Ν ίκος Καζαντζάκης helley και η επανάστασή to n 1821
ΤΟ ΒΙΒΜ Ο ΚΑΙ ΤΟ Φ.Π. Α.
50 χιλιάδες τίτλοι βιβλίων σε 5 ορόφους Για καλό και φθηνό βιβλίο
ισόγειο Κολοκοτρώνη
ημιόροφος Κολοκοτρώνη
ελληνική και ξένη λογοτεχνία
παιδικά - παιδαγωγικά βιβλία
ισόγειο Νοταρά
ναυτικά - κομπιούτερς - αρχιτεκτονικά - ηλεκτρονικά - κλπ. τεχνικά βιβλία
ημιόροφος Νοταρά
1ος όροφος Νοταρά
νέες εκδόσεις - γυν. θέματα - λευκώματα περιοδικά
ιστορία - πολιτική - φιλοσοφία κοινωνιολογία - ψυχολογία - ποίηση μελέτες
I. Μποστάνογλου & ΣΙΑ Ο.Ε. 1) Σωτήρος 13, τηλ. 41.71.330 2) Κολοκοτρώνη 92, τηλ. 41.12.258 3) Νοταρά 75, τηλ. 41.12.258
ΜΠΟΣΤΑΝΟΓΛΟΥ ΒΙΒΛΙΑ - ΠΕΙΡΑΙΑΣ ΜΠΟΣΤΑΝΟΓΛΟΥ ΒΙΒΛΙΑ - ΠΕΙΡΑίΑΣ ΜΓ
ΜΕ ΕΥΚΟΛΙΕΣ ΠΛΗΡΩΜΗΣ
Εγκυκλοπαίδειες μισοτιμής
ΠΕΙΡΑΙΑΣ
ΝΟΓΛΟΥ ΒΙΒΛΙΑ - ΠΕΙΡΑΙΑΣ ΜΠΟΣΤΑΝΟΓΛΟΥ ΒΙΒΛΙΑ - ΠΕΙΡΑΙΑΣ ΜΠΟΣΤΑΝΟΓΛΟΥ ΒΙΒΛΙΑ
< ΙΑΣ ΜΠΟΣΤΑΝΟΓΛΟΥ ΒΙΒΛΙΑ - ΠΕΙΡΑΙΑΣ ΜΠΟΣΤΑΝΟΓΛΟΥ ΒΙΒΛ
νιιουΐΛΐ zvivdiBu - vivam AOVJONViZOUIAI ivivdiau - vivaia
“ Ε Κ Δ Ο Σ Ε ΙΣ " -
ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
Ζ. ΠΗΓΗΣ 3,106 78 ΑΘΗΝΑ ® 360.32.34 - 360.13.31
ΣΤΑΘΗ ΜΑΡΑ
ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ Τέχνη και Μεταφυσική
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
Μια καινούρια προσέγγιση της ψυχής και της σκέψης του Νίκου Καζαντζάκη και μια άλλη θεώρηση του έργου του πάνω σε βάσεις κοινωνιολογικές, ψυχολογικές, αισθητικές. Ακόμα, στο τέλος, ένα ξεχωριστό μελέτημα για τις σχέ σεις του συγγραφέα της «Ασκητικής», και κάθε συγγρα φέα ή καλλιτέχνη, με τους «Άλλους» —το στενότερο και ευρύτερο περιβάλλον— καθώς και για τις επιπτώσεις αυ τών των σχέσεων πάνω στο έργο του. Είναι η δεύτερη από μια σειρά αυτοτελών μελετών (με ενιαίο τίτλο «Η φιλόθρηνη διάθεση στον άνθρωπο και στον ποιητή»), που καλύπτουν ολόκληρη τη νεοελληνική λογοτεχνία, σε συνδυασμό προς τη γενικότερη κοινωνικοπολιτική κι αισθητική ελληνική ζωή, από τα προεπανα στατικά χρόνια ως τις μέρες μας. Έ χει προηγηθεί το βιβλίο «Κώστας Βάρναλης — Ιδεο λογία και Ποίηση» (Εκδόσεις Καστανιώτη, 1986).
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΕΔΟΥΣΑ
Η σειρά Μέδουσα
Λογοτεχνία
παρουσιάζει:
Σ
τον ύστερο αστικό κοςμο . η
νοτιοαφ ρικάνα συγγραφέας και λογοτέχνης Ν αντίν Γκόρντιμερ περιγράφει, μ' ένα ιδιόρυΟμο οτμλ γραφής, την απανθρω πιά, τον ρατσισμό αλλά και τη σήψη του καθεστώτος του Α παρτχάιντ1της λευκής μειοψηφίας στη Νότια Αφρική. Η Λ ιζ συγκλονισμένη α πό την αυτοκτονία του πρώην συζύγου της Μαξ, αναπολεί το παρελθόν της σχέσης τους τη συμμετοχή τους στην αντίσταση, τις. αντιθέσεις διώξεις και τις δίκες. Ο Μαξ, γιος ενός πρώην βουλευτή του Α παρτχάιντ είχε αρνηΟεί και αποποιηΟεί τα προνόμια των λευκών καί συμμετείχε μ' όλες του τις αντιφάσεις - λόγοι καταγωγής του χρώματος - στην αντίσταση και τον αγώνα της μαύρης πλειοψηφ ίας. Και κάποτε προόρισε. 'Ή ταν η αυτοκτονία του αποτέλεσμα αυτής της προδοσίας ή κάποια καινούργια τρέλα του,, που η Λ ιζ δεν είχε παρακολουθήσει; H Ν αντίν Γκάρντιμερ ποοτάΟηκε για το (ιραΙιείο Ν όμπελ, τ| ίδια όμυις αρνήΟηκε την υποψηφιότητα θεωρώντας ότι δεν είναι σωστό να εκπροσωπηθεί μια χιίιρα μαύρων με πολλούς α ξιόλογους μαύρους λογοτέχνες α πό μία λευκή της λευκής μειοψηφίας.
ΑΛ Υ ΣΑ Ν ΔΡΑ ΤΟ Σ - ΠΙΤΟΥΡΟΠΟΥΛΟΣ & ΣΙ A Ε.Ε. Σ Ο Λ Ω Ν Ο Σ 114, ΑΘΗΝΑ. ΤΗΛ. 3645822
Μ ό λ ις Κ υ κ λ ο φ ό ρ η σ α ν Κλασικα έργα μεγάλων συγγραφέων για παιδια προλογισμένα απο γνωστούς ελληνες συγγράφεις Για παιδια απο 7 ετών και ανω Κάθε μήνα 2 νεα βιβλία Ράντγιαρντ Κίπλιγκ
0 Τουμάι των ελεφάντων
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ: PRINTA ΑΕ. Αναστ. Γενναδίου 34 Τ.Κ.114 74 ΤΗΛ. 6429.409 ΒΙΒΛΙΟΡΟΕΣ Ιπποκράτους 59, Τ.Κ. 106 80 ΤΗΛ. 3606.828
yyPO £X» Έλληνεβ συγγράφει ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ °
ΓΣΤΟΡΙΕΣ
Τάκης θεοόωρόπουλο;
ΓΙΑΝΝΗΣ ΥΦΑΝΤΗΣ
ΝΥΧΤΕΣ ΗΝ ΑΡΚΑΔΙΑ
/Αθανάτου Μνήμης Σημεία Θ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ: PRINTA ΑΕ. Αναστ. Γενναδίου 34 Τ.Κ.114 74 ΤΗΛ. 6429.409 ΒΙΒΛΙΟΡΟΕΣ Ιπποκράτους 59, Τ.Κ. 106 80 ΤΗΛ. 3606.828
ΣΥΓΧΡΟ Ν Η ΣΚΕΨ Η
Ε Κ Δ Ο Σ Ε ΙΣ Ρ Ο Ε Σ Κάθε βιβλίο κι ένα γεγονός
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ: ΒΙΒΛΙΟΡΟΕΣ Ιπποκράχους 59 ΤΚ 10680 ΤΗΛ.: 36.06.922-36.06.828
Έ ντο υα ρ ντ Λιμόνοφ ΔΗΜΙΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Έ λ ι Βίζελ Νόμπελ Ειρήνης 1986 Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΕΝΟΣ ΔΟΛΟΦΟΝΗΜΕΝΟΥ ΠΟΙΗΤΗ
Α ντρέα Ντε Κάρλο ΜΑΚΝΟ
Ν τομινίκ Φ έρναντεζ ΕΝΑ ΜΠΟΥΚΕΤΟ ΓΙΑΣΕΜΙ ΣΤ’ ΑΥΤΙ
Τζέι Μ ακ Ιν ερ ν ι ΦΩΤΑ ΟΛΟΦΩΤΑ ΠΟΛΗ ΜΕΓΑΛΗ
(/>
D
ε
Τ ζοΰλιαν Μ πάρνες
<
Ο ΠΑΠΑΓΑΛΟΣ ΤΟΥ ΦΛΩΜΠΕΡ
D
σ <
Σε λίγες μέρες σ’ όλα τα Βιβλιοπωλεία
AQ UARIUS ΕΚΔΟΤΙΚΗ ·
ΒΕΛΒΕΝΔΟΥ 2 · ΑΘΗΝΑ
11363 · ΤΗΛ. 8826060.
Ε Ν Τ ΟΥΑ ΡΝ Τ
ΛΙ Μ Ο Ν Ο Φ
ΔΗΜΙΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
oc < D σ <
AQ U A R IU S ΕΚΔΟΤΙΚΗ ·
ΒΕΛ ΒΕΝ ΔΟ Υ 2 ·
ΑΘ Η ΝΑ
11363 · ΤΗΛ. 8826060.
ΕΛΙ ΒΙΖΕΛ Ν όμπελ Ειρήνης 1986
Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΕΝΟΣ ΔΟΛΟΦΟΝΗΜΕΝΟΥ ΠΟΙΗΤΗ
AQ UA R IU S ΕΚΔΟΤΙΚΗ ·
ΒΕΑ ΒΕΝ ΔΟ Υ 2 · ΑΘΗΝΑ
11363 · ΤΗΛ. 8826060.
Andrea De Carlo S j
11
IS S w
AQ UARIUS ΕΚΔΟΤΙΚΗ ·
j
- 11 «
-' M M -
BEABENAOY 2 ·
11 -
ΑΘΗΝΑ
11363 · ΤΗΛ. 8826060.
ΝΤΟΜΙΝΙΚ ΦΕΡΝΑΝΤΕΖ
Ενα Μ πουκέτα Γιασεμί it Α υτί:
AQ UARIUS ΕΚΔΟΤΙΚΗ · ΒΕΛΒΕΝΔΟ Υ 2 · ΑΘΗΝΑ
11363 · ΤΗΛ. 8826060.
AQUARIUS ΕΚΔΟΤΙΚΗ · ΒΕΛΒΕΝΔΟΥ 2 ·
ΑΘΗΝΑ
11363 · ΤΗΛ. 8826060.
ΔΙΑΒΑΖΩ ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
Π Ε ΡΙΕ Χ Ο Μ Ε Ν Α ΧΡΟΝΙΚΑ
Α. Μεταξά 26, Αθήνα - 106 81 Η ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΡΕΠΟΡΤΑΖ: Φ .Π .Α . - ΒΙΒΛΙΟ (Γράφει ο Μπ. Καβροχωριανός) ΕΡΕΥΝΑ: Η «Ελλάς» του Shelley και η ελληνική επανάσταση του 1821 (Γράφει ο Κ. Κόνσταν)
16 17
Δημήτρη Πλάκα: Χρονολόγιο Ν. Καζαντζάκη Ελένης Καζαντζάκη: Ο άνθρωπος Καζαντζάκης Οι απόψεις του Ν.Κ . για τη δημοτική γλώσσα Γ. Ανεμογιάννη: Ο Καζαντζάκης σεναριογράφος Μαίρη Σταύρου: Το μυθιστόρημα στον Ν.Κ. Νικηφόρου Βρεττάκου: Μια αλλιώτικη Οδύσσεια Αριστοτέλη Νικόλαΐδη: Ο στοχαστής Κ. και το έπος του Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ: Ο καζαντζακικός αντι-ήρωας Γιώργου Σταματίου: Το ονειρικό στοιχείο στη ζωή και στο έργο του Κ. Ε. Οικονομίδου-Krstitch: Οι φιλοσοφικές επιδράσεις στην πνευμα τική περιπέτεια του Ν.Κ . Κώστα Μιχαηλίδη: Οι μεταφυσικές αναζητήσεις του Ν.Κ. Βρασίδα Καραλή: Μερικές ερμηνείες της Ασκητικής Βασίλη Καλαμαρά: Εργογραφία Ν.Κ.
26 34 36 39 46 51 54 58
19
Σύνταξη: 36.40.487 Λογιστήριο: 36.40.488 Διαφημίσεις: 36.42.789 Συνδρομές: 36.42.765
Τεύχος 190 27 Απριλίου 1988 Τιμή: Δρχ. 500 Ιδρυτής: Περικλής Αθανασόπουλος Διευθυντής: Γιώργος Γαλάντης Σύνταξη: Κατερίνα Γρυπονησιώτου. Βασίλης Καλαμάρας. Κώστας Καλημέρης, Ηρακλής Παπαλέξης, Νένη Ράις. Βάσω Σπάθή, Καίτη Τοπάλη. Γιάννης Φερτής Οικονομικός υπεύθυνος: Βάσω Σπάθή Συνδρομές: Κατερίνα Γρυπονησιώτου Διαφημίσεις: Ηρακλής Παπαλέξης Σελιδοποίησή-Μοντάζ: Νένη Ράις Γλωσσική επιμέλεια-Διορθώσεις: Βίκυ Κωτσοβέλου Στοιχειοθεσία: Φωτοκύτταρο ΕΠΕ. Υμηττού 219, τηλ. 75.16.333 Φωτογραφίσεις-Μοντάζ: I. Χριστοδουλάκος - I. Κοργιαλάς Ο.Ε., Α. Μεταξά 26, τηλ. 36.41.134 Εκτύπωση: Αφοί Τσαλδάρη Ο.Ε.. Φυ λής 35, Καματερό, τηλ, 26.10.918 Βιβλιοδεσία: Νικ. Κατριβάνος και Σία Ο.Ε., Στ. Γόνατά 48, τηλ. 57.49.951 Διανομή: Νέο Πρακτορείο Τύπου Ιδιοκτήτης-Εκδότης: Γιώργος Γαβαλάς Κεντρική διάθεση: Πομώνης Διονύσιος Ζαλόγγου 1 τηλ. 36.20.889 Θεσσαλονίκη: Βιβλιοπωλείο Μ. Κοτξιά και Σία Τσιμισκή 78 τηλ. 279.720, 268.940 Υπεύθυνος τυπογραφείου: Βαγγέλης Παπαθανασόπουλος Υμηττού 219 Εξώφυλλο: Γιώργος Γαλάντης
63 70 83 89 99
ΟΔΗΓΟΣ ΒΙΒΛΙΩΝ ΕΠΙΛΟΓΗ ΚΟΙΝΩΝίΟΛΟΓΙΑ: Γράφει η Ιωάννα Λαμπίρη-Δημάκη ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ: Γράφει ο Κώστας Χωρεάνθης ΠΑΙΔΙΚΑ: Γράφει ο Μ άνος Κοντολέων ΤΕΧΝΕΣ: Γράφει η Μ αρία Μεντζελοπούλου ΓΛΩΣΣΑ: Γράφει η Πηνελόπη Στάθη ΠΟΙΗΣΗ: Γράφει η Ελένη Χωρεάνθη ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ: Γράφουν οι Ηλίας Κεφάλας και Χρ. Παπαγεωργίου ΔΟΚΙΜΙΑ: Γράφει ο Βαγγέλης Πανταζής ΙΣΤΟΡΙΑ: Γράφουν οι Νικ. Φορόπουλος, Δ . I. Λ οίζος και Κοσμάς Μεγαλομμάτης ΜΕΛΕΤΕΣ: Γράφουν οι Δέσποινα Λάλα-Κριστ, Γεράσιμος Ζώρας και Αποστόλης Ανδρέου ΠΛΑΙΣΙΟ: Γράφουν οι Γεράσιμος Ζώρας, Ηλίας Κεφάλας, Μαρία Μ εντζελοπούλου, Κρίτων Χουρμουζιάδης και θοδω ρής Ψαλιδόπουλος
ΔΕΛΤΙΟ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ ΚΡΙΤΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
στο επόμενο «Διαβάζω»
αφιέρωμα στον Θουκυδίδη
107 109 112 113 115 116 118 122 124 145
ΑΓΟΡΑ του ΒΙΒΛΙΟΥ
χρονικα/17
δ a
I I
δ
* a t.
&
Ένας ακόμη κίνδυνος διαγράφεται ορατός στον ορίζοντα του βιβλίου. Στην ήδη στενή του αγορά έρχεται να προστεθεί κι ένα πρόβλημα με επιπτώσεις, τουλάχιστον για την ελληνική αγορά, που δεν είναι δύσκολο να προβλεφθεί. Το 1992 θα καταργηθεί η ατέλεια χάρτου στους εκδότες στα πλαίσια της ενοποίησης της αγοράς της ΕΟΚ και επιπλέον θα εναρμονιστεί ο ΦΠΑ επί του βιβλίου. Για τη σωτηρία λοιπόν του βιβλίου, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προσωπικοτήτων, που διεκδικεί μηδενικό ΦΠΑ στο βιβλίο, σημειολόγος Ουμπέρτο Έκο απευθύνει προσωπική ανοιχτή επι στολή στον Έλληνα πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου αλλά και σ’ όλους τους πρωθυπουργούς και επιτρόπους των χωρών μελών της ΕΟΚ. Στην επιστολή-έκκληση γράφει μεταξύ άλλων: «Ερχόμαστε αντιμέτωποι στην ΕΟΚ με το ασυνή θιστο και συναρπαστικό καθήκον να πετύχουμε τη συνύπαρξη διαφορετικών πολιτισμών στους κόλ πους μιας οικονομικής κοινής αγοράς ενδυναμώ νοντας ταυτόχρονα τη ζωτικότητα και την ποικιλομορφία αυτών των εθνικών, περιφερειακών και ε ντόπιων πολιτισμών. Τα βιβλία, που γράφονται στις διαφορετικές γλώσσες της Κοινότητας, είναι αναμφισβήτητα εξαιρετικά προϊόντα για τα οποία είναι δύσκολο να πραγματοποιηθεί μια τέλεια κοινή αγορά. Και τους αξίζει σίγουρα μια ειδική μεταχεί ριση που σε γενικές γραμμές τους παρέχεται. Κατά τις συνομιλίες σας, τους προσεχείς μήνες, σας παρακαλούμε θερμά να έχετε στο νου σας σαν αρχή να μη φορολογηθεί το βιβλίο, η εκπαίδευση, η γνώ
ση, η κουλτούρα, οι ιδέες και να προσφέρετε ένα παράδειγμα για όλο τον κόσμο». Να, λοιπόν, που η ΕΟΚ καλείται να λύσει ένα πρό βλημα που αφορά την πολιτιστική της ύπαρξη. Ας έρθουμε όμως στη δική μας αγορά. Ο ΦΠΑ επί του βιβλίου είναι ως γνωστό 3%. - Πόσο κοστίζει ένα βιβλίο 160 περίπου σελίδων; - Ποιο ρόλο στην αγοραστική συμπεριφορά των αναγνωστών παίζει ο ΦΠΑ στην Ελλάδα και στο εξωτερικό; - Ποιες πρωτοβουλίες θ ’ αναλάβουν οι φορείς του βιβλίου εν όψει της ελληνικής προεδρίας της ΕΟΚ; Απαντήσεις στα ερωτήματά μας δίνει ο γενι κός γραμματέας της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εκ δοτών Βιβλιοπωλών Γιώργος Δαρδανός. «Κάθε βιβλίο αποτελεί και μια ξεχωριστή περί πτωση κι επειδή το ερωτηματολόγιό σας είναι πολύ γενικό χωρίς διευκρινιστικά στοιχεία μου είναι πο λύ δύσκολο να σας απαντήσω. Μπορώ όμως να σας δώσω το κοστολόγιο ενός βιβλίου που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδό σεις μας, ώστε να βγάλετε μόνος σας τα συμπεράσματά σας. Αναφέρομαι στο βιβλίο της Πέπης Δαράκη «Λίγο πριν ξημερώσει». Έχει 10 τυπογραφικά φύλλα, σχήματος 58 X 86 / 16ον κι έχει τυπωθεί σε 3000 αντίτυπα, σε ελληνικό χαρτί 80 γραμμαρίων.
18/χρονικα Το κοστολόγιο είναι τ ο παρακάτω: ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΣΙΑ ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΣΗ ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ ΦΙΛΜ ΜΟΝΤΑΖ ΧΑΡΤΙ ΤΥΠΩΜΑ ΔΕΤΙΚΑ ΚΑΛΥΜΜΑ ΣΧΕΔΙΑ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
80.000 20.000 30.000 22.000 6.000 86.000 22.000 40.000 40.000 346.000
346.000
ΕΞΩΦΥΛΛΟ ΜΑΚΕΤΑ ΦΙΛΜ ΧΑΡΤΙ ΤΥΠΩΜΑ ΠΙΚΜΑΣΗ ΠΛΑΣΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΜΕΤΑΦΟΡΙΚΑ
10.000 15.000 15.000 10.000 4.000 9.000 6.000 69.000
ΓΕΝΙΚΟ ΣΥΝΟΛΟ:
69.000 475.000
Το συνολικό κόστος του βιβλίου ανέρχεται σε 475.000 δραχμές. Αν το ποσόν αυτό διαιρεθεί με τα 2.800 αντίτυπα (από τα 3.000 αντίτυπα τα 200 αντί τυπα περίπου διατίθενται ΤΙΜΗΣ ΕΝΕΚΕΝ) τότε το κόστος κατ’ αντίτυπο ανέρχεται στις 148 δρχ. Αν υπολογίσουμε τη λιανική τιμή του βιβλίου στις 400 δρχ. το αντίτυπο, τότε αφού αφαιρεθεί η βι βλιοπώλη έκπτωση (35%), η χονδρική τιμή του βι βλίου είναι 260 δρχ. Απ’ τη χονδρική τιμή πρέπει να αφαιρεθούν: 260 δρχ. χονδρική τιμή πώλησης - 57,2 22% γενικά έξοδα της εταιρίας -1 4 8 κόστος αντιτύπου - 40 συγγραφικά δικαιώματα 15
δρχ. καθαρό κέρδος κατ’ αντίτυπο
Αν πουληθούν και τα 2.800 αντίτυπα της παραπά νω έκδοσης τότε για τον εκδότη προκύπτει ποσο στό κέρδους 5,7%. Στο παραπάνω κοστολόγιο δεν έχουν υπολογιστεί έξοδα αποθήκευσης, απογραφής κ.λ,π. καθώς και ο ΦΠΑ που ανέρχεται σε ποσο στό 3%. Όπως προκύπτει από τα παραπάνω το ποσοστό του εκδότη είναι πολύ μικρό. Αν αυξηθεί η λιανική τιμή του βιβλίου π.χ. στις 500 δρχ., τότε θα πέσουν οι πωλήσεις του καθώς η λιανική τιμή πώλησης ενός βιβλίου και τα πωληθέντα αντίτυπα είναι ποσά αντιστρόφως ανάλογα. - Όσο αφορά τον ΦΠΑ στην Ευρώπη, τα υπάρ χοντα ποσοστά είναι τα εξής: Μηδενικό συντελε στή έχουν η Αγγλία, Ιρλανδία και Πορτογαλία, 3% η Ελλάδα εκτός της μετάφρασης και των φιλμς όπου είναι μεγαλύτερος. Στις υπόλοιπες χώρες ο ΦΠΑ κυμαίνεται μεταξύ 5-7% με εξαίρεση τη Δανία όπου ο ΦΠΑ ανέρχεται στο 22%. Για να δείτε πόσο επηρεάζει ο μεγάλος ΦΠΑ τις
πωλήσεις βιβλίων θα σας φέρω το παράδειγμα της Ισπανίας, όπως μας αναφέρεται στην ανακοίνωση που εξέδωσε τον Ιανουάριο του 1987, η Ευρωπαϊκή επιτροπή ενάντια στη φορολόγηση των βιβλίων και την οποία μας έστειλε η Ένωση Εκδοτών και Βι βλιοπωλών της ΕΟΚ, στην οποία η ΠΟΕΒ είναι μέ λος: “Το εμπόριο βιβλίων της Ισπανίας, το οποίο πρόσφατα αντιμετώπισε μια νέα επιβολή φόρου της τάξης του 6%, σημείωσε - βάσει μιας προσεκτικής έρευνας - μια απαράδεκτη δυσανάλογη μείωση των πωλήσεων της τάξης του 25%, μια μεγαλύτερη ελα στικότητα των τιμών της ζήτησης από εκείνη που αναμενόταν από τους οικονομολόγους του ΗΒ...”. Είναι φανερή η τεράστια επίδραση του ΦΠΑ στις πωλήσεις των βιβλίων στην Ισπανία όπου ας ση μειωθεί ότι λόγω της γλώσσας το αναγνωστικό κοι νό είναι τεράστιο (αγορά Λατινικής Αμερικής). Με τά απ’ αυτό, σκεφτείτε ποια είναι η επίδραση του ΦΠΑ στην Ελλάδα όπου το αναγνωστικό κοινό πε ριορίζεται κατά 95% μέσα στα σύνορα της χώρας. Σχετικά με το τρίτο ερώτημά σας οφείλω να σας πω ότι οι ενέργειες που γίνονται είναι συλλογικές και συντονισμένες με τις Ενώσεις Εκδοτών και Βι βλιοπωλών της ΕΟΚ καθώς και την Ευπρωπαϊκή επι τροπή ενάντια στη φορολόγηση των βιβλίων και δεν ξεκινούν τώρα ούτε είναι συνδεδεμένες μόνο με την επερχόμενη ελληνική προεδρία στην ΕΟΚ. Οι πρώτες ενέργειες έγιναν εδώ και δύο χρόνια με πρωτοβουλία της ΠΟΕΒ, η οποία μάζεψε 17.000 υπογραφές και σε συνεργασία με εκπροσώπους του Ελληνικού Κοινοβουλίου και τους παράγοντες του βιβλίου, ύστερα από κινητοποιήσεις, συγκε ντρώσεις και μετά από παρεμβάσεις της Διεθνούς Ένωσης Εκδοτών και της UNESCO, πέτυχε το πο σοστό του ΦΠΑ στο βιβλίο να γίνει 3%. Θα ήταν δε το ποσοστό αυτό μηδενικό αν δεν υπήρχε δέσμευ ση από μέρους μας, από τη σύνδεσή μας με την ΕΟΚ, που απαγορεύει το μηδενικό συντελεστή. Την πρωτοβουλία για την καθιέρωση ενιαίου μη δενικού συντελεστή για τον ΦΠΑ στο βιβλίο, σε πα νευρωπαϊκό επίπεδο εν όψει του 1992, έχουν αναλάβει οι διεθνείς οργανώσεις. Στα πλαίσια της προσπάθειας αυτής εντάσσεται η ανοιχτή επιστολή του Προέδρου της Επιτροπής ενάντια στη φορολόγηση των βιβλίων, καθηγητή, συγγραφέα και φιλόσοφου κ. Ουμπέρτο Έκο, προς τον πρωθυπουργό μας. Φυσικά και εμείς θα εντείνουμε τις προσπάθειές μας με υλικό και έκκληση προς το αναγνωστικό κοι νό που θα δοθεί στον τύπο για συμπαράσταση στον αγώνα μας ενάντια στο φόρο στο βιβλίο που είναι φόρος στη Γνώση. Θα ήθελα ακόμα να επισημάνω το μεγάλο πρό βλημα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα, εν όψει της ενοποίησης του 1992, που είναι η κατάργηση της ατέλειας του χαρτιού, της μόνης ουσιαστικής βοή θειας της Πολιτείας για το βιβλίο. Έτσι θα έχουμε κι άλλη άνοδο των τιμών των βιβλίων. Ήδη από το Φεβρουάριο του 1988 η Αθηναϊκή Χαρτοποιία μείω σε κατά 50% την ατέλεια του χαρτιού. Αλλη μια μάχη που πρέπει να δώσουν οι Έλληνες δημιουρ γοί του βιβλίου αλλά και το αναγνωστικό κοινό, ξε κινάει.». Μ Π Α Μ Π Η Σ Κ Α Β Ρ Ο Χ Ω Ρ ΙΑ Ν Ο Σ
χρονικα/19
Η «Ελλάς» του Shelley νάσταση του 1821*
Το Μάρτιο του 1821, ακριβώς το μήνα που ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση για την ανεξαρτησία του Ελληνικού έθνους, ο Αγγλος ποιητής Shelley, που ζούσε αυτο-εξόριστος στην Ιταλία, έγραφε το πιο σπουδαίο και πιο γνωστό του έργο σε πρόζα, A Defence of Poetry. Η τελευταία πρόταση του έργου εκφράζει δραμα τικά μια σκέψη, για την οποία, το λιγότερο που μπο ρούμε να πούμε είναι ότι είναι ασυνήθιστη. Λέει: «Οι ποιητές είναι οι ανεπίσημοι νομοθέτες του κό σμου». Υποστηρίχτηκε ότι ο Shelley απλά παρασύρ θηκε από την ευφράδειά του και κατά λάθος έκανε μια δήλωση τελείως εξωφρενική· από το άλλο μέ ρος είναι παραδεκτό ότι μεταφορικά εξέφρασε μια βαθιά αλήθεια, ότι δηλαδή η δύναμη της φαντα σίας, σε τελευταία ανάλυση, πάντα είχε περισσότε ρη επιρροή στις ανθρώπινες υποθέσεις από τον πραγματισμό της πολιτικής ή τη γυμνή βία της στρατιωτικής ισχύος. Ό ,τι κι αν είναι, πιστεύω πως ο C.M.Woodhouse είχε απόλυτο δίκιο, όταν είπε: «Δεν έχω καμιά αμφιβολία στο μυαλό μου ότι η Ελ ληνική Επανάσταση της Ανεξαρτησίας είναι μια ιδιαζόντως ικανοποιητική περίπτωση αυτού του ορισμού του Shelley». Φυσικά, η τελική επιτυχία του αγώνα για την ανεξαρτησία οφείλεται κυρίως στους Έλληνες- αλλά είναι επίσης βέβαιο ότι χρειάστη καν τη βοήθεια της Ευρώπης και για να αναφέρω ξανά λόγια του Woodhouse, «ο Byron, ο Shelley, ο
Delacroix, ο Heine και ο Schiller ήταν αυτοί που έστειλαν τους φιλέλληνες της Ευρώπης να πολεμή σουν για την ανεξαρτησία της Ελλάδας». Οι πολιτι κοί της Ευρώπης, σχεδόν χωρίς εξαίρεση όλοι για διάφορους δικούς τους πρακτικούς λόγους, ήθε λαν να δουν τον ξεσηκωμό των Ελλήνων να συντρί βει. Εκείνοι που ενστερνίστηκαν την υπόθεση της Ελληνικής Ανεξαρτησίας και με τον καιρό ανέτρε ψαν την πρακτική πολιτική των πολιτικών και έτσι κατέληξε να έρθει η Ευρώπη σε βοήθεια των Ελλή νων, ήταν οι ποιητές, οι οποίοι είχαν είτε φιλελεύ θερες είτε ριζοσπαστικές συμπάθειες και γνώριζαν τον αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό. Η συνεισφορά του Byron σ’ αυτή τη διαδικασία εί ναι πολύ γνωστή και οι ίδιοι οι Έλληνες από εκεί νες τις μέρες μέχρι σήμερα, πάντα την παραδέχο νται με τη μεγαλύτερη θέρμη και ευγνωμοσύνη. Του Shelley η συνεισφορά, όμως, δεν είναι τόσο γνωστή στο ευρύτερο κοινό, και ούτε ο Shelley έχει καθιερωθεί στην εθνική συνείδηση των Ελλήνων σαν ήρωας του αγώνα τους. Δεν είναι δύσκολο να βρούμε την εξήγηση. Η συνεισφορά του Shelley
20/χρονικα έχει περιοριστεί σε ένα μόνο ποίημα και τον πύρινο πρόλογό του, που γράφτηκε όταν ο πόλεμος είχε αρχίσει πριν έξι μήνες· και ύστερα από λίγους μή νες ο ποιητής πνίγηκε σε κάποιο δυστύχημα σε μια βάρκα στη θάλασσα. Η συνεισφορά του Byron δεν είχε περιοριστεί μόνο στα γραπτά του- πήγε και ο ίδιος στην Ελλάδα, ξόδεψε την περιουσία του για τον ελληνικό αγώνα και έχασε τη ζωή του όταν συμμετείχε ενεργητικά σ’ αυτό τον αγώνα. Ο Byron σε σχέση με τον αγώνα των Ελλήνων ήταν το υπό δειγμα από το οποίο δημιουργούνται θρύλοι' στην περίπτωση του Shelley, όμως, δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι υπήρχε τέτοια δημοτικότητα, τ έ τοια ικανότητα να απλωθεί βαθιά ακόμα και στα πιο ταπεινά στοιχεία της κοινωνίας. Αλλά ταιριάζει από λυτα σε ένα σύλλογο, όπως ο δικός σας σύλλογος «Σολωμός», που επιζητά να φέρει σε δημιουργικές σχέσεις τις κληρονομιές των Ελληνοφώνων και των Αγγλοφώνων σε πολιτιστικές στάθμες, να στρέψει την προσοχή του για λίγο στον Shelley, στο ποίημά του Ελλάς και στο θέμα του, που είναι η Ελληνική Επανάσταση για την Ανεξαρτησία. Η Ελληνική Επανάσταση, όπως κάθε Έλληνας γνωρίζει, εξερράγη στις 25 Μαρτίου 1821, και χρειάστηκαν οκτώ χρόνια επαναστατικών αγώνων μέχρι να ιδρυθεί και αναγνωριστεί το νέο κράτος του Ελληνικού έθνους (που τότε αποτελείτο από ένα μέρος μόνο της σημερινής Ελλάδας). Το Ελλάς γράφτηκε τις πρώτες τρεις εβδομάδες του Οκτω βρίου 1821, έξι μόνο μήνες μετά την έκρηξη του πολέμου και έξι χρόνια πριν την ναυμαχία του Ναυαρίνου, η οποία εξασφάλισε τον τελειωτικό θρίαμβο (έστω και περιορισμένο) του αγώνα. Οι ποιητές, κατά κανόνα, διαλέγουν τα θέματά τους από το μακρινό παρελθόν. Ο Shelley σ’ αυτή την πε ρίπτωση όχι μόνο διάλεξε ένα σύγχρονο θέμα, αλλά και ένα θέμα που ακόμα ήταν σε εξέλιξη, ένα θέμα, του οποίου δεν ήταν γνωστή η έκβαση. Ο Shelley μπορούσε - και το έκανε - να μεταφέρει στο ποίη μά του ορισμένα γεγονότα που είχαν κιόλας συμ βεί: την ηρωική ήττα του Αλέξανδρου Υψηλάντη κοντά στο Βουκουρέστι· μερικές νίκες των Ελλή νων σε κάποιες ναυτικές επιχειρήσεις στην αρχή του πολέμου· αψιμαχίες σε διάφορες περιοχές της Πελοποννήσου, Αττικής, Ρούμελης (Ναυπλία, Τριπολιτσά, Μόθον, Ναυαρίνο, Άρτα, Μονεμβασία, Πά τρα)· τον απαγχονισμό του Ορθόδοξου Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης, Γρηγορίου, στις 22 Απρι λίου 182Τ την ανάκληση της Ρωσικής πρεσβείας από την Κωνσταντινούπολη· την αναταραχή σε εκτεταμένες περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατο ρίας, όπως ο Λίβανος, η Αραβία, η Αιθιοπία, η Περ σία, η Κρήτη και η Κύπρος. Ό λα αυτά αναφέρονται από διάφορους αγγελιοφόρους μέσα στο ποίημα. Αλλά ακόμα κι αν πάρουμε όλα μαζί αυτά τα γεγο νότα, δεν δικαιολογούσαν καμιά προφητεία για τη μελλοντική πορεία του αγώνα, ήταν πολύ ασήμαντα και δεν οδηγούσαν σε κανένα συμπέρασμα, για να σχηματίσουν από μόνα τους την ουσία ενός ποιή ματος για την Ελληνική Επανάσταση της Ανεξαρτη σίας. Για να πραγματοποιήσει το ποίημά του, ο Shelley έπρεπε να αναζητήσει κι άλλα πράγματα από εκείνα τα γεγονότα που είχαν μέχρι τότε συμ βεί. Προτού συζητήσουμε αυτά τα άλλα πράγματα θέλω να απαντήσω σε δυο άλλα ερωτήματα. Γιατί
ήθελε ο Shelley να γράψει για την Επανάσταση της Ανεξαρτησίας των Ελλήνων τόσο νωρίς, ακόμα στην πορεία της, και από πού πήρε τις πληροφο ρίες για τους πρώτους έξι μήνες του πολέμου. Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι ότι ο Shel ley συνέλαβε το ποίημά του σαν μια πολιτική πράξη, η οποία ήταν ο μόνος τρόπος που γνώριζε για να προσελκύσει τους Άγγλους λάτρες της ελευθερίας να αψηφήσουν τους ηγεμόνες και πολιτικούς της χώρας τους, οι οποίοι δεν έδειχναν ούτε το ελάχι στο ενδιαφέρον να βοηθήσουν τους Έλληνες, πα ρά το γεγονός ότι ήταν Χριστιανοί κι αυτοί και πο λεμούσαν τους άπιστους Μωαμεθανούς και παρά το γεγονός ότι ήταν απόγονοι «εκείνων των κατα πληκτικών ανθρώπων, τους οποίους η φαντασία μας σχεδόν αρνείται να συλλάβει ότι ανήκουν στο Είδος μας» (τα λόγια αυτά είναι του Shelley), και οι οποίοι ήταν η πηγή του πολιτισμού μας. Ας μου επιτραπεί να επαναλάβω τα ίδια αξιομνημόνευτα λό για, με τα οποία ο Shelley εκθέτει την ιδέα του στον Πρόλογο: «Είμαστε όλοι Έλληνες, οι νόμοι μας, η λογοτε χνία μας, η θρησκεία μας, οι τέχνες μας έχουν την ρίζα τους στην Ελλάδα. Αν δεν ήταν η Ελλάδα - η Ρώμη, ο δάσκαλος, ο κατακτητής, ή μητρόπολη των προγόνων μας δε θα διέδιδε τα φώτα του πολιτι σμού με τα όπλα της και μπορεί να 'μασταν ακόμα άγριοι και ειδωλολάτρες, ή κάτι χειρότερο, μπορεί να είχαμε φτάσει σε τέτοια στασιμότητα και αθλιό τητα κοινωνικού θεσμού όπως αυτή που έχουν η Κίνα και η Ιαπωνία.» (Σελ. 447) Η αλληλογραφία του Shelley δείχνει ότι βιαζόταν πολύ να δημοσιεύσει αυτό το ποίημα, γιατί ήταν η δική του προσπάθεια να ανατρέψει την κακή πρακτικότητα των πολιτικών. Στην πραγματικότητα, μία παράγραφος του Προλόγου περιέχει τέτοια καυτή επίθεση κατά της διοικούσας κλίκας στην Αγγλία, που ο εκδότης του, Ollier, την αποσιώπησε και δεν εκδόθηκε πριν από το 1892. Δείχνει καθαρά τη δύ ναμη των αισθημάτων του Shelley και μας βοηθά να δούμε, τώρα που πέρασε τόσος καιρός και έχασε πια το ποίημα την επικαιρότητά του, κατά πόσον ήταν πολιτική πράξη. Αυτά λέει: «Αν κάποτε ο Αγγλικός λαός ελευθερωθεί, θα σκεφτούν καλά το ρόλο, τον οποίον έπαιξαν αυτοί που ισχυρίζονται ότι εκπροσωπούν τη θέληση του στο μεγάλο δράμα της αναβίωσης της ελευθερίας, με αισθήματα που θα τους ταίριαζε να περιμένου με. Αυτή είναι η εποχή πολέμου των δυναστευομένων κατά των δυναστών, και καθένας από κείνους τους αρχηγούς των προνομιούχων συμμοριών που αποτελούνται από φονιάδες, απατεώνες και ονομάζονται Ανώτατοι Άρχοντες υπολογίζουν ο ένας στον άλλον για βοήθεια ενάντια στον κοινό εχθρό, και προς το παρόν παραμερίζουν τις αμοι βαίες ζήλιες τους μπροστά στον ισχυρότερο φόβο. Σ ’ αυτή την ιερή συμμαχία όλοι οι δεσπότες της γης είναι ουσιαστικά μέλη. Όμως, μια καινούρια φυλή υψώνεται απ’ τη μια ώς την άλλη άκρη της Ευρώπης, που γαλουχήθηκε να απεχθάνεται τις γνώμες που αποτελούν τις αλυσίδες της, και θα εξακολουθήσει να παράγει νέες γενεές για να φέ ρει σε πέρας το πεπρωμένο εκείνο, που οι τύραννοι προβλέπουν και τρέμουν». (Σελ. 448) Και τώρα ας εξετάσουμε το ερώτημα πώς ο Shel
χρονικα/21 ley έμαθε τόσο πολλά για τα γεγονότα του 1821. Στον Πρόλογο έγραφε: «Η πηγή απ’ όπου πήρα τις λεπτομέρειες που δημιουργούν τη βάση του ποιήματός μου είναι όσες ειδήσεις κυκλοφορούν και πρέπει να ζητήσω επανειλημμένα συγγνώμη από τους αναγνώστες μου για την επίδειξη της πολυμάθειας των εφημερίδων, στην οποία έχω καταφύγει». Και αυτή είναι μόνο η μία πηγή, αλλά υπήρχε και μία άλλη. Το ποίημα είναι αφιερωμένο στον πρίγκηπα Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, που ήταν Φαναριώτης, (δηλαδή ένα αριστοκράτης Έλληνας της Κων σταντινούπολης) ο οποίος διέφυγε στην Πίζα το 1819 και εκεί γνωρίστηκε φιλικά με την οικογένεια Shelley. Λίγο μετά την κήρυξη της Επανάστασης ο Μαυροκορδάτος πήγε στην Ελλάδα για να βοηθή σει στον αγώνα και έπαιξε σημαντικό ρόλο στην Επανάσταση, στρατιωτικό και πολιτικό. Ασφαλώς ήταν σημαντική πηγή για τον Shelley τα γράμματα που έστελνε σε συγγενείς και φίλους στην Πίζα. Πρέπει επίσης να παρατηρήσουμε ότι η φιλία των Shelley με τον Μαυροκορδάτο και δυο άλλους Φαναριώτες, τον πρίγκηπα Γεώργιο και την πριγκήπισσα Ραλλού Αργυροπούλου, έδωσε μία ακόμα διά σταση στο ενδιαφέρον του Shelley για τον Ελληνικό αγώνα. Έτσι, λοιπόν, η ριζοσπαστική πολιτική τοπο θέτηση του Shelley, η βαθιά αγάπη του για τον αρ χαίο Ελληνικό πολιτισμό και η προσωπική φιλία του με τον Μαυροκορδάτο και τους Αργυρόπουλους, όλα μαζί τον οδήγησαν να γράψει το ποίημά του Ελλάς. Και τώρα θα εξετάσω πώς ο Shelley από το υλικό που είχε βάσει του οποίου δεν μπορούσε να προβλέψει το αποτέλεσμα, δημιούργησε ένα μεγάλο ποίημα (που έχει πάνω από 1100 στίχους) σε μορφή δράματος. Το πρώτο σημείο που προσέχουμε είναι ότι υπήρχε ένα πρότυπο, το οποίο τον βοήθησε να λύσει μερικά προβλήματα. Ήταν οι Πέρσες του Αι σχύλου. Ήταν πράγματι κατάλληλο για να το χρησι μοποιήσει ο Shelley γιατί σ’ αυτό ο αρχαίος Έλλη νας τραγωδός αναφερόταν σε μια πολύ γνωστή μά χη, όπου οι Έλληνες νίκησαν τον Ασιάτη εχθρό, και είχε γράψει την τραγωδία του οκτώ χρόνια μετά τα γεγονότα που απεικονίζει. Τα οκτώ χρόνια, φυσικά, δίνουν σε ένα ποιητή το όφελος κάποιας εκ των υστέρων θεώρησης, την οποία δεν έχει αυτός που γράφει κατά τη διάρκεια των γεγονότων. Αλλά και αυτή η παρουσία του Αισχύλειου έργου στο φόντο του ποιήματος του Shelley υποστήριζε ώς ένα βαθ μό την ελπίδα και αισιοδοξία του, κάτι που τα γεγο νότα τα οποία απεικόνιζε δεν μπορούσαν αυτά καθεαυτά και χωρίς μια τέτοια υποστήριξη να εγγυηθούν. Οι αναφορές στους Πέρσες που βρίσκονται στο ποίημα του Shelley είναι πολλές, αλλά η πιο ση μαντική είναι μια δομική σχέση. Ο Αισχύλος τοπο θέτησε τη δράση του έργου στο στρατόπεδο του Ξέρξη, του βασιλιά των Περσών, και ζωντάνεψε τον θρίαμβο των Ελλήνων μέσα από την απόγνωση των Περσών. Ο Shelley, ακολουθώντας το παράδειγμα του Αισχύλου, τοποθέτησε το ποίημά του στην αυ λή του Οθωμανού αυτοκράτορα, Μαχμούντ, στην Κωνσταντινούπολη. Πριν συζητήσω την πιο σπου δαία εντύπωση, που αυτό το σκηνικό του επέτρεψε να επιτύχει, θα πω πως η ισχυρή παρουσία της Αισχύλειας τραγωδίας, που πανηγυρίζει τη μεγάλη νί κη των Αθηνών στην αρχαιότητα, θα έδινε στον
Shelley και στους αναγνώστες στους οποίους το ποίημα απευθυνόταν, που όλοι είχαν κλασική μόρ φωση, κάποια βάση για να ελπίζουν για την ευνοϊκή έκβαση του αγώνα. Είναι σαν να λέει το ποίημα έμ μεσα, «Κοιτάξτε πως συνέβη μια φορά στο παρελ θόν, μπορεί να καταλήξει κι αυτή τη φορά το ίδιο ένδοξα». Αλλά ας προχωρήσουμε στην πιο φανερή εντύ πωση που επιτυχαίνει με την τοποθέτηση του ποιή ματος στην Οθωμανική αυλή. Τα διάφορα γεγονότα που συνέβησαν κατά το 1821 αναφέρονται στον Μαχμούντ από αγγελιοφόρους και από τον Χασάν, κάποιον που είναι στην υπηρεσία του Σουλτάνου, αλλά είναι ελληνικής καταγωγής. Στην πραγματικό
τητα, λοιπόν, οι φόβοι των Τούρκων παρουσιάζο νται ρεαλιστικά και δικαιολογημένα στο ποίημα. Έτσι, όταν ο Χασάν προσπαθεί να παρουσιάσει τα γεγονότα όσο πιο ευνοϊκά για την Τουρκική άποψη είναι δυνατόν, ο Μαχμούντ σχολιάζει: «Συνηθισμέ να είναι τα περήφανα λόγια όταν χωλαίνουν οι πρά ξεις». Ήταν πολύ επιδέξια κίνηση εκ μέρους του Shelley να κάνει τον Οθωμανό αυτοκράτορα τον κεντρικό χαρακτήρα του, γιατί, χωρίς να παραβιάζει τα γεγονότα που είχαν μέχρι τότε συμβεί, κατάφερνε να προθλέψει την αποθάρρυνση των Τούρ κων μάλλον παρά των Ελλήνων. Εάν οι κεντρικοί χαρακτήρες του ποιήματός του ήταν Έλληνες, το ποίημά του θα έδινε πολύ περισσότερο επιφανεια κή εμφάνιση. Θα παρουσίαζε ή την αποθάρρυνση των Ελλήνων, ή θα ήταν γεμάτο ηρωισμούς που δύ σκολα θα μπορούσαν να συνεχιστούν και θα εκφυ λίζονταν εύκολα σε κομπασμό και απίστευτη αισιο δοξία. Αλλά, αυτό και μόνο δεν ήταν αρκετό για να εξυ πηρετήσει το σκοπό του Shelley γιατί, αν και του έδινε τη δυνατότητα να αποφύγει μια ανεπιθύμητη αρνητική έκβαση και να εκφράσει την επιθυμητή, δεν του επέτρεπε να εκφράσει τίποτε το θετικό. Για να επιτύχει και αυτό έκανε δύο πράγματα:
22/χρονικα Το ένα ήταν να παρουσιάσει το χαρακτήρα του Αχαζουέρου, του θρυλικού περιπλανώμενου Ιου δαίου, που δεν μπορεί να πεθάνει και έτσι εξακο λουθεί να ζει την ιστορία δύο χιλιάδων χρόνων. Ο Μαχμούντ διατάζει να τον φέρουν μπροστά του, γιατί πιστεύει πως λέει την αλήθεια και μπορεί να προβλέψει το μέλλον. Αλλά ο Αχαζουέρος αρνείται ότι έχει τέτοια δύναμη. Αντί γι’ αυτό, όμως, κάνει τον Μαχμούντ να δει σ’ ένα όραμα το φάντασμα του ένδοξου προγόνου του, Μωχάμετ II του Πορθη τή, που είχε κατακτήσει την Κωνσταντινούπολη. Μ’ αυτόν τον τρόπο, τα γεγονότα του 1821 παρουσιά ζονται σαν το κλείσιμο του κύκλου που άρχισε το 1453. Το Ισλάμ, όπως όλες οι μεγάλες αυτοκρατο ρίες πρέπει να φθαρεί και τελικά να σβήσει. Αν και λοιπόν, δεν μπορεί να προβλεφτούν ακριβείς λε πτομέρειες του μέλλοντος - ένα γεγονός, το οποίο αναγνώριζε πολύ καλά ο Shelley, όπως υπέδειξα προηγουμένως, όταν έγραφε το ποίημα τόσο πρώι μα στην πορεία της Επανάστασης για την Ανεξαρ τησία - η ιστορία κατατάσσεται ευνοϊκά με το μέ ρος των Ελλήνων. Το δεύτερο πράγμα που έκανε ο Shelley έχει σχέ ση με τον Χορό. Στους Πέρσες ο Χορός ο οποίος φυσικά ήταν μέρος όλων των κλασικών τραγωδιών και σχολίαζε την δράση, αποτελείτο από Περσίδες. Ο Shelley χρησιμοποίησε Ελληνίδες αιχμαλώτους για τον Χορό του, οι οποίες περιποιούνται τον αυτοκράτορα, και αυτό ήταν κάτι που κατάφερε να κάνει με πειστικότητα. Η λειτουργικότητα του Χο ρού είναι πρώτα να εκφράσει τις ελπίδες και επι διώξεις των Ελλήνων όχι με αντρίκιο και· πολεμικό, αλλά με γλυκό και απαλό τρόπο. Καθώς αρχίζει το ποίημα παραστέκουν τον Μαχμούντ που κοιμάται και λένε αυτά τα λόγια: Σκορπίζουμε τούτες τις παπαρούνες που φέρνουν ζάλη με το όπιο τους / στο ταραγμένο σου προσκέ φ α λο,/είναι κομμένα από κλιματίνες της Ανατολής κοντά στα κύματα του Ινδικού. / Ας είναι ο ύπνος σου / ήρεμος και βαθύς / όπως εκείνων που σκοτώ θηκαν - όχι σαν τον δικό μας που θρηνούμε!/ Κοιμήσου, κοιμήσου! το τραγούδι μας είναι φορτω μ έ ν ο / με την ψυχή του ύπνου- το τραγουδούσε μια κόρη από τη Σάμο, / για τον καλό της που ήταν απ’ αυτούς που κοιμούνται τώρα / κείνο τον ήρεμο ύπνο απ’ όπου δεν μπορεί κανένας να ξυπνήσει, όπου κανένας δε θρηνεί (Σελ. 453) Και πάλι μπορούμε να προσέξουμε ότι ο Shelley όταν εκφράζει τις ελπίδες των Ελλήνων μ’ αυτό τον τρόπο και όχι πολεμόχαρα, πετυχαίνει ακριβώς το σωστό τόνο για ένα ποίημα που γράφτηκε, όταν ακόμα ήταν αμφίβολο το αποτέλεσμα, και σκόπευε να αναταράξει τις συμπάθειες στην Αγγλία για τον Ελληνικό αγώνα. Όσο πιο πολύ διαβάζει κανείς το Ελλάς, τόσο πιο πολύ μένει έκπληκτος με τη δεξιοτεχνία με την οποία χειρίστηκε ο Shelley τα πολύ δύσκολα ποιητικά προβλήματα, που του έβαζαν τα προπαγανδιστικά του κίνητρα. Ο Χορός των Ελληνίδων έχει μια ακόμα αποστολή, που για να την κατα λάβουμε, πρέπει να θυμηθούμε τα λόγια του Shel ley στον Πρόλογο: «Είμαστε όλοι Έλληνες», Σ’ αυ τή την πλατύτερη έννοια, ο Χορός εκφράζει επίσης την Ελληνική άποψη - τη Χριστιανική και την Αν θρωπιστική. Ο Shelley συγκινήθηκε από την Επανά σταση της Ανεξαρτησίας, που τη θεωρούσε όχι μό
νο μια εθνικιστική έκφραση της αναβίωσης ενός έθνους, αλλά ακόμα σαν έναν οιωνό της αναγέννη σης όλης της ανθρωπότητας, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ό,τι είχε αγάπη κι ομορφιά στον Χριστό, θα ξαναζούσε όπως και οι ανθρωπιστικές αξίες των αρ χαίων Αθηνών, αλλά και στις δύο περιπτώσεις δίχως την κακή πλευρά που τα συνόδευε. Για να κάνω κα τανοητά αυτά τα δυο σημεία, ας κοιτάξουμε τα δυο πιο γνωστά και πιο αγαπημένα κομμάτια από τον Χορό. Το πρώτο αρχίζει από το στίχο 197 σε μια α ντιπαράθεση του σταυρού και της ημισελήνου, και θεωρεί το σταυρό σαν πρόδρομο του χρυσού αιώνα του μέλλοντος. Είναι ως εξής: Οι κόσμοι περνούν κι άλλοι κόσμοι ξετυλίγονται πάντα / απ’ την δημιουργία στην φθορά, / σαν τις φυσαλλίδες που σπινθηροβολούν στο νερό του πο ταμού / και σπάζουν και παρασύρονται μακριά. / Αλ λά αθάνατοι ακόμα μένουν εκείνοι / που απ’ την στιγμή της γέννησής τους στην πύλη της ανατολής / και μέχρι του θανάτου το σκοτεινό χάσμα, περ νώντας πέρα-δώθε, / ντύνουν το ασταμάτητο πέτα μά τους / με την εφήμερη σκόνη και το φως, / που μαζεύεται γύρω απ’ τ ’ άρματά τους καθώς προχω ρούν- / νέες μορφές μπορούν ακόμα να υφάνουν νέους θεούς, νέους νόμους μπορούν να πάρουν / κ ’ είναι φωτεινοί ή μισοσκότεινοι σαν τους χιτώνες»® που / είχαν απλώσει στα γυμνά πλευρά του θανά του./ Μια δύναμη απ’ τον άγνωστο Θεό, / ένας Προμήθειος κατακτητής ήρθε / σαν να βάδιζε στον δρόμο του θριάμβου / περπάτησε στ’ αγκάθια της ντροπής και του θανάτου / κ ’ η θνητή θωριά του ήταν γι’ αυ τόν, / όπως ένα αχνός ατμός, / που ο πλανήτης της ανατολής ζωντάνευε με φως- η Κόλαση, η Αμαρτία κ’ η Σκλαβιά ήρθαν σαν κυνηγόσκυλα αιμόχαρα, ήπια κ’ ήμερα / κι ούτε ριχνότανε αρπακτικά, προ τού ο Κύριος τους πετάξει- / το φεγγάρι του Μωά μεθ / ανάτειλε και θα δύσει, / καθώς ο σταυρός κα θοδηγεί νέες γενιές, / μπροστά ακτινοβολώντας να ήταν στο μεσημέρι του αθάνατου Ουρανού./ Σαν τις ακτινοβόλες μορφές του ύπνου που πετούν γρήγορα / από κάποιον που τον Παράδεισο ονει ρεύεται / κι ο φουκαράς ξυπνά και κλαίει / και η Ημέρα κοιτά / μπροστά μ ’ ανέκφραστη ματιά τόσο αστραπιαίες, τόσο αχνές, τόσο όμορφες οι Δυνά μεις της γης κι ο αγέρας / ξέφυγαν απ' τ ’ αστέρι της Βηθλεέμ- / κι ο Απόλλων, ο Πάνας κ ’ η Αγάπη / κι αυτός ακόμα ο Ολύμπιος Δίας εξασθένισαν γιατί τους κοίταζε η σκοτώστρα Αλήθεια- / τα βουνά μας κ ’ οι θάλασσες και τα ποτάμια, / ερημωμένα από τα όνειρά τους / έκαναν τα νερά τους αίμα, και την δροσιά τους δάκρυα / κ’ έκλαψαν γοερά για τα χρυ σά τους χρόνια. / (Σελ. 457-458) Το δεύτερο κομμάτι είναι το τελευταίο του Χο ρού. Προτού όμως το παραθέσω, θα ήθελα να μνη μονεύσω τη σημείωση που κάνει ο Shelley πάνω σ’ αυτό γιατί θα μας βοηθήσει να καταλάβουμε πόσο αβέβαιος ήταν ο Shelley για τις προβλέψεις του όσον αφορά την έκβαση του ελληνικού αγώνα και για το θρίαμβο γενικά του Καλού στον κόσμο, αν και με θέρμη επιθυμούσε και τα δυο, και πόσο βα θιά συνεπάγεται αυτή η επιθυμία στην έννοια που εκείνος έδινε στο ρόλο του ποιητή. Το σχόλιό του έχει ως εξής: Το τελευταίο χορικό είναι ασαφές και σκοτεινό,
χρονικα/23 σαν το γεγονός του ζωντανού δράματος, την άφιξη του οποίου προλέγει. Ο ποιητής κι ο προφήτης μπορούν σίγουρα να κάνουν προφητείες και φήμες πολέμων σε οποιαδήποτε εποχή, αλλά να περιμέ νουν έστω και αμυδρά να 'ρθει μια περίοδος ανα γέννησης και ευτυχίας, είναι ακόμα πιο ριψοκίνδυ νη άσκηση της ικανότητας που διαθέτουν ή προ σποιούνται ότι διαθέτουν οι ποιητές. Θα φέρει στον νου του αναγνώστη «magno nec proximo Intervallo» τον Ησαΐα και τον Βιργίλιο, των οποίων τα φλογερά πνεύματα υπερπηδώντας την πραγματική βασιλεία του κακού, που από το ένα μέρος υπομένουμε και από το άλλο, θρηνολογούμε, είδαν προκαταβολικά τη δυνατότητα και ίσως την κοντινή μορφή μιας κοινωνίας; στην οποία «ο λέων θα παρακάθεται με τον αμνόν», και «omnis feret omnia tellus». Επικαλούμαι αυτά τα δύο ονόματα σαν πηγές μου και δικαιολογία. (Σελ. 479-480) Και τώρα παραθέτω το τελευταίο χορικό: Η μεγάλη του κόσμου εποχή αρχίζει και πάλι / τα χρυσά χρόνια ξαναγυρνούν, / η γη σαν το φίδι ανα νεώνει / τα χειμωνιάτικα ρούχα της που πάλιωσαν / οι ουρανοί χαμογελούν, πίστεις και αυτοκρατορίες λάμπουν, / σαν τα ναυάγια ενός ονείρου που δια λύεται./ Μια πιο λαμπρή Ελλάδα ανορθώνει τα βουνά της από πολύ πιο γαλήνια κύματα- / ένας καινούριος Πηνειός ροβολάει τις πηγές του / στο φως του άστρου της αυγής. / Όπου πιο όμορφα τα τέμπη ανθίζουν, εκ εί κοιμούνται / οι νεαρές Κυκλάδες σε πιο βαθύ ηλιόφως./ Μια πιο αγέρωχη Αργώ σχίζει τα κύματα / κατάφορ τη με ένα βραβείο- μιας μετέπειτα εποχής- / ένας άλλος Ορφέας τραγουδά και πάλι / κι αγαπά και θρηνεί και πεθαίνει. / Ένας καινούριος Οδυσσέας αφήνει άλλη μια φορά / την Καλυψώ, για να πάει στην ακτή που τον γέννησε./ Ω, μη γράφετε ξανά την ιστορία της Τροίας / αν πρέπει η γη να είναι πάπυρος του Θανάτου! / Κι ού τε ν’ αφήσετε με του Λάιου την οργή να σμίξει / η χαρά που ανατέλλει πάνω στους ελεύθερους, / αν και μια πιο έξυπνη Σφίγγα ανανεώνει / αινίγματα θανάτου που δεν γνώρισαν ποτέ οι Θήβες./ Μια άλλη Αθήνα θα υψωθεί / και στους πιο απόμα κρους καιρούς / κληρονομιά θ ’ αφήσει, όπως το ηλιοβασίλεμα στον ουρανό, / το μεγαλείο της το
πρώτο- / και θ ’ αφήσει, αν τίποτε τόσο λαμπρό δεν μπορεί να ζήσει, / ό,τι η γη μπορεί να πάρει, ό,τι ο ουρανός μπορεί να δώσει./ Ο Κρόνος κ ’ η Αγάπη τη μακριά ξεκούρασή τους / θα διακόψουν, πιο λαμπροί και καλοί / απ’ όλους όσους έπεσαν απ’ τον Ένα που ανεστήθη, / απ’ τους πολλούς που δεν υποτάχτηκαν: / Ούτε χρυσά φι κι ούτε αίμα ζητά ο βωμός τους, / αλλά δάκρυα από τάματα και λουλούδια σύμβολά./ Ω! πάψτε πιά; Χρειάζεται το μίσος κι ο θάνατος να ξανάρθουνε: / Σταματείστε! Χρειάζεται οι άνθρωποι να σκοτώνουν και να πεθαίνουν; / Σταματείστε! Μην στραγγίζετε ώς τα κατακάθια την υδρία / της πικρής προφητείας. / Κουράστηκε ο κόσμος από το παρελθόν. / Ω! νά ’ταν να πεθάνει ή να ξεκουραστεί επί τέλους!/ Το «Ελλάς» του Shelley αποδεικνύει το γεγονός ότι είναι δυνατόν ένα ποίημα να είναι ταυτόχρονα μεγαλειώδες σαν ποίημα και σαν προπαγανδιστική πράξη. Είναι ένα σπάνιο κατόρθωμα και προϋποθέ τει ειδικές περιπτώσεις και δυνατές δυνάμεις, αλλά είναι δυνατόν! Και πόση επίδραση, μπορούμε να ισχυρισθούμε, είχε το ποίημα του Shelley στη δη μιουργία της νεότερης Ελλάδας; Για να καταλήξου με σε συγκεκριμένη απάντηση θα ήταν αναγκαίο να αναρωτηθούμε: α. Ποιό ρόλο στην πραγματικότητα έπαιξε ο Φι λελληνισμός στη δημιουργία της Νεότερης Ελλά δας και β. Τί ρόλο μπορούν να παίξουν έργα τέχνης σε , υποθέσεις πρακτικής φύσης; Χωρίς όμως να εμβαθύνουμε στα ερωτήματα, νο μίζω ότι μπορούμε να πούμε, ότι το ποίημά του εί ναι μιά από τις ομορφότερες και πιο τέλειες εκφρά σεις του Φιλελληνισμού, ο οποίος σιγά-σιγά ανάγκασε τις Ευρωπαϊκές δυνάμεις απρόθυμα να επέμβουν στον αγώνα των Ελλήνων και να συντελέσουν στη δημιουργία της Νεότερης Ελλάδας σε λιγότερο χρόνο απ’ ό,τι θα χρειάζονταν οι Έλλη νες, αν δεν είχαν την βοήθειά τους. Είναι λυπηρό το ότι δεν έζησε για να δει αυτό το αποτέλεσμα. Μ ετάφ ρασ η : Εφη Λαμπαδαρίδου * Το κείμενο αυτής της διάλεξης δόθηκε από τον Καθηγητή C. Castan στον Ελληνο-Αυστραλιανό Πολιτιστικό Σύνδεσμο «Σο λωμός», στο Brisbane.
τα βιβλία της «γνώσης»
ΑΝΑΤΟΛΙ ΡΙΜΠΑΚΟΦ
ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΜΠΑΤ Β' ΤΟΜΟΣ
Γράφτηκε π ω ς το βιβλίο αυτό είναι «ένα ς σ υ γγρ α φ ικ ό ς και α ν θ ρ ώ π ιν ο ς ά θ λ ο ς. Έ να συγκλονιστικό χρ ονικ ό, έν α μνη μείο τω ν δύ σκολω ν και τραγικώ ν εκείνω ν χρ ό νω ν . Έ να μά θημα Ιστορίας και ηθικής». Πάνω α π ’ όλ α είν’ έν α βαθύτατο ουμανιστικό κοίταγμα του κόσμου, είναι το μήνυμα π ω ς ο ά νθρ ω π ο ς, μ έσ ’ α π ’ τη θ ύ ελ λ α τω ν γ ε γ ο ν ό τ ω ν της ζωής, μ π ορεί και π ρ έπ ει ν α π α ρα μ είνει άνθρ ω π ος.
εκδόσεις «γνώση» Γρηγ· Αυξεντίου 26, 157 71 Ζωγράφου, τηλ.: 7794879 ■ 7786441
Ζωοδόχου Πηγής 29, 106 81 Αθήνα, τηλ.: 3620941 ■ 3621194
Νίκος Καζουντζάκης Τριάντα ένα χρόνια από το θάνατό του ο Ν.Κ. εξακολουθεί να απασχολεί τους μελετητές - και όχι μόνο. Το ανεξάντλητο ενδιαφέρον των αναγνωστών του μέχρι τις μέρες μας, δείχνει τη ζωντάνια των ιδεών του, την αντοχή του έργου του στο χρόνο. «Ο Ασυμβίβαστος» αυτός άνθρωπος με την «Οδύσσεια» και τον - κινηματο γραφικό κυρίως - «Ζορμπά» του, έγινε σημείο αναφοράς όχι μόνο για την Ελ λάδα, αλλά και για τον... κόσμο, μια και τα έργα του αυτά ταξίδεψαν και αναγνωρίστηκαν σε περισσότερες από τριάντα χώρες. Άνθρωπος με μεγάλα πάθη και ερωτηματικά, ταξίδεψε και ο ίδιος σ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη της Ευρώπης και της Ασίας. Ανήσυχο πνεύμα, γοητεύτηκε απ’ τις ιδέες του Νίτσε, απ ’ τη Ρώσικη Επανάσταση, τον Λ ένιν και το Χριστια νισμό. Ο μεσσιανισμός του Ν.Κ ., παρά την επιθυμία του, δε βρήκε εύφορο έδαφος· προσέκρουσε στις «αδυναμίες» του: στην υπέρμετρη ευαισθησία του - συχνά κρυμμένη - και στις αμφιβολίες του για την αξία των ιόεών(Ί). Ωστόσο η ζωή και το έργο του εξακολουθούν να συγκινούν τόσο ώστε να μην έχει μόνον ανα γνώστες, αλλά και οπαδούς. Οι στοχασμοί του, καθώς φαίνεται, παραμένουν επίκαιροι. Ο «Τελευταίος πειρασμός» του, τόσον καιρό μετά το θάνατό του, θα ξαναταξιδέψει στον κόσμο, μέσα απ’ το χώρο της 7ης τέχνης όπου τον μεταφέ ρει ο σκηνοθέτης Μ άρτιν Σκορτσέζε. θερμά ευχαριστούμε τον Γ. Ανεμογιάννη και το Αρχείο του Μουσείου Καζαντζάκη των Βαρβάρων-Ηρακλείου για το εικονογραφικό υλικό που μας παραχώρησαν. Ευχαριστούμε επίσης τον Β. Καλαμαρά για τις σπάνιες εκδόσεις βιβλίων του Ν.Κ. που μας εμπιστεύθηκε. Θυμίζουμε στους αναγνώστες μας ότι το «Διαβάζω» έχει αφιερώσει πολλές σελίδες, στο παρελθόν, στο έργο του Ν.Κ. (τεύχος 51, 1982, Θόδωρος Γραμματάς). Το αφιέρωμα επιμελήθηκε ο Ηρακλής Παπαλέξης
26/αψιερωμα
Δημήτρης Πλάκας
Χρονολόγιο Ν ίκου Καζαντζάκη (1883-1957) 1883 (18 Φεβρουάριου:) Γεννιέται στο Ηράκλειο ο Νίκος Καζαντζάκης, πρώτο από τα τέσσερα παιδιά του Μιχάλη (1856-1932) ε μποροκτηματία, που καταγόταν από το χωριό Βαρβάροι Ηρα κλείου. Τα άλλα τρία παιδιά, δύο κορίτσια κι ένα αγόρι, που πέθανε σε νηπιακή ηλικία.
1889 Κρητική Επανάσταση. Η οικογένεια Κ. στον Πειραιά για έξι περίπου μήνες.
1890-6 Μαθητής στο Ηράκλειο.
1897-9 Η τελευταία μεγάλη Κρητική Επανάσταση. Με την οικογένειά του ο Ν.Κ. στη Νάξο, μαθητής στην εκεί Γαλλική Εμπορική Σχολή.
1899-1902 Μαθητής του Γυμνασίου στο Ηράκλειο.
1902-6 Σπουδές στην Αθήνα (νομικά). Παίρνει το δίπλωμα του διδά κτορα της Νομικής με άριστα (9.12.1906).
1906 Πρώτες δημοσιεύσεις «Η Αρρώστια του αιώνος», δοκίμιο, και πεζά ποιήματα στο περιοδικό Πινακοθήκη· με το ψευδώνυμο του Κάρμα Νιρβαμή. Πρώτο βιβλίο: Κάρμα Νιρβαμή, Όφις και Κρίνο, 1906 (σ. 95), με αφιέρωση στην «Τοτώ μου», τη Γα λάτεια Αλεξίου, την κατόπι σύζυγό του. Αφιερώνεται στη μνήμη του Παντελή Πρεβελάκη. Τα έργα του για τον Νίκο Καζαντζάκη ήσαν η βασική πηγή για τη σύνταξη του χρσνολογίου, που δεν είναι εξαντλητικό.
1905 - Ηράκλειο. Ο Ν. Καζαντζάκης με τη μητέρα τον «Ο πατέρας μου σπάνια μιλούσε, δε γελούσε, δε μάλωνε· κάποτε μο νάχα έτριζε τα δόντια του ή έσφιγ γε τη γροθιά του, κι αν τύχαινε να κρατάει κανένα πετραμύγδαλο, έστριβε τα δάχτυλά του και το κάνε σκόνη... Βαρίσκιωτος, αβάστα χτος» Αναφορά στο Γκρέκο, 1965, σ. 36-37 Η μάνα μου ήταν μια άγια γυναί κα. Πώς μπόρεσε πενήντα χρό νια ... να νιώθει πλάι της την ανα πνοή του λιόντα;... ποτέ δεν είχα δει τη μητέρα μου να γελάει· χαμο γελούσε μόνο, και τα βαθουλά μαύρα μάτια της κοίταζαν τους αν θρώπους, γεμάτα υπομονή και κα λοσύνη» οπ. «ν. σ. 45-46 «Ως μαθητής... ο Κ. ήτο φαινόμενον. Ό τα ν κάποτε... ήλθαν εις το Ηράκλειον ο Μιστριώτης και ο Κυπαρίσσης, έμειναν κατάπληκτοι από την απόδοσίν του... Κ εις τον ρόλο του Κρέοντος εις τον Οιδίποδα τύραννον» Μαρτυρία του συμμαθητή του Γ. Φανουράκη, Περ. Κνωσσός, 22.5 1958, σ.
αψιερωμα/27
1907 (Απρίλης-Ιούνιος:) Δημοσιεύονται χρονογραφήματα του στην εφημερίδα Ακρόπολις (ψευδ. Ακρίτας). (Ιούνιος:) Εγγράφεται στη Μασονική Στοά Αθηνών.
1907-9 Σπουδές στο Παρίσι: νομικά και μαθήματα του Μπέρξον. Πρώτα θεατρικά έργα: Ξημερώνει (Έπαινος στον «Παντελίδειο Δραματικό Αγώνα», 6.5.1907), που παίζεται 4 φορές στο θέατρο «Αθήναιον» (7-10.7.1907), Φασγά, Έως πότε «επί τη βάσει των “Κρητικών γάμων” του Ζαμπελίου»· δράματα και η τραγωδία Ο Πρωτομάστορας (βραβείο στο «Λασσάνειο Δρα ματικό Αγώνα»), εκδ. στο Περιοδικό Παναθήναια, σ. 47, με το ψευδώνυμο Πέτρος Ψηλορείτης· αφιερωμένο στον Ιδα (Ίωνα Δραγούμη).
1909 Δημοσιεύει στο περιοδικό Νουμάς (30.8.1909 - 7.2.1910) το μυ θιστόρημα «Σπασμένες ψυχές», κριτικά μελετήματα στο περιο δικό Νέα Ζωή, Αλεξάνδρεια (1909-10), με το ψευδώνυμο Π. Ψηλορείτης, το δοκίμιο «Η επιστήμη εχρεωκόπησε» στο περιο δικό Παναθήναια (15.11.1909) κ.λ.π. Εκδίδει στο Ηράκλειο την υφηγετική του διατριβή Ο Φρειδερίκος Νίτσε εν τη φιλοσο φία του δίκαιον και της Πολιτείας, σ. 93, και δημοσιεύει στο εκεί Ημερολόγιο Κρητική Στοά 1909, τη μονόπραχτη τραγωδία «Κωμοδία».
1910 Εγκαθίσταται στην Αθήνα. Συζεί με τη Γαλάτεια Αλεξίου (ψευδ. Πετρούλα Ψηλορείτη, Ηράκλειο 1881 - Αθήνα 1962). Ο γάμος έγινε στην εκκλησία του νεκροταφείου του Ηρακλείου (11.10.1911) και χώρισαν το 1926 (απόφαση πρωτοδικείου 28.3.1926). Λαβαίνει μέρος στην ίδρυση του Εκπαιδευτικού Ομίλου.
1911-
5
Μεταφράζει Πλάτωνα, Νίτσε, Μπέρξον (Το γέλιο 1915) και άλλα κείμενα για τις εκδόσεις Φέξη. Ενδεικτικοί τίτλοι: Δύναμις και ύλη του Μπύχνερ, Περί της γενέσεως των ειδών του Δαρβίνου, Η θεωρία της συγκινήσεως του Ουλ. Τζαίημς.
1912 Ν.Κ: Η. Bergson, 1912, σ. 27. (Ανάτυπο από το Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου).
1912-
13
Εθελοντής στο στρατό. Υπηρετεί στο γραφείο του Πρωθυ πουργού.
1914 Γράφει πέντε αναγνωστικά για το δημοτικό με τη βοήθεια της Γαλάτειας που τα υπογράφει μόνο εκείνη. (Νοέμβριος): Γνωρίζεται με το Σικελιανό (1884-1951) στον Εκ παιδευτικό Όμιλο (11.11) και ταξιδεύουν μαζί στο Ά γιο Όρος (15.11 - 25.12).
«Νεανικόν και νοσηρόν και ωραίον και θανάσιμον, συμπλέκον αστόχα στα, ομού και βαθύγνωμα τας εκ στάσεις του μυστικισμού με πρια πισμού την λύσσαν... πρώται εκδη λώσεις της ευαισθησίας νεαρού καλλιτέχνου, όστις με τον καιρόν θα δημιουργήσει έργα ωραία και Κ. Παλαμάς, στο περ. Παναθήναια, 15.2.1906 1902
28/αφιερωμα
1916 (Μάρτιος:) Ο Πρωτομάστορας τον Μανώλη Καλομοίρη, «μου σική τραγωδία» με λιμπρέτο από το ομώνυμο έργο του Κ., παί ζεται από τον «Ελληνικό Μουσικό Θίασο».
1917 (Τέλος καλοκαιριού:) Στην Πράστοβα της Μάνης με το Γιώργη Ζορμπά (Ελευθεροχώρι 1857 - Σκόπια 1941), μεταλλωρύχο. Οργανώνουν την εκμετάλλευση μεταλλωρυχίου. Η προσπάθεια αποτυχαίνει. (Τέλη Σεπτεμβρίου:) Στην Ελβετία. Συναισθηματικός δεσμός με την Έλλη Λαμπρίδη, τη Mudita, των δημοσιευμάτων του.
1919-
1920
(8 Μαΐου:) Διορίζεται διευθυντής κι ύστερα από λίγο γενικός διευθυντής του νεοσύστατου Υπουργείου Περιθάλψεως με κύ ριο στόχο τον Επαναπατρισμό των Ελλήνων του Καυκάσου και την εγκατάστασή τους στη Μακεδονία και Θράκη. Αρχηγός της σχετικής αποστολής που πάει στον Καύκασο (Μέσα Ιούλ. 11.8.19). Συνάντηση με το Βενιζέλο στο Παρίσι (21.8.19).
1920-
1922
Ταξίδι εξωτερικό (Παρίσι - Γερμανία - Βιέννη - Βενετία: 21.11.1920 - 6.2.1921) και εκδρομή στην Ελλάδα (Κρήτη - Με σολόγγι, Πελοπόνησος).
1922 Συμβάλλεται με τον εκδότη Δ. Δημητράκο για να γράψει διδα κτικά βιβλία ιστορίας για το δημοτικό. (19 Μαΐου-19 Αύγουστον:) Στη Βιέννη. Υποφέρει από δερμα τοπάθεια του προσώπου. Ο γιατρός του, Στέκελ, μαθητής του Φρόυντ, (1856-1939) τη χαρακτηρίζει ως «μάσκα της σεξουαλιτέ». Μελετά το Φρόυντ. Δίνει τελική μορφή στο μυθιστόρημά του «Ένας χρόνος μοναξιάς», που χάθηκε. Ν.Κ.: Οδνσσέας (τραγωδία) περ. Νέα Ζωή, Αλεξάνδρεια, 11/ 1922, τυπογ. Α. Γέρανος. Α' έκδοση 1928 από τον οίκο «Στο χαστής». (1 Σεπτεμβρίου:) Στο Βερολίνο, με σύντομες επισκέψεις σε άλ λες πόλεις της Γερμανίας. (5 Οκτωβρίου:) Πρώτη μνεία για τη συγγραφή του Συμποσίου, σε γράμμα του Κ. που εκδόθηκε το 1971. (2 Οκτωβρίου:) Στο συνέδριο των Αναμορφωτών της Παιδείας γνωρίζει την Πολωνοεβραία Ραχήλ Λιπστάιν, που τον φέρνει σε επαφή με την Ίτκα Χόροβιτς κ.ά. επαναστατημένες συμπατριώτισσές της. (16-18 Οκτωβρίου:) Στη Δρέσδη, στο συνέδριο «Σεξουαλικής Παιδαγωγικής». (Οκτώβριος-Δ εκέμβριος:) Γνωρίζεται με το Λέοντα Σεστώβ (1866-1938). Μαθαίνει Ρωσικά με δάσκαλο το Λουκά Καστανάκη. (Τέλη Αεκεμβρίου-αρχές Απριλίου:) Γράφει την Ασκητική.
1923 (Τέλη Νοεμβρίου-αρχές Δεκεμβρίου:) Η Γαλάτεια στο Βερολί-
1915 - Αθήνα. Με την πρώτη τον γυναί κα Γαλάτεια «Πρώτη φορά παρουσιάζονταν στη ζωή μου η ευκαιρία να μπω στην πράξη και να μην έχω πια να πα λεύω με θεωρίες... Δέχτηκα και για έναν άλλο λόγο. Πόνεσα την αιώ νια σταυρωνόμενη ράτσα μου που κιντύνευε πάλι στο προμηθεϊκό βουνό του Καυκάσου» Ν.Κ., Αναφορά στο Γκρέκο, σ. 510
Ιούλιος 1921 - Κηφισιά «Γράφω τώρα την Ασκητική ένα βιβλίο mystique, όπου διαγράφω τη μέθοδο ν ’ ανέβει η ψυχή από κύ κλο σε κύκλο ωσότου φτάσει στην ανώτατη Επαφή» Ν.Κ. ο.π. αν. σ. 133
αψιερωμα/29
1924 (18 Ιανουαρίου-5 Μαΐον:) Γυρίζοντας στην Αθήνα επισκέπτε ται την Ιταλία. (7 Φεβρουάριον:) Συναντά πρώτη φορά τον Μαρινέττι (18761944) στη Νεάπολη. (25 Φεβροναρίον-13 Απριλίου:) Στην Ασσίζη στο αρχοντικό της Ερικέτας Πούτσι, όπου γνωρίζεται με το Δανό Γιοχάνες Γιόργκενσεν (1806-1956) βιογράφο του Αγ. Φραγκίσκου. (18 Μαΐον:) Γνωρίζεται με την Ελένη Σαμίου. Ο γάμος του με την από τότε πιστή του συντρόφισσα θα γίνει στις 11.11.1945, με κουμπάρους τους Άγγελο και Άννα Σικελιανού.
«Κυνηγήθηκε από την Αστυνο μία... κι οδηγήθηκε στον ανακριτή, στον οποίον υπέβαλε την “Ομολο γία πίστεως” του... Δημοσιεύτηκε στην ηρακλειώτικη εφημερίδα Νέα Εψημερίς της 16.2.1925. Την έστει λε ο ίδιος» Ε. Αλεξίου, οπ. αν. σ. 297
1924-1925 (5 Ιουλίου 1924-Ιούνιος 1925:) Στην Κρήτη. Σχεδιάζει χωρίς επιτυχία παράνομη πολιτική δράση κι αρχίζει την Οδύσσεια.
1925 (9 Ανγούστου-17 Σεπτεμβρίου:) Στις Κυκλάδες (Τήνο, Μύκο νο, Σύρα, Νάξο, Αμοργό). (13 Οκτωβρίου 1925-5 Φεβρουάριου 1926:) Στη Σοβιετική Ένωση, απεσταλμένος της Εφ. Ελεύθερος Λόγος. Νέο ταξίδι (20.10-30.12.1927), με πρόσκληση της Σοβιετικής κυβέρνησης και άλλο (19.4.1928-19.4.1929).
1926 (25 Απριλίον-3 Ιουνίου:) Στην Παλαιστίνη, Κύπρο με την Ε. Σαμίου. (26 Σεπτεμβρίου-22 Οκτωβρίου:) Στην Ισπανία και Ιταλία. Συ νέντευξη με τον Πρίμο ντε Ριβέρα (7.9.) και το Μουσσολίνι (13.10.). Οι εντυπώσεις του στην Εφ. Ελεύθερος Τύπος (12.12 1926 - 7.1.1927 και 6-28.2.1927). Θα ακολουθήσουν αργότερα άλλα τρία ταξίδια στην Ισπανία: α) 3.10.1932 - 22.3.1933, κατά το οποίο παραμένει κυρίως στη Μαδρίτη, β) ΟκτώβριοςΝοέμβριος 1937 ως απεσταλμένος στην εθνικιστική Ισπανία της εφ. Καθημερινή, όπου δημοσιεύονται οι εντυπώσεις του «Τι εί δα, 40 ημέρες, εις την Ισπανίαν» (24.11.1936-17.1.1937), γ) 522.9.1950. (Δεκέμβριος:) Στο περ. Αναγέννηση δημοσιεύεται το πρώτο δείγμα γραφής από την Οδύσσεια (Δ. 633-795).
1927 (23 Ιανοναρίον-12 Μαρτίου:) Στην Αίγυπτο και το Σινά (Οι εντυπώσεις του στην Εφ. «Ελεύθερος Τύπος» [3.4-3.5.]). (19 Μαΐον-20 Οκτωβρίου:) Στην Αίγινα. Τελειώνει (11.9.) την Οδύσσεια (α' γραφή). Θα ακολουθήσουν άλλες έξι γραφές (η Ζ' στην Αίγινα 5-1.12.1938) μέχρι την πρώτη έκδοση (τέλη Δεκ. 1938), σ’ έναν ογκώδη τόμο (32 αντίτυπα) με χορηγό την Αμερικάνα Ζοζεφίνα Μακλέοντ. «Salvoteres Dei. Ασκητική», ανάτυπο από το περ. Αναγέννηση Α/7-8.1927 του Γληνού. Η τελική έκδοση το 1945. Απ’ το Σεπτέμβρη γράφει άρθρα για το εγκυκλοπαιδικό λεξικό Ελευθερουδάκη, όχι μόνο αυτά που έχουν τ’ αρχικά του.
1928
(11 Ιανουάριον:) Ο Κ. κι ο Ελληνορουμάνος συγγραφέας Παναίτ Ιστράτι (1884-1935) - ο Κ. τον έχει γνωρίσει στη Ρωσία
Ελένη Σαμίου, 1924 «Από το 1925-1930 πήγα τρεις φο ρές στη Σοβιετική Ρωσία κι έμεινα συνολικά δυο χρόνια. Προσπάθη σα σε βιβλία («Τι είδα στη Ρουσία» 2 τόμοι, Τόντα Ράμπα μυθιστόρη μα) και σε σειρές άρθρα σε περιο δικά κι εφημερίδες να σημαδέψω τους σταθμούς... της επίπονης πο ρείας». Ν.Κ. Ταξιδεύοντας, Ρουσία, 1956, σ. 7 «Προολίγου είδα τον Πρίμο ντε Ρι βέρα. Ά νθρω πος μέτριος... φο ρέας μιας πνοής ανώτερης» (από. γράμμα του Κ.) Ε. Σαμίου οπ. αν. σ. 181. «Ο Μουσολίνι είναι ο αρσενικός Βενιζέλος... ζει μέσα σε μια ατμό σφαιρα τραγική... δεν είναι απίθα νο να μην είναι τίποτα άλλο παρά ο σκληρός πρόδρομος στην Ιταλία, Ν.Κ. Ταξιδεύοντας, Ιταλία - Αίγυπτος κ.λ.π., 1961, σ. 26-30
30/αψιερωμα (13.11.1927) - μιλούν σε συγκέντρωση - οργανωτής Δ. Γληνός στο θέατρο «Αλάμπρα» των Αθηνών, για τη Σοβιετική Ένωση. Η εκδήλωση προκαλεί τη δικαστική δίωξη ομιλητών και οργα νωτή. (Ιούνως.-Αύγουστος:) Στη Σοβιετική Ένωση γράφει και σχε διάζει σενάρια για το ρωσικό κινηματογράφο (Το κόκκινο μα ντήλι, Λένιν κ.λ.π.). Το ενδιαφέρον συνεχίζεται και μετά (Δον Κιχώτης κ.λ.π.) μέχρι το 1933. (23 Ιουλίου:) Το παρισινό περιοδ. Monde του Ε. Μπαρμπύς (1873-1935) δημοσιεύει άρθρο του Ιστράτι για τον Κ. Μπορεί να θεωρηθεί πρώτη παρουσίαση του Κ. στο γαλλικό κοινό. (Τέλη Δεκέμβρη:) Ρήξη με τον Ιστράτι, το συνταξιδιώτη στη Σοβιετική Ένωση.
1929-
«Χαίρουμαι... που... κάμω και τούτη την experience ([εμπειρία])... μου είναι χρήσιμη για την Οδύσ σεια (...ο σκοπός της ζωής μου έως το 1933)» (Κίεβο 26-5-52, από γράμμα του Ν.Κ.) Ε. Σαμίον, οπ. αν. σ. 237 «Ο σύντροφος λιγοψύχησε... ξέπε σε και βιάζεται να γυρίσει στο Πα ρίσι» (Γράμμα του Κ. 20-1-1929) Ν.Κ., 400 Γράμματα, α. 106.
1930
(19 Απριλίου 1929)-(8 Απριλίου 1930:) Στο Βερολίνο κι έπειτα στο Γκότεσγκαμπ.
1930 (9 Απριλίου-18 Οκτωβρίου:) Στη Γαλλία (Παρίσι - Νίκαια). Στη Νίκαια μεταφράζει ή διασκευάζει παιδικά βιβλία για τους εκδοτικούς οίκους Δημητράκου και Ελευθερουδάκη.
1930-
1931
(3 Δεκεμβρίου 1930-μέσα Ιουνίου 1931:) Στην Αίγινα. Συντάσ σει Γαλλοελληνικό λεξικό, ο εκδότης Δ. Δημητράκος το είχε αναθέσει στον Κ. και στον Π. Πρεβελάκη.
1931 (Μέσα Ιουνίου:) Στο Παρίσι. Επισκέπτεται συχνά την Αποι κιακή Έκθεση που του παρέχει υλικό για την Οδύσσεια.
1931-
32
(1 Ιουνίου 1931-30 Μαΐου 1932:) Στο Γκόττεσμπαγκ. (1 Ιουνίου 1931-Τέλη Σεπτεμβρίου 1931:) Στη Γαλλία. Μετα φράζει έμμετρα τη Θεία κωμωδία του Δάντη σε 45 ημέρες.
1932 (2 Νοεμβρίου 1932:) Στη Μαδρίτη γράφει το πρώτο κάντο, «Δάντης». Θα ακολουθήσουν άλλα είκοσι. Το δεύτερο «ο Γκρέκο», στο Παρίσι (23.5.-5.4.1933). Τα υπόλοιπα στην Αίγι να. Το τελευταίο «Παππούς - Πατέρας - Εγγονός» το 1937 (203.7.). Τα πιο πολλά αρχικά δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά ή άλ λα βιβλία του Κ. Τελική έκδοση με τον τίτλο Τερτσίνες το 1960 (επιμέλεια Ε. Κάσδαγλη).
1933 (4 Ιανουάριου:) Επιστρέφει στη Μαδρίτη μετά από ένα ταξίδι 2000 χιλιομέτρων που κάνει σιδηροδρομικά μέσα σε λίγες μέ ρες, για να ξεχάσει την απώλεια του πατέρα του. (12 Απριλίου:) Μόνιμη εγκατάσταση στην Αίγινα μέχρι το 1944. (Απρίλιος-Σεπτέμβριος:) Δημοσιεύει στο περ. Κύκλος τη «Σύγ χρονη Ισπανική λυρική ποίηση», μεταφράσεις.
1931 - Παρίσι. Στην Αποικιακή Έκθεση με την Ελένη «Μια λεπτομερέστερη ανάλυση των ποιημάτων θα έβγανε στο φανερό τις πνευματικές απασχολήσεις του Κ...» Π. Πρεβελάκης: Ο ποιητής και το ποίη μα της Οδύσσειας, ο. 257 «Στα τραγούδια ετούτα θα ’θελα να μπορούσα να φανέρωνα την τα ραχή και τη χαρά που μου δίνουν οι ψυχές που έθρεψαν την ψυχή μου» Ν.Κ.: Τερτσίνες, 1960, σ. 9
αφιερωμα/31
1934 Νικολάι Καζάν: Toda-Raba. Παρίσι 1934, γαλλικά. Πρώτη ελ ληνική έκδοση στις εκδ. Δίφρος 1956, σε μετάφραση Γιάννη Μαγκλή. (Νοέμδριος-Δεκέμβριος:) Δάντη: Η Θεία Κωμωδία. Στα Ελλη νικά από τον Ν. Καζαντζάκη. Έκδοση «Κύκλου».
«Η έκδοση αυτή είναι η πρώτη πλήρης. Ο Toda Raba είχε πρωτοπαρουσιαστεί στην Παρισινή Revue des vivants κουτσουρεμένος» Σημ. Π. Πρεβελάκη στον Ν.Κ., 400 Γράμματα, ο. 427
1935
«Η κρητική γλώσσα ταιριάζει στην αυστηρή ηχηρή, αντρίκια γλώσσα του Δάντη» Ν.Κ. στο Ε. Αλεξίου, οπ. αν. σ. 323
(20 Φε6ρουαρίον-3 Ιουνίου:) Ταξίδι με φορτηγό στην Ιαπωνία - Κίνα. Οι εντυπώσεις του στην εφ. Ακρόπολις (9.6.-19.10) και σε βιβλίο που εκδίδεται το 1938 (Οκτ.). Δεύτερο μοιραίο ταξί δι στην Κίνα το 1957 (5.6. - 6.8.) μέσω Πράγας Μόσχας.
1936 (11 Απριλίου:) Τελειώνει το μυθιστόρημα Ο Βραχόκηπος, γραμμένο γαλλικά. Πρώτες εκδόσεις στην Ολλανδία (1939) και στη Χιλή (1941). Πρώτη γαλλική το 1959. Πρώτη ελληνική σε μετάφραση Παντελή Πρεβελάκη το 1960. (4 Μαΐου:) Θεμελιώνει το σπίτι του στην Αίγινα. (12 Μαΐου:) Τελειώνει το μυθιστόρημα «Ο πατέρας μου», γραμμένο γαλλικά. Θα καταλήξει στο Καπετάν Μιχάλης (τέλος α' γραφής 4.5.1950). Πρώτη έκδοση από τον Μαυρίδη το 1953. (23 Ιουλίου-5 Αυγούστου:) Μεταφράζει το A ' Φάουστ του Γκαίτε σε δώδεκα μέρες. Δημοσιεύεται στην εφ. Καθημερινή (8.3. - 5.7.1937) και αργότερα στο περ. Νέα Εστία (1.11.12.1942) με αφιέρωση «Χαιρετισμός στους δυο αγαπημένους ίσκιους του Ίωνα Δραγούμη και του Πέτρου Βλαστού».
1939 Ν.Κ., Μέλισσα, δράμα τρίπρακτο, περ. Νέα Εστία (1.1.-1.4.). (17 Μαρτίου:) Αποφασίζει να γράψει τον «Ακρίτα», 33.333 δεκαεφτασύλλαβους. (Ιούλιος-Νοέμδριος:) Στην Αγγλία προσκεκλημένος του Βρετα νικού Συμβουλίου. Εκεί (19.5.-5.10.) γράφει την τραγωδία του Ιουλιανός. (Πρώτη Έκδοση 1945). Οι εντυπώσεις του Ταξιδεύοντας - Αγγλία, στις εκδόσεις «Πυρσός», 1941.
1940 Δημοσιεύει ανώνυμα ή με ψευδώνυμο μυθιστορηματικές βιο γραφίες σε εφημερίδες και περιοδικά για βιοπορισμό. (Άνοιξη:) Περιήγηση στην Κρήτη.
1941 (Αύγουστος:) Αρχίζει το «Συναξάρι του Ζορμπά». Τελείωσε στις 19.5.1943. Α ' έκδοση 1946.
1942 (8 Ιανουάριου:) Θέλει ν’ αγωνιστεί για την πατρίδα. (Φεβρουάριος:) Συμφιλιώνεται με το Σικελιανό. (25 Μαρτίου:) Προτείνει στον I. Κακριδή να συνεργαστούν για να μεταφράσουν την Ιλιάδα. Η συνεργασία τελείωσε στην Αντίμπ (τέλη Αυγ. 1953).
1944
(Μάιος-17 Ιουλίου:) Γράφει την τραγωδία Καποδίστριας.
Αίγινα. Με την Ελένη «Θα δοθώ ολάκαιρος στην άμεση Ενέργεια... Τώρα ταχτοποιώ εδώ τα γραφτά μου, σα να πρόκειται να φύγω ή να πεθάνω» Ν.Κ. or. αν. 503 «Είμαστε... και οι δυο ζεμένοι στη δούλεψη του Ομήρου... Στην υπη ρεσία του Ομήρου απάλυνε και η γλώσσα του Κ., το λιοντάρι μέρω σ ε... Α πάλυναν και τα χρώματα και οι τόνοι έγιναν αρμονικοί» Ι.θ. Κακρίδης: «Το χρονικό μιας συνερ γασίας», JV. Εστία, Χριστ. 1959, σ. 119
32/αφιερωμα Πρώτη διδασκαλία στο Εθνικό (25.3.) κι ύστερα από λίγο την Κωνσταντίνος Παλαιολόγος. (Οκτώβριος:) Επιστροφή στην Αθήνα.
1945 (20 Μαΐονή Συμμετέχει στην πολιτική κίνηση. Πρόεδρος της Σοσιαλιστικής Εργατικής 'Ενωσης. Υπουργός άνευ χαρτοφυ λακίου στην κυβέρνηση, ο Σοφούλης, (26.11.45-11.1.46). (5 Μαρτίου:) Υποψήφιος ακαδημαϊκός. Αποτυχαίνει για δύο ψήφους. (29 Ιουνίου-6 Ανγούστουή Στην Κρήτη μέλος της κυβερνητικής επιτροπής (με καθηγητές I. Καλιτσουνάκη, I. Κακριδή) για τη διαπίστωση γερμανικών ωμοτήτων.
«Η έκθεση δε βρίσκεται πουθενά στο Υπουργείο Εξωτερικών» Μ. Καρέλλης: Πρόλογος οτην έκδοση της εκθέσεως από το Δήμο Ηρακλείου, από το αντίγραφο του Π. Πρεβελάκη, 1983
1946
(18 Απριλίον-30 Μαΐον:) Στην Αίγινα για τελευταία φορά. (27 Μαΐον:) Η Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών τον προτείνει μαζί με το Σικελιάνό για το βραβείο Νόμπελ. (2 Ιοννίου-28 Σεπτεμβρίου:) Στην Αγγλία προσκεκλημένος του Βρετανικού Συμβουλίου. (28 Σεπτεμβρίου:) Μόνιμη εγκατάσταση στη Γαλλία. Στο Παρί σι (28.9. 1946 - 31.5.1948), όπου εργάζεται ως σύμβουλος στη λογοτεχνία στην Ουνέσκο (1.5.1947 - 25.3.1948) κι έπειτα στην Αντίμπ, απ’ όπου ταξιδεύει σε χώρες της Ευρώπης. Το έργο του σιγά-σιγά αρχίζει να γίνεται γνωστό σ’ όλο τον κόσμο.
1948
(6-19 Ιουνίου:) Γράφει την τραγωδία Σόδομα και Γόμορα. (7 Ιουλίου:) Γράφει το μυθιστόρημα Ο Χριστός ξαναστανρώνεται (πρώτη γραφή).
1949 Γράφει τις τραγωδίες Θησέας, Χριστόφορος Κολόμβος.
1951
(Ιανονάριος-5 Ιουλίου:) Γράφει το μυθιστόρημα Ο Τελευταίος πειρασμός. Η οριστική μορφή τελειώνει προς το τέλος Οκτώβρη του 1953. Η εκκλησία ζητά το διωγμό του για το βιβλίο το 1953, αν και δεν έχει ακόμα κυκλοφορήσει στην Ελλάδα και το Βατικανό το εγγράφει στον πίνακα απαγορευμένων βιβλίων (ίντεξ) το 1954.
Ο αληθινός Ζορμπάς, ο Γιώργος Ζορμπάς
Μια θεατρική τελετή φιλοσοφικού ένους και λόγου» Β. Παπαχατζάκη, οπ. αν. σ. 86
1953 Οξύνεται η κατάσταση της υγείας του.
1954 (Ιούλιος:) Ο Βίος και η Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά παίρνει το βραβείο του καλύτερου ξένου βιβλίου που βγήκε στη Γαλλία. (Δεκέμβρης:) Ο εκδοτικός οίκος «Δίφρος» του Γ. Γουδέλη αναλαμβάνει την έκδοση των Απάντων του. Πρώτο βιβλίο Ο Χριστός ξανασταυρώνεται.
«Ο Γουδέλης υπόσχεται να παρα τήσει κάθε άλη έκδοση και ν ’ αφιεροθεί μονάχα στα Ά παντα. Νομί ζω δε θα μπορούσαμε να βρούμε άλον εκδότη». (Γράμμα Ν.Κ.) στο Γ. Γουδέλης: ο Κ. ξανασταυρώνεται, 1987, σ. 533
αφιερωμα/33
1955 (22 Απριλίου:) Επίσκεψη στον Κ. της ψυχαναλύτριας της Πριγκίπησσας Γεωργίου της Ελλάδος, Μαρίας Βοναπάρτη. (11 Αύγουστον:) Συνάντηση με τον Αλβέρτο Σβάιτσερ (18751965) στην Αλσατία. «Με βεβαίωσε... πως καμιά κατα δίωξη δε θα γίνει από την κυβέρνη-
1956 (Καλοκαίρι:) Ο Χριστός ξανασταυρώνεται θεατρική διασκευή. Επιτυχία του Μάνου Κατράκη στο «Ελληνικό λαϊκό θέατρο».
1957 Προβολή στο φεστιβάλ των Κανών του φιλμ του Ζυλ Ντασέν: «Εκείνος που πρέπει να πεθάνει», γυρισμένο στην Κρήτη, σε σενάριο βασισμένο στο μυθιστόρημα Ο Χριστός ξαναστανρώνεται. (6 Ανγούστον-26 Οκτωβρίου:) Νοσηλεύεται στο νοσοκομείο της Κοπεγχάγης και στο Φράιμπουργκ, όπου πεθαίνει.
°11» Ν·Κ· οπ· αν· σ·683 «Όρθιος, όπως έζησε, παράδωσε την ψυχή του, σαν το βασιλιά που αφού γλέντησε στο μεγάλο τραπέζι, σηκώθηκε άνοιξε την πόρτα, και χωρίς να στραφεί πίσω, διάδηκε το κατώφλι» Ε. Καζαντζάκη, οπ. αν. 655 Το μουσείο Ν. Καζαντζάκη στο χωριό της καταγωγής τον, τους Βαρβάρους Ηρακλείου. Λειτουργεί από το 1983
34/αφιερωμα
άντα με μεγάλη προσοχή και συγκίνηση διαβάζω τ’ Αφιερώματα που δημοσιεύουν υπεύθυνα περιοδικά για τους πιο σημαντικούς Έλληνες λογοτέχνες. Πάντοτε ελπίζω να μάθω κάτι που δεν το ήξερα ή δεν το είχα προσέξει. Για δεύτερη φορά τώρα, η επιθεώρηση «Δια βάζω» θα τιμήσει τη μνήμη του Νίκου Καζαντζάκη: Ίσως, το δεύτερο αυτό Αφιέρωμα, που το περιμένω με πολλή χαρά, να μη μου μάθει πολλά πράματα. Ελπίζω ωστόσο πως θα χαρώ διαβάζοντάς το και σας ευχαριστώ από τώρα με όλη μου την καρδιά. Μου ζήτάτε να γράψω κι εγώ δυο λόγια για τον άντρα που έζησα δίπλα του 33 ολόκληρα χρόνια... Ποιος ήταν ο αληθινός Νίκος Καζαντζάκης, ο άνθρωπος; Ποια θέση έχει πάρει στη σκέψη και την καρδιά αυτών που τον διαβά ζουν. Που ξέρουμε πως είναι σκορπισμένοι σε όλη την Οικουμένη και μιλούν πενήντα δύο δια φορετικές γλώσσες ή διαλέκτους; Για τον άνθρωπο μπορώ κι είναι χρέος μου να μιλήσω. Για το έργο του, κάθε αναγνώστης με καθαρή καρδιά είναι λεύτερος να πει τη γνώμη του. Δικαίωμά του αναφαίρετο. Δικαίωμά μας να πούμε κι εμείς τη δική μας. Λοιπόν, ποιος ήταν ο αληθινός Νίκος Καζαντζάκης, ο άνθρωπος; Ένας ακέραιος, υπεύθυνος άντρας. Μια κα θαρή συνείδηση. Ένας λεύτερος αγωνιστής. Ξαναδιαβάζω τον σύντομο Πρόλογό του στην «Αναφορά στον Γκρέκο», το τελευταίο χειρό γραφό του, που δεν πρόλαβε να το καθαρογρά ψει τρεις και τέσσερεις φορές, όπως το συνηθούσε. Σωστή εξομολόγηση μπροστά στο Χάρο, πριν προλάβει να του φορέσει το μαύρο κράνος. Τον αγώνα του λοιπόν, τον σημειώνει με το αίμα του. Αλλά στην καθημερινή του ζωή; Ύστερα από τόσα χρόνια ακόμα θαυμάζουμε πώς κατάφερνε, και στις πιο δύσκολες και τρα
Π
γικές στιγμές, να μη φοβάται, να μη θυμώνει, να μη νευριάζει, με μια λέξη: να στέκεται ορθός και να κάνει τη ζωή μας παραμύθι. υμάμαι στο Γκέττεσγκαμπ, «στην κορφή της ευτυχίας και της Τσεχοσλοβακίας», πώς τιναζόταν από την καρέκλα του και χάραζε ένα μεγάλο κόκκινο σταυρό στο «πενταετές» μας πρόγραμμα που το είχαμε κολλήσει στον τοίχο. Κάθε φορά που μας χτυπούσε μια αναποδιά, ένας εκδότης που δεν τηρούσε τις συμφωνίες του, ένα σχέδιο επιβίωσης που ναυαγούσε: «Τώ ρα θα δούμε, Λένοτσκα, τί αξίζει η ψυχή μας!» φώναζε, στηλώνοντάς με με τα μικρά, στρογγυλά του βαθουλωτά μάτια. Τώρα θα δούμε τί αξίζει η ψυχή μας... Αυτό ήταν όλο. Και να ξεκινάει με νέο κέφι τα γραψίματα, λες και χαιρόταν να πα λεύει με το άγριο, άγνωστο θεριό που μας κυνη γούσε. Θυμάμαι ακόμα που τον παρακάλεσα να μεί νει ακόμα λίγο στην Ουνέσκο. Δύσκολοι καιροί, πληγές ακόμα ανοιχτές από τα χρόνια της κατο χής και τον πόλεμο. - Αν μείνω ακόμα στην Ουνέσκο, θα με πιά νουν τα κλάματα κάθε πρωί στο δρόμο..., μου ξομολογήθηκε. Κατάλαβα. Ευτυχώς, δε με άκουσε. Κι όταν τα γερμανικά αεροπλάνα βομβάρδι σαν την Αίγινα και δυο μπόμπες έπεσαν στη γει τονιά μας: - Εγώ ξέρω, δε θα λυγίσω! Κοιτάξτε κι εσείς, Λένοτσκα, να σταθείτε όρθια!
Θ
«Οι πάντα ορθοί στην ώρα τους» μια παλιά αίρεση που δεν έφευγε ποτέ από το νου του: Να σταθούμε όρθιοι στην ώρα μας! Και τα κατάφερε. Όρθιος έζησε, όρθιο τον πήρε ο Χάρος! Αναστεναγμός δε βγήκε από το στόμα του. Μα ώρα πια να μας μιλήσει ο ίδιος.
αψιερωμα/35 Η Αναφορά μου στον Γκρέκο δεν είναι αυτοβιογραφία · η ζωή μου η προσωπική για μένα μονάχα έχει κάποια, πολύ σχετική, αξία, για κανένα άλλον η μόνη αξία που της αναγνωρίζω είναι ετούτη: ο αγώνας της ν’ ανέβει από σκαλοπάτι σε σκαλοπάτι και να φτάσει όσο πιο αψηλά μπορούσαν να την πάνε η δύναμή της και το πείσμα - στην κορφή που αυθαίρετα ονομάτισα Κρητική Ματιά. Θα βρεις λοιπόν, αναγνώστη, στις σελίδες ετούτες την κόκκινη γραμμή, καμωμένη από στάλες αίμα μου, που σημαδεύει την πορεία μου ανάμεσα στους ανθρώπους, στα πάθη και στις ιδέες. Κάθε άνθρωπος άξιος να λέγεται γιος τον ανθρώπου σηκώνει το σταυρό του κι ανεβαίνει το Γολγοθά του · πολλοί, οι πιο πολλοί, φτάνουν στο πρώτο, στο δεύτερο σκαλοπάτι, λαχανιάζουν, σωριάζουνται στη μέση της πορείας και δε φτάνουν στην κορφή του Γολγοθά θέλω να πω στην κορφή του χρέους τους - να σταυρωθούν, ν’ αναστηθούν, και να σώσουν την ψυχή τους. Λιποψυχούν, φοβούνται να σταυρωθούν, και δεν ξέρουν πως η σταύρωση είναι ο μόνος δρόμος της ανάστασης· άλλον δεν έχει. Τέσσερα στάθηκαν τ ’ αποφασιστικά σκαλοπάτια στο ανηφόριασά μου, και το καθένα φέρνει ένα ιερό όνομα: Χριστός, Βούδας, Λένιν, Οδυσσέας. Αυτή την αιματερή πορεία μου, από τη μια από τις μεγάλες αυτές ψυχές στην άλλη, τώρα που ο ήλιος βασιλεύει, μάχουμαι στο Οδοιπορικό μου ετούτο να σημαδέψω' έναν άνθρωπο ν’ ανεβαίνει, με την ψυχή στο στόμα, το κακοτράχαλο βουνό της μοίρας τον. Αλάκερη η ψυχή μου μια Κραυγή; κι όλο μου το Έργο, το σχόλιο στην Κραυγή αυτή. Μια λέξη πάντα, σε όλη μου τη ζωή, με τυραννούσε καίμε μαστίγωνε· η λέξη Ανήφορος· τον ανήφορο αυτόν θα ’θελα εδώ, με αλήθεια μαζί και φαντασία, να παραστήσω· και τις κόκκινες ■ πατημασιές που αφήκε το ανηφόρισμά μου. Και βιάζονμαι, προτού φορέσω το «μαύρο κράνος» και κατέβω στο χώμα, γιατί η αιματωμένη αυτή γραμμή θα ’ναι το μόνο αχνάρι που αφήκε το διάβα μου απάνω στη γης· ό,τι έγραψα ή έπραξα γράφτηκε και πράχτηκε απάνω στο νερό και χάθηκε. Φωνάζω τη μνήμη να θυμηθεί, περμαζώνω από τον αέρα τη ζωή μου, στέκουμαι σαν στρατιώτης μπροστά στο στρατηγό και κάνω την Αναφορά μου στον Γκρέκο · γιατί αυτός είναι ζυμωμένος από το ίδιο κρητικό χώμα με μένα, και καλύτερα απ’ όλους τους αγωνιστές που ζουν ή που έχουν ζήσει μπορεί να με νιώσει. Δεν αφήκε κι αυτός την ίδια κόκκινη γραμμή απάνω στις πέτρες; «Τέλεψα το χρέος μου και φεύγω». Αναφορά στον Γκρέκο
36/αφιερωμα
Οι απόψεις του Νίκου Καζαντζάκη Το κείμενο που ακολουθεί, 67ο στη σειρά μεταξύ 104 απόψεων διανοουμέ νων, αφορά στην άποψη του Ν. Καζαντζάκη για τη δημοτική γλώσσα. Περι λαμβάνεται στον 4ο τόμο του <<Δελτίου Εκπαιδευτικού Ομίλου 1914» όπου εκφράζουν τις απόψεις τους Έλληνες και ξένοι για το γλωσσικό ζήτημα της εποχής, παίρνοντας θέση υπέρ της δημοτικής γλώσσας. Μερικοί απ' αυτούς, ενδεικτικά αναφέρουμε, είναι: Ο Κοραής, ο Δραγούμης, ο Βλαχογιάννης, ο Ψυχάρης, ο Δελμούζος, ο Ροίδης, ο Σολωμός, ο Σπ. Τρικούπης, ο Χαρ. Τρικούπης κ.ά. Το κείμενο μας παραχώρησε ο Γιώργος Ζεβελάκης. Μόλις ό Σύλλογος «Σολωμός» στά Χανιά, Αναγκά στηκε νά κλείση άπό τόν πόλεμο πού τού είχαν σηκώ σει οί γλωσσαμύντορες στην κρητική πρωτεύουσα τίς ίδιες μέρες ξανασυσταίνανταν ό «Σύλλογος δημοτικι στών Ηρακλείου Κρήτης ό Σολωμός»: "Ετσι τό ίδιο μεγάλο έθνικό όνομα τού νεοελληνικού Παρνασσού συμβόλιζε καί πάλι την ’Ιδέα κι έδειχνε τη δύναμή της, πού καμιά Ανελεύθερη πίεση καί καμιά τρομοκρατία δέν μπορούσε νά τήν πνίξη. Τήν πρωτοβουλία γιά τό νέο αν co κέντρο τού δημοτικισμού είχε ένας νέος συγ γραφέας στό Η ράκλειο, ό Ν. Καζαντζάκης, γνωστός μέ τό ψευδώνυμο Πέτρος Ψηλορείτης, πού ό «Πρωτομάστοράς» του είναι τό πρώτο πεζό έργο στή δημοτική πού βραβεύτηκε σέ επίσημο ποιητικό διαγωνισμό καί άπό καθηγητές στό Πανεπιστήμιο (1906). 'Ωστόσο ό «Σολωμός» δέ βρήκε περισσότερο σεβασμό στό Η ρ ά κλειο. Έ δωσε Αφορμή στήν όχλαγωγία νά όργιάση καί μόνο ένας βαρκάρης Τούρκος βρέθηκε νά ξεπροβοδίση τόν πρωτεργάτη του, μέ τήν ιδέα πού έκεϊνος πού τόσο αντεθνικά είχε έργαστή θά ήταν καί φίλος τών εχτρών τής Ελλάδας.
’Αφού ή καθαρεύουσα όπως κι αυτοί οί δαικάλοι τ’ ομολογούν, δέν μπορεί νά έξωτερικέψη cov κόσμο τών αισθημάτων, πώς μπορεί πλιά τό έθνος νά συγκινηθή άπό ένα κήρυγμα πού νά συμαρπάζη τίς ψυχές καί νά σπρώχνη στά μεγάλα τά έργα, πώς μπορεί νά έπικοινωνήαη καί νά συνταραχτή άπό ένα μεγάλο αίσθημα, νά συνταραχθή σύσσωμο, άπό τόν κατώτερο ώς τόν ανώ τερο, άπό τά βάθη τής Ηπείρου ώς τά πέρατα τής ’Ασίας δπου σκορπισμένοι περιμένουνε οί Έλληνες τό λυτρωμό; (1909). Κι άν τά οικονομικά μας πληθύνουν, κι άν έχωμε θωρηχτά καί άντιτορπιλλικά χιλιάδες, κι άν έχωμε οργανισμούς στρατών τέλειους, κι άν τό σύνταγμά μας είναι ένα νομικό αριστούργημα ή δέν είναι καλό κι έρθουν έθνοσυνέλευσες καί τ’ αλλάξουν, κι άν άλλάξωμε βασιλιάδες κι υπουργούς δλα αυτά δέν έχουν καμιά, άπολύτως καμιά σημασία. "Ολα αύτά ποτέ τους δέ θά μπο ρέσουν νά μάς σώσουν. ’Από τίποτα άπ’ αύτά δέν έχομε άνάγκη. Ά π ό ένα μόνο έχομε άνάγκη. Ά π ό ανθρώπους. Ά ν δέ μορφώσωμε «Ανθρώ πους» - άντρες πού νά μπορούν νά νιώσουν τό μεγάλο κοινωνικό κι έθνικό προορισμό τους καί μητέρες πού νά ξέρουν ν’ Αναθρέψουν τά παιδιά
τους στήν άγάπη τής Πίστης καί τής Πατρίδας τίποτα, κανένα νομοθέτημα, καμιά Βουλή, κα μιά προσπάθεια δέ θά μπορέση νά μάς σώση. Καί γιά νά μορφωθούν οί χαρακτήρες αύτοί χρειάζεται άπό τά πιό μικρά τους χρόνια νά μορφωθή ή καρδιά κι ό νούς τους, καί γιά νά μορφωθή ή καρδιά κι ό νούς ένα μόνο μέσο υπάρχει ή γλώσσα. Καί τέτοια γλώσσα μορφωτι κή τής καρδιάς καί τού νού μιά μόνο υπάρχει, ή γλώσσα τής μητέρας, πού είναι μέσα στό αίμα μας καί στήν ψυχή μας καί πού μόνη μπορεί νά μάς συγκινήση καί νά ξυπνήση μέσα μας τίς με γάλες ορμές τής φυλής μας. Είναι φοβερό. Μάς κατηγορούν εμάς τούς δη μοτικιστές πώς περιφρονούμε τούς προγόνους μας. Ακούσετε τί λένε αύτοί καί τί λέμε έμεΐς καί συγκρίνετε. Γιατί ’ναι καιρός πλιά νά πάψη αύτή ή κωμωδία πού παίζεται εις βάρος τού λαού. Οί δασκάλοι λένε: «Τίποτα ώραιότερο άπό τά έργα τών προγόνων μας. Ή γλώσσα τους, ή φιλολογία τους, ή τέχνη, δλα τους είναι τέλεια. “Ο,τι έχομε εμείς σήμερα, γλώσσα, φιλο λογία, τέχνη, είναι χυδαίο καί βάρβαρο. Καί πρέπει νά πετάξωμε πέρα καί νά γυρίσωμε πίσω Αντιγράφοντας τούς προγόνους». - Έμεΐς λέμε: «Τίποτα ώραιότερο άπό τά έργα τών προγόνων μας. Ή γλώσσα τους, ή φιλολογία, ή τέχνη, δλα τους είναι τέλεια. Κι έχομε μεγάλο καθήκον για τί φέρνομε μεγάλο όνομα καί πρέπει διπλά άπό τούς άλλους λαούς νά έργαστούμε γιά νά κάμωμε κάτιτι Αντάξιο τών προγόνων. Γιατί ή ζωή πη γαίνει μπροστά καί ποτέ δέ γυρίζει πίσω. Καί γι’ αύτό νά τούς άντιγράψωμε καί νά τούς παπαγαλίζωμε, ούτε δυνατόν είναι ούτε καί πρέπει. Δέν είναι δυνατό γιατί νόμος φυσικός είναι δλα ν’ Αλλάζουν μέ τόν καιρό καί κάθε εποχή νάχη δι κή της εξέλιξη καί στή γλώσσα καί στή φιλολο γία καί στήν τέχνη. Ούτε καί πρέπει, γιατί άν έχωμε φιλοτιμία πρέπει κάτι καί μείς δικό μας νά κάμωμε συνεχίζοντας κι όχι Αντιγράφοντας τό έργο τών προγόνων». Συγκρίνετε τώρα. Καί πέ στε ποιος καλύτερα Αντιλαμβάνεται, έμεΐς ή οί δασκάλοι, τά καθήκοντα πού μάς επιβάλλει τό μεγάλο δνομα πού φέρνομε;
αφιερωμα/37
για τη δημοτική γλώσσα__________ Ο Ν. 'Καζαντζάκης στο μεσοπόλεμο είχε δώσει ελάχιστες συνεντεύξεις στον τύπο, οι οποίες είχαν εντοπιστεί και καταγραφεί στη βιβλιογραφία του Γ. Κατσίμπαλη και επανειλημμένα είχαν αναδημοσιευτεί σε μεταγενέστερα περιοδικά και εφημερίδες. Η συνέντευξη όμως που ακολουθεί, την οποία μας υπέδειξε ο Γιώργος Ζεβελάκης, είναι αθησαύριστη. Δεν περιλαμβάνεται στη βιβλιογραφία του Γ. Κατσίμπαλη και δεν έχει ξαναδεί το φως της δημοσιότη τας. Δημοσιεύεται, για πρώτη φορά, στη φιλολογική σελίδα της εφημερίδας «Νέος Κόσμος» την οποία εξέδιδε ο Αντώνης Νικολόπουλος. Την επιμέλεια αυτών των σελίδων είχε ο γνωστός ιστορικός της λογοτεχνίας μας Άριστος Καμπάνης, ο οποίος, κατά πάσα πιθανότητα, πήρε τη συνέντευξη από το Ν. Καζαντζάκη. Από την εφημερίδα «Νέος Κόσμος» της Δευτέρας 28ης Ιανουάριου 1935, στη στήλη «Οι ανησυχίες των δημιουργών μας»
«ΜΙΑ ΩΡΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ ΤΟΥ “ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΦΩΚΑ”» «Ο κ. Νίκος Καζαντζάκης για τη δημοτική γλώσσα και για την εποχή μας» «Μια χαρακτηριστική συνομιλία»
Έ να ς ποιητής πού σκέπτεται καί ταξιδεύει, ό κ. Νίκος Καζαντζά κης, μου έπέτρεψε νά παραδώσω στη δημοσιότητα μιά φιλική συνο μιλία. Τόν παρακάλεσα μόνος μου. Γιατί τά ζητήματα πού έθιξε τό δειλινό τής περασμένης Πέμπτης ό ποιητής τού «Νικηφόρου Φωκά» καί οί απόψεις πού άνέπτυξε πάνω σ’ αυτά δέν μπορούσαν παρά νά ενδιαφέρουν τούς άναγνώστας τής φιλολογικής μας σελίδος. Ό ίδιος δέν είχε καιρό νά τίς γράψη. Βιά ζεται πάλι γιά ένα μεγάλο ταξίδι. Αυτήν τή φορά στήν Κίνα. Είνε βλέπετε ό μόνος Έλληνας διανοού μενος πούνε σχεδόν πάντα περα στικός άπ’ τήν Ελλάδα. - Δέν θέλω νά μιλήσω - μοΰπε γιά τούς πνευματικούς άντιπροσώπους τού τόπου μας γιατί θά βρεθώ στήν άνάγκη νά πικράνω νέους καί σεβαστούς παρήλικες. Λογαριάστε μονάχα πώς ενώ τόσα χρόνια άγω-
νιστήκαμε γιά τήν έπικράτησι τής γλώσσας τού λαού δέν ύπάρχει σή μερα κανένας πού νά τήν γράφη καί νά κυριολεκτή. Ή γλώσσα πού μεταχειρίζονται στά λογοτεχνήματά τους οί συνάδελφοί μου είνε ένα νόθο κατασκεύασμα. Πώς θέλετε νά ύπάρξη λογοτεχνία σ’ έναν τόπο πού δέν ξεύρη τή γλώσσα του; ©ά μού πήτε πώς τό δημοτικιστικό κί νημα, τό μόνο πνευματικό κίνημα πού γνώρισε ή Ε λλάδα, είχε πρώ τα άπ’ δλα τό σκοπό ν ’ άλλάξη τή νοοτροπία τής σκέψης τού ελληνι κού λαού. Σήμερα τό κατώρθωσε. "Ανθρωποι πού νά σκέπτονται σάν τούς καθαρευουσιάνους τής έποχής έκείνης, δέν υπάρχουν πιά καί γι’ αύτό δέν έχει σημασία άν νερώνουν τό κρασί τού δημοτικισμού των. Θά σάς άπαντήσω. Πρώτα άπ’ δλα αφού ό Ψυχάρης, ό Πάλλης, ό Νουμάς, ό Δ η μ ο τ ι κ ι σ μ ό ς γιά νά μιλήσουμε άπρόσωπα, ήρθε νά έπιβάλη τή ζωντανή γλώσσα τού
λάού καί δικαιώθηκε στούς άγώνες του, έχουμε τήν υποχρέωση, όσοι δέ θέλουμε νά λεγώμαστε καθαρευ ουσιάνοι, νά γράφουμε τή γλώσσα τούτη. - "Ισως δμως μπορεί νά υποστή ριξή κανείς πώς άν δλος ό πνευμα τικός μας κόσμος άρχίση νά γράφη μέ τό δικό σας γλωσσικό τρόπο, τό τε ή Ε λλάδα πού διαβάζει, θά βρεθή μπροστά σέ μιά καινούργια καθαρεύουσα γιατί καί πάλι δέ θά καταλαβαίνη τή γλώσσα τών λογο τεχνών. - 'Υπάρχει κάποια διαφορά. Ή Ελλά δα πού διαβάζει δέ διαβάζει καθαρεύουσα. Οί άνθρωποι δμως πού.γράφουνε δέ γράφουνε δημοτι κή. Τι πρέπει νά γίνη; Άπλούστατα. Πρέπει μέ δλες της τίς συντα κτικές λεπτομέρειες καί σ’ δλη της τήν έκταση νά γράφεται ή δημοτι κή. Οί άνθρωποι πού διαβάζουν, άν βρεθούν στήν άρχή μπροστά σ’ άγνωστες λέξεις, θά τίς μάθουν άρ-
38/αφιερωμα
ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕ ΑΡΘΟΥΡ ΣΝΙΤΣΛΕΡ Πεθαίνοντας
Ό γνωστός στή χώρα μας άπό τά θεατρικά του έργα ’Άρθουρ Σνίτσλερ, ό σημαντικότερος ίσως έκπρόσωπος του Βιεννέζικου ιμπρεσιονισμού, γιά πρώτη φορά στή γλώσσα μας. Λεπτός, τολμηρός, σκεπτικιστής, δεινός γνώστης της ανθρώπινης ψυχής, ό "Αρθουρ Σνίτσλερ, μέ τήν άριστ,ουργηματική του νουβέλα Πεθαίνοντας καταγράφει μέ μοναδικό τρόπο την μυθική Βιέννη των άρχών τΟΰ αιώνα.
ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ * Εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ Μαυρομιχάλη 9 Τηλ. 360.77.44
τής ποιητικής μας έποχής; - 'Υπάρχει άραγε; - Εϊνε βέβαια κι’ αύτό ένα ερώ τημα. Μά δέν μπορεί νά παραγνώ ριση κανείς πώς οί σημερινοί ποιη τές, οί νέοι, έχουν κι’ αύτοί Αντίθε τες κατευθύνσεις. "Αλλοι εϊνε ρωμαντικοί, άλλοι προσπαθούν νά - 'Μην παραγνωρίζετε δμως πώς καθρεφτίσουν στούς στίχους των ή παρεμβολή μιας καθαρευουσιάνι τήν τωρινή πραγματικότητα, άλλοι κης λέξης σ’ ένα δημοτικό κείμενο εϊνε επαναστάτες. Καί όμως όλοι έπιβάλλεται συχνά γιά λόγους αι ζσύν στή σημερινή έποχή. Τούς σθητικής. έπαγαστάτες τής μορφής, τούς - Ή αισθητική κατά τήν Αντίληόπαδούς δηλαδή τής άδολης ποίη ψή μου στήν περίπτωση αυτή εϊνε άποτέλεσμα τής συμμετρίας τοϋ συ σης, δέν τούς βάζω μαζί μ’ αύτούς νόλου. Κι’ όταν τό σύνολο εϊνε δη πού σάς Ανάφερα, Γιατί αύτοί δέν Αντιπροσωπεύουν τίποτα Από τήν μοτικό, λόγοι άκριβώς αισθητικής, Ελλάδα. Μένουν στ’ Αχνάρια τού θ’ Απαγορεύουν τήν παρεμβολή τής Βαλερύ μαχητικοί μιμητές του. Δέν καθαρεύουσας. ύπάρχει τίποτε έξω Απ’ τή μόδα τής Ό κ. Καζαντζάκης έξακολούθηξενομανίας, πού νά τούς έξηγή. Θά μού πήτε: Καί ό Βαλερύ στή Γαλ - Είπαμε στήν άρχή πώς τό δημοτικιστικό κίνημα άλλαξε τήν λία; Μάλιστα, φίλε μου, ό Βαλερύ, εϊνε μεγάλος. Μά ό Βαλερύ παρου νοοτροπία τών άνθρώπων τής έποχής του καί γι’ αύτό δέν ύπάρχει σιάστηκε ύστερα Από τή μακροχρό πιά ζήτημα γλωσσικό. ’Ακούω συ νια παράδοση τού πνευματικού πο χνά τούς φίλους μου νά πιπιλίζουν λιτισμού πού γνώρισε ό τόπος του. Έ νφ έδώ σ’ έμάς; Μπορείτε σάς στό στόμα τους αύτήν τη λέξη πού λέγεται ε π ο χ ή καί φροντίζω νά1 παρακαλώ νά μού Αναφέρετε γιά μή τήν ξαναλένε. Ξέρετε; Εϊνε τό γούστο τή μακροχρόνια παράδοση πιό ψεύτικο, τό πιό άπατηλό νόημα τού δικού μας πνευματικού πολιτι τοϋ κόσμου. Μπορείτε σάς παρα σμού πού θά δικαιολογούσε τό φα καλώ νά μού καθορίσετε μιά επο νέρωμα ένός Έλληνα Βαλερύ, άν χή, τή σημερινή άκόμη άν προτιμά ύπάρχει τέτοιος; τε; Τί θά μου πήτε; Πώς εϊνε ά - "Ωστε δέν πιστεύετε καθόλου ντιρωμαντική. .. ’Αστείο στήν έποχή; πράγμα. Ά ν τ ι ρ ω μ α ν τ ι κ ο ί - Ό χ ι. ”Αν λέγοντας έποχή ένμπορεί νά εϊνε οί σημερινοί νέοι νοΰμε ένα ώρισμένο χρονικό διά τοϋ άστικοΰ πολιτισμού. Μά δέν στημα, τότε πιστεύω πώς μέσα στό Αποτελούν μόνον αύτοί τήν έποχή διάστημα αύτό φανερώνουνται τους. Τήν Αποτελούν καί κάποιοι πάντα κάποιοι άνθρωποι πού Απο άλλοι, πού οί μισοί έχουν περισσέ τελούν τό σπόρο τής αύριανής δη ψει Από τό παρελθόν καί οί άλλοι μιουργίας. σκέπτονται, μοχθούν, καλούνται, - Τέτοιους Ανθρώπους βλέπετε Αγωνίζονται γιά ένα καλλίτερο αύ σήμερα; ριο. Βλέπετε λοιπόν πώς κάθε έπο - Δέν ξέρω, μά δέν μπορούν νά χή έχει πολύ Αντιφατικά γνωρίσμα μή φανερωθούν. Ό Αστικός μας τα. Καί στή σημερινή Ακόμη ύπάρπολιτισμός έδωσε δ,τι μπορούσε, χουν άνθρωποι, καί δυστυχώς δέν ξέπεσε πιά. Ό σημερινός νέος εϊνε λίγοι, πού δέν έπαψαν νά σκέστρέφεται μ’ Απάθεια πρός τό πα πτουνται όμοια μέ τούς προγόνους ρελθόν, Ατενίζει μ’ Ανησυχία τό των τού περασμένου αίώνος πού μέλλον, δίνεται θέλοντας καί μή χτύπησε ό δημοτικισμός. Αύτό άλ στή ζύμωση τής αύριανής δημιουρ λως τε εϊνε κάτι πού φαίνεται σ’ γίας. Ό νέος αύτός δέν μπορεί νά όλες τίς σφαίρες τών έκδηλώσεων μήν καταπλήξη κάποτε. τού Ανθρώπου. Πάρτε τήν πολιτι Κι’ ό κ. Καζαντζάκης έπρόφερε κή. Υ πάρχουν ή δέν ύπάρχουν τά τελευταία του λόγια: άκόμη βασιλόφρονες; Καί όμως - Μήν ξεχνάτε πώς οί σημαντιζούνε καί κινούνται κι αύτοί σήμε κώτερες φυσιογνωμίες τών αιώνων ρα δίπλα σέ κάποιους άλλους φανερώθηκαν σέ στιγμές πνευματι προοδευτικούς πολιτικούς, όπως κού, κοινωνικού, ήθικού ξεπεσμού. εϊνε ό κ. Παπαναστασίου, ό κ. ΠαΚαί τέτοια εϊνε ή σημερινή «έποχή» πανδρέου, ίσως καί κανένας άκό γιά τήν όποια μιλούμε. μη. Πάρτε τήν ποίηση. Μπορείτε (Α. ΚΑΜΠΑΝΗΣ;) νά μού καθορίσετε τά γνωρίσματα γότερα. Γιατί πώς τό θέλετε; Ή δημοτική εϊνε μιά γλώσσα μέ δικό της λεξιλόγιο καί τό χρησιμοποιεί ό λαός. ”Αν δέν τό ξέρουν τώρα οί άναγνώστες τών μυθιστορημάτων ή τών τραγουδιών, γι’ αυτό δέν φταί-
αφιερωμα/39
Γ. Ανεμογιάννης
1957 - Κάννες. Στην πρεμιέρα της ταινίας «Αυτός που πρέπει να πεθάνει». Από αριστερά ο Κ. Φράιερ, η Ελένη, η Μ. Μερχονρη και ο Ζ: Ντασσέν
Το 1928 εκδηλώνεται το ενδιαφέρον του Νίκου Καζαντζάκη για τη συγγρα φή σεναρίων. Στην απόφαση έφτασε απο διάφορους λόγους. Οι βιοποριστικοί κατέχουν ανάμεσα τους σημαντική θέση. ρεις πηγές διευκολύνουν με πολλές λεπτομέ ρειες να παρακολουθήσουμε την επίμονη κι επίπονη προσπάθεια του για την κατάκτηση της 7ης Τέχνης. Είναι «ο Ασυμβίβαστος» που έγραψε για τον άντρα της η Ελένη Καζαντζάκη, βιβλίο χρήσιμο, αντικειμενικό και κατατοπιστικό, τα «400 γράμ ματα του Καζαντζάκη στον Πρεβελάκη» και η αλληλογραφία του Καζαντζάκη με το Σπύρο Σκούρα, πρόεδρο της κινηματογραφικής εται ρίας του Χόλιγουντ «Φοξ». Ένα χρόνο πριν έχει γνωρίσει στη Ρωσία τον Παναίτ Ιστράτι και μαζί του έκανε σχέδια, πώς με κάθε τρόπο να βρει μέσο για να ζήσει μακριά απ’ την Ελλάδα. Τότε από το Χάρκωβ, είχε πληροφορήσει το Νοέμβριο του 1927 τον Πρεβελάκη, πως αυτό δεν είναι αδύνατο, γιατί διάφορα περιοδικά του ζητούσαν άρθρα και πλήρωναν 50 ρούβλια το άρθρο, και με 200 ρούβλια ζει κανείς ένα μήνα, κι ακόμα πως η μεγάλη κρατική εκδοτική εταιρία σκόπευε να του εκδόσει ένα βιβλίο. «Ωστε μπο ρεί να υπάρξει τρόπος». Το Δεκέμβριο επιστρέφει στην Αθήνα, μα αιώνιος ταξιδευτής, τους επόμενους μήνες ετοι μάζεται και πάλι να χώσει το κεφάλι στο U6 της γης. Θέλει να ζήσει για λίγο με την Ελένη στα
Τ
ξένα γι’ αυτό της γράφει στο Παρίσι όπου βρί σκεται, βεβαιώνοντάς την πως η επιθυμία μπορεί να πραγματοποιηθεί. Εκτός τα άρθρα που θα ετοιμάσει για την Εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδάκη και για τα ρώσικα περιοδικά, εκτός απ’ τα βιβλία του που θα μεταφραστούν στα ρωσικά, για πρώτη φορά τώρα, ίσως επειδή είχε κάποια πρόταση, αναφέρει τα σενάρια. Είναι κατηγορηματικός: Ανάλαβα με τον Ιστράτι να κάνουμε σενάρια για τους περίφημους κινηματογράφους της Ρουσίας. Για την ώρα ξεκινά μόνος ν’ ανταμώσει τον Ελληνορουμάνο συγγραφέα. Από το βαπόρι «Λένιν» στις 19 Απριλίου, κατατοπίζει την Ελέ νη: Είναι απαραίτητο να τελειώσω το Μάη το σε νάριο, και μαντεύω πως ο Ιστράτι θα θέλει να πάω στη Γιάλτα. Λε μπορώ να στηριχτώ καθό λου σ’ έναν άνθρωπο, που αλλάζει κάθε στιγμή βούληση κι εξαρτάται από τις εκάστοτε πνοές του ανέμου. Πρέπει όμως αυτό το χρόνο να στε ρεώσω ορισμένα πράματα, σενάρια, ταξίδι στο Βόλγα, συγγραφή γαλλικού βιβλίου, κι έπειτα την ερχόμενη άνοιξη, ταξίδι στη Σιβηρία, ίσως στην Ιαπωνία και τέλος σενάριο Βούδα στη Γερ μανία, όπου στηρίζω την οικονομική μας επάρ κεια και τη γαλήνη μας. Το Μάιο βρίσκεται στο Κίεβο. Παρακολουθεί
40/αφιερωμα την κινηματογραφική παραγωγή της χώρας, συ ναναστρέφεται σκηνοθέτες, πηγαίνει σε κινημα τογράφους, προσπαθεί να μάθει με εξαιρετικό ενδιαφέρον τα μυστικά της 7ης Τέχνης, ξέρον τας, πόσο δύσκολο είναι να γίνει ένα σενάριο, εργασία που απαιτεί συγκέντρωση καλού σκακι στή. Ωστόσο επιχειρεί, με στόχο να το έχει έτοι μο στο τέλος του μήνα. Η καινούρια απασχόληση μέρ x τη μέρα τον συνεπαίρνει όλο και περισσότερο. Μένει σπίτι μελετώντας, ειδικά βιβλία τού ανοίγουν μεγάλες προοπτικές, λογαριάζει όσο βρίσκεται στη Ρω σία να εμβαθύνει στην πιο μοντέρνα έκφραση της ψυχής. ξομολογείται στην Ελένη: Αρχίζει να μου προξενεί συγκίνηση αυτή η δύναμη του ανθρώπου, με φως και ίσκιο να πλάθει πρόσωπα, ιδέες και πάθη και να τα εξα φανίζει. Η ιδέα του Βούδα, που έτσι με φως και ίσκιο έπλαθε στους δροσερούς θόλους του μυα λού του τον κόσμο, με κυρίεψε... Να κατορθώνω να μετατρέπω σε εικόνα απλή, καθαρή την αφηρημένη έννοια, να η μεγάλη μου επιθυμία. Τη μεγάλη αυτή επιθυμία συνδέει με την «Οδύσσεια» που παραμένει το βασικό και κύριο έργο του. Κάθε τόσο την αναφέρει γιατί πρέπει να είναι γεμάτη εικόνες. Το μάτι του Οδυσσέα η μηχανή που στο σκοτεινό της θάλαμο δημιουργεί το σύμπαν. Περνά ολόκληρο το Μάιο υπό το ζώδιο του κινηματογράφου. Η Τέχνη αυτή τον ενδιαφέρει εξαιρετικά γιατί το σενάριο γίνεται κι εξελίσσε ται κάθε στιγμή, είναι πολύ δυσκολότερο απ’ ότι υπολογίζει κανείς και χρειάζεται: φοβερή δύναμη οραματιστή, λογική συνάμα και παραφροσύνη. Η λογική μονάχα θάκανε ανιαρότατα φιλμ, η πα ραφροσύνη θάκανε χαώδη. Το σενάριο που ετοιμάζει έχει τίτλο «Το κόκ κινο μαντήλι» κι είναι εμπνευσμένο από την ελ ληνική επανάσταση του 1821, μα όπως ξεκαθαρί ζει της Ελένης, δεν πρόκειται για ιστορική ται νία, αποκτά ανθρώπινο δραματικό χαρακτήρα, τα στοιχεία που το απαρτίζουν είναι ο μαχόμενος άντρας, η γυναίκα που αγαπά, η θάλασσα, ο ήλιος. Το υποβάλλει σ’ αυτούς που το παράγγειλαν και στις 6 Ιουνίου φτάνει το καλό μαντάτο. Στις 15 το ανακοινώνει του Πρεβελάκη: Το σενάριο, έλαβα γράμμα χτες, θεωρήθηκε ως το καλύτερο σενάριο που ως τώρα δόθηκε! Ενθουσιασμός μεγάλος και θα φιλμαριστεί αμέ σως. Άγνωστο άν «Το κόκκινο μαντήλι» έγινε ή δεν έγινε ταινία. Μα για τον Καζαντζάκη αυτό που μετρά είναι να συνεχίσει. Συνεπαρμένος από τον καινούριο Θεό, νιώθει ηδονή στην ιδέα πως μια ταινία θα τη δουν εκα
τομμύρια μάτια και χαίρεται την πρωτόγνωρη άσκηση. Του αρέσει που οξύνει την όραση, ακο νίζει τις αισθήσεις, βιάζει τη φαντασία να βρει απλά και ορατά μέσα να εκφράσει τις ιδέες. Όπως όμως καταλαβαίνει, χρειάζεται τη συμπα ράσταση καλού κινηματογραφιστή. Στον Πρεβε λάκη ομολογεί: Στο σενάριο νιώθω μονάχα τη μια φτερούγα μέσα μου, η άλλη η τεχνική μου λείπει. Αλλά δεν το βάζει κάτω. Έστω και μοναχός τον Ιούνιο αρχίζει δυο άλλα, ύστερα ένα τρίτο, το «Λένιν», μετά λογαριάζει να καταπιαστεί με το «Βούδα» που παραμένει η ανώτατη κινηματο γραφική του επιθυμία. Για την πραγματοποίηση: να συνδιαστώ με αμερικάνικο οίκο. Και η ταινία να βαστά 3 βραδυές. ργατικός ο Καζαντζάκης, ακούραστος, με τη δίψα της γνώσης, για μεγάλες κατακτή σεις ετοιμάζεται διαρκώς. Στις 15 Αυγούστου πληροφορεί τον Πρεβελάκη: Ωστόσο αυτή τη βδομάδα έγραψα ένα νέο σε νάριο σε έξι μέρη: «Άγιος Παχώμιος και Σία». Είναι πολύ λιτό, οραματικό, αντικληρικό. Έγινε δεχτό αμέσως, και έτσι έχω 2.000 ρούβλια, δηλα δή w 000 δραχμές, ποσό που εδώ δεν είναι σπουδαίο μα χρησιμεύει για το ταξίδι. Θα γρά ψω ακόμα δυό-τρία. Τα πρώτα χρήματα ήρθαν και συγχρόνως, πι στή στο κάλεσμα έρχεται και η Ελένη. Μαζί με τον Ιστράτι και τη γυναίκα του Μπιλιλί ΜπωντΜποβύ αρχίζουν ένα μεγάλο ταξίδι στην αχανή χώρα. Περνά από πολιτεία σε πολιτεία, χαίρεται που είναι άγνωστος, απλός και πέρα από την ευτυ χία, έντονη η ζωή, ενδιαφέρουσα, οι εντυπώσεις εναλλάσσονται κι όλα διοχετεύονται σε σειρές άρθρα για εφημερίδες και περιοδικά. Καιρός για άλλη απασχόληση τώρα δε μένει. Τα σενάρια σταματούν. Δε θα συνεχιστούν παρά σε 3 χρό νια, όταν ο Καζαντζάκης με την Ελένη αποτραβιούνται για ένα χρόνο στο Γκόττεσγκαμπ, την «κορυφή της ευτυχίας και τη: Τσεχοσλοβακίας·'. Εκεί, το Δεκέμβριο του 1931 φιλοξενούν για 15 μέρες τον Πρεβελάκη. Πρέπει ν’ αντιμετωπι στούν πιεστικές ζωτικές ανάγκες κι οι δυο φίλοι καταστρώνουν μια πλατιά συνεργασία για τα επόμενα 5 χρόνια. Ξαναθυμούνται τον κινηματογράφο και σύμ φωνα με το «πενταετές» πλάνο τους, ό Καζαν τζάκης πρέπει να γράψει σενάρια, «Βούδα», «Μουχαμέτη», «Δον Κιχώτη» κι άλλα. Η ακατάπαυστη εργασία, σκληρή, εξουθενωτική βοηθά σαν διέξοδος στον πόνο για το χαμό της μητέρας του. Γίνεται παράλληλα με την ανα θεώρηση της «Οδύσσειας», καράβι με κίτρινο πανί, γεμάτο πρύμνα πλώρα με τον Οδυσσέα. Τον Ιανουάριο του 1932 ο Πρεβελάκης έχει
Ε
αφιερωμα/41 γυρίσει στη γαλλική πρωτεύουσα κι η αλληλο γραφία των δυο φίλων συνεχίζεται τακτική. Μ’ επιταχυνόμενο ρυθμό, ο Καζαντζάκης εί ναι βουτηγμένος στο χρέος του μα χρειάζεται βοηθήματα όπως ζητά του Πρεβελάκη. Τον «Δον Κιχώτη» δεν έλαβα ακόμα. Φοβού μαι μη χάθηκε. Πάντως θα Σας γράψω, κι αν δεν τον λάβω, μου στέλνετε την κακή έκδοση του Γκαρνιέ ή Ασέτ, γιατί για το σενάριο δε χρειάζουμαι τίποτα σπουδαίο. Από τη γνωστή ιστορία θα προσπαθήσω να βγάλω αν μπορώ, με νέο τρό πο, τον κινηματογραφικό Δον Κιχώτη. Το σενάριο του Βούδα προχώρησε πολύ καλά. Βρήκα τη σύνθεση μεταξύ εκείνου που έκανα και του «mystere» που μου λέγατε. Νομίζω πως θα γίνει πολύ καλό. Και προσθέτει: Του Ελευθερουδάκη έγραψα για το Μουχαμέτη τον Ίρβινγκ. Μα Σας παρακαλώ και Σας να μου στείλετε μια vie romancie που εξέδωσαν (η N.R.F.? δε θυμούμαι): Mahomet. Έτσι θα μπο ρέσω ν’ αρχίσω και το σενάριο Μουχαμέτης. Ό ταν θα ’ρθω στο Παρίσι, θα Σας κρατώ τρία σενάρια. ε τον σταματά τίποτα. Πλάθει τον ένα μύθο μετά τον άλλο, αν και όπως τότε στη Ρωσία, πάλι καταλαβαίνει πως για να γίνουν ταινίες ένας καλός «cineast» θα ήταν απαραίτητος. Να δώσει συμβουλές, να προωθήσει τα κείμενα. Την ανάγκη αυτή, συχνά έχει επισημάνει στον Πρε βελάκη. Ακόμα μια φορά θα την επαναλάβει στις 13 Ιανουάριου. Θα σας στείλω τις πρώτες σελίδες τον σενα ρίου «Βούδας». Ά να βρίσκαμε ένα καλό σινεάστ συνεργάτη, θα κάναμε μεγάλα πράματα.
Δ
Στο μεταξύ έλαβε τα βοηθήματα για το «Δον Κιχώτη» και δεν χρειάστηκε πολύ να συνθέσει το σενάριό του. Τρεις μέρες μετά το προηγούμενο γράμμα, με τον ενθουσιασμό της δημιουργικής φλόγας στέλ νει στο φίλο του Παρισιού την αρχή της α' γρα φής. Με τον πυρετό που με κυριεύει κάποτε, τέλε ψα κιόλας σε όνό μέρες την a ' γραφή τον σενα ρίου. Από τους όνό τόμους ξεδιάλεξα τα πιο χα ρακτηριστικά επεισόδια και μπόρεσα από την πολύπλοκη ιστορία να βγάλω την τραγική και κωμική ψυχή τον Κιχώτη. Σας γράφω τις πρώτες εικόνες για να δείτε πώς μπαίνουμε στην ψνχή αυτή. Αλλάζει, διορθώνει, σβήνει, γράφει καινού ριες ιστορίες. Στη σειρά τώρα μια, κατάλληλη για το διαγωνισμό που προκήρυξε η «Κοινωνία των Εθνών». Τίτλος: «Μια έκλειψη Ηλιου». Θα πει: Είναι για τη σύγχρονη αθλιότητα τον κόσμον, για τη φρίκη τον πολέμου, για τη συνα δέλφωση των λαών. Ό, τι ζητά ο διαγωνισμός. Οπωσδήποτε όμως πρέπει να ξεκαθαριστεί πως τα σενάρια του Καζαντζάκη δεν παίρνουν τη μορφή που χρησιμοποιούν οι επαγγελματίες του είδους προσδιορίζοντας με λεπτομέρειες τό πους, καταστάσεις, διαλόγους. Είναι απλά σχε διάσματα, διαδοχικές σκηνές, σκίτσα που με επεξεργασία θα βρούνε τελική μορφή. Αλλά όπως τα γράφει, ο Καζαντζάκης πιστεύει πως ο κινηματογραφιστής μπορεί να ’χει ιδέα αρκετά σαφή. Οι ενέργειες του Πρεβελάκη στο Παρίσι κάτι πέτυχαν: Να γνωριστεί με δυο γνωστούς σκηνο θέτες, τον Ρούτμαν και τον Λοντς. Το νέο ευχαριστεί τον Καζαντζάκη. Απαντά
42/αψιερωμα αμέσως. Τέλεψα προ πολλού το «Μουχαμέτη» κι έγινε πολύ καλός. Είναι εύκολο σενάριο για τους Γάλ λους που έχουν το Μαρόκο... Τώρα, από αύριο πρωί, θ’ αρχίζω να μεταφράζω (γαλλικά) τον «Δον Κιχώτη» και το «Βούδα» και Σας τους στέλνω. 'Αμα τους λάβετε, βρίσκετε τον Ρούτμαν και μακάρι να δεχτεί ένα από αυτούς. Σας στέλ νω μεταφρασμένο και το «Μουχαμέτη» κι έτσι του δείχνετε τρία να διαλέξει. Και τότε εκείνα που θ’, απορρίψει τα υποβάλλουμε στον Λόντς. Ίσως αυτός να δεχτεί εύκολα τον «Μουχαμέτη» που ενδιαφέρει ιδιαίτερα τους Γάλλους με τις τό σες μουσουλμανικές αποικίες. Οι προοπτικές που ανοίγονται με την παρου σία των δυο ειδικών δίνουν φτερά. Και συμπλη ρώνει: Τώρα σκέφτηκα κι άλλο σενάριο, που θάναι πολύ ενδιαφέρον: το «Δεκαήμερο» του Βοκκάκιου. Από κει μπορεί ίσως να βγει ένα ζωντανό, για πολύ κοινό σενάριο. Κι από τον τίτλο πολλοί θα ελκυστούν. Ό ταν λοιπόν ευκαιρήσετε, μου στέλνετε μια κοινή έκδοση του Δεκαήμερου. ολλά απ’ όσα σκέφτηκε ο Καζαντζάκης πραγματοποιήθηκαν αργότερα από άλλους. Ανάμεσά τους και το «Δεκαήμερο», που στα 1961 οι Ιταλοί σκηνοθέτες Φελλίνι, Ντε Σίκα, Μοντιτσέλλι, Βισκόντι, γύρισαν σε ταινία. Δεν έλειπαν οι ιδέες αλλά οι επαφές με το κύ κλωμα του κινηματογράφου. Γι’ αυτό όλο και τονίζεται στον Πρεβελάκη η ανάγκη να συναντή σει πρώτα τον Ρούτμαν, τον Λόντς μετά, για να τους διαβάσει κείμενα. Είναι βέβαιο, πως αν θελήσουν να συνεργαστούν θα γίνουν εξαίσια φιλμ. Μόνο όποιος γνωρίζει τα παρασκήνια της ερ γασίας εκείνων που καταπιάνονται με το θέατρο και τον κινηματογράφο είναι σε θέση να καταλά βει τον αγώνα του Πρεβελάκη να ξαναδεί τον Ρούτμαν. Χρειάστηκαν δυο εβδομάδες. Ευθύς αμέσως μεταβιβάζονται στο Γκόττεσγκαμπ οι απόψεις του σκηνοθέτη. Ο ενθουσιασμός συνεπαίρνει το συγγραφέα. Απαντά στις 27 Φεβρουάριου: Πολλή χαρά μου έδωκε το προχθεσινό Σας γράμμα για τον Ρούτμαν και τα σενάρια. Καλό, περίκαλο που προτιμούν λεπτομερειακά σενά ρια. Ακόμα κάλλιστο που σε 3-4 μήνες δεν έχουν τίποτα να γυρίσουν και μπορεί να πάρουν το «Μουχαμέτη». Ο πρωταγωνιστής που έχουν της «Θύελλας στην Ασία» - είναι έξοχος Μουχαμέτης. Μονάχα η μύτη του θέλει αλλαγή. Είναι περιπαθής,συγκεντρωμένος Ασιάτης τέλειος. Ελ πίζω πολύ να δεχτούν τον «Μουχαμέτη» κι ανυ πομονώ να δω την τελική μαζί Σας συνεννόηση. Μπορούμε να συμβληθούμε με εταιρείες που να τους παρέχουμε λεπτομερειακά λιμπρέτα. Θέ
Π
ματα πάρα πολλά. Και μου στέλνετε τη «Μαντάμ Μποβαρύ» γιατί μου φαίνεται έξοχο θέμα για γαλλικούς κινηματογράφους. Μπορούμε οι δυό μας, να τους δίνουμε κι ένα σενάριο το μήνα. Έξι Εσείς και έξι εγώ το χρόνο. Το απόκομμα της εφημερίδας, εσώκλειστο στο γράμμα του Πρεβελάκη με το δυσάρεστο νέο πως ο Σαλιάπιν άρχισε να γυρίζει το «Δον Κιχώτη» σε ταινία, ασφαλώς θα στεναχώρεσε τον Καζαντζάκη, αλλά θέλοντας ακόμα να ελπίζει πως η δουλειά του δε θα πάει χαμένη, συμπληρώνει αι σιόδοξα: Η Ελένη άρχισε ευθύς τα κλάματα. Εγώ όμως δεν το βρίσκω τόσο τραγικό. Ο Σαλιάπιν θα κά μει μάλλον Σαλιάπιν παρά Δον Κιχώτη. Ο Μοράν έβαλε, όπως λέει το απόκομα που μου στεί λατε «καινούργιες περιπέτειες». Θα ’ναι δηλαδή μάλλον Μοράν παρά Θερβάντες. Έπειτα δυο φιλμ με το ίδιο θέμα μπορεί νάναι και καλό. Σί γουρα όλος ο κόσμος θα πάει ν’ ακούσει τον Σα λιάπιν ■μα πιθανότατα κι άλλος κόσμος να πάει να δει τον εόικό μας «Δον Κιχώτη». Η δεύτερη συνάντηση του Πρεβελάκη με τον Ρούτμαν δεν τρίτωσε. Απασχολημένος με γυρί σματα μακριά απ’ το Παρίσι, ο σκηνοθέτης χά θηκε. το Γκόττεσγκαμπ ο Καζαντζάκης αγωνιά, μα οι δυσκολίες που παρουσιάζονται, σύμ Σ φωνα με τα λόγια του τον ερεθίζουν και τον πει σμώνουν. Στις 5 Απριλίου επιμένει ακόμα. Πρέπει σίγουρα να ξέρουμε τι αποφασίζουν ο Λοντς κι ο Ρούτμαν. Στο τεύχος της «Revue des Vivants» αναφέρουν τον Ρούντμαν ως ένα από τους καλύτερους σινεάστ του κόσμου. Αυτό μ ’ έκανε άνω κάτω. Πρέπει με κάθε τρόπο να βρού με αυτόν τον άνθρωπο. Να ελπίσουμε άραγε πως «απήγαγε» τα λιμπρέτα μας; Νάταν τόσο καλά; Σας παρακαλώ θερμότατα πιάσετε τον! Γράψετέ μου πως τον είδατε. Οι ενέργειες του Πρεβελάκη δε μοιάζει να προκόβουν. Ο καιρός περνά κι ο Καζαντζάκης αρχίζει να επηρεάζεται με κάτι που δεν πάει μπροστά. Είχε ζητήσει βοηθήματα για την «Κυ ρία Μποβαρύ» μα τώρα νιώθει πως θα ζευτεί άδικα στο νέο αυτό σενάριο γιατί δεν έχει κανέ να δεδομένο, καμιά προσυνεννόηση με σινεάστ, καμιά μισοπαραγγελία. Θάταν καλό να ’χαμέ μια γνώμη, μια μισοπρόταση, λέει για να καταλήξει: Τη Μποβαρύ καθώς Σας έγραψα δεν έχω κέφι να τη γράψω έτσι στα κουτουρού. Ίσως αργότε ρα. Αν και απογοητευμένος, πάντα πολεμά με όλα του τα όπλα, έχει ένα πείσμα ακαταμάχητο, γι’ αυτό αντιδρά στις «τάχατε» τρικλοποδιές που θέλει να βάλει η τύχη. Στον Πρεβελάκη επιμένει: Δείτε τον Ρούτμαν και τον Λοντς κάι βρέατε τρό πο να έρθετε σ’ επαφή με την Παραμάουντ. Συ-
αφιερωμα/43 νιστά ακόμα να χρησιμοποιηθεί κοινός φίλος για να πάει τα χειρόγραφα στην Παραμάουντ. Και προσθέτει: Τον υπόσχεστε φυσικά ποσοστά για τη μεσολάβησή του, γιατί όλα αυτά είναι χρήσι μα πολύ στους Γάλλους για να ενδιαφερθούν. «Σύμπτωση και τύχη» εύχεται ο Καζαντζάκης να γνωρίσουν καλό cineaste για να σωθούν. Εκείνες τις μέρες τελειώνει την γ ' γραφή της «Οδύσσειας». Υπόσχεται να κοιτάξει ευτύς το σενάριο του διαγωνισμού της Κοινωνίας των Εθνών. Τι απέγινε; Θα πρέπει να πιστέψει φανείς πως κι αυτό είχε την ίδια τύχη με τα προηγούμενα. Στο τέλος του χρόνου φεύγει μόνος για την Ισπανία. Εκεί, ανάμεσα στις συναντήσεις του με ποιητές και συγγραφείς, γνωρίζει τον Μπουρέμπα, κριτικό Θεάτρου και κινηματογράφου, άν θρωπο δραστήριο με πολλές επαφές. Ελπίδες γεννιούνται. Ίσως ήρθε η ώρα ν’ ανοίξουν οι πόρτες. Του δίνει να διαβάσει τη γαλλική μετάφραση του θεατρικού έργου «Lidio- Lidia» και το σενά ριο του «Δον Κιχώτη». Στις 10 Νοεμβρίου αναγγέλλει στον Πρεβελάκη πως ο Μπουρέμπα έμεινε ενθουσιασμένος και με τα δυο κείμενα. Για το θεατρικό έργο νομίζει πως με λίγες μεταβολές θάχει μεγάλη επιτυχία στην Ισπανία. Ο «Δον Κιχώτης» επίσης του άρε σε πολύ κι ήρθε σ’ επαφή με μια νέα κινηματο γραφική εταιρεία που ιδρύθηκε τώρα εδώ «Ισπα νό αμερικανική» με έμβλημα «Cervantes». Ακόμα δε γύρισε κανένα φιλμ, γιατί τώρα μονάχα, ιδρύ θηκε. Ωστε, λέει, ο Δον Κιχώτη ς θάναι ότι πρέ πει γι’ αυτή την εταιρεία. Αυτές τις μέρες θα δούμε το Διοικητικό Συμβούλιο. Δυο βδομάδες μετά, το όνομα του Μπουρέμπα ξαναβρίσκεται στα γράμματα του Καζαντζάκη. Μένει τώρα να δούμε αν θα κάμει τίποτα ο Μπουρέμπα. Είναι τόσο πολυάσχολος που σπα νιότατα συναντιόμαστε. χοντας στο νου το «πενταετές» λογαριάζει να παλέψει στην Ισπανία λίγο ακόμα. Ανα φέρει πως γράφει κάντα και άρθρα, πως διαβά ζει ισπανική ποίηση, πως μεταφράζει πολλά τραγούδια, μπαίνω στην ισπανική ψυχή που όλο και μου φαίνεται πως συγγενεύει με την ψυχή μου βαθύτερα από κάθε άλλη.. Μα λέξη για τα σενάρια! Άνθρακες ο θησαυ ρός Μπουρέμπα. Κάθε προσδοκία σβήνει. Κάθε προσπάθεια είναι πια μάταιη. Η συγγραφή σε ναρίων από τον Καζαντζάκη παίρνει τέλος. Μα όχι οριστικά. Πολλά χρόνια αργότερα θα τη θυμηθεί για τρίτη και τελευταία φορά. Ό ταν από το Σπύρο Σκούρα δέχεται την πρόταση να γράψει για τη «Φοξ» μια ιστορία με φόντο την Ελλάδα. Στις 6 Ιουνίου 1955 ο Σκούρας τον βεβαιώνει:
Ε
«Δε σκέφτηκα κανέναν άλλον από σας που θα μπορούσε καλύτερα ν’ ασχοληθεί με το θέμα, την «ιστορία μιας ελληνικής οικογένειας». Οι σύγ χρονοι Έλληνες απόδειξαν στην υφήλιο πως τα ηρωικά τους κατορθώματα κατά το Β' παγκό σμιο πόλεμο ήσαν όμοια μ’ εκείνα των προγόνων τους». Έ να σύντομο ταξίδι του Καζαντζάκη στην Ιταλία, η παραμονή στο αναπαυτήριο του Λουγκάνο και στη Ρογκάσκα Σταλίνα της Σλοβενίας, η απασχόληση στη συγγραφή της «Αναφοράς στο Γκρέκο», η συνεργασία με τον Ντασσέν για την ταινία «Αυτός που πρέπει να πεθάνει», η συ νεργασία με τον Φράιαρ για τη μετάφραση της
Από την τελετή, στη Βιέννη, απονομής στον Ν. Καζαντζάκη τον Βραβείου της Ειρήνης. 28.6.1956
«Οδύσσειας», η τακτική θεραπεία στο Φριβούργο, το ταξίδι της Βιέννης για το βραβείο της Ει ρήνης, οι Διεθνείς συναντήσεις της Γενεύης από τη μια κι οι συνεχείς μετακινήσεις του Σκούρα από την άλλη, βοηθούν ώστε οι συνεννοήσεις να τραβήξουν σε μάκρος. Στις 2 Μαρτίου 1956 ο Καζαντζάκης πληροφο ρεί τον Σκούρα: «Ετοίμασα ένα μύθο που είναι πλούσιος και συγκινητικός, γεμάτος ελληνικά χαρακτηριστικά επεισόδια και δείχνει καλά το βασικό χαρακτήρα της ελληνικής φυλής. Γυιός, πατέρας, παππούς, οι 3 γενεές, μητέρα, αραβώνιαστικιά και η αιώ νια Ελλάδα, αυτοί είναι οι κύριοι ήρωες». Στους αρμόδιους της «Φοξ» για την επιλογή σεναρίων ο μύθος δεν αρέσει. Βρίσκουν πως δεν προσφέρεται για τη «μεγά λη ταινία» που επιδιώκουν. Δε ζητούσαν την «αιώνια Ελλάδα» όπως την έβλεπε ο Καζαντζά κης αλλά την αφορμή να δείξουν ακρογιάλια, κάμπους και βουνά, αρχαίους ναούς κι αγάλμα τα, τύπους και τσολιάδες, όλα απαραίτητα στην τεχνικολόρ χολιγουντιανή υπερπαραγωγή που θα έσπαζε ταμεία. Η αλληλογραφία Καζαντζάκη - Σκούρα δε συ νεχίστηκε για πολύ. Λεπτομέρειες για αναθεω ρήσεις και τυχόν αλλαγές δεν κουβεντιάστηκαν. Ο ήλιος είχε αρχίσει να γέρνει κι ο Μεγάλος Κρητικός να μαζεύει τα σύνεργά του για το στερνό ταξίδι. Ό λα τελείωσαν στην κλινική του Φριβούργου στις 26 Οκτωβρίου 1957.
44/αφιερωμα Πικάσσο. Δον Κιχώτης
Δον Κιχώτης Αποσπάσματα από το σενάριο τον Ν. Καζαντζάκη 1-1
τα ξημερώματα... Το χωριό κοιμάται. Κάπου σκύλοι γαβγίζουν... Πετεινοί... Ο ΣάνΠ ριν τσος σιγά βγαίνει από το σπιτάκι του με τον γάιδαρο. Τρώει πάλι... Ο γάιδαρος γκαρίζει, τον χτυπάει να σωπάσει... Πάει στο σπίτι του Κ. Ο Κ. έτοιμος με τον Ρ. ακουμπισμένος στο κοντάρι περιμένει. Ο Σ. πιάνει τις σκάλες, βοηθάει τον Κ. να καβαλικέψει... Ο Κ. κάνει τον στ αβρό του, σηκόνει το κοντάρι, φωνάζει: - Στο όνομα του Θεού και της Δουλσινέας. Ο Σ. κάνει τον σταβρό του, βγάνει κρυφά από το δισάκιτου τη φλάσκα το κρασί, πίνει... Η φλάσκα κακαρίζει. ροχωρούν. Ξημέροσε. Οροπέδιο... Δυο μεγάλοι ήσκιοι προβαίνουν: Ο Κ. μπροστά. Ο Σ. πίσω μασουλίζοντας... Άξαφνα ανεμόμυλοι. Ο Κ. σταματάει, βάνει αντήλιο το χέρι του, διακρίνει: Γίγαντες! Στρέφεται στον Σ. σηκόνει το κοντάρι, φωνάζει: - Εμπρός, Σάντσο, οι γίγαντες! Ο Σ. σταβροκοπάται, κοιτάζει: Ανεμόμυλοι! Φωνάζει: - Είναι ανεμόμυλοι! Ο Κ. κοιτάζει: γίγαντες. Ο Σ. κοιτάζει: ανεμόμυλοι. - Εμπρός, φωνάζει ο Κ. και χύνεται. - Εμπρός! φωνάζει ο Σ. και κωλόνει κρατώντας την κοιλιάτου από τα γέλοια. Ο Κ. φωνάζει: - Σας έφαγα! Χύνεται. Πέφτει στον πρώτο ανεμόμυλο που γυρίζει. Η φτερωτή χτυπάει τον Κ. το κοντάρι τσακίζεται, ο Ρ. με τον Κ. πέφτουν χάμου. Ο Σ. τρέχει με τον γάιδαρο. Σηκώνει τον Κ. - Δε σου το ’λεγα, αφεντικό, είναι ανεμόμυλοι! Ο Κ. βάνει το δάχτυλο στο στόμα: - Σσστ! μάγια! Ο Σ. ανεβάζει τον Κ. στον Ρ. με δυσκολία, αγκομαχώντας. Από τους πόνους ο Κ. δεν μπορεί να σταθεί όρθιος στον Ρ. σκούζει: Ωχ! Ωχ! Ο Σ. πίσου βγάζει από το δισάκι, τρώει κρυφά ψωμί και κρεμύδι... Πίνει από τη φλάσκα το κρασί... Κάθε που φωνάζει ο Κ. φωνάζει κι ο Σ. κωμικά: Ωχ! Ωχ! Πίνει...
Π
εσημέρι. Πεζέβουν κάτω από δέντρο. Αφίνουν τον γάιδαρο και τον Ρ. να βόσκουν. Ο Κ. κόβει κλάρα, προσαρμόζει τη σιδερένια αιχμή του σπασμένου κονταριού. Ωστόσο ο Σ. ανοίγει πάλι το δισάκι. Βγάνει αποκόματο ψωμί. Τρώει... Δ ίνει στον Κ. Ο Κ. δε θέλει να φάει. Ξαπλόνεται, τρίβεται, πονάει... συλογάται: Βλέπομε τη Δουλσινέα, ο Κ. γονατίζει πονώντας, φιλάει το χέρι της... Ο Σ. τρώει, συλογάται: Συμπόσιο, έρχονται πετώντας πιατέλες με διάνους, αρνιά αχνίζουν... Ο Σ. βουτάει το ψωμί του στον αέρα, παίρνει μεζεδάκια στον αέρα.
Μ
T il'll ■■■■ΙΤΤΤΤΤΠΠ 111 ■I ■■■■11Ί
ουδούνια μονλαριών που φέβγουν... Ο Κ. κι ο Σ. ξαπλωμένοι στα χόρτα. Στενάζουν... Δίπλα τους ο Ρ. με την περικεφαλαία ετοιμοθάνατος. Ο γάιδαρος γκαρίζει. Ο Σ. ακούει τον γάιόαρότον, ανασηκόνει το κεφάλι, του χαμογελάει. Σούρνεται στο λάκο όπου ακόμα κρα σί πίνει, πίνει... Κοιτάζει γύρα, διακρίνει τον Κ.: - Αφέντη Δον Κιχώτη! Ο Κ. γυρνάει σιγά το κεφάλι. Το αφτίτου τρέχει αίμα. - Αφεντικό, καλά τις φάγαμε! Ανασηκόνεται: Ά ι! Ά ι! ζυγόνει, βρέχει το κεφάλι τον Κ. με κρασί. Βγάνει από τον κόρφο του ένα μαντήλι, το ξετυλίγει, βγάνει δυο μπλάστρια... Τα κολάει στα μάγουλα τον Κ.
Κ
απλόνονται πάλι πλάι πλάι. Ο Κ. χαδέβει τον Σ. Του μιλάει. Βλέπομε: Λιβάδι, άνθη, πρόβατα... Ο Κ. κι ο Σ. ντυμένοι βοσκοί παίζουν φλογέρα... Ακούμε τα κουδούνια των προβάτων... Προβαίνουν δυο βοσκοπούλες, τους φέρνουν γάλα... Ο Σ. τραγουδάει... προβαί νει ο παπάς κι ο μπαρμπέρης με αγκλίτσες. Πίσω τ ’ αρνιά τους βελάζουν... Ο Κ. κάνει ν’ ανασηκωθεί να τους χαιρετήσει. Πονάει... Ά ι ! Ά ι ! Εξαφανίζεται το όραμα. {■■■] φτάνουν στο σπίτι του Κ. Χάρβαλο, οικόσιμο στο ανώφλι καρδιά με φλόγες... Π ροχωρούν, Οι δυο γυναίκες κλαιν... Ο Κ. βλέπει καλά, αψίδες, τον βασιλιά τον πατέρα της Λ. στο κατώφλι να του ανοίγει τις αγκάλες... Χύνεται να πεζέψει και να τον χαιρετήσει, ζαλίζεται, πέφτει... Τον σηκό νουν. Τα παιδιά γιουχαΐζουν, ο μπαρμπέρης τα διώχνει, μπαίνουν μέσα, κλείνουν την πόρτα, οι δυο γυναίκες θρηνούν... Ο παπάς πετάει τα ρούχα του κι ο μπαρμπέ ρης βγάζει την ουρά της αγελάδας. Ο Σ. έντρομος τους κοιτάζει... Τραβάει τα μαλιάτου: 'Ωχου! Ώχου! Κ. στο κρεβάτι ψυχομαχάει... Τ’ άρματάτου στον τοίχο κρέμονται συντριμένα... τερά στιος Σταβρομένος στον τοίχο όλος αίματα... Ο Σ. γονατιστός κλαίει. Ο Κ. βάνει το χέριτου στο κεφάλι του Σ. σα να τον βλογά... Ο παπάς πλησιάζει... Ο μπαρμπέρης ανασηκόνει το μαξιλάρι του Κ... Η γριά ανάβει το καντήλι του Σταβρομένου: Ο Χριστός λάμπει όλος αίματα... Έρχεται η γυναίκα του Σ. Τραβάει τον άντρατης στην αβλή, τον χτυπάει: - Παλάβοσες! Θέλει να τον σύρει έξω... Ο Σ. την αναμερίζει, μπαίνει μέσα, γονατίζει πάλι μπροστά στον Κ.
Ο
παπάς μεταλαβαίνει τον Κ. Οι γυναίκες κλαίνε... Ανάψαν τις λαμπάδες. Ο Κ. κι ο Χρι στός λάμπουν μέσα στις φλόγες. Άξαφνα ο Κ. τινάζεται απάνω, γουρλόνει τα μάτιατου: ΟΑνοίγει (;) οι πόρτες του Παράδεισου... Αγγέλοιμε σάλπιγγες αναγγέλουν την άφιξη του Κ. Δυο αγγέλοι κατεβάζουν σιγά σιγά το pont-levis, προβαίνουν να προϋπαντήσουν τον Κ. όλοι οι ιπότες που διάβασε στα βιβλία... όλες οι πυργοδέσποινες της φαντασίαςτου... Σημαίες σαλέβουν, μακρά σειρά αψίδες... Τα κυπαρίσια ανθισμένα όλο ρόδα... Ο Κ. προχωράει καμαρότος με ολόχρυση πανοπλία... Ξάφνου προβαίνει στο κατώφλι του Παραδείσου η Δουλσινέα, ανοί γει τις αγκάλες... Κι ο Κ. ανοίγει τις αγκάλες, σέρνει φωνή χαρούμενη και πέφτει κάτω νεκρός.
Ι··1 1 ίΙ·1 Ι·· ···1 · ···· Μ 1 ·1 ·ΙΤ Τ Τ τ
Ηκ
Α
ι ι ι ■ η η Γ Γ τ π π π Γ ¥ Τ Γ Γ Γ · ι ι· ιπ τ ιη τ Γ π τ τ τ τ τ τ η
αφιερωμα/45 ξαφνα τραγούδι αγωγιάτη. Ο Κ. κι ο Σ. ανασηκόνονται. Ο Σ. θωράει μια εικοσαριά αγωγιάτες με γαϊδάρους και μουλάρια, κουβαλούν ασκιά κρασί... τραγουδούν. Ο Κ. θω ράει ιπότες, δούλους, τραβούν, βασιλοπούλα δεμένη... Η βασιλοπούλα σηκόνει τα χέρια της: Βοήθεια! Ο Κ. τινάζεται: - Σάντσο, εμπρός! - Εμπρός: φωνάζει κι ο Σ. και ξαπλόνεται χάμω. Ο γάιδαρος του Σ. τρέχει και κυνηγάει μια γαϊδάρα... Λύνουν τα σκοινιά, πέφτουν τ’ ασκιά... Ένας αγωγιάτης τρέχει και ξυλοφορτόνει αλύπητα τον γάιδαρο του Σ. - Εμπρός! να σώσομε τη βασιλοπούλα! φωνάζει ο Κ. - Ο Σ. πετιέται αγριεμένος: - Εμπρός να σώσομε το γάιδαρό μου! Ο Κ. χύνεται, χτυπάει τον πρφτον αγωγιάτη, τον λαβόνει... Ο Σ. χτυπάει τα πεσμένα ασκιά, τα τρυπάει, το κρασί χύνεται, πίνει αχόρταγα... Οι αγωγιάτες ορμούν, δέρνουν αλύπη τα τον Κ. κατασκοτόνονν τον Ρ. Δέρνουν τον Σ. που γερτός πίνει, πίνει... Ο Κ. παλέβει γενναία, πέφτει γεμάτος αίματα... Τον μαδούν το μισό μουστάκι. Ο Κ. φωνάζει: ΩΧ! ΩΧ! Οι αγωγιάτες τρέχουν φοβισμένοι πως τον ακότοσαν... Ένας αγωγιάτης γυρίζει, πιάνει τη σνντριμένη περικεφαλαία τον Κ. την περνάει στον Ρ... Φέβγουν... Ο Κ. ανασηκόνεται, στρίβει το μισό του μουστάκι φοβερίζοντας: Α! Αα!
46/αφιερωμα
Μαύρη Π. Σταύρου
i
Το μυθιστόρημα στον Νίκο Καζαντζάκη
Το μυθιστόρημα στον Νίκο Καζαντζάκη καλύπτει ενα διάστημά μισού αιώνα, όπως άλλωστε και το άλλο πολύμορφο και πολυεδρικό του έργο. Το πρώτο του μυθιστόρημα «Όφις και Κρίνο», παρ’ όλο που διαφέρει θεματικά απ’ τα μυθιστορήματα της τελευταίας περιόδου, που τον αντιπροσωπεύουν, σημα τοδοτεί πολλές απ’ τις καζαντζακικές αρετές και επισημαίνει την ιδεολογική φιλοσοφική του διαμόρφωση. ο «Ό φις και Κρίνο» παρουσιάστηκε στα 1906 αμέσως μετά την πρώτη του εμφάνιση Τ στα γράμματα με το δοκίμιο «Η αρρώστια του αιώνος» και το δράμα «Ξημερώνει». Ύστερα από πενήντα χρόνια η εκρηκτική σταδιοδρομία του περατώνεται με το αυτοβιογραφικό του μυ θιστόρημα «Αναφορά στον Γκρέκο», που χαρα κτηρίζεται από ένα τόσο έντονο εξομολογητικό. χαρακτήρα, ώστε να ξεφεύγει απ’ την πιστότητα των γεγονότων της ζωής προς όφελος των γεγο νότων της ψυχής. Στο όλο έργο δίνει ένα ονειρι κό σχήμα, που τελικά αποκρυσταλλώνεται στη φράση-κλειδί, που διαρρέει όλη τη δημιουργία του και τον χαρακτηρίζει: «Ο αγώνας για τη με τουσίωση της ύλης σε πνεύμα» ή, απλούστερα, ο αγώνας για την περαίωση απ’ το σκοτάδι στο φως. 'Αλλωστε αυτός είναι ολόκληρος ο Καζαντζάκης, μια βιωμένη έκφραση του ανελέητου αγώνα για τη μετάλλαξη της αρχέγονης άπλαστης ουσίας σε μια απολυτότητα καθαρή, πνευ ματική. «Ν’ ανέβει η ψυχή από κύκλο σε κύκλο ωσότου φτάσει στην ανώτατη επαφή». Η σχέση του Καζαντζάκη με το μυθιστόρημα, παρότι το υπηρέτησε επί πενήντα χρόνια, όχι όμως συνεχώς, ήταν ιδιότυπη. Πίστευε στο είδος και το αγαπούσε, όπως πίστευε και στην ηθικοκοινωνική του αποστολή, αλλ’ άφηνε σε άλλους
αυτή τη δουλειά. Έλεγε στην Ελένη, τη γυναίκα του: «Εγώ είμαι δραματικός συγγραφέας, δεν έχω υπομονή να κάτσω να γράψω μυθιστόρημα. Δεν θα μπορέσω ποτέ να γράψω μιαν “ Ά ννα Καρένινα” ». Η στροφή του σε οποιοδήποτε άλλο είδος της λογοτεχνίας εκτός του μυθιστορήματος γίνεται φανερή από το 1907 και διαρκεί αυτή η περίοδος μέχρι το 1936, όπου επανεμφανίζεται με αξιώ σεις με το μυθιστόρημα «Ο Βραχόκηπος», γραμ μένο στα γαλλικά με τον τίτλο «Le Jardin des Rochers». Ενδιάμεσα μόνο καί σποραδικά κάνει μερικές ανιχνευτικές προσπάθειες για μια όχι και τόσο σίγουρη περιπλάνηση στο χώρο αυτό. Το 1909 ξεκινάει μια τριλογία μυθιστορημά των: «Σπασμένες ψυχές», «Ζωή η αυτοκρατόρισ σα» και «Θεάνθρωπος». Απ’ τα τρία, μόνο το πρώτο μέρος δημοσιεύτηκε και συγκεκριμένα στο «Νουμά» σε 29 συνέχειες με το '"ευδώνυμο Πέτρος Ψηλορείτης. Το πρώτο μέρος της τριλο γίας, οι «Σπασμένες ψυχές», που αναφέρεται σε περιθωριακά άτομα, δυστυχισμένα, υποχείρια μιας χωρίς οίκτο ζωής, εκφράζει την αρνητική πλευρά των φιλοσοφικών προβληματισμών και αναζητήσεων, όπως και τις Θέσεις που του έχει εμπνεύσει η παρακμάζουσα Ευρώπη, με τους κλονιζόμενους θεσμούς και τις υπό αμφισβήτηση
αφιερωμα/47 αξίες. Επειδή, όμως, ίσως να πίστευε στην ηθικο-κοινωνιολογική προσφορά του μυθιστορήμα τος (μας οδηγεί στη σκέψη αυτή η αναφορά του στο έργο του Τολστόι), δεν ήθελε ν’ αφήσει άστε γη μια ελπίδα ή να μη της δώσει μια θέση στην ουσιαστική πλευρά της ζωής. Γι’ αυτό σχεδίαζε να κάνει σαν συνέχεια τη «Ζωή την αυτοκρατό ρισσα», που από τον τίτλο συνάγουμε ότι πρέπει να επισημαινόταν η Μπερξονική επίδραση με την έννοια της επιστράτευσης για κάποιο θετικό τερο αποτέλεσμα. Ταυτόχρονα, η μεταφιυσική του διάθεση διαφαίνεται με το σχεδίασμά του τρίτου έργου μ:; τον τίτλο «Θεάνθρωπος». Αυ τές, βέβαια, είναι μόνο εικασίες, αλλά με τη σκέ ψη μας ακολουθούμε το χρονοδιάγραμμα των πεπραγμένων του μέχρι τότε και τις προθέσεις, για να χαρτογραφήσουμε την πορεία του μυθι στορηματικού Καζαντζάκη. Καζαιτζάκης της εποχής του 1909 προτι μάει η εσωτερική του διαλεκτική να μη με ταμορφωθεί σε θέσεις και λύσεις που συνήθως δίνονται μέσα από ένα μυθιστόρημα. Προτιμάει να μην είναι αντικειμενικός, γιατί έτσι το όραμά του θα εκφραζόταν μέσα στις δυνατότητες των ανθρώπων, έτσι κι αλλιώς, και η ρεαλιστική και η κοινωνική και η ιστορική έγνοια που είχε για τον κόσμο διαπερνούσε μέσα απ’ τη φαντασία και ο πάθος. «Υπάρχει μια λογική της φαντα σίας», λέει ο Μπέρξον και του Καζαντζάκη ο προβληματισμένος λόγος, που θέτει σε κίνηση τον ατομικό του ρυθμό, βρίσκεται ακόμα μέσα στις προεκτάσεις του πόνου του. Θα γίνει λυ τρωτής, αφού πρώτα λυτρωθεί. ΓΓ αυτό κάνει δοκίμια, γι’ αυτό κάνει φιλοσοφία. Με το ένα ορίζει για οδηγό τη διάνοια, με το άλλο αγωνίζε ται για τη λύτρωση. «Σκοπός μου γράφοντας δεν είναι η ομορφιά, είναι η λύτρωση». Ο Καζαντζάκης της εποχής του 1909, 1910, 1912 αρχίζει να ζει σ’ ένα δημιουργικό πυρετό. Γράφει άλλωστε στο ημερολόγιό του, στις 8 Δε κεμβρίου 1914, για τον Τολστόι. «Απόψε βαθύ τατα με συγκίνησε ο Τολστόη, η τραγική φυγή του = ομολογία ήττας. Ήθελε να δημιουργήσει θρησκεία και δεν μπόρεσε παρά ρομάντζα και τέχνη. Η καλύτερη ουσία του, και το ήξερε κα λά, δεν εξεφράσθη». Κάπου η τέχνη τον απωθεί, τη φοβάται ότι εκμαυλίζει, ότι αγγίζει τα πράγ ματα επιφανειακά, ότι δεν λυτρώνει, απλά δίνει μόνο ομορφιά, δηλαδή χρυσώνει το χάπι. Ά λ λωστε είναι γνωστό και καθόλου μειωτικό για τον δημιουργό Καζαντζάκη, αφού είναι η επιλο γή του, ότι δεν είναι λιτός και προτιμούσε ο λό γος του ν’ απλώνεται και να γίνεται μνημειώδης. Ο Καζαντζάκης δεν ήταν κλασικός. Η αρχαϊκή του δομή έδινε στην όλη φυσιογνωμία του έργου του μεγάλες διαστάσεις.
Ο
ην εποχή εκείνη που σχεδιάζει και δημιουρ γεί την «Ασκητική», το πνευματικό του cre do, ο σπόρος της «Οδύσσειας» αρχίζει να βλαστάνει. Είναι η εποχή που θέλει κάτι άγριο και πικρό. Ταυτόχρονα η βιοτική μέριμνα τον οδηγεί στις μεταφράσεις. 'Ετσι γνωρίζει τα κυριότερα λογοτεχνικά έργα και τους λογοτέχνες σαν τον Κλωντέλ, τον Ταγκόρ, τον Μπαρρές, τον Ντ’ Αννούντσιο και τον Ουίτμαν. Όταν πρωτογνωρίστηκε με τη μετέπειτα γυναίκα του Ελένη, την προέτρεψε να διαβάσει τον Κλωντέλ, το «La noce fait a Marie» (Ευαγγελισμός της Θεοτόκου), όπως και έργα του Leo Frobenius. Με τον τρό πον αυτό γνωρίζει όλα τα ρεύματα, αλλ’ ο ίδιος είναι επιλεκτικός. Κατά καιρούς σχεδιάζει να γράψει και πεζογραφήματα, όπως ένα οδοιπορι κό για το προσκύνημά του στο Ά γιο Όρος με τον Άγγελο Σίκελιανό και ένα ρομάντζο που τον τίτλο του αναφέρει ο ίδιος στο ημερολόγιό του, «Ένας χρόνος μοναξιά». Δεν βρέθηκε τίπο τα απ’ αυτό στα χαρτιά του και ή δεν γράφτηκε ποτέ ή μπορεί να γράφτηκε και να ξεσκίστηκε απ’ τον ίδιο. Ο Καζαντζάκης δε διστάζει να ξε σκίζει αρτιωμένα έργα, όταν δεν τον ικανοποι ούσε το αποτέλεσμα. Το Δεκέμβριο του 1922 ξέ σκισε 3000 στίχους του «Βούδα» και άρχισε να ξαναγράφει καινούριους. Το 1922 είναι έτος κοσμογονικό. Ο αριστοκρα τικός εθνικισμός του κλονίζεται, σημεία και τέ ρατα συμβαίνουν στον κόσμο και επιδρούν άμε-
Τ
Ο Ν. Καζαντζάκης σε ηλικία 19 χρόνων
48/αφιερωμα σα στον ψυχισμό του. Τώρα δεν είναι καιρός για πολυτέλειες, έτσι την κενή θέση του εθνικισμού την καταλαμβάνει μια επαναστατικότητα καθα ρά λαϊκού αγωνιστικού εκτοπίσματος. Η Ρωσική Επανάσταση έχει συντελεστεί, η εξαθλίωση της γερμανικής πραγματικότητας ξετυλίγεται μπρο στά στα μάτια του, το ξερίζωμα του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας τον συγκλονίζει. Το οδοιπο ρικό του σύγχρονου ανθρώπου, που μέσα από συμπληγάδες καταλήγει μόνος και ανέλπιδος ν’ αντιμετωπιστεί με τη μοίρα του, του προκαλεί αντίδραση και θυμό. Απ’ το κολαστήριο της εποχής του τον λυτρώνει ή του δίνει σκοπό μια πρωτοποριακή παρέα επαναστατημένων γυναι κών που τον οδηγεί στην απόφαση ν’ αντιδράσει και να γράψει κάτι «άγριο και πικρό». Η πύρινη δεκαετία που άλλαξε τη μορφή του κόσμου κατέ ληξε στην «Οδύσεια». Το έτος 1929 για τον μυθιστορηματικό Καξαντζάκη είναι μια εποχή σταθμός. Από τότε το μυ θιστόρημα μπαίνει στη ζωή του με αξιώσεις και μάλιστα στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο. Γράφει γαλλικά το βιβλίο «Moscou a crie», που μετονο μάστηκε αργότερα σε «Toda-Raba» και επίσης πάλι στα γαλλικά γράφει το μυθιστόρημα «Kapetan Elias», που έμεινε ανέκδοτο. Στο «TodaRaba», μαζί με τη νέα κραυγή που την αποτυπώνει στη μορφή του Αφρικανού ή της Αφρικής ή της νέας εποχής, υπάρχει η κατατμημένη εικόνα του δημιουργού σ’ όλους τους ήρωες του έργου. Έτσι ο Καζαντζάκης βρίσκει το δρόμο του για να εκφραστεί με το μυθιστόρημα, υιοθετώντας ένα ολοδικό του στυλ, που δεν ακουμπάει σε κα μιά σχολή, στυλ έντονου όμως προβληματισμού και σχολιασμού των ιδεών του, των σκέψεών του και των φιλοσοφικών του θέσεων. Κι εδώ βρίσκεται η νέα προσέγγιση που κάνει ο Καζαντζάκης στο μυθιστόρημα και κάτω απ’ αυτές τις προϋποθέσεις δέχεται να το υπηρετή σει. Όλοι στο «Toda-Raba μιλούν μιαν ίδια γλώσσα, τη γλώσσα του ίδιου του συγγραφέα. Είναι μια διαλεκτική εσωτερικού τύπου και ένα είδος αυτοβιογραφικής απεικόνισης ιδεών. τα 1941 ο Ζορμπάς και ο μύθος του αρχί ζουν ν’ αναδεύουν μέσα του και εκείνος θέ λει να λυτρωθεί απ’ αυτή την έγνοια. «Άνοιξε η καταπαχτή του σπλάχνου μου, πετιούνται πάνω οι θύμησες, σπρώχνουν η μια την άλλη... φωνά ξουν να περμαξώξω από τη γης, από τη θάλασ σα, από τον αέρα το Ζορμπά και να τον αναστή σω». Ο Αλέξης Ζορμπάς, που κατά κόσμον άκουγε στο όνομα Γιώργης Ζορμπάς, άφησε τα βαριά του ίχνη μέσα του, όπως κι οι άλλοι που τους δέχεται για δασκάλους, ο Όμηρος, ο Μπέρξον και ο Νίτσε. Τί τον τράβηξε σ’ έναν εργάτη καλοζωιστή, άνθρωπο της δράσης και καθόλου του πνεύμα
Σ
τος, με την έννοια που του έδινε ο Καζαντζάκης, αυτό θα μπορούσε ν’ αποτελέσει αίνιγμα, αν ο Καζαντζάκης δεν είχε την τάση να δέχεται τη γνώση του αυθορμητισμού και να την αναζητά στη χαμένη αγνότητα. Δεν λάτρευε τον διανοού μενο, δεν χώνευε τον αστό, αλλά ζητούσε απ’ το λαό να σταθεί στο ύψος του και να προσφέρει τη μόνη διέξοδο στην παραφορτισμένη εποχή μας. Ο άπλετος διονυσιασμός του Ζορμπά οδηγούσε κι αυτόν στο ανώτατο αγαθό που είχε πιστέψει ο Καζαντζάκης, την ελευθερία, αλλά από άλλο δρόμο. Ο Ζορμπάς, ένας χαροκόπος της ζωής, ικανοποιούσε τα ένστικτά του στην απόλυτή τους μορφή, δεν έκανε συμβιβασμό σε τίποτα και για τίποτα. Εκεί διαφοροποιείται με τον συγ γραφέα Καζαντξάκη με την απολλώνεια αντίλη ψη. Παρά τη διαφορά όμως, της ιδιοσυστασίας του και του τρόπου που έβλεπαν τον κόσμο, ο μεγάλος στόχος και των δύο άκουγε στο όνομα ελευθερία. Δεν ήταν τόσο οι διαφορές που τους ένωσαν, όσο οι ομοιότητες, άλλωστε οι διαφορές τους τελικά τους χώρισαν. Το 1943 ο «Ζορμπάς» πήρε την τελική του μορφή. Ο «Καπετάν Ελιάς» του 1929 και η βιογραφία του πατέρα του «Mon pere» του 1940, και τα δύο στα γαλλικά, μεταλλάσσονται με τα χρόνια και με την ωριμότητα ή και με την απόσταση που δη μιουργεί ο χρόνος και, στα ελληνικά αυτή τη φο ρά, στη θέση τους εμφανίζεται ο «Καπετάν Μιχάλης», ένα καζαντζακικό αριστούργημα ύφους, πλοκής και ιδεών. Η βασική μας θέση υπήρξε ότι ο Καζαντζάκης ήταν ένας συνειδητός φιλόσοφος της ύπαρξης. Γενικά απ’ το ξεκίνημά του είχε ενταχθεί στο χώρο της αντιλογοκρατίας προωθώντας τη σκέ ψη του και με τη βοήθεια της ενόρασης πέραν των στενών ορίων που καθόριζε ο λογοκρατισμός. Σ’ αυτό το πλαίσιο διαμόρφωσε και τη δι κή του φιλοσοφία πάνω στην ιδεοκρατία, με βά ση τη φιλοσοφία των υπαρξιστών, ξεπερνώντας όμως τα όρια των φαινομένων με τη διερευνητι κή ανήσυχη σκέψη του. Εκεί διαφοροποιείται απ’ τους υπαρξιστές που άκμασαν μετά το δεύ τερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ έρχεται πιο κοντά με το έργο των υπαρξιστών της πρώτης ομάδας της θρησκευτικο-μυστικιστικής θεωρίας του Κίρκεγκααρ, του Γιάσπερς, του Μπεντιάεφ, κ.ά. Στον «Καπετάν Μιχάλη» ο Καζαντζάκης πα ραμέρισε ακόμα και τους μεταφυσικούς του προ βληματισμούς, για να εκφέρει το τελικό του πό ρισμα. Η ανάγκη της ελευθερίας στον άνθρωπο ήταν πάνω και πέρα από κάθε μεταφυσική ανα ζήτηση, ήταν μια επιβεβαίωση της ζωής, ένα αναφαίρετο δικαίωμα. Ο καπετάν Μιχάλης ξέρει τι ζητάει, είναι πολύ θετικός στις αρέσκειές του και στις απαρέσκειές του μέχρις ένα σημείο. Στο έργο αυτό παρατάσσεται με το είδος της αντικει μενικής αφήγησης όλη η βιωματική διαλεκτική
αφιερωμα/49 πορεία του ίδιου του Καζαντζάκη με όλες τις θέ σεις και τις αντιθέσεις της. Εδώ ο Καζαντζάκης γίνεται ένας γνήσιος, ένας καθαυτό υπαρξιακός φιλόσοφο’ς. ον «Καπετάν Μιχάλη» αρχίζει να τον γρά φει στα 1949. «Είμαι βυθισμένος στον “Κα πετάν Μιχάλη” . Μάχουμαι ν’ αναστήσω το Ηρά κλειο της παιδικής μου ηλικίας». Στα 1950 ο «Καπετάν Μιχάλης» είναι πια έτοιμος και το χρέος απέναντι της Κρήτης έχει εκπληρωθεί. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι πρωταγωνίστρια στο έργο ήταν η ίδια η Κρήτη, αν δεν ήταν και ο άνθρωπος, ο ένας άνθρωπος, ο καπετάν Μιχά λης. Τον ήρωα του έργου που, αν τον δούμε απαλλαγμένο από τα χρώματα και τις φωτοσκιά σεις που τον κάλυψαν και του έδωσαν μυθικές διαστάσεις κι απ’ τη συμπεριφορά του που τον δείχνει αγροίκο, αμίλητο, σωστό θεριό ανήμερο, εμείς τον ανιχνεύουμε σαν ένα τρωτό τραγικό άτομο, ένα τραγικά υπαρξιακό άτομο, που μέσα από έναν ακραίο τρόπο συμπεριφοράς, που τον οδηγεί στην ολοκληρωτική άρνηση του περιβάλ λοντος του, αποκτάει επίγνωση σκοπών και πρά ξεων και συνειδητοποιεί μέσα από σκέψη και προβληματισμό αυτό που οι άλλοι κατέχουν μό νο από ένστικτο ή γιατί έτσι το βρήκαν. Ο καπετάν Μιχάλης δεν είναι μόνο ο πατέρας του Καζαντζάκη, είναι κυρίως και ο ίδιος ο Κα ζαντζάκης, όπως είναι καταμερισμένοι πάλι ο συγγραφέας και στα επτά πρόσωπα τογ TodaRaba». Στον «Καπετάν Μιχάλη» αντιπαλεύουν πάλι μέσα του οι δυο θεοί, ο Απόλλωνας με το Διόνυσο, η ίδια δηλαδή διάσταση που υπάρχει μεταξύ Ζορμπά και συγγραφέα. Τελικά, ούτε το πάθος παίζει ρόλο, ούτε η γνώση στην ανώτατη ύστατη στιγμή, στην επιλογή του θανάτου, στην απελευθέρωση, δηλαδή, της ανθρώπινης ψυχής από τα δεσμά της ζωής. Το άλμα του καπετάν Μιχάλη στο θάνατο και στην αθανασία, που δεν έγινε ούτε εύκολα, ούτε χωρίς επίγνωση, δεν έγι νε μέσα από κάποιο υπερβατικό σχήμα, αντίθετα έγινε ανάμεσα στη δράση, σε πάλη με πραγματι κούς εχθρούς και πραγματικά πυρά, δηλαδή μέ σα σ’ ένα καθαρά ρεαλιστικό διάκοσμο και χω ρίς παραποιήσεις. Τέλος-τέλος, μια σφαίρα που σφηνώθηκε μέσα στο στόμα του του αφαίρεσε τη ζωή. Εδώ, δηλαδή, έχουμε μια σκηνή απόλυτα ρεαλιστική. Και ο ρεαλισμός είναι διάχυτος στην περιγραφή γεγονότων, στην περιγραφή χαρακτή ρων. Υπάρχει ένα σχήμα υπερβολής. Και στον ίδιο τον καπετάν Μιχάλη δίνει τις ιδιότητες που θαυμάζει πιο πολύ, αξιοπρέπεια, απόσπαση, γενναιότητα, αλλά και κάτι άλλο: Τοποθετεί την ελευθερία τόσο ψηλά ώστε να θυσιαστεί γι’ αυ τήν. Ο Καζαντζάκης με το μυθιστόρημα κάνει αυτοβιογραφικές επισημάνσεις, άλλοτε σαν αναφο
Τ
ρά, άλλοτε σαν μια πνευματική διείσδυση σ’ όλα τα πρόσωπα που συμμετέχουν και τον εκφρά ζουν. Βασικό τους στοιχείο και δικό τους και δι κό του η ανηφορικότητα που δεσμεύει ακόμα και τον Χριστό στον «Τελευταίο Πειρασμό». Ο Χρι στός ήταν μια βασική μορφή στο μεταφυσικό προβληματισμό του Καζαντζάκη. Η εν ζωή δρά ση του και η σταδιακή, αλλ’ απόλυτη πνευματικοποίησή του τον θέλγει. Ο Χριστός στον «Τε λευταίο Πειρασμό» ξεκινάει πολύ ζωντανός, πο λύ αληθινός, ακόμη πολύ γήινος. Η ολοκληρωτι κή ένταξή του στο πιστεύω του τον διαφοροποιεί από τους άλλους και από τον αρχικό εαυτό του. Η αγιοποίησή του και η θυσία του τελικά τον προωθούν στην απόλυτη ταύτιση με το Θεό, την άναρχη ουσία που με δέος «ψυχανεμίζεται» και προσβλέπει ο μεταφυσικός Καζαντζάκης. Το επίμαχο σημείο του πειρασμού στον «Τελευταίο
Ο πατέρας του Ν. Καζαντζάκη, Μιχάλης Καζαντζάκης, ο «κα πετάν Μιχάλης»
Πειρασμό» είναι μάλλον ένα επεισόδιο μιας κο σμικής αναλαμπής μέσα στην υπερκόσμια απο κάλυψη. Έτσι κι αλλιώς, όσες φορές κι αν γεν νιόταν ο Χριστός, στο σταυρό θα κατέληγε. «Τελευταίος Πειρασμός» του 1950 αποτελεί για τον Καζαντζάκη αυτό το αγαπημένο λάιτ-μοτίφ όλου του έργου του. Εδώ όμως πιο απλά και πιο ξεκάθαρα δίνει την πλήρη υπέρβα ση απ’ οτιδήποτε υλικό αγαθό και την απόλυτη πνευματικότητα που δεν ατονεί, έστω και αν κά ποιος πειρασμός παρέμβει για ν’ ανατρέψει μια καλοδουλεμένη συνείδηση, αφού θα έχει περάσει απ’ όλα τα στάδια της αγωνίας για να φτάσει στη σωτηρία και στην υπερβατική λύτρωση. Το στοιχείο που εισάγει στον «Τελευταίο Πειρα σμό», το έχει ξαναχρησιμοποιήσει στη μονόπρακτή του τραγωδία με τον τίτλο «Κωμωδία» του 1906. Εκεί όλο το έργο και ο προβληματισμός
Ο
50/αφιερωμα του περνάει από το νου του ετοιμοθάνατου λίγη ώρα πριν να κυλήσει στην ανυπαρξία. Κι εδώ ο. Χριστός όλο τον τελευταίο πειρασμό, ενόσω βρί σκεται πάνω στο σταυρό, τον δέχεται σαν μια σκέψη, μιαν ιδέα, σαν κάτι που πέρασε από το νου του λίγο πριν δεχτεί το αιώνιο σκοτάδι. Ο άλλος Χριστός, ο Μανωλιός του «Χριστός Ξανασταυρώνεται», μαζί με την ταύτισή του με τη μορφή που ενσάρκωσε κι αυτός όπως κι οι άλ λοι, θίγει και το θέμα του κληρικαλισμού και μιας ταξικής ανισότητας, καθώς και τα ελαττώ ματα της Φυλής. Ένα πιο σύγχρονο μυθιστόρημα, με αναφορά στον εμφύλιο πόλεμο, αποτέλεσμα του εθνικού μας ελαττώματος, γράφεται το 1949. Είναι «Οι αδερφοφάδες». Σ’ αυτό γίνεται ταυτόχρονα επα ναστάτης και επαναστατημένος, επαναστάτης γιατί επισημαίνει και καταδικάζει, επαναστατη μένος γιατί δέχεται μοιρολατρικά μια κατάσταση που δεν μπορεί ν’ αλλάξει. Ο Καζαντζάκης στο τέλος της ζωής του, αν και ξενιτεμένος, γράφει για την Ελλάδα. Ο «Βραχόκηπος» του 1936 αναφέρεται σ’ ένα διε θνή χώρο με τα προβλήματα τα υπαρξιακά και τα κοινωνικά που τον ταλανίζουν. Ακόμα ο προβληματισμός του απλώνεται στα παγκόσμια θέματα. Ο Ζορμπάς του 1943 είναι πέρα για πέ ρα Ρωμιός. Οι αδερφοφάδες κι οι πρόσφυγες της Σαρακήνας μιλούν την ίδια γλώσσα και αναφέρονται στα προβλήματα τα Ελληνικά. Το συναξάρι του, του Αγίου Φραγκίσκου, τον ακολουθεί απ’ το 1924. Αν γραφόταν τότε, θα είχε ίσως μιαν άλλη μορφή. Τελικά το 1951 παίρ νει μορφή και δίνεται ως «Ο Φτωχούλης του Θεού». Όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, ο' γλυκός πεζοπόρος της Ούμπρια κι ο αγριωπός Κρητικός 1932 - Γκόττεαγκαμπ. Με τον Π. Πρεβελάκη
της επαναστατημένης Κρήτης δε διαφέρουν πα ρά μόνο επιφανειακά. Εγκαταλείποντας τα πά ντα ο Φραγκίσκος οδηγείται σε μιαν εκούσια άρ νηση των πάντων και της ζωής, για να ενωθεί με την ανώτατη ουσία που αυτός όμως τη θέλει πέ ρα απ’ τα φαινόμενα. Κι ο καπετάν Μιχάλης εί ναι θρήσκος, αλλά το πήδημά του στο κενό δεν έχει σχέση ,με θεϊκές επιταγές ή με μελλοντικές ανταποδόσεις. Ξεκινήσαμε απ’ τον «Ό φις και Κρίνο» για δύο λόγους. Πρώτα, γιατί ήταν η είσοδος του Καζαντζάκη στο χώρο του μυθιστορήματος και που, αν παρακάμψουμε το μύθο και την πλοκή, ξεχωρίζει τον μελλοντικό μυθιστορηματικό Κα ζαντζάκη. Αλλά και για έναν άλλο λόγο. Ο Κα ζαντζάκης το μυθιστόρημα το εκτιμά. Ξέρει την αποστολή του, αλλά πιο πολύ σέβεται και υπο λογίζει το δικό του αγώνα για μια δικαίωση, για μια λύτρωση, για την υπερβατικότητα που θα έδινε στη ζωή του, την υπόστασή της, την αξία πόυ εδικαιούτο. Έτσι με τα χρόνια το πρώτο του μυθιστόρημα ξεχνιέται, παραμερίζεται απ’ το δημιουργό του, ώστε να μην το συμπεριλάβει στα Άπαντά του, όταν άρχισε ο ίδιος να τα καταρτίζει. Όμως το μνημονεύει στο τελευταίο του μυθιστόρημα «Αναφορά στο Γκρέκο», όχι σαν έργο, αλλά σαν ένα περιστατικό ζωής, που το ξεπέρασε μέσα από τη δημιουργία του. Έτσι το μυθιστόρημά του μαζί με το υπόλοιπο έργο του γίνεται μια ενοποιημένη οντότητα, με βασικό υπόβαθρο την ενορατική του διάθεση που τον καθιστά υπεύθυ νο του εαυτού του και των πράξεών του και για ζωή και για θάνατο και προπαντός για την ελεύ θερη επιλογή τους. Δεν κρίνεται έτσι ως έργο λο γοτεχνικό, αλλά ως έργο trwfic.
αφιερωμα/51
Νικηφόρος Βρεττάκος
Μια αλλιώτικη Οδύσσεια
Η μνήμη του Νίκου Καζαντζάκη θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς πως απο τελεί και μνήμη μιας ρέουσας προς άλλες ανακατατάξεις εποχής. Από το ίδιο κέντρο χώρου και χρόνου ξενικούν και οι δυο άλλοι ποιητές, ο Σικελιανός και ο Βάρναλης, και οι τρεις τους όμως ακολουθούν ξεχωριστούς δρόμους, δρό μους που δεν συναντιούνται πουθενά. ηλιόπνευστος και αρχαιολάτρης Σικελιανός προς τους Δελφούς, ο Βάρναλης προς το όραμα της τελικής κοινωνικής απελευθέρωσης που υπόσχεται ο κομμουνισμός, και ο Νίκος Καζαντζάκης προς την άβυσσο. Όλοι φεύγουν, όλοι ζητούν κάτι άλλο. Το φαινόμενο δεν είναι μόνον ελληνικό. Η επιστημονική πρόοδος σε συνδυασμό με τη διαλεχτική έρευνα, δημιουρ
Ο
γούν ρήγματα στο μύθο του ισχύοντος πολιτι σμού. Δημιουργείται ένα μεγάλο κενό. Το κενό μιας μεταβατικής εποχής. Ο κλονισμός του κό σμου των παλαιών αξιών, το ξέφτισμα των πα λαιών μύθων, κι ακόμη η απαιτητική αφύπνιση των μαζών, υποχρεώνουν τον σκεπτόμενο άν θρωπο της εποχής σε αναζητήσεις και αναπροσανατολισμούς.
52/αφιερωμα Αυτό το μεταβατικό κενό, είναι εκείνο που ευ νόησε την ιδιαιτερότητα του φαινομένου του Καζαντζάκη, να παρουσιαστεί τέτοιο που μας έχει παρουσιαστεί. Ο Καζαντζάκης είδε τον κό σμο σαλευόμενο και η επίδρασή του πάνω του υπήρξε καταλυτική, εξαιτίας και της βιολογικής ευαισθησίας, που από την ίδια τη φύση του έφερνε μέσα του, αναφορικά με το υπαρξιακό πρόβλημα του ανθρώπου και της ζωής. Έτσι μέ σα στην εντεινόμενη αγωνία του συναντήθηκαν το αιώνιο και το καιρικό, που τον υποχρέωσαν να αποδυθεί σ’ έναν αέναο μάταιο πόλεμο με το πεπρωμένο. Το πνεύμα του θέλησε να προχωρή σει πέρα από τα προκαθορισμένα από τη γνώση, ώς τότε, όρια αναζητώντας την απόλυτη αλήθεια ή μιαν αλήθεια που θα τον εφησύχαζε αντικαθι στώντας ό,τι ήδη είχε φθαρεί στον κόσμο μας. . Η ψυχή του η κατσίκα, όπως έλεγε, κατέφαγε όλα τα χαρτιά, που παρουσιάστηκαν στην ιστο ρία με αξιώσεις σοφίας και όλα ο ίδιος τα τίναξε στον αέρα. Έμοιασε με τον άνθρωπο που υπο ψιάζεται πως κάπου υπάρχει ένας θησαυρός κι αρχίζει να σκάφτει τη γης, εξαντλώντας όλες τις δυνάμεις του πάνω σ’ αυτό, δίχως να βρει στο τέλος τίποτα. Ο φαινομενισμός, ο μπερξονισμός, ο χριστιανισμός, ο βουδισμός, ο μαρξισμός τον οποίο πλησίασε στην αρχή σαν ένας ενδιαφερό μενος και στο τέλος σαν ένας αδιάφορος θεατής, δεν του πρόσφεραν το είδος του φωτισμού που ζητούσε. Τον οδήγησαν τέλος στη φιλοσοφία, σύμφωνα με την οποία δεν υπάρχει καμιά φιλο σοφία, μια που δεν τη χρειάζεται η απατηλοτητα των φαινομένων, το μηδέν. Η μοναδικότητά του, ξεπερνάει τον ελληνικό χώρο. Κι όπως ήταν φυσικό, αυτή η μοναδικότη τα του δημιούργησε μιαν εσωτερική μοναξιά, που τον οδήγησε αργότερα όχι στην αναζήτηση αλλά στη δημιουργία μορφών που θα τον συ ντρόφευαν. Πρόκειται για τη συντροφικότητα των υπερβαλλόντων ηρώων των μυθιστορημάτων του, που στο σύνολό τους του κάνουν, του μοιά ζουν μια και ξεπερνούν το κοινό ανθρώπινο μέ τρο. Με την «Οδύσσειά» του όμως είχε εξα ντλήσει τον εαυτό του, το φαινόμενό του, το εί δος και την ποιότητα της αγωνίας του. Ό λα τα άλλα πλουτίζουν τη λογοτεχνία του και, φυσικά, τα ελληνικά μας γράμματα. «Οδύσσεια» αποτελεί την προσωπική του αυτοαποκάλυψη. Εξαντλεί εκεί τη δραμα τική του περιπέτεια, που έχει πάρει επικές δια στάσεις μέσα του. Και λέω μέσα του, γιατί τα επικά έργα ξέρουμε πως εξιστορούν εξωτερικά γεγονότα, βεβαιωμένα, περιπέτειες και ηρωι σμούς που ανταποκρίθηκαν και επιδοκιμάστη καν ή αποδοκιμάστηκαν από την κοινή συνείδη ση. Η Οδύσσεια του Ομήρου, γράφτηκε αιώνες έπειτα από τα γεγονότα της Τροίας, ζεστάθηκε στην ανθρώπινη καρδιά, υπέστη μια μακροχρό
Η
νια ζύμωση και κάθαρση. Η ιστορία της - που δε μπορούσε να γραφτεί - έγινε ρυθμός και διατη ρήθηκε στα χείλη των ανθρώπων, για να καταλήξει τελικά στο αυστηρό περίγραμμα με το κα θαρό κείμενο, το γιομάτο αισθήματα και ανθρώ πινος δυνατά γεγονότα, που διακρίνονται κάτω από τις φανταστικές προεκτάσεις τους. Ο ομηρικός Οδυσσέας, πολεμάει στον ανοιχτό χώρο. Ο Οδυσσέας του Καζαντζάκη πολεμάει στο μέσα του χώρο. Και τον ήρωα αυτό πρέπει να δεχτούμε πως ο Καζαντζάκης δεν τον διάλεξε από έπαρση, αλλά από οργανική ανθρώπινη ανάγκη. 'Αλλωστε ο Οδυσσέας έχει γίνει γενικά αποδεχτό πως αποτελεί την κορυφαία μορφή της παγκόσμιας λογοτεχνίας, μια μορφή που επανεμ φανίζεται κυρίως σε ώρες κρίσεως των πολιτι σμών, με την Ά λφα ή τη Βήτα μορφή. Στις αρ χές του 14ου αιώνα, ο Δάντης τον παρέλαβε από την Κίρκη και δεν τον γύρισε στην Ιθάκη, αλλά τον λοξοδρόμησε και τον πέρασε από τις «Στή λες του Ηρακλέους» ταξιδεύοντάς τον προς τον άλλο πόλο. Ο Τέννυσον, ο Πάσκολι, ο Τζέημς Τζόυς, ανακαλύπτουν μέσα τους τον Οδυσσέα και πάντοτε σε ώρες προσωπικών δεινών ή κλoJ νισμών του πολιτιστικού μύθου της εποχής τους. Μόνο πως σε κάθε περίπτωση από τις παραπά νω, ο συμβολισμός ευρύνεται. Η Ιθάκη μετατο πίζεται. Στην περίπτωση του Καζαντζάκη έχει ταυτιστεί με την άβυσσο. Η «Οδύσσεια» λοιπόν είναι εκείνη που μας τα λέει όλα πάνω σε ό,τι αφορά το φαινόμενο Νίκος Καζαντζάκης. Ο ήρωάς του, στον οποίο προσωποποιείται ο εσωτερικός Καζαντζάκης, παρα μορφώνεται, χάνει τα φυσικά, ανθρώπινα χαρα κτηριστικά του, διαλύεται σ’ ένα τερατώδες υπο κατάστατο, αποχαλινωμένο, σκοτεινό, ασυνταί ριαστο. Παρουσιάζεται, σε πρωτογονισμό ή εν στικτώδεις κινήσεις, σαν ένας ομηρικός προ Οδυσσέας, που παραδέρνει χωρίς έξοδο στο μέ σο του εικοστού αιώνα. Ό λα τα παραδεδεγμένα, το καλό, το κακό, η ηθική, όλα είναι ένα τίποτα. Ό λα τα νομίζουμε. Δεν έχουν διάρκεια ούτε ου σία. Δεν έχουν αξία. Τί αξία μπορεί να έχουγ άλλωστε όταν γίνονται μέσα σ’ ένα χρόνο που έχει τη διάρκεια μιας αστραπής; Οδυσσέας του, εκδικείται τη μηδαμινότητα της ζωής, σαρκάζοντας τα πάντα. Ο ποιη τής της ενοποιεί το χρόνο στο παρόν του Οδυσ σέα. Τα όσα γίνονται την εποχή των Δωριέων ώς την εποχή του Αένιν δεν τά χωρίζει ο χρόνος που γνωρίζουμε. Ο χρόνος, ο χώρος, η ιστορία με τα γεγονότα της είναι ένα τίποτα. Ο Νέος Οδυσσέας είναι ένα αφηνιασμένο ον, ένα κράμπ θεού, κτήνους και ανθρώπου. Ο Καζαντζάκης γράφει και παίζει μόνος του το δράμα του. Μοι ράζει την πολυεδρική του εσωτερικότητα σε διά φορους ήρωες - τους ήρωες της Οδύσσειας - με επικεφαλής έναν διευθύνοντα νου, τον Οδυσσέα,
Ο
αφιερωμα/53 έναν Οδυσσέα που δεν υπήρξε ποτέ έξω από τον ποιητή του: Μυθική προέκταση του ίδιου, τοπο θετημένη μέσα σ’ έναν φανταστικό χώρο, όπου κυριαρχούν η ανασφάλεια, ο φόβος, η φθορά, ο πανικός, ο θάνατος. Ο ποιητής προχωρεί - μέσα στο έργο του αυτό - με συνεχείς ανατινάξεις της ζωής, για να μείνει τελικά μόνος «ενώπιος ενωπίω» μέσα στη μόνη πραγματικότητα που θεωρεί ότι υπάρχει γύρω του: Την άβυσσο. Η ανώτερη πνευματική κατάχτηση: Να την αντιμετωπίσει γελώντας. Πώς θα μπορούσε να εννοηθεί μια διαλεχτική πορεία, με αντιδιαλεχτικά μέσα; Να η πρώτη σημασία που πρέπει να αναγνωριστεί στην Οδύσσεια, κι όχι μόνο σ’ αυτή, αλλά και σε όλα σχεδόν τα θεατρικά του έργα. Η οργανική τους σχέση με την παράκρουση μιας εποχής. Κι η αξία τους: Η πειστική μετάδοση μιας αναμφισβή τητης εσωτερικής ανθρώπινης τραγωδίας. Ο Καζαντξάκης χρειάστηκε να κάνει μια μα κριά πορεία για να φτάσει τέλος στην αρχή της πορείας του. Αλλά κάπως αργά για να ξαναϊδεί τα πράγματα από την αρχή, και ν’ αρχίσει να ξαναπορεύεται. Είναι χαρακτηριστικός ο λόγος για τη μυγδαλιά στην «Αναφορά στο ΓκρέκΟ». Της ζητούν να τους μιλήσει για το Θεό, κι η απά ντησή της είναι να γιομίσει αμέσως λουλούδια. Που σημαίνει πως το επέκεινα βρίσκεται εδώ. Πως υπερβάλλοντας τα προκαθορισμένα όρια του μυαλού μας δεν γινόμαστε μεγαλύτεροι φι λόσοφοι από τον απλό άνθρωπο, τον τσοπάνο π.χ. της Κρήτης, που αποδέχεται νηφάλιος αυτή τη ζωή, με το φως της και με την εφημερότητά της. , Όταν διάβασα για πρώτη φορά την Οδύσσεια του Καζαντζάκη - ένα έργο που είναι μόνον αυ τός και κανείς άλλος - με το τρομαχτικό κλίμα που ανάφερα από πριν, ένα κλίμα που το εντεί νει η σύλληψη από τον ποιητή, διαδοχικών γιγάντιων εικόνων, πέρασαν πολλά πράγματα από το μυαλό μου. 'Ενα απ’ αυτά ήτανε και το παρα κάτω: Θυμήθηκα μια τρομαχτική εικόνα που εί χα ιδεί στα πολύ νεανικά μου χρόνια. Επρόκειτο για μια έκλειψη ηλίου. Στην ερημική τοποθεσία που βρισκόμουν, είδα να πέφτει σε όλα τα ζώα, ένας ανεξήγητος για κείνη την ώρα πανικός. Οι κότες φτεράκιζαν κακαρίζοντας έντρομες, πά νω στα δέντρα, οι αγελάδες έτρεχαν στα χωρά φια μουγγανίζοντας, τα χοιρινά έτρεχαν γρυλλίζοντας κι αυτά και βγάζοντας και αφρούς από το στόμα τους. Ένα σκυλί ανέβηκε πάνω σε μια πέτρα και ούρλιαζε. ί σχέση θα μπορούσε να έχει η μνήμη μου αυτή με το φαινόμενο του Καζαντζάκη; Δεν ξέρω αν θα ήταν πολύ ή λίγο ή εντελώς παρακεκινδυνευμένο αν έλεγα πως ίσως και να λειτούρ γησαν μέσα του και κάποιες διαισθητικές δυνά μεις κατά τη μεταβατική εκείνη εποχή, μέσα στο
Τ
κενό της οποίας, με την ηθική ψυχοβιολογία του, βρέθηκε, χωρίς προστατευτικά παραπετάσματα ο Καζαντζάκης. Τότε έβλεπαν με βεβαιότητα τη δύση του παλαιού πολιτισμού και περίμεναν με βεβαιότητα την ανατολή ενός νέου. Αλλά η δια δοχή αυτή δεν έγινε. Ο κόσμος δεν εξισορρόπησε ακόμη. Ζούμε και σήμερα σε μεγάλη σύγχυση. Και θα ήθελα να ειπώ μήπως με μια βαθύτερη διαίσθησή του ο Καζαντξάκης ανέλαβε αυτό που ερχόταν, αυτό που υπάρχει σήμερα, αυτό το απάνθρωπο και το σκοτεινό, που απειλεί με αφανισμό ολόκληρο τον πλανήτη μας; Κάποτε στα ανεξιχνίαστα βάθη του ανθρώπου γίνονται πράγματα για τα οποία δεν υπάρχει καμιά λο γική εξήγηση. Πάντως ο Καζαντξάκης, σαν φαι νόμενο, παρουσίασε, παρουσιάζει και θα πα ρουσιάζει και στο μέλλον ένα μοναδικά ιδιαίτε ρο ενδιαφέρον. Δεν υπήρξε μια εξωτική, αλλά μια πολύ πολύ ανθρώπινη περίπτωση. Ποτέ οι άνθρωποι, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, δεν θα πάψουμέ να παλεύουμε με τη μοίρα μας. Κι η ζωή έχει ανάγκη απ’ όλες τις μαρτυρίες, όταν μέ σα τους έστω και εν σπέρματι υπάρχει η αλήθεια μιας εποχής ή έστω και η οδύνη, λογική ή παρά λογη, του αγωνιζόμενου ανθρώπινου όντος. 1921 - Ο Ν. Καζαντζάκης με τον Άγγελο Σικέ λιανό
54/αψιερωμα
Αριστοτέλης Νικολαΐδης
Σεπτέμβριος 1950. Ο Ν. Καζαντζάκης και η Ελένη, με τις Yvonne Metral και Lucienne Fleury στο σπίτι τον Ελ Γκρέκο στο Τολέόο
Γβάφοντας για τον Καζαντζάκη, σ’ ένα δοκίμιο που δημοσιεύθηκε στη Ν. Εστία το Δεκέμβριο του 1977 , δεν είχα βέβαια καμιά αίσθηση ότι εξοφλούσα μαζί του, αλλά έστω και με νυγμούς ή σύντομες προτάσεις έριχνα ματιές, απλώς, σ’ ένα έργο του οποίου η διερεύνηση θα μπορούσε να αναλώσει μια ολόκληρη ζωή. Όπως και σ’ άλλες περιπτώσεις είπα να σταματήσω, προσφέροντας έστω ένα μικρό αντίδωρο σε μια μεγάλη οφειλή, διότι «πολλά να κάνω είχον» έξω από τα γιγάντια τείχη ενός έργου στο οποίο μια περιπλάνηση φαι νόταν ατέλειωτη. ιλώ πρωτίστως για την «Οδύσσεια» του Καζαντζάκη, την εκτενέστερη εποποιία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος, μετά δε τον Όμη ρο και το Δάντη, ασφαλώς την πιο καίρια σε μια εποχή όπως η δική μας όπου το Έπος (η αφήγη ση με τη μορφή του μυθιστορήματος κυρίως) αποτελεί και πάλι την πιο περιπετειώδη μορφή του Λόγου. Από την περιπέτεια τούτη η ποίηση,
Μ
γεννήτρα αινιγματική του Λόγου δεν απολείπει, βέβαια, όμως οι λυρικές της κρυσταλλώσεις έγι ναν μια τόσο απεγνωσμένη και σχεδόν αυτοκαταστροφική υπόθεση (όταν πρόκειται για γνήσια ποίηση και όχι απόηχους επανάληψης) που μό λις την αντέχει ο δημιουργός της, όπως περίπου συμβαίνει με τη φιλοσοφία, την ιστορία και την ψυχολογία όλων των καταλύσεων και ροπών.
αφιερωμα/55 Τα Έπη δεν συγκρίνονται μεταξύ τους. Απο τελούν μια διαλεκτική ροή του ρήματος και ανα δύονται σε ορισμένες φάσεις της ιστορίας ως μια κεντρική φλέβα του υποχθόνιου Ποταμού, επισημαίνόντας πάντα μια καινούρια φάση της. Τα ομηρικά Έπη δημιούργησαν την Ελλάδα και την Ευρώπη, ο Δάντης δείχνοντας την «θεία κωμω δία» της ανθρώπινης ψυχής όταν ζητά τη σωτη ρία και τη λύτρωσή της έξω από τη φύση του που την προσδιορίζει ο θάνατος, άνοιγαν τις θύρες της μοντέρνας εποχής. Ο Καζαντζάκης είναι ασφαλώς ο πρώτος μεταμοντέρνος επικός της εποχής μας και ίσως ο τελευταίος που σαν άλλος Βούδας «έφαγε όλα τα φύλλα της μουριάς της γης - και τα έκανε μετάξι». Η μουριά συνεχίζει πάντα να βγάζει φύλλα, λέγει ο μύθος, αλλά η φυτολογία, έστω και αν το μετάξι έγινε ένα είδος που η τεχνολογία και ο σύγχρονος άνθρωπος βα σικά το αγνοεί, περνάει στη λησμονιά και η βιο τεχνία του μπορεί να εκλείψει ολότελα μπροστά στο τεχνητό, στο ποικίλο και το εναλλακτικό που απαιτούν συνεχείς εξειδικεύσεις. Αυτά για τον μεταξοσκώληκα: μένει το «ανακριτικό σκουλήκι» που διεκδικεί πάντα τα εδάφη του. Στο δοκίμιό μου που προανέφερα, γράφω κά που ότι ο Καζαντζάκης όχι μόνο κολυμπούσε ανοικτά στα σύγχρονα φιλοσοφικά ρεύματα που θα τον κατέτασσαν ανάμεσα στους διακεκριμέ νους «υπαρξιακούς» φιλοσόφους της εποχής μας, αλλά στους στίχους της «Οδύσσειας» βρί σκει κανείς τη δημιουργική αφομοίωση πολλών τάσεων, ρευμάτων και σχολών, όπως του υπερ ρεαλισμού λ.χ. μόνο και μόνο για να τ’ αφήσει πίσω του, κατορθώνοντας το Έπος που θα στα θεί όρθιο στον εαυτό του. Στο ίδιο δοκίμιο επι σημαίνω την εξαλλαγή της Οδυσσαϊκής ψυχής του ανθρώπου σε μια μεταοιδιπόδεια μεταμόρ φωσή της: η άγνωστη τούτη περιπέτεια του αν θρώπου ο οποίος λίγες δεκαετίες (μετακαζαντζακικά) άρχισε να ταξιδεύει έξω από την τρο χιά και τη μήτρα της Γης στο διάστημα, ένα διά στημα που, ήδη, όχι σαν διέξοδος αλλά σαν αδιέξοδο μόνο είναι αισθητό, τελείως απάνίθρωπο, απαγορευτικό με μόνη ορατή βεβαιότητα τις σκοτεινές οπές του σύμπαντος.Και γεννάται το ερώτημα: μια συμπαντική διαδρομή στην πραγ ματικότητα δεν σημαίνει και μια συμπαντική πα λινδρόμηση στη μήτρα, σύμβολο του θανάτου μόνο και όχι επίσης της ζωής; Ο μεγάλος νόστος του «μεταξιού», του πεπερασμένου πέπλου, της Πηνελόπης και όλων των παραδοσιακών ανθρωπολογικών αρχών ενός ομηρικού κόσμου, τί ση μαίνει σήμερα για τον άνθρωπο που ξέφυγε από την τροχιά του (γης, φύσης, εαυτού) με την επι θυμία και βούληση της κυριαρχίας όταν ακόμη και η ερωτική του επιθυμία διαβιβρώνεται από τις σαδομαζοχιστικές της υποδομές που βγαί νουν σαρκοβόρες στην επιφάνεια;
Καζαντζάκης ποτέ δεν έκρυψε τις μαθη τείες του: Βούδας, Χριστός, Μαρξ, Νίτσε, μολονότι δεν ακολούθησε καμιά ιστορική - χρο νολογική σειρά σ’ αυτές. Σαγηνευμένος από την έκφραση του Μπερξόν «elan vital» πολύ καλόβο λα επίσης μιλούσε για τη μαθητεία του σ’ αυτόν τον μάλλον ήσσονα φιλόσοφο. Για πολλές άλλες μαθητείες ή διατριβές δεν ομιλεί ανοικτά μα ενί οτε δεν είναι δύσκολο να τις ανιχνεύσει κανείς κυρίως μέσα στην Οδύσσειά του αλλά και το άλ λο έργο του, όπως κι αυτές που διακηρύσσει πάντα σαν ένας ταπεινός μαθητής που ακολου θεί, εξερευνά, καταβροχθίζει το δάσκαλό του: ο Άγιος Φραγκίσκος στο «Φτωχούλη του Θεού», ο Δομίνικος Θεοτοκόπουλος στην «Αναφορά στον Γκρέκο», στη σκιά του Λένιν, ως του αν θρώπου μιας επαναστατικής - ποιητικής δράσης ή στο λαϊκό αρχέτυπο του Αλέξη Ζορμπά, αυτού του εικονολάτρη της καθημερινότητος ως ποιητι κής ζωής που στο πρόσωπο του Θεόφιλου τον συναντά κανείς, άνθρωπο - απεικονιτή του κό σμου. Τέλος τα ονόματα και τα πνευματικά ρεύ ματα που θα μπορούσαν ν’ αναφερθούν σε σχέση μέ τον Κάζαντζάκη αγκαλιάζουν Ανατολή και Δύση και βαθαίνουν έως το λυκαυγές της Ιστο ρίας με τον Όμηρο κυρίως και υπέρτατο δάσκα-
Ο
«Το σπιτάκι.,, πολύ μικρό μα χαριτωμένο- το ονομάσαμε *Κουκούλι«... Μπαίνεις σκουλήκι και βγαίνεις ψυχή (πεταλού δα)». Από γράμμα του Ν.Κ. στον Β. Knos, 20.1.1954
56/αφιερωμα λό του, μέχρι τους πιο μοντέρνους στοχαστές και τις καλπάζουσες επιστημονικές θεωρίες. Στην Οδύσσειά του,ο Καζαντζάκης, πέραν από τις μεγάλες ή μικρότερες συναντήσεις του, φανερώ νεται ώς ένας βαθύτερος αφομοιωτής, όχι μόνο των εμπειριών του παρελθόντος, απώτερου ή πρόσφατου, αλλά δονείται σε μια πλήρη συγχρονικότητα με τις ανθρωπολογικές, ψυχολογικές, ιστορικές και κοινωνικές κατόψεις της εποχής του, σε μιαν αχόρταγη και πάλλουσα βουλιμία διερεύνησης, συμμετοχής και ξεπεράσματος της τραυματικής δράσης και γνώσης. Αναφέρω μόνο δύο στοιχεία που πολύ πρόωρα επέδρασαν στον Καζαντζάκη (δεν αναφέρεται σχεδόν ποτέ) και εκδηλώνονται πλήρως αξιοποιημένα τόσο στην Οδύσσειά του αλλά και σε προγενέστερα ή μετα γενέστερα έργα: το βιβλίο λ.χ. του J.G. Frazer, το «Χρυσό κλωνάρι», που επηρέασε ιδιαίτερα τη γενιά του, η ψυχανάλυση, για την οποία «δεν καταδέχεται» να γράψει ανοικτά τίποτε κι όμως διαπερνά και ξεπερνάται συνεχώς μέσα στο όλο του έργο.
ματα) συναντώντας τους μεγάλους δασκάλους της Ανατολής ως αναζήτηση-δόμηση της αρνητικότητος του όντος προς μια νέα υπερβατική Πολι τεία όπου ο θάνατος είναι ο πραγματικός κυ ρίαρχος και παίκτης του Ενός: το «αποτρόπαιο μυστικό» όπως λέγει. Ο Χάιντεγγερ, από την άλ λη μεριά, με τη διαπίστωση αυτής της Reimatlosigkeit (απώλειας της πατρίδας) δεν εκτοξεύεται στην εξερεύνηση της εξορίας που κατοικεί γι’ αυτόν πρωτίστως μέσα μας και εκδηλώνεται ως απόσυρση του κόσμου. Το ρίζωμα του Χάιντεγγερ στην καλύβα του Μέλανος Δρυμού (και ει δυνατόν χωρίς παράθυρα, όπως εκμυστηρεύθηκε στον Ε. Jiinger) δεν αποτελεί επίσης μια φυτική, νατουραλιστική κατάσταση, μολονότι φαινομενι κά ή αφιλοσόφητα θα μπορούσε να είναι αυτιστική, αλλά μια συνεχή μέριμνα και φροντίδα για τη δυνητική λήθη της εξορίας με την ποιητι κή σκέψη, μέσα στο Ίδιο και το «ακίνητο σημείο του γυρίζοντος Κόσμου» όπως θα έλεγε και ο Έλιοτ απηχώντας, βέβαια, τον Παρμενίδη.
έχρι σήμερα δεν συνάντησα στη βιβλιογρα το άρθρο μου του 1977, αναφερόμενος στη Μ φία για τον Καζαντζάκη καμιά διερεύνηση σχέση μεταξύ Καζαντζάκη και Χάιντεγγερ, της σκέψης του εν σχέσει προς τη σκέψη του Σ μεταξύ των άλλων, θέτω το ερώτημα: «Οι δυο Χάιντεγγερ και είναι ασφαλώς ένα πεδίο μελέτης αυτοί μεγάλοι σύγχρονοι σε ποια άραγε σημεία συναντώνται, σε ποιές δομές της σκέψης και της ποίησης;». Ο Χέγκελ και ο Νίτσε είναι οι κατευ θείαν πρόγονοί τους. Και οι δυο - Χάιντεγγερ, Καζαντζάκης - προβληματίζονται στο πέραν της μήτρας-πατρίδας χώρο, έτσι που η οντολογία τους είναι και αυτή του μη-όντος. Και στους δύο η σκέψη τους, γνήσια μεταφυσική, αποκλείει κά θε θεολογία όπως εξάλλου το κάνει και η φιλο σοφία ολόκληρη από τον Πλάτωνα και εντεύθεν αρχινώντας ήδη με το ποίημα του Παρμενίδη («Περί φύσεως»), τον Ηράκλειτο και τους άλ λους προσωκρατικούς. Η αναγγελία του «θανά του του Θεού» από το Νίτσε, είναι και για τους δυο μια προϋπόθεση της σκέψης των, όταν η φι λοσοφία διαπιστώνει (από τον Πλήθωνα ήδη) ότι όχι μόνο δεν είναι θεολογική, αλλά εξαλείφει οριστικά μια από τις μεγάλες αυταπάτες ή ορά ματα της ανθρωπότητας. Σ’ αυτό βέβαια εκτός από την αναγγελία του Νίτσε, συντελούν ο Μαρξ, ο Φρόυντ και άλλοι, ο καθένας με τον τρόπο του. Στο σημείο, λοιπόν, της έσχατης συ νάντησής τους, εκεί που και για τους δύο η σκιά του Βούδα και η ανυπαρξία τούς κυριεύει, Κα ζαντζάκης και Χάιντεγγερ χωρίζονται κατά τ.-\· πιο επίμονο και δραματικό τρόπο: Ο Καζαντζακης συνεχίζει το ταξίδι του πέραν της μήτρας, όχι αναγκαστικά παλινδρομικό, φυλογενετικό και νατουραλιστικό, ούτε ως μια περιοδεία, τά χα, έξω από τα όρια του κλασικού ή του ελληνοευρωπαϊκού κόσμου (όρα τα σύμβολα της φοι νικιάς, της ελιάς και άλλα τέτοια στατικά σχή
που θα χρειαζόταν πολύ εργασία και χώρο για ν’ αναπτυχθεί. Περιορίζομαι, λοιπόν ξανά, ύστερα από μια δεκαετία, σε νύξεις μόνο επί του θέμα τος που αξίζει οπωσδήποτε διερεύνηση. Γρά φοντας όμως για τον Καζαντζάκη σημειώνω πως άλλη μια φορά συναντούμε το στοχαστή που πα ρά τη μακρόχρονη προπαρασκευή εκφράζει το κύριο έργο του με την πάροδο του χρόνου αποκλειστικώς ποιητικά ή μυθιστορηματικά. Είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς το στοχασμό του Καζαντζάκη χωρίς τον βαθύτατο προβληματισμό του με την πράξη, επίσης, και εδώ βρίσκεται η ζωτική καταφυγή του στην ποίηση, διότι η τε λευταία είναι μια δημιουργική πράξη του λόγου και όχι αφαίρεση. Μια αφαίρεση που κατά τη δημοτικιστική αντίληψη της εποχής του δεν κα θίστατο δυνατή αφού προϋπέθετε τη λόγια κατα βύθισή της στα ενδότερα μιας κατ’ εξοχήν μετα φυσικής γλώσσας όπως η ελληνική, μια διαχρο νία που φαντασιωτικά οι «δημοτικιστές» θεω ρούσαν ως αρχαϊκότητα και υποδούλωση σε προγενέστερα γλωσσικά πρότυπα, πράγμα που δεν ήταν έτσι αναγκαστικά, διότι απλούστατα αναζητούσαν μια «νεανικότητα» ή νεαροποίηση, ολισθαίνοντας συνήθως στο λαϊκισμό, ξεχνώντας ότι αυτό μπορούσε να κερδηθεί μόνο με μια δια χρονική αναζωπύρωση και τη δημιουργική της συγχρονία. την ελληνική βιβλιογραφία των δύο τελευ ταίων αιώνων το φαινόμενο τούτο είναι ο κανόνας: αξιόλογοι δηλαδή στοχαστές να στρέ
Σ
αφιερωμα/57 φονται αποκλειστικά στον ποιητικό λόγο ή την πεζογραφία με συμπαρομαρτούσες, ενίοτε, δοκιμιογραφικές τους εργασίες. Ο Καβάφης λ.χ. είχε βαθύτατη συνείδηση του ιστορικού του στοχα σμού - πράγμα που καταφαίνεται πλήρως στην ποίηση του - όταν έλεγε πως αν δεν έγραφε ποίηση θα έγραφε ιστορία. Ο Σολωμός επίσης: «Πρέπει πρώτα με δύναμη να συλλάβει ο νους...» και είναι ευτύχημα, ότι εκτός απ’ αυ τούς, εξαίρετοι στοχαστές, όπως ο Παπαδιαμάντης, Παλαμάς, Ροΐδης, Σικελιανός, εκφράσθηκαν κι αυτοί με τον ποιητικό λόγο. Διερωτώμαι όμως τί είναι αυτό που ύστερα από έναν Κοραή και Παπαρρηγόπουλο, τόσο αποκλειστικά ο ποιητικός κυρίως λόγος κέρδιζε τους στοχαστές μας; Γιατί παραλλήλως δεν βγήκε, ως ήταν φυσι κό, ένας ικανός αριθμός στοχαστών πρωτίστως ή φιλοσόφων, έστω και ελασσονών αλλ’ αξιόλο γων, όπως πριν από την ελληνική Επανάσταση συναντούμε μία αδιάλειπτη συνέχεια οπισθοδρο μώντας χρονικά: Δημ. Καταρτζής ή Φωτιάδης, Ιώσηπος Μοισιόδακας, Αλεξ. Μαυροκορδάτος, Θεόφιλος Κορυδαλέας, Βησσαρίων, μέχρι το με γάλο και κρίσιμο Γεώργιο Γεμιστό, τον Πλήθωνα; Τείνω να συσχετίζω το γεγονός (ασχέτως αν θα μπορούσε να σημειώσει κανείς και άλλους παράγοντες) με τη φάση της συνειδησιακής σχά σης του γλωσσικού μας υπόβαθρου και δομής που αντί να συνθέτει έτεινε να πολώνει τη γλωσ σική μας πραγματικότητα στη σπαστική και συ νεπώς ψευδή συνείδηση του ζητήματος καθαρεύ ουσα - δημοτική2. Αλλ’ επειδή κι αυτό το θέμα θα μας πήγαινε πολύ μακριά στην ανάλυσή του, μένοντας πάντα με τον Καζαντζάκη παρατηρώ ότι δεν υπήρχε «άλλη εκδοχή» παρά μόνο ο ποιητικός λόγος. Ο στοχαστικός ποιητής μπο ρούσε να κάνει τις γλωσσικές του υπερβάσεις και συστολές σε μια δημοτική που ο ίδιος την ετάνυε όσο κανείς άλλος, προσωποποιώντας την ταυτόχρονα. Το «όραμα», βέβαια, του Καζαν τζάκη ήταν ότι έπαιζε έναν δαντικό ρόλο σ’ ό,τι αφορά την ελληνική γλώσσα. Όμως ούτε υπήρχε καμιά γλωσσική αναλογία μεταξύ λατινικής ιταλικής (αφού η δεύτερη ήταν ένα, το πρωτότο κο ασφαλώς, τέκνο της γλώσσας του Βιργίλιου) και της ομηρικής - ελληνικής γλωσσογονίας που μόνο σαν μια και συνεχής γλώσσα είναι νοητή με τις ιστορικές φάσεις, την εξέλιξή της, ακόμη τις ιδιωματικές παραλλαγές, έστω και τις πιο εξε λιγμένες, όπως συνέβαινε με την κρητική σχολή ενός Κορνάρου ή Χορτάτζη. Σήμερα μόνο, νομί ζω, ύστερα από μια επώδυνη πορεία των σχέσεών μας με την ίδια μας τη γλώσσα, ξαναβρί σκεται η ενείδηση εκείνη του γλωσσικού μας ορ γάνου χωρίς την τεχνητή διάσπαση καθαρεύου σα - δημοτική που επιτρέπει τη διαχρονική της αξιοποίηση σ’ ένα συγχρονικό επίπεδο, κι αυτό είναι μια εργασία που έκαναν κυρίως μερικοί
πολύ αξιόλογοι ποιητές μας όταν στέκονταν έξω από νενικεύσεις και αγκυλωτικές θεωρήσεις, όπως ο Κάλβος και ο Καβάφης, μέχρι τους Καρυωτάκη, Παπατσώνη, Εμπειρικό, Εγγονόπουλο, Ελύτη, Βρεττάκο και κάποιους μεταγενέστε ρους. Ο Καζαντζάκης ωστόσο με τη στοχαστική του ποίηση - όχι τον ποιητικό του στοχασμό και την ιδιόγλωσσά της, δεν έμεινε σε καμιά γλωσσική δυσκαμψία, διότι η ποίησή του ασκώντας το «μαύρο μάτι τη θεωρίας» όπως λέ γει και ο Σικελιανός, συνδέεται πάντα με τα γε νετικά «γονίδια», μιας γλώσσας και από αυτή την άποψη επίσης η γλωσσική συμβολή του υπήρξε οριακή σε μια κρίσιμη φάση της γλωσσι κής μας ανέλιξης.
Σημειώσεις 1. «Νίκος Καζαντζάκης», αφιέρωμα. «Νέα Εστία», Χριστού γεννα 1977. 2. Η στοχαστική του Στρατηγού Μακρυγιάννη, υφολογικά, εί ναι μια αυθόρμητη και γοητευτική ιδιόγλωσσά, κράμα ρου μελιώτικων ιδιωματισμών, άλλων συναφών διαλέκτων, βαλκανικών ξενισμών και μεγάλης αφθονίας λέξεων της ελ ληνικής γλωσσικής διαχρονίας, χαρακτηριζομένων πολλάκις ως λογίων, χωρίς όμως συνωνυμικό αντίκρυσμα στο «φαντασιωτικό» σώμα της Δημοτικής. Γι’ αυτό η περίπτω ση του Μακρυγιάννη είναι εξαιρετική και καλειδοσκοπική, επιβεβαιώνουσα την υπόθεσή μου. Το ισοδύναμο αντίστοι χο στη ζωγραφική είναι η εκ-φραση του Θεόφιλου.
ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕ ΣΤΕΛΙΟΣ ΛΥΤΡΑΣ ΣΕΛΙΔΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΤΟΞΟΤΗ
Μια περιπέτεια στα πιο απαγορευμένα τοπία του ονείρου
58/αφιερωμα
Στα θεμελιακά ερωτήματα της ύπαρξης: από πού ερχόμαστε, πού πηγαίνου με, γ ια τί η ζωή, ο Καζαντζάκης απαντά: «Ερχόμαστε από μιά άβυσσο, πηγαί νουμε σε μια άβυσσο, το φωτεινό μεσοδιάστημα το λέμε ζωή». Στην τελευ ταία αυτή πρόταση υπάρχει το σπέρμα μιας απάντησης στην εναγώνια αναζή τηση για κάποιο νόημα που θα μπορούσε να έχει αυτό το ταξίδι. Είναι το ρήμα λέμε, δηλαδή ονομάζουμε. Από τη στιγμή που ονομάζεις κάτι σημαίνει ότι έχεις συνείδηση μιας δυνατότητας εκλογής και μιας πολυσημίας. Το πράγμα δέν σου επιβάλλεται σαν μια αναμφισβήτητη ουσία αλλά αναλαμβά νεις ΕΣΥ την ευθύνη να διαλέξεις μια από τις όψεις του και να της δώσεις όνομα.
αφιερωμα/59 στε το μεσοδιάστημα μπορούσε νά ’ναι και κάτι άλλο. «Ονομάζοντάς» το ζωή αφαιρούμε αυτόματα το στοιχείο «νόημα» από τη ζωή μια και νόημα είναι το κουκούτσι των πραγμά των και όχι ένας αυθαίρετος χαρακτηρισμός τους. Στο τρίτο λοιπόν ερώτημα, τί είναι ζωή, ο Καζαντζάκης απαντά έμμεσα: ό,τι την κάνεις εσύ να είναι, ό,τι πεις εσύ ότι είναι. Από μόνη της δεν έχει «Λόγο» (με όλες τις έννοιες του όρου) κανένα, είναι παράλογη ή και άλογη. Το βάρος αυτής της εκλογής είναι το βάρος της ύπαρξης κι αυτό είναι που σηκώνουν οι ήρωες του Καζαντζάκη. Αλλά ας προσπαθήσου με πρώτα να ορίσουμε αυτό το βάρος ή υπαρξια κό άγχος όπως είναι πιο γνωστό. Αυτό απορρέει από τη συνείδηση της απόλυτης σκλαβιάς και της απόλυτης ελευθερίας μαζί. Σκλαβιάς γιατί γνωρίζουμε το τέλος μας, το θάνατο. Παράξενο το ότι το μόνο πράγμα που γι’ αυτό είμαστε βέ βαιοι στη ζωή είναι αυτό που δε θα δοκιμάσουμε ποτέ, δε θα ’χουμε ποτέ την εμπειρία του. Αλλά αυτή η ατεκμηρίωτη σιγουριά γεννάει και τη λεφτεριά μας. Η ζωή μας είναι περατή αλλά η εκλογή μας είναι απέραντη. «Αν δεν υπάρχει Θεός όλα επιτρέπονται», λέει ο Ιβάν Καραμαζόβ. Αν έρχομαι από το σκοτάδι και πηγαίνω στο σκοτάδι τί με νοιάζουν οι συνέπειες της εκλογής μου, ποιό το νόημα της εκλογής μου; Ρωτάμε και η απόλυτη σιγή που ακολουθεί ση μειώνει ακόμη μια φορά το τίποτα, το κενό που μας τριγυρίζει και είναι αυτό που δημιουργεί το άγχος. Ο Keirkegaard λέει ότι είναι το προπατο- [ ρικό αμάρτημα. Ο Heidegger ότι είναι το οντο λογικό συσταστικό του συμπαντος. Ο Sartre λέει η ελευθερία ή η στιγμή που ερχόμαστε πρόσωπο με πρόσωπο με το ασχημάτιστο μέλλον μας. Στον Καζαντζάκη η υπαρξιακή αυτή αγωνία είναι ο Θεός, ή μάλλον τον ονομάζει Θεό. Μέσα σ’ αυ τόν τον Θεό περιέχεται ο μη Θεός, περιέχεται η σιγή, το αβάσταχτο βάρος της εκλογής. Ενώ δη λαδή ώς αυτό το σημείο η σκέψη του Καζαντζά κη πήγαινε σχεδόν παράλληλα με την υπαρξιστι κή σκέψη, εδώ λοξοδρομεί και μ’ ένα Κιρκεγκάντιο πήδημα ενώνει τα δύο ερωτήματα - του παράλογου της ζωής και της απούσας παρουσίας του Θεού σ’ ένα. Οι υπαρξιστές σταματούν στη μοναδική εκείνη στιγμή όπου τους αποκαλύπτε ται το παράλογο δηλαδή το ότι η μόνη γνώση; που έχουμε του κόσμου είναι η προσωπική σχέση μας (ΐαζί του. Ο Καζαντζάκης δε σταματάει που θενά. Δέχεται σαν μια a priori αλήθεια τη σχετι κή και εύθραυστη αυτή σύνδεση και ασυγκράτη τος πάει να εγκαταστήσει πάλι το Θεό όχι πια σαν μια αντίφαση, αλλά σαν επιβεβαίωση του δεν υπάρχει τίποτα. Τί είναι αυτός ο Θεός; Ο Θεός αυτός είναι η συνείδηση του ανθρώπου. Θα μπορούσε να ’χε πει: Τη συνείδηση αυτή τη λέμε Θεό.
Ω
δώ βέβαια ξανασυναντά τους υπαρξιστές και μαζί τους αγαπημένους του φιλοσόφους Μπέρξον και Νίτσε. Για τον Μπέρξον η συνείδη ση είναι ο απώτατος στόχος της δημιουργίας, όταν η ύλη εξελίσσεται σε ζωντανό οργανισμό για ν’ ανέβει κι άλλα ακόμη, άπειρα σκαλιά, ώσπου τέλος, μέσα από τον άνθρωπο να γίνει συνείδηση. Για τον Νίτσε, μόνο ο συνειδητο ποιημένος άνθρωπος μπορεί να γκρεμίσει έναν παλιό, άχρηστο κόσμο, καμωμένο από τυφλές δοξασίες, για να φτιάξει έναν καινούριο. 'Οσο για τους υπαρξιστές - και ιδιαίτερα τον Camus, - η συνείδηση είναι η μόνη απάντηση στην αυτο κτονία που θα ’ταν η λογική κατάληξη μιας άλο γης ζωής. Με την άγρυπνη ενέργεια κρατιέται ζωντανό το παράλογο και - όσο Λαράδοξο κι αν φαίνεται - το να είσαι μάρτυρας μοναδικός αυ τής της υπερβατικής ασυνέπειας είναι λόγος για να ζεις. Σ’ αυτό το σημείο - σταυροδρόμι στέκε ται κι ο Καζαντζακικός ήρωας. Άβυσσος μπρος, άβυσσος πίσω και κείνος βάζει για σκοπό του να χτίσει στο χάος. Πράττει μέσα σ’ αυτό το φωτεινό μεσοδιάστημα. Αλλά ποια είναι η υφή αυτών των πράξεων; Είναι πραγματικά ηρωικές; Σ’ ένα πρώτο πλησίασμα ναι. Ακόμη και οι μορ φές που έδωσαν έμπνευση και στη ζωή και στο έργο του Καζαντζάκη ήταν αυτές οι μεγάλες ψυ χές που ή πέφτουν ηρωικά, «γιατί στη ζωή τους τους έλαχε να φυλάγουν Θερμοπύλες» ή δρασκελούν τη γη αλλάζοντας την ιστορία του κόσμου:
Ε
Ο Ν. Καζαντζάκης και η Ελένη στο σπίτι τους στην Αίγινα 1944(;)
60/αφιερωμα Τσιγκισχάνος, Κων/νος Παλαιολόγος, Λένιν, Χριστός... Κι αλήθεια, τί πιο ηρωικό από την απόφαση του Καπετάν Μιχάλη να πεθάνει για τη λεφτεριά της Κρήτης, του Μανωλιού να θυ σιαστεί για να σταματήσει η αδικία των πλού σιων στους φτωχούς, ή του Χριστού που, ύστερ’ από ένα σύντομο όνειρο βολής και γήινης ευτυ χίας, ξυπνάει πάνω στο σταυρό του μαρτυρίου και λέει «καλά είμάι δω»; Όμως για τον κλασικό ήρωα η μόνη πραγματικότητα είναι οι πράξεις του. Μέσ’ απ’ αυτές δικαιώνεται η ζωή του, αθωώ νεται ή καταδικάζεται ο ίδιος, αναιρείται ή επι κυρώνεται η συνείδησή του. Αυτή η συγκέντρω ση σ’ ένα γεγονός, σε μια οριακή στιγμή, είναι που θα αποδείξει την ανθρωπιά του, το μεγαλείο του, τη δύναμη που έχει να ξεπερνά τις αδυνα μίες του για να φτάσει στο στόχο του. Το δίλημ μα που αντιμετωπίζουν ο Σιντ του Κορνέιγ, ως κι αυτός ο γεμάτος αμφιβολίες Αμλέτρς, είναι άμεσα δεμένο με την οπτική που έχουν του κα λού και του κακού και ποιά - αν υπάρχει - η σχέση ανάμεσα στις πράξεις τους κι αυτή την οπτική. ντίθετα, αν τις αναλύσουμε, οι πράξεις των ηρώων του Καζαντζάκη μοιάζουν με κουρ τίνες διάφανες πού πίσω τους στέκει μια άλλη πράξη, μάσκες που κάτω τους βρίσκεται ένα άλ λο πρόσωπο. «Δεν το ξέρεις; Κι όλη η ζωή δεν είναι τάχα ένα καμουφλάρισμα θανάτου. Αλλοίμονο σε κεί νον που βλέπει μονάχα τη μάσκα. Το τέλειο βλέμμα είναι να βλέπεις ταυτόχρονα μονοστραπίς τη γλυκύτατη μάσκα και πίσω της το αποτρό παιο πρόσωπο. Και να εναρμονίζεις, μέσα σου να βγαίνει μια νέα σύνθεση, άγνωστη στη φύση και να παίζεις μαστορικά σα δίδυμο αυλό τη ζωή και το θάνατο» λέει ο Καζαντζάκης στη «Ρουσία». Η Τέλεια ματιά, η Κρητική ματιά, η άλλη όψη των πραγμάτων, καταδίκη και σωτη ρία του ανθρώπου - Θεού όλ’ αυτά είναι η συνεί δηση, ο νους του ανθρώπου. «Βλογημένος ο αγέ λαστος αρχάγγελος, ο νους τΟυ ανθρώπου» λέει στο Χριστό. Ο Οδυσσέας στον Όμηρο μέσα από περιπέ τειες, δοκιμασίες, εμπειρίες πολεμάει να φτάσει το στόχο του, την Ιθάκη. Φτάνοντας εκεί τότε μόνο φωτίζεται και όλη η πορεία που προηγήθηκε και παίρνει την επική και τη συμβολική της διάσταση. Αν είχε μείνει στη μαγγανεία της Κίρ κης, στη γλύκα της Ναυσικάς, αν είχε ναυαγήσει ή αποτύχει, τίποτα δε θα λέγαμε τώρα για τον Οδυσσέα. Οι πράξεις του δε θά ’χαν κανένα νόημα μια και θα καταγκρεμίζονταν μαζί του στην άβυσσο της ανθρώπινης ανημποριάς. Ο Οδυσσέας του Καζαντζάκη ξεκινάει από μια άβυσσο κι αγκαλιάζει την άβυσσο ώς το τέ
Α
λος και στο τέλος. Οι πράξεις του και οι πιο εκ θαμβωτικές είναι μάσκες του ορατού, αισθητού, που τις πετάει μια μια για να προχωρήσει πιο πέρα; Πού; Στην ολοκλήρωση της συνείδησής του που στην τελική της έκφραση είναι και η συ νείδηση του κόσμου. Θεωρώ αυτή την αντιμετώπιση αντιηρωϊκή. Βέβαια θα πρέπει ίσως εδώ να κάνω μια αντι διαστολή ανάμεσα στη δική μου χρήση του όρου και τη συνηθισμένη ερμηνεία του που κύρια αναφέρεται στο σύγχρονο θέατρο και λογοτεχνία, όπου ο άνθρωπος είναι χαμένος πριν ακόμη αρ χίσει το «έργο» και από την αρχή του είναι δο σμένος ο άχαρος ρόλος του, το απόλυτο αδιέξο δό του, που παλεύει, πότε ψευτοελπίζοντας πότε σαν σε όνειρο, όσο να αποδειχτεί στο τέλος, πό σο ενάντια ήταν από πάντα γι’ αυτόν τα δεδομέ να του παιγνιδιού. Καζαντζάκη δεν υπάρχουν χαμένοι ή Σ τον κερδισμένοι.
«Δεν είναι η μοίρα παντοδύναμη- η ψυχή ’ναι του ελεύθερου του αγνού του αποκλεισμένου αν θρώπου» λέει στον Καποόίστρια. Γιατί εδώ οι πράξεις είναι λίγο πολύ ίσια μοιρασμένες στην μπαλάντζα της ζωής και του θανάτου. Το φοβε ρό ερώτημα που αντιμετωπίζει ο ήρωας, αντί ήρωας, του Καζαντζάκη είναι αν αυτός ο ίδιος θα αποφασίσει να είναι εκείνη η ολόστητη συνεί δηση που πότε πολεμώντας, πότε σκύβοντας, πό τε μισώντας, πότε αγαπώντας, άγιος τη μια στιγ μή επαναστάτης την άλλη, εκδικητής ή της αυτο θυσίας άγγελος, η άγρυπνη συνείδηση που γνω ρίζοντας πόσο περατά είναι τα όριά της, πόσο απέραντο το τίποτα που την τριγυρίζει, παρ’ όλ’ αυτά προχώράει ακράτητη και μαζί προχωράει στον κόσμο. Δεν υπάρχουν χαμένοι ή κερδισμέ νοι. Χρέος, ανηφόρα... Πότε χρέος προς τη γη και τους ανθρώπους, πότε ενάντιά τους ακολου θώντας την «κραυγή», πότε ανηφόρα της ψυχής μέσα από το πάθος και τη συμπόνια, πότε απο χωρώντας απ’ την κοινωνία των ανθρώπων, όλα θρέφουν το σκουλήκι όσο να πεταχτεί απ’ το κουκούλι του η πεταλούδα (μια εικόνα που τόσο του άρεσε του Καζαντζάκη) και να βρεθεί ολό κληρη στο γαλάζιο. Ποιά είναι η πιο σωστή πρά ξη; Αυτή που αυγαταίνει το παράλογο, που πλα ταίνει το ταξίδι. Ποιά ή ποιο λάθος; Η απραξία, η βολή, το χουζούρι, ο ύπνος χωρίς όνειρα. Αναφέρθηκα στην αρχή στον Οδυσσέα γιατί αυτός είναι ο Πρωτομάστορας, αυτός που μα στόρεψε, θαρρείς όλους τους ήρωες του Καζαν τζάκη. Σ’ αυτόν είναι ανάγλυφα τα στάδια της πάλης για την κατάκτηση της ολοκληρωτικής συ νείδησης, ενώ στα μυθιστορήματα, χωρίς να αλ λάζει η ουσία γίνεται μια παρέκλιση σε σχέση με την έκφραση αυτής της ουσίας. Πρώτα γιατί ο ίδιος ο Καζαντζάκης είδε τα μυθιστορήματά του
αφιερωμα/61 σαν κάτι άλλο, συγκεκριμένα σαν διασκέδαση. Είναι γνωστή η ιστορία του Χοζιάν Πηρονέτ, ο φούρναρης που φούρνιζε σαν μανιακός μέρες, βδομάδες και που και που κρέμαγε στην πόρτα του μαγαζιού μια ταμπέλα που ’γράφε: ΤΟ ΑΦΕΝΤΙΚΟ ΓΛΕΝΤΑΕΙ. Κι έπειτα πίσω πάλι στο φούρνο: «Όμοια και μένα μ’ έπιασαν ξαφνι κά τα μεράκια, το ’ριξα στο γλέντι άρχισα να γράφω μυθιστορήματα. Ο ΑΛΕΞΗΣ ΖΟΡΜΠΑΣ, ο ΧΡ. ΞΑΝΑΣΤΑΥΡΩΝΕΤΑΙ κι άλλα που θα γράψω αν θέλει ο Θεός...» και συνεχίζει ο Καζαντζάκης σε γράμμα στον Πρεβελάκη (6 Νοεμβρίου 1948): Να ξεσκάσω κι εγώ λίγο να προφτάσει και μένα το αχείλι μου να γελάσει να γυρίσει και μένα μια στιγμή ο νους μου τη ράχη του στην άβυσσο και να κοιτάζει τον πράσινο απάνω κόσμο...». Και τελειώνει: «Κι ύστερα αλαφρωμένος θ’ ανοίξω πάλι το φούρνο, θ’ ανά ψω τις μεγάλες φωτιές και θα γυρίσω πάλι το πρόσωπό μου κατά την άβυσσο.» Αφέθηκε λοι πόν κι ο Καζαντζάκης να γλεντήσει και να δα κρύσει με τα ανθρώπινα, όχι μόνο να μάχεται να τα ξεπεράσει. Πήρε λίγη απ’ τη φλόγα που μ’ αυ τή δούλευε - στο φουρνέλο της Ιδέας κι έστησε μ’ αυτή έναν κόσμο ιδωμένο από πιο κοντά ώς να τον συνεπάρουν οι μυρωδιές και να τον ζαλί σουν τα χρώματα μ’ έναν άλλο τρόπο. «Ο Χρι στός, ο Βούδας ο Λένιν είχαν χλωμιάσει μέσα μου, το χώμα της Κρήτης με είχε συνεπάρει... Θαρρείς πως πλούτισε το κρητικό χώμα πλούτι σε και η ψυχή μου· ένιωσε πως ήταν ζυμωμένη από περισσότερα παμπάλαια γέλια και δάκρυα. Κατάλαβα πάλι πόσο έντονα και με πόση μυστι κή βεβαιότητα βρίσκεται σε ανταπόκριση το χώ μα με την ψυχή· όμοια σίγουρα και το λουλούδι θα νιώθει μέσα του ν’ ανεβαίνει έρριζα και να μετουσιώνεται σε μυρουδιά και χρώμα η λάσπη», εξομολογείται ο Καζαντζάκης στην «Αναφορά στον Γκρέκο». Ήταν λοιπόν η Κρήτη η μαυλί στρα, η εμνεύστρα που τον παράσυρε να χαμη λώσει λίγο τη ματιά για ν’ αγκαλιάσει τον μαγικό κόσμο των παιδικών του χρόνων, εκεί απ’ όπου είχε ξεκινήσει η ζωή του και μαζί η πνευματική του πορεία. Στα μυθιστορήματα το αντί - ηρωικό στοιχείο της σκέψης του Καζαντζάκη συντελεί στο να βαθύνει η ανθρωπιά των τύπων της μι κρής κοινωνίας που περιγράφει. Γιατί απ’ όσο πιο κοντά κοιτάς τη ζωή και τους ανθρώπους τό σο βλέπεις πως δεν υπάρχουν νικητές και ηττημένοι. Σώζεται ίσως μόνο το χελιδονόψαρο που πετάει προς τον αέρα, αφήνοντας πίσω του την υγρή του πραγματικότητα, κινδυνεύοντας να χά σει την ανάσα του με κάθε νέο σάλτο. Ή ο χο ρευτής της μινωϊκής τοιχογραφίας που αντίκρυ στον ταύρο αναπαριστάνει το παιγνίδι της ζωής και του θανάτου, με κινήσεις που μαρτυρούν γνώση της αδυναμίας του, σεβασμό στη δύναμη του παντοδύναμου ζώου αλλά και τόλμη απίθα
νη. «Η αρετή του ανθρώπου σ’ άμεση επαφή με την άμυαλη παντοδυναμία». ώζεται ο άνθρωπος που πρώτα συνειδητο ποιεί κι ύστερα πράττει, πρώτα διαλέγει το Σ μέγεθος της ψυχής του κι έπειτα το μέγεθος της πράξης του. Και είναι αντι-ήρωας με την έννοια ότι από τη στιγμή που έχει σταθεί σ’ ένα τέτοιο μετερίζι, τά ’χει κερδίσει και τά ’χει χάσει απ’ την αρχή όλα. Έχει κερδίσει την τελείωσή του σαν άνθρωπος. Αλλά αδιάσπαστο μέρος αυτής της τελείωσης είναι η συνειδητοποίηση ότι «κι αυτό το ένα δεν υπάρχει», η εμπειρία δηλαδή της τέλειας απώλειας. Αυτή η γνώση έρχεται όχι σαν κατάληξη της αποτυχίας αλλά είναι αυτή η ίδια που καταργεί το διαχωρισμό της ανθρώπινης
1954-Αντίμπ.
δραστηριότητας στα δύο αυτά μάταια στρατόπε δα: επιτυχία - αποτυχία. Αλλά η μοναδικότητα του Καζαντζάκη είναι που συνέλαβε τη συνύπαρξη πράξης και γνώσης. Γιατί έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε πάντα τη μια να καταργεί την άλλη. Η πείρα μας μάς λέει ότι όσα περισσότερα ξέρεις τόσο λιγότερα μπο ρείς να πράξεις. Η γνώση παραλύει σαν το κώνιο γιατί αποκαλύπτει τη σχετικότητα του επι στητού. Δίνεσαι συνήθως στην πράξη όταν δεν γνωρίζεις την άλλη όψη των πραγμάτων. Ό χι όμως στον Καζαντζάκη. «Σαν διάβασα τη γραφή κι είδα πως δεν υπάρχει καμιά ελπίδα εξακολού θησε ο καπετάν Μιχάλης... δεν κατέχω μωρέ Πολυξίγκη τί μου ’ρθε, ποιος δαίμονας σηκώθη
62/αφιερωμα κε μέσα μου κι αντίς να κοπούν τα ήπατά μου αγρίεψα, αντρίεψα... Από τη μέρα πούχασα κά θε ελπίδα... μα το χώμα που πατούμε, θαρρώ πως είμαι αθάνατος. Ποιος μπορεί πια να με αγ γίξει; Από πού να με αγγίξει; Τί μπορεί πια πά νω μου ο θάνατος;» Η απροσκύνητη απελπισία του Καπετάν Μιχάλη και η γλυκειά αυτογνωσία του Ιησού στον «Τελευταίο πειρασμό». «Ο Ιη σούς βυθίστηκε σε βαθειά συλλογή- πόσες φορές τον είχε κυριέψει η αγωνία αυτή... και ρωτούσε: Ποιος είμαι; Γιατί γεννήθηκα; Τί να κάνω να σώσω τον κόσμο; Ποιος ο δρόμος ο πιο σύντο μος; Μπας κι είναι ο θάνατός μου;... Τί ευτυχία θάταν, λόγιασε να κάθομαι στην άκρη του ποτα μού, να βλέπω το νερό να κυλάει κατά τη θάλασ σα...» Η παραίτηση από τον αέναο αγώνα και η γα λήνια ενατένιση των ορατών είχε πάντα μεγάλη σαγήνη για τον Καζαντζάκη. Αν πούμε πως το φυσικό του περιβάλλον ήταν οι απόκρημνες βου νοκορφές της σκέψης και της ιδέας, η απλωμένη φύση τον γοήτευε σαν τον έρωτα που πάντα μας ξεφεύγει. ς θυμηθούμε εδώ τον άγιο στον «Φτωχούλη του Θεού» που δεν μπορούσε να ησυχάσει Α στην αγκαλιά του Θεού γιατί τον θάμπωνε ακό μη το πράσινο φυλλαράκι κάτω στη γη. Αυτή η έλξη εκφράστηκε με δυο διαφορετικούς τρόπους, σε διαφορετικές στιγμές της ζωής και του έργου του Καζαντζάκη. Το 1922-23 η φύση έγινε η μά για της Βουδινής ματιάς, εγγύηση της ματαιότη τας της επιθυμίας, ωκεανός ανακύκλωσης, γαλήνεψη κι απάντηση στην αγωνία του ανθρώπου. Καμιά εικοσαριά χρόνια μετά και με την εικόνα του Ζορμπά μπροστά (που μόνος του ήταν σαν όλη η φύση μαζί και μυαλό και καρδιά και ρου θούνια και αίμα και θεριό και λουλουδάκι) πλη σίασε μια άλλη φύση πού ’ταν πάντα εκεί, ολόι δια ακόμη και πριν αρχίσει ο Ανήφορος. Είδε ο Καζαντζάκης την κερασιά ν’ ανθίζει όχι μόνον σαν απάντηση του τί είναι Θεός, αλλά και σαν συνέπαρμα ζωής. Αυτό το συνέπαρμα, που κά ποια ώρα ένιωσαν όλοι οι μεγάλοι της αμφιβο λίας δάσκαλοι από τον Ιβάν Καραμαζόβ όταν λέει: «Θα βουτήξω την ψυχή μου μες σ’ αυτό που αισθάνομαι. Αγαπώ τα φύλλα, την άνοιξη, τον γαλανό ουρανό, αυτό είναι όλο. Δεν είναι θέμα νου ή λογικής - αγαπάει κανείς με το μέσα του, με το στομάχι του» ώς τον Φάουστ που σε στιγμή τέλειας απελπισίας γύρισε πίσω στη γη ακούγοντας τις Πασχαλινές καμπάνες που του θύμισαν τον Παράδεισο των παιδικών του χρόνων. Αυτή η ζωή που γεμίζει το μεσοδιάστημα με τον δικό της μυστηριακό τρόπο, μόνο μια άγρυπνη συνεί δηση που ’χει κάνει όλο το δρόμο απ’ την υπαρ ξιακή αγωνία ώς την ενόραση του τίποτα, μπο
ρεί να πλησιάζει πια με έναν άλλο τρόπο. Έτσι θαρρώ έφτιαξε κι ο Καζαντζάκης τα μυθιστορήματά του. Η άβυσσος είναι εκεί, ακλόνητη, και η απάντηση στα ερωτήματα της ύπαρξης θά ’ναι πάντα η υψηλή σιωπή. Ο Ιησούς γνωρίζοντας πια, μετά το όνειρο στο σταυρό, πόσο δική του ήταν η εκλογή πάει προς το ΤΕΤΕΛΕΣΤΑΙ. Κι ο Καπετάν Μιχάλης πάει προς τη Μάχη-θάνατο ξέροντας πως τα δύο αυτά είναι ταυτόσημα μες τη δική του μοίρα. Ούτε και που πιστεύει στη σωτηρία της Κρήτης μια κι ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ είναι και η απελευθέρωση απ’ την ελπίδα. Κι ο Μανωλιός θα περπατήσει ώς τον Αγά σαν πρόβατο για σφαγή. Πίστευε άραγε στο ρόλο του σαν Χρι στός; Ή θαρρούσε πως με τη θυσία του θα έσω ζε τους αδικημένους της Σαρακίνας; Ποιος ξέ ρει; Στα μυθιστορήματα του Καζαντζάκη αντί οι ιδέες να βρίσκουν τα ανθρώπινα, ιστορικά πρώτυπα του ηρωισμού - αντιηρωισμού, γίνονται το υπέδαφος, το χώμα που πάνω του ανθίζει η κε ρασιά της ανθρώπινης ύπαρξης, πότε χαμογελα στή στο σκάσιμο του ήλιου, πότε ανήμπορη στον ξαφνικό βοριά, πότε παλικάρι όταν με το μπουμπούκι της πολεμάει τον πάγο και νικιέται ή νικάει. Ο Καζαντζάκης, λοιπόν, έζησε το ανώφελο κι απ’ τις δυό μεριές της ανθρώπινης εμπειρίας. Το ανώφελο για ΛΙΓΟΥΣ όταν το χρέος, η Άβυσ σος κι η μοναξιά γίνεται η έκσταση του Σκούληκα - Νου που υψώνει λίγο το κεφαλάκι του σα να ’ταν ν’ αναποδογυρίσει τον κόσμο. Το ανώφε λο, για τους πολλούς, το πονεμένο κοπάδι των ανθρώπων (που για δαύτο δεν έτρεφε την ίδια περιφρόνηση με τον Νίτσε κι ας έγραφε στην «Οδύσσεια» κι αλλού πως δεν τον ενδιέφερε ο άνθρωπος μόνο η φλόγα που τον καίει, ας τον να λέει λέω εγώ) που κι αυτό - το άμοιρο κοπάδι μες στο χάος κολυμπάει και το ψυχανεμίζεται κιόλας μα πάει προς τη ζωή σαν τον σάλιαγκα προς τη βροχή. «Νομίζω πως πρέπει κανείς ν’ αγαπάει τη ζωή πάνω απ’ όλα μες τον κόσμο», λέει ο Αλιόσα. «Ν’ αγαπάει τη ζωή ανεξάρτητα απ’ το νόημά της;» ρωτάει ο Ιβάν. «Βέβαια, πρέπει νά ’ναι ανεξάρτητα από τη λογική. Μόνο τότε μπορεί κανείς να καταλάβει το νόημά της» απαντάει ο Αλιόσα. Κι ο Καζαντζάκης, «κι η λύτρωση, αυτό που λέγαμε λύτρωση κι απλώναμε απελπισμένοι στον ουρανό τα χέρια να τη φτάσουμε ένα κλωνί γίνηκε βασιλικός στ’ αυτί μου... Δε ναγάς τη μυρω διά του στον αέρα;»
* Διαβάστηκε στο Συμπόσιο Καζαντζάκη στο Ηράκλειο Κρή της, τον Νοέμβριο του 1986
αφιερωμα/63
Γιώργος Π. Σταματιου
Το ονειρικό στοιχείο στη ζωή
I---- και στο έργο του Καζαντζάκη---Στο πολυδιάστατο έργο του Καζαντζάκη, το ονειρικό στοιχείο αποτελεί μια διάσταση ευ-ανάγνωστη και πολύ-σημαντική. Σημαντική και από την άποψη της αναζήτησης των μηχανισμών που (υπο)κινούν την έμπνευσή του και από την άποψη της ανίχνευσης των σημείων που σηματοδοτούν μέσα και πάνω στο έργο του την όλη διαδικασία της μετάπλασης του αρχικού πυρήνα σύλ ληψης σε καλλιτεχνικό δημιούργημα. Διττός λοιπόν ο ρόλος των ονείρων στον Καζαντζάκη, όπως φαίνεται. Πηγή - αστείρευτη - έμπνευσης από τη μια, τρόπος έκφρασης ιδεών και συναισθημάτων, από την άλλη. 1. Η σημασία των ονείρων: μια σύντομη αναδρομή η σημασία που διαδραμάτισαν τα όνειρα στη ζωή και στο έργο του αναγνώρισε και Τ επισήμανε πρώτος ο ίδιος ο ποιητής της νέας
«Οδύσσειας». Ήδη από το 1922 είχε κάνει μια μικρή συλλογή ονείρων του, όπως μας βεβαιώνει σε επιστολή του προς τη Γαλάτεια, την πρώτη του γυναίκα: «στο προσεχές έργο του (ένας διά σημος καθηγητής της Ψυχολογίας στο Πανεπι στήμιο της Βιέννης) ... θ’ αναφέρει τρία τέσσερα
64/αφιερωμα όνειρά μου που του δίηγήθηκα»1. Αργότερα το κάπως πρόχειρο αυτό «ανθολόγιο» θα εμπλουτι στεί με νέες και πλουσιότερες καταγραφές, και θα προσπαθήσει ο Κ. συστηματικά και προγραμ ματισμένα, να το «αξιοποιήσει» δημιουργικά. Την ίδια πάνω κάτω εποχή, θέλοντας προφανώς να χρησιμοποιήσει κάποια από τα όνειρά του ω ς. κλειδιά μιας πιο κάθετης ενδοσκόπησης και ψυ χανάλυσης, μελετάει προσεκτικά «την περίφημη θεωρία του Freud για το ένστικτο και για τα όνειρα».2 Σχεδόν ταυτόχρονα, αρχίζει να εφαρ μόζει την «ερμηνευτική των ονείρων» για ψυχα ναλυτικούς σκοπούς πάνω στις ψυχές των ηρώων κάποιων από τις πρώτες τραγωδίες του.3 Η εφαρμογή της μεθόδου αυτής, αν δεν ενδίδει στους λογοτεχνικούς συρμούς της εποχής του με σοπολέμου (φροϋδισμός, σουρεαλισμός, συμβο λισμός, καφκισμός), αποκαλύπτει, σε μια περίο δο που παγιώνονται οι συντεταγμένες της ψυχής και του έργου του, την «ψυχοφυσιολογία του ποιητή και την αντιλογοκρατική αγωγή του», όπως σημειώνει και ο Παντελής Πρεβελάκης.4 Αργότερα θα επεκτείνει την ψυχανάλυση, μέσω των ονείρων τους, και στους άλλους ήρωες των τραγωδιών και μυθιστορημάτων του, κυρίως όμως στον Οδυσσέα της νέας «Οδύσσειας». Ένα από τα όνειρα-εφιάλτες του Οδυσσέα έχουν κα θαρά φροϋδική προέλευση. Είναι ο καταχωνια σμένος στα κατάβαθα του υποσυνείδητου οιδι πόδειος φόβος του άντρα μήπως σκοτώσει τον πατέρα και κοιμηθεί με τη μάνα. «Βαθιά τη σκο τεινή του αντρός νογάει λαχτάρα να σκοτώσει/το γερο-κύρη του και στα κρουφά να κοιμηθεί τη μάνα».5 Προς το τέλος της ζωής του, αλλά και ενωρίτερα ακόμη, όταν πια θα έχει συντελεσθεί το πλείστο του δημιουργικού του «ανήφορου», θα ομολογήσει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο ότι «στη ζωή μου, οι πιο μεγάλοι μου ευεργέτες στάθήκαν τα ταξίδια και τα ονείρατα».6 2. Τα ονείρατα (μαζί με τα ταξίδια), οι πιο μεγάλοι ευεργέτες την ομολογία τούτη, που επαναλαμβάνεται τόσο επίμονα, αυτούσια ή παραλλαγμένα,7 Σ και σ’ άλλα κείμενα του Κ., πρέπει να δώσουμε την εξής ερμηνεία: Τα όνειρα και τα ταξίδια με βοήθησαν να γνωρίσω τον μέσα μου και τον έξω κόσμο. Κι όχι μόνο να ανακαλύψω τις δυο αυτές διαστάσεις του είναι, την πραγματικότητα (ταξί δια) και την αναίρεσή της (όνειρα), τον αισθητό κόσμο και την καθ’ ύπνο φανταστική (και κατα κερματισμένη) μετεικόνισή του, αλλά και να συλλάβω τη θαυμαστή ενότητά τους. Γιατί ταξί δια και όνειρα, πραγματικότητα και φαντασία, βρίσκονται σε μια διαλεκτική σχέση θέσηςαντίθεσης: σύνθεσης. Μπορούμε ωστόσο να δώ σουμε και μιαν άλλη ερμηνεία στην χαρακτηρι
στική αυτή φράση του Κ., αντλώντας ερμηνευτι κά στοιχεία από την ίδια τη βιοθεωρία του. Ο Κ. βλέπει την ανθρώπινη ζωή μέσα από το πρίσμα της πραγμάτωσης ή όχι της ελευθερίας. Ο άν θρωπος βρίσκει την εγκυρότητα της ανθρωπιάς του μονάχα όταν κατακτάει την ελευθερία του, όταν λυτρώνεται από το καθετί που καταδυνα στεύει το σώμα του, το πνεύμα του και την ψυχή του. Τα ταξίδια ελευθερώνουν το σώμα και το πνεύμα, ενώ τα ονείρατα ελευθερώνουν την ψυ χή. Κι εδώ πάλι έχουμε μιαν αξιοσημείωτη συ ναίρεση ταξιδιών και ονείρων ως προς το κοινό σημείο αναφοράς: την ανθρώπινη ελευθερία. Ωστόσο, εκτός από τη σύγκλιση, υπάρχει και μια απόκλιση. Τα ταξίδια συχνά λυτρώνουν τον άν θρωπο από την καταδυνάστευση των ονείρων, μια και τα τελευταία αυτά είναι κυρίως καρπός στέρησης, προϊόν απραξίας, που έρχονται να θε ραπεύσουν τα ταξίδια ως κατ’ εξοχήν πεδίο δρά σης. Αλλά και τα όνειρα, μας λυτρώνουν από τα ταξίδια, που με τη συνεχή δράση τους και την ασταμάτητη επαφή με την πραγματικότητα, δεν αφήνουν την ψυχή να βυθιστεί στη σκοτεινή θά λασσα του υποσυνείδητου ή να αρμενίσει (το ρή μα επιλέχτηκε σκόπιμα ως ένας ακόμη κωδικός στη σκέψη και στην έκφραση του Κ.) στους γα λάζιους (ή μαύρους) ουρανούς της φαντασίας. Έτσι, όνειρα και ταξίδια, αναιρεί το ένα και άλ λο και, παράλληλα, συναιρούνται, αλληλοσυμπληρώνονται. Ο Οδυσσέας, όταν δε δρα (και δρω για τον Οδυσσέα σημαίνει, κυρίως, ταξι δεύω) ονειρεύεται, τότε μονάχα ονειρεύεται. Αλ λά και σ’ αυτή την περίπτωση, το όνειρό του έχει την υπόσταση ταξιδιού. «Μα ο ταξιδάς μηδέ στον ύπνο του δεν είχε χασομέρι'/καράβι ο νους του και ταξίδευε, γιαλός μακρύς ο γύπνος,/και ρίχνει ο νυχτοδούρης τα πανιά κι ονειρολιμενιάζει».8 Κι όταν πάλι ονειρεύεται, βρίσκεται σε κατάσταση μη-δράσης, ή έστω, προπαρασκευής της δράσης. Ενώ, αντίθετα, όταν δρα, δεν έχει χρόνο και νουν για ονείρατα. Πάντως, θα μας πει ο Κ. σε άλλη ευκαιρία, η καλύτερη μέθοδος λύτρωσης είναι το ταξιδεύειν και ονειρεύεσθαι στην πιο αρμονική και ισόρροπη συνύπαρξή τους. «Για ονείρατα μιλούσατε, θαρρώ, για μα κρινά ταξίδια!»? Αυτό άλλωστε το δυαδικό σχή μα «δράσης» θα προσπαθήσει (και θα επιτύχει) να το κάνει τρόπο ζωής του. Αλλά τί είναι τα όνειρα; Ποια η φύση τους, ποια η βαθύτερη υπόστασή τους; 3.
Η φύση των ονείρων
φύση των ονείρων, όπως την αποκαλύπτει ο Κ. στο έργο του, είναι σκοτεινή, ρευστή και αξεδιάλυτη, όπως ρευστό, σκοτεινό και αξε διάλυτο είναι το, υποσυνείδητο, απ’ όπου ανα δύεται. Στον πυρήνα κάθε ονείρου υπάρχει μια στέρηση, ένας ανεκπλήρωτος πόθος (όχι κατ’
Η
οφιερωμα/65 ανάγκην και αποκλειστικά ερωτικός) που αφορά το ένστικτο. «Το μέγα όνειρό του, που το ’φτιάξε ο Αζάντ μέσα στην πείνα και το αίμα, νάτο επι τέλους μπροστά του ζωντανή πραγματικότη τα».10 Ο άνθρωπος με τα όνειρα ζει κατ’ αναπλήρωση ό,τι του στέρησαν η ζωή, οι άλλοι άν θρωποι ή οι αναστολές που επέβαλε ο ίδιος στον εαυτό του. «Είναι σαν τα ξεδιάντροπα όνειρα που βλέπουν οι ασκητές και μπορούν να βα στούν, κάπως παρηγορημένοι, την παρθενία».11 Τα όνειρα εμφανίζονται σε κρίσιμες ώρες, ύστε ρα από τον συναισθηματικό ερεθισμό ή τον δια νοητικό παροξυσμό της ημέρας, για να ανακου φίσουν την ψυχή και το νου, είναι η ασφαλιστι κή δικλείδα τους. «Όταν στον ξύπνο μου ο νους μου τυραννιέται από ρωτήματα και δεν μπορεί να βρει άκρα, έρχεται ο ύπνος κι όλα τα απλο ποιεί και τα κάνει παραμύθι».12 Λίγες οι ανονείρευτες νύχτες, όταν έχει προηγηθεί μια έντονη συγκίνηση. Πολύ συχνά είναι «προϊόν» φόβου, οπότε το όνειρο παίρνει την υπόσταση ονειρωδυνίας, εφιάλτη (ο Κ. αρέσκεται να τον ονομάζει βραχνά). «Τα γεννά η φαντασία του ανθρώπου, βασιλιά μου. Τα γεννά ο φόβος. Ό ,τι έχουμε στο νου μας τη μέρα, το βλέπουμε τη νύχτα στον ύπνο μας...».12 Τα όνειρα άλλοτε ευχαριστούν, ανακουφίζουν την ψυχή, κι άλλοτε την τρομά ζουν και τη δυναστεύουν.14 Φέρνουν μηνύματα από κόσμους υπερβατικούς κι όχι μονάχα στους θεόληπτους. ανθρώπους. «Πάντα μου πίστεψα στις συμβουλές που μας δίνει η νύχτα...».15 «Τα ονείρατα είναι τα νυχτοπούλια του Θεού· φέρ νουν μηνύματα...».16 Το μήνυμά τους άλλοτε εί ναι αισιόδοξο, ελπιδοφόρο (η βαρκούλα-καρδιά με το τριγωνικό πανί) κι άλλοτε απαισιόδοξο (ο ποδηλάτης του ουρανού-θαλασσοπούλι, που στο ερώτημα αν υπάρχει ελπίδα για τον άνθρωπο, ξεψυχάει). Το όνειρο γεννάει την πίστη (βλέπε πάλι το όνειρο του Κ. με τη βαρκούλα-καρδιά που αρμενίζει με πρίμο άνεμο σε σκοτεινό ουρα νό), αλλά και η πίστη το όνειρο. Ακόμη επι δρούν λυτρωτικά στον άνθρωπο. Τον βοηθούν στην προσπάθειά του να αποδράσει από την πραγματικότητα, να ξεφύγει από την καταδυνά στευση του ορατού κόσμου. Είναι οι γέφυρες, τα περάσματα, από τον ορατό στον αόρατο κόσμο, ένας πρόσφορος τρόπος «φυγής». Τα ταξίδια τον φέρνουν σε επαφή με το πραγματικό, το ορατό, τα όνειρα τον απομακρύνουν απ’ αυτό. Ήδη μι λήσαμε για τούτα και στο κεφ. 2. Ωστόσο δε θα ’ταν περιττό να προσθέσουμε δυο λόγια ακόμη. Τα ταξίδια είναι η οριζόντια διάσταση του αν θρώπου, τα όνειρα η κάθετη. Αλλά και τα όνει ρα είναι μια μορφή ταξιδιού, στο φανταστικό. Κάθε όνειρο θα μπορούσαμε να πούμε μεταφορι κά είναι ένα μικρό, φανταστικό ταξίδι ανάμεσα στα δυο μηνίγγια του ανθρώπου, μέσα από τις βασιλόφλεβες της καρδιάς του.
Τα όνειρα, αν και παράλογα ή υπέρλογα, ορ γανώνονται «λογικά» από τον υπνώττοντα νου. Έχουν τη λογική τους. Υπακούουν σε κάποιους νόμους ενότητας και αλληλουχίας. «Έτσι μες στ’ όνειρο κάθε παραφροσύνη όχι μονάχα δικαιολο γείται μα και είναι απαραίτητη για να πάρει “λογική” το έργο».17 Σύμφυτη με τη λογική των ονείρων και την ιδιάζουσα σχέση τους με την πραγματικότητα είναι και η ικανότητά τους όχι μονάχα να επικυρώνουν το παρελθόν αλλά και να «προγραμματίζουν» (να προοιωνίζουν) το μέλλον. Ο Κ., χωρίς φυσικά να καταφεύγει στην ονειροσκοπία και ονειρομαντεία, αποδέχεται την αξία των ονείρων ως «αγγελιοφόρων του μελλούμενου». Ένα όνειρο που έρχεται και ξα νάρχεται επίμονα στον ύπνο μας, μας φέρνει ένα «μήνυμα» από το μέλλον, που, αν ερμηνευθεί σωστά ως προς την αλληγορία του, μπορεί να μας βοηθήσει στον προγραμματισμό της μελλο
1945 - Ο Ν . Καζαντζάκης με τον Γ. Κακριδή και τον επίσκοπο Κισσάμον στην Κρήτη.
ντικής μας πορείας. «Πολεμώ να θυμούμαι τα όνειρα, γιατί αυτά στάθηκαν μεγάλη βοήθεια στην ξύπνια ζωή μου».18 Τέλος, όταν πρόκειται αποκλειστικά για τη φύση του καζαντζακικού ονείρου, θα πρέπει να τονίσουμε ότι αυτό, σε ακραίες διαλεκτικές περιπτώσεις, αντιπαραβάλλεται με το «και το ένα τούτο δεν υπάρχει της Ασκητικής». Για το βουδιστικό τμήμα της ψυχής του Κ. «όλα είναι όνειρο, πόνος δεν υπάρχει, ασκήμια και θάνατος δεν υπάρχουν»19 ή «αχνόνειρο η ζωή θα ισκιοδιαβεί και θα χαθεί του ανέμου»20 ή «τ’ όνειρο απάλαφρα ονειρεύτηκε κι έγινε ο κόσμος».21 4.
Ό νειρ α και οράματα
ο έργο του Κ., στην πολυκειμενικότητά του, είναι εγκατάσπαρτο όχι μονάχα από όνειρα αλλά και από οράματα. Οι δυο αυτές λέξεις εί
Τ
66/αφιερωμα ναι από τις πιο εύχρηστες στο λεκτικό του, ύστε ρα από τις λέξεις Θεός και Ελευθερία (λύτρω ση). Εδώ βέβαια καταπιανόμαστε με το ονειρικό και θα πρέπει να παραμερίσουμε το οραματικό στοιχείο που σίγουρα του αξίζει ένα χωριστό με λέτησα. Ωστόσο, επειδή όνειρο και όραμα συ μπλωρίζουν στο έργο του Κ., είμαστε υποχρεωμέ νοι να επιση μόνου με σ’ αυτό εδώ το σημείο της μελέτης, πού διαχωρίζονται και πού ταυτίζονται οι δυο έννοιες. Το όνειρο είναι κατάσταση του ύπνου, ενώ το όραμα είναι πράξη εγρήγορσης. Ονειρευόμαστε, με κλειστά μάτια, στον ύπνο μας, και οραματιζόμαστε, με ανοιχτά (όχι πά ντα) στο ξύπνο μας. Το πρώτο αναμοχλεύει το σκοτεινό περιεχόμενο του υποσυνείδητου, ανα δύεται απ’ αυτό, χωρίς έλεγχο πλήρη του νου, ενώ το δεύτερο είναι μια συνειδητή και ελεγχό μενη ενέργεια (ή κατάσταση). Το όνειρο είναι σύμφυτο με την παθητική εγκατάλειψη της ψυ χής και την απραξία του νου, το όραμα είναι ανάταση της ψυχής, έκσταση. Αλλά τα όρια ανάμεσα στο όνειρο και στο όραμα, έτσι όπως χρησιμοποιούνται από τον Κ. οι δυο έννοιες, ιδιαίτερα στην «Οδύσσειά» του, είναι κάπως ρευστά. Μπορεί κανείς να οραματίζεται καθ’ ύπνον και να ονειρεύεται ξύπνιος. Δεν είναι άλ λωστε λίγες οι φορές όπου, στη συνείδηση του ίδιου του Κ., γίνεται ταύτιση των δύο εννοιών: όνειρο και όραμα, κυρίως στην περίπτωση που, αυτός που ονειρεύεται, βρίσκεται σε μια κατά σταση μισοΰπνωσης και μισοεγρήγορσης, στο με ταξύ ύπνου και ξύπνου. «Ξεντώθη ο γαβαθάς, ακράνοιξε τα φουσκωμένα μάτια,Ισα να ξεδιάκρινε όνειρο καλό στην κεφαλή του απάνω7και πάλε σφάλιξε τα βλέφαρα, μη σβήσει τ’ όραμά του».22 5. Ποια πρόσωπα του Κ. συνήθως ονειρεύονται Όνειρα βλέπουν σχεδόν όλα τα πρόσωπα των έργων του, κυρίως όμως ονειρεύονται οι «αλαφροΐσκιωτοι» όπως ο Κύψελος στην τραγωδία «Μέλισσα», οι στερημένοι που διοχετεύουν μέ ρος της ανεκπλήρωτης επιθυμίας τους στα όνει ρα όπως ο καπετάν-Μιχάλης του ομώνυμου μυ θιστορήματος, άτομα θεόληπτα και θεήλατα όπως ο γιος της Μαρίας στον «Τελευταίο πειρα σμό», ο «Φτωχούλης του Θεού» στο ομώνυμο βιογραφικό μυθιστόρημα και ο παπα-Γιάνναρος στους «Αδερφοφάδες», που επικοινωνούν με το Θεό καθ’ ύπνους, δεχόμενοι, μέσω των ονείρων, τα μηνύματά του («Τα ονείρατα είναι τα νυχτο πούλια του Θεού· φέρνουν μηνύματα...»), ασκη τές ή ασκητεύοντες που πειράζονται έντονα και βασανιστικά από τους λογής πειρασμούς, ακόμη και στον ύπνο τους, όπως ο Μανολιός του «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» και, κυρίως, ο γιος της Μαρίας (Χριστός) στον «Τελευταίο πειρα
σμό» (όλος ο τελευταίος πειρασμός του Χριστού είναι ένα όνειρο, το όνειρο μιας ευτυχισμένης επίγειας ζωής), άνθρωποι με αμφιβολίες ως προς το δίκαιο του εγχειρήματος τους, ή ένοχη συνεί δηση, ή σύγκρουση καθηκόντων, όπως ο Ιουλιανός και η Μαρίνα της τραγωδίας «Ιουλιανός ο Παραβάτης». Μα πιο συχνά απ’ όλους ονειρεύε ται ο ονειροπλάνητος Οδυσσέας κι ας βρίσκεται σε σύγχυση ως προς την αποδοχή ή μη των ονεί ρων. Ο Κ. παρουσιάζει το κατ’ εξοχήν πνευματικό τέκνο του (τέκνο αλλά και πνευματικό του γεν νήτορα) άλλοτε να καταφρονεί τα όνειρα («Κι ωστόσο ο δοξαράς, που ονείρατα καταφρονούσε ο νους του»2^) κι άλλοτε να διακηρύσσει «Πολύ μου αρέσει, αδέρφι, τ’ όνειρο και χέρα δε σηκώ νω!». Ας μη μας εκπλήσσει όμως η αντίφαση. Ο Οδυσσέας συγκερνά στο πρόσωπό του ιδιότη τες ψυχικές και πνευματικές αλληλοσυγκρουόμενες, που συνθέτουν ένα πρότυπο ολοκληρωμένου ανθρώπου. Ως ορθολογιστής και, κατ’ εξοχήν, άνθρωπος της δράσης είναι φυσικό να «καταφρονάει» τα όνειρα, ως αντιλογοκρατούμενος όμως και ονειροπόλος (οραματιστής) είναι πάλι φυσικό να αρέσκεται στα όνειρα και στα μηνύ ματα ή τα άσφαλτα σημάδια που στέλνουν. Αριθμούνται πολλές οι περιπτώσεις που ο θεοφονιάς Οδυσσέας, στο μακρύ ταξίδι που κάνει να βρει το Θεό του (δηλαδή την τελική λύτρω ση), ονειρεύεται ή πέφτει σε κατάσταση ονειρωδυνίας (ονειρικού εφιάλτη). Κυρίως ονειρεύεται, το είπαμε και στην αρχή του μελετήματος, όταν δεν ταξιδεύει και δεν δρα γενικά, αλλά βρίσκε ται σε αναγκαστική απραξία (αιχμαλωσία, φυ λάκιση, μακρόχρονη αναμονή κ.λπ.). Στο πέρας του ταξιδιού του που συμπίπτει με το τέλος του έπους, ο Οδυσσέας βρίσκεται σε μια μόνιμη σχε δόν ονειρική κατάσταση. Έτσι καθώς είναι γυ μνός και απογυμνωμένος από το καθετί, πάνω στο παγόβουνο της τελικής δοκιμασίας και λύ τρωσής του, κάνει προσκλητήριο «τεθνεώτων». «Βλέπει», λοιπόν, σαν μέσα από όνειρο, να «πα ρελαύνουν» όλα εκείνα τα ανθρώπινα πλάσματα που σημάδεψαν τη ζωή του βιολογικά (μητέρα, πατέρας), συναισθηματικά (Πηνελόπη, Τηλέμα χος, σύντροφοί του), ερωτικά (Ελένη), ηθικά (Νίτσε), ιδεολογικά (Προμηθέας, Χριστός, Βού δας κ.ά.) κ.ο.κ. Δεν είναι ακριβώς ονείρατα αυ τά, δηλαδή αλληλουχία φανταστικών εικόνων. Ούτε πάλι οράματα, αν και υπάρχει το οραματι κό στοιχείο μέσα τους, όπως εξηγήσαμε ήδη. Εί ναι πιο πολύ ονειροπολήσεις και αναπολήσεις, φευγαλέες φυσικά, συγκεκριμένων προσώπων και βιωμένων καταστάσεων, που περνούν μπρο στά του σε μια ατέλειωτη παρέλαση (λιτανεία) και κάνουν τα σπλάχνα του Οδυσσέα να ξερριζώνονται, το πνεύμα του να αδειάζει και την ψυχή του να λυτρώνεται βαθμιαία και οριστικά από τα πάντα, ώς την τελική λύτρωση, τη λύτρω-
αφιερωμα/67 ση από την ελευθερία, το υπέρτατο αυτό λυτρω τικό βίωμα που αξιώνεται ο μεγάλος ταξιδευτής και ονειρευτής, λίγο πριν από το θάνατό του. 6.
Ονείρατα βιωμένα
και η ψυχή του ίδιου του Κ. κατακλύ ζεται από όνειρα. Όνειρα ευπρόσδεκτα, Α λλά αφού, όπως μας λέει ο ίδιος «πάντα πίστεψα στις συμβουλές που μας δίνει η νύχτα».25 Ό νει ρα που «φραίνουν το σπλάχνο του»,26 «του απο καλύπτουν χωρίς φτιασίδια, το αληθινό πρόσω πο της ψυχής»,22 και του «ετοιμάζουν την εργα σία της ακόλουθης ημέρας».28 Τα όνειρα αυτά τα καταγράφει σε ειδικά σημειωματάρια,29 συχνά σπεύδει με λαχτάρα να τα ανακοινώσει σε φί λους, και τα αξιοποιεί δημιουργικά, όπως θα εξηγήσουμε στη συνέχεια. Εκτός από εκείνα που ανθολόγησε ο ποιητής, θέλοντας και μ’ αυτόν τον τρόπο να επιβεβαιώσει τη σημασία τους, τό σο για την προσωπική όσο και για τη δημιουργι κή ζωή του, αναφέρει και κάποια άλλα, τα πε ρισσότερα δευτερεύοντα, στην πλούσια αλληλο γραφία του.30 Έτσι έχουμε έναν ικανό αριθμό αυθεντικών προσωπικών ονείρων του Κ., ονεί ρων βιωμένων, από τα οποία ξεχωρίζουν τέσσε ρα. Το πρώτο είναι το όνειρο, στο οποίο κυριαρ χούν τα σύμβολα: πηχτή σκοτεινή θάλασσα, ου ρανός χαμηλός και κατάμαυρος, και η βαρκούλα-καρδιά με το τριγωνικό πανί που «έλαμπε σαν αυτόφωτο και ήταν γεμάτο άνεμο πρίμο».31 Την εξήγησή του μας τη δίνει ο ίδιος ο δημιουρ γός της «Αναφοράς...». Ας αφήσουμε και πάλι να μας αγγίξει ο κρουστός και μυστικόπαθος λό γος του: «Σε δύσκολες στιγμές, όταν όλα γύρα μου σκοτείνιαζαν κι οι πιο ακριβοί μου φίλοι κι οι πιο σίγουρές μου ελπίδες με παρατούσαν, πό σες φορές δεν έκλεινα τα μάτια και δεν έβλεπα ανάμεσα από τα ματοτσίνουρά μου τη βαρκούλα αυτή κι η καρδιά μου έπαιρνε κουράγιο, τινάζουνταν απάνω, όρτσα και μη φοβάσαι! μου φώ ναζε κι έσκιζε το σκοτάδι!».32 Το δεύτερο όνειρο έχει κι αυτό ευδιάκριτο συμβολισμό: ο ποδηλά της που «αρμενίζει ατάραχος από τη μιαν άκρη του στερεώματος στην άλλη»· ξαφνικά κάπου σκοντάφτει, γκρεμίζεται στο σκοτάδι και πέφτει. Αλλά τώρα δεν είναι ο ποδηλάτης της αρχής, εί ναι θαλασσοπούλι. Η συνείδηση του ποιητή το ρωτάει: «Θαλασσοπούλι, σε παρακαλώ, πες μου! Υπάρχει ελπίδα για τον άνθρωπο;». Και το που λάκι γέρνει στο πλάι το κεφαλάκι του και ξεψυ χάει.33 Το τρίτο αναφέρεται στο θεό Έπαφο: «Προχτές είδα ένα όνειρο χαραχτηριστικό: Κά ποιος, μονάχα τα χείλια του διέκρινα, ήρθε και με ρώτησε: «Ποιος είναι ο Θεός σου; Κι εγώ αποκρίθηκα αδίσταχτα: “Ο Βούδας - Ό χι, ο Έπαφος!” μου αποκρίθηκε κι αφανίστηκε. Και τώρα βλέπω πως αλήθεια είναι ο Έπαφος. Ό ,τι σκεφτώ ή γράψω, αν δεν είναι χειροπιαστό, αν
δεν έχει σώμα, μου είναι ολότελα αντιπαθητικό και ανούσιο... Τ’ όνειρο αυτό θα με διευκολύνει πολύ σε όλη την επίλοιπη ζωή μου».34 Το τέταρ το όνειρο, με το οποίο κλείνουμε την επιλογή των προσωπικών ονείρων του Κ. αξιοποίηθηκε «φιλολογικά» από τον ίδιο όσο κανένα άλλο· αποτέλεσε την αρχική σύλληψη και τον πυρήνα της «Αναφοράς...»: «Χτες βράδυ είδα ένα εξαί σιο όνειρο για τον Greco. Όλη νύχτα μαζί, σπίτι του, τρώγαμε, μιλούσαμε κρητικά, γελούσαμε· μεταξύπνησα και πάλι κοιμήθηκα και συνέχισα τ’ όνειρο. Δεν μπορώ βέβαια, με λόγια να πω, μα θυμούμαι καλά πλήθος λεπτομέρειες και βρήκα ένα σχέδιο να γράψω αργότερα τις Κουβέντες με τον Greco. Ένιωσα πολλή χαρά».35 7.
Τα όνειρα, η πιο αποκαλυπτική έκφραση της αλήθειας
στόσο ο Κ. δεν περιορίζεται στη χρησιμο ποίηση των ονείρων ως απλών εκφραστι κών μέσων για να απογειώσει την απεικόνιση της πραγματικότητας από το ρεαλιστικό στο ποιητικό πεδίο και να προσδώσει μιαν ακόμη διάσταση στο, και χωρίς το ονειρικό στοιχείο,
Ω
1955 - Γχούνσμπαχ. Με τον Άλμπερτ Σβάιτσερ
68/αφιερωμα πολυδιάστατο έργο του. Προχωράει, όπως το εί παμε και στην αρχή, και σε μια καθαρά συμβολι κή (συμβολιστική θα ’ταν το πιο σωστό) έκφρα ση, δια των ονείρων-συμβόλων της εσώτατης κί νησης της ψυχής του. Ο Κ. φιλοδόξησε να εκφράσει το είναι του όχι κατά τρόπο ψυχρά ορθο λογιστικό αλλά πρωθόρμητο, κι ας απατούν τα φαινόμενα. Το κατ’ εξοχήν εργαλείο της δου λειάς του δεν είναι η λογική αλλά το πάθος και το ένστικτο. Δε γράφέι με μελάνι αλλά με αίμα, με το ιχώρ της ψυχής του. Δεν προσπαθεί να κλείσει τα μάτια μπροστά στην άβυσσο, αλλά στέκει αντικρυστά, με τα μάτια ορθάνοιχτα, με «κρητική ματιά», και, πριν από το αναπόφευκτο γκρέμισμα, βγάζει κραυγή μεγάλη. Αυτό είναι το έργο του Κ., μια στεντόρεια, ανέλπιδη και απελ πισμένη Κραυγή μπροστά στο Τίποτα. Μια ηρωική και αξιοπρεπή στάση ζωής. Ο Κ. λοιπόν είναι ένας πρωθόρμητος ποιητής, όπως τον χα ρακτήρισε και ο Κωστής Παλαμάς. Φιλοδοξεί να εκφράσει άμεσα «το πιο αψηλό πάτωμα της αλή θειας, την ίδια την ψυχή του ανθρώπου». Πι στεύει λοιπόν στα όνειρα μια και αυτά «ξεσκε πάζουν χωρίς φτιασίδια το αληθινό πρόσωπο της ψυχής»3®και ασκεί την ψυχή του στο να δε χθεί και να αποκρυπτογραφήσει τα μηνύματά τους. Είναι φυσικό επομένως να τα χρησιμοποιεί ως «δοχείον» μετάγγισης αυτής της αλήθειας στους αναγνώστες-δέκτες του. Η ζωή, σε τελική ανάλυση, είναι όνειρο.37 Επομένως η ουσία της αποκαλύπτεται, αλλά και εκφράζεται, με τα όνειρα. Αυτή τη μεγάλη αλήΣημ^ιώσεις 1. «Επιστολές προς τη Γαλάτεια», εκδ. «Δίφρος», Αθήνα 1958, σελ. 24. 2. Όπου παραπάνω, σελ. 24. . 3. Όπως ο «Χριστός» και ο «Βούδας». Ο απωθημένος π.χ. έρωτας της Μαρίας της Μαγδαληνής προς τον Χριστό που καταπιέζεται στο ξύπνο και βρίσκει τρόπο να εκδηλωθεί, με σπαρταρίσματα και «Πανάτρομες ψιλές φωνές», στον ύπνο, έχει φανερή φροϋδική προέλευση («Θέατρο Β Χρι στός», εκδ. Ελένης Καζαντζάκη, Αθήναι 1970, σελ. 18). 4. «Ο ποιητής και το ποίημα της Οδύσσειας», εκδ. «Βιβλιο πωλείου της Εστίας Ι.Δ. Κολλάρου και Σίας», Αθήνα, δ.χ., σελ. 177. 5. «Οδύσσειας» Υ, στ. 979-980. 6. «Ο βίος και η πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά», εκδ. Ελένης Καζαντζάκη, έκτη έκδοση, Αθήναι 1969, σελ. 7. 7. «Νίκο Καζαντζάκη, ρωτάει ο Ρομπέρ Σαντούλ, ποιο πρά μα είχε τη μεγαλύτερη επίδραση στη ζωή σας; “Τα όνειρα και τα ταξίδια!” απαντάει αδίσταχτα ο Καζαντζάκης» («Ταξιδεύοντας Ιαπωνία-Κίνα», εκδ. Ελ. Καζ., έκτη έκ δοση, Αθήνα 1964, από τον «Επίλογο» της Ελένης Ν. Κα ζαντζάκη, σελ. 240). 8. «Οδύσσειας» Δ, στ. 504-506. 9. Όπου παραπ., στ. 1185. 10. «Τόντα-Ράμπα», εκδ. Ελ. Καζ., δεύτερή έκδοση, Αθήνα 1969, σελ. 80. 11. «Ταξιδεύοντας Αγγλία», εκδ. Ελ. Καζ., πέμπτη έκδοση, Αθήνα 1964, σελ. 267. Τέτοια εδάφια υπάρχουν πολλά στο έργο του Κ. Τα περισσότερα αναφέρονται στη στέρηση της ελευθερίας. Νά ακόμη ένα παράδειγμα: «Νειρεύεται τη
θεία θα αναλύσει ο ίδιος ο Κ. στην «Αναφο ρά...» του κι αυτή τη μέθοδο θα εφαρμόσει στο κατ’ εξοχήν δημιούργημά' του την «Οδύσσεια», στην οποία το όνειρο κατέχει μια ξεχωριστή θέ ση, όπως μας δόθηκε η ευκαιρία να το τονίσουμε επίμονα στα προηγούμενα. Τα όνειρα της «Οδύσσειας» λειτουργούν προς διάφορες κατευ θύνσεις, θεραπεύοντας όλες τις ανάγκες, διανοη τικές, συναισθηματικές, μεταφυσικές, ακόμη και ψυχαναλυτικές, τόσο του Οδυσσέα, όσο και των άλλων προσώπων του πολυπρόσωπου ποιήματος-ποιητή «...ταξιδεύουν τον “αδράγατο νου” σε μακρινούς κόσμους, φανερώνουν τα μελλού μενα, αναπληρώνουν τις στερήσεις του ξύπνου, κατευθύνουν σε παράδοξες πράξεις, αποσαφηνί ζουν ή αισθητοποιούν τους στοχασμούς, δίνουν διέξοδο στις απωθημένες επιθυμίες...».38 Κι ακόμα, έτσι καθώς οργανώνονται λογικά από τον Καζαντζάκη, στηρίζουν, με τις εικόνες και Τ.(ί σ ύμβ ολά τους, με την υποβολή και τη μαγπ'α τους αν θέλετε, το πελώριο βιοθεωρητικό και κοσμοθεωρητικό οικοδόμημα του Κ., αυτό που προσφυέστατα ο Παντελής Πρεβελάκης ονόμασε ηρωικό πεσιμισμό ή διονυσιακό μηδενισμό. Κι ούτε θα ήταν υπερβολή να πούμε, τελειώνοντας, ότι ολόκληρη η «Ασκητική» με το μηδενιστικό της κήρυγμα «Και το ένα τούτο δεν υπάρχει» βρίσκει την πιο τέλεια έκφρασή της στο τελικό όνειρο-όραμα του Οδυσσέα, όπου η ψυχή του ήρωα γυμνή από κάθε σκέψη, συναίσθημα και επιθυμία, βυθίζεται στην ανυπαρξία και στο Τί ποτα. λευτεριά του ο σκλάβος/ και την καλωσορίζει στ’ όνειρό του» (Θέατρο Α· Προμηθέας Δεσμώτης», εκδ. Ε.Κ., δεύ τερη έκδοση, Αθήναι 1964, σελ. 138). 12. «Αναφορά στο Γκρέκο», έκδ. Ε.Κ., τρίτη έκδοση, Αθήνα 1965, σε. 438: 13. «Στα παλάτια της Κνωσού», εκδ. Ε.Κ., Αθήνα 1981 σελ. 396. 14. Η πηγή ενός ονείρου (φόβος, ανεκπλήρωτος φόβος, έντονη συγκίνηση κ.λπ.) προσδιορίζει την ποιότητά του και επι κυρώνει τον χαρακτηρισμό του. Έτσι έχουμε, μέσα στο καζαντζακικό έργο, μια αξιοπρόσεκτη ποικιλία χαρακτη ρισμών τού ονείρου από τους πιο αρνητικούς ώς τους πιο θετικούς: εφιαλτικό, τρομερό, φοβερό, άσπλαχνο, ζοφό και σκούντουλο, απαίσιο, άσκημο, κακό (κακόνειρο), ανόσιο, ξεδιάντροπο, απελπισμένο, παράξενο, χωματένιο, απίθανο, μαντατοφόρο, λαμπρό, καλό κι ευλογημένο, αγνισμένο, γλυκό (γλυκόνειρο), γλυκύτατο, ωραίο, όμορ φο, γοητευτικό, καταπληχτικό, θαυμάσιο, σπαθάτο σαν επιφοίτηση, βασιλόνειρο, ονείρου όνειρο. Υπάρχουν ακό μη όνειρα παλιά και καινούρια (νεανικά), αχνά (άχναρα) και ολοζώντανα, μάταια και πλάνα, μεγάλα και απέρα ντα, βουβά και πυκνά, γρήγορα και βαθιά, ξωτικά και πυ ρωμένα, εκστατικά, απίστευτα, αλλόκοτα, ασυνάρτητα, παντέρμα, νυχτονείρατα. Και στην κορυφή όλων αυτών ακουμπάει ανάλαφρα «το μέγα Όνειρο, ο Θεάς». 15. Όπου και στην υποσ. 12, σελ. 439. 16. «Ο Φτωχούλης του Θεού», εκδ. Ελ. Καζ., πέμπτη έκδοση, Αθήνα 1864, σελ. 16. 17. «400 'γράμματα του Καζαντζάκη στον Πρεβέλάκη», εκδ. Ε.Κ., Αθήνα 1965, γρ. 116, σελ. 214. Εδώ ο Κ. αναφέρεται στην περίπτωση που ένα όνειρο μπορεί να οργανωθεί σε έργο τέχνης, να αποτελέσει τον θεματικό πυρήνα του.
αφιερωμα/69 18. Απόσπασμα από όνειρο που είχε καταγράψει ο ίδιος ο Κ καί το είχε διηγηθεί στον φίλο του Max Tau. Κοίτα ■s Εστία», Χριστούγεννα 1959, σελ. 31 και «Καινούρια I χή», φθινόπωρο 1958, σελ. 139. 19. «Θέατρο Γ· Βούδας», εκδ. «Δίφρος», Αθήνα 195(>. 452 (και 634). 20. «Οδύσσειας» Ψ, στ. 1061. 21. «Οδύσσειας» Α, στ. 68. 22. «Οδύσσειας» Κ, στ. 942-944. 23. «Οδύσσειας» Θ, στ.·1126. 24. «Οδύσσειας» Θ, στ. 1193. 25. Όπου και στη σημ. 12, σελ. 439. 26. Όπου και στη σημ. 18 («Νέα Εστία»), σελ. 31. 27. Όπου και στη σημ. 12, σελ. 53. 28. Ό που παραπ., σελ. 590. 29. Τη μαρτυρία την οφείλουμε στον Π.Π., ο οποίος μας απο καλύπτει ότι είχε συγκεντρώσει καμιά τριανταριά όνειρα για δημοσίευση. Το ίδιο είχε κάνει και η δεύτερη γυναίκα του η Ελένη. Οι μικρές αυτές ανθολογίες ονείρων δεν εί δαν, απ’ ό,τι ξέρουμε, το φως της δημοσιότητας. Ας ευχη θούμε ότι θα το δουν μελλοντικά. Κοίτα όπου και στη σημ. 17, σελ. 186. 30. Ήδη μετρήσαμε δεκαπέντε περίπου όνειρα ομολογημένα από τα γράμματα του Κ. στη Γαλάτεια, στην Ελένη, στον «αδελφό» Πρεδελάκη και στους γονείς του. 31. Όπου και στη σημ. 18 («Νέα Εστία», σελ. 31. Δες και «Καινούρια Εποχή», Φθινόπωρο 1958, σελ. 139 (μικρή παραλλαγή του ονείρου από την αφήγηση του Max Tau). Δες και «Ασυμβίβαστο» (εκδ. Ελένης Καζαντζάκη, Αθή να 1977), σελ. 127. Το ίδιο σημαδιακό όνειρο περνάει στην «Αναφορά...», σελ. 398 και στο «Οδύσσειας» Κ, στ. 507513. 32. Ό που και στη σημ. 12, σελ. 399. 33. «Νέα Εστία», Χριστ. 1959, σελ. 31. 34. Ό που και στη σημ. 17, σελ. 408. Δες όπου και στη σημ. 7. σελ. 8. 35. Ό που και στη σημ. 17, σελ. 102. Δες και «Ασυμβίβαστο», σελ. 279. 36. Όπου και στη σημ. 12, σελ. 53. Από τα ευάριθμα εδάφια της «Αναφοράς», όπου εξαίρετοι η αποκαλυπτική δύναμη . των ονείρων στην πιο καίρια και ουσιαστική έκφραση της αλήθειας, αναφέρουμε και τούτο ακόμη: «...πάντα τα όνειρα στάθηκαν στη ζωή μου άσφαλτοι οδηγοί· ό,τι στον ξύπνο μου τυραννούσε το μυαλό μου, πλέκουνταν και περιπλέκουνταν και δεν μπορούσε να βρει τη σίγουρη απλή του λύση, στ’ όνειρό μου λαγάριζε, πετούσε τα περιττά, κι απόμενε λυτρωμένη πολύ απλή η ουσία» (σελ. 398). 37'. Η τραγική αυτή διαπίστωση συχνά επαναλαμβάνεται στο έργο του Κ.: «όνειρο ο κόσμος γαλανό και πράο/και τ’ όνειρο στον ουρανό αμολήθη·/και το κρατώ σα χαρταϊτό και πάω!» ( «Τερτσίνες· Παππούς-πατέρας-εγγονός», εκδ. Ελ. Καζ., Αθήνα I960, στ. 158-160). 38. Όπου και στη σημ. 4., σελ. 177 Μικρή βιβλιογραφία (σχετική με το θέμα μας) - Παντ. Πρεβελάκη: «Ο ποιητής και το ποίημα της Οδύσ σειας», εκδ. «Εστίας», Αθήνα, δ.χ. (κεφ. που αφορούν τη με λέτη μας. Η σφραγίδα του Freud, σελ. 153, Τα όνειρα στην Οδύσσεια, σσ. 177-178 και Αντιλογοκρατία ·τελ. 178). - «Νέα Εστία», Χριστούγεννα 1959, μεγάλο αφιέρωμα στον Ν.Κ. (στη σελ. 31 έχουμε ανακοίνωση από τον Π.Π. δυο ονεί ρων που είχε καταγράψει ο ίδιος ο ποιητής της νέας «Οδύσ σειας»). - Έλλης Αλεξίου: «Για να γίνει μεγάλος», έκδοση δεύτερη συ μπληρωμένη, «Δωρικός», Αθήνα 1966 (κεφ. Τα όνειρα, σσ. 336-340). - Κλεοπάτρας Λεονταρίτου: «Η νεορομαντική βιοθεώρία τον Καζαντζάκη. Η ποίηση της ζωής», εκδ. «Θεμέλιο», Αθήνα 1981, (στις σσ. 64, 163-164, 166, 184, 207, 222-223, 227, 296, 300, 309 και 343 γίνεται συσχετισμός του καζαντζακικού «ονεί ρου» με τη ρομαντική γλώσσα και, κατ’ επέκταση, τη «ρομαν τική βιοθεωρία» του Κ.).
ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕΙ
...Πέρασα από jov κινηματογράφο στην πο λιτική με μια μικρή κίνηση. Ήταν την ημέ ρα που αυτοπυρπολήθηκε στην κορυφή της Vaclavske Namesti ο Jan Palach. Τα κείμενα των ξένων ανταποκριτών σφαγιάστηκαν από μια αμείλικτη λογοκρισία. Πέρασε μό νον η είδηση τη στιγμή που ο κόσμος είχε ανάγκη από ολόκληρη την αλήθεια,;η οποία είναι κάτι παραπάνω από την είδηση. Στην Πράγα παιζόταν τις μέρες εκείνες το φιλμ του Jean-Luc Godard Με κομμένη την ανά σα, και το ίδιο βράδυ κάθισα στη γραφομη χανή μου και έγραψα το πρώτο πολιτικό κείμενο με τη μορφή κινηματογραφικής κρι τικής. Τίτλος: «Οι Πραγινοί παρακολου θούν με κομμένη την ανάσα το τέλος». Το αποφασιστικό βήμα είχε γίνει. Από τότε η κινηματογραφική κριτική έγινε το προσω πείο αυτής της πολιτικής πράξης. Πολλά φιλμ εξυπηρέτησαν αυτή την πράξη: Ο άν θρωπος που έβλεπε τα τρένα να περνούν, Επάγγελμα ρεπόρτερ, Η εργατική τάξη πάει στον παράδεισο και τόσα άλλα. To FILM FAUST τα δημοσίευε αυτούσια. Έ νας ολό κληρος κώδικας αναπτύχθηκε βαθμιαία. Οι φίλοι τα αποκρυπτογραφούσαν. Αποκαθιστούσαν το πολιτικό σώμα του λόγου στην ουσία του...
ΕΚ Δ Ο Σ ΕΙΣ Ρ Ο ΕΣ
70/αφιερωμα
Ε. Οικονομιδου-Krstitch
Οι φιλοσοφικές επιδράσεις στην πνευματική περιπέτεια του Νίκου Καζαντζάκη
Ο Καζαντζάκης δεν είναι φιλόσοφος, ούτε η σκέψη του συστηματική. Ήταν ένας τυραγνισμένος άνθρωπος, που θέλησε να βρει ένα προσωπικό όραμα του κόσμου, το οποίο θα του επέτρεπε να ικανοποιήσει την πρωταρχική ανάγκη για μια ζωή ελεύθερη, που από την παιδική του ηλικία δέσποζε μέσα του και που οι αποπνιχτικές συνθήκες της ζωής του την έκαναν ακόμη πιο επιταχτική. πόθος για κάθαρση1 έσπρωξε τον Καζαν τζάκη προς τον μπερξονισμό, τη δυναμική φιλοσοφία των μεταμορφώσεων, που αποτέλεσε το προζύμι της σκέψης του. Το πάθος του για τη λευτεριά γεμίζει το έργο του και εκφράζεται μέ σα από έμμονες, βασανιστικές θα ’λεγα, εικόνες, και μεταμορφώσεις: τη φωτιά,2 τα φτερά, την κάμπια που γίνεται πεταλούδα, το ψάρι που πη5λ έξω από το νερό στην προσπάθειά του να ξεπεράσει τη φύση του, το μεταξοσκώληκα που
Ο
φτιάχνει μετάξι με τα σπλάχνα του. Ό λα αυτά τα θέματα βρίσκονται κιόλας, στη γένεση τους, στο πρώτο βιβλίο του Καζαντζάκη, Ο Ό φις καί το Κρίνο, που γράφτηκε πριν ακόμα ο συγγρα φέας μας γνωρίσει τους στοχαστές που τον επη ρέασαν. Η ψυχική του αυτή κατάσταση, σταθε ρή, πρωταρχική, αναμφίβολα ασυνείδητη, εξηγεί το φιλοσοφικό του προσανατολισμό και τη στά ση του μπροστά στη ζωή. Η ρήξη που ανακάλυψε ανάμεσα στον εαυτό
αφιερωμα/71 του και στον κόσμο που του αφαιρεί κάθε νόημα από τη ζωή του σπρώχνει τον Καζαντζάκη να επιστρατεύσει όλες του τις δυνάμεις για να μπο ρέσει να δικαιολογήσει τη «γελοία» παρουσία του πάνω στη γη. Τίποτα δεν μπορούσε ν’ ΐινταποκριθεί βέβαια στην απεριόριστη φιλοδοξία του που είχε τη ρίζα της στην αδυναμία του για πράξη. Αυτή του η αδυναμία μεταμορφωνόταν μέσα του και γινόταν λαχτάρα για το άπειρο που και το άπειρο δε θα μπορούσε να σιγάσει. Έπρεπε λοιπόν ν’ αλλάξει τη ζωή του ή να μετα μορφώσει τον κόσμο έτσι που ν’ ανταποκρίνεται στις βαθιές επιθυμίες. Θα προσπαθήσει ν’ απο δείξει την ύπαρξή του μες από την «ποιητική» δημιουργία, θα επιθυμήσει να γίνει ο «λογοφό ρος» προφήτης, ο οδηγός του ελληνικού έθνους. Αν πιστεύει στην αιώνια πνοή του σύμπαντος, το κάνει γιατί θέλει να πιστέψει πως το σύμπαν υπάρχει για τον άνθρωπο, για να μπορέσει να σώσει την ψυχή του. Ωστόσο ο Καξαντζάκης, κατά την περιήγησή του στο Ά γιο Όρος στα 1914 με συνοδοιπόρο τον Άγγελο Σικελιανό, μάταια θ’ αναζητήσει το Θεό που μπορεί να εγγυηθεί την αθανασία του ανθρώπου. Φυλακισμένος, παρά τη θέλησή του, στο φαύλο κύκλο της διάνοιας, στερημένος από κάθε πίστη, γιατί η πίστη είναι εμπειρία ζωής κι όχι μεθοδική γνώση, ο Καζαντζάκης ταλαντεύε ται ανάμεσα στο πνεύμα που επιθυμεί και στον κόσμο που απογοητεύει. Οι προσωπικές του εμπειρίες τρέφονται από το πνεύμα μιας εποχής που χαρακτηρίζεται από την απογοήτευση. Μετά τη μικρασιατική κατα στροφή, η ελπίδα του γυρισμού των Ελλήνων στην Κωνσταντινούπολη χάνεται για πάντα· το όνειρο σβήνει. Το «μηδέν» κατεβαίνει από τον κόσμο των ιδεών και γίνεται απτή πραγματικό τητα. Ο Καζαντζάκης φεύγει για τη «Φραγκιά». Στην Ευρώπη, ο Καζαντζάκης σέρνει μαζί του το όνειρο του μεσσιανισμού. Στρέφεται λοιπόν προς τη φιλοσοφία του Bergson, που τον είχε γνωρίσει προσωπικά στα 1908 στο Παρίσι, στο College de France. ανακάλυψη της διάρκειας (duree), δηλαδή «της αδιάκοπης ζωής μιας μνήμης που επε κτείνει το παρελθόν στο παρόν», που διατηρεί και δημιουργεί το αυθεντικό μας εγώ, ελευθερώ νει τον Καζαντζάκη από την ντετερμινιστική α ντίληψη του κόσμου και του ανοίγει το δρόμο προς τον εξαγνισμό. Ο μπερξονισμός που δεν εί ναι στη βάση του δυαδικός - ο Bergson εννοεί με τη λέξη «διχοτόμηση» όχι δυαδισμό αλλά από κλιση, το «κακό» δεν είναι παρά μια κατεύθυνση της ζωής, μια τάση προς υποχώρηση - φωτίζει τον Καζαντζάκη πάνω στο πρόβλημα της διά στασης ανάμεσα στην ύλη και στο πνεύμα, που τον τυράννησε από τα νιάτα του, ενώ συνάμα
Η
του επιτρέπει να ελευθερωθεί από την κατάρα της διπλής πατρογονικής του ρίζας. Αυτό είναι το πρώτο στοιχείο που ξεχώρισε ο Καζαντζάκης από τη φιλοσοφία του Bergson. Η σύλληψη του βαθύτερου εγώ μάς φέρνει σ’ επαφή με το απόλυτο, γιατί η ορμή της ανθρώπι νης ψυχής δεν είναι διαφορετική από την ορμή της ζωής. Με τη μεταστροφή της προσοχής μας προς το αυθεντικό εγώ, που συμπίπτει με τη διαίσθηση της διάρκειας, ο άνθρωπος έχει μια περιορισμένη γνώση της ζωής, αλλά αυτή η γνώ ση μπορεί να συλλάβει τη μεταφυσική πραγματι κότητα. Αυτό είναι το δεύτερο στοιχείο της φι λοσοφίας τής διαίσθησης που συγκρότησε τη σκέψη του συγγραφέα μας. Γιατί προσφέρει στον άνθρωπο τη δυνατότητα να συλλάβει τη δη μιουργική ενέργεια και να προσπαθήσει να εκφράσει την ύψιστη εμπειρία μέσα από υλικές μορφές έκφρασης: «Είμαι συγγραφέας · η τέχνη μου υπακούει σε μια μυστικοπαθή ιδέα. Κάθε άνθρωπος είναι ένας εφήμερος Γιος που κρατά μέσα του τον αιώνιο Πατέρα. Σκοπός της Τέ χνης είναι να μπορέσω να βρω και να εκφράσω με ορατό μέσο, πέρα από το Γιο, την αόρατη ουσία του Πατέρα (...) Αν ο άνθρωπος δε φτάνει παρά να κατανοήσει; και να εκφράσει το Γιο, δε δημιουργεί πα ρά ένα,'έργο τέχνης επιπόλαιο. Αν δεν εκ φράζει παρά αφηρημένες ιδέες μόνο για τον Πατέρα, παύει να κάνει τέχνη, κάνει μεταφυσική. Η προσπάθεια να σύλλάβεις με το Λόγο την αθάνατη ουσία που ζει μέ σα μας καταντά μαγεία. Να γιατί η τέχνη είναι επιστήμη γιομάτη μυστήριο, σωστή ιερουργία». μπερξονισμός τού άνοιγε έτσι το δρόμο προς μια δημιουργία που αποκαλύπτει την ουσιαστική αλήθεια (άλη θεία=πνοή Θεού), πράγμα που ανταποκρινόταν στη φιλοδοξία του να γίνει ο ιδρυτής μιας καινούριας θρησκείας. Αλλά εκείνο που ελευθερώνει τη συνείδησή του από τις ανησυχίες και τους ελιγμούς της σκέ ψης είναι η αντίληψη ενός Θεού που αναγεννά αέναα το σύμπαν. Κι αυτό είναι το τρίτο στοι χείο που επηρέασε βαθιά τη σκέψη του Καζαντζάκη. Η άποψη ενός Θεού που είναι διάρκεια, κι όχι αιωνιότητα άχρονη και στατική, ανταποκρινόταν απόλυτα στη δίψα του για ελευθερία και δημιουργία. Γιατί, αν αποκλείσουμε την α ντίληψη ενός Θεού ακίνητου και έξω από το χρόνο, το απρόβλεπτο των πράξεων του μέλλο ντος δεν είναι μόνο σχετικό με τον άνθρωπο - μια αδυναμία που οφείλεται στην ατέλεια της αν θρώπινης γνώσης - αλλά είναι απόλυτο, έχει τη βάση του μέσα στο ίδιο το ον, όταν το δούμε σαν μια διάρκεια που πλάθεται και αλλάζει ολοένα.
Ο
72/αφιερωμα Έτσι η ελεύθερη πράξη του ανθρώπου δημιουρ γεί καινούριες μορφές ζωής που δεν μπορεί να προβλέψει και να καθορίσει κανένας, ούτε κι αυτός ο Θεός. Η ανακάλυψη της πραγματικής διάρκειας, που αποδεικνύει την ύπαρξή μας μέσα στο Θεό, του υποσχόταν την ενότητα και την αρμονία που τόσο αναζητούσε. Η δυνατότητα επαφής με τη δυναμική ενότητα της ζωής ανοίγει στον Καζαντζάκη ένα καινούριο δρόμο δημιουργίας, το δρόμο της τέχνης στην οποία η φιλοσοφία του Bergson του φαινόταν ν’ αποδίδει μυστικιστικό χαρακτήρα. Έτσι ο Καζαντζάκης θα θεωρήσει την τέχνη σαν μια πνευματική προσπάθεια που δίνει στη ζωή μας όλη της την αυθεντικότητα, μια ευτυχισμένη στιγμή όπου ο λόγος συμπίπτει με την πραγματικότητα, το όραμα της αέναης με λωδίας της ζωής που γεννά ολοένα κι απρόβλε πτα κάτι το καινούριο· ο καλλιτέχνης είναι για το συγγραφέα μας η «Avant Garde» του Θεού, γιατί η ελευθερία του είναι μέρος της αρχέγονης ελευθερίας απ’ όπου αντλεί ζωή για να τη δώσει ύστερα μέσα από μορφές που η διάνοια μπορεί να συλλάβει. ε την παρόρμηση της φιλοσοφίας του Ber gson, ο Καζαντζάκης προσπαθεί να φυλα κίσει μέσα στον «καλό λόγο» την ουσία της ζωής για να την εκσφενδονίσει σαν μήνυμα στους αν θρώπους, να δώσει νόημα στη ζωή και να δι καιολογήσει το θάνατο.4 Εκείνο που τον σπρώ χνει να γράφει είναι η επιθυμία του να συλλάβει τις πολυσύνθετες αλλαγές της συνείδησης, να στερεώσει σε μιαν οικεία μορφή τη ρευστότητα του ουσιαστικού χρόνου και, με το δημιουργικό τούτο έργο που θα ’ταν απόρροια του αυθεντι κού εγώ του, ν’ αλλάξει τη μορφή του κόσμου, πλουτίζοντάς τον μ’ ένα καινούριο όραμα ζωής. Έτσι θα μπορούσε να επιβιώσει- γιατί ο αγώνας του Καζαντζάκη δεν ήταν θέμα σταδιοδρομίας, αλλά τραγική ευθύνη να κερδίσει ή να χάσει τον εαυτό του.5 Ρίχνεται λοιπόν στην περιπέτεια της συγγραφής της Ασκητικής και μετά της Οδύσ σειας νομίζοντας πως ακολουθεί το δυναμικό σχήμα της ζωής, ενώ πραγματικά χάνει το δρό μο. Φυλακισμένος στον κόσμο της διάνοιας που τον απομακρύνει από τη ζωή, ο Καζαντζάκης ταλαντεύεται ακατάπαυστα ανάμεσα στην ύπαρ ξη και στην ανυπαρξία. Γιατί κι αυτός, σαν το Nietzsche, έχει το πάθος της αλήθειας που φθάνει μέχρι την αυτοκατα στροφή της, μια αχαλίνωτη ζωτικότητα που ανα στέλλεται πάνω στην ορμή της από τη διαλυτική διάνοια. Και σ’ αυτό ακριβώς το σημείο ο Κα ζαντζάκης απομακρύνεται από τον Bergson για να πλησιάσει στην παθητική ιδιοσυγκρασία του Nietzsche. Πνεύμα διχασμένο, σταυρωμένο στο διάστημα, ο Καζαντζάκης είχε όλες τις προϋπο
Μ
θέσεις που τον οδήγησαν να βουλιάξει στη χοά νη της τραγικής εμπειρίας του Nietzsche. Όμως ο Καζαντζάκης είδε στον ηρωικό μηδενισμό του Nietzsche πιο πολύ τον ηρωισμό παρά το μηδενι σμό. Διάκρινε μέσα στην πνευματική περιπέτεια του Nietzsche το κριτικό πνεύμα που τολμά να πολεμά ενάντια στην ηθική για να φτάσει πέρα από το νόμο. Το αλαζονικό πάθος του Γερμανού φιλόσοφου, δεμένο με την υπέρμετρη υπεροψία που απαιτεί με κάθε θυσία την πραγματοποίηση του αδύνατου, άγγιξαν την άπληστη για δύναμη ψυχή του Κρητικού. Αν η περιπέτεια του Nietzsche συγκίνησε τον Καζαντζάκη, η νιτσεϊκή σκέψη είχε πάνω του μια επίδραση περιορισμένη. Ο Καζαντζάκης δε θα συγκροτήσει από το Nietzsche παρά τη σκέψη του όπως εκφράζεται στη Γένεση της Τραγω δίας, που βασίζεται στην αντίθεση ΔιόνυσοςΑπόλλων για να καταλήξει στην αντιδιαστολή Διόνυσος-Σωκράτης. Δε θ’ ακολουθήσει το Nie tzsche στη μηδενιστική αντίληψη της ιστορίας, που τον ανάγκασε να δημιουργήσει τον Υπεράν θρωπο για ν’ αντέξει και να βεβαιώσει τον «αιώ νιο γυρισμό». Γιατί ο Καζαντζάκης ήταν κιόλας οπλισμένος με τη θεωρία της «ζωικής ορμής» του Bergson και πίστευε ότι το ον αποκαλύπτεται μεσ’ από την ιστορία, από το αιώνιο γίγνεσθαι της ζωής. Καζαντζάκης αποδίδει στην ιστορία της ανθρωπότητας μια μετάφυσική διάσταση· οι διάφορες θρησκείες είναι γι’ αυτόν τα διάφο ρα πρόσωπα ή μάσκες που πήρε η πρωτόγονη ορμή” για να μπορέσει να ενεργοποιηθεί και να γίνει κινητήρας της ανθρώπινης ανέλιξης. Ο Bergson, καθώς βλέπουμε, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της σκέψης του Καζαν τζάκη. Η αντίληψη του Καζαντζάκη για τον κό σμο βασίζεται στο δυαδισμό ανάμεσα στο φαινό μενο που ονομάζει μάσκα, θεούς, και στην ουσία που ονομάζει Θεό, ζωική ορμή. Κι ενώ στον Nie tzsche δεν υπάρχει το ον έξω από το γίγνεσθαι, το γίγνεσθαι βεβαιώνει το ον, το πολλαπλό βε βαιώνει το ένα, στον Καζαντζάκη, το ον βεβαιώ νει το γίγνεσθαι, το ένα βεβαιώνει το πολλαπλό. Έχοντας πάντα μέσα του τη μεσσιανική επιθυμία, ο Καζαντζάκης δε θα πάψει ποτέ ν’ αναζητά το ον πέρα από τα φαινόμενα κι η σκέψη του θα αιωρείται πάνω από τις διαλεκτικές κατηγορίες της ασκητικής ηθικής: ενσάρκωση του θείου πνεύματος, πόνος που προκαλείται από τον ου σιαστικό διχασμό, δικαίωση του πόνου μέσα από τον αγώνα, λύτρωση, συμφιλίωση. Κι αν ο Nie tzsche θα καταλήξει στο «Amor Fati», στην τέ λεια παραδοχή του πολλαπλού κόσμου των φαι νομένων, το μόνο αληθινό γι’ αυτόν, ο Καζαν τζάκης θα χαθεί μέσα στο λαβύρινθο των φαινο μένων, όπου θ’ αναζητά μάταια την ουσία που κρύβεται πίσω απ’ αυτά, για να καταλήξει στο
Ο
αφιερωμα/73
1955 - Καντεμάριο. Με τον Αργεντινό εκδότη του Carlos Lohli (Ελβετία)
μηδέν, τη μόνη δυνατή μορφή με την οποία η διάνοια συλλαμβάνει το ον. Η διάνοια οδήγησε τον Καζαντζάκη να συλλάβει το Θεό σαν απουσία, αλλά η καρδιά που δι ψά για αιωνιότητα τον έκανε να νιώθει το Θεό σαν παρουσία. Η απελπισία που γεννήθηκε από τη θεά του μηδενός ανάγκασε τον Καζαντζάκη να ζητήσει τη «θεραπεία» στη δίψα του για τη ζωή μέσα στο βουδισμό που υπόσχεται τις χαρές της ανυπαρξίας. Πραγματικά ο βουδισμός θα γί νει γι’ αυτόν το καταφύγιο που θα του επιτρέψει να γλιτώσει από το νιτσεϊκό όραμα του κόσμου, από το τυφλό γίγνεσθαι των πραγμάτων, και θα τον ελευθερώσει από το λαβύρινθο της διαλεκτι κής ανάμεσα στο ναι και στο όχι. Η νιτσεϊκή κρίση βρίσκει τη λύση της στο βουδικό νιρβάνα. Ωστόσο ο Καζαντζάκης δεν υιο θέτησε ποτέ του τη στάση της βουδικής απάρνησης. Η αντίληψη που ο βουδικός μυστικισμός έχει για τον κόσμο στερείται από κάθε ιδέα ανέ λιξης και κινείται ακολουθώντας μια κυκλική κί νηση που δεν έχει καμιά σχέση με τη «Spirale» με την οποία ο συγγραφέας μας παρουσιάζει την ανοδική πορεία της ζωής. Ο μεσιανισμός που υποσχέθηκε ένα Θεό εγ γυητή της αιωνιότητας του ανθρώπου κατέληξε· στο μηδέν- ο Οδυσσέας-Καζαντξάκης πραγματο ποιεί το απελευθερωτικό πήδημα και βουτά στην άβυσσο, τη μόνη δυνατή διέξοδο γ ι’ αυτόν. Όμως αυτός ο συμβολικός θάνατος, που βλέ πουμε στην Οδύσσεια είναι τέλος και αρχή συ νάμα, αποχώρηση και γυρισμός- είναι το τέλος της εμπειρίας του Καζαντζάκη μέσα στη χοάνη του ορθολογισμού, όπου κάθε μορφή ζωής του αποκαλύφθηκε χωρίς κανένα νόημα, κι αρχή μιας προσπάθειας που θέλει να δημιουργήσει ζωή.
,7
Κ
ουρασμένος από τη μάταιη ανάζήτηση του λόγου μέσα στην τρομερή χοάνη της Οδύσ σειας, που τον οδήγησε στην αφαίρεση και στο μηδέν, ο Καζαντζάκης θα ξεχάσει για λίγο τη μεσ σιανική του ευαισθησία και θα προσπαθήσει να εκφράσει τις αισθησιακές αξίες που έφερνε μέσα στην αφρικανική φύση του. Θ’ αναζητήσει καθε τί που είναι πηγή και συνάμα εκφραστικό όργα νο των αισθήσεων, δηλαδή την εικόνα και την ελληνική γλώσσα. Η εικόνα, όπως του είχε διδά ξει ο Bergson, είναι κίνηση, ικανή να εκφράσει την πρωτόγονη συγκίνηση των αισθημάτων και ν’ αποκαλύψει την ψυχική εμπειρία. Η ελληνική γλώσσα πάλι δεν έχει τίποτε να κάνει με τη διά νοια, είναι «βιταλιστική» και εκφράζει τη ζωή: «Βέβαια, είναι αδύνατο να μεταφράσει κανείς τέλεια στα γαλλικά ένα νεοελληνικό κείμενο ■οι λέξεις μας μυρίζουν ακόμα γη, χόρτο κι ανθρώπινο ιδρώτα. Οι γαλλικές λέξεις είναι πολύ λεπτές και μονάχα η γλώσσα του Rabelais θα μπορούσε ν’ απο δώσει την τόση -/ ηι'σιη νέοι //ηνική ιιι<. γλώσσα. Μια κάποια ανωμαλία, τραχύτη τα, ένας βίαιος ρυθμός που δε θα σεβόταν τη λογική είναι, όπως φαίνεται, απαραίτη τη για μια πιστή μετάφραση ■εγώ, φυσικά, δεν μπορώ να κρίνω αν η μετάφρασή σας έχει αυτά τα στοιχεία ■έχω πολύ κοντά το πρωτότυπο, η αγάπη μου για τη δημοτική μας γλώσσα είναι πολύ μεγάλη και κάθε ελληνική λέξη έχει για μένα υλικό βάρος, μιαν έντονη μυρωδιά, είναι ζωντανή σαν ένα ζώο».8 Καθώς ασχολείται με τις επτά γραφές της Οδύσσειας, ο Καζαντζάκης συσσωρεύει άπλη στα ελληνικές λέξεις για να ντύσει το έργο του.
74/αφιερωμα Αναζητά μέσα στον κρυφό πλούτο του λαϊκού λόγου, που τόσο αγαπούσε, την πλουσιόχυμη ζωντάνια των εικόνων του, την ποιητική αδρότητα, την πλησμονή σε χιλιόχρονη σοφία. Κάθε λέξη του λαϊκού λόγου έχει τόση ζωτικότητα που «σημαίνον» και «σημαινόμενο» ταυτίζονται, τό ση υποβλητική δύναμη που ξεπερνά τον πυρήνα του πραγματικού, προσπαθώντας να συλλάβει μεσ’ από το νεφέλωμα του δυνατού την ελληνική πραγματικότητα που πλάθεται ολοένα και κινεί ται ακόμη ανάμεσα στο συναίσθημα και στο υπερφυσικό. Αυτή η αλχημεία της γλώσσας, όπου ρίχνεται με πείσμα, μαρτυρεί την προσπάθειά του «να σώσει ό,τι μπορεί από την ψυχή του», γιατί ο γλωσσικός πλούτος είναι και πνευ ματικός πλούτος.
Κ
αι να, χωρίς να το καταλάβει, ο ΟδυσσέαςΚαζαντζάκης απομακρύνεται από το χώρο της διανόησης, γυρίζει σιγά-σιγά στην πατρική γη και κατορθώνει να ξεπεράσει την αμφιβολία, περνώντας από την πραγματικότητα της διά νοιας στα βιώματα της παιδικής ηλικίας. Καθώς ονειροπολεί, το πνεύμα του αφήνεται να παρα συρθεί από την αδιάκοπη μελωδία της ζωής, όπως λέει ο Bergson, για να βυθιστεί σιγά-σιγά στην πυκνή και ρευστή ουσία του παρελθόντος που το πιέζει απ’ όλες τις πλευρές. Στον κόσμο της παιδικής ηλικίας που είναι έξω από χρόνο και τόπο, εκεί όπου «αυτό που υπήρξε, που υπάρχει και που θα υπάρξει γίνονται, καθώς σμίγουν, η παρουσία της ίδιας της ζωής», ο ΚαΣημειωσεις 1. «Σκοτάδια πολλά μέσα μου, κύρης πολύς- σε όλη μου τη ζωή απελπισμένα μάχουμαι να μετουσιώσω τα σκοτάδια αυτά και να τα κάμω φως, μια στάλα φως- αγώνας τρα χύς, χωρίς έλεος, χωρίς αναπαή, μια στιγμή να κουράξουμουν, να σκόλαγα τον πόλεμο, ήμουν χαμένος- κι αν έβγαινα κάποτε νικητής, τί αγωνία και πόσες λαβωματιές! Δε γεννήθηκα αγνός- μάχουμαι να γίνω». Α.Γκ., σ. 573. 2. «Η φωτιά είναι η Παρθένα Μάνα και γεννάει το γιο τον αθάνατο- ποιο γιο; το φως. Καθαρτήρι η ζωή και καιγό μαστε.» Ibid, σ. 614. 3. Τ.Ρ., σσ. 100-101. 4. «Ολοζωής αγωνιζόμουν να τεντώσω το μυαλό μου, ωσότου να τρίξει, να κοντεύει να σπάσει, να δημιουργήσω μιά με γάλη ιδέα, που να μπορέσει να δώσει καινούριο νόημα στη ζωή, καινούριο νόημα στο θάνατο και να παρηγορή σει τους ανθρώπους». Α.Γκ., σ. 570. 5. «Ο λόγος είναι ο Πρόδρομος που φαντάζει μέσα στην έρη μο. Πίσω του έρχεται ο Λυτρωτής, κρατώντας ρομφαία. Κ’ εγώ γράφω εδώ, μάχομαι να δικαιολογήσω την ύπαρξή μου. Υπάρχουν λόγια μεστωμένα σαν έργα. Αχ! να μπο ρούσαμε τέτοια λόγια να βρούμε, να μην πεθάνει η αγωνία μας, να μη σβήσει η ψυχή μας μαζί με το άθλιο σώμα!» Γράμμα από το Βερολίνο με ημερομηνία 7 Ιουνίου 1921, α . Επ.Γαλ., σ. 29. 6. «Κάθε ράτσα και κάθε εποχή δίνει στο Θεό την εδική της μάσκα- μα πίσω απ’ όλες τις μάσκες βρίσκεται, σε όλες τις εποχές και σε όλες τις ράτσες, ο ίδιος πάντα Θεός». Α.Γκ., 180. «Αν ο Θεός πήρε άλλοτε το πρόσωπο του Διό νυσου, του Γεχωβά, του Χριστού ή του Αριμάν και του Βράμα, τούτο σήμερα έχει μονάχα ιστορική αξία. Ό ,τι
ζαντζάκης θα ζήσει την προφάνεια της καρδιάς, καθώς αναζητά αυτό που ’ναι κιόλας γνωστό, καθώς ανακαλύπτει αυτό που ’ναι κιόλας δοσμέ νο. Ο γεμάτος κόσμος της παιδικής ηλικίας αναβλύζει από το είναι του και, πλημμυρίζοντάς τον, ρίχνεται με ξέφρενο ρυθμό σε μια πλούσια δημιουργία. Η φαντασία ζωντανεύει τη μνήμη, οι μνήμες ωριμάζουν σιωπηλά, ο Καζαντζάκης κρατά από το βίωμά του μόνο μιαν «αύρα» εν θουσιασμού9 που τρέφεται από εικόνες και μυ ρωδιές, έτσι όπως τις πήραν κάποτε οι γοητευμέ νες παιδικές του αισθήσεις. Ο μπερξονισμός έδι νε επιτέλους τ’ αποτελέσματά του. Το πνεύμα χαρούμενο και δυναμικό ξαναζεί το παρελθόν που το ομορφαίνει περισσότερο ο δυναμισμός της παιδικής ονειροπόλησης. Στον κόσμο αυτό που είναι δικό του δημιούργημα, ο Καζαντζάκης αισθάνεται τέλεια ελεύθερος, νιώ θει τη μέθη μιας θεϊκής δύναμης που του δίνει τη δυνατότητα να πλάσει από το τίποτε έναν και νούριο κόσμο, απόλυτα σύμφωνο με τις βαθύτε ρες επιθυμίες του: «Έγραφα και καμάρωνα, ήμουν Θεός κι έκανα ό,τι ήθελα, μετουσίωνα την πραγ ματικότητα, την έπλαθα όπως θα ’θελα και θα ’πρεπε να ’ναι, έσμιγα αξεδιάλυτα αλήθειες και ψευτιές, δεν υπήρχαν πια αλήθειες και ψευτιές, όλα ζύμη μαλακιά και την έπλαθα, την ξέπλαθα, όπως μου κανοναρχούσε το κέφι μου, λεύτερα, χω ρίς να πάρω κανενός την άδεια».10 αναταράζει την καρδιά μας, γιομάτο αίμα και δάκρυο, εί ναι το σημερινό του πρόσωπο». Τ.Σ., σ. 147. 7. Οόνσ., ραψ. Ω, σσ. 1391-1399. 8. Ανέκδοτη επιστολή που έστειλε ο Καζαντζάκης στον Pier re Amandry, που μετέφρασε το έργο του Ο Χριστός ξαναστανρώνεται. 9. Έτσι ο χώρος των μυθιστορημάτων του βρίσκεται ανάμε σα στην πραγματικότητα και στο μύθο, όπως μας λέει στη σ. 9 του Φτ. θ: «Αν παράλειψα πολλά από τα λόγια κι από τα έργα του Φραγκίσκου, κι αν παράλλαξα άλλα, κι αν πρόσθεσα άλλα που δεν έγιναν μα μπορούσαν να έχουν γίνει, δεν το έκαμα από αμάθεια ή από ανέδεια ή ασέβεια, παρά από ανάγκη να συνταιριάξω, όσο είναι μπορετό, πιο σύμφωνα με την ουσία, το βίο με το μύθο του αγίου. Η τέχνη έχει αυτό το δικαίωμα- όχι μονάχα το δικαίωμα, πα ρά και το χρέος: να υποτάξει τα πάντα στην ουσία- θρέφε ται από την ιστορία, την αφομοιώνει αργά, πονετικά, και την κάνει παραμύθι». 10. Ibid, σελ. 174. Πίνακας συντμήσεων Α.Γκ.
Αναφορά στον Γκρέκο, Αθήνα, εκδ. Ελένης Καζαντζάκη, 1961. Τόντα Ράμπα, μετάφραση Γιάννη Μαγκλή, Αθήνα, Δίφρος, 1956. Επ. Γαλ.Επιστολές προς τη Γαλάτεια, Αθήνα, Δίφρος, 1958. Τ.Σ. Ταξιδεύοντας (Ιταλία-Αίγυπτος-Σινά-Ιερονοαλήμ-Κύπρος-ο Μόριάς), Αθήνα, 1961. Οδυσ. Οδύσσεια, Αθήνα, Δωρικός, 1960, τρίτη έκδοση. Φτ.Θ. Ο Φτωχούλης του Θεού, Αθήνα, Δίφρος, 1956, πρώ τη έκδοση. Τ.Ρ.
78
W -
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Επιμέλεια: Έφη Απάκη
190 ΤΟ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ Δελτίο συντάσσεται με την πολύτιμη συνεργασία του βιβλιοπωλείου της «Εστίας», τη διεύθυνση και το προσωπικό του οποίου ευχαριστούμε θερμά. Η ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ των βιβλίων γίνεται με βάση το γνωστό Δεκαδικό Σύστημα Ταξινόμησης, προσαρμο σμένο στην ελληνική βιβλιογραφία. ΣΕ ΚΑΘΕ κατηγορία βιβλίων προηγούνται αλφαβητικά οι έλληνες συγγραφείς και ακολουθούν οι ξένοι. Η ΚΑΤΑΤΑΞΗ των ξένων συγγραφέων γίνεται σύμφωνα με το ελληνικό αλφάβητο. ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ των περιοδικών δεν περιλαμβάνονται εβδομαδιαία έντυπα. ΓΙΑ ΤΗΝ ακόμη μεγαλύτερη πληρότητα του Δελτίου, παρακαλούνται οι εκδότες να μας στέλνουν έγκαιρα τις καινούριες εκδόσεις τους.
77
I« w 1 Qr~'
ilia
S| “
S d li
I P I s i|S . e * il
g l|i z< |&1o <|
l i p
Ν' ά-έ
§ lif
£ '£-'S
18!
1Ϊ
m n<
If} id
C 22
.
E 8 lt
a
IIIS
it y
j*
§ ? .3 S T “ ο< S c
Jiff
P Sp ?
ill
® II< «I |o
su r fs w | rf«S HfflSM
.
2 tf
-i« p i l |3 {
ί a 2 1
8 11 ! 1
u^E | =< <ί : ll-T s l
X
< e2
Φ a:
! l! ^
i S I'S i u g §U S ■·*“ ^ ® JP ® *®.P
E| Is I
IfHIl!
5§ I I
^ W ii 1 I 11ISH ii; £
N il
a i« Β x Π
'is l'J 'S So § s 6 »s e l 6 . w < < s i < < < q-g
;111
Io u||i|ll 5 < <( Si Θ lllfa la
§ ji II! fill liflt Isis
gg
oc < co
fill
« 1,2 u><!
° z £" |I= 1
°£ go
1> ?1w1 w3
lff?i
ills
®MSj
o i .j j .i l
g f is
1 I I XS s·
1
ί ί
i*U p M il I
ml l! >-'0 B
I
aS S 1 £
<.■ V. s £
P sp
s 0
12 1 c
Φιλολογική Κύπρος (ΦΤ,
fi
<sr
i sS c
, 72-74) μός (Μ. MO, 42)
<§
stw < !Ι
79
ΚΡΙΤΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
82 * 3
a M 2 δ ►
I S IS
-> f
ί- 3 3 ϊ 2 |3 $ “ i p |i l r b l S i!| 31 ? ! s·w If <
£|| Is
„J8
* |i
P
l l |.
Ilf fl
- O
Ss * | s l
II
5» l l
Z H-g Z
ill
m g ΪΤΝ > M
f i' !
I M ■=*'3
r |s
i'® £$*2 h l | o
Γνώ σει
!
g
§ |
°a ^ gsaf® s?js H| | i 21!sjfH e"i? *at
*m »ls:
I §£„
c p j
S g § .§ | ® | 8 §2
5 f I®
| S§ h ®
S »js S 10 “
o
10
?>
?
μ ϊΊ
>
η
’§*£ § 3 § !' s 3 : ® ^ S o Z § 2 2 ^ ·„ ^ f> d 2: 'd * m
1i s 3 2^ tfia 1*1 > - 2 a a a p g Γ 2 £
S » H
V! Ο M
f gs
51
I ||
* >
§#
mS ;
®l > i ? ϊ ϊ >11
a
s
h| fS
1 'I I 1
x •g.? a ■a “ g *3
*>-gJ
I! j i
'
3 §i t
■t?
l! jJ S3
<s d < δ'Ε ► ^ ·
11
g t l
ti • a h£
P' %>
ll h
§! |l ■5
Sit?
■§ I
3*
§
?| s |
I §
»i 58
©
a - o n a j o a s a a s o >a
2 9 a P ■.a l
d ?O I s o
^ « i i i£Mu t i i ife \ | 5 SS
’ « g- H ©H £> < 30 i£°os O 5 - S. 8 J 2 ?’ ·§ > δ a ><
lil;
I'
Iδ
&
>-8 > s z 9
“ ! ®s 2 ^ h I 5 s® t s I E
sO ■ Pa-3s ■ A
? |
If! lo g H* a ?o ° > f
•o£
Κώστας Π. Μιχαηλίδης
Οι μεταφυσικές αναζητήσεις του Νίκου Καζαντζάκη Τιμώντας τα τριάντα χρόνια από το θάνατο του μεγάλου Κρητικού και του ταξιδευτή της ψυχής, που έφτασε στα ακραία σύνορα της άσκησης, του Νί κου Καζαντζάκη, στεκόμαστε με δέος μπροστά στο έργο, που μας κληροδό τησε. Ένα έργο τόσο μεγαλόπνοο σε ιδέες, οράματα, ενσαρκώσεις και περι πέτειες, που είναι δύσκολο να το κλείει κανείς σε μιαν ενότητα σύλληψης. Ο Καζαντζάκης είναι ποιητής, δηλαδή δημιουργός που πλάθει ζωντανές μορ φές. Δεν είναι ο αφηρημένος στοχαστής, που κινείται μόνο μέσα στον κόσμο των εννοιών. ι όμως μέσα στον δημιουργό Καζαντζάκη υπάρχει έντονος ο σχεδιασμός της ιδέας, που όντας βίος, ζωντανή προσωπική παρουσία, δεν παύει να γίνεται βιοθεωρητικό πρόβλημα, αναμέτρηση με τον στοχασμό, σύγκρουση και υπερβατική, τραγική συχνά στην απόληξή της, ανάταση. Επιχειρώντας να συνοψίσω σε ένα όλον τις με ταφυσικές αναζητήσεις του Καζαντζάκη γνωρί ζω, ότι προχωρώ κατ’ ανάγκην σε μιαν αφαίρεση
Κ
σε βάρος της μυθικής σύλληψης και της βιωματι κής ενσάρκωσης. Θα επιχειρήσω όμως να δω αυ τές τις αναζητήσεις στο βαθμό, που ο ίδιος τις προβάλλει όχι βέβαια σαν σύστημα αλλά σαν ένα ευλύγιστο, μεταμορφωνόμενο συχνά πυρήνα με ταφυσικής αγωνίας, που διαπνέει όλο του το έρ γο έχοντας σαν οδηγό μου την «Αναφορά στον Γκρέκο», που θα τολμούσα να ονομάσω, δίπλα στην «Ασκητική» του, μια φιλοσοφική αυτοβιο γραφία.
84/αφιερωμα Η πρώτη καθοριστική στάση, που φαίνεται να κυριαρχεί υπαρξιακά μέσα στο έργο αυτό, είναι αυτή η ίδια η αναζήτηση: η ασίγαστη, ακαταπό νητη, οδυνηρή κι όμως τόσο ευδαιμονική περι πλάνηση του συγγραφέα μέσα σε τόπους, avr θρώπους, ιδέες, θεούς. Το ταξίδι με την πιο βα θιά του σημασία, σαν μια οδοιπορία περ’ από τα σύνορα μιας μόνο πατρίδας προς τον οικουμενι κό χώρο της γης, παντού όπου ζυμώνεται η μοί ρα των λαών και της ανθρωπότητας και σαν μια οδοιπορία του πνεύματος, που σπάζει τους φραγμούς της ψεύτικης ασφάλειας και παίρνει όλους τους δρόμους, για να βρει περ’ από τα φαινόμενα την ουσία, ακολουθώντας τους σαν να ήταν οι μεγάλες δοκιμές, που οδηγούν στο δυσανάβατο ύψος, στις ακρώρειες του όντος, εκεί που χαίνει μόνο η άβυσσος. «Μια από τις μεγαλύτερες λαχτάρες της ζωής μου» λέει ο Καζαντζάκης «στάθηκε το ταξίδι· να δω, ν’ αγγίξω άγνωρα χώματα, να μπω να κολυμπήσω σε άγνωρες θάλασσες, να γυρίσω τη γης, να βλέπω, να βλέπω και να μη χορταίνω καινούριες στεριές και θάλασσες, ανθρώπους και ιδέες και να τα βλέπω όλα για πρώτη φορά, να τα βλέπω για τε λευταία φορά, με μακρόσερτη ματιά, κι έπειτα να σφαλνώ τα μάτια και να νιώθω τα πλούτη να κατασταλάζουν μέσα μου...»1 Έχουμε λοιπόν εδώ το πρώτο χαρακτηριστικό της υπαρξιακής στάσης του Καζαντζάκη: την απορητική αναζήτηση, που συνοδεύεται από την οδυσσειακή πλάνη. Η απορητική του δίψα δεν τον αφήνει να σταθεί πουθενά παρά μόνον προ σωρινά. Το να σταθεί κάπου και να μείνει, το θεωρεί συμβιβασμό, προδοσία της βαθύτερης μέ σα του φωνής, που τον κινεί πάντα να σπάζει τους φραγμούς, πάντα να μην καταδέχεται οποιοδήποτε παράδεισο. Χαίρεται τις εικόνες, που του φανερώνει η φύση, γοητεύεται από τις μορφές που πλάθει η ψυχή και δίνεται ολόψυχα στον αποκαλυπτόμενο μέσα σε κάθε χώρο Θεό. Κι όμως είναι έτοιμος να σπάσει τις εικόνες αυ τές ψάχνοντας εναγώνια, τί κρύβεται μέσα και περ’ απ’ αυτές. Εδώ βρίσκεται μια βαθιά αντινομία στη συνεί δηση του Καζαντζάκη. Η κατάφαση του κόσμου, όπως αποκαλύπτεται μέσα στις γοητευτικές, πε περασμένες του μορφές, που θα μπορούσαμε να τη χαρακτηρίσουμε παγανιστική από τη μία και η ορμή προς υπέρβαση όλων αυτών των μορφών προς μια μεταφυσική ρίζα αόρατη και ακατονό μαστη, μια υπέρβαση όμως που συντρίβει και αί ρει τις μορφές κι όταν ακόμα θέλει να συμφιλιω θεί μαζί τους από την άλλη. Ο Καζαντζάκης έτσι ενώ μένει πιστός στην ελληνική παράδοση του κόσμου, που επιφαίνεται ως μια θαυμαστή τάξη του όντος σε κάθε του απτή εκδήλωση, συγχρό νως φλέγεται από το τιτανικό πάθος της ανάβα σης στο .σημείο, όπου ο κόσμος εξαντλείται μέσα
στη φρίκη της αβύσσου, που τον κυκλώνει και τον μηδενίζει. Έχουμε δηλαδή μια σύγκρουση της ελληνικής με τη νεότερη ευρωπαϊκή συνείδη ση του Καζαντζάκη. α πως εκφράζει ο ίδιος αυτή την αντινομία: «Τρόμος με κυριεύει ν’ ακούω στο σπλάχνο Ν μου το φοβερό φορτίο, που κουβαλώ, να μου γκρίζει. Δεν θα σωθώ ποτέ, δεν θα καθαριστούν ποτέ τα σωθικά μου; Αριά και που μια γλυκειά φωνή γρικιέται στη μέση της καρδιάς μου: “Μη φοβάσαι, θα κάμω νόμους, θα βάλω τάξη, είμαι ο Θεός, έχε εμπιστοσύνη.” Μα ολομιάς βαρύ μουγκρητό από τα νεφρά μου και η γλυκειά φω νή λουφάζει: “Μην καυκιέσαι- θα ξεκάμω τους νόμους σόυ, θα χαλάσω την τάξη σου, θα σε αφανίσω· είμαι το χάος!”»2. Ο κόσμος αποκαλύπτεται στα μάτια του Κα ζαντζάκη με τα στοιχεία και τις δυνάμεις του σαν κάτι γοητευτικό, θαυμαστό και τρομακτικό μαζί. Ζει σαν παιδί ακόμα, με ριζωμένα βαθιά μέσα στη συνείδησή του για πάντα, τα τέσσερα στοιχεία του κόσμου: τη γη, τη θάλασσα, τη γυ ναίκα και τον έναστρον ουρανό. Μέσα στα στοι χεία αυτά η μεταφυσική σμίγει με τη φυσική, κι ο λόγος γίνεται σάρκα. Μέσα στον μικρόκοσμο της αυλής, την ταραχή της απέραντης θάλασσας, τη ζέστα του γυναικείου κόρφου και τις σπίθες του έναστρου ουρανού κτίζεται το όραμα του κόσμου γεμάτο χαρά και τρόμο.3 Το θέαμα του κόσμου, που το ονομάσαμε παγανιστικό, δεν είναι λοιπόν θεμελιωμένο πάνω στην ασφάλεια μιας αιώνιας τάξης του όντος, αλλά διαπερασμένο από μιαν οριακή συνείδηση. Είναι ένα όραμα, που συγκλονίζει, και γι’ αυτό είναι ανοικτό προς τις ρωγμές, που οδηγούν στην αμφισβήτηση, τη σύγκρουση και την απειλή μιας άλλης δύναμης, που προβαίνει από παντού κυρίαρχη, και αναπόφευκτη. Της δύναμης του θανάτου, που για τον Καζαντζάκη δεν εντάσσε ται, όπως στην αρχαϊκή ελληνική φιλοσοφία, στο ρυθμό της φύσης και την αιώνιά της ανακύκλη ση, αλλά αποτελεί μιαν αθεράπευτη πληγή, ένα θα λέγαμε, σκάνδαλο για την ίδια την τάξη του κόσμου και την ανθρώπινη ύπαρξη. Γι’ αυτό και τα στοιχεία του κόσμου, ενώ πληρούν με χαρά τη συνείδηση του ποιητή με την παρουσία τους, την ίδια στιγμή επενεργούν τρομακτικά οδηγώντας την προς το ακραίο. Ό χ ι μόνο ο θάνατος, αλλά κάι ο έρωτας, το πάθος της λευτεριάς, το πάθος της αλήθειας, ο πόνος, ο χορός, ο έναστρος ου ρανός διανοίγονται προς το ακραίο, την άκρια τον γκρεμού4, όπως την λέει. Τί είναι όμως αυτό τό ακραίο, πίσω από το οποίο, όπως μας βε βαιώνει, χαίνει η άβυσσο; Άθελά μας σκεφτό μαστε τις ανάλογες καταστάσεις, που ο Γιάσπερς χαρακτήρισε οριακές: τον πόνο, την ευθύνη, την ενοχή, το θάνατο. Κι αυτές οι καταστάσεις μας
αφιερωμα/85 φέρνουν σε επαφή με τα όρια της ύπαρξής μας και με αυτό, που διανοίγεται περ’ απ’ αυτά σαν μια άβυσσος. Στον Καζαντζάκη έχει κανείς την αίσθηση, ότι η άκρια, η οριακή γραμμή μάς φέρ νει σ’ επαφή με τη μυστηριώδη δύναμη που κρύ βεται πίσω απ’ όλα τα όντα, μια δύναμη ακατο νόμαστη, άγνωστη, αόρατη, απέναντι στην οποία φρικιούμε και γι’ αυτό την καλύπτουμε, για να την καταστήσουμε σε μας προσιτή και να την γεφυρώσουμε με την ύπαρξή μας με πολλές προσωπίδες, ή με το πρόσωπο το ίδιο του Θεού. «Μέσα στις βουερές πολιτείες και στις χιονι σμένες πεδιάδες της Ρουσίας» λέει ο Καζαντζάκης «πρώτη φορά είδα τόσο ορατά τον Αόρατο. Κι όταν λέω αόρατο δεν εννοώ κανένα παπαδί στικο Θεό μήτε καμιά μεταφυσική συνείδηση ή κανένα τέλειο όντως όν, παρά τή δύναμη τη μυστικιά, που μεταχειρίζεται εμάς τους ανθρώπους - και πριν από εμάς τα ζα, τα φυτά και την ύλη φορείς της και υποζύγια της, και βιάζεται σαν να ’χε ένα Σκοπό και ν’ ακολουθούσε ένα δρό μο». Κι αλλού: «Βαθειές και αγιασμένες οι πλη γές, που μου άνοιξε ο Νίτσε, και δεν μπορούσαν τα μυστικά βοτάνια του Μπερξόν να τις θεραπέψ ουν μια στιγμή τις ανακούφιζαν, μα γρήγορα πάλι άνοιγαν κ’ έτρεχαν αίμα. Γιατί βαθύτατα ό,τι πεθυμούσα όσο ήμουνα νέος δεν ήταν η για τρειά αλλά η πληγή. Από τότε άρχισε συνειδητή πια και χωρίς έλεος η πάλη μου με τον Αόρα το»6. ίναι λοιπόν αυτή η μυστική δύναμη το απρόσωπο πνεύμα του Εγέλου που χειρίζε ται ακολουθώντας τους τριαδικούς του αναβαθ μούς τα όντα σαν υποζύγιά του, για να φτάσει σ’ ένα δικό του σκοπό; Προς στιγμήν θαρρεί κανείς ότι ο Καζαντζάκης στρέφεται προς αυτή την εγελιάνη θεώρηση. Ωστόσο αυτό για μια στιγμή μό νο, γιατί αλλού φαίνεται να αντικρύζει την κίνη ση της δύναμης του αόρατου με τα μάτια του Μπερξόν και πιο πριν του Schopenhauer σαν μια δύναμη, που ωθέί σε μια δημιουργό ανέλιξη. Το μυστικό της Δύναμης αυτής είναι η μετουσίωση σε κάτι ανώτερο και τελικά η θέωση: Ο δρόμος αυτής της μετουσίωσης είναι ο ανήφορος. «Ένιωθα λέει, εδώ στην απόρθητη μοναξιά μου πως και το πιο ασήμαντο πλάσμα του Θεού, ένα σπειρί σιτάρι, ένα σκουλήκι, ένα μερμήγκι, θυ μάται ξαφνικά τη θεία καταγωγή του, κυριεύε ται από ένθεη μανία και θέλει ν’ ανέβει από σκα λοπάτι σε σκαλοπάτι και ν’ αγγίξει τον Θεό· να τον αγγίξει και να σταθεί πλάι του, το σιτάρι, το σκουλήκι, το μερμήγκι μαζί με τους αγγέλους κι αρχαγγέλους· άγγελος κι αυτό κι αρχάγγελος»7. Η πανθεϊστική αυτή ανελικτική θέα του όντος, μια πορεία απο το ζώο στον άνθρωπο κι από τον' άνθρωπο στον Θεό, παρά τη θεμελιώδη θέση, που έχει μέσα στη συνείδησή του , δεν είναι μόνο
μια δημιουργός ανέλιξη, αλλά και προσωπικό χρέος του αγωνιζόμενου ανθρώπου, που γίνεται έτσι συνεργός του Θεού. Γιατί κι ο Θεός ανεβαί νει κι αυτός μαζί μας, προχωράει «ψάχνοντας, κιντυνεύοντας, αγωνιζόμενος». «Ο Θεός κτίζε ται κι ο καθένας βάζει το δικό του πετραδάκι αίμα να τον στερεώσει καί να στερεωθεί μαζί. (σ.18). Στον αγώνα αυτόν το χρέος ενώνει όλους χέρι χέρι και ανηφορίζουν μαζί».8 Ο ανήφορος γίνεται έτσι προσωπικό χρέος και άσκηση βίου για τον Καζαντζάκη. Και στο ση μείο αυτό κατακτά το νόημά της η ελευθερία ως
Ε
Ο Ν. Καζαντζάκης με την Ελένη καί την Yvette Renoux.
μια ευθύνη και ένα χρέος στη συνείδησή μας. (βλ. Ασκητική). Μέσα στον ανελικτικό πανθεϊ σμό του Καζαντζάκη βρίσκει έτσι κάποια θέση η ανθρώπινη ελευθερία9. Ο ανήφορος παίρνει μια δραματική - αγωνι στική έκφραση μέσα σε αξονικές αναζητήσεις και σταθμούς. «Τέσσερα» λέει «στάθηκαν τ’ απο φασιστικά σκαλοπάτια στο ανηφόρισμά μου και το καθένα φέρνει ένα ιερό όνομα. Χριστός, Βού δας, Λένιν, Οδνσσέας». Το πρώτο σκαλοπάτι είναι ο Χριστός. Ο Χριστός-ο παλιός αγωνιστής, που κινδυνεύει κι εί ναι η σειρά του ανθρώπου να τον σώσει, το σύμ βολο του Πάθους και της Ανάστασης του αν θρώπου, ο ανήφορος κι η πάλη ανάμεσα στη σάρκα και το πνεύμα, η Αγάπη που διαπερνά την ύπαρξη του αγίου Φραγκίσκου, του Φτω
86/αφιερωμα χούλη του Θεού - ο Χριστός δεν είναι μέσα στο που ξεπερνά το νιτσεϊκό πνεύμα: είναι η ενσάρ έργο του Καζαντζάκη μόνο ένας αναβαθμός, αλ κωση της ίδιας της ουσίας της ζωής, παναθρώπιλά το πρόσωπο του Θεού, που διαχέεται παντού, νης, εθνικής και προσωπικής, που προβάλλει όσο κι αν περιχαράζεται, καθώς φωτίζεται από σαν ένα αρχέτυπο.11 Ο Οδυσσέας είναι ο αιώνια πορευόμενος, που αφήνει πίσω του τ’ αγαθά και τις άλλες μεγάλες μορφές. Το δεύτερο σκαλοπάτι είναι ο ΰυύόας. Απ’ τις αντιθέσεις του κόσμου και φτάνει στα όρια αυτόν μαθαίνει ο Καζαντζάκης να απαρνιέται του γκρεμού, δηλαδή του υπερβατικού, ξεπερτην πεθυμιά και τη ματαιότητά της, να ξεπερνά νώντας τον φόβο και την ελπίδα, αφού ο φόβος το δίχτυ του κόσμου - τον κύκλο της γέννησης μάς μειώνει υπαρξιακά και η ελπίδα μάς μεγε και του θανάτου. Νά λέει: «Δεν θέλω τίποτα. Εί θύνει. Το ξεπέρασμά τους είναι η ανθρώπινη μαι λεύτερος από Θεό και πειρασμό, από την ελ ελευθερία. Ωστόσο ο Οδυσσέας θέλει να προχω πίδα και τον φόβο: λυτρώθηκα από τη λύτρωση. ρήσει πιο πέρα κι από την λευτεριά. Αυτό το πιο Περ’ από τον Χριστό θα πρέπει να είναι ο Βού πέρα είναι το μήνυμά του: η αιώνια αναζήτηση. δας, γιατί δεν είναι μόνο υπέρβαση του κόσμου Προς στιγμή έχουμε την εντύπωση ότι ο Οδυσ και μαζί μ’ αυτή Ανάσταση δηλαδή λύτρωση, σέας ενσαρκώνει ένα νέο μέσα στα μέτρα αλλά αλλά υπέρβαση κι αυτής της λύτρωσης, δηλαδή και έξω από τα μέτρα της παράδοσης του Ελλη λευτεριά υπέρτατη». νισμού φαουστικό πνεύμα. Και τούτο μοιάζει να Το τρίτο σκαλοπάτι, ο Λένιν, μια καινούρια, είναι μια αντίφαση, γιατί ο Ελληνισμός ως στο όπως μας λέει, μάσκα της απελπισίας και της ελ πίδας του ανθρώπου. Με τον Λένιν φαίνεται να χασμός και ως δημιουργία στρέφεται από τη μορφή, το πέρας, και δεν χάνεται μέσα στην ατε γυρίζει ο Καζαντζάκης στην πράξη, που πραγ λείωτη κίνηση προς το απεριόριστο. Κι όμως ο ματώνεται μέσα στα ανθρώπινα όρια. Ο Λένιν Οδυσσέας, όπως τον πλάθει ο Καζαντζάκης εί ενσαρκώνει τον νέο Θεό, τον Έπαφο, που θέλει ναι κάτι διαφορετικό. Μέσα του οι άλλες τρεις ν’ αγγίξει το χώμα και τον άνθρωπο, που αγαπά μορφές-σκαλοπάτια συναιρούνται και υπερβαίτη Γη και θέλει να την πλάσει κατ’ εικόνα και νονται. Οι μεγάλες σειρήνες, όπως τις ονομάζει, ομοίωσή του. Το Εμείς, η αίσθηση ότι όλοι είμα ο Χριστός, ο Βούδας, ο Λένιν, τον γοήτευσαν σ’ στε ένα, είναι μια δύναμη, που νικά το θάνατο. όλη του τη ζωή. Κι αυτός αγωνιζόταν να γλιτώ πιστέγασμα και τελευταίος αναβαθμός στον σει απ’ αυτές χωρίς να τις αρνηθεί. Να σμίξει τις ανήφορο του Καζαντζάκη φαίνεται να είναι παράταιρές τους μορφές σε αρμονία. Να ’ναι ο ο Οδυσσέας. Χριστός, Βούδας, Λένιν υπήρξαν, Οδυσσέας η αρμονία που αναζητούσε ο Καζαν όπως μας λέει ο ίδιος, σταθμοί στην πορεία του τζάκης; Ο ίδιος ο Καζαντζάκης απαντά: ο προς την Κραυγή, που τον κυνηγούσε σ’ όλη του Οδυσσέας είναι ο τύπος, το καλούπι, που σκαλί τη ζωή: την Κραυγή του μελλούμενου. Κι αυτή η ζεται για να χυθεί ο μελλούμενος άνθρωπος. Εί κραυγή πήρε σιγά-σιγά μορφή και ξεπήδησε στο ναι ο δημιουργούμενος Οδυσσέας. Αξίζει να φως; ήταν το πρόσωπο του μεγάλου συνοδοιπό σταθούμε στους στίχους εκείνους που συνοδεύ ρου, του Οδυσσέα. Ο Οδυσσέας, αυτός που χαί ουν την τελευταία του μαρτυρία: θάνατος και ρεται όλα τα πρόσωπα του θανάτου, και τα πα γέννα, πόνος και γλύκα, φυγή και επιστροφή, λεύει, τετραπέρατο μυαλό, που συνδυάζει τη αποχωρισμός και συνάντηση είναι ένα. Η ενότη φρονιμάδα με τη θεία παραφροσύνη, όρθιος στο τά των, τούτο είναι το μυστικό, που συνοδεύει καράβι της Ελλάδας και δεν παρατά το τιμόνι. την υπέρβαση του Οδυσσέα. Κι όμως η ενότητα αυτή δεν είναι μόνον η Ο ταξιδευτής, που ξέρει πως η Ιθάκη δεν υπάρ χει, υπάρχει μονάχα θάλασσα κι ένα καραβάκι ισορρόπηση των αντιπάλων δυνάμεων, όπως η μικρό σαν το κορμί του ανθρώπου κι ο καπετά ηρακλείτεια αρμονία, είναι ακόμα πιο πέρα η νιος ο Νους. Ο Οδυσσέας - το σύμβολο του αν ταύτιση των ετεροτήτων, που ξεπερνά την ίδια θρώπου, που αποκτά αυτοσυνείδηση και γνωρί την ταύτιση, όπως μας λέει στον επίλογό του: το ζει πως η πορεία τον δεν έχει τέλος, που βρίσκει Καλό και το Κακό είναι ένα. Και το ένα τούτο το νόημα της ζωής στην ίδια την πορεία και τον δεν υπάρχει.12 Έχουμε λοιπόν μια μορφή ηρωικού μηδενι αγώνα της σπέρνοντας και γεννώντας τη φα ντασμαγορία του κόσμου, θεομάχος, πολυνού- σμού, μια συναίτηση με τον αλογισμό της ύπαρ σης, καρδιογνώστης και κοσμογυριστής. Ο ξης ή μήπως πλησιάζουμε τον χώρο τον μυστι Οδυσσέας θυμίζει ώς ένα βαθμό το ελεύθερο κού, εκεί όπου το ένα, όπως λέει ο Πλωτίνος, πνεύμα του Νίτσε, που ξεμασκαρεύει τα ιδεώδη, γλιστράει και φεύγει και θαρρείς πως δεν είναι μεταξιώνει τις αξίες, ελευθερώνεται από τη δου τίποτε;13; Γι’ αυτό και η ψυχή, δοξάρι στα χέρια λειά τους και υπερβαίνοντάς τα υπερβαίνει τον του Θεού, λέει στην προσευχή της. Παρατέντωσε εαυτό του, γίνεται σχεδιαστής της ζωής του, δη με, Κύριε, κι ας σπάσω!14 μιουργός της φαντασμαγορίας του κόσμου και οδοιπόρος. ροτού δώσω απάντηση στο ερώτημα, που Ο Οδυσσέας όμως του Καζαντζάκη είναι κάτι έθεσα, θα ήθελα να καταφύγω στη σημειω
Ε
Π
αφιερωμα/87 τική γλώσσα τον Καζαντζάκη, μέσα στην οποία ο ίδιος εκφράζει αινικτικά τη συνάντηση του με τον χώρον αυτόν της υπέρβασης. Τα σύμβολα της γλώσσας αυτής τα συναντούμε στο κεφ. που αφιερώνει στην Κρητική ματιά: «Τρία πλάσματα του Θεού, λέει, πάντα με μαύλιζαν κι ένιωθα μα ζί τους μια μυστική ενότητα· σαν σύμβολα μού φάνταζαν πάντα και συμβόλιζαν την πορεία της ■ψυχής μου: το σκουλήκι, που γίνεται πεταλούδα, το χελιδονόψαρο, που τινάζεται από τα νερά μο χθώντας να ξεπεράσει τη φύση του, κι ο μεταξοσκούληκας που κάνει το σπλάχνο τον μετάξι... σύμβολα παρμένα από την Κρήτη».15 Παρατηρούμε λοιπόν στα τρία αυτά σημείασύμβολα τρεις μορφές υπέρβασης του εαυτού μας: Στην πρώτη περίπτωση, στην εικόνα του σκουληκιού, που γίνεται πεταλούδα, έχουμε μια μετουσίωση σε μια ανώτερη μορφή. Στη δεύτερη, την εικόνα του χελιδονόψαρου, που πηδά έξω από τα νερά, έχουμε μια εκστατική υπέρβαση, ένα άλμα μέσα σ’ έναν άλλο περ’ από τη φυσική μας μοίρα χώρο. Και στην τρίτη εικόνα του μεταξοσκούληκα, που γεννά μέσα στα σπλάχνα τόυ μετάξι, έχουμε μια δημιουργία. Μετουσίωση, έκ σταση, δημιουργία είναι τρεις τρόποι με τους οποίους αντικρύζεται η οριακή μας σχέση με τον κόσμο και την ίδια την ύπαρξή μας. Στο μεγάλο μυστικό που φωτίζεται μέσα και περ’ από τις ακρώρειες του όντος, στο Ένα, που συνάπτει μέσα του τα πάντα και που φαίνεται τελικά να είναι ένα τίποτε μπροστά στα ανθρώ πινα μάτια, ανταποκρινόμαστε λοιπόν όχι απλώς με τη μυστική ένωση, ούτε με τη βουδιστική εκμηδένιση της ύπαρξής μας, αλλά με μιαν αυθνπέρβαση, που είναι είτε μια μετουσίωση, είτε μια αιώρηση έξω από τα όριά μας, είτε η ίδια η δη μιουργία. Και τα τρία αυτά νομίζω μπορούμε να τα συμοψίσουμε σ’ αυτό που ο Καζαντζάκη ς ονομάζει Κρητική ματιά. Αυτή τη στορισμένη στους τοίχους της Κνωσσού πάλη με τον φρενια σμένο Ταύρο, που σήμερα τον λέμε Θεό, μια πά λη που γινόταν παιγνίδι. «Τον Ταύρο», μας λέει, «δεν τον σκότωναν από αγάπη όπως οι ανατολί τικες θρησκείες, για να σμίξουν μαζί του, είτε γιατί τους κυρίευε τρόμος και δεν τολμούσαν να τον βλέπουν, παρά έπαιζαν μαζί του με πείσμα και σεβασμό και δίχως μίσος... Κι έτσι οι Κρητι κοί μετουσίωναν τη φρίκη και την έκαναν αψηλό παιγνίδι, οπού η αρετή του ανθρώπου, σ’ άμεση επαφή με την άμυαλη παντοδυναμία, τονώνουνταν και νικούσε.Τέτοια ήταν συλλογιζόμουν ...η Κρητική ματια... που κοιτάζει την άβυσσο· χω ρίς ελπίδα και φόβο, μα και χωρίς αναίδεια· όρ θιος στην άκρη του γκρεμού.16. Μέσα σ’ αυτή τη μεταποίηση της φρίκης σε υψηλό παιγνίδι χωρά τόσο η μετουσίωση της ύπαρξης όσο και η εκ στατική της υπέρβαση και η δημιουργική έκφρα ση. Το παιγνίδι σύμβολο της εκστατικής ποιητι
κής αυθυπέρβασης είναι η υπέρτατη μορφή απάντησης, που μπορεί να δώσει ο άνθρωπος καθώς συναντά τα όριά του και το Θεό, που αλ λάζοντας πρόσωπα χαράζεται πάνω στην άβυσ σο, που μας κυκλώνει. Θα μου επιτρέψετε να κάνω ένα παραλληλι σμό στο σημείο αυτό με τη σύγχρονη φιλοσοφική διανόηση που νομίζω δεν είναι άσχετος προς τον στοχασμό του Καζαντζάκη. Το υπαρξιακό άλμα προς το υπερβατικό που ο Καζαντζάκης το δη λώνει με την εικόνα του χελιδονόψαρου, είναι γνωστό στη νεότερη φιλοσοφία από το έργο του Κίργκεγκωρ, του εισηγητή της υπαρξιακής δια νόησης. Αλλά είναι γνωστό και στο έργο του Γιάσπερς. Είναι το εκστατικό άλμα προς την
1956 - Βιέννη. Με τον Ά γη Θέρο.
υπέρβαση, μέσα στην οποία όλες οι αντιθέσεις υπό τη σκοπιά του απολύτου συγκλίνουν: το εί ναι με το μηδέν, ο χρόνος με την αιωνιότητα. ,τι δεν μπορεί να συλλάβει ο νους το εκ φράζει με αινιγματικές εικόνες-σύμβολα ή γρίφους, όπως τους ονομάζει ο Γιάσπερς. Κατά τρόπο ανάλογο και ο Καζαντζάκης μιλά με εικό νες. Παράλληλα η εκστατική υπέρβαση συνδέε ται στον Γιάσπερς με την αγωνία και την ελευθε ρία, όταν η ύπαρξη αντικρύζει τα όριά της. Έτσι και στον Καζαντζάκη η υπέρβαση του φό βου και της ελπίδας είναι η ελευθερία, που ανοί γεται μπροστά στην οριακή κατάσταση, τον γκρεμό, όπως τον λέει. Αξίζει να παραθέσω ένα, κείμενο του Γιάσπερς, που συμπυκνώνει την ε-: μπειρία της ανάβασης κατά τρόπο, που προσεγγί ζει την εμπειρία του Καζαντζάκη. Γράφει ο Γιά-. σπερς: «Η αλήθεια είναι πάντα καθ’ οδόν, πάντα,
Ο
88/αφιερωμα σε κίνηση και δε γίνεται τελειωτική μέσα στα θαυμαστά κρυσταλλώματα της. Η ζωή που παραιτείται, ζητά παντού τη βεβαιότητα του πεπε ρασμένου, θέλει να σιγουρεύεται μ’ αυτό, που κατέχει και μένει. Η αυθεντική τολμά. Είναι μια ζωή του ύψους, με την απόλυτη αξίωση και το μεγαλύτερο κίνδυνο. Η αλήθεια της ύπαρξης τό τε έρχεται μπροστά στην απόφασή της: το ναι ή το όχι της, όταν εκτεθεί στο ακρότατο. Μπροστά σ’ αυτό πρέπει να βρει την πλήρωσή της ή να βυθιστεί στην άβυσσο.17. Δεν είμαι σε θέση να επιβεβαιώσω μια οποια δήποτε άμεση σχέση του Καζαντζάκη με την υπαρξιακή φιλοσοφία του αιώνα μας και ιδιαί τερα με τον Γιάσπερς. Ο παραλληλισμός όμως δείχνει τουλάχιστο τις κοινές πηγές, που είναι ο Ν ίτσε και ο Μ τιρ ξ ό ν'
Συνοψίζοντας τη μεταφυσική «σχεδία» του Ν.Κ. μπορούμε να πούμε, ότι αυτή είναι πολυφωνική και συχνά σημειωτική-συμβολική στην έκφρασή της. Και τούτο, γιατί δεν αποτελεί φι λοσοφικό, καθαρά έλλογο σχεδίασμα, αλλά κατ’ εξοχήν στοχαστική βίωση, που δεν χωρίζεται από την υπόλοιπή του δημιουργία. Μέσα της χωρά ο θαυμαστός κόσμος, όπως τον κληροδότη σε η ελληνική παράδοση και είναι ζωντανός στη συνείδηση του λαού μας, ιδιαίτερα του Κρητικού
. . . ι. .
Ε.α, σ. 51 Ε.α σ. 49, σ. 394, σ. 400 Ε.α. σ. 483 Ε.α. σ. 394 Ε.α σ. 556 Δες τον αποκαλυπτικό στο σημείο αυτό Δεκάλογο της πρώτης επιστολής του Καζαντζάκη προς τον Εμμ. Παπαστεφάνου. (Κ Μητσοτάκη: Ο Καζαντζάκης μιλεί για τον Θεό, σσ. 58-9 Μίνωας). ι. Κ. Δεσποτόπουλου, Φιλολογικά, Αθήναι 1981, Καζαντζά κης, σ. 89 κ.ε.
σαν μια εκπληκτική αποκάλυψη της πολυμορ φίας του όντος. Ωστόσο η αποκάλυψη αυτή εί ναι για τον Καζαντζάκη τρομακτική, δηλαδή ρηγματική. Μέσα στον κόσμο και μέσα στην αν θρώπινη ψυχή διανοίγεται σαν ύψος και σαν όριο η υπερβατικότητα, χώρος περισσότερο οι κείος στο νεότερο ευρωπαϊκό πνεύμα. Μια υπερ βατικότητα, που καλύπτεται με πολλές προσωπί δες, κι είναι στο βάθος γκρεμός, άβυσσος και αόρατη, μυστική δύναμη μαζί. Κι η κίνηση προς αυτή πότε μοιάζει με μιαν αγωνιστική, ανηφορι κή πορεία μετουσίωσης προς κάτι ανώτερο, ένα είδος ανελικτικού πανθεϊσμού που παίρνει όμως χαρακτήρα προσωπικού χρέους, πότε μοιάζει μ’ ένα παιγνίδι - ζύγιασμα στα σύνορα του γκρε μού,μια δηλαδή δημιουργική και εκστατική συ νάμα έκφραση και πότε σαν ένα δίχως ελπίδα και φόβο αντίκρισμα υπεροχής, μια δηλαδή ηρωική αυθυπέρβαση, που δεν εξαντλείται μόνο σ’ έναν ηρωικό μηδενισμό ή πεσιμισμό, όπως τον είπαν.18. Ά ς μη ξεχνάμε, πως μέσα σ’ όλα αυτά κρύβεται αυτό που ο Καζαντζάκης ονομά ζει θεία παραφροσύνη. Αυτή είναι που σπρώχνει την ψυχή να πηδά πάνω από το χάος, να κάνει φτερά και να καίεται σαν φλόγα μέσα στο φως, σε μιαν υπέρτατη έκσταση, όπως τη σφραγίζει ο τελευταίος λόγος της αναφοράς στον Γκρέκο. 10. Αναφορά στον Γκρέκο, σ. 16 11. Ε.α. σ. 587 12. Ε.α. σ. 601. Βλ. επίσης Ι.Θ.Κακριδή. Καινούρια Εποχή, Φθινόπωρο 1959 16. Αναφορά στον Γκρέκο, σσ. 585-6 17. Κ. Jaspers, Von der Wahrheit, Munchen 1947. 18. Ο Κ. Τσιρόπουλος τονίζει τη σύλληψη της ζωής ως παρά λογου φαινομένου, όπως την εκφράζει ο Καζαντζάκης στην Ασκητική του, και μιλά για τον «ιδεαλιστικό του μη δενισμό», «Νέα ανάγνωση της Ασκητικής» (Τετράδιά Ευ θύνης (3) «Θεώρηση του Ν. Καζαντζάκη», Αθήνα 1977 σσ. 163, 165, 177-79). Η φλόγα ωστόσο στον Καζαντζάκη γίνεται σε κορυφαίες στιγμές φως, μια κατάσταση έκστα σης, που μετουσιώνει το παράλογο σε μια θεία παραφρο σύνη. Βλ. επίσης: Παντελή Πρεβελάκη, Καζαντζάκης, Ο .τοιητή; και το ποίημα τη: (Mronna:. Αθήνα 1958, σ.63
ΑΤΕΛΙΕ ΡΑΠΤΙΚΗΣ Γιώργος Μπαρμπαρέσος
Γυναικεία - Ανδρικά · Βραδυνά - Σπορ Θεατρικά κοστούμια (σύγχρονα και εποχής) Καλύμματα επίπλων - Κουρτίνες
Γ' Σεπτεμβρίου 153-155 Τηλ. 86.73.656 - 86.11.722
αφιερωμα/89
Βρασίδας Καραλής
ΙΌ
ro
Οι μεγάλοι είναι μεγάλοι, μόνον επειδή εμείς είμαστε γονατιστοί.
Πιερ-Ζοζέφ Προυντόν
Τελικά, εξήντα χρόνια μετά τη δημοσίευσή της (1927), η Ασκητική του Νί κου Καζαντζάκη, παραμένει ακόμα και για τους ανεπιφύλακτους θαυμαστές του έργου του, ένα δυσεπίλυτο αίνιγμα. Σχεδόν καμιά από τις απαντήσεις που δόθηκαν σ’ αυτό το περίεργο βιβλιαράκι δεν κατόρθωσε να αναλύσει τη συλλογιστική του, να εντοπίσει το φυσικό του χώρο και να ξεκαθαρίσει τα προβλήματα που το απασχολούν. Ασκητική είναι βέβαια ένα έργο πολύπλο κο που, ώς ένα σημείο, στερείται θεωρητι κών αρχών. Απ’ όποια γωνία και αν ιδωθεί, θα αναγνωριστούν μέσα της αντίθετες μορφές και τύποι σκέψης, αντικρουόμενες ψυχολογικές στά σεις και ασυνταίριαστα διανοητικά εργαλεία. Το μικρό αυτό βιβλίο, από τις απώτερες φιλοσοφι κές και γνωσιολογικές προϋποθέσεις του ώς τα έσχατα ηθικά του εξαγόμενα, μοιάζει με ένα κα λειδοσκόπιο, που κάθε αλλαγή στη διάταξη των στοιχείων του, μεταβάλλει ριζικά την εικόνα. Έτσι, εκείνο που ακόμα ζητάμε για την Ασκητι
Η
κή είναι να επινοηθεί η κατάλληλη οπτική και να εξασφαλιστεί η ορθή απόσταση ώστε, όχι μόνο να ερμηνεύσουμε με επάρκεια το σύνολό της, αλ λά και να κατανοήσουμε τις πιθανές προεκτά σεις των γοητευτικών αποφθεγμάτων της. Το στοιχειώδες πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο αναγνώστης της Ασκητικής είναι να την τοποθε τήσει σε ένα λογοτεχνικό είδος που μέσα από τις συμβάσεις και τους όρους του θα αναπαραστήσει ασφαλέστερα τις αναφορές της. Ωστόσο, ού τε αυτό δεν έγινε δυνατό ακόμη. Τί είναι άραγε η Ασκητική: πεζολογικό τραγούδι με φιλοσοφι
90/αφιερωμα κές έννοιες, όπως τα έμμετρα φιλοσοφικά έργα των προσωκρατικών, φιλοσοφία σε ποιητική ελεύθερη φόρμα, όπως πολλά έργα της ανατολι κής φιλοσοφίας; Είναι άραγε φιλοσοφία ή ποίη ση; Και τέλος, είναι έργο μυστικής θεολογίας ή έργο καθαρά φιλοσοφικό; Ή μήπως αποτελεί την εκ βαθέων εξομολόγηση μιας ατομικής περι πέτειας; Είναι δηλαδή ένα κείμενο ψυχογραφι κό; Ή αποτελεί μια πολιτική κατάθεση γραμμέ νη «κατά τρόπο δύσκολο μα λαγαρό», την ορο λογία της οποίας δεν κατορθώσαμε να αποκρυ πτογραφήσουμε ώστε να αναγνωρίσουμε την κριτική της παρέμβαση; Παράλληλα, πρέπει να θυμόμαστε ότι η Ασκη τική είναι νεανικό έργο του Καζαντζάκη· ή, του λάχιστον, έργο της πρώιμης ωριμότητάς του, και παρά τις έντονες διαβεβαιώσεις του ίδιου, δεν μπορούμε να ερμηνεύσουμε τα μεταγενέστερα έργα του με βάση τις αρχές της, αλλά και ούτε να κατανοήσουμε τις αντιλήψεις της ξεκινώντας από αυτά. Και μόνο η αλλαγή λογοτεχνικού εί δους και μορφής ισοδυναμεί με μια μεγάλη αλ λαγή της σημασίας στο νέο κείμενο, ακόμα και αν χρησιμοποιούνται κοινοί όροι και έννοιες. Επιπλέον, η Ασκητική δεν πρέπει να κατανοηθεί ιδεαλιστικά: πως έχει δηλαδή μια αναλλοίωτη κύρια σημασία που διαποτίζει το υπόλοιπο έργο και συμβολισμό του Καζαντζάκη. Αντίθετα, εί ναι τόσο αντιφατική στην εσωτερική της συγκρό τηση ώστε κάθε έννοιά της διαφοροποιείται από κεφάλαιο σε κεφάλαιο. Ο Καζαντζάκης επιδιώ κοντας να καταστήσει παραστατικότερη τη συ ναισθηματική του πορεία διαλύει στο επόμενο κεφάλαιο ό,τι κατασκεύασε στο προηγούμενο και το συναρμολογεί ξανά σε ένα άλλο επίπεδο. Η καλλιτεχνική του συνείδηση επιδίωκε να πά ρει η ζωή και το έργο του μια συνοχή, είτε ιδεο λογική είτε μορφική. Αλλά αυτή η νόμιμη απαί τηση δεν ακυρώνει το γεγονός ότι στη ζωή ενός ανθρώπου δεν υπάρχει καμιά συνοχή, ότι η αναγκαιότητα της ζωής καθορίζεται από τη συμπτωματικότητα της φαντασίας και πως, τελικά, η ακολουθία των πράξεων και των ιδεών μόνο εκ των υστέρων αποδίδεται από άλλους, αφού ο καλλιτέχνης έχει πάψει να ζει και να δημιουργεί. Το πρόβλημα, όμως, του λογοτεχνικού είδους της Ασκητικής μπορεί να ξεπεραστεί εύκολα. Πολύ λίγο, άλλωστε, θα διευκρινιστεί η σημασία και η αξία της, αν πούμε απλά ότι πρόκειται για ένα δοκίμιο που γράφτηκε με ποιητικό τρόπο λυρική απόπειρα, το ονομάζει ο ίδιος - επειδή σκόπευε να κρίνει και με το ύφος του τη στεγνή πεζολογία της εποχής του. Αν δεχτούμε αυτή την απλή τοποθέτηση κατανοούμε αμέσως και την σκοπιμότητα του ύφους της. Το πιο προκλητικό στοιχείο της Ασκητικής δεν είναι οι ιδέες της. Ό πω ς θα δούμε, αυτές ούτε πολύ πρωτότυπες είναι ούτε παρουσιάζουν ξεχωριστό ενδιαφέρον.
Αντίθετα, ο γενικός τόνος της φωνής του Κα ζαντζάκη, η αποκαλυπτική διάθεση, οι κατηγορικές προσταγές και ο τρόπος συναρμογής των ιδεών σε ένα καινούριο μορφικό σύνολο αποτε λούν το πιο δυναμικό και αποτελεσματικό στοι χείο της. Το κέντρο βάρους της Ασκητικής βρί σκεται στο ύφος της, στην εποχή που παρουσιά στηκε, στη σύγχυση που προκάλεσε στον κατεστη μένο λόγο της εποχής και στην αμηχανία που προκαλεί σήμερα. Χωρίς αυτά, η Ασκητική θα ήταν απλώς ένα λογοτεχνικό παιγνίδι, κάπως πολύκροτο και λιγάκι ναρκισσιστικό, ενός αν θρώπου που διασκεδάζει με ένα αίσθημα ανωτε ρότητας για τον εαυτό του κι ένα χαμόγελο περι φρόνησης για τους άλλους. Επειδή η Ασκητική αποτελείται από άφθονα ετερογενή και κάπως ετερόμορφα στοιχεία, υπάρχουν πολλοί και ανόμοιοι τρόποι προσέγγι σης. Εδώ διαλέγω τέσσερις· τον μυστικό, τον φι λοσοφικό, τον ψυχολογικό και τον πολιτικό. Δη λαδή, θα τοποθετούμε κάθε φορά την Ασκητική στο κέντρο κάθε χώρου και θα διασυνδέουμε τα σύμβολα και την ορολογία της με τις σημασίες και τις παραδόσεις που ο χώρος αυτός προσφέ ρει. Η σειρά των χώρων δεν είναι τυχαία: ο ένας περιέχει τον άλλο και ανάγει τις αρχές του σε ένα ευρύτερο επίπεδο. Ένα έργο μυστικής θεο λογίας δεν αποκλείεται να είναι και έργο πολιτι κό. Η γλώσσα που χρησιμοποιείται είναι η ίδια· το μόνο που αλλάζει είναι η αναφορικότητά της και η ιδιαίτερη απόχρωση των εννοιών. Συχνά, διαφεύγει όμως ο κοινός παρονομαστής πάνω στον οποίο στηρίζονται τα έργα- και αυτός είναι η ιστορική στιγμή που δημιουργήθηκαν, ο τρό πος με τον οποίο χρησιμοποιούσαν τότε τη γλώσ σα και η ιδιαίτερη σκοπιμότητα που επιτελούσαν. Από αυτή την άποψη, κάθε κριτική προσέγ γιση είναι απλή εικοτολογία· ενώ στηρίζεται σε αποσπασματικά στοιχεία, επιχειρεί να ανασυνθέσει την ολότητα. Ωστόσο, ένα τέτοιο επιχείρη μα δεν είναι ολωσδιόλου άχρηστο. ι αναλογίες της Ασκητικής με κείμενα της παγκόσμιας μυστικής θεολογίας είναι τόσο έντονες που μπορεί να παραπλανήσουν τον ανα γνώστη. Χριστιανοθρεμμένος ο Καζαντζάκης, με υπερβολική αγάπη για τον Βούδα, τον 'Αγιο Ιωάννη του Σταυρού, την Αγία Τερέζα και πολ λούς άλλους μυστικούς, αφοσιώθηκε κατα τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1920 να συνθέ σει ένα «νέο έργο, καθαρά θεολογικό», όπως έγραφε στην πρώτη γυναίκα του. Και πραγματι κά η μανία του για τη θεολογία επέζησε ώς λίγο πριν το θάνατό του, όταν αποκαλούσε βιβλίο μυ στικού το έργο του Ο Φτωχούλης τον Θεού, ασχέτως αν πρόκειται για έργο αδύναμο και ατε λές. Αλλά και από το 1914-15, μετά τη συνάντη σή του με τον Σικελιανό, το ταξίδι τους στο
Ο
αψιερωμα/91 Ά γιο Όρος και την υπόλοιπη Ελλάδα, ο Καζαντζάκης είχε εμπνευστεί τη χαριτωμένη ιδέα να ιδρύσει μια καινούρια θρησκεία. Από τότε έχουμε άλλωστε και τις γνωστές «σκοτεινές» φω τογραφίες του από την Agnes Schaefer, στις οποίες κυριολεκτικά ποζάρει με ύφος μεγαλό σχημου προφήτη, με μάτια γυαλιστερά και χέρια που βγαίνουνε από το σκοτάδι, κρατώντας το αινιγματικό τίποτα, όπως και τα αγάλματα του Βούδα στη στάση του λωτού. Αν ερμηνεύσουμε ιστορικά τη στάση του, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε τρεις επιδράσεις: α) την επίδραση των τυπικών του τεκτονισμού, β) την επίδραση της Θεοσοφίας που τότε διατυμπά νιζε τον τελευταίο αβατάρα Κρισναμούρτι και γ) την επίδραση του Λέοντα Τολστόι. Όσο για τον τεκτονισμό, οι σχέσεις του Καζαντζάκη με την οργάνωση είναι μάλλον γνωστές, αν και δεν έχει μελετηθεί η επίδραση της κοσμοθεωρίας της πά νω του. Ο Παντελής Πρεβελάκης, και αυτός μυημένος, παραδίδει ότι ο Καζαντζάκης είχε εγ γραφεί ήδη από το 1907 στη Μασονική Στοά Αθηνών. 'Ενα μέρος της καθολικής θρησκείας που εμπνεύστηκε είναι μια μάλλον θορυβώδης κοινολόγηση της τεκτονικής πανθρησκείας και του παγκόσμιου ρυθμού που δηλώνουν τα τεκτο νικά τυπικά. Αν και ο Καζαντζάκης είναι από πολύ νωρίς διαφοροποιημένος από τις αγνωστικές αντιλήψεις του τεκτονισμού, έχει ενστερνι στεί την τεκτονική αντίληψη για την ισότητα όλων των θρησκειών κι έχει αποκτήσει την τάση για συγκρητισμό που διαφαίνεται έντονα στην Ασκητική. Η επίδραση της Θεοσοφίας, κατόπιν, και οι θεωρίες της Μπλαβάτσκυ για την κοσμογέννηση, φαίνεται πως είχαν για τον Καζαντζάκη της πε
ριόδου 1910-30 την ίδια σπουδαιότητα με τη θεωρία των πολιτισμικών κύκλων του Oswald Spengler. Επίσης, ο Καζαντζάκης θα γοητεύτη κε, ίσως από τον Σικελιανό που γνώριζε καλά τη θεοσοφία, από τις επιδείξεις μεσσιανισμού (αβατάρας) που έκαναν τότε οι θεοσοφικοί κύκλοι σε όλο τον κόσμο. Ας σημειώσουμε ότι το 1927 ο Κρισναμούρτι, λίγο προτού αποποιηθεί το χρί σμα του, βρίσκεται στην Αθήνα για να δηλώσει την απελευθερωτική παρουσία του. Καταλαβαί νουμε βέβαια πόσο πρέπει να ζήλεψαν τότε οι δύο Έλληνες συνυποψήφιοι. Κατά τη θητεία του στη θεοσοφία ο Καζαν τζάκης φαίνεται πως μελέτησε ανατολικές θρη σκείες, κυρίως βουδισμό, ο οποίος επηρέασε τη στάση του στη ζωή. Παράλληλα, γνώρισε τους μεγάλους εβραίους και μουσουλμάνους μυστι κούς, η γνώση των οποίων είναι έντονη κυρίως στις μικρές ιστορίες που σαν παραμύθι παρεμ βάλλει στα μυθιστορήματά ίου. Αυτό που, ωστό σο, κυρίως δανείστηκε από την Κάβαλα και τους Σούφι, είναι μια τάση για την αλληγορία, έτσι που μέσα από τα παραμύθια και τις αφηγήσεις να αναδύεται ασυνείδητα το κρυφό μήνυμα για τις περιπλανήσεις της ψυχής και την «οδύσσειά» της προς την αυτοτελείωση. Η έννοια της αυτοτελείωσης οδηγεί κατευ θείαν στην τρίτη μεγάλη επίδραση αυτής της εποχής, του Λέοντα Τολστόι. Περιέργως, δεν έχει προσεχτεί ότι ο Καζαντζάκης διαρκώς τονί ζει πως η προσπάθειά του αρχίζει από εκεί που σταμάτησε ο θρησκευόμενος πάτερ-φαμίλιας της Γιάσναγια Πολιάνα. Οι απόψεις του Τολστόι που διατυπώνονται στα θεωρητικά έργα του για την Τέχνη και τη Θρησκεία, όπως λ.χ. για την ψυχοφθόρα επίδραση της Τέχνης, τη στενότητα
92/αφιερωμα της χριστιανικής πίστης και την τάση για μια καινούρια ατομική θρησκεία, διαπνέουν ολόκλη ρο τον Καζαντζάκη για μια εικοσαετία περίπου. Αλλά και μετά το 1940, ποιος δεν αναγνωρίζει τις έντονες ομοιότητες δυο χαρακτήρων, όπως ο Αλέξης Ζορμπάς και ο Πλάτωνας Καρατάγεφ, ή δυο μνημειακών μυθιστορημάτων, όπως ο Πόλε μος και Ειρήνη και ο Καπετάν Μιχάλης; αράλληλα, όπως ο Τολστόι, έτσι και ο Κα ζαντζάκη ς δ ιεκήρυττε ότι η Τέχνη είναι κά τι ασήμαντο, ένα απλό μέσο για την αυτοτελείω ση, ότι τα βιβλία είναι τα όργανα για την εξάπλωση της άγνοιας και άλλες τέτοιες φράσεις που συχνά λέγονται από ιεροκήρυκες ή ολοκλη ρωτικά καθεστώτα. Παραδόξως, όλα αυτά λέ γονται μέσα σε βιβλία και με καλλιτεχνική μορ φή. Η αντίφαση βέβαια δεν έχει πολύ σημασία. Μερικοί, αρνούνται ό,τι πιο πολύ αγαπούν, ακριβώς για να μεγαλώσουν τη σπουδαιότητά του. Πρέπει να ξέρουμε να διαβάζουμε μέσα από τέτοιες φράσεις, ακριβώς επειδή γνωρίζουμε τα όρια της Τέχνης. Γιατί, ενώ αυτή μπορεί να είναι το υποκατάστατο μιας ανεκπλήρωτης επιθυμίας, δεν μπορεί να είναι υποκατάστατο της πραγμα τικότητας, ούτε να την επηρεάσει τόσο άμεσα όσο ο Λένιν ή ο Βενιζέλος, ή ένας απλός άνθρω πος. Ο Τολστόι, αναμφίβολα, και ώς ένα σημείο, ο Καζαντζάκης, δε διέκριναν καθαρά τα όρια της Τέχνης. Προσπάθησαν να συνδυάσουν την Τέχνη και τη Θρησκεία έτσι ώστε, με τη μεγαλο σύνη της γραφής τους, κατόρθωσαν να εξυψώ σουν την καταρρακωμένη θρησκεία και να τη με τατρέπουν σε εκείνο που ανέκαθεν ήταν: μια πο νηρή θεραπαινίδα της Τέχνης. Τί απόμεινε όμως από τη μεσσιανική θητεία του Καζαντζάκη και πώς βρίσκεται το στοιχείο αυτό στην Ασκητική-, Αναμφίβολα, ώς το προτε λευταίο κεφάλαιο της Ασκητικής, εξαιρουμένης της «Σιγής» που πολύ σωστά λέει ο ίδιος «ανατι νάζει όλη την Ασκητική», ο Καζαντζάκης μιλά με ευαγγελική παρρησία, με μια υπεραναπτυγμένη εξιδανίκευση της πραγματικότητας, αν και η οξυδέρκειά του σπάει σε πολλές μεριές τα φράγ ματα μιας μεταφυσικής πλαστής συνείδησης. Ο Καζαντζάκης, όπως και ο Σικελιανός, πίστεψε ότι μπορούσε να πραγματοποιήσει μια νέα θρη σκεία, αρνούμενος όλες τις προηγούμενες. Όμως απέτυχε, γιατί, απλούστατα, κανένας δε ζητά καινούριες θρησκείες, όταν τον έχουν βα σανίσει τόσο οι παλιές. Το να μετατρέπουμε τα εγκόσμια γεγονότα σε θεολογικά ισοδυναμεί με την αναγνώριση της υποτέλειας τόυ ανθρώπου και, επιπλέον, με την αναγνώριση του εαυτού του από έναν μεσάζοντα. Κάθε θρησκεία αποτε λεί τη συνείδηση ενός ανθρώπου που δεν έχει βρει ακόμα τον εαυτό του και, όπως ειπώθηκε, αποτελεί τελικά ένα φιδοπουκάμισο που, όσο
Π
μεγαλώνει η συνείδηση του ανθρώπου, αποβάλ λεται σταδιακά. Και ο Καζαντζάκης θα δούμε στην Οδύσσεια πόσα τέτοια φιδοπουκάμισα πέταξε χωρίς να γυρίσει να τα ξανακοιτάξει. Πά ντως, η πρόταση του Καζαντζάκη για μια νέα στάση ζωής δε θα γίνει με την Ασκητική αλλά με τους χαρακτήρες που θα επινοήσει, με την αλλα γή ύφους και λογοτεχνικού είδους. Ο Οδυσσέας, ο καπετάν Μιχάλης και ο Μανολιός έχουν μέσα τους περισσότερη αποτελεσματικότητα από εκεί νο το άσαρκο εκτόπλασμα που ο Καζαντζάκης επιμένει να ονομάζει θεό. Η φιλοσοφία της Ασκητικής μπορούμε να πού με ότι αποτελεί το λιγότερο ενδιαφέρον στοιχείο της. Ο Καζαντζάκης χρησιμοποιεί σε ολόκληρο το βιβλίο τους όρους ύλη, Ζωή, ανήφορος, κατή φορος κ.λπ., με τον ίδιο τρόπο που τους χρησι μοποιεί ο Henry Bergson στο βιβλίο του «Η Δ η μιουργός εξέλιξη». Αυτή είναι η πρώτη κυρίαρχη επίδραση. Η δεύτερη είναι αναμφίβολα η φιλο σοφία της δύναμης, όπως τη διατύπωσε ο ΦρήντριχΝίτσε, αν και για την επίδραση του γερμανού φιλοσόφου θα χρειαζόταν μια προσεκτικότε ρη μελέτη. Μια άλλη επίδραση που δεν πρέπει να υποβαθμίσουμε προέρχεται από το βιβλίο του Maurice Barres: Η λατρεία τον εγώ και μια τέ ταρτη από τη βασική βουδιστική αρχή για την υποκειμενικότητα της γνώσης. Τέλος, πρέπει να τονίσουμε την επίδραση ενός μικρού κειμένου του Ίωνα Δραγούμη με τίτλο «Η Γνώση μου» που γράφτηκε στα 1917 και τυπώθηκε στα 1927, το οποίο όμως ο Καζαντζάκης μπορούσε να γνω ρίζει από τους κύκλους του Δραγούμη στην Αθήνα. Το κείμενο αυτό καταλαμβάνει το πα ράρτημα του βιβλίου του Δραγούμη Σταμάτημα και στη δομή, την ιδεολογία και το ύφος μοιάζει με έναν σκανδαλιστικό πρόγονο της Ασκητικής. Και τα δυο κείμενα βέβαια παραπέμπουν στον Ζαρατούστρα. αν και όχι μόνο σε αυτόν. Όποιος διαβάσει τον «Αγώνα μου» του Αδόλφου Χίτλερ ή τις Αρχές του Φασισμού του Μπενίτο Μουσολίνι, βρίσκεται στη δύσκολη θέση να αναγνωρίσει ότι πολλές θέσεις της Ασκητικής, ειδικά εκείνες που αναφέρονται στον πολεμιστή άνθρωπο, φαίνονται δανεισμένες από εκεί. Πι θανώς βέβαια ο Καζαντζάκης να μην είχε διαβά σει αυτά τα βιβλία, αφού παρόμοιες απόψεις κυ κλοφορούσαν τότε και ήταν αναπόσπαστο τμήμα της περιρρέουσας ατμόσφαιρας στη μεσοπολεμική Ευρώπη. Το θέμα όμως είναι πότε και από ποιον υιοθετούνται οι απόψεις αυτές και πώς χρησιμοποιούνται. Δεν πρέπει παράλληλα να υποτιμήσουμε και την παρουσία στην Ασκητική αντιλήψεων του διαλεκτικού υλισμού. Λόγου χάρη το διαλε κτικό σχήμα θέση-αντίθεση-σύνθεση διαφαίνεται σποραδικά, ιδιαίτερα μετά το σχήμα της δυαρ χίας που κυριολεκτικά βασανίζει όχι μόνο την
αφιερωμα/93 Ασκητική, αλλά και τον άνθρωπο που την έγρα ψε. Ο Καζαντζάκης, απ’ ό,τι φαίνεται στο βι βλίο του για τη Ρουσία ήξερε να χειρίζεται τις μαρξιστικές μεθόδους με μια απροσδόκητη για την εποχή ευλυγισία. Βέβαια, ο ίδιος αργότερα θα αποκαλέσει τον μαρξισμό «πνευματική ψώ ρα», αλλά θα δούμε για ποιον μαρξισμό μιλούσε. Άλλωστε ο Καζαντζάκης έκανε αυτή τη δήλωση γύρω στα 1933, όταν είχε ριζικά μεταστραφεί. Αλλά, όπως έγραφε ο Οδυσσέας του καιρού μας, ο Τσε Γκουεβάρα, σήμερα δεν είναι ανάγκη να δηλώνεις μαρξιστής, όπως δε δηλώνεις νευτωνικός ή αϊνσταϊνικός. Αυτές οι παρουσίες βρί σκονται στο πνεύμα της εποχής, στον τρόπο που χρησιμοποιούμε τη γλώσσα και στη σημασιολο γία της. Από αυτήν την άποψη, ο Καζαντζάκης, όπως φαίνεται στα γράμματά του, έκρινε την τέ χνη και ερμήνευε την πραγματικότητα «πιο μαρ ξιστικά» από τον Δημήτρη Γληνό και, αναμφίβο λα, πολύ καλύτερα από εκείνο το αντιδραστικό και ιδεαλιστικό κατασκεύασμα του Νίκου Ζαχαριάδη για τον «αληθινό» Παλαμά. πό τις πηγές της Ασκητικής, ο Bergson αποτελεί αναμφίβολα την κυριότερη· και αυτή ακριβώς η επίδραση καθιστά το έργο εντε λώς ασήμαντο από φιλοσοφική άποψη. Αν δεν γνωρίζαμε την καταγωγή της ορολογίας της, θα λέγαμε ότι η Ασκητική αποτελεί ένα έργο υπο κειμενικού σχετικισμού, και όχι μηδενισμού, όπως το χαρακτηρίζει η επιπολαιότητα ορισμέ νων αστών κυρίως ερμηνευτών. Ο Καζαντζάκης δεν αμφέβαλε ποτέ για την αξία της πραγματικό τητας, αν και ήταν αρκετά σοφός για να γνωρί ζει την αλλαγή και τη συμπτωματικότητά της. Αμφισβητούσε σίγουρα ορισμένες κοινωνικές αξίες και σχέσεις και επομένως, έμμεσα, τους ανθρώπους και τους φορείς που τις υποστήρι ζαν. Είχε την ατυχία όμως, οι περισσότεροι με λετητές του να ανήκουν σε αυτούς τους φορείς και να έχουν ενστερνιστεί αυτές τις ιδέες. Ο Πρεβελάκης, ο Λαούρδας, ο Θεοτοκάς, ο Ρώτας, ο Αυγέρης και τόσοι άλλοι επιχείρησαν να κατα νοήσουν το μήνυμά του από ένά δεδομένο σύ στημα ερμηνείας και από την πολιτική πραγματι κότητα που αυτό υπονοούσε. Γι’ αυτούς, ο Κα ζαντζάκης ήταν όντως μηδενιστής γιατί δεν ταί ριαζε και δεν προσαρμοζόταν σε καμία από τις αρχές τους. Έτσι, το ύποπτο αυτό επίθετο με το οποίο χαρακτηρίζουν τον Καζαντζάκη αποκαλύ πτει έμμεσα την κριτική διάσταση του έργου του. Η Ασκητική αμφισβητούσε τα θεμέλια ενός κό σμου που όλοι οι ερμηνευτές του, άσχετα από την πολιτική τους απόχρωση, θεωρούσαν αυτο νόητο και αποδεκτό. Ο νέος τύπος ανθρώπου που οραματίστηκε ο Καζαντζάκης ήταν γι’ αυ τούς ένας κίνδυνος που έπρεπε να «εκμηδενι στεί» με κάθε τρόπο. Το φόβο που τους προκα-
λούσε το δημιούργημα τον εξωτερίκευσαν με άμεση ή έμμεση επίθεση κατά του δημιουργού. Ο Καζαντζάκης ήταν μηδενιστής γιατί έπρεπε να αποδυναμωθεί το μήνυμά του, που είχαν διαι σθανθεί με τρόμο οι αστοί κάθε απόχρωσης. Αντίθετα, εξαιτίας της επίδρασης του Ber gson, η Ασκητική υποδηλώνει έναν ιδιόμορφο μεταφυσικό βιταλισμό που θολώνει την καθαρό τητα του στοχασμού της. Ο Ζακ Μονό έδειξε πό σο κακή και αποτυχημένη είναι αυτή η θεωρία που, το μεγάλο της μειονέκτημα δεν είναι πως βασίστηκε κυρίως στην ποιητική φαντασία, αλλά το πώς, ενώ βασίστηκε σ’ αυτήν, θέλησε νά φα ντάζει επιστημονική και ορθολογική. Φυσικά, για έναν καλλιτέχνη κάθε θεωρία μετατρέπεται σε κάτι διαφορετικό κι αλλάζει χώρο επιβολής, Ο βιταλισμός της Ασκητικής μολονότι είναι εντε-
Α
Ο Ν.Κ. με τον Ταου-Εν-Λάι στο Πεκίνο. 26.6.1957.
λώς λανθασμένος ως φιλοσοφική αρχή, είναι τε λικά ένα γοητευτικό υπόστρωμα για τη φαντασία ενός καλλιτέχνη που επινοεί εικόνες και μεταφο ρές. Από ψυχολογική άποψη, η Ασκητική φαίνεται μάλλον να αποτελεί ένα κείμενο πάνω στο οποίο η ψυχανάλυση αποδεικνύει με ασφάλεια την εγκυρότητά της. Δεν υπάρχει σχεδόν κανένα σύ μπλεγμα του δυτικού ανθρώπου που να μη δη λώνεται στο έργο κρυμμένο μέσα στους αναβαθ μούς της λογοτεχνικής μορφής. Για έναν ψυχα ναλυτή το κυρίαρχο και. ανυπέρβλητο πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο Καζαντζάκης στην Ασκητι κή είναι το οιδιπόδειο σύμπλεγμα. Οι σχέσεις του Καζαντζάκη με τη μητέρα και τον πατέρα του αποτελούν τα δύο σκέλη του οιδιπόδειου
94/αφιερωμα τριγώνου, ο τρίτος είναι ο ίδιος ο Καξαντζάκης, το οιδιπόδειο και αποτελούσε μια επιλογή παρό κι ίσως έτσι ερμηνεύεται από έναν πεπεισμένο μοια με εκείνη των ασκητών. Αντί να υπερβεί το φροϋδιστή η γοητεία του αριθμού 3 γι’ αυτόν. οιδιπόδειο, πιεσμένος από τις υπόλοιπες υπο Μέσα από το ίδιο σύμπλεγμα ερμηνεύεται και τροπές του, ο Καξαντζάκης οπισθοδρομεί, κα εκείνη η ενοχλητική δυαρχία που επικρατεί σε θηλώνει την ανάπτυξη του ερωτισμού του και όλο το έργο του, που, μάλλον, αποτελεί την εξι- επιχειρεί την πορεία προς «ένα σώμα χωρίς όρ δανικευμένη αναγωγή της σχέσης των γονιών του γανα», με ελάχιστες φυσικές λειτουργίες και κα σε θεωρητικό επίπεδο. Το ίδιο σύμπλεγμα προε- μιά ερωτική αναζήτηση. Η επιστροφή προς τον κτάθηκε μέσα του ώς τους απώτατους προγό αδιαφοροποίητο ερωτισμό της νηπιακής ηλικίας νους, ο ίδιος πίστευε ότι προερχόταν από την συμβαδίζει με μια πλήρη εκλογίκευση της επιλο ανάμιξη δύο φυλών, ώς τη φύση και τη γη, και γής αυτής. Έτσι, η ερωτική καθήλωση μετατρέκατέληξε σε εκείνον τον άτυχο χωρισμό ύλης και πεται σε μια άσκηση για τη γνώση. Το αντικείμε πνεύματος που επανέρχεται τόσες φορές στο έρ νο του πόθου για τον Καζαντζάκη δεν είναι το γο του ώστε, ψυχαναλυτικά μιλώντας, εκτόνωνε ανθρώπινο σώμα αλλά η αφαιρετική του αναγω την εχθρότητα προς τον πατέρα και ξεθύμαινε τη γή σε γνώση. Δεν είναι η ικανοποίηση της ηδο νής άμεσα και απαραμόρφωτα αλλά η μετάθεσή, λαγνεία του. Στην Ασκητική επιπλέον διαφαίνεται μιά ψυ της σε ένα ανώτερο επίπεδο έλλογο και κοινωνι χολογική πορεία. Ο Καξαντζάκης βασανισμένος κό. Ο αντίπαλος του Καζαντζάκη όμως δεν ήταν ο από το οιδιπόδειο, εφευρίσκει μια πολύπλοκη αλχημεία ιδεών που εκτονώνει τις φυσικές του πατέρας του αλλά το δικό του ασυνείδητο. Μέσα παρορμήσεις. Με τις ιδέες αυτές δημιουργεί σε αυτό το σκοτεινό εργοστάσιο των επιθυμιών υποκατάστατα των σωματικών λειτουργιών που οι κοινωνικοί μηχανισμοί, της ηθικής, της θρη απωθήθηκαν. Η γλώσσα γίνεται γι’ αυτόν ένα σκείας, του σχολείου, επεμβαίνουν με τον πιο παιγνίδι, όπως τα παιγνίδια των μικρών παι ρυθμιστικό τρόπο. Σε κάθε παιδί που υποφέρει, διών, μέσα από το οποίο η απώθηση, η επιθετι ή απολαμβάνει το οιδιπόδειο του, θέτουν το κότητα και η ανάγκη της ηδονής εκδηλώνονται αναπόφευκτο δίλημμα: ή αιμομίκτης ή ομοφυλό με ένα συμβολικό και λανθάνοντα τρόπο. Ο ερω φιλος. Η κοινωνικοποίηση του ατόμου συμπο τισμός του Καζαντζάκη απελευθερώθηκε μόνο ρεύεται με την απάντηση σε αυτό το δίλημμα. Αν μέσα από τη γλώσσα, γι’ αυτό ο γλωσσικός τύπος το νεαρό άτομο δεν μπορεί να ξεπεράσει τη σχέ του Καζαντζάκη είναι γεμάτος ασυνήθιστους ση του με την οικογένειά του, ή θα πρέπει να νεολογισμούς. Αντιστρέφοντας το συλλογισμό, αποκτήσει το αντικείμενο του πόθου του ή θα θα λέγαμε ότι ο Καξαντζάκης, μετά τον Καβάφη πρέπει να στραφεί προς το ίδιο το φύλο του. και μαζί με τον Σικελιανό, «ερωτικοποίήσε» τη , Φυσικά, η κατάκτηση της μητέρας είναι ολοκλη γλώσσα της ποίησης, γεγονός που τον οδήγησε ρωτικά αδύνατη στο δυτικό πολιτισμό που στη σε μια υπέροχη ακρότητα: τη μετέτρεψε σε ένα ρίζεται στην απαγόρευσή της. Η άλλη επιλογή, «φετίχ», σε ένα όργανο απόλαυσης που ξεπερνά της ομοφυλοφιλίας, εξακολουθεί να παραμένει, την καθημερινή γλώσσα και υποσημαίνει την σε λανθάνουσα μορφή, η συνηθέστερη επιλογή σχεδόν όλων των αρρένων της δύσης. απελευθερωτική της ισχύ. Η κρυφή αποστροφή του Καζαντζάκη για τις γυναίκες απορρέει από το φόβο της αιμομιξίας: ν επιπλέον απομονώναμε την τάση του για κάθε γυναίκα εξομοιώνεται με τη μητέρα, αγιοτο υπερβολικό και το μεγαλόπρεπο, θα λέ ποιείται και απαγορεύεται το άγγιγμά της. Στο γαμε ότι ο Καξαντζάκης βασανιζόταν σε όλη τη δεύτερο σκέλος του διλήμματος απαντά διαφο ζωή του από ένα σύμπλεγμα ευνουχισμού, επο ρετικά. Ο Καξαντζάκης απωθούσε διαρκώς κά μένως από έναν φαλλοκεντρισμό, παρόμοιο με θε θηλυκό στοιχείο της ψυχής του. Δεν αντιπα εκείνον που δηλώνεται στο «Γράμμα στον πατέ θούσε τις γυναίκες, όπως τον κατηγόρησαν ρα» του Φραντς Κάφκα. Το οιδιπόδειο και το απλώς μέσα από τα έργα του εξαφανίζει ορισμέ ευνουχιστικό σύμπλεγμα οδηγούν στο τρίτο κυ νες εκδηλώσεις του εαυτού του, που η ανδρο ρίαρχο σύμπλεγμα της Ασκητικής που διαδηλώνεται απολυτρωτικά στο τελευταίο κεφάλαιο με κρατική κοινωνία της εποχής του χαρακτήριζε τον ενδεικτικό τίτλο «Σιγή». Η πορεία του Κα γυναικεία και θεωρούσε αταίριαστα σε άντρες. Παράλληλα, από το έργο του λείπει τόσο η τρυ ζαντζάκη μέσα από τις εξιδανικεύσεις και τις φερότητα μεταξύ ανδρών, ώστε φαίνεται τελικά υποκαταστάσεις του ερωτισμού του ισοδυναμεί πως ο Καξαντζάκης φοβόταν για τον ανδρισμό με μια πορεία προς την ασεξουαλικότητα, προς του. Δε θέλει να γίνει «ομοφυλόφιλος» και απω το άφυλο, την ουδετερότητα και, τελικά, την θεί βαθιά ορισμένες φυσιολογικές αμφιθυμίες αφασία. Ο Καξαντζάκης από πολύ νωρίς υποφέρει από του ερωτισμού του. Έτσι, ο ερωτισμός του συ μπιεσμένος μέσα από τις εξιδανικεύσεις της ψυ το σώμα και το φύλο του. Η Σιγή στην Ασκητική καταγράφει τη μόνη δυνατή λύση που βρήκε για χής του και τις απαγορεύσεις της κοινωνίας του,
Α
αφιερωμα/95 αποβάλλει κάθε αισθησιακό στοιχείο του· γίνε ται άφυλος, αφηρημένος, μεταφυσικός. Αλλά η απάντηση στο κεφαλαιώδες δίλημμα θα μετατε θεί αλλού, σε κάτι εξωτερικό, μακρινό και απρό σβλητο, στο Θεό, ή στη Ζωή, δηλαδή στον κατ’ εξοχήν αντίπαλο, τον πατέρα. Έχει λοιπόν και ο θεός του Καζαντζάκη τον πατέρα του, όπως βέ βαια και κάθε χριστιανού. ε το οιδιπόδειο ερμηνεύεται επίσης και ο περίεργος υπότιτλος της Ασκητικής, Σωτήρες του Θεού. Όπως είναι γνωστό από τον Φρόυντ, η τάση του παιδιού να σκοτώσει τον πατέρα του συμβαδίζει με την επιθυμία να γίνει αυτός ο νέος πατέρας. Αυτό που προϋποτίθεται για τη σωτηρία του θεού είναι ότι ο θεός κινδυ νεύει- ο Καζαντζάκης πολύ εύστοχα δε μας λέει ποιος τον απειλεί. Η πατροκτονία στο έργο του είναι ένα μοτίβο που επανέρχεται περιστασιακά από την Οδύσσεια ώς τον τελετουργικό θάνατο του Μανολιού στο Ο Χριστός ξανασταυρώνεται. Η συνθηματική γλώσσα της Ασκητικής ωστόσο δεν προχωρά στην ανάρρηση ενός καινούριου πατέρα, ενός καινούριου θεού. Μετά τη δολοφο νία ο θώκος του παντεπόπτη πατέρα που χορη γεί την ασφάλεια, καθορίζει τον ερωτισμό και ορίζει τις σημασίες, μένει κενός. Και αυτή είναι τελικά μια από τις σημαντικότερες συμβολές του Καζαντζάκη- πώς δηλαδή ενώ βασανίστηκε από το οιδιπόδειο και τις συνέπειές του, οραματίστη κε έναν κόσμο χωρίς πατέρα, χωρίς δηλαδή αρχή και τέλος, κι είδε το άτομο σαν έναν ξεχωριστό ρυθμιστή του σύμπαντος και πρόβαλε σε αυτό τις επιθυμίες και τις ανάγκες του ερωτισμού του. Φυσικά, όλα τα παραπάνω πορίσματα ισχύουν’ εφόσον λάβουμε ως αποδεκτή προϋπόθεση εργα σίας τη θεωρία του Φρόυντ για το οιδιπόδειο. Αλλά ακόμα και αν απορρίπτουμε τη θεωρία αυ τή ως υπερβολικά ιδεολογική, δεν μπορούμε να μην παρατηρήσουμε τις έντονες αναλογίες που παρουσιάζει με μία εξωτερική κοινωνική κατά σταση και ένα υπαρκτό πολιτικό καθεστώς. Οι ψυχολογικές κατηγορίες αποτελούν πολιτικές κατηγορίες σε εσωτερικευμένη μορφή. Συχνά παρακολουθώντας τις εξελίξεις της ψυχολογίας ενός ανθρώπου κατανοούμε πληρέστερα τις εξε λίξεις της κοινωνίας γύρω από αυτόν. Η αποδο χή του οιδιποδείου σημαίνει αποδοχή της θεω ρίας για μιαν αρχή του κόσμου, για ένα κέντρο γύρω από το οποίο περιστρέφεται ο κόσμος, από το οποίο αποσπώνται οι σημασίες και διά του οποίου απονέμονται στα πράγματα. Ο μεγαλύτε ρος εχθρός του ανθρώπου ήταν και είναι το χάος, η αταξία, η αναρχία. Ο Φρόυντ έδειξε όμως ότι αυτό το χάος υπήρχε πρώτα μέσα μας, στο ασυνείδητό μας, και επιχείρησε με τη γνώση των μηχανισμών λειτουργίας του να συμφιλιώσει το συνειδητό με το ασυνείδητο, τις ακοινωνικές
Μ
τάσεις του ανθρώπου με τις πολιτισμικές αξίες της κοινωνικότητας. Ο Φρόυντ γράφοντας το Ο πολιτισμός πηγή δυστυχίας τόνισε τη σύγκρουση των δυο ενορμήσεων του ανθρώπου και εντόπισε εδώ την αρχή των νευρώσεων. Η θεωρία του συμπληρωμένη με το Έρως και Πολιτισμός του Χέρμπερτ Μαρκούζε και τις νεότερες συμβολές των Ζιλ Ντελέξ-Φελίξ Γκουαταρί στο Αντι-οιδίπονς-Καπιταλισμός και Σχιζοφρένεια έδωσε να καταλάβουμε πόσο κοινωνική, και επομένως πο λιτική, υπήρξε η κατηγορία της μιας αρχής του κόσμου. Η κατηγορία αυτή εσωτερικευμένη από το σχολείο, την εκκλησία και τους άλλους ιδεο λογικούς μηχανισμούς του κράτους έγινε μια ψυ χολογική κατηγορία διδαγμένη αλλά τελικά υπαρκτή μέσα στον άνθρωπο. Κάθε παρατήρηση λοιπόν ψυχολογικής υφής είναι παράλληλα πολι τική θέση - και αυτό πρέπει να γνωρίζουμε πριν επιχειρούμε οποιαδήποτε πολιτική ερμηνεία των καλλιτεχνικών έργων.
Όταν λοιπόν μιλάμε για τον Καζαντζάκη, πρέπει να θυμόμαστε ότι μιλάμε για τη συνείδη ση ενός ανθρώπου σε συνθήκες καπιταλιστικού συστήματος και, επομένως, για ένα ατομικό όρα μα που παίρνει τα σύμβολά του από την προβλη ματική και τη θεματολογία του συστήματος αυ τού σε μια ορισμένη ιστορική περίοδο. Καμιά σύνθεση ιδεών δεν είναι ουδέτερη και κανένα
96/αφιερωμα ψυχολογικό χαρακτηριστικό μεταφυσικό. Κι έτσι την πραγματικότητα που αυτά υποδηλώνουν μπορούμε μόνο μέσα από τους όρους της πολιτι κής να διακρίνουμε και να ερμηνεύσουμε. Καζαντζάκης άλλωστε είχε ήδη από την πρώτη έκδοση της Ασκητικής δηλώσει την πολιτική σημασία και τον πολιτικό στόχο της. Εκεί προέτασσε το περίφημο μικρό σημείωμα, που δεν υπάρχει στη δεύτερη έκδοση, και, νομί ζω, ότι δεν έχει εκτιμηθεί όσο πρέπει. «Η Ασκη τική γράφτηκε στη Γερμανία στα 1923 για να διατυπώσει την ψυχική αγωνία και τις ελπίδες ενούς κομμουνιστικού κύκλου από Γερμανούς, Πολωνούς, Ρούσους, που δεν μπορούσαν ν’ αναπνεύσουν άνετα μέσα στη στενή, καθυστερημένη, υλιστική αντίληψη της Κομμουνιστικής Ιδέας. Η Ασκητική τούτη ας θεωρηθεί η πρώτη λυρική απόπειρα, η πρώτη κραυγή του μετακομμουνιστικού “ΠΙΣΤΕΥΩ”». Το σημείωμα αυτό, νομί ζω, δηλώνει περισσότερα για τις προθέσεις του Καζαντζάκη από την αλληλογραφία του με τον Παπαστεφάνου η οποία, παρά τις ομοιότητές της με πολλές θέσεις της Ασκητικής, μπορεί εξί σου ικανοποιητικά να συσχετιστεί με άλλα έργα αυτής της εποχής, όπως λόγου χάρη ο πρώτος Βούδας. Παράλληλα, πολλά σημεία της Ασκητι κής και του προλόγου της διαφωτίζονται πε ρισσότερο αν διαβάσουμε ταυτόχρονα τα γράμ ματα 92 και 120 που έστειλε στον Παντελή Πρεβελάκη γύρω στα 1929-1930. Εκεί καταλαβαί νουμε αμέσως ποιος ήταν ο κύριος στόχος του Καζαντζάκη και τί είδους γλώσσα χρησιμοποι ούσε για να διατυπώσει το μήνυμά του. Από τις πολλές μαρξιστικές έννοιες που χρησι μοποιεί εδώ, για πρώτη φορά και για πολύ λίγο χρόνο ακόμη; η κυριότερη είναι εκείνη της Ιστο ρίας. Εδώ ο Καζαντζάκης έχει αποδεχτεί την καινούρια μαρξιστική ήπειρο της Ιστορίας, μιλά για τους κυματισμούς και την πρωτοπορία της, μιλά για ιστορική αποστολή του προλεταριάτου και της Σοβιετικής Ένωσης και, τέλος, επιχειρεί να διακρίνει μέσα από τα «νέα συνθήματα» του κομμουνισμού το «μεγάλο χρέος του σημερινού θεωρητικού Δημιουργού». Παρόλα αυτά όμως, η χρήση του μαρξισμού είναι περιστασιακή και πολύ γρήγορα θα υποχωρήσει. Το κυριότερο πρόβλημα, όμως, το οποίο και επεξηγεί ώς ένα βαθμό την απομάκρυνσή του, εί ναι να εντοπίσουμε το ποιον μαρξισμό γνώριζε ο Καζαντζάκης και με ποιους μαρξιστές συζητού σε. Ο ίδιος, τη γνώμη του για τους Έλληνες μαρξιστές την επικέντρωσε στο πρόσωπο του πιο ακαδημαϊκού ίσως αριστερού στον τόπο μας, του Δημήτρή Γληνού. Τον αποκαλεί κατώτερο διανοητή που πασχίζει να γίνεται νοητός και να «συστηματοποιεί συμφέροντα», να «κάνει πολι τική», όπως σημειώνει εύστοχα. Και πράγματι ο
Ο
Γληνός, μαζί με όλη σχεδόν την πρώτη γενιά των Ελλήνων μαρξιστών, είναι ένας ικανότατος εκλαϊκευτής χωρίς ιδιαίτερη πρωτοτυπία στη σκέψη, αρκετός για να διαδόσει μιαν αντίληψη μα όχι να την προωθήσει. Παράλληλα, έβλεπε τι γινόταν στον παγκόσμιο μαρξισμό, ο οποίος από τότε ήταν καλύτερος στις αιρέσεις του παρά στην ορθόδοξη εκδοχή του, και είδε από κοντά τι γινόταν στο «κέντρο του κόσμου», στη Σοβιετική Ένωση. Εδώ πρέπει να θυμηθούμε ότι πηγαίνει στη Ρωσία το 1925, λίγο μετά το θάνατο του Λένιν. Εκεί βρίσκει στην ακμή της τη διαμάχη Τρότσκι-Στάλιν, τη σύγκρουση της διαρκούς επανάστασης με τη μι κροαστική γραφειοκρατία. Ο Καζαντζάκης στα γράμματά του δείχνει μια επιφυλακτική προτί μηση στον Τρότσκι, ενώ στο τέλος του βιβλίου του Ρουσία θα κρίνει με σκληρότητα τη σταλινι κή γραφειοκρατία. Από το βιβλίο μάλιστα του Παναΐτ Ιστράτι Προς την άλλη φλόγα, που εκδόθηκε ελληνικά πρόσφατα, βλέπουμε πώς αντιδρούσε ο Καζαντζάκης στην επικράτηση της γραφειοκρατίας στη Σοβιετική Ένωση. Ό χ ι με τα ξεσπάσματα και τις υστερικές διαμαρτυρίες του «καλού ανθρώπου» Ιστράτι, αλλά με τη γνώ ση ότι ήταν πλέον αδύνατο τα άτομα να ανατρέ ψουν τη ροή των γεγονότων και πως, αν το έκα ναν, θα εντάσσονταν ακούσια στο στρατόπεδο των αντιδραστικών. Ο μαρξισμός ήταν τότε ακό μα νέος· και δεν είχε ακόμα διαγράφει καθαρά η πιθανότητα να μην ήταν τόσο απελευθερωτικός όσο διατείνονταν οι οραματιστές του. Αλλά ο Καζαντζάκης φαίνεται πως είχε κιό λας διακρίνει κάτι τέτοιο, χωρίς μάλιστα να έχει καμιά άμεση σχέση με τον αναρχισμό. «Οι επα ναστάτες έγιναν βολεμένοι, γράφει, οι βολεμένοι γρήγορα καταντούν συντηρητικοί και σιγά σιγά οι συντηρητικοί γίνονται αντιδραστικοί». Και η παρατήρησή του αυτή έχει μέσα της περισσότερη αλήθεια και ακρίβεια, όχι μόνο από τον επίσημο σοβιετικό μαρξισμό της εποχής που προετοίμασε τον πολιτισμό των γκουλάκ, αλλά και από τη θεωρία του Τρότσκι περί «εκφυλισμένου εργατι κού κράτους» στη Σοβιετική Ένωση. Ο Καζαν τζάκης διέκοψε τις σχέσεις του με τον μαρξισμό όταν κατάλαβε ότι αυτός ήταν το άλλο πρόσωπο της αντίδρασης, μια παραπλανητική πρόταση εναλλαγής στην εξουσία. αρπός της θητείας του στο μαρξισμό λοιπόν Κ είναι ώς ένα μεγάλο βαθμό η Ασκητική. Ό ταν δηλώνει ότι σκόπευε στη συνέχειά της να εξομοιώσει τον Λένιν με τον Δον Σάντσο «όλο λογική, ελπίδα, βεβαιότητα, για το “νησί” που θα του δοθεί ως αμοιβή», υποτυπώνει το τέλος ενός οράμα,τος για τη ριζική ανακαίνιση του αν θρώπου από τον κομμουνισμό. Η Ασκητική κα θώς και η θεωρία του μετακομμουνισμού, του
αφιερωμα/97 Homo Metabolchevicus, που συλλαμβάνει τότε καταγράφει τη διαμαρτυρία μιας συνείδησης που πίστεψε, είδε, απογοητεύτηκε κι αρνήθηκε. Από την άποψη αυτή, ο οραματιστής Τρότσκι, που στις τελευταίες σελίδες του Λογοτεχνία και Επανάσταση μίλησε για τον καινούριο άνθρωπο με ύφος προφητικό, διέκρινε καθαρότερα, όταν έλεγε ότι η εποχή εκείνη ήταν μόνο ο προθάλα μος του καινούριου ανθρωπισμού. Ο Καζαντζάκης, επειδή βρισκόταν έξω από τα γεγονότα, συ χνά έβλεπε μόνο τις αφηρημένες τους απολήξεις και αναγωγές. Μέσα από αυτές λοιπόν τις συν θήκες και χάρη στην οξυδέρκειά του, προχώρησε θεωρητικά πέρα από τον κομμουνισμό και τον ορίζοντά του. Η θεωρία του μετακομμουνισμού, στο βαθμό που διαγράφεται στην Ασκητική και κορυφώνεται στην Οδύσσεια, είναι η θεωρία της απολυτρωμένης προσωπικότητας, η θεωρία του ανθρώπου που πίστεψε, αλλά τα πιστεύω του στάθηκαν κατώτερα από τις προσδοκίες του και οι σύντροφοί του πέρασαν στο αντίπαλο στρατό πεδο. Έτσι αντέδρασε ο Καζαντζάκης στην κα τάρρευση των ιδανικών του· όχι με τις ομολογίες ενοχής απέναντι στο μεγάλο πατέρα, ή στον κα
·. -
θοδηγητή της ιστορίας, αλλά με την άρνηση του ελεύθερου ανθρώπου που δε φοβάται το ασυνεί δητό του ούτε ελπίζει πολλά από το συνειδητό του, αλλά μάχεται μόνος του να κατασκευάσει τις γέφυρες επικοινωνίας ανάμεσά τους, που θα τον απελευθερώσουν από την ανάγκη ταύτισης με έναν κίβδηλο πατέρα ή την αναγκαστική απο δοχή μιας απάνθρωπης πραγματικότητας. Μέσα από τις θητείες του στα πιστεύω της εποχής ο Καζαντζάκης διέκρινε την εποχή πίσω από τη μαζικότητα και την ομαδοποίηση, τον καιρό της απελευθερωμένης ατομικότητας. Η «Σιγή» αποτελεί την απόδειξη μιας παραί τησης, μιας ιστορικής ρήξης, την ομολογία μιας ήττας. Όμως, το σημαντικό εδώ είναι ότι ο νικη μένος δεν είναι ο συγγραφέας της, μα οι ιδέες που ενστερνίστηκε. Η «αφασία» της Ασκητικής είναι η απόρριψη όλων των ώς τότε γνωστών γλωσσών για τη διατύπωση της αγωνίας του αν θρώπου. Η πορεία προς το άφυλο αποτελεί την απόρριψη ενός ερωτισμού εκπραγματωμένου, την απόρριψη μιας πολιτικής πραγματικότητας που μετέτρεπε το βιολογικό εγώ σε μια απρόσω-
■ι .
-i <***^~r*c *- α , A 'f e
ή * VEf y
<Tl· σ
yh
γ ι +s*, j
"V i
u< v* <*/
PTo 6
f * * T * * » + **■ *·*!
*C
</j ί*ς7
e jljo
*· * · / « ’'J7X )
κ%> y t *
**>y>
v <e'sh*
v y c * '» f
y ^ T i
^
98/αφιερωμα πη οικονομική μονάδα. Η τάση για πατροκτονία αποτελεί την καταδίκη ενός κόσμου επικεντρω μένου σε μια αρχή, σε μια ηγετική προσωπικότη τα, και ενός τρόπου παραγωγής επικεντρωμένου στο εργοστάσιο. Η μυστικότητα αποτελεί την απόρριψη ενός λόγου που μετατράπηκε σε εργα λείο για μια μαζική κουλτούρα, που χρησιμεύει για την εξιδανίκευση των απαιτήσεων της εξου σίας, ενός λόγου που έγινε εμπόρευμα, ισοπεδώ θηκε, τακτοποιήθηκε και χειραγωγεί με τη νομι μοφροσύνη του τις ατομικές συνειδήσεις. Η Ασκητική αποτελεί τη σημαντικότερη άρνηση στη γλώσσα μας ενός κοσμοειδώλου αστικού που έχει, ωστόσο, διαποτίσει όλες σχεδόν τις αντιλή ψεις του αιώνα μας· και ώς σήμερα διατηρεί ακέραια την αρνητικότητά της, ώστε καμιά πολι τική ιδεολογία δεν μπόρεσε να τη στεγάσει και κανένα κοινωνικό όραμα να την οικειοποιηθεί. Ασκητική, επομένως, ευτύχησε να μην έχει οπαδούς και έτσι δεν υποβαθμίστηκε σε χέ ρια μικρόμυαλων ανθρώπων. Η λειτουργική συ νύπαρξη μέσα της πολλών διαφορετικών παρα δόσεων, γλωσσών και επιθυμιών απέκλεισε τον προσεταιρισμό της από μια εδραιωμένη εξουσια στική γλώσσα και τη χρήση της από ένα πολιτικό καθεστώς σαν μέσο χειραγώγησης των πολιτών του. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι η Ασκητική δεν καλύπτει μια κοινωνική ανάγκη. Απλώς, απο κομμένη από τους μηχανισμούς που διοχετεύουν τις αξίες της κατεστημένης τάξεως, έμεινε ένα εγχειρίδιο για ατομική χρήση, κατάλληλο για τους αποσυνάγωγους των καθεστώτων και τους οραματιστές της απελευθέρωσης. Μέσα από αυ τούς, η Ασκητική εκπληρώνει την υπόσχεση μιας αλλαγής και, στο πολιτικό επίπεδο, γίνεται το σύνταγμα μιας Ουτοπίας. Το μεγαλύτερο μέρος της αρνητικότητάς της φαίνεται, όπως είπαμε, στο ύφος της. Η τέχνη έχει πάντα την ικανότητα να απορρυθμίζει την ιδεολογία της κοινωνίας· και αυτό το πετυχαίνει με το ύφος, τη διαφορετική έκφραση των συναι σθημάτων και, τέλος, τη διαφορετική πραγματι κότητα που το ύφος αυτό εξαγγέλει. Το ύφος της Ασκητικής αποτελεί τη σημαντικότερη έκφραση της απελευθερωμένης από ψευδαισθήσεις ατομι κότητας, τη σημαντικότερη εκδήλωση μιας ολι κής διαμαρτυρίας απέναντι στην εξορθολογισμένη πραγματικότητα. Χάρη στο απροσάρμοστο ύφος της, που δεν μπορεί να καταταχτεί ούτε να περιγράφει στην ολότητά του, η Ασκητική κρίνει τις εδραιωμένες ιδεολογίες κάθε εποχής και ει κονογραφεί έτσι με πάθος και τόλμη την κραυγή του αγωνιξόμενου ανθρώπου, τη θλίψη και την ελευθερία του. Ο Καζαντξάκης ίσως, για αρκετό καιρό, να πίστεψε ότι η Ασκητική ήταν ένα ευαγγέλιο, που παρέδωσε στην ανθρωπότητα ως αυτόκλητος
Η
σωτήρας της. Σήμερα, μπορούμε να καταλάβου με ότι είναι κάτι πολύ πιο γόνιμο και χρήσιμο από ένα ευαγγέλιο: είναι μια καταγγελία της στειρότητας και της αλλοτρίωσης. Η Ασκητική δεν προτείνει τίποτα, δεν ερμηνεύει τίποτα, δε χρησιμεύει σε τίποτα, ακόμα. Μόνο κρίνει- έχει κυρίως κριτικό χαρακτήρα, δεν είναι έργο με θέ ση. Ο Καζαντξάκης μολονότι συγγραφέας, ήταν από τους λίγους ανθρώπους που γνώριζαν πόσο έβλαψαν την ανθρωπότητα τα βιβλία, πόσο πα ραποίησαν την ιδιαιτερότητα των ατόμων και πόσο παραχάραξαν την προσωπικότητά τους. Με το να μην προτείνει τίποτα, ο Καζαντξάκης καταγγέλει τη βιομηχανία παραγωγής συμβόλων για κάθε χρήση που κατάντησαν τη λογοτεχνία τα σύγχρονα καθεστώτα και εκφράξει, με «λαγα ρό μα δύσκολο» τρόπο, τη διαμαρτυρία του κα θημερινού ανθρώπου, σαν βλέπει τη χαρά και τη θλίψη του να χάνουν την ιδιαίτερη φωνή τους και να γίνονται μια άναρθρη βουή και ένας θό ρυβος οικουμενικός. Ο Καζαντξάκης ενώ ξούσε στην εποχή της μαζικότητας, είναι από τους πρώτους που κατάγγειλαν την απανθρωπιά της. Μέσα από τις λίγες σελίδες της Ασκητικής ο Καζαντξάκης είδε περισσότερα από τον άτολμο σοφσλογιώτατο Λούκατς στο Ιστορία και ταξική συνείδηση και προϊδέασε την κοινωνιολογία της σχολής της Φρανκφούρτης, μέσα από τις αρχές της οποίας είναι δυνατό να κατανοηθεί ικανο ποιητικά ολόκληρο το έργο του. Ο πολλαπλός κώδικας της γλώσσας και οι πολύπλοκοι συνειρ μοί του ύφους της διευρύνουν και σήμερα τη φαντασία και την αισθαντικότητα του ανθρώ που, την ψυχική του δύναμη ν’ αρνείται την πραγματικότητα, όταν είναι κατώτερη από το όραμα και, συνεπώς, την ικανότητά του να ορα ματίζεται μια ελεύθερη κοινωνία χωρίς την εξου σία μιας απρόσωπης αρχής. 'Οταν ο Καξαντζάκης διακηρύττει την ηρωολατρεία και τον πόλε μο καταγγέλει τα καθεστώτα που επιδίωκαν την υποταγή, την κατάφαση και την αποξένωση του ανθρώπου. Η Ασκητική καταγγέλλει τον πολιτι σμό που βρήκε το σύμβολό του στον Ελπήνορα, το πρόσωπο που δεν ξεχώριζε μήτε για τη δύνα μη μήτε για τη σκέψη του, και που αποτέλεσε το πρότυπο πάνω στο οποίο συγκεντρώθηκε ο πό νος και η τραγωδία του αλλοτριωμένου ανθρώ που. Έτσι, η Ασκητική προετοίμασε το δρόμο για ένα νέο τύπο ήρωα, γεμάτου αμφισβήτηση και αυθάδεια για όλες τις στάσεις και τις ιδεολο γίες που υποβίβαζαν το άτομο σε ένα άψυχο φε ρέφωνο που διαμαρτύρεται μόνο στα όνειρα και στις φαντασιώσεις του. Η καταγγελία της Ασκη τικής αναγγέλει το μεγάλο όραμα της Οδύσ σειας, τον κόσμο της απελευθερωμένης ατομικό τητας και τον άμεσο πολιτικό στόχο της: να δια γράφει πώς θα μπορούσε να ήταν η κοινωνία και η κοινωνικότητα των ελεύθερων ανθρώπων.
αφιερωμα/99
Βασίλης Κ. Καλαμαράς
Εργογραφία Νίκον Καζαντζάκη Λ . Μ υ θ ισ τό ρ η μ α 1. Κάρμα Νιρβανή. Όφις και Κρίνο, Αθήνα. 1906. Σελ. 95. Ια. Δεύτερη έκδοση, Εκδόσεις Ελ. Καζαντζάκη. Αθήνα. 1974. Σελ. 97. 16. Νίκου Καζαντζάκη (Κάρμα Νιρβανή). Όφις και Κρίνο. Εκδόσεις Γλάρος. Αθήνα. <1974>. Σελ. 106, [Κλεψίτυπη έκδοση], 2. Nikolai Kazan. Toda-Raba. Le Cahier Bleu. No 14.42, Ouai des Οτίένres. Paris. <1934>. Σελ. 255. 2α. Τόντα-Ράμηα. Μετάφραση Γιάννη Μαγκλή. Δίφρος. Αθήνα. 1956, Σελ. 230 [Πρώτη έκδοση του έργου στα ελληνικά]. 26, Δεύτερη έκδοση. Μετάφραση Γιάννη Μαγκλή. Εκδόσεις Ε, Καζαν τζάκη. [1969;]. Αθήνα. Σελ. [230;]. Βλ. και νεότερες αχρονολόγητες εκδόσεις στον εκδοτικό οίκο της κ. Ελ. Καζαντζάκη. 3. Le Jardin des Rochers, 1939. [Δυστυχώς δεν υπήρξε η δυνατότητα αυτο ψίας του βιβλίου], 3α. Ο βραχόκηπος. Πρόλογος και μετάφραση από το γαλλικό πρωτότυπο Π. Πρεβελάκη. Αθήναι, Βιβλιοπωλείου της «Εστίας» Ι.Δ. Κολλάρσυ και Σ1ΑΣ Α.Ε. <1960>. Σελ, 280 [Πρώτη έκδοση του έργου στα ελ ληνικά]. 36. Δεύτερη έκδοση. Πρόλογος και μετάφραση από το γαλλικό πρωτότυ πο Π. Πρεβελάκη, Εκδόσεις Ελένης Ν. Καζαντζάκη. Αθήνα, 1971. Σελ. 293. Βλ. και νεότερες αχρονολόγητες εκδόσεις1στον εκδοτικό οίκο της κ. Ελ. Καζαντζάκη. 4. Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμηά. Αρχαίος Εκδοτικός οίκος Δημητρίου Δημητράκσυ. Α.Ε. Αθήναι - Πλατεία Συντάγματος, 1946. Σελ. 353. 4α. Δεύτερη έκδοση. Αρχαίος Εκδοτικός οίκος Δημητρίου Δημητράκσυ, Αθήναι, 1954, Σελ. 353. 46. Τρίτη έκδοση. Δίφρος, 1955. Αθήνα. Σελ, 368. 4γ. Τέταρτη έκδοση. Δίφρος, 1957. Αθήνα. Σελ. 368. 4δ. Πέμπτη έκδοση, [χ. εκδ.;], 1959. Αθήνα, Σελ. 368. 4ε. Έκτη έκδοση. Εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, 1964. Αθήνα. Σελ. 368. 4στ. Έβδομη έκδοση. Εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, 1973. Αθήνα, Σελ. 368. Βλ. και νεότερες αχρονολόγητες εκδόσεις στον εκδοτικό οίκο της κ. Ελένης Ν. Καζ. ντζάκη. 5. Ο Χριστός ξανασταυρώνεται. Δίφρος. Αθήνα <1954>. Σελ. 468. 5α, Δεύτερη έκδοση. 5β. Τρίτη έκδοση. Δίφρος, Αθήνα <1956>. Σελ, 468. 5γ. Τέταρτη έκδοση. 56. Πέμπτη έκδοση. 5ε. Έκτη έκδοση. Δίφρος. Αθήνα, 1957. Σελ. 468. 5στ. Έβδομη έκδοση, [χ, εκδ.;]. Αθήνα, I960, Σελ, 468. 5ζ, 'Ογδοη έκδοση. Εκδ, Ελ. Καζαντζάκη, Αθήνα, 1964. Σελ. 468, 5η, Ένατη έκδοση. 5Θ. Δέκατη έκδοση. Εκδ. Ελ. Καζαντζάκη. Αθήνα, 1974. Σελ. 468. Βλ, και νεότερες αχρονολόγητες εκδόσεις στον εκδοτικό οίκο της κ. Ελένης Ν. Καζαντζάκη. 6. Οι Αδερφοφάόες (- θέλει λέει, να ’ναι λεύτερος, σκοτώστε τον!). Αθή να, 1963. Σελ. 320. Δεύτερη έκδοση. Εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, Αθήνα, 1965, Σελ. 320. Τρίτη έκδοση. Τέταρτη έκδοση. Πέμπτη έκδοση. Έκτη έκδοση.
NIKOV ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ
ΤΟΝΤΑ-ΡΑΜΠΑ
100/αφιερωμα 6στ. Έβδομη έκδοση. Εκδ. Ελ. Καζαντζάκη. Αθήνα, 1973. Σελ. 320. Βλ. και νεότερες αχρονολόγητες εκδόσεις στον εκδοτικό οίκο της κ. Ελένης Ν. Καζαντζάκη. 7. Ο Καπετάν Μίχάλης. Μαυρίδης. Αθήνα < 1953>. Σελ. 484. 7α. Δεύτερη έκδοση. Δίφρος. 1955. Αθήνα. Σελ. 489. 76. Τρίτη έκδοση. Δίφρος. 1957. Αθήνα. Σελ. 482. 7γ. Τέταρτη έκδοση. Αθήναι. Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» Ι.Κ. Κολλάρου και ΣΙΑΣ, [1959], Σελ. 525. 7δ. Πέμπτη έκδοση. Εκδ. Ελ. Καζαντζάκη. Αθήνα, 1964. Σελ. 525. Βλ. και νεότερες αχρονολόγητες εκδόσεις στον εκδοτικό οίκο της κ. Ελένης Ν. Καζαντζάκη. 8. Ο τελευταίος Πειρασμός. Δίφρος. Αθήνα, 1955. Σελ. 497. 8α. Δεύτερη έκδοση. Δίφρος. Α θήνα, 1959. Σελ. 515. 86. Τρίτη έκδοση. Αθήναι. Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» Ι.Δ . Κολλάρου και ΣΙΑΣ, 1961. Σελ. 515. 8γ. Τέταρτη έκδοση. Εκδ. Ελ. Καζαντζάκη. Α θήνα, 1964. Σελ. 515. 8δ. Πέμπτη έκδοση. Εκδ. Ελ. Καζαντζάκη. Αθήνα. 8ε. Έκτη έκδοση. Εκ. Ελ. Καζντζάκη. Αθήνα. 8στ. Έβδομη έκδοση. Εκδ. Ελ. Καζαντζάκη. Αθήνα, 1971. Σελ. 515. Βλ.και νεότερες αχρονολόγητες εκδόσεις στον εκδοτικό οίκο της κ. Ελένης Ν. Καζαντζάκη. Ο Φτωχούλης του θεού. Δίφρος. Αθήνα, 1956. Σελ. 371. Δεύτερη έκδοση. Δίφρος. Α θήνα, 1957. Σελ. 371. Τρίτη έκδοση, χ. εκδ. Αθήνα, 1961. Σελ. 371. Τέταρτη έκδοση. Εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, 1964. Σελ. 371. Πέμπτη έκδοση. Έκτη έκδοση. Εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, 1973. Σελ. 371. Βλ. και νεότερες αχρονολόγητες εκδόσεις στον εκδοτικό οίκο της κ. .Ελένης Ν. Καζαντζάκη. 10. Α ναφορά στον Γκρέκο. χ. εκδ. Αθήνα, 1961. Σελ. 618. 10α. Δεύτερη έκδοση. Εκδ. Ελ. Καζαντζάκη. Α θήνα, 1964. Σελ. 618. 106. Τρίτη έκδοση. Εκδ. Ελ. Καζαντζάκη. Αθήνα, 1965. Σελ. 618. Βλ. και νεότερες αρχονολόγητες εκδόσεις στον εκδοτικό οίκο της κ. Ελένης Ν. Καζαντζάκη.
Β. Δ ο κ ίμ ω 11. Ο Φρειδερίκος Νίτσε εν τη φιλοσοφία του δικαίου και της πολιτείας. Εκ των καταστημάτων Στ. Μ. Αλεξίου. Εν Ηρακλείω Κρήτης, 1909. 12. Η. Bergson. (Ανατύπωμα από το Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου του Οκτωβρίου του 1912). Αθήνα, Τυπογραφείο Μάισνερ και Καργαδούρη, 1912. Σελ. 27. 13. Salvatores Dei. Ασκητική. Αθήνα, 1927. Σελ. 33. 13α. Δεύτερη έκδοση. Ξυλογραφίες Γιάννη Κεφαλληνού. Α θήνα, 1945. Σελ. 78. 136. Τρίτη έκδοση. Πρόλογος Octave Merlier, Διευθυντού του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών. «Σύμπαν» [1955;]. Αθήνα. Σελ. 112. 13γ. Τέταρτη έκδοση. Εκδ. Ελ. Καζαντζάκη. Αθήνα, 1964. Σελ. 95. 13δ. Πέμπτη έκδοση. Εκδ. Ελ. Καζαντζάκη. Αθήνα, 1971. Σελ. 95. Βλ. και νεότερες αχρονολόγητες εκδόσεις στον εκδοτικό οίκο της κ. Ελένης Ν. Καζαντζάκη. 14. Ιστορία της Ρώσικης Λογοτεχνίας. Τόμος Α '. Εκδοτικός οίκος «Ελευθερουδάκης» Α .Ε. Εν Αθήναις, <1930>. Σελ. 196. 14α. Ιστορία της Ρώσικης Λογοτεχνίας. Τόμος Β'. Εκδοτικός οίκος «Ελευθερουδάκης» Α .Ε. Εν Αθήναις < 1930>. Σελ. 223. 146. Δεύτερη έκδοση. Εκδόσεις Ελ. Καζαντζάκη. Αθήνα, 1965. Σελ. 318. 15. Συμπόσιο. Εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, 1971. Αθήνα. Σελ. 95.
Γ. Θ έα τρ ο 16. Πέτρος Ψηλορείτης. Ο Πρωτομάστορας. Τραγωδία. Αθήνα, έκδοσις «Παναθηναίων», 1910. Σελ. 47. 17. Νικηφόρος Φωκάς. Εξέδωκε «Στοχαστής». Α θήνα, 1927. Σελ. 111. 18. Χριστός. Εξέδωκε «Στοχαστής». Αθήνα, 1928. Σελ. 105.
Ν. ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ
ΦΤΩΧΟΥΛΗΣ ΤΟΤ
ΘΕΟΥ
αφιερωμα/101 19. Οόυσσέας. Εξέδωκε «Στοχαστής». Αθήνα, 1928. Σελ. 104. 20. Νικηφόρος Φωκάς. «Πυρσός» Α .Ε. Εκδόσεων και γραφικών τεχνών, 1939. Σελ. 135. 21. Μέλισσα. Δράμα τρίπρακτο. Ανατύπωση από τη «Νέα Εστία». Αθή να, 1^39. Σελ. 149. 22. Ιουλιανός. Εκδότης ο «Πιγκουΐνος». Αθήναι, < 1945>. Σελ. 111. 23. Ο Καποδίστριας. Τραγωδία. Εκδοτικός οίκος Νικ. Αλικιώτη. Αριστείδου 6-Αθήνα [1946]. Σελ. 103. 24. Σόόομα και Γόμορρα. Αθήνα, ανάτυπο από τη «Νέα Εστία», 1 Μαρ τίου 1949. 25. Θέατρο. Τραγωδίες με αρχαία θέματα. Προμηθέας, Κούρος, Οδυσσέας, Μέλισσα. Δίφρος, 1955. Σελ. 655. 25α. Δεύτερη έκδοση. Εκδ. Ελ. Καζαντζάκη. Αθήνα, 1964. Σελ. 671. 26. Θέατρο. Τραγωδίες με βυζαντινά θέματα. Χριστός, Ιουλιανός ο Παρα βάτης, Νικηφόρος Φωκάς, Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος. Δίφρος, 1956. Αθήνα. Σελ. 582. Βλ. και νεότερες αχρονολόγητες εκδόσεις στον εκδοτικό οίκο της κ. Ελένης Ν. Καζαντζάκη. 27. Θέατρο. Τραγωδίες με διάφορα θέματα. Καποδίστριας, Χριστόφορος Κολόμβος, Σόδομα και Γόμορρα, Βούδας. Δίφρος, 1956. Αθήνα. Σελ. 767. 27α. Δεύτερη έκδοση. Εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, 1971. Αθήνα. Σελ. 767.
Δ . Δ ια σ κ ε υ έ ς θ εα τρ ικ ώ ν έρ γω ν 28. Μανώλη Καλομοίρη. Ο πρωτομάστορας. Μουσική τραγωδία σε τρία μέρη και ιντερμέδιο. Διασκευή από την ομώνυμη τραγωδία του Πέ τρου Ψηλορείτη. Έ ργα Αθηνά, Εκδοτική Εταιρεία τα Έ ργα. Επιμε λητής Ν. Ποριώτης, 1916. Σελ. 56, 29. Μανώλη Καλομοίρη. Ο πρωτομάστορας. Μουσική τραγωδία σε τρία μέρη και ένα ιντερμέδιο. Διασκευή από την ομώνυμη τραγωδία του Πέτρου Ψηλορείτη. Αθήνα, 1917.' Σελ. 304. [Περιέχει και λιμπρέττο στα Ελληνικά και στα Ιταλικά μεταφρασμένο από τον Β. Βεκιαρέλλη], 30. Μανώλη Καλομοίρη. Ο πρωτομάστορας. Μουσική τραγωδία σε δύο μέρη και ιντερμέδιο. Διασκευή από την ομώνυμη τραγωδία του Ν ικ, Καζαντζάκη. Τυπογραφείον του Κιμ. Καλονάρχη. Νίκης 34, Αθήναι. Σελ. 43, 1930. 31. Μανώλη Καλομοίρη. Ο πρωτομάστορας. Μουσική τραγωδία σε δύο μέρη και ένα ιντερμέδιο. Διασκευή από την ομώνυμη τραγωδία του Νικ. Καζαντζάκη, Τυπογραφείον του Κιμ. Καλονάρχη. Νίκης 34, Αθήνα. Σελ. 43, 1930. 31. Μανώλη Καλομοίρη. Ο πρωτομάστορας. Μουσική τραγωδία σε δύο μέρη και ένα ιντερμέδιο. Διασκευή από την ομώνυμη τραγωδία του Νίκου Καζαντζάκη. Αθήνα, Εκδόσεις Γαϊτάνου, 1939. 32. Μανώλη Καλομοίρη. Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος. Μουσικός θρύλος-τραγωδία σε τρία μέρη από την τραγωδία του Νίκου Καζαντζά κη. Αθήνα. Εθνική Λυρική Σκηνή, 1961.
Ε. Τ α ξ ίδ ια 33. Τι είδα στη Ρουσία (από τα ταξίδια μου). Αθήνα. Τόμος πρώτος. Εκ δόσεις «Στοχαστή». [1928], Σελ. 163. 33α. Τι είδα στη Ρουσία (από τα ταξίδια μου). Τόμος δεύτερος και τρίτος. Εκδόσεις «Στοχαστή». Αθήνα, [1928]. Σελ. 215. 336. Δεύτερη έκδοση. Δίφρος. Αθήνα, 1956. Σελ. 278. 33γ. Τρίτη έκδοση. Δωρικός. Αθήνα, 1960. Σελ. 278. 33δ. Τέταρτη έκδοση, εκδ. Ελ. Καζαντζάκη. Αθήνα, 1964. Σελ. 278. 33ε. Πέμπτη έκδοση. Εκδ. Ελ. Καζαντζάκη. Αθήνα, 1969. Σελ. 278. Βλ. και νεότερες αχρονολόγητες εκδόσεις στον εκδοτικό οίκο της κ. Ελένης Ν. Καζαντζάκη. 34. Ταξιδεύοντας. A '. Ισπανία. Έκδοση «Πυρσού», 1937. Σελ. 236. 34α. Δεύτερη έκδοση. Δίφρος. Αθήνα, 1957. Σελ. 228. 346. Τρίτη έκδοση, χ. εκδ., Αθήνα, 1962. Σελ. 228.
102/αφιερωμα 34γ. Τέταρτη έκδοση. Εκδ. Ελ. Καζαντζάκη. Α θήνα, 1964. Σελ. 228. Βλ. και νεότερες αχρονολόγητες εκδόσεις στον εκδοτικό οίκο της κ. Ελένης Ν. Καζαντζάκη. 35. Ταξιδεύοντας Β'. Ιαπωνία-Κίνα. Έκδοση «Πυρσού» Α .Ε ., 1938. Σελ. 246. 35α. Δεύτερη έκδοση. «Αετός» Α .Ε. Αθήνα, 1942. Σελ. 196. 35β. Τρίτη έκδοση. Δίφρος. Αθήνα, 1956. Σελ. 196. 35γ. Τέταρτη έκδοση. Μ’ έναν επίλογο της Ελένης Ν. Καζαντζάκη ταξίδι (1957) του Νίκου Καζαντζάκη στην Κίνα-Ιαπωνία. Αθήνα. Δίφρος, 1958. Σελ. 373. 35δ. Πέμπτη έκδοση όπως 35γ. Αθήνα, 1962. Σελ. 413. 35ε. Έκτη έκδοση όπως 35γ. Εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, 1964. Σελ. 413. Βλ. και νεότερες αχρονολόγητες εκδόσεις στον εκδοτικό οίκο της κ. Ελένης Ν. Καζαντζάκη. 36. Ταξιδεύοντας Γ'. Α γγλία. Αθήνα. Έκδοση «Πυρσού» Α .Ε ., 1941. Σελ. 262. 36α. Δεύτερη έκδοση. Οι φίλοι του Βιβλίου. Αθήνα < 1945>. Σελ. 260. 366. Τρίτη έκδοση. Δίφρος, 1958. Αθήνα. Σελ. 294. 36γ. Τέταρτη έκδοση. 36δ. Πέμπτη έκδοση. Εκδ. Ελ. Καζαντζάκη. Αθήνα, 1964. Σελ. 294. Βλ. και νεότερες εκδόσεις στον εκδοτικό οίκο της κ. Ελένης Ν. Καζάντζάκη. 37. Ταξιδεύοντας (Ισπανία, Ιταλία, Αίγυπτος, Σ ινά). «Σεράπειον». Εκδο τικός Οίκος Βιβλιοπωλείου. Αλεξάνδρεια, 1927. Σελ. 240. 38. Ταξιδεύοντας. Ιταλία, Αίγυπτος, Σινά, Ιερουσαλήμ, Κύπρος. Ο Μοριάς. Αθήνα, 1961. Σελ. 332. 38α. Δεύτερη έκδοση. Εκδ. Ελ. Καζαντζάκη. Α θήνα, 1965. Σελ. 332. 38β. Τρίτη έκδοση. Εκδ. Ελ. Καζαντζάκη. Αθήνα [1969;]. Σελ. [332;]. Βλ. και νεότερες αχρονολόγητες εκδόσεις στον εκδοτικό οίκο της κ. Ελένης Ν. Καζαντζάκη.
Σ Τ '. Π ο ίη σ η 39. Οδύσσεια. «Πυρσός». Αθήνα, 1938. Σελ. 837. 39α. Δεύτερη έκδοση. Τυπ. «Γ.Σ. Χρήστου», 1957. Σελ. 841. 39β. Τρίτη έκδοση. Δωρικός. Αθήνα, 1960. Σελ. 889. 39γ. Τέταρτη έκδοση. Εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, 1967. Σελ. 889. Βλ. και νεότερες εκδόσεις στον εκδοτικό οίκο της κ. Ελ. Καζαντζά κη. 40. Τερτσίνες. Η Τερτσίνα. Βούδας. Μωυσής. Χριστός. Μουχαμέτης. Λένιν. Δ ον Κιχώτης. Μέγας Αλέξανδρος. Τσιγκισχάνος. Χιντεγιόχη. Τόντα Ράμπα. Δάντης. Σαιξπήρος. Leonardo. Ο Γκρέκο. Νίτσε. Α γία Τερέξα. Ελένη. Ψυχάρης. Παππούς-πατέρας-εγγονός. «Εις εαυτόν». Αθήνα, 1960. Σελ. 185.
Ζ.
Α λ λ η λ ο γ ρ α φ ία
41. Επιστολές προς τη Γαλάτεια . Δίφρος, 1958. Αθήνα. Σελ. 353. 41α. Δεύτερη έκδοση. Δίφρος. Α θήνα, 1984. Σελ. 362. 42. Τετρακόσια γράμματα του Καζαντζάκη στον Πρεβελάκη. Εκδόσεις Ελ. Καζαντζάκη. Αθήνα, 1965. Σελ. 753+34 φωτογραφίες. 42α. Δεύτερη έκδοση. Εκδόσεις Ελ. Καζαντζάκη. Α θήνα, 1984. Σελ. 753+34 φωτογραφίες. 43. Ανέκδοτες επιστολές Καζαντζάκη. Α π ό τα νεανικά έως τα ώριμό του χρόνια (1902-1956). Με πρόλογο και σχόλια του Μηνά Δημάκη. Αθή να, 1979. Μουσείο Ν. Καζαντζάκη. Βαρβάροι Κρήτης. Σελ. 100 [Εκτός εμπορίου], 44. Το χρονικό μιας δημιουργίας. Ανέκδοτη αλληλογραφία ΚαζαντζάκηΜαρτινού. Επιμέλεια Γιώργος Ανεμογιάννης. Έκδοση Ιδρύματος «Μουσείο Νίκου Καζαντζάκη», Βαρβάροι Κρήτης, 1986. Σελ. 128+14 φωτογραφίες+1 σκίτσο.
Η . Π α ιδ ικ ά 45. Μέγας Αλέξανδρος. Ιστορικό μυθιστόρημα για παιδιά. Ξυλογραφίες
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
αφιερωμα/103 και σχέδια Α . Τάσσου. Εκδ. Ελ. Καζαντζάκη. Α θήνα, 1979. Σελ. 333. 45α. Δεύτερη έκδοση. Εκδ. Ελ. Καζαντζάκη. Αθήνα, 1983. Σελ. 333. 46. Στα παλάτια της Κνωσσού. Εκδ. Ελ. Καζαντζάκη. Α θήνα, 1981. Σελ. 450.
Θ. Μ ε τ α φ ρ ά σ ε ις 1.
Φιλοσοφία
47. William James (Τξέιμς). Η θεωρία της Σνγκινήσεως. Μετάφρασις Ν. Καζαντζάκη. Εν Αθήναις. Εκδοτικός Οίκος Γεωργίου Φέξη, 1911. Σελ. 102. 48. Φρειδερίκον Νίτσε (Friedrich Nietzsche). Η Γέννησις της τραγωδίας. Μετάφρασις Ν. Καζαντζάκη. Εν Αθήναις. Εκδοτικός Οίκος Γεωρ γίου Φέξη, 1912. Σελ. 152. 49. Φρειδερίκον Νίτσε (Friedrich Nietzsche). Τάδε έφη Ζαρατούστρας. Μετάφρασις Ν. Καζαντζάκη. Εν Αθήναις. Εκδοτικός Οίκος Γεωρ γίου Δ . Φέξη, 1913. Σελ. 271. 50. Τ.Ρ. Eckermann. Σ υνομιλίαι Έ κκερμανμε τον Γκαίτε. Μετάφρασις Ν. Καζαντζάκη. Εν Αθήναις. Εκδοτικός Οίκος Γεωργίου Φέξη, 1913. Σελ. 164. 51. C.A. Laisant. Η Αγωγή επ ί τη βάσει της επιστήμης. Μετάφρασις Ν. Καζαντζάκη. Εν Αθήναις. Εκδοτικός Οίκος Γεωργίου Φέξη, 1913. Σελ. 128. 52. Μ. Μαίτερλιγκ. Ο θησαυρός των ταπεινών. Μετάφρασις Ν. Καζαν τζάκη. Εν Αθήναις. Εκδοτικός Οίκος Γεωργίου Φέξη, 1913. Σελ. 127. 53. Ch. Darwin. Π ερί της γενέσεως των ειδών. Μετάφρασις Ν . Καζαντζά κη. Εν Αθήναις. Εκδοτικός Οίκος Γεωργίου Δ. Φέξη, 1915. Σελ. 583. 54. Louis Buchner. Δύναμις και Ύλη. Μετάφρασις Ν. Καζαντζάκη. Εν Αθήναις. Εκδοτικός Οίκος Γεωργίου Δ. Φέξη, 1915. Σελ. 206. 55. Η. Bergson. Το γέλιο. Μετάφρασις Ν. Καζαντζάκη. Εν Αθήναις. Εκ δοτικός Οίκος Γεωργίου Φέξη, 1915. Σελ. 123. 56. Ο Ηγεμόνας τον Νικολό Μ ακιαβέλλι. Μετάφρασις Νίκου Καζαντζά κη. Εκδόσεις Γαλαξία. Αθήνα < 1961>. Σελ. 135.
2.
Βιογραφία
57. Johannes Joergensen. Ο Ά γ ιο ς Φραγκίσκος της Ασίζης. Η ζωή και το έργο του. Μετάφραση και πρόλογος Ν. Καζαντζάκη. Αθήνα < 1951>. Σελ. 312.
3.
Α ρχαίοι Έ λληνες συγγραφείς
58. Πλάτωνος. Αλκιβιάδης Αλκιβιάδης δεύτερος. Μετάφρασις Ν. Καζαν τζάκη. Εν Αθήναις. Εκδοτικός Οίκος Γεωργίου Φέξη, 1912. Σελ. 112. 59. Πλάτωνος-Ίων, Μίνως, Δημόδοκος, Σίσυφος, Κλειτοφών. Μετάφρασις Ν. Καζαντζάκη. Εν Αθήναις. Εκδοτικός Οίκος Γεωργίου Φέξη. 60. Όμηρος. Ιλιάδα. Μετάφραση Ν. Καζαντζάκη-Ι.Θ. Κακριδή. Αθήνα, 1955. Σελ. 401. 60α. Δεύτερη έκδοση. Αθήνα, 1962. Σελ. 401. 606. Τρίτη έκδοση. Τυπογραφείο Ρόδη. Αθήνα, 1964. Σελ. 401. Βλ. και νεότερες εκδόσεις στο Βιβλιοπωλείον της «Εστίας». 61. Ομήρου Οδύσσεια. Μετάφραση Ν. Καζαντζάκη-Ι.Θ. Κακριδή. Αθή να, 1965. Σελ. 331.
4. 62.
Ποίηση
Δάντη. Η θεία Κωμωδία. Στα Ελληνικά από το Ν. Καζαντζάκη. Έ κ δοση «Κύκλου». Αθήνα, 1934. Σελ. 528. 62α. Δεύτερη έκδοση. Αθήνα. Δίφρος, 1954-1955 σε τρεις τόμους. 636. Τρίτη έκδοση. Βιδλιοπωλείον της «Εστίας». Αθήνα < 1962>. Σελ. 514. 63γ. Τέταρτη έκδοση. Εκδ. Ελ. Καζαντζάκη. Αθήνα, 1969. Σελ. 503.
0 ΘΗΣΑΥΡΟΙ ΤΟΝ ΤΑΠΕΙΝΟΝ
104/αφιερωμα 4. Παιδικά βιβλία 64. Ιουλίου Βερν. Οι πειραταί του Αιγαίου. Διασκευή Ν.Κ. Εκδοτικός Οίκος Δημητράκου Α .Ε. Αθήναι <1931>. Σελ. 178. 64α. Οι πειραταί του Αιγαίου. L ’ Archipel enfeu. Διασκευή Ν. Καζαντζάκη. Εικονογράφηση: L. Benett. Αστήρ, Α και Ε. Παπαδημητρίου, 1958. Σελ. 168. 65. Ιουλίου Βερν. Περιπέτειες Κινέζου στην Κίνα. Διασκευή Ν. Καζαν τζάκη. Αθήναι, Εκδοτικός Οίκος Δημητράκου Α.Ε. Αθήναι <1931>. Σελ. 168. 65α. Περιπέτειες Κινέζου στην Κίνα. Tributations d’ un Chinois en Chine. Διασκευή Ν. Καζαντζάκη. Αστήρ, A. και Ε. Παπαδημητρίου, 1958. Σελ. 182. 66. Ιουλίου Βερν. Η χώρα των αδαμάντων. Μετάφραση Ν.Κ. Επιμέλεια Δημοσθένη Βουτυρά. Εν Αθήναις. Εκδοτικός Οίκος Δημητράκου Α.Ε. <1931>. 66α. Η χώρα των αδαμάντων. Μετάφραση Νίκου Καζαντζάκη. Αθήναι. Αστήρ, Α. και Ε. Παπαδημητρίου, 1958. Σελ. 174. 67. Ιουλίου Βερν. Ο Γύρος του Κόσμου εις 80 μέρες. Μετάφραση Ν.Κ. Επιμέλεια Δημοσθένη Βουτυρά. Εν Αθήναις. Εκδοτικός Οίκος Δη μητράκου Α.Ε. <1931>. Σελ. 195+8 χωρίς αρίθμηση. 68. Ιουλίου Βερν. Από τον Καύκασο στο Πεκίνο. Μετάφραση Νικολ. Κα ζαντζάκη. Αρχαίος Εκδοτικός Οίκος Δημητρ. Δημητράκου Α.Ε. Αθήνα <1942>. Σελ. 158. 68α. Από τον Καύκασο στο Πεκίνο. (Claudius Bombarnae). Διασκευή Νί κου Καζαντζάκη. Εικονογράφηση L. Benett, .1958. Σελ. 245. 69. Ιουλίου Βερν. Η πλωτή πολιτεία. Μετάφραση Νικολ. Καζαντζάκη. Αρχαίος Εκδοτικός Οίκος Δημητρίου Δημητράκου Α .Ε. Αθήναι <1942>. Σελ. 127. 69α. Η πλωτή πολιτεία (Une ville flottante). Μετάφραση Νικολ. Καζαντζά κη. Εικονογράφηση: J. Ferat. Εκδοτικός οίκος «Αστήρ». Αλ. και Ε. Παπαδημητρίου. Αθήναι, 1957. Σελ. 170. 70. Ιουλίου Βερν. Μιχαήλ Στρογκώφ. Μετάφραση Νικολάου Καζαντζάκη. Αρχαίος Εκδοτικός Οίκος Δημητρίου Δημητράκου Α .Ε. <1942>. Σελ. 159. 70α. Μιχαήλ Στρογκώφ (Michel Strogoff). Μετάφραση: Νίκου Καζαντζά κη. Εικόνες: Ferat. Αστήρ. Α. και Ε. Παπαδημητρίου. Αθήνα. Σελ. 203. 71. Ιουλίου Βερν. Ροβήρος ο κατακτητής. Μετάφραση Νικολάου Καζαν τζάκη. Αρχαίος Εκδοτικός Οίκος Δημητρίου Δημητράκου Α.Ε. Αθήναι <1943>. Σελ. 159. 71α. Ροβήρος ο κατακτητής (Robur le Concueront). Μετάφραση Νίκου Καζαντζάκη. Εικόνες L. Bennet. Αστήρ: Α. και Ε. Παπαδημητρίου. Αθήνα, 1958. Σελ. 188. Βλ. και νεότερες επανεκδόσεις έργων του Ιουλίου Βερν σε μετάφρα ση ή διασκευή Νίκου Καζαντζάκη στις εκδόσεις «Αστήρ». 72. Μπούλβερ-Αύττον. Οι τελευταίες ημέρες της Πομπηίας. Διασκευή Ν. Καζαντζάκη. Εκδοτικός οίκος «Ελευθερουδάκης» Α .Ε. Εν Αθήναις < 1933>. Σελ. 194. 72α. Μπούλβερ Αύττον. Οι τελευταίες ημέρες της Πομπηίας. Διασκευή Ν. Καζαντζάκη. Εγκυκλοπαιδικοί Εκδόσεις Ν. Νίκας και ΣΙΑ Ε.Ε. Αθήναι χ.χ. Σελ. 194. 73. Μαίυν Ρηντ. Οι νέοι Ροβινσώνες. Διασκευή Ν. Καζαντζάκη. Εικονο γράφηση Ν. Βακαλάκη. Εκδοτικός Οίκος «Ελευθερουδάκης» Α.Ε. Εν Αθήναις <1933>. Σελ. 153. 73α. Μαίην Ρηντ. Οι νέοι Ροβινσώνες. Διασκευή Ν. Καζαντζάκη. Εικο νογράφηση Ν. Βακαλάκη. Εγκυκλοπαιδικοί Εκδόσεις Ν. Νίκας και ΣΙΑ Ε.Ε. Αθήναι χ.χ. Σελ. 153. 74. Μπήτσερ-Στόου. Το Καλύβι του Μπάρμπα Θωμά. Διασκευή Ν. Κα ζαντζάκη. Εκδοτικός οίκος «Ελευθερουδάκης» Αθήνα [193-;] Σελ. 168. 74α. Μπήτσερ-Στόου. Το καλύβι του Μπάρμπα Θωμά. Διασκευή Ν. Κα ζαντζάκη. Εγκυκλοπαιδικοί Εκδόσεις Ν. Νίκας και ΣΙΑ Ε.Ε. Αθή ναι χ.χ. Σελ. 165.
Ν. ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ
Ο
ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ
αφιερωμα/105 75. Μπόνσελς. Μάγια η Μέλισσα. Διασκευή Ν. Καζαντζάκη. Εκδοτικός Οίκος «Ελευθερουδάκης» Α .Ε . Εν Αθήναις <1931>. Σελ. 176. 76. Ντίκενς. Ό λιβερ Τουίστ. Διασκευή Ν. Καζαντζάκη. Εκδοτικός οίκος «Ελευθερουδάκης». Αθήναι [1933;]. Σελ. 182. 76α. Ντίκενς. Ό λιβερ Τουίστ. Ιστορία ενός ορφανού παιδιού. Διασκευή Ν. Καζαντζάκη. Εγκυκλοπαιδικοί Εκδόσεις Ν. Νίκας και ΣΙΑ Ε.Ε. Αθήναι. χ.χ. Σελ. 182. 77. Ντωντέ. Το Μικρούλικο. Διασκευή Ν. Καζαντζάκη. Εκδοτικός οίκος «Ελευθερουδάκης». Αθήναι [193-;]. 78. Σουίφτ. Τα ταξίδια του Γκονλιβερ. Διασκευή Ν. Καζαντζάκη. Εκδο τικός οίκος «Ελευθερουδάκης». Αθήναι [193;]. Σελ. 181. 78α. Σουίφτ. Τα ταξίδια του Γκούλιβερ. Διασκευή Ν. Καζαντζάκη. Ε γκυκλοπαιδικοί εκδόσεις Ν. Νίκας και ΣΙΑ Ε.Ε . Αθήναι χ.χ. Σελ. 181. 79. Γκοπάλ-Μουκέρι. Ο ελέφας Καρί. Μετάφραση Ν. Καζαντζάκη. Εκδο τικός οίκος «Ελευθερουδάκης». Αθήναι [1931;]. Σελ. 150. 79α. Γκοπάλ-Μουκέρι. Ο ελέφας Καρί. Μετάφραση Ν. Καζαντζάκη. Ε γκυκλοπαιδικοί εκδόσεις Ν. Νίκας και ΣΙΑ Ε.Ε. Αθήναι χ.χ. Σελ. 150.
Η . Α φ ιε ρ ώ μ α τ α εφ η μ έρ ιό ω ν -π ερ ιο ό ικ ώ ν 80. Εφημ. «Αλλαγή» Ηρακλείου, 26 Οκτωβρίου 1977. 81. «Αμάλθεια», τριμηνιαίον ιστορικόν-λαογραφικόν περιοδικόν της Ιστσρικής-Λαογραφικής Εταιρείας νομού Λασιθίου, έτος Θ', τόμος 9ος, τεύχος 35, Απρίλιος-Ιούνιος 1978. 82. Δήμος Ηρακλείου. Αναμνηστικό Λεύκωμα Νίκου Καζαντζάκη. Από το πρώτο φιλολογικό μνημόσυνό του στο Ηράκλειο στις 10 του Γενά ρη 1960. Δίφρος, 1961. Αθήνα. Σελ. 95. 83. «Γράμματα» Αλεξάνδρειάς, τόμος 2ος, διπλό τεύχος 21-22, Απρίλιος 1913-Ιούνιος 1914. 84. Θεώρηση του Νίκου Καζαντζάκη. Είκοσι χρόνια από το θάνατό του. Τετράδια «Ευθύνης» 3. Αθήνα <Οκτώβρης 1977>. Σελ. 199. 85. «Καινούρια Εποχή», Τόμος Γ', τεύχος 11ον, Δίφρος, Αθήνα, φθινό πωρο 1958. 86. «Κνωσσός», Περιοδική έκδοσις του συλλόγου Κρητών η «Κνωσσός» έτος 5ον, αριθμ. 22, Μάιος 1958. Σελ. 119. 87. «Νέα Εστία», έτος Λ Α ', τόμος 62ος, τεύχος 729, Αθήναι 15 Νοεμβρίου 1957. [Πρώτη συμμετοχή στο πένθος για τον Καζαντζάκη]. 87α. «Νέα Εστία», έτος ΛΓ', τόμος 66ος, τεύχος 779, Αθήναι 25 Δεκεμ βρίου 1959. 87β. «Νέα Εστία», έτος ΛΣΤ', τόμος 72ος, τεύχος 848, Αθήναι 1 Νοεμ βρίου 1962 [Στο τεύχος τούτο το ανέκδοτο θεατρικό έργο του Νίκου Καζαντζάκη «Ο Οθέλλος ξαναγυρίζει» και τρία μεγάλα μελετήματα των Renaud de Jourenel, Colin Wilson και Borje Kivos].
2
' 1977.
καλοκαίρι... διακοπές... βιβλία ΠΡΟΣΦΟΡΑ:
Άρχισ<
Ζνιτν%6τ£» ΔΕΛΤΙΟ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ
ctn o
tous
JbiJ^XvonuiXfeS Στείλτε το απόκομμα ως τις 30 ΜαΓου Κλήρωση 6 Ιουνίου στα γραφεία του Οδυσσέα
οδυσσεας 1973-1988 Μια εκδοτική πρόταση, ανοιχτή στην περιπέτεια των νέων ιδεών
εισαγωγή στον γοητευτικό κόσμο της Κοινωνιολογίας
Ω
ΒΙΚΑΣ Δ. ΓΚΙΖΕΛΗ : Δέκα Μαθήματα Κοινωνιολογίας. Αθήνα, Ε π ί κ α ι ρ ό τ η τ α , 1987. Σελ. 244.
’ έναν καλαίσθητο τόμο, εμπλουτισμένο με παραστάσεις και φωτογραφίες, με σαφήνεια και γλαφυρότητα ύφους η Βίκα Γκιζελή, κοινωνιολόγος και αρχιτέκτονας, εξέδωσε πρόσφατα τα «Δέκα Μαθήματα της Κοινωνιολογίας». Για ποιο κοινό προορίζει το βιβλίο της; Η ίδια μας λέγει: «Τα Μαθήματά» της αυτά απευ θύνονται σε όσους θα ήθελαν να πάρουν «μια ιδέα» για το τι είναι η κοινωνιολογία, ποια είναι μερικά από τα βασικά θέματα με τα οποία ασχολείται, για ποιους λόγους είναι μια επιστήμη χρήσιμη; γιατί γοητεύει αυτούς που γοητεύει». Λίγο πιο κάτω διευκρινίζει ότι, γράφοντάς τα, είχε υπόψη της και «κάποιους μαθητές από τις τελευταίες τάξεις του Λυκείου». Στόχος λοιπόν της συγγραφέως υπήρξε το να απλοποιήσει το γνωστικό αντικείμενο της επιστήμης της κοινωνίας καθώς και τις μεθόδους που αυτή χρησιμοποιεί, σε τρόπο ώστε να βοηθήσει το ευρύτερο κοινό να κατανοήσει τι «εί ναι η κοινωνιολογία» και να αποκτήσει έτσι μια γενικότερη κοι νωνιολογική καλλιέργεια. Προσπάθεια ασφαλώς αξιέπαινη και στο σύνολό της επιτυχημένη.
Σ
α μπορούσε, βέβαια, κανείς να διατυπώσει ορισμένες επιμέρους επιφυλάξεις, όπως λ.χ. σχετικά με την παρατήρηση της συγγραφέως ότι η κοινωνιολογία επιχειρεί να διατυπώνει τους νό μους που διέπουν τα κοινωνικά φαινόμενα (βλ. σελ. 205). Αλλά, η κοινωνιολογία είναι μεν μια γενικεύουσα επιστήμη, έχει όμως βα σικά εγκαταλείψει την ανεύρεση νόμων και χρησιμοποιεί πια κατά κανόνα τη γλώσσα των πιθανολογικών γενικεύσεων και της επισή μανσης των κοινωνικών τάσεων. Θα μπορούσε κανείς να παρατη ρήσει ακόμη ότι θα ήταν ίσως σκόπιμο η συγγραφέας να είχε αφιε-
Θ
108/επιλογη ρώσει λίγες περισσότερες σελίδες απ’ ό,τι αφιερώνει στο τέλος του βιβλίου της, στους πρωτοπόρους της κοινωνιολογικής θεωρίας. Πάντως, όπως σημειώθηκε και παραπάνω, σε γενικές γραμμές η Β. Γκιζελή πραγματώνει με επιτυχία το στόχο που έθεσε στον εαυ τό της μέσα από ένα πνεύμα μετριοπάθειας και σεβασμού του ιδεώδους της αμερόληπτης και υποκείμενης σε συνεχείς εμπειρι κούς ελέγχους επιστημονικής έρευνας. ο βιβλίο αποτελείται στην ουσία από τρεις ενότητες, χωρίς αυτό να είναι φανερό στην πρώτη ματιά αφού εμφανίζει σε Τ συνέχεια τη σειρά τών δέκα μαθημάτων. Στην πρώτη, στην οποία ανήκουν τα πρώτα επτά κεφάλαια, η συγγραφέας μεταδίδει εύ στοχα, χρησιμοποιώντας μάλιστα συγκεκριμένα παραδείγματα, ορισμένες βασικές έννοιες, όπως «κουλτούρα» (γιατί όχι τεχνικόςπνευματικός «πολιτισμός»;) «κοινωνικοποίηση», «κοινωνικές αξί ες», «ανομία», «κοινωνικές ομάδες», «κοινωνικές τάξεις» κλπ. Στη δεύτερη ενότητα του βιβλίου το ύφος αλλάζει- γίνεται ιστορικό, καθώς επιχειρείται να δοθεί μια εικόνα του μετασχηματισμού των κοινωνιών από τον Ευρωπαϊκό μεσαίωνα μέχρι την ώριμη βιομη χανική κοινωνία συμπεριλαμβανομένων των σοσιαλιστικών κοι νωνιών, των αναπτυσσομένων και της ελληνικής κοινωνίας. Τέ λος, στο τελευταίο κεφάλαιο και στον επίλογο η συγγραφέας προσπαθεί να απαντήσει στο δυσχερέστατο ερώτημα «τί είναι η κοινωνιολογία». Στο τέλος σημειωτέον του κάθε κεφαλαίου διατυ πώνεται ένα σχετικό θέμα για συζήτηση και παρατίθεται συμπλη ρωματικά μια επιλεγμένη και πολύ χρήσιμη βιβλιογραφία.
Σ
ε τελευταία ανάλυση πρόκειται για ένα κατατοπιστικό βιβλίο το οποίο, χάρις στην πλούσια και καλά διαρθρωμένη ύλη του καθώς και στην απλότητα του ύφους του, εισάγει τον αναγνώστη ευχάριστα και άνετα στον γοητι ΐ’τικό κόσμο της κοινωνιολογίας, καλώντας τον συγχρόνως να ξανασκεφθεί κριτικά τα όσα διάβα σε. Θα ήθελα να τελειώσω με μια γενικότερη παρατήρηση. Είναι βέβαια φανερό ότι κανένα εισαγωγικό εγχειρίδιο δεν είναι σε θέση να μεταδώσει αυτοτελώς στον αναγνώστη τον πλούτο των γνώ σεων που απαιτούνται για να ανακαλύψει τι είναι η κοινωνιολογία. Το κάθε τέτοιου τύπου εισαγωγικό εγχειρίδιο είναι από την ίδια του τη φύση μεροληπτικό και επιλεκτικό: κι αυτό γιατί εκ φράζει τις αντιλήψεις του συγγραφέα (ή των συγγραφέων) για τη φύση της κοινωνιολογίας καθώς και τις προτιμήσεις του (τους) σχετικώς με το ποιος είναι ο περισσότερο παιδαγωγικά αποτελε σματικός τρόπος για τη μύηση του μαθητή ή του σπουδαστή στα επιτεύγματα της κοινωνιολογίας. όγω ακριβώς των διαφορετικών τους προσεγγίσεων τα ποικί λα εγχειρίδια αλληλοσυμπληρώνονται μεταξύ τους και έτσι δίνουν τη δυνατότητα στον αναγνώστη που θα συμβουλευτεί ορι σμένα από αυτά να αποκτήσει μια πιο ολοκληρωμένη γνώση για τη φυσιογνωμία της κοινωνιολογίας ως επιστήμης των κοινωνικών σχέσεων και αλληλεπιδράσεων. Συγχρόνως, η πλούσια βιβλιογρα φία που συνήθως περιλαμβάνεται στα διάφορα αυτά εισαγωγικά έργα, οδηγεί, κατά ένα μεγάλο μέρος της, τον αναγνώστη κατευ θείαν στις πηγές της κοινωνιολογικής θεωρίας και έρευνας, που είναι τελικά και ο καλύτερος τρόπος να αντιληφθεί κανείς αυτό που αναζητά: τί είναι, δηλαδή, στη βαθύτερη ουσία της η κοινωνιολογία. 'ΙΩΑΝΝΑ ΛΑΜΠΙΡΗ-ΔΗΜΑΚΗ
Λ
5ίκα Α. ΡκιζεΧή
. Δέκα Μ αδήματα
Κοινωνιολογίας
επιλογη/109
απεικόνιση ενός πανάρχαιου εθίμου
CD
ΓΙΑΝΝΗ ΣΟΥΛΙΩΤΗ: Τα κόλλυβα.Εξώφυλλο και καλλιτεχνική επιμέλεια Αγγέλα Βορεάδον-Τσαπάλη. Αθήνα, Κ έ δ ρ ο ς , 1986. Σελ. 25+1 λευκή +55 με εικόνες+10 λευκές+1. 8ο.
ο πανάρχαιο έθιμο των κολλυβών παρουσιάζει σ’ ένα εξαιρε τικά επιμελημένο τεύχος ο Γιάννης Σουλιώτης, που στον πρό λογό του εκφράζει έμμεσα την αιτία που τον έκανε ν’ ασχοληθεί με το θέμα και να δώσει αυτή τη χαριτωμένη εικογραφική «παγκαρπία» των διαφόρων κατηγοριών των κολλυβών: η επίσκεψή του στο Άγιον Όρος και ο θαυμασμός του για την τέχνη των μοναχών στην παρασκευή του δίσκου των κολλυβών που προορι ζόταν για το μνημόσυνο του βυζαντινού αυτοκράτορα, κτίτορα 1 της μονής, όπου με κατάλληλα υλικά είχαν εξεικονίσει τη μορφή του πάνω στην καμπύλη επιφάνεια. Προτού να παρουσιάσει το εικονογραφικό υλικό, ο συγγραφέας επιχειρεί μια ιστορική ανα δρομή στο έθιμο, αφού πρώτα εξηγεί τη σημασία της λέξης «κόλ λυβα»2. Και, φυσικά, αναστρέχει στην προχριστιανική εποχή, αφού το έθιμο αυτό είναι η ζωντανή συνέχεια της προσφοράς των πρώτων καρπών, που η αφετηρία της ριζώνεται στην προϊστορική εποχή, προτού ακόμα ο άνθρωπος δημιουργήσει τους προσωπι κούς θεούς, καθώς δεν είχε ξεπεράσει την ανιμιστική αντίληψη του κόσμου3. Συνδέεται δηλαδή με τη μαγεία όπου οι προσφορές καρπών ή ζώων μεσ’ από πολύπλοκες τελετές, συντελούσαν στην άρση του ταμπού (του απαγορευμένου φυτού ή ζώου) ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως τροφή από την κοινότητα. Η προσφορά αυτή των καρπών είχε σκοπό την ευφορία της γης και στην αρχαία Ελλάδα συνδεόταν με την «ευετηρία» (την καλή χρονιά, πλούσια σε σοδειά) καθώς και με τα Θαργήλια, γιορτή προσφοράς καρπών («θάργηλα») πριν από το θερισμό και τα Θαλύσια, καθαυτό γιορτή του θερισμού, ακόμα και με τα Πυανόψια, γιορτή κατά την οποία έβραζαν όσπρια (κυρίως πύανα [κουκκιά]) και που σε κάποιες περιοχές κατά τη διάρκεια των εορτών αυτών οι πανηγυριστές περιφέρονταν από σπίτι σε σπίτι και μοίραζαν σκορπίζοντάς τους, καρπούς και κερνούσαν κρασί, τραγουδώντας το τραγούδι της «αγαθής τύχης»4. Αυτή η «πανσπερμία» ή «παγκαρπία» προσφερόταν στην αρχαιότητα και στους νεκρούς, γιατί στην αντίληψη των κοινωνιών εκείνων οι χθόνιοι θεοί της βλάστη σης ταυτίζονταν με τους θεούς του Κάτω κόσμου, και, φυσικά, παραλληλίζονταν ο θάνατος και το φύτρωμα του σταχυού με την
Τ
1. Σωστότερα ίσως έτσι, παρά «κτήτορα», που έχει ο πρόλογος. «Κτήτωρ», είναι ο ιδιοκτήτης (βλ. και «ναοί κτητορικοί», ιδιωτικοί), ενώ «κτίτωρ» είναι ο ιδρυτής, κι εδώ για ιδρυτή και όχι για ιδιοκτήτη πρόκειται. 2. Δεν αποφεύγω εδώ τον πειρασμό να παραθέσω τα σχετικά με τα κόλλυβα, που σημειώνει ο Κάλβος στις «Σημειώσεις και πίνακα λέξεων και φράσεων», με την ευκαιρία της χρησιμοποίησης της λέξης στην ωδή του «Εις θάνατον» (III ς'): «κόλυβα, τα, s.p.l.n., offrande expiatoire qu’ on place sur les tombeaux des Chretiens dans un grand plat d’ argent, fourni par Γ eglise. Cette offrande consiste en ble bouilli, en grains de grenades et en amandes enveloppees de sucre (pralines). Le tout, de forme puramidale, sst rarseme de fleurs». 3. Βλ. σχετικά, Martin Nilsson η Ελληνική λαϊκή θρησκεία, μετάφραση I. Θ. Κακριδή (Η Βιβλιοθήκη του Φιλόλογου, αρ. 8) Αθήνα 1966, σελ. 26. 4. Βλ. το λαϊκό αυτό άσμα, D. L Page, PMG, 882: Δέξαι ταν άγαθάν τνχαν,Ι δέξαι τάν ΰγίειαν,Ι &ν φέρομες παρά τάς θεοϋ,Ι &ν+έκλελάακετο+τήνα.
110/επιλογη ανθρώπινη ζωή - η μακρινή ίσως αφετηρία της πίστης στην αθα νασία της ψυχής και στη μέλλουσα ανάσταση του ανθρώπου που πεθαίνει, όπως συμβολικά αναφέρεται και στο Ευαγγέλιο, με τον κόκκο του σίτου που μόνο όταν πεθάνει μέσα στο χώμα καρποφο ρεί, και που ο συγγραφέας τοποθετεί το σχετικό χωρίο ως μότο στην εργασία του5. πο κείνες τις μακρινές εποχές, λοιπόν, το έθιμο δεν έχει στα ματήσει6 να λειτουργεί, κι ας έχει αλλάξει η μορφή της λα τρείας. Εξάλλου είναι γνωστό ότι πλέίστα όσα παγανιστικά στοι-, χεία έχουν, με το ένα ή με τον άλλο τρόπο, εισχωρήσει στη χριστια νική λατρεία - η πίστη του λαού στις λειτουργικές της υλοποιήσεις παραμένει ενιαία, όπως όλα τα φανερώματα του πνευματικού του πολιτισμού.Τα κόλλυβα, μ’ αυτήν την παγανιστική αρχή, διατηρή θηκαν ώς τις μέρες μας, και μ’ όλη τη βιομηχανοποίηση που το έθιμο δοκιμάζει στους καιρούς μας, δεν παύει να έχει τη βαθύτερη και ουσιαστικότερη λειτουργικότητά του. Γιατί, στη χριστιανική λατρεία, που όχι μόνο δεν προσπάθησε να καταργήσει, αλλά και αποδέχθηκε αρκετές από τις προγενέστερες τελετουργικές εκδηλώ σεις, αφού αυτές είχαν ενσωματωθεί στη λατρεία (και παρόμοια πράγματα, βέβαια, πολύ δύσκολα καταργούνται), οι συνήθειες αυτές νομιμοποιήθηκαν είτε μεσ’ από τη διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας, που προσπάθησαν να βρούν σ’ αυτές έναν a poste riori συμβολισμό των στοιχείων, που συγκροτούσαν τη νέα θρη σκεία είτε μεσ’ από κάποια «θαύματα», που η λαϊκή πίστη τά έχει ανάγκη για να κατακυρώσουν τις τελετουργίες και τις εθιμικές εκ δηλώσεις και προσφορές, όπως το σχετικό με τον «αποστάτη» Ιουλιανό τον Παραβάτη (τον τόσο παρεξηγημένο και κατηγορημένο πρωτοβυζαντινό αυτοκράτορα) και που με γλαφυρή γλώσσα αφηγείται ο συγγραφέας στην εισαγωγή του (σελ, 15 κ.ε.). Ο επιμελητής του τεύχους αφιερώνει το τελευταίο τμήμα της ει σαγωγής του στον τρόπο παρασκευής των κολλύβων, που διαφέ ρει από περιοχή σε περιοχή, και σημειώνει (σελ. 21) - πράγμα αρκετά σημαντικό - πως το έθιμο των κολλύβων διατηρείται μό νον από τους Έλληνες. Εκτός από το βρασμένο σιτάρι, που απο τελεί, φυσικά, το κυριότερο υλικό για τα κόλλυβα, χρησιμοποιού νται κι άλλα υλικά, όπως κουφέτα, σησάμι, ρόδι (που είναι σύμ βολο αναγέννησης αλλά και νεκρικό συνάμα), μαϊντανός, αλεύρι, ζάχαρη, αμύγδαλα, και για μερικά απ’ αυτά δίνει τους λαϊκούς τους συμβολισμούς. Και βέβαια, κάνει λόγο για τα κόλλυβα που παρασκευάζουν οι μοναχοί στο Άγιον Ό ρος και που ο στολισμός τους, με τις μορφές Αγίων ή της Παναγιάς Βρεφοκρατούσας, των αυτοκρατορικών κτιτόρων ή με δικέφαλους αετούς, είναι πραγμα τικά έργα τέχνης.
Α
το εικονογραφικό λεύκωμα που ακολουθεί μπορεί να δει κα νείς τις διάφορες μορφές κολλύβων, όπως έχουν αποτυπωθεί Σ στις έγχρωμες φωτογραφίες: τα αρχαία «κόλλυβα» («πανσπερ μίες» ή «παγκαρπίες»), που είχε την έμπνευση να τα φωτογραφή σει σε ταφικά μνημεία του Κεραμεικού, τοποθετώντας σε κα τάλληλη θέση τους καρπούς: ρόδια, στάχυα, καρύδια, αμύγδαλα, σταφίδες, σύκα κι έτσι να παρουσιάσει μ’ έναν τρόπο φυσικό εκεί5. «Αμήν λέγω ύμίν, έαν μή ό κόκκος to® οίτου πεσών εις τήν γήν άποθάνη, αϊτός μόνος μένει· έάν δέ άποθάνη, πολύν καρπόν φέρει» (Ιω, 12,24). 6. Μια άλλη μορφή αυτής της προσφοράς είναι τα «πολύσπόρια», που συνηθίζουν στη Στερεά Ελλάδα: την ημέρα της «Παναγιάς της Πολυσπορίτισσας» (21 Νοεμ βρίου, των Εισοδίων) βράζουν διάφορα όσπρια μαζί με δημητριακά και τα προ σφέρουν για φαγητό.
ΕΥΓΕΝ1ΑΣ ΡΕΓΚΟΥ-ΣΓΟΥΡΟΥ: Μνήμη αειθαλής. Πάτρα, 1987. Σελ. 64. «Μνήμη αειθαλής» είναι ο τίτ λος της τελευταίας ποιητικής συλ λογής της αληθινά πολυγραφότατης Ευγενίας Ρέγκου-Σγουρού. Οι ποιητικές συλλογές «Στόνοι», «Πίσω απ' τις ώρες», «Διαφά νειες», «Καρδιάς απόσκιοι» και «Σωρείτες» όπως και τσ πεζό «Ερωτικό Χρονικό» αποτελούν τα προηγούμενα έργα της που διακρίνσνται από μια σωστή, λιτή και χωρίς περιττές λέξεις γραφή. Φιλόλογος η Ευγενία ΡέγκουΣγουρού ξέρει να χειριστεί την ελ ληνική γλώσσα γεγονός που φαί νεται ιδιαίτερα στο πεζό της. Η πιο πρόσφατη ποιητική της συλλογή απστελείται από σαρανταέξι ποιήματα που έχουν ορι σμένα κοινά σημεία με τα ποιή ματα της αμέσως προηγούμενης συλλογής, τους «Σωρείτες». Συ γκεκριμένα, πρόκειται για εκείνα όπου κυριαρχούν οι μνήμες του Δημοτικού τραγουδιού. Ενώ όμως στους «Σωρείτες» ο αριθ μός αυτών των ποιημάτων ήταν
·>
επιλογη/111 νο που δεν σώθηκε, βέβαια, από την αρχαιότητά σε μορφή αυθε ντική, αλλά το ξέρουμε μεσ’ από κείμενα και μαρτυρίες. Έτσι οι εικόνες του αυτές, περ’ από την επιβολή που έχουν τα αρχαία ταφικά μνημεία, δημιουργούν μια συναίρεση χρονική μεσ’ από τη χειρονομία της προσφοράς μιας παγκαρπίας προς τους νεκρούς. Στο τμήμα που ακολουθεί το εικονογραφικό υλικό έχει ως θέμα τα λεγόμενο «πικροκόλλυβα», που δεν είναι παρά τα κόλλυβα που προσφέρονται στο νεκρό, την τρίτη μέρα του θανάτου του (τρίμερα) και τοποθετούνται πάνω στον τάφο. Είναι ακαλλώπιστα γιατί σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία οι ψυχές δεν τρώνε τίποτ’ άλλο παρά μόνο σιτάρι. Εδώ, ο καλλιτέχνης έχει φωτογραφίσει τα κόλ λυβα αυτά επάνω σε αφρόντιστους τάφους, όπου η προσφορά ακουμπά στο χώμα (σε μια εικόνα μάλιστα, όπου το πιάτο είναι σπασμένο, το σιτάρι έχει σκορπίσει και στη γη) και έτσι η αμεσό τητα της προσφοράς απεικονίζεται καίρια. Σ’ ένα άλλο εικονογραφικό τμήμα οι φωτογραφίες αποτυπώνουν διάφορες μορφές από τα λεγόμενα «σπιτικά κόλλυβα», όπου μπορεί κανείς να θαυ μάσει, ανάμεσα στ’ άλλα, και την αυθόρμητη λαϊκή τέχνη στο στό λισμά τους. Γιατί τα σπιτικά κόλλυβα έχουν αρκετό καλλωπισμό (το στοιχείο που δεσπόζει είναι ο σταυρός, καμωμένος από κουφέτα, καρπούς ή εγχρωματισμένη ζάχαρη) και είναι αυτά που προσφέρονται είτε στα μνημόσυνα είτε κατά τα Ψυχοσάββατα, στους τάφους ή στην εκκλησία. Μια άλλη κατηγορία κολλύβων είνα τα βιομηχανοποιημένα, όπου βέβαια, εδώ βλέπει κανείς την τυποποίηση και την εκζήτηση, αλλά και την κούφια πολυτέλεια και επίδειξη για μια προσφορά που πρέπει να γίνεται με συντριβή ψυχής και με «σοβαρή θλίψη». Ωστόσο, για να διασκεδαστεί κά πως } απωθητική αυτή εικόνα, παρατίθεται και μια σειρά φωτογρασ ιών, όπου απεικονίζονται οι περιλειπόμενοι την ώρα που τρώνε αυτή την προσφορά και με τον τρόπο αυτό δίνεται η ουσία του εθίμου, περ’ από τις τυπικές του επαναλήψεις. ο μεγαλύτερο τμήμα του εικανογραφικού μέρους του λευκώ ματος καταλαμβάνουν - και δικαιολογημένα - φωτογραφίες που έχουν ως θέμα τους τα κόλλυβα του Αγίου Όρους. Εδώ πα ρακολουθούμε, μεσ’ από τις φωτογραφικές αποτυπώσεις, όλη σχε δόν την εργασία που κάνουν οι μοναχοί για την παρασκευή των κολλύβων. Από το αθάρισμα του σιταριού, το βράσιμό του, το στρώσιμό του στο δίσκο, το πασπάλισμά του με πυκνό στρώμα ζάχαρης, το σχεδίασμά πάνω σ’ αυτήν του κεντρικού αγιογραφικού προσώπου, το χρωματισμό του και το στολισμό του δίσκου, λεπτομέρειες από τους «πίνακες» αυτούς, διάφορα δείγματα με τις εξεικονίσεις αγίων, αυτοκρατόρων, δικεφάλων αετών ή σταυρών και, τέλος, την τέλεση του μνημοσύνου, το μοίρασμα των κολλύ βων και τη «μετάληψή» τους από μοναχούς ή λαϊκούς. Είχα την ευμενή τύχη να παρευρεθώ στο Όρος σε πανήγυρη (5 Ιουλίου, που τιμάται η μνήμη του Αγίου Αθανασίου του Αθωνίτου, ιδρυτή της Μεγίστης Λαύρας και του αθωνικού μοναχισμού, η σημαντι κότερη θρησκευτική πανήγυρη του Όρους) και να γευτώ (με την όραση και τη γεύση) τη μοναδική ομορφιά των αγιορείτικων κολ λύβων. Η εμπειρία απ’ αυτή τη συμμετοχή, τόσο στην πανήγυρη με το γεμάτο τυπικό της τελετουργίας της όσο και με τις εθιμικές εκ δηλώσεις που συνάπτονται μ’ αυτήν, είναι από τα μοναδικά και ανεπανάληπτα πράγματα που αποκομίζει κανείς. Ο Γιάννης Σου λιώτης με το λεύκωμά του απομνημειώνει αυτή την εμπειρία και τη μεταδίδει και σ’ εκείνους που δεν την έχουν αποχτήσει ακόμα. Από την άποψη αυτή, η εργασία του είναι μια σημαντική προσφο-
Τ
ρά·
ΚΩΣΤΑΣ ΧΩΡΕΑΝΘΗΣ
* πολύ μεγαλύτερος και το γενικό τερο πνεύμα ήταν περισσότερο αισιόδοξο, στην τελευταία συλλο γή υπάρχει μια σημαντική διαφο ροποίηση. Οι επιρροές του Δη μοτικού τραγουδιού αραιώνουν, η γραφή χάνει σε ορισμένα ση μεία την ποιητική μορφή και παίρνει το σχήμα του στοχα σμού, της σύντομης φιλοσοφικής σκέψης και το συμπέρασμα όπου καταλήγουν τα περισσότερα από τα ποιήματα χαρακτηρίζεται από μια αρκετά απαισιόδοξη διάθεση. Σίγουρα η Κα ΡέγκουΣγουρού διακρίνεται από μια με γάλη ευαισθησία αλλά ίσως και από μια μονόπλευρη αντιμετώπι ση της ανθρώπινης υπόστασης και των υπαρξιακών της προβλη μάτων. Επιτυγχάνει να δημιουρ γεί παραστάσεις στη φαντασία του αναγνώστη με το έργο της όπως στο ποίημα «Ο Δρόμος φέρνει» - κι αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό. Μας λείπει όμως κά ποιο ελπιδοφόρο, αισιόδοξο μή νυμα που όλοι μας το έχουμε ανάγκη. Τέλος, το σχέδιο του εξωφύλ λου είναι ωραία φιλστεχνημένο από τη Μαρία Ρέγκου όπως και στις άλλες εκδόσεις.
ΜΑΡΙΑ ΜΕΝΤΖΕΛΟΠΟΥΛΟΥ
112/επιλογη
σύγχρονη θεματολογία με ευαισθησία γραφής
m
ΙΩ ΑΝ Ν ΑΣ ΚΑ ΡΑΤΖΑΦ Ε ΡΗ : Έ να πιάνο με φτερά. Ειχον. Ζωή Κυτοπονλον. Αθήνα, Σ ύ γ χ ρ ο ν η Ε π ο χ ή , 1986. Σελ. 44.
υτόν τον καιρό στον τόπο μας, η λογοτεχνία για παιδιά χα ρακτηρίζεται από την προσπάθεια να χρησιμοποιήσει νέες συνθήκες διαβίωσης των ηρώων της και να διευρύνει το θεματολογικό της ρεπερτόριο. Και ως προς το δεύτερο στόχο - αυτόν που αφορά τη θεματο γραφία - είναι αλήθεια πως μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει πλήρως επιτευχθεί: θέματα όπως η υπερκαταλάνωση, η βία, το διαζύγιο, ο θάνατος, οι διαφόρων ειδών μειονότητες κ.α. έχουν εισέλθει - άλ λα περισσότερο και άλλα λιγότερο - μέσα στις σελίδες των λογοτε χνικών βιβλίων που απευθύνονται στα παιδιά. Εκεί που μια τόσο έντονη επίτευξη του στόχου δεν έχει συντελεσθεί είναι στις συνθήκες διαβίωσης των ηρώων. Τα πιο πολλά πρόσωπα/ήρωες των παιδικών βιβλίων εξακολουθούν ν’ ανήκουν στη μέση κατηγορία της κοινωνικής κλίμακας. Είναι εκπρόσωποι (ενήλικοι κι ανήλικοι) μιας μεσοαστικής τά ξης ή μιας μικρομεσαίας επαρχιακής στάθμης. Σπάνια υπάρχουν μέσα σε συνθήκες ζωής που ξεφεύγουν από το συνηθισμένο - ή αν θέλετε από το πατροπαράδοτο. Κι όταν κάτι τέτοιο συμβαίνει π.χ. παιδιά χωρισμένων γονιών - συμβαίνει όχι σαν ένα υπόβαθρο που πάνω του θ’ αναπτυχθεί ένας λίγο-πολύ, άσχετος ως προς αυ τό, μύθος, αλλά σαν κατάσταση που υλοποιείται για να εξυπηρε τήσει το «άνοιγμα» του θέματος. Χωρισμένων γονιών παιδιά θα συναντήσουμε μόνο στα βιβλία εκείνα που έχουν θέμα τους το διαζύγιο. Η Ιωάννα Καρατζαφέρη, όμως, με το βιβλίο της αυτό, υποβάλει μια διαφορετική πρόταση. Θέμα του βιβλίου, η ειρήνη.
Α
έσα από μια καταγραφή καθημερινών στιγμών, μέσα από Μ μια απουσία της όποιας συγκεκριμένης δράσης, μέσα από μια σχεδόν ημερολογιακή καταγραφή ενός εξάχρονου αγοριού, προβάλλεται η αξία της ειρήνης, η ευτυχία και η χαρά που χαρί ζει. Κι αυτό το θέμα στηρίζεται πάνω στους ώμους των μελών μιας διαζευγμένης οικογένειας. Ο μικρός γιος που ζει με τον πατέ ρα του και τη γιαγιά και που περνά τα Σαββατοκύριακα με τη μητέρα του και το φίλο της. Έχουμε, δηλαδή, μια οικογενειακή κατάσταση, που σ’ ένα άλλο βιβλίο θα ήταν το κυρίως θέμα. Αλλά εδώ, απλά και μόνο αποτελεί το υπέδαφος για να καλλιεργηθεί η μυθιστορηματική επιβεβαίωση της αξίας της ειρήνης. Πέρα όμως από το προσόν αυτό, το βιβλίο τούτο της Ι.Κ. - μιας δοκιμασμένης πεζογράφου - έχει και ένα άλλο ακόμα. Αναπτύσ σει κυκλικά του ήρωές του. Κι έτσι αν και ολιγοσέλιδο, προλαβαί νει να χαρίσει στα πρόσωπά του αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά χαρακτηριστικά που οριοθετούν τις προσωπικότητές τους, τις ανάγκες, τα πάθη και την καθημερινότητά τους. Με μία αξιοση μείωτη περιθωριακή άνεση σκιαγραφείται η τεχνοκρατική ζωή του πατέρα, και με την ίδια δεινότητα δίνεται το πολιτικοποιημένο τού χαρακτήρα της μητέρας. Περισσότερο έντονα περιγράφεται το πρόβλημα του μικρού ήρωα από το γεγονός του χωρισμού των γονιών του και ιδιαίτερα
επιλογη/113
έξυπνες οι παρατηρήσεις της σχολικής ζωής. Όμως, όσο κι αν ο χωρισμός «σταμπάρει» την ευαισθησία του πρωταγωνιστή, το βι βλίο δεν ξεχνά πως άλλο είναι το θέμα του· η ειρήνη. Μια, λοιπόν, απλή ιστορία, σύγχρονη, σύγχρονα γραμμένη - οι κοφτές φράσεις αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της λογοτεχνικής υπό στασης - είναι το «Ένα πιάνο με φτερά». Διαθέτει τρυφερότητα, ευαισθησία, προβληματισμό και μια τεχνική που παραπέμπει και υπενθυμίζει τη θητεία της δημιουργού του σε πλατιές και κλασικές μυθιστορηματικές συνθέσεις. ΜΑΝΟΣ ΚΟΝΤΟΛΕΩΝ
ένα πολύτιμο εργαλείο έρευνας, μελέτης κ α ι... ανανέωσης της παράδοσης
CD
ΚΩΣΤΑ ΔΑ Μ ΙΑ Ν ΙΔΗ - ΑΝ Τ Ω Ν Η ΖΗΒΑ: Το τρεχαντήρι στην ελληνική ναυπηγική τέχνη. Αθήνα, Έκδοση Ε Ο Μ Μ Ε X , 1987. Σελ. 96.
ο «τρεχαντήρι στην ελληνική ναυπηγική τέχνη» είναι μια πρω τότυπη και πολύ χρήσιμη έκδοση που εξυπηρετεί συγκεκριμέ νους σκοπούς και στόχους. Σκοπούς που φαίνονται ολοκάθαρα στους προλόγους του εκδότη και των δύο συγγραφέων. Αποφεύγοντας την κακοτοπιά δημιουργίας μιας ρομαντικής και φολκλορίστικης παρουσίασης του τρεχαντηριού, επιτυγχάνεται μια συ στηματικά οργανωμένη έκδοση, ένα κτίσιμο θεωρητικό, κομμάτι κομμάτι, του σκάφους που προαναφέρθηκε με τη βοήθεια κειμέ νων, σχεδίων, φωτογραφιών. Και για να δοθεί μια σαφέστερη ει κόνα του τι εννοούμε, καλύτερο θα ήταν να παρουσιάσουμε τη δομή, το σκελετό τής τόσο ενδιαφέρουσας έκδοσης του Ε . Ο . Μ . Μ.Ε.Χ. Η έκδοση λοιπόν αποτελείται από τον πρόλογο του εκδότη Λυμπέρη Λυμπεράκη και από εκείνον των συγγραφέων. Διαιρείται σε τέσσερα βασικά κεφάλαια που το καθένα έχει τις δικές του υποδιαιρέσεις. Συντομογραφίες, σημειώσεις, πίνακας τεχνικών όρων, αγγλική περίληψη και τέσσερα ένθετα σχέδια εκτός κειμέ νου κλείνουν την εξαιρετικά αναλυτική και λεπτολογημένη αυτή έκδοση. Ήδη από τον πρόλογο του εκδότη παρουσιάζεται σαφέ στατα ο σκοπός της δημιουργίας αυτού του βιβλίου.
Τ
ρόθεσή του είναι όπως λέει να γίνει «μια οικονομοτεχνική μελέτη του χώρου της ναυπηγικής των ξύλινων σκαφών και στη συνέχεια η συνδρομή του Ε.Ο.Μ.Μ.Ε.Χ. στο σχεδίασμά της παραγωγής, στη χρηματοδότησή της, στην οργάνωση και επιδότη ση ειδικού εκπαιδευτικού προγράμματος για νέους τεχνίτες». Οι δυο συγγραφείς και επιστήμονες έχουν σαν σκοπό να παρου σιάσουν την ξυλοναυπηγική παράδοση στην Ελλάδα και ξεκινούν με το σκεπτικό ότι ένα ουσιαστικό συστατικό για την πρόοδο κάθε κοινωνίας είναι η μελέτη της παράδοσής της.
Π
114/επιλογη Ήδη από το Φεβρουάριο του 1983 είχε παρουσιαστεί το κύριο τμήμα του βιβλίου στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Πρόκειται για μια καταγραφή και διερεύνηση μιας λαϊκής κατασκευής από ξύλο που είναι πολύ διαδεδομένη στην Ελλάδα και ταυτόχρονα για μια προσφορά στη συντήρηση και ανανέωση της παράδοσης. Η ενασχόληση με το συγκεκριμένο θέμα, το τρεχαντήρι, οφείλεται στο γεγονός ότι πρόκειται για τον επικρατέστερο και πλέον γνωστό τύπο καϊκιού για μεγάλο χρονικό διάστημα στην Ελλάδα. Γι’ αυτό το λόγο οι συγγραφείς δίνουν ιστορικά στοιχεία για το τρεχαντήρι και τα όμοια με αυτό σκαριά, την ιστοριογραφία του και τη χρήση του, κι επίσης μια αναλυτική καταγραφή της κατασκευής του. Το θέμα που επιχειρούν να πα ρουσιάσουν είναι πολύ μεγάλο και πολύπλοκο και ανεξέταστο σε μεγάλο βαθμό από πολλές απόψεις, όπως την καταγωγή και τη συγγένεια του σκάφους με άλλα παρόμοια στη Μεσόγειο, την πε ριγραφή και την οργάνωση των ταρσανάδων που είναι και οι τό ποι παραγωγής του, την αναφορά στις ναυπηγικές γραμμές του, τη στατική και δυναμική του επίλυση, κ.λπ. ημαντική βοήθεια για την ολοκλήρωση αυτής της μελέτης εί χαν οι δυο επιστήμονες από παλιούς μάστορες απ’ όλη την Σ Ελλάδα. Η βασική βιβλιογραφία που αναφέρεται στις συντομογραφίες είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα όπως επίσης και η εικονογράφηση του βιβλίου. Σχέδια του Bjorn Landstrom, παλιές καρτ-ποστάλ, χαλκογραφίες από τη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη, ελαιογραφίες του I. Αλταμούρα, λαϊκές ζωγραφικές από το Λεύκωμα του Ναυτικού Μουσείου της Ελλάδας και φωτογραφίες εμπλουτίζουν την έκδο ση. Παρακολουθώντας την ιστορική εξέλιξη του σκάφους παρατη ρούμε την εμφάνιση του βασικού τύπου με την ονομασία «γαλιόνι», μια πιθανή εξέλιξη της γαλέρας, την ύπαρξη του τρεχαντη ριού ήδη από τον 17ο αιώνα καθώς επίσης τα μικρά ιστιοφόρα καΐκια στον Ελλαδικό χώρο έως και τον 18ο αιώνα. Η ιστιοφορία παρουσιάζεται από τους συγγραφείς αναλυτικά, έτσι έχουμε τα πανιά όπως λατίνι, σακκολέβα, μπούμα και ψάθα. Εντοπίζεται επίσης η πλέον σημαντική μεταβολή, η κατάργηση δηλαδή των πα νιών και η αντικατάστασή τους με εσωλέμβιες μηχανές με σταδια κή εξέλιξη στην Ελλάδα περίπου από το 1920. Δίνονται ιστορικά στοιχεία για τη Ναυπηγική με μαρτυρίες για ναυπηγεία στον Ελ λαδικό χώρο πριν από το 18ο αιώνα ελάχιστες, και με υποθέσεις για την ύπαρξη ναυπηγείων κάποιας δυναμικότητας στο Γαλαξίδι, στη Ζάκυνθο, στη Ρόδο και Νάξο. Τα αρχικά κακότεχνα σκάφη που οφείλονται στην έλλειψη επαφής με τη Δύση αρχίζουν να εξα φανίζονται ή μάλλον να βελτιώνονται από τον 18ο αιώνα οπότε αρχίζουν και οι παραγγελίες στα ξένα ναυπηγεία και η εδώ οργά νωση των μαστόρων σε συνάφια στα μεγάλα καρνάγια. Φεύγοντας όμως σιγά-σιγά από αυτό τον ιστορικό χώρο, τον τόσο ενδιαφέ ροντα, μπαίνουμε στο τεχνικό μέρος, στην παρουσίαση της κατα σκευής. Κι εκεί συνειδητοποιούμε ότι η ανάγνωση δεν είναι πλέον εύκολη καθώς καμιά λέξη δεν είναι περιττή, αλλά αντίθετα απο λύτως απαραίτητη για το θεωρητικό κτίσιμο του σκάφους. Κι αυ τό συμβαίνει γιατί πρόκειται για ένα βιβλίο που δεν προσφέρεται για απλό ξεφύλλισμα ή διακόσμηση μιας βιβλιοθήκης, αλλά για μια αυστηρά χρηστική έκδοση, ένα πολύτιμο εργαλείο έρευνας, μελέτης, συντήρησης και γιατί όχι, ανανέωσης της παράδοσης. ΜΑΡΙΑ ΜΕΝΤΖΕΛΟΠΟΥΛΟΥ
ΤΟ ΤΡΕΧΑΝΤΗΡΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΑΥΠΗΓΙΚΗ ΤΕΧΝΗ
επιλογη/115
γλώσσα και ιστορία
ω
EVANGELIA BALTA: KARAMANLIDIKA. Additions (15841900), Bibliographie Analytique, Athines 1987, 158 X X X , K A R A M ANLIDIKA XX* siicle Bibliographie Analytique, Athines 1987, 184 XVIII.
ε τους παραπάνω δυο τόμους, που εκδίδει το Κέντρο Μι κρασιατικών Σπουδών κλείνει ο κύκλος της καταλογογράφησης της βιβλιογραφικής παραγωγής των τουρκοφώνων Ελλή νων της Μικρασίας. Κι ας σημειωθεί εδώ πως αυτή η βιβλιογραφι κή παραγωγή αρχίζει το 1954 με τη δημοσίευση του κειμένου «Κε φάλαια της Χριστιανικής Πίστης», τα καραμανλίδικα (το κείμενο στην τουρκική με ελληνικούς χαρακτήρες), και σταματάει το 1929 με το βιβλίο «Βίος του Αγίου Αλεξίου», (Αζίξ Αλέξιοσουν βε δξούμλε αζιζλερίν βε μαχσέρ διβανηνην νακλιετλερί...), εκδομένο στη Θεσσαλονίκη. Η Ευαγγελία Μπαλτά, συγγραφέας του έργου και επιμελήτρια της έκδοσης, με υποδειγματική ευσυνειδησία και νοσταλγική αγά πη συνέχισε και πλούτισε τη δουλειά που άρχισαν το 1958 οι Ε. Dalegio και S. Salaville βιβλιογραφώντας χρονολογικά τις εκδό σεις των τουρκοφώνων της Μικρασίας. Ο πρώτος τόμος, αφιερω μένος στη μνήμη του Ιορδάνη Παμπούκη, του σοφού βιβλιοθηκά ριου της Ακαδημίας Αθηνών και τέλειου γνώστη της καραμανλίδικης γραμματείας, περιέχει, όπως δηλώνει και ο τίτλος του, προ σθήκες στον ήδη υπάρχοντα κατάλογο των καραμανλίδικων βι βλίων και αναφέρεται στα έτη 1584-1900. Έτσι χάρη στην εξα ντλητική έρευνα της Ε. Μπαλτά φανερώνονται άλλοι 163 τίτλοι που συμπληρώνουν τους γνωστούς 333 των Dalegio-Salaville.
Μ
Σ
’ αυτόν τον τόμο, όπως παρατηρεί η συγγραφέας στον κατα τοπιστικό πρόλογό της, σημαντική είναι η αύξηση των εκδό σεων με κοσμικά θέματα και η μείωση των θρησκευτικών σε σχέση με την πρώτη βιβλιογράφηση. Χαρακτηριστικές είναι οι εκδόσεις μουσικών συλλογών, που περιείχαν και τουρκικά και ελληνικά τραγούδια καταγραμμένα με τη βυζαντινή σημειογραφία, όπως εί ναι «Ερμηνεία τής έξωτερικής μουσικής» Κ/πολη 1843, «Ή Παν δώρα» Κ/πολη 1846, «Έπανθούσα ήτοι στίχοι διάφοροι» Κ/πολη 1847, «Καλλιόπη ή άπάνθισμα Άσματίων» Αθήνα 1847, «'Αρμο νία, ήτοι Ελληνικά καί Τούρκικα άσματα», Κ/πολη 1848, «Νέα Ερωτικά άσματα Ελληνικά καί Τουρκικά» Σμύρνη 1850, «Ή Τερψιχόρη ή ’Απάνθισμα άσμάτων» Αθήνα 1853, « Ό Έλικών τών Μουσών», Κ/πολη 1856, «Ή Λεσβία Σαπφώ, ήτοι άσματολόγιον» Αθήνα 1870. Σημείο κι αυτά της στενής σχέσης των δύο λαών! δεύτερος τόμος αναφέρεται στις εκδόσεις του 20ού αι. και συγκεκριμένα στα χρόνια 1900-1929, αν και μεταξύ των ετών 1921-1929 καταγράφονται μόνο τρεις εκδόσεις που από αυτές οι δύο είναι σχετικές με την ανταλλαγή των πληθυσμών του 1922. Πρόκειται για το βιβλίο του παπά Νεοφύτου από την Καισάρεια, «Εθνική συμφορά ήτοι Θρήνοι Ποντίων, Σμυρναίων καί έν γένει πάντων τών ’Ανταλλαξίμων Προσφύγων» εκδομένο το 1924 στη Θεσσαλονίκη, περιέχει τρεις ενότητες με 99,99 και 77 τετράστιχα. Το δεύτερο έντυπο είναι ένα κάλεσμα «Τααβετναμέ» προς τους
Ο
116/επιλογη «εις ’Αθήνας καί Πειραιά καταφυγόντες» «πρός σύστασιν Δημο γεροντίας», το οποίο επειδή απευθύνεται στο «εκ Νίγδης Καϊαμαπασίου, Φερακαίνων, Άραβανίου κλπ.» (21 τοπωνύμια), είναι δί γλωσσο. Ουσιαστικά λοιπόν το 1921 είναι ο χρόνος που η καρδιά των τουρκοφώνων Ελλήνων έπαψε να χτυπάει στη Μικρασία. Στα χρόνια ωστόσο που προηγήθηκαν από την καταστροφή τα θέματα έχουν μεγαλύτερη ποικιλία· οι 129 τίτλοι των βιβλίων μαρτυρούν τα ενδιαφέροντα και, τις ανάγκες μιας πολιτισμικά αναπτυγμένης κοινωνίας. Εκτός από τα θρησκευτικά βιβλία, τις Γραμματικές, τα Λεξικά, τις Μεθόδους εκμάθησης της οθωμανικής και της ελληνι κής γλώσσας βρίσκουμε και τίτλους που αναφέρονται στο εμπό ριο, στη συροτροφία, στη γεωργία, στό δίκαιο, στην υγεία, στη φιλοσοφία κλπ. Στοιχείο, μάλιστα, που τεκμηριώνει την κοινωνι κά καλά οργανωμένη ζωή των τουρκοφώνων χριστιανών των μι κρασιατικών και ειδικά των καπαδοκικών πόλεων, είναι οι δί γλωσσες εκδόσεις των κανονισμών και λογοδοσιών των διαφόρων συλλόγων και αδελφοτήτων. ς σημειωθεί ότι και οι δυο τόμοι περιέχουν σε φωτοανατύ πωση τις προμετωπίδες των σημαντικότερων έργων και οι Α σελίδες κοσμούνται με ρομαντικές βινιέτες από αυτά τα ίδια τα βιβλία. Παρουσιάζοντας στην έρευνα αυτούς τους δυο τόμους της καραμανλίδικης βιβλιογραφίας, το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών και ειδικότερα η Ευαγγελία Μπαλτά, δίκαια μπορούν να καυχώνται ότι ξεπλήρωσαν ένα χρέος προς τους Μικρασιάτες λόγιους, που τόσο αγωνίστηκαν για την πνευματική επιβίωση της φυλής και την ανάκτηση της προγονικής αίγλης. ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΣΤΑΘΗ
ποιητική διαφάνεια και εκφραστική αλήθεια
ω;
ΠΑΝΟΥ ΚΥΠΑΡΙΣΣΗ: Σημειώσεις ενός τηλεγραφητή.
Σ π η λ ιώ τ η , 1987.
Αθήνα,
ι «Σημειώσεις ενός τηλεγραφητή» είναι σίγουρα μια ανάσα ποιητικής υγείας και εκφραστικής διαφάνειας, ιδιαίτερα σε ώρες εκφραστικού συμφυρμού και ποιητικής κενολογίας. Ο ποιη τής σεμνά, υποβλητικά, χωρίς στόμφο και χωρίς κραυγαλέες εξάρ σεις, χωρίς εκζήτηση, αλλά με πολλή «περίσκεψιν και αιδώ» μας δίνει τους αληθινούς ποιητικούς του τόνους, όπως πηγάζουν μέσ’ από τις καταστάσεις και τα πράγματα, ως απόσταγμα ενός αγώνα και μιας αγωνίας γύρω από τις λέξεις και τα σύμβολα. Η ποίηση στις «Σημειώσεις ενός τηλεγραφητή» είναι αποτέλε σμα πάλης, ξεπηδά από μιαν ανάγκη, για τούτο και τα εκφραστι κά μέσα του Π.Κ. πειθαρχούν κάτω από την πίεση της αγανάκτη σης, του πόνου, της οδύνης, της πίκρας και του σαρκασμού για τα όσα συμβαίνουν απάνθρωπα γύρω μας και μας αναγκάζουν να δεχτούμε μια κοινωνική συμβατικότητα, μιαν υπολογισμένη νομο τέλεια, που υπηρετεί το κοινωνικο-πολιτικο-οικονομικό κατεστη μένο. Όμως ο ποιητής δεν αφορίζει, δεν κηρύττει, δε διαμαρτύρε ται με φωνές και ποιητικά τεχνάσματα, αλλά ανοίγει υποβλητικά μπροστά μας το φάκελο της οδυνηρής πραγματικότητας να δούμε, χωρίς σασπένς την «τύχη των αποδημητικών», να «συλλαβίσουμε
Ο
επιλογη/117 ένα τόσο φως», όταν «πρασινίζουν οι πόθοι πάν’ απ’ τους φράχτες/κι αστράφτει μια άνοιξη/στις κορυφογραμμές, πιωμένη», ενώ την ίδια στιγμή τυχαίνει «Η αγάπη να σου γελάει/και το φυλαγμέ νο μαχαίρι/ να προβάλλει αργά μέσα στη νύχτα». Κι από την άλλη «Σταγόνα ο κόσμος/πάνω στα βλέφαρα» έτοιμος να «πέσει και να τσακιστεί». ποιητής μέσα στις πέντε επιμέρους ενότητες, που περιλαμβά νουν συνολικά (9+4+3+7+13) 46 ποιήματα και η καθεμιά έχει δικό της μότο, δάνειο από διαφορετικό ποιητή, κλείνει όλες τους τις αναζητήσεις και τους στοχασμούς του, όλους τους προ βληματισμούς του. Κι αν δεχτούμε πως οι περισσότεροι Έλληνες ποιητές από τους οποίους δανείζεται τους εισαγωγικούς στίχους, είναι οριακοί για τη διαμόρφωση της ποιητικής γλώσσας και εκ φραστικής στον τόπο μας από την εποχή του Μεταπολέμου και ύστερα, χαράσσει ο ίδιος τα όρια και αποκαλύπτει τον τρόπο της ποιητικής του προσέγγισης καθώς και των εκφραστικών και στιχουργικών δυνατοτήτων του. Ο Σολωμός δίνει το μέτρο της ποιητικής διαφάνειας και της εκ φραστικής πληρότητας, την αισθητική επάρκεια και διαύγεια. Και δεν είναι καθόλου τυχαίο, που ο Πάνος Κυπαρίσσης ξεκινάει από το Σολωμό, δηλώνοντας έτσι και το ποιητικό του στίγμα. Στην πρώτη ενότητα με τίτλο: « Ο άνεμος της ερημιάς», που στεγάζει τα εννέα πρώτα ποιήματα των «Σημειώσεων ενός τηλεγραφητή» όλα έρχονται μέσ’ από μια σιωπή, μέσ’ από μια προαιώνια μοναξιά, τη μοναξιά του θανάτου και του έρωτα, όλα βουλιάζουν στη σιωπή, καθώς «βουλιάζουν τα κόκαλα στο φως», «ξετυλίγονται όλα/και ξεμακραίνουν, κι ας είναι δικά σου» κι «όλα γύρω σου χαμηλώ νουν» όπως κι «Η ζωή χαμηλά/θροίζοντας στο χορτάρι», μέσα στο φως και στην απεραντοσύνη της θάλασσας. «Οι ρίζες της αντοχής» φέρουν το Αισχυλικό μότο: «ρίζης γάρ ούσης φυλάς ϊκετ’ ές δόμους/σκιάν ύπερτείνασα σειρίου κυνός» (Αγαμέμνωνας, 966-967), που μαρτυρεί τη σχέση του ποιητή με τα κείμενα της κλασικής αρχαιότητας και το σεβασμό και την εξάρτη σή του από τα ποιητικά μας πρότυπα. Εδώ ο δημιουργός βαδίζει πιο σταθερά προς μια κατεύθυνση μάλλον περιγεγραμμένη, έ μπλεος φωτός κι ας «είναι νύχτα/και το φεγγάρι πατάει/από τοίχο σε τοίχο ώσπου/έρχεται αργά, θαμπά/μέσα στο τρίστρατο/ο μυθι κός συγγενής/Τυφλός/με το αίμα ξεραμένο στις κόχες». Έτσι και μέσ’ από το μάτι το σκληρό του «κυνικού», που βλέπει μόνο μέσ’ απ’ το βλέμμα «εκείνης, που την είπαν αλήθεια», διερευνά τον κόσμο, τον άνθρωπο, είτε είναι «στην άλλη μεριά των ονείρων», είτε γυρνάει τις νύχτες «με τις φόδρες γεμάτες βροχή.../μ’ ό,τι απόμεινε» ύστερα από τη μακρά μαθητεία στα όπλα και προχωρεί και σκαρφαλώνει στο παραθύρι για να προφτάσει να δει να «φυ τρώνει ο κόσμος στο φως» σ’ αυτό το φως το ελληνικό, το τόσο περιφρονημένο στους καιρούς μας, σ’ αυτή την εκφραστική καθα ρότητα, που μόνο η ελληνική αρχαιότητα κατόρθωσε να πλησιάσει και να «συλλαβίσει».
Ο
Σεφέρης είναι ο προπομπός του στην άλλη ενότητα «Οι φω τιές του καλοκαιριού», όπου ο έρωτας κι ο πόλεμος-θάνατος είναι οι δυο αντίπαλοι στη μεγάλη αρένα της ζωής. «Πίσω από τους θρύλους του καλοκαιριού», εκεί που «βλασταίνει ένα κορίτσι γυμνό.../και χύνεται η έφηβη θάλασσα», ενώ παραδίπλα παραμο νεύει ύπουλα ο φονιάς. Κι όμως «Κυλάει το φως πάνω στο δέρμα σου.../τραυλίζει ο άνεμος στα μαλλιά σου...» κι ας ξέρεις πως «από το σπίτι βγαίνει στο δρόμο/Από το δρόμο στο θάνατο», γιατί
Ο
ΜΑΡΙΑΣ ΝΕΟΦΩΤΙ ΣΤΟ Υ: Πρόβα Τζενεράλε. Αθήνα, Πύλη, 1987. Σελ. 216. Το νέο μυθιστόρημα της Μα ρίας Νεοφώτιστου, η «Πρόβα Τζενεράλε» αποτελεί δημιούργη μα μιας αναμφίβολα επίπονης προσπάθειας της γνωστής δημο σιογράφου που επιδιώκει να κα ταγγείλει λογοτεχνικά την κοινω νική αδικία που περιβάλλει τον σύγχρονο άνθρωπο. Η συγγρα φέας επιμένει να αναζητεί και να ερευνά, να αναδεικνύει όχι μόνο τις «δυνάμεις του κακού», αλλά και εκείνα τα ελπιδοφόρα στοι χεία ουμανισμού και αγωνιστικό τητας που καθιστούν ρεαλιστική την επιδίωξη ενός καλύτερου κό σμου. Πρόκειται δηλαδή για το προ σφιλές στη Μαρία Νεοφώτιστου, αλλά και γενικότερα επίκαιρο ζή τημα, οι πτυχές του οποίου φαί νεται ότι απασχολούν πολύπλευ ρα το μέχρι σήμερα συγγραφικό της έργο. Πράγματι, η «Πρόβα Τζενεράλε» βρίσκεται στον ίδιο ιδεολογικό και πολιτικό άξονα των προηγούμενων έργων της και ιδιαίτερα της «Λάβας», ενός μυθιστορήματος που εκδόθηκε το 1982 και εκδήλωσε τις αναζη-
118/επιλογη υπάρχουν «οι στήμονες των κρίνων μεσίστιοι», που συντηρούν τη ζωή. Ό ,τι αποκόμισε ο ποιητής από την αιμάτινη πορεία του μέσα στον κόσμο των αντινομιών και των αντιθέσεων και μέσα στους κόλπους της αντιφατικής ιστορικής μοίρας, ως μέσα σ’ ένα γυμνό και ξέστηθο τοπίο, εμπεριέχεται στα εφτά ποιήματα της ενότητας «Το φως του κόσμου». Η ποίηση είναι το άστρο, που οδηγεί τα βήματα, που κατευθύνει τον πλοηγό στην ατέρμονη νύχτα με τα σκοτεινά κορμιά και τ’ αρπαχτικά κι «όλα γύρω κοφτερά/κι ασά λευτα» μέσα σε μια βαθιά σιωπή, που δε λογαριάζει ρωτήματα και δε δίνει απαντήσεις, αλλά μονάχα σε κάνει «συλλαβίζοντας το δά σος» να μαθαίνεις την ακοή. Με «Το φεγγάρι του χειμώνα» ο ποιητής κλείνει τον κύκλο της οδοιπορίας του σε τούτο το ποιητικό τοπίο κι ο Ελύτης στέκεται εκεί έτοιμος να του ανατρέφει την αποκτημένη πείρα. Εδώ η φωνή χαμηλώνει περισσότερο, ενώ «καλπάζει η σιωπή» κι η αγωνία και δυναμώνει η φλόγα, που καίει τα σωθικά, δυναμώνει απέξω κι η βροχή και το κρύο, αφού το αίμα καλύπτει την όραση και η ομί χλη κάθεται στους ώμους και θολώνει την αποκτημένη γνώση κι η πολιτεία χάνεται μέσα σε επάλληλους κύκλους σιωπής, γιατί «Οι μυλόπετρες έχουν ένα ρυθμό/...κι η σάρκα μιαν αντοχή/ορισμένη». κείνο που μένει σίγουρο και βέβαιο είναι η φθορά και η πλά νη. Κι ο ποιητής, σχεδόν καταληκτικά, θα πει: «Ναυαγός ενδοφλέβιος/ιδρύω μιαν άλλη όψη με το λεξικό της σιωπής», οδεύοντας πάντα προς την ίδια κατεύθυνση, ώσπου η φωνή του να βγει απ’ τη σιωπή, ν’ απαλλαγεί από τα δεσμά του σάπιου χώ ματος κι «ανυποψίαστος» κι ο ίδιος να «γυρίσει και/να δει ν’ αποτυπώνονται/οι μορφές» των οραμάτων του, οι καθαρές μορφές της ποίησης «στις φυλλωσιές» του καθαρού κι αιθέριου ποιητικού λόγου. Κι ολοκληρώνει έτσι το ποιητικό του όραμα, διοχετεύο ντας εύστοχα και τα μηνύματά του σε, κάποιες φορές, εξωτερικά ακρωτηριασμένους στίχους. Ο σαρκασμός του δεν είναι κυνικός και μια αγνότητα χαρακτηρίζει το μόχθο του, καθώς μετέρχεται τους διάφορους ποιητικούς τρόπους για να βγει από το λαβύρινθο και τα τερτίπια της μοναξιάς, που αποτελεί το πιο επίμαχο θέμα στην ποίηση του καιρού μας, έκφραση της τρομερής αποξένωσης στην οποία έχουν περιέλθει τα άτομα και οι κοινωνικές ομάδες στις σύγχρονες απάνθρωπες κι απρόσωπες μεγαλουπόλεις. Έτσι «Οι σημειώσεις ενός τηλεγραφητή», με την εσωτερική τους συνοχή και την ποιητική τους αυτοτέλεια, η λυρική και θεματική τους ενότητα, την αρτιωμένη εκφραστική, έρχονται ως σήματα κινδύνου ή ελπίδας, μέσ’ από λέξεις καθαρές κι έννοιες περιεκτι κές, που κλιμακώνονται σχεδόν πάντα ικανοποιητικά, ως παρήγορες φωνές και καλέσματα σε μια ταραγμένη και ποιητικά αποπρο σανατολισμένη εποχή.
Ε
4· τήσεις της στο χώρο της λογοτε χνίας με μεγάλη σαφήνεια. Η «Πρόβα Τζενεράλε» θίγει ένα καθαρά κοινωνικό πρόβλημα με δεδομένες πολιτικές προεκτάσεις και επιχειρεί να καταγράψει τις διαστάσεις που προσλαμβάνει στο επίπεδο της συμπεριφοράς και των ιδιωτικών επιδιώξεων του ατόμου. Είναι εμφανής ο σε βασμός που τρέφει η συγγρα φέας για τον άνθρωπο ως μονά δα, όπως και η ιδιαίτερη συναι σθηματική φόρτιση που της προκαλεί η τύχη του στις σύγχρονες κοινωνικές αντιθέσεις. Χαρακτηριστικό είναι ότι η κ. Νεοφώτιστου αποφεύγει τις φραστικές και εννοιολογικές ακρότητες στις περιγραφές της και προσπαθεί να διατυπώσει έναν στην ουσία πολιτικό λόγο με κριτήρια και τρόπους καλλιτεχνι κούς.
ΘΟΔΩΡΗΣ Ψ ΑΛΙΔΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΛΕΝΗ ΧΩΡΕΑΝΘΗ
γλαφυρή νεκρόπολη
ω
ΘΟΔΩΡΟΥΣΑΡΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ: Νεκρόπολη. Αθήνα, Μ έ δ ο υ σ α , 1987. Σελ. 160.
ι πρώτες εικόνες που περιγράφονται σε κάθε μυθιστόρημα, συνιστούν συνήθως και τον τρόπο με τον οποίο ο συγγρα φέας επιχειρεί να μας μεταφέρει στον κόσμο και στο κλίμα της
Ο
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
εττιλογη/119 διήγησής του. Συγχρόνως, παραπέμπουν και στο τελικό μήνυμα, συνεχίζοντας τον προϊδεασμό, που υποτίθεται ότι λειτουργεί με τον εννοιολογικό προσανατολισμό του τίτλου. Στην προκειμένη περίπτωση, στη «Νεκρόπολη» του Θόδωρου Σαραντόπουλου, το μυθιστόρημα αρχίζει με το θάνατο και τελειώνει με θάνατο. Η λέξη του τίτλου απλώνει το κυριαρχικό της δίχτυ από την αρχή του μύθου και το διατηρεί μέχρι την τελική του εξέλιξη. Αλλά ανάμεσα από τους απλούς και φυσικούς θανάτους, από τη μια μεριά, και τους σκληρούς και βίαιους θανάτους, από την άλ λη, με τους οποίους κορυφώνεται η δραματική ένταση της «Νεκρόπολης», ο συγγραφέας προτίθεται να αποδώσει το νόημα ενός απογοητευμένου και καταβυθισμένου κόσμου. Ο θάνατος έρχεται σαν έσχατη παρηγοριά μέσα στον κοινωνικό ξεπεσμό μιας οικογέ νειας, ελάχιστης μονάδας από τον ευρύτερο κοινωνικό χώρο, αλλά και σαν θεία δίκη, που διεκτραγωδεί τον παρεπόμενο ηθικό κατή φορο. την τελευταία, όμως, περίπτωση ι ιαρασμός προκύπτει ως επώδυνη κατάσταση μέσα από δύο διαδρομές. Από τη δια δρομή των ηθικά χαλαρωμένων, που υποκύπτουν στην αδημονία της ματαιοδοξίας τους και από τη διαδρομή των συναισθηματικά απαισιόδοξων που υποκύπτουν στην άβυσσο της μοναξιάς τους. Ο Θόδωρος Σαραντόπουλος υφαίνει το μύθο του με μια επαινε τή απλότητα. Τα στοιχεία του μέσα από μια καθημερινή αληθοφά νεια παραπέμπουν κατευθείαν στο σύγχρονο αστυνομικό ρεπορ τάζ. Ωστόσο, εξευρίσκεται πάντα ο χρόνος για τη λογοτεχνική κα τεργασία τους και την, κατά το ελάχιστο, κοινωνιολογική τους ανάλυση. Αποδίδει με αδρές γραμμές τη συμπεριφορά των διαφο ρετικών χαρακτήρων που δρουν στην οικογένεια, την υπερβολή των οποίων καταλογίζει κυρίως στον οικονομικό παράγοντα, που υπερκαλύπτει τις νωθρές αξιώσεις του συναισθηματικού υπο στρώματος. Η χαρακτηρολογική αυτή διαμάχη επεκτείνεται στον ελεύθερο κοινωνικό χώρο, περιλαμβάνοντας τις διακρατικές σχέ σεις και κυρίως περιπέτειες των δύο λαών, ελληνικού και τουρκι κού, στο βαθμό βέβαια που επηρεάζεται η μοίρα της συγκεκριμέ νης οικογένειας και που δίνει ένα οικουμενικότερο χρώμα στο μυ θιστόρημα. Οι σελίδες αυτές είναι και οι καλύτερες του βιβλίου. αδυναμία της συνύπαρξης των δύο λαών καταλογίζεται και πάλι στον πανταχού παρόντα και προεξέχοντα οικονομικό παράγοντα. Η εθνική έξαρση εξαχνούνται μέσα σε μια ονειρική αχλύ, απωθείται σε μια λανθάνουσα μακρινή μνήμη υπερκερασμένη από το φόβο και τη λαχτάρα για την ατομική επιβίωση. Μέσα στις χαώδεις αυτές καταστάσεις αναδύονται αδόκητοι τύποι των κοινωνικών παραφυάδων, περιθωριακοί αλήτες και ανυπόληπτοι προύχοντες, ονειροπόλοι ποιητές και απροσάρμοστοι συναισθη ματικοί ιδεολόγοι, άνθρωποι γενικά που έχουν εκ των προτέρων χαμένο το παιγνίδι της ζωής, όταν το ανάγουν στο χαμερπές δού ναι και λαβείν της «πιάτσας». Η αποτυχία, όταν αφορά τους ονειροπόλους με το σπέρμα της ηθικής ακεραιότητας μέσα τους, λειτουργεί σαν διαδικασία κά θαρσης, σαν θυσία επιθυμητή για μια καλύτερη κοινωνία. Ο Θόδωρος Σαραντόπουλος ξετυλίγει την ιστορία της «Νεκρόπολης» με γλαφυρή γραφή και σύγχρονη γλωσσική καθαρότητα. Με το κλείσιμο της αφηγηματικής του διαδρομής, τα γεγονότα του θανάτου συντελούνται, το τοπίο της νεκρόπολης ολοκληρώνεται, η πόλη των νεκρών, των ηθικά νεκρών, απογειώνεται σαν ένα ομι χλώδες ορόσημο σε ένα σκαιό ουρανό, επισπεύδοντας τη διαπί στωση της περαιωμένης δοκιμασίας. ΗΛΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΣ
Σ
Η
ΘΟΔΩΡΟΣ ΣΑΡΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ
ΝΕΚΡΟΠΟΛΗ (ΑΘΗΝΑ1983-1984)
ΜΕΔΟΥΣΑ
120/επιλογη
η πλάνη ως λογοτεχνικό είδος
ω
ΠΕΤΡΟΥ ΤΑΤΣΟΠΟΥΛΟΥ: Η καρδιά του κτήνους. Αθήνα, Ε σ τ ί α , 1987. Σελ. 242.
ε βιβλία όπως «η καρδιά του κτήνους» γίνεται απόλυτα σα φές ότι η λογοτεχνία έχει ανάγκη και μάλιστα άμεση αν πρό κειται ν’ ανανεωθεί, από κοινωνικά δεδομένα που ανατρέπουν κάθε στημένη ιδεολογία γύρω απ’ αυτήν, με άλλα λόγια έχει ανάγκη την πλάνη για να λειτουργήσει μέσα απ’ την ευχέρειά της. Ο συγγραφέας, γνώστης της γλώσσας αλλά και των παιγνιδιών που μπορεί κανείς να πετύχει αλλάζοντάς την, κάνει ένα ευφυέ στατο μυθιστόρημα, που αβίαστα άπτεται στιγμών γεμάτων από ασυνήθιστα τερτίπια και χαριτωμένα στιγμιότυπα, χωρίς να μένει εκεί, αλλά το αντίθετο, με κριτική και διεισδυτική ματιά να χώνει το πρόσωπό του σε κάθε εφιαλτικό βούρκο, απ’ τον οποίο μπορεί ν’ αντλήσει χρήσιμα συμπεράσματα. Έτσι έχουμε στα χέρια μας, μια άνευ προηγουμένου σατυρική ιστορία που μέσα απ’ τον ελάχι στα πρωτότυπο μύθο της, δυναμώνει την ασάφεια του περίγυρου και περιγελά απομυθοποιώντας κάθε αδέξια χειρονομία μας και κάθε χλιαρή αντίδρασή μας απέναντι στο κοινωνικό κατεστημένο.
Μ
αλυσίδα των κωμικών καταστάσεων που συμπορεύονται, αλ λά και των δευτερευόντων στοιχείων που περικλείουν σχεδόν ασφυκτικά τον πρωταρχικό ιστό του μυθιστορήματος, έχει ολόι διους κρίκους και όμοια αισθητική, έτσι ώστε να μη μένει αδι καιολόγητο σχεδόν τίποτα από κείνο που προέχει, από κείνο δη λαδή που θα μείνει στον αναγνώστη ύστερα από καιρό. Όλη αυτή η διαδικασία που θέλει το συγγραφέα να μην αφήνει αναπάντητο κανένα ερώτημα που ο ίδιος έθεσε προκειμένου να προχωρήσει ο κορμός του λογοτεχνικού κειμένου, έχει τη δική του εξάρτηση, η οποία ματαίως θα περίμενε, ίσως, κανείς ότι μπορεί κάπου να σπάσει. Ο Πέτρος Τατσόπουλος έχει αποκτήσει από τα, τρία προη γούμενα βιβλία του, μια τρομακτική άνεση στο να χαλιναγωγεί το υλικό του - και μιλάω πάντα για κείνο το μέρος που δεν είναι πρωτογενές αλλά έρχεται να χρωματίσει μια απλή υπόθεση κι ένα συνηθισμένο συμβάν - και γι’ αυτό το λόγο δεν υφίσταται ποτέ η περίπτωση να παραμείνουν σκοτεινά σημάδια, εκεί που ολόκληρο το βιβλίο ακτινοβολεί άπλετο φως. Αν προτάσσω τα μικρότερης σημασίας κεφάλαια από κείνα που προπορεύονται ώστε να γίνει κομματάκι-κομματάκι το έργο τέχνης, είναι γιατί εκεί συσσωρεύε ται περισσότερο η ικανότητα του νεαρού συγγραφέα. Με αυτά κα ταφέρνει να γεμίζει σελίδες άξιες απορίας, θαυμασμού και προ βληματισμού μπροστά απ’ την κοινότυπη εκδήλωση κάποιων απο γοητευμένων, που αποφασίζουν να ληστέψουν μια τράπεζα, έστω και επιστημονικά.
Η
ε μια εξίσου μεγάλη ικανότητα ο δημιουργός έρχεται να πλαισιώσει την κάθε άλλο παρά υποδεέστερη εμπειρία με την εξουσία, που αντιπροσωπεύεται από αστυνομικά τμήματα, ει σαγγελείς, ανακριτές, φυλακές και, γιατί όχι, ολόκληρο το φάσμα της δικαιοσύνης. Ενώ λοιπόν μέχρι τη στιγμή που οι επίδοξοι λη-
Μ
επιλογη/121 στες συλλαμβάνονται, μέχρι δηλαδή το πέρας του δεύτερου μέ ρους, όλα λειτουργούν με βάση το σαρκασμό και την κριτική πα ρέμβαση, από κει και πέρα το κείμενο «σοβαρεύεται» και αποχτά μια καινούρια δυναμική και διάσταση. Τα βασανιστήρια και οι εξοντωτικές ανακρίσεις, το πλήγωμα του εγωισμού αλλά και η κα κοποίηση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, τα εξαγόμενα μιας φι λίας, που πάση θυσία πρέπει να κρατηθεί μέχρι το τέλος έστω κι αν κάποιος την προδώσει από φιλοτομαριστική και καλά προσχεδιασμένη απόφαση, «τα φιλαράκια» που άλλοτε συγχωρούν κι άλ λοτε όχι, η ανταλλαγή τελικά της ελευθερίάς με κάποιες σεξουαλικού περιεχομένου εκδουλεύσεις, είναι γεγονότα που πέρα απ’ τη βαρύτητά τους δεν αποσκοπούν παρά μόνο στην περιφρό νηση και την ντροπή όσων τα δοκιμάζουν. Έτσι σωστά ο συγγρα φέας τιθασσεύει τον εαυτό του και από μια άλλη οπτική γωνία προσπαθεί να διαβρώσει την εξουσία, που από τη μια εξαντλεί την αυστηρότητα και την αντικειμενικότητά της με μεθόδους άλ λων εποχών και από την άλλη, ευάλωτη όσο τίποτα άλλο η ίδια, δέχεται τα πλήγματα εκ των έσω, μη μπορώντας να ανταποκριθεί σ’ ένα ρόλο προκατασκευασμένο και σαθρό. καρδιά του κτήνους» λειτουργεί αβίαστα και ομαλά από Π την άποψη ότι μόνο στο «μετά» και αφού έχει περάσει μια ολόκληρη δοκιμασία θα βρει «δικαίωση» για όλους τους συνεργούς αλλά και για κείνους τους άλλους που έπαιξαν κάποιο μικρό ή μεγάλο κομμάτι σε μια υπόθεση απ’ την αρχή καλά μελετημένη. Φιγούρες όπως η σπιτονοικοκυρά, η Άννα, η αδελφή και ο γα μπρός του Στέφανου, η Πόπη, ο διοικητής του τμήματος και ο ανακριτής με το δικηγόρο, με την παρουσία και τη φυσιογνωμία τους ενδυναμώνουν την επιλογή του συγγραφέα ο οποίος δε θέλει να κάνει τη ληστεία κύριο χαρακτηριστικό του βιβλίου, αλλά αντί θετα επιθυμεί με όλες του τις δυνάμεις να βγάλει απ’ το βυθό τον καθημερινό μας περίγυρο, που είναι τόσο οικείος και τόσο συναρ παστικός. Βέβαια, ολόκληρη η φάση διαμόρφωσης ενός ήρωα όπως ο Τσακίρης, τύπος του υπόκοσμου όπως τον διαβάζουμε στις εφημερίδες, που σχεδόν αδυνατεί να συννενοηθεί με τους δυο άλλους, άτομα μορφωμένα και καλλιεργημένα, θα έφτανε να χα ρακτηρίσει το έργο σαν πρωτοποριακό αφού απαιτεί γνώση μιας κατηγορίας ανθρώπων, που κινούνται μεν γύρω μας έχουν όμως δικό τους νόμο και δική τους αυθυπαρξία. Ο Π.Τ. φαίνεται ότι μελέτησε πάρα πολύ πριν επιχειρήσει να βάλει στο έργο τον Τσα κίρη, γιατί αυτή η πρωτοβουλία δίνει το περισσότερο χιούμορ και ταυτόχρονα ανοίγει τους ορίζοντες για μια αντιμετώπιση αυτής της τάξης σαν από χέρι χαμένης μέσα στο μεγάλο κόλπο της άκρι της συνδιαλαγής.
ΠΕΤΡΟΣ ΤΑΤΣΟΠΟΥΛΟΣ
«Τ Τ
έτοια έργα όπως αυτό που συζητάμε δημιουργούν πάντα φα νατικούς φίλους (όπως ο υπογράφων) αλλά και φανατικούς Τ εχθρούς. Το γεγονός έγκειται στο ότι άλλοι θεωρούν ευφυή τα διάφορα τεχνάσματα που ο δημιουργός φαντάζεται ή δανείζεται κι άλλοι τα θεωρούν απλά κατασκευάσματα ανάξια λόγου. Νομί ζω πως η αλήθεια βρίσκεται με το μέρος των πρώτων. Ο Πέτρος Τατσόπουλος είναι δοκιμασμένος συγγραφέας και όλα φέρνουν τη σφραγίδα του. Η γλωσσική επάρκεια, το χιούμορ, η δομή, το στή σιμο των προσώπων, οι διάλογοι, όλα αυτά μαζί με μια κοινωνική διερεύνηση, είναι στοιχεία που συγκλίνουν προς την άποψη ότι «Η καρδιά του κτήνους» δεν είναι βιβλίο ευκαιριακό. ΧΡΙΣΤΟΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΚΤΗΝΟΥΣ
122/επιλογη
μια νηφάλια μέθη
ω
ΚΩΣΤΗ ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗ: «Περί μέθης» και «Σιαμαία λή». Αθήνα, « Ρ ο ές » , 1987.
ετεροθα-
εν δίνεται συχνά η χαρά, σ’ αυτούς που κάνουν κριτική σο βαρών μελετών, να μπορούν να συστήσουν ένα βιβλίο χωρίς επιφυλάξεις. Ο Κωστής Παπαγιώργης μάς δίνει αυτή τη χαρά με δυο απανωτά του βιβλία, τα πρώτα στη σειρά δοκιμίων των εκδό σεων «Ροές». Κείμενα όπου ο χυμώδης λόγος συναγωνίζεται την πρωτοτυπία των ιδεών - αν μπορούσαμε να μιλήσουμε για συναγωνισμό δυο στοιχείων μορφής και περιεχομένου, που στην ουσία τους είναι ένα.
Δ
α) Περί μέθης ια τη μέθη συνήθως γράφουν οι νηφάλιοι. Γι’ αυτό και ό,τι γράφεται περιορίζεται σε ηθικολογίες για τις βλαβερές συνέπειές της. Ο «φιλόσοφος» περιφρονεί τον μέθυσο και μιλά γι’ αυ τόν όταν αναζητάει πρόσφορο παράδειγμα προς αποφυγήν. Και ο άλλος τού το ανταποδίδει: «Αφού χάνεις δε βρήκε μονοπάτια, που φέρνουν σε μεταθανάτια παλάτια πίνε κρασί, κι είν' τα σοφά τα λόγια περιττά. Τον θάνατο τον βρίσκουμε και με κλειστά τα μάτια», είπε κάποιος ποιητής, που δε θυμάμαι πια το όνομά του. Στο «Περί μέθης» του Κωστή Παπαγιώργη δεν συναντάμε απλά την πρώτη - τουλάχιστον στην Ελλάδα - συστηματική πραγματεία του θέματος. Έχουμε ένα κείμενο βιωματικό και άμεσο και ταυτό χρονα μεταρσιωμένο και φιλοσοφημένο. Η κάθε σελίδα μοιάζει σαν ακριβό απόσταγμα αρκετών ποτηριών οινοπνεύματος που επιτέλους - βρήκε τον τρόπο να συμφιλιωθεί με το πνεύμα, που μονίμως σχεδόν αλληλοκατηγορείται. Η συμφιλίωση αυτή δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Χρειάζονταν κά ποιον, που να έχει φοιτήσει με το ίδιο πάθος και στη φιλοσοφία και στην οινοποσία, και στη βιβλιοθήκη και στο κουτούκι. Έναν Τζέκυλ και Χάυντ, που τη μέρα φιλοσοφεί πάνω στη μέθη και τη νύχτα πίνει για τη φιλοσοφία. Το ύφος γραφής και η εκ των ένδον περιγραφή δείχνει πως ο συγγραφέας συνδυάζει αυτά τα χαρα κτηριστικά, έστω κι αν δε μιλά για τις δικές του εμπειρίες, έστω κι αν μέσα στις σελίδες του περνούν τρεκλίζοντας ή αργοβαδίζοντας κι αφήνοντας ίχνη γραφής: ο Όμηρος, ο Σωκράτης, οι Δειπνοσοφιστές, ο Ραμπελαί, ο Σαίξπηρ, ο Μπωντλαίρ, ο Ντοστογιέφσκι, ο Θωμάς ντε Κουίνσυ, ο Τζακ Λόντον, ο Μάλκολμ Λόουρυ, περι στοιχισμένοι από αληθινούς συμπότες ή φανταστικές κουστωδίες σατύρων.
Γ
μελέτη της μέθης καταλήγει σε μελέτη θανάτου. Άλλωστε τί άλλο κάνει ο μέθυσος πίνοντας από το να καταδύεται ζωντα νός στη σκοτεινή δίνη που κάποτε θα καταπιεί κι αυτόν και μας; Προσπαθεί να βιώσει αυτό που είναι η τελική άρνηση κάθε βίω σης, κι όμως προϋπόθεση για ν’ αποκτήσει νόημα το μικρό φωτει νό κομμάτι της ζωής. Ο μέθυσος, μας λέει ο συγγραφέας, «δεν αρνείται τη ζωή, απλώς τη διασπαθίζει». Γι’ αυτό «δεν αρκεί η ακαδημαϊκή μελέτη θανάτου, πρέπει να γίνεται κανείς μελετητής
Η
εττιλογη/123 με τη σάρκα του, δηλαδή με την ορατή του ψυχή». Έτσι μέσα στη μέθη ζει «την απώλεια σαν βαθύτερο νόημα του υπάρχειν». Του λοιπού ο μέθυσος δε χρειάζεται να στηρίζει τα απομεινάρια αξιοπρέπειάς του στο τελευταίο κουμπί του, σαν τον ΜαρμελάντωφτουΝτοστογιέφσκι.Κι αντί ν’ απολογείται στον ακροατή του ή να τον στέλνει στο διάβολο, μπορεί να τον παραπέμπει στο «Πε ρί μέθης» του Κωστή Παπαγιώργη δια τα περαιτέρω: επιτέλους απέκτησε κι αυτός την αξιοπρεπή βιβλιογραφία που του έλειπε. Όσο για τον συγγραφέα, χωρίς να προδώσει τις μυσταγωγίες που του χάρισε το ποτό ή τους συμπότες φίλους του, βρήκε τον τρόπο να κάνει τη «σπατάλη ζωής» επένδυση πνεύματος. Κάτι καλύτερο από αποτοξίνωση.
6)Σιαμαία και Ετεροθαλή α «Σιαμαία και ετεροθαλή» είναι διάσπαρτα στο χρόνο και στα έντυπα κείμενα, που παρά τον βαθμό συγγένειας που υπαινίσσεται ο τίτλος, πρώτη φορά βρίσκονται μαζί. Όσον αφο ρά βέβαια τη συγγένεια, θα ’λεγα πως αυτά που ο συγγραφέας χαρακτηρίζει σιαμαία είναι ετεροθαλή, παρά το αντίστροφο. Αλ λά κανείς, κατά κανόνα φυσικά, δεν ξέρει τόσο καλά τα παιδιά, όσο αυτός που τα ’φερε στον κόσμο. Μέσα στη διαδρομή μιας δε καετίας βλέπει κανείς με τη διαύγεια μιας αυτοβιογραφίας, τη διαρκή πάλη του συγγραφέα με τα προβλήματα που καταπόντισαν γενιές φιλοσόφων (όπως κάποτε υπενθύμισε ο ίδιος στον Καστοριάδη). Αλλά είναι ωραίο να καταποντίζεται κανείς μέσα σ’ αυτό που αγαπάει. Τα στοιχεία που συνθέτουν τα διάφορα κείμενα πριν απ’ όλα είναι δυο: η διαρκής, δυναστική παρουσία του Πλάτωνα και ο (επίσης πλατωνικός) προβληματισμός γύρω από το θέμα της «περιαγωγής των πολλών εις ένα» ή, με μια άλλη οπτική, της σχέσης των φαινομένων με τις λέξεις.
Τ
η βιαστεί όμως κανείς να συμπεράνει ότι εδώ κλείνεται η πεμπτουσία των κειμένων και συνεπώς... δε χρειάζεται να τα διαβάσει (δυστυχώς, οι πιο πολλές κριτικές «χρησιμεύουν» σ’ αυτό: απαλλάσσουν τον αναγνώστη από την ανάγνωση των βι βλίων). Δεν θα χάσει μόνο αυτός που δεν θα διαβάσει το απολαυ στικό εισαγωγικό κομμάτι με τίτλο «βιβλιολάτρες» (διάβαζε «κλέ φτες βιβλίων»). Το: «καιρός του κλέπτειν, καιρός του αναγιγνώσκειν» (τελευταία φράση) δεν ισχύει μόνο για τους βιβλιοκλέφτες. Ο συγγραφέας ακολουθεί μια σταδιακή εισαγωγή του αναγνώστη στα φιλοσοφικά προβλήματα του καιρού μας - ή μάλλον στα αιώ νια φιλοσοφικά προβλήματα, όπως διατυπώνονται στον καιρό μας. Η γοητεία της εισαγωγής αυτής βρίσκεται στο ότι δεν γίνεται από την καθώς πρέπει είσοδο, την πύλη του Πανεπιστημίου. Γίνε ται κλεφτά από παράδοξες ατραπούς και κερκόπορτες, απ’ όπου βλέπει κανείς συχνά την άλλη πλευρά του προβλήματος. Εννοείται πως πρέπει ο αναγνώστης να περάσει αυτές τις «στενωπούς», για ν’ απολαύσει το θέαμα, Ένα θέαμα που απλώνεται από τους προσωκρατικούς ώς τον Ντεριντά, από τη λογοτεχνία ώς τη φιλοσο φία, από τη ζωή ώς το μυθιστόρημα, από το γήπεδο ώς τη βιβλιο θήκη. Που πετάει από τη μια γλώσσα στην άλλη.
Μ
ιαβάζοντας το εξομολογητικό Curriculum Vitae θυμάσαι σχε δόν αναπόφευκτα τη φράση του Έλύτη: «Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου». Στις αμμουδιές αυτές
Δ
124/επιλογι7 και προπάντων στις αμμουδιές της Αττικής του χρυσού αιώνα και του Πλάτωνα ο συγγραφέας ψάχνει σας άλλος Δημοσθένης, σαν σπάνιες πέτρες τις λέξεις που θα γυμνάσουν τη γλώσσα του, ή μάλλον τη γραφή του. Γιατί εδώ, πρέπει να πούμε, έχουμε μια κυριαρχία και εκδίκηση του γραπτού πάνω στον προφορικό λόγο (κάτι που κάνει και ο Ντεριντά, κόντρα στη θεωρία του, μια και αυτός επίσης υπερασπίζεται γραπτά τον προφορικό λόγο ενάντια στη γραφή) - βλέπε στο κείμενο Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΙΧΝΟΣ «τον τρόπο που η λαλιά ταριχεύεται μέσα στο κείμενο». Γι’ αυτό και «συχνά η ανασκαφή μιας λέξης θυμίζει το άνοιγμα ενός αρχαί ου τάφου», όπου οι ήχοι των λέξεων πάγωσαν για να μεταβληθούν σε ιερογλυφικά. έμμονη αγάπη για τη βιογραφία των λέξεων κάνει τον φιλό φιλόλογο και συχνά λογοτέχνη. ΗΣτοσοφο τελευταίο από τα ετεροθαλή κείμενα έχουμε φτάσει σ’ αυτό που αποτελεί για τον συγγραφέα του αγαπημένο τόπο διαλογι σμού: στην προβληματική που αναπτύχθηκε ήδη στο «Νομοθέτη που αυτοκτονεί» και στο «Κορνήλιος Καστοριάδης - ένας σοφι στής» (Κ. Παπαγιώργη, εκδόσεις Νεφέλη). Κείμενο σύντομο και πυκνό, που επικεντρώνεται σ’ ένα πρόβλημα καίριο και σχετικά αγνοημένο από τους νεοέλληνες φιλοσόφους. Εδώ βλέπουμε πόσο απελευθερώνεται ο λόγος του συγγραφέα από το ένα στο άλλο βι βλίο. Το στυλ γραφής του Παπαγιώργη δίνει κάποτε την εντύπωση ασυμμετρίας. Είναι χαρακτηριστικό του αυτοδίδακτου, από τον οποίο καλά θα ’καναν να διδαχθούν μερικά πράγματα και κάποι οι επαγγελματίες. Παράδειγμα πως η φιλοσοφία δεν είναι επάγ γελμα αλλά έρωτας. Επικίνδυνη σαν όλους τους έρωτες. Και δεν νοείται γάμος εκ συμφέροντος με τη φιλοσοφία. Τουλάχιστον όχι πετυχημένος γάμος. ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΠΑΝΤΑΖΗΣ
μια διαφωτιστική και εμπεριστατωμένη μελέτη για τη Μ ακεδονία
m
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ Α. ΒΑ ΚΑΛ Ο Π Ο ΥΛ Ο Υ: Μακεδονία και Τουρ κία (1830-1878), Μακεδονικός ελληνισμός - αλυτρωτική πολιτική εθνική διαπάλη. Θεσσαλονίκη, Β ά ν ι α ς , 1987. Σελ. 272 + 7 χάρτ., γραβ.
πολύπαθος Μακεδονικός χώρος εξακολουθεί να κεντρίζει το ενδιαφέρον του κ. Βακαλόπουλου που, ως φαίνεται, θα στα θεί έργο ζωής. Η νέα του μελέτη φιλοδοξεί να πάρει τη θέση της στην ελληνική βιβλιογραφία ως ένα ακόμη βήμα σοβαρής επιστη μονικής έρευνας. Βασισμένη σε αρχειακό υλικό, που για πρώτη φορά έρχεται στη δημοσιότητα, αποσκοπεί κατά κύριο λόγο να υπεισέλθει στην καθημερινή ζωή και τις συνθήκες διαβίωσης των κατοίκων του περασμένου αιώνα. Μέχρι σήμερα οι γνώσεις μας για τις οθωμανικές μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ (1839-1856) και τις προσπάθειες των δυτικών κρατών στο διπλωματικό τομέα για τη Μακεδονία ήταν σχεδόν άγνωστες. Κύρια πηγή τα Αγγλικά αρ χεία του Foreign Office, όπου περιλαμβάνονται οι εκθέσεις των προξένων και υποπροξένων που η μακροχρόνια παραμονή τους
Ο
επιλογη/125 στο μακεδονικό χώρο συνετέλεσε στην κριτική αξιολόγηση των πραγμάτων και καταστάσεων. Εδώ έχουμε να επισημάνουμε, ότι οι Άγγλοι πρόξενοι της Μακεδονίας, σύμφωνα με τη μαρτυρία του συγγραφέα, συχνά με την υποβολή των εκθέσεών τους συνυπέβαλαν εμπιστευτικά υπομνήματα των Τούρκων διοικητών προς την Πύλη, γεγονός που δίνει την ευχέρεια στον ερευνητή να δια μορφώσει μια ολοκληρωμένη εικόνα της καταστάσεως. Στην κατατοπιστική εισαγωγή (σσ. 13-22) με άνεση μπορεί να παρακολουθήσει ο αναγνώστης όχι μόνο τον τρόπο έρευνας αλλά και τα κύρια σημεία της αναπτύξεως του θέματος. Σύμφωνα με τον πίνακα περιεχομένων (σσ. 9-11), η δομή του βιβλίου κατά κε φάλαια, παρουσιάζει την παρακάτω διάρθρωση: κεφάλαιο πρώ το, Ιστορική αναδρομή. Η Μακεδονία κατά τους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας ώς την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους (14301830) (σσ. 23-69), κεφάλαιο δεύτερο. Η Μακεδονία-οι Οθωμανι κές μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ (1830-1870) (σσ. 71-139), κεφά λαιο τρίτο. Η αντιστασιακή οργάνωση του Ελληνισμού της Μακε δονίας και τα δύο μεγάλα επαναστατικά κινήματα του 1854 και του 1878 (σσ. 141-174), κεφάλαιο τέταρτο. Η Μακεδονία στη γένε ση της Εθνικής διαπάλης (1850-1878) (σσ. 175-214), κεφάλαιο πέμπτο. Οικονομία και εμπόριο στη Μακεδονία (1830-1878) (σσ. 215-236), κεφάλαιο έκτο. Εκπαιδευτική κατάσταση του Ελληνι σμού της Μακεδονίας (1830-1878) (σσ. 237-255), Βιβλιογραφία (σσ. 257-263) και Ευρετήριο (σσ. 265-273). μελέτη, χωρίς να είναι αποκομμένη από την όλη προσπάθεια του συγγραφέα (βλ. σ. 21), αποσκοπεί να διαφωτίσει όσο το δυνατό υπεύθυνα το ευρύτερο κοινό για το θέμα που η επικαιρότητά του με την ανθελληνική προπαγάνδα έχει πάρει επικίνδυνες διαστάσεις. Όπως και τα άλλα μέρη του Ελλαδικού χώρου, έτσι και η Μακεδονία γνώρισε τη στυγνή υποδούλωση των Τούρκων κάτω από συνθήκες που τις περισσότερες φορές εφάρμοζαν τα διοικητικά όργανα της Πύλης σε βάρος του ελληνικού στοιχείου. Η μαζική φυγή προς τα απομεμακρυσμένα ορεινά και απρόσιτα μέρη δημιούργησε σημαντικά εθνολογικά προβλήματα σε βάρος του χριστιανικού πληθυσμού που αναγκάστηκε να περιορισθεί έξω από τα αστικά κέντρα με αποτέλεσμα την υπεροχή του μου σουλμανικού. Ακριβώς το τρίπτυχο «μακεδονικός ελληνισμός αλυτρωτική πολιτική - εθνική διαπάλη» αποτελούν το μέτρο της ιστορικής εξέλιξης του Μακεδονικού χώρου, που με τις ευρύτερες κατά καιρούς ανακατατάξεις, δημιούργησαν πολλαπλά προβλή ματα σε βάρος του ελληνικού πληθυσμού. Το πρώτο κεφάλαιο πα ρουσιάζει κατά τρόπο ευσύνοπτο τα σημαντικότερα γεγονότα που οριοθέτησαν τις κατευθύνσεις του ελληνικού στοιχείου στο Μακε δονικό χώρο μετά από τη στυγνή υποδούλωση που δημιουργήθηκε από τις Τουρκικές κατακτήσεις. Η σκληρή πραγματικότητα δεν ήταν δυνατό να κάμψει το ηθικό του ελληνισμού. Από τους πρώ τους κιόλας χρόνους δημιουργήθηκαν οι απαραίτητες προϋποθέ σεις για την επαναστατική κινητοποίηση με την ίδρυση των πρώ των αρματολικιών. Η μακρά αυτή περίοδος που εξετάζεται σε 8 επιμέρους παραγράφους (λανθασμένή αρίθμηση, ελλείπει το VIII = 8) δίνει εναργέστατα τα κυριότερα γεγονότα που σημάδεψαν την απερίγραπτα δύσκολη ζωή όχι μόνο για επιβίωση, αλλά και διατήρηση της εθνικής συνείδησης. Η αντιστασιακή δραστηριότη τα των Ελλήνων εκδηλώνεται καθαρά, όπως τονίζει και ο συγγρα φέας με την παρουσία των νεομαρτύρων, οι οποίοι θυσιάζονται για να αποφύγουν τον εξισλαμισμό. Με τον ασκητισμό ασκούν μια νέα μορφή διαμαρτυρίας προς τον κατακτητή και αποτελούν φω-
Η
126/εττιλογη τεινό παράδειγμα για τους υπόλοιπους. Είναι η περίοδος που αναπτύσσονται τα μοναστηριακά κέντρα του Αγίου Όρους και των άλλων περιοχών της Μακεδονίας. Είναι πολύ δύσκολο να πα ρακολουθήσει κανείς πράγματι τα διατρέξαντα θετικά και αρνητι κά γεγονότα της περίοδου 1430-1830, τα οποία και οριοθέτησαν την τύχη του Ελληνισμού στο Μακεδονικό χώρο για την περαιτέ ρω συνέχιση του αγώνα. Για τον αναγνώστη-μελετητή ο συγγρα φέας στο τέλος του κεφαλαίου παραθέτει τη βασικότερη βιβλιο γραφία. χρονική περίοδος 1830-1870 που ανάγεται στις Οθωμανικές μεταρρυθμίσεις και που επηρέασαν αποτελεσματικά τις τύ χες της Μακεδονίας εξετάζεται στο δεύτερο κεφάλαιο. Οι υποση μειώσεις που συνοδεύουν το μέρος αυτό του βιβλίου (σσ. 131-139) αποδεικνύουν τις πηγές τις οποίες χρησιμοποίησε ο συγγραφέας και που για πρώτη φορά έρχονται στο φως της δημοσιότητας. Οι μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ (1839-1856) και ο αντίκτυπος των μεταρρυθμιστικών μέτρων του Χάττι-Χουμογιούνστο, διαφωτί ζουν πέρα για πέρα και τα σκοτεινότερα σημεία της πολιτικής της Τουρκίας και των Δυτικών κρατών. Γεγονός είναι ότι ο-συγγρα φέας κατόρθωσε να τιθασσεύσει τον πλούτο των ειδήσεων και να αξιολογήσει τα γεγονότα που συνέβαλαν αποτελεσματικά στη νέα κατάσταση που δημιουργήθηκε όχι μόνο με τις εσωτερικές με ταρρυθμίσεις, αλλά και τα άλλα γεγονότα του Κριμαϊκού πολέμου και του Συνεδρίου του Βερολίνου, ως και της Κρητικής εξέγερσης. Η χρησιμοποίηση των Αγγλικών πηγών σαν τη μόνη διπλωματική πηγή εξετάσεως των γεγονότων από μέρους του συγγραφέως οφεί λεται στη διπλωματική εκπροσώπηση της Αγγλίας στα σπουδαιό τερα μακεδονικά κέντρα, Θεσσαλονίκη, Μοναστήρι, Σκόπια, Σέρ ρες, Καβάλα, ενώ τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη αντιπροσωπεύονται σε ελάχιστα αστικά κέντρα της Μακεδονίας. Άλλωστε η διπλωμα τική πολιτική των Άγγλων ταυτιζόταν με αυτήν των διοικητών της Πύλης αν και τις περισσότερες φορές υπαγορευόταν και από αυτούς τους ίδιους τους Άγγλους, που επέβαλλαν, συχνά, τις απο φάσεις τους. Δίκαια εκτός των άλλων επισημαίνεται και η ληστρι κή δραστηριότητα και διαφθορά των τουρκικών αρχών της περιό δου αυτής έναντι του ελληνικού πληθυσμού. Η λυσσώδης αντίδρα ση των Τούρκων και των άλλων σλαβικών λαών που εισέδυσαν στο Μακεδονικό χώρο εστράφη εκτός της Εκκλησίας και στην εκ παίδευση, αφού με κάθε τρόπο προσπαθούσαν να εμποδίσουν τη λειτουργία των σχολείων.
Η
ο κεφάλαιο που ακολουθεί είναι αφιερωμένο στα δυο σημα ντικά Επαναστατικά κινήματα του 1854 και 1878, απότοκα της μεγάλης εκείνης Επαναστάσεως του 1821, που δεν έπαψε να εμπνέει τους γενναίους μαχητές των αρματολικιών του Μακεδονι κού χώρου. Τα αρματολίκια του Ολύμπου θα συνεχίσουν τις δραστηριότητές τους χωρίς να σταθεί δυνατό τα Τουρκικά στρατεύμα τα να εξαλείψουν τις επαναστατικές εστίες και να καταπνίξουν την επαναστατική διάθεση των Μακεδόνων. Σημαντικά ονόματα παρελαύνουν την περίοδο αυτήν και πολλές προσωπικότητες του αγώνα βρίσκουν τραγικό θάνατο. Δυστυχώς δεν είναι δυνατό να παρακολουθήσουμε με κάθε λεπτομέρεια τις αλλεπάλληλες δρα στηριότητες των επαναστατών και τις αντιδράσεις των Τούρκων κατακτητών, που με κάθε μέσο αγριότητας προσπαθούν να ανα κόψουν το ενθουσιαστικό φρόνημά των. Δεσπόζουσες μορφές της περιόδου αυτής είναι η προσωπικότητα του Τσάμη Καρατάσου, που σφράγισε δυναμικά το κίνημα του 1854, του Κ. Βατικιώτη και του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης, Ιωακείμ.
Τ
ΚΩΣΤΑ ΘΕΟΦΑ ΝΟΥΣ: Το νήμα της ψυ χής μου: Ποιήματα. Φίτ λολογική Στέγη, 1987. Σελ. 72. Το «νήμα της ψυχής μου» δεν είναι παρά η μοναχική πορεία του συγγραφέα, που γράφεται και διαγράφεται μέσα στην ιδιάζουσα μοναξιά του δημιουργού. Οι στίχοι «με μαυριτάνικο σπαθί καρφωμένο/ κατάστηθα/ πο ρεύομαι ολομόναχος..» είναι εν δεικτικοί και προκαθορίζουν τον ιδιαίτερο χώρο, εκεί όπου η ψυ χή, η προσωπικότητα του ποιη τή, θ' αναλώσει το δικό της λάδι, θα χύσει το δικό της φως, βορά, εντέλει, στην αδιαφορία της κάθε εποχής. Ο ποιητής Κώστας Θεοφάνους με μεστό παρελθόν, όσον αφορά την ενασχόληση του με τα γράμ ματα (8 συλλογές, 3 πεζά, 4 τεχνοκριτικά μελετήματα και ένα εκπαιδευτικό βοήθημα) αναθυμάται τις δικές του φωτεινές στιγ μές, που αναδύονται και σταθε ροποιούνται στη μνήμη, καθιστώντας έτσι τραγικά ορα τές τις παλιές πληγές του, τις δραματικές καταστάσεις της ορφάνιας, της προσφυγιάς και των κοινωνικών διωγμών. Ευαισθητοποιημένος στο έπα-
*
επιλογη/127 Το τέταρτο κεφάλαιο: Η Μακεδονία στη γένεση της Εθνικής διαπάλης (1850-1878), αποτελεί το κορύφωμα της έρευνας του συγγραφέα από απόψεως Εθνικής τοποθετήσεως του θέματος, μια και η περίοδος αυτή είναι η κρισιμότερη δοκιμασία του Ελληνι σμού, μετά την αφύπνιση του Βουλγαρικού εθνισμού που συντελέστηκε μέσα από την εκκλησιαστική χειραφέτηση των Βουλγάρων. Ο προσηλυτισμός των ντόπιων σλαβόφωνων, η ίδρυση βουλγαρι κών σχολείων, οι δραστηριότητες της Εξαρχίας, οι καταπιέσεις του ελληνικού στοιχείου, αποτελούν το κορύφωμα των βουλγαρι κών διεκδικήσεων στη Μακεδονία. Επωφελούμενη την ανθελληνι κή στάση της Πύλης η Βουλγαρία παρά τη σθεναρά αντίσταση του ελληνικού στοιχείου κατόρθωσε να επιβάλλει σε πολλές περιπτώ σεις τις απόψεις της. Μάταια, έστω και καθυστερούμενα, η ελλη νική πλευρά προσπάθησε να συσπειρώσει τον ελληνισμό για να αντιμετωπίσει τις πιεστικές διεκδικήσεις των Βουλγάρων, που κα θημερινά ξάφνιαζαν στον εκπαιδευτικό και εκκλησιαστικό τομέα. Τα επακολουθήσαντα ώς το συνέδριο του Βερολίνου (1878), αποδεικνύουν τους κινδύνους που διέτρεξε ο ελληνισμός και γενικότε ρα η Μακεδονία μέχρι την απελευθέρωσή της. Στα δύο τελευταία κεφάλαια (πέμπτο και έκτο) ο συγγραφέας εξετάζει πολύ ορθά την οικονομική, εμπορική και εκπαιδευτική κατάσταση του ελληνισμού της Μακεδονίας (1830-1878), με σκοπό να τονίσει τη σημαντική συμβολή του ελληνικού στοιχείου στο χώ ρο αυτό που η γεωγραφική του θέση διευκόλυνε την οικονομική διείσδυση του ευρωπαϊκού κεφαλαίου και τη δημιουργία νέων συνθηκών για το διεθνές εμπόριο, που με κάθε τρόπο ήθελε να εκμεταλλευθεί την περιοχή. Στις τρεις επιμέρους παραγράφους του πέμπτου κεφαλαίου, ο συγγραφέας κατατοπίζει πλήρως τον αναγνώστη-μελετητή για τις προϋποθέσεις και τις συνθήκες που επικρατούσαν στα μεγαλύτερα αστικά κέντρα της Μακεδονίας την περίοδο αυτήν. Και κλείνει η όλη μελέτη του κ. Βακαλόπουλου με την εξέταση της εκπαιδευτικής καταστάσεως του Ελληνισμού, το φωτεινότερο επιχείρημα της κραταιάς υπεροχής του, έναντι της λυσσαλέας αντίδρασης του κατακτητού και της Σλαβικής προπα γάνδας με προεξάρχοντας τους Βουλγάρους. Η παρουσία των φι λεκπαιδευτικών συλλόγων στη Μακεδονία δε συνετέλεσε μόνο στη διάδοση της Ελληνικής παιδείας, αλλά ήταν ο φάρος που συνέβα λε στην εθνική αφύπνιση του ελληνισμού και στην ιδεολογική προετοιμασία του μακεδονικού αγώνα. ριν κλείσω το σημείωμά μου ήθελα να τονίσω επιγραμματικά την αξία της μελέτης του κ. Βακαλόπουλου, η οποία περι κλείοντας τα σπουδαιότερα ιστορικά γεγονότα του Μακεδονικού αγώνα συνοπτικά, διατήρησε στο ακέραιο τον επιστημονικό της χαρακτήρα με τον πλούσιο υπομνηματισμό των κεφαλαίων και τη γενική βιβλιογραφία. Επιπλέον το ευσύνοπτο του έργου και το απλό του ύφος καθιστούν το βιβλίο προσιτό στον μέσο αναγνώ στη, πράγμα που δίνει τη δυνατότητα σ’ όποιον γνωρίζει «γραφήν και ανάγνωσιν» να ενημερωθεί πλήρως για τη Μακεδονία μας, το χώρο εκείνο που ανέκαθεν ήταν το μήλο της έριδος για διεκδικη τές και να κατανοήσει πέρα για πέρα τις σκοτεινές τους διαθέσεις. Κατά την άποψίν μου, λοιπόν, ο συγγραφέας επιτελεί έργο εθνι κής αποστολής και διαφώτισης με εμπεριστατωμένες αποδείξεις ότι δεν χωρεί ούτε αμφιβολία μα ούτε και αμφισβήτηση για την Ελληνικότητα της Μακεδονίας και για το ότι αποτελεί αναπόσπα στο τμήμα της μακραίωνης εθνικής ζωής σ’ όλες τις φάσεις και εξελίξεις της. ΝΙΚ. Λ. ΦΟΡΟΠΟΥΛΟΣ
Π
«■ κρο ο ποιητής προβάλλει τη δική του κοινωνική άποψη, από την οποία εξοστρακίζεται σε μια σποφώσκουσα κριτική κάτω από την ανάγκη για παρηγοριά και την ανάγκη για έκφραση της αγωνίας του. Ό ταν το παράπο νο και ο γλυκασμός αποφεύγουν τα απλοϊκά σχήματα, ο Κ.Θ. κα ταξιώνεται σε ευπαρουσίαστους λυρικούς σταλαγμίτες που αναδεικνύουν και στηρίζουν την ποίησή του: «Ήταν ένας ήλιος λαμπερός/μες στο πανωφόρι του χειμώνα. Έλουσες τα μάτια σου με φως/ φόρεσες της Πούλιας την εικόνα κι άστραψεν ο ήλιος λαμπερός Κ' είν' η πόλη Κυριακή πρωί/έρημη θλιμμένη και μονάχη. Στα μαλλιά σου μέσα θερινή πνοή/ στην ψυχή μου εδώ βουνά και βράχοι/μες στην πόλη Κυριακή πρωί...» Η εικονοποιϊα του Κ.Θ. είναι πληθωρική και χειμαρρώδης. Με ρικές φορές εκπλήσσει και συγκινεί βαθιά: «στα μάτια σου βρήκα λιπόθυμα πουλιά...»
ΗΛΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΣ
128/επιλογη
ψωμί, παιδεία, ελευθερία
CQ
ΧΡΗΣΤΟ Υ Λ Α Ζ Ο Υ : Ελληνικό Φοιτητικό Κίνημα, 1821-1973. Αθήνα, Γ ν ώ σ η , 1987. Σελ. 507
πάρχει κάπου μια σιδερένια πόρτα που κάποτε έφραζε την είσοδο ενός «σχολείου». Αν την πλησιάσεις, στήσεις το αυτί σου και αφήσ,εις τη φαντασία σου να τρέξει σίγουρα θα ακούσεις τον απόηχο ενός συνθήματος: Ψωμί - Παιδεία - Ελευθερία, Ψωμί Παιδεία, Ελευθ... Τότε η θύμηση θα γυρίσει πίσω δεκαπέντε χρό νια και θα γεμίσει με ιαχές, ενθουσιασμό και αίμα. Πάλι οι φοιτη τές! Πάλι; Μα μήπως ήταν και παλιότερα; Δεν καταλαβαίνω! Το Πολυτεχνείο αυτό, το Πολυτεχνείο εκείνο, το Πολυτεχνείο καραμέλα με χίλια χρώματα και χίλιες δύο γεύσεις, το Πολυτε χνείο πανηγύρι, το Πολυτεχνείο πορεία, το Πολυτεχνείο πολύχρω μη κουρελού, το Πολυτεχνείο μύθος. Κάποιος έπρεπε να βάλει ένα τέρμα σ’ όλα αυτά.
Υ
Χρήστος Λάζος ήταν ο πιο κατάλληλος για να αναλάβει αυ τή τη δύσκολη αποστολή. Μόνο ένας συμμετάσχων θα μπο ρούσε να μιλήσει για το φοιτητικό κίνημα και το μικρό του κομμα τάκι (πρόσφατο στην μνήμη μας άρα και πιο μυθοποιημένο) τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Ο συγγραφέας υπήρξε αυτόπτης μάρτυς, όπως και χιλιάδες άλ λοι Αθηναίοι, με το χαρακτηριστικό όμως του ιστορικού αισθητη ρίου. Φαίνεται ότι η ιδέα του να γραφτεί μια εξιστόρηση των φοιτητι κών αγώνων καθ’ όλη την διάρκεια του νεοελληνικού βίου, πήγα σε από τα γεγονότα του Νοεμβρίου 1973. Ερωτήματα όπως: υπάρ χουν κι άλλα Πολυτεχνεία παλιότερα; ήταν το φοιτητικό κίνημα πάντα προοδευτικό και επαναστατικό; είχε άλλοτε χυθεί αίμα σε καιρό πολέμου ή ειρήνης; πρέπει να βασάνισαν τον συγγραφέα και να τον κέντρισαν για να αρχίσει την έρευνα.
Ο
ραγματικό ξετύλιγμα αγνώστων σελίδων της ιστορίας αποδεικνύονται τα εξιστορούμενα: εξέγερση την εποχή του Καποδίστρια, απόηχος των ευρωπαϊκών επαναστάσεων του 1848 φθάνει στην Ελλάδα με την 25η Μαρτίου, σκιαδικά το 1859, οι Έλληνες πολεμούν με τον Γαριβάλδη για την ενοποίηση της Ιτα λίας, η Πανεπιστημιακή φάλαγγα, εξέγερση το 1896 (το πρώτο Πολυτεχνείο), οι φοιτητές για τη γλώσσα, οι φοιτητές στην Αντί σταση, οι φοιτητές στο Πολυτεχνείο του 1973. Ο συγγραφέας θέλησε να τεκμηριώσει τις πληροφορίες του, που ομολογουμένως είναι πολύ δύσκολο να συγκεντρώσει κανείς για τέτοια θεωρούμενα δεύτερης αξίας γεγονότα σε σύγκριση με τα γενικότερα πολιτικά, αναδιφώντας στο Αρχείο του Παν/μίου Αθηνών και φυσικά στην κυριότερη πηγή: τις εφημερίδες. Δεν υπάρχει ίσως άλλο πρωτογενές υλικό μια που ελάχιστοι κρατούν ημερολόγια ή γράφουν απομνημονεύματα σχετικά με γεγονότα των νεανικών τους χρόνων. Με οδηγό λοιπόν την υπομονή ο Χ.Λ. ξεσκάλισε ό,τι ήταν δυνατό να βρεθεί σχετικά με όλα αυτά τα γε γονότα.
Π
Χ. Λάζος έχει αποδείξει και στο παρελθόν το συγγραφικό του ταλέντο και την ικανότητά του να καταπιάνεται με θέμα τα γενικότερου ενδιαφέροντος που άλλωστε είναι και άκρως «ε-
Ο
εττιλογη/129 μπορικά» με την καλή έννοια του όρου: Τα Αινίγματα τον Σνμπαντος, Η Πανεπιστημιακή Φάλαγγα, Η Αμερική και ο ρόλος της στην Επανάσταση του 1821, και φυσικά το βιβλίο με το οποίο ασχολούμαστε σήμερα. Το ταλέντο αυτό σε συνδυασμό με το ιστο ρικό αισθητήριο δεν μπορεί παρά να αποτελέσει το κατάλληλο μίγμα για τη συγγραφή ενός βιβλίου. Ο X. Λάζος εξισορροπεί όλα αυτά τα διαφορετικά γεγονότα που έγιναν σε ένα τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα υπό διαφορετικές συνθήκες το καθένα και τους αφιερώνει τον ίδιο πάνω κάτω χώρο. Κάνει τη διήγηση συναρπα στική, σχεδόν κινηματογραφική, με ζωντανές εικόνες και προσω πικότητες, θα μπορούσε να τον χαρακτηρίσει κανείς το ταίρι της διάσημης Αμερικανίδας δημοσιογράφου - του - παρελθόντος Bar bara Touchman που με το απαράμιλλα γλαφυρό της ύφος έφερε την ιστορία κοντά στον μέσο Αμερικανό πολίτη. εξιστόρηση των επιμέρους γεγονότων είναι άριστη από όλες τις πλευρές, εκείνο που παρατηρεί κανείς διαβάζοντας το βι βλίο είναι μια έλλειψη του γενικότερου ιστορικού πλαισίου. Τα γεγονότα που εξιστορούνται έλαβαν χώρα σε συνάρτηση με άλλα (όχι πάντα βέβαια) τα οποία ίσως και τελικά τα προσδιόρισαν ή και τα υπέθαλψαν. Θα έπρεπε με λίγες παραγράφους και πολύ συνοπτικά να γίνει η σύνδεση των εξιστορούμενων φοιτητικών κι νητοποιήσεων με τα γενικότερα πολιτικά, οικονομικά ή κοινωνικά γεγονότα όπου αυτά επηρέασαν τα πρώτα κατά την άποψη του συγγραφέα. Ακόμη μια - δυο παράγραφοι έπρεπε να δέσουν τις ενότητες μεταξύ τους περιγράφοντας τη μετάβαση άπό την Οθωνι κή εποχή σ’ αυτή του Γεωργίου Α', για παράδειγμα.
Η
συγγραφέας έδωσε το στίγμα μιας κοινωνίας ανθρώπων που πάντα υπήρξε διαφορετική από την περιβάλλουσα κοινωνία των καθημερινών πολιτών ακόμα και στα χρόνια της Κατοχής και της Αντίστασης. Το σύνθημα Ψωμί-Παιδεία-Ελευθερία ακούγοντανσεόλεςτις εποχές έστω και σε διαφορετικούς τόνους. Ακόμα και όταν έπρεπε να πεθάνουν δεν δίσταζαν να φωνάξουν «τα κόλ λυβα ας γίνουν σφαίρες και τα κεριά λόγχες» πριν τους γαζώσουν τα μυδράλια των κατακτητών.
Ο
Δ. I. ΛΟΪΖΟΣ
τώ άγνώστω "Αλλάχ! το παρεξηγημένο και άγνωστο στην Ελλάδα Ισλάμ
m
ΚΩΝ. Γ. ΠΑΤΕΛΟΥ: Πολιτική Ιστορία του Ισλαμικού χώρου (7ος - 18ος α ι.). Αθήνα, Α π . Α ν α σ τ α σ ί ο υ , 1987. Σελ. 172.
ελληνική ιστοριογραφία δεν είναι ασφαλώς η μόνη, η οποία θα μπορούσε να κατηγορηθεί και να κακιστεί για έλλειψη αντικειμενικότητας, επιστημονικής σοβαρότητας και αμεροληψίας στο θέμα του Ισλάμ και του Ισλαμικού πολιτισμού. Αν κρίνουμε
Η
ΧΡΗΣΤΟΣ ΛΑΖΟΣ
ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΦΟΙΤΗΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ 1821-1973
130/επιλογη από την πρόσφατη μόνο βιβλιογραφία την οποία προσφέρει σε δυτικοευρωπαϊκά πλαίσια η αντι-ισλαμική σιωνιστική μήνις1 και καθολική χριστιανική υστερία2, θα εκπλαγούμε κυριολεκτικά. Δεν είναι λοιπόν περίεργο αλλά επιβεβαιώνει τα προηγούμενα το γε γονός ότι, όπου η προπαγάνδα παύει να χρησιμεύει, η ιστοριο γραφία κερδίζει σε επιστημονικότητα και αντικειμενικότητα. Αυ τό συμβαίνει συχνά σε εκδόσεις3, οι οποίες απευθύνονται είτε σε επιστημονικούς κύκλους, οι οποίοι χρειάζονται απαραιτήτως α ντικειμενικά στοιχεία και δεδομένα για τις γενικότερες εκτιμήσεις και ειδικότερες αποφάσεις τους, είτε, τέλος, στο ίδιο το Ισραήλ όπου είναι ζωτική η ανάγκη της πραγματικής γνώσης του αντιπά λου, καθώς η αντιπαράθεση είναι πολύ κοντά. Η σύγχρονη επιστήμη και η κάθε σχολή της δεν δέχονται βέβαια σήμερα την Ενόραση στην Ιστορία και, αφού καταγράψουν ό,τι πιστεύουν και διατείνονται οι πολυάριθμες θρησκευτικές παραδό σεις, τα διάφορα «ιερά» κείμενα και οι ποικίλες συνεπαγόμενες φιλολογίες, προσπαθούν να τις ερμηνεύσουν και να βγάλουν τα όσα δυνατά συμπεράσματα περί του «τί όντως τότε έγινε». Εδώ πρέπει να τονιστεί ότι το «τί όντως τότε έγινε» δεν αποτελεί κατ’ ουδένα τρόπο συνάρτηση του ιστορικού επιστημονικού συμπερά σματος· αποτελεί όμως ασφαλώς συνάρτηση του κατά πόσον είναι σωστές ή εσφαλμένες οι ίδιες οι βάσεις της επιστημονικής ορθολο γιστικής (καρτεσιανής στην καταγωγή της) μεθοδολογίας και τα επιμέρους πρίσματα και οπτικές γωνίες των διαφόρων «σχολών». υτό δεν πρέπει να μας διαφεύγει καθόσον η θέση περί Ενοράσεως στην Ιστορία προκύπτει ουσιαστικά από άλλο τρόπο Α σκέψης κάι άλλη μεθοδολογία νόησης· δεν είναι δηλαδή διαφορά φιλοσοφικού συστήματος και μόνον. Ουσιαστικά υπάρχει αφεαυτού το καθοριστικό «δίλημμα»: ή η επιστημονική ιστορική ανάλυ ση φθάνει στο ίδιο το ιστορικό γεγονός (οπότε καμιά «ενόραση» δε γίνεται ιστορικά αποδεκτή και η θρησκευτική πίστη παραμένει προσωπική ενός εκάστου επιλογή), ή η Ενόραση αποτελεί ενεργόν 1. Τό βιβλίο του Claude Renglet, «Israel face a Γ Islam» (Editions Horvath - 21, Les Etines 42600 ROANNE), Saint-Etienne 1983, 189 σ., είναι μία ενδεικτική περί πτωση «αντικειμενικής» δυσφήμισης κάθε ισλαμικής χώρας ή κινήματος, κάθε μουσουλμανικής χώρας της περιοχής, κάθε απελευθερωτικού κινήματος της Μέ σης Ανατολής και εξίσου «απροκατάληπτης» επευφημίας του Ισραήλ, του συστή ματος Κιμπούτς, του Ταλμούθ και της Καββάλας. Ό ,τι κρύβεται πίσω από πα ρεμφερείς εκδόσεις «δημοσιογράφων»,ή γενικώς «διανοουμένων», είναι συνήθως μία μυθοποίηση κάποιου δήθεν αραβικού πολιτισμού, ο οποίος -μαζί με όλους τους πρότερούς του - μικράν αφήνει στις ημέρες μας ανάμνησιν, όπου όμως το «προηγμένο» Ισραήλ αντιπροσωπεύει ό,τι σχετίζεται με πρόοδο, υψηλή τεχνολο γία, επιστημονική εξειδίκευση, κ.λπ., όντας ανάμεσα σε ακαλλιέργητους και απαίδευτους, απειλητικούς ωστόσο βαρβάρους. 2. Η μεγάλη και περισπούδαστη σειρά βιβλίων «Ouvrages de Joseph Bertuel - Etu des Coraniques - publics aux nouvelles editions latines» (1, rue Palatine, Paris 6e) όπως «un predicateur a la Mecque» (1981, 2e dd. 1983), «De la Mecque a Medine» (1983) και «Vers un Islam arabe autonome» (1984) προβάλλει την καθολική (άλ λωστε οι Nouvelles editions latines είναι ουσιαστικά μία «θυγατρική» του Βατικα νού στη Γαλλία) χριστιανική εντύπωση ότι ο Μωάμεθ, «ιεροκήρυκας» και όχι Προφήτης, ουσιαστικά συνέθεσε ένα συμπίλημα από ό,τι βρήκε στερούμενος κά θε θείας επέμβασης, συμμετοχής και δράσης ή ακόμη θεόσταλτης ενόρασης. Αυ τές οι «μελέτες», αυτοχαρακτηρισμένες ως «Essai critique d’ analyse et de synthdse», προσπαθούν να προβάλλουν με επιστημονικοφανή τρόπο την καθολική χρι στιανική άποψη ότι η «Θεία επέμβαση» σταμάτησε στον Ιησού, τους Αποστόλους και την Αποκάλυψη του Ιωάννου, κάτι το τελείως αντιεπιστημονικό δηλαδή. 3. Οι εκδόσεις της American Academic Association dor Peace in the Middle East και ιδιαίτερα η σειρά «The Middle East Confrontation States» επισύρουν θαυμασμό και εκτίμηση. Για παράδειγμα, το βιβλίο των Anne Sinai και Allen Pollack, «The Hashe mite Kingdom of Jordan and the West Bank», New York, April 1977, 371 σελ., είναι μια εξονυχιστική και αντικειμενική παράθεση στοιχείων και θεμελιω μένων απόψεων.
ΚΩΝ.r. ΠΛΤΕΛΟΣ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΙΣΛΑΜΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ (7ος-18ος αιώνα;)
επιλογη/131 παράγοντα του ιστορικού γίγνεσθαι (οπότε η μεν επιστημονική με θοδολογία και ο καρτεσιανός ορθολογισμός πρέπει να αναθεωρη θούν, οι δε θρησκευτικές αντιλήψεις είναι σωστότερη μέθοδος και, φυσικά, πιο περιορισμένα ο εβραϊκός μονοθεϊσμός, πιο εκτε ταμένα ο χριστιανισμός και καθοριστικά στη γενική επικάλυψη της μέχρι σήμερα εποχής το Ισλάμ). ύτε η Επιστήμη δέχεται ότι το ιστορικά αντιληπτό και ερμη νευμένο γεγονός της ενόρασης περιορίζεται στον Ιερεμία και όχι στον Ιησού, ή στον Ιησού και όχι στον Μωάμεθ, ούτε η ίδια η Ενόραση από τους δικούς της ορισμούς εκτιμημένη και παραδε κτή περιορίζεται στον Μωυσή και όχι στον Ιωάννη, ή στον Ιωάννη και όχι στον Αλί. Το Ισλάμ είναι και για την επιστημονική και για την ενορασιακή προσέγγιση η «τελική θρησκεία». Σ’ αυτά τα συμπεράσματα μας ωθούν καταλυτικά ορισμένες «κρυφές πλευρές» του χριστιανισμού και του Ισλάμ. Το πρόβλημα των σχέσεων εβραϊσμού - χριστιανισμού είναι και κυριολεκτικά ένα πρόβλημα σχέσεων ιουδαϊσμού (της ρώμαϊκής εποχής) - Ιησού (ιστορικού προσώπου και τίποτα περισσότερο από αυτό). Ο Ιη-, σούς είχε καθοριστικά ψέξει τους Ιουδαίους ότι είχαν απομακρυν θεί από την παλαιά εβραϊκή ορθοδοξία45, καθώς επανειλημμένα επιμένουν τα Ευαγγέλιο?. Ακριβώς ανάλογα το πρόβλημα μηνύ ματος Ιησού - Ισλάμ είναι ένα πρόβλημα επίσημου ρωμαϊκού χριστιανισμού - Μωάμεθ. Ο Μωάμεθ ακριβώς ανάλογα με τον Ιη σού είχε ψέξει τον τότε κόσμο ότι είχε απομακρυνθεί από το αυ θεντικό μονοθεϊστικό ανεικονικό κήρυγμα του Ιησού και είχε περιέλθει σε μια αλλοιωμένη κατάσταση ειδωλολατρικού πολυθεϊσμού6. Η προβληματική κατάσταση των σχέσεων ιουδαϊσμού - Ιη σού ήταν επίσης επιβεβαιωμένη από το Κοράνι7. Καταλυτικό ρόλο παίζει η κορανική περικοπή, η τόσο επιμελώς κρυμμένη από Ιου δαίους και χριστιανούς, όπου αναφέρεται ρητώς ότι «ο Αβραάμ δεν ήταν ούτε ιουδαίος, ούτε χριστιανός. Ήταν ορθόδοξος, υπο ταγμένος (στη Θεία Δύναμη) και λάτρης του ενός και μόνο θεού»8. Το θέμα είναι ασφαλώς τεράστιο αλλά γίνεται από τα πα ραπάνω αντιληπτό ότι η προβληματική των σχέσεων ιουδαϊσμού Ιησού και ρωμαϊκού χριστιανισμού - Μωάμεθ δεν έγκειται στο δα νεισμό και την επίδραση αλλά ακριβώς στο αντίθετο: την αντιπα ράθεση των δύο πνευματικών - προφητικών μορφών σε δυο κατα στάσεις, τις οποίες και οι δύο είχαν θεωρήσει ως αλλοίωση της ίδιας αρχικής θρησκευτικής αλήθειας. Επιστρέφοντας στην ελληνική ιστοριογραφία περί Ισλάμ θα ση μειώσουμε ότι ενώ η μεσαιωνική ελληνική λογοτεχνία βρίθει πλη ροφοριών πολύ περισσότερων των ανάλογων λατινικών κειμένων περί των αραβικών κατακτήσεων του 7ου και 8ου αι., ο εξωφρενι κά αντι-ισλαμικός και υβριστικός χαρακτήρας των χρονογράφων περιόρισε δραματικά την αντικειμενικότητά τους και έθεσε βαθύ τατες ρίζες ενός αδικαιολόγητου αντι-ισλαμισμού, ο οποίος κορυφώθηκε μέσα στους αιώνες διαδοχικά. Η φοβερή εικονοκλαστική επανάσταση, οι Παυλικιανοί και οι Βογόμιλοι, οι οποίοι θεωρή θηκαν αιρετικοί από τη Νέα Ρώμη και σφαγιάστηκαν με τον πιο
Ο
4. Πολύ περισσότερο, εφόσον οι Δέκα Φυλές του Ισραήλ, αφού για δύο αιώνες μετά το χωρισμό του σολωμόντειου κράτους (930 π.Χ.) είχαν θεωρηθεί από όλους τους Προφήτες ως οι αυθεντικοί εκπρόσωποι της εβραϊκής ορθοδοξίας σε αντίθεση με τις δύο φυλές του νότιου κράτους του Ιούδα, είχαν μεταφερθεί από τον Σαργώνα στην Ασσυρία (722 π.Χ.) και έκτοτε χαθεί. 5. Κατά Ιωάννου, ΙΒ' 37-43; ΙΕ' 23-26; κ.ά. 6. Κοράνι, Β', 107, 129, 131, 135; Γ' 60, κ.ά. 7. Κοράνι, Γ' 46-52, κ.ά. 8. Κοράνι, Γ' 60, κ.ά.
Μασάντ (Περσία). Ο τρούλος του Τζα μιού και του Μαυσωλείου του Ιμάμη Ρεζά (11ος αι.). Ο τρούλος αποτελείται από τούβλα χρυσού
132/επιλογη αποτρόπαιο τρόπο, έφεραν έντονες ισλαμικές επιδράσεις πράγμα το οποίο δεν είναι μόνο αποτέλεσμα σύγχρονης έρευνας αλλά ήδη τότε σχηματισθείσας αντίληψης. Οι φοβερές ελληνοσελτζουκικές και ελληνοθωμανικές περιπλοκές εφτάμισι αιώνων, όπου οι εξισλαμισμοί ήταν μέσον καλλίτερης επιβίωσης και στην αρχή δε σήμαιναν ούτε γλωσσικό εκτουρκισμό9, διατήρησαν άσβεστη αυτή την καταστροφική αντι-ισλαμική φλόγα, η οποία καθιστούσε δυ νατό να σύρεται ο ελληνισμός σε εκ των προτέρων συχνά χαμένες μάχες για την υπεράσπιση της πατριαρχικής εξουσίας και του χρι στιανισμού. Μετά την ελληνική επανάσταση η σύγκρουση παρατάθηκε και μόνο από τα τέλη του προηγούμενου αιώνα η διαφορά άρχισε να αποβάλλει τον θρησκευτικό και να προσλαμβάνει εθνι κό (ελληνο-τουρκικό) χαρακτήρα. έσα από το αφόρητο αυτό κλίμα και τη μέχρι και σήμερα εντονότατα έκδηλη παρουσία της εκκλησίας τόσο γενικώς Μ στα κοινά, όσο και ειδικώς στα εκπαιδευτικά θέματα, δεν μπο ρούσε να προκύψει μια θετική κατάσταση και προώθηση κάθε εί δους πανεπιστημιακών τομέων και ερευνητικών κέντρων ισλαμικών, αραβικών, περσικών, τουρκικών και μογγολικών σπουδών. > Ίσως θα πρέπει να κυριολεκτούμε: εδώ ο βανδαλισμός τζαμιών και μετατροπή τους σε σταύλους ή αποθήκες, συνεχιζόταν μέσα στον 20ό αι. και θα μπορούσε κάποιος να διανοηθεί ότι η Ελλάδα θα διεκδικούσε πρωτεία επιστημονικής αμεροληψίας; Ακόμη και τυχόν παρατήρηση περί ανάγκης γνώσης του αντιπάλου καταρρέει προ της εγνωσμένης από παλαιότατα στρουθοκαμηλικής χριστια νικής νοοτροπίας του ομφαλοσκοπισμού. Δεν είναι βέβαια τυχαίο ότι δυο κορυφαίοι Έλληνες επιστήμο νες, ο αραβολόγος Σπύρος Βρυώνης και ο τουρκολόγος Δημήτρης Κιτσίκης, σταδιοδρόμησαν στο εξωτερικό ενώ στην Ελλάδα προσέκρουσαν σε αντίξοες καταστάσεις και πρόστυχες διαβολές, οι οποίες βγαίνουν έξω από τα πλαίσια της παρούσης βιβλιοκριτι κής. Αξίζει να αναφερθεί ότι τουρκικές και αραβικές σπουδές βρίσκονται ακόμη στα σπάργανα10 και ότι το Ισλάμ και οι ισλαμι κές σπουδές - αν βέβαια κάτι τέτοιο υπάρχει στην Ελλάδα - εμπε ριέχονται στη δικαιοδοσία των θεολογικών σχολών, όπου προβάλ λεται - κατά δυσφημιστικό για την Ελλάδα τρόπο - η ανείπωτη για πανεπιστημιακό επίπεδο αφρικανικών χωρών ναυτία ότι ο χριστιανισμός δεν είναι θρησκεία τάχα αλλά η αλήθεια του παγκό σμιου γίγνεσθαι! Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι οι φοιτητές θεολογι κών σχολών αγνοούν τα ονόματα των ίδιων των Δώδεκα Ιμάμηδιον του Ισλάμ. Μέσα από αυτό το κενό αρχίζουν και ξεπροβάλλουν κάποιες προσπάθειες, οι οποίες αν συνεχιστούν και βελτιωθούν, θα μπορέ σουν να προσφέρουν πολλά στη σημερινή Ελλάδα. Μέσα από αυ τές τις προσπάθειες επιλέγουμε ένα εγχειρίδιο προς χρήσιν των φοιτητών της Παντείου με τίτλο «Πολιτική Ιστορία του Ισλαμικού χώρου (7ος - 18ος αι.), του Κων. Γ. Πάτελου, λέκτορα της Πα ντείου Α.Σ.Π.Ε. Η επιλογή δε στηρίζεται σε αξιοκρατικά κριτήρια - εφόσον θα αναφερθούμε και στις λοιπές προσπάθειες - αλλά απλά αποδίδει την καίρια και πρωταρχική σημασία στο γεγονός ότι Έλληνες φοιτητές της Παντείου καλούνται να διαγωνισθούν σε αυτό, το βιβλίο και ασφαλώς - χωρίς να προκαταλαμβάνουμε 9. Φυλετικός εκτουρκισμός δε συνέβηκε ουσιαστικά, διότι οι πληθυσμιακές αναλο γίες ήταν τόσο δυσανάλογες εις βάρος των νομάδων Τούρκων οι οποίοι είχαν κατά καιρούς επιδράμει, ώστε φυλετικά να έχουν αυτοί αφομοιωθεί μέσα στον ελληνικό όγκο του Π&αου, της Καππαδοκίας και της Δυτικής Μικρασίας. 10. Κυρίως στα Πανεπιστήμια Θεσαλονίκης και Κρήτης.
κλασικά _ γράμματα Γνωμιχά Ελλήνων και Ρωμαίων, διαλεγμένα από την Elisabeth Schuhmann, με 15 χαρακτικά τον Karl-Georg Hirsch, μεταφρασμένα από το Δημοσθένη Γ. Γεωργοβασίλη. Αθήνα, Εκδ. Δημ. Ν. Παπαδήμα, 1988. Σελ. 176. Ό σο η συστηματική φιλοσοφι κή επιστήμη θεωρείται και είναι ίσως πράγματι, απροσπέλαστη για τους πολλούς, θεραπεύεται δε κυρίως άλλοτε στα σπουδα στήρια κι άλλοτε στα ησυχαστή ρια των φιλοσόφων, τόσο - αντί θετα από αυτήν - κοντά στον απλό άνθρωπο βρίσκονται οι συ νεπτυγμένες φιλοσοφικές σκέψεις και αρχές, δηλαδή τα γνωμικά. Ό ταν μάλιστα πρόκειται για Γνωμικά Ελλήνων και Ρωμαίων, τότε η διάδοσή τους προφανώς είναι πολύ μεγάλη. Και βέβαια στην εξάπλωσή τους - όχι μόνο στον ευρωπαϊκό γενέθλιά τους χώρο αλλά και σε παγκόσμια κλί-' μακα - συνέβαλε και ο χρόνος ο πολύς που πέρασε από την επο χή που γράφτηκαν. Αν όμως δεν εμπεριείχαν αξιώματα παναν θρώπινα και διαχρονικά, αλή θειες βασικές της ανθρώπινης φύσης, τότε δε θα είχαν επιζήσει μέχρι τις μέρες μας στο στόμα ανθρώπων διαφόρων φυλών και εθνών. Την ενδιαφέρουσα συλλογή γνωμικών που επιμελήθηκε, στη
Φ
επιλογη/133 τον αναγνώστη - είναι λίγο χονδρό το 1987 ο Έλληνας φοιτητής να υποχρεώνεται να γράψει ότι «γεωγραφικώς η Αραβία τοποθε τείται στην τροπική ζώνη (ο ισημερινός διέρχεται από το μέσο της χερσονήσου)»11 για να πάρει άριστα... ρισμένες περίεργες αντιλήψεις ή προφανώς κραυγαλέα κενά χαρακτηρίζουν εξ υπαρχής το βιβλίο. Κάτω από τον προαναφερμένο τίτλο αναμένεται φυσιολογικά το ανάλογο κείμενο. Όμως εδώ μετά την «Εισαγωγή», όπου αναλύεται ο «γεωγραφι κός, οικονομικός, κοινωνικός και πολιτιστικός περίγυρος» της προϊσλαμικής χερσονήσου, υπάρχουν τρία μέρη από τα οποία το μεν πρώτο καλύπτει την «εμφάνιση και εξάπλωση του Ισλάμ», πε ριλαμβάνοντας το κήρυγμα του Μωάμεθ, τους πρώτους Χαλίφη δες και τη δυναστεία των Ομεϋαδών της Δαμασκού, και το δεύτε ρο παρουσιάζει την «ισλαμική αυτοκρατορία» των Αβασιδών της Βαγδάτης. Μετά όμως από ένα εκπληκτικό lapsus το βιβλίο πετυ χαίνει κάτι το απίθανο: φέρνει την οθωμανική αυτοκρατορία σε απόσταση μιας σελίδας από τους Αβασιδείς και έτσι μετά το τρίτο αυτό μέρος... τελειώνει το βιβλίο! Η ομεϋαδική δυναστεία της Κόρδοβας, οι Φατιμίδες της Αιγύπτου, οι Αγιουμπίδες του Κούρ δου Σαλαντίν, οι Σελτζούκοι του Ικονίου, οι διάφορες κουρδικές, περσικές και τουρκικές δυναστείες, το Μαύρο Πρόβατο, το Άσπρο Πρόβατο, οι Ισμαηλίτες Χασάσιν, οι φημισμένοι αυτοί Χασικλήδες - Δολοφόνοι και ο ηγεμόνας τους Γέρος του Βουνού, οι οποίοι τόσο κρίσιμη συχνά εμπλοκή στο θέμα των Σταυροφο ριών είχαν και τόσο εντυπώσιασαν τον Μάρκο Πόλο, η μεγάλη περσική σαφεβιδική δυναστεία, οι αιρετικοί Ουαχαβίτες της χερ σονήσου, οι οποίοι διαμόρφωσαν και τους σημερινούς ηγετικούς σαουδαραβικούς κύκλους, όλα αυτά απουσιάζουν. Ό χ ι μόνον η χρονική αλλά και η τοπική παράμετρος παρουσιάζει σοβαρά κε νά: η Κεντρική Ασία, η Ινδία, η Ινδοκίνα και η Ινδονησία, πρώτη μουσουλμανική χώρα σήμερα με τους άνω των 165 εκ. κατοίκους της, η Μογγολία και η Κεντρική και Ανατολική Αφρική αγνοού νται τελείως. Ό λα πιστοποιούν την ακόλουθη κατάσταση: ένας μη ειδικός στο συγκεκριμένο θέμα - χωρίς μάλιστα καν τις δέουσες σπουδές - ενόμισε ότι, apres avoir recupere (αφού μελετήσει) λίγη βιβλιογραφία, θα μπορούσε να αφιερωθεί στη συγγραφή! Τό απο τέλεσμα ήταν ούτε την απαραίτητη για τίτλο τόσων διαστάσεων βιβλιογραφία να καλύψει, ούτε να κατανοήσει ακριβώς και αυ τήν, την οποία παραθέτει. Ίσως σ’ αυτή τη βιβλιογραφική περιή γηση ασχολήθηκε ο συγγραφέας με το πρώιμο Ισλάμ και μόνον, προσθέτοντας στο τέλος των 146 πρώτων σελίδων άλλες 15 σελί δες, οι οποίες καθορίζουν το τι μαθαίνει ο φοιτητής περί «οθωμα νικής αυτοκρατορίας». πάρχουν μερικά καίρια δεοντολογικά λάθη, τα οποία δεν μπορούμε να αντιπαρέλθουμε ακριβώς όταν αναφερόμαστε σε οποιοδήποτε βιβλίο γραμμένο από πανεπιστημιακό δάσκαλο. Μπορεί βεβαίως το παρόν εγχειρίδιο να μη διεκδικεί τη σύγκριση με το εγχειρίδιο «Βυζαντινή Ιστορία Β', 1, 610-867» της Αικατερί νης Χριστοφιλοπούλου (Αθήνα 1981), το οποίο θεωρείται εκπλη κτικό όχι στην αφομοίωση όλων των παρατιθέμενων πηγών αλλά και στον κριτικό έλεγχό τους, αλλά είναι στις μέρες μας υποχρέω ση των πανεπιστημιακών να διαχωρίζουν τις (ιστορικές) πηγές από τα βοηθήματα (άρθρα, βιβλία και λοιπές δημοσιεύσεις). Ούτε ο ιστορικός Γιακουμπί είναι σύγχρονος του καθηγητή Σπ. Βρυώνη12, ούτε όμως και το Κοράνι είναι το έργο του R. Blachere , ο
Ο
Υ
γερμανική της έκδοση, η Elisabeth Schuhmann (ειτέλεξε και μετέ φρασε στα γερμανικά 300 γνωμικά) τη μετέφρασε με τη σειρά του στα ελληνικά ο Δημοσθένης Γεωργοβασίλης, περιλαμβάνο ντας 295 γνωμικά, διανθισμένα με 15 χαρακτικά του Κ. G. Hirsch. Προτάσσεται ο «Πρόλογος στην ελληνική έκδοση» του Γεωργοβασίλη, ακολουθουν τα γνωμικά στα αρχαία ελληνικά ή λατινικά, αναλόγως, μαζί με τη νεοελληνι κή τους μετάφραση, και τέλος έπεται ο πολό χρήσιμος «Κατάλο γος συγγραφέων» με σύντομη βιογραφική παρουσίαση του καθενός και ο «Επίλογος» της Σουμαν. Τα γνωμικά του βιβλίου αυτού αναφέρονται σε πολλές πτυχές της ζωής του ανθρώπου και ως εκ τούτου ταξινομούνται σε 14 θεματολογικές ομάδες, χωρίς όμως πάντα ο χωρισμός τους να είναι απόλυτα επιτυχής, αφού σε ένα γνωμικό είναι δυνατόν να θί γονται περισσότερα του ενός θέ ματα. Ό μω ς αυτό το πρόβλημα, ως γνωστόν, υφίσταται σχεδόν σε κάθε είδους ταξινομιστική προσπάθεια του επιστητού. Γενι κά, πάντως, η διαίρεση στα 14 κεφάλαια - ομάδες και η τιτλοφό ρησή τους από την ανθολόγο δεν έγιναν με τρόπο άστοχο. Στην «Ευτυχία και δυστυχία» περιλαμβάνονται γνωμικά που υπογραμμίζουν την ύπαρξη και την αλληλουχία των δύο αυτών καταστάσεων, αλλά και την ικα νότητα του ανθρώπου να παίρ νει πολλές φορές στα χέρια του την τύχη του και να την οδηγεί προς τη μια ή την άλλη κατεύ θυνση. Ο «φίλος και εχθρός» είναι μια άλλη κατηγορία γνωμικών όπου
11. Κων. Γ. Πάτελου, «Πολιτική Ιστορία του Ισλαμικοΰ Χώρου», σ. 16. 12. έ,α., σ. 171. 13. έ.α., σ. 169.
\
134/επιλογη οποίος απλά και μόνο το εξέδωσε με μετάφρασή και σχόλια. Η έλλειψη τόσο ιστορικών πηγών (αραβικών, περσικών, ελληνικών, λατινικών, συριακών και αρμενικών) όσο και σύγχρονης μη δυτι κής αλλά εγχώριας επιστημονικής φιλολογίας είναι κραυγαλέα. Η βιβλιογραφική αναφορά14 στο Χομεϊνί δε φαίνεται κάπου μέσα στο κείμενο και η ίδια είναι λαθεμένη. Ωστόσο η τεράστια εγχώ ρια (κυρίως σε αραβικά, περσικά, τουρκικά, ουρντού και παστό) επιστημονική φιλολογία απορρίπτει εξ ολοκλήρου τη δυτική επι στημονική φιλολογία του κ. Κ. Πάτελου, ως ξένη, ταυτόχρονα και εξωτερική, προσέγγιση του θέματος. Η ίδια η προβληματική αυ τού του θέματος παρά την κρισιμότητά της δεν αναφαίνεται κά που στο βιβλίο. Τέλος, στην αποσπασματικά παρουσιασμένη οθω μανική περίοδο αναφέρεται μόλις το 10% της εξ 115 συγγραφικών ενοτήτων παρατιθέμενης βιβλιογραφίας. Μια τελευταία παρατήρηση στο επίπεδο τύπου και μορφολογίας αφορά την περίεργη τακτική να γράφονται τα αραβικά ονόματα σε λατινικούς χαρακτήρες (!). Αυτό γίνεται περισσότερο περίεργο αν αντιληφθούμε ότι ούτε οι λατινικοί χαρακτήρες αποδίδουν κατ’ ανάγκην πάντοτε καλύτερα τις αραβικές λέξεις και ότι ενίοτε και αυτή η τυπολογία έχει λάθη. Τέλος, ο φοιτητής δεν μπορεί να ξέ ρει αν τις λατινικά γραμμένες αυτές λέξεις πρέπει να τις προφέρει με αγγλική, γαλλική ή γερμανική προφορά. Το πρόβλημα του μεταγραμματισμού των αραβικών αποτελεί ένα θέμα απο μόνο του· υπάρχουν συνήθως κάποιες κατά συνθήκη αποδεκτές αντιστοι χίες, οι οποίες στους αγγλόγλωσσους, αραβόφωνους και Άραβες σημαίνουν κάτι. Για παράδειγμα το σύμπλεγμα gh (αγγλικά, γαλ λικά, γερμανικά γκ) αντιστοιχεί στο βαθύ λαρυγγικό αραβικό γάυν (πιο κοντά στο ελληνικό γάμα). Ανάλογα, σ’ αυτούς το Kh αντιστοιχεί στο πιο λαρυγγικό ανάμεσα στα τρία αραβικά xi, το w σε ου και η απόστροφος στο επίσης βαθύ λαρυγγικό άυν. Δεν εί ναι καθόλου σίγουρο ότι ο μέσος αναγνώστης του βιβλίου πληρο φορείται για τα παραπάνω ή ότι καταλήγει σ’ αυτά με βάση τη δημιουργική φαντασία του. To chaykh15 προφέρεται διαφορετικά στις τρεις δυτικές γλώσσες, ενώ στα ελληνικά αποδίδεται με το γνωστό σεΐχης. Ο «οίκος του Θεού» (αναφορικά με τον Κοαμπά)16 προφέρεται στα αραβικά «μπέιτ Αλλά» (στο οποίο δεν' καταλή γουμε με το Bayet Allah). προϊσλαμική ιστορία της «αραβικής χερσονήσου» δεν είναι βέβαια... αραβική μόνον! Στις εκτάσεις της Βόρειας Υεμέ νης17 περισσότερο αλλά και της Νότιας Υεμένης18 υπήρχε ένας λαός του οποίου τα λίγα δείγματα γραφής δε μας επιτρέπουν, αν και αποκρυπτογραφημένα, να γνωρίζουμε πώς αποκαλείτο ο ίδιος ο λαός αυτός στη γλώσσα του. Την περιοχή αυτή ονόμαζαν από παλιά τα βιβλικά κείμενα ως Πουντ19. Όμως οι κάτοικοι αυτοί
Η
14. 15. 16. 17.
έ.α., σ. 171. έ.α., σ. 19. έ.α., σ. 29. Σήμερα η Αραβική Δημοκρατία της Υεμένης έχει έκταση 195.000 τ.χ. και πληθυ σμό 9,2 εκ. ανθρώπους (1986). 18. Σήμερα η Λαϊκή Δημοκρατική Δημοκρατία της Υεμένης έχει έκταση 332.468 τ.χ. και πληθυσμό 2.23 εκ. κατοίκους (1984). Καθώς στή διεθνή διπλωματική ορολο γία τα σύνορά της με τη σαουδική Αραβία χαρακτηρίζονται ως ill-defined (μη επακριβώς καθορισμένα), πρόκειται για το παλιό Χαντραμάουτ με τις απροσπέ λαστες οροσειρές και' τις ερημικές περιοχές. 19. Τόσο το φοινικικό-υεμενικό εμπόριο κατά την πρώτη χιλιετία πριν από την επο χή μας ήταν ζωηρό, όσο και οι αιγυπτιακές εμπορικές αποστολές ήσαν συνεχείς από τα μισά της δεύτερης χιλιετίας και μεταγενέστερα. Η πρώτη (χρονικά) βασί λισσα στον κόσμο, η αιγύπτρια Φαραώ Χατσεπσόύτ (1505-1484) είχε πρώτη ορ γανώσει μια εσκτρατεία στο Πουντ, της οποίας αυθεντική περιγραφή σώθηκε μέχρι σήμερα.
* εξετάζονται οι διανθρώπινες σχέ σεις και τα άλλοτε ευεργετικά κι άλλοτε καταστροφικά αποτελέσματά τους. Μετά ακολουθούν άλλα, για τον «Έρωτα» και το συχνό συνεπακόλουθό του τον «Πόνο», για τον «Άντρα και γυ ναίκα», όπου επισημαίνονται οι ιδιαιτερότητες των δυο φύλων, για τη «Φύση και ήθη» (όπου αναφέρονται τα εγγενή χαρακτη ριστικά της φύσης του ανθρώ που αλλά και τα επίκτητα ήθη του), καθώς και για διάφορα «Καθήκοντα και ασχολίες» του και για τον ιδιάζοντα κάθε φορά τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος καταπιάνεται μαζί τους. Πολύ ενδιαφέρον έχουν κι εκεί να που αναφέρονται στην «Εργα σία και απραγμοσύνη», στη «Μόρφωση και εκπαίδευση», στη «Θέληση και συνήθεια», στη «Λο γική και μέτρο», στα «Λόγια και έργα», θέματα που απασχόλη σαν κατ' επανάληψη όχι μόνο τους κλασικούς συγγραφείς, αλ λά και γενικότερα τους αρχαίους προγόνους μας καθώς και τους λατίνους. Τέλος ακολουθούν οι κατηγορίες «Αλήθεια και ψέμα», η «Γένεση και το φυσικό της συνεπακόλουθο ο Θάνατος», ο «Πόλεμος και ειρήνη». Στις 176 σελίδες του μικρού αυ τού βιβλίου δεν θα ήταν υπερβο λικό να ισχυρισθούμε ότι έχουμε ένα επιτυχημένο συνοπτικό απάνθισμα της κλασικής σοφίας, το οποίο πολύ εύκολα μπορεί να γίνει κτήμα του καθενός, χωρίς να απαιτείται ιδιαίτερος κόπος και πολύς χρόνος για την ανά γνωση και την κατανόηση του περιεχομένου του.
ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ Γ. ΖΩΡΑΣ
επιλογη/135 έγιναν γνωστοί στα ελληνιστικά χρόνια20 ως Ιμιαρίτες ή Ομηρίτες και εθωρούντο συγγενείς των Αξουμιτών, όπως τότε ονομάζονταν οι Αιθίοπες. Η σύγχρονη επιστημονική έρευνα έχει επαληθεύσει όλα αυτά, καθώς τα ομηριτικά21 θεωρούνται και ως προς τη γρα φή22 και ως προς τη γλώσσα συγγενή των αιθιοπικών, συνεπώς σημιτικά πλην όμως διαφορετικά των αραβικών όσο και τα εβραϊ κά ή τα ασσυριακά. Αυτός ο λαός εξαραβίσθηκε βέβαια γλωσσικά μετά την προσχώρησή του στο Ισλάμ αλλά καθώς υπήρξε πολυαριθμότερος των καθαυτό Αράβων φυλετικώς αποτελεί διαφορετι κό των Αράβων σημιτικό φύλο. Όλη αυτή η διάσταση απουσιάζει από το εν λόγω εγχειρίδιο23 και είναι ωστόσο καθοριστικό να το νιστεί ότι τα ίδια τα αραβικά ως γραφή προήλθαν από τα συριακά24 και αποδεδειγμένα οι πνευματικές επιρροές των Σύρων Αραμαίων πάνω στην προϊσλαμική Μέκκα ήταν πολύ έντονες, ενώ οι μορφωτικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ των Αράβων και των Ομηριτών ήταν ανύπαρκτες παρά το γεγονός ότι η μεταξύ Μέκκας και Μεσοποταμίας ή Συρίας απόσταση είναι κατά μιάμιση ή δύο φο ρές μεγαλύτερη της απόστασης Μέκκας - Υεμένης. Οπότε δεν υπάρχουν Άραβες του Νότου (!) στη χερσόνησο καθώς οι Ιμιαρίτες δεν είναι Άραβες. Άραβες ζούσαν στο κέντρο και το βορρά της χερσονήσου είτε στις δυτικές, είτε στις ανατολικές εκτάσεις της. Επίσης πρέπει να τονισθεί ότι οι Ασσύριοι και οι Βαβυλώνιοι, αν και εγνώριζαν τις αραβικές φυλές του βορρά και του κέντρου της χερσονήσου από τα μισά του 9ου π.Χ. αι. και αν και σε ύστε ρες εποχές κατείχαν ολόκληρη τη βόρεια αραβική χερσόνησο, ωστόσο δεν είχαν ποτέ φθάσει ως κατακτητές στην Υεμένη, όπως ανακριβώς ισχυρίζεται ο συγγραφέας25. Σ’ αυτές τις περιοχές άλ λωστε ούτε οι Αιγύπτιοι έφθασαν ως «κατακτητές». ιλώντας για πολιτιστικές και πολιτισμικές επιδράσεις26 ο συγγραφέας παραλείπει να αναφερθεί στην καταγωγή της λέξης Αλλάχ. Όντως, στην αμέσως προ του Ισλάμ περίοδο «Αλ λάχ» σήμαινε ήδη «Θεός», αφηρημένα και γενικά. Όμως η ονομα σία αυτή .προέρχεται από την έκφραση Αλ-ιλάχ. Ο Ιλάχ ήταν μία από τις πολλές αραβικές θεότητες της ερήμου, μέχρις ότου σημάνει αφηρημένα την έννοια «Θεός». Ακριβώς επειδή το «Αλλάχ» προήλθε κατά συμφυρμόν από το «Αλ-ιλάχ» και συνεπώς εμπεριέ-
Μ
20. Από τότε χρονολογούνται και τα πρώτα δείγματα γραφής τους. 21. Συμβατικά από τη σύγχρονη επιστήμη αποκληθέντα sudarabique, δηλ. νοτιοαραβικά. 22. Αποδεδειγμένα αιθιοπικής προέλευσης. 23. έ.α., σ. 23. 24. Ύστερη αραμαϊκή διάλεκτος και γραφή,,η οποία μέχρι σήμερα χρησιμοποιείται ως μητρική γλώσσα των Σύρων μονοφυσιτών χριστιανών στην Τουρκία, τη Συ ρία, την Ιορδανία, το Ισραήλ και το Λίβανο. Ως «συριακά» δεν εννοείται η σημε ρινή αραβική διάλεκτος, η οποία ομιλείται στη Συρία. 25. Η πρώτη χρονικώς αναφορά σε Άραβες γίνεται μέσα στα χρονικά του ασσύριου βασιλιά Σουλμάν-Ασαρέντ (Σαλμανασάρ) III και περιγράφει τη νίκη αυτού του βασιλιά (853 π.Χ.) ενάντια στο συνασπισμό Ισραήλ (βορείου εβραϊκού κράτους) και Δαμασκού (αραμάίκού βασιλείου), ο οποίος είχε χρησιμοποιήσει χίλιους καμηλάρηδες της φυλής Γκιντιμπού της χώρας Αρμπάι. Έκτοτε οι Αραμπού έγιναν γνωστοί ως οδηγοί καραβανιών και μόνον ενάμισι αιώνα αργότερα, ο Σεναχειρίμπ (705-681), ο Ασσαρχαδδών (681-66?) και ο Ασσουρμπανιπάλ (669-626) κατέλαβαν το βόρειο ήμισυ της χερσονήσου και το χρησιμοποίησαν ως συντομότερο δρόμο μεταξύ Νότιας Μεσοποταμίας και Αιγύπτου. Ωστόσο ο Ναβονίδης, ο τε λευταίος βαβυλώνιος βασιλιάς, είχε το ανάκτορο διακοπών του τόσο νότια όσο η Γιαθριμπού, η οποία δεν είναι άλλη από την αραμαϊκή Γιαθρίμπ, την ελληνική Αιθρίβη, την μεταγενέστερα, μετά την Εγειρα, - και εξαιτίας αυτού τούτου του γεγονότος - μετονομασμένη σε Αλ Μαντίνα (κυριολεκτικά: Η -κατεξοχήν - Πό λη). 26. έ.α., σ. 28-29.
Εσφαχάν (Περσία). Λεπτομέρεια από το Τζαμί τον Σάχη (αρχές 17ου αι.)
136/εττιλογη χει το αραβικό άρθρο «αλ», η αραβική λέξη «Αλλάχ» δε συνοδεύε ται από άρθρο. Επίσης παραλείπεται η σημαντική για το ίδιο το Ισλάμ άποψη ότι η Μέκκα2' είναι η «Μητέρα των Πόλεων»! Αυτή η εκπληκτική διάσταση Ουτοπικής Πολιτείας2728 σχετίζεται άμεσα με την κατά το Χατζ κυκλοτερή κίνηση γύρω από τον Οίκο Κααμπά για επτά φο ρές. Καθώς το σύνολο των μουσουλμάνων (ή Ουμμά) εξαρτάται από τον Οίκο αυτό και τον εμπεριεχόμενο μετεωρόλιθο, γίνεται σαφές ότι η Μέκκα, ακριβώς επειδή είναι η ■"όλη του Κααμπά, δηλαδή του Κέντρου του Κόσμου, παίρνει πρώτη ανάμεσα σε όλες τις άλλες πόλεις - τη διάσταση της Πόλης - Κόσμου. Η ιερότητα και ιδιαιτερότητα του χώρου29 είναι μία κρίσιμη και καθοριστική διάσταση της μουσουλμανικής φιλοσοφίας, πολιτικής, κοινωνίας και ζωής και ως τέτοια έχει άμεση εμπλοκή με την καθημερινή ζωή, την εσωτερική οργάνωσή και τις ίδιες τις εξωτερικές σχέσεις. Ο γεωγραφικός ντετερμινισμός είναι σήμερα μία επιστήμη στα σπάργανα, η οποία εξετάζει τις επιπτώσεις της ιδιομορφίας του χώρου πάνω στους -κατοίκους και τον πολιτισμό τους. Όμως στην αρχαιότητα υπήρχαν πολλές γνώσεις και πολλή Γνώση σχετικά με το θέμα αυτό. Χρειάζεται τέλος να αναφερθεί στο παρόν κεφάλαιο η αλλοίω ση του αυθεντικού μηνύματος του Ιησού ως πρωταρχικός λόγος της εμφάνισης του Μωάμεθ και του Κορανίου κατά το ίδιο το Ισ λάμ και τους μουσουλμάνους. Συνεπώς ναι μεν «ο μονοθεϊσμός ήτο παρών στην Αραβία, πολύ πριν απ’ την εμφάνιση του Ισ λάμ»30, πλην όμως ούτε ο αλλοιωμένος Ιουδαϊσμός της εποχής του δεύτερου Ναού31 (τον οποίο έψεξε ο Ιησούς σύμφωνα τόσο με την Καινή Διαθήκη όσο και με το Κοράνι), ούτε ο αλλοιωμένος χρι στιανισμός του τριαδισμού και της χρήσης των εικόνων θεωρήθη καν από τους μουσουλμάνους ως όψεις μονοθεϊσμού, πράγμα το οποίο σημειώνουμε πιο πάνω. ρέπει επίσης να τονισθεί ότι στην αβρααμική παράδοση κα τατάσσονται ο Εβραϊσμός και ο Χριστιανισμός, ενώ το Ισλάμ τη συμπληρώνει μέχρι το πλήρωμα του Χρόνου. Όμως ο ιουδαϊ σμός είναι ένα τμήμα μόνον (και μάλιστα ιδιαίτερα αλλοιωμένο) του εβραϊσμού και δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να τον αντικα ταστήσει στο επίπεδο της διαχρονικής αναφοράς32*. Το εν λόγω εγχειρίδιο παρουσιάζει ένα άλλο οικτρό λάθος ως ιστορικό δεδομένο, μέσα στην ανυπαρξία του οποίου ο Έλληνας φοιτητής καλείται να εξοφλήσει το επιστημονικό μέλλον του. Ό πω ς προαναφέραμε η Υεμένη της αρχαιότητας ήταν πολιτιστι-
Π
27. Σε ελληνορωμαϊκά κείμενα γνωστή ως Μακοράβα. 28. Η ουτοπική διάσταση μέσα στο Ισλάμ δίνεται ανάγλυφα συνδυασμένη με τις λοι πές ουτοπίες μέσα στο άρθρο του Victor I. Stoichita «La cite ideale» στον τόμο «L’ Heme. Les symboles du lieu», Editions de Γ Herne, Paris, 1983, o. 233-243. 29. Η ιερότητα και ιδιαιτερότητα του χώρου υπήρξαν ιδιαίτερα σημαντικές απόψεις της φιλοσοφίας και του πνεύματος γενικότερα των αρχαίων Ασσυριών, Βαβυλω νίων, Αιγυπτίων και Εβραίων. Καθώς μέσα σιον επίσημο χριστιανισμό ο χώρος πνευματοποιείται και αφηρημενοποιείται, η ίδια η ιερότητα του χώρου υποχωρεί ως αυθύπαρκτη έννοια. Όμως το Ισλάμ βρίσκεται πιο κοντά ως προς αυτό το σημείο στους αρχαίους μεσανατολικούς πολιτισμούς. Η κιμπλά (στροφή προσευ χής προς την κατεύθυνση κάποιου χώρου) προϋπήρχε του Ισλάμ άλλωστε και οι Ασσύριοι του 7ου αι. στρέφονταν προς τη Νινευή, οι Εβραίοι θεωρούσαν την Ιερουσαλήμ ως κέντρο του κόσμου, οι Βαβυλώνιοι πίστευαν ότι ο ίδιος ο άξονας της σφαίρας του σύμπαντος περνούσε στο επίπεδο της γήινης επιφάνειας από τη Βαβυλώνα και οι Αιγύπτιοι εξελάμβαναν κάθε ναό ως μικρογραφία του σύμπα30. έ.α., σ. 29. 31. Του Ηρώδη. 32. έ.α., σ. 29.
επιλογη/137 κά, γλωσσικά και φυλετικά κοντά στην Αιθιοπία και η γραφή των εντοπίων Ιμιαριτών ή Ομηριτών προήλθε από τα αρχαία αιθιοπικά (gueze). Το αλφάβητο αυτό δεν είχει καθόλου «διεισδύσει στη βόρεια Αραβία» και τα αραβικά της βόρειας Αραβίας δεν είχαν καθόλου «εκτοπίσει» τα αραμαϊκά των Ναμπαταίων. Τέλος, κοινή ποιητική αραβική γλώσσα υπάρχει μόνον μετά το Κοράνι. Τόσο τα ιμιαριτικά της Υεμένης, όσο και τα ναμπαταϊκά της Πέτρας (σήμερα στην Ιορδανία) υποχωρούν μόνον τον 7ο αι. κατά την περίοδο (και εξαιτίας) των ισλαμικών κατακτήσεων. Το κρίσιμο ερώτημα τί όντως συνέβη στη Μέκκα των αρχών του 7ου αι. δεν μπορεί με κανένα τρόπο να λυθεί με τις επιστημονικές αυθαιρεσίες περί «δανεισμών». Είναι καίριο λάθος να ισχυρισθούμε ότι ο Ζωροαστρισμός (κωμικά περιγραμμένος ως «θρή σκευμα των Περσών») ήταν η επίσημη θρησκεία και ιδεολογία της σασανιδικής Περσίας. Ουσιαστικά από σχεδόν χιλιετηρίδας προ του Ισλάμ33 στην Περσία είχε κυριαρχήσει μια οικτρή αλλοίωση του μονοθεϊστικού34 κηρύγματος του Ζαρντόστ (Ζωροάστρη), η οποία στους σημερινούς επιστημονικούς όρους καλείται μιθραϊσμός35. Όμως πολύ πιο καίριο λάθος είναι να δεχθούμε τις αντιε πιστημονικές και υστερόβουλες θέσεις της χριστιανικής εκκλη σίας, ότι πρώτον ο μονοθεϊσμός, ο οποίος εκφράζεται μέσα στο μονοφυσιτισμό, αποτελεί παραμόρφωση του αυθεντικού μηνύμα τος του Ιησού36 και δεύτερον ότι ο Μωάμεθ, λόγω της συσχέτισής του με τους σε πλειοψηφία μονοφυσίτες άραβες χριστιανούς συ γκέντρωσε παραποιημένα στοιχεία37. Το γεγονός ότι το ίδιο το Ισ λάμ δε δέχεται κάτι τέτοιο είναι βέβαια πριν από όλα ένα θέμα πηγών, από τις οποίες ούτε να αλλάξουμε κάτι, ούτε να απομα κρυνθούμε μπορούμε. Η ερμηνεία μας δεν μπορεί να είναι τόσο απλή και τόσο προϊδεασμένη όσο αυτή του Γαλλοεβραίου Maxime Rodinson38, διευθυντή σπουδών στην Ecole Pratique des Hautes Etudes, IVe section και πρώην καθηγητή του γράφοντος. Άλλω στε απλή συγκριτική μεθοδολογία πείθει ότι τα στοιχεία βιβλικής ιστορίας τα οποία έστω ότι ο Μωάμεθ «είχε συγκεντρώσει» δεν ήταν παραποιημένα αλλά σωστά39. Κατ’ αυτήν την επιστημονική προσέγγιση πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα και το γεγονός ότι συ νήθως οι διαφοροποιήσεις φέρουν και την αιτιολογία τους40.
Σ
ημαντικές παραποιήσεις και λάθη σημειώνονται στο θέμα των ενοράσεων του Μωάμεθ. Οι απαγγελίες του Μωάμεθ (και όχι αποκαλύψεις) καταγράφονταν αυθωρεί (όχι μετά τον θάνατό του) από πολλούς και διαφορετικούς γραφείς, ενώ μετά το θάνατό του 33. Από τις τελευταίες δεκαετίες των Αχαιμενιδών στα μισό του 4ου π.Χ. αι. 34. Εφόσον εκήρυττε τη λατρεία μόνο του Κυρίαρχου Θεού του Καλού, Αχουρά Μαζντά, απλά αποδεχόμενος την ύπαρξη του κακού, Άνγκρα Μάίνιού και μετα γενέστερα παραφθαρμένου σε Αχριμάν, ενώ το πυρ δεν ήταν αντικείμενο λα τρείας αλλά κοσμικό σύμβολο. 35. Ο Μίθρας, κύριος θεός ενός μεγάλου και απεικονιζόμενου - σε αντίθεση με τον ανεικονικό αυθεντικό ζωροαστρισμό - Πανθέου, είναι η ινδοευρωπαϊκή έκδοση του βαβυλωνιακόύ μυστηριακού θεού Μαρντούκ. Βλέπε: Κ. Μεγαλομμάτης, «Η Μιθραϊκή Ιδεολογία στη Φιλοσοφία και την Τέχνη», ΔΙΠΛΗ ΕΙΚΟΝΑ, No 8-9, σ. 71-93. 36. έ.α:, σελ. 34. 37. έ.α., σελ. 35. 38. Αναφερόμαστε στην παρατιθέμενη (έ.α., σ. 35) βιβλιογραφική παραπομπή: Μ. Rondinson, Mahomet, Paris, 1968, σ. 83-93. 39. Σημειώνουμε για παράδειγμα ότι η κορανική αναφορά (κεφάλαιον I, στ. 98) στον Ιωνά και τους Νινευίτες είναι πιο κοντά στην κύρια ιδέα της Παλαιάς Διαθήκης (Ιωνάς, Γ', 10) από όσο η υπόμνηση του Ιησού (Κατά Λουκάν, ια' 32), χωρίς να υπάρχει κάποια διαφοροποίηση. 40. Κοράνι, κεφάλαιον Ε ', στ. 76, αναφορικά με την έννοια του «Υιού», δευτέρου προσώπου του χριστιανικού τριαδικού θεού.
138/επιλογη έλαβαν οι διάφορες γραφές την τελική μορφή κωδικοποίησής τους ως Κορανίου, όπως σώζεται αυτό μέχρι σήμερα. Ολόκληρο θέμα είχε απασχολήσει την αρχέγονη μουσουλμανική κοινότητα, εφό σον οι παράνομα εκλεγμένοι τρεις πρώτοι χαλίφηδες και ιδιαίτερα ο Ουμάρ είχαν προσπαθήσει να «προσαρμόσουν» ορισμένες περι κοπές στα μέτρα των δικών τους περί Ισλάμ αντιλήψεων και επι χείρησαν αυτό επιλέγοντας κάποια κείμενα ως αυθεντικά και διαβάλλοντας άλλα ως δήθεν αιρετικά. Η ίδια η αντιγραφή είχε προ σωρινά απαγορευθεί. Εξίσου χρειάζεται να παρατηρηθεί ότι η κα τά προσέγγιση χρονολογία των απαγγελιών - οι οποίες ασφαλώς δεν έχουν καταχωρισθεί με χρονολογική σειρά - δεν είναι υπόθεση της σύγχρονης επιστημονικής έρευνας41 αλλά της ίδιας της ισλαμικής παράδοσης. Αντίθετα, η σύγχρονη έρευνα θα όφειλε να απομακρυνθεί από την τακτική των ιστορικών προσωπογραφιών και την εμμονή της προβολής (πάντοτε κάποιων συγκεκριμένων και όχι κάποιων άλ λων επίσης συγκεκριμένων) ιστορικών προσώπων. Το Ισλάμ δεν οφείλει τίποτα στον Ουμάρ42, διότι οι πρώτες ομηρικές κατακτή σεις αποδίδονται στην Πίστη των πρώτων μουσουλμάνων και διό τι σήμερα ο μεν Ουμάρ είναι από κάθε άποψη νεκρός, ενώ ο κύ ριος αντίπαλός του, Αλί, ζει μέσα στις ψυχές των πιστών μου σουλμάνων και μόνον αναφορά του ονόματος του σκορπάει ρίγη θρησκευτικού χαρακτήρα συγκίνησης, ανάτασης και αποφασιστι κότητας για το θάνατο και την αυτοθυσία. Δεν υπάρχει μέτρο σύγκρισης λοιπόν. ν και το θέμα του πληρώματος του Χρόνου και οι εσχατολογικές αναφορές δεν απουσιάζουν από το Κοράνι και τη Σούννα (παράδοση) πρέπει να τονισθεί ότι στα μάτια των τότε πρώτων μουσουλμάνων κανένας αποκαλυπτικός χαρακτήρας δεν είχε παρουσιασθεί για τα περσορωμανικά43 γεγονότα των αρχών του 7ου αι. Η ιερότητα της κατειλημμένης από Πέρσες Ιερουσαλήμ κατά τους μουσουλμάνους σχετίζεται με όσα αναφέραμε πιο πριν. Κατά το Ισλάμ, η Ιερουσαλήμ δεν αποτελεί ιερό τόπο λόγω του Μιράτζ44 και μόνον: ούτως ή άλλως είναι Αλ-Κουντς ασ-σερίφ, η «Μακρινή Ιερή» πόλη και ο ίδιος ο Ιερός Βράχος των βιβλικών κειμένων είναι ιερός και για τους μουσουλμάνους45. Ό ταν στο ούτως ειπείν «κράτος της Μεδίνας» εμφανίζονται οι «υποκριτές»46, οφείλουμε να δώσουμε τη διαχρονική χροιά αυτού του επιθέτου (μουναφικίν), πολύ περισσότερο επειδή σήμερα ακό μη αυτό διατηρεί τη θέση στην περσοϊρακινή πολεμική και αλλού. Η θέση του Μωάμεθ47 δεν είναι πιο «αντιιουδαϊκή» από αυτήν του Ιησού και του Ησαϊα. Εφόσον είναι επιθυμητό να αναλυθούν οι σχέσεις Μωάμεθ - Ιουδαίων θα πρέπει να γίνει αντιληπτή μια δια χρονική πραγματικότητα. Ήδη οι Προφήτες της Παλαιός Διαθή-
Α
41. έ.α., σ. 35. 42. Αντίθετα με την παρατιθέμενη (έ.α., σ. 37) παραπομπή στον R. Mantran, L’ ex pansion musulmane, Paris, 1979, σ. 78. 43. Ρωμανία ήταν το τότε όνομα της χώρας η οποία αυθαίρετα από τον προηγούμενο αιώνα ονομάζεται «Βυζάντιο». 44. Εκτός μιας και μόνης νυκτός μεταφορά του Μωάμεθ από τη Μέκκα στην Ιερου σαλήμ, εκείθεν άνοδος στην Ουράνια Ιερουσαλήμ (η μετά το πλήρωμα του χρό νου Ιερουσαλήμ: Ησαΐας, Ξ 17-22, Αποκάλυψις Ιωάννου, κα", 2-27), εκεί συζή τηση με τους λοιπούς προφήτες, κάθοδος και επιστροφή στη Μέκκα, όπως δια λαμβάνεται στο ιδιαίτερο κεφάλαιο ταυ Κορανίου (κεφ. ΙΖ', στ. 1). 45. Κ. Μεγαλομμάτης, «Περιπλάνηση στην υπεσχημένη Γη» στο ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΛΟ ΓΟΣ, Γενάρης 1987, σ. 60-69, 46. έ.α., σ. 39. 47. Υπάρχει (έ.α., σ. 42) μία παρερμηνεία της έννοιας «Αποκάλυψη» και χρήση του όρου αντί των πρστιμοτέρων «θέση» ή «ενόραση».
ΣΤ Ε Λ Λ Α Σ ΒΟΓΙΑΤΖΟΓΛΟΥ: Η Συγκάτοικος. Αθήνα, Κέδρος, 1987. Η συγκάτοικος στο ομότιτλο μυθιστόρημα της Στέλλας Βογιατζόγλου είναι η αδικημένη αττό τη ζωή Κανελίτσα. Εμφανίζεται απροσδόκητα από το παρελθόν, την παιδική ηλικία της ςχφηγήτριας (που είναι και συγγραφέας) επειδή είναι συμπτωματικά γειτόνισσα στην πολυκατοικία, όπου η αφηγήτρια έχει μετακομίσει με τά το πρόσφατο διαζύγιό της. Η Κανελίτσα είναι, κατά τα μικροα στικά ήθη, «γυναίκα με παρελ θόν». Με την προσκόλλησή της στην αφηγήτρια και τις ιστορίες από τη ζωή της λειτουργεί σαν καταλύτης πάνω στη νεότερη γυ ναίκα, αφού την ωθεί σε συ γκρίσεις και σε έναν απολογισμό της δικής της παρούσας κατά στασης, όσο και της σχέσης της με τα περασμένα. Το σχήμα είναι ωραίο στη σύλληψη και η Κανελί τσα ένα τύπος απτόητης γυναι κούλας με ζωηρά χαρακτηριστι κά, συστατικά για τη δημιουργία
■δ
επιλογη/139 κης, πρώτοι αντιπαρατίθενται και συγκρούονται με την κοσμική εξουσία του νοτίου εβραϊκού κράτους των δύο φύλων, το οποίο από την πρώτη στιγμή ύπαρξής του (μετά τη διάσπαση του ενιαίου σολομώντειου κράτους το 930 π.Χ.) συγκρούεται με το βόρειο κράτος των δέκα φυλών48. Οι Προφήτες είχαν πάντοτε ταχθεί υπέρ του Ισραήλ και κατά του Ιούδα49, από τους απογόνους μόνον του οποίου προέρχονται όλοι οι σημερινοί κάτοικοι του ψευδεπί γραφου «Ισραήλ»5 . Ό λο αυτό το πλέγμα ήταν ιδιαίτερα γνωστό και κατανοητό στα χρόνια του Μωάμεθ, όπως το ίδιο το Κοράνι πιστοποιεί. Η σημείωση 15 στη σελίδα 46 δείχνει μία άλλη οικτρή παρανόη ση και παρερμηνεία των ίδιων των πηγών: το... ακατανόητο Dhou 1 Hidjdja δεν είναι ένα «ρεύμα» μουσουλμάνων αλλά Δου αλ Χατζέ σημαίνει κυριολεκτικά «Μήνας του Χατζ»(!) της εποχής δηλα δή του προσκυνήματος. Δεν πρέπει εξάλλου να παραξενεύουν το συγγραφέα51 οι 90.000 πιστοί οι οποίοι ακολούθησαν τον Προφή τη στη Μέκκα και μάλιστα για το Χατζ του 632! Υποτίθεται ότι σε λίγα χρόνια θα επιχειρούσαν αυτοί οι ίδιοι να κατακτήσουν τον τότε γνωστό κόσμο: εδώ ήσαν συν γυναιξί και τέκνοις. Ο αριθμός για το όσο μεγάλος και αν είναι, δείχνει ότι κατά το 10ο έτος της Εγείρας σχεδόν το σύνολο των Αράβων της χερσονήσου είχε προσχωρήσει στο Ισλάμ. πό τα χειρότερα σημεία του εγχειριδίου είναι η διαστρεβλωτική αναφορά52 στον δήθεν διορισμό του Μπακρ53 πεθερού του Μωάμεθ, από τον ίδιο τον Προφήτη ως «ηγούμενου» (imam). Αύτή η άποψη υποτίθεται ότι μεροληπτεί υπέρ της σουννιτικής πλευράς. Όμως και πάλι κανένας σουννίτης δεν ισχυρίσθηκε ποτέ ότι ο Μωάμεθ είχε διορίσει τον Μπακρ ως πρώτο Ιμάμη! Δεν υπάρχει μια ιστορική πηγή, η οποία να υποστηρίζει κάτι τέτοιο. Ωστόσο το θέμα αυτό είναι από τα πιο κρίσιμα σημεία του πρώι μου Ισλάμ, καθώς ακριβώς από αυτή τη στιγμή εκδηλώνεται ανοι κτά και καθοριστικά η διαφορά μεταξύ Σιιτών και Σουννιτών54. Η πραγματικότητα είναι εντούτοις διαμετρικά αντίθετη, καθώς ο Μωάμεθ είχε υποδείξει τον Αλί, αναφερθεί στους Δώδεκα Ιμάμη δες απογόνους του Οίκου του και τοποθετήσει τη σειρά αυτή μέσα σε διαχρονικά ιστορικά πλαίσια. Αυτό το γεγονός απέρριψαν, όσοι συγκεντρώθηκαν σε ένα είδος παρασυναγωγής και, ενώ οι διαμάχες είχαν ξεσπάσει θυελλώδεις γύρω από τον αηδιασμένο ετοιμοθάνατο Μωάμεθ, με πλειοψηφία εξέλεξαν55 χαλίφη (όχι Ιμάμη). Το πρόβλημα δεν είναι καθόλου απλό, διότι η επιλογή του Αμπού Μπακρ δεν έγινε με βάση μόνον τα προσωπικά προσόντα αλλά συνεπαγόταν ταύτιση με αντίθετες του Αλί απόψεις περί Ισ λάμ και μουσουλμανικής κοινωνίας και κράτους. Το κόμμα (shia) του Αλί δεν υποστήριζε μόνον το πρόσωπο του γαμβρού του
Α
48. Η πρώτη αναφορά του κράτους Ιούδα είναι (Βασιλειών Β', ΙΣΤ, 6) ταυτόχρονα μία καταδίκη του. 49. Όπως π.χ. Ιεζεκιήλ, Β', 17-18. 50. Κ. Μεγαλομμάτης, «Ο μύθος του περιπλανώμενου Ιουδαίου», ΑΝΕΞΗΓΗΤΟ, Μάρτης 1986, σ. 26-33; «Ασσουρμπανιπάλ Πάσχων», ΑΝΕΞΗΓΗΤΟ, Γενάρης 1987, σ. 212-223 και «Ασσουρμπανιπάλ Ερχόμενος», ΑΝΕΞΗΓΗΤΟ, Φλεβάρης 1987, σ. 44-54. 51. έ.α., σ. 46. 52. έ.α., σ. 46. 53. Αμπού Μπακρ δε σημαίνει τίποτα άλλο παρά «πατέρας Μπακρ» το πραγματικό όνομα δεν είναι παρά Μπακρ. 54. Κοσμάς Μεγαλομμάτης, «Αλλάχ ου Ακμπάρ: Ο Θεός είναι Μεγάλος. Η ιδεολο γία των σιιτών μουσουλμάνων οπαδών του Χομείνί, Η θεωρία του Δωδεκάτου Ιμάμη», ΤΕΤΑΡΤΟ, Δεκέμβρης 1985, σ. 47-51 και «Σουννίτες και Σιίτες: στη ρίζα της διαφοράς», ΕΠΟΠΤΕΙΑ, Γενάρης 1987, σ. 29-37. 55. Με ένα τρόπο άσχετο από τις ισλαμικές επιταγές για την περίπτωση αυτή, οι οποίες απαιτούν θεία υπόδειξη, ενόραση και πνευματική εξουσία.
♦ μυθιστορηματικής μορφής που δεν ξεχνιέται εύκολα. Προς την κατεύθυνση αυτή κι νείται το πρώτο τρίτο του βι βλίου, όπου οι παρεμβάσεις της αφηγήτριας με κομμάτια από τη δική της ζωή λειτουργούν σαν αντικατοπρισμοί στα βιώματα δύο μοναχών γυναικών διαφορε τικής γενιάς και εποχής. Αρχίζει να αναδύεται εδώ, μέσα από τις ιστορίες της, μια αρκετά πολύ χρωμη και πολύχορδη Κανελίτσα, ψυχοκόρη στο πνιγηρό σπι τικό της θείας Ειρήνης, που, ζω γραφισμένη με πετυχημένες πινε λιές, είναι ίσως το πιο ολοκληρω μένο πρόσωπο της ιστορίας. Με ρικές σκηνές ζωντανεύουν ειρωνι κά τον κόσμο που πλάθει την Κανελίτσα, όπως το γαμπριάτικο γεύμα του Κωστή στο αρχοντικό της Ειρήνης, ή η Κυριακάτικη λει τουργία, όπου η αφηγήτρια ανα γνωρίζει στη χουντική στρατηγίνα την κόρη της Κανελίτσας. Αλλά στη συνέχεια της αφήγη σης οι υποχρεώσεις δεν τηρού νται. Η αφηγήτρια δεν μπορεί ή δεν θέλει (αν λάβουμε υπόψη τις παρεμβολές της για τη συγγραφι κή της μέθοδο) να κρατήσει την
140/επιλογη Μωάμεθ αλλά και τη συγκεκριμένη θέση ότι ένας Ιμάμης (πνευμα τικός ηγέτης ενορασιακού χαρακτήρα) θα όφειλε να καθοδηγήσει και κυβερνήσει τη χώρα και όχι ένας χαλίφης (κυριολεκτικά «α ντιπρόσωπος» του Θεού επί γης, ουσιαστικά όμως πολιτικοστρατιωτικός ηγεμόνας). Αν ο Ιμάμης ήταν και Χαλίφης δεν είχε ιδιάζουσα σημασία. Αυτό είναι το επίκεντρο της καταγωγής της δια φοράς αυτής, όπου συμπτωματικά οι λιγότερο προσκολλημένοι στη Σούννα (παράδοση) ονομάζονται σουννίτες! Πρέπει να ση μειωθεί ότι οι περισσότεροι πνευματικοί ηγέτες του πρώιμου Ισλάμ είχαν συνταχθεί με τον Αλί και ότι ο διαχωρισμός56'σε μουχατζιρίν (μεταναστεύσαντες εκ Μέκκας, κατά την Εγειρα) και σε ανσάρι (οικοδεσπότες της Μεδίνας), αν και υπαρκτός, δεν έπαιξε ρόλο στο θέμα της διαδοχής του Προφήτη και ως εκ τούτου αναφέρεται σε λάθος σημείο στο βιβλίο. ροβληματικά παρουσιάζονται και οι θρησκευτικοί άξονες57 του Ισλάμ. Ασφαλώς ο Ιησούς είναι ένας Προφήτης του Ισλάμ αλλά σίγουρα κατά το Ισλάμ δεν είναι ο Ιησούς5® «ο νέος Αδάμ». Η έκφραση αυτή μόνο στον επίσημο χριστιανισμό αποδί δεται στον Ιησού, ενώ στο Ισλάμ και στην Εβραϊκή θρησκεία χα ρακτηρίζει τον ερχόμενο, ή Μεσσία, ή Καθοδηγημένο (από τον Θεό, αραβ. Μάχντι), ο οποίος θα εμφανισθεί στο πλήρωμα του χρόνου αλλά - βεβαίως - δεν είναι ο Ιησούς. Συνεπώς ναι μεν «ο Ιησούς θα επανέλθει» στο Πλήρωμα του Χρόνου59 αλλά αυτό θα συμβεί και σε παλαιότερους Προφήτες60 και κατά το Ισλάμ και κατά τη Βίβλο61. Αλλά κυριότερο, κατά το Ισλάμ δε θα είναι ο Ιησούς ο οποίος θα «εξολοθρεύσει» τον Αντίχριστο62 και δεν υπάρχει η έννοια του Αντίχριστου στο Ισλάμ. Απλά, υπάρχει η διάσταση της σημερινής υλι(στι)κής κοινωνίας ως παρεκτροπής του ανθρωπίνου γένούς, όπως διεργάστηκε ο Σατανάς. Μετά από μία σειρά εκπληκτικών γεγονότων άνευ προηγουμένου ο Καθοδη γημένος (Μάχντι) θα εξολοθρεύσει τη σημερινή κοινωνία και θα θέσει τα θεμέλια της τέλειας κοινωνίας ειρήνης και ευθυδικίας. Η διαφορά μεταξύ σιιτικών και σουννιτικών αντιλήψεων περί του Πληρώματος του Χρόνου έγκειται κύρια στη συγκεκριμενοποίηση των Σιιτών ότι ο Καθοδηγημένος (Μάχντι) θα είναι ο Δωδέκατος Ιμάμης, απόγονος του Μωάμεθ, Μωάμεθ Ίμπν αλ Ασκαρί. Αντί θετα οι Σουννίτες δε δέχονται τη σειρά των Δώδεκα Ιμάμηδων και δεν ταυτίζουν τον Μάχντι, όμως - αντίθετα με το ό,τι παρατίθεται στο εγχειρίδιο αυτό63 - δέχονται την έννοια του Πληρώματος του Χρόνου και του Ερχομένου. Έτσι, «ο κύκλος κλείνει με το κήρυγ μα» του Μωάμεθ αλλά ο «κύκλος» αφορά τον κόσμο από τον Κα τακλυσμό μέχρι τη Δεύτερη Έλευση και ο Μωάμεθ είναι ο τελευ ταίος των προφητών, ακριβώς επειδή ο Ερχόμενος δεν είναι προ φήτης αλλά κάτι το τελείως ιδιαίτερο. Ό σο δε' για την «κρυφή έννοια», δηλ. το εσωτερικό νόημα ορισμένων αποσπασμάτων του Κορανίου, αυτή γίνεται αποδεκτή και από τους δύο κλάδους του
Π
56. 57. 58. 59. 60.
έ.α., σ. 59. έ.α., σ. 48. Αραβ. Ισά. Η έκφραση «το τέλος των χρόνων» είναι αδόκιμη και ανακριβής. Οι δόκιμοι όροι «ναμπί» (από το αρχαίο ασσυριακό Θεό Ναμπού της Σοφίας), «πεϋγαμπέρ» και «ρασούλ» δε σημαίνουν κυρολεκτικά «προφήτης» ή μάντης», αλλά γενικότερα επιλεγμένο από το θεό ιερό πρόσωπο και έτσι - διαφορετικά από τη χριστιανική ορολογία - περιλαμβάνουν πρόσωπα, όπως ο Νώε, ο Αβραάμ, ο Δαυίδ, ο Σολομών και ο ίδιος ο Ιησούς. 61. Ο Ηλίας, Προφήτης και του Ισλάμ, θα προηγηθεί του Ερχομένου λίγο πριν το Πλήρωμα του Χρόνοι: (Μαλαχίας, Δ, 5 και Κατά Μάρκον, Θ, 12-13). 62. Όπως εσφαλμένα διατείνεται ο συγγραφέας έ.α., σ. 48. 63. έ.α., σ. 49.
* αρχική της οπτική γωνία και η ιστορία εξελίσσεται περισσότερο σε μετάδοση δικών της παιδικών αναμνήσεων που προσπαθούν να αγκαλιάσουν την κατοχή και τον εμφύλιο. Εισβάλλει μια πλειά δα μάλλον ασήμαντων συγγενών της αφηγήτριας που έχουν λίγη ουσιαστική σχέση με την ίδια ή την Κανελίτσα. Η περιγραφή και η δράση των προσώπων αυτών και της επο χής τους παραμένει αχνή και κοι νότοπη. Οι προσωπικές αναμνή σεις είναι αχάριστη πρώτη όλη, όταν δεν αποκτήσει την αυτοτέ λεια λογοτεχνικού μύθου. Διαλύε ται κατά πολύ η Κανελίτσα μέσα σ' ένα παρελθόν που αραδιάζεται χωρίς να ζωντανεύει, ξεπέφτοντας στην ανεκδοτολο γία. Παράλληλα, το ύφος, από το οποίο δε λείπει ευαισθησία και δηκτική παρατηρητικότητα, κα τεβαίνει ώς το επίπεδο τετριμμέ νης ρητορείας μιας οργισμένης νέας, σε βάρος της διατήρησης μιας ισορροπίας στη σχέση και ανάπτυξη χαρακτήρα των δυο γυναικών. Κρίμα γιατί θα θέλαμε να τις γνωρίσουμε καλύτερα.
ΚΡΙΤΩΝ ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗΣ
επιλογη/141 Ισλάμ. Με περισσότερη προσοχή δε θα εξελάμβανε64 ο συγγρα φέας τον κατακλυσμό του Νώε ως... διδακτικό στοιχείο, το οποίο αναγγέλλει «τον κολασμό των απίστων». εν είναι το Κοράνι και η εμμονή στα «κλασικά αραβικά» στα οποία έχει γραφτεί, η αιτία της τομής και διαφοροποίησης ανάμεσα στα γραπτά και προφορικά, στις διαλέκτους και την... «επιστημονική»”5. Το πρόβλημα αυτό σχετίζεται με την πρωτοϊσλαμική παράταξη των Σουουμπίγιε66, οι οποίοι δεν εκφράζουν ποσώς κάποιον «πατριωτισμό ή εθνικισμό πριν την εμφάνισή του». Το όλο θέμα σχετίζεται με ό,τι έχει προαναφερθεί αναφορι κά με τους Ομηρίτες κατοίκους της αρχαίας Υεμένης. Η καθορι στική για σήμερα ακόμη και για την εξωτερική πολιτική μιας χω ράς κατάσταση περιγράφεται πολύ απλά: δεν υπάρχουν Άραβες. Όλοι οι πληθυσμοί των θεωρουμένων «αραβικών» χωρών δεν εί ναι αραβικοί αλλά αραβόφωνοι. Αυτοί οι πληθυσμοί ήταν Αραμαίοι (ΝΔ Περσία, ΝΑ Τουρκία, Ιράκ, Συρία, Ιορδανία, Λίβα νος, Ισραήλ), Ομηρίτες (Βόρεια και Νότια Υεμένη, Ομάν), Κόπτες Αιγύπτιοι (Αίγυπτος, Λιβύη, βόρειο Σουδάν), Βέρβεροι (Τυ νησία, Αλγερία, Μαρόκο, Μαυριτανία) ή λοιποί Αφρικανοί (Νό τιο Σουδάν, Σομαλία κ.λπ.). Ήταν δηλαδή φυλετικά και γλωσσι κά συγγενείς (ιδιαίτερα οι Αραμαίοι) των Αράβων του κέντρου της χερσονήσου. Οι πληθυσμοί αυτοί βαθμιαία εξαραβίσθηκαν, σιγά-σιγά μέσα στην πάροδο των αιώνων και κύρια για οικονομι κούς συμφεροντολογικούς λόγους, ήσαν εκ των πραγμάτων αναγκασμένοι να χρησιμοποιούν την επίσημη γλώσσα της χώρας τους. Βέβαια ακόμη και σήμερα υπάρχουν μεγάλες μη αραβόγλωσσες μειοψηφίες στις χώρες αυτές, οι οποίες συχνά φθάνουν στο ήμισυ του πληθυσμού (όπως οι Βέρβεροι στο σύνολο του Μαγρέμπ: Τυνησία, Αλγερία, Μαρόκο και Μαυριτανία και οι αφρικανοί στο Σουδάν). Όπως το πρόβλημα έγκειται στο ότι όλοι οι πληθυσμοί αυτοί εξαραβίσθηκαν μόνο γλωσσικά και όχι φυλετικά, καθόσον οι ολιγάριθμοι Άραβες, οι οποίοι βγήκαν από το κέντρο της χερσονήσου για να καταλάβουν σύντομα το χώρο ανάμεσα στο Γιβραλτάρ και την Κίνα, χάθηκαν μέσα στα πολυάριθμα και ποι κίλα φυλετικά στρώματα αυτών των χωρών. Καθώς ολόκληρος ο αραβικός πληθυσμός της χερσονήσου δεν ισοδυναμούσε με αυτόν μιας μόνης μεγάλης πόλης της εποχής, όπως η Αντιόχεια ή η Αλε ξάνδρεια. Ακόμη και τον προηγούμενο αιώνα οι αντιστοιχίες των αραβόφωνων αυτών των χωρών ήταν, μικρότερες, διότι καμία κε ντρική διοίκηση δεν είχε - για λόγους παραμονής στην εξουσία εξαγγείλει μια παναραβική πολιτική, η οποία άλλωστε εισήλθε στο χώρο ως συνεπαγόμενο του εθνικισμού, μιας εντελώς ξένης και άσχετης με το Ισλάμ θεωρίας.
Λ
α είχε προσιδιάζον ενδιαφέρον να αναπτυχθούν εκτενέστερα οι λόγοι της τόσο εύκολης απόσπασης των ανατολικών ρω μαϊκών επαρχιών και της κατάρρευσης της σασανιδικής Περσίας. Η μεγάλη δυσαρέσκεια κατά της κεντρικής εξουσίας της Κων-
Θ
64. ε.α., σ.49 65. έ.α., σ. 51. 66. Σουουμπίγιε (έ.α., σ. 56) δεν είναι απλά κάποιοι πιστοί μουσουλμάνοι μη αραβι κής καταγωγής, αλλά ολόκληρο κίνημα όχι της περιόδου του Προφήτη αλλά με ταγενέστερο των αραβικών κατακτήσεων, το οποίο ωστόσο διάρκεσε για τους πρώτους ισλαμικούς αιώνες διακηρύσσοντας ότι οι μη αραβικής καταγωγής μου σουλμάνοι, καθώς ήσαν πολύ ανώτερης παιδείας και πολιτισμικού επιπέδου, ήσαν πιο ικανοί να κατανοήσουν τον εσωτερισμό του Ισλάμ, ενώ οι άραβες βεδουίνοι παρά την προσχώρησή τους - επιφανειακή και ανούσια - στο Ισλάμ πα ρέμεναν απαίδευτοι, ακαλλιέργητοι και αμόρφωτοι.
ΕΚΤΩΡ ΜΠΙΑΝΚΙΟΤΙ
Δ ίχω ς τ ό έλεος του Χ ρίστου
’Έγραψαν γιά τό βιβλίο
... Ένα αληθινά μεγάλο μυθι στόρημα. Le Point
Ένας γάλλος συγγραφέας, πού έρχεται από τόπους άλλους, φέρ νοντας ένα λαμπρό καί συνάμα οδυνηρό πλούτο: τό ταλέντο. L ’Express
"Οπως ό Πολωνός Κόνραντ καί ό Ρώσος Ναμπόκωφ συγκατα λέγονται μεταξύ των μεγαλυτέρων συγγραφέων της αγγλικής γλώσσας, έτσι καί ό Ίταλοαργεντίνος Μπιανκιοτί θεωρείται' άπό τούς μεγαλύτερους συγγρα φείς της γαλλικής γλώσσας. Στον Έκτορα Μπιακιοτί ανα καλύπτουμε έναν απόγονο του Προύστ._____________ ΕΚΔΟ ΣΕΙΣ ΝΕΦΕΛΗ Μαυρομιχάλη 9, ΑΘΗΝΑ
142/επιλογη σταντινούπολης, ήταν τόσο έντονη ανάμεσα στους ανατολικούς πληθυσμούς, ώστε πολλοί ερμηνεύουν τη θρησκευτική διαφορο ποίησή τους - μέσω όλων των ρευμάτων, τα οποία απελπισμένα η Κωνσταντινούπολη αποκάλεσε ως αιρετικά - ως μέσον εθνικής και λαϊκής αντιπαράθεσης. Όμως δεν ήταν ούτε η βαριά φορολο γία, ούτε οι στρατιωτικές υποχρεώσεις, ούτε οι συχνές καταστρο φές από τους περσορωμαϊκούς πολέμους (ιδιαίτερα αυτούς του 6ου αι.) το κεντρικό σημείο των ακανθωδών σχέσεων. Ανάμεσα στους ανατολικούς πληθυσμούς και τον ελληνόφωνο κόσμο και (από το 610) δημόσια διοίκηση υπήρχε ένα βαθύ πολιτισμικό χά σμα, το οποίο προξένησε και τις ενδοχριστιανικές έριδες: ουσια στικά ένας διαφορετικός τρόπος νόησης και μεθοδολογία σκέψης, αυθεντικά ανατολικής, χαρακτήριζαν τους χριστιανικούς αραμαϊκούς, συριακούς, περσικούς, αρμένικούς και κοπτικούς πληθυ σμούς παρά το γεγονός ότι ο επίσημος χριστιανισμός της Ρώμης και της Νέας Ρώμης ήταν αποκλειστικά δυτικός ορθολογιστικός (αριστοτελοπλατωνικός). Εντέλει, εκπρόκειτο καθαρά περί άλλων χριστιανισμών στην Ανατολή, οι οποίοι ήσαν όμως εξαιρετικά κοντινοί στο επίσης ανατολικής μεθοδολογίας νόησης Ισλάμ. Το πράγμα φάνηκε μέσα σε λίγα χρόνια. Από την άλλη πλευρά η σαρωτική εξαφάνιση της Περσίας κατέδειξε τα εγγενή αδιέξοδα των τεράστιων θρησκευτικών προβλημά των της χώρας και την απελπιστική έλλειψη γερών θεμελίων εξου σίας. Όμως θα ήταν χρήσιμο να παρουσιαστεί η πραγματική όψη της περσικής αντίστασης: η προσχώρηση στο σιιτικό Ισλάμ ως μέ θοδος αντιπολίτευσης στην αραβική διοίκηση της Δαμασκού και μεταγενέστερα της Βαγδάτης. Πέραν από τις «μεμονωμένες αντι δράσεις»67 των Περσών στο οροπέδιο, πολλοί ονειροπόλοι εθνικιστές της εποχής συγκεντρώθηκαν στο Γκιλάν, περιοχή ανάμεσα στην οροσειρά Ελμπούζ και την Κασπία Θάλασσα και εκεί εξυφάνθηκε για να παρουσιαστεί μεταγενέστερα από τον Παραδεισένιο (περσ. Φερντοουσί) μέσα στο Σαχναμέ η σύνθεση του εθνικού περσικού παρελθόντος με το σιιτικό ισλαμικό παρόν. Εξίσου αναγκαία υπόμνηση είναι ο συσχετισμός της επικράτη σης ορισμένων σιιτικών παρακλαδιών στο Λίβανο και τις συριακές ακτές (είτε σαν καθαυτό Σιίτες, είτε σαν Αλαουίτες) με την πρότερη σ’ αυτά τα σημεία διαδεδομένη λατρεία του Άδωνη, της οποίας πολλά χαρακτηριστικά επιβιώνουν στις περί Αλί δοξασίες των εντοπίων. οπτική και η όλη προσέγγιση του ρόλου του Μωαβιά (Μοαουΐγιε)68 είναι λαθεμένη. Ο Μουαουίγιε υπήρξε ένας κατ’ όνομα μουσουλμάνος διεφθαρμένος στρατιωτικός, ο οποίος εζήλεψε τα κλέη των ρωμαίων και περσών αυτοκρατόρων αυτοανακηρυχθείς «Χοσρόης των Αράβων». Αυτό το σημείο μπορεί άνετα να χρησιμοποιηθεί ως παράδειγμα για το πόσο κακός οδηγός μπορεί να είναι η δυτική βιβλιογραφία. Παρακολουθώντας τους καλύτε ρους δυτικούς ισλαμολόγους έχει κάποιος την εντύπωση ότι εδρά ζουν κάθε έρευνα και προσέγγισή τους πάνω στα τετελεσμένα εκλαμβάνοντάς τα πάντοτε ως de jure καταστάσεις και δικαιωμέ νες περιστάσεις. Αυτό αποτελεί έναν εντελώς εξωτερικό τρόπο προσέγγισης και καμιά βαθιά κατανόηση δεν είναι δυνατό να προκύψει από κάτι τέτοιο. Πέραν τούτου αλλοιώνεται στα μάτια του αναγνώστη η ίδια η ιστορία και η συγκεκριμένη ιστορική στιγ μή, εφόσον η συγκεκριμένη κατάσταση δεν είχε τόσο τότε, όσο και
Η
67. έ.α., 61. 68. έ.α., . 64-67.
επιλογη/143 στη συνέχεια, έκληφθεί ως δικαιωμένη και αποδεκτή. Έτσι, με τις εκφράσεις «δραματικός θάνατος του Ουθμάν», ή «τιμωρία των υπαιτίων του μαρτυρικού θανάτου», ή «οι Ουμάγια είχαν θεωρή σει το θάνατο του Ουθμάν ως σχέδιο υφαρπαγής της πολιτικής εξουσίας απ’ αυτούς» είναι εκτός τόπου και χρόνου ακριβώς επει δή οι Ουμάγια δεν δικαιούντο καμιάς πολιτικής εξουσίας και επειδή οι τότε μουσουλμάνοι θεωρούσαν την πολιτική εξουσία των Ουμάγια ως παράνομη απόπειρα αλλοίωσης του Ισλάμ. Όταν πά λι γίνεται αναφορά στη μάχη του Σιφίν το 657 και στο τέχνασμα του σεληνιακού Μοαουίγιε να κρεμάσει φύλλα Κορανίου στις λόγ χες των ήδη ηττημένων στρατιωτών του, πρέπει να γίνει η σωστή ερμηνεία του φαινομενικά περίεργου γεγονότος (ότι αν στη συνέ χεια επετίθετο ο Αλί, είτε νικούσε είτε όχι, θα έχανε τα ισλαμικά πειστήριά του, καθώς θα είχε στραφεί ενάντια στο Κοράνι, και ότι - στην πραγματικότητα - ούτε καν υπήρχε μία πιθανότητα ένας αυθεντικά πιστός, όπως ο Αλί, να επιτεθεί κατά στρατιωτών προτεινόντων, έστω εικονικά και ψευδεπίγραφα, φύλλα Κορανί υ) και όχι μίά υστερόχρονη δυτική κριτική (δε διείδε την παγίδα). Εξαιρετικά αξιόλογη είναι ωστόσο η περιγραφή της αντιπαλό τητας Μεσοποταμίας - Συρίας, ή Δαμασκού-Βαγδάτης (αρχικά της μεγάλης ισλαμικής πόλης Κούφα), ή Ομεϋαδών - Αβασιδών, ή (σε σύγχρονη ορολογία Συρίας - Ιράκ). Θα έπρεπε να τονισθεί όμως ότι η αντιπαλότητα αυτή δεν προϋπήρχε καθόλου κατά την μεσανατολική αρχαιότητα, όταν η «Συρία»®5 ήταν μία απλή ασσυριακή περιφέρεια™. Η αναφορά στη «μεταφορά» του πολιτικού - διοικητικού κέ ντρου από τη Χετζάζη (Μέκκα - Μεδίνα) στη Δαμασκό, έτσι όπως αντιισλαμικά επιχειρήθηκε από τον Μοαουίγιε, χρειαζόταν βαθύ τερη ανάλυση: δεν «εγκατέλειψε» ο αντιισλαμικός χαλίφης τις δύο ιερές πόλεις «στο θρησκευτικό τους ρόλο», διότι απλούστατα οι πόλεις με θρησκευτικό ρόλο στο Ισλάμ έχουν αδιαχώριστα για την κάθε περίπτωση και πολιτικό ρόλο! Ο Μοαουίγιε όμως εγνώριζε ότι δε θα μπορούσε επ’ ουδενί να επιδοθεί στον αυτοκρατορικό αντιισλαμικό ρόλο του μέσα στο βαθύτατα ισλαμικό (σιιτικό) πε ριβάλλον της Μεδίνας ή της Μέκκας, όπου θα είχε ένα οικτρό τέ λος, σύμφωνα με την ευχή της πλειοψηφίας των μουσουλμάνων. Η ίδια η υφή του ισλαμικού παγκόσμιου πολιτικού - θρησκευτικού ρόλου της Μεδίνας ενοχλούσε τον Μοαουίγιε και εμπόδιζε τα στε νά εθνικά61 όρια των αντιισλαμικών στόχων του. διάζουσα σημασία έχει αυτό το ιστορικό πλαίσιο και για τους σημερινούς μουσουλμάνους και τα ισλαμικά κινήματα, των οποίων η ιδεολογία, ο προβληματισμός, οι στόχοι και οι επιδιώ ξεις είναι στην Ελλάδα είτε άγνωστοι, είτε λόγω παραπληροφόρη σης παρεξηγημένοι. Έχει μεγάλη σημασία να καταλάβουμε ότι για το σημερινό μουσουλμάνο με τον Μοαουίγιε άρχισε μια εντελώς καταδικασμένη, άθλια όσο και καταστροφική, περίοδος δήθεν ισλαμικών δυναστειών και εξουσιών, οι οποίες φθάνουν μέχρι σήμε ρα και τις οποίες καλείται ο ίδιος ο μέσος μουσουλμάνος από την πίστη του να ανατρέψει. Όσο για το «αραβοϊσλαμικό» κράτος6970172 του Μοαουίγιε, αυτό εί ναι εντελώς αχαρακτήριστο, εφόσον - όπως προαναφέραμε - στα πλαίσια του αρχαίου κράτους των Ομεϋαδών οι Άραβες ήταν κα-
Ι
69. Ονομασμένη Αράμ-Ναχραίμ από τους κατοικούντες το χώρο Αραμαίους. 70. Άλλωστε το ίδιο το όνομα πιστοποιεί αυτό, καθώς προέρχεται κατ’ αποκοπή από το «Ασσυρία», όπως σωστά ετυμολόγησε ήδη ο Ηρόδοτος. 71. Ό πως χρησιμοποιείται ο όρος στην Παλαιό Διαθήκη και στα Ευαγγέλια. 72. έ.α., σ. 67.
Αιγόκερω ς/Τέχνη ΑΝΤΟΝΕΝ ΑΡΤΩ
• Β αν Γ κ ογκ ΔΗΜΟΣ ΘΕΟΣ
• Ε ικ όνες • Το ιερό και το αισθητικ ό ΠΟΛΥ ΚΑΣΔΑ
• Το σ υ νειδ η τ ό μάτι Φ.Τ. ΜΑΡΙΝΕΤΤΙ
• Μ α νιφ έσ τα το υ Φ ουτ ου ρ ισ μ ού ΑΝΤΡΕ ΜΠΡΕΤΟΝ
• Π ά μ π λ ο Π ικάσσο κ αι Μαξ Ε ρνστ ΣΑΛΒΑΝΤΟΡ NT ΑΛΙ
• Π αρα νοϊκ οκ ριτικ ή ΦΑΙΔΩΝ ΠΑΤΡΙΚΑΛΑΚΙΣ
• Ιστορία της σ κ η νο γ ρ α φ ία ς • Το ρ εα λισ τικ ό το ερ ω τικ ό και το υ π ερ β α τ ικ ό στη ζω γ ρ α φ ικ ή ΤΡΙΣΤΑΝ ΤΖΑΡΛ
• Μ α νιφ έσ τα του Ν τα ντα ϊσμ ο ύ ΑΦΙΕΡΩΜΑ
* Τα κ όμ ικ ς
144/επιλογη τά πολύ μικρότερη μειοψηφία και από τους μουσουλμάνους. Πα ρά μόνον αν αυτός ο όρος σημαίνει την ταυτόχρονη ύπαρξη του Ισλάμ (των πιστών και του κλήρου) με την εθνική εξουσία (αυλή, διοίκηση και στρατός) του Μοαουίγιε στο κράτος αυτό. Στις αναφορές στον Δωδέκατο Ιμάμη73 επισημαίνουμε την αντί φαση με όσα αποδίδονται στον Ιησού'4, διότι τελικά δεν υπάρ χουν δύο Μεσσίες σε καμιά θρησκεία! Άλλωστε ο Δωδέκατος Ιμάμης δεν εξαφανίσθηκε το 874 αλλά το 941. Αν και προαναφερθήκαμε στο θέμα, χρειάζεται εδώ να τονίσουμε το άκυρο της πρό τασης «ο θάνατος δεν έχει επιρροή επί του Ιμάμη», διότι στη Βα γδάτη (Καζιμίγιε), τη Σαμάρρα, την Κερμπαλά, το Νατζάφ και τη Μασάντ υπάρχουν τα τεμένη με τους τάφους των ένδεκα πρώτων Ιμάμηδων και συνεπώς δεν είναι «γι’ αυτό» που «και ο δωδέκατος Ιμάμης... απεκρύβη»! Ό πω ς προαναφέραμε και για τους σουννίτες υπάρχει Αποκάλυψη, Πλήρωμα του Χρόνου και Μεσαίας και αντίθετα με όσα διατείνεται ο συγγραφέας , υπάρχει και πολιτική διάσταση των θεμάτων αυτών στις σουννιτικές αντιλήψεις.
Σ
ωστά δίνονται ωστόσο οι λόγοι της άμεσης διάδοσης του Ισ λάμ στις ανατολικές επαρχίες του Βυζαντίου76, θέμα στο οποίο ήδη αναφερθήκαμε, αλλά η Περσική «αυτοκρατορία των Σασανιδών» δεν αντιμετώπιζε τα ίδια κοινωνικά προβλήματα με την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία! Επίσης σωστά δίνονται οι κοινωνικές τάξεις του πρώιμου κράτους των Ομεϊαδών77, οι αραβορωμαϊκές αντιπαραθέσεις78, ο ρόλος των παλαιών ρωμαϊ κών διοικητικών αρχών στο μουσουλμανικό κράτος79, το θέμα της γαιοκτησίας80, η οργάνωση της κοινωνίας81, θέματα ασφαλώς ση μαντικά αλλά όχι πρωτεύοντα και καθοριστικά για τους ίδιους τους μουσουλμάνους. Αρκετά καλά παρουσιάζεται η δυναστεία των Αβασιδών82 και η μεγάλη άνοδος των γραμμάτων και των τεχνών στη Βαγδάτη, όπως και η σιιτική αντιπαράθεση και τα κοινωνικά προβλήματα της χώρας. Υπάρχουν σημαντικές ωστόσο ελλείψεις, διότι καίριες πλευρές δε φωτίζονται καθόλου. Αν η Βαγδάτη ήταν φιλοσοφικόπνευματικό κέντρο του κόσμου και οι τότε φιλόσοφοι και λόγιοι σιίτες, πώς όλα αυτά συνέβησαν επί της σουννιτικής εξουσίας των Αβασιδών; Ολόκληρο το θέμα της Ουικάλα, ενός υπογείου δι κτύου Γνώσης και πληροφοριών, αποτελεί τόσο στοιχείο της Ιστο ρίας, όσο και της ίδιας της Εκπαίδευσης και Παιδείας των μετα γενέστερων μουσουλμάνων. Στην επιφάνεια της Βαγδάτης οι Φι λόσοφοι συζητούσαν με τους ηγεμόνες, στην υπόγεια όμως πραγ ματικότητα προετοίμαζαν το τέλος της κοσμικής εξουσίας και ιδεολογίας τους. Ό πω ς προαναφέραμε, η αποσπασματική αναφορά των Οθωμα νών στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου τού στερεί κάθε τοπική και χρονική κάλυψη του τίτλου του. Ωστόσο η ίδια η περίοδος των Σταυροφοριών προσφέρεται ιδιαίτερα για να ανεύρουμε τις ρίζες της αντιδυτικής πολιτικής ιδεολογίας του σύγχρονου Ισ λάμ... Το τελικό συμπέρασμα είναι μάλλον ευνόητο μετά την προηγού μενη ανάλυση: η περιγραφή των κοινωνικών και οικονομικών κα ταστάσεων των μουσουλμανικών χωρών είναι κάτι το εύκολο για τη δυτική προσέγγιση, η οποία όμως προσκόπτει δραματικά σε 73. 74. 75. 76. 77.
έ.α έ. έ.α έ. έ.
73-74. 76-77. 80-84.
78. 79. 80. 81. 82.
έ.α έ.α ε.α έ.α έ.α
85-89. 96-98 99-109. 119-146.
επιλογη/145 κάθε ιδεολογικό - φιλοσοφικό θέμα του Ισλάμ. Τα αίτια της ακα τανοησίας δεν είναι τόσο επιφανειακά όσο η 14αίωνη διαμάχη Ισ λάμ - Χριστιανισμού, ή η σημερινή πολιτική αντιπαράθεση. Τα βαθύτερα αίτια βρίσκονται στο ίδιο το σύστημα εκπαίδευσης του δυτικού κόσμου, το οποίο καθοριστικά προϊδεάζει και προσχηματίζει τρόπους αντίληψης και προσέγγισης του Ισλάμ, τους οποίους - φαίνεται - κορυφαίοι δυτικοί επιστήμονες δεν κατορθώνουν να υπερκεράσουν, ή να ανατρέψουν. Στα «καθ’ ημάς» η κατάσταση είναι πολύ χειρότερη, ήδη λόγω του γενικώς χαμηλού επιπέδου έρευνας, επιστήμης και πανεπιστημιακών σπουδών, αλλά επίσης διότι η ελληνική παιδεία πάσχει από τη γενικότερη επίδραση της ορθόδοξης εκκλησίας (πράγμα το οποίο απουσιάζει από την ορ θολογιστική επιστημονική παιδεία των δυτικών ευρωπαϊκών χω ρών). Κυριότερο όμως αίτιο παραμένει η διαφορετική μεθοδολο γία νόησης και ο εντελώς άλλος τρόπος σκέπτεσθαι ο οποίος, ασσυριακός - βιβλικός στην καταγωγή του, διασώζεται μέσα στο Ισ λάμ αλλά έχει εντελώς απεμποληθεί στην αριστοτελική - καρτεσια νή Δύση και τη μαρξιστική Ανατολή. ΚΟΣΜΑΣ ΜΕΓΑΛΟΜΜΑΤΗΣ
τα βήματα του χρόνου και η χρονική τους διάρκεια
ID
Δ ΗΜ Η ΤΡΗ ΔΑΣΚΑΛΟΠΟΥΛΟ Υ: Τα βήματα του χρόνου. Σημειώσεις Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Αθήνα, Δ ι ά τ τ ω ν , 1987. Σελ. 196.
ν πέσει στα χέρια μας ένα βιβλίο, στο οποίο αναδημοσιεύο νται άρθρα από παλαιότερες εφημερίδες και περιοδικά, λόγω της κάποιας χρονικής απόστασης που μεσολάβησε από την πρώτη δημοσίευση μέχρι τη συλλογική παρουσίασή τους σε τόμο είναι πιθανόν να υποθέσουμε ότι η ύλη του βιβλίου αυτού είναι ξεπερασμένη σε σχέση με άλλα βιβλία που έχουν πιο πρόσφατο περιεχόμενο. Το αναπόφευκτο όμως αυτό μειονέκτημα μπορεί να αντιμετωπισθεί με διαφόρους τρόπους, και κυρίως με τη σωστή επιλογή των αναδημοσιευμένων κειμένων. Αυτή πρέπει να γίνεται προσεκτικά από τον συγγραφέα με γνώμονα το εκδηλωθέν στο με ταξύ ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού για θέματα που τυχόν εμπεριέχονται στην εργογραφία του. Εξάλλου είναι πολύ βασικό το να μπορέσει να δει ο ίδιος αντι κειμενικά κατά πόσον το άλφα ή το βήτα άρθρο του άντεξε στην πάροδο του χρόνου και αν ώθησε παράλληλα και άλλους ερευνη τές, κατά το μεσολαβήσαν διάστημα, σε συναφείς αναζητήσεις. Αν μάλιστα τα επιλεχθέντα για αναδημοσίευση άρθρα έχουν θεματική συγγένεια μεταξύ τους, τότε ο αναγνώστης θα έχει την ευκαιρία να εμβαθύνει περισσότερο στο εξεταζόμενο θέμα και να κατανοή σει πληρέστερα τους σχετικούς προβληματισμούς του συγγραφέα και τις προτεινόμενες θέσεις του.
Α
την κατηγορία των επιτυχημένων αναδημοσιεύσεων συγκατα λέγονται και Τα βήματα του χρόνου του Δημήτρη Δασκαλόπουλου. Πρωτοκυκλοφόρησαν σαν άρθρα στην εφ. «Το Βήμα»
Σ
146/επιλογη (1984-85) ή σε λογοτεχνικά περιοδικά (1980-85). Με βάση το είδος του εντύπου που τα πρωτοφιλοξένησε, χωρίστηκαν σε δύο ομάδες καταλαμβάνουσες αντίστοιχα τα δύο μέρη του βιβλίου. Το πρώτο μέρος (σσ. 13-18) χαρακτηρίζεται από ποικιλία θεμά των όχι μόνο λογοτεχνικών, αλλά και ευρύτερου θεματολογίου, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του αναγνωστικού κοινού του ημερή σιου τύπου. Ακολουθώντας Τα βήματα συναντούμε ξενιτεμένους στην Ισπανία Έλληνες καλλιτέχνες (Δημ. Παπαγεωργίου, Δημ. Περδικίδη), τους μεγάλους αλεξανδρινούς μας (Κ. Καβάφη, Τ. Μαλάνο, Ευγ. Μιχαηλίδη), ιστορικές μορφές των γραμμάτων μας (Αλ. Παπαδιαμάντη, Γ. Σεφέρη, Θ. Βαλτινό, Τ. Άγρα, Θ. Στεφανίδη, Στρ. Τσίρκα, Ν. Καχτίτση, Ι.Μ. Παπαγιωτόπουλο, Γ. Κατσίμπαλη, Μ. Περάνθη, Κ.Θ. Δημαρά). Η πολυπρισματική ματιά του Δασκαλόπουλου εξετάζει τον κα θένα τους διαφορετικά: άλλοτε προβληματίζει με εκδοτικά ζητή ματα του έργου τους, άλλοτε καταπιάνεται με κριτικά και ιστορι κά θέματα γύρω από τη ζωή και την πνευματική παραγωγή τους, άλλοτε πάλι αναφέρει προσωπικές του αναμνήσεις από τα πρόσω πα αυτά. Δεν λείπουν επίσης και άρθρα γύρω από τον τύπο, τα λογοτεχνικά περιοδικά, τις εκδόσεις λογοτεχνικών κειμένων στη χώρα μας και στο εξωτερικό, κ.ά. Τέλος, τις σελίδες 91-97 κατα λαμβάνουν τα «Υστερόγραφα 1987», αναφερόμενα σε 10 από τα 21 κείμενα του πρώτου μέρους. το δεύτερο μέρος (σσ. 99-184) αναδημοσιεύονται 5 άρθρα που εκτός από την κοινή εκδοτική τους προϊστορία («που πρωτοΣ φάνηκαν σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά»), «έχουν ως κοινή πηγή βιβλιογραφικές αναζητήσεις και εκφράζουν ανάλογους προ βληματισμούς». Ο Γ. Κατσίμπαλης, ο Ν. Λαπαθιώτης και ο Κ. Καρυωτάκης απασχολούν τον Δασκαλόπουλο, όπως εξάλλου και διάφορα άλλα «Βιβλιογραφικά της νεώτερης λογοτεχνίας μας» θέ ματα. Ιδιαίτερα προσελκύεται το ενδιαφέρον μας από το άρθρο του για τη «Στήλη Αλληλογραφίας των λογοτεχνικών περιοδι κών», όπου εκτός από τη θεωρητική αντιμετώπιση του προβλήμα τος παρατίθετάι και εκτενές «Δείγμα από τη Στήλη Αλληλογρα φίας». Ο τόμος ολοκληρώνεται με το «Ευρετήριο Προσώπων» (σσ. 185-192) που κάνει πιο εύχρηστο το έργο. Η εύστοχη επιλογή των κειμένων καθιστά το βιβλίο επίκαιρο, και τοσούτον μάλλον, καθόσον πολλές σημαντικές προτάσειςπροτροπές προς τους αρμοδίους, οι οποίες εμπεριέχονται σε αυτά, δεν εισακούσθηκαν κατά την πρώτη τους παρουσίαση. Ίσως η συγκεντρωτική τώρα επανεμφάνισή τους να καταστήσει πιο γόνι μα τα μηνύματά τους προς την πλευρά και των αναγνωστών και των ιθυνόντων. ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ Γ. ΖΩΡΑΣ Επανορθώσεις α) Στο τεύχος 185 («Λογοτεχνία και μουσική») ο δαίμων του τη λεφώνου (!) αλλοίωσε το νόημα στη συνέντευξη του Γ. Σισιλιάνου. Έτσι, στη σελ. 57, φεύγει εντελώς η φράση που αρχίζει με τις λέξεις «Αν όμως η Μουσι κή...» και τελειώνει με τις «...αυτή τούτη τη μορφή της». Στη θέση της μπαίνει η τελευ
ταία φράση της συνέντευξης, (σελ. 57, δεύτερη στήλη). Η συ νέντευξη τελειώνει με τις λέξεις της αμέσως προηγούμενης γραμμής «...αποτελεί και καθο ριστικό στοιχείο του πρωτότυβ) Στο ίδιο τεύχος, στη σελ. 14, στο κείμενο για το θάνατο της Νανάς Καλλιανέση αναφέρεται από παραδρομή το όνομα της Νανάς Ησαΐα. Ευτυχώς, η καλή ποιήτρια ζει.
επιλογη/147
προσέγγιση της πραγματικότητας μέσα από τα νεανικά έντυπα rT > Κ ί LLk
ΚΩΣΤΑ Γ. Τ Σ ΙΚ Ν Α Κ ΙI Ελληνικός Νεανικός Τύπος (1915-1936), Καταγραφή. Ιστορι κό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας. Αθήνα, Γ ε κή Γ ρ α μ μ α τ ε ί α Ν έ α ς Γ ε ν ι ά ς , 1987. Σελ. 800.
ο Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας στους στόχους τού ερευνητικού του προγράμματος περιλαμβάνει έρευνες που «αποβλέπουν στη συγκρότηση σωμάτων τεκμηρίων από έντυπα προερχόμενα από τη Νεολαία ή απευθυνόμενα σ’ αυτή από κά ποιο δημόσιο φορέα»1. Στην κατηγορία αυτή υπάγεται και η καταγραφή του Ελληνικού Νεανικού Τύπου της περιόδου 1915-1936, που επιχείρησε ο Κ. Τσικνάκης. Μέχρι σήμερα το νεανικό έντυπο δεν αποτέλεσε αντικείμενο κα ταγραφής και μελέτης. Ορισμένα άρθρα και παραρτήματα βιβλίων αποτελούν τις μοναδικές καταγραφές. Συστηματική προσέγγιση του νεανικού εντύπου επιχειρείται από το ιστορικό αρχείο ελληνικής νεολαίας. Μαζί με τις εισηγή σεις που παρουσιάστηκαν στο Διεθνές Συμπόσιο με θέμα την «Ιστορικότητα της παιδικής ηλικίας και της νεότητας»2, η κατα γραφή που παρουσιάζει ο Κ. Τσικνάκης αποτελούν τα πρώτα δείγματα αυτής της προσέγγισης. Η επιμονή στην καταγραφή και μελέτη του νεανικού εντύπου δεν προκύπτει από κάποια νοσταλγική περιδιάβαση, αλλά από την αναγκαιότητα κατανόησης μιας πραγματικότητας κάθε επο χής, αφού μέσα σ’ αυτά, στον ένα ή τον άλλο βαθμό αποτυπώνεται το κλίμα της εποχής, οι αντιλήψεις και τα γεγονότα που δεν έχουν αλλού καταγραφεί. Πολλά από τα έντυπα αυτά αποδεικνύονται μοναδικοί - μερικές φορές - αποθησαυριστές γεγονότων και χρο νογράφοι.
Τ
πως επισημαίνεται και στο εισαγωγικό σημείωμα του βιβλίου «για την παρουσίαση και κατανόηση της πολιτισμικής μας ζωής, απαιτείται η ύπαρξη καταλλήλων εργαλείων μελέτης και έρευνας»3. Είναι γεγονός ότι δεν έχει αξιοποιηθεί ή έχει παραμεριστεί από την ιστορική έρευνα ένα υλικό «περιθωριακό και γι’ αυτό ενδια φέρον», όπως είναι το νεανικό έντυπο. Και αυτό είτε γιατί δεν υπήρξε ποτέ γνωστό σ’ όλη του την έκταση και συστηματοποιημέ νο, είτε γιατί δεν είχε εκτιμηθεί, είτε γιατί δεν ανταποκρίνονταν στις προδιαγραφές περί ιστορικής έρευνας. Μέσα από τον νεανικό τύπο «προβάλλεται η εικόνα της νέας γενιάς και οι όποιες προτάσεις διατυπώνει για τα προβλήματα της εποχής της (...). Η κυριαρχία των μαθητικών και λογοτεχνικών
Ο
1. Επιτροπή Ιστορικοί) Αρχείου Ελληνικής Νεολαίας του Υφυπουργείου Νέας Γε νιάς και Αθλητισμού, «Στόχοι του ερευνητικού προγράμματος», Αθήνα 1984, σ. 5. 2. Πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου, «Ιστορικότητα της Παιδικής Ηλικίας και της Νεότητας», Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας. Γενική Γραμματεία Νέας Γε νιάς, Αθήνα 1986, τομ. Β', σσ. 545-573. 3. Ό σα αποσπάσματα παρατίθενται χωρίς παραπεμπτική ένδειξη είναι από το εισα γωγικό σημείωμα του Κ. Τσικνάκη.
148/επιλογη εντύπων στην παραπάνω καταμέτρηση, επιβεβαιώνει με τον καλύ τερο τρόπο την προσπάθεια των νέων της εποχής να αρθρώσουν ένα λόγο αδύνατο μα συγκεκριμένο». Σε μια εποχή που ξανατίθονταν τα προβλήματα, πολλαπλασιάζονταν οι απόπειρες ανακα τάταξης των αξιών, επανεξετάζοντας τις παλιές με διάθεση ελε γκτική, ή καταδικάζονταν χωρίς έλεγχο. Οι προσανατολισμοί αυτοί έδειχναν το ωρίμασμα της ελληνικής παιδείας και οδήγησαν στην εδραίωση ενός ισορροπημένου κόσμου, με στοχασμό, έρευνα και αυτοανάλυση. Στον τόμο αυτό «συμπεριλήφθηκαν όλα εκείνα τα έντυπα που απευθύνονται στη νεολαία ή αποτελούν δικές της δημιουργίες. Ει δικότερα στη δεύτερη περίπτωση, θεωρήθηκε απαραίτητη προϋ πόθεση, η επιβεβαίωση της νεανικής πρωτοβουλίας. Ως τέτοια επιλέχτηκε η ρητή αναφορά, στον υπότιτλο ή το προγραμματικό άρθρο, από μέρους της συντακτικής ομάδας του εντύπου, του νεα ρού της ηλικίας της. Έτσι, στη βιβλιογραφία περιλαμβάνονται οι εφημερίδες, τα περιοδικά καθώς και οι κάθε είδους επετηρίδες ή λευκώματα». την καταγραφή παρουσιάζονται 324 νεανικά έντυπα της πε ριόδου 1915-1936. Τα 171 απ’ αυτά περιγράφονται από αυτο ψία, ενώ τα 153 περιγράφονται με βάση τις έμμεσες πληροφορίες. Τα λήμματα αυτής της καταγραφής παρουσιάζονται με τα πα ρακάτω στοιχεία: 1. Τίτλος 2. Υπότιτλος - Μόττο 3. Τόπος έκδο σης - Τυπογραφείο 4. Υπεύθυνοι 5. Διάρκεια 6. Συνδρομή 7. Σχή μα 8. Περιοδικότητα 9. Χαρακτηρισμός 10. Περιεχόμενα 11. Εικο νογράφηση 12. Συνεργάτες 13. Βιβλιογραφία 14. Βιβλιοθήκες. Επίσης επιχειρείται μια ανίχνευση της κυκλοφορίας τους και της διάρκειάς τους καθώς και κατάταξή τους κατά τόπο έκδοσης, στοιχεία σημαντικά για την αποτίμηση της λειτουργίας τους.
Σ
να σημαντικό μέρος του νεανικού εντύπου αποτελεί το μαθη τικό έντυπο με ένα ειδικό βάρος στη λειτουργία του. Από τα έντυπα που παρουσιάζονται σ’ αυτή την καταγραφή τα 70 ανή κουν στην κατηγορία του μαθητικού εντύπου4. Υποστηρίζεται στο εισαγωγικό σημείωμα από τον Κ. Τσικνάκη ότι «πολλαπλασιάζεται αισθητά η έκδοση σχολικών εντύπων από μαθητικές κοινότητες των σχολείων όλης της χώρας. Δεν έχει εξα κριβωθεί ακόμα αν η έκδοση των μαθητικών εντύπων αυτών υπο κινήθηκε από το Υπουργείο Παιδείας, που έχει επιτελέσει ένα ση μαντικό έργο επί Γεωργίου Παπανδρέου ή οφείλονταν σε απλό μιμητισμό και διάθεση αυτοπροβολής». Ακόμη διαπιστώνεται ότι κυρίως την περίοδο 1928-1932 πληθαίνει η έκδοση μαθητικών ε ντύπων από τις Μαθητικές Κοινότητες ή και από σχολικές τάξεις, όπου αποτυπώνονται οι προβληματισμοί των μαθητών. Δεν μπορούμε να θεωρήσουμε την έκδοση σχετικής εγκυκλίου ή οδηγίας ή σύστασης από το Υπουργείο Παιδείας ή τον ανταγωνι σμό και την προβολή, ως επαρκείς λόγους ερμηνείας για την εκδο τική κίνηση στα σχολεία που φαίνεται να καλύπτει όλη τη χώρα.
Ε
ην εκδοτική κίνηση του μαθητικού εντύπου πρέπει να την αναζητήσουμε στις προσπάθειες για εκσυγχρονισμό της διδα σκαλίας και της σχολικής ζωής στην οποία στοχεύει η εκπαιδευτι κή μεταρρύθμιση του 1929. Σύμφωνα με τις απόψεις των εκπρο
Τ
4. Μια απόπειρα καταγραφής και προσέγγισης του μαθητικού εντύπου επιχειρείται από τον υποφαινόμενο που πρόκειται να εκδοθεί από τη Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς.
επιλογη/149 σώπων του Σχολείου Εργασίας η μαθητική εφημερίδα είναι μια από τις δραστηριότητες της σχολικής κοινότητας. Προτείνεται: «κάθε σχολείον και το γυμνάσιον και το δημοτικόν σχολείον πρέ πει να έχη την εφημερίδα του»5. Στα Διδασκαλεία - σχολές που μορφώνονταν οι δάσκαλοι και δασκάλες - συζητείται το θέμα «η τάξη ως κοινότητα ζωής και εργασίας» και προτείνεται η συγκρό τηση ομάδας «που παρακολουθεί τη δημόσια γνώμη της κοινότη τας και εκφράζει με έντυπο όργανο τη ζωή της, τις ανάγκες της και τους πόθους της»6. Η συλλογή και καταγραφή των στοιχείων των νεανικών εντύ πων που επιχειρήθηκε από τον Κ. Τσικνάκη ήταν φαντάζομαι, μια βασανιστική και επίπονη διαδικασία. Πέρα από τις όποιες ελλεί ψεις και κενά που μπορούν να εντοπισθούν κάθε στιγμή πρέπει να τονίσουμε ότι η καταγραφή αυτή καλύπτει, έστω αντιπροσωπευτι κά, όλες τις κατηγορίες του νεανικού εντύπου (Θρησκευτικά, Λο γοτεχνικά, Μαθηματικά, Πολιτικά, Ποικίλης ύλης, Προσκοπικά, Φοιτητικά), σε όλες τις γεωγραφικές περιοχές. Και το κυριότερο η παρουσίασή της έγινε με τρόπο υ π ο δ ε ι γ μ α τ ι κ ό . ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ ΑΝΔΡΕΟΥ 5. Δ.Θ. Αναγνωστόπουλος (καθ. Μαρασλείου Διδασκαλείου), «Η τάξη ως κοινότη τα ζωής και εργασίας», Δελτίο ΟΛΜΕ, έτος Θ', περ. Δ', φυλ. 87 έως 90. 6. Θ. Παρασκευόπουλος (Εκπ. Σύμβουλος), «Η κοινωνική οργάνωσις του σχολείου και η εφημερίς του», Δελτίο ΟΛΜΕ, έτος Ζ ', Περ. Δ', φυλλ. 70 (Απρίλιος 1932), σσ. 355-363 και φυλλ. 71 (Μάιος 1932), σσ. 404-408.
η αποκάλυψη της σιωπής
CQ
ΓΙΩΡΓΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ: Η δύσθυμη αναγέννηση (όγδοο μάθημα για τον λόγο). Αθήνα, Ύ ψ ι λ ο ν , 1987. Σελ. 79.
ο ενδιαφέρον του Γιώργου Χειμωνά στη θεωρία του Λόγου είναι πολλαπλό και πλούσιο. Ξεκίνησε με τη γραφή της δια τριβής, στο Πανεπιστήμιο των Παρισίων το 1966, «Συνείδηση. Λό γος και Αφασία» και συνεχίστηκε με τα έργα: «Έξι Μαθήματα για τον Λόγο» (Ύψιλον, 1984), «οΧρόνος και το Σύμβολο, έβδο μο μάθημα για τον Λόγο» (Ράππα, 1985) και το πρόσφατο «Η Δύ σθυμη Αναγέννηση, όγδοο μάθημα για το Λόγο». Γενικά το έργο είναι αφιερωμένο στον λόγο ως φυσιολογικό, παθολογικό, και λο γοτεχνικό άξονα του ανθρώπου. Η «Δύσθυμη Αναγέννηση» με αιχμές και με συμπυκνωμένες έν νοιες μας ορίζει τον Λογοτεχνικό Λόγο, δίνοντας την έννοια της εξωτερικής στερεοποιημένης εμφάνισης της λέξης και της εσωτερι κής της πολλαπλής ρέουσας σημασίας. Η κατανόηση αυτών των εννοιών και η γνώση της χρήσης των λέξεων κατορθώνει την τέ λεια επικοινωνία. Ο Λόγος και ο άνθρωπος διανύουν την ίδια πορεία και πριν τη μοιραία εξάντλησή τους πρέπει να πραγματο ποιηθούν. Η πρώτη μεγάλη Λογοτεχνία, δηλ. η Ελληνική Τραγω δία έχει ήδη εξαντλήσει το θέμα του «δραματικού ανθρώπου»· η νέα μεγάλη Λογοτεχνία απέμεινε με το ρόλο να καταγράψει το θέμα του «κρίσιμου ανθρώπου», την ιστορία του ήρωα που η πο ρεία του οδηγεί στον Κόσμο (;). Το έργο χωρίζεται σε τρία τμήματα:
Τ
150/επιλογη
Σ
το πρώτο τμήμα, ο συγγραφέας σαν εισαγωγή χρησιμοποιεί την Ελληνική Τραγωδία για να επιδείξει την παράλληλη πο ρεία ανθρώπου-λόγου. Η Ελληνική Τραγωδία επαληθεύει αυτή την πορεία και αυτή τη σχέση βάσει των στοιχείων της. Αυτή αποτελείται από το Θέαμα και την Ακρόαση. Το Θέαμα είναι το Θέμα όλης της Λογοτεχνίας, ενώ η Ακρόαση είναι το Ύφος όλης της Λογοτεχνίας. Το Θέαμα-Θέμα πίσω από τη μάσκα, ανέκφραστο και ακίνητο, επιβεβαιώνει την αδυσώπητη μοίρα του ανθρώπου, επισημαίνει την «επικίνδυνη κατάστασή» του, ενώ η ΑκρόασηΎφος μέσα από το Λόγο βρίσκεται σε μία διαρκή κίνηση όπου περιπολεί την Ακινησία (δηλ. το Θέαμα) και υπονομεύει τα τερά στια έσχατα γεγονότα (δηλ. το Θέμα). Κίνηση και ακινησία δηλώ νουν το έργο, προκαλούν την επικοινωνία μέσα από την ένταση και την έκταση του Λογοτεχνικού Λόγου. Η ολότητα του λόγου θα εναρμονίσει τη γνώση με την ιδέα, θα επικοινωνήσει με τον ανα γνώστη και θα ξεκινήσει την κατάκτηση του Κόσμου που είναι ο απώτερος σκοπός της Λογοτεχνίας.
Σ
το δεύτερο μέρος του έργου, ο Γ.Χ. δίνει τον ορισμό του Λό γου ακριβώς όπως τον όρισαν οι προσωκρατικοί και βάσει αυτού του ορισμού επιδεικνύει την τεχνική της χρήσης του. Πρώτος ορισμός, λόγος ως «ων και μη ων». Ο Λόγος ως ων εκφράξει. Ο Λόγος ως μη ων προκαλεί, σκέπτε ται, παρακινεί. Ο λόγος ως ων πρέπει να λάμπει, σαν φως να φωτίζει. Πρέπει να κατονομάζει, να δίνει νόημα, να διαγράφει το «ικανό σύμβολο» με όλη την αυστηρότητα της έννοιας της λέξης, να «ονοματοποιεί» χωρίς να ενδιαφέρεται για την ωραιοποίηση του κειμένου αλλά να ενδιαφέρεται μόνο για την ακρίβεια της έν νοιας. Έναν ορισμό που κατ’ εξοχήν εφαρμόζει ο Γιώργος Χειμωνάς στα λογοτεχνικά του έργα που η μουσικότητά τους επαληθεύ ουν τη θεωρία των αρχαίων για τη μουσικότητα της Ελληνικής και Λατινικής γλώσσας. Ο Λόγος ως μη ων εκφράζει τη σιωπή της γλώσσας. Δηλαδή ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τον λόγο μέχρι την τέλεια εξάντλησή του δημιουργώντας τη συμβολική εικόνα. Το σύμβολο συμβάλλει προκλητικά στη δυνατή επικοινωνία. Ο άνθρωπος επικοινωνεί μόνον με σύμβολα. Λέει ο Earnest Cassirer στο έργο του “Essay on man”: «ο άνθρωπος είναι συμβολικό ζώο, του οποίου η γλώσσα, ο μύθος, η θρησκεία, η επιστήμη και η τέχνη είναι συμβολικές μορ φές μέσα από τις οποίες αποδίδει την πραγματικότητά του, κι εν συνεχεία τις αναγνωρίζει». Μας εξηγεί ότι ο άνθρωπος χρησιμο ποιεί το μύθο για να επικοινωνήσει με το υποσυνείδητό του (κάτι που εφαρμόζει ο Γ.Χ.), χρησιμοποιεί τη θρησκεία για να επικοι νωνήσει με το Θεό, και τη γλώσσα για να επικοινωνήσει με τον άνθρωπο. Η συμβολική εικόνα λοιπόν με τις λεκτικές παραλείψεις και τους ατέλειωτους υπαινιγμούς δημιουργεί την εκκωφαντική σιωπή που ενεργοποιεί τον νου, σπρώχνει τη διάνοια σέ όλη την ένταση της νοηματικότητας. Ως συμπέρασμα λοιπόν, ο λόγος ως ων λειτουργεί στη συνείδηση του αναγνώστη, ενώ ο λόγος ως μη ων εισχωρεί στα «αδιαπέραστα σκότη» της συνείδησης. Το ταξίδι προς τον κόσμο έχει αρχίσει. Δεύτερος ορισμός του Λόγου: Ο Λόγος είναι «παρών και απών». έννοια αυτού τού ορισμού σχετίζεται με τη λειτουργία του νου, ως προς το χρόνο της αφήγησής και το χρόνο που εκ πέμπει η συμβολική εικόνα. Ο λόγος δίνει το παρόν όταν ο αφη γηματικός λόγος είναι απών. Το σύμβολο που είναι απόν εκπέμπει
Η
ΓΙΩΡΓΟΣ ___
ΧΕΙΜΩΝΑΣ Η ΔΥΣΘΥΜΗ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ
επιλογη/151 το παρόν. Το παρόν του Κόσμου. Η αρμονία της αντιστροφής και της συσχέτισης του παρόντος και συγχρόνως του απόντος επικοι νωνούν το έργο σε μονοδιάστατο χρόνο. Το ταξίδι προς τον Κό σμο συνεχίζεται. Ο τρίτος ορισμός: «Λόγος αυτός και ο αντίθετός του» εκπληρώ νει τον τελευταίο ορισμό του Λόγου. Αν οι δύο πρώτοι ορισμοί εφαρμοσμένοι στο κείμενο αποδίδουν την ένταση του νοήματος, η εφαρμογή του τρίτου ορισμού θα δώσει την έκταση του νοήματος. Η χρήση του ορισμού του λόγου «αυτός και ο αντίθετός του» προϋποθέτει τη γνώση της ανθρώπινης φύσης συμπεριλαμβανομένης και της μοίρας του ανθρώπου-ήρωα. Λόγος αυτός και αντίθε τος χρησιμοποιείται από τον Γ.Χ. (...αιώνιοι τοίχο του χάος... Αδελφός-αδελφή ακόμη και ο τίτλος του αναφερόμενου έργου, Δύσθυμη Αναγέννηση). Η έκταση του νοήματος εκτοξεύει τον ήρωα στον Κόσμο. Ο Γ.Χ. δε δίνει τον ορισμό του Κόσμου. Μέσα από τα λογοτε χνικά του γραπτά ορίζει τήν έννοια του Κόσμου όπως ο Martin Heideger στο δοκίμιό του «Poetry, Language, Thought», Κόσμος σημαίνει η ενότητα Ουρανός, Γη, Θνητός Αθάνατος. (Στο σημείο αυτό θα επανέλθουμε με την πορεία του κεντρικού ήρωα του Γ.Χ. και την έξοδο του προς τον Κόσμο). υνεχίζει το έργο Δύσθυμη Αναγέννηση. Η Μεγάλη Λογοτε χνία μέσα από τον Λόγο, τη σιωπή, την παρουσία, την απου σία, τη χρήση αυτού και του αντίθετου εκφράζει το μήνυμα ολο κληρωμένο και αληθινό για όλους. Πρέπει λοιπόν ο λόγος αυτός να είναι «Κοινός» και «Γενικός». Ο Κοινός λόγος για τον Γ.Χ. «εκφράζει αυτά που δεν έχουν μέτρο». 0 Γενικός λόγος «απευθύ νεται σε όλα τα έθνη. Αυτός ο Λόγος είναι εικόνα-σύμβολο κι έχει τη δύναμη να προκαλέσει την αίσθηση του τεράστιου, έτσι όπως παρουσιάζεται σε όλους μας ανεξαρτήτως φυλής και γνώσης. Η εικόνα με τις σιωπές, τους υπαινιγμούς, αγγίζει τον νου, ερεθίζει τη διάνοια, σχηματίζει την ιδέα και τελικά αποκαλύπτει στον ανα γνώστη όσο και όπως αυτός μπορεί». Η εικόνα μέσα από το ατομι κό καλειδοσκόπιο αποκωδικοποιείται ανάλογα με τον εσωτερικό εαυτό, όχι τη γνώση, όχι την εμπειρία, αλλά τον εαυτό όπως ανα-
Σ
ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕ το νέο βιβλίο της Πέπης Λαράκη
Έ να συναρπαστικό κοινωνικό μυθιστόρημα Εκδόσεις Gutenberg
152/εττιλογη δύεται από τη φύση του. Ο συγγραφέας τονίζει και πάλι ότι η μόνη αληθινή γνώση του ατόμου βρίσκεται μέσα του, μέσα στον εαυτό του «εδιζησάμην Εμεωυτόν» (:βυθίζομαι στον εαυτό μου. Πεισίστρατος, 1966). ο τρίτο και τελευταίο τμήμα του έργου Δύσθυμη Αναγέννηση συνεχίζεται με την επαλήθευση των όσων λέγει μέσα από το Τ ίδιο του το λογοτεχνικό έργο. «... να μιλάς για λογοτεχνία με την λογοτεχνία». Μας λέγει λοιπόν, ότι όλοι οι κεντρικοί του ήρωες αντιπροσωπεύουν τους ορισμούς του Λόγου. «Ο Γιατρός Ινεότης παρουσιάζεται σαν ένας διαλείπων λόγος αυτός, ένας λόγος μονο γενής, δεν υπάρχει γι’ αυτόν λόγος αντίθετος» (σελ. 74). «Ο Αδελ φός κατά χρόνους αστάθμητους και ασαφείς παρουσιάζεται σαν ένας μη ων λόγος, ο Κήρυκας των Χτιστών, ένας λόγος απών (στο Γάμο ο λυπημένος είναι ο λόγος, ο απαθής ότι δεν είναι λόγος (σελ. 75). Σπεύδει δε να μας συμπληρώσει ότι οι ήρωές του «δεν είναι λόγοι είναι άνθρωποι». Και επανέρχομαι στον ήρωα με έξο δο τον Κόσμο. Οι ήρωες του Γ.Χ. από το νεαρό Γιατρό Ινεότη μέχρι και τον Κήρυκα δεν είναι παρά σύμβολα-εικόνες της ανθρώ πινης εξέλιξης, όπως άλλωστε και της γλώσσας. Μια εξέλιξη από το πηγαίο συναίσθημα της ενότητας μέχρι την απόλυτη ωριμότητα της ενηλικίωσης. Η ανθρώπινη μετουσίωση από γήινη μορφή σε ουράνια οπτασία. Αυτή την αξιοποίηση του ανθρώπου ο Γιουνγκ την ονομάζει «The Cosmic Man» - ο άνθρωπος του σύμπαντος. Η ανθρώπινη Ιστορία έχει μόνο έναν τέτοιο ήρωα να επιδείξει, τον Ιησού Χριστό. Ο άνθρωπος του σύμπαντος, ο άνθρωπος του Κό σμου Ουράνιος, Γήινος, Θνητός, Αθάνατος. Η Δύσθυμη Αναγέννηση είναι ένα εργαλείο, ένα λογοτεχνικό εργαλείο για τη «γνώση του πώς» και συγχρόνως ξέρει να σιωπά με αυτή τη σιωπή που προκαλεί «το άγχος της διάνοιας» και σπρώχνει μέχρι το έσχατο σημείο της υπαρξιακής αναγνώρισης, όπως σπρώχνει ένα ορθά γραμμένο λογοτεχνικό έργο. ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΛΑΛΑ-ΚΡΙΣΤ
ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕ
Μαντλέν Σαπσάλ ΤΟ ΠΡΑΣΙΝΟ ΠΕΤΡΑΔΙ
Στο μυθιστόρημα αυτό, που προβάλλει στο προσκήνιο την τραγωδία ενός πάθους, όλα, τόσο η πλοκή όσο και οι πρωταγωνιστές, είναι αυθεντικά και φανταστικά ταυτόχρο να. Από τρελό έρωτα μια γυναίκα εγκαταλείπει την καρριέρα της σαν συγγραφέα, κόβει κάθε σχέση με το παρελθόν της, τις συνήθειές της, για να γίνει ο Πυγμαλίων —η σκλά βα;— ενός άντρα αισθητά πιο νέου από αυτήν και που περ νάει μια δύσκολη φάση της ζωής του. Αυτό το μυθιστόρημα-αλήθεια, που φτάνει στο αποκορύ φωμα του υπερρεαλισμού, σημείωσε καταπληκτική επιτυχία και μέσα σε λίγους μήνες πούλησε στη Γαλλία 350.000 αν τίτυπα.
ΩΚΕΑΝΙΔΑ Χαρ. Τρικούπη 49 Τηλ. 3627.341 —3606.137