Υπεραγορά βιβλίου ς τ ο ν π ε ι ρ α ι α Για Πρώτη Φορά στην Ελλάδα 50 χιλιάδες τίτλοι βιβλίων σε 5 ορόφους Για καλό και φθηνό βιβλίο ισόγειο Κολοκοτρώνη
ημιόροφος Κολοκοτρώνη
ελληνική και ξένη λογοτεχνία
πα ιδικά - παιδαγω γικ ά βιβλία
ισόγειο Νοταρά
ναυτικά - κομιμοΰτερς - αρχιτεκτονικά - ηλεκτρονικά - κλπ. τεχνικά βιβλία
ημιόροφος Νοταρά
1ος όροφος Νοταρά
νέες εκδόσεις - γυν. θέματα - λευκώματα περιοδικά
ιστορία - πολιτική κοινωνιολογία μελέτες
I. Μποστάνογλου & ΣΙΑ Ο.Ε. 1) Σωτήρος 13, τηλ. 41.71.330 2) Κολοκοτρώνη 92, τηλ. 41.12.258 3) Νοταρά 75, τηλ. 41.12.258
viio u iA i iv iv d i 3 u - v iv a m
a o v j o n v iio u ia i
ΜΠΟΣΤΑΝΟΓΛΟΥ ΒΙΒΛΙΑ - ΠΕΙΡΑΙΑΣ ΜΠΟΣΤΑΝΟΓΛΟΥ ΒΙΒΛΙΑ - ΠΕΙΡΑΙΑΣ ΜΓ
ΜΕ ΕΥΚΟΛΙΕΣ ΠΛΗΡΩΜΗΣ
Εγκυκλοπαίδειες μισοτιμής
> I
ΠΕΙΡΑΙΑΣ
ΝΟΓΛΟΥ ΒΙΒΛΙΑ - ΠΕΙΡΑΙΑΣ ΜΠΟΣΤΑΝΟΓΛΟΥ ΒΙΒΛΙΑ - ΠΕΙΡΑΙΑΣ ΜΠΟΣΤΑΝΟΓΛΟΥ ΒΙΒΛΙΑ - ΠΕΙΡΑ
ΙΑΣ ΜΠΟΣΤΑΝΟΓΛΟΥ ΒΙΒΛΙΑ - ΠΕΙΡΑΙΑΣ ΜΠΟΣΤΑΝΟΓΛΟΥ ΒΙΒΛ
iv iv d ia u - v iv a ia
ΕΑΑΗ A
Π
°
ΑΑΕΞΙΟΤ A 0Ν οΤ 0A
°
Σ κ λ η ρ ο ί α γ ώ ν ε ς γ ι α μ ικ ρή ζ ω ή
Έ τ σ ι κάηκε τ ο δ άσ ος —
(Διηγήματα)
Μ ό ν ο α π ό α γ ά π η ( Θέατρο)
Γ ' Χ ρ ισ τ ια ν ικ ό ν Π α ρ θ ε ν α γ ω γ ε ίο ν
Β α σ ιλ ικ ή Δ ρ υ ς
(Μυθιστόρημα)
(Το χρονικό της εκπαίδευσης) Τ ό μ ο ς Α ', Τ ό μ ο ς Β '
Υ π ο λ είμ μ α τ α ε π α γ γ έ λ μ α τ ο ς
(Διηγήματα) Λ ού μ π εν
Α π ό π ο λύ κ οντά
(Μυθιστόρημα)
Π αραπόταμοι
(Μυθιστόρημα)
Κ α τ ε ρ ε ιπ ω μ έ ν α α ρ χ ο ν τ ικ ά
(Διηγήματα)
(Μυθιστόρημα)
Μ ε τη λύρα
(Αυτοβιογραφικό)
Π α ί ζ ο μ ε κ ο υ κ λ ο θ έ α τ ρ ο ; ( Θέατρο)
Έ λλη νες λο γ ο τέχνες
(Δοκίμια I)
Α ν α χ ω ρ ή σ ε ις κ α ι μ ε τ α λ λ α γ έ ς
(Διηγήματα) Μ υ σ τ ή ρ ια
(Διηγήματα)
Π ρ ο σ ο χ ή σ υ ν ά ν θ ρ ω π ο ι! Σ πονδή
Ξ ένοι λο γο τέχνες Υ π ό ε χ ε μ ύ θ ε ια ν
(Διηγήματα)
τ η ς Π α ιδ α γω γικ ή ς
(Μυθιστόρημα)
Π Α
Γ ια να γ ίν ε ι μ ε γά λ ο ς
Δ εσ π ό ζο υσ α
Τ ρ α γο υ δ ώ κα ι χορ εύω
(Μυθιστόρημα)
ΕΚΔΟΣΕΙΣ Ζ .
σ ύ γ χ ρ ο ν η Π η γή ς
3 ,
ε κ δ ο τ ικ ή 1 0 6
7 8
Κ Α
Ή θ ε λ ε ν α τ η λ έ ν ε «κ υ ρ ία »
(Διηγήματα)
Ρ ω τ ώ κ α ι μ α θ α ίν ω
Μ ια μ έ ρ α σ τ ο γ υ μ ν ά σ ιο ( Θέατρο)
Η
Ι Δ Ι
0 Χ οντρούλη ς κ α ι η Π η δη χτή
(Βιογραφία του Νίκου Καζαντζάκη) Κ α ι υ π έρ τ ω ν ζώ ντ ω ν
(Ανέκδοτα)
Ε ι σ α γ ω γ ή σ τ η ν ισ τ ο ρ ία
(Διηγήματα)
Κ α ι ο ύ τω κ α θ ε ξ ή ς
(Δοκίμια II)
Μ ύ θ ο ι τ ο υ Α ισ ώ π ο υ
ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ π α ρ ο υ σ ία
Α θ ή να .
Τ η λ.
σ τ α
ε λ λ η ν ικ ά
3 6 0 .3 2 .3 4
—
γ ρ ά μ μ α τ α 3 6 .0 1 .3 3 1
Ένα εκπληκτικό μυθιστόρημα, ένα ζωντανό ρεπορτάζ από τα «ενδότερα» της απόλυτης εξουσίας. Το πορτραίτο του Μεγάλου Ηγέτη ξεπηδά συγκλονιστικό μέσα από την αλλοτριωμένη καθημερινότητα του υπαρκτού σοσιαλισμού, και μαζί του άπληστη, απάνθρωπη και αναλλοί ωτη ανά τους αιώνες η ίδια η εξουσία. Ένα προφητικό βιβλίο γραμμένο στα δύσκολα χρόνια.
εκδόσεις «γνώση» Κεντρική Διάθεση Ζωοδόχου Πηγής 29, 106 81 Αθήνα, τηλ. 3620941 - 3621194 · 7786441
ΔΙΑΒΑΖΩ ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
Α. Μεταξά 26, Αθήνα - 106 81
Σύνταξη: 36.40.487 Λογιστήριο: 36.40.488 Διαφημίσεις: 36.42.789 Συνδρομές: 36.42.765
Π ΕΡ ΙΕ Χ Ο Μ Ε Ν Α ΧΡΟΝΙΚΑ
Τεύχος 200 12 Οκτωβρίου 1988 Τιμή: Δρχ. 300
Ιδρυτής: Περικλής Αθανασόπουλος Διευθυντής: Γιώργος Γαλάντης Σύνταξη: Κατερίνα Γρυπονησιώτου, Βασίλης Καλαμάρας, Ηρακλής Παπαλέξης, Νένη Ράις, Βάσω Σπάθή, Καίτη Τοπάλη, Γιάννης Φέρτης Οικονομικός υπεύθυνος: Βάσω Σπάθή Συνδρομές: Κατερίνα Γρυπονησιώτου Διαφημίσεις: Ηρακλής Παπαλέξης Σελιδοποίηση-Μοντάζ: Νένη Ράις Γλωσσική επιμέλεια-Διορθώσεις: Βίκυ Κωτσοβέλου Στοιχειοθεσία: Φωτοκύτταρο ΕΠΕ, Υμηττού 219, τηλ. 75.16.333 Φωτογραφίσεις-Μοντάζ: 1. Χριστοδουλάκος - I. Κοργιαλάς Ο.Ε., Α. Μεταξά 26, τηλ. 36.41.134 Εκτύπωση: Αφοί Τσαλδάρη Ο.Ε., Φυ λής 35, Καματερό, τηλ. 26.10.918 Βιβλιοδεσία: Νικ. Κατριβάνος και Σία Ο.Ε., Στ. Γόνατά 48, τηλ. 57.49.951 Διανομή: Νέο Πρακτορείο Τύπου Ιδιόκτήτης-Εκδότης: Γιώργος Γαβαλάς Κεντρική διάθεση:
Η ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΙ: Γράφουν οι Γ. Πλουμίδης, Αναστ. Παπαληγούρας, Α. Χανιώτης, Τ. Γκρίτση-Μιλλιέξ, Β. Τζανακάρης, Θ. Κοντίδης και Κ. Μεγαλομμάτης ΡΕΠΟΡΤΑΖ: Εκδόσεις Υπουργείου Πολιτισμού (γράφει ο Μπ. Καβροχωριανός)
4 5 8
ΑΦΙΕΡΩΜΑ Μίτση Ανδριώτη: Χρονολόγιο Λ. Ν. Τολστόι Μίτση Ανδριώτη: Ένας πολυδιάστατος συγγραφέας Ανρί Τρουαγιά: «Πόλεμος και Ειρήνη» Ρόζα Λούξεμπουργκ: Ο Τολστόι ως κοινωνικός διανοητής Κ. Ν. Λομουνώφ: Οι αισθητικές απόψεις του Λεβ Τολστόι Γιάννης Μπασκόζος: Ο Τολστόι και η κριτική του Λούκατς Λ. Τολστόι: Η θρησκεία μου Βιβλιογραφία Λ. Τολστόι
12 20 25 32 54 61 68 70
ΣΥΝΤΕΝΤΕΥΞΗ Ιερομόναχος Αθανάσιος Γιέβτιτς (συνέντευξη στο Βασίλη Καλαμα ρά)
74
ΟΔΗΓΟΣ ΒΙΒΛΙΩΝ ΕΠΙΛΟΓΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ: Γράφει ο Γεράσιμος Ζώρας ΜΕΛΕΤΕΣ: Γράφουν οι Θανάσης Ντόκος και Κώστας Χωρεάνθης
77 78
ΠΛΑΙΣΙΟ: Γράφουν οι Χρίστος Παπαγεωργίου και Ηλίας Κεφά λας
Αθήνα: Πομώνης Διονύσιος Ζαλόγγου 1 τηλ. 36.20.889
----------------
Θεσσαλονίκη: Βιβλιοπωλείο «Κέντρο του βιβλίου» Λασσάνή 9 τηλ. 237.463
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ
37
ΚΡΙΤΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
48
Υπεύθυνος τυπογραφείου: Βαγγέλης Παπαθανασόπουλος Υμηττού 219 Εξώφυλλο: Γιώργος Γαλάντης
------------------------------------------------------------------------------ ------------------
ΔΕΛΤΙΟ
στο επόμενο «Διαβάζω»
αφιέρωμα στον Πωλ Ελυάρ
8 έως 21
χρονικα/5
στούν και χρηματοδότες θα βρε θούν σίγουρα. Με τιμή
Ώρα για ένα Μουσείο Τυπογραφίας! Αγαπητοί φίλοι, Απ’ όλους μας έχει κατανοηθεί ότι βρισκόμαστε σε μια βαθιά το μή ως προς την τεχνική της εκτύπωσης. Θέλοντας και μη θα έλθει η στιγμή που όλοι θα γρά φουμε στον υπολογιστή, θα έχουμε το κείμενο έτοιμο στον εκτυπωτή και μετά στην αυτόμα τη βιβλιοδεσία. Έρχεται λοιπόν αυθόρμητα η σκέψη ότι πρέπει να προλάβουμε την «Ιστορία» και, όσο είναι καιρός, να διασώσουμε για τη μνήμη των νεότε ρων τις παλαιότερες τεχνικές. Ήδη στρ Τορίνο (συγκρότημα Λιγκότο) ετοιμάζεται Μουσείο της Τυπογραφίας, που θα συγκε ντρώσει τα μηχανήματα του τέ λους του 19ου αι. και του 20ού αιώνα. Στην Ιταλία, και αυτό είναι παράδειγμα του τι γίνεται στις παλαιές βιομηχανικές χώρες, βρίσκεις σε ενέργεια ελάχιστες λινοτυπικές και μονοτυπικές μη χανές και χάνονται οι σχετικοί τεχνικοί. Η Ελλάδα δεν έχει δη μιουργήσει Μουσείο Τεχνικής (τίποτε δεν είναι αργά), αλλά τώ ρα μπορεί εύκολα να συγκροτή σει Μουσείο Τυπογραφίας. Στη χώρα μας εργάζονται ακόμη πα ραδοσιακά τυπογραφεία και μπο ρεί να βρεθούν και παμπάλαια μηχανήματα, μήτρες, κινητά στοιχεία. Αρκεί να γίνει μεθοδική έρευνα στην Αθήνα και επαρχία (έχω προσωπική γνώση) και υλικό υπάρχει παντού. Έδρα του μου σείου μπορεί να γίνει μεγάλη επαρχιακή πόλη και χώροι άνε τοι, όπως ένα εργοστάσιο, ανευ ρίσκονται παντού. Οι ρέκτες γύ ρω από το θέμα ας συνεργα
Δημοσιεύουμε ολόκληρο το περιε χόμενο της ερώτησης που υπέβαλε ο βουλευτής Κορινθίας κ. Αναστάσης Παπαληγούρας προς τον Υπουργό Παιδείας αναφορικά με την πτέρυγα της Νεοελληνικής φιλολογίας της Εθνικής Βιβλιοθήκης και τη λειτουρ γία της. Το σχετικό αντίγραφο λάβαμε από τον ίδιο τον ερωτώντα βουλευτή.
Γεώργιος Πλουμίδης
Σημαντικές βιβλιογραφι κές συμπληρώσεις ΕΡΩΤΗΣΗ Προς τον Υπουργό Παιδείας
Η πτέρυγα της Νεοελληνικής φιλολογίας της Εθνικής Βιβλιο θήκης από αρκετούς μήνες δε λειτουργεί! Το αδιανόητο για πολιτισμένο κράτος γεγονός, έχει αρνητικές επιπτώσεις στις δραστηριότητες των ερευνητών, των συγγρα φέων, των καθηγητών, των φοι τητών και του κοινού, οι οποίοι στερούνται της μοναδικής πηγής άντλησης των χρησίμων πληρο φοριών τους. Ακόμη περισσότερο καθίσταται ολέθρια η παύση της λειτουργίας της, σε στιγμές που ο Ελληνι σμός αναζητά και προβάλλει θέ σεις, μαρτυρίες και επιχειρήματα Νεοελλήνων συγγραφέων, στην αντιμετώπιση των αντεθνικών προπαγανδιστικών απειλών του εξωτερικού. Επειδή η εύρυθμη λειτουργία της Εθνικής Βιβλιοθήκης συναρτάται με την προαγωγή της παι δείας του τόπου χωρίς την οποία δεν νοείται πνευματικός βίος. ΕΡΩΤΑΤΑΙ Ο κ. Υπουργός Παιδείας: 1) Γιατί παραμένει κλειστή το 1988 η πτέρυγα της Νεοελληνι κής φιλολογίας της Εθνικής Βι βλιοθήκης; 2) Τί μέτρα πρόκειται να ληφθούν για να λειτουργήσει πάλι και πότε θα συμβεί αυτό; Ο ερωτών Αναστάσης Παπαληγούρας Βουλευτής Κορινθίας
Αγαπητό ΔΙΑΒΑΖΩ, Συγκαταλέγομαι στους συγ γραφείς του τόμου «Κρήτη: Ιστο ρία και Πολιτισμός» που εκδόθηκε το 1987 με επιστημονική επι μέλεια του καθ. Ν. Παναγιωτάκη από τη Βικελαία Δημοτική Βι βλιοθήκη Ηρακλείου. Από τη βι βλιογραφία του κεφαλαίου που συνέγραψα (Κλασική και ελληνι στική Κρήτη) αφαιρέθηκαν για άγνωστους λόγους και χωρίς συ νεννόηση μαζί μου μια σειρά από τίτλους βιβλίων και άρθρων, ορι σμένα από τα οποία είναι εξαιρε τικά σημαντικά και εν πάση περιπτώσει σημαντικότερα από ορι σμένα έργα που είχαν την τύχη να διασωθούν στη βιβλιογραφία. Οι παραλείψεις αυτές αποκτούν ιδιαίτερη σημασία δεδομένου ότι στο βιβλίο δεν υπάρχουν υποση μειώσεις και σε ορισμένες από τις εργασίες που παραλήφθηκαν στηρίζονται αρκετά συμπερά σματα στο σχετικό κεφάλαιο. Επειδή έχουν περάσει πάνω από 7 μήνες από τότε που επισήμανα το γεγονός αυτό στους υπευθύ νους της έκδοσης, με την παρά κληση το λάθος να διορθωθεί σε πίνακα παροραμάτων στον δεύ τερο τόμο του έργου, και στις επανειλημμένες επιστολές μου δεν έχω πάρει απάντηση, θα παρακαλούσα να δημοσιευθούν τουλάχιστον στο βασικό ελληνι κό βιβλιογραφικό περιοδικό οι σχετικοί τίτλοι, χρήσιμοι ασφα λώς στον αναγνώστη που ίσως θελήσει να ασχοληθεί με τη σχε τική ιστορική περίοδο. Ας ση
6/χρονικα μειωθεί ακόμα ότι η βιβλιογρα φία συντάχθηκε το 1985. Gschnitzer F., Abhangige Orte im griechischen Altertum, Munchen 1958. Kirsten E., Vordorische Griechen in den Dorier-Poleis Kretas, Πεπρ. B' Διεθν. Κρητολ. Συνεδρίου, Αθήνα 1968, τ. 2, σελ. 61-72. Muttelsee Μ., Zur Verfassungsg6schichte Kretas im Zeitalter des Hellenismus, Hamburg 1925. Ormerod H.A., Piracy in the Ancient World, Liverpool-London 1924. Price M.J., The Beginnings of Coi nage in Crete, Πεπρ. Δ' Διεθ. Κρητολ. Συνεδρίου, Αθήνα 1981, τ. Α2, σελ. 461-466. Thompson Μ.. Monetary Relations between Crete and the Me diterranean World in the Greek Period, Πεπρ. Γ Διεθν. Κρητολ. Συνεδρίου, Αθήνα 1973, τ. 1, σελ.350353. Van Effenterre Η., Le statut compa re des travailleurs Grangers en Chypre, Crdte et autres lieux a la fin de Γ archaisme, Acts of the International Ar chaeological Symposium «The Relations between Cy prus and Crete ca. 2000-500 B.C.», Nicosia 1979, 279293. Vollgraff W., Le decret d’ Argos relatif a un pacte entre Knossos et Tylissos, Amsterdam 1948. Willets R.F., Neoi and Neotas, Πεπρ. Δ' Διεθ. Κρητολ. Συνεδρίου, Αθήνα 1981, τ. Α2, σελ. 643-653. Με εκτίμηση Αγγελος Χανιώτης Λέκτωρ Αρχαίας Ιστορίας Πανεπ. Χαϊδελβέργης
Αναγκαία διευκρίνιση Αγαπητοί Φίλοι του «Διαβάζω» Σας παρακαλώ σαν Πρόεδρος της «Στέγης Καλών Τεχνών και Γραμμάτων» να δημοσιεύσετε το γράμμα μου αυτό στην αντίστοι χη σελίδα που δημοσιεύτηκε η συνέντευξη με τους βραβευμέ νους από την «Σ.Κ.Τ. και Γ», των δυο από τους πέντε υπεύθυνους
των περιοδικών επαρχίας, του κυρίου Β. Τζανακάρη του «Γιατί» των Σερρών και του υπεύθυνου του «Εκ Παραδρομής» των Λεχαινών. Λοιπόν, στο τεύχος του «Δια βάζω» 193 της 8-6-88 με το θέμα «Περιοδικά της Επαρχίας: Επι βράβευση της αντοχής» που αποδίδεται στο Υπουργείο Πολι τισμού (κολακευτικά ομολογώ) και σχεδόν υβριστικά από τον κύριο Β. Τζανακάρη εκδότη του Σερραϊκού περιοδικού «Γιατί», είναι λαθεμένο και στις δυο περι πτώσεις. Το Υπουργείο Πολιτισμού δεν έχει απολύτως καμία ανάμιξη στις αποφάσεις του Δ.Σ. της <Στέγης» που είναι τελείως ανε ξάρτητο όντας «Νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου» και μόνο επι χορηγείται από το Υπουργείο Πολιτισμού. Το Δ.Σ. απαρτίζεται από μέλη των λογοτεχνικών σω ματείων, του Επιμελητηρίου Ει καστικών και Ενώσεων μουσικής, καθώς κι ενός νομικού. Η επιχορήγηση - αν και αυξή θηκε τα τελευταία χρόνια - είναι μικρή, επιτρέπει όμως στο εκάστοτε Δ.Σ. να διαθέτει ελεύθερα αυτό το κονδύλι - που φυσικά υπακούει στους κωδικούς του καταστατικού του - όπως κρίνει αυτό. Ό ντας πρόεδρος της «Στέγης Καλών Τεχνών και Γραμμάτων» μπορώ υπεύθυνα να πληροφορή σω τους αναγνώστες σας όπως και το πλατύτερο κοινό πως όλη μας η προσπάθεια είναι να ενισχύσουμε κάθε πνευματική και καλλιτεχνική προσπάθεια που γί νεται στην επαρχία, στις ακριτικές περιοχές και πανελλήνια στους νέους. Δε θα απαριθμήσω όσα έκανε η Στέγη αυτά τα τε λευταία χρόνια παρά ενδεικτικά. 1) Διαγωνισμό ζωγραφικής Δη μοτικών Σχολείων των νησιών Λήμνου και Ιθάκης με θέμα: Γιορτές εθιμοτυπικές του νησιού σας. 2) Διαγωνισμό βιβλίου - ποίη ση, πεζό, μελέτημα - που έχει εκδοθεί στην επαρχία. 3) Χαρακτικό διαγωνισμό από νέους ίσαμε 35 χρονών. 4) Διαγωνισμό μουσικής δωμα τίου - ίσαμε και 13 όργανα - πάλι από νέους. 5) Διαγωνισμό περιοδικού τύ που της Επαρχίας με λογοτεχνι κό, καλλιτεχνικό και κοινωνιολο γικό υλικό.
Όλοι αυτοί οι διαγωνισμοί αποδείξανε πως έχουμε σε όλη την Ελλάδα αρίστη ποιότητα και η αναπάντεχη συμμετοχή νέων ταλαντούχων πραγματικά πολ λών και αξιόλογων, ώστε να βρε θούν οι εκάστοτε επιτροπές κρί σης σχεδόν σε αδιέξοδο ποιους 3 ή 5 να διαλέξουν, μας επιβάλ λανε με την ποιότητά τους, ή ν' αγοράσουμε χαρακτικά - με τα χρήματα που μπορούσαμε ακόμα να διαθέσουμε - ή να ενισχύσουμε όσο μας επέτρεπε ο κωδικός μας - τα τέσσερα πάρα πάνω πε ριοδικά επαρχίας, το ίδιο αξιόλο γα ποιοτικά αλλά που δεν εκπληρώναν π.χ. τα χρόνια εκδόσεως που είχαμε προκηρύξει. Το γράμμα μου αυτό είναι για να σας κατατοπίσει πόσο η «Στέ γη Κ.Τ. και Γ», είναι ανεξάρτητη από το Υπουργείο Πολιτισμού και πόσο άδικη η επίθεση εναντίον του, από τον Β. Τζανακάρη που εκμεταλλεύθηκε τη δική μας κα λή θέληση για να επιτεθεί ενα ντίον της πολιτείας και του Υ.Π. Αυτό μπορούσε να το κάνει ανε ξάρτητα από τη Στέγη, που ωστόσο δεν λυπάται για τη βρά βευση του «Γιατί». Τατιάνα-Γκρίτση Μιλλιέξ
«Δεινόν προς Κέντρα λακτίζειν» Αγαπητό «Διαβάζω»! Λυπάμαι που η κυρία Τατιάνα Γκρίτσι-Μιλλιέξ δεν κατάφερε τελικά να ξεφύγει από εκείνο το ελιτίστικο σύνδρομο που διακα τέχει όχι και λίγους λόγιους της Πρωτεύουσας έναντι των ανθρώ πων της επαρχίας. Έτσι η δική σου ερώτηση που ήταν: «Η χει ρονομία της Πολιτείας να βρα βεύσει υλικά μ’ ένα έστω πενι χρό για το ετήσιο κόστος ενός τεύχους κ.λπ.» είναι ΚΟΛΑΚΕΥΤΙ ΚΗ ενώ η δική μου απάντηση που δεν είναι τίποτα παραπάνω από επανάληψη των δικών σας λό γων: «..Θεωρώ ιδιαίτερα πενιχρό για να μην πω κυριολεκτικά αστείο το ποσόν... κ.λπ.» κατά την κυρία Τατιάνα Γκρίτσι να εί ναι ..υβριστική! Λυπάμαι που η κυρία Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ χρησιμοποιεί δυο διαφορετικά μέτρα και σταθ μά στην προσπάθειά της να απα ντήσει ρίχνοντας σε μένα το...
χρονικα/7 ανάθεμα που επαναλαμβάνω στην απάντησή μου τόσο τη λέξη «πενιχρό» όσο και τη λέξη «Πολι τεία». Ίσως γιατί «Δεινόν προς.. Κέντρα λακτίζειν», ενώ για το «λάκτισμα» κατά της επαρχίας., δεν τρέχει τίποτα! Όσο για το Υπουργείο Πολιτι σμού του οποίου μετά πάθους υπεραμύνεται η επιστολογράφος σας αντιγράφω από το περιοδικό «Ηπειρωτική Εστία» (επίσης βρα βευμένο περιοδικό) το «υβριστι κό», για την κυρία Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ κείμενο από το τεύ χος 432-33-34 (Απρίλιος-Ιούνιος 1988) σελ. 255: «...Και ανακύπτει το αίτημα για την στήριξη αυτών των ολίγων αναμμένων εστιών για κάποια ανάνηψη της πολι τείας που βαυκαλίζεται μονάχα μ ε λ έ ξεις αδάπανα χειρο κρ οτή μ ατα όταν ξοδεύονται εκα τομμύ ρια για εξορμήσεις «νεοβαρβάρων» που διατυμπανίζουν την περιλάλητη αποσυγκέντρωση. Το υπουργείο Πολιτισμού που λη σμόνησε έναν Σωκράτη Καραντινό, έναν Δημ. Ροντήρη κι έναν Λίνο Καρζή, αναγορεύει αστέρας και ημιθέους στο χώρο του θεά τρου και των μπουζουκομουσικών, όπου κάποιοι «αντιστασια κοί» εκ του ασφαλούς κάνουν βαρύγδουπες δηλώσεις ανίδρω των λωτοφάγων...»
Και αυτά τα λόγια είναι «υβρι στικά»; Κι αυτοί βρήκαν ευκαιρία να «βρίσουν» το υπουργείο όπως., εμείς; Αλλά ποια ευκαιρία, όταν τα ίδια έχω πει και προσωπι κά στην κ. Μελίνα στη συνέντευ ξη τύπου για την Μπιενάλε των Νέων καλλιτεχνών αλλά και επανειλλημένα από την τηλεόραση; Αλλά για να κυριολεκτήσουμε, όντως και ήταν η βράβευσή μας μια ευκαιρία. Μια ευκαιρία όμως για σας κυρία Μιλλιέξ που όταν ακούσατε τον εκπρόσωπο του Υπουργείου Πολιτισμού να μας αποκαλεί «ψώνια» δεν υψώσατε το ανάστημά σας να μας υπερα σπίσετε ενάντια στην ΠΡΑΓΜΑΤΙ ΚΗ αυτή ύβρι. Να υπερασπίσετε όλους εμάς που σαν άλλοι «πολυβολημένοι τοίχοι» επιμένουμε
να αντιστεκόμαστε και να μην πέφτουμε, αλλά και να συνάζου με σπυρί στο σπυρί τη γνώση και την ύπαρξη της ελληνικής επαρ χίας, όταν σχεδόν τα πάντα σ' αυτήν έχουν ισοπεδωθεί και όταν η λούφα, η επιτηδειότητα, η θεσιθηρία και το ποδόσφαιρο αποτελούν τα μοναδικά παρα δείγματα για τα παιδιά μας; Αυτή ήταν η πραγματική ύβρις κ. Μιλλιέξ που δυστυχώς εσείς την κατάπιατε και δεν σας έπιασε το «ηρωικό» σας να σηκωθεί τε και να μας υπερασπίσετε. Κι αυτό γιατί είπαμε: «Δεινόν προς Κέντρα λακτίζειν»!!... Φιλικά και με ευχαριστίες για την φιλοξενία Βασίλης Τζανακάρης
Υ.Γ. Ό σο για τη «Στέγη» και τους ανθρώπους της είχα αρκετές ευ χαριστίες που εσείς ή δεν τις διαβάσατε ή δεν τις λάβατε υπό ψη σας!
Παρατηρήσεις σε μια βιβλιοκριτική Κύριε διευθυντή. Διάβασα στο περιοδικό σας (αρ. 186) τη βιβλιοκρισία του Κ. Μεγαλομμάτη στο έργο του Δ. Χαλιβελάκη «Έρωτες Αγίων» και θέλω να παρατηρήσω τα εξής. Αν ο κ. Μεγαλομμάτης πιστεύ ει πως πρέπει να προβιβάσει τη σεξουαλική απελευθέρωση, μπο ρεί να το κάνει με χίλιους δυο τρόπους, αλλά γιατί αυτή η κακο ποίηση κάθε επιστημονικής με θοδολογίας, σ’ ένα έργο που θέ λει να είναι ιστορικό; Η σύγχυση του κ. Μεγαλομμά τη συναγωνίζεται εκείνη του συγγραφέα του βιβλίου: ιστορι κές περίοδοι συγχέονται, μυθικά πρόσωπα εκλαμβάνονται ως ιστορικά και αντιστρόφως κ.λπ., ενώ ο αρθρογράφος σας νομίζει πως ανακάλυψε την πυρίτιδα όταν τονίζει ότι πολλά λόγια που αποδίδουν οι ευαγγελιστές στον
Ιησού δεν είναι πραγματικά δικά του. Νομίζω πως σ’ αυτό φέρει κά ποια ευθύνη και το ίδιο το περιο δικό όταν άκριτα δημοσιεύει έρ γα που δεν πληρούν κάποια στοι χειώδη απαίτηση επιστημονικής μεθοδολογίας. Με τιμή Κοντίδης Θόδωρος
Η απάντηση Είναι μάλλον περίεργες αν όχι κακόπιστες οι «παρατηρήσεις» του αναγνώστη μου. Ως επιστή μονας και ερευνητής δεν έχω να απαντήσω σε κάτι, καθώς ο κ. θ. Κοντίδης δεν συγκεκριμενοποιεί σε κανένα σημείο τις νεφελώδεις αναφορές του. Αν μπορούσε να προσέξει καλ λίτερα το άρθρο μου ο επιστολο γράφος, θα διαπίστωνε την εκτε νή επισήμανση των λαθών (διότι υπάρχουν και πολλών ειδών μά λίστα) του βιβλίου του κ. Δ. Χαλιβελάκη. Καθώς δεν υπάρχει ένα σημείο του άρθρου μου, το οποίο να εμφανίζει «σύγχυση» ως προς κάτι, ο κ. Θ. Κοντίδης αδυνατεί να «παρατηρήσει» και να αναφέ ρει κάτι τέτοιο. Βέβαια τα λάθη και οι ανακρίβειες του βιβλίου δεν με βαρύνουν (πολύ περισσό τερο εφόσον τα τονίζω), μπο ρούν όμως να συγχωρηθούν στον συγγραφέα, ο οποίος επεκτεινόμενος τόσο πολύ δε θα μπορούσε να καλύψει άνετα το κάθε κεφάλαιό του. Τέλος, δε νομίζω ότι «ανακα λύπτω την πυρίτιδα», όταν υπο γραμμίζω ότι «πολλά λόγια που αποδίδουν οι ευαγγελιστές στον Ιησού δεν είναι πραγματικά δικά του», θεωρώ όμως καθήκον μου να δώσω δημοσιότητα σε επιστη μονικά τεκμηριώμενα συμπερά σματα, τα οποία θέτουν τέρμα στην κάθε βάναυση διαστρέβλω ση της Ιστορίας. Κοσμάς Μεγαλομμάτης
Ολα τα γράμματα, που απευθύνονται αποκλειστικά στο «Διαβάζω» και που παρουσιάζουν κάποιο γενικότερο ενδιαφέρον, δημοσιεύονται είτε ολόκληρα (εφόσον είναι σύντομα) είτε αποσπασματικά (εάν είναι εκτενή). Για το λόγο αυτό, παρακαλούνται οι αναγνώστες που μας γράφουν να είναι όσο πιό σύντομοι μπορούν και να σημειώνουν το πλήρες ονοματεπώνυ μο και την ακριβή διεύθυνσή τους. Πάντως, για να δημοσιευθεί ένα γράμμα, πρέπει νά χει φτάσει στα γραφεία του περιοδικού τουλάχιστον τρεις εβδομάδες πριν από την ημέρα κυκλοφορίας του τευχους.
8/χρονικα
Εκδόσεις
Γράφει ο Μπ. Καβροχωριανος
Υπουργείου Πολιτισμού «Εγκαινιάζεται απόψε στις... στο... αφιέρωμα στον Β. Μαγιακόφσκι. Την έκθεση που περιλαμβάνει χειρόγραφα, φωτογραφίες (...) διοργάνωσε το Υπουργείο Πολιτισμού με τη συνεργασία...». Ειδή σεις στερεότυπα δοσμένες που ωστόσο κάποιες φορές κρύβουν κάποιες ευχάριστες εκπλήξεις. Οι εκπλήξεις αυτές δεν είναι παρά τα Λευκώματα που κατά καιρούς συνοδεύουν τις εκθέσεις. Όχι όλες βέβαια. Μέχρι σήμερα το Υπουργείο Πολιτισμού και συγκεκριμένα η Διεύθυνση Πολιτιστικών Εκδηλώσεων έχει εκδώσει 15 τέτοια Λευκώ ματα. Για τους Κ. Παλαμά, Β. Μαγιακόφσκι, Δ. Μητρόπουλο, Σ. Μπολιβάρ 2, Κ. Βάρναλη, Ζ. Παπαντωνίου, το Ρώσικο Μπαλλέτο, τον Β. Ουγκώ, για Ούγγρους καλλιτέχνες. Για την Ό περα Ρέα του Σαμάρα, για το Ρουμάνικο βιβλίο, τις Εικαστικές Μαρτυρίες και το Λι μπρέτο του «Μπόρις Γκοντούνωφ». Αυτό τον καιρό ετοιμάζεται - και θα κυ κλοφορήσει πιθανώς τον Οκτώβρη - η Ιστο ρία του Ελληνικού Μελοδράματος. «Κριτήριο για τις εκδόσεις αυτές, μας λέει ο Διευθυντής της Διεύθυνσης Πολιτιστικών Εκδηλώσεων του Υπουργείου Πολιτισμού, Νίκος Ζορογιαννίδης, είναι ο αντιεμπορικός τους χαρακτήρας. Κανένας εκδοτικός οίκος δε θα καταπιανότανε με αυτά τα Λευκώμα τα». Οι εκδόσεις γίνονται με την επιμέλεια της Διεύθυνσης Πολιτιστικών Εκδηλώσεων μετά από έγκριση της Υπουργού, η οποία υπογρά φει το Εισαγωγικό Σημείωμα. Το υλικό της έκδοσης συγκεντρώνεται από τη Διεύθυνση Π.Υ. και για την εκτυπωτική εργασία διενεργείται μειοδοτικός διαγωνισμός. Γεγονός ασύμφορο όμως ως προς την ποιότητα της έκδοσης αφού η προτεινόμενη τιμή αποβαίνει σε βάρος της ποιότητας. »Οι εκδόσεις του ΥΠΠΟ αποβλέπουν πρωτίστως στη διάδοση των ελληνικών πολιτιστι κών αξιών τόσο στον ελληνικό χώρο, όσο και στο διεθνή. Είναι γεγονός, υπογραμμίζει ο κ. Ζορογιαννίδης, ότι υπάρχουν πολλές και σημαντι κές ελληνικές πολιτιστικές αξίες. Υπάρχει μεγάλη ευθύνη από τους υπηρε σιακούς παράγοντες όταν εισηγούνται στην εκάστοτε πολιτική ηγεσία τη διεθνή προβο λή τόσων σημαντικών αξιών. ΓΓ αυτό το λόγο εμείς εισηγηθήκαμε και πραγματοποιούμε
εκδόσεις που καλύπτουν όλο το φάσμα του πολιτιστικού πεδίου. Τις εκδόσεις αυτές, κα ταλήγει ο κύριος Ζορογιαννίδης, μπορεί να προμηθεύεται κάθε ενδιαφερόμενος από το χώρο των εκδηλώσεων. Αλλά και από τη Διεύθυνση Πολιτιστικών Εκδηλώσεων του Υπουργείου. Κάθε βιβλίο τυπώνεται σε 10.000 αντίτυπα και πολλά από τα Λευκώματα έχουν εξαντλη θεί». Η Διεύθυνση Γραμμάτων του Υπουργείου Πολιτισμού δεν φέρεται ως εκδότης, αλλά ενισχύει εκδοτικές προσπάθειες με επιχορη γήσεις. «Εκδοτικές προσπάθειες επιστημονι κών φορέων οι οποίες απαραίτητα πρέπει να έχουν επιστημονική εγκυρότητα. Απαραίτητος όρος για την οικονομική ενί σχυση μια έκδοσης, μας λέει η Διευθύντρια της Διεύθυνσης Γραμμάτων, κ. Άλκηστις Σουλογιάννη, είναι η εργασία να είναι έγκυ ρη, πρωτότυπη και να συμπληρώνει κάποιο βιβλιογραφικό κενό. Θέλουμε να καλύψουμε τα κενά της σύγ χρονης βιβλιογραφίας που αφορούν στην Ιστορία και τη Φιλολογία. Οι εκδόσεις αυτές διατίθενται στο εμπόριο κυρίως μέσω βιβλιο πωλείων, βρίσκονται στις βιβλιοθήκες μέσω του Υπουργείου καθώς και στα Κέντρα Νεοελληνικών Σπουδών». «Ένα άλλο σημαντικό εκδοτικό πεδίο του ΥΠΠΟ είναι αυτό των καταλόγων, που συνο δεύουν κάθε μεγάλη έκθεση. Για την έκδο ση, που συνήθως είναι πολυτελής, συνεργά ζεται ένα επιτελείο επιστημόνων», μας λέει ο κ. Σπύρος Μερκουρής. «Αλλά κι ένα τεχνι κό δυναμικό με άριστες προδιαγραφές. Με τις εκδόσεις αυτές», προσθέτει ο κ. Μερκουρής, «επιτυγχάνουμε τη διάρκεια της έκθεσης και πέραν της λήξης της. Ο κατάλο γος δεν υπενθυμίζει μόνο το γεγονός της έκθεσης αλλά είναι κάτι που μένει για να τι μήσει τον πολιτισμό. «Η ποιότητα των καταλόγων και η ενίσχυ-
χρονικα/9 ση της έκδοσης από χώρες του εξωτερικού όπου γίνεται η έκθεση καθιστά - ας πούμε κερδοφόρο την έκδοσή τους. Έρχεται συνάλλαγμα στη χώρα μας, τονί ζει ο κ. Μερκούρης. «Μέχρι σήμερα έχουν εκδοθεί 45 κατάλο γοι. Εφέτος κάναμε 16 εκθέσεις σε 23 πόλεις της υφηλίου, οι οποίες τον επόμενο χρόνο θα συνεχιστούν σε άλλες 15. «Δυστυχώς τα οικονομικά μας δεν επιτρέ
πουν να βγαίνει μεγάλος αριθμός. Η ζήτηση είναι μεγάλη και σκεφτόμαστε να τους επανεκδώσουμε· θα διατίθενται από το ΤΑΠΑ. «Την επανέκδοση θα συνοδεύσει μια έκθε ση των εκθέσεων των καταλόγων για να δεί ξουμε την επιτυχία των εκθέσεων, αλλά και να υπογραμμίσουμε το γεγονός ότι με αυτή την εκδοτική προσπάθεια γίνεται μια άνευ προηγουμένου πολιτισμική πολιτική».
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΠΙΧΟΡΗΓΟΥΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ 1985: Γ. Μουρέλου, καθηγ. Παν/μίου Θεσσα λονίκης: «Μονογραφία για τον Μπουζιάνη», στα Γαλλικά. - Μονογραφία για τον Γιάννη Χρήστου, της Εταιρίας Φίλων Μουσικής του Γιάννη Χρή στου. - Σειρά για τους Έλληνες συνθέτες Σύγ χρονης Μουσικής, του Ελληνικού Συνδέ
ρίας». - Αφιέρωμα της Νέας Εστίας στον Παντελή Πρεβελάκη.
- Του
Συλλόγου
Ελλήνων
Αρχαιολόγων
«Αφιέρωμα στον καθηγητή Βυζαντινής Αρ χαιολογίας Δ. Πάλλα». - Κατάλογο Βαλκανολογικών Βιβλίων και Περιοδικών της Ελληνικής Επιτροπής Νο
σμου Σύγχρονης Μουσικής (πρόκειται να εκ δοθεί) - Δέσποινας Θεμελή-Κατηφόρη· «Το Γαλλι
τιοανατολικής Ευρώπης. - Μαρίας Νυσταζοπούλου: «Οι Σλάβοι στο
κό ενδιαφέρον για την Ελλάδα στην Καποδι-
- Τίτου Γιοχάλα: «Αλβανολογία». - Πρακτικά Εργασιών Α' Συνόδου Εθνικού Συμβουλίου Κορυσχάδων 1944. - Σειρά εκδόσεων για τη Δημοτική Μουσική και Αρχαία Ελληνική Μουσική του Κέντρου Σύγχρονης Μουσικής Έρευνας που διευθύ νει ο Ιάνις Ξενάκις. 1988: Της Εταιρίας Οικονομικής και Κοινωνι κής Ιστορίας της Ελλάδας: - Αννας Ταμπάκη: «Η τύχη του Μολιέρου
στριακή περίοδο 1828-1831» της Εταιρίας Λευκαδπών Μελετών. - Επιχορηγείται 100% σε μόνιμη βάση η έκ δοση του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνι κής Δημώδους Γραμματείας, που επιμελείται ο καθηγητής Εμμ. Κριαράς. 1986: Ιδιαίτερο αφιέρωμα περιοδικού «Ευθύ νη» στον Ανδρέα Κάλβο. - Ιδιαίτερο αφιέρωμα του περιοδικού «Αιο λικά Γράμματα» για τον Αλέξανδρο Πάλλη. - Σειρά δοκιμίων της Ελληνικής Φιλοσοφι κής Εταιρίας με τίτλο «Φιλοσοφικά δοκίμια». - Αλκή Ξανθάκη: «Η Ιστορία της Ελληνικής Φωτογραφίας» (αγγλική γλώσσα) της Εται ρίας Λογοτεχνικού Ιστορικού Αρχείου. - Φιλολογική μονογραφία για το έργο του Ιάνι Ξενάκι (Πνευματικό και Καλλιτεχνικό Κέ ντρο «Ώρα»). - Γιάννη Καραγιανόπουλου: «Μελέτη για την Μακεδονική Επιγραφή Direcler» της Ελ ληνικής Εταιρίας Σπουδών Νοτιοανατολικής Ευρώπης. 1987: - «Μονογραφία αφιερωμένη στον Δια φωτιστή Κωνσταντίνο Κούμα» της Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρίας Θεσσαλών. - «Οικονομία και κοινωνία στην Πάτρα κατά τον 19ο αι.» και «Ναυπηγεία Ρόδου κατά τον 18ο αιώνα» (πρόκειται να εκδοθεί), της Εται
ρίας Οικονομικής και Κοινωνικής Ιστορίας της Ελλάδας. - Ειδικό αφιέρωμα για τη συμπλήρωση των 100 χρόνων έκδοσης του περιοδικού «Αθηνά» της «εν Αθήναις Επιστημονικής Εται
Βυζάντιο».
στην Ελλάδα τον 19ο αιώνα».
- Πλάτωνα Μαυρομούστακου: «Δραματικός χώρος σκηνικός χώρος, στο μεταπολεμικό νεοελληνικό θέατρο». - Ελληνικής Επιγραφικής Εταιρίας «Αρχαιο λογική εργογραφία», Στέφανου Αθανασίου
Κουμανούδη. - «Προσθήκαι εις Αττικής επιτύμβιους επιγραφάς» του ιδίου.
Τέλος, η Δ/νση Γραμμάτων μετέχει οικονομι κά στην έκδοση του Συλλόγου Ιστορικής και Λαογραφικής Έρευνας «Η Μνημοσύνη»: «Η Πρίγκιπος των Πριγκιποννήσων της Προπο ντίδας».
Εκδόσεις Λευκωμάτων το 1988 - Greece and the Sea. - The Human Figure in early Greek ΑΓΕ. - Das Mykenische Hellas Heimma eder Helden Homers. - Ο Λόρδος Βύρων στην Ελλάδα. - Η Ελλάδα ακουμπάει στη θάλασσα.
U
J
Λ εδ Νιχολάγιεδιτς Τολστόι \
Tu
ί σχέση μπορεί να ’χονν μια συζυγική απιστία, ένας γραφειοκράτης που πεθαίνει και μια ιστορία από τον γαλλο-ρωσικό πό λεμο; Ίσως καμιά αν δεν ήταν ιστορίες (Ά ννα Καρένινα, Ο θάνατος του Ιβάν Ιλίτς, Πόλεμος και Ειρήνη) βγαλμένες από το χέρι και την ψυχή του σεβάσμιου γέρο ντα των ρωσικών γραμμάτων, του Λέοντος Νικολάγιεβιτς Τολστόι. Και τί καινούριο μπορεί να προσφέρουν σήμερα σε μια επο χή που μοιάζει να τα έχει δοκιμάσει και απορρίψει όλα; Σε τέτοιες εποχές όμως ρευστότητας και γρήγορων εναλλαγών υπάρχει ανάγκη να αναζητήσεις τα «έρμα» σου. Να αμφισβη τήσεις και να ξαναψάξεις τα μέτρα και τα κριτήριά σου. Η εκδοτική επιτυχία που σημειώνουν στη χώρα μας οι επανεκδόσεις ■ των κλασικών της λογοτεI χνίας είναι δηλωτικό μιας | τέτοιας προσπάθειας. Αφιέρωμα στον Τολστόι, I λοιπόν. Όχι in memoriam, I ούτε σαν μουσείο, ούτε γιαI τί βρήκαμε κάτι καινούριο. I Μια προσπάθεια να δούμε I ξανά την εσωτερική ρυθμο___________I λόγια άλλων εξίσου ταραγ μένων καιρών. Να δούμε τις λογοτεχνικές σταθερές, αλλά και τί ανανέωσε ο Τολστόι στο μυθιστόρημα που φαινόταν να τελειώ νει στον Μπαλζάκ. Ακόμα να δούμε πώς κάθε εποχή έχει αναγνώσει τον Τολστόι. Να ανιχνεύσουμε πού βρίσκεται σήμερα το νήμα που συνέ δεε τους μεγάλους ρεαλιστές του 18ου και του τέλους του 19ου αιώνα, μήπως κάτι έχει μείνει και για την εποχή μας. Επιμέλεια αφιερώματος: Μίτση Ανδριώτη Γιάννης Μπασκόζος
12/αφιερωμα
Μίτση Ανδριώτη
Χρονολογώ Λέοντα Νίκολάγιεβιτς *
( 1828- 1910) 1822 Στις 9 Ιουλίου η πριγκήπισσα Μαρία Νικολάγιεβνα Βολκόνσκι, κληρονόμος της έκτασης της Γιασνάγια Πολιάνα, πα ντρεύτηκε τον κόμη Νικολάι Ίλιτς Τολστόι που δεν είχε να της προσφέρει τίποτα άλλο εκτός από το όνομα και την κομψή του συμπεριφορά.
1828 Στις 28 Αυγούστου στο χωριό Γιασνάγια Πολιάνα γεννιέται ο Λέων Νίκολάγιεβιτς Τολστόι. Είναι ο τέταρτος γόνος της οικο γένειας Τολστόι. Πριν απ’ αυτόν έχουν γεννηθεί ο αδελφός του Νικολάι (31 Ιουνίου 1823), ο Σεργκέι (17 Φεβρουάριου 1826) και ο Ντιμίτρι (23 Απριλίου 1827)· δυο χρόνια αργότερα γεν νιέται και η αδελφή τους Μαρία.
1830 Η κόμησα Μαρία Νικολάγιεβνα Τολστόι πεθαίνει στις 4 Αυ γούστου.
1837 Τον Ιανουάριο η οικογένεια μετακομίζει στη Μόσχα και τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς ο Νικολάι Ίλιτς Τολστόι πεθαίνει στη μέση του δρόμου από αποπληξία. Εμπιστεύονται τη φροντίδα των παιδιών στη μεγαλύτερη αδερφή του κόμη, τη θεία Άλιν. Η οικογένεια δίνει μεγάλη βαρύτητα στη μόρφωση των παι διών. Διδάσκονται από ιδιωτικούς παιδαγωγούς στο σπίτι και από τα πρώτα τους χρόνια κιόλας μιλούν τη γλώσσα του Γκαίτε και του Βολταίρου.
1838 Μετά το θάνατο της μητέρας
κόμη Νικολάι Τολστόι, για
Η μόνη εικόνα που σώζεται της Μαρίας Τολστόι, μητέρας του Λέοντα (1790 1830)
αφιερωμα/13
Χωρίς την Γιασνάγια Πολιάνα μου δύσκολα θα φανταζόμουν τη Ρωσία και τη σχέση μου μ’ αυτήν... Λέων Τολστόι
οικονομικούς λόγους η οικογένεια χωρίζεται. Τα δυο μεγαλύ τερα παιδιά, ο Νικολάι και ο Σεργκέι, θα μείνουν στη Μόσχα με τη θεία Άλιν και τον παιδαγωγό του Μ. Prosper de St. Tho mas. Τα μικρότερα, ο Ντιμίτρι, ο Λέων και η Μαρία, θα γυρί σουν στη Γιασνάγια Πολιάνα με τη θεία Τουανέτ.
1840 Ο μικρός Λέων γράφει ένα ποίημα και το αφιερώνει στην αγα πημένη του θεία Τουανέτ τη μέρα της γιορτής της.
1841 Πεθαίνει η θεία Άλιν και τα παιδιά μετακομίζουν στο Καζάν για να ζήσουν μαζί με τη θεία τους Πελαγία Γιουσκόφ, αδελφή της μακαρίτισσας.
1843 Ο Λέων αποφασίζει να γίνει διπλωμάτης και προετοιμάζεται για να εισαχθεί στο τμήμα των ανατολικών γλωσσών στο Πανε πιστήμιο του Καζάν. Αποτυχαίνει στις πρώτες εξετάσεις και επανεξετάζεται οπότε εισάγεται στη Σχολτ^
1845 Χάνει τη χρονιά του και κάνει μεταγραφή για το τμήμα νομι κών σπουδών.
1847 Ζητά να φύγει από το πανεπιστήμιο προφασιζόμενος λόγους υγείας. Την ίδια χρονιά (11 Ιουλίου) τα αδέρφια Τολστόι μοι ράζονται την κληρονομιά. Στον Λέοντα καταχωρήθηκε η Γιασνάγια Πολιάνα και λίγα γειτονικά χωριουδάκια. Συνολικά του ανήκουν 4.000 ντεσιαντίνες γης και 330 χωρικοί.
Ο πατέρας τον Λέοντα, κόμης Νικολάι Τολστόι (1794 -1837)
14/αφιερωμα
1848-1849 Ο Λέων Τολστόι εγκαταλείπει τη Γιασνάγια Πολιάνα και πη γαίνει να εγκατασταθεί στη Μόσχα και μετά στην Αγία Πε τρούπολη. Αρχίζει να χαρτοπαίζει και δημιουργεί τεράστια χρέη του ύψους των 3.500 ρουβλίων. Για την εξόφλησή τους αναγκάζεται να πουλήσει ένα μέρος της περιουσίας του. Τη Βορότνικα. Ύστερα από αυτό, αφήνει την Πετρούπολη και επιστρέφει στη Γιασνάγια Πολιάνα, όπου όμως συμεχίζει την μποέμικη ζωή του. Αποκτά μάλιστα κι ένα νόθο παιδί με την υπηρέτριά τους Αξίνια.
1851 Αποφασίζει να φύγει για τον Καύκασο όπου υπηρετούσε ως στρατιωτικός ο αδερφός του Νικολάι. Εκεί, για να απαλλαγεί από τις κακές του συνήθειες κατατάσσεται στο στρατό και στις 30 Μαίου φτάνει στον καταυλισμό Σταρογκλαντκόφσκαγια, όπου εδρεύει η μονάδα του Νικολάι.
1852 Αρχίζει να ασχολείται με τη λογοτεχνία. Ξαναγυρίζει σε κά ποια μισοαρχινισμένα χειρόγραφα με θέμα την παιδική του ηλικία και διορθώνει το τέταρτο σχεδίασμα. Την ίδια χρονιά στις 3 Ιουλίου γράφει στον Νεκρασόφ, διευθυντή του περιοδι κού «Το Σύγχρονο», και τον παρακαλεί να ρίξει μια ματιά στο χειρόγραφο. Στις 31 Οκτωβρίου ο Τολστόι λαμβάνει ένα φύλλο του «Σύγχρονου» με δημοσιευμένο το έργο του «Παιδικά χρό νια» που έφερε την υπογραφή Λ.Ν.Τ. Την ίδια περίοδο αρχίζει να γράφει μιά ιστορία με τίτλο «Η Επιδρομή» και θέμα βασισμένο στη στρατιωτική του εμπειρία. Ακόμη δουλεύει τη νουβέλα που θα αποτελέσει τη βάση για «Το πρωινό ενός γαιοκτήμονα», καθώς και τη συνέχεια των «Παιδικών χρόνων», τα «Εφηβικά χρόνια».
1853 Στις 7 Μαρτίου συλλαμβάνεται και τίθεται υπό περιορισμό γιατί αμέλησε τα στρατιωτικά του καθήκοντα παίζοντας σκά κι. Το «Σύγχρονο» δημοσιεύει την «Επιδρομή». Ακόμη γράφει το «Κόψιμο του ξύλου» αφιερωμένο στον Ιβάν Τουργκένιεφ, το «Φυγά» (οι μετέπειτα «Κοζάκοι») και τις «Αναμνήσεις ενός χαρτοπαίχτη» που δημοσιεύτηκε το 1855 στο «Σύγχρονο».
1854 Στέλνει το χειρόγραφο των «Εφηβικών χρόνων» στον Νεκρα σόφ για-δημοσίευση. Στις 27 Μαρτίου η Αγγλία και η Γαλλία κηρύσσουν τον πόλεμο εναντίον της Ρωσίας. Ο Τολστόι μεταφέρετα^στην Κριμαία με το βαθμό του ανθυπολοχαγού. Ζητά και πετυχαίνει τη μεταφορά του στην πολιορκούμενη Σεβαστούποϊη. Λ. Τολστόι, 1851, σχέδιο του Λάζερ
1855 Στέλνει στο Νεκρασόφ τα «Νεανικά χρόνια» συνέχεια των δύο προηγουμένων, τα οποία δημοσιεύονται το 1857 στο «Σύγχρο νο». Γράφει τα «Διηγήματα της Σεβαστούπολης» επηρεασμέ νος από το «Μοναστήρι της Πάρμας» του Σταντάλ. Αποφασί ζει να αφήσει το στρατό και να αφιερωθεί στη λογοτεχνία.
αφιερωμα/15 Φτάνει στην Αγία Πετρούπολη και συναντιέται με τον κύκλο των λογοτεχνίαν και πρώτα απ’ όλους με τον Τουργκένιεφ, ο οποίος και τον φιλοξενεί. Οι λογοτέχνες ήταν χωρισμένοι σε δυο παρατάξεις, στους «δυτικούς» που ήταν ο κύκλος του «Σύγχρονου» και στους «Σλαβόφιλους». Ο Τολστόι δεν τάχθη κε με το μέρος καμιάς ομάδας.
1856 Απαλλάσσεται από τα στρατιωτικά του καθήκοντα. Στις 26 Νοεμβρίου αποφασίζει να ταξιδέψει στην Ευρώπη. Στις 12 Ια νουάριου δημοσιεύει το τρίτο διήγημα της Σεβαστούπολης («Η Σεβαστούπολη τον Αύγουστο») υπογράφοντας για πρώτη φορά με ολόκληρο το όνομά του: Κόμης Λέων Τολστόι. Γράφει ακό μα τους «Δύο Ουσάρους», τη «Χιονοθύελλα» και ολοκληρώνει «Το πρωινό ενός γαιοκτήμονα». Στις 2 Φεβρουάριου πεθαίνει ο αδερφός του Ντιμίτρι. Το Μάιο επιστρέφει από το ταξίδι του στη Γιασνάγια Πολιάνα και προτείνει στους χωρικούς να τους νοικιάσει τη γη για 30 χρόνια με την προοπτική πως μόλις πε ράσουν αυτά, η γη αυτοδίκαια θα γίνει δική τους. Όμως οι χωρικοί δε μένουν ικανοποιημένοι από την πρόταση και αρνούνται.
1857 Γράφει τον «Αλμπέρτο» και τη «Λουκέρνη». Δύο έργα στα οποία διαπραγματεύεται το θέμα της τέχνης και κυρίως του καλλιτέχνη μέσα στην κοινωνία. Ολοκληρώνει τα έργα «Οι τρεις θάνατοι» και τους «Κοζάκους», ένα έπος που έγραψε επηρεασμένος από την «Ιλιάδα».
Λ. Τολστόι, 1854
1859 Εκλέγεται μέλος της «Ένωσης Φίλων της Ρωσικής Λογοτε χνίας» του Πανεπιστημίου της Μόσχας. Τελειώνει την «Οικο γενειακή Ευτυχία». Ενδιαφέρεται για την εκπαίδευση. Ανοίγει ένα σχολείο στη Γιασνάγια Πολιάνα.
1860 Κάνει το δεύτερο ταξίδι του στην Ευρώπη και κυρίως στο Βέλ γιο, τη Γερμανία και την Αγγλία για να ενημερωθεί στα παιδα γωγικά τους συστήματα. Γνωρίζει τη θεία του Αλεξάντρα Τολστόι, μόνιμη κάτοικο εξωτερικού, με την οποία θα διατηρήσει μακρά αλληλογραφία. Αρχίζει το μυθιστόρημα «Οι Δεκεμβριστές» με αφορμή το κίνημα του 1825.
1861 Στις 13 Φεβρουάριου δημοσιεύεται η διακήρυξη για την κα τάργηση του θεσμού της δουλοπαροικίας. Το Μάιο ο Τολστόι δίνει στους χωρικούς 3 ντεσιαντίνες γης ανά άτομο, απόφαση που ξεσηκώνει εναντίον του τους γαιοκτήμονες της περιοχής. Έρχεται σε ρήξη με τον Τουργκένιεφ, γεγονός που θα διαρκέ σει 17 χρόνια. Λειτουργεί σχολείο στο αγρόκτημά του με σύν θημα: «Κάνε ό,τι θες», επηρεασμένος από τη διδασκαλία του Ζαν Ζακ Ρουσώ. Γράφει τον «Πολικούσκα».
1862 Εκδίδει μηνιαία επιθεώρηση με εκπαιδευτικά θέματα και με τίτλο «Γιασνάγια Πολιάνα». Λόγω της επιδείνωσης της υγείας
Ευχαριστώ που μου δώσατε την ευκαιρία να διαβάσω το μυθιστό ρημα του Τολστόι. Είναι πρώτης ποιότητας! Τι καλλιτέχνης και τι ψυχολόγος!... Μου φαίνεται ότι βρίσκει κανείς εδώ κι εκεί ορισμέ να Σαιξπηρικά στοιχεία. Έφτασα μέχρι και να κλαίω από θαυμασμό. Και πόσο μακρύ είναι...! Ναι είναι υπέροχο! Γκυστάβ Φλωμπέρ
16/αφιερωμα του φεύγει στη Σαμάρα για θεραπεία ύστερα από συμβουλή του δόκτορα Μπερς. Στη διάρκεια της απουσίας του διεξάγε ται αστυνομική έρευνα στο σπίτι του. Την ίδια χρονιά γράφει στη θεία του Αλεξάνδρα: «Εγώ - ηλικιωμένος - χωρίς δόντια πιο τρελός από ό,τι είμαι, έχω ερωτενθεί». Εκλεκτή της καρ διάς του είναι η Σόνια, κόρη του δρ. Μπερς, ηλικίας 19 χρό νων. Ο γάμος έγινε στις 23 Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου στη Μόσχα και το ζευγάρι φεύγει αμέσως για τη Γιασνάγια Πολιά-
1863 Γράφει θεατρικά έργα όπως ο «Μηδενιστής» και η «Μολυσμένη οικογένεια» όπου σατυρίζει το μηδενισμό και το φεμινισμό. Στις 27 Ιουνίου γεννιέται το πρώτο τους αγόρι. Την ίδια χρο νιά δημοσιεύονται και οι «Κοζάκοι» και αρχίζει να δουλεύει ένα μυθιστόρημα για το 1812, αυτό που αργότερα θα ονομάσει «Πόλεμος και Ειρήνη».
1870 Ασχολείται με το θέατρο και μαθαίνει αρχαία ελληνικά.
1871 Γεννιέται το πέμπτο τους παιδί.
1872 Δουλεύει ένα αναγνωστικό με τίτλο «Αναγνώστες» χωρισμένο σε 4 μέρη. Περιλαμβάνει 200 μικρές εύκολες ιστορίες και μια νέα μέθοδο για την εκμάθηση της αριθμητικής. Γεννιέται το έκτο τους παιδί, ο Πέτια.
1873 Αρχίζει την «Άννα Καρένινα» και πεθαίνει ο Πέτια.
1874 Γεννιέται άλλο ένα παιδί ο Νικολάι και πεθαίνει η θεία του Τουανέτ.
1875 Πεθαίνει ο τελευταίος του γιός Νικολάι (στο θάνατό του βασί ζεται το διήγημα «Η προσευχή» που έγραψε το 1905). Η Σόνια Τολστόι γεννά πρόωρα και το παιδί πεθαίνει. Την ίδια χρονιά πεθαίνει και η θεία του Πελαγία Γνουσκόφ. Όλοι αυτοί οι θά νατοι θα ασκήσουν τεράστια ψυχολογική επίδραση στον Τολστόι, ο οποίος μέσα σε δυο μόνο χρόνια χάνει 3 παιδιά και 2 αγαπημένες θείες..
1877 Ξεσπά ο Ρωσο-τουρκικός πόλεμος.
1879 Γράφει την «Εξομολόγηση». Στρέφεται στη χριστιανική πίστη που σημαδεύει το έργο του. Γράφει τις μελέτες: «Κριτική στη δογματική θεολογία» που θα ολοκληρώσει το 1880, «Ένωση και μετάφραση των 4 Ευαγγελίων», που θα ολοκληρώσει το
Σόνια - Σοφία Μπερς
αφιερωμα/17 1882 και τη «Θρησκεία μου» που θα ολοκληρώσει το 1883.
1881 Η οικογένεια μετακομίζει στη Μόσχα. Γεννιέται το ενδέκατο παιδί τους, ο Αλέξης.
1883 Πεθαίνει ο Τουργκένιεφ. Ο Τολστόι πρόκειται να εκφωνήσει τον επικήδειο λόγο αλλά ο γενικός κυβερνήτης της Μόσχας απαγορεύει κάθε εκδήλωση, για να μη μιλήσει ο Τολστόι.
1884 Επεξεργάζεται το δοκίμιο «Τι να κάνουμε». Γεννιέται ένα ακό μα κορίτσι.
1885 Γράφει τον «Χολστόμερ». Αρνούνται να παραχωρήσουν άδεια έκδοσης των Απάντων του, για να μην κυκλοφορήσουν τα θεολογικού περιεχομένου δοκίμιά του.
Δεν υπάρχει κανείς που ν’ αξίζει περισσότερο της μεγαλοφυίας, του πιο πολύπλοκου, πιο αντιφατικού και πιο εκθαμβωτικού ναι, ναι εκ θαμβωτικού. Εκθαμβωτικού και μεγαλόπρεπου με μια ειδική, πλα τιά έννοια. Σ’ αυτόν υπάρχει κάτι που πάντα μου ξεσηκώνει τον εν θουσιασμό, που με κάνει να κλαίω για κάτι συγκεκριμένο ή για όλο. Κοιτάξτε τι καταπληκτικός άνθρω πος πέρασε κάποτε απ’ τη γη. Για τί αυτός... είναι ο άνθρωπος που εκπροσωπεί όλο το ανθρώπινο γέ νος. Μαξίμ Γκόρκι
1886 Ξεκινάει το διήγημα «Ο θάνατος του Ιβάν Ιλίτς» και τα θεα τρικά «Το κράτος του ζόφου» και «Οι καρποί του πολιτι σμού».
1887 Γράφει ένα δοκίμιο με τίτλο «Για τη ζωή και το θάνατο».
1888 Γεννιέται το δέκατο τρίτο τους παιδί, ο Ιβάν. Αρχίζει τη «Σο νάτα του Κρόυτσερ», μυθιστόρημα επηρεασμένο από το ομώ νυμο έργο του Μπετόβεν.
1890 Γράφει το «Διάβολος» και το «Περίπατος στο φως».
1891 Μεγάλη περίοδος ξηρασίας έχει επιφέρει πείνα στις κεντρικές και βορειοδυτικές επαρχίες της Ρωσίας. Ο Τολστόι αφιερώνε ται στο.ν αγώνα κατά της πείνας. Το Νοέμβριοτου 1891 γράφει το άρθρο «Βοήθεια για τους πεινασμένους». Παράλληλα γρά φει τον «Πατέρα Σέργιο» και κρατά σημειώσεις για ένα μυθι στόρημα με τον προσωρινό τίτλο «Η ιστορία του Κόνι», η μετέπειτα «Ανάσταση». Ακόμα συγγράφει θρησκευτικά άρθρα όπως η «Βασιλεία του Θεού είναι μέσα σου».
1892 Ο Τολστόι θέλει να παραιτηθεί από κάθε σχέση με τα περιου σιακά αγαθά του. Έτσι στις 7 Ιουνίου η περιουσία του μοιρά ζεται ανάμεσα στα 9 παιδιά και τη σύζυγό του Σόνια.
1895 Τελειώνει τον «Αφέντη και το δούλο». Στις 23 Φεβρουάριου
Ο Λέων με τον Ανατάλι Κόνι
18/αφιερωμα πεθαίνει ο γιός του Βάνιτσκα. Συγκλονίζεται από το διωγμό μιας αίρεσης και γράφει το άρθρο «Ο διωγμός των χριστιανών στη Ρωσία του 1895» που δημοσιεύτηκε στους Τάιμς του Λον δίνου.
1896 Ξεκινάει το θεατρικό «Το φως λάμπει στο σκοτάδι», αλλά τχ αφήνει ατελείωτο. Το φθινόπωρο ο Τολστόι μένει στη Γιασνάγια Πολιάνα, ενώ η οικογένειά του μετακομίζει στη Μόσχα. Αρχίζει το «Χατζή-Μουράτ» που εκδίδεται μετά το θάνατό του, το 1912.
1897 Αρχίζει το δοκίμιο «Τι είναι τέχνη» που εκδίδεται τον επόμενο χρόνο. Φτάνουν απειλητικά γράμματα για τη ζωή του, εξαιτίας της δράσης του υπέρ των αιρετικών. Η αίρεση αυτή ήταν πα ρακλάδι των ρασκόλνικων και πίστευε στα παλιά λειτουργικά βιβλία.
1899
Λ. Τολστόι. Σχέδιο τον Λεονίντ Πάστερνακ 1893
Στις 13 Μαρτίου δημοσιεύεται η «Ανάσταση» στην επιθεώρηση «Νίβα», κι όλα τα χρήματα πάνε στους αιρετικούς.
1900 Αναλαμβάνει αγώνα ενάντια στην εκμετάλλευση από άνθρωπο στον άνθρωπο. Γράφει τα δοκίμια «Η δουλεία της εποχής μας», «Ποιος είναι ένοχος» και άλλα.
1901 Στις 22 Φεβρουάριου αφορίζεται από την Ιερά Σύνοδο και δέ χεται χιλιάδες εκδηλώσεις και γράμματα συμπαράστασης. Τον Ιούνιο παθαίνει ελονοσία και πηγαίνει στην Κριμαία για θερα πεία. Εκεί έρχεται σε επαφή με νεότερους συγγραφείς, όπως ο Κορολένκο, ο Τσέχωφ, ο Γκόρκι, ο Μπάλμοντ. Γράφει το δοκί μιο «Τι είναι πίστη». Ακόμη απευθύνει έκκληση στον Τσάρο να δώσει στο έθνος την ελευθερία του. Αντί για απάντηση η οικο γένεια Τολστόι παρακολουθείται στενά από την αστυνομία.
1902 Προσβάλλεται από πνευμονία και αμέσως μόλις ξεπερνάει την κρίση ξανααρρωσταίνει με τυφοειδή πυρετό. Μόλις ξεπεράσει κι αυτή την ασθένεια γυρνάνε στη Γιασνάγια Πολιάνα.
1903 Γράφει τις «Σκέψεις ενός σοφού ανθρώπου», ανθολογία που περιλαμβάνει τα διηγήματα: «Το πλαστό απόκομμα», «Μετά το χορό», δυο θεατρικά («Το φως λάμπει στο σκοτάδι» και «Ένα ζωντανό πτώμα») και ένα δοκίμιο για τον Σαίξπηρ.
1904 Πεθαίνει η θεία Αλεξάντρα Τολστόι και ο αδελφός του Σεργκέι. Ξεσπάει ο Ρωσο-ιαπωνικός πόλεμος. Η North American Newspaper της Φιλαδέλφεια, ρώτησε τον Τολστόι με ποιανού το μέρος τάσσεται. Αυτός απάντησε: «Δεν είμαι ούτε με τη Ρω-
Ίσως ο κόσμος δεν γνώρισε ποτέ άλλον καλλιτέχνη στον οποίο το αιώνιο επικό στοιχείο να είναι τό σο έντονο όσο στον Τολστόι. Το έρ γο του είναι διαποτισμένο από τον χαρακτήρα της πλοκής και της μο νοτονίας του έπους, τη ζωντανή φρεσκάδα, την άγρια αίσθηση, την αθάνατη υγεία και τον ρεαλισμό. Τόμας Μαν
Μόνο στη φυλακή, συνειδητοποίη σα πλήρως το μεγαλείο του Λεβ Νικολάγιεβιτς Τολστόι, τον πρώτο ανάμεσα στους πρώτους, αυτόν τον αθάνατο γέρο, που παρέμεινε αιώ νια νέος. Εκεί μετέφρασα το μισό απ’ τον «Πόλεμο και Ειρήνη». Το κελί μου πλημμύρισε με ζωή κι ελ πίδα. Οι τοίχοι της φυλακής μου γκρεμίστηκαν, κι εγώ έφτασα να πιστεύω μ’ όλη μου τη δύναμη στη δημιουργική δύναμη του Ρώσικου λαού. Κι έτσι τον αγάπησα μ’ όλη μου την καρδιά. Ναζίμ Χικμέτ
αφιερωμα/19 σία, ούτε με την Ιαπωνία. Είμαι με τους εργάτες και των δύο χωρών που ξεγελάστηκαν από τις κυβερνήσεις τους και ωθήθη καν να πάρουν μέρος σε έναν πόλεμο που είναι επιβλαβής για την ευημερία τους και σε αντίθεση με τη συνείδηση και τη θρη σκεία τους».
1905 Υπογράφεται η ειρήνη ανάμεσα στα δυο εμπόλεμα μέρη. Η Ρωσία συνταράσσεται από λαϊκή εξέγερση. Ο Τσάρος Νικόλαος Β' υπόσχεται φιλελευθεροποίηση του πολιτεύματος και τη σύ σταση Βουλής με το όνομα Δουμα. Ο Τολστόι, εξαιτίας της θεωρίας του για τη «μη αντίσταση στο κακό» βρίσκεται στο δί λημμα να αισθάνεται κοντά στο εξεγερμένο πλήθος παρά τη θέλησή του και με όλη την απέχθεια που αισθάνεται για τις με θόδους των επαναστατών. Γράφει τα άρθρα: «Πρόσφατα γεγο νότα στη Ρωσία», «Γράμμα στο Νικόλαο Β'», «Γράμμα στους επαναστάτες».
1906 Η γυναίκα του Σόνια υποβάλλεται σε εγχείρηση με επιτυχία. Στις 27 Νοεμβρίου πεθαίνει ή κόρη του Μάσα.
Σαν επικός συγγραφέας ο Τολστόι είναι ο κοινός μας δάσκαλος. Μας διδάσκει το πώς να παρακολου θούμε τον άνθρωπο σ’ όλες του τις εξωτερικές εκδηΐ ΰσεις που εκφρά ζουν τη φύση του και τις πιο κρυ φές διακυμάνσεις και αλλαγές του ψυχικού του κόσμου. Ο Τολστόι επίσης μας προσφέρει ένα παρά δειγμα ανυπέρβλητης διανοητικής ευγένειας, κουράγιου και μεγαλο ψυχίας. Με σχεδόν ηρωική νηφα λιότητα και αληθινή ευγένεια κα τήγγειλε τα εγκλήματα μιας κοινω νίας, που οι νόμοι της οδηγούν σ’ έναν ενιαίο σκοπό: στη διάπραξη εγκλημάτων και αυθαιρεσιών. Και σ’ αυτό ο Τολστόι είναι ο πρώτος των πρώτων. Ανατόλ Φρανς
1907 Γράφει φυλλάδιο με τίτλο «Η διδασκαλία του Ιησού για παι διά». Ακόμα προετοιμάζει έναν «Κύκλο αναγνωσμάτων για παιδιά». Αρχίζει μαθήματα για τα παιδιά των μουζίκων στη Γιασνάγια Πολιάνα.
1908 Οι θαυμαστές του οργανώνουν μεγάλη γιορτή για τα ογδοηκο στά γενέθλιά του. Ο φίλος του Τσέρτοφ ξεκινά την ανθολόγηση του έργου του, όπου συλλέγει τα μυθιστορήματα, τις φιλοσοφι κές του απόψεις, τα γράμματα και τα προσωπικά του ημερολό για.
1909 Αποφασίζει να πάει στο παγκόσμιο συνέδριο Ειρήνης στη Στοκχόλμη, αλλά τελικά, εξαιτίας της κακής του υγείας και της πίεσης της Σόνιας, δε θα παραβρεθεί.
1910 Γράφει το «Δεν υπάρχουν ένοχοι στον κόσμο» και το «Για κά θε μέρα», μια ανθολογία γνωμικών αρχαίων και σύγχρονων, με θέμα το Θεό και τήν ψυχή, την αλήθεια, τη ζωή, την ανθρώπι νη διαγωγή. Αλληλογραφεί με τον Μπ. Σω και τον Γκάντι. Στις 28 Οκτωβρίου φεύγει κρυφά από τη Γιασνάγια Πολιάνα προς άγνωστη κατεύθυνση για να ζήσει ελεύθερος, ξεφεύγοντας από την ένταση και τις διαμάχες που έχουν ξεσπάσει ανά μεσα σ’ αυτόν και τη γυναίκα του, εδώ και αρκετά χρόνια. Τε λικά φτάνει στο Αστάποβο, ένα μικρό χωριό κοντά στο Σαμαρτίνο. Στις 2 Νοεμβρίου φτάνει τηλεγράφημα στη Σόνια πως ο Λέων είναι βαριά άρρωστος. Ο Τολστόι πεθαίνει στο Αστάπο βο στις 7 Νοεμβρίου στις 6 το πρωί. Εννέα χρόνια αργότερα, στις 4 Νοεμβρίου 1919, η Σόνια θα πεθάνει από την ίδια αρρώ στια: πνευμονία.
Λ. Τολστόι, 1908
* Όλες οι ημερομηνίες του κειμένου εί ναι σύμφωνα με το ρωσικό Ιουλιανό ημερολόγιο, που είναι 12 μέρες πίσω από το Γρηγοριανό ημερολόγιο του 19ου αι. και 13 μέρες πίσω από το αντίστοιχο του 20ού αι.
20/αφιερωμα
Μίτση Ανδριώτη
Ένας πολυδιάστατος συγνοαφέας
«Τούτος ο άνθρωπος είναι όμοιος με το Θεό!» γράφει ο Μαξίμ Γκόρκι στις αναμνήσεις του από τον Λ. Τολστόι. Και ο Τόμας Μαν διαπιστώνει πως μετά το θάνατό του η Ευρώπη έμεινε «χωρίς αφέντη»! αι πραγματικά ο Λέων Νικολάγιεβιτς Τολστόι είναι μια δεσπόζουσα φυσιογνωμία που κατάφερε να εκφράσει τις ανησυχίες και τις αντιφάσεις μιας πολυτάραχης εποχής. Ζώντας στο μεταίχμιο του 19ου με τον 20ό αιώνα πατού σε με το ένα πόδι στις βαθιά ριζωμένες πατριαρ χικές αντιλήψεις της φεουδαρχικής Ρωσίας και με το άλλο κυνηγούσε το καινούριο που θα μπο ρούσε να εκφράσει τον νέο αιώνα. Ο Τολστόι ζει μια εποχή μεγάλων ανατροπών και ανακατατάξεων για τη Ρωσία. Είναι η εποχή που σπάνε οι παλιές φεουδαρχικές οικονομικές σχέσεις και μαζί μ’ αυτές και οι πατροπαράδοτες αξίες και θεσμοί ζωής. Η διάδοχη κατάσταση, ο καπιταλισμός, προκαλεί βαθιά απογοήτευση και αποστροφή στον Τολστόι, ενώ το λαϊκό κίνημα
Κ
που κάνει τα πρώτα του μόλις βήματα μένει έξω από το οπτικό του πεδίο. Σ’ αυτή λοιπόν τη χαώδη εποχή που πεθαίνει το παλιό και κυοφορείται το νέο ανθίζει το μυθι στόρημα στη Ρωσία, που ζει/γνωρίζει καθυστε ρημένα τη δική της περίοδο του Διαφωτισμού. Στη δεσποτική Ρωσία του 19ου αιώνα συνδέεται άμεσα με τη δημοκρατική αντιπολίτευση και το μυθιστόρημα γίνεται χώρος άσκησης κοινωνικής κριτικής, αλλά και προβολής θεωριών. Το ρωσι κό μυθιστόρημα απέχει πολύ από τα φαινόμενα κρίσης που κυριαρχούν την ίδια περίοδο στον δυτικό κόσμο. Αντίθετα αναζωογονείται από τις ιδεολογικές ζυμώσεις και την ανάπτυξη της πο λιτικής και κοινωνικής συνείδησης - που συντε-
αφιερωμα/21 λούνται σ’ όλη τη χώρα και ιδιαίτερα στο χώρο της διανόησης - και φτάνει σε μεγάλη ακμή. Έτσι ο Λέων Ν. Τολστόι με το ανήσυχο πνεύ μα και το ισχυρό ταλέντο του, εκφράζει αυτή την πνευματική αναζήτηση και κινητικότητα της εποχής. Ο ίδιος έγινε ιδρυτής μιας νέας θρη σκείας - του τολστοϊσμού - που βρήκε πολλούς οπαδούς και έξω από τα σύνορα της Ρωσίας. Η πολυτάραχη ζωή του, ο ακούραστος πόθος του να βρει ένα στόχο στη ζωή, η ανεξέλεγκτη κριτι κή ματιά του για τη ρωσική κοινωνία, οι επιδρά σεις που δέχτηκε από τον γαλλικό διαφωτισμό και κυρίως από τη διδασκαλία του Ρουσσώ- οι μεγάλες αντιφάσεις της σκέψης του, που πάλευε ανάμεσα στην πατριαρχική του νοοτροπία που τον οδηγούσε προς τα πίσω και στον ερευνητικό του νου που τον ωθούσε μπροστά, αφήνουν τη σφραγίδα τους στο λογοτεχνικό του έργο από τα πρώτα του κιόλας βήματα. Ήδη στο νεανικό του έργο, την τριλογία που αποτελείται από τα μυθιστορήματα τα «Παιδι κά», τα «Εφηβικά» και τα «Νεανικά Χρόνια», διαφαίνονται τα πρώτα δείγματα της κριτικής του ματιάς, καθώς και τα θέματα που θα τον απασχολήσουν σ’ όλο του το έργο: η φύση, ο θά νατος, η ζωή του λαού, η ηθική. Ο ήρωας του έργου του ο μικρός Νικόλιενκα Ιρτένιες, γόνος αριστοκρατικής οικογένειας μέσα από τη βασα νιστική πορεία της ωρίμανσης και της μεταπήδησης από την παιδική ηλικία στον κόσμο των «με γάλων» γεύεται τους πικρούς καρπούς της γνώ σης. Ο μικρός με την αγνή και αδιάφθορη ματιά του συνειδητοποιεί τη διαφθορά και την ψευτιά του περιβάλλοντος του, ενώ παράλληλα βλέπει τους χωρικούς να ζουν μια πιο απλή, ηθική και «εν θεώ» ζωή. δη σ’ αυτά τα πρώτα δείγματα γραφής του, ο Τολστόι αποκάλυψε τα δυο βασικά συγ γραφικά του προτερήματα: τη δύναμη να διεισ δύει στην ψυχή των ανθρώπων και την αγάπη του για την αλήθεια, που δεν πρόδωσε ποτέ. Ό ταν έγραφε το επόμενο έργο του, τα «Διη γήματα της Σεβαστούπολης», σημείωνε στο ημε
Η
ρολόγιό του (1855): «Ο ήρωας της ιστορίας μου, τον οποίο αγαπώ μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής μου, ο ήρωας που προσπάθησα ν’ αναδείξω σ’ όλο του το μεγαλείο, το οποίο πάντα ήταν και θα είναι αξιοθαύμαστο, (ο ήρωάς μου) είναι η αλή θεια». Και πραγματικά σ’ αυτά του τα διηγήμα τα δεν έχουν θέση οι εξω-ανθρώπινοι, οι ψεύτι κοι ηρωισμοί και οι ρομαντικές εξάρσεις πα τριωτισμού. Εξάλλου όλο το έργο του Τολστόι χαρακτηρίζεται από την απουσία των ρομαντι κών κορυφώσεων και την προσκόλλησή του στον επικό τρόπο γραφής. Έτσι στα «Διηγήματα της Σεβαστούπολης» οι σκηνές άγριας μάχης, διαμε λισμένων πτωμάτων και πληγωμένων στρατιω τών εναλλάσσονται με τη στρατιωτική μπάντα που ψυχαγωγεί τα κορίτσια της πόλης. Και ο ίδιος στρατιώτης που τη μια στιγμή μπορεί να εί ναι μικρόψυχος, φοβισμένος και μίζερος, την άλλη μπορεί να μετατραπεί σε ήρωα την ώρα της μάχης. Από τη θητεία του στο στρατό ο Τολστόι άντλησε αρκετά θέματα και υλικό για το έργο του. Ενδεικτικά αναφέρουμε την «Επιδρομή», τους «Κοζάκους», το «Χατζή - Μουράτ», τον «Πόλεμο και Ειρήνη». Στην «Επιδρομή» θα συ ναντήσουμε δυο τυπικούς ήρωές του που βρί σκονται ο ένας στον αντίποδα του άλλου. Από τη μια, ο λοχαγός Χοχλώφ, ο απλός, αθόρυβος, αλλά δυνατός χαρακτήρας, και από την άλλη ο εγωκεντρικός υπολοχαγός Ρόζενκρατς, που κά τω από τη λαμπερή επιφάνεια και την επίδειξη κρύβει έναν ασήμαντο ανθρωπάκο· οι δυο τύποι θα αποτελέσουν το δίπολο σε πολλά έργα του Τολστόι. Εξάλλου πρέπει να σημειώσουμε εδώ πως ο συγγραφέας αγαπούσε την άμεση παράθε ση των αντιθέσεων, για να δίνει τη δυνατότητα στον αναγνώστη να κάνει αυτόματα τις συγκρί σεις και να οδηγείται στην αλήθεια. Αυτό φαίνε ται και από τους τίτλους ορισμένων έργων του, όπως «Πόλεμος και Ειρήνη», «Το ζωντανό πτώ μα», «Αφέντης και Δούλος», «Το φως λάμπει στο σκοτάδι»... αλλά και από την τεχνική στην αφήγησή του. Για παράδειγμα στον «Αφέντη και Δούλο» δίνει την αντίθεση ανάμεσα στην ηθική
22/αφιερωμα της ανώτερης τάξης, που τη χαρακτηρίζει η πλεονεξία και ο ατομισμός και στην τιμιότητα, ανθρωπιά και ευθύτητα του λαού. Ή ακόμα στους «Δυο Ουσάρους» η διαφορετική αντιμε τώπιση σχεδόν παρόμοιων καταστάσεων από τους εκπροσώπους δυο διαφορετικών γενιών του πατέρα και του γιου - υποδηλώνει τις αλλα γές που συντελέστηκαν στις αξίες, στα ήθη και την αντίληψη για τη ζωή με την πάροδο των ετών. να μεγάλο μέρος του έργου του είναι αφιε ρωμένο στην εξύμνηση της φυσικής ζωής. Εδώ διαφαίνονται καθαρά οι ρουσσωικές αντι λήψεις του Τολστόι, δηλαδή η πεποίθησή του πως η ζωή σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους κάνει τους ανθρώπους ηθικούς και ευτυχισμέ νους, σε αντίθεση με τη διαφθορά που επικρατεί στις πόλεις και κυρίως στην ψυχή των ανθρώπων που ανήκουν στην ανώτερη τάξη. Ο ίδιος γράφει στο ημερολόγιο του για τη σχέση του με το Ρουσσώ: «Με συγκρίνουν με το Ρουσσώ. Πολλά του χρωστώ και τον αγαπώ, ωστόσο μεταξύ μας υπάρχει μεγάλη διαφορά: Ο Ρουσσώ αρνείται διαρρήδην τον πολιτισμό, εγώ αρνιέμαι τον ψευτοχριστιανικό πολιτισμό. Πολιτισμός είναι η ανάπτυξη της ανθρωπότητας. Ανάπτυξη ανα γκαία, και δε μας πέφτει λόγος αν είναι καλή ή κακή. Υπάρχει καθεαυτήν, είναι η ίδια η ζωή». Και αυτή την ορμή της ζωής θα υμνήσει στους «Κοζάκους». Η ζωή των Κοζάκων, τα ήθη και έθιμά τους, η ενδυμασία και ο οπλισμός τους περιγράφονται τόσο εξαντλητικά, ώστε πολλοί με λετητές χαρακτηρίζουν το έργο αυτό σαν ένα εθνολογικό ντοκουμέντο. Μέσα σ’ αυτή τη σφύζουσα από ζωή ατμόσφαιρα τοποθετεί τον ήρωά του. Ο νεαρός ευγενής Ολένιν (που παραπέμπει άμεσα στον ίδιο το συγγραφέα) μαγεύεται από την επαφή του με τους Κοζάκους και αρχίζει να ανακαλύπτει μια νέα διάσταση της ζωής. Όμως ούτε και σ’ αυτό του το μυθιστόρημα ο Τολστόι δεν προδίδει τη ρεαλιστική απεικόνιση της ζωής, παρασυρόμενος από κάποια ρομαντική διάθεση. Η εξέλιξη του πολιτισμού έχει δημιουργήσει ένα αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στον ήρωά του και τους Κοζάκους με τη σχεδόν πρωτόγονη ζωή τους και έτσι ο Ολένιν βαθιά λυπημένος επιστρέ φει στην πόλη εγκαταλείποντας την αγαπημένη του Μαριάνκα και τη φυλή της. Έ να ακόμα διήγημά του που εκφράζει τις αντιλήψεις του για την επίδραση της «κατά φύσιν» ζωής στην ηθική τελείωση του ανθρώπου εί ναι και οι «Τρεις θάνατοι». Ας αφήσουμε όμως το συγγραφέα να μας μιλήσει γι’ αυτό: «Η σκέψη μου ήταν η ακόλουθη: τρία πλάσματα πεθαίνουν - μια αρχόντισσα, ένας μουζίκος κι ένα δέντρο. Η αρχόντισσα είναι αξιολύπητη κι αποκρουστική, όλη της η ζωή ήταν ένα ψέμα, το ψέμα σφρα
Ε
γίζει και το θάνατό της. Ο- χριστιανισμός, έτσι που τον καταλαβαίνει αυτή, δε λύνει το πρόβλη μά της ζωής και του θανάτου. Γιατί να πεθάνω, αφού θέλω να ζήσω; Στις υποσχέσεις για το μέλ λον που δίνει ο χριστιανισμός πιστεύει με το νου και τη φαντασία της, όλη της όμως η ύπαρξη δεν εννοεί να υπακούσει - μα λύση άλλη δεν υπάρ χει. Είναι αποκρουστική και αξιολύπητη. Ο μουζίκος πεθαίνει ήρεμος, ακριβώς επειδή δεν είναι χριστιανός. 'Αλλη είναι η δική του θρη σκεία παρόλο που τηρούσε κι αυτός τη χριστια νική εθιμοταξία. Η δική του θρησκεία είναι η φύση, η συντρόφισσα της ζωής του. Τί έκανε στη ζωή του; Έκοβε δέντρα, έσπερνε κριθάρι, κατό πιν το θέριζε, έσφαζε αρνιά κι έτρεφε αρνιά, έσπερνε παιδιά, έθαβε τα γονικά του, είναι μες στη ψυχή του αυτός ο νόμος του θανάτου και δεν κλείνει τα μάτια μπροστά του σαν την αρχό ντισσα. Τον κοιτάει κατάματα... Το δέντρο πε θαίνει ήρεμα, τίμια και όμορφα. Όμορφα γιατί δε λέει ψέματα, δεν προσπαθεί να ξεφύγει, δε φοβάται, δε λυπάται» (από γράμμα του Λ. Τολστόι στη θεία του Αλεξάντρα Τολστόι, Απρίλης 1858) υτή η «ειδωλολατρική» και κατά βάση υλι στική θέση του Τολστόι, όπως εκφράζεται εδώ, μπορεί να παραξενεύει τον αναγνώστη που γνωρίζει πως ο ίδιος άνθρωπος έχει γράψει άρ θρα και δοκίμια θρησκευτικού περιεχομένου, πως προτείνει σαν σύγχρονος ιεραπόστολος τη χριστιανική αυταπάρνηση και καρτερία, πως πρεσβεύει τη «μη-αντίσταση στο κακό». Χωρίς να είναι στις προθέσεις του άρθρου να ανοίξει το θέμα της «θρησκείας» του Τολστόι - πράγμα που πρέπει ν’ αποτελέσει αντικείμενο ιδιαίτερης πραγματείας - σύντομα επισημαίνουμε πως ο Τολστόι οδηγήθηκε στο Θεό, όχι μέσα από μετα φυσικούς δρόμους, αλλά μεσ’ από την προσπάθειά του να θέσει ένα ιδανικό, ένα στόχο για τη ζωή του κυριευμένος και από το άγχος του θα νάτου. Έτσι ο Λ. Τολστόι έγραψε στην «Εξομο-
Α
αφιερωμα/23 λόγηση»: «Στη σκέψη του Θεού κύματα ευτυχίας και ζωής πλημμυρίζουν την ψυχή μου. Κάθε τι γίνεται ζωντανό, παίρνει ένα νόημα. Τη στιγμή που στέφτομαι και γνωρίζω το Θεό, ζω. Αλλά τη στιγμή που τον ξεχνώ, τη στιγμή που παύω να πιστεύω, παύω και να ζω... Το να γνωρίζεις το θεό και το να ζεις είναι το ίδιο πράγμα. Ο Θεός είναι η ζωή.» Και σ’ ένα γράμμα στην Α. Τολστόι (Μάιος 1858) έγραψε: «Για μένα η θρησκεία πηγάζει από τη ζωή και όχι η ζωή από τη θρη σκεία. Εσείς περιγελάτε τη φύση και τα αηδόνια μου. Αλλά στη θρησκεία μου η φύση είναι ο με σάζων». Αυτές οι απόψεις εξηγούν γιατί τον αφόρισε η εκκλησία και από την άλλη γεφυρώνουν την αντίθεση ανάμεσα στην «ειδωλολατρική» αντίλη ψή του για τη ζωή και στην ιδιότυπη θρησκευτικότητά του. Η αντίληψή του για τη θετική επίδραση της φύσης στη διαμόρφωση του ανθρώπινου χαρα κτήρα θα διαπεράσει όλο το έργο του. Από δω και πέρα σ’ όλα του τα λογοτεχνικά έργα ο μου ζίκος - ο άνθρωπος του χωριού - θα ενσαρκώνει όλες τις αρετές, που ο Λ. Ν. Τολστόι θεωρεί ου σιώδεις: Την απλότητα, την ειλικρίνεια, την ηθι κή, την καρτερία, την τιμιότητα, την έλλειψηπλεονεξίας. Τέτοιος τύπος είναι ο χωριάτης Πολικούσκα στο ομώνυμο διήγημά του, ο υπηρέτης Γεράσιμος στο «Θάνατο του Ιβάν Ιλίτς», τέτοιος και ο Πλάτωνας Καρατάγιεφ στο «Πόλεμος και Ειρήνη». Ο Τολστόι έγραψε τον «Πόλεμο και Ειρήνη», το μεγαλύτερο επικό μυθιστόρημα όλων των επο χών, επί 6 περίπου χρόνια. Στο μυθιστόρημα αυ τό «αγάπησε την ιδέα του ανθρώπου», όπως ομολογεί ο ίδιος. Και πραγματικά στις σελίδες του παρελαύνουν πάνω από εκατό πρόσωπα, που ο συγγραφέας ανατέμνει σ’ όλο το βάθος της ψυχής τους. Έτσι, ενώ σε πρώτο επίπεδο είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα που αφηγείται τα γε γονότα της εκστρατείας του Ναπολέοντα στη Ρωσία, ουσιαστικά το κύριο βάρος δίνεται στην
ανάδειξη του ανθρώπου και των δυνατοτήτων του στο πεδίο της μάχης και στη μάχη της ζωής, στα έργα του πολέμου και της ειρήνης. Και δω πάλι εμφανίζεται το γνωστό πια δίπολο του Τολστόι: από τη μια μεριά η υψηλή κοινωνία - ο Πιέρ Μπεζούχωφ ο Πρίγκηπας Αντρέι Μπολκόνσκι και η Πριγκίπισσα Μαρία, η οικογένεια Ροστώφ και βεβαίως η γοητευτική Νατάσα στην προϊούσα φθορά της και από την άλλη, το αρχέγονο πρόσωπο της λαϊκής πατριαρχικής Ρω σίας, όπως ενσαρκώνεται στο πρόσωπο του Πλάτωνα Καρατάγιεφ. Ο Καρατάγιεφ είναι ο
φορέας των ιδεών του Τολστόι, ο γνήσιος εκ φραστής του τολστοϊσμού, όπως διαμορφώθηκε μετά από μερικά χρόνια σε θεωρία. Στο πρόσω πό του διαφαίνονται οι μοιρολατρικές απόψεις των μουζίκων της Ρωσίας, η ανεκτικότητα και η παθητικότητά τους. Είναι ο αντίποδας του βο ναπαρτισμού, των αξιών του ατομικισμού, που ο Τολστόι βλέπει να κυριαρχούν όχι μόνο στον αστικό δυτικό κόσμο, αλλά και στα σαλόνια της Αγίας Πετρούπολης. Η αντίθεσή του αυτή στο κυρίαρχο πνεύμα του ατομικισμού και στον διο γκωμένο ρόλο της προσωπικότητας οδηγεί τον Τολστόι στο άλλο άκρο: στην εκμηδένιση της αξίας της προσωπικότητας του ατόμου. Τελειώ νοντας δε το μυθιστόρημά του κάνει μια πραγ ματεία για τη σχέση ατόμου και Ιστορίας, όπου καταλήγει πως αυτό που κινεί τα νήματα της ιστορικής εξέλιξης είναι κάποιοι αστάθμητοι πα ράγοντες, η μοίρα. ΓΓ αυτό άλλωστε έχει απο δώσει στο έργο του τόσο σχηματικά τις δυο κο ρυφαίες φυσιογνωμίες αυτού του πολέμου τον Ναπολέοντα και τον Κουτούζωφ. ο άλλο μεγάλο μυθιστόρημα του Λ. Τολστόι που χαρακτηρίζεται για την ψυχογραφική του δύναμη είναι η «Άννα Καρένινα». Ο συγ γραφέας παρακολουθεί βήμα το βήμα την ηρωίδα του. Την ανειρήνευτη πάλη που γίνεται στην ψυχή της, τις διακυμάνσεις της, τη μεταμόρφωση του χαρακτήρα της, δικαιολογώντας έτσι το πώς αυτή ή ξένοιαστη και γεμάτη ζωή κοπέλα των σαλονιών οδηγείται στην αυτοκτονία. Ο Τολστόι
Τ
24/αφιερωμα είναι από τόυς συγγραφείς που δεν δέχονται τον μονοδιάστατο άνθρωπο. Αντίθετα πιστεύει πως: «κάνουμε ένα από τα μεγαλύτερά μας λάθη, όταν χωρίζουμε τους ανθρώπους σε έξυπνους, κοντούς, καλούς, κακούς, δυνατούς, αδύνατους. Ο άνθρωπος είναι απ’ όλα: έχει μέσα του όλες τις δυνατότητες, είναι νερό που τρέχει...» (Ημε ρολόγιο 1898). Έτσι και η Ά ννα Καρένινα, αλ λά και ο Κ. Λέβιν - την ιστορία του οποίου μας αφηγείται παράλληλα ο Τολστόι στο ίδιο μυθι στόρημα - μπορούν ν’ αλλάξουν χαρακτήρα εξαιτίας των περιστάσεων. Αυτές οι δυο ιστορίες - του Λέβιν και της Ά ν νας - φαινομενικά ανεξάρτητες, συνδέονται εσωτερικά λόγω της σύγκρουσης των δυο ηρώων με την κοινωνία, όπου ζουν. Η Άννα γνωρίζο ντας τον παράφορο έρωτα στο πρόσωπο του Βρόνσκι, γνωρίζει και ένα νέο τρόπο αντιμετώ πισης της ζωής. Συγκρούεται με τη συμβατική ηθική και ζωή της τάξης της και τελικά αποσπάται από το κοινωνικό σώμα, οδηγούμενη στην αυτοκτονία. Ο Λέβιν, ο τύπος του Ρώσου γαιο κτήμονα, (ας σημειώσουμε εδώ ότι και αυτός ο ήρωας του Τολστόι φέρει πολλά βιογραφικά στοιχεία του δημιουργού του) κινδυνεύει και αυ τός λόγω του εγωισμού και της βιοθεωρίας του να αποσπαστεί από το κοινωνικό σώμα. Συνει δητοποιεί το χάσμα που ανοίγεται ανάμεσα στην ευτυχισμένη και πλούσια ζωή του και στην εξα θλίωση που βασιλεύει λίγα μέτρα πιο πέρα. Όμως αυτό που τον αλλάζει και τον βοηθά να ξεπεράσει την κρίση - σε αντίθεση με την Ά ννα - είναι που βρήκε ένα στόχο στη ζωή του: ξεπερνώντας τον ατομικισμό του θα γνωρίσει την ευ τυχία στον αγώνα για την ηθική του τελείωση, που μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από την αυ ταπάρνηση και την αφοσίωση στους άλλους. Η «Άννα Καρένινα» είναι ένα έργο-σταθμός στη συγγραφική πορεία του Τολστόι. Από δω αρχίζει η μεταστροφή του προς τη θρησκεία και παγιώνονται οι αντιλήψεις του για τη χριστιανι κή αυταπάρνηση και εγκαρτέρηση που είναι η μόνη προτεινόμενη λύση στην αθλιότητα αυτού του κόσμου. Αυτή την αντίληψη θέλει να υπηρε τήσει και η αμείλικτη κριτική που κάνει στην κοινωνία και στις δομές της. Βέβαια η αφετηρία της κριτικής του δε μειώνει στο ελάχιστο ούτε τη σημασία, ούτε τη δύναμή της (πράγμα που γνώ ριζε καλά η τσαρική εξουσία γι’ αυτό και λογόκρινε ή εμπόδιζε την κυκλοφορία των έργων του Τολστόι) Έτσι στο επόμενο μεγάλο μυθιστόρημά του, στην «Ανάσταση», βρίσκουμε στο back-ground της ιστορίας του Πρίγκηπα Μεχλιούντωφ και της πόρνης Μάσλοβα την καταγγελία της τσαρι κής Ρωσίας, καθώς αναδεικνύεται όλο το σύστη μα κοινωνικής οργάνωσης και καταπίεσης από τα σαλόνια των ανώτερων αξιωματούχων, τα δι
καστήρια που εξετάζουν τον τύπο και όχι την ουσία ώς τον τελευταίο δεσμοφύλακα. Ενώ πα ράλληλα οι χαρακτήρες των βασικών ηρώων του υπηρετούν την ιδεολογική του θέση, είναι φορείς της αλτρουιστικής ηθικής, της καρτερικής υπο ταγής στη μοίρα. Οι θρησκευτικές του απόψεις θα φανούν ακό μα πιο μονοδιάστατα στη «Σονάτα του Κρώυστερ», στον «Πατέρα Σέργιο», στον «Δαίμονα», στον «Μοναχό Ηλιόδωρο», όπου επικρατεί το ασκητικό πνεύμα και η πάλη ανάμεσα στην αγνότητα της ψυχής και στους πειρασμούς της αμαρτωλής σάρκας. Όμως τον Τολστόι δεν τον απασχολεί τόσο η μεταφυσική πλευρά του ανθρώπου, όσο και κυ ρίως η μοίρα του πάνω στη γη. Γι’ αυτό και οι κοινωνικοί προβληματισμοί είναι εντονότατοι στα έργα του. Ακόμα και όταν έγινε ο ευαγγελι στής μιας νέας θρησκείας, δεν εγατέλειψε τις απόψεις του για τη σχέση ανθρώπου-φύσης. Στο «Χόλστομερ», όταν αφηγείται τη ζωή ενός αλό γου, ουσιαστικά κάνει μια πραγματεία πάνω στο πρόβλημα: ιδιοκτησία-εξουσία. Η τελεσίδικη καταδίκη αυτών των θεσμών πηγάζει από τη θέ ση του συγγραφέα πως αυτοί παραβιάζουν απροκάλυπτα τους φυσικούς νόμους και φέρ νουν μόνο την καταπίεση και τη δυστυχία. Αλλά και στο «Χατζή-Μουράτ» διαπραγμα τεύεται το ίδιο πρόβλημα. Ο ίδιος είχε πει: «Δεν είναι μόνο ο Χατζή-Μουράτ και το τραγικό του τέλος που μ’ ενδιαφέρει. Είμαι συνεπαρμένος από τον παραλληλισμό ανάμεσα στις δυο κύριες φιγούρες που αντιτίθενται η μια στην άλλη: τον Σαμίλ (σ.τ.μ: ο ηγέτης των μουσουλμάνων) και τον Νικόλαο Α' (σ.τ.μ. ο Τσάρος της Ρωσίας). Αυτοί αντιπροσωπεύουν τους δυο πόλους της απολυταρχίας - την Ασιατική και την Ευρωπαϊ κή». Και πραγματικά αυτό το πνεύμα της απο λυταρχίας - το τόσο αντίθετο με τους νόμους της φύσης και της ζωής - που καταδυναστεύει χιλιά δες ανθρώπους, θέλει να στηλιτεύσει σ’ αυτό το μυθιστόρημα. Ο Τολστόι έθετε τα πιο ουσιαστικά ερωτήματα για την κοινωνία της εποχής του και έδινε τις δι κές του απαντήσεις, αφού προηγουμένως είχε διανύσει μακρύ δρόμο έρευνας και αναζήτησης. Όμως η ταραγμένη και αντιφατική περίοδος που έζησε και οι καταβολές του δεν μπορούσαν παρά ν’ αφήσουν τα σημάδια τους στη ζωή και το έργο του. Έτσι ο Τολστόι είναι ο κόμης με τη φορεσιά του μουζίκου, είναι ο ακούραστος ερευ νητής της αλήθειας με την παθητική ανατολίτικη νοοτροπία. Είναι ο μεγάλος λογοτέχνης που θεωρούσε τη λογοτεχνία «σκουπίδια». Είναι ο αντιδραστικός φιλόσοφος που πρεσβεύει ένα πρωτόγονο ουτοπικό σοσιαλισμό. Είναι το ανή συχο πνεύμα ενός ανήσυχου καιρού. Είναι ο κό μης Λέων Νικολάγιεβιτς Τολστόι.
αφιερωμα/25
Αν£± Τ ρ ο ναγίά ι
«Πόλεμος καί Ειρήνη»
Απόσπασμα από το ομώνυμο κεφάλαιο της βιογραφίας τον Τολστόι ’ ένα υστερόγραφο στον «Πόλεμο και Ειρή νη» ο Τολστόι έγραφε ότι το βιβλίο αυτό δεν αποτελεί ένα μυθιστόρημα, πολύ λιγότερο ένα ποίημα κι ακόμα λιγότερο ένα ιστορικό χρονικό. Αλλά, ότι πρόκειται για μια νέα μορφή έκφρασης έτσι σχεδιασμένη ώστε να συμφωνεί μ ’ αυτό που ο συγγραφέας θέλει πραγματικά να πει. Έτσι, κηρύσσοντας την ανεξαρτησία του από κάθε λο γοτεχνική φόρμα καλεί τους αναγνώστες του να εγκαταλείψουν τις παλιές τους συνήθειες, να εμ βαθύνουν στους χαρακτήρες των ηρώων και να προσπαθήσουν να ανακαλύψουν μόνοι τους τη συνολική δομή του έργου και πράγματι, μόνο όταν ο αναγνώστης πάψει να σταματά στις χιλιά δες λεπτομέρειες των εικόνων, τότε μόνο φανε ρώνεται το έργο θ’ όλη του τη μεγαλοπρέπεια.
Σ
Τότε, πέρα απ’ την πάλη των τόσο διαφορετικών ανθρώπινων πεπρωμένων, ξεπηδούν οι αιώνιοι νόμοι που εξουσιάζουν το σύμπαν. Γέννηση και θάνατος, αγάπη, φιλοδοξία, ζήλεια, άγχος, ματαιοδοξία: Η βαθιά, ήρεμη ανάσα του ανθρώπι νου γένους μας καίει στο πρόσωπο. Παρακολουθούμε την αφρόκρεμα της ρωσικής κοινωνίας τις τελευταίες ειρηνικές μέρες του 1805. Συζητήσεις σαλονιών, πεταλούδες που φτερουγίζουν, μικρότητα στο λόγο και στις προ θέσεις. Ανάμεσα σ’ αυτό το μικρό θηριοτροφείο, ασήμαντων, ανόητων, δόλιων, ακόλαστων, άερ γων, λίγες ψυχές δονούνται από βαθύτερα συ ναισθήματα. Ο Πιερ Μπεζούχωφ, αδέξιος και καλόκαρδος, ο πρίγκηπας Αντρέι Μπαλκόνσκυ, νευρικός, πικρόχολος και περήφανος. Η πριγκί-
26/αφιερωμα πίσσα Μαρία, γλυκιά και ντροπαλή κάτω απ’ τη σκιά τον τυραννικού της πατέρα, τα παιδιά τον Ροστώφ που η ζωντάνια τους, ο αυθορμητισμός και η γοητεία της νιότης τους μοιάζουν μ ’ ένα φρέσκο δροσερό αεράκι που αναόίνεται μέσα α π’ το βιβλίο. Κι ανάμεσά τους η Νατάσα, κάτι ανάμεσα στην Τάνια Μπερς και τη Σόνια Τολστόι (σ.τ.μ. η κουνιάδα και γυναίκα του Τολστόι). Ο πόλεμος ξεσπάει. Τα προβλήματα τον καθέ να παραμερίζονται μπροστά στα συλλογικά προ βλήματα. Η ιστορία βάζει τέρμα στις προσωπι κές ιστορίες. Ο ρωσικός στρατός κυριεύει την Αυστρία. Διεξάγονται αιματηρές μάχες που είναι τόσο μάταιες όσο κι αναπόφευκτες. Αληθινοί στρατηγοί δεν είναι αυτοί που σαν τον Ναπολέοντα «σκαρφίζονται» στρατηγήματα, αλλά αυτοί που σαν τον Κουτούζωφ υποτάσσουν στις συν θήκες τη θέληση των υφισταμένων τους και τις ιδιοτροπίες της τύχης. νώριζε από μιας αρχής ο Τολστόι, σαν ξεκί νησε να γράφει, τις περιπέτειες των ηρώων τον; Τίποτα δε μας λέει κάτι τέτοιο. Τόσο οί προσωπικότητές τους όσο και οι τύχες τους αποφασίστηκαν και χαράκτηκαν στην πορεία. Κι ακόμη ο τρόπος που κάθε στιγμή στυμπεριφέρονται αντιστοιχεί απόλυτα στην προσωπικότητά τους. Αυτό είναι το θαύμα που κατόρθωσε ο Τολστόι: να μεταδώσει σε εκατοντάδες διαφορετικά πλάσματα, το δώρο της ζωής: στρατιώτες, χωρι κοί, στρατηγοί, ενγενείς, νεαρές κοπέλες και κο σμικές κυρίες. Πηγαίνει απ’ τον έναν στον άλλο, αλλάζοντας χωρίς κόπο, ηλικία, φύλο και κοινω νική τάξη. Δίνει στον καθένα έναν ιδιαίτερο τρό πο να μιλά και να σκέφτεται, μια φυσική εμφάνι ση, ένα παρελθόν, μια φυσική οντότητα ακόμα και μια δική του μυρωδιά. Αυτά θα μας εντυπώ σιαζαν αν επρόκειτο για ξεχωριστούς ανθρώ πους κάτι σαν πρόσωπα χαραγμένα σε χαλκό. Αλλά όχι: Οι πρωταγωνιστές αυτού του έργου εί ναι συνηθισμένοι τύποι, που ίσως δεν θα μας προκαλούσαν την περιέργεια αν τους συναντού σαμε στο δρόμο. Εδώ πάντως ζωντανεύουν με τέτοια επιδεξιότητα που συνεχίζουν να ζουν και να κινούνται μέσα μας ακόμα κι αφού έχουμε διαβάσει όλο το βιβλίο. Νατάσα Ροστώφ: θα την αναγνωρίζαμε οπουδήποτε «όχι όμορφη, με μαύ ρα μάτια, κι ένα μεγάλο εκφραστικό στόμα... στενοί ώμοι, γυμνά μπράτσα γεμάτα παιδική χά ρη». Ονειρεύεται τον Μπόρις Ντρούμπετσκοϋ, ανάβει φωτιές στον Βάσκα Ντενίσωφ, ερωτεύε ται τον πρίγκιπα Αντρέι Μπαλκόνσκυ και τον αρραβωνιάζεται - πράγμα που δεν την εμποδίζει να παρασυρθεί από τον Ανατόλ Κουράγκιν και τελικά να παντρευτεί τον Πιερ Μπεζούχωφ. Έτσι, καθώς ακολουθεί τον πυρετικό της δρόμο προς την ευτυχία, λειτουργεί σαν ένας κρίκος
ανάμεσα σε όλους τους βασικούς χαρακτήρες του βιβλίου. Ο καθένας παίρνει κάτι και λάμπει κάτω από τη δική της φλόγα. «Ό ,τι και να ’κάνε, το ’κάνε με όλο της το είναι, την ψυχή και το σώ μα», γράφει ο Τολστόι. Είτε φροντίζει κάποιον τραυματία, είτε κάθεται πλάι στον πρίγκηπα Αντρέι, στο κρεβάτι του θανάτου, είτε τραγου δά, είτε χορεύει, είτε τρέχει στην εξοχή, είτε ερω τεύεται τον ανόητο Κουράγκιν - εγκαταλείπεται ολοκληρωτικά, στη χαρά, το καθήκον, τον κίνδυ νο και τη λύπη. Χωρίς να είναι ίσως ιδιαίτερα έξυπνη, ή ιδιαίτερα καλλιεργημένη, σ’ αυτήν το
Γ
ένστικτο αντικαθιστά την ευστροφία. Στις ση μειώσεις του ο Τολστόι έγραφε: «Γενναιόδωρη... Με αυτοπεποίθηση... Αγαπιέται απ’ όλους... πε ρήφανη... Έχει ανάγκη από ένοί σύζυγο, δυο συ ζύγους, έχει ανάγκη από παιδιά, από ένα κρεβά τι...» Ο πόλεμος και οι θάνατοι τον αδερφού της και του πρίγκηπα Αντρέι ταρακουνούν το κορί τσι που οι δικοί της φωνάζουν «χαριτωμένο, μι κρό διαβολάκι». Τώρα πια αντικρύζει τον κόσμο με σοβαρότητα. Στον Επίλογο τη βρίσκουμε ευ τυχισμένη, πλάι στο σύζυγο ν’ απολαμβάνει την οικογενειακή ευτυχία. «Είχε τόσο πολύ στρογγυλέψει, κι είχε γίνει τόσο πλατιά, που δύσκολα κατάφερνε κανείς ν’ αναγνωρίσει την παλιά λε πτή κι ευκίνητη Νατάσα, σ ’ αυτή τη γεροδεμένη ώριμη γυναίκα... Οι συζητήσεις και οι λογομαχίες, που συμπεριλαμβάνονται στα δικαιώματα της γυναίκας, και στις σχέσεις ανάμεσα στα πα ντρεμένα ζευγάρια όχι μόνο δεν την ενδιέφεραν,
αφιερωμα/27 αλλά επιπλέον, δεν τις καταλάβαινε». Για την κλίμακα αξιών του συγγραφέα, δεν αποτελεί λάθος για μια γυναίκα το ν’ ασχολείται αποκλειστικά με τα παιδιά και το νοικοκυριό. Αντίθετα με τους πρωτοποριακούς συγγραφείς της εποχής του, που κήρυσσαν την απελευθέρω ση της γυναίκας, θεωρούσε ότι οι γυναίκες πρέ πει να υπακούν στους συζύγους τους, να μένουν πιστές στην οικογενειακή εστία και στα παιδιά τους, προκειμένου να μην καταστραφεί ο θεσμός της οικογένειας και κατά συνέπεια η ίδια η κοι νωνία.
φέας που συζητά με τον εαυτό του στο προσωπι κό του ημερολόγιο. Ο Πρίγκηπας Αντρέι παρου σιάζεται πιο σκεπτικιστής- δεν έχει εμπιστοσύνη στα αισθήματα του και τα κα/.ύπτιι με ειρωνεία. Φιλόδοξος, βλέπει στον πόλεμο έναν τρόπο να επιβεβαιώσει τον εαυτό του στη δράση. Αλλά η δίψα του για δόξα εξαφανίζεται στο πεδίο της μάχης, στο Αούστερλιτς, κάτω από τα γκρίζα σύννεφα και τον απέραντο ουρανό. Μετά το θά νατο της γυναίκας του αποφασίζει να βελτιώσει τις ζωές των χωρικών του, πράγμα όμως που οπωσδήποτε δεν το κάνει από συμπόνια για ^νν
αι παρ’ όλ’ αυτά σαν να θέλει να αναιρέσει την ίδια του τη θεωρία παρουσιάζει την Πριγκήπισσα Μαρία Μπαλκόνσκυ, άσκημη και άχαρη αλλά ευαίσθητη, αξιοπρεπή, πιστή στα θεία, ικανή για ολοκληρωτική αυταπάρνηση, που χωρίς να χάσει ούτε στο ελάχιστο την προ σωπικότητά της, παρέμενε ίδια όπως και στο πα-. ρελθόν, η -ψυχή της «στραμμένη στο άπειρο, το αιώνιο και το τέλειο». Ανάμεσα στους ανδρικούς ήρωες, ο Ανδρέας Μπαλκόνσκυ και ο Πιερ Μπεζούχωφ, είναι οι δύο πλευρές του ίδιον του Τολστόι. Στον ένα βά ζει την όρεξή του για ζωή, τον πραγματισμό, τη βαναυσότητά του, ενώ στον άλλο δίνει τα οράματά του για αιώνια ειρήνη κι ευσπλαχνία, την αφέλειά του, την αδεξιότητα και τους δισταγ μούς του. Τους βάζει να συζητάν μαζί στο Μπουχάροβο, κοντά σε μια λίμνη στο Αίσυ Γκόρυ - και όεν είναι άλλος παρά ο ίδιος ο συγγρα-
άθλια τύχη τους. Σε μια έξαρση πατριωτικού ενθουσιασμού στα 1812 ξεχνά για λίγο τη λύπη και την αηδία του για την προδοσία της Νατάσας. Η πραγματική όμως ηθική αναγέννηση θα έρθει μετά το θανα τηφόρο χτύπημα που δέχεται στο Μποροντινό. Τώρα γίνεται ένα με τον ουρανό που πίστευε άδειο, η εσωτερική γαλήνη που μάταια έψαχνε, αρχίζει επιτέλους ν’ ανθίζει στην καρδιά του, ενώ χάνει σιγά σιγά τις δυνάμεις του. Αυτός, ο άθεος, σκέφτεται ξαφνικά ότι «Αγάπη είναι ο Θεός, και το να πεθαίνεις σημαίνει ότι μέρος αυ τής της αγάπης ξαναγυρνά στο όλον, στην αιώ νια πηγή πραγμάτων...» Απέναντι του βρίσκεται ο Πιερ Μπεζούχωφ, μεγαλόσωμος, άχαρος, μύωπας - καμωμένος από ένα τόσο πορώδες υλικό που ακόμα και τα πιο τολμηρά του σχέδια περνάν από πάνω του χωρίς ν’ αφήνουν σημάδια. Η καλή του θέληση μπορεί
Κ
28/αφιερωμα να σνγκριθεί μονάχα με την χωρίς όρια αφέλειά τον. Βουτάει με το κεφάλι στην κραιπάλη, το γά μο, τις μονομαχίες, τη μασονία, τον πατριωτι σμό, τον ηρωισμό στη ζωή του ως πολίτης, το σχέδιο για τη δολοφονία του Ναπολέοντα, την επικοινωνία με τους ανθρώπους και την αγάπη του για τη Νατάσα. Λέει: «Πρέπει ν ’ αγαπάμε, πρέπει να ’χουμε πίστη...» Αλλά δεν ξέρει σε τίή σε ποιον. Στο τέλος είναι αυτός, ο αβέβαιος, ευ μετάβλητος, εξαγριωμένος Πιερ που βρίσκει την ευτυχία, ακριβώς όπως ο νυσταλέος Κουτούζωφ θριαμβεύει πάνω στους πιο πανούργους στρατη γούς. Η αποκάλυψη για τον Πιερ δεν έρχεται σαν μια αστραπή, αλλά ενώ ακούει τον Πλάτωνα Καρατάγιεφ. Από κει κι ύστερα, σε στιγμές αμ φιβολίας τον φτάνει μόνο να θυμηθεί τον ταπει νό μουζίκο, σκοτωμένο απ’ τους Γάλλους, για να ξανασυμφιλιωθείμε τον κόσμο. Τολστόι έβαλε πολύ απ’ τον εαυτό του στον Πιερ Μπεζούχωφ και στον Ανδρέα Μπαλκόνσκυ, αλλά επίσης κι ένα μέρος των χαρακτη ριστικών του στον Νικόλα Ροστώφ: Η δύναμή του, η υγεία του, η παγανιστική του αγάπη για τη φύση, η υπερβολική αίσθηση τιμής και το πά θος του για το κυνήγι. Αλλά ο Νικόλας Ροστώφ είναι ένα παιδί μ ’ ένα μέτριο μυαλό, που κύρια τον απασχολεί το να μην παραβεί τους καθιερω μένους κανόνες. Θέλει ν’ ανήκει στην εποχή του και στον κύκλο του. Η Νατάσα που τον ξέρει πο λύ καλά λέει γι’ αυτόν: «ο Νικόλας έχει ένα ελάτ τωμα: Δεν του αρέσει τίποτα, αν δεν αρέσει πρώτα σε όλους!» Δίπλα σ’ αυτά τ ’ αστέρια πρώτου μεγέθους, θα ’πρεπε επίσης ν’ αναφέρουμε τη μικρή Σόνια, τον Ανατόλ Κουράγκιν, τον Νταλόχωφ, τον Πέτια Ροστώφ, τον γερο-Πρίγκηπα Μπαλκόνσκυ, τον Ντενίσωφ και πόσους άλλους ακόμη!... Πότε, πώς, ο Τολστόι τους περιέγραψε; Αδύνατο να πει κανείς. Κάθε ένα απ’ αυτά τα πορτραίτα εί ναι ένας συνδυασμός από χιλιάδες εικόνες και στοιχεία που βρίσκονται διασκορπισμένα σ’ όλο το βιβλίο. Η αλήθεια βέβαια είναι ότι ο συγγρα φέας συχνά καταφεύγει στον εσωτερικό μονόλο γο προκειμένου να καταγράψει την κατάσταση των χαρακτήρων του, παρ’ όλ’ αυτά, όμως τον περισσότερο καιρό αποκαλύπτει τις σκέψεις τους μέσω μιας στάσης ή μιας κίνησης, ή ακόμα με το φευγαλέο παιχνίδισμα των εκφράσεων του προ σώπου. Οι ήρωές του, ποτέ δεν χαμογελάνε απλά- χαμογελούν είτε εξαιτίας μιας «ξαφνικής καλής διάθεσης» είτε «συγκαταβατικά», «με μια αίσθηση μελαγχολίας». Η λέξη «σκιά» εμφανίζε ται αρκετά συχνά στα γραπτά του και είναι η απόδειξη της σημασίας που δίνει στην ακριβή με τάφραση των συναισθημάτων. Αντίθετα με τις μνημειώδεις διαστάσεις του βι βλίου, η ενασχόληση με τη λεπτομέρεια δεν εγκα ταλείπει τον Τολστόι ούτε για μια στιγμή.
Ο
Ό ταν ο Κουτούζωφ μιλάει στον Τσάρο, «το πάνω χείλος του τρέμει ελαφρά». Ό ταν ο Ανα τόλ μιλά στην πριγκήπισσα Μαρία, «παίζει με τα κουμπιά της στολής του». Η ωραία Έλενα, η σύ ζυγος του Πιερ, εμφανίζεται πάντα με «το χαμό γελό της», «το παχουλό της χέρι», «τους μαρμά ρινους ώμους της και το λαιμό της», ενώ ο Ντολόχωφ ξεχωρίζει για τα φωτεινά γαλανά του μά τια και για τις γραμμές του στόματός του. Δεν θα ’πρεπε ίσως να καταλήξει κανείς στο συμπέρασμα ότι ο Τολστόι παγώνει τους χαρα κτήρες του στην ακινησία αυτής της διαδικα σίας. Αντίθετα, θεωρώντας την ανθρώπινη προ σωπικότητα πολύπλοκη, δυναμική κι ευμετάβλη τη καταφέρνει να φωτίσει κάθε φορά με διαφο ρετικό τρόπο την προσωπικότητα των ηρώων του ανάλογα με το περιβάλλον τους και τον περί γυρό τους. Ο πρίγκηπας Αντρέι είναι διαφορετι κός μέσα στα σαλόνια και διαφορετικός όταν βρίσκεται μόνος με τον Πιερ, διαφορετικός με τον διπλωμάτη Μπιλίμπιυ και διαφορετικός ανά μεσα στους αξιωματικούς του συντάγματος του, είναι άλλος όταν συνοδεύει την αδελφή του και άλλος όταν βρίσκεται με τη Νατάσα. Κάθε στιγ μή τον βλέπουμε μέσω της οπτικής γωνίας των ανθρώπων που τον περιτριγυρίζουν, και κάθε φορά ανακαλύπτουμε μια καινούρια πτυχή του χαρακτήρα του. Παρ’ όλ’ αυτά όλες αυτές οι ψυ χολογικές διακυμάνσεις δεν μας επιτρέπουν να γνωρίσουμε ολοκληρωμένα την προσωπικότητά του, σε όλες της τις αντιφάσεις. «Γυρνώντας στη Μόσχα, από το στρατό», γρά φει ο Τολστόι, «οι στενοί συγγενείς του Νικόλα Ροστώφ, του καλωσόρισαν σαν τον καλύτερό τους γιο, έναν ήρωα, τον αναντικατάστατο Νικόλενκα. Τα άλλα μέλη της οικογένειας σαν ένα ευ χάριστο, ανέμελο και καλοαναθρεμμένο παιδί, ενώ οι φίλοι του τον καλωσόρισαν σαν έναν όμορφο υπολοχαγό των ουσσάρων, έναν πρώτης γραμμής χορευτή καθώς και σαν έναν απ’ τους πιο περιζήτητους υποψήφιους γαμπρούς της Μό σχας». Α π ’ την άλλη μεριά ο πρίγκηπας Αντρέι είναι πολύ δημοφιλής ανάμεσα στους κύκλους της υψηλής κοινωνίας της Αγίας Πετρούπολης. Οι οπαδοί των μεταρρυθμίσεων τού άνοιγαν διά πλατα τις πόρτες γιατί διακρινόταν όχι μόνο για την εξυπνάδα και την καλλιέργειά του, αλλά και γιατί ελευθερώνοντας τους κολίγους του είχε αποκτήσει τη φήμη του φιλελεύθερου. Οι πιο με γάλοι στα χρόνια και δυσαρεστημένοι, επιζητού σαν την εύνοιά του πρώτα και κύρια γιατί ήταν γιος του πατέρα του και άρα, σκέφτονταν, θα έπρεπε λογικά να αποδοκιμάζει τους μεταρρυθμι στές. Οι κυρίες τον υποδέχονταν με ανοιχτές αγκάλες, γιατί ήταν περιζήτητος σαν γαμπρός, πλούσιος, δημοφιλής, και γιατί απέπνεε μια ρο μαντική αύρα, αφού καταρχήν πίστευαν ότι είχε σκοτωθεί στο μέτωπο, αλλά και γιατί μόλις είχε
αφιερωμα/29 χάσει, την ετοιμόγεννη γυναίκα του. α ιστορικά πρόσωπα, το ίδιο όπως και τα φανταστικά, παρουσιάζονται «εν κινήσει». Γι’ αυτούς, ο συγγραφέας επιλέγει μερικά φυσι κά χαρακτηριστικά που επαναλαμβάνονται πε ρισσότερο σαν ένα είδος λαϊτμοτίβ και που συ ντελούν στη γρήγορη αναγνώρισή τους. Ο Ναπο λέων, με τη «στρογγυλή του κοιλιά» και τα «πα χουλά του χέρια». Ο Κουτούζωφ, νυσταλέος, με χοντρό σβέρκο, μ ’ ένα μάτι και ουλή. Αλλά παρ’ όλο που ο Τολστόι παραμένει εξαιρετικά αμερό ληπτος απέναντι στα δημιουργήματα της ίδιας του της φαντασίας, χάνει όμως κάθε έννοια αυ τοσυγκράτησης απ’ τη στιγμή που ο Ναπολέων εισβάλλει στη σκηνή. Γι' άλλη μια φορά τον κυ ριεύει η οργή που ένιωθε μερικά χρόνια πριν, στην κρύπτη του Μεγάρου των Απομάχων στο Παρίσι. Ασυνείδητα, ο βετεράνος της Σεβαστού πολης παίρνει με την πένα στο χέρι, την εκδίκη σή του απέναντι στους Γάλλους. Η μέθοδος της περιγραφής του χρησιμεύει γι’ άλλη μια φορά. Προκειμένου ν’ απαλλαγεί απ’ το βάρος της μεροληψίας ισχυρίζεται ότι «τίποτα δεν εφεύρε κι ότι και την παραμικρή λεπτομέρεια, την αντλεί από τις αναμνήσεις» (των συγχρόνων του). Δεν υπάρχει αμφιβολία όμως ότι βασίζεται σ’ εκεί νους που εμφανίζουν τον αυτοκράτορα των Γάλ λων σαν γελοίο πρόσωπο. Η περιγραφή του Ναπολέοντα, π.χ., όταν κάνει την τουαλέτα του εί ναι ακριβής. Το παχύ και μαλλιαρό του στήθος, τα ρουθουνίσματά του, το κίτρινο και πρησμένο πρόσωπό του, οι φράσεις του, «πιο σφιχτά» όταν ο υπηρέτης του τον τρίβει με κολώνια, όλα τούτα βεβαιώνονται από τον Λ ας Κάσες, αλλά η σκηνή αυτή στην πραγματικότητα συνέβηκε στη φοβερή περίοδο της απραξίας στην Αγία Ελένη, και όχι την παραμονή της μάχης του Μποροντίνο. Δεν έχει σημασία! Με κάθε τρόπο, ο Λατίνος Τύραν νος, αυτός που μόλυνε το ρωσικό έδαφος, πρέπει να εμφανιστεί απόλυτα γελοίος. Αυτές οι λίγες πινελιές, τραβηγμένες με τέχνη, τον μεταβάλλουν σ’ ένα γερασμένο, χαζό υποκείμενο.
Τ
αμιά ψυχολογική διείσδυση, ούτε ίχνος στρατηγικής ιδιοφυίας, τίποτε άλλο εκτός από νευρικά τικ. Η μοίρα του κόσμου κρέμεται από τη δυσπεψία ενός ανθρώπου. « Ένα ασήμα ντο εργαλείο της ιστορίας το οποίο ποτέ και που θενά, ακόμα και στην εξορία, δεν επέδειξε στοι χειώδη ανθρώπινη αξιοπρέπεια». Αυτό διαβά ζουμε στο «Πόλεμος και Ειρήνη». Σε σύγκριση με το αιμοδιψές τέρας ο Αλέξαν δρος προβάλλει σαν άγγελος φωτός: έξυπνος, ευ γενικός, ευαίσθητος από την κορυφή της ύψιστης ισχύος του αναζητεί το δρόμο του, το δρόμο της αρετής. Σ ’ αυτό το πορτραίτο που ταιριάζει τελι κά ο όολοπλόκος, αδύναμος και αλλοπρόσαλλος πρίγκηπας για τον οποίον ο Πούσκιν έγραψε, ότι
Κ
«στην εμφάνιση και στις πράξεις του ήταν ίδιος παλιάτσος»; Το πρόσωπο τελικά που ωφελείται από αυτή την πατριωτική παραμόρφωση της αλήθειας δεν ήταν ο Αλέξανδρος ο Α \ αλλά ο Κουτούζωφ. Η ανωτερότητα του μονόφθαλμου γερο-στρατηγού που λαγοκοιμάται στα στρατιωτικά συμβούλια βρίσκεται στο γεγονός ότι, αντίθετα απ’ ό,τι κά νει ο Ναπολέων, δεν εκλαμβάνει τον εαυτό του για στρατηγική ιδιοφυία, δεν παίρνει αιώνιες πόζες για τους ιστορικούς των μελλοντικών γε νεών, ποτέ δεν κάνει σχέδια, ποτέ δε δίνει διατα γές. Αφήνει να παρασύρεται από τη ροή των πε ριστάσεων. Απλά δεν υπόμενε τους διαβασμένους και τους έξυπνους. Κάτεχε μιαν άλλη και πιο αποφασιστι κή μορφή γνώσης, έγραφε ο Τολστόι. Και κατεί χε αυτή τη αποφασιστική γνώση γιατί σαν Ρώσος
είχε την αίσθηση του «μοιραίου». Στον αντίθετο από το Ναπολέοντα πόλο, ο Κουτούζωφ δεν εί ναι μια «ισχυρή προσωπικότητα.», αλλά η ενσάρ κωση του λαού. Από δω πηγάζει η μετριοφροσύ νη του, η υπεράνθρωπη έκτη διαίσθησή του. Ο λαός, με ανεξερεύνητους τρόπους, διάλεξε αυτόν για τί κατάλαβε πως αυτός ο γέροντας, που βρι σκόταν έξω από το χώρο της εύνοιας, κατείχε αυτή την αίσθηση. Τον εξέλεξε ενάντια στη θέλη ση του Τσάρου και τον έκανε εκπρόσωπό του σ ’ έναν πόλεμο που διεξήγαγε ο ίδιος ο ρώσικος λαός. Μόνη αυτή η αίσθηση τον ύψωσε στη θέση της ανώτατης δύναμης, στα πλαίσιά’της οποίας, σαν αρχιστράτηγος, πολέμησε με όλη του τη δύ ναμη για να σώσει και να περιορίσει τη σφαγή, και όχι για να εξολοθρεύσει. Εδώ ο συγγραφέας ξαφνικά μεταβάλλεται σε αγιογράφο. Ο σωβινι σμός βαραίνει επάνω του. Η ρωσική πλευρά φω τίζεται με ροζ χρώματα, η γαλλική βρίσκεται στο σκοτάδι.
30/αφιερωμα Αλλά ξαναβρίσκει το βηματισμό τον όταν στρέφεται από την κριτική των μεγάλων ανόρών στην κριτική των γεγονότων. Οι μάχες δεν απο τελούν αντικείμενο σχολιασμού ενός νηφάλιου σπορικού. Βιώνονται από τρεις ή πέντε φοβισμέ νους, εξαντλημένους και μπερδεμένους σνμμετέχοντες. Α π ’ όλες τις πλευρές, ο φοβερός θόρυ βος, ο θάνατος, η μόνωση, η ασυναρτησία. Δια ταγές χάνονται καθ’ οδόν ή φτάνουν πολύ αργά. Το αποτέλεσμα των συμπλοκών εξαρτάται από μια πυροβολαρχία που μπορεί ν’ αντέξει ή όχι, από μια γέφυρα που μπορεί ν’ ανατιναχτεί ή όχι, από έναν αξιωματικό που θα τολμήσει ή δε θα τολμήσει να οδηγήσει τους άντρες του στη φω τιά. Ένα προγεφύρωμα αντιστέκεται, το άλλο όχι, είναι θέμα τύχης. Τίποτε δε συμβαίνει ποτέ σύμφωνα με σχέδιο. Και όταν όλα τελειώσουν οι στρατηγοί ανακαλύπτουν λογικές αιτίες για τις ανεξέλεγκτες κινήσεις των ανόρών τους. Η αλή θεια είναι ότι η νίκη και η ήττα καθορίζονται από το ηθικό των ανόρών, δηλαδή από το ηθικό του λαού. Και ο ρώσικος λαός μάχεται για την υπεράσπι ση του αγιασμένου εδάφους του. Χιλιάδες στρα τιωτών περνούν μπροστά από τα μάτια του ανα γνώστη σε ανασκαμμένους δρόμους - πληγωμέ νοι πάνω στα φορτία τους, τσακισμένοι πεζικάριοι, περιπλανημένοι ιππείς, χωριάτες πολιτοφύ λακες. Με άσπρες μπλούζες και το σταυρό στα καλπάκια τους. Ο λαός σε μεγάλη πορεία, ανα ρίθμητος, ανυποψίαστος, σκοτεινός και παντο δύναμος. Όμως στα εννέα δέκατα του βιβλίου ο Τολστόι δείχνει ν’ αγνοεί αυτή τη δύναμη. πό τις δυο χιλιάδες σελίδες μόνο οι διακό σιες ασχολούνται με τους κοινούς ανθρώ πους. Ξεπετάγονται ξαφνικά στο προσκήνιο σαν ένα σταχτύ φουσκωμένο ρεύμα - ο λαός της Μό σχας, στρατιώτες, χωριάτες, ηρωικοί παρτιζά νοι. Ο Πιερ Μπεζούχωφ σαν αιχμάλωτος βρίσκει την πραγματική Ρωσία, τη Ρωσία των αιώνιων μουζίκων στο πρόσωπο του αξιοσημείωτου Πλά τωνα Καρτάγιεφ. Και όμως ο Πλάτων Καρτάγιεφ δεν υπήρχε στις δύο πρώτες εκδόσεις του 4ου βιβλίου «Πόλεμος και Ειρήνη». Ξεπηδά στη ζωή υπομονετικός, γελαστός, ακούραστος, σύμ φωνα με το λόγο: «τα καταφέρνει όλα, αλλά ούτε πολύ κακά ούτε πολύ καλά». Μέσα από αυτόν ο Πιερ αντιλαμβάνεται ότι υπάχέι μια εσωτερική ελευθερία που δεν ελέγχε ται από τις περιστάσεις. Λίγο πριν, περιπλανώμενος στους ερημωμένους δρόμους της Μόσχας μονολογούσε: «Πλούτη, δύναμη, ζωή και όλα τα πράγματα, που οι άνθρωποι επιδιώκουν και προστατεύουν με τόση φροντίδα, είναι άχρηστα εκτός από τη χαρά που κάποιος αισθάνεται όταν ακριβώς μπορέσει να τα εγκαταλείψει». Η στάση του ρωσικού λαού του ενδυνάμωσε αυτή την πε ποίθηση.
Α
ια άλλη έκφραση της λαϊκής δύναμης είναι οι παρτιζάνοι. Ο τυχών Σερμπάτυ ρωμα λέος, γενναίος και τεχνίτης στον πόλεμο. Ένας συνδυασμός ψυχικής και φυσικής ρώμης. Ένα κράμα δυνατότερο από λόγχες και σφαίρες: Οι ήρωες, που τα ονόματά τους δεν ξέχασε η ιστο ρία, φαίνονται τόσο ασήμαντοι μττροστά σ’ αυ τούς τους άγνωστους πολεμιστές. Εμπνεόμενος από αυτές τις σκέψεις ο Τολστόι έστρεψε την πλάτη στο ρομαντισμό του Αλέξανδρου Δουμά και του Γουώλτερ Σκοτ και ανακήρυξε τον εαυτό του εχθρό όλων των μεγάλων ανόρών. Αποφασισμένος ν’ ανατρέψει την παραδοσια κή ιστορία ο Τολστόι, ξαναγυρνά στις ιδέες του των Πανεπιστημιακών του ημερών στο Πανεπι στήμιο του Καζάν. Όπως ο ιστορικός Σεβάλσκυ τόνισε: Τούτο είναι «ιστορικόςμηδενισμός... Α λ λά αφού τα άτομα δεν ελέγχουν τα γεγονότα πώς εξηγούνται τότε οι πόλεμοι; Στο κάτω-κάτω οι λαοί δε φλέγονται από την επιθυμία ν’ αλληλοσφαχτούν». Έ να ερώτημα που φέρνει αμηχανία στο συγ γραφέα. Το να παραδεχτείς ότι ο Ναπολέων εί ναι ικανός να βάζει σε κίνηση μια διαδικασία σφαγών είναι σαν να παραδέχεσαι ότι αυτός κυ βερνά την ιστορία και η ελκυστική θεωρία της πλήρους αναποτελεσματικότητας της προσωπι κότητας δεν αντέχει πια. Το να επιμένεις ότι ένας άνθρωπος δεν μπορεί ν’ αναγκάσει πεντα κόσιες χιλιάδες ανθρώπους να πεθάνουν είναι ίδιο με το να παραδεχτείς ότι οι πεντακόσιες αυ τές χιλιάδες αποφάσισαν, περισσότερο ή λιγότε ρο συνειδητά, να εισβάλλουν σε για γειτονική χώρα. Ο Τολστόι διάλεξε τον εύκολο δρόμο για να βγει από το δίλημμα: Γ ια τί- γράφει - εκατομ μύρια ανθρώπων αλληλοσκοτώνονται όταν ξέ ρουν από μιας αρχής ότι τούτο και ηθικά και φυ σικά είναι απαράδεχτο; Γιατί - συνεχίζει - τό πράγμα ήταν αναπόφευκτο και προχωρώντας στην πράξη τους αυτή - την αλληλοσφαγή - υπακούουν στο στοιχειώδη φυσικό νόμο που οδηγεί τις μέλισσες να σκοτώνει η μια την άλλη το φθι νόπωρο και όλα τα αρσενικά ζώα να αλληλοεξοντώνονται. Έχοντας έτσι απαλλαγεί από ένα πρόβλημα ο συγγραφέας δεν καταφέρνει να διακρίνει τον κίνδυνο που ενεδρεύει στο ίδιο σημείο. Η αντί θεσή του στη λατρεία της προσωπικότητας τον φέρνει στη λατρεία του απρόσωπου. Αρνούμενος τη θεοποίηση του ατόμου, είναι υποχρεωμένος να δεχτεί τη θεοποίηση των μαζών.
Μ
Τολστόι απέδωσε μεγάλη σημασία στις ιδέες στο βιβλίο «Πόλεμος και Ειρήνη». Αλλά δεν ήταν οι ιδέες του που εξασφάλισαν την υστεροφημία του βιβλίου του. Είναι γεγονός ότι παρά το βάρος των ιστορικών, στρατιωτικών και φιλοσοφικών απόψεων που περικλείει, το βιβλίο τούτο είναι ένας ύμνος στον άνθρωπο και στη
Ο
αφιερωμα/31 φύση που όμοιο τον δεν έχει να δείξει η παγκό σμια φιλολογία. Εάν ο Τολστόι μπόρεσε να δώ σει ένα τόσο πειστικό πορτραίτο της Νατάσας στο χορό, να εμφανίσει τόσο ζωντανές τις συζη τήσεις των Γερμανών στρατηγών, τις σκέψεις τον πρίγκηπα Αντρέα κάτω από τον ατέλειωτο ονρανό, τα καλαμπούρια των στρατιωτών, τα ψιθυρίσματα των κοριτσιών μέσα στη νύχτα μπροστά στ’ ανοιγμένα παράθνρα, τα έξαλλα τινάγματα των κννηγόσκνλων, την εξέγερση των χωρικών, τις ηρωικές σκέψεις τον Νικόλα Ροστώφ, τη επιβλητικότητα τον Κοντούζωφ στα πολεμικά συμ βούλια, τη γαμήλια εντνχία τον Πιερ, τα ψεύτι κα γέλια τον Σπεράνσκο, τη φλέγόμενη Μόσχα, τη χιονοσκέπαστη γη, τούτο οφείλεται στην ατέ λειωτη αγάπη τον για τη ζωή πον τον βοήθησε να βιώνει κάθε της πλενρά με ίση ένταση. Και αποθησανρίζει όλα εκείνα τα στοιχεία της ζωής και ειδικά τα πιο απλά της στοιχεία. Σέβεται την έλξη πον αισθάνεται ο άντρας για τη γυναίκα, σέβεται το γάμο και την οικογένεια. Θαυμάζει τον απλό λαό, τους στρατιώτες και τους χωριάτες, τους χώρους τον και τη ρυπαρότητά τους. Τον ιδιότυπο λόγο τους και την παλικαριά τους. Ο ήρωας τον βιβλίου ενώ συλλαμβάνει καλύτερα την ουσία τον ανθρώπινου πεπρωμένου δεν είναι ο λόγιος και ο φιλόσοφος, αλλά ο αγράμματος Πλάτων Καρατάγιεφ. Και όσο περισσότερο κά ποιος ξεφεύγει από τη βουκολική πραγματικότη τα τόσο περισσότερο ασφυκτιά στον ψεύτικο κό σμο των ασελγών αφεντάόων της κοινωνίας. Ο Τολστόι περιφρονεί αυτούς τους κουφιοκέ φαλους φασονλήδες. Ο άνθρωπος φτιάχτηκε για να νιώθει ευτυχισμένος - σκέφτεται ο Πιερ Μπεζούχωφ - φέρνει την ευτυχία μέσα τον με την ικανοποίηση των φυσικών τον επιθυμιών. Δεν υπάρχει τίποτε το τρομαχτικό στη ζωή. Δεν υπάρχουν συνθήκες μέσα στις οποίες ο άνθρω πος δεν μπορεί να αισθάνεται ευτυχισμένος και ελεύθερος. Το ύφος του βιβλίου είναι απόλυτα εναρμονι σμένο στο στόχο τον. Και μόνος σκοπός είναι το άρμεγμα της ζωής στην πληρότητά της και στην
πολυμορφία της. Δεν δίνει ιδιαίτερη προσοχή στην αρμονία των προτάσεων. Ο υπερβολικός αριθμός των συνδέσμων δεν είναι αποτέλεσμα ανεμελιάς αλλά μιας επίμονης αναζήτησης της ακριβολογίας. Στους διαλόγους η φρασεολογία του κάθε ήρωα ανταποκρίνεται στην κοινωνική τον θέση, την ιδιοσυγκρασία, τις σχέσεις τον και την ηλι κία του. Το τοπίο ποτέ δεν εκτείνεται πίσω από τους ήρωες παθητικά, αλλά αντανακλά τις διαθέσεις τους και συμμετέχει στις πράξεις τους. Ό ταν ο αναγνώστης σηκώνει το βλέμμα του ύστερα από την τελευταία φράση του βιβλίου πραγματικά αι σθάνεται χαμένος, αισθάνεται πως κόπηκε το ίδιο το νήμα της ζωής τον. Κι όμως, δεν τυφλώ θηκε, δε στάθηκε μάρτυρας αποκάλυψης, δεν άκουσε προφητείες. Εδώ, ο Τολστόι δεν είναι οραματιστής. Δεν κινεί έναν πυρσό πάνω από μιαν άβυσσο σαν τον Ντοστογιέφσκι. Δε γυρνά τους ήρωές τον μέσα-έξω σαν γάντια, δε μας τρομάζει με τις ίδιες τις σκιές μας. Η εξερεύνησή τον ποτέ δεν πηγαίνει πέρα από κείνο πον μπο ρεί να διακρίνει ο μέσος άνθρωπος. Αλλά ανταποκρίνεται με μεγαλύτερη ένταση από τον κοινό θνητό στο κάλεσμα των όντων και των πραγμά των. Α ντί να μας φέρνει πιο κοντά στο «Πέρα» μας φέρνει πιο κοντά στο «εδώ και τώρα». Ά ν θρωποι και φυτά, πέτρες και ζώα βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο γι’ αυτόν. Παρατηρεί ένα ψοφί μι το ίδιο προσεχτικά όπως θα παρατηρούσε ένα λουλούδι. Η κόπωση στα μάτια ενός γέρικου αλόγου είναι το ίδιο σημαντική, γι' αυτόν, για την κατανόηση του οικουμενικού, όσο και ο εγωισμός που αστράφτει στο παχύ πρόσωπο του λοχαγού. Το παράδοξο βρίσκεται στο ότι αυτή η πανθεϊστική διαδικασία της δημιουργίας, που δένει μαζί το αγνό και το ακάθαρτο, το μεγάλο και το ταπεινό, το ωραίο και το άσχημο, το εξευ γενισμένο και το στεγνό ενώνει ολόκληρο το έρ γο με το μεγαλείο μιας δεύτερης Γένεσης. Μετάφραση: Κ.Κ.
32/αφιερωμα
Μέσα στον πνευματωδέστερο διηγηματογράφο του καιρού μας ζούσε από την αρχή, πλάι στον ακούραστο καλλιτέχνη και ένας ακούραστος κοινωνικός διανοητής. Το κύριο ερώτημα της ανθρώπινης ζωής, οι σχέσεις των ανθρώ πων αναμεταξύ τους, οι κοινωνικές συνθήκες απασχολούσαν ανέκαθεν και σε βάθος τον εσωτερικό κόσμο του Τολστόι. Ολόκληρη δε η μεγάλη του ζωή και δημιουργία, ήταν ένα ακάματο «σκάψιμο» για την «αλήθεια» στη ζωή του ανθρώπου. ίδια η ακούραστη αναζήτηση για την αλή θεια αποδίδεται συνήθως και σε έναν άλλο γνωστό, σύγχρονο του Τολστόι, τον Τψεν. Ενώ όμως στα ιψενικά δράματα ο μεγάλος αγώνας των ιδεών του καιρού μας εκφράζεται γκροτέσκα μέσα από το μακρόπνοο, πολλές φορές ακα τανόητο κουκλοθέατρο μικροσκοπικών δημιουρ γημάτων (ενώ ταυτόχρονα ο καλλιτέχνης Ίψεν υποφέρει αξιοθρήνητα κάτω από τις ανεπαρκείς προσπάθειες του διανοητή Ίψεν), η νοητική δουλειά του Τολστόι δεν υπολείπεται σε τίποτα από την καλλιτεχνική του ιδιοφυία. Σε καθένα από τα διηγήματά του, υπάρχει ένα πρόσωπο που επωμίζεται αυτή τη δουλειά, ένα πρόσωπο που μέσα στην οχλαγωγία παθιασμένων με τη ζωή φιγουρών παίζει τον λίγο αδέξιο, τον κά πως γελοίο ρόλο ενός ονειροπόλου επικριτή και του σταυροφόρου της αλήθειας. Πρόσωπα όπως ο Πέτρος Μπεζούχωφ στο «Πόλεμος και Ειρή νη», όπως ο Λέβιν στην «Ά ννα Καρένινα», όπως ο πρίγκηψ Νεχλούντωφ στην «Ανάσταση».
Η
Αυτά τα πρόσωπα που πάντα μετατρέπουν σε λόγια τις προσωπικές σκέψεις, αγωνίες και προ βλήματα του Τολστόι είναι κατά κανόνα τα πιο αδύναμα καλλιτεχνικά, τα πιο κλισαρισμένα, εί ναι περισσότερο παρατηρητές της ζωής παρά ενεργητικοί συμμετέχοντες. Η δημιουργική δύ ναμη του Τολστόι είναι από μόνη της τόσο μεγά λη που και ο ίδιος δεν είναι σε θέση να ψευτομπαλώσει τα ίδια του τα έργα, που ο ίδιος αρέσκεται να κακομεταχειρίζεται με την ολιγωρία ενός ευλογημένου δημιουργού. Και καθώς ο διανοητής Τολστόι κερδίζει με τον καιρό τη νίκη απέναντι στον καλλιτέχνη, αυτό δε γίνεται γιατί εξαντλήθηκε η καλλιτεχνική διάνοια του Τολστόι, αλλά γιατί η βαθιά σοβαρότητα του διανοητή, τον οδηγεί στη σιωπηλότητα. Αν ο Τολστόι την τελευταία δεκαετία έγραφε πλέον αντί για τα εξαίσια διηγήματα, κάποιες καλλιτεχνικά σχεδόν απελπιστικές πραγματείες και μικροπραγματείες για τη θρησκεία, την τέχνη, την ηθι κή, το γάμο, τη διαπαιδαγώγηση, τα εργατικά
αφιερωμα/33
ζητήματα, αυτό έγινε γιατί με τις αναζητήσεις και τις σκέψεις του είχε φτάσει σε τέτοια συμπε ράσματα που του φαινόταν πλέον ακό)ΐι| και η δίκιά του καλλιτεχνική δημιουργία σαν ένα επι πόλαιο παιχνίδι. οια είναι, όμως, αυτά τα συμπεράσματα, για ποιες ιδέες αγωνιζόταν και αγωνίζεται ως την τελευταία του ανάσα ο γηραιός ποιητής; Εν συντομία, ο προσανατολισμός των ιδεών του Τολστόι είναι γνωστός σαν μια απομάκρυνση από τις επικρατούσες συνθήκες μαζί με τον κοι νωνικό αγώνα κάθε μορφής, για έναν «αληθινό χριστιανισμό». Ήδη στην πρώτη ματιά μοιάζει αντιδραστική αυτή η πνευματική κατεύθυνση. Ενάντια στην υπόνοια βέβαια, πως είχε η κηρυσσόμενη απ’ αυτόν χριστιανοσύνη κάτι το κοινό με την υπάρχουσα επίσημη εκκλησιαστική πίστη, προστατεύεται ο Τολστόι από το δημόσιο ανάθε μα με το οποίο τον περιέβαλε η ρωσική ορθόδο ξη κρατική εκκλησία. Μόνη επίσης η αντιπολί τευση απέναντι στο υπάρχον, μεταστρέφεται σε αντιδραστικά χρώματα όταν ντύνεται μυστικι στικές μορφές. Διπλά ύποπτος όμως φαίνεται ένας χριστιανικός μυστικισμός που απορρίπτει κάθε αγώνα και κάθε μορφή χρήσης βίας και κη ρύσσει τη διδασκαλία της «μη αντίστασης» σε ένα κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον όπως αυτό της απολυταρχικής Ρωσίας. Πράγματι εκ φράστηκε η επίδραση της τολστοϊκής διδασκα λίας πάνω στη νεαρή ρωσική διανόηση - μια επί
Π
δραση όμως που δεν ήταν ποτέ εκτεταμένη και περιοριζόταν μόνο σε μικρούς κύκλους - στο τέ λος της δεκαετίας του ’80 και στις αρχές του ’90. Στην περίοδο δηλαδή της ύφεσης του επαναστα τικού αγώνα, με τη διάδοση ενός ράθυμου ηθικο-ατομικιστικού ρεύματος που θα μπορούσε να υπάρξει ένας άμεσος κίνδυνος για το επαναστα τικό κίνημα, αν δεν ήταν τόσο ως προς την έκτα ση όσο και ως προς τη χρονική διάρκεια μονάχα ένα επεισόδιο. Και τελικά μπρος στην άμεση αντιμετώπιση των ιστορικών γεγονότων της ρω σικής επανάστασης, ο Τολστόι θα εκφραστεί ανοιχτά ενάντια στην επανάσταση, όπως έκανε ήδη στα γραπτά του παίρνοντας θέση ενάντια στο σοσιαλισμό, ειδικά ενάντια στη μαρξιστική διδασκαλία, την οποία πολέμησε σαν μια απο τρόπαια αποτύφλωση και αποπλάνηση. ίγουρα ο Τολστόι δεν ήταν και δεν είναι ένας σοσιαλδημοκράτης (σ.τ.μ. ο όρος χρη Σ σιμοποιείται εδώ από την Λούξεμπουργκ, με την έννοια που είχε τότε που γράφτηκε το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στις 9 Σεπτέμβρη 1908 στην «Leipziger Volkszeitung» - σαν ομώνυμη έκφρα ση δηλαδή του κομμουνιστή) και για τη σοσιαλ δημοκρατία, για το μοντέρνο εργατικό κίνημα δεν έχει ούτε την ελάχιστη κατανόηση. Μόνον αυτό όμως είναι μια απέλπιδα διαδικασία, το να προσπαθήσει δηλαδή κανείς να χαρακτηρίσει μια πνευματική εμφάνιση του μεγέθους και της ιδιομορφίας του Τολστόι, χρησιμοποιώντας το
34/αφιερωμα φτωχό και δύσκαμπτο σχολικό χαρακάκι. Η απορριπτική στάση απέναντι στο σοσιαλισμό σαν κίνημα και σαν σύστημα διδασκαλίας μπο ρεί, κάτω από ορισμένες συνθήκες, να προέρχε ται όχι από την αδυναμία αλλά από τη δύναμη ενός νου και αυτή είναι ακριβώς η περίπτωση του Τολστόι. Από τη μία μεγαλωμένος στην παλιά δουλοπρεπή Ρωσία του Νικολάου του 1ου σε μια επο χή που στην τσαρική επικράτεια δεν υπήρχε ούτε ένα μοντέρνο εργατικό κίνημα, μα ούτε και οι απαραίτητες οικονομικές και κοινωνικές προϋ ποθέσεις γι’ αυτό: μια δυναμική καπιταλιστική ανάπτυξη υπήρξε, όταν αυτός στην έντονη εφη βεία του γινόταν μάρτυρας πρώτα της αποτυχίας της αδύναμης εξέλιξης ενός φιλελεύθερου κινή ματος και μετά επίσης του επαναστατικού κινή ματος με τη μορφή της τρομοκρατικής Narodnaja Wolja. Μόλις στην ηλικία των 17 βιώνει τα πρώ τα δυναμικά βήματα του βιομηχανικού προλετα ριάτου και τελικά μόνο στα βαθιά του γεράματα ζει την επανάσταση. Έτσι δεν είναι να απορεί κανείς που για τον Τολστόι δεν υπάρχει το μο ντέρνο ρωσικό προλεταριάτο με την πνευματική ζωή και δράση του, το ότι γι’ αυτόν η έννοια λαός σημαίνει άπαξ δια παντός τον Ρώσο αγρό τη, που γνωρίζει μόνο έναν πόθο - να αποκτήσει περισσότερη γη. Απ’ την άλλη όμως ο Τολστόι, που έζησε τις πιο κρίσιμες φάσεις και τις πιο οδυνηρές στιγμές γένεσης της ρωσικής δημόσιας σκέψης, ανήκει σε αυτές τις αυτοτελείς και μο ναδικές ιδιοφυίες που προσαρμόζονται πολύ δύ σκολα σε ξένα συστήματα σκέψης, σε έτοιμες μορφές μάθησης σε σύγκριση με το μέσο όρο των διανοουμένων. Ήταν σαν να λέμε γεννημένος αυτοδίδακτος - όχι σε σχέση με την τυπική γνώ ση και εκπαίδευση, αλλά σε σχέση με τη σκέψη ήθελε να καταλήγει σε κάθε σκέψη από το δικό του δρόμο. Κι αν αυτοί οι δρόμοι είναι για άλ λους συνήθως ακατανόητοι και τα αποτελέσματά τους είναι αλλόκοτα, παρ’ όλα αυτά ο τολμηρός αναγνώστης ανακαλύπτει σ’ αυτά όψεις με αφά νταστη πλατύτητα ορίζοντα. πως με όλους τους διανοητές αυτής της μορφής, έτσι και στον’ Τολστόι η δύναμή του και το κέντρο βάρους της πνευματικής του εργασίας βρίσκεται όχι στη θετική προπαγάνδα, αλλά στην κριτική του υπάρχοντος. Κι εδώ επι τυγχάνει μια πολυπλευρότητα, μια εμβάθυνση και μια τολμηρότητα που θυμίζει τους παλιούς κλασικούς του ουτοπικού σοσιαλισμού, τον Σαιν-Σιμόν, τον Φουριέ και τον Όουεν. Δεν υπάρχει ούτε ένας από τους παραδοσιακούς, κα θαγιασμένους θεσμούς της υπάρχουσας κοινωνι κής τάξης που να μην τον είχε ξεγυμνώσει αλύ πητα, που να μην είχε καταδείξει την ψευδολο γία, τη διαστροφή και τη διαφθορά του. Εκκλη σία και κράτος, πόλεμος και μιλιταρισμός, γάμος
Ο
και διαπαιδαγώγησή, πλούτος και οκνηρία, φυ σική και πνευματική υποβάθμιση των εργαζομέ νων, εκμετάλλευση και καταπίεση των λαϊκών στρωμάτων, η σχέση των φύλων, τέχνη και επι στήμη στη σημερινή τους μορφή - όλα αυτά υπόκεινται στην αλύπητη και εξουθενωτική κριτική του και μάλιστα πάντα από τη σκοπιά των συνο λικών συμφερόντων και της πολιτιστικής προό δου των μεγάλων μαζών. Διαβάζει κανείς για παράδειγμα τις εισαγωγικές γραμμές του «εργα τικού ζητήματος» (μέρος άρθρου του Τολστόι με τον τίτλο «το μοναδικό μέσο»), κι έχει την αί σθηση ότι κρατάει στα χέρια κάποια λαϊκή σο σιαλιστική προπαγανδιστική μπροσούρα: «Σε ολόκληρο τον κόσμο υπάρχει ένα δισεκατομμύ ριο, πολλές χιλιάδες εκατομμυρίων εργάτες. Ολόκληρο το σιτάρι, τόσα και τόσα εμπορεύμα τα όλου του κόσμου, όλα, από τα οποία ζουν οι άνθρωποι και αυτά που αποτελούν τον πλούτο τους, είναι το προϊόν του εργαζόμενου λαού. Μόνο ο εργαζόμενος λαός δεν χαίρεται αυτά που έχει δημιουργήσει, παρά μόνο η κυβέρνηση, οι πλούσιοι τα χαίρονται όλα. Ο κόσμος του μό χθου ζει σε παντοτινή φτώχεια, αμορφωσιά, σκλαβιά και περιφρόνηση απ’ όλους αυτούς που τους ντύνει, τους ταΐζει, αυτούς για τους οποί ους χτίζει και αυτούς τους οποίους υπηρετεί. Τη γη του την πήραν, και είναι ιδιοκτησία εκείνων που δεν δουλεύουν έτσι που οι εργάτες πρέπει να κάνουν όλα αυτά που τους απαιτούν οι γαιο κτήμονες για να μπορούν να ζουν από τη γη και τα χωράφια. Αν εγκαταλείψει όμως ο εργάτης τη γη και πάει στο εργαστήριο, τότε πέφτει στα δε σμό της σκλαβιάς των πλούσιων, στους οποίους θα πρέπει για μια ολόκληρη ζωή να εκτελεί για 10,12, 14 ή και ακόμη περισσότερες ώρες μια ξέ νη, μονότονη και συχνά επιβλαβή για τη ζωή δουλειά. Αλλά κι αν ακόμη τα καταφέρει ο ερ γάτης να ζει μες στη φτώχεια, στο χωράφι ή στην ξένη δουλειά, και πάλι δεν τον αφήνουν σε ησυ χία αλλά του ζητάνε φόρους, τον τραβάνε για τρία ή και πέντε χρόνια στη στρατιωτική θητεία και τον υποχρεώνουν να πληρώνει ειδικούς φό ρους για τις πολεμικές δαπάνες. Αν θελήσει, όμως, να χρησιμοποιήσει τη γη χωρίς να πληρώ σει χαράτσι, αν θέλει να ξεκινήσει μια απεργία ή να εμποδίσει τους απεργοσπάστες να του πά ρουν τη θέση, ή αν αρνηθεί να πληρώσει φόρους, τότε στέλνουν ενάντιά του το στρατό που τον τραυματίζει, τον σκοτώνει ή τον πιέζει διά της βίας, να δουλεύει και να πληρώνει όπως και πριν. Και έτσι ζουν οι περισσότεροι άνθρωποι σε ολόκληρο τον κόσμο, όχι μονάχα στη Ρωσία αλλά επίσης στη Γαλλία, τη Γερμανία, την Αγ γλία, την Κίνα, τις Ινδίες, την Αφρική, παντού». κριτική του για το μιλιταρισμό, το σωβινι σμό, το γάμο, δεν έχει σε τίποτα να ζηλέψει από την ένταση της σοσιαλιστικής κριτικής και
Η
αφιερωμα/35 κινείται στην ίδια κατεύθυνση μ’ αυτήν. Το πόσο αυθεντική και βαθιά είναι η κοινωνική ανάλυση του Τολστόι, το δείχνει για παράδειγμα η σύ γκριση της άποψής του για τη σημασία και την ηθική αξία της εργασίας με την άποψη του Ζολά. Ενώ αυτός λοιπόν εξυψώνει την εργασία καθεαυτή, με αμιγές μικροαστικό πνεύμα, σε στυλοβάτη, έτσι ώστε αποκτά τη φήμη - ανάμεσα σε μερικούς εξαιρετικούς Γάλλους και άλλους σο σιαλδημοκράτες - ενός καθαρόαιμου σοσιαλι στή, ο Τολστόι παρατηρεί ήρεμα, με τρόπο που πετυχαίνει με λίγα λόγια το καρφί ακριβώς στο κεφάλι: «Ο κύριος Ζολά λέει, ότι η εργασία κά νει καλό στον άνθρωπο· εγώ υποστήριζα πάντα το αντίθετο: η δουλειά σαν τέτοια, η περηφάνια των μυρμηγκιών για τη δουλειά τους, δεν κάνει μονάχα τα μυρμήγκια αλλά και τους ανθρώπους
λούν το ακριβές ταίρι των παραπάνω: «Η ζωή του προλεταριάτου αρχίζει εκεί που τελειώνει η δουλειά του». Από την παραπάνω σύνθεση των δυο απόψεων για την εργασία, φανερώνεται ακριβώς η σχέση του Ζολά με τον Τολστόι στη σκέψη και την καλλιτεχνική δημιουργία: η σχέση του έντιμου και πολυτάλαντου χειροτέχνη προς τη δημιουργική διάνοια. Ο Τολστόι κριτικάρει καθετί το υπάρχον, πρε σβεύει ότι όλα αξίζουν να καταστραφούν και κηρύσσει: Κατάργηση της εκμετάλλευσης, γενική υποχρεωτική εργασία, οικονομική ισότητα, κα τάργηση της βίας στην κρατική οργάνωση όπως και στις σχέσεις των δύο φύλων, πλήρης ισότητα των ανθρώπων, των φύλων, των εθνοτήτων και τη συμφιλίωση των λαών. Ποιος δρόμος όμως μπορεί να μας οδηγήσει σ’ αυτή τη ριζοσπαστική
απάνθρωπους. Αλλά κι αν ακόμη η εργατικότη τα δεν είναι κάποιο χαρακτηρισμένο ελάττωμα, δεν μπορεί όμως σε καμιά περίπτωση να αποτε λεί αρετή. Η εργασία μπορεί να είναι το ίδιο λί γο αρετή, όσο και η σίγουρη διατροφή. Η εργα σία είναι μια ανάγκη που, αν δεν ικανοποιηθεί, δημιουργεί όχι μία αρετή, αλλά έναν πόνο. Η εξύψωση της εργασίας σε μια αρετή είναι τόσο λάθος, όσο και η εξύψωση της διατροφής του ανθρώπου σε μια αρετή και ένα αξίωμα. Η εργα σία μπορούσε να κερδίσει τη σημασία που της αποδίδεται στην κοινωνία μας μόνο σαν αντί δραση ενάντια στην οκνηρία, η οποία καθιερώ θηκε σαν γνώρισμα των ευγενών και η οποία θεωρείται σαν γνώρισμα του κύρους των πλού σιων και λίγο καλλιεργημένων τάξεων. Η εργα σία, όχι μόνο δεν είναι αρετή, αλλά στη δική μας λάθος οργανωμένη κοινωνία είναι, σε μεγάλο βαθμό, ένα μέσο που σκοτώνει τον ηθικό πλούτο των αισθημάτων...». Και δυο λόγια από το «Κεωάλαιο» που αποτε
ανατροπή της κοινωνικής οργάνωσης; Η επι στροφή του ανθρώπου στη μοναδική και απλή αρχή του χριστιανισμού: αγάπα τον πλησίον σου ως εαυτόν. Βλέπει κανείς ότι ο Τολστόι είναι εδώ ένας καθαρός ιδεαλιστής. Μέσω της ηθικής αναγέννησης των ανθρώπων, θέλει να τους οδη γήσει στην εξ αρχής μεταβολή των κοινωνικών τους σχέσεων και την αναγέννηση θέλει να την πετύχει μέσω του δυνατού κηρύγματος και του παραδείγματος. Και δεν κουράζεται να κηρύσ σει την αναγκαιότητα και τη χρησιμότητα αυτής της ηθικής «Ανάστασης» με μια καρτερικότητα, μια συγκεκριμένη ένδεια των μέσων και μια παιδιάστικη-πονηρή πειθώ, που θυμίζει τις αιώνιες φράσεις του Φουριέ για την ιδιοτέλεια των αν θρώπων, που εκείνος αναζητούσε τη χρησιμότη τα των διαφορετικών της μορφών για τα κοινω νικά του σχέδια. κοινωνικό ιδεώδες του Τολστόι, δεν είναι άλλο λοιπόν από το σοσιαλισιιό. Αν Τ οτίποτε
36/αφιερωμα θέλει, όμως, κανείς, να γνωρίσει τον κοινωνικό πυρήνα και τη βαθύτητα των ιδεών του στην πιο πλήρη τους έκφραση, τότε δεν πρέπει απλώς να αναγνώσει τα συγγράμματα του για τα οικονομι κά και πολιτικά ζητήματα, αλλά κυρίως τα γρα πτά του για την τέχνη, που δυστυχώς παραμέ νουν και στη Ρωσία από τα λιγότερο γνωστά του. Η συλλογιστική που ακολουθεί εδώ ο Τολστόι με μια θαυμάσια μορφή, είναι η ακόλουθη.
γα του. «Φευ! Φευ! τον κόσμον τον ωραίον/συντρίβεις μ’ ισχυράν πυγμήν / ημίθεος ο πλήξας ην!» (Φάουστ I, Σπουδαστήριον, Χορός Πνευμά των, μετάφρ. Αρ. Προβελέγγιος, 1924). Ακόμη, μόνο ένα τελευταίο έργο έγραψε, την «Ανάστα ση», από τότε, και έκτοτε, θεωρούσε ως μόνο χρήσιμο το να γράφει απλά, μικρά λαϊκά παρα μύθια και συγγράμματα που «να είναι κατανοη τά στον καθένα».
Η τέχνη δεν είναι - σε αντίθεση με τις αισθητικές και φιλοσοφικές σχολιαρίστικες απόψεις - ένα πολυτελές μέσο που διεγείρει στις όμορφες ψυ χές τα αισθήματα της ωραιότητας, της χαράς και τα παρόμοια, αλλά μια σημαντική μορφή της κοινωνικής επικοινωνίας των ανθρώπων αναμε ταξύ τους, όπως η γλώσσα. Αφού πρώτα επιδόθηκε σε μια εξαιρετική αντιπαράθεση με όλους τους ορισμούς της τέχνης από τον Βίνκελμαν και τον Καντ έως τον Τέιν και καταστάλαξε σ’ αυτό το υλιστικο-ιστορικό μέτρο, εφορμά ο Τολστόι με αυτό το μέτρο στη σύγχρονη τέχνη και ανακα λύπτει ότι αυτό το μέτρο δε χωράει σε κανένα κομμάτι και εδάφιο μέσα στην πραγματικότητα. Ολόκληρη η υπάρχουσα τέχνη - εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων - παραμένει ακατανόητη για τη με γάλη μάζα του λαού, για τον εργαζόμενο λαό. Αντί από αυτό να συναγάγει την περιρρέουσα άποψη για την πνευματική βαρβαρότητα της με γάλης μάζας και την ανάγκη της «ανύψωσής» της για να κατανοήσει τη σημερινή τέχνη, ο Τολστόι καταλήγει στο αντίθετο συμπέρασμα: χαρα κτηρίζει το σύνολο της υπάρχουσας τέχνης σαν μια «ψεύτικη τέχνη». Και το ερώτημα για το πώς και έγινε και εδώ και αιώνες έχουμε μια «ψεύτι κη» αντί για μια «πραγματική», δηλαδή μια λαϊ κή τέχνη, τον οδηγεί σε μια άλλη τολμηρή άπο ψη: μια πραγματική τέχνη υπήρχε στους πρωτό γονους χρόνους που ολόκληρος ο λαός είχε μια κοινή κοσμοαντίληψη - ο Τολστόι την ονομάζει «θρησκεία». Από αυτήν προήλθαν έργα σαν το ομηρικό έπος ή τα Ευαγγέλια. Από τότε όμως που μοιράστηκε η κοινωνία σε μια εκμεταλλευό μενη μεγάλη μάζα και μια μικρή κυρίαρχη μειο νότητα, η τέχνη χρησιμεύει μόνο στην έκφραση των αισθημάτων της πλούσιας και τεμπέλικης μειονότητας· αυτή όμως η μειονότητα έχασε σή μερα εντελώς κάθε κοσμοαντίληψη, έτσι φτάσα με στην παρακμή και τον εκφυλισμό που χαρα κτηρίζουν τη μοντέρνα τέχνη. Μια «πραγματική τέχνη» μπορεί μόνον τότε να υπάρξει - κατά τον Τολστόι - όταν αυτή από μέσο έκφρασης της κυ ρίαρχης τάξης ξαναγίνει λαϊκή τέχνη, που ση μαίνει έκφραση της κοινής κοσμοαντίληψης της εργαζόμενης κοινωνίας. Και με σφιγμένη γροθιά στροβιλίζει στον όλεθρο της «κακής, ψεύτικης τέχνης» τα μικρά και μεγάλα έργα των πιο φημι σμένων αστέρων της μουσικής, της ζωγραφικής και της ποίησης και τέλος, όλα τα περίφημα έρ
ο αδύναμο σημείο του Τολστόι: η αντίληψη ολόκληρης της ταξικής κοινωνίας σαν μιας «πλάνης», αντί μιας ιστορικής αναγκαιότητας, που ενώνει τα δυο άκρα της ιστορικής του προο πτικής, του πρωτόγονου κομμουνισμού και του σοσιαλιστικού μέλλοντος, είναι προφανής. Ό πω ς όλοι οι ιδεαλιστές, πιστεύει και αυτός στην παντοδυναμία της βίας και κατανοεί ολό κληρη την ταξική οργάνωση της κοινωνίας σαν ένα απλό προϊόν μιας μακριάς αλυσίδας από απροκάλυπτες πράξεις βίας. Αλλά ένα πραγμα τικά κλασικό μεγαλείο βρίσκεται στη σκέψη για το μέλλον της τέχνης, το οποίο βλέπει ο Τολστόι ταυτόχρονα στην ενοποίηση της τέχνης σαν εκ φραστικό μέσο με την κοινωνική αίσθηση της ερ γαζόμενης ανθρωπότητας και (σ.τ.μ. στην ενο ποίηση) της εξάσκησης της τέχνης, που σημαίνει της καλλιτεχνικής πορείας με τη φυσιολογική ζωή ενός εργαζόμενου μέλους της κοινωνίας. Τα λόγια με τα οποία μαστιγώνει την ανωμαλία στον τρόπο ζωής του σημερινού καλλιτέχνη, που δεν κάνει τίποτε άλλο από το «να ζει την τέχνη του» είναι ιδιαίτερης ορμής και μέσα σ’ αυτά βρίσκεται ένας γνήσιος επαναστατικός ριζοσπα στισμός, όταν κατακεραυνώνει τις ελπίδες για το ότι μια μείωση του εργάσιμου χρόνου και μια ανύψωση της παιδείας των μαζών θα εξασφάλι ζαν σ’ αυτές (σ.τ.μ. τις μάζες) μια αντίληψη για την τέχνη, όπως είναι αυτή σήμερα διαμορφωμέ νη: «Αυτά όλα τα λένε οι υπερασπιστές της ση μερινής τέχνης κατά προτίμηση, παρ’ όλα αυτά όμως εγώ είμαι πεισμένος, ότι ούτε κι οι ίδιοι πι στεύουν αυτά που λένε. Γνωρίζουν καλά, ότι η τέχνη όπως αυτοί την αντιλαμβάνονται, έχει σαν απαραίτητη προϋπόθεση την καταπίεση των μα ζών και ότι μόνο μέσω της διατήρησης αυτής της καταπίεσης μπορεί και αυτή η ίδια να διατηρη θεί. Είναι ανεπίτρεπτο το ότι μάζες εργατών εξοντώνονται στη δουλειά, έτσι ώστε οι καλλιτέ χνες μας συγγραφείς, μουσικοί, τραγουδιστές και ζωγράφοι να ευδοκιμούν πάνω στο έδαφος της τελειότητας, που τους επιτρέπει να μας χαρί ζουν την απόλαυση. Όμως, κι αν υποθέταμε ότι αυτό το αδύνατο ήταν πιθανό, κι ότι θα έβρισκε κανείς ένα μέσο να κάνει κατανοητή την τέχνη όπως αυτοί την εννοούν - στο λαό, τότε επιβάλ λεται μια άποψη που αποδεικνύει ότι αυτή η τέ χνη δεν θα μπορούσε να είναι παγκόσμια, καθο λική: το γεγονός δηλαδή ότι είναι τελείως ακα-
Τ
αφιερωμα/53 τανόητη για το λαό. Παλιότερα έγραφαν οι ποιητές στα λατινικά, κι όμως τώρα τα καλλιτε χνικά επιτεύγματα των ποιητών μας είναι τόσο ακατανόητα για τον κοινό άνθρωπο, σαν να έγραφαν αυτοί στη σανσκριτική. Τώρα βέβαια, θα πει κανείς, ότι η ευθύνη βρίσκεται στην έλλει ψη κουλτούρας και ανάπτυξης του κοινού αν θρώπου και ότι η τέχνη μας θα κατανοηθεί τότε απ’ όλους, όταν θα έχουν κατακτήσει μια επαρ κή διαπαιδαγώγηση. Αυτή είναι πάλι μια ανόη τη απάντηση γιατί βλέπουμε ότι η τέχνη των ανωτέρων τάξεων σε κάθε περίοδο ήταν ένα απλό σπατάλη μα του χρόνου και γι’ αυτές τις ίδιες τις τάξεις, χωρίς η υπόλοιπη ανθρωπότητα να κατάλαβε κάτι από αυτήν. Όσο πολύ κι αν εκπολιτιστούν οι κατώτερες τάξεις, η τέχνη που εξ αρχής δε δημιουργήθηκε γι’ αυτές, θα τους εί ναι πάντα απροσπέλαστη. Για τον σκεπτόμενο και ειλικρινή άνθρωπο είναι ένα αναμφισβήτητο γεγονός, το ότι η τέχνη των ανωτέρων τάξεων δεν μπορεί ποτέ να γίνει η τέχνη ολόκληρου του έθνους». Αυτός που έγραψε αυτά τα λόγια, είναι σε κά θε του πόντο περισσότερο σοσιαλιστής και επί σης ιστορικός υλιστής από κάποιους κομματι κούς συντρόφους, που συμμετέχοντες στην πρό σφατη αναζωπυρωμένη τρέλα για την τέχνη, θέ λουν να «διαπαιδαγωγήσουν» με απερίσκεπτες ενέργειες τη σοσιαλδημοκρατική εργατιά, για την κατανόηση των παρακμιακών ρυπαρογρα φημάτων ενός Slevogt ή ενός Hodler. Έτσι ο Τολστόι πρέπει, με τις δυνατές όσο και τις αδύναμες στιγμές του, με τη βαθιά και οξεία ματιά της κριτικής του, με τον παράτολμο ριζο σπαστισμό των απόψεών του, όπως και με την ιδεαλιστική πίστη στη δύναμη της υποκειμενικής συνείδησης, πρέπει να τοποθετηθεί στην ίδια σειρά με τους μεγάλους ουτοπιστές του σοσιαλι σμού. Δεν ήταν η ευθύνη του, αλλά η ιστορική του ατυχία που όντας πρωτοπόρος στάθηκε μέσα στην μακρόχρονη ζωή του, που διαρκεί από το κατώφλι του 19ου αιώνα - στο οποίο βρέθηκαν σαν πρόδρομοι του μοντέρνου προλεταριάτου οι Σαιντ-Σιμόν, Φουριέ και Όουεν - και φτάνει μέχρι το κατώφλι του 20ού, χωρίς κατανόηση απέναντι στο νεαρό γίγαντα (σ.τ.μ. το προλετα ριάτο). Αλλά η ώριμη επαναστατική εργατική τάξη μπορεί από τη μεριά της σήμερα να σφίξει ειλικρινά το χέρι στον μεγάλο καλλιτέχνη και τον τολμηρό επαναστάτη και σοσιαλιστή, που έγρα ψε αυτά τα καλά λόγια: «Καθένας έρχεται από το δικό του δρόμο στην αλήθεια, αλλά εγώ ένα έχω να πω: αυτό το οποίο γράφω δεν είναι μόνο λέξεις, αλλά ζω σύμφωνα μ’ αυτό, μέσα εκεί είναι η ευτυχία μου και μ’ αυ τό πρόκειται να πεθάνω». (Από το άρθρο του Τολστόι «Πού βρίσκεται μια διέξοδος»). Μετάφραση: Σταύρος Κρασαδάκης
m rm T T m m m ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
γιάς. Έφτασε σαν το κακό πουλί. Κιεσκέπασε σφιχτά με τις φτερούγες του τον ανθισμένο Πρωί πρωί η «κυρία είσοδο;» του κόκκι νου σπιτιού έκλεισε μ’ ένα. βρόντο σαν τη στριγγλιά. Και το μπρούντζινο χέρι με το δαχτυλίδι τινάχτηκε δυο φορές στον αέρα Περάστε! είπε η μοίρα στη συφορά. Κι εκείνη πέρασε ευγενικά κι εστρογγυλοκάθισε λα και στα δαντελένια μαζιλαράκια της κυ ρία; Κατίνας. Κείνη τη μέρα μαζευτήκανε όλοι στο σπίτι τη; Σμυρνιάς. Από κει θα φεύγανε οι πέντε άντρες. «Θα ’ρθουμε πίσω», λέγανε. Γιατί προσ παθούσανε να δώσουνε κουράγιο στις γυναί κες. Και γελούσανε. Μα το γέλιο έπεφτε από το μισό τους χείλι σαν τ’ αποτσίγαρο. Κι
Εκδόσεις ΚΑΛΕΝΤΗ Μαυρομιχάλη 5 (1ος όροφος) Τηλ. 36.23.553106 79 ΑΘΗΝΑ
54/αφιερωμα
Κ.Ν. Λομουνώφ
Οι αισθητικές απόψεις του Λεβ Τολστόι Τα ερωτήματα για τον προορισμό και την ουσία της τέχνης απασχόλησαν τον Λεβ Νικολάεβιτς Τολστόι (1828-1910) από την αρχή ακόμα του συγγραφι κού του δρόμου. Και τον ανησυχούσαν επίμονα μέχρι το τέλος της ζωής του. Σε αισθητικά ζητήματα ήταν αφιερωμένο ένα από τα πρώτα κιόλας, αλλά ατε λείωτα. άρθρα του Τολστόι, που έφερε τον τίτλο «Για ποιο λόγο γράφουν οι άνθρωποι» (1851), καθώς και οι αρχικές σημειώσεις στο ημερολόγιό του. Εδώ ο Τολστόι εκφράζει τη βαθιά πεποίθηση, ότι η τέχνη και η λογοτεχνία έχουν υψηλό προορισμό, ότι έχουν στρατευθεί να καθιερώσουν στη γη το καλό, να υπηρετήσουν τους ανθρώπους με εντιμότητα και ανιδιοτέλεια. παίνοντας στον συγγραφικό δρόμο, ο νεα ρός Τολστόι πιστεύει βαθιά στη σύνδεση τέχνης και λογοτεχνίας με την κοινωνία και δεν αποδέχεται το ξέκομμά τους από την αντικειμε νική πραγματικότητα. «Η σκέψη πρέπει να γεν νιέται μέσα στην κοινωνία», «κανένα καλλιτεχνι κό ρεύμα δεν απαλλάσσεται από τη συμμετοχή στην κοινωνική ζωή» - μ’ αυτές τις λέξεις, γραμ μένες στο ημερολόγιο, ο μελλοντικός συγγρα φέας όρισε τη θέση του, στην οποία παρέμεινε πιστός μέχρι την τελευταία μέρα, αν και στο σύ νολό της η αισθητική του σκέψη διακρινόταν από συνθετότητα και μεγάλη ιδιομορφία. Επιβεβαίωση για τα παραπάνω αποτελεί η πρώτη ήδη τοποθέτηση του Τολστόι πάνω στο πρόβλημα της τέχνης - η «Ομιλία του στον Ορ γανισμό των φίλων της ρωσικής λογοτεχνίας» το 1859. Σ’ αυτήν την ομιλία του ο Τολστόι εκτίμη σε τα επιτεύγματα της πατριωτικής λογοτεχνίας, υπογραμμίζοντας ότι «η λογοτεχνία μας γενικά δεν είναι, όπως ακόμα νομίζουν πολλοί, μεταφερόμενη σε ξένο έδαφος παιδική διασκέδαση», ότι αυτή, απαντώντας σε διάφορες ανάγκες της κοινωνίας, «είναι σοβαρή συνείδηση σοβαρού λαού» και αποτελεί μαρτυρία της πνευματικής του μεγαλοσύνης.
Μ
Όμως στην ανάπτυξη της ρωσικής λογοτε χνίας ο νεαρός Τολστόι διέκρινε ένα είδος «πα ρέκκλισης», «μονομέρειας», που εκφράζεται στο γεγονός, ότι στις αρχές της δεκαετίας του 1860 στη λογοτεχνία εμφανίστηκε μια κατεύθυνση «κατηγορητηρίου». Στον Τολστόι τότε δόθηκε η εντύπωση, ότι το «επίμαχο ζήτημα» - «η πολιτι κή λογοτεχνία» - εκτόπισε τελείως την αυθεντική ποίηση. «Στην καλή λογοτεχνία, θετικά, δεν υπάρχει θέση τώρα για το καλό» - παραπονέθηκε ο Τολστόι στα γράμματά του στον Νεκρασώφ. Στον «Λόγο», που εκφώνησε ο Τολστόι στον «Οργανισμό φίλων της ρωσικής λογοτεχνίας», δεν αρνήθηκε ούτε το όφελος, ούτε τη μεγάλη σημασία της «λογοτεχνίας-κατηγορώ», αλλά αντιπαράθεσε σ’ αυτήν «τη λογοτεχνία εκείνη, που αντανακλά τα αιώνια, πανανθρώπινα συμ φέροντα». Αυτή η θέση κατανοήθηκε από τα μέ λη του Οργανισμού σαν άμεση υποστήριξη της «καθαρής τέχνης» και στην ομιλία-απάντηση του προέδρου της συνόδου Α. Σ. Χομιανώφ υπο γραμμίστηκε η νομιμότητα και η αναγκαιότητα του «κατηγορώ» στη λογοτεχνία. τα βασικά προβλήματα που θίγει συγγραφική του δημιουργία ο Τολστόι Ε ναστη από
αφιερωμα/55 είναι το πρόβλημα του λαού, και στην αισθητική του το πρόβλημα της λαϊκότητας της τέχνης και λογοτεχνίας. Με τη λύση του ο Τολστόι συνέδεσε και όλα τα άλλα αισθητικά προβλήματα. Εκ νέου στο πρόβλημα για τη λαϊκότητα της τέχνης και λογοτεχνίας ο Τολστόι επέστρεψε με την τελική μεταστροφή των απόψεων του. Στην «Ομιλία για τις λαϊκές εκδόσεις» σε σειρά κεφα λαίων της πραγματείας «Τί λοιπόν να κάνουμε;» στην πραγματεία «Τί είναι η Τέχνη;», και σ’ άλ λα άρθρα συνδεόμενα με ζητήματα αισθητικής, ο Τολστόι καταγγέλλει τις κυρίαρχες τάξεις της αστικής-αριστοκρατικής κοινωνίας για το ότι αυτές καταληστεύουν το λαό όχι μόνο υλικά, αλ λά και πνευματικά. Στην πραγματεία «Τί λοιπόν να κάνουμε;» ο συγγραφέας έκφρασε μια από τις θεμελιακές πε ποιθήσεις του: «... η τέχνη εάν είναι τέχνη, πρέ πει να είναι προσιτή σ’ όλους αυτούς, στο όνομα των οποίων γίνεται», δηλαδή στους ανθρώπους της δουλειάς, το λαό.
Παρακολουθώντας την πολλών αιώνων πορεία που διήνυσε η τέχνη, ο Τολστόι έδειξε ότι υπάρ χουν δυο τάσεις στην ανάπτυξή της: ένα μέρος της αναπτύχθηκε στην κατεύθυνση της όλο και περισσότερο δημοκρατικοποίησης, και το άλλο, του όλο και περισσότερο «αριστοκρατισμού» και της απομόνωσης. Ο συγγραφέας οριστικά υπο στήριξε την πεποίθησή του ότι δημιουργήθηκε διαχωρισμός της τέχνης σε «κυρίαρχη» και «λαϊ κή», σαν αναπόφευκτη συνέπεια της εμφάνισης των τάξεων στην κοινωνία και των ανταγωνιστι κών τους σχέσεων. «Η εκλεπτυσμένη μας τέχνη, - έγραφε ο Τολστόι, - μπορούσε να εμφανιστεί μόνο στη δουλεία των λαϊκών μαζών, και μπορεί να συνεχιστεί μόνο έως ότου θα υπάρχει αυτή η δουλεία». Η μεγάλη αξία του Τολστόι βρίσκεται στο ότι
συνέδεσε την κριτική της αντιλαϊκής «κυρίαρ χης» τέχνης με το ξεσκέπασμα και την άρνηση των βάσεων του αστικού συστήματος. «Απελευ θερώστε τους δούλους του κεφαλαίου, - έγραψε ο Τολστόι, - δεν είναι δυνατό να δημιουργηθεί τέτοια εκλεπτυσμένη τέχνη, αλλά κάνετε αυτούς τους δούλους καταναλωτές της τέχνης, και η τέ χνη θα πάψει να είναι εκλεπτυσμένη, γιατί απ’ αυτήν θα προκύψουν άλλες απαιτήσεις». Στην πραγματεία «Τί είναι Τέχνη;» ο Τολστόι υποστήριξε τη θέση ότι για τον πραγματικό καλ λιτέχνη εξαιρετικό ενδιαφέρον έχουν η ζωή και η δραστηριότητα των ανθρώπων της δουλειάς. Τη λύση του προβλήματος για τη λαϊκότητα της τέχνης ο Τολστόι είδε αρκετά αδύνατα. Στον βασικό άξονα, ο οποίος, κατά την άποψή του, πρέπει να προσανατολίζεται στην παλαϊκή τέ
56/αφιερωμα χνη, ο Τολστόι πρόβαλε τη «θρησκευτική συνεί δηση» του καιρού του, την «ξεκαθαρισμένη» από τα θρησκευτικά δόγματα.. «Πρέπει πάνω απ’ όλα να εξηγείς στο λαό το Ευαγγέλιο...» - γρά φει ο Τολστόι στο ημερολόγιό του το 1884. η διδαχή της «ξεκάθαρης» θρησκείας συχνά ο Τολστόι συνέδεε με το πώς κατανοούσε τον προοδευτικό χαρακτήρα της τέχνης και λο γοτεχνίας. Αυτό ιδιαίτερα καθαρά φάνηκε στην εισαγωγή της συλλογής «Ανθόκηπος», που γρά φτηκε το 1886, στο οποίο ο Τολστόι προσπάθησε να εκφράσει τι είναι ποιητική γραφή. Εδώ, δί καια, ο Τολστόι υπογραμμίζει τη σημασία για τους συγγραφείς και καλλιτέχνες του υψηλού ιδανικού, που πρέπει να εκφράξουν στα έργα τους. Ο Τολστόι θεωρεί απαραίτητο σε κάθε αληθι νό έργο τέχνης να υπάρχει ηθική αξία, και να γνωρίζουν οι συγγραφείς και καλλιτέχνες να διαχωρίζουν το καλό από το κακό. Αλλά γι’ αυ τό ο Τολστόι κηρύσσει τη θρησκεία «της αλή θειας της βασιλείας του θεού» σαν την υψηλότε ρη πραγματική αλήθεια για τον αληθινό καλλιτέ χνη. Τον ίδιο χρόνο που κυκλοφόρησε η συλλογή «Ανθόκηπος» βγήκε και η πραγματεία του Τολστόι «Τί λοιπόν κάνουμε;» Σ’ αυτό ο συγγραφέας πρόβαλλε κάθε άλλο παρά θρησκευτικά κριτή ρια στην επιλογή καλλιτεχνικών έργων. «Για το λαό, - έγραφε ο Τολστόι - το καλύτερο είναι ό,τι έχει μόνο - μόνο αυτό αξίζει». Και πρέπει να αναφέρουμε, ότι αυτό ακριβώς το κριτήριο σε τελευταία ανάλυση ήταν το βασικό και αποτελε σματικό, όταν ο Τολστόι εκτιμούσε την αξία αυ τών ή άλλων έργων τέχνης και λογοτεχνίας. Μια δεκαετία αργότερα βγήκε στο φως το βι βλίο του Τολστόι «Τί είναι Τέχνη;» το οποίο αποτελεί την αισθητική πραγματεία του. Εάν στην εργασία «Τί λοιπόν να κάνουμε», ο Τολστόι έκανε κριτική στις κοινωνικές και ηθικές βάσεις της θεωρίας «η τέχνη για την τέχνη», στην εργα σία «Τί είναι τέχνη;» κάνει κριτική και στις αι σθητικές της αρχές. Στην πραγματεία «Τί είναι Τέχνη;» ο Τολστόι αναλύει μεγάλο αριθμό αισθητικών θεωριών, κατά πλειοψηφία βασισμένων στην έννοια της ομορφιάς, σαν βασικό στοιχείο της τέχνης. Στο τρίτο κεφάλαιο ο συγγραφέας παρέθεσε περίπου εβδομήντα διαφορετικούς ορισμούς της ομορ φιάς από βιβλία. Αλλά μελετώντας την ανομοιομορφία των ορι σμών, ο Τολστόι αποφάσισε να τους ταξινομήσει και τους κατέταξε έτσι σε δυο βασικά είδη - στο «αντικειμενικό - μυστικιστικό» και στο «υποκει μενικό» ή «εμπειρικό». Το πρώτο είδος υποστή ριξαν οι Χέγγελ, Φίχτε, Σέλλινγκ, Σοπενχάουερ και άλλοι φιλόσοφοι ιδεαλιστές. Το δεύτερο εί δος ανήκει στον Καντ και τους οπαδούς του. Το
Τ
διακριτικό στοιχείο των αισθητικών της «αντικειμενικο-μυστικιστής» κατεύθυνσης ήταν η αποδοχή ότι «η ομορφιά είναι κάτι που υπάρχει από μόνο του, αποτελεί μια από τις εμφανίσεις του απόλυτα τέλειου - της ιδέας, του πνεύματος, της θέλησης του θεού», σαν το βασικό δε στις απόψεις των αισθητικών της άλλης ομάδας ο Τολστόι διέκρινε την αποδοχή ότι η ομορφιά εί ναι «γνωστού είδους σε μας ευχαρίστηση, που δεν έχει σαν σκοπό κάποιο προσωπικό όφελος». άνοντας κριτική σ’ αυτούς τους ορισμούς της ομορφιάς σαν αντικείμενο τέχνης και μελετώντας τους κάτω από το φως της άποψής του για την λαϊκότητα της τέχνης, ο Τολστόι κα τέληξε στο ότι όλη η σκέψη των αισθητικών θεω ριών ήθελε να δικαιολογήσει τα γούστα των αν θρώπων των κυρίαρχων τάξεων της κοινωνίας. Χαρακτηρίζοντας τη σύνδεση ανάμεσα στην τέ χνη και την αισθητική θεωρία του καιρού του ο Τολστόι κατέληξε: «Ό ποιοι και να είναι οι παραλογισμοί στην τέχνη, γίνονται αποδεκτοί ανά μεσα στις υψηλές τάξεις της κοινωνίας μας, τη στιγμή που επεξεργάζονται τη θεωρία για να εξηγούν και νομιμοποιούν αυτούς του παραλογισμούς». Για να ξεκαθαρίσει το δρόμο προς τον σωστό ορισμό της τέχνης ο Τολστόι πρότεινε «να εγκαταλειφθεί η έννοια της ομορφιάς που δημιουργεί σύγχυση». Αυτή η πρότασή του προξένησε όχι λίγες ψευδείς φήμες και παρανοήσεις. Οι απολο γητές και ιερείς της «κυρίαρχης» τέχνης έσπευσαν να κατηγορήσουν τον Τολστόι σαν διώκτη του ωραίου, δυσφημιστή της ομορφιάς στην τέ χνη. Ο Τολστόι πρότεινε να εγκαταλειφθούν μό νο αυτοί οι ορισμοί ομορφιάς, οι οποίοι εκάλυπταν και καλύπτουν όλους τους δυνατούς «παραλογισμούς» στην τέχνη. «Για να ορίσεις ακρι βώς τι είναι τέχνη, - λέει ο Τολστόι, - χρειάζεται πάνω απ’ όλα να σταματήσει να θεωρείται η τέ χνη σαν μέσο ηδονής, αλλά να θεωρείται σαν μια από τις προϋποθέσεις της ανθρώπινης ζωής. Βλέποντας έτσι την τέχνη, δεν μπορούμε να πα ραλείψουμε ότι αυτή είναι ένα από τα μέσα επι κοινωνίας των ανθρώπων μεταξύ τους». Αλλά αφού και η επιστήμη, κατά τον Τολστόι, κατέχει μεγάλη θέση στην ανθρώπινη ζωή, επί σης και αυτή αποτελεί μέσο επικοινωνίας των ανθρώπων. Όμως σε τί είδε ο Τολστόι τη διαφο ρά ανάμεσα στην τέχνη και την επιστήμη; «Με τις λέξεις ένας άνθρωπος μεταδίδει στον άλλο τις σκέψεις του, με την τέχνη οι άνθρωποι μεταδί δουν ο ένας στον άλλον τα αισθήματά τους». Ξε κινώντας απ’αυτή τη διαφορά ο Τολστόι καταλή γει στον ορισμό της τέχνης: «Τέχνη είναι η αν θρώπινη δραστηριότητα, που συνίσταται στο ότι κάποιος άνθρωπος συνειδητά, με γνωστά εξωτε ρικά γνωρίσματα μεταδίδει στους άλλους τα συ ναισθήματα που νιώθει, και οι άλλοι άνθρωποι
Κ
αφιερωμα/57 εμπνέονται απ’ αυτά τα συναισθήματα και συγκινούνται». Με ποιο τρόπο δημιουργείται αυτό το προτσές μετάδοσης συναισθημάτων και «έμπνευσης»; Ο καλλιτέχνης από την αρχή προκαλεί ο ίδιος στον εαυτό του το συγκεκριμένο συναίσθημα και μετά «μέσω κινήσεων, γραμμών, χρωμάτων, ήχων, ει κόνων εκφρασμένων με λέξεις», το μεταδίδει έτσι, που οι θεατές, ακροατές ή αναγνώστες θα μπορούν να νιώσουν το ίδιο συναίσθημα και να «εμπνευστούν» απ’ αυτό. τον ορισμό του Τολστόι για την τέχνη υπο γραμμίζεται ο τεράστιος ρόλος της στη ζωή της ανθρώπινης κοινωνίας και καθαρά διακρίνεται η ιδιαιτερότητά της - η διαφορά από τις άλ λες μορφές της πνευματικής δραστηριότητας των ανθρώπων. Ο Τολστόι υποδείκνυε την παραστα τικότητα της τέχνης και τη συναισθηματική δύ ναμη της επίδρασής της: η τέχνη «εμπνέει» τους ανθρώπους με τα συναισθήματα, που ένιωσε και έκφρασε ο καλλιτέχνης. Όμως μαζί μ’ αυτό, στον ορισμό του Τολστόι για την τέχνη, υπάρ χουν και σοβαρά κενά: όλη η σφαίρα της τέχνης περιορίζεται στα συναισθήματα των ανθρώπων. Στα προηγούμενα από την πραγματεία άρθρα του δεν έκανε τέτοιο περιορισμό. Για παράδειγ μα, στο άρθρο του «Για το τι είναι και τι δεν εί ναι η τέχνη...» ο συγγραφέας προσπάθησε να αποδείξει, ότι η καλλιτεχνική δραστηριότητα, όπως και η επιστημονική, έχει σαν σκοπό να με ταδώσει στους ανθρώπους όλο τον πνευματικό πλούτο, δημιουργημένο από τους προηγούμε νους. Στο άρθρο «Για την τέχνη», γνωστό επίσης με την ονομασία «Γράμμα στον Β. Α. Γκόλτσιφ», απαιτεί από τους συγγραφείς και καλλιτέχνες να μην επαναλαμβάνουν ό,τι είναι γνωστό, αλλά να εκφράζουν «νέους συλλογισμούς και σκέψεις». Εκεί ο Τολστόι ακόμη αναφέρει, ότι «σκοπός της δημιουργίας είναι η καλλιτεχνική έκφραση της σκέψης». Χαρακτηρίζοντας τη δουλειά του για τα μυθιστορήματα «Πόλεμος και Ειρήνη» και «Άννα Καρένινα», ανέφερε, ότι πρώτον αγα πούσε τη «λαϊκή σκέψη» και δεύτερον «την οικο γενειακή σκέψη». Σ’ ένα από τα γράμματα για την «Άννα Καρένινα» ο συγγραφέας παρατήρη σε ότι δημιουργώντας αυτό το έργο, περισσότερρο απ’ όλα ανησυχούσε για να μεταδώσει σ’ αυτό «σύμπλεξη σκέψεων». Και απλοϊκά υπέθετε, ότι ο «καλλιτέχνης της σκέψης», όπως ονομάζει ο Τολστόι τον Τουργκένεφ, μπορούσε να ανάγει το ρόλο της τέχνης στη μετάδοση μόνο των συναισθημάτων. Αλλά πώς εμφανίστηκε αυτή η ανεπάρκεια στον ορισμό της τέχνης, την οποία συναντάμε στην αισθητική πραγματεία του Τολστόι; Δουλεύοντας γι’ αυτήν πολλά χρόνια, ο συγγραφέας για πολύ βασανι ζόταν πώς να ξεχωρίσει τις σφαίρες της τέχνης και της επιστήμης. «Πολύ σκέφτηκα και σκέφτο
Σ
μαι για την τέχνη (και την επιστήμη)», - έγραφε στον Β.Γ. Τσερτκόφ το 1893. - Είναι δύσκολο, αλλά πρέπει να τις ξεχωρίσω». Αυτό προσπάθη σε να το κάνει στα άρθρα «Επιστήμη και Τέχνη», «Για την επιστήμη και την Τέχνη», αλλά δεν τα κατάφερε, και τα άθρα αυτά έμειναν ατελείωτα. Στην πραγματεία «Τί είναι τέχνη;» εκ νέου επέστρεψε σ’ αυτό το πρόβλημα. Ο «επίλογος» της πραγματείας στο μεγαλύτερο μέρος αφιερώ θηκε στη διευκρίνηση της αλληλοσχέσης μεταξύ τέχνης και επιστήμης. Εδώ τόνιζε όχι το ξεχώρισμά τους, αλλά, αντίθετα, τη στενή τους προσέγ γιση. «Η επιστήμη και η τέχνη, - γράφει ο Τολστόι, - συνδέονται τόσο στενά μεταξύ τους, όπως οι πνεύμονες με την καρδιά, έτσι που αν ένα όργανο παραμορφωθεί, τότε το άλλο δε θα μπορεί σωστά να λειτουργήσει». Σκοπό της επι στήμης θεωρεί την ανεύρεση βασικών αληθειών και την εισαγωγή τους στη συνείδηση των αν θρώπων. «Η τέχνη - κατά την άποψη του Τολστόι, - μεταφέρει αυτές τις αλήθειες από τον το μέα της γνώσης στον τομέα των συναισθημάΟ Λέων και η Σοφία Τολστόι. Μέρος μιας φωτογραφίας που τράβηξε η Σ. Τολστόι. 1900
58/αφιερωμα των». Εδώ εκ νέου όρισε την τέχνη σαν «καλλιτε χνική έκφραση της σκέψης», όπως στο άρθρο «Για την τέχνη». ζήτημα της αισθητικής - τη σχέση Τ οτηςκύριο τέχνης με την πραγματικότητα - ο Τολ-
στόι, σαν πεισμένος ρεαλιστής καλλιτέχνης, έλυ σε σταθερά στο πνεύμα του υλισμού. Τη ζωή τη θεωρούσε ανώτερη, πλουσιότερη, περιεκτικότε ρη της τέχνης, και για να μην « μεγαλοπιάνεται» η τελευταία, ο Τολστόι μερικές φορές έγραφε ότι δεν είναι καθρέφτης, αλλά αντανακλά τη ζωή. Για τον Τολστόι δεν είχε καμιά αξία η «λογο τεχνία για τη λογοτεχνία» και η «επιστήμη για την επιστήμη». Αρνιόταν μια τέτοια «δημιουρ γία», όταν «το αντικείμενα της λογοτεχνίας δεν είναι η ίδια η ζωή, αλλά η λογοτεχνία της ζωής». Μια από τις βασικές απαιτήσεις του Τολστόι στους ανθρώπους της τέχνης ή λογοτεχνίας, ήταν η μελέτη και η αληθινή αναπαραγωγή της πραγ ματικότητας. Μη ανεχόμενος την υποκρισία - άμεση ή κρυ φή - στην τέχνη, ο Τολστόι έγραφε: «Στην τέχνη το ψέμα καταστρέφει όλη τη σύνδεση ανάμεσα στα φαινόμενα, σαν σκόνη διαλύονται όλα». Χρειάζεται, ακόμη, να έχουμε υπόψη ότι τον όρο «ρεαλισμός» ο Τολστόι συχνά χρησιμοποίη σε όχι με τη σημερινή εξήγησή του. Μερικές φο ρές έκανε κριτική στη «θεωρία του ρεαλισμού», αλλά ο Τολστόι εννοούσε τη θεωρία και πρακτι κή των συγγραφέων - νατουραλιστών. Στα διη γήματα και μυθιστορήματά τους, τα γεμάτα από εκτενείς περιγραφές και άχρηστες λεπτομέρειες, ο Τολστόι είδε την εμφάνιση του «επαρχιωτι σμού στη τέχνη» και αρνήθηκε τα έργα που είναι κενά σκέψεων, ιδεών, στόχων και το βασικό του υψηλού ηθικού περιεχομένου. Για τον Τολστόι πάντα ήταν τελείως ξένα τα έργα που δεν εκφράζουν ιδανικά. Απορρίπτοντας την αποϊδεολογικοποιημένη τέχνη, ο Τολστόι έδωσε σωστή λύση στο ερώτημα για την αλληλοσχέση περιεχομένου και μορφής στα καλλιτεχνικά έργα. Κατά τον Τολστόι, η μορφή και το περιεχόμενο αποτελούν ένα άρρη κτο όλο, και χωρίς ταλάντευση προσδιόρισε την υπεροχή στο ρόλο το περιεχομένου. Όμως, υπο τάσσοντας τη μορφή στο περιεχόμενο, όχι μόνο δεν υποτίμησε το ρόλο της, αλλά έκφρασε την πεποίθηση, ότι χωρίς καλλιτεχνική μορφή δεν μπορούν να υπάρχουν πραγματικά έργα τέχνης. Υπογραμμίζοντας ότι το καλλιτεχνικό έργο απαιτεί αυστηρή καλλιτεχνική επεξεργασία, ο Τολστόι ταυτόχρονα κατέκρινε τους συγγραφείς και καλλιτέχνες που μετατρέπουν τη τέχνη τους σε αυτοσκοπό. Ο αληθινός καλλιτέχνης, κατά τον Τολστόι, κατέχει την τέχνη του όταν κατά τη διάρκεια της δημιουργίας δεν σκέφτεται τους κανόνες της, όπως δεν σκέφτεται τους κανόνες της μηχανικής ο άνθρωπος που περπατάει. Δου
Το σπίτι τον Τολστόι, όπως φαίνεται,
λεύοντας το έργο του, ο καλλιτέχνης πρέπει να σκέφτεται «τί θέλει να πετύχει μέσω της τέχνης του, έτσι ακριβώς όπως ο ταξιδιώτης για το πού πηγαίνει». Κάτωκαπό αυτές τις προϋποθέσεις επιτυγχάνεται «υψηλό επίπεδο τέχνης». Απορρίπτοντας την περιπλοκότητα και τη σκόπιμη φινέτσα στη μορφή των έργων, ο Τολστόι ταυτόχρονα μίλησε ενάντια στη χυδαία απλότητα, ενάντια στον πρωτογονισμό και στη φτώχεια της καλλιτεχνικής μορφής. «Απλά, έλεγε ο Τολστόι, - αυτό είναι τεράστια αξία που δύσκολα επιτυγχάνεται, όταν επιτυγχάνεται». Το 1896 έγραφε στο ημερολόγιό του: «Η Χάρυ βδη και η Σκύλλα των καλλιτεχνών είναι: ή να ’ναι (το έργο) κατανοητό αλλά μικρό, χυδαίο ή φανταστικά υψηλό, αυθεντικό και ακατανόητο». Οι αποδοκιμασίες του Τολστόι προκάλεσαν τόσο αυτούς τους συγγραφείς και καλλιτέχνες, που κυνηγούσαν την ομορφιά της μορφής σαν τέτοια και μόνο, κάνοντας έργα «χάρη στην απαίτηση της μόδας», όσο και αυτούς που περιφρονούν τη μορφή. αν βασικότατο στοιχείο της αληθινής τέχνης ο Τολστόι θεωρούσε την αναζήτηση του «νέου». Ξεκινώντας από τη σκέψη, ότι «προϋπό θεση της τέχνης είναι το νέο», έδειξε ότι ο πραγ ματικός καλλιτέχνης πρώτα προσπαθεί να αποκαλύψει κάτι νέο, άγνωστο στους ανθρώπους. Για να εκφράσει καθαρότερα αυτό το περιεχόμε νο ο καλλιτέχνης ψάχνει επίσης και νέες μορφές. Ο Τολστόι ήταν πεισμένος ότι «ο συντηρητι σμός σε τίποτα δεν κάνει τόσο κακό, όσο στην τέχνη» ότι «σε κάθε δοσμένη στιγμή πρέπει η τέ χνη να ’ναι σύγχρονη, να ’ναι η τέχνη του καιρού μας». Αλλά κάθε σύγχρονη τέχνη δε είναι αληθι νή, πραγματική. Και ο Τολστόι προειδοποιεί: «χρειάζεται μόνο να ξέρεις πού βρίσκεται αυ τή... (όχι στους καλλιτέχνες της παρακμής της μουσικής, ποίησης, μυθιστορήματος)».
Σ
αφιερωμα/59
από τη μεριά του πάρκου
Το δεύτερο κεφάλαιο της αισθητικής πραγμα τείας του Τολστόι εξ ολοκλήρου αφιερώθηκε στην κριτική των έργων της παρακμής. Όταν ο συγγραφέας γνωρίστηκε με τη «δημιουργία» των καλλιτεχνών της παρακμής και των συμβολι στών, δεν διέκρινε αμέσως τη σχέση τους με τη θεωρία της «καθαρής τέχνης». Στην τέχνη της παρακμής ο Τολστόι διέκρινε το άμεσο γνώρισμα του εκφυλισμού της κουλτού ρας, «τον τελευταίο βαθμό του παράλογου», όπως έγραψε στο ημερολόγιό του στις 20 Δεκέμ βρη του 1896. Το προτσές παρακμής της αστικής επιστήμης, τέχνης και λογοτεχνίας, ο συγγρα φέας συνέδεσε με την αποξένωση του λαού και με το ότι υποτάχθηκαν στα συμφέροντα των κυ ρίαρχων τάξεων. Απομονωμένη από τη λαϊκή τέ χνη, η τέχνη των υψηλών τάξεων έχασε το σωστό δρόμο και σιγά-σιγά μετατράπηκε σε κενή δια σκέδαση των αργόσχολων. «Και να τώρα, έγραφε ο Τολστόι στο τέλος της δεκαετίας του 1890 - έφτασε μέχρι την παρακμή». Στις σημειώσεις στο ημερολόγιο και στα άρ θρα για την τέχνη, που έγραψε στη δεκαετία του 1880 και αργότερα, ο Τολστόι με πλήρη σαφή νεια έκφρασε τη διαφωνία του με τις βασικές θέ σεις της φιλοσοφίας του Σοπενχάουερ και των αισθητικών του «νόμων», τους οποίους κληρονό μησαν οι καλλιτέχνες της παρακμής. Στο ημερο λόγιο του συγγραφέα, στα 1889, υπάρχουν για παράδειγμα οι εξής σημειώσεις: «... διάβασα την αισθητική του Σοπενχάουερ: ττ επιπολαιότητα και τι ασάφεια». «Αλλά κάποιος μου είπε την αλήθεια, ότι η κυρίαρχη αισθητική θεωρία είναι η δική του». Στις σημειώσεις της 22ης Αυγούστου του ίδιου χρόνου ο Τολστόι αναλυτικά ερευνά την καταγωγή της θεωρίας «η τέχνη για την τέχνη» και «η επιστήμη για την επιστήμη». «Ψευτοεπιστήμη και ψευτοτέχνη», κατά την άποψη του Τολστόι, - είναι δημιούργημα των
«τάξεων αυτών που πλέον περισσεύουν» και για τη δικαιολόγησή τους «σκαρώνουν θεωρίες». Και εδώ σαν παράδειγμα ο Τολστόι χρησιμοποι εί τη θεωρία του Σοπενχάουερ και του Κουτ («για τις επιστήμες»). Στη δεκαετία, του 1890 πνευματικός αρχηγός των καλλιτεχνών της παρακμής έγινε ο Φρίντριχ Νίτσε με τη θεωρία του για τον «υπεράνθρωπο». Ο Τολστόι χρησιμοποίησε όλη τη δύναμη της κριτικής του για να ξεσκεπάσει αυτόν το νεοεμφανιζόμενο «προφήτη». Σχετικά με τον Νίτσε ο Τολστόι με διορατικότητα παρατήρησε ότι «με την άρνηση όλων των υψηλών βάσεων της αν θρώπινης ζωής και σκέψης' αποδεικνύει την υπε ράνθρωπη μεγαλοφυία του. Ποια είναι αυτή η κοινωνία, εφόσον αποδέχεται σαν δάσκαλο έναν τέτοιο τρελό και μάλιστα, κακό τρελό;». Μεγάλη προσφορά του Τολστόι ήταν το ότι μί λησε από τους πρώτους με αυστηρή κριτική για την τέχνη της παρακμής, «αυτή την αρρώστια του καιρού», ότι έδειξε την αντιδραστικότητα των ιδεολογικο-αισθητικών της βάσεων, στηριγ μένων στη φιλοσοφία του Νίτσε. Σαν βασική αιτία της τραγωδίας του Μωπασάν ο Τολστόι θεωρούσε την αδιαφορία του συγ γραφέα για τον χριστιανισμό και την απιστία του. Αλλά αποδεχόμενος τον Μωπασάν σαν καλλιτέχνη, ο Τολστόι δεν ήθελε και δεν μπο ρούσε να τον κατηγορήσει. «Θα είμαστε ευγνώμονες αυτού του δυνατού, αληθινού ανθρώπου και για ό,τι μας έδωσε». Το άρθρο «Για τον Σαίξπηρ και για το δράμα» έγραψε ο Τολστόι τέσσερα χρόνια μετά την έκδο ση της πραγματείας. Σ’ αυτό, όπως και στην πραγματεία, ο Τολστόι θέτει και δίνει απάντηση στα βασικότερα αισθητικά ερωτήματα: ποια εί ναι η ουσία της τέχνης, ο ρόλος και η αλληλοσχέση μορφής και περιεχομένου στα καλλιτεχνικά έργα, ποιοι οι ηθικοί σκοποί της τέχνης κ.λπ. Στο άρθρο αυτά τα προβλήματα τοποθετούνται από τον Τολστόι στη βάση μελέτης της παγκό σμιας δραματουργίας και ειδικότερα της σαιξ πηρικής δημιουργίας. Στο τελευταίο κείμενο του άρθρου «Τί είναι τέχνη;» ο Τολστόι έκφρασε την αρνητική του στάση προς τον Σαίξπηρ, με τη δικαιολογία ότι ο Άγγλος δραματουργός υπολογίζεται «μεγάλος ανάμεσα στις υψηλές τάξεις της κοινωνίας μας». Στο άρθρο «Για τον Σαίξπηρ και για το δράμα» αυτή η θέση πήρε παραπέρα ανάπτυξη. Τα σαιξ πηρικά θεατρικά έργα ο Τολστόι κατέταξε στην «κυρίαρχη» τέχνη με τη λογική ότι σ’ αυτά τα κυριότερα ενεργά πρόσωπα είναι βασιλείς, δούκες, πρίγκηπες, ενώ μειώνεται ο ρόλος του απλού λαού. Ο Τολστόι διαβάζοντας τα βιβλία αναλυτών του Σαίξπηρ πέρασε στο συμπέρασμα, ότι στη βάση των σαιξπηρικών θεατρικών έργων βρίσκε ται «το πιο πρόστυχο, η χυδαία κοσμοαντίληψη»
60/αφιερωμα που συνίσταται στον έπαινο των δυνατών του κόσμου και στην περιφρόνηση του πλήθους, της εργατικής τάξης, στην άρνηση των πάντων, όχι μόνο των θρησκευτικών αλλά και των «ανθρωπι στικών επιδιώξεων προσανατολισμένων στην αλ λαγή του υπάρχοντος συστήματος». ις βάσεις της σαιξπηρικής δημιουργίας ο Τολστόι τις βρήκε αντιδημοκρατικές και ανήθικες. Αποφασιστικά απορρίπτοντας τις ηθι κές αρχές του Σαίξπηρ, προσπάθησε να αφαιρέσει το φωτοστέφανο και του καλλιτεχνικού - αι σθητικού του κύρους. Κριτικάροντας τις αλλη γορίες και τις μεγαλοπρεπείς μεταφορές, τις υπερβολές και τις ασυνήθιστες συγκρίσεις, «τη φρίκη και τα καμώματα του παλιάτσου, τους συλλογισμούς και τις εντυπώσεις» - χαρακτηρι στικά στοχεία στο στυλ του σαιξπηρικού έργου, - ο Τολστόι διέκρινε σ’ αυτά χαρακτηριστικά «εξαιρετικής τέχνης των υψηλών τάξεων». Ο Τολστόι σ’ αυτά τα χρόνια θεωρούσε ότι το δράμα έπρεπε «να χρησιμεύει σαν διευκρίνιση και στερέωση στους ανθρώπους ενός υψηλού βαθμού θρησκευτικής συνείδησης», και γι’ αυτό η σαιξπηρική δραματουργία και όλα τα έργα του πρέπει να απορριφθόύν. Αυτά τα συμπεράσματα μαρτυρούν ότι ο Τολστόι δεν μπόρεσε σωστά να εκτιμήσει τη σημασία της σαιξπηρικής δραματουργίας. Αλλά ακόμη ο Μπέρναντ Σω, που ονόμασε το άρθρο «Για τον Σαίξπηρ και για το δράμα» «μεγάλη τολστοϊκή ανοησία», διέκρινε σ’ αυτό όχι μόνο λάθη του συγγραφέα, αλλά και δίκαιες απαιτήσεις που απευθύνονταν στη σύγχρονη τέχνη. Ο Τολστόι υποδεικνύει στο άρθρο του πολλές αξίες από τα έργα του μεγάλου δραματουργού: την υπέροχη «ικανότητα να κάνει σκηνές, στις οποίες εκφράζεται η κίνηση των συναισθημά των», την ασυνήθιστη σκηνικότητα των έργων του, την αληθινή θεατρικότητα. Στο άρθρο του Τολστόι για τον Σαίξπηρ περι λαμβάνονται επίσης και βαθιές σκέψεις όσον αφορά την ιδιαιτερότητα της δραματικής τέχνης - για τη σύγκρουση, τους χαρακτήρες, την ανά πτυξη της δράσης, για τη γλώσσα των προσώ πων, για την τεχνική της δομής του δράματος κ.λπ. Οι σύγχρονοι του Τολστόι τον κατέκριναν για τις απόψεις του γύρω από τον Σαίξπηρ, και έδειξαν ότι ο Τολστόι αντιπαράθεσε τα σαιξπη ρικά δράματα με τα έργα του συμβολισμού. «Να, εγώ επιτρέπω στον εαυτό μου να αποδοκιμάσει τον Σαίξπηρ. Ομως αφού σ’ αυτόν κάθε άνθρω πος δρα, και είναι πάντα καθαρό γιατί ενεργεί ακριβώς έτσι. Σ’ αυτόν οι στύλοι στέκονταν με την επιγραφή: Το φως του φεγγαριού, το σπίτι. Και δόξα τω θεώ, που όλη η προσοχή συγκε ντρώθηκε στην ουσία του δράματος, αλλά τώρα είναι τελείως αντίστροφα». Ο Τολστόι, «ο αρνη
Τ
τής» του Σαίξπηρ, τον έθεσε υψηλότερα απ’ όλους τους δραματουργούς - τους σύγχρονούς του, που δημιούργησαν έργα χωρίς πλοκή, έργα που ικανοποιούν «διαθέσεις», «αινίγματα», «σύμβολα» κ.λπ. Επικρίνοντάς τους ο Τολστόι παρατήρησε: «Γενικά στους σύγχρονους συγγρα φείς είναι χαμένη η αντίληψη για το τι είναι δρά μα». Συζητώντας το 1898 με παράγοντες του λαϊκού θεάτρου, ο Τολστόι είπε: «Γιατί δεν ανεβάζετε για το λαό Σαίξπηρ; Μήπως νομίζετε ότι ο λαός δεν καταλαβαίνει τον Σαίξπηρ; Μη φοβάστε, δεν καταλαβαίνει τα σύγχρονα έργα τα ξεκομμέ να από την καθημερινή ζωή, αλλά τον Σαίξπηρ ο λαός τον καταλαβαίνει. Το αληθινό μεγάλο ο λαός το κατανοεί». Στην πραγματεία «Τί είναι τέχνη;», εργασία που συνεχίστηκε για δεκαπέντε χρόνια, ο Τολστόι προσπάθησε να συστηματοποιήσει τις πολυ πληθείς και συχνά πολύ αντιφατικές του κρίσεις πάνω στα ζητήματα αισθητικής, αλλά δεν κατόρ θωσε να πετύχει τον πλήρη «συντονισμό» τους. αντιφατικότητα πολλών απόψεων του Τολστόι για την τέχνη ήταν αποτέλεσμα των αδιάκοπων αναζητήσεών του, των επιδιώξεών του για όλα και μέσα σ’ αυτά και για την αισθη τική, του «να φτάσουμε μέχρι τις ρίζες», χωρίς να διστάζει μπροστά στα ακραία συμπεράσματα. Μελετώντας τα ζητήματα αισθητικής, ο Τολστόι ήταν σίγουρος για τη λαϊκότητα της μελλο ντικής τέχνης, για το ότι στην επερχόμενη κοινω νία η τέχνη θα φτάσει να υπηρετεί το λαό και να ανήσει σ’ αυτόν. «... Γνώστης της τέχνης, - γρά φει ο Τολστόι, - γενικά, δεν θα είναι, όπως τώ ρα, η ξεχωριστή τάξη των πλουσίων, αλλά όλος ο λαός». Η τέχνη θα σταματήσει τότε να είναι «κενή διασκέδαση των αργόσχολων» και θα γίνει «τόσο βασική υπόθεση, έτσι όπως απαιτεί ο προορισμός της». Αυτό θα επέλθει σαν αποτέλε σμα του ότι «η καλλιτεχνική δραστηριότητα θα είναι τότε προσιτή σε όλους τους ανθρώπους», του ότι οι δημιουργοί της τέχνης θα είναι «προι κισμένοι άνθρωποι του λαού, οι οποίοι θα ’ναι ικανοί και επιρρεπείς στην καλλιτεχνική δραστη ριότητα». Μετάφραση: Δήμητρα Ρούμπουλα
Η
Από τον 4ο τόμο της «Ιστορίας της Αισθητικής Σκέψης» της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ. Βιβλιογραφία 1. 2. 3. 4. 5.
Τολστόι Λ. Ν. Ά παντα σε 90 τόμους. Μόσχα 1928-1958 Λ. Ν. Τολστόι. Συλλογή άρθρων και υλικών. Μόσχα 1951 Τόσταλγια Σ. Α. Ημερολόγια, 2 τόμοι. Μόσχα 1978 Γκόλντενβεϊζερ Α. Μ. «Πλησίον του Τολστόι». Μόσχα 1959 Σημειώσεις από συνομιλίες με τον Τολστόι δημοσιευμένες κατ’ αρχήν από τον Τ. Ν. Σελιβανόφ το 1898 στην «Εφημε ρίδα του Κουρσκ». Επαναδημοσιεΰτηκαν στο περιοδικό «Θέατρο και τέχνη» (1899, No 4).
αφιερωμα/61
Γιάννης Μπασκόζος
Ο Τολστόι και η κριτική του Λοΰκατς Το έργο του Δέοντος Τολστόι ενάμιση αιώνα περίπου μετά, εξακολουθεί να κερδίζει αναγνώστες με συνεχείς ανατυπώσεις. Αυτοί που υποβίβασαν κατά καιρούς το καλλιτεχνικό του έργο σε «δημοσιογραφικό-επικαιρικό» έχουν πια ξεχαστεί. Οι φιλόσοφοι που ασχολήθηκαν κατά καιρούς με την αισθητική, στις μελέτες τους για τον ρεαλισμό είχαν πάντα μια σημαίνουσα θέση για τον σεβάσμιο γίγαντα της Γιασνάγια Πολιάνα. ι κύκλοι των προοδευτικών διανοουμένων είχαν νωρίς δείξει ιδιαίτερη ευαισθησία για το έργο του Λ. Τολστόι. Ο Πλεχάνωφ, ο Φραντς Μέριγκ, η Ρόζα Λούξεμπουργκ, ο Λένιν, ο Λούκατς κ.α. αφιέρωσαν πολύτιμο χρόνο για να κά νουν επανειλημμένες επισημάνσεις για την αξία του λογοτεχνικού του έργου και της σχέσης του με την κοινωνική πραγματικότητα της εποχής του. Δεν είναι τυχαίο ότι οι φιλόσοφοι που αναφέ ραμε είχαν ενεργό συμμετοχή στον κοινωνικό και πολιτικό αγώνα πράγμα που δήλωνε μια ιδιαίτε ρη κοινωνική αντανάκλαση που έφερνε ο λογο τεχνικός λόγος του Τολστόι. Δεν θα πρέπει όμως να μη σημειώσουμε ότι ο Τολστόι αποτέλεσε αντικείμενο ιδιαίτερου εν διαφέροντος για κύκλους της θεολογίας και με ταφυσικούς φιλοσόφους, όπως ο Μπερντιάεφ. Οι απόψεις του Λ. Τολστόι για τη θρησκεία κα θώς και οι ηθικές αξίες που πρέσβευε, ήταν σ’ αυτή την κατηγορία των μελετητών του το στοι χείο που τους κινούσε το κριτικό ενδιαφέρον. Το ότι από εντελώς αντίθετες ιδεολογικές και φιλοσοφικές οπτικές ο Τολστόι έγινε αντικείμενο ενδιαφέροντος, τονίζει τη σημασία του έργου του όχι μόνο σε λογοτεχνικό αλλά και σε φιλοσο φικό επίπεδο. Επισημαίνεται ακόμη αυτή η στε νή σχέση του Λ. Τολστόι με την κοινωνική πραγ ματικότητα που τόσο διαφορετικά ερμήνευαν οι υλιστές από τους μεταφυσικούς φιλοσόφους. Εκείνο ακόμη που πιστοποίησε το λογοτεχνικό έργο του Τολστόι ήταν ο ρεαλιστικός του χαρα-
Ο
62/αφιερωμα κτηρας· παρά τις όποιες τέτοιες ή άλλες προσεγ γίσεις και ερμηνείες που επιχειρήθηκαν δεν αμ φισβητήθηκε στο σύνολο του σαν τέτοιος. Εκείνο που προξένησε το ενδιαφέρον στη με λέτη της περίπτωσης Τολστόι ήταν η ένταση των ιδεών του σε συνδυασμό με τα αντιφατικά στοι χεία που έφερναν αυτές. Ο Τολστόι ήταν κάτι σαν την περίπτωση Μπαλζάκ. Είχε συντηρητικές πολιτικές και φιλοσοφικές απόψεις σαν προσω πικότητα, που όμως δεν τον εμπόδιζαν να δη μιουργεί ένα λογοτεχνικό έργο που οι ιδέες του να είναι προοδευτικές, να έρχονται πολλές φο ρές σ’ αντίφαση με τις προσωπικές του απόψεις. Αυτό είναι ένα φαινόμενο που έχει δώσει αφορμή για διάφορες διαστρεβλώσεις. Δεν είναι λίγες φορές, που και στις μέρες μας, η περίπτω ση Μπαλζάκ και Τολστόι γίνεται άλλοθι για να δικαιολογηθούν αντιδραστικά έργα που ξεκι νούν ίσως από προοδευτικές προθέσεις. Όμως σίγουρα δεν είναι κάτι συνηθισμένο αυτές οι αντιφάσεις και μόνο σε πραγματικά μεγάλους καλλιτέχνες μπορούν ν’ αποτελούν ζωογόνα δη μιουργική δύναμη. ο ερώτημα είναι λοιπόν πώς θ’ αντιμετωπί σει κανείς αυτούς τους δημιουργούς, μιας και οι απλοποιημένες διαχωριστικές γραμμές μάς δείχνουν τα δέντρα αλλά όχι πάντα και το δάσος. Για να δει λοιπόν κανείς αυτές τις αντι φάσεις στον Τολστόι χρειάζεται να δει την εποχή και τις αντιφάσεις της, έτσι όπως φανερώνεται στο έργο του, αλλά και την ίδια την κοσμοαντί ληψη του συγγραφέα. Ο Τολστόι βλέπει τα στοιχεία μιας κοινωνίας που δεν ικανοποιεί την πλειοψηφία των μελών της και γνωρίζει καλά να την περιγράφει σε βά θος. Ανεξάρτητα ποια πολιτική λύση προτείνει, διαπιστώνει ότι αυτή η κοινωνία δεν λειτουργεί σωστά και σκιτσάρει λογοτεχνικά τα υπόγεια ρεύματα που προμηνύουν την αλλαγή της. Οι αντιφάσεις του Τολστόι έφεραν ορισμένες φορές την προοδευτική διανόηση σε αμηχανία. Το ερώτημα που έθεσε η Ρόζα Λούξεμπουργκ «Ώ ς ποιο σημείο μπορούν οι προοδευτικοί να παραδεχτούν τον Τολστόι» έγινε πολλές φορές αντικείμενο ενδελεχούς απάντησης. Ό χ ι σπάνια, η altera pars - οι θρησκευόμενοι - ρωτούσαν πώς ένας θρησκευόμενος δείχνει «τέτοιες υλιστικές» τάσεις στο λογοτεχνικό του έργο. Η λέξη «υλι στικές» εκφραζόταν όχι με την φιλοσοφική έν νοια αλλά με το ηθικοπλαστικό περιεχόμενο της θρησκευτικής παρωπίδας. Παράδειγμα τέτοιο γι’ αυτούς ήταν σίγουρα η απιστία της Άννα Καρένινα. Ο Γκ. Λούκατς ξεχώριζε τη στάση της προο δευτικής διανόησης αφενός σ’ αυτούς που επη ρεασμένοι από τον Πλεχάνωφ - όπως ο Φραντς Μέριγκ και η Ρόζα Λούξεμπουργκ - σημείωναν
Τ
ότι ο Τολστόι έβλεπε την υπάρχουσα «κοινωνική κατάσταση σαν ανεπιθύμητη», θεωρούσαν όμως ότι «αδιαφορούσε» ολοκληρωτικά απέναντι στη μεταβολή των κοινωνικών συνθηκών, όπως ση μείωνε ο ίδιος ο Πλεχάνωφ. Αφετέρου ο Λού κατς επεσήμανε την πιο προχωρημένη αντίληψη του Τσερνισέφσκι και αργότερα του Λένιν που είδε τον Τολστόι σαν «καθρέφτη της ρώσικης επανάστασης». Υπάρχουν και άλλες πολλές απόψεις. Ό πω ς αυτές που θεωρούν τον Τολστόι σαν «υποκειμε νικό καλλιτέχνη», που αμφισβήτησε δηλ. τη σχέ ση του με την κοινωνική πραγματικότητα. 'Αλ λες που τον θεωρούν σαν πειστικό καταγραφέα μόνο της δικής του τάξης, της αριστοκρατίας. Τον κατηγόρησαν συχνά ως «δυτικόφιλο» - σ’ αντίθεση με τον «σλαβόφιλο» Ντοστογιέφσκι κυρίως λόγω των επιδράσεων του Ρουσσώ και του Σοπενάουερ στη σκέψη και το έργο του. Ακόμα κατηγορήθηκε ως μή «ορθόδοξος» θρη σκευόμενος και «ως ρέπων προς τας ηδονάς». Άλλοι τον ήθελαν συγγραφέα της «οικογενεια κής ιδέας» (Ά ννα Καρένινα) ή της «εθνικής ιδέας» (Πόλεμος και Ειρήνη). Σ’ αυτές τις περιπτώσεις αν και εξετάζονταν κάποιες υπαρκτές «λογοτεχνικές ή προσωπικές στιγμές» του Τολστόι, η λογοτεχνική και πολιτικο-φιλοσοφική φυσιογνωμία του παρουσιαζόταν μάλλον μονόπλευρα. Ο πρώ ιμος Λ ούκατς Λούκατς καταπιάνεται με τον Τολστόι στην περίοδο 1914-1915 με σαφή τη σφραγίδα των χεγγελιανών του απόψεων εκείνης της επο
Ο
χή?·
Κατά τον τότε Λούκατς υπήρχαν τρεις τύποι μυθιστορημάτων. Αυτός «του αφηρημένου ιδεα λισμού» (τύπος «Δον Κιχώτη» ή «Το κόκκινο και το μαύρο»), το ψυχολογικό μυθιστόρημα με τον παθητικό ήρωα, που η ψυχή του είναι πολύ πλα τιά ώστε να προσαρμοστεί στον κόσμο (τύπος «αισθηματικής αγωγής») και το διδακτικό μυθι στόρημα της συνειδητής απάρνησης που δεν εί ναι ούτε παραίτηση ούτε απελπισία (τύπος Βίλχελμ Μάιστερ ή Der Griinen Heinrich)».1 Ο πρώιμος Λούκατς προσπαθεί να ερμηνεύσει τον Τολστόι στη βάση του δεύτερου τύπου. Ο ίδιος αυτοκριτικά θα γράψει πολύ αργότερα «Ο επίλογος του “Πόλεμος και Ειρήνη” αποτελεί στην πραγματικότητα, μια αυθεντική κατάληξη των ναπολεόντιων πολέμων στο επίπεδο των ιδεών· δείχνει μέσα από την εξέλιξη ορισμένων προσώπων, τη σκιά που ήδη ρίχνει προοπτικά η εξέγερση των Δεκεμβριστών του 1825. Αλλά ο συγγραφέας της θεωρίας του μυθιστορήματος προσκολλάται με τόσο πείσμα που στον επίλογο του τολστοϊκού αριστουργήματος, δε θέλει να
αφιερωμα/63 δει τίποτε άλλο από μια “γαλήνια ατμόσφαιρα παιδοκομείου”».
να αποτελούν στοιχεία της οργανικής ανάπτυξης της λογοτεχνικής δομής.
Ακόμα ο Λούκατς είναι δέσμιος της θέσης του για το έπος σαν το λογοτέχνημα που περικλείει την ενότητα κουλτούρας και φύσης. Θεωρώντας ότι ο Τολστόι αντιπαραθέτει την κουλτούρα στη φύση διαπιστώνει ότι η πραγματικότητα στον Τολστόι εμφανίζεται ακίνητη, αμετάβλητη. Επι πλέον ο τολστοϊκός ήρωας κατά τον Λούκατς εμ φανίζεται σαν άτομο προβληματικό, όπως και ο κόσμος και οι αξίες του θεωρούνται ολοκληρω τικά εκφυλισμένες. Έτσι διαπίστωνε τότε ότι «στον Τολστόι οι προϊδεάσεις μιας διεξόδου σε νέα εποχή της παγκόσμιας ιστορίας είναι ορατές, αλλά μόνο στο επίπεδο της αμφισβήτησης, της νοσταλγίας και της αφαίρεσης».2 Κάτι που αρ γότερα θα το αναιρέσει. Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι ο χεγγελιανός Λούκατς δεν βλέπει την πραγματικότητα που σκιτσάρει οξύτατα ο Τολστόι υποβιβάζο ντας τον κόσμο σαν μια «καθαρά ψυχική πραγ ματικότητα στην οποία ο άνθρωπος εμφανίζεται ως άνθρωπος και όχι ως κοινωνικόν ον, ως κα θαρή, αφηρημένη, μεμονωμένη και ασύγκριτη εσωτερικότητα».
Ο Λένιν επιπλέον προχώρησε και σε έναν πο λυσυζητημένο χαρακτηρισμό για τον Τολστόι: τον ονόμασε «καθρέφτη της ρωσικής επανάστα σης». Πράγμα που εκ πρώτης όψεως μοιάζει σχήμα οξύμωρο όταν αναφέρεται σε κάποιον που όχι μόνο δεν προχώρησε στην επανάσταση, αλλά κήρυττε πολιτικές λύσεις εντελώς αντίθετες όπως αυτές για ένα νέο, ηθικό, θρησκευτικό κράτος, για τη μη-βία κ.λπ. Ο ίδιος ο Λένιν εξή γησε ότι αυτός ο καθρέφτης έδειχνε και τη δύνα μη και τις αδυναμίες της ρωσικής επανάστασης, και κυρίως τις αδυναμίες της σαν αγροτικής
Λένιν και Λούκατς στην κριτική αποτελούν τα κείμενα του Λένιν για τον Τολστόι τα οποία επηρέασαν Τ ομή καθοριστικά την προοδευτική και μαρξιστική σκέψη. Ο Λένιν ίσως στο πιο σημαντικό του κεί μενο «Ο Λ.Ν. Τολστόι και η εποχή του» ανατέ μνει όχι τόσο τη λογοτεχνική αξία του έργου όσο τη σχέση της κοινωνικής πραγματικότητας με το έργο του Τολστόι. Επεσήμανε ότι η αντιφατικότητα των ετών 1861-1905 σημάδεψαν την καλλιτεχνική δημιουρ γία του Τολστόι. Κυρίαρχο σημείο αποτέλεσε η λογοτεχνική σύλληψη της μεταβατικότητας της εποχής. «Σε μας τώρα το παν αναποδογυρίστηκε και οι νέες συνθήκες μόλις διαμορφώνονται». Σ’ αυτή τη φράση απ’ την Ά ννα Καρένινα που λέει ο κ. Λέβιν συνοψίζεται, κατά τον Λένιν, «η στροφή που έγινε στη ρωσική ιστορία στον μισό αυτόν αιώνα».3 Το παλιό καθεστώς, η δουλοπα ροικία φθίνει και μπαίνουν οι βάσεις για τον μό λις διαμορφωνόμενο καπιταλισμό στη Ρωσία. Εδώ ο Λένιν βρίσκεται πολύ κοντά σ’ αυτό που έλεγε ο Έγκελς για τον Μπαλζάκ ότι βρίσκει στα δημιουργήματά του μια πιο πιστή εικόνα για τις οικονομικές σχέσεις από όσα θα μπορούσαν να του πουν «οι οικονομολόγου, οι ιστορικοί και οι επαγγελματίες στατιστικοί της εποχής». Και σ’ αυτό τούτο μοιάζουν ο Τολστόι με τον Μπαλ ζάκ, ότι κατάφερναν να το επιτυγχάνουν χωρίς καν να δίνουν την εντύπωση ότι πρόκειται περί επιστημονικής πραγματείας, αλλά αντίθετα αυτά
Ο Λ. Τολστόι και ο Ίλια Ρέπιν
αστικής επανάστασης. Ακόμη θεωρούσε για τον Τολστόι ότι παρά την ευρωπαϊκή του μόρφωση οι απόψεις του ταιριάζουν σ’ έναν «πατριαρχι κό, απλοϊκό αγρότη» και τη διδασκαλία του «αναντίρρητα ουτοπική και και ως προς το πε ριεχόμενό της αντιδραστική στην πιο ακριβή και πιο βαθιά σημασία αυτής της λέξης».4 Ταυτό χρονα όμως κατά τον Λένιν ο Τολστόι κάνει αμείλικτη κριτική της καπιταλιστικής εκμετάλ λευσης, της κυβερνητικής βίας, της δικαιοσύνης και της κρατικής διοίκησης. Πάνω απ’ όλα δε αποκαλύπτει τις αντιθέσεις ανάμεσα στην αύξη ση του πλούτου από τη μία και την αύξηση της αθλιότητας και της αποκτήνωσης από την άλλη. Οι αντιδραστικές, κατά τον Λένιν, πολιτικές προτάσεις του Τολστόι δεν ήταν τίποτε άλλο από τις ίδιες τις αδυναμίες που κυριαρχούσαν στην πλειοψηφία των αγροτικών μαζών, τη μαλθακότητα του πατριαρχικού χωριού και της στενοκέ φαλης δειλίας του νοικοκύρη-μουζίκου. Οι παρατηρήσεις του Λένιν για τον Τολστόι και την εποχή του δημιουργούν ένα ρεύμα, μέσα
64/αφιερωμα στο δημοκρατικό κίνημα της Ευρώπης, βαθύτε ρης εξέτασης της περίπτωσης του. Ιδιαίτερα οι παρατηρήσεις του επιδρούν στον Λούκατς που ήδη έχει κάνει τη στροφή προς το μαρξισμό. Ο Λούκατς στις μελέτες του για το ρεαλισμό ξαναβλέπει την κοινωνική πραγματι κότητα στο έργο του Τολστόι. Τονίζει τη δυναμι κή της πορεία μέσα από τις αντιφάσεις και τις παλινδρομήσεις που την ξεχωρίζουν εγκαταλείποντας τις παλιές του απόψεις περί «ακίνητης πραγματικότητας» στον Τολστόι. Πάνω σ’ αυτές τις παρατηρήσεις ο Λούκατς ξεκινά μια διεισδυτική διερεύνηση του ρεαλι σμού στον Τολστόι, πράγμα αδύνατο χωρίς τις λενινιστικές παρατηρήσεις. Έτσι δεν αλλάζει μόνο την άποψή του για την πραγματικότητα αλ λά και για το ρόλο των προσώπων, για το χρόνο και τις αξίες του τολστοϊκού έργου. Παρ’ όλα αυτά στα κείμενά του για τον Τολστόι λίγο στέκεται στις ουτοπικές, αντιδραστικές αντιλήψεις του Τολστόι. Αυτό έχει να κάνει και με μια σχετική αδυναμία να δει όλη την έκταση της μεγάλης ιδεολογικής διάστασης του έργου του. Αυτή είναι και μια από τις πιο σημαντικές διαφορές την Γάλλων ρεαλιστών και του Τολστόι, θέμα που απασχόλησε τον Λούκατς επί μα κράν. Γενικότερα το ρωσικό ρεαλιστικό μυθιστό ρημα είναι πιο οξύ ιδεολογικά απ’ ό,τι το γαλλι κό. Ο Φλωμπέρ κριτικάριζε τη θέληση των Ρώ σων μυθιστοριογράφων να σχολιάζουν προβάλ λοντας τις προσωπικές τους απόψεις. Ο Μπαχτίν έλεγε για το ρωσικό μυθιστόρημα ότι είναι ένας «Διάλογος των Ιδεών» και ο Τολστόι αυτό το επιβεβαιώνει. Από τις πιο σημαντικές παρατηρήσεις του Λούκατς ήταν η διερεύνηση της σχέσης κοινω νίας και ρεαλιστικής τέχνης, όπως αυτή πιστο ποιείται στη λογοτεχνική δύναμη του Τολστόι. Στηριζόμενος ο Λούκατς στις παρατηρήσεις του Έγκελς για τη σκανδιναβική λογοτεχνία, και κυ ρίως του Τψεν, σημείωνε ότι οι Ρώσοι και οι Σκανδιναβοί ξεχωρίζουν από την υπόλοιπη Ευ ρωπαϊκή λογοτεχνία για λόγους ιστορικών ιδιο μορφιών. Χαρακτηριστικά έλεγε ότι: «Στη Σκαν διναβία και τη Ρωσία, η καπιταλιστική ανάπτυ ξη άρχισε πολύ αργότερα απ’ ότι στη δυτική Ευ ρώπη και στην όγδοη κι ένατη δεκαετία του πε ρασμένου αιώνα η αστική ιδεολογία στις χώρες αυτές δεν είχε ακόμα εξωθηθεί ώς την απολογη τική».5 Η καθυστέρηση της καπιταλιστικής ανά πτυξης ήταν η γενεσιουργός αιτία ύπαρξης του ρεαλισμού σ’ αυτές τις χώρες. Μάλιστα σημείωνε ότι διαφορετικοί λόγοι υπήρξαν για την καθυ στέρηση στη Ρωσία απ’ ότι στη Νορβηγία. Όμως ο Λούκατς κάπου γενικεύει αυτή την κοινωνική γενεσιουργό αιτία του ρεαλισμού και την απολυτοποιεί. Ενώ ορθά διατυπώνει ότι με τά το 1848 στην Ευρώπη η αστική τάξη χάνοντας
την προοδευτικότητά της συμπιέζει το ρεαλισμό με την εμφάνιση του νατουραλισμού, ταυτόχρο να αυτό το θεωρεί απόλυτο νόμο για όλη την Ευ ρώπη πλην Ρωσίας και Νορβηγίας. Αν είναι σω στό αυτό σαν τάση, η απολυτοποίησή της όμως σημαίνει ότι μετά το 1848 δεν γράφεται τίποτε ρεαλιστικό στην Ευρώπη πλην των δύο εξαιρού μενων χωρών. Η παρερμηνεία αυτή οφείλεται κατά τη γνώμη μου στην απόλυτη θέση περί «τελειωμένης κο· νωνίας» που προτείνει ο Λούκατς. Λούκατς θεωρούσε ότι πριν το 1848 η κοι νωνία δεν ήταν ακόμη «τελειωμένη», δηλ. ολοκληρωτικά ακίνητη, μοιραία και αναλλοίω τη, όπως γίνεται μετά το 1848. Θεωρεί ότι ο Μπαλζάκ, ο Σταντάλ και αναλογικά ο Τολστόι κατάφεραν να νικήσουν την τελειωμένη, αντι ποιητική φύση της αστικής κοινωνίας. Μάλιστα ο Τολστόι έχει ν’ αντιμετωπίσει περισσότερες δυσκολίες από τους άλλους δυο γιατί τα κοινω νικά σχήματα (οι θεσμοί κ.λπ.) είναι πιο τελειωμένα. Η έννοια της «τελειωμένης» κοινωνίας βασίζε ται στην προσφιλή στον Λούκατς θεωρία περί «ολότητας». Η «ολότητα» εμφανίζεται «σαν κάτι αρχέγονο που τοποθετείται χρονικά πριν από την έναρξη της ιστορικής διαδικασίας, σαν μια αιώνια αρχή που διατηρούμε στη μνήμη μας νοσταλγικά και στην οποία τείνουμε λίγο πολύ συ νειδητά».6 Η αντίληψη αυτή διαπερνά και τη χεγγελιανή και τη μετέπειτα μαρξιστική σκέψη του Λούκατς και, όπως φαίνεται, τον δυσκολεύ ει να βρει τις ιδεολογικές και ταξικές αντιθέσεις στην κοινωνία και την αντανάκλασή τους στη λογοτεχνία και, στην περίπτωσή μας, στην τολστοϊκή δημιουργία. Ο Λούκατς παραβλέπει έτσι αυτό που επεσήμανε ο Μαρξ για ορισμένες περι πτώσεις σαν μερική αναντιστοιχία μεταξύ κοινω νικής κατάστασης και καλλιτεχνικής παραγωγής και που οφείλεται και στη σχετική αυτονομία του εποικοδομήματος από τη βάση. Δεν είναι τυχαίο ότι αργότερα ο Λούκατς θα απολυτοποιήσει τον ρεαλισμό του Μπαλζάκ και θα καταδικάσει την, γι’ αυτόν, «αστική παρα κμή» των Τζόυς, Κάφκα και Νταίμπλιν μη βλέ ποντας σ’ αυτούς κανένα ρεαλιστικό στοιχείο. Ο Λούκατς ωστόσο προχωράει σε μερικές πο λύ σημαντικές διαπιστώσεις για τα ρεαλιστικά χαρακτηριστικά του Τολστόι: Σημειώνει για πα ράδειγμα το πώς ο Τολστόι σκιτσάρει τα πρόσω πα, τους ήρωές του, έτσι ώστε να δείχνονται κα θαρά οι κοινωνικές αιτίες που τους διαμορφώ νουν, αλλά ταυτόχρονα και πώς οι ίδιες αιτίες μπορεί να διαμορφώνουν εντελώς διαφορετικούς τύπους προσώπων ανάλογα με άλλες παραμέ τρους που επιδρούν (φυσικές κλίσεις κ.λπ.). Ο Τολστόι ήταν αντίθετος στη νατουραλιστική
Ο
αφιερωμα/65 τον Λένιν που μίλαγαν για «δύο έθνη» μέσα σε κάθε έθνος» και δύο «λαούς και πολιτισμούς μέ σα σε κάθε χώρα».9 Και μάλιστα ο Λούκατς θεω ρεί σαν αξεπέραστο μεγαλείο του Τολστόι το γε γονός ότι ενώ συνειδητά απέβλεπε δια μέσου της ηθικής και της θρησκείας στην υπέρβαση της άκαμπτης διαίρεσης της κοινωνίας σε δυο εχθρι κά στρατόπεδα, στη λογοτεχνική του δημιουργία παρουσιαζόταν αυτή του η προσδοκία μη πραγ ματοποιήσιμη. Εκείνο λοιπόν που μπορεί να πα ρατηρήσει κανείς για τον Τολστόι είναι η τοπο θέτηση του προβλήματος και όχι η απάντηση που δίνει σ’ αυτό. Ο Λούκατς σ’ αυτό το σημείο κάνει ακόμα μια σύγκριση με τους Ευρωπαίους ρεαλιστές. Η παρακμή του ρεαλισμού στην Ευ ρώπη ανάγκαζε τους καλλιτέχνες να μπαίνουν στη θέση του απομονωμένου παρατηρητή σ’ αντίθεση με τη ρωσική πραγματικότητα, όπου ο Τολστόι βασιζόμενος στην έντονη προσωπική εμπειρία του προχωράει πιο πέρα από την επι φανειακή παρουσίαση ορατών χαρακτηριστι κών. Εξάλλου είναι γνωστό ότι ο Τολστόι κατη γορούσε τον νατουραλισμό των ομότεχνών του στην Ευρώπη, ενώ θεωρούσε μεγάλους δασκά λους τον Μπαλζάκ, τον Σταντάλ, τον Φλωμπέρ, σ’ αντίθεση με τους νατουραλιστές Μωπασάν και Γκονκούρ. Λούκατς μ’ αυτή την ευκαιρία προσπαθού σε να οριοθετήσει την αληθινή καλλιτεχνι κή αρτιότητα υπερτονίζοντας την έντονη προσω πική εμπειρία σαν μόνη ικανή για μια πλήρη θέαση των κοινωνικών παραγόντων που καθορί ζουν τον απεικονιζόμενο κόσμο - βάζοντας έτσι σε δεύτερη μοίρα τις φιλοσοφικές, κοινωνικές, ιδεολογικές απόψεις όσο και την κοσμοαντίλη
Ο
ψη, τις ψυχολογικές ιδιότητες και τις ιδιαίτερες κλίσεις κάθε συγγραφέα. Παρ’ όλα αυτά ο Λού κατς μιλώντας για τον Τολστόι έκανε ορισμένες αξιοπρόσεκτες γενικεύσεις για την καλλιτεχνική πορεία των μεγάλων ρεαλιστών μέσα σε εχθρικό κοινωνικό περίγυρο. Τόνιζε ότι όι ρεαλιστές πα λεύοντας ενάντια στο ρεύμα πασχίζουν ν’ ανακαλύψουν, μέσα στο συγκεκριμένο υλικό που βρίσκεται μπροστά τους την καλλιτεχνική έκ φραση που τους παρουσιάζεται με αντικαλλιτεχνικά υλικά. Έτσι διαχώριζε τον Τολστόι από εκείνους τους Ευρωπαίους ρεαλιστές - νατουραλιστές στην ουσία - που περιέγραφαν τη φρίκη που τους προξενούσε ο καπιταλισμός αφηρημένα, χωρίς να βαθαίνουν στα στοιχεία που τη δια μορφώνουν, καταλήγοντας στον φορμαλισμό. Γι’ αυτόν η ρεαλιστική λογοτεχνία αντικαθρεφτίζει τους ανθρώπους σε δράση. Ό σο πιο ρωμαλέα ο κοινωνικός και ατομικός χαρακτήρας εκφράζε ται στις πράξεις τους - ή μάλλον στην αμοιβαία αλληλεπίδραση των εξωτερικών τους περιστά σεων, των συγκινήσεων και πράξεων - τόσο με γαλύτερος είναι ο ορίζοντας της ρεαλιστικής πα ρουσίασης.10 Συγκρίνει τέλος θεματολογικά τις δύο λογοτεχνίες - ευρωπαϊκή και ρωσική - κρι τικάροντας την κλασική αισθητική που νομίζει ότι μόνο οι ρωμαλέοι, οι δυνατοί και οι εγκλη ματίες δίνουν κατάλληλα για τη λογοτεχνία θέ ματα, ενώ η λογοτεχνία τύπου Τολστόι αντλεί θέματα, από τις ανούσιες, πεζές μετριότητες του μέσου ανθρώπινου όρου που οι πράξεις τους μό λις αρχίσουν, σταματάνε. Βλέπει λοιπόν τη δύ ναμη του Τολστόι στην πάλη που κάνει η ιδεολο γία του με την άσχημη πραγματικότητα. Τέλος, ο Λούκατς επισημαίνει την επίδραση του Τολστόι στη λύση που κάθε άλλο παρά ήταν
Τμήμα τυπογραφικού δοκιμίου του μυθιστορήματος «Άννα Καρένινα» με τις διορθώσεις του συγγραφέα
fM 7
'"
■
« o<te>ib u c n y ra .ic n . O h i cine - Λ». ( Wiuia.il auiu . y ceoii, bt. kt iiim -Tt, k o r.ia k b a eo p u n o vomau m a n _ ic iio k ie , no we Aeiui ,1,1. S t O fibl.ll» ΙΙΛΙΙΛ. hlicfe. j> 4 £ - IIo * a ay O T e k i. HTOHnfiyib! *— lI T<J UROH*yUUdOClkaU bum t> n i ^ a a a n . » o r « n ofra M u T C R b ^* ’ Μ Λ K..TU Jb a aa oro , nokmaaTb e « y w o p f j k u o k i y i ea ri. \ K u tu ciflaa CMa^rbCMT,. Λ ρβιιη τ . ρ ^ βλ.ιγμ 3 a hpi i ■ ' BC,.,..,o L y Cbiao C M O T p b A u a το . k a k v fie 6 e ...> k i yawGaa CJl u ,.Μ -ι,ιΧ η y bu.th M an,; iio V ta e n o p uyBCTeo koTopoo oxo p o c cranoBU -iocb . n p u ΒΤΟΜΤ», 6 Id.10 4B>6bu —MyecTBo c rp a x l μΊιοτο 0*IIJ T oro CTpax* koTopwO ft CO(>B. HblllMC (cTBoka.vk k a k i lift cTOfthko <1. Liiiu.iT, e ro u"HaciHiabko iSoabiue c i a n . CoiiThi Cbiao nykakoO n o p a a u W b iio o T U , n ttkakoQ c·»* ...... io c t u , HUMero \ o r o - mto b i , M o a o io c iy c H U T a e T c a n p u a.u
1¥ , « Μ ι\ Λ
koMT. cuabH ftro Vi v io T sa , a tu x o , ne3aM *i ΛΙΪ 3.UU.T, k o r ^ & y bt , cepdye st o noaoe BT, HCMT·.______________
1 y ic
66/αφιερωμα σχολή γι’ αυτό και έδινε μια ιδιαίτερη προσοχή στις σχέσεις γενικού και ειδικού που χαρακτηρί ζει τη λεγάμενη «τυποποίηση» στη ρεαλιστική λογοτεχνία. Ο Λούκατς σ’ ένα από τα παραδείγ ματα του αναφέρει ότι «Ο Τολστόι με την Ά ννα Καρένινα κιόλας έχει δημιουργήσει έξοχους τύ πους που δείχνουν αυτή την καπιταλιστικοποίηση και την αντίστοιχη γραφειοκρατικοποίηση των Ρώσων Ευγενών». Επισημαίνει π.χ. ότι ο Ομπλόνσκι στο παραπάνω αναφερόμενο έργο δεν παρουσιάζεται απλά σαν η νατουραλιστική περιγραφή ενός γαιοκτήμονα γραφειοκράτη, αλ λά προβάλλεται η επίδραση στην προσωπικότη τα του Ομπλόνσκι του καπιταλιστικού μετασχη ματισμού.
Ο Τολστόι και οι Ευρωπαίοι ρεαλιστές Λούκατς επανέρχεται στις παλιές του περί έπους απόψεις θεωρώντας ότι ο Τολστόι αποκατέστησε στο μυθιστόρημα την αρχική επι κή του ιδιότητα. Σ’ αυτή τη διαπίστωση κυρίαρ χο ρόλο παίζουν τα ηθικά κριτήρια που έχει και ο ίδιος, ο Τολστόι. Κατά τον Λούκατς, αυτά εί ναι τα στοιχεία που διαφοροποιούν τον Τολστόι από τους νεότερους ρεαλιστές, που τους θεωρεί χωρίς πνευματική διάσταση γνήσια τέκνα μιας κοινωνίας σε παρακμή. Η «αισθηματική αγωγή» του Φλωμπέρ είναι κατά τον Λούκατς μυθιστό ρημα της απογοήτευσης, μιας και κατά το σχήμα του οι καλύτεροι εκπρόσωποι της αστικής τάξης μπροστά στον ώριμο «τελειωμένο» καπιταλισμό το μόνο που μπορούν έντιμα να διατυπώσουν εί ναι το αδιέξοδο αυτού του κόσμου. Αντίθετα, κατά τον Λούκατς, ο Τολστόι ξεπερνά την καταθλιπτική έρημο γιατί συνδέεται με τα πρόωρα σκιρτήματα της άγροτικής ρωσικής εξεγέρσης. Ό σο είναι σωστή η διαπίστωση για τον Τολστόι το σχήμα απογοήτευση-αισιοδοξία παραπέμπει στις παλιότερες ιδεαλιστικές απόψεις του Λού κατς. Ορισμένες απ’ αυτές πέρασαν και στη μαρ ξιστική σκέψη τυποποιώντας έτσι τη μαρξιστική κριτική. Ο Λούκατς δεν βλέπει την «αισθηματική αγω γή» σαν ένα μεγάλο ρεαλιστικό έργο. Δεν βλέπει ότι είναι ο καθρέφτης δύσκολων καιρών, παρα μονές του γαλλοπρωσσικού πολέμου και της Πα ρισινής Κομμούνας. Χρησιμοποιεί τον ρεαλισμό ακόμα με σχήματα και τύπους πράγμα που τον οδηγεί σε ακροβατισμούς, από τους ύμνους στον Φλωμπέρ στη «Θεωρία του Μυθιστορήματος» στον υποβιβασμό του σε «παρακμιακό» συγγρα φέα στις μελέτες του για τον Ευρωπαϊκό ρεαλι σμό το 1936. Είναι φανερό ότι αυτές οι αντινομίες στη λουκατσιανή σκέψη έχουν σχέση με τις διαφορετικές μεθόδους που χρησιμοποίησε σε κάθε εποχή.
Ο
Στη «Θεωρία του Μυθιστορήματος» ο κόσμος των Μπαλζάκ, Σταντάλ είναι το σύμβολο της «χαοτικής, δαιμονικής κατάστασης του ιρρασιοναλισμού». Στις «μελέτες για τον ευρωπαϊκό ρεαλισμό» ανακαλύπτεται η αντίθεση του καπι ταλισμού με τη δράση και τα συναισθήματα των ανθρώπων. Η μαρξιστική στροφή του Λούκατς τον βοηθάει να κάνει και πιο διεισδυτικές παρα τηρήσεις στην ανάλυση των λογοτεχνικών μορ φών. ολύ σωστά διαπιστώνει ο Λούκατς ότι οι Γάλλοι ρεαλιστές εκτυλίσσουν τους μύθους του μέσα σ’ ένα πολύ περιορισμένο χώρο, σ’ αντίθεση με τον Τολστόι που στα έργα του ο χώ ρος είναι ιστορικά και κοινωνικά πολύ μεγάλος. Ο ίδιος ο Τολστόι αυτοχαρακτηριζόταν σαν συγ γραφέας «μυθιστορημάτων μεγάλης πνοής» (de longue haleine). Οι αντανακλάσεις των εξωτερι κών κοινωνικών σχέσεων είναι στον Τολστόι ευ ρύτερες με μεγαλύτερες ιστορικές και ιδεολογι κές διαστάσεις. Μέσα στους Γάλλους ρεαλιστές οι ακραίες κα ταστάσεις συμβαίνουν σ’ ένα κλειστό εσωτερικό χώρο σ’ αντίθεση με τον Τολστόι που πολλές φο ρές οι ιστορίες του μοιάζουν να μην πηγαίνουν πέρα από τον «μέσον όρο». Έτσι στον Τολστόι οι κορυφώσεις, οι ακραίες περιπτώσεις υπάρ χουν και λειτουργούν κυρίως εσωτερικά. Για πα ράδειγμα στο «Θάνατο του Ιβάν Ιλίτς» η αντιπα ράθεση του αναπότρεπτου θανάτου ενός γρα φειοκράτη με την ανιαρή και δίχως νόημα ζωή του έχει μια εσωτερική πληρότητα και ταυτόχρο να μια ιδιόμορφη έξαρση. Ο Μπαλζάκ κατά τον Λούκατς είχε τη δυνατότητα να εκφράζει «ακραίες» καταστάσεις επειδή η εποχή του και η κοινωνία της δεν ήταν ακόμη «τελειωμένη» και τα υποκείμενα μπορούσαν ακόμα να δρουν, πράγμα που ως δυνατότητα δεν υπήρχε για τον Τολστόι. Η παρατήρηση αυτή του Λούκατς, που έχουμε προαναφέρει σε ποια λανθασμένη βάση στηρίζεται, έρχεται φυσικά σ’ αντίθεση με τα ίδια τα τολστοϊκά πρόσωπα και τη δράση τους, που ακόμα και όταν δεν φτάνουν σ’ ακραίες κα ταστάσεις κάθε άλλο παρά αποδέχονται ένα «τελειωμένο» κόσμο. Από τις πιο προχωρημένες παρατηρήσεις του Λούκατς για τον Τολστόι είναι ότι «κανείς πριν απ’ αυτόν δεν απεικόνισε τα “δύο έθνη” έτσι ζωντανά και ανάγλυφα όσο εκείνος».8 Είχαν κατηγορήσει τον Τολστόι ότι μόνο την τάξη του, τους αριστοκράτες, μπορεί να περι γράφει καλά. Στην πραγματικότητα ο Τολστόι περιγράφει καλά και τους δύο αντιτιθέμενους κόσμους - την αριστοκρατία και το λαό - γνωρί ζοντας καλά και τους δύο, αλλιώς δεν θα μπο ρούσε να δώσει ικανοποιητικά την αντιπαράθε σή τους, κάτι που θυμίζει τον Ένγκελς όσο και
Π
αφιερωμα/67 εξωτική, όπως συνηθιζόταν στους ευρωπαϊκούς καλλιτεχνικούς κύκλους που έψαχναν διέξοδο σ’ άλλες χώρες και πολιτισμούς. Αντίθετα όλοι οι μεγάλοι της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας αναγνώρι σαν στο πρόσωπο του Τολστόι ότι αυτός ο ολότελα διαφορετικός, τόσο μακρινός γι’ αυτούς, κόσμος «δεν ήταν τίποτε άλλο από το ίδιο τους το παρελθόν που τους φαινόταν χαμένο - πως ήταν ο κόσμος της μεγάλης αστικής επανάστα σης»*111. Τί είναι τελικά ο ρεαλισμός του Τολστόι; Μια αναπαλαίωση της μεγάλης ρεαλιστικής σχολής των Μπαλζάκ, Σταντάλ κ.λπ.; Ένας καλός επί γονός τους, ή κάποιο βήμα μπροστά; Σίγουρα ο Τολστόι προχωράει. Κρατώντας τη βαθιά γνώση της κοινωνικής πραγματικότητας από τη γαλλική σχολή βάζει επιπλέον τη δύναμη των ιδεών του, πλαταίνει τον ιστορικό και κοινωνικό χώρο. Γενικότερα το ρωσικό ρεαλιστικό μυθιστόρη μα είναι πιο οξύ ιδεολογικά απ’ ότι το γαλλικό. Ο Φλωμπέρ κριτικάριζε τη συνήθεια των ρώσων μυθιστοριογράφων να σχολιάζουν τα γεγονότα προβάλλοντας τις προσωπικές τους απόψεις. Ο Μπαχτίν έλεγε για το ρωσικό μυθιστόρημα ότι είναι ένας «διάλογος των Ιδεών» πράγμα που επιβεβαιώνεται ακέραια στο έργο του Λ. Τολστόι. Μεθοδολικά ο Τολστόι ακολουθεί την ίδια πε ρίπου φόρμουλα με τους Γάλλους ανανεώνοντας ταυτόχρονα την ίδια την καλλιτεχνική μέθοδο του ρεαλισμού. Έτσι ανταποκρίνεται στις επιτα γές της εποχής του. Αναδεικνύει τον ρεαλισμό όχι μόνο σαν καλλιτεχνικό ρεύμα - αλλά κυρίως σαν ζωογόνο μέθοδο θεώρησης και επεξεργασίας των κοινωνικών φαινομένων και του καλλιτεχνι κού υλικού. Το ίδιο το λογοτεχνικό έργο του Τολστόι ξεπερνάει τις προθέσεις του Λούκατς να το τυποποιήσει σε παράδειγμα διαχρονικής μί μησης φανερώνοντας ότι ο ρεαλισμός σαν μέθο δος είχε ζωή και μετά το 1910 που πέθανε ο με γάλος συγγραφέας. Σημειώσεις 1. Λυσιέν Γκολντμάν, «Εισαγωγή στα πρώτα γραφτά του Γ. Λούκατς», στο «Η θεωρία του μυθιστόρηματος», Γ. Λού κατς, εκδ. Ακμών, 1978. 2. Η «Θεωρία του Μυθιστορήματος». Γ. Λούκατς, εκδ. 'Ακ μών, 1978, σ. 160. 3. «Ο Λ.Ν. Τολστόι και η εποχή του» στο Β.Ι. Λένιν: «Για τον Τολστόι», εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σ. 11. 4. ό.π.,σ. 14. 5. «Ο Τολστόι και η ανάπτυξη του Ρεαλισμού» στο Γ. Λού κατς: «Μελέτες για τον Ευρωπαϊκό ρεαλισμό», εκδ. Εκδο τικόν Ινστιτούτον Αθηνών, 1957, σ. 178. 6. Στο «Λούκατς», εκδ. Πλέθρον, 1987, σ. 28. 7. «Μελέτες για τον Ευρωπαϊκό Ρεαλισμό», ό.π., σ. 212. 8. ό.π., σ. 192. 9. Βλέπε Ένγκελς: «Η κατάσταση της Εργατικής τάξης στην Αγγλία» εκδ. Μπάυρον και Λένιν, Άπαντα, εκδ. Σ.Ε., τ. 24, στο «Κριτικά σημειώματα στο εθνικό ζήτημα». 10. ό.π., σ. 244. 11. ό.π., σ. 183.
JUnMIKA Τώρα στις Σχολές Ξένων Γλωσσών ΚΑΡΑΡΗΓΑ λειτουργεί Ινστιτούτο Ισπανικής Γλώσσας όπου διδάσκονται: • Όλα τα επίπεδα Σπουδών. • Τμήματα συνομιλίας και εξάσκησης για μεγάλους. • DIPLOMA DE HISPANICOS SUFICIENCIA
Δ.Α.Καραρήγας στις ξένες γλώσσες... κορυφή Πληροφορίες: Τηλ.: 639 6717, 682 4636, 806 5712
68/αφιερωμα
Λ.
Τολστό
Η θρησκεία
*
(Απόσπασμα - Κεφαλαιον ΙΕ ) Παραθέτουμε παρακάτω ένα απόσπασμα από τη μελέτη του Τολστόι, «Η θρη σκεία μου». Το κείμενο αυτό είναι αποκαλυπτικό των φιλοσοφικών απόψεων και των αντιφάσεών του. Από τη μια διαπιστώνεται η οξύτατη ταξική αντίθεση που διαπερνά την κοινωνία του, από την άλλη, διατυπώνεται η ουτοπική πρό ταση υπέρβασής της, όπως την έβλεπε ο Λ. Τολστόι. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΕ' Ι άλήθειαι τής θρησκείας αί κοιναί εις τους Ανθρώπους τής έποχής μας εϊνε Α δλονς τόσον άπλαϊ, τόσον Αντιληπτοί, τόσον έγγύς εις την καρδίαν παντός άνθρωπον, ώστε φαίνεται ότι θά επρεπε άπλώς καί μόνον οί γονείς, οί δι δάσκαλοι, οι παιδαγωγοί, άντί των νεκρών καί Ακατάληπτων διδασκαλιών, περί τριάδων, Ανα στάσεων, ευαγγελισμών, έμφανίσεων Βούδδα καί Μωάμεθ πετώντος εις τούς ουρανούς - εις τάς όποιας ούτε αύτοί οί ίδιοι πιστεύουν - νά έδίδασκον τά παιδιά καί τούς έφηβους τάς άπλάς καί σαφείς άληθείας τής κοινής εις δλονς τούς Ανθρώπους θρησκείας καί τής οποίας ή με ταφορική έννοια σννίσταται εις τά έξης. ’Εντός τού Ανθρώπου ζή τό πνεύμα τον Θεού, καί ό πρακτικός τον κανών είνε δτι ό άνθρωπος πρέπει νά κάμνη είς τούς άλλους δ,τι θέλει καί οί δίλλοι νά κάμνονν είς α υτόν καί ή κοινή αυτή θρησκεία θά μεταβολή όλόκληρον τήν ζωήν τής άνθρωπότητος. Ά ν τί νά υποβάλλουν, δπως τώ ρα, είς τά παιδιά καί στούς έφήβους δτι ό Θεός έστειλε τόν υιόν τον διά νά έξαγοράση τήν Αμαρ τίαν τού Άδάμ, καί δτι ίδρυσε τήν εκκλησίαν του, είς τήν όποιαν όφέίλομεν νά ύπακούωμεν δπως καί είς δλονς τούς κανόνας τούς όποιους εκδίδει έκείνη, νά προσευχώμεθα τήν τάδε ώραν, είς τό τάδε ή τάδε μέρος, νά προσφέρωμεν ώρισμένας θυσίας, ν’ άπέχωμεν άπό τήν τάδε ή τάδε τροφήν ή άπό τήν τάδε ή τάδε έργασίαν εις ήμέρας ώρισμένας - άντί, λέγω, νά υποβάλλουν τά τοιαντα, νά υποβάλλουν καί νά διαβεβαιοϋν καθ’ δμοιον τρόπον δτι: ό Θεός εϊνε πνεύμα, τού όποιου ή έκδήλωσις ζή έντός μας καί τής όποιας τήν δύναμιν ήμποροϋμεν ν’ αύξάνωμεν άναλό-
γως τού τρόπον τής ζωής μας. ’Αρκεί αυτά νά υποβάλλουν καί δσα, φυσικά) τφ λόγφ, Απορρέουν έξ αύτών, δπως Ακριβώς υποβάλλουν τώρα διηγήσεις ολωσδιόλου Ανωφελείς έπί συμ βάντων Αδυνάτων φυσικώς καί κανόνας έθίμων άνοήτων, πού Απορρέουν άπό τάς διηγήσεις έκείνας, καί, άντί τής παραλόγου καί Αποσυνθε τικής πάλης, έντός όλίγου, χωρίς μεσολάβησιν διπλωματών, χωρίς διεθνή δίκαια, χωρίς συνέ δρια ειρήνης, χωρίς πολιτικήν καί κοινωνικήν οι κονομίαν πάσης άποχρώσεως, θά έκπηδήση ή ευ τυχισμένη, ή ειρηνική, ή Αδελφική ζωή, πού θά καθοδηγείται άπό μίαν καί μόνην θρησκείαν. ’Αλλά τίποτε τό τοιοϋτον δέν γίνεται. ”Οχι μόνον δέν καταστρέφουν τάς άπατας τής ψευδούς θρη σκείας καί δέν διαδίδουν τήν Αληθινήν τοιαύτην, άλλ’ οί άνθρωποι δλο καί δυσκολώτερα δέχονται καί αυτήν Ακόμα τήν Αλήθειαν. Ή κυριωτέρα αιτία διά τήν όποιαν οί άνθρω ποι δέν πράττουν τό φυσικόν, τό άναγκαΐον καί δυνατόν, εϊνε διότι εϊνε τόσο συνηθισμένοι είς τήν ζωήν των, ή όποια έστερεοποιήθη διά τής βίας, διά τών σφαιρών, τών φυλακών, τής Αγχό νης, χάρις είς μακροτάτας χρονικάς περιόδους ζωής άνευ θρησκείας, ώστε νομίζουν ότι μία κατάστασις ζωής τοιαύτη όχι μόνον φυσιολογική εί νε, Αλλά καί ούτε εϊνε δυνατόν νά συμβή διαφο ρετικά. ’'Οχι μόνον έκεϊνοι διά τούς όποιους ή ύφισταμένη τάξις πραγμάτων εϊνε συμφέρουσα σκέπτονται κατ’ αύτόν τόν τρόπον, Αλλά καί οί πάσχοντες έξ αίτιας τής καταστάσεως αυτής εϊνε τόσο ζαλισμένοι μέ όσα τούς Αποβάλλουν, ώστε κ' έκεϊνοι θεωρούν τήν βίαν ώς τό μόνο μέσον διά τήν ευτυχίαν τής κοινωνίας. Καί όμως, ή Ασφαλής έγκαθίόρυσις τής κοινωνικής τάξεως διά τών βιαιοτήτων άπομακρύνει τούς άνθρώ-
αφιερωμα/69
Ό λοι τον αγαπούν για διαφορετικούς λόγους, γιατί ο καθένας βρίσκει κάτι απ’ τον εαυτό του σ’ αυτόν. Και για όλους ήταν μια αποκάλυψη, μια ανοιχτή πόρτα στην απε ραντοσύνη του σύμπαΡομαίν Ρολλάν πους περισσότερον άπό τον νά έννοοϋν τά αίτια τής δυστυχίας των καί συνεπώς άπό την δυνατό τητα τής πραγματικής ευτυχίας. Συμβαίνει δηλαδή κάτιτί άνάλογον με δ, τι κά νει ό άμαθής ή έπίβονλος Ιατρός είσάγων τό βλα βερόν πύον καί δχι μόνον έξαπατών τόν άρρω στον, άλλά καί χειροτερεύων την άσθένειαν καί καθιστών άδύνατον την θεραπείαν. ις τους κυριαρχοϋντας, που έχουν υποδου λώσει τάς μάζας καί πού σκέπτονται καί λέ γουν «μετ’ έμέ ό κατακλυσμός», φαίνεται ευκο λότατο ν, μέ την συνδρομήν στρατού, κλήρου, στρατιωτών καί άστυνομικών, μέ άπειλάς λογ χών, σφαιρών, φυλακών, σωφρονιστηρίων, αγ χόνης, νά έξαναγκάζουν τούς ύποδουλωθέντας νά έξακολουθοϋν νά ζοϋν εις τήν σύγχυσίν των καί εις τήν ύποδούλωσίν των, καί ούτε νά έμποδίζουν τούς κυριάρχους νά προσπορίζωνται κέρ δη άπό τήν κατάστασίν των αυτήν. Καί οί έξουσιάζοντες έξακολουθοϋν τήν τακτικήν των καί όνομάζουν μίαν τοιαύτην τάξιν πραγμάτων ευη μερίαν. Καί δμως, τίποτε άλλο δέν παραβλάπτει περισσότερον μίαν άληθινήν κοινωνικήν ευημε ρίαν. Εις τήν πραγματικότητα μία παρομοία όργάνωσις δχι μόνον δέν άποτελεϊ εύημερίαν, αλλά καί έίν’ έγκατάστασις τού κακού. ’Εάν οί άνθρωποι τής κοινωνίας μας, μέ τά υπολείμματα τών θρησκευτικών άρχών, οί όποι οι, άν καί άκόμη ζοϋν μέσα εις τάς μάζας, είναι τυφλοί, έβλεπον εμπρός των τά έγκλήματα πού έχουν διαπραχθή καί διαπράττονται άπό έκείνους πού άνέλαβον τήν ύποχρέωσιν νά διατη ρούν τήν τάξιν καί τήν ηθικήν εις τήν ζωήν τών άνθρώπων - τούς πολέμους, τάς βασάνους, τάς φυλακάς, τούς φόρους έπί τής πωλήσεως τού οι νοπνεύματος καί τού οπίου - δέν θά έσκέπτοντο ποτέ νά πράξουν τό έν εκατοστόν άπό τάς κακάς πράξεις, τάς άπάτας, τάς βιαιότητας, τούς φό νους, πού διαπράττουν τώρα μέ τήν πεποίθησιν δτι αί πράξεις των αύταί είνε καλαί καί άρμόζουσαι εις άνθρώπους. 'Ο νόμος τής άνθρωπίνης ζωής είνε τοιοϋτος
Ε
ώστε ή καλυτέρευσές της, έξίσου καλή διά τό άτομον δσον καί διά τήν κοινωνίαν, μόνον διά τής έσωτερικής ηθικής τελειοποιήσεως είνε δυ νατή. Καί δλαι οί προσπάθειαι τών άνθρώπων πρός καλυτέρευσιν τής ζωής των δι’ εξωτερικών έπιόράσεων, διά τής βίας, είνε ή πλέον αποτελε σματική προπαγάνδα τού κακού, καί συνεπώς δχι μόνον δέν θά βελτιώσουν τήν ζωήν, άλλ’ άντιθέτως θ’ αύξήσουν τό κακόν τό όποιον σάν χιονόσφαιρα δλο καί μεγαλώνει καί άπομακρύνει τούς άνθρώπους άπό τό μόνον δυνατόν μέσον τής πραγματικής βελτιώσεως τής ζωής των. Έ φ ’ δσον ή συνήθεια τών βιαιοτήτων καί τών έγκλημάτων, πού διαπράττονται ύπό πρόσχημα νόμου άπό αύτούς τούς ίδιους φρουρούς τής τάξεως καί τής ηθικής πάντοτε έπεκτείνεται πε ρισσότερον καί τά έγκλήματα γίνονται σκληρότε ρα καί δικαιολογούνται συχνότατα άπό τήν υπο βολήν τού φεύδους τό όποιον παρέχεται άντί θρησκείας, έμποτίζονται καί οί άνθρωποι πάντο τε περισσότερον άπό τήν ιδέαν δτι ό νόμος τής ζωής των δέν είνε ν’ άγαπώνται καί ν’ άλληλοβοηθώνται, άλλά ν’ άγωνίζωνται οί μέν κατά τών δέ καί ν’ άλληλοσπαράσσωνται. Καί, δσο περισσότερον τούς κυριεύση αυτή ή ιδέα, ή όποια τούς καταβιβάζει εις τήν κατηγο ρίαν τού ζψου, τόσο όυσκολώτερον τούς είνε νά ξυπνήσουν άπό τήν ϋπνωσιν, εις τήν όποιαν ευρίσκονται, καί νά δεχθούν ώς βάσιν τής ζωής τήν άληθινήν θρησκείαν, τήν κοινήν εις δλην τήν σύγχρονον άνθρωπότητα. Σχηματίζεται φαύλος κύκλος: ή έλλειψις θρησκείας καθιστά δυνατήν τήν κτηνώδη ζωήν, ή όποια βασίζεται έπί τής βίας· έκείνη καθιστά δλο καί περισσότερον άδύ νατον τήν άλευθέρωσιν άπό τού υπνωτισμού καί τήν προσαρμογήν εις τήν άληθινήν θρησκείαν. Καί δι’ αύτό οί άνθρωποι δέν κάνουν δ,τι είνε φυσικώς δυνατόν καί άναγκαίον εις τήν έποχήν μας, δέν καταστρέφουν τήν άπάτην τού ομοιώ ματος τής θρησκείας καί δέν δέχονται καί δέν διαδίδουν τήν άληθινήν θρησκείαν. * 11 μετάφραση είναι του Σ. Φραγκόπουλου και εκδόθηκε από τον Ελευθερουδάκη το 1924.
70/αφιερωμα
Βιβλιογραφία
A . Το έργο too I.
Λογοτεχνικό
1. Οι Κοζάκοι, Η Ανάστασις, Αφέντης και Δούλος, όπως συμπεριλαμβάνονται στον τόμ. I. των Α πά ντων των Ρώσων Κλασικών. Επιμέλεια ύλης: Ν. Βέης-Κ. Βάρναλης. Εκδ. «Οι φίλοι της Ιστορίας», Αθήνα, 1957. 2. Χατζή-Μουράτ, Ά ν να Καρένινα, μετ. Σ. Πρωτοπαππά, λογοτεχνική θεώρηση: Αλ. Κοτζιά, Ά π α ντα Ρώσων Κλασικών, τόμ II., εκδ. «Οι φίλοι της Ιστορίας», Αθήνα, 1958. 3. Ο θάνατος τον Ιβάν Ίλιτς και άλλα διηγήματα και νουβέλες. Επιμέλεια: Κ. Βάρναλης, λογοτεχνική θεώρηση: Κ. Κοτζιάς, Ά π αντα Ρώσων Κλασικών, τόμ. V, Αθήνα, 1959. 4. Πόλεμος και Ειρήνη, μετάφραση Σ. Σπαθάρη, επι μέλεια Κ. Βάρναλη, τόμ Α -Β ., Ά π αντα Ρώσων Κλασικών, εκδ. X. Μιχαλακέας και Σία, Αθήνα 1958-59. 5. Το πράσινο ραβδί, μετάφραση Σπ. Γ. Φραγκοπούλου, εκδ. Φιλ. Κυψέλης, Αθήνα, 1917. 6. Οι άσωτοι, μετάφραση Ηλ. I. Οικονομόπουλου, εκδ. Ι.Δ. Φέξη, Αθήνα, 1921. 7. Ά ν να Καρένιν, μετάφραση Ηλ. I. Οικονομόπουλου, εκδ. Χρ. Φέξη και Β. Κομπούγια, Αθήνα, 1920. 8. Ά ν να Καρένιν, μετάφραση Ηλ. I. Οικονοπούλου, Εγκυκλοπαιδική Βιβλιοθήκη, εκδ. Χρ. Δ. Φέξη, Αθήνα, 1922. 9. Ά ν να Καρένινα, μετάφραση Βασίλη Ρώτα, τόμ. Α , εκδ. Ελευθερουδάκη, Αθήνα, 1924. 10. Ά ν να Καρένινα, «Εθνικός Κήρυξ», Νέα Υόρκη, 1930. 11. Ά ν να Καρένινα, μετάφραση: Κ. Κοτζιάς, τόμ. Α Β., εκδ. Ο Κόσμος, Αθήνα, 1954. 12. Ά ν να Καρένινα,εκδ. Β.Γ. Μέντζος, Κων/πολις χ.χ. 13. Ά ν να Καρένινα, μετ. Κύρας Σίνου, τόμ. Α-Β , εκδ. Ά γκυρα, Αθήνα, 1976. 14. Ά ννα Καρένινα, μετάφραση Αντρέα Σαραντόπουλου, τόμ. Α-Β , εκδ. Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα, 1985.
15. Η Σ ονάτα του Κρόυτζερ, μ ε ι ^ ^ σ η Σπύρου Γερ. Φραγκόπουλου, εκδ. Γ.Δ. Φέξη, Αθήνα, 1910. 16. Η Σονάτα του Κρόυτζερ, μετάφραση Σπύρου Γερ. Φραγκόπουλου, β' έκδοση, Φιλοσοφική και Κοι νωνιολογική Βιβλιοθήκη, Γ.Δ. Φέξη, Αθήνα 1911. 17. Η Σονάτα τον Κρόυτζερ, μετάφραση Αθ. I. Σαραντίδη, εκδ. Γ.Ι. Βασιλείου, Α θήνα, 1920. 18. Η Σονάτα τον Κρόυτζερ, μετάφραση Αθ. 1. Σαραντίδη, Βιβλιοθήκη «Εκλεκτά 'Εργα» Γ.Ι. Βασιλεί ου, Αθήνα, 1924. 19. Η Σονάτα του Κρόυτζερ, μετάφραση Σπύρου Γ. Φραγκόπουλου, εκδ. Μ. Ζυκάκη, Αθήνα, 1922. 20. Η Σονάτα του Κρόυτζερ, μετάφραση Σ .Δ. εκδ. Μ. Σαλιβέρου, Αθήνα, 1941. 21. Η Σονάτα τον Κρόυτζερ, μετάφραση Κ.Δ. Βενιζέλου, Εκλεκτά βιβλία τσέπης, αρ. 19, εκδ. Μ. Πεχλιβανίδης και υιός, Αθήνα χ.χ. 22. Η Σονάτα του Κρόντσερ, μετάφραση από τα ρώσικα: Κορ. Μακρή, εκδ. Μαρή, χ.χ. 23. Η Α ναγέννησις, μετάφραση Σπύρου Γερ. Φραγκό πουλου, εκδ. Γ. Φέξη, Αθήνα, 1911. 24. Η Αναγέννησις, μετάφραση Σπύρου Γερ. Φραγκό πουλου, εκδ. Χρ. Φέξη, Αθήνα, 1922. 25. Η Ανάστασις (κατά την έκδοσιν του Albin Michel), μετάφραση Ι.Π. Δούκα, εκδ. Χρ. Φέξη και Β. Κο μπούγια, Αθήνα, 1920. 26. Η Ανάστασις, μετάφραση Ι.Π. Δούκα, Εγκυκλο παιδική Βιβλιοθήκη, εκδ. Χρ. Φέξη και Β. Κοπούγια, Αθήνα 1922. 27. Η Ανάστασις, μετάφρασες εκ του ρωσικού Λ. Μπότροβιτς, εκδ. Γ. Βασιλείου, Αθήνα, 1924. 28. Η Ανάσταση, μετάφραση από τα ρώσικα: Κοραλία Μακρή, εκδ. Μαρή, Αθήνα, 1949 (επανεκδ. 1978, εκδ. Κοροντζή). 29. Η Ανάσταση, μετάφραση από τα ρώσικα: Αθηνά Σαραντίδη, εκδ. Σ. Δαρεμά, Αθήνα χ.χ. 30. Η Ανάσταση, μετάφραση από τα ρώσικα: Αντρ. Σαραντόπουλου, εκδ. Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα, 1987. 31. Αφέντης και Δούλος, μετάφραση Γ. Σημηριώτη, εκδ. Σ. Δαρεμά, Αθήνα, 1953. 32. Αφέντης και Δούλος, Ο μουζίκος Παχώμιος, Μετά
αφιερωμα/71
Δέοντος Τολστόι
33. 34. 35.
36. 37. 38.
39. 40. 41. 42. 43. 44. 45. 46. 47. 48.
τον χορόν, Σοφία Παιδική, Επιδρομή στον Καύκα σο, μετάφραση Σπύρου Γερ. Φραγκόπουλου, Μι κρά Βιβλιοθήκη Μ. Ζηκάκη, Αθήνα, 1922. Η Συζυγική Ευτυχία, μετάφραση Κ. Ψαρού, εκδ. X. Γανιάρη και Σία, Α θήνα, 1922. Οικογενειακή Ευτυχία, μετάφραση: Κ. Μακρή, εκδ. Γκοβόστη, Αθήνα, χ.χ. Δεν υπάρχουν στον κόσμο ένοχοι, μετάφραση Κ. Μακρή, εκδ. Μαρή, Αθήνα, 1944 (β' έκδοση από τις εκδ. Σ. Δαρεμά). Οι Κοζάκοι, μετάφραση Ιάνη Λο Σκόκκο, επιμ. κειμένου Νέστορα Γ. Χάννου, εκδ. Ά γκυρα, Αθή να, 1973: Οι Κοζάκοι, μετάφραση: Ατλαντίδος, εκδόσεις Ατλαντίδος, Νέα Υόρκη, χ.χ. Κοζάκοι, καυκασιανό μυθιστόρημα, μετάφραση από τα ρωσικά Κοραλία Μακρή, εκδ. Γκοβόστη, Αθήνα, χ.χ. Χωρικά ειδύλλια, μετάφραση Στάμου Δερλερέ, εκδ. οίκος «Παρασκήνιο», Αθήνα, 1927. Πώς πέθανε η αγάπη, μετάφραση Γ. Σημηριώτη, εκδ. «Ο Κοραής», Αθήνα 1928. Ο Σατανάς, μετάφραση Μ. Μπολάτη, εκδ. Ν. Γερονικόλα, Α θήνα, 1944. Ο Πειρασμός, μετάφραση από τα ρώσικα Κ. Μα κρή, εκδ. Δαρεμά, Αθήνα, χ.χ. Ο Διάβολος, μετάφραση Παν. Αξιώτη, εκδ. Γ. Φέ ξη, Αθήνα, 1916. Τα μετά θάνατον: Τι είδα στο όνειρό μου και άλλα διηγήματα, μετάφραση Ελ. I. Σιφναίου, Μικρά Βι βλιοθήκη Μ. Ζηκάκη, Αθήνα, 1922. Πόλεμος και ειρήνη, μετάφραση Κ. Δενδρινού, πρόλογος Π. Πικρού, εκδ. Γκοβόστη, Αθήνα, 1929. Πόλεμος και ειρήνη, τόμ. Α -Δ , εκδ. Γκοβόστης, Αθήνα, 1947-49. Πόλεμος και ειρήνη, μετάφραση Μανώλη Σκουλούδη, επιμέλεια Μιχ. Γ. Πετρίδη, τόμ. Α -Β , εκδ. οίκος Βίβλος, Αθήνα, 1954. Πόλεμος και ειρήνη, μετάφραση Γ. Κουχτσόγλου, τόμ. Α -Δ , εκδ. «Βιβλιοθήκη για όλους», Αθήνα, 1962.
49. Διηγημάτων πρώτον: Η ειμαρμένη, πολύκροτον θρησκευτικόν έργον, μετάφραση I. Δοξαρά, Αθή να, 1911. 50. Ο πάτερ-Σέργιος, μετάφραση από τα ρώσικα: Κο ραλία Μακρή, εκδ. Μαρή, Αθήνα, 1953. 51. Ο πάτερ-Σέργιος, μετάφραση: Κοραλία Μακρή, εκδ. Μαρή-Κοροτξή, Αθήνα, χ.χ. 52. Ο πάτερ-Σέργιος, μετάφραση Κοραλία Μακρή, εκδ. Γ ιοβόστη, Αθήνα, χ.χ. 53. Ο πάτε Σέργιος, Πολικούσκα, Ο διάβολος, Οικο γενειακή ευτυχία, Ο θάνατος του Ιβάν Ιλίτς, μετά φραση Αντρέα Σαραντόπουλου, εκδ. Σ.1. Ζαχαρόπουλος, Α θήνα, 1985. 54. Η ιστορία ενός αλόγου και άλλα διηγήματα, μετά φραση Αντρ. Σαραντόπουλου, εκδ. Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα, 1985. 55. Μετά το χορό, μετάφραση: Κοραλία Μακρή, εκδ. οίκος X. Γανιάρη, Αθήνα, χ.χ. 56. Χατζή-Μουράτ, μετάφραση Κοραλία Μακρή, εκδ. Γκοβόστη, Αθήνα, χ.χ. 57. Επιδρομή στον Καύκασο, μετάφραση Λ. Πολυδεύ κης, εκδ. Λογοτεχνική Γωνιά, α.τ., χ.χ. 58. Η ιστορία της ζωής μου (παιδικά, εφηβικά και νεανικά χρόνια), μετάφραση Μίλτου Κατινάκη, εκδ. Μ. Κατινάκη, Αθήνα, χ.χ. 59. Παιδικά χρόνια, μετάφραση Δημ. Μπονάτσου, εκδ. Σκίουρος, Αθήνα, 1966. 60. Α π ό τα μετά θάνατον: Φεδόρ Κουζμίτς, Ο ερημί της, μετάφραση Κοραλίας Μακρή, εκδ. Δάφνη, Π.Π. Μαυράκη, Αθήνα, χ.χ. 61. Από τα παιδικά αναγνώσματα του Τολστόη, μετάφραση-επιλογή Ζωής Σ. Φράγκου, εκδ. Ι.Ν. Σιδέρη, Α θήνα, χ.χ. 62. Δύο παραμύθια του Λ. Τολστόι, μετάφραση από τον Ανρδ. Αγγελάκη, εκδ. Αλδεβαράν, Αθήνα, 1977. II. 1.
θεατρικό
Το κράτος του ζόφου ή Πιάστηκε από το νύχι - χά θηκε όλο το πουλί, δράμα, πράξεις πέντε, μετά φραση Αγαθ. Γ. Κωνσταντινίδου, τυπογρ. Αλ.
72/αφιερωμα
Παπαγεωργίου, Αθήνα, 1895. 2. Το κράτος τον ζόφ ον, μετάφραση Μάρκου Αυγέρη, εκδ. Αναγνωστίδης, Αθήνα, χ.χ. 3. Το ζωντανό πτώμα, δράμα σε έξι πράξεις, μετά φραση Νικ. Καστρινού, τυπ. Ευαγ. Βασιλειάδη, Πόλη, 1912.
III. Άρθρα - Μελέτες 1. Το τέλος της εποχής μας (εν σχέσει προς την εν Ρωσία επανάστασιν), μετάφραση Σπ. Γερ. Φραγκόπουλου, εκδ. Αρ. Γαλανού, Αθήνα, 1909. 2. Το τέλος της εποχής μας, μετάφραση Σπ. Γερ. Φραγκόπουλου, εκδ. Γ.Δ. Φέξη, Αθήνα, 1912. 3. Το τέλος της εποχής μας, μετάφραση Σπ. Γερ. Φραγκόπουλου, εκδ. X. Φέξη και Β. Κομπούγια, Αθήνα, 1920. 4. Η νέα ζωή, μετάφραση Σπυρ. Γερ. Φραγκόπου λου, εκδ. Γ. Φέξη, Α θήνα, 1911. 5. Ο ν φονεύσεις, μετάφραση Σπυρ. Γερ. Φραγκόπου λου, τυπ. Σπ. Κουσουλάνου, Α θήνα, 1910. 6. Νέαι Ιδέαι τον Τολστόη, μετάφραση Ηλ. I. Οικονομόπουλου, εκδ. Βιβλιοθήκη Ταλάντου, Αθήνα, 1909. Β' έκδοση από τη Φιλοσοφική και Κοινωνιο λογική Βιβλιοθήκη, Γ.Δ. Φέξη, Αθήνα, 1911. Γ' έκδοση από τις εκδ. X. Φέξη και Β. Κομπούγια, Α θήνα, 1920. Δ ' έκδοση από τις εκδ. Χρ. Δ . Φέξη, Α θήνα, 1927. 7. Οι καινούργιες ιδέες, μετάφραση Σ. Πρωταίου, εκδ. Σ. Δαρεμά, Α θήνα, 1957. 8. Η ρίζα τον κακού και άλλα έργα, μετάφραση Σπ. Γερ. Φραγκόπουλου, Αθήνα, 1922. 9. Η ρίζα τον κακού, μετάφραση Κ. Τοτηρέζη, εκδ. Δ . Δημητράκου, Α θήνα, 1923. 10. Ποιοι είναι οι δολοφόνοι, μετάφραση και πρόλο γος I. Ζερβού, εκδ. Γ. Παπαδημητρίου και Σία, Αθήνα, 1924. 11. Η σύγχρονος όονλεία, μετάφραση Σπ. Γερ. Φρα γκόπουλου, Χρ. Φέξη και Β. Κομπούγια, Αθήνα, 1920. Β' έκδοση από τις εκδ. Χρ. Δ. Φέξη, Αθήνα, 1925. 12. Τα Εναγγέλια, μετάφραση Δημ. Μαρή, εκδ. Ζηκάκη, Α θήνα, 1927. 13. Η θρησκεία μον, μετάφραση Σπ. Γερ. Φραγκόπου λου, εκδ. Ελευθερουδάκη, Αθήνα, 1924.
14. Τι είναι τέχνη, μετάφραση-σχόλια Ίωνος Δραγούμη - Νικ. Αδάμ, εκδ. Αντωνόπουλου, Αθήνα, 1939. 15. Ο Σαίξπηρ και η δραματική τέχνη, μετάφραση Π. Αντωνόπουλου, εκδ. Ο Κεραμεύς, Α θήνα, χ.χ.
Β. Για τη ζωή και το έργο του I.
Έλληνες συγγραφείς
1. Αθανασιάδη Τάσου: Τρία παιδιά τον αιώνα τονς (Βίκτωρ Ονγκώ, Ντοστογιέβσκη, Τολστόϊ), βιογραφικά χρονικά. Α ' έκδοση στο τυπογρ. Αδελ φών Γ. Ρόδη, Αθήνα, 1962. Β' έκδοση στον οίκο Γ. Φέξη, Αθήνα, 1957. Γ' έκδοση στο βιβλιοπωλείο της «Εστίας» Ι.Δ. Κολλάρου και Σία, Αθήνα, 1973. 2. Αλεξανδρόπουλου Μήτσου: Πέντε Ρώσοι κλασικοί (Πούσκιν, Γκόγκολ, Μπελίνακι, Ντοστογιέφσκι, Τολστόι), εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Α θήνα, 1975. 3. Αλεξανδρόπουλου Μήτσου: Η ρώσικη λογοτεχνία, τόμ. 1-3, εκδ. Κέδρος, Α θήνα, 1977. 4. Ανδρούτσου Χρήστου: Ο π ερ ί Τολστόη λόγος, εκδ. Α .Ζ. Διαλησμά, Αθήνα, 1911. 5. Ανδρούτσου Χρήστου: Τολστόη-Νίτσε-Μπέργσον, εκδ. Ι.Δ. Αλευρόπουλου, Αθήνα, 1930. 6. Αυγέρη Μάρκου: Ξένοι Λογοτέχνες (Γκαίτε-Μπαλζάκ-Μπελίνσκι-Ντοστογιέφσκι-Τολστόι-Τσέχωφ-Ο’ Ν ηλ-Έ λιοτ), Β' έκδοση Θεμέλιο, Αθήνα, 1960, Γ' έκδοση Ίκαρος, Αθήνα 1972. 7. Βενέξη Ηλία: Περιηγήσεις στη Ρωσία, τη Δαλμα τία, την Ελβετία, την Α γγλία , εκδ. Ι.Δ . Κολλάρου και Σία. 8. Διαμαντόπουλου Α.Ν.: Λέω ν Νικολάϊεβιτς Τολστόϊ, τόμ. 12, Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ελευθε ρουδάκη, Αθήναι, 9. Ιορδανίδη Ι.Ι.: Ο Τολστόϊ ως παιδαγωγός, τόμ. 23, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, εκδ. Φοίνιξ, Αθήνα. 10. Καξαντζάκη Νίκου: Ιστορία της ρωσικής λογοτε χνίας, τόμ. 1-2, εκδ. Ελευθερουδάκη, Αθήνα, 1930. 11. Καξαντζάκη Νίκου: Ταξιδεύοντας: Ρονσία, εκδ. Δίφρος, Α θήνα, 1956.
αφιερωμα/73
12. Καλονάρου Π.Π.: Λέων Νικολάϊεβιτς Τολστόϊ, τόμ. 17, Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν, εκδ. Ή λιος, Αθήνα. 13. Μότσιου Γ.: Ανθολογία τον ρώσικον διηγήματος (1830-1916), εκδ. Ι.Δ. Κολλάρου και Σία, Αθήνα, 1978. 14. Παλαμά Κωστή: Ο Τολστόη ποιητής, από τα Ά π α ν τ α του Κωστή Παλαμά, τόμ. 10, εκδ. Μπίρη, Αθήνα. 15. Φιλίππου-Πιερίδη Γ.: Τέσσερα θέματα λόγον (θορώ, Ντοστογιέφσκι, Τολστόι, Ρολλάν), εκδ. Κέ δρος, Α θήνα, 1973. 16. Πικρού Πέτρου: Κόμις Λέων Τολστόν, τόμ. 23, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, εκδ. Φοίνιξ, Αθήνα. 17. Χριστοφίδης Ανδρέας: Λ. Τολστόη, πενήντα χρό νια μετά το θάνατό τον, Λευκωσία, 1966.I.
II. Ξένοι συγγραφείς 1. Ανωνύμου: Λέων Νικολάϊεβιτς Τολστόϊ, Γενική Παγκόσμιος Εγκυκλοπαίδεια, Π άπυρος-Λαρούς, τόμ. 12, 1963. 2. Ανωνύμου: Λέων Νικολάϊεβιτς Τολστόϊ, Παγκό σμια Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια της Κρατικής Επιστημονικής Έ κδοσης ΕΣ ΣΔ, Ελληνικές και Διεθνείς Εκδόσεις, τόμ. 10, Α θήνα, 1966. 3. Γκόργκι Μ.: Λέων Τολστόι, μετάφραση Π. Π απανδρέου, εκδ. Κοροντζή, Αθήνα, 1978. 4. Γκόρκι Μ.: Ο Γκόρκι για τον Τολστόι, Α ποσπά σματα από το βιβλίο: Συλλογή υλικού και διαφό ρων άρθρων για τον Τολστόι, μετάφραση X. Μιχαλακέα-Σ'* Σπαθάρη, Ά π α ν τ α Ρώσων Κλασικών, τόμ. 5, Αθή^α, 1959. 5. Ehrhard Μ*: Η ρωσική λογοτεχνία, μετάφραση Σάββα Βασιλείου, σειρά: «Τι πρέπει να ξέρω;», εκδ. Ι.Ν . Ζψιχαρόπουλος, Α θήνα, 1968. 6. Ζωρές I.: Το έργο τον Τολστόϊ (κριτική μελέτη), μετάφραση Δ . Ν όβα, «Σοσιαλιστική Εγκυκλοπαί δεια», Α θήναι, 1928. 7. Laaths, Ε.: Παγκόσμιος ιστορία της λογοτεχνίας, τόμ. 2, μετάφραση Σ. Πρωτόπαπα, εκδ. I. Αρσενίδης. Α θήνα, 1963. 8. Λένιν Β.Ι.: Για τη λογοτεχνία και την τέχνη (περιέ
χει τα άρθρα: Λέων Τολστόϊ σαν καθρέφτης της ρωσικής επανάστασης, Ο Λέων Τολστόϊ και το σύγχρονο εργατικό κίνημα, Λ.Ν. Τολστόι, Ο Λέων Τολστόι και η εποχή τον), εκδ. Γ. Αναγνωστίδη, Αθήνα, χ.χ. 9. Λένιν Β.Ι.: Για τον Τολστόι, εκδ. Σύγχρονη Επο χή, Α θήνα, 1980. 10. Loriac Ο Τολστόι και αι γνναίκες, μετάφραση Ηλ. I. Οικονομόπουλου, Εκλεκτή Βιβλιοθήκη, Γεωργ. Κορνάρος και Σία, Αθήνα, 1922. 11. Λούκατς Γκ.: Μελέτες για τον ενρωπαϊκό ρεαλι
σμό (Μπαλζάκ, Σταντάλ, Ζολά, Τολστόϊ, Ντοστογιέφσκι, Γκόρκι), μετάφραση Τίτου Πατρικίου, Εκδοτικόν Ινστιτούτον Αθηνών, Α θήνα, 1957. 12. Λούκατς Γκ.: Η θεωρία τον μνθιστορήματος, με τάφραση Σεραφείμ Βελέντξας, εκδ. Ά κμ ω ν, Αθή να, 1978. 13. Ossip Louric: Η φιλοσοφία τον Τολστόη, μετάφρα ση Γ.Σ. Βουτσινά, εκδ. Γ. Φέξη, Αθήνα, 1910. 14. Rachmanova Alexandra: Η τραγωδία μιας αγάπης, μετάφραση Ελένης Λαμπίρη και Μανώλη Βατάλα, εκδ. Εκλεκτές Σελίδες, Α θήνα, 1955. 15. Rolland R.: Λέων Τολστόη, μετάφραση Αλεξ. Λαλαούνη, εκδ. Ο Κεραμεύς, Αθήνα, χ.χ. 16. Rolland R.: Η ζωή τον Τολστόι και αποσπάσματα από το έργο τον, μετάφραση Τ. Μπαρλά, εκδ. Κοραής, Α θήνα, 1957. 17. Skjpvskij Victor Β.: Λέων Τολστόϊ. Βιογραφία-μετάφραση Ά ρ η Αλεξάνδρου, επιμέλεια Θαν. Δ. Καπνουτξή, εκδ. Μέλισσα, Α θήνα, 1965. 18. Τξιμπέλλι, Β.: Τολστόη από τη σειρά «Οι γίγαντες του πνεύματος», τόμ. 16, εκδ. «Οργανισμός Ευρω παϊκών Εκδόσεων Ε .Ε .», Αθήνα, 1965. 19. Τρότσκυ Λ.: Το έργο τον Τολστόϊ (κριτική μελέ τη), μετάφραση Δ . Ν όβα, εκδ. «Σοσιαλιστική Εγκυκλοπαίδεια», Α θήνα, 1928. 20. Τσβάιχ Στ.: Λέων Τολστόη, μετάφραση Κωστή Μ εραναίου, εκδ. Γκοβόστη, α.τ., χ.χ. 21. Χ άουξερ Α ρ .: Το κοινωνικό μνθ ιστόρημα στην Α γ γλία και στη Ρωσία, τόμ. 4 από τη σειρά Κοινωνι κή Ιστορία της Τέχνης, μετάφραση Τ. Κονδύλη, εκδ. Κάλβος, Αθήνα, 1984. 22. Τσβάιχ Στ.: Ο Τολστόη στις αναμνήσεις των σνγχρόνων τον, μετάφραση από τα ρώσικα Ζωής Α. Νάσιουτξικ, εκδ. Κέδ$ος, Α θήνα, 1973.
74/συνεντευξη
Ιερομόναχος Αθανάσιος Γιέβτιτς «Κάθε εξουσία, όταν κάθεται πολύ καιρό πάνω, φοβάμαι ότι ξεχνάει τον σκοπό της και αλλοτριώνεται»
Φέτος συμπληρώνονται χίλια χρόνια από τον εκχριστιανισμό των Ρώσων. Η επέτειος τιμήθηκε από το Σοβιετικό Κράτος με τις πρέπουσες τιμές και με τη συμμετοχή του κλήρου και του λαού. Πριν μερικούς μήνες το Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν οργάνωσε μια ομιλία με θέμα: «Χίλια χρόνια από τον εκχριστιανισμό των Ρώσων». Ένας από τους κύ ριους ομιλητές ήταν ο Ιερομόναχος Αθανάσιος Γιέβτιτς, προσωπικότητα που έχει στο ενεργητικό της πλούσιο συγγραφικό έργο και ενεργό δράση στα θέ ματα της ορθόδοξης πίστης. Αν και διατηρεί τον τίτλο του Ιερομόναχου, δεν ζει σε μοναστήρι, αλλά επι δίδεται σε κοσμικό έργο, διδάσκοντας Πατρολογία στο Πανεπιστήμιο του Βε λιγραδιού. Φιλικός και διαχυτικός ο Ιερομόναχος δέχτηκε να μας μιλήσει στα ερωτή ματα που του θέσαμε, εκδηλώνοντας μια βαθιά γνώση των θεμάτων της Ορ θόδοξης πίστης, παράλληλα με μια κριτική στάση για τα ζητήματα που αφο ρούν τις σχέσεις εκκλησίας και κράτους στις λαϊκές δημοκρατίες. Τη συνέντευξη πήρε ο Βασίλης Κ. Καλαμαράς. Κύριε Γιέβτιτς, πέστε μας λίγα πράγματα για τη ζωή σας. Γεννήθηκα το 1938 κοντά στη Σερβία, 100 χι λιόμετρα από το Βελιγράδι. Πήγα στο δημοτικό και στο γυμνάσιο, μετά στην Ιερατική Σχολή και στη Θεολογία. Πέρασα δυο χρόνια στρατό, πολύ δύσκολα χρόνια. Στα 22 μου έγινα μοναχός. Δυ στυχώς δεν έμεινα πολύ στο μοναστήρι, επειδή οι ανάγκες της Εκκλησίας μας το ζητούσαν. Στα 1963 πήγα στη Σχολή της Χάλκης, στην Κωνστα ντινούπολη για μισό χρόνο και μετά ήλθα στην Αθήνα. Κάθισα 4 χρόνια, υπηρετών ως εφημέ ριος στη Ρωσική Εκκλησία, γιατί υποτροφία δεν είχα, κάνοντας τη διατριβή μου κοντά στον καθηγητή Καρμίρη με θέμα: «Εκκλησιολογία του Αποστόλου Παύλου». Στη συνέχεια πήγα 4 χρόνια στο Παρίσι, στο Ινστιτούτο του Αγίου Σέργιου. Εκεί συνέχισα τη μετεκπαίδευσή μου στη Σορβόννη και στο Ινστιτούτ Καθολίκ. Δίδαξα 3 χρόνια Πατρολογία και Ασκητική. Μετά την παραμονή μου στο Παρίσι επέστρεψα στο Βελιγράδι και εκλέχτηκα υφηγη τής και κατόπιν καθηγητής Πατρολογίας στη
Θεολογική Σχολή του Βελιγραδιού, που είμαι και τώρα. Γιατί διαλέξατε τη ζωή τον κοσμοκαλόγερου και δεν ακολουθήσατε τη ζωή στο μοναστήρι; Δεν έχουμε πολλούς μοναχούς, ενώ έχουμε πολλά μοναστήρια. Η Εκκλησία, η δίκιά μας, τις πρώτες δεκαετίες ήταν εν διωγμώ. Τώρα τα πράγματα πάνε πιο καλά, οι μοναχοί είναι πιο μορφωμένοι και μένουν στα μοναστήρια. Εγώ διάλεξα αυτό το δρόμο, γιατί το ζητούσαν οι ανάγκες της Εκκλησίας. Ποιες οι σχέσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας και τον κράτους στις λαϊκές δημοκρατίες και ειδικότερα στη Γιουγκοσλαβία που ζείτε; Η Γιουγκοσλαβία δεν ανήκει στο λεγόμενο ανατολικό μπλοκ, αλλά δεν παύει να είναι χώρα με επιβαλλόμενη ιδεολογία μαρξισμού, όχι μόνο ιδεολογικά αλλά και πρακτικά. Οι κρατικοί μη χανισμοί, όπως στρατός, σχολεία, εργοστάσια, επιχειρήσεις, κρατικά ιδρύματα, λειτουργούν με βάση τη μαρξιστική ιδεολογία. Η Εκκλησία δεν έχει πρόσβαση ούτε στον Τύπο, ούτε στο ράδιό-
συνεντευξη/75
φωνο, ούτε στα σχολεία, δεν έχει δηλαδή δημό σιο βήμα. Π α ρ’ όλα αυτά υπάρχει έδρα Θ εολογίας στο Βελιγράδι.
Άφησαν ιερατικές σχολές για να μορφώνουν κλήρο. Στα νοσοκομεία όμως και στις φυλακές δεν μπορεί να πάει ιερέας επίσημα. Παλαιότερα καταδικάζανε ορισμένους, αλλά τα πράγματα έχουν αλλάξει. Κανένας σοβαρός γιατρός, δε θα πει παπά πού πας και θα καλέσει την αστυνομία, να σε βγάλει έξω. Στο Πανεπιστήμιο τα τελευ ταία χρόνια μας καλούν οι φοιτητές και πάμε, αλλά στα δημοτικά και στη μέση εκπαίδευση δεν μπορούμε να πάμε. Τελικά το κράτος επιβάλλει την επίσημη θρη σκεία του αθεϊσμού. Κατά τη διάρκεια του πολέ μου πέρασε ένας οδοστρωτήρας φυσικής εξοντώσεως από τους Γερμανούς και τους συνεργάτες τους. Μεταπολεμικά είχαμε έναν χειρότερο οδο στρωτήρα, αυτόν της ιδεολογικής καταπιέσεως και οι φυλακές ήταν γεμάτες από πιστούς. Ακό μη και σήμερα μεταξύ των φυλακισμένων υπάρ χουν πιστοί και ιερείς. Ένας δραστήριος ιερέας
θα βρει προβλήματα αν συνεχίσει τη δράση του. Ειδικά αν εκφέρει κρίσεις για γεγονότα καθημε ρινά, αυτό μπορεί να θεωρηθεί ως πολιτική. Κυ ρίως είχαμε πολλά προβλήματα τις τρεις πρώτες δεκαετίες, από το 1945 και πέρα. Το Σύνταγμα της χώρας μου έχει ρυθμίσει μερικά πράγματα αλλά κατά τη γνώμη μου πονηρά και ύπουλα. Και καυχώνται ότι αυτό είναι ελευθερία. Εν τούτοις πρέπει να καταλάβουμε ότι η θρησκεία δεν είναι ιδιωτική υπόθεση, όπως ορίζει το Σύ νταγμα της Γιουγκοσλαβίας. Είναι κουτό να προσδιορίζεις τι είναι ιδιωτικό, σα να λες ότι η ελπίδα είναι ιδιωτική υπόθεση, η αγάπη, η πί στη, η απιστία. Η χριστιανική θρησκεία δεν εί ναι απλώς θρησκεία, είναι κατεξοχήν εκκλησία, άρα ορατός ιστορικός οργανισμός, ζωντανό σώ μα λαού. Πώς μπορείς να πεις ότι είναι ιδιωτική υπόθεση; Η εκκλησία χρησιμοποιείται από το κράτος, όταν νομίζουν ότι είναι χρήσιμο. Ορισμένοι ιε ρείς είναι οργανωμένοι και μέλη της σοσιαλιστι κής κίνησης, που είναι το υπόβαθρο του κόμμα τος στη Γιουγκοσλαβία. Θέλει την εκκλησία το
76/συνεντευξη κράτος οτην υπηρεσία της οικοδόμησης του σο σιαλισμού. Βέβαια στη χώρα μου αναγκάστηκαν από τα πράγματα να είναι πιο μαλακοί, διότι υπάρχουν και ρωμαιοκαθολικοί βορειότερα και μουσουλ μάνοι. Είμαστε περίπου δέκα με δώδεκα εκατομ μύρια ορθόδοξοι, κάπου έξι εκατομμύρια ρω μαιοκαθολικοί και πλησιάζουν τέσσερα εκατομ μύρια μουσουλμάνοι. Το κομμουνιστικό κόμμα δεν είναι πια κόμμα, είναι όργανο εξουσίας. Τελικά το πείραμα του κομμουνισμού πέτυχε σ’ αυτές τις χώρες; Σίγουρα δεν πέτυχε, διότι πολύς λαός που πί στευε ότι θα υπάρξει ένα καλύτερο μέλλον απογοητεύθηκε. Τα προβλήματά της πολιτικά, εθνι κά, οικονομικά είναι άλυτα, δε λέγονται. Είναι ζήτημα αν μπορεί να πραγματοποιηθεί ο κομ μουνισμός, αν δεν είναι απλώς μια ουτοπία, όπως την είχε συλλάβει ο Μαρξ. Παρ’ όλα αυτά αρχές του κομμουνισμού είναι η ισονομία, η κοινωνική δικαιοσύνη. Συμφωνώ ότι ο κομμουνισμός ήθελε να κάνει προσπάθεια για να επέλθει η ισότητα αλλά αυτές οι καλές προθέσεις, όταν επραγματοποιούντο χρησιμοποιούσανε μέσα που δεν οδηγούσανε εκεί. Τα πράγματα έπρεπε να προέλθουν από μέ σα. Τους βοήθησε ο Ερυθρός Σταυρός που ήρθε το 1944. Υπήρχανε πολλοί που το ήθελαν, δεν υπάρχει αμφιβολία. Αλλά στη συνέχεια, όσο υπέφερε ο λαός από τους σωτήρες του λαού, ήταν απόδειξη ότι δε σκέφτονταν το καλό του. Λιγότερο κυνηγιούνται άνθρωποι που κάνουν Ο Ευαγγελισμός. Αρχές 14ου αι. Σκόπια. Λεπτομέρεια
καταχρήσεις, κλεψιές από το να βγάλεις ένα σύνθημα εναντίον της ιδεολογίας ή του προσώ που του τάδε ηγέτη. Δηλαδή, όπως τα λέτε τα πράγματα, ήταν κα λύτερα όσον αφορά στις σχέσεις Εκκλησίας Κράτους, πριν την καθιέρωση τον κομμουνι σμού; Πάντα η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει προβλήμα τα. Την κατηγορούν, ότι είναι ευπειθής εκκλησία ως προς τις αρχές της. Αυτό δεν αληθεύει. Ξέ ρουμε από την ιστορία της πόσο υπέφεραν ο Ά γιος Αθανάσιος ο Μέγας, ο Χρυσόστομος, ο Μάξιμος, οι Στουδίτες. Είχε και προπολεμικά δυσκολίες, αλλά επικρατούσε περισσότερη νομι μότητα. Υπήρχαν νόμοι που μπορούσες να παραστείς στα δικαστήρια. Για την εκκλησία είναι ουτοπία ο κομμουνι σμός; Είναι τυραννία των συνειδήσεων, είναι ολο κληρωτισμός. Βλέπετε κάποια εναλλακτική λύση; Να καταλάβει το κράτος, ότι η δημοκρατία δεν είναι προνόμιο, που αυτοί πρέπει να μας δώ σουν. Ανήκει στο λαό. Πρέπει να γίνουνε ελεύ θερα εκλογές, πράγμα που δεν είχαμε 40 χρόνια. Βέβαια θα πολεμήσουν την ιδέα των αστικών κομμάτων, δεν ξέρω τί πρότυπο πρέπει να δοθεί. Μας κατηγορούν ότι θέλουμε επιστροφή στο παλιό καθεστώς. Ο λαός όμως δεν έχει εκφρα στεί, γιατί δεν μπορεί. Πρέπει να δοθούν ελευ θερίες. Κάθε εξουσία, όταν κάθεται πολύ καιρό πάνω, φοβάμαι ότι ξεχνάει το σκοπό της και αλ λοτριώνεται: καταδυναστεύει το λαό. Στη Σοβιετική Ένωση η προσπάθεια της πε ρεστρόικα δεν έφερε ένα καινούριο πνεύμα στις σχέσεις εκκλησίας και κράτους; Ο Γκορμπατσόφ με την περεστρόικα κάτι κά νει, αλλά δεν έπεισε ακόμη ότι θέλει να κάνει κάποια αλλαγή. Φέτος γιορτάζονται τα 100 χρόνια από τον εκχριστιανισμό των Ρώσων και το Σοβιετικό κράτος συμμετέχει ενεργά σ’ αυτή την προ σπάθεια. Αλίμονο αν δεν το ενδιέφερε. Είναι περισσό τερο μια ευκαιρία να προβληθεί το κόμμα. Ο λαός όμως υποφέρει. Η Ρώσικη Εκκλησία δεν έχει γευτεί ακόμη ελευθερίες. Διαπιστώνουμε μια επιστροφή ορισμένων νέων στην εκκλησία, συμβαίνει το ίδιο και στη χώρα σας; Η επιστροφή πάρα πολλών νέων και διανοού μενων στην εκκλησία άρχισε να παρεξηγείται από το κράτος, ότι δήθεν η εκκλησία εκμεταλ λεύεται τις κρίσιμες καταστάσεις. Οι νέοι γυρεύ ουν ένα νόημα ζωής και το βρίσκουν στην εκκλη σία.
έντεχνο παραμύθι ή λαϊκότροπο διήγημα; ΜΙΧΑΛΗ ΔΕΛΗΣΑΒΒΑ: Τρία παραμύθια. Αθήνα, Δ ι ο γ έ ν η ς , 1987. Σελ. 110
πως στη λόγια λογοτεχνία τα χαρακτηριστικά που εμφανί ζονται κατ’ επανάληψη στα διάφορα κείμενα (σχετικά με το μέτρο και την ομοιοκαταληξία, το ύφος, το περιεχόμενο και την έκταση τους) καθόρισαν τα είδη της, έτσι και στα γραπτά λαϊκά μνημεία υπάρχουν εξωτερικά ή εσωτερικά γνωρίσματα που οδη γούν στο χωρισμό τους σε κατηγορίες, όπως είναι τα δημοτικά τραγούδια, οι παροιμίες, τα αινίγματα, οι μύθοι, οι παραδόσεις, τα παραμύθια κ.ά. Ειδικότερα τα παραμύθια χωρίζονται σε μυθι κά, διηγηματικά, θρησκευτικά. «Το παραμύθι, η θελκτική ιστορία, που με ποιητικήν φαντασίαν πλάττεται από τον κόσμον του θαυμάσιου και μαγικού, ενώ δεν υπόκειται καθόλου εις τους όρους της πραγματικής ζωής, προ σαρμόζεται όμως ως επί το πλείστον τόσον τελείως προς το περι βάλλον, τα ήθη και τα έθιμα, τους μύθους και τας δοξασίας του λαού, ώστε να γίνεται κομμάτι από την ζωήν του, παίρνει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του λαού». Στα όσα πιο πάνω επισημαί νει ο Γ. Μέγας μπορούμε να προσθέσουμε σχετικά με τα παραμύ θια ότι χαρακτηρίζονται από έντονη ηθικοδιδακτική πρόθεση. Χαρακτηριστική είναι επίσης και η αφηγηματική λιτότητα, που όμως συχνά παραβιάζεται από περιγραφές τόπων, ανθρωπίνων σχέσεων και κοινωνικών θεσμών και εθίμων. Ό λα αυτά ο λαϊκός δημιουργός τα γνωρίζει πολύ καλά και γι’ αυτό τα χειρίζεται με τρόπο θαυμαστό και επιδέξιο. Αντίθετα ο εκάστοτε λόγιος συγ γραφέας από τη βυζαντινή κιόλας εποχή που προσπάθησε να μιμηθεί τον λαϊκό συνάντησε μεγάλες δυσκολίες αφομοιώσεως και μεταπλάσεως των λαϊκών στοιχείων και μοτίβων.
Ο
ρόσφατο παράδειγμα φιλότιμης προσπάθειας είναι τα Τρία παραμύθια του Μιχάλη Δελησάββα, ο οποίος χρησιμοποίησε λαϊκότροπη δομή και γλώσσα με αρκετά επιτυχή τρόπο. Υπάρ χουν όμως φορές που μεταχειρίζεται φράσεις και λέξεις που δεν θα χρησιμοποιούσε ένας λαϊκός παραμυθάς, όπως π.χ. οι ξενικές: τζιπ, κρις-κραφτ, κλόουν. Επίσης άλλες φορές αναφέρει συγκε κριμένες ιστορικές καταστάσεις (Κατοχή) και μέρη, πράγμα που φυσικά δεν συμβαίνει στα λαϊκά παραμύθια που επιζητούν την αποδέσμευση από χρονικούς και τοπικούς προσδιορισμούς και
Π
Π
εζο γρα φ ία
78/επιλογη περιορισμούς. Σε αυτά εξάλλου κάθε δευτερεύον πρόσωπο μετέχει στην ανέλιξη του μύθου μέχρι το τέλος της ιστορίας, είτε με προ φητικά λόγια που τελικά επαληθεύονται, είτε με αντικείμενα που χαρίζει στον πρωταγωνιστή και τον βοηθάνε ποικιλότροπα να ανταπεξέλθει σε δύσκολες καταστάσεις, είτε με ευχές ή κατάρες που εκπληρώνονται. Εδώ όμως, και ειδικά στο τρίτο παραμύθι, εμφανίζονται διάφορα πρόσωπα που χάνονται καθώς η διήγηση προχωράει, χωρίς να ξαναγίνει λόγος γι’ αυτά ώστε να συνδεθούν οργανικά με το βασικό μύθο. τρόπος λοιπόν γραψίματος δεν είναι πιστός ως προς τα λαϊ κά πρότυπα, πράγμα που δε γνωρίζουμε εξάλλου μέχρι ποι ου σημείου ήθελε να το επιτύχει ο συγγραφέας. 'Ισως πρόθεσή του ήταν να φτάσει στο σημείο που έφτασε δημιουργώντας ένα μικτό είδος διηγήματος και παραμυθιού. Αν λοιπόν εξετασθούν Τα Τρία παραμύθια όχι από λαογραφική αλλά από φιλολογική σκοπιά και σταθούμε περισσότερο στο περιεχόμενό τους, θα διακρίνουμε αμέ σως να διαγράφεται ένα ιδεατό τρίπτυχο που πρέπει να επιδιώκει ο κάθε άνθρωπος τόσο στο προσωπικό όσο και στο διαπροσωπικό επίπεδο. Ποίηση - Παιδεία - Ελευθερία είναι οι βασικές αξίες της ζωής και στην καθεμιά τους είναι αφιερωμένο και ένα από τα τρία παραμύθια. Δεν μπορούμε να μην επισημάνουμε την ευρηματικότητα του συγγραφέα, όταν παρομοιάζει την ποίηση με το πιο αγα πημένο δέντρο του Θεού; την παιδεία με το σχολείο που οι άν θρωποι χτίζουν πάση θυσία και από το οποίο πολλά ωφελούνται, ή όταν παρομοιάζει την ελευθερία με τον κρυμμένο θησαυρό. Στο σημείο αυτό ακριβώς, δηλαδή στον ηθικοδιδακτικό χαρακτήρα τους, τα Τρία παραμύθια πλησιάζουν περισσότερο τα παραμύθια του λαού, και εδώ ακριβώς πρέπει να αναζητηθεί και η συμβολή τους. Αυτή δεν έγκειται στην πρωτοτυπία των συγκεκριμένων ιδεών ή εκφραστικών τρόπων, αλλά στη σύζευξή τους με τρόπο πρωτότυπο που αρκεί για να καταξιώσει τον συγγραφέα. ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΖΩΡΑΣ
Ο
ΤΡΙΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ
πρισματικές μελέτες για επιδέξιους αναγνώστες ΝΙΚΟΥ ΔΗΜΟΥ: Έρως καλού. Αθήνα, Ν ε φ έ λ η , 1987. Σελ.
Νίκος Δήμου συγκεντρώνει όλα τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα ενός δόκιμου συγγραφέα. Εικοσιεπτά βιβλία (ποίηση, πεζό, φιλοσοφία, μελέτες, άρθρα, δοκίμια, σάτιρα, φω τογραφία), σοβαρές σπουδές στη Γερμανία, πλατύ φάσμα γνώ σεων. Οι κριτικοί τον έχουν κατά καιρούς αντιμετωπίσει με καχυ ποψία. Τον έχουν κρίνει περισσότερο από τις πολιτικές του από ψεις, το επάγγελμά του ως διαφημιστή, τις δημόσιες εμφανίσεις του και λιγότερο από αυτά καθεαυτά τα κείμενα που έχει γράψει. Μου έχει κάνει εντύπωση ότι ο συγγραφέας αυτός δε διστάζει να
Ο
Μ
ελετες
επιλογη/79 εκτεθεί απέναντι στο κοινό με τον πιο απόλυτο τρόπο και να δε χτεί τα λάθη του με τον πιο απλό. Το βιβλίο που κυκλοφόρησε πρόσφατα με τίτλο «Έρως Καλού» έρχεται σαν συνέχεια του τόμου «Προσεγγίσεις» που εκδόθηκε το 1979. Πρόκειται για μια νέα σειρά μελετών και άρθρων. Μελέτες που αφορούν λογοτέχνες (Σεφέρη, Ελύτη, Ν. Ησαΐα) και άρθρα σχετικά με πόλεις (Φλωρεντία, Τολέδο) και ζωγράφους (Θεοτοκόπουλος, Φλωρεντινοί). Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κείμενα του βιβλίου έχει τίτλο: «Πρισματική» και «επίπεδη» ποίηση. Σχολιάζει το δοκίμιο του Ελύτη «Ρωμανός ο Μελωδός» που γράφτηκε το 1975, όπου ο ποιη τής εισάγει μια νέα ποιητική διάκριση. Αντιπαραθέτει την πρι σματική ποίηση στην επίπεδη έκφραση. Ο Δήμου παραθέτει έναν συνοπτικό οδηγό των όσων υποστηρίζει ο Ελύτης. Πρισματική Ποίηση: Π.χ. Σαπφώ, Πίνδαρος, Ρωμανός, Κάλβος, Ρεμπώ, Λωτρεαμόν. Χαρακτηριστικά: Πυρήνες, δηλαδή «φραστικές μονάδες αυτοδύναμης ακτινοβολίας». Διακυμάνσεις (κορυφώσεις και υφέσεις) έντασης («προεξέχουν», κυματούνται). Άλλη χρήση της φαντασίας. («Πληθωρισμός»). Αξία του ποιήμα τος, όχι μόνο σαν σύνολο, αλλά και με τα «καθ’ έκαστον μέρη». Επίπεδη έκφραση: Π.χ. Καβάφης, Πάουντ, Έλιοτ, Σεφέρης. Χαρακτηριστικά: Επίπεδη, γραμμική έκφραση χωρίς διακυμάν σεις. Αφηγηματική γραφή (βλ. την αντίθεση: «ακόμα και στο έπος, είδος κατ’ εξοχήν αφηγηματικό»). Ευκολία στη μεταγλώττι ση («κατορθωτή σχεδόν όσο και στον πεζό λόγο»). Αξία μόνο σαν σύνολο. (Τεστ: Αν το ποίημα κομματιαστεί μένουν σκέτες κουβέ ντες). ' Λ ποψη πολύ ενδιαφέρουσα. Ωστόσο ο Ελύτης είναι σαν να χ α . υποστηρίζει ότι η επίπεδη έκφραση στην ποίηση είναι υπόθε ση του εικοστού αιώνα. Άραγε ο Προπέρτιος ή ο Κάτουλλος, για παράδειγμα, που ήταν πρότυπα για τον Πάουντ δεν περιέχουν στην ποίησή τους το στοιχείο αυτό της επίπεδης έκφρασης; Από την άλλη δε θα πρέπει να επισημανθεί το γεγονός ότι οι ποιητές που ανήκουν σ’ αυτή την κατηγορία, της επίπεδης έκφρασης, είναι από θέση αντιρομαντικοί; Ρομαντικοί δεν είναι μόνο οι ποιητές της ομώνυμης σχολής του περασμένου αιώνα, αλλά και οι συμβο λιστές και οι υπερρεαλιστές μπορούν να θεωρηθούν περίτεχνοι ρομαντικοί. Έτσι ο Πάουντ με τους Εικονιστές στις αρχές του 20ού αιώνα είναι ο πρώτος που έρχεται σε αντίθεση με την αντίλη ψη του ρομαντισμού και θέτει τις βάσεις για μια ποίηση αντιρομαντική, δηλαδή περισσότερο προσγειωμένη και απέριττη. Ανάλογες είναι και οι επιδιώξεις των Έλιοτ, Καβάφη, Σεφέρη. Θέλησαν με την ποίησή τους να πλησιάσουν περισσότερο την πραγματικότητα, να δημιουργήσουν ποιητικές αλληλουχίες περισσότερο γήινες σύμ φωνα μ’ αυτό που βλέπουν κι όχι μ’ αυτό που φαντάζονται. Μου κάνει εντύπωση που ο Ελύτης δεν κάνει αυτή την παρατήρηση, αλλά και που δεν ψάχνει για ποιητικούς προγόνους, λες και η επί πεδη έκφραση είναι αυτοφυής και χωρίς συγκεκριμένο προορισμό. Σε ένα άλλο κείμενο με τίτλο «Σημειωματάριο Ανάγνωσης» ο Δήμου κάνει μια λεπτομερή και διεισδυτική ανάλυση του βιβλίου «Ημερολόγιο ενός Αθέατου Απριλίου». Εξετάζει το πρόβλημα του Χρόνου σε σχέση με την ελλειπτική γραφή του Ελύτη, την ατμο σφαιρική μετατόπιση από το φως στο σκοτάδι και το πώς αντι λαμβάνεται ο ποιητής την Ιστορία μέσα από την έννοια της αιω νιότητας. Ο Δήμου κάνει συχνές αναφορές σε προηγούμενες ποιη τικές συλλογές του Ελύτη πράγμα που δείχνει ότι έχει μελετήσει εξαντλητικά το έργο του. Αυτή η τεχνική των παράλληλων αναφο-
80/επιλογή ρών σε παλαιότερους στίχους του ίδιου ποιητή διευκολύνει τη συ γκροτημένη ανάγνωση του ποιήματος. Ο Δήμου καταλήγει σε μια συζητήσιμη τελική πρόταση: ο Ελύτης είναι (ήταν από την αρχή) ποιητής θρησκευτικός (σελ. 43), «πιστός χωρίς θεό (είναι οι εντι μότεροι πιστοί)» (σελ. 60).
Σ
το κείμενο «...Δεν ξέροντας» ο Δήμου αναπτύσσει μερικές πολύ ενδιαφέρουσες απόψεις για τη χρήση της μουσικής τέ χνης (μάλλον τεχνικής) μ’ εκείνη της ποίησης. Έχει σαν κέντρο αναφοράς την «Κίχλη» του Σεφέρη. Για το ρυθμό, την παύση και τη χορευτική κίνηση του ποιήματος. Γράφει ο Δήμου: «Απηχώντας τον τίτλο της ωραίας μελέτης του Νάσου Βαγενά “Ο ποιητης κι ο χορευτής” ήθελα στην αρχή να ονομάσω αυτό το σημείωμα “ο ποιητής ως χορογράφος” . Χορογράφος των κινήσεων της ψυχής των συγκινήσεων. Όμως δεν είναι μόνο χορογράφος αλλά και μουσουργός. Η μουσική του υπαγορεύει τη συναισθηματική κίνη ση. Ξέρει να μεταφράζει το αίσθημα σε τομές χρόνου. Κάνει αι σθητή την εσωτερική αρμονία (ή δυσαρμονία) με ήχους και ρυθ μούς λέξεων». Η τέταρτη εκτενής μελέτη αφορά το βιβλίο της Νανάς Ησαΐα «Στην Τακτική του Πάθους». Ο Δήμου με εύστοχες παρατηρήσεις εντοπίζει τα τρία σημεία που αποτελούν τον πυρήνα του ποιητι κού γίγνεσθαι της ποιήτριας: τον έρωτα, το δωμάτιο και το μηδέν. Η Νανά Ησαΐα είναι μια από τις πιο διακεκριμένες ποιήτριες της γενιάς του ’60. Το παραπάνω βιβλίο έχει την εξής πρωτοτυπία: αποτελείται από μια σειρά ποιήματα κι ένα παράλληλο ομότιτλο πεζό. Μίλησα ήδη για τον συγκριτικό τρόπο με τον οποίο ο Δήμου αναλύει τα θέματά του. Μέσα από κοινούς τόπους που ανασύρει από την εξαντλητική μελέτη των κειμένων των ποιητών, προχωράει σταδιακά σε επιμέρους συμπεράσματα για να φτάσει σ’ ένα τελικό και σύνθετο. Ο σκοπός για τον οποίο γράφεται η μελέτη αναφέρεται συνήθως στην αρχή κάθε κειμένου προετοιμάζοντας τόν αναγνώστη για τους στόχους της ερμηνευτικής ανάλυσης ή του σχολιασμού που θ’ ακολουθήσει. Αλλά θα ’θελα να μιλήσω τέλος για το σημαντικότερο προσόν του συγγραφέα Νίκου Δήμου. Είναι η σαφήνεια των κειμένων του. Ξέρω ελάχιστους συγγραφείς που γράφουν με τέτοια νοημα τική και λογική αλληλουχία. Συνήθως το κοινό της λογοτεχνίας καταταλαιπωρείται διαβάζοντας δυσνόητα και επιτηδευμένα κεί μενα, όχι μόνο από σοβαροφανείς αλλά και από διακεκριμένους κριτικούς. Πολλοί μάλιστα αναγνώστες έχουν αποκτήσει την πε ρίεργη άποψη ότι ένα κείμενο που διαβάζεται εύκολα δεν μπορεί να είναι σημαντικό! Στα κείμενα του Δήμου η μια πρόταση γεν νάει την άλλη και η κάθε παράγραφος ακολουθεί αβίαστα την προηγούμενη. Ας προσθέσουμε εδώ και τα σωστά ελληνικά, τη γλωσσική επιδεξιότητα με την οποία ο Δήμου χειρίζεται τα θέμα τά του. Στο βιβλίο αυτό το «Έρως Καλού» φανερώνει όλες τις αρετές του. Αξίζει να διαβαστεί. ΘΑΝΑΣΗΣ Δ. ΝΤΟΚΟΣ (Υ.Γ. Το τελευταίο κείμενο του βιβλίου, με τίτλο «Ποιος;» αναφέρεται στο τεύχος του «Διαβάζω» το αφιερωμένο στον Α. Κάλβο. Ο Δήμου σχολιάζει την έλλειψη απεικόνισης του μεγάλου Ζακύνθιου λυρικού).
ΜΟΝΑΧΟΥ ΝΙΚΟΔΗ ΜΟΥ: Χρώμα των αιώ νων. Αθήνα, Επικαιρότητα, 1988. Σελ. 59. Διαβάζοντας κανείς την ποιητι κή συλλογή του Μοναχού Νικό δημου, έχει την εντύπωση πω ς ερευνά έναν σύγχρονο Έλληνα ποιητή, χωρίς ράσο και απομό νωση από τα εγκόσμια, με α π α ράμιλλο ήθος και πολύ καλή γνώ ση της τεχνικής της ποίησης. Κι αυτό γιατί θα περιμέναμε ίσως περισσότερη θεολογική ανάλυση, περισσότερη θρησκευτικότητα και εν πάση περιπτώσει μεγαλύ τερη αναφορά στα θεία, κατ' εξοχήν συνήθεια άλλων ιερωμέ νων που καταφεύγουν κατά και ρούς στο γράψιμο, ως μέσο εκτό νωσης, αλλά και επικοινωνίας. Αυτό το γεγονός δίνει στο βιβλίο μεγαλύτερη βαρύτητα, καθώς διαπιστώνουμε ότι οι μοναχοί που ασχολούνται με το γράψιμο και την τέχνη γενικότερα, έχουν μελετήσει την εκλεκτική παραγω γή και έτσι καταφέρνουν να μην ξεχωρίζουν από τους κοσμικούς συναδέλφους τους. Είναι λοιπόν έκπληξη πρώ του μεγέθους το «Χρώμα των αιώνων» και αυτό ματα συγκαταλέγεται σ' ό,τι το καλύτερο έχει γραφτεί από συγ.γραφέα και ποιητή, που μέσα στη σκληρή του απομόνωση δια λέγει την ποίηση για να ενοχο ποιήσει άλλες πτυχές της ανθρώ πινης διάστασης που αδιαφο ρούν, συκοφαντούν και το κυριότερο δεν αντιδρούν στις ιδέες της εποχής μας.
ΧΡΙΣΤΟΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
επιλογη/81
από τη γραμματολογική στη βαθύτερη προσέγγιση των κειμένων Π.Δ. ΜΑΣΤΡΟΔΗΜΗΤΡΗ: Πέντε δοκίμια για την νεοελληνική *
^ πεζογραφία. Αθήνα, Α ύ χ ν ο ς , 1987. Σελ. 169 +. 5 λευκές. 8ο.
τη μελέτη της νεοελληνικής μας λογοτεχνίας1 έχουμε ευτυχή σει. Οι μελέτες που βλέπουν πολύ συχνά το φως δεν είναι μόνο αρκετές, αλλά και αρτιωμένες μέσα στην περιοχή που κινούνται. Ίσως κάποιες φορές, βέβαια, να γίνεται κατάχρηση κάποιων ονομάτων ή έργων, ίσως κάποτε να επαναλαμβάνονται πράγματα που ειπώθηκαν μ’ έναν τρόπο οριστικό, ίσως ακόμα, πίσω από την επιμονή, να ελλοχεύει κάποιο πνεύμα ιδιοτέλειας. Κι αυτή η κατάχρηση αφορά κυρίως στα ονόματα και στα έργα που ένας καταναλωτισμός του πνεύματος προωθεί, με αποτέλεσμα κάποιες μονιμότερες αξίες να απωθούνται στο περιθώριο και να θεωρούνται «παρελθόν», τη στιγμή που το παρόν δεν έχει ακόμα και είναι φυσικό αυτό - τη δυνατότητα μιας ολοκλήρωσης, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν έχει συντελεστεί ως χρονική διάσταση, ως κοινωνική μορφή, ως πνευματική υπόσταση. Για να γίνει αυτό, πρέπει το παρόν να αποδράσει από τα περιβλήματά του και να δει το περιεχόμενό τους απ’ έξω. Κι αυτό δύσκολα κατορθώνεται, όταν μάλιστα οι πνευματικοί φορείς της εξέλιξης βρίσκονται ακόμα μέσα στο πλέγμα της θετικής ή αρνητικής διεργασίας. Όμως, εκείνο που αλαξονικά από κάποιους αποκαλείται «παρελ θόν», στην περιοχή της πνευματικής δημιουργίας δεν παίρνει αυτό το χαρακτηρισμό. Γιατί το πνευματικό έργο, και ιδιαίτερα το καλλιτεχνικό, δεν έχέι παρελθόν, έχει μόνο παρόν, εφόσον βέβαια κατόρθωσε να ξεπεράσει τα συμβατικά του χρονικά περιβλήματα και να εγκατασταθεί στην αιωνιότητα της ανθρώπινης οροθεσίας. Κι από την άποψη αυτή, η μόνιμη αξία του δεν έχει μόνο ιστορικό χαρακτήρα, αλλά συμμετέχει στη δημιουργία της φυσιογνωμίας των μεταγενέστερων εποχών με τη δυναμική του και την αυτοτέ λειά του. Κι αν σήμερα και το πνευματικό προϊόν πάει να καταντήσει ένα καταναλώσιμο αγαθό, όπως εκείνα της τεχνολογι κής εξέλιξης, αυτό συνιστά οπωσδήποτε μια αρνητική προσπά θεια. Το τεχνολογικό προϊόν, με τη γοργή του αντικατάσταση, δεν είναι δυνατό να δημιουργήσει παράδοση - αυτό που χρησιμοποι είται σήμερα, αύριο πετιέται και τη θέση του παίρνει κάποιο άλλο, και για το πρώτο δε γίνεται πια καθόλου λόγος, είναι κενό από περιεχόμενο. Αντίθετα, τα δημιουργήματα που έπλασε ο λαός και ο επώνυμος δημιουργός, βάζοντας μέσα τους την ψυχή του, αποτελούν την αδιάσπαστη αλυσίδα της παράδοσης και δικαιώ νουν τη ζωή στη συνέχεια και στη συνέπειά της. Η μελέτη των μόνιμων αξιών είναι οργανική και λειτουργική ανάγκη της πνευ ματικής κοινωνίας κι απ’ αυτήν σίγουρα παίρνει κανείς, κερδίζει την ψυχή του, που είναι το πολυτιμότερο σε τούτο τον αιώνα των χαμένων προσανατολισμών. Κι όχι μόνο, ιδιαίτερα για τα λογοτεχνικά έργα - για να ξαναγυρίσουμε στη νεοελληνική μας λογοτεχνία - απαιτείται μια γραμματολογική τοποθέτηση και αποτίμησή τους ή μια επανατο ποθέτηση ή αναθεώρησή τους, ακόμα. Αν έχουν την αξία τους,
Σ
Μ
ελετες
82/επιλογη μας κρίνουν εκείνα. Η δική μας προσέγγιση σ’ αυτά έχει το λόγο της σύνεσής μας και της σοβαρότητας μας. Η φιλολογική και γραμματολική έρευνα οπωσδήποτε προσφέρει πολλά. Περισσότε ρα όμως η επαφή μας με τα κείμενα και η προσπάθειά μας να σπάσουμε το φλούδι που τα περιβάλλει. Ο καρπός τους είναι ευπρόσδεκτη τροφή κι απ’ αυτήν την τροφή πάντα θα έχουμε ανάγκη. ο βιβλίο του Π.Δ. Μαστροδημήτρη επιχειρεί αυτή την προ σέγγιση μέσ’ από το έργο ορισμένων λογοτεχνών, σ’ ένα Τ χρονικό διάστημα αρκούντως μεγάλο2. Ο μελετητής έχει ιδιαίτερα ασχοληθεί με τη νεοελληνική λογοτεχνία, κυρίως από άποψη γραμματολογικής αναδίφησης. Αυτό έχει το θετικό, ότι η έρευνά του γίνεται μέσ’ από τα κείμενα και γι’ αυτά, είναι εκείνα «ών έστι χρεία» - όλα τ’ άλλα σωρεύονται γύρω απ’ αυτά και τα αποσκεπά ζουν και μας απομακρύνουν από το περιεχόμενό τους3. Όμως εδώ, όπως ο ίδιος σημειώνει στον πρόλογο του βιβλίου του, «τα πέντε αυτά δοκίμια διαφοροποιούνται ώς ένα βαθμό από τις άλλες εργασίες μου, [...] και σημαδεύουν μιαν επέκταση των μελετών μου προς σφαιρικότερες θεωρήσεις, αποβλέποντας στην ανάλυση κυρίως των αισθητικών παραμέτρων μιας σειράς κειμέ νων της πεζογραφίας μας» (σελ. 7). Η διαφοροποίηση αυτή εκφράζεται στον τρόπο που αντιμετωπίζονται από το μελετητή τα κείμενα, κυρίως στο πρώτο δοκίμιο (σελ. 13-29), όπου η σχηματοποίηση, που ο γραμματολόγος είναι υποχρεωμένος να παρακολου θήσει για την ένταξή τους στο ιστορικό πλαίσιο της δημιουργίας τους, γίνεται στο τέλος ρευστή και απροσδιόριστη, με την «αντα πόκριση» των ποιητικών κειμένων, που έρχονται να επιρρώσουν τις θέσεις ενός προσανατολισμού, στηριγμένου στις αξίες, που ένα σύνολο - εθνικό, πολιτικό, κοινωνικό, πνευματικό - εκτρέφει για να επιβεβαιωθεί στην ιστορική του πορεία και θέση. Ο «πρώιμος αντιρομαντισμός» της πεζογραφίας μας, στις τελευταίες δεκαετίες του περασμένου αιώνα, όπως προσδιορίζεται από το μελετητή, περιέχει αρκετό ρεαλισμό και μια πρωτογενή επαφή με τα πράγ ματα, καθώς η ελληνική κοινωνία υποχρεώθηκε από τις ευρωπαϊ κές της επιλογές να περάσει μεσ’ από μεταλλαγές και ανακατατά ξεις, με αποτέλεσμα να γίνουν εντονότερα τα αρνητικά κοινωνικά φαινόμενα που ώς τότε, μέσα στην παραδοσιακή δομή, αποτελού σαν μεμονωμένες ενδείξεις, κάποτε μάλιστα γραφικές συναρτήσεις μιας επιδερμικής λογοτεχνικής καταγραφής. Τόσο ο «Θάνος Βλέκας» του Καλλιγά όσο και η «Στρατιωτική ζωή εν Ελλάδι» του Ανωνύμου, κείμενα διαφορετικού καλλιτεχνικού αποτελέσματος, καταλήγουν στον ίδιο στόχο: στη στηλίτευση μιας δεδομένης κοινωνικής και πολιτικής κατάστασης, που επικράτησε ύστερ’ από την Επανάσταση στο ελλαδικό κρατίδιο, ένα άθυρμα κι αυτό της ευρωπαϊκής διπλωματίας για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της. Η πεζογραφία, βέβαια, μπορεί ν’ αποτυπώνει την πραγματικό τητα και ν’ ακινητοποιεί τη ρευστότητά της, μπορεί να καταγρά φει λεπτομέρειες και να υπονοεί γενικεύσεις, να παραπέμπει σε οικείες καταστάσεις και να παρακολουθεί την εξέλιξη των γεγονό των, όμως ο πυκνός λόγος της ποίησης, με το συναισθηματικό του υπόβαθρο είναι ο μόνος που μπορεί να ανυψώσει αυτή την πραγματικότητα. Βέβαια, ο μελετητής δε γενικεύει σε συγκριτική αξιολόγηση τις δυνατότητες ποίησης και πεζογραφίας (βλ. σελ. 9 του προλόγου του), ωστόσο, σε μια βαθύτερη θεώρηση, ο ποιητι κός λόγος προχωρεί περ’ από τα επιφαινόμενα και επικαιρικά ή εποχιακά σε διεισδυτικότερες και μονιμότερες αποτυπώσεις, κα-
πεζογραφία Δ Η ΜΗΤΡΙΑΣ ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗ: Γιατί; Μυθιστόρημα. Αθήναι, Επιχαιρότητα, 1987. Σελ. 152. Οι παλιές συνταγές του καλού πεζού λόγου βρίσκουν την τήρη σή τους στο μυθιστόρημα «Για τί», τρίτο κατά σειρά βιβλίο της Δημητρίας Ζουμπουλάκη. Οι συνταγές αυτές εντοπίζονται στη μετάδοση της συγκίνησης με τον πιο έντονο τρόπο, με λόγια απλά, αλλά εξόχως δυνατά, που απηχούν τη βαθύτερη ανθρώπι νη αντίδραση μπροστά στην πε ριδίνηση και σκοτοδίνη που επι φέρει μερικές φορές η αντιμετώ πιση της πραγματικότητας. Είναι ένας γνήσιος ρεαλιστικός λόγος, π ου φουντώνει συγκινησιακά (μερικές φορές υπερβολικά, φ τά νοντας μέχρι τη γλυκερότητα) και που ανταποκρίνεται στην, ενστι κτώδη συμπεριφορά της διαχυτι κότητας, που διακρίνεται ανάμε σα στους ανθρώπους ορισμένων λαϊκών στρωμάτων. Ο μύθος αφορά τον πάσχοντα άνθρωπο, έστω και σε οριακή κατάσταση
+
επιλογη/83 θώς η λυρική συνείδηση αγκαλιάζει τα «καθόλου». Τα ποιητικά κείμενα των δυο μεγάλων ποιητών που ο μελετητής παραθέτει ως ανταπόκριση του πρώιμου αντιρομαντικού μηνύματος μιας πραγ ματιστικής και κοινωνιστικής πεζογραφίας, δικαιώνουν οπωσδή ποτε την επιλογή του. Τόσο ο «Πρόλογος» από τη «Φλογέρα του βασιλιά» (1909) όσο και η «Ιερά οδός» (1934), είναι ποιήματα όπου η πραγματικότητα μετουσιώνεται, μ’ όλη την τραγικότητά της σε ποιητικά ρήματα μιας ευρύτερης κοσμοθεωρίας, και μεσ’ από την ελληνοκεντρική θέση του Παλαμά και την παγκοσμιότητα του Σικελιανού, καταλήγουν στο ίδιο όραμα: στην ανάσταση ενός κόσμου πλασμένου από τις προσμίξεις των μόνιμων αξιών που ο άνθρωπος εγκαθίδρυσε σε τούτη τη γη με το βαθύτερο κίνημα της ουσίας του, που είναι η ίδια η ζωή, ξαναπλασμένη σ’ έναν ανανεωμένο κόσμο. Δεν ξέρω αν αυτά τα οράματα πραγματοποιή θηκαν στον κόσμο μας, εκείνο που έχει σημασία είναι πως η ποίηση έχει τη δύναμη να ξαναπλάθει τον κόσμο. Ο ποιητής κατακτά την οικουμένη με τους αναβαθμούς της ποιητικής του έκφρασης και προσφέρει στην κοινωνία το όραμά του. Όμως αυτό δεν είναι το όραμα μιας συγκεκριμένης ιδεολογικής ή ιδεοληπτικής ερμηνείας: είναι ένας βαθύς ανθρωπισμός, που για την ποίηση είναι ζωτική προϋπόθεση, κι αυτό ο μελετητής το υπογραμμίζει όσο μπορεί. Χωρίς αυτή τη λειτουργική προϋπόθεση η ποίηση αδυνατεί να επιδράσει συμπαθητικά, επομένως και συγκινησιακά. Η διαφορά της με την πεζογραφία μπορεί να είναι ένα τίποτα, μπορεί να είναι κάτι πολύ μεγάλο, «κάτι από μακριά» (Παλαμάς). Γεγονός πάντως παραμένει πως στο κάλεσμα των καιρών η ανταπόκρισή της είναι άμεση. Και τότε περιέχει τα στοιχεία εκείνα που της δίνουν τη δύναμη να ξεπεράσει το καιρικό ή επικαιρικό. ν το πρώτο δοκίμιο του μελετητή έχει αυτή την ευρύτερη θεώρηση, η ενασχόλησή του με τον Ανδρέα Καρκαβίτσα, που ακολουθεί στο δεύτερο δοκίμιο (σελ. 31 - 66), χωρίς να παραβλέπει τις παραμέτρους της δημιουργίας του έργου του, εντοπίζεται περισσότερο σε μια συγκεκριμένη περιοχή. Το δοκίμιο είναι γραμμένο στην αγγλική γλώσσα4, και αφορά στην ελληνική λογοτεχνία του 19ου αι. όπου μέσα στα πλαίσιά της τοποθετείται ο δημιουργός του «Ζητιάνου». Ο μελετητής αναλύει τις συναρτή σεις και τους επηρεασμούς της λογοτεχνίας μας στον αιώνα που πέρασε και που στάθηκε καθοριστικός για τα πνευματικά μας πεπρωμένα. Ξεκινά από την περιγραφή και ανάλυση των ιστορι κών δεδομένων και με τις συμβατικές σχηματοποιήσεις, που κρίνονται απαραίτητες για τη μελέτη των λογοτεχνικών έργων από άποψη γραμματολογική, φτάνει στον Καρκαβίτσα, ένα από τους θεμελιωτές της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας και τον κυριότερο ηθογράφο (σελ. 37)5. Στη βιογραφική ανάλυση που ακολουθεί, ο μελετητής δεν αρκείται μόνο στην παράθεση στοιχείων από τη ζωή του συγγρα φέα: οι εξελικτικές φάσεις της δημιουργίας συνάπτονται ασφαλώς με την ευρύτερη κοινωνική και πολιτική εξέλιξη και με την πνευματική έκφραση της δεδομένης εποχής. Κι εδώ αξίζει να σταθούμε σε μια σημαντική εξελικτική φάση των πνευματικών μας πραγμάτων εκείνων των καιρών: το γλωσσικό ζήτημα, καθώς και ο μελετητής το επισημαίνει, σε σχέση με τον Καρκαβίτσα πάντοτε (σελ. 41 κ.ε.). Ο πεζογράφος, όπως και πολλοί από τους λόγιους (σε αντίθεση με τους λαϊκούς) συγγραφείς, ήταν στην αρχή οπαδός της καθαρεύουσας και τα πρώτα του έργα («Διηγήματα», «Η λυγερή») είναι γραμμένα στη γλώσσα αυτή. Ωστόσο και σ’
Α
«■ κακοτυχίας και κακοδαιμονίας, που εξουθενώνεται ψυχολογικά και συναισθηματικά α πό τα αμεί λικτα «γιατί», τα οποία εισχω ρούν στη ζωή του, καθώς οι κατά συρροήν αντιξοότητες τον καθηλώνουν σ' έναν εσωτερικό μαρασμό και τον αποτρέπουν από τα ελάχιστα δικαιώματα της στιγμιαίας χαράς και του χαμό γελου. Η μεγαλύτερη αντιξοότη τα, φυσικά, είναι ο θάνατος, ένας θάνατος αποτρόπαιος που στε ρεί προοδευτικά την ηρωίδα από τα πρόσω πα του στενού της πε ριβάλλοντος, και που σφυρηλα τεί, όμως, μέσα της μια θετική και απροσδόκητη αντίδραση· της ατσαλώνει τη θέληση για μια αντιπαλότητα διάρκειας απένα ντι του, που πραγματώνεται με το ιεραποστολικό δόσιμο υπέρ των συνανθρώπων της. Η οξεία αντίθεση του γεγονότος ότι η αστή ηρωίδα περιβάλλεται και προστατεύεται με στοργή από τους ταπεινούς ανθρώπους της φτωχογειτονιάς, δίνεται μ' ένα απλό χιούμορ, που αποπνέει αν θρώπινο μυστήριο και συγκατά βαση. Η εξέλιξη του μύθου κυλά γοργά και φυσικά, με γλωσσική αντοχή και τρυφερότητα, με κα τανόηση προς τις ανθρώπινες αδυναμίες και με αφηγηματική γλαφυρότητα. Τα κατ' ανάγκην γλωσσικά ιδιώματα ηχούν ευχά ριστα, πα ρ ά τη συχνή τους επα νάληψη. Το μυθιστόρημα, τέλος, διαρθρώνεται με έναν λειτουργι κό και ακατάπαυστο διάλογο, μια ατέρμονη και ζωντανή συζή τηση, που διεξάγεται εις επήκοόν μας.
ΗΛΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΣ
84/επιλογη αυτά διαφαίνεται ότι ο δρόμος που θ’ ακολουθούσε δεν ήταν εντέλει αυτός. Ό σο κι αν στην αρχή ήταν θιασώτης μιας «μικτής», αργότερα αποκήρυξε τις θέσεις αυτές και ασπάστηκε με θέρμη τη μόνη εθνική γλώσσα, τη δημοτική. Σ’ αυτή έδωσε το σημαντικότε ρο έργο του: μια γλώσσα εύχυμη, ουσιαστική και ζωντανή, που σίγουρα τον ανεβάζει στη σειρά των λίγων δημιουργών, που ανύψωσαν το λαϊκό όργανο σε προσωπικό ύφος. Κι αν θέλουμε ν’ αναζητήσουμε την αιτία αυτής της μεταστροφής, θα πρέπει να πάμε στο περιεχόμενο του έργου του: είναι ο λαός, μάλιστα ο καθαυτό λαός, οι ξωμάχοι και οι θαλασσινοί, που αποτελεί την πολυτιμότερη πτυχή της εθνικής μας υπόστασης. Η συμφυής γλωσσική μορφή ανταποκρίνεται στο περιεχόμενο - εξάλλου αυτά είναι αξεδιάλυτα - κι όσο κι αν προσπαθήσουμε να σχηματοποιή σουμε την περιοχή αυτή ως «ηθογραφική», πάντα θα μας διαφεύ γει η ψυχή αυτού του περιεχομένου, που δεν έχει να κάνει με κανενός είδους συμβατικότητες και κατατάξεις του σπουδαστη ρίου. Και βέβαια πίσω απ’ όλ’ αυτά υπάρχει ο κοινωνικός προβληματισμός, που είναι εντονότερος κι από τον εθνικό ή πολιτικό. Γιατί, από τη στιγμή που μιλάει κανείς για το λαό, έχει μπει κιόλας στην καρδιά των κοινωνικών προβλημάτων. μελετητής με την ειδική απασχόλησή του με το σημαντικότε ρο έργο του Καρκαβίτσα, το «Ζητιάνο»6, που καθιέρωσε το συγγραφέα ως έναν από τους θεμελιωτές της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας (σελ. 49), αυτή την κοινωνική πλευρά του έργου αναδεικνύει: ο πατριωτισμός του συγγραφέα παίρνει τους δρό μους εκείνης της θεώρησης, που ολοκληρώνουν τη στάση του απέναντι στα πεπρωμένα του έθνους του. Ο κοινωνικός χαρακτή ρας του έργου δεν μετατοπίζει σ’ ένα άλλο επίπεδο τον προβλημα τισμό: περ’ από την ποιητική (ή ηθογραφική, αν θέλουμε) κατα γραφή, αυτού του παρωχημένου κόσμου, υπάρχει η αντίσταση της πραγματικότητας - κι αυτό στον Καρκαβίτσα, χάρη στην αμεσότη τα και τη μεστότητα του εκφραστικού του οργάνου, γίνεται έντονα αισθητό. Και η πραγματικότητα αυτή, που σπονδυλώνει το περιεχόμενο του έργου του, συμμετέχει στην αναδημιουργία της πνευματικής υπόστασης του κόσμου. Ο Καρκαβίτσας, και μ’ όλες τις επιδράσεις - και ποιος τελικά από τους συγγραφείς δεν έχει επιδράσεις - κατόρθωσε ένα έργο βαθιά εθνικό, έντονα προβλη ματισμένο κοινωνικά - και μ’ όλες τις αρνήσεις για την πλευρά αυτή του έργου του, που τα κριτήριά τους διαμορφώνονται εκ των υστέρων - και, το σημαντικότερο, σε μια γλώσσα, που η δικαίωσή της μεσ’ από τη λογοτεχνία, ήταν η οριστική καταδίκη της λόγιας συμβατικής γραφής. Μια διαφορετική διάσταση αποχτά η εκφραστική του λογοτε χνικού έργου με την πεζογραφία του Φώτη Κόντογλου, που είναι το θέμα του τρίτου δοκιμίου του βιβλίου (σελ. 67-91). Εδώ ο μελετητής ανιχνεύει μεσ’ από την «ακατέργαστη» γλώσσα του Αϊβαλιώτη συγγραφέα τα στοιχεία εκείνα, που συνιστούν την ιδιαιτερότητα του σημαντικού αυτού πεζογράφου μας. Διαπιστώ νει ότι η εικαστική έκφραση που ο Κόντογλου, ως ένας ανώνυμος ταπεινός τεχνίτης πραγματοποιεί, για ν’ αποδώσει στο θεό αυτό που του οφείλει, επηρεάζει και τη γραφή του, που διαθρώνεται με εικόνες, με έννοιες συγκεκριμένες, θα λέγαμε πως παρουσιάζει μια ομοιότητα με τη «λαϊκή» ποίηση της γεωμετρικής εποχής7. Το αφηρημένο είναι για τον Κόντογλου ακατανόητο ίσως, ακόμα κι όταν «θεολογεί» - και, βέβαια, η αναγωγή σε χώρους μεταφυσικής απαιτεί και μια γλώσσα όπου οι έννοιες των λέξεων είναι πέραν του υλικού και του αισθητού. Ο συγγραφέας χαράζει μεσ’ απ’ το
Ο
ΣΠΥΡΟΥ ΒΡΕΤΤΟΥ: σε μαύρο πλον. Πάτρα, Αχαϊκές εκδόσεις, 1988. Σελ. 36 Η πολύ καλή ποιητική συλλογή του Σ. Β. χαρακτηρίζεται από συ νεσταλμένο και μετριόφρονα συλ λογισμό, έτσι που να δείχνει τις πραγματικές της δυνατότητες από την πρώτη ματιά. Τα μακρόσυρτα ποιήματα αποπνέουν έναν βαθύ και ανεξάντλητο ψυχικό κό σμο, α π ' τον οποίο γεννιούνται ιδέες και προτάσεις κατά το μάλ λον συναρπαστικές, καθώς πρ ο γραμματίζουν την επώδυνη ερω τική φάση, ενώ ταυτόχρονα δη μιουργούν εντυπώσεις που ξε περνούν τα νοητικά στάδια και ελέγχουν δριμύτατα τη λογοτε χνική ισορροπία. Η πρώτη δου λειά του Σ.Β. δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από την ποίηση καταξιω μένων δημιουργών, γιατί ο ποιη τής ελέγχει πλήρως το υλικό του, το πλάθει με πολλή μαεστρία μεταχειριζόμενος λέξεις-κλειδιά και τέλος ολοκληρωμένα προσδιορί ζει τα όρια της ποίησης α π ' τον πεζό λόγο, παγίδα στην οποία πέφτουν πολλοί απ ό τους νέους στη λογοτεχνία εργάτες. Γι' αυτό το λόγο το «σε μαύρο πλου» θ' αντέξει στο χρόνο, μετατρέποντας τα γήινα και καθημερινά σε όνειρα και φαντασία.
Χ.Π
επιλογη/85 έργο του (που αρχίζει από το 1919) τη σταθερή του πορεία προς τις πηγές της Ορθοδοξίας και της παράδοσης, προς την πνευματι κή και ψυχική τελείωση που δίνει η πίστη στον άνθρωπο. Εδώ αυτή η πραγμάτωση συντελείται μεσ’ από την τέχνη, που μεταφέ ρει στην αποτύπωσή της τα εσωτερικά βιώματα ενός ανθρώπου, που ο πραγματικός κόσμος, ως εξωτερίκευση ενός μυστικού πνεύματος, στάθηκε γι’ αυτόν η ανεξάντλητη πηγή της έμπνευσής του. Ο βυζαντινότροπος χαρακτήρας της ζωγραφικής του διαχέεται και μέσα στο λογοτεχνικό του έργο και ο μελετητής σημειώνει πολύ εύστοχα πως «ο Κόντογλου γράφει σα να μην είχε γράψει κανείς άλλος μετά τους χριστιανούς συγγραφείς του Βυζαντίου» (σελ. 77). Η «αφέλεια» αυτή, που δίνει την ιδιαιτερότητα στο συγγραφέα της «Βασάντας», όσο κι αν φαίνεται από κάποιο σημείο και πέρα εξεζητημένη, περιέχει ωστόσο αρκετή γνησιότητα στο βαθύτερο κίνημά της. Ο Κόντογλου, μέσ’ από την εικαστική του γραφή (ή την περιγραφική του εικόνα) καταφέρνει να μεταδώσει αληθινή συγκίνηση και να δημιουργήσει αντιστάσεις. Βέβαια, αυτή η «αφέλεια» κάποιες φορές φτάνει σε ακρότατα όρια, όμως, μέσα στο έργο του, ο καημός της βασανισμένης Ρωμιοσύνης είναι πράγμα πολύ σημαντικό. Κι όσο κι αν εξιδανικεύει (μέσα σε μια γενίκευση) ή μυθοποιεί το παρελθόν, είναι για να το αντιπαραθέσει στο ζοφερό παρόν και ιδιαίτερα για να στηλιτεύσει τους σημερινούς τεχνίτες - όποιας μορφής - και να δείξει πως, σε σχέση με τα πρότυπα του παρελθόντος, είναι πολύ ταπεινοί και πως «η ξεπεσούρα στην οποία βρίσκεται η τέχνη μας σήμερα» οφείλεται στο ότι «την τέχνη την πήραμε στα χωρατά», δεν της δώσαμε τη σημασία που απαιτεί και ότι απεμπολήσαμε μέσ’ από το γράψιμό μας «κάποιο πράγμα, που ’ναι το τιμιώτατον». Όσο κι αν διαβλέπει κανείς εδώ εκείνη την τάση μιας εκτονωτικής αντιπαράθεσης, που οι ρίζες της βρίσκονται στη λαϊκή εμπειρία και αντιμετώπιση του παρελθόντος ως εξιδανικευμένης περιοχής, δεν μπορεί να μη συμφωνήσει με τη διαπίστωση αυτή. Ο μελετητής μ’ αυτό το «απολογητικό» κείμενο του Κόντο γλου τελειώνει το δοκίμιό του, καθώς του υπαγορεύει η ουσιαστι κή προσέγγιση του λόγου τού αξιοπρόσεχτου αυτού συγγραφέα μας. Θα πρέπει να προσεχτεί ιδιαίτερα η ενασχόληση του μελετητή μ’ έναν «ήσσονα συγγραφέα, το Γιώργο Δενδρινό, που στη σύντομη ζωή του δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την εκφραστική του αποτύπωση (σελ. 93-122). Επηρεασμένος από τους ρεαλιστές και νατουραλιστές συγγραφείς του περασμένου αιώνα, ο Δενδρινός έδωσε έργο κοινωνικό, που οι διαστάσεις του προοιωνίζονταν οπωσδήποτε σημαντικές». Η ενασχόληση μ’ έναν συγγραφέα, που η εμβέλειά του δε φτάνει ώς την εποχή μας, δείχνει για τον Π.Δ. Μαστροδημήτρη πως η γραμματολογική του περιγραφή και ανά λυση προχωρεί και στις περιοχές εκείνες που οι αδυναμίες τους ενδεχομένως είναι οι απαραίτητες ανάσες για την πορεία της λογοτεχνίας, κι έτσι ολοκληρωμένη η θεώρησή της επιτρέπει μιαν αδιάσπαστη μελέτη των έργων της. Από την άποψη αυτή, και οι συγγραφείς που άφησαν ένα έργο ανολοκλήρωτο ή, σε άλλες περιπτώσεις, δευτερότερης σημασίας για τους σταθμούς της πνευ ματικής εξέλιξης, θα πρέπει με το ίδιο ενδιαφέρον ν’ απασχολούν τον ιστορικό της λογοτεχνίας, αφού, σε τελευταία ανάλυση, και οι συγγραφείς αυτοί έχουν να δώσουν κάτι από το ακένωτο περιεχό μενο της ζωής, που μετουσιώνεται σε αιωνιότητα. μελετητής δίνει μια σύντομη βιογραφική διαγραφή του (σελ. 95 κ.ε.) μέσ’ από μαρτυρίες της εποχής (ο Ο Δενδρινού
ΕΚΤΩΡ ΜΠΙΑΝΚΙΟΤΙ Δ ίχ ω ς τ ό έλ εο ς του Χ ρ ίσ του
ΕΚΤΩΡ ΜΠΙΑΝΚΙΟΤΙ
’Έγραψαν γιά τό βιβλίο Μ ιά
διεισδυτική
μ α τ ιά
πάνω
σ τη ν έν ν ο ια τ η ς ζ ω ή ς , μ ιά π ο ιη τικ ή π ρ ο σ π ά θ ε ια δ που ή π ίσ τ η θρ ια μ β εύει τ η ς λή θη ς. Έ ν α ά π ό τ ά ω ρ α ιό τ ερ α β ιβ λ ία τ η ς γ α λ λ ι κής λογ ο τ ε χ νία ς .
Le Nouvel Obserbateur .. .
Έ ν α αληθινά μ ε γ ά λ ο μυθι
σ τόρ η μ α .
Le Point Έ ν α ς γ ά λ λ ο ς σ υγ γ ρ α φ έ α ς , π ο ύ έρ χετα ι ά π ό τ ό π ο υ ς άλλους, φέρ ν ο ντ α ς ένα λ α μ π ρ ό κ α ί συνάμ α οδυνηρό π λού το: τ ό τ α λ έντο .
L’Express
ΕΚ Δ Ο ΣΕ ΙΣ ΝΕΦΕΛΗ Μαυρομιχάλη 9, ΑΘ Η ΝΑ
86/επιλογή Δενδρινός έγραψε το έργο του στην εποχή του μεσοπολέμου) και στέκεται στα έργα του, που έφτασαν ώς εμάς, τη συλλογή διηγημάτων «Ο άνθρωπος που τα δέχονταν όλα»8, στο μυθιστόρη μα «Μαμμούθ» και στο αδημοσίευτο ρομάντσο «Ιχώρ», εξετάζοντάς τα «ένα προς ένα» (σελ. 99 κ.ε.) Τα έργα αναλύονται ως προς το περιεχόμενο, τη σχέση τους με την ιδιαίτερη ζωή του συγγρα φέα και, κυρίως, από την άποψη της γλώσσας, που συνιστά το κυριότερο γνώρισμα της ιδιαιτερότητας, το ύφος. Οι παρατηρή σεις, οι περιγραφές και οι αναλύσεις αποδεικνύουν την εκφραστι κή δύναμη, που φανερώνεται κάποτε στον Δενδρινό (λ.χ. σελ. 105 κ.ε.) και την καλλιτεχνική ολοκλήρωση, που η ψυχολογική ανάλυ ση και η προσωπική περίπτιοσή του υπαγορεύουν. Βέβαια, ένα κοινωνικό έργο δεν είναι μόνο αυτό, κι ο μελετητής επισημαίνει και σε αρκετά σημεία της μελέτης του αφήνει να εννοηθούν οι αδυναμίες του συγγραφέα. Γιατί εκείνος που ξεκινά, για να δημιουργήσει έργο εμπνευσμένο από την πραγματικότητα, σίγουρα έχει ν’ ανεβεί έναν δύσβατο ανήφορο. Το δυσκολότερο πράγμα είναι να δώσεις στην οριστική σου αποτύπωση, τη γραφή, την πραγματική ζωή, χωρίς να μείνεις σε φωτογραφικές αναπαρα στάσεις - πράγμα που στα τελευταία χρόνια μας, μέσα σ’ έναν απροβλημάτιστο λαϊκισμό, τείνει να κατακλύσει την πεζογραφία, κατεβάζοντας οπωσδήποτε το ποιοτικό της επίπεδο. Το θέμα εδώ είναι να δει κανείς πίσω από τα περιστατικά και τα γεγονότα τις αιτίες που τα δημιουργούν και να μετουσιώσει στο λόγο του, φυσικά και αβίαστα και απλά, αυτή τη ρευστή και ασχημάτιστη πραγματικότητα σε μόνιμη και σταθερή πνευματική κατάσταση, ώστε να μπορέσει να ξεπεράσει το περαστικό και το συμβατικό και να μπει στο χώρο, όπου οι μεταβολές και οι διαφορετικές συνθήκες, τα διαφορετικά βιώματα και οι εμπειρίες, η διαφορετι κή εποχή μ’ ένα λόγο, αφήνουν ανέπαφο στην αυτοδυναμία του το καλλιτεχνικό έργο. Δεν ξέρω ποια έργα το κατορθώνουν αυτό - ο χρόνος είναι ο μόνος κριτής - όμως η προσπάθεια του Δενδρινού μέσα στο ασυντέλεστο σχήμα της ζωής του, έχει κάτι από το τραγικό μεγαλείο της ανθρώπινης απελπισίας και ο μελετητής διαγράφει με φανερή συμπάθεια αυτό το μεγαλείο της τραγικής προσπάθειάς του. Το τελευταίο δοκίμιο του βιβλίου ασχολείται με τον Γιώργο Θεοτοκά (σελ. 123-149) και ιδιαίτερα με την εξέλιξη και τα τελευταία διαφέροντά του, που διαμόρφωσαν μια στάση ζωής και μια πολιτική (με την ευρύτερη έννοια) συμμετοχή στις πνευματικές εκδηλώσεις. Ο Θεοτοκάς είναι χαρακτηριστική περίπτωση λογοτέ χνη, που ξεκινά από την πραγματικότητα, την υπερβαίνει και ξαναγυρίζει σ’ αυτή, χωρίς ωστόσο να οραματίζεται μια μελλοντι κή καλυτέρευση: τα οράματα της «Φλογέρας του βασιλιά» και της «Ιεράς οδού» έχουν μείνει πολύ πίσω, σ’ έναν λίγο ως πολύ υπερβατικό χώρο, όπου η ποιητική ένταση ανεβάζει τον εκφρα στικό σφυγμό. Ο Θεοτοκάς, αντίθετα, βλέπει ένα σκοτεινό μέλλον και τελικά την καταστροφή αυτού του κόσμου. Είναι ο αστικός, ο κόσμος της φιλελεύθερης δήμοκρατίας (και οικονομίας), που περιέχει το σπέρμα της διάλυσής του: αυτό ο Θεοτοκάς το δίνει θαυμάσια στο τελευταίο του έργο «Οι καμπάνες», που εκδόθηκε μετά το θάνατό του9. Οπαδός ο ίδιος αυτής της πολιτικής ιδεολογίας, που είναι η προοδευτική πλευρά του καπιταλισμού και που προσπαθεί, μεσ’ από μηχανισμούς «εκδημοκρατισμού» της δημόσιας και της ιδιωτικής ζωής να εκσυγχρονίσει την κατακύρωσή του, δεν μπόρεσε να σπάσει το φλούδι αυτής της πραγματικότητας και να τη δει απ’ έξω. Έζησε και δημιούργησε μέσα στο πλέγμα της και η πολιτική του συνείδηση δεν τόλμησε να
ΒΑΣΙΛΗ ΤΣΙΑΜΠΟΥΣΗ: Η βέσπα. Θεσσαλο νίκη 1988. Σελ. 97. Ένα πρωτόγνορο ξάφνιασμα είναι η συλλογή διηγημάτων «Η βέσπα» του Βασίλη Τσιαμπούση, καθώς με τρόπο απροκάλυπτο και άμεσο αφηγείται μικρογεγονότα και καταστάσεις που τον οδήγησαν με ιδιαίτερη συνέπεια, στο να δημιουργήσει ιστορίες άξιες σχολίων, πάνω α π ' όλα, θε τικών. Τα διηγήματα είναι δουλε μένα με μαστοριά και χάρη, απλά στη σύνθεσή τους τόσο στο περιεχόμενο όσο και στη γραφή, αγγίζουν όμως τις πιο ευαίσθη τες ψυχικές μας χορδές και μας μυούν σ' ένα χώρο τον οποίο μό νο η φυλακή - και το εννοώ κυ ριολεκτικά και δειγματοληπτικά μπορεί να μας προσδώσει. Η συλλογή διηγημάτων «Η βέσπα» έχει την ικανότητα να γυρίζει γύ ρω από τον εαυτό της, όπω ς εί πα , σαν φυλακισμένη αναζητώ ντας μάταια μια χαραμάδα φω τός, α π ' την οποία θα αντλούσε λίγη δύναμή για να συνεχίσει να ζει, καταστρέφοντας αισθήματα, και συναισθήματα και προσφέροντας σαν απόδειξη την ταραγ μένη ζήση των ηρώων της. Το πρώ το λοιπόν βιβλίο του Β.Τ έχει όλη τη δυνατότητα να λειτουργή σει σαν τέλειο υποκείμενο αισθη σιακού συναγερμού, μέσα στη μετριότητα των έργων των ημε ρών μας, που δεν καταφέρνουν να κινήσουν ούτε τις πιο παραδε κτές μας αξίες.
Χ.Π
επιλογη/87 προχωρήσει σε διαφορετικούς δρόμους, μ’ όλο, που, όπως διαφαίνεται από το προσωπικό του ημερολόγιο τουλάχιστον10, είχε μιαν ευρύτητα στις πολιτικές του αποτιμήσεις και αξιολογήσεις. μελετητής παρακολουθεί την «πνευματική πορεία» του Θεοτοκά προς την Ορθοδοξία μεσ’ από το λογοτεχνικό (κι εδώ, λογοτεχνικό, δεν εννοείται μόνο το μυθιστορηματικό ή το θεατρι κό) έργο του, και, φυσικά, διαπιστώνει πως η ελληνικότητα και το βίωμα της Εκκλησίας συνιστά την πεμπτουσία της αναμέτρησης του συγγραφέα, ύστερ’ από μια ανήσυχη εξέλιξη (σελ. 148), που πέρασε πολλά στάδια αμφισβήτησης, άρνησης, κριτικής, απογοη τεύσεων, διαψεύσεων. Χωρίς να παραγνωρίζεται εδώ η επιλογή αυτή του συγγραφέα, που ήταν το ιδιοσυγκρασιακό αποτέλεσμα αυτών των εσωτερικών αγώνων, θα μπορούσε κανείς να πει ότι, μια τέτοια καταφυγή στον ορθόδοξο ανθρωπισμό, είναι το χαρα κτηριστικό των πνευματικών ανθρώπων, που τα ιδανικά του κόσμου, που τον ταύτισαν με τον ιδεολογικό τους προσανατολι σμό, δεν τους οδήγησαν πουθενά. Η πραγματικότητα αυτού του αστικού κόσμου είναι πολύ σκληρή, και ο Θεοτοκάς απείχε από το να περιβάλει τον κόσμο αυτόν μ’ ένα ιδεαλιστικό νεφέλωμα, έτσι που να μην το βλέπει «ένώπιος ένωπίψ». Μη μπορώντας να δει κάτι διαφορετικό για την πραγματικότητα, το οπτικό του πεδίο φωτίστηκε από τη μεταφυσική λάμψη της χριστιανικής ορθοδοξίας, που σε μια υπεριστορική θεώρηση, ταυτίζεται με την ελληνικότητα. Κι όσο κι αν αυτό «δεν είναι απλώς μια ατομική λύση», όπως λέει ο δοκιμιογράφος (σελ. 149), όμως, αν σκεφτούμε τον προσωπικό εσωτερικό αγώνα του Θεοτοκά να φτάσει σ’ αυτήν και αναλογιστούμε πως ένας τέτοιος αγώνας θα συνοδεύει την προσέγγιση αυτή, καταλαβαίνουμε πόσο δύσκολα ενσωματώνο νται αυτά τα πράγματα στην καθημερινή ζωή των αστών, που το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι το κέρδος και η ατομική ικανο ποίηση σε βάρος των συνανθρώπων τους. Και, βέβαια, οι ολοκλη ρώσεις δεν έρχονται έμμεσα. Η αμεσότητα του Παπαδιαμάντη (και του Κόντογλου, ακόμα) έχει τη συγκλονιστική απλότητα που ο ίδιος ο λαός αποτυπώνει στην επαφή του με την πίστη. Για τον Θεοτοκά αυτό συντελέστηκε μεσ’ από την πνευματική αγωνία μιας ζωής. Είναι οπωσδήποτε αξιοσέβαστο. Ο Π.Δ. Μαστροδημήτρης με τα δοκίμιά του δίνει μιαν άλλη διάσταση στους δημιουργούς και τα κείμενά τους, καθώς τα θεωρεί στην ουσιαστική τους υπόσταση. Γιατί, αν το λογοτεχνικό έργο έχει να δώσει κάποια πράγματα, αυτό το οφείλει στη βαθύτερη ουσία του, που δεν είναι παρά η ψυχή του δημιουργού τού. Και ο μελετητής μπόρεσε να βρει αυτή την ψυχή και να την αναδείξει. ΚΩΣΤΑΣ ΧΩΡΕΑΝΘΗΣ
IΕκδόσεις Ορφέας 1
Τηλ. 64.37.454
Ο
Σημειώσεις 1. Αντίθετα, οι ελληνικές μελέτες για την αρχαία και μεσαιωνική μας λογοτεχνία είναι πολύ λίγες. Κι ακόμα λείπει μια συνολική ιστορία της λογοτεχνίας μας από τον Όμηρο ώς τις μέρες μας - βασικό εθνικό κενό, ανάμεσα σ’ άλλα. 2. Η συνολική θεώρηση μιας εποχής οπωσδήποτε είναι προσφορότερη για την εξέταση των λογοτεχνικών μας πραγμάτων, παρά η προσέγγιση μεμονωμένων συγγραφέων. Όμως, όπως συμβαίνει με τα δοκίμια του Π.Δ. Μαστροδημήτρη, οι μεμονωμένες περιπτώσεις, αν εντάσσονται στο γενικότερο ιστορικό πλαίσιο, προχωρούν σε κάποιο βάθος, που η συνολική θεώρηση δε δίνει. 3. Λ.χ. η αναδίφηση γύρω από τον Καβάφη έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις, με ανάλογο έγινε παλιότερα με το Σολωμό, έγινε και με τον Κάλβο, ίσως και μ’ άλλους. Η ερευνητική εργασία είναι χρήσιμη ώς το σημείο που βοηθά στην ερμηνεία ή στην προσέγγιση του έργου του κάθε δημιουργού. Από κει και
01 ΠΡΟΣΤΑΓΕΣ ηαληθινή ισιορία ιηςανπσιααης
8 8/επιλογή 4. Ο μελετητής εξηγεί τους λόγους που προτίμησε αυτή τη μορφή, στο τμήμα του βιβλίου του «Πληροφορίες για τα δοκίμια του βιβλίου» (σελ. 151-152). 5. Σύμφωνα με τις σχηματικές κατατάξεις, που η γραμματολογία εφευρίσκει και καθιερώνει, για να προχωρήσει στην εξέταση του αντικειμένου της. 6. Μια κριτική έκδοση του έργου έχει καταρτίσει ο μελετητής, αρκετά προσεγμένη, βλ. Π.Δ. Μαστροδημήτρη, «Ο Ζητιάνος» του Καρκαβίτσα. Εισαγωγή - Κείμενο - Γλωσσάριο. Εκδόσεις Καρδαμίτσα, Αθήνα 1980 (με αρκετές επανεκδόσεις). 7. Σ’ αυτό το κλίμα ίσως αν ιδωθεί ο Κόντογλου, παίρνει μια ιδιότυπη θέση στη λογοτεχνία μας, που στα νεότερα χρόνια της, κυρίως, η συναισθηματική ανάλυση με τον υπερρεαλισμό, έχει προχωρήσει και έχει εμβαθύνει σημαντικά την έκφρο»η, τόσο στον πεζό όσο και στον ποιητικό λόγο. 8. Τα διηγήματα έχουν εκδοθεί σε δεύτερη έκδοση από το τυπογραφείο «Κείμενα» το 1981. Από το ίδιο έχουν εκδοθεί και έργα ενός άλλου «ήσσονος» πεζογράφου, του Κώστα Παρορίτη. 9. Για το έργο αυτό, βλ. το κριτικό άρθρο της Ελένης Χωρεάνθη: «Γιώργου Θεοτοκά, “Οι καμπάνες” , εκδ. Εστίας», περιοδ. «Τομές», περίοδος Β', τεύχος 1 - Ιούνιος 1976, σελ. 60-61. 10. Βλ. Γιώργος Θεοτοκάς, Τετράδια ημερολογίου 1939-1953. Εισαγωγή, επιμέλεια: Δημήτρης Τξιόβας. Βιβλιοπωλείο της «Εστίας», I. Δ. Κολλάρου και Σίας Α.Ε., Αθήνα, 1987, σε πολλά σημεία.
ΒΑΣ. I, Λ Α Ζ Α Ν Α ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ 1. Friedrich Holderein - Ο αδελφός των Αρχαίων Ελλήνων - Ο ποιητής της ερωτικής οδύνης Ο οραματιστής της «Ελεύθερης Πολιτείας» (Πρώτο Κρατικό βραβείο Λογοτεχνίας, 1985) Δεύτερη έκδοση, σελ. 330. 2. Αρχαίοι Έλληνες Επιγραμματοποιοί του Αιγαίου - Ό λα τα σχετικά επιγράμματα - Προλεγόμενα, αρχαίο κείμενο, έμμετρη μετάφραση, βιογραφικά στοιχεία των ποιητών, σελ. 180+4 πίνακες. 3. Φιλολογικά Μελετήματα, τόμος πρώτος, Αρχαία ελληνική, Λατινική, Γερμανική, Νεοελλη νική λογοτεχνία, σελ. 345. 4. Φιλολογικά Μελετήματα, τόμος δεύτερος, Γερμανική, Νορβηγική, Γαλλική, Νεοελληνική λογοτεχνία, σελ. 443. 5. Προπέρτιος (Sextus Propertius), ο μεγάλος Λατίνος ερωτικός ποιητής - Ολόκληρο το έργο του - Προλεγόμενα, έμμετρη μετάφραση, σχόλια, σελ. 243 +4 πίνακες.
ΕΤΟΙΜΑΖΟΝΤΑΙ 1. Τα αρχαία Ελληνικά Επιτύμβια Επιγράμματα - Προλεγόμενα, αρχαίο κείμενο, έμμετρη με τάφραση, σχόλια, βιογραφικά στοιχεία των ποιητών - Ολόκληρο το VII Βιβλίο της «Ελληνι κής ή Παλατινής Ανθολογίας». 2. Τα αρχαία Ελληνικά Ερωτικά Επιγράμματα - Προλεγόμενα, αρχαίο κείμενο, έμμετρη μετά φραση, σχόλια, βιογραφικά στοιχεία των ποιητών. Ολόκληρο το V Βιβλίο της «Ελληνικής ή Παλατινής Ανθολογίας». 3. Άλβιος Τίβονλλος (Albius Tibullus), ο μεγάλος Λατίνος ελεγειακός ποιητής - Ολόκληρο το έργο του - Προλεγόμενα - έμμετρη μετάφραση - σχόλια.
Κεντρική διάθεση Βιβλιοπωλείο I. Κολλάρου Σόλωνος 60
Συμπληρώστε τή σειρά των αφιερωμάτω TOU
IΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ Τα τεύχη που σημειώνονται με αστερίσκο έχουν εξαντληθεί.
’Αντίσταση και Λογοτεχνία (No 58) · ‘Λατινοαμερικανική λογοτεχνία (No 59) · ‘Ονορέ ντε Μπαλζάκ (No 60) · ‘Δημήτρης Γληνός (No 61) · ‘Τζέιμς Τζόυς (No 62) · Κώστας Χατζηαργύρης (No 63) · Η γενιά των μπήτνικ (No 64) · Οι επίγονοι του Φρόυντ (No 65) · Ζαν Ζενέ (No 66) · Επιθειόρηση Τέχνης (No 67) · Άγιον Όρος (No 68) · ·Νέοι Λογοτέχνες (No 69) · Γερμανόφωνο θέατρο (No 70) · ‘Σημειωτική (No 71) · Αριστοφάνης (No 72) · Ζακ Πρεβέρ (No 73) · Μικρασιατικός ελληνισμός (No 74) · Λογοτεχνία και κινηματογράφος (No 75) · Ιταλική λογοτεχνία (No 76) · Μαρκήσιος ντε Σαντ (No 77) · Κ.Π. Καβάφης (No 78) · Χ.Λ. Μπόρχες (No 79) · Μίλαν Κούντερα (No 80) · Μαργκερίτ Γιουρσενάρ (No 81) · Αδαμάντιος Κοραής (No 82) · Καρλ Μαρξ (No 83) · Σύγχρονα ολλανδικά γράμματα (No 84) · Μπορίς Βιάν (No 85) · Αστυνομική Λογοτεχνία (No 86) · Νέοι Λογοτέχνες (No 87) · Κώστας Βάρναλης (No 88) · Νεοελληνικό θέατρο (No 89) · Τόμας Μαν (No 90) · Φρειδερίκος Νίτσε (No 91) • Κωνσταντίνος Θεοτόκης (No 92) · Ρολάν Μπαρτ (No 93) · Παιδικό βιβλίο (No 94) · Ναπολέων Λαπαθιώτης (No 95) · Εμμανουήλ Ροίδης (No 96) · Εμίλ Ζολά (No 97) · Σταντάλ (No 98) · Βιβλίο και φυλακή (No 99) · Λαϊκό αισθηματικό μυθιστόρημα (No 100) · Μακρυγιάννης (No 101) · Λουκιανός (No 102) · Ντιντερό (No 103) · Τέλλος Άγρας (No 104) · Ιούλιος Βερν (No 105) · Θεόφιλος Καίρης (No 106) · Αρχαία λυρική ποίηση (No 107) · Περό, Γκριμ, Άντερσεν (No 108) · Έρμαν Έσσε (No 109) · Αλμπέρ Καμύ (No 110) · Βίκτωρ Ουγκό (No 111) · Εντγκαρ Άλαν Πόε (No 112) · Φώτης Κόντογλου (No 113) · Φιλανδικά γράμματα (No 114) · Σάμουελ Μπέκετ (No 115) · Κοσμάς Πολίτης (No 116) · Το δοκίμιο (No 117) · Αλέξανδρος Πάλλης (No 118) · Κοινωνιολογία (No 119) · Ελληνικός Υπερρεαλισμός (No 120) · Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι (No 121) · Ευγένιος Ιονέσκο (No 122) · Κυπριακά γράμ ματα (No 123) · Το χιούμορ (No 124) · Μισέλ Φουκώ (No 125) · Ζακ Λακάν (No 126) · Ζαν-Πωλ Σαρτρ (No 127) · Θεσσαλονίκη (No 128) · Βυζάντιο (No 129) · Ελληνικό παραμύθι (No 130) · Ντοστογιέφσκι (No 131) · Ντ. X. Λώρενς (No 132) · Τ.Σ. Έλιοτ (No 133) · Μαργκερίτ Ντυράς (No 134) · Αριστοτέλης (No 135) · Σιμόν ντε Μπωβουάρ (No 136) · Γιώργος Θεοτοκάς (No 137) · Φ.Σ. Φιτζέραλντ (No 138) · Τένεση Ουίλιαμς (No 139) · Ανδρέας Κάλβος (No 140) · Φουτουρισμός (No 141) · Γιώργος Σεφέρης (No 142) · Γκυστάβ Φλωμπέρ (No 143) · Γλωσσολογία (No 144) · Ουμπέρτο Έκ^ (No 145) · Βιβλίο και στρατός (No 146) · Αλέξανδρος Δουμάς (No 147) · Βιβλία για το καλοκαίρι (No 148) · Άγκαθα Κρίστι (No 149) · Φρόυντ (No 150) · Αντονέν Αρτώ (No 151) · Όσκαρ Ουάιλντ (No 152) · Βιρτζίνια Γουλφ (No 153) · Γ.Β. Γκαίτε (No 154) · Αυτοβιογραφία (No 155) · Μετάφραση (No 156) · Κώστας Καρυωτάκης (No 157) · Κλωντ Λεβί-Στρως (No 158) · Έρνεστ Χεμινγουέη (No 159) · Ζαν Κοκτώ (No 160) · Μάρτιν Χάιντεγκερ (No 161) · Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ (No 162) · Ψυχανάλυση και Λογοτεχνία (No 163) · Σύγχρονοι Αγγλόφωνοι Φιλέλληνες (No 164) · Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (No 165) · Παναγής Λεκατσάς (No 166) · Αίσωπος (No 167) · Λουί Αραγκόν (No 168) · Αντόν Τσέχωφ (No 169) · Αλληλογραφία (No 170) · Στρατής Τσίρκας (No 171) · Επιλογή βιβλίων ’86-’87 (No 172) · Τζων Στάινμπεκ (No 173) · Όμηρος (No 174) · Οι επιστήμες στον κόσμο μας (No 175) · Θερβάντες<Νο 176) · Βολταίρος (No 177) · Πάουντ (No 178) · Μολιέρος (No 179) · Δημήτρης Χατζής (No 180) · Παιδικό βιβλίο (No 180) · Ίψεν (No 181) · Ντάσιελ Χάμμετ (No 182) · Πωλ Βαλερύ (No 183) · Κριτική (No 184) · Μουσική και Λογοτεχνία (No 185) · Διανοούμενοι και Εξουσία (No 186) • Ζωρζ Μπατάιγ (No 187) · Βιβλίο και Νέες Τεχνολογίες (No 188) · Το Νέο Μυθιστόρημα (No 189) · Νίκος Καζαντζάκης (No 190) · Θουκυδίδης (No 191)· Φεδερίκο Γκαρθία Αόρ κα (No 192) · Ρέημοντ Τσάντλερ (No 193) · Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας (No 194) · Ζεράρ ντε Νερβάλ (No 194) · Πολιτισμός και Κουλτούρα (No 195) · Διακοπές και βιβλίο • (No 196) · Βίλχελμ Ράιχ (No 197) · Το Ελληνικό Φεμινιστικό Έντυπο (No 198) · Ρόμπερτ Μούζιλ (No 199) · Λέων Τολστόι (No 200) ·