ΑΦΗ ΓΗ SEE ● ΤΕΥΧΟΣ #6

Page 1

1


Περιεχόμενα 4.

Πρώτο φιλί στον ουρανό

6. Μυαλό κουκούτσι 8.

Αφιέρωμα Ηλιοποίηση

14. Ο Ανήλιαστος και η Ανήλιαστη 17. Ο Βασιλιάς Ανήλιαγος 22. Σκοτεινός Ήλιος 24. Ηλιογραφία 30.Κίτρινο 36. Soter 38. Διάλογος με Νίκο Λυγερό 42. Φωτογραφικό Αφιέρωμα

Εξώφυλλο: Βαγγέλης Ευαγγελίου Bio: Σιχαίνεται τους χάρτες, διότι δημιουργεί μόνος τους προορισμούς του. Γεννήθηκε στις 25 Μαΐου 1978, στην Αθήνα. Λίγο μετά τα μεσάνυχτα, όπως του έχει πει η μητέρα του. Όμορφο μωρό λένε γνωστοί και άγνωστοι. Αργότερα άρχισε να μπαίνει η ομορφιά εντός του και να χάνεται από εκτός του!

Αικατερίνης Κούτση Μαρούδα

72.Ανήλικη νεράιδα 74.Σοφία ξανθή ακούσωμεν 78.Photo Playlist

Το δισεβδομαδιαίο περιοδικό ΑΦΗ ΓΗ SEE διανέμεται ελεύθερα στο Διαδίκτυο, σε μορφή ψηφιακού εντύπου, με άδεια Creative Commons. 15 Σεπτεμβρίου 2013

Συντάκτες - Δημιουργικό - Μοντάζ (in design) Φωτογραφίες - Επιμέλεια ύλης Διόρθωση κείμενων αλλά +

ΕΚΔΟΤΕΣ:

Βαγγέλης Ευαγγελίου: www.vaeva.gr Ελίνα Κοντονή: e.kontoni@gmail.com

ΤΟΠΟΣ ΕΚΔΟΣΗΣ: ΕΛΛΑΔΑ

ISSN: 2241-648X 2


Αφήγηση έκτη Καίει κανονικά το τεύχος αυτό! Νιώθω τυχερός που γεννήθηκα Ελλάδα και από πιτσιρίκι έως τώρα, έχω φάει Ήλιο με το κουτάλι! Ήθελα να τον τιμήσω με τον τρόπο μου. Τον Βασιλιά Ήλιο. Και αυτό έκανα. Με ποίηση αγαπημένων ποιητών, με διηγήματα από κορίτσια και εικόνες - φωτογραφίες, σκέτο ταξίδι.

Η Ελίνα μου έστειλε και τα σύννεφα που γράφω τώρα πάνω τους, από Κέρκυρα! Φρέσκα! Κάπου ανάμεσά τους είναι ο Ήλιος. Άλλο ένα τεύχος, που θα δείτε νέες συνεργασίες με ταλαντούχους ανθρώπους, που ο καθένας έχει να πει κάτι μέσα από την τέχνη που ακολουθεί. Ο Δημήτρης Λιόλιος δίνει ζωή σε μία νέα ιδέα, νέα ενότητα που θα υπάρχει από εδώ και πέρα. Αφήγηση στην ΑΦΗ ΓΗ SEE. Τα πολλά λόγια είναι Ήλιος, οπότε σας αφήνω να ακούσετε, ξεφυλλίσετε και διαβάσετε.. 3

3


πρωτο φιλι στον ουρανο του Βαγγέλη Ευαγγελίου

Β

ρέθηκα ξυπόλυτος με μια συνταγή στο χέρι και μία δίκαιη ερώτηση, κάπου ρηχά στο βλέμμα. Τόσο ρηχά, που μέχρι και μία μητέρα θα άφηνε χωρίς κανέναν φόβο, το δίχρονο πιτσιρίκι της να βουτήξει Ελεύθερο! Έτσι έκανα κι εγώ. Με άφησα ελεύθερο να βουτήξω ψηλά.

Ναι, είμαι εδώ “όπως αντέχω, όπως μπορώ, με ό,τι ζω” για ν’ ανακαλύψω από την αρχή, μία νέα ευκαιρία να κλέψω γλυκό απ’ το βάζο. Να λερωθώ, να τρέχει η γεύση από τα χείλη μου και οτιδήποτε εκείνη την ώρα με κοιτά, να θέλει να με δοκιμάσει. Πόσο τυχερός νιώθω, που ο ουρανός έχει ανάγκη από μέλι. Θα τον κάνω πιο γλυκό, πιο γαλάζιο, πιο ψηλό, για να μπορούν να τον κοιτούν μονάχα αθώα βλέμματα! Κι αυτός θα ανταποδώσει με μια αγκαλιά κρυψώνα!

Ένας άλλωστε, από τους πολλούς μύθους που υπάρχουν, λέει πως το καλύτερο μακροβούτι, είναι εκείνο που σε βγάζει στον ουρανό. Κι εγώ, τώρα πια, ήθελα τα καλύτερα! Ένιωθα πιο ζεστός από ποτέ κι αυτό το ήξερε ο αέρας που θα με ανέβαζε. Εκείνο το Αερόστατο που με περίμενε χρόνια τώρα, δε μου κρατούσε καμία κακία που το είχα στήσει στο ραντεβού τόσες φορές. Ήξερε, πως για να πετύχει ένα ραντεβού θέλει τουλάχιστον έναν άνθρωπο. Και τι δικαιολογίες τώρα να βρω να του πω; Αφού τα ξέρει, τα γνωρίζει όλα. Απουσίαζα από τη ζωή μου μα ταυτόχρονα δεν είχα καμία απολύτως απουσία στην επιθυμία μου αυτή. Να έρθει η στιγμή που ο κόσμος, θα μου φαίνεται πάλι στρογγυλός, σαν καμπύλη σε πρόσωπο παιδιού.

Όνειρό μου ήταν άλλωστε, σε μία τέτοια αγκαλιά να ξαναγίνω παιδί..

Το παραπάνω κείμενο, δημιουργήθηκε με αφορμή τη νέα σειρά τραγουδιών του Δημήτρη Λιόλου, με τίτλο: «Το αερόστατο». Τον ευχαριστώ για την υπέροχη Αφήγηση που έκανε για την ΑΦΗ ΓΗ SEE. 44


5


6


7


Πηγή εικόνων: www..deviantart..com

Επιμέλεια εικόνων και ποιημάτων: Βαγγέλης Ευαγγελίου 8


αφιερωμα ηλιοποιηση

9 9


Οι ποιητές κατοικούν έξω απ΄ το φόβο. Κι όπως ο ήλιος φωτίζει απ΄ ευθείας κι εκείνοι: μιλούν απ΄ ευθείας.

Νικηφόρος Βρεττάκος

10


11


12


Μόνη, εντελώς μόνη, περπατώ στο δρόμο και πέφτω πάνω σε μεγάλα γεγονότα: Ο ήλιος σαν επειγόντως να εκλήθη από τη Δύση αφήνοντας ημιτελές το δειλινό. Κική Δημουλά

13


Στο Χλουμούτσι ήταν μια όμορφη βασιλοπούλα που την αγαπούσε το βασιλόπουλό της Παλιόπολης. Το βασιλόπουλο αυτό το έλεγαν Ανήλιαστο, γιατί ποτέ δεν το έβλεπε ο Ήλιος, ούτε το φως της μέρας και ήταν της μοίρας του αν το έβλεπε ο Ήλιος να μαρμαρωθεί. Το ίδιο και η βασιλοπούλα και γι’ αυτό την έλεγαν Ανήλιαστη. Για να βλέπονται έκαναν ένα λαγούμι από την Παλιόπολη ως το Χλουμούτσι και πήγαινε το βασιλόπουλο και την αντάμωνε στο Χλουμούτσι. Μια φορά όμως εκεί που γύριζε το βασιλόπουλο στο παλάτι του έτυχε να βρεθεί έξω από το λαγούμι την ώρα που έκραζε ο πετεινός και το πήρε η μέρα και μαρμαρώθηκε. Και βρίσκεται ακόμα μαρμαρωμένο μέσα στο λαγούμι που έτρεξε να μπει. Κάποιοι δοκίμασαν να μπουν μέσα στο λαγούμι για να πάνε από την Παλιόπολη μέχρι το Χλουμούτσι για να βρουν το μαρμαρωμένο βασιλόπουλο, μαζί μ’ αυτούς κι ένας παπάς. Αλλά θέλεις από το πολύ σκοτάδι, θέλεις από φόβο, φοβήθηκαν και γύρισαν πίσω...

14 14


15


16


Ο Βασιλιάς Ανήλιαγος Σύμφωνα με την παράδοση στο κάστρο του Τρικάρδου κατοικούσε ένας Βασιλιάς που τον έλεγαν Τρίκαρδο. Αυτός ο βασιλιάς είχε έναν πανέμορφο γιο , που είχε το όνομα Ανήλιαγος, επειδή δεν έπρεπε ποτέ να τον δει ο Ήλιος. Ο Ανήλιαγος, όταν έγινε ο ίδιος Βασιλιάς, γνώρισε και αγάπησε την Κυρά - Ρήνη, που κατοικούσε στον πύργο της στην Πλευρώνα (αρχαία πόλη της Αιτωλίας) και κάθε νύχτα την επισκεπτόταν, αλλά έφευγε πάντα πριν ξημερώσει. Η Κυρά - Ρήνη ήταν κατά μία εκδοχή η σύζυγος του Ανδρόνικου Παλαιολόγου και κατ’ άλλη εκδοχή ήταν κόρη του Αλεξίου Γ’ Κομνηνού. Η Κυρά -Ρήνη λοιπόν, επειδή ο Βασιλιάς Ανήλιαγος δεν της έλεγε γιατί φεύγει πάντα τόσο πρωί, ζήλεψε μην τυχόν υπάρχει κάποια άλλη αντίζηλη, και μια βραδιά αποφάσισε να τον εξαπατήσει. Έσφαξε λοιπόν όλα τα κοκόρια του πύργου με αποτέλεσμα ο Ανήλιαγος να μην αντιληφθεί το ξημέρωμα και την απειλητική άφιξη του Ήλιου. Έτσι λοιπόν δεν ξύπνησε έγκαιρα, έμεινε μέχρι αργά και όταν έφυγε δεν άργησε να τον δει ο Ήλιος στο ποτάμι. Έτσι ο Βασιλιάς Ανήλιαγος έσβησε για πάντα.

17


18


Ο ήλιος αυτός ήταν δικός μου και δικός σου: τον μοιραστήκαμε. Ο ήλιος αυτός ήταν δικός μας· τον κράτησες ολόκληρο δε θέλησες να μ’ ακολουθήσεις. Γιώργος Σεφέρης

19


20


Μου πήραν τον ήλιο μου, αλλά εγώ θα τον βρω. Κανόνισα μια μυστική συνάντηση μαζί του όπως εκείνος που πηγαίνει για παράνομο τύπο ή για παράνομο υλικό. Θα γιομίσω τον κόρφο μου μεγάλα φύλλα χρυσαφιού και λάμπες για την κρύπτη μου, πριν μου αφανίσουν την ψυχή να τη κυκλοφορήσω χέρι με χέρι μες τη νύχτα. Νικηφόρος Βρεττάκος

21


της Ελίνας Κοντονή Εκείνο το πρωί ξύπνησε από μια τούμπα του κινητού στη μοκέτα. Το ίδιο πρωί, που έφερε τούμπα τα αυτονόητα. Όλα ξεκίνησαν με το άτσαλο τράβηγμα του σεντονιού στον ύπνο της. Τη στιγμή που έμεναν ξεσκέπαστα τα πέλματα ξεσκεπαζόταν και ο καθωσπρεπισμός. Ένα φως, σαν του ήλιου, που σχεδόν την τύφλωσε τη στιγμή που παραμέριζε την βαριά κουρτίνα, την έκανε να δει ολοκάθαρα ένα καμένο πρόσωπο. Ένας χρόνος είχε περάσει από τότε που η Καλησπέρα απέκτησε παρέα την Καλημέρα, την Καληνύχτα, το Όνειρα γλυκά. Και ποικιλία λέξεων που λειτουργούσαν σαν ενεργοποιητές του νου στα ενδιάμεσα. Ακολούθησε το κορμί, που θυμόταν τα ξεχασμένα. Για χρόνια, η Κλειώ, έμοιαζε λες και τιμωρούσε τη γυναικεία φύση της, επιλέγοντας για έναν ακατανόητο στους οικείους της λόγο, να έχει στο πλάι της έναν άντρα, που σε πολλά κομμάτια της ζωής του, δεν τον ενδιέφερε να της υπενθυμίζει την δική του ανδρική. Μα ούτε και στον ίδιο. Έρχονταν στιγμές που ήθελε να βγάλει κραυγή, για να μην τρελαθεί, όπως έλεγε, κι εμείς οι φίλοι λειτουργούσαμε ως χαράδρα που έπνιγε την κάθε μια απ’ αυτές, διατηρώντας τις ισορροπίες της. Γι’ αυτές τις ισορροπίες ανησυχούσαμε κάθε που την ακούγαμε. Απέφευγε να μας συναντά. Κατέληξα σύντομα πως δεν προστάτευε το Εγώ της, πως δεν ήθελε να αποφύγει τις ερωτήσεις ή τα «γιατί» μας. Προστάτευε εμάς. Δεν ξεχνώ την πρώτη μέρα που τη συνάντησα. Αυστηρή, λιγομίλητη, μα μ’ ένα βλέμμα όλο καλοσύνη. Ναι, δεν το ξεχνώ αυτό το βλέμμα. Αυτό ήταν το κίνητρο να της προτείνω να συναντηθούμε για έναν καφέ εκτός του συνήθους τόπου συνάντησής μας. Συναντηθήκαμε τελικά και από τότε αγαπηθήκαμε. Και ευγνωμονώ εκείνο το βλέμμα που δεν μπόρεσε να κρύψει πίσω από την αυστηρή «στολή παραλλαγής» , την ευαίσθητη και καλοσυνάτη Κλειώ.

Σκοτεινός Ήλιος 22 22


Πέρασαν πολλά χρόνια από εκείνη την πρώτη μέρα, με την αίσθηση του οικείου να είναι πια πολλαπλάσια και τη λέξη αδερφή, υποτιμημένη σκεπτόμενη τη φίλη μου. Ίσως ήταν γι’ αυτό που ένιωσα χαρά, κατά πολύ εντονότερη από τον ενθουσιασμό της, όταν μου ανέφερε το καινούριο που έδωσε κίνητρο στην παύση των κραυγών. Αυτό που τραβούσε από τα μαλλιά να σώσει, που έβαζε τον εαυτό της στην τελευταία μοίρα με δικαιολογία την αγάπη της για εκείνον, είχε από καιρό τελειώσει. Του έγινε γνωστό με το «Αντίο» της, παρά το γεγονός πως είχε περάσει καιρός από τότε που έφυγε από το σπίτι τους. Η αγάπη δήλωνε παρούσα, μα δεν ήθελε να είναι πια η δικαιολογία της. Δεν έχει σημασία ποια ήταν η αντίδρασή του. Περιορίζομαι στο ότι ήταν ένας τύπος που αν για στιγμές λειτούργησε σαν άνθρωπος το όφειλε στην Κλειώ και την επιθυμία της να αγκαλιάζει , να δικαιολογεί, να κατανοεί, να αγαπά. Τον τελευταίο χρόνο ζούσε μόνη στο μικρό σπίτι που νοίκιασε όταν έφυγε από το σπίτι των δικών της στην Αθήνα. Την επισκέφτηκα αρκετές φορές και παρά τις δυσκολίες της καθημερινότητας και της προσαρμογής στα καινούρια δεδομένα, έβλεπα την φίλη μου ευτυχισμένη, καθισμένη στην μικρή αυλή της, γράφοντας ή απλά κλείνοντας τα μάτια και ακούγοντας το θρόισμα από το πυκνό φύλλωμα του μεγαλοπρεπούς πλατάνου, που χάριζε τη δροσιά του στο μικρό τραπεζάκι που καθόμασταν, πίνοντας τον διπλό ελληνικό μας. Ένα από εκείνα τα απογεύματα, του ελληνικού καφέ, προς το τέλος του καλοκαιριού, ξεκίνησε να μου μιλά για τον Αλέξανδρο. Για τον «σκοτεινό Ήλιο» όπως τον χαρακτήριζε και για την πρώτη Καλησπέρα τους, όταν από λάθος του ταχυδρόμου έφτασε στην πόρτα της ένα γράμμα που προοριζόταν για εκείνον. Ρώτησε στο διπλανό σπίτι αν γνώριζαν τον υποψή-

23

φιο παραλήπτη και σύντομα βρέθηκε μπροστά στην επιβλητική πόρτα του, να χτυπάει ένα από εκείνα τα ρόπτρα που πάντα της άρεσε να φωτογραφίζει. Δίχως πολλές λεπτομέρειες -δεν της άρεσε ποτέ να πλατειάζει- η Κλειώ, ξεκινώντας από εκείνο το όμορφο χάλκινο ρόπτρο με τη μορφή λιονταριού, έφτασε να μου μιλά για έναν έρωτα που κράτησε έναν χρόνο περίπου και τελείωσε όσο ξαφνικά ξεκίνησε, με το άνοιγμα μιας πόρτας. Πέρα από την απορία μου γιατί για τόσον καιρό δεν μου είχε μιλήσει, γεννήθηκε και η άλλη που σχετιζόταν με το όνομα που του είχε δώσει. «Ένας άκρως απαισιόδοξος άνθρωπος που γέμισε φως τη ζωή μου» ήταν η απάντησή της. Και ως προς την πρώτη μου απορία, αυτό που θέλησε απλά να μου πει ήταν πως, ήξερε πως ο λόγος που ήρθε ο Αλέξανδρος στη ζωή της ήταν για να γαληνέψει κι έπειτα να συνεχίσει μόνη, μέχρι να ερωτευτεί ξανά τον άνθρωπο που αγαπούσε ακόμα. Δεν είχε φύγει ποτέ από το νου της εκείνος. Όταν άκουσα την τελευταία εκείνη φράση ήθελα της φωνάξω «Σύνελθε! Γλίτωσες, είσαι πια τόσο μακριά!», όμως εκείνη η ειλικρινής έκφραση της ψυχής της, ήταν σαν χέρι που μου σφράγισε το στόμα. Βλέποντάς την τόσο ήρεμη και συνειδητοποιημένη ένιωσα εκείνο που κάποτε μου έλεγε η γιαγιά μου. Πως κάποιοι άνθρωποι, φτιάχνονται για να δίνονται μέχρι τέλους, δίχως να τους ενδιαφέρει ποιο θα είναι αυτό. Αυτό είναι η Κλειώ. Ένα πλάσμα γεμάτο καλοσύνη, δύναμη και πάθος, για ζωή, για αγώνα, για τα δύσκολα. Κι εκείνο το πρωί μαζί με τον καθωσπρεπισμό, που δεν κατάφερε ποτέ να της επιβληθεί, πάνω στον κατάλευκο καμβά του προσώπου της, ζωγράφισε ένα χαμόγελο. Για να την βρει πανέτοιμη η ευτυχία. Η ευτυχία που είχε επιλέξει εκείνη.


Ηλιογραφία

στη Νίκη

της Βάσως Χατζηπέτρου Μετά την Επανάσταση, είχε αλλάξει την πατρικιά τη φουστανέλα, τη λερωμένη απ’ τους καιρούς τους πολυτάραχους, με φράκο. Υποδεχόταν τους μουσαφιραίους στο έμπα του πύργου με μιαν ανεμώνη στο πέτο. Από ‘κει ατένιζε και τα πρωινά, σαν και τούτο το κυριακάτικο, το τσιφλίκι της οικογένειας στην απέναντι πλαγιά. Του καλάρεσε τούτο το μπαλκόνι με τη σκάλα, τις μέρες όλες και τις ώρες. Μα πιο πολύ, όταν έπεφταν τα φύλλα. Τ’ άρεσε το χρώμα το κιτρινοπράσινο που στροβιλιζόταν στον ουρανό σε κάθε αεράκι, πριν να κάτσουν τα φύλλα στο χώμα το νοτισμένο. Και κάθε που κάποιο από τούτα τα κιτρινοπράσινα πουλιά ερχόταν απ’ το ταξίδι του και κούρνιαζε στα πόδια του, το θαρρούσε ψίθυρο του καιρού που του ζήταγε ορμήνια. Τις χαιρόταν πιότερο τις μέρες εκείνες που ο ήλιος έλουζε τον αέρα. Έλεγε πως «του ζέσταινε τη σκέψη». Επέτρεπε τότε, μόνο τότε, στον εαυτό του να θυμηθεί τα παιδικάτα του – ερχόταν από ρίζα μεγάλη με δόξες κι ευθύνες πολλές κι ο πόλεμος τον είχε αγριέψει. Πήγαινε το λοιπόν, όπως τότε που δεν είχε αντρέψει ακόμα, και καθόταν στο πεζούλι που έβλεπε στην πλαγιά - καταγής με τα πόδια του να κρεμιούνται από κάτω - κι έκλει- νε τα μάτια να τον πιάσει τον ήλιο, να του χαϊδέψει το πρόσωπο, να φτάσει στο μέσα του, να του «ζεστάνει τη σκέψη». Από τότε του ‘χε μείνει – τότε που όλες οι σκέψεις του ήταν ακόμα ζεστές, καθάριες, απλωμένες στον ήλιο σαν τ’ ασπρόρουχα της μάνας του. Μετά πάγωσαν. Μετά λεκιάστηκαν. Και οι σκέψεις του και τ΄ ασπρόρουχα.

Μα κάθε που καθόταν σε ‘κείνο το πεζούλι, κάθε που άφηνε τον εαυτό του να κάτσει σε ‘κείνο το πεζούλι, θυμόταν. Και θυμόταν ολάκερος, θυμόταν και το κορμί του κι η ψυχή του στον ήλιο. Κι όλα ξάσπριζαν ξανά. Κι όλα ήταν ήσυχα. Όλα ήταν, τότε μόνο, όπως έπρεπε να είναι. Επέτρεπε στον εαυτό του τόσο σπάνια να θυμάται, θυμόταν την ανάγκη του να θυμηθεί τόσο σπάνια, που θα ‘θελες τούτη την ώρα κάπως να την κρατήσεις. Μαντάτα ήρθαν πως δεν πάει καιρός που δυο Φράγκοι βάλθηκαν, λέει, να φυλάξουν την εικόνα, να πιάσουνε το φως. Κι όταν τα κατάφεραν, το ‘πανε το κάδρο τους «ηλιογραφία». Μια ηλιογραφία ήταν κι αυτός τούτο το πρωινό, το κυριακάτικο, καθισμένος στο πεζούλι - καταγής με τα πόδια του να κρεμιούνται - μέσα σε τούτο το φως που του ζέσταινε το μέσα και τη σκέψη του. Κι ας μην ήταν εκεί κανείς να φυλάξει την εικόνα.

Η Βάσω Χατζηπέτρου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1983. Γραπτά της (με ψευδώνυμο) εμφανίστηκαν στο περιοδικό «Η Εν Λόγω Τέχνη», στην συντακτική ομάδα του οποίου συμμετείχε από το 1999 έως και το 2004. Το 2000 έλαβε έπαινο για την συμμετοχή της στον Πανελλήνιο Μαθητικό Διαγωνισμό Ποίησης και Διηγήματος της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών.

24 24


25


26


Πρωί πρωί χαράματα κόβω απ’ τον ήλιο γράμματα στη γλώσσα που διαβάζουνε οι αγράμματοι κι αγιάζουνε. Οδυσσέας Ελύτης

27


Αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο. Γιάννης Ρίτσος

28


29


ο ν ι ρ Κίτ

της Μαριάννας Γεωργοτά

H μάνα μου μού το ‘μαθε. Κάτω από τον καυτό ήλιο του μεσημεριού. Το κίτρινο είναι το χρώμα του μίσους. Και έμπηξε με δύναμη το κοφτερό λεπίδι στο σφαχτό. Η μάνα μου αγρότισσα, νοικοκυρά γυναίκα. Και γω μικρό κορίτσι. Ίσα που γνώριζα τα χρώματα. Όταν τα γνώρισα καλά δεν είδα σε κανένα χρώμα τούτο το βαρύ συναίσθημα. Μήτε ακόμη και στο μαύρο, που μου προκαλούσε θλίψη, που πολλές φορές μου θύμιζε το θάνατο. Μήτε ακόμη και στο καφέ που με ‘κανε να νιώθω ευάλωτη, θνητή, μια χούφτα χώμα. Το κίτρινο το θυμάμαι από τότε. Όχι γιατί μου το ‘μαθε η μάνα μου, αλλά γιατί πολλές φορές το χάζευα ξαπλωμένη πάνω στο ξεραμένο πράσινο χορτάρι. Μέσα στη δίψα του μεσημεριού, πίσω από τον ήχο του τζιτζικιού. ‘Όταν έκλεινα τα μάτια γιατί με θάμπωνε ο μεγάλος ολοστρόγγυλος ήλιος, που άπλωνε το κίτρινο χρώμα του παντού. Στα απλωμένα γυμνά μου δάχτυλα, στον ιδρωμένο αέρα, στα ξερό κορμό της μεγάλης ελιάς που έγερνε τα κουρασμένα φύλλα της ολόγυρα. Αλλά και κάτω από το συρτό ήχο του γρύλου. Όταν άνοιγα διάπλατα τα μάτια και ατένιζα μέσα στο σκοτάδι το κίτρινο χρώμα χιλιάδων αστεριών.

Και τη ρωτούσα τη μάνα μου. Μπορεί ο ήλιος να μας μισεί και να ανθίζει λουλούδια στο κήπο μας; Και κείνη σώπαινε. Και χάιδευε τους ηλίανθους, τις μαργαρίτες, τους λεμονανθούς με τα τραχιά της δάχτυλα… Η μάνα έμεινε στο κήπο της. Εγώ ταξίδεψα. Σε μέρη μακρινά, πίσω από τα μεγάλα χιονισμένα βουνά. Έχτισα ένα σπίτι κάτω από το γκρίζο ουρανό. Το χρώμα που με φυλάκιζε. Όμως συνήθισα. Έβαφα κάθε πρωί τα σύννεφα με ολόλευκη μπογιά. Και ημέρευα. Με λευκή μπογιά έβαψα και την αυλή μας. Παράταιρη μου έμοιαζε και όμως τόσο όμορφη. Κήπο δεν είχα. Φύτεψα όμως κατιφέδες και πανσέδες στα Αυγουστιάτικα όνειρά μου. Το σπίτι το έχτισα μονάχη. Με πέτρα και λάσπη. Με τα μανίκια σηκωμένα και τα μαλλιά δεμένα ψηλά. Βόγκηξα, όμως τα κατάφερα. Ήταν όμορφο. Η πέτρα δε ραγίζει σκεφτόμουνα. Η πέτρα μου θύμιζε τη γη. Ακόμη και τη θάλασσα όταν κατάφερνα με μάτια κλειστά να τη σμιλέψω. Συχνά την έπλενα με κύματα. Μεγάλα γαλάζια ήρεμα κύματα. Και κείνη γυάλιζε. Ήμουν καλά. Μόνο που δε λογάριαζα. Εκείνη, την αδυσώπητη φλόγα που ξεπήδησε ξαφνικά μιαν αυγή έξω από τα ανοιχτά παραθυρόφυλλα. Εγώ είχα ξυπνήσει νωρίς για να βάψω το ξύλινο φράχτη. Κάθε Μάρτη τον έβαφα πράσινο.

3030


Χαιρέτιζα έτσι το χειμώνα και ετοιμαζόμουνα για την Άνοιξη. Που κάθε πράσινο του πλανήτη άνθιζε. Γιατί όχι και το δικό μου; Το μόνο που κατάφερα να σώσω ήταν το μεγάλο κίτρινο τραπέζι της κουζίνας. Εκείνο που κάποτε είχε το χρώμα της καρυδιάς. Εκείνο που κάποτε σκάλιζα με μολύβι τα όνειρα, τα πάθη και τα θέλω μου. Ήμουν σχεδόν έφηβη. Ποτέ μου δε συμπάθησα τα ημερολόγια. Το μεγάλο τραπέζι μου ταίριαζε καλύτερα. Άπλωνα τα χέρια, ακουμπούσα τα δροσερά μου μάγουλα, το αγκάλιαζα ολόκληρο και σκυφτή έγραφα. Η μάνα τα νόμισε για μουτζούρες. Και τα σφάλισε κάτω από μια παχιά κίτρινη μπογιά. Πώς να μην αγαπήσω ετούτο το χρώμα; Σήκωσα ολόκληρο το τραπέζι και το ‘φερα εδώ. Μπορεί να με πέρασαν και για τρελή. Εγώ όμως δεν μπορούσα να αφήσω πίσω ένα τόσο τρυφερό κομμάτι του εαυτού μου.

Η Μαριάννα Γεωργοτά γεννήθηκε στην Κέρκυρα. Σπούδασε Βιβλιοθηκονομία στο ΤΕΙ Θεσσαλονίκης και συνέχισε τις σπουδές της στην Αρχειονομία-Βιβλιοθηκονομία στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο. Παντρεμένη με δύο κόρες, ζει στη Θεσσαλονίκη και εργάζεται ως Δημόσιος Υπάλληλος.

Η μάνα μου ήρθε. Και μ’ αγκάλιασε κάτω από το γκρίζο ουρανό. Δεν είχα προλάβω να τον ασπρίσω. Με κοίταξε στα μάτια και μπόρεσα να δω έτσι τα δικά της γεμάτα μικρά διάφανα δάκρυα. Μπόρεσα να διαβάσω τι έλεγαν κολυμπώντας γυμνή πια σε κείνα τα υγρά μονοπάτια. Η φλόγα είναι κίτρινη. Θαρρείς και ζητούσε να μου θυμίσει τότε που μου το έμαθε. Τότε που ταίριαξε το χρώμα με τα αισθήματα. Σώπα μάνα, της είπα. Έστω και έτσι, δες αλλιώτικα τα χρώματα. Στο πατρικό μας σπίτι το βράδυ δεν είχαμε ηλεκτρικό. Ήταν σκοτεινό και κρύο. Εγώ άναψα ένα μικρό κερί και κείνη το παλιό μας τζάκι.

31


32


Θά ‘θελα να φωνάξω το όνομά σου, αγάπη, με όλη μου τη δύναμη. Να το ακούσουν οι χτίστες από τις σκαλωσιές και να φιλιούνται με τον ήλιο Τάσος Λειβαδίτης

33


34


Κι είχε τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στήθη. Διονύσιος Σολωμός

35


36 36


37


Ότ κα α το τ ν υ έβ η συ ασ γ στ ε νώ ήμ το ση ατ χέ ος ρι

Σε κάποιο πανεπιστήμιο της χώρας το οποίο τελεί υπό κατάληψη από τους φοιτητές του. Αμφιθέατρο άδειο. Μόνο ένας μαθητής και μόνο ένας Δάσκαλος. Σηκώνει το χέρι ο μαθητής. Γιατί σηκώνεις το χέρι; Αφού είσαι μόνος... Βέβαια είμαστε μαζί... αλλά μόνοι... Εκτός αν θέλεις να σταματήσεις το μάθημα... Το δέχτηκε ο Einstein... πώς να μη το δεχτώ εγώ. Δεν μπορώ να σταματήσω τη Γη, Δάσκαλε! Οπότε είμαι εδώ για να συνεχίσουμε κανονικά την τροχιά μας. Εσείς πώς μπήκατε μέσα; Κατάληψη γίνεται έξω. Βλέπω ότι σ’ αρέσει και ο Galileo Galilei... Δεν μπήκα... Απλώς δεν βγήκα... Μόνο μάθημα ξέρω να κάνω και μάλλον γι’ αυτό δεν με πρόσεξαν... Εσύ;

Νίκος Λυγερός Βαγγέλης Ευαγγελίου

Εγώ είμαι εξωσχολικός, οπότε δεν είχαν κανένα πρόβλημα να με αφήσουν να μπω. Όσο πιο πολύ άσχετος είσαι με την περίσταση, τόσο πιο εύκολα μπαίνεις. Είναι και αυτό μία αποτελεσματική μέθοδος. Το σύστημα αναφοράς λοιπόν... Υπάρχει το σύστημα, αλλά ποιος μελετά την αναφορά; Τώρα εδώ είμαστε η ανθρωπότητα... Η ουσία με δύο σημεία... Τόση ώρα έχει σηκωμένο το αριστερό χέρι του, ο μαθητής. Χμ! Το σύστημα αναφοράς. Το σύστημα αναφέρουν κι αυτοί; Αυτοί έξω Δάσκαλε, ποιοι είναι, που το παίζουν θαυμαστές της γνώσης, ενώ δεν γνωρίζουν να γράψουν σωστά ούτε ένα πανό; Συγνώμη που άργησα να μπω στην αίθουσα κιόλας, απλά διόρθωνα πανό! Οι άνθρωποι έχουν μόνο βιβλία... Δεν κοιτάζω ποτέ αυτά που σηκώνουν για να τα διαβάσουν άλλοι... Έτσι κάνουν όλα τα αυταρχικά συστήματα... Η μόνη αναφορά είναι η πηγή... Κι αυτή η πηγή, από ψηλά κατεβάζει; Κατεβάζει το χέρι.

38 38


39


40


41


Φωτογραφικό Αφιέρωμα στην Αικατερίνη Κούτση Μαρούδα

42 42


και ΟΙ 12 ΕΙΝΑΙ ΥΠΕΡΟΧΕΣ

43


44


45


46


47


48


49


50


51


52


53


54


55


56


57


58


59


60


61


62


63


64


65


66


67


68


69


Μεγάλωσα στην Πάτρα και η φωτογραφία μπήκε σχετικά αργά στην ζωή μου, όταν βρέθηκα σε άλλους τόπους που μου κέντρισαν το ενδιαφέρον σαν καινουργια ερεθίσματα. Αρκετά χρόνια μετά και έχοντας πλέον περάσει από αρκετές κάμερες, συνεχίζω ακόμα να ψάχνω αυτό που κεντρίζει και κρατάει ζωντανά τα “ταξίδια”. Ποτέ δεν ξέρω που θα είμα σε 5 χρόνια αλλά σίγουρα θα είμαι με μια κάμερα αγκαλιά. Προτιμώντας να είμαι πίσω από το φακό και έχοντας βρει το μονοπάτι μου, πιστεύω ότι λέω περισσότερα με εικόνες παρά με λέξεις. Όλα είναι σε εξέλιξη. Αικατερίνη Κούτση Μαρούδα


71


By Drema

72 72


Ανήλικη Νεράιδα Θέλεις να μου δείξεις την ταυτότητα σου; Να δω ηλικία και χρώμα ματιών. Να δω την ημερομηνία λήξης σου. Να δω τη φωτογραφία μου! Σε ξέρω λίγο. Πόσο λίγο; Όσο λίγο τρώω..

του Βαγγέλη Ευαγγελίου από το βιβλίο “Τα Λιγαπάτητα”

Κοίτα μέσα στην μαξιλαροθήκη μου. Έλα, άνοιξέ την δεν έχει κωδικό. Μη φοβάσαι και μη ρωτάς τι είναι αυτό που βλέπεις. Η καρδιά σου είναι. Άσε κάτω το κινητό και μην τηλεφωνείς στον καρδιολόγο σου. Τον σκότωσα χτες. Γιατί δεν ήθελα να είμαι μόνο ο παιδίατρός σου. Γιατί δε μου φτάνει να σου λέω μόνο κάνε α! Μαζί μου δε χρειάζεται να πηδήξεις, από το ένα γράμμα στο άλλο. Απλά κοίτα πίσω σου! Μαζί σου βάζω τα σεντόνια στο πλυντήριο. Δεν έχουμε μαλακτικό. Τελείωσε. Οκ. Φίλα με! Κυριακή είναι μου λες. Να ανοίξουμε τηλεόραση. Έχει cartoon. Όχι μικρή μου. Από τότε που γεννήθηκες, δεν υπάρχουν κινούμενα σχέδια. Απλά σχέδια. Δικά μας.. Ήρθες στην ζωή μου όπως φεύγει μια ζωή. Θυμάσαι την πρώτη βόλτα στο λούνα παρκ; Τότε που μας έδιωξαν, επειδή δεν είχαμε δει την ταμπέλα:

“Επιτρέπεται η είσοδος σε καρδιές άνω των 18 ετών” 73


74


75


76


77


photoplaylist

κάθε εικόνα και ένα Videoclip

πηγή εικόνων: www.devianart.com

78


79


ΗΛΙΟΙ ΥΓΡΟΙ

ΥΓΡΟΙ ΜΟΥ ΗΛΙΟΙ

ΧΑΡΙΣΜΑ

ΧΑΡΙΣΜΑ ΣΟΥ ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ

ISSN: 2241-648X


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.