Αφήγηση δέκατη έκτη Ξεκινώντας να γράφω το εισαγωγικό αυτό σημείωμα, νιώθω συγκίνηση για πολλούς λόγους. Τον Ιούλιο του 2013 είπα να κάνω πράξη, να δώσω σάρκα και οστά σε μία ιδέα που κυοφορούσα 2.5 χρόνια μέσα μου. Ένα περιοδικό που να έχει κάτι δικό μου/του και να διαφέρει, δίχως καν να προσπαθεί γι’ αυτό. Έτσι ξεκινήσαμε να στήνουμε 1 τεύχος κάθε 15 ημέρες. Μετά από 8 περίπου μήνες δεν άντεξα να περνούν όλα από το χέρι μου και σταμάτησε να κυκλοφορεί η ΑΦΗ ΓΗ SEE. Με στεναχώρησε αυτό το γεγονός, αλλά τουλάχιστον είχα κάνει ένα μικρό όνειρο πραγματικότητα και ένιωθα περήφανος που μόνος μου έστηνα ένα ηλεκτρονικό περιοδικό που μυρίζει χαρτί! Τότε κατάλαβα πόσο το είχαν αγαπήσει οι αναγνώστες αφού μου έστελναν μηνύματα από ολόκληρη την Ελλάδα και με ρωτούσαν πότε θα επιστρέψει η ΑΦΗ ΓΗ SEE. Επέστρεψε παιδιά! Θέλω να πω ένα μεγάλο Ευχαριστώ στην Ελίνα, στον Νικόλα, στη Σοφία και σε όποιον ήταν μαζί μου σε αυτό το ταξίδι που πέρασε. Τώρα ανυπομονώ να βάλω στη ζωή μου, πάλι φίλους παύλα συνεργάτες ώστε να πάμε την ΑΦΗ ΓΗ SEE ένα βήμα παραπέρα, με αφή, γη και παρατηρητικότητα! Έχουμε νέον λογότυπο, το περιοδικό γίνεται μηνιαίο και πιο απλά έχουμε αλλαγές σε πολλούς τομείς. Παραμένω πιστός σε ένα πράγμα όμως. Να φτύνω την κάθε νόρμα, κατάμουτρα. Τιμώ για μία ακόμη φορά με τον τρόπο μου, τη Σύρο! Καλή ΑΦΗ ΓΗ SEE. Ο εκδότης Βαγγέλης Ευαγγελίου.
25 γωνιές από το Ναυπηγείο της Σύρου
Νεώριο Φωτογραφίες Ζωζεφίνα Αλιμπέρτη
Επιμέλεια Φωτογραφιών Βαγγέλης Ευαγγελίου
5 φωτογραφίες από: ΕΣΤΙΑΣΗ Ρούσσου Λουκία
Κι αν δεν είσαι μέσα σε όνειρο, τότε που;
ΣΥΡΙΑΝΩΝ ΚΑΦΕΠΟΤΕΙΟ
Φωτογραφίες Βαγγέλης Ευαγγελίου
Ζεστό, αυγουστιάτικο απόγευμα στην Άνω Σύρο. Περνώντας την πρώτη καμάρα στη νότια είσοδο συναντάς μία χειροποίητη πινακίδα. Το έντονο, Κυκλαδίτικο μπλε αποσπά την προσοχή σου. Ας την ακολουθήσουμε . . .
Ανηφορίζουμε τα καλντερίμια προς την «πιάτσα». Το βλέμμα προσπαθεί να κρατήσει τις εικόνες της γραφικής «ακρό-πολης». Και πάνω στους λιθόχτιστους τοίχους μια μικρότερη, μπλε πινακίδα σε προδιαθέτει να την ακολουθήσεις….
Είμαστε ένα σκαλοπάτι πρίν από τον ουρανό. Η θέα απίστευτη, ανεμπόδιστη. Το βλέμμα ταξιδεύει… Τι να πρωτοδείς; Τα νησιά είναι όλα στα πόδια σου…
Άδεια μπουκάλια και γεμάτες ζωές, γίνονται ένα με τον ουρανό, τη θάλασσα, τα σύννεφα και το ΨΗΛΑ!
Η Αγγελική και ο Βασίλης, με μεράκι δημιουργούν νέα πλάσματα, χειροποίητα και άκρως ερωτεύσιμα..
Κάτσε να ξεκουραστεί η ψυχή σου..
…Κρατήστε το τραπέζι σας και ονειρευτείτε… Με την Ερμούπολη να απλώνετε στα πόδια σας και τον έναστρο ουρανό να σας συντροφεύει.. .
Εκ των έσω «Σε λίγα λεπτά το πλοίο θα φτάσει στο λιμάνι της Σύρου. Οι επιβάτες με προορισμό τη Σύρο παρακαλούνται όπως προετοιμαστούν για την αποβίβαση τους. Το πλοίο θα αναχωρήσει αμέσως». Χειμώνας. Τέλος Ιανουαρίου. Τοπίο μουντό. Ένας ήλιος με δόντια βγαίνει δειλά από τα πυκνά σύννεφα. Η ΕΜΥ έδωσε βροχή το απόγευμα γι’ αυτό και πρέπει να βιαστούμε. 12 παρά. Το πλοίο μπαίνει στο λιμάνι όπως κάθε μέρα. Αθόρυβα περνάει δίπλα από το σιδερένιο τοιχίο. «ΝΕΩΡΙΟΝ» . Το μόνο πράγμα που δηλώνει την άφιξη του είναι ο βραχύς ήχος της κόρνας του. Φτάσαμε! Αποβίβαση, τακτοποίηση, λίγος χρόνος να πάρουμε μαζί τον εξοπλισμό μας και φύγαμε. Περπατώντας στους σχεδόν άδειους δρόμους της Ερμούπολης, απολαμβάνω την ησυχία της πρωτεύουσας. Ο χειμώνας είναι διαφορετικός στα νησιά. Ανακαλύπτεις γωνιές που δεν έχεις ποτέ παρατηρήσει, μυρωδιές που άφησες να πάρει η καλοκαιρινή αύρα, πράγματα που το βλέμμα σου δεν είδε ποτέ.
Τα χρόνια που κατέβαινα στο νησί είχα πλησιάσει από μακριά τη σιδερένια, συρόμενη καγκελόπορτα. Ενστικτωδώς πάντα γύριζα το κεφάλι και κοίταζα την είσοδο. Και τώρα βρίσκομαι εκεί, έτοιμη να την περάσω. Μας καλωσορίζουν και μας ενημερώνουν για κάποια διαδικαστικά θέματα. Η ασφάλεια μας πάνω από όλα. Ο υπεύθυνος μας κάνει και μια μικρή εισαγωγή και δίνει κάποιες γενικές πληροφορίες για να πάρουμε μία πρώτη «γεύση» του χώρου. «Το ΝΕΩΡΙΟ Σύρου λειτουργεί από το 1861. Είναι η μεγαλύτερη βιομηχανική μονάδα της Ερμούπολης και ένα από τα παλαιότερα μηχανουργεία της Ελλάδας. Το ναυπηγείο απασχολεί σε μόνιμη βάση εξειδικευμένους τεχνίτες, τεχνικούς, μηχανικούς, στελέχη και υπαλλήλους, ενώ περιστασιακά προσλαμβάνει έκτακτο προσωπικό ανάλογα με τις ανάγκες της παραγωγής. Λόγω οικονομικών προβλημάτων τα τελευταία χρόνια έχουν μείνει ελάχιστοι υπάλληλοι οι οποίοι προσπαθούν να «σώσουν» τη βιομηχανία από άλλο ένα κλείσιμο. Διαθέτει 2 μεγάλες δεξαμενές και στο κέντρο της εγκατάστασης υπάρχει ακόμη το αρχικό εργοστάσιο, περικυκλωμένο από νεότερα κτίσματα. Σε μία πτέρυγά του εξακολουθεί να στεγάζεται το παλαιό χυτήριο…»
Φοράμε τα κράνη ασφαλείας και μπαίνουμε στο προαύλιο. Από τον προθάλαμο μπορείς να διακρίνεις τις μέρες που το ναυπηγείο ανθούσε. Η ξύλινη σκάλα που οδηγεί στα γραφεία της Διοίκησης το μαρτυρά. Σάββατο μεσημέρι, οι δεξαμενές είναι άδειες και οι εργαζόμενοι λιγοστοί. Ένα μεγάλο καράβι έχει δέσει παράπλευρα για να επισκευάσουν μία βλάβη που παρουσιάστηκε εν πλω. Πώς να αποτυπώσεις ένα χώρο μέσα σε λίγες ώρες; Πως ο μόχθος των εργατών και η σκληρή δουλειά τους μπορεί να περιγραφεί σε μια φωτογραφία; Πώς η καθημερινότητα αυτών των ανθρώπων που έχει αλλάξει δραματικά, μπορεί να κρυφτεί στον ψηφιακό (πλέον) κόσμο; Αυτές ήταν κάποιες από τις ερωτήσεις που «χόρευαν» στο μυαλό μου καθώς περπατούσα όλο και πιο μέσα. Παρατηρούσα γύρω μου τους τεράστιους γερανούς, τα μηχανήματα, τα συνεργεία, τα εργαλεία. Αυτό το μέρος έχει να δώσει ακόμα πολλά. Μπορεί να θρέψει οικογένειες και να δώσει πίσω στο νησί κάτι από την αίγλη του παρελθόντος. Έχουμε 3 ώρες. Κάποιος θα πει πολλές, αλλά δεν είναι. Για να αφουγκραστείς το παλμό του χώρου θέλεις χρόνο. Πρέπει να γίνεις ένα με τον κόσμο του. Να ζήσεις μαζί του στην καθημε-
ρινότητα του. Να μιλήσεις, να καταλάβεις, να νιώσεις. Δυστυχώς δεν είχαμε αυτή την ευκαιρία. Ίσως την επόμενη φορά. Η μηχανή στο χέρι και τα μάτια ανοιχτά. Μια περίεργη ησυχία με πολλά διαφορετικά χρώματα, υφές, εικόνες. Κυρίως εικόνες. Μια ηρεμία επικρατεί. Όλα είναι στη θέση τους ετοιμοπόλεμα. Έτοιμα να μπουν στην παραγωγική διαδικασία και πάλι. Έτοιμοι να υποδεχτούν το επόμενο πλοίο που θα χρειαστεί τις γνώσεις τους, την πείρα τους. Μπαίνοντας στους χώρους εργασίας ένα ρίγος σε διαπερνά. Κάποια πουλιά έχουν κάνει τις φωλιές τους σε ψηλά σημεία και το φτερούγισμά τους ακούγεται μόνο αν διαταράξεις την ησυχία τους. Σαν ένας μικρός εισβολέας στο σπίτι τους. Στους χώρους έξω από τις χερσαίες εγκαταστάσεις υπάρχει και ένα άλλο βασίλειο. Αυτό των γατιών που είναι μόνιμοι κάτοικοι. Έχουν βρει το χώρο τους και ξέρουν ότι σίγουρα θα έχουν λίγο φαγητό και νερό. Μας παρατηρούν που περνάμε ανάμεσα. Κάποια μας ακολουθούν για να δουν που θα πάμε.
Ο χρόνος μας σχεδόν έχει τελειώσει. Όσο και να θέλουμε να κάτσουμε περισσότερο δεν μπορούμε. Αρχίζει να σουρουπώνει και ο καιρός φαίνεται πως κάτι θέλει να μας πει. Ναι, θα βρέξει! Κατευθυνόμαστε προς την έξοδο. Μια γρήγορη ματιά πίσω μας.
Τα χρώματα είναι πια πιο γαλήνια. Δεξιά μας, το πλοίο της γραμμής ετοιμάζει την επιστροφή του προς το πρώτο λιμάνι της χώρας. Το εδώ λιμάνι, πάντα τέτοια ώρα, θυμίζει καλοκαίρι. Ώρα αιχμής βλέπεις. Μηδαμινά κλικ απέμειναν. Μία σκάλα, κάποιες φιάλες… Θέλω κι άλλο χρόνο. Αν γυρνούσα πίσω πάλι θα ήθελα κι άλλο χρόνο. Γιατί οι εικόνες είναι πολλές. Η ιστορία πίσω από το ναυπηγείο μεγάλη. Του χρόνου θα είναι διαφορετικά. Το ΝΕΩΡΙΟ θα περιμένει πάντα τους νέους του «επισκέπτες». Τα πλοία που θα χρειαστούν τη βοήθειά του. Οι γερανοί ας ξεκινήσουν πάλι να χορεύουν στο ρυθμό που χόρευαν παλαιότερα. Αυτό το ναυπηγείο με αυτή την ιστορία, το ΑΞΙΖΕΙ!
Ζωζεφίνα Αλιμπέρτη
Γιάν
νης
Αγγε λάκα
ς
«Αν αγαπάς τη θάλασσα, δεν έχεις καιρό για νοσταλγία».
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Νεάπολη της δεκαετίας του ‘60, μια φτωχοσυνοικία -τότε- της Θεσσαλονίκης. Θυμάμαι χαμόσπιτα, αλάνες και γειτονιές ανθρώπων δεμένων μεταξύ τους μέσα στην ανέχεια, να δουλεύουν, να γλεντάνε, να καυγαδίζουν, να μονοιάζουν, κι εμείς παιδιά -πολλά παιδιάξαμολημένα στους δρόμους να παίζουμε τα καλοκαίρια απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ, μέχρι να μας μαζέψουν με το ζόρι στο σπίτι. Διακατέχομαι κι εγώ από το σύνδρομο του χαμένου φτωχοπαραδείσου. Μικρός μου άρεσε να στήνω μικρές θεατρικές παραστάσεις μπροστά στα άλλα παιδιά, υποδυόμενος όλους τους
ήρωες των αυτοσχέδιων ιστοριών μου, πράγμα που ενοχλούσε τον πατέρα μου. Όποτε με ανακάλυπτε, με τράβαγε κατευθείαν στο σπίτι. Υποψιάζομαι πως αυτό μου το βίτσιο τον τρόμαζε σαν προοίμιο, ίσως, μιας μελλοντικής μου ομοφυλοφιλίας - πράγμα για το οποίο αργότερα διαψεύστηκε πανηγυρικά. Πρώτη μου μουσική μνήμη είναι η «Συννεφιασμένη Κυριακή» του Τσιτσάνη και ο Καζαντζίδης στα ραδιόφωνα κάθε Κυριακή. Ακόμα και σήμερα, τον Καζαντζίδη μόνο Κυριακές τον αντέχω.
Ύστερα ήρθε η εφηβεία. Η έντασή της είχε πια μεταφερθεί μέσα σε ασφυκτικά διαμερίσματα, σε κακόγουστες πολυκατοικίες, και οι πρώτες μουσικές μεταπολιτευτικές απογοητεύσεις μου -κακοφορμισμένα «αντάρτικα» και κνίτικες μπαλάντες- γρήγορα ξεπεράστηκαν με τις ενθουσιώδεις ακροάσεις των Beatles, Rolling Stones, Pink Floyd. Το μυαλό μου, η καρδιά μου και το σώμα μου είχαν βρει επιτέλους το μονοπάτι της απελευθέρωσης. Με τον Γιώργο Καρρά στα γρήγορα αγοράσαμε κιθάρες και αρχίσαμε να ψάχνουμε τα μαγικά ακόρντα. Λίγο αργότερα έπεσε στα χέρια μου το «Rise and fall of Ziggy Stardust» του David Bowie - το άκουσα πρώτη φορά στα ακουστικά, αργά το βράδυ, ανάμεσα σε διαβάσματα για το λύκειο. Όλοι στο σπίτι κοιμούνταν. Όταν έβγαλα τα ακουστικά κάτι είχε αλλάξει πια μέσα μου για πάντα.
«Ζούσαμε πια σε μια παρανοϊκή χώρα από φοβισμένους φτωχοδιάβολους που πίστευαν πως τίποτα καλύτερο δεν μπορούσε να τους συμβεί από το να τρώνε, να χέζουν και να βλέπουν τηλεόραση». Από μικρός, όταν με ρωτούσανε «τι
θέλεις να γίνεις;», σκεφτόμουν πως δεν ήθελα να γίνω τίποτα. Σιγά-σιγά όμως, όσο άκουγα αυτή την υπέροχη μουσική, καταλάβαινα πως ήθελα να ασχοληθώ μαζί της, να αφοσιωθώ σ’ αυτήν και να βουτήξω μέσα της. Ήμουν αποφασισμένος και κάπου βαθιά μέσα μου σίγουρος ότι θα τα καταφέρω, παρ’ ότι οι αντικειμενικές συνθήκες ήταν όλες σκληρά εναντίον μου. Στη Νεάπολη, το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ‘70, εκτός από το εργατικό κίνημα, το ΚΚΕ και τα λοιπά, υπήρχε και μια ζωντανή -ας την πούμε ροκ- μουσική σκηνή. Μια κοινότητα από υπέροχους αλητάμπουρες που είχαν γράψει στ’ αρχίδια τους τη δήθεν πολιτική και την ίδια τους τη φτώχια και τζαμάρανε με διάφορα σχήματα σε υπόγεια, σε μισοερειπωμένες αποθήκες βενζινάδικων με φτηνά νοίκια, κι όπου, τέλος πάντων, μπορούσαν να στηθούν δυο ενισχυτές και ένα ψευτοσέτ τύμπανα. Hard rock, heavy metal, punk rock, τα πάντα μπορούσες να ακούσεις, φτάνει να ήξερες πού και πότε. Οι Μοβ είχαν ήδη δισκογραφήσει και ήταν θρύλοι και οι Γκρόβερ ετοίμαζαν τα πρώτα τους τραγούδια που θα έμπαιναν αργότερα στη θρυλική συλλογή «Διατάραξη κοινής ησυχίας». Εκεί γύρω ξεκινήσαμε με τον Καρρά να στήνουμε τις Τρύπες. Τα πρώτα μας τραγούδια, τα «Ασφάλεια», «Νταβατζής», «Άσχημο όνειρο», τα πρωτοπαίξαμε σε ένα
live στα πανεπιστήμια με τον συχωρεμένο Μιχάλη Κανατίδη στην κιθάρα, τον Κώστα Φλωροσκούφη στα τύμπανα και τον Γιώργο Χριστιανάκη στα πλήκτρα. Η συνέχεια, για όσους μας αγάπησαν, είναι λίγο πολύ γνωστή. Τη δεκαετία ‘82-’92, με τον Μπάμπη Παπαδόπουλο πλέον στην κιθάρα, πεινώντας και διψώντας, ηχογραφήσαμε τρεις δίσκους και κάναμε αρκετά υπέροχα live σε περιορισμένα αλλά φανατικά ακροατήρια. Παρ’ όλα αυτά, έκανα διάφορες δουλειές για να μπορώ να στέκομαι στα πόδια μου και να συνεχίζω: μάζευα σταφύλια στην Κρήτη, σερβιτόρος, DJ, εργάτης, μα πάντα στο βάθος μουσικός με πίστη, συνείδηση και ελπίδα. Μετά το ‘93, το σκηνικό με τις Τρύπες άλλαξε αναπάντεχα. Η επιβίωση είχε
κερδηθεί, μα ποιος χορταίνει μόνο με επιβίωση; Από κει και πέρα, είχαμε να δείξουμε στον εαυτό μας γιατί βρεθήκαμε εκεί που βρεθήκαμε. Ζούσαμε πια σε μια παρανοϊκή χώρα από φοβισμένους φτωχοδιάβολους που πίστευαν πως τίποτα καλύτερο δεν μπορούσε να τους συμβεί από το να τρώνε, να χέζουν και να βλέπουν τηλεόραση. Όποιος μπορούσε να τους εξασφαλίσει αυτό ήταν η αρχηγάρα τους. Η αισθητική, η ηθική, ο αυτοσεβασμός, η αλληλεγγύη, η αγωνία για εξέλιξη είχαν πάει κατά διαόλου. Τα βάλαμε με όλους και με όλα. Τις φάγαμε, αλλά δώσαμε κιόλας. Δόξα τω Θεώ, το γλεντήσαμε. Το ευχάριστο ήταν ότι πολύς κόσμος το γλεντούσε μαζί μας. «Δεν πρόκειται ποτέ να μείνω μόνος, στη χειρότερη περί-
πτωση θα ‘μαι με το Θεό». Αυτή η φράση του Χένρι Μίλερ με σημάδεψε από έφηβο. Πάντα πορεύομαι με φίλους και φίλοι είναι αυτοί που μαζί κοιτάνε στο ίδιο σημείο του ορίζοντα και πηγαίνουν σκουντουφλώντας προς τα κει χαρούμενοι. Ο άντρας που διεγείρει τη δημιουργικότητά μου είναι ο φίλος. Η γυναίκα που διεγείρει τη δημιουργικότητά μου είναι ο έρωτας. Ή μήπως όλα είναι έρωτας; Άντε βγάλε άκρη. Και οι πιο μεγάλοι έρωτες κάποτε τελειώνουν. Στη ζωή εννοώ, γιατί στο σινεμά, στα βιβλία και στην καλλιτεχνική φαντασία γενικώς, τα πράγματα μπορεί να εξελιχθούν και καλύτερα. Ο έρωτας με τις Τρύπες κάποτε τέλειωσε και ο καθένας ξέρει πόσο δύσκολο είναι να σαλπάρεις, αφήνοντας πίσω σου το ομορφότερο λιμάνι που έχεις συναντήσει. Να το βλέπεις να χάνεται στις φλόγες. «Η φωτιά στο λιμάνι», που λέει κι ο Παύλος στα Σπαθιά. Αν αγαπάς τη θάλασσα, δεν έχεις καιρό για νοσταλγία και η μουσική είναι θάλασσα. Πώς να βολευτείς σε έναν καναπέ στη μέση του ωκεανού; Δεν ταξιδεύω στην τύχη, πιο πολύ πηγαίνω νιώθοντας πως ένα τυχερό πνεύμα με προσέχει. Γεια χαρά, και ο σοσιαλισμός μαζί σας!
Πηγή: lifo.gr
Summer Camp 2014
Το πιο βασανισμένο αμφίβιο είναι το κύμα της ακτής. Γιάννης Βαρβέρης