ΝΟΓΛΟΥ ΒΙΒΛΙΑ - ΠΕΙΡΑΙΑΣ Μ ΠΟ ΣΤΑΝΟΓΛΟΥ ΒΙΒΛΙΑ - ΠΕΙΡΑΙΑΣ Μ ΠΟ ΣΤΑΝΟΓΛΟΥ ΒΙΒΛΙΑ
ισόγειο Κολοκοτρώνη
ημιόροφος Κολοκοτρώνη
ελληνική και ξένη λογοτεχνία
παιδικά - παιδαγωγικά βιβλία
ισόγειο Νοταρά
ναυτικά - κομπιοϋτερς - αρχιτεκτονικά - ηλεκτρονικά - κλπ. τεχνικά βιβλία
ημιόροφος Νοταρά
1ος όροφος Νοταρά
νέες εκδόσεις - γυν. θέματα - λευκώματα περιοδικά
ιστορία - πολιτική - φιλοσοφία κοινωνιολογία - ψυχολογία - ποίηση μελέτες
ν ΐΣ Ο υίΛ Ι IV lV d IB U - V I V B i g AOVJONVIZOUIAI IV lV d IB U - VIV 8
Μ ΠΟ ΣΤΑΝ Ο ΓΛΟ Υ ΒΙΒΛΙΑ - ΠΕ ΙΡ Α ΙΑ Σ Μ ΠΟ ΣΤΑΝΟΓΛΟΥ Β ΙΒΛ ΙΑ - ΠΕΙΡΑΙΑΣ ~ΜΓΕ|
ΜΕ ΕΥΚΟΛΙΕΣ ΠΛΗΡΩΜΗΣ
Εγκυκλοπαίδειες μισοτιμής
ΙΑ - Π Ε ΙΡ Α ΙΑ Σ
50 χιλιάδες τίτλοι βιβλίων σε 5 ορόφους Για καλό και φθηνό βιβλίο
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ ΝΕΕΣ Φ Θ Ι Ν Ο Π Ω Ρ Ο
ΕΚΔΟΣΕΙΣ —
Χ Ε Ι Μ Ω Ν Α Σ ΔΟΚΙΜΙΑ
• ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Γιάννης Τσαρούχης
Γιώργος Μιχαηλίδης
Ως στρουθίον μονάζον επί δώματος
Η Πύλη (Νουβέλα) Γιώργος Χειμωνάς
Κάρολος Κουν
Η Φρουρά (Νουβέλα) Ντίνος Σιώτης
Κάνουμε θέατρο για την ψυχή μας
Δέκα χρόνια κάπου
Γιώργος Σ εφ έρ η ς
(Μυθιστόρημα)
Το βυσσινί τετράδιο Ανεμολόγιο — λέξεις — βότανα και ορθογραφικά (Έκδοση κειμένου — σχόλια — σημειώσεις: Φώτης Δημητρακόπουλος)
Γιάννης Γαϊτάνος
Με φλος ρουαγιάλ
(Μυθιστόρημα)
■
1 9 8 7
ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΙΔΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ
ΕΙΣΗΓΗΣΕΙΣ ΣΤΟ Β' ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ ΤΟΥ ΚΥΚΛΟΥ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΑΙΔΙΚΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
Η παιδική λογοτεχνία και το μικρό παιδί Χάρης Σακελλαρίου
Επιθεώρηση παιδικής λογοτεχνίας 1987 Χάρης Σακελλαρίου — Θανάσης Καραγιάννης
Οδηγός παιδικού και νεανικού βιβλίου 1988
• ΠΟΙΗΣΗ
Κωστής Μοσκώφ
Ποιήματα Σωκράτης Σκαρτσής
Δημοτικά τραγούδια Αντώνης Φωστιέρης
Σ τά θης Μάρας
Νίκος Καζαντζάκης (Τέχνη και μεταφυσική) Θανάσης Θ. Νιάρχος
Υποχρέωση στη δυστυχία
Το κίτρινο ΕΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
Λουί Αραγκόν — Χαμίντ Φουλαντβίντ —
Παράδοση και επανάσταση Γιάννης Τσιάντης — Σωτήρης Μανωλόπουλος
Σύγχρονα θέματα Παιδοψυχιατρικής Τόμος Β': Ψυχοπαθολογία Τόμος Γ: Θεραπευτικές προσεγγίσεις
Αλέκος Φασιανός
Ζακ Λακάν
Ελεγεία στον Ρομάνο
Η οικογένεια
Τζέιν Ώστιν
(Τα οικογενειακά συμπλέγματα στη διαμόρφωση του ατόμου)
Έμμα
Βία και πονηριά
(Αντρες και γυναίκες σ’ ένα ελληνικό χωριό) Κρισναμούρτι
Το θα και το να του θανάτου Σπύρος Κατσίμης
Μαρί-Ελιζαμπέτ Αντμάν
Φώντας Λάδης
Οι αλλαγές στην ΕΣΣΔ και η ελληνική Αριστερά
Τζόαν Μ π αέζ
Και μια φωνή για να τραγουδήσω
Γιάννης Ιωάννου
Ο Τρίτος Δρόμος Κώστας Βουγιουκλάκης
Σωτήρης Δημητρΐου
Στάθης
Οι πρωτοπόροι του αγώνα
ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ 5 Κυβερνητικής, δομισμού και της θεωρίας των συστημάτων
Πολιτικές γελοιογραφίες
(Η Εθνική Αντίσταση στη Λακωνία)
MAKIS
Γελοιογραφίες
Τ ο π α ι δ ι κ ό β ιβ λ ίο έ γ ιν ε Έ ρ γο Τ έχνη ς
Για ν έ ο υ ς κ ά θ ε η λ ικ ία ς!! Επιλεγμένα κείμενα της Παγκόσμιας Λογοτεχνίας Συγγραφείς βραβείων Νόμπελ Συναρπαστική εικονογράφηση νΑγροτικές Συνεταιριστικές Εκδόσεις α .ε .
N o
X
^ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ
ΤΟ ΑΡΩΜΑ είναι ένα αριστούργημα, αΑ'ό τα ελάχιστα που έχει να δείξει η παγκόσμια λογοτε χνία του καιρού μας. Κώστας Τσαούσης - ΕΘΝΟΣ
Ένα σπάνιο έργο σύγχρονης πεζογραφίας, μια πυκνή ψυχολογική, εκλεπτυσμένη αφήγηση, που συνεχίζει επάξια τη μεγάλη ευρωπαϊκή παράδο ση. Rheinischer Merkur
Αυτό που κανένας μουσικός δεν έχει συνθέσει ακόμα, το έγραψε τώρα ένας συγγραφέας: Ένα έργο για σόλο κόντρα μπάσο που θα γεμίσει μια ολφληρη βραδιά. „
Dieter Schnabel
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ
η \έ α
Νέες Εκδόσεις
ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 1987, ΤΕΥΧΟΣ 37
ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ
ΚΛΙΜΑ______________________
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Συνέντευξη με τους Χρήστο Ζερεφό και Χρήστο Ρεπαπή. Επιμέλεια: Κίμων Χοτζη-
ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ
μπίρος Achim Schneider:
Μια ερμηνεία για την ι στορία των πολιτισμών. Edgar Gardner: Ο καιρός τρελλάθηκε; Μιχάλης Μοδινός: Αλλαγές στους τροπι κούς. ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ Νίκος Λυκούρεσης:
Το Δέλτα του Ντάλιάν.
ΔΙΚΑΙΟ ______________________ Μιχάλης Μοδινός:
Περιβάλλον και ανάπτυ
ξηΦΥΤΟΦΑΡΜΑΚΑ
_____________
Τζελίκα Χαροκόπου:
Ψεκάζοντας τους Πα-
ξούς. ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΙ_________________ Η πρώτη συμφωνία αφοπλισμού. Γ. Χωλ: Η πυρηνική άμυνα της Ευρώπης.
Δημήτρης Κωνσταντακόπουλος:
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ Ηλίας Ευθυμιόπουλος:
Φεστιβάλ περιβαλ
λοντικών ταινιών. Προβλήματα ύπαρξης ε νός περιβαλλοντικού κινηματογράφου Στάθης Κατσαρός: Το «απροσδιόνυσον». Μιχάλης Κούκιος:
ΝΕΦΟΣ______________________ Ηλίας Ευθυμιόπουλος: Η ξεχασμένη πρό ταση της αποκέντρωσης.
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ Να βάλουμε τους Έλ ληνες να δουλέψουν; Μα ήδη δουλεύουν πολύ! Γιώργος Ριτζούλης:
τα βιβλία της «γνώσης» ΧΡΗΣΤΟΣ ΛΑΖΟΣ ΚΛΛΗΝΙΚΟ ΦΩΝΗΤΙΚΟ ΚΙ Μ Ι Μ Λ 1821-1973
Ελληνικό φοιτητικό κίνημα 1821 ■ 1973 κοινωνικοί & πολιτικοί αγώνες
Για πρώτη φορά παρουσιάζεται συγκροτημένη σε ενιαίο σώμα, η φοιτητική δράση, από τη γέννηση του νεώτερου ελληνικού κράτους έως το «Πολυτεχνείο» του 1973.
Ο συγγραφέας μέσα από μια εξωνυχιστική έρευνα ανέκδοτων και μη πηγών δίνει ανάγλυφη τη συμμετοχή του φοιτητικού σώματος, τόσο στους κοινωνικούς όσο και στους πολιτικούς αγώνες που ση μάδεψαν τη σταθερή, ανοδική πορεία του φοιτητικού κινήματος.
εκδόσεις «γνώση» Κεντρική Διάθεση: Ζωοδόχου Πηγής 29, 106 81 Αθήνα, τηλ. 362.0941 ■362.1194 ■778.6441
ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕ
Παιδική Σειρά
ΝΙΚΟΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΣ
ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΑΝ
ΝΕΦΕΛΗΣ
Τό ά λ λ ο μισό ΔΙΗΓΗΜ ΑΤΑ
Μέσα άπό διηγήματα-ίστορίες των ισάριθμων ήρώων του, ό Νίκος Χουλιαράς μάς δίνει τήν σύγχρονη εικόνα της μοναξιάς. 'Η ανθρώπινη ψυχή ξεγυμνωμένη αλλά όχι γ ι’ αυτό λιγότερο μόνη, μπλέκεται σ’ ένα παιχνίδι-διάλογο μέ τά φαντάσματά της. Οί ήρωες τοΰ συγγραφέα, πλάσματα περίεργα καί μοναχικά, ζοϋν στην έπαρχία, άπομονωμένοι, μακριά άπ’ αύτό πού πολύ απλά ονομάζουμε «πραγματικότητα». Ό κόσμος τους είναι τό ίδιο σκοτεινός, κι όσοι άπ’ αύτούς άνήκουν στό περιθώριο, έχοντας χάσει οριστικά τό παιχνίδι, διηρημένοι, χωρίς προσχήματα, έπιζοΰν σ’ ένα σύμπαν φανταστικό.
Εκδόσεις. ΝΕΦΕΛΗ Μαυρομιχάλη 9 Τηλ. 360.7 7.44
ΓΚΡΑΧΑΜ ΓΚΡΗΝ
Όριάν Εξπρές ΒΟΥΛΑ ΜΑΣΤΟΡΗ
Η φνλλοελένη
Ζ ω γραφιές ΤΑΤΙΑΝΑ ΡΑΪΣΗ-ΒΟΛΑΝΑΚΗ
ΓΚΡΑΧΑΜ ΓΚΡΗΝ
Έ να άπό τά σημαντικότερα μυθιστορήματα του γνωστού Άγγλου συγγραφέα. Στό Όριάν Έ ξπρέζ ό Γκράχαμ Γκρήν σκιαγραφεί μέ νεύρο καί ένταση μιά ολόκληρη εποχή πού σφραγίζεται άπό τήν αβεβαιότητα καί τόν τρόμο τοΰ έπικείμενου μεγάλου πολέμου.
ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ
ΕΛΕΝΗ ΜΑΝΤΕΛΟΥ
Τόδαχράχι
Εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ Μαυρομιχάλη 9, ’Αθήνα Τηλ. 3607744 - 3604793
4= ’Εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ Μαυρομιχάλη 9 Τηλ. 3 6 0 .7 7 .4 4
ΔΙΑΒΑΖΩ
ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
Α. Μεταξά 26, Αθήνα - 106 81
Σύνταξη: 36.40.487 Λογιστήριο: 36.40.488 Διαφημίσεις: 36.42.789 Συνδρομές: 36.42.765
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΧΡΟΝΙΚΑ
Τεύχος 178 11 Νοεμβρίου 1987 Τιμή: Δρχ. 250 Ιδρυτής: Περικλής Αθανασόπουλος Διευθυντής: Γιώργος Γαλάντης Σύνταξη: Ηρακλής Παπαλέξης, Βάσω Σπάθή, Καίτη Τοπάλη, Κατερίνα Γρνπονησιώτου Οικονομικός υπεύθυνος: Βάσω Σπάθή Συνδρομές: Κατερίνα Γρυπσνησιώιου Διαφημίσεις: Ηρακλής Παπαλέξης Σελιδοποίηση-Μοντάζ: Νένη Ράις Γλωσσική επιμέλεια-Διορθώσεις: Βίκυ Κωτσοβέλου Στοιχειοθεσία: Φωτοκύτταρο ΕΠΕ, Υμηττού 219, τηλ. 75.16.333 Φωτογραφίσεις-Μοντάζ: I. Χριστοδουλάκος - I. Κοργιαλάς Ο.Ε., Α. Μεταξά 26, τηλ. 36.41.134 Εκτύπωση: Αφοί Τσαλδάρη Ο.Ε., Φυ λής 35, Καματερό, τηλ. 26.10.918 Βιβλιοδεσία: Νικ. Κατριβάνος και Σία Ο.Ε., Στ. Γόνατά 48, τηλ. 57.49.951 Διανομή: Νέο Πρακτορείο Τύπου Εκδότης: Γιώργος Γαβαλάς Κεντρική διάθεση: Αθήνα: Πομώνης Διονύσιος Ζαλόγγου 1 τηλ. 36.20.889 Θεσσαλονίκη: Βιβλιοπωλείο Μ. Κοτζιά και Σία Τσιμισκή 78 τηλ. 279.720, 268.940
Η ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΡΕΠΟΡΤΑΖ: Ψυχοδυναμικές όψεις της γυναικείας ύπαρξης (γρά φει η Θάλεια Δραγώνα)
9
ΑΦΙΕΡΩΜΑ Τάσος Κόρφης: Χρονολόγιο Έζρα Πάουντ Έζρα Πάουντ: Μια ανασκόπηση Φ. Ρ. Λήβις: Έ να απόσπασμα από το Retrospect 1950 Λίτσα Τραγιανούδη: Χίου Σέλγουιν Μώμπερλυ: Έ να μοντερνιστικό έργο Γιώργος Κατηφόρης: Τα οικονομικά ενός ερασιτέχνη μέσα στην ποίηση ενός αριστοτέχνη Αλληλογραφία του Έζρα Πάουντ με τους Ο. Κ. Ουίλλιαμς και Τ. 2 /Έ λ ιο τ Μαίρη ντε Ράκεβιλτζ: Αποσπάσματα μιας ατμόσφαιρας Μάικλ Ρεκ: Μια συζήτηση ανάμεσα στον Ε. Πάουντ και τον Α. Γκίνσμπεργκ Ο Α. Γκίνσμπεργκ για τον Ε. Πάουντ (από μια συζήτηση) Χρμρτος Παπαγεωργίου: Βιβλιογραφία Ε. Πάουντ
14 21 29 30 36 41 45 49 50 55
Ανθολογημένα αποσπάσματα του Έζρα Πάουντ από τον Ουίλλιαμ ΚουκΟου *' · ΟΔΗΓΟΣ ΒΙΒΛΙΩΝ ΕΠΙΛΟΓΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ: Γράφει ο Ευθύμης Παπαδημητρίου ΠΑΙΔΙΚΑ: Γράφει ο Μ. Κοντολέων ΠΟΙΗΣΗ: Γράφουν οι Κ. Χωρεάνθης και Η. Κεφάλας ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ: Γράφει ο Μ. Ρεζής ΜΕΛΕΤΕΣ: Γράφει ο Αντώνης Κάλφας
57 60 61 66 69
ΔΕΛΤΙΟ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ
73
ΚΡΙΤΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
78
Υπεύθυνος τυπογραφείου: Βαγγέλης Παπαθανασόπουλος Υμηττού 219
στο επόμενο «Διαβάζω» Εξώφυλλο: Γιώργος Γαλάντης
8
αφιέρωμα στον Μολιέρο
Η ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ Β ΙΒ Λ ΙΟ Υ
Από 1 έως 13 Οκτωβρίου 1987
£
<D <
! 1
1
ο •3
2
Ί
-σ C
I I
1 | ο
Ραγιάς - θεσσ.
1
Σύγχρονη Εποχή - Αθ.
Ο
k
Άέσχή του βιβλίου - Αθ.
1
<
Εστία - Αθ.
Δωδώνη - Αθ,
ί !
Δωδώνη - Γιάννενα
CD <
Γκρίτση - Γεωργιάδης - Καλλιθέα |
ΒΙΒΛΙΑ
Επειδή όμως είναι τεχνικά αδύνατο να δημοσιεύονται όλα τα βιβλία που αναφέρουν οι βιβλιοπώλες, ο πίνακας περιλαμβάνει τελικά εκείνα τα βιβλία που δηλώθηκαν από δύο του λάχισ τον βιβλιοπώλες. Όσο για το ενδιαφέρον και την ποιότητα των βιβλίων του πίνακα, σκόπιμο είνα ι να συμβου λ ε ύ εσ τε τις σελίδες της «Επιλογής».
Αριστοτέλης - Αθ.
Ο παρακάτω πίνακας παρουσιάζει τα εμπορικό τερα βιβλία ενός δεκαπενθήμερου, σύμφωνα με τα στοιχεία που μας παραχώρησαν δεκαπ έντε βιβλιοπώλες απ' όλη την Ελλάδα, δηλώνοντας ο καθένας τους τα τρία βιβλία που είχαν τις πε ρισσότερες πωλήσεις στο βιβλιοπωλείο του κα τά το διάστημα αυτό. Έτσι, το βιβλίο μ ε τις μ ε γα λύτερ ες πωλήσεις σημειώ νεται μ ε τρ εις α σ τε ρίσκους (*\), το αμέσως μ ετά μ ε δύο (»*) και το τελευ τα ίο μ ε έναν ( * ).
1. Α. Ζέη: Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα (Κέδρος) 2. Ε. Φακίνου: Η μεγάλη πράσινη (Καστανιώτης) 3. Γ. Ξανθούλη: Το πεθαμένο λικέρ (Καστανιώτης) 4. Π. Ζίσκιντ: Το άρωμα (Καλέντης)
.. ** ***
**
5. Γ. Θεοτοκά: Τετράδια ημερολογίου (1939-1953) (Εστία)
*
6. Μ. Δούκα: Οι λεύκες ασάλευτες (Κέδρος) 7. Κ. Ταχτσή: Το τρίτο στεφάνι (Εξάντας)
** *
*
*
Στο βιβλιοπωλείο Ραγιάς - Θεσσαλονίκη το βιβλίο που είχε τις περισσότερες πωλήσεις ήταν: G. Jager: Εισαγωγή στην κλασική φιλολογία (Δημ. Παπαδήμα). Στο βιβλιοπωλείο Σύγχρονη Εποχή το βιβλίο: Ν. Τράμπο: Ο Τζόνι πήρε το όπλο του (Σύγχρονη Εποχή)
Συνδρομές εσωτερικού
25 τευχών 5500 δρχ. - Σπουδαστική 25 τευχών 5200 δρχ. 15 τευχών 3500 δρχ. - Σπουδαστική 15 τευχών 3200 δρχ. Οργανισμών, Τραπεζών, Ιδρυμάτων: 6500 δρχ.
Ιδρυμάτων, Βιβλιοθηκών Ευρώπη: 75 δολ. Κύπρος: 67 δολ. Αμερική κλπ. 85 δολ.
Συνδρομές εξωτερικού Ευρώπη 25 τευχών 65 δολ. (ΗΠΑ) - Σπουδαστική 25 τευχών 61 δολ. Ευρώπη 15 τευχών 45 δολ. - Σπουδαστική 15 τευχών 43 δολ. Κύπρος 25 τευχών 57 δολ. - Σπουδαστική 25 τευχών 54 δολ. Κύρπος 15 τευχών 39 δολ. - Σπουδαστική 15 τευχών 37 δολ. Αμερική - Αυστραλία - Ασία - Αφρική
25 τευχών 72 δολ. - Σπουδαστική 25 τευχών 68 δολ. 15 τευχών 50 δολ. - Σπουδαστική 15 τευχών 47 δολ.
Εμβάσματα στη διεύθυνση: Κατερίνα Γρυπονησιώτου - Περιοδικό «Διαβάζω» Α. Μεταξύ 26, Αθήνα - 106 81 Τηλ. 36.42.765
Τα παλιά μηνιαία τεύχη κοστίζουν 500 δρχ., τα δεκαπενθήμερα 250 δρχ., και τα διπλά 300 δρχ.
χρονικα/9
Οι γυναίκες κάθε κοινωνικής τάξης δε φ αίνετα ι να είνα ι πια δ ια τεθ ειμ έν ες να δεχθούν ό τι η ανατομία τους προδικάζει τη μοίρα τους. Θ έσεις που υπο στηρίζουν το φθόνο του πέους, τον αυτο-επιβαλλόμενο μαζοχισμό, τον ανα πόφευκτο ναρκισσισμό, τη νοητική κατω τερότητα και το συναισθηματισμό που δήθεν παρεμποδίζει την α ντικειμενική κρίση, δημιουργούν ερω τηματικά και αντιμετω πίζονται μ ε αμφιβολία και πικρία. Οι γυναίκες ψάχνουν π ειστικό τερ ες ερ μ ηνείες που να τους εξηγούν τις ο μο ιότη τες και τις διαφορές τους μ ε τους άνδρες, που να τους δικαιολογούν γ ια τί χρ ειά ζετα ι τόσο μεγάλη προσπάθεια για να επιτύχουν σ ’ έναν ανδρικό κόσμο. Όλα αυτά είναι αρκετά γνωστά. Η Anne Bernstein και η Gloria Warner όμως στο βιβλίο τους “Women Treating Women” που κυκλοφόρησε πρόσφατα, πη γαίνουν πέρα από τη γνωστή κριτική των φροϋδι κών θέσεων σχετικά με την ανάπτυξη της γυναίκας και της γυναικείας σεξουαλικότητας. Το ενδιαφέ ρον τους επικεντρώνεται στον τρόπο που μπορεί να αντιμετωπιστεί το γυναικείο πρόβλημα: «Οι γυ ναίκες δεν χρειάζεται ούτε να πολεμήσουν ούτε να υποχωρήσουν έχουν μία βιώσιμη εναλλακτική επι λογή που συνίσταται στον τρόπο που μεγαλώνουν τα παιδιά τους» σ. XIV. Μόνον εμβαθύνοντας στα γονεϊκά σχήματα και κατανοώντας τα καλύτερα, μπορούμε να προσεγγίσουμε το γυναικείο ζήτημα. Οι Bernstein και Warner ξεκινούν από μια μεστή θεωρητική προσέγγιση που με γοητευτικό τρόπο διαπλέκεται με απευθείας αναλυτικό υλικό. Το κυριότερο ίσως τραύμα που βιώνουν τα βρέφη και των δύο φύλων είναι ο αναπόφευκτος αποχωρι σμός από την παντοδύναμη μητέρα, αυτή που μό νον ξέρει και μπορεί να φροντίσει και να προστα τεύσει. Για τα κορίτσια όμως αυτός ο αποχωρισμός είναι ακόμη σκληρότερος γιατί η μάνα τα κρατά πιο κοντά της από την πρώτη κιόλας στιγμή. Υπάρχουν αυξανόμενες ενδείξεις που υποστηρίζουν χαρακτη ριστικές διαφορές στη στάση που υιοθετεί η μητέ ρα ανάλογα με το αν έχει να κάνει με αγόρι ή κορί τσι. Και αυτές οι διαφορές καμιά φορά μπορεί να μην αναγνωρίζονται στο εμφανές επίπεδο της ρη τής συμπεριφοράς αλλά να είναι ανεπαίσθητες,
ποιοτικές, στην απόχρωση και στο ύφος, στον τόνο και το βαθμό. Είναι όμως αρκετές για να διαφορο ποιήσουν την εμπειρία του βρέφους και να επηρεά σουν την εξέλιξή του.2 Ό λο και μεγαλύτερος αριθμός γυναικών στρέφε ται με ψυχαναλυτικό αίτημα προς γυναίκες ψυχοθεραπεύτριες. Ίσως γιατί πολλά από τα προβλήμα τα των γυναικών που δεν αντιμετωπίζονται με επι τυχία οφείλονται στον παραδοσιακό θεωρητικό προσανατολισμό των ανδρών αναλυτών σε σχέση με τη γυναικεία ψυχολογία. Οι Bernstein και Warner πιστεύουν ότι η προοιδιπόδεια σχέση της κόρης με τη μητέρα της είναι καθοριστική για τη διαμόρφω ση της μελλοντικής εικόνας του εαυτού της, της σεξουαλικότητάς της, για τον τρόπο που επιλύεται το οιδιπόδειο. Βασισμένες στη σημασία της πρώτης σχέσης που αναπτύσσει η κόρη με τη μητέρα προ σεγγίζουν τη διεργασία της μεταβίβασης και αντιμεταβίβασης έτσι όπως εκτυλίσσεται όταν γυναίκες αναλύουν γυναίκες. Η Margaret Mahler είναι αυτή που παρατήρησε και περιέγραψε με το συναρπαστικότερο ίσως τρόπο την προοιδιπόδεια δυαδική σχέση, μια σχέση που ξετυλίγεται από τον πρώτο μήνα της ζωής έως τον τρίτο χρόνο.3 Σ’ αυτό το διάστημα διαπραγμα τεύονται μητέρα και παιδί το κοντά και το μακριά: Στην αρχή το αδιαφοροποίητο βρέφος αισθάνεται συγχωνευμένο με την αναπαράσταση της μητέρας, σύντομα όμως, μέσα σε έξι μήνες, αρχίζει να δεί χνει την πρώτη επιθυμία απομάκρυνσης και αυτό-
10/χρονικα νόμησης. Πώς θα αντιδράσει η μητέρα σ’ αυτήν την επιθυμία; * ώ ς θα προσφέρει τη συναισθηματική ασφάλεια που το βρέφος χρειάζεται επιτρέποντας παράλληλα την απομάκρυνση; Πώς θα βοηθήσει την αμφιθυμία που το ίδιο το παιδί νιώθει απομα κρυνόμενο; Και τη δική της αμφιθυμία - να το αποχωρισθεί ή να το κρατήσει σφικτά κοντά της - πώς θα τη χειρισθεί η μητέρα; Και στη διαπραγμάτευση αυτή είναι που παίζεται το δύσκολο παιγνίδι. Σ’ αυ τή την τόσο αποφασιστική φάση τόσο η μητέρα όσο και το μωρό της μπορεί να διατηρήσουν ψευδαι σθητικά την αίσθηση της απόλυτης, απεριόριστης ένωσης. Μια ένωση άνευ όρων. Η Nancy Chodorow4 που εκφράζει θέσεις ιδιαίτερα συγγενείς με αυτές των Bernstein και Warner, πι στεύει ότι το μικρό κοριτσάκι αποχωρίζεται τη μη τέρα του με πολύ μεγαλύτερη δυσκολία απ’ ό,τι το αντίστοιχο αγοράκι, γιατί η μητέρα χρησιμοποιεί συ χνότερα την κόρη απ’ ό,τι το γιο ως μία ναρκισσι στική προέκταση του εαυτού της. Και αυτό συχνά αναπαράγεται διαγενεακά. Τα σχήματα της συγχώ νευσης, της προβολής, της ναρκισσιστικής προέ κτασης, της άρνησης για αποσύνδεση και αποχωρι σμό πιο συχνά τα συναντούμε ανάμεσα στη μητέρα και την κόρη απ’ ό,τι τη μητέρα και το γιό.6 Σ’ αυτές τις περιπτώσεις η μητέρα αρνείται να παραδεχθεί την κόρη ως ένα ξεχωριστό, αυτόνομο άτομο και κατ’ επέκταση η κόρη δεν μπορεί να αναγνωρίσει τον εαυτό της ως αυτόνομο, ξεχωριστό άτομο. Αι σθάνεται ως παράρτημα, προέκταση, συνέχεια της μητέρας και αργότερα των άλλων σημαντικών προ σώπων της ζωής της. Αυτή η αίσθηση κάνει το μικρό κορίτσι να τρέμει την εγκατάλειψη της μητέρας μια και θα τη στερή σει από αυτήν την ίδια της την ύπαρξη. Ίσως γι’ αυ τό η βαθύτερη αγωνία των γυναικών τόσο συχνά σχετίζεται με το φόβο της απώλειας της αγάπης. Φόβος της απώλειας του αντικειμένου που από τη μητέρα μετατίθεται σε κάθε μεταγενέστερο ερωτι κό αντικείμενο. Ακολουθώντας αυτή τη συλλογιστι κή, ο φόβος του ανταγωνισμού που ενυπάρχει σχε δόν σε κάθε γυναίκα δεν πηγάζει από το φόβο ευ νουχισμού, ούτε πρόκειται για άμυνα απέναντι στην επιθυμία ευνουχισμού του άνδρα αλλά πηγά ζει από το φόβο της απώλειας της αγάπης.6 Η Enid Balint περιγράφει αυτήν την κατάσταση χρησιμοποιώντας την έννοια «άδειος από εαυτό» μια αίσθηση απουσίας εαυτού, μια αίσθηση κενότη τας.7 Είναι οι γυναίκες, υποστηρίζει η Balint, που βιώνουν αυτήν την αίσθηση συχνότερα. Οι γυναί κες που αισθάνονται «άδειες» αισθάνονται ότι δεν τους παρέχεται η δυνατότητα για μια δική τους ξε χωριστή πραγματικότητα ούτε το μέσο για να ερμη νεύσουν τον κόσμο με το δικό τους τρόπο. Οι ρίζες αυτής της αίσθησης βρίσκονται στην πρώτη σχέση μητέρας-κόρης. Ξεκινώντας από δική της παθολο γία η μητέρα με ασαφή και ακαθόριστα όρια του Εγώ αρνείται να δει την κόρη της εξατομικευμένα και η εικόνα που έχει γι’ αυτήν είναι ταυτόσημη ή και εναλλασσόμενη με το άτομό της. Η μητέρα απαντά στις ανάγκες της κόρης προβάλλοντας μια δική της παραποιημένη ερμηνεία αυτών των αναγκών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο αγνοεί τα μηνύμα τα της κόρης, δεν τροφοδοτεί τις πραγματικές ανάγκες αλλά τη δική της αρχική προβολή. Η κόρη
αισθάνεται ότι η ίδια της η ύπαρξη ακυρώνεται. Εί ναι σαν να ζει στο κενό. Η κλασική φροϋδική άποψη υποστηρίζει ότι η δια φορά των φύλων γίνεται αντιληπτή στα τρία χρόνια, μπαίνοντας στην οιδιπόδεια περίοδο. Το έργο που αντιμετωπίζει το μικρό κορίτσι είναι ο προσανατολι σμός προς τον άνδρα/τον πατέρα. Έτσι πρέπει να στραφεί από τη μητέρα, το ώς τότε αντικείμενο αγάπης, στον πατέρα- να μετατραπεί από ενεργητι κή σε παθητική- να μετατοπίσει το κέντρο του ερω τισμού από την κλειτορίδα στον κόλπο. Το αγόρι βέβαια δεν χρειάζεται να προβεί σε τέτοιου είδους αλλαγές. Η ανακάλυψη των ανατομικών διαφορών δεν φαίνεται να επηρεάζει τόσο σοβαρά το αγόρι ενώ αντίθετα πάντα επηρεάζει το κορίτσι που και βιώνει το φόβο του ευνουχισμού. Η ηλικία αυτή, των τριών χρόνων, συμπίπτει με το προχωρημένο στάδιο επαναπροσέγγισης της φά σης του αποχωρισμού-ατομικοποίησης, σημειώνουν οι Bernstein και Warner. Αποκλίνοντας από την φροϋδική άποψη, αποδίδουν το ναρκισσιστικό πλήγμα που ζει το τρίχρονο κορίτσι λιγότερο στην ανακάλυψη των ανατομικών διαφορών και πολύ πε ρισσότερο στην απώλεια της μητέρας καθώς προ χωρεί η διεργασία του αποχωρισμού-ατομικοποίησης. Έχει παρατηρηθεί ότι το αγόρι αντιμετωπίζει τη μητρική απώλεια χρησιμοποιώντας το πέος του ως μεταβατικό αντικείμενο. Αντίθετα, το κορίτσι στρέφεται προς τα μέσα.8 Μια τέτοια στροφή αντι προσωπεύει μια αντισταθμιστική φαντασίωση παρατείνοντας την ένωση με την προοιδιπόδεια μητέρα. Υπενθυμίζεται και πάλι η σημασία της προοιδιπόδειας σχέσης μητέρας-κόρης και η ιδιαίτερη δυ σκολία που ζει το κορίτσι, σε σχέση με το αγόρι, για να επιτύχει την ολοκλήρωση της διαφοροποίησης-ατομικοποίησης, τη σταθεροποίη ση της ατομικότητας και τη δόμηση του Εαυτού. «Η σκιά της προοιδιπόδειας μητέρας συνεχώς σκιάζει τις αναπαραστάσεις του κοριτσιού, κατά τη διάρκεια της οιδιπόδειας περιόδου. Οδηγεί σε φα ντασιώσεις που τόσο διαμορφώνουν όσο και παρα μορφώνουν το οιδιπόδειο σύμπλεγμα», σ. 54. Η επιθυμία της απόκτησης παιδιού είναι μια ακό μη φαντασίωση που εισάγει το κορίτσι στο οιδιπό δειο σύμπλεγμα. Για μια ακόμη φορά η φροϋδική ερμηνεία και αυτή των Bernstein και Warner διΐστανται. Η επιθυμία απόκτησης μωρού δεν εκφράζει την αντισταθμιστική επιθυμία για το πέος του πατέ ρα. Είναι πολύ περισσότερο ριζωμένη στην ανάγκη για διατήρηση της ένωσης με την προοιδιπόδεια μητέρα, μέσω μιας διαδικασίας ταύτισης. Μια άλλη είσοδος στο οιδιπόδειο σύμπλεγμα εί ναι ο προοιδιπόδειος σύνδεσμος με τον πατέρα ως υποκατάστατο της προοιδιπόδειας μητέρας. Ο δε σμός με τον πατέρα στην αρχή έχει οπωσδήποτε ένα μητρικό χαρακτήρα και μόνον αργότερα εξε λίσσεται σε οιδιπόδειο. Είναι στην αρμοδιότητα του πατέρα να παρέμβει στη συμβιωτική σχέση ανάμε σα στη μητέρα και την κόρη. Εξάλλου, τόσο για το αγόρι όσο και για το κορίτσι, η διαθεσιμότητα του πατέρα οδηγεί στην τριαδοποίηση, την τόσο απα ραίτητη για την ομαλή εξέλιξη του αποχωρισμού και της ατομικοποίησης. Και η σύγχρονη ανδροκρατούμενη κοινωνία, επισημαίνει η Chodorow, χαρα
χρονικα/11 κτηρίζεται σε μεγάλο βαθμό από την απουσία του πατέρα από την οικογενειακή ζωή και τη φροντίδα των παιδιών.9 Η.υποστήριξη της θηλυκότητας και της αυτοεκτίμησης της μικρής του κόρης, εκ μέ ρους του πατέρα, είναι απαραίτητη για την ενδοψυχική ολοκλήρωση. Είναι στην εφηβεία, την ευάλωτη αυτή εποχή, που εντείνονται οι σεξουαλικές και οι επιθετικές ορμές σε σχέση με τα επαναδυόμενα παιδικά αντι κείμενα και τις αιμομικτικές επιθυμίες. Η φάση του αποχωρισμού-ατομικοποίησης ξαναδουλεύεται και προσφέρεται η δυνατότητα για καινούριες κατα κτήσεις σταθεροποίησης της ατομικότητας. Όμως όπως και η ίδια η Mahler γράφει: «Κανείς θα μπορούσε να θεωρήσει ότι ολόκληρος ο κύκλος της ζωής αποτελεί μια λίγο ή πολύ επιτυχή διεργα σία απομάκρυνσης και ενδοβολής της χαμένης συμβιωτικής μητέρας, μια αδιάλειπτη νοσταλγία για την πραγματική ή φαντασιωσική “ιδανική κατάστα ση εαυτού”, μια κατάσταση συμβιωτικής συγχώνευ σης με την "μόνο καλή” (all good) συμβιωτική μητέ ρα που κάποτε ήταν μέρος του εαυτού σε μια ευ δαιμονική κατάσταση ευεξίας».10 Οι γυναίκες έχουν όμως μοναδικές ευκαιρίες για να ξαναδουλέψουν τον αποχωρισμό και την ατομικοποίηση και την οιδιπόδεια σύγκρουση, υποστηρί ζουν οι Bernstein και Warner. Τέτοιες ευκαιρίες είναι η εγκυμοσύνη και η .μητρότητα. Οι φαντασιώσεις, οι παλινδρομήσεις, οι λειτουρ γίες του Εγώ, κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, αποκαλύπτουν μια αναβίωση ανεπίλυτων αναγκών. Οι γυναίκες που επιθυμούν να αναπαράγουν τον προοιδιπόδειο σύνδεσμο με τη δική τους μητέρα επιθυμούν την απόκτηση κόρης. Γύρω από αυτήν την επιθυμία η μελλοντική μητέρα κτίζει μια σειρά από συνειδητές και ασυνείδητες φαντασιώσεις που θα επηρεάσουν τον τρόπο που θα αντιμετωπίσει τον αποχωρισμό από το μωρό που φέρει μέσα της και τον τρόπο που θα επανεπενδύσει στο μωρό που δεν είναι πια ένα με το σώμα της. Πολλές γυναίκες μιλούν για την πληρότητα και την ευφορία που τους δημιουργεί η εγκυμοσύνη, μια περιγραφή που θυμίζει τη φαντασίωση της επανασύνδεσης με την προοιδιπόδεια μητέρα. Η εγκυμοσύνη προσφέρει στη γυναίκα την ευκαιρία να διασχίσει ξανά το σταυροδρόμι του άγχους του αποχωρισμού και του ευνουχισμού. Σημειώσεις 1. Anne Ε. Bernstein και Gloria Warner, 1986, Women Treating Women: Case Material from Women Treated by Female Psychoanalysts Madison, International Universities Press. 2. Eleanor Galenson, 1976, "Scientific Proceedings-Panel Re ports”, Panels on the Psychology of Women, annual Meeting of the american Psychoanalytic Association, 1974. Journal of the American Psychoanalytic Association, 24, 1, 159. 3. Margaret Mahler, 1979, The Selected Papers of Margaret S. Mahler, Vol. I and II. New York: Jason Aronson. 4. Nancy Chodorow, 1978, The Reproduction of Mothering: Psychoanalysis and the Sociology of Gender. Berkeley: Uni versity of California Press. 5. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτά τα χαρακτηριστικά της μητρικής προσωπικότητας δημιουργούν προβληματικές σχέσεις ανάμεσα στη μητέρα και το γιο. Είναι όμως δια φορετικού είδους. Ο γιος έχει τη θέση αντικειμένου για
Με τη μητρότητα η γυναίκα μπορεί να επιλέξει ανάμεσα στο να επαναλάβει ή να ξαναδουλέψει τις δικές της πρώτες εμπειρίες. Αυτές οι γυναίκες που μεγάλωσαν ως ναρκισσιστική προέκταση της μητέ ρας τους επιθυμούν να αναπαράγουν αυτήν την αί σθηση όχι μόνον σέ σχέση με τις ετερόφυλές τους σχέσεις αλλά ακόμη περισσότερο σε σχέση με το δικό τους παιδί. Η κλινική μας εμπειρία, λένε οι Ber nstein και Warner, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αυτή η επιθυμία είναι η βαθύτερα απωθημένη και η πιο αρχαϊκή διάσταση στις αναλυόμενές μας, αλλά και σε μας τις ίδιες. Η δυνατότητα της γυναίκας να είναι «αρκετά κα λή μητέρα» (good enough mother) εξαρτάται από πολλούς παράγοντες: τη δική της πρώτη σχέση με τη μητέρα της, το στάδιο στο οποίο βρίσκεται σε σχέση με τον αποχωρισμό και την ατομικοποίηση, το ιδεώδες του Εγώ και το υπερεγώ, τη λύση που έχει δώσει στην οιδιπόδεια σύγκρουση, την εξιδανικευμένη εικόνα που έχει για το παιδί της. Η ευκαι ρία να έχει ταυτισθεί με μια «αρκετά καλή μητέρα» προσφέρει στη γυναίκα τη δυνατότητα για εναίσθηση και διαίσθηση, της επιτρέπει να δει τις ανάγκες του παιδιού της ξεχωριστά από τις δικές της και να ανταποκριθεί σ’ αυτές. Μια «αρκετά καλή μητέρα» έχει καταφέρει να εδραιώσει μια στενή και ικανο ποιητική σχέση μ’ ένα σύντροφο που μπορεί να προσφέρει σ’ εκείνήν και το μωρό τους, όπως εκεί νη μπορεί να προσφέρει σ’ εκείνον και το μωρό τους. Μια «αρκετά καλή μητέρα» έχει κατακτήσει προσωπική αυτονομία και αισθάνεται ικανοποίηση και αυτο-εκπλήρωση σε άλλες περιοχές της ζωής της. Μόνον έτσι το μεγάλωμα των παιδιών δε μετατρέπεται σε μαζοχιστική υποταγή και δεν επεν δύεται με ναρκισσιστικές ανάγκες. Μόνον έτσι η μητέρα δεν επιδιώκει να υπεραναπληρώσει μέσα από το παιδί της τη δική της αίσθηση αποτυχίας και την ανεπαρκή εσωτερική αναπαράσταση του εαυ τού της. «Τι είναι αυτό που θέλει η γυναίκα;» ρωτούν οι Bernstein και Warner. Η γυναίκα χρειάζεται να αι σθάνεται αυτο-εκπλήρωση, να μπορεί να αγαπάει και να αισθάνεται ότι αγαπιέται στα πλαίσια μιας αλληλεξαρτώμενης ενήλικης σχέσης και να μπορεί να εργάζεται με βάση τις δικές της προτιμήσεις, κλίσεις και ανάγκες. ΘΑΛΕΙΑ ΔΡΑΓΩΝΑ τη μητέρα ακόμη και αν εκείνη διατηρεί συμβιωτικό δε σμό μαζί του. Ειδικότερα βλέπε: Dorothy Burlingham, 1967, “Empathy Between Infant and Mother” Journal of the American Psychoanalytic Association, 15, 764-780. 6. E. Person, 1982, “Women Working: Fears of Failure, De viance and Success” Journal of American Academy of Psy choanalysis, 10, 67-84. 7. Enid Balint, 1963, “On Being Empty of Oneself” International Journal of Psycho-Analysis, 44, 4, 470-480. 8. E. Galenson & H. Roiphe, 1974, “The Emergence of Genital Awareness During the Second Year of Life” In C. Friedman, R.M. Richard & R.L. Vandewicli (Eds) Sex Differences in Be havior. New York, Wiley. 9. Chodorow, op. cit. 10. Margaret Mahler, 1979, “On the First Three Subphases of the Separation-Individuation Process”, 1972, The Selected Papers of Margaret S. Mahler, Vol. II. New York: Jason Aronson.
Έ ζ ρ α
Π ά ο υ ν τ Personae Τά Κάντο της Πίζας ’Εκλογή ά π ’ τά Κάντο
Έζρα Πάουντ Αμφιλεγόμενη μορφή στο χώρο των γραμμάτων θεωρήθηκε ο Έζρα Πάουντ. Πυρήνας των διχογνωμιών δεν υπήρξε η καλλιτεχνική αξία της δημιουργίας του, αλλά η στάση του στα πολιτικά θέματα και ρεύματα της εποχής. Ωστόσο τόσο από εκείνους που έστω και τεχνητά παραμερίζουν το ηθικό σκέλος της μορφής του Πάουντ όσο και από εκείνους που το θεωρούν αναπόσπαστο στοι χείο της τέχνης του, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί η μεγάλη σημασία του έργου του για τον εικοστό αιώνα. Ένα έργο πολύπλευρο, πολύμορφο, που εκτείνεται σε τομείς συχνά ετερόκλητους. Προτάσεις οικονομικών συστημάτων, μελέτες για τη μουσική, τη θρησκεία, την πολιτική, δοκίμια για την ποιητική αλλά και καθαρή ποίηση που αναδείχθηκαν σαν εισαγωγή σε σύγχρονες μορφές του εί δους, είναι πολιτιστικές καταθέσεις που σφράγισαν τα γράμματα του δυτικού κόσμου. Το «Διαβάζω» επιθυμώντας να προσεγγίσει την ιδιόμορφη προσωπικότητα του Πάουντ δημοσιεύει εργασίες μελετητών των έργων του, κείμενα δικά του, συνεντεύξεις και μαρτυρίες, ώστε να κατανοηθεί με τρόπο σύνθετο η πολυσυζη τημένη φυσιογνωμία του. Επιμέλεια αφιερώματος: Χάρης Βλαβιανός. Τα αποσπάσματα από κείμενα του Πάουντ που δημοσιεύονται σκόρπια στις σελίδες του αφιερώμα τος έχει ανθολογήσει ο Ουίλλιαμ Κούκσον και έχει μεταφράσει στα ελληνικά ο Ανδρέας Αποστολίδης.
14/αφιερωμα
Τάσος Κόρφης
Χρονολογώ της ζωής και τον έργου τον Ezra Pound
Το σπίτι που γεννήθηκε ο Ezra Pound , .
1885 30 Οκτωβρίου: Γέννηση του Ezra Loomis Pound στο Hailey της πολιτείας Idaho των Ηνωμένων Πολιτειών. Ήταν το μοναχο παίδι του Homer και της Isabel Pound.
1889 Η οικογένεια Pound μετακινείται στη Philadelphia και εν συνε χεία, όταν ο Ezra ήταν επτά χρονών, στη μικρή πόλη Wyncote της Pensylvania. Αυτή η μετακίνηση από τις ρ ί ζ ε ς είχε βαθιά επίδραση στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του. Τόσο στη ζωή όσο και στο έργο του προσπάθησε να ξαναδημιουργήσει τη μυθική Αμερική της φαντασίας του. Στα 1921 έγραφε στον Thomas Hardy: «Προέρχομαι από ένα αμερικανικό προάστιο, όπου δεν είχα γεννηθεί κι όπου οι γονείς μου ήταν στην πραγματικότητα ξέ-
αφιερωμα/15 1898 Επισκέπτεται με τη θεία του Frank τη Βενετία.
1901 Εγγράφεται στο Πανεπιστήμιο της Pensylvania (φιλολογία). Εκεί γνωρίζει τον ποιητή William Carlos Williams, ένα, ίσως τον πιο πιστό, φίλο της ζωής και του έργου του. «Ο Ezra» θα γράψει ο Williams αργότερα στην «Αυτοβιογρα φία» του, «ουδέποτε επεξηγεί ή ειρωνεύεται τα γραπτά τον... Ειρωνεύεται σκληρά το καθετί, όχι, όμως, αυτά. Με είχε θα μπώσει. Ήταν ο πιο ζωντανός, ο πιο έξυπνος και ο πιο ανεξή γητος άνθρωπος που είχα γνωρίσει και ο πιο διασκεδαστικός, εκτός από τον οδυνηρό αυτοέλεγχο και τον κλανσίγελό τον».
1903 Εγγράφεται στο Hamilton College, κοντά στο Utica της πολι τείας της Νέας Υόρκης.
1905 Ξαναγυρίζει για μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Pensylvania. Συνδέεται με την ποιήτρια Hilda Doolittle (πε ρισσότερο γνωστή ως H.D..) και αρραβωνιάζονται ανεπίσημα. Από το 1905 ως το 1907 γράφει «Το βιβλίο της Hilda», μια συλ λογή ποιημάτων με εμφανή ίχνη του ταλέντου του.
William Carlos Williams
1906 Τον Ιούνιο του 1906 παίρνει Master of Arts από το Πανεπιστή μιο της Pensylvania. Ταξιδεύει στην Ευρώπη (είναι η τρίτη του επίσκεψη) για να μελετήσει το έργο του Lope de Vega και των ποιητών της Προβηγκίας. Βρίσκει σ’ αυτούς, όπως και στους ποιητές της ελληνικής αρχαιότητας, τους μαγικούς τόπους της ζωής του. «Οι δύο μεγάλες λυρικές παραδόσεις που μας αφορούν πε ρισσότερο», θα γράψει σ’ ένα δοκίμιό του, «είναι εκείνες των Μελικών ποιητών και της Προβηγκίας. Από την πρώτη ουσια στικά προήλθε όλη η ποίηση του α ρ χ α ί ο υ κ ό σ μ ο υ , από τη δεύτερη πάλι, ουσιαστικά όλη η ποίηση του σ ύ γ χ ρ ο νου».
1907 Διορίζεται καθηγητής των Ρωμανικών (Νεο-Λατινικών) γλωσ σών στο Wabash College του Crawfordsville της πολιτείας In diana.
1908 Η ακαδημαϊκή καριέρα του Pound τελειώνει, με φαινομενικό λόγο μια, χωρίς σημασία, αναξιοπρέπεια (πρόσφερε για μια νύχτα τη στέγη του σε μιαν άνεργη χορεύτρια) και πραγματικό την έκδηλη αντιπάθειά του για την υποκρισία του αμερικανι κού ακαδημαϊκού συστήματος. Ταξιδεύει πάμφτωχος στο Γι βραλτάρ και στη Βενετία και εκδίδει τον Ιούνιο την πρώτη του συλλογή «Α Lume Spento» σε εκατό αντίτυπα. Ένας περίφο βος κ α τ α ρ α μ έ ν ο ς π ο ι η τ ή ς γεννιέται. Προς το τέλος του χρόνου μετακινείται στο Λονδίνο.
A
LUM E SPENTO
16/αφιερωμα 1909-13 Διαμένει μόνιμα στο Λονδίνο, αλλά συχνά επισκέπτεται και άλλες ευρωπαϊκές πόλεις. Εργάζεται σκληρά για να επιβάλλει το έργο του σαν ποιητής και κριτικός. Συναναστρέφεται με τους W.B. Yeats, Ford Madox Ford, Wyndham Lewis και James Joys. Συνεργάζεται με το περιοδικό «Poetry» που εκδίδει στο Chicago η Harriet Monroe. Επιβάλλει τον «Εικόνισμά». Γνωρί ζει επίσης το γλύπτη Henri Gaudier-Brzeska και συμμετέχει σε εξωλογοτεχνικές προπαγάνδες. Δημοσιεύει τις συλλογές: «Exultation», «Personae», «Canzoni» και «Ripostes», το δοκί μιό του: «The Spirit of Romance» και μεταφράσεις των σονέτων του Guido Cavalcanti. ΓΓ αυτή τη γόνιμη περίοδο ο Ezra Pound, πολλά χρόνια αργό τερα, θα πει τα εξής σε μια συνέντευξη που προβλήθηκε το 1968 από την ιταλική τηλεόραση με συντονιστή τον David An derson: «Τα χρόνια εκείνα το Λονδίνο ήταν το μεγάλο κέντρο για τους συγγραφείς που γράφανε στην αγγλική γλώσσα. Έτυχε να πάω εκεί από τη Βενετία, όπου είχα τυπώσει, με δικά μου έξοδα, το πρώτο μου βιβλίο, «Α Lume Spento». Αυτό υπήρξε το επισκεπτήριό μου για το λονδρέζικο εκδοτικό οίκο του Ε. Mattews που τύπωσε, με δικά του έξοδα, το δεύτερο βιβλίο μου. Μετά έδωσα μια σειρά από διαλέξεις στο Πολυτεχνικό Ιν στιτούτο για τους τροβαδούρους ποιητές. Μέσα στο ακροατή ριο ήταν μια γνωστή του Yeats που μετά από χρόνια έγινε πεθε ρά μου. Αυτή η γυναίκα με σύστησε στον Yeats... Έτρεφα πάν τα ένα μεγάλο θαυμασμό για τον Henry James, όμως ποτέ δεν προσπάθησα να τον μιμηθώ. Σε μερικά από τα πρώτα μου έρ γα, πάντως, υπάρχει ένα ίχνος από James, αν τα κοιτάξουμε από άποψη ύφους...».
1914 Τον Απρίλιο παντρεύεται την Dorothy Shakespear. Γνωρίζεται και μ’ ενθουσιασμό προβάλλει τον T.S. Eliot. Συνεργάζεται με το περιοδικό «Blast», όργανο του «Vorticism», που ιδρύθηκε βασικά με υπόδειξή του - για να περιλάβει, σαν αρκετά μεγάλη και δυνατή ομπρέλα, το έργο, τις θεωρίες και τις αντιθέσεις μιας μικρής ομάδας καλλιτεχνών που ζούσαν μαζί, την ίδια εποχή, στο Λονδίνο. Παράλληλα εκδίδει την ανθολογία «Des Imagistes», που περιλαμβάνει ποιήματα της σχολής των Εικονιστών και αρχίζει να εργάζεται στα χειρόγραφα του Fenellosa, συνθέτοντας σιγά σιγά τα «Cathay» του.
1915-18 Προωθεί αφιλοκερδώς το έργο των Lewis, Joyce και Eliot. Έ ρ χεται προοδευτικά σε σύγκρουση με το φιλολογικό κατεστημέ νο του Λονδίνου. Γνωρίζει τον C.H. Douglas που οι οικονομι κές του θεωρίες επιβεβαιώνουν την αντίθεσή του προς το μητροπολιτικό εμπορικό σύστημα. Δημοσιεύει τα «Cathay», «Lu stra», «Homage to Sextus Propertius» και μια εργασία στη μνή μη του φίλου του γλύπτη Gaudier-Brzeska που τη χρονιά εκείνη σκοτώθηκε στον πόλεμο. Γράφει τα πρώτα «Three Cantos» και το «Hell Cantos».
1920 Ταξιδεύει στο Παρίσι, στην Προβηγκία και στο Σιρμιάνε, όπου συναντάει, για πρώτη φορά, τον James Joyce. Δημοσιεύει
αφιερωμα/17 το «Hugh Selwyn Mauberley». Για το παραπάνω ποίημά του ο Pound, σ’ ένα γράμμα στον Hardy έγραφε: «Αν συμπυκνώσω, όπως στην περίπτωση της ερωτικής περιπέτειας τον Μώμπερλν, το μυθιστόρημα τον Hen ry James σε όνο σελίδες - έστω και χωρίς επιτυχημένο αποτέλε σμα - έχω το δικαίωμα να δεχθώ ένα μέρος της προσοχής που
1921-22 Ο Ezra και η Dorothy μετακινούνται στο Παρίσι. Εκτός από τους αμερικανούς φίλους που βρίσκει εκεί όπως τον αγαπημέ νο του Ernest Heminway, τον Ε.Ε. Cumminge και την Olga Rudge γνωρίζεται με τον Cocteau, τον Picabia και με τους μου σουργούς Ravel, Stravisky και Copland. Συνθέτει μια όπερα με τίτλο «Le Testament» πάνω σε στίχους του Villon. Μέσω του Tristan Tzara και του Louis Aragon ασχολείται με το Ντανταϊ σμό. Ξαναρχίζει την επεξεργασία των «Cantos» του. Επιμελεί ται τα χειρόγραφα της «Έρημης χώρας» του T.S. Eliot.
1923 Συναντά για λίγο το συνθέτη George Antheil και την Gertrude Stein. Τελειώνει την αναθεώρηση των 16 πρώτων cantos.
1924 Κουρασμένο από το Παρίσι το ζεύγος Pound καταφεύγει στο Rapallo της Ιταλίας. Ερωτευμένη με τον Ezra η Olga Rudge τους ακολουθεί. Εκεί ο ακούραστος ποιητής θ’ αρχίσει εντατι κή εργασία σε νέα cantos.
1925 Η Olga Rudge γεννά την κόρη του Μαρία.
1926 Η Dorothy Pound γεννά το γιο του Ομάρ. Παρουσιάζεται στο Παρίσι η όπερά του «Le Testament». Επίσης δημοσιεύεται στο Παρίσι ένα σχεδίασμα των XIV πρώτων του cantos.
1930-39 Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ιταλία συνεχίζει τη συγγραφή των cantos του (δημοσιεύει τα: «Α draft of XXX Cantos», «Eleven New Cantos» καί «The Fifth Decad of Can tos»), και παράλληλα ασχολείται με μια σειρά από έργα πεζού λόγου (λογοτεχνίας και οικονομίας) τα: «Make it New», «Gui de to kulchur», «ABC of Reading», «ABC of Economics», «So cial Credit: an impact». Μαζί με τον Ernest Fenellosa δημοσι εύει το 1936 στη Νέα Υόρκη το βιβλίο «The Chinesse written as a Medium for Poetry». Οργανώνει στο Ραπάλλο μια σειρά συ ναυλιών. Οι πολιτικές του ενέργειες γίνονται όλο και πιο πολύ προκλητικές. Το 1933 συναντάει τον Mussolini. Το 1935 κυκλο φορεί το βιβλίο του Jefferson and/or Mussolini.
1939 Επισκέπτεται την Αμερική, φαινομενικά για να εμποδίσει την ανάμιξή της στον πόλεμο. Αποξενώνεται σιγά σιγά από τους φίλους του. Ανακηρύσσεται από το Hamilton College Δόκτορας των Γραμμάτων.
Olga Rudge
18/αφιερωμα 1940 Δημοσιογραφεί και γράφει μεγάλο αριθμό επιστολών υποστη ρίζοντας τον Mussolini και τον Hitler. Εκδίδει στο Λονδίνο και στη Νέα Υόρκη τα cantos LII-LXXI και μιαν ανθολογία ποιη μάτων του. Ο Pound είπε τα εξής για τα cantos του σε μια συζήτηση που είχε με τον Yeats: «'Ολο το ποίημα θα έχει τη δομή μιας φού γκας του Μπαχ. Δε θα έχει ούτε πλοκή, ούτε εξιστορήσεις γε γονότων, ούτε τη λογική της συνομιλίας, αλλά δυο θέματα, την κάθοδο στον Ά δη από τον Όμηρο, μια Μεταμόρφωση απ’ τον Οβίδιο, και, ανάμιχτα μ ’ αυτά, μεσαιωνικά ή σύγχρονα ιστορι κά πρόσωπα. Θα προσπαθήσω να φτιάξω αυτή την εικόνα όπου το καθετί θα στρογγυλεύεται ή θα χώνεται χωρίς άκρες, χωρίς περιγράμματα - συμβατικότητες του νου - από ένα πιτσίλισμα χρωμάτων και σκιών· για να κατορθώσω ένα έργο τόσο χαρακτηριστικό της τέχνης του καιρού μας όσο οι πίνακες του Σεζάν».
1941 Μετά την κήρυξη του πολέμου της Αμερικής με τις δυνάμεις του Άξονα προσπαθεί να επιστρέφει στην πατρίδα του, χωρίς, όμως, να το κατορθώσει (δε γίνεται δεκτός). Αρχίζει τις εκ πομπές κατά των συμμάχων από το Ραδιοφωνικό Σταθμό της Ρώμης. Οι εκπομπές αυτές συνεχίστηκαν ώς το 1944.
1943 Κατηγορείται στην Ουάσινγκτον για προδοσία.
Ο Ε. Pound στο ραδιοφωνικό σταθμό της Ρώμης το Μάρτιο τον 1941.
1944 Ο ποιητής και η γυναίκα του εγκαταλείπουν το παραλιακό τους διαμέρισμα στο Ραπάλλο, ύστερα από υπόδειξη του γερ μανικού στρατού. Το αρχείο του μεταφέρθηκε στο διαμέρισμα της Olga Rudge.
1945 Τον Απρίλιο συλλαμβάνεται από ιταλούς παρτιζάνους και παραδίδεται στις αμερικανικές στρατιωτικές αρχές. Το Μάιο πε ριορίζεται στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως της Πίζας όπου γράφει το Pisan Cantos. Το Νοέμβριο επιστρέφει στην Ουάσινγκτον και εγκλείεται στις εκεί φυλακές. Στις 27 Νοεμβρίου απαλλάσσεται σαν ψυχοπαθής και μεταφέρεται στην ψυχιατρι κή κλινική «St. Elizabeth». Η ψυχιατρική έκθεση, που τον έκρινε ακατάλληλο ν’ απολογηθεί, κατέληγε ως εξής: «Κατά τη γνώμη μας με την πάροδο του χρόνου η προσωπικότης του, για πολλά χρόνια ανώμαλη, είχε υποστεί τέτοια παραμόρφωση, ώστε να βρίσκεται αυτός τώρα σε παρανοϊκή κατάσταση που τον καθιστά διανοητικά ακατάλ ληλο να συσκεφθεί σωστά με συνήγορο ή να συμμετάσχει λογι κά και συνετά στην υπεράσπισή του. Είναι, μ ’ άλλα λόγια, φρε νοβλαβής και διανοητικά ακατάλληλος για δίκη. Έχει δε ανάγκη περιθάλψεως σε ψυχιατρική κλινική».
1949 Εκδίδει το «Pisan Cantos». Παίρνει για τη συλλογή του αυτή το βραβείο Bollingen, ξεσηκώνοντας θύελλα πολιτικών και λογο-
τραίτο έγινε στις 19 Αυγούστον 1948.
αφιερωμα/19 τεχνικών συζητήσεων.
1950-54 Ανανεώνεται το ενδιαφέρον της κριτικής για το έργο του. Ερ γάζεται εντατικά στο πρωτότυπο και μεταφραστικό του έργο («Rock Drill», «Collected Translations», «The Classic Antholo gy»), συνεχίζοντας παράλληλα και την πυκνή αλληλογραφία του. Εκδίδει τα: «Patria mia» (1950), «The Translations of Ezra Pound» (Λονδίνο, 1953), «The Classic Anthology defined by Confucius» (1954). To 1954 o Heminway παίρνει το βραβείο Νόμπελ για τη λογοτεχνία. Σε συνέντευξή του μετά την απονο μή ισχυρίζεται ότι το βραβείο έπρεπε να είχε δοθεί στον Pound.
1955-56 Εντείνεται ο αγώνας για την απελευθέρωσή του τόσο στην Ευ ρώπη όσο και στην Αμερική. Εκδίδει στην Ιταλία το βιβλίο «Section: Rock-Drill: 85-95 de los cantares» (Cantos LXXXVXCV) (1955) και μεταφράζει και εκδίδει την τραγωδία «Τραχινίαι» του Σοφοκλή (1956).
1958 Αίρεται η κατηγορία της προδοσίας του, μετά από προσπά θειες των Archibald Mac Leish, Robert Frost, Ernest Hemin way, T.S. Eliot κ.ά. Επιστρέφει με την Dorothy στην Ιταλία και εγκαθίσταται στο σπίτι της κόρης του Μαρίας. Τρεις μέρες πριν επιστρέφει στην Ευρώπη, επισκέφτηκε το Wyncote της Pensylvania, αποχαιρετώντας για πάντα τα παιδι κά του χρόνια. Περπάτησε ολομόναχος όλους τους δρόμους της μικρής πόλης, όπου κάποτε με τον William Carlos Williams εί χαν συζητήσει το μέλλον της ποίησης και το δικό τους. Ύστε ρα, στις 30.6.1958, το ζεύγος Pound επιβιβάστηκε στο ατμό πλοιο «Χριστόφορος Κολόμβος».
1959-61 Ο Pound είναι εκνευρισμένος και άρρωστος, μην μπορώντας να συνηθίσει τη νέα ζωή του..Επισκέπτεται το Ραπάλλο και τη Ρώμη αλλά αισθάνεται απογοητευμένος από το έργο και την προσφορά του. Το 1959 εκδίδει στο Μιλάνο, στο Λονδίνο και στη Νέα Υόρκη το βιβλίο «Thrones: 96-109 de los cantares» (Cantos XCVI-CIX). H Olga Rudge γυρίζει κοντά του. Αρχίζει η σιωπή του.
1965 Ταξιδεύει στο Λονδίνο για να παρευρεθεί στο μνημόσυνο του T.S. Eliot, στην Ιρλανδία για να επισκεφθεί τη χήρα του W.B. Yeats, στο Σπολέτο για να δει την όπερά του «Le Testament» μεταλλαγμένη σε μπαλέτο και στην Αθήνα. Αυτή την επίσκεψη στην Αθήνα και τη συνάντηση PoundΣεφέρη συγκράτησε ο Γ.Π. Σαββίδης στη δημοσιογραφική πε ριδιάβασή του «Ένας Οδυσσέας στον Φιλόπαππο» (Γ.Π. Σαβ βίδης: «Πάνω Νερά», εκδόσεις «Ερμής», Αθήνα 1973, σ. 85). «[...] Η μέρα ήταν ζεστή και ποιητική», γράφει, «οι οικοδεσπό τες φανερά σνγκινημένοι, μα ο Πάονντ βρισκόταν τότε στη φά ση της πιο αυστηρής σιωπής του (είδος αυτοτιμωρίας, καθώς βεβαιώνουν οι οικείοι του). Έτσι, η μόνη λέξη που ακούσαμε
Πορτραίτο του Ezra Pound από τον Wyndham Lewis.
20/αφιερωμα από το στόμα τον, όλο το απόγευμα ήταν η ράτσα τον σκύλου άγρυπνη πάντα η έγνοια τον για την κυριολεξία - τον οποίον είχε σκαλίσει μισόν αιώνα πριν ο αόικοσκοτωμένος φίλος του, ο γλύπτης Πιωντιέ-Μπρζέσκα (που θεατρίστηκε πρόσφατα ως «Άγριος Μεσαίας» στην κραυγαλέα ταινία του Κέν Ράσσελ) [...]» και «[...] Για χάρη τον Γκωντιέ, πάντως, δέχτηκε, μετά το φαγητό, να τον σνντροφέψουμε, μαζί με τον Ζήσιμο Λορεντζάτο, στην προσώρας ανεπανάληπτη διεθνή έκθεση γλυπτικής που οι «φανλοκράτες» είχαν στήσει στον Φιλοπάππου. Ο ίδιος ήταν ο πιο όμορφος παππούς που αξιώθηκα ποτέ να ιδώ - και η σιωπή τον, τελικά, ανάλαφρη όσο και το περπάτημά τον. Ελπίζω να έφυγε από την Ελλάδα με στερεωμένη την πεποίθη ση πως τούτη «η ακτή της Μεσογείου εξακολουθεί να κατοικείται» (όπως μου είχε γράφει από το φρενοκομείο της Ονάσινγκτον, το Νοέμβριο 1951, όταν, για να τον εγκαρδιώσω, τοχ' είχα στείλει την πρώτη αγγλική έκδοση των Ποιημάτων τον Καβάφη) [...]».
W
1967 Ταξιδεύει στο Παρίσι. Επισκέπτεται τον τάφο του James Joyce στη Ζυρίχη.
1969 Εκδίδει στη Νέα Υόρκη και στο Λονδίνο τα τελευταία οκτώ Cantos («Late Cantos and Fragments»). Ταξιδεύει στην Αμερι κή με την Olga Rudge, όπου, ύστερα από χρόνια, ξαναβλέπει τις διορθώσεις του στα παρουσιασθέντα τότε χειρόγραφα της «Έρημης χώρας» του T.S. Eliot.
1972 1 Νοεμβρίου: Πεθαίνει στη Βενετία σι ηλικία 87 χρονών. Ούτε η Dorothy Pound ούτε ο γιος τους ήταν στην κηδεία. Και, φυ σικά, κανένας Ιταλός ή Αμερικανός επίσημος. Μόνο η Olga Rudge, η κόρη τους Μαρία και μερικοί φίλοι του τον συνόδε ψαν.
1973
Τρεις υπογραφές του Ezra Pound. Οι δυο πρώτες γράτηκαν το 1909 χαι η τρί τη το 1933. Το σχέδιο είναι του Gaudier Brzeska.
8 Δεκεμβρίου: Η Dorothy Pound πεθαίνει στην Αγγλία.
Η Olga Rudge δίπλα στον νεκρό Ezra.
αφιερωμα/21
Έ ζ ρ α Π άουντ
Μια ανασκόπηση'
Ο Pound στην αυλή του σπιτιού τον στο Παρίσι το 1923.
Η σχετική με ένα νέο ποιητικό τρόπο κακογραφία υπήρξε τόσο μεγάλη, ώστε θα μπορούσε, ίσως, να μου σνγχωρεθεί η παρούσα σύντομη ανακεφαλαίωση και ανα σκόπηση. Την άνοιξη ή προς τις αρχές του καλοκαιριού του 1912, η Hilda Doolittle, ο Richard Aldington2 και ο υποφαινόμενος, καταλήξαμε σε συμφωνία γύρω στις τρεις ακόλουθες αρχές: 1. Αμεση διαπραγμάτευση του «περί ου ο λόγος αντικειμένου», είτε υποκειμενικό είναι, είτε αντικειμενικό. 2. Να μη χρησιμοποιούμε απολύτως καμιά λέξη, η οποία δε συνεισφέρει στην έκ θεση. 3. Ό σ ο ν αφορά στο ρυθμό: να συνθέτουμε ακολουθώντας τη ροή της μουσικής φράσης και όχι κάποιο καθορισμένο μέτρο. Τα σημεία στα οποία το γούστο και οι προτιμήσεις μας διέφεραν ήσαν αρκετά, συμφωνώντας όμως γύρω σ’ αυτές τις τρεις θέσεις, σκεφτήκαμε πως θα είχαμε κάθε δίκαιο να ονομάσουμε κάπως την ομάδα μας, τουλάχιστον όσο είχαν κι όλες αυτές οι γαλλικές «σχολές», τις οποίες μας συνέστησε ο Κος Φλιντ στο Α υγουστιά τικο τεύχος του περιοδικού.
22/αφιερωμα Π ο ίη σ η Το γεγονός πως από τότε δεχθήκαμε «προσχω ρήσεις» ή «συμπορεύσεις» αρκετών ανθρώπων, με αρκετά διαφορετικά προσόντα, δεν σημαίνει πως το δεύτερο σκέλος των απόψεών μας έγινε απόλυτα αποδεκτό. Ο ε λ ε ύ θ ε ρ ο ς σ τ ί χ ο ς έχει αρχίσει να καταντά τόσο βαρετός και φλύα ρος, όσο κάθε προηγούμενη μορφή χαλαρού στί χου. Ας υπολογιστούν και τα δικά του προβλή ματα. Η γλωσσική του δομή είναι, συχνά, τόσο κακή, όσο των παλιότερων, δίχως καν τη δικαιο λογία πως οι λέξεις είναι στριμωγμένες για να γεμίσουν το μέτρο ή τα κώλα. Το αν οι φράσεις ακολούθησαν ή όχι το ρυθμό πρέπει να αφήνεται στην κρίση του αναγνώστη. Μερικές φορές, κα ταφέρνω να βρω ένα ορισμένο μέτρο στον ε λ ε ύ θ ε ρ ο σ τ ί χ ο , τόσο άκαμπτο και φθαρ μένο, όσο κάθε μίμηση των μέτρων του Σουΐνμπορν. Άλλοτε, οι συγγραφείς δε φαίνεται να παρακολουθούν μια κάποια μουσική δομή. Όμως, πέρα απ’ ο,τιδήποτε άλλο, το καλό είναι ότι το χωράφι θα σκαφτεί. Ίσως σ’ αυτό βοήθη σε η νέα μέθοδος με μερικά καλά ποιήματα κι αν τελικά είναι έτσι το πράγμα, τότε θα δικαιωθεί. Η κριτική δεν είναι μια κλειστή περιοχή ή σύ νολο απαγορεύσεων. Παρέχει σταθερές αφετη ρίες. Μπορεί να ενεργοποιήσει έναν αργόστροφο αναγνώστη. Η μέχρι στιγμής μικρή προσφορά της βρίσκεται σε τυχαίες φράσεις ή στη βοήθεια που ένας μεγαλύτερος συγγραφέας προσφέρει σ’ έναν μικρότερο, μη δίνοντάς του τίποτε περισσό τερο από κανόνες και προφυλάξεις που η πείρα προσφέρει. Μάζεψα κάμποσες φράσεις για την πρακτική εργασία που έκανα την εποχή της έκδοσης των πρώτων σημειώσεών μου για τον εικόνισμά. Η πρώτη χρήση της λέξης «Εικονιστής» έγινε σε μια σημείωσή μου στα πέντε ποιήματα του Ε. Χιούλμ, τα οποία τυπώθηκαν στο τέλος των «Ri postes» μου, το φθινόπωρο του 1912. Ανατυπώ νω τις προειδοποιήσεις μου από το Ποίηση του Μαρτίου του 1913.
Μ ερ ικ έ ς απαγορεύσεις «Εικόνα» είναι το αποτέλεσμα της έκθεσης ενός διανοητικού και συγκινησιακού συμπλέγμα τος σε μια ορισμένη χρονική στιγμή. Χρησιμο ποιώ τον όρο «σύμπλεγμα» κυρίως με την τεχνι κή έννοια, με την οποία χρησιμοποιήθηκε από τους νεώτερους ψυχολόγους, όπως ο Β. Hart· αν και θα μπορούσαν να υπάρξουν κάποιες διαφω νίες, ως προς τη συγκεκριμένη εφαμοργή του. Αυτή η στιγμιαία έκθεση ενός τέτοιου «συ μπλέγματος» είναι που παρέχει την αίσθηση μιας ακαριαίας απελευθέρωσης: της απελευθέρωσης
από τα χρονικά και χωρικά όρια· την αίσθηση μιας ακαριαίας ανάπτυξης, την οποία βιώνουμε στην παρουσία των μεγάλων καλλιτεχνημάτων. Καλύτερα να χαλάσεις μιαν ολόκληρη ζωή για να παρουσιάσεις μιαν Εικόνα, παρά να δημιουρ γήσεις ένα πολύτομο έργο. Ό πω ς και να ’χει όμως, όλα αυτά μπορούν να τεθούν υπό αμφισβήτηση. Η άμεση ανάγκη στρέ φεται στην κατάρτιση ενός κ α τ α λ ό γ ο υ α π α γ ο ρ ε ύ σ ε ω ν προς χρήση των όσων ξεκι νούν να γράφουν ποίηση. Μα δεν μου είναι δυ νατό να βάλω τα πάντα σ’ έναν Δεκάλογο αρνή σεων. Καταρχήν, θα πρέπει οι τρεις προτάσεις μας (απαίτηση: άμεσης διαπραγμάτευσης, λεκτικής οικονομίας, χρήσης της ροής της μουσικής φρά σης) να μη θεωρηθούν ως δόγμα - μη θεωρείτε τίποτε ως δόγμα - μα ως κατάληξη μακρού δια λογισμού, ο οποίος, ptv και αλλότριος, ενδέχεται κάτι να αξίζει. Μη δίνετε σημασία στην κριτική ανθρώπων που δεν έγραψαν ποτέ τους κάποιο αξιοσημείω το βιβλίο. Εποπτεύστε τις διαφορές ανάμεσα στην πρακτική γραφή των Ελλήνων ποιητών και δραματικών και τις θεωρίες των Ελληνορωμαίων γραμματικών που συνωμότησαν εξηγήσεις των μέτρων τους.
Γλώσσα Μη χρησιμοποιείτε περιττές λέξεις, ούτε επί θετα που δεν αποκαλύπτουν κάτι. Μη χρησιμοποιείτε εκφράσεις όπως «μουντές εκτάσεις γαλήνης». Μπερδεύουν την εικόνα. Ανακατεύουν μιαν αφαίρεση στο συγκεκριμένο. Οφείλονται στην αδυναμία των συγγραφέων να συνειδητοποιήσουν πως το φυσικό αντικείμενο είναι πάντα σύμβολο επαρκές. Να φοβάστε τις αφαιρέσεις. Μη χρησιμοποιεί τε μέτριους στίχους για να ξαναπείτε ό,τι έχει ειπωθεί με καλή πεζογραφία. Μην έχετε την ε ντύπωση πως μπορείτε να κοροϊδέψετε κάθε έξυ πνο άνθρωπο, προσπαθώντας να παρακάμψετε τα προβλήματα μιας αφάνταστα δύσκολης τέ χνης, όπως η καλή πεζογραφία, με τη διάσπαση της σύνθεσής σας στα πλαίσια του στίχου. Ό ,τι τώρα κουράζει τον ειδικό, θα κουράζει αργότερα τους απλούς αναγνώστες. Μη νομίζετε πως η ποίηση είναι, ως προς την τεχνική της, απλούστερη από τη μουσική και πως είναι δυνατόν να καλύψετε τον ειδικό πριν χαλάσετε τόσες δυνάμεις στη μελέτη της τεχνικής του στίχου, όσες, κατά μέσον όρο, χαλά ένας δά σκαλος του πιάνου στην τεχνική της μουσικής. Να επηρεάζεστε από όσο το δυνατόν περισσό τερους μεγάλους καλλιτέχνες έχετε τη δυνατότη τα, να είστε όμως αρκετά έντιμοι, ώστε ή να τους αναγνωρίζετε την οφειλή σας, ή να την κρύβετε
αφιερωμα/23 όπως πρέπει. Μην επιτρέπετε στην «επίδραση» να σημάνει απλά μιαν αναμασημένη περιποίηση του ειδικού διακοσμητικού λεξιλογίου ενός ή δυο ποιητών που έτυχε να θαυμάσετε. Τελευταία, ένας Τούρκος πολεμικός ανταπο κριτής πιάστηκε στα πράσα να φλυαρεί για «γκριζοπερίστερους» λόφους ή, δεν θυμάμαι κα λά, «μαργαριταρένιους». Αν είναι να χρησιμοποιήσετε καλλολογικά στοιχεία, κάντε το τουλάχιστον σωστά.
Ρυθμός κ α ι ρ ίμ α Ο υποψήφιος, να γεμίσει το μυαλό του με τους εξαιρετικότερους ρυθμούς που μπορεί να ανακα λύψει, κατά προτίμηση σε ξένη γλώσσα3, ώστε να μη διαταραχθεί η προσοχή του στην κίνηση των τόνων, έστω και από τη μικρότερη περίπτω ση παρεμβολής των νοημάτων π.χ. Σαξωνικοί ύμνοι. Εβριδιανά λαϊκά τραγούδια, Ντάντε και Σαίξπηρ - αν γίνεται, στην τελευταία περίπτω ση, να ξεχωρίσει το ρυθμό από το λεξιλόγιο. Να επιχειρήσει ένα ψυχρό χωρισμό των λυρικών ποιημάτων του Γκαίτε, στις ατομικές ηχητικές αξίες τους, τις μακρές και βραχείες, τονισμένες και άτονες συλλαβές, στα φωνήεντα και τα σύμ φωνά τους. Ένα ποίημα δεν είναι απαραίτητο να στηρίζε ται στη μουσικότητά του, μα αν συμβαίνει κάτι τέτοιο, η μουσική θα πρέπει να ανήκει σ’ εκείνο το είδος που ευχαριστεί τον ειδικό. Ο μαθητευόμενος, να μάθει να πετυχαίνει συ νηχήσεις και παρηχήσεις, ρίμα φυσική και τε χνητή, απλή και πλεχτή, όπως ακριβώς περιμέ νουμε από το μουσικό να ξέρει αρμονία και α ντίστιξη με όλες τις λεπτομέρειες της τέχνης του. Δεν υπάρχει χρονικό διάστημα αρκετό ώστε να καλύψει τέτοιου είδους μελέτες· ακόμη και αν σπάνια τις χρειαστεί ο καλλιτέχνης. Μη σας περνά από το μυαλό πως είναι δυνο^ τόν να «πάει» κάτι σε στίχο επειδή είναι αρκετα μπερδεμένο για το πεζό. Μην «εποπτεύετε». Αφήστε το για τους συγ γραφείς μικρών, γουστόζικων φιλοσοφικών δο κιμίων. Μην είστε παραστατικοί. Να θυμάστε πως ο ζωγράφος μπορεί να παραστήσει ένα το πίο καλύτερα και πως πρέπει να ξέρει περισσό τερα γι’ αυτό. Ό ταν ο Σαίξπηρ μιλά για «Αυγή σε βαθυπόρφυρο μανδύα ντυμένη» εκθέτει κάτι που δεν θα μπορούσες να το πεις περιγραφή. Ο Σαίξπηρ εκ θέτει. Καλύτερα σκεφτείτε τη μέθοδο των επιστημό νων, παρά τη μέθοδο του διαφημιστή σαπουνιών. Ο επιστήμονας δεν περιμένει να τον ανακηρύ
ξουν μεγάλο μέχρι την εποχή που θα ανακαλύψει κάτι. Αρχίζει μαθαίνοντας τις μέχρι στιγμής ανακαλύψεις. Κι από εκεί εξορμά. Δεν καταθέ τει στην ιδιωτική γοητεία της φιλίας. Δεν περι μένει από τους φίλους του να επικροτήσουν τις πρώτες εργαστηριακές επιτεύξεις του. Δυστυχώς οι πρωτάρηδες της ποίησης δεν ανήκουν σε κά ποιο συγκεκριμένο και έγκυρο εργαστήριο. Εί ναι «παντού και πάντα». Είναι παράξενο λοιπόν που «οι αναγνώστες δεν ενδιαφέρονται για την ποίηση»; Μη διασπάτε τον ειρμό σας σε επιμέρους ιάμ βους. Μη παρατάτε κάθε σας στίχο νεκρό, στο τέλος κι έπειτα αρχίζετε τον επόμενο με κεφα λαίο. Αφήστε την αρχή του επομένου στίχου να αρπαχτεί από την άκρη του ρυθμικού κυματισμού, εκτός αν θέλετε να πετύχετε μια συγκεκρι μένη παύση. Κοντολογίς, ενεργήστε σαν μουσικός, καλός μουσικός, όταν είστε στη φάση εκείνη της δου λειάς σας, η οποία γεννά παράλληλα μουσικά προβλήματα. Σας κυβερνούν οι ίδιοι - και όχι άλλοι - νόμοι. Ό πω ς είναι φυσικό, η δομή του ρυθμού δεν θα πρέπει να καταστρέψει την ενάργεια των λέ ξεων, ή το φυσικό τους ήχο κι ακόμη το νόημά τους. Είναι απίθανο να μπορέσετε, από μιας αρ χής, να φτιάξετε μια ρυθμική δομή αρκετά δυνα τή ώστε να ενοχλήσει τις λέξεις· αν και μπορεί «Τόσο γερή, τόσο υγιής κοπέλα, που ήσουν σε θέση να λιώσεις έναν ψύλλο πάνω σε κάθε βυζί της», καυχήθηκε ο γερο-καπετάνιος, ενθυμού μενος του ς έρω τες της νιότης του. Κρίμα, που είναι νεκρός ο μοναδικός άνθρωπος ο οποίος θ α μπορούσε να κάνει ουσιαστική λογοτεχνική χρήση α υ τής της μεγαλειώδους φράσης. ["John Synge and the Habits of Criticism", The Egoist, 2 Φεβρουάριου, 1914].
να εγκλιματιστείτε στα διάφορα λάθη που δη μιουργούν οι τομές, οι παύσεις και τα κώλα. Ο μουσικός μπορεί να στηριχτεί στον τόνο και την ένταση της ορχήστρας. Εσείς όχι. Ο όρος αρ μονία έχει παράνομα χρησιμοποιηθεί στην ποίη ση. Αναφέρεται σε ταυτόχρονους ήχους με δια φορετικό τόνο. Ό πω ς και να ’χει, στην καλή ρί μα, υπάρχει ένα είδος ηχητικού υπολοίπου το οποίο διατηρείται στο αυτί του ακροατή και, κατά κάποιο τρόπο, λειτουργεί σαν μπάσο. Η ρίμα θα πρέπει να έχει μέσα της ένα κάποιο στοιχείο έκπληξης, για να καταφέρει να ευχαρι στήσει· και το στοιχείο αυτό δεν είναι ανάγκη να είναι αλλόκοτο ή περίεργο, αλλά σωστά χρησι μοποιημένο - αν τελικά χρησιμοποιηθεί. Κοιτάχτε αναλυτικότερα τις σημειώσεις των Vildrac και Duhamel4 για τη ρίμα στο Ποιητική Τεχνική.
24/αφιερωμα Το μέρος εκείνο της ποίησής σας που χτυπά στο ευφάνταστο μάτι του αναγνώστη δεν πρόκει ται να χάσει τίποτε μεταφραζόμενο σε ξένη γλώσσα· ό,τι γοητεύει το αυτί μπορεί να φτάσει μονάχα όσους το αντλούν από το πρωτότυπο. Στοχαστείτε πάνω στην οριστικότητα των εκ θέσεων του Ντάντε, σε σύγκριση με τη ρητορική του Μίλτωνα.Γουώρτζγουόρθ να διαβάσετε τό σο, όσο χρειάζεται ώστε να μη σας φανεί αφασιακά ανέκφραστος. Αν θέλετε την ουσία του ζητήματος, πηγαίνετε στην Σαπφώ, τον Κάτουλο, τον Βιγιόν, τον Χάινε - όταν έχει όρεξη, τον Γκωτιέ - όταν δεν πα γώνει τελείως· ή, αν δεν έχετε τις γλωσσικές δυ νατότητες, ψάχτε τον αργοκίνητο Τσώσερ. Η κα λή πεζογραφία δεν βλάπτει κι έχετε πολλά να διαδαχτείτε πασχίζοντας να τη γράψετε. Η μετάφραση είναι, παρομοίως, καλή εκγύμανση, να βρίσκετε πώς το πρωτότυπο υλικό σας «μπαλαντζάρει» όταν προσπαθείτε να το ξανα γράψετε. Το νόημα του υπό μετάφραση ποιήμα τος δεν μπορεί να «μπαλαντζάρει». \- /Λ» λ. . · , ίπ ΐΗΊΐμ;τρική uiun| ή, μην αραήιαζι τι ό,τι θέλετε να πείτε και ύστερα γεμί ζετε τα εναπομείναντα κενά με σαχλαμάρες. Μην ανακατεύετε το χαρακτήρα μιας αίσθη σης, προσπαθώντας να τον προσδιορίσετε με όρους κάποιας άλλης. Αυτό δείχνει πως είστε αρκετά τεμπέληδες ώστε να εντοπίσετε τη σωστή λέξη. Οι εξαιρέσεις, επί του προκειμένου, είναι πιθανές. Οι πρώτες τρεις απλές οδηγίες θα σκορπίσουν τα εννέα δέκατα όλης της κακής ποίησης που προς το παρόν χαίρει τυπικότητας και κλασικότητας και θα σας διαφυλάξουν ως προς αρκετά παραγωγικά λάθη. «Θα πρέπει όμως να είστε, πρώτα απ’ όλα, ποιητές», καθώς οι κύριοι Duhamel και Vildrac γράφουν, προς το τέλος του μικρού βιβλίου τους: Σημειώσεις πάνω στην Ποιητική Τεχνική. Από τον Μάρτιο τοι· Ιυΐύ. ο lord Madox Hueffer5 είχε καταδείξει πόσο προσηλωμένος ήταν ο Γουώρτζγουόρθ στην κοινή ή τυπική λέξη που δεν σκέφτηκε ποτέ να κυνηγήσει την Ακριβή Λέξη. Ο Τζων Μπάτλερ Γέητς χειρίστηκε ή εκμεταλ λεύτηκε τον Γουώρτζγουόρθ και τους Βικτωρια νούς· η κριτική που βρίσκεται στα γράμματα προς το γιο του είναι, μετά την έκδοσή τους, προσεγγίσιμη. Δεν μου αρέσει να γράφω περί τέχνης- το πρώτο μου, θαρρώ πως ήταν το πρώτο επί του θέματος, δοκίμιο ήταν διαμαρτυρία για τέτοιου είδον: ·μ·ι<ι ι ;
Π ρολεγόμενα Υπήρξε καιρός που ο ποιητής ήταν ξαπλωμέ
νος σε χλοερό λιβάδι, με το κεφάλι στηριγμένο στον κορμό κάποιου δέντρου κι έπαιζε την απο λησμονιά του σε μια τοσοδούλα φλογέρα. Και οι πρόγονοι του Καίσαρα κατέκτησαν τη γη και οι πρόγονοι του πολύχρυσου Κράσσου7 την καταχράστηκαν και πήραν το λόγο οι μόδες κι αυτός απόμεινε μονάχος. Και κατά τα φαινόμενα ήταν ικανοποιημένος μ’ αυτή την κατάσταση, γιατί ουδόλως αμφιβάλλω πως οι περαστικοί, φερμένοι από περιέργεια να γνωρίσουν τον λόγο για τον οποίο ο οποιοσδήποτε θα μπορούσε να ξαπλώσει κάτω από ένα δέντρο να παίξει την απολησμονιά του σε μια τοσοδούλα φλογέρα, έρχονταν και του έπιαναν την κουβέντα και πως ανάμεσα σε τόσους περαστικούς, όλο και κάποιος γοητευτι κός θα υπήρχε, όλο και κάποια νεαρά που δεν θα είχε διαβάσει το Άνθρωπος και Υπεράνθρω ποιf . Κοιτάζοντας λοιπόν πίσω, σ’ αυτή την απλοϊκή κατάσταση υποθέσεων, την ονομάζουμε χρυσόν αιώνα. Ο Μεταστάσιος, κι αν κάποιος ήξερε ήταν αυ τός, μας βεβαιώνει πως η εποχή αυτή κρατά ακόμη καλά - ακόμη κι αν οι μοντέρνοι ποιητές προσμένουν να ξεφωνίσουν τους στίχους τους με μπουρού στους εκδότες φτηνών περιοδικών τον S.S. McClure9 και τους συναφείς - ακόμη κι αν ορδές συγγραφέων μαζεύονται και τα πίνουν, όλο θλίψη, στην υγεία των «Συγγραφικοιν Δι καιωμάτων»· ακόμη κι αν υφίστανται όλα ετού τα, ο χρυσός αιώνας είναι δικός μας. Ασυναί σθητα, αν θέλετε, όμως είναι δικός μας. Συνα ντάς τον αχτένιστο Αμύλκα10 σ’ ένα εστιατόριο του Σόχο και τραγουδάτε μαζί για πράγματα νε κρά και ξεχασμένα - είναι κοινός τόπος ανάμεσα στους ποιητές να τραγουδούν πράγματα νεκρά, μισο-ξεχασμένα, δεν φαίνεται να κάνει κακό· έτσι γινόταν πάντα - είναι σαφώς καλύτερο να είσαι γραφέας στο Ταχυδρομείο, παρά να σαλαγάς ένα σωρό βρόμικα, σκουληκιασμένα πρόβα τα - κι ύστερα, όταν προχωρήσει η μέρα, αντι καθιστάς το εστιατόριο με το σαλόνι και το τσάι που είναι, κατά πάσα πιθανότητα, πιο νόστιμο από το κρέας και το φοραδίσιο γάλα, τα γλυκάκια πιο νόστιμα απ’ το μέλι. Κι έτσι επιβιώνεις, της υποταγής στον Κο Μπάλφουρ και των δια κρίσεων του Αμερικανικού Τελωνείου, κι αυτής της καταχθόνιας συμφοράς, του περιοδικού τύ που. Ύστερα, μεσοστρατίς, δεν υπάρχει, προ φανώς, κανένας άλλος πιο εύκαιρος, σε σταμα τούν και σου ζητούν εξηγήσεις περί του προσώ που σου. Άρχισα με καυγατζίδικο ύφος, γιατί θα ήθελα να στέκομαι πάνω στα απομεινάρια του ψηφιδω τού του Κάτουλου και να χαζεύω το γύρω γαλά ζιο, τους λόφους του Σαλό και του Ρίβα με τους λησμονημένους θεούς τους να κινούνται ανεμπό διστα ανάμεσά τους, κι όχι να κουβεντιάζω τις εξελίξεις και τις θεωρίες της τέχνης, όποιες και
αφιερωμα/25 να ’ναι. Καλύτερα να έπαιζα τένις. Δε θα μιλούσ«.
|
Ί ο πιστεύω
Ρυθμός: Πιστεύω σ’ έναν «κυρίαρχο ρυθμό», ο οποίος - στην ποίηση - ανταποκρίνεται τέλεια στη συγκίνηση ή στο συγκινησιακό φάσμα που θα εκφραστεί. Ο ρυθμός του καθενός πρέπει να αναλύει την προσωπικότητά του και κατά συνέ πεια να είναι δικός του, αυθεντικός και ακέ ραιος. Σύμβολα: Πιστεύω πως τα κυριότερα και κα λύτερα σύμβολα είναι τα φυσικά αντικείμενα και γι’ αυτό αν είναι να χρησιμοποιηθούν «σύμβο λα», καλύτερα να χρησιμοποιηθούν με τρόπο που να μην παρεμβάλλεται ο συμβολικός τους χαρακτήρας, ώστε μια αίσθηση - και η ποιητική ποιότητα του κειμένου - να μη χαθούν γι’ αυτούς που δεν καταλαβαίνουν το σύμβολο καθεαυτό, π.χ. γι’ αυτούς που αντιλαμβάνονται ένα γεράκι σαν γεράκι. Τεχνική: Πιστεύω στην τεχνική σαν γύμνασμα της ανθρώπινης διαφάνειας· όταν είναι νομικά εξακριβώσιμος· στο γκρέμισμα κάθε σύμβασης που εμποδίζει ή θολώνει την ευθύτητα του νόμου ή την τέλεια απόδοση της παρόρμησης. Μορφή: Θαρρώ πως υπάρχουν ένα «ρέον» κι ένα «συμπαγές» περιεχόμενα, πως μερικά ποιή ματα μπορούν να έχουν μορφή με τον ίδιο τρόπο που έχει κι ένα δέντρο και κάποια άλλα με τον τρόπο του νερού που αδειάζουμε σε βάζο. Πως οι περισσότερο συμμετρικές μορφές έχουν ορι σμένη χρήση. Πως ένας τεράστιος αριθμός θεμά των δεν είναι δυνατόν να καθοριστούν και ως εκτούτου δεν γίνεται να αποδοθούν με ακρίβεια σε συμμετρικές μορφές. «Μη νομίζοντας άξιο παρά μόνο αυτό στο οποίο κατορθώθηκε σύμπασα η τέχνη»11. Νομί ζω πως ο καλλιτέχνης θα πρέπει να είναι κύριος όλων των γνωστών μορφών και συστημάτων με τρικής κι έχω, με κάποια επιμονή, βαλθεί να το πραγματοποιήσω, ψάχνοντας ξεχωριστά τις πε ριόδους εκείνες που τα παρουσίασαν και τα τε λειοποίησαν. Έχουν γίνει παράπονα, δικαίως ίσως, πως έριξα τα χαρτιά των σημειώσεών μου στους αναγνώστες. Πιστεύω πως μονάχα μετά από έντονη προσπάθεια η ποίηση καταφέρνει να προσεγγίσει έναν τέτοιο βαθμό ανάπτυξης ή μοντέρνου, αν θέλετε, ώστε να προξενεί το ενεργό ενδιαφέρον των όσων είναι συνηθισμένοι στα πεζά του Χένρυ Τζέημς και του Ανατόλ Φρανς ή στη μουσική του Ντεμπισύ. Προβάλλω συνεχώς την άποψη πως για να κατορθωθεί το μέσο του Δαντικού αριστουργήματος, χρειάστη καν δυο αιώνες Προβηγκίας και ένας Τοσκάνης, οι λατινιστές της Αναγέννησης, η Πλειάδα. Χρειάστηκε ακόμη η εποχή του, εποχή του στο
λισμένου λόγου, για να προσπαρασκευαστούν τα εργαλεία του Σαίξπηρ. Το τρομακτικά ενδιαφέ ρον είναι ότι γράφτηκε μεγάλη ποίηση, άσχετα το ποιος την έγραψε. Ενός μονάχα τα πειράματα μπορούν να περισώσουν πολλών το χρόνο - απ’ εδώ και το πάθος μου για τον Αρνώ Ντανιέλ αν τα πειράματα κάποιου δοκιμάζουν μια νέα ρίμα ή διευθετούν έστω και στο ελάχιστο κά ποιες από τις συγκαιρινές, κατεστημένες ασά φειες, τότε παίζει καθαρά απέναντι στους συ ντρόφους τον. παρουσιάζοντας τα αποτελέσμα τα των προσπαθειών τον..' Κανείς δεν γράφει πολύ «υπολογίσιμη» ποίη ση. Ως προς τον κύριο όγκο, τελικά, ένα μικρό μόνο μέρος της παραγωγής είναι τελικό κι αν δεν ασχολείσαι μ’ αυτό το υψηλό πράγμα, αυτό που εκθέτει το θέμα μια για πάντα και τέλεια, αν δεν συγκρίνεται με το Ποικιλόθοον, άνθάνατ’ Άφροόίτα ή το «Hist! Said Kate the Queen»12, καλύτερα να ασχολείται μ’ εκείνα τα είδη πειρα μάτων που μπορεί να χρησιμεύσουν στο μελλο ντικό έργο του ίδιου και των οπαδών του.
Ο Homer Pound, όρθιος, ο Ezra δίπλα στη κόρη του Μαρία το
1070
^
«Μακρά η τέχνη και βραχύς ο βίος για να μά θεις»13. Είναι βλακεία ν’ αρχίζεις το έργο σου σε μια βάση τόσο στενή και ανιαρό για το έργο το ίδιο να μη δείχνει μια σταθερή ανάπτυξη και μια σταδιακή τελειοποίηση από την αρχή ώς το τέ λος. Σχετικά με τις «παραλλαγές», βλέπουμε πως όλοι οι παλιοί δάσκαλοι της ζωγραφικής προτεί νουν στους μαθητές τους να αρχίζουν αντιγρά φοντας αριστουργήματα και ύστερα να προχω ρούν στις δικές τους συνθέσεις. Σχετικά με το «Καθένας μας είναι ποιητής με
26/αψιερωμα το δικό του τρόπο», όσα περισσότερα ξέρει κά ποιος για την ποίηση, τόσο το καλύτερο. Πι στεύω σ’ οποιονδήποτε γράφει ποίηση επειδή έτσι θέλει· οι περισσότεροι αυτό κάνουν. Πι στεύω σ’ όποιον ξέρει αρκετή μουσική ώστε να παίζει το «Φύλαγε Θεέ μου το σπιτικό μας» στο αρμόνιο, μα δεν πιστεύω σ’ οποιονδήποτε δίνει κονσέρτα και εκδίδει τις αμαρτίες του. Η διδαχή κάθε τέχνης είναι έργο ζωής. Δε θα μπορούσα να ξεχωρίσω ανάμεσα στον «ερασιτέ χνη» και τον «επαγγελματία». Κι αν ακόμη το έκανα, θα προτιμούσα τον ερασιτέχνη. Όμως ανάμεσα σ’ αυτόν και τον «ειδικό» θα μπορούσα να διακρίνω. Είναι σίγουρο πως το παρόν χάος θα κρατήσει ώσπου η Τέχνη της ποίησης να κατέβει τελικά στην καταπιόνα των ερασιτεχνών, ώσπου να καταλάβουμε την ποίηση σαν τέχνη κι όχι σαν χαζολόγημα, σαν τεχνική: τεχνική της μορφής και τεχνική του περιεχομένου, έτσι που να σταματήσουν οι ερασιτέχνες κάθε προσπά θεια υπερφαλάγγισης των δασκάλων. Αν ένα ορισμένο πράγμα ειπώθηκε, μια για πάντα, στην Ατλαντίδα ή στην Αρκαδία, το 450 π.Χ. ή το 1290 π.Χ., δεν ταιριάζει σ’ εμάς τους μοντέρνους να το ξαναλέμε ή να μαγαρίζουμε τη μνήμη των νεκρών, λέγοντας το ίδιο πράγμα λι γότερο επιδέξια και πειστικά. Το πέρασμά μου πάνω στους αρχαίους και τους νεώτερους κλασικούς ήταν μια μάχη εύρε σης αυτού που έγινε, μια για πάντα και καλύτε ρα από ποτέ, μια μάχη εύρεσης του τί μας απο μένει - σίγουρα πολλά, αφού υπό την προϋπόθε ση ότι συνεχίζουμε να αισθανόμαστε παρόμοια μ’ αυτούς που έριξαν στη θάλασσα χιλιάδες κα ράβια, είναι απόλυτα βέβαιο πως αισθανόμαστε παρόμοια πράγματα με άλλον τρόπο, διάφορες αποχρώσεις, διάφορες διανοητικές διαβαθμί σεις. Κάθε εποχή έχει τον δικό της πλούτο αρε τών και μόνο μερικές τον μετατρέπουν σε ύλη σταθερή. Δεν γράφτηκε ποτέ ποίηση καλή με τρόπο παλαιωμένο από είκοσι χρόνια πριν, γιατί το να γράφεις έτσι δείχνει πως τελικά ο συγγρα φέας σκέπτεται με βάση τα βιβλία, τις συμβά σεις, τα κλισέ κι όχι με βάση τη ζωή· αν και στην περίπτωση που ο οποιοσδήποτε, αισθανόμενος κάποια διάσταση ανάμεσα στη ζωή και την τέχνη του, βρίσκει σ’ έναν τρόπο ξεχασμένο κάποια απομεινάρια ζωντάνιας ή νομίζει πως διακρίνει κάποια απουσία της σύγχρονης τέχνης, ικανή να την γεφυρώσει με τη φυσική της πηγή, τη ζωή, μπορεί κάλλιστα να προσπαθήσει την ανανέωσή του. Στην τέχνη του Ντανιέλ και του Καβαλκάντι, έχω δει εκείνη την ακρίβεια που μου λείπει στους Βικτωριανούς, εκείνη τη διαυγή απόδοση είτε της εξωτερικής φύσης είτε της συγκίνησης. Η μαρτυρία τους είναι από τους ίδιους διακρι βωμένη, τα τεκμήριά τους από πρώτο χέρι.
Σχετικά με τον 19·> αιώνα, με όλο το σεβασμό για τα κατορθώματά του, θαρρώ πως θα τον βλέπουμε περισσότερο σαν μια σκοτεινή, χαώδη, συναισθηματική και άκαμπτη μορφικά περίοδο. Αυτό το λέω χωρίς καμιά υστεροβουλία ή προ σωπικό κέρδος. Σχετικά με την παρουσία ενός κάποιου «κινή ματος» ή της σχέσης μου με αυτό, η αντιμετώπι ση της ποίησης σαν «καθαρή τέχνη», με την έν νοια που αποδίδω στον όρο, ξαναζωντάνεψε με τον Σουΐνμπορν. Από την πουριτανική εξέγερση ώς εκείνον, η ποίηση ήταν απλώς το όχημα έτσι, οριστικά πια· κι όσο για τις επιφυλάξεις και τα αισθήματα του Arthur Simons, δεν γίνεται τίποτε - το κάρο, η άμαξα μεταφοράς σκέψεων ποιητικών ή όχι. Και ίσως οι «μεγάλοι Βικτω ριανοί», αν και αμφίβολο, και αναμφισβήτητα οι ποιητές του 19ου αιώνα συνέχισαν την πρόοδο της τέχνης, μειώνοντας κάποτε τις βελτιώσεις τους - κυρίως στον ήχο και την επεξεργασία της μορφής. Ο Κος Γέητς πέταξε, μια για πάντα, από την Αγγλική ποίηση την αναθεματισμένη της ρητορι κή. Σπούπισε καλά ό,τι δεν ήταν ποιητικό - κι αλήθεια ήταν πολλά. Έγινε κλασικός στη διάρκεια της ζωής του, μεσοστρατίς. Έδωσε στο ποιητικό μας ιδίωμα κάτι το πλαστικό, ένα λόγο δίχως ανακόλουθα. Οι Robert Bridges, Maurice Hewlett και Frede ric Manning είναι’4, με διαφορετικούς τρόπους ο καθένας, απασχολημένοι στη βελτίωση της με τρικής, δοκιμάζοντας τη γλώσσα και την προσαρμοστικότητά της σε διαφορετικούς τρόπους. Ο Ford Hueffer κάνει ένα είδος πειραμάτων στο μοντέρνο. Ο Charles Lancelot Shadwell15 συνεχί ζει τη μετάφραση της Θείας Κωμωδίας. Σχετικά με τον εικοστό αιώνα, και την ποίηση που προσμένω να γραφτεί στη διάρκεια της προ σεχούς δεκαετίας, πάνω-κάτω, θαρρώ πως θα επιτεθεί στη βλακεία, θα γίνει πιο σταθερή και πνευματική, θα γίνει αυτό που ο Κος Hewlett ονομάζει «κοντότερα στο κόκαλο». Θα γίνει όσο πιο συμπαγής μπορεί, η δύναμή της θα βρίσκεται στην αλήθεια της, στην αναλυτική της δύναμη (εκεί, είναι η αλήθεια, βρίσκεται πάντοτε η δύ ναμη της ποίησης). Θέλω να πω πως δεν θα πα σχίσει να φανεί δυνατή με ρητορικές τυμπανο κρουσίες και πολυτελείς φασαρίες. Θα έχουμε λιγότερα κοσμητικά επίθετα που εμποδίζουν το ξέσπασμά της και την κορύφωσή της. Ό σο για μένα, την θέλω έτσι αυστηρή, άμεση, ελεύθερη από συναισθηματικές τσουλήθρες. Τι άλλο να προσθέσουμε στα 1917;
|
Ο ελεύθερος στίχος
Νομίζω πως η επιθυμία για ελεύθερο στίχο οφείλεται στην αίσθηση ποσότητας που ξαναπα-
αφιερωμα/27 ρουσιάζεται μετά από χρόνια πείνας. Αμφιβάλ λω όμως αν είναι δυνατόν να ξαναεφαρμόσουμε, στην Αγγλική, τους ποσοτικούς κανόνες που τέ θηκαν για την Ελληνική και Λατινική από Λατί νους, κυρίως, γραμματικούς. Νομίζω πως πρέπει να γράφουμε σε ελεύθερο στίχο μόνον όταν «επιβάλλεται», σαν να λέμε: όταν το «περί ου ο λόγος αντικείμενο» χτίζει από μόνο του ένα ρυθμό ομορφότερο από τα παρα δοσιακά μέτρα ή περισσότερο ζωντανό, μέρος της συγκίνησης που δημιουργεί το «αντικείμε νο», σχετικότερο, περισσότερο πηγαίο και ανα λυτικό από τη μονοτονία της κανονικής εναλλα γής των τόνων ένα ρυθμό που κάνει τους πάντες να δυσαρεστούνται με τους παραδοσιακούς ιαμ βικούς και αναπαιοτικούς. Ο Έλιοτ έθετε το ζήτημα υπέροχα, όταν έλε γε: «Κανένας στίχος δεν είναι ελεύθερος γι’ αυ-
Θα ήθελα να έβλεπε ο κόσμος τα γλυπτά του Brzeska, τα σχέδια του Lewis, να διάβαζαν Τζόυς, Jules Romains, Έλιοτ. Είναι καλύτερα έτσι, παρά να διαβάζουν τί έγραψα εγώ γι’ αυ τούς ή να ζητούν επανεκδόσεις μαχητικών δοκι μίων και παρουσίασεών μου. Το μόνο που μπορεί να κάνει ο κριτικός για τον αναγνώστη, τον ακροατή ή το θεατή είναι να συγκεντρώσει τα βλέμματα και τα αυτιά. Πι στεύω, σωστά ή λάθος, πως οι εκστρατείες μου και τα δοκίμιά μου έχουν κάνει τη δουλειά τους και πως τώρα υπάρχουν περισσότεροι που θέ λουν να πάνε κατευθείαν στις πηγές, παρά να διαβάσουν το βιβλίο αυτό. Οι «Υπάρξεις» του Jammes17 στο Ο Θρίαμβος της ζωής δεν προσεγγίζονται πια. Το ίδιο και τα πρώτα του ποιήματα. Νομίζω πως χρειαζόμαστε μια κατάλληλη ανθολογία και όχι περιγραφική
... ότα ν η Ιρλανδία σ τράφηκε εναντίον το υ Synge, έπαψ ε ν' αποτελεί τόπ ο μεγαλύτερης α ξίας από οπ οιαδήποτε ασήμαντη φτω χοσυνοικία του Κάρντιφ ή το υ Μ πέρμινχαμ. Μ ια μεγα λοφ υία είναι άμοιρη του τόπ ου γεννήσεώς της, και η Ιρλανδία δεν μ π ο ρ εί να έχει αξιώσεις πάνω στον Synge. Δεν τον δημιούργησε αυτή. Κι εμείς, από τη σκοπιά μας, δεν υπάρχει λόγος ν’ αποδεχθούμε την Ιρλανδία εξα ιτία ς του Synge. Ο ι αξιώσεις ενός έθνους πάνω σε κάποιον, δεν αποτελούν συνάρτηση το υ τόπ ου γεννήσεώς, αλλά της ικ α νό τητά ς του να τον αποδεχθεί. [‘The Non-existence of Ireland", The New Age, 25 Φεβρουάριου, 1915]
τόν που θέλει να κάνει τη δουλειά του σωστά». Αν είναι να μπούμε και σε λεπτομέρειες, υπάρχει ελεύθερος στίχος με τονισμό ισχυρό σαν τύμπανο (το ποίημά μου «Χορευτική Φιγούρα», για παράδειγμα) κι από την άλλη, θαρρώ πως έχω προχωρήσει όσο γίνεται πιο κερδοφόρα προς την αντίθετη κατεύθυνση (πάρα πολύ μα κριά, ίσως). Θέλω να πω πως δεν νομίζω ότι μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει οποιοδήποτε ρυθμό με περισσότερη τρυφερότητα και λεπτότη τα από εκείνη που χρησιμοποίησα εγώ. Νομίζω πως η εξέλιξη βρίσκεται περισσότερο στην προ σπάθεια να πλησιάσουμε τα κλασικά, ποσοτικά μέτρα (όχι να τα ξεσηκώσουμε) παρά στην άχρω μη παραδοχή τους16. Συμφωνώ με τον John Yeats για τη συγγένεια του ωραίου και του βέβαιου. Προτιμώ τη σάτιρα που οφείλεται στη συγκίνηση, σε όποια πλαστή συγκίνηση. Έπρεπε να γράφω, ή έγραφα τελικά, αρκετά για την τέχνη, τη γλυπτική, τη ζωγραφική και την ποίηση. Έχω δει ό,τι μου φαινόταν σαν το καλύτερο τμήμα της σύγχρονης δουλειάς λουσμέ νο βρισιές και εμπόδια. Μπορείς να γράψεις πε ζό διαρκούς και σταθερού ενδιαφέροντος, δε λες παρά αυτό που σε δύο-τρία χρόνια θα λένε οι πάντες; Χάραξα δρόμους για ένα γλύπτη, ένα ζωγράφο, έναν πεζογράφο και κάμποσους ποιη τές. Κι ακόμη, έγραψα για ορισμένους Γάλλους συγγραφείς στο Νέα Εποχή στα 1912 ή 1911.
κριτική. «Είναι φοβερό να μην μπορούν οι ποιη τές ν’ αγοράσουν ο ένας τα βιβλία του άλλου», μού έγραψε ο Καρλ Σάντμπουργκ, απ’ το Σικά γο. Οι μισοί από τους ενδιαφερομένους, μόνο δανείζονται. Στην Αμερική, πολύ λίγοι άνθρω ποι γνωρίζονται μεταξύ τους γιατί περισσότερο από το 50% της δυσκολίας βρίσκεται στη διανο μή. Θα μπορούσαμε ίσως να κάνουμε μιαν ανθο λογία: το «Un Etre en Marche» και το «Prieres» του Romain, το «Visite» του Vildrac. Μια ανα σκόπηση του καλού έργου του Λαφόργκ, τις εκλάμψεις του Ρεμπώ, τους άγριους στίχους του Τριστάν Κορμπιέρ, τα σχεδιάσματα του Tailhade για τα Poemes Aristophanesques, τα Litanies του De Gourmont. Είναι δύσκολο, σε κάθε εποχή, να γράφεις για τις καλές τέχνες, είναι σχεδόν αδύνατο, εκτός και αν συνοδεύσεις το κείμενό σου με πολλά αποσπάσματα από τις πηγές. Παρόλα αυτά δεν θα χάσω αυτήν την ευκαιρία ή κάθε άλλη για να επαναλάβω την πίστη μου στη μεγαλοφυία του Wyndham Lewis - για σχέδια και γραπτά του. Και θα κατονόμαζα ένα παράξενο πεζογράφη μα, το «Scenes and Portraits» του Frederic Man ning, τα διηγήματα «Οι Δουβλινέζοι» του Τζόυς, το πασίγνωστό του «Πορτραίτο τον καλλιτέχνη», το Tarr του Lewis, αν - αυτό είναι - μπορούσα να θεωρήσω τον άγνωστό μου αναγνώστη σαν κάποιο νέο φίλο που μπαίνει στο δωμάτιό μου, με σκοπό να ψαχουλέψει τη βιβλιοθήκη μου.
28/αφιερωμα I Μ ονάχα η συγκίνησ η κρ α τά «Μονάχα η συγκίνηση κρατά». Οπωσδήποτε, μου είναι προτιμότερο να κατονομάσω για μιαν ακόμη φορά τα λίγα όμορφα ποιήματα, που ηχούν ακόμη μέσα μου, παρά να ψάξω το διαμέ ρισμά μου για παλιά περιοδικά και να επανατα κτοποιήσω τα όσα έχω πει για οικείους ή όχι συγγραφείς. Οι δώδεκα πρώτοι στίχοι του «Drover» του Padraic Colunr το «Ω, σαν τον κύκνο λυγερή γυ ναίκα, για χάρη σου δεν θα πεθάνω» του ίδιου· το «Ακούω έναν στρατό» του Τζόυς, οι στίχοι τους Γέητς που ηχούν μέσα μου, όπως ηχούν μέ σα σ’ όλους τους νέους του καιρού μου, οι οποί οι ενδιαφέρονται για την ποίηση: Braseal and the Fisherman - «Η φωτιά που γύρω της ξεσπάει όταν ξεσπάει εκείνη»· οι τελευταίοι στίχοι του «The Scholars» τα πρόσωπα των Μάγων, το «Ροstlude» του Ουίλλιαμ Κάρλος Ουΐλλιαμς, η εκ δοχή του Aldington για το «Atthis», τα σαν κορ φές πεύκων κύματα της Hilda Doolittle και τα ποιήματά της στην πρώτη ανθολογία «Οι Εικονι στές», η μετάφραση του «Τι κόκκινα τα χείλη σου που είναι» του Von der Vogelweide από τον
Γιάννης Π. Ρουμπάτης ΔΟΥΡΕΙΟΣ ΙΠΠΟΣ Η αμερικανική διείσδυση στην Ελλάδα 1974-1967 Αννεμαρί Ζανέτ Νόιμπεκερ Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ * Αγγελική Βόρνινγκ ΜΕ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΑ ΚΙΝΗΤΡΑ Κώστας Αρκουδέας Η ΠΟΛΗ ΜΕ ΤΑ ΧΙΛΙΑ ΠΡΟΣΩΠΑ Πέτρος Μανταίος ΠΟΔΗΛΑΤΗΣ ΜΕ ΒΑΤΡΑΧΟΠΕΔΙΛΑ
l oayizeazj
Hueffer και το «Three Ten» του ίδιου, το γενικό αποτέλεσμα του «On Heaven», η εκτίμησή του για τις πεζογραφικές αξίες και ποιότητες στην ποίηση, η ικανότητά του να γράφει ποιήματα που μισοτραγουδούν και είναι φθαρμένα από την παρέμβαση ενός μουσικού, επιπλέον ένα ποίημα της Alice Corbin, «Μια πόλη μονάχα» κι ένα άλλο που τελειώνει «Παρά μόνο νερό να κυ λά σε μια πέτρα». Ό λα αυτά έχουν κατακάτσει μέσα μου και πια δεν με απασχολούν τα προβλη ματικά τους σημεία, ούτε το «In Via Sestina» του Aldington και τα άλλα ποιήματά του στο «Οι Εικονιστές», αν και πολλοί μου επεσήμαναν τα ρήγματά τους. Μπορεί και να χώθηκε τόσο μέσα μου το νόημά τους, ώστε να μη γυρίζω πια στις λέξεις τους. Είμαι ένα σχεδόν διαφορετικό πρόσωπο όταν αναλαμβάνω να υπερασπίσω τα ποιήματα του Έλιοτ18. Μετάφραση: Γιώργος Μπλάνας.*1
Σημειώσεις 1. Πρώιμα δοκίμια και σημειώσεις που εμφανίστηκαν με τον τίτλο αυτό στο Pavannes and Divisions (1918). Το «Μερικές Απαγορεύσεις» πρωτοδημοσιεύθηκε στο ΠΟΙΗΣΗ (1913)*. 2. Αμερικανοί, εικονιστές ποιητές. 3. Αυτό σε ό,τι αφορά στο ρυθμό μονάχα. Το λεξιλόγιο θα το βρει στη μητρική του γλώσσα*. 4. Γάλλοι συγγραφείς. 5. Πρόκειται για τον Αμερικανό ποιητή και πεζογράφο Ford Madox Ford. 6. Στο «Ποίηση και δράμα». Ύστερα στο ΠΟΙΗΣΗ. Φε βρουάριος του 1912*. 7. Licinius Crassus. Ρωμαίος, του 1ου π.Χ. αι. γνωστός για το πάθος του με το χρήμα. 8. Θεατρικό έργο του G.B. Shaw. Παρουσιάζει μια κοπέλα να παίρνει ερωτικές πρωτοβουλίες. 9. S.S. McClure (1857-1949). Ιδρυτής της πρώτης Αμερικανι κής Ενώσης Συντακτών και του περιοδικού McClue’s MaΙΟ.Το Αμύλκας είναι τοπωνύμιο. Ο Πάουντ διαβάζοντας το Λατινικό ποίημα «Pervigilium Veneris» το πέρασε για όνο μα προσώπου. Δάντης: De Volgari Eloquio*. Ρ. Μπράουνινγκ: Pippa Passes. Στίχος του Τσώσερ που μεταφράζει Ιπποκράτη. Δεκέμβρης του 1911*. Charles Lancelot Shadwell (1840-1919). Μετέφρασε το «Καθαρτήριο» και την «Κόλαση» του Δάντη. 16. Ας μου επιτραπεί να χρονολογήσω αυτή τη δήλωση από τις 20 Αυγούστου του 1917.* 17. Francis Jammes (1868-1938). Γάλλος ποιητής και μυθιστοριογράφος. 18. (Σ.τ.Μ.) Μεταφράζοντας τα «πυκνά» αυτά τεχνολογικά κείμενα του Πάουντ, προσπαθήσαμε να σταθούμε όσο πιο σαφείς, αναλυτικοί και χρήσιμοι στρν Έλληνα αναγνώστη, γινόταν. Αποφύγαμε να σημειώσουμε όλα τα ονόματα και έργα που βρίσκονταν στο κείμενο. Υπομνήσαμε τα σημα ντικότερα, με τα αμέσως απαραίτητα στοιχεία για τον εν τοπισμό τους σε πληροφοριακά έργα, από τον αναγνώστη. Οι αστερίσκοι στο τέλος μερικών από τις σημειώσεις ση μαίνουν πως οι σημειώσεις αυτές ανήκουν στον ίδιο τον Πάουντ. 11. 12. 13. 14. 15.
αφιερωμα/29
Φ.Ρ. Λήβις
(από το «Retrospect» 1950 (προσθήκη στη δεύτερη έκδοση του Bearings in English Poetry, 1950)
ί Α π ό τις εξέχουσες φυσιογνωμίες (που εξετάζονται σ’ αυτό το βιβλίο) ο Πάουντ - αν κι έχει γράψει πολλά κι εξακολουθεί να γράφει - είναι αυτός για τον οποίο η άποψή μου έχει ελάχιστα διαφοροποιηθεί. To Hugh Selwyn Mauberley, εξακολουθώ να πιστεύω ό τι' είναι έξοχο ποίημα και ως επίτευγμα είναι περισσότερο ουσιώδες, λόγω του ότι είναι ολοκληρωμένο, από ο,τιδήποτε θα μπορούσε κανείς να συναντήσει στον Yeats. Όσον αφορά τα Cantos, υπάρχουν περισσότερα αυτή τη στιγμή από όσα είχαν δημο σιευτεί όταν για πρώτη φορά έγραψα για τον Πάουντ- όσο περισσότερα γράφονται τόσο ευκρινέστερο γίνεται ότι μάλλον προκαλούν σύγχυση, παρά ενισχύουν τις πραγματικές, απαιτήσεις του Πάουντ. Δεν εντυπωσιάζομαι στο ελάχιστο από τους ενθουσιώδεις, όταν μου λένε ότι οφείλω σταθερά να τους θαυμάζω, αφού απλά και μόνο εφαρμόζουν σε ευρύτερη κλίμακα τις μεθόδους του Mauberley. Πιστεύω ότι ο Τ.Σ. Έλιοτ υπηρέτησε κακώς τον Πάουντ και την κριτική όταν υπαινίχθηκε την υπεροχή και την υψηλή τεχνική αξία των Cantos- αξία, της οποίας τον ορισμό έδωσε ο ίδιος για τον εαυτό του, υποστηρίζοντας ότι δεν τον ενδιαφέρει αυτό που λέει ο Πάουντ αλλά μόνον ο τρόπος με τον οποίο το λέει. Σήμερα είναι γενικά αποδεκτό ότι εάν ο αναγνώστης συγκρατεί τον θαυμασμό του προς τα Pisan Cantos είναι γιατί η απέ χθειά του προς τον Φασισμό και τον Αντισημιτισμό μέσα από αυτά που λέει ο Πάουντ (η δική μου αντιπάθεια είναι εξίσου έντονη) τον εμποδίζει να αναγνωρίσει την ομορφιά και την ευφυΐα των λόγων του. Πόσο όμως ανιαρή γίνεται η περίφημη στιχοποιία! Ανιαρή από την κενότητα του εγωισμού που μας επιβάλλει. Η δημιουργικότητα ενός ποιητή δεν μπορεί να είναι μόνο ζήτημα απλής στιχοποιίαςουσιαστικά δεν υπάρχει καν δημιουργική παρόρμηση για να υπηρετήσει την τεχνική δεξιοτεχνία του Πάουντ. Δεν έχει γνήσιο δημιουργικό θέμα. Η στιχοποιία και οι υφολογικές του επινοήσεις (procedes) είναι υπηρέτες προκατασκευασμένων ιδεών και επίπε δων ορμών. Η ηθική του στάση και η απολυτότητά της καταντούν θρασύδειλοι ισχυρι σμοί κι έχουν τη στείρα χυδαιότητα εκείνου που το κοινωνικό του πιστεύω συμφωνεί με τον Φασισμό και τον Αντισημιτισμό με τρόπο φυσικό. Εξακολουθεί να ισχύει ότι μόνο στο Mauberley έχει κατακτήσει ο Πάουντ το απρόσωπο, την ουσία και το βάθος της υψηλής ποίησης. To Mauberley δεν έχει τύχει γενικής αποδοχής - γεγονός που ρίχνει καταθλιπτικό φως στην υποτιθέμενη ζωντάνια του πρόσφατου ενδιαφέροντος για το σύγχρονο στίχο. Μετάφραση: Νίκη Ελευθεριάδον
30/αφιερωμα
Λ ίτ σ α Τ ρ α γ ια ν ο ύ δ η
Χίον
Σέλγονιν Μώμπερλν
Έ να μοντερνιστικό έργο Οι ΟVorlicists» στο εστιατόριο τον Πύργου του Άιφελ, Λονδίνο 1915. Πίνακας του William Roberts.
Η περιεκτική εισαγωγική παρουσίαση τον Χίου Σέλγουιν Μώμπερλυ από τον Χάρη Βλαβιανό τελειώνει με το ρητορικό ερώτημα αν το ποίημα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ανώτερη λογοτεχνία .1 Η παρουσίαση των “στοιχείων”, εντωμεταξύ, που δυνατόν να οδηγούσαν τον αναγνώστη στα δικά του συμπεράσματα, όεν θα μπορούσε να έχει μια πιο καταληκτική μορφή α π’ αυτήν που δίνει ο συγγραφέας με το ενδεικτικά Π αονντιανό σχόλιο στο ABC of Reading πως «[η] ανώτερη λ ο γο τεχνία είναι απλώς γλώσσα φορτισμένη με νόημα στον υπέρτατο βαθμό». Ένα τέτοιο σχόλιο, αμέσως, θέτει σαν θέμα τόσο τη μοντερνιστική θέση αναφορικά με τη “γλώσσα” και την περίπλοκη σχέση της με το “νόημα” όσο και την αντίστοιχη αντιμοντερνιστική άποψη που θεωρεί την υπεροχή, από πλευράς μοντερνισμού, της μορφής στη λογοτεχνία σε βάρος του περιεχομένου · επιβάλλει, επομένως, την ανάγκη κάποιου προσδιορισμού βασικών μοντερνιστικών κριτηρίων για τη μελέτη του έργου.
αφιερωμα/31 Μια πρώτη απάντηση στο ερώτημα θα αποτε λούσε, ενδεχόμενα, η καταξιωμένη μοντερνιστική κριτική του Έλιοτ: το ποίημα «είναι η σύ μπτυξη της εμπειρίας ενός συγκεκριμένου ατό μου σε ένα συγκεκριμένο χρόνο· είναι το ντοκουμέντο μιας εποχής,... με την καλύτερη έν νοια της κοινότυπης πια φράσης του Άρνολντ, μια “κριτική της ζωής”». Εξαιρεί ο Έλιοτ το Χίου Σέλγουιν Μώμπερλυ ως καταγραφή εμπει ριών μιας συγκεκριμένης εποχής· εξαιρεί τη “μοντερνιστική” προσπάθεια του Πάουντ για ανάδειξη της ποίησης σε ένα είδος ιδιόρυθμης τέχνης engage με την έννοια ότι ο μόνος τρόπος συμμετοχής ενός καλλιτέχνη στη ζωή είναι μια εκθεσιακή μεταχείριση της σύγχρονης πραγματι κότητας στο έργο του. Διαφαίνεται, επομένως, μια τάση για αντικειμενοποίηση στην ποίηση και για μετατόπιση της έμφασης από το περιεχόμενο στη μορφή που, τε λικά, ορίζει τη μοντερνιστική τέχνη ως ρήξη με την παράδοση του 19ου αιώνα. Έτσι, ο Φ.Ρ. Λήβις δε θα χάσει την ευκαιρία να εκφραστεί και έμμεσα κατά του ρομαντισμού με την επαινε τική κριτική του για το Μώμπερλυ. Τονίζοντας ιδιαίτερα το απρόσωπο στοιχείο που καθιστά το έργο “ανώτερη ποίηση” - τεχνική τελειότητα, αποδέσμευση από προσωπικό συναίσθημα - ο Λήβις θα χαρακτηρίσει το Μώμπερλυ σπουδαίο ποίημα εφόσον αντιπροσωπεύει εκείνη τη φάση της Αγγλικής ποίησης όπου φαίνεται καθαρά πως είχε εξαντληθεί η ρομαντική παράδοση.3 Μέσα στα πλαίσια μιας τέτοιας κριτικής - ου σιαστικά πολεμικής του ρομαντισμού - δεν θα θεωρούνταν εκκεντρική η άποψη που απορρί πτει το ποίημα ως «κραυγή ενός ρομαντικού ποιητή» επειδή δεν υπάρχει σ’ αυτό η τεχνοτρο πία που υπάρχει στο Homage to Sextus Propertius για παράδειγμα.4 Ο αντίλογος βέβαια που προκαλεί μια τέτοια κριτική προσέγγιση φαίνεται να αναιρεί τη σύν δεση ανάμεσα σε “γλώσσα” και “νόημα” που επιχειρεί ο ίδιος ο Πάουντ εφόσον υπάρχουν και θαυμαστές τού ποιητή πρόθυμοι να αποπέμψουν την οποιαδήποτε “φόρτιση νοήματος” στήν ποίησή του ως ρομαντισμό. Ο Μπεργκόντζι, λ.χ., χαρακτηρίζει ανυπόστατο το corpus της Παουντιανής κριτικής γιατί, κατά τη γνώμη του, στρέφεται μόνο γύρω από λογοτεχνικές αξίες όπως ρυθμός, διάταξη λέξεων, τεχνική γενικά και όχι ιδέα. Η σκόπιμη αυτή επιλογή απόψεων ορισμένων κριτικών για το Μώμπερλυ αποκαλύπτει, διαγραμματικά, καίρια σημεία που πρέπει να ληφθούν υπόψη για τον προσδιορισμό μιας προ σέγγισης στο έργο. Αν υποτεθεί ότι η οποιαδή ποτε προσέγγιση θα αποτελεί μέρος τουλάχιστον της απάντησης στο ερώτημα αν το ποίημα είναι ανώτερη λογοτεχνία, τότε, ενόψει των σημείων
αυτών - το μέλημα του μοντερνισμού για το “συγκεκριμένο” όπως λέει ο Έλιοτ και πώς αυτό παίρνει τη μορφή άρρηκτης σχέσης ποιητή και ποιητικού αντικειμένου - το πρόβλημα θα πρέ πει να στραφεί γύρω από την ένταξη του Μώ μπερλυ στο κίνημα του μοντερνισμού. Το ερώτη μα του Βλαβιανού, μ’ άλλα λόγια, εύλογα, παραφράζεται στο ερώτημα τί κάνει το έργο για τη λογοτεχνία και συγκεκριμένα για το μοντερνι σμό. Στη σύντομη αυτή εργασία, το Μώμπερλυ θα εξεταστεί ως ανάδειξη του μοντερνισμού και το επιχείρημα αυτό θα εστιαστεί κυρίως σε δύο ση μεία: α) στην τοποθέτηση του ποιητή απέναντι στις “απαιτήσεις της εποχής” που, για τον Πάουντ, μπορεί να αποδοθεί μόνο μέσα από μια πιστή καταγραφή αυτών των απαιτήσεων και β) στη γενικότερη θεωρία του Πάουντ περί “ακριβολογίας” στην τέχνη όπου εντάσσεται και η συγκεκριμένη θέση του ποιητή στο Μώμπερλυ. Ως αποχαιρετισμός στη σύγχρονη σκηνή (το 1920, χρονιά που γράφτηκε το ποίημα, είναι άλ λωστε και η χρονιά που ο Πάουντ αποχαιρετά το Λονδίνο για το Παρίσι), το Μώμπερλυ προφα νώς αποφαίνεται για τη θέση του ποιητή μέσα στην εποχή του ως αντί-θεση. Το σημείο αυτό, που για ένα μέρος της κριτικής είναι πρόβλημα του μοντερνισμού, είναι ουσιαστικά ένας προ βληματισμός που σημασιοδοτεί το κίνημα. Αν, σύμφωνα με τη θεωρία του μοντερνισμού, ο ρό λος του ποιητή είναι η απεικόνιση και όχι η ανα παράσταση (σε αντίθεση με το ρομαντισμό) της πραγματικότητας, αν δηλαδή στην απρόσωπη ποίηση του μοντερνισμού αποκλείεται ο μεσολα βητικός ρόλος του δημιουργού-ποιητή, τότε η σχέση ποιητή και αντικειμένου του θα είναι πά ντα ασυμφωνία· η πραγματικότητα που θα απει κονίζεται θα είναι πάντα ένας “μπαλωμένος πο λιτισμός” (Μώμπερλυ, σ. 33) ή μια “έρημη χώ ρα” . Μ’ άλλα λόγια, η θέση του ποιητή σε μια συγκεκριμένη εποχή που ο ίδιος αναλαμβάνει να προσδιορίσει με τη σύνθεση και δομή του έργου του είναι ήδη προδιαγεγραμμένη. Η διαπίστωση αυτή μπορεί τόσο να αναχθεί στην ελιτίστικη τάση του μοντερνισμού να θεω ρεί τον ποιητή ως άτομο που σκοπό έχει απλώς να “αποτυπώσει” την πραγματικότητα διατη ρώντας έτσι τη διαφορά του με το γύρω περιβάλ λον, όσο όμως και να εξηγήσει την εμμονή του μοντερνισμού στη μορφή της ποίησης.6 Έτσι, η ευαισθησία του μοντερνιστή ποιητή, του θεατή μπροστά σε έναν “μπαλωμένο πολιτισμό” , συνίσταται στην ικανότητά του να αποδώσει τον τε μαχισμό της εμπειρίας του με τον πολιτισμό αυ τό. Το Μώμπερλυ είναι το αριστουργηματικό πα ράδειγμα ακριβώς μιας τέτοιας απόδοσης· η μαρτυρία της εμπειρίας του Λονδίνου στη δε
32/αφιερωμα καετία του ’20 που, ειδικά για τον μοντερνιστή Πάουντ, δεν μπορεί παρά να μεταφραστεί στην ποίηση ως τεχνική τεμαχισμού. Ολόκληρο το έρ γο αναδιπλώνεται μέσα από ένα σύνολο αντιπα ραθέσεων σε πολλαπλά επίπεδα. Δομική του αρ χή, ωστόσο, είναι η αντιπαράθεση ανάμεσα στους πρωταγωνιστές ποιητές των δύο ακολου θιών των ποιημάτων που απαρτίζουν το έργο. Ο ποιητής της πρώτης ακολουθίας είναι ο ερευνητής Οδυσσέας' που προσπάθησε να «ξα-
Ό λες οι θρησκείες είναι επιβλαβείς. Δ ιό τι όλες οι θρησκείες προσπαθούν να συνταιριάξουν με το ζόρι έναν α ριθμό ευλογοφανώ ν και σχετικά ακριβολογημένων «ω φελιμισ τικώ ν» π ροτά σεων, με άλλες π ου αποτελούν καθαρή α πάτη, είναι νοσηρές, εξουσια στικές ή προσωπικές ή είναι ένα είδος προτιμήσεων, α νεξάρ τητα από τη ν ιδιοσυγκρασία ή τη φύση τω ν υπολοίπων. ["Pastiche The Regional/", The New Age, 21 Αύγου στου, 1919]
ναζωντανέψει τη νεκρή τέχνη/Της ποίησης» αλλά που η «περίπτωση δεν (παρουσίασε)/Καμμία προσθήκη στο διάδημα των Μουσών» (σ. 25). Ο προβληματισμός του ποιητή πάνω στη δυσκολία του έργου του και στην αποτυχία του είναι πα ρόμοιος μ’ αυτόν που εκφράζει ο ποιητής του έρ γου Four Quartets. «Ανυπόφορη πάλη/Με λέξεις και νοήματα»8 ονομάζει ο Έλιοτ το ποιητικό έρ γο και το αποτέλεσμα γι’ αυτόν είναι επίσης αποτυχία. Εξηγεί όμως ο Έλιοτ τους λόγους της αποτυχίας: η ποιητική προσπάθεια καταλήγει να είναι μια «επιδρομή σ’ αυτό που δεν μπορεί να αρθρωθεί» επειδή η “ανακρίβεια του συναισθή ματος” ολοένα και φθείρει τα “εφόδια του ποιη τή” (σ. 203). Η διαμαρτυρία στους στίχους αυ τούς μοιάζει να ανάγεται στη γενικότερη αντί δραση του ποιητή κατά της Ουερτζγουερθιανής ποίησης του “ξεχειλίσματος συναισθημάτων” , αντίδραση που στο μοντερνιστικό έργο του Πάουντ διαμορφώνεται στη συγκεκριμένη θέση περί “ακριβολογίας” . Στο δοκίμιο «The Serious Artist» ο Πάουντ ορίζει ως κριτήριο της τέχνης την ακρίβεια: «Μπορεί κανείς να παρουσιάσει μια αοριστία με τέλεια ακρίβεια (LE, σ. 44). Η όποια “αοριστία” , επομένως, ή “ανακρίβεια” , με την έννοια περίσσειας συναισθημάτων, που για τον Έλιοτ, σημαδεύει μια εποχή και την τέ χνη της με φθορά, δεν είναι πρόβλημα που βρίΚαι ο Πάουντ. όπως ο Έλιοτ στο Four Quar tets, εξηγεί την αποτυχία του αλλά με τρόπο που πλησιάζει μια από τις τρεις εντολές του εικονισμού· με μια "άμεση μεταχείριση” («Α Retro spect», LE, σ. 3) της εποχής που αποβάλλει τον ποιητή ως αποτυχία γιατί, όπως ο ίδιος λέει στο
«Osiris», «μόνον όταν ζει...“κοντά στο αντικεί μενο” , η ποίηση αποτελεί ένα ζωντανό μέρος της σύγχρονης ζωής» (SP, σ. 41). Η ερμηνεία σχέσης ατόμου και εποχής στο Μώμπερλυ δεν θα δοθεί άμεσα από τον ποιητή· δεν θα είναι η περισυλλο γή των προηγούμενων ποιητικών παραδόσεων, ούτε καν ο δραματικός μονόλογος του Έλιοτ που θα αποδώσουν μια τέτοια ερμηνεία, αλλά η ίδια η κατάσταση των μεταπολεμικών χρόνων στην Αγγλία, που αν καταγραφεί όπως έχει - και εδώ έγκειται η αξία της ποίησης για τον μοντερνιστή και ειδικά για τον Πάουντ - δεν μπορεί παρά η ίδια να αποφανθεί για τη μοίρα του ποιητή στη συγκεκριμένη εποχή. Έτσι, μια αλ ληλουχία από απεικονίσεις εμπειριών από τον σύγχρονο κόσμο θα αποτελέσει ουσιαστικά την απάντηση του ποιητή σε μια εποχή που αυτό που απαιτούσε ήταν «κυρίως ένα γύψινο εκμαγείο» (σ. 27). Τη φιλοσοφία της εκθεσιακής τεχνικής για την απρόσωπη ποίηση του μοντερνισμού ο Πάουντ συμπτύσσει σε μια προσθήκη, θά ’λεγε κανείς, στο πορτραίτο του ποιητή ως Οδυσσέα στο πρώ το ποίημα του Μώμπερλυ: «Η αληθινή του Πη νελόπη ήταν ο Flaubert» (σ. 25). Ένας Φλωμπεριανός ρεαλιστής,9 ο ποιητής θα μεταφράσει την εμπειρία της εποχής του σε τέχνη μέσα από την ακριβολογία στην έκφραση, τεχνική που στην ποίηση του Πάουντ είναι θέμα επιστημολογίας εφόσον, όπως δηλώνει ο ίδιος στο δοκίμιο «Axiomata» (SP, σ. 50), η άρνηση του ποιητή να παρασυρθεί σε ο,τιδήποτε βρίσκεται πέρα από τη μαρτυρία αυτής καθαυτής της εμπειρίας είναι ουσιαστικά άρνηση για αλλοίωση της ίδιας της εμπειρίας.10 Με μια τέτοια τεχνική, ενδεικτική της ρήξης του μοντερνισμού με αξίες όπως η ρο μαντική και προ-ραφαηλητική αναπόληση, η ποιητική εμπειρία του πιστού στην Πηνελόπη του Οδυσσέα περιορίζεται - ή μάλλον “ορίζε ται” όπως θα άρμοζε στη μοντερνιστική ορολο γία - ως εξής: «Πρόσεξε την κομψότητα των μαλλιών της Κίρκης/Παρά τα γνωμικά στα ηλια κά ρολόγια» (σ. 25). Οι στίχοι πλησιάζουν τα όρια των στόχων του εικονισμού που ανακοινώ νει ο Πάουντ στο πολυσυζητημένο δίστιχο: «In a Station of the Metro» (Σ’ ένα σταθμό του υπογεί ου): Το φάντασμα αυτών των προσώπων στο πλήθοςΠέταλα σ ’ ένα βρεμένο, μαύρο κλωνάρι. Η ιστορία του ποιήιιατος που δίνει ο Πάουντ στο Gaudier-Brzeska 1 είναι, για πολλούς κριτι κούς, η ιστορία αναζήτησης μιας τεχνικής που, όπως δείχνει το ποίημα, διαμορφώνεται στην ει κονιστική τεχνική σμίκρυνσης. Η δραστηριότητα που συμπτύσσεται στην “ει κόνα” των μαλλιών της Κίρκης προφανώς αντιπαραβάλλεται με την προσπάθεια του ποιητή
αφιερωμα/33 να διατηρήσει «“το υψηλόν”/Με την παλιά έν νοια» (σ. 25). Αν η αντιπαραβολή δηλώνει μια διαφωνία ανάμεσα στους περιορισμούς της γλώσσας στην ποιητική έκφραση και στο στοχα στικό πάθος, τότε το πρόβλημα εδώ φαίνεται να είναι μια αντίφαση ανάμεσα στη θεωρία του Πάουντ ως προς τη συνύφανση διανόησης και συναισθήματος ή γλώσσας και νοήματος και στην ποίησή του. Κατά μία κριτική άποψη, η διαφωνία αυτή είναι αποτέλεσμα της διχοτόμη σης ανάμεσα σε δύο προσεγγίσεις στην ποιητική πρακτική - στη διχοτόμηση ανάμεσα σε μορφή και περιεχόμενο - και εκδηλώνεται ως ένταση ανάμεσα στη συνειδητή καλλιτεχνία του Πάουντ και στην καταλληλότητά της να ασχοληθεί με το πραγματικό- οπότε και ερμηνεύεται το Μώμπερ λυ ως “αντανάκλαση” ποιητικής ευαισθησίας που διαψεύδεται από ένα εχθρικό περιβάλλον. Η εξάλειψη μιας τέτοιας διαφωνίας σίγουρα δε θα μιλούσε υπέρ του μοντερνισμού- η αρχή της διαφωνίας όμως δεν είναι καθόλου εμφανές ότι ανάγεται στη διχοτόμηση που διαγράφεται με την άποψη αυτή. Στο Μώμπερλυ πρόκειται για μια τομή ανάμεσα στον προβληματισμό του Πάουντ στη συλλογή Cathay και στο έργο Pro pertius, τομή ανάμεσα στην τελειότητα της έκ φρασης και στη φιλοσοφία. Το “λάθος εξ αρχής” του Πάουντ στο Μώμπερλυ δεν είναι να «ξανα ζωντανέψει τη νεκρή τέχνη της ποίησης» αλλά να κάνει μόνο αυτό, να αποκόψει, δηλαδή, την τέχνη από τη ζωή. Ενώ το πρώτο ποίημα του Μώμπερλυ είναι μια ωδή στο χαμένο ποιητή, το υπόλοιπο έργο είναι η απάντηση του ποιητή στην εποχή που κρίνει πως ο ίδιος έμεινε “ανεπηρέαστος από «των γεγονότων την πορεία»” (σ. 25). Μ’ άλλα λόγια, ολόκληρο το υπόλοιπο έργο λειτουργεί Από τη δική μ ου προσωπική σκοπιά, ως καλλι τέχνη, είνα ι απείρω ς π ροτιμότερ η η ύπαρξη οπ οιοσδήπ οτε είδους διεθνισμού, απ ό το ν εθνι κισμό. Ο π ολιτισμός έχει να ω φ εληθεί τ α μ έγ ι σ τα από το διεθνισμό, απ ό τ α τούνελ, α π ό το αεροπ ορικό τα χυδρομείο... Μ ου φ α ίν ετα ι ό τι κά θε φτω χ ό ς άνθρω π ος που λαμβάνει μέρος σε εθ νικά κινήμ α τα δρα ενα ντίον τω ν συμφε ρ όντω ν του.
αναιρετικά ως προς το διαλογισμό του πρώτου ποιήματος αφού σαν “εικόνα” μιας εποχής - σαν μια παρουσίαση «διανοητικού και συναισθημα τικού συμπλέγματος σε μια στιγμή του χρόνου» (LE, σ. 4) καταλύει τη διχοτόμηση ανάμεσα σε μια ποίηση ως προσπάθεια «κρίνα να βγάλει από το βελανίδι» (σ. 25), από τη μία, και ως εικόνα της “κομψότητας των μαλλιών της Κίρκης” , από την άλλη. Έτσι, η αποτυχία του ποιητή να συ ντονιστεί με την εποχή του είναι και η επιτυχία
Ezra Pound. Φωτογραφία τον Man Ray.
του μοντερνιστή στο να καταγράψει αυτό το χά σμα. Η ποίηση, άλλωστε, «δεν ήταν... αυτό που περίμενε κανείς» (FQ, σ. 186), λέει ο Έλιοτ- και, η δέσμευση της τέχνης απέναντι στη ζωή, για τον μοντερνιστή, είναι να παρουσιάσει ακριβώς «αυ τό που δεν περιμένει κανείς», το πρόβλημα και όχι την επίλυσή του. Η ιδιόμορφη αυτή αναμέτρηση τέχνης και ζωής, με την έννοια ότι στον μοντερνισμό πρό κειται για μιαν απρόσωπη αλλά μαζί και δεσμευ μένη τέχνη, οδηγεί στον χαρακτηρισμό του Μώ μπερλυ ως ανάλυση εσφαλμένων και ορθών αντι λήψεων σχετικά με την κριτική στάση “τέχνη για την τέχνη” (Furbank, σ. 57). Η κριτική του ποιη τή της πρώτης ακολουθίας αντιπροσωπεύει το μοντερνιστικό εγχείρημα που αναπτύχθηκε πα ραπάνω, ενώ του ποιητή της δεύτερης αρνείται την οποιαδήποτε δέσμευση της τέχνης στη ζωή, όπως επιβεβαιώνει και το επίτευγμα του καθενός - το «Envoi» και το «Medallion» αντίστοιχα: Πες σ’ αυτήν που πορεύεται Έχοντας στα χείλη το τραγούδι Μπορεί σε νέους καιρούς, λάτρεις δικούς της να κερδίσει, Ό ταν με τον Waller θα κείνται των δυο μας οι στάχτες, Σωρός σε σωρό στη λήθη, Έως ότου η αλλαγή αφανίσει Τα πάντα, πλην της Ομορφιάς (σ. 51). Με έναν Ελισαβετιανό λυρισμό, διαμετρικά α ντίθετο με το ύφος του Πάουντ στη νεκρική ωδή του, το «Envoi» σφραγίζει την ιστορία του ποιη τή - τήν καταγραφή ενός ποιητικού εγχειρήμα τος - με επιτυχία. Ο τελευταίος στίχος επικε
34/αφιερωμα ντρώνει την προσοχή στο αισθησιακό στοιχείο, στην ποίηση κατά τον εικόνισμά, που όμως, πο λύ έξυπνα, ο Πάουντ διαχωρίζει από τη ζωή,13 ολοκληρώνοντας έτσι την περίπλοκη σχέση τέ χνης και ζωής. Ακόμα, μέσα από τη σχέση αυτή, αποσαφηνίζεται η θέση “τέχνη για την τέχνη” για την οποία έχει κατηγορηθεί ο Πάουντ με βά ση τις απόψεις του γύρω από την ακριβολογία στην έκφραση - ως κριτική που στοχεύει σε μιαν απρόσωπη δέσμευση της τέχνης στη ζωή και όχι απλά ως αισθητισμός. Ο Ν ίτσ ε.δ εν έκανε κακό στη Γαλλία. Δ ιό τι η Γαλλία, έχει συνηθίσει ν ' α ντιμετω π ίζει τη σκέ ψη ως σκέψη. Δεν έχει τη μ α ν ία να θέτει όλες τ ις σκέψεις σε εφαρμογή. ["What American has to Live Down", The New Age, 19 Sptember 1918]
Η άποψη αυτή εντείνεται με την αντιπαράθεση που κάνει ο Πάουντ ανάμεσα στον εαυτό του και στον Μώμπερλυ, τον ποιητή της δεύτερης ακο λουθίας. Στο «Medallion», το έργο του Μώμπερ λυ, αντίστοιχο του «Envoi», τα πάντα, ακόμα κι ο έρωτας, μετατρέπονται σε τέχνη. Το ποίημα αυτό είναι απλά μια «σπάνια κεφαλή σε με τάλλιο» (σ. 57), απόρροια του πάθους ενός εστέτ. Και αυτού του ποιητή η αληθινή Πηνελό πη είναι ο Flaubert· σε αντίθεση όμως με τον Πάουντ, η δραστηριότητά του περιορίζεται σε αισθητική μονομέρεια: ο ρόλος του είναι ο ρόλος του χαράκτη και «Η τέχνη του, μια τέχνη μόνο/ Σε προφίλ» (σ. 53). Σ’ αυτή τη σειρά, σε αντι στοιχία με τις λεπτές διακρίσεις που κάνει ο Πάουντ στην πρώτη - ανάμεσα σε άτομο και κοι νωνία, σε τέχνη και ζωή, για να καταλήξει ωστό σο σε μιαν απρόσωπη, εικονιστική τεχνοτροπία, σε μια μοντερνιστική μορφή στρατευμένης τέχνης δηλαδή - υπάρχει μια προσπάθεια για σύνθεση που όμως είναι το αποτέλεσμα σύγχυσης για τον Μώμπερλυ. Ολόκληρη η ιστορία είναι η περι πλάνηση ενός «ανήμπορ[ου] στο επερχόμενο χάσμα/ΤΟ ΑΓΑΘΟΝ απ’ το σκύβαλο να κοσκινί σει» (σ. 55). Ό πω ς επισημαίνει ο Ντέκερ, το έργο του Μώμπερλυ είναι μόνο τεχνοτροπία που οδηγεί στην αλλοίωση και όχι στην ακριβή μεταβίβαση συναισθήματος (σ. 440). Η τεχνοτροπία του ποιητή, επομένως, είναι μόνο τέχνη χωρίς τις επιστημολογικές προεκτάσεις που δίνει σ’ αυτήν ο Πάουντ στο δικό του έργο. Αντιστέκεται ο Μώμπερλυ στις απαιτήσεις της εποχής όχι όμως και της τέχνης. Η απρόσωπη ποίηση γίνεται αναπόληση («Το κοραλλένιο νησί, η λιονταρόχρωμη άμμος/Εισέβαλαν στον πορσελάνινο ρεμ βασμό», σ. 59) αλλοιώνοντας έτσι τη συμμετρία εκείνου του “συμπλέγματος διανόησης και συ ναισθήματος” που οδηγεί σε μια επίμονα πειθαρχημένη ποίηση όπως αυτή του Πάουντ. Το
αποτέλεσμα είναι η τελική “αποξένωση” , ο θά νατος του ποιητή, αφού έχει παραχωρήσει την ποίηση στον ηδονισμό: « Ήμουν »Και πλέον δεν είμαι»Εόώ ξέπεσε »Έ νας ηδονιστής (σ. 65). Η αντιπαράθεση αυτή με τον ποιητή της δεύ τερης ακολουθίας διαφωτίζει το ρόλο του Πάουντ ως επιτυχή προσπάθεια να υπερβεί την αδυναμία του Μώμπερλυ, το άμορφο, διαχυτικό συναίσθημα που εξελίσσεται σε ποίηση εξομολό γησης και περισυλλογής. Ενώ η ποίηση του Πάουντ είναι ποίηση εμπειρίας: της “πωρωμένης και πανάρχαιας τοκογλυφίας”, της θυσίας “για μερικές χιλιάδες στραπατσαρισμένα βιβλία” στη μεταπολεμική Αγγλία· ακόμα, της “περίπτωσης” μιας Jeny που, ενώ “ερευνητική και παθητική” υπήρξε κάποτε μοντέλο των προ-ραφαηλιτών ζωγράφων, τώρα είναι “παράκαιρη” σε μια επο χή όπου η ερωτική ζωή της δεν είναι πια το σκάνδαλο των νεανικών της χρόνων, ή της “πε ρίπτωσης” Verog, του τελευταίου απογόνου της αισθητικής σχολής της παρακμής, εμπειρίες μέσα από την απεικόνιση των οποίων ασκεί ο Πάουντ την κριτική του για τις προ-ραφαηλιτικές αξίες και για τον αισθητισμό της δεκαετίας του ’90. Με την ίδια τεχνική σκιτσαρίσματος εμπειριών επανέρχεται ο ποιητής στη σύγχρονη εποχή. Εμπορικοποίηση, φτήνια της τέχνης, πατρωνία, ο συρμός αποχώρησης συγγραφέων σε εξοχικές κατοικίες είναι η πραγματικότητα που μαρτυ ρούν τα πορτραίτα της εποχής: του “άμεμπτου” - γιατί ανίκανος να αμαρτήσει - εβραίου Brennbaum, του ωφελιμιστή συγγραφέα Mr. Nixon, του στυλίστα που, σε αντίθεση με τον Mr. Nixon, “άμισθος, άσημος” και “Με μια ατάραχη κι αμόρφωτη ερωμένη” αποσύρεται στη φύση, της Lady Valentine με τον “επιτηδευμένο” λογοτε χνικό της κύκλο. Έτσι αποσπασματικά κλείνει το κολλάζ της σύγχρονης για τον Πάουντ Λονδρέζικης πραγματικότητας γιατί η ίδια η πραγ ματικότητα είναι “ένας μπαλωμένος πολιτι σμός” . Το ότι η σχέση ποιητή και πραγματικότητας είναι κάποια μορφή ασυμφωνίας είναι μια γενι κότερη θέση του μοντερνισμού. Αυτό όμως που θεωρείται ειδικά Παουντιανή συμβολή στο κίνη μα είναι ότι ο ποιητής διατυπώνει ένα συγκεκρι μένο πρόβλημα για την πορεία του μοντερνι σμού: «αν η ποίηση θάπρεπε να είναι λυρικός στίχος ή κολλάζ, στοχασμός ή εγκυκλοπαίδεια, η ακίνητη στιγμή ή το ακανόνιστο θρύμμα».14 Η διαφορά αυτού του μοντερνιστή, επομένως, από τον Έλιοτ είναι ουσιαστικά διαφορά έμφασης στην τεχνική της ποίησης: η σχολή του εικονισμού, του βορτισισμού, η ιδεογραμματική μέθο
αφιερωμα/35 δος του Fenollosa οδηγούν τον Πάουντ σε μια αυστηρά πειθαρχημένη δεξιοτεχνία στο ποιητικό του έργο, σημείο που δεν γίνεται έμμονη ενασχό ληση στο έργο του Έλιοτ. Το πρόβλημα που συγκεκριμενοποιεί όμως ο Πάουντ για τον μοντερνισμό δηλώνει τη διαφο ρά του με έναν άλλο μεγάλο μοντερνιστή, τον Στήβενς. Αν για τον Στήβενς το ποίημα είναι “ο κόσμος μιας εικόνας’” , για τον Πάουντ είναι “μια εικόνα του κόσμου"15 - και εδώ ο κύριος εκπρόσωπος είναι το Χίου Σέλγονιν Μώμπερλυ. Ενόψει ενός τέτοιου διαχωρισμού εξηγεί η Πέρλοφ τη συνεχή ενασχόληση των κριτικών για το πώς θά ’πρεπε να ονομαστεί η σύγχρονη εποχή στην ποίηση μέχρι τη δεκαετία του ’50, εποχή του Πάουντ ή του Στήβενς.16 Η οποιαδήποτε απάντηση δεν θα έκανε τίποτα περισσότερο από το να σηματοδοτήσει τη διαφορά ανάμεσα σε μια σχολή κριτικής που θεωρεί πως ο μοντερνισμός είναι συνέχιση της ρομαντικής παράδοσης με εκ πρόσωπο τον Στήβενς και στη σχολή που θεωρεί πως είναι μια τέλεια ρήξη με κείνη την παράδο ση με εκπρόσωπο βέβαια τον Πάουντ. Κοινό ση μείο και των δύο απόψεων, πάντως, είναι η ανα-*1
γνώριση της θέσης του Πάουντ ως προς την τε χνική στην ποίηση, είτε αυτό ονομάζεται εκκεντρικότητα από τους μελετητές του Στήβενς είτε η προσφορά του στη σύγχρονη ποίηση από τους αντίστοιχους του Πάουντ. Το Χίου Σέλγουιν Μώμπερλυ είναι η μαρτυρία μιας ιδεολογίας που καταλήγει στη συγκεκριμένη αυτή θέση, μια “κριτική της ζωής”, αλλά, παράλληλα, και μια κριτική της ποιητικής. Έναν “ ιδεογραμματικό” , κατά του Πάουντ, συνδυασμό των δύο, θα μπο ρούσε να λεχθεί, πως αντιπροσωπεύουν ορισμέ νοι στίχοι του «Envoi» που, έξω από το συμπεριέχον του Ελισαβετιανού λυρικού, συνοψίζουν τον προβληματισμό του ποιητή πάνω στην τεχνι κή ως καθοριστικό μέσο απόδοσης της συνθετότητας της ζωής: Αν το τραγούδι17 κατέχει Τα θέματα καθώς κατέχεις Τότε θα είχες λόγο μέσα σου να συγχωρέσεις Ακόμα και τα σφάλματα που με βαραίνουν, Και τις δόξες της ν’ απαθανατίσεις (σ.50).
Σημε ιώσεις 1. Χάρης Βλαβιανός, Έζρα Πάουντ: Χίου Σέλγουιν Μώ μπερλυ (Αθήνα, 1987), ο. 21. Οι αναφορές στο κείμενο του Μώμπερλυ είναι από τη μετάφραση του Χάρη Βλαβιανού. Η μετάφραση από άλλα έργα του Πάουντ και άλ λων ποιητών - ποιήματα, δοκίμια, γράμματα - όπως επί σης και από κριτικά σχόλια μελετητών είναι δική μου. 2. Από την εισαγωγή του Έλιοτ στην έκδοση Ezra Pound: Selected Poems, που εμφανίζεται στην ανθολογία Ezra Pound, εκδ. J.P. Sullivan (Harmondsworth, 1970), σ. 109. 3. F.R. Leavis, «Ezra Pound», New Bearings in English Poetry (Harmondsworth, 1932), σ. 105. 4. R.P.'Blackmur, «Masks of Ezra Pound», Ezra Paound, εκδ. Sullivan, σσ. 146, 149. 5. Bernard Bargonzi, The Myth of Modernism and Twentieth Century Literature (Brighton, 1986), σ. 62. Βλέπε ακόμα, William H. Prichard, «Ezra Pound: Persistent Explorer», Lives o f the Modern Ports (London, 1980), a. 146 και Da vid Lodge, Working with Structuralism: Essays and Reviews on Nineteenth and Twentieth-Century Literature (London, 1981), σ. 8. 6. Raymond Williams. Tils Metropolis and the Emergence of Modernism». Unreal City: Urban Experience in Modern Eu ropean Literature and Art, εκδ. Edward Timms και David Kelley (Manchester, 1985), σσ. 20-21. Ενδιαφέρουσα η ανάλυση του χαρακτήρα της “μητρόπολης” την εποχή που αναπτύσσεται ο μοντερνισμός για την ερμηνεία γης σπουδαιότητας που αποκτά το “μέσο” (medium) στη λογοτε χνία της εποχής αυτής. Η δημιουργία κοινοτήτων από με τανάστες κάλλιτέχνες (πολλοί από τους δασικούς με ταρρυθμιστές της εποχής ήταν μετανάστες), με έντονο το στοιχείο της απόστασης από τις πολιτιστικές τους ρίζες, οδήγησε τη λογοτεχνία: α) στην απομάκρυνση από το πε ριεχόμενο και σε μια στροφή προς το μέσο και β) στην ανάπτυξη του θέματος της απομόνωσης. 7. John J. Espey, Ezra Pound’ s Mauberly (London, 1955). H παραπομπή στο συγγραφέα γίνεται από τον Βλαβιανό (σ. 12). 8. Οι αναφορές στο έργο Four Quartets, από τη συλλογή του Έλιοτ Collected Poems 1909-1962 (London, 1963), στο εξής, θα εμφανίζονται με τη συντομογραφία FQ και με
9. 10.
11.
12. 13.
14. 15.
16.
17.
την ένδειξη της αντίστοιχης σελίδας στη συγκεκριμένη συλλογή. Παρόμοια, οι αναφορές στα δοκίμιά «The Se rious Artist» και «Α Retrospect», από τη συλλογή Literary Essays o f Ezra Pound, εκδ. T.S. Eliot (London, 1954), με τη συντομογραφία LE, ενώ στα δοκίμια «Osiris» και «Axiomata», από τη συλλογή Ezra Pound: Selected Prose 1909-1965, εκδ. William Cookson (London, 1973), με τη συντομογραφία SP. Βλαβιανός, σ. 12· Ρ.Ν. Furbank, Pound (Milton Keynes, 1985), σ. 59. Βλέπε Peter Faulkner, «The Era of Modernism: 1910-1930», The Critical Idiom, εκδ. John D. Jump (London, 1977), σ. 16 και Michael F. Harper, «The Revolution of the Word», Ezra Pound and William Carlos Williams (The University of Penn. Conference Papers, 1983), σσ. 80. 81, 84. Η παραπομπή στο έργο του Πάουντ Gaudier-Brzeska: A Memoir γίνεται από τον Furbank (σσ. 16, 91, σημ. 5). Ο Πάουντ διηγείται πώς κατέγραψε μια προσωπική του ε μπειρία στο Παρίσι σε ένα ποίημα 35 σειρών που κατάστρεψε γιατί το θεώρησε έργο “δευτερεύουσας έντασης”· έξι μήνες αργότερα ξαναέγραψε ένα στο μισό μέγεθος του πρώτου που, μετά από ένα χρόνο, τελικά πήρε τη σημερι νή του μορφή, τη μορφή καταγραφής “της στιγμής”. Paul Smith, Pound Revised (London, 1983), o. 29. Βλέπε Furbank, σσ. 62-63 και George Dekker «Ezra Pound’s Hugh Selwyn Mauberley», The New Pelican Guide To English Literature, 8 τόμοι, 7. From James to Eliot, εκδ. Boris Ford (Harmondsworth, 1983), a. 440. Marjorie Perloff, The Dance o f the Intellect: Studies in the Poetry o f the Pound Tradition (Campridge, 1985), σ. 23. Albert Gelpi, «Stevens and Williams: The Epistemology of Modernism», Wallace Stevens: The Poetics o f Modernism (Cambridge, 1985), σ. 14. Σε ό,τι αφορά τη θέση του Στή βενς, η αναφορά είναι στο έργο του The Necessary Angel. The Dance o f the Intellect, o. 2. Η συγγραφέας αναφέρεται στο βιβλίο του Hugh Kenner, The Pound Era (Berkeley, 1971) και στο σχόλιο του Harold Bloom στο βιβλίο Walla ce Stevens The Poems o f Our Climate (Ithaca, 1977) ότι «είναι καιρός να ονομαστεί η ενλόγω περίοδος “εποχή του Στήβενς”» (σ. 152). Η υπογράμμιση είναι δική μου.
36/αφιερωμα
Ε ισ α γ ω γ ή Μολονότι τα οικονομικά δεν είναι και τόσο έξω από την ποίηση όσο θα νόμιζε ο περισσότε ρος κόσμος, ο Έ ζρα Πάουντ είναι αναμφίβολα μοναδικός ανάμεσα στους ποιητές που έχει κάνει σαφή και προγραμματισμένη χρήση της οικονο μικής επιστήμης, ως μιας από τις κεντρικότερες, αν όχι την κεντρικότερη ιδέα της ποιητικής του δημιουργίας. Αν η έκβαση αυτού του τολμηρού εγχειρήμα τος να συνδυαστούν δύο τόσο άσχετοι μεταξύ τους τομείς - η ποίηση και τα οικονομικά - ήταν αδιάφορη ή απλούστατα εκκεντρική, η οικονο μολογική ποίηση του Πάουντ δε θα προκαλούσε πια μεγάλη προσοχή, ούτε και θά την άξιζε. Γε γονός παραμένει, ωστόσο, ότι η κουβέντα που άρχισε το 1968, με το «Όραμα του Δραπέτη» του Earle Davis, σχετικά με τις αντιπαραβαλλόμενες απόψεις του Πάουντ πάνω στην ποιητική οικονομική (ή οικονομολογική ποίηση) συνεχίζε ται αμείωτη1. Οι σχολιαστές, είτε κολλάνε πάνω στις ποιητικές κακοτυχίες που προκλήθηκαν από την σχεδόν μονομανή του εμμονή στα διδάγματα ορισμένων, μάλλον ιδιοσυγκρασιακών, οικονο μολόγων συγγραφέων, είτε διστάζουν να θαυμά σουν την υποχρεωτική και παγκόσμια φημισμένη
αφιερωμα/37
Γιώργος Κατηφόρης
Τα οικονομικά ενός ερασιτέχνη μέσα στην ποίηση ενός αριστοτέχνη - Η περίπτωση τον Έζρα Πάουντ* ομορφιά ορισμένων από τους σαφέστατα οικονο μολογικούς στίχους του (ιδιαίτερα την « τοκο γλυφία» στα Κάντος XLV και LI)2. Το να δώσει κανείς μια ερμηνεία αυτής της α ντιφατικής επιρροής στην ποίησή του κατά την ισόβια προκατάληψη του Πάουντ με τα οικονο μικά, θα ήταν πολύ προκλητικό αλλά εξαιρετικά δύσκολο, αν όχι αδύνατο, έργο. Από την άλλη μεριά, κάποιο φως θα μπορούσε να ριχνόταν στο πρόβλημα επαναθεωρώντας την εξέλιξη της οι κονομικής σκέψης του Πάουντ. (Η εξέλιξη της πολιτικής του ιδεολογίας - αυτή η τερατώδης, σκανδαλιστική αφοσίωσή του στο φασισμό - ση μειώνεται με θλίψη, αλλά δεν ακολουθείται ανα λυτικά εδώ). Στην εργασία αυτή, θα επιχειρηθεί να δειχτεί ότι ο Έζρα Πάουντ, αρχικά ένας πει σμένος οπαδός του Douglas, σταδιακά και ανε παίσθητα, ίσως ακόμη και για τον ίδιο τον εαυτό του, μετέβαλε τη θέση του σε κάτι εντελώς δια φορετικό από την πρώιμη προσήλωσή του στην κοινωνική πίστη. Υπό την επιρροή κυρίως του Silvio Gesell, μετακινήθηκε από μια συνολική μακροοικονομική προσέγγιση σε μια γενικής ισορροπίας ως προς τα προβλήματα μιας καπι ταλιστικής οικονομίας. Η διαφορά μπορεί να εμ * Απόσπασμα μελέτης του Γιώργου Κατηφόρη με τον ίδιο τίτλο.
φανίζεται σχολαστική, αντανακλώντας μάλλον τη στενότητα των προκαταλήψεων των επαγγελματιών οικονομολόγων, παρά ένα ζήτημα πραγ ματικής σπουδαιότητας στη σκέψη του ποιητή, αλλά, κατά τη γνώμη του γράφοντος, δείχνει το δάχτυλο μιας μεταβολής που επηρέασε βαθιά την ποιητική δημιουργία του Πάουντ.
Σ υμ π ερ ασ μα τικές π αρατηρήσ εις Έχουμε δει τον Πάουντ να παίρνει τις απο στάσεις του από τις αρχικές του ιδέες γύρω από την κίνηση της Κοινωνικής Πίστης, πάνω σε δύο κυρίως σημεία: α) Στην καταγγελία του της ιδιωτικής χρημα τοδότησης (της «τοκογλυφίας»), ως εγκλήματος μάλλον ιστορικών αναλογιών, παρά ως απλής τεχνικής ατέλειας του καπιταλισμούβ) στην έμφασή του επί των επιπτώσεων του οικονομικού σχεδιασμού της παραγωγής προς χρήση και, γενικότερα, στην οξεία αίσθησή του σχετικά με τη σπουδαιότητα της αξίας χρήσης. Έχουμε επίσης δει ότι Υπάρχουν ταυτόχρονα αποτυχία και σπουδαία επιτυχία στην οικονομο λογική του ποίηση. Στα επόμενα, θα επιχειρή σουμε να συνδέσουμε την ποιητική του αποτυχία με το σημείο (α) και την επιτυχία του με το ση μείο (β). Ο λογοτεχνικός σχεδιασμός του Πάουντ, που υπαινίχθηκε ο ίδιος με διάφορους τρόπους και αναπαραστάθηκε από τους κριτικούς και τους βιογράφους του, απέβλεπε στη δημιουργία ενός σύγχρονου επικού ποιήματος, πιθανόν σε μια διασταύρωση ανάμεσα στην Ομηρική «Οδύσ σεια» και στη Δαντική «Θεία Κωμωδία». Αυτά τα δύο εντελώς διαφορετικά πρωτότυπα του υπαγόρευσαν την ανάγκη να συγχωνεύσει στα δικά του έργα, δύο μάλλον διαφορετικά στοι χεία. Χρειαζόταν την περιπέτεια, για να συλλάβει και να κρατήσει την προσοχή των λαϊκών μα ζών, με σκοπό να τις νουθετήσει και να τις πα ρακινήσει, μέσα από την ποίησή του, να αναλά βουν δράση για ν’ αλλάξουν τον κόσμο. Χρεια ζόταν επίσης το στοιχείο της θεοδικίας για να τους ενσταλάξει μια νέα αίσθηση ηθικού σκο πού. Στο ακόλουθο εδάφιο, αποκαλύπτει αρκετά για έναν σχεδιασμό αυτού του είδους3: «Η σοβαρή τέχνη είναι αντιλαϊκή κατά τη γέννησή της. Αλλά τελικά μορφοποιεί τη μαζική κουλτούρα... Η μαζική κουλτούρα επιμένει στις θεμελιώδεις αρετές που είναι κοινές τόσο στον Έντγκαρ Ουάλλας όσο και στον Όμηρο. Επιμέ νει στο μέρος της τεχνικής που είναι σπερματικό και στους δύο αυτούς συγγραφείς. Πιστεύω ότι η μαζική κουλτούρα, σε τελευταία ανάλυση, δεν αντιστέκεται και πολύ σ’ αυτό που παρέλειψε ο κ. Ουάλλας». Το σμίξιμο ενός συγγραφέα αστυνομικών μυ
38/αφιερωμα θιστορημάτων με τον Όμηρο δείχνει τί ακριβώς είδε ο Πάουντ ως κοινό στοιχείο ανάμεσα τους: ανησυχία που δημιουργείται από την περιπέ τεια, από τον κύκλο του εγκλήματος, από την ανίχνευση και την τιμωρία. Δεν μπορεί να υπάρ χει αμφιβολία ότι η πίστη του, πως η οικονομία είναι η βάση της σύγχρονης κοινωνίας και πως τα οικονομικά είναι η κύρια ερμηνευτική υπόθε ση της ιστορικής ανάπτυξης, υπήρξε τίποτε άλλο από ειλικρινής. Δε συνέλαβε το οικονομικό δρά μα της ζωής απλά και μόνο χάριν του λογοτεχνι κού αποτελέσματος. Ωστόσο, με δεδομένη την πίστη του στα οικονομικά, η ιδέα της τοκογλυ φίας πρέπει να του είχε φανεί ιδιαίτερα εύστοχη από λογοτεχνική άποψη. Υπήρχε εδώ ένα έγκλη μα, το μεγαλύτερο έγκλημα της ανθρώπινης ιστορίας, το οποίο έκανε θύμα του σχεδόν κάθε ανθρώπινο ον, κι ακόμη υπήρχε εδώ μια ιστο ρία ανίχνευσης, τα Κάντος του Έζρα Πάουντ, Δεν υπάρχει μ εγαλύτερη πληγή απ ό μ ια ιδέα που εξαπλώ νεται μέσω τη ς βίας. Ο Αφ ρικανός άγριος, επ ικαλείτα ι το «θεό» του , ό τα ν θέλει να εξολοθρεύσει τη γειτονική φυλή ■ ο θεός εί ναι ο συμ π αρ α στά τη ς τω ν χειροτέρω ν ενστί κτω ν- ο Εβραίος όμως, έλαβε απ ό το «θεό» το υ την εντολή τη ς περιπ λάνησης γ ια να συν τρ ίψ ει το ο ς π άντες αδιακρίτω ς. (Την ιδέα α υ τή μ π ο ρ εί να τη ν έχει δανεισθεί, αλλά α ρκετές που έχουν κα ταχ ω ρ ηθ εί στο Μ ωυσή είναι πολύ έξυπνες - δηλ. η επ ινοητικότ η τ ά το υ ς είνα ι τέτο ια ώ στε η α ρμονία ανάμε σα στη γρ απ τή ιδέα κα ι τη μ ετα τρ ο π ή τη ς σε δράση, ν ' α π ο τελεί πολύ ενδιαφέρον θέμα). Η κα τά ρ α α υ το ύ το υ μονοθεϊσμού κα ι της μισαλλοδοξίας, εμπ οτίζει το υ ς απογόνους του Ιουδαϊσμού, όσο το υ Μ ω αμεθανισ μού κ α ι του Χριστιανισμού. ["Pastiche The Regional!", The New Age, 21 Αυγούστου, 19191
____
.του θα άφηναν την ανθρωπότητα άπνοη και χω ρίς τη σπίθα της θέλησης να αναλάβει το έργο της τιμωρίας. Ένας από τους ανθολόγους του, ο Noel Stock, κατέγραψε ένα άρθρο του ποιητή, πολύ σχετικό μ’ αυτό το σημείο4. «Τα οικονομικά είναι ένα πληκτικό θέμα, για τί είναι και περίπλοκα και απλά μαζί. Δεν διε γείρουν το άπνοο ενδιαφέρον του κοινού αστυ νομικού μυθιστορήματος, μόνο και μόνο γιατί ο θεατής δεν καταλαβαίνει τη σύνδεση ανάμεσα στη δημόσια οικονομία και στις δικές του ιδιωτι κές ευαισθησίες, στις ερωτικές του υποθέσεις, στην κουζίνα του και στο λουτρό του. Διαπράχθηκε έγκλημα; Καλά, τοποθετώντας το πολύ ήπια, για πάνω από δύο αιώνες, μια ανα ρίθμητη και ατέλειωτη σειρά εγκλημάτων έχει διαπραχθεί από τις πιο επιτήδειες συμμορίες που έχει ονειρευτεί κανείς. Κι από τη στιγμή που ένας άνθρωπος είναι στα ίχνη αυτής της ομάδας δολοφόνων, η απλή κλοπή ενός διαμαντένιου περιδέραιου δεν είναι πλέον πιο συναρπαστική
από την ιδέα ότι ο Δημητράκης τσίμπησε ένα ζευγάρι μπίλλιες». Παρά τις προγραμματικές αυτές δηλώσεις, τα τμήματα της μεγαλειώδους του σύνθεσης (Κάν τος XII, XIV, XV, XVI, XVII, XIX, XXII, XXVII, XXVIII, XXXV, XXXVIII και XLI και XLVI) στα οποία προσπάθησε να συλλάβει τους τοκογλύφους στην πράξη και να στηλιτεύσει τα καμώματά τους, φαίνονται μάλλον επίπεδα στον αναγνώστη. Το δράμα του δεν είναι πολύ δρα ματικό, η σάτιρά του δεν είναι πολύ αστεία, η ανίχνευσή του στο έγκλημα δεν σου κόβει ιδιαί τερα την ανάσα. Θα μπορούσε κανείς να διακιν δυνεύσει, ως μέρος της ερμηνείας, την υποδήλω ση ότι η οικονομική του ανάλυση σε ό,τι αφορά τη χρηματοδότηση είναι λανθασμένη, ανεπαρκής και μονόπλευρη. Το κύριο σφάλμα βρίσκεται στην αντίληψή του ότι η «τοκογλυφία», η χρημα τοδότηση, είναι μια τελείως παρασιτική οικονο μική δραστηριότητα, η οποία παχαίνει στίβοντας απλά τον χυμό από τους πραγματικούς κλάδους Αυτή μπορεί να είναι μια ορθή περιγραφή των δανειοληπτικών δραστηριοτήτων στην προβιο μηχανική κοινωνία· θα μπορούσε ακόμη ν’ αποτελέσει ένα ασφαλές μέτρο εφαρμογής στη σύγ χρονη χρηματοδότηση, αν δεχτεί κανείς ότι βα σικό, μακροχρ> ιο χαρακτηριστικό του σύγχρο νου καπιταλισμού είναι η πτώση της ροπής προς επένδυση. Από την άλλη μεριά, η περιγραφή αυ τή είναι ολότελα άστοχη όσον αφορά στις μεγά λες εποχές της κ ,πιταλιστικής εκβιομηχάνισης, ο τεράστιος δυναμισμός της οποίας ενεργοποιήθη κε ακριβώς από τη συμμόρφωση των καπιταλι στών να χρησιμοποιήσουν χρήμα προκειμένου να παράγουν περισσότερο χρήμα, μέσω της εξέλιξης της παραγωγής. Η απόρριψη από τον Πάουντ αυτής της δη μιουργικής όψης του κέρδους, ζευγαρωμένη με την συνωμοτική θεωρία του, ζημιώνει ανεπανόρ θωτα την κατανόησή του ως προς το χαρακτήρα των βασικών δυνάμεων που λειτουργούν σε μια καπιταλιστική οικονομία. Δεν μπορεί ν’ αρνηθεί κανείς ότι πολλά βάσανα και όχι λίγα εγκλήματα προκλήθηκαν στην ανθρωπότητα από την εξέλι ξη της συσσώρευσης κεφαλαίου. Αλλά δεν μπο ρεί επίσης ν’ αρνηθεί κανείς και το μεγαλείο αυ τής της εξέλιξης, με την επίτευξη ή τον αυτοπαραγόμενο (αλλά όχι συνωμοτικό) χαρακτήρα ενός μεγίστου μέρους της. Η άκαμπτη τυφλότητα του Πάουντ προς αυτές τις αντιφατικές όψεις μιας χρηματικής οικονομίας κάνει την μεν ρητο ρική του κούφια, τον δε χαρακτήρα των τοκο γλύφων που προσπαθεί να απεικονίσει, μη πει στικό. Ο δογματισμός του, υπαγορεύει στον Πάουντ μια ολική έλλειψη συμπάθειας προς αυτούς που προσδιορίζει ως καθαρούς κακούργους και, πέ ρα από το γεγονός ότι καθαρός κακούργος δεν υπάρχει, ένας συγγραφέας δεν μπορεί να γράψει σωστά για χαρακτήρες τους οποίους καθόλου δε
αφιερωμα/39 θέλει να ταυτοποιήσει με το καλό ή το κακό. Κατά ειρωνική συγκυρία. είναι ο ίδιο: ο Πάουντ που έχει τονίσει την ανάγκη για μια κα τάλληλη κατανόηση των λειτουργιών της οικονο μίας ως προϋπόθεση καλής λογοτεχνίας5. «Η γενική ευφυολογία σε βιβλία συναδέλφων οι οποίοι δεν διακρίνουν τον οικονομικό παρά γοντα, γίνεται όλο και πιο εμφανής. Ό χ ι ότι πε ριμένει κανείς να γράψουν γύρω από οικονομικά θέματα, αλλά ότι στο λογοτεχνικό έργο, για να είναι δεόντως και η ιστορία σύγχρονων ηθών, άγνοια της ρίζας αυτών των ηθών γεννάει μιαν αντίστοιχη ηλιθιότητα κατά τη συγγραφή. Εκεί νος που δεν ξέρει πώς είναι η ζωή και γιατί συμ βαίνουν διάφορα πράγματα, δεν γίνεται συγγρα φέας ιστοριών που να ενδιαφέρουν». Αυτές οι αδυναμίες δεν επηρέασαν τα σπου δαία του Κάντος XLV και LI για την τοκογλυ φία, ιδιαίτερα το πρώτο από αυτά. Δεν προσπα θεί ν’ αναλύσει σ’ αυτά τις διεργασίες του οικο νομικού μηχανισμού. Αυτές τις θεωρεί δεδομέ νες, ώστε να συγκεντρωθεί στα αποτελέσματα. Η έμφαση στην αξία χρήσης, προς την οποία τον οδήγησε η οικονομική του ανάλυση, υπηρετεί καλά την ποίησή του. Στρέφει τα μάτια του στην πτώση του καλλιτεχνικού χαρακτήρα του προϊόντος υπό την πίεση της μαζικής παραγω γής, στην απώλεια της ατομικότητας, στην προ στυχιά μερικών από τις πιο οικείες όψεις της αν θρώπινης προσωπικότητας στους αντίποδες μιας χρηματισμένης οικονομίας. Σ’ όλα αυτά συντάσσεται και πάλι με τον Μαρξ, αλλά από μια πλευ ρά από την οποία ο ποιητής είναι σε θέση να βρει ότι του ταιριάζει ιδιαίτερα- την ικανότητα που έχει το μάτι του Μαρξ να συλλάβει την ξωτι κή λεπτομέρεια της μαρτυρίας, ώστε, με μια μο λυβιά, να εικονογραφήσει μια ολόκληρη ακολου θία θεωρητικών επιχειρημάτων. Μια ανάλυση στίχο προς στίχο του Κάντο
το ψωμί σου είναι ακόμα πιο μπαγιάτικο κουρέλι Μ π ροστά στον αταβισμό δεν πρέπει κανείς να εκπλήσσεται- κι όμω ς ο αταβισμός α ποτελεί το τελευταίο φαινόμενο το οπ οίο αναγνωρίζουν α κόμ α κα ι οι «μεγάλοι» ιστορικοί- δεν έχω δει πουθενά να .υπογραμμίζεται ό τι ο Ναπολέων αντιπ ροσώ πευε την ολοκλήρωση, το τελευταύ · και μεγαλύτερο παράδειγμα του κοινού Ανα γεννησιακού τύπ ου των ιταλώ ν κοντοττιέρωνένας Κορσικανός επαρχιώτης, δραστήριος, με ξεπερασμένα ιδανικά, το υ οποίου η «συμβολή» υπήρξε η δράση στην ευρύτερη Γαλλική επι κράτεια, α ν τί σε μ ια πόλη της Ιταλίας. ["Pastiche The Regional!", The New Age, 21 Αυγούστου, 19191
το ψωμί σου είναι ξερό σαν το χαρτί κι ούτε αψηλό το στάρι, ούτε δυνατό τ’ αλεύ ρι...» Το αντίστοιχο χωρίο στον Μαρξ συναντιέται στον πρώτο τόμο του «Κεφαλαίου», κεφ. X (ένα κεφάλαιο για το οποίο ο Πάουντ έδειϊε σαφή προτίμηση, αποσπάσματα του οποίου χρησιμο ποίησε ακόμη και στην ποίησή του). «Οι Άγγλοι, αντλώντας πάντα από τη Βίβλο, γνώριζαν αρκετά καλά ότι ο άνθρωπος, εκτός κι αν για συγκεκριμένους λόγους ευνοεί τον καπι ταλιστή, τον γαιοκτήμονα ή τον αργόμισθο, διατάσσεται να τρώει το ψωμί του με τον ιδρώτα του μετώπου του, αλλά δεν γνώριζαν ότι μαζί με το ψωμί του έπρεπε να τρώει καθημερινά και μια ορισμένη ποσότητα ανθρώπινης εφίδρωσης ανά μικτη με το απέκκριμα αποστημάτων, αράχνες, ψόφια μαύρα σκαθάρια, άργιλλο και άμμο και άλλα ωφέλιμα μεταλλικά συστατικά». Ο Μαρξ παρουσίαζε τα συμπεράσματα μιας
Ο ι αστρονόμοι μ ας λένε ό τι υπάρχουν μερικά εκα τομμύρ ια ήλιοι και ο αντίσ τοιχος αριθμός ηλιακών συστημάτων, αλλά οι χ ρ ισ τια ν οί ματα ιόδ οξοι συνεχίζουν να π ισ τεύουν ό τι διέθεταν προσωπική επικοινωνία με το αφεντικό του πρω τοπλάσματος, κι ό τι σε αυ τού ς και μόνο αποκάλυψε, η θεότητά του, το σύστημα τω ν ταμπ ού που εθέσπισε. ["Studies in Contemporary Mentality XVIII", The New Age, 3 Ιανουάριου, 1918]
XLV, θα μπορούσε εύκολα να στηρίξει σημεία επαφής ανάμεσα στη μέριμνα, από τη μια, του Πάουντ για την ποιότητα ζωής, στη συμπάθειά του πράγματι προς τα βάσανα του εργάτη, και στα αποδεικτικά πειστήρια, από την άλλη, του Μαρξ σχετικά με την αντίφαση μεταξύ χρήσης και αξίας ανταλλαγής στην αγορά. Τέτοια ανά λυση δε θα επιχειρηθεί εδώ, εκτός από ένα ση μείο που είναι εξαιρετικά ασυνήθιστο για να το παραλείψουμε. Στο Κάντο XLV ο Πάουντ επι καλείται, ανάμεσα σε άλλα, μια εικόνα της χει ροτέρευσης του ψωμιού που παράγεται στο ε μπόριο. «με το τοκογλυφικό κρίμα ενάντια στη φύση
κοινοβουλευτικής επιτροπής έρευνας για τις συνθήκες φουρνίσματος του ψωμιού στο Λονδί νο του 19ου αιώνα. Η απόδειξη ότι αυτό ειδικά το χωρίο του «Κεφαλαίου» είχε προκαλέσει την προσοχή του Πάουντ, περιέχεται στο Κάντο XXXIII. «Υπόθεση κατά την οποία το δικαστήριο ενόρκων (’62) επρόκειτο να αποφασίσει κατά πόσον η αιθάλη, νοθευμένη κατά 90% από σκό νη και άμμο, ήταν «νοθευμένη-υπό-νομικήέννοια» αιθάλη ή υπό εμπορική «πραγματική αι θάλη». Ό πω ς αποφάσισαν οι φίλοι του εμπο ρίου (οι ένορκοι αποφάσισαν) επρόκειτο για «πραγματική αιθάλη», κατά του ενάγοντος μετά των εξόδων».
40/αφιερωμα
■Κ Υ Κ Λ Ο Φ Ο Ρ Η Σ Ε ·
X
/ V Η ρ α κλή ς Λ V o y o O tttjc ;
Φή Π ράγας
...Πέρασα από τον κινηματογράφο στην πο λιτική με μια μικρή κίνηση. Ήταν την ημέ ρα που αυτοπυρπολήθηκε στην κορυφή της Vaclavske Namesti ο Jan Palach. Τα κείμενα των ξένων ανταποκριτών σφαγιάστηκαν από μια αμείλικτη λογοκρισία. Πέρασε μό νον η είδηση τη στιγμή που ο κόσμος είχε ανάγκη από ολόκληρη την αλήθεια, η οποία είναι κάτι παραπάνω από την είδηση. Στην Πράγα παιζόταν τις μέρες εκείνες το φιλμ του Jean-Luc Godard Με κομμένη την ανά σα, και το ίδιο βράδυ κάθισα στη γραφομη χανή μου και έγραψα το πρώτο πολιτικό κείμενο με τη μορφή κινηματογραφικής κρι τικής. Τίτλος: «Οι Πραγινοί παρακολου θούν με κομμένη την ανάσα το τέλος». Το αποφασιστικό βήμα είχε γίνει. Από τότε η κινηματογραφική κριτική έγινε το προσω πείο αυτής της πολιτικής πράξης. Πολλά φιλμ εξυπηρέτησαν αυτή την πράξη: Ο άν θρωπος που έβλεπε τα τρένα να περνούν, Επάγγελμα ρεπόρτερ, Η εργατική τάξη πάει στον παράδεισο και τόσα άλλα. To FILM FAUST τα δημοσίευε αυτούσια. Ένας ολό κληρος κώδικας αναπτύχθηκε βαθμιαία. Οι φίλοι τα αποκρυπτογραφούσαν. Αποκαθιστούσαν το πολιτικό σώμα του λόγου στην ουσία του...
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΡΟΕΣ
Αυτή είναι μια σχεδόν κατά λέξη αντιγραφή μιας υποσημείωσης του αποσπάσματος για το ψωμί στο «Κεφάλαιο» του Μαρξ, που αναφέρ θηκε παραπάνω. Είναι πράγματι πολύ μικρή η πιθανότητα να έχει αντιγράψει ο Πάουντ την υποσημείωση χωρίς να έχει δώσει τη δέουσα προσοχή στο κύριο κείμενο. Τέλος, η οικονομολογική ποίηση του Πάουντ δεν μπορεί παρά να γοητεύει και τον οικονομο λόγο, όπως έχει γοητέψει και τόσους άλλους αναγνώστες. Η αντίληψή του στα οικονομικά προβλήματα είναι μονόπλευρη και η ανάλυσή του ελαττωματική, αλλά, ακόμη και στα ανεπι τυχή μέρη της ποίησής του, μέσα από τη σκοτεινότητα, τον καλαμαράδικο σχολαστικισμό, ακό μη και το αδιαπέραστο της γλώσσας του, κάνει κάποιον να νιώθει την παρουσία ενός σύντροφου-αγωνιστή, ο οποίος, ψάχνοντας στο σκοτά δι, καταπιάνεται όχι με λεπτομέρειες αλλά με τον πυρήνα δύσκολων προβλημάτων. Δεν είναι δυνατό να πει κανείς, κατά πόσον μια θεωρητι κά βαθύτερη γνώση των οικονομικών από τον Πάουντ, θα είχε ως επακόλουθο το να γράψει καλύτερη ποίηση, αλλά η εξέχουσα επιτυχία των Κάντος σχετικά με την τοκογλυφία ενισχύει αυ τήν την υπόθεση. Το ελάχιστο που μπορεί να κά νει κανείς, μπροστά τόσο στην επιτυχία όσο και στην αποτυχία του μόνου ποιητή που πήρε τόσο σοβαρά τα οικονομικά ώστε να θέλει να τα κάνει έναν από τους κεντρικούς στυλοβάτες της ποίη σής του, είναι να παραφράσει την πρόκληση του αφορισμού του «δεν μπορείς να φτιάξεις καλά οικονομικά μέσα από άσχημα ήθη» και να του πει: Δεν μπορείς να φτιάξεις καλή ποίηση μέσα από άσχημα οικονομικά. Μετάφραση-Απόδοση: Παύλος Δ. Πέζαρος*I. Σημειώσεις I. Η πιο πρόσφατη προσθήκη σ’ αυτή τη φιλολογία, γνωστή στο συγγραφέα του παρόντος, είναι το εξαίρετο «Πολιτική, Οικονομικά και λογοτεχνικό έργο του Έζρα Πάουντ» του Peter Nicholl, έκδοση MacMillan, 1984. Επίσης, το κεφά λαιο «Με τον τρόπο του Πάουντ» στο «Γλώσσα, Σεξουαλι σμός και Ιδεολογία στα Cantos του Έξρα Πάουντ» του Jean-Michel Rabate (Λονδίνο, 1986), παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον. -· Το καλύτερο παράδειγμα αυτής της διττής ανταπόκρισης των κριτικών περιέχεται στη σύντομη και σαφή εκτίμηση του Leon Suretter «Τα δεκατρία Κάντος που θεματοποιούν τη σύγχρονη οικονομική κατεργαριά δεν είναι, λοιπόν, ιδιαίτε ρα επιτυχή... Ο μάλλον μέτριος βαθμός επιτυχίας γίνεται ακόμη εντονότερος από αυτόν που επιτεύχθηκε σε επόμενες προσπάθειες να εφαρμόσει την ίδια τεχνική για παρόμοιους διδακτικούς σκοπούς στο παρελθόν... Τα Κάντος για την το κογλυφία, αντίθετα, είναι μια αποτελεσματικότατη ποιητική έκθεση των αυτών οικονομικών αντιλήψεων». (Leon Surette, «Φως από την Ελευσίνα», εκδ. Oxford, 1979). 3. Έζρα Πάουντ «Φονικό από το Κεφάλαιο» (1933), στο βι βλίο του William Cookson (Ed.), Ezra Pound: Selected Prose 1909-1965, Λονδίνο, (1973), σελ. 201. 1 Noel Stock (ed.), Ezra Pound, Impact, Chicago (1960), σελ. Στο παραπάνω, σελ. 238. Karl Marx, To κεφάλαιο, τομ. I, New York (1967), σελ. 248
αφιερω μα/41
I I V
-
*
-
^ p iu Αλληλογραφία ijl ror> Έζρα Πάονντ
W
*
W τους:
όνίλλιαυ^Κ. Ονίλλιΐχμς και Τ. Σ. Έλιοτ
Γράμμα στον Ουίλλιαμ Κάρλος Ουίλλιαμς Λονδίνο, 21 Οκτωβρίου [1908] Αγαπητέ μου Μπιλ, επιτέλους έλαβα γράμμα σου. Θεέ και Κύριε! φυσικά και δεν είσαι υποχρεωμένος να σου αρέσουν αυτά που γράφω. Ελπίζω, ότι δε θα έρθει ποτέ η εποχή που θα έχω γίνει τόσο φανατικός, ώστε το προσωπικό γούστο κάποιου απέναντι σε ό,τι τυχαίνει να εκφράζω ποιητικά, θα παρεμβαίνει σε μια παλιά ή καινούρια φιλία. [...] Χαίρομαι να δέχομαι μια ειλικρινή κριτική. Τώρα δώσε μου το δικαίωμα ν’ αμυνθώ. Έ χω την εντύπωση πως θα μπορούσες και για τον Σαίξπηρ ακόμα να έλεγες ότι παρουσιάζεται ακόλαστος στα θεατρικά του έργα επειδή ο Φάλσταφ είναι τέτοιος, ή ότι τα έργα αυτά διακατέχονται από εγκληματικές τάσεις διότι στην πλοκή τους περιλαμβάνουν κάποιο φόνο. Για μένα ο λεγόμενος δραματικός λυρισμός - ή αυτό τέλος πάντων που κάνω εγώ - είναι
42/αφ ιερω μα
το ποιητικό μέρος ενός δράματος, του οποίου το υπόλοιπο (για μένα το μέρος της πρόζας) αφήνεται στη φαντασία του αναγνώστη, εξυπονοείται ή παρουσιάζεται σε μια σύντομη σημείωση. Συλλαμβάνω το χαρακτήρα που τυχαίνει να μ’ ενδιαφέρει στις στιγμές που μ’ ενδιαφέρει, συνήθως στιγμές ασήμαντες, αυτοανάλυσης, ή ξαφνικής κατανόησης ή αποκάλυψης. Το υπόλοιπο του έργου μου είναι βαρετό, προφανώς και στον αναγνώστη. Χρωματίζω τον άνθρωπό μου όπως τον συλλαμβάνω. Et voila tout! Ε ίναι παραμορφωμένη η τέχνη ενός ζωγράφου επειδή ζωγραφίζει καμπούρηδες; Αναρωτιέμαι αν, όταν μιλάς για ποιητική αναρχία, εννοείς ποιητικά μια ζωή χωρίς νόμους και στον ποιητικό της αντικατοπτρισμό σαν τέτοιας στο στίχο ή ένα χωρίς νόμους ποιητικό μέτρο και υλικό. Μερικές φορές χρησιμοποιώ μετρικούς κανόνες της Ισπανικής, Αγγλο-Σαξωνικής και Ελληνικής, οι οποίοι δεν είναι πολύ συνηθισμένοι στ’ Αγγλικά του Μίλτον ή των ημερών της Μις Ώστεν. [...] Ομως φίλε μου, μια συλλογή μετριοπαθών, χαριτωμένων στίχων μπορεί να πείσει κανέναν εκδότη ή κριτικό ότι είμαι μεγαλοφυία και αξίζω κάποιο ακροατήριο; Έ χω γράψει απίθανες ποσότητες στίχων οι οποίοι δεν θα προσβάλουν κανέναν, εκτός από άτομα που έχουν διαβάσει όσο κι εγώ, που γνωρίζω, ότι όλα αυτά έχουν ήδη ειπωθεί εξίσου όμορφα. Γιατί νά γράψω ό,τι μπορώ να μεταφράσω από τα λατινικά της Αναγέννησης ή να κλέψω από τους νεκρούς που έχουν αγιάσει; Να ένας κατάλογος γεγονότων πάνω στα οποία η γλώσσα η δική μου κι άλλων 9.000.000 ποιητών τρέχει ροδάνι: 1. Η άνοιξη είναι μια ευχάριστη εποχή. Τα λουλούδια κλπ., κλπ., μπουμπούκια ανθίζουν κλπ., κλπ. 2. Η φαντασία του νεαρού. Επιπόλαια, έντονη, ζωηρή κλπ., κλπ. 3. Ο έρωτας, τρεμόπαιγμα στην καρδιά. Απροσδιόριστο κλπ. α) την ημέρα κλπ., κλπ. β) τη νύχτα κλπ., κλπ. 4. Δένδρα, λόφοι κλπ., από την πρόνοια της φύσης διασκορπισμένα ανόμοια σε διαφορετικά μέρη. 5. Αέρας, σύννεφα, βροχή κλπ., χοροπηδάμε μέσα και πάνω τους. 6. Οι άντρες ερωτεύονται τις γυναίκες. (Πιο ποιητικός είναι ο ενικός, αν και το ρήμα [love] δεν αλλάζει). (Στην Ελλάδα και τις Π αγανιστικές χώρες οι άντρες ερωτεύονται άντρες, αλλά το γεγονός αποσιωπάται στις καθώς πρέπει κοινωνίες). Δεν με ελκύουν οι παγανιστικές συνήθειες, αλλά οι προσωπικές μου προκαταλήψεις δεν αποτελούν ποιητικό υλικό. Επιπλέον δε νομίζω ότι υπήρξα ιδιαίτερα ασελγής στο A.L.S. Τέλος πάντων, στις έξι παραπάνω κατηγορίες βρίσκεται το ποιητικό υλικό αιώνων. Μ ια στιγμή 7. Οι άντρες πολεμούν, κλπ., κλπ. 8. Ταξιδεύουν. Πέρα από αυτά, όμως, σκέφτονται και αισθάνονται ορισμένα πράγματα όχι με τη σωματική τους ενόραση. Εδώ αρχίζει το δικό μου ενδιαφέρον... Μπορεί να σου αρέσουν οι πίνακες με πράσινα, άσπρα και χρυσά χρώματα, ενώ στους δικούς μου κυριαρχεί το μαύρο, το βυσσινί και το μωβ. Μίλα όμως, και μη γίνεσαι «ανίκανος να πεις ότι δεν σου αρέσουν». Υπάρχει ένα πράγμα αποκρουστικά γλυκανάλατο: η κολακεία αυτών που δεν ξέρουν τίποτα γύρω από την τέχνη κι όμως λατρεύουν στα τυφλά. [...] Επιπλέον να θυμάσαι ότι δεν προσπαθώ να γράψω για το κοινό. Δεν μπορώ. Δεν διαθέτω αυτού του είδους τη νοημοσύνη. [...] Επίσης δεν θέλω να γίνω.πληκτικός στον κόσμο. Ε ίναι ένα από τα χειρότερα εγκλήματα στη σημερινή περίοδο που διανύουμε. Μετάφραση: Ανδρέας Αποστολίόης
α φ ιε ρ ω μ α /4 3
Γράμμα στον Τ.Σ. Έλιοτ 24 Δεκεμβρίου 1921 Caro mio: Σημαντικά βελτιωμένο. Νομίζω ότι το ένστικτό σου σε οδήγησε να τοποθετήσεις τους πλεονασμούς στο τέλος. Καλύτερα να τους είχες αφήσει έξω, να τους είχες διαγράψει όλους, έστω προσωρινά. Α ν υποχρεωτικά πρέπει να τους κρατήσεις τοποθέτησέ τους στην αρχή πριν το «April crudest month» (Ο Απρίλιος είναι ο μήνας ο σκληρός). Το ποίημα τελειώνει με το «Shantih, shantih, shantih» (Σάντι, σάντι, σάντι). Έ λεγξε, αν με την παράλειψη των τριών τελευταίων (ποιημάτω ν)1 εξακολουθεί κάτι να λείπει. Δ εν το νομίζω. Το τραγούδι2 έχει μόνο δυο γραμμές που να μπορούν να χρησιμοποιηθούν στο σώμα του ποιήματος. Ακόμα και το δεύτερο3 δεν στέκεται με το υπόλοιπο, το οπ οίο όμως διαθέτει αυτάρκεια. [...] Αμφιβάλλω κατά πόσον ο Κ όνραντ έχει το απαιτούμενο βάρος για να τον χρησιμοποιήσεις. Το ποίημα κυλάει απρόσκοπτα από το «April...» μέχρι το «Shantih». Δηλαδή 19 σελίδες, ας πούμε ότι είναι το μακροσκελέστερο ποίημα της Αγγλικής. Μην επιχειρήσεις να σπάσεις όλα τα ρεκόρ επιμηκύνοντάς το ακόμα τρεις σελίδες. Τα άσχημα νεύρα, δεν πειράζουν πλέον, αφού οδηγούν σταδιακά στο πλησίασμα του στόχου. Τα ευφυολογήματα μού μοιάζουν τώρα εντελώς ανακόλουθα. Στα στέλνω, όπως μου το ζήτησες, αλλά μην τα χρησιμοποιήσεις με την Έρημη Χώρα. Μπορείς να τα βάλεις σε κάποια συλλογή, ή να τα χρησιμοποιήσεις καλυμμένα διακριτικά μέσα στον όγκο του συνοδευτικού υλικού. Στην εκδοχή των 19 σελίδων, θ’ αποτελούσαν πλεονασμό και παραφωνία. Συγχαρητήρια, κάθαρμα. Με πνίγει η ζήλια και προσπαθώ να σκαρφιστώ κάποια δικαιολογία για το~πώς ενώ μπορώ και αποβάλω τα παραμορφωμένα κατασκευάσματα από τα δικά μου γραπτά, ποτέ δεν βρίσκω ένα γενικό περίγραμμα. [...]
1. Τα τρία ποιήματα είναι: Song, Exequy, Dirge (σημ. του μετ.). 2. Εννοεί το ποίημα Song (σημ. του μετ.). 3. Εννοεί το ποίημα Exequy (σημ. του μετ.).
Γράμμα τον Τ.Σ. Έλιοτ στον Έζρα Πάονντ
Λ ονδίνο, Ιανουάριος (;) 1922. Cher maitre: η κριτική σου γίνεται αποδεκτή, στο βαθμό που την κατανόησα και σ’ ευχαριστώ. Glowed on the marble where the glass Sustained by standards wrought with fruit vines W herefrom ...??1 Εντάξει2 Footsteps suffled on the stair...3 Εντάξει
4 4 /α φ ιερ ω μ α
A closed car. Δ εν μπορώ να χρησιμοποιήσω ταξί περισσότερο από μια φορά4 Εντάξει Departed, have left no addresses...???5 Εντάξει [•••I 1. Με συμβουλεύεις να τυπώσω το «Gerontion»6 ως εισαγωγή του βιβλίου ή του τεύχους; 2. Μήπως να παραλείψω και τον Φληβά; 3. Θα ήθελα να χρησιμοποιήσω την Καισαρική Τομή στην αρχή με πλάγια γράμματα. 4. Σίγουρα θα παραλείψω τα κομμάτια με τους πλεονασμούς. Τον τέλονς. 5. Θες να πεις ότι δεν πρέπει να βάλω το απόσπασμα του Κόνραντ ή μόνο τ’ όνομά του7 Είναι σαφώς το καλύτερο που μπόρεσα να βρω και ταυτόχρονα κατά κάποιο τρόπο το θεωρώ διαφωτιστικό. [...]
Σημειώσεις του μεταφραστή: 1. Είναι μια μικρή παραλλαγή των στίχων 78-80 της Έρημης Χώρας στο μέρος Β'. Μια Παρτίδα Σκάκι. Τους πρότεινε ο Έλιστ στον Πάουντ, ο οποίος του απάντησε καταφατικά. Ο Έλιοτ όμως τελικά κράτησε τους αρχικούς στίχους. Η διαφορά βρίσκεται ότι στην πρώτη έκδοση έχουν αντικατασταθεί οι λέξεις «Sustained», του δεύτερου στίχου, και «Wherefrom» του τρίτου, από τις λέξεις «Held up» και «From which», αντίστοιχα. Η λέξη «Wherefrom», εμφανίστηκε μια φορά στην έκδοση του The Criterion, ενώ σε όλες τις επόμενες εκδόσεις διατηρήθηκε το «Fron whitch». Ο Σεφέρης τους στίχους 78-80, μεταφράζει ως εξής: Έλαμπε στο μάρμαρο, όπου ο καθρέφτης Που βάσταζαν κοντάρια πλουμισμένα με κλήματα Ό θε ξεμύτιζε ένας χρυσός Ερωτιδέας. 2. Με χοντρά γράμματα οι χειρόγραφες σημειώσεις του Πάουντ. 3. Στίχος 107. Πατήματα σερνόντουσαν στα σκαλοπάτια (μετ. Γ.Σ.). 4. Αναφέρεται ως βελτίωση του στίχου 136. [And if it rains, a closed car at four Κι αν βρέχει, το κλεισμένο αμάξι στις τέσσερις (μετ. Γ.Σ.)]. · 5. Στίχος 182. [Φύγανε, δεν άφησαν διεύθυνση (μετ. Γ.Σ.)]. 6. «Gerontion» τίτλος ποιήματος του Έλιοτ (του 1920). 7. Το απόσπασμα, από την «Καρδιά του Σκοταδιού», το οποίο τελικά ο Έλιοτ δεν συμπεριέλαβε, ήταν το εξής: «Μήπως ζούσε ξανά τη ζωή του με κάθε λεπτομέρεια πόθου, πειρασμού και υποταγής σε εκείνες τις υπέρτατες στιγμές της πλήρους γνώσης; Φώναξε σαν να ψιθύριζε σε κάποια εικόνα, σε κάποιο όραμα φώναξε δυνατά δυο φορές, μια κραυγή που δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μιαν ανάσα «Η φρίκη! Η φρίκη!»(μετ. θ . Γεωργιάδη, εκδ. Ανοιχτή Γωνία).
Γράμμα του Πάουντ στον Έλιοτ Filio dilecto mihi: [...] Δ ε σε συμβουλεύω να τυπώσεις το «Gerontion» ως εισαγωγή. Κάθε άλλο παρά θ’ αποτελεί έλλειψη, όπως έχουν τα πράγματα αυτή τη στιγμή. Για να γίνω ακόμα πιο σαφής, θα σε συμβούλευα να μην το τυπώσεις. Αντίθετα, σε συμβουλεύω να διατηρήσεις τον Φληβά. Θεώρησέ το κάτι περισσότερο από συμβουλή. Ο Φληβάς είναι αναπόσπαστο συστατικό του ποιήματος εισάγεται από το τραπουλόχαρτο, ο πνιγμένος Φ οίνικας ο Θαλασσινός. Είναι κυριολεκτικά απαραίτητος, εκεί που βρίσκεται. Πρέπει να παραμείνει. Κάνε ό,τι νομίζεις με το μαιευτικό μου εγχείρημα. Ό π ω ς και με τον Κόνραντ, ποιος είμαι που θα του αφαιρέσω το δάφνινο στεφάνι του; [...] Μ ετάφραση: Α νδρέας Α ποστολίδης
αφιερω μα/45
Μαίρη ντε Ράκεβιλτζ
Αποσπάσματα μιας ατμόσφαιρας ... Τα δια γγέλμα τα τον Π άουντ δεν α ν τιμετωπίστηκαν π οτέ ορθολογικά . Κ ά π ο ιο ι μ ίλησα ν για «αναξιόπιστο - ακα ταλόγιστο», κ ά ποιοι ά λλοι για το πρ οσ κύνημά τον στο μ εγά λο πειρασμό, το χειρότερο για ένα ν ποιητή, χρέος. Στις ρα διοφ ω νικές τον ομιλίες, ο Π ά ο νντ είχε πει: «Δ εν ανήκω σ ’ εκείνη τη σχολή των ρομαντικώ ν σ νγγρα φ έω ν π ο ν θεω ρ ο ύ ν τονς π α ρ α νοϊκούς περισσότερο ενδια φέροντες ή α ξιοθα ύμα στονς α πό τονς α πλά ξεπεσμένονς απατεώ νες».
Και δεν θα μπορούσε, ακόμα, ο άνθρωπος που ενστερνίστηκε τα κινέζικα ιδεογράμματα για την ειλικρίνειά τους, « ο άνθρωπος χέρι-χέρι με τη λέξη του», να κατηγορηθεί για εξωραϊσμό. «Δεν ξέρω κατά πόσο είναι χρέος του πολίτη ο εξωραϊσμός των παραστρατημένων», είπε κάποτε. Τα χαρτιά και η αλληλογραφία του αποκαλύ πτουν ένα σφοδρό πάθος να λογοδοτήσει για τις πράξεις του. Ενώ βρισκόταν στο Χάουαρντ Χωλ, φρουρούμενος σαν επικίνδυνος ψυχασθε νής, προετοιμαζόταν για την αναγγελία της κρά τησής του, στις 13 Φεβρουάριου του 1946, και κρατούσε σημειώσεις για την υπεράσπισή του. Επέμενε πως πίστευε στη λαϊκή αυτοδυναμία που είχε παραχωρήσει η Ιταλική κυβέρνηση (δηλ. δεν του ζητήθηκε να περάσει τη δ ι κ ή τους προπαγάνδα) και απάλλασε τον εαυτό του από το έγκλημα της βοήθειας ή διευκόλυνσης στον εχθρό καθώς κι εκείνης της ελεύθερης ρα διοφωνικής ομιλίας σε μιαν εποχή που το ραδιό φωνο δεν είναι παρά μια φάρσα αν δεν καλύπτει την ελευθερία του λόγου... Απολογία για την αθωότητά του δεν επετρά-
46/αφιερωμα πη. Η έφεση απορρίφθηκε δεκατρία χρόνια αργό τερα. Απολύθηκε με επιτήρηση και πέθανε δίχως να βρει το δίκιο του μπροστά στο δικαστήριο. Τα δώδεκα χρόνια σιωπής που ακολούθησαν την απόλυσή του μπορούν κάλλιστα να ειδωθούν σαν η προσωπική, διαρκής διαμαρτυρία και σι γουριά για την αθωότητά του, στα βαθιά γερά ματα. Ο Πάουντ είναι παγκόσμια γνωστός ως υπε ρασπιστής και υποστηρικτής των τεχνών. Υπήρ ξε όμως και ένθερμος υποστηρικτής του Αμερι κανικού Συντάγματος, ειδικά σε ό,τι αφορά την ελευθερία από τους καταναγκασμούς, την ελευ θερία του τύπου και του λόγου. Λόγω της βα θιάς πεποίθησής του πως ο κόσμος έχει υποκύψει στη δύναμη του παράνομου κέρδους, άφησε Δεν π εριμένω ένας Εγγλέζος να δει μ ε καλό μ ά τι τις π ολιτικές μου απόψεις. Είναι σύμφωνες με τον Τζέφερσον και τις δημοκρατικές αντιλή ψεις, αλλά συμπεριλαμβάνουν την έννοια της «υπ ευθυνότητας», στοιχείο που έχει από καιρό υποβαθμισ θεί σε ό ,τι ονομάζεται δημοκρατία. ["Organically Speaking", The New English Weekly, 26 Δεκεμβρίου, 1935] Σε μ ια εθνική οικονομία ΟΛΟΣ ο πληθυσμός πρέπει να είναι σε θέση ν' αγοράζει ό ,τι ΟΛΟΣ ο πληθυσμός π αράγει. Α υ τό είναι το π ρώ το α ί τη μ α στις ολοκληρωτικές οικονομίες. ΕΙΜΑΙ ΥΠΕΡ ΚΑΘΕ ΚΟΜΜΑΤΟΣ Π ΟΥ ΑΓΩΝΙ ΖΕΤΑΙ, Η Μ Ο Υ ΕΠΙΤΡΕΠΕΙ ΕΜΕΝΑ ΝΑ ΑΓΩΝΙ ΖΟΜ ΑΙ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜ ΙΚΟΥ ΑΝΑΛΦΑ ΒΗΤΙΣΜΟΥ. ["Intellectual Money", British Union Quarterly, Απρίλιος-Ιούνιος 1937]
προς στιγμή την ποίηση, ασχολούμενος με την ιστορία και την πολιτική. Στα 1933 ο Χέμινγουέι τού είχε γράψει: «Είσαι αγνός πατριώτης... Σαν τέτοιος, πρέπει να πι στέψεις σε μια κυβέρνηση». Αν και πάντα κριτι κά, πάντα αντικομφορμιστικά, ο Πάουντ έδειξε αφοσίωση στην πατρίδα του, όποτε αυτή την εί χε ανάγκη. Στη διάρκεια του Πρώτου Παγκο σμίου Πολέμου τέθηκε εθελοντικά στη διάθεση της Αμερικανικής Κυβέρνησης. Η απάντηση από το γραφείο του Στρατιωτικού Ακόλουθου στο Λονδίνο έχει φυλαχθεί. Δεν τον κάλεσαν ποτέ και το γεγονός το σχολίασε σ’ ένα γράμμα προς τον πατέρα του, από την ίδια πόλη, στις 23 Αυγούστου του 1917: ... είναι ειρωνεία, εγώ που τόσο ενόιαφέρομαι για τον πολιτισμό να εγκαταλείπομαι στη γραφομηχανή μου... ... Στα 1939, ο Πάουντ πήγε με δικά του έξοδα στην Ουάσινγκτον, προσπαθώντας να προλάβει έναν πιθανό πόλεμο ανάμεσα στην Αμερική και την Ιταλία: «Κατά πάσα πιθανότητα, φαινόταν
κάπως εκκεντρικό το γεγονός ότι ένας άνθρω πος, ένας οποιοσδήποτε άνθρωπος, θα μπορούσε να παρατήσει το τένις και την Κομφουκιανή αν θολογία και, μετά από τόσα χρόνια, να γυρίσει στην Αμερική με σκοπό να διαμαρτυρηθεί για τα πάντα ή να προσφέρει στους συμπολίτες του ιδέες για ο,τιδήποτε». (16 Μαρτίου 1943). Ο Σηνέιτορ Μπόρα του είπε: «είμαι βέβαιος πως ένας άνθρωπος σαν κι εσένα δεν πρόκειται να βρει κάτι να κάνει εδώ πέρα.» (Κάντο 84). Ακροατήριο δεν βρήκε μήτε στο Κογκρέσο, μήτε στο Λευκό Οίκο. Μονάχα μια φούχτα φίλους παλιούς, το Κολέγιο του Χάμιλτον και μια ομά δα νέων φοιτητών στο Χάρβαρντ και το Γέιλ, οι οποίοι φάνηκαν να ενδιαφέρονται για την πα ρουσία του. Επέστρεψε στην Ιταλία, ξέροντας πως δεν θα μπορούσε να βρει πρόσφορο έδαφος στην ίδια του τη χώρα. Στα 1940 τυπώνονταν τα Κάντος της Αμερικα νικής Ιστορίας. Ο Πάουντ ήταν έτοιμος να γρά ψει τον «Παράδεισο», μα τώρα ετοιμαζόταν πό λεμος. Έγραψε, απευθυνόμενος στον ιστορικό Ντ. Ρ. Ντιούι (24 Ιουλίου 1940):' Αδαμιαία δυναμική έχω δώσει στα Κάντος από το 62 ώς το 71, και δεδομένων κάμποσων ακόμη Ευρωπαϊκών πολέμων, θα καταφέρω να τυπώσω κι άλλα πολλά. Προφανώς αυτό που θέλω να πω χρειάζεται κάμποσα εκατομ μύρια θανάτους για να γίνει εκδόσημο. ... Αν και η επίσκεψή του, στα 1939, δεν του είχε προσφέρει το κατάλληλο έδαφος στη χώρα του, έκανε συνεχώς και μεγαλύτερες προσπάθειες να γυρίσει στις Η.Π.Α. πριν ξεσπάσει ο πόλεμος. Δεν τα κατάφερε, «... έχοντας προσπαθήσει την τελευταία στιγμή, μέσα στην ταραχή που ακοΟ Αδόλφος, είναι ένας σχεδόν π αθητικός υστε ρικός... όσο μπορώ να συμπεράνω, α ποτελεί όργανο τω ν χειροτέρων, σ χ ε δ ό ν , θύννω ν. ["From Italy", The New English Weekly, 24 Μαΐου, 1934]
λούθησε τις τρεις Συνθήκες να γυρίσει στην “πα τρίδα” με το πλοίο και τελικά βρίσκοντάς το γε μάτο από φυγάδες εμπόρους διαμαντιών, μυστι κούς (λιγότερο ή περισσότερο) πράκτορες, καθυ στερημένη αλληλογραφία κλπ. σε βαθμό που ένας κανονικός Αμερικάνος να μην έχει τόπο να σταθεί». («Τώρα οι απελάσεις σταμάτησαν πια»). Το ραδιόφωνο φαινόταν η μόνη διέξοδος. Το ραδιόφωνο με τη σχεδόν μυστική του υπό σχεση για μια «Δαντική» λάμψη, είχε τραβήξει την προσοχή του από τις αρχές της δεκαετίας του Τριάντα, όταν άκουσε την όπερά του Βιγιόν στην κουζίνα του ηλεκτρολόγου, στο Ραπάλλο. Οι Γκ. Κ. Όγκτεν και Ι.Α. Ρίτσαρντς είχαν, με
αφιερω μα/47 ταξύ των άλλων, επισημάνει την αποτελεσματικότητα των νέων, μαζικών Μέσων Ενημέρωσης. Ο Πάουντ δεν θα μπορούσε να λείψει από τη χρησιμοποίηση ενός τόσο υπέροχου οργάνου επικοινωνίας και γνώσης. ... Ο Πάουντ άρχισε να μιλά μ’ έναν περισσότε ρο ή λιγότερο σταθερό ρυθμό από το ραδιόφω νο, προετοιμάζοντας μια φουρνιά από ένα-δυό δωδεκάδες λόγους και έπειτα ταξιδεύοντας από το σπίτι του στο Ραπάλλο για τη Ρώμη όπου τις ηχογραφούσε σε πλάκες. Τον Δεκέμβριο του 1941 άρχισε να απευθύνεται προς την Αγγλία. Σκοπός του ήταν να πολεμήσει την παραποίηση της ιστορίας που είδε να γίνεται. «Κύρια πρόθε ση του σταθμού της Ρώμης είναι να σας κάνει να σκεφθείτε», έγραφε πρόχειρα ανάμεσα στις ση-
Στο συνοδευτικό κείμενο πρόσθεσε το υστερό γραφο: Έχω κάνει οκτώ μεταβιβάσεις από το σταθμό της Ρώμης και θα κάνω περισσότερες αν μου επιτραπεί. Είναι ο μοναδικός τρόπος επικοι νωνίας με τους φίλους μου στις Η.Π.Α. δίχως να χαθούν πέντε με οκτώ βδομάδες. (Επιστο λή προς τον Λουίτζι Βιλλάρι, 1941). ... Σαν απάντηση ίσως στα διαγγέλματά του, πριν ακόμα η Αμερική βγει επίσημα στον πόλεμο με την Ιταλία πάρθηκαν μέτρα εναντίον του, του αρνήθηκαν πρόσβαση σ’ αυτό που θεωρούσε τη μόνη ασφαλή μορφή μετακίνησης και τον χαρα κτήρισαν μισαμερικανό· στο τελευταίο αντέδρα σε βίαια. Το Περλ Χάρμπορ τον βρήκε στη Ρώ-
Ξ αναδιαβάζοντας το ν Λένιν α νακαλύπ τει κανείς έναν π αράδοξα σύντομο δρόμο προσέγγισής τ ο υ : η δ ιο ρ α τικ ό τη τα κ α ι'η διαίσθηση του Λένιν, η αίσ θηση το υ συγκεκριμένου μ έσ α στο ΧΡΟΝΟ - όλα π ροβάλλονται από το α καθ όρ ισ το σχήμα που ονομάζεται Ρωσία, τη Ρωσία, α υ τό το χάος, μουλιασμένη κα ι ανοργάνω τη όσο κ α ι η Α γγλία στην οπ ο ία α σ φ υ κτιού μ ε και π νιγόμαστε. Αυτό ς ο α καθόριστος, βλακώδης, άμο ρ φ ος όγκο ς κα ι επιπλέον οι εμπλοκές τη ς Γερμανίας, εκτό ς τόπ ο υ κα ι χρόνου, όπως μ οιά ζου ν σ ήμερα: ένα χ ά ο ς το ο π οίο ο Λένιν ΚΑΤΑΦΕΡΕ ν' α ντιμ ετω π ίσ ει! Μ ε μεθόδους Μ Η εφαρμόσιμες σ τα πιο «π ολιτισμένα» κράτη. Η κόλαση, με τη ν ο π ο ία ε ίμ ασ τε α ντιμ έτω π ο ι, α π α ιτεί εργα λεία μ εγαλύτερης ακρίβειας από α υ τά που πρόσφερε ο Λένιν.
μειώσεις του, «να κινήσει το ενδιαφέρον των ακροατών, να τους παρακινήσει στο άκουσμα της ιστορικής πληροφορίας ώστε να κατανοή σουν τον Φασισμό και να μάθουν να χτυπούν τους οικονομολόγους». Ό πω ς έγραφε και στις αρχές της δεκαετίας του δέκα: «Πρέπει να τρυπήσεις ένα κέλυφος αδιαφορίας αν θέλεις να κι νήσεις την προσοχή κάποιου άλλου». Συνέχισε να σφυροκοπά, παραλληλίζοντας την «επανά στασή μας του ’ 76 και τον αγώνα της Λάβρεως ενάντια στο τραπεζιτικό κεφάλαιο». Επικεντρώ νοντας την προσοχή του στις προοπτικές μιας οι κονομικής μεταρρύθμισης, είχε ξεχάσει το ση μείο στο οποίο η δημοκρατία του Τζέφερσον συναντούσε τον φασισμό του Μουσολίνι. Θεώ ρησε τον εαυτό του προορισμένο να διεξάγει έναν προσωπικό πόλεμο ενάντια σ’ αυτό που θεωρούσε τοκογλυφία και ψευδή πληροφορία: Ξέρω πως χρόνια τώρα ο Αμερικανικός λαός παρακινείται ενάντια στην Ιταλία, μια Ιταλία η οποία δεν έχει σχέση με τη χώρα που γνώρι σα. Πριν από όλους τους πολέμους, πριν από κάθε πόλεμο, σηκωνόταν εκεί ένα κύμα δια στροφής. (15 Μαΐου 1943). Εξήγησε σταθερά τη μέθοδο που ακολούθησε στις ομιλίες του: Οι σημειώσεις μου από το σταθμό της Ρώμης καθώς και οι σκέψεις μου είναι τηλεγραφι κές... πρακτικά ή χρονικά, πιο χρήσιμες από τη συζήτηση. Θα μπορούσατε κάλλιστα να τις έχετε σε σήματα Μορς.
μη. Διέκοψε τις εκπομπές του και επέστρεψε στο Ραπάλλο. Ό ταν το αποφάσισε πως ο πρόεδρος Ρούσβελτ είχε υπερβεί τις δυνάμεις του και πως ο μόνος ανοιχτός δρόμος γι’ αυτόν ήταν να συνε χίσει τις εκπομπές του από το σταθμό της Ιταλι κής Ραδιοφωνίας, με το όνομά του, σχεδίασε προσεκτικά την αγγελία με την οποία θα άρχιζε τη νέα σειρά των ομιλιών του. Καταλήγοντας, εξήγησε: Έ φαγα ένα μήνα προσπαθώντας να ξεκαθα ρίσω τα πράγματα... Ασχολήθηκα με τον Κομφούκιο και τον Αριστοτέλη, και οι δυο τους αντιμετώπισαν παρόμοια προβλήματα. (6 Ιανουάριου 1942) Στην κατηγορία πως έχει παραδοθεί στο φασι σμό απάντησε: Τώρα δεν έχω π α ρ α δ ο θ ε ί στο φασισμό περισσότερο απ’ όσο στον Κο Τζόυς. Τον πα ρακινώ να σκεφθεί (το δημοσιογράφο από τη Νέα Υόρκη) πάνω σ’ ένα στίχο από τα Κάντος του Μαλετέστα, Βιβλία, άρματα, ανθρώπων ασυνήθιστης ευφυΐας ή σε καιρούς αρχαίους ή στους δικούς μας. Σαν συγγραφέας δεν είμαι παραδομένος σε κανένα και είμαι στους πάντες. (Τζέημς Τζόυς: Σ' ανάμνησή του). ... Για τον Πάουντ ο πόλεμος δεν γινόταν ανάμε σα στη Γερμανία και την Αγγλία, την Ιταλία και την Αμερική, αλλ’ ανάμεσα στη διεθνή-οικονομολογία και τον «άνθρωπο που θέλει να κάνει κάτι καλύτερο». Ο μόνος δίκαιος πόλεμος που
48/αφιερωμα θα μπορούσε να φανταστεί ήταν για ένα αύτοχθον, δηλ. ντόπιο και εθνικό, ελεγχόμενο νομι σματικό σύστημα και δικαιοσύνη τιμών. Για σχεδόν είκοσι χρόνια, προσπάθησα να στρέψω την προσοχή των ανθρώπων προς τα οικονομικά μ ’ ένα λογικό τρόπο, όχι παραπετώντας τις ρέγγες, πότε σαν μικροπροβλήματα και πότε σαν άχρηστες μονομανίες... Ακό μη προσπαθώ να στρέψω την προσοχή τους προς τα γεγονότα, τις διαδικασίες, τα άτομα. Αν και είχε επικεντρώσει την προσοχή του στο «σύστημα», δε θα μπορούσε να μην επιτεθεί στα προβαλλόμενα άτομα και ομάδες, συμπεριλαμ βανομένων των μη Εβραίων δυνατών, των Εβραίων τραπεζιτών και επιχειρηματιών τους οποίους υποπτευόταν για κερδοφόρα σχέση με το σύστημα. Κατάγγειλε μια κρυφόνοη και ανεύ θυνη κυβέρνηση, αν και «απαθής... ως προς τη, σχετική με το χρόνο της δήλωσής μου, θέση των υπευθύνων» (15 Ιουνίου 1942). Ό ταν έμαθε την κατηγορία για προδοσία, έγραψε ένα επεξηγη ματικό γράμμα στον Κο Μπηντλ, στρέφοντας την προσοχή του προς την Σουηδική Πρεσβεία της Ρώμης και παράλληλα ζητώντας από την Αμερι κανική κυβέρνηση να του ανανεώσει το διαβατή ριο: «Θα μπορούσατε να το θεωρήσετε σαν αίτη ση επιστροφής του διαβατηρίου που μου αφαι-
Εκδόσεις ΚΑΑΕΝΤΗΣ
ρέσατε κατά την επίσκεψή μου στο γραφείο σας» (4 Αυγούστου 1943). Μετά την ανακωχή που υπέγραψε η κυβέρνη ση του Μπαντόλιο με τους Συμμάχους και τη γε νική αναταραχή που έκανε τους Ιταλούς να σκορπίσουν σε Νότο και Βορρά, εγκατέλειψε την Ρώμη με προορισμό τη «Δημοκρατία της Ουτο πίας». Το Νοέμβριο ξανάπιασε επαφές με τους υπευθύνους του ραδιοφώνου που είχαν προσχω ρήσει στη Δημοκρατία του Σαλό. Τώρα γινόταν καθαρό πως δεν μπορούσε πια να επαναλάβει τις κλήσεις του προς την Αμερική. Από τεχνική άποψη, ο μοναδικός τρόπος για να προσεγγίσει τις Η.Π.Α. θα ήταν μια στενότερη συνεργασία με τη Γερμανία. Το πείραμα κατέληξε σε αποτυ χία, όπως δείχνει ένα μικρό απόσπασμα, γραμ μένο στα Γερμανικά, το Νοέμβριο του 1943: «Ό χι, σε καμιά περίπτωση δεν μιλώ για το Βατερλώ μου.» Επαναλαμβάνει πως δεν καταφέρεται ενάντια στην πατρίδα του και συμβουλεύει τους Γερμανούς να διαβάσουν το δεύτερο μέρος του Φάουστ, όπου ο Γκαίτε μιλά για το χρυσάφι. Ο καιρός της δοκιμασίας έφτανε στο τέλος του. Τώρα σχεδίασε μιαν έκδοση 300 ραδιοφωνικών ομιλιών, στα Ιταλικά, για να διανεμηθούν δω ρεάν στα σχολεία. Το σχέδιο απορρίφθηκε προς όφελος μερικών «Οικονομικών Φυλλαδίων» και «Οδηγών», τα οποία καταστράφηκαν με τον ίδιο ρυθμό που τυπώθηκαν από τους εκδότες. Καθώς ο πόλεμος έφτανε στο τέλος του, εκείνος δούλευε
JfJT* ματα ενός Άγγλου αεροπόρου, του Τζ. Π. Άν-
Comtesse de Segur
Ενας καλός μικρός
γκολντ, που σκοτώθηκε στη μάχη, παράλληλα με τις Αγγλικές μεταφράσεις ποιημάτων ενός 23χρονου Ιταλού, σκοτωμένου κι αυτού στον ίδιο πόλεμο.
διαβολάκος
Σαν συγγραφέας μισώ την κακή μεταχείριση των λέξεων. Κανένας δεν πρόκειται να γίνει, όχι μεγάλος, μα ούτε καν καλός συγγραφέας αν μεταχειρίζεται έτσι τις λέξεις· πόσο μάλ λον να γίνει τεχνίτης πραγματικός. Δεν πι στεύω στις δημόσιες προκαταλήψεις, πιστεύω όμως στη σπουδή της Ιστορίας. (18 Ιουλίου 1942). Σε μιαν άλλη ομιλία του αυτής της περιόδου, εί πε, με σκοπό να «συμπυκνώσει»:
<
Οποιοσδήποτε αναλάβει να ηχογραφήσει και να εξετάσει τις ομιλίες που πραγματοποίησα από αυτό το σταθμό θα βρει πως χρησιμο ποίησα τρία είδη υλικού: Ιστορικά γεγονότα, πεποιθήσεις πεπειραμένων ανθρώπων, βασι σμένες σε γεγονότα, και τους καρπούς της δι κής μου πείρας. Κι εμείς δεν μπορούμε παρά να σκεφτούμε: «Ποια διαφάνεια θα προσθέσεις σ’ αυτή τη δια φάνεια, ποια ειλικρίνεια»;
\
ΝΕΑΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
Γραφεία: Κ ολοκοτρώνη 15, Τηλ.: 32.34.270 Εκθεση: Μ αυρομιχάλη 5 ( I 05 όροφος), Τηλ.: 36.23.553. Βιυ λιοπωλείο: Π Α Ρ Α Μ Ε Τ Ρ Ο Σ. Μ ιτω νος 62. Χ ολαργός, Τ ηλ.: 65.23.145.
Μ ετάφραση: Γιώργος Μ πλάνας
αφιερωμα/49
Μάικλ Ρεκ
Από το «Μια συζή τηση ανάμεσα στον Έζρα Πάουντ και 'τον Ά λλεν Γκίν σμπεργκ », E ver green R e v ie w , Ν ° 5 7, Ι ο ύ ν ιο ς 1968. Ύστερα ο Γκίνσμπεργκ στράφηκε προς τον Πάουντ και είπε, «Οι απόψεις σου για τη συγκε κριμένη αντιληπτική διαδικασία, καθώς και η άποψη του Ουίλλιαμς: “όχι ιδέες, αλλά κατευ θείαν στα πράγματα” βοήθησαν πολύ κι εμένα κι άλλους νέους ποιητές. Ακόμη-ακόμη, η γλωσσι κή δομή των ποιημάτων σου είχε μια πολύ ορι σμένη αξία σε ό,τι αφορά τη διαμόρφωση των απόψεών μου. Γίνομαι αντιληπτός; «Ναι», είπε ο Πάουντ κι ύστερα από λίγο μουρμούρισε : «Τα ποιήματά μου όμως δεν γί νονται αντιληπτά». Ο Γκίνσμπεργκ κι εγώ τον διαβεβαιώσαμε πως, τουλάχιστον εμείς, τα κα ταλαβαίνουμε. «Μεγάλες κουβέντες!», είπε εκεί νος και σουφρώνοντας τα χείλη του, σαν να ήθε λε να ανιχνεύσει τις λέξεις - βρίσκοντάς τες τελι κά - ο Δάσκαλος συμπλήρωσε: «Ο Μπάζιλ Μπάντινγκ μου είπε πως τα Κάντος αναφέρουν κάποια πράγματα μα δεν τα παρουσιάζουν». Ο Γκίνσμπεργκ τον διαβεβαίωσε πως μόλις πρό σφατα, ο Μπάντινγκ τού είχε καταδείξει τα Κάντος ως ένα λαμπρό παράδειγμα οικονομίας της γλώσσας κι εγώ του είπα: «Παρουσίαση ση μαίνει πως όταν κάποιος διαβάζει τα ποιήματά σου, σταματά στο γεγονός της τόσο πιστής περι γραφής, ακόμη κι αν δεν έχει, από μόνος του, κάποια σχετική πείρα: “ Έτσι, έτσι ακριβώς εί ναι” ,λέει μέσα του. Διαβάζοντάς τα κι εγώ, ένιω σα το ίδιο. Τα ποιήματά σου είναι, συχνά, συ νταρακτικά άμεσα». Ο Πάουντ παρέμεινε βουβός, ξύνοντας την ανάστροφη της παλάμης του. Κι ένα λεπτό αργό τερα: «Γύρω στο ’60, είχα πεισθεί πως δεν ήμουν τρελός μα ηλίθιος!» «Στο έργο σουΤ οι διαρκείς εικόνες που πα ρουσιάζονται από ρηματικές φράσεις, όπως «λάμψη λεπτή στον ήλιο απαστράπτουσα» και «πέτρα μαλακή σαν σαπούνι στεκάμενη - κάτι τέτοια - άνοιξαν το δρόμο που ακολούθησα», εί πε ο Γκίνσμπεργκ. «Χάος». «Εσύ, τα Κάντος ή εγώ;» «Τά γραπτά μου. Ηλίθια κι αγράμματα, απ’
άκρη σ’ άκρη. Ηλίθια κι αγράμματα». «Έχεις αυτί στην ποίησή σου», είπα εγώ. «Κι αυτό είναι το σημαντικότερο, όταν γράφεις. Θα σου είναι πολύ δύσκολο να λαθέψεις, έστω και σε ένα στίχο». «Να γράφω μου είναι δύσκολο, να γ ρ ά φ ω » , απάντησε, χαμογελώντας αμυδρά. Ύστερα, το λόγο πήρε ο Γκίνσμπεργκ: «Ο Μπιλ Ουίλλιαμς μου είπε πως έχεις ένα «μυστικό αυτί». Εσένα σου το είπε ποτέ;» «Ό χι, δεν μου το είπε». Ο Δάσκαλος κοίταζε μακριά, χαμογελώντας ανεπαίσθητα, σχεδόν δει λά. «Ε, λοιπόν, σου το μεταφέρω εγώ, ύστερα από επτά χρόνια· αυτή ήταν η κρίση του γιατρού με το τρυφερό βλέμμα». «Μας έδειξες το δρόμο», συνέχισε ο Γκίνμπεργκ. «Ό σο περισσότερο διαβάζω την ποίησή σου, τόσο περισσότερο πείθομαι πως είναι ό,τι καλύτερο για την εποχή της. Και οι Οικονομικές σου θεωρίες είναι σ ω σ τ έ ς . Το είδαμε στο Βιετνάμ. Μας έδειξες ποιοι βγαίνουν κερδισμέ νοι απ’ τους πολέμους. Και για να διασκεδάσου με λίγο - χρησιμοποιώ το ρήμα με το αρχαϊκό του νόημα, ως πνευματική κατάσταση - τα υπονοούμενά σου ενάντια στους Ταοϊστές, τους Βουδιστές και τους Εβραίους έχουν τη θέση τους, ως τμήμα των Κάντος, σε πείσμα των προθέσεών σου- το ίδιο και το θέατρο, οι δίσκοι, η συνειδησιακή ροή. Ο Παράδεισος επιθυμεί· όχι όμως με τον ατελή τρόπο κατασκευής του, αλλά με τη μεγαλοψυχία της επιθυμίας να διακηρύξει συναφείς αντιλήψεις μέσω της γλώσσας». « Ό ,τι καλό έκανα καταστράφηκε από κακές προθέσεις: ενασχολήσεις με άσχετα και ηλίθια πράγματα», αποκρίθηκε ο Πάουντ. Κι έπειτα, αργά, εμφατικά, έχοντας, σίγουρα, συνείδηση του γεγονότος ότι ο Γκίνσμπεργκ είναι Εβραϊκής καταγωγής: «Το χειρότερο λάθος μου, όμως, υπήρξε, εκείνη η ηλίθια, επαρχιωτική προκατά ληψη του Αντισημιτισμού». Μετάφραση: Γιώργος Μπλάνας.
50/αφιερωμα
Α π ό μια συζή τη σ η με τ ο ν Ά λ λ ε ν Γ κ ινσ μ π ερ γ κ Το ακόλουθο κείμενο προέρχεται από μια ζων τανή ραδιοφωνική συζή τηση με τον Ά λ λ εν Γκίνσμπεργκ πάνω στη βασι κή μαντρική συλλαβή Α Χ (στα Θιβέτιανά - η κατα γωγή της είναι σανσκριτι κή - δηλώνει τον Ε ξαγνι σμό του Λ όγου και την Παροχή της Α περιόρι στης Ευρυχωρίας), στη διάρκεια της οποίας κά ποιος καθηγητής μπαίνει και αναγγέλλει το θάνατο του Πάουντ.
I----Ο θάνατος του Έ ζρα Πάουντ---Ε: Τα έμαθες τα νέα; Α.Γ.: Ό χι. Ε: Πέθανε ο Έζρα Πάουντ. Α.Γ: Αχ... για τον Έζρα Πάουντ. Πότε έγινε; Ε: Δεν ξέρω. Μόλις που το άκουσα στις ειδή σεις. Προφανώς πριν από δυο τουλάχιστον ώρες. Α.Γ.: Αναπαύσου εν ειρήνη, Έζρα Πάουντ. Όμορφος άντρας - πέθανε απόλυτα γαλήνιος είμαι βέβαιος - πέθανε σε μια κατάσταση σωμα τικής διαφάνειας και πνευματικής χάριτος, έτσι νομίζω. Ή ταν σαν τον Πρόσπερο - σοφός, δά σκαλος μεγάλος και μεγάλος γκουρού, μεγάλος ησυχαστής, ώς το τέλος. Τις ίδιες σιωπές που κρατήσαμε απόψε, για λίγα μόνο λεπτά, εκείνος τις κρατούσε για μέρες και μήνες δίχως διακοπή. Θα μπορούσε να μη μιλήσει καθόλου στη διάρκεια των δέκα τελευταίων χρόνων, εκτός κι αν ανάβλυζε από μέσα του κάτι πολύ ζωντανό και οξύ. Ό ταν τελικά άνοιγε το στόμα του ήταν για να αναφέρει πράγματα βασισμένα σε γεγονό τα, κι αυτά με κόπο. Ε: Έχει δημιουργηθεί κάποιο ζήτημα σχετικό με το βραβείο που πήρε από την Αμερικανική Ακαδημία Τεχνών και Επιστημών.
Α.Γ: Έ να μάτσο νεοφασίστες σχολαστικοί είναι που επιτίθενται στον Πάουντ - τα νεοαντιδραστικά τσιράκια της CIA τον κυνηγούν. Για τον Ίρβινγκ Κρίστολ πρόκειται, αυτός του κάνει συ νεχείς επιθέσεις, αυτός που πρωτοέβγαλε το πε ριοδικό Encounter με λεφτά της CIA, αυτός, ένας διάσημος υπερασπιστής της ακαδημαϊκής υποταγής στους νόμους, που έγραψε στους Χάρπερ εν Ρόου πως έπρεπε να υποβάλουν από τα πριν στη CIA το βιβλίο τους για τα μπλεξίματά της στο εμπόριο οπίου της Ινδοκίνας (σημειωτέον ότι αυτό είχε γίνει νωρίτερα) και βρήκε το κουράγιο να γράψει στους Τάιμς της Νέας Υόρκης πως ο Πάουντ δεν άξιζε το βραβείο και πως ήταν ηθικά διεφθαρμένος γιατί υποστήριξε το φασισμό, ο I.... Κ.... που υπέγραψε δημόσια πως θα ψήφιζε το δολοφόνο τον Νίξον! Είναι κάτι σαν απότομο χτύπημα του Κάρμα! Κ: Εσύ τι γνώμη έχεις για την απονομή βρα βείου σ’ έναν άνθρωπο με τις θέσεις του Πάουντ; Α.Γ.: Είναι εντελώς άσχετο! Αν το βραβείο στα θεί αρκετά τυχερό ώστε να τον συναπαντήσει, μεγάλη του η χάρη. Το βραβείο τον χρειάζεται και όχι αυτός το βραβείο. Βεβαίως, να του τα δώσετε όλα. Είναι ντροπή να μην έχει πάρει το Νόμπελ και κάθε άλλο βραβείο, με την πρώτη -
αφιερωμα/51 είναι ο μεγαλύτερος ποιητής του αιώνα! Ο μεγα λύτερος ποιητής του αιώνα.... μεγάλη μας η χά ρη που έτυχε να πεθάνει απόψε.
διάστημα των πενήντα αυτών χρόνων, η ανθρω πότητα πέτυχε κάτι το εξαιρετικό συμπεριλαμ βανομένων και των λαθών του φυσικά.
Ε: Τί σημαίνει αυτό το «ο μεγαλύτερος ποιη τής του αιώνα»; Α.Γ.: Ο μοναδικός ποιητής που άκουσε το λόγο του δρώντος σώματος και τον εφάρμοσε σε στί χους που θα μπορούσαν να ψαλλούν ρυθμικά, δίχως να παραβιάσουν το κοινό ανθρώπινο αί σθημα, δίχως να παραδοθούν στην υστερική φαντασία ρομποτικών μετρικών επαναλήψεων, τη συναισθηματική μούχλα των απαρχαιωμένων πολιτιστικών μορφών, ο πρώτος ποιητής που άνοιξε το δρόμο για νέες, ζωντανές μορφές στην Αμερική, μετά τον Ουώλ Ουίτμαν - ασφαλώς και είναι ο μεγαλύτερος ποιητής από την εποχή του Ουίτμαν... ο άνθρωπος που ανακάλυψε τα χειρόγραφα του Μοντεβέρντι στη Βενετία και τα κουβάλησε από τις βιβλιοθήκες στο φως του ει κοστού αιώνα για να τα ακούσουμε· ο άνθρωπος που ερευνώντας επισταμένα τα φωνήεντα, έφτα σε μέχρι τους συνθέτες της Αναγέννησης για να ακούσει πώς τα πρόφεραν και τα χρησιμοποιού σαν στη σύνθεση, συλλαβή προς συλλαβή και έκανε το ίδιο με τον Βιβάλντι και έτσι τον έφερε στο φως της διασημότητας.
Ε: Ό πω ς και με τα Φύλλα Χλόης, ε; Μια επανάληψη αυτού που έκανε ο Ουίτμαν στα Φύλλα Χλόης. Α.Γ.: Ναι, έτσι. Κι ακόμη, ο Πάουντ ξεσκέπασε ή απομυθοποίη σε τη φύση των τραπεζών, του χρήματος και της αγοράς· οι απόψεις του για τόν παραπλανητικό ρόλο των τραπεζών, οι οποίες μπερδεύουν όποιον εξετάσει το ζήτημα, ξεκινώντας από τό γεγονός πως εκδίδουν χρήματα με κυβερνητικές πιστώσεις, ουσιαστικά, γιατί το ίδιο το χρήμα υποστηρίζεται από την κυβέρνηση και οι τράπε ζες δεν μπορούν να το θέσουν σε κυκλοφορία εί τε σαν χαρτονόμισμα ή σαν επιταγή από μόνες τους - σαν να μην γίνεται να δανειστεί η κυβέρ νηση από τις τράπεζες, εκτός και αν τις υποστη ρίζει, πράγμα που σημαίνει πως, στην ουσία, δανείζεται από την ίδια της την εξουσία, την εξουσία, βεβαίως, των τραπεζών να δανείζουν και κατά συνέπεια να δανείζουν και την ίδια την κυβέρνηση. Αυτός λοιπόν είναι ο λόγος για τον οποίο η ομοσπονδιακή κυβέρνηση υποστηρίζει τις τράπεζες. Έτσι ο Πάουντ απομυθοποίησε αυτό το τόσο απλό ζήτημα που μπέρδευε τον αμερικανικό λαό τα τελευταία εκατό χρόνια και έκανε τον Άμπυ Χόφμαν ν’ ανέβει σ’ εκείνο το μπαλκόνι που κοιτούσε το χρηματιστήριο της Γουώλ Στρητ και να πετάξει λεφτά σ’ όλους εκείνους τους πρεζάκηδες του χρήματος, τους υλομανείς αεριτζήδες. Ο Πάουντ λοιπόν, κατά τη γνώμη μου, επη ρέασε πάρα πολλούς ανθρώπους και με πολύ διαφορετικούς τρόπους, κυρίως επαναστατικούς και γοητευτικούς, όπως τον Ιμάμου Αμίρι Μπαράκα που χρωστά αρκετά στον Πάουντ και είναι φανερό πως ξεπήδησε από αυτόν, με την ιδιαιτε ρότητα της νέγρικης επαναστατικότητάς του, βε-
Ε: Έγραψε κι ένα βιβλίο αρμονίας. Α.Γ.: Και αρμονία έγραψε και μιάν όπερα σε στίχους του Βιγιόν. Το βιβλίο αρμονίας δεν το ξέρω καθόλου. Ε: Μα πώς - μερικοί Εβραίοι αντέδρασαν στα όσα αρνητικά εξέφρασε για τη φυλή τους. Α.Γ.: Ο Πάουντ μου είπε πως ένιωθε σαν να ’ταν τα Κάντος «ηλίθια και αγράμματα απ’ άκρη σ’ άκρη», μια αποτυχία, ένα «χάος» και πως «το χειρότερο λάθος του υπήρξε η ηλίθια, επαρχιώ τικη προκατάληψη του Αντισημιτισμού», - έτσι σκεπτόταν όταν μιλήσαμε γύρω στο ’67. Λοιπόν, εγώ του απάντησα πως από τα Κάντος και πέρα υπήρξε, για πρώτη φορά, ένα μοναδικό και αυ τόνομο πρόσωπο που κατέγραψε, πάνω από το ρεύμα μιας ολόκληρης ζωής, κάθε μεγάλη του ιδέα και σκέψη, όλο το φάσμα των τάσεων, σχέ σεων, ανακαλύψεων και πεποιθήσεών του, οι οποίες υπήρξαν μια ακριβής επιτυχία του πνεύ ματός του και πως γι’ αυτό δεν μπορεί να σκέ πτεται με όρους αποτυχίας ή επιτυχίας, αλλά με όρους δραστηριοποίησης και αναπαραγωγής των. Του είπα ακόμα πως από τότε που, για πρώτη φορά, ένας άνθρωπος συνέλαβε, ολόκλη ρον, ένα πνευματικό κόσμο, μέσα σε πενήντα χρόνια και ακολούθησε τις σκέψεις που τον απάρτισαν ώς το τέλος, υψώνοντας έτσι ένα οι κοδόμημα που έμελλε να ξεπεράσει το χρονικό
Η αληθινή Ελληνική κληρονομιά δεν είναι τ α κομψ οτεχνήματα του Swinburne ή ο φ ο ρμαλι σμός του 18ου α ιώ να, αλλά ο λακωνισμός και η αποσύνδεση από τ α φ ρ α σ τικ ά νοήματα. [Edge, Φεβρουάριος 1957]
βαίως. Έτσι, η τελική κατάθεση του Πάουντ συμπυκνώνεται στην απελευθέρωση της φωνής, του φωνήεντος, της συνειδητής προσήλωσης στη γλώσσα, τον εξαγνισμό της, ώστε τελικά θα μπο ρούσαμε να πούμε πως το Κάρμα του Πάουντ ήταν ΑΧ. Ε: Εσύ, προσωπικά, προσπερνάς την εμπλο κή του Πάουντ στο φασιστικό κίνημα ή την παραδέχεσαι; Α.Γ.: Ό χι. Την βλέπω σαν ένα είδος χαρακτήρα
52/αφιερωμα και χιούμορ, άστατου χ-ι-ο-ύ-μ-ο-ρ. Νομίζω πως για κάποιο διάστημα, όπως του άρεσε κιόλας, ήταν πνευματικά άρρωστος - αν ακούσετε τις ηχογραφήσεις του Σαν Ελίζαμπεθ, θα δείτε πως η φωνή του είναι άκαμπτη, ευερέθιστη. Ενώ ακούγοντας τις ηχογραφήσεις του 1958 - στο Μι λάνο, μια σπάνια κόπια του «Με την τοκογλυ φία» - κι αργότερα τις ηχογραφήσεις του ’66, στο Μιλάνο, θα βρεθείτε μπροστά στη φωνή του ίδιου του Πρόσπερου, που κάθε τρίτη σκέψη του ήταν μνημείο: ο υπέροχος γέροντας με τους λε πτούς τρόπους, την αχνή, διάφανη φωνή, να βα δίζει, συλλαβή προς συλλαβή, όλο ένταση και κατανόηση των σκέψεων των νέων. Είχε αναλύ σει λοιπόν τις κραυγές του σ’ έναν θρήνο· όπως ο Πρόσπερος, έπνιξε τα βιβλία του και βυθίστη κε, «βαθύτερα από κάθε αβυθομέτρητο ήχο», στο μαγικό του πάθος για Υπερηφάνεια, έλαβε τη στάση της παραδειγματικής σιωπής του, η οποία δεν έσπαζε παρά μόνο στη σπάνια εκείνη πνευματική ευκαιρία που θα μπορούσε να αντικατασταθεί με κάτι καλοδιατυπωμένο - όπως τότε που μου είπε, «Ηλίθια και αγράμματα απ’ άκρη σ’ άκρη». Ε:. Ποιος είπε πως ο Πάουντ ήταν ο τελευ ταίος Αμερικανός που έζησε την τραγωδία της Ευρώπης; Α.Γ.: Μάλλον ο ίδιος γιατί τελικά πέθανε και 86 χρόνων - ή 87; Είχε πάει στο Λονδίνο πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και είδε τα καλύ τερα πνεύματα του καιρού του κατεστραμμένα από την τρέλα του πολέμου κι έγραψε πολλά ελε γεία για τους «Γόητες με το χαμόγελο στ’ ωραίο στόμα - γρήγορα μάτια που ’ναι τώρα κάτω απ’ της γης τη φλούδα». Έτσι θυμόταν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, είχε ακούσει ιστορίες για τον ι μη ύλιο από τους παππούδες του, στο ΙντάΗ λογοτεχνία που έχει διάρκεια, είναι ίσως π άντοτε, η λογοτεχνία που προσπαθεί να σχη μ ατίσ ει απλά και ανυπ ό κρ ιτα την εικόνα του θεμα τικού υλικού της. 1“Some Notes on Francisco de Quevedo", Hermes, Μάρτιος 19211
χο και την Φιλαδέλφεια και επιπλέον βρέθηκε στην Ευρώπη πριν, μετά και σε όλη τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Είχα την τιμή να καπνίσω μαριχουάνα στο σπίτι του, στην 82η επέτειο των γενεθλίων του, τραγουδώντας το Χάρε Κρίσνα με το ίδιο όργανο που χρησιμο ποίησα κι απόψε. Του πήγα ένα δίσκο με τον Λοχία Πέπερ των Μπήτλς που δεν είχε ακούσει ποτέ, του πήγα Ντύλαν - έφαγα ένα ολόκληρο απόγευμα να του παίζω Ντύλαν και Μπήτλς και Ντόνοβαν. Ε: Πώς του φάνηκαν; Α.Γ.: Ε, λοιπόν, δεν είπε τίποτε. Απλώς άκουγε
μ’ ένα δύσκολο χαμόγελο, παίζοντας που και που τα χείλη. Ρώτησα όμως την Ό λγα Ρουτζ να μου πει πώς του φαίνονταν όλα αυτά - αν του άρεσαν δηλαδή- κι εκείνη μου είπε, «Μάλλον, αν δεν του άρεσαν θα έφευγε δίχως να πει τίπο τε!». Έτσι κάθησε και άκουσε Μπήτλς και Ντύ λαν για δύο ώρες, μέχρι τέλους. Ωραίο ήταν αυ τό. Υπομονετικός άνθρωπος. Τον πρωτοσυνάντησα σ’ ένα θέατρο στο Σπολέτο, όπερα παίζανε. Μπήκα στο θεωρείο μου και τον είδα να κάθεται στην πλατεία. Έτσι, λί γο πριν αρχίσει ο Μαγεμένος Αυλός, κατέβηκα, τον πλησίασα και του έπιασα το χέρι. Σηκώθηκε και κάρφωσε το βλέμμα του πάνω μου. Μείναμε έτσι γιά κάμποση ώρα, να κοιταζόμαστε ακίνη τοι, ήσυχα, ήρεμα, δίχως να έχουμε να πούμε τί ποτε, ώσπου εγώ έβαλα το χέρι μου στην πλάτη του και τον βοήθησα να καθήσει. Φυσικά δεν ήξερα αν ήθελε να καθήσει και καθώς δεν είχα Σε μ ια εθνική οικο νομία ΟΛΟΣ ο πληθυσμός πρέπει.να είναι σε θέση ν' αγοράζει ό ,τι ΟΛΟΣ ο π ληθυσμός π αράγει. Α υ τό είναι το π ρώ το α ί τη μ α στις ολοκληρωτικές οικονομίες. ΕΙΜΑΙ ΥΠΕΡ ΚΑΘΕ ΚΟΜΜΑΤΟΣ ΠΟΥ ΑΓΩ Ν Ι ΖΕΤΑΙ, Η Μ Ο Υ ΕΠΙΤΡΕΠΕΙ ΕΜΕΝΑ ΝΑ ΑΓΩΝΙ Ζ Ο Μ ΑΙ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΟΙΚ ΟΝΟΜ ΙΚΟΥ ΑΝΑΛΦΑ ΒΗΤΙΣΜΟΥ. [“Intellectual MoneyBritish Union Quarterly, Απρίλιος-Ιούνιος 1937]
και μεγάλη εμπιστοσύνη στον εαυτό μου, νόμισα πως δεν είχα κάνει καθόλου καλά να τον αγγίξω, να τον πιέσω να κάτσει. Στη συνέχεια, τον ξανάδα στο Ραπάλλο, όπου ζούσε στη δεκαετία του ’20 με τον Γέητς. Ανέβα σα το όργανο στην κορυφή του ψηλού λόφου, απ’ όπου το κομψό σπίτι του ατένιζε τις μεγάλες εκτάσεις της γαλάζιας μεσογειακής απεραντοσύ νης, κάθησα κάτω από ένα δέντρο, σε μια ξύλινη καρέκλα και τραγούδησα το Χάρε Κρίσνα, το Χάρι Ομ Νάμο Σιβάγιε, το Γκοπάλά Γκοπάλα Ντιεβάκι Ναντάνα Γκοπάλα, ώσπου τελικά μπή κα μέσα για φαγητό και η Ό λγα Ρουτζ - εκείνος δεν είχε πει τίποτε - είπε, «Έζρα, γιατί δεν ρω τάς τον Κο Γκίνσμπεργκ αν επιθυμεί να πλύνει τα χέρια του;». Είπε λοιπόν κι εκείνος, «Λέει αν θέλετε να πλύνετε τα χέρια σας». Από κείνη τη στιγμή και για όλο το υπόλοιπο απόγευμα δεν άνοιξε το στόμα του, εκτός άπό την ώρα που ■αναφέρθηκα σε κάποιαν επίσκεψή μου, με τον Μπάροουζ το 1958, στον Λουΐ Φερντινάν Σελίν, ο οποίος κατά τη γνώμη μου είναι ο μεγαλύτερος Γάλλος Πεζογράφος. Τον είχα ρωτήσει λοιπόν ποιον Γάλλο πεζογράφο προτιμούσε και μου απάντησε το Σουηδό Σ.Φ, Ραμούζ και τον Ανρύ Μπαρμπίς που έγραψε το Sur le Feu και, έτσι μου είπε, φρεσκάρησε τη γαλλική γλώσσα όπως ο Πωλ Μοράν - τον τίτλο του βιβλίου του τον είχα ξεχάσει όταν έλεγα την ιστορία στον
αφιερωμα/53 Πάουντ - και τότε η Ό λγα είπε, «Έζρα, πως έλεγαν το βιβλίο του Μοράν που σου άρεσε - το τελευταίο του δεν σου είχε αρέσει, εκείνο όμως σου άρεσε». Τον πέτυχε πάνω που ετοίμαζε μια πιρουνιά σπαγγέτι- σήκωσε το κεφάλι του, είπε «Ouvert la Nuit» και ολοκλήρωσε τη μπουκιά του. Το βιβλίο αυτό είχε πρωτοβγεί το 1928 περί που, άρα το μυαλό του ήταν ευλύγιστο και κα θαρό. Ύστερα, δεν είπε τίποτε, για όλη την υπό λοιπη μέρα. Πήγαμε στο Πόρτο Φίνο και καθήσαμε στη λιακάδα, σ’ ένα τραπεζάκι, στην απο βάθρα, δίπλα στα δίχτυα των ψαράδων. Εγώ του αράδιασα μονομιάς ό,τι είχα να πω κι ακόμη ό,τι μου ερχόταν. Για μια στιγμή, σταματώντας, πέφτοντας σε μια σιωπή περισυλλογής, σκέφτηκα πως ήταν σαν να βρισκόμουν με τον Πρόσπερο - ήταν απολαυστικό. Η σιωπή αυτή δεν βά ραινε από τίποτε· υπήρχε άπλετος χώρος, δεν χρειαζόταν ν’ ανησυχώ. Ήταν σαν όρκος σιωπής των Ινδιάνων, όπως έκανε. Μετά από μερικούς μήνες, επισκέφθηκα την Βενετία, την οδό Σαν Γκρεγκόριο, όπου έμενε με την Ό λγα Ρουτζ, δίπλα στην Πανσιόν Τσιέι. Εκεί έτρωγε, έπαιρνε την αλληλογραφία του κι έβλεπε λίγο κόσμο. Έφαγα λοιπόν τρεις βδομά δες στο μέρος αυτό, διαβάζοντας ξανά και ξανά τα Κάντος, καθώς και ένα υπέροχο βιβλίο για τον Πάουντ με τον τίτλο Ιδέες σε δράση, γραμμέ νο από τον Κλαρκ Έμερυ (Εκδ. Πανεπιστήμιο του Μαϊάμι) - το βιβλίο αυτό περιείχε την καλύ τερη περιγραφή των Κάντος, απ’ όσες έχω δει. Ωραία ανάλυση και ερμηνεία - σου έκανε ευκο λονόητες τις θεωρίες του για την ιστορία και την οικονομία. Τα Κάντος τα χρησιμοποίησα σαν τουριστικό οδηγό της Βενετίας : «και στην κολυμπήθρα αρι στερά όπως μπαίνεις - βρίσκονται όλοι οι χρυσοί θόλοι του Σαν Μάρκο». Έτσι πήγα στην εκκλη σία του Σάν Μάρκο και έψαξα για κολυμπήθρα, προς τα αριστερά. Τη βρήκα μα δεν είχε μέσα της νερό κι έτσι οι χρυσοί θόλοι του Σαν Μάρκο δεν άστραφταν. Γύρισα πίσω και μετά από μερι κές μέρες, στη διάρκεια των οποίων παρέμεινε τελείως βουβός, του είπα: «Πήγα στην Βενετία μα δεν κατάφερα να δω τους χρυσούς θόλους απαστράπτοντες στην κολυμπήθρα, προς τα αρι στερά». Ξαφνικά, άνοιξε το στόμα και είπε, «Αχ, είναι χρόνια τώρα. Από τότε που βάλανε υδρορροή γύρω στην κολυμπήθρα και το νερό φεύγει, δεν καθρεφτίζονται πια οι χρυσοί θο λοί». Και ύστερα δεν ξαναμίλησε ώσπου του έκανα κάποιαν άλλη ειδική ερώτηση: «Και του Σαλβιάτι πού ήταν»; «Στό τέλος του δρόμου, εκείνο το φτιαγμένο με γυαλί». Ακολούθησε η συζήτηση για την ηλιθιότητα των κάντος, για την αγραμματοσύνη, το χάος τους. Πραγματικά, από τα Κάντος και μετά υπήρξε ένα απλό άτομο. Του μίλησα για τα ναρκωτικά και τη μαριχουάνα και τον ρώτησα αν καταλαβαίνει για τί του λέω.
Ο Pound στη Βενετία το 1963.
«Μα εσείς φαίνεται να ξέρετε καλά το θέμα σας». Τον ρώτησα αν διάβασε το Στρατόπεδα του Μπάζιλ Μπάντινγκ κι εκείνος δεν είπε τίπο τε- μονάχα ένα μεγάλο, ανοιχτόκαρδο χαμόγελο - αλήθεια, σαν φιγούρα του Κραμπ χαμογέλασε - και μου έκλεισε το μάτι. Ο Μπάζιλ Μπάντινγκ υπήρξε καλός ποιητικός σύντροφός του και έμει νε μαζί του στο Ραπάλλο, όταν βρισκόταν εκεί και ο Γέητς, στη δεκαετία του ’20. Από αυτή του την μοναχική άσκηση, βγήκε κρατώντας ένα με γάλο επικό ποίημα τριάντα σελίδων, το Στρατό πεδα. Ε: Βρετανός είναι, από το νότο... Α.Γ.: Βέβαια, από το Νιούκαστλ, την Νορθόμπρια, κι έδωσε στον Πάουντ ένα μεγάλο μάθη μα «Ποίηση = συμπύκνωση», - η ποίηση είναι συμπύκνωση, πυκνότητα και στοχασμός. Ο Πάουντι είπε, «Κάποτε, ο Μπάντινγκ μου είπε πως κατά τη γνώμη του η ποίησή μου αναφέρει πολλά και παρουσιάζει πολύ λίγα». Έτσι του εί πα. «Μα νομίζω πως τον περασμένο μήνα που τον είδα στην Νέα Υόρκη μου είπε: «Διάβασε Πάουντ αν θέλεις να δυναμώσεις, πέτυχε μια τέ λεια συμπύκνωση της γλώσσας». Η διαφορά ανάμεσα στην παρουσίαση και την αναφορά βρίσκεται σε μια πολύ ενδιαφέρουσα υπεροχή της δεύτερης. Η αναφορά - την οποία τελειοποιεί - έχει σχέση με το να αναφέρεις κα ταστάσεις και όχι με το να τις παρουσιάζεις, να παρουσιάζεις τα γεγονότα που τις απαρτίζουν. Με τον τρόπο αυτό οι ερχόμενες γενεές δεν θα μπορούν να καταλάβουν για ποιο πράγμα μιλάς
54/αφιερωμα - ποιος είναι αυτός ο «Άντρας στον Λευκό Οί κο, λ.χ. - ή να ανασύρουν όλο το συμπυκνωμένο μίσος σου για τον Νίξον ή τον Τζόνσον, δίχως να ασχοληθούν με τη συγκεκριμένη μορφή που χρησιμοποίησες. Ε: Ποιο Κάντος σού έρχεται τώρα στο μυαλό; Α.Γ.: Το τελευταίο μεγάλο: Τρομάζουν οι επιστήμονες και της Ευρώπης παύει ο νους ο Γουΐνταμν Λιούις την τύφλα προτιμά κάλλιο παρά να πάψει ο νους του... Ό ταν οι φίλοι σου μισούνται ανάμεσό τους πώς δύναται να υπάρξει στον κόσμο ειρήνη; Σκληροτράχηλοι αυτοί κι εγώ παιδί διασκέδα ζα... Χρόνος, χώρος, ούτε ζωή ούτε θάνατος η απάντηση Στα πάθη αυτών που ψάχνουν το καλό, πράττόντας το κακό. In meiner Heimat όπου ο θάνατος εδάδισε κι οι ζωντανοί ήταν πλασμένοι από χαρτόνι. «In meiner Heimat», στη γη μου - την Αμερική «όπου ο θάνατος εδάδισε, κι οι ζωντανοί ήταν πλασμένοι από χαρτόνι». Το ομορφότερο γραπτό του· και να σκεφτείς πως το έγραψε γέρος πια, σε μιαν εποχή που του έκα ναν συνεχείς επιθέσεις. Ε: Όμορφο κείμενο, πραγματικά όμορφο. Α.Γ.: Το τέλος του το πνίγει πραγματική από γνωση, ναι. Νομίζω πως το έγραψε γύρω στο ’55 ή το ’60. Δημοσιεύθηκε σε αποσπάσματα μαζί με τα τελευταία Κάντος. Είναι τόσο χαριτωμένο. Ακόμη κι όταν λέει, «Όταν οι φίλοι σου μισού νται ανάμεσό τους - πώς δύναται να υπάρξει στον κόσμο ειρήνη;» Κινέζικο στην υφή του· Κομφούκιος παραφρασμένος, κατά πάσα πιθα νότητα. Κι ύστερα, ακολουθεί ένα σκέρτσο υπέ ρογκα ζωηρό για γέρον άνθρωπο, ένας πολύ πυ κνός στίχος: «Χρόνος, χώρος, - ούτε ζωή ούτε θάνατος η απάντηση». Λοιπόν ούτε ο θάνατος είναι απάντηση. Ε: Ακούγεται σαν απόσπασμα από τον Ληρ, δεν είναι;
Α.Γ.: Μάλλον σαν απόσπασμα από το Τσουάνγκ-Τσου ακούγεται· Βούδας. Ακούγεται σαν λόγος κάποιου Κινέζου φιλοσόφου του απο λύτου. Ε: Απέρριπτε όμως συνεχώς τους Ταοϊστές. Α.Γ.: Ό χι, η θέση του ήταν θεμελιακά Ταοϊστική ή Κομφουκιανή. Αποδέχθηκε ορισμένα Ταοϊστικά στοιχεία, ήταν όμως ενάντιος στη θρη σκευτική κολακεία και τον αυτοπυρπολισμό, ενάντιος στη λειτουργική σημασία του θανάτου. Και νομίζω πως το κίνημα του αυτοπυρπολισμού που άνθισε στον 11ο αιώνα ήταν ένα από τα «άτακτα παιδιά» του. Ήταν όμως πραγματικά μυστικός - ενδιαφερόταν για τον Ωριγένη, φανε ρά, για τον Σκώτο και ανθρώπους όπως ο Πλωτίνος - κατά πάσα πιθοΓνότητα. Να ένας στίχος προς τον Έλιοτ: «τα μάτια μου έχουν» ε, ναι, λοιπόν έ χ ο υ ν ν δει αρκετά κι υπάρχουν κι άλλα να δουν αχνά και ανώδυνα να δουν Βρίσκεται στα Κάντος. Γιά βάστα μπας και θυμηθώ τίποτε άλλο από τη συζήτησή μας. Του τραγούδησα τον ύμνο Όλων Των Πλασμάτων του Αγίου Φραγκίσκου, τον οποίο προσπάθησα να βγάλω με την ορθή φωνητική του- γιατί ήταν τραγούδι και προφα νώς ο Ά γιος το τραγουδούσε. Το έπιασα λοιπόν από μι, μονοφωνικά. Ζήτησα την ευλογία του για λογαριασμό της Σέρι Μαρτινέλι, ενός μεγαλωμένου κοριτσιού που ήταν φίλη του στο Σαν Ελίζαμπεθ και Χρό νια υπέφερε από το χωρισμό τους. Τελικά χαμο γέλασε και μου έκλεισε το μάτι. «Ναι», πράγμα που έφερε δάκρυα στα μάτια της Σέρι Μαρτινέλι, ένα χρόνο αργότερα, το ’68, στη μέση του Ει ρηνικού. Του είπα πως όλοι οι νεώτεροι ποιητές διδά χθηκαν από αυτόν, όλοι από αυτόν προήλθαν, από αυτόν και από τους απέραντους δρόμους που άνοιξε στις μορφές. «Αυτό με κολακεύει. Θα είναι όμως πολύ δύσκολο να το αποδείξεις», μου απάντησε. Μετάφραση: Γιώργος Μπλάνας.
Οσοι έκαναν θεραπεία σε Φροϋδιστές κλπ, δείχνουν ένα στα δια κά αυξανόμενο ενδιαφέρον στον α σήμαντο εσω τερικό του ς κόσμο και χάνουν το ενδιαφέρον του ς σε οποιονδήποτε άλλον άνθρωπο. Ποτέ, μ ετά τη θεραπεία, δεν φ α ίνεται να κάνουν το παραμικρό χρήσιμο ή ενδιαφέ ρον έργο. Βρίσκονται στον α ντίπ οδα τη ς λογικής κ α ι τη ς σ φ ρ ιγηλότητας το υ Σπ ινόζα: η τελειοποίηση οδηγεί στη δράση, μειώνει το βάσανο. ["Private Worlds", The New English Weekly, 2 Μαίου 1935]
αφιερωμα/55
Χρίστος Παπαγεωργίου
1. Έζρα Πάουντ: Κατάη. Μετάφραση Ζήσιμος Λορετζάτος. Αθήνα 1950, β' έκδοση, «Λέσχη», Αθή να, 1979. 2. Έζρα Πάουντ: Ποιήματα. Μετάφραση Ηλίας Κυζηράκος. Αθήνα, 1966. 3. Έζρα Πάουντ: Η κατήχηση τον όχλου. Δοκίμια. Μετάφραση Κώστα Ιορδανίδη. Εκδόσεις «Πανδώ ρα», Αθήνα, 1971. 4. Έζρα Πάουντ. Ripostes. Μετάφραση Δημοσθένης Κούκουνας. Αθήνα, 1972, (26 πολύ γραφή μένες σε λίδες που έχουν κατατεθεί στην Εθνική Βιβλιοθή κη της Ελλάδος. Ν.Φ. 1509 κ.κ./α.). 5. Ezra Poud, Hugh Selwyn Mauberley. Μετάφραση Λουκάς Άννινος. Εκδόσεις «Ερμείας», Αθήνα, 1972.
6. Έζρα Πάουντ και Βέιτσελ Λίντσεϋ. Ποιήματα. Μετάφραση Νίκου Σημηριώτη. Εκδ. «Καραβίας», Αθήνα, 1972. Σελίδες 149. 7. Έζρα Πάουντ. Η αλφαβήτα της μελέτης. Δοκίμιο. Μετάφραση Μαρία Λαϊνά. Εκδόσεις «Κέδρος». Αθήνα. 1974. Σελ. 114. 8. Έζρα Πάουντ: Lustra. Ποιήματα. Μετάφραση Τά σου Κόρφη. Εκδ. «Πρόσπερος», Αθήνα, 1977. Σελ. 96. 9. Έζρα Πάουντ: Personae. Τα Κάντο της Πίζας. Εκλογή απ’ τα Κάντο. Μετάφραση Ηλία Κυζηράκου. Εκδόσεις «Δωδώνη», Αθήνα - Γιάννινα 1984. Σελ. 454. 10. Έζρα Πάουντ. Χίου Σέλγονιν Μώμπερλν. Εισα γωγή - Μετάφραση Χάρη Βλαβιανού. Εκδόσεις
56/αφιερωμα «Βιβλιοπωλείον της Εστίας», Αθήνα. 1987. Σελ. 113. 11 . Έζρα Πάουντ: 7 και 1 Cantos. Μεταγραφή Στέφα νος Ροζάνης. Αθήνα, 1981. Β' έκδοση. Εκδ. «Έρασμος». Σελ. 46. 12. Έζρα Πάουντ. Ποιήματα. Μετάφραση Τάσος Κόρφης. Εκδ. «Πρόσπερος». Αθήνα, 1981. Β' έκ δοση, 1987. Σελ. 79. 13. Έζρα Πάουντ. Ποιητική τέχνη. Εισαγωγή - Μετά φραση - Σημειώσεις Βαγγέλης Αθανασόπουλος. Εκδ. Αστρολάβος/Ευθύνη. Αθήνα, 1985. Σελ. 171.
Δημοοιενσε ις____ Περιοδικών__ σε μεταφράσεις των: 1. Αντ. Ιντιάνου, Ezra Pound και T.S. Eliot. «Κυ πριακά Γράμματα», τεύχος 26, Νοέμβρης 1936. 2. Γιώργου Σεφέρη: Τα «Κάντο» του Ezra Fount: «Νέα Γράμματα», Απρίλιος - Ιούνιος 1939. 3. Γιώργου Παυλόπουλου: Canto XVII. «Ποιητική τέχνη», τεύχος 26, Δεκέμβρη 1949. 4. Νίκου Σπάνια: Στο περιοδικό «Μορφές», τεύχος 66-67, Απρίλιος 1952 και τεύχος 68, Μάιος 1952. 5. Θ.Δ. Φραγκόπουλου: Εισαγωγή στην ποίηση τον Έζρα Πάουντ. Περιοδικό «Σημερινά Γράμματα», τεύχος 2, Ιούνιος 1954, τεύχος 3, Ιούλιος 1954, τεύχος 8, Μάιος - Ιούλιος 1955. 6. Ανδρέα Σ. Ιωάννου: Στο περιοδικό «Κυπριακά Γράμματα», τόμος 1955, σελ. 77-79. 7. Δημ. Σταύρου. Στο περιοδικό «Νέα Εστία», Μάιος 1955. 8. Νίκου Σπάνια: Ezra Pound. «Κυπριακά Γράμμα τα». 1955, σελ. 342-349. 9. Στέφανου Κατσαμπή: Έντεκα ποιήματα τον Έζρα Πάουντ. «Καινούργια εποχή», Άνοιξη - Καλο καίρι, 1964. 10. Γ. Δανιήλ: Τρία ποιήματα τον Έζρα Πάουντ. «Ιωλκός», τεύχος 12, Μάρτιος 1967. 11. Στέφανου Ροζάνη: CantoXLIX. «Ευθύνη», τεύχος 19, Ιούλιος 1973. 12. Τάσου Κόρφη: Lustra. «Νεοελληνικός λόγος, 1972», Αθήνα 1973. 13. Τάκη Μενδράκου: Στο περιοδικό «Διαγώνιος» τεύχος 7, Ιανουάριος - Απρίλιος 1974. 14. Κλείτου Κύρου: Στο περιοδικό «Διαγώνιος», τεύ χος 7, Ιανουάριος - Απρίλιος 1974. 15. Θανάση Παπαθανασόπουλου: Ο κόσμος τον Έ ζ ρα Πάουντ. Δοκιμή. Περιοδικό «Νέα Σύνορα», τεύχος 19, Σεπτέμβριος - Οκτώβριος 1972 και τεύ χος 20, Νοέμβριος - Δεκέμβριος 1972. 16. Κλείτου Κύρου, Έζρα Πάουντ. «Διαγώνιος», τεύ χος 4, Απρίλιος 1973, τεύχος 7, Ιανουάριος Απρίλιος 1974. 17. Α. Ζερβά: Α π ’ το Κάντο CXV. «Χώρα», τεύχος 2, Φεβρουάριος 1979. 18. Από ένα Αδημοσίευτο Σχεδίασμα τον CANTO LXXXIV. Εισαγωγή Matthew Jennet. Μετάφραση - Σημειώσεις Βαγγέλης Αθανασόπουλος. Περιοδι κό «η λέξη», τεύχος 65, Ιούνιος 1987.
Ποιήματα δημοσιευμένα σε ανθολογίες: 1. Ανθολογία της Αμερικανικής ποιήσεως. Μετάφραση Στέφανος Τσάτσουλας. [Εη νοί. Το δέντρο. Οπτα σία. Παρθενικό. Η γυναίκα του πραματευτή του ποταμιού: ένα γράμμα. Ίτε. Η φλόγα. Χορευτική μορφή. Θρήνος του φρούρού των συνόρων. Απο χαιρετισμός φίλου.] Αθήνα 1958. 2. Ανθολογία Παγκοσμίου Ποιήσεως 2.500 π.Χ. 1960. Μετάφραση Άρης Δικταίος [Κάντο πρώτο. Motivo. lone, dead the long year] «Φέξης», 1960. 3. Ανθολογία της Ευρωπαϊκής και Αμερικανικής ποιή σεως. Εκλογή και επιμέλεια Κλέωνος Β. Παρά σχου. Εκδότης Σίμος Συμεωνίδής. Αθήνα, 1962. Σελίδες 382. [Στις σελίδες 345-347 το Κάντο I σε μετάφραση Γιώργου Σεφέρη και στις σελίδες 347351 το ODE POUR L’ ELECTION DE SON SEPULCRE σε μετάφραση Δημ. Σταύρου]. 4. Γιώργος Σεφέρης, Αντιγραφές. Ίκαρος 1965. [Το νησί στη λίμνη. Γράμμα ξενιτεμένου, Κάντο I. Κάντο XIII. Κάντο XXX], 5. Θ.Δ. Φραγκόπονλος. Τα ποιήματα 1957-1973. Τό μος β'. Αθήνα 1975. [Φόρος τιμής στον Σέξτο Προπέρτιο I, II, III. Το τριακοστό Άσμα. Προσω πογραφία γυναίκας], 6. Κλείτος Κύρου. Ξένες φωνές. Αθήνα 1979. Εκδ. Κέ δρος. Σελ. 268. [Στις σελίδες 26-31 ανθολογούνται τα: Τραγούδι των τοξοτών της Σου. Η γυναίκα του έμπορα του ποταμού. Γράμμα. Θρήνος του Ακρίτα. Γράμμα εξόριστου], 7. Σύγχρονοι Αμερικάνοι ποιητές. Πρόλογος - Μετά φραση Σωκράτη Σκαρτσή. Αθήνα 1987. Εκδ. «Καστανιώτη». Σελ. 189. [Στη σελίδα 16 ανθολογείται το «Νησί της Λίμνης»].
Μελέτες___ για το έογο του Έ ίοα Πάουντ1 1. Τάσος Πορφύρης - Στέφανος Ροζάνης. Λύσεις /, σε κείμενα Ezra Pound. Αθήνα, 1967. 2. Στέφανος Ροζάνης. Σχόλια για την Κατάη τον Έ ζ ρα Πάουντ. Αθήνα, 1970. 3. Γ.Π. Σαββίδης. Ένας Οδυσσέας στον Φιλοπάππο. «Το Βήμα», 18-11-1972. 4. Στέφανος Ροζάνης. Η δραματουργία της μεταμόρ φωσης. Canto IV. «Σημειώσεις», Αθήνα 1973. 5. Στέφανος Ροζάνης. Μεταμορφώσεις. Δοκίμια. Αθή να 1979. Εκδ. «Δωδώνη». Σελ. 184. Στις σελίδες 11-42 σχόλια στην CATHAY του EZRA PAUND. 6. Περιοδικό «Το Δέντρο» αφιέρωμα Ezra Pount, Μάιος-Ιούνιος 1984. Αριθ. 7-8. 7. Ζήσιμος Λορεντζάτος: Από την Πίζα στην Αθήνα. Η περίπτωση Πάουντ. Δόμος. 1987. Σελ. 107.
ΟΔΗΓΟΣΒίΒΛΙΩΝ επιλογή μαρξιστικός ανθρωπισμός και ταξική πάλη ΘΑΝΑΣΗ ΒΑΚΑΛΙΟΥ: Είναι χαι Συνείδηση. Γνώση χαι Αλήθεια. (Μαρξιστική προσέγγιση). Αθήνα 1986, Εχό. GUTENBERG. Σελ. 196.
Ο συγγραφέας του βιβλίου πραγματεύεται σε έξι κεφάλαια θέ ματα που σχετίζονται με προβλήματα επιστημονικής ερμηνείας του κοινωνικού είναι και της κοινωνικής συνείδησης και όσα άλλα κρίνονται απαραίτητα για τη θεμελίωση μιας μαρξιστικής προσέγ γισης των φιλοσοφικών προβλημάτων: του κοινωνικού ντετερμινι σμού· της αλήθειας· της σχέσης του κοινωνικού είναι με την κοι νωνική και την ηθική συνείδηση· προβλήματα ιδεολογίας και τα ξικής συνείδησης και γενικότερα μαρξιστικού ανθρωπισμού σε σχέση με την ταξική πάλη. Ό πω ς δηλώνει στον πρόλογο του έργου του ο κ. Βακαλιός στό χος του έργου του είναι η πληρο φόρηση και ο προβληματισμός του αναγνώστη και ιδιαίτερα των σπουδαστών που θα ήθελαν «να γνωριστούν με τον Μαρξισμό στα θέματα που πραγματεύεται»· αρι στερών διανοουμένων «που είναι εξοικειωμένοι με τον μαρξιστικό φιλοσοφικό προβληματισμό» και γενικότερα όσων «ασχολούνται συ στηματικά» με συναφή ζητήματα. Το στόχο αυτό τον πετυχαίνει ο συγγραφέας του βιβλίου σε μεγάλο βαθμό, κυρίως λόγω της μεγάλης σαφήνειας και καθαρότητας της αποδεικτικής του, η οποία προδί δει την πολύχρονη ενασχόληση και εμβάθυνση στα προβλήματα του Ιστορικού Υλισιιού και της μαρξι στικής φιλοσοη ιας γενικότερα. Στο πρώτο κεφάλαιο (σελ. 11-23) εξετάζεται το πρόβλημα του κοινω νικού ντετερμινισμού σε συνάρτηση με θέματα επιστημονικής ερμηνείας των κοινωνικών φαινομένων. Κατά το συγγραφέα «δεν μπορεί να
υπάρξει επιστημονική ερμηνεία της πραγματικότητας χωρίς την προ σφυγή στον ντετερμινισμό, που επιτρέπει την ένταξη των φαινομέ νων στα πλαίσια κάποιων αιτιακών σχέσεων ή ευρύτερων αλληλεξαρ τήσεων που χαρακτηρίζουν το γνω στικό αντικείμενο». Στη συνέχεια γίνεται διάκριση μεταξύ κοινωνι κού ντετερμινισμού και του ντετερ μινισμού που επικρατεί στη φύση, «χωρίς να ταυτίζεται η έννοια του ντετερμινισμού με την αιτιοκρα τία». Ο ντετερμινισμός, κατά το συγγραφέα, είναι κάτι το ευρύτε ρο: «καλύπτει όλες τις μορφές κα θορισμού των φαινομένων: αιτίες, νόμους, αλληλεξαρτήσεις, σχέση πραγματικού και δυνητικού κ.λ.π. Ντετερμινισμός είναι η αντίληψη ότι κάθε φαινόμενο (φυσικό, κοι νωνικό, ψυχικό) είναι καθορισμένο από τις συνθήκες που το παρά γουν, από τη φύση και τη δομή του. Ο ντετερμινισμός εμφανίζεται ως αυτοκαθορισμός και ως ετεροκαθορισμός των φαινομένων (κα ταστάσεων) ή ως σχέση ανάμεσα
στο φαινόμενο και τον γύρω κό σμο». Παρά την ευρεία αυτή έννοια του ντετερμινισμού, η πλήρης ερ μηνεία των κοινωνικών φαινομέ νων θεωρείται, από το συγγραφέα, ότι δεν επιτρέπει τη μεταφορά του φυσικού ντετερμινισμού στην πε ριοχή της κοινωνίας. Ά ρα μπαίνει το ερώτημα της δυνατότητας ή μη διαμόρφωσης αντικειμενικής γνώ σης για τα κοινωνικά φαινόμενα και την κοινωνία. Μέρος της συνο λικής κοινωνικής πραγματικότητας θεωρείται και η πνευματική πραγ ματικότητα. Στη γνώση των κοινω νικών φαινομένων είναι αυξημένη η συμμετοχή του υποκειμενικού στοιχείου. Δηλαδή, η γνώση των αντικειμενικών νόμων και των αιτιακών σχέσεων που ισχύουν στην κοινωνία διέπεται από ιδεολογικά, συναισθηματικά, φιλοσοφικά, ηθι κά και άλλα κριτήρια και παρά γοντες. Μ’ αυτήν την έννοια το πρόβλημα της αλήθειας συνδέεται με τη σχέση κοινωνικού είναι και κοινωνικής συνείδησης και με το πρόβλημα της ιδεολογίας. Στο πρόβλημα της αλήθειας είναι αφιερωμένο το δεύτερο κεφάλαιο (σελ. 24-76) και ερευνάται σε σχέση με την αντίληψή μας για τον αντι κειμενικό κόσμο, τη γνωσιμότητά του και με την ικανότητα του αν θρώπου ως γνωστικού όντος να γνωρίσει τον αντικειμενικό κόσμο. Σ’ αυτή την προβληματική εξετά ζονται ζητήματα σχετικά με την αι
58/οδηγος σθητηριακή γνώση, την αφαιρετική ικανότητα του ανθρώπου και τη δυνατότητά του για δημιουργία συνθέτων εννοιών. Η εννοιολογική σκέψη αφορά στις ιδέες (έννοιες) των πραγμάτων και συνδέεται τόσο με το υποκείμενο και το αντικείμε νο της γνώσης, όσο και με τη μετα ξύ τους σχέση (σ. 30). Η σχέση υποκειμένου και αντικειμένου δεν θεωρείται στατικά, αλλά δυναμικά (σ. 36) και η γνώση του ανθρώπου συνδέεται με την ατέρμονη δράση του μέσα στην ιστορία, θεωρημένη στα πλαίσια της μαρξιστικής άπο ψης για τη γνωσιμότητα του κό σμου (σ. 54), τη σχέση με την κοι νωνική εργασία και τη σύνδεση επιστήμης και τεχνολογίας (σ. 67). Στο κεφάλαιο αυτό ο κ. Βακαλιός εκθέτει ενδιαφέρουσες και χρήσιμες γνώμες για τις σχετικές γνωσιοθεωρητικές απόψεις που έχουν διατυπωθεί στην ιστορία της φιλοσοφίας των νεωτέρων χρόνων, καθώς και ενδιαφέροντα παρα δείγματα από την ιστορία της επι στήμης και επιχειρεί μιαν εμπερι στατωμένη ανάπτυξη της μαρξιστι κής άποψης για τα ζητήματα που αφορούν στη γνωσιμότητα του κό σμου και τη σχέση θεωρίας και πράξης. Ορισμένα πάντως παρα δείγματα θα μπορούσαν να λείπουν (π.χ. στη σελ. 24/25) σχετικά με τη δική μας αστική τάξη, ή στη σ. 25 τα σχετικά με την κριτική στο He gel. Άλλα πάλι θα είχαν θέση στις υποσημειώσεις (π.χ. σ. 32 για τη σύζευξη σολιψισμού και θρησκευ τικού μυστικισμού) στο έργο του κ. Γιανναρά. Το ίδιο ισχύει για τη σ. 53 όπου γίνεται αναφορά στην ελ ληνική εκπαιδευτική κατάσταση. Άστοχη κρίνεται επίσης η παρα πομπή, χωρίς να συντρέχει ιδιαίτε ρος λόγος, σε άρθρα γραμμένα σε εφημερίδες (π.χ. στην υποσημ. 26 στη σελ. 52). Στο τρίτο κεφάλαιο (σελ. 77-104) αρχίζει ο συγγραφέας την αντιμε τώπιση του βασικού θέματος της εργασίας του, αφού έχει ξεκαθαρί σει προηγούμενα τα εννοιολογικά θεμέλια της προβληματικής του. Στο κεφάλαιο αυτό εξετάζονται: η διαλεκτική σχέση του κοινωνικού είναι και της κοινωνικής συνείδη σης (σ. 70), η σχέση κοινωνικής και ατομικής συνείδησης (σ. 86) και προβλήματα σχετικά με την ηθική συνείδηση του ανθρώπου (σ. 90). Γίνεται διάκριση διαφόρων επιπέ δων ηθικής συνείδησης, ανάμεσα στην καθημερινή και στην επιστη
μονική συνείδηση και αναπτύσσο νται απόψεις σχετικά με την ηθική ευθύνη των επιστημόνων (σ
100).
Στις ενδιαφέρουσες και χρήσιμες αναλύσεις των σχέσεων του κοινω νικού είναι και της κοινωνικής συ νείδησης τονίζεται η σχετική αυτο νομία καθενός από τα στοιχεία που τη συνθέτουν και η διαλεκτική τους σχέση. Από τις αναλύσεις του κ. Βακαλιού προκύπτει η σημασία για τη μαρξιστική κοσμοθεωρία του τρόπου με τον οποίο αντιμετωπίζε ται η σχέση κοινωνικού είναι - κοι νωνικής συνείδησης. Κι αυτό γιατί «η μαρξιστική άποψη υποστηρίζει ότι η αλλαγή του κοινωνικού είναι αποτελεί τη βάση για την αλλαγή της κοινωνικής συνείδησης». Η κοινωνική συνείδηση ως καθολική συνείδηση χαρακτηρίζεται από τη μαζικότητά της και αποτελεί «το σύνολο των ενεργών ιδεών, τρόπων σκέψης και αισθημάτων των μεγα λύτερων κοινωνικών ομάδων» (σ. 65). Η κοινωνική συνείδηση επη ρεάζει πρωταρχικά την ατομική συνείδηση των ανθρώπων κ α ι'το ρόλο που επιλέγουν και παίζουν στην κοινωνία. Η ατομική συνείδη ση διαμορφώνεται και πραγματώ νεται μέσα στα πλαίσια που βά ζουν το κοινωνικό είναι και η κοι νωνική συνείδηση. Η ιδεολογία και η ταξική συνεί δηση αποτελούν αντικείμενο έ ρευνας του τέταρτου κεφαλαίου (σ. 105-145). Εδώ αφού δίνεται πρώτα η έννοια της ιδεολογίας και κατα βάλλεται προσπάθεια για τη διατύ πωση μιας διευρυμένης ερμηνείας της ιδεολογίας (σ. 108), σε συσχέτιση προς τις κοινωνικές τάξεις, γί νεται στη συνέχεια η διάκριση σε θετική και αρνητική ιδεολογία και τη σχετική προβληματική. Επίσης μελετάται «η ιδεολογία ως ψευδής συνείδηση» (σ. 125), η σχέση εκ κλησίας και κυρίαρχης ιδεολογίας, η σχέση θεωρίας και ιδεολογίας, ο ρόλος των εκπαιδευτικών και των διανοουμένων και γενικότερα των διευθυντικών στρωμάτων της κοι νωνίας στη διαμόρφωση και ανα παραγωγή της κυρίαρχης ιδεολο γίας. Στη συνέχεια διατυπώνονται σκέψεις για την ταξική συνείδηση της εργατικής τάξης και τη σχέση της προς τη διανόηση και γίνεται η διάκριση του μαρξισμού ως ιδεολο γίας και επιστήμης (σ. 141). Η όλη ανάπτυξη της προβλημτικής γύρω από την ιδεολογία και την ταξική συνείδηση είναι πολύ εμπεριστατω μένη και πλούσια σε λεπτές απο
χρώσεις γύρω από τα ζητήματα που απασχολούν τη συζήτηση σχε τικά με τους ιδεολογικούς μηχανι σμούς του κράτους και τη σχέση επιστήμης και τεχνολογίας για τη χειραγώγηση των μαζών στη σύγ χρονη κοινωνία. Στο μόνο σημείο που θα μπορούσε να διαφωνήσει κανείς είναι η άποψη του συγγρα φέα για τη σχέση των εκπαιδευτι κών προς την ιδεολογία και η θέση του για την ανθεκτικότητα των λει τουργών της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης «στις χειραγωγικές πιέσεις και τις αφο μοιωτικές τάσεις της άρχουσας τά ξης» (σ. 132). Στο πέμπτο κεφάλαιο (σελ. 146167) διατυπώνονται ενδιαφέρουσες απόψεις για τα προβλήματα της σοσιαλιστικής συνείδησης. Ερευνώνται οι διάφορες μορφές και τα επίπεδά της, η σοσιαλιστική πο ρεία και ο τρόπος ζωής, το πρό βλημα της σοσιαλιστικής συνείδη σης στη φάση οικοδόμησης του σο σιαλισμού και υπογραμμίζεται ο ρόλος που έπαιξαν οι εθνικο-πολιτισμικές διαφορές στη δημιουργία μιας ενιαίας σοσιαλιστικής συνεί δησης (σ. 158), λόγω των ιδιαίτε ρων και διαφορετικών οικονομι κών και κοινωνικών σχέσεων που επικρατούσαν και των ιστορικών και πολιτικών καταστάσεων των διαφόρων κοινωνιών. Και στο κε φάλαιο αυτό γίνονται ενδιαφέρου σες αναλύσεις της σχετικά άγνω στης στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό προβληματικής και δίνεται στη σ. 164/65 πλουσιότατη βιβλιο γραφική βοήθεια. Ο μαρξιστικός ανθρωπισμός και η ταξική πάλη αποτελούν το θέμα τού εξίσου ενδιαφέροντος τελευ ταίου κεφαλαίου του βιβλίου (σ. 168-87). Κατά τον κ. Βακαλιό ο Μαρξισμός δεν πρέπει να ταυτίζε ται με την έννοια του ανθρωπισμού κι αυτό γιατί «ο Μαρξισμός περικλείνει μέσα του και τις δυο περιο χές της σκέψης : τον ανθρωπισμό και την ιδέα της ταξικής πάλης» (σ. 169). Αντίθετα «ο όρος μαρξιστι κός ανθρωπισμός εκφράζει την ανάγκη ύπαρξης διαλεκτικής σχέ σης ανάμεσα στις γενικές απαιτή σεις του ανθρωπισμού και τις συ γκεκριμένες απαιτήσεις της ταξικής πάλης» (σ. 169). Η άρση του αν θρωπισμού, το φαινόμενο της αλ λοτρίωσης, θεωρείται συνυφασμένο με την ύπαρξη του καταμερι σμού της εργασίας. Κατά το συγ γραφέα «η μελέτη και η διερεύνηση
οδηγος/59 του φαινομένου στο θεωρητικό και το πρακτικό επίπεδο είναι προχω ρημένη στις σοσιαλιστικές χώρες. Η άγνοια αυτής της δουλειάς οδη γεί πολλούς μαρξιστές στη Δύση σε απολυτότητες και αφορισμούς πά νω σ’ αυτό το επίμαχο θέμα» (σ. 172) το σχετικό με τη φύση του αν θρώπου και το πρόβλημα της αυτο πραγμάτωσής του από την εργασία και μέσα από την κοινωνική και ιστορική πράξη. Υπενθυμίζεται η άποψη του Μαρξ σύμφωνα με την οποία: «σε διάκριση από τα άλλα φυσικά όντα ο άνθρωπος αυτοαναπτύσσεταιαυτοδημιουργείται, με τη δουλειά του στην κοινωνία και έτσι είναι το μόνο ον που έχει δική του ιστορία» (σ. 175). Ο συγγραφέας αντιλαμβά νεται τους ανθρώπους ως «ιστορι κές και κοινωνικές υπάρξεις» και εντάσσει την έννοια «άνθρωπος» στους βιολογικούς και ψυχολογι κούς της καθορισμούς. Παρόλα αυτά αναγνωρίζει την ιδιαιτερότη τα του κάθε ατόμου «που πάντα φέρνει μέσα του κάτι περισσότερο από αυτό που είναι κάθε στιγμή» (σ. 175). Το πρόβλημα είναι η αλ λαγή των ιστορικών και κοινωνι κών συνθηκών και η δημιουργία τέτοιων που να επιτρέπουν στον κάθε άνθρωπο τη διαμόρφωση «σύμφωνα με τις δικές του δυνατό τητες και ιδιαιτερότητες, της δικής του προσωπικότητας στα πλαίσια μιας οργανωμένης κοινότητας» (σ. 176). Η ολοκληρωμένη εφαρμογή
-------Α Ν ΔΡΕΑ Σ------ΜΗΤΣΟΥ
του των ανθρωπιστικών ιδεών στην εποχή μας προϋποθέτει την παγκο σμιοποίηση του σοσιαλισμού ως αναγκαίου όρου για την ολοκληρω μένη εφαρμογή του ανθρωπισμού, η οποία θεωρείται ως μια ιστορική διαδικασία εξέλιξης στη βάση των εθνικών ιδιομορφιών και ιδιαιτε ροτήτων. Και στο ζήτημα του μαρξιστικού ανθρωπισμού οι αναπτύξεις του κ. Βακαλιού είναι χρήσιμες, σαφείς και συχνά πρωτότυπες. Για τη συ ζήτηση γύρω από το ανθρωποκε ντρικό μοντέλο κοινωνίας της δε καετίας του εξήντα δίδεται η σχετι κή βιβλιογραφία των πιο σημαντι κών δημοσιευμάτων (σ. 181). 189-196) εξηγεί ο συγγραφέας τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιεί τις έννοιες «προλεταριάτο» και «εργατική τάξη» στην εποχή μας και τους λόγους για τους οποίους, κατά τη γνώμη του, ο μαρξιστικός πολιτικός και ιδεολογικός λόγος σε. πολλές βιομηχανικά ανεπτυγμένες χώρες δε βρίσκει ανταπόκριση στους εργάτες ή αγγίζει ένα μικρό τμήμα τους. Η εξήγηση του φαινο μένου αυτού θα μπορούσε να είναι το γεγονός ότι ο λόγος αυτός δεν εκφράζει τη σημερινή πραγματικό τητα και γι’ αυτό δεν αγγίζει τις συνειδήσεις των εργατών ή το ότι οι εργάτες έχουν αλωθεί ιδεολογι κά από την κυρίαρχη τάξη (σ’ αυτό ασφαλώς «συνέβαλε» και κάποιος παραποιημένος μαρξιστικός λόγος)
ή συμβαίνουν και τα δύο» (σ. 195). Κατά το συγγραφέα για όσο καιρό ο «μαρξιστικός πολιτικός και ιδεο λογικός λόγος δεν θα βρίσκει αντα πόκριση στα ευρύτερα στρώματα των εργατών (των βιομηχανικά προηγμένων χωρών) που δεσπό ζουν στους βασικούς τομείς της παραγωγής και της οικονομίας και κατεπέκτασιν στους (υπόλοιπους) εργαζομένους, δεν μπορεί να ελπί ζει κανείς στην ανάπτυξη του σύγ χρονου επαναστατικού σοσιαλιστι κού κινήματος» (σ. 195). Ο επίλογος δεν προσθέτει τίποτε το ουσιαστικό στην βασική προ βληματική του βιβλίου και θα μπο ρούσε να χρησιμεύσει καλύτερα σε μια συνοπτική και περιεκτική από δοση των βασικών σημείων της κα τά τα άλλα πολλή χρήσιμης έρευ νας του κ. Βακαλιού, γύρω από τα φιλοσοφικά ζητήματα της σχέσης κοινωνικού είναι - κοινωνικής συ νείδησης. Η όλη εργασία, παρά τις μικρές αδυναμίες - κυρίως στην εσωτερική οικονομία του έργου μπορεί να θεωρηθεί γενικά ως ένα χρήσιμο βοήθημα για κάθε ανα γνώστη που ενδιαφέρεται να γνω ρίσει μέσα από μια μαρξιστική προσέγγιση τα φιλοσοφικά, κοινω νικά και ιδεολογικά προβλήματα που εκτίθενται με γνώση και ενάργεια, και αναλύονται με ικα νοποιητικό τρόπο στο βιβλίο του κ. Βακαλιού.
ΕΥΘΥΜΗΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
-________ Θ ΕΜ Α ΤΟ Υ Μ ΗΝ Α
Γαλλική λογοτεχνία — Γαλλική αφίσα
ο φοβος της έκρηξης
η λ ο κ ο · Β ύ ρ ω ν ο ς f ·τ η λ . 3 2 2 2 3 9 4
60/οδηγος
η λογοτεχνία για παιδιά στην Ελλάδα ΑΝΤΩΝΗ ΔΕΛΩΝΗ: «Ελληνική Παιδική Λογοτεχνία, 1835-1985». (Από τις πρώτες ρίζες μέχρι σήμε ρα, Αθήνα, Ηράκλειτος, 1986. Σελ. 215)
Πλησιάζουμε πια τα δεκαπέντε χρόνια όπου η λογοτεχνία για . παιδιά και νέους, παρουσιάζει μια άνοδό ποσοτική και ποιοτική, μαζί με μια αύξηση της θεματολογίας της, της γραφικής της συνάρτησης και της εικονογραφικής της άποψης. Δε καπέντε χρόνια είναι πολλά, είναι αρκετά για να δημιουργή σουν κσι μια ταυτότητα και κάποιες απόψεις / τάσεις. από ένα σημείο και μετά - η Θεω ρητική κάλυψη να συμβαδίζει με την πρωτογενή δημιουργία. Στον τομέα αυτό - το θεωρητικό και ιστορικό - έχουν γίνει αρκετά βήματα, τα πιο πολλά σκόρπια με τη μορφή άρθρων ή κριτικών ση μειωμάτων, αλλά υπάρχουν και συγκεντρωμένες εργασίες, υπάρ χουν, δηλαδή, κάποιοι που έχουν κάνει έργο τους, το έργο του μελε τητή. Πρόχειρα - και ασφαλώς κα θόλου κυκλικά - υπενθυμίζω τα ονόματα των: Δημ. Γιάκου, Β.Δ. Αναγνωστόπουλου, X. Σακελλαρίου και Αντ. Δελώνη. Το πιο πρόσφατο πόνημα αυτού του τε λευταίου, αποτελεί και την αφορμή για να γραφτεί αυτό το άρθρο. «Ελληνική Παιδική Λογοτεχνία, 1835-1985 / Από τις πρώτες ρίζες μέχρι σήμερα». Ο Α.Δ. έχει και στο παρελθόν
εκδόσει, άλλοτε μόνος και 0Λ/.ιπι σε συνεργασία, βιβλία αντιμετωπίζει προβλήματα μιας θεωρητικής προσέγγισης του χώ ρου της ΓΪ.Β. και μιας ιστορικής κάλυψης της πορείας της. Διαθέ τει, λοιπόν, τα απαραίτητα εφόδια γνώσεων και πείρας, με τη βοήθεια των οποίων προχωρεί σ’ αυτό του το έργο, το οποίο είναι μιά προ σπάθεια λεπτομερέστερης οριοθέτησης του χώρου καί κάπως συνο πτικής κριτικής αξιολόγησης έργων και δημιουργιών. Μέσα στις σελίδες του τόμου, ο αναγνώστης θα συναντήσει τους κύριους σταθμούς, τα κύρια ρεύ ματα και τους πιο χαρακτηριστι κούς αντιπροσώπους του λογοτε χνικού βιβλίου για παιδιά, έτσι όπως παρουσιάστηκαν και παρου σιάζονται στον τόπο μας από το 1835 έως το 1985.
ΒΙΒ ΛΙΟΠΩΛΕΙΟ-ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΠΛΕΘΡΟΝ
Ν Ε Α Δ ΙΕ Υ Θ Υ Ν Σ Η Μ ασσαλίας 20Α , 106 80 Α θή να , ιη λ . 3 6 .4 1 .2 6 0 (Δίπλα από την Ελληνοαμερικανική Ένωση!
Στο πρώτο μέρος του βιβλίου παρουσιάζεται μια γενική όσο και συνοπτική παρουσίαση όλων αυ τών των θεμάτων και είναι το δεύ τερο μέρος που καλείται να αντιμε τωπίσει ξεχωριστά τα διάφορα εί δη του λογοτεχνικού βιβλίου για παιδιά. Με ξεχωριστές, λοιπόν, ενότητες μελετιόνται το μυθιστόρημα, το πα ραμύθι, το διήγημα, οι μύθοι και οι θρύλοι, οι μικρές ιστορίες (όλα αυ τά απαρτίζουν επιμέρους κεφάλαια της ενότητας: Πεζογραφία). Κι ακόμα αντιμετωπίζονται έργα, δη μιουργοί και τάσεις της ποίησης, μα και του θεάτρου. Έτσι, κλείνει ένας ολάκαιρος κύκλος που καλύπτει όλα τα είδη της πρωτότυπης δημιουργίας, αλλά αμέσως μετά ακολουθούν και άλλες ενότητες που ασχολούνται με την κριτική της Π.Δ., την εικονογρά φηση, τα παιδικά έντυπα κι ακόμα μια βιβλιογραφία και τέλος μια σύντομη αναφορά στην αντίστοιχη κυπριακή παραγωγή. Έργο, λοιπόν, φιλόδοξο μα και πρωτότυπο, αφού προσπαθεί να αντιμετωπίσει ένα θέμα από πολλές όψεις και με τρόπους που δεν έχουν - όλοι τους και συγχρόνως μέχρι τώρα παρουσιασθεί. Θα ήταν, ίσως, αδιανόητο ένα τέτοιο έργο να μην παρουσιάζει κάποιες ελλείψεις, κυρίως στα βι βλιογραφικά του στοιχεία και στις επιμέρους κατατάξεις του. Όμως η ύπαρξή τους - που ασφαλώς και εξαλείφεται σε μια δεύτερη έκδοση - δε μειώνει μήτε τη σημαντικότητα της όλης εργασίας, μήτε και το μό χθο - μα και το ταλέντο - του δη μιουργού της.
ΜΑΝΟΣ ΚΟΝΤΟΛΕΩΝ
οδηγος/61
ένδον ΑΘΩ ΔΗΜ ΟΥ ΛΑ: Τα ποιήματα, 1951-1985. Ποιήματα-Νέα Ποιήματα-Σονέττα-Χωρίς τίτλο-ΟρφενςΈνόον-Αντή η πραγματικότητα και η άλλη-Περί μνήμης- Άλλοτε κι
αλλον-Ο αγρός της τνχης-Η μοίρα των πεπρωμένων-Μια πρόθεση στο χάος. Αθήνα, Στιγμή, 1986. Σελ. 207+1 λευκή. 8ο.
Οι προθέσεις ενός ποιητή έχουν τα συγκεκριμένα αποτελέσματα στην ποίηση του, που είναι ίσως η σημαντικότερη μορφή επιβίω σης. Και η ποίηση δεν είναι παρά ο κόσμος, η ζωή, μ’ όλα τα πλέγματα των φαινομένων και των γεγονότων στο ατομικό και το ομαδικό πεδίο, στον εξωτερικό κόσμο των αισθητών και τον εσω τερικό των νοητών πραγμάτων, που ο ποιητής παρουσιάζει στους συνανθρώπους του μεσ’ από τη δική του θεώρηση και καλλιτεχνι κή αντίληψη και κοσμοθεωρία.
ντρέχουν λόγοι που προέρχονται από την προσωπική περιοχή, οπότε ο αναγνώστης δεν έχει άποψη πά νω σ’ αυτό: αντιμετωπίζει αυτό που του προσφέρεται μόνο - κι αυ τό, τελικά, έχει σημασία. Σίγουρα, το ποιητικό «σχήμα», που ο Δημουλάς θα ’θελε να δώσει στο έργο του, έμεινε ασυντέλεστο. Αυτό όμως δεν εμποδίζει να ιδωθεί η ποιητική του δημιουργία ως μια ολοκληρωμένη αντιμετώπιση των θεμελιωδών εκείνων ιδιοτήτων που το ανθρώπινο σύμπαν αντανακλά στα αντικειμενικά δεδομένα της σκέψης και της εμπειρίας και που γίνονται στο τέλος και ιδιότητες ανθρώπινες: της μνήμης, της λή θης, της φαντασίας, των αισθή σεων, της ενόρασης και (κατά δεύ τερο λόγο) των συναισθημάτων. Ακόμα, μιας γνωστικής περιοχής, που είναι κι αυτή μια διεργασία μνήμης, και, κυρίως, της εμπειρίας ή της μη εμπειρίας, του είναι και του μη είναι, του υπαρξιακού γενι κότερα προβλήματος. Δεν είναι τυ χαίο που ο ποιητής «σκιάζει» αρ κετά από τα ποιήματά του με ρή σεις φιλοσόφων ή φιλοσοφούντων ποιητών. Γιατί αντιμετωπίζει αυτό, που μεσ’ από τις δικές του εμπειρι κές καταστάσεις, το ανάγει στην περιοχή του φιλοσοφικού στοχα σμού: αντιμετωπίζει το χρόνο στις τρεις του διαστάσεις, το χώρο, το θάνατο, ό,τι βρίσκεται έξω από την ανθρώπινη υπόσταση, έξω από την ανθρώπινη δραστηριότητα και επέμβαση. Ωστόσο, αυτές οι ετερόνομες ιδιότητες γίνονται κατά κάποιο τρόπο και αυτόνομες για το άτομο, εφόσον έρχεται σε διαλεκτική σχέ ση μαζί τους και, φυσικά, ο άν θρωπος μ’ όλη του την εσωτερική πανοπλία (νους, αισθήσεις, συναι σθήματα, ενόραση) αντιμετωπίζει αυτή την ετερόχρονη πραγματικό τητα (την «άλλη»), που γίνεται με τη δική του μέθεξη ταυτόχρονη. Ο ποιητής συναιρεί μ’ ένα διασκεπτι-
Η ποίηση, το «πιστεύω» του δη μιουργού, είναι μια υπέρτατη πρά ξη ηθικής. Κρίνεται η συνέπεια και η δικαίωση ενός αγώνα - στην πε ρίπτωση του ποιητή, του εκφραστι κού - που κάνει να διευρυνθεί πο λύ ή λίγο και να βαθύνει η εκφρα στική μας περιοχή. Αυτή η κατόρθωση, ωστόσο, δεν είναι εύκολη υπόθεση: ο σχεδιασμός της προσω πικής περιοχής δεν είναι «άγώνισμα ές τό παραχρήμα» (για να θυ μηθούμε τον ιστορικό), είναι υπό θεση ζωής για το δημιουργό, που δίνει όλα τα περισσεύματα και τα θησαυρίσματα (και, συχνά, τα υστερήματα) του εσωτερικού του σύμπαντος. Κι ο ποιητής στην επι λογή του δεν έχει πολλές δυνατότη τες: υπάρχει μια γλώσσα, λίγο ώς πολύ κοινή, υπάρχει ένας ψυχισμός που μια παρόρμηση τείνει να σχη ματοποιήσει σε αποτυπώσεις, όπου συχνά «δε γράφουμε αυτά που θέ λουμε» (Ντοστογέφσκι), υπάρχει ένα κοινό, που η δεκτικότητά του διαθλάται μεσ’ από πολλές και ποι κίλες τάσεις και αναφορικότητες, και που έχει, ως επί το πλείστον, αδιαμόρφωτη αντίληψη για τα αι σθητικά ζητήματα - πράγμα δευτε ρότερο, γιατί εκείνο που έχει σημα σία τελικά είναι η λειτουργία της ποίησης, ανεξάρτητα από την επι στημολογική πλευρά της, που είναι μέριμνα του σπουδαστηρίου κι ενός λίγο ώς πολύ περιορισμένου κοινού. Κι όταν κλείσει ο κατορ θωμένος κύκλος της ανθρώπινης ζωής, νιώθουμε τη στέρηση που ο χαμός του ανθρώπου προσδιορίζει και γυρίζουμε στο πλάι με δέος,
όπου ανοίγεται το μαύρο της απου σίας του. Ό ταν όμως ο κύκλος αυ τός έχει διανυθεί από ένα δημιουρ γό, νιώθουμε να μην υπάρχει ου σιαστικό κενό. Στη θέση του μένει το έργο του. Ευτυχισμένος, όποιος μπόρεσε να ολοκληρώσει το έργο του! Ο Ά θως Δημουλάς, σίγουρα, δεν είδε αυτή την ευτυχία... Τα ποιήματα του Ά θω Δημουλά, που πρόσφεραν οι εκδόσεις «Στιγμή» σ’ ένα καλαίσθητα φρο ντισμένο τόμο της γνωστής της σει ράς, καλύπτουν μια χρονική περίο δο περίπου τριάντα πέντε χρόνων (1951-1985). Ο ίδιος ο ποιητής, σύμφωνα με το σημείωμα, που υπάρχει στο τέλος του τόμου (σελ. 200), είχε κάμει επιλογή από τις ποιητικές του συλλογές το 1981, «επεμβαίνοντας αυστηρά σ’ αυτές» - κυρίως τις έξι πρώτες. Την επιλο γή αυτή δεν πρόλαβε να την τυπώ σει: με την ελπίδα πως θα τέλειωνε την (τελευταία του) συλλογή «Μια πρόθεση στο χάος»,1καθυστερούσε την έκδοσή της. Μια επιλογή, βέ βαια, όσο και να 'ναι αυθεντική, στερεί τον αναγνώστη και το μελε τητή από τη συνολική θεώρηση ενός έργου, πού κατορθώθηκε στη διάρκεια μιας «δια βίου» προσπά θειας. Λείπουν απ' αυτήν οι ποιη τικές ανάσες που αρθρώνουν το σύνολο - εννοώ τα αδύνατα ση μεία, ενδεχομένως. Γιατί ο δη μιουργός είναι φυσικό ν’ αποστρέφεται κάποιες στιγμές του και να προσηλώνεται σ’ άλλες, ή κι αν δεν αποστρέφεται, μένει ουδέτερος α πέναντι τους. Δε θα ’χε διαφορετι κά λόγο μια-επιλογή, εκτός αν συ
62/οδηγος κό και φραστικό «όργανον» (με την αριστοτελική έννοια), αλλά και επεκτείνει στο «μικρό χώρο της ψυ χής», τον ιστορικό χρόνο μεσ’ από την ατομική μνήμη. Το άτομο είναι άθυρμα στα χέρια της ιστορικής μνήμης, στα χέρια ενός καθοριστι κού γεγονότος, που μπορεί να επα ναλαμβάνεται κάθε φορά. Η μόνι μη μελαγχολία του από την ασυμ φωνία αυτή, από την απουσία τού είναι μέσα στο χάος, που όμως η «ακιδνή» ανθρώπινη ύπαρξη τολ μάει να καταθέσει ενώπιον του τις προθέσεις του, μετατρέπεται από τον ποιητή σε «λογικές» αναλύσεις των σκέψεών του, που εκπορνεύο νται από την ακινησία και την επέ κταση, από την ακίνητη συναίρεση του χρόνου, που συντελείται μέσα στο άτομο. Κι αυτό με τη σειρά του και με τα εσωτερικά όπλα που δια θέτει, προσπαθεί να ακινητοποιήσει αυτήν τη στιγμιαία αιωνιότητα, ώστε οι αιώνες ν’ ανακαλέσουν τα χρόνια τους, η σχετικότητα να ανυ ψωθεί ώς την απόλυτη περιοχή του απείρου, η μνήμη του χάους να σπονδυλωθεί στο νόημα του κό σμου πριν απ’ το χρόνο ως ενόρα ση, η εμπειρία, μεσ’ από τη μνήμη και τη λήθη, και με τις αισθήσεις, στιγμιαίες διαμορφώσεις κόσμων, να διαγράψει την ανεπάρκεια της (εσωτερικής μας) ελευθερίας, ώστε σε μιαν υπέρτατη γενίκευση, που υπαγορεύεται μπροστά στη βιασύ νη του σήμερα, ν’ αχρηστεύσει το χρόνο, να συλλάβει ενορατικά την
αντοαναίρεση τοι· χρόνον.
Η ποίησή του Δημουλά έτσι αποχτά μια διασκεπτικήδιάρθρωση και στηρίζει το μεγαλύτερο μέρος της παρουσίασής της στη σκέψη, στο μυαλό - ανθρώπινες ιδιότητες «που μες στη σκέψη τες ακούει το μυαλό»: η επίδραση του Καβάφη3 σ’ αυτήν την ποίηση είναι, κάποιες φορές, αφοπλιστική. Ο Αλεξανδρι νός ωστόσο μπορεί να φιλοσόφησε πάνω στΊγν ανθρώπινη μοίρα, μπο ρεί να έκαμε ποίηση με εκφραστικά μέσα πεζά, μπορεί να έβαλε πολλή σκέψη και πολύ μυαλό σ’ αυτήν, μπορεί ακόμα, αν θέλουμε, να έχει αρκετό διδακτισμό, ωστόσο η άρ θρωση του λόγου του έχει το ρυθμό μιας ολοκληρωμένης αρμονίας, αυ τό το απροσδιόριστο που η «μειχτή» του γλώσσα περιέχει και μια βαθύτερη συναισθηματικήν ανάλυ ση της εμπειρίας του, που τελικά αφήνει τον απόηχο ενός γνήσιου μετάλλου. Στην ποίηση του Δημου λά υπάρχουν αυτά τα στοιχεία,
ωστόσο ο εγκεφαλισμός αυτός εί ναι οπωσδήποτε σε βάρος της ποίησης. Μ’ αυτό δε θέλω καθόλου να πω ότι ο ποιητής πρέπει να ’ναι σώνει και καλά μόνο «αυθόρμητος» ή «πηγαίος» - πράγματα εξάλλου πολύ αμφίβολα, όπως αμφίβολη εί ναι και η «έμπνευση»4: η ποίηση βρίσκεται παντού, φτάνει ο δη μιουργός να έχει τη δύναμη να την διοχετεύει κατάλληλα σε κάθε πε ρίσταση. Εδώ συχνά κυριαρχεί το διασκεπτικό στοιχείο και μια φιλο σοφική προέκταση σε χώρους που θα μπορούσαν να γίνουν αντικείμε νο μελέτης του στοχασμού. Με τον τρόπο αυτόν η ποίηση απογυμνώνεται, όχι από το περιττό ή το επιμέρους - αυτά είναι ζωτικά της στοιχεία, γιατί μες από τη λε πτομέρεια φτάνει στις γενικότητες και γιατί μιλάει και αρθρώνεται πάνω στα πράγματα και όχι πάνω στις ιδέες - αλλά από το καθαυτό ποιητικό της στοιχείο, τη συναι σθηματική ανάλυση ή την αφελή αντιμετώπιση του κόσμου. Ο διασκεπτισμός αυτός φτάνει κάποιες φορές σε ποιητικά αδιέξοδα, που αποτυπώνονται σε εκφράσεις που δε λειτουργούν: Της παρακάτω ιστορίαςίδε θα ’δρε τε το τέλος - αλλά ούτε και η αρχή, ή κάποια νύξη δ ε γίνεται για την ιστορία, επειδή κι ίσως να μην αρχίσω/καν την ιστορία πρέπει, όπου η φραστική υπέρβαση μένει ένας ανέμφατος μετεωρισμός, που δεν ολοκληρώνει την πτήση του. Αυτό το στοιχείο της διασκεπτικής άρθρωσης του λόγου (του ποιητικού πάντα) έχει ως αποτέλε σμα τη χρήση ενός γλωσσικού ορ γάνου που οι λεξιλογικές του επι λογές προέρχονται από τους χώ ρους της σκέψης και της μελέτης, και, φυσικά, από τους χώρους της λογιοσύνης.5 Κι αυτό, βέβαια, δεν έχει απόλυτη σημασία, η σημασία της είναι σχετική, αλλά πάντα μέσα στο συμφραστικό περιβάλλον των ποιημάτων. Και το συμφραστικό περιβάλλον αυτό, δεν είναι παρά μια περιοχή, όπου η ποιητική ε μπειρία αναλίσκεται μέσα στις νοητικές θεωρήσεις του ανθρώπου και του κόσμου, μέσα σε μιαν απόλυτη κυριαρχία σκέψης και στοχασμού: Οι στιγμιαίοι κόσμοι των αισθήαεωνίσυγκροτημένοι σε συνέχειες και ομάδες!διαρκώς απωθούνται στον κόσμο της μνήμης/τον ασταθή. Παρόμοιες ρήσεις, ενός αφοριστι
κού λόγου, μιας «λογικής» ανάλυ σης των στοιχείων που συγκροτούν τον ανθρώπινο εσωτερισμό, θα βρει κανείς πάμπολλες. Είναι το ύφος μιας γραφής, σοβαρής οπωσ δήποτε και υπολογίσιμης, που όμως τα πράγματα φαίνεται να μέ νουν ξένα γι’ αυτήν. Έτσι, η ποίηση του Δημουλά εί ναι μια ποίηση του «ένδον», μια καταγραφή των εμπειριών ενός εσωτερικού κόσμου από την αδιά κοπη λειτουργία των στοιχείων εκείνων που τον συνθέτουν αλλά και των επέκεινα αυτών, από την αντιμετώπιση κάποιων οικουμενι κών βιωμάτων, κι όλ’ αυτά κινού νται μεσ’ από πανάρχαια φραστικά σύμβολα, αρυσμένα από τις πρω ταρχικές ανθρώπινες εμπειρίες, όπως είναι η μέρα, η νύχτα, το βράδυ (ή η εσπέρα), το δειλινό, ο ουρανός, η γη, η βροχή, το σκότος (ή έρεβος). Κι ακόμα ένα στοιχείο πολύ έντονο, είναι εκείνο της τύχης (τίτλος μιας συλλογής είναι «Ο αγρός της τύχης») και της τυχαιάτητας - λείπει ωστόσο η διαλεκτική σχέση της με την αναγκαιότητα, μια σχέση που βρίσκεται στη ρίζα της φιλοσοφικής θεώρησης των αν θρώπινων πεπρωμένων. Το ίδιο το πεπρωμένο ακόμα («Η μοίρα των πεπρωμένων», ως ειμαρμένη, που όμως τελικά διαμορφώνεται απ’ την ανθρώπινη βούληση με την επι βολή της πάνω σε κείνα που ορί ζουν τον κόσμο. Τέλος είναι μια ποίηση του μισόφωτου, του μεταιχ μίου (χαρακτηριστικό είναι το μόττο στο ποίημα «Κάποια μορφή του» από τον Bergson: «Η διαίσθη ση αποτελεί το Όργανο των Με ταιχμίων»,6) προέκταση, στο νοητικό επίπεδο, του καβαφικού «ενμέρει». Ο ποιητής προσπαθεί ενορα τικά να συλλάβει την αείρροη στιγ μή, το χρόνο, που είναι την ίδια στιγμή παρόν, παρελθόν και μέλ λον, να διευθετήσει εκείνα που η αιωνιότητα παρουσιάζει διαθλασμένα, ακατάστατα, προβληματι κά, ωστόσο αυτή είναι η αρμονία του σύμπαντος, και το ζητούμενο από τον ποιητή είναι η αντιστοιχία της με τον εσωτερικό κόσμο της αν θρώπινης οικουμένης, αυτή η χαμέ νη σύμπτωση των ενοράσεων, των σκέψεων, των αισθήσεων και των συναισθημάτων. Αυτή η ποιητική γεωμετρία λοι πόν χρησιμοποιεί και εξωτερικά περιγεγραμμένες μορφές, ώστε να υποδηλωθεί και μ’ αυτόν τον τρόπο η αρχιτεκτονική διάρθρωση και η
οδηγος/63 «λελογισμένη» συγκρότηση. Ο στί χος είναι ελεύθερος στα. περισσότε ρα ποιήματα, ωστόσο είναι οικοδομημένος με υπολογισμό στη σχέση του με τους άλλους και η ακολου θία των συνειρμικών σκέψεων ή ει κόνων είναι διατυπωμένη χωρίς καμιά παρέγκλιση: ο ένας στίχος φέρνει τον άλλο με τη συνέπεια ενός συλλογισμού. Πολύ συχνά, οι στίχοι αρθρώνονται πάνω σε γνω στά μετρικά σχήματα, όμως και συ χνά λείπει απ’ αυτούς η μουσική ένας ρυθμός, που δεν είναι συνάρ τηση της τονικής διαδοχής - αυτήν ο ποιητής τη σπάει και την υπερ βαίνει ηθελημένα - αλλά βγαίνει μεσ’ από τη συναισθηματικήν ανά λυση των εμπειριών και των κινη μάτων της ψυχής. Και η τάση αυτί) για την υποδή λωση μιας αρχιτεκτονημένης έκ φρασης, είχε ως αποτέλεσμα και τη χρησιμοποίηση για το σχήμα των ιδεών, ποιημάτων με σταθερή μορ φή, κυρίως του σονέττου.8 Το ποιητικό αυτό είδος με την πρό κληση της ρίμας και την αποσαφη νισμένη του μορφή είναι πρόσφορο να κλείσει μέσα του κι ένα συγκε κριμένο περιεχόμενο. Ο Δημουλάς, πέρ’ απ’ την ενσωμάτωση του εί δους σε αρκετές του συλλογές, το χρησιμοποιεί αποκλειστικά σε δύο («Σονέττα» [1953] και «Ά λλοτε και αλλού» [1966]), σε μιαν εποχή, που από την επιστήμη της φιλολογίας το είδος είχε καταδικαστεί σε θά νατο. Βέβαια, εκείνο που παρατη ρεί κανείς κι ιί>ω, α να ι ένα καρυωτακικό σπάσιμο της άψογης μετρι κής αρμονίας του στίχου (ο Καρυωτάκης είναι, μετά τον Καβάφη, εκείνος που επηρέασε περισσότερο αυτή την ποίηση, και κατά δεύτερο λόγο ο Eliot και ο Mallarme) και με τον τρόπο αυτό ο στίχος αποχτά μια πεζολογική υφή. Σε ορισμένα από τα σονέττα αυτά η ρίμα οργιά ζει (λ.χ. «Ο ποιητής α'» [σελ. 86], «Οιδίπους» [σελ. 118], «Ά λλη», [σελ. 129] και κάποτε ο ποιητής διαλύει και την ίδια τη μορφή του σονέττου («Άρτεμις», [σελ. 68], «Λαοκόων», [σελ. 70]). Και βέ βαια, ένα τέτοιο ποιητικό είδος εί ναι σύμφυτο και με κάποιο δεδομέ νο, κατά κάποιο τρόπο, θέμα. Αρ κετά από τα σονέττα έχουν ως θέμα τους μυθολογικούς (ή ιστορικούς) ήρωες («Οιδίπους», [σελ. 118], «Ορέστης», [σελ. 119], «Ζεύς», [σελ. 120], «Σιβυλλικό», [σελ. 123]). Ωστόσο, η παρουσία μυθο λογικών ή άλλων ηρώων στην ποίη
ση αυτή είναι συχνή: σ’ αυτά τα πρόσωπα ο ποιητής επεκτείνει την ιδιαιτερότητά τους, τη μυθολογική τους υπόσταση και αξία σε μιαν εσωτερικότητα, όπου η ιστορική μνήμη μεσ’ από την αινιγματικότη τα της βιασύνης του σήμερα συναι ρεί το χρόνο και ο πρωταρχικός μύθος, που δεν είναι παρά μια εξωτερική ερμηνεία του κόσμου και των φαινομένων του, αλλά και των ανθρώπινων πραγματοποιή σεων, γίνεται εδώ και πάλι μέσο ερμηνείας, αλλά ενός εσωτερισμού, που αγγίζει την υψηλή φιλοσοφική θεώρηση της μοίρας των πεπρωμέ νων, όπως ο εγρήγορος νους με τις διεργασίες του προσπαθεί να κατα νοήσει. Το ίδιο συμβαίνει και με τα
ιστορικά πρόσωπα, όπου μάλιστα κάποιες φορές η ιστορική μνήμη αντιθέτει τις καταστάσεις προς αποδεκτές απόψεις και ειδικότερα μ’ αυτές που έχει εγκαθιδρύσει η ποίηση ως ψυχολογικά γεγονότα: στο ποίημα, λ.χ. «Οι ήρωες» (σελ. 17) εκφράζεται αντίθεση προς τις καβαφικές ποιητικές θέσεις (σε υποσημείωση μάλιστα λέγεται: «Το ποίημα ας θεωρηθεί απάντηση σ’ εκείνο του Καβάφη “Νέοι της Σιδώνος, 400 μ.Χ.”»), το ίδιο και στο ποίημα «Επίκουρος» (σελ. 117), όπου οι θεοί «αυτάρκεις», δεν ενδιαφέρονται παντάπασι για το μέλλον του ανθρώπου.9
Η ποίηση του Δημουλά περνάει μεσ’ από τις έλικες του νου, συλ λαμβάνει με το νου, αλλά τελικά στο μεγαλύτερο μέρος της η καρδιά δεν αισθάνεται θερμά ό,τι ο νους συνέλαβε. Είναι οπωσδήποτε μια ποίηση με τις ιδιαιτερότητες και τις δικές τη «λογικές» αντιστάσεις. Και, σίγουρα, υπάρχουν μέσα σ’ αυτήν πράγματα αξιόλογα:
Η μέρα τελειώνει. Ο ήλιος!έχει σκύψει πάνω/από άλλους τόπους. Μοιάζει/σα να 'χονν έρθει κι άλλοι! ξένοι ουρανοί και να 'χουν!ενωθεί με το δικό μας, από το ποίημα «Βράδυ» (σελ. 46). Κάτι τέτοιες ευτυχισμένες στιγμές θα ’θελε κανείς να συναντούσε πολλές μέσα στα ολιγόστιχα ποιή-
την επιλογή του. Ή ακόμα:
Το απόγευμα!με τη μελαγχολία!των οριζόντων!αποσύρεται, από το ποίημα «Κύκλος» (σελ. 60), όπου τα υπόλοιπα θα μπορούσε να ήταν ο,τιδήποτε άλλο, αυτό όμως το «άλλο» είναι το μυστικό και το κλειδί του ποιητή για να μας ανοί ξει τους κόσμους του. Κι εκείνη η μοναδική αίσθηση της ώρας του μισόφωτου, όπου:
Είναι η ώρα η αβέβαιη!προτού ακόμα η μέρα στερεωθείΐσε σχήματ’ άκαμπτα,
64/οδηγος όπου μπορεί!σταθερά κανείς πια να κρεμάσει!τη μελαγχολία, από το ποίημα «Αυγή» (σελ. 102), και που, όσο κι αν θυμίζει Frangois Coppee, δίνει ωστόσο σημαντικές ρηματικές φράσεις, που εντάσσουν την όλη εικόνα με το στερεό της συ ναισθηματισμό στη θεώρηση του «μεταιχμίου» - το αγαπημένο κλίμα *1 Σημειώσεις 1. Ο Ά θως Δημουλάς πέθανε μόλις το 1985. Γεννήθηκε το 1921. 2. Βλ. το χαρακτηριστικό του ποίημα «Η αυτοαναίρεση του χρόνου» (σελ. 183), από την τελευταία του συλλο γή «Μια πρόθεση στο χάος», όπου η τρισδιάστατη υπόσταση του χρόνου θεωρείται μέσα σ’ ένα «παλινδρομι κό» αποτέλεσμα. 3. Ο ποιητής κορυφώνει την οφειλή του στον Αλεξανδρινό, αφιερώνοντάς του το ομώνυμο ποίημα στη συλλογή «Περί μνήμης» (σελ. 110). Έτσι ο Καβάφης, ο καθαυτό ποιη τής της μνήμης του σώματος, δι καιωματικά ενσωματώνεται μέσα σ’ αυτήν την ποίηση της διαλεκτικής μνήμης και λήθης. 4. Ο λόγος του Valiry, νομίζω, έχει μιαν ιδιαίτερη βαρύτητα γι’ αυτό: «Μόνο ο πρώτος στίχος είναι του
του ποιητή. Κι ακόμα, ένα ολόκλη ρο ποίημα («Έκσταση», [σελ. 162]) και μόλο που είναι μπολιασμένο από αρκετή σκέψη, δεν απευθύνε ται μόνο στη λογική και τη νόηση. Και, βέβαια, υπάρχουν διάσπαρτα μέσα στην ποίηση αυτή αρκετά εκ φραστικά κατορθώματα, που αξί ζει να σταθεί κανείς. 5. Δε θα ’φτάνε να πω ότι έχουμε εδώ τη χρήση μιας «μειχτής», αφού οι λεξιλογικές επιλογές του Δημουλά γίνονται από ένα διαμορφωμένο, κατά κάποιο τρόπο, γλωσσικό κώ δικα, μέσα στα αστικά κέντρα, όπου οι έννοιες και οι αποχρώσεις των λέξεων λειτουργούν στο συμβα τικό επίπεδο μιας λογικής ανάλυ σης. Φτάνει μάλιστα κάποτε να χρησιμοποιήσει μιαν «υπηρεσιακή» καθαρεύουσα, που ωστόσο είναι γι' αυτόν μια οικεία εκφραστική διέξο δος, όπως συμβαίνει και με τον Καρυωτάκη (βλ. το ποίημα «Απολογι σμός [σε γλώσσα καθαρεύουσα]», σελ. 155). 6. Βλ. ακόμα το ποίημα «Διόσκουροι» (σελ. 83), όπου το μεταίχμιο είναι το κύριο στοιχείο: Για μας ούτε η ζωή έχει πια/θέλγητρα, ούτε ο θά νατος πόνο. Αξία, η ώρα/η τακτή ανάμεσα μέρας και μέρας. Σκοπός
Η γραφή του Ά θ ω Δημουλά, και μ’ όλη την αραιότητα της ποίη σής της - εξάλλου στα ποιήματα η ποίηση είναι το σπανιότερο πράγ μα - ανοίγει έναν ιδιαίτερο δρόμο στην εκφραστική και πλουτίζει τη γλωσσική μας εμπειρία. ΚΩΣΤΑΣ ΧΩΡΕΑΝΘΗΣ
7.
8.
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΗΤΗΣ Τ.Θ. 1527, ΗΡΑΚΛΕΙΟ 71110 ’Α φ ιέ ρ ω μ α σ τό ν Ν ίκο Σβ ορώ νο, 2 τόμοι, σσ. κ δ ' +374 καί 552, έκδοση Πανεπιστημίου Κρήτης, 1986. Τιμή 4.500 δρχ. *0 πρώτος τόμος του ’Αφιερώματος περ ιέχει' έργογραφία του τιμωμένου καί 31 μελέτες διαπρεπών βυζαντινολόγων άπό όλον τόν κόσμο, πού άναφέρονται στήν ιστορία, φιλολο γία, δίκαιο, κοινωνία καί πολιτισμό του Βυζαντίου. Ό δεύ τερος τόμος περιέχει 25 μελέτες πού άναφέρονται στή μετα βυζαντινή καί νεότερη έλληνική ιστορία καί φιλολογία. Κ ρ η τ ικ ά Χ ρ ο ν ικ ά , περίοδος τρίτη, τόμος 26 (τής συνεχούς άριθμήσεως), 1986, σσ. 325. Τιμή 2.500 δρχ. "Υστερα άπό διακοπή δώδεκα έτών οΐ Π.Ε.Κ. έπανεκδίδουν τρ περιοδικό πού οί πρώ τες δύο σειρές του άφησαν έποχή στή μελέτη τής ιστορίας, άρχαιο.λογίας, ιστορίας τής τέχνης, λαογραφίας καί λογοτεχνίας τής Κρήτης. Ό νέος τόμο: περιέχει 11 μελέτες Ελλήνων καί ξένων κρητολόγων (άπό τίς όποιες 4 άναφέρονται στήν άρχαία Κρήτη, καί οί ύπόλοιπες στίς μεταβυζαντινές φάσεις τής ιστορίας καί τού πολιτι σμού τής Κρήτης), καθώς καί βιβλιοκρισίες καί νεκρολογίες. Ταχυδρομικές παραγγελίες: Π .Ε.Κ ., Τ.Θ. 1527, Ηράκλειο 71110. Κεντρική διάθεση: «Τροχαλία», Γριβαίων 5, ’Αθήνα 10680. Τηλέφωνο: 3 6 4 6 4 2 6
9.
10.
μας/οι στιγμές είναι των συναντή σεων ... /Τα μεταίχμια. Επίσης, το ποίημα «Μεταίχμια» (σελ. 61). Πρβλ. με τους γνωστούς στίχους του Eliot, από τα «Four Quartes», London,101955, σελ. 7: Time present and time past/are both perhaps pre sent in time future,/and time future contained in time past ./If all time is eternally present/all time is unredee mable. Οι στίχοι αυτοί θαυμάστη καν υπερβολικά, ωστόσο ο Eliot επαναλαμβάνει απλώς τους στίχους του ιαμβικού ποιητή Σκυθίνου (5ο με 4ο αι. π.Χ.): χρόνος/ύστατον πρώτόν τε πάντων έν θ’ έαυτώι πάντ’ έχων,/είς άεί κούχ <εϊς· πά λιν γάρ> εϊσιν δς παροίχεται/έξ έόντος <αύτός> αύτώι <τήν> έναντίην όδόν/παρ’ ένιαυτόν ... τό δ’ αΰριον/ήματι τρίτωι χθές έστιν, <τοΰ>το δέ χθές αύριον. Κάποια ποιήματα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν μπαλλάντες, όπως για παράδειγμα «Το άθυρμα» (σελ. 135). Κάπου κάπου γίνεται χρήση ελευθερόστιχων δίστιχων ή τρίστι χων. Της λέξης «σονέττο», υπάρ χουν διάφορες γραφές: σονέτο, σοννέτο, σονέττο, σοννέττο. Ας μου επιτραπεί εδώ να σημειώσω δυο «πραγματολογικές» παρατηρή σεις: Στο ποίημα «Κυναίγειρος», (σελ. 85) - πρόκειται για τον αδερ φό του Αισχύλου, που. μαζί με τον ποιητή και τον άλλο τους αδερφό, τον Αμεινία, πολέμησε ηρωικά στη μάχη του Μαραθώνα - η λέξη «έστόρεσαν», από το γνωστό επί γραμμα που αποδίδεται στο Σιμω νίδη, έχει μπει λανθασμένα «έστόρευσαν». Στο ποίημα «’Επίδαυρος» (σελ. 65), γράφεται: πριν τρεις χι λιάδες χρόνια/κτίστηκε. Ό μως το θέατρο της Επιδαύρου (γι’ αυτό γί νεται λόγος στο ποίημα) είναι κτίσμα του 4ου αι. π.Χ. (βλ. σχετικά. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, Γ2, σελ. 367). Επομένως δεν είναι τριών χιλιάδων χρόνων (στη γεωμετρική εποχή δεν υπήρχαν θέατρα), αλλά κάμποσες εκατονταετίες νεότερο. Τα μεγαλύτερα ποιήματα περιλαμ βάνονται στην τελευταία συλλογή «Μια πρόθεση στο χάος» (19811985). Μάλιστα το μεγαλύτερο απ’ αυτά «Τίποτα το παρεπόμενο στο τίποτα του θανάτου», καταλαμβά νει έξι τυπωμένες σελίδες, 188-193. Γενικά όμως τα ποιήματα είναι ολι γόστιχα.
οδηγος/65
πέταγμα προς το επέκεινα ΤΟΛΗ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ: Ο πλοηγός του απείρου. Ποιήματα. ΘεσΙνίκη, 1986. Σελ. 48.
Ο «πλοηγός του απείρου» είναι το ενδέκατο βιβλίο του Τόλη Νικηφόρου, που έρχεται να προστεθεί στη μακρά και γόνιμη θη τεία του στα γράμματα, καθώς συμπληρώνει πλέον είκοσι χρόνια συνεχούς δημιουργίας και προσφοράς. Ο «πλοηγός του απείρου» είναι ένας φιλοσοφικός μονόλογος, που επιβεβαιώνει τΙς προτάσεις του δημιουργού, καθώς διατυπώ νονται εσωτερικά, κάτω από μια καθολική ενόραση των επέκεινα γεγονότων. Ο ποιητής εγκαταλείπει πλέον την επίγεια πραγματι κότητα και απογειώνεται προς την υφή του ονείρου. Η θεματο γραφία του συντήκεται σε μια ασυναίσθητη μεταστοιχείωση των κεντρικών της κυττάρων και από τη διαδικασία της μεταβολής αυ τής ξεπροβάλλει το τελευταίο υπόστρωμα, η ιδέα και η έννοια του θανάτου, που είναι και το βασικότερο θέμα της λογοτεχνίας σε όλες τις εποχές. ·Ο ποιητής με το αδιατάραχτο ύφος της κοσμικής γαλήνης ανιχνεύει τη διαφάνεια του χρόνου, προσεγγίζει την πηγή της αδιάφθο ρης ύλης και αποκρυσταλλώνει σε μαγικές εικόνες τη μυστική φλέβα του ακαταμέτρητου. Η διαδικασία μοιάζει με μυστικιστικές απόπειρες εσχατολογικών συλλογισμών. Μέ σα όμως από την ποιητική διήθηση των λέξεων κάθε εννοιολογική αναφορά προσλαμβάνει μια λυρική έπαρση και καταξιώνεται αισθητι κά. Τα ποιήματα της συλλογής έρ χονται σαν αθόρυβοι παφλασμοί γεμάτοι από την αγωνία του κωπη λάτη, καθώς το κουπί αγγίζει τις τελευταίες όχθες, στις εκβολές του ποταμού. Το ταξίδι φθάνει στο τέ λος, ανακαλούνται οι καταχτημέ νες εμπειρίες και αρχίζει η ενατένι ση των μακρινών κυμάτων του ωκεανού. Ο ποιητής υπερβαίνοντας τα εφήμερα κλειδιά, κρούει τη μυστι κή ώρα και θρυμματίζει το πρόσω πό του. Χωρίς δισταγμό και με ακράδαντη πεποίθηση του τελικού προορισμού πορεύεται από τον εφήμερο πόνο στο άπειρο δέος. Α πό την ορατή οδύνη στην αόριστη προοπτική της ανυπαρξίας. Η δύ ναμη των τραγικών αυτών αντιθέ
σεων μέσα στη γενική περιπέτεια του όντος τροφοδοτεί και με ομό λογη δύναμη τις συναφείς εκπυρ σοκροτήσεις του ποιητικού λόγου. Γιατί τα φαινόμενα της ζωής εξα πατούν με την επίφασή τους και καθιστούν ασύλληπτο το αδιόρατο πέρασμα της μαγικής ύλης, του σώ ματος που καταυγάζει την ενδότε ρη φλόγα της ζωής και δίνει το έναυσμα για την εξύμνηση και απόλαυση της άφθαρτης ομορφιάς. Έ τσι, μόνο οι εμπειρίες της τρομε ρής και αράγιστης τελευταίας ώρας επιτυγχάνουν τη διαφάνεια των φαινομένων και την έσχατη ανάλυ σή τους. Η τελευταία ώρα, ή, ακό μα, και η προϊούσα αίσθησή της κυριεύει το ποίημα κάνοντάς το κοινωνό ενός οικείου θανάτου μέ σα από την κατανυκτική συγκατά βαση της ολοσχερούς καταστρο φής. Η αποδοχή της αποκάλυψης αυτής στηρίζεται στην πεποίθηση του ποιητή ότι όλα αποτελούν ταυ τόσημες φάσεις μιας αέναης επανά ληψης. Η ύλη αλλάζει μορφές κου βαλώντας την ίδια εσωτερική της ταυτότητα. Το πνεύμα μεταλαμπα δεύεται μέσα από μιαν ατέρμονη πορεία γνώσης και εξαγνισμού.
η πέτρα κρύβει μέσα της το άγαλμα ή ένα σπίτι
κάθε στιγμή μπορεί το ξύλο ένα παιχνίδι να γεννήσει ή τη φωτιά μέσα στη λάσπη ήδη ανθίζει το πιο μεθυστι κό λουλούδι ένα μεγάλο κόκκινο πουλί σκίζει σαν αστραπή τον ου ρανό Αλλά, ερευνώντας τη φύση της μεγάλης απορίας, τη σκοτεινή υφή του αγνώστου, ο ποιητής Τόλης Νι κηφόρου δεν αποκόπτεται εντελώς από την κατασταλαγμένη πίκρα της εφημερότητας και το χθόνιο παρά πονο της καθημερινής ζωής. Είναι η πηγή που αναβλύζει το νάμα του καθαρμού, γι’ αυτό και γυρίζει και παίρνει φως, δυναμώνοντας τη φλόγα της μοναξιάς του και φιλο σοφημένα αποφαίνεται: «Οι νεκροί δεν γνωρίζουν το θάνατό τους» ή
«να φοβάσαι την πικρή γεύση της ■μοναξιάς!και το ανεξερεύνητο φά σμα της αλήθειας». Εκεί βρίσκεται ο μεγάλος πόνος που τρέφει τα φτερά για τη μεγάλη πορεία και το πέταγμα προς το επέκεινα. Κι ακό μα, εκεί βρίσκεται η απόκρυφη στιγμή της τρυφερότητας, οριζόμε νη από ένα αιώνιο παρόν, ένα αστείρευτο λίμνασμα του χρόνου που καλεί τους εκλεκτούς να δρέψουν: Πρόκειται για τις πιο εξαί σιες ποιητικές στιγμές του Τόλη Νικηφόρου, που αξίζει να χαρούμε ένα μικρό απόσπασμα.
το κρύο μπαίνει απ’ το σπα σμένο τζάμι μπαίνει το μαυροπούλι με το ράμφος του και το αχνό διάγραμμα τριών σπιτιων μπαίνει μια λυγερή αφριχάμε τις αυθάδικες γροθιές για στήθια μπαίνουνε γλάστρες κίτρι νες πορτοκαλιές ρούχα που κυματίζουν στο
66/οδηγος κάποιος που πίνει απέναντι
σαν νάναι λάθος οι στροφές του δίσκου
σκυφτός και μόνος το κρύο μπαίνει γκρίζο απ’ το σπασμένο τζάμι μπαίνει σκυφτό και μόνο η μουσική ακούγεται
Αλλά η οπτασιακή εικονοποιία, η αλλόκοτη μουσική που λανθάνει μέσα στη συγχεχυμένη ακοή, οφεί λεται στην εξαϋλωτική διάθεση του πόνου, στο διαλύον φως που ει σχωρεί και διασπά φασματικά την
πραγματικότητα, αυτό το παλιρροιακό κύμα της άλλης αίσθησης που αποκαλύπτει τη φύση της άυλης ομορφιάς, στη μέθεξη της οποίας καταξιώθηκε ποιητικά ο Τόλης Νικηφόρου.
ΗΛΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΣ
«λάθος κινήσεις»: σχεδίες μετάβασης προς τις «αληθινές αισθήσεις» ΠΕΤΕΡ ΧΑΝΤΚΕ: · Η ώρα της αληθινής αίσθησης. ΕισαγωγήΜετάφραση: Αλέξανδρος Ίσαρης. Εκδ. «Καστανιώτης», 1986. Σελ. 150.
• Λάθος κίνηση. Εισαγωγή-Μετά φραση: Αλέξανδρος Ίσαρης. Εκδ. «Καστανιώτης», 1986. Σελ. 87.
Αφηγήσεις εσωτερικών μεταμορφώσεων; Δοκίμια για τις σχέ σεις αιομικών υπάρξεων με την πραγματικότητα; Διαπραγματεύ σεις των όρων και ορίων της ανθρώπινης μοναξιάς; Αφηγηματικοί σχολιασμοί του ρόλου του συγγραφέα της εποχής μας;
βεται σταδιακά από τον περιβάλ λοντα χώρο ακριβώς επειδή δεν αποδέχεται την κονιορτοποίηση της ύπαρξής του μέσα σε ένα πλέγ μα σχέσεων που επικαθορίζεται από την ορθολογική οργάνωση και το ιδεολόγημα της «αναπόφευκτης» εξέλιξης των κοινωνικών τεκταινομένων. Ο Κόισνιγκ βιώνει στην εξέλιξη της μεταμόρφωσής του την εξωτερική πραγματικότητα ως το πίο νεκρικών οσμών. Αποκτά έτσι, για τον εαυτό του, το δικαίωμα επιθετικής συμπεριφοράς απέναντι στο περιβάλλον. Συμπεριφερόμενος ως καταδιωκόμενος και κατα ζητούμενος δολοφόνος βιώνει τη μοναξιά του ως προστατευτικό κέλυφος. (Στο «Λάθος Κίνηση» ο πρωταγωνιστής Βίλχελμ Μάιστερ δηλώνει: «Αυτό είναι το παράδο ξο: πώς όταν είμαι μόνος νιώθω να με πλημμυρίζει ένα αίσθημα προ στασίας» [σελ. 48]. Έτσι ο πρωτα γωνιστής απομονωμένος από το κοινωνικό status, αποκτώντας «την αναγκαία απόσταση απ’ αυτό» και αφού οι περιπλανήσεις του στον έξωθεν χώρο επιβεβαιώσουν τη μό νωσή του, φτάνει πάνοπλος στην «ώρα της αληθινής αίσθησης». Επιχειρεί να συναντήσει τα πράγ ματα και τους ανθρώπους με μια
Θα ήταν παρακινδυνευμένο να καταφύγουμε σε ορισμούς σε ό,τι αφορά στο περιεχόμενο της θεματι κής περιοχής των δύο βιβλίων του Πέτερ Χάντκε που κυκλοφόρησαν στις αρχές του χρόνου. Και στις δύο περιπτώσεις ο Αυστριακός συγγραφέας κατασκευάζει ευρείες συνθέσεις με συστατικά επιλεγμένα με αυστηρότητα και μηχανισμούς (διήγησης και πλοκής) σταθερούς. Τα πρόσωπα που παρελαύνουν στις δύο νουβέλες είναι λίγα. Οι σκηνικοί χώροι, μέσω της περιπλά νησης των υπάρξεων, διευρύνονται ιδιαίτερα. Πυκνά και μεγάλα δια στήματα διακοπής παρεμβάλλονται στον κορμό της αφηγηματικής εξω τερικής όρασης μέσω των οποίων ο συγγραφέας υποδεικνύει και σχο λιάζει τις εσώτατες μεταλλαγέςμεταμορφώσεις των πρωταγωνιΗ εξωτερική όραση και στις δυο νουβέλες είναι στοιχειώδης. Στην «Ώ ρ α της αληθινής αίσθησης» ένας βολεμένος - κοινωνικά, οικο
νομικά, προσωπικά - οικογενειάρ χης αρχίζει να μεταμορφώνεται από τη στιγμή που σε μια νύχτα εφιάλτη, βλέπει στον ύπνο του ότι δολοφονεί μια γριά. Ο πρωταγωνι στής (Κόισνιγκ) αποκτά συνείδηση δολοφόνου και συμπεριφέρεται σαν καταζητούμενος. Περιπλανάται στο εγκατελελειμμένο (λόγω θέ ρους) Παρίσι. Εγκαταλείπεται από τη γυναίκα, το παιδί και την ερω μένη του. Σκέφτεται να αυτοκτονήσει. Δεν το επιχειρεί. Το τέλος της νουβέλας κτίζεται από την τελευ ταία του μεταμόρφωση. Κατεβαίνει από το λόφο στον οποίο βρίσκεται, σε συνάντηση των πραγμάτων και των ανθρώπων. Αφού ενδυθεί με καινούρια ρούχα, εμφανίζεται σαν ήρωας - πρωταγωνιστής μιας άλ λης ιστορίας. Ο Κόισνιγκ δια του ονείρου οδη γείται σε ρήξη με όλους εκείνους τους τύπους και τις συμβάσεις που καθορίζουν τη · συμπεριφορά του μέσα στα πλαίσια των κοινωνικών δομών. Ο πρωταγωνιστής αποκό-
οδηγος/67 δική του ματιά. Δεν είναι πια δε σμώτης των εξωτερικά επιβαλλομένων συμβάσεων. Ούτε και υποχεί ριο του λογοκρατισμού. Δ ια της εσωτερικής του μεταμορφώσεως (οι οφειλές του Χάντκε στο ομώνυμο διήγημα του Κάφκα είναι εμφα νείς) ο Κόισνιγκ αντιλαμβάνεται βαθμιαία ότι η συνείδησή του μπο ρεί να γίνει ιδιαίτερα ελαστική. Τότε η πραγματικότητα δεν συρρι κνώνεται σε έναν κατάλογο γεγο νότων τα οποία νοούνται σαν προ βολές των κινήσεων, χειρονομιών και επιθυμιών του ατόμου1, αλλά αντιθέτως προβάλλει ως ολότητα. Τα πράγματα, τα γεγονότα, οι άν θρωποι δηλαδή συνιστούν ένα διαρκώς δονούμενο τοπίο που προ τείνει τα χαρακτηριστικά του στις αισθήσεις - και τον λόγο - του ατό μου, πρωταγωνιστή. Δεν είναι άσκοπο να σημειώσου με ότι η νουβέλα διατάσσεται στη συντακτική της επιφάνεια με τη χρήση της τριτοπρόσωπης αφήγη σης, για να αναφερθούμε στις «με ταμορφώσεις του αφηγητή»2 και το ρόλο και την οπτική γωνία του συγγραφέα. Ο συγγραφέας μειώνει μονίμως την απόστασή του από τον πρωταγωνιστή του, με την έννοια ότι η εξέλιξη της πορείας του τε λευταίου ώς την κατάληξή του σε μια διαφορετική ματιά όρασης της πραγματικότητας συνοδεύεται από την κυοφορία στο συγγραφέα μιας καινούριας συγγραφικής αρχής και - στο τέλος του βιβλίου - στη γέν νησή της: στο αρχίνισμα ενός άλ λου βιβλίου. Η εσωτερική μεταμόρ φωση του πρωταγωνιστή συνοδεύε ται από μια αντίστοιχη μεταμόρ φωση του συγγραφέα. Η τριτοπρόσωπη αφήγηση επιτρέπει στον Χάντκε να είναι συγχρόνως αφηγη τής της ιστορίας, του πρωταγωνι στή του, αλλά και παρών υπό το προσωπείο του αυστριακού συγ γραφέα, άλλου προσώπου της νου βέλας, ενώ στο πρόσωπο του Κόισνιγκ εύκολα διαπιστώνονται αυτοβιογραφικά στοιχεία του ίδιου του Χάντκε5. Η τριτοπρόσωπη αφήγη ση χρησιμοποιείται δηλαδή για αυ τή τη σκηνοθεσία του συγγραφέα και την οργάνωση του τριπλού προσωπείου του. «Θέλω να γίνω συγγραφέας. Ό μω ς, πώς είναι δυνατό κάτι τέ τοιο, αφού δεν αντέχω τους αν θρώπους», λέει ο Βίλχελμ στη «Λά θος Κίνηση»4. Και στην «Ώ ρ α της Αληθινής αίσθησης» υποδεικνύει την πορεία. Αντέχει τους ανθρώ-
Πέτερ Χάντκε. πους, επειδή (και αφού) οι ίδιοι μάθουν να αντέχουν τους εαυτούς τους με όχημα την εξόρρυξη - ή μή πως απόκτηση - της εσώτερης αί σθησής τους για την πραγματικότη τα. Και αντιστρόφως: η επίμονη αναρρίχηση των ανθρώπινων υ πάρξεων προς την αυτογνωσία αναγκάζει το συγγραφέα σε μιαν αντίστοιχη αναρρίχηση προς την «καθαρή» όραση των άλλων5. Στη νουβέλα «Λάθος Κίνηση»6, πρωταγωνιστής είναι ένας νεαρός με φιλοδοξίες λογοτεχνικές. Επιθυ μώντας να γνωρίσει καινούριους ανθρώπους, εγκαταλείπει την ε παρχιακή πόλη στην οποία ζει μαζί με τη μητέρα του. Θέλει να γίνει συγγραφέας. Πιστεύει ότι είναι αδύνατο να το επιτύχει χωρίς την επαφή και γνωριμία του με το υλι κό που του παρέχει η ζωή των αν θρώπων. Ό λ ες όμως οι συναντή σεις του με καινούριο ανθρώπινο Κάθε προσπάθεια να πλησιάσει τους «άλλους», κάθε κίνησή του, είναι εντέλει μια «Λάθος Κίνηση». Εδώ ο πρωταγωνιστής βρίσκεται αποξενωμένος εξαρχής α πό τον κό σμο. Βλέποντας τη φωτογραφία του σε μια εφημερίδα ο Βίλχελμ λέει: «Από κείνη τη στιγμή μου έφυγε κάθε διάθεση. Κατάλαβα με μιάς πως όλα αυτά τα χρόνια ώς τώρα δεν ήμουνα παρά ο τυχαίος περαστικός αυτής της φωτογρα φίας. Εκεί συγκεντρώνονται όλα όσα μπορεί να πει κανείς για μένα. Θέλω ν ’ ανακαλύψω περισσότερα πράγματα μέσα μου. Έ χω πολλές φορές την εντύπωση πως είμαι ένα
στατιστικό νούμερο και τίποτ’ άλ λο» (σελ. 17). Αναζητεί, λοιπόν, μίσχους που να του επιτρέπουν να ανακαλύψει πράγματα μέσα του, ώστε «η ζωή του να γίνει αντάξιά του» (σελ. 34). Τα εμπόδια είναι πολλά. Ό ζ ο ν κοινωνικό περιβάλ λον - ανθρώπινες σχέσεις και χει ρονομίες εγκλωβισμένες στη συμ βατική απόκριση, της «φυσικής, αβίαστης ζωής», καθοριστικός ρό λος των πολιτικών συσχετισμών στην κοινωνική ζωή, η «γερμανική ιστορία των ιδεών», η χρησιμο ποίηση «διαφόρων φιλοσοφιών» για να «νομιμοποιηθούν ακόμα και οι αναγκαστικά εγκληματικές μέ θοδοι». Ο κατάλογος είναι μακρύς. Ο Βίλχελμ ωστόσο επιμένει να γίνει συγγραφέας. Μια εσωτερική ανάγκη τον ωθεί σ’ αυτό. «Η επι θυμία για γράψιμο αποτελεί ανάγκη». Σχεδίες προς τη συγγρα φή και τη συγκέντρωση του υλικού: «Το μόνο που επιθυμώ είναι να μπορώ να θυμάμαι» (σελ. 38). Έ να σωρό πράγματα να είναι ξένα. Επαφή με τη γλώσσα των πολιτών (σε αντίθεση με το γλωσσικό ιδίω μα των πολιτικών). Επιμονή στην αξία της παρατήρησης. Αμφισβή τηση στον καθοριστικό για τη λογο τεχνική δημιουργία ρόλο της έ μπνευσης. Ο κατάλογος και εδώ εί ναι μακρύς7. Μέσω των περιπλανήσεών του και των «λάθος κινήσεών του» - ο Βίλχελμ μεταμορφώνεται εσωτερι κά. Αναμετράται με την εξωτερική πραγματικότητα, ανακαλύπτει την δική του αίσθηση για την πραγμα τικότητα που τον περιβάλλει. Ό π ω ς και ο Κόισνιγκ έτσι και ο Βίλχελμ κατέρχεται στο τέλος της νουβέλας προς τα πράγματα και τους ανθρώπους. Ξέρει «ελάχιστα πράγματα» γι’ αυτούς και τη Γερ μανία. Και καθώς «φεύγει κρατώ ντας μια βαλίτσα», ακούγεται ο ήχος μιας γραφομηχανής «που όλο και δυναμώνει». Η πολλαπλή και συνεχής συνάντηση του Χάντκε με τον πρωταγωνιστή της νουβέλας του είναι εμφανής. Η νουβέλα «Λάθος Κίνηση» ορ γανώνεται αφηγητικά γύρω από την περιγραφή στιγμιοτύπων. Ο ρυθμός της αφήγησης είναι ιδιαίτε ρα ταχύς. Τα στιγμιότυπα και γε γονότα του βίου μεγεθύνονται συναντώμενα με αυτόν τον τρόπο με ταξύ τους. Έ να είδος διαπίδυσης των στοιχειωδών υλών των πραγ μάτων και των αιτιών των γεγονό των δημιουργεί μια σφαιρική και
68/οδηγος ενιαία θεώρηση της πραγματικότη τας, στα μάτια του αναγνώστη. Ο «κινηματογραφικός» ρυθμός της αφήγησης λειτουργεί ως μηχανι σμός που αποκαλύπτει κινητικότη τα σε μια εξωτερική πραγματικότη τα που χαρακτηρίζεται από τη μο νότονη επανάληψη των γεγονότων και την καθημερινή επιβεβαίωση της πανταχού παρουσίας των νε κρικών προσωπείων που έχουν ενδυθεί. Γιατί αν η πραγματικότητα νοσεί προσλαμβανόμενη κατακερ12
1. Δεν είναι «εκ του περιττού» η υπό μνηση της αντίστοιχης «στάσης» των «Τριών γυναικών» του Μούζιλ, για όσους ενδιαφέρονται γενικότερα για την εξέλιξη της γερμανόφωνης πεζο γραφίας, της οποίας σημαντικά έργα μεταφράζονται πρόσφατα στη χώρα μας. Για το θέμα της «συρρίκνωσης» και «διεύρυνσης» της συνείδησης χρήσιμο βοήθημα μπορεί να αποδειχθι ί ··Η θεωρία του Μυθιστορήματος» του 1. Λούκατς, εκδ. Άκμων. 2. Ο αναγνώστης παραπέμπεται εντε λώς πρόχειρα στην ομότιτλη ομιλία
ματισμένη, η κατονομασία και περι γραφή των χαρακτηριστικών της τους προσδίδει ζωή και η κινημα τογραφική αναπαράστασή τους τούς δίνει ενότητα εσωτερική. Οι «Λάθος Κινήσεις» είναι λοι πόν αναγκαίες για να αποκτηθεί η «Αληθινή αίσθηση». Η πορεία προς το λόγο και τη γραφή είναι σε κάθε περίπτωση επίμονη. Ο κ. Ίσαρης έχει επανειλημμένα δώσει δείγματα πολύχυμων μετα μορφώσεων. Τον διακρίνει η αί
σθηση της οικονομίας του κειμένου και κυρίως η αίσθηση της ελληνι κής γλώσσας. Η προσφορά του στη μεταφορά στη γλώσσα μας κειμέ νων της γερμανόφωνης λογοτεχνίας παραμένει σημαντική, ενώ δε θα πρέπει να περάσουν απαρατήρητα τα χρήσιμα και πυκνά εισαγωγικά του σημειώματα στα βιβλία του Πέτερ Χάντκε και οι εργασίες του για τον Ρόμπερτ Μούζιλ.
του Π. Μουλά: «Τετράδια εργασίας», 7, Κ.Ν.Ε., Ε.Ι.Ε., 1984 και στην ερ γασία του Δ. Μαρωνίτη για την «Ιστορία» του Γ. Γιατρομανωλάκη, «Πίσω-Μπρος», «Στιγμή», 1986.
τον ίδιο, γιατί με τον τρόπο αυτό δε θα μπορείς πια να βλέπεις τους άλ λους καθαρά». «Λάθος κίνηση», σελ. 19. Ο κύκλος παραμένει - πάντοτε ανοιχτός... 6. Γράφτηκε το 1973, ένα χρόνο πριν την «'Ωρα της Αληθινής αίσθησης». Και απ’ αυτή την άποψη η θεματική περιοχή της δεύτερης διευκρινίζει σε καταληκτικά σημεία τον προβληματι σμό της πρώτης. 7. Για τα θέματα του βιβλίου και την πολλαπλότητά τους ενδεικτική είναι η καταγραφή που κάνει ο μεταφρα στής του βιβλίου, στην «Εισαγωγή» του (σελ. 10-11).
3. Χρησιμότατες οι παρατηρήσεις του μεταφραστή στον πρόλογο που προ τάσσεται της νουβέλας. (Δες σελ. 1112). 4. σελ. 14-15. 5. Η μητέρα συμβουλεύει τον Βίλχελμ στο σταθμό πριν την αναχώρησή του: «Όμως, να θυμάσαι το εξής: μην πιέ σεις ποτέ τον εαυτό σου να κάνει κά τι που θα σε αποξενώσει από σένα
Π. ΡΕΖΗΣ
ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ
Νέες Εκδόσεις
ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΑΝΟΥ
Η ΠΑΡΘΕΝΑ Η'ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΖΩΗ ΣΤΗ ΜΥΚΗΝΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΗΜ. Ν. ΠΑΠΑΔΗΜΑ Ιπποκράτους 8 τηλ. 36.27.318
&
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΔΩΔΩΝΗ» ΑΘΗΝΑ
οδηγος/69
Η λογοτεχνική θεωρία στην εποχή της υποψίας: η περίπτωση της Νέας Κριτικής ΝΙΚΟΥ ΚΑΑ ΤΑΜΠΑΝΟΥ: Η Νέα Κριτική. Η πλάνη τον «αντικειμενισμού» στη λογοτεχνική θεωρία. Αθήνα, Έρασμος, 1986. Σελ. 96. Και κείνο θα πω που μου φαίνεται πιο δύσκολα το έμαθα απ’ όλα
ΕΛΕΝΗ ΒΑΚΑΛΟ
Ένα από τα ισχυρότερα κινήματα στον τομέα της λογοτεχνικής θεωρίας αποτελεί και η ομάδα εκείνη των κριτικών που είναι γνω στή με τον όρο «Νέα Κριτική»· οι ιδέες της σχολής αυτής είναι συνδεδεμένες με τα ονόματα των Ρίτσαρντς, Έλιοτ, Μπρουκς, Ράνσομ κ.ά. ενώ αυτό που τους διαφοροποιεί από την κυρίαρχη στις μέρες τους (δεκαετία ’30 και ’40) άσκηση της λογοτεχνικής κριτικής συνίσταται στην άρνηση των μοντέλων με τα οποία εργα ζόταν η παραδοσιακή εντυπωσιολογική θεωρητική και ερμηνευτι κή διδασκαλία (ο συγγραφέας κύρια πηγή του νοήματος ενός έρ γου, ο σωφρονισμός του αναγνωστικού κοινού μέσα από τον συγκινημένο ποιητικό λόγο, η εξηγητική πρακτική των προθέσεων κ.λ.π.). Η τομή των Νέων Κριτικών βρί σκεται ακριβώς εδώ: το έργο δια θέτει μια οργανική αυθυπαρξία, «είναι ένα γλωσσικό επίτευγμα, που η μορφική του εντέλεια το κα θιστά αυτοδύναμο οργανισμό, που διαστέλλεται αντικειμενικά και προς την κατεύθυνση του δημιουρ γού και προς την κατεύθυνση του αποδέκτη» (σελ. 8). Η εγκυρότητα της μελέτης του Νίκου Καλταμπάνου δε βρίσκεται απλώς στο γεγο νός της αντικειμενικής περιγραφής των θεμελιωδών αντιλήψεων της νεοκριτικής τάσης· κάτι τέτοιο δε θα ’ταν εξάλλου και ο βαθύτερος στόχος του. Εκείνο που αποτελεί σημαντικό βήμα στην προσέγγιση του αντικειμένου του, είναι η κρι τική οπτική γωνία, το αναλυτικό χάρισμα που υλοποιείται τόσο προς τη μεριά της περαιτέρω απο σαφήνισης των νεοκριτικών εργα λείων όσο και προς εκείνη της κρι τικής της νεοκριτικής μεθόδου. Το σώμα του βιβλίου1 διαιρείται σε δεκατρία κεφάλαια, από τα οποία τα δύο πρώτα λειτουργούν
ως, ούτως ειπείν, γραμματολογική εισαγωγή και ταυτόχρονα ως προ γραμματική κατεύθυνση σ’ ό,τι αφορά στο σχολιασμό που θα ακο λουθήσει· τα κεφάλαια υπ’ αριθμόν 3 και 4 συζητούν συγκεκριμένες απόψεις και μοντέλα των Τέητ, Μπρουκς, Ράνσομ, τη σχέση τους με τον καντιανό επιστημολογικό στοχασμό, την απόκρουση από τον Ρίτσαρντς των όρων της ιδεαλιστικής αισθητικής (όπως «μορφή», «ρυθμός», «βάθος», «πλοκή», «αρ μονία» κ.λ.π.) και την ανάπτυξη των μεθοδολογικών του αρχών, όπως η ιδέα της αξίας ως ανα γκαίας συνθήκης του λογοτεχνικού φαινομένου. Τα κεφάλαια 5 και 6 ασχολούνται με την έννοια της «οργανικότητας» και των αντιλήψεων που συνδέονται με την αλλαγή της παλαιότερης μιμητικής αντίληψης για την τέχνη, την επανάσταση δηλ. του ρομαντισμού και τη μετα τόπιση του ενδιαφέροντος από την αναπαράσταση του ήδη υπάρχοντος στην αυθεντία της φαντασίας του δημιουργού-συγγραφέα, στην
ερμηνεία του καλλιτεχνήματος ως προϊόντος της μεγαλοφυούς σύλλη ψης του ατομικού νου, ενώ στο 7ο κεφάλαιο αναλύονται οι έννοιεςκλειδιά για το κίνημα που εξετά ζουμε: «προθεσιακή πλάνη» και «θυμική' πλάνη», όροι με τους οποίους θεμελιώνεται η αντιπαρά θεση στην παλαιότερη κλασική και ρομαντική παράδοση. Αυτό σημαί νει πως το λογοτεχνικό κείμενο ορίζεται πια όχι ως συνάρτηση των προθέσεων, των στόχων εκείνου που το παρήγαγε, ούτε ορίζεται από την άλλη από τις αντιδράσεις που προκαλεί στο δέκτη· το κείμε νο υπάρχει εδώ, διαθέτοντας την αποκλειστικά δική του νοηματική αυτοτέλεια. Στο επόμενο κεφάλαιο εξετάζεται η απάντηση στο ερώτη μα: πού, πώς και με ποιο τρόπο υφίσταται το ποιητικό κείμενο και αναλύονται οι επιμέρους κριτικές μεθοδολογικές έννοιες της οργανικότητας και της πολυσημίας, της αντικειμενικότητας και του δυνα μισμού, της συνεκτικότητας και της πολυπλοκότητας. Με βάση αυτόν το μεθοδολογικό στοχασμό οι νεοκριτικοί προσανατόλισαν τις έρευνές τους στρέφοντας την προσοχή τους στην ανάλυση των κειμένων καταδεικνύοντας τις ρητορικές συμβάσεις με τις οποίες επιτελείται η λειτουργία τους. Οι ρητορικές αυτές τεχνικές (η ειρωνεία, το πα ράδοξο και η αμφισημία) χρησιμο ποιούμενες από τον ποιητικό λόγο, επιτρέπουν στον κριτικό να κατα νοήσει «την εσωτερική δυναμική του σημασιολογικού συστήματος του ποιήματος» (κεφάλαιο 9). Δικαιολογημένα, στο σημείο αυ τό, ο Νίκος Καλταμπάνος αφιερώ νει στην ανάλυση των παραπάνω εννοιών όχι μόνο πρωτότυπο υλι κό, κείμενα δηλαδή των θεωρητι
70/οδηγος κών που αναφέρονται σ’ αυτές τις γράφει ο Ά γγλος κριτικός Ουίλιαμ 'Εμπσον: «Αμφισημία μπορεί να θεμελιώδεις προτάσεις, αλλά - και εδώ έγκειται ένα μεγάλο μέρος της θεωρηθεί η διστακτικότητα γι’ αυ συμβολής προς τη μεριά της κατα τό που εννοούμε, η πρόθεση να εν νόησης της θεωρίας που αναλαμ νοήσουμε διαφορετικά πράγματα, βάνει ο συγγραφέας - εφαρμόζει η πιθανότητα να εννοείται το ένα ή αυτές τις αναλυτικές κατηγορίες σε το άλλο πράγμα ή και τα δύο μαζί κείμενα νεοελληνικά· μια τέτοια κι ακόμη το να περιέχει μια πρότα απόπειρα ενέχει διπλό, για τη λο ση μαζί πολλές σημασίες». γοτεχνική μας κριτική όφελος: από Με επίκεντρο το βιβλίο του '!?τη μια κερδίζουμε μια εμπεριστα μπσον «Επτά τύποι αμφισημίας» τωμένη λογοτεχνική εφαρμογή του γίνεται μια συστηματικότερη ανα τρόπου με τον οποίο λειτουργούν φορά σε κάθε έναν από τους παρα οι νεοκριτικές ρητορικές προτάσεις πάνω τύπους του μεθοδολογικού και από την άλλη οικοδομείται, μοντέλου του· προς το τέλος, ολο στο επίπεδο της ελληνικής κριτι κληρώνοντας την έκθεση των απόκής, μια εύχρηστη για το μέσο ανα ψεών του, θα συμπεράνει ο Ν.Κ. γνώστη αλλά και μελετητή αλήθεια: πως οι δυσπερίγραπτες διαφορές ότι δηλαδή η λογοτεχνική θεωρία που χωρίζουν τους τύπους της αμ δε συνιστά ανεδαφικά μοντέλα φισημίας «κατά βάση ανάγονται σε προς εντυπωσιασμό των αγραμμά μια κοινή λογική δομή που... φαί των συνελλήνων· αντίθετα, όταν η νεται να αποτελεί τον πρωταρχικό θεωρία καθορίζει τα όριά της και πυρήνα της ποιητικής έκφρασης: τα μεθοδολογικά της εργαλεία (κά την αντιφατικότητα», ενώ, από την τι που σε τελευταία ανάλυση είναι άλλη και σε αντίθεση με τους άλ το ίδιο) η πράξη της κριτικής γίνε λους νεοκριτικούς «οι οποίοι πρόται τότε πράξη της ανάγνωσης; Και βαλαν κυρίως τον έκκεντρο δυνα επειδή δε διαβάζουμε λοβοτομημέμισμό της νοηματικής ενότητας του νοι, η κριτική μας δε θα ’ναι ποιητικού έργου, ο 'Εμπσον στις «αθώα»: θα περιέχει το θεσμικό εφαρμογές νοηματικής του εξήρε πλαίσιο των αναγνώσεών μας, τα περισσότερο τη διασπορά και τη κείμενα που ριζοσπαστικά μας πό φυγόκεντρη ανάπτυξη του ποιητι τισαν ιδεολογία ή που απώθησαν κού νοήματος» (σ. 74). τη θεωρία κ.λ.π. Η ειρωνεία και τα Η αποσαφήνιση της αμφισημίας επινοήματα που αυτή επιστρατεύει επιχειρείτάι, όπως και στα άλλα εί (το υπονοούμενο, η αμφισημία, η δη, πάνω σε δύο ποιητικά κείμενα ένταση, η αντινομία) αποτελούν της Ελένης Βακαλό από τη συλλογή ουσιώδη ρητορικά συστατικά της της «Του κόσμου»· η ανίχνευση της ποίησης και ο αναγνώστης πρέπει ποιητικής πολυσημίας, η κατάκτηση να τοποθετηθεί ανάλογα για να κα του νοήματος και η συνακόλουθη ταφέρει να συλλάβει το νόημα· ο ερμηνευτική προσέγγιση του κειμέ Ν.Κ. παρέχει τη δική του ανάγνω ν ο υ συνιστούν μια πράξη δημιουρ ση αποκωδικοποιώντας τα ειρωνι γίας εκ μέρους του αναγνώστη με κά στοιχεία στα ποιήματα «Φωνή τελικό σκοπό να φτάσει ο τελευταίος σε αδειοδρόμους» της Κικής Δη«στην ευφορία του νοήματος» ή, για μουλά και «Ο Δεκέμβρης του 1903» να χρησιμοποιήσω μια περίφημη του Κ.Π. Καβάφη. φράση του W. Iser «η ανάγνωση Το παράδοξο, η άρνηση δηλ. της ανάγεται σε απόλαυση πρώτα εκεί γραμμικής ροής της αφήγησης έτσι όπου η παραγωγικότητά μας συμμε όπως στην καθημερινή μας πρακτι τέχει στο παιχνίδι, αυτό σημαίνει, κή έχει γίνει αποδεκτό, εγγράφεται εκεί που τα κείμενα προσφέρουν μια ως ρητορικός τρόπος με δύο μορ ευκαιρία να πιστοποιήσουμε τις φές: είτε ως λεκτικό παράδοξο (αυ ικανότητές μας».2 τό συμβαίνει στους στίχους του Βύ Το τελευταίο κεφάλαιο του βι ρωνα Λεοντάρη «Μη λογαριάζεις βλίου επιχειρεί μια συνολική κριτι τί ήμουν τί δεν ήμουν/δεν ομοιοκα κή αποτίμηση της ερμηνευτικής με ταληκτώ με τη ζωή μου» από το θόδου της Νέας Κριτικής, αυτής συνθετικό ποίημα «Μόνο δια της που επικράτησε να λέγεται «στενή» ‘λύπης») είτε ως δραματικό παρά ή «πλησία» ανάγνωση, ενώ πα δοξο (μια ερμηνευτική εκδοχή χρη ράλληλα δίνεται η ευκαιρία για μια σιμοποιεί ως παράδειγμα το ποίη σειρά σκέψεων που αφορούν τις μα του Μ. Ελευθερίου «Φίλοι και συνολικές δυνατότητες του κριτι Χρόνια»). κού στοχασμού. Αναμφίβολα, η Για τον τελευταίο τύπο ρητορι παλαιότερη μέθοδος ερμηνείας των κής σύμβασης, την αμφισημία, λογοτεχνικών κειμένων, η ευθύ-
γραμμη αναγωγή στις προσωπικές διαθέσεις του συγγραφέα ή η αξιο λογική χρήση του κανόνα για το είκ,λ.π. έργο, καταπολεμήθηκαν από τους εκπροσώπους της Νέας Κριτι κής, ανοίγοντας έτσι με τον τρόπο αυτό το διάλογο με τους μορφικούς όρους ύπαρξης και τις κειμενικές τεχνικές, οι οποίες επιτρέπουν την καλύτερη κατανόηση του λογοτε χνικού έργου. Α ς μην ξεχνάμε ακό μα, πως οι καινούριες ποιητικές δοκιμές και τα μοντέρνα ποιητικά ρεύματα, με την περίπλοκη συντα κτική και νοηματική άρθρωση, επέβαλαν ως επείγουσα μιαν αλλα γή των εργαλείων της φιλολογικής παράδοσης, εφόσον η ποιητική πράξη είχε ξεπεράσει τα συνήθη αξιολογικά και ταξινομικά κριτή ρια. Α πό την άλλη, όπως σωστά έχει επισημανθεί, η λογοτεχνία ασκείται και θεσμικά· η διδασκα λία της λοιπόν στο σχολείο, απαλ λαγμένη από ένα βαρύ φορτίο σχο λαστικής ενασχόλησης γύρω από βιογραφικά, κοινωνικά και λοιπά πολιτισμικά στοιχεία, και η υιοθέ τηση της νεοκριτικής μεθόδου (μια που η τελευταία συγκεντρώνει την προσοχή της στο χώρο αποκλειστι κά του κειμένου), αποτέλεσε μια φυσιολογική εξέλιξη. Ωστόσο, και εδώ βρίσκεται η πλάνη της νεοκριτικής αντίληψης, η «δραπέτευση του αναγνώστηκριτικού από το πολύπλοκο πλέγμα των οικονομικών, φιλοσοφικών, αισθητικών, πολιτικών κ.λ.π. προ ϋποθέσεων που συνιστούν το σύμπαν του λόγου του και συμπροσδιορίζουν την ερμηνευτική του δραστηριότητα αποτελεί μια ιδεαλιστική υπόθεση που αποκρύ πτει και απλοποιεί αυθαίρετα τις πραγματικές συνθήκες κάτω από τις οποίες διεξάγεται η λογοτεχνι κή επικοινωνία» (σ. 85). Πού κατοικεί, λοιπόν, το νόημα του έργου; «Από την άποψη αυτή το επίμαχο ερώτημα της λογοτεχνι κής κριτικής: «ποιο είναι το αυθε ντικό νόημα που ενυπάρχει στο κείμενο», που συντηρεί την ψευ δαίσθηση της ενότητας του αντικει μένου της, αντικαθίσταται από το μετακριτικό ερώτημα: «τί είδους γνώση είναι δυνατό να έχουμε για το νόημά του» ... και προσανατολί ζει το ερευνητικό ενδιαφέρον στην ανάλυση του θεσμικού της χαρα κτήρα και των κοινωνικών συμβά σεων που προσδιορίζουν την ανά δυση αλλά και την ερμηνευτική οι
οδηγος/71 κείωση του λόγου της». Α ν, όπως απέδειξε η εμπειρία της Νέας Κριτικής αλλά και του στρουκτουραλισμού (μια που, σε τελευταία ανάλυση και οι δυο τονί ζουν την αυτοδυναμία και ανεξαρ τησία του κειμένου έναντι των άλ λων παραγόντων) είναι ανεπαρκής μια τέτοια θεώρηση, πού θα μπο ρούσαν να στραφούνε οι μελλοντι κές αναλύσεις και ο προβληματι σμός γύρω από τη λογοτεχνία; Η πρόταση που κατατίθεται από το
Σημειώσεις 1.
Οι εκδόσεις «Έρασμος» μας έχουν δώσει μια σειρά σπουδαίων κειμένων θεωρίας και κριτικής, όπου διακρί νει κανείς την ευαισθησία και τη γνώση τόσο, όσο και την καλή τυπο γραφική εργασία. Ωστόσο με την έκ δοση του βιβλίου του Ν. Καλταμπάνου, ο τυποτεχνικός κανόνας παρα βιάστηκε. Δεν πρόκειται εδώ για τα συνηθισμένα τεχνικά λάθη και αβλε ψίες, αλλά για μια πρόχειρη και συ ντριπτική για το γράμμα του κειμέ νου (η λέξη συντριπτική με την κυ ριολεκτική σημασία του όρου) έκδο ση. Λαθεμένη αρίθμηση των σημειώ-
Ν.Κ. - παρά το γενικό της χαρα κτήρα, μια που υπήρξε το αποτέλε σμα μιας εργασίας και όχι το ίδιο της το αντικείμενο - θα μπορούσε $α βοηθήσει στην αναθέρμανση του ενδιαφέροντος για την ενασχόληση της λογοτεχνικής θεωρίας με τα μείζονος σημασίας αυτά θέματα, μια που αλλού αποτελούν ήδη μέ ρος της παράδοσης.3 Έ τσι νομί ζουμε πως τα βιβλία διεκπεραιώνουν το λόγο για τον οποίο γρά φτηκαν· συνιστώντας τόπους δια-
κίνησης (και όχι ακινητοποίησης) ιδεών, πράξεις δημιουργίας που δεν εξαντλούνται στο πέρας της ανάγνωσης (ο μουσειακός χώρος των σελίδων), μάχιμα εργαλεία που παρεμβαίνουν με «πολεμική» διά θεση, γιατί ο καιρός της λογικής αθωότητας έχει οριστικά παραχω ρήσει τη θέση του στην εποχή της μετακριτικής υποψίας.
σεων, απουσία λέξεων ή ολόκληρων φράσεων (σελίδες 39, 41, 72), ενώ στο ποίημα της σελίδας 76 («Ποίημα διδακτικό» της Βακαλό) λείπουν (σειρά 10η) και - μετά το «είσαι άν θρωπος το μαθαίνεις» - οι λέξεις: Και επειδή θέλω όχι μόνον αγάπη αλλά και τιμή. Στο συγγραφέα θα χρεώναμε δύο ση μαντικές για την απρόσκοπτη ανά γνωση θεωρητικών κειμένων παρα λείψεις. Η πρώτη έχει σχέση με τη χρησιμοποίηση αριθμών για το χωρι σμό των κεφαλαίων και όχι αυτόνο μων τίτλων. Η αριθμητική κατάταξη δεν επιτρέπει στον αναγνώστη τον προϊδεασμό για το περιεχόμενο και την επιστροφή σε θεματικές ενότητες που ήδη διαβάστηκαν, ενώ η απου-
σία ενός ευρετηρίου βασικών όρων και εννοιών δυσκολεύει την πιθανή επιθυμία για άμεση πρόσβαση στους συζητούμενους όρους. 2. W. Iser, Der leservorgang, σελ. 254, στον τόμο Rezeptionacsthctik, Thcorie und Praxis, (εκδότης) Reiner War ning, Wilhelm Fink Verlag, Meunchen, 19792. 3. Η γερμανική θεωρητική σχολή της πρόσληψης (Rezeptionsasthetik) λ.χ. αποτελεί ένα καλό παράδειγμα δη μιουργικής σχέσης με το λογοτεχνικό αντικείμενο. Οί εκπρόσωποί της παρενέβησαν (καί όχι μόνο) με καίριο τρόπο στην κατασκευή θεωρητικών μοντέλων προτείνοντας τις δικές τους ερμηνείες (βλέπε τους τόμους Ι
Ο Δημήτρης Γιακουμάκης (Μηθύμνης 51 ΤΚ 112 52 Αθήνα) σε συνεργασία με έγκυρους εκδοτικούς οί κους προετοιμάζει δύο ποιητικές ανθολογίες: 1. Ανθολογία Θαλασσινής Ποιήσεως. 2. Ανθολογία Β' Μεταπολεμικής Γε νιάς. Παρακαλούνται οι ποιητές που έχουν κατα γραφεί στο τεύχος 1 του περιοδικού «Νέες Τομές» να στείλουν τις ποιητικές τους συλ λογές ή φωτοαντρίγραφα τούτων στη διεύ θυνση κατοικίας του ανθολόγου για μια ευ ρύτερη ανθολόγηση. Επίσης ανεξαρτήτως γενιάς, μπορούν οι ποιητές να στείλουν φω τοαντίγραφα δημοσιευθέντων θαλασσινών ποιημάτων (με βιβλιογραφικά στοιχεία της συλλογής) και ένα σύντομο βιογραφικό. Και στις δύο περιπτώσεις είναι επιθυμητή η απο στολή κριτικογραφίας για το έργο τους.
ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΑΛΦΑΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΜεΥΘΥΝΣΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΩΝ ΙΜΜΜ* ΚΙΜΡ · '-"ΝΙΐί’ΩΝ EPFYNIIN
Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΝΟΙΚΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Έρευνα για τα ΚΑΠΗ
Αννας Αμηρά Έφης Γεωργιάδη Αφροδίτης Τεπέρογλου
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ Βιβλιοπωλείο ΕΚΚΕ, Σοφοκλέους 5, 105 59, Αθήνα Τηλ. 32.12.889.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ
Δ ια δ ικ α σ ίε ς κ ο ιν ω ν ικ ο ύ μ ε τ α σ χ η μ α τ ισ μ ο ύ σ τ ή ν ά γ ρ ο τ ικ ή
Οι εμπειρικές έρευνες στην αγροτική Ελλάδα
Ελλάδα
εισαγωγή - έπιμέλεια Στάθης Δαμιανάκος πρόλογος Βασίλης Φίλιας
της
Ελένης Θ. Κοβάνη
ε π ιθ ε ώ ρ η σ η κοινω νικώ ν ερ ευ νώ ν The Greek Review οί Social Research
65 1987
ΠΡΟΙΚΕΣ, ΦΟΡΟΙ, ΣΤΑΦΙΔΑ ΚΑΙ ΨΩΜΙ Ο/κονομία και οικογένεια στην αγροτική Ελλάδα του 19ου αιώνα
Η ανάπτυξη μιας φεμινιστικής Δ. ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΖ και οι σύγχρονοι κριτικοί της
Αντιφάσεις της επονομαζόμενης «νεοκλασικής» οικονομικής θεωρίας Η θεωρία Τής εργασίας αξίας
Δ η μή τρης Κ. Ψ υχογιός ΕΚΔΟΣΗ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ Βιβλιοπωλείο ΕΚΚΕ ,Σοφοκλέους 5 , 105 59 Αθήνα ,Τηλ. 32 12 889
ΑΙΙ1 \Ί Ί Ο -Οχτω^ου-
21 Οκτωβρίου 1987
βιβλιογραφικό δελτίο αριθ. 178
• Ιο βιβλιογραφικό Δελτίο σνντάααεται με την πολύτιμη συνερ γασία τον βιβλιοπωλείου της «Εστίας», τη διεύθυνση και το προσωπικό τον οποίον ευχαρι στούμε θερμά. • Η ταξινόμηση των βιβλίων γίνε ται με δάση το γνωστό Δεκαδικό Σύστημα Ταξινόμησης, προσαρ μοσμένο στην ελληνική βιβλιο γραφία. • Σε κάθε κατηγορία βιβλίων προηγούνται αλφαβητικά οι έλ-
Επιμέλεια: Έφη
ληνες συγγράφεις και ακολου θούν οι ξένοι. * Η κατάταξη των ξένων συγγρα
φέων γίνεται σύμφωνα με το ελ ληνικό αλφάβητο. * Στην κατηγορία των περιοδικών δεν περιλαμβάνονται εβόομαδι* Γία την ακόμη μεγαλύτερη πλη ρότητα τον Δελτίου, παρακαλούνται οι εκδότες να μας στέλ νουν έγκαιρα τις καινοι'ιριες εκ-
ΓΕΝΙΚΑ ΕΡΓΑ
ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ
ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΕΣ
ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ
Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια. Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό. Τόμος 7ος. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1987. Σελ. 448. Δρχ. 3500.
STAHEL NELLY. Το σχέδιο ως έκφραση ψυχικών τραυμάτων. Μετ. Αλεξάνδρα Λαμπράκη-Παγανού. Αθήνα, Επικαιρότητα, 1987. Σελ. 88. Δρχ. 1000.
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
ΘΡΗΣΚΕΙΑ
ΑΠΟΚΡΥ ΦΙΣΜΟΣ Σολομωνική. Επιμ. Πάνος Κορφιάτης. Αθήνα, Παρά δοση. Σελ. 128. Δρχ. 500.
ΓΕΝΙΚΑ Καταβασίες (σύντομες). Ακινήτων εορτών, τριωδίου, πεντηκοσταρίου. Κατερίνη, Τέρτιος, 1987. Σελ. 162. Δρχ. 500.
74/δελτιο ΓΟΥΝΑΡΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ. Η Παναγία Μαυριώτισσα της Καστοριάς. Θεσσαλονίκη, Πουρναράς, 1987. Σελ. 69. Δρχ. 450. ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Φ. Τα λείψανα και το μοναστήρι Κοσμά του Αιτωλού. Αθήνα, 1987. Σελ. 78. Δρχ. 550.
κελος». Αθήνα, Νέα θέσις, 1987. Σελ. 110. Δρχ. 400. ΦΡΟΜ ΕΜΠΕΡΧΑΡΝΤ. Επιστημονικότητα και κομματικότητα. Μετ. Θεόδωρος Μανωλόπουλος. Αθήνα, Οδηγητής, 1987. Σελ. 67.
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΘΡΗΣΚΕΙΟΛΟΓΙΑ NILSSON Μ.Ρ. Ιστορία της αρχαίας ελληνικής θρη σκείας. Μετ. Αικατερίνη Παπαθωμοπούλου. Αθήνα, Παπαδήμας, 1987. Σελ. 334. Δρχ. 900. NILSON ΙΑΝ. Ιησούς. Οι μαρτυρίες. Μετ. Ελένη Ταμβάκη. Αθήνα, Κονιδάρης, 1987. Σελ. 275. Δρχ. 900.
ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ Εργατική τάξη και πολιτισμός. Διήμερο Συμπόσιο. Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1987. Σελ. 132. Δρχ. 350. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΑΝΤΡΕΑΣ. Το τέλειο κράτος. Η νύχτα των ερπετών. Αθήνα, Γλάρος, 1987. Σελ. 285. Δρχ. 800. ΔΑΜΙΑΝΑΚΟΣ ΣΤΑΘΗΣ. Παράδοση ανταρσίας και λαϊκός πολιτισμός. Αθήνα, Πλέθρον, 1987. Σελ. 238. Δρχ. 900. ΜΟΣΚΩΦ ΚΩΣΤΉΣ. Η διοργάνωση του επαναστατι κού μας ονείρου. Αθήνα, Καστανιώτης, 1987. Σελ. 117. Δρχ. 500. Social deviance and social control. Vol. I. Επιμ. E. Βενιζέλος κ.ά. Αθήνα, Σάκκουλας, 1987. Σελ. 122.
ΠΟΛΙΤΙΚΗ 20ό Συνέδριο Λενινιστικής Κομσομόλ. Ντοκουμέντα. Αθήνα, Οδηγητής, 1987. Σελ. 213. ΒΑΛΗΝΑΚΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ Γ. Εισαγωγή στην πυρηνι κή στρατηγική. Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 1987. Σελ. 136. Δρχ. 600. ΚΟΡΙΔΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Μορατόριουμ ΕΣΣΔ-ΗΠΑ. Η αλήθεια για τα πυρηνικά. Αθήνα, Ιωλκός, 1987. Σελ. 59. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ ΣΠΥΡΟΣ. Καραμανλής και «φά
Δημόσιες επιχειρήσεις και ανάπτυξη. Υλικά Συμπο σίου. Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1987. Σελ. 248. Δρχ. 550.
ΔΙΚΑΙΟ ΠΑΝΟΥΣΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Η διδασκαλία των εγκλημα τολογιώ ν επιστημών στα τμήματα Νομικής. Αθήνα, Σάκκουλας, 1987. Σελ. 75.
ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΛΙΑΠΗΣ ΒΑΓΓΕΛΗΣ. Ο χορός στους Κουντουριώτες. Αθήνα, Ηφαίστεια, 1987. Σελ. 141. Δρχ. 700. ΜΕΛΙΚΗΣ ΓΙΩΡΓΗΣ. Αντρικά μουνάτα (Γαμοτράγουδα). Θεσσαλονίκη, Μπαρμπουνάκης. Σελ. 75. Δρχ. 300. ΧΡΟΝΑΣ ΓΙΩΡΓΟΣ. Ψεύτικες βλεφαρίδες. Αθήνα, Οδός Πανός, 1987. Σελ. 1%. Δρχ. 500.
ΓΕΝΙΚΑ GRIBBIN JOHN. Γένεσις. Η καταγωγή του ανθρώπου και του σύμπαντος. Μετ. Μάριος Βερέττας. Αθήνα, Ωρόρα, 1987. Σελ. 412. Δρχ. 400. ΚΑΡΑ ΖΑΚ-ΓΚΡΑΝΖΕ ΜΙΣΕΛ. Η αλχημεία. Εξω γήινη επιστήμη; Μετ. Λόισκα Αβαγιανού. Αθήνα, Αστάρτη. Σελ. 279. Δρχ. 550. ΜΟΝΟ-ΕΡΖΕΝ Γ.Ε. Η αλχημεία στη Μεσόγειο. Μετ. Γιώργος Βαφειάδης. Θεσσαλονίκη, Μπαρμπουνάκης. Σελ. 215. Δρχ. 650.
ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΤΣΑΛΙΚΙΔΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ Α. Σύγχρονοι ελληνικοί κή ποι. Θεσσαλονίκη, Γαρταγάνης, 1987. Σελ. 149. Δρχ. 1300.
δ ελ τ ιο/75
ΤΕΧΝΕΣ
ντια Βαλαβάνη. Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1987. Σελ. 319. Δρχ. 800.
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ ΓΕΝΙΚΑ ΓΟΥΟΚΕΡ ΤΖΟΝ Α. Η τέχνη την εποχή των μέσων μαζικής επικοινωνίας.Μετ. Χάρης Πατσάς. Αθήνα, Κομμούνα, 1987. Σελ. 140. Δρχ. 450.
ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΦΕΣΣΑ-ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΕΛΕΝΗ. Η ιδεολογική κρί ση της νεοελληνικής αρχιτεκτονικής 1827-1940. Αθήνα, 1987. Σελ. 111. Δρχ. 600.
ΙΟΡΔΑΝΟΥ ΣΩΤΗΡΗΣ. Στα φτερά της ελπίδας. (Διηγήματα). Αθήνα, Ιωλκός, 1987. Σελ. 126. ΛΙΑΡΟΥΤΣΟΣ ΜΙΧΑΛΗΣ. Τελειώνοντας ο Δεκέμ βρης... Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1987. Σελ. 181. Δρχ. 250. ΡΗΓΟΠΟΥΛΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ. Ξαφνικά τον είπανε τρε λό. Μυθιστόρημα. Β' έκδοση. Αθήνα, Ντουντούμης. Σελ. 230. ΣΩΤΗΡΑΚΟΥ ΠΙΤΣΑ. Ο Αντώνης δε θα σκολάσει απόψε. Τ ' έκδοση. Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1987. Σελ. 126. Δρχ. 250. ΑΪΤΜΑΤΟΡ ΤΣΙΝΓΚΙΓ. Το μάτι της καμήλας. Μετ. Γιώργης Ζωίδης. Σελ. 52. Δρχ. 100.
ΜΟΥΣΙΚΗ
ΑΪΤΜΑΤΟΦ ΤΣΙΝΓΚΙΓ. Το χωράφι της μάνας. Νου βέλα. ΙΓ' έκδοση. Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1987.Σελ. 126. Δρχ. 250.
Η πολιτιστική τρομοκρατία των Dead Kennedy’s. Μετ. Γιώργος Καραμπελιάς. Αθήνα, Κομμούνα, 1987. Σελ. 184. Δρχ. 550.
APOLLINAIRE GUILLAUME. Τα κατορθώματα ενός μικρού Δον Ζουάν. Μετ. Γιώργος Βίλλιος. Αθή να, Ερατώ, 1987. Σελ. 126. Δρχ. 300.
ΕΝΑΣΧΟΛΗΣΕΙΣ ΣΥΛΛΟΓΕΣ ΚΡΑΒΑΡΤΟΓΙΑΝΝΟΣ ΔΡΟΣΟΣ. Θησαυροί που χά νονται. (Ανατ. από τα «Τετράμηνα», τ. 31-33). 'Αμ φισσα, 1987. Σελ. 2181-2187.
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΠΟΙΗΣΗ ΠΑΠΑΓΓΕΛΟΥ ΡΟΗΣ. Νύξεις. Αθήνα, Διογένης, 1987. Σελ. 53. ΙΟΥΒΕΝΑΛΗΣ. Σάτιρες, Έμμετρη μετάφραση, εισα γωγή και σχόλια Ν.Α. Γκούμας. Αθήνα, Μαυρίδης, 1987. Σελ. 476. ΛΟΡΔΟΣ ΒΥΡΩΝ. Το νησί ή ο Κρίστιαν και οι σύ ντροφοί του. Εισ.-έμμετρη απόδοση-σημ. Μάριος Βύ ρωνος Ραίζης. Αθήνα, Ευσταθιάδης, 1987. Σελ. 127. ΜΠΡΕΧΤ ΜΠΕΡΤΟΛΤ. Ποιήματα. Μετ.-πρόλ. Νά-
GREELEY ANDREW Μ. Προς τη λύτρωση. Μετ. Γωγώ Αρβανίτη. Αθήνα, Bell, 1987. Σελ. 407. LOWRY MALCOLM. Ουλτραμαρίν. Μετ. Θόδωρος Γιαννακόπουλος. Αθήνα, Ερατώ, 1987. Σελ. 271. Δρχ. 600. ΝΤΡΑΪΖΕΡ ΘΙΟΝΤΟΡ. Η αδελφή Κάρι. Μετ. Ελένη Φιλοκύπρου. Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1987. Σελ. 498. Δρχ. 1000.
76/δελτιο SCHWOB MARCEL. Μίμοι. Μετ.-επιμ.-σημ. Λίλιαν Stead-Δασκαλοπούλου. Αθήνα, Ά γρα, 1987. Σελ. 136. Δρχ. 450. SCHWOB MARCEL. Φανταστικοί βίοι. Μετ. Έκτωρ Κακναβάτος. Αθήνα, Ά γρα, 1987. Σελ. 166. Δρχ. 550. ΣΤΟΟΥΚΕΡ ΜΠΡΑΜ. Δράκουλας. Μετ. Ανέττα Καπόν. Β' έκδοση. Αθήνα, Στοχαστής, 1987. Σελ. 489. Δρχ. 1000. ΣΤΡΙΝΤΜΠΕΡΓΚ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ. Μαύρες σημαίες. Μετ. Μαργαρίτα Μέλμπεργκ. Αθήνα, Εστία, 1987. Σελ. 293. Δρχ. 650. ΦΕΡΝΑΝΤΕΖ ΝΤΟΜΙΝΙΚ. Η δόξα του παρία. Μετ. Λόισκα Αβαγιανού. Αθήνα, Αστάρτη, 1987. Σελ. 216. Δρχ. 700. ΦΟΥΡΜΑΝΟΦ ΝΤΜΙΤΡΙ. Τσαπάγεφ. Μυθιστόρημα. Μετ. Λίντα Πρόκου. Αθήνα, Ράντουγκα, 1987. Σελ. 303. Δρχ. 900.
ΜΕΛΕΤΕΣ Ο Σεφέρης στην πύλη της Αμμοχώστου. Επτά ομιλίες. Αθήνα, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1987. Σελ. 321. Δρχ. 800. Ο πουλολόγος. Κριτική έκδοση. Εισ.-σχολ.-λεξ. Ισα βέλλα Τσάβαρη. Αθήνα, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1987. Σελ. 410. Δρχ. 1300. ΓΑΒΑΛΑΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ. Η εσωτερική διαλεκτική στη «Μαρία Νεφέλη» του Οδυσσέα Ελύτη. Θεσσαλονί κη, Κώδικας, 1987. Σελ. 91. Δρχ. 350. ΚΑΡΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΔΡΕΑΣ. Φαναριώτικη και επτα νησιακή ποίηση. Αθήνα, Επικαιρότητα, 1987. Σελ. 173. Δρχ. 600. ΚΟΚΟΛΗΣ Ξ.Α. «Δεν είναι πια τραγούδι αυτό». Ο μελοποιημένος Καρυωτάκης. Θεσσαλονίκη, University Studio Press, 1987. Σελ. 130. Δρχ. 500. ΜΑΣΤΡΟΔΗΜΗΤΡΗΣ Π.Δ. Εγκώμιο στον ποιητή Γιάννη Ρίτσο. Αθήνα, Καρδαμίτσας, 1987. Σελ. 35. Δρχ. 450. ΜΟΝΕΓΚΑΛ ΡΟΝΤΡΙΓΚΕΖ Ε. Μπόρχες. Μετ. Βί κτωρ Ιβάνοβιτς. Αθήνα, Θεμέλιο, 1987. Σελ. 220. Δρχ.
Διεθνής Συνάντηση αρχαίου ελληνικού δράματος. Αθήνα, 1987. Σελ. 332. Δρχ. 1000.
ΙΣΤΟΡΙΑ
ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΒΛΑΧΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ Σ. Μια φορά κι έναν καιρό ένας διπλωμάτης... (50 κυβερνήσεις). Τόμος Ε': Μόνιμος αντιπρόσωπος. Αθήνα, Εστία, 1987. Σελ. 291. Δρχ. 800. ΚΑΝΔΗΛΗΣ ΙΩ.Δ. Η Αθήνα όπως την έζησα και την εγνώρισα. Αθήνα, Πιτσιλός, 1987. Σελ. 149. Δρχ. 750. ΜΟΥΡΑΤΟΓΛΟΥ ΓΙΑΝΝΗΣ. Αντίκρυ στο χρέος. Αθήνα, 1987. Σελ. 140. Δρχ. 400. ΠΑΝ ΑΓΙΩΤΑΚΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Π. 30 καυτά μερόνυχτα. (15 Ιουλίου-15 Αυγούστου 1974). Αθήνα, Φιλιππότης, 1987. Σελ. 236. Δρχ. 700. ΡΩΧΑΜΗΣ ΒΑΓΓΕΛΗΣ. Ισοβίτης ή δραπέτης. Αυτο βιογραφία. Αθήνα, Θεωρία, 1987. Σελ. 300. Δρχ. 700.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Αλέξανδρος Παπαναστασίου. Θεσμοί, ιδεολογία και πολιτική στο Μεσοπόλεμο. Επιμ. Γ. Αναστασιάδης κ.ά. Αθήνα, Πολύτυπο, 1987. Σελ. 445. Δρχ. 1200. Στα 40 χρόνια του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Διήμερο Συμπόσιο: Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1987. Σελ. 85. Δρχ. 200. ΜΗΤΣΟΠΟΥΛΟΣ ΘΑΝΑΣΗΣ (ΣΤΑΥΡΟΣ). Το 30ό Σύνταγμα του ΕΛΑΣ. Δ ' έκδοση συμπληρωμένη. Αθή να, Οδυσσέας, 1987. Σελ. 840. Δρχ. 2000. ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ ΠΟΤΗΣ. Η δοκιμασία της δημοκρατίας. 1974-1986.αθήνα, Φυτράκης, 1987. Σελ. 427. Δρχ. 1450. ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ ΠΟΤΗΣ. Φιλελεύθερα ανοίγματα στην Ελλάδα μετά τον Εμφύλιο. Αθήνα, Φυτράκης, 1987. Σελ. 211. Δρχ. 700.
ΔΟΚΙΜΙΑ
ΧΡΗΣΤΟΥ ΠΑΝ.Κ. Το Άγιον Όρος. Αθωνική πολι τεία - Ιστορία, τέχνη, ζωή. Αθήνα, Εποπτεία, 1987. Σελ. 488. Δρχ. 5000.
ΧΑΡΗΣ ΠΕΤΡΟΣ. Συνομιλίες με φίλους. Αθήνα, Πι τσιλάς, 1987. Σελ. 284. Δρχ. 800.
ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΔΕΛΦΩΝ.
ΠΑΠΑΡΗΓΑΣ ΘΑΝΑΣΗΣ. Μεξικό. Η επανάσταση και το σήμερα. Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1987. Σελ. 119. Δρχ. 300.
δελτιο/77
ΠΑΙΔΙΚΑ _ΒΙΟΛΙΟΠΩΛΕ10-ΕΚΛΟΣΕΙΣ-ΓΚΛΛΕΡΙ
ΓΝΩΣΕΙΣ
*
ΝΟΒΕΛ1 ΛΟΥΚΑ. Ο πρώτος μου υπολογιστής. Μετ. Πάνος Ράμος. Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής. Σελ. 63. Δρχ. 600.
ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΣΑΣ ΣΧΟΛΙΚΑ ΔΕΛΗΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΑΛΟΣ I. Ερμηνευτικά σχεδιά σματα κειμένων νεοελληνικής γραμματείας. Α ' Λυκεί ου, τεύχος πρώτο, Αθήνα, Gutenberg, 1987. Σελ. 357. Δρχ. 1200. ΜΑΖΗΣ Α.Ε.-ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΟΠΟΥΛΟΣ Η. Θέμα τα φυσικής. Αθήνα, Εστία, 1987. Σελ. 508. Δρχ. 1800.
ΠΡΟΤΕΙΝΟΥΜΕ Φ Ν. ΛΑ Ρ0ΣΕΛ
Οι αναμνήσεις του Ντερκ Ράσπε____ Φ Α. ΤΑ ΡΚ0Φ ΣΚΙ
ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ ΑΝΤΙ. Δεκαπενθήμερη πολιτική επιθεώρηση. Τεύχος 355. Δρχ. 100. ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑ. Τόμος 4, 1985. Δρχ. 1200. ΓΥΝΑΙΚΑ. 15μερο γυναικείο περιοδικό. Τεύχος 980. Δρχ. 200. ΔΑΥΛΟΣ. Μηνιαίο περιοδικό. Τεύχος 68-69. Δρχ. 230. ΔΙΑΒΑΖΩ. Δεκαπενθήμερη επιθεώρηση του βιβλίου. Τεύχος 175. Δρχ. 250. ΕΠΙΛΟΓΕΣ. Τεύχος 15. Δρχ. 220. ΗΧΟΣ ΚΑΙ HI-FI. Τεύχος 174. Δρχ. 200. ΘΕΣΣΑΛΙΚΗ ΕΣΤΙΑ. Φύλλα λόγου τέχνης και πολι τιστικής καλλιέργειας.
Σμιλεύοντας το χρόνο φ ΣΤΑΝΤΑΛ-ΜΠΑΛΖΑΚ-ΦΛΩΜΠΕΡ
Διηγήματα φ Ν. ΧΟΥΛΙΑΡΑΣ
Το άλλο μισό Φ R. BILLETD0UX
Γράμμα συγνώμης
ΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ. Περιοδική έκδοση ιστορικών σπου δών. Τόμος Γ', τεύχος 6. Δρχ. 700.
Φ R. BILLETD0UX
ΤΟ ΚΟΥΤΙ ΤΗΣ ΠΑΝΔΩΡΑΣ. Μηνιαίο μορφωτικό λογοτεχνικό περιοδικό. Τεύχος 20-21. Δρχ. 200.
Φυλάξου από τη γλύκα των πραγμάτων
MAZI-TOGETHER. Τεύχος 29. Δρχ. 25. ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΛΟΓΙΑ. Επιστημονικό περιοδικό σύγ γραμμα. Τόμος 2ος. Δρχ. 600. ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ. Εργοτάξιο εξαιρετικών αισθημάτων. Τεύχος 32. Δρχ. 400. ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ. Φιλολογικόν περιοδικόν κατά τριμη νίαν εκδιδόμενον. Τόμος ΚΘ', αρ. 3. Δρχ. 300. ΠΕΡΙΣΚΟΠΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ. Τεύχος 99. Δρχ. 300.
φ Μ. WEBB
Το ακριβό φαρμάκι ΛΡΙΣΤ0ΤΕΛ0ΥΣ7 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΙI
78/δελτιο
κριτικογραφία Στην Κριτικογραφία περιλαμβάνονται όλες οι επώνυμες βιβλιοκριτικές κα ι βιβλιοπαρονσιάσεις των ελληνικών εκδόσεων που δημοσιεύονται στον ημερήσιο αθηναϊκό τύπο. Περιλαμβάνονται, επίσης, κ α ι κριτικές δημοσιευμέ νες στον περιοδικό κα ι επαρχιακό τύπο, όσες φυσικά φροντίζουν να μας στέλνουν οι συντάκτες τους. Για κάθε βιβλίο σημειώνονται, μέσα σε παρένθεση: το όνομα του κριτικού κ α ι ο τίτλος του εντύπου (βλ. Υπόμνημα), καθώς κα ι η ημέρα δημοσίευσης της κριτικής, αν π ρόκειται για εφημερίδα, ή ο αριθμός έκδοσης, αν πρόκειται για περωδικό έντυπο.
- Υ πόμ νη μ α — ΚΡΙΤΙΚΟΙ ΑΔ: Α. Δελωνης ΑΘ: Π. Αθηναίος ΑΠ: Α. Παπαδάκη ΑΦ: Α. Φουριώτης BA: Β. Αγγελοπούλου ΒΠ: Βάιος Παγκουρέλης ΒΧ: Β. Χατζηβασιλείου ΓΜ: Γ. Ματξουράνης ΓΣ: Γ. Σαββίδης ΔΚ: Δ. Κονιδάρης ΔΓ: Δ. Γιάκος ΔΖ: Δ. Ζαδές ΔΠ: Δ. Παπακωνσταντίνου ΔΣ: Δ. Σιατόπουλος ΕΑ: Ε. Αρανίτσης ΕΒ: Ε. Βαλτά ΕΖ: Ε. Ζωγράφου ΕΛ: Ε. Παππά ΕΠ: Ε. Παμπούκη EM: Ε. Μόσχος ZB: Ζ. Βαλάση ΗΚ: Η. Κεφάλας ΘΠ: θ . Μ. Πολίτης ΘΥ: θ . Παπανικολάου ΙΔ: I. Δραγώης ΚΑ: Κ. Ανδρονικάς ΚΓ: Κ. Γουλιάμος ΚΕ: Κ. Εμσνίδης ΚΗ: Σ. Κατσίμης ΚΚ: Κ. Καραχάλιος ΚΝ: Κ. Ντελόπουλός ΚΣ: Κ. Σταματίου ΚΤ: Κ. Τσαούσης ΚΧ: Κ. Χρυσάνθης ΛΑ: Λ. Αποσκίτης ΜΑ: Μ. Αποστολάτος ΜΚ: Μ. Κοντολέων ΜΠ: Μ. Παπαδοπούλου ΜΝ: Μ. Νιτσόπουλος ΝΜ: Ν. Μπούτβας
ΝΠ: Ν. Παπανδρέου NY: Ν. Μαρκίδου ΟΠ: Ο. Παρατηρητής ΠΑ: Α. Παπανδρόπουλος ΠΚ: Π. Κουνενάκη ΠΛ: Π. Λινάρδος-Ρυλμόν ΠΜ: Π. Μηλιώρη ΠΠ: Π. Παιονίδης ΣΤ: Δ. Σταμέλος ΤΘ: Τ. Θεοδωρόπουλος ΤΑ: Τ. Λειβαδίτης ΤΣ: Σ. Τσακνιάς ΦΚ: Φ. Κονδύλης ΦΤ: Φ. Τριάρχης ΧΝ: X. Ντουνιά ΕΝΤΥΠΑ ΑΓ: Αγωνιστής ΑΗ: Απογευματινή ΑΚ: Ακρόπολις ΑΝ: Αντί ΑΠ: Απανεμιά ΑΥ: Αυγή ΒΟ: Βορειοελλαδικά ΒΡ: Η Βραδυνή Π: Γιατί ΓΤ: Γράμματα και Τέχνες ΔΙ: Διαβάζω ΔΑ: Διάλογος ΔΠ: Δεκαπενθήμερος Πολίτης ΔΡ: Δραμινή ΔΣ: Δαυλός ΕΒ: Εμείς και το Βιβλίο ΕΗ: Εξόρμηση ΕΙ: Εικόνες ΕΘ: Έθνος ΕΛ: Ελευθεροτυπία ΕΜ: Εβδομη ΕΚ: Ελικώνας ΕΟ: Εποπτεία
ΕΣ: Ελεύθερος (Στερ. Ελλ.) ΕΨ: Επιστημονική Σκέψη ΕΩ: Ελεύθερη 'Ωρα ΗΜ: Ημερησία ΗΧ: Ήχος και Hi-Fi ΘΟ: Θούριος ΚΑ: Καθημερινή ΚΛ: Κυπριακός Λόγος CO: Cosmopolitan ΛΕ: Η Λέξη ΜΕ: Μεσημβρινή ΝΕ: Τα Νέα ΝΗ: Νέα Εποχή ΝΣ: Νέα Εστία NT: Νέες Τομές ΟΜ: Ομπρέλα ΟΠ: Οδός Πανός ΟΤ: Οικονομικός Ταχυδρόμος ΠΑ: Πάνθεσν ΠΕ: Περισκόπιο της Επιστήμης ΠΗ: Η Πρώτη ΠΘ: Πολιτικά Θέματα ΠΚ: Πνευματική Κύπρος ΠΛ: Πολιτιστική ΠΟ: Πολίτης ΠΡ: Πόρψυρας ΠΣ: Περίπλους ΡΙ: Ριζοσπάστης ΣΕ: Σύγχρονη Εκπαίδευση Σθ: Σύγχρονα θέματα ΣΚ: Σκιάθος ΣΛ: Συλλεκτικός Κόσμος ΣΣ: Σύγχρονη Σκέψη ΣΥ: Συμβολή ΤΑ: Ταχυδρόμος ΤΕ: Τριφυλιακή Εστία ΤΚ: Ταχυδρόμος Καβάλας ΤΤ: Τετράγωνο ΦΣ: Φιλολογική Στέγη ΧΑ: Χάρτης ΧΡ: Η Χριστιανική
Γενικά έργα
θρησκεία
Τα νοίκια (Γ. Μπαμιατζής, Δημοκρατικός Λόγος, 10/10)
Κλειδαρά Ε.: Νέα θαύματα του Αγίου Ραφαήλ (Κ. Βαλαβάνης, Το Ελληνικό Ανέσπερο Φως, 46-48)
Φιλοσοφία Κύρκος Β.: Αρχαίος Ελληνικός διαφωτισμός και σοφιστική . . . £. „ _ , (Ν. Μακρής, ΚΑ, 8/10) Μαλεοιτσης X.: Περί του τραγικού (θ. Λουπασάκης, Σύναξη 23)
Πολιτική Λενινιστικές αλήθειες (ΚΤ, ΕΘ, 21/10) Shvchenko Α.: Σύγκρουση με τη Μόσχα (ΑΘ, ΗΜ, 20/10)
δελτιο/79 Κοινωνιολογία Λεντάκης Α.: Είναι η γυναίκα κατώτερη από τον άντρα; (Μ. Γεωργίου, Το Κόπα, 11) Πιπερόπουλος Γ.: Ναρκομανία (X. Κορέλας, ΕΜ, 18/10)
Οικονομία Βεργόπουλος Κ.: Η απο-ανάπτυξη σήμερα; (Π.Λ.-Ρ, ΟΤ, 8/10)
Σημειολογία Φουκώ Μ.: Οι λέξεις και τα πράγματα (Μ. Θεοδοσοπούλου, Το κάπα, 11)
Διοίκηση Βιβλιοθήκη Μάνατζμεντ (Κ. Λατίφης, ΟΤ, 15/10)
Λαογραφία Νατσούλης Τ.: Το δημοτικό τραγούδι και η μάνα στη δημοτική ποίηση (Γ. Μπαμιατζής, Δημοκρατικός Λόγος, 10/10)
Εκπαίδευση Κωστόπουλος Η.: Τα δημοτικά σχολεία της πόλης μας (Κ. Ανυφαντής, Έρευνα Τρικάλων, 7/10) Μαριόλης Π.: Ο πεζός λόγος (Β. Μητρόπουλος, Νεοελληνική Παιδεία, 10) Σταυρόπουλος Κ.Γ.: Εποπτεία και διοίκηση της πρωτοβάθ μιας εκπαίδευσης στην περιφέρεια του Νομού Τρικάλων (Κ. Ανυφαντής, Έρευνα Τρικάλων, 7/10) Μάνακόρντα Μ.: Για μια σύγχρονη παιδαγωγική (Δ. Παλημέρης, Διάβημα, 1) Ντήτριχ Τ.: Το ενεργό βιομηχανικό σχολείο του Π. Μπλόνσκι (Δ. Παλημέρης, Διάβημα, 1) Σνύντερ Ζ.: Σχολείο, τάξη και πάλη των τάξεων (Δ. Παλημέ ρης, Διάβημα, 1) Χόυλς Μ.: Επιλογή κειμένων πάνω στο εκπαιδευτικό σύστημα (Δ. Παλημέρης, Διάβημα, 1)
θετικές και εφαρμοσμένες Επιστήμες Δεσπότης Γ.; Λεξικό πληροφορικής και ηλεκτρονικών υπολο γιστών (Α.Χ.Π, ΟΤ, 15/10) Τα μαθηματικά χειρόγραφα του Μαρξ (Δ. Παυλάκου, ΑΥ, 18/
Καιροφύλας Γ.: Δ. Φιλιππότης (ΣΤ, ΕΛ, 15/10) Κουρής X.: Αρμονία (Γ.Μ, Θεσσαλονίκη Θεσ/νίκης, 2/10) Λεωνιδοπούλου-Στυλιανού Ρ.: Πήλιο (Α.Λ, Αρχαιολογία, 24) Λυδάκης Σ.: Οι Έλληνες ναίφ ζωγράφοι (Γ. Μπαμιατζής, Δη μοκρατικός Λόγος, 17/10) Προσεγγίσεις στη ζωή και το έργο του Α. Ταρκόφσκι (ΚΤ, ΕΘ, 7/10) Σολομός Α.: Ο Άγιος Βάηχος (ΚΤ, ΕΘ, 21/10) Το έπος του ’ 40 (Γ. Μπαμιατζής, Δημοκρατικός Λόγος, 17/10) (ΣΤ, ΕΛ, 15/10) Χάιντεγγερ Μ.: Η προέλευση του έργου τέχνης (Μ. Τσιρογιάννη, Το Κάπα, 11)
Γλώσσα Γιαννακόπουλος Π.Ε.: Συντακτικό της Νεοελληνικής Γλώσσας . (Γ. Μπαμιατζής, Δημοκρατικός Λόγος, 10/10)
Κλασική Φιλολογία (Μελέτες)
Δαββέτας Ν.Γ.; Λευκή φούγκα (Δ. Παλούκης, Πλανόδιον, 4) Καπερνάρος Τ.; Ακελδαμά( Γ. Πατίλης, Πλανόδιον, 4) Καρατζόγλου Γ.: Αποσβέσεις (X. Παπαγεωργίου, ΔΙ, 176) Κουμπάτης Ν.: Ψυχή μου Ιερουσαλήμ (Κ. Βαλαβάνης, Το Ελ ληνικό Ανέσπερο Φως, 46-48) Μάρταλης Α.: Συνέχεια (Π. Κυπαρίσσης, Δ1, 176) Μιχαηλίδης Κ.; Ο αδόκητος χρόνος (X. Παπαγεωργίου, Μ, 176) Παπαχρήστου-Πάνου Ε.: Του βιβλικού αμπελώνος οι βοτρύες (X. Παπαγεωργίου, ΔΙ, 176) Παστάκας Σ.: Το αθόρυβο γεγονός (Δ. Παλούκης, Πλανόδιον, 4) Πλαστήρα Α.: Το φως που βλέπουμε τώρα (ΚΤ, ΕΘ, 14/10), (Τ. Καρβέλης, Επίκαιρα, 8/10) Τσαρνά θ.: Πλοίο φυγής (Α. Κάλφας, ΔΙ, 176) Χιόνης Α.: Σαν τον τυφλό μπροστά στον καθρέφτη (Τ. Παυλοστάθης, Πλανόδιον, 4) Μπρεχτ Μ.: Ποιήματα (ΚΤ, ΕΘ, 18/10)
Πεζογραφία Αμπατζόγλου Π.: Τί θέλει η κυρία Φρίμαν (Κ. Πλάνης, Πλα νόδιον, 4) (ΚΣ, ΝΕ, 17/10) Βαγγελάτου Β.: Το τρυφερό προφίλ του (ΠΜ, ΠΑ, 20/10) Βαμβουνάκη Μ.: 1) Ο αντίπαλος εραστής (Κ. Πλάνης, Πλανό διον, 4) 2) Η μοναξιά είναι από χώμα (X. Λουκάκου, ΜΙΑ, 14/10) Βασιλικός Β.: Η άσπρη αρκούδα (ΘΥ, ΕΙ, 14/10) Γαλανάκη Ρ.; Ομόκεντρα διηγήματα (Κ. Ηλιάδης, Το κάπα, Ιο) Δροσίνης Γ.: Σκόρπια φύλλα της ζωής μου. Τομ. Δ' (Γ.Π. Σαββίδης, Βήμα 11/10) Ζωγράφου Λ.: Η Συβαρίτισσα (ΚΣ, ΝΕ, 17/10) Καββαδίας Ν. 1) Λι 2) Του πολέμου. Στο άλογό μου (ΒΧ, Τέ ταρτο, Οκτ. 87), (Τ. Μενδράκος, ΑΥ, 18/10) Κακίσης Σ.: Οι καλές γυναίκες (ΚΤ, ΕΘ, 7/10) Κακλαμανάκη Ρ.: Άμβλωση στο Β' Τριμελές (ΚΣ, ΝΕ, 17/10) Κορδώση Α.: Ποιος αν φώναζα; (Αθ, ΗΜ, 10/10) Κοτζιάς Α.: Ιαγουάρος (Δ. Κούρτοβικ, Σχολιαστής, 55) Κουμανταρέας Μ.: Η φανέλα με το εννιά (Π. Βούλγαρης, ΡΙ, 15/10) Μάνου Δ.: Η παρθένα (Γ.Μ, ΑΥ, 18/10) Ξανθούλης Γ.: Το πεθαμένο λικέρ (ΚΣ, ΝΕ, 17/10) Παπδημητρίου Ε.: Ειρήνη (ΠΜ, ΠΑ, 6/10) Παπαδόπουλος Ν.: Νυν απολύεις... (Ν. Ανώγης, Το Ελληνικό Ανέσπερο Φως, 46-48) Πολίτης Κ.: Eroica (Α. Σουλογιάννη, ΔΙ, 176) Ρίτσου Α.: Εισαγωγή στη μοναξιά (ΠΜ, ΠΑ, 20/10) Σολδάτος Γ.: Στον αστερισμό του Κριού (ΘΥ, ΕΙ, 14/10) Ταξιάρχης Ν.: Ένας παράξενος άνθρωπος (ΘΥ, ΕΙ, 21/10) Φακίνου Ε.: Η μεγάλη πράσινη (Τ. Μενδράκος, Επίκαιρα, 8/
10)
Φιλίππου Φ.: Το τέλος μιας περιπλάνησης (ΑΘ, ΗΜ, 10/10) Αββάς Πρεβό: Ιστορία μιας νεοελληνίδας (ΠΜ, ΠΑ, 6/10) Ζελούν Τ.: Το κορίτσι της άμμου (ΘΥ, ΕΙ, 21/10) Λερού Γ.: Το φάντασμα της όπερας (Γ. Μπαμιατζής, Δημο κρατικός Λόγος, 10/10) Λερού Γ.: Το φάντασμα της όπερας (Γ. Μπαμιατζής, Δημο κρατικός Λόγος, 10/10) Μπιγιεντού Ρ.: Η γλύκα των πραγμάτων (ΠΜ, ΠΑ, 6/10) Ντάρελ Λ.: Monsieur (ΚΤ, ΕΘ, 21/10), (ΑΘ, ΗΜ, 20/10) Ούλριτς Κ.: Η νύφη φορούσε μαύρα (Γ. Μπαμιατζής, Δημο κρατικός Λόγος, 10/10) Πουίγκ Χ.Σ.: Το μεγάλο γέρικο σπίτι (ΘΥ, ΕΙ, 14/10) Ρενό Μ.: Η μάσκα του Απόλλωνα (ΘΥ, ΕΙ, 14/10) Στρίντμπεργκ Α.: Μαύρες σημαίες (Αθ, ΗΜ, 10/10) (ΘΥ, ΕΙ, 21/10) Τράμπο Ν : Ο Τζόνι πήρε τ’ όπλο του (Κ, ΡΙ, 15/10)
Τσιμπουκίδης Β.; Ο βιογράφος Πλούταρχος (ΚΤ, ΕΟ, 14/10)
Μελέτες Ποίηση Ασλάνογλου Ν.Α.: Τρία ποιήματα (Ε. Χουζούρη, ΚΑ, 15/10)
Αναγνωστάκης Μ.: Μανούσος Φάσσης (Ξ.Α. {ίοκόλης, ΑΥ, 11/10)
80/μικρές αγγελίες
μικρές αγγ*λί*ς
Ε>1
Κουμπάτης Ν.: Ο αγνοημένος προφήτης (Κ. Βαλαβάνης, Το Ελληνικό Ανέσπερο Φως, 46-48) Κην Ρ.: Ιαπωνική λογοτεχνία (ΚΤ, ΕΘ, 7/10)
Παιδικά Δελώνης Α.: (Επιμ.) Νέα ανθολογία ελληνικού παιδικού διη γήματος (Γ. Μπαμιατζής, Δημοκρατικός Λόγος, 17/10) Λάγκερλεφ Σ.: Το θαυμαστό ταξίδι του Νιλς (Μ.Λ.Π, ΕΜ, 11/
10) ΑΓΓΛΙΚΑ κατ’ οίκον από αγγλόφωνη καθηγήτρια πτυχιούχο φιλολογίας, πε πειραμένη, Β.Α. (Hons). Τηλ. 82.18.057. ΙΤΑΑΙΚΑ-Γ αλλικάΑγγλικά ιδιαίτερα μαθήμα τα σε λογικές τιμές. Τηλ. 82.20.871. ΑΓΓΛΙΚΗΣ γλώσσας, ιδιαίτερα μαθήματα επιπέ δου Α έως Proficiency. Τηλ. 95.68.145, ώρες 13.00-15.00. ΦΙΛΟΛΟΓΟΙ αναλαμβά νουν διορθώσεις και επιμέ λεια ελληνικών και γαλλι κών κειμένων. Τηλ. 64.10.178 και 93.34.861. ΠΩΛΩ πλήρη σειρά και με μονωμένα τεύχη του περιο δικού «Εποχές» σε άριστη κατάσταση. Τηλ. 25.16.725. 4-9 μ.μ.
Ιστορία Αλεξανδράκης Μ. Θεοδωρόπουλος Β.: Λαγάκος Ε.: Το Κυ πριακό 1950-1974 (ΑΘ, ΗΜ, 20/10) Βακαλόπουλος Κ.: Ιων Δραγούμης - Παύλος Γύπαρης (Γ.Μ, Θεσσαλονίκη Θεσσαλονίκης, 2/10) Διαλέξεις - Συζητήσεις του ΚΚΕ και του ΚΔΚΕ (Γ. Λαμπάτος, Το Κόπα, 10) Ζάκκα-Καρατζή Ε.: Καππαδοκία (Κ. Μεγαλομμάτης. ΔΙ, 176) Καρταλαμάκης Μ.: Η γενιά των Ικάρων (Γ. Καράγιωργας, ΚΑ, 15/10) Κυδωνιάτης Σ. Αθήνα (Κ.Χ., Αγορά, 12/10) Παρασκευόπουλος Π.: Φιλελεύθερα ανοίγματα στην Ελλάδα μετά τον Εμφύλιο (Ν. Ντόκας, ΕΛ, 11/10) Πετράκος Β.: Η μεγάλη πολιτιστική σημασία ενός ιδρύματος (Α.Γ. Καλογεροπούλου, ΚΑ, 8/10) Σιμόπουλος Κ.: Βασανιστήρια και εξουσία (ΚΤ, ΕΘ, 14/10), (Τ. Βουρνάς, ΑΥ, 11/10), (Στ, ΕΛ, 15/10) Σταμέλος Δ.: Ο θάνατος του Καραϊσκάκη (Μ. ΛαμπαδαρίδουΠόθου, ΕΜ, 11/10)
Βιογραφίες - Μαρτυρίες Γουγουλάκη Ε.: Μύθια κι αλήθεια από το μικρό χωριό μας (Κ. Ανυφαντής, Έρευνα Τρικάλων, 7/10) Δισνυσιάτης Θ>: Ο γέροντάς μου ο Γαβριήλ Διονυσιάτης (ΚΣ, ΤΑ, 8/10) Κανδήλης I.: Η Αθήνα όπως την έζησα και τη γνώρισα (Κ.Χ, Αγορά, 12/10) Λόης X.: Από τις σελίδες της μνήμης (Γ. Μπαμιατζής, Δημο κρατικός Λόγος, 17/10) Ρωχάμης Β.: Ισοβίτης ή δραπέτης (ΚΣ, ΤΑ, 8/10) Τσαγγαρίδης Ι.Χ.: Το ημερολόγιο ενός στρατηγού (ΚΤ, ΕΘ, 14/10) Φλώρος Κ.: Κ.Π. Αγαθοκλής και Σία (Κ. Ανυφαντής, Έρευ να Τρικάλων, 7/10) Λα Ροσέλ Π.: Οι αναμνήσεις του Ντερκ Ράσπε (ΚΤ, ΕΘ, 11/
10) Οπενχάιμερ Τ. - Βίτεκ Τ.: Ροκ Χάτσον (ΚΤ, ΕΘ, 21/10) Πιγκαφέτα Α.: Μαγγελάνος (ΚΤ, ΕΘ, 7/10)
Περιοδικά
ΑΠΟ ΣΕΝΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ. Κυ κλοφορούν ΠΕΝΤΕ βιβλία της Φανής Γκούμα. Γραμμένα από την Αποκάλυψη του ΕΝΑ. 1 ) «0 = 1 » 2) «Αντίκρυ ζοντας η Ιδέα την Ύλη» 3) «Η Βιογραφία του Θεαν θρώπου του Εαυτού Σου» 4) «Πανανθρώπινη Συγκέντρώση» 5) «Νεο Μεταθανάτιο Φως στη Γη» Πληροφορίες: 64.48.039
Διαγώνιος (Σ. Τσαγκαρουσιάνος, ΕΛ, 11/10) Το τραμ (ΚΣ, ΝΕ, 17/10) Παλίμψηστον (Σ. Τσαγκαρουσιάνος, ΕΛ, 18/10) Ο παρατηρητής (ΚΣ, ΝΕ, 17/10)
ΣΥΝΘΙΑ ΟΖΙΚ Ο Κανίβαλος Ιαλαξίας
« Ένα βιβλίο γεμάτο ιδ έες και φιλοσοφικές σ κέψ εις - όμως Ο Κανίβαλος Γαλαξίας είναι επίσης μια οργανική και όμορφα ειπωμένη ιστορία για τις προσπάθειες ενός δασκάλου να ανακαλύψει τη θέση του μέσα στον κόσμο και το νόημα του επαγγελματός του. Η μις Ό ζικ έχ ει μια ξεχωριστή, ιδιωματική φωνή, ελλειπτική και ταυτόχρονα διεισδυτική και έμμεση...» THE NEW YORK TIMES «Ο Κανίβαλος Γαλοξίας ε ξ ε τά ζ ε ι τη μητρότητα, την παιδαγωγική, τις αρχές της πολιτιστικής και βιολογικής αναπαραγωγής, την αφομοίωση, την εξορία, τη φιλοδοξία, την ειδωλολατρία και την αθανασία... Σαν ένα μυθιστόρημα φόνου και μυστηρίου, ο τίτλος του βιβλίου δείχνει τη δύναμη και την ένταση που κυριαρχούν στην πλοκή του». USA TODAY «Έ νας πυκνογραμμένος, σφιχτοδεμένος και περίπλοκος μύθος των δυνάμεων και των κινδύνων της αγάπης... Ο Κανίβαλος Γαλαξίας παρουσιάζει τις μηδαμινότητες και το μεγαλείο της ζωής και τα λούζει στο μαγικό φως της καθημερινής μέρας». NEW YORK MAGAZINE «Η πρόζα αυτής της ποιότητας, στην οποία οι υψηλές σκέψεις συνοδεύονται από μια τέτοια γλωσσική δύναμη, είναι πραγματικά σπάνια στην εποχή μας. Είναι το έργο μιας διακεκριμένης μυθιστοριογράφου». TIME
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ Γ. Γενναδίου 3 - τηλ. 36.02.007 ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΜΗΛΙΩΝΗΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΜΗΛΙΩΝΗΣ
Ο Σιλβέστρος μυθιστόρημα Ποιος είναι λοιπόν αυτός ο Σιλβέστρος που καταφθάνει στη μικρή πόλη, ξυπνάει παλιές πληγές και χωρίς να κουνήσει - φανερά τουλάχιστον - το χέρι του τους κάνει όλους μαλλιά κουβάρια; Πρόκειται τελικά για ένα μυθι στόρημα, όπου οι ήρωες προσπαθώντας να ανακαλύψουν ποιος είναι ο Σιλβέστρος αποκαλύπτουν τον εαυτό τους - όπως ακριβώς και οι αναγνώστες. Γιατί το βιβλίο μπορεί να διαβαστεί με πολλούς τρόπους.
ΣΤΕΛΛΑ ΒΟΠΑΤΖΟΓΛΟΥ Η Συγκάτοικος μυθιστόρημα Μέσα από τις μνήμες μιας ηλικιωμένης λαϊκής γυναίκας και μιας σύγχρονης κοπέλας, κυκλοθυμικής, νευρωτικής με επίπλαστες ισορροπίες, σηματοδοτείται το στίγμα της νεότερης Ελλάδας.
ΧΑΡΗ ΣΤΑΘΑΤΟΥ Προετοιμασίες μυθιστόρημα Περί τέχνης ή περί έρωτος. Έ να μυθιστόρημα για τη σχέση μεταξύ της διαδικασίας τής τέχνης και της ερωτικής λογικής. Για τα αντικείμενα τού έρωτα: τα τοπία και τους άντρες. Η ζωή μιας γυναίκας μέσα στο καλοκαίρι και μες στον χειμώνα, όταν φτιάχνει και δεν φτιάχνει τα έργα της.