ΑΦΗ ΓΗ SEE ● ΤΕΥΧΟΣ #14

Page 1


Η ΑΦΗ ΓΗ SEE είναι περιοδικό ψηφιακό και διανέμεται ελεύθερα στο διαδίκτυο κάθε 15 ημέρες, με άδεια Creative Commons.

Α Φ Η

Εξώφυλλο: Βαγγέλης Ευαγγελίου Bio: Γεννήθηκε 25 Μαΐου 1978 και λέει πως ο Μάιος είναι ο μοναδικός μήνας που μπορεί να δολοφονήσει τους υπόλοιπους. Όταν τον ρωτούν με τι ασχολείται, τους στέλνει στην προσωπική του ιστοσελίδα. website: www.vaeva.gr

ISSN: 2241-648X

Γ Η S E E

Εκδότης Επιμέλεια ύλης Δημιουργικό: Βαγγέλης Ευαγγελίου www.vaeva.gr

Επιμέλεια Κειμένων Μεταφράσεις: Ελίνα Κοντονή

24 ωρος Συνεργάτης Νικόλας Στεφαδούρος

Συνεργάτες: Σοφία Μαμαλίγκα Εύχρηστος

Τόπος Έκδοσης: Ελλάδα Σύρος - Αθήνα

15 Ιανουαρίου 2014 Τεύχος #14


Αφήγηση δέκατη τέταρτη

Τ

ο σπίτι μου κουδούνι έχει αλλά ποτέ δεν το έχω ακούσει. Ίσως γιατί είναι συνέχεια η πόρτα ανοιχτή, ίσως γιατί γνωρίζω ποιον και τι περιμένω κάθε στιγμή και είμαι εκεί για να του ανοίξω ακούγοντας τα βήματά του, ίσως γιατί δεν τόλμησε ποτέ κανείς να το χτυπήσει μήπως και οι νότες που θα γεννήσει δεν ανήκουν στα δικά μου αγαπημένα ακούσματα.. Σήμερα το πρωί όμως ναι, άκουσα το κουδούνι να χτυπάει. Στην αρχή νόμιζα πως είναι ήχος από τα 2 τροπικά μικρά πουλιά που έχω. Αργότερα (όλα αυτά σε κλάσματα δευτερολέπτου) μου φάνηκε ήχος που βγάζουν τα κουδούνια των ανθρώπων. Άνθρωπος είμαι και κουδούνι έχω, τουλάχιστον σε αυτό ανήκω στη μάζα. Άρχισα να περπατώ προς την εξώπορτα. Ανοίγω 14 πόντους την πόρτα και κοιτάζω με το μισό μου πρόσωπο τον άγνωστο ξαφνικό επισκέπτη. Μία downtempo φυσιογνωμία που ενώ ήμουν σίγουρος πως δεν είχαμε ποτέ ξανά βρεθεί ο ένας απέναντι στον άλλο, ένιωθα οικεία. Δεν ρώτησα ποιος

είναι. Απλά άνοιξα εντελώς την πόρτα και ένα «σουσάμι άνοιξε» βλέμμα μου, του έδωσε το σύνθημα να μπει. Κατευθείαν στο δωμάτιό μου πήγε, πλησίασε την πορτοκαλί χειροποίητη βιβλιοθήκη και φάνηκε σαν να ψάχνει κάτι με μία τρυφερή μανία. Όταν το βρήκε, γιατί φάνηκε αμέσως ότι το βρήκε αφού χαμογέλασαν τα δάκτυλά του, με κοίταξε και άπλωσε το ένα του χέρι - να πλησιάσω ήθελε. Έμεινε σπίτι μου 24 ώρες. Ένα ολόκληρο Σάββατο. Μεγάλο! Την επόμενη μέρα, ήρθε η Ανάσταση! Τότε κατάλαβα ότι με είχε επισκεφτεί ο Τάσος Λειβαδίτης, αφού τις ώρες που ήμασταν μαζί, δεν μου είχε πει τίποτα - γιατί μου είχε πει τα πάντα - μόνο διαβάζαμε. Μία δική μου σελίδα, μία δική του. Ήταν η πιο σπουδαία ήττα της ζωής μου. Στο τέλος, αλλάξαμε τον Δυόσμο, παρατηρώντας τους άλλους να προσπαθούν για τον κόσμο.. Ο Εκδότης Βαγγέλης Ευαγγελίου


Στα παρασκήνια της πόλης Νίκος Λυγερός

Βαγγέλης Ευαγγελίου

Οδηγώντας: Τους λυπάμαι εκεί έξω τους δίποδους. Ακροβατούν μεταξύ νοημοσύνης και ελεημοσύνης. Όλο με τις παλάμες ανοιχτές είναι. Μία για να φασκελώσουν άλλα δίποδα, άλλη για να ζητιανέψουν στα τέσσερα. Κι εμείς που σπρώχνουμε αυτό το παπάκι, τι είμαστε; Μία μορφή που δεν πρόβλεψε ούτε η Σφίγγα ούτε ο Οιδίποδας... Άντε, άντε, πότε θα φτάσουμε στη Σύρο, αν μιλάς συνεχώς; Μα νόμιζα πως το ηχόχρωμά μας είναι η κινητήριος δύναμη σ’ αυτό το ταξίδι. Ευτυχώς, άγνοια δεν έχουμε. Ή τουλάχιστον δεν γνωρίζουμε ότι πλησιάζει η καταστροφή! Εσύ τι θα πάρεις από την πόλη, όταν με το κακό φτάσουμε; Με σένα δε θα φτάσουμε ποτέ, άρα δεν έχουμε πρόβλημα με το κακό. Επιπλέον δεν ήρθα να πάρω τίποτα... Δεν θυμάσαι ότι πρέπει να δώσουμε μία θεατρική παράσταση; Φυσικά και δεν έχουμε πρόβλημα με το κακό, αφού σε λίγες μέρες, ανεβάζουμε Σαίξπηρ. Μη λες στον φίλο σου ψέματα. Ήρθες να πάρεις χειροκρότημα και θα το πάρεις θες δε θες. Αφού ξέρεις ότι οι άνθρωποι, έχουν ανάγκη να καούν και από κάπου πρέπει να ξεκινήσει η φωτιά.. Θα μας χειροκροτούν αιώνες. Αποκλείεται αν τρίβεις πέτρες για αιώνες, να μην γεννηθεί φλόγα... Να είσαι ή να μην είσαι μαζί σου, ιδού το ερώτημα! Το θέμα δεν είναι το χειροκρότημα, διότι ό,τι και να κάνουμε όλο μας το κόβουν, λες και είναι χυδαίο να χτυπάς παλαμάκια όταν δεν έχεις παπάκια...

Στα παπάκια μας λοιπόν κι εμείς.. Ας τους να κουρεύονται οι αστοί! Δεν είδα άλλωστε κανέναν ανάμεσά τους, να ακούει στο όνομα Σαμψών! Εμείς τα κόψαμε, επειδή είχε προσφορά το ένα κούρεμα δωρεάν στα δύο. Σε ευχαριστώ που πλήρωσες. Αδύνατοι εμείς, αδύναμοι αυτοί. Δεν παχαίνει άλλωστε η ανθρωπότητα! Όσο και να την τρως. Μήπως πρέπει να φάμε κάτι μια που δεν βιαζόμαστε πια. Θες λίγο ανθρωπιά για να πάρεις δυνάμεις; Καλύτερα να δυναμώσεις πριν αντιμετωπίσουμε την κοινωνία διότι εκεί θα φάμε μόνο ξύλο μετά από τέτοια παράσταση... Μακάρι να φάμε ξύλο. Ώστε να μεταφέρουμε και να κυκλοφορήσουμε τον ακατέργαστο χυμό της αλήθειας. Με το ξύλο, θα απορρο(φάμε) κιόλας, από το έδαφος, και θα γνωριστούμε με τις ρίζες μας. Το δικό μας το ξύλο δεν έχει καμία σχέση... Είναι αυτό που βρίσκεται στα βιβλία μας... Κάτι πρέπει να γράψουμε για να μην ξεχάσουμε τους ρόλους γιατί πάλι ξεχάσαμε το σενάριο και ακούω από εδώ τον συγγραφέα: Όχι άλλους αυτοσχεδιασμούς! Είδαμε και τους άλλους που μια ζωή, προβάρουν το κάθε τι πάνω τους. Λες και είναι η ζωή κοστούμι! Τους ρόλους δε θα τους ξεχάσουμε με τίποτα. Αποστολές είναι. Με τον Αποστόλη τον συγγραφέα, τι θα κάνουμε όμως που φωνάζει; Να του κλείσουμε το στόμα με έναν καλό αυτοσχεδιασμό, που κάνουμε πρόβες, τόσες ζωές πριν; Ναι, ναι! Ξέρω τι θα του πούμε! Θα του τραγουδήσουμε: Στ’ Αποστόλη το κουτούκι! Είμαι σίγουρος ότι θα συγκινηθεί...



Περί διαφήμισης του Εύχρηστου Κάποτε για να βγάλεις γκόμενα, έλουζες το μαλλί με πράσινο σαπούνι έβαζες ένα τζιν, ανοιχτό πουκάμισο αν είχες τρίχα, ζιβάγκο αν δεν είχες και βουρ. Σήμερα πρέπει να χρησιμοποιήσεις προϊόν για τα μαλλιά, προϊόν για το δέρμα, προϊόν για τον … και ούτω καθεξής. Και όλα αυτά, πριν ακόμα φορέσεις τη στολή urban legend wannabe. Α, ρε κίναιδε καπιταλισμέ, σου λέει και στολή θα φοράς και θα την πληρώνεις κιόλας. Και στο τέλος όλοι καταλήγουν να φοράνε τα ίδια, μαϊμούδες ή μη. Πρόσφατα οι άντρες σταμάτησαν να πολυξυρίζονται και αυτό μάλλον θα έτσουξε κάποιους κολοσσούς της τριχοβιομηχανίας που έσπευσαν να μας προειδοποιήσουν για τα δεινά που μπορεί να προκαλέσουν τα γένια (δηλαδή τα χτένια) επιστρατεύοντας τοπικούς καραφλούς ήρωες. Θεμιτό. Βεβαίως δεν αρκούν τα ρούχα, πρέπει να καπνίζεις μόνο τάδε, να πίνεις μόνο δείνα και γενικότερα να προσέχεις πολύ τι καταναλώνεις, γιατί αυτό σε χαρακτηρίζει. Οι διαφημίσεις δε θα σου πούνε φάε γιαούρτι Κατσικούλα γιατί είναι το πιο νόστιμο, αλλά γιατί θα σου δώσει το κύρος του κλασσικού. Και δωσ’ του από πίσω οι γκόμενες με τα τσέλα να παραποιούν τον Μπαχ. Η αλήθεια είναι ότι η διαφήμιση γιαουρτιού, συγκεκριμένα, πάντα είχε κάτι το σουρεάλ. Μια όμορφη κοπέλα τρώει γιαούρτι με συνοδεία κλασικής μουσικής. Αργότερα η κοπέλα ήταν ημίγυμνη και στο τέλος ήταν γυμνή. Όσο και αν απολάμβανα το θέαμα ποτέ δεν κατάλαβα τη σύνδεση μεταξύ γιαουρτιού και σοφτ πορνό. Σε περίοδο οικονομικής ευρωστίας οι διαφημίσεις

απευθύνονταν στον άντρα που δεν χρειαζόταν να προσπαθήσει πολύ, ενώ στην περίοδο κρίσης που διανύουμε, απευθύνονται στον άντρα που δεν αντέχει να προσπαθεί άλλο. Ο ακαταμάχητος άντρας, μοιραία απέκτησε παιδιά και τώρα δεν έχει να τους πάρει ρούχα, σχολικά και παιχνίδια, εξού και η διαφήμιση που τον καλεί σε αλυσίδα παιχνιδιών, όπου και δε θα ξεπαραδιαστεί, αλλά και με τα ρέστα, κάτι θα βρει για τον ίδιο. Εν τω μεταξύ, αν προσέξεις λίγο τις διαφημίσεις, διαφαίνεται η άποψη που έχει ο διαφημιστής για το κοινό – στόχο. Η πιο τρανταχτή περίπτωση ήταν αυτή του «Τσάμπα» ο οποίος έστηνε απίστευτα κόλπα για να αποφύγει να πληρώσει, ενώ επέλεγε να ψωνίζει αποκλειστικά από συγκεκριμένη αλυσίδα ηλεκτρονικών. Αυτή ήταν η ελληνική διαφήμιση της αλυσίδας ηλεκτρονικών. Τυχαίο; Δε νομίζω.

Όμως δεν μπορώ ούτε να γελάσω με τις τελευταίες διαφημίσεις καταστημάτων ηλεκτρονικών ειδών, που έχουν κατακλίσει την ελληνική τηλεόραση και έχουν εμπλακεί σε έναν άτυπο διαγωνισμό για το ποια θα φτάσει το ναδίρ του διαφημιστικού χώρου. Και καλά, γυμνό και ηλεκτρική συσκευή ήταν γνωστός συνδυασμός από εποχή τροχού της τύχης. Αλλά συνδυασμός οικιακής ηλεκτρικής συσκευής και διαστροφής, με δερμάτινα μαστίγια και bondage, θεωρώ ότι συγκινεί μόνο κάτι απίθανους τύπους που δεν τους έχει δει το φως της μέρας, κρυμμένους στις πιο σκοτεινές πλευρές του διαδικτύου. Καλά για ποιούς μας περάσατε; Δηλαδή, πόσο πεινασμένοι σου φαινόμαστε, τέλος πάντων, φίλε εμποράκο; Πάντως εσύ ξέρεις τι να κάνεις αν πεινάς. Τσιμπάς μια Ελλαδίτσα.



Ο Ken Robins μιλά για το σχολείο που σκοτώνει τη δημιουργικότητα Ο Sir Ken Robins κάνει μια διασκεδαστική και έντονα συγκινητική πρόταση για τη δημιουργία ενός εκπαιδευτικού συστήματος που να γαλουχεί (αντί να υπονομεύει) τη δημιουργικότητα. Ο David Pogue λέει: Η Απλότητα Πουλάει! Ο David Pogue, αρθρογράφος των New York Times, βάζει στο στόχαστρό του τα χειρότερα υπολογιστικά περιβάλλοντα και τους υπεύθυνους σχεδιαστές τους, και παρέχει ενθαρρυντικά παραδείγματα προϊόντων που βρήκαν τις σωστές λύσεις. Για να δώσει έναν αστείο τόνο στο θέμα, εκρήγνυται μέσω των τραγουδιών του.

Α

ν πατήσεις στις μικρές εικόνες θα μετακινηθείς στο θέμα που σε ενδιαφέρει ώστε να παρακολουθήσεις το βίντεο.

Η Helen Fisher μας λέει γιατί αγαπάμε και απατάμε Η ανθρωπολόγος Helen Fisher ασχολείται με ένα πολύπλοκο θέμα - την αγάπη - και εξηγεί την εξέλιξή της, τις βιοχημικές της βάσεις και την κοινωνική της σημασία. Κλείνει με μια προειδοποίηση για την πιθανή καταστροφή που εμπεριέχεται στην κατάχρηση των αντικαταθλιπτικών.

Ο Jimmy Wales για την γέννηση της Wikipedia Ο Jimmy Wales θυμάται πώς συναρμολόγησε ένα “συνονθύλευμα εθελοντών”, τους έδωσε εργαλεία συνεργασίας και δημιούργησε την Βικιπαίδεια, την διαδικτυακή εγκυκλοπαίδεια που αυτο-οργανώνεται, αυτο-διορθώνεται και δεν τελειώνει ποτέ.





PHOTO PLAYLIST κάθε εικόνα ένα βίντεο κλιπ



Στη Χώρα της Αλίκης με την πρώτη!

Μπιπ μπιπ.. Μπιπ μπιπ.. Απενεργοποίηση! Μα θα ‘ταν τόσο πιο κινηματογραφικό να ‘πρεπε με τα μάτια πρησμένα από τον μετρημένο στα 5 δάκτυλα ύπνο, να πρέπει να κόψω το πράσινο καλωδιάκι. Ή το κόκκινο; Μπουμ!! Ναι καλά.. Το σενάριο τα λέει αλλιώς. Ήταν 6 το πρωί και είχα βάλει τον ενοχλητικότερο ήχο που μπορεί να επιλέξει κάποιος για ξυπνητήρι στην προσπάθειά μου το σώμα μου να έχει ντυθεί, πριν καν ο εγκέφαλος συνειδητοποιήσει πως δεν ακουμπά μαξιλάρι. Και πως η μυρωδιά του ζεστού καφέ ήταν μέρος αίσθησης ενός καρέ ονείρου, που έδειχνε πως ήταν ένα βροχερό πρωί μ’ εμένα καθισμένη πλάι στο τζάμι εκείνου του café, που θυμίζει γαλλικό bistrot στην πλατεία Δημαρχείου, που σερβίρει εκείνο το λαχταριστό κέικ καρότου, που.. Τζίφος. Είχα ξυπνήσει, ο Νες ήταν έτοιμος και μόλις είχε ξεκινήσει μια υπέροχη ημέρα εξεταστικής. Με τη βροχή ως μοναδική ταύτιση ονείρου και πραγματικότητας. 7:30. Τσάντα επ’ ώμου και βουρ για τη Βιβλιοθήκη. Στάση πρώτα όμως για ποτάκι. 1.72 το λίτρο κι έχω δασκαλέψει το ibizaκι μου να μην κάνει καταχρήσεις, γιατί θα καθόμαστε πλάι πλάι στη μπάρα να τα πίνουμε σαν πρώην ΑΑ, με τη τσίμπλα στο μάτι και να κλαίμε τα περασμένα μεγαλεία, τότε που η απόσταση Αλεπού – Γαρίτσα – Κέντρο ήταν εκδρομή (αν εξαιρέσουμε εκείνο το stop στο δρόμο που ανεβαίνει για Κανόνι, όπου έχουμε υπάρξει και οι δυο μας αυτόπτες και αυτήκοοι μάρτυρες του επανειλημμένου βιασμού του)! Αλησμόνητες εποχές, φουλ στην αδρεναλίνη! Βενζινάδικο, σβήσιμο μηχανής κι η πρώτη χαμογελαστή καλημέρα, χαροποίησε όραση και ακοή. Η Αλίκη σαν παραποιημένη κοκκινοσκουφίτσα, φορώντας το φλούο κίτρινο αδιάβροχό της με την κουκούλα να κρύβει το χαριτωμένο μουτράκι της, επέστρεψε στο ελαφρώς ανοιχτό παράθυρο. - Ελίνα, ξεκλείδωσε το αυτοκίνητο για ν’ ανοίξω το ντεπόζιτο. - Μα είναι ξεκλείδωτο! Και την ίδια στιγμή κάνω την απεγνωσμένη κίνηση ν’ ανοίξω την πόρτα του οδηγού. Μπλοκαρισμένη. Ελεύθερη πολιορκημένη μέσα στο ibizaκι! Ξανά! Το πιάνουν που και που τ’ αρθριτικά του με την αναθεματισμένη υγρασία του νησιού και άμα κλειδώσει, κλειδώνει! Κι εκεί ξεκινούν αποστολές επικίνδυνες.


Κατέβασμα ηλεκτρικού παραθύρου οδηγού, έξοδος και άνοιγμα πόρτας συνοδηγού. Έξω απ’ την πόρτα. Κι αν μου κάνει τη χάρη. Γιατί με του οδηγού έχουμε μαλώσει ως φαίνεται όπως και με το παράθυρο του διπλανού του. Έτσι πρωταγωνιστώ στους Ντιούκς κάθε που ο καιρός το αποφασίζει και είναι τζόρας βρε παιδάκι μου! - ‘Αστο Αλίκη μπλέξαμε! Ξεκίνα τα τάματα στον Άγιο Σπυρίδωνα να φτάσω μέχρι το κέντρο. Πρώτη στάση, Άγιος κι έπειτα τα πάντα όλα, μεγάλη να ‘ναι η χάρη του! Βλέποντας την Αλίκη να ‘χει γίνει μπαλάκι του τένις από τα γέλια κι από την ουρά που περίμενε τροφοδοσία, απομακρύνθηκα σκεπτόμενη τον δρόμο, τον μακρύ και την Ιθάκη Βιβλιοθήκη. Κι η καταιγίδα να ‘χει γίνει χαλάζι ψιλό και τσουβαλάτο, και να ‘χω φτάσει στο ανωτέρω stop, ρώσικη ρουλέτα ούτε κι εγώ ξέρω πως, και ν’ ακούω κάτι μπαμ μπουμ αγνώστου προελεύσεως, και να μην ξέρω αν βρίσκεται η σφαίρα στη θαλάμη! «Δε γουστάρω να τζογάρω πρωινιάτικα βρε Μεγαλοδύναμε! Αλλά άμα έχεις κέφι βοήθα να περάσουμε τη Σκύλα και τη Χάρυβδη! Γιατί όχι μονόφθαλμος μα αόμματος κυκλοφορεί!» να μονολογώ. Οι υαλοκαθαριστήρες να κάνουν κατοστάρι απανωτό μα να μη βλέπουν τερματισμό κι εγώ να μη βλέπω τίποτα πέρα από τον Νιαγάρα στο παρμπρίζ και τα παράθυρα, ούτε για να σταματήσω κάπου προσωρινά. Το ibizaκι να πηγαίνει με 5 χιλιόμετρα την ώρα, επί 10 λεπτά, η 1η να μουγκρίζει σαν αγελάδα σε οίστρο κι εγώ να προσεύχομαι για ένα «απαγορεύεται η στάθμευση» σημαδούρα, για να παρκάρω! Μέσα στην απελπισία μου είμαι σίγουρη πως είδα ένα χέρι! Κρύος ιδρώτας με έλουσε. «Δολοφόνισσα! Δολοφόνισσα!», αλάλαζα, μέχρι που το ίδιο χέρι (μάλλον) μου άστραψε μια σφαλιάρα κι έπειτα μου έδειξε μια πινακίδα, που σίγουρα μια συγγένεια με μ’ εκείνο το αστέρι πάνω από μια φάτνη την είχε. Μα καμία με τα όσα είχα μελετήσει πριν από 10 χρόνια στον Κ.Ο.Κ. «Προφανώς θα ‘γινε κάποιο update» σκέφτηκα. Ήταν κι ο υπολογιστής στο συνεργείο, είχα να τον ανοίξω και καιρό.. Πάρκαρα ανακουφισμένη και την ίδια στιγμή σκέφτηκα πως έπιασε το τάμα της Αλίκης! Το ‘βαλε ο Άγιος το χέρι του! Προβολείς ανοιχτοί, real βροχή κι η μάσκαρα επίσης, κλακέτα και πάμε! Άλλη μια σκηνή των Ντιούκς ολοκληρώθηκε! Την υπόσχεσή μου την κράτησα. Τον έκανα λούτσα τον Άγιο, μα κεράκι άναψα. Και στη Βιβλιοθήκη έφτασα. Και στη σχολή πήγα. Και το μάθημα έγραψα. Επιτυχώς. Και στο ibizaκι επέστρεψα. Και το ροζ χαρτάκι με περίμενε. Άγιος είπαμε είναι, όχι Θεός!

της Ελίνας Κοντονή



Α Μ Ω Ρ Ε Ι

ΑΦ

ς η τ ί δ α β ι ε Λ ς ο σ Τά

Μεγάλ

ο

Σάββα

το Τα ποιήματα του Τάσου Λειβαδίτη, που χρησιμοποιήθηκαν στο αφιέρωμα, πάρθηκαν από τα Άπαντα (3 τόμοι) Εκδόσεις Κέδρος. Ει κο ν ο γρ ά φ η σ η : Stefan Zsaitsits


Πολύτιμος στίχος Κι όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλον είμαστε κιόλας νεκροί.

Στη διάθεση των ανέμων Έσπρωξα, λοιπόν, με λύσσα τον καμπούρη κι έτρεξα στο προαύλιο, «να κάνω τι;» αναρωτήθηκα άξαφνα, κι αχ αυτή η ανεμελιά μου έφταιξε – είχε μείνει ανοιχτό το παράθυρο κι ο αέρας αναποδογύρισε το μελανοδοχείο αφήνοντας αυτή τη μαύρη ιστορία πάνω στο τραπέζι.



Απόσπασμα από ένα μελλοντικό ποίημα …Βιβλικές βροχές μέσα μου που τις μοίρασα στους πλανόδιους ομπρελάδες – πολεοδόμοι με μέτρησαν και δε βρήκαν την άκρη μου, έμποροι με ζύγισαν και τους περίσσεψε ο κόσμος, μου έδωσαν ένα νόμισμα για να μου κλέβει η έγνοια του τον ύπνο, μα εγώ κοιμήθηκα πάνω στις ράγιες για να ταξιδέψω σ’ ένα όνειρο ανεκπλήρωτο, κι έγινα υπνοβάτης για να μη μείνει το άγνωστο ολομόναχο στην πόρτα μου κι έγινα εικόνισμα για να σωπαίνω εν πλήρει γνώσει κι όταν βράδιασε έκλαψα σαν τον ταξιδιώτη που πέρασε σώος τους πέντε ωκεανούς κι άξαφνα ναυάγησε μπρος στο αλφάβητο. Ω, νύχτα μυστική, δέξου με, είμαι άοπλος σαν ένα φωνήεν που ξεσηκώνει μια πόλη, όπου να ‘ναι θα ξημερώσει, οι αμπελουργοί σφυρίζουν συνάζοντας τα θαύματα της μέρας κι εγώ προσεύχομαι, προφέροντας τ’ όνομα του Θεού σαν μια γυναίκα ερωτευμένη που δαγκώνει το μαντήλι της – τίποτ’ άλλο παρά ένας άνθρωπος του αιώνα μου, ανεξήγητος και τρωτός κι, ω δυσκολίες, που μας πηγαίνετε μακρύτερα…




Σούρουπο Αν έχασα τη ζωή μου είναι γιατί πάντα είχα μιαν άλλη ηλικία απ’ την αληθινή και τώρα πια τα ‘χω μπερδέψει – δεν ξέρω αν βρίσκομαι στο τέλος ή στην αρχή, αν πρέπει να φύγω ή να ξαναγυρίσω, και ποιο δρόμο να πάρω και να πάω που; - εξάλλου σκοτείνιασε και τα σκυλιά γαβγίζουν, σταματώντας τους περαστικούς στα σύνορα του ανείπωτου.


Χειμωνιάτικες παρανοήσεις Βέβαια, στο βάθος ήταν γελοίο – με τα δυο σακάκια που φορούσα όλοι νόμιζαν πως κρυώνω, «λάθος, βρε κακούργοι, τους λέω, αλλά πως θα θάψω γυμνόν αυτόν τον άλλον που σκοτώσατε μέσα μου;»


Εργασίες εν κρυπτώ Συνήθως με κοιτάζουν με ειρωνεία που κάθομαι ώρες στο κατώφλι, πολλοί μάλιστα γελάνε επιδεικτικά, «άεργος» λένε – δεν ξέρουν ότι την ίδια ώρα εγώ μοιράζω μεγάλες χειραψίες στους αναρχικούς, χριστουγεννιάτικες κάρτες στα πουλιά και μακρινούς ορίζοντες στους αργοπορημένους. Εις υγείαν, λοιπόν – κάθε μέρα είναι η καλύτερή μας μέρα.


Περιπέτεια Απ’ τον πατέρα μου κληρονόμησα αυτό το δυστυχισμένο χέρι κι απ’ τη μητέρα μου ένα μεγάλο φτερό, από κείνα που έβγαζε απ’ την ψυχή της και τα κάρφωνε στο αστείο καπέλο της - είναι από τότε που τις νύχτες η παλιά ντουλάπα ανοίγει μόνη της και βγαίνει η λαιμητόμος, εγώ παλεύω μαζί της, παίρνω τον μπαλντά και την κάνω κομμάτια, ύστερα καταπίνω τις σανίδες για να μην τις βρουν, πολλοί ναυαγοί σώθηκαν έτσι. Χρόνια έζησα τρέμοντας τις πόρτες, ώσπου μάζεψα τα χαρτιά μου, τις τύψεις μου κι έφυγα. Μα στον πρώτο σταθμό είδα πάλι εκείνο το παιδικό φτερό και κατέβηκα. Από τότε έμεινα για πάντα στην Κόλαση.



Το άγαλμα Ήτανε μαύρες μέρες, πυροβολισμοί παντού, η πόλη ανάστατη, τα πλήθη τρέχαν εξαγριωμένα, «κρύψε με», φώναξα απελπισμένος κι αγκάλιασα το άγαλμα στην πλατεία. Κι όταν μ’ έφτασαν, δε βρήκαν παρά το έρημο άγαλμα και στα πόδια του ένα σκυλί στεκόταν σαστισμένο, Που το πυροβόλησαν οι άθλιοι.


Ποιητές Ύποπτοι θαυματοποιοί που πυροβολούν τις λέξεις και γίνονται πουλιά.


Περίπατος Έβγαινε ήρεμος, σχεδόν καλοδιάθετος, όταν είδε το θυρωρό. Παρακαλούσε κάποιον και το βλέμμα του κρεμόταν σαν ψόφιο σκυλί. Άρπαξε ένα μαχαίρι κι έβγαλε και τα δυο του μάτια, που κύλησαν και χάθηκαν μες στον υπόνομο. Από τότε οδηγεί τα πουλιά πίσω στο σπίτι.

Εκδίκηση Φτύστε με χτυπήστε με

Έρωτας Οι αστράγαλοί σου δυο μικροί, μικροί ανθισμένοι τάφοι όπου μέσα τους είναι θαμμένη για πάντοτε η καρδιά μου.

ποδοπατήστε με εγώ κάθε βράδυ σας εκδικούμαι καθώς γυρίζοντας αργά σπίτι μου πιωμένος ταπεινωμένος πλαγιάζω αγκαλιά μ’ ένα αηδόνι.


Δημιουργία Καθόταν έξω στα χωράφια και σχεδίαζε πάνω στο χώμα πουλιά. Μα τα πουλιά ζητούσαν τον ουρανό. Τότε σχεδίασε γύρω τους την αιώνια θλίψη. Και τα πουλιά πέταξαν.


Συμβουλές σε νέους συγγραφείς Από ένα σωρό προσωπικές σκέψεις και περιπέτειες έφτασα σ’ ένα συμπέρασμα και πάνω σ’ αυτό θα ήθελα να δώσω μια συμβουλή σε όλους τους νέους που ονειρεύονται τη δόξα ενός αληθινού συγγραφέα. Μόλις τελειώσετε, συν Θεώ, το πρώτο σας κείμενο, κατεβείτε κάτω στην αποθήκη και κρεμαστείτε…

Ζήτημα θέσεως Τα βράδια οι φίλοι με αναζητούν στα καφενεία, όπου βρίσκουν ένα ποτήρι κονιάκ ν’ αδειάζει σιγά σιγά μόνο του αλλά τι να ‘κανα που υπήρξα πάντα απ’ την άλλη πλευρά της ζωής.



Απαγορεύεται η είσοδος Η είσοδος δεν επιτρεπόταν παρά μόνο σ’ εκείνους τους φτωχούς τρελούς που φαντάζονται ότι είναι πουλιά, σκάλες ή δέντρα – μαντεύοντας αόριστα ότι για να μπουν στο μυστήριο πρέπει ν’ αφήσουν έξω τον εαυτό τους.


Το τέλειο έγκλημα Καμιά φορά μαζεύεται κόσμος κάπου, όλοι κοιτάζουν στο ίδιο σημείο, αλλά δε βλέπουν τίποτα. Γιατί πάντα γίνεται ένα έγκλημα εκεί που δε συμβαίνει τίποτα.


Το άσπρο άλογο Και φυσικά υπάρχουν λόγοι που κοιτάζω πάντα κάτω – κάπου είναι πεταμένο ένα κλειδί, που αν το βρεις σώθηκες: θα ξεκλειδώσεις το χέρι του τρελού και τότε θα ‘ναι στη διάθεσή σου το άσπρο άλογο!


Αιώνας Εμπορίου H προσφορά κι η ζήτηση ρυθμίζουνε την κοινωνία έλεγε ο μεγάλος αδερφός μου Mαρξ. Ένα μικρό, ανήθικο εμπόριο κάθε χειρονομία, κάθε λέξη, κι η πιο κρυφή σου σκέψη ακόμα, μεγάλα λόγια στις γωνιές των δρόμων, οι ρήτορες σαν τους λαχειοπώλες διαφημίζοντας όνειρα για μελλοντικές κληρώσεις τα αισθήματα στο Xρηματιστήριο, στα λογιστικά βιβλία δούναι και λαβείν, πίστωση, χρέωση, ισολογισμοί, εκπρόθεσμες συναλλαγματικές, μετοχές, χρεόγραφα κι ας κλαίει αυτή η γυναίκα στο δρόμο, τί σημασία έχει; «Zούμε σε μια μεγάλη εποχή», οι παπαγάλοι δεν κάνουν ποτέ απεργία μικροί, ανάπηροι μισθοί αγορασμένοι με νεκρές περηφάνιες γνώση αβέβαιη, πληρωμένη μ’ όλη τη βέβαιη νιότη σου, βρέχει νομίσματα, οι άνθρωποι τρέχουν σαν τρελοί να τα μαζέψουν νομίσματα όλων των εποχών, ελληνικά, ρωμαϊκά, της Bαβυλώνας, δολάρια ασημένια η βροχή είναι πυκνή, ανελέητη, πολλοί σκοτώνονται πλανόδιοι έμποροι αγοράζουνε τα πτώματα ― θα χρειαστούν μεθαύριο σαν ανεξόφλητες αποδείξεις της «μεγάλης μας εποχής», κι αυτούς τους λίγους στίχους χρειάστηκε ένα ολόκληρο θησαυροφυλάκιο πόνου, για να τους αποσπάσω απ’ τη φιλάργυρη αιωνιότητα, σαν τοκογλύφοι οι μέρες μας μάς κλέβουν τη ζωή, τί ζέστη, θε μου, κι όμως βρέχει, τί καιρός, μα δε θα μου τη σκάσετε εμένα, κύριοι, είμαι ιδιοφυία στο είδος σας, πίστωση, χρέωση, ο Pοκφέλλερ άρχισε πουλώντας καρφίτσες. Θα χτίσω, λοιπόν, κι εγώ ένα μεγάλο προστατευτικό σπίτι με τις πέτρες που μου ρίξατε σ’ όλη τη ζωή μου.


Κι εγώ χρειάζομαι τη βοήθεια του Θεού - Κύριε, βοήθησέ με, του λέω, χάνομαι. - Μα αυτή είναι η βοήθειά μου – να χαθείς… Για να σε ψάχνουν στους αιώνες!

Η ανάληψη Πέρασαν μήνες. Το δωμάτιο δίπλα έμενε άδειο. Ώσπου ήρθε ένας νέος ενοικιαστής. Δεν είχα δει ποτέ το πρόσωπό του, άκουγα μόνο, μέρα νύχτα, αδιάκοπα τα βήματά του στην κάμαρα. «Αυτός θα πηγαίνει πολύ μακριά», σκεφτόμουν. Τέλος, ένα βράδυ τα βήματα σταμάτησαν. «Επιτέλους, έφτασε», είπα μέσα μου με ανακούφιση. Το άλλο πρωί έμαθα ότι έφυγε – γιατί, βέβαια, Θεέ μου, κάπου θα υπάρχει ένας κόσμος καλύτερος..


Η σκάλα Σε κάθε σπίτι υπάρχει μα άγνωστη μυστική σκάλα, που θα σε πήγαινε, ίσως, μακριά. Αλλά τη βρίσκεις, όταν δεν έχεις πια σπίτι.


Διαβάτης Ήταν παράξενος κι ίσως γι’ αυτό μπορούσε να περάσει μια ολόκληρη πόλη άθικτος κάνοντας εκείνες τις μικρές παραχωρήσεις που κάνουν οι μητέρες στα όνειρα κι οι νικημένοι στην ευπιστία.

Στίχοι Τα πεθαμένα παιδιά δεν έχουν πια το φόβο να μεγαλώσουν, οι δρόμοι των τυφλών περνούν, καμιά φορά, μεσ’ απ’ τον ύπνο μας, η κατοικία μου ήταν πάντα εκεί που με σταμάτησε μια λέξη.


Έρωτας Κι όταν πεθάνουμε να μας θάψετε κοντά κοντά για να μην τρέχουμε μέσα στη νύχτα να συναντηθούμε.

Ευαγγελισμός Ήταν βέβαια πάντα λίγο παράξενος, έμενε στο διπλανό δωμάτιο, όμως εκείνη τη νύχτα βγήκε στο δρόμο κρατώντας μια λάμπα, «τι γυρεύεις;» του λέω, «τη Θεοτόκο» μου λέει – στην ακατάληπτη γλώσσα εκείνων που δίνουν νόημα σε μια εποχή.


www.stefadouros.gr


Άνθρωποι Άνθρωποι που έζησαν τόσο μυστικά που όταν πέθαναν ο θάνατος δε βρήκε τίποτα να τους πάρει. Κι όπως και χτες βγήκε κι απόψε ανυποψίαστο το φεγγάρι.



Βροχή Μια νύχτα θα κάνουμε μια μεγάλη σκέψη, αλλά δεν πρέπει να την πούμε πουθενά (είναι η μόνη δικαιοσύνη), ύστερα θα βγούμε στους δρόμους, θα βρέχει κι η βροχή έχει κι εκείνη την ιδιωτική της ζωή, ενώ εμείς δεν είχαμε, θ’ αργοπορήσουμε μπροστά σ’ ένα φαρμακείο, μιας κι είμαστε θνητοί κι αφού οι ουρανοί γνωρίζουν την αθωότητά μας, τέλος, όπως θα ξημερώνει, θα χτυπήσουμε την πόρτα του σπιτιού μας, αλλά κανείς δε θα μας γνωρίζει – είναι απίστευτο σαν τις μεγάλες μέρες που ζήσαμε. Αντίο, λοιπόν. Ας ανοίξουμε την ομπρέλα μας κι ας προσπεράσουμε βιαστικά το τέλος μιας εποχής.


Τα φαινόμενα απατούν «Εγώ είμαι κλειδούχος», έλεγε και όρθιος στη μέση του θαλάμου χειρονομούσε σαν ν’ άνοιγε κλειδιά, ύστερα αφουγκραζόταν τα τραίνα που περνούσαν κι ύστερα πάλι χειρονομίες, σινιάλα – είκοσι χρόνια τώρα στο άσυλο, ακόμα κι οι τρελοί γελούσαν μαζί του, «δεν είσαι τίποτα», του έλεγαν, έκλαιγε. Ένα βράδυ τον πλησίασα, «το ξέρω, του λέω, είσαι κλειδούχος», χαμογέλασε, «όχι, μου λέει, το κάνω για τους άλλους – εγώ είμαι επιστήμων ιατρός, όπως με ήθελε η μητέρα μου».


Τα ψεύδη του ημερολογίου Ποτέ δε φανταζόμουν ότι τόσες πολλές μέρες κάνουν μια τόσο λίγη ζωή.


Άγνωστα εγκλήματα Συχνά, όταν ήμουν παιδί, οι μεγάλοι κουβέντιαζαν χαμηλόφωνα, μόνο και μόνο για να κρυφακούσω. Έτσι μου σκότωσαν για πάντα τον επίλογο.

Συναντήσεις στον κήπο Όσο για μένα είχα πολλές υπέροχες στιγμές, μιας και δεν ήμουνα ποτέ του κόσμου ετούτου – μόνο με τρόμαζε, μην ψάξουν κάποτε στην ντουλάπα, έτσι προτιμούσα να γυρίζω στα πάρκα, όπου σιτίζεται η ανωνυμία, μια μέρα μάλιστα (απ’ αυτές του ημερολογίου), έκανα μια εκπληκτική σκέψη που την έβαλα αμέσως σε εφαρμογή, αγόρασα, δυο ωραία κηροπήγια, τα οποία και πρόσφερα στη λυπημένη γυναίκα που βάδιζε αργά σαν να ‘θελε να επιβραδύνει λίγο ακόμα μιαν αναπόφευκτη καταστροφή.


Υιική στοργή Η μητέρα μου, απ’ τις καλές πλύστρες του καιρού της, έπασχε από αρθριτικά κι ήτανε δύσκολο τώρα να κατέβει. Έπρεπε, λοιπόν, εγώ κάθε νύχτα ν’ ανεβαίνω στον ουρανό.


Χρονοδιάγραμμα Συχνά, θυμάμαι, οι μεγάλοι, όταν ήμουν παιδί, μιλούσαν για το μέλλον μου. Αυτό γινόταν συνήθως στο τραπέζι. Αλλά εγώ ούτε τους πρόσεχα, ακούγοντας ένα πουλί έξω στο δέντρο. Ίσως γι’ αυτό το μέλλον μου άργησε τόσο πολύ: ήταν τόσο αναρίθμητα τα πουλιά και τα δέντρα.

Νέα επαγγέλματα «Τι κάνεις εκεί;» του λέω. «Τι να κάνω, μου λέει ανησυχώ.» Και μου ‘δειξε ένα πλήθος πόρτες κλειστές.


Ιδιότυπος βιοπορισμός Ποιος ήταν; Και τι γύρευε από μένα; «Συγκατοικούμε αιώνες», έλεγε – πάντα του υπερβολικός. Συχνά χανόταν για καιρό, όταν επέστρεφε τα ρούχα του είχαν κάτι απ’ την ακαταστασία πουλιών που τρόμαξαν ή έναν αέρα από κήπους που είχαν λησμονηθεί. Αργότερα έμαθα το επάγγελμά του: έστηνε παγίδες στους νικητές.


Ιδεολόγος Β Κάθε φορά που μου πρόσφεραν μια καρέκλα έπεφτα στην παγίδα. Έτσι στέκομαι χρόνια τώρα όρθιος σα ν’ ακούω τη Διεθνή.

Απόδραση Πολλοί αναρωτιούνται γιατί ήμουν κάποτε αλλιώς. Άλλοι αναζητάν να βρουν γιατί είμαι έτσι σήμερα. Ποιος είμαι ή ποιος ήμουν; Αναζητήσεις δίχως σημασία. Το κέρδος είναι ότι τους ξέφευγα διαρκώς.



Φιλίες Ας μη δεσμευτούμε, λοιπόν, μ’ επιστολές – η απόσταση, μας χαρίζει ένα καινούργιο πρόσωπο. Κι ίσως όταν ξαναϊδωθούμε να μην ξέρει πια καθόλου ο ένας τον άλλον. Έτσι που επιτέλους να μπορέσουμε να γνωριστούμε.


Μητρικές προβλέψεις Κι η μητέρα φορούσε πάντα φαρδιά φορέματα, για να σκεπάζει ίσως κι εκείνον που δε γίναμε.


Ποίημα Τάσος Λειβαδίτης Εικονογράφηση Νικόλας Στεφαδούρος

Ανώμαλα πάθη Kάποτε θα θυμηθώ κάτι τόσο ωραίο, θά ‘ναι φθινόπωρο σ’ εκείνη τη μικρή πάροδο με τα υαλοπωλεία, εκεί που, όταν ξεπέσαμε, ο πατέρας πουλούσε ονειροκρίτες ― από τότε δεν ξαναβγήκα απ’ τ’ όνειρο κι όμως κρύωνα, αλλά μπορούσα τουλάχιστο να παραδοθώ στ’ ανώμαλα πάθη μου: τη μελαγχολία ή το συνωστισμό ― γιατί, ας είμαστε ειλικρινείς, εγώ κανέναν ποτέ δεν αγάπησα κι αυτό το τρυφερό βλέμμα μου ήταν για εντελώς ιδιωτική χρήση σαν την αθανασία των ποιητών.



Κρεμάλα Project του Βαγγέλη Ευαγγελίου Ά

λλαξε η χρονιά, μπήκε το 2014 και κάποια στιγμή ήρθε η ώρα του ύπνου, την πρώτη νύχτα του νέου χρόνου. Δεν μπορώ να ξέρω τι ώρα με επισκέφτηκε ο εφιάλτης που θα σας εξιστορήσω. Εν έτει 2013 και ο Ελληνικός λαός είχε χάσει το χαμόγελό του με όλα αυτά που συνέβαιναν στη ζωή του. Έπρεπε να βρεθεί λύση να ξαναγελάσει το χειλάκι του, να νιώσει μία χαρά, μία δικαίωση, να γίνει κάτι που θα τον κάνει ευτυχισμένο. Να είναι η κάθε μέρα του γιορτινή! Κι έτσι έγινε.

Α

λλαγές στη Βουλή. Από 300 έγιναν 366. 66 πολιτικοί παραπάνω. Ποιος ο λόγος; Κάθε μέρα του χρόνου, για ολόκληρο το 2014, θα διάλεγαν με αλφαβητική σειρά - δίκαιο - έναν από του 366 και θα τον κρεμούσαν σε μία πλατεία από τις χιλιάδες που έχει αυτή η χώρα. Άτυχος ο ένας παραπάνω, λόγω δίσεκτου έτους. Εσχάτη Προδοσία είπε ο λαός. Αυτό πάντως, θα έδινε και μία πνοή στον τουρισμό για το καλοκαίρι του 2014 που έρχεται, βλέποντας οι ξένοι, τις υπέροχες γραφικές πλατείες της Ελλαδίτσας μας.

Κ

ι εγώ λέει, να έχω γίνει απόλυτα ευτυχισμένος. Είχα να νιώσω τέτοια ευτυχία από το 1998 που βρήκα στο δρόμο ένα δεκαχίλιαρο! Μόνο εγώ; Ένας ολόκληρος λαός. Είχε βγει και σε αφίσες στους δρόμους το πρόγραμμα! Που θα γίνεται δηλαδή - ανά βδομάδα - η περιοδεία των απαγχονισμών. Με καλές τιμές κάποια ταξιδιωτικά γραφεία, είχαν δημιουργήσει και 7ήμερες εκδρομές για όσους ήθελαν να ζήσουν από κοντά το κρεμάλα project. «Στις 5 κρεμάλες, οι 2 δώρο» έλεγε μία τεράστια αφίσα έξω από ένα ταξιδιωτικό γραφείο.

Ο

καταδικασμένος πολιτικός θα είχε την ευκαιρία να διαλέξει τον τρόπο κρεμάλας του. Τα διαφημιστικά σποτς στο ραδιόφωνο έλεγαν: «Θέλεις να ανοίξει καταπακτή και να σε ρουφήξει, θέλεις να σου τραβήξουμε την καρέκλα - την μόνιμη που είχες εδώ και καιρό - ή είσαι φιλόζωο κτήνος και θέλεις να ανέβεις σε άλογο δίχως λογική ώσπου ξεκινώντας απότομα εσύ να μείνεις on air;» Η διαφημιστική καμπάνια, είχε γίνει με έξοδα των 366 πολιτικών.

Ε

κτός από εφαρμογή Android, δημιουργήθηκε και ιστοσελίδα www.destonpolitikosoustinkremala.gr για καθημερινή ενημέρωση. Ανάρτηση βίντεο και φωτογραφιών. Όπως και σελίδα στο facebook με κληρώσεις και καθημερινά δώρα. Έπρεπε να κάνεις tag σε όποια φωτογραφία απαγχονισμένου προδότη ήθελες, κάποιον άνεργο ή συνταξιούχο της οικογένειάς σου. Πολλοί διάλεγαν και κάποια φωτογραφία από την επίμαχη στιγμή, ώστε να την κάνουν wallpaper στον υπολογιστή τους. Άλλοι διάλεγαν τα τελευταία λόγια του μελλοθάνατου πολιτικού να τα κάνουν ringtone στο κινητό τους.


30φυλλο, επειδή ήταν ο 30ός στη σειρά. Και πάνω που ήταν η ώρα του Σαμαρά, ξύπνησα! Ο απαγχονισμός του, θα γινόταν στη Σαντορίνη με θέα το ηλιοβασίλεμα και αντί για άλογο θα διάλεγε γαϊδούρι λόγω σαμαριού, ο κακός σαμαρείτης.

Λ

ίγο πριν πάρουν τη ζωή του κάθε «καλού» ανθρώπου που έδωσε στην κυριολεξία και τη ζωή του για την Ελλάδα, τον έβαζαν να παίξει κρεμάλα στα καμαρίνια με τον δήμιο του. Η λέξη που έψαχνε να βρει ο πολιτικός κάθε φορά, ήταν η λέξη Μ------Ο. Όπως καταλαβαίνετε, αμέσως έβρισκε το ΜΝΗΜΟΝΙΟ, αφού κάποτε το είχε ψηφίσει κιόλας. Όλοι νίκησαν τον δήμιο στην επιτραπέζια κρεμάλα, αλλά σύντομα θα ερχόταν μία παράξενη ισοφάριση!

Έ

να ήταν το σίγουρο, πως δεν ήταν εφιάλτης. Όνειρο ήταν. Ο εφιάλτης ήρθε όταν ξύπνησα την πρώτη μέρα του χρόνου και έβλεπα στην τηλεόραση τους ίδιους πολιτικούς προδότες, με έπαρση και αλαζονεία να λένε ότι αγαπούν την πατρίδα. Ποια πατρίδα δεν μας είπαν όμως. Κάποιοι πάντως λένε, πως τα όνειρα σύντομα γίνονται πραγματικότητα! ΑΜΗΝ!

Δ

ημιουργήθηκαν 366 νέες θέσεις εργασίας και συγκεκριμένα δήμιων. Μία από αυτές τις θέσεις έγινε δική μου. Έτσι θα σταματούσε και ο μπαμπάς πια, να μου δίνει χαρτζιλίκι στα 35, όντας άνεργος 7 χρόνια. Ναι, ήμουν περήφανός πολύ. Και η μητέρα μου, πήρε τηλέφωνο όλο το σόι να τους πει τα νέα για τον γιόκα της. Ούτε την Ιατρική να είχα τελειώσει, τέτοια χαρά. Ήμουν ο Δήμιος του Θεόδωρου Πάγκαλου, που έγινε στην Πλατεία Μιαούλη, στην Ερμούπολη Σύρου και παρακολούθησαν χιλιάδες άνθρωποι που ήρθαν από ολόκληρη την Ελλάδα. Μετά την κρεμάλα, μοιράστηκαν δωρεάν στους επισκέπτες και Συριανά λουκούμια


Ο Βαγγέλης Ευαγγελίου ακούει το νέο cd των Φρούτων του Δάσους που περιέχει 12 ήχους και δημιουργεί μία ερώτηση για κάθε ήχο! Ο Πόλυς Ζουκ που ευθύνεται για τους ήχους, ευθύνεται και για τις απαντήσεις.. 1.

Κάποτε ως πείραμα (μιλώ πρώτη φορά δημόσια γι’ αυτό) για έναν ολόκληρο χρόνο, έλεγα στους ανθρώπους στην Αθήνα, καραμέλα αντί για καλημέρα. Ποια θα ήταν η αντίδρασή σου; Αν κάποιος άγνωστος έμπαινε σε βαγόνι του μετρό όπου βρισκόσουν μαζί με άλλους ανθρώπους και έλεγε “Καραμέλα σε όλους”. Το ποιο όμορφο ζαχαρωτό της ημέρας είναι τα πρωινά χαμόγελα ,η καθημερινότητα μας έχει ανάγκη από τρελάκιδες να δίνουν χρώμα στη μιζέρια.

2.

Αν η λιακάδα ήταν κορίτσι, ποιο θα ήταν το όνομά του; Χμμμ… Νομίζω Έλενα.

3. Κι ένας ντροπαλός, παίρνει τις “τρεις συλλαβές” και τις χαρίζει σε ένα κορίτσι. Αρέσει στα κορίτσια να τους μιλούν με τραγούδια; Και αν ναι, γιατί; Από ένα ελάχιστο λεπτό ντροπής, μπορεί να χάσεις την ευκαιρία της ζωής σου. Απλά με την τόλμη, πολλές φορές υπερνικά το θράσος και αυτό δεν αρέσει στα κορίτσια. Ας μιλήσουν τα τραγούδια λοιπόν… Ξέρουν καλύτερα .

4. Τον Τάσο Λειβαδίτη τον έλεγαν συχνά - όπως γράφει στα ποιήματά του - τεμπελόσκυλο! Σε έχουν χαρακτηρίσει ποτέ, έναν τεμπέλη και μισό επειδή ασχολείσαι με τη μουσική και την τέχνη γενικότερα; Ο οποιοσδήποτε άνθρωπος που γράφει μουσική ,που βγάζει φωτογραφίες ,που φιλμάρει με μια κάμερα, που ζωγραφίζει, πρέπει να κατανοήσουμε ότι δεν βασιλεύει στην απάθεια και στον σταρχιδισμό . Απεναντίας δημιουργεί, αισθάνε-

ται, προβληματίζεται, δρα και αντιδρά, ερωτεύεται και απογοητεύεται. Πολλές ώρες σκληρής δουλειάς, κόπου και χρόνου που δεν ανταμείβονται όπως πραγματικά αξίζουν. Αρκετοί ‘’βολεμένοι’’ με έχουν χαρακτηρίσει ρέμπελο.


5. Τι έχεις να πεις στις “Ρένες” εκεί έξω; Προσέξτε ποιον εμπιστεύεστε!

Κάποτε είχα γράψει ένα στιχάκι που έλεγε “Έφτασε η ώρα για το παραμυθένιο τέλος μιας άσχημης αρχής …”, κολλάει απόλυτα .Τα πάντα κάνουν κύκλους στην τελική.

7. Ο Κύριος Α. πίνει γλυκό τον καφέ του; Ο Κύριος Α. αρκετές φορές δεν έχει να πιει καν τον καφέ του.

8. Κι αν η αγάπη ήταν αιτία για “επανεκκίνηση” του πλανήτη, πες μου δύο πλάσματα που θα έβαζες να αγαπηθούν από την αρχή. Η δεσποινίς δικαιοσύνη να κάνει προξενιό την μικρή ειρήνη στον κύριο έρωτα.

9.

Τι έχεις καταλάβει μέσα από την καθημερινή σου παρατήρηση; Κοιμούνται ήρεμα οι ψυχές των ανθρώπων; Κοιμούνται ήρεμα συνήθως οι σκάρτες και οι ψεύτικες συνειδήσεις… Δυστυχώς.

10. Τα 3 αντικείμενα που θα έπαιρνες μαζί σου, σε μία ξαφνική αναχώρηση; Συνήθως ξεχνώ πράγματα και το μόνο που φορτώνομαι είναι το άγχος μου.

11. Οι ρομαντικοί άνθρωποι, είναι επικίνδυνοι; Οι ρομαντικοί άνθρωποι είναι κάπου ανακατεμένοι μέσα στο πλήθος δεν συχνάζουν σε επικίνδυνα στέκια προβολής.

12.

Έχεις πει ποτέ στον εαυτό σου “μείνε μαζί μου αυτό το βράδι;” Το έχω πει αλλά σπάνια με έχει ακούσει… Όλο κάπου αλλού τριγυρνά.

6.

Τι πονάει περισσότερο; Όταν αρχίζει κάτι ή όταν τελειώνει και γιατί;

Πόλυς Ζουκ

Group


Ταξιδιώτης του χρόνου

του Νικόλα Στεφαδούρου

Ή

μουν ανέκαθεν μανιακός με τον προγραμματισμό. Τι ώρα έχω ραντεβού; Στις τάδε. Πόση ώρα θέλω να πάω στο σημείο συνάντησης; Τόση. Αφαίρεσε κανένα 10λεπτο να είμαι σίγουρος ότι δεν θα με περιμένουν, αφαίρεσε τον χρόνο προετοιμασίας, αστάθμητους παράγοντες, καιρικά φαινόμενα, πιθανές εξεγέρσεις, ποσοστά εγκληματικότητας, ενοχλητικές παρανυχίδες στα δάχτυλα των ποδιών και λοιπά και λοιπά. Μετά από αρκετή επεξεργασία έβγαζα τον χρόνο αναχώρησης που έπρεπε να τηρηθεί με απόλυτη ευλάβεια. Άσε που πάντοτε η προετοιμασία έπρεπε να ξεκινήσει αρκετά νωρίτερα για να είμαι χαλαρός. Δεν υπήρχε καμία περίπτωση να σηκωθώ και να φύγω κατευθείαν για δουλειά, έπρεπε να έχω τουλάχιστον μία ώρα περιθώριο να προετοιμαστώ με την ηρεμία μου και να νιώσω έτοιμος να αποχωριστώ το σπίτι μου. Αρρώστια, ξέρω.

λέει «βρε αθεόφοβε τους έφαγες όλους;;». Επιστρέφω στο διαμέρισμά μου χωρίς να χωθώ στα στενά ακόμα γιατί μου αρέσει να περπατάω παράλληλα με την θάλασσα και να χαζεύω τα κύματα. Ο καιρός αγγλικός, κλασικά, αλλά δεν με νοιάζει. Αύριο θα ‘μαι Αθήνα πρωί πρωί! Και η προετοιμασία ξεκινάει.

Ε

ίναι Παρασκευή, λοιπόν, έχω τελειώσει το μάθημα στην σχολή και είμαι ήδη στον σταθμό του τρένου στην Πάτρα για να κλείσω εισιτήριο για την επομένη το πρωί. Επίσκεψη στους δικούς μου στην Αθήνα για το σουκού. Θα δω τους γονείς μου, τον αδερφό μου και ίσως πάμε και κανένα σινεμαδάκι με τους κολλητούς. Εκείνα τα σινεμαδάκια που δεν πηγαίναμε τόσο για την ταινία όσο για την συζήτηση της επιστροφής με κριτικές, πιθανά σενάρια για σίκουελ, οσκαρικές αναπαραστάσεις και όλα αυτά σε ένα λεωφορείο γεμάτο άσχετους από τέχνη να κάνουν «Σσσσσς!!».

Μ

ιλάω στο τηλέφωνο με τη μάνα μου και την ενημερώνω. Ακόμα γελάει με το Δευτεριάτικο σκηνικό με το τάπερ με τα «κουπέπια». Ντολμαδάκια με αμπελόφυλλα, κατά τις κυπριακές μου ρίζες. Εξηγώ εν συντομία. Μου δίνει ένα τάπερ με το αγαπημένο μου φαγητό, «θα σε κρατήσει 2-3 μέρες» μου κάνει. Η μυρωδιά και η εικόνα δεν με αφήνουν να εντυπώσω αυτήν την τελευταία φράση και την παρακάμπτω στο μυαλό μου. Όταν ξεκινάω να τρώω κουπέπια δύσκολα σταματάω, και όταν την ενημερώνω ότι ήταν πολλοί 50 ντολμάδες και βαρυστομάχιασα, μου

Γ

ια τι ώρα έκλεισα εισιτήριο; 6:45. Πόση ώρα θέλω μέχρι τον σταθμό με βαλίτσα στο χέρι; Κανένα 20λεπτο. Οκ. Οπότε να είμαι εκεί κατά τις 6:20, άρα να φύγω 6, που σημαίνει ότι πρέπει να έχω ετοιμάσει την βαλίτσα τι ώρα; Έλα μωρέ, την ετοιμάζω τώρα και είμαι χαλαρός αύριο. Τέλεια! Οπότε σηκώνομαι μία ώρα νωρίτερα να κάνω και έναν καφέ, άρα γύρω στις 5. Πες 5 παρά καλύτερα για μεγαλύτερη άνεση. Οκ! Βάζω ξυπνητήρι στο κινητό. Τσεκ!

Π

εριχαρής ετοιμάζω πολύ χαλαρά την βαλίτσα ξέροντας ότι αύριο θα είμαι στα λημέρια μου, έχοντας όλη τη μέρα στη διάθεσή μου, και κάνω – τι άλλο; - σχέδια για το σαββατοκύριακο.

Τ

ην επομένη λοιπόν βάρβαρο το εγερτήριο αλλά δεν πτοούμαι. Με χαμόγελο ρε, γιατί


όλα πάνε ρολόι. Καφεδάκι στο μπαλκόνι χαλαρός, εφημεριδούλα, και ηρεμία, γιατί η βαλίτσα έτοιμη με περιμένει στην εξώπορτα και όλα πάνε βάση σχεδίου. Μπορώ να φύγω και λίγο νωρίτερα, να περπατήσω κοντά στο λιμάνι, να μυρίσω το θαλασσινό αεράκι. Η ζωή είναι ωραία.

Τ

σεκάρω ότι έχω κλείσει τα πάντα, ελέγχω ότι πήρα μαζί μου κλειδιά, πορτοφόλι, βαλίτσα (πως ζούσαμε χωρίς κινητό τότε;;), κλειδώνω και μπαίνω στον ανελκυστήρα. Κοιτάζω το ρολόι μου. Χαμογελώ στον καθρέφτη. «Όλα πάνε ρολ…». Κρύος ιδρώτας. Ξανακοιτώ το ρολόι μου ελπίζοντας να μην με έπιασε ο καφές. Όχι, ρε ομοφυλόφιλε!! Το ρολόι δείχνει 6:30! Πως;; Τι;; Γιατί;; Έκανα το πιο κλασικό, το πιο τραγικό λάθος. Αντί να βάλω 4:45 εγερτήριο, έβαλα 5:45 και τώρα έχω ένα τέταρτο να προλάβω το τρένο πριν φύγει.

Υ

ξεστομίζω.

Τ

ον Νόμο του Μέρφυ θα τον διαβάσω ένα χρόνο αργότερα όταν θα έχω ξαναδώσει εξετάσεις και θα περάσω στην ίδια σχολή στην Αθήνα. Εκεί θα μου έρθει στο νου εκείνη η μέρα στην Πάτρα. Εκείνη η μέρα στην Πάτρα, που περιμένω κοντά στο υπόστεγο των ΚΤΕΛ, κάθιδρος, με τον κρύο αέρα να με θερίζει, εκνευρισμένος που έχασα το τρένο, και με το περιστέρι του Αρκά από πάνω μου να μου δίνει το τελευταίο χτύπημα. Χλατς! Η μεγαλόπρεπη κουτσουλιά, σερβιρισμένη σε μπολ σούπας, λούζει όλη την αριστερή μου πλευρά. Μαλλιά, ώμος, πλάτη, τζιν παντελόνι, όλα μέχρι κάτω μοσχοβολάνε αγνή περιστερίσια αφόδευση.

Τ

ι να πρωτοκαθαρίσω; Το κεφάλι μου; Το μπουφάν μου; Ή το μυαλό μου από εικόνες σουβλισμένων περιστεριών να κραδαίνουν με παλουκωμένο το κεφάλι τους πάνω στο σακίδιο μου προς παραδειγματισμό των υπολοίπων;

Τ

ο μπουφάν βρωμάει τόσο άσχημα που αναγκάζομαι να διαλέξω το κρύο από τον εμετό. Στην ώρα που περιμένω θα αρπάξω και το κρύωμα που θα με συντροφεύει ολόκληρο το σουκού. Ξέχνα το σινεμαδάκι, ξέχνα την καλοπέραση, ξέχνα τις τσάρκες στου Ζωγράφου. Το κερασάκι στην τούρτα; Φτάνει το ΚΤΕΛ και η συνεπιβάτης μου πιάνει 1,5 κάθισμα. Φτάνω Αθήνα μεσημέρι, με πυρετό, κόκκινα μάτια, δυσωδία κολασμένη και σπασμένα παΐδια συνέπεια της διατήρησης της ορμής, στις στροφές του λεωφορείου.

πό άλλες συνθήκες μπορεί να προλάβαινα. Με ένα δυνατό σπριντάκι μπορεί και να ήμουν εκεί. Είναι τέτοιο όμως το σοκ, τέτοια η απογοήτευση, που τρέχω και πέφτω συνέχεια πάνω σε εμπόδια. Το να περιγράψω τη διαδρομή είναι μικρής σημασίας. Έτσι και αλλιώς με ενδιαφέρει ο προορισμός και όχι το ταξίδι αυτή τη φορά. Το ότι σκόνταψα 1-2 φορές, το ότι η βαλίτσα μου έγινε σκατά με λάσπες για γαρνίρισμα και το ότι φτάνω την ώρα που το τρένο απομακρύνεται από τον σταθμό είναι απλά το λογικό αποτέλεσμα μιας σκατένιας μέρας.

θικό δίδαγμα; Τέρμα τα σχέδια. Τέρμα ο προγραμματισμός. Τέρμα το άγχος. Μπορώ και θα το καταφέρω. Και η αλήθεια είναι ότι το κατάφερα, αρκετά χρόνια μετά. Σηκώνομαι ελάχιστα λεπτά πριν πιάσω δουλειά και δεν αγχώνομαι σχεδόν καθόλου. Έχω γιατρευτεί πλήρως!

Τ

Ί

ο επόμενο τρένο φεύγει σε 2 ώρες, το επόμενο ΚΤΕΛ σε 1 ώρα. Διαλέγω ΚΤΕΛ, κόβω εισιτήριο και περιμένω κάθιδρος κοντά στο υπόστεγο των ΚΤΕΛ. Κάνει ψόφο και κουμπώνω μέχρι πάνω το μπουφάν μου, κάνοντας εσωτερικό διάλογο ποιότητας με τον κρετίνο τον εαυτό μου, που με ξύπνησε λάθος ώρα. Το λεξιλόγιο μου διευρύνεται και επιδιώκω την πλήρη εσωτερική εκτόνωση, με εκφράσεις και λέξεις που σπάνια

Η

σως βέβαια συντείνει και το ότι εργάζομαι στο σπίτι…


στη γάστρα

της Ελίνας Κοντονή


Τα υλικά μου: 2 και ¼ φλιτζάνια αλεύρι σκληρό για ψωμί ¾ φλιτζανιού αλεύρι ολικής άλεσης 1 κουτ. γλυκού αλάτι ¼ κουτ. γλυκού μαγιά σε σκόνη ¾ φλιτζανιού ξινόγαλα (σε θερμοκρασία δωματίου) ¾ φλιτζανιού μαύρη μπύρα (σε θερμοκρασία δωματίου) Σ’ ένα μεγάλο μπολ βάζω τα αλεύρια, το αλάτι, τη μαγιά, και ανακατεύω. Προσθέτω την μπίρα και το ξινόγαλα και ανακατεύω για περίπου 1 λεπτό έως ότου δημιουργηθεί μία κολλώδης ζύμη. Καλύπτω με μεμβράνη και αφήνω τη ζύμη μου σε θερμοκρασία δωματίου για περίπου 18 ώρες, μέχρι να εμφανιστούν φυσαλίδες στην επιφάνειά της και να τριπλασιαστεί σε όγκο. Θέλει τον χρόνο της.. Μην σε πιάσουν οι βιασύνες. Όταν φουσκώσει, με μία σπάτουλα την αδειάζω στον πάγκο μου. Αλευρώνω χεράκια, πιάνω τις άκρες της ζύμης και τις φέρνω στο κέντρο, στρογγυλεύοντας το σχήμα της. Παίρνω μια καθαρή πετσέτα, την βάζω στον πάγκο και την πασπαλίζω με αλεύρι ολικής άλεσης. Μαλακά, μαλακά τοποθετώ την ζύμη πάνω στην αλευρωμένη πετσέτα, με τις ενώσεις προς τα κάτω. Αν κολλάει πολύ η ζύμη μου, πασπαλίζω με αλεύρι. Κλείνω διαγώνια την πετσέτα ώστε να καλύψω καλά τη ζύμη και την βάζω κοντά σε ζεστό και ξηρό σημείο μέχρι να διπλασιαστεί σε όγκο. Θα χρειαστεί δυο ωρίτσες περίπου. Προθερμαίνω τον φούρνο μου πολύ καλά στους 230 βαθμούς κελσίου βάζοντας μέσα και τη γάστρα μου για να ζεσταθεί καλά, καλά. Βγάζω με προσοχή την καυτή γάστρα από τον φούρνο και τοποθετώ γρήγορα μέσα τη ζύμη μου, με τις ενώσεις προς τα πάνω αυτή τη φορά. Σκεπάζω τη γάστρα και ψήνω το ψωμάκι μου για 30΄. Αφαιρώ το καπάκι και συνεχίζω το ψήσιμο για περίπου 20΄, μέχρι να ροδοκοκκινίσει καλά. Τέλος, τοποθετώ με προσοχή το ψωμί σε σχάρα μέχρι να κρυώσει.

Το μεθυσμένο μου ψωμάκι είναι έτοιμο!




Ο Τάσος Λειβαδίτης, γεννήθηκε το 1922 στη γειτονιά του Μεταξουργείου. Ο πρόωρος τοκετός της μητέρας του, λίγο έλειψε να του στοιχίσει τη ζωή. Ήταν Μεγάλο Σάββατο και γι’ αυτό του έδωσαν δύο ονόματα. Αναστάσιος Παντελής. Ο Τάσος ήταν ο μικρότερος της οικογένειας στην οποία υπήρχαν άλλα 4 αδέρφια. Ο ετεροθαλής Κωνσταντίνος από τον πρώτο γάμο της μητέρας του, ο Αλέκος (γνωστός κωμικός) που πέθανε το ‘80 από την αιτία με τον ποιητή (ανεύρυσμα αορτής) ο Μίμης (λυρικός τραγουδιστής) και η Χρυσαφένια. Τα παιδικά του και εφηβικά χρόνια πέρασαν ασκίαστα και ευτυχισμένα. Η οικονομική κατάσταση της οικογένειας επέτρεπε μία ζωή άνετη για τα μέτρα της εποχής. Ο Τάσος Λειβαδίτης, ήταν πολύ όμορφος και φορούσε ανοιχτά άσπρα πουκάμισα - αφηγείται η κόρη του ποιητή Βάσω. Τις Κυριακές, δε φορούσε κουστούμι, επειδή οι φίλοι του δεν είχαν καλά ρούχα. Επίσης, κάποτε ένα φίλος του ο Νίκος, τον είδε να έρχεται σ’ ένα τους ραντεβού περπατώντας με θόρυβο, γιατί φορούσε κάτι τεράστια άθλια παπούτσια. Όταν τον ρώτησε σχετικά, αυτός απάντησε ότι φόρεσε τα παλιά παπούτσια για να καταλάβει πως νιώθουν εκείνοι που δεν μπορούν να φορέσουν καινούρια. Ο δάσκαλος είχε πει ενώπιών του ότι αν έβαζε όλα τα μυαλά των συμμαθητών του στη ζυγαριά, αντισταθμιστικά με το δικό του, αυτή θα έγερνε προς το μέρος της ευφυΐας του.



ΤΟΣΑ ΑΣΤΡΑ

ΚΙΝΑ ΛΙΜΟΚΤΟΝΩ ΕΓΩ

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ ISSN: 2241-648X


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.