>
☆
ΕΚΠΤΏΤΙΚΗ ΚΑΡΤΑ ☆ Ε Κ Π Τ Ω Σ ΙΣ
10 - 20%
-Ξ Ο Λ Ο Τ Ο Χ ΡΟ Ν Ο = ΣΕ ΟΛΑ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΚΑ ΕΙΔΗ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ)
ισόγειο Κολοκοτρώνη
ημιόροφος Κολοκοτρώνη
ελληνική και ξένη λογοτεχνία
παιδικά - παιδαγωγικά βιβλία
ισόγειο Νοταρά
ναυτικά - κομπιούτερς - αρχιτεκτονικά - ηλεκτρονικά - κλπ. τεχνικά βιβλία
ημιόροφος Νοταρά
1ος όροφος Νοταρά
νέες εκδόσεις - γυν. θέματα - λευκώματα περιοδικά
ιστορία - πολιτική - φιλοσοφία κοινωνιολογία - ψυχολογία - ποίηση μελέτες
I. Μποστάνογλου & ΣΙ A Ο.Ε. 1) Σωτήρος 13, τηλ. 41.71.330 2) Κολοκοτρώνη 92, τηλ. 41.12.258 3) Νοταρά 75, τηλ. 41.12.258
ΜΠΟΣΤΑΝΟΓΛΟΥ ΒΙΒΛΙΑ - ΠΕΙΡΑΙΑΣ ΜΠΟΣΤΑΝΟΓΛΟΥ ΒΙΒΛΙΑ - ΠΕΙΡΑΙΑΣ ΜΠ
[ΕΚΤΟΣ ΒΙΒΛΙΩΝ
ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΕΣ Μ ΙΣ Ο Τ ΙΜ Η Σ ΕΥΚΟΛΙΕΣ ΠΛΗΡΩΜ ΗΣ
I
ΠΕΙΡΑΙΑΣ
|V d l3 L ^ ^ IV g !£ ^ k O n O N ^ 5 o U ^ v !v d H L ^ T T v g T s ^ O ^ O N ^ S o L J^ v !v d l3 L ^ T T v g i£ ^ O ^ O N
ΑΣ ΜΠΟΣΤΑΝΟΓΛΟΥ ΒΙΒΛΙΑ - ΠΕΙΡΑΙΑΣ ΜΠΟΣΤΑΝΟΓΛΟΥ ΒΙΒΛ
«ΛίΖΟυίΛΙ ZVIVdlBU -V IV B ia AOVJONVIZOUIAI ZVIVdl3U - v iv a ia
τα βιβλία της «γνώσης
ΡΕΪΝΤΑΡ ΓΙΟΝΣΟΝ
ΣΑΝ ΑΔΕΣΠΟΤΟ ΣΚΥΛΙ
Ί προσωπική αφήγηση ενός μοναχικού παιδιού δοσμένη με χιούμορ, αφέλεια και τρυφερότητα, οι περιπέτειές του σ’ ένα κόσμο έξω από τα δικά του μέτρα και οι φαντασιώσεις του για την εξωφρενική συχνά πραγματικότητα της καθημερινής του ζωής. Το πρωτότυπο μυθιστόρημα του Ρ. Γιόνσον — μεγάλη εκδοτική επιτυχία στη Σουηδία και σε όλες τις χώρες που κυκλοφόρησε — γυρίστηκε σε ταινία και ήταν υποψήφια για Όσκαρ το 1987.
εκδόσεις «γνώση» Κεντρική Διάθεση Ζωοδόχου Πηγής 29, 106 81 Αθήνα, τηλ. 3620941 - 3621194 - 7786441
Κ ϊ Κ Λ 0 Φ 0 Ρ 0 Τ Ν ΝΕΟΙ ΤΙ ΤΛΟ I 1 9 8 8 - 1 9 8 9 ΞΕΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ/ΠΟΙΗΣΗ ΤΖΩΝ ΑΠΝΤΑΪΚ Το παζάρι στο άσυλο, Μυθιστόρημα
ΚΡΙΣΤΙΝΕ ΜΠΡΤΚΝΕΡ Ω, Δεισδαιμόνα, αν είχες μιλήσει!... Μυθιστόρημα
ΠΙΕΡ ΜΠΟΤΑΛΟ - ΤΟΜΑ ΝΑΡΣΕΖΑΚ Οι διαβολογυναίκες, Μυθιστόρημα
ΓΚΡΑΧΑΜ ΓΚΡΙΝ άνθρωπος μέσα μας, Μυθιστόρημα
0
Π. ΓΟΤΝΤΧΑΟΤΖ Μην μπλέξεις με το Διάβολο, Μυθιστόρημα
ΓΟΤΣΤΑΤΟΣ ΦΛΩΜΠΕΡ Ταξίδι στην Ελλάδα
0πρίγκιπας και οφτωχός, Μυθιστόρημα
ΜΑΡΚ ΤΟΤΕΪΝ
ΝΤΜΙΤΡΙ ΜΠΙΛΕΝΚΙΝ Η αρχή της αβεβαιότητας, Διηγήματα
Ε. Μ. ΦΟΡΣΤΕΡ Εκεί όπου οι άγγελοι δεν τολμούν, Μυθιστόρημα
ΜΙΧΑΗΛ ΕΜΤΣΕΦ - ΓΕΡΕΜΕΪ ΠΑΡΝΩΦ Παγκόσμια ψυχή, Μυθιστόρημα A. Α. Μιλ Ν Το μυστήριο του κόκκινου σπιτιού Αστυνομικό μυθιστόρημα
Μωρίς, Μυθιστόρημα ΕΦΡΕΜ ΚΙΣΟΝ Η Κιβωτός του Νώε, τ.ουριστική θέση Σατιρικά διηγήματα
ΤΑΧΑΡ ΜΠΕΝ ΤΖΕΛΟΤΝ
0δημόσιος συγγραφέας, Μυθιστόρημα
ΤΖΕΪΝ ΩΣΤΙΝ Έμμα, Μυθιστόρημα
ΣΤΕΦΑΝΟ ΜΠΕΝΙ Το μπαρ κάτω από τη θάλασσα, Μυθιστόρημα
ΝΤΟΡΙΣ ΛΕΣΙΝΓΚ Το πέμπτο παιδί, Μυθιστόρημα
ΓΙΑΝ ΚΕΦΕΛΕΚ Η γυναίκα κάτω απ’ τον ορίζοντα, Μυθιστόρημα
ΓΟΪΙΛΙΑΜ ΓΚΟΛΝΤΙΝΓΚ Οι άνθρωποι από χαρτί, Μυθιστόρημα ΑΝΑΤΟΛΙ ΠΡΙΣΤΑΒΚΙΝ Πέρασε μια νύχτα η χρυσή νεφέλη, Μυθιστόρημα ΝΙΚΟΛΑΪΓΚΟΓΚΟΛ
0μαγικός κύκλος, Διηγήματα ΕΚΔΟΣΕΙΣ Η Ζ .
σ ύ γ χ ρ ο ν η Π η γ ή ς
3 ,
ε κ δ ο τ ικ ή 1 0 6
7 8
ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΛΙΟΝΤΑΚΗΣ Ανθολογία Γαλλικής Ποίησης (Από τον Μπωντλαίρ ως τις μέρες μας) ΛΟΤΙ ΑΡΑΓΚΟΝ - ΧΑΜΙΝΤ ΦΟΤΛΑΝΤΒΙΝΤ ΑΛΕΚΟΣ ΦΑΣΙΑΝΟΣ Ελεγεία στον Ρομάνο, Ποίηση
ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ π α ρ ο υ σ ία
Α θή να .
Τ η λ .
σ τ α
ε λ λ η ν ικ ά
3 6 0 .3 2 .3 4
—
γ ρ ά μ μ α τ α 3 6 .0 1 .3 3 1
κ
Ν
ΐ
Κ Λ 0
Ε 0
I
Τ I Τ Λ
Φ Ο
Ι
0
Ρ
1
9
8
0 8
-
ϊ 1
9
Ν 8
9
Ε Λ Λ Η Ν ΙΚ Η Λ Ο Γ Ο Τ Ε Χ Ν ΙΑ /Π Ο ΙΗ Σ Η ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΤΟΣ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΡΙΣΤΗΝΟΣ
Η Α γ ία Α λ ητεία
Τ ο Οδοιπορικό
Μυθιστόρημα
Ένα χυχλιχό αφήγημα
ΛΗΤΩ ΚΑΤΑΚΟΤΖΗΝΟΤ
ΙΩΑΝΝΑ ΚΑΡΑΤΖΑΦΕΡΗ
0 Β α λ η ςμου
Χ ωρισμένη στα δύο
Απομνημονεύματα
Διηγήματα
ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΟΤΡΟΤΝΗΣ ΜΑΡΙΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΤ
Ο ι σ υ μ πα ίχτες
Λαβύρινθος
Μυθιστόρημα •
Μυθιστόρημα
Μ ερόνυχτα Φραγκφούρτης
4
ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΠΟΤΤΟΣ
Διηγήματα
Ν υχτερινή αποστασ ία
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΚΟΤΛΙΔΗΣ
Νουβέλα
Ο ι σημειώ σεις ενός ζη λ ω τή
ΤΑΤΙΑΝα γκριτςη -μ ιλ λ ιε ξ
Ποίηση
Α πό την άλλη όχθη του Χρόνου
ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΛΙΟΝΤΑΚΗΣ
Μυθιστόρημα •
0 ροδώνας με τους χωροφύλακες
Ποίηση
Σ τη σκάλα του Ουρανού
ΘΑΝΑΣΗΣ ΝΤΖΟΤΦΡΑΣ
Διηγήματα
Τ α τραγούδια μας
Ανθολογία
ΦΑΙΔΩΝ ΠΑΤΡΙΚΑΛΑΚΙΣ Έ ν α υ περβατικό γεγονός
ΝΑΣΑ ΠΑΤΑΠΙΟΤ
Αφήγημα
Τ ο φωνήεν σώ μα
Ποίηση
ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΤΟΜΑΖΑΝΗ
ΘΑΝΑΣΗΣ ΧΑΤΖΟΠΟΤΛΟΣ Η Κ οίμηση, Ποίηση
Τ ο καφενείο τω ν ψεμάτων
Διηγήματα
Ε Κ Δ Ο Σ Ε Ι Σ Η
Ζ.
Κ Α Σ Τ Α Ν Ι Ω Τ Η
σ ύ γ χ ρ ο ν η ε κ δ ο τ ικ ή π α ρ ο υ σ ία σ τ α ε λ λ η ν ικ ά γ ρ ά μ μ α τ α Π η γ ή ς
3, 106 78
Α θ ή να .
Τ η λ .
360.32.34 — 36.01.331
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ Έρευνα για τη σύνθεση και την κατανομή του εισοδήματος στην Ελλάδα
Ο ΑΓΡΟΤΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΣΤΟΝ ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΟ ΧΩΡΟ Πρακτικά Συνεδρίου που οργανώθηκε από τον Ελληνογαλλικό Επιστημονικό και Τεχνικό Σύνδεσμο Αθήνα, 4-7 Δεκεμβρίου 1984
Μέρος Πρώτο
Αποτελέσματα για την Περιοχή της Πρωτεύουσας
Σάκης Καράγιωργας Κούλα Κασιμάτη Νίκος Πανταζίδης
ΕΘΝΙΚΟΚΕΝΤΡΟΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ ΚΕΝΤΡΟΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝΕΡΕΥΝΩΝ/ ΕΙΕ ΑΘΗΝΑ 1988
Βιβλιοπωλείο ΕΚΚΕ,Σοφοκλέους 5 , 105 59 Αθήνα ,Τηλ. 32 12 889
ΑΛΦΡΕΝΤ ΝΤΕΜΠΛΙΝ
Δεν υπάρχει συγγνώμη
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΡΩΣΤΙΣ Κεντρική διάθεση: Βιβλιοπωλείο Αριάδνη, Ζωοδόχου Πηγής 2-4 106 78 Αθήνα, τηλ. 36.23.113-36.05.097
πολύ μικρά παιδιά
Πολύ απλά βιβλία Από 1 μέχρι και
χρονών
ζωάκι»
λ
βι6Λι οΠ(
Εθν. Αμύνης 18 Θεσσαλονίκη 54621, Τηλ.: 277.372, 217.117
ΔΙΑΒΑΖΩ
ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
Α. Μεταξά 26, Αθήνα - 106 81
Σύνταξη: 36.40.487 Λογιστήριο: 36.40.488 Διαφημίσεις: 36.42.789 Συνδρομές: 36.42.765
Τεύχος 202
Π Ε Ρ ΙΕ Χ Ο Μ Ε Ν Α
9 Νοεμβρίου 1988 ΧΡΟΝΙΚΑ
Τιμή: Αρχ. 300 Ιδρυτής: Περικλής Αθανασόπουλος Διευθυντής: Γιώργος Γαλάντης Σύνταξη: Κατερίνα Γρυπονησιώτου. Βασίλης Καλαμάρας, Ηρακλής Παπαλέξης, Νένη Ράις, Βάσω Σπάθή, Καίτη Τοπάλη, Γιάννης Φέρτης Οικονομικός υπεύθυνος: Βάσω Σπάθή Συνδρομές: Κατερίνα Γρυπονησιώτου Διαφημίσεις: Ηρακλής Παπαλέξης Σελιδοποίηση-Μοντάζ: Νένη Ράις Γλωσσική επιμέλεια-Διορθώσεις: Βίκυ Κωτσοβέλου Στοιχειοθεσία: Φωτοκύτταρο ΕΠΕ, Υμηττού 219, τηλ. 75.16.333 Φωτογραφίσεις-Μοντάζ: I. Χριστοδουλάκος - I. Κοργιαλάς Ο.Ε., Α. Μεταξά 26, τηλ. 36.41.134 Εκτύπωση: Αφοί Τσαλδάρη Ο.Ε., Φυ λής 35, Καματερό, τηλ. 26.10.918 Βιβλιοδεσία: Νικ. Κατριβάνος και Σία Ο.Ε., Στ. Γόνατά 48, τηλ. 57.49.951 Διανομή: Νέο Πρακτορείο Τύπου Ιδιόκτήτης-Εκδότης: Γιώργος Γαβαλάς
Η ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΡΕΠΟΡΤΑΖ: Γράφει ο Μπ. Καβροχωριανός Έλλη Αλεξίου: Γράφει ο Μπ. Καβροχωριανός ΕΡΕΥΝΑ: Και εγένετο βιβλίο (γράφει η Μυρσίνη Ζορμπά)
8 9 11 13
ΑΦΙΕΡΩΜΑ
Φρανσίς Λακασέν: Συνέντευξη με τον Σιμενόν Κλωντ Μενγκί: Το στοίχημα του Ζωρζ Σιμ Φρανσίς Λακασέν: Μαιγκρέ ή το κλειδί της καρδιάς Ζιλμπέρ Σιγκώ: Ζωρζ Σιμενόν, ο τελευταίος ήρωας του Σιμενόν Η καλύβα του Φλίπκε Χρίστος Παπαγεωργίου: Βιβλιογραφία Ζωρζ Σιμενόν
18 29 33 53 56 65
ΟΔΗΓΟΣ ΒΙΒΛΙΩΝ
ΕΠΙΛΟΓΗ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ: Γράφει ο Πανταζής Τερλεξής ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ: Γράφουν οι Μάκης Πανώριος, Χρίστος Παπα γεωργίου και η Τιτίκα Δημητρούλια ΜΕΛΕΤΕΣ: Γράφει ο Σάββας Πατσαλίδης ΙΣΤΟΡΙΑ: Γράφει ο Δ. I. Λοίζος ΠΛΑΙΣΙΟ: Γράφουν οι Ελένη Χωρεάνθη,
67
Αντώνης Κάλφας, Χρίστος Παπαγεωργίου Αθήνα: Πομώνης Διονύσιος Ζαλόγγου 1 τηλ. 36.20.889 Θεσσαλονίκη: Βιβλιοπωλείο «Κέντρο του βιβλίου» Λασσάνη 9 τηλ. 237.463 Υπεύθυνος τυπογραφείου: Βαγγέλης Παπαθανασόπουλος Υμηττού 219 Εξώφυλλο: Γιώργος Γαλάντης
ΔΕΛΤΙΟ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ
37
ΚΡΙΤΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
45
στο επόμενο «Διαβάζω»
αφιέρωμα στη Βιολογία
η ΑΓΟΡΑ τον ΒΙΒΛΙΟΥ
Χ ΡΟΝΙΚΑ
• «Εισαγωγή στον Ιταλικό 20ό αι.» • «Η παρακμή του θετικισμού» • «Ανάμεσα σε δύο παγκόσμιους πο λέμους» • «Τα χρόνια του νεορρεαλισμού» • «Νεοσπεριμενταλισμός και νεοπρωτοπορίες».
φιλολογικών έργων. Η επιχορήγηση καλύπτει το 50% του κόστους μετά φρασης των έργων, τα οποία έχουν αρχικά γραφεί σε μια από τις «λιγότε ρο διαδεδομένες» γλώσσες (Ελληνι κά, Δανικά, Ολλανδικά, Πορτογαλικά και γλώσσες μειονοτήτων) και έχουν μεταφραστεί σε μια από τις «διαδεδο μένες» γλώσσες (Αγγλικά, Γαλλικά, Γερμανικά, Ισπανικά, Ιταλικά). Το κονδύλι των επιχορηγήσεων ανέρχεται για το 1988 στις 17000 ΕΛΜ και το διαχειρίζεται το Γκρουπ Εκδο τών Χωρών Μελών της ΕΟΚ (ΓΕΧΜΕ). Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν ν' απευ θύνονται στην ΠΟΕΒ, Αραχώβης 61, ή στο ΣΕΒΑ, Θεμιστοκλέους 54.
ICOM: Μουσεία Εκπαίδευση
Ακόμη μία έξοδος της λογοτεχνίας μας από τα ελληνικά σύνορα: σε κα λαίσθητη έκδοση των «Εκδόσεων Κυ κλάδες- της Βαρκελώνης, κυκλοφό ρησε σειρά διηγημάτων του Ακαδη μαϊκού κ. Πέτρου Χάρη με τον τίτλο η «Τελευταία νύχτα». Μεταφραστής των διηγημάτων ο κ. Χοσέ Ρουίθ Λού-
Σεμινάριο με θέμα την Ιταλική λο γοτεχνία του 20ού αιώνα έγινε στο Ιταλικό Ινστιτούτο από τη Δευτέρα 10 Οκτωβρίου έως την Παρασκευή 14 Οκτωβρίου. Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου της Τεργέστης Τζουζέπε Πετρόνιο ανάπτυξε το θέμα κατά τις παρακάτω ενότητες:
Πραγματοποιήθηκε από 9-16 Οκτω βρίου στην Αθήνα και το Ναύπλιο η ετήσια συνάντηση της Διεθνούς Επι τροπής για την Εκπαίδευση και Πολι τιστική Δράση στα Μουσεία (ICOM). Θέμα της συνάντησης: «Οργάνωση λειτουργία και ανάπτυξη εκπαιδευτι κών τμημάτων στην Αθήνα». Τη συνάντηση οργάνωσε το ελληνι κό τμήμα του ICOM σε συνεργασία με το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα.
10/χρονικα Πρεσβευτής Γραμμάτων
Έκθεση Φραγκφούρτης Με τη σημμετοχή εκδοτών απ' όλο τον κόσμο έγινε στη Φραγκφούρτη από 5-10 Οκτωβρίου η 40ή Διεθνής Έκθεση Βιβλίου. Τη διοργάνωση της Ελληνικής συμ μετοχής είχε για 8η χρονιά η Πανελ λήνια Ομοσπονδία Εκδοτών Βιβλιο χαρτοπωλών με την οικονομική συ μπαράσταση (5 εκατ. δρχ.) του Υπουργείου Πολιτισμού. Η παρουσίαση των βιβλίων έγινε κατά θέμα. Στην 40ή Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Φραγκφούρτης εκτέθηκαν τα Ελληνικά βιβλία που εκδόθηκαν, σε
Βραβείο μετάφρασης Η Νατιβιδά Γκάλβες, ισπανι κής καταγωγής, ζει και εργά ζεται στην Αθήνα. Θα πρέπει να είναι άνθρωπος πίστης, επιμονής και υπομονής, αφού αγωνίστηκε επί πέντε χρόνια να μεταφράσει το Τρίτο Στε φάνι του Κώστα Ταχτσή και να κάνει αποδεκτή τη μετάφρασή της σ’ έναν από τους μεγαλύ τερους και σοβαρότερους εκ δοτικούς οίκους της πατρίδας της, την Editorial Alfaguara της Μαδρίτης. Το βιβλίο κυκλοφό ρησε τον Οκτώβριο του 1987 και σήμερα βρίσκεται κιόλας στη δεύτερη έκδοση. Η Ισπανία αντάμειψε τον κό πο της μεταφράστριας. Απ’ όλα τα βιβλία που μεταφρά στηκαν σε όλες τις ισπανόφωνες χώρες του κόσμου, το Υπουργείο Πολιτισμού της Ισπανίας βράβευσε τη Νατιβιδά Γκάλβες με το Εθνικό Βρα βείο Μετάφρασης, στις αρχές Ιουνίου 1988. Πρόκειται για αξιόπιστο και αξιοκρατικό χο ρηγούμενο βραβείο, που συ νοδεύεται κι από σημαντικό χρηματικό ποσό, δηλαδή 1,5 εκ. δρχ. περίπου. Όσο για τη διαδικασία της επιλογής, τα πράγματα γίνονται με τέτοια διαφάνεια από τις υπηρεσίες
πρώτη έκδοση από 1/1/87 έως 30/6/88. Τα βιβλία αυτά, 1000 τον αριθμό, αγο ράστηκαν από τη Διεύθυνση Γραμμά των του ΥΠΠΟ και περιλήφθηκαν σ’ έναν κατάλογο μεταφρασμένο στ' αγ γλικά και στα γερμανικά που κυκλο φόρησε σε 1000 αντίτυπα και μοιρά στηκε δωρεάν στους επισκέπτες του Ελληνικού περιπτέρου. Τη θεματική έκθεση πλαισίωναν • Προβολή σε ειδικό χώρο του έργου του Κώστα Ταχτσή. • Εκδόσεις του ΕΛΙΑ. • Εκδόσεις του ΥΠΠΟ και υλικό προ βολής των Ολυμπιακών Αγώνων του 1996 καθώς και ειδικός χώρος για λο γοτεχνικά περιοδικά.
του Υπουργείου, σε συνεργα σία με τη Βασιλική Ακαδημία της Ισπανίας, τους συλλόγους μεταφραστών και εκδοτών και με σαφή πληροφόρηση, ώστε κατοχυρώνεται και επιβάλλε ται το κύρος του μεταφραστή και του έργου που μετάφρασε. Η Νατιβιδά Γκάλβες, με ανε πιτήδευτη σεμνότητα, δήλωσε στο ΔΙΑΒΑΖΩ πως η βράβευσή της την χαροποιεί, επειδή «ανοίγει το δρόμο, ώστε να ενδιαφερθούν οι Ισπανοί εκ δότες για περισσότερα ελλη νικά βιβλία». Ευχή της θα ήταν να θεσμοθετηθούν βρα βεία τέτοιου είδους στην Ελ λάδα, πράγμα που πιστεύει ότι θα βελτιώσει το επίπεδο των μεταφράσεων και θα περιορί σει την εκμετάλλευση του με ταφραστικού μόχθου. Τέλος, εκφράζει την ευχή να δραστη ριοποιηθεί το ΥΠΠΟ στα θέμα τα του βιβλίου, με σκοπό την προβολή της σημαντικής ελ ληνικής δημιουργίας στην Ευ ρώπη τουλάχιστον. Το πρώτο, κατά τη γνώμη μας, που θα πρέπει να κάνει το Υπουργείο μας θα είναι να καταγράψει το όνομα της Νατιβιδά Γκάλβες και να ενισχύσει τη θέλησή της για άλλες εξίσου πετυχημένες μεταφρά σεις Ελλήνων συγγραφέων.
Ένας πρεσβευτής των Γερμανικών Γραμμάτων στην Ελλάδα. Μια νέα μορφή επικοινωνίας υιοθέ τησε η Διεθνής Έκθεση Βιβλίου της Φραγκφούρτης για να κάνει γνωστή στο εξωτερικό την κατ’ έτος εκδοτική παραγωγή της Ομοσπονδιακής Δημο κρατίας της Γερμανίας. Στην Ελλάδα παρουσιάζονται δυο εκθέσεις. Στην Αθήνα (17-30 Οκτ.) και στη Θεσσαλο νίκη (7-20 Νοεμβρίου). Η ίδια έκθεση θα παρουσιαστεί σε 16 ακόμα πόλεις. Στην έκθεση παρα τίθενται 3.800 τίτλοι κατά θέμα. Να σημειώσουμε ότι η ίδια έκθεση θα φι λοξενηθεί το 1989 στη Λαϊκή Δημο κρατία της Γερμανίας και θα είναι η πρώτη στην ιστορία των δυο κρατών.
Ωράριο - Παραεμπόριο Εξοντωτικό για τα βιβλιοπωλεία χα ρακτηρίζει το νέο ωράριο εργασίας η Πανελλήνια Ομοσπονδία Εκδοτών Βι βλιοχαρτοπωλών, επειδή στην πλειοψηφία τους είναι μικρές επιχειρήσεις και λειτουργούν με αυτοαπασχόληση των βιβλιοπωλών. Η ΠΟΕΒ ζητεί να ισχύσει το διακε κομμένο ωράριο, όπως είχε το καλο καίρι, το οποίο δημιουργεί λιγότερα προβλήματα, και να μειωθούν οι ώρες λειτουργίας των καταστημάτων από 50 σε 46 ώρες. Ένα άλλο σοβαρό πρόβλημα που καταγγέλει η ΠΟΕΒ εί ναι αυτό του παραεμπορίου σχολικού βιβλίου. Το πρόβλημα αυτό απασχολεί την ΠΟΕΒ επί δέκα και πλέον έτη και τα διαβήματά της στο Υπουργείο Παι δείας το 1976 και 1978 στάθηκαν αφορμή να εκδοθούν εγκύκλιες δια ταγές για τη διερεύνηση του θέματος και την πάταξη των δραστών. Το πρόβλημα όμως παραμένει και η ΠΟΕΒ με ανακοίνωσή της επισημαίνει ότι «τα τελευταία χρόνια περιστασιακοί πωλητές εισέβαλαν στο χώρο του σχολικού βιβλίου και δημιούργησαν αξεπέραστα προβλήματα στους επαγγελματίες βιβλιοπώλες. Παρά τις απα γορευτικές διαταγές, τονίζεται στην ανακοίνωση, του Υπουργείου Παι δείας πολλά σχολεία και φροντιστή ρια, με πλάγιους τρόπους καταφέρ νουν να εκτοπίζουν τους καθαυτό επαγγελματίες και να κλέβουν τη δουλειά τους. Οι περιστασιακοί πω λητές, καταλήγει η ανακοίνωση, πρέ πει να απομονωθούν και τα σχολεία και τα φροντιστήρια να περιοριστούν στα καθ' εαυτό διδακτικά τους καθή-
χρονικα/11
Έλλη Αλεξίου: η φ ω τομάνα Έφυγε στα 94 της χρόνια, στις 28 Σεπτεμ βρίου, στις 8.20' το βράδι, η σεβάσμια Κυρία των ελληνικών γραμμάτων. Η «φωτομάνα», όπως χα ρακτηριστικά την αποκάλεσε κάποιος από τους εκατοντάδες που τη συνόδεψαν στην τελευταία της κατοικία. Η Έλλη Αλεξίου σημάδεψε τα ελληνικά γράμματα και τίμησε όσο λίγοι το λειτούργη μα του εκπαιδευτικού. «Ήταν από τις πιο έ ντιμες πνευματικές συνειδήσεις του τόπου μας», είπε στον επικήδειο που εκφώνησε ο πρόεδρος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτε χνών. Η Έλλη Αλεξίου, μέλος της λογοτεχνι κής συντροφιάς της Δεξαμενής, έζησε κοντά στα πρώτα πνευματικά αναστήματα των Γραμμάτων. Τύπωσε το πρώτο της βιβλίο το 1931. Δραστήριο μέλος του ΚΚΕ, στο οποίο έγινε μέλος με την υπογραφή του Νίκου Πλουμπίδη, θα γνωρίσει διώξεις με αστήρι
χτες κατηγορίες. Το 1945 φεύγει στο Παρίσι ως υπότροφος της Γαλλικής Κυβέρνησης. Απολύεται από τη Μέση Εκπαίδευση. Από το 1949 έως το 1982 διδάσκει την ελληνική γλώσσα στα παιδιά των πολιτικών προσφύ γων. Η δραστηριότητά της αυτή θα επαινεθεί σε όλους τους τόνους απ’ όλους όσους δη μόσια ή όχι εξέφρασαν τη λύπη τους για το θάνατό της. Συμβουλευόμενοι το «Δοκίμιο χρονογρα φίας για την Έλλη Αλεξίου» του Θ. Φωσκαρίνη, παραθέτουμε τους κυριότερους σταθ μούς της ζωής της Έλλης Αλεξίου.
Χρονολόγιο Έλλης Αλεξίου
τεχνών με τους Απ. Μελαχροινό, Λιλή Ιακωβίδου, Γαλάτεια Καζαντζάκη, Αντ. Τραυλαντώνη, Θρασ. Σταύρου, Τατ. Σταύρου, Θρ. Καστανάκη, Δημήτρη Σταύρου, Κλέανδρο Καρθαίο.
24 Μαΐου γεννιέται στο Ηράκλειο της Κρή-
1912 Γνωρίζεται με τους λογοτεχνικούς κύκλους των Αθηνών και ιδιαίτερα με την Ομάδα Λο γοτεχνών της Δεξαμενής. 1914 Διορίζεται στο «Π Χριστιανικό Παρθεναγω γείο Ηρακλείου». Γνωριμία με τον μετέπειτα σύζυγό της Βάσο Δασκαλάκη.
1935 Καθιερώνει με τον Β. Δασκαλάκη ανά Πέ μπτη φιλολογικές συγκεντρώσεις στο σπίτι τους, στην οδό Σαπφούς 73, στην Καλλιθέα. 1937 Με την αδελφή της Γαλάτεια Καζαντζάκη προτείνουν το Γιάννη Ρίτσο για μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών. Χωρίζουν με τον Β. Δασκαλάκη. 1942 Δραστήριο μέλος του ΕΑΜ.
Γίνεται μέλος του ΚΚΕ. Την πρότεινε ο Νίκος Πλουμπίδης. Εκδίδεται το πρώτο της βιβλίο «Σκληροί αγώνες για μικρή ζωή» από τις Εκδόσεις Τόγια, Φυχοπαίδη και Καλανταρίδη. Ιδρυτικό μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογο-
1945 Αναχωρεί για το Παρίσι, ως υπότροφος της Γαλλικής Κυβέρνησης. 1947 Απολύεται από τη Μέση Εκπαίδευση.
12/χρονικα
1950 Βουκουρέστι. Αρχή μιας μεγάλης δραστη ριότητας για την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας στα παιδιά των πολιτικών προσφύ γων. 1962 19-11-1962: Έρχεται στην Ελλάδα. Της επι τρέπουν να παραθρεθεί στην κηδεία της αδελφής της Γαλάτειας Καζαντζάκη.
4-2-65: επανακτά την ελληνική ιθαγένεια με την υπ. αρ. 12379/778 απόφαση της Διεύθυν σης Ιθαγένειας του Υπουργείου Εσωτερικών.
^ £ 5 ^ · ° β ^ « Λ',αν ·**" * « ***
1966 Συλλαμβάνεται και οδηγείται στις φυλακές Αβέρωφ (Ν. 509). 28 Μαρτίου δικάζεται και αθωώνεται.
• V ^ o ^ 6P^ l . * ε tn KOp
& *» * ·** Λ ο α6 λ .
.« P ss ss 8i s ss s^£
; ? < * ! ' ?78. I
VW»
oUo
285
λος
. VtO> oflfcP ',ΛΟ. Λ
', '5 ? ° '’
■
V
1968 Με την υπ. αρ. 6.648/67 (υπ. αρ. 37) απόφαση του Β' τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου της κοινοποιείται η άρνηση υπηρεσιακής συνταξιοδότησης για τα 25 χρόνια υπηρε σίας της στην Εκπαίδευση.
*"*
.- v o .'* :
(β«>ΥΡα
^
1975 24 Μαΐου: Δωρίζει τη βιβλιοθήκη της και του Μάρκου Αυγέρη, στη Βικελαία Βιβλιοθήκη Ηρακλείου.
‘>'",° '·
0 r » ^ 4'”0 ΙΘΜ
i t f . - v
28 Σεπτεμβρίου: πεθαίνει στην κλινική «Παμ μακάριστο», στην Αθήνα.
r
Μπ. Καβροχωριανός
_.ν,κΛ °ΓοσηςΥ; -c6p-1 βα°ύ >νι*ό της (TO •c6\i· '
*p°'
.* - 2 £ 3 *
,^0βνοΥΡα'
ΙΛ * ^
• S r )α.329· “
, ο ο ^ 0^
η < Λ °ϋ^ε 0.79.
(Δον νν°·
; χογοί
’ ι*ά 1
α ρ *°ν1'
W. 1
|{.Λδο ΐα ν σ· τη9 \
“
»,η« Α50.
χρονικα/13
Και εγένετο βιβλίο
Πεντέμισι αιώνες μετά την ιστορική ανακάλυψη του Γουτεμβέργιου, που το πεπρωμένο τον έταξε να είναι ο πατέρας τού υπ’ αριθμόν ένα μέσου μαζικής επικοινωνίας, η τύχη του βιβλίου κρίνεται από πολλούς ως επισφαλής. Φωνές ιερής αγανάκτησης υψώνονται και κώδωνες κινδύνου κρούονται, τα νεότερα μέσα που γεννήθηκαν με απόσταση τεσσάρων αιώνων (19ος) και τα ακόμη νεότερα, της τρίτης γενιάς (20ός), οργιάζουν σε βάρος του μακρινού τους προγόνου■ πρόσκαιρες εκδικητικές ικανοποιήσεις εκφράζονται κάθε φορά που ένα αντικείμενο του πόθου μας γίνεται best seller, δηλαδή όπως θα λέγα με μ ’ άλλα λόγια μοσχο-πουλιέται, αγοράζεται, πραγματοποιείται μαζικά ως μέσο, θαρρείς και μια κρυφή πνευματική απωθημένη μας επιβεβαίωση συντελείται. ο βιβλίο, αντικείμενο προνομίων εκ μέρους του κράτους κατά τη γέννησή του και προνομιακό αντικείμενο προνομιούχων κοινωνικών στρωμάτων, αγωνιά σήμερα για το μαζικό του μέλλον, δηλαδή για το ίδιο του το μέλλον. Και ο κλάδος της παρα γωγής βιβλίου δύο ολόκληρους αιώνες μετά τη βιο μηχανική επανάσταση, καταφέρνοντας να επιβιώνει κυρίως ως μικρής κλίμακας βιοτεχνία, και αυτό όχι μόνο στη χώρα μας, αγωνιά ανάμεσα στον απόηχο μιας παρωχημένης ουμανιστικής παράδοσης και τη δυναμική ανάπτυξη που θα τον κά»ει ενδεχομένως εκφραστή της σύγχρονης σκέψης και έρευνας, πραγματικό οργανωτή κουλτούρας, μέσο ικανό να προσφέρε. στη σύγχρονη κοινωνία πολιτιστικές
Τ
προτάσεις με υψηλής ανταγωνιστικότητας συγκρό τηση, σαφήνεια, επιχειρήματα και να συμβάλει στη διατήρηση της ιστορικής μνήμης. Διότι το βιβλίο, συνδεμένο με τη σύγχρονη τεχνολογία και επιστή μη, αλλά και με τις τέχνες και τα γράμματα μπορεί να επιφυλάξει σήμερα στον εαυτό του ένα γέο και ανανεωμένο ρόλο. Πάντως η Ιστορία του βιβλίου και η Βιβλιολογία, κλάδοι άγνωστοι στο ελληνικό πανεπιστήμιο ακόμα, σε συνδυασμό με τη στατιστική και τις κοινωνιολο γικές έρευνες, δεν άφησαν ανεκμετάλλευτο αυτό το παρελθόν των πεντέμισι αιώνων από τη γέννηση του βιβλίου, βοηθώντας επίσης με τον τρόπο τους να βγουν συμπεράσματα ως προς τη σημερινή κα
14/χρονικα τάσταση και προβλέψεις ως προς τη μελλοντική πορεία αυτού του αγαθού, προϊόντος αλλά και μέ σου. Εμείς, με αυτή τη σειρά άρθρων, σας προτείνου με μια περιήγηση στην Ιστορία του βιβλίου, στα δε δομένα και τις σύγχρονες κοινωνιολογικές και στα τιστικές έρευνες και, τέλος, στα προβλήματα της εκδοτικής παραγωγής στη χώρα μας, έτσι όπως αυ τά εμφανίζονται με τη συμβολή και την εμπλοκή όλων των σχετικών παραγόντων (συγγραφέων, εκ δοτών, τεχνολογίας αλλά και του κράτους). Κι όλ’ αυτά με τη σκέψη ότι οι αναγνώστες απο τελούν ίσιος τους πιο ευαίσθητους, ανάμεσα στους καταναλωτές πολιτιστικών προϊόντων, απέναντι στους όρους και τις συνθήκες παραγωγής του αγα θού της προτίμησής τους. Έτσι πιστεύουμε πως η περιήγησή μας θα είναι ενδιαφέρουσα και με πολ λές εκπλήξεις. γέννηση του βιβλίου συμπίπτει με δύο παρά δοξα που αφορούν τον θεωρούμενο ως πατέ ρα του. Αυτά είναι το επάγγελμα του Γουτεμβέργιου και μια δίκη στην οποία βρέθηκε μπλεγμένος. Είναι γνωστό πως μέχρι την ανακάλυψη της τυ πογραφίας, γύρω στα 1440, λειτουργούσαν σ’ ολό κληρη την Ευρώπη εκατοντάδες εργαστήρια ανα παραγωγής χειρογράφων, κυρίως στα μοναστήρια. Τα χαρακτηρίζουμε εργαστήρια, γιατί η δουλειά της αντιγραφής υπάκουε σε μιαν αυστηρή οργάνωση και κατανομή εργασίας με πολύ συγκεκριμένους όρους και κανόνες. Η συνηθισμένη σειρά εργασιών ήταν η εξής: ένας μοναχός προετοίμαζε την περγαμηνή τρίβοντάς την και στη συνέχεια την έκοβε σε φύλλα. Ο γραφέας αντέγραφε αφήνοντας κενά στα αρχικά κεφαλαία γράμματα, που μαζί με τις χρωματιστές γραμμές θα αναλάμβανε να προσθέσει στη συνέ χεια κάποιος άλλος. Η αντιγραφή μπορούσε επίσης να δοθεί κομμα τιαστά σε πολλούς μοναχούς, που παρέδιδαν έτσι καθένας ένα μέρος του βιβλίου. Αλλά η αρτιότερη οργάνωση αντιγραφής ήταν αυτή που περιγράφει ο 'Αλκουιν του Γιορκ και που ίσχυε ήδη από τον 8ο αιώνα. Σύμφωνα λοιπόν με τον Αλκουιν, οι νεαροί μοναχοί εισέρχονται στο scriptorium (...) και ένας απ’ αυτούς κρατά τον πολύ τιμο τόμο από περγαμηνή, ο οποίος περιέχει το έρ γο ενός μεγάλου συγγραφέα, λ.χ. του Ισίδωρου ή του Αυγουστίνου. Διαβάζει αργά και καθαρά με ρυθμό, ενώ οι άλλοι, καθισμένοι, γράφουν ό,τι ακούν. Έτσι γράφονται κάθε φορά ταυτόχρονα πε ρισσότερα από ένα αντίτυπα, καθένα εννοείται με δική του σελιδαρίθμηση, πράγμα που ισχύει γενικά για το χειρόγραφο βιβλίο, κάνοντας την αναφορά σε σελίδες αδύνατη. Αυτή είναι η καθ’ υπαγόρευση αντιγραφή, η οποία έδινε τα μεγαλύτερα ποσοτικά αποτελέσματα.
Η
τη συνέχεια οι χειρόγραφες περγαμηνές δίνο νταν στους βιβλιοδέτες για την τελική διαδικα σία. Αργότερα, βέβαια, είχαμε ακόμη πιο μεγάλο καταμερισμό εργασίας κι έτσι διασώζονται κείμενα του 15ου αιώνα στα οποία αναφέρονται οδηγίες βι βλιοδεσίας προς τους μοναχούς. Αυτές λένε πώς ο ένας πρέπει να ράβει τα φύλλα μεταξύ τους και να
Σ
τα δένει. Ο άλλος να προετοιμάζει τα εξώφυλλα. Ο τρίτος να προετοιμάζει το δέρμα των εξωφύλλων και ο τέταρτος τις μετάλλινες πλάκες με τις οποίες διακοσμείται το δέσιμο. Ήδη από το 529, οπότε ο Αγιος Βενέδικτος ίδρυ σε το μοναστήρι του Μόντε Κασίνο, και μέχρι τα τ έ λη του 12ου αιώνα, η διαδικασία παραγωγής αλλά και διακίνησης των βιβλίων γινόταν αποκλειστικά από τα μοναστήρια. Καθώς οι αρετές του τάγματος των Βενεδικτίνων ήταν η πενία, η παρθενία, η υπακοή αλλά και η σκληρή εργασία, βρίσκουμε μια καταστατική διάτα ξη σύμφωνα με την οποία οι ηγούμενοι μπορούσαν να επιτρέπουν στους μοναχούς αντί για τις βαριές χειρωνακτικές εργασίες και εφόσον, βέβαια, δ ιέθε ταν τις απαραίτητες γνώσεις και την ικανότητα, να απασχολούνται στη μελέτη, τη γραφή, τη διόρθω ση, το χρωματισμό και το δέσιμο βιβλίων. Αργότερα, καθώς η αγορά διευρύνθηκε και οι μο ναχοί δεν επαρκούσαν για όλες αυτές τις δουλειές, τα μοναστήρια προσλάμβαναν πολύ συχνά και ιδιώ τες γραφιάδες με μισθό. Είναι κάτι που συναντιέται γύρω στα 1.100 και διαδίδεται ευρύτατα μέσα στους δύο επόμενους αιώνες. Αλλά στα μοναστήρια έρχονται να προστεθούν σύντομα τα πανεπιστήμια, τα οποία μπαίνουν στον κύκλο της παραγωγής των χειρογράφων με δικά τους εργαστήρια. Στα 1259 πρώτο το πανεπιστήμιο της Μπολώνια και ακολουθούν του Παρισιού, της Οξφόρδης και του Καίμπριτζ. Στο πανεπιστήμιο της Μπολώνια συναντάμε και τους επίσημους βιβλιοπώλες, που έχουν ως καθή κον να συγκεντρώνουν παραγγελίες εγχειριδίων και να τα νοικιάζουν σε σπουδαστές και καθηγητές σε καθορισμένες τιμές. Βέβαια το κέρδος τους ήταν μικρό, μόλις 2,5 τοις εκατό, και οριζόταν με διάταγμα, αλλά αν σκεφτεί κανείς πως είχαν εξα σφαλισμένη πελατεία, μάλλον συνέφερε... Αυτοί οι βιβλιοπώλες ή χαρτοπώλες είναι και οι πρώτοι επαγγελματίες του είδους που συναντάμε. Οι πραγματικοί εκδότες θα κάνουν την εμφάνισή τους πολύ αργότερα, μόλις τον 18ο αιώνα. Για να αντιληφθεί πάντως κάποιος το μέγεθος όλης αυτής της παραγωγής χειρογράφων, αρκεί να πούμε ενδεικτικά ότι την εποχή που έκανε την εμ φάνισή της στη Γαλλία η τυπογραφία υπήρχαν μόνο στο Παρίσι και την Ορλεάνη πάνω από 10.000 γρα φείς. αράλληλα, από τις αρχές του 14ου αιώνα παίρ νει μεγάλη έκταση η τέχνη της ξυλογραφίας. Στην αρχή δίνει τη δυνατότητα αναπαραγωγής θρησκευτικών κυρίως θεμάτων, αλλά στη συνέχεια διευρύνεται θεματικά και ασχολείται με μορφές αν θρώπων και ζώων, φτάνοντας ώς τις τράπουλες, που αντί να ζωγραφίζονται πια με το χέρι, όπως μ έ χρι τότε, χαράζονται στο ξύλο και αναπαράγονται. Ακολουθούν επίσης πολύ γρήγορα σατυρικές αφίσες, ημερολόγια και εμπορικά φυλλάδια με κείμενο και εικονογράφηση. Και καθώς οι ανάγκες διευρύνονται και ένα μόνο φύλλο δεν αρκεί, κάνουν την εμφάνισή τους μικρά βιβλιαράκια φτιαγμένα με την τέχνη της ξυλογρα φίας, πολύ διαδομένα και μεγάλης λαϊκής κατανά λωσης.
Π
χρονικα/15
Τί πιο φυσικό, λοιπόν, να σκεφτεί κανείς πως η τυπογραφία θα προκόψει από το περιβάλλον αυτών των εργαστηρίων και των επαγγελμάτων, στα οποία ώς τώρα αναφερθήκαμε, σαν μια διαδικασία που θα ανέπτυσσε και θα βελτίωνε τις ώς εκείνη τη στιγμή λειτουργούσες τεχνικές. Όμως, όπως είπαμε στην αρχή, η γέννηση του βι βλίου χαρακτηρίζεται από παραδοξότητες. Ο Γιοχάνες Γκενσφλάις, ο γνωστός μας Γουτεμβέργιος, δεν ασχολείται με χειρόγραφα ούτε έχει κάποια σχέση με τα εργαστήρια ξυλογραφίας. Είναι χρυσοχόος στο επάγγελμα και κατάγεται από οικογένεια νομισματοκόπων. Υλικό του, δηλαδή, το μέταλλο. Έχουμε να κάνουμε, λοιπόν, με έναν φιλοπρόοδο ερευνητή και επιχειρηματία του Μεσαίωνα παρά με κάποιον λάτρη του βιβλίου. Σ’ αυτό το συμπέρασμα οδηγούμαστε από το δεύτερο παράδοξο που είναι μια δικαστική υπόθεση του 1439 στο Στρασβούργο. Από το αρχειακό υλικό που έχει διασωθεί πληροφο ρούμαστε ότι ο Γουτεμβέργιος συνεταιρίστηκε στα 1436 με τρεις άλλους για την αποκόμιση οφέλους από βιομηχανικές διαδικασίες, τις οποίες θα ανα κοίνωνε μυστικά σε αντάλλαγμα ενός χρηματικού ποσού. ετά το θάνατο ενός από τους συνεταίρους, οι κληρονόμοι ζητούν να τον διαδεχθούν στην εταιρία κι έτσι αρχίζουν δικαστικούς αγώνες. Από τα πρακτικά της δίκης μαθαίνουμε ότι τα μυστικά του Γουτεμβέργιου αναφέρονταν σε τρία διαφορε τικά αντικείμενα. Τη λείανση της πέτρας, την κατα σκευή γυαλιού και μια νέα τέχνη στην οποία χρησι μοποιείται ένα πιεστήριο, «κομμάτια» που κόβονται ή χύνονται, φόρμες από μολύβι και τέλος «πράγμα τα σχετικά με την τέχνη της πίεσης».
Μ
Να είναι άραγε συμπτωματικό που την ίδια εποχή ένας άλ λος χρυσοχόος, ο Πρόκοπ Βαλντφόγκεχ από την Πράγα, υπέγραφε συμφωνητικά με τους κατοίκους της Αβινιόν σύμφωνα με τα οποία αναλάμ βανε την υποχρέωση να διδά ξει σε άλλους τη χρυσοχοΐα και σε άλλους την τέχνη να γράφουν τεχνητά (ars scribendi artificialiter). Αλλά μήπως χρυσοχόοι δεν ήταν και η πρώτη γενιά εκτυ πωτών της Βασιλείας και μά λιστα γραμμένοι στη συντε χνία των χρυσοχόων; Μερι κούς αιώνες αργότερα, τον 18ο αι., η εφαρμογή της μηχα νικής δύναμης στην εκτύπω ση, δηλαδή το μηχανοκίνητο πιεστήριο, θα προέλθει από συγγένειες με την υφαντουρ γία, για χάρη της οποίας κυ ρίως γίνονταν οι έρευνες. Πα ράδοξες συγγένειες; Ίσως, όμως αν το καλοσκεφτούμε, όχι και τόσο. Αλλά ας δούμε πώς συνέχι σε τις δραστηριότητές του ο Γουτεμβέργιος. Στα 1448 επιστρέφει στη γενέτειρα πόλη, τη Μαγεντία, για να συνεχίσει τις έρευνές του. Είναι φυσικό πως έχει ανάγκη από ορισμένα κεφάλαια, τα οποία και θα δανειστεί από κάποιον ονόματι Φουστ 800 φιορίνια με τόκο 5 τοις εκατό. Αυτό είναι ένα δάνειο για την κατασκευή εργα λείων. Στη συνέχεια ο Φουστ υπόσχεται άλλα 300 φιορίνια για «την εργασία των βιβλίων», με συμφω νητικό στο οποίο προβλέπεται η απόκτηση χαρτιού, περγαμηνής και μελανιού, πράγμα που δηλώνει έμ μεσα ότι οι εργασίες προχωρούσαν με επιτυχία. Αλλά ο Φουστ θα κατηγορήσει τον Γουτεμβέργιο ότι δεν τηρεί τα υπεσχημένα και θα γίνουμε μάρτυ ρες μιας νέας δίκης που αφορά τόκους, επιστροφή κεφαλαίων και άλλα δυσάρεστα. Δυο χρόνια αργότερα, στις 14 Οκτωβρίου 1457, θα κυκλοφορήσει το πρώτο βιβλίο που φέρει ημε ρομηνία. Θα είναι το ψαλτήριο της Μαγεντίας, έργο του Φουστ και κάποιου νέου του συνεταίρου... Μήπως, λοιπόν, ο Γουτεμβέργιος ήταν στην πραγματικότητα κακός επιχειρηματίας και τυπική περίπτωση μεσαιωνικού επιστήμονα που του κλέ βουν τα μυστικά μιας ανακάλυψης για την οποία έχει δουλέψει χρόνια; Το σίγουρο είναι ότι μέχρι το τέλος δεν κατάφερε να πληρώνει ούτε καν τους τόκους των δανείων του, μολονότι στα 1465 ο αρ χιεπίσκοπος της Μαγεντίας τον χρήζει ευγενή για τις εξαιρετικές υπηρεσίες του και τον παίρνει κο ντά του. Αλλά ας κλείσουμε αυτή την ιστορία με ένα ακό μη παράδοξο. Έτσι, παρά την αναγνώριση της πα τρότητας στην τέχνη της τυπογραφίας, το όνομα του Γουτεμβέργιου δεν αναγράφεται στον κολοφώνα κανενός βιβλίου. Όμως για τους κολοφώνες θα μιλήσουμε μιαν άλλη φορά.
ΜΥΡΣΙΝΗ ΖΟΡΜΠΑ
----- «ΝΕΑΣΥΝΟΡΑ», «ΚΛΕΙΔΙ», «ΜΥΟΟΣ»μ_ ΣΟΛΠΝΟΣ 94, ΑΟΗΝΑ, ΤΗΛ: 3600.390
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΛΙΒΑΝΗ Ο ΖΩΡΖ ΣΙΜΕΝΟΝ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΠΛΑ ΕΝΑΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΩΝ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΩΝ. ΕΙΝΑΙ ΒΑΘΥΣ ΑΝΑΛΥΤΗΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ. Κυκλοφορούν σε άριστες μεταφράσεις τα καλύτερό του έργα από τις εκδόσεις «ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ» A. Α. Λιβάνη
Ο ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΓΑΙΔΑΡΟΣ Η ΩΡΑΙΑ EMMA Ο ΤΡΕΑΟΣ ΤΗΣ ΜΠΕΡΖΕΡΑΚ Η ΝΥΧΤΑ ΣΤΟ ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙ ΟΙ ΑΠΕΝΑΝΤΙ Ο ΜΑΙΓΚΡΕ ΚΑΝΕΙ
Ζωρζ Σιμενόν Ο Ζωρζ Σιμενόν δέν είναι απλώς ένας συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων. Ο Ζιντ έβλεπε, ήδη, σ' αυτόν έναν από τους πιο χαρακτηριστικούς και πιο σημαντικούς μυθιστοριογράφους της εποχής του. Εξηγεί εδώ, μέσα από μια συνέντευξη που πήρε ο Φρανσίς Λακασέν, γιατί, μετά από 200 δημοσιευμένα μυθιστορήματα με το όνομά του, αποφάσισε να σταματήσει το γράψιμο. Σήμερα μελετάει ο ίδιος τον εαυτό του και υπαγορεύει τις αναμνήσεις του. Ο Μαιγκρέ παραμένει ένα από τα πιο διάσημα πρόσωπα της λογοτεχνίας μας. Οι αναρίθμητες ενσαρκώσεις του στον κινηματογράφο, αποτελούν την απόδειξη. Ο Μαιγκρέ, κι αυτός επίσης, δεν είναι απλώς ένας ήρωας αστυνομικού μυθιστορήματος. Ένας αντρειωμένος, θα λέγαμε.
18/αφιερωμα Ο μυθιστοριογράφος Σιμενόν έχει πάρα πολλά εκατομμύρια αναγνώστες, σύμφωνα με τις πρόσφατα δημοσιευμένες στατιστικές της UNESKO. Όμως, ελάχιστοι ανάμεσά τους γνωρί ζουν τον δημοσιογράφο Σιμενόν. Εντούτοις, μόνο στην περίοδο 1931-1939, τα ρεπορτάζ του θ ’ αποτελόσουν το υλικό για τρεις χοντρούς τόμους, από 488 σελίδες, δημοσιευμένους στη συλ λογή 10/18 με το γενικό τίτλο «Οι πρώτες μου προσπάθειες». Τά δυο πρώτα, «Ανακαλύπτοντας τη Γαλλία» και «Αναζητώντας τον γυμνό άνθρωπο», θα δημοσιευθούν το Μάη του 1976. Όμως η δημοσιογραφική δραστηριότητα του Σιμενόν, χρονολογείται πολύ νωρίτερα από το 1931. Μετά την πρώτη διατακτική αρχή του στη Λιέζ, τη γενέτειρα πόλη του, (ζαχαροπλάστης, έπειτα υπάλληλος βιβλιοπωλείου), είναι Ιβχρονών, όταν μπαίνει στην «Καζέτ ντε Λιέζ». Αυτό δεν έχει τίποτα το εξαιρετικό. Πολλοί συγγραφείς, ιδίως ανάμεσα στους Αμερικανούς, έκαναν μια παρόμοια αρχή, από τον Χέμινγουαίη ώς τον Ντος Πάσσος.
“το να κρατάς τα πρόσωπά σου στην άκρη των χεριών σου, είναι εξαντλητικό” Ξεκινήσατε πολύ νέος. Το κάνατε για να υπα κούσετε σε μια ιδιαίτερη κλίση; Καθόλου. Αν έκανα το δημοσιογράφο, ήταν από τύχη. Γιατί με είχαν πετάξει έξω από το βιβλιο πωλείο, όπου ήμουν υπάλληλος ήδη για ένα μήΔε γνώριζα απολύτως τίποτα από δημοσιο γραφία. Εκείνη την εποχή στις οικογένειες δεν ήταν παρά μόνο ο πατέρας που διάβαζε την εφη μερίδα. Τα παιδιά δεν ασχολούνταν ούτε με την πολιτική, ούτε με τίποτε άλλο. Δεν είχα διαβάσει ποτέ εφημερίδα, ήξερα μόνο εκείνη που παίρνα με στο σπίτι μου και δε γνώριζά ούτε τους τίτ λους των άλλων. Μια μέρα, ψάχνοντας για δουλειά, περνώ δί πλα από την πλατεία Σαν-Λαμπέρ και διακρίνω την ταμπέλα, «Καζέτ ντε Λιέζ». Μπαίνω και πα ρουσιάζομαι στον αρχισυντάκτη. Φορούσα για πρώτη φορά μακρύ παντελόνι: μόνο στα 16 χρό νια αρχίζαμε να φοράμε. Ρώτησα αν μπορώ να μπω στην εφημερίδα ως ρεπόρτερ. Ο συνομιλητής μου με κοιτάει μ’ εύθυ μο ύφος. Ή ταν ένας άντρας πολύ σοβαρός, με μούσι, με μια κόκκινη μύτη, αρκετά ασυνήθιστη. Με ρωτάει: «Ποιος είστε; - Δεν είμαι τίποτα, απλά δούλευα στο βιβλιοπωλείο Ζωρζ, στην οδό ντε λα Κβτεντράλ, και με απέλυσαν. - Έχετε συ στάσεις; - Εκείνη, αν μπορώ να το πω. - Ναι όμως τελικά, η οκογένειά σας, οι σχέσεις σας;». Αναφέρω λοιπόν τον ξάδερφό μου, που ονο μαζόταν κι αυτός επίσης Ζωρζ Σιμενόν και που ήταν επίσκοπος της Λιέζ· ένας από τους θείους μου ήταν αντιπρόεδρος σε μια Τράπεζα. (Υπήρ χαν δυο ή τρεις πλούσιοι στην οικογένεια, ενώ είμασταν περισσότερο μια οικογένεια φτωχών, μεροκαματιάρηδων, τεχνιτών, ειδικά από το σόι του πατέρα μου). Ο αρχισυντάκτης, μου λέει λοιπόν: «Γνωρίζω πολύ καλά το θείο σας, είμα
σταν μαζί στο Διοικητικό Συμβούλιο της ίδιας Τράπεζας». Έκανε μερικά τηλεφωνήματα και τελικά μου είπε: «Θα κάνουμε μια προσπάθεια. Αύριο, θα πράξετε σαν να είσασταν επιφορτισμένος με την τοπική στήλη, δηλαδή, τα διάφορα. Διαβάστε το τοπικό χρονικό, και θα το ξανακάνετε όπως θα ’πρεπε να γίνει». Ήμουν περισσότερο ταραγμέ νος. Διαβάζω την εφημερίδα και μαθαίνω, για παράδειγμα, πως την επομένη θα γινόταν το παζάρι των αλόγων. Πάω, ρωτάω τον αριθμό των αλόγων, την τιμή τους, κ.τ.λ. Πηγαίνω στην αστυνομία να ρωτήσω αν υπήρχαν ατυχήματα, εγκλήματα. Δεν είχαν γίνει εγκλήματα, όμως με ρικές μικροκλοπές, μικροαπάτες αυτό που στις εφημερίδες λέμε: «Δεν έπρεπε να ’χε γίνει», η λέ ξη κλοπή ήταν ασεβής. Πόσο καιρό μείνατε στην «Καζέτ ντε Λιεζ»; Τρία χρόνια. Έ ξι μήνες μετά την είσοδό μου, μου ανέθεσαν να κάνω ένα καθημερινό σημείω μα, και συνέχισα να δουλεύω για δυόμισι χρό νια. Είχε για τίτλο «Έξω από το κοτέτσι» και το υπέγραφα σαν κ. Λεκόκ (κ. Κόκκορας)· έτσι γι νόταν αντιληπτό ότι η εφημερίδα δεν έπαιρνε την ευθύνη γι’ αυτό. Πράγματι δεν ήμουν μέσα στο πνεύμα της εφημερίδας. Έξω απ’ αυτό το σημείωμα, υπέγραφα ως Ζωρζ Σιμ, ή Ζ. Σ. Τα διάφορα, δεν τα υπογράφαμε. Ποια ήταν η πολιτική κλίση της εφημερίδας; Γνώριζα τόσο λίγα πράγματα για τους δημοσιο γράφους, που μπαίνοντας στην «Καζε ντε Λιέζ» - διευθυντής τότε ήταν ο Ζοζέφ Ντεμαρτώ αγνοούσα πως ήταν η πιο καθολική και η πιο συντηρητική εφημερίδα της Λιέζ. Ό ταν το αντιλήφθηκα, μου φάνηκε αστείο που ήμουν εκεί: ήμουν ήδη ένας εκκολαπτόμενος αναρχικός.
αψιερωμα/19 Αυτό δε σας δημιουργούσε προβλήματα; Ό χι: δεν είχα πρόσβαση στις πολιτικές στήλες. Μου έδιναν να κάνω, όπως σ’ όλους τους νέους, την πιο ανιαρή δουλειά: τον απολογισμό των διαλέξεων. Και στη Λιέξ, τυχαία, γινόταν μια κάθε μέρα. Μου έδιναν ακόμα να κάνω αυτό που οι άλλοι δεν ήθελαν ή δεν μπορούσαν να κά νουν. Ήταν η καλύτερη εισαγωγή στη ζωή ενός μυθιστοριογράφου, αφού αγγίζαμε τα πάντα. Για παράδειγμα, δεν ήμουν παρά 16 χρόνων και μισό, όμως παρακολουθούσα τους ποδηλατι κούς αγώνες σε μια μεγάλη Χάρλεϋ Ντάβιντσον. Οι εφημερίδες μπορούσαν να προμηθεύονται πο δήλατα, μοτοσυκλέτες, κόντρα στη διαφήμιση. Έτσι, είχαμε πάντα τα τελευταία μοντέλα των μεγάλων μηχανημάτων, Χάρλεϋ Ντάβιντσον, Κέλσιορ. Και εκείνη την εποχή δεν υπήρχε άδεια οδήγησης. Καβάλα στη μηχανή, θεωρούσα τον εαυτό μου Ρουλεταμπίλ. Αληθινά, σας επηρέασε ο νέος αστυνομικός δημοσιογράφος του Γκαστόν Λερού; Είχα διαβάσει το «Μυστήριο του κίτρινου δωμα τίου», όμως ο Ρουλεταμπίλ, μ’ είχε εντυπωσιά σει. Ήταν το πρότυπό μου: φορούσα ένα αδιά βροχο, ένα καπέλο πολύ χαμηλι ιένο μέχρι τα φρύδια και κάπνιζα μια μικρή πίπα για να του μοιάζω. Χάρη στη δημοσιογραφία, μου ήταν λί γο ως πολύ όλα γνωστά. Γευμάτιζα - στην πραγ ματικότητα στην άκρη του τραπεζιού - με τον Φολ, τον Σουρσίλ. Φορτωμένος από αναφορές του δημοτικού ή του επαρχιακού συμβουλίου, μέσα στα παρασκήνια γνώρισα όλες τις μικρές του κομπίνες, τις ραδιουργίες. Υπήρχαν επίσης και τα πραγματικά διάφορα: κάναμε κάθε μέρα στο κεντρικό γραφείο έναν απολογισμό: δράμα τα αρκετά πρόστυχα, από απλές οικιακές λη στείες, μέχρι εγκλήματα. Και έπειτα, τα ατυχή ματα: πενήντα ή εκατό θαμμένοι μεταλλωρύχοι μετά από μια έκρηξη αερίου: εγώ ήμουν που έφευγα με τη μηχανή για να περιμένω μαζί με τις γυναίκες, ωχρές, που έκλαιγαν με λυγμούς, περιμένοντας τους άλλους μεταλλωρύχους που κατέ βαιναν χωρίς να είναι σίγουροι πως θα μπορού σαν να ξανανέβουν. Μέσα σε τριάμισι χρόνια στη δημοσιογραφία, είδα πραγματικά όλες τις κοινωνικές τάξεις: είναι η καλύτερη εμπειρία για ένα μυθιστοριογράφο. Διαφορετικά, θα χρεια ζόμουνα δεν ξέρω πόσα χρόνια για να τις πλη σιάσω και να τους γίνω αποδεκτός. Ήσασταν ικανοποιημένος από τη δημόσιό· γραφία: γιατί την εγκαταλείφατε το Δεκέμ βρη του 1922; Ήθελα να γίνω μυθιστοριογράφος. Είχα πάρα πολλές ιστορίες που η «Καζέτ ντε Λιέξ», είχε δη μοσιεύσει. Είχα δώσει απ’ αυτές άλλες τρεις ή τέσσερις στο περιοδικό «Σινσέρ», ένα λογοτεχνι
«Το ύφος του Σιμενόν δεν είναι επίπεδο, είναι αποτε λεσματικό».
κό περιοδικό με πολύ μικρή κυκλοφορία, που διηύθυνε ένας καθηγητής του Πανεπιστημίου των Βρυξελλών, ονόματι Φευνάρ Ντεζοναίν. Μέσα σ’ αυτό το περιοδικό δημοσιεύτηκε το πρώτο μου πραγματικά λογοτεχνικό κείμενο, το «Χλιαρό Βάζο». Το 1922, λοιπόν, έκανα τη στρατιωτική μου θητεία, συνεχίζοντας να γράφω στην Καζέτ. Όμως το όνειρο μου ήταν να τε λειώσω με το στρατό για να φύγω για το Παρίσι. Πλησίαζα την φιλοδοξία μου: είχα γίνει γραμμα τέας ενός μυθιστοριογράφου. Κατά τη διάρκεια ενός γεύματος, ο πατέρας μου είχε μιλήσει με τον διπλανό του στο τραπέζι για μένα και για την προσεχή μου αναχώρηση για το Παρίσι, όπου δεν είχα ακόμη κάποια δουλειά. Αυτός ο κύριος του είχε προτείνει να με συστήσει σ’ έναν από τους συγγραφείς φίλους που έψαχνε ακριβώς ένα γραμματέα. Επρόκειτο για έναν άνθρωπο ξεχασμένο σήμερα, τον Μπινέ-Βαλμέρ. Δημοσί ευε κάθε χρόνο, τότε, ένα μυθιστόρημα σε συνέ χειες στη Δε Ζουρνάλ, ένα ή δυο άλλα στο Εβρ Λιμπρ του Φαγιάρ και, σχεδόν, μια ιστορία κάθε βδομάδα αλλού. Όμως δεν ήταν τόσο γνωστός από την αξία των έργων του, όσο από την κοσμι κή του και πολιτική του δραστηριότητα. Ήταν για την εποχή κάτι σημαντικό - πρόεδρος του «Συνεδρίου Ανθυπολοχαγών και Βετεράνων πο λεμιστών». Πίστευα πως θα γίνω ο γραμματέας ενός συγγραφέα. Καθόλου. Μ’ έβαλαν σ’ ένα μι κρό γραφείο όπου είχαν στριμωχτεί δυο δακτυλογράφοι, ένας ο γραμματέας του Μπινέ-Βαλμέρ και άλλος ένας κύριος, που ήταν γενικά και αό ριστα γραμματέας του Συνδέσμου. Μ’ έβαλε ν’ αντιγράψω, είκοσι φορές το καθένα και στο χέ ρι, ένα σωρό διευθύνσεις. Ολ’ αυτά για να συ γκεντρώσουμε, αν χρειαστεί από τη μια μέρα στην άλλη, τους Ανθυπολοχαγούς και Βετερά νους πολεμιστές. Ήταν η εποχή που άρχισαν να υπάρχουν κοινωνικά κινήματα ενάντια στον Πουανκαρέ, η γαλάζια Βουλή μόλις είχε εκλεγεί. Ο ρόλος μου, στην πραγματικότητα, ήταν εκείνος του μικρού ενός γραφείου. Ο ΜπινέΒαλμέρ δεν πίστευε στα αξιώματα. Κάθε φορά που ο σύνδεσμος έπρεπε να δημοσιεύσει ένα
20/αφιερωμα ανακοινωθέν στον τύπο, πήγαινα να μοιράσω εγώ ο ίδιος σαραπέντε φακέλους σε καθένα από τά 45 έντυπα του Παρισιού. Εκείνη την εποχή, κάθε τομέας ιδεών είχε τη δίκιά του κατάλληλη εφημερίδα, από το Ταρντιέ και Μορρά μέχρι το Γουστάβ Τερύ. Έκανα το γύρο των εφημερίδων με ταξί ή μάλλον μ’ αυτό που πήγαινε επίσης γρήγορα, με την άμαξα. Ανακάλυπτα το Παρίσι. Παιδί του γραφείου σ’ έναν μέτριο και αντι δραστικό συγγραφέα, ήταν αδιέξοδο. Πώς φύγατε από κεί; Χάρη σ’ έναν από τους χρηματοδότες του Συνδέ σμου. Εκείνος αντιπροσώπευε ένα πλήθος εκλο γέων αρκετά σημαντικό. Υπήρχαν λοιπόν γύρω από τον Μπινέ-Βαλμέρ πολλοί που δίνανε χρή ματα, από πεποίθηση ή για να πετύχουν μια εκλογική έδρα, ή τη Λεγεώνα των Τιμών. Ένας απ’ αυτούς ήταν ο μαρκήσιος ντε Τρασύ. Ένας πολύ καλός άνθρωπος εξάλλου. Κα τείχε πέντε πύργους στη Γαλλία, ορυζώνες στην Ιταλία, ιδιοκτησίες στην Τυνησία, λογαριασμούς σε πολλές τράπεζες. Ο πατέρας, που μόλις είχε πεθάνει του είχε αφήσει όλων των ειδών τις υπο θέσεις μας για τη διαχείριση των οποίων δεν ήξερε τίποτε και έψαχνε ένα γραμματέα. Ο Μπι-
νέ-Βαλμέρ τον συμβούλεψε: «Λοιπόν, για να τα ξεμπερδέψεις όλ’ αυτά, πάρε τον μικρό Σιμ». Έτσι με φώναζαν. Έμεινα 2 χρόνια μαζί τουείχε ένα ιδιαίτερο μέγαρο στην οδό ντε Λα Μποεσί, όμως δεν έμενε ποτέ εκεί, πηγαίνοντας πάντα από τον ένα πύργο στον άλλο. Αυτό μου επέτρεψε να γνωρίσω τη ζωή των αριστοκρατών του κέντρου, που διαφορετικά ποτέ δε θα ’χα γνωρίσει. Το κυνήγι, οι μεγάλες δεξιώσεις που ο μαρκήσιος έδινε παντού όπου περνούσε. Τελικά εγκατέλειψα τον μαρκήσιο για να ξαναγυρίσω στο Παρίσι. Σπίτι του, είχα αρχίσει να γράφω μικρές ιστορίες για τις αισθηματικές εφη μερίδες, εφημερίδες που σήμερα θα φαινόντου σαν γλυκανάλατες. Τότε συνάντησα ένα θαυμά σιο άνθρωπο στον οποίο χρωστώ μεγάλη ευγνω μοσύνη: τον Εζέν Μερλ. Η πιο σημαντική από τις εφημερίδες που συνεργαζόμουνα, η «Φρουφρου», του ανήκε. Τα κέρδη της «Φρου-φρου» είχαν προοριστεί για να καλυφθεί το έλλειμμα μιας μεγάλης καθημερινής εφημερίδας της αρι στερός που μόλις είχε βγει: της «Παρί - Σουάρ». Ο Μερλ είχε ακόμα, ένα εβδομαδιαίο σατιρικό περιοδικό, το «Λε Μερλ Μπλαν» («Το άσπρο
μ
^
^
5
Τύπος ηου^ου
αλλαγές «uto
μ* του
nQU κατα
αοτυνομι-
ταιόχιτοσοστη η των πλοκή, 0°° ^αρακτήρω*' ανθρωπίνων χαρ χιμενόν γιο Μαιγκρε,
0 5 8 ^ ο Μ α ιγ κ Ρ ^ κι °
ΑΠΟ »
. αγωνιωδως
αυτόν, κοιτών τ°ν Υυμνπ00Χ ίροκαλούν τα
° Μαιγκρ
:
της Ακαδημι ς Λονοτεχνιας Γλώσσας και στις Βρυξέλλες. έχει Τ° ‘' PV δινά σ εΓ ΐους κριτιεξαΡΧΤ^ ε τ ϊ ά μ ε τ ο κ α τ ά π ό κους, σΧετι* \ μ χονοτεχνια η σο ανήκει ^ η^λ° ννία . Ο Σιcnnv παΡ χ λ0°ρνίσμένες όψεις μενσν, με ° Ρ ' μ μοιάζει να του παρα-λογοτεανήκει στην^χ(.κός ρυθμός, ννία: β ι ο μ ^ ^ ^ α σ τ υ ν ο μ ι προσκόλλησηστη μι. κή έρευνοι ήι ° » Q τόσ0 ουκρογεγονότα, θα μΠοδέτερο θ εί μηδενικό, ρούσε να θεωρπ σ [Q Qcrtuόλ’ αμτα α^ ο ς Υπάρχουν νομικο ειδ ς χου Σιμε6μως πολλά έργ χόγο νόν, ° που όρημα και μό-
αφιερωμα/21 κοτσύφι») που έφτανε τα 800.000 αντίτυπα και άφηνε πολύ πίσω του το «Κανάρ ανσανέ» («Αλυσοδεμένη πάπια»). Εκείνη την εποχή, έφτανα να γράφω επτά ιστορίες τη μέρα. Τη «Φρου-φρου», έτυχε να τη συντάσσω ολομόναχος κάτω από 10 ή 12 διαφορετικά ψευδώνυμα, γιατί η εφημερίδα δεν είχε λεφτά και γιατί έγώ συνέχιζα να δέχομαι τσεκ χωρίς αντίκρυσμα. Είχα βρει τον τρόπο είσπραξης αυτών των τσεκ ξαναπουλώντας τα στη μίση τιμή, και όπως ο Εζέν Μερλ πλήρωνε πολύ γενναιόδωρα, ακόμα και στη μισή τιμή, έβγαζα τα λεφτά. ' Τον Εζέν Μερλ, τον φοβόμασταν, και ήταν τι μή να είναι κανείς προσκεκλημένος στα κυρια κάτικα γεύματά του, στον πύργο του στην Αβραινβίλ. Ένας μικρός πύργος χωρίς επιτήδευση, όμως πολύ όμορφος, όπου μαγείρευε ο ίδιος, για τους προσκεκλημένους του. Και θυμάμαι πως πήγαινα εκεί τον Ηλία Έρεμπουργκ, τον οποίο περνούσα να πάρω απο το σπίτι του στη λεωφόρο ντυ Μεν, γιατί δεν είχε αυτοκίνητο.
Τα πρόσωπα που^δημ^υΡ_ [εί ο ^ εΝ' ^ ράφει με εκττα, ενω η ε ρ ^ Ρ * αποσυνπληκτικο ];ρ0 ν ε(δησης noV θέση ^ α ς _TQl ^ ο ν εαυτό αποκάλυπτε α πτώση και της μεσα ή ιατρικό θλεμστην παρα ^ 1 μαζί μ’ ένα μα και συμπάθειο μ Μτότητα ΟΦΟί ‘" “ 0ΐ 5 ά
«
αΠ°
είναι κάτι W κάπ0ια αληθελημενη. ά του Χιμελα χαρακτηΡ ^ ου για νόν-μυθιστορι ΥΡ παρατον οποίο ο Ζιν vQ λέεν
του Καμύ ·
βιβΜο
(Στοιχεία a n O epujs La Litlerature en ig45 gordas)
— ' σα? εοινα τριαντα οι-
βλία με αφιέρωση με αντάλλαγμα δύο ποδήλατα.«Το υποσυνείδητο του Σιμενόν βασανίζεται, μου φαίνεται, από την εικόνα της μητέ„ας» y — Στην Αβραινβίλ, βρισκόμουν στο τραπέζι πάντα με δυο ή τρεις υπουργούς. Και όπως, μπροστά στον Εζέν Μερλ, μιλούσαν ελεύθερα, έμαθα να ξεχωρίζω τον κόσμο από την καλή του και από την ανάποδη. Έβλεπα διευθυντές εφημερίδων, υπουργούς, μερικές φορές τους ίδιους τους πρω θυπουργούς, όπως τον Εντουάρ Εριό, που αντάλλασαν κλεσίματα ματιών μιλώντας για όλες τους τις κομπίνες. Πόσο μπορούσαν να γελάνε με ανακοινωθέντα, με δηλώσεις, που θα έδιναν στον τύπο την επομένη. Στην Αβραινβίλ, έκανα τη μαθητεία μου στην πολιτική. Μ’ αήδιασε αυτό μια για πάντα. Ο Εζέν Μερλ ενθάρρυνε επίσης την κλίση μου προς το μυθιστόρημα. Γιατί είχα αρχίσει σιγά σιγά να γράφω λαϊκά μυθιστορήμα τα. Το πρώτο, έγινε το 1921 στου Φερέντσι και ονομαζόταν «Το μυθιστόρημα μιας δακτυλογράφου». Είχα περάσει επίσης απ’ τους μεγάλους ει δικευμένους οίκους του Ρουφ, του Φαγιάρ, του Ταλαντιέρ. Τους είχα ζητήσει τον αριθμό των γραμμών που ήθελαν και την τιμή που πλήρω ναν. Τις συνταγές, τις είχα βρει μόνος μου. Μέ σα σε κάθε οίκο υπήρχαν διαφορές αντιλήψεων, καθένας είχε τις απαγορεύσεις του. Στον οίκο του Ταλαντιέρ, για παράδειγμα, δεν έπρεπε να λέμε «μαιτρέσσα», αλλά μας επέτρεπαν να λέμε «φίλες». Ο Φαγιάρ δεχόταν το «μαιτρέσσα». Έγραψα δύο κατηγοριών λαϊκά μυθιστορήμα τα. Μια για αγόρια: μυθιστορήματα περιπε τειών, ειδικά για την περίφημη γαλάζια συλλογή του Ταλαντιέρ. Η άλλη απευθυνόταν περισσότε ρο στους θυρωρούς, στις μοδιστρούλες, όπως χαρακτηριστικά λέγανε ανάμεσα στις υπηρε τριούλες: μυθιστορήματα για να κάνουν τη Μαργκώ να κλαίει. Κι αυτή ακόμη ήταν μια πολύ κα λή μαθητεία. Ενώ κέρδιζα τη ζωή μου, μάθαινα παράλληλα να φτιάχνω ένα μυθιστόρημα. Γιατί όσο ανόητο κι αν είναι ένα λαϊκό μυθιστόρημα, πρέπει να είναι δομημένο και μάλιστα πιο στα θερά από ένα λογοτεχνικό μυθιστόρημα. Τα πρόσωπα, σ’ αυτό, είναι πολυάριθμα και η δρά ση πολύ ποικίλη. Πρέπει χωρίς σταματημό να ει σάγουμε γεγονότα. Ξέρετε πως η δυσκολία στο θέατρο, είναι να κά-
22/αφιερωμα νει κανείς να μπαίνουν και να βγαίνουν τα πρό σωπα. Αυτή η δυσκολία υπάρχει επίσης και για τον μυθιστοριογράφο: το μυθιστόρημα πρέπει να έχει μια συγκεκριμένη συνάφεια. Έλεγα στον εαυτό μου πως έπρεπε αρχικά να μάθω το επάγ γελμα του μυθιστοριογράφου· να γιατί έγραφα λαϊκά μυθιστορήματα για πέντε χρόνια. Ο Εζέν Μερλ είχε δημοσιεύσει ένα σε συνέχειες στο Παρί - Σουάρ το 1927 και με σκέφτηκε προετοιμάζο ντας μια πρωινή εφημερίδα της άκρας αριστε ρός, που ήθελε να την ονομάσει «Παρί-Ματέν» και που ανέχθηκε να ονομάζει «Παρί-Ματινάλ», γιατί ο Μπυνό - Βαριλλά, ιδιοκτήτης της εφημε ρίδας «Λε Ματέν», είχε στην κυριότητά του τους τίτλους συμπεριλαμβάνοντας τη λέξη «ματέν» (πρωί). Ο Μερλ μου πρότειγε πενήντα χιλιάδες φράγκα της εποχής, για να γράψω σε τρεις μέρες και τρεις νύχτες ένα μυθιστόρημα, κλεισμένος μέσα σ’ ένα γυάλινο κλουβί, που θα ’πρεπε να ’ναι τοποθετημένο πάνω στην πίστα του Μουλέν Ρουζ, με τρόπο ώστε να μένω μέρα και νύχτα κά τω από τα μάτια του κοινού. Να οι όροι του συμβολαίου: έπρεπε να γράψω ένα μυθιστόρημα, με τη συνεργασία του κοινού, να προτείνω μια δωδεκαριά άτομα, από τα οποία το κοινό θα διάλεγε τρία, να δώσω μια δε καριά τίτλους, από τους οποίους το κοινό θα ’παίρνε έναν, και να γράφω κάτω από τα μάτια τού κοινού. Υπήρχε ένα μικρό πρόβλημα: δεν έπρεπε ποτέ να μ’ αφήσουν απ’ τα μάτια τους, για να μ’ εμποδίσουνε να κάνω απάτες, όμως ένας μυθιστοριογράφος έχει κι αυτός τις ιδιαίτε ρες ανάγκες του. Ένας αρχιτέκτονας είχε βρει τη λύση και είχε γίνει η παραγγελία για το γυά λινο κλουβί σ’ έναν οίκο της οδού ντε Παραντί. Όμως η Παρί - Ματινάλ χρεοκόπησε, πριν τε λειώσει το γυάλινο κλουβί. Πράγμα που δεν εμπόδισε πάρα πολλούς ανθρώπους να πιστέ ψουν ότι πραγματικά το έκανα. Μερικοί το ’γραψαν. Άλλοι ορκίστηκαν πως μ’ είχαν δει μέσα στο κλουβί. Αν ήταν αλήθεια, θα το ’λεγα και γω. Θα ήταν για μένα πολύ εύκολο αφού κανονι κά έγραφα ένα μυθιστόρημα σε δυόμισι μέρες. Πιστεύω πως αυτός ο θρύλος στηρίζεται στην ακόλουθη σύγχυση! πριν από μερικούς μήνες, μπορούσαμε να δούμε μέσα στο διάδρομο της εφημερίδας «Λε πτι Ζουρνάλ», κάποιον που έκανε ληστεία μέσα σ’ ένα είδος γυάλινου κλου βιού. Έτσι λοιπόν, από τον ληστή στο μυθιστοριογράφο... Από το 1931 ώς το 1937, δημοσιεύσατε είκοσι ρεπορτάζ. Γιατί αυτή η επιστροφή στην ενεργό δημοσιογραφία μετά από εννιά χρόνια απουσίας; Δεν έκανα ποτέ ρεπορτάζ για εφημερίδα. Από τα 15 ή 16 μου χρόνια, ήμουν περίεργος για τον
άνθρωπο και τη διαφορά ανάμεσα στον ντυμένο άνθρωπο και τον γυμνό άνθρωπο. Ο άνθρωπος, έτσι όπως είναι ο ίδιος, και ο άνθρωπος έτσι όπως παρουσιάζεται στο κοινό και ακόμη, όπως βλέπει τον εαυτό του στον καθρέφτη. Ό λα τα μυθιστορήματά μου, όλη η ζωή μου δεν ήταν πα ρά μια αναζήτηση του γυμνού ανθρώπου. Η αρχή μου ως δημοσιογράφου ήταν ήδη μια απόπειρα για να δω όχι ένα άγαλμα του στρα τάρχη Φολ πάνω σ’ άλογο, αλλά τον Φολ στη Λιέζ, μέσα στο υπνοδωμάτιό του, όπου με είχε δεχτεί με τη ρόμπα. Στο Παρίσι έψαξα, επίσης, να γνωρίσω τον γυμνό άνθρωπο και να γνωρίσω τη Γαλλία. Και θέλησα να το κάνω μεσ’ απ’ τα ποτάμια και τα κανάλια. Για τον αληθινό λόγο πως οι πόλεις και τα χωριά είναι οι όχθες του Σηκουάνα, εκείνη της Μακόν, εκείνη του Σαόν, εκείνη της Λυόν και του Ροδανού. Αγόρασα το «Ζινέτ», ένα πλοίο των 5,5 μέ τρων, ένα είδος μεγάλης δίκοπης λέμβου που έπρεπε ν’ ανήκει σ’ ένα γιωτ, του έκανα μια σκε πή και μέσα στο καλοκαίρι του 1927 άρχισα τον δικό μου γύρο της Γαλλίας από τα ποτάμια και τα κανάλια. Είχα πάρει μαζί μου τη γραφομηχα νή μου, ένα πτυσσόμενο τραπέζι, την πρώτη μου γυναίκα, την Τίγκυ, τη μαγείρισσά μου, που τη φώναζαν Μπουλ, και τέλος ένα μεγάλο δανέζικο σκυλί, τον Όλαφ. Κατά τη διάρκεια αυτού του γύρου της Γαλλίας, έμαθα πολύ περισσότερα απ’ ό,τι αν είχα ταξιδέψει με το αυτοκίνητο από πό λη σε πόλη. Η γυναίκα μου και εγώ κοιμόμασταν πάνω στο κατάστρωμα, η Μπουλ κοιμόταν κάτω από την τέντα μαζί με τον Όλαφ. Το πρωί άνα-
αψιερωμα/23 βε φωτιά ενώ εγώ από τις 4.30-5.00 κιόλας χτυ πούσα στη γραφομηχανή τα κεφάλαια του λαϊ κού μυθιστορήματος. Έπειτα θέλησα να δω πα ραπάνω πράγματα και να πάω πιο μακριά. Πή ρα ένα άλλο πλοίο, πιο δυνατό, τον «Οστρογότθο», ένα μεγάλο ψαροκάικο πλοίο του Φεκάμ, του οποίου είχα διαμορφώσει το εσωτερικό. Πριν να αναχωρήσω για την Ολλανδία, ορκί στηκα στον εαυτό μου να μείνω δυο χρόνια στο πλοίο, χωρίς να κοιμηθώ στο ξενοδοχείο. Το έκανα. Στη Ντελφτζίχ, στα σύνορα της Ολλαν δίας και Γερμανίας, χρειάστηκε να σταματήσου με για να καλαφατίσουμε τον «Οστρογότθο». Αυτό δε μας εμπόδισε να κοιμηθούμε τη νύχτα, όμως τη μέρα μ’ εμπόδιζε να εργαστώ. Έτσι βρήκα μέσα στο λιμάνι ένα παλιό πλοίο, μια μαούνα, ολοκληρωτικά βουλιαγμένη, γεμάτη πο ντίκια και λιμνάζοντα νερά. Σ’ αυτήν εγκατέστησα τρία κιβώτια: ένα για τη γραφομηχανή μου, ένα για να κάθομαι και ένα για το μπουκάλι μου με το κόκκινο κρασί. Και εκεί έφτιαξα τον πρώ το Μαιγκρέ, «Πιετρ, ο Λετονός». Είναι εκεί εξάλλλου που βάλανε το άγαλμα του Μαιγκρέ. Από εκεί, πήγα στο Αμβούργο, μέσα στη Λα πωνία, όμως μ’ ένα κανονικό πλοίο που έμοιαζε «Τραμ», και που παράπλευσε όλη τη νορβηγική ακτή, πέρασε από τον παγωμένο αρκτικό ωκεα νό και έφτασε στο Άλεφραστ. Στη συνέχεια διέτρεξα όλη τη Λαπωνία, για την οποία έκανα ένα ρεπορτάζ. Όμως κατά τη διάρκεια αυτών των δυο χρόνων που πέρασαν πάνω στο «Οστρογκόθ», έμαθα, προπάντων, έναν άλλο τρόπο ζωής: των ναυτικών. Δεν έκανα αυτά τα ρεπορτάζ για την εφημερί δας, αλλά για μένα. Διάλεξα αρχικά να φύγω, μετά θα πρότεινα σ’ ένα φίλο αρχισυντάκτη ένα σίγουρο αριθμό άρθρων. Πρότεινα μια σταθερή τιμή στις εφημερίδες, όμως δεν ήμουν ο ειδικός απεσταλμένος τους. Δεν είχα ποτέ κάρτα τύπου, παρεκτός στην «Καζέτ ντε Λιέζ». Το μεγάλο ρε πορτάζ ήταν μόνο ένας τρόπος να χρηματοδοτή σω τις περιέργειές μου. Δεν με τράβηξε ποτέ ο εξωτισμός. Στα ταξίδια μου ακολουθούσα πάντα την αναζήτηση του γυμνού ανθρώπου. Η ανησυχία σας να δείξετε τον γυμνό άνθρω πο, μέσα στην ειλικρίνειά του, σας οδήγησε να αποκαλύψετε αλήθειες που, το 1932, δεν ήταν παραδεκτές. Όπως το ρεπορτάζ σας πάνω στην Αφρική που τέλειωνε μ ’ αυτές τις λέξεις: «Ναι, η Αφρική μάς λέει στο διάολο... και καλά κάνει!» Αυτό το ρεπορτάζ παρουσιάστηκε στο εβδομα διαίο «Βουαλά», δημοσιευμένο από τις εκδόσεις Γκαλιμάρ. Είχα διαλέξει για υπότιτλο στο ρε πορτάζ μου (η Σιτροέν, για να λανσάρει τα αυ τοκίνητά της, είχε οργανώσει «Τη μαύρη κρουα ζιέρα» κατά τη διάρκεια της οποίας είχανε τρα
Είχα ζωγραφίσει ένα δέ ντρο ρωμαλέο και κάθε κλαδί έφερε το όνομα ενός από τους προγόνους του Σιμενόν.
βήξει ένα φιλμ που είχε τοιχοκολληθεί σ’ όλο το Παρίσι: «Η Αφρική που μιλάει»). «Η Αφρική σάς μιλάει, σας λέει στο διάολο». Δεν ήξερα ακόμη αν θα δημοσιευόταν. Δεν έδωσα καθόλου σημασία: αυτό το ρεπορτάζ μου είχε επιτρέψει απλώς, να ταξιδεύω. Όμως είχε μια σημασία, και αυτό το κατάλαβα το 1936. Ήθελα να ξαναγυρίσω στην Αφρική, να ξαναδώ τα αποικιακά κράτη, να μελετήσω τα αποι κιακά τους συστήματα, να δω τα αποτελέσματα που είχαν δώσει και το βαθμό της διαφθοράς στον οποίο είχαν φτάσει. Το διηγιόμουν ήσυχα στους φίλους μου στα τραπεζάκια του «Σε Μωρίς» στο Πορκερόλ, όταν μια φωνή πίσω μου μου λέει: «Ό χι κ. Σιμενόν, δε θα φύγετε την επόμενη βδομάδα για την Αφρική». Γυρίζω και βλέπω έναν άντρα με κοντομάνικο, όπως εγώ, πουκάμι σο, τον οποίο ρωτάω: «Και τί θα μ’ εμποδίσει;». «Η κυβέρνηση, μ’ άλλα λόγια, εγώ». «Πώς; Εσείς;». Μου λέει: «Είμαι ο Πιέρ Κω, ο υπουργός των εσωτερικών. Αποφασίσαμε στο συμβούλιο πως αυτό το ρεπορτάζ δε θα γίνει και δε θα δημοσιευθεί. Και πράγματι, μου πήραν όλες τις βίζες. Δεν είναι αυτό εξάλλου, ούτε το πρώτο μου τα ξίδι στην Αφρική, που μ’ έκαναν αντιαποικιοκράτη. Πάντα ήμουν. Πολύ απλά γιατί η αποι κιοκρατία προσβάλλει την αξιοπρέπεια του αν θρώπου. Διαβάζοντας το ρεπορτάζ σας, είχα την εντύ πωση πως διάβαζα μυθιστορήματα. Πα ράλληλα, τα μυθιστορήματά σας μοιάζουν με ρεπορτάζ... λίγο δραματοποιημένα. Όπως αν είχατε καταλύσει τα σύνορα ανάμεσα στο όνειρο και το βίωμα. Είναι αυτό συνειδητό; Ασυνείδητο. Όμως το εξηγώ πολύ εύκολα. Η ζωή τού κάθε ανθρώπου είναι ένα μυθιστόρημα - όχι μυθιστόρημα για την τάδε σειρά: χλωμή ή μαύρη. Ένας μεγάλος κριτικός έγραψε: Ο καθέ νας κουβαλάει ένα μυθιστόρημα μέσα του. Μόνο που δεν κουβαλάει αναγκαστικά και το μυθιστό-
24/αφιερωμα ρήμα κάποιου άλλου. Δεν υπάρχει παρά ένας μυθιστοριογράφος που κουβαλάει και τον άλλο. Όμως ο καθένας είναι ικανός, πράγματι, να πε ριγράφει τη νεότητά του, τη γνωριμία του με τη γυναίκα του, τους πρώτους μήνες της συγκατοί κησης τους, και να κάνει ένα πραγματικό μυθι στόρημα. Μετά, όταν δε θα πρόκειται πια για τον ίδιο, αλλά γι’ άλλα πρόσωπα, γίνεται διαφο ρετικό. Το να δημιουργείς πρόσωπα, να τα κου βαλάς στα χέρια σου, απαιτεί να μπαίνεις μέσα στο πετσί των άλλων. Τη μέρα που κατάλαβα πως είχε γίνει π»'λύ κουραστικό για μένα να μπαίνω ακόμα μέσα στο πετσί των άλλων, να δη μιουργώ ακόμα πρόσωπα, αποφάσισα να σταμα τήσω. Ήμουν 70 χρονών, δηλαδή πάνε κάτι πα ραπάνω από δύο χρόνια. Και όπως ήθελα παρ’ όλα αυτά να γράφω, βάζω τον εαυτό μου να εί ναι το πραγματικό μου πρόσωπο. Αντί να ψά χνω τα πάντα σχετικά με τον άνθρωπο μελετώ ντας τους άλλους, προσπαθώ να το κάνω μελε τώντας ο ίδιος τον εαυτό μου. Γιατί γίνατε μυθιστοριογράφος; Επιθυμούσα πάντα να γράφω μυθιστορήματα. Δεν είμαι εξάλλου ο μοναδικός αυτού του εί δους. Όμως για μένα, ήταν σχεδόν η αναζήτηση του εαυτού μου. Αυτό που ονομάζω η αναζήτη ση του ανθρώπου, είναι η αναζήτηση του ίδιου μου του εαυτού, αφού δεν είμαι παρά ένας άν θρωπος όπως οι άλλοι. Γράφοντας μυθιστορή ματα, είχα την εντύπωση πως προσέγγιζα τον άνθρωπο, πως έμπαινα μέσα στο πετσί των προ σώπων. Υπάρχουν μυθιστορήματα γραμμένα κα τά λέξη από το υποσυνείδητο. Όταν τοποθετού μαστε μέσα στο πετσί ενός προσώπου, δεν ξέ ρουμε καθόλου πού θα μας οδηγήσει. Τον ακο λουθούμε μέρα τη μέρα και μόνο στο τελευταίο κεφάλαιο ξέρουμε: Πρέπει να πάει μέχρι την άκρη του ίδιου του του εαυτού. Ρώτησαν τον Μπαλζάκ: «Τί είναι ένα μυθιστορηματικό πρό
σωπο;». Απάντησε: «Είναι οποιοσδήποτε μέσα στο δρόμο, που όμως πηγαίνει μέχρι την άκρη του ίδιου του του εαυτού». Όλοι έτσι που είμα στε, δεν πάμε ποτέ στην άκρη του εαυτού μας. Φοβόμαστε τη φυλακή ή μήπως σοκάρουμε τους όμοιούς μας· είτε είναι από προσποιητή ευαι σθησία, είτε από καλή ανατροφή, όπως λέμε, εί τε για ένα σωρό άλλους λόγους. Το μυθιστόρημα συνίσταταται στη δημιουργία μιας συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας, πέντε ή έξι ατόμων, λίγο ενδιαφέρει αυτό, γύρω από ένα κεντρικό πρόσωπο και δε μένει πια στο συγγρα φέα παρά να τοποθετηθεί μέσα στο πετσί αυτού του κεντρικού προσώπου. Προσπαθούσατε μέσα από τα πρόσωπά σας να κάνετε ένα είδος ψυχανάλυσης; Σχεδόν. Δηλαδή προσπαθούσα να μάθω αν αυ τός ο τύπος του ανθρώπου αντιδρούσε μ’ αυτόν τον τρόπο. Και πιστέψτε με, δεν υπήρχε ανάγκη από σκούντημα. Τις παραμονές του τελευταίου κεφαλαίου, δεν ήξερα πώς θα τελείωνε το μυθι στόρημα, δεν ήξερα αυτό που θα συνέβαινε υπο χρεωτικά, το πρόσωπό μου ακολούθησε τη δική του λογική που δεν ήταν καθόλου η δική μου λο γική. Ζούσα την κρίση του, ήταν πραγματικά εξαντλητικό. Να γιατί σταμάτησα. Α ς πάρουμε το προνομιακό σας πρόσωπο τον Μαιγκρέ. Ίσως γιατί κατέληξε να σας μοιάζει - ή το αντίθετο - διακηρύττει μια συγκεκριμέ νη αντίληψη του κόσμου και των ανθρώπινων επαφών, που μοιάζουν με τις δικές σας. Στην αρχή, ο Μαιγκρέ ήταν αρκετά απλός. Ένας χοντρός ήσυχος άνθρωπος που. κι εκείνος επίσης, πίστευε περισσότερο στο ένστικτο παρά στη γνώση, παρά στα δακτυλικά αποτι-η ιματα
αφιερωμα/25 και στις άλλες αστυνομικές τεχνικές. Τις χρησι μοποιούσε εξάλλου κατακόρον, όπως ήταν ανα πόφευκτο γι’ αυτόν, όμως χωρίς να πολυπιστεύει σ’ αυτές. Σιγά σιγά καταλήξαμε όντως να μοιά ζουμε ο ένας στον άλλο. Θα ήμουν ανίκανος να πω αν είναι εκείνος που πλησίασε εμένα ή εγώ εκείνον. Είναι βέβαιο Ο Σιμενόν αποφασίζει ν’ πως πήρα κάποιες από τις ιδιοτροπίες του και αφήσει στο γιο του Μάρκο πως έμαθε εκείνος τις δικές μου. Συγκρατήστε: μια μαρτυρία για τις ρίζες αναρωτηθήκανε συχνά γιατί ο Μαιγκρέ δεν είχε παιδί, πρρόλο που το επιθυμούσε τόσο. Είναι η και την οικογένεια του. μεγάλη του νοσταλγία. Είναι γιατί όταν άρχισα τους Μαιγκρέ - χρειάστηκε να γράψω τουλάχι στον καμιά τριανταριά πριν αποκτήσω εγώ ο ίδιος ένα παιδί - η πρώτη μου γυναίκα δεν ήθελε επάγγελμά τους χωρίς να ξέρουν τίποτε από αν παιδί. Εκείνη με είχε βάλει να ορκιστώ, πριν με θρώπους, συνεχίζοντας αποκλειστικά τις αστικές παντρευτεί, πως δεν θα της έκανα. Κάτι για το αρχές που τους είχανε εμφυτεύσει. Ποια δικαιο οποίο υπέφερα πολύ, επειδή λατρεύω τα παι σύνη θέλετε ν’ αποδώσουν κάτω από τέτοιες διά... όπως ο Μαιγκρέ. συνθήκες; Ε λοιπόν, θα ήμουν ανίκανος να δείξω τον Μαιγκρέ να γυρνάει σπίτι του να βρίσκει ένα ή Έχουμε εξάλλου την εντύπωση πως ο Μαιδυο παιδάκια. Τί θα τους έλεγε, πώς θ’ αντιγκρέ δεν πιστεύει πολύ στη δικαιοσύνη και δρούσε στις φωνές τους, τί θα έκανε τη νύχτα πως για κείνον δεν υπάρχει ένοχος, δεν υπάρ για να τους δώσει το μπιμπερό, αν η κυρία Μαιχουν παρά θύματα. γκρέ ήταν λίγο άρρωστη; Δεν το ήξερα. Συνε Δεν πιστεύω πως υπάρχουν ένοχοι. Ο άνθρωπος πώς, έπρεπε να δημιουργήσω ένα ζευγάρι που είναι τόσο άσχημα εξοπλισμένος για τη ζωή, που δεν μπορούσε να έχει παιδιά. Αυτός είναι ο λό το να υποθέσει κανείς πως είναι ένοχος σημαίνει γος. Έπειτα μεγάλωσα στην ηλικία, πολύ πιο σχεδόν πως δημιουργεί τον υπεράνθρωπο. Δεν γρήγορα από τον Μαιγκρέ. Θεωρητικά, θα έπρε τα βάζω παραπάνω, μ’ έναν αρχηγό κράτους πε να πάρει σύνταξη στα 55 του χρόνια. Στην τε όταν είναι ο αλαζόνας Ραστινιάκ που τα θυσιά λευταία του ενσάρκωση, ήταν 53 και μισό χρο- ζει όλα στη μικρή του δόξα, απ’ ό,τι τα βάζω μ’ νών και όταν τον δημιούργησα ήταν ήδη 40 ή 45. έναν αλήτη που ζει κάτω από τη γέφυρα και Συνεπώς είχε ζήσει 15 χρόνια ενώ εγώ ζούσα 40 όταν βρεθεί η ευκαιρία, σουφρώνει κάποιο πορ χρόνια. Λοιπόν, μοιραία, του έδωσα χωρίς να το τοφόλι. Υπάρχουν άνθρωποι, που η κοινωνία θέλω κάποιες από τις εμπειρίες μου και μου έδι σπρώχνει στο έγκλημα. Δεν είναι τυχαίο που η νε από την ενεργητικότητά του. μαφία στην Αμερική γεννήθηκε μέσα στον πιο φτωχό τομέα της Νέας Υόρκης, στο Μπρούκλιν. Ο Μαιγκρέ έχει έναν τρόπο να ενδιαφέρεται Μέσα στο δρόμο. Με τα αλητάκια που άρχιζαν για τους ανθρώπους παρόμοιο με τον δικό να σπάνε τα μούτρα μεταξύ τους. Όταν, στα εν σας. Μια συγκεκριμένη ιδιότητα συμπάθειας νιά ή έντεκα χρόνια κάποιος δέχεται μαχαιριές, εξαντλητική ωστόσο για έναν αστυνομικό. τί θέλετε να γίνει αργότερα; ένας ληστής· είναι Αυτό είνα ακριβώς. Είναι ένα από τα σπάνια, πολύ φυσικό. αν όχι το μοναδικό πρόσωπο, απ’ αυτά που δη μιούργησα, που έχει κοινά σημεία με μένα. Ό λα Ένα παιδί προερχόμενο από τον ίδιο τόπο τα υπόλοιπα, ή σχεδόν όλα, είναι ανεξάρτητα έχει περισσότερες πιθανότητες να γίνει αλή από μένα. της από το γιο ενός δολοφόνου Ρ -D.S; Ναι· όμως μερικές φορές ο γιος ενός Ρ - D.S. γί Ποια θα ήταν η συμπεριφορά του Μαιγκρέ νεται εγκληματίας από αντίδραση ενάντια στον αν έπρεπε να έχει μια καινούρια περιπέτεια; πατέρα του, την οικογένειά του και τον περίγυρό Αν έγραφα ακόμα έναν Μαιγκρέ και ο αστυνό του. Και το καταλαβαίνω πολύ καλά αυτό. μος ήταν σε δράση, αύριο το πρωί θα πήγαινε να Σήμερα, κάνουμε καμπάνιες για να ελευθερώ υποβάλει την παραίτησή του. Ένα από τα μυθι- σουμε τα ζώα από τα κλουβιά τους, όμως κλεί στορήματά μου δείχνει καλά αυτό που σκέφτεται νουμε ανθρώπους μέσα σε σιδερένια κλουβιά όχι για τον πολιτικό κόσμο: ο Μαιγκρέ στο σπίτι του πιο μεγάλα από εκείνα των λονταριών. Το γεγο υπουργού. Ο Μαιγκρέ ανεχόταν ήδη πολύ λίγο νός ότι μπορούμε να το κάνουμε αυτό σ’ ανθρώ το ραντεβού με πολλούς εισαγγελείς, πολύ αγα πινες υπάρξεις, με κάνει άρρωστο. Το να προ πητούς βέβαια, όμως στρατολογημένους στην σπαθούμε να παρεμποδίσουμε αυτό που ονομά μπουρζουαζία και που αξίωναν να κάνουν το ζουμε έγκλημα - νομίζω πως πάντα υπήρχε και
26/αφιερωμα πως θα υπάρχει πάντα - σύμφωνοι· όμως αλλά ζοντας την κοινωνία και όχι χαλιναγωγώντας τη νεολαία που ακολουθεί, χωρίς να ξέρει, το δρό μο που η κοινωνία της επιβάλλει. Αν είχα γεννη θεί μέσα σε μια εργατική πολυκατοικία στα πε ρίχωρα του Παρισιού, θα γινόμουν βέβαια όχι ο «εγκεφαλικός» αναρχικός που είμαι, αλλά ένας αναρχικός βομβιστής και ίσως δολοφόνος. Οι εγκληματίες, είναι λίγο όπως οι νέγροι τον Χάρλεμ, οι Κίτρινοι των αποικιών: οι λευκοί πήγαιναν να τους δούνε όπως πάμε στο ζωο λογικό κήπο. Θεωρώ τον τουρίστα σαν τον εχθρό ολόκληρου του κόσμου. Οι τουρίστες βρώμισαν τον κόσμο, τα ’χουν όλα εκφυλίσει. Πάρτε για παράδειγμα την οδό ντε Λαπ όπου σύχναζα πολύ όταν έμενα στην πλατεία ντε Βοζ. Την εποχή εκείνη δεν είχε τουρίστες. Ό ταν πήγαινα εκεί, ντυνόμουνα όπως όλοι οι τύποι που ήταν εκεί- όταν χόρευα με μια απ’ τις κοπέλες τους, έκανα όπως αυτοί, γλιστρούσα το χέρι μου κάτω από το παλτό, έτσι έπρεπε να κάνω. Χόρευα τον Ζαβά σε απόσταση μισού μέτρου, γιατί ο Ζαβά ήταν ένας χορός αγνός, αν μπορούμε να τον πούμε έτσι. Δυο τρεις φορές χρειάστηκε να ’ρθω στα μαχαίρια. Τώρα οι απάχηδες και τα κορίτσια έγιναν θέα μα, κομπάρσοι, όλ’ αυτά... Είναι το ίδιο πράγμα παντού. Γι’ αυτό και δεν ταξιδεύω πια. Γιατί να ταξιδέψω; Κοιτάζω τη λεόραση και βλέπω πως όλες οι πόλεις είναι ίδιες. Τα μεγάλα τσιμεντένια κτίρια εδώ, στα εκατό μέτρα απ’ το σπίτι μου, τα ξαναβρίσκω παντού, στη Βραζιλία, στην Αργεντινή, στο Πε ρού, στις Ινδίες, παντού είναι το ίδιο πράγμα. Σας έχουν κατηγορήσει ότι στο έργο σας αγνοείτε την επικαιρότητα: για παράδειγμα, ο πόλεμος τον ’39 και οι σννέπειές του δεν άφησαν ούτε ίχνος μέσα στα βιβλία σας. Την επικαιρότητα την παρακολουθώ από κοντά, όμως δε μ’ αγγίζει. Είναι μια περιέργεια, όπως βάζω τηλεόραση όταν είμαι πάρα πολύ κουρα σμένος για να διαβάσω: κοιτάζω αόριστα, όμως αν - μισή ώρα μετά - με ρωτήσουν αυτό που εί δα, θα δυσκολευτώ ν’ απαντήσω. Η επικαιρότητα, είναι πάντα το ίδιο πράγμα: ο ίδιοι νικητές, οι ίδιοι νικημένοι. Ελπίζω πως μια μέρα, οι νι κημένοι θα υπάρχουν για το καλό των νικητών, όμως ελπίζω πως πριν απ’ αυτό δεν θα περάσου με μια εποχή πιο αντιδραστική από σήμερα. Είστε απαισιόδοξος; Ναι, μα είναι ακριβώς αυτό που θα ξεκινήσει τε λικά την πραγματική αντίσταση. Για σάς, ο Μάης τον ’68 έφερε κάτι; Πάρα-πάρα πολλά. Όλες οι κυβερνήσεις της
δειλίας άρχισαν να φοβούνται. Δεν ξέρουν ποιον να πρωτοϊκανοποιήσουν στην πρώτη φα σαρία. Αμέσως μόλις αρχίζουν να αισθάνονται έναν κίνδυνο, γρήγορα, υπερθεματίζουν. Ό ταν ο Ζισκάρ διαπίστωσε ότι ο Μιττεράν εί χε τον ίδιο αριθμό ψήφων μ’ εκείνον τί έκανε; αντέγραψε το πρόγραμμα του Μιττεράν και προσπαθεί να πραγματοποιήσει ένα μεγάλο μέ ρος του: το νόμο για τις αμβλώσεις, το χάπι, το διαζύγιο, τον ψήφο στα 18, Και θα δείτε, δε θα μείνει εκεί. Ελπίζουν, έτσι, ότι θα βάλουν σε κανάλι την επανάσταση. Όμως ό,τι και να κάνουν, βρίσκε ται καθ’ οδόν. Θα υπάρξει αρχικά ένας καινού ριος φασισμός , όπως εκείνος που κινδυνεύουμε να έχουμε στην Ιταλία, όπου οι δεξιοί είναι πολύ καλά οπλισμένοι και έχουν πολλούς σημαντικούς ανθρώπους στην ομάδα τους, ή μάλλον στην τσέ πη τους, γιατί τους έδιναν πολλά λεφτά. Στη Γαλλία ακόμα, βλέπετε, πως μιλάμε όλο και πε ρισσότερο για τις ιδιωτικές αστυνομίες, για αύ ξηση του αριθμού των ανθρώπων που περιφρουρούν την ειρήνη, για διεύρυνση της εξουσίας της αστυνομίας κ.τ.λ. Είναι κακό σημάδι. Όμως εί ναι καλό σημάδι στην πραγματικότητα: ο Γάλλος θ’ αντιδράσει όταν το παρακάνουν. Αν είσασταν 18 χρονών το Μάη του ’68, ποια θα ήταν η τοποθέτησή σας; Αν ήμουν δεκαοκτώ χρονών, θα ήμουν αριστερι στής. Πιο αριστερά και από τους κομμουνιστές. Μέσα στις δυτικές χώρες όπως η Γαλλία, η Ιτα λία, οι κομμουνιστές είναι αστοί, θα έλεγα καπι ταλιστές. Ο Βον Ντάργουελ, που γνωρίζω πολύ καλά, ο οποίος ήταν πρόεδρος της 2ης Διεθνούς, έλεγε: «Αν δε θέλουμε μια αιματηρή επανάστα ση, πρέπει να δώσουμε σε κάθε οικογένεια το σπίτι της και να έχουμε τους συνεταιρισμούς μας και τις τράπεζές μας». Στη Λιεζ, το είδα να δημιουργείται, στην πο λιτεία Σαν Λαμπέρ, τους μεγάλους συνεταιρι σμούς και τις σοσιαλιστικές τράπεζες. Πάνω σ’ ένα πρακτικό επίπεδο στο Βέλγιο, ο σοσιαλισμός τα βρίσκει θαυμάσια με την αστική τάξη. Μπο ρούμε να πούμε πως είναι έργο αριστερών αν θρώπων; Δε νομίζω. Ή διαφορετικά μιας «ροζ» αριστερός. Πώς νιώσατε πρσωπικά τον Μάη τον ’68; Ηλεκτρίστηκα. Περνούσα τη μέρα μου μπρο στά στο ράδιο και την τηλεόραση. Ο γιος μου Τζώνυ, που σπουδάζει τώρα στο Χάρβαντ, ήταν τότε στα οδοφράγματα της λεωφόρου Σαιν - Μισέλ. Δέχτηκε μερικά ωραία κτυπήματα από τα Σώματα Ασφαλείας. Μου το ανακοίνωσε στο τη λέφωνο και με ρώτησε: «Δεν τα ’χεις χαμένα;». Του απάντησα: «Το αντίθετο, πήγαινε». Ήταν τόσο έκπληκτος.
αφιερωμα/27 Ίσως σ’ αυτό το σημείο ο Μάης τον ’68 ήταν ιδιαίτερα θετικός, στην απελευθέρωση της ηθικής. Κάθε πραγματική επανάσταση πρέπει ν’ αρχίσει από την ηθική. Καμιά πρόοδος δεν είναι δυνατή όταν δεν αλλάζουμε τους κανόνες της ζωής μας. Για παράδειγμα, υπάρχει ένας απαρχαιωμένος θεσμός, ενάντια στον οποίον θ’ αγωνίζομαι όσο θα μπορώ, είναι ο γάμος. Ευτυχώς, η νέα γενιά τον γράφει στα παλιά της παπούτσια. Το βλέπω, όταν μιλάω γι’ αυτό με τα παιδιά μου. Εκτός από τον Μαρκ, που έχει ένα παιδί 6 ετών και που είναι ακόμα επηρεα σμένος από την προηγούμενη γενιά, οι τρεις άλ λοι είναι εντελώς απελευθερωμένοι. Ο τελευ ταίος μου γιος έρχεται να κοιμηθεί εδώ με τις φι λενάδες του. Αυτό δε μ’ ενοχλεί καθόλου. Είναι 16 χρονών. Ο Μάης του ’68 είχε αρχικά σαν απο τέλεσμα να μάθει στους νέους πως μετρούσαν για την κοινωνία και είχαν αληθινή εξουσία. Και έπειτα, να μάθει στους μεγάλους πως έπρεπε να υπολογίζουν και τους νέους. Πριν, ικανοποιούμασταν να τους τιμωρούμε. Τώρα δεν τολμού με πια. Ένας μαθητής της τελευταίας τάξης εί ναι ήδη ένας πολίτης από κάθε πλευρά και σαν τέτοιος έχει δικαιώματα. Ξαφνικά ο καθηγητής, ο δάσκαλος, δεν έχουν και τόσα πολλά δικαιώ ματα. Αυτό δημιούργησε ακόμα μια γενιά νέων κα θηγητών που είναι αριστεριστές. Λέγοντας αρι στερισμό, εννοώ την αριστερά, αλλά όχι τον σο σιαλιστή, ούτε τον δυτικό κομμουνιστή. Ούτε πια τον κομμουνιστή της Μόσχας. Η Ρωσία είναι η χώρα όπου έχω μεταφραστεί πιο πολύ από οπουδήποτε, όπου έχω τους καλύτερους φίλους, απ’ όπου δέχομαι τα περισσότερα γράμματα και δώρα, όμως υπάρχει κάτι που δεν ανέχομαι: την έλλειψη της ελευθερίας της έκφρασης. Τα ρεπορτάζ σάς έμαθαν να καταργείτε τα σύνορα. Πιστεύετε στην εθνικότητα; Δεν είμαι καμιάς εθνικότητας στην πραγματικό τητα. Η μητέρα μου ήταν μισή Ολλανδέζα, μισή Γερμανίδα, ο πατέρας μου μισός Γάλλος, μισός Βαλλώνος. Παντρεύτηκα μια Καναδέζα. Πολλά απ’ τα παιδιά μου έχουν γεννηθεί στην Αμερική. Λοιπόν, ποιας εθνικότητας είμαι; Ποια η γνώμη σας για το στρατό; Μισώ ο,τιδήποτε είναι στρατιωτικό, μισώ τις στολές. Έκανα τη στρατιωτική μου θητεία, γιατί έπρεπε, όμως κανένα από τα παιδιά μου δεν έκανε τη δίκιά του. Μέσα στο έργο σας υπάρχουν συνειδητά μη νύματα; Ειλικρινά, προσπάθησα να δημιουργήσω πρό σωπα και, δημιουργώντας τα, προσπάθησα να
Διάγνωση: Ο θάνατος εί ναι κοντά!
καταλάβω λιγάκι περισσότερο τον άνθρωπο. Όμως τον περισσότερο χρόνο, από τους κριτι κούς έμαθα πως ήθελα να πω αυτό ή εκείνο το πράγμα. Γράφοντάς τα δεν είχα συνείδηση. Εξάλλου, ήμουν σε μια τέτοια κατάσταση όταν έγραφα! Έκανα ένα κεφάλαιο των 20 σελίδων σε 2 ώρες και μετά έχανα 800 γραμμάρια. Είχαμε την εμπειρία. Η Τερέζα ζύγιζε τα ρούχα μου πριν μου τα δώσει. Ε, λοιπόν, ίδρωνα 800 γραμ μάρια κάθε φορά. Περισσότερο από πέντε κιλά σε κάθε μυθι στόρημα; Ναι. Που τα ξαναπαίρνω σε λιγότερο από ένα μήνα. Ό ταν γράφει κανείς, δε σκέφτεται να με ταδώσει ιδέες. Σκέφτεται να διασώσει το πρό σωπό του, να μείνει σε «ευνοϊκή κατάσταση», δηλαδή σε μια κατάσταση απόλυτης κενότητας του εαυτού του έτσι ώστε να είναι ο άλλος. Στην αρχή, κρατούσα έντεκα μέρες μέσα σ’ αυτή την κατάσταση, αργότερα δέκα μέρες, μετά εννιά, μετά στο τέλος επτά και αν τα μυθιστορήματά μου είχαν γραφτεί σε επτά μέρες, δεν ήμουν ικα νός να κρατήσω περισσότερο χρόνο. Είστε λοιπόν ο μνθιστοριογράφος του «υπο συνείδητον»; Κάτι αστείο, μόλις μου πέρασε απ’ το νου. Με είχατε ρωτήσει γιατί έγραψα. Αφού μιλήσατε για την εξυπνάδα μου, για το συνειδητό και το υποσυνείδητο, έχω τη διάθεση να σας απαντήσω πως ίσως έγραψα γιατί από τα πιο τρυφερά χρό νια της παιδικής ηλικίας μου είμαι υπνοβάτης. Παιδί, είχα μπάρες στο παράθυρο του δωμα τίου μου, κάποιες νύχτες, μ’ έβρισκαν με το νυ χτικό, στην άκρη του δρόμου. Συνέβαινε να ξανακατέβω τη νύχτα για να ξανακάνω την άσκηση που ήδη είχα κάνει το βράδι. Σήμερα πάντα υπνοβατώ. Δε θέλω να κοιμά μαι ολομόναχος. Δε μπορώ να κοιμηθώ χωρίς να με φυλάει κάποιος. Τα πρόσωπά σας απεχθάνονται την επικοινω νία.
28/αφιερωμα Μιλάνε λίγο, δίνουν περιορισμένες εξηγήσεις, αλληλοκατανοούνται χωρίς ν’ ανατρέχουν στις λέξεις. Αυτό είναι. Ποτέ... Οι λέξεις δεν έχουν την ίδια αξία. Γι’ αυτό χρησιμοποιώ τόσο λίγες λέξεις μέσα στα μυθιστορήματα μου - ποτέ περισσότερες από δυο χιλιάδες λέξεις - ενώ δεν ξέρω παρά λίγο περισσότερες απ’ αυτές. Γιατί; Σύμφωνα με την τελευταία στατιστική που γνωρίζω, ένας Γάλλος χωρικός εδώ και είκοσι χρόνια, χρησιμοποιούσε κατά μέσο όρο εξακό σιες λέξεις. Στη συνέχεια, οι γραφειοκράτες, οι επαγγελματίες των μικρών πόλεων, χρησιμοποι ούσαν τις οκτακόσιες με χίλιες εκατό λέξεις. Οι μικροαστοί κατά μέσο όρο 1500 λέξεις. Έπρεπε να φτάσουμε στους πολύ διανοούμενους ανθρώ πους για να βρούμε σ’ αυτούς ένα λεξιλόγιο από δυο ώς δυόμισι χιλιάδες λέξεις. Όσο περισσότε ρες λέξεις χρησιμοποιείτε μέσα σ’ ένα μυθιστό ρημα, ή μέσα σ’ οποιοδήποτε κείμενο, τόσο λιγότερες πιθανότητες έχετε να είστε κατανοητοί, ή τουλάχιστον επακριβώς κατανοητοί. Δεν υπάρ χουν δυο άτομα που να διαβάζουν με τον ίδιο τρόπο το ίδιο μυθιστόρημα. Οι αντηχήσεις της κάθε λέξης είναι διαφορετι κή, ανάλογα με τους αναγνώστες. Έτσι λοιπόν, περισσότερο αξίζει να χρησιμοποι ούμε όσο το δυνατό λιγότερες λέξεις και προπα ντός όσο το δυνατό λιγότερες λέξεις με αφηρημένη έννοια. Απ’ την αρχή κιόλας υποχρέωσα τον εαυτό μου να γράφει, όσο αυτό γινότανε, με συ γκεκριμένες λέξεις. Ένα τραπέζι, όλος ο κόσμος γνωρίζει τί είναι. Ένα κρεβάτι είναι ένα κρεβάτι, ένα σύννεφο εί ναι ένα σύννεφο. Αν χρησιμοποιήσετε μια λέξη όπως μεγαλείο, ή όπως εξωτερίκευση, μια λέξη με αφηρημένη έννοια, η κατανόησή της θα είναι διαφορετική ανάλογα με την τάξη του ανθρώ που. Χωρίς αμφιβολία, αυτός είναι ο λόγος που τα βιβλία μου έχουν μεταφραστεί σε παραπάνω
από 100 γλώσσες. Άνθρωποι συγκεκριμένοι που δε διηγούνται τις ψυχικές τους καταστάσεις αλλά που ενεργούν και που βλέπουμε τις πράξεις και τις χειρονομίες τους, αυτό είναι το ίδιο πράγμα σ’ όλες τις χώ ρες και μπορεί να αποδοθεί σ’ όλες τις γλώσσες. Ποια ήταν τα βιβλία της ζωής σας; Οι συγ γραφείς που σας ενδιέφεραν και σας επηρέα σαν; Μεγάλωσα μέσα σ’ ένα οικοτροφείο όπου υπήρ χαν Ρώσοι σπουδαστές. Άρχισα από τη ρωσική λογοτεχνία πριν γνωρίσω την ίδια τη γαλλική λο γοτεχνία. Τον Γκογκόλ, τον Τσέχωφ, τον Πούσκιν, τον Ντοστογιέφσκι, τον Γκόρκι πριν από τον Μπαλζάκ και τον Φλωμπέρ. Στη συνέχεια, παθιάστηκα με τον Ντίκενς και με τον Κόνραντ. Στο τέλος, διάβασα Μπαλζάκ, και τους Γάλλους συγγραφείς του τελευταίου αιώνα. Όμως πριν, σαν καλός μαθητής, είχα μελετήσει πολύ σοβαρά τους κλασικούς μου. Ανάμεσα στους συγγραφείς που είναι γνωστοί στη Γαλλία, όπως ο Στήβενσον... Ω! τον Στήβενσον, τον θεωρώ έναν μεγάλο συγ γραφέα. Ό ταν έμενα στην Αμερική, στην ακτή του Ειρηνικού, πήγα στο σπίτι από το οποίο μπάρκαρε για τα νησιά του Μοντερέυ. Στις πρω τόγονες φυλές, υπάρχουν παραμυθάδες. Ομοίως υπάρχουν και στα νησιά του Ειρηνικού. Όταν ο Στήβενσον θα πέθαινε στη Σαμόα - ήταν φυματικός - , έγραψε αυτή τη φράση: «Οι ιθαγενείς μου έδωσαν τον πιο αξιοζήλευτο τίπλο που είχα πο τέ: με φωνάζουν παραμυθά». Δηλαδή: Τουσιτάλα Και σεις επίσης το έχετε διαβάσει! Στην χερσό νησο της Ταϊτής, σ’ ένα μικρό παρεκκλήσι των Προτεσταντών, ανακάλυψα μια μεγάλη κούπα με κρασί - η προτεσταντική λειτουργία επιτρέπει το ψωμί και το κρασί - που είχε την επιγραφή: «Ντον ντε Ρομπέρ Λουί Στήβενσον». Ποια βιβλία του Στήβενσον προτιμάτε; «Το νησί του θησαυρού», ασφαλώς. Όμως επί σης ένα άλλο λιγότερο γνωστό, μια υπόθεση κα τασκοπίας που εκτυλίσσεται μέσα στο πίσω δω μάτιο ενός εμπόρου τσιγάρων, ο «Δυναμιστής». Έ να ασυνήθιστο βιβλίο. Αυτό το πίσω δωμάτιο του εμπόρου των τσιγάρων είναι από τις πιο πα λιές αναμνήσεις της παιδικής μου ηλικίας. Ποιος είναι ο συγγραφέας που προτιμάτε; Ο πιο μεγάλος του προηγούμενου αιώνα: ο Γκόγκολ. Ο πιο μεγάλος συγγραφέας αυτού του αιώ να: ο Φώκνερ. Μετάφραση από τα γαλλικά: Άντζελα Τράνακα
αφιερω μα/29
Claude Menguy
To στοίχημα του Ζωρζ Σιμ Ο Ζωρζ Σιμενόν χρησιμοποίησε εικοσιεφτά ψευδώνυμα ώσπου να γίνει Ζωρζ Σιμενόν. Δ ιη γήματα, λαϊκά μυθιστορήματα (που τα έγραφε μέσα σε δυο μέρες), νουβέλες, μια λογοτεχνική παραγωγή αξιοπρόσεχτη.
Σιμενόν, σχέδιο Λ ιβάιν
ολύ συχνά αγνοούμε πως πριν να δημοσιεύ σει με το πατρώνυμό του, ο Ζωρζ Σιμενόν είχε κιόλας αφήσει έργο αξιόλογο, κάτω από πλήθος ψευδώνυμα. Την περίοδο αυτή, που εκτείνεται από το 1924 ώς το 1931, συνέθεσε όχι λιγότερα από διακόσια μυθιστορήματα και συλ λογές διηγημάτων που η έκταση κι η θεματολο γία τους παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία. Έχοντας μπει πολύ νέος στο χώρο της δημο σιογραφίας (ήτανε μόλις δεκαέξι χρονών) ο Σιμενόν κάνει το ντεμπούτο του, όπως όλοι, με τη σύνταξη του αστυνομικού δελτίου. Κάθε μέρα πηγαίνει στο κεντρικό αστυνομικό τμήμα της αγαπημένης του Λιέγης, για να συγκεντρώσει τα διάφορα νυχτερινά συμβάντα. Δεν περνά ένας χρόνος κι αποκτά τη δική του καθημερινή στήλη «Hors dus poulailler», με την υπογραφή Κύριος Λεκόκ (κόκορας), όπου η έμπνευση και το χιού μορ του διακρίνονται από μιαν ασυνήθιστη ποι κιλία και λάμψη. Σε λιγότερο από τρία χρόνια θα ’χει γράψει εφτακόσια σαράντα δύο χρονο γραφήματα στα οποία πρέπει ακόμα να προσθέ σουμε καμιά εκατοστή άρθρα διάφορα. Είναι το πρώτο δείγμα της απίστευτης γονιμότητάς του. Την ίδια αυτή περίοδο εξασκεί ήδη τη φαντασία του γράφοντας πενήντα διηγήματα. Ο διευθυ ντής της «Gazette de Liege» υπήρξε γενναιόδω ρος στην πρόσληψη του νεαρού. Αλλά κι ο Σιμενόν δε θα ξεχάσει ποτέ την εμπιστοσύνη του, που στάθηκε από τους πιο αποφασιστικούς πα ράγοντες της γρήγορης εξέλιξής του.
Π
Το Σεπτέμβρη του 1920 τελειώνει το πρώτο του μυθιστόρημα: «Στο γεφύρι των Arches». Δεν είναι δεκαεφτά χρονών καλά καλά. Έχει την τύ χη να βρει έναν τυπογράφο και συνδρομητές κι έτσι το μυθιστόρημα δημοσιεύεται τον επόμενο χρόνο με την υπογραφή Ζωρζ Σιμ. Στάθηκε άτυ χος με τη δεύτερη σατιρική του απόπειρα, το «Ζαν Πιναγκέ» για το οποίο δε βρέθηκε εκδό της. Τέλος, ένα αστυνομικό (κιόλας) μυθιστόρη μα, γραμμένο σε συνεργασία με το φίλο του δη μοσιογράφο J.H. Moers και με τον τίτλο «Το κουμπί του γιακά» έμεινε μισοτελειωμένο. Για την ιστορία σημειώνουμε ότι το πρώτο κυνηγό σκυλο του Σιμενόν είχε τ’ όνομα Gom Gut. Ο Σιμενόν, περιέργως, θα χρησιμοποιήσει αργότερα τ’ όνομα αυτό ως ψευδώνυμο. Τελειώνει το στρατιωτικό του κι επιστρέφει στο Παρίσι, όπου φτάνει στις 11 Δεκεμβρίου του 1922. Παιδί για τα θελήματα σ’ ένα σωματείο βε τεράνων πολέμου με πρόεδρο, για μισό χρόνο, το συγγραφέα Μπινέ-Βαλμέ, ύστερα γραμματέας ενός μαρκήσιου, ο νεαρός Σιμενόν φτιάχνει το σπιτικό του γράφοντας τα διηγήματά του. Στρά φηκε κατ’ αρχήν στο αισθηματικό διήγημα, που ήταν της μόδας εκείνη την εποχή. Από το Σε πτέμβριο του 1923 κι έπειτα, συνεργάστηκε στα περιοδικά Sans-Gene, Gens qui rient,Le Sourire, L' Humour,Frou-Frou, Plfis -Flirt, Mon Flirt κ.ά., στα οποία δημοσίευσε έναν εντυπωσιακό αριθμό διηγημάτων που μετριούνται μ’ εκατοντάδες! Έπαιρνε κατά μέσον όρο εκατό φράγκα για ένα
30/αφιερωμα διήγημα, δηλαδή καλοπληρωνόταν, και μπορού σε να γράψει τρία κάθε βράδι. Θ’ αναζητήσει έναν καινούριο στόχο απευθυνόμενος στην εφη μερίδα «Le Matin» λογοτεχνική διευθύντρια της οποίας ήταν η Κολέτ που αρνήθηκε τα πρώτα του διηγήματα αλλά τον ενεθάρρυνε να επιμείνει, κι έτσι εξήντα έξι διηγήματα κατέλαβαν τη στήλη «Mille et un matins». πληθωρική αυτή παραγωγή σύντομα του επιτρέπει ν’ αποκτήσει την ανεξαρτησία του κι έτσι ετοιμάζεται για νέο προσανατολισμό. Τα τολμηρά και τα αισθηματικά, όπως και τα περιπετειώδη λαϊκά μυθιστορήματα συνωστίζο νται στα περίπτερα. Ο Σιμενόν αγοράζει δείγμα τα από κάθε είδος, τα διαβάζει κι εστιάζει το εν διαφέρον του στη δομή τους: «Έμαθα να παρά γω την γκάμα αυτή των έργων αρχίζοντας από το πιο ευτελές (...). Δεν ντρέπομαι πια γι’ αυτό. Αντίθετα. Η εποχή αυτή της ζωής μου είναι αναμφίβολα, τ’ ομολογώ, εκείνη που ξαναφέρνω στο νου με τη μεγαλύτερη τρυφερόρητα, αν όχι με νοσταλγία. Συγχρόνως, όμως, δεν ήμουν πε ρήφανος για τα έργα μου τα οποία υπέγραφα με δεκαέξι διαφορετικά ψευδώνυμα. Και μου ήταν απαραίτητο, για να κρατώ το κεφάλι ψηλά, να λέω και να ξαναλέω στον εαυτό μου πως κι ο Μπαλζάκ κι άλλοι πολλοί είχαν ξεκινήσει με τον
Η
ίδιο τρόπο. Μονάχα ο χρόνος φέρνει τη σεμνότη τα κι αυτό, δίχως αμφιβολία, είναι πολύ καλό». Κατατοπίζεται ακόμα σχετικά με τα κέρδη που αποφέρουν τέτοιου είδους αναγνώσματα στους συγγραφείς. Έ να μικρό σ’ έκταση μυθι στόρημα: διακόσια ως τριακόσια φράγκα· ένα μυθιστόρημα με δέκα χιλιάδες στίχους: χίλια ή πεντακόσια φράγκα· ένα μυθιστόρημα με είκοσι χιλιάδες στίχους: δυο χιλιάδες φράγκα. Πληρώ νονταν λιγότερο από τα διηγήματα κι ο Σιμ έβγαλε το συμπέρασμα πως άνετα μπορούσε να κερδίσει το ψωμί του με τον όρο να γράφει κάθε φορά εξήντα ώς ογδόντα σελίδες την ημέρα! Στρώνεται λοιπόν στη δουλειά- καταπιάνεται μ’ όλα τα είδη, αρχίζοντας από το πιο ευτελές, το αισθηματικό μυθιστόρημα των σαράντα centimes με τις εύθραυστες μοδιστρούλες. Το πρώτο του μυθιστόρημα, γραμμένο στα 1924, δημοσιεύτηκε το Νοέμβρη του ίδιου χρόνου κι είχε τον τίτλο «Ιστορία μιας δακτυλογράφου» Υπογράφει Ζαν ντυ Περρύ, ψευδώνυμο το οποίο θα χρησιμο ποιήσει αρκετά στο είδος αυτό των μυθιστορη μάτων που αποτελούν την αποκλειστικότητα των εκδόσεων Ferenczi, με ογδόντα τίτλους δημο σιευμένους! 1. Απόσπασμα από συζήτηση του Ζωρζ Σιμενόν με τους φοι τητές στο Γαλλικό Ινστιτούτο της Νέας Υόρκης, στις 20 Νοεμβρίου 1975.
αφιερωμα/31
ψευδώνυμ»ιΧΟυ £ ιμ ενόν ? ,S V
-
■ u rn *·? *** E X » » · *
• χα*Ν«6°«Τ χαν Nwe«*
z'S kV 7 -K. ϊ (1θλ
’ .v
ΛαΝτεζ«Μ»*^ιεζ
S - ’ ιλύ S v « n e ee<Π ο ^ ^ ίΓ XavXavtoe
Ζεμί Μιστί 5 £ « * - *
Παν Τροε
Η δημοσίευση των διηγημάτων του, που είναι συγκεντρωμένα σε τόμους ή μπροσούρες, του ανοίγει συγχρόνως το δρόμο του ελαφρού ή τολ μηρού μυθιστορήματος, όπου η έμπνευση και το χιούμορ του Σιμ δεν παύουν ποτέ να έχουν το μερίδιό τους. Οι εκδόσεις Prima και Maxime Ferenczi θα μοιραστούν τα σαράντα μυθιστορήμα τα ή συλλογές διηγημάτων που δημοσιεύτηκαν στον τομέα αυτόν. Αλλά η χρονιά που θα σημάνει το ουσιαστικό ξεκίνημά του ως συγγραφέα είναι το 1925, με τη δημοσίευση, στις 3 του Σεπτέμβρη του πρώτου μεγάλου μυθιστορήματος του, «La Pretresse de Vaudoux», στην περιβόητη «Collection Bleue» των εκδόσεων Tallandier. Αυτή η χρονιά αποτέλεσε σταθμό: Ο Κριστιάν Μπρυλ, ψευδώνυμο που διάλεξε για να υπογράψει το βιβλίο του, φιγουράρει παρέα με τον Μαιν-Ρεντ, τον Λουί Μπουσενάρ, τον Πωλ ντ’ Ιβουά και άλλους, στο οπισθόφυλλο. Ο Ζωρζ Σιμ ήτανε και σ’ αυτό τον τομέα πληθωρικός: δεκάξι περιπετειώδη μυθι στορήματα μέσα σε τρία χρόνια, και το καθένα τους περιείχε δέκα χιλιάδες στίχους! Στο διαμέ ρισμά του στη Βοζ, όπου εργάζεται πυρετωδώς, η άνοδός του υποθάλπεται με εξέχοντα ζήλο: το Tout-Monpamasse με τους περίφημους ζω γράφους του, σαν τον Foujita και τον Ulaminck, διασημότητες του σινεμά, δίχως να λησμονήσου με τη Ζοζεφίνα Μπαίηκερ (την οποία θαύμαζε πολύ και μάλιστα της αφιέρωσε ένα ρεπορτάζ στο Merle Rose), ήταν συχνά προσκεκλημένοι σ’ αξέχαστες νυχτερινές διασκεδάσεις! τα 1927 η Γαλλία γνωρίζει έναν καινούριο καταιγισμό αστυνομικών μυθιστορημάτων. Σ Όλοι οι εκδότες θέλουν τη δική τους αποκλει στική συλλογή. Ύστερ’ από μια δειλή απόπειρα
στα 1926 με το «Νοξ ο ασύλληπτος» (έκδ. Ferenczi), μια μάλλον άχρωμη ιστορία ανθρωποκυνη γητού στα χνάρια του Αρσέν Λουπέν, ο Σιμ γρά φει τη «Δεσποινίδα X» (έκδ. Fayard), που προα ναγγέλλει τη στροφή του στο αστυνομικό μυθι στόρημα. Δημιουργεί πρώτ’ απ’ όλα έναν ήρωα πολύ κοντινό στον Αρσέν Λουπέν: τον Υβ Ζαρρύ. λάτρη της περιπέτειας και τζέντλεμαν απα τεώνα σαν το διάσημο πρόγονό του. Οι περιπέτειές του δημοσιεύτηκαν από τον οίκο Fayard στη σειρά «Le livre populaire», αλλά, παραγεμι σμένος καθώς είναι με συναισθηματισμό, ο αντα γωνιστής αυτός του Αρσέν Λουπέν δε θα γνωρί σει ποτέ τη δόξα. Σ’ ένα από τα έργα αυτά, τον «Εραστή χωρίς όνομα», γραμμένο το καλοκαίρι του 1928, παρεμβαίνει ένας επιθεωρητής « Ένας άντρας πελώριος και βαρύς. Ακίνητα, χο ντρά χαρακτηριστικά. Ύφος ανόητο κι αφελές ταυτόχρονα, κι ακόμα μονοκόμματο, γεμάτο πεί σμα κι εμμονή (...). Γέμισε μια πίπα με την ίδια προσοχή που έδινε σ’ όλα τα πράγματα κι άρχισε να καπνίζει μελετώντας το χώρο». Αυτός ο δίχως όνομα επιθεωρητής, που ο αριθμός μητρώου του είναι «Ν 49» μας οδηγεί αναπόφευκτα τη σκέψη στον αστυνόμο Μαιγκρε, την πρωταρχική εκδο χή του οποίου αποτελεί. Ο Fayard είναι σίγουρα η αρχή του προσανα τολισμού του Σιμενόν στο χώρο του αστυνομικού μυθιστορήματος. Στα 1928 ο εκδότης του ζητά μια σειρά από άρθρα σχετικά με τις μεθόδους της αστυνομίας. Κι ο Σιμενόν εντρυφά στους προδρόμους της αστυνομικής επιστημονικής φα
32/αφιερωμα ντασίας, τον Αυστριακό Χανς Γκρος, τον καθη γητή Λοκάρ κι άλλους πολλούς· δημοσιεύει, αρ κετούς μήνες, όπως φαίνεται, μετά τη συγγραφή του, ένα αστυνομικό χρονικό με τη μορφή μι κρών αναγνωσμάτων στο εβδομαδιαίο περιοδικό «Ric et Rac». Η σειρά αυτή φέρει την υπογραφή Ζ.-Κ. Σαρλ. Τα «Κατορθώματα του Σανσέτ» είναι τα επό μενα γυμνάσματά του, όχι και τόσο σημαντικά, για να πούμε την αλήθεια. Ο νεαρός επιθεωρη τής Σανσέτ, στρογγυλός, ροδοκόκκινος, κοκκι νομάλλης και... ντροπαλός, θα διασκεδάσει τους αναγνώστες με έρευνες που το αποτέλεσμά τους δεν είναι ιδιαίτερα πειστικό. Είν’ η διαμαρτυρία που οι εραστές των αστυνομικών αινιγμάτων συ χνά διατυπώνουν σε βάρος του Σιμενόν, ο οποίος θα παραιτηθεί στη συνέχεια από το αστυ νομικό μυθιστόρημα και θα φτάσει ώς και στο σημείο να δηλώσει: «Αστυνομικό μυθιστόρημα; μα δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα!». Δύο ακόμα σειρές, εμπνευσμένες από ένα γρα φικό ταξίδι που πραγματοποιεί στα κανάλια και τα ποτάμια με ένα κανό, στα 1928, είναι κιόλας ανωτέρου επιπέδου: «Τα 13 μυστήρια» και «Τα 13 αινίγματα», τα οποία δημοσιεύει ο «Detecti ve» με τη μορφή εβδομαδιαίου διαγωνισμού όπου καλείται να βρει λύση ο αναγνώστης. Σιμενόν, που πάντα ήταν ερωτευμένος με τη θάλασσα και τα καράβια, θα ’ναι, από τη χρονιά ετούτη και για πολλά χρόνια μετά, φα νατικός θαλασσοπόρος. Τον Οκτώβρη του 1928 παραγγέλνει ένα κότερο που θα τον πάει, την άλ λη χρονιά, στο Stavoren, ύστερα στο Delfzijl, δυο λιμανάκια στη βόρεια Ολλανδία. Το ταξίδι αυτό του εμπνέει θαλασσινές περιπέτειες, όπου υπο βόσκει μια ιδέα αστυνομικού αινίγματος. Στο Delfzijl, ένα γεγονός θ’ αποβεί καθοριστικό για την πορεία του συγγραφέα: η γέννηση του Μαιγκρέ. Κι εδώ υπάρχει μια διαφωνία με τον ίδιο τον Σιμενόν. Σ’ όλες τις δηλώσεις του ο συγγρα φέας υποστηρίζει πως δημιούργησε το πρόσωπο του Μαιγκρέ αφού έγραψε το «Πιέτρ ο Λεττονός» το Σεπτέμβρη του 1929. Ορισμένα γεγονότα μας επιτρέπουν ν’ αμφιβάλλουμε για τους ισχυ ρισμούς του. Τέσσερα έργα που φέρνουν στο προσκήνιο τον διάσημο αστυνόμο και θα δημοσιευθούν με ψευδώνυμο, γράφτηκαν πράγματι εκείνο τον καιρό αλλά πριν από το έργο που ο Σιμενόν αναφέρει και το οποίο είναι ολοφάνερα πολύ πιο δουλεμένο. Η πρώτη εμφάνιση του Μαιγκρέ γίνεται στο «Τραίνο της νύχτας» που γράφτηκε το καλοκαίρι του 1929 και το δημο σίευσε ο Fayard τον Οκτώβριο του 1930, κάτω από το ψευδώνυμο Κριστιάν Μπρυλ. Το πορτρέ το του Μαιγκρέ είναι συνοπτικά δοσμένο κι ο ρόλος του, όπως κι εκείνος του επιθεωρητή Τοράνς, θα ’ναι ιιάλλον ιιικρός. Εδώ πάντως πρό
Ο
κειται γι’ αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε «πρόγονο των Μαιγκρέ». Στην ίδια αυτή υπόθε ση - τι έκπληξη! - ο Μαιγκρέ ανήκε στη Μαρσεγέζικη αστυνομία! Φαίνεται πως για δεύτερη φο ρά εμφανίζεται στο «La Figurante» (έκδ. Fayard), το χειρόγραφο του οποίου αρνήθηκε την πρώτη φορά ο εκδότης, στα 1929, αλλά το δέχτηκε τον επόμενο χρόνο και το εξέδωσε στη σειρά «Les Maitres du roman polulaire» όπου είχε ήδη περιληφθεί «Το τραίνο της νύχτας». Τα χειρόγραφα δυο ακόμα έργων, του «La femme rousse» και «La maison de Γ inquietude» που δε σέβονταν πια τα κριτήρια του εκδότη, τελείως καλόπιστα απορρίφθηκαν. Επωφελήθηκαν όμως οι εκδό σεις Tallandier και δημοσίευσαν τα δυο αυτά έρ γα στα 1932, στη σειρά «Criminels et Policiers». Στο μεταξύ οι αναγνώστες του «L’ Oeuvre» θα έχουν την προτεραιότητα της ανακάλυψης του Μαιγκρέ στο «Σπίτι του Τρόμου» που δημοσιεύ τηκε σε συνέχειες από το Μάρτη του 1930 κι έπειτα. Παρά τη σιωπή του εκδότη του, ο Σιμενόν δεν μπορούσε παρά να δεχτεί συγχαρητήρια για την οξυδέρκεια και το πείσμα του. Γιατί του έχει γίνει έμμονη ιδέα: ο επιθεωρητής «του», ο Μαιγκρέ, πρέπει να γίνει διάσημος! Η ανάγνωση τριών καινούριων υποθέσεων του Μαιγκρέ, ανά μεσα στις οποίες βεβαίως ξεχωρίζει ο «Πιέτρ ο Λεττονός», θα ενισχύσει την απόφαση του Fayard να προωθήσει το φιλόδοξο εγχείρημα του Ζωρζ Σιμ: τη δημιουργία μιας σειράς αστυνομι κών ιστοριών με πρωταγωνιστή τον Μαιγκρέ. Στο συμβόλαιο που υπέγραψε με τον εκδότη, ο Σιμ υποσχόταν να του γράφει ένα βιβλίο το μή να. Ο εκδότης απαιτούσε επιπλέον μια προκατα βολή έξι μυθιστορημάτων πριν κάνει η έκδοση πανιά. Και στην περίφημη «ανθρωπομετρική» χοροε σπερίδα της 20ής Φεβρουάριου 1931, στο κα μπαρέ της «Λευκής Σφαίρας», μαζεύτηκε όλο το Tout-Monparnasse κι επιστρατεύθηκαν όλα τα μέσα για την επιτυχία του εκδοτικού αυτού γεγο νότος. Στο πάνω πάτωμα, ο Ζωρζ Σιμ είχε δώσει τη θέση του στον Σιμενόν και υπέγραφε τα φρεσκοτυπωμένα αντίτυπα του «Κρεμασμένου του Saint-Pholien» και του «Μακαρίτη κυρίου Γκαλλέ», με το ελκυστικό τους εξώφυλλο που κατά ένα μεγάλο μέρος συνέβαλε στην επιτυχία της σειράς. Τα υπόλοιπα τ’ ανέλαβε ο κινηματογρά φος, που έκανε κοσμαγάπητο τον Μαιγκρέ με τη «Νύχτα στο σταυροδρόμι» (Ζαν Ρενουάρ, 1932), «Το κίτρινο σκυλί» (Ζαν Ταρρίντ, 1932), και «Το κεφάλι ενός ανθρώπου» (Ζυλιέν Ντυβιβιέ, 1933). Δέκα χρόνια είχανε περάσει από το «Γεφύρι των Arches». Την είχε ορίσει ο ίδιος ο Ζωρζ Σιμ αυτή την καθυστέρηση, για ν’ ασκηθεί στο επάγ γελμα του συγγραφέα. Το κέρδισε λοιπόν το στοίχημά του. Μετάφραση: Μαρία Χωρεάνθη
αφιερωμα/33
Ο Μαιγκρέ δεν επιχειρεί να κρίνει, αλλά να καταλάβει, ζ α ν δαίμονας πλη σιάζει τους ανθρώπους και τρέφεται με την ουσία τους. Μονάχα με τον τρό πο αυτό μπορεί να δει καθαρά. Το μυστικό του είναι η «μέθοδός» του. « 'Τ ' α μάτια τον Μαιγκρέ συνάντησαν το βλέμ1 μα του παιδιού· υπόθεση δευτερολέπτων, που έφτασε όμως για να δώσει και στους δυο τους να καταλάβουν πως ήταν φίλοι» («Η υπό θεση Σαιν-Φιακρ»). Τη στιγμή που ο πιτσιρίκος της χορωδίας έτρωγε της χρονιάς του από τη μάνα του επειδή «σούφρωσε» τη σύνοψη της κόμησσας ντε Σαιν Φιακρ, ο Μαιγκρέ θυμότανε πως, μικρός, θα ’θελε κι ο ίδιος να ’χει ένα όμορφο χρυσόδετο υμνολόγιο με κόκκινες λετρίνες στην αρχή κάθε εδαφίου. Κι η θύμηση αυτή έδωσε στη ματιά του αστυνόμου μιαν έκφραση τρυφερή και συνένοχη που δεν ξέφυγε του παιδιού: πίσω απ’ το χωρο φύλακα είχε βρει ένα φίλο. Κατάσταση αντιπρο σωπευτική της προσωπικότητας του Μαιγκρέ: η
ικανότητά του να καταλαβαίνει τον άλλο σε βαθμό τέτοιον ώστε να μαντεύει κάθε αντίδρασή του και να επικοινωνεί νοερά μαζί του, πέρ’ από κώδικες γλωσσικούς, χειρονομίες και λέξεις. Εκείνο που ταυτίζει ο Σιμενόν με το ένστικτο κι ο Μπεργκσόν θα τ’ ονόμαζε «χάρισμα της συ μπάθειας»· αυτό είναι που εξηγεί την ευστοχία του αστυνόμου αυτού που δε μοιάζει με τους άλ λους, κι αποτελεί τη βάση εκείνου που ο ίδιος αρνείται ν’ αποκαλέσει μέθοδό του. Προτιμά τη λέξη «πλησίασμα»: ως και στην ορολογία αναι ρεί το αμετακίνητο του νόμου προς όφελος της ανθρώπινης επαφής. Ό χ ι πως θα περιφρονούσε ολόκληρο το μεθοδολογικό οπλοστάσιο που θέ τει ο εγκληματίας στη διάθεση του σύγχρονου αστυνόμου, ο οποίος αναζητά τους επάγγελμά-
34/αφιερωμα τίες του εγκλήματος και τους συλλαμβάνει δίχως τύψεις είτε ηθικούς ενδοιασμούς, και τον οποίον ο Μαιγκρέ θα ’θελε πολύ να ’χει για μοναδικό του αντίπαλο. Στα «Απομνημονεύματά» του δανείζεται απ’ τον Σιμενόν τα λόγια αυτά που θα μπορούσε κι ο ίδιος να ’χε πει: «- Δε μ ’ ενδιαφέρουν οι επαγγελματίες. Η ψυχολογία τους δεν παρουσιάζει κανένα πρόβλημα. Οι άνθρωποι κάνουν τη δου λειά τους κι αυτό είναι όλο. - Τί σας ενδιαφέρει; - Οι άλλοι. Αυτοί που είναι φτιαγμένοι όπως εσείς κι εγώ και καταλήγουν μιαν ωραία μέρα, απρόσμενα, στο φόνο. - Αυτοί είναι πολύ λίγοι /.../ αν εξαιρέσουμε τα εγκλήματα πάθους. - Ούτε κι αυτά έχουν ενδιαφέρον». Δεν είναι απόλυτα ειλικρινής όταν αναστενά ζει: «Οι καλοί άνθρωποι είναι πάντα μπελάς». Μπροστά στους αναπάντεχους και περιστασιακούς αυτούς εγκληματίες, τα δακτυλικά αποτυ πώματα κι οι στάχτες από το τσιγάρο δεν έχουν καμιάν ισχύ. Εν πάση περιπτώσει, στην περίστα ση αυτή, ούτε κι αυτές ακόμα οι υλικές ενδείξεις δεν πείθουν τον Μαιγκρέ: «- ως υπάλληλος της αστυνομίας, προτίθεμαι να εξάγω λογικά συμπε ράσματα από τις αντικειμενικές αποδείξεις. - Και ως άνθρωπος; - Περιμένω τις ηθικές αποδείξεις». («Το κε φάλι ενός ανθρώπου»). Ετούτες πρέπει ν’ αναζητηθούν στον περίγυρο του νεκρού, στο υλικό του περιβάλλον, στο πα ρελθόν του, κι όχι μέσα στη σταχτοδόχη: «Όσο δεν έχω μια ολοκληρωμένη ιδέα για το τί ήταν ο άνθρωπος αυτός τα τελευταία τούτα χρόνια, δεν υπάρχει καμιά πιθανότητα ν’ ανακαλύψω το δο λοφόνο του» («Ο Μαιγκρέ και ο τραπεζικός»). Η γνωριμία αυτή με το θύμα δε γίνεται να πραγ ματοποιηθεί παρά μονάχα με τη διείσδυση στην ατμόσφαιρά του· κι ο Μαιγκρέ θα επισκεφθεί χώρους που δεν έχουν την παραμικρή σχέση με το έγκλημα. Ο Αουί Τουρέ, καταστηματάρχης σε μια βιο τεχνία διακοσμητικών για καρναβάλια και γιορ τές, βρέθηκε δολοφονημένος σε ένα αδιέξοδο της μεγάλης λεωφόρου. Κι ο αστυνόμος, με το πρό σχημα πως ήθελε ν’ ανακοινώσει στους δικούς του το χαμό του, επισκέπτεται αυτοπροσώπως την κατοικία του, οδό Peuplier 27 στο Juvisy. Βρίσκει ένα ταπεινό σπιτάκι αγορασμένο με θυ σίες, μια σύζυγο γκρινιάρα και τυραννική, μια κόρη νευρική και θυμωμένη, πολλούς κατσούφηδες κουνιάδους: μιαν οικογένεια αποπνικτική. Η περιέργεια, ή οι ενδοιασμοί του, τον σπρώχνουν να παραβρεθεί στην ταφή του καταστηματάρχη, που δεν τον έχει ποτέ του γνωρίσει κι όμως νιώ θει σαν να τον ξέρει από πάντα. 'Ετσι, έκανε ό,τι κάνανε κι οι συγγενείς: « Έκανε εκείνο που
έπρεπε να κάνει, έβρεξε μ ’ αγιασμό ένα κλωνάρι από βάγια, σταυροκοπήθηκε, κούνησε μια στιγ μή τα χείλη και ξανασταυροκοπήθηκε» («Ο Μαιγκρέ και ο τραπεζικός»). Η ανυστερόβουλη περιέργεια του Μαιγκρέ αποδείχνεται κερδοφόρα· πηγαίνοντας να επισκεφθεί τη βιοτεχνία των διακοσμητικών, ανα καλύπτει πως τρία χρόνια τώρα είναι κλειστή, ενώ ο Αουί Τουρέ δήλωνε πως πηγαίνει κάθε πρωί εκεί. Ανακρίνοντας τον εργάτη, τον ταμία και την πρώην δακτυλογράφο, μαθαίνει πως εί δαν τον καταστηματάρχη να φορά φανταχτερά σκαρπίνια, εκείνος που ’φεύγε απ’ το σπίτι του ντυμένος πάντα ολόμαυρα. «Αυτό ήτανε, στα μάτια του Μαιγκρέ, ένα σύμβολο- σύμβολο, κατ’ αρχήν, απελευθέρωσης, έκοβε το κεφάλι του γι’ αυτό, γιατί όσον καιρό είχε στα πόδια του εκεί να τα περιβόητα σκαρπίνια ο μακαρίτης, πρέπει να ’νιώθε ελεύθερος άνθρωπος». Και πάλι εδώ μπαίνει σ’ εφαρμογή το χάρισμα της συμπάθειας: «Μήπως τα κίτρινα εκείνα σκαρπίνια είχαν να κάνουν με το ενδιαφέρον που ’δείχνε ο Μαιγκρέ για τον ανθρωπάκο; Δί σταζε να τ ’ ομολογήσει στον εαυτό του. Κι ο ίδιος, για πάρα πολλά χρόνια, είχε ονειρευτεί ένα ζευγάρι κίτρινα σκαρπίνια» («Ο Μαιγκρέ και ο τραπεζικός»). μέθοδος δεν είναι συγκεκριμένη: οσφραίνε σαι τον αέρα του σπιτιού όπου έμενε το θύ μα ή ο φονιάς, εξερευνάς το χώρο όσο γίνεται καλύτερα, ανοίγοντας συρτάρια στην τύχη, κά νοντας την απογραφή της κατάψυξης, ανακα τεύοντας τις παλιές φωτογραφίες, κοιτώντας εκείνες που είναι κρεμασμένες στον τοίχο ή το-
Η
αφιερω μα/35 ποθετημένες πάνω στα έπιπλα. Οι φωτογραφίες απουσιάζουν εντελώς από το διαμέρισμα των Κλογκέν, κι αυτό δείχνει το δρόμο στον επιθεω ρητή («Υπογραφή Picpus»). Στο Βισύ, στο δια μέρισμα όπου στραγγαλίστηκε η ηλικιωμένη δε σποινίς με τα ροζ, βρίθουν, αντίθετα, οι φωτο γραφίες όπου ποζάρει μόνη της η σκοτωμένη, μ’ ένα βλέμμα γεμάτο ικανοποίηση. Εκτός από μία, όπου το βλέμμα της είναι κάπως τρυφερό. Ο Μαιγκρέ ήτανε σίγουρος πως αν γνώριζε εκείνον που έβγαλε τη φωτογραφία, θα είχε εξ αρχής στο χέρι το φονιά («Ο Μαιγκρέ στο Βισύ»). Η έγνοια του να ταυτιστεί με το θύμα ή τους δικούς του φέρνει τον Μαιγκρέ, κάθε φορά, στη θέση ενός'ηθοποιού που είναι καταδικασμένος να συνθέτει ασταμάτητα νέους ρόλους, ξεκινώ ντας από ένα λεπτό καμβά. Ο αστυνόμος, καθώς λέει εμπιστευτικά στη γυναίκα του, «θα ’πρεπε να ζήσει σε κάθε είδους περιβάλλον, να γνωρί σει, για παράδειγμα, τα καζίνο, τις διεθνείς τρά πεζες, τους μαρουανίτες Λιβανέζους και τους μουσουλμάνους, τα ξένα μπιστρό του Καρτιέ Λατέν και του Σαιν Ζερμαίν, καθώς και τους νεαρούς Κολομδιανούς. Και δε μιλώ για τις γλώσσες των Κάτω Χωρών και τους διαγωνι σμούς ομορφιάς» («Ο Μαιγκρέ κι η υπόθεση Ναούρ»), Δουλειά κοπιαστική, που όμως για τίποτα στον κόσμο δε θα την παρατούσε ο αστυνόμος: «Μπορείτε ν ’ αναθέσετε σ ’ έναν επιθεωρητή ένα ορισμένο καθήκον. Αλλά πώς να του πείτε ότι... να τον διατάξετε να κατέβει εκεί πέρα, να οσμι στεί σαν σκυλί που σκαλίζει τους σκουπιόοντενεκέδες και να ξετρυπώσει πάση θυσία το χρυσά φι, ή, καλύτερα, το μυστικό...» («Υπογραφή Pic pus»).
Ακόμα και στο Παρίσι, οι δυσκολίες που συ ναντά κανείς προκειμένου να εισδύσει στην ατμόσφαιρα του θύματος ή του ενόχου γίνονται όλο και περισσότερες: Πρώτ’ απ’ όλα ένας βαθ μοφόρος της Δικαστικής Αστυνομίας δεν τρέχει στους δρόμους και τα μπιστρό να κυνηγάει δο λοφόνους. Είναι σημαίνον πρόσωπο· τον πιο πο λύ καιρό τον περνά στο γραφείο του, διοικώ ντας, όπως ένας στρατηγός, ένα μικρό στρατό από ενωμοτάρχες, επιθεωρητές και τεχνικούς. «Ο Μαιγκρέ ποτέ του δεν μπόρεσε να το πάρει απόφαση. Σαν το λαγωνικό, ένιωθε επιτακτική την ανάγκη να βγει μόνος του να παραμονέψει, να σκαλίσει, να οσμιστεί («Ο φίλος μου ο Μαιγκρέ»). Αυτή η μονομανία εξοργίζει τους ανακριτές, οι οποίοι βρίσκουν τις μεθόδους του ξεπερασμέ νες, χρονοβόρες, άχρηστες. Μια μέρα, ο ένας τους θα του αποσπάσει βίαια μιαν υπόθεση για να την αναθέσει σε κάποιον κατώτερο. Με τη συνέργεια όμως του τελευταίου, ο Μαιγκρέ θα εξακολουθήσει κρυφά τις έρευνές του και θα βρει, με το γνωστό του «πλησίασμα», το δολοφό νο του μοναχικού διαρρήκτη Ονορέ Κυεντέ. Μπαίνει στο πετσί του, τρώει στο ίδιο εστιατό ριο μ’ αυτόν, μένει στο δωμάτιο όπου είχε μείνει εκείνος μια μέρα πριν το θάνατό του και που δεν του χρησίμευε για καταφύγιο, αλλά για σκοπιά («Ο Μαιγκρέ κι ο τεμπέλης διαρρήκτης»). Βέ βαια θ’ αποκατασταθεί η αξιοπρέπειά του ως βαθμοφόρου της αστυνομίας, καθώς η επίσημη έρευνα μπλοκάρεται ή λοξοδρομεί. Κι αν είναι διατεθειμένος να ξαναπάρει την υπόθεση στα χέ ρια του, τα βάζει, όπως κι ο Σέρλοκ Χολμς, με το συνάφι των βλακών που καταπάτησαν το έδαφος.
Ο Σιμενόν και μερικοί ερμηνευ τές τον Μαιγκρέ
36/αφιερωμα α ξαφνιαστούμε, βέβαια, βλέποντας τον αστυνόμο ν’ ασχολείται ο ίδιος με τους μάρτυρες, αντί να τους στέλνει κατευθείαν στο δικαστήριο. Με τον τρόπο του όμως, τους δίνει τη θέση τους στο ψυχολογικό παζλ που έχει δια λύσει ο δολοφονημένος, τους πλησιάζει μέσα στην οικεία τους ατμόσφαιρα, διώχνοντας κάθε επιφυλακτικότητα ή καχυποψία, ως και την ίδια την εχθρότητα ακόμα, την οποία προκαλεί μια επίσημη ανάκριση. Για να γνωρίσει καλύτερα τη δεσποινίδα Μπέρτα, την ετεροθαλή αδερφή του Μασκουβέν, ανθρώπου ανέντιμου και πονηρού, την προσκαλεί για φαγητό στο εστιατόριο, επι μένει να επισκεφθεί το διαμερισματάκι της και την πηγαίνει με ταξί στο τουριστικό γραφείο όπου εργάζεται. Φροντίζει όμως να σταματήσει το αμάξι στη γωνιά του δρόμου, για να μη την εκθέσει («Υπογραφή Picpus»). Την ώρα που πάει ν’ ανακρίνει την κυρά-Στέβελς, τη βιβλιοδέτισσα, μοιάζει πιο πολύ σαν «ένας χοντρός κύριος που προσπαθεί να κατα λάβει» παρά σαν ένας αστυνομικός που έρχεται να κάνει έρευνα στο υπόγειο όπου έχουνε κάψει ένα πτώμα («Ο φίλος της κυρίας Μαιγκρέ»). Σε καθεμιά από τις ανακρίσεις του, παρουσιά ζεται πάντα με το καπέλο στο χέρι, έτοιμος ν’ αρπάξει την ευκαιρία για μια φιλική χειρονομία. Χαϊδεύει ένα γατί στο δρόμο. Ποιος θα του το ’χε να δώσει νερό στο καναρίνι που βρέθηκε πα ρατημένο στο δωμάτιο του κυρίου Λουί, ύστερ’ από το φόνο εκείνου; Αποκλεισμένος απ’ την έρευνα για τη δολοφονία του Κυεντέ, του μονα χικού διαρρήκτη, ο Μαιγκρέ θ’ αφήσει τη φιλε νάδα του τελευταίου να δώσει άσυλο στη μαϊ μού, που την είχε πληρώσει εκείνος με τη ζωή του. Ο Μαιγκρέ δε θέλησε να ξεγελάσει την ηλι κιωμένη μαμά Κυεντέ, η οποία, μαθαίνοντας το θάνατο του γιου της, φώναξε: «Είναι καλό παι δί, δε θα μ ’ αφήσει χωρίς δεκάρα». Έχοντάς τον συλλάβει πολλές φορές στο παρελθόν, ο αστυνό μος συμπαθούσε τον αυτοδίδακτο αυτόν κλέφτη που «δούλευε» μονάχα σε κατοικημένα διαμερί σματα, παίρνοντας μαζί με τα χρυσαφικά και λί γη από την οικειότητα των κατόχων τους. Και δεν του άρεσε καθόλου ο τρόπος που χτυπήθηκε ο Κυεντέ από τους μεγαλοαστούς τους οποίους λήστευε κι οι οποίοι θέλανε ν’ αποφύγουν ένα κοσμικό σκάνδαλο: «Ο θάνατος του Κυεντέ τον γέμιζε μελαγχολία και θλίψη. Είχε πάρει προσω πικά το θέμα της δολοφονίας του, λες κι ο λη στής από το Βωντ ήτανε φίλος, σύντροφός του, μια παλιά γνωριμία τέλος πάντων». Ακόμα κρά^ ταγέ κακία στους δολοφόνους που παραμόρφω σαν τον άμοιρο και τον πέταξαν σαν ψοφίμι σε μιαν αλέα του δάσους της Βουλώνης, πάνω στην παγωμένη γη όπου πρέπει να κατρακύλησε το πτώμα («Ο Μαιγκρέ κι ο τεμπέλης διαρρή κτης»). Δεν τρέφει καμιάν απολύτως συμπάθεια για
Θ
τους μεγαλοαστούς, καθώς και γιά μιαν ορισμέ νη κατηγορία μικροαστών. Προτιμά να την προσφέρει στους ενόχους, οι οποίοι εξάλλου του την ανταποδίδουν με το παραπάνω. Έτσι ο Μεράν, ο αμίλητος κορνιζοποιός που είναι στη φυ λακή για φόνο, γράφει από το κελί του στον Μαιγκρέ, παρακαλώντας τον να του προσέχει τη γυναίκα του («Ο Μαιγκρέ στο κακουργοδικείο»). Κι αντίστροφα, ο Μαιγκρέ θα γράψει στον Μαρσελέν Πακώ, κλέφτη και προαγωγό, για να του πει πώς έσωσε την κυρία Πακώ απ’ το πεζοδρόμιο και την έβαλε σ’ ένα σανατόριο. Αυ τός ο Πακώ θα χρωστά στον αστυνόμο αιώνια ευγνωμοσύνη, που την πληρώνει με τη ζωή του όταν απρόσεχτα καυχιέται πως είναι φίλος του («Ο φίλος μου ο Μαιγκρέ»). Κλέφτες, προαγωγούς, πόρνες, απατεώνες, ο Μαιγκρέ τους θεωρεί θύματα μιας κοινωνίας που δεν τους έδωσε ευκαιρίες στο ξεκίνημά τους κι ύστερα δεν τους βοήθησε να προσαρμοστούν. Επιείκεια, ή μάλλον κατανόηση που αγγίζει ώς και τους δολοφόνους. Αν κάποιοι ένοχοι είναι στην πραγματικότητα θύματα, τότε τα θύματα είναι στην πραγματικότητα οι ένοχοι. Φέρνοντας στην κυρία Μαιγκρέ τα νέα για τη σύλληψη εκεί νου που σκότωσε τη γυναίκα με τα ροζ στο Βισύ, λέει απλά: «Ελπίζω να τον αθωώσουν». ως θα ’θελε να την πείσει ότι πιστεύει στη δικαιοσύνη! Δεν υπάρχει όμως πιο δύσκο λο πράγμα από το να ’σαι μάρτυρας στο κακουρ-γοδικείο... Ό λα του φαίνονται «στημένα» απ’ την αρχή ώς το τέλος: «Οι άνθρωποι μοιάζανε να ’ναι φτιαγμένοι, αν μπορεί να το πει κανείς έτσι, από τυποποιημένα λόγια και δικαστικές αποφάσεις». Ο ίδιος νιώθει ανήμπορος να εκφράσει ο,τιδήποτε άλλο από μια «σχηματική αντανάκλαση» της πραγματικότητας, ανίκανος να τους δώσει «να καταλάβουν, να αισθανθούν το βάρος των πραγμάτων, την πυκνότητά τους, τον παλμό και τη μυρωδιά τους». Οι σοφοί, μιαν ολόκληρη ζωή, μελετούν μια προσωπικότητα από το παρελθόν για την οποία υπάρχουν συχνά άφθονες μαρτυρίες· όμως ένας αστυνόμος δεν έχει στη διάθεσή του παρά μονάχα λίγες εβδομά δες για ν’ αποκρυσταλλώσει την προσωπικότητα ενός άγνωστου μέχρι τότε ανθρώπου. Στον πρόε δρο και τους δικαστές δε μένουν - εξανίσταται ο Μαιγκρέ - παρά μονάχα λίγες ώρες για ν’ απο φασίσουν τη ζωή ή το θάνατο ενός ανθρώπου. Ενός ανθρώπου τον οποίο μόλις τώρα ανακάλυ ψαν μεσ’ από τις σελίδες ενός μητρώου. Πώς θα μπορούσαν να τον καταλάβουν; Ο Μαλρώ λέει άλλωστε: «Το γεγονός ότι δικά ζουμε, σημαίνει ολοφάνερα πως δεν καταλαβαί νουμε. Γιατί αν καταλαβαίναμε, δε θα μπορού σαμε πια να δικάσουμε».
Π
Μετάφραση: Μαρία Χωρεάνθη
αφιερωμα/53
Gilbert Sigaux
Ζωρζ Σιμενόν, ο τελευταίος ήρωας του Σιμενόν Σήμερα ο Σιμενόν δε γράφει πια μυθιστορήματα. Διηγείται τ ’ απομνη μονεύματά του ή μάλλον, όπως λέει ο ίδιος, παίζει με το μαγνητόφωνό του. Το παιχνίδι αυτό δίνει καμιά φο ρά υλικό για θαυμάσια βιβλία, όπως το « Ένας άνθρωπος όπως όλοι» (έκδ. Presses de la Cite). Δίχως διάθεση επίδειξης και ψευτομετριοφροσύνης: ο τελευταίος ήρωας του Σιμενόν εί ναι ο ίδιος ο Σιμενόν. ρισμένα κείμενα του Σιμενόν δεν ανήκουν στο χώρο του «φανταστικού» - ή ανήκουν με μονάχα μια από τις διαστάσεις τους. Αφήνου με βέβαια στην άκρη τα δοκίμια περί μυθιστορή ματος, τα ρεπορτάζ, τους προλόγους. Εδώ όμως πρόκειται για μια άλλη φλέβα: Ξεκινά στα 1938 με το «Trois crimes de mes amis» («Τρία εγκλή ματα των φίλων μου») και συνεχίζει ώς το πρό σφατο «Des traces de pas» («Ίχνη βήματος»). Ανάμεσα στα δυο αυτά ορόσημα, οφείλουμε να τοποθετήσουμε το «Θυμάμαι», 1945, το «Pedi gree» («Λεύκωμα», 1948), «Quand j’ etais vieuz» («Όταν ήμουν γέρος», 1970), «Lettre a mere» («Γράμμα στη μητέρα μου», 1974), «Un homme comme un autre» («Ένας άνθρωπος, σαν έναν άλλον», 1975) - το τελευταίο, που προηγείται του «Ίχνη βήματος», είναι μάλλον πανομοιότυ πο με τούτο δω στο ύφος και το περιεχόμενο. Ό λα τ’ αυτοβιογραφικά έργα του Σιμενόν δεν είμαι όμοια ως προς τη φύση τους, και το γνωρί ζουν αυτό οι αναγνώστες του. Το φανταστικό στοιχείο λείπει από το «Όταν ήμουν γέρος» και τα επόμενα έργα. Και σ’ αυτά όμως υπάρχουν διαβαθμίσεις· τα κύρια ονόματα στα «Τρία εγκλήματα των φίλων μου» είναι μεν πλαστά, αλλά από άποψη περιεχομένου τα γεγονότα πα ρατίθενται αυτούσια. Οι πρώτες ήδη γραμμές του βιβλίου διαψεύδουν την ένδειξη «μυθιστόρη
Ο
μα» στο εξώφυλλο, το Μάη του 1938. Έχει μια ιστορία το «Θυμάμαι» που τη διηγήθηκε στα 1961 ο Σιμενόν, στον πρόλογο της πρώ της ανατύπωσης. Το Δεκέμβρη του 1940 ένας γιατρός διέγνωσε, λαθεμένα, πως ο συγγραφέας έπασχε από μια φλεγμονή στο στήθος και του ’μεναν δυο - τρία μονάχα χρόνια ζωής. Ο Μαρκ Σιμενόν ήτανε δεκαοχτώ μηνών. Ο πατέρας του θέλησε να του αφήσει ένα βιβλίο για ανάμνηση, ένα είδος διαθήκης. Έτσι γράφτηκαν, από το Σεπτέμβρη του 1940 ώς τις ί2 Ιουνίου του 1941, τα δεκαοχτώ κεφάλαια εκείνου που ήταν αρχικά το «Λεύκωμα του Μαρκ Σιμενόν με το πορτραίτο κάποιων θείων, ξαδερφιών και οικογενειακών φίλων, καθώς και ανέκδοτα, από τον πατέρα
54/αφιερωμα του». Το βιβλίο βγαίνει το 1945, με τον τίτλο (τον οποίο διάλεξε ο εκδότης) «Θυμάμαι». Θα επανεκδοθεί το 1961, με την προσθήκη της εισα γωγής που προαναφέραμε, ενός δεκάτου ενάτου κεφαλαίου, που γράφτηκε στις 18 Ιουνίου του 1945, καθώς και κειμένων που λείπουν από την πρώτη έκδοση. Η σύλληψη του «Λευκώματος» έγινε συγχρό νως με τα τελευταία κεφάλαια του «Θυμάμαι». Το βιβλίο γράφτηκε σε δύο δόσεις: το πρώτο μέ ρος στα 1941, το δεύτερο και το τρίτο το Γενάρη του 1943. Η πρώτη έκδοση βγήκε το 1948. Φέρει στην τελευταία σελίδα την ένδειξη «Τέλος του πρώτου τόμου». Κι η πρόθεση του Σιμενόν ήτανε πράγματι να συμπληρώσει τη μυθιστορηματική ετούτη αυτοβιογραφία με δυο ακόμα τόμους. Επειδή όμως κάποια πρόσωπα, που θέλησαν ν’ αναγνωρίσουν τον εαυτό τους στο πρόσωπο ορι σμένων χαρακτήρων του έργου, απείλησαν να τον μηνύσουν, το «Λεύκωμα» έμεινε χωρίς συνέ χεια. Από την επανέκδοση του 1952 λείπουν λέ ξεις κι ολόκληροι στίχοι· το 1958 τα κενά αποκαθίστανται και το κείμενο ξαναβρίσκει τη συνοχή του - καθώς οι αναπροσαρμογές έχουν εξαφανί σει τα επίδικα σημεία. Η τρίτη αυτή έκδοση πε ριέχει μιαν εισαγωγή, γραμμένη στις 16 Απρι λίου του 1975, όπου ο Σιμενόν εξηγεί πώς από το «Θυμάμαι» βγήκε το «Λεύκωμα»: Ο Αντρέ Ζιντ, που είχε διαβάσει το χειρόγραφο του πρώτου, συμβούλεψε τον Σιμενόν «να ξαναρχίσει την αφήγησή τον, όχι πια σε πρώτο πρόσωπο, αλλά, για να της δώσει περισσότερη ζωντάνια, σε τρί το...». Περνώντας από το ένα στο άλλο εκφραστικό επίπεδο, ο συγγραφέας περνά, συγχρόνως, από τα πραγματικά απομνημονεύματα σε άλλα, εν μέρει φανταστικά. «Ποίηση και Αλήθεια», δη λώνει. Κι εξηγείται: «Τα παιδικά χρόνια του Ρο ζέ Μαμελέν, το περιβάλλον του, το σκηνικό μέσα στο οποίο εξελίσσεται, είναι πολύ κοντά στην πραγματικότητα, όπως κι οι χαρακτήρες που έχει μελετήσει. Τα γεγονότα, στην πλειοψηφία τους, δεν είναι πλαστά. Τα πρόσωπα όμως, και κυρίως αυτά, είχα τη δυνατότητα να τα ξαναπλάσω με σύνθετο υλικό, δυνατότητα της οποίας έκανα κατάχρηση, πλησιάζοντας πιο πολύ την ποιητική, παρά την αντικειμενικήν αλήθεια». ο «Λεύκωμα» είν’ ένα έργο αμφίσημο κι αποκαλυπτικό, πολύτιμη εισφορά στη γνω ριμία του Σιμενόν. Αναπολεί ένα σκηνικό, κά ποιες οικογένειες, μια πόλη, μια παιδική ηλικία που ο αναγνώστης δε θα κοπιάσει διόλου να τα ξαναβρεί μέσα σε άλλα έργα. Εκατό πρόσωπα του «Λευκώματος» μπορούμε να τ’ αναγνωρί σουμε, να τα ταυτίσουμε με πρόσωπα άλλων μυ θιστορημάτων που προηγούνται είτε ακολου θούν. Το βιβλίο μετατρέπεται με τον τρόπο αυ
Τ
τόν σ’ ένα ενυδρείο μέσα στο οποίο κινούνται πλήθος πλάσματα ζωντανά, σωσίες, πρότυπα άλλων πλασμάτων. Είναι σαν να ξαναβρίσκουμε εδώ τις μήτρες, τα πρωτότυπα, κι αλλού τ’ «αντί τυπα» - τα οποία είναι συχνά πιο δυνατά από το πρωτότυπο. Ο Φρανκ του «La neige etait sale» αλλά και ο Ζαν Σαμπό (ανάμεσα σε άλλους) του «La danseuse du Gai Moulin», 1931, καθώς κι ο Ζαν Σολέ του «L’ ane rouge» («Ο Κόκκινος γάι δαρος»), 1933,- τα θέματα των δύο αυτών μυθι στορημάτων είναι, μάλιστα, παραπλήσια - είν’ αδέρφια του Ροζέ Μαμελέν του «Λευκώματος». Κι αυτό δεν είναι παρά ένα μονάχα παράδειγμα. Δεν υπάρχει κανένα σχεδόν μυθιστόρημα του Σιμενόν γραμμένο πριν το 1945 (δηλαδή πριν από την αμερικανική περίοδο) όπου να μη συνα ντάμε ένα πρόσωπο, ένα πεπρωμένο του «Λευ κώματος» - μικρόκοσμος αληθινός του έργου του Σιμενόν. Κι ύστερ’ από το 1945, αν το αμερικα νικό πείραμα, που αρχίζει από το «Trois chambres a Manhattan» («Τρεις λέσχες στο Μανχάτταν», 1946) είν’ αναπόσπαστα δεμένο με την εξέ λιξη του έργου, αν, για ένα μεγάλο διάστημα, αποτελεί βασικό συστατικό του, δεν αποσπά όμως τον Σιμενόν από τις ρίζες του, που τις απο καλύπτει το «Λεύκωμα». Το «Όταν ήμουν γέρος» έχει εντελώς διαφο ρετική υφή. Πρόκειται για σελίδες ημερολογίου που γράφτηκαν στα 1960, 1961 και 1962 - συγκε κριμένα ώς τις 15 Φεβρουάριου του 1963. Είναι, από μιαν άποψη, η συνέχεια (ύστερ’ από μια διακοπή σαράντα χρόνων) του «Θυμάμαι». Γραμμένο με το χέρι (το «Λεύκωμα», όπως κι όλα σχεδόν τα μυθιστορήματα, ήταν δακτυλο γραφημένο), και προορισμένο, δίχως - τουλάχι στον αρχικά - τον παραμικρό ενδοιασμό, να τυ πωθεί αυτό το ημερολόγιο καταστρώματος, χω ρίς να λάβουμε υπόψη κάποιες ευγενικές απο σιωπήσεις (τα ονόματα αντικαθίστανται με αρχι κά), πέρασε ανέπαφο από το χειρόγραφο στην πρέσα. Ασυνεχές - γιατί δεν είναι καθημερινή η καταγραφή - αποτελεί ένα μωσαϊκό από λεπτο μέρειες της οικογενειακής ζωής, στοχασμούς πά νω σ’ ορισμένα γραπτά, κριτικές έργων, μελέτες, πορτραίτα του Χένρι Μίλλερ, του Τσάρλι Τσάπλιν. τοιχογραφίες της ελβετικής περιόδου. Απλές αναφορές, οι οποίες, την εποχή των Χρι στουγέννων κυρίως, αποκτούν χαρακτήρα τσεχωφικό. Μέσα όμως από την ανάπλαση αυτή ενός πλέγματος καθημερινού, το σκίτσο ενός πορτραίτου του καλλιτέχνη καμωμένο από τον ίδιο παρουσιάζει κεφαλαιώδες ενδιαφέρον. Ο Σιμενόν, που οι αμέτρητες συνεντεύξεις του έχουν κατά καιρούς δώσει εικόνες αποσπασματι κές - πράγμα που δε θα πει πως είναι ανακρι βείς - αποκαλύπτεται εδώ μέσα με μια βαθύτε ρη, ουσιαστική ειλικρίνεια. «Νιώθω ν’ ανήκω σ’ εκείνους που αφιερώνονται στην προσπάθεια να
αψιερωμα/55 καλυτερέψουν τη ζωή του ανθρώπου, οποίου δή ποτε ανθρώπου, οποιουδήποτε ανθρώπινου εμ βρύου, οποιαδήποτε ανθρώπινης φόρας». Κι ακόμα: «Αγαπώ τον άνθρωπο, την ιστορία του». Ο αληθινός Σιμενόν βρίσκεται εδώ, και σ’ άλλες φράσεις και σ’ άλλες κραυγές. Κι ο προσεχτικός αναγνώστης θ’ ανακαλύψει, μες στον καθρέφτη αυτόν που π'ροχωρά δίχως προφύλαξη παράλλη λα μ’ ένα κομμάτι ζωής, κάποια απ’ τα μυστικά του ανθρώπου Σιμενόν. Παρ’ όλο που απαρνήθηκε το μυθιστόρημα (από τα τέλη του 1972 και μετά) δεν έπαψε να «γράφει», να μιλάει- το μαγνητόφωνο αντικαθι στά τη γραφομηχανή: όμως το «Γράμμα στη μη τέρα μου», το πρώτο απ’ τα «μαγνητοφωνημένα» βιβλία του, δε σημαίνει στροφή σ’ ένα νέο ύφος. Και δεν υπάρχουν στο χειρόγραφο πιο πολλές διαγραφές απ’ ό,τι στο χειρόγραφο ενός μυθιστο ρήματος - ελάχιστες δηλαδή. Μπορεί εύκολα κα νείς ν’ αναγνωρίσει τον παλμό, το ρυθμό του συγγραφέα, τον τρόπο του να χρωματίζει, να σκηνοθετεί, ν’ αναλύει. Ξέρουμε πως ο Σιμενόν στο κείμενο αυτό δεν αφηγείται απλώς τις τελευ ταίες ημέρες της μητέρας του, αλλά επίσης, πέρ’ από τη συγκεκριμένη αυτή συνάντηση με το θά νατο, αποπειράται να ερευνήσει ένα πρόσωπο, ένα πεπρωμένο. Το πορτραίτο έγινε δίχως καμιά αβρότητα. Υπάρχει επιπλέον η αντίφαση ενός τόπου, το σημειώνει αυτό ο Σιμενόν, εκείνου της Ελίζ, της μητέρας του αφηγητή. ολλές όμως σελίδες που αναφέρονται στην εφηβεία του συγγραφέα, ή του πατέρα του, μπορούνε να παραβληθούν με σελίδες του «Pedi gree» και του «Θυμάμαι». Το «Ένας άνθρωπος σαν έναν άλλον» συγκε ντρώνει τις καθημερινές σχεδόν διηγήσεις του Σιμενόν από τους πρώτους μήνες του 1973 κι ύστερα. Αναμνήσεις από τον ερχομό του στο Παρίσι, το ξεκίνημά του, τον πρώτο του γάμο, σκέψεις για τους δικούς του, τις σχέσεις του με τις γυναίκες, για χίλια πρόσωπα (ή ήρωες μυθι στορημάτων): ξαναβρίσκουμε φυσικά τη φλέβα που οδηγεί πίσω στο «Όταν ήμουν γέρος». Υπάρχει όμως μια διαφορά ουσιαστική: Μετά τον δεύτερο αποτυχημένο γάμο του, ο Σιμενόν γνωρίζει μιαν αλλιώτικη εσωτερική ισορροπία. Έχει κατασταλάξει σε μια σοφία, έχει κατακτή σει μια καινούρια ευτυχία. Κι εκφράζει την αλή θεια του δίχως περιστροφές, δίχως άχρηστες σε μνοτυφίες και δίχως φόβο ν’ αναιρέσει όσα έχει πει, ακριβώς, στο «Quand j ’ etais vieux». Με τα «Ίχνη βήματος» η αφήγηση εξακολουθεί, γαλή νια, με τα οικεία της θέματα, ποτισμένη με το απόσταγμα της καθημερινότητας, τα φώτα και τ’ αρώματα, τις μεταμορφώσεις μιας άγρυπνης ευ αισθησίας, την αιχμαλωτισμένη πραγματικότη τα, ιδωμένη σ’ όλες τις εναλλαγές της και τις
Π
αποχρώσεις. Οι διηγήσεις αυτές είναι, κατά κάποιον τρό πο, τα «Νούφαρα» του Σιμενόν, Όμως δεν εί ναι, βέβαια, μόνο ζωγράφος. Χρονικογράφος, απολογητής του εαυτού του και της εποχής του, ηθογράφος αν θέλετε. Μα είτε το θέλετε είτε δεν το θέλετε, είναι συγγραφέας. Σήμερα γράφει το μυθιστόρημα της ίδιας της ζωής του, την ιστορία ενός ανθρώπου ο οποίος, πενήντα ολόκληρα χρόνια αφηγήθηκε πάνω από διακόσιες φαντα στικές ζωές, βγαλμένες όμως μεσ’ απ’ την πραγ ματικότητα - ο ρόλος της φαντασίας είναι πολύ περιορισμένος στις αφηγήσεις του, το έχουμε πει και πρέπει να το ξαναπούμε - κι ο οποίος επι στρέφει σήμερα στό παρελθόν για να ερμηνεύσει το παρόν του, όχι δίχως ν’ αφήνει σ’ εκκρεμότη τα ορισμένες εξηγήσεις ή κάποιες εξομολογήσεις του προσωπικές, αλλά με μια σπάνια φωτεινότητα, ένα σπάνιο μέτρο στην αυτογνωσία του. Ο μεγάλος αυτός δημιουργός κάνει την αυτοκριτι κή του με μια σεμνότητα εντελώς ανυπόκριτη. Διάλεξε, από το ξεκίνημά του ακόμα, να δώσει στους άλλους γυμνή, λιτή, δίχως φτιασιδώματα, τη ζωή. Ακόμα κι όταν πρόκειται για τον ίδιο τον εαυτό του, δεν καταδέχεται σε καμιά περί πτωση να υψώσει τον τόνο. Το έργο του Σιμενόν διακρίνεται από μια εκπληκτική συνάφεια, όσες απόψεις εξωτερικές κι αν έντυσε και σ’ όσες «προόδους» κι αν παραστάθηκε. Ό σο για την αυτοβιογραφική πλευρά του έργου αυτού, είναι βαθιά συνδεδεμένη με τη λογοτεχνική δημιουρ γία. Τα δυο ποτάμια έχουν την ίδια πηγή και την ίδια ζωή αντανακλούν. Μια μέρα θα μπορούμε να σχολιάζουμε τα μυθιστορήματά του Σιμενόν με μια σελίδα ή με μια φράση από το «Λεύκω μα», το «Όταν ήμουν γέρος», το «Γράμμα στη μητέρα μου». Θα δείτε ανάμεσα στο «εύρημα» και τη μαρτυρία δεν υπάρχει αντίφαση, αλλά μια αντίστιξη μοναδική. Μετάφραση: Μαρία Χωρεάνθη Το μετάλλιο του επιθεωρητή Μαιγκρέ που προσφέρθηκε στον Σιμενόν από την αστυνομική διεύθυνση
56/αφιερωμα
αυτής της νουβέλας, Τ ηπουδιάσωση δεν ξαναεκδόθηκε ποτέ μετά από την πρώτη δημοσίευσή της, στο «Του ε Του» (Tout et Tout), στις 19 του Απρίλη του 1941, το χρωστάμε στον Κλωντ Μενγκύ, που έφερε σε πέρας αυτό το τιτάνιο έργο: μια εξα ντλητική βιβλιογραφία του Σιμενόγ και των ψευδωνύμων του. α ’μαστέ! έκανε ο Μπρούντλερς-ο-χοντρός (γιατί υπήρχε και ένας Μπρούντλερς-οΝ αδύνατος, ξάδελφός του), σπρώχνοντας το τρα πέζι για να κάνει χώρο στο στομάχι του, κι ανα κατεύοντας τα χαρτιά, τα οποία, για άλλη μια φορά, είχανε αναγκάσει τον εγκέφαλό του να δουλέψει ολόκληρη τη βραδιά. Η κυρία Πήτερς, που κεντούσε κάτι αρχικά στη γωνιά ενός μαξι λαριού, έκανε πως δε μάντεψε τη συνέχεια κι απέφυγε ν’ ανοιγοκλείσει τα μάτια της. Πήγαινε πια τόσος καιρός που αυτό το μικρό παιχνίδι επαναλαμβανόταν κάθε βράδι, μόλις χτυπούσε έντεκα, ανάμεσα σ’ αυτήν και στον Μπρούντλερς, που δεν το ’παιρνες πια χαμπάρι. - Αναρωτιέμαι... άρχιζε ο έμπορας μουσαμά δων και ταπετσαριών, παραφυλάγοντας την κυ ρία Πήτερς... Αναρωτιέμαι... Εκείνη δεν μπο ρούσε να μη σηκώσει τα μάτια προς το ρολόι Γουεστμίνστερ με την επάργυρη πλάκα, κι έπει τα να μην καρφώσει το βλέμμα της στον Μπρούντλερς. - Μα την πίστη μου, ναι... Μου το προσφέρω! Κυρία Πήτερς, θα μου δώσετε ακόμα ένα μισό... Τότε εκείνη, έξαλλη, άφηνε το κέντημά της πάνω στο τραπέζι, κάρφωνε τη βελόνα στην τύ χη και κατευθυνόταν προς τον πάγκο από σκού ρο ακαζού, όπου η αντλία της μπύρας, σε μο ντέρνο στιλ, ήταν από λευκό μέταλλο. Τα μισά του Μπρούντλερς, όπως όλων των θαμώνων, ήταν υπέροχα κρυστάλλινα ποτήρια, περιεκτικό τητας ενός λίτρου, που είχαν το όνομα του πελά τη χαραγμένο ανάμεσα σε σχέδια. - Βρέχει ακόμα! - Εδώ που έχει φτάσει η εποχή, δεν υπάρχει πια λόγος να σταματήσει, έτσι δεν είναι; Εδώ και μέρες ατέλειωτες - δεν τις μετρούσαν πια - έβρεχε στη Φυρν και στα δαντελωτά αετώ ματα, στις στέγες της από πλάκες, στο κωδωνο στάσιό της, σ’ όλα τα μυτερά λιθόστρωτα των δρόμων που γυάλιζαν τόσο αστεία κάτω από τους σωλήνες του γκαζιού. Κι ήταν πραγματικά σπάνιο ν’ ακούσεις, στις έντεκα η ώρα το βράδι, βήματα ακόμα απέξω. Εκτός από το Καφέ-Πή-
τερς, που οι ερμητικές του κουρτίνες φίλτραραν το φως, φωτισμένα ήταν μόνο τα δωμάτια των αρρώστων ή των ετοιμόγεννων και, ψηλά στον ουρανό, ο πορτοκαλής, σαν το κοκκινωπό φεγ γάρι, δίσκος του ρολογιού του δημαρχείου. Από τη στιγμή που ο Μπρούντλερς είχε παραγγείλει να πιει κι άλλο, οι άλλοι, ναρκωμένοι από τη ζέ στη και την ακινησία, πνιγμένοι μες στους κα πνούς των πούρων, έδιναν στον εαυτό τους με τη σειρά τους κι αυτοί, την τεμπέλικη ηδονή του δι σταγμού. - Ένα σίνταμ για μένα, φώναζε ο Βαν Έθερινγκ, που κρατούσε ένα παπουτσάδικο. - Ένα κουρασάο... - Ένα μισό, σαν του Μρούντλερς... Φορές-φορές, ένα ροχαλητό έκανε την πορσελάνινη σόμπα να τρέμει. Μια άσπρη γάτα, σαν μπάλα μαζεμένη, ήτανε πάνω στον πάγκο, κοντά στην εφημερίδα και στα γυαλιά του Πήτερς. - Δε νύχταξες, Μίνα; ρωτούσε αυτός. Εγώ, αν διάβαζα έτσι όλο το βράδι, δε θα ’βλεπα καλά-καλά μπροστά μου ούτε τις σελίδες... Ο Άρθουρ Πήτερς, κάθε βράδι, έπαιζε χαρ τιά με τους ίδιους πελάτες, στο ίδιο τραπέζι, με τον ντε Γκρηφ, τον Βαν Έθερινγκ, τον Μπρού ντλερς και τον Σκραμ. Κάθε βράδι, όλοι τους έπιναν το ίδιο ποτό, ενώ η κυρία Πήτερς έραβε ή κένταγε και η Μίνα, σε μια γωνιά, διάβαζε χω-
αφιερωμα/57
ρίς ποτέ να σηκώνει το κεφάλι, χαμένη, σαν κά ποιον που έρχεται από μακριά, κάθε φορά που της μίλαγαν. Μερικές φορές, για ολόκληρα λε πτά, μέσα στη γενική νάρκη, δεν άκουγες παρά τα ραμφίσματα του παπαγάλου στα κάγκελα του κλουβιού του. - Μου φαίνεται πως στις έντεκα, μόλις τε λειώσει η παρτίδα, μπορούμε να... Θα το ’λεγε πάλι απόψε η κυρία Πήτερς, μα ζεύοντας τα φουστάνια της για ν’ ανέβει τη στρι φογυριστή σκάλα. Κατά βάθος όμως, τον Πή τερς, δεν τον δυσαρεστούσε αυτή η μικρή παρά ταση της βραδιάς, αυτά τα λεπτά, όπου πια δεν έπαιζαν, δεν έκαναν τίποτα πια, κοίταγαν αόρι στα ο καθένας μπροστά του, περιμένοντας να βρουν το κουράγιο για να χωριστούν, να πάνε να κλείσουν την πόρτα, να χαμηλώσουν το πα ραθυρόφυλλο, να σβήσουν τα φώτα... Οι άλλοι δεν είχαν να πάνε και μακριά. Ο Σκραμ έμενε στο διπλανό σπίτι, αυτό που είχε ένα πεζούλι με έξι σκαλιά και δυο σιδερένια κιγκλιδώματα από δω κι από κει· ο ντε Γκρηφ, ο φαρμακοποιός, έμενε ακριβώς απέναντι και έφτανε να διασχίσει τη μουσκεμένη έκταση της πλατείας. Ο Μπρούντλερς και ο Έθερινγκ απομακρύνονταν μαζί κι άκουγες τις φωνές τους μες στη νύχτα, μέχρις ότου να στρίψουν στη γωνία του δεύτερου δρό μου.
Ο Άρθουρ Πήτερς είχε σηκωθεί γιατί το ’θελε ένα ποτηράκι κι αυτός, και προτιμούσε να μη το ζητήσει από την κυρά. Τα γυαλισμένα του πα πούτσια έτριξαν. Είδε στον καθρέφτη τα όμορ φα, γκρίζα, μεταξένια μαλλιά του, το ασημένιο του μουστάκι, το σακκάκι του από φίνο λινό, γιατί πρόσεχε εξαιρετικά την εμφάνισή του. - Ωραίος καιρός για τους περαματάρηδες, είΚι εννοούσε τους λαθρέμπορους που κάθε νύ χτα σχεδόν, μερικά χιλιόμετρα πιο κει, διέσχιζαν τα σύνορα ο ένας ακριβώς πίσω από τον άλλον, μ’ ένα δεμάτι καπνό στην πλάτη. - Κι ακόμα καλύτερος καιρός γι’ αυτούς που τους πληρώνουν!... πέταξε ο Χανς ντε Γκρηφ, που ήταν ο μόνος αδύνατος στην ομάδα, με μα κριά μύτη, μακρύ σαγόνι και μικρά ζωηρά μάτια πίσω από τα κρύσταλλα των γυαλιών του. Ο Πή τερς δεν τον συμπαθούσε τον ντε Γκρηφ. Ο ντε Γκρηφ δε συμπαθούσε κανέναν, γκρίνιαζε όλη την ώρα, κι αναρωτιόσουνα γιατί ερχόταν κάθε βράδι, αφού δεν έβρισκε παρά μόνο δυσάρεστα λόγια να πει. Ήξερε πάρα πολύ καλά πως ο Πή τερς δεν έκανε λαθρεμπόριο και πως, αν μπόρε σε να ανακαινίσει το Καφέ του, αυτό έγινε γιατί ένας οφειλέτης του χρεοκόπησε. Τί σημασία εί χε! Αυτός την πετούσε την κακία του. Έπειτα, τα μάτια του γελούσαν μόνα τους πίσω από τα
58/αφιερωμα γυαλιά του, λες και ο ντε Γκρηφ έκανε σκέψεις που οι άλλοι δεν μπορούσαν να καταλάβουν. - Αρκετά διάβασες, Μίνα... στέναζε η κυρία Πήτερς, αποφεύγοντας να ξανακαθίσει, για να δείξει πως ήταν ώρα για να φεύγουν. Νά όμως που όλοι τέντωναν τ’ αυτιά τους, ακούγοντας βήματα, τα βήματα δυο ανθρώπων, στο πεζοδρόμιο, κι έπειτα μια φωνή, που έλεγε στα φλαμανδικά: - Εδώ είναι... Η πόρτα άνοιξε. Ένα κύμα κρύος αέρας χτύ πησε την ωραία ζέστα του Καφέ κι είδαν να μπαίνει ένα πρόσωπο που όμοιο του δεν είχαν ποτέ ίσως ξαναδεί στη Φυρν, τουλάχιστον περα σμένες έντεκα το βράδι στο Καφέ του Πήτερς. 'Ηταν μια κοπελίτσα. Θα πρέπει να ’ταν δεκαπέ ντε χρονών, μπορεί και δεκάξι· δύσκολο να το πεις, γιατί έμοιαζε ελάχιστα με, τ’ άλλα κορίτσια: κορμί ψηλόλιγνο, μαύρα ανακατεμένα μαλλιά, στεφανωμένα με στάλες βροχής, γύρω από ένα γούνινο καλπάκι βαλμένο στην κορφή του κεφα λιού. μάτια μαύρα, λαμπερά, μύτη σουβλερή... Ήταν αδύνατον να τα παρατηρήσεις, να τα δεις όλα μαζί. Πίσω της ο Πίτζιε, ο χαμάλης του σταθμού, μεθυσμένος όπως συνήθως, ακούμπαγε στους παραστάτες δυο μεγάλες βαλίτσες και στε κόταν εκεί, για ν’ ανασάνει, χωρίς να σκεφτεί να κλείσει την πόρτα πίσω του. Ο Πίτζιε θα μιλού σε. Κιόλας, ο ντε Γκρηφ, που κρύωνε εύκολα, πέρναγε πίσω του για να ξανακλείσει την πόρτα. Στο πάτωμα, είχε ρυάκια νερό πάνω στον πράσι νο μουσαμά. Η κοπέλα κοίταζε τους άντρες, τον έναν μετά τον άλλον. Δίστασε λίγο μπροστά στον Μπρούντλερς, αλλά τελικά προχώρησε κα τά τον Άρθουρ Πήτερς, σαν να ’θελε να τον φι λήσει. - Καλημέρα, θείε Άρθουρ... Όντως, τον φίλησε: δυο ηχηρά φιλιά στα μά γουλα, που του μούσκεψαν το μουστάκι. Χαμο γελούσε ανοιχτά, σαν κάποιον που φοβάται και λιγάκι. Ίσως και να ’θελε να πλησιάσει τη Μίνα. Τα δάχτυλά της μάλαζαν ένα μαντίλι, που δεν ήταν πια παρά μια υγρή μπάλα. Έψαχνε στη μνήμη της· πρόφερε με προσπάθεια, όπως λέμε απέξω ένα μάθημα: - Είμαι η Νούσι Πήτερς, η κόρη του αδελφού σας, του Βίλχεμ... Και χαμογελούσε πάλι, για να τους καλοπιάσει. Είχε μια προφορά ξενική που κανένας, ούτε και ο ντε Γκρηφ που έλεγε πως τα ήξερε όλα, δεν αναγνώριζε. Ο Πήτερς, χαζά, δεν ήξερε τί να πει και ξανάλεγε: - Η κόρη του Βίλχεμ; Το βλέμμα του από ένστικτο πήγαινε στον πα παγάλο, έπειτα σ’ ένα πορτραίτο που μεγαλοπρεπώς κρεμόταν πάνω από το μπαρ και που παρίστανε τον αδελφό του, τον Βίλχεμ, με άσπρο κουστούμι, με μια κάσκα στο κεφάλι, μαζί με νέ
γρους, και μια πιρόγα στο βάθος. Να ’ξερε άρα γε πως ο Βίλχεμ είχε κόρη; Την κοίταζε, παρα ζαλισμένος από το γυαλιστερό μεταξωτό κορ σάζ, με τα μεγάλα κόκκινα πουά, από τη φού στα, πολύ στενή στη μέση και στους γοφούς, από τίποτα το συγκεκριμένο, απ’ αυτά τα δυο μυτερά στήθη που μοιάζανε να σπάνε το μετάξι, και που δεν ήτανε στήθη Φλαμανδής, από. τις ψηλές λε πτές γάμπες, απ’ όλα τελικά, απ’ αυτές τις βαλί τσες που είχαν μια συλλογή από ξένες ετικέτες και ονόματα. - Ο Βίλχεμ είναι στη Φυρν; Σούφρωσε τα φρύδια, μα δεν απάντησε. - Δεν... Θέλω να πω, δεν του έχει συμβεί τί ποτα; Εκείνη τότε έβγαλε το καλπάκι της και κούνη σε το μικρό της κεφάλι, ανακατεύοντας τα μαλ λιά της: - Δεν καταλαβαίνει... έκανε μ’ έναγελάκι. Ό πω ς το περίμενε ο Πήτερς, ο ντε Γκρηφ είχε πάρει, πίσω από τα γυαλιά του, το πιο κακό, το πιο σαρκαστικό του ύφος. - Δεν καταλαβαίνετε τα φλαμανδικά; Εκείνη ξανακούνησε το κεφάλι. - Ούτε τα γαλλικά; Το ίδιο παιχνίδι. Κι ίσως να είχε τόση διάθεση για κλάματα, όση και για γέλια. - Πίτζιε! φώναζε ο Πήτερς. Από το σταθμό την πήρες; - Από το σταθμό... Είναι η μόνη ταξιδιώτισσα που κατέβηκε από κουπέ πρώτης θέσης... Εί δα αμέσως πως ήταν συνηθισμένη να ταξιδεύει... Έψαχνε για χαμάλη... «Καφέ Πήτερς», μου εί πε. 'Υστερα, αφού βγήκαμε έξω, μουρμούρισε: «Ταξί»... Και της εξήγησα πως δεν υπάρχει ταξί στο σταθμό τέτοια ώρα... Μηχανικά, γιατί ήταν το λιγότερο, η κυρία Πήτερς του σέρβιρε ένα ποτηράκι τσίπουρο. Σ’ αυτό το διάστημα, η ξένη πλησίαζε τη Μίνα που είχε κλείσει το βιβλίο της, και τη ρωτ τύσε ευγε νικά: - Πήτερς; - Μίνα Πήτερς... Ξαδέλφη... εξηγούσε η Μί να, που έπιασε να μιλάει αλαμπουρνέζικα. Το παράδειγμά της κέρδισε τον πατέρα της, που άρ χισε κι αυτός με τη σειρά του τις συστάσεις. - Εγώ, θείος Άρθουρ... Θεία Πήτερς... Μί να... Άλλη μια εξαδέλφη... Παντρεμένη... Πα ντρεμένη Βρυξέλλες... Παιδάκια... Μάταια έκα νε χειρονομίες, μάταια η Νούσι σούφρωνε το πε ρίεργο κυρτό της μέτωπο, δεν καταλάβαινε. - Οι άλλοι, συνάδελφοι... φίλοι... πελάτες... φίλοι... Αυτός που τον ενοχλούσε πιο πολύ ήταν ο ντε Γκρηφ, και πολύ θα χαιρόταν να τον έβλεπε να φεύγει. Φυσικά ο ντε Γκρηφ δεν είχε καμία διά θεση να φύγει. Δεν είχε καμία διακριτικότητα. Αφού ανακατευόταν και ρωτούσε, λες και τον
αφιερωμα/59 αφορούσε: - Έρχεστε από μακριά; Κεντρική Ευρώπη; - Βουδαπέστη... - Έρχεται από τη Βουδαπέστη! επανέλαβε. Είναι στην Ουγγαρία... - Μίνα, άντε να φέρεις τον άτλαντα... - Μπορεί να πεινάει! ανησύχησε η κυρία Πήτερς. Κι όλοι στεκόντουσαν εκεί, γύρω της, όπως γύρω από ένα αξιοπερίεργο, χωρίς να ξέρουν τί να πουν ή τί να κάνουν. - Φας;... Πεινάει;... Ό χι;... Διψάει;... Έδειχνε τον πάγκο, τα ποτήρια. Η Νούσι έγνεψε πως ναι. - Δώσ’ της κάτι να τονωθεί... Έπειτα κοίταζαν τη Νούσι να ρουφάει μονο κοπανιά ένα ξέχειλο ποτήρι τσίπουρο, να δείχνει την ικανοποίησή της. Πάντα αυτό το σιχαμένο χαμόγελο του ντε Γκρηφ! Η Μίνα ξαναρχόταν με τον άτλαντα. Έψαχναν την Ουγγαρία. Ο Πήτερς έβαλε τα γυαλιά του. Θα ’θελε να μάθει αν το ’κάνε συνε χόμενο όλο αυτό το μεγάλο ταξίδι, αλλά ήταν πολύ περίπλοκο γιαΛ>α το εξηγήσει με χειρονο μίες κι απλές λέξεις. - Μήπως μπορώ να φύγω; γρύλισε ο Πίτζιε, στον οποίο δεν πρόσφεραν πια τίποτα. Ξεχάσανε να του πληρώσουν το αγώγι του. Δεν τόλμησε να το ζητήσει λόγω της επισημότη τας της κατάστασης. - Κι εμείς; είπε ο Μπρούντλερς διστάζοντας. - Μπορείτε να μείνετε ακόμα λίγο, είπε ο Πή τερς και το μετάνιωσε αμέσως. Ήταν όμως στο χαρακτήρα του. Πρόσφερε πράγματα κι ύστερα το μετάνιωνε.
- Αυτό που με εκπλήσσει, είναι που ο αδελ φός μου δεν της έδωσε κάποιο γράμμα... Λες και το μάντεψε η Νούσι, προχώρησε κατά τη μία από τις βαλίτσες, που ήταν βαριά και που εντούτοις κατάφερε να την ανεβάσει, καταμου σκεμένη όπως ήταν, σ’ ένα τραπέζι. Πήρε ένα κλειδί από την τσάντα της. Θα ’λεγες ότι βιαζό ταν να διαλύσει κάθε αμηχανία, κάθε παρεξήγη ση. Πυρετωδώς, πετούσε ανάκατα ασπρόρουχα και ρούχα. Κράδαινε μια πίπα, την πιο υπέροχη που είχαν δει ποτέ, όχι μόνο στη Φυρν, αλλά στη Φλάνδρα. - Για το θείο Άρθουρ... Ο Πήτερς μόλις που τολμούσε να την αγγίξει. Βέβαια, στου τεχνίτη, υπήρχαν κάποιες κατα πληκτικές πίπες, που όλος ο κόσμος τις θαύμα ζε. Δεν υπήρχε τίποτα όμως σαν το μαρκούτσι αυτηνής εδώ, που ήταν πενήντα εκατοστά μα κρύ, κι ήταν ένα αριστούργημα. Μέσα σε κέρατο από ελάφι σίγουρα, είχαν σκαλίσει μια ολόκληρη σκηνή κυνηγιού, με τα σκυλιά, τους κυνηγούς. Όσο για το κεφάλι, σκαλισμένο κι αυτό, παρίστανε το εσωτερικό ενός σπιτιού, ένα τζάκι, ένα τραπέζι, δέκα τουλάχιστον άτομα, τόσο καθαρά, σαν σε φωτογραφία. Αυτή τη φορά ήταν ο Πή τερς που έριξε ένα θριαμβευτικό βλέμμα προς τη μεριά του ντε Γκρηφ. Η Νούσι δεν είχε τελειώσει με τη βαλίτσα της. Έβγαζε τώρα ένα τραπεζομάντιλο με φανταχτερά κεντήματα, και, μ’ ένα δειλό χαμόγελο, το έτεινε προς την κυρία Πήτερς, που δεν ήξερε τί να πει. και ψέλλιζε, αμήχανα: - Είναι μετάξι... Καθαρό φυσικό μετάξι!... Είναι υπερβολικά όμορφο... Είναι πάρα πολύ
60/αφιερωμα υπερβολικά όμορφο... Τώρα ήταν η σειρά της Μίνας. Ένα μισοτυλιγμένο πακέτο σ’ άφηνε να δεις μπλούζες πολύ δουλεμένες, σαν αυτές που φοράνε ακόμα οι πλούσιες χωρικές στην Κεντρική Ευρώπη. - Εσείς!... Εσείς!... εξηγούσε η Νούσι δείχνο ντας την ξαδέλφη της με το δάχτυλο. Και δεν ήταν όλ’ αυτά! - Ο Βίλχεμ πάντα είχε πάθος με τα δώρα... εξηγούσε ο Πήτερς, κοιτάζοντας τον παπαγάλο. Δε στέλνει συχνά νέα του, πιστεύω όμως πως δεν πέρασε ποτέ από μια χώρα χωρίς να μας στείλει ένα αναμνηστικό... Περιμέναν τί θα ’βγαίνε ακόμα απ’ τη βαλί τσα. Αρχικά ένα χρυσό ρολόι! Έπειτα, ένα παντατίφ, χρυσό κι αυτό, περίεργα δουλεμένο. - Θεία!... έλεγε η Νούσι, τείνοντας το παντατίφ. Και η «μάμα» μπορούσε μόνο νά επαναλαμβά νει: - Είναι υπερβολικό... Είναι πολύ υπερβολι κό... Δυο δαχτυλίδια, απ’ τα οποία το ένα ήταν από σκαλιστό ασήμι, σε αραβικό στιλ. - Δε βλέπω γράμμα! παρατήρησε ο ντε Γκρηφ. Ο Βίλχεμ πάντα ήταν παράξενος. Δεν τον γνώρισα, γιατί είναι πολύ πιο μεγάλος από μένα, αλλά... - Τώρα είναι... Περιμένετε... Είμαι πενήντα δύο... Ο Βίχλεμ με περνάει πέντε χρόνια... Είναι λοιπόν τώρα πενήντα επτά, κι όπως έφυγε αμέ σως μετά τη στρατιωτική του θητεία, μας κά νει... μας κάνει τριάντα-έξι χρόνια που έχει να έρθει στη Φλάνδρα... Ο Πήτερς ένιωθε την ανάγκη να μιλήσει για λόγους καλής συμπεριφοράς, και ζητούσε συγ γνώμη από τη Νούσι με χαμόγελα, αυτά τα χαμό γελα που απευθύνεις στα ζώα, για να τα κάνεις να σε δουν με καλό μάτι. - Η τελευταία του κάρτα... Μια στιγμή... Ήταν η μέρα της πρώτης κοινωνίας της Μίνας... Όχι! - Της Αντέλ! διόρθωσε η μαμά. - Λοιπόν, η Αντέλ είναι είκοσι οχτώ χρονών... Η πρώτη της κοινωνία ήταν στα έντεκα... Πάνε δεκαεφτά χρόνια από τότε που πήρα την τελευταία κάρτα του... Πήγε να την ψάξει στο συρτάρι, γιατί ένα συρ τάρι του πάγκου περιείχε όλα τα πολύτιμα χαρ τιά της οικογένειας. Μια κάρτα με ζωηρά χρώ ματα, που παρίστανε την εκβολή ενόι, ποταμού, βάρκες και δίχτυα. - Κοιτάξτε. Να τι έγραφε: «Εγκατεστημένος στη Ρουμανία, ωραία χώρα, όπου διευθύνω ένα ιχθυοτροφείο οξύρυγχου». . - Για να φτιάχνει χαβιάρι! πρόσθεσε ο ντε Γκρηφ, χωρίς να μπορέσει ο Πήτερς να καταλά βει αν κοροΐδευε ή αν μιλούσε σοβαρά.
- Ναι, ίσως... Εν πάση περιπτώσει, δεν ήταν καιρό στη Ρουμανία, αφού οι κάρτες του της προηγούμενης χρονιάς είχαν αυστραλέζικα γραμματόσημα. - Πρόβατα! πέταξε ο ντε Γκρηφ. Κι ο Μπρούντλερς, που καταλάβαινε πως θα γίνει καβγάς, μπήκε στη μέση. - Σταμάτα, ντε Γκρηφ!... Δεν είναι ώρα να τον τυραννάς, μου φαίνεται, ε; - Λέω αυτό που ξέρω και τίποτα περισσότε ρο! δήλωσε ο Πήτερς, κατακόκκινος. Και ξέρω πως κρατούσε ένα ξενοδοχείο στο Ακρωτήρι. Το ξέρω, γιατί κάποιος τον είδε, κάποιος από δω, ο γιος του δημάρχου, και δεν μπορούμε να τον βγάλουμε ψεύτη... - Από κεί έστειλε τον παπαγάλο; - Ό χι, κύριε ντε Γκρηφ. Δεν έχει παπαγά λους στο Ακρωτήρι... - - Πού το ξέρετε; - Δεν το ξέρω, εντάξει. Όμως τον παπαγάλο τον έλαβα από το Κογκό, πολύ πριν απ’ αυτό, εδώ και είκοσι πέντε χρόνια, πράγμα που αποδεικνύει πως οι παπαγάλοι όντως ζουν πολύ... Έλαβα παράλληλα αυτή τη φωτογραφία, και δεν θα μου πείτε βέβαια, κύριε ντε Γκρηφ, πως δεν είναι τραβηγμένη στο Κογκό, ε; - Νομίζω πως διψάει ακόμα! παρατήρησε ο ντε Γκρηφ, δείχνοντας τη Νούσι, που λοξοκοίτα ζε κατά την μπουκάλα με το τσίπουρο. - Σέρβιρέ την, «μάμα». - Δε νομίζεις πως θα την πειράξει; - Για μια φορά!... Η Νούσι έψαχνε ένα άλλο κλειδί, έσκυψε πά νω από τη δεύτερη βαλίτσα, που ήταν πιο μικρή από την πρώτη, πάλευε με μια δύσκολη κλειδα ριά. - Θείε Άρθουρ... δήλωσε, τείνοντας ένα πορ τοφόλι με ασυνήθιστο σχήμα. - Τι είναι; Αλλά δεν απαντούσε κι η γυναίκα του τον συμβούλεψε: - Κοίταξε, αφού είναι για σένα. Ήταν χαρτονομίσματα, χαρτονομίσματα που δεν τα ήξεραν στη Φυρν: πένγκος, ζλότυς και λέι. Στο βάθος-βάθος είχε μερικά χρυσά νομί σματα. - Ο Βίλχεμ πλούτισε! σάρκασε ο ντε Γκρηφ που, όπως και μια πόρτα με σκουριασμένους μεντεσέδες, δεν μπορούσε να σταματήσει να γκρινιάζει. - Γιατί όχι; Η Νούσι χαμογελούσε, τους κοίταζε τον έναν μετά τον άλλον σαν να τους ρωτούσε αν ήταν ευ χαριστημένοι. - Πού θα τη βάλουμε να κοιμηθεί; - Στο δωμάτιό μου! είπε η Μίνα. Θα πάρω το παλιό κρεβάτι της Αντέλ... - Είναι λυμένο...
αφιερωμα/61 - Ο μπαμπάς θα με βοηθήσει να το στήσου με... - Φεύγουμε, ανάγγειλε ο Μπρούντλερς, ο οποίος όμως ευχαρίστως θα έπινε άλλη μια «μπυρίτσα». - Φεύγουμε, επανέλαβε ο Σκραμ... Κι εκείνο το βράδι, ενώ έπεφτε μονότονα η βροχή, ο Άρθουρ Πήτερς και η γυναίκα του κουβέντιασαν για πολύ ώρα, χαμηλόφωνα, στο μεγάλο δρύινο κρεβάτι τους, που το ’χάνε παραγγείλει για το γάμο τους, ενώ η Μίνα πεταγό ταν στο παραμικρό τρίξιμο και γυρνούσε το δια κόπτη για να βεβαιωθεί πως η εξαδέλφη από την Ουγγαρία, ήταν ακόμα εκεί. - Καλημέρα, κύριε Πήτερς! - Καλημέρα, κύριε ντε Γκρηφ... Ο ένας ήταν στο κατώφλι, ντυμένος στα μαύ ρα, κάτω από την ομπρέλα του. - Δεν έχετε ακόμα νέα από τον αδελφό σας, τον Βίλχεμ; - Ό χι, κύριε. Θα έχω όμως σίγουρα αύριο... Γιατί αυτό δεν μπορούσε να συνεχιστεί έτσι. Όλη τη μέρα μιλούσαν αλαμπουρνέζικα, με χει ρονομίες, με χαμόγελα, αυτό όμως δε βοηθούσε σε τίποτα, εκτός από το να προσελκύσει στο Κα φέ περίεργους, που ερχόντουσαν να περιεργα στούν την ανιψιό από την Ουγγαρία, όπως θα πήγαιναν να δουν...
I ari
~ r
Την τρίτη μέρα, ο Πήτερς φόρεσε τα καλά του, ξυρίστηκε κόντρα και κόπηκε, έβαλε ένα ψεύτι κο κολάρο και έφυγε για Βρυξέλλες, με το τραίνο των οκτώ, μαζί με τη Νούσι. Δίστασε να πάρει εισιτήρια πρώτης θέσης· συνήθως ταξίδευε τρί τη· τελικά διάλεξε δεύτερη θέση. Έβρεχε ακόμα. Το νερό κυλούσε πάνω στα τζάμια. Στις Βρυξέλ λες το τραμ τους οδήγησε μπροστά στο προξε νείο της Ουγγαρίας, σε μια μεγάλη λεωφόρο. Χρειάστηκε να περιμένουν πολύ σ’ έναν προθά λαμο. Τελικά ένας υπάλληλος εξέτασε το διαβα τήριο της Νούσι. - Ωραία! Είν’ εντάξει... δήλωσε. Τί επιθυμεί τε;... Βίζα για ποιο κράτος; - Με συγχωρείτε, κύριε... Δεν καταλαβαίνω τα ουγγαρέζικα... Θα ’θελα να μάθω αν αυτή η κοπελίτσα είναι η κόρη του αδελφού μου, του Βίλχεμ Πήτερς... Ήταν όντως. - Κι αν ο αδελφός μου ζει ακόμα... - Βλέπω πως η μητέρα της πέθανε πέρσι, δεν αναφέρεται όμως πουθενά θάνατος του πατέ ρα... - Δε γίνεται να τον βρείτε; Ο υπάλληλος ρώτησε τη Νούσι στα ουγγαρέζι κα. Η Νούσι απάντησε με μια χαρούμενη φωνή. - Τί λέει; - Λέει ότι δεν ξέρει... - Πώς, δεν ξέρει;
C a u N
I '- t i t c o
...........................
. r**»~"*r Πρόσκληση για τον «ανθρωπο μετρικό χορό» που έδωσε ο Σιμενόν, όταν ο οίκος Φαγιάρ εξέ δωσε τη σειρά «Μαιγκρέ», το Φεβρουάριο του 1931
...... w
* :
m
.
62/αφιερωμα - Δεν ξέρει πού είναι ο πατέρας της... Ήρθε μαζί της μέχρι τις Βρυξέλλες, ύστερα της έδωσε τη διεύθυνση σας και της σύστησε να σας πει: «Καλημέρα, θείε Άρθουρ...». - Ρωτήστε την τί έκανε στην Ουγγαρία... - Ούτε κι αυτό το ξέρει... Από το θάνατο της μητέρας της κι έπειτα, ζούσε στην εξοχή, στο σπίτι κάποιων χωρικών... - Και νωρίτερα; - Νωρίτερα έμενε με τη μητέρα της σ’ ένα προάστιο της Βουδαπέστης κι ο πατέρας της δεν πήγαινε να τη δει παρά μια φορά την εβδομάδα μόνο... - Λοιπόν, κύριε Πήτερς; Ο αδελφός σας ο Βίλχεμ;... - Είναι πολύ καλά, κύριε ντε Γκρηφ... - Έχετε νέα του; - Έχω χωρίς να έχω, κύριε ντε Γκρηφ... - Το ξέρετε πως ένας τελωνειακός σκοτώθηκε χτες το βράδι, από την άλλη μεριά των συνόρων; - Σκασίλα μου για τους τελωνειακούς! - Απόψε το βράδι, όπως πάντα, για την παρ τίδα μας. Αυτό που μπέρδευε πιο πολύ τη Νούσι ήταν που, μες στο σπίτι, πότε μιλούσαν γαλλικά, πότε μιλούσαν φλαμανδικά, κι έτσι δυσκολευόταν να καταλάβει την πραγματική σημασία των λέξεων. Όσο για την κυρία Πήτερς, αυτό που πάνω απ’ όλα την ενοχλούσε, ήταν που η Νούσι κάπνιζε από το πρωί ώς το βράδι, μια φορά μάλιστα, θέ λησε ν’ ανάψει πούρο! Έβαζε από πάνω κι άλλο αλάτι και πιπέρι σ’ όλα τα φαγητά! Το πρωί, κυ κλοφορούσε με τη ρόμπα μέχρι τις έντεκα και, για να τα λέμε όλα, δεν είχε καμιά τσίπα πάνω της, σταύρωνε ψηλά τα πόδια χωρίς να τη νοιά ζει το τί φαινόταν, άφηνε τη ρόμπα να μισανοί γει και ν’ αποκαλύπτει το ανθηρό δέρμα στο στήθος της. Φυσικά, δεχόταν να σκουπίσει τα πιάτα, το ’κάνε όμως κι αυτό πολύ ξένοιαστα, σφυρίζοντας άγνωστους σκοπούς, κάνοντας μορφασμούς και πιρουέτες, λες κι επρόκειτο για παιχνίδι. - Θα πρέπει να ήταν συνηθισμένη να έχει υπηρέτες, Άρθουρ... Άλλαξες τα λεφτά; - Ό χ ι όλα... Άλλαξα για είκοσι χιλιάδες φράγκα... Τα υπόλοιπα μας κάνουν περίπου τρεις χιλιάδες φράγκα... - Καταλαβαίνεις γιατί ο Βίλχεμ μάς την έστει λε χωρίς κουβέντα; Γιατί να του κάνει αυτή την ερώτηση, αφού κανένας δεν μπορούσε να καταλάβει, ούτε κι αυ τός βέβαια; Όλος ο κόσμος θα τα ’βάζε λοιπόν μαζί του, όπως ο ντε Γκρηφ; - Ο Βίλχεμ πάντα ήταν παράξενος, το ξέρεις πολύ καλά... - Μέχρι που τον πιάσανε να κάνει λαθρεμπό ριο, πριν από τη θητεία του... - Δεν υπάρχει λόγος να το ξαναλέμε αυτό...
Άλλωστε, πήρε το δρόμο του... - Για πες μου, Άρθουρ... Θέλω να πιστεύω πως είναι πλούσιος, αφού μας έστειλε όλ’ αυτά... Υπάρχουν όμως τρόποι και τρόποι να είναι κα νείς πλούσιος, έτσι; Αναρωτιέμαι μερικές φορές αν... θυμάσαι τον Πόπινγκα: - Τί σχέση έχει ο Πόπινγκα με τον Βίλχεμ; Ο Πόπινγκα ήταν ένας τραπεζίτης της Φυρν. Είχε ένα μεγάλο αμερικάνικο αυτοκίνητο, μια βίλα στη Λα Παν. Πήγαινε στις Βρυξέλλες και στο Άμστερνταμ δυο φορές τη βδομάδα. Περ νούσε τις διακοπές του στο νότο της Γαλλίας, και μια ωραία ημέρα, δε γλίτωσε, τον χώσανε στη φυλακή! - Ο Βίχλεμ είναι περίεργος, είναι τίμιος όμως... Το βράδι, παίζοντας χαρτιά, κάπνιζε την πε ρίφημη πίπα του, η οποία δεν ήταν πρακτική, γιατί, επειδή ήταν μακριά και ογκώδης, έπρεπε να κρατιέται σε απόσταση από το τραπέζι. - Ακούτε Πήτερς, τη θυμάστε την καλύβα του Φλίπκε; - Ναι... Γιατί; - Τίποτα, έτσι... Να πώς ξεκίναγε ο ντε Γκρηφ, με υπονοούμε να! Τί δουλειά είχε ο Άρθουρ Πήτερς με την κα λύβα του Φλίπκε; Αυτή βρισκόταν εκεί κάτω, στις προσχώσεις, αφού περάσεις τα άσπρα σπί τια με τους κήπους και τα χωράφια γύρω-γύρω, εκατό μέτρα από το κανάλι και λιγότερο από εκατό μέτρα από τα σύνορα. Θυμόταν άραγε κα νένας ακόμα στη Φυρν, και σ’ ολόκληρη την πε ριοχή, ποιος έχει χτίσει αυτή την καλύβα, με σα νίδες με κατσαρή λαμαρίνα και με ένας Θεός ξέ ρει τί; Το ίδιο δεν ξέρανε κι από πού, μιαν ωραίαν πρωίαν, ένας γέρος ήρθε κι εγκαταστά θηκε σ’ αυτή την καλύβα, που δεν ανήκε σε κανέναν, μαζί με κουνέλια και κότες. Τον ονομά σανε Φλίπκε - λέτε να ’ταν και τ’ όνομά του; Ήταν γέρος όταν ήρθε, ενώ ο Πήτερς ήταν ακό μα πολύ νΛος, κι όμως είχε πεθάνει εδώ και λί γους μόνο μήνες πριν. Ένα πρωί τον είχανε βρει άκαμπτο, όρθιο, ν’ ακουμπάει στο τραπέζι του, με το μούσι του που κατέβαινε ώς την κοιλιά του. Τί πράγμα είχε προσπαθήσει ο ντε Γκρηφ, που δεν έλεγε τίποτα απολύτως, να υπονοήσει με τον Φλίπκε; Πάλι αυτές τις ιστορίες με το λαθρε μπόριο; Επέμενε να πιστεύει πως ο Πήτερς είχε κάποια ανάμιξη σ’ αυτές τις καθημερινές απο στολές του καπνού; Γιατί ο Φλίπκε, εξαιτίας τής θέσης της καλύ βας του, χρησίμευε τελικά σαν σκοπιά για τους περαματάρηδες. Οι άλλοι, οι τελωνειακοί δεν δυσπιστούσαν απέναντι του. Ο Φλίπκε έλεγε το βράδι στους άντρες: - Είναι δύο, με υπνόσακους, μες στο χωράφι με τα κοκκινογούλια... Τί στο καλό ήθελε να υπονοήσει ο Γκρηφ ο
αφιερωμα/63 κακόψυχος; Μια φορά, μία μόνο, είχε δοκιμάσει η Μίνα τις μπλούζες που της είχε φέρει η Νούσι, μια Κυριακή απόγευμα. Ήταν όμως πολύ δια φανείς, με μεγάλα ντεκολτέ, χωρίς να μιλάμε για το ότι φαινόταν τόσο πολύ το σχήμα του στή θους, που ήταν η Μίνα λες κι ήταν γυμνή. - Ακούτε, κύριε Πήτερς... - Τί είναι, κύριε ντε Γκρηφ; - Πρόκειται για την καλύβα του Φλίπκε... Το ξέρετε πως είναι κάποιος στην καλύβα; Ο Άρθουρ Πήτερ, τότε, κοκκίνισε. - Τόσο το καλύτερο γι’ αυτόν τον κάποιον, κύριε ντε Γκρηφ! Καλύτερα έτσι παρά κάτω απ’ τη βροχή... Γιατί, όπως το πρόβλεψα, θα βρέχει για δυο μήνες, κύριε ντε Γκρηφ... Είναι αλήθεια πως αυτό σας κάνει να πουλάτε παστίλιες κατά της γρίππης... - Κι εσείς αλκοόλ... Θα μπορούσε να ’χε πάει. Για πολλές μέρες την είχε αυτή την πρόθεση. Όμως, μ’ αυτά τα γυαλισμένα παπούτσια κι αυτά τα παντελόνια με την άψογη τσάκιση, δεν ήθελε να διακινδυνεύσει μες στη λάσπη των άσχημων δρόμων. - Το ξέρετε, κύριε Πήτερς, πως ο διάδοχος του Φλίπκε, παραφυλάει κι αυτός τους λαθρέ μπορους; - Μου είναι αδιάφορο, κύριε ντε Γκρηφ... Μου είναι εντελώς αδιάφορο. Σας το δηλώνω μια δια παντός... - Ε ίναι κάποιος που ξέρει την περιοχή...
- Κι εσείς την ξέρετε, έτσι δεν είναι; Αυτό δε σήμαινε τίποτα, αλλά είχε αρχίσει ν’ αγανακτεί μ’ αυτούς τους τρόπους του ντε Γκρηφ. Αν αυτό συνεχιζόταν... ε, λοιπόν!... Θα ήταν ίσως ικανός, μια μέρα, να αρνηθεί να πάρει μέρος στο παιχνίδι. Μόνο που, ποιος ξέρει αν η ομάδα δεν θα πήγαινε στο Καφέ ντε λα Ποστ και αν... Κόσμος έμπαινε μόνο και μόνο για ν’ ακού σει τη Νούσι να προφέρει λέξεις στα φλαμανδικά, με έναν τόσο αστείο τόνο, μια τόσο περίεργη έκφραση στη φυσιογνωμία της, που ήταν σαν να πήγαιναν στο θέατρο. Αυτή γελούσε πρώτη. Η «μάμα» ισχυριζόταν πως μερικές φορές το χνώτο της μύριζε τσίπουρο, ποτέ όμως δεν μπορέσανε να πιάσουνε τη Νούσι στα πράσα. - Είναι η κόρη του αδελφού μου του Βίλχεμ, εξηγούσε ο Πήτερς, του Βίλχεμ που έκανε το γύ ρο του κόσμου, και που αυτή τη στιγμή βρίσκε ται στην Ουγγαρία... Την είδατε την πίπα;... Ερχόντουσαν για να δουν την πίπα, το τραπε ζομάντιλο, τις ουγγαρέζικες μπλούζες... Μέχρι και τα χρυσά νομίσματα, που είχαν πάνω τους πρόσωπα άγνωστα στη Φυρν... - Αν ο αδελφός μου ο Βίλχεμ, μου έστειλε την κόρη του, αυτό σημαίνει πως υπολογίζει να γυ ρίσει μια μέρα στον τόπο μας, έτσι δεν είναι; Αυτό που ήταν ενοχλητικό, ήταν το βλέμμα του ντε Γκρηφ!
- Σχετικά με την καλύβα του Φλίπκε... Μια μέρα, ο Πήτερς θα θύμωνε. Αν κρατιότα νε, ήταν γιατί τον τυραννούσαν οι αμφιβολίες. Και το βράδι, μερικές φορές, δυσκολευότανε να κοιμηθεί, εξαιτίας αυτής της ιστορίας του και νούριου γέρου στην καλύβα. Ήταν τόσο απλό να πάει να δει! Ορκιζόταν στον εαυτό του πριν κοιμηθεί: - Αύριο, θα ζητήσω το ταξί από τον Ζεφ και... Και την επαύριο, δεν πήγαινε! Δυο μήνες περάσαν έτσι. Και το χαλάζι διαδέ χτηκε τη βροχή. Τα παιδιά βγάλανε τα πατίνια και τα έλκηθρα από τις ντουλάπες. Ήταν εντε λώς παγωμένα κατά τη μεριά της καλύβας... Η Νούσι άρχιζε να μιλάει φλαμανδικά, όμως δεν είχαν μπορέσει να της κόψουν τη συνήθεια να καπνίζει τσιγάρα, ούτε να σφυρίζει μόλις έπιανε να κάνει κάτι. - Ξέρετε, κύριε Πήτερς... - Ε; Ο ντε Γκρηφ το χειμώνα φορούσε ένα σκούφο που τον έκανε να μοιάζει ακόμα πιο διαβολικός. - Είδα το αυτοκίνητο του κυρίου Χέσσελς, που πήγαινε προς την καλύβα του Φλίπκε... - Και τί με νοιάζει εμένα; - Φαίνεται πως πήγε τον καινούριο γέρο στο νοσοκομείο. Ο Σιμενόν στο Οστρογκόθ το 1931. Εκεί έγραψε τον πρώτο Μαιγχρέ
64/αφιερωμα
Γιατί ο Πήτερς κοίταξε τον παπαγάλο, έπειτα τη φωτογραφία που ήταν στον τοίχο, έπειτα τέ λος τον πάγκο του, απ’ το τόσο όμορφο ακαζού, που όταν τον έβαλε, κόσμος είχε έρθει από την Οστάνδη για να τον δει. - Αυτό που σας λέω... - Σας ζήτησα μήπως να μου πείτε τίποτα; Για τρεις μέρες έκανε τόσο κρύο, που χρειά στηκε ν’ ανάψουν τα μαγκάλια στην πλατεία, όσο κρατούσε η λαϊκή κι έβλεπες τους εμπόρους να χτυπάνε τα πλευρά τους με τα χέρια... - Ξέρετε, κύριε Πήτερς... Αυτός δεν απαντούσε πια! - Ο καινούριος γέρος πέθανε... Τα μάτια του ντε Γκρηφ πίσω από τα γυαλιά του! - Δεν έχει χαρτιά... Καθώς δεν ξέρουν αν εί ναι καθολικός, αναρωτιέμαι αν θα τον πάνε στην εκκλησία... Μου σερβίρετε μια μπύρα; Η καστανή μπύρα έτρεξε από τη λευκή με ταλλική αντλία και το ποτήρι σκεπάστηκε από έναν παχύ αφρό. - Είναι περίεργο, κύριε Πήτερς... Η Νούσι μάθαινε να ράβει μαζί με την εξαδέλφη της. Έκανε πολύ μεγάλους τους κόμπους και δε σταμάταγε καθόλου την κλωστή της. - Δεν ξέρω πώς να σας το πω, κύριε εφημέ ριε... Μια λειτουργία, τέλος πάντων... - Για ποιον; - Για ένα νεκρό... Δεν έχει σημασία για ποιον, έτσι δεν είναι; Μια λειτουργία των είκοσι φράγκων... Κι έπειτα πέντε λειτουργίες των πέ ντε φράγκων.
Ο Άρθουρ Πήτερς κράταγε το πορτοφόλι του στο χέρι. - Μας κάνει έξι λειτουργίες, συνόψισε ο εφη μέριος. Λέτε: για ένα νεκρό... - Ακριβώς. Πλήρωσε. Τα παπούτσια του έτριζαν όταν βγήκε από το ιερό. Θα ήταν εύκολο, την προη γούμενη, να πάει στο νοσοκομείο... Αλλ’ όμως, αν ήταν αλήθεια; Και για ποιο λόγο;... Σε τί θα βοηθούσε αυτό;... Κανέναν άλλον εκτός από τον ντε Γκρηφ! Λίγη σημασία είχε που οι λειτουργίες θα ήταν ανώνυ μες, μιας και ήταν λειτουργίες! Διάσχισε την πλατεία όπου ο άνεμος έκανε τα πανιά της αγο ράς να χτυπάνε. Έσπρωξε την πόρτα του Καφέ, έπιασε τη Νούσι να κρύβει γρήγορα ένα ποτήρι πίσω απ’ τον πάγκο και βιάστηκε να κοιτάξει κάτω. Όσο για τον ντε Γκρηφ, θα μιλούσε γι’ αυτόν στον Μπρούντλερς. Ξέρανε μήπως σε ποια λίστα θα κατέβει στις δημοτικές εκλογές; - Μπορούσανε να παίξουν οι τέσσερεις τους, ήσυχα, και χωρίς ν’ ακούν διαρκώς αυτή τη γκρινιάρα φωνή, χωρίς να βλέπουν αυτά τα μά τια που γελούσαν μόνα τους, λες κι εκείνοι δεν αξίζουν την εκμυστήρευση! Τί είχε παραπάνω από τους άλλους, ο κύριος ντε Γκρηφ; Κι αφού περιφρονούσε τόσο πολύ τους ανθρώπους, γιατί ερχόταν κάθε βράδι να παίξει γουΐστ μαζί τους; Χωρίς να μετράμε πώς κοίταζε τη Νούσι, όταν αυτή σταύρωνε τα πόδια... Τέλεια, κύριε ντε Γκρηφ! Κι έχετε πολύ άδικο να θεωρείτε τους άλλους πιο χαζούς από σας! Απόδοση κειμένου από τα γαλλικά: Τιτίκα Δημητρούλια
αφιερωμα/65
Χρίστος Παπαγεωργίου
Βιβλιογραφία Ζωρζ Σιμενόν 1. Ζωρζ Σιμενόν: Ο παιδικός φίλος του Μαιγκρέ. Μετάφραση Δημήτρη Γιαννουκάκη. Αθήναι 1969. Εκδόσεις: Εκδοτική, Τυπογραφική Α.Ε. «Η Βραδυνή». 2. Ζωρζ Σιμενόν: Ο Μ αιγκρέ και η γυμνή χορεύτρια. Μετάφραση Δημήτρη Γιαννουκάκη. Αθήναι 1969. Εκδόσεις: Εκδοτική, Τυπογραφική Α.Ε. «Η Βραδυνή». 3. Ζωρζ Σιμενόν: Ο Μαιγκρέ και ο ήσυχος κλέφτης. Μετάφραση Ρένας Γαλανοπούλου. Αθήναι 1969. Εκδόσεις: Εκδοτική, Τυπογραφική Α.Ε. «Η Βραδυνή». 4. Ζωρζ Σιμενόν: Ο Μ αιγκρέ και ο πεθαμένος του. Μετάφραση Δημήτρη Γιαννουκάκη. Αθήναι 1969. Εκδόσεις: Εκδοτική, Τυπογραφική Α.Ε. «Η Βραδυνή». 5. Ζωρζ Σιμενόν: Οι διακοπές του Μαιγκρέ. Μετά φραση Δημήτρη Γιαννουκάκη. Αθήναι 1969. Εκ δόσεις: Εκδοτική, Τυπογραφική Α.Ε. «Η Βραδυνή». 6. Ζωρζ Σιμενόν: Ο Μ αιγκρέ και ο ψαράς. Μετά φραση Δημήτρη Γιαννουκάκη. Αθήναι 1969. Εκ δόσεις: Εκδοτική, Τυπογραφική Α.Ε. «Η Βραδυνή». 7. Ζωρζ Σιμενόν: Ο Μ αιγκρέ και η γηραιό κυρία. Μετάφραση Δημήτρη Γιαννουκάκη. Αθήναι 1969. Εκδόσεις: Εκδοτική, Τυπογραφική Α.Ε. «Η Βραδυνή». 8. Ζωρζ Σιμενόν: Ο Μαιγκρέ στήνει παγίδα. Μετά φραση Ρένας Γαλανοπούλου. Αθήναι 1970. Εκδό σεις: Εκδοτική, Τυπογραφική Α.Ε. «Η Βραδυνή». 9. Ζωρζ Σιμενόν: Έγκλημα στην εκκλησία. Μετά φραση Δήμητρας Τσουκαλά. Αθήναι 1968. Εκδό σεις: Λογοτεχνική βιβλιοθήκη Αγκυρας No 5. 10. Ζωρζ Σιμενόν: Η κινέζικη σκιά. Μετάφραση Λιλίκας Γ. Τσουκαλά. Εξώφυλλο Κούλη Ε. Ζαχαριάδη. Αθήναι 1969. Εκδόσεις «Αγκυρας». Λογοτε χνική βιβλιοθήκη Αγκύρας No 13. 11. Ζωρζ Σιμενόν: Η νύχτα στο σταυροδρόμι. Μετά φραση Δ. Γιαγτζόγλου. Εξώφυλλο Κούλη Ε. Ζαχαριάδη. Αθήναι 1971. Εκδόσεις «Αγκύρας». Λο γοτεχνική βιβλιοθήκη Αγκύρας No 41. 12. Ζωρζ Σιμενόν: Ο τρελλός του Μπερζεράκ. Μετά φραση Εύας Ανδρεάδη. Αθήναι 1971. Εκδόσεις: Πάπυρος Πρεςς Ε.Π.Ε. Σειρά αστυνομικού μυθι στορήματος Βίπερ No 62. 13 Ζωρζ Σιμενόν: Το κεφάλι ενός ανθρώπου. Μετά φραση Αθηνάς Τσιριμώκου. Αθήναι 1971. Εκδό σεις: Πάπυρος Πρεςς Ε.Π.Ε. Σειρά αστυνομικού μυθιστορήματος Βίπερ No 110. 14. Ζωρζ Σιμενόν: Πέτρος ο Λεττονός. Μετάφραση Ιουλίας Θεοδόση. Αθήναι 1971. Εκδόσεις: Πάπυ ρος Πρεςς Ε.Π.Ε. Σειρά αστυνομικού μυθιστορή ματος Βίπερ No 143.
«Ζωρζ Σιμενόν. Ο τρελός της Μπερζεράκ. Μετ. Παυλίνας Μπαλούξη. Αθήνα, Νέα Σύνορα, 1988. Σελ. 190. 15. Ζωρζ Σιμενόν: Η στιγμή της αλήθειας. Μετάφραση Πολύμνιας Μπάρκα. Αθήνα 1971. Εκδόσεις: Πά πυρος Πρεςς Ε.Π.Ε. Σειρά αστυνομικού μυθιστο ρήματος Βίπερ No 175. 16. Ζωρζ Σιμενόν: Ο στραγγαλιστής. Μετάφραση
66/αφιερωμα Εύας Ανδρεάδη. Αθήναι 1971. Εκδόσεις Πάπυρος Πρεςς Ε.Π.Ε. Σειρά αστυνομικού μυθιστορήματος Βίπερ No 157. 17. Ζωρζ Σιμενόν: Φόνος στη Μονμάρτη. Μετάφραση Εΰας Ανδρεάδη. Αθήναι 1972. Εκδόσεις: Πάπυ ρος Πρεςς Ε.Π.Ε. Σειρά αστυνομικού μυθιστορή ματος Βίπερ No 208. 18. Ζωρζ Σιμενόν: Ο θάνατος ήρθε με την ομίχλη. Με τάφραση Αθηνάς Τσιριμώκου. Αθήναι 1972. Εκ δόσεις Πάπυρος Πρεςς Ε.Π.Ε. Σειρά αστυνομικού μυθιστορήματος Βίπερ No 265. 19. Ζωρζ Σιμενόν: Ο άγνωστος του Καμπαρέ. Μετά φραση Εύας Ανδρεάδη. Αθήναι 1972. Εκδόσεις Πάπυρος Πρεςς Ε.Π.Ε. Σειρά αστυνομικού μυθι στορήματος Βίπερ No 294. 20. Ζωρζ Σιμενόν: Ο κύκλος των τεσσάρων. Μετά φραση Εύας Ανδρεάδη. Αθήναι 1972. Εκδόσεις Πάπυρος Πρεςς Ε.Π.Ε. Σειρά αστυνομικού μυθι στορήματος Βίπερ No 317. 21. Ζωρζ Σιμενόν: Έγκλημα στο πλοίο. Μετάφραση Εύας Ανδρεάδη. Αθήναι 1973. Εκδόσεις Πάπυρος Πρεςς Ε.Π.Ε. Σειρά αστυνομικού μυθιστορήματος Βίπερ No 391. 22. Ζωρζ Σιμενόν: Ένας νεκρός με παρελθόν. Μετά φραση Εύας Ανδρεάδη. Αθήναι 1973. Εκδόσεις: Πάπυρος Πρεςς Ε.Π.Ε. Σειρά αστυνομικού μυθι στορήματος Βίπερ No 404. 23. Ζωρζ Σιμενόν: Διπλή αγάπη. Μετάφραση Εύας Ανδρεάδη. Αθήναι 1974. Εκδόσεις Πάπυρος Πρεςς Ε.Π.Ε. Σειρά αστυνομικού μυθιστορήματος Βίπερ No 465. 24. Ζωρζ Σιμενόν: Στη σκιά της υποψίας. Μετάφραση Εύας Ανδρεάδη - Πουρνάρα. Αθήνα 1974. Εκδό σεις Πάπυρος Πρεςς Ε.Π·Ε. Σειρά αστυνομικού μυθιστορήματος Βίπερ No 451. 25. Ζωρζ Σιμενόν: Έγκλημα στην Ολλανδία. Αστυνο μικό μυθιστόρημα. Μετάφραση Ιωανν. Α. Τροπο κάνη. Αθήναι Εκδόσεις: Μ. Πεχλιβανίδης. Αστυ νομικά βιβλία της τσέπης αρ. 1011. 26. Ζωρζ Σιμενόν: Ο κίτρινος σκύλος. Αστυνομικό μυ θιστόρημα. Αθήναι ά.έ. Εκδόσεις: Μ. Πεχλιβανίδης. Αστυνομικά βιβλία τσέπης αρ. 1005. 27. Ζωρζ Σιμενόν: Π αράξενος ταξιδιώτης. Μετάφρα ση Α.Τ. Αθήναι ά.έ. Εκδόσεις Μ. Πεχλιβανίδης. 28. Ζωρζ Σιμενόν: Ένα πτώμα στο χρηματοκιβώτιο. Μετάφραση Δ. Κόκκου. Αθήναι ά.έ. Εκδόσεις: Μ. Πεχλιβανίδης. 29. Ζωρζ Σιμενόν: Γράμμα στον ανακριτή μου. Μετά φραση Ν. Δαλασηνού. Αθήναι ά.έ. Εκδόσεις: Μ. Πεχλιβανίδης. Αστυνομικά βιβλία τσέπης αρ. 1045. 30. Ζωρζ Σιμενόν: Έγκλημα στο Πορκερόλ. Μετά φραση Α.Τ. Αθήναι ά.έ. Εκδόσεις: Μ. Πεχλιβανίδης. Αστυνομικά βιβλία τσέπης αρ. 1036. 31. Ζωρζ Σιμενόν: Το σταυροδρόμι του θανάτου. Με τάφραση Α.Τ. Αθήναι ά.έ. Εκδόσεις: Μ. Πεχλιβανίδης. Αστυνομικά βιβλία τσέπης αρ. 1031. 32. Ζωρζ Σιμενόν: Ο Μαιγκρέ έχει το λόγο. Μετάφρα ση Α.Τ. Αθήναι ά.έ. Εκδόσεις: Μ. Πεχλιβανίδης. Αστυνομικά βιβλία τσέπης αρ. 1098. 33. Ζωρζ Σιμενόν: Η σκιά. Μετάφραση Α.Τ. Αθήναι ά.έ. Εκδόσεις: Μ. Πεχλιβανίδης. Αστυνομικά βι βλία τσέπης αρ. 1106. 34. Ζωρζ Σιμενόν: Το ρεβόλβερ του Μαιγκρέ. Μετά φραση Α.Τ. Αθήναι ά.έ. Εκδόσεις: Μ. Πεχλιβανί-
δης. Αστυνομικά βιβλία τσέπης αρ. 1116. 35. Ζωρζ Σιμενόν: Ο Μ αιγκρέ φοβάται. Μετάφραση Α.Τ. Αθήναι ά.έ. Εκδόσεις: Μ. Πεχλιβανίδης. Αστυνομικά βιβλία τσέπης αρ. 1124. 36. Ζωρζ Σιμενόν: Θανάσιμο μίσος. Μετάφραση Μα νώλη Κορνηλίου. Αθήναι ά.έ. Εκδόσεις «Γκόνη». 37. Ζωρζ Σιμενόν: Οι περιπέτειες του Μαιγκρέ. Μετά φραση Δέσπως Διαμαντίδου. Αθήναι 1961. Εκδό σεις «Γκόνη». 38. Ζωρζ Σιμενόν: Ο Μαιγκρέ στη Μονμάρτη. Μετά φραση Λ.Α. Δάνος. Αθήναι ά.έ. Εκδόσεις «Μέ δα». 39. Ζωρζ Σιμενόν: Στο γιωτ του εγκλήματος. Μετά φραση Κατερίνας Φιλδισάκου. Αθήναι ά.έ. Εκδό σεις «Μέδα». 40. Ζωρζ Σιμενόν: Ο δράκος του Μπερζεράκ. Μετά φραση Κατερίνας Φιλδισάκου. Αθήναι ά.έ. Εκδό σεις «Μέδα». 41. Ζωρζ Σιμενόν: Το χιόνι ήταν βρώμικο. Μετάφρα ση Ν. Ανδρικοπούλου. Εκδόσεις Κ.Π. 42. Ζωρζ Σιμενόν: Πόλεμος των νεύρων. Αστυνομικό μυθιστόρημα με τον επιθεωρητή Μαιγκρέ. Μετά φραση Ν. Κορνηλίου. Αθήναι 1957. Εκδόσεις «Τα ωραιότερα αστυνομικά». 43. Ζωρζ Σιμενόν: Ο Μαιγκρέ στο Κακουργοδικείο. Μετάφραση Άννας Παναγάκη. Αθήναι 1967. Εκ δόσεις «Σκίουρος». Αστυνομικά βιβλία τσέπης No 4. 44. Ζωρζ Σιμενόν: Ο δολοφόνος δεν θαξανάρθει. Με τάφραση Ελένης Γονατοπούλου. Αθήναι ά.έ. Εκ δόσεις «Λυχνάρι». Βιβλιοθήκη αστυνομικής φιλο λογίας No 21. 45. Ζωρζ Σιμενόν: Για ένα ποδήλατο. Η αστυνομική βιβλιοθήκη του «πρώτου». Αρ. τεύχους 303/1966. 46. Ζωρζ Σιμενόν: Για 20.000 φράγκα. Αστυνομικό μυθιστόρημα. Η αστυνομική βιβλιοθήκη του «πρώτου». Αριθμός τεύχους 322/1966. Αθήνα. 47. Ζωρζ Σιμενόν: Επιχείρηση Στριπτίζ. Αστυνομικό μυθιστόρημα. Η αστυνομική βιβλιοθήκη του «πρώτου». Αριθμός τεύχους 388/1967. Αθήνα. 48. Ζωρζ Σιμενόν: Το κεφάλι ενός ανθρώπου. Μετά φραση Μ.Κ. Ανδρέου. Αθήνα ά.έ. Εκδόσεις «Έψιλον». Σειρά αστυνομικής φιλολογίας No 3. 49. Ζωρζ Σιμενόν: Ο ενοικιαστής. Μετάφραση Λίλας Παπαδούλη - Γκινάκα. Εκδόσεις «Γράμματα». Αθήνα 1983. Σελίδες 159. 50. Ζωρζ Σιμενόν: Ο επιθεωρητής Μ αιγκρέ. Μετά φραση Λένας Μιλιλή. Εκδόσεις «Γράμματα». Αθήνα 1986. Σελίδες 126. 51. SIMENON: Οι απέναντι. Μετάφραση Άντας Παπαγιάννη. Εκδόσεις «Το κλειδί». Αθήνα 1987. Σε λίδες 254. 52. SIMENON: «Η ωραία Έμμα. Μετάφραση Παρα σκευής Κουμπούρα. Εκδόσεις «Νέα Σύνορα». Αθήνα 1987. Σελίδες 213. 53. SIMENON: Ο κόκκινος γάιδαρος. Μετάφραση Θεόδωρος Μπατρακούλης. Εκδόσεις «Νέα Σύνο ρα». Αθήνα 1987. Σελίδες 237. 54. SIMENON: Ο Μ αιγκρέ κάνει λάθη. Μετάφραση Παυλίνα Μπαλούζη. Εκδόσεις «Το κλειδί». Αθήνα 1988. Σελίδες 202. 55. SIMENON: Η νύχτα στο σταυροδρόμι (Μαιγκρέ). Μετάφραση Αγγέλας Βερυκοκάκη. Εκδό σεις «Νέα Σύνορα». Αθήνα 1988. Σελίδες 171.
μη-κοινωνιολογία: η καταδίκη του συμβατικού t V~\ ΓΙΩ ΡΓΟΥ ΒΕΑΤΣΟΥ: Η Μη-Κοινωνιολογία. Αισθητική τον Μτ< » 4 · ι τα-μονττονισμοί'. Αθήνα, Ν ε φ έ λ η , 1988. Σελ. 215.
οινωνιολογία; Ποια Κοινών ιολογία; Το ερώτημα είναι εύλο γο, επίκαιρο, συνάμα οδυνηρό και γι’ αυτό ίσως δικαιολογη μένο. Μπορούμε σήμερα να μιλάμε στ’ αλήθεια για Κοινωνιολογία στη χώρα μας; Ο νομικίζων και φιλοσοφοκρατούμενος ακαδημαϊσμός, καθώς J / επίσης και μια σειρά από πολιτικοκοινωνικές συνθήκες, που επι- λ Η ^ Ο Ι Ν Ω Ν Ι Ο Λ Ο Γ Ι Α κράτησαν κατά τη μέσο- και μετα-πολεμική περίοδο, δημιούργη σαν έναν παραφθαρμένο, υποτονικό και τετριμμένο κοινωνιολογι κό λόγο. Ο κοινωνιολογικός στοχασμός δεν έπαψε ποτέ να υποβό σκει στη σκέψη, τη γραφή και την πρακτική κάθε κοινωνικού πα ρεμβατισμού. Πώς θα μπορούσε εξάλλου να ήταν διαφορετικά. Ωστόσο, ασυστηματοποίητη, υποβαθμισμένη, πολιτικά ελεγχόμενη και ιδεολογικά προκατειλημμένη η κοινωνιολογική σκέψη, δεν κατάφερε μέχρι σήμερα να διατυπώσει κοινωνιολογικά παραδείγμα τα, να συμπήξει θεωρίες, να δημιουργήσει «σχολές», να εδραιώσει παράδοση. Πορεύτηκε εξαρτημένη από «ξένες μητροπόλεις παρα γωγής καινούριας γνώσης», όπως θα έλεγε και ο καθηγητής Κ.Β. Κριμπάς. Στο καθεστώς του ανεπιτήδευτου κοινωνιολογισμού που κυ ριάρχησε (με ελάχιστες προσωπικές εξαιρέσεις), η εμφάνιση της μη-κοινωνιολογίας του Βέλτσου αγγίζει έτσι τα όρια του φυσικού φαινομένου.1 Γιατί εδώ δεν πρόκειται για «υπέρ κοινωνιολογία», για «υπό-κοινωνιολογία» ή για «παρά-κοινωνιολογία». Η έμφαση είναι στο αρνητικό της κοινωνιολογίας, όχι όμως με την έννοια του στερητικού ή της ανυπαρξίας αλλά του στάσιμου και της αδυ ναμίας. Είναι μια αντικατεστημένη, αντισυμβατική πρόταση. Εί ναι μια ιδιαίτερη αίσθηση και μια διαφορετική καταγραφή της υπάρχουσας κοινωνικής σύμβασης, ύστερα από μια παταγώδη αποτυχία της ακαδημαϊκής κοινωνιολογίας. Αν και δεν αναφέρεται στην ελληνική πραγματικότητα, αλλά σε κάθε κοινωνική σύμβαση γενικά, η αναδίφηση στα συμβατικά τέλματα της κοινωνιολογίας που επιχειρεί, έχει ιδιαίτερη σημασία για μας. Η πρότασή του έτσι, αν και διαπραγματεύεται γενικότε ρα θέματα κοινωνιολογικού προβληματισμού και φιλοσοφικού
Κ
68/επιλογη στοχασμού, δεν παύει να εκφράζει και να αντανακλά το επίπεδο της ελληνικής επιστημολογίας στο χώρο των κοινωνικών επιστη μών. ε πολύ λίγα λόγια, ο Βέλτσος πιστεύει ότι τόσο το υποκείμε νο όσο και το αντικείμενο της μοντέρνας εποχής, έχουν καί Μ ρια τρωθεί και μετατοπιστεί στο περιθώριο της μετά-μοντέρνας εποχής που διανύουμε. Αντικείμενο και υποκείμενο της μη-κοινωνιολογίας είναι ο σύγχρονος μετα-μοντέρνος άνθρωπος, όχι ως εξουσιαστής και κυρίαρχος αλλά ως υποταχτικός και εξόριστος από το δημόσιο χώρο. Ο μεταμοντέρνος άνθρωπος γίνεται φορέας του μηδενός. Ο άνθρωπος του μηδενός είναι ο αντίποδας του φερέλπιδα ανθρωπιστή του μοντερνισμού, το αντίπνοο του αστού. Η μη-κοινωνιολογία προαγγέλλει την έλευση ακριβώς αυτού του μετα-μοντέρνου ανθρώπου, που ωστόσο δεν συνοδεύεται από την ακύρωση της εξουσίας και του νοήματος από τη μεριά της κρατούσας τάξης και του επιβεβλημένου «σημαινόμενου». Γι’ αυτό και η μη-κοινωνιολογία ζητά να βρει το νόημα της κοι νωνικής τάξης και της αντίθεσής της, όχι στο κέντρο αλλά στα πε ριθώρια της κοινωνικής συμβίωσης, όχι το «κεντρωμένο σημαινόμενο», (με την έννοια του θεού ή του κράτρυς) αλλά στα «διά σπαρτα σημαινόμενα». Με αυτή την έννοια η μη-κοινωνιολογία αφήνει πίσω της το εμφανές κοινωνικό, για να διεισδύσει στο αφανές βιωματικό. Δεν ενδιαφέρεται για τη λογική της φθίνουσας νομοταγούς τάξης του μοντέρνου ανθρώπου. Στο κέντρο της εμπειρικής και νοηματικής συλλογιστικής μπαίνει η ανορθολογική πλευρά του λόγου που προσιδιάζει στον μετα-μοντέρνο άνθρωπο, γιατί αυτός κινδυνεύει πλέον αυξάνοντας και τις πιθανότητες σω τηρίας του. Αυτόν πρέπει να σώσουμε, θα πει, αφού ο μοντέρνος άνθρωπος πέρασε αμετάκλητα στη φάση της «σήψης και της βρώ μας». Για το σκοπό αυτό είναι ανάγκη να μεταθέσουμε τη λύση της ενόρασής μας από το κέντρο στην περιφέρεια και από το εμφανές κοινωνικό στο αφανές βιωματικό. Η μη-κοινωνιολογική πρόταση έτσι, στηρίζεται στη διαπίστωση ότι δεν μπορούμε να προσεγγί σουμε τη μετα-μοντέρνα κοινωνική σύμβαση με τα εργαλεία ανά λυσης των παραδοσιακών επιστημών. Γι’ αυτό και ο τύπος της επικοινωνίας που προτείνει, δε θα πρέπει να αναζητηθεί στις στρατηγικές που προάγουν το εύλογο και τη σαφήνεια. Παρόμοιες κωδικοποιητικές επικοινωνίες στήνουν θεούς και είδωλα σε βά θρα «που πρέπει να μείνουν κενά». Τα συμβατικά όρια του γνω στικού αντικειμένου των παραδοσιακών επιστημών μετακινούνται συνεχώς, με αποτέλεσμα να αδυνατούμε να εστιάσουμε το κοινω νικό αντικείμενο (βίωμα) για να το προσδιορίσουμε (και πιθανώς να το επηρεάσουμε;). μη-κοινωνιολογία συνεπώς εκφέρει κρίση προς τον κανόνα με βάση το άτυπο, το παράτυπο, το «ανάτυπο». Ενώ δηλαδή η κοινωνιολογία προϋποθέτει έναν προηγούμενο κανόνα με βάση τον οποίο κρίνει, η κριτολογική σημασία της μη-κοινωνιολογίας έγκειται στο ότι οριοθετεί το μη-οριοθετούμενο, προσδιορίζει το απροσδιόριστο, εντοπίζει το λόγο με τον οποίο συνδέονται μεταξύ τους τα βιωμένα και τα βιώσιμα, πριν από κάθε εννοιολογική και από κάθε κριτική σκοπιμότητα. Αυτό προϋποθέτει την (ή οδηγεί στην) αντικατάσταση τόυ νομοθέτη ως κριτή της τυπικής και της οικουμενικής παράστασης του μοντέρνου, με τον ιδιώτη ως κριτή του αυθόρμητου και του άτυπου, του μετα-μοντέρνου. Πρόκειται έτσι κατ’ επέκταση για
Η
ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΤΣΟΣ
^ ft·/-
επιλογη/69 μη-ακαδημαϊσμό, μη-κοινωνική επιστήμη, μη-διαλεκτική, μη-φαινομενολογία, μη-θετικισμό και μη-φιλοσοφία (;). Η αντίθεση όμως που συνεπάγεται αυτή η εκφρασμένη θέση δεν είναι διαλυτική, στερητική. Αντίθετα είναι συνθετική, προσθετική και μ’ αυτή την έννοια η μη-κοινωνιολογία μπορεί να οριστεί σαν «μέλλοντας - μοντερνισμός» και «μετα-ανθρωπισμός». Με όλα αυτά θέλω να πω ότι παρ’ όλα τα «μη» και τα «μετά», η μη-κοινωνιολογία δεν προσφέρεται σαν άρνηση ή υποκατάστατο της Κοινωνιολογίας, όπως θα μπορούσε κανείς να υποθέσει με μια πρώτη ματιά. Η μη-κοινωνιολογία δεν είναι το αντίθετο της Κοινωνιολογίας, όπως η μη τάξη δεν είναι ατάξια και ο μη-πόλεμος δεν είναι άρνηση του πολέμου. Κοινωνιολογία και μη-κοινωνιολογία δεν συγκρούονται ούτε αντιφάσκουν, αλλά και δεν συμπλέουν ούτε και ταυτίζονται. Δε θα πρέπει δηλαδή η μη-κοινωνιολογία να ερμηνευθεί σαν απλή πρόταση συγκερασμού ή άρνηση του κοι νωνικού (τυπικού και θεσμιμένου) με το βιωματικό (αυθόρμητο και τυχαίο). Αν αυτή ήταν η πρόθεση ή η έννοια της μη-κοινωνιολογικής πρότασης, τότε δεν θα πρόσφερε τίποτε το καινούριο. Η βασική θέση του Βέλτσου, από την οποία πηγάζει νομίζω και η πρωτοτυπία της πρότασής του, στηρίζεται στην ιδιορρυθμία του φαινομένου της κοινωνικής συνθήκης που, κατά τη γνώμη μου μάλλον αδόκιμα, ορίζεται σαν διαδικασία «διαφωράς» ανάμεσα στα δύο. Η σύλληψη της «βιωματικής συνθήκης» βρίσκεται μέσα σ’ αυτήν ακριβώς την έννοια της «διαφωράς» και όχι στο συγκε ρασμό ή τη σύγκλιση του εμφανούς με το αφανές κοινωνικό. Το εμφανές και το αφανές, σταθερό και ρευστό, όπως διατυπώνεται με την έννοια της «διαφωράς», ενέχει το ένα στο άλλο, σε μια ετε ρογενή διαδικασία, που ενώ αντιτίθεται αποκλείει συγχρόνως και το αντίθετό της. Μ’ αυτή την έννοια το αναλυτικό ενδιαφέρον της μη-κοινωνιολογίας στρέφεται σ’ ένα ασταθές, απερίγραπτο, φαντασιακό γινόμενο, μια ροή, ένα αυτοφυές παίγνιο, μια μετωνυμία που μάταια προσπαθούν να οριοθετήσουν η πανουργία του λόγου και η σκοπιμότητα της θέσμισης. ’ αυτό τον τρόπο γίνεται φανερό ότι ο Βέλτσος περνάει σε μια άλλη προβληματική, σε μια διαφορετική αίσθηση της πραγματικότητας απ’ αυτή που μας είχε συνηθίσει. Ξεπερνάει την στρουκτουραλιστική του προκατάληψη, που δεν υπονοείται απλώς, αλλά κατατίθεται ρητά σε όλες σχεδόν τις προηγούμενες εργασίες του. Η προσέγγισή του τώρα δεν είναι απλώς μη-στρουκτουραλιστική. Είναι κάτι περισσότερο. Ο στρουκτουραλισμός υποτάσσει το υποκείμενο στη λογική μιας δύσκαμπτης θεσμικής διάταξης και στις διάφορες τεχνικότητες της τυπικής οργάνωσης. Γι’ αυτό εγκαταλείπεται. Ο λόγος της μη-κοινωνιολογίας είναι μηθεσμικός. Με την παρούσα καταγραφή ο Βέλτσος ξεπερνάει τη δύσκαμπτη λογική συνθήκη της δομής και περνάει στην ενόραση του κοινωνικά βιωμένου, μέσα από μια ευλύγιστη πρακτική των συμβόλων και των συμβάντων, αυτών των «ενδοϋποκειμενικών εννοήσεων» και των «διυποκειμενικών συνεννοήσεων» που συνθέ τουν «μικρές (ιδιωτικές) εξουσίες». Αυτό, γι,α όσους παρακολουθούν από κοντά την εξελικτική πο ρεία των θεωρητικών του καταθέσεων, που δεν είναι ούτε λίγες ούτε ευκαταφρόνητες, δεν αποτελεί έκπληξη. 'Εκπληξη είναι το ότι άργησε τόσο να το αποτολμήσει. Η συμβιωτική εξάλλου σχέση με τη σκέψη του Φουκώ, και τη «γαλλική σχολή του μετα-μοντερνισμού», ήταν επόμενο και σχεδόν αναπόφευκτο να τον οδηγήσει μέχρις εδώ. Και αυτή η προσωπική του διάθεση καταγράφεται στις βασικές αρχές της καινούριας του πρότασης.
Μ
λαογραφία Λ αϊκά Παραμύθια της Χαλκιδικής. Αφήγηση: Αποστολής Καραγιάννης. Εισαγωγή, σχόλια: Στέργιος Α γγ. Βαγγλής. Θεσσαλονίκη, εκδόσεις Αψών Κυριακίόη, 1987 Όπως μας πληροφορεί ο συλ λέκτης και σχολιαστής των λαϊ κών παραμυθιών της Χαλκιδικής, «χωρίς την υλική συνδρομή της Κοινότητας Πορταριάς Χαλκιδι κής, η έκδοση αυτή θα καθυστε ρούσε αρκετά». Και είναι σπάνιες οι περιπτώσεις, που έχουμε τέ τοιες χειρονομίες στον τόπο μας, όπου σχεδόν τα πάντα και ιδιαί τερα όσον αφορά τον λαϊκό μας πολιτισμό και την παράδοση, εξαρτώνται από την ιδιωτική πρωτοβουλία. Ο Σ.Α.Β. έχει καταγράψει δέκα λαϊκά παραμύθια, όπως τα άκουσε από το στόμα του λαϊκού αφηγητή Αποστόλη Καραγιάννη, αυτούσια και χωρίς αλλαγές και επεμβάσεις και με τα λόγια στοι χεία που ο αφηγητής χρησιμο-
70/επιλογή Θα έπρεπε συνεπώς εύκολα κανείς να πει πως η μη-κοινωνιολογία είναι ένα είδος «φαινομενολογίας», με όμως άλλο όνομα. Αλ λά ύστερα από μια προσεκτικότερη εμβάθυνση στο νόημά της, αυ τό ίσως δύσκολα τεκμηριώνεται. Έτσι τουλάχιστον εγώ το αντιλήφθηκα. Γιατί δεν είναι το καθημερινό συμβάν αυτό που τον ενδια φέρει, αλλά η διαδικασία της διαμόρφωσής του. Δεν είναι η κίνη ση και η δράση, οι εξωτερικές εκφράσεις, αυτά που προσδιορί ζουν ή αντανακλούν την κοινωνική σύμβαση. Δεν είναι ο λόγος που κατηγοροποιεί και κατονομάζει, αλλά ο λόγος που υπονοεί και παρεμβάλει. Δεν είναι η στάση του αντικειμένου είναι η τάση του υποκειμένου προς την πραγμάτωση της στάσης. Είναι το άγνωστο, «ούτε φανερό ούτε κρυμμένο, αλλά συγκροτημένο από ανώνυμες λειτουργίες». Ένας τέτοιος βέβαια ακροβατισμός υπάρχει κίνδυνος, έστω κι αν προς στιγμή ξεφύγει από την παγίδα του φαινομενολογισμού, να μας παρασύρει ώς τα κράσπεδα του κοινωνικού ψυχολογισμού ή του ψυχολογικού κοινωνιολογισμού. Ωστόσο, δεν είμαι βέβαιος αν με την πρώτη ανάγνωση του κειμένου που επιχείρησα θα ήταν δυνατόν, να επιχειρηματολογήσω πειστικότερα υπέρ ή κατά ενός τέτοιου ενδεχομένου. Υπάρχει νομίζω έδαφος και για τις δυο εκ δοχές. Θα μπορούσα όμως να σχολιάσω επιλεκτικά, μερικά μόνο σημεία που έμμεσα, αν όχι άμεσα, αναφέρονται στο γενικότερο αυτό ερώτημα: συγκεκριμένα, την πρόταση του Βέλτσου για τη σπουδαιότητα των σχέσεων των «μικρών εξουσιών» και τη σημα σία του κειμένου στον προσδιορισμό του βιωμένου και του βιώσι μου. ια την πρώτη περίπτωση θα ήθελα να παρατηρήσω ότι, όπως βλέπω εγώ αυτή τη στιγμή τα πράγματα, δεν είναι οι σχέσεις των μικρών εξουσιών αυτές που σημασιοδοτούν και προσδιορί ζουν την κοινωνική συλλογικότητα. Δεν είναι αυτές που κατευθύ νουν ή καινοτομούν. Οι μικρές εξουσίες απλώς απομιμούνται, προεκτείνουν, εκλαϊκεύουν και ιδιωτικοποιούν τις μεγάλες εξου σίες. Η προθετικότητα της ιδιωτικής δράσης που ενέχει η μικρή εξουσία, όπως και η αποκάλυψη του νοήματος της, δεν αρκούν να αποκαλύψουν τη διάσταση της ανθρώπινης (κοινωνικής) κατά στασης στο σύνολό της. Αν η ανάλυση των μικρών εξουσιών έχει κάποια αξία αυτή είναι περιθωριακή. Επισημαίνει απλώς τα όρια και σημασιοδοτεί τα περιθώρια της μεγάλης (θεσμοθετημένης) εξουσίας. Ο κοινωνικός προορισμός και ο συλλογικός προσδιορι σμός μέσα στο Μεγάλο Σύστημα, υποτάσσεται στην αναγκαιότητα και υπακούει στη σκοπιμότητα της λειτουργίας του. Τα επιμέρους στοιχεία (υποκειμενικά βιώματα) εντάσσονται στους σκοπούς του συστήματος. Ο άρχων κοινωνικός λόγος δεν είναι η συνισταμένη των μικρών εξουσιαστικών λόγων. Οι μικρές περιθωριακές εξου σίες, βιωματικές ή βιώσιμες, είναι προέκταση ή απόηχος μιας κε ντρικής και συνήθως ηγεμονίζουσας αρχής. Η βιωμένη κοινωνικό τητα, όσο υποκειμενική και αν εμφανίζεται (με την έννοια του ιδιωτικού) νομιμοποιείται μέσα και από τη (σχετική ή απόλυτη) αυτόνομη δημόσια συνθήκη. Είναι προφανέστερο ότι η αυτόνομη δράση, στην κατάληξή της, αν όχι και στη σύλληψή της, καθορίζεται από «συστηματικές» αναγκαιότητες. Το θεσμοθετημένο ήθος, ο ηθικός κανόνας, η ατο μική συμπεριφορά διαμορφώνονται και οπωσδήποτε εκφράζονται (πρακτικά) σύμφωνα με έννομες ή εκνομικευμένες (τυποποιημέ νες) προδιαγραφές. Έτσι ενώ ό ιδιωτικός χώρος διαρκώς συρρι κνώνεται, ο δημόσιος (κρατικός) χώρος αναλαμβάνει, στη χειρό τερη περίπτωση απρόκλητα, και στην καλύτερη προσχηματισμένα,
Γ
«■ ποιεί για να είναι «ευπαρουσία στος» μπροστά στο συλλέκτη Η προσφορά του κυρίου Βαγγλή είναι σημαντική και από την άποψη ότι η έκδοση συνοδεύεται από μια σημαντική εισαγωγή, που αναφέρεται στη μορφή και στο περιεχόμενο, στους συμβολι σμούς, στον τρόπο λειτουργίας και στην ξεχωριστή νομοτέλεια από την οποία διέπεται ο υπέρ λογος κόσμος του παραμυθιού, στοιχεία πολύ χρήσιμα και κατα τοπιστικά για όσους επιθυμούν να ασχοληθούν με παρόμοια ερ γασία, αλλά και για δασκάλους και γονείς, για όσους,τέλος, χρη σιμοποιούν το παραμύθι ως μέ σο ψυχαγωγίας, όπως κατ' εξο χήν είναι, αλλά και ως ηθοπλαστικό. Το παραμύθι είναι προσφορό τατο είδος για παιδαγωγία γιατί λειτουργεί ανεξάρτητα από τις εξαρτήσεις των εποπτειών του Χρόνου-Χώρου στο χώρο του υπέρλογου και του παράλογου, όπου όλα μπορεί να συμβούν. Ο κόσμος ζει και κινείται μέσα στα παραμύθια κάθε εποχής και με τα παραμύθια. Και τα λαϊκά πα ραμύθια, όπως και κάθε λαϊκή δημιουργία, είναι από τα σπου δαιότερα επιτεύγματα της λαϊκής ψυχής. Τα δέκα λαϊκά παραμύθια της Χαλκιδικής έχουν όλη τη χάρη, την πλαστικότητα, την αυθορμησία, τη γοητεία, την αφέλεια και την ειλικρίνεια του λαϊκού αφη γηματικού λόγου. Μακάρι να εί χαμε κι άλλες τέτοιες προσφορές.
ΕΛΕΝΗ ΧΩΡΕΑΝΘΗ
επιλογη/71 να παίξει το ρόλο του τριτεγγυητή της ατομικής ελευθερίας. Δε βλέπουμε πουθενά να ιδιωτικοποιείται αυτό που σήμερα ονομάζουμε «δημόσιο». Αντίθετα γινόμαστε παντού μάρτυρες της μαζοποίησης του ιδιωτικού, τού αυθόρμητου και της ιδιαιτερότη τας. Ο μετα-μοντερνισμός στην πολιτική και κοινωνική του διά σταση, τοποθετεί την κοινοτιακή ισοπέδωση στη θέση της ατομι κής κοινωνικότητας. Ο χώρος γεμίζει συνεχώς από α-σημαντότητες (μικροεξουσίες) η σημαντική των οποίων προσδιορίζεται από τη Μεγάλη Εξουσία. Η διεύρυνση του δημόσιου χώρου δεν έχει την έννοια της συμμετοχικής παρέμβασης του πολίτη, αλλά τη ση μασία της ευρύτερης επιφάνειας εξουσιαστικής παρέμβασης από τη μεριά της μεγάλης (θεσμοθετημένης και τυπικής) οργάνωσης. Και μ’ αυτή την έννοια η Μεγάλη Εξουσία προδιαγράφει τη μικρή με τον ίδιο τρόπο που η ομοιογένεια ζητά να απορροφήσει την ετερογένεια. Για να μιλήσουμε με λόγο συμβατικό - δηλαδή με πρωτεύοντα πολιτικό λόγο - η εξουσία είναι διάχυτη όχι με τρόπο τυχαίο, άσκοπο ή απρογραμμάτιστο. Η εξουσία είναι διάχυτη με τρόπο διατεταγμένο, προσχεδιασμένο και (αυτο)ελεγχόμενο. Αν η εξου σία ήταν απλώς διάχυτη, δεν θα υπήρχε πουθενά, γιατί θα υπήρχε παντού. Τα ξαφνικά πηδήματα, το διαρκές κρυφτούλι που παίζει μέσα μας και απέξω μας, πολλαπλασιάζουν τα σημεία διάρθρωσής της. Δεν την κάνουν όμως αιωρούμενη, τυχαία και ασυνάρτητη. Η έννοια της κοινωνικότητας είναι η ίδια η έννοια της διατεταγμένης εξουσίας. Και ενώ η Κοινωνιολογία δεν μπορεί να ακινητοποιήσει την εξουσία για να τη σχηματοποιήσει, με τον ίδιο τρόπο δεν μπο ρεί και να την ρευστοποιήσει στα χρηματιστήρια ενός συγκυρια κού ψυχολογισμού ή μιας βιωματικής ιδιαιτερότητας. να δεύτερο σημείο που επίσης θα ήθελα να θίξω, είναι η ση μασία του κειμένου για την καταγραφή του κρυμμένου νοήμα τος των βιωματικών σχέσεων. Η μη-κοινωνιολογία προϋποθέτει (ή προσβλέπει προς) ένα σύστημα ελεύθερης, πανατομικής πράξης και αυθόρμητης νοηματικής ερμηνείας του κειμένου. Το κείμενο στην περίπτωση αυτή, εμφανίζεται σαν ιστορία, σαν παραγωγή, σαν πρόγραμμα και σαν προσταγή. ΓΓ αυτό και δε θα πρέπει να το αναζητάμε από τη μεριά των ψηφίων αλλά από τη συνθήκη εξουσίας που επιτρέπει να εμφανισθεί. Η σημασία του προκύπτει από την κατάληξη της δράσης που είναι η κειμενική της απεικόνι ση. Αν δηλαδή «λέγειν» σημαίνει «δραν» (Austin), τότε «δραν» σημαίνει «καταγράφειν» (R. Ricoeur). Ωστόσο γραφή και κείμενο, όπως και η ερμηνεία τους, δεν είναι πάντα δράση ή σχέση ελεύθερη, βιωματική και αυτόνομη, αλλά μία κατεξοχήν ετεροπροσδιορισμένη συμβατικότητα. Τί μπορούμε πια να πούμε όταν έχουμε πειστεί, μαζί με τον Eliot, ότι «η σωστή λέξη είναι μια αυταπάτη»; Η ανάγνωση του κειμένου συνεπώς μό νο παρα-αισθήσεις μπορεί να προκαλέσει άμεσα και ανεστραμμέ νες νοηματικές απεικονίσεις να οριοθετήσει έμμεσα. ΓΓ αυτό και φαίνεται να έχουν δίκαιο αυτοί που βλέπουν τη γλώσσα να λει τουργεί σαν δι-υποκειμενικότητα που παράγει μια «θεωρία της αλήθειας» αντί να παράγεται απ’ αυτή. Η ουσία της στην περί πτωση αυτή έχει περισσότερο σημασία ρητορική (ή πολιτική) και λιγότερο γνωσιολογική. Ακόμη, ας προσθέσω εδώ ότι η αποκωδικοποίηση των «ση μείων» του κειμένου, αν δεν προϋποθέτει, οπωσδήποτε καταλήγει σε μια «διπλή ερμηνευτικό· ητα»: της σύλληψης (προθετικότητα της γραφής) και της ανάγνι κχης (ερμηνευτικότητα του νοήματος). Ανάμεσα στην «ιδιωτικήν πραγματικότητα και στο «δημόσιο»
Ε
ποίηση ΚΩ Σ ΤΗ ΜΟΣΚΩΦ: Ποιήματα (δεύτερη έκ δοση με 24 καινούρια ποιήματα). Αθήνα, Καστανιώτης, 1987. Σελ. 89 + ένας πίνακας του εξω φύλλου από τον Γ. Μιγάόη. Η ποίηση του Κωστή Μοσκώφ δεν κάνει τίποτε άλλο από το να πραγματώνει όρους και εννοιολογήματα που κατέχουν ήδη μια σταθερή θέση στο φιλοσοφικό και ευρύτερα γνωσιοθεωρητικό CREDO του ιστορικού και δια νοούμενου Κ. Μοσκώφ: «Πρά ξη», «Έρωτας», «Σιωπή», «Ιστο ρία», «Χρόνος», «Λόγος, «ο Ά λ λος», «το Εγώ», «το Εσύ και το Εμείς», «η Απουσία και το Καθό λου» κ.λπ. Εννοιολογήματα τα οποία, βεβαίως, σημαδεύουν την αναζήτηση του πάσχοντος προ σώπου του συνανθρώπου μας και η οποία σκοπό έχει όχι απλώς την εύρεση υπαρξιακών ομοίων, οι οποίοι θα σηκώσουν τμήμα του πόνου στις ανερωτικές δομές του αλλοτριωμένου κό σμου, αλλά και εδώ έγκειται η ♦
72/επιλογή νόημα, μεσολαβεί ένα καίριο διάκενο υποκειμενικότητας-αντικειμενικότητας, διάκενο που σημασιοδοτείται από το βίωμα (αφα νές) και την απεικόνιση του (εμφανές). Αντιστροφή, αντίφαση, ανατροπή και αλλοίωση είναι τα στοιχεία εκείνα που γεμίζουν το διάκενο ανάμεσα στο βίωμα και την καταγραφή του, από τη μια μεριά και το κείμενο και την ερμηνεία του από την άλλη. Στην πε ρίπτωση λοιπόν αυτή δικαιούται κανείς να βάλει το ερώτημα: Γιατί η πράξη και η ερμηνεία του κειμένου και της μικρής (εξωθεσμικής, παραθεσμικής ή ακόμη και αντίθεσμικής) εξουσίας να μην υποδουλώνονται στις αναγκαιότητες ή σκοπιμότητες των λίγο πολύ μεγάλων θεσμοθετημένων εξουσιών; Αυτό που θέλουμε να πούμε είναι ότι το νόημα ποτέ δεν είναι, όσο κι αν φαίνεται, ιδιω τικό. Είναι βαθιά κοινωνικό ακόμη κι αν η σύλληψη και οι συνέπειές του φαίνονται ή είναι υπόθεση ιδιωτική. Ωστόσο ο Βέλτσος, είμαι βέβαιος, θα προτιμούσε να μη μιλάμε με τις συμβατικές, αναλυτικές κατηγορίες της Κοινωνιολογίας, για να εκθέσουμε ή να ερμηνεύσουμε το περιεχόμενο της μη-κοινωνιολογίας του. Όλη η γοητεία του κειμένου και του νοήματος του θα καταστρεφόταν μ’ ένα τέτοιο «βέβηλο» άγγιγμα. Θα ήθελε ίσως η πρότασή του να εξαρθεί ή να καταπολεμηθεί με τα δικά της νοη ματικά και εννοιολογικά κριτήρια - κι αυτό μεταξύ μας θα ήταν το πιο έντιμο. Γιατί η γραφή του δεν είναι η γραφή της Κοινωνιολογίας, όπως μπορεί να είναι η πρόθεσή του. Η γραφή του έχει με γαλύτερη εμβέλεια με σχεδόν απεριόριστες προεκτάσεις. Θα ήταν λάθος συνεπώς, όπως ίσως θα έλεγε και ο ίδιος, να προσπαθήσου με να κατανοήσουμε το κοινωνικά βιωμένο της μετα-μοντέρνας συνθήκης, με κριτήρια το ολιστικό μοντέλο του Μαρξισμού ή την ολοποιητική γνώση της ακαδημαϊκής Κοινωνιολογίας. Γ αυτό και στο φιλοσοφικό - κοινωνικό παράδειγμα που προ τείνει, δε θα βρει κανείς, όσο κι αν ψάξει, μια οποιαδήποτε μεθοδολογία ή συγκεκριμένες, αναλυτικές κατηγορίες με τις οποίες θα μπορούσε να βρει το μίτο στο λαβύρινθο της σκέψης του. Πρόκειται μάλλον για επιθυμία και για ιδέα (ακόμη και για ηθική στάση) που μετουσιώνονται σε κριτική και αμφισβήτηση του ισχύοντος κοινωνιολογικού λόγου. Η όλη προσπάθειά του μοιάζει με συνωμοσία για διαφυγή από τα συμβατικά και τα τε τριμμένα. Είναι μια λογο-τεχνική πρόκληση, μια μεθοδολογική μετατόπιση και μια φιλοσοφική έκφανση για τη δημιουργία μιας άλλης αίσθησης (μετα-μοντέρνας) πραγματικότητας, μέσα από μια άλλη θέαση (της «διαφωράς») αυτού που συμβατικά ονομάζουμε «κοινωνική σχέση» ή «κοινωνιολογικό συμβάν». Η πρόθεσή του δεν είναι να καθηλώσει τον αναγνώστη στην κά θε σελίδα και στο νόημα των λόγων του. Κρυμμένη του πρόθεση είναι, υποπτεύομαι, να τον κατατροπώσει, να τον εξαναγκάσει σε άτακτη φυγή και με τον πανικό που του δημιουργεί να τον κατευ θύνει στα απύθμενα βάθη του παράλογου και της λογικής του. Ένα είδος δηλαδή «ακαριαίας παράλυσης», που θα τον εξανα γκάσει να τα ξανασκεφτεί όλα από την αρχή. Κι ωστόσο μ’ όλα αυτά τα σκοτεινά και τα αδιέξοδα, δε χάνεται ούτε στιγμή από τα μάτια μας η γοητεία του κειμένου. Κάθε σελί δα του βιβλίου αποτελεί και ένα «σημαινόμενο», αυτοτελές και συγχρόνως ατέρμονο. Το βιωμένο και το βιώσιμο, το υποκείμενο και το αντικείμενο συναρθρώνονται μέσα από τη διαδικασία της «διαφωράς», χωρίς να χρειάζεται προηγούμενη ερμηνευτική εννοιολόγηση για την άρθρωσή τους αυτή. Το ένα μετά το άλλο ιδέες και λογο-τεχνικά σχεδιάσματα, περνούν σαν αυτόνομες η μία από την άλλη και συγχρόνως σαν συνεκτικές και συχνά ασυ-
Γ
4 πρωτοτυπία, αν θέλετε, του στο χασμού «βοηθώντας το Εγώ να διατρήσει το δερμάτινο χιτώνα της μοναξιάς του για να συνα ντήσει τον Άλλο...». Η ποιητική, λοιπόν, της συλλο γής ετούτης αντιγράφει ενσυνεί δητα την ιστορική μνήμη, τα το πία και τους τόπους της, φιλοδο ξώντας να ξανακερδίσει τη χαμέ νη όλη με την εκδικητική πράξη της γραφής: «Μνήμες παλιές πριν την άλωση· δια / δρομή απ' το Δορυλαιο μετά την μάχη του / Μαντζικέρτ... Καλπάζω σιδερόφρακτος / Μαζί μου ο καημός της Ρωμιοσύνης, χλο / μός Γανυμήδης... (...) Φεύ γει μαζί μου, χάνε / ται η καθ' ημάς Ανατολή... Σαγγάριος. / Στην τσέπη μου η προκήρυξη της Πρώτης Επαναστατικής Επιτρο πής. Υψωσαν λά / θος, ξέρεις, άλ λη κόκκινη σημαία στη Σμύρνη.» (σ. 42). Οι καλύτερες, ωστόσο, στιγμές της συλλογής βρίσκονται - κατά τη γνώμη μου - εκεί όπου χαλα ρώνει ο ιστός της αντιγραφής της ιστορίας, εκεί όπου η εξιστόρηση δίνει τη θέση της στην αφή γηση εκεί, τέλος, όπου το γράμ μα της ιστορίας, της ιστορημένης γνώσης, μεταβαίνουμε στην αφή γηση μιας - έστω - προγραμματι κής ιδέας, η οποία όμως στην πορεία της γραφής δανείζεται τα ονόματα του τώρα, διαπλέκεται με καινούριες οσμές και κείμενα άλλης τάξεως έτσι που το τελικό αποτέλεσμα να μην ταυτίζεται με την αναπαραστατική ιδιότητα
4
επιλογη/73 νάρτητες, στιγμές βιωμάτων «κατά συρροή», χωρίς κέντρα έλξης, ή απόλυτες αρχές αναφοράς. Μαγικές εικόνες που αναζητούν την αποκάλυψή τους. Γι’ αυτό αν σε ό,τι προηγήθηκε δεν μπόρεσα, ούτε κατά το ελά χιστο, να συλλάβω την πρόθεση κι ακόμη χειρότερα, να καταγρά ψω το μήνυμα του συγγραφέα, αυτό θέλω να πιστεύω ότι δεν οφείλεται τόσο στο δυσνόητο της γραφής, όσο στο κρυμμένο και γι’ αυτό ασύλληπτο σχέδιο που φέρνει μέσα της η πρότασή του. Τίποτα δεν ταιριάζει περισσότερο εδώ όσο τα λόγια του Φουκώ, τη μεγάλη αγάπη του Βέλτσου: «Όχι, όχι, δεν είμαι εκεί που παρα μονεύετε, αλλά εδώ που σας κοιτάζω». Τελειώνοντας τις λίγες αυτές σκέψεις, θα ήθελα να σημειώσω ότι το βιβλίο του Βέλτσου δεν διαβάζεται μια κι έξω. Μια πρώτη ανάγνωση είναι οπωσδήποτε ανεπαρκής για να ξεδιαλύνει κανείς τα νοήματα, τα ευρήματα και τα υπονοούμενα με τα οποία βομ βαρδίζεται καταιγιστικά ο αναγνώστης. Το ευκολονόητο δεν είναι ασφαλώς το πρώτο μέλημα του συγγραφέα. Αν κανείς κρίνει από την ευκολία με την οποία αποδεσμεύτηκε από προηγούμενες κα ταθέσεις του, θα πρέπει να συμπεράνει, ότι ο Βέλτσος ενδιαφέρεται περισσότερο για το σοκ που προκαλεί και λιγότερο για τη σύμ βαση που επιβάλει. Αυτό το σοκ, διαισθάνομαι, θα το νιώσει βαθιά το αδρανές σώ μα της (ελληνικής) Κοινωνιολογίας. Το αν θα αρχίσει να αναρρώνει μετά απ’ αυτό παραμένει ιατρικό μυστικό. Ο Βέλτσος πάντως κατά τη δική μου αντίληψη έκανε το χρέος του με το να παραδώσει ένα από τα ωραιότερα και ωριμότερα έργα της σύγχρονης (μη) κοινωνιολογικής σκέψης της τελευταίας δεκαετίας στη χώρα μας. Ο καθένας από μας ας αναρωτηθεί αν έχει κάνει το δικό του χρέος, με την ίδια εντιμότητα και το ίδιο πάθος, που χαρακτηρί ζουν την τελευταία αυτή πνευματική κατάθεση του Βέλτσου, όσο αμφιλεγόμενη και αν αποδειχθεί.
* της διάνοιας αλλά με τη δημιουρ γική, γεμάτη διακοπές και αινίδια καμώματα περιπέτεια της γρα φής· Ή , πράγμα που είναι το ίδιο, όταν από το ιδεολόγημα της καθ' ημάς Ανατολής το κείμενο κατε βαίνει με τον Πάνα στην ντισκοτέκ, ενώ ταυτόχρονα αφήνει να κολυμπούν στα πόδια του «τα πικραμύγδαλα αγόρια - τσογλάνια του Λαρισαίκού» μαζί με Πό ντιους της Κατερίνης.
ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΑΛΦΑΣ
ΠΑΝΤΑΖΗΣ ΤΈΡΛΕΞΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ επιθεώρηση επιθεώρηση κοινωνικών κοινωνικών ερευνών ερευνών Th· GreekReviewol Social Research
Πολιτική συμπεριφορά
S Μ
1
(ΤνΙΚί ΙΙΕ Τ X X Βιβλιοπωλείο ΕΚΚΕ,Σοφοκλέους 5 , 105 59 Αθήνα ,Τηλ. 32 12 889
74/επιλογή
ένα ρεαλιστικό ψυχογράφημα μιας εποχής ΦΑΝΗ Μ Ο ΥΛΙΟ Υ: Ο ι κληρονόμοι. Αθήνα,
1988. Σελ. 122. εν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι ο Εμφύλιος που ακολούθησε τη φρίκη του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, ήταν όχι μόνο το φοβερότερο χτύπημα που δέχτηκε η Ελλάδα, αλλά στην ουσία η πραγματική τραγωδία της. Οι χαίνουσες πληγές στο κάτισχνο σώ μα της άρχισαν να αιμορραγούν πάλι πριν προλάβουν να επουλω θούν. Και ο πόνος τους ήταν οδυνηρότερος αφού προερχόταν από αδερφικά χέρια. Αιτία το πολιτικό χάος που δημιουργήθηκε με την εισβολή των νικητών στην εξουσία, μετά την αποχώρηση του θνήσκοντος ναζιστικού τέρατος. Η συμπεριφορά προς τους αντί θετης πολιτικής τοποθέτησης αγωνιστές στάθηκε αφορμή για μύριες επιμέρους μικρές τραγωδίες, το ίδιο ωστόσο εφιαλτικές με τη γενικότερη που σπάραξε ολόκληρη την Ελλάδα δίνοντας έτσι το στίγμα και την ταυτότητα μιας θλιβερής εποχής, ο απόηχος της οποίας φτάνει αδικαίωτος και αλύτρωτος μέχρι τις μέρες μας. Διαβρωμένες συνειδήσεις^ χαφιεδισμός, αλληλοσπαραγμός, απάνθρωπα βασανιστήρια, θύτες και θύματα στην ίδια πυρά, άχρηστες, βάρβαρες θυσίες, σφαγές, μαρτύρια και φυλακίσεις δη μιούργησαν μια σπαραγμένη Ελλάδα, που όχι μόνο στο πέρασμα του χρόνου δεν κατάφερε να ξεπεράσει την «εθνική της ασθένεια», αλλά αντίθετα έμελλε να την ξαναβιώσει σ’ όλη της τη φρίκη και εφιαλτική μεγαλοπρέπεια το 1967, στ’ όνομα μιας άχρηστης και βάρβαρης πολιτικής σκοπιμότητας.
Δ
Φάνης Μούλιος είναι ένας ενσυνείδητος, σοβαρός συγγρα φέας που έχει καταθέσει τα διαπιστευτήριά του στον λογοτε χνικό χώρο από την πρώτη του κιόλας εμφάνιση σ’ αυτόν με τα διηγήματα «Τραγούδια γι’ αγάπη» που κυκλοφόρησε το 1970. Έκτοτε και ώς τα σήμερα είναι μια ζωντανή παρουσία που επιβε βαιώνει την αρχική θετική εντύπωση. Το διαπιστώνουμε στο τε λευταίο του μυθιστόρημα που φιλοδοξεί να καλύψει την παραπά νω σκοτεινή εποχή. Οι ήρωές του προέρχονται από το προηγούμε νο πετυχημένο μυθιστόρημα του συγγραφέα «Η φαμίλια των Λιστινών» 1984, που κέρδισε και το Πρώτο Βραβείο Πεζογραφίας του Δήμου Αθηναίων το ’86, λόγω ακριβώς της ποιότητάς του. «Η φαμίλια των Λιστινών» είναι ένα εντυπωσιακό πορτρέτο που εκ θέτει με δυνατές, αδρές γραμμές την περίοδο των μεγαλοτσιφλικάδων και την μοιραία εξαιτίας του ιστορικού προτσές πτώση τους μέσα από το οδοιπορικό αυτής της οικογένειας, που έδρα τους ήταν το χωριό Πέτροβο της Ηπείρου. «Οι Κληρονόμοι» ωστόσο διαθέτουν τη δική τους αυτοτέλεια. Έχοντας εξαντλήσει το προηγούμενο ιστορικοκοινωνικοπολιτικό τους στίγμα, κατέρχονται τώρα στην άγρια κι αδελφοκτόνα αρένα του Εμφύλιου Πολέμου για να ζωντανέψουν μέσα από την οδυνη ρή τους περιπέτεια - περιπέτεια που ξεπερνά την ατομική τους περίπτωση και γίνεται η ντροπή και η θλιβερή πορεία μιας γενιάς που δεινοπάθησε απ’ τις αρχές του 1946 ώς το δραματικό τέλος της το 1950 - την ατμόσφαιρα και το κλίμα της εποχής εκείνη. Κατοχή. Νίκαια. Η μάνα. Τα δυο παιδιά, το αγόρι και το κορί τσι. Ο Παύλος Καζάς, ο κυνηγημένος, η «όρθια» συνείδηση και το
Ο
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
όραμα για ένα καλύτερο αύριο του ατόμου, αλλά κι ενός λαού ίσως, και κυρίως ο Παππούς, ένα περήφανο στητό κυπαρίσσι- και γύρω τους «τα όργανα του νόμου», «οι μυστικοί βοηθοί» τους, οι χαφιέδες, τα απελπισμένα πρόσωπα των ανθρώπων που βγαίνουν από τα ερείπια, οι λυπημένοι συνοικιακοί δρόμοι, οι πληγωμένοι απ’ τα βλήματα των κατακτητών τοίχοι, τα λαβωμένα, ακρωτηρια σμένα κτίρια, η κατάθλιψη, η συγκρατημένη απελπισία και η σκο τεινή αβεβαιότητα ενός αμφίβολου μέλλοντος. Αλλά και οι δίκες βέβαια, ο εξευτελισμός της ανθρώπινης υπόστασης από τους κρατούντες, οι φυλακές, οι ανακρίσεις, οι επαίσχυντες δηλώσεις μετανοίάς, η ντροπή της εξουσίας... α πρόσωπα και η εποχή προβάλλουν ανάγλυφα κάτω από την ψύχραιμη γραφίδα του Φάνη Μούλιου, χωρίς κραυγαλέα σχήματα και πομπώδεις ρητορισμούς. Παραμένουν αυστηρά μέσα στο ρεαλιστικά ψυχογραφικό τους σχήμα- και είναι περισσότερο πάσχοντα πρόσωπα, θύματα μιας συγκεκριμένης ιστορικής στιγ μή? της οποίας και είναι υπεύθυνα, παρά κομιστές μιας ιδεολο γίας. Είναι, πιστεύω, και το κύριο προσόν του βιβλίου του Φάνη Μούλιου. Μ’ ένα λόγο κρουστό και σίγουρο που αποφεύγει την ωραιοποίηση, ο συγγραφέας καταφέρνει να συλλάβει τον παλμό και την ατμόσφαιρα της ταραγμένης εκείνης εποχής, να τοποθετή σει τον αναγνώστη του μέσα στα δρώμενα και παράλληλα να δια τηρήσει την κατάλληλη απόσταση που επιτρέπει με νηφαλιότητα σχεδόν την αντικειμενική θεώρηση. Μετά τις «Μέρες Οργής» του Πέτρου Χάρη, «Οι Κληρονόμοι» του Φάνη Μούλιου είναι ίσως το μοναδικό βιβλίο που αποκαλύ πτει με θάρρος και τιμιότητα το δράμα του Εμφύλιου Πολέμου. Μέσα απ’ το οποίο ο συγγραφέας κατορθώνει να βγάλει και ορι σμένα καυτά ερωτήματα - προβλήματα: Μέχρι πιο βαθμό μπορεί να ασελγήσει ο Εξουσιαστής; Πού σταματούν τα όριά του; Το υπαρξιακό βάθος των ερωτήσεων διαφοροποιεί έτσι το βιβλίο του Μάκη Μούλιου, από ανάλογα του είδους, δίνοντάς του μια πα νανθρώπινη διάσταση.
Τ
ΜΑΚΗΣ ΠΑΝΩΡΙΟΣ
μ ι κ ρ η
ΕΥΚΑΙΡΙΑ. Πωλείται βιβλιο χαρτοπωλείο σε σχολειότοπο Καλλιθέας. Πελατεία εξασφα λισμένη. Έλεγχος δεκτός. Τηλ. 95.99.855 για τις πρωινές ώρες 9-2 και 94.19.444 για τις απο γευματινές 4-7.
76/επιλογή
πολιτικό και κοινωνικό βιβλίο με σαφείς προεκτάσεις L
ΔΗΜ ΗΤΡΗ ΝΟ ΛΛΑ: Το πέμπτο γένος. Αθήνα, Κ α σ τ α ν ι ώ τ η ς , 1988. Σελ. 76.
ο κυριότερο χαρακτηριστικό της δουλειάς του Δ.Ν. είναι ο σεβασμός στο χρόνο του αναγνώστη. Πράγματι όλα του τα βι βλία είναι ολιγοσέλιδα και άσχετα αν συνυπάρχουν σαν νουβέλες μικρά ή μεγάλα διηγήματα, ο στόχος του συγγραφέα συμπυκνώνε ται και έτσι το όποιο μήνυμα επιθυμεί ο ίδιος να δώσει σ’ αυτόν που διαβάζει, περνάει καθοριστικά και σχεδόν ανεπαίσθητα. Θα ήταν το λιγότερο αντιδεοντολογικό να καταπιαστεί κανείς με τα ποιήματα του Δ.Ν. χωρίς να λάβει υπόψη του μια μεγάλη αλήθεια, που δεν είναι άλλη απ’ το γεγονός ότι ο δημιουργός σε όλες του τις προσπάθειες σχεδόν αυτοσχεδιάζει. Τι πάει να πει αυτό. Σε κάθε βιβλίο από τη «Νεράιδα της Αθήνας» ώς το «Πέ μπτο γένος», τίποτα δεν είναι συγκροτημένο. Οι σκέψεις του και οι ιδέες έρχονται από μόνες και μόνο χάρη στην άψογη τεχνική του μπορούν να υπάρξουν σαν ενότητες. Ο Δ.Ν. δεν επιθυμεί να αναλύσει τίποτα, τον ενδιαφέρει η εικόνα και ό,τι αυτή καταφέρ νει να κινήσει, σαν να προσπαθεί δηλαδή να νικήσει ένα άγριο θηρίο μόνο με τα χέρια. Έχοντας κάνει κατά μέρος κάθε λογοτε χνική βάση, τόσο της γενιάς του ’30 όσο και της δεκαετίας του ’60, ο Δ.Ν. προχωρεί μια ατομική περίπτωση στα ελληνικά γράμματα καθώς το στίγμα του έχει άμεση σχέση με το στιγμιαίο και το φω τογραφικό. Δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε πως ό,τι συμβαίνει γύρω μας είναι σύμφωνα με το Νόλλα ένα μικρό σενάριο, καθόλου διαφημισμένο και πάντα καλοπροαίρετο. Έτσι η πένα του λει τουργεί περισσότερο διαλεκτικά και υποκινεί δυνάμεις, που αν και υπόκεινται σε πλήρη απομόνωση, δεν παύουν να δείχνουν τον άστατο νου του συγγραφέα και το τελείως πρωτόγνωρο και ανα νεωμένο πολιτικοκοινωνικό του σύστημα ιδεών.
Τ
πό τη συλλογή διηγημάτων «Πολυξένη» ακόμα, πρώτο βιβλίο με σχεδόν ολοκληρωμένη και δραστική υπόσταση, ο δη μιουργός δείχνει τις έντονες προθέσεις του για περιορισμένη γρα φή και ανακωχή με το μύθο, όπου παρουσιάζεται μεν άτεγκτος και συνεπής, δεν έχει όμως την απαιτούμενη έκταση. Στην «Πολυ ξένη» πέρα απ’ την πολιτική διάσταση και προέκταση που δεν εί ναι πάντοτε εμφανής αλλά ενίοτε υποδόρια, ειοάγεται σχεδόν απ’ την αρχή ένα άλλο στοιχείο που δεν είναι ακριβώς το παράλο γο, αλλά μάλλον το εξωχρονικό και εξωχωρικό, Χωρίς να αντι γράφει κανέναν από προγενέστερους δημιουργούς, ο Δ. Νόλλας στη συγκεκριμένη συλλογή, πραγματοποιεί ένα ποιοτικό και δια φορετικό άλμα έτσι ώστε απ’ την αρχή να φαίνεται η γέννηση ενός ταλαντούχου συγγραφέα. Παρ’ ότι δεν μπορεί να χαρακτηρίσει κανείς το έργο σαν μεγάλο ή αριστουργηματικό, εν τούτοις διασπά τις πολύχρωμες ακτίνες του βιολογικού και κοινωνικού γίγνεσθαι και με τον τρόπο αυτό προσεγγίζει ψυχικές διαθέσεις και πνευμα τικά αποκυήματα. Η «Πολυξένη» είναι ο θεμέλιος λίθος ενός έρ γου, που αργότερα θα έδειχνε την ιδιομορφία του και θα εξέπλησσε με την τεράστια διεισδυτικότητά του.
Α
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
επιλογη/77 Την ίδια χρονιά (1974) ο Δ.Ν. παρουσιάζει ίσως νωρίτερα απ’ την «Πολυξένη» και μάλιστα στο εξωτερικό, το πιο άναρχο βιβλίο του τη «Νεράιδα της Αθήνας», έργο που δεν υπάρχει περίπτωση να τοποθετηθεί σε καμιά απ’ τις γνωστές κατηγορίες των λογοτε χνικών δημιουργημάτων. Το έργο είναι σαφώς πολιτικό και κατα γράφει με ελλειπτική ματιά τα προβλήματα που συνταράσσουν τους δύσκολους εκείνους - μετά τη μεταπολίτευση - καιρούς. Χω ρίς ο συγγραφέας να νοιάζεται για μια καθοδηγητική ή άλλη πα ραίνεση, σχηματίζει έναν κλοιό γύρω από θέματα περιθωριακής κοινωνικής τεχνικής και απομυζά το αίσθημα για αγώνα όλων των πρωταγωνιστών, χωρίζσντάς τους σε ενότητες κάθε άλλο παρά συ γκροτημένες. Έτσι η «Νεράιδα της Αθήνας» πέρα απ’ την καθαρή αταξία που τη διακρίνει, δίνει το έναυσμα για αυτοσχεδιασμό και παραπλάνηση των γενικών κανόνων της λογοτεχνίας, συγκεντρώ νοντας πάνω της όλων των ειδών τις κριτικές αποτιμήσεις και εκτιμήσεις, καθώς η διαφοροποίηση από το τότε γνωστό είναι ολοφάνερη και σχεδόν καταπέλτης. «Τρυφερό δέρμα» συνεχίζει με ανανεωμένη διάθεση τη θε της «Πολυξένης», καθώς τα περιορισμένα σε έκτα Τ οματολογία ση διηγήματα εικονογραφούν ένα μύθο πάντα πρωτότυπο και συ ναρπαστικό, αλλά και πάντα με την αίσθηση της επιλεγμένης από το συγγραφέα τεχνικής. Εδώ τα διηγήματα έχουν οικογενειακό χαρακτήρα, κάτι που θα συναντήσουμε αργότερα στη νουβέλα «Το πέμπτο γένος», και ως εκ τούτου παραμερίζουν λίγο την πολι τική διάσταση χάριν της κοινωνικής, που ωστόσο είναι άρρηκτα και πάλι δεμένες. Το «Τρυφερό δέρμα» ακολουθεί μια γραφή κα θημερινή και πολυχρησιμοποιημένη, παρ’ όλα αυτά καταφέρνει με την ψυχολογική εναρμόνιση των ηρώων των διηγημάτων του να περάσει στην αντίπερα όχθη, εκείνη που δίνει την πνευματική ανάταση ή έστω περιέργεια. Το ύφος πάντα επίκαιρο και παράξε νο προκαλεί με την ενσωμάτωση και των επιμέρους στοιχείων την ίδια αίσθηση, που δεν είναι άλλη από κείνη της ευμετάβλητης πα ράστασης. Χωρίς να κολακεύουμε το συγγραφέα ο οποίος σε κάθε βιβλίο του εμφανίζεται καινούριος, η συγκεκριμένη συλλογή διη γημάτων αποτελεί προϋπόθεση για ό,τι θα επακολουθήσει - δηλα δή δύο νουβέλες - και το λέμε αυτό γιατί για πρώτη φορά εμφανί ζονται σημάδια τέτοια που δεν πιστοποιούν βέβαια την πρόθεση του συγγραφέα να γράψει το χοντρό βιβλίο, σηματοδοτούν όμως μια πορεία, που έχει άμεσο αντίκτυπο στην παραπέρα γνωριμία με τους ήρωές του. ρχή, μέση και τέλος έχει ένα και μόνο βιβλίο του Δ.Ν. και αυτό είναι «Τα καλύτερα χρόνια», που η χρονική του διάρκεια είναι κάτι λιγότερο από μια μέρα, άλλη μια απόδειξη της εσπευσμένης διάθεσης και της εκλεπτυσμένης νοοτροπίας για κάτι το επαναστατικό στη λογοτεχνία και στην πεζογραφία ιδιαίτερα. Η κατάσταση της τριβής των ηρώων και εδώ παραμένει η ίδια, αν και υπάρχει μια στίλβουσα επιθυμία για περισσότερη απεικόνιση, περισσότερο σασπένς και εντέλει καλύτερη γνωριμία. Πράγματι στα «Καλύτερα χρόνια» γίνονται από το συγγραφέα ορισμένα φλας-μπακ αρκετά απαραίτητα ώστε να πληροφορηθούμε για κά ποιο παρελθόν, ξεφτισμένο αλλά νωπό, που χρωματίζει ακόμη και σήμερα τους ήρωες. Το θαυμάσιο εύρημα της πώλησης ενός σπι τιού, κοινότυπη βέβαια συμπεριφορά νεοελλήνων που πουλάνε τα πάντα για κάτι «καλύτερο», δίνει στο δημιουργό την ευκαιρία να ξεδιπλώσει αρετές και ελαττώματα, να προσδιορίσει αξίες και να τινάξει από πάνω του βαρύγδουπες συνταγές και τέλος να κάνει
Α
ποίηση ΓΙΑΝΝΗ ΚΟ ΥΒΑ ΡΑ: Δω ρητής σώματος. Αθή να, Πλέθρον, 1988. Σελ. 80, σχ. 8ο. Μακέτα εξω φ.: Γιώργος Σταθόπονλος. Ο Γιάννης Κουβοράς δίνει μό νος του το στίγμα του: «Και πώς να βγω στην αγορά / με το σαρακοφαγωμένο / κουστούμι της γλώσσας μου / και τα τόσα μπα λώματα / έτσι ξεφτισμένο;». Και με τον τρόπο του αγωνίζεται να προσπελάσει τα φράγματα, πραγματικά ή υποτιθέμενα του ποιητικού κατεστημένου και νσ εισχωρήσει «στις παρατάξεις τω ποιητών», όπου η έκφραση γίνε ται ολοένα πιο δυσανάγνωστη κι η ποίηση υπόθεση ιδιωτική. Το βιβλίο είναι εντυπωσιακό και χαριτωμένο και η χρωματική σύνθεση του εξωφύλλου έξοχη. Ο ποιητής υμνεί όλους όσοι προσφέρουν έργο, μη εξαιρουμένων των πορνών, των αγνώστων στρατιωτών, των ανθρακωρύ χων, του Μιχαήλ Κατσαρού και του παππού του, όλο το ανθρώ πινο ποτάμι. Είναι ο ποιητής μας πολυεύσπλαχνος και πολυέλεος
78/επιλογή μια μικρή κριτική σε ό,τι σήμερα θεωρούμε πνευματική ηγεσία. Το αποτέλεσμα είναι παραπάνω από ενθαρρυντικό και κατά την τα πεινή μου γνώμη ό,τι το καλύτερο έγραψε ο Δ.Ν. μέχρι σήμερα, μια και βγαίνει έξω από τον εαυτό του και συγκροτεί μια ολότητα γεγονότων σε ελάχιστες σελίδες, γνώρισμα δικό του βέβαια, αλλά μόνον ως προς το δεύτερο σκέλος. Γιατί μπορεί στα προηγούμενα βιβλία του να διέσχιζε έναν ωκεανό πάνω σε μια σχεδία, στα «Κα λύτερα χρόνια» όμως προτιμά ένα άνετο ταξίδι με τρένο. Κι αυτό το γεγονός δεν είναι άλλο απ’ την απομυθοποίηση κάποιων πρω ταγωνιστών και το στέρεο πάτημά τους πάνω στη γη, πράγμα απ’ το οποίο έχουμε ανάγκη όλοι μας, όσο κι αν μελετάμε λογοτεχνία ενίοτε για να ονειροπολούμε. ο τελευταίο βιβλίο του Δ.Ν, «Το πέμπτο γένος», χάριν του οποίου γράφτηκαν όλα τα παραπάνω, αποτελεί μια καθαρή πολιτική και κοινωνική νουβέλα με σαφείς προεκτάσεις και με κα ταξιωμένη τη μέχρι τα τώρα προσπάθεια του δημιουργού. Το ότι το έργο θα διαβαστεί από το περιθώριο των αναγνωστών, το ότι δε θα συζητηθεί ευρέως προκαλώντας έντονα κολακευτικά σχό λια, το ότι συνδυάζει για πρώτη ίσως φορά ένα θλιβερό γεγονός που είναι ο θάνατος μιας μητέρας και η ασθένεια ενός παιδιού με ανατρεπτικά για το υπάρχον καθεστώς άτομα και τέλος ότι απο κλείεται εκ των πραγμάτων να κινήσει το ενδιαφέρον όσων ψά χνουν για βαριά έργα, είναι παραπάνω από αληθινό. Εκείνο όμως που έχει τη μεγαλύτερη σημασία είναι η απόδειξη ότι τα έργα του Νόλλα δεν είναι απολιτικά και χλιαρά, το αντίθετο μάλιστα υψώ νουν με τον τρόπο τους τη γροθιά ενάντια σε κάθε λογής κατεστη μένο. Γιατί κατεστημένο αποτελούν πλέον οι φίλοι του ήρωα πλην εκείνου του ρομαντικού, γιατί κατεστημένο έχει καταντήσει η οι κογενειακή γαλήνη και θαλπωρή, γιατί κατεστημένη είναι η γνώμη που θέλει τους τρομοκράτες ανθρώπους αδίστακτους και κοινούς εκτελεστές. Ο συγγραφέας μιμούμενος τα παιδιά τραυλίζει μαζί τους για έναν αγώνα που χάθηκε προτού καν αρχίσει και συμπαρασυρόμενος από μια νέα μορφή πάλης προσπαθεί να την εξυγιάνει και μαζί να ενώσει τη φωνή του με όλους εκείνους, που θεω ρούν τους λεγάμενους «Τρομοκράτες» σαν ανθρώπους με πείσμα και αυταπάρνηση και ακύμυ ;ι.. πέρα με ψυχή και ιδεολογία. Καταπιανόμένος ο Δ.Ν. μ’ αυτό το σκηνικό, θα ήταν το λιγότερο απαράδεκτο για τη μέχρι τώρα αγωνία του για το μέλλον, να μην αφήσει ερωτηματικά και αμφιβολίες, να μη συνδράμει άκαιρα σε πολιτικολογίες γύρω απ’ αυτό το θέμα και το κυριότερο να μην ξεχάσει τη μέχρι τώρα θυσία του στο βωμό της πεζογραφίας, που τον θέλει, όπως πολλές φορές είπαμε, σαν μια μοναδική περίπτω ση και σαν μια ανερχόμενη δύναμη. Το «Πέμπτο γένος» θα διαβαστεί όπως δείχνουν τα πράγματα και θα διαμελιστεί στα γραφεία κάποιων σκεπτικιστών και ορι σμένων που ψάχνουν μετά μανίας το καινούριο στην ελληνική πα ραγωγή. Μπορεί να πραγματοποιήσει δυο ή τρεις εκδόσεις, να γί νει αντικείμενο κάποιας συζήτησης ή διάλεξης, η μεγάλη του όμως ακτινοβολία θα είναι προς εκείνους που εκτιμούν τη δουλειά του Δ.Ν. γιατί αναγνωρίζουν την έντονη πολιτική του φλέβα. Θα άξι ζε δε να περάσει στην ιστορία της πεζογραφίας, σαν ένα έργο απ’ το οποίο λείπουν οι έντονες συγκινήσεις ακριβώς γιατί είναι πλα σμένο αυτές να προκαλέσει.
Τ
ΧΡΙΣΤΟΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
♦ άλλωστε, «δωρητής σώματος»! Η ποίησή του, κατά τη ρήση του, δεν είναι: «ούτε εντελώς γυ μνή / ούτε σκεπασμένη / αινιγμα τικά μισόγυμνη / σαν τη γυναίκα / να ενθαρρύνει (...)», με πρόδηλη την απαισιοδοξία και την ειρω νεία. Ειρωνεύεται και αρνείται τα πάντα και τους πάντες, έχουμε' άρνηση δίχως θέση, αβεβαιότητα και παράλληλα παρακολουθούμε την προσπάθειά του να επιβιώσει μέσα σ' έναν κόσμο γιομάτο αντι θέσεις και αντιφάσεις. Συχνά κυ ριαρχούν οι οπτικές και οι ακου στικές εικόνες μονοδιάστατες. Συχνά επανέρχεται στα ίδια θέ ματα, με σκοπό να σκιαγραφήσει την απομένα πλευρά της κοινω νίας, έναν κόσμο που ζει στο πε ριθώριο, στην αθλιότητα, ενώ επίσημοι και ανεπίσημοι αδιαφο ρούν για τη δυστυχία του ανθρώ που, αδιαφορούν για το που φθίνουν όλα κι όλα ακολουθούν το δρόμο του θανάτου. Αδιαφο ρούν ακόμα και για τους δικούς τους καθημερινούς θανάτους, γί νονται απάνθρωποι και μένει μό νο ένα σκυλί να διδάξει στους αν θρώπους την ανθρωπιά (σ. 49' να παρηγορήσει την «ποδοπατημένη καρδιά του ποιητή» (σ. 59). Οι άνθρωποι χαμένοι μέσα στη σύγχυση των σύγχρονων ανθρωποβόρων μεγαλουπόλεων δεν έχουν καιρό για τίποτα! Ό μω ς πέρ' απ' όλα ο ποιητής διαθέτει και δύναμη και πλούτο εμπειριών και ταλέντο, προπα ντός αυτό, για να προχωρήσει σταθερά και να κατακτήσει το χώρο που του ανήκει, αρκεί όλα τα αποκτήματα από την πείρα του παρελθόντος να αναχθούν σε επίπεδο προσωπικής δημιουρ γίας.
Ε.Χ.
επιλογη/79
ένας Αραγκόν στα μέτρα της εποχής του Λ Ο Υ Ι ΑΡΑ ΓΚΟ Ν : Μ πλανς ή η Λησμονιά. Εισαγωγή-μετάφραση: Γιώργος Σπανός. Αθήνα, Ε ξ ά ν τ α ς , 1987. Σελ. 579.
ο Μπλανς ή η Λησμονιά είναι από τα βιβλία της «ύστερης» αν μπορούμε να προχωρήσουμε σ’ έναν τέτοιο αυθαίρετο χω ρισμό της λογοτεχνικής παραγωγής ενός συγγραφέα - περιόδου του Αουί Αραγκόν. Η έκδοση λοιπόν αυτή του «Εξάντα» φέρνει τον Έλληνα αναγνώστη σε επαφή με έναν Αραγκόν διαφορετικό απ’ αυτόν του Παριζιάνον χωρικού ή των Καλών Συνοικιών, έναν Αραγκόν γράφοντα μετά την εμπειρία του Πραγματικού Κόσμου και πολύ μετά την ιστορική στιγμή της ένταξής του στο Γ.Κ.Κ. και της γνωριμίας του με την Έλσα, έναν Αραγκόν ώριμο, όλο αγω νία, αποσπασματικό και συγκροτημένο, ταυτόχρονα λυπημένο και αισιόδοξο, έναν Αραγκόν, τέλος, στα μέτρα της εποχής του. Κι αυτό ακριβώς το ταίριασμά του με την εποχή, είναι ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του. Ή , μάλλον, το κυρίαρχο. Αυτή η ικανότητά του ν’ αλλάζει, να μεταμορφώνεται, όχι απλά και μόνο για τη χαρά της μεταμόρφωσης αλλά με στόχο να είναι πάντα μέσα στα πράγματα, σαν παρουσία και σαν λόγος. Σουρρεαλιστής, κομ μουνιστής, αμφισβητίας, πάντα και μονίμως ερωτικός και πολιτι κός, διασχίζει τον 20ό αιώνα με μεγάλα βήματα, που πάντα ακουμπάνε στο μέλλον.
Τ
Π ε ζ ο γ ρ α φ ία
Louis
βιβλίο του Μπλανς ή η Λησμονιά βγαίνει το καλοκαίρι του Ο Αραγκόν, γεννημένος στις 3 του Οκτώβρη του 1897, Τ ο1967. είναι ήδη 70 χρονών. Ακριβώς όπως και ο «ήρωας» του βιβλίοϋ του, ο Ζοφρουά Γκαιφιέ, γλωσσολόγος, ειδικευθείς στα μαλαισιανά. Αν όμως ο Γκαιφιέ δηλώνει και διαλαλεί τη δυσκολία που αντιμετωπίζει στο να περιγράφει αυτήν που επινοεί - ή αυτόν που τον επινοεί - τη Μαρί-Νουάρ, τη ζωή της και την εποχή της, και η οποία Μαρί-Νουάρ (Μαρία-Μαύρη, για να μεταφράσουμε, Μαύ ρη Μαρία αλλιώς), είναι μόνο είκοσι τεσσάρων ετών, αυτό ωστό σο δεν μας εμποδίζει καθόλου να θαυμάσουμε τη σπιρτάδα και τη ζωντάνια του εβδομηντάχρονου έφηβου συγγραφέα, που παρακο λουθεί εκ του σύνεγγυς τα πράγματα και που το είδωλό του στον μυθιστορηματικό καθρέφτη δεν είναι ο συνομήλικός του Γκαιφιέ, αλλά και η Μαρί-Νουάρ και πιθανόν και πάρα πολλοί άλλοι. Ο D. Bougnoux, σ’ ένα του άρθρο (περ. ARC, αρ. 53, 1974) επιση μαίνει πως θα έπρεπε να διαβάσουμε αυτό το βιβλίο, την ιστορία δηλαδή της Μπλανς (Λευκή) και της Λήθης, ξεκινώντας από το αντίστροφο και συμπληρωματικό του εν τω κειμένω μυθιστόρημα, που θα μπορούσε να έχει τον τίτλο Μαρί-Νουάρ ή η Μνήμη. Πα ρατήρηση εύστοχη και σημαντική. Γιατί είναι γεγονός πως - καταρχήν - έχουμε δύο ιστορίες, ίσως όχι αντίθετες αλλά σίγουρα αντίστροφες χρονικά, ιστορικά, από άποψη ρόλων. Και λέμε καταρχήν γιατί στη συνέχεια αποδεικνύεται πως στην πραγματικότη τα δεν έχουμε δυο αλλά ν ιστορίες. Και πως ακριβώς το Μπλανς ή η Λησμονιά αποτελεί ένα μυθιστόρημα που εξυμνεί την απειροσύνη του μυθιστορήματος. πάρουμε όμως τα πράγματα λιγάκι από την αρχή. Το χωρι σε τρία μέρη - με αντίστοιχες προμετωπίδες από τον Α ςσμένο
ARAGON
ΜΠΛΑΝΣ Ή Η Λ Η Σ Μ Ο Ν ΙΑ
ππΚ ςςπανος
ΣΥΓΧΡΟΝΙΙ ΚΛΑΣΙΚΗΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
80/επιλογη Τρελό της Έλσας και τη Σαλαμπώ - και είκοσι τρία κεφάλαια, με τους αντίστοιχους τίτλους, μυθιστόρημα του Λουί Αραγκόν, βγαί νει μετά τον Τρελό της Έλσας (1963) και τη Θανάτωση (1966). Ας σημειωθεί εν παρόδω πως ο Αραγκόν δεν το χαρακτηρίζει ο ίδιος μυθιστόρημα (λ.χ. Μπλανς ή η Λησμονιά, μυθιστόρημα)· κι αυτό γιατί όπως εξομολογείται στο J. Ristat ποτέ του δεν κατάλαβε αυ τή τη συνήθεια, «να γράφουν κάτω από τον τίτλο του βιβλίου μυ θιστόρημα, για να εξηγήσουν προφανώς, πως δεν πρόκειται για ένα σύγγραμμα μαθηματικών». Ο Αραγκόν το 1967 είναι πάντα νέος, ακμαίος και αισιόδοξος. Δεν μπορεί όμως, μ’ όλη την ψυχι κή του δύναμη, να παραβλέψει το αντικειμενικό στοιχείο του χρό νου που περνά, των φίλων που ήδη φύγαν (ο Μπρετόν το 1966), της ζωής του που έχει διάρκεια κυρίως προς τα πίσω. «Σαν τον Οιδίποδα πολύ μετρήθηκα με το μεγαλείο του χρόνου», γράφει στο Μπλανς. Ό χι πως παραιτείται. Αλλά ήδη από το Ατέλειωτο Μυθιστόρημα του 1956 έχει αρχίσει να τον νιώθει το χρόνο. Εδώ προσπαθεί να τον δαμάσει. Βιώνει τόσο το παρόν όσο και το μέλ λον αλλά και το παρελθόν πια. Νοσταλγός. Με διάθεση αποτίμη σης· και επιλόγου ίσως. Κι αυτό το μέτρημα με το χρόνο αποτελεί και ένα από τα σπουδαιότερα στηρίγματα του βιβλίου. Η κεντρική ιστορία στο Μπλανς ή η Λησμονιά είναι η αναπόλη ση της ζωής του Γκαιφιέ και η προσπάθειά του να βρει αρχικά και να αναλύσει έπειτα τους λόγους για τους οποίους τον εγκατέλειψε η Μπλανς, η γυναίκα του, πριν δεκαοχτώ χρόνια και μετά από εί κοσι χρόνια κοινής ζωής. Αυτή η ιστορία που αποτελεί την επίφα ση του μυθιστορήματος, λειτουργεί παράλληλα και ως αφετηρία για την ανατομία του μυθιστορήματος και την αποκρυπτογράφησή του. απ’ αυτή την ιστορία αρχίζει και το παιχνίδι των κατό πτρων. Ήδη από τη σελ. 36, όπου αναζητάται, εναγωνίως, Μ έσα ο συγγραφέας: «Μα ποιος είναι τέλος πάντων, σκέφτεστε, ο συγ γραφέας γεννηθείς το 1897 [...] Ποιος είστε εσείς; Εμείς είμαστε πολλοί». Ένα παιχνίδι προσφιλέστατο στον Αραγκόν ήδη από την πρώτη του ποιητική συλλογή, τα Πυροτεχνήματα (1919), με το ποίημα «Η Ζωή του Ζαν-Μπατίστ Α.». Ένα παιχνίδι που χαρα κτηρίζει το έργο του συνολικά και που εδώ, σ’ αυτό το βιβλίο, γνωρίζει το αποκορύφωμά του. Ένα πλήθος στοιχείων τον ταυτί ζει με τον Γκαιφιέ, κι ένα άλλο αντίστοιχο πλήθος τον απομακρύνει απ’ αυτόν, φέρνοντάς τον κοντά στη Μαρί-Νουάρ, και πάλι τον παίρνει από κει και... Ίσως όμως είναι και αυτό που μας εν διαφέρει λιγότερο, το ποιο είναι το είδωλό του στο βιβλίο. Αν ρί ξουμε το βάρος σ’ αυτόν τον ιδιαίτερο τρόπο του να ξεγυμνώνει τη γραφή, να αποκαλύπτει τα μυστικά της, να ανατινάζει το ίδιο το μυθιστόρημα για να δώσει καλύτερα τον ορισμό του. Στο κείμε νο δεν είναι καθόλου ξεκάθαρο ποιος επινοεί ποιον. Μέσα σ’ ένα είδος «καλειδοσκόπιου», όπως παρατηρεί ο μεταφραστής στην Ει σαγωγή του βιβλίου, «όπου οι εικόνες αλλάζουν ατέλειωτα», πα ρατίθενται, συμπλέκονται και αναιρούνται πολλές ιστορίες στα πλαίσια αυτής της «δομής» που είναι για τον Γκαιφιέ το μυθιστό ρημα. Ο Αραγκόν θεωρεί σαν ύστατο χρέος της ρεαλιστικής του στράτευσης, να αποκαλύψει τα τερτίπια που του επέτρεψαν να γράψει μυθιστόρημα - από τα πρώτα μυθιστορηματικά στοιχεία στο πεζοτράγουδο του Παριζιάνου χωρικού ώς το Θέατρο/Μυθιστόρημα του 1974. Κι αυτή την απογύμνωση της διαδικασίας της γραφής τη μεθοδεύει πολλαπλά, συνδυάζοντάς την παράλληλα μ’ ένα σε βάθος προβλημάτισμό για τη γλώσσα. Προβληματισμό που αντί να μας ξαφνιάσει, πρέπει αντίθετα να μας φέρει στο νου τις
μαρτυρία « Έ πειτα από 120 χρό νια ελεύθερης ζωής είμεθα πάλι σκλάβοι». Το Ημερολόγιο Κατοχής τον Μ ίνον Δούκα. Φιλολο γική επιμέλεια - παρου σίαση: Κυριάκος Ντελόπουλος. Αθήνα, Βιβλιοπω λείον της Εστίας, 1987. Σελ. 204, σχ. 8ο.
. Το Ημερολόγιο Κατοχής του Μίνου Δούνια αποτελεί ένα μικρό χρονικό της Κατοχής, δίνει άμεσα και χωρίς περιστροφές ή λογοτε χνικά παραγεμίσματα τα φοβερά γεγονότα της περιόδου 23 Απρι λίου 1941-17 Ιανουάριου 1945, ποΐ| υπήρξε τραγική για το λαό μας και ξεπέρασε κάθε προηγού μενο. Μέσα από τις σελίδες του Ημε ρολογίου του Μ.Δ. ορθώνεται το τρομερό φάσμα της εποχής εκεί νης, κατά την οποία ο Ναζισμός έδειξε όλη τη θηριωδία του και την κτηνωδία που καταρρίπτει το γερμανικό μύθο. Ο συγγρα φέας περιγράφει ωμά τις κατα στάσεις και δίνει ωμά τις εικόνες και φρικιαστικές σκηνές, που προκαλούν τον αποτροπιασμό του αναγνώστη. Εδώ η Ελλάδα προβάλλει ανίσχυρη, ταπεινωμέ νη, ενδεής και άοπλη στο έλεος των δημίων της. Πείνα, δυστυχία, βασανισμοί παιδιών, βιασμοί γυ ναικών, αντίποινα. Ο άμαχος πληθυσμός αποδεκατίζεται, πε θαίνει, κατά χιλιάδες οι νεκροί κι οι πεινασμένοι, ακρίβεια από την ♦
επιλογη/81 αναζητήσεις του ντανταϊσμού και του σουρρεαλισμού σχετικά με τη γλώσσα, όπως και πιο συγκεκριμένα το Σχέδιο για μια Βιβλιο θήκη που εκείνη την περίοδο εκπόνησαν ο Αραγκόν κι ο Μπρετόν, και όπου διαβάζουμε ονόματα όπως του Μπρεάλ, του Φρεντερίκ Πωλάν, του Νταρμεστέρ... ι ιστορίες λοιπόν του Γκαιφιέ και της Μπλανς και της ΜαρίΝουάρ και του Φιλίπ, διαπλέκονται συνομιλώντας, ψιθυρί ζοντας, ψελλίζοντας και τραυλίζοντας με τις ιστορίες της Μαρύζ και του Ζακόμπ Μπαίμε, του Φρεντερίκ και της Ροζανέτ, του Μπατάιγ και της Μπαντύ, του Άνγκου και της Τζέσικας... Ενώ το κείμενο συνδιαλέγεται εμφανώς με τον Φλωμπέρ και τον Χαίλντερλιν, με τον Σταντάλ και κυρίως και παντί τρόπω με τα κείμενα της αγαπημένης του, αυτής που τη θεωρούσε μεγαλύτερο συγγρα φέα από τον ίδιο, της Έλσας Τριολέ. Μ’ ένα είδος «λαθρεμπόριου» της γραφής, κωδικοποιημένης επικοινωνίας, στην οποία ο Αραγκόν είναι συνηθισμένος από την παιδική του ηλικία ήδη. Μια φράση όπως «ο πόθος να μάθεις αν αρέσεις ακόμα, στο τραί νο ή σ’ ένα παιδί για θελήματα» παραπέμπει λάθρα στη νουβέλα Χίλιοι Θρήνοι της Έλσας. Η διαδι: ισία ανατομίας του ιστορικού γίγνεσθαι όχι απλώς παραπέμπει στο Μεγάλο Ποτέ, αλλά αφορμάται απ’ αυτό. Κι η Μπλανς βγαίνει από το Λούνα-Παρκ κι άυτονομείται- ενώ η αυτονομία του κειμένου του Αραγκόν, όπως και της ζωής του ολόκληρης, δε διασφαλίζεται παρά μόνο μέσα απ’ αυτό τον ερωτικό διάλογο με τη Gihan Katum, την αγαπημένη γυ ναίκα. Φανερώνει λοιπόν ο Αραγκόν τα νήματα του μυθιστορήματος, παρουσιάζει τη «δαντέλα» - όπως τη χαρακτηρίζει ο ίδιος - του κειμένου του, όπου οι τρύπες αξίζουν το ίδιο, αν όχι και περισσό τερο, από το πλεκτό μέρος. Με άξονα την αντίθεση μνήμη-λήθη προσπαθεί να αποκρυπτογραφήσει και τα όντα, και την ιστορία, και τη γλώσσα, και την επιστήμη της. Και όσον αφορά τη γλώσσα και τη γλωσσολογία, αποδεικνύεται κάτοχος του αντικειμένου. Με ακριβείς αναλύσεις για τη δημιουργία της μεταφοράς και της κατάχρησης για τη χρήση των προσωπικών αντωνυμιών.
Ο
ναδεικνύοντας τη διαρκή κινητικότητα της γλωσσικής επι στήμης, θεωρώντας την διττά ως γλώσσα-αντικείμενο και ως Α μεταγλώσσα. Σε σημείο που ο Ρομάν Πάκομπσον να θεωρήσει τη γλώσσα ως «ήρωα» του βιβλίου. Πράγμα που, αν το δεχόμασταν, θα ήταν περιοριστικό και άδικο. Γιατί η Μπλανς είναι για τον Αραγκόν το μυθιστόρημα μυθιστορημάτων (κατά το Άσμα Ασμά των). Όπου ψάχνει και πάλι τον εαυτό του, την Έλσα, που σ’ όλη του τη ζωή γνωρίζει κι όλο του ξεφεύγει, όπου η Μπλανς είναι η Μπλανς Ωτβίλ και η Ντολόρες, η ηρωίδα της Υπεράσπισης του Απείρου κι η - δήθεν - μητέρα του «που τη λέγανε Μπλανς κι έχει πεθάνει», στο μυθιστόρημα των παιδικών του χρόνων. Και το απόν είδωλο της Έλσας στον καθρέφτη (όπου κενό = blanc). Μέ σα από το παιχνίδισμα της Μνήμης και της Λήθης, όπου χαϊδεύει ’τρυφερά τα γεγονότα ενός αιώνα από τον πόλεμο του Μαρόκου ως την Ινδονησία και τον Μπεν-Μπαρκά, «λέξις κατεστραμμένη», σε αντίθεση με «την ειρομένην λέξιν» του Πραγματικού Κόσμου. Σ’ αυτό το βιβλίο της απομυθοποίησης, που τελειώνει παρωδώ ντας το «Το the happy few» του Σταντάλ, σ’ αυτή τη διαδικασία ανάκρισης του χρόνου, της ιστορίας, του έρωτα, η Έλσα θ’ απα ντήσει με το βιβλίο της La mise en mots (A. Skira, 1969). Παίζο ντας με το La mise a mort και το Blanche ou l’oubli. Και συμφω-
4 άλλη μεριά, μαύρη αγορά, κατα δίκη του Ελληνικού λαού στην αθλιότητα και τον εξευτελισμό... Τα σχολεία κλειστά, άνοδος του πληθωρισμού, σ' όλη την Ευρώ πη ο πόλεμος μαίνεται, καταστρέφονται οι πόλεις η μια μετά την άλλη, η Γερμανία βυθισμένη στο πένθος! Ακολουθεί η αποχώρηση των Γερμανών, ο εμφύλιος. Ο συγ γραφέας δε φαίνεται να παίρνει θέση απέναντι στα γεγονότα του εμφυλίου πολέμου, απλώς τα εκ θέτει. Μας πληροφορεί για την ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοπόταμου από τους αντάρτες, το σχηματισμό της Εθνικής Κυ βέρνησης με το Γεώργιο Παπανδρέου, γεγονότα παράλληλα με τα Ιουλιανά του 74..., για τον ερ χομό του Τσώρτσιλ στην Αθήνα, που χαιρετίστηκε με ενθουσια σμό. Ήρθε κι αυτός ο σωτήρας για να διαλύσει το Αντάρτικο..., να διχάσει τον Ελληνικό λαό και να προετοιμάσει την «αποκατά σταση», στο θρόνο, των Γλίξμπουργκ... Ο Κυριάκος Ντελόπουλος, που είχε και τη φιλολογική επιμέλεια και παρουσίαση του ημερολο γίου, προτάσσει ένα πολύ κατα τοπιστικό κείμενο σχολιάζοντας τα γραφόμενα του Μ.Δ. Σ' αυτό βρίσκουμε χρήσιμες πληροφορίες σχετικά με τη στάση του συγγρα φέα απέναντι στα πρόσωπα και στα γεγονότα της Κατοχής, τη φύση του ημερολογίου, τις συν θήκες κάτω από τις οποίες γρά φτηκε, τον τρόπο, την αντιμετώ πιση των καταστάσεων και των γεγονότων, που υπαγόρευσαν την καταγραφή αυτή. Ακόμα αναφέρεται στην προσωπικότη τα του Μ. Δούνια, ο οποίος υπήρξε ένας σπουδαίος επιστή μονας κι ένας έξοχος παιδαγω γός στο είδος του· κι επιπλέον ένας θαυμάσιος άνθρωπος, ένας αληθινός πατριώτης και Έλλη νας!
Ε.Χ.
82/επιλογή νώντας πάντοτε με τη ρήση του Χαίλντερλιν «Wir sind nichts; was wir zuchen ist alles». Επ’ άπειρον. Η ελληνική έκδοση διαφυλάσσει τον ασθματικό χαρακτήρα του μονόλογου αλλά και τον πλούτο της καθημερινής γλώσσας κατά τρόπο αξιέπαινο. Μια μικρή παρατήρηση μόνο στην κατά τα άλλα θαυμάσια μετάφραση: όταν τόσος λόγος γίνεται για τη γλωσσολο γία σ’ ένα κείμενο, ας είναι ο Roman Jacobson Γιάκομπσον και όχι Τζάκομπσον, και Γέλμσλ εφ αντί για Χζέλμσλεβ ο Hjelmslev. ΤΙΤΙΚΑ ΔΗΜΗΤΡΟΥΛΙΑ
μεχα-κρίνοντας την ελληνική κριτική I \ ~ \ ΔΗΜ ΗΤΡΗ ΤΖΙΟΒΑ: Μετά την αισθητική. Αθήνα, Γ ν ώ σ η , V - 4 -U 1987. Σελ. 382.
λέξη «μετα-μοντερνισμός» έχει καταντήσει στη χώρα μας όπως το γλειφιτζούρι. Όλοι ανεξαιρέτως, δημοσιογράφοι, ντελάληδες, ποδοσφαιριστές και λαϊκοί βάρδοι, την πιπιλάνε (με τά-) μανίας, δίνοντας την εντύπωση μιας συντεχνίας (ή ενός λαού αν θέλετε) εξόχως μορφωμένου και υποψιασμένου γύρω από τα σύγχρονα ρεύματα. Παρά το γεγονός ότι ο μεταμοντερνισμός έχει παλιώσει (αφού μιλάμε πια για μετα-μεταμοντερνισμό) στη χώρα μας βρήκε λαϊκό έρεισμα εδώ κι ένα-δυο χρόνια δημιουργώντας ακόμη και την εντύπωση πως είναι χτεσινή ανακάλυψη (και μάλι στα ελληνική). Όλοι οι ένοικοι του πολιτιστικού μας χώρου έχουν αφήσει τις «βαθυστόχαστες» έρευνές τους γύρω από τη σημειωτι κή, το δομισμό κ.λπ. (που χρονολογικά έχουν προηγηθεί) και έχουν πέσει με τα μούτρα στη μετα-δόμηση της σκέψης τους... Είναι αστείο και λυπηρό συνάμα αυτό που γίνεται στον τόπο μας. Να υιοθετούμε δάνεια, και μάλιστα τόσο δύσκολα, χωρίς καν την ευαισθησία μιας εντιμότερης και εκ βάθους μελέτης τους. Και το τονίζω αυτό γιατί μια τόσο ενδιαφέρουσα θεωρία όπως του αποδομισμού πάει να γίνει συρμός, μόδα όπως τα ρούχα και τα προφυλακτικά. Πόσοι αλήθεια απ’ αυτούς που καταφεύγουν με τόση ευκολία στους δύσβατους όρους της σύγχρονης σκέψης έχουν διαβάσει έστω κι ένα βιβλίο (ή ακόμη και άρθρο) επάνω στο θέμα αυτό; Πόσοι απ’ αυτούς πράγματι γνωρίζουν τις ουσιαστικές λει τουργίες των δανείων τους; Πολύ φοβάμαι πως λίγοι. Κι αυτό φαίνεται από τον φαιδρό τρόπο που χρησιμοποιούν τους σύγχρο νους όρους. Πολλά φρου-φρου κι αρώματα, κομπογιανιτισμός και από μέσα αέρας. Ας είναι.
Η
υτό που έχει σημασία είναι ότι, μέσα σ’ αυτό τον καταιγισμό μετριοτήτων, εμφανίζονται αραιά και πού ορισμένες μελέτες από ανθρώπους που πράγματι αγαπάνε τη θεωρία και που μπο ρούν να προσφέρουν κάτι ουσιαστικό στη σύγχρονη προβληματι κή. Κι ένα τέτοιο πόνημα είναι και το βιβλίο του κ. Δημήτρη Τζιόβα Μετά την Αισθητική (εκδ-Γνώση). Το βιβλίο αυτό, αν και πέρασε στα ψιλά των λογοτεχνικών εντύπων, πιστεύω πως αποτε λεί μία μελέτη-ουσίας και είμαι βέβαιος πως μπορεί να βοηθήσει τόσο τον μέσο αναγνώστη όσο και τον ειδικό στην καλύτερη κατα νόηση της (μετά) θεωρίας. Είναι το πρώτο άλλωστε βιβλίο που
Α
Μ ελ ετες
επιλογη/83 κυκλοφορεί στην ελληνική αγορά με θέμα την έννοια του «μετα μοντέρνου» χωρίς να είναι συντεχνιακό. Τί εννοώ; κάτι πολύ απλό: είναι ένα βιβλίο γραμμένο απλά, κατανοητά, σε χαμηλούς τόνους, χωρίς αφορισμούς και τελεολογικά συμπεράσματα. Θέτο ντας ως στόχο του τη συγγραφή μίας ενημερωμένης εισαγωγής στη θεωρία της λογοτεχνίας μετά το 1940 (περίπου), ο Δ.Τ. πλέκει ένα ισορροπημένο σκηνικό όπου διαφαίνονται με ενάργεια οι τάσεις, οι αφετηρίες, οι επιδράσεις και τα δρομολόγια όλων των ενοίκων του χώρου αυτού. Τόσο η πλούσια βιβλιογραφία του όσο και οι πλήρως ενημερωμένες σημειώσεις του πείθουν τον αναγνώστη ότι ο συγγραφέας του βιβλίου αυτού όχι μόνο έχει μελετήσει και κα τανοήσει το αντικείμενό του αλλά έχει και την ικανότητα του δα σκάλου: να μεταδίδει τη γνώση του, να φωτίζει και τον πιο δύ σκολο και δύσβατο συλλογισμό κι έτσι να τον κάνει κατανοητό. Χάρισμα μέγα. κ. Δ.Τ. δεν γράφει εμπειρικά. Αντίθετα γράφει επιστημονι κά, όπως άλλωστε το απαιτεί και το ίδιο το πόνημα. Δεν αρκείται μόνο στη σκιαγράφηση των ευρύτερων προβληματισμών που ταλανίζουν τους σύγχρονους θεωρητικούς (κάτι που θα έκανε το βιβλίο του μία απλή και ανώδυνη περίληψη γνωστών καταστά σεων). Αντίθετα, μ’ αφετηρία τις θέσεις αυτές, επιχειρεί τη δική του ανάγνωση, έχοντας ως αντικείμενο μελέτης τη νεοελληνική λο γοτεχνία, μία λογοτεχνία πράγματι πλούσια σε πηγές πλην όμως τελείως ακάλυπτη θεωρητικά. Σ’ ένα από τα πιο δυνατά και αιχμηρά του κεφάλαια (γύρω από την ελληνική κριτική) ο κ. Δ.Τ. επιστημαίνει καίρια τις ποικίλες αδυναμίες της ελληνικής σκέψης που συνέβαλαν όχι μόνο στην πε ριθωριοποίηση της ίδιας της θεωρίας αλλά και στην ανεπαρκέστα τη μελέτη της ίδιας της λογοτεχνίας μας. Ο ουμανισμός, ο εμπειρι σμός, ο άκρατος υποκειμενισμός, ο ιμπρεσσιονισμός και η συντε χνιακή νοοτροπία είναι ορισμένα σημεία που φέρουν, κατά τη γνώμη του συγγραφέα, ένα μέρος της ευθύνης για τη φτωχή πα ρουσία της κριτικής σκέψης στη χώρα μας. Η κριτική, διατείνεται ο κ. Δ.Τ., δεν απετέλεσε ποτέ πεδίο θεωρητικής ανησυχίας ή δια λόγου αφού ανέκαθεν εθεωρείτο «η θεραπαινίδα της λογοτεχνίας που τα καθήκοντά της ήταν σαφή και καθορισμένα» (326). Ο ιδεατός τύπος του κριτικού στην Ελλάδα, γράφει ο κ. Δ.Τ., «υπήρξε το αισθαντικό άτομο» (326), με έμφυτη την κριτική ικα νότητα να κρίνει. Δηλ. για το άτομο αυτό δεν υπήρξε ποτέ θέμα συστηματικής μελέτης ή μεθοδικής εξέτασης των πραγμάτων. Ο κριτικός προέβαλλε το προσωπείο ενός παιδαγωγού ο οποίος επω μιζότανε (από μόνος του ή κατ’ εντολή) την ευθύνη αφενός να με ταφέρει προς τα έξω την «αλήθεια» του έργου (την όποια «αλή θεια» έκρινε αυτός ως δόκιμη) κι αφετέρου να μορφώσει και να εκπολιτίσει το πλήθος. Ό πω ς ο ιεραπόστολος, ο άνθρωπος που αναλαμβάνει τη διεκπεραίωση ενός «θεϊκού έργου», μιας εκ των άνω επιβεβλημένης εντολής, έτσι και ο Έλληνας κριτικός έμαθε να χρησιμοποιεί τη φωνή του για να τακτοποιεί τα σημεία, να ελέγχει την οποιαδήποτε άτακτη φυγή. Γι’ αυτόν προείχε η προστατευμένη κρίση, το συμπέρασμα: από δω τα «νόμιμα» από κει τα «άνομα»; το ον και το μη ο»', το ουσιώδες και το επουσιώδες, το δόκιμο και το αδόκιμο, το εθνικό και το αντεθνικό. Οι κριτικοί μας, ακόμη και σήμερα, έμαθαν να αυτοπροβάλλονται ως η Τάξη, η Εξουσία, το Νόημα. Η σχέση τους με την τέχνη δεν ήταν ποτέ σχέση «ερωτική» ή σχέση νοήματος, αλλά σχέση εξουσίας (όπως θά ’λεγε και ο Φουκώ).
Ο
84/επιλογή ωρίς να μηδενίζει κανένα, ο κ. Δ.Τ., απλώς αντιπαραθέτει τη δική του ανάγνωση έχοντας ως δικλείδες ασφαλείας έναν Barthes, έναν Derrida, έναν Fish και όλους τους άλλους σημαντι κούς θεωρητικούς του δεύτερου μισού του αιώνα μας. Συνειδητά προσπαθεί να φύγει πέρα από τις πεπατημένες οδούς της ελληνι κής σκέψης με την ελπίδα να φωτίσει από διαφορετικές οπτικές γωνίες το έργο καταξιωμένων δημιουργών μας, όπως του Ροΐδη, του Κάλβου, του Θεοτοκάκ.λπ. Και νομίζω πως το κατορθώνει. Ακόμη κι όταν ενίοτε γίνεται τηλεγραφικός (κι αυτό γιατί θέλει να μιλήσει επί παντός επιστητού) ακόμη και τότε δε χάνει το βηματι σμό του. Διατηρεί στο στόχαστρό τους όλες τις βασικές τεθλασμέ νες που ποδηγετούν το εγχείρημά του. Βήμα το βήμα στοιχειοθετεί «συνταγές δυσπιστίας» και «ελεγχόμενης αναρχίας». Είναι εμφανές πως στις προθέσεις του είναι και η πρόκληση του ελληνικού κατεστημένου. Και καλά κάνει. Άλλωστε δεν είναι λί γοι αυτοί που πιστεύουν ότι είναι πια καιρός ν’ ανανεωθεί ο όποιος θεωρητικός λόγος έχουμε. Δεν μπορεί ν’ ανανεώνεται διαρκώς ο έντεχνος λόγος μας και η θεωρία μας να βρίσκεται ακό μη παγιδευμένη στα στεγανά μιας παρωχημένης νοοτροπίας και χρεοκοπημένων δρομολογίων του μεσοπολέμου. Καιρός να ξεπεράσουμε και τον Παλαμά και τον Σεφέρη. Καιρός να μιλήσουμε χωρίς φανατισμό και για το «θάνατο» του συγγραφέα, και για το «μίασμα» της γραφής, και για την υποδοχή του έργου. Ας γίνουμε λοιπόν λίγο «μετα-μοντέρνοι» φαίνεται να λέει ο κ. Δ.Τ.· ας γί νουμε λίγο «μη-λογοτεχνικοί», θα ’λεγα εγώ, για να μπορέσουμε πια ανεπηρέαστα ν’ αναζητήσουμε τη «γραφή» πίσω από τη «φω νή» του συγγραφέα, την αλήθεια πίσω από τη φύση του είδους, το λόγο-παίγνιο και τη δυνατότητα του Dissensus και της «διαφο ράς» πίσω από τον ολισμό του πνεύματος και της πλασματικής αντικειμενικότητας. Ας πάψουμε να βαυκαλιζόμαστε με την έν νοια που μας επιβάλλεται για το αισθητικό αντικείμενο κι ας ανα ζητήσουμε, πέρα από την οντολογική θεσμική διάκριση του τί πρέπει και του τί δικαιούται να είναι ή να μην είναι αισθητικό, την ειδοποιό διαφορά με τα κριτήρια που, όπως λέει κι ο κ. Βέλτσος, το ίδιο το έργο μάς προτείνει για να το κρίνουμε.
Χ
ν ολίγοις, η κριτική μας, φαίνεται να προτείνει ο κ. Δ.Τ., πρέπει να χειραφετηθεί, να ξεχάσει τις δεσμεύσεις της, τη νο μιμοποιητική της λειτουργία και να αυτο-εκκεντρωθεί, να δεχθεί το σκεπτικό που υποστηρίζει ότι τα πράγματα (λογοτεχνικά και μη) δεν είναι έτσι όπως τα βλέπουμε χωρίς διαμεσολάβηση και πως το δοτό σημείο δεν είναι το πράγμα αλλά η μεταμόρφωση ή οι μεταμορφώσεις του μέσα στη γλώσσα ή την κοινωνία γενικότερα. Δηλ. αυτό που καλείται να κάνει η ελληνική κριτική, κατά τον κ. Δ.Τ., είναι ν’ ασκηθεί στην υποψία, η οποία αρχίζει με την αμφι σβήτηση του ίδιου του αντικειμένου. Και για να συντρέξω με τον κ. Δ.Τ., νομίζω πως όταν γίνει αυτό, τότε θα πάψει η κριτική μας ν’ αντιγράφει (ενώ αντίθετα θ’ αντι-γράφει)· θα μετα-στρέφει αντί να επιστρέφει, θα απορεί και θα εκτροχιάζεται αντί να δηλώνει και να κατακτά, θα γράφει αντί να φωνάζει, θ’ αποκεντρώνει αντί να συγκεντρώνει, θ’ αναζητά την απουσία αντί την παρουσία, θα δοκιμάζεται με το μετα-λόγο αντί το λόγο. Κάνοντας αυτά, θα μπει στη γραφή, και μπαίνοντας στη γραφή θ’ αρθρώσει την ίδια τη συγχρονικότητά της. Παρόλο που ο κ. Δ.Τ. δεν το αναφέρει πουθενά (και νομίζω εί ναι παράλειψη), τώρα τελευταία άρχισαν έστω και σποραδικά, όπω<- αναφέρω στην αρχή, να εμφανίζονται στην Ελλάδα μερικοί
Ε
ποίηση Μ ΥΡΤΩ Σ Α Ν ΑΓΝ Ο Σ ΤΟ Π Ο Υ Λ Ο Υ - ΠΙΣΣ Α Λ ΙΔ Ο Υ ! Το ζώο που κρύβω και άλλα πλά σματα. Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 1988. Σ ελ .3 6 Η διαύγεια των αισθήσεων που χρόνια τώρα έχει καταφέρει να διαπλάσει, είναι γεγονός και στο καινούριο βιβλίο της Μ.Α .Π ., «Το ζώο που κρύβω». Έτσι ώστε να συμπεραίνει κανείς πως η πορεία της ποιήτριας είναι αποδοτική και πιο μεστωμένη από προη γούμενα. Τα ποιήματα του βι βλίου, που ως επί το πλείστον εί ναι ολιχόστιχα και συμπυκνωμέ να, αποπνέουν μια βαθιά αίσθη ση καλλίγραμμων εκστάσεων και ταυτόχρονα διαπερνούν τις φυ σικές αντιδράσεις με μια ροπή προς τον ψυχισμό και την ενδο σκόπηση, σημεία που καλλιερ γούν καθετί το επαινετικό και το καίριο. Η γραφή της γνωστής ποιήτριας καταφέρνει πάλι να παρασέρνει προς μια ανικανο ποίητη άβυσσο συναισθημάτων, όπου όλοι κάτι προσμένουμε χω ρίς να μπορούμε να το αποκτή σουμε και όπου η πανδαισία των αποφάσεων γλιτώνει τη συντριβή της καθημερινότητας. Τέλος, τα εξέχουσας σημασίας ποιήματα της Μ.Α.Π. έχουν την ικανότητα και τη δυνατότητα να πλάθουν χάριν του αναγνώστη οράματα και ιδανικά τέτοια, που να ενσω ματώνονται στη σκέψη του σαν κηλίδα αίματος και ακόμη πε ρισσότερο σαν διαμελισμένες υποστάσεις.
ΧΡΙΣΤΟΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
επιλογη/85 αξιόλογοι θεωρητικοί της λογοτεχνίας οι οποίοι είναι πλήρως ενη μερωμένοι γύρω από τα παγκόσμια ρεύματα και με σημαντικό έρ γο. Πέραν από τους τυχάρπαστους χρήστες της ορολογίας της σύγχρονης θεωρίας, η παρουσία της έστω και μικρής αυτής ομά δας στον χώρο μας αργά αλλά σταθερά ίσως δημιουργήσει μια νέα κατάσταση. Ήδη διαφαίνονται δειλά-δειλά τα πρώτα σημάδια. λο και περισσότερα άρθρα με θέμα τη σύγχρονη θεωρία κά νουν την εμφάνισή τους στην αγορά (και ιδιαίτερα σε περιο δικά όπως ο Πολίτης) κι όλο και περισσότερα μαθήματα θεωρίας προσφέρονται στα ελληνικά πανεπιστήμια (πράγμα άγνωστο πριν από ορισμένα χρόνια). Χωρίς να αμφισβητώ τα συμπεράσματα του κ. Δ.Τ. στο σύνολό τους πιστεύω πως του διέφυγε αυτή ακρι βώς η διαγραφόμενη τροχιά στα σημερινά πράγματα της χώρας μας. Είναι η πρώτη φορά πιστεύω που παρατηρείται και σε μας εδώ μια τέτοια κινητικότητα στο χώρο της θεωρίας μέσα σε κύ κλους διανοούμενων. Βέβαια υπάρχει ακόμη ο λόγος του κατεστη μένου και της εμπορικής δημοσιογραφίας, (για τα οποία μιλήσαμε πιο πάνω), υπάρχουν όμως και οι νέες προοπτικές και αυτές οφεί λουμε ν’ αναγνωρίσουμε. Τελειώνοντας το τονίζω και πάλι: η δουλειά του κ. Δ.Τ. είναι πράγματι αξιόλογη κι αξίζει να προσεχθεί. Είναι χρήσιμη τόσο για το φοιτητή όσο και για τον κάθε λογοτεχνικά υποψιασμένο άνθρωπο. Χωρίς να ισοπεδώνει τα πράγματα κατορθώνει να προ βάλει μία συγκροτημένη εικόνα της νέας λογοτεχνικής πραγματι κότητας, φωτίζοντας στην πορεία και πτυχές του δικού μας χώ ρου. ΣΑΒΒΑΣ ΠΑΤΣΑΛΙΔΗΣ
.-
*
Ο
86/επιλογή
εντός της χώρας της Ιστορίας Ό~\ RUGIERO ROMANO: Που οδεύει η Ιστορία; Αθήνα, Μ ν ή -
UX-X μ ω ν , 1988. Σελ. 101.
Ρουτζιέρο Ρομάνο δ εν'είναι ιδιαίτερα γνωστός στους φίλους της Ιστορίας αλλά οπωσδήποτε χαίρει εκτιμήσεως στο χώρο των ιστορικών. Διευθυντής στη γνωστή Σχολή Ανωτέρων Σπου δών του Παρισιού είναι και αυτός ένα από τα πνευματικά τέκνα της γαλλικής ιστοριογραφικής σχολής των Φεμπρ, Μπρωντέλ, Μπλοχ μαζί με τους Λαντυρί και Λεγκόφ. Η σχολή αυτή (που εί ναι πιο γνωστή με το όνομα Σχολή των Annales από τον τίτλο του περιοδικού που εκδίδει μια ομάδα ιστορικών) σημάδεψε τη γαλλι κή αρχικά και την παγκόσμια αργότερα ιστοριογραφία. Νομίζω πως θα ήταν χρήσιμο πριν ασχοληθούμε με το ερώτημα πού οδεύει η ιστορία να εξηγήσουμε σύντομα τις τάσεις της πα γκόσμιας ιστοριογραφίας. Κοιτάζοντας στον παγκόσμιο ιστοριο γραφικό χάρτη θα διακρίνουμε τρία μεγάλα συστήματα με πολλές παραφυάδες. Η κλασική τάση που πηγάζει από τον Θουκυδίδη και φτάνει μέχρι τις μέρες μας αφορά στη μελέτη σημαντικών ιστορικών γεγονότων ή προσώπων: οι μεγάλες μάχες, οι βασιλιά δες και οι αυτοκράτορες, οι στρατηγοί και οι μεγάλοι επαναστά τες. Αυτά λοιπόν τα γεγονότα που ιστοριογραφούνται χαράζουν την ιστορική πορεία κάθε έθνους. Αυτός ο τρόπος γραφής της Ιστορίας κυριάρχησε κατά τον 10ο αιώνα και μέχρι τον Β' Παγκό σμιο Πόλεμο.
Ο
πό τις αρχές του αιώνα μας όμως και σταδιακά άρχισε να διαμορφώνεται μια άλλη τάση κατά την οποία οι ιστορικοί προσπαθούν να αλλάξουν τον ιστοριογραφικό χωρόχρονο. Με άλ λα λόγια αρχίζουν να εμφανίζονται όροι (άλλοτε φανερά και άλ λοτε υποσυνείδητα ανάμεσα στους ιστορικούς) όπως μακρά διάρκεια, συγκυρία, ιστορία εκ των κάτω, ποσοτική ιστορία, ανα θεωρητική ιστορία και μαρξιστική ιστορία. Στη μακρά διάρκεια εξετάζεται μια σειρά ίδιων γεγονότων για μια μεγάλη χρονική πε ρίοδο όπως π.χ. οι διακυμάνσεις της τιμής του σιταριού στην αγο ρά της Μασσαλίας κατά τον 18ο αιώνα. Συγκυρία είναι μια σειρά γεγονότων που επηρεάζουν την πορεία ενός άλλου γεγονότος σε μια αναγκαστικά μεγάλη περίοδο ή το αντίθετο, ένα γεγονός που διακόπτει μια ομαλή πορεία. Για την πρώτη περίπτωρη μπορεί να αναφερθεί σαν παράδειγμα η αγροτική πίστη στην Ελλάδα από το 1830 μέχρι σήμερα (μεσολάβησαν πολιτικές αλλαγές και επομένως αλλαγές πολιτικής, η δημιουργία της Εθνικής Τράπεζας κ.λπ.) και για τη δεύτερη η δικτατορία του Πάγκαλου. Στην Ιστορία εκ των κάτω μελετιόνται οι μάζες (ο λαός) και οι πράξεις του. Μήπως οι μάζες δεν πολέμησαν στους πολέμους ή δεν έκαναν επαναστάσεις; Η συμμετοχή των εργατών στη ρωσική επανάσταση θα μπορούσε να είναι ένα παράδειγμα.
Ι σ τ ο ρ ία
Α
ποσοτική ιστορία αναφέρεται σε αριθμούς και στην επεξεργα σία τους. Μια από τις τελευταίες τάσεις είναι η χρήση των ηλεκτρονικών υπολογιστών στην υπηρεσία της Ιστορίας. 'Ενα πα ράδειγμα θα μπορούσε να είναι η διερεύνηση της τάσης των βου λευτών του Ρεπουμπλικανικού κόμματος των ΗΠΑ να υπερψηφί σουν ή να καταψηφίσουν προτάσεις του Προέδρου σε σημαντικά θέματα εξωτερικής πολιτικής κατά τον 20ό αιώνα. Αναθεωρητές
Η
ποίηση ΣΤΑ ΥΡΟΥ ΖΑΦΕΙ ΡΙΟΥ: Ζεστή πανσέλη νος. Αθήνα, Ρόπτρον 1988. Σελ. 58, σχ. 8ο.
Όλα τα ποιήματα της συλλο γής του Σ.Ζ. είναι περίπου πα ραλλαγή στο ίδιο θέμα: το άτομο στη μοναξιά του, μια μαριονέτα, πάνω σε μια σκηνή με εναλλασ σόμενο σκηνικό κάθε φορά, μέτο χο ή αμέτοχο, ανάλογα με τις πε ριστάσεις, άλλοτε μέσα κι άλλοτε έξω από τα γεγονότα της ημέρας και της νύχτας, μια φιγούρα ♦
επιλογη/87 καλούνται οι ιστορικοί που θέλουν να αλλάξουν τα κρατούντα ιστοριογραφικά σχήματα. Η τάση εμφανίστηκε σε μεγάλη έκταση στις ΗΠΑ κατά τη διάρκεια του πολέμου του Βιετνάμ. Οι ιστορι κοί άρχισαν να ανακαλύπτουν την «πολιτική του δολαρίου», δη λαδή, επέμβαση των ΗΠΑ σε άλλες χώρες με κύριο άξονα τα οι κονομικά συμφέροντα από τον 10ο αιώνα. Μαρξιστική ιστορία βέβαια είναι η ιστοριογραφία εκείνη που βασιζόμενη στην μαρξι στική κοσμοθεωρία προσπαθεί να ερμηνεύσει την παγκόσμια ιστο ρία. Η τρίτη τάση αναφέρεται στην προσπάθεια ορισμένων ιστορικών να εξετάσουν συνολικά την παγκόσμια Ιστορία ή την Ιστορία μιας χώρας σε όλες της τις εκφάνσεις. Εδώ υπάρχουν ατομικές και συλ λογικές προσπάθειες. Μπορούμε να μνημονεύσουμε τον Τόυμπυ σαν τον κύριο εκπρόσωπο αλλά και γενικές ιστορίες όπως η συγ γραφή παγκόσμιας ιστορίας υπό την επίβλεψη του Πανεπιστημίου του Καίμπριτξ ή την Ιστορία τον Ελληνικού Έθνους της Εκδοτι κής Αθηνών ή ακόμα και τη ρομαντική ιστορία του Παπαρηγόπουλου. Σ’ αυτό το τελευταίο είδος θα μπορούσε κανείς να κατα τάξει το Ρ. Ρομάνο. Όλη αυτή η εισαγωγή θα μας χρησιμεύσει για να συζητήσουμε τις απόψεις του Ρομάνο πάνω σε θέματα ιστοριογραφίας. Ο Ρομά νο υπήρξε ο κύριος εμπνευστής του έργου Storia d’ Italia, έργου συνολικού για την ιστορία της Ιταλίας και τα άπειρα μεθοδολογι κά και συγγραφικά προβλήματα που ενέχει. Στο τομίδιο όμως που κυκλοφόρησε η εταιρία Μνήμων υπάρχουν μερικά άρθρα του συγ γραφέα σχετικά με τη γραφή της ιστορίας. Στο πρώτο από αυτά γίνεται αναφορά στη σχέση τοπίου και κοινωνίας, μια περίπτωση μακράς διάρκειας, με κύριο παράδειγμα την οικονομική επίδραση της ξυλείας κατά την ακμή της Βενετίας.
Σ
το δεύτερο (και μάλλον το σημαντικότερο) ο Ρομάνο αναφέ-, ρεται στο εγχείρημα Ιστορία της Ιταλίας (Storia d’ Italia) και σε όλες τις θετικές και αρνητικές αντιδράσεις εκ μέρους των ιστο ρικών (δυστυχώς το πολύτιμο αυτό έργο είναι αμετάφραστο στα ελληνικά και ίσως και σε άλλες γλώσσες). Ο συγγραφέας βλέπει την ιστορία της Ιταλίας συνολικά: σαν ιστορία της πολιτικής, οι κονομίας, στρατιωτικής επιστήμης αλλά ακόμα και σαν ιστορία διαλέκτων και μόδας. Όλα, υποστηρίζει, προσδιόρισαν την πο ρεία της Ιταλίας. Σημαντική ακόμα είναι η προτροπή του να ασχο ληθούν οι ιστορικοί με σαφείς τοποθετήσεις επί των επιμέρους θε μάτων και όχι να αναλωθούν σε ανώφελες μεθοδολογικές συζητή σεις. Ακόμα κατακεραυνώνει αυτούς που θεωρούν την ιστορία προγονικό προνόμιο μιας συντεχνίας ορισμένων ιστορικών. Άσχημη αναγνωστικά είναι η παράγραφος όπου αναφέρεται στους επικριτές του και αφού τους στολίζει με άπρεπες, κατά τη γνώμη μου, εκφράσεις τους χαρακτηρίζει σαν «ζόμπι» (ζωντανούς - νεκρούς). Σίγουρα υπάρχουν άλλοι τρόποι για να αντικρούσει κανείς έστω και κακόβουλους επικριτές. Σε ένα επόμενο άρθρο του δημοσιευμένο το 1981 φαίνεται να αναφέρεται ευμενώς για μια τάση της τότε αναθεωρητικής ιστο ριογραφίας που είχε σχέση με τα εάν της ιστορίας. Μάλιστα η ση μαντικότερη δουλειά προς αυτήν την κατεύθυνση ήταν μια μεγάλη εργασία από καθηγητές και φοιτητές γνωστούς αμερικανικού πα νεπιστημίου με θέμα: τί θα μπορούσε να γίνει στις ΗΠΑ και στον κόσμο αν ο πρόεδρος Κέννεντυ δεν είχε δολοφονηθεί. Το πρόβλη μα που ανακύπτει είναι: είναι το εάν ιστορία; Νομίζω πως η απά ντηση είναι καθαρά όχι τα εάν βρίσκονται στην σφαίρα της Πολι τικής επιστήμης όχι της Ιστορίας.
♦ παρδαλή και συγκεχυμένη... Με τόνο αφηγηματικό, μικρή φράση, πολλές φορές ασπόνδυ λη, χωρίς τους κύριους όρους, ο ποιητής επιχειρεί να δώσει διά φορα κινηματογραφικά πλάνα της καθημερινής πραγματικότη τας, ν' απεικονίσει τη σύγχρονη κοινωνία, όπου το άτομο έρ μαιο των ορμών και των παθών του, δυστυχισμένο κι αποπροσανατο λισμένο, κυνηγάει τον ίσκιο του, ψάχνοντας για τον εαυτό του, μέσα σ' ένα ανόμοιο και ποικιλό μορφο σύνολο, του οποίου τα μέλη αγωνίζονται να επιβιώσουν, καθένα με το δικό του βάσανο, τον ατομικό του πόνο, τη δική του μυθολογία, τη δική του πρα κτική, γράφοντας την προσωπι κή του μικρή ιστορία. Μετέρχεται γνώριμους και τετριμμένους ποιητικούς τρόπους, που θυμί ζουν έντονα την προέλευσή τους, όπως λ.χ. «Ό ταν κατέβεις πες στην κυρά Σόνια / πως αγαπηθή καμε ζεστά / καλά περάσαμε πες της» (σ. 14) ή «Να φοβάσαι την πανσέληνο» (σ. 43 Έρημη χώρα). Χρησιμοποιεί τις ίδιες λέξεις, τα ίδια εκφραστικά σχήματα: «εικό να μετέωρη / του μετέωρου βρέ φους», τολμηρούς ήχους, κινού μενα διαρκώς μικρά σύνολα εικό νων, φανταχτερά πυροτεχνήμα τα στίχων, αποκεφαλισμένα νοή ματα, προξενεί ήχους χωρίς φως! Άλλωστε το γνωρίζει και για τούτο προειδοποιεί; «Να φο βάστε την πανσέληνο», κι αυτό ακόμα το αμυδρό φως, που αγωνίζεται μεσ' από τα ποιητικά σκοτάδια να ημερώσει την ατέ♦
88/επιλογη ρθε η ώρα να ξαναθυμηθούμε τη δεύτερη ιστοριογραφική τά ση που αναφέραμε πιο πάνω, εκεί όπου αρχίζουν να μπαί νουν στην ιστορία τα οικονομικά, τα μαθηματικά, η εθνολογία, η κοινωνιολογία και ένα σωρό άλλες επιστήμες για να φτιαχτεί η «νέα ιστορία» όπως ονομάζεται σήμερα. Ο Ρ.Ρ. πιστεύει ότι ήδη τα Annales δεν έχουν τίποτα το καινούριο να προσφέρουν και ότι είναι μάλλον ουτοπία να προσπαθούν οι σημερινοί ιστορικοί να γίνουν οικονομολόγοι, κοινωνιολόγοι ή εθνολόγοι για να φτιά ξουν μια καινούρια ιστορία. Χρειάζεται, διατείνεται, να κατα νοήσει ο ιστορικός τον τρόπο συλλογισμού αυτών των επιστημών, να αποκτήσει «μετεπιστημονικότητα» και όχ/«διεπιστημονικότητα» και εξηγεί ότι η ιστορία της οικονομίας είναι για τους οικονο μολόγους, ενώ η οικονομική ιστορία για τους ιστορικούς. Οι πρώ τοι εξετάζουν τις επιπτώσεις των οικονομικών αλλαγών και θεω ριών στην οικονομία, ενώ οι δεύτεροι στην κοινωνία. Αυτό που δεν αναφέρει ο συγγραφέας είναι η εκπαίδευση των εκκολαπτόμενων ιστορικών. Η κάθε χώρα εκπαιδεύει τους ιστορι κούς της με βάση εθνικιστικές μεθοδολογίες και τους κατευθύνει εξ αρχής προς ένα συγκεκριμένο τρόπο σκέψης ή σε κανένα τρόπο σκέψης. Είναι ανάγκη λοιπόν για να εκπαιδεύσουμε σωστούς ιστορικούς να εισάγουμε μια ευρεία ιστοριογραφική εκπαίδευση που θα περιλαμβάνει μελέτη βασικών έργων αρχαίων, μέσων και νεώτερων ιστορικών και μεθοδολογική ανάλυση. Ό χ ι όμως εις βάρος της όλης ιστορικής εκπαίδευσης αλλά επιπροσθέτως. Συμ φωνούμε λοιπόν με τον Ρουτζιέρο Ρομάνο όχι μια «νέα ιστορία» αλλά μια ανανεωμένη ιστορία. Ας μην ξεχνάμε ότι ιστορία σημαί νει: έρευνα, ανάγνωση αλλά κυριότερα συγγραφή. Δ.Ι. ΛΟΪΖΟΣ
Η
SSi&S ,\Λ A
λειωτη νύχτα, παραλλάσσοντας το στίχο του 'Ελιοτ: «... Να φο βάστε τον πνιγμό» (Έρημη Χώρα, σ. 61, γ' έκδοση, Ίκαρος 1965, μετ. εισ. οχ. Γιώργου Σεφέρη), όπως και παραπάνω. Υπάρχουν ακόμα και λέξεις ανιστόρητες, όπως «αμφισήμανση»: «Αγαπού σε παράφορα / την αμφισήμανση των λέξεων», σ. 18. Τέτοια λέξη δεν υπάρχει σε κανένα λεξικό· υπάρχει η λέξη «αμφισημία». Έτσι οι στίχοι της «Ζεστής πανσελήνου», με τα γυμνά κορμιά τους καμώνονται τους αυτεξού σιους και δοκιμάζουν να βγουν έξω κι από το δέρμα τους, το ίδιο όπως κι οι απογυμνωμένοι ήρωες, που παραμένουν εσαεί «μετέωρα βρέφη», σε πείσμα κά θε λογικής και συγκεκριμένης έκ φρασης!
Ε.Χ.
Εξάντας
Β Ι Β Λ ΙΑ Γ ΙΑ Ν Ε Ο Τ Σ Τά βιβλία γιά νέους είναι μιά νέα σειρά βι βλίων της ΝΕΦΕΛΗΣ πού περιλαμβάνει πεζά κείμενα τής Παγκόσμιας Παιδικής Λ ογοτε χνίας. Πολλά άπό τά βιβλία αύτά έκδίδονται γιά πρώτη φορά, άρκετά όμως έχουν έκδοθεΐ ξανά. Φιλοδοξία μας είναι νά παρουσιάσουμε γιά πρώτη φορά, σέ μιά τυποποιημένη, εύχρηστη καί τεχνικά άψογη σειρά, βιβλία έπιλεγμένα μέ αύστηρά ποιοτικά κριτήρια, σέ πλήρεις καί άκριβεΐς μεταφράσεις, χωρίς λάθη καί παραλεί ψεις. ’Ήδη κυκλοφορούν οΐ έξι πρώτοι τόμοι.
Ή πεζογραφική μας παράδοση ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΑΝ ΕΜ. ΡΟ ΪΔΗ Σ
’Αφηγήματα ΕΜΜΑΝΟΤΗΛ ΡΟΪΔΗΣ Ά φηγψνζτα
Μ
Λ 1 0 Π Σ ΚΑΡΟΛ
'Η ’Αλίκη στή χώρα των θαυμάτων Μετάφραση: Παυλίνα Παμπούδη ΤΖΕΗΜ Σ ΘΕΡΜΠΕΡ
Μύθοι γιά την έποχή μας Τό άσπρο έλάφι
■ΐΜακ,Ηφτ,
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΡΑ ΔΟ Σ
Ό πειρατής τής Γραμβούσης
Μετάφραση: Σωτήρης Κακίσης ΒΟΛΤΑ ΙΡΟΣ
Μικρομέγας Μετάφραση: Ά λέκα Μουρίκη ΜΑΡΚ Τ Ο Ϊ ΑΙΝ
Οί περιπέτειες του Χώκλμπερι Φίν Μετάφραση: Λουκάς Θεοδωρακόπουλος Τόμοι Α καί Β Π1ΕΡ ΜΑΚ ΟΡΛΑΝ
Ή άγκυρα τής σωτηρίας
Διηγήματα Κ Ω ΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Μ ΕΤΑΞΑΣ ΒΟ Σ Π Ο ΡΙΤΗ Σ
Σκηναί τής έρήμου
Μετάφραση: Συλβάνα Ζερβακάκη ΔΗ Μ . ΒΙΚΕΛΑΣ
Λουκής Λάρας ΕΚ ΔΟ Σ ΕΙΣ ΝΕΦΕΛΗ Ε Κ Δ Ο Σ Ε Ι Σ Ν Ε Φ Ε Λ Η , Μ αυρομιχάλη 9 , ’Αθήνα.
Μαυρομιχάλη 9
ΑΘΗΝΑ
ΤΗΛ. .Ί60.77.44