1
Εξώφυλλο: Νικόλας Στεφαδούρος Bio:
Γεννημένος το 1980, από γονείς Αλεξανδρινούς, με σπουδές στο Ε.Μ.Π. και αρκετή δόση τρέλας, τον κέρδισε τελικά ο αιώνιος έρωτας, το σκίτσο και δηλώνει πλέον ευθαρσώς “Σκιτσογράφος μηχανικός”. Links: stef000.blogspot.com facebook.com/kuriosmpintou
Το περιοδικό ΑΦΗ ΓΗ SEE διανέμεται ελεύθερα στο Διαδίκτυο, κάθε δεκαπέντε (15) ημέρες σε μορφή ψηφιακού εντύπου, με άδεια Creative Commons. 15 Νοεμβρίου 2013
ISSN: 2241-648X
2
40. 10 δεύτερα - Διήγημα / του Κώστα Θερμογιάννη
6. Εδώ Νεκροταφείο! Εδώ Νεκροταφείο! Εκεί; / του Βαγγέλη Ευαγγελίου
44. 4+4=44 σαν τα χρόνια μου / του Νίκου Ορφανού
8. Μυαλό Κουκούτσι - Comic / του Νικόλα Στεφαδούρου
48. ΒΗΤΑΜΙΝΗ ΜΠΕ - Comic / του Νικόλα Στεφαδούρου
10. Απόσπασμα από το “10 του Μ.ΚΑΡΑΓΑΤΣΗ - Εικονογράφηση / της Σοφίας Μαμαλίγκα
51. Η 17 Νοεμβρίτσα και ο καθημερινός οίκος / του Βαγγέλη Ευαγγελίου
12. 10 καθημερινότητες νίκησαν τη Ρουτίνα / του Javier Perez
52. 10 άγνωστα ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου 54. Top Ten / του Εύχρηστου
14. Μα είναι show ο θηλασμός; / της Χριστίνας Ταχιάου
56. Σοφία ξανθή ακούσωμεν - Σκίτσο / της Σοφίας Μαμαλίγκα
16. Θηλασμός ιδιωτικός ή δημόσιος; / του Αθανάσιου Αλεξανδρίδη
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΑΦΗ ΓΗ SEE #10
19. 10 κορίτσια που μυρίζουν παρελθόν, 10 ποιήματα που μυρίζουν κορίτσια / του Βαγγέλη Ευαγγελίου 3
Αφήγηση δέκατη
Να αφήσουν. Να συμπληρώσουν. Και το κυριότερο, να γεννήσουν.
To «Αφηγηματικό» όνειρο είχε ξεκινήσει να υπάρχει στο μυαλό μου από τον Νοέμβρη του 2012. Έναν ακριβώς χρόνο πριν. Ακόμα, δεν είχα εφεύρει τον τίτλο «ΑΦΗ ΓΗ SEE». Ήξερα πως κάτι τέτοιο - ένα περιοδικό κάθε 15 μέρες - θα ήταν εντελώς άπιαστο όνειρο. ΑΚΑΤΟΡΘΩΤΟ! Γνώριζα πως για να «βγαίνει» ένα περιοδικό, θέλει ολόκληρη ομάδα να το στηρίζει και να το χτίζει μέχρι την έκδοση.
Το σημαντικότερο όλων, είναι πως σε αυτούς τους 5 μήνες, σε αυτά τα 10 τεύχη, γνώρισα, συνεργάστηκα και συνεχίζω να συνεργάζομαι, με ανθρώπους ταλαντούχους που έχουν τις ίδιες ανησυχίες με μένα. Δε θέλουν να αλλάξουν τον κόσμο, αλλά τους εαυτούς τους. Είναι οι φίλοι μου πια, οι ΑΦΗΓΗΤΕΣ μου! Σας ευχαριστώ όλους και σας χρωστώ, όσα δε σας έχω πει επειδή ντρέπομαι κι επειδή κρατώ άμυνες. Πόσο οξύμωρο να κάνω επίθεση καθημερινά με το «μυαλό - δημιουργικότητα» μου και ταυτόχρονα να κρατώ αμυντική θέση στα συναισθήματα. Νομίζω πως είμαι σε καλό δρόμο όμως. Η ΑΦΗ ΓΗ SEE ξεκλειδώνει. Η κάθε Αφήγηση!
Το άφησα στο πίσω μέρος του μυαλού και συνέχισα τη ζωή μου δημιουργικά, με χίλιους δυο άλλους τρόπους. Κάποια στιγμή όμως, αρχές καλοκαιριού του 2013, δεν άντεξα. Έγινε η ιδέα ανάγκη και η ανάγκη φωνές στον ξύπνιο και στον ύπνο. Έτσι λοιπόν γύρισα στην Ελίνα ένα πρωί και της λέω «θα ξεκινήσουμε το περιοδικό τον Ιούλιο και θα βγαίνει κάθε 15 μέρες». Ήξερε πως αν βάλω κάτι στο μυαλό, αποκλείεται να μην το κάνω πράξη, αλλιώς θα με τυραννάει μία ολόκληρη ζωή. Έτσι κι έγινε.
Επιτρέψτε μου να αφιερώσω το τεύχος στην Ελίνα που άντεξε τη μαλακία που με δέρνει - κρυφά και φανερά, όπως λέω σ’ ένα ποίημά μου - στον γάτο μου που μου διδάσκει αγάπη και το να σέβομαι τον ιδιαίτερο ανεξάρτητο χαρακτήρα του, στον Στεφαδούρο που μου αφήνει καθημερινά σαν τον γαλατά, την έμπνευσή του έξω από την πόρτα μου, για να μεγαλώσω γρηγορότερα, στη Μαμαλίγκα που παίρνει πρωτοβουλίες που γουστάρω και σε όλους όσοι πίστεψαν από την πρώτη στιγμή, πως θα δημιουργήσω το μοναδικό ψηφιακό περιοδικό που θα μυρίζει χαρτί. Ευχαριστώ σας.
Η ΑΦΗ ΓΗ SEE γεννήθηκε 1n Iουλίου 2013. Ας φτάσουμε στο τώρα. Πέρασαν από τότε 5 μήνες. 10 ολόκληρα τεύχη. Το καθένα διαφορετικό από το άλλο. Όλα έχουν κάτι να πουν. Να δώσουν.
Υ.Γ Νομίζω πως καταλάβατε πως το τεύχος αυτό, είναι ΦΟΥΛ στο ΔΕΚΑ! Ή όχι;
Βαγγέλης Ευαγγελίου 4
5
του Βαγγέλη Ευαγγελίου
Εδώ Νεκροταφείο! Εδώ Νεκροταφείο! Εκεί; 17n Νοεμβρίου 2013. Εδώ νεκροταφείο! Εδώ νεκροταφείο! Αυτές οι δύο λέξεις σ’ αυτήν τη σειρά με στοιχειώνουν εδώ και αρκετό καιρό. Να γράψω για τα «νεκρά» που έφυγαν ή για τα «νεκρά» που έρχονται; Για τα «ζωντανά» που αυτοκτονούν ή για τα «ζωντανά» που λιμοκτονούν; Μη ξεχάσω πως υπάρχουν και τα «ζωντανά νεκρά». Ας γράψω για τ’ αθάνατα «τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα». Εδώ νεκροταφείο! Εδώ νεκροταφείο! 40 χρόνια μετά, το Πολυτεχνείο νιώθω πως ξερνάει άρνηση. Δε θέλει να μιλάτε γι’ αυτό, εσείς οι βολεμένοι, οι κατασταλαγμένοι του τίποτα. Που το μοναδικό πράγμα που αγοράζετε χωρίς να περιμένετε τις6 εκπτώσεις, είναι ο καναπές. Είχα κι εγώ έναν μικρό κάποτε, αλλά κάποια Χριστούγεννα σαν αυτά που έρχονται, τον δώρισα στο τζάκι μας στο Δήλεσι. Δεν είναι τόσο κακό να ζεσταθείς από το βόλεμα για λίγα λεπτά της νύχτας. Το κακό είναι να καείς στην κόλαση μαζί του.
6 6
Εδώ ξανά νεκροταφείο! Εδώ ξανά νεκροταφείο! Και μου έρχονται στο μυα-
αν δεν την ξεπούλησες ακόμα – και πες μου, πως δεν βαρέθηκες τα ίδια και τα ίδια, χωρίς να μπαίνεις στον κόπο να τα κοσκινίσεις; Πιστός να κοσκινίζω καθημερινά την καθημερινότητά μου, ώστε να διαχωριστούν από αυτή, τα ξένα σώματα ή οι «χοντρότεροι» από την λεπτή καθημερινότητα κόκκοι. Έχω θέμα χοντρό με το λίπος.
λό ζωντανά. Παχύδερμα κυρίως, όπως Ιπποπόταμοι κι ελέφαντες με Alzheimer. Μνήμη μηδέν. Ώρα μηδέν. Μηδέν και στο μάθημα Ιστορίας. «Μαζί τα φάγαμε» άκουσα κάποτε κάποιον γλοιώδη πολιτικό να λέει, ενώ τα σάλια του κισσός, με κατεύθυνση προς τα κάτω, αφού για τον ουρανό την κάνουν μόνο τα ελαφρόδερμα! Έχεις δει φωτογραφία μου; Μ’ έχεις δει στο δρόμο; Ελαφρόπετρα είμαι και θέλει πολύ δύναμη για να σας σπάσω τα διάφανα! Γεμάτες διαφάνειες οι ζωές σας κύριοι και κυρίες πολιτικοί, διαφάνειες και επίπεδα. Σαν project στο Photoshop, όπου βάφεις το άσπρο – μαύρο, με 100 διαφορετικές τεχνικές και στο τέλος έχεις ξεχάσει πως κάποτε υπήρχε και λευκό.
Εδώ ξυλουργείο! Εδώ ξυλουργείο!
Έτοιμος ο Πινόκιο! Πες μου μια αλήθεια νεοέλληνα και χάρισμά σου. Κι αν πεινάς – που το βλέπω στα μάτια σου – για λίγο μάθημα ζωής, μπες μες στο φτωχικό μου ξυλουργείο και φάε μόνος σου, όσο ξύλο σου χρειάζεται.
Εδώ σκασιαρχείο! Εδώ σκασιαρχείο!
Θα μείνω από απουσίες, επειδή ποτέ δεν πάτησα το πόδι μου στα μαθήματα δημαγωγίας και ασυδοσίας; Πάτησα πόδι σ’ αυτά κι αυτό μ’ έκανε να μπορώ να παρουσιάζομαι όρθιος τώρα εδώ μπροστά σας και να σας ενημερώνω πως δε χρειάστηκε να τελειώσω το σχολειό, αφού τέλειωσα μαζί σας.
Εδώ φαρμακείο! Εδώ φαρμακείο!
Ή μήπως, εδώ μουσείο! Εδώ μουσείο! Αφού τα φάρμακα είναι μόνο για να τα βλέπεις. Δεν έχεις χρήματα φτωχέ μου συνταξιούχε άνθρωπε, για να αγοράσεις το ανεκτίμητο που λέγεται ζωή! Αν και κάποτε σου κάνανε κρατήσεις – υποχρεωτικές – ως ηλικιωμένος για να ζήσεις.
Εδώ πειθαρχείο! Εδώ πειθαρχείο!
Η πόρτα της απομόνωσης ορθάνοιχτη, αλλά βαριά. Φοβάμαι το βάρος της Ελευθερίας και δεν μπορώ να πάρω το νόμο στα χέρια. Γιατί για μας, είναι βαρύς αυτός ο νόμος και για κάποιους άλλους πούπουλο; Γιατί;
Εδώ γηροκομείο! Εδώ γηροκομείο!
Παππού Βαγγέλη, πες μου τι κάνεις; Εσύ πέθανες στα 83 κι εγώ πεθαίνω καθημερινά! Να σου πω και τα νέα, γιατί δεν ξέρω αν στο παράδεισο, έβαλαν λουκέτο αρκετές εφημερίδες, όπως εδώ. Θέλουν στις εργασίες να μας δίνουν σύνταξη κοντά στα 70 και στα όνειρα, με το που γεννιόμαστε! Ναι Παππού, έχουν αλλάξει πολλά από τότε που μας άφησες «ζωντανούς». Σε σημείο να πιστεύω πως εσύ σίγουρα δεν πέθανες. Για μας αναρωτιέμαι.
Εδώ κρύο! Εδώ ταμείο! Αγκάλια-
σέ με κορίτσι μου Ελλάδα, να καούμε μαζί κι αυτόν τον Χειμώνα, αφού δεν χρωστάμε σε κανέναν τίποτα!
Χαρισμένο σε όσους πέθαναν, για να μπορώ εγώ ελεύθερος να τους πηγαίνω λουλούδια..
Εδώ φωτοτυπείο! Εδώ φωτοτυπείο!
Να κάνω copy – paste την ιστορία και να στη δώσω; Δεν μπορώ να στην τυλίξω μόνο, γιατί σε πρόλαβε, Έλληνα ανάγωγε! Η ανα/τροφή σου φταίει – το ξέρω κακόμοιρό μου – και η μασημένη τροφή. Βάλε το χέρι στην καρδιά – 7
8
9
10
“...Ξενύχτησε χθες, ως μετά τα μεσάνυχτα. Έμπλεξε με παρέα. Άρχισαν με κάτι ούζα στην Αγορά˙ κατόπιν πήραν σβάρνα τις γειτονίες να ιδούν τις κοπέλες που πηδούσαν τις φωτιές του Κλείδωνα. Ζέστα πνιχτική, που οι φωτιές την αυγάτιζαν εξωτερικά, τα ούζα εσωτερικά. Πήδαγαν οι κοπέλες πάνω απ’ τις ψηλές φλόγες, ανασηκώνοντας τα φουστάνια ως τη μέση των μεριών. Κι όσο πηδούσαν, τόσο ερεθίζονταν, λες κι οι φλόγες γαργαλούσαν ηδονικά το υπογάστριό τους. Πύρωσαν τα μάγουλά τους, αγρίεψαν τα μάτια τους˙ απ’ τα χαυνωτικά μεσάνοιχτα χείλια τους αναδύονταν υστερικές τσιριξιές˙ σπαρτάριζαν τα στήθια στον κάθε πήδο. Οι μάγκες, ολόγυρα, τούς έλεγαν διάφορα υπονοούμενα, που επενεργούσαν σα νέα δόση κανθαρίδας στην οχεία τους. Κορέστηκε ο στεκάμενος αγέρας από οσμή καψάλας, καπνιάς, θηλυκού ιδρώτα και αρσενινής βαρβατίλας. Έπρεπε κάποτε και κάπου να ξεσπάσει όλος τούτος ο οργασμός. Τα χαμίνια όλο και τροφοδοτούσαν τις φωτιές με φρύγανα, άχερα, ξεχαρβαλωμένα καφάσια και ό,τι άλλο πρόχειρο καύσιμο. Θέριευαν οι φλόγες κάθε τόσο, προκαλώντας την ορμή των κοριτσιών. Ο παλμός του πήδου πάνω από την καυτερή εστία. Η μελαμψή σάρκα της γάμπας και του μεριού ροδοκοκκίνιζε για μια στιγμή, γινόταν αφόρητα ελκυστική. Αόρατο καμουτσί μαστιγώνει ανελέητα τα νεφρά της σερνικής γαλαρίας. Οι δίδυμοι βαραίνουν αφόρητα, πασκίζουν να ξεριζώσουν τους βουβώνες. Τ’ άριστερά χέρια χώθηκαν στις τσέπες των πανταλονιών κι αργοσαλεύουν. Τα μάτια θολά κοιτούν δίχως τίποτα να αντικρύζουν. Η μεγάλη κάψα κατανίκησε τα πάντα˙ στέριωσε ακλόνητα την κυριαρχία της στα πάντα.” 11
Απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Μ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗ το «10»
Εικονογράφηση
Σοφία Μαμαλίγκα
10 καθημερινότητες νίκησαν τη Ρουτίνα By: Javier Perez
12
13
Μα είναι show o θηλασμός; της Χριστίνας Ταχιάου
Photo: Sophie Starzenski
14
Άντε να τολμήσεις να γράψεις πως δεν σε πείθουν οι μανούλες που θα πάρουν μέρος στο σημερινό δημόσιο ταυτόχρονο ομαδικό θηλασμό ότι μάχονται για το δικαίωμά τους να θηλάζουν δημόσια όπου όπως όποτε θέλουν χωρίς να τις ενοχλεί κανείς. Δοκίμασε να τολμήσεις να υπαινιχθείς ότι θεωρείς το θηλασμό κάτι το αυτονόητο, το υπέροχο, το απολύτως φυσικό αλλά τον ομαδικό δημόσιο θηλασμό μια επίδειξη. Με τι κότσια να τολμήσεις να ξεστομίσεις ότι δεν έχεις αντιληφθεί ποτέ κανέναν να προσπαθεί να εμποδίσει μια μανούλα να θηλάσει δημοσίως αλλά ότι δέχεσαι ότι σε αυτόν τον κόσμο υπάρχουν κομπλεξικοί άνθρωποι που θα μπορούσαν να ενοχλούνται κι ότι ναι, είναι φυσικό μια στις τόσες κάποιος να βρεθεί να κάνει παρατήρηση; Πώς να τολμήσεις να πεις ότι θεωρείς τόσο ιερό το θηλασμό του μωρού που δεν νιώθεις την ανάγκη, εσύ ο τρίτος, να τον βλέπεις; Πού να τολμήσεις προσθέσεις, κιόλας, ότι βρίσκεις ενοχλητικό τον ομαδικό δημόσιο θηλασμό, γιατί πιστεύεις ότι καταπατάται κάθε έννοια ιερότητας της στιγμής, στο όνομα ενός αγώνα που δεν αντιλαμβάνεσαι εναντίον ποιου στρέφεται και τι ακριβώς διεκδικεί από ποιον; Υπάρχει τρόπος να εκφράσεις τη συμπαράστασή σου σε μια μανούλα που βλέπεις να θηλάσει και θηλάζει σε δημόσιο χώρο όταν το έχει ανάγκη το μωράκι κι όπως το επιβάλλει η ίδια η φύση, χωρίς να φανείς αδιάκριτος ή ειρωνικός; Μήπως ο καλύτερος τρόπος αντίδρασης, στην παραπάνω περίπτωση, είναι να κάνεις ότι δε βλέπεις τη μανούλα που θηλάζει από το να της ρίξεις ένα χαμόγελο συμπαράστασης που η μανούλα μπορεί να εκλάβει και ως ειρωνικό; Ειλικρινά, ρε κορίτσια, τόσο μεγάλη κατακραυγή δέχεστε από την κοινωνία όταν προσπαθείτε να θηλάσετε τα μωράκια σας σε δημόσιο χώρο, που θεωρείτε επιβεβλημένο τον ομαδικό δημόσιο θηλασμό ως διαμαρτυρία απέναντι σε αυτήν; Ναι, ξέρω, «δεν έχω παιδιά και δεν έχω δικαίωμα να μιλάω» και «με τέτοιες συντηρητικές απόψεις φτάσαμε ως εδώ». Πείτε, όμως, πού ακριβώς φτάσαμε στο θέμα του δημόσιου θηλασμού, για να καταλάβω. Διότι, καλός ο ακτιβισμός, αλλά καλό είναι να κατανοούν κι οι γύρω τα κίνητρα και την κίνηση. Πηγή: Protagon
15
Θηλασμός
Α
ιδιωτικ
φορμή αυτού του σημειώματος αποτελεί μια παροξυντικού χαρακτήρα συζήτηση που έγινε -τις τελευταίες μέρες, στα ΜΜΕ- σχετικά με το αν ο θηλασμός μπορεί να επιτελείται σε δημόσιους χώρους. Η συζήτηση τροφοδοτήθηκε και εικαστικά με το βίντεο ενός χάπενινγκ ομαδικού δημόσιου θηλασμού και, φυσικά, γρήγορα ξεχάστηκε για άλλα «καυτά» θέματα. Όμως, το θέμα του θηλασμού είναι πολύ σοβαρό. Μας αφορά όλους, μια και όλοι περάσαμε από αυτό και μια και οι περισσότεροι θα κληθούμε να το υπηρετήσουμε ως θηλάζουσες μητέρες ή ως πατέρες που θα υποστηρίξουν τη θηλάζουσα σύντροφό τους στο έργο της. Η συνθήκη του θηλασμού, αν και στηρίζεται στα ένστικτα της μητρότητας, της αυτοσυντήρησης και της δημιουργίας συναισθηματικού δεσμού με τον άλλον, και άρα θα έπρεπε να εκτυλίσσεται αυτόματα και, φυσικά, συναντά δυσκολίες μια και ο άνθρωπος έχει εγκαταστήσει ανάμεσα στο ένστικτο και στην πράξη φαντασιακές, συμβολικές και κοινωνικές «αντιλήψεις». Για να σας το κάνω ίσως πιο οικείο, σκεφθείτε τις πολλαπλές «αντιλήψεις», «θεωρίες», «ιδεολογίες» που διαμεσολαβούν ανάμεσα στο σεξουαλικό ένστικτο και στη σεξουαλική πρακτική ατόμων, ομάδων, πολιτισμών. Η βιολογική αξία του θηλασμού με το μητρικό γάλα έχει αποδειχθεί από την ιατρική, τόσο για την πλήρη ανάπτυξη του παιδιού, όσο και για την προφύλαξη του στήθους από τον καρκίνο. Δεν χρειάζεται να επιχειρηματολογήσω. Θα επιμείνω στις ψυχολογικές και στις κοινωνιολογικές παραμέτρους του φαινομένου.
ός
O θηλασμός με το μητρικό γάλα αποτελεί μία συνέχεια της κύησης κατά την οποία η γυναίκα τρέφει το παιδί με το αίμα της. Ο θηλασμός δίνει στη γυναίκα την ευκαιρία να επιμηκύνει το διάστημα της απολαυστικής ένωσης με το παιδί της: απολαυστικής στο επίπεδο το βιολογικό (πολλές γυναίκες έχουν ηδονικές συσπάσεις της μήτρας κατά τον θηλασμό), απολαυστικής στο επίπεδο το ψυχολογικό (από την ταύτιση με το βρέφος και την αύξηση της αυτοεκτίμησής τους ως δότριες ζωής), απολαυστικής στο επίπεδο το κοινωνικό (τόσο στο οικογενειακό μικροπεριβάλλον, όσο και στο μακροκοινωνικό). Η ουσιαστική όμως απόλαυση προκύπτει από τις ασυνείδητες διεργασίες που συμβαίνουν. Η μητέρα, δίνοντας το γάλα της (ή ακόμη και το «ξένο» με το μπιμπερό), δεν δίνει μόνο γάλα στο παιδί αλλά και συναίσθημα, μουσικές, λόγια, εικόνες. Ο Κορνήλιος Καστοριάδης, σε μία συζήτηση που δημοσιεύσαμε, έλεγε πως με το γάλα της η μητέρα μεταγγίζει στο παιδί όλο το φαντασιακό και θεσμικό πλαίσιο του πολιτισμού μέσα στον οποίο θέλει να το εγγράψει. Η μητέρα, σε κατάσταση ονειροπόλησης, ευτυχώς «ξεχνιέται» και έτσι δεν έχει μπροστά της μόνο ένα βρέφος αλλά το μελλοντικό παιδί, έφηβο, νεαρό άνδρα ή γυναίκα. Όπως και στο νανούρισμα αρχίζει και λέει «τρελά» πράγματα (όπως «κοιμήσου και παράγγειλα στην πόλη τα προικιά σου») εξαιρετικά όμως χρήσιμα για να δομήσει το ασυνείδητο μυθιστόρημα με το οποίο θα επενδύσει τη ζωή του παιδιού της. Στα σύγχρονα μάλιστα ζευγάρια, όπου όλο και περισσότεροι πατέρες αναλαμβάνουν τον θηλασμό του παιδιού, όταν αυτό περνά στο μπιμπερό, και αυτοί παλινδρομούν και κατασκευάζουν το φαντασιακό μυθιστόρημα του δικού τους παιδιού. 16
ή
; ς ο ι σ
ό μ δη
Το παιδί βέβαια, ως ενεργό στοιχείο μέσα στην αλληλοεπίδραση από τις πρώτες κιόλας ώρες της ζωής του, τροφοδοτεί με ερεθίσματα τους γονείς και επηρεάζει και αυτό τη σύνταξη του μυθιστορήματος. Μπορεί ένα μυθιστόρημα να γραφεί στον δημόσιο χώρο; Οπωσδήποτε όχι. Ακόμη κι αν κάποιοι, ελάχιστοι, πραγματικοί συγγραφείς, γράφουν μέσα στο πλήθος, σίγουρα θα ομολογούσαν ότι το καταφέρνουν μόνο όταν αποκόπτονται από το περιβάλλον, δημιουργώντας έναν αυτοερωτικό, ίσως και αυτιστικό, προστατευτικό κύκλο. Μπορούν οι πολίτες της κοινωνίας μας, οι τόσο ξεκομμένοι από την πρακτική του δημόσιου θηλασμού, να αντιμετωπίσουν με αγάπη, στοργή και διακριτικότητα την έκθεση αυτής της ευάλωτης δυάδας χωρίς να παρενοχλήσουν, με καλή ή κακή πρόθεση, την απαραίτητη ιδιωτικότητα της στιγμής; Αμφιβάλω ότι το μπορούν. Αμφιβάλω ακόμη κι αν οι θηλάζουσες μητέρες το μπορούν.
του Αθανάσιου Αλεξανδρίδη
Γιατί, στο βάθος, ο θηλασμός είναι μία ερωτική πράξη ωμοφαγίας και ανθρωποφαγίας: τρώω ωμό το σώμα του άλλου ανθρώπου που μου το προσφέρει με αγάπη. Αποτελεί την ύψιστη πράξη προσφοράς, θυσίας και αγάπης που τη βλέπουμε να επαναλαμβάνεται μέσα στην ερωτική πράξη (δείτε την καταπληκτική ιστορία σχετικά με τα έμμηνα της αγαπημένης που δίνει ο Φίλιπ Ροθ) και μέσα στη χριστιανική μετάληψη (όπου λαμβάνουμε το σώμα και το αίμα του Λόγου). Αν δίνετε λίγη πίστη στα λόγια μου ως ψυχαναλυτή, θα δεχθείτε ότι οι φαντασιώσεις αυτές πάντα ενεργοποιούνται ασυνείδητα μπροστά στην έκθεση ενός γεμάτου χυμούς στήθους και ενός στόματος που ηδονικά το αναζητεί. Μας χρειάζεται πολύς δρόμος αυτογνωσίας ως άτομα και ως κοινωνία για να φθάσουμε να αγκαλιάσουμε με καθαρό βλέμμα αγάπης την πρωταρχική αυτή ερωτική δυάδα.
Θα ήμουν ευτυχής αν φθάναμε ως κοινωνία στο σημείο να υποδεχόμαστε με δημιουργική διακριτικότητα τέτοιες συνθήκες. Θα ήταν υψηλή ένδειξη αποδοχής και προστασίας του άλλου μέσα στην ευαλωτότητά του. Μπορούμε να πάμε προς τα εκεί; Σίγουρα, αν γίνουν πολλά βήματα, σε πολλά επίπεδα: από το θεσμικό που ορίζει τις άδειες θηλασμού για τις εργαζόμενες μέχρι την εκπαίδευση των νέων στα σχολεία, την προετοιμασία των γυναικών κατά την κύηση και τη δημιουργία ενδιάμεσων δημόσιων χώρων, όπου οι γυναίκες θα εξοικειωθούν με τον δημόσιο θηλασμό. Σαν τέτοιο, αναφέρω τις ομάδες ομαδικού θηλασμού που λειτουργούν σε κοινοτικά κέντρα της Αγγλίας και όπου οι γυναίκες, με την παρουσία ειδικών, κυρίως αλληλοϋποστηρίζονται ανταλλάσοντας από πρακτικές πληροφορίες μέχρι τις πιο κρυφές φαντασιώσεις τους κατά τη διάρκεια του θηλασμού.
Πηγή: Protagon Photo: Sophie Starzenski 17
18
10 κορίτσια που μυρίζουν παρελθόν
Photo: Τumblr
Ποίηση Βαγγέλης Ευαγγελίου
10 ποιήματα που μυρίζουν κορίτσια
19
20
Όσο ζεις πεθαίνεις Δεν έχω παιδικές μνήμες. Επειδή μεγάλωσα ανάποδα. Με θυμάμαι μεγάλο να μικραίνω σιγά – σιγά. Πρώτα πέθανα και ύστερα γεννήθηκα. Σκαρφαλωμένος στη Σοφία με τα κλαδιά ετοιμόρροπα. Εξωτερικά ήμουν παιδί. Εσωτερικά, ένα λιοντάρι με μαγκούρα. Έψαχνα, αυτό που δεν είχα χάσει. Επειδή το είχαν χάσει οι άλλοι. Άνοιγα εσωτερικές καταπακτές κρυφά από τους ουρανούς σας. Και πάντα έβρισκα το ίδιο. Στιγμές που θα με σκότωναν. Όσο ζεις πεθαίνεις. Αυτό κάποτε με φόβισε. Τόσο πολύ, που με άνοιξα να δω τι έχω μέσα μου. Να ξέρω τι θα χάσω όταν πεθάνω νέος. Βρήκα πολλές λέξεις. Με ανάγκασαν να γίνω ποιητής. Τις μάζεψα όλες κι έφυγα. Για εκεί που θ’ αγαπούσα και κάποιον άλλον εκτός από μένα. Βρήκα ένα δέντρο τεράστιο και ανέβηκα με τη γλώσσα. Και κάπου εκεί στο βάθος είδα εσένα, πιο όμορφο από ποτέ. Ήθελες να σε ακολουθήσω πίσω στα ηλικιωμένα μου χρόνια. Τότε που ο μπαμπάς, μου είχε πάρει ποδήλατο, από το στέρημά του. Με τις λέξεις μου στον ώμο σου σε έβλεπα να φτάνεις στο θάνατο. Όσο ζεις πεθαίνεις κι εσύ αυτό το ζούσες ήδη. Όλοι αυτοί οι τεράστιοι κορμοί γύρω σου, ήξερες πως θα γίνουν χαρτί μια μέρα, για σένα! Για να διαβά ζουν τα ποιήματά σου αυτοί που όσο ζουν πεθαίνουν. Τι πιο ποιητικό να πεθάνεις από ένα ποίημα που δε γράφτηκε για σένα.
Κατάθλιψη στην πολυκατοικία Τηλέφωνο σε πήρα για να σου πω αγαπώ. Τον ήλιο, όταν μιλά Ελληνικά τη θάλασσα με τα μακριά μαλλιά τις σκέψεις που γεννούν παιδιά τα γέλια που κάνει η αθάνατη μαμά τις βροχές που πλένουν τα ρηχά και εκείνη τη φωτογραφία, που με έβγαλες προχτές στα κρυφά. Τηλέφωνο σε πήρα για να σου πω αγαπώ. Εσένα και την κατανόησή σου. Που όποτε κι αν βρισκόμαστε την έχεις πάντοτε μαζί σου. «Μισώ» μου είπες˙ κι εγώ περίμενα. Μέχρι η αναμονή να φτιάξει το ωμέγα.
23
24
Ποιος μίλησε για ρούχα; Έλα να ανταλλάξουμε Εκτρώσεις. Εκπτώσεις. Πτώσεις. Κι ό,τι σώσεις. Ό,τι. Να σου δώσω αντιλαβού να μου δώσεις ραντεβού. Γδύσου. Το ξέρω, ντρέπεσαι. Όχι εμένα. Τους άλλους που δε μας κοιτούν.
Σαμψών Συμπεράσματα σωρό. Λες κι είμαστε ικανοί να κρίνουμε πουτάνες. Τα ποιήματά μου δεν ψάχνουν αφορμές αιτίες και μαλακίες. Είναι που είναι από καιρό γραμμένα με μολύβι απλά τώρα με στυλό τα γράφω ή πληκτρολόγιο. Το ξέρω πως μπερδεύουν σαν τα μαλλιά μου μοιάζουν αλλά να κουρευτώ δεν το ΄χω κατά νου.
27
28
Ημίγλυκο Με περίμενες με Γαλλικά. Όχι ότι καταλάβαινα τι θέλεις να μου πεις, αλλά που νά βρεις μετάφραση νυχτιάτικα. Μετά ήρθαν οι ειδήσεις. Γνωστά θέματα, γνωστή ροή. Έκλεισα τους διακόπτες κι άκουγα μόνο τη σιωπή σου. Αυτή ήταν ευτυχώς στα Ελληνικά. Τα παπούτσια μου, να ξέρεις τα έβγαλα. Έτσι είναι πιο εύκολο να δεις τι νούμερο φορώ. Ή ακόμα, αν θες να μπεις και στα δικά μου. Αυτό είναι, που λείπει άλλωστε στις στενές ημέρες μας. Οι ανταλλαγές χώρων. Κι ενώ είμαι στον δικό σου σε περιμένω να σε δω. Να χωρέσεις στο παιδικό μου βλέμμα κι ίσως μια μέρα ναι, χωρέσω εγώ και στα παπούτσια σου.
Επιτραπέζια αντισφαίριση Η καρδιά νηστεύει με χορταρικά παραδείσου. Η σαρκοφάγα ψυχή αργοτρώει απωθημένα. Η καρδιά μουτζουρώνει τα αζωγράφιστα πάθη. Η ψυχή μαλώτρα αυτοκόλλητες με την αλήθεια. Η καρδιά μουδιάζει σ’ αμμουδιά φιλιού. Το πεταχτό πετάει απ’ τη χαρά του. Η ψυχή μωρό οι αγκαλιές σου μήτρα! Η καρδιά σχολάει την περιμένεις έξω. Η ψυχή σουτάρει. Η καρδιά σκοράρει.
31
32
Η πιο αθώα πόρνη Τις νύχτες η ζωή της εφημέρευε, με γεύση από φαρμάκι. Όλο γέλαγε στο πρόσωπο καμπύλη, χαρούμενη συνέχεια λες και δεν υπήρχαν γύρω της προβλήματα. Όχι δεν ήτανε τυφλή η μικρή και πιτσιρίκα, ίσα ίσα που ‘βλεπε το μέλλον που ερχότανε και από φόβο, ναι από φόβο ξεκαρδιζόταν στα όρθια. Κι έτσι έγινε. Ένα ερείπιο ανάμεσα σε άλλα. Ένα ντουλάπι, μια τηλεόραση, καρέκλες και τραπέζι. Όλα πουλήθηκαν μα πρώτα η ψυχή. Ξεπούλημα κανονικό κοψοχρονιά σε μια χρονιά που ήταν τελευταία.
Άσε με να φύγω τέρας Το ξέρω πως θέλεις να βγεις έξω στη βροχή και να μαζέψεις, όσο περισσότερο υγρό στοιχείο μπορείς˙ να μου το φέρεις μπροστά στα πόδια μήπως και σβήσει η πυρκαγιά των φευγιό. Άδικα φεύγω, λες. Από τους ανθρώπους που είναι έτοιμοι να με αγαπήσουν τόσο. Ίσως γιατί όσο φεύγω τόσο έρχομαι κοντά σου. Κάθε μία μου άρνηση σε κάποιον άνθρωπο εκεί έξω, μπαίνει στο συρτάρι με τα θετικά πρόσημα. Γι’ αυτό πρόσεχε, με τόσο νερό που έφερες απ’ έξω. Τι σπίθα να μη σβήσεις και ας σε πουν εμπρηστική. Φωτιά τα βλέφαρά σου ξέρουν να μένουν ανοιχτά στα κρυφά, χωρίς να πεις. Απόψε, μάλλον εγώ θα σε σβήσω. Φανερά.
35
36
Κρυφός κάτοικος του πορτοκαλί Μία άδεια κάμαρη. Τα σεντόνια θολά. Αλλά διακρίνω όνειρα πάνω τους. Υπάρχει κι ένα σημείο τσαλακωμένο για τα καλά. Είναι εκείνο το σημείο της ζωής, που μας χαράζει υποχρεωτική πορεία προς τα μη συνηθισμένα. Κάθε φορά κάνεις το ίδιο πράγμα. Μπαίνεις σε αυτή την κάμαρα και είσαι ο εαυτός σου. Τότε, σίγουρα είμαστε εμείς όταν δεν υπάρχει κάποιος να μας κοιτάζει. Έλα όμως που απόψε σε βλέπω εγώ. Με έκανες κρυφό κάτοικο του πορτοκαλί. Κι εγώ, έχω ακριβώς το ίδιο πορτοκαλί στο δωμάτιο μου. Σε κάτι χαρτάκια post it και σε μία χειροποίητη βιβλιοθήκη, που έχει τα βιβλία μου στο υπόγειό της. Και τους άλλους ποιητές στον πέμπτο όροφο. Η τάξη που έχει η κάμαρή σου ταιριάζει με τις αταξίες που έκανα κάποτε με μία ξαδέρφη μου. Πάει καιρός.
Ορχήστρα των Κυκλάδων Αγαπώ το κορίτσι αυτό, που ακούει στο όνομα βροχή. Που σε κλείνει σπίτι για να με σκέφτεσαι. Που στα δυνατά της γίνονται τα αδύνατα. Που στον ήχο της, σιωπά η ορχήστρα των Κυκλάδων. Που στη στιγμή όλα αλλάζουν αλλά ζουν. Που αναρωτιέμαι, αν κανείς στον κόσμο δεν της έχει δώσει την πρέπουσα σημασία, προλαβαίνει; Που πίσω από κάθε θαύμα κρύβεται αυτή. Που όταν νιώθω μοναξιά έρχεται δίπλα κάθεται και μου μουσκεύει την καρδιά. Που πρώτα εμείς θα φύγουμε και ύστερα εκείνη. Εκείνη του Νοεμβρίου!
39
Η
βροχή έπεφτε ασταμάτητα από τη νύχτα. Διέσχιζε τον παγωμένο αέρα της πόλης και στην πορεία της αντίκριζε τους ανθρώπους, να κρύβονται κάτω από τις ομπρέλες και τα υπόστεγα. Η πλατεία απέναντι από το γραφείο του Μάνου ήταν άδεια. Μερικές μόνο λίμνες με βροχόνερο χόρευαν στο ρυθμό των σταγόνων που έπεφταν και δυο τρομαγμένα κουτάβια που είχαν τρυπώσει κάτω απ’ το παγκάκι για να προφυλαχτούν. Ένα θολό τοπίο, μελαγχολικό σαν τις σκέψεις του, μουντό σαν τη διάθεσή του. Είχε μόλις τελειώσει την παρουσίαση του διαφημιστικού πακέτου για και παρόλο που είχε πάρει τη δουλειά δεν ήταν χαρούμενος. Στην εταιρεία ήταν όλοι ενθουσιασμένοι, περισσότερο απ’ όλους η κυρία Αντωνίου, η ιδιοκτήτρια. Ήταν γόνος εύπορης οικογένειας, με σπουδές στο εξωτερικό και μια επιτυχημένη καριέρα στο χώρο της διαφήμισης. Αυταρχική και εργασιομανής, δεν ανοιγόταν ποτέ στους υπαλλήλους της και τους κρατούσε πάντα σε απόσταση. Κόντευε τα σαράντα, αλλά έμοιαζε με τριανταπεντάρα, ίσως και μικρότερη. Η Μαρίνα διέκοψε τις σκέψεις του Μάνου σχεδόν απότομα. Μέσα στη χαρά της άνοιξε την πόρτα του γραφείου του χωρίς να χτυπήσει. Εκείνος την κοίταξε σαστισμένος. Ένα μικροκαμωμένο κορίτσι, είκοσι χρονών, λεπτή, σχεδόν εύθραυστη, με κάτασπρο δέρμα και πρόσωπο γεμάτο φακίδες. Ήταν η γραμματέας του σχεδόν ένα χρόνο τώρα, αυθόρμητη κι ευγενική, πάντα πρόθυμη και γεμάτη ενέργεια. - Ελάτε κύριε Μάνο, σηκωθείτε. Σας θέλει η κυρία Αντωνίου στο γραφείο της. Μπράβο σας, συγχαρητήρια, τα καταφέρετε πάλι!. Είστε πολύ καλός στη δουλειά σας και σας θαυμάζω.
- Καλά, θα πάω, έκανε ξερά εκείνος. - Τι έχετε, είστε καλά; - Καλά είμαι, Μαρίνα, μια χαρά.
- Μα δε φαίνεστε χαρούμενος, κύριε Μάνο, συμβαίνει κάτι; - Όχι Μαρίνα, μια χαρά είμαι… Ίσως φταίει ο καιρός… Δεν ξέρω. Σηκώθηκε και με αργές κινήσεις ήπιε μια γουλιά από τον πρωινό καφέ που είχε κρυώσει πια. Φόρεσε το σακάκι του και κατευθύνθηκε στο γραφείο της κυρίας Αντωνίου. Ο Μάνος ήταν από την επαρχία. Μεγάλωσε σε μια φτωχή οικογένεια κι από μικρός βοηθούσε τους γονείς του στο ψιλικατζίδικο που είχαν. Έμεναν σ’ ένα παλιό σπίτι και οι ανέσεις απλώς δεν υπήρχαν. Το χειμώνα μια ξυλόσομπα ζέσταινε όπως όπως ένα δωμάτιο και αναγκαζόντουσαν να κοιμούνται όλοι μαζί εκεί. Το πρωί ο πατέρας του έφευγε από τα χαράματα να πάει στο μαγαζί και η μάνα του πήγαινε σε μια μοδίστρα κι έραβε για να συμπληρώσει τα εισοδήματά τους. Ο Μάνος μεγάλωσε μέσα στο ψιλικατζίδικο, παρατηρούσε με τις ώρες όλα εκείνα τα προϊόντα που ήταν στοιβαγμένα πάνω στα ράφια. Τα περιεργάζονταν, αποτύπωνε στο μυαλό του κάθε τους λεπτομέρεια. Στα 18 του έφυγε για να σπουδάσει. Μάρκετινγκ. Ο πατέρας του τον κορόιδευε, τι είναι αυτό το μάρκετινγκ; έλεγε και ξανάλεγε. Δεν πας για καθηγητής, που θα έχεις σίγουρη δουλειά; Εκείνος δεν άκουγε κανένα, ήταν ο στόχος της ζωής του. Κι απ’ ότι φάνηκε δεν είχε άδικο, στα τριανταπέντε του ήταν πετυχημένος και περιζήτητος επαγγελματίας στο χώρο της διαφήμισης. - Καθίστε κύριε Παπαδόπουλε, είπε σχεδόν ψυχρά η κυρία Αντωνίου χωρίς να σηκώσει το βλέμμα της από τα χαρτιά που μελετούσε. Πέρασαν μερικές στιγμές απόλυτης ησυχίας. Ο Μάνος δεν μπορούσε να πάρει το βλέμμα του από τη βροχή που συνέχιζε να μαστιγώνει μανιασμένα την πλατεία. - Λοιπόν, κύριε Παπαδόπουλε, για ακόμα μια φορά τα πήγατε περίφημα. 40 40
- Σας ευχαριστώ κυρία Αντωνίου, είπε και πριν προλάβει να ολοκληρώσει την πρότασή του τον διέκοψε. - Μαίρη. - Ορίστε; - Μαίρη, από ‘δω και πέρα θέλω να με αποκαλείς με το όνομά μου. Νομίζω ότι ο πληθυντικός μεταξύ μας πρέπει να αποτελεί παρελθόν. Σάστισε. Ήταν η πρώτη φορά που η κυρία Αντωνίου μιλούσε μ’ αυτόν τον τρόπο. Εκείνη η απότομη φωνή της είχε αντικατασταθεί από τη φωνή μιας τρυφερής γυναίκας και το παγερό βλέμμα της είχε μια φλόγα μέσα του. Δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει την ξαφνική αλλαγή στη συμπεριφορά της. Κι άλλες φορές αυτά τα τρία χρόνια που δούλευε για ‘κείνη είχε κερδίσει μεγάλα συμβόλαια, αλλά το πολύ πολύ να εισέπραττε ένα ξερό ‘συγχαρητήρια’ κι ένα γερό μπόνους βέβαια. Τούτο το σημερινό ήταν κάτι διαφορετικό. - Καλά, είπε με αδύναμη φωνή, απορημένος. - Κι εγώ θα σε λέω Μάνο, εντάξει; - Ναι, έκανε ανοίγοντας διάπλατα τα μάτια του προσπαθώντας να διαπιστώσει αν ήταν ξύπνιος ή απλώς έβλεπε κάποιο του όνειρο. Εκείνο το απόρθητο φρούριο, η σιδηρά κυρία είναι άνθρωπος τελικά, σκέφτηκε.
πάνω από τη χαρά του; Άλλωστε αυτή ήταν το αφεντικό του… Η αμηχανία συνεχίστηκε για μερικά δευτερόλεπτα. Ο ήχος της βροχής ήταν το μόνο που ακουγόταν στο γραφείο της. Το τηλέφωνο ήρθε να διακόψει την ησυχία, του έκανε νόημα να βγει έξω σε μια κίνηση αμηχανίας και σήκωσε το ακουστικό. Κλείνοντας την πόρτα πίσω του προσπάθησε να βάλει σε σειρά μέσα του όλα όσα είχαν συμβεί εκείνες τις στιγμές στο γραφείο της αφεντικίνας του. Ήταν κάτι αναπάντεχο, απρόσμενο, σχεδόν αδιανόητο. Και το κακό ήταν ότι εκείνος δεν έτρεφε κανένα αίσθημα για εκείνη. Ίσα ίσα που την έβλεπε τελείως αδιάφορα, ίσως και να την αντιπαθούσε κάπου στο βάθος των αισθημάτων του. Άρχισαν να ξεκαθαρίζουν στο μυαλό του οι προθέσεις της. Σίγουρα τον είχε βάλει στο μάτι και θα έκανε τα πάντα για να τον κάνει δικό της, άλλωστε δεν ήταν στο χαρακτήρα της να χάνει. Κι αν δεν τα κατάφερνε, σίγουρα θα τον απομάκρυνε από κοντά της, θα τον έδιωχνε από την εταιρεία. Δεν ήταν κάτι που τον ανησυχούσε ιδιαίτερα, είχε εναλλακτικές, όμως εκείνη είχε τα μέσα να του κάνει τη ζωή δύσκολη, αυτό ήταν σίγουρο… Αντί να πάει στο γραφείο του κατέβηκε στο ισόγειο και βγήκε έξω από τα γραφεία της εταιρείας. Ήθελε καθαρό αέρα, ήθελε να αφουγκραστεί τη βροΚώστα Θερμογιάννη χή, να τη μυρίσει. Να αδειάσει το μυαλό του…
ΔΕΚΑ ΔΕΥΤΕΡΑ
- Ξέρω τι σκέφτεσαι, είπε και συνέχισε. Προς τι όλη αυτή η οικειότητα. Νομίζω Μάνο ότι πρέπει να σταματήσουμε το κρυφτό. Σίγουρα θα έχεις καταλάβει ότι τρέφω κάποια αισθήματα για σένα και το ίδιο νομίζω ότι συμβαίνει με σένα. Κάνω λάθος; είπε αιφνιδιάζοντάς τον. - … - Έλα, Μάνο, δε χρειάζεται να κρύβόμαστε. Είμαστε μεγάλοι άνθρωποι… Ο Μάνος έμεινε ακίνητος να την κοιτάζει. Τα μάτια της γέμισαν απορία, δεν μπορούσε να εξηγήσει τη συμπεριφορά του, γιατί δεν είχε πηδήξει
Στο υπόστεγο, ακριβώς μπροστά στην είσοδο στεκόταν ένας γεροδεμένος άντρας, γύρω στα εξήντα, με πρόσωπο γεμάτο ρυτίδες, έμοιαζαν θαρρείς με βαθιές χαράδρες πάνω στο καμένο από τον ήλιο πρόσωπό του. Κρυβόταν μάλλον απ’ τη βροχή και βρήκε την ευκαιρία να ανάψει ένα τσιγάρο. Γύρισε και τον κοίταξε απότομα, σχεδόν σάστισε από την ορμή που βγήκε ο Μάνος από το κτίριο. Ρούφηξε αργά κι απολαυστικά μια τζούρα και σουφρώνοντας τα μάτια τον περιεργάστηκε από πάνω μέχρι κάτω. - Γιατί είσαι αλαφιασμένος; ρώτησε. Έπεσαν έξω τα καράβια σου; 41
- Ορίστε; έκανε ο Μάνος γεμάτος απορία που ο ξένος του είχε απευθύνει το λόγο. - Λέω, γιατί είσαι έτσι, λαχανιασμένος. - Τίποτα, τίποτα, είπε και έριξε το βλέμμα του απέναντι, κάτω από το παγκάκι που τα κουτάβια είχαν κουρνιάσει περιμένοντας να σταματήσει η βροχή. - Θες ταξί; τον ρώτησε. - Ε…, δεν ξέρω. Ίσως. - Εγώ έχω πάνω από ένα τέταρτο αλλά δεν έχει περάσει κανένα. Ο Μάνος είχε χαθεί στις σκέψεις του. Δεν ήξερε πώς να αντιδράσει, έπρεπε να σκεφτεί ψύχραιμα. Στο κάτω κάτω, αυτή ίσως να ήταν και η ευκαιρία της ζωής του. Θα μπορούσε, αν ενέδιδε στην αφεντικίνα του, να διαφεντεύει κατά πως ήθελε τη ζωή του από ‘δω και πέρα. Αλλά δεν ένιωθε τίποτα για ‘κείνη. Προσπάθησε να ηρεμήσει, να βάλει σε τάξη τις σκέψεις του. Ο άγνωστος όμως τον διέκοψε. - Εδώ δουλεύεις; - Ναι, απάντησε μηχανικά. - Διαφημιστής; - Ναι, ξανάπε μονολεκτικά, δίνοντάς του να καταλάβει πως δεν ήθελε να κάνει διάλογο μαζί του, αλλά εκείνος δεν πτοήθηκε. - Εσείς φίλε μου είστε οι δάσκαλοι της εποχής μας. - Ορίστε; αναφώνησε ο Μάνος. Ο άγνωστος του είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον. Τι εννοείς δάσκαλοι; - Μα φίλε μου, εσείς διατάζετε τη σήμερον ημέρα, εσείς μας μαθαίνετε πώς να ζούμε, τι να τρώμε, πώς να ντυνόμαστε. Εσείς κι εκείνοι οι παντογνώστες οι δημοσιογράφοι.
- Μα η δουλειά μας δεν είναι να επιβάλλουμε αλλά να γνωστοποιούμε. Άλλο το ένα, άλλο το άλλο. Έτσι δεν είναι; - Μπα, έκανε γελώντας. Εσείς κάνατε τέχνη το να φυτεύετε στο υποσυνείδητο του ανθρώπου αυτό που θέλετε χρησιμοποιώντας μόνο δέκα δευτερόλεπτα χρόνο. Τίποτα άλλο. Φοβερή η τέχνη σας, αλλά νομίζω ότι δεν τη χρησιμοποιείτε σωστά. Κούνησε καταφατικά το κεφάλι του δυο τρεις φορές και κοίταξε προς το δρόμο. Κανένα ταξί δε φαινόταν. - Κοιτάξτε να δείτε, άλλο πράγμα είναι να μιλάς για τα προτερήματα ενός προϊόντος κι άλλο να επιβάλλεις, όπως λέτε. Στο κάτω κάτω δε βάζουμε το μαχαίρι στο λαιμό κανενός, είπε ο Μάνος σχεδόν νευριασμένα. Ο ξένος γύρισε αργά προς το μέρος του και χωρίς ίχνος ταραχής του απάντησε. - Το κακό είναι ότι έχετε γίνει κι εσείς μέρος της φιλοσοφίας που πουλάτε. Νομίζετε ότι μέσα σε δέκα δεύτερα μπορείτε να επιβάλλετε στον καθένα τις απόψεις σας. Μπορείτε, απ’ ότι βλέπω, να μαλώσετε σε δέκα δεύτερα, να συγχωρέσετε σε δέκα δεύτερα, να αγαπήσετε σε δέκα δεύτερα και να μισήσετε σε ακόμα λιγότερο χρονικό διάστημα. Ένα χαμόγελο έκανε να φαίνονται οι χαρακιές του χρόνου ακόμα πιο έντονες στο πρόσωπό του. Είναι τέχνη, δεν το αμφισβητώ, αλλά δυστυχώς έχει φτάσει να καθορίζει τις ζωές μας σε τόσο μεγάλο βαθμό, που δύσκολα μπορεί κάποιος να ξεφύγει. Αλλά έχετε πέσει κι εσείς θύματα της τέχνης σας αγαπητέ μου, απλώς δεν το έχετε καταλάβει ακόμα. - Τι εννοείτε; - Σίγουρα μπορείτε να πουλήσετε και τον εαυτό σας τόσο εύκολα όσο πουλάτε κι όλα τα υπόλοιπα. - Δηλαδή; - Δηλαδή, άμα θες να φανείς μεγάλος και τρανός έχεις τον τρόπο να το κάνεις σε δέκα δευτερόλε42
πτα, αν πάλι θέλεις να το παίξεις αδιάφορος κι αυτό το καταφέρνεις, έτσι δεν είναι; ρώτησε κοιτώντας τον στα μάτια. - Η αλήθεια είναι…, σταμάτησε και κοίταξε τα εσώψυχά του. Εκείνος ο άγνωστος είχε δίκιο. Πόσες φορές δε χρησιμοποίησε τις γνώσεις του για να επιβληθεί και να φανεί καμπόσος. Πόσες φορές δεν οδήγησε τα πράγματα εκεί που τον συνέφεραν. Και πόσες φορές δεν ήταν η τέχνη του, όπως έλεγε κι εκείνος ο ηλιοκαμένος άντρας, που τον είχε φέρει στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της ομήγυρής του; Η αλήθεια είναι, ξανάπε, ότι υπάρχει αυτή η δυνατότητα, αλλά δε νομίζω ότι τη χρησιμοποιεί κανείς. Γύρισε και κοίταξε προς το δρόμο. - Και μόνο που δε με κοιτάς στα μάτια φανερώνει ότι δε μου λες την αλήθεια. Μπορεί να είσαι καλός στη δουλειά σου, αλλά τα μάτια σου σε προδίδουν. Αν θες να πείσεις κάποιον να τον κοιτάς ίσα στα μάτια. Ακόμα κι άμα δεν του λες όλη την αλήθεια. Είναι κανόνας… - Κοιτάξτε, ένα άδειο ταξί. Να του κάνω νόημα; - Ναι, βέβαια. Χάρηκα που τα είπαμε. Κι ότι κι αν σου συμβαίνει, υπάρχει τρόπος να λυθεί. Να θυμάσαι ότι πρώτα υπάρχει η λύση και μετά το πρόβλημα, είπε και με δυο δρασκελιές έφτασε στην πόρτα και μπήκε στο ταξί. Μερικές στιγμές αργότερα είχε χαθεί στο βάθος του δρόμου, μέσα στη βροχή που δεν έλεγε να κοπάσει. Είχε δίκιο εκείνος ο άγνωστος, που δεν ήξερε καν το όνομά του. Μπορούσε να πουλήσει τον εαυτό του πολύ εύκολα. Μπορούσε να αρπάξει την ευκαιρία που
υπήρχε μπροστά του και γίνει ότι επιθυμούσε. Ο κόσμος που ονειρευόταν απείχε μόλις μερικά μέτρα πιο πάνω. Στο γραφείο της Μαίρης. Είχε την ικανότητα να μεταμορφωθεί σε αθεράπευτα ερωτευμένο και να πουλήσει το σενάριο πολύ εύκολα. Και η ανταμοιβή θα ήταν μεγάλη. Από την άλλη, δεν υπήρχε τίποτα μέσα του να τον ελκύει σ’ εκείνη. Αν έμενε μαζί της θα ένιωθε απόλυτα κενός. Τυχοδιώκτης. Και που θα οδηγούσε όλο αυτό; Οι αμφιβολίες άρχισαν να τον βασανίζουν. Η σκέψη όμως ότι θα πραγματοποιούσε τις επιθυμίες του άρχισε να καταλαμβάνει το είναι του. Μια μάχη γινόταν μέσα του. Ψυχραιμία, έλεγε στον εαυτό του. Ηρέμησε και σκέψου ψύχραιμα. Σχεδόν δεν άκουγε τη βροχή. Ρούφηξε μια γερή δόση του παγωμένου αέρα και γέμισε τα πνευμόνια του. Γύρισε πίσω. Έφτασε έξω από το γραφείο της κυρίας Αντωνίου, της Μαίρης. Μέσα του η μάχη μαινόταν ανεξέλεγκτη. Έκλεισε για λίγο τα μάτια του. Πέρασαν μερικές στιγμές. Όρθωσε το ανάστημά του, αποφάσισε να την κοιτάξει ευθεία στα μάτια, πήρε μια βαθιά ανάσα κι άνοιξε την πόρτα του γραφείου της χωρίς να χτυπήσει…
Ο Κώστας Θερμογιάννης γεννήθηκε το καλοκαίρι του 1973. Ζει κι εργάζεται στη Λαμία ως δημόσιος υπάλληλος. Σπούδασε Δασολόγος στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης και αγαπάει την επιστήμη του. Του αρέσει να διαβάζει και πρόσφατα άρχισε δειλά δειλά να γράφει. Πάντα ερασιτεχνικά. Του αρέσει να εκφράζει τις απόψεις του ανοιχτά και λατρεύει το διάλογο. 43
του Νίκου Ορφανού
4+4=44.. σαν τα χρόνια μου. Επετειακό τεύχος
44
λοιπόοον! Ή, πιο ψαρωτικά, σαραντατέσσερα ολόκληρα χρόνια από τότε που πρωτοάνοιξα τα μάτια μου. «Μπαίνεις στην πιο ωραία δεκαπενταετία της ζωής σου», μου είπε ένας φίλος. Μήπως επειδή είναι πριν τη σύνταξη; Μπα, ούτως ή άλλως δε δείχνω τόσο. Και όχι μόνο γι’ αυτό, αλλά και καθότι δε στοχεύω να γίνω ποτέ συνταξιούχος. Μου αρέσει που μεγαλώνω. Εντάξει, δεν έχω πια τις ίδιες σωματικές αντοχές, αλλά υπερηφάνως δηλώνω, ότι οι διανοητικές μου, έχουν διευρυνθεί, αντιστρόφως ανάλογα των σωματικών μου δυνατοτήτων. Μεσήλιξ λοιπόν. Προ τεσσαράκοντα ετών θα θεωρούμουν γεροντοπαλίκαρο, αν ήμουν ανύπαντρος, ή «κουσουρλής», δε μπορεί, σε αυτή την ηλικία, ακόμη μόνος, κάτι τρέχει, θα ξεκινούσαν οι φήμες. Ως άνθρωπος των στόχων λοιπόν, ασχέτως αν τους πετυχαίνω, σπεύδω να οργανωθώ. Και ιδού η απόλυτα προσωπική μου λίστα των 44 πραγμάτων που πρέπει, εξάπαντος, να πετύχω, ή τουλάχιστον να αποπειραθώ, πριν πατήσω στα σαρανταπέντε. Δε σημαίνει ότι τη συνιστώ και στους συνομηλίκους μου, μακριά από μένα το χυδαίο, εν είδει ξεφτιλισμένης καθοδήγησης, λάιφ στάιλ της πουλμουρίασης. Αλλά ας φτιάξουμε και καμιά λίστα. Λίγο πρόγραμμα στη ζωή, δεν έβλαψε ποτέ κανέναν.
Βουαλά και βουρ και ντου λοιπόν: 1. Να πάω τον τετράποδο σύντροφό μου και καλοκαρδέστατο γάτο μου Νταβίντσι, στον οδοντογιατρό. Εφέτος έγινε κι αυτός εννιά και πρέπει να δούμε τα δοντάκια του. Και ποιος καταλληλότερος να τον πάει και να τον χαϊδεύει, για να μην τον αγχώνει ο γιατρός, από το μπαμπά του;
2. Να απολαύσω επιτέλους κάποια από τις όπερες του Βέρντι ή του Μότσαρτ, που έχω αγοράσει εδώ και καιρό, αραχτός στην πολυθρόνα μου, διαβάζοντας ταυτόχρονα το λιμπρέτο και παρακολουθώντας την υπόθεση.
3. Να καταφέρω να πληρώσω τους φόρους μου. Αυτός κι αν είναι στόχος και μεγαλεπήβολος μάλιστα! (άτιμε Στούρνι!). 44 44
4. Να κανονίσουμε με τα παιδιά στην
χαχα!
Αλεξάνδρεια, το καινούριο θέατρο στην πλατεία Αμερικής, όπου σκηνοθετώ τη Βέρα του Κεχαΐδη, να κάνουμε μία έκτακτη παράσταση μια Δευτέρα, καθότι στην πρεμιέρα στις 29 Νοεμβρίου, Παρασκευή, δε θα μπορέσω να είμαι!
11. Να καταφέρω να «χώσω» στο πισί όσα σιντί δεν έχω ψηφιοποιήσει, για να μπορώ να τα επεξεργάζομαι και να τα έχω μαζί μου στο σκληρό στα ταξίδια (φωνή Θεού: Ναι, καλά!).
12. Να γιομίσω το ροκ κουμπαρά μου, 5. Να καταφέρω να μάθω πως μεταφέρω (ναι έχω έναν που τον λέω έτσι, και του
από το σκληρό δίσκο του υπολογιστή τις σειρές στο media player, ώστε να μπορώ να τις βλέπω στην τηλεόραση. Ένα χρόνο τώρα και να μην έχω ασχοληθεί, ξεφτίλα.
βάζω τα ψιλά της ημέρας), ώστε να μπορέσω να δω σε ταξίδι-αστραπή σε κοντινή πόλη του εξωτερικού έναν από τους εξής: Bruce Springsteen, Green Day, Neil Young.
6. Να μεταφέρω στον υπολογιστή και 13. Να μπορέσω να βρω μόνος μου τα σε ηλεκτρονικό αρχείο τα δακτυλογραφημένα, έμμετρα και ανέκδοτα ποιήματα που μου εμπιστεύθηκε ο Μάνος Ελευθερίου, μπας και μπορέσω να τα μελετήσω για την επόμενη γιορτή παραμυθιών στη Τζια τον Ιούλιο.
7. Να ξαναπιάσω την κιθάρα μου συστηματικά, ώστε να θυμηθώ τα ακόρντα που με τόσο κόπο έπαιζα, και που τώρα με τα παλιοθέατρα την έχω απαρατήσει καιρό.
8. Να ξεσκαρτάρω, έστω και με πόνο ψυχής, όσα βιβλία δε μου είναι πραγματικά απαραίτητα, καθότι δε χωράνε άλλα πια στο μικρό μας σπίτι. Και βάζοντάς τα σε μια ωραία κούτα να τα στείλω και αυτά, στο σχολείο των φυλακών Τρικάλων.
9. Να καταφέρω να φτιάξω έστω ένα
σπιτικό γλυκό! (καμιά προτίμηση;)
10.
Να ταξινομήσω τα μεταφερμένα σε dvd σήριαλ των νιάτων μου, απ΄τη δεκαετία του ‘90, τότε που έδειχνα ακόμα πιο νέος, και όχι μόνο εγώ βέβαια,
όρια του ελαιώνα του παππού μου του Νικολή στο χωριό στην Κρήτη. ( μέχρι την πέτρα είναι ή μέχρι τη στραβή ελιά;)
14. Να περπατήσω το φαράγγι της Σαμαριάς το καλοκαίρι, μέχρι το Λιβυκό και να ορμήσω για μια βουτιά κάθιδρος στην πιο ζεστή θάλασσα της Ευρώπης.
15. Να πάρω ένα θηριώδες πολυβόλονεροπίστολο, με ακτίνα βολής τουλάχιστον τριάντα μέτρα, ώστε να μπορώ να καταβρέχω τους βρωμιαρέους, που έρχονται με τα κακόμοιρα σκυλιά τους και βρωμίζουν το ξέφραγο οικόπεδο απέναντι από το σπίτι μου. Βρε θα τη στήσω στη βεράντα και όποιον πάρει ο Χάρος!
16. Να ξεκινήσω τα καλοκαιρινά μπάνια τον Απρίλιο και να τα σταματήσω το Νοέμβριο!
17. Να πάω τουλάχιστον σε δύο καινούρια μέρη, το ένα να είναι οπωσδήποτε νησί. 45
18. Να μπορώ να αυτοσχεδιάζω στη
κεφάλι ενώ κοιμάμαι.
σειρά του Mega, το σπίτι της Έμμας, χωρίς να με πιάνουν κι εμένα τα γέλια, ώστε να την «ακούω» από το σκηνοθέτη μου Αντρέα Μορφονιό, ότι καθυστερώ τη λήψη. (συγγνώμη Αντρέα, το προσπαθώ σκληρά!).
24. Να μάθω το γάτο μου Νταβίντσι να κοιμάται στο κρεβάτι του, ή έστω στον καναπέ, γαμώ το κέρατό μου, ή σε όποια άλλη μαλακιά θέση υπάρχει στο σπίτι και όχι πάνω στα κεφάλια μας!
Να φοράω το ειδικό κρανάκι πε19. Να πάψω να χαζεύω στις προθήκες 25. ρισσότερο, όταν βγαίνω με το ποδήλα-
των βιβλιοπωλείων και να μην ξαναπάω σε παζάρι βιβλίου, καθότι καταλήγω να αγοράζω βιβλία συνεχώς, τη στιγμή που ήδη έχω καμιά εκατοστή ήδη προς ανάγνωση! (σε λίγο θα τα βράζω να τα τρώω μου φαίνεται).
20.
Να καταπολεμήσω την ακατανίκητη επιθυμία μου να σκυλοβρίζω στα ίσα όσους καραγκιόζηδες, ξεφτιλισμένα υποκείμενα και βρωμόσκυλα μου τη «λένε» ανωνύμως στο τουήτερ.
το στους δρόμους, ακόμη και σε νεκρή ώρα κυκλοφορίας, καθότι ποτέ δεν ξέρεις από που θα σου ‘ρθει.
26. Να δω όσες ταινίες δεν έχω δει ακόμη των κάτωθι: Μπέργκμαν, Αντονιόνι, Τσάπλιν και Ταρκόφσκι.
27. Να μάθω απέξω δυο τρία αγαπημένα μου ποιήματα και τουλάχιστον δέκα τραγούδια στην κιθάρα, χωρίς να κοιτάζω τα λόγια από την παρτιτούρα.
21. Να μηδενίσω όσο μπορώ τις πι- 28. Να γίνω πιο «σκληρός» στις οικοστωτικές μου και να αγοράζω μόνο μετρητοίς, και μόνο όταν έχω λεφτά. (και με τα ιντερνετικά βιβλία τι γίνεται; -φωνή Θεού: κι άλλα βιβλία βρε κερατά, εεε, τέκνον μου; ήθελα να πω).
νομικές μου συμφωνίες, γιατί κάθε φορά που κλείνω μια δουλειά, έχω την αίσθηση ότι με έριξαν και με έπιασαν κορόιδο.
29. Να με νοιάζει ακόμα λιγότερο η
22. Να μη με πιάνει αναγούλα κάθε
γνώμη των άλλων για το άτομό μου.
φορά που ο από πάνω θεοσεβούμενος γείτονάς μου, θυμιατίζει όλο του το σπίτι και τα σκαλιά της πολυκατοικίας, και γινόμαστε όλοι μας πριγκιπομαστούρηδες ακόμη και την ημέρα της οσίας Ξένης. (φωνή Θεού: Μη βλασφημείς αμαρτωλέ καλλιτέχνη, θα σου κρατήσω καζάνι ρεζερβέ!).
30. Να ακούω περισσότερο και να μιλώ λιγότερο.
31. Να ξυπνάω κάθε μέρα πρωί για να χαίρομαι την αυγή.
32. Να φάω όσο περισσότερα μελομακάρονα προλάβω στις γιορτές.
23. Να ξεπεράσω τη φοβία μου ότι ο 33. Να αγοράσω καινούριο στερεοφωανεμιστήρας οροφής στην κρεβατοκάμαρα, αν τον βάλω στο γρήγορο, μπορεί να ξεκολλήσει και να μου κόψει το
νικό, καθότι για πρώτη φορά εδώ και 30 χρόνια δεν έχω, αφού χάρισα το παλιό
46
μου ηχοσύστημα στο Βασίλη Μαυρογεωργίου για να εξοπλίσει το θέατρό του.
34. Να καταφέρω να παίξω σε μια σειρά ή ταινία εποχής, υποδυόμενος μια αληθινή προσωπικότητα.
35. Να ξαναφάω ένα βροχερό πρωινό στην Κρήτη, τηγανίτες με πετιμέζι.
36. Να παίξω σε μια θερινή παράσταση, να ξεσπάσει καταιγίδα, κι εγώ να συνεχίσω να ουρλιάζω τα λόγια μου καθώς θα λυσσομανάει ο άνεμος και θα ανοίγουν οι ουρανοί.
37. Να πάω μια βόλτα στο Μοναστηράκι ένα ηλιόλουστο πρωινό και να αγοράσω διάφορα παλιά πράγματα, που ούτε είχα σκεφτεί ποτέ ότι θα ήθελα να αποκτήσω.
38. Να πετάξω ένα δυο σλιπ που έχουν ξεμείνει εδώ και μια δεκαετία στο συρτάρι μου και όταν τα φοράω με κάνουν να μοιάζω με το Μπόρατ.
39.
Να διαβάσω οπωσδήποτε έστω ένα κλασικό έργο της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, κατά προτίμηση του Αριστοτέλη ή ένα τόμο του Θουκυδίδη.
40. Να ζητάω απόδειξη από όλες μου τις συναλλαγές, και όχι επειδή με πιάνει η τσιγκουνιά μου για να γλιτώσω το ΦΠΑ, να τα πληρώνω μαύρα. Όσο και αν σιχαίνομαι το Στούρνι και την άθλια πολιτική του, δεν αξίζει για λίγα φράγκα, εγώ που τα δηλώνω όλα, να αισθάνομαι ότι η κάθε μαστοράτζα κονομάει στην καμπούρα μου.
ρακοκάζανα του επόμενου Νοεμβρίου, καθώς δεν έχω πάει σε απόσταξη ρακής ποτέ ως τώρα.
42. Να ξεκινήσω ένα σαββατοκύριακο για την Ευρυτανία, να γνωρίσω το χωριό και τα μέρη του παππού μου του Παναγιώτη, που δεν τον γνώρισα ποτέ, καθότι τον σκότωσαν οι εθνικιστές-φασίστες στον εμφύλιο.
43. Να ξεκινήσω επιτέλους τη συγγραφή του πρώτου μου μυθιστορήματος και των δύο θεατρικών μου, πολεμώντας τις αναβολές στις οποίες με έχει ρίξει το μεροκάματο και το γεγονός ότι όλοι αυτοί οι ήρωες, που περιμένουν να γράψω τις ιστορίες τους, έχουν στοιχειώσει το κεφάλι μου και με αποσυγκεντρώνουν συνεχώς.
44. Να αξιωθώ να πάω επιτέλους στη Νέα Υόρκη. Έστω για μια εβδομάδα. Ένα ταξίδι που το ονειρεύομαι χρόνια. Να περπατήσω στο Μανχάταν. Να φάω ντόνατς στο δρόμο. Να φωτογραφηθώ σα χαζοτουρίστας. Και να αγοράσω ένα καφέ σουέτ ινδιάνικο τζάκετ με κρόσια, σαν αυτό που φόραγε ο Νηλ Γιανγκ στο Χάρβεστ Μουν. Και ένα ακόμη, εκτός συναγωνισμού καθότι δίνει νόημα σε όλα τα παραπάνω: Να αγαπάω τη γυναίκα μου ακόμη περισσότερο. Συνεχώς. Και να της το δείχνω. Καλή 45η μου χρονιά λοιπόν! Υγιαίνετε!
Πηγή: www.themachine.gr
41. Να καταφέρω να παρερευθώ στα 47
48
49
50
Μηδέν (0) εις το πηλίκο. Μία (1) Δημοκρατία με κυνηγάει. Δύο (2) ατάκες με κάνουν γαργάρες. Εδώ πολυτεχνείο! Εδώ πολυτεχνείο!
Από το βιβλίο
Τα Λιγαπάτητα του Βαγγέλη Ευαγγελίου
Τρεις (3) νεκροί + ένα αγέννητο, στη Μαρφίν. Στα τέσσερα (4) σου κόβουν τον πλανήτη. Περιμένεις κέρασμα; Πάρε πέντε (5). Μπάτσοι έξι (6) ψάχνουν τον Αλέξη. Τα εφτά (7) θαύματα του κόσμου, κάνουν χειμωνιάτικα, ηλιοθεραπεία στην Τήνο. Σε οχτώ (8) δόσεις αγοράζεται από το κατάστημα μας τον Ουρανό.
Στον Αλέξη Γρηγορόπουλο και Παύλο Φύσσα
Ξύπνα Έλληνα, ξύπνα! Εννιά (9) έχει ο μήνας. Το δέκα (10) το καλό περιμένεις; Έντεκα (11) νύχτες να ζήσω μαζί σου. Σαν 1001 νύχτες χωρίς τα κουλούρια! Δώδεκα (12) κι ούτε ένα τηλεφώνημα. Εκτός από ένα που δεκατρείς (13) με πήραν ανώνυμα. Δεκατέσσερις (14) ώρες ζωή ακόμα κύριε Ευαγγελίου. Μου είπαν. Η 17 Νοεμβρίτσα Μέχρι τα δεκαπέντε (15) ζεις, και ο καθημερινός οίκος τους είπα στην Ελλάδα. Έζησα τα διπλά οπότε βάλε ένα διπλό. Δυόσμο! Μπάτσοι Δεκαέξι (16) κυνηγάνε έναν Αλέξη. 17
Νοέμβρη!
18 Σεπτέμβρη. Παύλο Φύσσα κόντρα. 51
10 άγνωστα ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ Μιλούσε για μυστικές αρτηρίες , / για σιωπηλά εφόδια,/ για κείνο το ανάλαφρο βάρος στις πλάτες/ όταν η Μαρία λύνει την ποδιά της και κοιτάει απ΄το παράθυρο,/ όταν δύο νέοι εμπορεύονται στο πεζοδρόμιο/ λαθραία υφάσματα,/ όταν ο Λαοδίκης στον εξώστη ,με ριγέ πιτζάμες,/ κλείνει τα μάτια του στο μέγα φως,/ κι η θάλασσα μας πλησιάζει/ όλους ανεξαιρέτως/ διδακτική, αμερόληπτη, αμνησίκακη.
Ο ΩΡΑΙΟΣ ΔΡΑΠΕΤΗΣ Φτηνό το φως, φτηνά μαγαζιά, φθηνότερα λόγια./ Άλλοι έφυγαν, άλλοι κοιμούνται, άλλοι πεθάνανε./ Κι αυτοί κι εκείνοι το ίδιο γερνάνε./ Εσύ αρνήθηκες τον γενικό κανόνα./ Άφησες πλαγιασμένο στο κρεβάτι σου το ομοίωμά σου/ μην καταλάβουν πως εσύ πλανιέσαι/ στο μέγα δάσος, άοπλος κυνηγός,/ φορώντας τις λευκές σου μπότες.
ΠΑΡΑΠΛΑΝΗΤΙΚΟ Η σιωπηλή αθωότητα της άγνοιας. Πόσες/ διαδοχικές αναιρέσεις , σφαλερές διαισθήσεις./ Κοιτούσες το βουνό, το ποτάμι, το σύννεφο./ Τα ωραία κορίτσια χάθηκαν στον κήπο/ πίσω από πανύψηλα χρυσάνθεμα. / Η νύχτα/ διαστέλλονταν πάνω απ΄την πόλη./ Κι εσύ/ απόμεινες ασάλευτος μέσα στο διχασμό σου,/ έχοντας μόνο άλλοθι το άστρο.
ΧΩΡΟΣ ΑΠΟΡΡΙΜΑΤΩΝ Πίσω απ΄τη μάντρα ,σπασμένα γυαλιά,/ σπασμένες στάμνες και κονσερβοκούτια,/ τα λυπημένα σκυλιά, οι άγριες γάτες, / πλήθος τσουκνίδες κι ανάμεσά τους/ ένα μικρό λουλούδι κίτρινο,/ σαν άστρο παραμελημένο,/ έχει αναλάβει να πληρώσει όλα τα σπασμένα./ Μαζί κι εγώ.
ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ Πριν από εσένα ήσουν εσύ;/ Έξω στο δρόμο δεν περνάει κανένας./ Το φως του δωματίου πέφτει κάθετα/ τονίζοντας τα ζυγωματικά, σβήνοντας το σαγόνι/ μέσα στην ίδιαν απορία: «υπήρξαμε;». Έτσι/ πέταξα το ποτήρι απ΄το παράθυρο./ Έτσι άκουσα τουλάχιστον κάτω στο πεζοδρόμιο τον κρότο: «υπάρχουμε».
52
υ οστίΡ ηννάιΓ υοτ α τα ήιοπ ατσωνγά 01 ΔΙΕΙΣΔΥΣΗ Τα πιο πολλά, τα πιο ωραία,/ τα΄δες απ΄την κλειδαρότρυπα- λουλούδια πεσμένα στο πάτωμα/ και μέσα στα παπούτσια σου. / Καλύτερα λοιπόν/ να περπατάς ξυπόλητος/ μη σ΄ακούσουν.
ΤΟ ΑΔΙΑΒΑΤΟ Άνθρωποι ριψοκίνδυνοι ήταν./ Δεν το περηφανεύονταν ωστόσο./ Έσπασε το θερμόμετρο,/ ο υδράργυρος σκόρπισε./ Σαν φτάσαμε στα σύνορα/ μας σταμάτησαν./ Τα ψεύτικα διαβατήρια / ήταν έγκυρα./ Εμείς δεν περάσαμε.
ΔΗΜΟΣΙΟ ΠΑΡΚΟ Στη μικρή λίμνη τα χρυσόψαρα κι ένας κύκνος./ Στο παγκάκι η Περσεφόνη σταυροπόδι. Τα γόνατά της / λάμπουν ωραία. Όμως , προπάντων, αυτός ο κύκνος ακριβώς ήταν το επιχείρημα σου/ να συνεχίσεις να γράφεις μετά θάνατον.
ΥΑΛΟΥΡΓΕΙΑ Οι φούρνοι των υαλουργείων. Φλόγες, διαθλάσεις,/ κρυστάλλινες μορφές, αγαλμάτια, δοχεία./ Το σώμα της Άρτεμης διάφανο,/ ο κλόουν, ο υπνοβάτης, η θλιμμένη χελώνα,/ τα δίδυμα άλογα. Σχήματα οικεία-/ μακρινές μνήμες επιστρέφοντας στον εαυτό τους, / πραγματωμένη διαφάνεια. Πρόσεχε- είπε/αχ, η ονειρεμένη, η εύθραυστη, διαψευσμένη, / η προδοτική.
Τ΄ΑΣΠΡΑ ΒΟΤΣΑΛΑ Ετούτα τ΄άσπρα βότσαλα στο γυμνό σου τραπέζι/ λάμπουν στον ήλιο. Κανένας δε μαντεύει/ από ποιους βυθούς ανασύρθηκαν. Κανένας/ δεν υποπτεύεται με το ριψοκίνδυνες/ καταδύσεις τ΄ανέβασες. Με τι / στερήσεις κι αρνήσεις τ΄απέσπασες/ από τα νύχια κοραλλόδεντρων και βράχων. Γι΄αυτό/ λαμποκοπούν τόσο λευκά με τη σεμνή τους περηφάνια/ ν΄αποσκεπάζουν το σκοτάδι της καταγωγής τους και ποτέ/ να μην μαρτυρήσουνε την ώρα της Μεγάλης Δίκης.
Πηγή: ΤΑ ΝΕΑ
53
TOP
TEN
Υ
πάρχουν 10 είδη ανθρώπων. Αυτοί που καταλαβαίνουν το δυαδικό σύστημα και αυτοί που δεν το καταλαβαίνουν. Το δέκα είναι ένας ωραίος αριθμός, στρουμπουλός και στρογγυλός, αγαπητός πιθανότατα γιατί, ως ατομικός αριθμός, αντιστοιχεί στο ευγενές αέριο Νέον. Ε; Μπα. Είναι ευρέως αγαπητός σε ανθρώπους και πιθηκοειδή, γιατί όλοι μας μπορούμε να τον φέρουμε ανά πάσα στιγμή μπροστά μας, στο αρχαιότερο και πιο διαδεδομένο αριθμητήριο του κόσμου, τα δάχτυλα των χεριών μας. Αν δεν ανήκεις στο 1% των πολυδάκτυλων, είναι εύκολο να σκέφτεσαι με βάση το 10 αφού έχεις άμεση οπτική επαφή μαζί του. Κατά συνέπεια είναι εύκολο να λύνεις προβλήματα μέχρι το 10 χωρίς κομπιουτεράκι και μέχρι το 20 χωρίς κάλτσες.
Στο δημοτικό, η προπαίδεια του 10 είναι το πιο γλυκό καταφύγιο μετά από τους σκοπέλους των 7, 8, 9 που ταλαιπωρούν πολλούς ακόμα και στην ενήλικη ζωή. Βεβαίως με βάση το 10 βαθμολογείσαι κιόλας, οπότε εκεί αρχίζουν κάποια μικροπροβλήματα. Στην τριτοβάθμια εκπαίδευση πλέον, ανακαλύπτεις τη γλυκεία γοητεία του αριθμού 5, ο οποίος εύκολα σε γλυτώνει από ένα ακόμη αγωνιώδες εξάμηνο, αλλά ποτέ δεν παύει να σε γοητεύει κρυφά το 10 το καλό, που αν σου λάχει το αγκαλιάζεις. Και αν δε σου κάτσει όμως, είσαι αρκετά ώριμος πλέον να το σνομπάρεις ως κρεμαστάρι. Κάλλιο 5 και στο χέρι ..
το
υΕ
ύχ
ρη
στ
ου
Είναι δε τόσο λαοφιλές το 10 που το συναντάς σε όλες τις μορφές κατατάξεων, σοβαρών και μη: Δέκα πράγματα που πρέπει να πεις σε μια γυναίκα / Δέκα πράγματα που δεν πρέπει να πεις σε μια γυναίκα / Δέκα πράγματα που οι γυναίκες δεν ξέρουν για τους άνδρες κοκ. Και οι τίτλοι συνεχίζονται σε μια ανεξάντλητη σειρά 10 πραγμάτων που όλοι γνωρίζουν συμπεριλαμβανομένων και των γυναικών. Ο ίδιος ο Κύριος έδωσε 10 εντολές. Θα μου πεις παραπάνω δε θα χώραγαν στις πλάκες, αλλά δεν πιστεύω ότι αυτός ήταν ο λόγος. Ο Θεός έδωσε 10 εντολές γνωρίζοντας ότι η πολυνομία φέρνει τα αντίθετα αποτελέσματα με τρανταχτό παράδειγμα τη χώρα μας. Σου λέει ου φονεύσεις. Άμα έκανε διαχωρισμούς σε εν βρασμώ ψυχής και εξ αμελείας, η εξομολόγηση θα γινόταν παρουσία δικηγόρου. Και μιλώντας για τη χώρα μας, το δέκα έχει εξέχουσα θέση στην Ελληνική πραγματικότητα. Εκτός από επιβράβευση, με δέκα δηλώνεται και η απόλυτη περιφρόνηση όταν το τόσο πολύτιμο αυτό αριθμητικό εργαλείο σχηματίζει το σύμπλεγμα της «διπλής μούντζας». Δέκα το θέμα αυτής της Αφήγησης εξού και ο παρών δεκάλογος. Δεν έχω παραστεί ποτέ σε αντίστροφη μέτρηση που να μην ξεκινάει από το 10. Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω παραστεί ποτέ σε αντίστροφη μέτρηση.
54 54
55
56
57
58
59
ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΑΠΑΙΤΗΣΗ
ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΟΙ 10 ΕΝΤΟΛΕΣ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΜΙΑ
ΟΥ ΖΗΣΕΙΣ ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ
ISSN: 2241-648X