2/
Γ.Τ.
Φαντάσματα
Ήταν μια μέρα του Νοέμβρη. Τα φώτα έριχναν το ξεθωριασμένο τους φως πάνω στα τσιμεντένια απολιθώματα μιας αρχιτεκτονικής που είχε σβήσει από καιρό. Το βιολετί χρώμα του μήνα κάθε άλλο παρά χαρούμενο ήταν. Ένιωθα λες και μου είχε χωθεί στην καρδιά αγκάθι από τριαντάφυλλο, λεπτός κι απροσδιόριστος πόνος, που εξαιτίας του αργοπέθαινα. Όταν κατάφερα να σηκώσω το βλέμμα από το οδόστρωμα, το γεμάτο με ξεχασμένα χνάρια περαστικών, την είδα τυχαία σαν μέσα σε τούνελ. Τα φωτεινά της μάτια με στόχεψαν για μια στιγμή σαν τρένο που έρχεται καταπάνω μου. Την πλησίασα και ψέλλισα ίσα ίσα που με άκουγε: «Απίστευτο, πάνω που σε σκεφτόμουν.. Αυτό κι αν είναι σύμπτωση». Να πω πως χαμογέλασε; Όχι, δεν το έκανε. Τα μάτια της δεν είχαν κόρες κι ο ιός της δίψας, της ατέλειωτης δίψας είχε στεγνώσει και το τελευταίο κύτταρο από τα κάποτε όμορφα χείλη της. Σαν να μιλούσε σε κάποιον τρίτο, αόρατο, μου είπε: «Δεν υπάρχουν συμπτώσεις, μόνο συμπτώματα της εξαθλίωσης. Είμαστε καταδικασμένοι». Δεν μιλούσε έτσι η Η., γιατί άλλαξε τόσο πολύ; Την πλησίασα λίγο παραπάνω ήθελα να τη δω στο φως, ίσως να την αγκαλιάσω, δεν ξέρω ούτε εγώ τι ήθελα… αλλά με έκοψε. «Με μερικά ευρώ αν θες, ξαναζούμε λίγο από τα παλιά». Δεν είχα ούτε ένα ευρώ πάνω μου, δεν είχα τίποτα απολύτως, ήθελα πολύ να ξαναζήσω τα παλιά αλλά όχι με αυτόν τον τρόπο και μάλλον αυτό με έκανε κομμάτια. Το τώρα με διέλυε σιωπηλά. Ή το ότι δεν είχα ούτε δεκάρα τσακιστή; ή το ότι είχε αλλάξει τόσο; ή που κι εγώ ήμουν εκεί; Το μόνο που με παρηγορούσε είναι ότι τουλάχιστον θα πέφταμε μαζί-ναι αυτό είναι σύμπτωση, ξεπαγιασμένοι από το κρύο κάπου στη μέση μιας αφιλόξενης χώρας, δίπλα δίπλα, δύο φαντάσματα ανάμεσα σε εκατομμύρια άλλα. Για κάποιους άλλους θα ήμασταν απλά τραγικά θύματα ενός βαρύ χειμώνα θλίψης κι αυτοκαταστροφής, τότε που θάβονται οι έρωτες κάτω από χιλιάδες μικρές, μαύρες νιφάδες χιονιού.
3/ Αλ
ΕΙΝΑΙ ΣΥΜΠΤΩΣΗ;
Είναι σύμπτωση; που το λιβάδι είναι καταπράσινο, τα πρόβατα ισχνά και μαντρωμένα, τα φυλάνε οι λύκοι, και ο μισθωτός βοσκός, όταν δεν αυνανίζεται, κτηνοβατεί... Είναι σύμπτωση; που σ’ αυτήν την πατρίδα, στην πανίδα μας έχουν κατατάξει, ελεύθερους μας έχουν, αρκεί, λέει, να μας έχουν δέσει το ένα από τα τέσσερα πόδια... Είναι σύμπτωση; που ο εκπαιδευτικός είναι μες στην κατάθλιψη, αφού γνωρίζει πως ανοίγοντας τους ορίζοντες των μαθητών του, τους δείχνει απλά τρισδιάστατα την κατάντια... Είναι σύμπτωση; που το κύμα και χωρίς τον βράχο παφλάζει μα άμμο δεν γεννά! που η διαδικασία της σύλληψης, της κυοφορίας και του τοκετού είναι ίδια σε όλο τον κόσμο! Είναι σύμπτωση; που σ’ αυτόν τον τόπο, όλοι είναι γκαστρωμένοι, ακαδημαϊκοί, καλλιτέχνες, δημοσιογράφοι, ιερείς πολιτικοί κι άλλοι, μα το ιατρικό ανακοινωθέν σαφέστατο κι απόλυτο, «ψευδογκάστρι»... Είναι σύμπτωση; που σ’ αυτήν την χώρα όλο αστράφτει μα ποτέ δε βρέχει, που το χώμα το σπόρο μισεί, και το μπουμπούκι έντρομο ανοίγει τα ροδοπέταλα του, μην και το γαζώσει με χαράτσια καμιά εφορία, μόλις ανοίξει... Είναι σύμπτωση; που απεχθάνομαι τις συμπτώσεις και έχω μπουχτίσει από δαύτες… το στομάχι συσπάται και σφίγγεται έντονα, σκυμμένος πάνω από μια λεκάνη τουαλέτας, με ορθάνοιχτο το στόμα το σάλιο μου τρέχει βρύση θέλω να κάνω εμετό, και κάνω.... από την πολλή σύμπτωση.
4/
Γιάννης Σοβαρός
ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ Οι όροι άλλαξαν. Το παιχνίδι παίζεται με άλλους κανόνες. Με στριμώξατε, με στρίμωξες ακόμα κι εσύ που τόσο με καταλάβαινες. Και δε είναι καιρός που ήμουν ο ευεργέτης σας και όλοι εσείς οι ευεργετηθέντες. Ξεχάσατε το ταλαντούχο και εργατικό σας τεκνό… Για τόσα χρόνια… Δεν κατέβαινα στη πόλη… έρημος και όργωνα άυπνος και εμπύρετος το χωράφι σας τις πρώτες πρωινές ώρες για να μη σας λείψει τίποτα κι όμως στο μεσημεριανό γεύμα σηκωνόμουν νηστικός από το τραπέζι σας απόκληρος της κληρονομιά σας και τα απογεύματα ανέβαινα μόνος και χωρίς πίστη στο δύσβατο και κακοτράχαλο μονοπάτι που βγάζει στον προφήτη Ηλεία κάθε μέρα… κάθε στιγμή… Για να με αγναντέψω από ψηλά να καθησυχάσω τα πάθη μου να ουρλιάξω το θυμό μου σαν λύκος, σαν ένα άψυχο τομάρι και έμενα στο χωριό για μέρες, για μήνες, δε κατέβαινα στην πόλη…. έρημος. Επάγγελμα : Αναπληρωτής Γιατί από σύμπτωση πολλοί πτυχιούχοι, πολλοί ειδικοί πολλοί… γενικά πολλοί.
5
Και από σύμπτωση λίγες οι θέσεις λίγες οι δουλειές λίγες… γενικά λίγες. Και έμεινα αναπληρωτής ωρών, ιδεών, ονείρων. Ναι, οι όροι άλλαξαν. Αλλά το παιχνίδι δε τέλειωσε ακόμα. Θα τα ξαναπούμε. Γιατί γίναμε πολλοί γενικά … πολλοί. Και εσείς λίγοι γενικά… λίγοι. Και όχι από σύμπτωση νομοτελειακά κάπου θα ανταμώσουμε. Οψόμεθα… εις Φιλίππους
6/
Χρήστος Εργοδηγός
ΣΥΝ-ΠΤΩΣΗ
Σε αυτό το πράγμα που εσύ αποκαλείς ΠΑΤΡΙΔΑ, εγώ κατουρώ καθημερινά Και αυτό δεν είναι ΣΥΜΠΤΩΣΗ Είναι που μ’ αρέσει να ποτίζω τα λουλούδια της γης αυτής με τα σωματικά μου υγρά Και αυτό δεν είναι ΣΥΜΠΤΩΣΗ Όταν εσύ χρησιμοποιείς τον όρο ΘΡΗΣΚΕΙΑ, εγώ ξερνάω σκοταδισμό και μισαλλοδοξία Και αυτό δεν είναι ΣΥΜΠΤΩΣΗ Είναι που μ’ αρέσει να σε κάνω να βλέπεις την αλήθεια κατάφατσα, χωρίς ωραιοποίηση Και αυτό δεν είναι ΣΥΜΠΤΩΣΗ Ακόμα περισσότερο όταν μου μιλάς για ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ, εγώ βλέπω κακοποιημένη σύζυγο και παρατημένα ΠΑΙΔΙΑ Και αυτό δεν είναι ΣΥΜΠΤΩΣΗ Είναι που έχεις ακόμα το θράσος να μιλάς για ιδανικά και θεσμούς ρε καργιόλη Και αυτό δεν είναι ΣΥΜΠΤΩΣΗ Όταν εγω μιλώ για ΑΓΑΠΗ, εννοώ 2 σπασμένες ψυχές σε ένα κρεβάτι να χαμουρεύονται Και αυτό είναι ΣΥΜΠΤΩΣΗ Είναι που εσύ θα πηδήξεις την όποια πόρνη χωρίς προφύλαξη για να νιώσεις Και αυτό είναι ΣΥΜΠΤΩΣΗ
8/
Νικόλαος Λιάγκας
ΕΛΞΗ ΚΑΙ ΣΥΜΠΤΩΣΗ Η Σύμπτωση είναι γυναίκα.
Δε θα έρθει ποτέ να σε βρει αν εσύ στέκεις. Μονάχα όταν εσύ δε θα ξέρεις τι ψάχνεις στα μονοπάτια που διαβαίνεις. Εκείνη το πράσινο φως θα ανάψει, ώστε να μπορέσεις να την εντοπίσεις. Λειτουργεί ως καταλύτης, αυθύπαρκτα, ως αξιωματική θεώρηση παρέμβασης του Σύμπαντος στα εγκόσμια. Δε θέλει να σε πείσει πως είναι Ιδέα, Θεός, Κύμα, Ενέργεια. Είναι τόσο ταπεινή που δέχεται το βάπτισμα του ανθρώπου, έχει δεσμεύσει το όνομα «Σύμπτωση» για να την αναγνωρίζουν όσοι τη συναντούν ώστε να χωρά στα μαθηματικά μοντέλα μιας στατιστικής εξήγησης, όσο απίθανη κι αν είναι αυτή. Θέλει να σε βολέψει. Δεν επιθυμεί να σε προσηλυτίσει. Λαχταρά μονάχα να ανακαλύψεις την καταγωγή της, μα ποτέ δε θα στο εκφράσει αυθόρμητα. Ακόμα όμως κι αν έχει όνομα, είναι οξύμωρο πως έτσι εξυπηρετεί την ανωνυμία της Πρόνοιας. Όλος ο πλανήτης είναι ένα δίκτυο. Η φύση, τα ζώα, τα βουνά και οι θάλασσες μπορούν να λειτουργούν ως αγγελιαφόροι κι αποθήκες νοημάτων και πληροφοριών και ο άνθρωπος, ως νοήμων, δύναται να κάνει download από τις βιβλιοθήκες της Γνώσης που φέρουν. Ο homo sapiens έβρισκε όλες τις απαντήσεις στη φύση, μέχρι που την απαρνήθηκε για να φτιάξει το δικό του αστικό μοντέλο επιβίωσης, με έμφαση στην ευκολία, στην ταχύτητα, στη μεγαλομανία. Συνεπώς, έσπασε τους δεσμούς με την Πρόνοια και ξέχασε να επικοινωνεί. Από αυτό το σημείο κι έπειτα, η «χάρις» του Σύμπαντος εκφυλίστηκε για να εξηγηθεί κι έγινε «σύμπτωση». Μέσα σε αυτό το πλαίσιο διαμόρφωσης της νέας πραγματικότητας, γεννήθηκε και το Internet, το οποίο δεν είναι τίποτα άλλο από την Ηχώ της ανάμνησης που διατηρεί ο άνθρωπος από τους δεσμούς που είχε με τον πλανήτη, στα αρχαία χρόνια. Ναι, το internet είναι ο τεχνολογικός κλώνος της φύσης. Έχεις εντός σου ζωτική ενέργεια την οποία μπορείς να κατευθύνεις. Μπορείς να είσαι φάρος, μα μπορείς να στέλνεις και σήματα μορς. Ανάλογα με το πόσο δυνατή πίστη έχεις, τόσο μπορείς να ελκύεις τα γεγονότα που θες. Δεν υπάρχει τύχη, υπάρχει μονάχα έλξη. Όλοι οι άνθρωποι που είναι γύρω σου, σε περιτριγυρίζουν επειδή οι κυματισμοί σου είναι ανάλογοι των επιθυμιών τους ή των προσφορών τους. Σκέψου
9
το παρελθόν σου, σίγουρα μπορείς να ανακαλέσεις γεγονότα και στιγμές που εύκολα θα μπορούσες να κατατάξεις στα μαθηματικά παράδοξα. Δε χρειάζεται να είναι ιδιαίτερα βαρύνουσας σημασίας το γεγονός που εξετάζεις, είναι όμως απαραίτητο να μοντελοποιήσεις τη σκέψη σου και να φτάσεις σε κάποια συμπεράσματα. Πόσες φορές έχεις πει ή έχεις ακούσει τις εξής φράσεις: «Άγιο είχε.» «Η τύχη του είναι ασύλληπτη.» «Πρόκειται για τερατώδη σύμπτωση.» «Σώθηκε από θαύμα». «Δεν το χωράει ο κοινός νους αυτό που έγινε.» Πιστεύεις πως αν ρίξεις είκοσι ζάρια ταυτόχρονα, θα μπορούν όλα μαζί να δείξουν το έξι; Σα να σε βλέπω, το αποκλείεις. Τα μαθηματικά όμως το εξηγούν και λένε: «Οι πιθανότητες να συμβεί κάτι τέτοιο είναι μία προς έξι εις την εικοστή», μια εκδοχή που χάνεται στην απεραντοσύνη. Ακόμα κι αν το υπολογίσεις στο κινητό σου, σε κάποια δύναμη έπειτα από τον δέκατο πολλαπλασιασμό, θα σου φανεί το μήνυμα «αριθμητική υπερχείλιση». Είναι σα να σου λέει το ίδιο το κατασκεύασμά σου, «εεε, ξέφυγες!». Ο γράφων ήθελε πολύ να πάει στην Ουγγαρία, κάποτε. Είχε πρόσκληση από μια αδελφή ψυχή. Στη δουλειά δεν πληρωνόταν. Ζήτησε από την αδελφή ψυχή κάποιους αριθμούς. Μαζί με κάποιους που πρόσθεσε, έφτιαξε μια ομάδα την οποία την πόνταρε στο ΚΙΝΟ. Εξήγησε στην αδελφή ψυχή του πως θα κερδίσει για να ταξιδέψει στη Βουδαπέστη. Εκείνη, γέλασε. Με μια πιθανότητα που αντανακλά στις 1/2.399.400, ο γράφων κέρδισε 425 ευρώ και μπήκε στο αεροπλάνο. Πριν συμβεί αυτό, άκουσε ένα μουσικό κομμάτι το οποίο του γέννησε μια ιστορία. Την κατέγραψε και την απέστειλε σε Εκείνη. Είχε σύμβολα την πρωτόγονη λίθο και την πυξίδα. Εκείνη διάβασε την ιστορία και έπειτα την πήρε τηλέφωνο μια φίλη, η οποία ήθελε τη συνοδεία της για κάποιες αγορές. Σε ένα μαγαζί, η αδελφή ψυχή αντικρίζει ένα μενταγιόν με το όνομα του γράφοντα, μια πρωτόγονη λίθο και μια πυξίδα. Αν και συνηθίζει να αγνοεί τέτοιες «συμπτώσεις», το αγοράζει και το χαρίζει στο γράφοντα, ο οποίος χαμογελά με το συντονισμό που υπάρχει. Επιπροσθέτως, δυο μέρες μετά, εκείνος περπατά με εκείνη στο πλάι του και τη ρωτά για τα νομίσματα της Ουγγαρίας, καθώς είναι συλλέκτης. «Έχω πέντε φιορίνια, δέκα, είκοσι, πενήντα, εκατό, διακόσια. Μου λείπουν άλλα;» Εκείνη λέει πως λείπουν τα νομίσματα που έχουν σχεδόν αποσυρθεί, δηλαδή το ένα και τα δύο φιορί-
10
νια. Παράλληλα, του δείχνει το μονοπάτι για να πάνε σε ένα σιντριβάνι. Εκείνος ρωτά αν σε αυτό το μέρος πετούν νομίσματα για να κάνουν ευχές. Εκείνη λέει πως όχι. «Ντιν ντιν ντιιιν». Το δεξί του παπούτσι μόλις είχε κλωτσήσει το κέρμα ενός φιορινιού. Εκείνη το συλλέγει, η παραδοσιακή μηχανικός που πιστεύει στα μαθηματικά. «Μάλλον είναι το τυχερό σου νόμισμα, μάλλον πρέπει να κάνεις μια ευχή, τι να πω πια!» Επιλέγω, την άνωθι παράγραφο να την ανάγω σε μια πνευματική αρχή η οποία συγκινήθηκε από τη θέλησή μου για να πάω το ταξίδι και να το ζήσω όπως ήθελα. Ίσως εν τέλει κι εγώ ο ίδιος να την τροφοδοτώ, όπως κι εσύ μπορείς, αναγνώστη. Δε θα θέσω τον εαυτό μου σε μια θέση χαρισματική σχετικά με τα τερτίπια των «συμπτώσεων», μα σίγουρα θα μου αναγνωρίσω πως απαίτησα να μου συστηθεί η «Σύμπτωση», με το πραγματικό της όνομα! Αυτό και μόνο με έφερε ένα βήμα μπροστά. Εργάστηκα για αυτό. Αναζήτησα, θεώρησα, ψηλάφησα. Είδα πως μπορώ να ζω σκηνικά που τα μαθηματικά τα ανάγουν σε απειροστές εκδοχές πραγματικότητας. Δεν ξέρω τι μπορεί να σκέφτεσαι, μα σου αποκαλύπτω πως είμαι σπουδαστής των θετικών επιστημών. Σίγουρα δεν επιλέγω να ρίξω «ν φορές» τα είκοσι ζάρια για να δω αν θα χορέψουν όλα κι εν τέλει να μου δείξουν το έξι. Επιλέγω να έχω πίστη στη ζωή μου πως μπορώ να εύχομαι το Ωραίο και να γίνομαι Λιμένας των αγγελιαφόρων του. Κι αυτό δεν είναι σύμπτωση. Είναι Έλξη.
11/
Αλέξανδρος Κεφαλάς
Σύμπτωμα ενός θανάτου προαναγγελθέντος τα νέα μέτρα λιτότητας που μέσα απ’ τ’ ακριβό του το κοστούμι, κρυφά γελώντας ο δημοσιογράφος με στόμφο παρουσιάζει... Σύμπτωση;
12/
Αριστοτέλης Ρήγας
365 νο. μέρες το χρό-
δύο προπονήσεις την ημέρα. 10 12 και 6-8. κανένα ρεπό. 5000 σουτ από όλες τις θέσεις, μια ώρα ασκήσεις με την μπάλα, σπριντ στο γήπεδο, 1500 ντρίπλες από δεξιά 1500 ντρίπλες από αριστερά. ασκήσεις ακριβείας, στημένες φάσεις, ασκήσεις συντονισμού, σουτ με σβηστά τα φώτα, κοντρόλ στο σκοτάδι, ασκήσεις επαφής με την μπάλα, ασκήσεις με βάρη, σε πισίνα, ασκήσεις τακτικής, ανάλυση της κίνησης στο γήπεδο, τρέξιμο τρέξιμο τρέξιμο. τρέξιμο στο εργομετρικό, στο ταρτάν, στο χορτάρι, με βάρη στους αστραγάλους, φορτωμένος με σακίδιο, με ντόπερμαν. διατροφή προσαρμοσμένη στο λιπιδαιμικό προφίλ και παρακολούθηση του μεταβολισμού σε καθημερινή βάση. συνεδρίες με τον ψυχολόγο, με τον αστρολόγο, με τον προπονητή, τον βοηθό προπονητή και τον γενικό αρχηγό. ασκήσεις συγκέντρωσης και αντίληψης, αυτοσχεδιασμού, χωροχρονικού προσανατολισμού και διαδικασίας λήψης αποφάσεων σε χρόνους κάτω των 0,05 sec. ο μεγάλος αγώνας. η μεγάλη στιγμή. οι σκάουτερ στην εξέδρα. ο πρόεδρος στα επίσημα. ο Σαουδάραβας δεξιά του. ο πρωθυπουργός αριστερά του. η εξέλιξη του αγώνα. το μηδέν στο φωτεινό πίνακα. τα σκληρά μαρκαρίσματα, τα βλέμματα των συμπαικτών, τα επιφωνήματα του πλήθους. το τελευταίο λεπτό. η μπάλα στα πόδια. το ζυγισμένο σουτ με όλη την εμπειρία όλη τη δουλειά όλη τη δύναμη όλη την αποφασιστικότητα όλη την ψυχή όλο το είναι. η υπερηχητική ταχύτητα της μπάλας. η μπάλα στο δοκάρι. στον αέρα. στο πουλί. στον πυλώνα. στην εξέδρα. στα επίσημα. στο πρόσωπο του πρωθυπουργού. πολλές συμπτώσεις.
13
Η διαδραστική απόπειρα του Αστυδρόμου2 (Ένα ενιαίο κείμενο με διαφορετικές πένες) _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _
Γ. Τ. Ούτε μία στο εκατομμύριο. Δεν γίνεται αυτό το πράγμα. Με τίποτα. Πρέπει πρώτα να δηλητηριαστεί η φαντασία εκατομμυρίων ανθρώπων και πάλι δεν γίνεται. Πρέπει πρώτα να μπει σε γυάλα με φορμόλη ο εγκέφαλος μα και πάλι αδύνατον. Άραγε ήταν σύμπτωση κι αν ναι, πόση αόρατη αιτία κι ορατό αποτέλεσμα κουβάλαγε; Μπήκαν όλοι σε μία σειρά με τα χίλια ζόρια, βρίζοντας, βλαστημώντας την κακιά την ώρα, σπρώχνοντας... Όχι όμως για να μπουν μπροστά όπως έκαναν συνήθως μέχρι τώρα αλλά για να μείνουν τελευταίοι. Σαν παρωδία παρέλασης ήταν. «Μα κι εσύ εδώ;» ακούστηκε μια φωνή. Μια άλλη φωνή πολύ αυστηρή είπε κάτι για παράβαση και τιμωρία. Κάποιος άλλος με «δεν πάει άλλο» ύφος είπε: «Καλά δεν μπορούμε να τηρήσουμε ούτε μία σειρά; Τι σόι άνθρωποι είμαστε;». Κάποιος με σκυμμένο κεφάλι του ανταπάντησε «ήταν και δική σου ιδέα να ΄ρθουμε, ξέχασες;». Ποιοι ήταν όλοι αυτοί; Τι περίμεναν; Ή, μάλλον, τι τους περίμενε; Νικόλαος Λιάγκας Μπροστά τους, υψωμένη μια τεράστια μεταλλική πόρτα. Με έναν απόκοσμο ήχο, η θύρα ανοίγει και ξεπροβάλλει από μέσα μια μεγαλόσωμη σκιερή μορφή. Αφουγκράζεται
14
το πλήθος και μοιάζει να τρέφεται από τις αντιδράσεις του. Ένας τεφρός μανδύας με κουκούλα καλύπτει όλα τα χαρακτηριστικά του. «Εγώ απλά πήγαινα στη δουλειά μου, πόσο άτυχος είμαι που βρέθηκα εδώ;» «Έτρεχα σαν τρελός να πάω στην Ελισάβετ, τι στο καλό είναι αυτό το μέρος;» «Θυμάμαι ένα μεγάλο μπαμ, ευτυχώς σώθηκα από ότι φαίνεται. Όμως, δε θυμάμαι τίποτα μετά. Πως ήρθα εδώ;» Φωνές σε κοινό υπόβαθρο από τους συνωστισμένους. Όλοι τους, επέλεξαν τον κατηφορικό δρόμο και ήρθαν σε αυτό το σημείο. Μοιάζει με είσοδο φάμπρικας, παρατημένη από δεκαετίες όμως. Η φωνή της σκιάς, καλύπτει όλες τις σκέψεις. «Να εισέλθουν οι εθελοντές!» Εθελοντές; Κανείς δεν ένιωθε πραγματικά έτσι. Όλοι τους, μοιράζονταν ενδόμυχα την πεποίθηση πως ταξίδευαν σε έναν κοινό εφιάλτη. Όπου να ‘ναι, θα ξυπνήσουν. Έπειτα από την προτροπή της σκιάς, επικράτησε πανικός. Κανείς δεν περνούσε τα όρια της πόρτας. Μια απίστευτη μαγνητική δύναμη ρούφηξε όλα τα κορμιά μέσα στο χώρο που όλοι αρνούνταν να εισέλθουν. Εμπρός τους, εκτείνεται ένας δαιδαλώδης χώρος με χιλιάδες εισόδους σε άλλα δωμάτια. «Είναι μια μεγάλη δοκιμασία για όλους!», φώναξε μια γυναίκα με τσαλακωμένο από τις κακουχίες πρόσωπο. Bάσω Καμαράτου Μπήκα μέσα, πέρασα μπροστά από την γυναίκα. Καθόταν μέσα σε ένα άσπρο δωμάτιο χωρίς πόρτα, μια τετράγωνη άσπρη τρύπα. Ένας τοίχος άσπρος στο αριστερό της πλάι, ένας τοίχος άσπρος πίσω της, ένας τοίχος άσπρος στο δεξί της πλάι. Σαν ένα λευκό κελί χωρίς κάγκελα και εκείνη να κάθεται σε μια καρέκλα ξύλινη με πλάτη. Όχι στη μέση του κελιού, αλλά ούτε και έξω, αλλά στη νοητή γραμμή που χωρίζει το μέσα και το έξω του κελιού και όχι στη μέση αλλά κοντά στον αριστερό όπως την
15
έβλεπα άσπρο τοίχο. Την προσπέρασα, ακριβώς δίπλα της και στη ίδια γραμμή με το δικό της άσπρο κελί χωρίς κάγκελα, κι άλλα κελιά. (Σαν σε καταφύγιο ζώων να ήμασταν). Άνθρωποι απέναντι τους να κοιτούν, άκουγαν λέει ένα περιστέρι να μιλάει. Όλοι κάθονταν και άκουγαν το πουλί να μιλά περίεργα. Έσκυψα και είδα πως μιλούσε ένα κασετόφωνο. Έλεγε «έξυπνα» πράγματα, σαν να μιλούσε παπαγάλος, μιλούσε σαν να ήταν παπαγάλος. Οι άνθρωποι στέκονταν ακόμη εκεί, άκουγαν, δεν είχαν καταλάβει τίποτα. Κοίταξα πάλι μέσα στο άσπρο κελί, αλλά εκεί τώρα υπήρχε ένα άλλο ζώο, μεγαλόσωμο σαν ταύρος, σαν μεγάλο μοσχάρι. Ήμουν εκεί σκυμμένη και κοιτούσα τις σκηνές που άλλαζαν μπροστά στα μάτια μου... άλλα όχι τελικά ήταν μια μικρή αρκούδα όπου εκείνη μιλούσε, μιλούσε η αρκούδα.. και δίπλα της η Ε. ξαπλωμένη γυμνή σαν μισοκοιμισμένη. της ακούμπησα το γυμνό, λευκό της μπράτσο. ήταν ζεστή, εξαντλημένη, κουλουριασμένη σαν έμβρυο, σαν αποκαμωμένη, σαν ταλαιπωρημένο ζώο. Έμεινα εκεί να της ακουμπώ το γυμνό τη μπράτσο. Έμεινα εκεί για να μην μείνει μόνη. Έμεινα εκεί, για να μην φύγει μόνη . Το σώμα μου δεν μπορούσε να φύγει από εκεί. Η μεγάλη δική μου δοκιμασία είχε αρχίσει..... Λυμπέρης Τρύφων Όχι αυτό δεν είναι σύμπτωση. Είναι πέρα από τους νόμους του παραλόγου των συμπτώσεων και του ασυνείδητου. Γιατί να συναντήσω την Ελισάβετ σήμερα, ακριβώς 3 χρόνια μετά; Μετά από το γεγονός που μου άλλαξε τη ζωή, το γεγονός που σημάδεψε κάθε μόριο του είναι μου, το γεγονός που καθόρισε κάθε πράξη μου, κάθε σκέψη μου, κάθε επιλογή της μετέπειτα ζωής μου. Τρία χρόνια ακριβώς μετά το γεγονός που θα αποκαλούσα πάντα στη
16
μετέπειτα ζωή μου ως «δεύτερη γέννησή» μου συνάντησα ξανά τον άγγελό μου, τον οδηγό μου σε αυτή την αφύπνιση που μια μέρα πριν τρία χρόνια απλά έφυγε, εξαφανίστηκε για πάντα (όπως πίστευα μέχρι εκείνη την ημέρα) από τη ζωή μου. Είχε αλλάξει πολύ η Ελισάβετ. Όχι, δεν είχε χάσει ούτε τη γοητεία της ούτε τον ερωτισμό της, στοιχεία εγγενή της φύσης της και του είναι της, όμως μέσα σε αυτά τα τρία χρόνια σαν να είχε κουραστεί υπερβολικά το κορμί και το πνεύμα της. Τόσο που έβγαζε το βλέμμα της αυτή την κούραση που ήταν κούραση χρόνων και όχι της στιγμής. Έσκυψα κοντά της και μετά κάθισα δίπλα της στο πάτωμα βάζοντας το κεφάλι της να ακουμπά στα πόδια μου σαν σε μαξιλάρι. Της χάιδεψα τα μαλλιά –άλουστα για πάρα πολλές μέρες πρέπει να ήταν-, έβγαλα το πανωφόρι μου και τη σκέπασα, προσπάθησα να της τρίψω το σώμα για να ζεσταθεί αλλά ξαφνικά η αρκούδα άρχισε να μουγκρίζει και ήρθε επιθετικά προς το μέρος μας. Ποτέ δεν κατάλαβα πως και γιατί δεν κλονίσθηκα, δεν φοβήθηκα, δε μετακινήθηκα ούτε σπιθαμή από τη θέση μου, δεν ένιωσα το κόμπο του ξαφνικού πανικού στο στομάχι και δεν αυξήθηκαν οι παλμοί της καρδιάς μου παρά μόνο κοίταξα την αρκούδα κατευθείαν στα μάτια… Κρυώνει, της είπα, χωρίς να μιλώ, πρέπει να τη ζεστάνουμε, πρέπει να με βοηθήσεις. Γαλήνεψε τότε το βλέμμα της αρκούδας και τελείως υποταγμένη πήγε και ξάπλωσε πίσω από την Ελισάβετ, με το παχύ και πλούσιο τρίχωμά της να εφάπτεται στην πλάτη της. Το βλέμμα της Ελισάβετ εξακολουθούσε να είναι απλανές για δεκαπέντε περίπου ακόμα λεπτά που όμως φάνηκαν ώρες ατελείωτες, μετά άρχισε να κουνά δειλά και νωχελικά τα μάτια της, τα βλέμματά μας συναντήθηκαν, με αναγνώρισε… Τι κάνεις ζωούλα μου, ρώτησα, όπως τη ρωτούσα κάθε φορά που ξυπνάγαμε μαζί. Δάκρυσε, έκλεισε τα μάτια της και κούρνιασε σαν εξουθενωμένο σπουργίτη που γύρισε στην ασφάλεια της φωλιάς του… Πόσο μικρή φαινόταν στην αγκαλιά μου, τι της είχε συμβεί, πως είχε βρεθεί εδώ. Θυμάμαι που μου έλεγε στην Καλκούτα ότι δε θα ξαναγύριζε ποτέ. Θυμάμαι τον ενθουσιασμό της όταν είχε ανα-
17
καλύψει τον Κώδικα της Κάλι (έτσι θέλησε να ονομάσει την αρχαία περγαμηνή) σε έναν παλιό βουδιστικό τάφο. Πόσες βδομάδες είχαμε αποκοιμηθεί στα υπόγεια του μουσείου προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσει τον Κώδικα ούτε που θυμάμαι. Ποτέ δε θα ξεχάσω τις άναρθρες τρομαγμένες κραυγές του φύλακα του μουσείου όταν μας εύρισκε να κοιμόμαστε αγκαλιά στο πάτωμα και δίπλα μας τα κρανία με τρυπανισμό που μελετούσα εγώ και οι διαφάνειες του Κώδικα της Κάλι που μελετούσε η Ελισάβετ. Επί δύο χρόνια η Ελισάβετ προσπαθούσε να αποκρυπτογραφήσει τον κώδικα και εγώ να εξηγήσω το μυστήριο των αναρίθμητων κρανίων -ανθρώπων και ζώων- με τρυπανισμό που βρέθηκαν στο αρχαίο νεκροταφείο, μέχρι που οι παράλληλες μελέτες μας οδήγησαν σε μία κοινή τραγική ανακάλυψη, φρικτή ακόμα και για τα πολιτισμικά δεδομένα μίας κοινωνίας που άκμασε 4.000 χρόνια πριν. Τότε το ίδιο πράγμα που μας είχε φέρει τόσο κοντά, μας χώρισε… Aριστοτέλης Ρήγας Η Ελισάβετ και εγώ είχαμε γεννηθεί την ίδια ημέρα, την ίδια ώρα, στο ίδιο μαιευτήριο, στον ίδιο όροφο, στον ίδιο θάλαμο. Οι συμπτώσεις δεν τελείωναν εδώ. Είχαμε τον ίδιο ωροσκόπο, και το ίδιο χρώμα μαλλιών. Όταν μεγαλώσαμε εντελώς συμπωματικά πήγαμε στο ίδιο σχολείο και περιέργως πώς, μας έβαλαν στο ίδιο τμήμα. Μια φορά θυμάμαι όταν ήμουν πέντε χρονών, εκεί που στεκόμουν αισθάνθηκα ένα πόνο πάνω από το αριστερό αυτί μου, ξαφνικό και έντονο. Κοίταξα γύρω μου και είδα τον Παντελή που τραβούσε τις κοτσίδες της Ελισάβετ. Συγκεκριμένα την αριστερή. Μετά όταν πήγα φαντάρος η Ελισάβετ ξαφνικά υπέφερε από αϋπνίες. Συνήθως 3 με 5 σε ρυθμούς 15 -1. Μια φορά πήγα να φτερνιστώ και μου έφυγε. Όταν την ρώτησα μου είπε ότι «πήγα να σε σκεφτώ αλλά το απώθησα». Περίεργη σύμπτωση. Κάποια στιγμή τα είχε φτιάξει με έναν τύπο. Εμένα με πονούσε απρόσμενα ο κώλος μου. Εκείνη ήταν χαρούμενη για κάποιο λόγο. Εγώ χαιρόμουν επίσης χωρίς να μπορώ να το εξηγήσω. Οι συμπτώσεις δεν τελειώνουν εδώ. Είχαμε το
18
ίδιο χρώμα μαλλιά και μάτια, το ίδιο χρώμα δέρματος, τις ίδιες συνήθειες. Όταν αρρώσταινε η Ελισάβετ, την έπαιρνα αγκαλιά γλυκά και λέγαν εμένα άρρωστο. Πως θα μπορούσαν να εξηγηθούν όλες αυτές οι συμπτώσεις; Από όλους τους πιθανούς ανθρώπους που θα μπορούσαν να κάνουν παιδιά ήταν εντελώς τυχαίο που οι δυο γονείς της Ελισάβετ και οι δύο δικοί μου γονείς ήταν οι ίδιοι άνθρωποι. Ο πατέρας της ήταν η μάνα μου και η μάνα της ο πατέρας μου. Σύμπτωση, περίεργη. Αλέξανδρος Κεφαλάς Τέτοιες αλλοπρόσαλλες σκέψεις με είχαν κατακλύσει για το πλάσμα που τόσο είχα αγαπήσει όλα αυτά τα χρόνια και τώρα κειτόταν μπροστά μου σχεδόν ημιθανές. Παράλληλοι βίοι, κοινές εμπειρίες και συναισθήματα, όλα αυτά που είχαμε μαζί για χρόνια γευθεί μας έκαναν να μοιάζουμε περισσότερο συγγενείς παρά εραστές... Ναι! Ήμασταν μια οικογένεια οι δυο μας. Μια ολότητα! Το σύμπαν ολάκερο ήμασταν ο ένας για τον άλλον κι ας είχαμε χαθεί για ένα διάστημα...Η βαριά ιψενική ατμόσφαιρα του ανήλιαγου κελιού και του σουρεαλιστικού περιβάλλοντος, βγαλμένο λες από κάποια ιστορία του Κάφκα, που αναπάντεχα μας είχε ρουφήξει για τα καλά στα σωθικά του με είχαν κάνει να χάσω το νου μου... Κόντευα να τρελαθώ καθώς έβλεπα το μικρό κεφαλάκι της Ελισάβετ γερμένο πάνω στην εξημερωμένη αρκούδα. Μήπως ήταν όλα ένα όνειρο; Μήπως ήταν όλα ένας εφιάλτης; Ξαφνικά άκουσα ένα μεταλικό κρότο πίσω από την πλάτη μου. Η βαριά πόρτα του κελιού άνοιξε. Δυο ανέκφραστοι άνδρες ντυμένοι στα μαύρα, σα μελανοχίτωνες του μεσοπολέμου, μπήκαν μέσα κραδαίνοντας τα περίστροφα τους πάνω από τα κεφάλια μας. Γαυγίζοντας σε μια ακαταλαβίστικη διάλεκτο μας έγδυσαν και μας πέταξαν έξω στο παγωμένο δάπεδο του διαδρόμου. Η Ελισάβετ μετά βίας κατάφερε υποβασταζόμενη στο μπράτσο μου να σταθεί στα πόδια της. Από τα υπόλοιπα κελιά ακούγονταν φωνές διαμαρτυρίας, κλαυθμοί, οδυρμοί και πιστολιές... Άνδρες και γυναίκες απογυμνωμένοι από τα υπάρχοντα τους,
19
όλοι αυτοί που από σύμπτωση (;) είχαμε εκείνη τη μέρα βρεθεί χωρίς να ξέρουμε το γιατί σε εκείνο το μέρος, πετάγονταν τώρα στο διάδρομο και υποχρεώνονταν να μπουν στη σειρά. Για που; Κανείς μας δεν το ήξερε.... Καθώς περιμέναμε τουρτουρίζοντας από το κρύο άρχισαν να μου φαίνονται οικείες οι μορφές των ανθρώπων γύρω μου. Εκείνη, δυο βήματα μπροστά μου, δεν ήταν διάσημη συγγραφέας; Κι εκείνος, δίπλα της, δεν είχε τιμηθεί πριν λίγα χρόνια από την Ακαδημία για τα ποιήματά του; Μα ναι, να κι ο περίφημος σκηνοθέτης, το έργο του οποίου τόσο θαύμαζα. Και πίσω του η ξακουστή ανατρεπτική εικαστικός, ένα έργο της οποίας κάποτε είχα αγοράσει. Μα όλοι τους, όλοι μας, ήμασταν άνθρωποι, που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, είχαμε προσφέρει στις τέχνες και τη διανόηση... Τι μπορεί να ήθελαν αυτοί οι άνθρωποι τώρα από εμάς; Τι στο διάβολο τους είχαμε κάνει για να αξίζουμε τέτοια μεταχείριση; Δήμητρα Περδίκη Ένα αίσθημα ότι είχαμε μια κοινή αόριστη εμπειρία. Είχαμε χάσει το δρόμο μας και στεκόμασταν πάνω από τις πληγές, τα χαντάκια μας, αντί να προχωρήσουμε στο δικό μας δρόμο. Με ένα βλέμμα ανιχνευτικό πάντα ψάχναμε για εμπειρίες. Μα ποτέ δεν προχωρήσαμε με αυτόν που μας προσπέρασε και προσπεράσαμε στο φανάρι του Σταμάτη, κάτω από μια ομπρέλα, στις σελίδες κάποιου τόμου. Βλέπαμε θολά να μας προσπερνά η πραγματικότητα και προσπαθούσαμε να δώσουμε απλά και βαθυστόχαστα ερμηνεία στις συμπτώσεις. Παρατηρούμε τη λακκούβα του χαντακιού. Και μας βλέπουμε όλους μας μέσα να συμπέφτουμε και να αιωρούμαστε χωρίς έλεγχο. Κι ορμάμε όλοι στην αρκούδα στη μεγάλη τριχωτή και τρυφερή της αγκαλιά. Η μικρή αρκούδα μεγαλώνει. Εμείς;
20
υτό είναι το πρόσωπο του Αστυδρόμου, αποτελούμενο από όσα διαφορετικά χαρακτηριστικά ατόμων θα μπορούσαν να χωρέσουν σε ένα πρόσωπο. Είναι μια συλλογική εικόνα που συγκροτεί μια μοναδική οντότητα (άτομο), συγ γενική με τους συμμετέχοντες που πλαισιώνουν τις σελίδες αυτού του εντύπου. Μια σύμπτωση - ταύτιση στοιχείων, ένα ανακάτεμα «γονιδίων- ιδεών» σε κάτι που μπορεί να ονομαστεί ύφος και που επηρεάζει και επηρεάζεται από τα ίδια τα μέλη. Μια σύμπτωση τυχαίου συγκερασμού δημιουργικών πνοών σε ένα καθόλου τυχαίο αποτέλεσμα... Haz-art
21/
Αλέξανδρος Κεφαλάς
Ατυχής Σύμπτωση
Σαν ολόλευκες πέρλες μαργαριταριού γυάλιζαν οι σταγόνες σπέρματος πάνω στο δασύτριχο στέρνο του, καθώς ακολουθούσαν την καθοδική τους πορεία προς την κοιλιά του. Βιαστικά, με σπασμωδικές κινήσεις σκούπισε τον εκστατικό αυτό επίλογο της σεξουαλικής υπερδιέγερσης που τον είχε καταλάβει ολόκληρο το απόγευμα. Σηκώθηκε απότομα από το κρεβάτι και έκλεισε με ένα αίσθημα ενοχής το λάπτοπ του, όπου στην οθόνη του το τελευταίο μισάωρο εκτυλίσσονταν hard core σκηνές ομοφυλοφιλικού περιεχομένου. Με μηχανικές κινήσεις διέγραψε τα αρχεία από το ιστορικό του σκληρού του δίσκου. Τεντώθηκε, έπειτα, νωχελικά και περιεργάστηκε το ακατάστατο δωμάτιο. Τίποτε δεν είχε αλλάξει εδώ και χρόνια στην εφηβική του κάμαρα. Αν και είχε κλείσει τα τριάντα, εξακολουθούσε να μένει στο πατρικό του. Αυτό τον εξόργιζε, αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα... Τον τελευταίο χρόνο ήταν άνεργος και μετά βίας, από τις πενιχρές τους συντάξεις, τον συντηρούσαν οι δικοί του. Ούτε βενζίνη για τη μηχανή του δεν είχε πια. «Φτωχά αρχίδια με γέννησαν...» συνήθιζε με πικρία να λέει στα εβδομαδιαία μεθύσια του με τους λιγοστούς του φίλους. Ο πατέρας συνταξιούχος οικοδόμος και η μητέρα του πρώην εργάτρια σε κάποια μεγάλη βιομηχανία της χώρας, με μύριες στερήσεις είχαν καταφέρει να αγοράσουν ένα οικοπεδάκι και να χτίσουν τη δεκαετία του ‘70 ένα χαμηλό σπιτάκι με τρία δωματιάκια σ’ ένα δυτικό προάστιο των Αθηνών. Οι κακόγουστες προσθήκες του χρόνου φανέρωναν τις μικρές προόδους της εργατικής του οικογένειας. Μίζερη η γειτονιά, όπως και η ζωή του. Δεν είχε καταφέρει να σπουδάσει, να ξεφύγει... Δεν τα έπαιρνε τα γράμματα. Είχε παρακολουθήσει κάνα δυο χρονιές το τεχνικό λύκειο της περιοχής, αλλά δεν κατάφερε να το τελειώσει προς μεγάλη απογοήτευση των γονιών του, που ήθελαν ο γιος τους να μάθει τουλάχιστον μια «τέχνη». Το μυαλό του τότε ήταν στο ποδόσφαιρο και τους χουλιγκανισμούς. Αφού ολοκλήρωσε την ένδυσή του, κοιτάχτηκε εξονυχιστι-
22
κά στο μικρό καθρέφτη του χωλ πριν βγει έξω. Τίποτε δεν πρόδιδε το τι είχε συμβεί στο μικρό σκοτεινό δωμάτιο πριν από λίγο. Ναι, ήταν αρρενωπός, με καλοσχηματισμένο σώμα και μπράτσα. Οι ατελείωτες ώρες προπόνησης στο δημοτικό γυμναστήριο είχαν αποδώσει. Κανείς δε θα τον έκανε για «πούστη»! Μέχρι τη στάση του λεωφορείου είχε να διανύσει μια απόσταση περίπου ενός τετάρτου της ώρας. Δεν τον πείραζε, είχε συνηθίσει. Το μόνο που τον ενοχλούσε ήταν πως έπρεπε να διασχίσει το μικρό πάρκο της περιοχής του. Αν και ήταν ο πιο σύντομος δρόμος, σπάνια τον έπαιρνε. Εκείνο το απόγευμα όμως βιαζόταν, δεν είχε άλλη επιλογή. Με έναν αδιόρατο εκνευρισμό διάβηκε την πύλη και επιτάχυνε το βήμα του βάζοντας κάτω το ξυρισμένο του κεφάλι. Λίγο πριν βγει από το παρκάκι, σε ένα μικρό ξέφωτο με μερικά παγκάκια, κάτι τράβηξε την προσοχή του. Αρχικά ήταν μια κόκκινη σπίθα που είδε με την άκρη του ματιού του, η κάφτρα ενός τσιγάρου, και στη συνέχεια ένα πρόσωπο γνώριμο, μια θύμηση από τα παλιά, καθισμένο σ΄ ένα παγκάκι. Μονάχα σαν πρόσεξε καλύτερα διαπίστωσε πως επρόκειτο για έναν παλιό συμμαθητή από το τεχνικό λύκειο. Έκανε πως δεν τον είδε καθώς τον προσπερνούσε, αλλά μια φωνή τον σταμάτησε πριν στρίψει και χαθεί στη στροφή. «Τι σύμπτωση! Περίανδρε; Εσύ είσαι; Μα, ναι! Ήμουν σίγουρος», είπε χαρούμενα ο άνδρας. Εκείνος γύρισε και τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω με οργισμένο βλέμμα. Φορούσε λευκές σαγιονάρες, κολλητή μπλε βερμούδα και ένα εξωφρενικό κίτρινο μπλουζάκι με αβυσσαλέο V, που άφηνε σχεδόν γυμνό το ξυρισμένο στήθος του. Ήταν ευθυτενής με ωραίο παράστημα, κόμμωση του συρμού, γένια τριών ημερών και σκουλαρίκι στον λοβό του αριστερού του αυτιού. Δηλαδή σαν όλους τους «γκέουλες» που είχαν «γεμίσει» την Αθήνα! Τι θα έλεγαν οι φίλοι του αν τον έβλεπαν μαζί του; Ο νεαρός άνδρας, χωρίς να αντιληφθεί την οργή του πάλαι ποτέ συμμαθητή του, τον πλησίασε με φυσικότητα και συνέχισε στον ίδιο εύθυμο τόνο: «Μια χαρά σε βρίσκω... Σου πάει αυτό το στυλάκι (είπε περιεργαζόμενος τα καλογυαλισμένα άρβυλα, το στρατιωτι-
23
κό παντελόνι παραλλαγής και το μαύρο εφαρμοστό μπλουζάκι, που αναδείκνυε τα μούσκουλα του παλιού του φίλου). Λίγο kinky για τα γούστα μου, αλλά sexy! Πώς και από το πάρκο; Έχω χρόνια να σε δω. Είπες να θυμηθείς τα παλιά, πονηρό αγόρι; Δε φαντάζομαι να ξέχασες;» ολοκλήρωσε με λάγνο ύφος. Αντί για απάντηση δέχθηκε μια γροθιά στο πρόσωπο που του άνοιξε τη μύτη και, πριν προλάβει να αμυνθεί, μία βίαιη κλωτσιά στα αχαμνά που τον έκανε να διπλωθεί στα δύο, σφαδάζοντας αιμόφυρτος από τους πόνους. Δύο ηλικιωμένοι τους προσπέρασαν βιαστικά. Δεν ήθελαν να βρουν το μπελά τους. Είχαν αυξηθεί τελευταία οι ομοφοβικές επιθέσεις στο πάρκο. Τι τους ένοιαζε στο κάτω κάτω; Ας πρόσεχαν οι «ανώμαλοι»! Σε μισή ώρα βρισκόταν στο κέντρο. Είχε για τα καλά σκοτεινιάσει. Σαν μπήκε στην ολοφώτιστη κατάμεστη αίθουσα, αισθάνθηκε ένα αίσθημα αγαλλίασης και υπερηφάνειας. Για λίγες ώρες θα ξέχναγε τα πάντα. Τη φτώχεια του, την περιφρόνηση της κοινωνίας, τα «άνομα» πάθη του, τη μίζερη ζωούλα του. Χαιρέτισε φασιστικά και πήγε κοντά στους συντρόφους του για να μοιραστεί μαζί τους το «ανδραγάθημα» του πάρκου...
24/
Ανέστης Ελευθεριάδης
Π
όσο υγιής είναι μια κοινωνία Με φυλακές και ψυχιατρεία Με βόμβες και τρομοκρατία Με φτώχεια και ασιτία Με εκμετάλλευση και ανεργία Με διαφθορά και δωροδοκία Με σιωπή και λογοκρισία Με ενστικτοκαταπίεση και μονογαμία Με πουριτανισμό και αγαμία Με τσόντα και μαλακία Πόσο ξενέρωτη είναι μια κοινωνία Που περιμένει τη δευτέρα παρουσία Ή μήπως είναι όλα μια σύμπτωση;
25/
Βάσω Καμαράτου
Ό
λα αυτά τα ευρήματα του σύγχρονου καπιταλισμού τσιγάρα, αλκοόλ, λιπαρές ουσίες, ναρκωτικά κάθε λογής καλούδια... Ευρήματα ξεπαστρέματος του «σύγχρονου» ανθρώπου. Όλα ενάντια του σώματος και της ψυχής. Ευρήματα ξεπαστρέματος και δηλητηρίασης. Πότε δημιουργήθηκαν άραγες; Πότε κυκλοφόρησαν; Όλα ένα τεράστιο κόλπο για να μείνουμε λίγοι όσο πιο γρήγορα γίνεται; Δηλητηρίαση του μυαλού, εγκλωβισμός της σκέψης, υποκινουμένη σκέψη, αποχαύνωση των ιδεών, της ελευθερίας του λόγου και του σώματος. Πώς ξεκίνησαν όλα αυτά; Με τι στόχο; Πόσα χρειάζεται και μέχρι πόσα μπορεί να αντέξει ο άνθρωπος; Πότε ξεπερνιέται η «κόκκινη γραμμή;» Τι υπάρχει πίσω από όλα αυτά; Φταίει και η δική μας ασυδοσία; Αλλιώς πως θα υπήρχαν όλα αυτά τα «κέντρα απεξάρτησης.»(;;) «Ρίχνουν» στην «αγορά» όλες αυτές τις «ουσίες», τις διαφημίζουν, τις προμοτάρουν, και μετά τις καθιστούν υπεύθυνες για τα δεινά της ανθρωπότητας. Και μετά ανοίγονται θέσεις εργασίας για ψυχολόγους, διαιτολόγους και κάθε λογής «ειδικούς» για την αποκατάσταση κάθε λογής «βλάβης» του σώματος και της ψυχής. Που ξεκινάει και που τελειώνει όλο αυτό; Ποιος είναι «ο ηθικός αυτουργός;» Υπάρχει η λύση άραγες για όλα αυτά; Ή υπάρχει συγκεκριμένο «σχέδιο;».......................................................... ……………………………………………………………………….. Τι παράξενα που είναι όλα «αυτά» τι παράξενοι είμαστε εμείς οι «άνθρωποι», η όψη μας, τα σώματα μας, οι εκφράσεις μας.
26
Τι σόι πράμα είμαστε; Τι μέρος του λόγου είμαστε; Σκεφτόμαστε λέει, γελάμε λέει, κλαίμε λέει, αρρωσταίνουμε, παχαίνουμε, αδυνατίζουμε, ντυνόμαστε όμορφα, άσχημα. Για ποιο λόγο ήρθαμε εδώ; Ξέρει ο καθένας γιατί ήρθε ή μόνο βασανίζεται; Μας κοιτάω, και δεν καταλαβαίνω τίποτα, με ενοχλούν, με ενοχλούν όλα, με ενοχλεί η φωνή μας, τα σώματά μας, η μυρωδιά μας. Ειδικά με ενοχλούν αυτοί που δεν έχουμε καταλάβει τίποτα… Φαινόμαστε τόσο παράξενοι και δείχνουμε τόσο παράξενοι, που κάποιες φορές θέλω να σπαράξω στα γέλια και άλλες να σπαράξω στα κλάματα..... Τι παράξενοι, τι παράξενοι παντού, συνέχεια, μιλιούνια...... Ποια είναι η ανάγκη που τους κάνει να περπατάνε κάπως, να ντύνονται κάπως, να υπάρχουν κάπως...... Ποια είναι αυτή η ανάγκη, εάν δεν είναι κάτι ψυχοσωματικό...... ΡΩΤΩ............................................................................................. ...................................... Από τα δάχτυλα των ποδιών μπορείς να καταλάβεις πολλά, για τον καθένα από δαύτους..... Δάχτυλα.... ποδιών...δάχτυλα μακάρι να μπορούσα να τα δω... όλα.... όλων.... (το ίδιο ισχύει και τα δάχτυλα των χεριών.) Ποιου η απόφαση για το σχήμα των χεριών, των ποδιών, του προσώπου, της ομιλίας του βλέμματος, του τρόπου, της ύπαρξης μας;; Είναι κάπως στην αρχή και εξελίσσεται όπως θέλει, με τον τρόπο της ζωής μας, με αυτό που είμαστε;;;; Φοβισμένοι είμαστε, κάνουμε τα πάντα για να κερδίσουμε χρόνο, κάνουμε τα πάντα για να παραμείνουμε,
27
γεννιόμαστε φοβισμένοι, και θυμωμένοι, πολύ θυμωμένοι και αδικημένοι, πολύ αδικημένοι..... Γιατί θα πεθάνουμε, θα πεθάνουμε. Σύμπτωση ή όχι είναι δεδομένο.... Την ώρα που θα βγαίνει η ψυχή μας, αυτό είναι που δεν ξέρουμε... Μια ανάσα είμαστε από αυτό και ούτε του δίνουμε σημασία.... ούτε το αγγίζουμε.... κάνουμε σαν να μην υπάρχει.... ούτε τότε θα υπάρχει... τότε που θα βγαίνει η ψυχή μας.... «Έτσι όπως τώρα που τους ακούω να μιλούν ακαταλαβίστικα, αλλά ωραία λόγια, άλλη γλώσσα μακρινή.... έτσι λέει, σαν να βγάζει (το) μαχαίρι, να την σφάζει και να βγαίνει η ψυχούλα της.... έτσι με τα μαύρα της μαλλιά να πέφτουν ιδρωμένα πάνω στο πρόσωπο της...., να ασπρίζει να κλείνει τα μάτια της....και μετά να χαμογελάει λέει.... να κοκκινίζει, να γέρνει πίσω αργά....εκείνος την κρατά, την ξαπλώνει κάτω.....κανείς μας δεν μιλά....ούτε εκείνος.... της χαϊδεύει το πρόσωπο....της φιλά τα κόκκινα της χείλη.... εκείνη τον κοιτά και του χαμογελά....τον αγαπάει πιο πολύ από ποτέ... δεν ξέρω γιατί αλλά έτσι νιώθω, ότι τον αγαπά πιο πολύ από ποτέ....»
κάποτε όλα τα φώτα έπ κρύψαμε τα μάτια μας σφίξαμε το χέρι και ακού υα σφυροκοπάυε το στέ δυο μικρά βήματα και π το χειροκρότημα πιο έυ η συστολή μας πιο έυτο μια αυάσα έμειυε μια αυάσα δευ χρειάστηκε υα κοιτα το είχαμε ήδη κάυει πριυ τα πόδια λύγισαυ οι μύες τευτώθηκαυ άρχισε η κοιυή μας πτώ
πεσαυ πάυω μας ς ύγαμε τους σφυγμούς έρυο μας πιο κουτά στηυ άκρη υτουο από ποτέ ουη από ποτέ
αχτούμε υ γυωριστούμε
ώση
29/ Χρήστος Καραλής
30/
Α.Φ.
Ε
ν αρχή είν’ η σύμπτωση.. όλα το επόμενο πρωί ήταν θολά.. δεν θυμόταν κανείς.. πού ήταν.. ποιοι ήταν.. γιατί.. απλά βρέθηκαν ξανά όλοι μαζί… απλά συνέβησαν τα ίδια χρόνια μετά… Εν αρχή είν’ η σ ύμπτωση.. η θάλασσα αγριεμένη.. το κύμα ακουγόταν απειλητικό.. όσο μακριά κι αν ήσουν.. κι όμως το καράβι βρέθηκε εκεί.. η πορεία του δεν άλλαξε… Εν αρχή είν’ η σύμπτωση.. η φωτογραφία είχε χαθεί.. ξαφνικά εκείνο το κουτί.. θυμάσαι.. πίσω πίσω στο πατάρι ανοίχτηκε.. γιατί τώρα.. γιατί τη στιγμή αυτή.. μάλλον έτυχε.. μάλλον «φταίει» η σύμπτωση …
31/
Δήμητρα Περδίκη
Έ
χασα τις λέξεις μου κι είχα ένα βαθύ βαθύ στοχαστικότατο κείμενο να σας αποστείλω αγαπητέ μου τόσο βαθύ που το κατάπιε ένας πίθηκος και δεν μπορεί να αναδυθεί ο λόγος μου πια από μένα. Ένας πίθηκος μιλά και γράφει εδώ και κάποιες μέρες αντί για μένα. Θα τον έφερε στο σπίτι ο σύζυγος από κάποιο από αυτά τα τυχαία(;) επαγγελματικά του ταξίδια...δεν ξέρω. Από τότε πάντως που εγκαταστάθηκε ο πίθηκος σπίτι ο σύζυγος εξαφανίσθη. Κι ο πίθηκος για να μην με ακούει υποθέτω πήρε τις λέξεις, το συντακτικό μέχρι και την έκφραση του προσώπου μου. Από τότε μιλά και γράφει με το λόγο μου. Κι αν κάποτε πέσει στα χέρια σας ένα βαθύ βαθύ τόσο που να ΄ναι βαθυστόχαστο κείμενο είναι εδικό μου. Βάλτε το σας παρακαλώ στο επόμενό σας έντυπο.
ΥΣ: Και το κείμενο αυτό δεν το έγραψα εγώ δηλαδή εγώ το έγραψα ο πίθηκος που λέγαμε.
Ευχαριστώ
Αστυ
δρόμος Έντυπο λογοτεχνίας με εικαστικές προεκτάσεις. τεύχη: #1 Ψυγείο, #2 Spam, #3 Δορυφόρος, #4 Placebo, #5 Κουλοχέρης, #6 Ποδήλατο, #7 Σήψη, #8 Σύμπτωση
astidromos.blogspot.com astidromos@gmail.com Ιαν. 2013 / 2000 αντίτυπα