Τεύχος 137

Page 1


εκδόσεις «νεα σύνορα» ΚΥΚΛΟ Φ Ο ΡΕΙ ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΑΡΖΕΛΟΥ:

99 SEX - ER

Σ τ ις μ έ ρ ε ς μ α ς , ο ο ρ γ α ν ισ μ ό ς μ ε τ ρ ι έ τ α ι μ ε σ ε ξ έ ρ , τ α ό ν ε ιρ α ε π ιλ έ ­ γ ο ν τ α ι μ ε Ντιτρ,ά, η ιδ ιο σ υ γ κ ρ α σ ία μ α ς α λ λ ά ζ ε ι μ ε τ ο ν ε ρ ό κ α ι η α ν θ ρ ώ π ιν η ε ρ γ α σ ία έ χ ε ι κ α τ α ρ γ η θ ε ί π ρ ο π ο λ λ ο ύ . Ο Τ έ ρ φ ε ο Δ ι ρ φ θ ο υ έ έ χ ε ι α ρ χ ί σ ε ι ν α α ν α ρ ω τ ιέ τ α ι... Ε ρ ε υ ν ή σ α τ ε ! ... .

Ένα «άλλο» βιβλίο στην Ελληνική πεζογραφία Π Λ Η Ρ Ο Φ Ο Ρ ΙΕ Σ - Π Α Ρ Α Γ Γ Ε Λ ΙΕ Σ Ε Κ Δ Ο Σ Ε Ι Σ Α .Α . Λ Ι Β Α Ν Η « Ν Ε Α Σ Υ Ν Ο Ρ Α » Σ Ο Λ Ω Ν Ο Σ 9 4 , Τ Η Λ . 3 6 1 0 5 8 9 -3 6 0 0 3 9 8



Μ Ο Λ ΙΣ Κ Υ Κ Λ Ο Φ Ο Ρ Η Σ Α Ν Ε Κ Δ Ο Σ Ε ΙΣ Π Ο Υ Ξ Ε Χ Ω Ρ ΙΖ Ο Υ Ν Θ Ο Υ Κ ΥΔΙΔΗ ISTOPIA

ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΣΑΝΤΙΝΙΣΤΑΣ

Η

ΙΣΤΟΡΙΑ του ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ 1800-1981 -J S Μετάφραση ολόκληρου του έργου του Θουκυδίδη, με εισαγωγή, σημειώσεις χάρτες,-σχέδια, εικόνες, ευρετήριο.

Αναδρομή στην ιστορία του σοσιαλισμού, με θέσεις και απόψεις του συγγραφέα-καθηγητή Μισέλ Μπο.

Οι ελληνικές εκλογές από το 1844 ως το 1985. Αποτελέσματα, πίνακες κατανομής εδρών, βουλευτές, κυβερνήσεις, κόμματα.

Ο διάλογος με θέμα το Ευαγγέλιο των απλών ανθρώπων της Νικαράγουα με τον ιερεά-υπουργό της κυβέρνησης των Σαντινίστας.

Δύο λευκώματα με σπάνιες φωτογραφίες των αρχών του αιώνα, κατάλληλα για δώρα και για συλλέκτες

rY r6 f / r / i r e s Α Π Ο Τ Η Ν Π Α Λ ΙΑ Θ Ε Σ Σ Α Λ Ο Ν ΙΚ Η

MON OPOGHOUtOHOC o m i M > n o Α λικε H B f T Λ Β ο ε Τ Ο Κ Β Θ Η OlD R|0S6R a PH S

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΑ 2.300 ΧΡΟΝΙΑ

S lfe is s 'i a C I ^ —

..

_

_

μένη από τον καθηγητή Α. Βακαλόπουλο.

_

m

m

t m

ji m b

Άθω, των μοναστηριών και των σκητών.

Ά Λ Λ Ε Σ ΕΚ ΔΟ ΣΕΙΣ ΜΑΣ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ «ΠΑΙΔΕΙΑ» (ΑΝΑΝΕΩΜΕΝΗ-ΜΟΝΟΤΟΝΙΚΗ) ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΛΕΞΙΚΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΩΝ ΟΡΩΝ ΕΛΛΑΔΑ, ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ (1832-1982) Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΜΑΣ ΓΛΩΣΣΑ 12 ΜΗΝΕΣ - ΤΑ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ Ο ΑΠΟΔΙΟΠΟΜΠΑΙΟΣ ΤΡΑΓΟΣ CARROUSEL, κατασκευές για παιδιά Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΜΑΘΑΙΝΩ ΓΡΑΦΗ ΚΙ ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΣΤΡΕΨΤΕ ΤΑ ΟΠΛΑ ΔΙΑΒΑΖΩ ΚΑΙ ΓΡΑΦΩ ΠΑΙΖΟΝΤΑΣ ΟΙ ΖΩΝΤΑΝΟΙ ΚΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΕΣ ΑΣΚΗΣΕΙΣ

Η ΣΗΜΕΙΟΛΟΓΙΑ ΣΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΖΩΗ ΦΥΤΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ ΣΕΙΡΑ «ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΟΜΟΡΦΙΑ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ»

ΜΑΛΛΙΑΡΗΣ-ΠΑΙΔΕΙΑ Α.Ε.

--------------------- ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ: ΑΓ. ΜΗΝΑ 11ΤΗΛ.: 031.260.309 ΑΘΗΝΑ: ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΗ11ΤΗΛ.: 01.3.600.900


ΔΙΑΒΑΖΩ ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ Α . Μεταξά 26, Αθήνα - 106 81

Π Ε Ρ ΙΕ Χ Ο Μ Ε Ν Α

Σύνταξη: 36.40.487 Λογιστήριο: 36.40.488

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

Διευθυντής: Γιώργος Γαλάντης Σύνταξη: Σοφία Γεμενάκη, θεοδώρα Ζερβού, Βασίλης Καλαμαράς, Ηρακλής Παπαλέξης, Μαρία Στασινοπούλου, Καίτη Τοπάλη

Δημήτρης Τζιόβας: Χρονολόγιο Γ. Θεοχοκά Δημήχρης Πλάκας: Γ. θεοχοκάς «ο Καρχεσιφνός» Αλέξης Αργυρίου: Σχοχασμοί επάνω σχο πρώχο και κρίσιμο μυθισχόρημα χου Γ. Θεοχοκά και μερικές απορίες Δημήχρης Τζιόβας: Ο Γ. Θεοχοκάς και η χέχνη χου μυθισχορήμαχος Γιάννης Βαρβέρης: Έ να θέαχρο «άνωθεν καχαβαίνον» Ελένη Χωρεάνθη: Η ποιηχική χίμαιρα χου Γ. Θεοχοκά Ν .Δ. Τριανχαφυλλόπουλος: «Διδακχικό Δοκίμιο» σε κείμενο χου Γ. Θεοχοκά Πασχάλης Μ. Κιχρομηλίδης: Τα όρια χου ελληνικού φιλελευθερι­ σμού: Το παράδειγμα χου Γ. θεοχοκά Χρήστος Λάζος: «Η Φοιχηχική Συντροφιά 1910-1929» και ο Γ. θεοχοκάς Γιάννης Οικονομίδης: Θύμηση Γ. Θεοχοκά Μνήμες Τάσου Αθανασιάδη Δημήχρης Τζιόβας: Εργογραφία Γ. θεοχοκά Δημήχρης Τζιόβας: Μελέχες για χο έργο χου Γ. θεοχοκά

Οικονομικός υπεύθυνος: Βάσω Σπάθή Συνδρομές: Κατερίνα Γρυπονησιώτου Ηρακλής Παπαλέξης η|·Μοντάζ: Νένη Ράις ς: Πηνελόπη Βλάσση

ΕΠΙΛΟΓΗ

Τεύχος 137 12 Φεβρουάριου 1986 Τιμή: Δρχ. 200

Εκδότης: Άννα Πετρίδου Ιδρυτής: Περικλής Αθανασόπουλος

Φωτοκύτταρο ΕΠΕ, Υμηττού 219, τηλ. 75.16.333 Διαφάνειες εξωφύλλου: Δ. Π. Αγγελής, Πειραιώς 1, τηλ. 32.44.325 Φωτογραφίοεις-Μοντάζ: I. Χρισχοδουλάκος - I. Κοργιαλάς Ο.Ε., Α. Μεταξά 26, τηλ. 36.41.134 Εκτύπωση: Αφοί Τσαλδάρη Ο.Ε., Φυ­ λής 35, Καματερό, τηλ. 26.10.918 Βιβλιοδεσία: Νιχ. Κατριβάνος και Σία Ο.Ε., Στ. Γόνατά 48, τηλ. 57.49.951 Διανομή: Νέο Πρακτορείο Τύπου

ΟΔΗΓΟΣ ΒΙΒΛΙΩΝ

ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ: Γράφουν οι: Βίκα Γκιζελή και η θάλεια Δραγώνα ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ: Γράφει ο Γ. Κενχρωχής ΠΟΙΗΣΗ: Γράφει ο Ηλίας Κεφάλας ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ: Γράφει η Ζερμαίν Μαμαλάκη

53 58 60 62

ΠΛΑΙΣΙΟ: Γράφει ο Βάιος Παγκουρέλης και ο Ανχώνης Δελώνης

55

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ Συνέντευξη με χον Νίκο Χουλιαρά

64

Κεντρική διάθεση: Αθήνα: Πομώνης Διονύσιος Ζαλόγγου 1 τηλ. 36.20.889 .Θεσσαλονίκη: Βιβλιοπωλείο Μ. Κστζιά και Σία Τσιμισκή 78 τηλ. 279.720, 268.940

ΔΕΛΤΙΟ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ

71

ΚΡΙΤΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

77

σ τ ο ε π ό μ ε ν ο « Δ ια β ά ζω »

αφιέρωμα στον Σκοτ Φιτζέραλντ Εξώφυλλο: Γιώργος Γαλάντης


Β ΙΒ Λ ΙΟ Υ ]

Από 9 έως 22 Ιανουάριου 1986

Ο παρακάτω πίνακας παρουσιάζει τα εμπορικό­ τερα βιβλία ενός δεκαπενθήμερου, σύμφωνα μ ε τα στοιχεία που μας παραχώρησαν δεκαπέντε βιβλιοπώλες α π ' όλη την Ελλάδα, δηλώνοντας ο καθένας τους τα τρία βιβλία που είχαν τις πε­ ρισσότερες πωλήσεις στο βιβλιοπωλείο του κα­ τά το διάστημα αυτό. Έτσι, το βιβλίο μ ε τις μ ε ­ γαλύτερες πωλήσεις σημειώνεται μ ε τρεις α σ τε­ ρίσκους (*,), το αμέσως μ ετά με δύο (*,) και το τελευταίο μ ε έναν ( * ).

**

2. X. Μίσιου: Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς (Γράμματα)

..

3. X. Κλυν: 0 καζαμίας του Ρούλη (Κάκτος)

* Λ

1

Ραγιάς - Θεσ.

I<

Σύγχρονη Εποχή - Αθ.

‘3

CD <

Χατζούλη - Λάρισα

I

Libra - Αθ.

<

1 |

Μεθενίτης - Πάτρα

| **

I Κοτζιά - Θεσ.

ί

KD 3 < 1. Ο. Ελύτη: 0 μικρός Ναυτίλος (Ίκαρος)

Καρδαμίτσα - Αθ.

Φ <

| Ενδοχώρα - Αθ.

Β ΙΒ Λ ΙΑ

| Ελευθερουδάκης - Αθ.

|

Επειδή όμως είναι τεχνικά αδύνατο να δημοσιεύονται όλα τα βιβλία που αναφέρουν οι βιβλιοπώλες, ο πίνακας περιλαμβάνει τελικά εκείνα τα βιβλία που δηλώθηκαν από δύο του­ λάχιστον βιβλιοπώλες. Ό σο για το ενδιαφέρον και την ποιότητα των βιβλίων του πίνακα, σκόπιμο είναι να συμβου­ λεύεσ τε τις σ ελίδες της «Επιλογής».

|

ΤΟΥ

Εστία-Αθ.

ΑΓΟΡΑ

Εξαρχόπουλος - Αθ.

Η

**

4. Α. Βλάχου: Μια φορά κι έναν καιρό ένας διπλωμάτης (2ος τόμος) (Εστία) 5. Αποκάλυψη Ιωάννη (Ύψιλον) 6. Μ. Καραπάνου: 0 υπνοβάτης (Ερμής) 7. Α. Φραγκιά: Το πλήθος (Κέδρος)

-

Β. Φ. Γερμανού: Σαμ (Κάκτος) 9. Κυρ: Για ακόμη καλύτερες νύχτες (Κάκτος) Σημείωση: Στο βιβλιοπωλείο Κατώι του βιβλίου - Θεσ. το βιβλίο που είχε τις περισσότερες πωλήσεις ήταν: Σ. Βαλιούλη: Ένας πολίτης δεύτερης κατηγορίας και στη Σύγχρονη Εποχή - Αθ.: 0 κόσμος του παιδιού. Σχολική Ηλικία. 2ος τόμος (Σύγχρονη Εποχή).

Συνδρομές εσωτερικού 25 τευχών 4300 δρχ. - Σπουδαστική 25 τευχών 4100 δρχ. 15 τευχών 2800 δρχ. - Σπουδαστική 15 τευχών 2500 δρχ. Οργανισμών, Τραπεζών, Ιδρυμάτων: 5100 δρχ.

Συνδρομές εξωτερικού Ευρώπη 25 τευχών 55 δολ. (Η ΠΑ)- Σπουδαστική 25 τευχών 51 δολ. Ευρώπη 15 τευχών 36 δολ. - Σπουδαστική 15 τευχών 34 δολ. Κύπρος 25 τευχών 48 δολ. - Σπουδαστική 25 τευχών 44 δολ. Κύπρος 15 τευχών 32 δολ. - Σπουδαστική 15 τευχών 30 δολ. Αμερική - Αυστραλία - Ασία - Αφρική 25 τευχών 61 δολ. - Σπουδαστική 25 τευχών 58 δολ. 15 τευχών 40 δολ. - ΣΤιουδαστική 15 τευχών 38 δολ.

Ιδρυμάτων, Βιβλιοθηκών Ευρώπη: 63 δολ. Κύπρος: 56 δολ. Αμερική κλπ. 70 δολ.

Εμβάσματα στη διεύθυνση: Κατερίνα Γρυπονησιώτου - Περιοδικό «Διαβάζω» Α. Μεταξά 26, Αθήνα - 106 81 Τηλ. 36.42.765

Τα παλιά μηνιαία τεύχη κοστίζουν 500 δρχ., τα δεκαπενθήμερα 200 δρχ., και τα διπλά 300 δρχ.


χρονικα/5

«Εκεί κάτω, κάποιος με μισεί» Η Ναντίν Γκόρντιμερ, νικήτρια του βραβείου Malaparte 1985, μιλάει για το ρόλο της ως νοτιοαφρικανής πολίτισσας και συγγραφέως ενάντια στο Απαρτχάιντ. «Africaans: λέγεται η γλώσσα. Africaners: ο λαός. Africanders: οι αγελάδες. Το διευκρινίζω αμέσως γιατί μερικές φορές μού ’χ ει τύχει να βρω σε ευρωπαϊκά περιοδικά τη λέξη «africanders» αναφερόμενη σε πρόσωπα». Η Nadine Gordimer (στην πρωτότυπη, εβραιορώσικη γραφή το όνομα θά 'ταν «Cordiner») απλώνει ένά καρτελάκι που γράφει με μεγάλα κεφαλαία γράμματα - «Είμαι χωρίς γυαλιά» - τις τρεις λέξεις. Ο ι πέντε δημοσιογράφοι το περνούν χέρι με χέρι, ενώ αυτή προσθέτει: «Η πατρίδα μου είναι στην Αφρική. Δ εν αισθάνομαι ούτε εγγλέζα, ούτε ηπει­ ρωτική, ούτε γενικά αγγλοσάξονος». Κομψή μες στη μενεξεδένια μπλούζα της, αυτή τη μέρα που φυσάει σιρόκος, η Ναντίν Γ κόρντιμερ βρίσκεται καθισμένη στη γωνιά ενός εστιατορίου στη Marina Grande, πολιορκούμενη από πέντε δη­ μοσιογράφους, εκτός από την επίσημη συνοδό του βραβείου Malaparte το οποίο της απένειμαν, αλλά αποφασισμένη να μην πέσει στα δόντια των πέντε που δείχνουν να θέλουν, για βραδινό, να φάνε... αυτήν. Δ εν την περίμενε τέτοια πολιορκία, στο τέλος του πολυτάραχου ταξιδιού της. Έλπιζε σ’ ένα δεί­ πνο με σπεσιαλιτέ του Capri, σε μια ήσυχη γωνιά. Ωστόσο αντιμετωπίζει την έφοδο με άνεση, ετοι­ μότητα και χιούμορ. Το γκαρσόν της προτείνει μ ε­ λιτζάνες, γαρίδες, ζυμαρικά με μύδια... και ντομάτα. «Θα ήθελα ένα απλό πιλάφι και πεπόνι με προσιούτο. Αυτά. Ευχαριστώ». Απαντάει.

Υποψήφια για το Νόμπελ Έ χ ε ι γίνει γνωστή σ ’ όλο τον κόσμο με τα οκτώ ρομάντσα της (δύο απ’ αυτά είναι απαγορευμένα στη Νότιο Αφρική); η Ναντίν Γ κόρντιμερ στα 62 της

χρόνια είναι η πιο σημαντική ανάμεσα στους σύγ­ χρονους νοτιοαφρικανούς συγγραφείς που γρά­ φουν στην αγγλική γλώσσα. Κι ακόμα, αποτελεί σύμβολο του αγώνα ενάντια στο Απαρτχάιντ. Από· χρόνια είναι υποψήφια για το Νόμπελ. Τη ρωτάω αν σκέφτεται να το κερδίσει. Η απάντησή τής έχει έναν τόνο θυμού. - Όχι, βέβαια, δεν μού ’χει ποτέ περάσει απ’ το μυαλό. - Γιατί; - Δ εν πιστεύω ότι το αξίζω. - Ξέρετε, όμως, ότι τα Νόμπελ έχουν δοθεί με κριτήριο, βεβαίως, την αξία του συγγραφικού έρ­ γου... - ...Θα ήθελα να... - ...αλλά και ώς ένα βαθμό εκτιμώντας τις πολιτι­ κές συνθήκες στις οποίες δούλεψε ο βραβευόμε­ νος συγγραφέας. Θυμηθείτε τον Πάστερνακ... - Ναι, ναι, το ξέρω. Και το βρίσκω δίκαιο, γιατί είναι συγγραφείς που είπαν την αλήθεια. Κι εγώ την αλήθεια έγραψα. - Θεωρείτε αναπόφευκτη τη βία, αργά ή γρήγο­ ρα, για ν ’ αλλάξουν τα πράγματα στη Νότιο Αφρική; - Μ α η βία υπάρχει, ήδη. Εδώ και πολλά χρόνια πραγματοποιείται μια επανάσταση. Από χρόνια στη Νότιο Αφρική διώκονται συνεχώς άγγλοι, εβραίοι, λευκοί, μαύροι, ινδιάνοι. Σήμερα η λέξη «boero» εί­ ναι περιφρονητική. Είμαστε όλοι Africaners. Δ εν υπάρχουν διαφορές στο χρώμα, στη θρησκεία ή στην καταγωγή ανάμεσα σ ’ αυτούς που αγωνίζονται


6/χρονικα ενάντια στο Απαρτχάιντ. Πάρε εμένα για παράδειγ­ μα: ο πατέρας μου ήταν εβραίος (ένας χρυσοχόος που δραπέτευσε το 1906 από τη Ρωσία των πογκρόμ), κι εγώ πήγα σε σχολείο καλογραιών. - Έ χ ε τε γνωρίσει τον Nelson Mandela; - Βέβαια, στη δεκαετία του ’60. Ανθρωπος γεν­ ναίος, έξυπνος. Δυστυχώς πέρασε 24 χρόνια στη φυλακή- τώρα είναι 67 χρονών και άρρωστος. Και να που μια άλλη γενιά τώρα δικάζεται για τους ίδιους λόγους. Σίγουρα όμως δεν είναι αυτό που έχει σημασία. Το αποτέλεσμα μετράει. - Το αποτέλεσμα θά ’ναι οι μαύροι να πάρουν την εξουσία; - Είναι τόσο σίγουρο, όσο και ότι αύριο θα ανατείλει ο ήλιος. - Δ εν είναι πιθανό να συμβούν κάποια δυσάρε­ στα απρόοπτα; Για παράδειγμα, μια δικτατορία ορ­ γανωμένη απ’ τους λευκούς; - Αν η εξουσία δεν φτάσει πολύ αργά, αν οι η γέ­ τες είναι ο Nelson Mandela ή άλλοι σαν κι αυτόν, δεν θα υπάρξουν απρόοπτα. Έ χο υμ ε γύρω μας πολλά παραδείγματα χωρών που έπεσαν στο χάος. Ξέρουμε πολύ καλά ότι δεν πρέπει να τις μιμηθούμε. - Ο ι μαύροι αποβλέπουν στην κατάκτηση και της οικονομικής εξουσίας, εκτός από την πολιτική; - Οπωσδήποτε. - Ναι, αλλά δεν είναι καταρτισμένοι ως mana­ gers. - Μα βρίσκονται ήδη στο δρόμο της προετοιμα­ σίας. Τους εκπαιδεύουν σε μικρές ομάδες, οι πο­ λυεθνικές, για να δείξουν καλό πρόσωπο στις χώ­ ρες τους. - Πώς κρίνετε τα μέτρα που αποφάσισαν οι ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Κοινότητα ενάντια στη Νότιο Αφρική; - Είναι αναγκαία. Ίσως, θεωρητικά, λίγο άδικα, αλλά αναγκαία. - Νομίζετε ότι μ ’ αυτά τα μέτρα η Δύση έκανε ό,τι μπορούσε για τη Νότιο Αφρική; - Όχι, πιστεύω ότι επιζήτησε απλώς να δημιουργηθεί κλίμα καλής πίστης. Ωστόσο θεωρώ τα μέτρα εξαιρετικά σημαντικά, γιατί χτυπούν τη Νότιο Αφρι­ κή στο αδύνατό της σημείο. Η Νότιος Αφρική θέλει να είναι παρτενέρ του δυτικού κόσμου- περισσότε­ ρο από κάθε άλλο φοβάται την απομόνωση. - Είστε «φιλελεύθερη»; - «Φιλελεύθερη»... το θεωρώ βρισιά. Και ο κ. Μπόθα είναι ένας «φιλελεύθερος». Ωστόσο προτεί·νει μεταρρυθμίσεις που αφήνουν τα πράγματα ως έχουν -όπω ς τα τρία Σώματα απ' τα οποία απο­ κλείονται οι μαύροι- αν και δέχομαι ότι πέντε χρό­ νια πριν, έστω κι αυτές (οι μεταρρυθμίσεις) θα ήταν αδιανόητες. - Επομένως τι είστε; «Ριζοσπάστρια»; - Ούτε. Ανήκω στην «Αριστερά». - Έ χ ε τε υποστεί διώξεις, τελευταίως, από την κυβέρνηση; - Όχι. Βεβαίως, γνωρίζω ότι δεν με αγαπάει. Ακόμη περισσότερο, ξέρω ότι μ’ έχουν στο μάτι. Δ εν με καλούν ποτέ σ’ επίσημες εκδηλώσεις. Όμως, όταν βρίσκομαι στην Ευρώπη ή στις ΗΠΑ και μιλάω ενάντια στο Απαρτχάιντ, τα αφρικανικά πε­ ριοδικά κάνουν σχετικά ρεπορτάζ. Τουλάχιστον μ έ­ χρι τώρα έκαναν. Εξάλλου το γεγονός ότι τώρα αρ­

χίζω να γίνομαι γνωστή στον κόσμο, πιστεύω ότι μου δίνει κάποια προστασία. Και βεβαίως με καθι­ στά ιδιαίτερα υπεύθυνη. Είναι αναγκαίο να μιλάω στους δημοσιογράφους, και να μιλάω με θάρρος. - Στη Γαλλία, όπου γεννήθηκε η έννοια του κα­ θήκοντος, λέγεται ότι το «engagement» για τους διανοουμένους δεν υπάρχει πια... - Δ εν υπάρχει πια; Μ ού ’ρχεται να γελάσω. Αν η ζωή ή η ελευθερία των Γάλλων κινδυνέψει, η έννοια του καθήκοντος θα ξαναζωντανέψει αμέ­ σως. Το καθήκον γεννιέται από τη ζωή, «είναι» η ζωή.

Μια άδεια καρέκλα - Π ιστεύετε ότι στους διανοούμενους ανήκει ένας ειδικός ρόλος στις κρίσιμες στιγμές μιας χώ­ ρας; - Αναμφισβήτητα. Και στη Νότιο Αφρική αυτός ο ρόλος βαραίνει περισσότερο τους μαύρους συγ­ γραφείς από τους λευκούς, γιατί οι πρώτοι έχουν ηθική υποχρέωση να βάλουν και την τελευταία πο­ σότητα ενέργειας που διαθέτουν στα γραφτά τους ενάντια στις φυλετικές διακρίσεις. Το μοναδικό γνήσιο συμβόλαιο ανάμεΟα σε λευκούς και μαύ­ ρους που υπάρχει στη χώρα μου είναι στο χώρο των διανοουμένων. Κατά τα άλλα, οι συγγραφείς έχουν ευκαιρίες πολιτικής παρέμβασης που οι άλ­ λοι δεν έχουν. Για παράδειγμα: πέρσι το αμερικανι­ κό πανεπιστήμιο του Mount Holyoke πήρε την από­ φαση να απονείμει από ένα πτυχίο «τιμής ένεκεν» σε μένα και την Winnie Nelson, τη σύζυγο του Nel­ son. Η Winnie είναι εξόριστη σ’ ένα χωριό απ’ το οποίο δεν μπορεί να μετακινηθεί, δεν έχει διαβατή­ ριο, δεν θα μπορούσε ποτέ να πάει να πάρει το πτυχίο. Αναρωτιόμουνα τι θα μπορούσα να κάνω. Πήγα και τη βρήκα- γνωριζόμαστε από καιρό. Απο­ φασίσαμε να πάω εκεί και να ζητήσω να διαβαστούν οι αιτιολογίες για την απονομή των δύο πτυχίων σαν να ήταν κι εκείνη παρούσα (αλλά με μια άδεια καρέκλα δίπλα στη δική μου)- και μετά να εξηγήσω ότι δεν μπορώ να το δεχτώ όσο η Winnie δεν θά χέι την ίδια με μένα δυνατότητα να έρθει να το παραλάβει. Είναι τέλος πάντων κι αυτό μια μορφή δια­ μαρτυρίας. Η γιορτή των «τριών ημερών» του βραβείου Malaparte (που στον τρίτο χρόνο της ζωής του απέκτησε μεγάλη σπουδαιότητα και κύρος, μετά την απονομή του στους Anthony Burgess και Saul Bellow) συνεχί­ ζεται ασυγκράτητα. Συνέντευξη τύπου, «αποκλει­ στικές» βραδιές (με τη μισή φιλολογική Ιταλία) από την Graziella Lonardi, πρόεδρο της εταιρείας «Φίλοι του Capri», προγεύματα και γεύματα σε εστιατόρια κατά το συρμό. Απαθής και ειρωνική η Ναντίν Γκόρντιμερ παραμένει σιωπηλή όταν δεν τη ρωτούν, μ’ ένα ύφος σκεφτικό: «Ακόμη κι έτσι μπορεί κανείς να αγωνιστεί ενάντια στο Απαρτχάιντ».

Αρθρο από τη «La Republics» της Laura Lilli Μετάφραση: Βίκυ Κωτσοβέλου


Βόσπορος 1962

Λίγες προσωπικότητες στο χώρο του πνεύματος στη νεότερη ιστορία μας έχουν να επιόείξουν την πολύμορφη και πολυεπίπεόη προσφορά του Θεοτοκά. Αγωνιστής στο φοιτητικό κίνημα της εποχής του, ιδρυτής λογοτεχνικών περιοδικών και συλλόγων, διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, οργανωτής του Κ.Θ.Β.Ε. και κύρια δημιουργός -πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας, δοκιμιογράφος, αρθρογράφος- που μέσα απ’ το έργο του φαίνεται ο βαθύς προβληματισμός του για την πνευματική και πολιτική πορεία του τόπου. Πριν λίγους μήνες κλείσαν 80 χρόνια από τη γέννησή του και μετά από λίγους κλείνουν 20 από το θάνατό του. Το περιοδικό μας θέλοντας να τιμήσει τις δύο αυτές επετείους αφιέρωσε αυτό το τεύχος στο έργο του και την προσωπικότητά του. Ίσως δεν είναι η ώρα να εκτιμηθεί το έργο του Θεοτοκά στο σύνολό του, γιατί ζούμε ακόμη την άμεση συνέχεια των γεγονότων που το διέπλασαν. Άλλωστε ακριβώς γι’ αυτό το λόγο σ’ αυτό το αφιέρωμα οι απόψεις γύρω από τη συγγραφική του προσφορά διίστανται. Την αντίθεση αυτή θέλησε ίσως να την υπογραμμίσει το αφιέρωμά μας -όχι να την αγνοήσει- γιατί τη θεωρεί σαν μια πειστική απόδειξη του ότι το έργο του Θεοτοκά είναι ακόμη πολιτιστικά ενεργό. Ευχαριστούμε θερμά την κ. Λιλή Αλιβιζάτου για το φωτογραφικό υλικό και τη βοήθειά της στην πραγματοποίηση του αφιερώματος. Τ ο αφιέρω μα επιμελήθηκε ο Γιώ ργος Γαλάντης.


8/αφιερω μα

Δημήτρης Τζιόβας

Χρονολόγιο Γ ιώργου Θεοχοκά 190 5

Ο Γ. Θεοχοκάς γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 14 Αυγούστου 1905. Οι γονείς του Μιχαήλ Θεοτοκάς και Ανδρονίκη Νομικού κατάγονταν από τη Χίο. Για τα παιδικά του χρόνια στην Πόλη γράφει στο ΛεωνήΙΣημαίες στον ήλιο και στα τρία διηγήματά του: “Θεραπεία” , “Η συμμορία” , “Ο κήπος με τα κυπαρίσσια”. 1922

Ο Θεοτοκάς τελειώνει το Γυμνάσιο στην Πόλη και έρχεται στην Αθήνα μαζί με την οικογένειά του για οριστική εγκατά­ σταση μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ο πατέρας του με­ τά από προσωπική παρέμβαση του Βενιζέλου περιλαμβάνεται στην ελληνική αντιπροσωπεία ως νομικός σύμβουλος στη Συν­ διάσκεψη της Λωζάννης και από το 1923 συνεχίζει να εξασκεί το νομικό του επάγγελμα στην Αθήνα. Το Σεπτέμβριο του 1922 ο Θεοτοκάς εγγράφεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. 1925

Υποδέχεται τον Ψυχάρη στη Χίο και γράφει ένα άρθρο με τίτ­ λο: «Η κοινωνική σημασία του έργου του Ψυχάρη». Εκλέγεται Γενικός Γραμματέας της Φοιτητικής Συντροφιάς. 1926

Για τη δραστηριότητά του στη Φοιτητική Συντροφιά ζητήθηκε από τον Υπουργό Παιδείας η αποβολή του από το Πανεπιστή­ μιο, η οποία τελικά ματαιώθηκε και έτσι ο Θεοτοκάς αποφοί­ τησε κανονικά την ίδια χρονιά. 1 9 2 7 -2 8

Πηγαίνει στο Παρίσι για ελεύθερες σπουδές και για να συνεχί­ σει τα νομικά. Από το φθινόπωρο του 1928 έως το τέλος του 1929 βρίσκεται στο Λονδίνο όπου γράφει το πρώτο του βιβλίο: Ελεύθερο Πνεύμα, που θεωρήθηκε το μανιφέστο της γενιάς του ’30.

Ο Γ. θεοτοκάς με τονς γονείς τον. 1905 Ο Γ. θεοτοκάς (δεξιά) μαθητής στην Πόλη. 1917


αφιερω μα/9

Αριστερά: Ο Θεοτοκάς όταν επ(στρεψε'% από το Λονδίνο. 1929 Δεξιά: Με τον Γ. Σεφέρη στην Αθήνα το 1941

1929

Επιστρέφέι στην Ελλάδα και δημοσιεύει το Ελεύθερο Πνεύμα με το ψευδώνυμο Ορέστης Διγενής. 1931

Αρχίζει να δικηγορεί στην Αθήνα και να συνεργάζεται με το περιοδικό Κύκλος. Την ίδια χρονιά δημοσιεύει τις Ώ ρες Αργίας. 1932

Εκδίδει το δοκίμιό του Εμπρός στο Κοινωνικό Πρόβλημα: 1933

Το φθινόπωρο αυτού του έτους κυκλοφορεί το πρώτο μέρος της Αργώς με τον υπότιτλο: «Το ξεκίνημα». Ιδρύει μαζί με τον Σπύρο Μελά και τον Γιάννη Οικονομίδη το περιοδικό Ιδέα του Γενάρη του 1933. 1934

Τον Απρίλη του 1934 δημοσιεύει σε ογδόντα αριθμημένα αντί­ τυπα εκτός εμπορίου το πρώτο μέρος της ποιητικής του συλλο­ γής Φύλλα Ημερολογίου. Το δεύτερο μέρος της συλλογής δημο­ σιεύτηκε τον Οκτώβριο του 1934 σε πενήντα αριθμημένα αντί­ τυπα πάλι εκτός εμπορίου. 1935

Συνιδρυτής του περιοδικού Νέα Γράμματα. 1936

Οριστική έκδοση της Αργώς. 1937

Δημοσιεύεται ό Ευριπίδης Πεντοζάλης και Ά λλες Ιστορίες. Διακόπτει τη συνεργασία του με τα Νέα Γράμματα και αρχίζει να δημοσιεύει στα Νεοελληνικά Γράμματα.

[...] Ήμασταν μια γενιά πολύ χτυπημένη, ταλαιπωρημένη. Οι σύγχρονοι νέοι, που διαμαρτύρονται - και με το δίκιο τους - για την κατοχική τους προέλευση, δεν ξέρουν ωστόσο τι θα πει να έχεις ανοίξει τα μάτια σου στον κόσμο, με το γκρέμισμα κάθε ελπίδας κι αξιοπρέπειας ύστερα από μια χιμαιρική εξόρμηση στην Ανατολή, ν ’ αντιχτυπιέσαι χρόνια και χρόνια ανάμεσα στα βουρκωμένα κύματα ενός κοινωνικού ξεσηκωμού που αλλάζει την όψη και την πορεία του κόσμου, να σε ποτίζουν απανωτά διαψεύσεις, ασυνέπειες, προδοσίες, δηλητήρια κάθε λογής, κι αυτό σ’ όλα τα τρυφερά σου χρόνια· να βυζαίνεις με το μητρικό γάλα την πίκρα ενός θανάσιμου διχασμού, μιας διχόνοιας που τσακίζει όλους τους δεσμούς, ξεκλειδώνει τους αρμούς. Και μέσα σ’ αυτό το ασταμάτητο μπουρίνι να πρέπει να βρεις τρόπο να χτίσεις κι εσύ το καλυβάκι σ ου, να πατήσεις κάπου στέρεα το πόδι, για να υπάρξεις. Κι από πάνω να βρεις προοπτικές, στηρίγματα ζωής, για ένα λαό που σε περιέχει και που μέθυσε από τον παραδαρμό στα πέλαγα. Ό λ ο το λογοτεχνικό έργο του Θεοτοκά είναι σημαδεμένο από αυτή την προσπάθεια προσανατολισμού κι αναπροσαρμογής. Αγωνίστηκε να προσδιορίσει στόχους, να θεμελιώσει αξίες ελληνικές και μαζί ανάλογες με τα μέτρα του σημερινού κόσμου, να συντηρήσει την πίστη και την ελπίδα για την πίστη και την ελπίδα. [...] Ά γγ ελ ο ς Τερζάκης Εφημ. «Το Βήμα», Τετάρτη, 9 Νοεμ. 1966


10/αψιερωμα 1938

Δημοσιεύεται το Δαιμόνιο. 1939

Βραβεύεται από την Ακαδημία Αθηνών και εκδίδει το Ημερο­ λόγιο της Αργώς και του Δαιμόνιου. 1940

Τυπώνεται ο «Λεωνής» και ο Θεοτοκάς κατατάσσεται εθελον­ τής στο στρατό μετά την ιταλική εισβολή στην Αλβανία. 1944

Κυκλοφορεί το Θέατρο I που περιλαμβάνει τα θεατρικά του έργα: Πέφτει το βράδι (1941), Αντάρα στ’ Ανάπλι (1942), Το γεφύρι της Άρτας (1942), Όνειρο του Δωδεκάμερόυ (1943). Τον Αύγουστο του 1944 τυπώνει τα Ποιήματα του μεσοπολέ­ μου περιλαμβάνοντας ορισμένα ποιήματα και από την πρώτη του συλλογή Φύλλα Ημερολογίου. 1945

Δημοσιεύει το δοκίμιό του Στο κατώφλι των νέων καιρών και διορίζεται Γενικός Διευθυντής στο Εθνικό Θέατρο (από τις 20 Φεβρουάριου 1945 έως στις 10 Μαίου 1946).

Σε ανάγνωση έργου όταν ήταν γενικός διευθυντής στο Εθν. θέατρο. 1945

1947

Τυπώνεται το Θέατρο II που περιέχει τα έργα του: “Το παιχνί­ δι της τρέλας και της φρονημάδας” και “Το κάστρο της Ωριάς” . 1948

Παντρεύεται τη φιλόλογο Ναυσικά Στεργίου που πέθανε το 1959. 1950

Δημοσιεύεται το μυθιστόρημά του Ιερά Οόός που αργότερα θα αποτελέσει τον πρώτο τόμο του Ασθενείς και Οδοιπόροι. Στις 28 Ιουλίου 1950 διορίζεται για δεύτερη φορά Γενικός Διεθυντής του Εθνικού Θεάτρου μέχρι τις 9 Δεκεμβρίου του 1952. 1952

Ταξιδεύει στην Αμερική και γράφει αργότερα το Δοκίμιο για την Αμερική (1954) όπου αναπτύσσει τις εντυπώσεις και τις σκέψεις του απ’ αυτό το ταξίδι.

Η Ναυσικά το 1948 [...] Μέσα στις κύριες συγγραφικές εκδηλώσεις του, τρεις βασικούς κύκλους θα εχάραζα: πρώτα πρώτα το δοκίμιο, πρώτο στην χρονική τάξη, αλλά και στην σημασία την οποία μου φαίνεται να έχει για να γνωρίσουμε τον άνθρωπο μέσα από τα γραπτά τ ουδεύτερος κύκλος η αφηγηματική πεζογραφία, διήγημα, νουβέλα, μυθιστόρημα· τρίτος, η σκηνική απασχόληση με την οποία τον βρίσκουμε περισσότερο δεμένον στην ωριμότητά του, χωρίς όμως να έχει ποτέ εγκαταλείψει τις δύο άλλες μορφές συγγραφικής δραστηριότητας. Εμίλησα για κύριες εκδηλώσεις· νομίζω ότι, για να ολοκληρώσω τον κύκλο των ειδών στα οποία παρουσίασε κάπως μονιμότερη επίδοση, αρκεί να θυμηθώ ολίγες κριτικές, κάποιους στίχους του - όψιμους, όχι από εκείνους που εκφράζουν την πρώτη συγγραφική ροπή - , και, ακόμη πιο αργά, αρκετές ταξιδιωτικές εντυπώσεις. Όμως, και οι ταξιδιωτικές εντυπώσεις συχνά, όπως είναι επόμενο, χωνεύονται, αφομοιώνονται, μέσα στην αφηγηματική του πεζογραφία ή γίνονται ύλη των δοκιμίων του, και ακόμη και τα ποιήματα, κι εκείνα, νιώθει κανείς ότι παρέχουν στο δοκίμιο, στον στοχασμό, ύλη κατάλληλη. Για τούτο έταξα πρώτιστο, πιο χαρακτηριστικό είδος, για εκείνον, την δοκιμιογραφία. [...] Κ .θ . Δημαράς Εφημ. «Το Βήμα». Παρασκευή, 25 Νοεμ. 1966 ίΟ. Biriomllififu ίο·.·· Βήαατος)


αφιερω μα/11 1955

Υποψήφιος βουλευτής στο νομό Χίου αλλά αποτυγχάνει να εκλεγεί. 1956

Δημοσιεύει τα Προβλήματα του καιρού μας. 1957

Του απονέμεται το κρατικό βραβείο δοκιμίου. 1958

Δημοσιεύει τα θεατρικά έργα Το τίμημα της λευτεριάς και το Συναπάντημα στην Πεντέλη σε ξεχωριστές εκδόσεις. 1959

Το Δεκέμβριο του 1959 τυπώνει το θεατρικό του έργο Αλκιβιά­ δης. 1960

Ταξιδεύει στη Μέση Ανατολή και το Άγιον Όρος. 1961

Διορίζεται πρόεδρος της Επιτροπής Οργάνωσης του θεάτρου Βορείου Ελλάδος και στη συνέχεια πρώτος πρόεδρος του Διοι­ κητικού του Συμβουλίου έως το 1964. Δημοσιεύει το Ταξίδι στη Μέση Ανατολή και στο Αγιον Όρος και συγκεντρώνει σ’ έναν τόμο με τίτλο Πνευματική Πορεία παλαιότερα δοκίμιά του. 1963

Δημοσιεύει το δράμα Η άκρη του δρόμου και συμμετέχει στη συντακτική επιτροπή του περιοδικού Εποχές. 1964

Στις 6 Μαίου διορίζεται πρόεδρος του Διοικητικού Συμβου­ λίου του Εθνικού Θεάτρου μέχρι τον Ιανουάριο του 1965. Δη­ μοσιεύει την οριστική έκδοση του Ασθενείς και Οδοιπόροι. 1965

Του απονέμεται το κρατικό βραβείο μυθιστορήματος για το Ασθενείς και Οδοιπόροι και δημοσιεύει τα Θεατρικά έργα I, Νεοελληνικό Λαϊκό Θέατρο. Μετά τα Ιουλιανά γράφει μια σει­ ρά άρθρων στο Βήμα και παραιτείται από την “Ομάδα των Δώδεκα” . 1966

Παντρεύεται την ποιήτρια Κοραλία Ανδρεάδη και τυπώνει σε συλλογικό τόμο το Γενάρη του 1966 τα άρθρα του στο Βήμα με τίτλο Η εθνική κρίση. Την ίδια χρονιά, αλλά μετά το θάνατό του, κυκλοφορούν τα Θεατρικά Έ ργα II, Έ ργα Διάφορα και αρχίζει στο Βήμα η δημοσίευση του μυθιστορήματος του Οι Καμπάνες σε συνέχειες (Δεκέμβριος 1966). 1966

Πεθαίνει στις 30 Οκτωβρίου.

«Ο θάνατος του Γιώργου Θεοτοκά είναι εθνική απώλεια. Ή το εξαίρετος λογοτέχνης. Α λλ’ εκείνο, το οποίον, κυρίως, τον εχαρακτήριζεν είναι το υψηλόν αίσθημα της ευθύνης, από το οποίον κατείχετο, ως μέλος της πνευματικής ηγεσίας του τόπου. Ή το αληθινός Ά νθρω πος και αληθινός Δημοκράτης. Η ευθύτης του σώματός του εξέφραζε την ευθύτητα της ψυχής του. Τα κείμενά του δεν είχαν μόνον λογικήν δύναμιν και κλασικήν λιτότητα. Είχαν κατ’ εξοχήν ηθικόν βάρος. Και ήτο φωτεινός οδηγός της νέας γενεάς. Ολίγοι δυστυχώς υπάρχουν, οι Οποίοι επιτελούν σήμερον αυτό το χρέος. Και ήτο ο πρώτος. Και Ανεκτίμητος, εις την περίοδον της παρακμής των ηθικών αξιών, την οποίαν διατρέχομεν. Τον συνοδεύει η άπειρος θλίψις μας». Γεώργιος Παπανδρέου Εφημ. «Το Βήμα», Τρίτη 1 Νοεμ. 1966


12/αφιερωμα

Δημήτρης Πλάκας

Γιώργος Θεοτοκάς «Ο Καρτεσιανός» Ένα γενικό, «εφ’ όλης της ύλης», σημείωμα, που πρέπει να συνοψίσει, είναι φυσι­ κό να κινηθεί περισσότερο γύρω από το κεντρικό θέμα: Ποια ήταν η λογοτεχνική ταυτότητα του Γιώργου Θεοτοκά, πέρα από την ειδολογική πολυμορφία του έργου τον; Τι έδωσε στους συγχρόνους του, πέρα από τον έπαινο ή την επιφύλαξη των ομότεχνων και κριτικών συνοδοιπόρων της γενιάς του; Τι θα παραμείνει από την προσφορά και τη φήμη του; ^ ΑΝΑΓΥΡΙΖΩ στην πλούσια δημιουργία του: Προσπαθώ ν’ αναστηλώσω τον αν­ δριάντα από διάσπαρτα σπαράγματα, με τα οποία συνοδοιπορούμε μια ολάκερη ζωή. Ξανα­ διαβάζω τα κείμενά του και φυσικά οι εκτιμή­ σεις δεν είναι οι πρώτες. Ανεπαίσθητα ανακαλώ από τη μνήμη εντυπώσεις παλιές, αλλά κυρίαρ­ χες και επίμονες, γιατί πολλές φορές βιωματικές. Πρώτες επαφές λοιπόν νεανικές από την Κα­ τοχική Νέα Εστία του 1943. Πρώτη γνωριμία ένα θεατρικό έργο, το δεύτερό του: Το γεφύρι της Άρτας, αφιερωμένο «στο Νίκο Καζαντζάκη», ο οποίος έχει προηγηθεί και τριάντα χρόνια πριν «εκδίδει το 1910 την τραγωδία του ο Πρωτομά­ στορας, που η υπόθεσή της στηρίζεται πάνω στην παραλογή του, Γεφυριού της Ά ρτας»,1 όπως και «ο δραματικός θρύλος σε πέντε εικό­ νες» του Γ. Θεοτοκά. Το έργο «γράφτηκε στα 1942» μας πληροφορεί ο συγγραφέας του και συμπληρώνει «καθώς αναφέρω στο Ημερολόγιο της “Αργώς”, με ημερομηνία 24 Μαρτίου 1932, το θέμα με είχε απασχολήσει από πολύ νωρίς. Πριν όμως από την Κατοχή, δεν ήμουν ώριμος για να το βάλω μπροστά». Το Γεφύρι της Ά ρτας ένας σταθμός. Ό χ ι βέ­ βαια, γιατί οριοθετεί ποιοτικά μια κορύφωση, αλλά γιατί συνιστά μαζί με το μονόπρακτο δρά­ μα Πέφτει το βράδυ, το πρώτο του θεατρικό έρ­ γο, «γραμμένο το φθινόπωρο του 1941» και «εμ­ πνευσμένο από το διάβασμα της Καινής Διαθή­ κης»,2 μια αφετηρία. Ένα καινούριο κεφάλαιο της πνευματικής του σταδιοδρομίας. Δεν είναι πια νέος. Έχει πατήσει τα τριανταπέντε κι απο­ φασίζει να γράψει θέατρο. Κείμενα που απευθύ­ νονται στο κοινό, στη ζωντανή ομάδα, που τα θεάται ως δρώμενα, κι όχι στον αναγνώστη. Η επιλογή λοιπόν δεν είναι μια δοκιμαστική

ανίχνευση ενός άλλου είδους. Ξεκινά από μια βαθύτερη κοινωνική ανάγκη, που δεν αιφνιδιάζει. Η δεκαετία που έχει προηγηθεί, με ακρίβεια έχει δώσει το στίγμα του συγγραφέα. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι η στροφή εγγράφεται μέσα στην Κατοχή. Κι όχι μόνο αυτό. Συνδυάζεται με μια άλλη αναζήτηση. «Αρκετοί σκεπτόμενοι Έ λ­ ληνες αισθάνθηκαν, τότε, την ανάγκη να εμβα­ θύνουν τη συνείδηση της καταπιεσμένης... εθνι­ κής τους υπόστασης, να αποκτήσουν μιαν όσο το δυνατό πιο ολοκληρωμένη γνώση του συλλογι­ κού εαυτού τους και του λαϊκού τους πολιτι­ σμού... Ανάμεσα σ’ αυτούς, στράφηκα τότε κι εγώ στη μελέτη του δημοτικού τραγουδιού, των λαϊκών παραδόσεων, του Μακρυγιάννη και άλ­ λων πηγών που ικανοποιούσαν την ανάγκη αυ­ τή»,3 μας εξομολογείται ο Γ. Θεοτοκάς στον πρόλογο της δίτομης έκδοσης των θεατρικών του έργων. Ο ανακαινιστής, που έρχεται δέκα χρό­ νια πριν από την Ευρώπη, για να εξαγάγει τη βαλκανική επαρχία από το τέλμα, επιστρέφει στις ρίζες, γιατί σύμφωνα πάντα με τα λόγια του: «η εχθρική κατοχή αναστάτωσε τον ψυχικό και πνευματικό μας κόσμο ώς τα βάθη. Πολλούς από μας τους έκαμε αλλιώτικους απ’ ό,τι ήταν ώς τότε. Άνθρωποι φιλήσυχοι... βρέθηκαν έξαφνα ριχμένοι σε αγώνες αιματηρούς... Άλλοι άλλαξαν ριζικά πεποιθήσεις».4 Δεν ξέρω αν και με ποιο σημείο, κάτω από τον πληθυντικό του κειμένου, ορίζεται η προσωπική περίπτωση. Το γεγονός είναι ότι ο Γ. Θεοτοκάς, που πάντα τον απασχολούν τα κοινωνικά προ­ βλήματα, οι ιδεολογικές συγκρούσεις της δεκαε­ τίας του ’30, τώρα στρέφεται προς τις μεγάλες ομάδες, το λαό, το έθνος, τα πρωτογενή στοιχεία που τις θεμελιώνουν και τις συνέχουν. Δεν είναι ο μόνος.


αφιερωμα/13 Ο Θανάσης Πετσάλης-Διομήδης, «Ένα βράδυ του Γεναριού του 1939» -μας λέει στον πρόλογο του έργου του Οι Μανρόλυκοι, που τον γράφει στις 20-26 Ιανουάριου 1944- σε «ώρες κρίσιμες για την Ευρώπη. Ώρες ανήσυχες για την Ελλά­ δα» πήρε τη μεγάλη απόφαση. «Θα παρακολου­ θήσω» είπε «το σιγανό, το δύσκολο ξύπνημα της Ελληνικής Ψυχής μέσα στα μαύρα χρόνια της δουλείας» κι άρχισε τη γραφή που τέλειωσε το 1946. Στον πρόλογο του πρώτου τόμου της τρι­ λογίας του Ο Κρητικός, που άρχισε να γράφεται τον Αύγουστο του 1942, ο Παντελής Πρεβελάκης διευκρινίζει: «Οι δύσκολες ώρες που έζησε και ζει η γενιά του κάμαν το συγγραφέα να ξεμακρήνει από τις μορφές κείνες της τέχνης που έχουν αφορμή και σκοπό τους το ξεμοναχιασμένο άτο­ μο. Φιλοδόξησε... να εκφράσει την ομαδική ψυ­ χή του ελληνικού λαού σε μια περίοδο της ιστο­ ρίας του και ν’"αναζητήσει τα σταθερά... γνωρίσματά του». Δεν είναι λοιπόν μόνος ο Γιώργος Θεοτοκάς σ’ αυτή του την επιλογή. Τα ανάλογα παραδείγμα­ τα αφθονούν και οι λόγοι είναι εμφανείς. Αίτη­ μα των καιρών η στροφή. Ο Θεοτοκάς αναζητεί τις ρίζες και συνάμα στρέφεται προς το θέατρο, είδος άμεσης επαφής. Έτσι αρχίζει μια θεατρική σταδιοδρομία, που καλύπτει σχεδόν εικοσιπέντε χρόνια (1941-1965). Καρπός της δεκατρία έργα, από τα οποία τα τρία μονόπρακτα. Δεν είναι τυ­ χαίο ότι τα εφτά γράφονται στα τρία πρώτα κα­ τοχικά χρόνια (1941-1944). Η αφοσίωση σχεδόν ολοκληρωτική. Τα υπόλοιπα στην εικοσαετία που ακολουθεί. Δράματα, τραγωδίες -όπως τα χαρακτηρίζει- κωμωδίες. Μόνο ένα Οι Σκληρές ρίζες (1956) από τη σύγχρονη πραγματικότητα. Τα άλλα αντλούν από μια φιλολογική πηγή, ένα θρύλο, ένα δημοτικό τραγούδι ή εμπνέονται από το ιστορικό παρελθόν, αρχαιότητα - βυζάντιο -νεότερη ελληνική ιστορία. Ο Σικελιανός, στον οποίο αφιερώνει άλλωστε την Αντάρα στ’ Ανάπλι (1942) κι ο Καζαντζάκης, που την επαίνεσε και που έγινε αιτία να γραφεί ο δικός του με το ίδιο θέμα Καποόίστριας (Μάιος - 17 Ιουλίου 1944), έχουν δείξει το δρόμο. Μια θέση, μια στά­ ση, που κατά κανόνα κυριαρχεί θεωρητικά στη συνείδηση του δημιουργού, επενδύεται σε πρό­ σωπα και περιστατικά, κυρωμένα από το χρόνο, σε σκηνικά στηρίγματα, αναγνωρίσιμα από το κοινό, που έχει γνωρίσει τις διεργασίες τους από άλλες πηγές. Η απόσταση όμως είναι δίκοπο μαχαίρι. Κά­ ποτε τα στοιχεία που επιστρατεύονται δεν απο­ φλοιώνονται από τα φιλολογικά συνακόλουθά τους, που είναι πολύ πιο επικίνδυνα για τον θεατρικό λόγο παρά για το αφηγηματικό ανά­ γνωσμα, γιατί αναστέλλουν την εμψύχωση, κατά μείζονα λόγο απαραίτητη στη σκηνική απόδοση. Το «Νεοελληνικό λαϊκό θέατρο» που οραματίζε-

Εξώφνλλο της μελέτης της Ρενέ Ρισέ για το έργο τον Γ. Θεοτοκά που απέσπασε βραβείο από τη Γαλλική Ακαδημία το 1979.

ται ο Γιώργος Θεοτοκάς, και που εγκαινιάζεται με Το Γεφνρι της Άρτας, μια ευγενική πρόθεση επιστροφής σε φλέβες που θα κινητοποιήσουν την ευαισθησία της κοινότητας. Ο νεαρός όμως της απόμερης -απόμερης τότε, έστω κι αν ήταν εκατό χιλιόμετρα έξω από την Αθήνα- επαρχια­ κής πόλης, πολιορκημένος, κάτω από την σκλη­ ρή ζωντανή πραγματικότητα -τη χωρίς λάδι λα­ χανίδα και το γερμανικό οπλοπολυβόλο- πώς να επισημάνει τον κοινό παρανομαστή ανάμεσα στον παραμυθένιο θρύλο και το εφιαλτικό πα­ ρόν; Δεν έπεισε τότε Το Γεφύρι της Άρτας τον ανώριμο επαρχιώτη, που έκανε τα πρώτα βήμα­ τα της λογοτεχνικής του μαθητείας. Από τότε παρακολούθησα όλη τη διαδρομή ως θεατής, ως αναγνώστης, κάποτε ως μελετητής. Η κρίση δεν παρέμεινε έτσι απόλυτη και ανεπαίσθητη. Από­ κτησε την προβληματική της, αλλά ουσιαστικά δεν άλλαξε κι έχω την εντύπωση ότι είναι κοινός τόπος. Κανένα θεατρικό έργο του Γ. Θεοτοκά δεν υπήρξε σταθμός. Τα περισσότερα δεν ανέβη­ καν σε επαγγελματική σκηνή. Δύο, από κρατικά θέατρα. Πολλά δεν παίχτηκαν καθόλου. ★ ★ ★ ΠΟ τότε ο Θεοτοκάς -ισχνές και διάσπαρ­ τες πληροφορίες- στις φιλολογικές μου αποσκευές. Η δεύτερη ουσιαστική επαφή μετά την απελευθέρωση. Οι Γερμανοί είχαν φύγει. Ο

Α


14/αφιερωμα πόλεμος όμως βαστούσε. Άλλα μέτωπα, άλλες έγνοιες. Κι ένα εκεί στη μέση του δρόμου, του ματωμένου δρόμου, εύρημα και λάφυρο· ένα βι­ βλίο με πολύτιμο δέσιμο. Τίτλος συμβολικός: Αργώ. 'Οχι μόνο για το συγγραφέα που όριζε έτσι, όχι την πλοκή, αλλά την πρόθεση, αλλά και για τον συμπτωματικό αναγνώστη, που είχε συναπαντηθεί με πλοίο ονείρων, -χαμένων τελικά ή κερδισμένων;- σε κρίσιμα περάσματα. Η Αργώ, το πρώτο πεζογράφημα του Γ. Θεοτοκά. Ένα μυθιστόρημα. Ο δημιουργός του δεν έχει πατήσει τα τριάντα. Το γράφει όμως με προσοχή τέσσερα ολόκληρα χρόνια. Το εγχείρη­ μα τεράστιο. Μια πανοραμική σύνθεση, με πλο­ κή «πολλών ανθρώπινων καταστάσεων... τοπο­ θετημένη σε μια ορισμένη περίοδο της ελληνικής εξέλιξης»,5 που θα πρόβαλε σύμφωνα με τις προ­ σωπικές του διευκρινίσεις το δράμα της σύγχρο­ νης Ελλάδας και της μεταπολεμικής γενεάς.® Με άλλα λόγια οι ήρωες ήσαν, εκ προθέσεως του δη­ μιουργού τους, εμπλεγμένοι μέσα στην ιστορία του καιρού τους, την πρόσφατη ελληνική ιστο­ ρία. Ήταν φυσικό η πλευρά αυτή, η εξωτερική, η πιο ηχηρή να απασχολήσει τον έφηβο αναγνώ­ στη, που ανώνυμος μέσα στο πλήθος έγραφε με πολύ πιο ζοφερά χρώματα τη συνέχεια ακριβώς αυτής της ιστορίας. Και βέβαια η Αργώ δεν μπο­ ρούσε να τον συναρπάσει, τις οργισμένες εκείνες μέρες, με τους από χαρτόνι -κατά τις εντυπώσεις της στιγμής- ήρωές της, τους άνευρους και ισχνούς. Η πρώτη επαφή με το κύριο έργο του λογοτέχνη Γιώργου Θεοτοκά, το πεζογραφικό, το μυθιστορηματικό, δεν ήταν ευτυχής. ★ ★ ★ ΠΟ τότε έχουν περάσει αιώνες. Τη βιαστι­ κή εκτίμηση αντικατέστησε η συνετή σπου­ δή. Το ευήλιο παγκάκι του πάρκου, το περίκλει­ στο σπουδαστήριο του διαμερίσματος. Ξαναγύρισα κοντά στον Γ. Θεοτοκά με αναπαυτική αναγνωστική διάθεση ή φιλολογική περιέργεια. Και φυσικά ξαναδιάβασα την Αργώ, το πρώτο μυθιστόρημα ενός συγγραφέα, που το κύριο λογοτεχνικό·έργο του ήταν το πεζογραφικό, το μυ­ θιστορηματικό. Το ξαναδιάβασα με μεγαλύτερη μάλιστα προσοχή, όταν διαπίστωσα το θόρυβο που είχε προκαλέσει. Η πρώτη κρίση δεν άλλα­ ξε. Δεν έφταιγαν μόνο οι καιροί για τη νεανική δυσπιστία. Το έργο έπασχε εκ των ένδον. Το μυ­ θιστόρημα είχε σχεδιασθεί. Το σχέδιο όμως δεν υλοποιήθηκε. Ο κόσμος του σχεδιασμού δεν αναστήθηκε. Δεν υπήρχε παλμός που θα διεγεί­ ρει τη μέθεξη του αναγνώστη. Το Ημερολόγιο της «Αργώς» και τον «Δαιμό­ νιου», όπου παρακολουθούμε με ημερολογιακές αναγραφές σχεδόν μιας δεκαετίας σε 50 σελίδες, το δρομολόγιο της δημιουργίας του μυθιστορή­

Α

ματος, με τον προσωπικό του τόνο και την εξομολογητική του διάθεση έχει μεγαλύτερη ζέση από την απαθή Αργώ. Είναι πιο πειστικό. Ά λ ­ λωστε σε γενικές γραμμές η κριτική έκανε αρκε­ τές φορές αρνητικές διαπιστώσεις. Το πρώτο πεζογράφημα ακολούθησαν κι άλ­ λα. Διηγήματα και κυρίως μυθιστορήματα. Το είδος κέντριζε κατά κύριο λόγο τους πεζογράφους της περιλάλητης γενιάς. Ο Γ. Θεοτοκάς δεν μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση. Αναμφισβή­ τητα βελτιώσεις πραγματοποιήθηκαν. Η οικονο­ μία και η δομή κατακτήθηκαν. Οι Καμπάνες, το τελευταίο έργο του, που δημοσιεύτηκε μετά το θάνατό του, αποκαλύπτει με ευκρίνεια τη συντα­ γή. Μια θέση, μια ιδέα, που επίμονα πολιορκεί, επενδύεται σε μια υποτυπώδη πλοκή. Το κείμενο εμπλουτίζεται με παραλλαγές του ίδιου στοιχεί­ ου και με ταξιδιωτικές περιγραφές. Σίγουρα ο τεχνίτης έκανε προόδους. Το μυθι­ στόρημα όμως δεν στάθηκε στα πόδια του σαν ζωντανός οργανισμός. Ο δημιουργός δεν του εμφύσησε πνοή. Στο μυθιστόρημά του Ασθενείς και οδοιπόροι (1964) οι ήρωες εμπλέκονται στην ιστορία. Η πλοκή τούς παρακολουθεί σε ρόλους που παίζουν στον πόλεμο, στην κατοχή και στα μετέπειτα τραγικά γεγονότα. Είναι οι φορείς θύ­ τες και θύματα. Επανερχόμαστε στη γνώριμή μας διαδικασία από την Αργώ. Μόνο που η ιστορία εδώ, πιο τραγική και πιο εναργής, έχει δεσπόζουσα θέση στο προσκήνιο. Οι συγκρίσεις επόμενες. Η ωριμότητα στους Ασθενείς και οδοι­ πόρους ολοφάνερη. Οι συγκλίνουσες ιστορίες, που συντάσσονται κάτω από έναν τίτλο, συνιστούν την τελική σύνθεση, σύμμετρη και άνετη. Το χρονικό των συμβάντων, έστω κι αν κάποτε βραδυπορεί, ρέει. Μια εξιστόρηση· όχι όμως, όπως και στην Αργώ, μια ζωντανή αναπαράστα­ ση. Κάποιος ψύχραιμος παρατηρητής κινεί τα νήματα. Αναμφισβήτητα τα γεγονότα που τον εμπνέουν έχουν προκαλέσει μια έντονη ζύμωση, για να προκληθεί η διέγερση. Ο δημιουργός όμως δεν αφήνει να διαχυθεί αυτή η πρώτη ύλη και να φορτίσει την ατμόσφαιρα του έργου. Με τα «Τετράδια του μοναχού Τιμοθέου» αρ­ χίζει το δεύτερο μέρος του μυθιστορήματος Ασθενείς και οδοιπόροι, που προκαλεί το ενδια­ φέρον του συγγραφέα «στην αρχή του 1962» και έτσι καταπιάνεται με τη γραφή του. Σ’ αυτά, ο μοναχός Τιμόθεος, γνωστός μας από το πρώτο μέρος Ιερά οδός, που έχει κυκλοφορήσει αυτοτελώς από το 1950, «εν τω κόσμω Μαρίνος Βέλης, έφεδρος αξιωματικός του ελληνικού στρατού στον πόλεμο του 1940-41 και κατόπι στη Μέση Ανατολή», καταγράφει τις αναμνήσεις του από γεγονότα που φυσικά ο αναγνώστης δεν είχε ζήσει στην Ιερά οδό. Οι σελίδες αυτές που γράφει ο ήρωας για τις ταραγμένες περιπέτειες της κατά κόσμον ζωής του, αποτραβηγμένος στο Άγιον


αφιερω μα/15 Όρος, δεν είναι άσχετες από μια προσωπική εμ­ πειρία του Γ. Θεοτοκά που τον στρέφει σε μια εναγώνια αναζήτηση. «Ένα πολύ οδυνηρό δρά­ μα της ιδιωτικής μου ζωής», εξομολογείται ο ίδιος, «με είχε κινήσει να έρθω σ’ επαφή με τις πηγές της πνευματικότητας της ορθοδοξίας». Καρπός το θεατρικό Η Ά κρη του δρόμου (1960), Το ταξίδι, στη Μέση Ανατολή και στο Ά γιο Ό ρος (1961), ένα ταξιδιωτικό, «που κινεί­ ται ανάμεσα στην ταξιδιωτική εντύπωση και στο δοκίμιο»,8 και φυσικά η απόφαση του ήρωα των ασθενών και οδοιπόρων. Και όμως η προσωπική εσωτερική περιπέτεια -έντονος πόνος και βαθύ­ τατη μεταφυσική ανησυχία- δεν μετακινείται προς τα έργα, που γράφονται κάτω από την πίε­ σή της. Το πάθος του συγγραφέα παραμένει δια­ κριτικά στο περιθώριο· κεφάλαιο κατατεθέν και απόρρητο· ένα κίνητρο κι όχι ο χυμός που θα διαχυθεί στον καρπό. Ο Λεωνής, το τρίτο του μυθιστόρημα (1940), «επιστροφή στα παιδικά χρόνια, σελίδες γεμάτες νοσταλγία»,9 έχει έκδηλο τον αυτοβιογραφικό χαρακτήρα. Περιστατικά, καταστάσεις, που όταν αντλούνται από τις παιδικές μνήμες διογκούνται, διαστέλλονται μέχρι υπερβολής, εδώ καταγράφονται σωστά, αλλά ψύχραιμα και συ­ νετά. Ο χώρος κι ο χρόνος που εξωθούν μέχρι τη μυθοπλασία του παραμυθιού, -δείγμα η Αιολική Γη του Ηλία Βενέζη- εδώ δεν οδήγησαν στο θαύμα. ★ ★ ★ Γιώργος Θεοτοκάς βιάστηκε να φύγει πριν είκοσι χρόνια, μόλις εξήντα χρονών και μά­ λιστα αιφνίδια. Το τελευταίο του βιβλίο που κυ­ κλοφόρησε πριν από το αδόκητο τέλος Η Εθνική κρίση («τυπώθηκε το Γενάρη του 1966»), περι­ λαμβάνει άρθρα (και μια εισήγηση στο «συμπό­ σιο για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση»), που πρόσφατα (27.6.1965 το πρώτο, 1.1.1966 το τε­ λευταίο) είχαν δημοσιευτεί στην εφημερίδα Βή­ μα. Το θέμα του με σαφήνεια το καθορίζει ο τίτ­ λος. Ο Θεοτοκάς αρθρογραφεί. Μέσα στα κρίσι­ μα γεγονότα των ημερών, στρατευμένος στην Επάνω: Τεύχος τον γιαπωνέζικου περιοδικού «Μομόνγκα» έπαλξη. Το προφητικό του άρθρο «Η δικτατο­ που δημοσιεύει την «Αργώ» σε συνέχειες. Το ίδιο περιοδικό ρία», που δημοσιεύτηκε στο Βήμα, την Κυριακή έχει δημοσιεύσει το «Δαιμόνιο» το 1981. Κάτω: Εξώφυλλο από τη γερμανική μετάφραση του βιβλίου 20 Φεβρουάριου 1966, χαρακτηριστικό. Με αυτή τον Γ. Θεοτοκά «Ασθενείς καί οδοιπόροι». την πολιτική δραστηριότητα και την πολιτική δράση κλείνει ο κύκλος. Και λέω κύκλος, γιατί ται έντονα ο κοινωνικός προβληματισμός, είναι μια αρχή έχει προοικονομίσει το τέλος· καθόρισε τα λήμματα της δεκαετίας του 20, που μας δίνει τη δεσπόζουσα προτίμηση και χρωμάτισε τελεσί­ η Βιβλιογραφία Γιώργου Θεοτοκά, (1978), «άρ­ δικα όλα τα είδη του λόγου, που καλλιέργησε ο ρηκτα συνδεδεμένη με την ύπαρξη του Αρχείου Γ. Θεοτοκάς. το οποίο κρατήθηκε συστηματικά τόσο από τον Δεν είναι ευχαίο ότι ο νέος μαθητής και φοι­ ίδιο τον Γ. Θεοτοκά όσο και, μετά το θάνατό τητής δεν ξεκινά με ένα πεζοτράγουδο, ένα του, από την οικογένειά του»,18 με ευθύνη και ποίημα ή έστω ένα διήγημα, τον κοινό τόπο του προσοχή συντεταγμένη από τον Εμμ. Μοσχονά. εκκολαπτόμενου λογοτέχνη της εποχής, κάθε Μια προετοιμασία πνευματικής άσκησης, που εποχής. Βιβλιοκρισίες, άρθρα, όπου προβάλλε- συγκλίνει σ’ ένα βιβλίο. Το κυκλοφορεί με ηχηρό

Ο


16/αφιερωμα αλλά εύγλωττο ψευδώνυμο: Ορέστης -ένας μητροκτόνος- Διγενής. Είναι ένα δοκίμιο, όπως το ορίζει ο ίδιος, με τέσσερα κεφάλαια. Ο συγγρα­ φέας του «ο ελληνικός», όπως αργότερα τον θέ­ λει ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, έρχεται από την Εσπερία, για να εμφυσήσει το νέο ανατρεπτικό Ελεύθερο Πνεύμα του. Το Ελεύθερο Πνεύμα (1929), που γράφει ένας οργισμένος νέος, δεν έπαιζε βέβαια το ρόλο ενός μανιφέστου που καθορίζει τις συντεταγμένες μιας λογοτεχνικής γενιάς, όπως αργότερα το θέ­ λησε μια μερίδα της κριτικής. 'Ενα κείμενο, όπου καταθέτει ο συγγραφέας του την ευρωπαϊ­ κή του παιδεία, από τον Τσβάιχ και τον Τιμπωντέ μέχρι το Τζαρά, που θαυμάζει τον Άλκη Θρύλο, απορρίπτει με οργή τον Φώτο Πολίτη κι έχέι επιφυλάξεις για τον Καβάφη -που αργότερα θα τις αναιρέσει, αλλά και απολογητικά θα τις δικαιολογήσει- δεν. μπορεί να θεωρηθεί η θεω­ ρητική αφετηρία, όπου αργότερα θα αναζητη­ θούν, έστω και σπερματικά, τα στοιχεία απ’ όπου κινήσανε οι λογοτέχνες του ’30. Χαράζει όμως το δρόμο που θα ακολουθήσει ο Γ. Θεοτο­ κάς κι από τον οποίο τελικά δεν θα μπορέσει να ξεστρατίσει. Ο νεαρός Θεοτοκάς εισβάλλει με πάταγο και φιλοδοξίες στον ελληνικό πνευματικό χώρο. Θε­ μιτά τα όνειρα και η ηλικία ερμηνεύει τους τρό­ πους. Η υποδοχή άλλωστε και οι αντιδράσεις που προκάλεσε το Ελεύθερο Πνεύμα δικαίωσαν το συγγραφέα του. Βιάζεται και πολυμερίζεται. Κεντρική του όμως επιδίωξη η δράση, για να σώσει αλλά και να σωθεί- και φυσικά στο χώρο της πνευματικής δημιουργίας, γιατί ο χαρακτή­ ρας του δεν του επέτρεψε να γίνει ένας μάχιμος πολιτικός. Η προτίμησή του λοιπόν έμεινε στο άρθρο, στο δοκίμιο, όπου με αμεσότητα μπορού­ σε να συνοψίσει τις θέσεις και την προβληματική του, απερίφραστα, χωρίς λογοτεχνικούς μετα­ σχηματισμούς. «Εγώ τουλάχιστον αισθάνομαι χρέος μου και προς τα ιδανικά μου και προς τον εαυτό μου, να είμαι μέσα στο χορό, να θέτω ζη­ τήματα, να χτυπώ και να με χτυπούν, να ταράζω τα λιμνασμένα νερά», δηλώνει με έμφαση σ’ ένα του γράμμα στο Γ. Σεφέρη (31.10.1931). ΕΣΑ στο χορό με εντιμότητα, αλλά χωρίς να κρατά πάντα το σφυγμό της κοινότη­ τας, που θέλει να υπηρετήσει. Γι’ αυτό κι οι πα­

Μ

Σημειώσεις 1. Παραλογές, επιμέλεια Γιώργος Ιωάννου, εκό. Ερμής 1970, σελ. 23. 2. Θεοτοκάς Γιώργος θεατρικά έργα Α '. εκδ. βιβλιοπωλείο της Εστίας, 1965, σελ. 400. 3. ό.π.; σελ. 7. 4. ό.π. 5. Θεοτοκάς Γιώργος: Αργώ. εκδ. Πυρσός, 1936 σελ. 482.

λινδρομήσεις, οι αντιφάσεις και το σπουδαιότε­ ρο οι κάποτε οφθαλμοφανείς κακές εκτιμήσεις. Δεν είναι πολύ πιο μεγάλος στα χρόνια ο Γ. Σεφέρης. Έχει όμως επισημάνει τον κίνδυνο, γιατί το είδωλο έχει δείξει το πρόσωπό του και ειδο­ ποιεί το φίλο του. Ο Θεοτοκάς όμως δεν πτοείται. Καταποντίζει τον Πολίτη, τον Παπατσώνη για να δηλώσει ότι «ο Σπύρος Μελάς είναι ο πιο έξυπνος άνθρωπος στην Ελλάδα μετά το Βενιζέλο» (γράμμα στο Σεφέρη 21:1.1932), και συνερ­ γάζεται μαζί του στην έκδοση του περιοδικού Ιδέα. Ο Μελάς βέβαια, με χλευασμό και συκο­ φαντία, μετά από χρόνια ανταπέδωσε τη νεανική εκτίμηση του Γ. Θεοτοκά. Ο Γ. Θεοτοκάς, σημαίνουσα κι έντιμη φυσιο­ γνωμία της γενιάς του τριάντα, δεν ακεραιώθηκε ως λογοτέχνης. Δεν ζυμώθηκε με την κοινότητα. Δεν κοινώνησε με τα πάθια και τις έγνοιες της ομάδας. Έμεινε στο γραφείο, τίμιος κι ευσυνεί­ δητος παρατηρητής. Γι’ αυτό δεν επένδυσε με μύθο στερεό την προβληματική του. Δοκιμιακά χαρακτηρίζονται πολλά μυθιστορήματά του. Δο­ κίμια κάποτε χαρακτηρίζει ο ίδιος τις ταξιδιωτι­ κές του εντυπώσεις και μάλιστα δοκίμια, στα οποία η συναισθηματική παρέμβαση δεν υπάρχει κι όταν υπάρχει, παραμένει στο επίπεδο της πληροφορίας, χωρίς να φορτίζει το ύφος. Μια μάχη ιδεών και απόψεων έδωσε με όλο του το έργο ο Γιώργος Θεοτοκάς- αυτή επέβαλε το στίγμα της γραφής και στα διηγήματα, τα μυ­ θιστορήματα, τα θεατρικά και τις ταξιδιωτικές του εντυπώσεις. Κι επιπλέον οι ιδέες αυτές, που τις υποστήριξε στα νεανικά του χρόνια με ορμή κι αργότερα με νηφαλιότητα, βασίστηκαν σε μια υπερβολική εκτίμηση της προσωπικής του διορα­ τικότητας. Έτσι κάποτε, ήταν, όπως ο ίδιος αναγνώριζε, εσφαλμένες. Τότε καλοπροαίρετα ανακαλούσε και συνέχιζε σε άλλες συντεταγμέ­ νες τον αγώνα. Αυτό ήταν το ηθικό ανάστημα του Γ. Θεοτοκά και η εσωτερική του αντίφαση. Αγωνίστηκε να δώσει πνοή σ’ αυτόν τον ετερόκλητο κόσμο που τον πολιορκούσε δυναμικά, αλλά η προσπάθεια ναυάγησε. Οι κριτικοί και ομότεχνοί του τον αποκάλεσαν καρτεσιάνο της πεζογραφίας μας. Δεν είχαν άδικο. Η ορθολογιστική μεμψιμοιρία, που κόβει τα φτερά της φαντασίας, τον παγίδεψε, υπήρξε το θύμα της. 6. Πρβλ. Θεοτοκάς Γιώργος: Ημερολόγιο της «Αργώς» και τον «Δαιμονίον», εκδ. Πυρσός 1939. 7. Θεοτοκάς Γιώργος: θεατρικά έργα Β'. σελ. 382. 8. Χάρης Πέτρος Ο Δοκιμιογράφος, ο διηγηματογράφος κ.λ.π. Νέα Εστία 1.12.1973 σελ. 1597. 9. Ό .π ., σελ. 1589.. 10. Μοσχονάς Εμμ.: Βιβλιογραφία Γ.θ. εκδ. Ερμής 1978, σελ. 11. Τα γράμματα στην Αλληλογραφία Γ. θεοτοκά - Γ. Σεφέρη (φιλολογική επιμέλεια Γ.Π. Σαββίδης) εκδ. Ερμής 1981.


αψ ιερω μα/17

Αλέξης Αργυρίου

Στοχασμοί επάνω στο ji και κρίσιμο μυθιστόρημο του Γιώργοι και μερικές Φαντάζομαι ότι είναι εύλογο να αναρωτηθεί κανείς, για ένα συγγραφέα με πολλές πνευματικές δραστηριότητες, σε ποια περιοχή βρίσκεται η μείζον προσφορά του και εκείνη που μάλλον θα του επιτρέψει να επιβιώσει. Δ ιηγηματογράφος, μυθιστο­ ριογράφος, δοκιμιογράφος, θεατρικός συγγραφέας αλλά και σχολιαστής εθνικών και πολιτικών γεγονότων ο Γιώργος Θεοτοκάς, με αρκετή ποσότητα έργου σε όλα αυτά τα πεδία, είναι φυσικό να προκαλεί μια απάντηση σε εκείνον που μελετά την προσωπικότητά του. ΒΕΒΑΙΑ η προσωπικότητά του συντίθεται από όλο αυτό το υλικό που έχει δημιουργηθεί από τα ποικίλα ενδιαφέροντά του και επιπλέον το υλικό που μένει αδημοσίευτο, καθώς ξέρομε ότι υπάρ­ χει ένα εκτενές ημερολόγιό του. Αν όμως, όπως εδώ, θέτομε ως ζητούμενο την απάντηση στο ερώτημα που έθεσα αρχίζοντας, το πρόβλημα περιορίζεται αισθητά. Ωστόσο αν υποθέσουμε ότι η περιοχή των ιδεών, στην οποία ανήκει η δοκιμιογραφία του και η δημοσιολογία του, είναι το θνητό μέρος σε κάθε συγγραφέα, επειδή οι νέες ιδέες που έρχον­ ται αχρηστεύουν τις παλαιότερες (οι εξαιρέσεις είναι σπάνιες) και το μόνο που κατορθώνουν εί­ ναι να έχουν κάποτε ιστορική σημασία (και, πο­ λύ σπανίως, να έχουν δημιουργήσει συνεχιστές) απομένουν για έρευνα η διηγηματογραφία, η μυ­ θιστοριογραφία του και τα θεατρικά του. Νομί­

ζω ότι δεν πέφτει κανείς πολύ έξω αν θεωρήσει πως αυτή θα ήταν και η προτίμηση του Γ. Θεοτοκά. Όμω ς την ανάγκη φιλοτιμία ποιούμενος θα αφαιρέσω και τα θεατρικά του, επειδή δεν έχω δηλώσει θεατρικός κριτικός. Ξέρω πάντως ότι αν παρέπεμπα το θέμα στους αρμόδιους, θα τους έβρισκα πολύ πρόθυμους να μαρτυρήσουν την περιορισμένη σημασία τους - υπάρχουν και οι γραπτές καταθέσεις τους. Ας μου επιτραπεί να συμφωνήσω κάι ως απλός θεατής ανάμεσα σε πολλούς άλλους. Συνεχίζω λοιπόν με καθαρή καρδιά, που σημαίνει χωρίς βάρος στη συνείδη­ σή μου για την ελάττωση της ύλης. Προχωρώ αποκλειστικά στην περιοχή της πεζογραφίας του Θεοτοκά. Εδώ έχομε έναν τόμο με διηγήματα «Ευριπίδης Πεντοζάλης» του 1937 και μια σειρά από μυθιστορήματα. Την «Αργώ 1: Το ξεκίνημα» (1933) που θα ολοκληρωθεί το 1936, οπότε και


18/αφιερω μα θα εκδοθεί με τίτλο «Αργώ». Ακολουθεί το «Δαιμόνιο» (1938), ο «Λεωνής» (1940) και κατά το παράδειγμα της «Αργώς» το 1950 εκδίδει την «Ιερά Οδό» που ολοκληρώνεται στο «Ασθενείς και Οδοιπόροι» το 1964. Το μυθιστόρημα «Καμ­ πάνες» που εκδόθηκε μεταθανάτια, το 1970, δημοσιεύθηκε λίγο μετά τον θάνατό του σε συνέ­ χειες στο «Βήμα», από 4.12.66 έως 3.12.66. Επί­ σης, πέρυσι μόλις, στα 80 χρόνια από τη γέννηση του Θεοτοκά, εκδόθηκαν οι «Σημαίες στον ήλιο» που περιλαμβάνουν το πλήρες κείμενο του «Λεωνή», το ημερολόγιο της εργασίας του και τα διηγήματα της «Παιδικής ηλικίας» (πρόκειται για τρία διηγήματα που υπάρχουν στον τόμο «Ευριπίδης Πεντοζάλης» του 1937) με τη φιλο­ λογική επιμέλεια του Γ.Π. Σαββίδη και Μιχάλη Πιερή. Ο πρώτος έγραφε και μια εισαγωγή («Νοσταλγικά προλεγόμενα» τα ονομάζει) με πο­ λύ αξιόλογες συγκριτικές παρατηρήσεις με τη φι­ λολογική ευστάθεια που τον χαρακτηρίζει. Το περίεργο και αδικαιολόγητο για την περίπτωση της τελευταίας αυτής πλήρους έκδοσης του «Λεωνή», που πρώτοι θέτουν οι επιμελητές, εί­ ναι: γιατί τις περικοπές που έγιναν από τη λογο­ κρισία της δικτατορίας 1936-40, διατήρησε ο Θεοτοκάς και στις μεταπολεμικές εκδόσεις του μυθιστορήματος του. Αλλά ας μην μπω στα χω­ ράφια των φιλολόγων, εφόσον μάλιστα δεν είναι το θέμα μου και σταματάνε οι υποτιθέμενες αρμοδιότητές μου. Συνεπώς έχομε να κάνομε με πεζογραφικό έργο ποσοτικά υπολογίσιμο. Ωστόσο πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η συγγραφική δράση του Θεοτοκά είναι πυκνή το χρονικό διά­ στημα 1933-40, αραιώνει τη δεκαετία του 1940, στο τέλος της ξαναμπαίνει σε κίνηση με την «Ιε­ ρά Οδό» το 1950, έργο που ολοκληρώνεται πολύ αργότερα, το 1964, με τελικό τίτλο «Ασθενείς και Οδοιπόροι». Λίγο αργότερα γράφονται «Οι Καμπάνες». Και έπεται ο ξαφνικός και σχετικά πρόωρος θάνατός του στα 61 του χρόνια, 30 Οκτ. 1966. ΣΥΓΚΡΙΝΟΝΤΑΣ την πεζογραφική παραγωγή του Θεοτοκά της δεκαετίας του ’30 με την αντί­ στοιχη της επόμενης 25ετίας, σκέπτεται κανείς ότι στην πρώτη περίοδο βλέπομε έναν επαγγελματία (να το πω έτσι) πεζογράφο και στη δεύτε­ ρη, που είναι και υπερδιπλάσια χρονικά, έναν ερασιτέχνη πεζογράφο. Και επειδή η γενικότερη πνευματική του δραστηριότητα δεν μειώθηκε σε αυτή την 25ετία, ο ίδιος ρ Θεοτοκάς φαίνεται σαν να έθεσε σε δεύτερη μοίρα, ποσοτικά, το πεζογραφικό του έργο, για να το ξαναβάλει μπρο­ στά στα τελευταία χρόνια της ζωής του. Δεν ξέ­ ρομε τους λόγους, (ή ας αναλάβω την ευθύνη: δεν ξέρω εγώ) και δεν προτίθεμαι να το ρίξω σε ανεύθυνες ψυχολογικές εικασίες για το νόημα του φαινομένου. Ωστόσο το πρόβλημα υπάρχει

και η λύση του είναι πιθανόν να βρεθεί μέσα από το προσώρας ανέκδοτο ημερολόγιό του. Να σκεφτεί κανείς την παραγωγή στα ίδια χρόνια των συνομήλικων και συνοδοιπόρων του πεζογράφων Καραγάτση, Πετσάλη, Καστανάκη, Βενέζη, Τερζάκη, Γ.Ν. Ά μποτ κλπ. ή ακόμη και του με­ γαλύτερου στην ηλικία Κοσμά Πολίτη, ή Στρατή Μυριβήλη, για να καταλάβει τη διαφορά. Κι όμως επρόκειτο για άνθρωπο με συνείδηση πεζογράφου, που τον είχε πολύ απασχολήσει το θέμα και θεωρητικά, ο οποίος ιίαρακολουθούσε συγχρόνως και την αντίστοιχη ευρωπαϊκή πεζο­ γραφία και την προβληματική της. Επιπλέον εκτός από το «Ημερολόγιο της Αργώς και του Δαιμόνιου» (1939) και τώρα το «Ημερολόγιο ερ­ γασίας του “Λεωνή” », έχει διατυπώσει και άλλες φορές τόσο τις θέσεις του όσο και στοιχεία από το εργαστήρι του. Αρκετές από αυτές τις θέσεις του αντιγράφει (και σε άλλες παραπέμπει) ο κα­ θηγητής Γ.Π. Σαββίδης στην εισαγωγή του (ό.π.), από όπου και αντιγράφω ένα σημείο που με ενδιαφέρει: «παρουσιάζοντας [...] εκείνο τον τόμο των διηγημάτων [«Ευριπίδης Πεντοζά­ λης»]- ό οποίος έμελλε (άγνωστο γιατί) να μείνει και ο μόνος όλης του της λογοτεχνικής σταδιο­ δρομίας - [...]» (σ. 18). Ας συμπεράνω λοιπόν κι εγώ ότι: άγνωστο γιατί, έχομε μόνο έναν τόμο με διηγήματα του Θεοτοκά και δύο μόνο μυθιστο­ ρήματα στη μεταπολεμική του περίοδο. Αυτό ισοδυναμεί με (πάλι: άγνωστο γιατί) το να έχομε μια παραίτηση (από τη διηγηματογραφία) και μια μείωση παραγωγής, μεταπολεμικά (από τη μυθιστοριογραφία). Και η μεν παραίτηση από τη διηγηματογραφία θα ήταν χωρίς σημασία, αν εί­ χαμε μετατόπιση αρκετή προς τη μυθιστοριο­ γραφία, που όμως δεν έχομε. Συνεπώς, ας μου επιτραπεί να συμπεράνω ότι ναι μεν είναι άγνω­ στο γιατί συνέβησαν έτσι τα πράγματα, αλλά το ίδιο το γεγονός δεν είναι άνευ σημασίας. Πού το πηγαίνω; Απλώς στο να λάβομε υπόψη ότι η διασπορά της προσοχής, και συνεκδοχικά του ενδιαφέροντος σε πολλά πεδία, είναι φυσικό να αποβαίνει εις βάρος κάποιων επιμέρους δρα­ στηριοτήτων. Διότι αυτή η χαλαρή και αραιή ενασχόληση, τα σχετικά μεγάλα χρονικά κενά γραφής ενός είδους, μπορεί να έχουν, μοιραία, συνέπειες, καθώς, όπως το έλεγε ο Σεφέρης: σκληραίνουν τα δάχτυλα. Πάλι όμως αυτά ισχύουν γενικά και θεωρητικά. Διότι, ενδέχεται, πίσω από τη μικρή, σχετικά, ποσότητα ύλης που έχομε στη διάθεσή μας, να κρύβεται μια πολλα­ πλάσια ύλη, στο ίδιο ή σε παρεμφερές είδος, που για κάποιους άγνωστους λόγους δεν είδε το φως τη£ δημοσιότητας. Έτσι και τα δάχτυλα δεν θα έχουν σκληρύνει και το αποτέλεσμα δεν θα πα­ ρουσιάζει ελαττώματα. Συνεπώς, για το συμπέ­ ρασμα χρειάζεται να προσκομιστούν αποδείξεις που να προκύπτουν μέσα από το πεζογραφικό


αφ ιερω μα/19

Ο Γ. Θεοτοκάς με τον Γ. Κατσίμπαλη το 1962

έργο του Θεοτοκά. Να εξεταστούν τα προβλήμα­ τα της γραφής, της σύνθεσης και της αρχιτεκτονι­ κής, και των μυθιστορηματικών του προσώπων. Μια ανάγνωση του πεζογραφικού έργου του, καμωμένη με προσοχή και συμπάθεια, είναι πι­ θανόν να δημιουργήσει την εντύπωση ότι αξίζει τον κόπο να γίνει μία φιλολογική ανάγνωση (έτσι τη λέμε τώρα) του έργου του, έτσι που η αρχική (καλή, πολύ καλή, πάρα πολύ καλή αναλόγως) εντύπωση, μέσα πλέον από την ανά­ δειξη των στοιχείων που αξιοποιούν τη (μυθι­ στορηματική) γραφή, να αναδείξει την αξία της, με αντικειμενικό -α ν νομίζετε· αν και θεωρείταιτρόπο. ΟΣΑ ΤΩΡΑ ελάχιστα και ενδεικτικά ακολου­ θούν είναι απλές παρατηρήσεις και στοχασμοί κάποιων διαδοχικών κατά καιρούς αναγνώσεων ενός φιλαναγνώστη, των πεζογραφημάτων του Θεοτοκά. Ωστόσο ωφείλω να μαρτυρήσω την υποψία μου ότι όλες οι μεταγενέστερες αναγνώ­ σεις των ίδιων αυτών έργων δεν μπορεί παρά να έχουν επηρεαστεί από τα πρώιμα διαβάσματα, εκείνα που έγιναν σε νεαρή ηλικία (κάπου εκεί 1939-40, στο πρώτο έτος των πολυτεχνειακών σπουδών) και πολύ μέτρησε η πρόθεση και η φι­ λοδοξία του συγγραφέα της «Αργώς» να τοιχο­ γραφήσει μια εποχή. Θέμα κλίματος και ροπών του καιρού; Πιθανόν. Πραγματικά, η «Αργώ» θεωρήθηκε το πιο φι­ λόδοξο μυθιστόρημα της γενιάς του ’30. Και μάλλον έτσι είναι, αν το εντάξομε στα πεζογρα­ φήματα του Μεσοπολέμου. Και είναι ένα βιβλίο της νιότης, κατά την εκτίμηση του ίδιου αλλά

και των κριτικών του. Ο Θεοτοκάς το γράφει από το 1931 έως το 1935, λίγες μέρες πριν να συμπληρώσει τα 30 του χρόνια, όταν είναι φορ­ τωμένος ακόμη με τις μνήμες των φοιτητικών του χρόνων, οπότε είχε παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στις ζυμώσεις του φοιτητικού κινήματος λίγο με­ τά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Έτσι ερχόταν φυσικό να είναι δεμένο με μια συγκεκριμένη ελ­ ληνική ιστορική πραγματικότητα και να επιχει­ ρεί να την αναπαραστήσει, ζητώντας να δώσει τους εσωτερικούς της ιστούς χωρίς να την αντι­ γράφει. Παίζοντας με πραγματικά περιστατικά, συμπυκνώνοντας συμβάντα και με καλή χρήση της αφαίρεσης, επιδίωκε να δώσει μάλλον την ατμόσφαιρα και τις καταστάσεις παρά πρόσωπα με μυθιστορηματική υπόσταση. Υποπτεύομαι ότι το τελευταίο δεν ήταν μέσα στις προθέσεις του αλλά έβγαινε μοιραία από τη διάταξη του έργου. Τα πρόσωπά του αποτελούσαν φορείς ιδεών, όπου οι ιδέες έμεναν αμετάβλητες. Γι’ αυτό και, όταν ακόμη φαίνεται πως έχομε εξέλιξη και αλ­ λαγή συνειδήσεων (Δαμιανός Φραντζής, Νικηφ. Νοταράς) τα άτομα αυτά διαγράφονται μάλλον ως τύποι παρά ως ζωντανά πρόσωπα. Ωστόσο δεν μπορούν οι ήρωές του να λογιστούν ως καρι­ κατούρες παρά ελάχιστοι και πάντως επεισοδια­ κοί τύποι. Έργο λογικά ταξινομημένο και με αρ­ χιτεκτονική συνέπεια μέσα στα επιμέρους κεφά­ λαιά του, αφήνει επιφυλάξεις για την εσωτερι­ κή οικονομία του συνόλου του. Δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα αν έχομε μπροστά μας έναν συνολικό πίνακα ή ένα πολύπτυχο, για να το σχηματοποιήσω, έτσι που η σύνθεση να μην είναι απολύτως οργανική.


20/αφιερωμα ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΑ να απαριθμήσω και άλλα ση­ μεία της «Αργώς» που με κάνουν επιφυλακτικό. Ωστόσο εξακολουθώ να το θεωρώ ένα εξαιρετι­ κά ενδιαφέρον έργο. Βρίσκονται μέσα στις σελί­ δες του καταστάσεις ιδωμένες με πραγματική ιδιοφυία. Φαντάζομαι ότι λειτούργησε ευνοϊκά από τη μια πλευρά το βιωματικό υλικό και από την άλλη η δοκιμιακή ικανότητα του συγγραφέα να αποδίδει με ενάργεια τους ιδεολογικούς προ­ βληματισμούς. Επιπλέον η αφθονία των περι­ πτώσεων φανερώνει ένα εύστροφο πνεύμα που κινείται με οξυμένη παρατηρητικότητα, όσο κι αν η τυποποίηση μειώνει το αποτέλεσμα, διότι υπάρχει η συνθήκη που μας ανακαλεί κάποιες αρχετυπικές μορφές. Αλλά το πιο σημαντικό πι­ στεύω είναι ότι η «Αργώ» αντιπροσωπεύει, με ανεκτή προσέγγιση, μια εποχή, και εκφράζει τον προβληματισμό της - προφανώς το μέρος εκείνο που μπορεί να συλλάβει ένα άτομο, πάντως με όχι τυχαίες δυνατότητες. Θα σταματήσω όμως εδώ για λόγους χώρου

α ν ο ίξ α μ ε

τ ο π ιο

όμορ φ ο

β ιβ λ ίο

β ιβ λ ιο π ω λ ε ίο

έχουμε

ό ,τ ι

κάρ τες

κ α ι π ε ρ ιο δ ικ ά , έ ν α ν

καναπέ, κερνάμε α φ ίο ε ς

και

σας

φ α ν τ α σ τ ικ έ ς γ ια

φ α ν τ α σ τ ε ίτ ε ,

και χρόνου. Μου λείπουν και οι δυο. Θα ση­ μειώσω ωστόσο ότι με την «Αργώ» έχουν καθο­ ριστεί τα συγγραφικά όρια της πεζογραφίας του Θεοτοκά. Και σπέρματά της συναντάμε στα επό­ μενα έργα του. Αίφνης, από τις γυναικείες μορ­ φές (μετασχηματισμένες και οδηγημένες στο ιδεατό) βγαίνει το «Δαιμόνιο», ενώ πλουτίζεται με στοιχεία ώστε να μορφωθεί ένα περιβάλλον, και επίσης ο «Λεωνής» αναπτύσσει καταστάσεις που έχομε συναντήσει εν δυνάμει σε κεφάλαια της «Αργώς». Όσο για την «Ιερά Οδό» ή καλύ­ τερα το πλήρες «Ασθενείς και οδοιπόροι», παρό­ λο που έχει μεσολαβήσει ο Β' Παγκόσμιος Πόλε­ μος και έχει ραγίσει πολύ το καρτεσιανό πνεύμα του Θεοτοκά, κάποιοι ήρωές του νομίζεις ότι προέρχονται από τους νεαρούς του επιτελείου της «Αργώς», που ώριμοι πια πορεύονται μέσα στα νέα ιστορικά συμβάντα, με αυξημένες τις αμφιβολίες τους και με περισσότερη ανοχή για την ανθρώπινη μοίρα

ο τη ν

θ α υ μ ά σ ιε ς

α ν α π α υ τ ικ ό

κ α φ έ, χ α ρ ίζ ο υ μ ε δ ίν ο υ μ ε

ιδ έ ε ς

δώ ρα.

ίλ ά τ ε

να

γ ν ω ρ ισ τ ο ύ μ ε

ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ Χαρ. Τρικούπη 6-10 (είσοδος και από στοά Χατζηχρήστου) Μέσα στο εμπορικό κέντρο ATRIUM (ΙΣΟΓΕΙΟ) ΤΗΛ. 3623144

Ι

Αθη'


αφιερωμα/21

Δημήτρης Τζιόβας

Ο Γ. Θεοτοκ και η τέχνη του μυθιστορήμ Ο Θεοτοκάς ανήκει, στους λίγους Έλληνες πεζογράφους που προσέγγισαν θεωρη­ τικά το μυθιστόρημα και ανάπτυξαν κάπως διεξοδικά τις απόψεις τους για το είδος. Βέβαια, στα πρώτα χρόνια της συγγραφικής του σταδιοδρομίας οι σκέψεις του για το μυθιστόρημα παρέμειναν ασυστηματοποίητες και σκορπισμένες σε δοκί­ μια, άρθρα, ακόμη και στα ίδια τα πεζογραφήματά του. Φανερώνουν όμως πως από νωρίς η συγγραφική πράξη για τον Θεοτοκά είχε κάποιο θεωρητικό γνώμοναξεκινούσε από συγκεκριμένες πεποιθήσεις για την τεχνική του μυθιστορήματος και τη σπουδαιότητά του ως λογοτεχνικού είδους. Η πίστη του στο μυθιστόρημα διαφαίνεται ήδη από τα πρώτα γραπτά του όπου υπογραμμίζει τη σημασία και την αναγκαιότητά του για τη νεοελληνική λογοτεχνία. Σ’ ΕΝΑ κείμενό του με τίτλο «Η νέα λογοτε­ χνία», δημοσιευμένο στο περιοδικό Ιδέα το 1934,1 υποστήριζε πως ο ανώτερος προορισμός του μυθιστορήματος είναι να πάρει τη θέση της αρχαίας εποποιίας στη σύγχρονη ζωή, ν’ αποτελέσει τη συνθετική αναπαράσταση των αισθημά­ των, των ιδεών και των δραματικών συγκρού­ σεων μιας εποχής. Για τον Θεοτοκά το μυθιστό­ ρημα ήταν η “καινούρια τέχνη” , το κατεξοχήν λογοτεχνικό είδος του εικοστού αιώνα, γεμάτο δυναμισμό και σφρίγος. Το θεωρούσε μάλιστα το καταλληλότερο μέσο για να εκφραστούν οι βίαι­ ες αντιθέσεις, οι ριζικές ανακατατάξεις και η βαθιά αναστάτωση του μεσοπολέμου και το προσφορότερο μαζί με το δοκίμιο για τις φιλο­ δοξίες της γενιάς του. Χωρίς να έχει καμιά αμφι­ βολία «πως οι άνεμοι της ελληνικής λογοτεχνίας φυσούνε σήμερα κυρίως προς τη διεύθυνση τον μυθιστορήματος»2 μιλούσε με υπερβάλλοντα εν­

θουσιασμό και εμπιστοσύνη για τη σημασία και το ρόλο του στη σύγχρονη ζωή. Το μυθιστόρημα, ιδιαίτερα στην Ελλάδα, αντιπροσώπευε γι’ αυ­ τόν τη δυναμική αποδέσμευση από τη στατική περιγραφικότητα της ηθογραφίας και τον εξαν­ τλημένο λυρισμό της ποίησης. ΟΡΙΖΟΝΤΑΣ το ως συνισταμένη όλων των δυ­ νάμεων και των απόψεων της ζωής, ο Θεοτοκάς τονίζει το εύρος και τη δυνητική εμβέλεια του είδους χωρίς όμως ν’ αγνοεί και την ιδιαιτερότη­ τα των συστατικών του. Γι’ αυτό το λόγο θεωρεί πως το πραγματικό κριτήριο του μυθιστοριογράφου και γενικά του λογοτέχνη είναι «η δημιουρ­ γία ζωντανών ανθρώπων». Εκεί δοκιμάζεται το ταλέντο και η δημιουργική του ικανότητα όπως επισημαίνει στο Ελεύθερο Πνεύμα: «Ο συγγρα­ φέας που δεν κατορθώνει να εμφνσήσει στα πρό­ σωπά του την πνοή της ιδιαίτερης ατομικότητας,


22/αφιερωμα δεν κατορθώνει τίποτα.»3 Η “δημιουργική ψυχο­ λογία” , όπως φαίνεται στο ίδιο δοκίμιο, λει­ τουργούσε ως η λυδία λίθος για το μυθιστόρημα και αυτή ανέσυρε κάπως τον Θεοτοκά από τη μετριότητα της υπόλοιπης ηθογραφίας. Ό ,τι ενοχλούσε τελικά τον Θεοτοκά στην ηθογραφία ήταν η επίπεδη ομοιογένειά της, η απουσία μιας ιδιαίτερης ατομικότητας και πρωτοβουλίας και γι’ αυτό ίσως ταυτίζει την επιτυχία του μυθιστοριογράφου με τη δημιουργία εξαιρετικών μυθι­ στορηματικών προσώπων. Την ίδια άποψη διατυπώνει και στην Αργώ μέσω του Λάμπρου Χρηστίδη και των ιδεών του για το μυθιστόρημα: «Για να υπάρξει το αληθινό μυθιστόρημα δεν αρκεί μήτε η αφήγηση, μήτε η ανάλυση των ψυχικών καταστάσεων, όσο ενδια­ φέρουσα κι αν είναι, μήτε βέβαια η περιγραφή ή η μελέτη των ηθών και των κοινωνικών συνθη­ κών. Αυτά όλα είναι'το υλικό του μυθιστοριο­ γράφου, οι πέτρες, τα τούβλα, η λάσπη δεν είναι ο σκοπός του. Ο σκοπός του είναι η δημιουργία ζωής -δημιουργία ανθρώπων πρώτα-πρώτα, κ’ ύστερα, συνθετικά, δημιουργία ενός ανθρώπινου συνόλου, μιας ανθρώπινης ατμόσφαιρας...».* Ο Θεοτοκάς με το προσωπείο του Λάμπρου Χρη­ στίδη εκφράζει σ’ αυτό το απόσπασμα τη βασι­ κότερη αρχή της μυθιστορηματικής του θεωρίας: το πλάσιμο προσώπων. Η εξίσωση της τέχνης του μυθιστορήματος με τη δημιουργία χαρακτή­ ρων επανέρχεται και αργότερα στα γραπτά του συνιστώντας τον θεμελιώδη άξονα της ποιητικής του. Το 1950 μιλώντας για τα μυθιστορήματα και τις χρονογραφίες του καιρού του βρίσκει την ευ­ καιρία να επαναλάβει τη βασική τού θέση: «Η τέχνη του μυθιστορήματος είναι, πριν απ’οτιδή­ ποτε άλλο, τέχνη της δημιουργίας φανταστικών προσώπων.»5 Βέβαια παραδέχεται πως για να υπάρξει ένα αξιόλογο μυθιστόρημα πρέπει να έχει άρτια σύνθεση αλλά το συνθετικό στοιχείο δεν αρκεί για να κάνει οποιαδήποτε αφήγηση μυθιστόρημα. Μια χρονογραφία, ένα βιβλίο απομνημονευμάτων ή ταξιδιωτικών εντυπώσεων μπορεί να έχουν ενδιαφέρον ψυχολογικό ή κοι­ νωνικό και να είναι έντεχνα συνθεμένα αλλά εκείνο που τους λείπει είναι η δημιουργία πρω­ τότυπων προσώπων. Αν λοιπόν η θεωρητική αφετηρία του Θεοτοκά είναι ότι τα εξατομικευμένα πρόσωπα «αποτελούν το ουσιαστικό περιε­ χόμενο του μυθιστορήματος και τη δικαίωση του μυθιστοριογράφου» , τότε θα ήταν ενδιαφέρον να αντιπαραθέσουμε ή να συσχετίσουμε αυτή την αρχή με τις εξελίξεις της θεωρίας του μυθιστορή­ ματος στην Ευρώπη για να διερευνήσουμε το ιδεολογικό της υπόβαθρο. . ΣΤΟΝ ευρωπαϊκό δέκατο όγδοο και δέκατο ένα­ το αιώνα το μυθιστόρημα και η ιδέα του καινο­

φανούς ήταν αξεχώριστα, όπως δηλώνεται άλ­ λωστε και από την αγγλική λέξη novel (μυθιστό­ ρημα) που σημαίνει νεοτερισμό και πρωτοτυπία. Η μυθιστορηματική ηρωίδα και ο ήρωας έπρεπε να ήταν κάτι ξεχωριστό και διαφορετικό από τους άλλους ανθρώπους· πρόκληση στην επανά­ ληψη και την καθημερινότητα. Γι’ αυτό αρκετά μυθιστορηματικά πρόσωπα δεν δανείζουν απλώς τα ονόματά τους στους τίτλους (Clarissa, Tom Jones, Robinson Crusoe, Madame Bovary) αλλά εμφανίζονται με ασυνήθιστη νοοτροπία, συμπε­ ριφορά και ιδεολογία αντιδρώντας στα καθιερω­ μένα. Αυτή η εκκεντρική ιδιοτυπία της κεντρι­ κής ηρωίδας ή του ήρωα καθορίζει την πλοκή σε αρκετά μυθιστορήματα του περασμένου αιώνα, ελληνικά και ξενόγλωσσα, προκαλώντας συχνά τη διάσταση ή τη σύγκρουση ανάμεσα στην κοι­ νωνία και το ιδιόρρυθμο και ασυμβίβαστο άτο­ μο. Σύμφωνα με τον Ian Watt στον δέκατο όγδοο αιώνα απορρίπτεται η κλασική και μεσαιωνική κληρονομιά των γενικοτήτων και το μυθιστόρη­ μα αμφισβητεί αυτή την παράδοση δίνοντας έμ­ φαση στη μοναδικότητα' της ατομικής εμπειρίας. Οι μυθιστοριογράφοι αυτής της περιόδου είναι οι πρώτοι που δεν ανατρέχουν στη μυθολογία, την ιστορία ή το λογοτεχνικό παρελθόν για να συνθέσουν τις πλοκές τους και αποφεύγουν τα ιστορικά, συμβατικά ή εξεζητημένα ονόματα για τους ήρωες τους. Οι πρώτοι μυθιστοριογράφοι όπως ο Defoe, ο Richardson και ο Fielding σπά­ ζουν την παράδοση και ονομάζουν τα πρόσωπα της πλοκής με τέτοιο τρόπο ώστε να δίνουν την εντύπωση ότι είναι ξεχωριστές ατομικότητες μέ­ σα σ’ ένα σύγχρονο κοινωνικό περιβάλλον. Τα ονόματά τους είναι πλέον ρεαλιστικά και καθη­ μερινά ενώ η πλοκή "«έπρεπε να υποδυθεί από χαρακτηριστικούς ανθρώπους σε ιδιαίτερες περι­ στάσεις παρά όπως ήταν σύνηθες στο παρελθόν από γενικούς τύπους μέσα σ’ ένα σκηνικό καθο­ ρισμένο κυρίως από την αρμόζουσα λογοτεχνική σύμβαση». Ο ΧΡΟΝΟΣ αυτή την εποχή αποκτά ιδιαίτερη σημασία και η σύζευξή του με το χώρο ήταν αναγκαία για την ανάδειξη της ατομικότητας ενός αντικειμένου. Αυτό το αξίωμα του J. Locke υιοθετεί και η μυθιστοριογραφία που για να εξάρει τη μοναδικότητα των χαρακτήρων της τους τοποθετεί σ’ ένα ιδιάζον χωροχρονικό πλαίσιο. Έτσι φτάσαμε στο σημείο προς τα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα η εξατομίκευση των προσώπων να είναι ένα από τα βασικότερα ειδο­ ποιό γνωρίσματα του μυθιστορήματος. Σ’ αυτό συνέβαλε οπωσδήποτε και το καπιταλιστικό ήθος της εποχής εφόσον το μυθιστόρημα είναι η πιο αντιπροσωπευτική λογοτεχνική εκδήλωση του αστικού ατομισμού.


αφιερω μα/23

Αριστερά: εξώφυλλο από την αμερικανική έκδοση τον «Λεωνή» 1985. Αεξιά: εξώφυλλο από τη γαλλική μετάφραση τον «Λεωνή» που έκανε η Ρενέ Ρισέ 1985.

Στις πρώτες όμως δεκαετίες του εικοστού αιώ­ να αναπτύσσεται έντονο το ενδιαφέρον για την απρόσωπη τέχνη. Στη ζωγραφική η ανθρώπινη μορφή διαστρέφεται από τους εξπρεσιονιστές, αποσυντίθεται και γεωμετρικά ανασυντίθεται από τους κυβιστές και εξαφανίζεται εντελώς στην αφηρημένη τέχνη. Η κρίση της ατομικότη­ τας και η επιθυμία για την εξάλειψη του ανθρώ­ πινου ίχνους χαρακτηρίζουν την περίοδο του μοντερνισμού. Τα μυθιστορηματικά πρόσωπα πλέον δεν νοούνται ως σταθερές οντότητες με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, γνωστά από ανα­ φορές στην ψυχική τους κατάσταση και ενδείξεις για την αγωγή τους. Το μυθιστορηματικό εγώ χάνει τη μοναδικότητα και τη σταθερότητά του, γίνεται αγνώριστο, απροσδιόριστα πολυδιάστα­ το σαν να πάσχει από αλλοτροπισμό. Για μοντερνιστές πεζογράφους όπως ο Joyce, η Woolf, ο D.H. Lawrence ή ο Faulkner τα πρόσωπα ενός μυθιστορήματος δεν θεωρούνται ως συνεκτικές, προσδιορίσιμες και καλά δομημένες οντότητες αλλά ένα ψυχικό πεδίο μάχης, ένα άλυτο αίνιγμα ή η αφορμή για τη ροή παραστάσεων και εντυ­ πώσεων. Αυτή η τάση να διαλύεται το μυθιστο­ ρηματικό πρόσωπο σε μια σειρά ατομικοποιημένων εμπειριών καταλήγει στην επιφανειακή πε­ ριγραφή του και την απογύμνωσή του από κάθε ψυχικό βάθος.9 Στο διαφαινόμενο «απανθρωπισμό» της τέχνης και τόυ μυθιστορήματος αντέδρασε ήδη από τη δεκαετία του ’20 ο Ortega y Gasset ο οποίος υποστήριξε ότι η προσοχή του αναγνώστη, όταν διαβάζει ή ανακαλεί τα μεγάλα μυθιστορήματα του παρελθόντος, στρέφεται προς τις μυθιστορη­ ματικές προσωπικότητες και όχι στις περιπέτειές τους. Ενθουσιαζόμαστε, έγραφε, από τον ΔονΚιχώτη και το Σάντσο και όχι από ό,τι τους συμ­ βαίνει ή ό,τι αντιπαρέρχονται.10 Παρά τις αν­ τιρρήσεις του Ortega y Gasset η αμφισβήτηση του μυθιστορηματικού προσώπου και οι αναγγε­

λίες του θανάτου του συνεχίστηκαν αμείωτες αν­ τικατοπτρίζοντας τη γενικότερη κρίση της έν­ νοιας του ανθρώπου. Ο ανθρωπισμός και η πί­ στη στην αδέσμευτη και ιδιάζουσα υποκειμενι­ κότητα άρχισαν να υπονομεύονται σοβαρά συμπαρασύροντας και την έμφαση στη δημιουργία μυθιστορηματικών προσώπων ως παρωχημένη έκφανσή τους. Η ΑΡΝΗΣΗ της ιδέας πως ένα σπουδαίο μυθι­ στόρημα συνίσταται από ξεχωριστές ατομικότη­ τες με ψυχικό βάθος και αλησμόνητη φυσιογνω­ μία κορυφώθηκε με τους εκπροσώπους του Γαλ­ λικού νέου μυθιστορήματος (nouveau roman). Ο Αίμίη Robbe-Grillet απέρριψε τον “αρχαϊκό μύ­ θο του βάθους” και μαζί του την ψυχολογική σύλληψη του χαρακτήρα.11 Η Nathalie Sarraute αντέδρασε κι αυτή στην έννοια του ψυχικού βά­ θους που, οι παλαιότεροι θεωρητικοί του μυθι­ στορήματος θεωρούσαν αναγκαία για κάθε μυθι­ στορηματικό πρόσωπο, επιμένοντας στην ανωνυ­ μία με την κατάργηση της ατομικότητας. Ήθελε ο αναγνώστης «να βυθίζεται και να διατηρείται μέχρι τέλους σε μια ουσία τόσο ανώνυμη όσο και το αίμα, σε ένα μάγμα χωρίς όνομα και περί­ γραμμα». 12 Ο Θεοτοκάς είχε επίγνωση των επιθέσεων που δέχονταν η έννοια του μυθιστορηματικού προ­ σώπου, ιδιαίτερα από τους νέους μυθιστοριογράφους στη Γαλλία, όπως φαίνεται από το ακό­ λουθο απόσπασμα από ένα άρθρο του το Μάιο του 1964. «Για τα μυθιστορηματικά πρόσωπα, διαβάσαμε πολλές φορές, τα τελευταία χρόνια, πως ο καιρός τους πέρασε, πως δεν πιστεύουμε πια σ’ αυτά. Το πρόσωπο πέθανε, μας είπαν, έσβησε μες στη μαζική κοινωνία που δημιουργεί η σύγχρονη τεχνολογία. Εξ άλλου, είπαν οι νεό­ τερες ψυχολογικές μας γνώσεις αναποδογύρισαν, στη συνείδηση μας, τα καθαρά πλαίσια των πα­ λαιών μυθιστοριογράφων, που ξεχώριζαν αυθαί­


24/αφιερω μα ρετα το ένα πρόσωπο από τ ’ άλλο. Τα συγχώνε­ υαν αες στο ρεύμα της εσωτερικής μας ζωής, που περιέχει ολόκληρο τον κόσμο. “Τα πρόσω­ πα, γράφει η Ναταλία Σαρρώτ, δίχως δική τους ύπαρξη, δεν είναι πια παρά οράματα, όνειρα, εφιάλτες, παραισθήσεις, ανταύγειες, ιδιότητες ή παραρτήματα.ενός παντοδύναμου εγώ...”».13 Αν και σ’ αυτό το παράθεμα ο Θεοτοκάς αναγνωρί­ ζει την αμφισβήτηση, η θέση του παραμένει αταλάντευτη. Τέτοιους συλλογισμούς τους θεωρεί αναλαμπές που έρχονται και παρέρχονται χωρίς να μπορούν να επηρεάσουν καίρια την εξέλιξη της λογοτεχνίας. Παρομοιάζει την απλοϊκότητα και τη σοβαροφάνειά τους με τη δήλωση ότι δεν είναι δυνατό να πιστέψει κανείς στο θεό εφόσον οι κοσμοναύτες δεν είδαν πουθενά θεό ή αγγέ­ λους στο διάστημα. Η οριστική του απάντηση στους ισχυρισμούς για το θάνατο του μυθιστορη­ ματικού ήρωα είναι η πεποίθησή του πως ούτε η τεχνολογία ούτε οι ανακαλύψεις της ψυχολογίας μπορούν να καταλύσουν ό,τι συνιστά την πρωτο­ τυπία και τη μοναδικότητα της ατομικότητας.14 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ των μυθιστορηματικών προ­ σώπων αποκαλύπτει τελικά το ρήγμα που συντελέστηκε στον εικοστό αιώνα ανάμεσα στους θια­ σώτες του «απανθρωπισμού» της τέχνης και τους φιλελεύθερους ουμανιστές. Από τη μια πλευρά οι μοντερνιστές, οι νέοι μυθιστοριογράφοι και πρόσφατα οι στρουκτουραλιστές15 υπέγραψαν τη ληξιαρχική πράξη θανάτου των μυθιστορηματι­ κών προσώπων και από την άλλη οι πιστοί του φιλελεύθερου ουμανισμού όπως ο Ortega y Gas­ set, ο Moravia, η Murdoch,16 ο Θεοτοκάς κ.ά. μάχονται για την επιβίωση ή την αναβίωσή τους. Έ να από τα επιχειρήματα των τελευταίων είναι ότι η γλώσσα καθώς και η αντίληψη προϋποθέ­ τουν αναγκαία τον άνθρωπο και το φυσικό του περιβάλλον, ώστε η προσπάθεια των νέων μυθιστοριογράφων να αποφύγουν ανθρωπομορφικές μεταφορές ή να αντικαταστήσουν στα μυθιστο­ ρήματα τους ανθρώπινους χαρακτήρες με τον απρόσωπο κόσμο των αντικειμένων είναι κατα­ δικασμένη εκ των προτέρων. Αλλά και η ιδεολο­ γία του φιλελεύθερου ουμανισμού παραγνωρίζει τον καθοριστικό ρόλο της γλώσσας στη σύνθεση και τη διαμόρφωση του ανθρώπινου υποκειμέ­ νου γιατί προϋποθέτει έναν κόσμο ατόμων με αδέσμευτη συνείδηση και αυτόνομη υποκειμενι­ κότητα ως πηγή νοήματος, γνώσης και δράσης. Η ζωτικότητα και το ψυχολογικό τους εύρος εκτοπίζουν στη συνείδηση αρκετών ουμανιστών πεζογράφων, όπως ο Θεοτοκάς, τις επιτηδεύσεις της γραφής και τους αφηγηματικούς πειραματι­ σμούς και τούτο δικαιολογεί τη σχετική υποτίμη­ ση της τεχνικής εκ μέρους τους. Οι ιδεολογικές προεκτάσεις αυτής της έμφα­ σης στα μυθιστορηματικά πρόσωπα ίσως να μη

φαίνονται εκ πρώτης όψεως αλλά επισημαίνονται από έναν υπέρμαχο του φιλελεύθερου ουμανισμού τον W.J. Harvey που υποστηρίζει πως το μυθιστόρημα είναι η κατεξοχήν καλλιτεχνική φόρμα του φιλελευθερισμού, ο οποίος εξαιρεί την ατομικότητα και την ανομοιότητα των αν­ θρώπων καθώς και την πολλαπλότητα των από­ ψεων τους.17 Η πολυφωνία και η ιδιαιτερότητα των χαρακτήρων του παραδοσιακού μυθιστορή­ ματος οδηγεί τον Harvey στον ισχυρισμό ότι το μυθιστόρημα είναι η έκφανση μιας πλουραλιστικής και φιλελεύθερης όρασης του κόσμου και, γι’ αυτό όσοι δεσμεύονται σε μονιστικά σχήματα σκέψης όπως ο Χριστιανισμός ή ο Μαρξισμός δεν μπορούν να γράψουν αξιόλογα μυθιστορή­ ματα αλλά θα κινούνται στην περιφέρεια του εί­ δους γράφοντας ρομάντσα, παραβολές ή μυθι­ στορήματα ιδεών. Τέτοιες συσχετίσεις μας οδηγούν στο συμπέρα­ σμα πως η έμφαση του Θεοτοκά στη δημιουργία προσώπων υποδαυλίζεται από τον αδιάλλακτο φιλελευθερισμό του. Είναι σαφές πως η πολυ­ πρόσωπη αποκέντρωση της Αργώς και η υποτι­ θέμενη πολυφωνία της απηχούν την ιδεολογία του ατομισμού και τη βασική προϋπόθεση της μυθιστορηματικής του τέχνης: τη δημιουργία προσώπων. Το ανέκδοτο ημερολόγιο του επίσης δείχνει πως όταν άρχιζε να σχεδιάζει ένα μυθι­ στόρημα ξεκινούσε συνήθως από τα πρόσωπά του, αυτά προσπαθούσε αρχικά να μορφοποιήσει και να εξατομικεύσει. Ο ΘΕΟΤΟΚΑΣ εξαρτούσε τη διάρκεια ενός μυ­ θιστορήματος από το εάν πετύχαινε να επιβάλει και να εντυπώσει στη μνήμη του κοινού τα πρό­ σωπά του. Ο μυθιστοριογράφος κατά τη γνώμη του δεν αντιγράφει τη ζωή αλλά τη μεταπλάθει φανταστικά, ώστε τα πρόσωπα να έχουν ίσως την αφετηρία τους σε κάποιες συγκεκριμένες υπάρξεις αλλά να μετασχηματίζονται τελείως από τις φανταστικές προσθήκες ή αφαιρέσεις.16 Θεωρούσε, άλλωστε, τη σύλληψη ενός προσώπου αυθόρμητη δωρεά, κάτι αντίστοιχο με τη λυρική παρόρμηση του ποιητή. Στη θεωρία του οι μετα­ φυσικές αποχρώσεις είναι εμφανείς εφόσον απαιτούσε από το μυθιστοριογράφο ενορατικές ικανότητες, ώστε η διορατικότητά του να δια­ περνά το κέλυφος της πραγματικότητας, να ανα­ καλύπτει τις κρυμμένες δυνατότητές της και να ψυχανεμίζεται τις μελλοντικές εξελίξεις. Ό σοι αποτύγχαναν ή δεν διέθεταν την απαιτούμενη διόραση παρέμεναν στη ρηχότητα του νατουρα­ λισμού και την ατάλαντη μετριότητα. Ό ,τι διαπιστώνουμε από τα παραπάνω είναι ότι οι ιδέες του Θεοτοκά για το μυθιστόρημα και ιδιαίτερα η βασική του άποψη για τα μυθιστορη­ ματικά πρόσωπα δεν άλλαξαν ριζικά με την πά­ ροδο του χρόνου. Απλώς αναπτύχθηκαν περαι-


αφιερωμα/25

Συντροφιά στρατιωτών, το 1940. Από αριστερά προς τα δεξιά. Επάνω: Δημήτρης Γαλερίδης, δημοσιογράφος-σνγγραφέας. Γιώργος Καρτάλιης, υπουργός. Δημήτρης Θιβηδόπουλος, καθηγητής-φιλόλογος. Γιώργος θεοτοκάς. Συμεόνογλου, βιομήχανος. Κώ­ στας Μάγερ, δημοσιογράφος. Βαγγέλης Μαγκλιβέρας, βαρύτονος. Λάμπρος Κωνσταντάρας, ηθοποιός. Κώστας Σάμης, τενόρος. Τσαλίχης, έμπορος.

τέρω, διατυπώθηκαν διεξοδικότερα και αποκρυ­ σταλλώθηκαν τελικά στο δοκίμιό του: «Η τέχνη του μυθιστορήματος» που δημοσιεύτηκε στο πε­ ριοδικό Εποχές το 1964.19 Όπω ς ισχυρίζεται ο ίδιος οι παρατηρήσεις του για το μυθιστόρημα σ’ αυτό το κείμενο δεν προέρχονται από μεθοδική έρευνα αλλά είναι καταστάλαγμα προσωπικής πείρας. ΘΕΩΡΩΝΤΑΣ την αφήγηση ως μόνιμη ανάγκη της ανθρώπινης φύσης και εντοπίζοντας το αρ­ χέτυπο του μυθιστορήματος στις διηγήσεις του άραβα λαϊκού παραμυθά, ο Θεοτοκάς υποστηρί­ ζει πως το μυθιστόρημα είναι κατά βάση είδος ρεαλιστικό. Αυτό δεν σημαίνει, όπως επεξηγεί παρακάτω, φωτογραφική απεικόνιση αλλά πει­ στική ανάπλαση και ανάλυση της πραγματικότη­ τας. Η ρεαλιστική αναπαράσταση της ζωής απο­ κτά αξία στο μυθιστόρημα όταν συνοδεύεται και από ένα προσωπικό όραμα του κόσμου που απο­ καλύπτει την ατομική ματιά και την ξεχωριστή ιδιοσυγκρασία του συγγραφέα. Αν η γοητεία της ποίησης έγκειται στους υποβλητικούς συνδυα­ σμούς λέξεων και εικόνων, η γοητεία του μυθι­ στορήματος βρίσκεται για τον Θεοτοκά στην ποίηση του χρόνου, τον επικό του ρυθμό που αποτελεί αποκλειστικό προνόμιο του μυθιστοριογράφου. Ίσως σ’ αυτή την παρατήρησή του να έχει επηρεασθεί από τη Virginia Woolf, στα

κείμενα και τις γνώμες της οποίας αναφέρεται σ’ αυτό το δοκίμιο. Η τεχνική του μυθιστορήματος δεν τον ενθου­ σιάζει ιδιαίτερα γιατί τη θεωρεί δευτερότερο θέ­ μα, «ένα απλό μέσο για να μορφοπο ιούμε τον ψυχικό μας κόσμο»20 ενώ το πρωτεύον θέμα εί­ ναι η ποιότητα της ουσίας που πρόκειται να μορφοποιηθεί. Παλαιότερα σ’ ένα γράμμα του στον Ξεφλούδα το 1928-29, που αναδημοσιεύεται στο Ημερολόγιο της Άργώ ς’ και του ‘Δαιμό­ νιου’, τόνιζε πως η τεχνική υποτάσσει και νοθεύ­ ει τη ζωή στην προσπάθειά της να εκλογικεύσει και να εναρμονίσει την ασυναρτησία και την αντιφατικότητά της.21 Έβλεπε δηλαδή την τεχνική σαν τη φυλακή της φαντασίας και της ζωής, αν και μερικά μυθιστορήματά του και ιδιαίτερα η «Αργώ» έχουν εκλογικευμένη οργάνωση και προμελέτημένη δομή. ΕΝΤΟΥΤΟΙΣ, ορισμένοι πρωτοποριακοί τρόποι χειρισμού και παρουσίασης της αφηγηματικής ύλης δεν του είναι άγνωστοι. Αναφέρει συγκε­ κριμένα τη θεώρηση του ίδιου θέματος από πολ­ λές οπτικές γωνίες καθώς και την ταυτόχρονη ανάπτυξη θεμάτων που συμβαίνουν σε ποικίλους χώρους την ίδια ώρα, τον περίφημο ταυτοχρονι­ σμό (simultaneisme) όπως τον μεταφράζει. Αυτή η τεχνική φαίνεται τον εγδιέφερε ιδιαίτερα γιατί την αναφέρει και σε προηγούμενο άρθρο αλλά


26/αφιερωμα και προσπάθησε να την εφαρμόσει στο μυθιστό­ ρημά του Ιερά Οδός, όπως γράφει στο ενδέκατο τετράδιο του ανέκδοτου ημερολογίου του. «Η δράση αρχίζει στις 6 Απριλίου 1941 και συνεχίζε­ ται σε διάφορα πλάνα με εφαρμογή της τεχνικής του simultaniisme, που θα μπορούσε να ειπωθεί ελληνικά ταυτοχρονισμός και που είναι κάτι άγνωστο στη λογοτεχνία μας.» (20 Ιουνίου 1949). Εκείνο όμως που παρατηρεί κανείς και σ’ αυ­ τό το δοκίμιο είναι η επιμονή του στα μυθιστο­ ρηματικά πρόσωπα και σ’ αυτά αφιερώνει ένα μεγάλο τμήμα της μελέτης του επαναλαμβάνον­ τας σε γενικές γραμμές ό,τι είχε υποστηρίξει στα προηγούμενα άρθρα του. Οι μετατοπίσεις του εί­ ναι μηδαμινές αλλά το πάθος για τη δημιουργία προσώπων αμείωτο. Ο Θεοτοκάς μάχεται να

Σημειώσεις 1. Γ. Θεοτοκάς, Η νέα λογοτεχνία, Ιδέα, 3, (13), Γενάρης 1934, σσ. 11-17. 2. Αυτ., σ. 14. 3. Γ. θεοτοκάς, Ελεύθερο Πνεύμα, επ. Κ.Θ. Δημαράς, Αθή­ να: Ερμής 1973, σ. 50. 4. Γ. Θεοτοκάς, Αργώ, Αθήνα: Πυρσός 1936, σ. 56. 5. Γ. θεοτοκάς, Μυθιστορήματα και χρονογραφίες του και­ ρού μας, [*1950],Πνευματική Πορεία, Αθήνα: Φέξης 1961, σ. 327. 6. Αυτ., σ. 328. 7. Ian Watt, The Rise of the Novel, London: Penguin 1957. o. 16. 8’. Irving Howe επιμ., Literary Modernism, N. York: Fawcett Pub. 1967. σ. 34. 9. Η απροσωποποίηση των μυθιστορηματικών προσώπων γί­ νεται ιδιαίτερα εμφανής στον Κάφκα και τον Τζόυς που δηλώνουν τους ήρωές τους με αρχικά γράμματα. Αυτό το θέμα και τις συνέπειές του για τη σύγχρονη πεζογραφία θίγει ο Χρ. Μηλιώνης στο δοκίμιο του ‘Διαχρονική και συγχρονική πεζογραφία’ στις Υποθέσεις, Αθήνα: Καστανιώτης 1983, σσ. 25-30. 10. Jfosi Ortega y Gasset, The Dehumanization o f Art and Notes on the Novel, [*1925], Princeton Univ. Press 1948, σ. 66. 11. Alain Robbe - Grillet, Pour un noveau roman, Paris: Minuit 1963, σσ. 26-28. 12. Nathalie Sarraute, L ’ire dusoupgon, ['1956], Paris: Gallimard 1964, σ. 91. 13. Γ. θεοτοκάς, To μυθιστόρημα στον καιρό μας: η παράδο­ ση και η ανανέωση του είδους, Το Βήμα, 3 Μαίου 1964.

κρατήσει ψηλά τη σημαία του κλυδωνιζόμενου ουμανισμού πιστεύοντας πως η πιο γνήσια και ορθόδοξη μυθιστοριογραφία «αγωνίζεται να εμβαθύνει την αλήθεια του ανθρώπου μέσα απ’ όλες τις πλευρές του, τις τάσεις του, τις πεποιθή­ σεις του.»22 Οι ιδέες του για το μυθιστόρημα με την έμφασή του στα μυθιστορηματικά πρόσωπα και την υποβίβαση της τεχνικής σε κατώτερο επίπεδο απηχούν τον ουμανιστικό φιλελευθερι­ σμό του και ανήκουν ουσιαστικά στα τέλη του 19ου αιώνα. Κλίνουν μεταφυσικά προς το ρεαλι­ σμό, οικειοποιούνται επιδερμικά ορισμένες τε­ χνικές του μοντερνισμού και αρνούνται το ριζο­ σπαστισμό του νέου μυθιστορήματος και τις με­ ταπολεμικές εξελίξεις στον τομέα της αφηγημα­ τικής τεχνικής.

14. Μια από τις πρώτες αμφισβητήσεις των μυθιστορηματικών προσώπων στον ελληνικό χώρο έχουμε με τα μυθιστορή­ ματα του Στ. Ξεφλούδα, Τα τετράδια τον Παύλον Φωτει­ νού (1930) και Εσωτερική συμφωνία (1932). 15. Ο Barthes στο S/Z (Paris:Seuil 1970) υποστηρίζει πως ό,τι είναι απαρχαιωμένο στο σημερινό μυθιστόρημα είναι τα πρόσωπα, ό,τι δεν μπορεί να γραφτεί πλέον είναι το Κύ­ ριο 'Ονομία (σ. 102). Η Ηέΐέηε Cixous αμφισβητεί και αυ­ τή την έννοια του μυθιστορηματικού προσώπου γιατί θεω­ ρεί το εγώ χωρίς σταθερότητα και ενότητα αλλά σε συνεχή ροή. (Βλ. Ηέΐέηε Cixous, The Character of “Character” , New Literary History, 5, (2), 1974, σσ. 383-402.). Τελικά αρκετοί στρουκτουραλιστές έβλεπαν και βλέπουν την έν­ νοια του μυθιστορηματικού χαρακτήρα ως μύθο. Βλ. σχε­ τικά J. Culler, Structuralist Poetics, London: R.K.P., σσ. 230-38. 16. Βλ. Iris Murdoch, Against Dryness, Encounter, 16, Ιανουά­ ριος 1961, σσ. 16-20. 17. W.J. Harvey, Character and the Novel, London: Chatto & Windus 1965, σσ. 24-25. για τη συσχέτιση της πίστης στα μυθιστορηματικά πρόσωπα με το φιλελευθερισμό βλ. Β. Bergonzi, Character and Liberalism στο βιβλίο του The Si­ tuation o f the Novel, London: Macmillan 1974, σσ.35-55. 18. Γ. θεοτοκάς, Ο μυθιστοριογράφος και τα πρόσωπα του: η γέννησή τους, η υφή τους και η σημασία τους, Το Βήμα, 10 Μαίου 1964. 19. Γ. Θεοτοκάς, Η τέχνη του μυθιστορήματος, Εποχές, 20, Δεκέμβριος 1964, σσ. 6-12. 20. Αυτ., σ. 11. 21. Γ. θεοτοκάς, Ημερολόγιο της Άργώς’ και τον ‘Δαιμό­ νιου’, Αθήνα: Πυρσός 1939, σσ. 12-13. 22. Η τέχνη του μυθιστορήματος, όπ. παρ. σ. 8.


αφ ιερω μα/27

Η Λίλν Παπαγιάννη και ο Δημ. Βεάκης στην παρουσίαση του μονόπρακτου «Πέφτει το βράδυ», σε φιλολογική βραδιά για τον Γ. θεοτοκά στο Κ.Θ.Β.Ε. σ τις31.1.67

Η βαθιά πεποίθηση του Γιώργου Θεοτοκά πως όφειλε, με όλους τους αφηγηματικούς τρόπους, να υπηρετήσει το μπόλιασμα του ευρωπαϊκού ιδεώδους στον ελληνικό κορμό ώστε να ενισχύσει και να ανανεώσει τον δεύτερο, ήταν που τον οδήγησε, από τα τέλη του 1941 μέχρι το 1960, και στο θέατρο. Πιστεύω πως, τουλάχιστον σ’ αυτόν τον τομέα, τώρα που μπορεί κανείς να δει τα πράγματα με περισσότερη νηφαλιότητα, ο Θεοτοκάς κατέθεσε την έντιμη ιδεολογική του και αισθητική του ιεραπο στολ ικό τητα, που μας είναι άλλωστε γνωστή και από την θεωρητική της διατύπωση στο «Ελεύθερο πνεύμα». Την κατέθεσε με ιδιαίτερη αποφαο.ο „..ιότητα, γνώση και προγραμματισμό. Την αγάπη και την πίστη του βέβαια στον κόσμο του θεάτρου, ο συγγραφέας του «Λεωνή» την απέδειξε πολλαπλά: με τη διοικητική του φροντίδα στο Εθνικό κατά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, με την πρωτοβουλία ίδρυσης και με τη διεύθυνση του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος στις αρχές της δεκαετίας του ’60 και με τους θεωρητικούς του στοχασμούς. Ετερόφωτος γνώστης, και μάλιστα αδρομερής, των εποχών εκείνων της διοικητικής του παρέμ­ βασης στο θεατρικό μας γίγνεσθαι, το μόνο που, εντελώς γενικά, θα αποτολμούσα να μεταφέρω ως εντύπωση από ακούσματα, διαβάσματα και συζητήσεις είναι πως η συμβολή του υπήρξε θε­ τική και πρωτίστως άοκνη. Η σύντομη προσέγγι­ ση λοιπόν θα εκταθεί μόνον στη συγγραφική θεατρική του πλευρά.

ΙΛΗΣΑ προηγουμένως για ιεραποστολικότητα -και εννοούσα ιδεολογικής υφής. Παρά τις έντονες αντιρρήσεις που είχε εκφράσει περί το 1943 ο αυστηρός φιλόλογος Βασίλειος Λαούρδας σχετικά με τις δραματουργικές ικανό τητες του Γιώργου Θεοτοκά, τα 13 έργα τοι (ανέβηκαν στη σκηνή τα 7), με την πλούσια διαπεραίωση ετερογενών ευρωπαϊκών τρόπων πάνω σε ελληνικό παραδοσιακό υλικό, καταλήγουν να

Μ


28/αψιερωμα προσδώσουν στο δραματουργικό μας πανόραμα ένα αξιόλογο σύνολο καινοφανών μορφολογικών εισηγήσεων. Αυτό όμως υπήρξε το μέσο κι όχι ο σκοπός του συγγραφέα. Εκείνο το οποίο βασικά τον ενδιέφερε φαίνεται πως ήταν η σφαιρική αποστολή του έλληνα διανοούμενου να ξαναφέρει, με τους άριστους τρόπους, την πατρίδα του στο επίκεντρο της κοινωνικοπνευματικής μεσο­ γειακής λεκάνης. Ποθούσε ο Θεοτοκάς να ανασυστήσει τη δόξα των ελληνικών πνευματικών ερειπιώνων, να δει την Ελλάδα να αναγεννιέται μετά από τις μικρασιατικές αλλά και τις προη­ γούμενες και επόμενες ιστορικές της περιπέτειες, να την δει να επανεγκαθιδρύεται στο παλιό της βάθρο, αλλά αναβαπτισμένη στα σύγχρονα νά­ ματα της ευρωπαϊκής διανόησης, και μάλιστα μέσα από τις διαδικασίες ενός -φειδωλού και άτολμου κατά βάθος- φιλελεύθερου κοσμοπολι­ τισμού. Οι ενάρετες και υπερήφανες στο ήθος τους ιδεολογικές του αυτές εμμονές, περνούν και στο θέατρό του. Ονειρεύεται να αποδείξει, συ­ νάμα διδάσκοντάς την, μια κάπως αόριστη είν’ η αλήθεια, έννοια κοινωνικής δικαιοσύνης, δι­ καιοσύνης των συγκλίσεων και της αμφίπλευρης κατανόησης, μέσα από την οποία η ατομική και η συλλογική σκέψη και δράση του νεοέλληνα θα καταρτίσουν το καρτεσιανά διαμορφωμένο ου­ μανιστικό του πρόσωπο, και θα του εξασφαλί­ σουν σταδιακά την αποκατάσταση του χαμένου του μεγαλείου. Έτσι, το θέατρό του θα κινηθεί μ’ αυτά τα ελατήρια και τις ωστικές δυνάμεις προς την περιγραφείσα ιδεαλιστική κατεύθυνση. Θα χρησι­ μοποιήσει τους χρυσούς κανόνες της κλασικής «ρχιτεκτόνησης και της διαυγούς λιτότητας, στην ευθεία και αντίστροφη διαδικασία του «παιγνίου εν θεάτρω» και του «θεάτρου εν παιγνίω». Ο κόσμος των ιδεών που τον κατακλύζει και που τον ονειρεύεται προικιό της αναστύλω­ σης του νέου ελληνισμού περνάει μέσα από τη γερή πνευματική σκευή ενός erudit, ο οποίος οραματίζεται την ανασύνθεση των διδαχών της «βρυσομάνας Τραγωδίας», του «καθαρού» Βαλερύ, του «υψηλόκορμου» Σικελιανού. Με την ανήσυχη συνείδησή του σε διαρκή επαγρύπνηση θέλει να συγκεράσει, ως άλλος Ίων Δραγούμης ή και σύγχρονός μας Ρόδης Ρούφος, τους ευρω­ παϊκούς χυμούς με μια ιδεατή ελληνοτραφή επι­ δίωξη, βασισμένη στο ιστορικό και παραδοσιακό υλικό και τις αξίες, αποκαθαρμένη από τις αρ­ χηγετικές φαυλότητες, οργανωμένη πάνω σε κά­ πως σχηματικές αλήθειες αναντίρρητου ηθικού κύρους. Η απλούστευση αυτή είναι ίσως που συ­ χνά τον οδηγεί στην ύφανση του παραμυθένιου καμβά ή ακόμη στην αχλύ παραμυθιού που εκλύεται από την ιστορική αναφορά ή από τη δραματοποίηση του δημοτικού τραγουδιού και του θρύλου.

Ε κεντρικά πρόσωπα τον Πόντιο Πιλάτο και την Πρόκλα εγκαινιάζει ο Θεοτοκάς το θέατρό του, με το μονόπρακτο «Πέφτει το βράδυ». Το άγγελμα της ανάστασης του Χριστού εξαπλώνεται στην Ιουδαία για να εγείρει όλες τις γόνιμες αμφισβητήσεις του ανθρώπου που αδυ­ νατεί να συλλάβει το αποκαλυπτικό μέγεθος του συμβάντος. Μια άρτια τεχνική, ένας τόνος χαμη­ λόφωνος, τόνος που αρμόζει ως έκφραση ταπει­ νότητας απέναντι στη συντριπτική συγκυρία, κα­ θιστούν το μονόπρακτο αυτό έναν γνήσιο λογο­ τεχνικό και ηθικό προβληματισμό, και βαθύτερα μια απόπειρα προσωπικής παραμυθίας του συγ­ γραφέα «μες στην ειρήνη και την ασφάλεια του Χριστού». Μια πιο ολοκληρωμένη θεατρική προσπάθεια είναι η «Αντάρα στ’ Ανάπλι». Ο Θεοτοκάς ανακαλεί σικελιανικά τον αρχαίο «τραγικό ρυθμό» ως αιώνιο νάμα ελληνικότητας και τον εφαρμόζει κατά τις μεθόδους του ποιητή (στον οποίο και αφιερώνει το έργο) πάνω στις κρίσιμες τελευταίες ώρες του Καποδίστρια, πριν ο Κυβερνήτης δεχτεί τα άνομα βόλια των Μαυρομιχαλαίων. Η αναβίωση του Χορού των γυ­ ναικών που παρουσιάζει εδώ ο συγγραφέας κα­ τατείνει στην αφύπνιση αρχαίας, βυζαντινής και δημοτικής παράδοσης με σκοπό να τις συνενώσει σε μια αρμονική ουδετερότητα που υπαινίσσεται την ποθητή τελική σύγκλιση των ελληνικών μερί­ δων, οι οποίες αντιστάθηκαν στην Κατοχή και θα αλληλοσπαράσσονταν αμέσως μετά. Ο συνω­ στισμός πολλών ετερόκλητων στοιχείων καθιστά αμφισβητήσιμη τη θεατρικότητα της «Αντάρας», όσο και αδιαμφισβήτητα τα ενωτικά της οράμα­ τα. Το «Κάστρο της Ωριάς» και το «Γεφύρι της Άρτας», θεατροποιημένα από τον Θεοτοκά θα ήταν άδικο να μας σταματήσουν, αφού η εγνω­ σμένη πνευματικότητα του δημιουργού βαρύνει σ’ αυτά καταφανώς και τα τρέπει μάλλον προς την τέρψη της λογοτεχνίας παρά προς τη δραστικότητα του θεάτρου. Δεν συμβαίνει ωστόσο το ίδιο με τον «Κατσαντώνη ή Το τίμημα της λευτε­ ριάς». Παρά τον διαμελισμό του σε πολλές, αφη­ γηματικές κατά το πλείστον σκηνές, με μάλλον χαλαρή τη δραματική τους μετεξέλιξη, το έργο αυτό διαθέτει την ουσιαστική σύγκρουση Αλή Πασά-Κατσαντώνη που, με αρκετή ίσως σκηνική καθυστέρηση, προσφέρει στο τέλος την εγκυρότητα της αντιπαράθεσης δύο προσώπων-συμβόλων, τα οποία η πρόσληψή μας αποδέχεται ως ισότιμα, καθώς εκπροσωπούν διαφορετική κοι­ νωνική και φιλοσοφική κοσμοθεώρηση το καθέ­ να: ο Αλής κηρύσσει ένα είδος πεφωτισμένης δε­ σποτείας, ο υπόδουλος Κατσαντώνης την ευψυ­ χία της ελευθερίας. Είναι βέβαια γεγονός ότι το έργο, βασισμένο στα σχηματικά πρότυπα του Καραγκιόζη και όλου του θεάτρου Σκιών, δεν επιτρέπει στους ήρωες να αναπτύξουν πλήρως τη δραματική τους υπόσταση: έτσι, ασφαλώς ίσως

Μ


αφιερω μα/29

να αποφεύγεται η ρητορεία από την οποία κιν­ δυνεύει κάθε πατριωτική κατασκευή, αλλά χάνε­ ται ο πυρετός των ψυχών που εδώ αντικαθίστα­ ται από ένα μελοδραματικό φινάλε. θεατρικό έργο του Θεοτοκά νο­ πως είναι το «Παιχνίδι της Τρέλλας Τ Ομίζωαρτιότερο και της Φρονιμάδας». Ξεκινάει πράγματι σαν ένα σκηνικό παιχνίδι, καταλήγει όμως σε μία καυστικότατη σάτιρα του ανασχετικού για την πρόοδο των κοινωνιών συντηρητισμού. Ο μύθος προέρχεται από το γνωστό δημοτικό «Του Μαυριανού και της αδελφής του», δημοτικό που είχε εμπνεύσει παλιότερα και τον Νικ. Ποριώτη στην τραγωδία του «Ροδόπη». Η νόμιμη σαιξπηρική επιρροή προσδίνει σ’ αυτή τη φανταχτερή κωμω­ δία την τρυφερή της ποιητικότητα. Αν η φαντα­ σία του συγγραφέα αναστέλλεται κάπως από την περί μεθόδου μέριμνά του και από την εναγώνια φροντίδα του της τελικής εξισορρόπησης των αντίπαλων μερίδων αλλά και των δομικών του στοιχείων, η ίδια φαντασία είναι που αφομοιώ­ νει τη σαιξπηρική διδαχή για να μας οδηγήσει σ’ ένα κάλεσμα βιταλιστικής έξαρσης που θα κατα­ στήσει τη ζωή λιγότερο ανιαρή και, ως «χυμωδώς βιωτέα», περισσότερο βιώσιμη. Είναι βέ­ βαια αναντίρρητο πως ο διανοουμενισμός στη χρήση των καθαρά λαϊκών τυπολογιών του δη­ μοτικού τραγουδιού (π.χ. στο πουλί με τη λαλίτσα) είναι κι εδώ ευδιάκριτος, ιδίως μάλιστα όταν αυτές οι τυπολογίες χρησιμοποιούνται για να προωθήσουν την πλοκή κατά το τεχνικό της μέρος. Τούτο όμως δεν αναιρεί, ειδικά στο έργο

αυτό, τη σκεπτόμενη δροσιά, το χιούμορ και την πρωτοτυπία του. ΙΑ άλλη κωμωδία χωρίς ιδιαίτερες σκο­ πεύσεις ή επικαιρικές νύξεις, και που εκτυλίσσεται στην εποχή της βασιλείας του Γεωργίου του Α ', είναι το «Συναπάντημα στην Πεντέλη». Τα πολιτικά ήθη των καιρών εκείνων, η θρυλική δούκισσα της Πλακεντίας, η μάστιγα των ληστών που κάποια στιγμή ονειρεύονται τη φιλήσυχη ζωή ή οι ενωμοτάρχες που αιφνίδια λαχταρούν να αποδράσουν σκαρφαλώνοντας στην ευάερη ζωή της ληστρικής ελευθερίας, κι ακόμα ένας Πρωθυπουργός που παρατάει το Υπουργικό Συμβούλιο για να συμμετάσχει σε μια... καντρίλια, συνιστούν ένα σύνολο χαριτω­ μένο προϊόν αυθορμησίας και λεπταισθησίας του Θεοτοκά, με ευφυείς σατιρικούς νυγμούς. Στον αστερισμό του χαριτωμένου γεννήθηκε και το «Όνειρο του Δωδεκάμερου», που δεν είναι πα­ ρά μια ανάλαφρη αρλεκινάδα που εκμεταλλεύε­ ται με αρκετή επινοητικότητα σε φανταιζίστικο στυλ το θρύλο των Καλικαντζάρων. Το παραδο­ σιακό λαογραφικό υλικό το οποίο διέθετε και με το οποίο εμπλούτισε αυτή του την κωμωδία ο συγγραφέας, της δίνει ένα καθαρά ελληνικό χρώμα που διαποτίζει με φαιδρυντικά αποτελέ­ σματα το ευπρόσδεκτο για τους θιασώτες του φολκλορικό στοιχείο.

Μ

Τ~7 ΠΑΝΟΔΟ στην έμφυτη λογιοσύνη του ΘεοΓ -yτοκά θα συναντήσουμε στην τραγωδία του «Βυζαντινή νύχτα». Η Θεοφανώ και ο Νικηφό-


30/αφιερωμα

Η ιστορία της Λιλής που είχε ίσκιο αγοριού Σε όλα τα βιβλιοπωλεία.

ρος Φωκάς, στις τελευταίες δραματικές ώρες τους, περιτριγυρισμένοι από τα ημιχόρια τρα­ γουδιστών, δεσποινών και λαού, αρνούνται να απογειωθούν δραματικά, μια και, παρά τη συμ­ πύκνωσή τους στο σκηνικό χρόνο μιας νύχτας, αντικαθιστούν την τραγικότητά τους με μια προ­ σεγμένη ωραιολογία.. Αναληθοφανείς χαρακτή­ ρες παρουσιάζονται και εκείνοι της «Άκρης του δρόμου», ενός έργου που διαδραματίζεται κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού αγώνα και μάλλον διδάσκει, παρά τεκμηριώνει τον πατριω­ τισμό και τον ησυχασμό, με σκοπό την προσωπι­ κή αποκάθαρση και την ένωση με το θείο. Δίχως ίσως την ένταση των συγκρούσεων που φιλοδοξεί αλλά δεν πραγματοποιεί ο Θεοτοκάς σε άλλα του έργα, η θεατρικότητά του είναι αι­ σθητά ανεβασμένη στον «Αλκιβιάδη» του. Η ψυχογράφηση του αινιγματικού αυτού προσώπου μπορεί να μη διαθέτει τα ιστορικά πειστήρια της αλήθειας, διαθέτει όμως εκείνα της αληθοφά­ νειας. Και τι μ’ αυτό; Ο Αλκιβιάδης μας εμφανί­ ζεται ως ο οραματιστής μιας ενωμένης Ελλάδας που, και όταν ακόμη την προδίνει, μακροπρόθε­ σμα εξυπηρετεί τόσο την προσωπική του φιλοδο­ ξία όσο και τον ελληνισμό σε μιαν απώτερη προπτική. Η διαπλοκή των επεισοδίων κατορθώνει να ιχνογραφήσει, μέσα από τη δραματική κλιμά­ κωση, τον ήρωα, να υπερβεί το μονοδιάστατο σκίτσο και να εξασφαλίσει οργανικό κρεσέντο. Αλκιβιάδης και Ιστορία, σε μια πυκνή διαλεκτι­ κή σχέση, κατορθώνουν το θέατρο στον Θεοτοκά, ίσως ακριβώς επειδή το όλο υλικό και η μεταχεί­ ρισή του θα μπορούσαν να ανήκουν στην αφηγη­ ματική πεζογραφία, στην οποία ο ίδιος είχε πά­ ρει το επαρκέστερο βάπτισμα. ΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ η στοχαστική θεώρη­ ση της ζωής και της ποθούμενης ευρωπαίας Σ Ελλάδας από ένα λεπτό, παρατηρητικό, συνδυα­ στικό, δυτικό πνεύμα σαν εκείνο του Γιώργου Θεοτοκά, υπεισήλθε και στους θεατρικούς όρους χωρίς να φοβηθεί τα όρια. Αν το αποτέλεσμα κρίνεται σήμερα άνισο, αυτό ενδέχεται να συμ­ βαίνει επειδή το κωμικό ή το δραματικό στοι­ χείο, όταν αρυσθούν πρώτη ύλη από τη λαϊκή καταβολή, την προϋποθέτουν ακοίμητη συνοδό τους. Κι ο Θεοτοκάς φαίνεται πως υπέκυψε σε λογικές αντιστροφές. Παρά τις σημαντικές κατα­ κτήσεις του, σε επίπεδο κυρίως πνευματικό, εκεί που ο θεατρικός συγγραφέας καλείται να παρίσταται, αδιάκριτος αλλά και αδιαφανής ανάμε­ σα στα πρόσωπά του για να τα πλαστουργεί και να τα εξισορροπεί «από μέσα», εκείνος ζούσε ένα προσωπικό θεατρικό δράμα κινώντας τα, συχνά ταχυδακτυλουργικά, αλλά με σπόγγους και «από πάνω».


αφιερωμα/31

Ελέ νη

Χω ρεάνθη

Η ποιητική χίμαιρα του Γιώργου Θεοτοκά

« ...π ιο π έρ α π ά ν τ α π ιο π έρ α π ο υ θ ε ν ά ...» (Φ ύλ. Η μ ερ. 2, Ό ρ α μ α , σ ελ. 5)

O f . θεοτοκάς στο Εμπόριό της Χίον το 1939

Το ποιητικό έργο τον Γιώργου Θεοτοκά είναι περίπου άγνωστο. Ωστόσο τα λιγο­ στά ποιήματά του (που περιλαμβάνονται στις συλλογές: «Φύλλα Ημερολογίου», ογδόντα αντίτυπα αριθμημένα εκτός εμπορίου, 1934, «Φύλλα Ημερολογίου 2» και «Ποιήματα του Μεσοπολέμου», τριακόσια αντίτυπα αριθμημένα, 1944) δημιουρ­ γούν αντιστάσεις και στο σημερινό αναγνώστη, λειτουργούν, γιατί φέρνουν μηνύ­ ματα και σε τούτη την εποχή. Η ποίηση του Γιώργου Θεοτοκά, είναι απλή, κα­ θαρή και ακριβολόγα. Είναι κάποιες ολωσδιό­ λου ανθρώπινες στιγμές, μια συνομιλία του νέου ανθρώπου με τον έρωτα, τα πράγματα, τις σκλα­ βωμένες ψυχές, ένας αγώνας άγονος για το τίπο­ τα στο πουθενά, μια χιμαιρική πορεία « Γ ια την κ α τά χ τη σ η τ ο ν κ ε ν ο ύ » * , μια ατέλειωτη περιπλά­ νηση «έξω α π ό τη μ έ ρ α κ α ι τη νύ χτα » ή <<α ν ά μ ε ­ σα στη μ έ ρ α κ α ι στη ν ύ χ τα » , όπως χαρακτηριστι­ κά λέει ο ίδιος, « έ να ό ρ α μ α ρ ό δ ω ν κ α ι κ ρ ίνω ν, μ ια μ ο υ σ ικ ή χ ρω μ ά τω ν κ α ι α ρ ω μ ά τ ω ν κ α ι ιδ εώ ν» . Είναι ένα απλό τραγούδι απελπισμένου

εραστή του καθαρού κενού, γιομάτο μελαγχολία και πίκρα για την αδυναμία της σκλαβωμένης φίλης ψυχής να βγει από την καθημερινή συμβα­ τικότητα. Είναι μια γνήσια ποιητική φωνή γιο­ μάτη μεταφυσική αγωνία, για το υπαρξιακό κε­ νό, ένας ανελέητος πόλεμος, χωρίς διέξοδο, αφού καταλήγει στην αναγκαία παραδοχή του αναπόφευκτου της φθοράς και του θανάτου. Εί­ ναι χαραχτηριστικό, που ο πρώτος στίχος του εί­ ναι: « Φ ίλη μ ο υ ο χ ο ρ ό ς ξ ε ψ υ χ ά » , που είναι και τίτλος του πρώτου ποιήματος. Μέσα και πίσω από όλα τα πράγματα και τα


32/αφιερωμα φαινόμενα του κόσμου τούτου βλέπει την αιώνια φθορά και το θάνατο να παραμονεύουν. Είναι κάτι, που δεν έχασε ποτέ από τα μάτια της ψυ­ χής του και είναι διάσπαρτο σε όλο σχεδόν το συγγραφικό και δημιουργικό του έργο. Στα λι­ γοστά ποιήματά του είναι συμπυκνωμένες πολ­ λές ιδέες και θέσεις ή αρνήσεις. Πάντως εκείνο που βαραίνει περισσότερο εδώ είναι αυτή η αγω­ νία του θανάτου και της φθοράς. Μέσ’ από τον αιωρούμενο καπνό ή στο χορό, που δυναμώνει και ξεψυχά και ξαναρχίζει, βλέπει αυτόν τον αδάμαστο εχθρό να παραμονεύει την ανθρώπινη μοίρα. Έτσι όλα γλιστρούν και φεύγουν: τ’ αυ­ τοκίνητα, τα φώτα, η εκνευριστική ψιλή βροχή, που διαβρώνει τα πάντα ώς το θάνατο. Η εξωτε­ ρική ομορφιά είναι απατηλή, αφού η σκλαβωμένη ψυχή υποφέρει και καταδυναστεύεται από μύρια κακά και πάθη. Η σαρκαστική ματιά του ψαύει τον κόσμο του, τον κόσμο του ανθρώπου, της φίλης ψυχής τον κόσμο, ψάχνει μέσα στ’ αδιέξοδα της πολυδάπα­ νης αναγκαιότητας της φθοράς, όμως χωρίς ου­ σιαστικό αποτέλεσμα, αφού κι ο ίδιος ο υλικός κόσμος είναι τόσο μάταιος, τόσο φθαρτός, σχε­ δόν ανύπαρχτος! Υπάρχει θα λέγαμε, μια τάση φυγής και διαφυγής από το αναπότρεπτο, μια προσπάθεια απόδρασης από την υλική σκλαβιά κι ένας καημός για απολύτρωση της ψυχής από την υποδούλωσή της στη φθροά, που καταλήγει όμως γρήγορα σε μια πολλαπλή αμφισβήτηση, σε μια μηδενιστική παραδοχή: πάμε στο πουθενά για την κατάκτηση του τίποτα. Μένει μονάχα η υπαρξιακή αγωνία και το υπαρξιακό κενό: ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης, όπως πέρασε μέσ’ από την ελιοτική ποίηση κι έφτασε ώς εμάς με τους ποιητές του Μεσοπολέμου. Ο Θεοτοκάς είναι βαθύτατα επηρεασμένος από τη χριστιανική, περίπου μυστικιστική, σχε­ δόν αδιέξοδη, αναζήτηση ενός ποιητή-προφήτη, όπως είχε νομιστεί για κάμποσα χρόνια ο Έλιοτ. Πέρασε στην ποίησή του τον πνευματικό καπνό, την απογοήτευση για το ότι δεν υπάρχει κανένας ν’ ακούσει τις φωνές των πνιγομένων στην απελ­ πισία τους για πραγματικά, αλλά και για φαντα­ στικά πράγματα, για όσα συμβαίνουν στον πραγματικό κόσμο, αλλά και για κείνα, που γί­ νονται στον ποιητικό χώρο του δημιουργού. Μέ­ σα από τούτη την ποίηση αναδίνεται συχνά μια βαριά ανάσα από ψυχές ποτισμένες υγρασία και χορτασμένες μούχλα και σαπίλα. Πώς μπορούσε, λοιπόν, να δει τη δέσμια ψυχή της φίλης να πετά ελεύθερη και χαρούμενη στο γαλανό ουρανό της Ελλάδας, αφού όλα πορεύονται και συμπο­ ρεύονται πρός το αιώνιο τέλος, που είναι πάντο­ τε παρόν; Η σύγχυση, έπειτα, ο ξεπεσμός, ο διασυρμός των αξιών, η εκμετάλλευση του ανθρώπου από τον άνθρωπο, η κάθε λογής διαφθορά, η ιδεολο­

γική αποσάθρωση κι ο αποπροσανατολισμός του κόσμου με την προπαγάνδα, που σκόπευε στο να μην πιάσουν οι προοδευτικές ιδέες, η απογύμνω­ ση του νεοέλληνα από κάθε γνήσιο κι ελληνικό κι η προσπάθειά του να ενδυθεί τον ξενόφερτο τρόπο ζωής και να υιοθετήσει νέα σχήματα σκέ­ ψης και έκφρασης και κοινωνικής συμπεριφο­ ράς, προβλημάτισαν σοβαρά το νεαρό ευαίσθητο ποιητή και στοχαστή. Στην Ελλάδα του 1929-1935, λίγο μετά τη Μι­ κρασιατική Καταστροφή, με όλες τις συνέπειες που είχε για τους προσφυγικούς πληθυσμούς, επικρατεί μια χαώδης και αλλοπρόσαλλη κατά­ σταση, που θα οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια το λαό και τον τόπο στη μεταξική δικτατορία, που θα προετοιμάσει την είσοδο της χώρας μας στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο ποιητής βλέπει τους αγύρτες ν’ ασχημονούν, είτε καθηγητάδες των ανωτάτων ιδρυμάτων είναι αυτοί, είτε ποιητάδες θρηνωδοί, είτε επίσημοι αξιωματούχοι, ενώ η φτωχή και πεινασμένη Ελλάδα προσπαθεί να χορτάσει την υλική και την άλλη πείνα στη λάσπη « μ ν ρ ίω ν π ο ρ νε ίω ν » . « Ο ι φ ρ ε ν ια σ μ έ ν ε ς φ α τ ρ ίες» έχουν μεταβάλει τον τόπο σ’ ένα γυφτοπάζαρο άθλιο, όπου όλα κινούνται και χά­ νονται μέσα στην τύρβη των Γραικύλων. Και μό­ νο ελάχιστοι έλληνες « σ υ ν ε χ ίζ ο υ ν ψ υ χ ρ ο ί μ ια ν ά λ λη Ε λ λ ά δ α » , ωσότου επέλθει ο μεγάλος πόλε­ μος, που θα αναποδογυρίσει τον κόσμο... Ο ποιητής δε βλέπει φως πουθενά. Κοιτάζει μόνο μέσα από το « κλ α μ έν ο β λέμ μ α τω ν γ λ ά ­ ρ ω ν » , καθώς τρέχει στους μεγάλους δρόμους της Χίμαιρας μέσα στη νύχτα των ανθρώπων, γυ­ ρεύοντας ν’ απαλλαγεί από το πνιγηρό φως που κουβαλάει μέσα του, πάντα ενδεής, μια ψυχή αδύναμη και καταδικασμένη, ένα βρέφος ολομό­ ναχο! Ψάχνει στην ομίχλη της « Λ ά ντ ρ α ς » , στα « σ κ ιερ ά κ α ν τ ο ύ ν ια της Φ λω ρ εντία ς» με τις τρυ­ φερά πονεμένες γυναίκες και τις θλιμμένες Πα­ ναγιές κάι στα μεγάλα Παρίσια με την Αφροδίτη να « λ ικ ν ίζ ε ι έ ν α ν κ α ιν ο ύ ρ γ ιο ν Έ ρ ω τ α ( ...) στο ν ίσ κ ιο ε ν ό ς ά λ λ ο υ Θ ε ο ύ » , ψάχνει μέσα στα μαύρα νερά, που καθρεφτίζουν νεκρές πια βασίλισσες, να βρει σβησμένα « π ο λ λ ά ό ν ειρ ά το υ» . Περιπλα­ νιέται στις πλατιές λεωφόρους των μεγαλουπόλεων γυρεύοντας τι; κι ο ίδιος μην ξέροντας, μέ­ σα στη μεγάλη « ν ύ χτα της Ε υ ρ ώ π η ς » , που κάλυ­ πτε το πριν και το τότε και το μετά. Κι από κει από τη θολή νύχτα της μεγάλης Ευρώπης, με τις μύριες ανακατατάξεις και αναστατώσεις βλέπει, όπως ήταν φυσικό, διαθλασμένη την εικόνα της μικρής ελληνικής κοινωνίας του Μεσοπολέμου. Θα μπορούσε εδώ να γίνει μια παρέκβαση: σε τούτους τους καιρούς, σε τούτους τους τόπους και σ’ αυτούς τους στίχους βρίσκεται η αφετηρία του μυθιστορήματος του Θεοτοκά «Οι καμπά­ νες», που γράφτηκε με σπάνια οξυδέρκεια και «προφητεύει» την αυτοκαταστροφή του Δυτικού


αφιερωμα/33 Πολιτισμού. Τούτες εδώ οι μεγάλες πολιτείες, οι κοσμοπολίτη. -, πρωτεύουσες, βούλιαξαν από τότε, από .. Οροσερά ,ανικά του χρόνια στην ψυχή του, για να αυτοκαιαοτραφούν στο μυθι­ στόρημα, ν’ αττοδιαλυθυυν και να πεθάνουν έναν θάνατο πρωτάκουστο, θεαματικό, αντάξιο του μεγαλείου και της δόξας τους, παρασέρνοντας μέσα στην υγρή ουσία τους κι όλα τα επι­ τεύγματα του καπιταλισμού, μαζί και το ίδιο το κεφάλαιο... (Βλ. Ο ι Κ α μ π ά ν ες , βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα). Κι ο ποιητής των «Φύλλων Ημερολογίου» και των «Ποιημάτων του Μεσο­ πολέμου» γίνεται μάρτυρας των δρώμενων στο θέατρο της φθοράς του καπιταλιστικού κόσμου, μοιραία απολογητής της αστικής τάξης, που έφευγε ανεπιστρεπτί, σβήνοντας μ’ έναν αργό, βασανιστικό θάνατο, κάτω από το σκληρό και ασυγκίνητο βλέμμα του μαυροφορεμένου χρό­ νου, της τάξης, που αφανίστηκε από τη ροή των πραγμάτων. Βούλιαξε βέβαια κι ο μεγάλος άν­ θρωπος, ο Ελευθέριος Βενιξέλος και μαζί κι η Μεγάλη Ιδέα, γιατί πλάκωσε η ευρωπαϊκή οικο­ νομική κρίση κι ο πόλεμος κι όλα τα άλλα δεινά, που ωστόσο οι σοφοί διανοούμενοι υιοθετούσαν, όπως πάντα, την «ιστορική αναγκαιότητα». Είναι πολύ περίεργο το γεγονός ότι ο Θεοτοκάς παρά τις προχωρημένες ιδέες και τις προο­ δευτικές του θέσεις δεν μπορεί να ξεπεράσει το πλέγμα του συντηρητισμού, φοβάται να παραδε­ χτεί τη συντελούμενη τότε ανατροπή της καθεστηκυίας τάξης, που ο ίδιος ίσα ίσα καταδικάζει στη συνείδηση της ποιητικής του ευαισθησίας. Στην «Πεζή εικόνα» λέει: « σ υ ζ η τ ο ύ ν α γ γ λ ικ ά γ ια ά λ ο γ α κ α ι κ ο κ τέ ιλ ς κ α ι γ ια μ α ρ ξ ισ μ ό μ ε ς o t a φ υ λ λ ώ μ α τ α τ ο υ τ έν ν ις κ α ι στη ν ακ τή τ ο υ Γ κ ο λφ ενώ η π ε ίν α α π λ ώ ν ε ι τη ν π α γ ε ρ ή σ κ ιά τ η ς ...» .

(Φύλλα Ημ. σελ. 12). Διαφορετικά τι άλλο συνιστά η άρνηση της πραγματικότητας που ζούσε και η απαλλαγή από τα όποια κοινωνικά και ηθικά δεσμά και η αναζήτηση. Στη σύντομη ποιητική του σταδιοδρομία ο Γιώργος Θεοτοκάς είναι ένας ειλικρινής ποιη­ τής, ένας κοσμογυρισμένος έλληνας και πατριώ­ της, ένας ευαίσθητος στοχαστής, που έμαθε να μιλάει απλά για πράγματα σπουδαία που θεωρεί μεγάλα και εθνικά. Είναι ένας προδρομικός και πρωτοποριακός για την εποχή του ποιητής, που έφερε με τον τρόπο του κάτι νέο στην ελληνική ποίηση και συνέβαλε στην εξέλιξη του νεοελλη­ νικού ελεύθερου, μουσικού στίχου, στην απαλ­ λαγή του από τα κούφια και ξέπνοα σχήματα και σύμβολα. Έδωσε λίγα ποιήματα, αλλά γεμάτα τρυφερότητα και αρμονία και ομορφιά, μ’ όλο που είναι γεμάτα αγωνία και απελπισία για την τύχη του ανθρώπου, αφού υπάρχει η φθορά και ο θάνατος, που συντελείται μέσα σ’ όλα τα πράγ­ ματα με την αργή κίνηση των χρωμάτων και της μουσικής, (με το γύρισμα του σκοταδιού πάνω

στο σκοτάδι, με το γύρισμα των εποχών, την πτώση και την άνοδο των πολιτισμών και των εξουσιών, όπως θα έλεγε ο Έλιοτ), που περνάει μέσα από τις πίκρες των λαών και τις αγωνίες τους, μέσα από την ερωτική χαρά-ψευδαίσθηση αθανασίας. Ρέουν οι ανθρώπινες ώρες, οι μέρες, τα μεγάλα έργα αποσυνθέτονται, περνώντας μέ­ σα από ένα κρύσταλλο ηθικού θανάτου, που εί­ ναι η τέχνη, αφήνοντας μόνο κάποια χαράγματα «στη ν ά φ θ α ρ τ η π έτ ρ α » . Κι όμως ενώ όλα γύρω ενώνονται στην αρμονία του έρωτα και του θα­ νάτου, κανένας δεν καταλαβαίνει « γ ια τ ί ο τ ό σ ο ς π ό λ ε μ ο ς κ ι η έ χθ ρ α » τη στιγμή που η υπέρτατη απλότητα κι η απέραντη, η μεγάλη μουσική του σύμπαντος κυριαρχούν κι εξωραΐζουν τη ροή των ημερών και των έργων μέσα στον όμορφο κόσμο του έρωτα, που χύνεται και γεμίζει τις αθώες ψυχές των λουλουδιών. Κι έτσι « ξ α ν α ρ χ ί­ ζ ε ι ο χ ο ρ ό ς » ξαναρχίζει κι η ζωή, ανανεώνεται ο κόσμος και προχωρεί... Κι ο ποιητής μας, όπως κι «ο γ έ ρ ο ς α ε τ ό ς μ ε τα σ φ ιγ μ έ ν α χ ε ίλ ια κ α ι την α π έ ρ α ν τ η π ρ α σ ιν ω π ή ρ ε ν τ ιγ κ ό τ α , ο δ ύ σ τ η νο ς Α ν δ ρ έ α ς Κ ά λ δ ο ς » , αυτός ο μεγάλος ξεχασμένος της εποχής του με το « κ ά π ο ιο φ ω ς σ τ ’ ο υ ρ α ν ο ύ τη μ α ρ α μ έ ν η φ ά τ σ α » , που περιδιάβαζε τις κο-

σμοξάκουστες πολιτείες της Ευρώπης, φτωχός και άσημος δασκαλάκος, αλλά με φωτιά στην ψυχή, πασχίζοντας να ταρακουνήσει την εφησυχασμένη στη μακαριότητά της ήπειρο και να δει με συμπάθεια τα ελληνικά πράγματα, είχε πάντα μέσα του την Ελλάδα, όπως και κάθε γνήσιος δημιουργός. Καθένας, ανάλογα με το μπόι του και το δισάκι με τα δικά του χειρόγραφα, έχει και τους δικούς του καημούς για τον τόπο και τον άνθρωπο, που κουβαλούν πάντα μέσα τους σαν κάτι πολύτιμο και άγιο... Ο Γ.Θ. στα τελευταία του ποιήματα δεν έχει τη δροσιά και την αλαφράδα κι ένα τρελό παιχνίδισμα στους στίχους του, μήτε τόσην απελπι­ σία και απογοήτευση, όπως στα πρώτα. Εδώ κυ­ ριαρχεί η ορθολογιστική σκέψη, που εκφράζεται με άφθονα πεζολογικά στοιχεία κι ένας ωμός σαρκασμός, για την κατάσταση, που επικρατού­ σε στην προμεταξική Ελλάδα. Συχνά όμως η μνήμη του ξαναγυρίζει στην αρχή της, στις πονεμένες ρίζες του, στη μεγάλη πληγή, που είναι για κάθε πρόσφυγα οι χαμένες πατρίδες και με το «Θρήνο των πνιγμένων», «Λεύτερη διασκευή από τη λαϊκή ποίηση» (Ποιήμ. Μεσ. σελ. 37), κλείνει τον κύκλο της η σύντομη ποιητική του σταδιοδρομία, σβήνει για πάντα η ποιητική του Χίμαιρα.*

* Οι στίχοι που παρατίθενται με πλάγια στοιχεία είναι από το βιβλίο «Φύλλα Η μερολογίου 1, Φυλ. Ημερολο­ γίο υ 2» και «Ποιήματα του Μεσοπολέμου».


34/αφιερωμα

Ν .Δ . Τριανταφυλλόπουλος

«Διδακτικό Δοκίμιο» σε κείμενο του Γιώονου Θεοτοκά* Από το ημερολόγιο του Λεωνή (Γ ' τάξη Γυμνασίου)

Ο Θεοτοκάς, μέσω του διαλόγου Γκαλιμπούρ και Λεωνή, προβάλλει ζωηρά προς συζήτηση ένα θέμα, που φαίνεται πως ποτέ δεν έπαψε να βασανίζει αρκετούς αν­ θρώπους της λογοτεχνίας μας: αν είναι θεμιτό να εγκαταλείπουν τη μητρική τους γλώσσα, γεωγραφικά και αριθμητικά περιορισμένη, και να γράψουν το έργο τους σε μιαν από τις ευρωπαϊκές. Ό τι ο πειρασμός δεν ήταν -και δεν είναι- μι­ κρός και μόνο για πέμπτης κατηγορίας συγγρα­ φείς καταφαίνεται, νομίζω, και από τούτα του Πολυλά: «Όθεν όταν (περί τα τέλη του 1822) ο Τρικούπης έφθασε εις Ζάκυνθο, καλεσμένος από τον αείμνηστον Λορδ Γυίλφορδ, και επεσκέφθηκε τον Σολωμό, ο ποιητής δεν του εξεφώνησε τους απλοελληνικούς στίχους του, αλλά την ιτα­ λική Ωδή Per Prima Messa, την οποία είχε συν­ θέσει ακόμη ευρισκόμενος εις την Ιταλία. Ο Τρικούπης του επαρατήρησε ότι ο προορισμός του ήταν, όχι να λάβη μίαν λαμπρή θέση εις τον ιτα­ λικόν Παρνασσό, αλλά να έβγη θεμελιωτής νέας φιλολογίας εις την Ελλάδα».1 Το δίλημμα συνεπώς μπροστά στο οποίο βάζει ο κ. Γκαλιμπούρ το νεαρό του μαθητή ούτε νέο

είναι ούτε απασχόλησε μόνο ματαιόδοξους και ματαιόσπουδους ανθρώπους. Ό ταν μια ηθική και ποιητική μεγαλοφυία σαν τον Σολωμό χρειά­ ζεται τη δραστική παρώθηση του Τρικούπη για να κάνει τη σωστή και σωτήρια εκλογή, κι όταν ένας ποιητής, που έγραψε τους εντελέστερους νεοελληνικούς στίχους, δεν έπαψε ώς το τέλος της ζωής του να έχει πάντα τον πειρασμό της ιταλικής γλώσσας,2 καταλαβαίνουμε πως τα λό­ για του κ. Γκαλιμπούρ δεν είναι μια θεωρητική κουβέντα αλλά ένας χειροπιαστός κίνδυνος. Αν η παρομοίωση δεν ήταν αφόρητα κοινότοπη, θα έλεγα πως είναι ένα είδος τραγουδιού των Σει­ ρήνων, θέλοντας να τονίσω με τούτο ότι χρειάζε­ ται πολλή γενναιότητα για να το αντιπαρέλθει ένα παιδί φανατικό για γράμματα, ο Λεωνής δηλαδή ο Θεοτοκάς.

«Διδακτικά δοκίμια» σημαίνει συντεταγμένα, οπωσδήποτε, σχόλια σε κείμενα που περιέχονται στα «Κείμενα Νεοελληνι­ κής Λογοτεχνίας» του Γυμνασίου και του Λυκείου. Για ποιο

σκοπό γράφτηκαν μπορεί να δει ο αναγνώστης στο τ. 113 του «Διαβάζω» (Φώτης Κόντογλου), όπου και διδακτικό δοκίμιο για «Το βλογημένο το μαντρί» (σ. 47-49).


αφιερω μα/35 Ό ταν ο Θεοτοκάς γράφει τον διάλογο αυτό, έχει φυσικά υπό­ ψη του την περίπτωση του Σολω­ μού και την αντίθετη του Moreas. Θαρρώ όμως πως ο αμεσότερος πρόγονος της συζήτησης αυ­ τής μεταξύ Γκαλιμπούρ και Λεωνή είναι μια άλ­ λη που είχε γίνει μόλις έξι χρόνια νωρίτερα από την έκδοση του «Λεωνή». Στη «Νέα Εστία» δη­ λαδή ο Κλέων Παράσχος είχε δημοσιεύσει μια βιβλιογραφία για τα «Σαρανταένα τετράστιχα» του Θ. Γρίβα, γραμμένα στα γαλλικά.3 Στη δί­ καια επίκριση του Κλ. Παράσχου, που δεν κατα­ λάβαινε για ποιο λόγο «ένας ρωμιός, γεννημένος και μεγαλωμένος στην Ελλάδα, ο οποίος απ’ τη στιγμή που θ’ ανοίξει ως τη στιγμή που θα κλεί­ σει τα μάτια του μιλεί και ακούει ελληνικά, περιφρονεί τη γλώσσα στην οποία εκφράσανε τόσο πλούσια αισθήματα και διανοήματα ένας Σολω­ μός, ένας Κάλβος, ένας Καβάφης, ένας Παλαμάς, και γράφει γαλλικά», στη δικαιότατη λοι­ πόν απορία του Παράσχου απάντησαν ο Γιώρ­ γος Πράτσικας, εκτενέστερα, και ο Δ.Π. Πετροκόκκινος, συντομότερα αυτός. Συνοψίζω την επιχειρηματολογία του πρώτου: α) αυτοί που γράφουν σε ξένη γλώσσα δεν κινούνται από σνομπισμό, αλλά επειδή ζυμωθήκανε με το πνεύ­ μα μιας ξένης γλώσσας, σπουδάζοντας από τα παιδικά τους χρόνια σέ ξένα σχολεία. Οι ξενό­ γλωσσοι αυτοί Έλληνες ποιητές, χωρίς να χά­ νουν την ελληνικότητά τους, αποχτούν στη δια­ μόρφωση του χαρακτήρα τους, του αισθηματι­ κού τους κόσμου, τη συνείδηση της ξένης γλώσ­ σας τόσο βαθιά, που γίνεται στο τέλος ένα με το είναι τους, β) Αν ο Έλληνας ξενόγλωσσος συγ­ γραφέας πετύχει στο εξωτερικό, θα μεταφραστεί στις άλλες γλώσσες, θα γυριστεί το έργο του στον κινηματογράφο, κι έτσι η υλική επιτυχία θα του δώσει την άνεση να καταγίνει, γαλήνιος και απε­ ρίσπαστος, με το πνευματικό του έργο.4 Οι απόψεις του Πράτσικα, που βέβαια δεν έχουν την παραμικρή σχέση με τις δυσκολίες του Σολωμού -άπαγε της βλασφημίας!-, ανάγκασαν τον Κλέωνα Παράσχο να επανέλθει με μια αρκε­ τά οργισμένη επιστολή από την οποία παραθέτω τα εξής: «Ο φίλος μου κ. Πράτσικας μου λέει ότι, όσοι φοίτησαν σε ξένα σχολεία, ποτίστηκαν τόσο πολύ από την ξένη γλώσσα που διδάχτη­ καν, ώστε η συνείδηση αυτής της ξένης γλώσσας γίνεται ένα με το είναι τους. Τούτο δεν το κατα­ λαβαίνω. Πώς αποχτούμε τη συνείδηση μιας ξέ­ νης γλώσσας, που τη μιλούμε και την ακούμε μο­ νάχα σ’ ένα σχολείο, περισσότερο παρ’ ό,τι τη συνείδηση της γλώσσας της δικής μας, που την ακούσαμε μόλις πρωτανοίξαμε τα μάτια στο φως, και που τη μιλάμε αδιάκοπα απ’ το πρωί ώς το βράδυ, με τη μητέρα και τον πατέρα μας, με τους συγγενείς, με τους γνωστούς, με τους φί­ λους μας, με τις φίλες μας, με τους συμπολίτες Προϊστορία

Ο Γ. θεοτοκάς στην Αθήνα, 1930.

μας, με όλο τον κόσμο; Και πώς μια γλώσσα που τη διαβάζουμε μονάχα είναι περισσότερο γλώσ­ σα μας, μας εκφράζει πιστότερα, βαθύτερα, παρ’ ό,τι η γλώσσα που όχι μόνο τη διαβάζουμε, μα και την ακούμε παντού γύρω μας, τη μιλούμε, τη ζούμε;»5 «Τη γλώσσα μου Ας επιστρέφουμε τώρα έδωσαν ελληνική»6 0X0 κείμενο του Θεοτοκά. Ο Λεωνής λοιπόν δεν έχει ν’ ανατάξει «επιχειρήματα» στον συνομιλητή


36/αφιερω μα του, έτσι τουλάχιστον τον παρουσιάζει ο συγ­ γραφέας. Διακρίνει, φυσικά, κανείς στα λόγια του έφηβου Λεωνή τις απόψεις του Κλ. Παρά­ σχου, με τη διαφορά πως εδώ δεν ακούμε τη φω­ νή ενός, έστω και δίκαια, οργισμένου, αλλά την ομολογία ενός βαθιά ερωτευμένου παιδιού, πράγμα που αμέσως διαπιστώνει και ο συνομι­ λητής του. Ο κ. Γκαλιμπούρ μιλάει με το νου και την ιστορία, ο Λεωνής με τις αισθήσεις: «νιώθω ότι αγγίζω μια γλώσσα δροσερή, ολοκαίνουρια, ασχημάτιστη, ότι την πλάθω όπως θέλω...». Η γλώσσα δεν είναι για τον Λεωνή κάποιο μέσο ή όργανο χρηστικό, ας είναι και από τα πιο λεπτά κι ευγενικά, αλλά μια ύπαρξη που την πλησιάζει με έρωτα. Έ χει την ακατανίκητη πεποίθηση «ότι ή τόσο νέα αυτή γλώσσα είναι εξίσου ελληνική όσο κι η γλώσσα του Ομήρου!», κάτι που επανέλαβαν αργότερα -μπορεί και πρωτύτερα- αρκε­ τοί. Και επειδή βρίσκεται ο νεαρός Λεωνής σε κατάσταση θαυμασμού -άσφαλτο σημάδι του έρωτα- για τούτο τον ακούμε να μιλάει για δεύ­ τερη γέννηση. Ανακαλύπτοντας την ομορφιά της μητρικής του γλώσσας, ανακαλύπτει τον εαυτό του, δηλαδή ξαναγεννιέται. Μπροστά σ’ ένα τέ­ τοιο θαύμα ακόμα και οι ευγενικότερες φιλοδο­ ξίες, όσες διακρίνει κανείς στα λόγια του κ. Γκαλιμπούρ και όποιες άλλες, είναι σκιές ή φάσμα­ τα. Παρ’ όλα αυτά θα ήταν μεγάλη αδικία να θεω­ ρήσουμε ότι η επιχειρη­ ματολογία του κ. Γκαλιμπούρ είναι παράλληλη με του Πράτσικα. Ο ένας κυριολεκτικά θυσιάζει τη γλώσσα για χάρη της φήμης και της οικονομι­ κής άνεσης -και αναρωτιέται κανείς πώς ξέφυγε τέτοιος λόγος από το στόμα Έλληνα λόγιου πριν από πενήντα χρόνια-, ενώ ο άλλος ζητάει από τον Λεωνή να γράψει στα γαλλικά, γιατί στη γλώσσα αυτή βλέπει ένα μέσο επικοινωνίας των λαών, ένα τέλειο όργανο με το οποίο εκφράζεται και μεταδίδεται μια μεγάλη πολιτιστική παράδο­ ση. Κι ακόμα, τα ιστορικά επιχειρήματα του κ. Γκαλιμπούρ (η λατινική στο Μεσαίωνα) δεν έχουν ξύλινα πόδια. Μιλάει ένας σοβαρός ουμανιστής κάι στο λόγο του υπάρχει πραγματική ευ­ γένεια. Απέναντι στην ουμανιστική αυτή σοφία ο Θεοτοκάς δεν αντιπαρατάσσει κάποιον εξίσου σοφό με αντεπιχειρήματα αντλημένα επίσης από Οι ιδέες και το αίμα

Σημειώσεις 1. Βλ. Διονυσίου Σολωμοΰ, Άπαντα, τόμ. Α', επιμέλειασημειώσεις Λίνου Πολίτη, 6' έκδοση, «Ίκαρος» 1961, σελ. 18-19. 2. Απαραίτηίο κρίνω να συνεξεταστεί το κείμενο του Θεοτοκά με τον «Σολωμό» του Λίνου Πολίτη (σελ. 133-135 του σχολ. βιβλίου της Γ' Γυμν.), όπου εξαίρετοι η σημασία της συνάν­

τη λογική και την ιστορία (π.χ. την περίπτωση του Δάντη που εγκαταλείπει τα λατινικά), γιατί η πρόθεσή του δεν είναι να παρακολουθήσει ο αναγνώστης μια εξαντλητική θεωρητική συζήτη­ ση. Ο Θεοτοκάς θέλει να λύσει τον κόμπο με το σπαθί, για τούτο και αντιπαραθέτει στην ήπια σύνεση του ηλικιωμένου δασκάλου την ερωτική ορμή ενός παλικαριού. Ο διάλογος μου αφήνει την εντύπωση ότι παρακολουθούμε μια μάχη ανάμεσα στις ιδέες και στο αίμα. Δες πώς οργανώνει ο Θεοτοκάς αυτό τον σύν­ τομο διάλογο: στην αρχή την υπεροχή την έχουν οι ιδέες, δηλ. ο κ. Γκαλιμπούρ, πράγμα που φαί­ νεται και από την έκταση του κειμένου το οποίο καταλαμβάνουν. Ο Λεωνής είναι στριμωγμένος, και μολονότι οι απαντήσεις του δεν είναι θεωρη­ τικές, ωστόσο πολεμάει με τους όρους που επι­ βάλλει ο αντίπαλος, ίσαμε τη στιγμή που θα κά­ νει την ευγενική παραχώρηση «ίσως έχετε δί­ κιο». Από κει και πέρα όμως τα επιχειρήματα καταποντίζονται στον έρωτα του Λεωνή και οι όροι του διαλόγου αντιστρέφονται: ο δάσκαλος απλώς παρακολουθεί τον μαθητή του που μετα­ μορφώνεται. Και είναι τέτοια η μεταμόρφωση του Λεωνή, ώστε στο τέλος σχεδόν συνεπαίρνεται και ο σοφός συνομιλητής του. Το μόνο σίγουρο πράμα Από το «Ημερολό­ γιο εργασίας του “Λεωνή” », που κρατούσε ο Θεοτοκάς και που ένα μέρος του μας έγινε γνωστό με την πολύ ωραία έκδοση «Ση­ μαίες στον ήλιο»,7 παραθέτω τα εξής, διδακτικά για πολλούς λόγους: «Σε ορισμένες στιγμές αι­ σθάνομαι ότι η μόνη θετική παρηγοριά που μπο­ ρώ να έχω σαν συγγραφέας, το μόνο σίγουρο πράμα στα χέρια μου είναι η γλώσσα. Δουλεύον­ τας για την καλλιέργεια της νεοελληνικής γλώσ­ σας, δουλεύω για κάτι που ξεπερνά κατά πολύ τη ζωή μου και την εποχή μου, συμμετέχω σ’ ένα έργο με μεγάλη διάρκεια. Προσθέτω μια πέτρα σ’ ένα οικοδόμημα προορισμένο να ζήσει αιώνες. Εγώ ίσως χαθώ ολότελα μα η γλώσσα θα μείνει και γι’ αυτή τη γλώσσα δούλεψα κι εγώ. Η γλώσ­ σα: η πιο στέρεη πραγματικότητα. »Και συνάμα αυτό το γοητευτικό αίσθημα ότι η νεανική μας γλώσσα, που πλάθεται μες στα χέ­ ρια μας, είναι η ίδια η γλώσσα του Ομήρου» (σελ. 33). τησης του ποιητή με τον Τρικούπη. 3. «Νέα Εστία» 15 (1934) 285-286. 4. Ό .π. σελ. 321-322. 5. Ό .π. σελ. 371-373. Ο τίτλος της επιστολής: «Δεν είναι λοι­ πόν λεβαντινισμός;» 6. Από «Το Ά ξιον Εστί» του Ελύτη, σελ. 28 της έκτης έκδοσης. 7. Βλ. την «Επιλογή βιβλιογραφίας».


Με τον Πατριάρχη ΚωνστΙπόλεως Αθηναγόρα, στο Φανάρι

Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης

7965

Τα όρια του ελληνικού φιλελευθερισμού: Το παράδειγμα του Γιώργου Θεοτοκά. Ο Γιώργος Θεοτοκάς έχει καθιερωθεί στη νεοελληνική ευαισθησία με έργα όπως η Αργώ και ο Λεωνής, στις σελίδες των οποίων τα βιώματα της εφηβείας και της νεότητας, συναρπαστικά μεταπλασμένα σε τέχνη του λόγου, προσφέρουν το έναυσμα για τη διαμόρφωση μιας φιλοσοφίας της ζωής και τον καθορισμό της στάσης ή της απόστασης- του συγγραφέα απέναντι στις συγκρούσεις των ιδεολογικών ρευ­ μάτων και τα κοινωνικά προβλήματα. Λίγοι είναι οι αναγνώστες της νεοελληνικής λογοτεχνίας, τουλάχιστον από εκείνους που ανήκουν στις ηλικίες μεταξύ της γε­ νιάς του 1930 και της γενιάς του 1970, που δεν έχουν αισθανθεί τη σαγήνη, συγκι­ νησιακή και αισθητική, του λογοτεχνικού έργου του Θεοτοκά. Η σαγήνη αυτή επι­ τείνεται από την αντινομία μεταξύ της ζωηρής αναπαράστασης του πάθους ανάμε­ σα στα κίνητρα της ανθρώπινης πράξης και της τελικής απόστασης και ασάφειας του συγγραφέα απέναντι στα διλήμματα που θέτει η ίδια του η διάγνωση για τον χαρακτήρα της ανθρώπινης ύπαρξης.


38/αφιερωμα ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ της σχέσης του Θεοτοκά με τις πραγματικότητες της ελληνικής κοινω­ νίας αρθρώνεται στη στοχαστική του πεζογρα­ φία και το δοκιμιογραφικό του έργο. Στα κείμε­ να αυτά, οι ασάφειες και η φιλοσοφική αβεβαιό­ τητα του λογοτεχνικού του έργου υποχωρούν και αντικαθίστανται με συστηματική κοινωνική και πολιτισμική κριτική. Η σκοπιά από την οποία ασκείται η κριτική αυτή συναρθρώνεται από τις αξίες και τα ιδεώδη του νεότερου ευρωπαϊκού φιλελευθερισμού. Για το λόγο αυτό η κριτική του Θεοτοκά παραμένει ευρύτερα πολιτισμική παίρ­ νοντας ως αντικείμενό της ολόκληρη τη νεοελλη­ νική παράδοση και τη νεοελληνική εμπειρία ως συμβολικό μόρφωμα και ως κοινωνική και πολίτ τική συμπεριφορά, χωρίς να εξειδικεύεται σε ανατομία συγκεκριμένων κοινωνικών προβλημά­ των. Αυτή η συνολική πολιτισμική κριτική είναι το αντικείμενο του Θεοτοκά στο Ελεύθερο Πνεύμα (1929). Στο μανιφέστο εκείνο της γενιάς του 1930 η κριτική της ώς τότε συντελεσμένης ελληνικής πνευματικής ζωής, η επισήμανση των αδιεξόδων και η καταγγελία της στειρότητας του λογιοτατισμού και τέλος, η έκκληση για ανανέωση των πνευματικών αξιών και των δημιουργικών τρό­ πων, κρύβουν μια ριζικότερη πολιτική κριτική. Μετά την εθνική καταστροφή του 1922, η οπτική ενός νέου, προερχόμενου από το καθημαγμένο εθνικό κέντρο του ελληνισμού της Ανατολής, ου­ σιαστικά ανακαλύπτει στις φιλελεύθερες αξίες, το όπλο της κριτικής για την κάθαρση της ιστοΑπό αριστερά: Μίνως Βολονάκης, Γ. θεοτοκάς, Σωκρ. Καραντινός

ρικής τραγωδίας του ελληνισμού. Το αίτημα του φιλελευθερισμού που προβάλλει ο Θεοτοκάς στο Ελεύθερο Πνεύμα στοιχειοθετείται από μια διά­ γνωση και μια πρόταση ως προς τη νεοελληνική πραγματικότητα. Η διάγνωση που υπολανθάνει πίσω από την αισθητική του κριτική, συμπυκνώ­ νει την ιστορική αιτιολογία των ανεπαρκειών της ελληνικής κοινωνίας που την οδήγησαν στην αποτυχία τής πιο κρίσιμής της εθνικής εξόρμη­ σης. Οι ανεπάρκειες πήγαζαν προφανώς από την έλλειψη του δυναμισμού και του πνευματικού σθένους που εγγυάται η αποδοχή της κριτικής -και αυτοκριτικής- ως στοιχείου του δημοσίου βίου. Συνεπώς οι διαπιστώσεις του Θεοτοκά φαίνονται να υποδηλώνουν τη γενικότερη σημα­ σία της έλλειψης της κριτικής που οδήγησε στην αποτυχία να συνειδητοποιηθεί η ασυμμετρία με­ ταξύ δυνατοτήτων και επιδιώξεων, μεταξύ στρα­ τηγικών στόχων και μεθοδεύσεων με τελική από­ ληξη την εθνική καταστροφή. Η έμμεση διάγνω­ ση της ιστορικής και πολιτισμικής αιτιολογίας της ελληνικής κακοδαιμονίας συνοδεύεται από μια αμεσότερη διαπίστωση των στοιχείων της πνευματικής κρίσης στην ελληνική κοινωνία που τη στοιχειοθετούσαν σύμφωνα με τον Θεοτοκά (α) ο μαρασμός των γραμμάτων, (β) η έλλειψη φιλοσοφικής σκέψης και (γ) η αδιαφορία του κοινού. Φαίνεται πως με τις εύστοχες αυτές διαπιστώσεις ο νέος παρατηρητής του 1929 μπό­ ρεσε να συλλάβει μερικά μονιμότερα χαρακτηρι­ στικά της πνευματικής ζωής στην ελληνική κοι­ νωνία. Οι παρατηρήσεις του θα μπορούσαν να αποτελούν περιγραφή και του σημερινού πολιτι­ σμικού σκηνικού μας. Ως πρόταση το φιλελεύθε­ ρο αίτημα προβάλλει την ανάγκη της πνευματι­ κής ανασυγκρότησης, με την απολύτρωση από δογματικά σχήματα και καθιερωμένες ορθοδο­ ξίες,2 ώστε να υπάρξει η αφετηρία μιας νέας εθνικής πορείας. Αυτό ήταν ακριβώς το νόημα του φιλελευθερισμού του Θεοτοκά: το όραμα μιας νέας κοινωνίας και πνευματικής έκφρασης στους κόλπους των οποίων θα -ήταν δυνατό να συντελεστεί η ολοκλήρωση της ελεύθερης δη­ μιουργίας και ο σεβασμός της ανθρώπινης αξίας. Για την επίτευξη των σκοπών αυτών ο Θεοτοκάς έβλεπε την απρόσκοπτη λειτουργία των δημο­ κρατικών θεσμών -περιλαμβανομένων και εκεί­ νων της αποκέντρωσης και τοπικής αυτοδιοίκη­ σης-3 και την αναγνώριση του δικαιώματος της διαφωνίας ως αναγκαίες προϋποθέσεις του νέου κοινωνικού, πολιτικού και πνευματικού ήθους. ΤΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ των φιλελεύθερων ιδεών που καθόριζαν τη σκέψη και τις αξίες του Θεο­ τοκά ήταν εκείνο της κλασικής κληρονομιάς της ευρωπαϊκής παιδείας, από τον Montesquieu4 μέ­ σω του Tocqueville5 ώς τους χαρακτηριστικούς εκπροσώπους του ανθρωπισμού του αιώνα μας


αφιερω μα/39

Στο σπίτι τον Σπόρον Βασίλειον στη Βάρκιζα. Διαχρίνονται ο Σωκρ. Καραντινός, ο Σπ. Βασίλειον, ο Τάσος Αθανασιάδης και ο Γ. Θεοτοκάς.

George Bernard Shaw και Andre Malraux.6 To κοινό νήμα στις ιδέες αυτών των στοχαστών ήταν η κριτική διάθεση απέναντι στις συμβατι­ κές κοινωνικές αξίες και η επίμονη έκκλησή τους για αναμόρφωση των κοινωνικών θεσμών ώστε να γίνει εφικτή η πραγμάτωση και διασφάλιση της πνευματικής και πολιτικής ελευθερίας. Αξί­ ζει να επισημάνουμε ιδιαίτερα την εύστοχη αξιο­ λόγηση του θεωρητικού στοχασμού του Tocqueville από τον Θεοτοκά. Είναι ίσως ο μόνος Έ λ­ ληνας συγγραφέας που μπόρεσε να εκτιμήσει την τεραστία σημασία της πολιτικής σκέψης του Ale­ xis de Tocqueville και ιδίως της ανατομίας του συστήματος της αμερικανικής δημοκρατίας, για οποιαδήποτε φιλελεύθερη προβληματική. Η φιλελεύθερή του ευαισθησία οδήγησε τον Θεοτοκά και σε μια άλλη εύγλωττη ανακάλυψη: πρόκειται για την αποκαλυπτική αναφορά του στις πολιτικές απόψεις του Αδαμάντιου Κοραή,7 που μόνο αυτός και ο Αλέξανδρος Σβώλος8 ανά­ μεσα στους συγχρόνους τους, φαίνεται να ήταν σε θέση να εκτιμήσουν. Η αναζήτηση της ανασύνδεσης με μια παλαιότερη φιλελεύθερη δημο­ κρατική παράδοση που εκπροσωπούσε ο Κοραής και είχε διακοπεί βίαια από την εθνικιστική μεγαλοστομία του δέκατου ένατου αιώνα, αποτελεί μια διάσταση της σκέψης τόσο του Σβώλου όσο και του Θεοτοκά, που δεν έχει ώς τώρα προσε­ χθεί από κανένα μελετητή του έργου τους. Είναι όμως σημαντική διότι αποτελεί ένδειξη του φιλε­ λεύθερου ορίζοντα της σκέψης τους, που συνι-

στά άλλη μία στιγμή στη διασπασμένη πορεία των ασυνεχειών του ελληνικού φιλελευθερισμού. Στα θέματα όμως αυτά τα οποία με έχουν ήδη κατ’ επανάληψη απασχολήσει, ελπίζω να επα­ νέλθω. Η φιλελεύθερη βούληση ωστόσο δεν υπήρξε το μοναδικό στοιχείο στην πνευματική στάση του Θεοτοκά. Η κριτική της ελληνικής πραγματικό­ τητας στο έργο του συντελείται εκ των έσω και συνεπώς η σκέψη του παραμένει οργανικά εν­ ταγμένη στις αντιφάσεις και τις αντινομίες της. Μια κλασική αντινομία που χαρακτηρίζει την πνευματική στάση πολλών διακεκριμένων εκ­ προσώπων του φιλελευθερισμού της γενιάς του 1930, έγκειται στην απόπειρα να συνδυάσουν τη φιλελεύθερη επιχειρηματολογία με την αναζήτη­ ση της πολιτισμικής αυθεντικότητας του ελληνι­ σμού. Η αναζήτηση αυτή συντελείται με τη λεγά­ μενη στροφή στις ρίζες, τη διαμόρφωση κριτη­ ρίων γνησιότητας και τελικά τη μετάπλαση της έννοιας της «ανόθευτης» παράδοσης σε ιδεολο­ γικό αίτημα. Ο Γιώργος Θεοτοκάς και ο Γιώργος Σεφέρης μεταξύ των εκπροσώπων της γενιάς του 1930 αποτελούν χαρακτηριστικές περιπτώσεις αυτής της αντινομίας. Η αφετηρία των ανησυ­ χιών τους είναι φυσικά ευεξήγητη: η κριτική του λογιοτατισμού, η απόρριψη του αποστεωμένου ακαδημαϊσμού, η καταγγελία του καθαρευου­ σιάνικου στραγγαλισμού της γλώσσας και της δημιουργικής έκφρασης, τους στρέφει στην ανα­ ζήτηση των γνήσιων πηγών του ελληνικού ύφους και ήθους, πέρα από τα όρια της λόγιας παράδο­


40/αφιερω μα σης. Ένα απτό αποτέλεσμα αυτής της αναζήτη­ σης τόσο του Θεοτοκά όσο και του Σεφέρη είναι η ανακάλυψη και μυθοποίηση του Μακρυγιάννη. Του Σεφέρη οι εντονότερες αισθητικές ανα­ ζητήσεις τον οδήγησαν επίσης προς τον Θεόφι­ λο. Ο Θεοτοκάς, με ζωηρότερη τη συναίσθηση των δυνάμεων που διαμορφώνουν την ιστορία, προχώρησε πιο πέρα στον ίδιο δρόμο για να καταλήξει στη διαπίστωση της ιστορικής σπουδαιότητας και του πνευματικού νοήματος του Βυζαν­ τίου και της Ορθοδοξίας.9 ΕΙΧΑΝ συναίσθηση των λαϊκιστικών και αντιδημοκρατικών κινδύνων που ελλοχεύουν σ’ αυτό το δρόμο, οι φιλελεύθεροι της γενιάς του ’30; Το φιλελεύθερο ένστικτο του Θεοτοκά τον οδήγησε να διακηρύξει, με ξεχωριστή γενναιότητα στη μετεμφυλιακή Ελλάδα ότι το σύνθημα «ελληνο­ χριστιανικός πολιτισμός» δεν είχε ιστορικό νόη­ μα και ήταν πολιτικά επικίνδυνο.10 Την αντινο­ μία της φιλελεύθερης ερωτοτροπίας με τον Μακρυγιάννη όμως, ούτε ο Σεφέρης ούτε ο Θεοτο­ κάς τη συνειδητοποίησαν. Αντίθετα και οι δύο πίστεψαν ότι ο οργισμένος λόγος του ήρωα μπο­ ρούσε να τον συγκαταλέξει σε ενιαίο ιδεολογικό σχήμα με χαρακτηριστικούς εκπροσώπους της λόγιας σκέψης και της ορθολογικής δημιουργίας όπως ο Ρήγας, ο Κοραής, ο Σολωμός και ο Κάλβος -στην παράδοση που ο Θεοτοκάς χαρακτη­ ρίζει ως «το φιλελεύθερο και δημοκρατικό πνεύ­ μα του Εικοσιένα.»*111 Ό πω ς έχω και άλλοτε ση­ μειώσει σ’ αυτές τις σελίδες, ο Μακρυγιάννης ως προς τις αξίες και τα οράματά του βρίσκεται στον αντίθετο πόλο με όλους αυτούς τους πράγ­ ματι γνήσιους εκπροσώπους του δημοκρατικού φιλελευθερισμού.12 Συνεπώς η στροφή στον Μακρυγιάννη, κορυφαία στιγμή της αναζήτησης του νοήματος της «ελληνικότητας» από τους φιλε­ λεύθερους της γενιάς του ’30, συνιστά και το όριο του φιλελευθερισμού τους. Ούτε ο Σεφέρης, ούτε ο Θεοτοκάς ούτε άλλοι ήσσονες στοχαστές φαίνεται να συνειδητοποίησαν τη θεμελιώδη αν­ τινομία μεταξύ της αξίας της «ελληνικότητας» και των αξιών του φιλελευθερισμού. Ο τελευ­ ταίος πρεσβεύει την καθολικότητα της ανθρώπι­ νης εμπειρίας στην οποία εδράζεται και η θεω­ ρία της ισότητας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αντίθετα η «φιλοσοφία» της ελληνικότητας ανα­ ζητά και εξυμνεί την ιδιαιτερότητα, τη μοναδι­ κότητα και την αυθεντικότητα μιας συγκεκριμέ­ νης συμβολικής εμπειρίας, την οποία είναι έτοι­ μη να αναγάγει υπεράνω άλλων αξιών και αντί­ στοιχων εμπειριών άλλων κοινωνιών. Η θυσία του ατόμου, θεμελιακού φορέα των αξιών του φιλελευθερισμού, στο βωμό αυτής της ιδιαιτερό­ τητας υπήρξε τόσο ιστορικά όσο και θεωρητικά η αναπόδραστη συνέπεια αυτών των αντιλή­ ψεων.

Η ΠΟΛΥΜΟΡΦΙΑ της σκέψης του Θεοτοκά και η ευρύτητα της οπτικής του συνδέονται με την ύπαρξη της αντινομίας μεταξύ φιλελευθερισμού και ελληνικότητας. Η αιτιολογία της αντινομίας στη συγκεκριμένη περίπτωση ίσως να συνδέεται με την έλλειψη συστηματικής φιλοσοφικής θεμελίωσης της σκέψης του, που παρέμεινε ανοιχτή στον γόνιμο εμπειρισμό της καλλιτεχνικής του ευαισθησίας. Η ισχυρή φιλελεύθερή του βούληση όμως, παρέμεινε ενεργή μέσα σ’ όλες τις αντινο­ μίες της κοινωνικής και πνευματικής εμπειρίας. Ο φιλελευθερισμός του, ενεργοποιό στοιχείο της πολιτικής του γενναιότητας και της θαρραλέας κριτικής του, ιδίως στα χρόνια του λευκού αυταρχισμού και της πολιτικής καταπίεσης της με­ ταπολεμικής εποχής, έμεινε πάντα ορατός με ξε­ χωριστή καθαρότητα ιδίως στα μάτια των εχθρών του. Οι θεωρητικοί του κατασταλτικού συντηρητισμού, φιλοσοφικά πιο συστηματικά συγκροτημένοι από τον Θεοτοκά, μπορούσαν να •διακρίνουν τις φιλελεύθερες αφετηρίες των αντι­ νομιών της σκέψης του. Γι’ αυτό και θεώρησαν τον ίδιο και τους ομοϊδεάτες του ξένα σώματα προς το σύστημα της αποστειρωμένης ελληνικό­ τητας που θέλησαν να οικοδομήσουν. Το αποτέ­ λεσμα υπήρξε ιδιαίτερα τραγικό: η απομόνωση του φιλελευθερισμού από χώρους όπου μπορού­ σε να λειτουργήσει εξισορροπητικά του στέρησε τη δυνατότητα παρέμβασης στη δημόσια ζωή της χώρας και οδήγησε στην όξυνση του αυταρχισμού και των αντιθέσεων που δεν είναι άσχετες με την επιβολή της δικτατορίας και τα σημερινά αδιέξοδα της ελληνικής κοινωνίας.

Σημειώσεις

,

1. Γιώργος θεοτοκάς Ελεύθερο Πνεύμα επιμ. Κ.Θ. Δημαράς, Αθήνα 1973, σσ. 59-60. Με μεγαλύτερη ωριμότητα αντίστοιχες απόψεις εκφράζονται αργότερα και στη συλ­ λογή του Γ. Θεοτοκά, Πνευματική Πορεία, Αθήνα, χ.χ. σσ. 100-119. 2. Ελεύθερο Πνεύμα, σσ. 28-34. Πρβλ. Πνευματική Πορεία, σσ. 48-68. 3. Γ. Θεοτοκάς, Πολιτικά Κείμενα, εισαγωγή Α.Ι.Πεπονή, Αθήνα 1976, σσ. 171-174. 4. Πολιτικά Κείμενα, ο. 87. 5. Γ. Θεοτοκάς, Δοκίμιο για την Αμερική, Αθήνα 1954, σσ. 199-201. 6. Πολιτικά Κείμενα, σσ. 155-157, 205-209. 7. Δοκίμιο για την Αμερική, σσ.202-203 και Πνευματική Πο­ ρεία, Αθήνα, χχ., σσ. 168-169. 8. Βλ. ενδεικτικά Αλέξανδρος Σβώλος, Προβλήματα του έθνους και της δημοκρατίας, επιμ. θ . θεοδώρου, Αθήνα 1972, σ. 137. 9. Βλ. Πνευματική Πορεία, σσ. 120-137, 308-313 αλλά ιδίως τα έργα του Γ.θεοτοκά, Η Ορθοδοξία στον καιρό μας, Αθήνα 1975 και Ταξίδι στη Μέση Ανατολή και στο Ά γιον Όρος, Αθήνα 1961, σσ. 36 κ.εξ., 101 κ.εξ. 10. Η Ορθοδοξία στον καιρό μας, σσ. 35-37. 11. Ό π.π., σ. 36. 12. Βλ. Π.Μ.Κιτρομηλίδη, «Η πολιτική στάση του Μακρυγιάννη», Διαβάζω, τεύχος 101 (5 Σεπτεμβρίου 1984), σσ. 46-49.


αφιερωμα/41

Γ. Θεοτοκάς (1929)

Την περίοδο 1925-1926 ο Γιώργος Θεοτοκάς υπήρξε γενικός γραμματέας ενός προοδευτικού φοιτητικού συνδέσμου, της «Φοιτητικής Συντροφιάς», που είχε τά­ ξει σκοπό του την προάσπιση και καθιέρωση της Δημοτικής. Στο κείμενο που ακο­ λουθεί παρουσιάζεται ένα σύντομο ιστορικό του συνδέσμου αυτού, μέσα από κεί­ μενα διαφόρων και κυρίως του Γ. Θεοτοκά, που είχε ιδιαίτερη συμμετοχή στη δράση του σωματείου, όσο φοιτούσε (1922-1926). Η «Φοιτητική Συντροφιά» υπήρξε ένα πολύ αξιόλογο φοιτητικό σωματείο που για 20 περί­ που χρόνια έδωσε αγώνα για την επικράτηση της δημοτικής γλώσσας, σε μία περίοδο όπου η «ρε­ τσινιά» δημοτικιστής, ισοδυναμούσε με το κομ­ μουνιστής. Στην τρίτη φάση της δράσης του σω­ ματείου αυτού συμμετέχει και ο Γιώργος Θεοτο­ κάς, με αξιόλογη παρουσία. Το σημαντικό αυτό φοιτητικό σωματείο, εκτός από μια λογοτεχνική αναφορά του Λίνου Πολί­ τη,1 ήταν παντελώς άγνωστο και μόνο το 1982 δημοσιεύθηκαν κάποια στοιχεία από το αρχείο του Γιώργου Θεοτοκά,2 ενώ φαίνεται ότι αποτέλεσε στόχο μονογραφίας, όπως ανακοινώθηκε στο Διεθνές Συμπόσιο για την «Ιστορικότητα της παιδικής ηλικίας και της νεότητας», δίχως ακό­

μα να έχει δοθεί στη δημοσιότητα τίποτα.3 Πρόσθετα στοιχεία παρέχει στο βιβλίο του ο Αντώνης Φλούντζης, όπου παρατίθεται και μαρτυ­ ρία του Λάμπη Χρονόπουλου, στοιχεία που οπωσδήποτε καλύπτουν κάποια κενά στο θέμα μας.4 Συγκροτημένη αναφορά για το σωματείο αυτό ευελπιστώ ότι παρουσιάζω στο υπό έκδοση βιβλίο μου για την ιστορία του ελληνικού φοιτη­ τικού κινήματος. Το φοιτητικό αυτό σωματείο είχε τρεις περιό­ δους δράσης, που οριοθετούν τόσο τη στάση του απέναντι στο δημοτικισμό, όσο και δηλώνουν την ταυτότητα της κοινωνικής αναζήτησης της εποχής. Κοντολογίς έχουμε να κάνουμε με το με­ γαλύτερης χρονικής διάρκειας σωματείο σπου­


42/αφιερωμα δαστών και φοιτητών, το οποίο διαμόρφωσε ιδέες, πρόσωπα, καταστάσεις, αλλά και διαπλά­ στηκε το ίδιο, σαν μία χοάνη όπου μέσα της ζυ­ μώνονται ιδέες και ιδεολογίες. Αυτό φαίνεται πολύ καλά από μια σύντομη ματιά στα μέλη του σωματείου, όπου φιγουράρουν ονόματα πολύ γνωστά στην ελληνική διανόηση και γενικότερη κοινωνική δράση. «Φοιτητική Συντροφιά» 1910-1913 (α' περίοδος) Στις 17 Φεβρουάριου 1910 ιδρύεται η «Φοιτητι­ κή Συντροφιά» που αναγνωρίστηκε σαν σωμα­ τείο το 1921 με την απόφαση αρ. 487 του Πρωτο­ δικείου Αθηνών. Στο καταστατικό του σωματεί­ ου αναφέρονταν τα εξής: «Νιώσαμε πια πως δί­ χως ειλικρίνεια δε θα μπορέσουμε να καταφέ­ ρουμε τίποτα καλό και αντρίκιο. Και είδαμε πως δε γίνεται μεγαλύτερη ανειλικρίνεια από το να περιφρονούμε τη γλώσσα της μάνας μας. Είδαμε πως είναι ντροπή να κρυβόμαστε και να ντρεπό­ μαστε τον εαυτό μας αντίς να περηφανευόμαστε. Και ο εαυτός μας είναι η ζωντανή μας γλώσσα. Γι’ αυτό μαζευτήκαμε κι αποφασίσαμε να μην το παραδεχόμαστε θεωρητικά μονάχα, μα να το κά­ νουμε και πράξη». Ανάμεσα στα μέλη της επι­ τροπής υπογράφουν οι Φίλιππος Στ. Δραγούμης, Μίλτος Κουντουράς, Βασίλης Ρώτας. Μιλώντας για την περίοδο εκείνη, ο Γιώργος Θεοτοκάς γράφει στα 1926: «Η “Φοιτητική Συν­ τροφιά” ιδρύθηκε ξαφνικά στα 1910. Ήτανε τό­ τε η εποχή της μεγάλης γλωσσικής φουρτούνας. Σίγουρο πως σήμερα δεν πάμε και πολύ καλύτε­ ρα, αφού με την ανατολή του 1926 πανηγυρίζου­ νε το νέο θρίαμβό τους τα διάφορα αναχρονιστι­ κά στοιχεία που ρεζιλέψανε τόσες φορές την ελ­ ληνική διανόηση. Μα τότε ήτανε η εποχή των ηρωικών αγώνων. Μες στο Πανεπιστήμιο κυ­ ριαρχούσε ο Μιστριώτης και αντιλαλούσε ακόμα ο κρότος των Ευαγγελικών και των Ορεστειακών. Έξω η κοινωνία ολόκληρη πίστευε στο θρύλο των ρουβλιών του Τσάρου, που γίνανε σήμερα για λίγους κουτούς και αγράμματους ρούβλια της Τρίτης Διεθνούς. Κι η Βουλή ψήφι­ ζε με παραδειγματική προθυμία τη συνταγματι­ κή καθιέρωση της καθαρευουσιάνικης σαβούρας για μεγάλη ντροπή της Ελληνικής Πολιτείας και του συνταγματικού της δικαίου».5 Εξαιτίας αυτού του αγώνα της για το δημοτι­ κισμό η Φ.Σ. θα διαλυθεί και θα ξανασυσταθεί τρεις συνεχείς φορές, και όπως τονίζει ο Λ. Πο­ λίτης: «Η δημοτική ιδέα ήταν η κοινή πίστη και ο δεσμός των μελών αναμεταξύ τους και σ’ όλα τα χρόνια της ζωής της «Συντροφιάς», δεν υπήρ­ ξε ένα μέλος που να μην έχει κάνει συνειδητή του πεποίθηση το δημοτικισμό».6,0 ίδιος μας αναφέρει ότι οι ιδρυτές του σωματείου αυτού

ήταν «...βγαλμένοι από τον κύκλο της “Νέας Ζωής” της Αλεξανδρείας και του φιλολογικού συλλόγου “Σολωμός” στο Ηράκλειο της Κρή­ της...».7 Πράγματι η Φ.Σ. συγκέντρωσε στους κόλπους της μια ομάδα διανοουμένων που αργότερα πολ­ λοί θα σφραγίσουν την πνευματική ζωή του τό­ που, και ήταν επόμενο η προοδευτική της δράση να συναντήσει τη σφοδρή αντίσταση του κατε­ στημένου, «...αδιαφορώντας για το λυσσασμένο και δόλιο πόλεμο που τους είχε κηρύξει η ελλη­ νική σχολαστικότητα...».8 Επόμενο ήταν οι δη­ μοτικιστές και οι προοδευτικοί κύκλοι να ενθου­ σιαστούν με τη Φ.Σ. και να τη συνδράμουν με τα άρθρα και σχόλιά τους, όπως έκαναν λ.χ. οι Ψυχάρης, Πάλλης, Παλαμάς, Νιρβάνας κλπ. Σε φυλλάδιό της, που κυκλοφόρησε στις 10 Μαίου 1910, η Φ.Σ. σημείωνε ανάμεσα στ’ άλλα ότι: «Το ζήτημα το γλωσσικό ενδιαφέρει όλους τους Έλληνες γιατί δεν είναι ζήτημα φιλολογικό κι επιστημονικό μονάχα, ουδέ ζήτημα για το αν κα­ νείς συμπαθεί τη δημοτική ή την καθαρεύουσα· το ζήτημα είναι τούτο: ποια απ’ τις δύο γλώσσες (αδιάφορο αν είναι πλούσια ή φτωχή, ευχάριστη ή δυσάρεστη) είναι ωφέλιμη και αναγκαία στο έθνος· δηλαδή είναι ζήτημα πραχτικής, ζήτημα εκπαιδευτικό; κοινωνικό κι εθνικό...»·. Η δράση της Φ.Σ. περνά από τα φυλλάδια και τις μπροσούρες μέσα στη Βουλή, όπου την εποχή εκείνη γινόταν συζήτηση για το γλωσσικό, κατα­ θέτει στεφάνι, στις 25 Μαρτίου 1910, στους Ιερο­ λοχίτες του Δραγατσανίου και ένα από τα μέλη της θα κάνει προσφώνηση στη δημοτική ταρά­ ζοντας το κατεστημένο κοινό. Επίσης τα μέλη της Φ.Σ. έκαναν διαλέξεις, διάβαζαν έργα τους και δημοσίευαν τις απόψεις τους. Η αντίδραση επιτίθεται μετωπικά και τα μέλη της Φ.Σ. κατηγορούνται ως προδότες, εθνικός κίνδυνος, αντί­ θρησκοι ή ότι παίρνουν χρήματα για να προδώσουν τα ιερά και όσια του έθνους· έτσι το Μάιο του 1911 κυκλοφορεί η «Διαμαρτυρία της Φοιτη­ τικής Συντροφιάς προς το Λαό», που ήταν ένα ράπισμα στους κατηγόρους της.10 «Τόλμησον Φρονείν», 1915-1917 (β' περίοδος) Η Φ.Σ. έσβησε τις παραμονές των βαλκανικών πολέμων, κάτω από την ένταση των σημαντικών πολιτικών γεγονότων έμεινε όμως το πνεύμα της, η σπορά που είχε κάνει, η συνείδηση πού ’χε δημιουργήσει, κι όπως αναφέρει ο Γ. Θεοτοκάς «...φαίνεται πως το σωματείο των “μαλλιαρών” αποτελεί μια οργανική ανάγκη της πνευματικής μας ζωής».11 Έτσι στα 1915 η Φ.Σ. επανασυστήνεται με σύμβολό της το «Τόλμησον φρονείν», την Πρωτοχρονιά του 1915. Η προκήρυξή της έλεγε: «Αδερφικά ενωμένοι στις ιδέες μας απο­


αφιερωμα/43 φ α σ ίζ ο υ μ ε ν α ιδ ρ ύ σ ο υ μ ε τη Φ ο ιτη τική Σ υ ν τ ρ ο ­ φ ιά , α π ό α ν ά γκ η ν ’ α ν τ ιτ ά ξ ο υ μ ε έ ν α ο ρ γα ν ω μ έν ο σ ύ ν ο λ ο , ε ν ά ν τ ια σ τ ο ν ε π ίβ ο υ λ ο κ α τα τ ρ ε γμ ό κ ά θ ε ε υ γ ε ν ικ ή ς ν έα ς ιδ έα ς. Π ο θ ο ύ μ ε ν α ε ρ γα σ το ύ μ ε γ ια το ξ ά π λω μ α της ε λε ύ τ ε ρ η ς σ κ έψ η ς κ α ι το ρ ι­ ζ ο β ό λ η μ α της κ α θ α ρ ή ς α λ ή θ ε ια ς στη ζω ή κ α ι στη ν ιδ ε ο λ ο γ ικ ή μ ό ρ φ ω σ η . Θ έ λ ο υ μ ε ν α π ο λ ε μ ή ­ σ ο υ μ ε την π ρ ό λη ψ η κ α ι την π ερ ιο ρ ισ μ έ ν η α ν τ ίλ η ­ ψ η, ε κ ε ί ό π ο υ α υ τ έ ς ε ίν α ι ε μ π ό δ ιο στη ν ε ξ έ λιξ η της ζω τικ ή ς δ ύ ν α μ η ς της χώ ρ α ς μ α ς» . Υπογρά­

φουν οι Κλεών Παράσχος, Γιάννης Μηλιάδης, Άγγελος Βαρβαγιάννης, Φάνης Μιχαλόπουλος, Θ. Παστρικός. Η νέα φάση της ζωής της Φ.Σ. κράτησε έως το 1917· η δράση της δεν ήταν μεγάλη την περίοδο αυτή. Εξηγώντας τους λόγους διάλυσης, και πά­ λι, του σωματείου . ο Γ. Θεοτοκάς σημειώνει: «Για δεύτερη φορά στα 1917 η επιστράτευση διά­ λυσε τη Φ.Σ. και ανάγκασε τα μέλη της να εγκα­ ταλείψουνε τα θρανία. Ύστερα η προσωρινή νί­ κη του δημοτικισμού μες στην παιδεία, η λιγοστή ευμένεια της Κυβέρνησης εκείνου του καιρού προς την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, κοιμήσανε φαίνεται τους δημοτικιστές και τους κάμανε να ξεχάσουνε τον αγώνα τους, ώς τη στιγμή που ο καθαρευουσιανισμός, γυρνώντας νικητής και τροπαιούχος στα 1920, τους ξύπνησε μ’ ένα δυνα­ τό χτύπημα, που δεν περιμένανε».12 Φοιτητική Συντροφιά 1920-1929 (γ' περίοδος) Είναι η τρίτη, η μεγαλύτερη, η πιο δυναμική και πιο ουσιαστική περίοδος της Φ.Σ., ενώ η χρονιά 1926 στάθηκε η πιο αξιόλογη, εξαιτίας της δρά­ σης του Σωματείου. Στην περίοδο αυτή θα κυ­ κλοφορήσει και μία 15ήμερη εφημεριδούλα με τίτλο «Φοιτητική Συντροφιά», που θα κυκλοφο­ ρήσει όλα κι όλα 6 φύλλα: φύλλο 1° (1 Φεβρ. 1926), φύλλο 2° (15 Φεβρ. 1926), φύλλο 3° (1 Μαρτίου 1926), φύλλο 4° (15 Μαρτίου 1926) και φύλλο 5-6 (1-15 Απριλίου 1926). Το σωματείο είναι τώρα πιο μαχητικό από κά­ θε άλλη φορά· ήταν η περίοδος του πισωγυρίσματος για τη Δημοτική που δεχόταν απανωτά χτυπήματα, παύονταν δημοτικιστές παιδαγωγοί, βιβλία δημοτικής στέλνονταν στην πυρά, κυριο­ λεκτικά. Στη νέα προκήρυξή της η Φ.Σ. τόνιζε ότι ξανάρχιζε τον αγώνα «...για την ανύψωση την πνευματική, για το ξεσκλάβωμα από το ζυγό της σχολαστικότητας που αλυσοδένει την ελληνι­ κή διανόηση, για τη νίκη της αληθινής μας, της ζωντανής μας γλώσσας». Το νέο καταστατικό υπογράφουν οι Τέλλος Άγρας, Β. Βλαβιανός, Π. Γλέζος, Β. Μόσχος, Πέτρος Χάρης.13 Ο αγώνας για τη Δημοτική γίνεται έντονος, με προκηρύξεις, διαμαρτυρίες, συζητήσεις στα Πα­ νεπιστήμια, υπομνήματα στην εθνοσυνέλευση

Ο Γ. Θεοτοκάς στο Ό ρος Σινά

και στους αρμόδιους υπουργούς. Οι δημοτικι­ στές την υποστηρίζουν και την ενθαρρύνουν, ενώ στις διάφορες φίλες εφημερίδες τα υπέρ αυ­ τής άρθρα πυκνώνουν.14 Μεγάλο βάρος όμως ρί­ χνει η Φ.Σ. στην επιμόρφωση τόσο των μελών της όσο και των φοιτητών γενικά. Έτσι αρχί­ ζουν κύκλοι διαλέξεων και συζητήσεων, είτε στην αίθουσα του «Εκπαιδευτικού Ομίλου», είτε στην αίθουσα της Εταιρείας Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, κι ακόμα να παραδίδονται μαθήματα από δημοτικιστές καθηγητές, όπως οι Ν. Χατζηδάκις και I. Κακριδής σχετικά με τη Δημοτική. Ο Λ. Πολίτης θα σημειώσει ότι «...Η περίοδος 1922-25, έξω από την καλλιέργεια των ίδιων των στοιχείων του Σωματείου, στε­ ρέωσε το γόητρο της Φ.Σ. και της χάρισε φίλους μέσα και έξω από το Πανεπιστήμιο».15 Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες ενέργειες του Σωματείου αυτή την περίοδο, ήταν η νίκη του, που πέτυχε όταν από τις αντιδραστικές δυνάμεις οργανώθηκε το «Εθνικό Συνέδριο» τον Απρίλιο του 1925 υπό τον Γ. Πωπ με σκοπό τη διαφύλαξη της θρησκείας του Έθνους, της ιδιοκτησίας και της γλώσσας. Ο Λ. Πολίτης αποκαλεί το Συνέ­ δριο αυτό «...ακίνδυνο συμμάζεμα ακάκων γε­ ρόντων...»,16 ενώ ο Γ. Θεοτοκάς θα σημειώσει: «...Το περίφημο εκείνο Συνέδριο του σχολαστι­ κισμού, του βυζαντινισμού και της καθαρεύου­ σας, είχε την αναίδεια να ονομαστεί Εθνικό και να ξαπλώσει τη σαπίλα του λίγα μέτρα απόστα­ ση από το Πανεπιστήμιο (γινόταν στην Ακαδη­ μία), η Φοιτητική Συντροφιά μόνη σχεδόν, κρά­ τησε ολόκληρο πόλεμο εναντίον του και συντέλεσε όσο μπόρεσε περισσότερο στη γελοιοποίησή του».17 Οι αντίπαλοι της Φ.Σ. την πολεμούν λυσσασμένα* απυκαλούν τα μέλη της «εγκάθε­ τους», αλλά είναι φανερή η αποτυχία τους,18 ενώ οι φίλες εφημερίδες αναφέρουν τα γεγονότα με πολύ ευμενή σχόλια.19 Η Φ.Σ. θα δημοσιεύσει μια διαμαρτυρία όπου θα στηλιτεύσει τα επεισό­ δια,20 θα ταρακουνήσει συνειδήσεις και θα επι­ δοκιμαστεί από πολλούς φοιτητές και διδασκά­ λους. Έτσι η «Παμφοιτητική Ένωσις», ένας φοιτητικός σύλλογος της εποχής δεν συμμετέχει στο Συνέδριο και η ΔΟΕ (Διδασκαλική Ομο­


44/αφιερω μα σπονδία Ελλάδας) παίρνει καθαρά αντίθετη θέ­ ση μ’ αυτό.21 Η Αντίδραση επιτίθεται λυσσασμέ­ να και ένα άρθρο της εφημ. «Εμπρός» είναι εν­ δεικτικό, αφού τονίζει ότι πρέπει να καταβληθεί προσπάθεια «...εξυγιάνσεως του νοσηρού και ανήθικου περιβάλλοντος, εν τω οποίω διαπαιδαγωγείται η σημερινή ελληνική νεολαία, διδασκομένη να αρνείται πατρίδα, θρησκεία, γλώσσα, παραδόσεις και ηθικήν».22 Η Φ.Σ. ανταπαντά με μια διακήρυξή της προς τους «Φοιτητές και Φοιτήτριες», που επισύρει ανταπάντηση από την «Οργανωτική Επιτροπή της Φιλοσοφικής Σχολής» που με δική τους προ­ κήρυξη «Προς την Ελληνικήν Φοιτητική Νεο­ λαίαν» έσερνε τον αναβαλλόμενο στα μέλη της Φ.Σ., ενώ ο «Φοιτητικός Σύνδεσμος Εθνικής Σωτηρίας» καλούσε τους φοιτητές και τον ελλη­ νικό λαό σε ιερό αγώνα για την περιφρούρηση των «εθνικών ιδεωδών».23 Δύο σημαντικά γεγονότα σημαδεύουν την πε­ ρίοδο αυτή: η παρουσία των σοσιαλιστών και η μετονομασία του κόμματός τους σε Κ.Κ.Ε., και η άφιξη του Ψυχάρη που έρχεται να δώσει σειρά διαλέξεων. Η Φ.Σ. βρίσκεται στο προσκήνιο, οργανώνει εκδηλώσεις προς τιμήν του, διαλέξεις και συζητήσεις μεταξύ του Ψυχάρη και άλλων λογίων. «Εις γέρω ν... γνωστός αχρείος και αναμφιβόλως ανισόρροπος» Η αντίδραση ξεσηκώνεται με λύσσα και σε άρ­ θρο του Ευ. Κουλουμβάκη, προτρέπεται το φοι­ τητικό σώμα να δείρει ανηλεώς τα μέλη της Φ.Σ. ενώ αποκαλεί τον Ψυχάρη γέροντα αχρείο και ανισόρροπο.24 Η Φ.Σ. αντεπιτίθεται μ’ ένα άρ­ Σημειώσεις 1. Λίνον Πολίτη, «Η Φοιτητική Συντροφιά και η ιστορία της», Νέα Εστία, Χριστούγεννα 1937, σ. 75-79. 2. Αναφέρομαι στο άρθρο τής Λιλής Κ. Αλιβιζάτου, «Φοιτη­ τική Συντροφιά» 1925-1926, με βάση στοιχεία από το αρ­ χείο του Γιώργου θεοτοκά. Σύγχρονα θέματα, περίοδος Β', χρόνος 5ος, τευχ. 15 (Σεπτεμ. 1982), σ. 25-61. 3. Για το θέμα είχε μιλήσει η κ. Ρένα Σταυρίόη-Πατρικίου, «Η Φοιτητική Συντροφιά: μια νεολαιίστικη πρωτοπορία (1910)», στην πρωινή συνεδρία της 5 Οκτωβρίου 1984. 4. Αντώνης Φλούντζης, Το φοιτητικό κίνημα 1923-1928, Αθή­ να Κέδρος 1983, σ. 79-82. 5. Άρθρο του Γ. θεοτοκά που επιγράφεται «1910-1926» με τα αρχικά Γ.Θ., στην εφημερίδα «Φοιτητική Συντροφιά», αρ. 1, 1 Φεβρουάριου 1926. 6. Λίνος Πολίτης, στο ίδιο, σ. 75 7. Στο ίδιο. 8. Γ. θεοτοκάς, «1910-1926» στο ίδιο. 9. Αλ. Δημαράς, Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε. Τομ. Β', σ. 79-80. 10. Κ. θ . Δημαράς, Ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας, σ. 367. 11. Γ. θεοτοκάς, στο ίδιο. 12. Στο ίδιο. 13. Στο ίδιο, όπως και Αίνου Πολίτη, στο ίδιο.

θρο του Γιάννη Αναγνωσταρά (δ.δ. φιλολογίας) που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα τους και ξε­ σήκωσε σάλο,25 ζητήθηκε το κλείσιμο του Σωμα­ τείου, η αποβολή των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της από το Πανεπιστήμιο και άλλα. Το όλο θέμα παίρνει διαστάσεις. Η Φ.Σ. στέλνει υπόμνηση στην Πρυτανεία υπερασπιζόμενη τον εαυτό της, ο τύπος διχάζεται, η εφημ. «Εστία» ζητά να δείξει το Πανεπιστήμιο φιλελεύθερο πνεύμα26 ενώ δημοσιεύονται συγκλονιστικά άρ­ θρα για τους διωγμούς των φοιτητών.27 Στα άρ­ θρα αυτά ανταπαντούν οι αντιδραστικοί κύκλοι, αποκαλώντας τη Φ.Σ. «κομμουνιστική μαφία»,28 αλλά φαίνεται ότι η πρόοδος νίκησε, αφού η δί­ κη της Φ.Σ. αναβάλλεται επ’ αόριστο ενώ της δί­ νεται διαβεβαίωση του υπουργού Παιδείας Αλέξ. Παππά ότι η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση θα συνεχιστεί και ότι η ίδια ήταν ελεύθερη να συνεχίσει τη δράση της. Λόγω χώρου δεν μπορώ να επεκταθώ· τα επό­ μενα χρόνια, μέχρι το 1929 θα είναι χρόνια υπο­ τονικής δράσης -μόνο τέσσερις συγκεντρώσεις στο θέατρο Κοτοπούλη- κάποια φιλολογικά μνη­ μόσυνα και μεγάλη αντιπαλότητα πια μέσα στην ίδια τη Φ.Σ. Ήδη ο Δ. Γληνός πίεζε τα μέλη της Φ.Σ. να ενσωματωθούν στον Εκπαιδευτικό Όμιλο, ενώ μέλη της οργανωμένα στο Κ.Κ.Ε. την πίεζαν να κάνει και πολιτική δράση, θέση που οι Λ. Πολίτης και Γ. Θεοτοκάς απέρριπταν, όπως έκανε και η Διοικητική Επιτροπή του σω­ ματείου και το εδήλωσε με διακήρυξή του.29 Φαίνεται όμως ότι αυτές οι αντιθέσεις και πολι­ τικές διενέξεις την οδήγησαν τελικά στη διάλυ­ ση,αφού για είκοσι περίπου χρόνια σήκωσε το βάρος της υπεράσπισης του δημοτικισμού δι­ καιωμένη σήμερα από τα γεγονότα. 14. 15. 16. 17. 18. 19. 20. 21. 22. 23. 24. 25. 26. 27.

28. 29.

Όπως π.χ. στην εφημ. Εστία, 19 Ιανουάρ. 1921. Λίνος Πολίτης, στο ίδιο, σ. 77. Στο ίδιο, σ. 78. Γ. θεοτοκάς, στο ίδιο, σ. 6. Εφημ. «Αθήναι», 27 Απριλίου 1925. Βλ. Εφημ. «Δημοκρατία», 27 Απριλίου 1925. Στο ίδιο. Βλ. Γιάννη Κατααντώνη, Οι Δασκάλοι στους αγώνες για ψωμί, παιδεία, ελευθερία. Αθήνα 1981, σελ. 30-46). Βλ. εφημ. «Εμπρός», 28 Αρπιλίου 1925. Όλες αυτές οι προκηρύξεις κυκλοφόρησαν τον ΑπρίλιοΜάιο του 1925. Βλ. εφημ. «Φοιτητική», 3 Δεκεμβρίου 1925. Βλ. εφημ. «Φοιτητική Συντροφιά», φύλλο 5-6 (1-15 Απρι­ λίου). Βλ. εφημ. «Εστία», 14 Μαΐου 1926, δημοσίευμα με τίτλο «Αναμένομεν». Βλ. εφημ. «Ελεύθερο Βήμα», 18 Μαΐου 1826. «Γλωσσικοί διωγμοί εις την εκπαίδευση». Τρία άρθρα του πρώην υπουργού Παιδείας κ. Γ. Λυμπερόπουλου. α': «Ο διωγμός της Φοιτητικής Συντροφιάς». Βλ. εφημ. «Ελληνική», 20 Μαΐου 1926. Άρθρο με τίτλο: «Η Φοιτητική Συντροφιά ως κομμουνιστική μαφία εις το Πανεπιστήμιον». Βλ. μαρτυρία του Λάμπη Χρονόπουλου, στο βιβλίο του Αντώνη Φλούντξη (σημείωση 4), σ. 78-82.


αφιερω μα/45

Γιάννης Οικονομίδης

Θύμηση Γ ιώργου Θεοτοκά Στο γηιιη ιίο r//c Φοιτητικήν Συντροφιάς με τον Γιάννη Οικονομίάη, 1925.

Με τον Γιώργο Θεοτοκά είχαμε γνωριστεί στην κοινή γενέτειρα, την Πόλη, όπου και τελειώσαμε την ίδια ελληνογαλλική σχολή. Ωστόσο η φιλία μας, μια φιλία, που απλώθηκε αδιατάρακτη στο μάκρος ολόκληρης ζωής, έμελε να ριζώσει εδώ, στην Αθήνα, όπου ξανασυναντηθήκαμε σαν φοιτητές της νομικής. Τα φοιτητικά μρς χρόνια στάθηκαν πολύ μαχητικά. Φανατικοί δημοτικιστές και οι δυο, δοθήκαμε από την αρχή ολότελα στην πρωτοπόρα φοιτητική κίνηση της εποχής. ΛΟΓΟΣ είναι για τη «Φοιτητική Συντρο­ Ιδιαίτερη αίσθηση προκάλεσε και η δεξίωση φιά», που χρωστούσε την ίδρυσή της στον του Ψυχάρη με την ευκαιρία του στερνού ερχο­ Ίωνα Δραγούμη και το όνομά της στον Κωστή μού του στην Ελλάδα. Παλαμά και που, χάρη στον Αλέξανδρο Παπα­ Εκείνη την τελετουργική βραδιά, ο γερασμέναστασίου, στεγαζότανε φιλόξενα στην κεντρι­ νος, μα όχι και παροπλισμένος, πρωταγωνιστής κότατη έδρα της δικής του Εταιρείας Κοινωνι-* του δημοτικισμού άκουε, βαθιά συγκινημένος, κών και Πολιτικών Επιστημών. το πολυδιάστατο εγκώμιο, που του έπλεκαν, ο Σύντομα αναλάβαμε και τη διοίκησή της, σαν ένας μετά τον άλλο, οι πέντε ομιλητές κι αναλυ­ πρόεδρος ο υποφαινόμενος, σαν γενικός γραμ­ τές του έργου του και της προσωπικότητάς του ματέας ο Θεοτοκάς, με την πολύτιμη σύμπραξη -κ ι αυτοί δεν ήταν άλλοι από τα μέλη της διοίκη­ του Κ.Θ. Δημαρά, του Λίνου Πολίτη και του σης της Φοιτητικής Συντροφιάς. Ηλία Τσιριμώκου (οι δυο τελευταίοι, εδώ και χρόνια, έχουν φύγει από τη ζωή). Ακολούθησε η έκδοση αγωνιστικής εφημερί­ δας με τίτλο το όνομα της Φοιτητικής Συντρο­ Ε τον Γιώργο Θεοτοκά βρεθήκαμε πάλι φιάς και κύριο στόχο τον καθαρευουσιανισμό τόσο σαν στάση γλωσσική όσο και σαν έκφραση μαζί, για ελεύθερες μεταπτυχιακές σπου­ δές, στο Παρίσι. πνευματικής στειρότητας και μαρασμού. Από την κριτική της δεν έμεινε άθικτο ούτε το Εκεί, στις πλατιά φιλόξενες αίθουσες της Σορ­ Πανεπιστήμιο. Σε ανταπόδοση, ασκήθηκε πει­ βόννης και του College de France, ακούαμε κα­ θαρχική δίωξη σε βάρος μας με πιθανότατο απο­ θημερινά τους κορυφαίους της γαλλικής παι­ τέλεσμα την αποβολή. Ωστόσο, χάρη στη θερμή δείας να μιλούν για λογοτεχνία, κοινωνιολογία συνηγορία ορισμένων καθηγητών, αλλά και μετά και φιλοσοφία. Στη Νομική Σχολή πηγαίναμε το θόρυβο, που ο κατατρεγμός μας είχε ξεσηκώ­ αραιά και μόνο σε παραδόσεις, που είχαν σχέση με το δημόσιο δίκαιο και την οικονομία. σει, η περιπέτεια έληξε ανώδυνα. Ταυτόχρονα, παρακολουθούσαμε από κοντά Σημαντικές στάθηκαν και οι διαλέξεις της Φ.Σ. τόσο στην έδρα της όσο και σε κεντρικά την εξωπανεπιστημιακή πνευματική ζωή, που θέατρα, επάνω σε καίρια θέματα της ελληνικής παρουσίαζε μεγάλο οργασμό. Ο υπαρξισμός δεν είχε ακόμη φανερωθεί και, ζωής και με ομιλητές σαν τον Δημήτρη Γληνό, στη λογοτεχνία, κυριαρχούσαν πάντα, με πλήθος τον Μανώλη Τριανταφυλλίδη και άλλους.

Ο

Μ


46/αφιερωμα δορυφόρους, ο Marcel Proust, ο Andre Gide και ο Paul Valery. Ο Θεοτοκάς είχε αδυναμία στον Andre Gide, μα θαύμαζε και τον κάπως παλαιότερο Maurice Barres για το δυνατό ύφος του. «Με μια φράση του σε κολλά στον τοίχο», έλεγε για το αληθινά ρωμαλέο είδος της γραφής του. Πολλές από τις βραδιές μας ήτανε αφιερωμέ­ νες στο θέατρο. Χωρίς να παραμελούμε τα απόρθητα κάστρα της παράδοσης, την Comedie Frangaise και το Odeon (όπου ωστόσο ανέβαιναν και έργα σαν το «Χορό του θανάτου» του Στρίντμπεργκ και το «Γαλάζιο Πουλί» του Μέτερλιγκ), συχνάζαμε το πιο πολύ στους τότε πρωτο­ πόρους σαν τον Gaston Baty, τον Louis Jouvet, το γεωργιανό ζευγάρι των Pitoef και σε άλλους. Είχαμε και την τύχη, χάρη σε μια επετειακή αναφορά στον Ίψεν, να δούμε όλα του σχεδόν τα έργα παιγμένα στο περίφημο «Theatre de Γ Oeuvre», με πρωταγωνιστή το μεγάλο Lugne-Poe (που του έμοιαζε από κάθε άποψη πολύ ένας δι­ κός μας ομότεχνός του, ο Εδμόνδος Φυρστ, αν τυχόν συμβαίνει οι «παλαιότεροι των ημερών» να μην τον έχουν ολότελα ξεχάσει). Τέλος, πολλές από τις παρισινές μέρες μας αναλώθηκαν στους χώρους των μουσείων, αλλά και της μεγάλης μουσικής, συμφωνικής και μελο­ δράματος. Και μας έμεινε αλησμόνητη η παρουσίαση, στη μνημειακή Opera του Gamier, της βαγκνερικής τετραλογίας των Νιμπελούγκεν. Από το Παρίσι ο Θεοτοκάς πήγε, με τον ίδιο γενικό προγραμματισμό, στο Λονδίνο. Όσο όμως κι αν ωφελήθηκε από την άλλη αυΕξώφυλλο του Δημ. Μυταρά για τον A ' τόμο των θεατρικών έργων τον Γ. θεοτοκά.

τή πολιτισμική μητρόπολη, στο Παρίσι συνειδη­ τοποίησε οριστικά τα πνευματικά πεπρωμένα του. Εκεί, πρώτα πρώτα, ξεκαθάρισε μια για πάν­ τα τον κοινωνικο-πολιτικό προσανατολισμό του. Από την εποχή κιόλας της Φοιτητικής Συντρο­ φιάς τον απασχολούσε σοβαρά το κοινωνικό πρόβλημα σε συνάρτηση με τις από τότε πολυσυ­ ζητημένες μαρξιστικές ερμηνείες και προτάσεις. Στο Παρίσι πείστηκε απόλυτα ότι δεν υπάρχει σωτηρία δίχως ολοκληρωμένη κοινωνική δικαιο­ σύνη, αλλά και δίχως απαραβίαστη πολιτική ελευθερία. Παράλληλα με την εσωτερική διεργασία, που τον οδήγησε στην τελική ιδεολογική επιλογή, ένιωθε να φουντώνει μέσα του η λαχτάρα για δη­ μιουργία. Το έβλεπα καθαρά στις ατέλειωτες, τις βαθιά εξομολογητικές συζητήσεις που συνηθίζαμε να κάνουμε μετά το θέαμα της βραδιάς, αποτραβηγμένοι σε μια κάπως ήσυχη γωνιά του Quartier Latin ή του Montparnasse. «Η ουσία είναι να γραφτεί ένα βιβλίο που να μείνει», έλεγε -και το εννοούσε.

Ο ΠΟΣΟ η Ευρώπη επιτάχυνε την πνευμα­ τική ωρίμανσή του και, προπαντός, τη δη­ Τ μιουργική ετοιμότητά του φανερώθηκε αμέσως μετά το γυρισμό του. Από την πρώτη κιόλας εμφάνισή του στα ελλη­ νικά γράμματα, μέσα από το εκρηκτικό «Ελεύθε­ ρο Πνεύμα», διαφαίνονται οι καίριες θέσεις, που θα προβάλει, πλατύτερα και εντονότερα, στους κατοπινούς ιδεολογικούς αγώνες τού. Και οι θέσεις αυτές εσήμαιναν απόλυτη προτε­ ραιότητα της πολιτικής ελευθερίας και της κοι­ νωνικής δικαιοσύνης, απόρριψη κάθε δογματι­ σμού και μισαλλοδοξίας, αλλά και βαθιά πίστη στα πνευματικά και τα γενικότερα πεπρωμένα του ελληνισμού. Παράλληλα, το «Ελεύθερο Πνεύμα» στάθηκε το ξεκίνημα ενός από τους πιο χαρισματικούς νεοέλληνες πεζογράφους. Διαύγεια, αμεσότητα, ζωντάνια, αλλά και λι­ τότητα, έντονη αίσθηση του καίριου και μοναδι­ κού κάνουν το ύφος του Θεοτοκά συναρπαστι­ κό. Νομίζω ότι στη διαμόρφωση αυτού του ύφους σημαντικό ρόλο έπαιζε η βαθιά γαλλομάθειά του. Την είχε αποκτήσει πολύ νωρίς, στην ελληνογαλλική σχολή, που γι’ αυτή έγινε λόγος στην αρχή και όπου όλα τα μαθήματα, με εξαίρεση τα αρχαία και τα νέα ελληνικά, διδάσκονταν στα γαλλικά και σύμφωνα με το πρόγραμμα του γαλ­ λικού Υπουργείου Παιδείας.


αφιερω μα/47 Κάποια στιγμή, οι προχωρημένοι μαθητές δια­ πίστωναν ότι είχαν μάθει να σκέπτονται και να εκφράζονται απευθείας στα γαλλικά. Οι πνευματικότεροι όμως απ’ αυτούς συνειδη­ τοποιούσαν και κάτι άλλο, ακόμη πιο σπουδαίο: ότι το αστραφτερό, το τέλεια κατεργασμένο γλωσσικό όργανο, που είχαν κατακτήσει, λει­ τουργούσε και σαν γνώμονας τόσο για την εκλο­ γίκευση της σκέψης όσο και για τη σωστή και καλαίσθητη έκφρασή της. Οσοδήποτε όμως σημαντικό χάρισμα κι αν εί­ ναι το ωραίο ύφος, δεν μπορεί μ’ αυτό και μόνο να θεωρηθεί ο κάτοχός του σαν ολοκληρωμένος λογοτέχνης. Πρέπει, πριν απ’ όλα, να είναι προικισμένος ιιε τη μαγική εκείνη δύναμη, που θα τον κάνει άξιο να στήσει, πέρα από τον κόσμο των πανδή­ μων βιωμάτων, τον δικό του κόσμο, έναν κόσμο «γεμάτο (από τα δικά του) θάματα, σπαρμένο (με τα δικά του) μάγια» - για να μην ξεχνάμε τον Σολωμό. Και στον Θεοτοκά είχε δοθεί απλόχερα η δύ­ ναμη αυτή. Ήξερε να πλάθει ανθρώπους ζωντανούς, να δένει και να ξετυλίγει περίτεχνες πλοκές, να πε­ ριγράφει στην εντέλεια περίγυρους όλων των ει­ δών. Με τέτοια πολύπλευρη δημιουργική προδιάθε­ ση, που ολοένα μέστωνε με τη μελέτη των σημαν­ τικότερων κλασικών και νεοτερικών προτύπων, δεν είναι παράδοξο που μπόρεσε να εκφραστεί με την ίδια άνεση σε όλο σχεδόν το φάσμα της λογοτεχνίας: στο δοκίμιο, στο διήγημα, στη νου­ βέλα, στο μυθιστόρημα, στο θέατρο, εύθυμο και δραματικό. ΣΥΝΟΠΤΙΚΑ, ο Θεοτοκάς ήτανε γεννημένος λογοτέχνης. Ωστόσο δεν έγινε ποτέ σκλάβος της λογοτεχνίας. Ήθελε και προσπαθούσε πάντα να βλέπει τα ανθρώπινα στην καυτή ουσία τους, έξω και πέρα από κάθε σχηματική θεώρηση, φι­ λολογική ή άλλη. Και το απέδειξε με τα δοκίμια, αλλά και με τα δημοσιογραφικά άρθρα, που αφιέρωσε τόσο στα μεγάλα προβλήματα της εποχής όσο και σε κρί­ σιμα γεγονότα της πατρίδας του. Το απέδειξε ακόμη με τους απολογισμούς των ταξιδιών του σε Δύση και Ανατολή, δίνοντας μ’ αυτούς το απόσταγμα της άμεσης γνωριμίας του με κάθε εί­ δους χώρες και λαούς. Για όλες αυτές τις εκδηλώσεις του, μα και για την πλατιά καλλιέργειά του, αναμφισβήτητα του ταιριάζει ο διπλός χαρακτηρισμός του λογοτέχνη-στοχαστή. Ο ίδιος άλλωστε δεν είδε ποτέ τον εαυτό του σαν τεχνοκράτη κι ούτε ήτανε φίλος καμιάς υπερειδίκευσης. Χαρακτηριστικό της αυτογνωσίας του είναι το

Γ. θεοτοκάς. Χανιά.1966.

γεγονός ότι ο ίδιος είχε κατατάξει τον εαυτό του στους «ειδικούς της γενικότητας» -στους «sp6cialistes de la generalite», όπως συνήθιζε να το λέει στα γαλλικά.

ΙΑ όποιον τον είχε καλά γνωρίσει είναι αδύ­ νατο, στην αναπόλησή του, να μείνει μόνο στον πνευματικό δημιουργό. Θα ξαναζήσει οπωσδήποτε τον ίδιο τον άν­ θρωπο, όχι μόνο γιατί απ’ αυτόν ξεπήδησε κι απ’ αυτόν αντλούσε πάντα ο δημιουργός αλλά και γιατί ο ένας δικαιώνεται απόλυτα από τ ο ν . άλλο. Ο Θεοτοκάς ήτανε φίλος των ανθρώπων. Πα­ ραδεχότανε σαν απεριόριστα θεμιτή τη χαρισμέ­ νη από τν φύση ιδιομορφία του καθενός, ήτανε ευγενικός με όλους, δεν προσέβαλε, δεν ενο­ χλούσε. Και είχε μεγάλη αξιοπρέπεια. Στην καλόπιστη κριτική απαντούσε αν απαντούσε, με ηρεμία και επιχειρήματα. Στις προσωπικές επιθέσεις -και τέτοιες δέχτηκε από αναπάντεχες πλευρές- δεν έδινε σημασία και καμιά απάντηση. Ανάλογη ευπρέπεια και εντιμότητα παρουσιά­ ζει και το έργο του. Ευπρέπεια, πρώτα πρώτα, που δεν οφείλεται μόνο στην αρτιότητα της μορφής του, αλλά και στην ποιότητα της όλης πνοής, που το διατρέχει. Και εντιμότητα, που φανερώνει η αχαλάρωτη προσπάθεια του συγγραφέα, να κατακτάει τους στόχους του με όσο σκληρό μόχθο κι αν απαι­

Γ


48/αφιερω μα τούν. Ο Θεοτοκάς αγαπούσε τη ζωή και τη χαι­ ρότανε σαν το «μέγα αγαθό και πρώτο». Ή τανε σταθερά αισιόδοξος και δεν πίστευε στα λεγόμενο αδιέξοδα. Αντιπαθούσε κάθε εί­ δους μοιρολατρεία. Τη θεωρούσε εξευτελιστική για την ανθρώπινη οντότητα, που την ήθελε πε­ ρήφανη και άξια να καθορίζει η ίδια τα πεπρω­ μένα της. Και έβλεπε με πολλή δυσπιστία τις θεωρίες εκείνες, που, από ύποπτα προβαλλόμενη προστατευτική διάθεση, αμφισβητούν την αυτο­ νομία της ανθρώπινης θέλησης. Διαισθανότανε καθαρά ότι, στους ιδεολογικούς αυτούς ανθόκη­ πους, φυτρώνουν και θεριεύουν τα πιο φαρμα­ κερά, τα πιο θανατερά για τους ανθρώπους αγριόχορτα.

ΘΕΟΤΟΚΑΣ αποκαλούσε τον εαυτό του παιδί τόυ εικοστού αιώνα. Κι αιτιολογούσε τον χαρακτηρισμό αυτό χρονολογικά και βιωμα­ τικά. Χρονολογικά, θυμίζοντας ότι γεννήθηκε λίγα χρόνια μετά την αρχή του αιώνα. Και βιω­ ματικά, γιατί του δόθηκε να ζήσει όλα τα μεγά­ λα γεγονότα, που τον σημάδεψαν. Ωστόσο η ταύτιση με τον αιώνα δεν τον έσπρωξε σε λοξοδρομιές κοσμοπολίτικες. Ήξερε να κρατάει σταθερή ισορροπία ανάμεσα στην προσήλωσή του στις ελληνικές του ρίζες και στην τάση του στο πανανθρώπινο. Και οι ελληνικές ρίζες του Θεοτοκά ήτανε δι­ πλά ελληνικές. Ο ίδιος είχε γεννηθεί και μεγαλώ­ σει στην Πόλη, ενώ η οικογένειά του καταγότανε από τη Χίο. Έτσι, στο πρόσωπό του, διασταυρώθηκαν δυο μεγάλες ελληνικές παραδόσεις: η βυζαντινή της Πόλης με την αιγαιοπελαγίτικη της Χίου. Και η διασταύρωση αυτή δεν έγινε διόλου αν­ ταγωνιστικά, αλλά ούτε και μπορούσε να γίνει, αφού, στην ουσία η αναμεταξύ τους σχέση δεν είναι παρά η σχέση του όλου προς το μέρος. Το πόσο βαθιά χαραγμένα είχε μείνει στην ψυ­ χή του η μεγάλη ελληνική στιγμή της Πόλης, η τετράχρονη κατοχή της από τα ελληνικά και συμμαχικά στρατεύματα, αφού σταμάτησε ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος, είναι ολοφάνερο στο έργο του. Εξίσου όμως έντονα αισθητή σ’ αυτό είναι η καθαυτό βυζαντινή ατμόσφαιρα, που τυλίγει μό­ νιμα την Πόλη και που καμιά ιδιοτροπία της ιστορίας δεν μπόρεσε να διαλύσει. Ωστόσο, αυτή τη βυζαντινή επιβίωση μέσα στην αλλοτριωμένη Βασιλεύουσα δεν ένιωσαν τόσο ζωηρά ή και καθόλου άλλοι νεοέλληνες λο­ γοτέχνες, γεννημένοι ή και προσωρινά εγκατε­ στημένοι σ’ αυτή. Εξαίρεση κάνει ο Καβάφης. Παρά τη σύντομη διαμονή του στην Πόλη, συνεπάρθηκε από την

Ο

απόκρυφη αλήθεια της. Και, στον ευλαβικό εκκλησιασμό του. ' νους του «πηαίνει σε τιμές μεγάλες της φυλής στον ένδοξό μας Βυζαντινισμό». ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΣ δεσμός του Θεοτοκά με τη Χίο έμελε να μεστώσει μετά την εγκατάστα­ ση της οικογένειας του στην Αθήνα. Από τότε, οι επισκέψεις του στο πατρογονικό νησί έγιναν συχνότερες και η γνωριμία του με τον τόπο και τους ανθρώπους του πολύ στενότε­ ρη. Και, το πιο σημαντικό, η γνωριμία αυτή δεν άργησε ν’ απλωθεί σ’ ολόκληρη την αιγαιοπελαγίτικη Ελλάδα.

Ο

Με το ν’ αποτελέσουν όμως τον πυρήνα της ελ­ ληνικότητας του Θεοτοκά οι δυο αυτές παραδό­ σεις, βυζαντινή κι αιγαιοπελαγίτικη, πάντα ανοιχτές οι ίδιες στον έξω κόσμο, για λόγους ιστορικούς η πρώτη και γεωγραφικούς η δεύτε­ ρη, δεν τον εμπόδισαν καθόλου ν’ αφεθεί στη φυσική του τάση στο πανανθρώπινο και το οι­ κουμενικό. Για τον Θεοτοκά, το πανανθρώπινο, το οικου­ μενικό δεν ήτανε κάτι το άπιαστο, το χιμαιρικό. Το θεωρούσε επιδιώξιμο και προσπελάσιμο από δυο δρόμους διαφοροποιημένους φαινομε­ νικά, αλλά με την ίδια αφετηρία και κατάληξη. Ο ένας δρόμος έχει για ιδανικό τέρμα τον πα­ ραμερισμό των κάθε είδους συνειδησιακών φραγμών, που χωρίζουν τους λαούς σε αλληλοϋποβλεπόμενα ή και αλληλομισούμενα σύνολα. Και γίνεται περισσότερο βατός, αν υπάρξουν ανάμεσά τους σταθερές πολιτισμικές σχέσεις, γιατί μόνο αυτές μπορούν να τους κάνουν άξιους να δείξουν τον καλύτερο εαυτό τους. Ακόμη όμως στενότερη και στερεότερη μπορεί να γίνει η προσέγγισή τους αυτή, αν πραγματο­ ποιηθεί επάνω σε ένα υπερεθνικά καθιερωμένο πολιτισμικό πρότυπο. Ενώ όμως ο πρώτος δρόμος μπορεί με τα όσα απαιτεί να οδηγήσει στη συναδέλφωση των ατο­ μικών συνειδήσεων, ο δεύτερος δρόμος ειδικά προσφέρεται σε όσες πρωτοβουλίες είναι άξιες ν’ αναμορφώσουν ριζικά τα διακρατικά τους πε­ πρωμένα. Τέτοιες πρωτοβουλίες είναι ακριβώς αυτές, που στις μέρες μας, αργά μα σταθερά τείνουν ν’ αλλάξουν τη μορφή της Ευρώπης -και ίσως σε όχι πολύ μακρινή εποχή τη μορφή του κόσμου όλου. Και είναι βέβαιο ότι αν δεν είχε τόσο πρόωρα κοπεί το νήμα της ζωής του, θα πρωτοστατούσε ο Θεοτοκάς από τη σκοπιά του στις μεγαλόπνοες αυτές ενωτικές κινητοποιήσεις του καιρού μας.


ΜΝΗΜΕΣ ΤΑΣΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗ

Σ υ ν ε ρ γ ά τ η ς τ ο υ Θ εο το κ ά τα χ ρ ό ν ια π ο υ δ ιη ύ θ υ ν ε το Ε. Θ. κ α ι φ ίλ ο ς το υ, ή τα ν ο Τ ά σ ο ς Α θ α ν α σ ιά δ η ς . Ζ η τή σ α μ ε λ ο ιπ ό ν α π ό τ ο ν κ. Α θ α ν α σ ιά δ η ν α μ α ς π ε ι τ ις ε ντ υ π ώ σ εις τ ο υ α π ό τ ο ν Θ ε ο το κ ά , στη μ α κ ρ ο χ ρ ό ν ια δ ιά ρ κ ε ια της φ ιλ ία ς τ ο υ ς κ α ι της σ υ ν ε ρ γ α σ ία ς τ ο υς, γ ια ν α φ ω τίσ ο υ μ ε έτσ ι κ α ι μ ια ά λ λη π τυχ ή της π ρ ο σ ω π ικ ό τ η τα ς τ ο υ Γ. Θ εο το κ ά . Τ ο κ ε ίμ ε ν ο π ο υ α κ ο λ ο υ θ ε ί ε ίν α ι η α π ο μ α γνη τ ο φ ώ νη σ η τω ν ό σ ω ν μ α ς ε ίπ ε ο κ. Α θ α ν α σ ιά δ η ς .

ΟΤΕ δεν έπαψα να αισθάνομαι την έλλειψη του Θεοτοκά στην πνευματική ζωή του τόπου μας. Τον γνώρισα τυχαία και ακριβώς ο τρόπος που τον γνώρισα, χαρακτηρίζει τον άνθρωπο. Δεν ξέρω με ποιο τρόπο έφτασε στα χέρια του το 1943, ένα δακτυλογραφημένο κείμενό μου «Το ταξίδι στη μοναξιά», ένα λυρικό χρονικό από τη ζωή του Καποδίστρια που το είχα γράψει το ’38. Αφού το διάβασε θέλησε να με γνωρίσει, έτσι συναντηθήκαμε στο ζαχαροπλαστείο «Γιαννάκη». Ήταν ένας άνθρωπος με ωραία εκφραστικά μάτια, μελαχροινός, φαλακρός, γλυκός και ήρεμος. Ό ταν του είπα ότι ήμουν δικηγόρος πήρε την αφορμή να κάνει χιούμορ λέγοντάς μου: «Εγώ αν είχα υποθέσεις, σε λογοτέχνες δικηγόρους δεν θα τις έδινα». Εκείνος είχε κληρονομήσει ένα μεγάλο δικηγορικό γραφείο από τον πατέρα του, σύμβουλο νομικό του Ελευθερίου Βενιζέλου στη συνθήκη της Λωζάνης και νομικό σύμβουλο της εταιρείας ΟΥΛΕΝ. Ο ίδιος ο Θεοτοκάς ήταν ολίγον ερασιτέχνης, πιο πολύ τον ενδιέφεραν τα γράμματα. Αρχίζω απ’ αυτό το περιστατικό για να σας δείξω πόσο του άρεσε να ανακαλύπτει νέους λογοτέχνες και να τους βοηθά με μια χαρά και μια ψυχική γενναιοδωρία που με εξέπληξε· γενναιοδωρία ασυνήθιστη σ’ ένα χώρο που υπάρχει άμιλλα και υποβρυχίως δέχεσαι βέλη από τους συνοδοιπόρους σου. Εκείνος με πήρε στον εκδοτικό οίκο «Αετός» και συνέστησε στον εκδότη του, Κίμωνα Θοδωρόπουλο, να εκδώσει το βιβλίο μου. Αυτή ήταν η πρώτη γνωριμία μου με τον Θεοτοκά. Μετά την απελευθέρωση του ’45 ήθελα ν’ αφήσω τη δικηγορία, που μ’ απασχολούσε πολύ. Ζητούσα να διοριστώ σε κάποιο ίδρυμα νομικός σύμβουλος για νά χω πιο ρυθμι τμένα τα οικονομικά μου. Τότε ο Θεοτοκάς είχε γίνει διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, τον αγαπούσε πολύ ο Γιώργος Παπανδρέου, τον επιοκέφθηκα λοιπόν και του μίλησα για το πρόβλημά μου. Μου είπε, ενώ ξεκουκούλιζε το κομπολόι του: «Ο Άγγελος Τερζάκης, που έχει τη Διεύθυνση της Γενικής Γραμματείας θα μετατεθεί στη Διεύθυνση Δραματολογίου, θέση την οποία κατείχε ο Καρθαίος και θα πάρεις εσύ τη δική του. Η εργασία αυτή θέλει αντίληψη, γιατί θα έχεις όλη την εσωτερική ευθύνη του Ε.Θ. και το Εθνικό σημαίνει διοικητικοί υπάλληλοι και ηθοποιοί». Έτσι, με μια επίσκεψη στον Θεοτοκά, έγινα Διευθυντής Α! υπουργικός σε ηλικία 30 χρονών κι έμεινα σ’ αυτή τη θέση 27 χρόνια. Δούλεψα σκληρά αλλά με γοήτευε το περιβάλλον, τα ταξίδια στο εξωτερικό και μπορούσα παράλληλα ν’ ασχοληθώ με το προσωπικό μου έργο. Αυτή τη γενναιοδωρία είχε για όλους ο Θεοτοκάς. Είχε αυτή την εντιμότητα, τη διαφάνεια στις πράξεις του και μου έλεγε συχνά: «Βαρέθηκα να με λένε τίμιο». Μπορεί ορισμένοι νά ’χαν αντιρρήσεις για το έργο του Θεοτοκά, όμως ένα ήταν έκδηλο κι αναμφισβήτητο: η προσωπικότητά του, ισχυρή,

Π


50/αφιερω μα δεν είχε καθόλου νευρώσεις, καθόλου άγχη κι εμπλοκές. Είχε μια κάτοψη των ελληνικών πραγμάτων και μια άποψη για τα προβλήματα της εποχής μας. Ή ταν πραγματικά ένας φιλελεύθερος άνθρωπος, στην κυριολεξία δημοκράτης. Η πολιτεία του στο Ε.Θ. άφησε εποχή, έφερε ένα νέο πνεύμα, εγκαινίασε τις ποιητικές απογευματινές κάθε Δευτέρα, όπου διαβαζόντουσαν ποιήματα κι αποσπάσματα πεζογραφημάτων της λογοτεχνίας μας. Αυτές οι Δευτέρες ήταν ένας μεγάλος πνευματικός ερεθισμός και το θέατρο ήταν πάντα γεμάτο. Ύστερα το καινούριο πνεύμα φάνηκε και στην αντίληψή του για τη σκηνοθεσία και τη σκηνογραφία με τους νέους καλλιτέχνες που έφερε να προσφέρουν τις εργασίες τους στο Ε.Θ. Τον Μάιο του 1946 έγιναν εκλογές, νίκησε το κόμμα του Τσαλδάρη και τοποθετήθηκε διευθυντής ο Δ. Ροντήρης. Το 1950 όμως μετά από επιμονή και υπόδειξη του τότε υπουργού εξελέγη από το Δ.Σ. ο Θεοτοκάς για δεύτερη φορά Διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου. Τότε μου έλεγε «θα με βγάλουν πάλι Τάσο». Κι αυτό έγινε το 1952. Η τρίτη φορά που προσέφερε τις υπηρεσίες του στο Ε.Θ. ήταν την περίοδο ’63-’64 επί κυβερνήσεως Γ. Παπανδρέου. Δεν δέχτηκε όμως ν’ αναλάβει διευθυντική θέση και εξελέγη πρόεδρος του Δ.Σ. Τότε η διεύθυνση είχε χωριστεί σε καλλιτεχνική, που είχε αναλάβει ο Μινώτής και διοικητική ο Βενέζης. Αλλά κάποια παρεξήγηση τον ανάγκασε να παραιτηθεί απ’ αυτή τη θέση και τον διαδέχτηκε ο Κακριδής. Ο Θεοτοκάς θέλησε να βοηθήσει το Νεοελληνικό έργο και το πρωτοποριακό ρεπορτόριο ιδρύοντας τη «Δεύτερη Σκηνή» που έδιγε παραστάσεις στο Εθνικό κάθε Δευτέρα κι ένα απόγευμα μέσα στη βδομάδα. Πολλοί έλληνες συγγραφείς ενοχλήθηκαν απ’ αυτή τη διάκριση. Όμως ο σκοπός της «Δεύτερης Σκηνής» ήταν η προώθηση έργων με πρωτοποριακή μορφή και προχωρημένη τεχνική. Ό σες φορές ήταν ο Θεοτοκάς στο Ε.Θ., αγαπήθηκε από τους ηθοποιούς. Αφανάτιστος, ήρεμος όπως ήταν, κατανοούσε τη μισαλλοδοξία, τον ιδιόμορφο χαρακτήρα τους και τη συμπεριφορά τους, σα στοιχεία της εφήμερης τέχνης τους. Ή ταν μια νησίδα σ’ αυτόν το χώρο του φανατισμού και με την ευγενική του φύση και την καλή του πίστη κέρδισε τον έπαινο των αντιπάλων του. Την εποχή της διευθύνσεώς του (1950-52) υπήρχαν πολλοί ηθοποιοί, φίλοι και παρακοιμώμενοι του Ροντήρη, που θεωρούσαν αντίπαλο τον Θεοτοκά. Θυμάμαι όμως, όταν κάλεσαν το Ε.Θ. να δώσει σειρά παραστάσεων στην Αμερική, ο Θεοτοκάς πρότεινε του κλιμακίου να ηγηθεί καλλιτεχνικά ο Δ. Ροντήρης και πράγματι την πρόταση αποδέχτηκε ο Ροντήρης και αποτέλεσαν έτσι μια ομοειδή καλλιτεχνική ομάδα και δόθηκαν παραστάσεις με μεγάλη επιτυχία. Ο Ροντήρης αναγνώριζε πάντα την καλή πίστη και την εντιμότητα του Θεοτοκά. Μια άλλη προσφορά του Θεοτοκά στο χώρο του θεάτρου ήταν η πρότασή του κι η εργασία του για την ίδρυση του Κ.Θ.Β.Ε. Το γεγονός μού το είχε αφηγηθεί ο ίδιος ο Θεοτοκάς. Σε μια δεξίωση στο σπίτι του Κ. Τσάτσου παρευρέθηκε και ο τότε πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής που εκτιμούσε ιδιαίτερα το ήθος του Θεοτοκά. Τον πλησίασε λοιπόν και του ζήτησε τη γνώμη του λέγοντάς του: «Για πες μου τι πρέπει να κάνω για τη Θεσσαλονίκη;» Ο Θεοτοκάς του απάντησε αμέσως: «Κάνε ένα Κρατικό Θέατρο». Ο Καραμανλής, ενώ ήξερε ότι ο Θεοτοκάς δεν ανήκε στο πολιτικό του κόμμα αφού μάλιστα είχε βάλει και υποψηφιότητα βουλευτού Χίου με άλλο πολιτικό σχηματισμό, του ανέθεσε την οργάνωση του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος. Για τη θέση του γενικού διευθυντή ο Θεοτοκάς πρότεινε δυο σκηνοΤθέτες που είχαν συνεργαστεί μαζί του στο Εθνικό, τον Σ. Καραντινό και τον Π. Κατσέλη. Επελέγη ο Καραντινός. Η όλη οργάνωση του Κ.Θ.Β.Ε. θεωρήθηκε πολύ επιτυχής κι από τους Θεσσαλονικείς, που στην αρχή είδαν με περιορισμένο ενθουσιασμό πρόεδρο οργάνωσης του θεάτρου και καλλιτεχνικό διευθυντή Αθηναίους. Το εναλλασσόμενο ρεπερτόριο με · προγραμματισμό μηνών ήταν η μεγάλη επιτυχία Θεοτοκά και Καραντινού, γεγονός που το επιχείρησε κάποιες φορέ£ στο Ε.Θ., αλλά δεν το πέτυχε, αλλά και η όλη οργάνωση του Κ.Θ.Β.Ε. θεωρήθηκε πολύ μοντέρνα. Από την εποχή που άρχισα να εργάζομαι στο Ε.Θ. γίναμε φίλοι με τον Θεοτοκά. Μετά τον θάνατο της πρώτης του γυναίκας της Ναυσικάς, κάναμε πολύ παρέα ο Σ. Καραντινός, ο Τ. Σιδέρης κι αποτελούσαμε μια τετράδα ανύπαντρων. Συχνά μου τηλεφωνούσε στο Ε.Θ. και κάναμε χιούμορ. Εμένα μ’ έλεγε «Ο Ίωνας» και τον Α. Τερζάκη «Le misanthrope». Σε γενικές γραμμές αυτή ήταν η επαφή μου με τον Θεοτοκά. Στο χώρο τον πνευματικό όλοι ήξεραν το δεσμό μας, έναν δεσμό αδελφικό, ανιδιοτελή, που αισθάνομαι να μου λείπει γιατί όσο μεγαλώνουμε οι φιλίες λιγοστεύουν κι αυτές που μένουν τις αισθανόμαστε σα συγγένειες.


αφιερωμα/51

Δημήτρης Τζιόβας

Ε ργογραφ ία

Γιώργου Θεοτοκά Αυτοτελή δημοσιεύματα

κυκλοφόρησε στα δανέζικα και το 1972 δημοσιεύ­ τηκε σε τσεχοσλαβική μετάφραση στον τόμο Pet reckych novel. To 1980 δημοσιεύτηκε σε ιαπωνική μετάφραση του A . Suzuki στο φιλολογικό περιοδι­ κό του Τόκιο Momonga σε 11 συνέχειες.

1. α. Ορέστης Διγενής, Ελεύθερο Πνεύμα, Αθήνα: Ράλλης 1929, σελ. 123. β. Γιώργος Θεοτοκάς, Ελεύθερο Πνεύμα, επιμ. Κ.Θ . Δημαράς, Αθήνα: Ερμής 1973, σελ. λβ'+78.

9.

2. Ώ ρ ες Α ρ γίας, Αθήνα: Εστία 1931, [21972], σελ.

β. Σημαίες στον ήλιο. Ο “Λεωνής” του 1940 με το ημερολόγιο εργασίας του “Λεωνή” και τα διηγή­ ματα της “Παιδικής ηλικίας” . Επιμ. Γ.Π. Σαββίδη και Μιχ. Πιερή, Αθήνα: Ερμής 1985, σελ. 277.

3. Εμπρός στο κοινωνικό πρόβλημα, Αθήνα: Πυρσός 1932, σελ. 61. 4. α. Αργώ , πρώτο μέρος, Αθήνα 1933. 6 . Α ργώ , οριστική μορφή σ’ έναν τόμο, Αθήνα: Πυρσός 1936, σελ. 482. γ. Α ρ γώ , Αθήνα: Εστία 1956, σελ. 481. (41964 δυο τόμοι, ακολούθησαν δύο φωτοτυπικές ανατυπώ­ σεις αυτής της έκδοσης). Η Α ργώ μεταφράστηκε στα σουηδικά από τον Β ογje Knos (εκδόσεις Albert Bonniers 1944) και στα αγγλικά από την Ε. Margaret Brooke και τον Ά ρ η Τσατσόπουλο (εκδόσεις Methuen 1951). 5. Φύλλα Ημερολογίου, Αθήνα: Πυρσός 1934, σελ. 15.

α. Λεω νής, Αθήνα: Πυρσός 1940, σελ. 200. (2Ίκαρος 1946, σ. 179, 3Φέξης 1965, 4Εστία 1968, 5φωτ. ανατύπωση της Δ ' έκδοσης, 6Εστία 1976).

Ο Λεω νής μεταφράστηκε στα σουηδικά από τον Β . Knos (εκδ. Bonniers 1945), στα γαλλικά από τη Ren6e Richer (εκδ. Les Belles Lettres 1985) και στα αγγλικά από τον Donald Ε. Martin (Nostos Books 1985). 10. θ έα τρο I, Αθήνα: Ά λ φ α 1944, σελ. 238. 11. Ποιήματα του μεσοπολέμου, Αθήνα: Ίκαρος 1944, σελ. 39. 12. Στο κατώφλι των νέω ν καιρών, Αθήνα: Ίκαρος 1945, σελ. 24. 13. θέα τρο II, Αθήνα: Ίκαρος 1947, σελ. 104.

6. Φύλλα Ημερολογίου II, Αθήνα: Εστία 1934, σελ. 15.

14. Ιερά Οδός, Αθήνα: Ίκαρος 1950, σελ. 190.

7. Ευριπίδης Π εντοζάλης και άλλες ιστορίες, Αθήνα: Πυρσός 1937, σελ. 227 (2Θεμέλιο 1966 σελ. 266, 3Εστία 1973, σελ. 227). Α π ό τις ιστορίες μεταφρά­ στηκαν τα θ ερ απειά στα ολλανδικά (1959), Ο κή­ πος με τα κυπαρίσσια στα γαλλικά (1981), το Σιμόνη την έλεγαν στα ολλανδικά (1954) και αγγλικά (1981), το Ό λ α εν τάξει στα γαλλικά (1953& 1972), το Ουέατμινστερ στα γαλλικά (1938 & 1948) και στα αγγλικά (1977) και το Χ ρονικό του 1922 στα ολλανδικά (1959) και ιαπωνικά (1980).

15. Δ οκίμιο για την Αμερική, Αθήνα: Ίκαρος 1954, σελ. 236. Μεταφράστηκε στα βιρμανικά (1956), στα κορεατικά (1956), στη διάλεκτο Urdu (1956), στα ιαπωνικά (1957), στα αραβικά (1957), στη διά­ λεκτο Marathi (1958), στη διάλεκτο Gujaruti (1958), στα Farsi (1956-58) και στη διάλεκτο Hindi (1956-58).

8. Το Δαιμόνιο, Αθήνα: Πυρσός 1938, σελ. 187 ( Α ε ­ τός 1942, σελ. 187, 3Φέξης 1961, έκδοση αναθεω­ ρημένη σελ. 142, 4Εστία 1968, σελ. 134, 5Εστία 1968, σελ. 134 φωτοανατύπωση της τέταρτης έκδο­ σης). Μεταφράστηκε στα σουηδικά από τον Borje Knos (εκδ. Albert Bonniers 1943) και στα γαλλικά από τη Marie Colombos (εκδ. Stock 1946). To 1945

17. θεα τρικά Έ ργα 1. Το τίμημα της λευτεριάς, Αθή­ να: Εστία 1958, σελ. 74.

16. Προβλήματα του .καιρού μας, Αθήνα: Ίκαρος 1956, σελ. 105.

18. 19.

θ εα τρικά Έ ργα 2. Συναπάντημα στην Πεντέλη, Αθήνα: Εστία 1958, σελ. 64. θ εα τρικά Έ ργα 3. Το Γεφύρι της Ά ρ τα ς, δεύτερη έκδοση αναθεωρημένη, Αθήνα: Εστία 1959, σελ.


52/αφιερωμα 56. Μεταφράστηκε στα γαλλικά το 1955, στα αρα­ βικά το 1960 και στα ιταλικά το 1963. 20. Θεατρικά Έ ργα 4. Αλκιβιάδης, Αθήνα: Εστία 1959, σελ. 107. Μεταφράστηκε στα ισπανικά από το Rodolfo Usigli το 1969.

25. Θεατρικά Έ ργα A ' Αθήνα: Εστία 1965, σελ. 409. 26. Η εθνική κρίση, Αθήνα: Θεμέλιο 1966, σελ. 68. 27. Θεατρικά Έ ργα Β', Αθήνα: Εστία 1966, σελ. 383. 28. Οι Καμπάνες, Αθήνα: Εστία [1970], σελ. 139.

21. Ταξίδι στη Μέση Ανατολή και στο Ά γ ιο ν Ό ρ ο ς, Αθήνα: Φέξης 1961, σελ. 218, (2Εστία 1971 σελ. 193). Μεταφράστηκε από τη Renee Richer στα γαλλικά (έκδοση Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών 1969).

29. Ταξίδια Περσία, Ρουμανία, Σοβιετική Ένωση, Β ουλγαρία, Αθήνα: Εστία 1971, σελ. 132.

22. Πνευματική Πορεία, Αθήνα: Φέξης 1961, σελ. 403 (Εστία χ.χ. σ. 360).

31. Γ. Θεοτοκάς και Γ. Σεφέρης Αλληλογραφία (19301966), επιμ. Γ.Π. Σαββίδης, Αθήνα: Ερμής 1975, σελ. 234.

23. Η άκρη τον δρόμον, Αθήνα: Φέξης 1963, σελ. 76. 24. Α σθενείς και Οδοιπόροι, Αθήνα: Φέξης 1964, σελ. 439. (2Εστία 1967, δύο τόμοι, 3φωτοτυπική ανατύ­ πωση της προηγούμενης). Γερμανική μετάφραση από τον Inez Diller (εκδ. F. A. Herbig Verlasgbuchhandlung 1970, & Konig Verlag 1973).

30. Η Ορθοδοξία στον καιρό μας, Αθήνα: Εκδόσεις των Φίλων 1975, σελ. 89.

32. Πολιτικά κείμενα, εισαγωγικό σημείωμα Α .Ι. Πεπονή, Αθήνα: Ίκαρος 1976, σελ. 232. Για τα κείμενα του Θεοτοκά που δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά και εφημερίδες βλ. Εμμ. I. Μοσχονάς, Βιβλιογραφία Γιώργον Θεοτοκά, Αθήνα 1978.

Μελέτες για το έργο του Γ. Θεοτοκά Επιλογή βιβλιογραφίας

Σιδέρη, Σωκρ. Καραντινού και Κύπρου Χρυσάν­ θη).

1 Αργυρίου Α λεξ., «Γιώργος Θεοτοκάς. Η πνευματι­ κή παρουσία του στα Ελληνικά Γράμματα», Επι­ θεώρηση Τέχνης, αρ. 146, Φεβρ. 1967, σσ. 118-30.

8. Παγανός Γιώργος, Η νεοελληνική πεζογραφία Θεωρία και πράξη, Κώδικας 1983, σσ. 192-214.

2. Περιοδικό Εποχές, αρ. 45, Ιανουάριος 1967 (κεί­ μενα Γ. Σεφέρη, Χ .Δ . Λαμπράκη, Σπ. Πλασκοβίτη).

9. Παναγιωτόπουλος Ι.Μ ., Γιώργος Θεοτοκάς, Τα πρόσωπα και τα κείμενα, τόμ. 2, Αθήνα 1943, σσ. 81-94.

3. Θρύλος Ά λκη ς, Μορφές της ελληνικής Π εζογρα­ φίας, τόμ. 3, Αθήνα: Εστία χχ., σσ. 171-191.

10. Σαχίνης Α λ., Π εζογράφοι του καιρού μας, Αθήνα: Εστία 1967, σσ. 115-121. Η σύγχρονη πεζογραφία μας, Αθήνα: Ίκαρος 1951.

4. Καραντώνης Αντρέας, «Γιώργος Θεοτοκάς», Τα Νέα Γράμματα, 3, αρ. 8-10, 11, (1937), σσ. 567-89, 621-46. «Γιώργος Θεοτοκάς», Π εζογράφοι και πεζογραφή­ ματα της γενιάς τον 30, Αθήνα: Φέξης 1962, [21977], σσ. 64-127. Το πρώτο μέρος (σσ. 64-109) αποτελεί αναδημοσίευση της μελέτης στα Νέα Γράμματα. «Γιώργος Θεοτοκάς», Φυσιογνωμίες, Β', Αθήνα 21977, σσ. 288-315. Αναδημ. άρθρα του από το Ραόιοπρόγραμμα (20-26 Νοεμ. 1966) και Νέα Εστία, (94, τεύχος 1114, Δεκ. 1973). 5. Μητσάκης Κ., Νεοελληνική Πεζογραφία. Η γενιά τον ’30, Αθήνα 1977, σσ. 49-53. 6. Μουλλάς Π αν., «Ο Γιώργος Θεοτοκάς και το δο­ κίμιο», Επιθεώρηση Τέχνης, Μάρτιος 1966, σσ. 182-87. 7. Νέα Εστία αφιέρωμα, τόμος 94, τεύχος 1114, 1 Δεκ. 1973. (κείμενα του Π. Χάρη, Αγ. Τερζάκη, Octave Merlier, I.Μ. Παναγιωτόπουλου, Θεόδω­ ρου Ξύδη, Ανδρ. Καραντώνη, Γ. Θέμελη, Γιάννη

11. Σπανδωνίδης Π ., Η πεζογραφία των νέων 19291933, Θεσσαλονίκη 1934. 12. Φαρίνου Γεωργία, «Γ. Θεοτοκά: Οι Καμπάνες (εξελικτική πορεία, αρχέτυπα, επιδράσεις)», Παρ­ νασσός, τόμος ΙΘ' (1977), σσ. 421-36. 13. Χάρης Πέτρος, «Γιώργος Θεοτοκάς», Έ λληνες Π εζογράφοι, τόμος Δ , Αθήνα: Εστία 1973, σσ. 89137. Αναδημοσιεύεται από τη Νέα Εστία, 94, τεύ­ χος 1114, 1 Δεκ. 1973, σσ. 1571-98. 14. Χουρμούζιος Α ιμ., Έ ργα Ζ', Ο αφηγηματικός λ ό ­ γος, Αθήνα: Οι εκδόσεις των φίλων 1979, σσ. 6915. Doulis Thomas, George Theotokos, Boston: Twayne Publishers 1975. 16. Richer R enee, L ’ Itineraire de Georges Theotokos, Paris: Les Belles Lettres 1979. 17. Vitti Mario, Η Γενιά του Τριάντα - Ιδεολογία και Μορφή, Αθήνα: Ερμής 1977, σσ. 311-324.


ΟΔΗΓΟΣ ΒΙΒΛΙΩΝ επ ιλο γ ή

η σφυγμομέτρηση της κοινής γνώμης στις σύγχρονες κοινωνίες ΓΙΩ ΡΓΟ Υ ΚΑ Τ ΖΟ Υ Ρ ΑΚ Η : Η Σφυγμομέτρηση. Μύθος της κοινής γνώμης και ιδεολογική επιβολή. Αθήνα, Καστανιώτης, 1985. Σελ. 222.

Σε πραγματικό θεσμό των σύγχρονων κοινωνιών πλησιάζει να εξε­ λιχθεί η σφυγμομέτρηση της κοινής γνώμης, γράφει ο Γιώργος Κατζουράκης στα προλεγόμενα,ήδη, του βιβλίου του: «Η σφυγμομέ­ τρηση. Μύθος της κοινής γνώμης και ιδεολογική επιβολή». Ήδη με τον υπότιτλο, συμπληρωματικό του τίτλου, προσδιορίζεται το στίγμα της εργασίας και εμφανίζεται η οπτική γωνία μέσα από την οποία ο συγγραφέας προτίθεται να θεωρήσει το θέμα του: είναι η λειτουργία της σφυγμομέτρησης μέσα στην κοινωνία μας. Αλλά και πέρα απ’ αυτό, γίνεται και ευθέως μια νύξη για την προ­ σωπική άποψη του συγγραφέα πά­ νω στο θέμα, άποψη που θα συναν­ τήσουμε από την αρχή κιόλας του κειμένου να διατυπώνεται με ακρί­ βεια και με σαφήνεια, και που θα μπορούσε να συμπυκνωθεί στην κατακλείδα των προλεγομένων: «...Τα γκάλοπ έχουν τη δίκιά τους ιδεολογία. Την κυρίαρχη». Το ξεκαθάρισμα αυτό από την αρχή αποδείχνεται χρήσιμο: Μας εφο­ διάζει με μια κεντρική υπόθεση ερ­ γασίας, που θα εμφανίζεται φυσι­ κά σ’ ολόκληρη την πορεία της με­ λέτης.Κι έτσι, μια άλλη διάσταση προσδίδεται στη μελέτη, κι ένα πρόσθετο ενδιαφέρον για τον ανα­ γνώστη. Το βιβλίο διαρθρώνεται σε τέσ­ σερα κεφάλαια, με προλεγόμενα και σημείωμα του συγγραφέα, με επίλογο και παραρτήματα, και με βιβλιογραφία και κατάλογο ξένων

ονομάτων. Α πό τα τέσσερα αυτά κεφάλαια, τα δυο πρώτα είναι κυ­ ρίως περιγραφικά, προσεγγίζουν το θέμα από διάφορες οπτικές γω­ νίες (π.χ. από την ιστορική σκοπιά ή από τη σκοπιά της τεχνικής) και επιτρέπουν την αντίληψη της έν­ νοιας της σφυγμομέτρησης από τον μη ειδικό. Πιο αναλυτικά: Στη δια­ τύπωση της θεωρίας των πιθανοτή­ των,την εμφάνιση της στατιστικής και την υιοθέτηση δειγματοληπτι­ κών μεθόδων κατά τον 19ο αιώνα, στη μελέτη των συνθηκών διαβίω­ σης των καταπιεσμένων ιδιαίτερα τάξεων, στην αυτονόμηση της κοινωνιολογίας ως επιστήμης, στην ανάγκη επίγνωσης των προβλημά­ των που δημιουργεί η γοργά εξε­ λισσόμενη μαζική, βιομηχανική κοινωνία, τοποθετεί ο συγγραφέας τις συνθήκες μέσα στις οποίες ευ­ δοκίμησε η τεχνική της σφυγμομέ­ τρησης της κοινής γνώμης. Ενημε­ ρωνόμαστε εδώ για θέματα σχετικά

με την επιτυχία του πρώτου «γκά­ λοπ» του Τζωρτζ Γκάλοπ, για την καθιέρωση της «αντιπροσωπευτι­ κής μεθόδου» και το ρόλο του Διε­ θνούς Ινστιτούτου Στατιστικής, για την εξέλιξη των ερευνών με ερωτη­ ματολόγιο στην αναπτυσσόμενη, βιομηχανική Ευρώπη, για την εμ­ φάνιση της κοινής γνώμης, για την ανάπτυξη, τέλος, και διάδοση των σφυγμομετρήσεων στον δυτικό και τον ανατολικό κόσμο. Συμπλήρωση της κοινωνικοϊστορικής αυτής προσέγγισης αποτελεί το δεύτερο κεφάλαιο, που αναφέρεται στη θεωρία και πρακτική των σφυγμομετρήσεων, κάνοντας μια ευκολοδιάβαστη αναδρομή στα ζη­ τήματα του καθορισμού και της αντιπροσωπευτικότητας του δείγμα­ τος, των μεθόδων της δειγματολη­ ψίας (τυχαίας είτε αναλογικής), της σύνταξης και της υποβολής του ερωτηματολογίου, των ικανοτήτων και της αποτελεσματικότητας του συνεντευκτή... Αναφέρονται εξάλ­ λου και τα προβλήματα και οι αν­ τιφάσεις των δειγματοληπτικών με­ θόδων, όπως είναι η αξιοπιστία της δειγματοληψίας, ο επηρεασμός του ερωτώμενου κ.ά. Το τρίτο κεφάλαιο επιχειρεί μια τοποθέτηση των σφυγμομετρήσεων στο πολιτικό παιχνίδι, δίνοντας έμ­ φαση στις εκλογικές σφυγμομετρή­


5 4/οδηγος σεις και θίγοντας σημεία που έχουν κατά καιρούς κεντρίσει τον προ­ βληματισμό όλων μας: Για παρά­ δειγμα, θίγεται το πρόβλημα της κατάχρησης των σφυγμομετρήσεων στην πολιτική, το θέμα του επηρεασμού της έκβασης του εκλογικού αγώ να, ή ακόμα το θέμα της δεον­ τολογίας των πολιτικών σφυγμομε­ τρήσεων. Στο σημείο αυτό νομίζω ότι θα ήταν χρήσιμο, αν ο συγγρα­ φέας, διευρύνοντας για λίγο την οπτική του γωνία, μας παρουσίαζε το ευρύτερο πρόβλημα, μέρος του οποίου αποτελεί η χρήση της σφυγ­ μομέτρησης. Α ναφέρομαι δηλαδή στο θέμα της χρήσης των κοινωνι­ κών επιστημών ευρύτερα και των μεθόδων τους με σκοπό την παρέμ­ βαση στους κοινωνικούς μετασχη­ ματισμούς, είτε για την κοινή πρόοδο και προοπτική είτε για τη χειραγώγηση των πολλών προς όφελος των ολίγων. Τέλος, καταλήγουμε στο τέταρτο και τελευταίο κεφάλαιο, το κεφά­ λαιο των ιδεολογικών και πολιτι­ κών λειτουργιών της σφυγμομέτρη­ σης, που αποτελεί, νομίζω, και τον κορμό της μελέτης. Εδώ επιχειρείται η σύνθεση όλων όσων έχουν ει­ πωθεί προηγουμένως, με σκοπό να αναλυθεί η κεντρική προβληματική σε επιμέρους καίριες και ενδιαφέ­ ρουσες παρατηρήσεις - υποθέσεις, οι οποίες μας οδηγούν, πολύ πει­ στικά, σε τούτα τα σημεία: Τελικά, ο ερωτώμενος πληθυσμός, από δυ­ ναμική, κοινωνική ομάδα που όφειλε να είναι, υποβαθμίζεται (μέσω της μεθόδου της σφυγμομέ­ τρησης) σε ένα αριθμητικό και μό­ νο αριθμητικό σύνολο, που προσ­

ΑΝΤΩΝΗ

φέρει ένα άθροισμα επιμέρους απόψεων-γνωμών. Οι επεξεργα­ σμένες υποτίθεται απαντήσεις κα­ ταλήγουν σε συνοθύλευμα λέξεων, σε «τεχνούργημα», ενώ ουσιαστικά το πραγματικό κοινωνικό βάρος της κοινής γνώμης αγνοείται και η ίδια καταλήγει να είναι μια ακοινωνική «κοινή γνώμη»· δηλαδή, ένα τεχνητό δημιούργημα που η σφυγμομέτρηση καταγράφει μέσα στις τεχνητές, απομακρυσμένες από την πραγματικότητα, συνθήκες παραγωγής του. Και εδώ βέβαια θα μπορούσε νομίζω κανείς να διευρύνει τις παρατηρήσεις αυτές και στις υπόλοιπες, ποσοτικές λε­ γάμενες, κοινωνιολογικές μεθόδους όταν τους γίνεται κατάχρησή, και να δείξει την αντιδιαστολή με τις ποιοτικές-ανθρωπολογικές, που, μακριά από τεχνητά, ακοινωνικά στατιστικά δείγματα, λειτουργούν (με όλες βέβαια τις αναμφισβήτη­ τες δικές τους δυσκολίες) σε υπαρ­ κτές, κοινωνικές-πολιτιστικές ενό­ τητες πληθυσμών. Αλλά πέρα από αυτά: στη συνέχεια ο συγγραφέας δείχνει ότι τα απλοϊκά και τεχνητά συμπεράσματα στα οποία καταλή­ γουν οι στατιστικές σχέσεις και η σφυγμομέτρηση, υποκαθιστώντας την πραγματική κοινωνιολογική ερμηνεία, όχι μόνο κατασκευάζουν πολλές φορές μια τεχνητή πολιτική συναίνεση αλλά και υποστηρίζουν, σε τελευταία ανάλυση, προκατασκευασμένα σχήματα: Εκμαιεύοντας αυτό που θέλουν να εκμαιεύσουν, το επιβάλλουν κιόλας, επιβε­ βαιώνοντας στη συνείδηση των αν­ θρώπων την «αναπαράσταση» του συστήματος, αυτού του συστήματος

που κάποιοι θέλουν να αναπαρά­ γουν και να διαιωνίζουν. Δ εν είμαι ειδική στο θέμα της με­ θόδου των σφυγμομετρήσεων, για να κρίνω ώς ποιο βαθμό η μελέτη αυτή αποτελεί πρωτότυπη συνει­ σφορά στον τομέα αυτό. Ωστόσο, πιστεύω βαθύτατα ότι η μελέτη πε­ τυχαίνει, ανάμεσα σ’ άλλα, δυο ση­ μαντικά πράγματα: Πρώτον, πλη­ ροφορεί με επάρκεια και προβλη­ ματίζει με έμφαση τον κοινό ανα­ γνώστη για το πολυσύνθετο αυτό φαινόμενο της εποχής μας που εί­ ναι η σφυγμομέτρηση. Δεύτερον, οδηγεί το πιο ειδικευμένο άτομο, τον ερευνητή, να αναρωτηθεί για μια ακόμη φορά πάνω στα προβλή­ ματα, τις αντιφάσεις, τους κινδύ­ νους που εγκυμονούν οι ακοινωνικές σφυγμομετρήσεις (και κατ’ επέκτασιν όλοι οι χειρισμοί των «υπερποσοτικοποιημένων» μεθοδο­ λογικών προσεγγίσεων). Προσθέτω και ένα τρίτσ ίσως λιγότερο φανε­ ρό αλλά υπαρκτό: Νομίζω πως κεντρίζει το ενδιαφέρον του ερευ­ νητή και πάλι, να αναζητήσει με πιο εμπεριστατωμένο τρόπο το αν­ τίκρισμα των όσων διάβασε (είτε για να τα υποστηρίξει, είτε για να τα συμπληρώσει, είτε για να τα ανατρέψει) σε φάσεις της δικής μας ελληνικής (κοινωνικοϊστορικής) πραγματικότητας. Μ ια μελέτη που περιγράφει το αντικείμενό της, και μάλιστα με τρόπο εύληπτο, καλοδιατυπωμένο και ευχάριστο, ανοίγοντας ταυτόχρονα προοπτικές προβληματισμού και δράσης, δεν μπορεί, νομίζω, παρά να χαρακτη­ ρίζεται ως πετυχημένη. ΒΙΚΑ Δ . ΓΚΙΖΕΛΗ

ΚΑΛΦΑ

Γ ιώ ρ γο υ Λ α μ ψ ίδ η

πρωταθλητές μικρών

'

αποστάσεων Π Ο Ρ Ε ΙΑ Α Θ Η Ν Α

|

Α Ρ ΙΣ Τ Ο Φ Α Ν Η Σ 1985

Κεντρική διάθεση: Διονύσιος Πομώνης Ζ αλόγγου 1, Τηλ. 36.20.889

η άλλη όψ η Σ τα κ ε ν τ ρ ικ ά β ιβ λ ιο π ω λ ε ία


οδηγος/55

π λ α ίσ ιο 1

r

τα σημερινά σχήματα της αθηναϊκής οικογένειας Α Ο Υ Κ ΙΑ Σ Μ Ο Υ ΣΟ Υ Ρ Ο Υ: Σχή­ ματα Ο ικογένειας και Στάσεις Α πέναντι στο Παιδί. Αθήνα, Έ κ­ δοση του Ιδρύματος Ερευνών για το Παιδί, Εστία, 1985.

Η πορεία από μια συλλογική σε μια ατομικιστική κοινωνία, ανα­ κίνησε καινούριες ιδέες, αξίες, στάσεις και αναλογίες. Επέβαλε τον επαναπροσδιορισμό των ουσιαστικότερων ίσως εννοιών, όπως της αγάπης, της δύναμης, της ομορφιάς, της ικανοποίησης, της ευτυχίας. Η μετακίνηση στον εκβιομηχανισμένο χώρο είναι αυτή, όπως υποστηρίζει ο Toffler, που διέσπασε την κοινωνία σε χιλιά­ δες συμπλεκόμενα κομμάτια, που θρυμμάτισε τη γνώση σε ειδικευ­ μένους κλάδους, που τεμάχισε την εργασία, και συρρίκνωσε την οικογένεια σε μικρότερες μονάδες. Βρισκόμαστε σε στιγμές ανα­ κατατάξεων και επαναπροσανατολισμών και για να προχωρήσου­ με προς τα εμπρός χρειάζεται πρώτα να στραφούμε προς τα πίσω, να κατανοήσουμε το παρελθόν, να δούμε καθαρά το παρόν. Αυτό επαγγέλλεται το Ίδρυμα Ερευνών για το Παιδί εγκαινιάζοντας με τη μονογραφία της Λουκίας Μουσούρου μια σειρά δημοσιεύσεων με στόχο, όπως υπογραμμίζει ο Σ. Δοξιάδης, την κατανόηση της πορείας του νεότερου ελληνισμού. Δεν είναι η πρώτη φορά που η Λ. Μουσούρου ασχολείται με τη διερεύνηση της μορφής και της δομής της ελληνικής οικογένειας που τη θεωρεί ως τον κατεξοχήν θεσμό έκ­ φρασης και αναπαραγωγής της ελ­ ληνικής ιδιοπροσωπίας. Οι στάσεις απέναντι στο παιδί είναι συνάρτη­ ση του συγκεκριμένου σχήματος της οικογένειας αλλά και μιας σει­ ράς κοινωνικών μεταβλητών που άμεσα και έμμεσα επιδρούν στις στάσεις και διαμορφώνουν το οι­ κογενειακό σχήμα. Αυτή είναι η βασική υπόθεση της έρευνας «Σχή­ ματα οικογένειας και στάσεις απέ­

ναντι στο παιδί» που άντλησε το υλικό της από 952 νοικοκυριά (ένα από κάθε 200) της περιοχής της πρωτεύουσας, που περιλαμβάνουν ένα τουλάχιστον παιδί έως έξι ετών. Στάσεις που εξετάσθηκαν ήταν κατ’ αρχάς απέναντι στην απόκτηση παιδιού και κατόπιν απέναντι στη φροντίδα του παι­ διού, την ιατρική παρακολούθησή του και την επιθυμητή μελλοντική του εκπαίδευση. Το σχήμα της οι­ κογένειας ορίσθηκε από τη μορφή της οικογένειας, την πραγματική αλλά και την επιθυμητή, από το μέ­ γεθος και τη σύνθεση του νοικοκυ-

Κ.Γ. ΚΑΣΙΝΗ: Το τραγικό σημειωματάριο τον Ρ οΐδη. Αθήνα, Φ ίλιππό της, 1985. Σελ. 147. ΚΑΤΩ από τον λίγο μελοδραματικό τίτλο, κρύβεται εδώ μια αξιολογότατη φιλολογική δουλειά: Η παρουσίαση του -ανέκδοτουτετραδίου του Εμμ. Ροΐδη, με τις σημειώσεις που έγραφε αυτός και οι οικείοι του, όταν, μετά από ένα σοβαρό ατύχημα (μια άμαξα έπεσε πάνω του και του έσπασε το σαγώνι), δεν μπορούσε να συνεννοηθεί με διαφορετικό τρόπο. Οι σημειώσεις δεν έχουν λογοτεχνικό ενδιαφέρον. Αλλά αποτελούν, όπως σημειώνει και ο Κ. Κασίνης, μοναδικό ντοκουμέντο για την αποκάλυψη του «καθημερινού Ροΐδη», προσφέροντας συγχρόνως και αρκετές πληροφορίες για την εποχή. Η Α ημογραφική Κρίση στην Ελλάδα. Αθήνα, Ελληνική Εταιρία Αημογραφικών Μελετών, 1985. Σελ. 205. ΤΟ δημογραφικό πρόβλημα της χώρας (δηλαδή η χαμηλή «αναπαραγωγή» του πληθυσμού της και η επακόλουθη αύξηση του γεροντικού ποσοστού στη συνολική σύνθεση), με τις συνεχώς επιδεινούμενες επιπτώσεις του, αρχίζει να παίρνει ανησυχητικές διαστάσεις. Και μια συνοπτική αλλά ουσιαστική παρουσίαση του προβλήματος, με σκοπό την εξαγωγή συμπερασμάτων που θα βοηθήσουν στην αντιμετώπισή του, επιχείρησε και η Ελληνική Εταιρία Δημογραφικών Μελετών, με την οργάνωση - π έρ σ ι- μιας


ριού, από το πλέγμα των διαπρο­ σωπικών σχέσεων και των ρόλων κατά φύλο και ηλικία και από την κοινωνική ζωή της οικογένειας. Οι κοινωνικές μεταβλητές που εξετά­ σθηκαν ήταν το κοινωνικόοικονομικό επίπεδο (εκπαίδευση και επάγγελμα των συζύγω ν, εισό­ δημα και στέγαση), η αστικότητα των συζύγων και η θρησκευτικότη­ τα της μητέρας ως ενδεικτική στά­ ση ζωής. Η τύχη της ελληνικής οικογέ­ νειας ταυτίσθηκε και ταυτίζεται με την τύχη της ελληνικής κοινωνίας. Ενώ η διερεύνηση της πορείας που διασχίζει η ελληνική οικογένεια απασχολεί όλο και περισσότερο τους κοινωνικούς επιστήμονες, τα ερευνητικά στοιχεία που διαθέτου­ με για τη σύγχρονη ελληνική οικο­ γένεια είναι λιγοστά, επισημαίνει η Λ . Μ ουσούρου. Το σημείωμα αυτό θα σταθεί σε ορισμένα μόνον από τα στοιχεία που προέκυψαν από την έρευνα και που τα θεωρώ κύ­ ρια. Α υτά είναι η εσωστρέφεια και η οικογενειοκεντρικότητα με την οπ οίαν ανατρέφονται τα παιδιά και τα προβλήματα που αναφέρουν ότι αντιμετωπίζουν οι μητέρες των παιδιών της προσχολικής ηλικίας. Τη στιγμή που υψώνονται οι τοί­ χοι του διαμερίσματος γύρω από τη συζυγική-πυρηνική οικογένεια -πρόκειται για τα 86,5% των αθη­ ναϊκών οικογενειώ ν- χάνονται τα φυσικά στηρίγματα που επί αιώνες ενίσχυαν την ελληνική οικογένεια. Στον παραδοσιακό χώρο ο γάμος ήταν πολύ περισσότερο υπόθεση ολόκληρης της οικογενειακής ομά­ δας και πολύ λιγότερο του μελλον­ τικού ζευγαριού. Ο κυριότερος στόχος του ήταν η κοινωνικο­ οικονομική προώθηση της ομάδας ενώ παράλληλα ικανοποιούντο και οι ανάγκες του ατόμου. Το παντρε­ μένο ζευγάρι και τα παιδιά του συ­ νέχιζαν να ζουν στον ίδιο χώρο, μέσα στους κόλπους της ομάδας, σε

συνεχή σχέση και αλληλεξάρτηση με την κοινότητα. Σ’ αυτό το χώρο και χρόνο, η ιδεολογία, οι ρόλοι και οι κανόνες συμπεριφοράς σχη­ ματίζονταν αργά, από γενιά σε γε­ νιά και σε σχέση με την πρακτική θεώρηση της ζωής. Η χαμηλή και αργή ανάπτυξη του περιβάλλοντος επέτρεπε μια τέτοια ανάπτυξη κα­ νόνω ν συμπεριφοράς. Η μακρά πείρα των γενεών που βρίσκονταν από πίσω τούς στήριζε και τορς καθιστούσε αποτελεσματικούς στο συγκεκριμένο κοινωνικό και π ολι­ τιστικό τους πλαίσιο. Η κοινότητα, με τη σειρά της, επιφορτισμένη με το ρόλο της κοινωνικοποίησής τους δίδασκε στα μέλη της. Η Λ . Μ ουσούρου ερευνά την οι­ κογένεια στην Α θήνα του σήμερα, μια πόλη που αναπτύχθηκε με φρε­ νήρη επιτάχυνση. Ή δη από τις αρ­ χές του αιώνα η διεθνής κοινωνιο­ λογική έρευνα επισημαίνει την εξα­ σθένηση των δεσμών μεταξύ των ατόμων και την αυξανόμενη α πο­ μόνωση και αλλοτρίωση που απορρέει από τον αστικό τρόπο ζωής. Οι «Αθηναίοι» -μ ό ν ο το 24% των νοικοκυριών του δείγμα­ τος και οι δύο σύζυγοι είτε γεννή­ θηκαν στην Α θήνα είτε εγκατεστάθηκαν σ’ αυτήν όταν ήταν ακόμη μαθητές των πρώτων τάξεων του δημοτικού- δεν είχαν ούτε το χρό­ ν ο , ούτε τις ευκαιρίες για ψυχολο­ γική και πολιτιστική αστικοποίη­ ση. Ταλαντεύονται ανάμεσα στην παραδοσιακή αγροτική τους κλη­ ρονομιά και τη νέα αστική τους πραγματικότητα. Η οικογένεια «κλείστηκε» με την ελπίδα να «βρει στον ιδιωτικό χώ­ ρο την ασφάλεια της ελεγχόμενης κατάστασης» υποστηρίζει η Μ ου­ σούρου σε προηγούμενη δουλειά της.1 Η οικογένεια όμως κλείστηκε και γιατί δεν είχε άλλη επιλογή. Και η ελπίδα της για ελεγχόμενη κατάσταση κατά πόσο βρήκε αντί­ κρισμα; Ο πατέρας ακόμη «πατέ­

ρας-κουβαλητής» κερδίζει χρήματα -κ ά τι που τελικά θα μπορούσε να κάνει οποιοσδήποτε μέσα στην οι­ κογένεια. Στην πραγματικότητα, αποψιλωμένος από τη δύναμή του αισθάνεται κηλιδωμένη την αυτοε­ κτίμησή του, ενώ βρίσκεται α πο­ κομμένος α πό τις ψυχοκοινωνικές και κοινωνικό-οικονομικές συναλ­ λαγές του παραδοσιακού χώρου. Η τωρινή πραγματικότητα του ζητά να βρει ένα νέο ρόλο που θα ανταποκριθεί στην καινούρια δυναμική που αναπτύσσεται μέσα στην οικο­ γένεια. Η μητέρα, α πό τη μεριά της, έχει να αντιμετωπίσει δραστι­ κές αλλαγές. Βρίσκεται με το ρόλο της κοινωνικοποίησης των παιδιών στα χέρια της, ενώ παράλληλα ψ ά ­ χνει για μια καινούρια κοινωνική ταυτότητα. 31,72% των μητέρων του δείγματος ε ί ν α ι . οικονομικά ενεργές, είτε σε δική τους δουλειά, είτε ως μισθωτές. Ενδιαφέρουσα είναι η παρατήρηση ότι «οι πιθα­ νότητες να είναι η μητέρα παιδιού προσχολικής ηλικίας οικονομικά ενεργή αυξάνουν όσο το εκπαιδευ­ τικό επίπεδο ανεβαίνει» (σ. 83). Α υτό σημαίνει ότι η εκπαιδευμένη Α θηναία είναι αυτή που βιώνει τις μεγαλύτερες αντιφάσεις. Η κλινική πρακτική, η εμπειρική έρευνα αλλά και η καθημερινή παρατήρηση φέ­ ρουν τη μητέρα συχνά να εκφράζει ότι δέχεται ισχυρές πιέσεις. Η μητέρα-νοικοκυρά αναφέρει ότι α ι­ σθάνεται αδικημένη, αντικείμενο εκμετάλλευσης, άχρηστη. Η μητέρα -εργαζόμενη μοιάζει συχνά εξίσου δυστυχής, αδύναμη να ισορροπήσει τους πολλαπλούς της ρόλους. Δ ια ­ μελίζεται ανάμεσα στις ανάγκες του άντρα, των παιδιών, της καριέρας, της κοινωνίας. Ό τ α ν η μητέ­ ρα απασχολείται επαγγελματικά, λέει η Μ ουσούρου, αυξάνεται η συμβολή του συζύγου-πατέρα στις δουλειές του σπιτιού και ιδίως στη φροντίδα των παιδιών (που όμως παραμένουν υπόθεση και ευθύνη της μητέρας). Η Α θηναία, σαν την παραδοσιακή μάνα, συνεχίζει να επενδύει όλες τις ελπίδες της στο παιδί και επωμίζεται όλη την ευθύ­ νη για το μεγάλωμά του, δείχνει πρόσφατη έοιτνα της Λουμάνη.2 Ο ι πηγές όμως απ’ όπου η μητέρα είχε να αντλήσει σιγουριά γι’ αυτό της το ρόλο είναι ανύπαρκτες στην αθηναϊκή πραγματικότητα. Η σχέση ανάμεσα στον άντρα και τη γυναίκα έχει τελείως αλλάξει. Η παραδοσιακή απόσταση ανάμεσα στο ζευγάρι ήταν αποτελεσματική


οδηγος/57 στον αγροτικό χώρο. Έ τσι ο καθέ­ νας αγωνιζόταν από τη δική του θέση για έναν κοινό σκοπό: την επιβίωση της οικογένειας. Σήμερα κάτι τέτοιο δεν είναι πια εφικτό αλλά ούτε και επιθυμητό. Το και­ νούριο ζευγάρι έχει ανάγκη να έλ­ θει κοντά ο ένας στον άλλο, για να βρει μέσα από την επικοινωνία έναν καινούριο συζυγικό ρόλο. Τα παιδιά υπερπροστατεύονται και κατακλύζονται από υλική προσφορά στα πλαίσια της ιδεολο­ γίας «όσο περισσότερο τόσο καλύ­ τερα», μιας ιδεολογίας που υπο­ σκάπτει και αντιβαίνει τους νόμους της φύσης και της ζωής. Η φροντί­ δα του παιδιού γράφει η Μουσούρου (σ. 54) «αντιμετωπίζεται ως κάλυψη των βασικών αναγκών της φυσικής επιβίωσής του: ποιος θα το ταίσει, ποιος θα το πλύνει, π οιος θα το προσέξει. Η κάλυψη των βασικών αναγκών της διαμόρ­ φωσής του ως κοινωνικού ατόμου δεν φαίνεται να απασχολεί εξίσου έντονα -ίσω ς γιατί δεν συνειδητο­ ποιούνται οι ανάγκες αυτές». Το παιδί με τη σειρά του οφείλει να ανταποκριθεί μελλοντικά στις γονεϊκές προσδοκίες για εκπαιδευτι­ κά επιτεύγματα. Τα παιδιά του δείγματος δεν έχουν ακόμη πάει στο σχολείο· εντούτοις μια στις τρεις μητέρες δήλωσε ότι επιθυμεί πανεπιστημιακή εκπαίδευση για το παιδί της. Ζούμε στην εποχή όπου η απόδοση σαν κριτήριο γοήτρου και κοινωνικής θέσης επισκιάζει τα όποια άλλα χαρακτηριστικά. Στην πραγματικότητα τα παιδιά μας στην Αθήνα του σήμερα στερούν­ ται κάθε συμμετοχής στην ομάδα που θα τους έδινε ψυχοκοινωνική διαφοροποίηση. Η κοινωνικοποίη­ ση που ήταν έργο συνολικό, έγινε έργο ατομικό, έργο της πυρηνικής οικογένειας και κατ’ επέκταση έρ­ γο εξ ορισμού αδύνατο. Τα προβλήματα που αντιμετωπί­ ζουν οι μητέρες του δείγματος με τα παιδιά τους της προσχολικής ηλικίας είναι τα προβλήματα του φαγητού, της ζήλειας, της νευρικό­ τητας του παιδιού και της αταξίας. Τα προβλήματα αυτά εκφράζονται κυρίως από τις μη εργαζόμενες μη­ τέρες και η Μουσούρου εύλογα αναρωτιέται: «μήπως τα προβλή­ ματα τα δημιουργεί στη μητέρα όχι τόσο το παιδί όσο ο δικός της τρό­ πος ζωής και η παιδοκεντρικότητα της ζωής αυτής» (σ. 55). Α πό την έρευνα της Δουμάνη σημειώνουμε ότι οι Αθηναίες μητέρες παιδιών 14

έως 16 μηνών περνούν όλη τους την ημέρα με το παιδί στον ίδιο χώρο. 90% του χρόνου που το παιδί είναι ξύπνιο βρίσκεται στο ίδιο δωμάτιο με τη μητέρα. 68% αυτού του χρό­ νου το παιδί το περνάει σε συναλ­ λαγή με τη μητέρα και μόνον 5% με οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο. Πα­ ράλληλα παρατηρήθηκε η μητέρα να μιλάει στο παιδί περισσότερο από κάθε άλλη συμπεριφορά, ενώ το παιδί να ανταποκρίνεται ελάχι­ στα στις προφορικές προτροπές, επιταγές ή οδηγίες της. Το ερώτη­ μα που ανακύπτει είναι πώς μπορεί η μητέρα, που βρίσκεται με το π αι­ δί της όλή την ημέρα χωρίς καμιά οστό τις άλλοτε αυτονόητες και φυ­ σικές συναλλαγές, να καλύπτει τις δικές της ανάγκες. Μπορούν όλες c ανάγκες της μητέρας για ανθρώ­ πινη συναλλαγή, να καλυφθούν από το παιδί; Και αν ακόμη υποθέ­ σουμε ότι μπορούν, ποιες οι επι­ πτώσεις στη μελλοντική ψυχοκοινωνική ανάπτυξη και ανεξαρτη­ σία του παιδιού αυτού; Στην Αθήνα σήμερα, τρία στα τέσσερα παιδιά προσχολικής ηλι­ κίας κοινωνικοποιούνται από γο­ νείς που έχουν οι ίδιοι κοινωνικο­ ποιηθεί στις αξίες, τους κανόνες και τον τρόπο ζωής της παραδο­ σιακής αγροτικής κοινωνίας. Αυτά είναι τα παιδιά στα οποία αναφέρεται η Μ ουσούρου, και αυτή είναι η οικογένεια που καλείται να συμ­ βάλλει στην ανανέωση του κοινω­ νικού συνόλου και παράλληλα στη διατήρηση της ταυτότητάς του ως συνόλου. Μια οικογένεια που στρέφεται κυρίως προς τα μέσα σφιχταγκαλιάζοντας το παιδί της. Μια οικογένεια απαράσκευη και απροετοίμαστη, πιασμένη στο δό­ κανο της κοινωνικής αλλαγής. Μια οικογένεια που αποτελείται από άτομα που δεν διαθέτουν ακόμη τις απαραίτητες ψυχο-κοινωνικές δε­ ξιότητες ώστε να λειτουργήσουν ως αυτόνομες, αυτο-οριοθετημένες, ανοικτές οντότητες, στα πλαίσια πάντα της ομάδας, εφόσον άτομο και ομάδα δεν είναι παρά οι δύο πλευρές της ίδιας διεργασίας. ΘΑ ΛΕΙΑ ΔΡΑΓΩΝΑ Σημειώσεις 1. Μουσούρου, Λ. Η Ελληνική Οικογέ­ νεια. Αθήνα: Ίδρυμα ΓουλανδρήΧορν, 1984. 2. Doumanis Μ., Mothering in Greece: From Collectivism to Individualism. London: Academic Press, 1983.

Ημερίδας και την έκδοση κατόπιν των εισηγήσεων και απόψεων των συμμετασχόντων στις εργασίες της συνάντησης. ί Ο Garibaldi και ο Ιταλικός Φ ιλελληνισμός τον 19ο αιώ να. Αθήνα, Ιταλικό Μ ορφωτικό Ινστιτούτο, 1985. Σελ. 189.

: \ \ | j ί ! | j | Ι | j ! ; ί j j

ΜΟΡΦΗ που ξεπέρασε τα όρια της πατρίδας του, ενσαρκώνοντας την ιδέα της ελευθερίας, ο Γκαριμπάλντι επηρέασε βαθιά τη διαδρομή των «οραμάτων» του περασμένου αιώνα. Και, ειδικά στην Ελλάδα, έφτασε τα όρια του μύθου, προωθώντας μια αμφίδρομη σχέση «συγγένειας» με την Ιταλία και τους ανθρώπους της. Αυτή ακριβώς τη σχέση, αλλά και το πρόσωπο του ήρωα, διερεύνησε ένα Συμπόσιο που οργάνωσε το Ιταλικό Μορφωτικό Ινστιτούτο Αθηνών, με συμμετοχή πολλών διακεκριμένων Ελλήνων και Ιταλών μελετητών. Και οι ανακοινώσεις του αποτέλεσαν και το -εξαιρετικά ενδιαφέρονυλικό τούτου του τόμου.

ΕΛ ΕΝ ΑΣ Ν Ο ΥΣΙΑ: Η Συντελεσμένη Ε ποχή. Αθήνα, Ίκαρος, 1985. Σελ. 27. ΕΝ Α μικρό «βιβλιαράκι» 14 ποιημάτων είναι η «Συντελεσμένη Εποχή» της Έ λενας Νούσια. Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του, όμως, δεν έγκειται στον -ανύπαρκτο άλλωστε- όγκο του. Ίσως, μάλιστα, ούτε στο περιεχόμενό του (που πάντως δεν στερείται σημασίας). Α λλά, στον «τρόπο» του ή, μάλλον καλύτερα, στους «τρόπους» του. Δηλαδή, στις εκφραστικές μορφές που -με ευχέρεια- χρησιμοποιούνται και που ποικίλουν (η ίδια η ποιήτρια μιλάει για «τρεις


58/οδηγος

για τον Ντμίτρι Σοστακόβιτς ΝΤΜ ΙΤΡΙ ΣΟ Σ ΤΑΚΟ Β ΙΤΣ: για τον ίδιο και την εποχή του. (Επιλο­ γή και παρουσίαση κειμένων: Α. Γκριγκόριεφ και Γ. Πλάτεκ). Με­ τάφραση (από τα αγγλικά) Νίκος Σαραντάκος. Σ ύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1985. Σελ. 426.

Ο Ντμίτρι Ντμίτριεβιτς Σοστακόβιτς: ένας μουσικός, ένας πολεμι­ στής, ένας στρατευμένος κομμουνιστής, ένας ακάματος εργάτης της τέχνης; Ό λα μαζί, και κάτι περισσότερο. Μια μεγαλοφυία! Τα κείμενα, που συνθέτουν το βιβλίο, δίνουν μιαν ανάγλυφη εικόνα τού τι υπήρξε ο Σοστακόβιτς απ’ τα 1920, όταν «ξεμπέρδεψε» με τις σπουδές του, ώς τις 9 Αυγούστου 1975, οπότε πέθανε. Γι’ αυτό και μόνο -αλλά όχι μόνο- τον λόγο θ’ άξιζε να διαβαστεί το βι­ βλίο, το οποίο δεν απευθύνεται ειδικά στο μουσικόφιλο αναγνω­ στικό κοινό και στους μυημένους στο μέγα μυστήριο της μουσικής, αλλά και στον αναγνώστη εκείνο, που απλώς είναι περίεργος και θέλει να μαθαίνει λεπτομέρειες για τη ζωή και το έργο των Μεγά­ λων αυτού του κόσμου. Δεν πρόκειται περί βιογραφίας - η βιογραφία του Σοστακόβιτς έχει εκδοθεί στα ελληνικά από τις εκδό­ σεις «Νεφέλη» και βασίζεται στην εξιστόρηση της ζωής του συνθέτη α π ’ τον γιο του, επίσης μουσικό, Μ αξίμ στον Μ. Βολκώφ· πρόκειται για μια -μ ε την καλή έννοια του όρ ου- συρραφή κειμένων, που είτε είχε δημοσιεύσει ο συνθέτης σε εφημερίδες και περιοδικά (Πράβντα, Ιζβέστια, Κομσομόλσκαγια Πράβντα, Λιτερατούρα ι Ισκούστβο, Κράσναγια Γκαζέτα, Τρουντ, Ραμπότσι ι Τεάτρ, Βετσέρναγια Μοσκβά κλπ.) είτε είχε εκ­ φωνήσει εν είδει ομιλιών απευθυ­ νόμενων σε μουσικούς ή σε εργά­ τες. Τα κείμενα έχουν εκδοθεί κατά χρονολογική τάξη ετήσιας βάσεως· προηγείται δε πάντοτε ένα κατατο­ πιστικό σημείωμα, που θα μπορού­ σε να θεωρηθεί ως εκτεταμένο cur­ riculum vitae. Σημειώνουν οι επιμε­ λητές της έκδοσης στο εισαγωγικό τους σημείωμα: Π ρέπει να επισημ α νθ εί ότι το βιβλίο αυτό δεν είναι

μια εξαντλημένη πλήρης συλλογή όλων των κειμένων του Σοστακό­ βιτς. Η επιστημονική ανάλυση και έκδοση του συνόλου της «φ ιλολογι­ κής» κληρονομιάς του είναι ένα κα­ θήκον για το μέλλον. Α ισθανόμα­ στε, ωστόσο, ότι τα αποσπάσματα που περιέχονται εδώ δεν είναι άσχετα μεταξύ τους, και π αρ’ όλη την ποικιλομορφία τους τα ενώνει η ακεραιότητα της προσωπικότη­ τας του συνθέτη (σελ. 9). Προηγου­ μένως έχουν γράψει: Α κόμα και ταξινομημένα κατά χρονολογική σειρά, τα άρθρα και τα άλλα κείμε­ να του Σοστακόβιτς, δεν έχουν κά­ ποιο σύστημα ούτε και την οικειό­ τητα ενός ημερολογίου. Αντίθετα, ως ε π ί το πλείατον αποτελούν την ανταπόκριση του συνθέτη σε ορι­ σμένα και απομονωμένα το ένα από το άλλο γεγονότα. Συγκροτούν όμως μια σχεδόν πλήρη εικόνα των απόψεων και των αρχών του και δείχνουν τη συνεχή τους εξέλιξη... Κατά βάση τα κείμενά του απαρτί­ ζουν κάτι σαν «ημερολόγιο κατα-

στρώματος», ημερολόγιο όχι προ­ σωπικό, ιδιωτικό, αλλά ανοιχτό σε όλους, «γραμμένο» μπροστά στα μάτια μας (σελ. 8). Μέσα α π ’ αυτές τις «ημερολογια­ κές» καταγραφές του Σοστακόβιτς - στις οποίες ίσως έγκειται η μεγά­ λη αξία της φιλολογικής, πέραν της μουσικής, κληρονομιάς το υ- παρε­ λαύνουν μουσικές αναλύσεις, ρε­ πορτάζ (κι ας μην υπήρξε δημοσιο­ γράφος) για τη μουσική της πατρί­ δας του αλλά και για τα μουσικά πράγματα άλλων χωρών, πολεμικά κείμενα στο χώρο της τέχνης (όπως λ.χ. η καταδίκη του οιουδήποτε φορμαλισμού), αλλά και της πολι­ τικής (όπως η καταδίκη του ιμπε­ ριαλισμού και του φασισμού), δοκιμιακά κείμενα για την όπερα, ως ενιαίο έργο τέχνης, αλλά και για τα μέρη της (λιμπρέτο, σκηνοθεσία κλπ.), σελίδες για τον κινηματο­ γράφο, της μουσικής του οποίου υπήρξε, όπως καυχιόταν κι ο ίδιος, σκαπανέας, το θέατρο, τα βιβλία. Παρελαύνουν, επίσης, η αφοσίωσή του στην υπόθεση της οικοδόμησης του Σοσιαλισμού, η αγάπη του για τη γενέτειρά του, το Λένινγκραντ, ο σεβασμός του προς την εργατική τάξη, της οποίας ένιωθε τον εαυτό του γνήσιο τέκνο, η αντίληψή του ότι π ρόοδος χωρίς παγκόσμια ειρή­ νη δεν είναι νοητή· παρελαύνουν, τέλος, όλα τα μεγάλα ονόματα της Μουσικής: τα ιερά τέρατα: Μ παχ, Μότσαρτ, Μ πετόβεν, Μπραμς, Βάγκνερ· οι μεγάλοι μουσικοί της χώρας του: Γκλίνκα, ΡίμσκηΚόρσακωφ, Τσαϊκόφσκι, Προκό-


οδηγος/59 φιεφ, Ραχμάνινωφ... Διαβάζουμε για τη σχέση του με τον Γεβγκένι Μραβίνσκη και την Φιλαρμονική του Λένινγκραντ, για τον Μαγιακόφσκι, τον Αϊζενστάιν και τον Γιουτκέβιτς, για τον μεγά­ λο -κα ι, δυστυχώς, αγνοημένοΜιασκόφσκι, για τον Στραβίνσκι, τον Μπάρτοκ, τον Μπεργκ και για τον Δημήτρη Μητρόπουλο' για τον Τολστόι και τον Σαίξπηρ. Ο κατά­ λογος των ονομάτων δεν έχει τέλος. Διαβάζουμε, και εντυπωσιαζόμα­ στε από την άνεσή του στο να χει­ ρίζεται ταυτόχρονα με μοναδική επιδεξιότητα μουσικά και λογοτε­ χνικά εργαλεία, να τα ντύνει με την - στο στόμα άλλων τόσο κακόηχη και τόσο χοντροκομμένη- γλώσσα του στρατευμένου κομμουνιστή και να τα κάνει όχι μόνο εύληπτα και επιδιώκοντα έναν συγκεκριμένο πολιτικό σκοπό κείμενα, αλλά απο­ στάγματα σοφίας. Γοητευόμαστε από την αφέλειά του -μα είναι νο­ μοτέλεια: η Τέχνη πρέπει να είναι (και) αφελής!-, α π’ την αστείρευτη ενεργητικότητά του, α π’ την ουσια­ στική παραγωγικότητά του. Και το σπουδαιότερο: όλο του το έργο ο συνθέτης το βλέπει μέσα απ’ το πρίσμα της αυτοκριτικής: δεν χαρί­ ζεται στον εαυτό του, επειδή ακρι­ βώς δεν χαρίζεται σε κανέναν. Η κριτική του, ωστόσο, δεν είναι μό­ νο καλόπιστη, αλλά πάνω απ’ όλα δίκαιη. Παρακολουθούμε το πώς μεταβάλλονται με την πάροδο των χρόνων οι απόψεις του, πώς λ.χ. «αποκαθίσταται» ο Σκριάμπιν, και οι προτιμήσεις του και μας ελκύει σαν μαγνήτης ο λόγος του, που δεν έρχεται εκ των υστέρων να συγκαλύψει μια «νεανικήν» επιπολαιότη­ τα, αλλά φτάνει στο να κατακεραυ­ νώνει τον ίδιο. Να τι γράφουν οι επιμελητές στην εισαγωγή τους: Η αταλάντεντη πίστη ενός καλλιτέχνη και ονμανιστή μπ ορεί ν’ ακουστεί το ίδιο ξεκάθαρα σε κείμενα που τα χωρίζουν δεκαετίες. Κα ι στα λό ­ για αυτά μπορούμε να διακρίνουμε τα πιο δασικά χαρακτηριστικά του Σοστακόδιτς, του καλλιτέχνη, του πολίτη, του ανθρώπου Σοστακό­ διτς. Κι αυτά τα χαρακτηριστικά, που έμειναν απαράλλαχτα όλες αυ­ τές τις δεκαετίες, είναι η τιμιότητα απέναντι στον εαυτό τον και τους άλλους, οι υψηλές αρχές, η ευγενι­ κή συμπεριφορά, η αποστροφή απέναντι σε συμδιδασμούς στην τέ­ χνη του, η ειλικρίνεια και, τέλος, η πλήρης απουσία επιτήδευσης ή προσποίησης (σελ. 10).

Ο μουσικόφιλος, ειδικά, θα βρει στο βιβλίο πολλές σελίδες με ανα­ λύσεις, από πρώτο χέρι, του πώς γεννήθηκαν και τι «σημαίνουν» τα αριστουργήματά του: Η Πέμπτη, η Εβδομη, η Ενδέκατη και η Δωδέ­ κατη Συμφωνίες του, η όπερα Λ α ί­ δη Μάκδεθ του Μτσένσκ, η Σονάτα για Τσέλο, το Κουιντέτο για πιάνο, το Τρίο για Πιάνο, το Κουαρτέτο για έγχορδα κλπ· θα βρει, μάλιστα, θαυμάσιο και πρωτότυπο ιστορικό υλικό για τα Κουαρτέτα Μπετόβεν και Γκλαζουνώφ, για τον Γεβγκένι Μραβίνσκι και την Φιλαρμονική ορχήστρα του Λένινγκραντ, για τον Ντμίτρι Καμπαλέφσκι, τον Σβιατοσλάβ Ρίχτερ, τον Μοτισλάβ Ροστροπόβιτς και τον Σεργκέι Προκόφιεφ. Προσωπικά -α ς μου επιτραπείχάρηκα το βιβλίο όχι μόνο για τη ροή του, που σε συναρπάζει, και τον τρόπο του εκφέρειν απόψεις για ό,τι είναι καλλιτεχνικό, αλλά για το ότι, μέσ’ α π’ τις γραμμές των κειμένων, αναδυόταν «χειροπια­ στή» μια παλιά (έμμονη) ιδέα που είχα: ότι δηλαδή ο Σοστακόδιτς εί­ ναι ο Γκούσταφ Μάλερ της ΕΣΣΔ, το νέο ιερό τέρας της Μουσικής, του οποίου το μεγαλείο δεν έχει αναγνωρισθεί ακόμα πλήρως και το έργο δεν έχει μελετηθεί και εκτιμηθεί όσο του αρμόζει· με λυπεί και με θλίβει το γεγονός ότι ακόμα και σήμερα, δέκα χρόνια και πλέον απ’ τον θάνατό του, όλοι, ή σχεδόν όλοι, ομιλούν ακόμα για το «παιδίθαύμα», ξεχνώντας προφανώς ότι παιδιά-θαύματα δεν υπάρχουν. Η μετάφραση του βιβλίου έγινε από την αγγλική έκδοση του Οίκου Προγκρές της Μόσχας. Ο μετα­ φραστής χειρίστηκε τα κείμενα με λεπτότητα και απέόωσε με ακρί­ βεια αλλά και κομψότητα τόσο τα «μουσικά» όσο και τα «φιλολογι­ κά» μέρη, ούτως ώστε να εξυπηρε­ τείται η άνετη ανάγνωση σελίδων που κάθε άλλο παρά «ευπρόσιτες» είναι. Με ξένισε, όμως, και οφείλω να το γράψω (γιατί είναι λάθη αγνοίας, μολονότι ο μεταφραστής φαίνεται ότι έχει κραταιά γνώση της μουσικής), το ότι ο Ντβόρζακ και ο Χίντεμιτ γράφονται επανει­ λημμένους ως Ντβόρακ και Χίντεμιθ αντίστοιχα. Εν κατακλείδι: πρόκειται για ένα από τα καλύτερα βιβλία της τελευταίας εκδοτικής χρονιάς και το προτείνω ανεπιφύ­ λακτα. ΓΙΩΡΓΟΣ Δ . ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ

τρόπους»). Τόσο, ώστε να μοιάζουν τα ποιήματα προερχόμενα από διαφορετικό χέρι, στην προσπάθειά του να αγγίξει «υπαρξιακά» ίχνη. (Κι έτσι, μπαίνει σοβαρή υποθήκη γραφής, όταν κατασταλάξει ο «τρόπος» της...). ΒΑΪΟΣ ΠΑΓΚΟΥΡΕΛΗΣ

ΓΙΑ Π Α ΙΔ ΙΑ ΕΛΕΝΗΣ ΒΑΛΑΒΑΝΗ: Μ ύθοι τον Αισώπου. Αθήνα, Πατάκης, 1985. Σελ. 31. ΕΛΕΝΗΣ ΧΩΡΕΑΝΘΗ: Μύθοι του Αισώ που. Αθήνα, Καμπανάς, 1985. Σελ. 90 (σειρά 14 διδλίων). Ο Αίσωπος ήταν, είναι και θα είναι μια πηγή σοφίας, ευθυμίας και διδαχής για μικρούς και μεγάλους. Οι μεταφράσεις των μύθων του ή η διασκευή τους ή και η θεατροποίησή τους είναι μια ολόκληρη περιπέτεια στην Ελλάδα με καλές και, τις περισσότερες φορές, κακές στιγμές. Καθώς το πρωτότυπο των μύθων προσφέρεται εύκολη λεία σε μεταφραστές αυστηρούς, ποιητές και ποετάστρους, διασκευαστές με ελαφριά λογοτεχνική (κάποτε καθαρά εμπορική) συνείδηση ή και αυξημένη ευθύνη- καθώς ακόμα η δύναμη της παράδοσης θέλει τον Αίσωπο «κατάλληλο» για παιδιά και -«αντιστάσεως· μη ούσης»- ιδανικό για εμπορευματοποίηση των ιδεών του, ανεξάρτητα αν υπάρχουν πολλές αμφιβολίες για την


60/οδηγος

στη θέα της δεύτερης όψης των πραγμάτων Ν ΙΚ Ο Υ ΦΩΚΑ: Προβολέας στα μάτια. Ποιήματα. Αθήνα, Κ ρύ­ σταλλο, 1985. Σελ. 48.

Ό ταν έχει να αντιμετωπίσει κανένας την όγδοη συλλογή ενός ποιητή, ο οποίος έχει γράψει, ήδη, ένα σημαντικό μέρος της ιστο­ ρίας του, τότε τα πράγματα γίνονται από μόνα τους πιο σοβαρά. Περίσκεψη, αμηχανία, προβληματισμός, αμφιβολία, ενθουσια­ σμός και χίλιες δυο άλλες καταστάσεις σε παραλαμβάνουν στα γρανάζια τους και σε εξουθενώνουν μέχρι να αποφανθείς. Αυτή την ιδιάζουσα ταλάντευση μου προξένησε ο «Προβολέας στα μά­ τια», ένα αρκετά ιδιόμορφο βιβλίο, του Νίκου Φωκά. Α λλά, γιατί ιδιόμορφο; Ο χαρα­ κτηρισμός αυτός αποτελεί, ίσως, την πρώτη, τάχιστη, εντύπωση του αναγνώστη, κατά την αρχική του επαφή με το βιβλίο. Α ν δεν ακο­ λουθήσει δεύτερη επαφή, νηφάλια και προσεκτική, τότε ουδείς θα αποκομίσει ένα οποιοδήποτε όφε­ λος, ούτε ο αναγνώστης, ούτε -δ υ ­ στυχώς- ο ποιητής. Ο βιαστικός αναγνώστης, που θα διαβάσει τους πρώτους στίχους κάθε ποιήματος και πιθανόν να διστάσει ν α προχω­ ρήσει πιο κάτω, θα αποφανθεί -επιπόλαια, ίσως, αλλά αυτός εξουσιάζει, πάντα, το χρόνο και τα γούυτα του- ότι δεν πρόκειται για κάτι το σοβαρό και θα απορρίψει αμέσως το βιβλίο. Ό μως, είπαμε προσοχή, είναι η όγδοη ποιητική συλλογή ενός ανθρώπου, που πέρα από την αυθεντική δημιουργία έδειξε ότι γνωρίζει καλά και την θεωρία της ποίησης. Και επειδή δεν πρέπει -τουλάχιστον όλοι- να ενεργούμε κάτω από το βάρος των εντυπώσεων της πρώτης στιγμής, ας πάρουμε τα πράγματα με τη σει­ ρά τους. Διαβάζοντας τα ποιήματα του «Προβολέα στα μάτια» νομίζεις ότι βρίσκεσαι μέσα σε ένα αυστηρό και άνυδρο τοπίο. Λέξεις χω^ίς δρο­ σιά, σχήματα χωρίς μυστήριο, φαι­ νόμενα που δεν κρύβουν καμιά απορία, παρατάσσονται με ένα ρυθμό νωθρής πεζοπορίας, που

από κάποια πλευρά σε αποθαρρύ­ νουν σίγουρα, αλλά και σε κάνουν να παραδεχτείς μια φυσική τους ισορροπία, σαν υλικά δημιουργή­ ματα ενός τεχνίτη, που και μέσα στη ρουτίνα του γνωρίζει να απο­ δίδει με μεγάλη ακρίβεια την τεχνι­ κή του. Η αντίρρηση, όμως, είναι ότι εντρυφώντας μέσα στα παρατεταγμένα αυτά εκφραστικά σχήματα δεν διακρίνεις καμιά πρόθεση σ’ αυτά να ξεψυχήσουν μέσα στον οποιοδήποτε ενδεχόμενο σπαραγμό τους. Λέξεις και φράσεις, που ενώ δεν έχουν έναν βαθύτερο κλονισμό, δεν φαίνονται να πάσχουν και από την έλλειψή του. Τι συμβαίνει λοι­ πόν; Υπάρχει ένα βαθύτερο «εν τι» μέσα στους στίχους ή όχι; Μήπως υπάρχει και δεν φαίνεται με την πρώτη ματιά, κάποιο ανυποψίαστο κ ε κ ρ υ φ ό γεγονός, κάτω από την ξηρή επιφάνεια των λέξεων; Μή­ πως η αιμάσσουσα πληγή κηλιδώ­ νει την αθέατη όψη των πραγμά­ των; Ν α, όμως, μια γεύση από την ορατή πλευρά του έργου: Με χρώμα γέρικου παχύδερμου α π ’ τη σκόνη Μέρος κι εκείνος ενός σκουπιόαριού Ο κάκτος που θεωρείτο νεκρός Ά νθισ ε μετά από εννέα χρόνια Πράγματι, το τρομερό φύλλο με τις βελόνες

(Έ να ανάμεσα σε δώδεκα Καθώς αποτελούσε τμήμα Ενός π ανίσχυρου συστήματος) Πέταξε από την κόψη του μο ­ ναδικό Το βαθυκόκκινο άνθος που, Έξω απ ’ το σύστημα σχεδόν, Θαρρείς ανήκε σε δικό του σύ­ στημα Έτσι καθώς ακροβατούσε στο κενό Στην παρυφή του φύλλου, Σ ε δηλωμένη και χρωματική και ποιοτική Προς τον κάκτο αντίθεση. Η εν λόγω συστηματική διαφωΔ εν είχ’ άλλο ενδιαφέρον Παρά μόνο σαν ποίηση Σ αν ακραία δυνατότητα μιας Ά νοιξη ς... (Ο Κάκτος) Το ποίημα αυτό είναι δείγμα όχι μόνο του ύφους, αλλά και της δο­ μής, γενικότερα, των ποιημάτων της συλλογής «Προβολέας στα μά­ τια». Πέρα από τη δύναμη του 6εληνεκούς του, που συγκεντρώνεται στους δυο τελευταίους στίχους, διαθέτει τα γενικά χαρακτηριστικά όλων των ποιημάτων του βιβλίου. Συγκεκριμένα, η γραφή που μοιά­ ζει τόσο πολύ με προσεγμένη προ­ φορική ομιλία, απονεκρώνει τους συγκινησιακούς κραδασμούς, που θα ήταν δυνατόν να διοχετεύσει μια πληθωρική ποιητική πρόθεση. Ό λ α λέγονται και παρατίθενται όχι σαν έπειτα από μια κάποια συνταρακτική και μυστική ανακά­ λυψή τους, αλλά ανεγνωρισμένα σαν από μια ντε φάκτο και φυσιο­


οδηγος/61 λογική διαπίστωση της όλης διαλε­ κτικής των πραγμάτων. Ο ποιητής δεν εκπλήσσεται με τίποτα, άρα δεν παραπονιέται, δεν απορεί κα­ θόλου, και φυσικά δεν ρωτάει, ού­ τε καν αναρωτιέται. Η απορρόφη­ ση αυτή των καθαρών και, ίσως, υπέρ-ποιητικών στοιχείων οφείλε­ ται αναντίρρητα στη φιλοσοφική τάση, που ελλοχεύει και κατευθύ­ νει τη δημιουργία του τελικού κλί­ ματος κατά την απόδοση του κάθε θέματος. Έ τσι το ποίημα αντί να φορτίζεται συγκινησιακά, αξιοποιείται γνωσιολογικά. Γνώση, λοι­ π όν, παρατήρηση και εμπειρία μέ­ σα σε ένα πλέγμα εσχατολογικών προεκτάσεων και παραινετικών, μερικές φορές, σχολίων. Η φιλοσοφική ροπή των ποιημά­ των εξυπηρετείται από τη λειτουρ­ γία δυο κατεξοχήν λογοτεχνικών σχημάτων: την παρομοίωση και την αντίθεση. Εκτός από τη κοινή χρή­ ση των γραμματικών προθέσεων (σαν, όπως κλπ.) οι ίδιες οι εικόνες συνδράμουν στο να αποδοθεί η βα­ θύτερη αντίθεση, όχι μόν μεταξύ διαφορετικών καταστάσεων που συνιστούν και επηρεάζουν ή και διαμορφώνουν, ακόμα, τα ίδια πράγματα, αλλά και την εσώτερη, καταλυτική αντίθεση, που ενυπάρ­ χει, πολλές φορές, εν σπέρματι και από καταβολής μέσα σε ένα μονα­ χικό και τυχαίο γεγονός. Στο ση­ μείο αυτό πρέπει να αναγνωρισθεί η πολυεικονική ποίηση του Νίκου Φωκά. Αυτό, που είναι να πουν οι λέξεις, το δείχνουν οι σχηματιζόμενες εικόνες. Ευδιάκριτες και καί­ ριες εννοούν χωρίς να υπονοούν, περιορίζοντας έτσι στο ελάχιστο την πολυσημία των λέξεων. Τα σημαινόμενα καταδεικνύονται άμεσα, μακριά από κάθε σκοτεινή αοριΤα παραινετικά σχόλια, που ανέφερα πιο πάνω, τα εννοώ συγχεόμενα με μια διακριτική θυμοσο­ φία, που δίδεται έντεχνα και κάτω από την κάλυψη ενός επιστημονικοφανούς ορισμού: «Ωστόσο η αλήθεια είναι άλλητο συμβάν Μ' έκανε να παραιτηθώ α π ’ οπουδήποτε πήγαινα Κ α ι να χάσω τη δουλειά μου Για ένα μάθημα σοφό: Ό σ ο σπουδαίο κι αν είναι αυτό που βλέπουμε μπροστά μας Υπάρχει πάντα στα άκρα κάτι Που απειλεί, πηδώντας στο οπτικό μας πεδίο,

Κυριολεκτικά να κλέψει την παράσταση.» (Περιστατικό μ ε Φίδι) Α ν αντιστρέφουμε την έννοια του όρου «προσωποποίηση», με την οποία α. δίδονται στα πράγ­ ματα ανθρώπινες ιδιότητες, θα φτάσουμε σε μια αντίθετη κατά­ σταση απο-προσωποποίησης, στην οποία ο άνθρωπος χάνει τις ιδιότητές του μέσα στο εγγύς περιβάλλον και οικειοποιείται χαρακτηριστικά των πραγμάτων με πρώτο και κα­ λύτερο τη στατικότητά τους, σαν μια φαινομενική αμεταβλητότητα. Τέτοια σχήματα συναντώνται συ­ χνά μέσα στα ποιήματα του Νίκου Φωκά. Εξάλλου, μια διόγκωση των φυσικών πραγμάτων προς τον αν­ θρωπομορφισμό και το υπερφυσι­ κό είναι γνωστή και από προηγού­ μενες συλλογές του. Εικόνες με τε­ ρατογονίες και τερατολογίες έχουν αγαπηθεί ιδιαίτερα από το Νίκο Φωκά. Το αξιοσημείωτο, όμως, εί­ ναι ότι τέτοια στοιχεία συγκρο­ τούνται και δεν υπερβαίνουν ποτέ το κλίμα μιας εντελώς ρεαλιστικής ποίησης, της οποίας αποτελούν όχι μόνο δομικά στοιχεία, αλλά και εννοιολογικά κλειδιά για την κατα­ νόησή της. Ούτε λόγος να γίνεται για υπερρεαλισμό. Ό χ ι γιατί δεν υπάρχουν νύξεις και υποψίες. Ού­ τε επειδή δεν βρίσκονται σπέρματα ικανά να δημιουργήσουν συνθήκες μέσα στις οποίες θα αποδοθεί υπερρεαλιστικά το ποίημα. Υπάρ­ χουν και νύξεις και σπέρματα, και συνθήκες. Ό λ α , όμως, αυτά καταστρέφονται αυτομάτως με τη γέν­ νησή τους. Παράδειγμα το από­ σπασμα από το ποίημα «Η ξηρά κι η θάλασσα»: «Καθώς το κύμα ρίχνεται κατα­ πάνω μου μεταψέροντας - ίδια σκουπίδιαεκτυφλωτικά αποσπάσματα από φως (παραίσθηση ενός πλούτου που δεν γίνεται να εισπραξω, να τσεπώσω)....» όπου προσφέρεται μια πολυεικονική μαγεία,' όταν διαβάζοντάς το παραλείψουμε τον δεύτερο και πέμπτο στίχο. Στις υψηλές και φορτισμένες αυτές μεταφορές ευ­ δοκιμεί εύκολα κάθε υπερρεαλιστι­ κή καταφυγή. Ό μ ω ς, επέρχονται ο δεύτερος και ο πέμπτος στίχος και σαν μαχαίρια κόβουν με την π εζο­

ί παιδαγωγική αξία των μύθων I και για το ποια αντιστοιχία υπάρχει στη σημερινή ι κοινωνική πραγματικότητα, ί συνεχίζεται πάντα η ελεύθερη διασκευή των Μύθων του στη χώρα μας και, έτσι, το όλο ; πρόβλημα εναποτίθεται πια στην καλή θέληση, στην ευαισθησία και στην παιδεία των διασκευαστών του Αισώπου. Το πρόβλημα είναι ! φιλολογικό και καλά θά ’ταν ν ’ αποτελέσει θέμα μελέτης και ■ για την Παιδική Λογοτεχνία : -μ ια πρώτη προσέγγιση έχει ; κάνει ο κ. Αρ. Βουγιούκας. Και φυσικά, η μελέτη αυτή ενδιαφέρει εκτός από τους επαΐοντες και τους δασκάλους, και τους γονείς. Γράφονται όλα τούτα έχοντας^ μπροστά μου δύο ακόμα βιβ£& με διασκευές των Αισώπειων ; Μύθων, στις οποίες το κυρίαρχο στοιχείο δεν είναι η ουσία, η λιτότητα και ο στόχος του Αισώπειου λόγου, αλλά η ευαισθησία, η φαντασία και το λογοτεχνικό τάλαντο μιας σημαντικής πεζογράφου της Παιδ. Λογοτεχνίας, της Ελένης Βαλαβάνη, και μιας αξιόλογης : ποιήτριας για παιδιά, της \ Ελένης Χωρεάνθη. ι ι Και οι δύο διασκευές είναι ί ελεύθερες. Μεταφέρουν το ! νόημα του Αισώπου μέσα από ! την προσωπική τους άποψη και με τον εντελώς δικό τους λογοτεχνικό λόγο. Ωραίος ο λόγος' αυτός, ποιητικός κάποιες φορές, πυκνός άλλες και πάντα ; προσιτός στα π αιδιά. Θα έλεγα j ότι είναι περισσότερο μια , προσωπική φωνή των συγγραφέων-διασκευαστών I παρά ο λόγος του Αισώπου. Η περιπέτεια του τελευταίου ί συνεχίζεται αλλά οι δύο παραπάνω διασκευές των μύθων του βρίσκονται σε αρκετά καλές στιγμές. Στο έργο ; της Βαλαβάνη εντυπωσιάζει η ! εικονογράφηση του Αντώνη Καλαμάρα, ενώ στο έργο της ; Χωρεάνθη η εικονογράφηση 1 ακολουθεί παραδοσιακούς ! δρόμους (του Ηλία Ι Κουτσονικόλα). ΑΝΤ. ΔΕΛΩΝΗΣ


62/οδηγος τητά τους το ιδιάζον κλίμα των άλ­ λων τριών στίχων, προσγειώνοντας το ποίημα σε ένα άτεγκτο και ωμό ρεαλισμό. Π έρα, όμως, από την επινόηση, που επαυξάνεται ανάλογα με την οξυδέρκεια του δημιουργού, υπάρ­ χει και η πιο λεπτή στιγμή της ποίησης: Είναι η στιγμή του βιώ­ ματος. Το σημείο, όπου δοκιμάζε­ ται πάντοτε ο ποιητής. Γιατί, ή θα μπορέσει ν α το αξιοποιήσει, προβάλλοντάς το ως φόρμα και ως ιδέα, στις υψηλότερες σφαίρες της ευγένειας και της ευαισθησίας, ή δεν θα μπορέσει και θα μετατρέψει την απόπειρά του σε μια εκχυδαϊστική απλοποίηση των ανθρώπινων συγκινήσεων. Δ εν αρκεί μονάχα το ταλέντο της επινόησης. Χ ρειάζεται και η δρο­ σιά του πηγαίου νερού, η γεύση της ρίζας και της αυθεντικότητας. Και ο αληθινός ποιητής είναι πάντοτε αυθεντικός, όταν απογειωμένος προσφέρει τους κώδικες της ψυχής του, τα αίτια και τα αιτιατά των αγρυπνιών του, ή, ακόμα, και όταν, ενδιαμέσως, μαρτυρεί τον καημό των άλλων, ερχόμενος ως μύστης και κοινωνός των αγωνιών τους.

Τέτοιες στιγμές υπάρχουν μέσα στην ποίηση του Νίκου Φωκά και είναι εκείνες, που με την τρυφερότητά τους σε παρακινούν να εντρυφήσεις ξανά στην ενάργεια των συ­ ναισθημάτων και των αφετηριών τους. Είναι εκείνες που έχουν τη δύναμη να οριοθετήσουν τον δικό τους ελάχιστο χώρο μέσα στη μνή­ μη, είτε ως κύρια αφορμή, είτε ως συνειρμική ακολουθία. «Φως κα­ θημερινό, δυνατό σαν προβολέας στα μάτια». Και ας πέσει αυτό το φως, ας φωτίσει το ποίημα «Λαϊκοί άνθρωποι», το τελευταίο του βι­ βλίου και το καλύτερο της συλλο­

γής·

Γιατί μ α ζ ί με μηχανές και μεγά ­ φω να Σ το βάθος συνεχίζεται μ ια θεία λειτουργία. Κ α ι πλήθος άνθρω ποι λα ϊκ ο ί είνα ι κει παρόντες Μ ε κινήσεις και στάσεις τελε­ τουργικές Μ ε πρόσω πα γεμάτα εκκλησια­ στική κατάνυξη Α κ όμα κι όταν τρων, που λες πω ς κοινω νούν. Τότε ως κι η ρύπανση της μέρας μ ο ιά ζει να υποχωρεί, Σ α νά ’χάσε η χημεία το κύρος

της, Σ κο υπ ίζει το δρόμο ο οδοκαθα­ ριστής. Α ν κα ι μένω ψηλά ακούω το χαμηλό τραγούδι τον. Δ ε ν πειράζει π ο υ δεν πιάνω όλες τις νότες ή τις λέξειςΔ εν πειράζει, ξέρω πως είναι ■ψαλμός. Κ ι άλλο ι ακ ούν άλλοι μ ισακούν κι άλλοι - Ο ι περισσότεροι- δεν ακούν, όπω ς σ’ ένα ναό.

Μ ια τιμωρία που έληξε θαρ­ ρείς- είθε όπ ου νά ’ναι Το λιγοστό που μ ένει φως να γίνει φώτιση. Α υτά, ως ελάχιστο αντιστάθμι­ σμα των αντιρρήσεων, που προηγήθηκαν. Και, επιπλέον, ως α πό­ δειξη των εξαίσιων εκείνων, που αποκομίζει η επιμονή στη θέα της. δεύτερης όψης, πάντοτε, των π ραγ­ μάτων. ΗΛΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΣ

σαν ένας περίπατος στο δάσος ΜΙΣΕΛ Ν ΤΕΟ Ν : Το Μ ω β Ταξί. Α θήνα , εκδόσεις Χατζηνικολή, 1985. Σ ελ. 320.

Διαβάζοντας το «Μωβ Ταξί» του γνωστού γάλλου συγγραφέα Μισέλ Ντεόν, ένα απ’ αυτά τα μυθιστορήματα που λέγονται «κλασι­ κά», ο αναγνώστης συμπεραίνει με κάποια ανακούφιση πως δεν πέθανε ούτε θα πεθάνει η γνήσια λογοτεχνία. Δεν πρόκειται για κανένα εντυπωσιακό ούτε πολύ πρωτότυπο έργο με σοφή πλοκή. Μα ο Μισέλ Ντεόν έχει γνήσια μυθιστορηματική φλέβα. Με τέχνη, με πείρα και με κάποιον υπολογισμό, χτίζει το έργο του σαν ν’ ακολουθεί συνταγή, μαζεύοντας προσεκτικά τα υλικά, τα στοιχεία που έχουν πέραση στο κοινό, που δίνουν κινηματογραφικά εφφε. Το έργο γυρίστηκε σε κινηματογραφική ταινία και έχει κανείς την εντύπωση πως ο συγγραφέας ξεκίνησε απ’ το σενάριο και το έκανε μυθιστόρημα. Εδώ βρισκόμαστε στην Ιρλανδία, στο καθημερινό περιβάλλον ενός καταπράσινου χωριού όπου συγ-

κρούονται φανερά ή όχι μερικές ανθρώπινες π αρουσίες. Πρώτο από τ’ αβανταδόρικα στοιχεία: η Ιρλαν­

δία που κλέβει την παράσταση ακόμα και στις ειδήσεις, με τη γνω­ στή της ατμόσφαιρα, το ειδυλλιακό πράσινο, την ομίχλη που καταβρο­ χθίζει ανθρώπους, θολώνει τις προοπτικές, κουβαλώντας μύθους και δεισιδαιμονίες. Οι άνθρωποί της, ατόφιοι με τα πάθη και τις π α ­ ραξενιές τους, το απαραίτητο λαογραφικό στοιχείο. Κι έπειτα οι πρωταγωνιστές: ο αφηγητής, ένας Γάλλος καταδικασμένος α π ’ τους γιατρούς που εξορίστηκε εκεί για ν α περιμένει το τέλος του, ο Τζέρυ, νέος Ιρλανδός που η οικογένειά του, τώρα και δύο γενεές πλούτισε στην Αμερική, ένας ανεκδιήγητος


οδηγος/63 τύπος ο Τάουμπελμαν «που είναι συνάμα ο Γαργαντούας, αλλά κι ο Οδυσσέας, ίσως κι ο Ταρταρίνος», καί που μαζί με την κόρη του A w , θ’ αποτελέσουν τον πυρήνα του μυ­ στηρίου: προέλευση, παρελθόν, παρόν, ψυχολογικές παραξενιές, τα πάντα είναι αμφισβητούμενα γύρω από τούτες τις φιγούρες, βγαλμένες απ’ τον μυθοπλάστη για να οδηγούν το μύθο μέσα από αλή­ θειες, ψέματα, φαντασιόπληκτα οράματα και ψυχολογικές περιπλο­ κές. Ακόμα, περνάνε μέσα από τις σελίδες, με όλες τους τις εκκεντρικότητες, η Σάρον αδελφή του Τζέρυ, τύπος της πλούσιας, χαϊδεμέ­ νης Αμερικάνας, η Μ όιρα, άλλη αδερφή του Τζέρυ, διάσημη σταρ του κινηματογράφου, ο γιατρός Κάλυ, ιδιοκτήτης του μωβ ταξί, η γηραιά κυρία στυλ Ά γκ αθ α Κρίστι, σπιτονοικοκυρά του Γάλλου. Ανάμεσα στα συστατικά, πολύ ευ­ νοημένα α π ’ τη μόδα, δεν ξέχασε να περιλάβει κι ένα ζευγάρι ομο­ φυλόφιλων, έναν γιγαντόσωμο κι αγαθό νέγρο, τ’ απαραίτητα μεθύ­ σια, τον παθιασμένο τζόγο και τους ομηρικούς καβγάδες και ξυ­ λοδαρμούς στο «παμπ». · Μα η μαεστρία του συγγραφέα ξεπερνάει το κινηματογραφικό υλι­ κό. Στήνει με δύναμη μέσα στο το­ πίο τα πρόσωπά του δίνοντας άμε­ σα κι ανάγλυφα το χαρακτήρα τους με ανακατεμένο παρελθόν και πα­ ρόν. Α π ’ τις πρώτες σελίδες κάνει βαθιά τομή στις ψυχολογικές πτυΓ χές και κινεί έντονα τα πλάσματά του, που ξεφεύγουν ολότελα απ’ το κανονικό σχήμα, είτε απ’ τη φύση τους, είτε απ’ το χαρακτήρα τους ίσως κι απ’ τη μοίρα τους. Πίσω απ’ τα γεγονότα που δια­ δέχονται με τ’ απαραίτητα σοκεκπλήξεις, η ένταση ανάμεσα στα πλάσματα διέπεται από κάποιο μυ­ στήριο, παραμένει ακαθόριστη όπως τα περιγράμματα στον έρωτα και σε όλα τα συναισθήματα. Πε­ ρισσότερο η παραξενιά των πρωτα­ γωνιστών, «το άγνωστο X», που φωλιάζει στην ιδιοσυγκρασία τους και που μπορεί κάθε στιγμή να εκτοξεύει το παράλογο και ν ’ ανα­ τρέπει τα πάντα, το απροσδιόριστο περίγραμμα που τους περιβάλλει σαν την ομίχλη του τόπου, κρατάει το «σασπένς», παρά η ίδια η πλοκή που είναι η λιτή, συγκλίνουσα, βγαλμένη α π’ τα ψυχολογικά δεδο­ μένα ή απ’ τα λογιστικά κατάστιχα της μοίρας. Η αφήγηση, κι αυτή πολυδιά­

στατη, άλλοτε γοργή, πνευματώ­ δης, ειρωνική, άλλοτε π ιο σιγανή σα να φρενάρει η πένα για να περι­ γράφει, αισθαντική, τρυφερή, συνεπαρμένη απ’ το περιβάλλον. Και χάνεται σε πλαϊνούς δρόμους θά ’λεγε κανείς, παραγεμίζεται με ανεκδοτικές ιστορίες που πλουταί­ νουν τον πίνακα και δίνουν διέξο­ δο στη γόνιμη συγγραφική λειτουρ­ γία του δημιουργού. Πολλές φορές τερματίζουν -τελευταία παραχώ­ ρηση στη μόδα- σε καταστάσεις αηδιαστικές, με άσχημες εικόνες, ειπωμένες με τη νότα της χυδαίας πιπεράτης γλώσσας που αρέσει σή­ μερα. Α υτό που ξεχωρίζει και που ίσως τράβηξε το συγγραφέα στην Ιρλανδία, είναι η αγάπη για τη φύ­ ση, η καθεαυτή κοινωνία με τη βλάστηση. Σαν ειδικός φυσιοδίφης νιώθει το δάσος, παρακολουθεί τα ζώα, γνωρίζει όλα τα είδη, πουλιά, σκυλιά, άλογα, τις ράτσες, τις συ­ νήθειές τους και τα μυστικά του κυνηγιού. Συχνά, δίνει την εντύ­ πωση πως η κάπως συγκρατημένη," δύσκολη επαφή ανάμεσα στους αν­ θρώπους γίνεται πιο άνετη και θερμή μέσα από το διάλογο με τη φύση και τα ζώα. Τα ανθρώπινα όντα βρίσκουν την αλφάβητο της συvεwόησης μεταξύ τους, πλησιά­ ζουν ο ένας τον άλλον μέσα στο χρώμα του λιβαδιού ή της λίμνης, στις κραυγές των πουλιών, στην ανατριχίλα της μυστικής ζωής κά­ τω απ’ τα φυλλώματα. Κι αν ο συγγραφέας παρασύρεται απ’ την καταπληκτική ροή της πένας του: συλλογισμούς, ανέκδο­ τα, περιγραφές, γεγονότα πραγμα­ τικά ή διηγήσεις μυθικές, αναμνή­ σεις ή φιλοσοφικές προεκτάσεις, τα πάντα πλεγμένα μέσα στην παρού­ σα εξιστόρηση, τον βοηθάει τι μυ­ θικό κλίμα της Ιρλανδίας με τις εξωπραγματικές ακτινοβολίες που στεφανώνουν και τις πιο πεζές φά­ σεις... Πρέπει εδώ ακόμα να υπογραμ­ μίσουμε την αριστουργηματική κετάφραση της κας Χατζηνικολή που ξαναπλάθει με επιτυχία το κείμενο στα ελληνικά. Έ να βιβλίο, όπου μπαίνει κανείς σιγά, ανύποπτα -έν α ς περίπατος στο δάσος- και που μεμιάς απλώ­ νει τη μυστική εσωτερικότητά του και συναρπάζει με την παράξενη γοητεία του. ΖΕΡΜΑΙΝ ΜΑΜ ΑΛΑΚΗ

ΑΝΤΡΖΕΪ ΚΟΥΣΝΙΕΒΙΤΣ

Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΩΝ ΔΥΟ ΣΙΚΕΛΙΩΝ Φ 'Ένας μεγάλος Πολωνός συγγραφέας πού τό έργο του θά μπορούμε νά παραλληλισθεΐ μέ τό έργο τού Κάφκατοΰ Μούζιλ ή τού Τζόϋς. Γιά πρώτη φορά στη γλώσσα μας σε μετάφραση τής Ρενέ Ψυρούκη. 'Ένα μυθιστόρημα πού ξεχειλίζει άπό ποιητική φαντασία, θαυμάσια εναρμονισμένο μέ μιάν οικονομία, μέ μιά πειθαρχία παραδειγματική άναφορικά μέ τη μορφή. Γιά μιάν άκόμη φορά, τό ούσιαστικό δέ βρίσκεται καθόλου στή μυθιστορηματική δράση.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΝΕΦΕΛΗ ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΗ9 ΑΘΗΝΑ 10679 ΤΗΑ. 3607744-3604793


64/συνεντε υξη

Νίκος Ό ,τ ι είπαμε συνέντευξη περίγραμμα πράγματος Κύριε Χουλιαρά, ας αρχίσουμε από το τελευταίο σας βιβλίο. Το λέτε «Ζωή, την άλλη φορά». Γιατί τόσο πικρός τίτλος; ΠΙΚΡΟΣ; Γιατί πικρός; Είναι απλά ένας τίτλος που βγαίνει από την ίδια τη ζωή. Έχω παρατηρήσει, δηλαδή, ότι οι άνθρωποι γύρω μας ζουν τη ζωή τους σαν η ζωή να τους οφείλει μιαν άλλη ζωή. Σαν αυτό που ζήσανε να μην πιάνεται. Σαν να υπάρχει μια άλλη ζωή και ό,τι έζησαν σε τούτη εδώ να μην ήταν παρά μια προετοιμασία γι’ αυτήν την άλλη ζωή.

που ζει κι αυτός μαζί μου. Πολύ συχνά μάλιστα κατεβαίνει και μου κάνει και μερικές δουλειές. Μιλάει -α ς πούμε- αντί για μένα... Και τι είναι αυτός ο μικρός; ΙΣΩΣ είναι αυτός που με κρίνει, ίσως αυτός που με χαϊδεύει -γιατί έχουμε ανάγκη κι από χάϊδεμα- ίσως και να είναι ο δεύτερος εαυτός μου που δρα έξω από την καθημερινότητα μ’ έναν τρόπο που εγώ δε θα τολμούσα.... Και γιατί είναι μικρός κι όχι μεγάλος;

Και γιατί αυτό δεν είναι πικρό; ΓΙΑΤΙ στη ζωή δεν υπάρχει τίποτε τραγικό. Το τραγικό είναι για το σινεμά. Στη ζωή και τα πιο οδυνηρά πράγματα αντέχονται, γιατί η ζωή είναι πράγμα ιαματικό. Εξάλλου ίσως οι άνθρωποι αυτοί -όπως κι εμείς εδώ- να ξέρουνε ότι δεν υπάρχει άλλη ζωή. Ίσως όλ’ αυτά να είναι απλώς η ανάγκη τού να ζούμε και μαζί να ονειρευόμαστε μια παράλληλη ζωή την οποία δεν πραγματοποιούμε. Κι αυτές οι δυο ζωές συμβαδίζουν όπως συμβαδίζει ένας άνθρωπος μ’ έναν άλλο άνθρωπο που έχει μέσα του. Εγώ, για παράδειγμα, νιώθω ότι έχω μέσα μου έναν μικρό

ΕΙΝΑΙ μικρός γιατί υπάρχει μέσα μου. Το λέω όμως σχηματικά, γιατί μπορεί να είναι αυτός ο μεγάλος κι εγώ ο μικρός. Ας πούμε όμως ότι είναι ο μικρός που μου κάνει τις δουλειές. Τι δουλειές κάνει; ΓΡΑΦΕΙ για μι,να, μ’ αντικαθιστά σε περίπτωση πόνων και αρρώστιας, ονειρεύεται για μένα. Πολύ βολικός... δηλαδή. Κι εσείς τι δουλειές κάνετε;


σ υ ν εν τευ ξη /6 5

Χουλιαράς: σ’ αυτή τη είναι το ενός από αέρα...» Α! ΕΓΩ κάνω τις άχαρες! Κι αναλαμβάνετε τα άχαρα κι αφήνετε αυτόν να κάνει τα καλύτερα; Να ονειρεύεται, για παράδειγμα; ΚΙ ΟΧΙ μόνο ονειρεύεται αλλά πράττει κιόλας. Ζει μια παράλληλη, μιαν άλλη ζωή. Τι είναι αυτή η άλλη ζωή; ΤΙ νά ’ναι άραγε; Ποιος ξέρει τι συμβαίνει στην ψυχή μας κι υπάρχει αυτός ο διχασμός... Φαίνεται ότι η άλλη αυτή ζωή είναι η ζωή που δεν καταφέραμε να κάνουμε καθημερινή πράξη. Νομίζω ότι φαίνεται αυτό και στο βιβλίο. Ναι, φαίνεται. Όμως εκεί οι ήρωες έχουν πολλές φορές και την αίσθηση μιας χαμένης ζωής. Εσείς την έχετε αυτή την αίσθηση για σας; ΔΕΝ θα το έλεγα αυτό. Επειδή από πολύ μικρός έχω αυτό το βίωμα του παράλληλου πράγματος δε νιώθω ότι η ζωή μου πάει χαμένη, παρόλο που ο χρόνος είναι κάτι που δεν μπορώ να το ξεκαθαρίσω. Παλιότερα κοίταζα τ’ αστέρια και το στερέωμα και κόντευα να σκάσω που δεν

μπορούσα να τα εξηγήσω. Δεν υπάρχει όμως λύση γι’ αυτό, γιατί τι να κάνεις με το χρόνο; Ούτε να τον γυρίσεις πίσω μπορείς ούτε να τον σταματήσεις. Οπότε έχω παραιτηθεί απ’ αυτό το πράγμα. Μόνο ο μικρός δεν έχει παραιτηθεί και επανέρχεται συνέχεια... Κι επειδή η ζωή που κάνουμε δεν είναι κάτι που να μας σηκώνει κι επειδή δεν έχω γίνει όλ’ αυτά τα σπουδαία που φανταζόμουν όταν ήμουν μικρός, γι’ αυτό και κάνω τόσα πράγματα. Γράφω, ζωγραφίζω, παλιότερα τραγουδούσα... Κι αυτή ακριβώς είναι νεύρωσή μου. Ποια δηλαδή, δεν την πολυκατάλαβα... Η ΝΕΥΡΩΣΗ είναι που δε μόυ φτάνει ένα πράγμα. Δε μου φτάνει μόνο η ζωγραφική, δε μου φτάνει μόνο το γράψιμο, δε μου φτάνει μόνο το τραγούδι. Δε μου φτάνει ο έρωτας, δε μου φτάνει η ζωή, δε μου φτάνει τίποτε. Έτσι κι αλλιώς του ανθρώπου δεν του φτάνει ποτέ αυτό που είναι... Θα μου πεις, και τι έγινε; Τίποτε δεν έγινε. Απλώς είμαι ένα πρόσωπο που χτυπιέται ανάμεσα σε πολλά πράγματα. Και τι ψάχνετε μέσα από όλ’ αυτά τα πολλά πράγματα; ΔΕΝ ψάχνω κάτι συγκεκριμένο, ούτε είναι η λογική που μ’ οδηγεί στο ν’ ασχολούμαι μαζί τους. Απλώς τα κάνω όλ’ αυτά από παιδί. Κι είναι για μένα τρόποι για ν’ ανακαλύψω πράγματα που μ’ έχουν καθορίσει. Ας πούμε ότι μ’ όλα αυτά προσπαθώ να εμβαθύνω σ’ αυτό που ξέρω καλύτερα αλλά και λιγότερο για μένα: Τον ίδιο μου τον εαυτό... Και ψάχνοντας, τι ανακαλύψατε γι’ αυτόν τον άγνωστο; ΤΙ ανακάλυψα, αλήθεια; Πώς να το πει κανείς αυτό με λόγια. Ίσως εκείνο που ανακάλυψα να είναι αυτό που με κάνει να συνεχίζω όλ’ αυτά τα πράγματα. Γιατί εκεί μέσα, σ’ αυτή την πηγή, σ’ αυτό το πηγάδι, υπάρχει ένα στοιχειό που με κάνει να ρωτάω. Ένα στοιχειό που μου βάζει συνέχεια εμπρός μου το ερώτημα: «Γιατί να είναι έτσι τα πράγματα;» Κι αυτό δεν είναι λίγο... Και γιατί στα βιβλία σας, όταν αναρωτιέστε γι’ αυτό το «γιατί να είναι έτσι τα πράγματα», δεν το κάνετε ο ίδιος αλλά βάζετε να το κάνει ένα παιδί ή κάποιος που μοιάζει με παιδί; ΓΙΑΤΙ τα πράγματα στη ζωή έχουν υποτίθεται μια τάξη. Τα τρόλεϊ πάνε Κολιάτσου-Παγκράτι. Οι άνθρωποι ψωνίζουν στα σούπερ-μάρκετ, τα δέντρα είναι ριζωμένα στη γη κι όλ’ αυτά σ’ εμάς


66/συνεντευξη τους μεγάλους φαίνονται φυσικά. Τα κοιτάμε και δεν τα σκεφτόμαστε. Τα παιδιά όμως τα παρατηρούν αλλιώς κι έχουν μια διάθεση να ανατρέπουν την τάξη των πραγμάτων. Γι’ αυτό βάζω συχνά να μιλάει ένα παιδί. Γιατί τα παιδιά δεν ενδιαφέρονται για «πρέπει», για ταμπού και για συμβάσεις κι έτσι κάνουν πιο εύκολα από μας ανατροπές. Κι οι ανατροπές είναι απαραίτητες στη ζωή για να προχωράμε. Γιατί η ζωή στο βάθος είναι ακατανόητη και τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά και φυσικά όσο φαίνονται σε μια πρώτη ματιά... Εκτός από τις ανατροπές, αυτό το -ας πούμε- τέχνασμα του παιδιού που μιλάει, δίνει στα βιβλία σας και μια δήθεν απλοϊκότητα. Γιατί τη θελήσατε αυτή την απλοϊκότητα; ΓΙΑΤΙ δεν μπορώ να σκεφτώ τον εαυτό μου να γράφει περίτεχνα και γιατί μέσα απ’ αυτό το παιδί που μιλάει ή σκέφτεται απλοϊκά μπορώ νομίζω να περάσω τα πιο βαθιά πράγματα. Γιατί τα βαθιά πράγματα αγγίζουν και τον πιο απλοϊκό άνθρωπο, ενώ πολλές φορές ένα διανοούμενο μπορεί να τον αγγίζουν πολύ χαμηλού επιπέδου πράγματα κι ας φαίνονται υψηλού. Τι έχετε εναντίον των διανοόυμένων; ΔΕΝ έχω τίποτε. Μόνο που στην Ελλάδα υπάρχει πολλή σοβαροφάνεια. Κι αυτή η ιστορία μου φαίνεται πολύ ύποπτη. Οι σοβαροί δεν

Οι άνθρωποι ζουν τη ζωή τους σαν η ζωή να τους οφείλει μιαν άλλη ζωή

τους πολιτικούς. Θέλουν να ρυθμίσουν τις τύχες του κόσμου και δεν ξέρουν τον ίδιο τους τον εαυτό. Πιστεύετε ότι δεν τον ξέρουν; ΟΙ πολιτικοί είναι η αποθέωση της επιστημονικοφάνειας κι έχουν μια επαγγελματική διαστροφή σε σχέση με το πώς πρέπει ν’ αντιμετωπιστούν τα πράγματα. Μιλάνε πάντα για ιδέες και βγάζουν τον εαυτό τους έξω. Και βγάζοντας τον εαυτό τους έξω δε λειτουργούν πια. Γιατί άμα δεν ανήκεις στον εαυτό σου, πώς θ’ ανήκεις στο σύνολο; Πρέπει να είσαι κάποιος για ν’ ανήκεις κάπου, ούτως ώστε να εκπέμπεις ή να δίνεις κάτι. Όταν

Όταν βλέπω σοβαροφανείς ανθρώπους κουμπώνομαι λοιπόν δεν βρίσκουν την ουσία του ίδιου τους του εαυτού, πώς να βρουν την ουσία των πραγμάτων με τα οποία ασχολούνται; Εσείς τη βρήκατε αυτή την περιβόητη ουσία; ΤΙ να πω... δεν ξέρω. Εγώ την ουσία των πραγμάτων τη βρίσκω και τη χάνω την ίδια στιγμή. Είναι μια αέναη κίνηση κι αυτό είναι το ενδιαφέρον της ιστορίας. Εξάλλου κι αν την εύρισκα, πώς να την πω με λόγια. Λέγεται; Τι να σας πω δεν ξέρω ούτε εγώ. ΑΣ την αφήσουμε λοιπόν κι ας πούμε κάτι άλλο. Σαν τι;

έχουν ανάγκη να είναι σοβαροφανείς. ΓΓ αυτό όταν βλέπω σοβαροφανείς ανθρώπους κουμπώνομαι. Και οι διανοούμενοι είναι απαραίτητα και σοβαροφανείς; ΟΧΙ καθόλου, αλλά εδώ μιλάμε μάλλον για κουλτουριάρηδες παρά για διανοούμενους. Διανοούμενος μπορεί να είναι κι ένας χωριάτης, το «κουλτουριάρης» όμως έχει άλλη έννοια. Κι αυτοί οι κουλτουριάρηδες λοιπόν, εκτός που είναι σοβαροφανείς, ασχολούνται και με χιλιάδες πράγματα χωρίς να έχουν βρει καν τον ίδιο τους τον εαυτό. Το ίδιο συμβαίνει και με

ΞΕΡΩ ’γω; Ας πούμε για τον Λούσια... Αλήθεια τι όνομα είναι, Λούσιας; ΤΟ Λούσιας είναι υποκοριστικό του Άγγελος-Αγγελούσιας-Λούσιας. Και γιατί τόσο ασυνήθιστο όνομα για τον ήρωά σας; ΓΙΑΤΙ κι ο Λούσιας δεν ήταν ένα συνηθισμένο πρόσωπο. Ήταν ένα άτομο πέρα από τα καθιερωμένα. Και τ’ όνομα Άγγελος έχει ένα φορτισμό περίεργο. Ο δικός μου Άγγελος-Λούσιας ήταν ας πούμε ένα είδος


σ υ ν ε ν τε υ ξη /6 7 αγγέλου-αποκεφαλιστή ή αγγέλου της ηλιθιότητας. Κι όμως, παρ’ όλη την «ηλιθιότητα» του κατάφερε κάποτε -επ ί Χατζιδάκη- να γίνει αποκεφαλιστής για το Τρίτο πρόγραμμα. Τώρα τι λέτε, θα δημιουργούσε τα ίδια προβλήματα αν διαβαζόταν στο ραδιόφωνο; ΤΑ ίδια ακριβώς. Ούτε σήμερα περνάνε τέτοια πράγματα στο ραδιόφωνο. Απόδειξη; Έχει υποβληθεί ο «Λούσιας» για σήριαλ στην τηλεόραση και τον έχουν κατά κάποιο τρόπο απορρίψει, γιατί λένε ότι δεν μπορεί ένας ηλίθιος να ανατρέπει ολόκληρη την κοινωνία. Σοβαρά; Αυτή την εξήγηση σας έδωσαν; ΝΑΙ, απ’ ό,τι μου έχουν πει αυτός είναι ο λόγος. Δεν ξέρω πάλι... μπορεί να μου λένε και ψέματα. Ό σο μιλάμε για τον Λούσια και τον φέρνω στο μυαλό μου, βλέπω εδώ απέναντι κάτι πίνακές σας και δεν καταφέρνω να βρω ομοιότητες ανάμεσα στη ζωγραφική και την πεζογραφία σας. Κι όχι μονάχα σ’ αυτά αλλά και στην ποίησή σας. Κάνω λάθος; ΕΤΣΙ νομίζω. Αν δείτε καλά όλη τη ζωγραφική μου, θα δείτε ότι δεν είναι διαφορετική από τα βιβλία μου. Υπάρχει και στα δυο η ίδια αντιμετώπιση.

Την ουσία των πραγμάτων τη βρίσκω και τη χάνω την ίδια στιγμή Ποια είναι τα κοινά, δηλαδή; ΕΙΝΑΙ το αρχέγονο, το αρχετυπικό καθώς και μια σωματική αντιμετώπιση. Αλλά ούτε αυτό μπορώ να το πω με λόγια, δυσκολεύομαι να το αναλύσω. Στο κάτω κάτω, ένας που γράφει δεν είναι τεχνοκριτικός. Εξάλλου εγώ πολλές φορές κάνω πράγματα που δε θέλω να τα εξετάσω με τη λογική. Μ’ ενδιαφέρει μόνο να τα χαίρομαι... Να προσπαθήσουμε λιγάκι να το πούμε μ’ άλλα λόγια; Τι είναι αυτό που συνδέει τα πράγματα με τα οποία ασχολείστε;

Εργοβιογραφικά Ο Ν ίκος Χ ουλιαράς γεννήθηκε τον Οκτώβριο του 1940 στα Γιάννενα. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών -γλυπτική και σκηνογραφία- από όπου και αποφοίτησε το 1967. Παράλληλα ασχολή­ θηκε, με το γράψιμο και τη μουσική. Έ γραψε τους στίχους και τη μουσική πολλών τραγουδιών και έκανε διασκευές πάνω σε Ηπειρώτικα τραγούδια. Φιλοτέχνησε εξώφυλλα βιβλίων και δίσκων κι από το 1962 μέχρι σήμερα έχει συνεργαστεί με τα περιοδικά Ενδοχώρα, Δοκιμή, Ζυγός, Τραμ, Παραλλάξ, Κούρος, Περιοδικό, Τετράγωνο, Λέξη, Δέντρο, Χάρτης και Nouvelles Litteraires, γράφον­ τας πεζά , ποιήματα και κείμενα για τη ζωγραφική. Το 1969 πήρε το Α ' βραβείο «Παρθένη» για τη ζωγραφική του. Έ χει λάβει μέρος σε πολλές ομαδι­ κές εκθέσεις ζωγραφικής, καθώς και στην VIII Biennale της Α λεξάνδρειας. Έ ργα του βρίσκονται σε ιδιωτικές συλλογές στη Γαλλία, τη Γερμανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Έ χει γράψει τα μυθιστορήματα «Ο Λούσιας» (Κέδρος 1979) και «Ζωή την άλλη φορά» (Νεφέλη 1985), τη συλλογή διηγημάτων «Το μπακακόκ» (Κέδρος 1981) και την ποιητική συλλογή «Το χιόνι που ήξερα» (Κέδρος 1983) που τιμήθηκε με το Γ' βραβείο στη Διεθνή Έκθεση Καλλιτεχνικού Βι­ βλίου της Λιψίας.


6 8/σ υ νεν τευ ξη Σ’ Ο,ΤΙ κάνω ο ίδιος είμαι. Μόνο το τεχνικό μέρος διαφέρει, γιατί άλλη είναι η τεχνική της ζωγραφικής κι άλλη της λογοτεχνίας. Στην ουσία όμως, ασχολούμενος μ’ αυτά τα δυο, νιώθω κι επιθυμώ τα ίδια πράγματα. Μόνο που η εκδρομή είναι μεγαλύτερης διάρκειας. Η εκδρομή; ΘΕΛΩ να πω δηλαδή ότι, όταν ασχολούμαι με δυο πράγματα αντί για ένα, κάνω μεγαλύτερη εκδρομή. Είναι όπως όταν πηγαίνεις σ’ έναν κινηματογράφο που παίζει δυο έργα. Εξασφαλίζεις μεγαλύτερη διάρκεια. Και ασχολούμενος και με τα δυο δε φοβάστε μήπως δεν είστε καλός και στα δυο; ΜΠΑ όχι, δε μ’ απασχολεί, γιατί νομίζω ότι και στη ζωγραφική και στη λογοτεχνία κάνω της ίδιας έντασης και ποιότητας πράγματα. Έτσι νιώθω τουλάχιστον. Αν ένιωθα ότι κάποιο απ’ αυτά το κάνω ερασιτεχνικά θα τό κοβα όπως έκοψα τη μουσική. Αλήθεια, γιατί τη σταματήσατε τη μουσική; ΤΗ σταμάτησα, όχι γιατί δε μου άρεσε, αλλά γιατί οι δυνατότητές μου να κάνω στη μουσική αυτό που ήθελα δεν ήταν πολλές. Ό χ ι ότι έχω φιλοδοξίες. Δεν έχω. Νιώθω πολύ πιο πάνω απ’ αυτά που κάνω γιατί έτσι κι αλλιώς θα πεθάνω μόνος μου. Νιώθω δηλαδή αυτοκράτορας.

Και ποιο είναι αυτό το τόσο μεγάλο αίτημα; ΔΕΝ ξέρω ακριβώς... Ίσως να είναι το να ενωθώ με το σύμπαν. Επομένως τι να μου κάνουν το γράψιμο και η ζωγραφική; Δεν εξυπηρετούν σε τίποτε το αίτημά σας αυτά τα δυο; ΔΕΝ θα έλεγα ότι δεν το εξυπηρετούν. Μέσα από αυτά προσπαθώ να ενωθώ με το σύμπαν. Αστείο μοιάζει κι έτσι που το λέω, αλλά πώς να το πει κανείς κι αλλιώς; Κι η μουσική δεν τα κατάφερε, να εξυπηρετήσει το συμπαντικό σας αίτημα; Η ΜΟΥΣΙΚΗ ήταν καθαρά από σπόντα. Τώρα τραγουδάω καλύτερα από τότε -γιατί τη

Νιώθω πολύ πιο πάνω art αυτά που κάνω γιατί έτσι κι αλλιώς θα πεθάνω μόνος μου μουσική την έχω πάντα μέσα μου-, όμως δε γράφω πια τραγούδια. Ούτε κι έχω σε μεγάλη υπόληψη αυτά που έγραψα παλιά. Μόνο δυο τρία μου αρέσουν. Εξάλλου από τη στιγμή που κυκλοφόρησαν σε δίσκους δεν τ’ ακούω πια. Εμένα τα πράγματα μ’ ενδιαφέρουν τη στιγμή που γίνονται κι όχι όταν είναι πια τελειωμένα. Βέβαια δεν ήταν μόνο οι -α ς τις πούμε- τεχνικές αδυναμίες μου που μ’ έκαναν να εγκαταλείψω τη μουσική. Το να τραγουδάω κάθε βράδυ στη μπουάτ, από ένα σημείο και πέρα, άρχισε να γίνεται ρουτίνα. Κι έτσι τα παράτησα γιατί η καθημερινότητα και η ρουτίνα δε μου πηγαίνουν. Θέλω συνέχεια το στοιχείο της έκπληξης για να ζήσω... ~ Και πώς τα καταφέρνετε ν’ αντιμετωπίζετε τη ζωή, που όπως και να το κάνουμε έχει και πολλή καθημερινότητα και πολλή ρουτίνα; ΤΑ καταφέρνω γράφοντας και ζωγραφίζοντας. Εξάλλου δεν έχω άγχος να μη ρουτινιάσω. Ρουτινιάζει μόνο όποιος φοβάται τη. ρουτίνα.

Γιατί αυτοκράτορας; ΓΙΑΤΙ θα πεθάνω μόνος μου και γιατί αυτά που κάνω δεν είναι τίποτε. Το αίτημά μου είναι μεγαλύτερο απ’ όλ’ αυτά.

Ας πούμε ότι είναι έτσι κι ας προχωρήσουμε... Εκείνο που μου κάνει εντύπωση με τα βιβλία σας είναι ότι παρ’ ότι ζείτε εικοσιπέντε χρόνια στην Αθήνα,


σ υν ε*'τευ ξη /6 9

όταν γράφετε γυρίζετε, επίμονα σχεδόν, στα Γιάννενα.... Ο ΛΟΓΟΣ, που επιστρέφω τόσο συχνά στα Γιάννενα κάποιων περασμένων εποχών, δεν είναι βέβαια για να κάνω ηθογραφία. Επιστρέφω εκεί για να πω πράγματα σημερινά. Ίσως, μόνο που έτσι κι αλλιώς η επιλογή του χώρου δεν είναι τυχαία... ΤΥΧΑΙΑ βέβαια δεν είναι. Εκεί γεννήθηκα. Εκεί μεγάλωσα, εκείνα ξέρω. Ποιος ξέρει τι σκοτάδια και τι πηγάδια με κρατάνε ακόμα εκεί. Δεν μπορώ να το ξέρω. Το ψάχνω όμως, κι αυτό το πράγμα που τρέχει εκεί, χτυπάει σήμερα αλλού. Αυτά για τα Γιάννενα, αλλά να ρωτήσω κι εγώ κάτι; Ναι... βέβαια... ΓΙΑΤΙ καθόσαστε και με ψυχαναλύετε τόσην ώρα; Είναι μόνο επαγγελματική υποχρέωση ή ψάχνετε μέσα από μένα και δικά σας πράγματα; Νομίζω ότι η δουλειά από το ψάξιμο δεν ξεχωρίζεται εύκολα, όταν παίρνεις μια συνέντευξη... ΙΣΩΣ... Πάντως οι συνεντεύξεις είναι δύσκολη υπόθεση, γιατί δεν μπορείς ποτέ να είσαι σίγουρος γι’ αυτά που λες. Γιατί, τι σημαίνει ειλικρινής; Και πόσο ενδιαφέρον έχει το να είσαι ειλικρινής; Πολλές φορές έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον το να είσαι ψεύτης... Εσείς εδώ, είσαστε ειλικρινής ή ψεύτης;

ΔΕΝ ξέρω, αλλά νομίζω ότι πολλές φορές λέμε την αλήθεια με ψέματα, ενώ συχνά με μια σειρά από αλήθειες δεν καταφέρνουμε να πούμε τίποτε. Εσείς τι νιώσατε απ’ αυτή τη συνέντευξη, σχετικά με τις αλήθειες και τα ψέματα; ΕΓΩ τώρα δε θυμάμαι τίποτε απ’ όσα είπαμε, γιατί μιλάμε πολλή ώρα. Κι αν τώρα μου ξανακάνετε τις ίδιες ερωτήσεις θα πω άλλα. Γ ιατί τα πράγματα ρέουν όπως η ζωή και γιατί δεν έχω αποκρυσταλλωμένα πράγματα μέσα μου, έτσι που να λέω τα ίδια κάθε φορά. Αν ξαναρχίζαμε δηλαδή να μιλάμε για τα ίδια πράγματα, θα μου λέγατε διαφορετικές απόψεις; ΜΠΟΡΕΙ, γιατί ένα πράγμα ειπωμένο μετά από μία ώρα είναι κάτι άλλο. Εξάλλου ούτε κι εσείς θα με ρωτούσατε τα ίδια... Ό χι, αλλά θα υπήρχαν κάποια κοινά...

Ρουτινιάζει μόνο όποιος φοβάται τη ρουτίνα Ε...ΝΑΙ το φόντο θα ήταν το ίδιο. Οι αισθήσεις είναι που διαφέρουν. Κι οι αισθήσεις δε λέγονται με λόγια. Κι ό,τι είπαμε εδώ, σ’ αυτή τη συνέντευξη, είναι το περίγραμμα ενός πράγματος από αέρα. Αυτό το ίδιο το πράγμα δεν εντοπίζεται. Είναι όπως το αεράκι...


70/σ υ νεντευξη Υπάρχει και το κενό με την έννοια του άδειου.

Κι είναι καλό το αεράκι σε μια συνέντευξη;

ΖΗΤΗΜΑ ερμηνείας των λέξεων. Η γλώσσα είναι ένας κώδικας...

ΝΑΙ, γιατί για μένα, το μόνο στοιχείο που με κάνει να μην κι ταλαβαίνω τίποτε και την ίδια στιγμή να τα καταλαβαίνω όλα, είναι το αεράκι. Κι αυτό το αεράκι δεν μπορώ να το εντοπίσω, δεν ξέρω τι σημαίνει λογικά. Λογικά, μόνο μετεωρολογικά μπορώ να πω γι’ αυτό. Εξάλλου δε μ’ ενδιαφέρει να το εξηγήσω λογικά. Δε μ’ ενδιαφέρει η λογική.

Κι απ’ ό,τι κατάλαβα δεν τον πολυεμπιστεύεστε. Πολλές φορές ώς τώρα μου είπατε ότι «αυτό δεν μπορώ να το εκφράσω με λόγια».... Η ΑΛΗΘΕΙΑ είναι ότι ο λόγος είναι φτωχός. Δεν τα πολυκαταφέρνει...

Κι όμως τα βιβλία σας δεν είναι μόνο αεράκι. Υπάρχει σκελετός, δομή, οργάνωση, λογική... Πώς γίνεται αυτό μ’ εσάς που περιφρονείτε τόσο τη λογική;

Κι αυτή η φτώχεια του λόγου είναι που σας κάνει να ζωγραφίζετε μανιωδώς όσην ώρα μιλάμε;

ΟΛΟ αυτό το οικοδόμημα των βιβλίων μου είναι σαν τη σκαλωσιά ή το μέρος που διαλέγει κάποιος για να πηδήξει.

ΜΑΛΛΟΝ... Είναι ένας τρόπος να εκφράσω ό,τι δεν μπορώ να πω με λόγια. Δεν μπορείτε, ή μήπως δε θέλετε;

Και σεις πού πηδάτε, από τη σκαλωσιά των βιβλίων σας;

ΔΕΝ υπάρχει τίποτε που να μη θέλω. ΣΤΟ κενό. Τα θέλετε όλα δηλαδή; Έτσι, επιγραμματικά; ΚΙ αυτό μια ποσότητα είναι. Πώς να την ελέγξεις;

ΤΟ κενό είναι τα πάντα. Με μπλέκετε σε γενικότητες. ΟΧΙ. Απλώς το κενό είναι μεγάλη ποσότητα για να μπορέσω να την εξηγήσω.

(Τη συνέντευξη πήρε η Μαρία Τρουπάκη)

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΜΟΛΙΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΑΝ

Άγνωστα αριστουργήματα της ελληνικής λογοτεχνίας Κυκλοφορούν επίσης: • L Κονδυλάκης: Η πρώτη αγάπη • Α. Εφταλιώτης: Η μαζώχτρα • I. Πολυλάς: Τα τρία φλωριά • I. Κονδυλάκης: Ο Πατούχας • Κ. Χρηστομάνος: Το βιβλίο της Ελισάβετ • Α. Δραγάνης: Αντεπίθεση

παρατηρητής

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ «ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ» ΑΛ. ΣΤΑΥΡΟΥ 15, ΤΗΛ. 938427

ΑΘΗΝΑ ΔΙΔΟΤΟΥ 39 ΤΗΛ. 36006ί


ΔΕΛΤΙΟ 8 Ιανουάριου 20 Ιανουάριου 1986

β ιβ λ ιο γ ρ α φ ικ ό δ ε λ τ ίο α ρ ιθ . 13 7

• Ίο βιβλιογραφικό Δελτίο υνντάασεται με την πολύτιμη σννεργααία τον βιβλιοπωλείου της «Εστίας», τη διεύθυνση και το προσωπικό του οποίου ευχαρι­ στούμε θερμά. • Η ταξινόμηση των βιβλίων γίνε­ ται με βάση το γνωστό Δεκαδικό Σύστημα Ταξινόμησης, προσαρ­ μοσμένο στην ελληνική βιβλιο­ γραφία. • Σε κάθε κατηγορία βιβλίων προηγούνται αλη αβητικά οι

ΓΕΝΙΚΑ ΕΡΓΑ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΔΕΜΕΡΤΖΗΣ Κ.Π. Το περιοδικό του συλλόγου προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων «η Μελέτη». Παρουσίαση - βιβλιογραφία, Α θήνα, 1985. Σελ. 114.

ΕΚΘΕΣΕΙΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΒΟΡΕΙ­ ΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ. Σίνδος. Κατάλογος της έκθεσης. Αθήνα, Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Αλλοτριώ­ σεων, 1985. Σελ. 311. Δρχ. 3.000.

Επιμέλεια: Έφη Απάκη

ληνες συγγραφείς και ακολου­ θούν οι ξένοι. • Η κατάταξη των ξένων συγγρα­ φέων γίνεται σύμφωνα με το ελ­ ληνικό αλφάβητο. • Στην κατηγορία των περιοδικών δεν περιλαμβάνονται εβδομαδι­ αία έντυπα. • Για την ακόμη μεγαλύτερη πλη­ ρότητα του Δελτίου, παρακαλ,ούνται οι εκδότες να μας στέλ­ νουν έγκαιρα τις καινούριες εκ­ δόσεις τους.

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

ΓΕΝΙΚΑ ΛΙΑΚΑΤΑΣ ΛΟΥΚΑΣ I. Ύλη και πνεύμα από την αρχή της δημιουργίας στην κοσμική ύλη. Α θήνα, Δω­ δώνη, 1985. Σελ. 207. Δρχ. 600.

ΑΡΧΑΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΜΙΧΑ ΜΑΡΙΑ Α. Το «φυσικό δίκαιο» στους σοφιστές και στους κυνικούς. Α θήνα, Δωδώνη, 1985. Σελ. 63. Λον. 200.


72/δελτιο

ΘΡΗΣΚΕΙΑ

ΚΟΝΤΟΓΕΩΡΓΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ λ . Η Ελλάδα στην Ευρώπη. Αθήνα, Γιοβάνης, 1985. Σελ. 311. Δρχ. 500. ΣΤΕΦΑΝΟΠΟΥΛΟΣ ΚΩΣΤΗΣ. Για μια ανοιχτή κοι­ νωνία. Α θήνα, Εποπτεία. Σελ. 232. Δρχ. 600.

ΓΕΝΙΚΑ

BENSON BERNARD. Το βιβλίο της ειρήνης. Μετ. Γ. Σπυρόπουλος. Αθήνα, Επικαιρότητα. Σελ. 221. Δρχ. 600.

ΜΕΛΕΤΙΟΣ (ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ). Η Πέμπτη Οικουμενική Σύνοδος. Αθήνα. 1985. Σελ. 663. Δρχ. 2.300.

ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

ΧΙΩΝΗΣ ΔΙΟΝΥΣΗΣ Γ. Η αποκάθαρση του Χριστια­ νισμού από τα εβραϊκά στοιχεία. Α θήνα, Ά μιλλα, 1985. Σελ. 136.

ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ Γ. Η φορολογία κληρο­ νομιών, δωρεών και γονικών παροχών. Αθήνα, Σάκκουλας, 1985. Σελ. 567. Δρχ. 2000.

ΙΕΡΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΔΙΚΑΙΟ ΙΩΑΝΝΗΣ. Η αποκάλυψη. Μορφή στα νέα ελληνικά. Οδυσσέας Ελύτης. Αθήνα Ύ ψιλον/Β ιβλία, 1985. Σελ. 139. Δρχ. 1000.

MATHIJSEN P.S. Ευρωπαϊκό κοινοτικό δίκαιο. Β' έκδοση. Μετ. Γ.Α . Δαυίδ. Αθήνα, Παπαζήσης, 1985. Σελ. 565. Δρχ. 1.300.

ΗΘΙΚΗ ΣΕΦΕΡΟΥ ΜΑΡΙΑ. Το έκτο σάλπισμα. Α θήνα, Ό ψ ι­ μη Βροχή, 1985. Σελ. 216. Δρχ. 200.

ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ ΝΙΚΟΣ A . Δογματική και συμβολική θεολογία. Τόμος Β'. Θεσσαλονίκη, Πουρναράς, 1985. Σελ. 569. Δρχ. 1250.

ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΚΟΙΝ ΩΝΙΟΛΟΓΙΑ ΡΟΖΑΝΗΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ. Τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως και το τέλος του παραδοσιακού ουμανισμού. Ιν­ στιτούτο Ευρωπαϊκού Πολιτισμού. Σελ. 38.

ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΛΟΥΚΑΤΟΣ ΔΗΜ. Σ. Συμπληρωματικά του χειμώνα και της άνοιξης. Λαογραφία-Παράδοση, αριθ. 5. Αθή­ να , Φιλιππότης, 1985. Σελ. 185. Δρχ. 450.

ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΜΠΟΥΚΤΣΙΝ Μ. - ΡΟΜΠΕΡΤΣ Α . Η οικολογία και η επαναστατική σκέψη. Β' έκδοση. Μετ. Νίκος Β. Αλεξίου. Αθήνα, Ελεύθερος Τύπος. Σελ. 91. Δρχ. 240.

ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ - ΠΑΙΑ/ΓΙΚΗ

ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ

ΠΑΝΟΥΣΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Οραματισμοί για μιαν άλλη ανώτατη παιδεία. Αθήνα, Σάκκουλας, 1985. Σελ. 95.

ΓΟΥΛΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Το χθες και το σήμερα. Αθήνα, Σιδέρης. Σελ. 95. Δρχ. 250.

Σχολική ηλικία. Τα πρώτα σχολικά χρόνια. Μετ. Βασί­ λης Ζούνης. Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1985. Σελ. 405. Δρχ. 1.100.


δελτιο/73 του Πειραιά 1884-1984. Πειραιάς, Γκαλερί Κόντη, 1985. Σελ. 155.

ΘΕΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

ΓΕΝΙΚΑ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ Ε.Ν. Συμβίωση χωρίς μέλλον. Ηρά­ κλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1985. Σελ. 91. GISH D U A N E Τ. Εξέλιξη; Τα απολιθώματα λένε όχι. Μετ. Β. Βασιλόπουλος. Πρέβεζα, Ιερά Μητρόπολη Νικοπόλεως, 1985. Σελ. 1199. Δρχ. 350.

ΕΦΑΡΜΟΣΜ. ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ

CORONELLI V. 1685. Τα βενετσιάνικα Κάστρα στην Ελλάδα. Αθήνα, συλλέκτης. Δρχ. 3.000.

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ

ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Animation. Το κινούμενο Οχέδιο. Αθήνα, Καστανιώτης, 1985. Σελ. 216 + Εικό­ νες.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ

DICKSON D A VID . Εναλλακτική τεχνολογία. Μετ. Παντελίδης Δ. Αθήνα, Κάλβος, 1985. Σελ. 255. Δρχ. 550.

Ά γ ιο ν Ό ρ ο ς. Ο Ά θ ω ς μέσα από παλιές φωτογρα­ φίες. Θεσσαλονίκη, Μαλλιάρης - Παιδεία, 1985. Δρχ. 960. Μ ΑΘΑΣ ΓΙΩΡΓΟΣ. Εικονογραφημένα ταχυδρομικά δελτάρια. Αθήνα, συλλογές, 1985. Σελ. 173. Δρχ. 550.

ΤΕΧΝΕΣ

ΧΙΟΥΜΟΡ

ΓΕΝΙΚΑ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ ΚΩΣΤΑΣ. Η καλλιτεχνική ιστορία

Η ΑΣΗΜΟΠΕΓΓΡΛ

φ-

ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ ΣΤΑΘΗΣ. Ο αιθεροβάμων. Αθήνα, Καστανιώτης, 1985. Σελ. 125. Δρχ. 600.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΙΤΣΙΛΟΣ Κ. ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΗ Μ0ΥΣΙ0Π0ΥΛ0Υ

# Σ ο φ ο κ λεο υ ς 4, <ηλ. 32.11.237 Α θ ή ν α

ΣΥΝΤΕΧΝΙΕΣ & ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΣΤΗ 0ΡΑΚΗ 1685-1920


74/δελτιο ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ ΜΑΚΗΣ. Δυναστεία. Α θήνα, Καστανιώτης, 1985. Σελ. 110. Δρχ. 600. ΤΣΑΒΟΛΑΚΗΣ ΝΙΚΟΣ. Ζητείται ιδέα για εξώφυλλο. Α θήνα, Βασδέκης, 1985. Δρχ. 300.

ΚΛΑΣΙΚΗ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ ΜΕΛΕΤΕΣ Α ρχαίοι έλληνες συγγραφείς. Επιλογή κειμένων - με­ ταφράσεων Π.Ε . Γιαννακόπουλος. Τομοι A ' + Β'. Α θήνα, Παπαδήμας, 1986. Σελ. 161 + 261. ΦΙΝΛΕΫ ΤΖΩΝ X. Θουκιδίδης. Μετ. Τάσος Κουκουλιός. Α θήνα, Παπαδήμας, 1985. Σελ. 401. Δρχ. 1000.

ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΔΗΜ . Κ. Φωτοσκιάσεις μεταιχμίου. Α θήνα, Το Ελληνικό βιβλίο, 1985. Σελ. 133. ΠΙΕΡΟΥ Κ ΑΛΛΙΟΠΑ. Ζωοδόχος πηγή. Α θήνα, Δ ιο ­ γένης, 1985. Σελ. 18. ΣΕ ΛΛΑ Μ ΠΟΝΤΟΥΑ. Τερέζα Μπατίστα. Α θήνα, In­ terbooks. Σελ. 40. ΣΚΟΥΦΑ - Μ ΑΝΩΛΟ ΠΟΥΛΟΥ Α Ν Ν Α . Ο Μέγας Α λέξανδρος ο Μακεδών ο βασιλιάς όλων των ελλήνων και των ασιατών. Θεσσαλονίκη, Κώδικας, 1985. Σελ. 69. ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ Γ. Ποιήματα - Β'. Α θήνα, Πρόσπερος, 1985. Σελ. 128. ΤΖΑΝΕΤΑΚΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Ό σ ο ακούω σε χρώμα. Α θήνα, Πλέθρον, 1985. Σελ. 43. Δρχ. 150. ΕΛΙΟΤ - ΛΑΡΚΙΝ - ΛΗΒΙ. Αντίποδες. Έμμετρη απόδοση Ρόης Π απαγγέλου. Α θήνα, Διογένης, 1986. Σελ. 30. ΚΑΓΙΑΜ ΟΜΑΡ. Ρουμπαγιάτ. Μετ. Κ.Γ. Κατσίμπαλης. Α θήνα, Γκοβόστης. Σελ. 122.

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΓΕΝΙΚΑ ΠΑΣΑΓΙΩΤΗΣ - ΒΛΑΧΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ. Ελπίδες και όνειρα. Α θήνα, 1985. Σελ. 117.

ΚΑΜΠΙΡ. Ο έρωτας του Ράμα. Μετ. Θανάσης Γεωργιάδης. Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 1985. Σελ. 81. Δρχ. 300. LOUIS A R AG O N . Μετ. Γιώργος Σπανός. Αθήνα, Πλέθρον, 1985. Σελ. 232. Δρχ. 350. ΠΑΡΡΑ ΝΙΚΑΝΟΡ. Ποιήματα και αντιποιήματα. Μετ. Ρήγας Καππάτος. Α θήνα, Γλάρος, 1985. Σελ. 85.

ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ ΠΟΙΗΣΗ ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΥ ΠΕΓΚΥ. Λόγοι της νύχτας. Α θή­ να , Ό μ βρ ος, 1985. Σελ. 37. ΒΛ ΑΒΙΑ Ν ΟΣ ΧΑΡΗΣ. Πωλητής θαυμάτων. Α θήνα, Π λέθρον, 1985. Σελ. 60. Δρχ. 200. ΓΚΙΚΑΣ ΑΝΤΩΝΗΣ. Αταίριαστα άλλοθι. Α θήνα, Ό μ βρ ος, 1985. Σελ. 32. ΓΚΟΥΜΑΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Στην άκρη της γλώσσας. Α θή­ ν α , Η Ά μ α ξα , 1985. Σελ. 55. ΚΑΡΑΝΙΚΟΛΑΣ ΦΩΤΗΣ. Συχνές στάσεις. Ποιήμα­ τα. Α θήνα, Θουκυδίδης, 1985. Σελ. 31. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΗΛΙΑΣ. Γράμματα της ώρας. Κύ­ προς, Θεμέλιο, 1985. Σελ. 42. ΛΕΙΒΑ ΔΙΤΗΣ ΤΑΣΟΣ. Ποίηση. Δ ' έκδοση. Τόμος Α '. Α θήνα, Κέδρος, 1985. Σελ. 463. Δρχ. 1.500.

Α ΛΑ ΒΕ ΡΑ Σ ΤΗΛΕΜ ΑΧΟΣ. Γωνίες και όψεις. Θεσ­ σαλονίκη, Νέα Πορεία, 1985. Σελ. 179. Δρχ. 600. Α Ν ΑΣ ΤΑ ΣΙΑ ΔΗ Σ ΧΑΡΗΣ. Η άλλη όψη. Διηγήματα. Λευκωσία, 1985. Σελ. 67. ΓΚΡΙΤΣΗ - ΜΙΛΛΙΕΞ ΤΑ ΤΙΑΝ Α . Κοπιώντες και πεφορτισμένοι. Β' έκδοση. Α θήνα, Κέδρος, 1985. Σελ. 149. Δρχ. 450. ΚΑΡΑΒΙΤΗΣ ΒΑΣΙΛΗΣ. Οκνηρίας εγκώμιος ή γιατί μας κλαίνε οι ρέγγες. Α θήνα, στιγμή, 1985. Σελ. 73. Δρχ. 300. Κ Ε ΦΑΛΛΗ ΝΙΑΔΗ Σ Ν .Α . Ρομαντικές ιστορίες στο Α ιγαίο. (1605 - 19ος αιώνας). Αθήνα, Φιλιππότης, 1985. Σελ. 109. Δρχ. 400. ΚΟΥΜ ΑΔΩΡΑΚΗΣ ΟΔΥ ΣΣΕΑ Σ. Τα χαμένα δώρα. Ά ρ γ ο ς , Αναγέννηση, 1985. Σελ. 145.

Μ ΑΡΙΛΕΝΑ ΤΖΙΜΗΣ. Φιλάκια στο χάος. Α θήνα, για μια πεντάρα. Σελ. 64.

ΜΑΡΚΟΓΛΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ. Ο χώρος της Ιωάννας και ο χρόνος του Ιωάννη. Α θήνα, στιγμή, 1985. Σελ. 85. Δρχ. 250.

Μ ΟΥΖΑΚΗ Μ ΑΧΗ. Γράμμα στον Μπένταμιν. Α θή­ να , Ό μ βρ ος, 1985. Σελ. 31.

Μ ΕΓΑΠΑΝΟ Υ Α Μ Α ΛΙΑ. Καλλίστη. Αθήνα, Libro, 1985. Σελ. 86. Δρχ. 400.

ΟΡΦ Α Ν ΟΥ ΔΑ ΚΗ ΦΛΩΡΑ. Το χαμένο Ίλιον. Ποιή­ ματα. Α θήνα, 1985. Σελ. 50.

Π Α Ρ Α Φ Υ Α ΔΑ 1. Α νέκδοτα κείμενα πεξογράφων Θεσσαλονίκης. Θεσσαλονίκη, Ρέκος, 1985. Σελ. 101.


δ ελ τιο /7 5 ΡΗΓΟΠΟΥΛΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ. Ο δειλός. Μυθιστόρημα. Αθήνα, 1985. Σελ. 140. Δρχ. 300.

ΜΕΛΕΤΕΣ

ΣΑΡΑΝΤΗ ΓΑΛΑΤΕΙΑ. Επιστροφή. Αθήνα, Εστία, 1985. Σελ. 149. Δρχ. 300. ΣΕΛΛΑ Μ ΠΟΝΤΟΥΑ. Ψυχές πίσω από μάσκες. Αθήνα, Interbooks. Σελ. 184.

ΔΕ Κ Α ΒΑ ΛΛΕ ΑΝΤΩΝΗΣ. Εισαγωγή στο λογοτεχνι­ κό έργο του Παντελή Πρεβελάκη. Αθήνα, Κέδρος, 1985. Σέλ. 143.

ΦΡΑΓΚΟΥ - ΚΙΚΙΛΙΑ ΡΙΤΣΑ. Κολοζαμέντε. Αθήνα, Θεωρία, 1984. Σελ. 95.

ΛΟΡΕΝΤΖΑΤΟΣ ΖΗΣΙΜΟΣ. Ό σ ο ι ξεκινούν... Αθή­ να, Δ ό μ ο ς,.1985. Σελ. 19. Δρχ. 150.

ΧΡΙΣΤΟΓΙΑΝΝΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ I. Η σφαίρα των δι­ καιωμάτων. Διηγήματα. Αθήνα, Δωδώνη, 1985. Σελ. 126. Δρχ. 400.

ΣΚΟΥΦΑ - ΜΑΝΩΛΟΠΟΥΛΟΥ Α Ν ΝΑ . Ο τελευ­ ταίος σταθμός του Γιώργου Σεφέρη. Α θήνα. Σελ. 61.

A G U EEN Μ. Μια ιστορία με κοκαΐνη. Μετ. Μ. Σο­ φιανού. Αθήνα, Ροές, 1985. Σελ. 214.

ΠΟΛΙΤΗΣ ΛΙΝΟΣ. Γύρω στον Σολωμό. Μελέτες και άρθρα. (1938-1982). Αθήνα, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1985. Σελ. 535. Δρχ. 1000.

ΛΟΟΥΡΥ ΜΑΛΚΟΛΜ. Το ρολόι φάντασμα. Μετ. Γιάννης Τζώρτζης. Αθήνα, Ερατώ, 1985. Σελ. 72. ΡΟΜΠΙΝΣ ΤΟΜ. Ακόμα και οι καουμπόισσες μελαγ­ χολούν. Μετ. Γιάννης Κωστόπουλος. Γιώργος Μπαρουδής. Αθήνα, Aquarius, 1985. Σελ. 421. Δρχ. 650. ΣΑΓΚΑΝ ΦΡΑΝΣΟΥΑΖ. Στα όρια της αντοχής. Μετ. Έρη Κανδρή. Αθήνα, Ωκεανίδα, 1985. Σελ. 219. STEVENSON ROBERT LOUIS. Η λέσχη της αυτο­ κτονίας. Μετ. Τάσος Δενέγρης. Αθήνα, Ά γ ρ α , 1985. Σελ. 152. Δρχ. 400. ΤΣΑΝΤΛΕΡ ΡΕΗΜΟΝΤ. Κόκκινος άνεμος. Μετ. Βαγγέλης Παραμπούκης, Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 1985. Σελ. 150. Δρχ. 300.

ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑ

ΕΚΟ ΟΥΜΠΕΡΤΟ. Επιμύθιο στο Ό νο μ α του Ρόδου. Μετ. Έφη Καλλιφατίδη. Αθήνα, Γνώση, 1985. Σελ. 78. Δρχ. 300.

ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΕΝΙΚΑ ΔΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ Π. Μεσαίωνας. Ελληνικός και δυ­ τικός. Α θήνα, Εποπτεία, 1985. Σελ. 257. Δρχ. 700.

ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ

M AN ΤΟΜΑΣ. Γράμματα. Μετ. Νανά Ησαΐα. Αθήνα, Νεφέλη, 1985. Σελ. 308.

ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΠΑΝΟΣ I. Ο μεγάλος διδάσκαλος του

26 ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ Με χιλιάδες βιβλία ιστορικά, λογοτεχνικά, πολιτικά, οικονομικά, λεξικό κ.ά. από 30 δραχμές

ΜΠΑΡΜΠΟΥΝΑΚΗΣ Αριστοτέλους 4#Ενυατ1ας 150

ΤΟ ΚΑΤΩΙ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ Αρισιοτέλους6*Τηλ. 27.18.53

ΤΟ ΣΠΙΤΑΚΙ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ Καρόλου Ντηλ 3*Τηλ. 23.97.46 Το μοναδικό παιδικό βιβλιοπωλείο

ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ ΜΠΑΡΜΠΟΥΝΑΚΗΣ


76/δ ελ τιο γένους Ευγένιος Γιαννούλης ο Αιτωλός. Β' έκδοση συμπληρωμένη. Α θήνα, Βασιλόπουλος, 1985. Σελ. 224. ΚΑΡΑΝΙΚΟΛΑΣ ΓΙΩΡΓΟΣ Δ . Ρασοφόροι συμφορά του έθνους. Δ ' έκδοση. Αθήνα, Θουκιδίδης, 1985. Σελ. 493. Δρχ. 450. ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗΣ. Α π ’ το θρα­ νίο και την έδρα. Α θήνα, 1986. Σελ. 269. Δρχ. 500. ΠΙΣΤΙΚΙΔΗΣ ΘΑΝΑΣΗΣ. Ριζώματα βιώματα παθή­ ματα. Ραφήνα, 1985. Σελ. 320. Δρχ. 500.

ΣΧΟΛΙΚΑ Μ ΠΑΛΑΣΚΑΣ ΚΩΣΤΑΣ. Λογοτεχνία και παιδεία. Α θήνα, Επικαιρότητα, 1985. Σελ. 161.

ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ

Χ ΑΤΖΗΠ ΑΤΕΡΑΣ ΚΩΣΤΑΣ Ν. - ΦΑΦΑΛΙΟΥ Μ Α ­ ΡΙΑ Σ. Μαρτυρίες 40-41. Β' έκδοση. Α θήνα, Κέδρος, 1985. Σελ. 405.

ΑΝΟΙΧΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ. Τεύχος 6.

Καρλ Μαρξ. Βιογραφία εικονογραφημένη. Μετ. Π ό­ νος Βούλγαρης. Α θήνα, Θεμέλιο, 1985. Δρχ. 3.200.

ΑΝΤΙ. Δεκαπενθήμερη πολιτική επιθεώρηση. Τεύχος 308. Δρχ. 70. Α ΡΚΑΔΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ. Φύλλο 194. Δρχ. 10. ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗ ΕΠ ΙΘΕΩΡΗΣΗ Τεύχη 19-20, 21-22.

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Θεσσαλονίκη 2300 χρόνια. Θεσσαλονίκη, Μ αλλιάρης Π αιδεία, 1985. Σελ. 59. Δρχ. 300.

ΑΥΤΟ. Μηνιαία εφημερίδα-περιοδικό πολιτικού δια­ λόγου. Τεύχος 10. Δρχ. 50. ΒΟ Μ ΒΑ ΕΙΡΗΝΗΣ. Μηνιαία ορθόδοξη χριστιανική εφημερίδα. Τεύχος 23. Δωρεάν. ΓΥΝΑΙΚΑ. 15μερο γυναικείο περιοδικό. Τεύχος 937. Δ ρχ. 150.

ΠΑΙΔΙΚΑ

ΔΕΛΤΙΟ . Σύνδεσμος βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος. Τεύχος 10-11/234-235. Δ ΙΑ ΒΑ Ζ Ω . Δεκαπενθήμερη επιθεώρηση του βιβλίου. Τεύχος 135. Δρχ. 200.

ΕΛΕΥΘΕΡΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

ΔΩΜ Α . Περιοδική έκδοση για τις τέχνες του λόγου. Τεύχος 6. Δρχ. 550. ΕΠΟΠΤΕΙΑ. Τεύχος 108. Δρχ. 300.

ΓΟΥΜΕΝΟΠΟΥΛΟΥ Μ ΑΡΙΑ. Αστρα, βότσαλα και νότες. Α θήνα, Ηράκλειτος, 1985. Σελ. 61. ΠΙΛΑΒΙΟΣ ΝΙΚΟΣ. Ο παραμυθάς. Ο μάγος του γα ­ λάζιου βουνού. Θεσσαλονίκη, Α .Σ .Ε ., 1985. Σελ. 45. ΣΤΑΘ ΑΤΟΥ ΦΡΑΝΣΗ. Το κίτρινο μπαλόνι. Α θήνα, Ά γκ υ ρ α , 1985. Σελ. 51. Δρχ. 380. ΤΡΙΒΥΖΑΣ ΕΥΓΕΝΙΟΣ. Ιστορίες από το νησί των πυ­ ροτεχνημάτων. Η χώρα χωρίς γάτες. Α θήνα, Κέδρος. 1985. Σελ. 41. Δρχ. 450. ΤΡΙΒΥΖΑΣ ΕΥΓΕΝΙΟΣ. Ο ναυαγός κοκκινοτρίχης. Α θήνα, Κέδρος, 1985. Σελ. 30. Δρχ. 450. ΠΡΟΪΣΛΕΡ ΟΤΦΡΙΝΤ. Ο νερουλίνος το πνεύμα της λίμνης. Μετ. Ελένη Βαλαβάνη. Νεανική Βιβλιοθήκη, αριθ. 45. Α θήνα, Καστανιώτης, 1985. Σελ. 122. Δρχ. 300. FYNN. Θεούλη... Εδώ Ά ν ν α . Μετ. Βασίλης Τομανάς. Θεσσαλονίκη, Κυρκόπουλος, 1985. Σελ. 219. Δρχ. 450.

ΕΡΜ ΑΡΧΟΣ. Περιοδική φυλλάδα. Τεύχος 5. ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ. Τεύχος 4. Ν ΕΑ ΕΠ ΟΧΗ. Δ ιπλό τεύχος 173-174. Ν ΕΑ ΕΣΤΙΑ. Τεύχη 1404, 1405. Δρχ. 200. Ν Ε Α ΕΣΤΙΑ. Αφιέρωμα στη Θεσσαλονίκη. Τόμος 18ος, Χ ριστούγεννα 1985. Δρχ. 750. Η Ν ΕΑ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ. Τεύχος 15. Δρχ. 150. ΠΑΛΙΜ ΨΗΣΤΟΝ. Περιοδική έκδοση της Βικελαίας Δημοτικής Βιβλιοθήκης. Τεύχος 1. ΠΑΝΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ. Μ ηνιαία έκδοση της Πανηπειρωτικής Συνομοσπονδίας Ελλάδας. Φύλλο 94. Δρχ. ΠΑ Ν ΘΕΟ Ν. Γυναικείο δεκαπενθήμερο περιοδικό. Τεύχος 905. Δρχ. 140. ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ. Γράμματα - Τέχνες - Ιστορία - Του­ ρισμός - γυναικεία θέματα. Τεύχη 1-2, 3-4. Δρχ. 150. ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΣΚΕΨΗ. Μηνιαία περιοδική έκδοση γραμμάτων και τεχνών. Φύλλο 110. Δρχ. 7.

ΓΝΩΣΕΙΣ ΚΡΟΝΤΗΡΑ Λ Η Δ Α . Γνωριμία με το Εθνικό Α ρχαιο­ λογικό Μουσείο. Α θήνα, Εκδοτική Α θηνών, 1985. Σελ. 71. Δρχ. 600.

ΣΥΛΛΕΚΤΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ. Μηνιαίο περιοδικό για συλλέκτες. Τεύχος 62. Δρχ. 100. ΤΑ Ψ Α Ρ Α . Μηνιαίο περιοδικό τεύχος 64-65-66. M ARKETING A G E. Ελληνική επιθεώρηση marketing και επικοινωνίας. Τεύχος 11. Δρχ. 150.


δ ελ τιο /7 7

1 Ιανουαρίου14 Ιανουάριου 1986

κριτικογραφία

Επιμέλεια: Μ αρία Τρουπάκη

Στην Κ ριτικογραφία περιλαμβάνονται όλες οι επώνυμες βιβλιοκριτικές και βιβλιοπαρονσιάσεις των ελληνικών εκδόσεων που δημοσιεύονται στον ημερήσιο αθηναϊκό τύπο. Περιλαμβάνονται, επίσης, και κριτικές δημοσιευμέ­ νες στον π εριοδικό και επαρχιακό τύπο, όσες φυσικά φ ροντίζουν να μα ς στέλνουν οι συντάκτες τους. Για κάθε βιβλίο σημειώνονται, μέσα σε παρένθεση: το όνομα του κριτικού και ο τίτλος του εντύπου (βλ. Υπόμνημα), καθώς και η ημέρα δημοσίευσης της κριτικής, αν πρόκειται για εφημερίδα, ή ο αριθμός έκδοσης, αν πρόκειται για περιοδικό έντυπο.

ΚΡΙΤΙΚΟΙ ΑΘ: Π. Αθηναίος ΑΠ: Α. Παπαδάκη ΑΦ: Α. Φουριώτης BA: Β. Αγγελοπούλου ΒΠ: Βάιος Παγκουρέλης ΒΧ: Β. Χατζηβασιλείου ΓΜ: Γ. Ματζουράνης ΓΣ: Γ. Σαββίδης ΔΚ: Δ. Κονιδάρης ΓΠ: Γ. Παναγιώτου ΔΓ: Δ. Γιάκος ΔΖ: Δ. Ζαδές ΔΠ: Δ. Παπακωνσταντίνου ΔΣ: Δ. Σιατόπουλος ΕΑ: Ε. Αρανίτσης ΕΒ: Ε. Βαλτά ΕΖ: Ε. Ζωγράφου ΕΛ: Ε. Παππά ΕΠ: Ε. Παμπούκη EM: Ε. Μόσχος ZB: Ζ. Βαλάση ΘΠ: Θ. Μ. Πολίτης ΘΥ: Θ. Παπανικολάου ΙΔ: I. Δραγώης ΚΑ: Κ. Ανδρονικάς ΚΓ: Κ. Γουλιάμος ΚΔ: Κ. Θ. Δημαράς ΚΕ: Κ. Εμονίδης ΚΗ: Σ. Κατσίμης ΚΚ: Κ. Καραχάλιος ΚΝ: Κ. Ντελόπουλος ΚΣ: Κ. Σταματίου ΚΤ: Κ. Τσαούσης ΚΧ: Κ. Χρυσάνθης ΛΑ: Λ. Αποσκίτης ΜΑ: Μ. Αποστολάτος ΜΚ: Μ. Κοντολέων ΜΠ: Μ. Παπαδοπούλου

ΜΝ: Μ. Νιτσόπουλος ΝΜ: Ν. Μπούτβας ΝΠ: Ν. Παπανδρέου NY: Ν. Μαρκίδου ΟΠ: Ο. Παρατηρητής ΠΑ: Α. Παπανδρόπουλος ΠΛ: Π. Λινάρδος-Ρυλμόν ΠΜ: Π. Μηλιώρη ΠΠ: Π. Παιονίδης ΣΤ: Δ. Σταμέλος ΤΘ: Τ. θεοδωρόπουλος ΤΑ: Τ. Λειβαδίτης ΤΣ: Σ. Τσακνιάς ΦΚ: Φ. Κονδύλης ΦΤ: Φ. Τριάρχης ΕΝΤΥΠΑ ΑΓ: Αγωνιστής ΑΗ: Απογευματινή ΑΚ: Ακρόπολις ΑΝ: Αντί ΑΠ: Απανεμιά ΑΥ: Αυγή ΒΟ: Βορειοελλαδικά ΒΡ: Η Βραδυνή Π : Γιατί ΓΤ: Γράμματα και Τέχνες ΔΙ: Διαβάζω ΔΑ: Διάλογος ΔΠ: Δεκαπενθήμερος Πολίτης ΔΡ: Δραμινή ΔΣ: Δαυλός ΕΒ: Εμείς και το Βιβλίο ΕΓ: Ελεύθερη Γνώμη ΕΙ: Εικόνες Ε θ: Έθνος ΈΛ: Ελευθεροτυπία ΕΜ: Εβδόμη ΕΚ: Ελικώνας ΕΟ: Εποπτεία

ΕΣ: Ελεύθερος (Στερ. Ελλ!) ΕΨ: Επιστημονική Σκέψη ΕΩ: Ελεύθερη Ώρα ΗΜ: Ημερήσια ΗΧ: Ήχος και Hi-Fi ΘΟ: θούριος ΚΑ: Καθημερινή ΚΛ: Κυπριακός Λόγος CO: Cosmopolitan ΛΕ: Η Λέξη ΜΕ: Μεσημβρινή ΝΕ: Τα Νέα ΝΗ: Νέα Εποχή ΝΣ: Νέα Εστία ΟΜ: Ομπρέλα ΟΠ: Οδός Πανός ΟΤ: Οικονομικός Ταχυδρόμ*ςζ ΠΑ: Πάνθεον ΠΕ: Περισκόπιο της Επιστήμης ΠΘ: Πολιτικά Θέματα ΠΚ: Πνευματική Κύπρος ΠΛ: Πολιτιστική ΠΟ: Πολίτης ΠΡ: Πόρφυρας ΡΙ: Ριζοσπάστης ΣΕ: Σύγχρονη Εκπαίδευση ΣΘ: Σύγχρονα Θέματα ΣΚ: Σκιάθος ΣΛ: Συλλεκτικός Κόσμος ΣΠ: Σπουδές ΣΣ: Σύγχρονη Σκέψη ΣΥ: Συμβολή ΤΑ: Ταχυδρόμος ΤΕ: Τριφυλιακή Εστία ΤΚ: Ταχυδρόμος Καβάλας ΤΟ: Τομές ΤΤ: Τετράγωνο ΦΣ: Φιλολογική Στέγη ΧΑ: Χάρτης ΧΡ: Η Χριστιανική

Φιλοσοφία

Οικονομία

Σακκάς Ν.: Πλάτωνας (ΑΘ, ΗΜ, 9/1) Μπωβουάρ Σ.: Για μια ηθική της αμφισβήτησης (ΒΠ, ΔΙ, 134)

Καλύβας Β. - Καλύβας Α.: Σχέδιο κώδικα λειτουργίας οικο­ νομικών μονάδων ή σκλομ (Β. Ψυρράκης - Δ. Λαμπρία, ΜΕ, 3/1) Φροντιστής Α.: Διερεύνηση των δυνατοτήτων ενός μοντέλου αξιολόγησης μικρομεσαίων μεταποιητικών επιχειρήσεων (ΠΑ, ΟΤ, 2/1)

Ψ υχολογία Γκουατταρί Φ.: Μοριακή επανάσταση (Σ. Καρυδάκης, Νέα Οικολογία, 15) Νιρ Γ. - Μασλίν Μ.: Αναζητώντας τον ιδανικό σύντροφο (Ν. Ντόκας, ΕΛ, 5/1) θρησκεία Παπαχρίστου - Πάνου Ε.: Η αποκάλυψη του Ιωάννη (Ε.Ν. Μόσχος, ΝΣ, 1404)

Koivrnv ιολογ ία Γρίβας Κ.: Δημόσια υγεία, η κακοποίηση της κοινωνικοποίη­ σης (Σ. Καρυδάκης, Νέα Οικολογία, 15) Δήμου Ν.: Η χαμένη τάξη (Κ. Γιούργος, Play Boy, Ιαν. ’86)


7 8/δελτιο Καραμπελιάς Γ.: Πέρα από το σοσιαλισμό (Σ. Καρυδάκης, Νέα Οικολογία, 15) Καστοριάδης Κ.: Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας (Σ. Καρυδάκης, Νέα Οικολογία, 15) Σακαλάκη Μ.: Το απαγορευμένο στους δεσμούς συγγένειας (ΚΝ, ΚΑ, 9/1) Ζαρέτσκι Ε.: Καπιταλισμός - οικογένεια και προσωπική ζωή (Σ. Καρυδάκης, Νέα Οικολογία, 15) Κόλμαν Μ.: Πολιτική και προσωπική ζωή (Σ. Καρυδάκης,, Νέα Οικολογία, 15) Μαρκούζε X.: Το τέλος της ουτοπίας (Σ. Καρυδάκης, Νέα Οι­ κολογία, 15) Μαρξ Κ., κ.ά.: Για το γυναικείο ζήτημα (Γ. Μητρ., ΟΤ, 9/1) Το δικαίωμα να είσαι άνθρωπος (Β. Ψυρράκης - Α. Λαμπρία, ΜΕ, 8/1) Friedman G.: Πού τραβά η ανθρώπινη εργασία; (Σ. Καρυδά­ κης, Νέα Οικολογία, 15) Πολιτική Γιόκαρης Β.: Οι Πράσινοι (Σ. Καρυδάκης, Νέα Οικολογία, 15) Ράπτης Μ, κ.ά.: Ένα εναλλακτικό επαναστατικό κίνημα (Σ. Καρυδάκης, Νέα Οικολογία, 15) Σέλλ Τ.: Το πεπρωμένο της γης (Σ. Καρυδάκης, Νέα Οικολο­ γία, 15) Χωροταξία - Περιβάλλον Μάργαρης Ν.: Η Γκόλφω παίζει γκολφ (Σ. Καρυδάκης, Νέα Οικολογία, 15) Μεταξάς Γ.: Ο καθημερινός χώρός (Σ. Καρυδάκης, Νέα Οικο­ λογία, 15) Carpa F.: Η κρίσιμη καμπή (Σ. Καρυδάκης, Νέα Οικολογία, 15) Κάρσον Ρ.: Σιωπηλή άνοιξη (Σ. Καρυδάκης, Νέα Οικολογία, 15) Simmonet D.: Τι είναι Οικολογία (Σ. Καρυδάκης, Νέα Οικο­ λογία, 15) Skolimowski Η.: Οικοφιλοσοφία (Σ. Καρυδάκης, Νέα Οικολο­ γία, 15) Λαογραφία Έξαρχος Γ.: Παραμύθια των Βλαχόφωνων Ελλήνων (Λ. Ντουνιά, ΑΝ, 307) Παπαζήση - Παπαθεοδώρου Ζ.: Τα τραγούδια των βλάχων (Α θ, ΗΜ, 9/1) Παρασκευαίδης Μ.: Η παραδοσιακή Σαμοθράκη (Κ. Παλαιολόγος, Λεσβιακή Παροικία, 92) Πύρπασος X.: Τα λιονατράγουδα της αγάπης (Μ. Κατσίνης Αρκαδικός Κόσμος, 194) Εκπαίδευση Ντήτριχ Τ.: Το ενεργό βιομηχανικό σχολείο του Σοβιετικού παιδαγωγού (Σ. Καρυδάκης, Νέα Οικολογία, 15) Σχολικά Αθανασάκης Α. κ.ά.: Οικολογία και περιβάλλον (Η. Ευθυμιόπουλος, Η Νέα Οικολογία, 15) θ ετικές και εφαρμοσμένες επιστήμες Κανδήλης I.: Δημήτριος Χόνδρος (Σ. Μακρής, ΝΣ, 1404) Μαλλιαρού Μ.Α.: Η μητέρα εκπαιδεύεται στην παιδιατρική (Β. Ψυρράκης - Α. Λαμπρία, ΜΕ, 3/1) Μάμφορντ Λ.: Ο μύθος της μηχανής (Σ. Καρυδάκης, Νέα Οι­ κολογία, 15) Ray Η.: Ηλιοτεχνική (Σ. Καρυδάκης, Νέα Οικολογία, 15) Σπάρκς Τ.: Αγριο ζευγάρωμα (Ν. Ντόκας, ΕΛ, 12/1)

Τέχνες Ανδρέου Ε.: Γιάννης Σκαρλάτος (Ν. Ντόκας, ΕΛ, 12/1) Βαλούκος Σ. - Σπηλιόπουλος Β..: Φιλμ-νουάρ (ΚΤ, ΕΘ, 8/1) Δαυλόπουλος Τ.: Πραγματεία για το μοντάζ (ΓΣ, ΑΗ, 2/1) Ελληνικά παραδοσιακά κοσμήματα (Κ. Γιούργος, Play-Boy, Ιαν. ’86) Ελληνική παραδοσιακή αρχιτεκτονική. Τομ. Α', Β", Γ' (Κ. Γιούργος, Play Boy, Ιαν. ’86) Κυρ.: ΓΓ ακόμα καλύτερες νύχτες (Κ. Γιούργος, Play Boy, Ιαν. ’86) Σκουλάς Η.: Λιτότητα (Ν. Ντόκας, ΕΛ, 12/1) Τσούχλου Δ. - Μπαχαριάν Α.: Η σκηνογραφία στο νεοελληνι­ κό θέατρο (Α. Καλογεροπούλου, ΚΑ, 1/1) Φασιανός Α.: Σχέδια (ΘΥ, ΕΙ, 1/1) Αίηντζ Ν.: Νταλί (ΚΝ, ΚΑ, 9/1), (Κ. Γιούργος, Play Boy, Ιαν. ’86) Internationale Situationiste.: Το ξεπέρασμα της τέχνης (Σ. Κα­ ρυδάκης, Νέα Οικολογία, 15) Αθλητισμός Το βιβλίο των κανονισμών (Σ.Κ., ΕΛ, 9/1) Γλώσσα Αργύρης Π.: Η απόλυση του Γεωργίου Ζεϊμπέκη και το γλωσ­ σικό ζήτημα στη Λέσβο (Μ. Τσιάμης, Τα Ψαρά, 64-66) Ελληνικός γλωσσικός όμιλος. Ελληνική γλώσσα, αναζητήσεις και συζητήσεις (ΣΠ. BP, ΟΤ, 9/1) Καργάκος Σ.: Αλαλία (Α θ, ΗΜ, 9/1) Παρασκευαίδης Μ.: Οι έρευνες των γλωσσικών ιδιωμάτων της Λέσβου από τον Πάουλ Κρέτσμερ και το Σ. Αναγνώστου (Μ. Τσιάμης, Τα Ψαρά, 64-66) Κλασική φιλολογία Ευριπίδης: Ιφιγένεια στην Ταυρίδα (Β. Ψυρράκης - Α. Λαμ­ πρία, ΜΕ, 3/1) Γιουρσενάρ Μ.: Το στεφάνι και η λύρα (X. Ντουνιά, ΑΝ, 307) Ποίηση Ανδρουλιδάκης Κ.: Το μυστικό τετράδιο (Μ. Κατσίνης, Αρκα­ δικός κόσμος, 194) Βρεττάκος Ν.: Ηλιακός λύχνος (X. Κορέλας, Δώμα, 6) Δανιήλ Γ.: Τα επίθετα (X. Κορέλας, Δώμα, 6) Διοματάρη Ο.: Ο ποιητής γράφει την ιστορία του κόσμου (ΚΤ, ΕΘ, 8/1) (Ν. Ντόκας ΕΛ, 5/1) Ελύτης Ο.: Ο μικρός ναυτίλος (Αλκαίος, Έρμαρχος, 5), (ΚΣ, ΝΕ, 4/1) Ζαμπαθά - Παγουλάτου Φ.: Πλωτές συνοικίες (ΔΖ, Περί­ γραμμα, 3-4) Καλού Σ.: Τα λυρικά και τα σύγχρονα (Δ.Π., Περίγραμμα, 3-4) Καρούσος Α.: Σας ενδιαφέρει (ΦΤ, ΤΚ. 5/12) Κάρτερ Γ.: Ατομικός φάκελλο: (ΛΖ. Περίγραμμα. 3-4) Καρύδης Ν.: Ανέκδοτα οριστικά (Δ. Παπακωνσταντίνου, ΝΣ, 1405) Κουτσοχέρας I. : Σιγή και κραυγή της θάλασσας (Δ.Π., Περί­ γραμμα, 3-4) Κωσταβέρας Θ.: Ιστορήματα (Β. Ψυρράκης - Α. Λαμπρία, ΜΕ, 3/1) Λιδωρίκης Α.: Κραυγή σε 24 τόνους (X. Κορέλας, Δώμα, 6) Λυσιώτης Ξ.: Δεκαπεντασύλλαβοι του δεκαπενταύγουστου (Α. Βασιλείου, ΝΗ, 173-174) Μαρνέρος Α.: Οι άρχοντες (X. Κορέλας, Δώμα, 6) Μοσκώφ Κ.: Ποιήματα (Αλκαίος, Ερμάρχος, 5) Νικορέτσος Δ.: Στοχασμοί στο ημίφως (Τ. Χατζηαναγνώστου, Τα Ψαρά, 64-66) Παυλέα Ρ.: Γεωμετρικά πουλιά (ΦΤ, ΤΚ, 5/12) Πετρόπουλος Γ.: Ο θρίαμβος του θανάτου (Ν. Ανώγης, Λογο­ τεχνική Επιθεώρηση, 4)


δελ τιο /7 9 Πηγαδιώτης Κ.: Το γραμματοκιβώτιο του αργότερα (Ν. Ανώγης, Λογοτεχνική Επιθεώρηση, 4) Πιτσιλίδης Μ.: Κυθέρεια (Α θ, ΗΜ, 9/1) Σαράντης Γ.: Άπαντα τα ποιητικό (X. Κορέλας, Δώμα, 6) Τασούλης Θ.: Σε μωβ ελάσσονα (Τ. Αποστολάτος, Δώμα, 6) Τηλικίδης Σ.: Γρηγορείτε (ΦΤ, ΔΡ, 8/12) Φωστιέρης A.: 1) Σκοτεινός έρωτας 2) Ο διάβολος τραγούδησε σωστά (ΒΧ, ΑΥ, 14/1) Χριστοδούλου Δ.: Χώμα (X. Παπαγεωργίου, ΔΙ, 134) Μπονφουά 1.: Ποιήματα (Β. Ψυρράκης - Α. Λαμπρία, ΜΕ, ' ■ 3/1)

Λαζανάς: Φρήντριχ Χαίλντερλιν (Φ. Ράπτου, Περίγραμμα, 34) Παπαδόπουλος Ν.: Μελέτες πάνω σε θέματα μετάφρασης (Γ. Κεντρωτής, ΔΙ, 134) Πενήντα χρόνια νεοελληνικής παιδείας. Η παρουσία του Κ.θ. Δημαρά στην επιστήμη των νεοελληνικών γραμμάτων (X. Ντουνιά, ΑΝ, 307) Πολίτης Λ.: Γύρω στο Σολωμό (ΣΤ, ΕΛ, 2/1) Πρακτικό συνεδρίου «Κοραής και Χίος» (Ν. Κομνηνού Χατζηγεωργίου, Τα Ψαρά, 64-66), (ΒΠ, ΔΙ, 134) Δοκίμια

Πεζογραφία Αθανασιάδης Τ.: Οι τελευταίοι εγγονοί (Μ.Γ. Μερακλής, Δώ­ μα, 6) Βλάχου Ν.: Η ξένη (Ε. Ρόζος, Περίγραμμα, 3-4) Γερμανός Φ.: Σαμ (ΚΝ, ΚΑ, 9/1) Γλέζος Π.: Τα θαμπά μάτια (ΘΠ, ΕΣ, 533 και 534) Δρακονταειδής Φ.: Το σπίτι της θείας (ΒΧ, ΔΙ, 134) Καλιότσος Π.: Το συμπόσιο (ΣΤ, ΕΛ, 2/1) Κοκκίνης Σ.: Ένας ευτυχισμένος κερατάς (ΕΛ, ΓΥ, 937) Κολώνας Β.: Χαραμάδες (ΕΛ, ΓΥ, 937) Λάζου Μ.: Η διάρρηξη (Β. Ψυρράκης - Α. Λαμπρία, ΜΕ, 3/1) Μανιατάκος Γ.: Από γενιά σε γενιά (Ν. Ντόκας, ΕΛ, 12/1) Μεγάλου - Σεφεριάδη Λ.: Το ξένο σώμα (Ε. Κοτζιά, ΚΑ, 9/1) Μολέσκης Γ.: Τα κλεμμένα σταφύλια (Π. Παιονίδης, ΝΗ, 173174) Ξανθούλης Γ.: Ο Σόουμαν δεν θα ’ρθει απόψε. (Κ. Γιούργος, Play Boy, Ιαν. ’86) Παπαδάτου Β.: Πού είναι το ξίφος σου Λυδία; (X. Κορέλας, Δώμα, 6) Παπαδιαμάντης Α.: Άπαντα (ΚΤ, Κθ, 12/1) (ΣΤ, ΕΛ, 2/1) Παπακυριάκης Γ.: Ο τυφλός ταξιδιώτης (Β. Ψυρράκης - Α. Λαμπρία, ΜΕ, 3/1) Παπαστράτου Δ.; Οψόμεθα εις Φιλίππους (Ν. Βλαχογιάννης, Περίγραμμα, 3-4) Πολενάκη Μ.: Τα απόκρυφα σε δράση (Ε. Μπουζέλη, ΚΑ, 9/

1)

Σαμουηλίδης X.: Σκληρές ιστορίες (Α. Πανάτος, ΜΗ, 173174) Σταμέλος Δ.: 1) Καστανιώτης 2) Το λιοντάρι της Κλεφτουριάς (X. Κορέλας, Δώμα, 6) 3) Μακρυγιάννης (Δ.Π., Περί­ γραμμα, 3-4) Αλεξάντερ Π.: Όσο υπάρχουν ήρώες (ΓΣ, ΑΗ, 2/1) Γκίνζμπουργκ Ν.: Οι φωνές της νύχτας (ΕΛ, ΓΥ, 937) Goldsmith S.: Στον πυρετό του χρυσού (ΘΥ, ΕΙ, 8/1) Γκρας Γ.: Το τενεκεδένιο ταμπούρλο (Κ. Γιούργος, Play boy, Ιαν. ’86), (ΘΥ, ΕΙ, 8/1) Εκο Ο.: Επιμύθιο στο όνομα του ρόδου (ΕΑ, ΕΛ, 9/1) Ερνό Α.: Η θέση (ΘΥ, ΕΙ, 4/1) Λακαριέρ Ζ.: Μαρία η Αιγύπτια (ΘΥ, Εΐ, 1/1) Μπαγιόν Α.: Η ιστορία της Μαρί (Β. Ψυρράκης - Α. Λαμ­ πρία, ΜΕ, 3/1) Μπεν Ζελούν Τ.: Η προσευχή της Ερήμου (Κ. Γιούργος, Play Boy, Ιαν. ’86) Μπερνέτ Γ.: Μικρός Καίσαρ (Π.Ε. ΑΥ, 5/1) Daley R.: Επικίνδυνη κόψη (ΘΥ, ΕΙ, 1/1) Ντυράς Μ.: 1) Ο εραστής 2) Ο υποπρόξενος (Μ.Π.νΝΕ,· 11/1) Σαγκάν Σ.: Ο κύκλος (ΓΣ, ΑΗ, 2/1) Σαγκάν Φ.; Στα όρια της αντοχής (ΘΥ, ΕΙ, 8/1) Τσάντλερ Ρ.: Κόκκινος άνεμος (Π.Κ., ΑΥ, 5/1), (Β. Ψυρράκης - Α. Λαμπρία, ΜΕ, 3/1) Φερναντέζ Ν.: Εγώ ο Πιέρ Πάολο στα χέρια ίου αγγέλου (ΚΤ, Ε θ, 8/1), (Π.Κ., ΑΥ, 12/1) Χάμετ Ν.: Το γυάλινο κλειδί (Π.Κ., ΑΥ, 5/1) Χέφερναν Ο.: 1) Ο Κορσικανός (ΘΥ, ΕΙ, 8/1). 2) Φυλακισμένο γεράκι (ΘΥ, ΕΙ, 1/1) Χόχουτ Ρ.: Ένας έρωτας στη Γερμανία (ΘΥ, ΕΙ, 8/1) Μελέτες Κόρφης Τ.: Ν. Λαπαθιώτης (X. Ντουνιά, ΔΝ, 307) (ΚΝ, ΚΑ,

Βότση Ο.: Οδύνη και Εύδια (X. Κορέλας, Δώμα, 6) Βρεττάκος Π.: το κόστος της αλαζονείας (X. Κορέλας, Δώμα, 6) Κιλίφης Τ.: Η ταυτότητά μας και η αληθινή ζωή (Ν. Ανώγης, Λογοτεχνική Επιθεώρηση, 4) Λεκετσά Π.: Διόνυσος (X. Ντουνιά, ΑΝ, 307) Τσιρόπουλος Κ.: Παιδεία Ελευθερίαε (Ε Ν. Μόσχος, ΝΣ, 1404) Ομάδα Ελεύθεροι λαϊκοί ραδιοσταθμοί.: Ελεύθερη ραδιοφω­ νία (Σ. Καρυδάκης, Νέα Οικολογία, 15) Προυστ Μ.: Διαβάζοντας (Α.Λ., ΜΕ, 14/1) Παιδικά Αγγελάκης Α.: Ο ερωτευμένος Τρίτωνας (Β. Ψαρράκης - Α. Λαμπρία, ΜΕ, 3/1) Ακκοκαλίδου - Ναχμία Ν.: Η παρέα (Αλκαίος, Έρμαρχος, 5) Δελώνης Α.: Ας παίξουμε τους μεγάλους (ΓΣ, ΑΚ, 2/1) Ιωαννίδης Ι.Δ.: Τα τρία παιδιά (Β. Ψυρράκης - Α. Λαμπρία, ΜΕ, 3/1) Κατσάς θ.: Το ταξίδι (ΑΠ, ΑΥ, 9/1) Μιχαήλ - Δέδε Μ.: Μύθοι και θρύλοι των ιθαγενών της Αυ­ στραλίας (Β. Ψυρράκης - Αλ. Λαμπρία, ΜΕ, 3/1) Παλαιολόγου Γ.: Είμαι μια σάλπιγγα (Φ. Ράπτου, Περίγραμ­ μα, 3-4) Το χρυσό μήλο (ΑΠ, ΑΥ, 9/1) Φακίνου Ε.: Οι τέσσερις εποχές (ΑΠ, ΑΥ, 9/1) Φίλντιση Σ.: Ορέστης (Β. Ψυρράκης - Α. Λαμπρία, ΜΕ, 3/1) Χατζηβασιλείου Β.: Το τρύπιο βουνό (Αλκαίος, Έρμαρχος, 5) Χρυσάνθης Κ.: Οι νεράιδες της Κύπρου (ΦΤ, ΔΡ, 8/12) Αλέξιν Α.: Η τρελή Ευδοκία (Β. Ψυρράκης - Α. Λαμπρία, ΜΕ, 3/1) Λίντγκρεν Α.: Ρόνια η κόρη του ληστή (ZB, ΡΙ. 12/1) Marshall R. - Korky Ρ.: Οι τέσσερις πράξεις (ΑΠ, ΑΥ, 9/1) Pien Kowski J. - Carter Α.: Καλή χώνεψη (ΑΠ, AY, 9/1) Ιστορία Κολιόπουλος Δ.: Παλινόρθωση - Δικτατορία - Πόλεμος 19351941 (ΓΣ, ΑΗ, 2/1) Κραψίτης Β. (Επιμ.) Μνήμη Σουλίου (ΑΦ, ΑΚ, 4/1) Κρεμμυδάς Β.: Ελληνική ναυτιλία 1776-1835 (X. Ντουνιά, ΑΝ, 307) Μαντάς Σ.: Τ ι Ηπειρώτικα γεφύρια (ΒΠ, ΔΙ, 134) Παναγιωτόπουλος Β.: Πληθυσμός και οικισμοί της Πελοποννήσου 13ος-18ος αιώνας (X. Ντουνιά, ΑΝ, 307) Παπαθανάση - Μουσιοπούλου Κ.: Συντεχνίες και επαγγέλμα­ τα στη Θράκη 1685-1920 (ΓΣ, ΑΗ, 2/1) Παπαϊωάννου I.: Ιστορικές γραμμές (Ν.Ι.Μ., Ελληνικός Βορ­ ράς, 12/1) Σάρρας Γ.: Ιστορικό - Λαογραφικό Ηγουμενίτσας 1500-1950 (Ν. Ανώγης, Λογοτεχνική επιθεώρηση, 4) Σταμέλος Δ.: Ο θάνατος του Καραϊσκάκη (Ν. Κομνηνού - Χατζηγεωργίου, Τα Ψαρά, 64-66), (Σ. Μακρής, ΝΣ, 1404), (Μ. Κατσίνης, Αρκαδικός Κόσμος, 194) Το αρχοντικό της Αγροτικής Τράπεζας (Τ. Ψάράκης, ΕΝΑ, 2/1) Τσατσάνής Γ.: Γεώργιος Λογοθέτης - Α. Κανναβός (Σ. Μα­ κρής, ΝΣ, 1404) Ψυρούκης Ν.: Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος (X. Λάζος, ΔΙ,


80/μικρες αγγελίες

μ ικ ρ έ ς α γ γ ε λ ίε ς

Γιόργκα Ν.: Το Βυζάντιο μετά το Βυζάντιο (Τ. Βουρνάς, ΑΥ, 8/1) Βιογραφίες - Μαρτυρίες - Απομνηνομεΰματα

ΔΥΑΡΙ ζητώ στο κέντρο του ΠΕΙΡΑΙΑ ή στις περιοχές Καστέλλα, Τουρκολίμανο, Προφ. Ηλία, Φρεαττύδα, Πειραϊκή. Έ ξι νοίκια μπροστά. Τηλ.: 36.42.789 (πρωινά) και 45.34.033 (απογ.). Δώρο, σ’ όποιον μ’ εξυπηρετή­ σει, μια συνδρομή 25 τευχών στο «Διαβάζω». ΖΗΤΩ (αγορά ή ανταλλαγή): 1/ ΔΙΑΠΛΑΝΗΤΙΚΑ, ΠΑΡΑ­ ΞΕΝΑ κλπ παλαιά κόμικς 2/ ΒΙΒΛΙΑ του «Συλλόγου προς διάδοσιν ωφελίμων βι­ βλίων» 3/ 4 ΤΙΤΛΟΥΣ εκδόσεων Σιδέρη του Ιουλίου Βερν 4/ ΚΑΘΕ ΕΙΔΟΥΣ υλικό από το φοιτητικό κίνημα και τις ορ­ γανώσεις νεολαίας 1970-1981. Τηλ.: 20.15.756. Δημήτρης. ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ ιδιαίτερα μαθήματα παραδίδει στον Πει­ ραιά καθηγητής με φροντιστη­ ριακή πείρα. Τηλ.: 45.34.033 (4-6 μ.μ.). ΤΕΛΕΙΟΦΟΙΤΟΣ μαθηματι­ κών παραδίδει μαθήματα. Αρ­ κετή πείρα και λογικές τιμές. Τηλ.: 72.46.228, 20.10.563. ΡΑΔΙΟΜΑΓΝΗΤΟΦΩΝΟ αυ­ τοκινήτου PIONEER ΚΕΗ9000 -άθικτο, αξίας 140.000 δρχ., πωλείται 100.000 δρχ. Τηλ.: 36.42.789 (πρωινά 10-12). ΓΚΟΥΡΤΖΙΕΦ - ΟΥΣΠΕΝΣΚΥ κέντρο δέχεται μαθητές. Τηλ.: 81.32.262

Κάθε λέξη στις μικρές αγγελίες στοιχίζει 20 δραχμές

Βλάχος Α.: Μία φορά κι έναν καιρό ένα διπλωμάτης (ΚΣ, ΝΕ, 11/1) Βρανά Σ.: Επιθεώρηση καψούρα μου (ΚΤ, Εθ, 8/1) Γκίνης Γ.: Ο άλλος Καραμανλής (Ν. Ντόκας, ΕΛ, 5/1) Καμπούρογλου Δ.: Απομηνονεύματα μιας μακράς ζωής (ΚΣ, ΝΕ, 11/1) Κανδήλης I.: Ένας περίπατος στην περιοχή του Μακρυγιάννη και την παραδοσιακή Πλάκα, των πρώτων χρόνων του αιώνα μας (Σ. Μακρής, ΝΣ, 1404) Ο ηθοποιός Αλέξης Μινωτής (ΚΣ, ΝΕ, 11/1) Πάσχος Π.Β.: Κοσμάς ο Αιτωλός (X. Κορέλας, Δώμα, 6) Σωτηρόπουλος Β.: Μποδοσάκης (ΚΣ, ΝΕ, 11/1), (ΓΣ, ΑΚ,.2/1) Χρονόπουλος Α.: Θύμησες και σημειώσεις Τάσου Χαλκιά (ΚΣ, ΝΕ, 11/1) Καρλ Μαρξ, βιογραφία εικονογραφημένη (ΚΤ, Εθ, 5/1) Ντρο Ζ.Μ.: Φελίν έλα στο ελληνικό φως (Ν. Ρογκάν, ΚΑ, 9/1) Τρότσκυ Λ.: Το προσωπικό ημερολόγιο (Γ. Μητρ. ΟΤ, 9/1) Γεωγραφία - Ταξίδια Ράκκα - Χατζοπούλου Α.: Ταξίδια και τραγούδια (Ν. Ανώγης, Λογοτεχνική επιθεώρηση, 4) Σαμουηλίδης X.: Οδοιπορικό στον Πόντο (Α. Πανάτος, ΝΗ, 173-174) Σφυρόερας Β, κ.ά: Χάρτες και χαρτογράφοι του Αιγαίου Πελάγους (Ν. Κομνηνού-Χατζηγεωργίου, Τα Ψαρά, 64-66) Περιοδικά Horos (Ν. Κομνηνού - Χατζηγεωργίου, Τα Ψαρά, 64-66)



Συμπληρώστε τή σειρά των αφιερωμάτων του

ΛΙΑΒΑΖΩ

Σταντάλ (No 98) Αντίσταση και Λογστεχνία (No 58) Βιβλίο και φυλακή (No 99) Λατινοαμερικανική λογοτεχνία (No 59) Λαϊκό αισθηματικό μυθιστόρημα (No 100) Ονορέ ντε Μ παλζάκ (No 60) Μ ακρυγιάννης (No 101) Δημήτρης Γληνός (No 61) Λ ουκιανός (No 102) Τζέημς Τζόυς (No 62) Ντιντερό (No 103) Κώστας Χατζηαργύρης (No 63) Τέλλος Ά γ ρ α ς (No 104) Η γενιά των μπήτνικ (No 64) Ιούλιος Βερν (No 105) Ο ι επίγονοι του Φρόυντ (No 65) Θεόφιλος Καΐρης (No 106) Ζαν Ζενέ (No 66) Α ρχαία λυρική ποίηση (No 107) Επιθεώρηση Τέχνης (No 67) Περό, Γκριμ, Ά ντερσεν (No 108) Α γιον Ό ρ ο ς (No 68) Έ ρ μ αν Έσσε (No 109) Νέοι λογοτέχνες (No 69) Αλμπέρ Καμύ (No 110) Γερμανόφωνο θέατρο (No 70) Βίκτωρ Ουγκό (No 111) Σημειωτική (No 71) * Έ ντγκα ρ Ά λ α ν Πόε (No 112) Α ριστοφάνης (No 72) Φιοτης Κόντογλου (No 113) Ζακ Πρεβέρ (No 73) Φ ιλανδικά γράμματα (No 114) Μ ικροασιατικός ελληνισμός (No 74) Λογοτεχνία και κινηματογράφος (No 75) Σάμουελ Μπέκετ (No 115) Κοσμάς Πολίτης (No 116) Ιταλική λογοτεχνία (No 76) Το δοκίμιο (No 117) Μ αρκήσιος ντε Σαντ (No 77) Αλέξανδρος Πάλλης (No 118) Κ.Π. Καβάφης (No 78) Κοινωνιολογία (No 119) Χ.Λ. Μπόρχες (No 79) Ελληνικός Υπερρεαλισμός (No 120) Μίλαν Κούντερα (No 80) Β λαντιμίρ Μ αγιακόφσκι (No 121) Μαργκερίτ Γιουρσενάρ (No 81) Ευγένιος Ιονέσκο (No 122) Αόαμάντιος Κοραής (No 82) Κ υπριακά γράμματα (No 123) Καρλ Μαρξ (No 83) Σύγχρονα ολλανδικά γράμματα (No 84) Το χιούμορ (No 124) Μισέλ Φουκώ (No 125) Μ πορίς Βίαν (No 85) Ζακ Λακάν (No 126) Αστυνομική λογοτεχνία (No 86) Νέοι λογοτέχνες (No 87) Ζαν-Π ω λ Σαρτρ (No 127) Κώστας Βάρναλης (No 88) Θεσσαλονίκη (No 128) Νεοελληνικό θέατρο (No 89) Β υζάντιο (No 129) Τόμαν Μαν (No 90) Ελληνικό παραμύθι (No 130) Φ ρειδερίκος Νίτσε (No 91) Ντοστογιέφσκι (No 131) Κωνσταντίνος Θεοτόκης (No 92) Ντ. X. Αώρενς (No 132) Ρολάν Μ παρτ (No 93) Τ.Σ. Έ λ ιο τ (No 133) Π αιδικό βιβλίο (No 94) Μ αργκερίτ Ντυράς (No 134) Ναπολέων Λ απαθιώτης (No 95) Αριστοτέλης (No 135) Εμμανουήλ Ροίδης (No 96) Σιμόν ντε Μ πωβουάρ (No 136) Εμίλ Ζολά (No 97) Γιώργος Θεοτοκάς (No 137)

Α. Μ εταξά 26 - 10681 Α θήνα - τηλ. 36.40.488 - 36.40.487


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.