2 minute read
Δεκαετία 1980
Καλλιτεχνική πορεία
Δεκαετία 1980
Advertisement
Ο Μπέικον είχε πειραματιστεί για λίγο με τη ζωγραφική τοπίου στα τέλη της δεκαετίας του 50’, λόγω της επιρροής από τον Van Gogh, αλλά από τα τέλη της δεκαετίας του 70’ και καθ’ολη τη διάρκεια της μετέπειτα ζωής του επανεξετάζει το θέμα με καινούριο τρόπο.Οι ασυνήθιστοι τόποι, χωρίς την παρουσία ανθρώπινης ή ζωικής μορφής δίνουν μια ατμόσφαιρα απόκοσμη. Για το τοπίο που δημιούργησε το 1978 (εικ.46) λέει χαρακτηριστικά: «Ήθελα να είναι τοπίο, αλλά να μη μοιάζει με τοπίο. Έτσι σιγά σιγά άρχισα να το πετσοκόβω μέχρι που στο τέλος έμεινα μια μικρή έκταση γρασιδιού που την έκλεισα με΄σα στο κουτί. Αυτό προέκυψε πραγματικά από την απεγνωσμένη προσπάθειά να εξαφανίσω την όψη αυτού του πράγματος που λέγεται τοπίο»1 . Αντίστοιχα το Τοπίο που δημιούργησε το 1982 (εικ. 48), ένα απομονωμένο κομμάτι γης χωρίς κλίμακα είναι σκόπιμα αινιγματικό, Τα έντονα κόκκινα βέλη δίνουν
49. John Edwards,1983, αρχείο Francis Bacon
ενέργεια, ροή και κατεύθυνση στα δύο αυτά έργα. Μάλιστα το έργο σχετίζεται με το ποίημα του TS Eliot “Wasteland” 2 , από τα έργα του οποίου εμπνεύστηκε πολλές φορές. Στον «Αμμόλοφο» (εικ. 47) η δυναμικότητα και κίνηση είναι αξεπέραστη. Εδώ η θυελλώδης άμμος μοιάζει να κατακλύζει δυναμικά τον βιομηχανικό εξοπλισμό.Βλέπουμε πως ο Μπέικον έχει την ανάγκη ακόμα να πειραματιστεί, να δοκιμάσει πτυχές που είχε αποφύγει,να επανεξετάσει την καλλιτεχνική του δημιουργία, να γίνει ένας μεγάλος καλλιτέχνης. Παράλληλα από τα μέσα της δεκαετίας του 70 συνάπτει σχέσεις με τον νεαρό John Edwards (εικ. 49), μια πατρική σχεδόν σχέση που δημιούργησε αισθήματα σταθερότητας στον Μπέικον.
48. Francis Bacon, A Piece of Wasteland, 1982 24
44. Francis Bacon, Study for Self-Portrait, 1973
50. Francis Bacon, Three Studies for a Portrait of John Edwards, 1984
Αυτή η σταθερότητα και ηρεμία αρχίζει και χαρακτηρίζει έντονα τα έργα του. Στο τρίπτυχο που απεικονίζεται ο John Edwards (εικ. 50), υπάρχει μια «ειρηνική» ατμόσφαιρα, το πρόσωπο φαίνεται ότι έχει αποδωθεί με τρυφερότητα και οι μορφές περικλύονται από τα γνωστά «κλουβιά» του Μπέικον. Στο τρίπτυχο με τις αυτοπροσωπογραφίες του (εικ. 51), η απλοτητα της απόδοσης του γέρατος είναι πρωτοφανής. Ο Μπέικον φαίνεται σαν μια κομψή, ασκητική φιγούρα, τοποθετημένη και στα τρία πανέλα στο κέντρο. Ο Μπέικον σε αυτά τα έργα φαίνεται, ήρεμος, σίγουρος για τον εαυτό του και τη ζωγραφική του. Η λιτότητα στην αφήγηση, τα μονοχρωματικά, γαλήνια φόντα, η λειτουργία των πλαισίων-«κλουβιών» αποκλειστικά για την απόδοση ενός ασαφούς χώρου, είναι χαρακτηριστικά αυτής της περιόδου. Ακόμα και στην παραλλαγή της «Σταύρωσης» που δημιούργησε το 1988(εικ. 52) επανεξετάζεται η βιαιότητα του χρώματος και των μορφών σε σχέση με αυτή του 1944. Εδώ ένα πιο αιθέριο κόκκινο έχει αντικαταστήσει το σκληρό πορτοκαλί του φόντου. Οι τερατώδεις μορφές μοιάζουν πιο εκπλετυσμένες, σχεδόν μεταξένιες. Το έργο αυτό δίχασε τη κοινή γνώμη, καθώς υποστηρίχθηκε ότι το έργο είχε χάσει τη δυναμικότητα, την ενέργεια, την ωμότητα και την αίσθηση του σόκ σε σχέση με την πρωτότυπο.