ΑΦΗ ΓΗ SEE ● ΤΕΥΧΟΣ #4

Page 1


Περιεχόμενα 4.

Φραπέλληνες

6. Το πιο σύντομο ταξίδι

8. 10. Μυαλό Κουκούτσι του Νικόλα Στεφαδούρου 12. Loukoumi Festival 16. Έκτακτο της Σοφίας Μαμαλίγκα 18. Φωτογραφικό Αφιέρωμα 30.000 λέξεις 80.Υπόγειες σκέψεις 82. Ο παππούς μου, ο Ζακυθινός 88. Μη με λες Καραγκιόζη! 92. Photo Playlist 94.Της Παναγιάς ονόματα 98.Μυστικός Δείπνος Ερμούπολη: Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης;

Το εξώφυλλο του 4ου τεύχους, δημιουργήθηκε από τους εκδότες του περιοδικού. Με έμπνευση τις καλοκαιρινές βόλτες στη Σύρο.

Το δισεβδομαδιαίο περιοδικό ΑΦΗ ΓΗ SEE διανέμεται ελεύθερα στο Διαδίκτυο, σε μορφή ψηφιακού εντύπου, με άδεια Creative Commons. 15 Αυγούστου 2013

Συντάκτες - Δημιουργικό - Μοντάζ (in design) - Φωτογραφίες Επιμέλεια ύλης - Διόρθωση κείμενων αλλά +

ΕΚΔΟΤΕΣ:

Βαγγέλης Ευαγγελίου: www.vaeva.gr Ελίνα Κοντονή: e.kontoni@gmail.com

ΤΟΠΟΣ ΕΚΔΟΣΗΣ: ΕΛΛΑΔΑ

ISSN: 2241-648X 2


Αφήγηση τέταρτη Έτυχε το τεύχος αυτό, να κυκλοφορήσει 15 Αύγουστο. Να σας αφηγηθούμε την ημέρα αυτή θέλουμε. Ξυπνήσαμε και φάγαμε πρωινό. Βούτυρο, φρέσκο ψωμί και μέλι. Δώσαμε και στο γάτο μας φυσικά τις πρωινές λιχουδιές του. Αργότερα είπαμε τα χρόνια πολλά στις Μαρίες της ζωής μας, στους υπολοίπους και κατηφορίσαμε με τα πόδια σ’ ένα μικρό Κυκλαδίτικο εκκλησάκι στο χωριό Αχλάδι. Τον Άγιο Αλέξανδρο.

Τα σιτηρά, είναι από τα πρώτα φυτά που καλλιέργησε ο άνθρωπος και τα ίχνη των περισσοτέρων απ’ αυτά, χάνονται στο βάθος της ιστορίας. Με τον αφηγηματικό τρόπο που μας διακατέχει, μία μέρα σαν αυτή του Δεκαπενταύγουστου, ευχόμαστε οι άνθρωποι να αποκτήσουν ξανά το Α κεφαλαίο του Αυγούστου και να γίνουν χρήσιμοι όσο το σιτάρι Παγκοσμίως.

Με αυτά και τ’ άλλα πέρασε η ώρα, ήρθε μεσημέρι και γυρίσαμε σπίτι για να διαλέξουμε εξώφυλλο τεύχους και να κυκλοφορήσει η τέταρτη ΑΦΗ ΓΗ SEE. Είχαμε πολλές επιλογές αλλά τελικά επικράτησε το σιτάρι. Όλοι γνωρίζουμε πόσο σημαντικό δημητριακό είναι το στάρι. Είναι το δεύτερο παγκοσμίως σε συγκομιδή.

Βαγγέλης Ευαγγελίου Ελίνα Κοντονή

3


Φραπελληνεσ του Βαγγέλη Ευαγγελίου

Ποιος σου είπε πως ο Θάνατος είναι κακός; Μόνο όταν παίρνει Ζωή! Όταν παίρνει Θάνατο, είναι αξιοθαύμαστος και δίκαιος. Θάνατος στον Έλληνα, που θεωρείται ανάξιος να φέρει την ιδιότητα του Έλληνα, διότι ζυγίστηκε στο ζύγι της Εθνικής συνείδησης και βρέθηκε λειψός. Θάνατος στον Έλληνα, που αντί να παραγγέλνει καθημερινά την τεράστια γλωσσική και πολιτισμική ποικιλία, τρώει delivery κουτόχορτο!

Θάνατος στον Έλληνα, που έγινε μεσίτης γυάλινων κλουβιών του «φαίνεσθαι» και έβγαζε γλώσσα στις καθαρές καλύβες του «είναι». Θάνατος στον Έλληνα, που απέκτησε πρώτου βαθμού συγγένεια με τα Greeklish. Θάνατος στον Έλληνα, που δεν ήταν παρών σε κανένα μάθημα ζωής, σε κανένα μάθημα της Ιστορίας, παρά μόνο έτρωγε αμέριμνος το παρόν του στο προαύλιο.

Θάνατος στον Έλληνα, που βράζει σε τσουκάλι παρέα με τους γυαλιστερούς φόβους του, τις πόρνες Ελπίδες, τις στρουθοκάμηλους προκαταλήψεις και τις αθάνατες αγκυλώσεις του. Θάνατος στον Έλληνα, που δεν κάνει βήμα να ψάξει τον κωδικό, με τον οποίο θα έχει πρόσβαση στη ζωή του. Θάνατος στον Έλληνα, που ακόμα κάνει έρωτα με σημαιάκια σε διαδηλώσεις πολιτικών ζωντανών νεκρών. Θάνατος στον Έλληνα, που δεν προστάτεψε τη χώρα και υπέγραψε χαρτιά που τυλίγουν την Ελλάδα σαν κηδειόχαρτα και την πηγαίνουν τέσσερις.

Θάνατος στον Έλληνα, που πατάει mute σε όποια από τις αισθήσεις τον βολεύει. Θάνατος στον Έλληνα, που παντρεύτηκε τον λήθαργο της βόλεψης, κάνοντας όργια μαζί του, σε κάποια από τα κατουρημένα γραφεία του δημοσίου και περίμενε κάθε 1n και 15 να πέσει ο μισθός της τεμπελιάς του.

Θάνατος στον Έλληνα, που έγινε ήρωας του ’21 επειδή πήγαν να του μαντρώσουν τον καπνό! Θάνατος στον Έλληνα, που ξέρω τι καπνό φουμάρει. Θάνατος στον Έλληνα, που ξαναδημιούργησε «Καιάδα» και πετά αβέρτα τα παιδιά εντός του, μαζί με το μέλλον τους. Θάνατος στον Έλληνα, που κάνει έρωτα με τον καναπέ του και διαιωνίζει το είδος (του καναπέ). Θάνατος στον Έλληνα, που ταίζει σκυλοτροφή τα τραγούδια του, αντί ονειρόσκονη.

Αν θεωρείς Έλληνα πως σε αδίκησα σε αυτό το Χρονογράφημα, έχεις το δικαίωμα να υποβάλεις ένσταση. Μα ξεχνάς πως είσαι ο Βασιλιάς της γραφειοκρατίας, οπότε άστο. Άνοιξε τηλεόραση και λερώσου με τα Τούρκικα! Θάνατος στον Έλληνα που διαφημίζει το ΤΙΠΟΤΑ και το αγοράζει ο ίδιος σε αναρίθμητες άτοκες δόσεις. Μα τι γράφω ο χαζός; Αν πεθάνουν όλοι αυτοί, ποιος θα μείνει ζωντανός;

Θάνατος στον Έλληνα, που αγαπάει τον αδελφό και όχι τον συνάδελφο.

4


5


Το πιο σύντομο ταξίδι της Ελίνας Κοντονή

Μπαίνω στο αυτοκίνητο. Που πάω; Στο μέλλον. Σίγουρα στο μέλλον. Τι θα ‘ναι αυτό το μέλλον; Ε μα, με πολλές ερωτήσεις ξεκινήσαμε, δε νομίζετε; Ακόμα δεν έχει βάλει την πρώτη. Με τα πολλά με κάνετε να ξεχνώ τα κρισιμότερα. Μουσική. Μουσική παρακαλώ! Πάει το έχασα το μυαλό μου. Την είδα πρωταγωνίστρια παλιάς ελληνικής ταινίας, τύπου «Η αρχόντισσα και ο αλήτης», «Μια κυρία στα μπουζούκια» και περιμένω να βγει η ορχήστρα να ξεκινήσει το πανηγύρι. Άλλο ένα κουμπάκι ήταν καλέ, το κάναμε ολόκληρο θέμα! Όχι, όχι ξέρω πως δεν είναι αυτό το θέμα σας. Απολαύστε τη διαδρομή μετά διαφόρων οργάνων και αφήστε για μια στιγμή τα δικά μου σε ηρεμία. Θα μάθετε τον προορισμό. Κάποια στιγμή θα φτάσω. Λέτε να μη φτάσω; Μα τι στο καλό άρχισα ψιλή κουβέντα μαζί σας; Διεγείρετε την αβεβαιότητά μου! Α, τώρα σας έπιασε η περιέργεια για το παρελθόν! Που ήμουν; Μαζί του. Να πίνουμε τα ποτά μας, να λέμε τα νέα μας, αλλά κουβέντα για τα παλιά μας. Μα τα παλιά, μας έφεραν καλέ μου σε τούτο δω το μέρος! Και να ανάβουμε τα τσιγάρα μας.. Για την ακρίβεια εγώ, τα άναβα, τα έσβηνα και ο κύκλος δεν είχε τέλος. Έως ότου ‘μείναν ψίχουλα καπνού στο πακέτο! Δόξα τω Θεώ που δεν ήμουν εκείνο το κοριτσάκι γνωστού παραμυθιού, γιατί αν χρειαζόταν να φτιάξω μονοπάτι ούτε για δέκα εκατοστά δε θα ‘φτάναν. Εκείνος πιο συγκρατημένος. Γενικά. Προσπαθούσα να καταλάβω σε ποιους διαδρόμους σουλάτσαρε το μυαλό του. Μι-

λούσαμε. Μάλλον, μιλούσε ως επί το πλείστον εκείνος. Βιάζεστε. Βιάζεστε να βγάλετε συμπεράσματα. Δεν είναι πως δεν μ’ άφηνε. Είναι που δεν ήθελα να σταματήσει. Είχα τόση επιθυμία να τον ακούω και μου έκανε το χατίρι. Δεν είχαμε κάνει καμία συμφωνία εκ των προτέρων, σας διαβεβαιώ. Δεν είχαμε κάνει γενικότερα καμία συμφωνία. Ούτε με τα γεγονότα. Μπόμπα! Έσκασε έκτακτο δελτίο! Το άτιμο διακόπτει το πρόγραμμα και κάποιος μένει πάντα με το στόμα παγωμένα ανοιχτό. Εν προκειμένω, εγώ. Και για το πρόγραμμα είχα μια υπόνοια. Ήμουν φυσικά προετοιμασμένη για τα πάντα. Άλλωστε ήξερα πως δεν έβγαινα με κάποιον τυχαίο. Κι αυτά τα έκτακτα διέκοπταν συχνά το πρόγραμμά του. Ή μάλλον, τον ύπνο του. Και τότε τον ύπνο του διέκοψαν; Μα τι προσβολή προς το άτομό μου είναι αυτή! Α, Το σώσατε. Λέτε; Λέτε να βρισκόταν σε όνειρο; Με κάνετε και κοκκινίζω. Έχει βάλει τρίτη κι ένα φανάρι κοκκινίζει μαζί μου. Είναι τρομερό πόση ντροπή κατακλύζει την πόλη μέσα σ’ ένα 24ωρο. Λίγο να μοιάζαν κι οι άνθρωποι σε τούτους τους στύλους.. Σύμφωνοι, σύμφωνοι, αλλάζω ύφος! Πράσινο, μα κάτι άλλο χρώματος κόκκινου σταματά τη διαδρομή κι αυτή τη φορά φέρω αποκλειστική ευθύνη. «Ήταν τόσο σύντομο αυτό το ταξίδι. Είχα να σου πω τόσο πολλά..», θέλω να του πω. «Το ‘χα αλλιώς φανταστεί» τον άκουσα να λέει, πριν μου χαρίσει το ομορφότερο τελευταίο, πρώτο φιλί της ζωής μου.

6


στην παραλία της Αμπέλας... κάθε μέρα, όλη μέρα

Η ταβέρνα Αμπέλα είναι μια καθημερινή συνταγή με μυρωδιές, γεύσεις και ιστορίες γύρω απ’ το τραπέζι - μέγιστη νοστιμιά της πατρίδας μας ! Με επιλεγμένες πρώτες ύλες, προϊόντα μόνο στην εποχή τους, παραδοσιακές συνταγές, βιολογικά πιάτα, μενού για παιδιά, χορτοφάγους και ειδικές δίαιτες.

από τις 8 το πρωί μέχρι αργά το βράδυ

Και όλα τα πιάτα, στην καλύτερη σχέση ποιότητας - τιμής, μαγειρεμένα και σερβιρισμένα με εγκαρδιότητα, φιλικότητα, φροντίδα και αισιοδοξία !

7

παραλία Αμπέλας, τ+φ: 22810 45110 e: info@ambela.gr, www.ambela.gr www.facebook.com/ambela.syros


Ερμούπολη:

«Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης»; της Χριστίνας Πουλίδου

Η

εξωτερική πίεση κι ο εξωτερικός καταναγκασμός αποδεικνύονται συχνά ως οι ευλογημένοι βασικοί μοχλοί δημιουργίας - αυτό λέει η δημοσιογραφική πείρα μου. Η πρόσφατη ιστορία έχει δείξει ότι οι λαοί γίνονται σοφότεροι μετά από δεινά, ή μετά από επιλογές - που όταν έγιναν, είχαν ένα έντονο στοιχείο ρίσκου. Αν δεν ήταν τα δεινά του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ίσως να μην είχε ιδρυθεί η ΕΟΚ - που ήταν ένα εγχείρημα προκλητικό και που είχε ξεσηκώσει μεγάλες αντιδράσεις. Αν δεν ήταν η κρίση του Κόλπου και ο γιουγκοσλαβικός πόλεμος δεν θα είχε προχωρήσει η κοινή εξωτερική πολιτική της ΕΕ, αν δεν ήταν η ελληνική κρίση δεν θα είχε προχωρήσει η οικονομική ενοποίηση, αν δεν ερχόταν στην Αθήνα ο Ζισκάρ δεν θα είχε ανοίξει η Συγγρού το ΄75, αν δεν

της Ερμούπολης ως «πολιτιστικής πρωτεύουσας της Ευρώπης» για το έτος 2021. Από περιέργεια αναζήτησα στο ίντερνετ την ταυτότητα αυτών των ανθρώπων και διαπίστωσα ότι είναι οι καταλληλότεροι για να έχουν συγκεκριμένη άποψη. Ακαδημαϊκοί με κύρος, είχαν την πρωτοβουλία να ονομαστεί η Έσεν «πολιτιστική πρωτεύουσα», το πέτυχαν και οργάνωσαν όλο το σχέδιο υλοποίησης. Στη συνέχεια επέλεξαν την Πάφο (για το 2017) και το σχέδιο προχωρά με επιτυχία. Πρόσφατα διερεύνησαν το ενδεχόμενο πρόκρισης της Ερμούπολης (για το 2021) – με ένα σοβαρό σκεπτικό.

είχαμε αναλάβει τους Ολυμπιακούς δεν ξέρω αν θα είχαμε σήμερα το Μετρό ή το αεροδρόμιο «Ελ. Βενιζέλος»...

μια εκπληκτική νεοκλασική αρχιτεκτονική, αλλά και από τη μεσαιωνική αρχιτεκτονική της Άνω Σύρου, ότι φιλοξενεί αρμονικά δύο χριστιανικά δόγματα, ότι στεγάζει το ιστορικό θέατρο «Απόλλων» με ιδιαίτερη πολιτιστική συνεισφορά, ότι διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη σύσταση και εδραίωση του νεότερου ελληνικού κράτους, ότι στο χώρο της μουσικής συνδυάζει αφενός την παράδοση του ρεμπέτικου (κληρονομιά Μάρκου Βαμβακάρη) με τη νησιώτικη μουσική του Αιγαίου, ενώ επί σειρά ετών οργανώνει διεθνή φεστιβάλ κλασικής μουσικής και ότι τέλος γειτνιάζει με το νησί της Δήλου, όπου επίσης μπορεί να φιλοξενηθούν εκδηλώσεις.

Οι άνθρωποι και οι κοινωνίες χρειάζονται τελικά μεγάλες ιδέες. Για να επουλώνουν τις πληγές τους, να στρατεύονται για κάτι καλύτερο, να ξεπερνούν τη μιζέρια τους, να αναδεικνύουν τον «καλό» τους εαυτό και να παραμερίζουν τον γκρινιάρικο, τον στρεψόδικο, τον αδιάφορο και απαθή. Σας τα λέω όλα αυτά γιατί διάβασα τις προάλλες ότι μια ομάδα γερμανών ακαδημαϊκών διερευνά την πιθανότητα επιλογής

Το ακόλουθο: ότι η Σύρος είναι μέρος του πανάρχαιου Κυκλαδικού πολιτισμού, ότι η Ερμούπολη ειδικότερα χαρακτηρίζεται από

8


Βλέπετε κάτι αρνητικό σε όλα αυτά; Είναι αδύνατον. Και όμως, κάποιοι Συριανοί βρήκαν! Άρχισαν λοιπόν οι μουρμούρες του «μικρού χωριού». Πήραν τον μεγεθυντικό φακό και φωταγώγησαν προβλήματα υπαρκτά, αλλά τόσο μικρά... Οι δρόμοι έχουν λακκούβες, είπαν, το κυκλοφοριακό δεν έχει λυθεί, δεν έχει κάδους η παραλιακή του λιμανιού, στους δρόμους βλέπεις περιττώματα αδέσποτων... Μάλιστα, αν δεις τη μικρή εικόνα όλα αυτά συμβαίνουν – η μεγάλη εικόνα όμως είναι αυτή που βλέπεις, όταν μπαίνει το καράβι στο λιμάνι και σου κόβει την ανάσα. Αυτήν είδαν οι ξένοι, οι «ψυλλιασμένοι» ξένοι και είπαν «μάλιστα, το αξίζετε!». Και κάποιοι από μας μουρμουράν πως «όχι, δεν το αξίζουμε, δεν είδαν καλά, να τους δείξουμε εμείς και τις αδυναμίες της πόλης μας... » είναι λογικό αυτό; Η Σύρος βρίσκεται στο σταυροδρόμι των επιλογών – το αναπτυξιακό της μοντέλο είχε δύο πυλώνες: το Νεώριο και τις διοικητικές υπηρεσίες. Η κρίση χτύπησε και τα δύο, το Νεώριο μαραζώνει και οι διοικητικές υπηρεσίες παλεύουν με τη συρρίκνωση. Η μικρή κλίμακα του νησιού δεν επιτρέπει πτήσεις τσάρτερς, μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες ή μαζικό τουρισμό κρουαζιερόπλοιων – η διέξοδός της περνά μέσα από την ταυτότητά της. Αυτήν είδαν οι ξένοι και αυτήν προτείνουν να αναδείξουν. Η πρόταση να θέσει υποψηφιότητα η Ερμούπολη για την «πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης» το 2021, μπορεί να της δώσει την ώθηση που χρειάζεται προς μια αναπτυξιακή διέξοδο. Για την ακρίβεια, η συγκεκριμένη πρόταση προσφέρει στο πιάτο το αναπτυξιακό μοντέλο που θα έπρεπε να είχαν ήδη αναζητήσει οι Συριανοί, αξιοποιώντας το πολιτιστικό πλεονέκτημα του τόπου τους. Αν ο κόσμος του νησιού καταλάβει πως αυτή είναι η ευκαιρία του, αν παραμερίσει την καχυποψία του για «σκοπιμότητες» (και ποιος δεν έχει;), αν κατανοήσει ότι ο στόχος είναι μεγάλος και υπερβαίνει τους μικρο-ανταγωνισμούς, αν εμπνευσθεί απ’ αυτόν και στρατευθεί σε μια προσπάθεια που αναγκαστικά θα αντιμετωπίσει και τα κακώς κείμενα, τότε θα ανοίξει τη δρασκελιά

του προς την ανάπτυξη. Όπως ακριβώς συνέβη στις αρχές του 19ου αιώνα, όταν από ένα ερημόνησο, από μια σύμπτωση παραγόντων και μέσα σε λίγες δεκαετίες μετεξελίχθηκε σε ένα εύπορο περιφερειακό μητροπολιτικό κέντρο. Οι κοινωνίες, οι άνθρωποι χρειαζόμαστε έναν στόχο – μόνον έτσι προχωράμε. Επειδή όμως ο δρόμος θα είναι μακρύς, θα κάνει «κοιλιές», θα προσκρούει σε δυσκολίες, θα υπάρξουν εντάσεις, διλήμματα, συγκρούσεις, η απόφαση θα πρέπει να είναι συνειδητή και συλλογική. Η συριανή κοινωνία πρέπει να κατανοήσει το στοίχημα που της προσφέρεται και να πιστέψει στο στόχο. Στη διαδρομή θα μάθει να συνεργάζεται, θα βρίσκει λύσεις, θα αξιοποιήσει τον έμφυτο κοσμοπολιτισμό της για το παραγωγικό καλό του τόπου. Τώρα πρέπει απλώς να κατανοήσει την ευκαιρία που της προσφέρεται. Αυτό είναι το πρώτο βήμα. Και όπως στον στίβο, τα άλματα, με βήματα ξεκινάνε...

Η Χριστίνα Πουλίδου, γεννήθηκε το 1958 στην Αθήνα. Σπούδασε νομικά κι έγινε δικηγόρος – ένα επάγγελμα που ποτέ δεν τίμησε, εξού και παραιτήθηκε. Με τη δημοσιογραφία ασχολήθηκε αρχικά γράφοντας στην «Αυγή» και την «Πρώτη» - στην «Αυγή» δούλεψε απ΄τα τέλη του ΄89 ως το 2012, από το ’91 ως το 2011 προστέθηκε ο «Επενδυτής» και τέλος το ΑΠΕ, όπου παραμένει. Από πολύ νωρίς ασχολήθηκε με την έννοια της Ευρώπης και την εξωτερική πολιτική. Δούλεψε πολύ στο ραδιόφωνο και στην έντυπη δημοσιογραφία. Είναι ευγνώμων σε όσους εργοδότες συμμερίστηκαν ή ανέχτηκαν τις εμμονές της, στον άντρα της (που υπήρξε πάντα υποστηρικτικός στη δουλειά της) και στους φίλους της, που την τροφοδοτούν αδιάλειπτα με τη σκέψη τους, την κρίση τους, την αγάπη τους.

poulidou@protagon.gr

9


10


11


Έχουν περάσει αρκετές μέρες από την πραγμάτωση του Loukoumi Festival, μα ακόμα νιώθω χορτάτος με τόσο «άφθονο λουκούμι» που αντίκρισα και έφαγα! Αφού τώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, είμαι με ένα λουκούμι στο στόμα. Παρουσίασα με την Αντιγόνη Ζαφειρακοπούλου, το Σάββατο 10 και την Κυριακή 11 Αυγούστου στην Πλατεία Μιαούλη, το πρώτο φεστιβάλ λουκουμιού στη Σύρο. Οι λουκουμοποιοί του νησιού, μας κέρασαν φρεσκότατα λουκούμια, ώστε να δοκιμάσει ο κόσμος, το αγαπημένο γλύκισμα της Σύρου. Τα λουκούμια κόβονταν μπροστά στους επισκέπτες πάνω στους παραδοσιακούς πάγκους των εργαστηρίων τους. Παρακολουθήσαμε το Λύκειο Ελληνίδων Σύρου να χορεύει παραδοσιακούς νησιώτικους χορούς. Παίξαμε «Λουκούμι στην κλωστή». Ένα παλιό παραδοσιακό παιχνίδι του νησιού που πήρε πάλι σάρκα και οστά, με τα πιτσιρίκια να απολαμβάνουν ακόμα και την ήττα. Όποιο παιδί δεν κατάφερε να μαζέψει πρώτο στο στόμα του την κλωστή, έμεινε με τη γλύκα, μα πέρασε από τους πάγκους των λουκουμοποιών και πήρε όσα λουκούμια ήθελε.

12


Απολαύσαμε και τον «Καραγκιόζη Λουκουμοποιό». Πρωτότυπη παράσταση της ομάδας παραστατικής και εικαστικής δημιουργικότητας «Σκιάς Όναρ», οι οποίοι μας χάρισαν και αναμνηστική συλλεκτική φιγούρα - χαρτοκοπτική του Καραγκιόζη. Παρακολουθήσαμε «Το λουκούμι και η Σύρος». Βίντεο που γυρίστηκε ειδικά για το Φεστιβάλ Λουκουμιού. Το συριανό λουκούμι έγινε και τραγούδι. Μίνι συναυλία του μουσικού συγκροτήματος «Νέα Τάξη Πραγμάτων»

έλαβε χώρα πάνω σε μία ξύλινη σκηνή με τον κόσμο να τραγουδάει μαζί τους. Η Φιλαρμονική Ορχήστρα Δήμου Σύρου – Ερμούπολης ήταν υπέροχη με τη συναυλία που περιλάμβανε γνωστά ελληνικά τραγούδια. Ζήσαμε και τα «Μουσικομαγειρέματα» του Ευτύχη Μπλέτσα, παρουσιαστή της εκπομπής «Η κουζίνα της μαμάς», που τραγούδησε, ψυχαγώγησε και παρουσίασε συνταγές με λουκούμι.

13


Στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Λουκουμιού συνεχίζεται έως τις 8 Σεπτεμβρίου στο Βιομηχανικό Μουσείο Ερμούπολης η έκθεση «Το συριανό λουκούμι και οι άνθρωποι του».

14


Το καλύτερο όμως σας το άφησα για το τέλος. Το πιο γλυκό ψηφιδωτό: 5.000 λουκούμια – 9 μοναδικές δημιουργίες. Εννέα καλλιτέχνες που ζουν και δημιουργούν στη Σύρο πειραματίστηκαν με πρώτη ύλη το λουκούμι στην κατασκευή του πιο γλυκού ψηφιδωτού που κατασκευάστηκε ποτέ! Οι καλλιτέχνες που κατασκεύασαν ζωντανά στην πλατεία τα έργα τους μέσα σε παραδοσιακά τελάρα λουκουμοποιίας είναι με

αλφαβητική σειρά οι: Θοδωρής Βαλιάνος Τσαβδάρης, Έρση Βαρβέρη, Αναστασία Ιωαννίδου, Παναγιώτης Καλούδης, Νατάσσα Μπαμπούλη, Πάρις Ξυνταριανός, Κωνσταντίνα – Μαργαρίτα Τερζή, Σοφία Τριγώνη, Θανάσης Φωτεινιάς. Συντονιστής του όλου εγχειρήματος ήταν ο Γιάννης Ανδρειωμένος.

15


16


17


18


Öùôïãñáöéêü

áöéÝñùìá

30.000 ëÝîåéò

19


20


21


22


23


24


25


26


27


28


29


30


31


32


33


34


35


36


37


38


39


40


41


42


43


44


45


46


47


48


49


50


51


52


53


54


55


56


57


58


59


60


61


62


63


64


65


66


67


68


69


70


71


72


73


74


75


76


77


78


79


Υπόγειες σκέψεις Νίκος Λυγερός

Βαγγέλης Ευαγγελίου

Συζήτηση μέσα σε ανελκυστήρα. Μπορείτε σας παρακαλώ να πατήσετε το κουμπί; Θα το πατούσα εγώ, αλλά να, ξέρετε, μου αρέσει να με εξυπηρετούν, νιώθω οικεία! Στον 7° πάω. Αυτός ο ανελκυστήρας πάει μόνο στο υπόγειο. Είναι ρώσικης κατασκευής από την εποχή του Φιοδόρ... Αν θέλετε να πάτε στον 7°, υπάρχει σκάλα της εποχής του Ιακώβου. Στο υπόγειο; Χμ! Εντάξει δε με πειράζει καθόλου. Άλλωστε είναι ευκαιρία να βρω και κάτι επιθυμίες μου, που έχω παρατήσει εκεί χρόνια τώρα. Όσον αφορά τον Φιοδόρ Ντοστογιέφσκι, είναι από τους καλούς «φίλους» μου. Έρχεται συχνά στον ύπνο μου και με ακολουθεί στον ξύπνιο. Μήπως είναι και δικός σας φίλος; Θα είναι σπουδαίο να έχουμε κοινούς φίλους. Ίσως κάνουμε κάποια στιγμή κι ένα «υπόγειο» party. Στο υπόγειο. Έρχεται στον ύπνο σας όταν είναι λευκές οι νύχτες ή όταν σκέφτεστε τη Δίκη; Δεν ξέρω αν το υπόγειο είναι ο σωστός χώρος, θα προτιμούσα το κάστρο. Αν θέλετε μπορώ να ρωτήσω τον Ιωσήφ αν είναι ελεύθερο τώρα. Είναι και αυτός φίλος μου.

Το σκουλήκι έχει και αυτό το δικαίωμα να ζήσει, ενώ το ασπόνδυλο άτομο που πετά το μήλο δεν είναι άδικο; Είμαι ο άγνωστος του κειμένου. Εσείς; Ο γνωστός του αντικειμένου! Του αντικειμένου αυτού, που θα σας κάνω δώρο για την γνωριμία μας. Δεν είναι τίποτα παράξενο ή ακριβό. Είναι απλά ανεκτίμητο! Ένα κλειδί. Και πιστέψτε με δεν είναι νεκρό! Είναι ολοζώντανο και εσείς τώρα είστε η πόρτα του. Θα είναι σπουδαίο αν πνιγούμε εδώ μέσα, από τις σελίδες που έχει ξεχάσει η κοινωνία. Όχι, το σπουδαίο γνωστέ μου φίλε, είναι να πάμε στο κάστρο εκεί που μας περιμένουν οι άνθρωποι του παρελθόντος για να μας πουν αν αξίζουμε τη θυσία τους ή αν απλώς παίζουμε με τις λέξεις γιατί συναντήσατε ένα κλειδαρά, ο οποίος δεν ξέρει για την Υψηλή Πύλη και νομίζει ότι δεν άρχισε εδώ και αιώνες το παίγνιο της βαρβαρότητας. Εντάξει σας έχω εμπιστοσύνη, μα θα μου γιατρέψετε την καστροφοβία που έχω από μικρός; Δεν ασχολούμαστε με φοβίες στην ανθρωπότητα.

Περίεργα δεν είναι εδώ μέσα; Δεν έχω ξαναδεί παρόμοιο υπόγειο. Ο Φιοδόρ, έρχεται στον ύπνο μου, όταν βλέπω εφιάλτες για την αδικία! Γιατί ο Ιωσήφ συλλαμβάνεται χωρίς λόγο; Τόση ώρα μιλάμε και δεν σας έχω ρωτήσει το όνομά σας. Πως σας λένε; Ξέρετε, με θυμώνει η αδικία. Με τρελαίνει. Μπαίνει σαν σκουλήκι στο μηλομυαλό μου και το σιγοτρώει. Σε αυτό το υπόγειο έχει μόνο σελίδες που έχει ξεχάσει η κοινωνία. Κι αν ο Ιωσήφ συλλαμβάνεται είναι διότι δεν υπήρχε λόγος. Πώς αλλιώς να μπει στο παράλογο και να συναντήσει τον Αλβέρτο; Γιατί σας τρελαίνει η αδικία; Υπάρχει μόνο με την κοινωνία...

80


81


Ο παππούς μου, ο Ζακυθινός της Ελίνας Κοντονή

Κάθε που φτάνει δεκαπενταύγουστος φτάνει κι εκείνο το ραντεβού, του νου με τη ζωή. Από τότε που με θυμάμαι μικρό κοριτσάκι, η ημέρα αυτή ήταν συνδεδεμένη με μια γιορτή. Όχι της Παναγίας. Του παππού. Του Ζακυθινού. Εκείνου που για μένα ήταν η «Ξανθούλα» του Σολωμού και «Τα τρία γουρουνάκια», ομολογώ πως δεν ξέρω ποιου. Σίγουρα όμως του παππού Τάκη, που βαπτίστηκε Παναγιώτης. Συλλογίζομαι πώς μια ολόκληρη ζωή μπορεί να έχει ως υπότιτλο, δύο τίτλους. Δεν αργεί όμως να με βρει η απάντηση. Τα συναισθήματα που γέννησαν οι ήχοι, οι κινήσεις, το ηχόχρωμα, οι εκφράσεις και χίλια δυο άλλα που αποκωδικοποιεί αυτός ο γεμάτος νευρώνες σκληρός δίσκος, γίνονται η ταυτότητά της. Για σένα. Γιατί για κάποιον άλλο ίσως να είναι τίποτα. Με τη βοήθειά του γυρνώ πίσω, τη στιγμή εκείνη που καθισμένη στα πόδια του παππού τον ακούω να μου τραγουδά με την μπάσα, στεντόρεια φωνή του

«Την είδα την ξανθούλα, την είδα ‘ψες αργά, που εμπήκε στη βαρκούλα να πάει στην ξενιτιά» Δεν ήταν λίγες οι φορές που σεκόντο του έκανε η γιαγιά Ευλαλία, η όνομα και πράμα και συνονόματη. Μεγάλο κεφάλαιο και η γιαγιά.. Τόσο μεγάλο όσο ο έρωτάς τους και η χαριτωμένη ζήλεια του παππού, που κράτησε μέχρι το τέλος. Μέσα σε δευτερόλεπτα από 7 γίνομαι 33 και η αίσθηση της ξεκάθαρα εγωιστικής απόλαυσης πως ο παππούς τραγουδά στην ξανθούλα του για μια ξανθούλα μετατρέπεται στην οξύμωρη βεβαιότητα πως έβλεπε σ’ εκείνο το 7χρονο κοριτσάκι εκείνο που θα αποτελούσε το χαρακτηριστικότερο στοιχείο της ζωής του. Το φευγιό. Στη κατά γενική ομολογία σταθερή ζωή μου, υπάρχει κάτι που αναταράσσει κάθε τόσο την γαλήνια σταθερότητα και βρίσκει εκείνον τον χαρακτηρισμό που πριν

82


κάμποσο καιρό μου απέδωσε ένας αγαπημένος άνθρωπος, εξαιρετικά εύστοχο. «Φαντομάς»! Διότι σε αντίθεση με την Ξανθούλα του Dionisio, που κουνούσε το μαντήλι, ετούτη εδώ εξαφανίζεται και εμφανίζεται, επί το πλείστον, δίχως να γίνεται αντιληπτή από φίλους και γνωστούς. Ωσάν μια γάτα που δεν χωρά ο νους σου για πότε βρίσκεται πλάι σου ενώ δευτερόλεπτα πριν είσαι σίγουρος πως την είδες να ρουφά νωχελικά τον ήλιο στη βεράντα. Ε, κάθε τόπος για μένα είναι μια βεράντα, μέχρι να θελήσω χάδια και να τυλιχτώ ξανά σε πόδια αγαπημένα. Διορατικός ο παππούς και δεμένος με την εγγόνα του. Την 1η. Κι εκείνη μαζί του, αν και οι πρώτες μέρες συνύπαρξης δεν προδιέγραφαν κάτι τέτοιο. Πρώτο εγγόνι και κορίτσι βρε αδερφέ! Σκούρα τα πράγματα. Όμως στο άψε σβήσε τα φωτίσαμε. Τα βρήκαμε πολύ γρήγορα και αγαπηθήκαμε ακόμα γρηγορότερα. Τόσο που στιγμές - στιγμές με έκανε να νιώθω πως δεν θα θελε να ‘χαν γίνει διαφορετικά τα πράγματα. Πως η 1η του έγινε και αγαπημένη. Τα καλοκαίρια μου είχαν συνδεθεί με την Πρέβεζα, τη γενέθλια πόλη της γιαγιάς που κατάφερε, όχι κοπιωδώς, τον επτανήσιο παππού να χτίσει το σπίτι τους εκεί. Σχεδόν όσο διαρκούσε η παύση μαθημάτων, κρατούσε και δυνάμωνε η σχέση μας. Μέχρι να έρθει μια ξαφνική εκδρομή - υπενθύμιση, μέχρι να έρθει η επόμενη παύση. Καθόμασταν νωρίς το πρωί παρέα για να πιούμε το ζεστό μας, εκείνος το τσάι του κι εγώ το σοκολατένιο γάλα μου, στο μικρό μπαλκονάκι μπροστά στην είσοδο του σπιτιού. Σπάνια καθόμασταν στη μεγάλη βεράντα. Δεν μας άρεσαν οι αποστάσεις και όπως και να το κάνεις σε ένα μπαλκονάκι 1*2 ακούς τις σιωπές καθαρότερα. Εκεί με έβαλε στην καρέκλα, απέναντί του και για πρώτη φορά τον άκουσα να μου αφηγείται το παραμύθι που έμελε να είναι και το αγαπημένο μου. «Τα τρία γουρουνάκια». Εκεί τον είδα για πρώτη φορά ως λύκο να γεμίζει τα πνευμόνια του με αέρα και να φυσά με δύναμη για να ρίξει το πρόχειρα φτιαγμένο αχυρένιο σπιτάκι. Εκεί παρατήρησα για πρώτη φορά εκείνο το φούσκωμα στο πάνω χείλος του, που γινόταν εντονότερο όταν ξεφυσούσε. Εκεί συνειδητοποίησα πως ένας άνθρωπος μπορεί να γίνει δεκάδες ρόλοι. Εκεί για πρώτη φορά είδα πόσο λαμπερά μπορού-

σαν να γίνουν τα μάτια του, μέσα από τον θαυμασμό και την εκφραστικότητα των δικών μου. Εκεί τα βράδια μου μάθαινε τον ουρανό. Τα χρόνια περνούσαν και μαζί τους πολλοί Δεκαπενταύγουστοι και πολλές μαζώξεις συγγενών στο σπίτι με τη μεγάλη βεράντα. Σπιτικό βύσσινο και νεραντζάκι της γιαγιάς στα κρυστάλλινα, σκαλιστά μικρά πιατάκια που λες και από κάποιο μαγικό, δεν έσπασε ποτέ κανένα. Μεγαλώναμε παρέα, μα η εικόνα εκείνου ήταν εκείνη που πρωτοαντίκρισα. Εκείνη που η μνήμη, μου επιτρέπει να θυμάμαι πως πρωτοαντίκρισα. Δυνατός, ευθυτενής, με πάτημα τόσο σταθερό, λες και η γη τον ακολουθούσε. Αυστηρός – αξιωματικός γαρ- μα τρυφερός με τις «κοπελούλες» του, τις εγγονές του. Τη Μαρία, τη Νέλη και τη γράφουσα. Είναι μεσημέρι και περπατώ στη Σπιανάδα, εκείνη την μεγάλη, καταπράσινη πλατεία που έκανα τα πρώτα βήματα και χρόνια μετά επέστρεψα για να λάβω πανεπιστημιακή μόρφωση. Στο νησί που υπήρξε πάντα ένα ανοιχτό ραντεβού, δίχως δεσμεύσεις και αναμονές, τσου Κορφούς. Το κινητό χτυπάει και όλως παραδόξως, το ακούω. Είναι η μαμά. «Ελίνα φεύγουμε για το νοσοκομείο, ο παππούς δεν μπορεί να αναπνεύσει καλά, έχει χάσει την επαφή με το περιβάλλον». «Νοσοκομείο» και «Παππούς» στην ίδια πρόταση, τα υπόλοιπα δεν με ενδιέφεραν καθόλου. «Δώσε μου τον!». «Μωρό μου δε θα σε καταλάβει». «Κράτα το κινητό στο αυτί του, μόνο να του μιλήσω κι ας μη μου απαντήσει» και το κράτησε. «Παππού μου, η Ελίνα είμαι!» και μια απάντηση με χαστούκισε, που την είχα σχεδόν καταδικασμένη, «Μάτια μου, κοπελούλα μου, Ελίνα μου», είπε ο παππούς μέσα σ’ ένα ψίθυρο. Η μαμά και ο μπαμπάς, έκαναν λες και αντίκρισαν ένα θαύμα, αυτό κατάφερα ν’ ακούσω τουλάχιστον. «Παππού μου, αύριο το απόγευμα γράφω ένα σημαντικό μάθημα. Μεθαύριο το πρωί έχουμε ραντεβού. Μ’ ακούς παππού; Έχουμε ραντεβού». Δεν ξέρω κι εγώ πόσο δυνατά είπα αυτή τη φράση. Λες και ήθελα η φωνή μου να φτάσει απέναντι δίχως την ανάγκη της συσκευής που κρατούσα. «Ναι μάτια μου». «Παππού έχουμε ραντεβού, μη με ξεχάσεις». Τότε ήταν που άκουσα τους τραυματιοφορείς στο δωμάτιο. Τότε έληξε και το τηλεφώνημα.

83


Το μεθαύριο έφτασε πολύ πιο αργά απ’ ότι συνήθως, σε καιρό εξεταστικής περιόδου. Καράβι, Ηγουμενίτσα, Νοσοκομείο Πρεβέζης. «Άργησα παππού;». «Καθόλου μάτια μου. Είδες; Πρώτος στο ραντεβού μας». Πρώτος στο ραντεβού. Εκείνο που κανείς δεν πίστευε πως θα προλάβουμε. Στο δωμάτιο, ο θείος Ανδρέας, οι γονείς μου, η γιαγιά κι εγώ. «Ελίνα μου, έχουμε κι άλλο ραντεβού. Έρχεται και άλλη κοπελούλα μου». Είχε ξεκινήσει η αδερφή μου και θα έφτανε το απογευματάκι. «Ναι παππού, έρχεται η Νέλη μας. Στις 6 θα είναι εδώ. Εδώ θα μας βρει όλους». Ο παππούς για αρκετές μέρες δεν είχε όρεξη. Ο παππούς ήταν μια στάλα πάνω σ’ εκείνο το κρεβάτι, μα εκείνη την ημέρα έφαγε το φαγητό του, ήθελε και κρέμα βανίλια. Η γιαγιά του την έδωσε στο στόμα. 6 και τέταρτο και η μικρή μπαίνει στο δωμάτιο, που θύμιζε εκείνη τη μεγάλη βεράντα που γέμιζε φωνές μόλις φτάναμε στο χωριό. Όχι, δεν βρισκόμασταν στο Νοσοκομείο. Στη βεράντα μας βρισκόμασταν και λέγαμε τα πρώτα νέα. Για μαθήματα, για τσου έρωτες (όπως τους έλεγε), δίχως όμως να θέλει να ακούσει και πολλά πολλά. Αυστηρός είπαμε, αλλά κοντά μας. Για το πόσο θα μείνουμε. Κάθε φορά για το πόσο θα μείνουμε. Και ήταν σα να ‘λεγε πάντα «μη φύγετε». Κι εκείνη τη φορά το ίδιο. Μέσα στα γέλια ακούστηκε μια φωνή, «σε 10 λεπτά τελειώνει το επισκεπτήριο ή μάλλον το πάρτυ σας!». Ο παππούς έκανε να σηκωθεί, «σιγά μη φύγουν οι εγγόνες μου. Εδώ θα καθίσουν. Ακούς εκεί επισκεπτήριο! Εμείς είχαμε ολόκληρο ραντεβού και θα μας το κόψεις εσύ;». Μα αυτό το «θράσος» του παππού έκανε τη νοσηλεύτρια να χαμογελάσει. Ήταν και αυτό, που όταν έλεγε κάτι ήταν νόμος και ουαί κι αλλοίμονο στον παραβάτη!

Αρκετή ώρα μετά τη λήξη του επισκεπτηρίου και έπειτα από πολλές παρατηρήσεις έπρεπε να φύγουμε κι εμείς. Θα έμενε ο μπαμπάς με τη μαμά. Αγκαλιάσαμε τον παππού μας. Φιλήσαμε τον παππού μας. Τον βεβαιώσαμε πως το επόμενο πρωί θα βρισκόμασταν δίπλα του πριν ξυπνήσει. Μόνο τότε ηρέμισε κι εκείνος και οι γραμμές στο πρόσωπο. Φύγαμε. Περπατήσαμε. Περίπου 1 ώρα μετά χτύπησε το τηλέφωνό μου. Ήταν η μαμά. Έκλαιγε. Ένα «Μωρό μου ο παππούς έφυγε» και σαν από ταινία το τηλέφωνο έπεσε χάμω κι έσπασε. Εκείνο το «Ευλαλία» στη γιαγιά, που συνήθως τη φώναζε Λούλα. Το φιλί. Η χαρά μας. Όλα με είχαν προετοιμάσει, όμως γαμώτο δεν γίνεται συνήθεια η απώλεια! Από εκείνο το βράδυ του Ιούλη του 2006, στις 22 και κάθε που φτάνει Δεκαπενταύγουστος, μου κάνουν παρέα δυο σκέψεις. Πως το σημαντικότερο ραντεβού της ζωής μου έγινε με έναν άνδρα που στην αρχή δεν του πολυάρεσα και πως, στο ραντεβού μας, δεν του ζήτησα να μου αφηγηθεί για μια ακόμα φορά το παραμύθι . Εκείνο, με τα τρία γουρουνάκια..

Η γιαγιά με τον θείο έκαναν να φύγουν. «Που θα πας Ευλαλία μου; Εδώ με τον άντρα σου θα μείνεις» και ήθελε να μείνει, μα οι μέρες στο νοσοκομείο έφεραν την κούραση. Τελικά την άφησε να φύγει.. Πρώτα όμως την έπιασε από το χέρι, την τράβηξε κοντά του και της έδωσε φιλί. Στο στόμα. Κι αυτό το φιλί δεν ήταν δύο 80χρονων ανθρώπων, ήταν εκείνο το πρώτο. Την ίδια στιγμή ήξερα. Ο παππού έλεγε αντίο στη γιαγιά. Πνιχτά και κρυφά τα δάκρυα της μάνας μου και τα δικά μου. Τόσο που τα καταλάβαμε μόνο εμείς οι δύο.

84


85


Όταν ένας άνθρωπος παύει να πιστεύει στο Θεό, δεν είναι ότι δεν πιστεύει πια σε τίποτε. Πιστεύει σε οτιδήποτε. G. K. Chesterton, 1874–1936, Άγγλος συγγραφέας & κριτικός

Ο άνθρωπος θεωρεί ιερό ό,τι πιστεύει, όπως βλέπει όμορφο ό,τι αγαπάει. Ernest Renan, 1823-1892, Γάλλος φιλόσοφος & ιστορικός

Το να μην μπορείς να πιστέψεις είναι ένα είδος αναπηρίας. Γιάννης Τσαρούχης, 1910-1989, Ζωγράφος

Λατρεύω την απερισκεψία της πίστης. Πρώτα πηδάς στο κενό και μετά βγάζεις φτερά. William Sloane Coffin, 1924-2006, Αμερικανός ιεροκήρυκας & ακτιβιστής

Άρχισα την επανάσταση με 82 άτομα. Θα το ξανάκανα, ακόμη και με 10 ή 15 και με ακλόνητη πίστη. Δεν έχει σημασία πόσο μικρός είσαι, αν έχεις πίστη και σχέδιο δράσης. Φιντέλ Κάστρο, 1925-, Κουβανός ηγέτης

Ðßóôåõå

Όταν δεν είσαι ειλικρινής, πρέπει να υποκρίνεσαι. Και υποκρινόμενος στον εαυτό σου καταλήγεις να πιστεύεις τον εαυτό σου, και αυτό είναι η αρχή κάθε πίστης. Alberto Moravia, 1907-1990, Ιταλός συγγραφέας

êáé ìç åñåýíá

Η πίστη είναι παθιασμένη διαίσθηση. William Wordsworth, 1770-1850, Άγγλος ρομαντικός ποιητής

Πιστεύω στο Θεό, τον Μότσαρτ και τον Μπετόβεν. Richard Wagner, 1813-1883, Γερμανός συνθέτης

Η χειρότερη από όλες τις ψυχικές καταστάσεις είναι η αδιαφορία. Felicite Robert de Lamennais, 1782-1854, Γάλλος συγγραφέας

Η απόλυτη πίστη διαφθείρει εξίσου απόλυτα με την απόλυτη εξουσία. Eric Hoffer, 1902-1983, Αμερικανός συγγραφέας & φιλόσοφος

Επιτέλους, πόσους κύκνους πρέπει να δούμε για να πεισθούμε ότι οι κύκνοι είναι άσπροι. Karl Popper, 1902-1994, Αγγλοαυστριακός φιλόσοφος

Ισχυρίζομαι ότι μία εκκλησία με αλεξικέραυνο στη στέγη, δηλώνει έλλειψη πίστης. Doug McLeod, 1946-, Αμερικανός μπλουζίστας

86


87


ΜΗ ΜΕ ΛΕΣ ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗ! της Ιωάννας Λιζάρδου

Π

ροκειμένου να φύγει, θα δεχόταν να πάει οπουδήποτε. Ας ήταν και σκοτεινός ο προορισμός-αρκεί να μπορούσε να αναπνέει ελεύθερα. Έτσι κι έγινε. Ένα πρωινό του Σεπτέμβρη, μίλια μακρυά από όσα δεν άντεχε να είναι, βρέθηκε ο Αρτέμης, σε μια καινούρια γη, να υποδύεται ότι ποτέ του δεν ήταν : κατά βάση ελεύθερος. Ενδεδυμένος τον αστό του εαυτό, με τα χέρια συνήθως στις τσέπες του στενού παντελονιού του, περισσότερο εμφανιζόταν να φεύγει, παρά να έρχεται. Η αλήθεια είναι ότι δεν περνούσε απαρατήρητος. Καλοφτιαγμένος και ευγενικός, οι περισσότερες, πέφτοντας στην παγίδα του, του αντιγύριζαν μια δεύτερη ματιά. Κάθε τους βλέμμα, μια δική του μικρή ή μεγαλύτερη νίκη. Προτιμούσε, όσο και παράδοξο, τις μικρές νίκες-ήταν πιο εύκολα διαχειρίσιμες. Στα πιο σπουδαία βλέμματα αισθανόταν αμηχανία-κι αν ήταν εξίσου σπουδαία διαπεραστικά, ώστε ανακάλυπταν την αλήθεια που πάσχιζε να καταχωνιάσει στα μέσα του, από μικρό παιδί ? Εκείνη την ερημιά του μυαλού του, από την οποία ο μόνος τρόπος, που είχε βρει για να αποδράσει, ήταν η γυναικεία συντροφιά-ακόμη κι αν χρειαζόταν να πληρώσει για αυτήν, αρκεί να μην τον έβρισκε το ξημέρωμα μόνο. Η ανάγκη του για επιβεβαίωση ήταν μεγάλη-τόσο μεγάλη που καμία γυναίκα από μόνη της δεν κατάφερνε ποτέ να του καλύψει. Στα φανερά, βέβαια, κρατούσε τους τύπους, περισσότερο από όσο στα κρυφά τις αποστάσεις. Για αυτό και διάλεγε να κοιτάζει στα κλεφτά και ν’ αγγίζει στα σκοτάδια, όταν δεν τον έβλεπαν. Και τώρα άγνωστος μεταξύ αγνώστων, ήταν ελεύθερος να καμώνεται τον καλό του εαυτό. Μακρυά από τον δικό του τόπο, σε τούτη εδώ την πόλη, μπορούσε ελεύθερα να αποτινάξει επιτέλους τη ρετσινιά του άξεστου βλάχου, που τον στοίχειωνε από την άγουρη εφηβεία του. Κι έτσι, μέρα με τη μέρα, δεν χόρταινε να ζει το όνειρο του, αστός πολύφερνος και μοσχανεθρεμένος, φροντίζοντας να δι-

πλοκλειδώνει τα κλισέ του χωριού του, σαν σκελετούς φυλαγμένους στην ντουλάπα. Και έτσι λίγο λίγο, από τα κρυφά στα φανερά, τάϊζε τη φιλαρέσκεια του, αγνοώντας ότι το πηγάδι της ανασφάλειας είναι άπατο το ρημάδι και, πως όσους έρωτες -πληρωμένους ή μη-κι αν έριχνε μέσα, πάλι έντρομο θα αντηχούσε το κενό στην ψυχή του. Τη στιγμή που πρωτοείδε την Πανδώρα, δεν κατάφερε να συγκρατήσει το αδηφάγο βλέμμα του . Η ματιά η δική της, όμως διαισθητικά διέκρινε την κίνηση του να κρυφτεί, μάλλον από ντροπή για τις παρορμήσεις του, μόλις την αντίκρυσε. Στάθηκε πίσω από έναν μικρόσωμο συνάδελφο, στο ήδη ασφυκτικά γεμάτο κόσμο, ανήλιαγο γραφείο του διευθυντή. Ήταν η ώρα των συστάσεων, για το άρτι αφιχθέν προσωπικό της εταιρίας, σε εκείνο το σκοτεινό κτίριο της λαμπερής πρωτεύουσας. Είπε το όνομα του αλλά μπέρδεψε τα λόγια του-μετά που το σκεφτόταν πολύ φοβόταν ότι είχε ξεστομίσει αρλούμπες, κάτι ψελίσματα για τις ευκαιρίες στη ζωή του που είχαν χαθεί, κάτι που καθόλου δεν ταίριαζε στην περίσταση, αλλά φευ -δεν βρήκε κάτι εντυπωσιακότερο να πει. Η νεοφερμένη ωστόσο, δεν έδειξε να δίνει σημασία στα λεγόμενα του, ούτε στον ίδιο-γενικά έδειχνε να μη δίνει σε τίποτα σημασία περισσότερη από όσο άξιζε . Τυλιγμένη στο δερμάτινο παλτό της έμοιαζε σα να είχε βγει από σελίδα illustration περιοδικού, στρέφοντας, δίχως να προσπαθεί, την προσοχή των υπολοίπων πάνω της. Μιλούσε δυνατά, σίγουρη πολύ για όσα έλεγε, τόσο σίγουρη που δεν σήκωνε δεύτερη κουβέντα. Χαμογελούσε όμως πλατιά και ανεπιτήδευτα και εκείνος, όσο την κοίταζε, τόσο πιο πολύ καταλάβαινε ότι του άρεσε. Και βλέποντας την να στέκεται στην πόρτα, την ένιωσε, άθελα του, να γίνεται σίφουνας και να ορμά σε κάθε χαραμάδα που συναντούσε μπροστά της. Και μπροστά της, τύχαινε να βρίσκεται αυτός. «Αυτή η

88


γυναίκα είναι αλλιώτικη», σκέφτηκε. Όπως και όλες τις άλλες, θα την ξεμονάχιαζε, διακριτικά, αμέσως μόλις έβρισκε ευκαιρία. Στο μεταξύ, η αλήθεια ήταν πως για τις φορές που δεν του δινόταν καμία ευκαιρία και για εκείνες τις ώρες, που τον έζωνε η μοναξιά, υπήρχε πάντα η Αννούλα:ένα κομμάτι μάλαμα, αυτή η κοπέλα, βράχος ακλόνητος στα μετώπισθεν, πάντα χαμογελαστή και πάντα τιμημένη . Η αλήθεια είναι, πως ότι κι αν συνέβαινε, εν αγνοία της φυσικά, με όλες τις άλλες, την Αννούλα την είχε κορώνα στο κεφάλι του-το πάνω. Γιατί στο κάτω κεφάλι οι βασίλισσες εναλλάσσονταν κατά περίπτωση. Εκείνη όμως, ήταν πάντα στη θέση της:να τον νοιάζεται και να τον φροντίζει, να του μαγειρεύει, να του πλένει τα σεντόνια, που εκείνος αβασάνιστα βρώμιζε με άλλες και να του σιδερώνει με ζήλο τα πουκάμισα, που βιαστικά του ξέσκιζαν οι άλλες. Να τον περιμένει νυχθημερόν να επιστρέψει αδιαμαρτύρητα -από τα επαγγελματικά ραντεβού, τα εκπαιδευτικά σεμινάρια, τα ταξίδια αστραπή στην πρωτεύουσα, τις ημέρες της ενδοσκόπησης στο Άγιο Όρος. Δίχως να αναρωτιέται και δίχως να απορεί, πιστή σα σκυλί, με βλέμμα εξώφθαλμο που λαχταρούσε για ένα μονάχα χάδι. Λαχταρούσε και ένα μονόπετρο, η αλήθεια είναι, όπως κάθε κοπέλα, που φυλλομετράει δήθεν αδιάφορα στο περίπτερο τα περιοδικά του γάμου, αλλά δεν είχε αντίρρηση λίγο ακόμα να περιμένει τον πρίγκηπα της να ξεζέψει το ασημί του άλογο. Εκείνος, πάλι, όλο και κάποια πρόφαση έβρισκε όχι μονάχα να μην ξεπεζεύει αλλά να το τουρμπίζει ακόμη περισσότερο. Και ας μην ήξερε τι ακριβώς έψαχνε ή περίμενε να βρει και έχοντας μάλλον πάψει πια και να το περιμένει, αφού επί χρόνια δεν είχε κάτι (ή κάποια) φανεί. Τελευταία βέβαια και εκείνος, κάνοντας την ανάγκη φιλότιμο, χαμήλωσε τον πήχη των απαιτήσεων του και κατέληξε να μην αναζητά αξιοσέβαστα πτυχία και προικώα εντυπωσιακά-Και τι πείραζε, δηλαδή, που η Αννούλα, δεν είχε τίποτα από αυτά ?Κορίτσι για σπίτι ήτανε, θα πρόσφερε και μια βοήθεια στους γέρους του γονείς του, που τόσο την είχαν ανάγκη. Κι έτσι, όλων των όνειρο θα μπορούσε να εκπληρωθεί και το δικό του, είχε σκεφτεί, θα παρέμενε ανέπαφο και ασφαλές να το συναντάει στα κλεφτά και ενίοτε στα πληρωμένα.

Ζυγίζοντας, λοιπόν, τα πράγματα καλά, άφησε πίσω του, για τελευταία φορά την πρόθυμη Αννούλα, αφού πρώτα της όρισε ημερομηνία γάμου, έχοντας με χαρμολύπη δεχτεί μια δουλίτσα, χιλιόμετρα μακρυά. Και τώρα, κάθε φορά που η Πανδώρα πλησίαζε κοντά του, αισθανόταν να του κόβεται η ανάσα. Αυτή η γυναίκα ήταν αέρας που φυσούσε μανιασμένος. Είχε όλα όσα είχε πάψει από καιρό να περιμένει, πως θα συναντούσε στο διάβα του. Και σα να μην έφθαναν αυτά, ήταν και διαβολεμένα sexy. Τα χείλη της στάζανε έρωτα-έρωτα όπως στις πιο τρελές, ανομολόγητες φαντασιώσεις του. Έρωτα πολυπρόσωπο, άλλοτε τρυφερό και άλλο πρόστυχο, ξεγυμνωμένο από αναστολές, από πρέπει και από μη. Έρωτα που αποκοιμιόταν τη χαραυγή μπροστά στο αναμένο τζάκι για να ξυπνήσει, σαν σε όνειρο, πάνω από μια κούπα αχνιστό καφέ, που κυλούσε προκλητικά ανάμεσα στα πόδια της. Και αν καμιά φορά αισθανόταν έναν αδιόρατο φόβο, ότι αυτό το όνειρο δεν του ανήκε, πεισματικά αρνιόταν να την αφήσει από τα δυο του χέρια. Και μη διστάζοντας να βουτάει τα δάκτυλα του στο μέλι, ολημερίς το άπλωνε στο σπαρταριστό κορμί και το γευόταν αχόρταγα κάθε στιγμή. Μαζί της μπορούσε να φτάσει ως την άκρη του κόσμου . Είχε, βέβαια, και εκείνη τον τρόπο της: Του έκλεινε ραντεβού για καφέ στον Πειραιά και όταν έφθανε την έβρισκε στη σκάλα του πλοίου να του κουνάει χαμογελώντας συνωμοτικά 2 εισιτήρια στον αέρα. Άλλη πάλι φορά, την καληνύχτιζε με φιλιά στο κρεβάτι της στην Ελλάδα και το άλλο πρωί, τόσο αναπάντεχα, την έβρισκε να κάθεται δίπλα του για breakfast στο βροχερό Λονδίνο. Αρκούσε ένα της βλέμμα για να διαπεράσει τις κλειδωμένες πόρτες του μυαλού του, να συναντήσει τις πιο μύχιες επιθυμίες του και να τις πραγματοποιήσει. Μάλιστα πολλές από τις επιθυμίες του, είχε προλάβει η ίδια να τις ικανοποιήσει, για την πάρτη της, από πριν και το μόνο που τώρα έκανε ήταν να τις μοιράζεται μαζί του. Τόσο αυτονόητα, τόσο γενναιόδωρα.

89


Για εκείνην δεν υπήρχε τίποτα ικανό να αντισταθεί στα θέλω της. Και εκείνος μαζί της ένιωθε να κρατά όλον τον κόσμο στα χέρια του. Και ολοένα τον έσφιγγε να μην του ξεγλιστρήσει, πιο σφιχτά από όσο κράταγε την ίδια ολημερίς στην αγκαλιά του. Αυτή η γυναίκα ήταν λαχείο. Και του είχε κληρώσει από το πουθενά. Ήταν άλλωστε φανερό ότι και εκείνη δεν είχε μάτια για κανέναν άλλο, μολονότι τα αυτιά της ήταν πάντα ανοιχτά. Οι κεραίες της δούλευαν στο φουλ, τόσο που μερικές φορές, σταματούσε να τη θαυμάζει και άρχιζε να τη φοβάται. Όταν θύμωνε, τα μάτια της πετούσαν σπίθες. Και έλεγε πράγματα για εκείνον, που κανείς, εκτός από τον ίδιο δεν μπορούσε να ξέρει. Για μερικά μάλιστα, αμφέβαλλε αν τα γνώριζε και εντελώς.

σε στοιχεία αδιαπραγμάτευτα. Είχε εξομολογηθεί σε ένα -δυο παλιούς του φίλους το δίλημμα του- και βέβαια το συζητούσε συχνά και με τον Άρη, έναν αμφιλεγόμενο τύπο με μια χαρακτηριστική απαξίωση στο βλέμμα, ο οποίος γνώριζε την ιστορία από πρώτο χέρι :Επρόκειτο για έναν ελεεινό κατ’ επάγγελμα παραμυθά, που ο Αρτέμης πρωτοσυνάντησε γυροφέρνοντας στα μπαρ του Κέντρου και που στην αρχή τη γούσταρε και εκείνος την Πανδώρα, αλλά γρήγορα παραδέχτηκε την ήττα του και αποσύρθηκε αμαχητί.

Τότε, θυμόταν άθελα του, την Αννούλα, που ήταν καλόβολη, που πίστευε ότι κι αν της σέρβιρε και δεν ρώταγε ποτέ. Τούτη εδώ, έκρυβε μέσα της τη θαλασσα κι ούτε που ήξερες τι θα μπορούσε να ξεβράσει η τρικυμία από το στόμα της. Όταν ήταν ήρεμη, του απευθυνόταν με ατάκες του Ελύτη, μα σαν δεν της γινόταν το χατήρι ο Μπουκόφσκι μπροστά της ωχριούσε. Ήταν προφανώς ικανή για το καλύτερο και το χειρότερο. Κάποιοι μάλιστα, παλιοί της γνώριμοι στη δουλειά, τη χαρακτήριζαν αδίστακτη. Τους είχε φυσικά χεσμένους. Μονάχα μία σκέψη, δική του, τον βασάνισε και τον έκανε να τρέμει σαν το ψάρι : μήπως σύντομα κατέφθανε η μέρα που η Πανδώρα ανακάλυπτε το διπλό παιχνίδι του και τον εγκατέλειπε μόνο, σαν στυμμένη λεμονόκουπα.

Έτσι μείνανε φίλοι και μετά από μερικές ζαλισμένες βραδυές ορκίστηκαν και κουμπαριά-με την Πανδώρα, όχι με τον Αρτέμη. Ο παραμυθάς συνήθιζε να ορκίζεται διάφορα, κατά καιρούς. Με τον Αρτέμη είχαν σφίξει τα χέρια σε μια ιδιότυπη Ομερτά, αφήνοντας-είχαν πει- την Πανδώρα έξω από τις ανομολόγητες σκέψεις τους. Στο μεταξύ, ανάμεσα τους εκείνη απολάμβανε εξίσου το κουβεντολόϊ με τον Αρη, όσο και τον έρωτα της με τον φίλο του. Συχνά δε ο καημένος ο Αρτέμης δεν είχε ιδέα τι συζητούσαν επί ώρες οι δυο τους, ευλαβικά σκυμμένοι πάνω από ακαθόριστο αριθμό απολαύσεων του λάρυγγα. Σπάνια κατόρθωνε να ακολουθήσει το μίτο των φιλοσοφικών τους αναζητήσεων, κυρίως περί των ανθρωπίνων σχέσεων, αλλά δεν τον πολυενδιέφερε κιόλας. Η δική του φιλοσοφία ζωής δεν εμπεριείχε δόσεις φιλοσοφίας-η φιληδονία του κάλυπτε πλήρως το υπαρξιακό του κενό. Έτσι τους άφηνε να συζητάνε ανενόχλητοι μέχρι τα ξημερώματα. Ως φίλοι πάντα έβρισκαν κάτι ενδιαφέρον να πουν.

Φώλιαζε μέσα του διπλός, σαν το άνανδρο παιχνίδι του, ο φόβος και του έκοβε, νόμιζε, τα πόδια. Εξαιτίας εκείνου του φόβου, έλεγε, ξανά και ξανά στον εαυτό του, δεν έβρισκε το θάρρος να κάνει ένα βήμα μπροστά και να σταθεί όρθιος δίπλα της, όπως της άξιζε: κατά αποκλειστικότητα. Δεν του είχε αναφέρει ποτέ τίποτα, αλλά από τα συμφραζόμενα καταλάβαινε ότι η Πανδώρα την ειλικρίνεια και την αποκλειστικότητα στη σχέση τα θεωρού-

Παραδόξως όμως, ο Άρης, σε αντίθεση με τους άλλους δύο φίλους, που έβλεπαν μάλλον θετικά την ιστορία με την Πανδώρα, υπολογίζοντας μεταξύ άλλων και το boost που θα έδινε η καπάτσα γυναίκα στη ζωή του Αρτέμη, δεν τον ενθάρρυνε ποτέ να ανατρέψει τη μέχρι τώρα ζωή του, για χάρη της νέας του κάβλας. Δεν μασούσε τα λόγια του ο παραμυθάς. “Κάβλα” την ανέβαζε, “Κάβλα “ την κατέβαζε την Πανδώρα, επισημαίνοντας καλού κακού ότι δεν ήταν ο τύπος του “Και ρε μαλάκα, δεν παρέλειπε να τον προειδοποιεί, ποιος είσαι εσύ να κρατήσεις τέτοια γυναίκα?Αυτή μαζί σου, σπάει την ανία της. Αργά ή γρήγορα θα σε παρατήσει. ” Μα ο Αρτέμης στο μήνα πάνω, την είχε ήδη ερωτευθεί και στο δίμηνο ήξερε πως

90


ήθελε να την παντρευτεί κιόλας. Θα χώριζε με την Αννούλα-έτσι κι αλλιώς δεν ήταν πια ερωτευμένος μαζί της. Ήταν καλή κοπέλα και τον περιποιούνταν, αλλά η καρδιά του ανήκε πλέον αλλού. Και το μυαλό του επίσης:ακόμη και η λογική ήταν με το μέρος του. Η Πανδώρα τα είχε όλα-ακόμη κι εκείνα που δεν θα κατάφερνε ποτέ να αποκτήσει μόνος του ό ίδιος. Κακά τα ψέμματα, το οικονομικό εξακολουθούσε να είναι ένα σπουδαίο ζήτημα στις μέρες μας. Μαζί της, δεν θα χρειαζόταν να ανησυχήσει ποτέ ξανά για τίποτα. Βασανιζόταν μονάχα, που στην Αννούλα, δεν ήξερε πως να το φέρει. . Και πως να πάρει πίσω αναίμακτα, 2 μήνες μετά, μια πρόταση γάμου και όλα τα συμπράγκαλα που είχε κουβαλήσει στο σπιτικό της. Είχε δοκιμάσει να της το φέρει αγάλι αγάλι, στήνοντας έναν σικέ καυγά, αλλά στο διά ταύτα δεν κατάφερνε να φτάσει. Τον έζωναν και οι ενοχές, τον προβλημάτιζε και τι θα πει ο κόσμος, όταν μαθευόταν πως παράτησε την Αννούλα για μια άλλη γυναίκα-όλα τα άλλα καμώματα μπορούσε να τα κρατάει στη σκιά, τούτο όμως θα έπεφτε στην πλατεία σαν κεραυνός εν αιθρία… Τελικά, ένα πρωί πήρε βαθιά ανάσα και σχημάτισε τον αριθμό της. Της μιλούσε με ανάσες κοφτές, σαν από πριν προγραμματισμένος. Δεν μπορούσε, είπε, να ζήσει όλη του τη ζωή στο χωριό. Ούτε ήταν έτοιμος, της εξομολογήθηκε για γάμο-για την ακρίβεια εννοούσε δεν ήταν έτοιμος για γάμο μαζί της, αλλά αυτό δεν χρειαζόταν να ειπωθεί προς το παρόν. Ας το μάθαινε αργότερα, από αλλού. Η Αννούλα, όπως συνήθιζε, άκουγε βουβή και δεν έκαμε καμία ερώτηση. Ζήτησε μονάχα από τον επίδοξο γαμπρό, αν ήταν άντρας, που δεν ήταν, να εμφανιστεί αυτοπροσώπως στο σπίτι της και να δώσει τις εξηγήσεις του ως όφειλε, στον αδελφό της. Στο χωριό της, εν έτη 2012 η τιμή, τιμή δεν έχει. Στη ζωή του Αρτέμη, πάραυτα, όλα έχουν μια τιμή και όλα κάποια στιγμή πληρώνονται-εκείνος δε πάντα προτιμούσε να μπορεί να πληρώνει τοις μετρητοίς. Κίνησε, με αγωνία και κρυφή χαρά, στο λιμάνι, για να τη συναντήσει. Την είδε από μακρυά, να κοντοστέκεται στην προβλήτα, με τα ακουστικά στα αυτιά, αγναντεύοντας το πέλαγος. Την πλησίασε σιγανά για να την πάρει αγκαλιά. Πάντα του ζήταγε να την παίρνει αγκαλιά. Και τότε την άκουσε, που μιλούσε

στο τηλέφωνο-με εκείνη την καθάρια φωνή, την τόσο σίγουρη, που έπειθε ακόμα και διαβόλους: «Γλυκιά μου Άννα, την άκουσε να λέει, αφού τον θέλεις τον άνανδρο, χάρισμα σου. Έτσι κι αλλιώς, για μένα δεν έκανε ποτέ… Άλλωστε, εγώ στο γάμο του Καραγκιόζη, ούτε για να διασκεδάσω την ανία μου, δεν θα πήγαινα…” Μέσα στη σκοτοδίνη του, σα να του φάνηκε πως άκουγε από κάπου απόμερα τον παραμυθά, χαιρέκακα να τoν σφυροκοπά: «Στα λεγα, μαλάκα, αυτή η γυναίκα, δεν κάνει για σένα, γιατί δεν είναι σαν τις άλλες. Tούτη εδώ κουβαλάει τη χίμαιρα στο αίμα.»

Η Ιωάννα Λιζάρδου ξεκίνησε να υπάρχει ως θλιβερό κληροδότημα ενός γάμου που άφησε την τελευταία του πνοή, ξημερώματα,σε ένα τροχαίο. Συνέχισε, σκυλί δαρμένο, πίσω από τα πατζούρια ενός βωβού σπιτιού, σε ένα έρημο νησί που μισεί ακόμα. Και όλα που έγινε, για όσους την αγάπησαν, αν την αγάπησε ποτέ κανείς εκτός από τα παραμύθια, ένα εισιτήριο στο κομοδίνο. Για όποιους τη συναντούν κατά τύχη στο διάβα τους, παραμένει ακόμα, ένα χαλασμένο κοντέρ, κολλημένο στα 200.

91


PHOTO PLAYLIST κάθε εικόνα κι ένα videoclip

πηγή εικόνων: www.500px.com

92


93


Της Παναγιάς ονόματα Σε όλες τις κοινότητες των Ελλήνων, στην εορτή της Παναγίας γίνονται μεγάλα πανηγύρια και μαζεύονται σ’ αυτά όλοι, από όπου κι αν ζουν, από κάθε μέρος του πλανήτη. Η πίστη, η αγάπη, η γόνιμη σκέψη και η εφευρετικότητα όχι μόνο των καλλιτεχνών και των λογίων, αλλά και του απλού πιστού λαού προς την Παναγία φαίνεται και από τις επωνυμίες που της έχουν δώσει. Εκατοντάδες είναι τα ονόματα, ή «Θεοτοκωνύμια» όπως λέγονται, που έχει δώσει ο λαός στην Παναγία. Άλλα βγαλμένα από ύμνους, άλλα από τον τόπο που βρίσκεται κάποιος Ναός ή Μοναστήρι κι άλλα εξαιτίας του τρόπου που έχει αγιογραφηθεί. «Η ονοματοδοσία» γίνεται συνήθως ανάλογα με τον τόπο ή τον τρόπο που έχει γίνει η εικονογράφηση», λέει ο διδάκτωρ Θεολογίας Α. Καριώτογλου. Μητέρα, προστάτιδα, τιμώμενη, ιερό πρόσωπο. Η Παναγία κατέχει πρωταρχική θέση στην τιμή και στον σεβασμό των χριστιανών σε κάθε γωνιά της Ελλάδας. Της έχουν αφιερώσει μεγαλοπρεπείς εκκλησίες και ταπεινά ξωκλήσια. Την αποκαλούν Θεοτόκο, αλλά της έχουν δώσει και πολυάριθμα προσωνύμια, όπως διαβάσαμε στο dogma.gr Σε κάθε γωνιά της Ελλάδας, είτε νησιωτική είτε ηπειρωτική, απαντώνται εφευρετικά και παράξενα ονόματα της Παναγίας. Ο κ. Καριώτογλου επισημαίνει συγκεκριμένα: «Εκτός από την Παναγία τη Γλυκοφιλούσα, που ο Χριστός αγγίζει το μάγουλο της μητέρας του, σε όλες τις άλλες παραστάσεις υπάρχει μια σχετική απόσταση, η οποία συμβολίζει την ισορροπημένη σχέση που πρέπει να έχει η μητέρα με το παιδί». Μπορεί, βέβαια, η Θεομήτωρ να έχει εκατοντάδες χαρακτηρισμούς, όμως σε κάθε ναό, μέσα στο ιερό, υπάρχει πάντα η

Παναγία η Πλατυτέρα των Ουρανών, όπου «απεικονίζεται με τα χέρια ανοιχτά και στη μέση της βρίσκεται η μορφή του Χριστού», σημειώνει ο κ. Καριώτογλου. Από τις πιο γνωστές Παναγίες, που πήραν το όνομά τους ανάλογα με τη γεωγραφική θέση ή την τοποθεσία που βρίσκονται οι αντίστοιχες εκκλησίες, είναι οι εξής: η Παναγία η Κανάλα στην Κύθνο, η Παναγία Σουμελά, η Παναγία η Λιμνιά στη Λίμνη Ευβοίας, η Παναγία Κύκκου στην Κύπρο, η Παναγία η Ιεροσολυμίτισσα, η Παναγία η Αγιασώτισσα στην Αγιάσο και η Παναγία η Φοδελιώτισσα στο Φόδελε του Ηρακλείου Κρήτης. Υπάρχουν, όμως, και άλλοι χαρακτηρισμοί που προσδιορίζουν το σημείο όπου βρίσκεται χτισμένος ο ναός, όπως: Παναγία Σπηλιανή, που βρίσκεται στο Πυθαγόρειο Σάμου αλλά και στη Νίσυρο, Παναγία Γκρεμιώτισσα που βρίσκεται στην Ιο, Παναγία Σαραντασκαλιώτισσα στον Μαραθόκαμπο Σάμου, Παναγία Θαλασσινή στην Ανδρο, που είναι χτισμένη σε βράχο μέσα στη θάλασσα, Παναγία η Κρεμαστή στην Ηλεία όπου η Μονή κρέμεται από έναν βράχο. Τα προσωνύμια της Παναγίας, όμως, της αποδίδονται και ανάλογα με τον τρόπο που είναι ζωγραφισμένη η εικόνα της. Οπως υπενθυμίζει ο κ. Καριώτογλου, η Παναγία αποκαλείται και Γλυκοφιλούσα, Ελεούσα, Βρεφοκρατούσα, Μεγαλομάτα, Θρηνούσα, Δεξιά ακόμα και Τριχερούσα. Η εικόνα της Παναγίας της Τριχερούσας βρίσκεται στη Μονή Χιλανδαρίου στο Αγιον Ορος. Η απεικόνιση της Παναγίας με τρία χέρια αποδίδεται στην εξής ιστορία: «Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός κρατώντας το κομμένο δεξί του χέρι, το οποίο του κόπηκε από τους εικονο

94


95


μάχους, παρακάλεσε την Παναγία να μη μείνει ανάπηρος. Χάρη σε θαύμα της Παναγίας συγκολλήθηκε το άκρο και εκείνος της αφιέρωσε ασημένιο ανάθημα σε σχήμα χεριού. Η θέση του στη συγκεκριμένη εικόνα το κάνει να φαίνεται σαν ένα τρίτο χέρι της Παναγίας». Μια πολύ γνωστή Παναγία είναι η Φιδούσα (ή κατ’ άλλους Φιδιώτισσα) στην Κεφαλονιά. Κάθε χρόνο, κοντά στον Δεκαπενταύγουστο, στο χωριό Μαρκόπουλο της Κεφαλονιάς εμφανίζονται και κυκλοφορούν στις εικόνες των ναών του χωριού μικρά και ακίνδυνα φίδια. Επίσης, στη Σάμο υπάρχει το μοναστήρι της Παναγίας της Βροντιανής, που ονομάστηκε έτσι γιατί στο υψόμετρο που βρίσκεται φυσάει δυνατός άνεμος ο οποίος βροντάει. Ακόμη, στη Ζάκυνθο, στη Μονή Στροφάδων, βρίσκεται η εικόνα της Παναγίας της Θαλασσομαχούσας. Σύμφωνα με την παράδοση, η εικόνα, που κάποτε εκλάπη, πάλεψε με τα κύματα και έφτασε στο Μοναστήρι χωρίς να καταστραφεί στη θάλασσα. Σε άλλες περιπτώσεις η Παναγία ονομάζεται ανάλογα με την ημερομηνία που γιορτάζει. Ετσι, στη Σαντορίνη απαντάται η Παναγία η Τριτιανή που γιορτάζει την τρίτη ημέρα του Πάσχα και στη Σίφνο η Παναγία η Δεκαπεντούσα, που γιορτάζει το Δεκαπενταύγουστο. «Η ύπαρξη αυτής της πλούσιας ονοματολογίας δεν σημαίνει απλώς μια συναισθηματική σχέση του λαού με την Παναγία, αλλά κυρίως το γεγονός ότι μέσα από αυτόν τον πλούτο των ονομάτων επισημαινόταν η σημασία του προσώπου για τη Σωτηρία του κόσμου: η Μαρία έγινε το σκεύος εκλογής για να γίνει ο Θεός άνθρωπος και να διασωθεί το ανθρώπινο γένος και ο κόσμος από τη φθορά του θανάτου. Άλλωστε, και η γιορτή της Κοίμησης αυτό ακριβώς συμβολίζει, την καταπάτηση του Θανάτου. Γι αυτό και τιμάται ως το Πάσχα του καλοκαιριού», καταλήγει ο κ. Καριώτογλου. Καταθέτω με αλφαβητική σειρά, μερικά από τα αγαπημένα μου ονόματα που έχει δώσει ο λαός στην Παναγία: Αγία Υπακοή, Αληθινή, Αμπελακιώτισσα, Ανέμη, Αρβανίτισσα, Βοήθεια, Αρχαγγελιώτισσα, Βουρνιώτισσα, Γιάτρισσα, Γκρεμιώτισσα, Γοργόνα, Γουρλομάτα, Δακρυρροούσα, Δροσιανή, Εκατονταπυλιανή, Επίσκεψη, Θαλασσινή, Θαλασσίτρα, Κακιά Μέλισσα, Κουνίστρα, Κυρά των Αγγέλων, Κυρά-Ψηλή, Λαοδηγήτρια, Ορφανή, Χοζοβιώτισσα.

96


97


Μυστικός Δείπνος του Βαγγέλη Ευαγγελίου

Κάθομαι στο γνωστό τραπέζι που αγαπάω. Εκείνο που είναι στρογγυλό σα χάπι. Το παυσίπονο μου. - Τι θα πάρετε; Μου είπες. Και ήδη έπαιρνα το βλέμμα σου. - Έχετε παντζάρια; Ρώτησα. Για να μην καταλάβεις πως ήδη αιμορραγώ, αφού θα φτύσω όλες τις ανήλικες νεράιδες του πλανήτη. Με έχει τραυματίσει ο εγωισμός μου, μου είπες κάποτε. Άδειο το μαγαζί και γεμάτο το «ζει». Κάθισες στην καρέκλα να μου κάνεις παρέα. Ήμουν μόνος, είμαι μόνος και θα.. - όχι μην το γράψεις, σκέφτεσαι - εντάξει, απόψε θα τραυματίσω ΕΓΩ τον εγωισμό μου. Σου ζήτησα το λογαριασμό. Και μου είπες. - Πληρώσατε ήδη. Ξέρω γιατί μου μιλούσες στον πληθυντικό. Γιατί ήσουν η μόνη που έβλεπες να κάθονται, στις διπλανές δυο καρέκλες, η καρδιά μου και η μαλακία που με δέρνει καθημερινά και κρυφά. Σηκώθηκα να φύγω και ήρθα σπίτι. Μα ήμουν ακόμα σ’ εκείνο το στρογγυλό τραπέζι. Εκεί που η τετράγωνή μου λογική για πρώτη φορά αναστέναξε. Εκεί που τα μαλλιά μου μάκρυναν 7 μέτρα ακόμα. Εκεί που κοίταξα το Θεό και του παρήγγειλα νερό. Νερό της βροχής. Μια βροχή ενήλικη. Κόκκινη απ΄ τα παντζάρια. Πιτσιρικάς θυμάμαι, πως είχαμε ένα στρογγυλό τραπέζι. Τότε που οι γονείς μου ήταν φτωχοί κι εγώ πλούσιος. Τώρα ξαναβρήκα το ίδιο τραπέζι. Και ξέρω καλά. Εσύ πλούσια κι εγώ φτωχός. Φτωχός μα Χριστός. Κι εσύ πλούσια που με γέννησες.

Από το βιβλίο «Τα Λιγαπάτητα»

98


99


ΑΧ ΡΕ ΜΑΝΑ

ΠΟΣΟ ΑΤΥΧΗ ΕΙΣΑΙ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕΣ ΤΟ 1958 ΓΙ’ΑΥΤΟ Η ΠΑΝΑΓΙΑ

ΕΧΕΙ ΤΗ ΘΕΣΗ ΣΟΥ

ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ “ΤΑ ΛΙΓΑΠΑΤΗΤΑ”

ISSN: 2241-648X 100


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.