιαζε απίστευτο, ήταν όμως αληθινό. Το ζάχαρό της, είχε επανέλθει σε φυσιολογικά επίπεδα. Μωρέ τι σόι τσάι ήταν τούτο; Τούρκικο ε; Μωρέ μπράβο Τούρκοι! Και δε τους τόχε… Γλυκό; Και βέβαια θάτρωγε γλυκό, τέτοια διαολεμένη όρεξη ποτέ δεν είχε. Ένοιωθε
ασυγκράτητη, σα νάπεσε από μπροστά της ένας μισητός τοίχος, που της αποκάλυπτε ξαφνικά έναν παραδεισένιο, μα μέχρι τώρα απαγορευμένο τόπο. Δε βαστιόταν με τίποτα. Όμως… καλού κακού, ας ξαναμετρούσε το ζάχαρο. Άλλη μια φορά. Πήρε βιαστικά το όργανο απ’ το τραπέζι και ξαναμετρήθηκε…Παναγιά μου! Εξηνταπέντε αυτή τη φορά! Που ήταν τόσα χρόνια αυτό το τσάι; Η γλώσσα της όμως, είχε στεγνώσει εντελώς. Το γλυκό! Ναι τώρα μπορούσε να φάει άφοβα γλυκό. Σηκώθηκε, πήγε στο συρτάρι, έβγαλε το βαζάκι κι άνοιξε βιαστικά το καπάκι. Πρώτα το μύρισε. Θέ μου, ήταν θαυμάσιο! Πήρε ένα κουταλάκι κι έπιασε από μέσα δύο κεράσια. Τόφερε σιγά σιγά στο στόμα της. Έκλεισε τα μάτια και χάθηκε μέσα στην κοκκινωπή σοροπιαστή απόλαυση, που είχε τόσο στερηθεί…
Την άλλη μέρα το πρωί, ο Λιάκος σηκώθηκε όπως κάθε φορά, βγήκε στην αυλή και άρχισε τις πρωινές ετοιμασίες για τη δουλειά. Έφτιαξε το χαρμάνι, άνοιξε μια μεγάλη τρύπα στη μέση και έβαλε εκεί το λάστιχο της βρύσης να γεμίσει νερό, ώστε μετά να το ανακατέψει. Η κυρά Στάθαινα βγήκε βαστώντας έναν δίσκο. Τον ακούμπησε στο μαρμάρινο τραπεζάκι της αυλής. Κάτω απ’ το μεγάλο πεύκο. «Το καφεδάκι σου Λιάκο! Σούχω και γλυκό» Έδειχνε όμως αφηρημένη. Αλλού, έτρεχε σήμερα ο νους της. «Ευχαριστώ θειά, άστο εκεί και μέχρι να γεμίσει νερό το χαρμάνι θα τόχω πιει» «Εντάξει Λιάκο μου. Εγώ όμως έχω δουλειά. Θα φύγω. Μπορεί ν’ αργήσω λίγο. Εσύ τα ξέρεις τα κατατόπια άμα θελήσεις κάτι» «Κάνε δουλειά σου θειά, μια χαρά είμαι, δε θέλω τίποτα» Η Στάθαινα έριξε πάνω της μια ζακέτα γιατί έκανε ακόμη λίγο ψύχρα και βιαστικά, πέρασε την αυλόπορτα και χάθηκε στη πρώτη στροφή. Ο Λιάκος κάθισε, ήπιε μια γουλιά καφέ κι έπιασε να στρίβει το τσιγάρο του, παρακολουθώντας πότε πότε το νερό που ανέβαινε σιγά σιγά στο χαρμάνι. Τέλος το άναψε και τράβηξε μια γερή τζούρα χαμογελώντας. Πλάκα είχε η φάση με το τσάι της κυρά Στάθαινας χθες. Δε κατάλαβε η δόλια από πού της ήρθε. Δε βαριέσαι! Ας φχαριστιόταν κι αυτή η κακομοίρα λίγο γλυκό που τόσο τόχε λαχταρήσει. Δε θα πάθαινε δα και τίποτα με λίγο χασίς! Θα της έδινε μερικά τέτοια τσάγια μέχρι να φύγει και μετά, μη τον είδατε το Λιάκο το λεβέντη το καραμπουζουκλή! Στο κάτω κάτω, αθώα φουντίτσα της έδινε, δε της έδινε κώνειο! Α ρε Λιάκο, όπου πας γράφεις ιστορία! Άμα μάθουν και οι μάγκες στην Αθήνα πως μαστουρώνεις γριές με χασίς, θα πέσει το γέλιο της αρκούδας. Ε ρε γλέντια! Μόνο που δεν πρέπει να την αφήσει να ριχτεί με τα μούτρα στα
γλυκά! Μη πάθει και καμιά πλάκα! Η υπογλυκαιμία είναι προσωρινή. Το χασίς δε γιατρεύει το ζάχαρο, γι’ αυτό πρέπει να προσέξει. Να την έχει από κοντά! Ο Λιάκος σηκώθηκε να κλείσει τη βρύση, γιατί το νερό έφτανε για το χαρμάνι της ημέρας. Με το τσιγάρο στο στόμα, πήρε το φτυάρι κι άρχισε ν’ ανακατεύει.
Θάχε περάσει καμιά ώρα περίπου. Εκείνος είχε στρωθεί για τα καλά στη δουλειά. Βρισκόταν στο σαλόνι και τοποθετούσε πλακάκια, πάντα κάτω από τους ήχους της αγαπημένης του μουσικής. Η Στάθαινα μπήκε δειλά δειλά στο σαλόνι. Στάθηκε πίσω του κι έδειχνε αμήχανη. «Λιάκο μου…» «Ήρθες θειά;» απάντησε εκείνος χωρίς να γυρίσει να την κοιτάξει. Έπρεπε να αλφαδιάσει ένα πλακάκι και είχε εστιάσει τη προσοχή του εκεί. «Λιάκο μου…» συνέχισε εκείνη σα νάθελε κάτι να του πει. Εκείνος χτύπησε μερικές φορές απαλά με την ανάποδη του ματρακά το πλακάκι στη γωνία για να του βρει τα ίσα και γύρισε. «Έλα θειά, θέλεις κάτι;» «Να…» έκανε η Στάθαινα διστακτικά «…έρχεσαι λίγο έξω;» «Νάρθω θειά» είπε ο Λιάκος και σηκώθηκε «συμβαίνει τίποτα;» «Όχι όχι παιδί μου, αλλά να… είμαι ψυχοπονιάρα…» «Δε καταλαβαίνω θειά…έπαθες τίποτα;» «Όχι μωρέ, αλλά να, τους ψυχοπονάω…» «Ποιους θειά…τι λες; Δε καταλαβαίνω…» Πέρασαν την εξώπορτα. Στην αυλή της Στάθαινας βρίσκονταν μαζεμένοι καμιά εικοσαριά γέροι και γριές. Ανάμεσά τους κι ένας πενηντάρης αστυνόμος. Κοίταζαν όλοι τον Λιάκο, μα δεν έβγαζαν μιλιά. Εκείνος έμεινε στήλη άλατος να κοιτάζει μια τους υπερήλικες επισκέπτες, μια τη κυρά Στάθαινα, μια τον αστυνόμο. Έδειχνε να μη καταλαβαίνει, αλλά υποψιάστηκε ότι κάτι δε πήγαινε καλά. Ταράχτηκε. «Να οι χωριανοί από δω» ψέλλισε η Στάθαινα «…όλοι ταλαιπωρούνται» από ζάχαρο…κι ο
Θανάσης ο αστυνόμος ακόμα, πούναι κι ανιψιός μου…» Του Λιάκο του κοπήκαν τα πόδια. «Έλεγα...» συνέχισε η Στάθαινα «να τους έδινες λίγο απ’ αυτό το τσάι να δούνε καλό. Ψυχικό θα κάνεις» Ο Λιάκος είχε γίνει άσπρος σα πανί. Αν τον έκοβες, δε θα έσταζε στάλα αίμα. Όλοι είχαν στραμμένα τα βλέμματά τους πάνω του και περίμεναν την απάντησή του. Το μόνο που σκέφτηκε ήταν το ότι, όποιος είχε βγάλει τη παροιμία ΄΄ν’ ανοίξει η γη και να με καταπιεί΄΄ ήταν πολύ σοφός. Ναι αυτό ακριβώς ήθελε. Ν’ ανοίξει η γη και να τον καταπιεί. Εν τω μεταξύ, όλοι κρέμονταν απ’ τα χείλη του. Αλλά απάντηση δεν έπαιρναν. Τη σιωπή έκοψε ο Θανάσης ο αστυνόμος. «Είμαι ο διοικητής εδώ του τμήματος…Η θειά μου η Στάθαινα, μας είπε ότι έχεις ένα τσάι, που τέτοιο δεν έχουμε ματαδεί» Εκείνη έγνεψε καταφατικά και σιγοντάρισε… «Ναι…ναι…αλήθεια λέω. Να! Ρωτήστε τον!» «Είπαμε λοιπόν…» συνέχισε ο αστυνόμος « να μας έδινες λίγο να δοκιμάζαμε. Με τα’ αζημίωτο βέβαια! Εγώ είμαι χρόνια διαβητικός. Έχω μπουχτίσει με τις ενέσεις και τα φάρμακα…Αν…αν είναι ότι υπάρχει φάρμακο φυσικό… κατ’ ευθείαν από τη φύση θέλω να πω, γιατί να μη το πάρουμε; Θα στο πληρώσουμε όσο όσο» Ο Λιάκος ξερόβηξε, γιατί αν δε τόκανε θα σωριαζόταν εκειδά. «Ή…» συνέχισε ο αστυνόμος «ή να μας πεις από πού το παίρνεις για να το παραγγείλουμε» «Ναι Λιάκο μου να το παραγγείλουμε» ακούστηκε σαν ηχώ η φωνή της κυρα Στάθαινας. Σα να τον είχαν στήσει στο εκτελεστικό απόσπασμα και να τον σημάδευαν καμιά σαρανταριά κάνες. Γιατί τα μάτια τους σα κάνες στραμμένες πάνω του τα ένιωθε. Μάζεψε τις τελευταίες ικμάδες της δύναμής του. «Το θέμα είναι…» άρχισε να ψελλίζει «το θέμα είναι ότι δεν έχω άλλο» Εκείνη ακριβώς τη στιγμή είδε στο πάτωμα τα απομεινάρια ενός τσιγάρου του. Μια άδεια πατημένη τζιβάνα από το πρωί. Αν τα μάτια του αστυνόμου έπεφταν πάνω της, θα την είχε πολύ άσχημα. Η καρδιά του πήγαινε να σπάσει. Έκανε δύο βήματα μπροστά και πάτησε με το δεξί του πόδι τη τζιβάνα. Τώρα και όλοι μαζί να έπαιρναν φόρα και να έπεφταν πάνω του δε πρόκειται να ξεκουνιόταν από κει. Ρίζες θα έβγαζε στην ανάγκη. Προς στιγμή ανακουφίστηκε. «Ναι δεν είχα πάρει πολύ μαζί μου. Το τελευταίο το έδωσα χτες στη κυρα Στάθαινα»
Κοίταξε τα πρόσωπα όλων. Σα να απογοητεύτηκαν. «Αλλά…θα κάνω μερικά τηλέφωνα στην Αθήνα και θα σας πω που μπορείτε να βρείτε» Οι περισσότεροι κούνησαν καθησυχασμένοι τα κεφάλια. «Είναι έτσι όπως μας τα είπε η Στάθαινα; Το ρίχνει πραγματικά το ζάχαρο;» πετάχτηκε μια γριά με πρόσωπο ρουφηγμένο που έμοιαζε με πουλί. «Εεε ναι…ναι… είναι αλήθεια» απάντησε εκείνος μη μπορώντας να κάνει αλλιώς «είναι πολύ… πολύ καλό τσάι» «Βρε τι καλό;» πήρε φόρα η Στάθαινα «μόνο καλό; Μέσα σε δέκα λεπτά εξήντα πέντε μου το πήγε το ζάχαρο!» «Τούρκικο;» ρώτησε ο αστυνόμος. «Ναι τούρκικο» απάντησε ξέψυχα ο Λιάκος. «Και πώς τόχες πάρει μαζί; Έχεις και συ πρόβλημα;» ξαναρώτησε ο αστυνόμος. «Όχι… όχι δεν έχω πρόβλημα…αλλά να! Λίγο πριν έρθω με είχε ενοχλήσει ο λαιμός και πήρα λίγο κοντά…Λίγο! να αυτό που έδωσα στη κυρα Στάθαινα» Αν συνεχιζόταν αυτό το μαρτύριο, σίγουρα θα έμενε. Δεν άντεχε άλλο. «Αι μωρέ παλικάρι μου» πετάχτηκε μια γριά μέσα από το σωρό «βρες μας λίγο απ’ αυτό το τσάι και νάχεις όλα τα καλά του Θεού!» Ο Λιάκος πήρε λίγο θάρρος. Έπρεπε να βγει από την δύσκολη θέση. Όταν κατέβω στην Αθήνα θα κοιτάξω να βρω και θα σας στείλω» είπε. «Γρήγορα παλικάρι μου, υποφέρουμε πολύ απ’ το ζάχαρο!» απάντησε η γριά. Όλοι κούνησαν επιδοκιμαστικά το κεφάλι τους. «Θα κάνω ό, τι μπορώ» υποσχέθηκε ο Λιάκος. Οι επισκέπτες γύρισαν τη πλάτη κι άρχισαν να φεύγουν. «Αϊντε γεια σου Στάθαινα, ευχαριστούμε!» «Να πάτε στο καλό» έλεγε η κυρά Στάθαινα «κι ο Λιάκος από δω, είναι καλό παιδί, θα το κανονίσει!» Μόλις έφυγαν, ο Λιάκος έβγαλε έναν στεναγμό ανακούφισης. Η πρώτη κίνηση που έκανε, ήταν να μαζέψει από κάτω τη τζιβάνα. Μετά έπιασε από το μπράτσο τη Στάθαινα και τη τράβηξε μέσα στο σπίτι. Έδειχνε πολύ αναστατωμένος.
«Ρε θεια! Ρε θεια! Θες να με κάψεις;» ξέσπασε μόλις έκλεισε πίσω του τη πόρτα. Η δόλια η Στάθαινα δε καταλάβαινε τίποτα. «Γιατί Λιάκο μου;» «Γιατί; Τι γιατί; Γιατί…Φτου! άντε να σου εξηγώ τώρα!» «Μα γιατί Λιάκο μου; Γιατί να μη κάνουμε το καλό; Πονεμένοι άνθρωποι είναι. Ξέρεις πώς υποφέρουνε;» «Ρε θεια! Α ρε θεια τι μούκανες!» «Δε καταλαβαίνω Λιάκο μου…» «Πού να καταλάβεις θεια…πού να καταλάβεις…εγώ φταίω, δε φταίει κανας άλλος, εγώ που μπερδεύομαι…Ρε τι θα πάθαινα ο βλάκας στα καλά καθούμενα!» «Μα γιατί Λιάκο μου;» «Γιατί… γιατί…Τι γιατί…Να δεν είναι στην εποχή του τώρα θεια…είναι δύσκολο να βρω…» Η Στάθαινα έδειχνε στεναχωρημένη. Πήγε στη κουζίνα. Ο Λιάκος κάθισε λίγο να συνέλθει. Μετά την λυπήθηκε. Πήγε στη κουζίνα. «Θα δω τι μπορώ να κάνω θεια. Θα κοιτάξω να βρω λίγο» είπε περισσότερο για να μην την βλέπει στεναχωρημένη, παρά γιατί ήθελε πραγματικά να της στείλει.
Από κείνη τη μέρα ο Λιάκος κοίταξε να μαζεύει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα τις δουλειές για να φύγει. Κατάλαβε ότι εδώ βρώμαγε μπαρούτι, γιατί κάθε τόσο όλο και κάποια γριά ερχόταν στο σπίτι της Στάθαινας για να του θυμίσει την υπόσχεσή του. Ούτε τόλμησε τις υπόλοιπες μέρες να ανάψει απ’ το τσιγάρο του μπροστά στη κυρά Στάθαινα. Δύο φορές μόνο άναψε κι αυτές κρυφά. Ώσπου κάποτε τέλειωσε, μάζεψε τα πράγματά του, τα φόρτωσε στο αυτοκίνητο, αποχαιρέτησε τη κυρα Στάθαινα και έφυγε ανακουφισμένος από το όμορφο χωριό για την Αθήνα. Όταν μετά από λίγο καιρό βρέθηκε εκεί με το αφεντικό του και τον γιο της κυρά Στάθαινας, για να κάνουν το λογαριασμό και να πληρωθούν, ο Γιάννης το πέταξε… «Ρε συ Ηλία, η μάνα μου μ’ έχει φάει να της στείλεις απ’ αυτό το τσάι του τούρκικο, που ρίχνει το ζάχαρο!» Τα μάτια του Λιάκου έπεσαν πάνω στην αποδοκιμαστική ματιά του αφεντικού του, που κατάλαβε μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα τι ακριβώς ήταν το τσάι το τούρκικο και με τι είχε ποτίσει τη κυρά Στάθαινα ο Λιάκος και τούριξε μια γερή κλωτσιά στο πόδι κάτω απ’ το τραπέζι.
«Δε…δε βρίσκω κυρ Γιάννη…Αν βρω θα σε ειδοποιήσω. Αλλά δύσκολο…» κατόρθωσε να ψελλίσει. «Έχει φαγωθεί κι ο ξάδερφός μου ο αστυνόμος! Θέλει λέει να έρθει να σε βρει» «Μην έρθει!...» πετάχτηκε έντρομος ο Λιάκος «Μάλλον δε το κάνουνε εισαγωγή πια, γι’ αυτό δε βρίσκω! Πέστου μην έρθει κυρ Γιάννη! Αν κάνουνε πάλι εισαγωγή θα τους στείλω εγώ» συνέχισε, προσπαθώντας να κρύψει έναν μορφασμό πόνου από τη δεύτερη δυνατή κλωτσιά, που τούριξε κάτω απ’ το τραπέζι το αφεντικό του…
Γιώργος Πύργαρης