1
1ιί iii ij
Η μαρτυρία ενός ανθρώπου που έζησε και πάλεψε με τη «γενιά των Λαμπράκηδων». Ενός από τους άγνωστους σαραντάρηδες που περ πατάνε δίπλα μας... «μέσα στη φοβερή ερημιά του πλήθους».
ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΟΪΚΛΗΣ
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΟΪΚΛΗΣ
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ Με τη γενιά των Λαμπράκηδων
κ
Μ
Ενα ξάφνιασμα αποτελεί «Το Τέλος της Άνοιξης». Ξάφνιασμα α π την πρωτότυπη μορφή-του, που συνδυάζει: Προσωπική αφήγηση μαρτυρία απ ' την πολυκύμαντη ζωή του συγγραφέα. Ποίηση - ε μπνευσμένη α πό τις αφετηρίες αυτής της ζωής. Κοινωνικό και πολιτι κό δοκίμιο. Αναφορές .στη λογοτεχνία, σε μια προσπάθεια σύνδεσή της με το κοινωνικό πλαίσιο... Κι ανάμεσα σ ’ όλα, κάποια άγνωστα κείμενα και ντοκουμέντα γνωστών καλλιτεχνών: ' Ενα ποιήμα και μια «συνέντευξη^ του Γιάννη Ρίτσου, ένα χαρακτηριστικό περιστατικό με τον Κώστα Βάρναλη, η συνεργασία του συγγραφ έα με τον Μίκη Θεοδωράκη, η γνωριμία του με τον Δημήτρη Χατζή, ένα άγνωστο πεζο γράφ ημα του Γιώργου Ιωάννου, ένα σπάνιο κείμενο του Διονύση Σαββόπουλου για ΐην Ποπ μουσική, όλα αυτά αρμονικά συνδεδεμένα.
Φίλοι αναγνώστες, αναγνώστριες Το ερωτηματολόγιο - έρευνα που κρατάτε στα χ έρια σας σκοπό έχει πρώτον, να συγκεντρώσει χρήσιμες πληροφορίες που μας είναι απαραίτητες και δ ε ύ τε ρον, να διαμορφώσουμε μια εικόνα για το πώς θα θέλατε να είναι το περιοδικό μας. Γι ’ αυτό οι ερωτήσεις που ακολουθούν έχουν διατυπωθεί άμεσα και απλά ώστε να μην υπάρχει καμιά αμφιβολία ή απορία για το ποια από τις μονο λ εκτι κές απαντήσεις θα επ ιλέξετε. Αφορούν, καθώς θα διαπιστώσετε διαβάζοντάς τες προσεκτικά, σ ’ όλο το εύρος του περιοδικού, από την ποιότητα της ύλης του ώς την εκτύπωσή του. Σας παρακαλούμε, λοιπόν, να δ ε ίτε με ενδιαφ έρον αυτή την έρευνα κι εμ είς υποσχόμαστε να λάβουμε σοβαρά υπόψη όλες τις απαντήσεις και τις παρατηρή σεις σας. Π εριμένουμε να σ τείλ ετε στα γραφεία του περιοδικού μας: Α. Μεταξα 26 10681 Αθήνα τη ν έρευνα συμπληρωμένη σε διάστημα ενός μηνός από τη ν κυ κλοφορία αυτού του τεύχους. Θεωρούμε τη συμβολή σας απαραίτητη για να κά νουμε το ΔΙΑΒΑΖΩ καλύτερο.
ΓΕΝΙΚΑ
ΝΑΙ ΟΧΙ
Είστε ικανοποιημένος/η από την ύλη του περιοδικού;
ρ □
ΧΡΟΝΙΚΑ Σας ενδιαφέρει η σελίδα αγοράς του βιβλίου (best seller 15ημέρου); Τα ρεπορτάζ, οι έρευνες, οι ειδήσεις καλύπτουν τα ενδιαφέροντά σας;
Ο □
□ □
□
□
ΑΦΙΕΡΩΜΑ Το αφιέρωμα κάθε τεύχους μονοπωλεί το ενδιαφέρον σας; Προτιμάτε τα αφιερώματα σε συγγραφείς ή θέματα; Προτιμάτε αφιερώματα σε Έλληνες ή ξένους συγγραφείς; Το επίπεδο των αφιερωμάτων είναι ικανοποιητικό;
ΣΥΓΓ. ΕΛΑ. ΝΑΙ
ΟΔΗΓΟΣ ΒΙΒΛΙΩΝ-ΕΠΙΛΟΓΗ Ο αριθμός των βιβλιοκριτικών σε κάθε τεύχος είναι ικανοποιητικός; Συμφωνείτε με τα βιβλία που παρουσιάζονται; Πιστεύετε άτι προβάλλονται δυσανάλογα κάποιες κατηγορίες βιβλίων σε βάρος άλλων; Το επίπεδο της κριτικής των βιβλίων είναι ικανοποιητικό;
□ □ □
ΘΕΜ. □ ΞΕΝ. □ ΟΧΙ □ ΝΑΙ ΟΧΙ
□ □ □
□ □ ρ
Ρ
Ρ
□ □
Ρ Ρ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ Το βιβλιογραφικό δελτίο είναι πλήρες; Το σύστημα ταξινόμησης των βιβλίων είναι σωστό για τα ελληνικά δεδομένα; Ανατρέχετε για την ενημέρωσή σας στο βιβλιογραφικό δελτίο; Η νέα μορφή του βιβλιογραφικού δελτίου (ένθετο, μικρά σχήμα) σας εξυπηρετεί;
□
□
ΚΡΙΤΙΚΟΓΡΑΦΙΑ Η κριτικογραφία σας ενδιαφέρει; Είναι κατά τη γνώμη σας πλήρης; Ανατρέχετε συχνά σ’ αυτήν;
Ρ
□
□ Ρ
□ Ρ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
ΝΑΙ ΟΧΙ
Παρουσιάζουν ενδιαφέρον οι συνεντεύξεις του περιοδικού; Θα προτιμούσατε σε κάθε τεύχος να υπάρχει και μία συνέντευξη; Συμφωνείτε με τα πρόσωπα που επιλέγουμε για τις συνεντεύξεις;
Π
□
Π
Π
Ο
□
□
Π
□
Π
ΤΙΜΗ Η τιμή του περιοδικού (350 δρχ.) σας εμποδίζει να το αγοράζετε κάθε δεκαπενθήμερο;
ΣΥΝΔΡΟΜΕΣ Η τιμή των συνδρομών είναι υψηλή;
ΔΙΑΦΗΜΙΣΕΙΣ Οι διαφημίσεις του περιοδικού επηρεάζουν τις αγορές των βιβλίων σας; Θα σας ενοχλούσε αν από τις σελίδες του περιοδικού εκτός από βιβλία διαφημίζονταν κι άλλα προϊόντα (ρούχα, παπούτσια κ.λπ.);
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ ΕΚΔΟΣΗΣ Θα προτιμούσατε το ΔΙΑΒΑΖΩ να ήταν διμηνιαίο, μηνιαίο, δεκαπενθήμερο, εβδομαδιαίο;
ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ Το περιοδικό καλύπτει τις αισθητικές σας απαιτήσεις; Η ποιότητα του χαρτιού σας δημιουργεί αισθητικό πρόβλημα; Σας αρέσουν τα εξώφυλλα; Εξυπηρετεί το σχήμα του; Δημιουργούν προβλήματα στην ανάγνωση των κειμένων του τα στοιχεία του περιοδικού (μέγεθος γραμμάτων κ.λπ.); Το φωτογραφικό υλικό πλαισιώνει ικανοποιητικά τα κείμενα; Η εκτύπωση του περιοδικού σας ικανοποιεί;
ΔΙΜΗΝΙΑΙΟ ΜΗΝΙΑΙΟ 15ΝΘΗΜΕΡΟ ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ
□ □ □ □
ΝΑΙ ΟΧΙ Π Π Π Π
□ □ □ □
Π Π Π
□ □ □
Δ ια θ έτο υμ ε αυτό το χώρο για να εκφράσετε τις απόψεις και τις παρατηρήσεις σας. Θα επιθυμούσαμε, αν σας είναι δυνατό, να δικαιολογήσετε κάθε αρνητική σας απάντηση στο ερω τηματολόγιο - όπου δηλ. σημειώ νετε ΟΧΙ - ή και να μας ' γράψετε ελεύθερα τη γνώμη σας.
Κ
ϊ
Κ
Ν Ε Ο Ι ΣΕΙΡΑ:
Λ
0
Φ
Τ I Τ Λ 0 1
0
ϊ
Ν
1 9 8 8 - 1 9
Ρ
0
8 9
ΣΚΕΨΗ, ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΪΡΓΟΙ Διεύθυνση: Θανάσης Θ. Νιάρχος ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΤΧΙΙΣ ΑΠΑΝΤΑ
ΑΛΕΞΙΙΣ ΜΙΝΩΤΗΣ
Πορεύεσθαι κατά Τέχνην
Αγαθόν το εξομολογείσθαι Ως στρουθίον μονάζον επί δώματος Εγώ ειμί πτωχός και πένης
*
$ ΚΑΡΟΛΟΣ ΚΟΤΝ
Κάνουμε θέατρο για την ψυχή μας
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ Ευριπίδη, Ορέστης
ΜΑΡΙΟΣ ΠΛΩΡΙΤΙΙΣ ΑΛΕΚΟΣ ΦΑΣΙΑΝΟΣ
Τέχνη, γλώσσα και εξουσία
Σήμερα και αύριο και χθες
(Εννιά επίκαιρα σχόλια γύρω σε τρία ατερμονα θεριατα)
§5 ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΙΙΣ
Το βυσσινί τετράδιο Ανεμολόγιο- λέξεις - βότανα και ορθογραφικά
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΙΙΣ ΑΝΤΡΕΑΣ ΚΑΡΑΝΤΩΝΗΣ
(Παρουσίαση-σχόλια-σημειώσεις: Φώτης Δ ημητραχόπουλος)
(Φιλολογική επιμέλεια: Φώτης Δημητρακόπουλος)
Ε Κ Δ Ο Σ Ε Ι Σ
Αλληλογραφία (1931-1960)
Κ Α Σ Τ Α Ν Ι Ω Τ Η
Η σύγχρονη εκδοτική παρουσία στα ελληνικά γράμματα Ζ. Πηγής 3, 106 78 Αθήνα. Τηλ. 360.32.34 — 36,01.331
Από τις εκδόσεις της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος και του Μορφωτικού της Ιδρύματος
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΛΑΤΕΙΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΡΑΤΕΟΡΓΗ ΣΕΡΒΙΑΣ ? ΤΗΛ 3222730
ΑΛΦΡΕΝΤ ΝΤΕΜΠΛΙΝ
Δεν υπάρχει συγγνώμη
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΡΩΣΤΙΣ Κεντρική διάθεση: Βιβλιοπωλείο Αριάδνη, Ζωοδόχου Πηγής 2-4 106 78 Αθήνα, τηλ. 36.23.113-36.05.097
☆
ΕΚΠΤΩΤΙΚΗ ΚΑΡΤΑ ☆ Ε Κ Π Τ Ω Σ ΙΣ
10 - 2 0 7.
-ΞΞΞ Ο Λ Ο Τ Ο Χ Ρ Ο Ν Ο Ξ Ξ ΣΕ ΟΛΑ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΚΑ ΕΙΔΗ
ισ ό γ ε ιο Κ ο λ ο κ ο τρ ώ νη
η μ ιό ρ ο φ ο ς Κ ο λ ο κ ο τρ ώ νη
ελληνική κα ι ξένη λογοτεχνία
πα ιδικ ά - π α ιδα γω γικ ά βιβλία
ισ ό γ ε ιο Ν οΤ α ρά
ναυτικά - κομπιούτερς - αρχιτεκτονικά - ηλεκτρονικά - κλπ. τεχνικά βιβλία
η μ ιό ρ ο φ ο ς Ν ο τα ρ ά
1ος ό ρ ο φ ο ς Ν ο τα ρ ά
νέες εκδόσεις - γυν. θέματα - λευκώ ματα περιοδικά
ιστορία - πολιτική - φιλοσοφία κοινω νιολογία τ ψ υχολογία - ποίηση μελέτες
I. Μποστάνογλου & ΣΙΑ Ο.Ε. 1) Σωτήρος 13, τηλ. 41.71.330 2) Κολοκοτρώνη 92, τηλ. 41.12.258 3) Νοταρά 75, τηλ. 41.12.258
Μ ΠΟ ΣΤΑΝΟΓΛΟΥ ΒΙΒΛΙΑ - ΠΕΙΡΑΙΑΣ Μ ΠΟ ΣΤΑΝΟΓΛΟΥ Β ΙΒΛ ΙΑ - ΠΕΙΡΑΙΑΣ ΜΠ
(ΕΚΤΟΣ ΒΙΒΛΙΩΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ) ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΕΣ ΜΙΣΟΤΙΜΗΣ ΕΥΚΟΛΙΕΣ ΠΛΗΡΩΜΗΣ
I
ΠΕΙΡΑΙΑΣ
ΝΟΓΛΟΥ ΒΙΒΛΙΑ - ΠΕΙΡΑΙΑΣ Μ ΠΟ ΣΤΑΝΟΓΛΟΥ ΒΙΒΛΙΑ - ΠΕΙΡΑΙΑΣ Μ ΠΟ ΣΤΑΝΟΓΛΟΥ ΒΙΒΛΙΑ - ΠΕΙΡΑ
ΙΑΣ Μ ΠΟ ΣΤΑΝ ΟΓΛΟΥ ΒΙΒΛΙΑ - ΠΕΙΡΑΙΑΣ Μ ΠΟ ΣΤΑΝΟΓΛΟΥ ΒΙΒΛ
νΐΣ Ο υίΛ Ι IV IV d l3 U ~ V IV a iB AO VJONVIZOUIAI ZV IVdlB U - V IV 9 IB
τα βιβλία της «γνώσης» ΡΕΪΝΤΑΡ ΓΙΟΝΣΟΝ
ΡΕΪΝΤΑΡ ΓΙΟΝΣΟΝ
ΣΑΝ ΑΔΕΣΠΟΤΟ ΣΚΥΛΙ
ΣΑΝ ΑΔΕΣΠΟΤΟ ΣΚΥΛΙ ,1 . / ΓΝΩΣΗ
s
f
y ^
Η προσωπική αφήγηση ενός μοναχικού παιδιού δοσμένη με χιούμορ, αφέλεια και τρυφερότητα, οι περιπέτειές του σ’ ένα κόσμο έξω από τα δικά του μέτρα και οι φαντασιώσεις του για την εξωφρενική συχνά πραγματικότητα της καθημερινής του ζωής. Το πρωτότυπο μυθιστόρημα του Ρ. Γιόνσον — μεγάλη εκδοτική επιτυχία στη Σουηδία και σε όλες τις χώρες που κυκλοφόρησε — γυρίστηκε σε ταινία και ήταν υποψήφια για Όσκαρ το 1987.
ε κ δ ό σ ε ις « γνώ σ η » Κεντρική Διάθεση Ζωοδόχου Πηγής 29, 106 81 Αθήνα, τηλ. 3620941 - 3621194 - 7786441
4 â–
ΔΙΑΒΑΖΩ
ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΗ ΕΠΙΘΕΠΡΗΧΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
Π Ε Ρ ΙΕ Χ Ο Μ Ε Ν Α
Α. Μεταξά 26, Αθήνα - 106 81
Η ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΧΡΟΝΙΚΑ: Γράφουν η Καίτη Τοπάλη και ο Μπάμπης Καβροχωριανός ΔΙΑΛΟΓΟΙ: Γράφουν οι Λευτέρης Παπαλεοντίου, Ρένα Λάμψα, Βίκυ Κωτσοβέλου και Μαρία Ρεπούση ΕΡΕΥΝΑ: Εβραιο-Αμερικανική Λογοτεχνία: Πραγματικότητα ή μύθος; (γράφει η Μαρία Τσαούση) ΡΕΠΟΡΤΑΖ: To X Παγκόσμιο Συνέδριο Ποιητών στη Μπαγκόκ (γράφει η Λεία Χατζοπούλου-Καραβία)
Σύνταξη: 36.40.487 Λογιστήριο: 36.40.488 Διαφημίσεις: 36.42.789 Συνδρομές: 36.42.765
Τεύχος 209 15 Φεβρουάριου 1989 Τιμή: Δρχ. 350
11 13 15 18
ΑΦΙΕΡΩΜΑ
Ιδρυτής: Περικλής Αθανασόπουλος Διευθυντής: Γιώργος Γαλάντης Σύνταξη: Κατερίνα Γρυπονησιώτου, Βασίλης Καλαμάρας, Ηρακλής Παπαλέξης, Νένη Ράις, Βάσω Σπάθή, Καίτη Τοπάλη, Γιάννης Φέρτης Οικονομικός υπεύθυνος: Βάσω Σπάθή Συνδρομές: Κατερίνα Γρυπονησιώτου Διαφημίσεις: Ηρακλής Παπαλέξης Σελιδοποίηση-Μοντάζ: Νένη Ράις Γλωσσική επιμέλεια-Διορθώσεις: Βίκυ Κωτσοβέλου Στοιχειοθεσία: Φωτοκύτταρο Υμηττού 219, τηλ. 75.16.333
10
ΕΠΕ,
λάκος - I. Κοργιαλάς Ο.Ε., Α. Μεταξά 26, τηλ. 36.41.134 Εκτύπωση: Αφοί Τσαλδάρη Ο.Ε., Φυ λής 35, Καματερό, τηλ. 26.10.918 Βιβλιοδεσία: Νικ. Κατριβάνος και Σία Ο.Ε., Στ. Γόνατά 48, τηλ. 57.49.951 Διανομή: Νέο Πρακτορείο Τύπου Ιδιόκτήτης-Εκδότης: Γιώργος Γαβαλάς Κεντρική διάθεση: Αθήνα: Πομώνης Δίμνύαιβς Ζαλόγγου 1 · τηλ. 36.20.889 Θεσσαλονίκη: Βιβλιοπωλείο «Κέντρο του βιβλίου» Λασσάνη 9 τηλ. 237.463 Υπεύθυνος τυπογραφείου: Βαγγέλης Παπαθανασόπουλος Υμηττού 219 Μακέττα εξωφύλλου: Γιώργος Γαλάντης
Ηρακλής Λογοθέτης: Πράγα: Από το θρίαμβο στην εξουθένωση του αστικού τοπίου Jean-Jacques Pollet: Χώρα του Γκόλεμ Erika Tunner: Πρόσκληση σε ταξίδι Φραντς Κάφκα: «Η ζωή μου στην Πράγα δεν οδηγεί σε τίποτα το καλό » Catherine Sauvat: Η Μίλενα της Πράγας Jean-Michel Palmier: Πρωτεύουσα του αγώνα ενάντια στον ναζισμό Η Πράγα όπως την είδαν δυο Έλληνες συγγραφείς Jean-Luc Pinard-Legry: Μπόχουμηλ Χράμπαλ, ο περιπατητής της Πράγας Μπόχουμηλ Χράμπαλ: Τα τραίνα Philippe Chardin: Ο «τόπος» του Μίλαν Κούντερα
20 29 34 36 54 57 59 62 65 66
ΟΔΗΓΟΣ ΒΙΒΛΙΩΝ ΕΠΙΛΟΓΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ: Γράφει η Δήμητρα Παυλάκου ΛΕΥΚΩΜΑ: Γράφει η Μαρία Μεντζελοπούλου ΓΛΩΣΣΑ: Γράφει ο Χρίστος I. Μακρής ΠΟΙΗΣΗ: Γράφει ο Σωτήρης Ντάλης ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ: Γράφει ο Ηλίας Κεφάλας ΜΕΛΕΤΕΣ: Γράφουν ο Γεράσιμος Ζώρας και ο Κώστας Χωρεάνθης ΙΣΤΟΡΙΑ: Γράφει ο Δ.Ι. Λοΐζος ΠΛΑΙΣΙΟ: Γράφουν η Σοφία Στάγκα και ο Γιώργος Μπαλούρδος
71 73 78 80 86
ΔΕΛΤΙΟ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ
37
ΚΡΙΤΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
49
στο επόμενο «Διαβάζω»
αφιέρωμα: «Ψυχιατρική και Ψυχανάλυση»
η ΑΓΟΡΑ το υ
ΒΙΒΑΙΟΥ από 15 έως 31 Ιανουάριου 1989
Τα είκοσι βιβλιοπωλεία που ρωτήθηκαν για τη σύνταξη της αγοράς του βιβλίου είναι κατά αλφαβητική σειρά: Αίολος-ΑΘ., ΓκρίτσηςΓεωργιάδης-Καλλιθέα, Δωδώνη-ΑΘ., Ελευθερουδά κης-ΑΘ., Ενδοχώρα-ΑΘ., Εξαρχόπουλος-ΑΘ., Εστία-ΑΘ., Ιανός-Θεοσ. Κατώι του Βιβλίου-Θεσσ., Κέντρο του Βιβλίου-Θεσσ., Κρομμύδας-Χίος, Αέσχη του Βιβλίου-ΑΘ., Libro-ΑΘ., Μάτι-Κατερίνη, Μεθενίτης-Πάτρα, Πειραϊκή ΦωλιάΠειραιάς, Πιτσιλός-ΑΘ., Πλέθρον-Αθ., ΡηγόπουλοςΆργος, Σύγχρονη Εποχή-ΑΘ.
□ Ο πίνακας παρουσιάζει τα εμπορικότερα βιβλία ενός δεκαπενθημέρου, σύμφωνα με τα στοιχεία που μας παραχώ ρησαν 20 βιβλιοπώλες απ' όλη την Ελλάδα, δηλώνοντας ο καθένας τους τέσσερα βιβλία που είχαν τις περισσότερες πωλήσεις στο βιβλιοπωλείο του κατά το διάστημα αυτό. 'Ετσι κάθε βιβλιοπωλείο δίνει τέσσερις βαθμούς στο βιβλίο που είχε τις περισσότερες πωλήσεις, τρεις βαθμούς στο αμέσως επόμενο, δύο βαθμούς στο τρίτο κατά σειρά βι βλίο, ενώ ένα βαθμό παίρνει το τέταρτο.
Ε
· ΛΑΜΠΡΙΑ Π.: Στη σκιά ενός μεγάλου ΜΟΡΦΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ ΜΕΓΑΠΑΝΟΥ Α.: Διάλογος με την Ά ννα LIBRO
I ΑΛΙΕΝΤΕ I.: Εύα Λούνα Ε Κ
ΩΚΕΑΝΙΔΑ
ΜΙΣΣΙΟΥ X.: Χαμογέλα ρε... Τί σου ζητάνε ΓΡΑΜΜΑΤΑ | ΚΑΡΠΕΝΤΙΕΡ Λ : Μεθόδου Τέχνασμα ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ
■ 9
ΚΙΤΣΙΚΗ Δ.: Ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας 1280-1924 ΕΣΤΙΑ ΠΡΟΚΟΠΙΟΥ: Ανέκδοτα - Απόκρυφη Ιστορία ΑΓΡΑ 17 ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ: 17 Ιστορίες που ξεχωρίζουν ΓΝΩΣΗ
Ε Κ
ΧΑΛΕΒΑΙΝ Μ.Β.: Για έναν όμορφο κόσμο ΕΞ ΑΡΧΟΠΟ ΥΛΟΣ ΧΟΟΥΚΙΝ Σ .: Το χρονικό του Χρόνου ΚΑΤΟΠΤΡΟ
□ Ο κατάλογος που ακολουθεί παρουσιάζει, με αλφαβητική σειρά, τα υπόλοιπα βιβλία που δεν προτάθηκαν από δυο τουλάχιστον βιβλιοπωλεία.
Αφανάσιεφ Α.: Ρωσικά Λαϊκά Παραμύθια (Γνώση) · Βαμβουνάκη Μ.: Ιστορίες με καλό τέλος (Φιλιππότης) · Βαμβουνάκη Μ : Η μοναξιά είναι από χώμα (Φιλιππότης) · Γκόμπολι Κ.: Πώς είμαστε φτιαγμένοι (Μαργαρίτα) · Αιγκαβέ Κ.: 1989 Το Ελληνικό και Διεθνές Αλμανάκ (Μπαρμπουνάκης) · Δημουλά Κ.: Χαίρε ποτέ (Στιγμή) · Εξαρχόπουλου Μ.Θ.: Τα ταξίδια του νερού (Αίολος) · Έρενμπουργκ Η.: Η θυελ λώδης ζωή του Λαζίκ Ροϊτσβάνιετς (Θεμέλιο) · Εσκαρμπί Ρ.: Οι δημοσιογραφικές επιτυχίες του Ρουλταμπός (Πατάκης) · Ζέη Α.: Ο Μεγάλος περίπατος του Πέτρου (Κέδρος) · θέρμπερ Τ ζ.: Μύθοι για την εποχή μας (Νεφέλη) · Ιωαννίδης Ι.Δ.: Το παράξενο δώρο (Καστανιώτης) · Κατακουζηνού Λ.: Άγγελος Κατακουζηνός, ο Βολής μου (Καστανιώτης) · Καλογιάννη Θ.: Ο θάνατος του Ιππότη Τσελάνο (Εστία) · Κάτος Γ.: Η Αγία Αλητεία (Καστανιώτης) · Καρατζαφέρη I.: Χωρισμένοι στα δύο (Καστανιώτης) · Κωβαίου Κ.: Φιλοσοφικές Περιηγήσεις (Δωδώνη) · Λεβίτιν Κ.: Η διαμόρφωση της προσωπικότητας (Σύγ χρονη Εποχή) · Μαν Τ.: Τα αλλαγμένα κεφάλια (Κριτική) · Μπακόλα Ν.: Η μεγάλη πλατεία (Κέδρος) · Μουράτ Κ.: Της νεκρής Πριγκίπισσας (Ωκεανίδα) · Μπέικον Φ.: Η ωμότητα των πραγμάτων (Ά γρ α) · Μπέργκερ Τζ.: Η εικόνα και το βλέμμα (Οόυσσέας) · Πατρικίου Τ.: Αντικριστοί καθρέφτες (Στιγμή) · Ραβάνη-Ρεντή Δ.: Παραμυθέατρο 1 ( Σύγχρονη Εποχή) · Σκούτας Ν.: Ρίξε λίγο άσπρο, μην το φοβάσαι (Σύγχρονη Εποχή) · Σαρή Ζ.: Το ψέμα (Κέδρος) · Σκαμπαρδώνης Γ.: Μάτι φώσφωρο, κουμάντο γερό (Ιανός) · Τσάτσου I.: Στιγμές και μνήμες (Εστία) · Τσέστερτου Τ ζ.Κ .: Η Λέσχη των αλλόκοτων Επαγ γελμάτων (Ά γρα) · Χιλλ Ε.: Ο Πρώτος περίπατος του Σποτ (Άμμος) · Χατζιδάκι Μ.: · Ο καθρέφτης και το μαχαίρι (Ίκαρος)
Χ ΡΟΝΙΚΑ
Ο Μαρξ σε συνέδριο Στις 4-7 Νοεμβρίου του 1988, πραγματοποιήθηκε στο Πανεπι στήμιο των Ιωαννίνων, συμπόσιο με θέμα: «Η πρόσληψη και η ανά πτυξη των ιδεών του Karl Marx στην Ελλάδα». Διοργανώθηκε από το τμήμα Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας του τομέα Φιλοσο φίας, με τη συνεργασία των Δή μων Ιωαννίνων και Πρεβέζης και υπό την αιγίδα του Υπουργείου Πολιτισμού και Επιστημών.
Ένας Έλληνας σοσρρεαλιστής ποιητής έφυγε... Μια από τις πρώτες και αυθε ντικές ποιητικές παρουσίες του σουρρεαλισμού ο Ν. Κόλας ή Νι κήτας Ράντος, πέθανε την παρα μονή της πρωτοχρονιάς στη Νέα Υόρκη. Ο Νίκος Καλαμάρης, αυτό ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννή θηκε στη Λωζάνη το 1907. Μεγά λωσε στην Αθήνα όπου σπούδα σε Νομικά συμμετέχοντας ενεργά στα φοιτητικά γεγονότα της εποχής εκείνης, όντας μέλος της «Φοιτητικής Συντροφιάς» και του «Εκπαιδευτικού Ομίλου». Σε ηλικία 23 ετών δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα σε ελεύ θερο στίχο και, όπως σημειώνει ο Αλ. Αργυρίου στη σειρά μελετών
Ήταν ένα συμπόσιο με σημα ντικές συμμετοχές από τον Πα νεπιστημιακό, Πολιτικό, Δημο σιογραφικό και Εκδοτικό χώρο. Οι εισηγήσεις του ήταν πολλές, πλούσιες σε ερευνητικό υλικό και εποικοδομητικές σε προτά σεις. Ακούστηκαν εισηγήσεις από την Ιστορική και Φιλοσοφική έρευνα για πρόσωπα όπως του Ν. Καζάζη, του Πλ. Δρακούλη, του Ν. Γιαννιού, της Α. ΓαϊτάνουΓιαννιού, του Π. Πουλιόπουλου, του Σ. Μάξιμου, του Ν. Κιτσίκη, του Π. Κανελλόπουλου, του Δ. Γαληνού, του Γ. Ιμβριώτη. Διερευνήθηκε υπό το φως νέων στοι χείων η σχέση τους με την ανά πτυξη των ιδεών του Κ. Μαρξ στην Ελλάδα. Επίσης έγιναν εισηγήσεις με ερμηνείες του Μαρξισμού, ως οι κονομικής θεωρίας, καθώς και αναφορές σε σύγχρονες θεωρίες όπως του Κ. Καστοριάδη, του Ν.
του «Διαδοχικές αναγνώσεις Ελ λήνων υπερρεαλιστών», «από ουσιαστικής πλευράς πρέπει να θεωρηθεί ο πρώτος συνειδητά μοντέρνος μας ποιητής που το καινούριο δεν το αναζητά στο αιώνιο, αλλά στο σύγχρονο». Με το ψευδώνυμο Μ. Σπιέρος δημοσιεύει μελέτες στα λογοτε χνικά περιοδικά της εποχής. Πρώτος αυτός μετέφρασε Αραγκόν, Έλιοτ, και Μάστερς (Edgar Lee Masters) και ιστορικές μελέ τες του ιστορικού Μίρσκι. Ο Ν. Κάλας, ας σημειωθεί, έτυχε της εύνοιας του Αντρέ Μπρετόν. Ο ποιητής εγκατέλειψε τη Γαλλία το 1939, όπου είχε εγκα τασταθεί ένα χρόνο νωρίτερα. Στην Ισπανία του Φράνκο στο διάβα του για την Αμερική κατέ στρεψε όλο το προσωπικό του αρχείο. Στη Νέα Υόρκη, όπου έζησε από το 1940,εργάσθηκε σε
Πουλαντζά και της σχολής της «κριτικής θεωρίας». Όλες οι μέρες του συμποσίου κύλησαν ανάμεσα στη σοβαρή φροντίδα των διοργανωτών του και του θερμού ενδιαφέροντος του Γιαννιώτικου ακροατηρίου. Το κλίμα των συζητήσεων υπήρ ξε έντονο, ενδιαφέρον και εποι κοδομητικό τόσο εντός, όσο και εκτός των διαδικασιών του συνε δρίου. Οι εργασίες του αποτελούν στην ουσία έναν ακόμη χρήσιμο διάλογο στα ζητήματα που απα σχολούν την αριστερά σήμερα. Αναμένεται η έκδοση των πρα κτικών του συνεδρίου από το ίδιο Πανεπιστήμιο. Στον απολογισμό του συμπο σίου ζητήθηκε να επαναληφθεί στο μέλλον και άλλο συμπόσιο, ως συνέχεια του παρόντος, με πι θανό θέμα διεξαγωγής του τη θεωρία του Ν. Πουλαντζά. ΚΑΙΤΗ ΤΟΠΑΛΗ
πολεμικό γραφείο πληροφοριών δημοσιεύοντας παράλληλα θεω ρητικά κείμενα. Κλείνοντας το σύντομο αυτό σημείωμα στη μνήμη του Ν. Κά λας καταγράφουμε τα έργα του: - Ποιήματα (1932) - Τετράδια (ολιγοσέλιδες εκ δόσεις 1933-1936) - Ποιήματα (1943) - Οδός Νικήτα Ράντου (1977) - Γραφή και φως (1983) Δοκίμια Foyers d’incendie (1938), Confound the wise (1942) και κείμενα ποιη τικής και αισθητικής (έκδ. 1982) σε επιμέλεια Αλ. Αργυρίου. * Τα στοιχεία για το έργο και τη ζωή του ποιητή αντλήσαμε από τη μελέτη του Αλ. Αργυρίου «Διαδοχικές εκδό σεις Ελλήνων υπερεαλιστών» (εκδ. Γνώση).
12/χρονικα επιτροπής Έρευνας για την τύχη των Εξαφανισθέντων. Ο Ερνέστο Σάμπατο, το έργο του οποίου αποτελεί αναπόσπα στο μέρος της σύγχρονης Λατι νοαμερικανικής λογοτεχνίας, έχει τιμηθεί με πολλά διεθνή λο γοτεχνικά βραβεία. Μεταξύ αυ τών η Λεγεώνα της τιμής της Γαλλίας, το Λογοτεχνικό Βρα βείο Γκαμπριέλλα Μιστράλ της Ουάσιγκτον και το βραβείο Θερβάντες, που θεωρείται το Νόμπελ της Ισπανικής λογοτεχνίας.
Ένα ακόμα βραβείο στον Ε. Σάμπατο Στον Αργεντινό συγγραφέα Ερνέστο Σάμπατο απονέμεται το βραβείο Ιερουσαλήμ. Τα μέλη της επιτροπής του βραβείου, Άμπα Έμπαν, Πρόε δρος, και τα μέλη Σιμόν Ζαντμπάνκ και Ααρών Άπελφελντ, συγγραφέας, εξέλεξαν ομόφωνα τον Ε. Σάμπατο διότι το έργο του εκφράζει τον αγώνα του ατόμου για τη διαφύλαξη της ελευθερίας και μοναδικότητάς του εναντίον των δικτατορικών καθεστώτων. Ο συγγγραφέας του «Περί Ηρώων και Τάφων» είναι ο 14ος συγγραφέας που τιμάται με το βραβείο Ιερουσαλήμ. Έχουν προηγηθεί οι Τζων Κότσυ, Μίλαν Κούντερα, Θ. Ναιπούλ, Γκράχαμ Γκρην, Σερ Μπέρλιν, Οκτάθιο Παζ, Σιμόν ντε Μποβουάρ, Ε. Ιονέσκο, Χ.Λ. Μπόρχες, Ιγνάτιο Σιλονέ, Αντρέ Σθάρτσμπάρτ, Μαξ Φρις και Μ. Ράσσελ. Το βραβείο θ’ απονείμει ο δή
Διεθνής επιβράβευση των Ελληνικών Γραμμάτων
μαρχος της Ιερουσαλήμ σε ειδι κή τελετή μεταξύ 12 και 18 Μαρ τίου. Ο Ερνέστο Σάμπατο, Δρ φυσι κής, γεννήθηκε το 1911 στην Αρ γεντινή. Το 1983 διορίστηκε από τον πρόεδρο της Αργεντινής, Ραούλ Αλφονσίν, επικεφαλής της
Μια ακόμη διεθνής επιβράβευ ση των Ελληνικών Γραμμάτων. Στον ποιητή Τάκη Βαρβιτσιώτη απονεμήθηκε, για τη συλλογή του «Θαυμαστή αλιεία», το διε θνές βραβείο που έχει καθιερώ σει το Ισπανικό ίδρυμα Φερνάντο Ριέλο. Η τελετή απονομής έγινε στην αίθουσα Νταγκ Χάμερσκελντ των Ηνωμένων Εθνών. ΜΠ. ΚΑΒΡΟΧΩΡΙΑΝΟΣ
ΝΙΚΟΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΣ Ό Χρόνος είναι πάντα μέ τό μέρος του ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΕΣ Στόν Παύλο Κοντοσάκο συνέβη έτοΰτο τό ατύχημα: Πέρασε από πάνω του ολόκληρη ή ζωή άπό τή μιά στιγμή στήν άλλη.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΝΕΦΕΛΗ 1
χρονικα/13
διάλογοι
«εστιάδες», το πρώτο φεμινιστικό έντυπο στην Κόπρο Στις 28 Νοεμβρίου 1981 έκανε την εμφάνισή του στην Αμμόχω στο (η μικρή επαρχιακή πόλη εί χε, στην απογραφή του 1911, 5.327 κατοίκους) ένα ξεχωριστό έντυπο: Τίτλος του: Εστιάδες, υπότιτλος: «Φιλολογική δεκα πενθήμερος εφημερίς των Κυ ριών». «Διευθύντρια, συντάκτις και ιδιοκτήτρια» είναι η νεαρή δασκάλα Περσεφόνη Α. Παπαδοπούλου (1888-1949). Οι Εστιάδες βγήκαν σε 36 φύλ λα, με δεκαπενθήμερο ρυθμό έκ δοσης, από τις 28 Νοεμβρίου ώς την 1η Μαΐου 1915. •Φέρει ως προμετωπίδα τη ρή ση: «Γυνή ευπαίδευτος και γυνή βάναυσος είναι διά την οικίαν η μεν ευλογία, η δε κατάρα ίσης σπουδαιότητος· μορφώσατε και ανυψώσατε την γυναίκα και θα ιδήτε μετά θαυμασμού ολόκλη ρον αναγέννησιν της ανθρωπότητος». Έχει ετήσια συνδρομή εσωτε ρικού δέκα σελίνια. Από τα πρώτα της φύλλα, η γυ ναικεία εφημερίδα ξεπερνά τον τοπικό καθώς και τον φεμινιστικό της χαρακτήρα. Οι περισσότεροι συνεργάτες της προέρχονται από τον ευρύτερο χώρο του ελ ληνισμού, ενώ δείχνει ενδιαφέ ρον για έργα (κυρίως παιδαγωγικά-φιλοσοφικά) Ευρωπαίων, δια νοουμένων. Φιλοξενεί ^?ις σελί
δες της κείμενα που καλύπτουν μια ευρεία γκάμα θεμάτων: Λο γοτεχνικά κείμενα, φιλολογικές, λαογραφικές, παιδαγωγικές και φιλοσοφικές μελέτες, σημειώμα τα για το «γυναικείο πρόβλημα», σχόλια για την πολιτιστική κίνη ση κ.α. Εξετάζοντας τις λογοτεχνικές συνεργασίες, παρατηρούμε ότι περνούν μέσα από τις στήλες των Εστιάδων αρκετά αξιόλογα ονόματα: Ποιήματα υπογράφουν οι Δημ. Βικέλας, Γ. Δροσίνης, Πολ. Λοϊζιάς, Μ. Μαλακάσης, Σ. Μενάρδος, Κ. Ουράνης, Κ. Παλαμάς, Ελ. Σβορώνου, Π. Παπαδοπούλου κ.α. Από τα πεζογραφήματα ιδιαίτε ρο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα διηγήματα, τα οποία υπογρά φουν κυρίως γυναικεία ονόματα από τον ευρύτερο χώρο του ελ ληνισμού: Ευγενία Ζωγράφου, Χαριτίνη Κουππά, Σουλτάνα Μιχαλιάδου, Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου κ.α. Αξίζει να μνημονευθούν τα διηγήματα της X. Κουπ πά και Α. Παπαδοπούλου, στα οποία δεσπόζει ο κοινωνικός προβληματισμός ξεπερνούν τα ηθογραφικά πλαίσια και θίγουν θέματα όπως η ταξική διαστρω μάτωση, η υποβάθμιση της γυ ναικείας προσωπικότητας, ο θε σμός της προίκας κ.ά. Αναφέρονται εδώ και οι μελέ τες της Περσεφόνης Παπαδο πούλου γύρω από θέματα λογο τεχνικά (π.χ. Σολωμός, Κάλβος), φιλολογικά, φιλοσοφικά, παιδα γωγικά κ.α.
Μια εμπεριστατωμένη μελέτη θα μπορούσε νά δείξει τις ομοιό τητες που παρουσιάζει το κυ πριακό φεμινιστικό έντυπο με άλλα ομόλογό του από τον υπό λοιπο χώρο του ελληνισμού. Για παράδειγμα, με τις Εστιάδες συ νεργάζονται γυναικεία ονόματα που συναντούμε και στην Εφη μερίδα των Κυριών (1887-1918) της Καλλιρρόης Παρρέν π.χ. Ελένη Σβορώνου, Αλεξάνδρα Πα παδοπούλου. Στις Εστιάδες δη μοσιεύεται και μια ομιλία της Κ. Παρρέν. Γενικά οι Εστιάδες αποτελούν σταθμό στην ιστορία του κυπρια κού (φεμινιστικού) εντύπου. Κα τά το χρονικό διάστημα της κυ κλοφορίας της υπήρξε ένα φω τεινό κανάλι που διοχέτευσε πρωτοποριακές ιδέες από την ελληνική και ξένη διανόηση στην (περιορισμένη) πνευματική κίνη ση του τόπου. Λευτέρης Παπαλεοντίου
Για το αφιέρωμα στο ελληνικό φεμινιστικό έντυπο Κύριε Διεθυντή, Θα θέλαμε αρχικά να σας συγ χαρούμε για την πρωτοβουλία σας να αφιερώσετε ένα τεύχος του περιοδικού σας στη σημαντι κή συμβολή του φεμινιστικού ε ντύπου στον αγώνα για την ισό τητα των δύο φύλων. Θα θέλαμε όμως επίσης, να επισημάνουμε μερικά κενά και ανακρίβειες αυτού του αφιερώ ματος, που δημιουργήθηκαν από τον αποσπασματικό τρόπο πα ρουσίασης των διαφορετικών εποχών, από διαφορετικές συγ γραφείς, με αποτέλεσεμα να δια
14/χρονικα γράφονται περισσότερο οι διά φορες τάσεις των γυναικείων ορ γανώσεων παρά η φυσιογνωμία των εντύπων. Για ένα μελλοντικό ερευνητή, η έκδοση, λόγου χάρη του «Αγώνα της Γυναίκας» στα ματάει στα 1936 (και δεν αναφέρεται καν ότι τον έκλεισε η δι κτατορία του Μεταξά για τις προοδευτικές ιδέες του). Υπάρ χει επίσης ένα μεγάλο χρονικό κενό για το φεμινιστικό έντυπο από το 1948 ώς το 1978, και στο σημαντικό διάστημα 1978-1985, που ανήκει στη δεκαετία της Γυ ναίκας και στην αναζωπύρωση του γυναικείου κινήματος, αναφέρονται μόνο μερικά έντυπα αυτόνομων ομάδων με τη δικαιο λογία ότι στα έντυπα αυτά, που είχαν μια εντελώς περιστασιακή παρουσία (πολλά σταμάτησαν από το δεύτερο τεύχος), «συντελείται προσπάθεια θεωρητικής
εμβάθυνσης πάνω στα ζητήματα που προκύπτουν από τον αγώνα των γυναικών» και παρουσιάζεται μια νέα θεματολογία, που αφορά την έκτρωση, την αντισύλληψη, τη βία ενάντια στις γυναίκες, κ.λπ. Θα θέλαμε να σας πληροφορή σουμε με αυτή την ευκαιρία κάτι που θα έπρεπε να το ξέρουν οι ειδικοί ορθογράφοι σας, ότι δη λαδή η επανέκδοση του Αγώνα της Γυναίκας για τρίτη φορά (αφού έκλεισε για δεύτερη φορά με τη δικτατορία των συνταγμα ταρχών) συνεχίζεται επί μια δε καετία τώρα με την παραπάνω θεματολογία. Επί πλέον τα θέμα τα αυτά αντιμετωπίζονται στο περιοδικό μας όχι απλώς βάσει
μελετών αλλοδαπών, δημοσιευ μένων πριν από αρκετά χρόνια σε γαλλικά και άλλα φεμινιστικά έντυπα, αλλά βάσει ερευνών Ελ λήνων ειδικών που στηρίζονται στην ελληνική πραγματικότητα. Δεν θέλουμε να μειώσουμε τη
μείο του Κράτους, Αρχαιολόγοι: στην αρχαιολογική υπηρεσία κ.λπ.). Δεν θέλουμε να αμφιβάλλουμε ότι οι προθέσεις σας είναι να αποδοθεί όσο το δυνατόν ακρι βέστερη εικόνα του φεμινιστικού κινήματος και εντύπου στην Ελ λάδα και γ ι’ αυτό σας ζητούμε να δημοσιεύσετε την επιστολή μας αυτή. Με τιμή Ρένα Λάμψα Διευθύντρια του Αγώνα της Γυναίκας
συμβολή των παραπάνω εντύ πων, αλλά θεωρούμε απαράδε κτη την παράλειψη αναφοράς ενός εντύπου που προέρχεται από αυτόνομη (ανεξάρτητη από οποιαδήποτε μη φεμινιστική επιρροή) οργάνωση και που συμ βάλλει θετικά στην προώθηση του φεμινισμού. Μας φαίνεται επίσης απαράδεκτο γενικά το πήδημα μιας ολόκληρης τριακο νταετίας για το φεμινιστικό κίνη μα και τα έντυπά του. Οφείλουμε όμως να σημειώ σουμε και ορισμένες ανακρί βειες, ανάμεσα στις οποίες εκεί νη που αναφέρεται στην αναβο λή των διεκδικήσεων κατά τις δε καετίες του ’40 και του ’50. Η πραγματικότητα είναι ότι ο Σύνδεσμος για τα Δικαιώματα της Γυναίκας ποτέ δεν έπαυσε να διεκδικεί το δικαίωμα ψήφου, έχοντας, είναι αλήθεια, μοναδικό συμπαραστάτη το Εθνικό Συμ βούλιο Ελληνίδων (πρόεδρος Ελμίνα Παντελάκη). Το 1952, με δικές μας πιέσεις δόθηκαν ίσα δικαιώματα πολιτικά στις Ελληνίδες και με δικές μας εισηγήσεις εκδόθηκαν από το 1953 ώς το 1955 σειρά νομοθετημάτων που επέτρεψαν στις γυ ναίκες την είσοδο σε όλα τα δη μόσια λειτουργήματα και δημό σιες θέσεις απ’ όπου αποκλείο νταν ώς τότε (Νομικές: στα δικα στήρια, στο Συμβούλιο Επικρά τειας, στη διπλωματική υπηρε σία, στο συμβολαιογραφικό επάγγελμα, κ.α. Χημικοί: Στο Χη
Το γράμμα της Κας Λάμψα τέθηκε υπόψη των αρθρογράφων του αφιε ρώματος στο «Ελληνικό Φεμινιστικό Έντυπο».
Μια απάντηση Σχετικά με τα όσα αναφερονται στο γράμμα της Κας Λάμψα, γ.α το άρθρο μας «Φεμινιστικά Έντυπα : 978-85 μια πρώτη προσέγγιση» δεν έχουμε παρά να θυμίσουμε ότι το αντικείμενό του - όπως με σαφήνεια επισημαίνεται και στον πρόλογο - ήταν αποκλει στικά τα έντυπα των αυτόνομων φεμι νιστικών ομάδων που γεννήθηκαν και έδρασαν την περίοδο αυτή. Η επιλογή μας βασίστηκε στην εκτί μηση ότι μέσα απ’ αυτά ακριβώς τα έντυπα εκφράστηκαν πρωτότυπες ιδέες και ριζοσπαστικές αναζητήσεις που συνδέονται με μια νέα, από ποιο τική και στρατηγική άποψη, πορεία του ελληνικού φεμινισμού. Εξάλλου στο άρθρο μας δεν ανα φερθήκαμε σε κανένα από τα (όχι λί γα) περιοδικά-εκδόσεις γυναικείων φορέων και όχι μόνο στον «Αγώνα της Γυναίκας». Κατά τα άλλα, η ανάγνωση της πραγματικότητας γίνεται με πολλούς τρόπους. Ευχαριστούμε Βίκυ Κωτσοβέλου Μαρία Ρεπούση
Όλα τα γράμματα, που απευθύνονται αποκλειστικά στο «Διαβάζω» και που παρουσιάζουν κάποιο γενικότερο ενδιαφέρον, δημοσιεύονται είτε ολόκληρα (εφόσον είναι σύντομα) είτε αποσπασματικά (εάν είναι εκτενή). Για το λόγο αυτό, παρακαλούνται οι αναγνώστες που μας γράφουν να είναι όσο πιό σύντομοι μπορούν και να σημειώνουν το πλήρες ονοματεπώνυ μο και την ακριβή διεύθυνσή τους. Πάντως, για να δημοσιευθεί ένα γράμμα, πρέπει νά ’χ ει φτάσει στα γραφεία του περιο δικού τουλάχιστον τρεις εβδομάδες πριν από την ημέρα κυκλοφορίας του τεύχους.
χρονικα/15
Εβραιο-Αμερικανική Λογοτεχνία: πραγματικότητα ή μύθος;
Οι Εβραίοι Αμερικανοί συγγραφείς έχουν παρουσιάσει και εξακολουθούν να παρουσιάζουν μιαν αξιόλογη λογοτεχνική παραγωγή. Από πολλούς κριτι κούς η παραγωγή αυτή εξετάζεται κάτω από ένα ιδιαίτερο πρίσμα: αποτελούν έργα μιας μειονότητας και γ ι’ αυτό και η χρήση του όρου Εβραίος-Αμερικανός συγγραφέας. Όρος ο οποίος έχει δημιουργήσει προβλήματα και ως προς τη χρήση του και ως προς την αποδοχή του. Ποια είναι τα κριτήρια βάσει των οποίων εντάσσεται κάποιος σ’ αυτήν την κατηγορία; Πώς αντιδρούν σ' αυτήν την κατηγοριοποίηση οι ίδιοι οι Εβραίοι-Αμερικανοί συγγραφείς; Πώς βλέ πουν τον εαυτό τους στην Αμερικανική κοινωνία; Σε ποιο κοινό απευθύνονται και πώς αντιμετωπίζουν τη συγγραφική δημιουργία; Αυτά είναι μερικά από τα ερωτήματα στα οποία το σημείωμα αυτό θα προσπαθήσει να ρίξει λίγο φως και να δημιουργήσει ίσως καινούριους προβληματισμούς. Βασικό κριτήριο για τον χαρακτηρισμό κάποιου συγγραφέα ως Εβραίου-Αμερικανού θεωρείται αφενός η καταγωγή του και αφετέρου η θεματολο γία του. Το πράγμα όμως δεν είναι τόσο απλό όσο φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Οι ίδιοι οι Εβραίοι έχουν θέσει το ερώτημα «Ποιος θεωρείται Εβραίος;». Είναι αυτός που, όπως αυστηρά οοίζεται από τον Εβραϊκό νόμο, προέρχεται από Εβραία μη τέρα; Είναι εκείνος που παρακολουθεί τη συναγω γή; Μήπως εκείνος που θεωρεί και αναγνώρίζει το Ισραήλ σαν φυσική και πνευματική του πατρίδα; Εί ναι κάποιος που αισθάνεται τον εαυτό του μέρος της Εβραϊκής ιστορίας; Ή μήπως είναι όποιος απλά υποστηρίζει και ομολογεί ότι είναι Εβραίος; Η άποψη που επικρατεί είναι πως Εβραίος-Αμερϊκανός συγγραφέας θεωρείται όποιος έχει προγό νους Εβραϊκής καταγωγής, μένει και γράφει στην Αμερική και του οποίου η θεματολογία έχει να κά νει με τον Ιουδαϊσμό ή την Εβραϊκή παράδοση ή την επικρατούσα κατάσταση στο Ισραήλ. Στο ση μείο αυτό όμως παρουσιάζεται και η πρώτη δυσκολία-αντίρρηση. Με αντίστοιχη ένταση υποστηρίζε
ται ότι από τη στιγμή που οι συγγραφείς αυτοί είναι πλέον ενταγμένοι και «αφομοιωμένοι» από την Αμερικανική κοινωνία, από τη στιγμή που γράφουν στα Αγγλικά και όχι στην Εβραϊκή γλώσσα (yiddish) και από τη στιγμή που ευρύτερο λογοτεχνικό ύφος και η θεματολογία τους δε διαφέρει σε τίποτα από αυτό που θεωρείται η «δεσπόζουσα τάση» στην Αμερικανική λογοτεχνία, δεν αποτελούν μειο νότητα και επομένως μέρος κάποιας ιδιαίτερης κα τηγορίας. Οι περισσότεροι «Εβραίοι-Αμερικανοί» συγγρα φείς μοιάζει να συμφωνούν και να αποδέχονται τη δεύτερη άποψη. Οι τρεις μεγάλοι; Malamud, Roth και Bellow αποποιούνται το χαρακτηρισμό τους ως «Εβραίων-Αμερικανών». Η άρνηση αυτής της κά ποιας ιδιαιτερότητας δε σταματάει στο προσωπικό επίπεδο, αλλά περικλείει και το περιεχόμενο, τη θε ματολογία των έργων τους, καθώς και τους χαρα κτήρες των μυθιστορημάτων τους. Η επικρατούσα άποψη είναι πως η ύπαρξη και μό νο ορισμένων βασικών στοιχείων στα έργα αυτών των συγγραφέων μάς επιτρέπει να τα αναγάγουμε
16/χρονικα και να τα εντάξουμε σ’ αυτήν την ιδιαίτερη κατηγο ρία της «Εβραιοαμερικανικής» λογοτεχνίας. Κυριότερα από τα στοιχεία αυτά είναι: α) Αναφορά και εμπειρίες από το ολοκαύτωμα β) Ο Εβραίος παρου σιάζεται ως θύμα και η εξυπνάδα του - χαρακτηρι στικό του στοιχείο από τις πρώτες του εμφανίσεις στη λογοτεχνία - χλευάζεται και τίθεται υπό αμφι σβήτηση. γ) Ο ήρωας κατατρύχεται από εσωτερικές αντιθέσεις και προσπαθεί να ερμηνεύσει και να λύ σει τα ακατανόητα προβλήματα του κόσμου και του εαυτού του. Έτσι, ο Εβραίος μεταμορφώνεται σε ένα ηθικό σύμβολο και, παράλληλα, παίρνει την ει κόνα του «αναγεννώμενου φοίνικα», προσπαθώ ντας να χτίσει έναν καινούριο κόσμο, να αναγνωρισθεί και να ξεφύγει από τη μοίρα του. Ας δούμε όμως λίγο τις απόψεις και ερμηνείες μερικών Εβραίων Αμερικανών συγγραφέων στα πα ραπάνω θέματα. Ο Malamud λέει: «Αυτό που έχει δώσει στους Εβραίους τόσο περίοπτη θέση στην Αμερικανική λογοτεχνία, είναι η ευαισθησία τους στην αξία του ανθρώπου. Προσωπικά χειρίζομαι τον Εβραίο σαν τον παγκόσμιο άνθρωπο. Όλοι μας εί μαστε Εβραίοι αν και μπορεί να μην το γνωρίζουμε. Το εβραϊκό δράμα είναι ένα σύμβολο του αγώνα για την ύπαρξη στο αποκορύφωμά του».1 Για τον Aha ron Appelfeld, ο Εβραίος είναι πιο καθημερινός, πιο «ανθρώπινος», με τα πάθη του και τις αδυναμίες του. Όπως είπε σε πρόσφατη συνέντευξή του: «Στην πραγματικότητα υπάρχει κάποιο είδος φθό νου κρυμμένου στην καρδιά του σύγχρονου Εβραί ου για τους μη-Εβραίους. Ο μη-Εβραίος εμφανιζό ταν συχνά στην Εβραϊκή σκέψη σαν ο απελευθερω μένος άνθρωπος, ο οποίος κατοικούσε τη δική του χώρα αδέσμευτος από οποιαδήποτε αρχαία πι στεύω ή κοινωνικές υποχρεώσεις (...) Υπάρχει στην ψυχή του Εβραίου κάποιο στερεότυπο για τον μηΕθραίο; Υπάρχει. Συχνά αποδίδεται με τη λέξη goy.3 Είναι όμως ένα στερεότυπο που δεν έχει αναπτυ χθεί. Στους Εβραίους είχαν επιβληθεί πολλοί ηθικοί και θρησκευτικοί περιορισμοί και δεν μπορούσαν να εκφράσουν τα αισθήματά τους ελεύθερα... Οποιουδήποτε είδους έχθρα επέτρεπαν στον εαυ τόν τους να νιώσουν στρεφόταν, παραδόξως, μόνο κατά του ίδιου τους του εαυτού».3 Αυτό ακριβώς το φορτίο, που, σε συνδυασμό με τις εμπειρίες τους από το ολοκαύτωμα, τους έχει οδηγήσει σε μια στροφή στον εαυτό τους, σε μια προσπάθεια να δώσουν νόημα στον πόνο τους και να τον εξηγήσουν, έχει καταστήσει τον Εβραίο χα ρακτήρα στη λογοτεχνία δισυπόστατο: ιδιαίτερο άνθρωπο/παγκόσμιο χαρακτήρα. Πολλοί Εβραίοι συγγραφείς πιστεύουν πως το ολοκαύτωμα ήταν μια εμπειρία που συνέβαλε στο να συνειδητοποιή σουν πιο έντονα και άμεσα την ανθρώπινη φύση, τον πόνο, την πίκρα, να αμφιβάλλουν για την ελευ θερία του ανθρώπου να ορίσει τη ζωή του και τη μοίρα του - θέματα κοινά για όλους και σε όλους! ΓΓ αυτό και δεν αισθάνονται πως απευθύνονται σε ένα συγκεκριμένο κοινό. Ο Malamud στην ερώτηση κατά πόσον τα έργα του απευθύνονται στους Εβραίους και κατα πόσον ένας μη-Εβραίος είναι ικανός να τα νιώσει και να τα καταλάβει, απαντάει: «Είμαι ευαίσθητος στους Εβραίους και τον Εβραϊκό τρόπο ζωής, αλλά όσον αφορά τη λογοτεχνία δεν
μπορώ να πω ότι αποδέχομαι τη θέση σας: το ότι πρέπει κανείς να ανήκει σε κάποια συγκεκριμένη εθνικότητα ή να έχει ιδιαίτερο χρώμα για να κατα νοήσει πλήρως τις «αποχρώσεις» και τους «παλ μούς» της λογοτεχνίας της. Γράφω με την υπόθεση ότι οποιοσδήποτε διαθέτει κάποια ευαισθησία για τη λογοτεχνία μπορεί να κατανοήσει και να αισθαν θεί τη δουλειά μου».4 Ο Bellow πάλι λέει για το ίδιο ζήτημα: «Έχω πά ντα στο μυαλό μου κάποιον που θα με καταλάβει. Σ’ αυτό βασίζομαι. Όχι σε μια τέλεια Καρτεσιανή κα τανόηση, αλλά σε μια σχετική κατανόηση, που είναι Εβραϊκή. Και σε μια συνάντηση συμπόνοιας και φι λίας που είναι ανθρώπινη. Δεν έχω όμως κάποιον ιδεώδη αναγνώστη στο μυαλό μου. Όχι». Όσο για τον A. Appelfeld, πολύ επιγραμματικά λέει: «Υπήρξα ένα θύμα (του ολοκαυτώματος) και προσπαθώ απλώς να καταλάβω το θύμα».6 Με ποιον τρόπο προσπαθούν αυτοί οι αμφιλεγό μενοι συγγραφείς να κοινωνήσουν τις ιδέες τους και τις θέσεις τους; Τα βιώματά τους συντελούν ώστε να τους οδηγούν σε ένα παραδοσιακό ή ρεα λιστικό τρόπο γραφής; Appelfeld: «Το να καταγρά ψει κανείς τα γεγονότα όπως συνέβησαν, σημαίνει ότι υποδουλώνεται στη μνήμη κι αυτό αποτελεί ένα έλασσον συστατικό της δημιουργικής πορείας. Πι στεύω πως το να δημιουργείς σημαίνει να βάζεις μια τάξη, να ξεδιαλύνεις και να επιλέγεις τις κα τάλληλες λέξεις και τον κατάλληλο ρυθμό που ται ριάζει στο κάθε έργο. Το υλικό προέρχεται πράγμα τι από τη ζωή (καθημερινή ή προσωπική) αλλά, σε τελευταία ανάλυση, το δημιούργημα είναι ένα ανε ξάρτητο ον».7 Ο Max Apple γράφει με ένα έντονο προσωπικό τρόπο, αποφεύγοντας ταυτόχρονα να κάνει τα έρ γα του δυσπρόσιτα και ακατανόητα στο ευρύ κοινό. Θέλει να συμπυκνώσει τα αισθήματά του και να τους δώσει ένταση, γι’ αυτό και αποφεύγει τις εκτενείς περιγραφές και τους πλατειασμούς. Πι στεύει στην αμεσότητα ως τον πιο κατάλληλο τρό πο κοινωνίας και επικοινωνίας.4 Ο Nathaniel West, ένας συγγραφέας τον οποίον εκτιμώ, είχε πει πως ήθελε οι προτάσεις του να προκαλούν εκρήξεις. Αυτές τις εκρήξεις επιδιώκω κι εγώ στην κάθε μου πρόταση. Κι αυτό είναι δύσκολο να το πετύχει κα νείς. Παρ’όλα αυτά όμως η συγγραφική δραστηριό τητα έχει κάποιο ενδιαφέρον για μένα μόνο όταν αυτή η συμπύκνωση είναι εμφανής και παρούσα. Θέλω να τα πω όλα μέσα από μια εικόνα, μια παρά γραφο, μια λέξη».8 Bellow: «Πιστεύω πως όλοι μας έχουμε μέσα μας - από τα παιδικά μας ήδη χρόνια - κάποιον υποβο λέα, κάποιον σχολιαστή που μας συμβουλεύει και μας λέει τι στ' αλήθεια είναι ο πραγματικός κόσμος. Έναν τέτοιον υποβολέα έχω κι εγώ. Και πρέπει να του ετοιμάσω το κατάλληλο έδαφος. Από αυτή την πηγή προέρχονται λέξεις, φράσεις, συλλαβές. Πολ λές φορές είναι μόνο ήχοι τους οποίους προσπαθώ να ερμηνεύσω. Άλλοτε πάλι ολόκληρες παράγρα φοι κατάμεστες από στίξη (...) Προσπαθώ να απο φύγω κοινές φόρμες έντασης και διαστρέβλωσης... Ένας συγγραφέας θα έπρεπε να μπορεί να εκφρά ζεται ελεύθερα, φυσικά, με μια μορφή που να ελευ θερώνει το μυαλό του και την ενέργειά του. Γιατί
χρονικα/17 να μπλοκαριστώ με τις τυπικότητες; Με μια δανει σμένη ευαισθησία; Με την επιθυμία να είμαι “ σω στός";».9 Ο τρόπος που οι συγγραφείς αυτοί αντιμετωπί ζουν τη συγγραφική δραστηριότητα, η επιθυμία τους να βρουν προσωπικούς τρόπους έκφρασης που θα τους αντιπροσωπεύουν και θα εκφράζουν τον εσωτερικό τους κόσμο όσο το δυνατόν καλύτε ρα και η αποδέσμευσή τους από τα λογοτεχνικά κα θεστώτα δεν χαρακτηρίζουν μόνο αυτούς, αλλά και την πλειοψηφία των Αμερικανών συγγραφέων. Αυ τό μας φέρνει στην άποψη που διατυπώθηκε και στην αρχή του κειμένου και η οποία υποστηρίζει ότι, άσχετα από τις καταβολές του συγγραφέα, αν αυτός ακολουθεί το βασικό ρεύμα, τη δεσπόζουσα τάση αυτού που θεωρείται αμερικανικό, δεν αντιμε τωπίζεται σαν να ανήκει σε κάποια μειονότητα. Υπάρχει λοιπόν τελικά «λογοτεχνία των ΕβραίωνΑμερικανών συγγραφέων», ως ιδιαίτερη κατηγορία ή όχι; Ποια από τις δύο απόψεις που αναφέρθηκαν παραπάνω είναι πιο σωστή; Πρέπει άραγε να απο δεχθεί κανείς τη μια σε βάρος της άλλης ή είναι δυνατόν η αλήθεια να βρίσκεται κάπου στη μέση; Γιατί το θέμα τέθηκε πιο έντονα με τους Roth, Malamud, Bellow και όχι με τον Mailer ή τον Salinger; Πόσο είναι ένα πρόβλημα πραγματικά υπαρκτό και όχι ένα ψευδοπρόβλημα της κριτικής και της αγά
πης της για κατηγοριοποιήσεις και σχηματοποιή σεις; Ερωτήσεις τέτοιου είδους μπορούν να προβάλ λουν άπειρες. Συγκεκριμένες ή απόλυτες απαντή σεις δε νομίζω ότι είναι δυνατόν να δοθούν. Ας μην ξεχνάμε ότι τόσο η λογοτεχνία, όσο και η προσέγγι ση και αξιολόγησή της είναι πολύπλευρα ανοιχτές. Και αυτό είναι η μαγεία τους. ΜΑΡΙΑ ΤΣΑΟΥΣΗ Σημειώσεις 1. L. Field, «Bernard Malamud and the Marginal Jew» in R. Astro & J.J. Benson (eds ), The Fiction of Bernard Malamud, Oregon State Univ. Press, σελ. 101. 2. Goy: Ο μη-Εβραίος με σχετικά πρωτόγονη κοινωνική συ μπεριφορά. Ο μέθυσος, αυτός που δέρνει τη γυναίκα του και δεν έχει έλεγχο του εαυτού του. 3. Ph. Roth, «Α Talk with Aharon Appelfeld» in The N.Y. Times Book Review, Feb. 28, 1988. 4. L. Field, ό.π. 5. Plimpton, G. (ed.), The Paris Review Interviews, Writers at Work, Third Series, 1977, o. 187. 6. Ph. Roth, ό.π. 7. ό.π. 8. L. McCaffery & S. Gregory (ed.), Alive and Writing, Inter views with American Authors of the 1980s, Univ. of Illinois Press, 1987. 9. Plimpton, G. (ed.), ό.π., o. 189.
NI K Η Λ Ο ϊ Z I Δ H ΝΙΚΗ ΛΟΪΖΙΔΗ Ο ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ
Μόλις κυκλοφόρησε
0 ΤΖΙ0ΡΤΖΙ0 ΝΤΕ KIPIKO 0 ΜΤΘΟΣ ΤΟΥ ΜΙΝΩΤΑΥΡΟΥ (Κρατικό βραβείο Δοκιμίου)
ΝΕΦΕΛΗ
0 ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ
ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝ1
18/χρονικα
Γράφει η Λεία Χατζοπούλου-Καραβία
To X Παγκόσμιο Συνέδριο Ποιητών στη Μτταγκόκ To X Παγκόσμιο Συνέδριο Ποιητών έγινε φέτος στη Μπαγκόκ της Ταϋλάνδης, από τις 14 μέχρι τις 18 του Νοέμβρη. Περισσότε ροι από 400 σύνεδροι απ’ όλο τον κόσμο μαζεύτηκαν να συζητή σουν τα τέσσερα θέματα που είχαν οριστεί: Η Ποίηση σαν Θεώ ρηση της Ανθρωπότητας, το Έργο και η Θέση της Ποίησης στον Σύγχρονο Κόσμο, Η Ποίηση και το Τραγούδι, Η Ποίηση του Ταξι διού. Μαζεύτηκαν επίσης για να διαβάσουν ή να τραγουδήσουν ποίησή τους, στις 15 του μή να σε διάφορα «πολιτιστικά» κέντρα (Alliance Frangaise, Goethe Institut, British Council, πρε σβείες κ.τ.λ.), και στις 17 του μήνα στο τερά στιο πάρκο του Σανάν Λουάνγκ μπροστά σε πολυάριθμο κοινό: μαθητές, φοιτητές, εργα ζόμενους ανθρώπους, ηλικιωμένους που κά θονταν σταυροπόδι στο χορτάρι και τους επίσημους σε καρέκλες, κάτω από υπόστεγά ή κάτω από τον πολυάστερο ουρανό. Η πιο απλή παρουσία ήταν κι ο σπουδαιότερος «επίσημος» ακροατής. Ο Κυβερνήτης της πόλης (ο Δήμαρχός της, θα λέγαμε εδώ), ο Τσάμλογκ Σριμουάγκ, και η γυναίκα του, πα ραχώρησαν όλα τους τα υπάρχοντα στην πό λη, ζουν σ’ ένα δωμάτιο με μόνη πολυτέλεια ένα τηλέφωνο και μόνο σχεδόν έπιπλο μια... κουνουπιέρα, τρώνε ελάχιστα και βρίσκονται διαρκώς με τους πολίτες, όπου ανάγκη, κοσμοαγάπητοι, ακούραστοι και πάντα χαμογε λαστοί, όπως όλοι οι συντοπίτες τους στη «Χώρα του Χαμόγελου». Ανάμεσα στους ξέ νους ποιητές που απάγγειλαν κείνο το βρά δυ ήταν και ντόπιοι «ξένοι» Ταϋλανδοί από το Βορρά και το Νότο, τα Βορειοανατολικά και τις Κεντρικές Πεδιάδες. Και, φυσικά, πή ραν το χειροκρότημα του λέοντα από το κοι νό, αφού ήταν και οι μόνοι που όλοι μπορού σαν να καταλάβουν. Όλες τις μέρες του συνεδρίου, οι εφημε ρίδες, το ραδιόφωνο, η τηλεόραση, κάλυ πταν κάθε δρώμενο. Κι αν τύχαινε να δημο σιευτεί φωτογραφία ή ποίημά σου σε κάποιο φύλλο, μπορούσες να χαρείς μια σύντομη «διασημότητα» όπου πήγαινες ή έστεκες. Από οργάνωση; Οι ομιλίες είχαν ήδη τυπωθεί σε μεγάλου σχήματος τόμο των 150 σελίδων, σε πάνω από 500 αντίτυπα. Ένας μικρός τό μος παρουσίαζε σε δύο γλώσσες αντικριστά (Τάυ και Αγγλικά) μερικούς από τους ποιη τές. Οι αίθουσες ήταν πάντα ανθοστόλιστες. Από κει και πέρα - αλίμονο σ’ όποιον δε μι λούσε Αγγλικά, αφού δεν υπήρχε μετάφρα ση σε άλλη γλώσσα. Και πολύ συχνά δεν υπήρχε καν μετάφραση στα αγγλικά, όταν οι πολυάριθμοι και βροντόφωνοι Ινδοί (κυρίως από το Μαδράς) απάγγελναν στη γλώσσα
τους, όταν οι Κινέζοι και οι Γιαπωνέζοι τρα γουδούσαν τα ποιήματά τους. Μερικές φο ρές όμως είχαμε τρισδιάστατη εποπτεία του ποιήματος: σε μετάφραση, σε ανάγνωση, σε τραγούδι, όπως ωραιότατα έκανε η Καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Ταμμαζάτ, η Κουαντί Ατταβαβουτιτσάι για κάποιο από τα Νιράτ του «εθνικού» ποιητή της Ταϋλάνδης, του Σούνθορν Που. Το συνέδριο ήταν υπό την αιγίδα της βασι λικής οικογένειας και της κυβέρνησης. Συ χνά είχαμε μαζί μας υπουργούς, όπως τον Γκεν Μανά Ρατανακόσες της Παιδείας, ή το γιο του βασιλιά Μπουμίμπολ Αντουλιαντέϋ, να μας μοιράζει μικρά συμβολικά ενθύμια. Κι αν κάθε συνέδριο είναι ένα πρόσχημα για να γνωρίσεις άλλους ποιητές, οι ώρες που ψιλοκουβεντιάσαμε και δώσαμε και πή ραμε ανάμεσά μας ήταν, τουλάχιστον, όσες κι οι ώρες των συνεδριάσεων. Κι αν κάθε συ νέδριο είναι η αφορμή για να γνωρίσεις μιαν άλλη χώρα ή και για να την αγαπήσεις, όλοι μας μαγευτήκαμε από τα λίγα που είδαμε, την αρχαία Αγιούτια, το Μπάγκπα-ιν, τους ναούς, την κοσμοπλημμυρισμένη κι όμως κα θαρή και κάπως γαλήνια πρωτεύουσα. Μέσα στις διακρίσεις που δόθηκαν, για προηγηθέντα ποιητικό διαγωνισμό, και μια για Έλληνα: το Ντένη Κουλεντιανό, που δεν παρευρισκόταν, ωστόσο. Κι ύστερα; Όπως μετά από κάθε συνέδριο, ύστερα κάποια μελαγχολία. Στις 19 του μήνα έφυγαν οι περισσότεροι, στις 20 οι περισσό τεροι από τους υπόλοιπους. Όσοι περίμεναν πτήση στις 21 ή αργότερα συγκεντρώνονταν σε όλο μικρότερες, όλο νοσταλγικότερες ομάδες. Καλήν αντάμωση στην Αίγυπτο το 1990. Και - όπως είπαμε - θα γράφεις, έτσι; Και μην ξεχάσεις να στείλεις καμιά φωτο γραφία, αν σου πετύχουν... Πάντα θυμάμαι τη Φινλανδή ποιήτρια Edith Sodergran, στο τέλος κάθε συνεδρίου:
«Πώς το καθετί που έχει περάσει είναι εξαίσιο κι ανείπωτο!». Τί μένει από μιαν αγάπη, από ένα συνέ δριο, από μια ζωή, εντέλει; Όνειρο και πάει... Σκεφτείτε όμως τί θα ήταν η σύντομη δια δρομή μας στον κόσμο τούτο δίχως όνειρα.
Η Πράγα
τωνσυγγραφέων
Π Ρ Α Γ Α , η χρυσή πόλη. Η τσεχοσλοβακική πρω τεύουσα στη ν καρδ ιά της Βοη μίας, η πόλη του Μ ολδά βα μ ε τις ένδεκα γέφυρες. Χ ώ ρα του Γ κόλεμ όπου κ υ ρ ια ρ χεί το μυστή ριο, φ υσ ικός τόπος τω ν φ α ντασμάτω ν π ο υ περιδ ια β α ίνουν τα στενοσόκακα · μ ή τρ α του φα ντασ τικού. Π όλη π ο υ του ς κ ή που ς της ύμνησε ο Φ ραντς Β έρφ ελ στα πρώ τα του ποιήμ α τα, ενώ ο Κ ά φ κα και ο Ρίλκε τη βίωσαν ως πόλη πο υ π νίγει τη δημιουργική το υ ς ορμή. Π ρά γα , η πόλη τω ν έριόω ν μ ε τα ξ ύ Τσέχων και Γερμανών. Π όλη των αντιθέσεω ν π ο υ γίνοντα ι εμφανείς στα μνημεία κα ι την αρχιτεκτονική της. Π ί σω από το μπ α ρ ό κ βρίσκετα ι το π νεύμα τη ς α νεξα ρτη σία ς του Γιαν Χ ους, του Μ ίλα ν Κ ούντερα. Π ρά γα της « Ά νοιξη ς» π ο υ β ίαια θα στα ματή σουν τα στρα τεύ μ α τα του Σ υ μ φώ νου τη ς Βαρσοβίας, το 1968. Π ρ ά γα κατεχόμενη πόλη. Π ρ ά γα της «Χ ά ρτα ς ’77», τη ς Χ ά ρ τα ς όχι π ιά μόνο τω ν διανοουμένω ν. Π ρά γα , η πόλη που α γά π η σε π ο λύ η φ α ντα σ ία και δε θα στα ματή σει ν ’ α γ α π ά κα ι να πλα νιέτα ι α δ ιά κοπα σ τους δρόμ ους της. Επιμέλεια αφιερώματος: Ηρακλής Παπαλέξης Ευχαριστούμε θερμά την Τετα Παπαδοπούλου που μας εμπιστεύθηκε πολύτιμο εικονογραφικό υλικό.
20/αψιερωμα
Ηρακλής Δ. Λογοθέτης
απσ-το· Ορια εξουθένωσή
στην αστικού
Χωροχρονικές συσχετίσεις
Όταν ο Paul Valery στο Eupalinos προχωρεί σε αναλογικούς συσχετισμούς ανάμεσα στην αρχιτεκτονική και στη μουσική, αναδιατυπώνει ουσιαστικά, σύμφωνα με τα δικά του αισθητικά μέτρα, την πεποίθηση του Γκαίτε ότι η αρ χιτεκτονική δεν είναι παρά παγωμένη μουσική (Frozen Musik). Ο Μις Βαν ντερ Ρόε, από την πλευρά του, θεωρεί ότι η αρχιτεκτονική είναι χρονική βούληση κλεισμένη στο χώρο. λλά δεν είναι μόνο τα κοινά μορφολογικά στοιχεία της σύνθεσης - μέτρο, αρμονία και ρυθμός - που γεφυρώνουν αυτές τις κατεξοχήν συγγενείς όσο και αντίμαχες τέχνες. Στη σύγκλι ση τους ακριβώς, το Είναι του χώρου όπως δεσπόζεται από την αρχιτεκτονική και το Είναι του χρόνου όπως ξεχύνεται στη μουσική, συνάδουν στην αποθέωση της Μορφής και στην ενό τητα του διηνεκούς χωροχρόνου. Αυτή την αι σθητική ενότητα του χωροχρόνου τη βρίσκει κα νείς, εντονότερα από οποιαδήποτε άλλη πρωτεύ ουσα της κεντρικής Ευρώπης, στην Πράγα. Η πετρωμένη και καθηλωμένη πόλη είναι συνάμα ρευστή και αόριστη. Ενώ κείται στο μεταίχμιο
Α
της ύπαρξης και της απώλειάς της, κάπου ανά μεσα στο ποτέ και στο πουθενά, είναι ταυτόχρο να η πόλη όπου-: όλα - είναι ■για - πάντα - τώρα - εόώ. Οι συγγραφείς της Πράγας είναι διαποτισμένοι από το ρίγος αυτής της συνείδησης, η φλέβα της υδάτινης μουσικής γλώσσας σαλεύει στα γραπτά τους στον ίδιο παλμό με την πνοή της αρχιτεκτονικής γραμμής. Για τους ίδιους λό γους το παρελθόν στην Πράγα έχει οπλισμένο μάτι. Οι χωροτάκτες των εξουσιών που διατάσσουν, κανονίζουν και ελέγχουν το χώρο είναι ανίκανοι να δαμάσουν το χρόνο. Σε μια πόλη λοιπόν όπου η χωροχρονική σύντηξη είναι από λυτη, απειλούνται να χάσουν αργά ή γρήγορα
αφιερωμα/21
ποπιου
και την κυριαρχία του χώρου. Εκείνος που θυ μάται θα μείνει όρθιος για να δει το τέλος του παιχνιδιού. Ο αγώνας του ανθρώπου ενάντια στην εξουσία, που περιγράφεται από τον Κούντερα ως ο αγώνας της μνήμης εναντίον της λή θης, συνεχίζεται. Γιατί ο καρπός της λησμονιάς δε βρίσκει έδαφος να φυτρώσει στο ιστορικό πλακόστρωτο και «αυτοί» ξέρουν καλά, όπως γράφει ο Λάβελ Κόχουτ, ότι ένα όνειρο δεν μπο ρεί να καταστραφεί παρά μαζί με κείνον που το ονειρεύεται. Τα ρεύματα της πόλης, τα καφενεία και οι συναντήσεις στόσο οι αλκοολικοί της εξουσίας δεν στα ματούν αιώνες τώρα να επεκτείνουν τους κύκλους της απεγνωσμένης κυριαρχίας τους στο χώρο της ιστορικής πόλης. Όσοι ξεφεύγουν από την επικράτεια του κουρασμένου θανάτου Φριτς Λανγκ: Der Miide Tod - όπως ο Max Brod πληρώνουν ακριβά τη δραπέτευσή τους αφήνο ντας πίσω τους ένα συντριβάνι αίματος. Όσοι μένουν δεμένοι στην τροχιά της Πράγας αφανί ζονται μαζί της όπως η Milena Jesenska. Ορισμέ νοι επιζούν υφαίνοντας με τον ιστό των ημερών
Ω
τους τους μαιάνδρους μιας νέας, δισυπόστατης, απώλειας. Να πώς αντίκρισα τις φιγούρες τους σ’ ένα από τα πρώτα μου ταξίδια στην Πράγα: «Αφού ξεπούλησαν τη σκιά τους στο διάβολο και το είδωλό τους στον πρώτο καθρέφτη που τους τύφλωσε, δεν σκέφτονται τώρα παρά μόνο τις κηλίδες του. Μα είναι αργά. Νυχτώνει κι αυ τοί περιπλανιώνται ακόμα σε σκοτεινά, λοξά δρομάκια δίχως την παραμικρή έγνοια της προο πτικής. Στα παραπόρτια ζωντανεύουν επίφοβες σκιές. Το καθετί μοιάζει να έχει μια δική του απατηλή και αποκρουστική ζωή. Οι επικλινείς στέγες των-σπιτιών συγκλίνουν παραμορφωμένες σε σφηνοειδή παράθυρα έτοιμα να καταβροχθί-^ σουν τον περαστικό. Στο βάθος κυριαρχούν απροσδόκητες συμφύσεις σκιών και αντικειμέ νων. Την ώρα που η πόλη καταρρέει υπονομευ μένη από την επίβουλη ανεξαρτησία της αρχιτε κτονικής της, τρυπώνουν σ’ ένα απόμερο καφε νείο όπου κυριαρχεί μια ζοφερή παραισθητική ατμόσφαιρα. Ό λα είναι άηχα εδώ. Σερβιτόρες χλωμές σαν κέρινες κούκλες που κινούνται εμ ψυχωμένες από κάποιο κρυφό μηχανισμό σερβί ρουν αχνιστά δηλητήρια στο πρώτο βουβό κροτάλισμα των δαχτύλων. Οι θαμώνες έχουν κάτι
22/αφιερωμα
Είμαι αλλοδαπός όπως εσείς, αλλά γνωρίζω αρκετά την Πράγα και τις ομορφιές της, ώστε να σας προσκαλέσω να με συνοδεύσετε διασχίζοντας την πόλη APOLLINAIRE
από την σφριγηλή κατήφεια των ανθρώπων που είναι υποχρεωμένοι να φορούν στολή. Η ωμότη τα των χειρονομιών τους υπογραμμίζει τη σπα ρακτική αφωνία που σκεπάζει τα πρόσωπα και τα αντικείμενα...». Τέτοια καφενεία υπάρχουν πολλά στην Πρά γα. Πάντα υπήρχαν. Ο ταξιδιώτης τ’ ανακαλύ πτει μόνος του κατεβαίνοντας από το κάστρο του Hradschin όταν κουραστεί να περιπλανιέται στα σοκάκια της Παλιάς Πόλης και είναι έτοιμος να χωθεί στην πρώτη τρύπα πληγωμένος από την εξάντληση του αστικού τοπίου, προσπαθώντας να γλιτώσει από την ομίχλη που κατεβαίνει ψηλά πάνω από τους γοτθικούς πύργους. Σ’ ένα τέτοιο καφενείο πρέπει να συναντήθηκαν, σύμφωνα με τα θρυλούμενα, ο Μότσαρτ και ο Τζιάκομο Καζανόβα, το 1787, ένα μήνα πριν από το ανέβασμα στην Όπερα της Πράγας του «Don Jiovanni». Μαζί με τον λιμπρετίστα Λορέντσιο Νταπόντε σκύβουν ξανά πάνω από το λιμπρέτο του έρ γου. Σέρνουν το δάχτυλο στις αδρότερες σκηνές, επιβεβαιώνουν τη δραματουργική ένταση, σχο λιάζουν τους χαρακτήρες. Καίρια συνάντηση σε καίρια στιγμή μια που ο Καζανόβα ήταν για την εποχή του ο Don Juan ακριβώς. Σε παρόμοιο κλίμα τοποθετείται και η «Ταξιδιωτική συνάντη ση» της Anna Seghers, όπου ο «ενθουσιώδης τα ξιδιώτης», αλλά και μαιτρ των φαντατικών συ ναντήσεων, Ε.Τ.Α. Χόφμαν, ανταμώνει σ’ ένα καφενείο με τον Γκόγκολ (!) και τον Κάφκα (!)
και συζητούν για τη μουσική, τη λογοτεχνία και το θάνατο. Αλλά αν τέτοιες αδύνατες συναντήσεις στοι χειώνουν τον αέρα της Πράγας, καμιά φορά και οι δυνατές αποδεικνύονται το ίδιο απραγματο ποίητες σ’ αυτή την πόλη όπου το πραγματικό και το φανταστικό δρασκελίζουν συχνά το ένα τα σύνορα του άλλου: Το καλοκαίρι του 1984 έφτασα στην Πράγα εφοδιασμένος, από γνωστό Τσέχο εξόριστο συγγραφέα που ζει στο Παρίσι, μ’ έναν κατάλογο που περιείχε ονόματα και διευθύνσεις διανοουμένων και καλλιτεχνών. Μα τους περισσότερους απ’ αυτούς στάθηκε αδύνα τον να τους βρω. Τα τηλέφωνά τους χτυπούσαν σε άλλα αυτιά, στα σπίτια τους έμεναν ξένοι και κανείς, μα κανείς, δε φαινόταν να ξέρει πού ήταν και με ποιο τρόπο θα μπορούσα να τους συναντήσω. Σαν να τους είχε καταπιεί το σκοτά δι και η σιωπή... Τελικά βρήκα μερικούς απ’ αυ τούς, κάτω από συνθήκες άκρως συνωμοτικές, σ’ ένα απόμερο φαρμακείο που μου θύμισε μια πε ριγραφή της Λότε Άισνερ: «Μια ασυνήθιστα παράξενη όψη έχει το εργα στήρι του μικρού φαρμακείου. Μας δίνει την ει κόνα αληθινού εργαστηρίου αλχημιστή, με τα μπουκαλάκια και τα αμέτρητα σκεύη να λά μπουν μυστηριωδώς· σκελετοί και ταριχευμένα ζώα ξεχωρίζουν μέσα στο σκοτάδι σαν φωσφορίζοντα φαντάσματα. Μέσα στη διαβολική ατμό σφαιρα αυτού του χώρου, που μοιάζει σαν να
αψιερωμα/23 βγαίνει κατευθείαν από τον κόσμο του Χόφμαν, νιώθουμε ότι καταστρώνονται μακάβρια σχέ δια...». Αλλά όπως ο φαρμακοποιός της ιστορίας δεν είναι παρά ένας άκακος γεράκος που αρπάζο ντας την κούπα με το δηλητήριο από τα χέρια της νεαρής ερωτέυμένης τη σώζει από βέβαιο θά νατο, έτσι κι εμείς δεν κάναμε τίποτε κακό. Συ ζητούσαμε με τις ώρες για τη μοίρα της λογοτε χνίας και των απαγορευμένων βιβλίων σε μια στρατοκρατούμενη χώρα. Για τη δόξα των χει ρογράφων που αντιγράφονται προσεκτικά για να διαδοθούν χέρι με χέρι σ’ ένα μικρό κύκλο αναγνωστο')ν. Για την αίγλη που χαρίζει στα επικηρυγμένα μυθι στορήματα το ανελέητο κυνηγητό της αστυνομίας. Για την πρωτοφανή έκταση των προγραφών, των συλλήψεων και των εκτοπίσεών συγγραφέων που το μόνο τους αμάρτημα ήταν το ότι εξακολουθούσαν να γράφουν κατά συνείδη ση και όχι κατ’ επιταγήν. Για το πεπρωμένο του καλλιτέχνη που είναι υποχρεωμένος να εργάζε ται κρυφά στο μισοσκότεινο υπόγειο πληρώνο ντας έτσι την αξίωσή του να παραμείνει αδέ σμευτος από οργανώσεις ή κόμματα, εκκλησίες ή αιρέσεις... Μα κι εδώ - όπως κι αλλού άλλωστε ήταν αργά. Η Τσεχοσλοβακία έπρεπε να πιεί μέ χρι το τέλος το πικρό ποτήρι, γιατί κανένα θαυ ματοποιό χέρι δεν υπήρχε να το τραβήξει απ’ τα χείλη της. Εξπρεσιονιστικές συγκλίσεις έχει ήδη γίνει φανερό, το κλίμα της Πράγας εγκυμονεί μια εξπρεσιονιστική Ο πως προδιάθεση. Οι συγγραφείς της από τον Γκούσταβ Μέυρινκ μέχρι τον Μίλαν Κούντερα - του Αστείου - την αξιοποίησαν με τον αισθητικότερο τρόπο. Αλλά για την ατμόσφαιρα της πόλης μπο ρεί να μας μιλήσει πειστικότερα η συμπόρευση της λογοτεχνίας της και του πρώιμου εξπρεσιονιστικού κινηματογράφου. Και για να υπογραμμί σουμε το χαρακτήρα αυτής της συμπόρευσης, δεν θα έπρεπε να ξεχνάμε ότι πραγματοποιείται σε μια εποχή που η επιδίωξη του λογοτεχνικού σεναρίου από τον Καρλ Χάουπτμαν, τον Χανς Έβερς και άλλους συγγραφείς, καταλήγει σε μια εκστρατεία υπέρ της έννοιας του Autorenfilm: υποστηρίζεται δηλαδή η άποψη ότι μια ταινία πρέπει να προκύπτει - και να κρίνεται - ως έργο του συγγραφέα-σεναρίστα μάλλον παρά του σκηνοθέτη ή, πολύ περισσότερο, του παραγω γού. Κάτω από αυτό το πρίσμα πρέπει να θεωρηθεί η εργασία του Πραγινού σεναρίστα και συγγρα φέα Χανς Γιάννοβιτς στην πρωτοποριακή ταινία του Robert Nime, Το εργαστήρι τον Δρ. Καλιγκάρι. Ο Κρακάουερ στο βιβλίο του «Από τον Καλιγκάρι στον Χίτλερ» μας γνωρίζει ότι η δε
δηλωμένη πρόθεση του Γιάννοβιτς και του συ νεργάτη του Καρλ Μάγιερ ήταν να καταδείξουν με αδρά μέσα τον εγκληματικό παραλογισμό μιας κοινωνικά ανεξέλεγκτης εξουσίας. Ο επίσης Πραγινός συγγραφέας και χαράκτης Άλφρεντ Κούμπιν δημοσίευσε το 1922 μια ιστορία με τίτλο
24/αφιερωμα Die Aijdere Seite (Η άλλη σελίδα) όπου ο μοναχι κός άνθρωπος περιλανιέται στους σκοτεινούς δρόμους της Πράγας κυριαρχημένος από δυνά μεις αλλόκοτες, έρμαιο μιας δύναμης τυφλής και αποτρόπαιης... Η ατμόσφαιρα του παραλογισμού της σκοτεινής και απρόσωπης εξουσίας που φτάνει στη λογοτεχνική της κορύφωση με τη Δίκη του Κάφκα, αποτελεί κοινό θέμα για πολ λούς από τους Πραγινούς συγγραφείς των αρχών του αιώνα. Ο Γκούσταβ Μέυρινκ στο Golem δί νει έμφαση στο φανταστικό στοιχείο όπως και στην αρχιτεκτονική εκφορά της παράφορης ιδεοληψίας του κακού. Η Λότε Άισνερ γράφει στο βιβλίο της «Η δαιμονική οθόνη» για την κι νηματογραφική μεταφορά του Golem: «Στο έργο του Γκούσταβ Μέυρινκ, το Golem, τα σπίτια στο γκέτο της Πράγας, που έχουν ξεπεταχτεί σαν χορτάρια, μοιάζουν να έχουν μια δική τους απατηλή ζωή “όταν η φθινοπωρινή ομίχλη λιμνάζει τα βράδια στους δρόμους και καλύπτει τους αδιόρατους μορφασμούς τους” . Κατά ένα μυστηριώδη τρόπο οι δρόμοι αυτοί κα ταφέρνουν να απαρνούνται τη ζωή και τα συναισθήματά τους κατά τη διάρκεια της μέρας και να τα δανείζουν στους κατοίκους τους, σ’ αυτές τις αινιγματικές υπάρξεις που περιπλανιούνται άβουλα και που κάποιο αόρατο, μαγνητικό ρεύ μα τούς έχει δώσει μια άτονη ζωή. Τη νύχτα όμως, τα σπίτια αυτά επανακτούν τη ζωή τους, πιο έντονη μάλιστα, από τούτους τους εξωπραγ ματικούς κατοίκους τους· σκληραίνουν, ενώ οι πονηρές προσόψεις τους γεμίζουν από μοχθηρία. Οι πόρτες τους γίνονται ορθάνοιχτες σιαγόνες και οισοφάγοι που στριγγλίζουν». Η φασματική ατμόσφαιρα της πόλης γίνεται ακόμη εντονότερη στην ταινία «Ο φοιτητής της Πράγας» εμπνευσμένη από το μυθιστόρημα Πέτερ Σλέμιχλ και από το έργο του Ε.Τ.Α Χόφμαν «Περιπέτεια της νύχτας του Αγίου Συλβέστρου». Το φιλμ, όπως και η ιστορία του Χόφμαν, είναι βουτηγμένο στον αντίλαλο της νοσταλγίας του ανθρώπου που έχασε τη σκιά του. Ο Βέγκενερ γύρισε την πρώτη βερσιόν της ταινίας στην πα λιά πόλη της Πράγας, εκεί όπου ο μεσαίωνας εί ναι ακόμα ολοζώντανος, μεγάλες κολόνες ρί χνουν τη βαριά σκιά τους πάνω στις μυστικές συναντήσεις των ερωτευμένων, ενώ μια υγρή με λαγχολία ξεχειλίζει από τα στενοσόκακα και τις πέτρινες χορταριασμένες γέφυρες. Η δαιδαλώδης ψυχή της πόλης φαίνεται εδώ προικισμένη με κάποιο μεταφυσικό νεύμα απελπισίας. Πυρο βολώντας το είδωλό του στον καθρέφτη ο φοιτη τής της Πράγας επιχειρεί να δραπετεύσει από την ιλιγγίώδη μέθη της κρυπτογραφημένης απουσίας του. Η χαμένη σκιά του δεσπόζει πά νω από την πόλη, όμως η ψυχή του δεσπόζεται από αυτήν ακριβώς την κρυπτική και κυριαρχη μένη από άλογες δυνάμεις πόλη...
Στην ίδια θεματική γραμμή κινείται και το εξπρεσιονιστικό δράμα του γερμανόφωνου Πραγινού συγγραφέα Φραντς Βέρφελ Der Spiegelmensch (Ο άνθρωπος-καθρέφτης), όπου ο μονα χικός του ήρωας μάχεται απεγνωσμένα να ξεφύγει από τον εφιαλτικό κόσμο των καθρεφτών που εξουθενώνουν την ψυχική του αντίσταση καθρεφτίζοντας μια σειρά τρομακτικές παρα μορφώσεις. Η ίδια του η ζωή απειλείται από την παροξυσμική απόσχιση των αντικειμένων από τον περιβάλλοντα χώρο, οι φιγούρες καθώς με γαλώνουν συνταράζονται από μια αλλόφρονα αστάθεια, το καθετί τρέμει από ένα είδος εναγώ νιας προσδοκίας του αδύνατου. Ο ήρωας έχει μεταβληθεί πλέον σε μια αδιάστατη σιλουέτα και καθώς μονάχα μια αδύνατη κλωστή τον συνδέει με την πραγματικότητα, τα πάντα είναι δυνατόν να του συμβούν. Από το σημείο αυτό βέβαια ώς την καφκική Μεταμόρφωση του Γκρέγκουαρ Σάμσα σε σκαθάρι, η απόσταση έχει σχεδόν εκ μηδενιστεί. Ο ι εξόριστοι και οι φ υγάδες και η Πράγα στάθηκε πάντοτε φιλόξενη ξένους συγγραφείς, υπήρξε για τους Α νστους
αφιερωμα/25 δικούς της ένα κατώφλι φυγής. Στα ταραγμένα χρόνια της δημοκρατίας της Βαϊμάρης τα έντυπά της είναι γεμάτα από συνεργασίες όλων των γνω στών γερμανόφωνων συγγραφέων. Ο Ρόμπερτ Μούζιλ εργάζεται σε διάφορες γερμανόφωνες εφημερίδες της Πράγας, ο Γιόζεφ Ροτ συχνά δη μοσιεύει στον «Τύπο της Πράγας», ο Ερνστ Μπλοχ, ο Βάλτερ Ρατενάου και ο Κουρτ Βολφ συνεργάζονται τακτικά με τα περιοδικά και τις επιθεωρήσεις της Βοημικής πρωτεύουσας. Μετά την άνοδο του .Χίτλερ στην εξουσία μια πλειάδα Γερμανών συγγραφέων, καλλιτεχνών και δια νοουμένων εγκαθίστανται στην Πράγα. Ανάμεσά τους ο Τόμας και ο Χάινριχ Μαν, ο Μπέρτολτ Μπεχτ, ο Ερνστ Μπλοχ... Η γερμανόφωνη κουλ τούρα επιστρέφει σ’ ένα από τα λιγοστά πλέον ελεύθερα λίκνα της. Ωστόσο η Πράγα προκαλεί στους συγγραφείς μια διαρκή κρίση αμφιθυμίας. Τόπος κλειστός που υποβάλλει σχεδόν αυτόματα μιαν ένταση δραματουργική αλλά και πολιτεία ρευστή με ασαφέστατη περίμετρο, εγκαλεί τους συγγραφείς της σε διαρκείς δίκες, τους διώχνει μακριά την ίδια στιγμή που τους σφίγγει αυτοκτονικά στην αγκαλιά της. Έτσι ο Ρίλκε αποστρέφει το βλέμ μα του «από τη γιγαντιαία εποποιία της αρχιτε κτονικής της». Αν και η περίοδος 1892-1897 που ζει στην Πράγα είναι εξαιρετικά παραγωγική, τόσο σε ποιητικά σχεδιάσματα όσο και σε θεα τρικά έργα, θα εγκαταλείψει την πόλη για να εγκατασταθεί πρώτα στο Μόναχο και να επιδοθεί στη συνέχεια σε μια ατέλειωτη περιπλάνηση.
26/αψιερωμα
Αν και η Πράγα δεν παύει άλλοτε να υποφώσκει στο έργο του κι άλλοτε να εμφανίζεται καθαρά, όπως στις «Δύο ιστορίες της Πράγας», η τροχιά του έχει αποσπαστεί οριστικά από τη δική της. Ο Φραντς Βέρηελ οραμστιστής συγγραφέας που ξαναζωντάνεψε στο έργο του τους θρύλους και τις σκιές της παλιάς πόλης προβάλλοντας σε κεκλιμμένα κάτοπρα τις τελευταίες εικόνες της φανταστικής πόλης, η οποία στέκεται αντίμαχη με τους κατοίκους της, δεν θ’ αντέξει για πολύ την ατμόσφαιρα αυτού του «θανάτου εν προόδω» ούτε το κλίμα της πατρικής τυραννίας που περιγράφει στο έργο του «Πατέρας και γιος». Δραπετεύοντας από την υποχθόνια μαγεία της πόλης, θα εγκατασταθεί στο Αμβούργο. Οι αμφιρρέπουσες σχέσεις του Κάφκα με την πόλη έχουν ερευνηθεί διεξοδικά. Περισσότερο Πραγινός απ’ όλους τους Πραγινούς συγγραφείς, θα δει το εκτόπλασμα της πόλης, της οποίας ο ίδιος δημιούργησε την πνιγηρή αφωνία και τα αγω νιώδη αδιέξοδα, να μεταστρέφεται από τοπίο της δόξας του σε πεδίο της ήττας του. Ύστερα από μια πολυετή και επώδυνη συστροφή γύρω από το πρόβλημα του αγχωτικού εγκλεισμού του στην πόλη και της επικείμενης αναχώρησής του, μετά από δισταγμούς, αναβολές και διαρκείς υπαναχωρήσεις με τις οποίες η ημερομηνία της φυγής του προβάλλεται σε μια καθολική απου σία του χρόνου, καταλήγει στο Βερολίνο. Ο επι στήθιος φίλος του Max Brod θα προλάβει με τα
δόντια το τελευταίο τραίνο για την Κρακοβία, μια μέρα πριν οι ναζί εισβάλουν στην Πράγα... Αντίθετα η αρραβωνιαστικιά του Κάφκα, Mile na Jesenska, θα επιστρέφει από τη Βιέννη στην Πράγα, θα φυλακιστεί από τους χιτλερικούς στο Ράβενσμπρουκ και θα πεθάνει στην Πράγα. Μα ζί με τον Πωλ Άπλερ, που επίσης επέστρεψε και πέθανε στην Πράγα, θα είναι από τις λιγοστές φυσιογνωμίες που συνέδεσαν ώς το τέλος το πε πρωμένο τους με τη μοίρα της πόλης. Αλλά το κύμα των εξόριστων και των φυγάδων συγγραφέων που σημαδεύουν με την απου σία τους το σώμα της πόλης περισσότερο από οποιαδήποτε παρουσία, αφού ανακόπηκε για τριάντα περίπου χρόνια, ξανάρχισε από το 1968 και μετά να κυλάει ορμητικότερο παρά ποτέ. Ο φιλόσοφος Jan Patocka έμεινε στην Πράγα και πέθανε κάτω από τραγικές συνθήκες ύστερα από πολύωρη εξαντλητική ανάκριση, ο Σέιφερτ, εθνικός ποιητής της Τσεχοσλοβακίας, ζει σαν ερημίτης στο κέντρο της πόλης, ο Κάρελ Κόζικ παραμένει αφανισμένος, ο Βάσλαβ Χάβελ, κυριότερος συντάκτης της «Χάρτας 77» και ο Μι λάν Χουμπλ μπαινοβγαίνουν στις φυλακές... Αλλά ο Μίλαν Κούντερα εξορίστηκε στο Παρίσι, ο φυσικός Janouch Frantisek εγκαταστάθηκε στη Σουηδία, ο Κάρελ Κάπλαν διώχτηκε στο Μόνα χο, ο ιστορικός Βίλεμ Πρέκαν ζει στη Δυτική Γερμανία. Και ο Πάβελ Κόχουτ ακόμα, το αγα πημένο παιδί της πόλης, αφού κρατήθηκε όσο
αφιερωμα/27 μπόρεσε, με νύχια και με δόντια, στην Πράγα, κάνοντας την περίφημη δήλωση: «Εγώ προσωπι κά μένω στην Τσεχοσλοβακία γιατί δεν έχω μά θει να χτυπώ τις πόρτες και να το βάζω ύστερα στα πόδια!», τραβήχτηκε νικημένος από τα υπέρτερα χτυπήματα της εξουσίας, στη Βιέννη. Το εκκρεμές της ατελείω της Α ίκ η ς Hus, που ύστερα από το θάνατό της Ιεράς Εξετάσεως, οι Α πότουτονστηνJan πυρά αποσυνάγωγοι μαθητές του ίδρυσαν στην Πράγα το πανεπιστήμιο του Καρόλου, ως τη μοναχική φιγούρα του Σέιφερτ, οι συγγραφείς της πόλης μάχονται ασταμάτητα για την αξιοπρέπεια του ανθρώπου εναντίον των εξουσιών που προάγουν το θάνατο. Από τη σκωπτική, βλάσφημη και απόλυτη γλώσσα του Γιαροσλάβ Χάσεκ ώς τον ανυπότακτο συνεχιστή της παράδοσής του Μπόχουμηλ Χράμπαλ, οι συγγραφείς της Πράγας σμιλεύουν τη μορφή του κόσμου σ’ ένα μοναδικό βάθρο ερμηνείας: «η ομορφιά τον ανθρώπου εί ναι προϊόν της συνείδησής του απέναντι στη ζωή». Σήμερα όμως ένα πικρόχολο μαύρο σύννε φο σκεπάζει τον ορίζοντα: «Η κεντρική Ευρώπη», γράφει ο Μίλαν Κού-
ντερα, «είναι εδώ και εξήντα χρόνια ένας καθρέ φτης στραμμένος προς το τέλος της Ευρώπης. Αυτή η πολυεθνική πατρίδα μου έχει σχιστεί σή μερα στα δυο, λησμονημένη και αποκλεισμένη κι απ’ αυτήν ακόμα την έννοια της Δύσης. Κι όμως αυτή έδωσε στον κόσμο σχεδόν όλες τις μεγάλες ωθήσεις του πνεύματος σ’ αυτόν τον αιώνα, από τη βιεννέζικη ψυχανάλυση ώς τον στρουκτουρα λισμό που γεννήθηκε στην Πράγα. Αυτή έθεσε επίσης για πρώτη φορά το ερώτημα σχετικά με το θάνατο της Ευρώπης...». Τώρα ο καθρέφτης του τέλους στρέφεται ανα γκαστικά στο πρόσωπο της Πράγας. Η δύση των πολιτισμών που έφεραν στην επιφάνεια οι δια σταυρούμενες γλώσσες της ορίζει μια τοπολογία του ανύπαρκτου, πέρα από την οποία η προσπά θεια της ύπαρξης είναι ματαιωμένη από την αμορφία του πεδίου. Η αγωνία διυλισμένη στο ημίφως μιας φθίνουσας πολιτικής ταυτότητας, προσλαμβάνει τα χαρακτηριστικά της οριστικής στάσης που καταφάσκει στο θάνατό της σαν να πρόκειται για το θάνατο ενός άλλου. Ο κόσμος αποκαλύπτεται με τη σειρά του σαν μια κατα κερματισμένη ενότητα, ένα σχήμα αενάως ημιτε λές. Ακόμα περισσότερο: η εντέλεια αυτού του σχήματος της βιωμένης εμπειρίας βρίσκεται
28/αψιερωμα ακριβώς στην ανικανότητά του να ολοκληρωθεί. Μετά τη Βιέννη, και την κατάρρευση της χιλιό χρονης Κακανιανής αυτοκρατορίας του Μούζιλ, η Πράγα γίνεται με τη σειρά το αθόρυβο, και γι’ αυτό προνομιούχο, παρατηρητήριο του τέλους του κόσμου. Αλλά όχι με την έννοια που το ήθε λε ο Καρλ Κράους στο δράμα του «Οι τελευταίες μέρες της ανθρωπότητας», ούτε βέβαια με την απρόσκοπτη μουσική τονικότητα που θα προσέδισε την ποιότητα της τελείωσης στο τέλος, όπως το οραματίστηκε ο Έγκον-Έρβιν Κις. Γιατί στους Πραγινούς συγγραφείς και ποιητές της τε λευταίας περιόδου το τέλος συστρέφεται γύρω από την αφωνία του παρόντος. Γίνεται σπαρα κτικό, γιατί δε συνοδεύεται καν από τα επιθανά τια τινάγματα της απελπισίας. Ό λα είναι βου βά, γιατί το δυνητικό σημείο άρθρωσης της έσχατης κραυγής φαντάζει απονενοημένο. Η εξάντληση της ιεραρχίας των αξιών στερεί τη γραφή από το κίνητρο της αναβάπτισης των λέ ξεων. Και η προκύπτουσα σιωπή πολύ απέχει απ’ το να αποτελεί το αντηχείο της αρχέγονης λέξης, όπως το επιθυμούσε ο Χάιντεγγερ. Αντί θετα επικυρώνει την καταστροφή της γλώσσας που κατασχέθηκε από την ιδεολογία, για να κα ταντήσει επικοινωνιακή καρικατούρα κατάλλη λη να στολίζει τις εξέδρες των επισήμων κατά τις παρελάσεις με ιαχές και συνθήματα αποκρουστικής ηχητικής. Το κακό ανυψώνεται στη νιοστή δύναμη της θνήσκουσας πολιτικής εμπειρίας, επειδή το ανθρώπινο βλέμμα αποστρέφεται το είδωλο του υποκειμένου του. Αλλά, όπως γράφει ο Κάρελ Κόζικ στη «Διαλεκτική της κρίσης», «αν σ’ αυτό το κακό άπειρο όλα χάνουν το εσωτερικό τους νόημα, τα πράγματα αποπραγματοποιούνται ενώ οι άνθρωποι πραγματοποιούνται, αν όλα είναι αδιάφορα, γιατί είναι ανταλλάξιμα και χειραγωγήσιμα, ο μηδενισμός αναδεικνύεται σαν τελευταία συνέπεια και λογική έκβαση της αναφερόμενης βασικής αναγωγής στην οποία είναι βασισμένο το σύστημα της γενικής χειραγώγη σης». Ωστόσο η καταγγελία του μηδενισμού από τον φιλόσοφο υπερβαίνει τα όρια ενός άδηλου ιστο ρικού γίγνεσθαι και, όπως κάθε αξιωματική απόφανση, τείνει να ναυαγήσει στην ελαχιστοποίηση της προοπτικής της. Ό ταν ο Κούντερα ορίζοντας τη στάση του ως συγγραφέα λέει: οφείλω να είμαι εκεί και να καταγράφω το τέλος δεν καταφάσκει σε κανενός είδους μηδενισμό. Ξέρει απλούστατα ότι το επαπειλούμενο βρίσκε ται επί θύραις, ότι η ανθρωπιά του ανθρώπου δοκιμάζεται δεινά από τις δυνάμεις της συνειδη σιακής χαύνωσης και ότι το σύστημα της γενικής χειραγώγησης απειλεί με τους τριγμούς της κα τάρρευσής του ολόκληρη την κοινωνία. Η μέγιστη πραγματικότητα σήμερα έγκειται στη χειραφέτηση των διαφωνιών, στην αναγνώ
ριση της ιδιότυπης μοναδικότητας των διανοητι κών συμβάντων, στον αναγραμματισμό της τρέ χουσας λογικής και στην υποδοχή του φανταστι κού ως συστατικού μέρους του πραγματικού. Στο κατώφλι τέτοιων θεωρήσεων η ζωή - όπως και ο θάνατος άλλωστε - με κανένα τρόπο δεν αποτελεί απλώς βιολογικό γεγονός. Η παραίτη ση και η εκμηδένιση του ανθρώπου, σ’ οποιαδή ποτε εποχή κι αν τοποθετηθούν, σηματοδοτούν την αρχή του αποτρόπαιου. Ό πω ς οι προσωπί δες έρχονται στην επιφάνεια μετά το ναυάγιο των προσώπων, έτσι κι ο άνθρωπος που αρνείται να κατοικήσει την αλήθεια του Είναι του, στέλνει σαν ψευδώνυμο αντιπρόσωπό του στον κόσμο το αντεστραμμένο του είδωλο. Δείχνοντας την κατερείπωση των αξιών με τις οποίες γαλουχήθηκε η πόλη, οι συγγραφείς της κάνουν αισθη τό εκείνο που λείπει από τη φαντασμένη Ολότη τα των εξουσιών της τεχνικής ώστε ν' αξίζει την προσοχή μας. Εδώ δεν πρόκειται για κάποιον γλυκόπιοτο και αυτάρεσκο πεσιμισμό, ούτε για μια ενήδονη πτώση στην αφηρημένη σκέψη, μα για την καταγγελία του προφανούς, για τα βήμα τα της προσπέλασης στις καταστάσεις του πραγ ματικού κόσμου, που συχνότατα ξεγυμνώνουν τα καταγέλαστα «γεγονότα» στα οποία στηρίζουν τον κυνικό πραγματισμό τους οι επίγονοι του θε τικισμού. Η συνειδησιακή αγιυνία των Πραγινών λαξεύει τη μορφή της μέσα σε μια σύγκρουση κα τά την οποία οι κατήγοροι σωπαίνουν και οι αθώοι εξουθενωμένοι από τη διαρκή ταλάντωση του εκκρεμούς απαιτούν να τελειώσει, επιτέ λους. η Δίκη. Η νοσταλγία ενός όποιου τέλους είναι πλέον τόσο δυνατή, που κανείς δε νοιάζε ται να προδικάσει το αποτέλεσμα. Κι όπως το περιθώριο αναγνωρίζεται από την κρίση της πε ρί εχόμενης μορφής, έτσι κι εδώ μια κραυγή ωριμασμένη στο σκοτάδι και την ερήμωση φτάνει ώς τ’ αυτιά μας σαν αλλόδοξο μήνυμα. Πρόκειται για τη φωνή του Βάσλαβ Χάβελ που με προφητι κούς πόνους απευθύνεται στον πρόεδρο των τανκς Γκούσταβ Χούσακ: «Χρόνια τώρα το καθεστώς περιφρονεί το μο ναδικό και το απρόβλεπτο. Όμως, θα ’ρθει η στιγμή που ένα μυστικό, χρόνια κρυμμένο, θα φανερωθεί και θα είναι μια μεγάλη έκπληξη για όλους μας. Θα ξαναρχίσει όλη αυτή η «αταξία» της ιστορίας που είχε καθηλωθεί από την τεχνική «τάξη». Ένας μηχανισμός που λειτουργούσε φαινομενικά ομαλά εδώ και τόσα χρόνια, δίχως παραλλαγές και περιπλοκές, θα καταρρεύσει σε μια και μόνη νύχτα. Μια ομάδα που δημιούργη σε την εντύπωση πως θα έμενε στην εξουσία για πάντα - αφού καμιά δύναμη δεν μπορούσε να την αμφισβητήσει σε τούτη τη χώρα των ομόφω νων εκλογών - θα διαλυθεί ξαφνικά. Έκπληκτοι Ηα διαπιστώσουμε πως όλα είναι διαφορετικά απ' ό,τι πιστεύαμε...».
αφιερωμα/29
Jean-Jacques Pollet
Χώρα του Γκόλεμ
Πράγα, χώρα του φανταστικού. Ο Γκουστάβ Μέυρινκ τη γέμισε με τα φαντασματά του που στοιχειώνουν το γκέτο και το ποτάμι της. Πράγα είναι για τον Γκούσταβ Μέυρινκ ο τόπος του φανταστικού' εδώ διαδραματί ζονται τα δύο πιο γνωστά του μυθιστορήματα: Το Γχόλεμ και Η νύχτα της Βαλπονργίας. Και για ν’ αρχίσουμε από τα βιώματα: Ο Μέυ ρινκ φθάνει στην Πράγα με τη μητέρα του το 1883, έφηβος, και φεύγει από την πόλη κάπου εί κοσι χρόνια αργότερα, το 1904, μετά από ένα σκάνδαλο, που κατέστρεψε τη φήμη του ως τρα πεζίτη και στάθηκε αποφασιστικό για τη σταδιο δρομία του στα γράμματα, Η παραμονή του, λοιπόν, στην Πράγα είναι σχετικά μικρή, παρ’ όλο που θεωρείται τυπικός εκπρόσωπος της πόλης, Η σπουδαιότητα του χώρου αποφασίζεται πρώτα στη γραφή. Πρέπει να δεχτούμε να δια βάσουμε την Πράγα μέσα από τη φαντασία του Μέυρινκ, Μια μελέτη σχετική με τους χώρους που προτι μά το φανταστικό θα ήταν ενδιαφέρουσα. Τα φαντάσματα, σίγουρα, δεν εγκαθίστανται οπου
Η
δήποτε. Ο χώρος που ευνοεί το φανταστικό δεν είναι απλό ντεκόρ, στοιχείο γραφικότητας. Ό πω ς άλλωστε και στη λογοτεχνία που ονομά ζουμε «ρεαλιστική», η γεωγραφία εισχωρεί και εδώ, με πρωτοτυπία, συμπληρώνοντας την αφη γούμενη ιστορία. Ο χώρος του φανταστικού, όπου και να εντοπίζεται, φαίνεται να υπακούει πάντα στον ίδιο κώδικα: τόπος οικείος, γνω στός, ενσωματωμένος στον τρόπο σκέψης μας στο τοπίο μας. Τόπος που κρύβει παρ’ όλα αυτά μέσα του, συχνά στα βάθη του, σε υπόγειους χώ ρους, μια υπόκωφη απειλή, ξεχασμένη, απωθημένη κάτω από τη φαινομενική τάξη. Ο πύργος στο γοτθικό μυθιστόρημα, η ομιχλώδης χέρσα γη στο schimmelreiter του Τεοντόρ Στορμ. το σπίτι του Usher «στην άκρη του μαύρου πένθιμου βάλ του» στον Ε.Α. Πόε αποτελούν παραλλαγές στο ίδιο θέμα. Ο Γκούσταβ Μέυρινκ διαλέγει την Πράγα και δεν παραλείπει να θυμίσει ότι το τσέ χικο «Praha» θα σήμαινε «κατώφλι». Η φαντα στική προέκταση σ’ αυτό το χώρο-κατώφλι χτί
30/αφιερωμα ζεται στο εσωτερικό του αφηγήματος σε πολλά επίπεδα. Η Πράγα εμφανίζεται σαν χώρος συμ βολικός, χώρος μυθικός, χώρος μοιραίος. Το Γκόλεμ είναι το μυθιστόρημα του γκέτο της Πράγας. Οι περιγραφές, αρθρωμένες κυρίως σε ανθρωπομορφικές μεταφορές, τον προσυπογρά φουν σαν χώρο τερατωδίας, αναρχίας, παρακ μής, δολιότητας, οργής: σπίτια λοξά με παράθυ ρα καγκελόφρακτα, στενά, με υπόστεγα που χά σκουν σαν «μεγάλα μαύρα σώματα ζώων έτοιμα να ουρλιάζουν με μίσος». Ο κόσμος που κινείται στα στενοσόκακα, αποπνέοντας το έγκλημα, εί ναι ένας κόσμος παρακμασμένος (η Ροζίνα - η πόρνη, ο Ζακοκίρ - ο κωφάλαλος) ή διεστραμμέ νος (ο Βάσορυ - ο δαιμονικός γιατρός, ο Βασσερτρούμ - ο απατεώνας παλαιοπώλης). Θέατρο αυτής της διαφθοράς το καμπαρέ «Λουαζίτστσεκ» όπου «σ’ έναν απέραντο ανθρώπινο στρό βιλο» ανακατεύονται ράτσες, τάξεις και φύλα, όπου «κύριοι με φράκο» συντροφεύουν αμφίβο λα υποκείμενα, πόρνες και τραβεστί. Αλλά αν το γκέτο, με τα δρομάκια και τα υπό γεια, είναι πράγματι ένας χώρος απώλειας (στην κυριολεξία τόπος όπου κινδυνεύεις να χαθείς), είναι ακόμα ακριβώς ένα γκέτο: δηλαδή τόπος κλειστός, περιορισμένος στο χώρο της πόλης. την άλλη μεριά του Μολδάβα βρίσκεται το αντίθετό του, η συνοικία τον Χρατσάνυ, με την περήφανη αέρινη αρχιτεκτονική της. Πέτρι να αψιδωτά υπόστεγα και μεγάλες είσοδοι «που τις διασχίζεις», παλάτια σε στιλ μπαρόκ «με τις σκαλιστές τους πόρτες, όπου κεφάλια λιονταριών δαγκώνουν μπρούτζινους χαλκάδες», στέ γες και αετώματα που φαντάζουν «σ’ έναν ουρα νό γεμάτο πουλιά». Ακριβώς το αντίθετο της πιεστικής ατμόσφαιρας του γκέτο. Το τοπίο της Πράγας προσφέρει έτσι την αντιπαράθεση δύο κόσμων που αντιτίθενται σαν τάξη και χάος, σαν αρχιτεκτονική της γαλήνης και αρχιστεκτονική της αγωνίας. Και ο ήρωας του Μέυρινκ είναι ακριβώς αυτός που περνά από τον ένα κόσμο στον άλλο αυτός που διασχίζει το «κατώφλι». Ο Πέρναθ σταματά στη γέφυρα πάνω από το ποτά μι, κοιτάζει τα νερά που αναβράζουν και συνει δητοποιεί ότι το σπίτι του δεν είναι σε καμιά από τις δύο όχθες. Ό ταν ο μυθιστοριογράφος Μέυρινκ επισκέ πτεται πάλι την Πράγα το 1917 με τη Νύχτα της Βαλπουργίας, το ντεκόρ αλλάζει. Ξαναβρίσκουμε βέβαια στην αρχή του μυθι στορήματος το ίδιο συμβολικό μοίρασμα του το πίου της πόλης, την αντίθεση ανάμεσα στις δύο συνοικίες. Από τη μια μεριά του Μολδάβα το Χρατσάνυ, όπου η αριστοκρατία ζει έξω από το χρόνο, από την άλλη «κάτω», «η πόλη», «ο κό σμος» όπου βασιλεύει η μιζέρια, όπου το «αμεί λικτο χέρι του πολέμου άφησε τα ίχνη της κατα
Σ
στροφικής του μανίας». Αυτός ο κόσμος που οι κάτοικοι του Χρατσάνυ βλέπουν μόνο με το τη λεσκόπιο· τόσο πολύ θέλουν να προφυλάξουν τον εαυτό τους από την επαφή του. Καταγέλα στη προφύλαξη, γιατί το ίδιο το Χρατσάνυ αντί θετα από το πώς μας το εμφανίζει ο συγγραφέας στο Γκόλεμ, όπου είναι το σύμβολο της τάξης, κρύβει μέσα του την απειλή της μανίας, της τρέ λας: «δεν πρόσεξες ότι είναι όλοι τους τρελοί εκεί κάτω στην Πράγα; Όταν οι άνθρωποι συναντιώνται στο δρόμο, βλέπεις να χαράζεται στα χείλη τους ένα σαρδόνιο χαμόγελο, ο ένας προ σπαθεί να κάνει τον άλλο να πιστέψει ότι κάτι ξέρει σε βάρος του. Βέβαια, άλλη είναι η τρέλα εδώ ψηλά στο Χρατσάνυ. Μοιάζει περισσότερο με πετρωμένη τρέλα. Σαν να ’μεναν τα πάντα εδώ καρφωμένα στη θέση τους... Μα αν κάποτε, κάποια μέρα έρθει το ξέσπασμα, θα δεις να ξυ πνούν αυτοί οι πέτρινοι κολοσσοί και να κατα λύουν την πόλη...» Η αρχιτεκτονική του Χρατσάνυ έχει χάσει τη μεγαλοπρέπεια που τη χαρακτηρίζει στο Γκόλεμ. Δεν είναι πια η περηφάνεια ενός τόπου προφυλαγμένου από την παραφορά, αλλά η απατηλή σιωπή ενός ορυκτού κόσμου του οποίου κάθε πέτρα «διηγείται ένα τρομακτικό φριχτό παρελ θόν», κάθε εκατοστό αφήνει μια μυρωδιά αίμα τος. Από τη στιγμή που το τοπίο της πόλης στην φαντασία του Μέυρινκ αποτελεί πράγματι τη συμβολική απεικόνιση μεταξύ τάξης και χάους,
Η Πράγα είναι απ' αυτές τις πόλεις που είναι όμορφες και εξαιρετικά ευχάριστες για να την ονειρεύεσαι πριν πας να τη γνωρίσεις ROGER GRENIER λογικής και τρέλας, μπορούμε να μετρήσουμε την εξέλιξη από το ένα μυθιστόρημα στο άλλο. Η πόλη στο Γκόλεμ χαράζει ένα μοίρασμα, ένα όριο που δεν διακρίνεται πια στη Νύχτα της Βαλπουργίας. Σαν να μην υπήρχε πια στην Πράγα, όπως φο βάται ένας από τους ήρωες του μυθιστορήματος, ούτε ένα γεφύρι. Αυτό είναι το κλειδί όλης της υπόθεσης του μυθιστορήματος. Μια ανταρσία ξεσπά «κάτω» «στην πόλη». Οι κάτοικοι του Χρατσάνυ καθησυχάζουν τους εαυ τούς τους λέγοντας πως «μέχρι τώρα αυτή η ανόητη αναταραχή του λαουτζίκου δεν πέρασε
αφιερωμα/31 ποτέ το Μολδάβα». Αλλά ακριβώς αυτή τη φορά η οργή ξαπλώνεται πέρα από το ποτάμι. Οι υπη ρέτες της αριστοκρατίας του Χρατσάνυ θα ενω θούν με τους στασιαστές και η κληρονόμος μιας παλιάς αριστοκρατικής οικογένειας της Πράγας θα ’ναι αυτή που θα κατευθύνει την επανάστα ση. Από το Γκόλεμ ώς τη Νύχια της Βαλπονργίας, ο συμβολισμός του τοπίου της πόλης μάς λέει πως η μανία και η τρέλα περιορισμένες στην αρ χή, μολύνουν βαθιά την τάξη του κόσμου. Από το 1915 μέχρι το 1917, καθώς ο πόλεμος συνεχί ζεται, ο Μέυρινκ χάνει όλο και περισσότερο την πίστη του στην ύπαρξη της λογικής. «Δεν ξέρω καμιά άλλη πόλη στον κόσμο, εξο μολογείται, που να σε προσκαλεί τόσο συχνά όσο η Πράγα, με μια παράξενη γοητεία να ανα ζητήσεις τα ίχνη του παρελθόντος της». Το να έχουν οι χώροι το μύθο τους δεν αποτελεί αυτό καθ’ εαυτό ικανότητα αναφοράς στο φανταστι κό. Ό λα εξαρτώνται απ’ αυτό που διηγούνται και από το ρόλο που τους δίνεται από το συγ γραφέα. Ό πω ς αναφέρονται στο κείμενο των δύο μυ θιστορημάτων από πρόσωπα-φύλακες της παρά δοσης, (τον Σβανκ που παίζει μαριονέτες και τη Λιζλ, την τσιγγάνα), οι θρύλοι λειτουργούν στον Μέυρινκ όπως αυτό που ονομάζει ο Μιρσέα Ελιάντ «απομεινάρια της μυθικής σκέψης». Εί ναι ζωντανές διηγήσεις, δηλαδή διηγήσεις που σταθεροποιήθηκαν και διατηρούνται με τη βοή θεια της συλλογικής μνήμης και που προσφέρουν μιαν εξήγηση του κόσμου, βασισμένη στην εκμηδένιση του χρόνου, την άρνηση του γίγνεσθαι, που ανάγουν τις ανθρώπινες πράξεις σε επανα λήψεις πράξεων που προηγήθηκαν. Οι δύο θρύ λοι, εγγεγραμμένοι στην καρδιά του καθενός από τα δύο μυθιστορήματα, διηγούνται τον ίδιο μύθο, την απειλή της βίας, της καταστροφής, που βαραίνει πάνω σε μια κοινωνία - ο ίδιος προβληματισμός και στη συμβολική γλώσσα της πόλης και η ίδια εξέλιξη από το ένα μυθιστόρη μα στο άλλο. ί λέει ο μύθος του Γκόλεμ που στοιχειώνει ακόμα και σήμερα τον κόσμο του γκέτο; Τ«Κάθε τριαντατρία χρόνια περίπου, στα δρο μάκια μας, συμβαίνει κάτι που δεν έχει στο βά θος του τίποτα το ιδιαίτερα τρομακτικό, αλλά που ξεσηκώνει έναν αέρα πανικού. Κανείς δεν μπορεί να δώσει μια κάποια εξήγηση ή αιτιολό γηση του φαινομένου. Κάθε φορά ένας άνθρω πος, ολότελα άγνωστος, με πρόσωπο χωρίς γένεια, κιτρινιάρικο σαν Μογγόλου, έρχεται από την Αλτσουλγκάς, ντυμένος με ρούχα περασμέ νης μόδας, περπατώντας με βήμα κανονικό και περίεργα διατακτικό, σαν να πρόκειται να πέσει
απ’ τη μια στιγμή στην άλλη, διασχίζει την εβραϊκή συνοικία κι έπειτα χάνεται απότομα. Θυμίζει ένα πλάσμα που κατασκεύασε κάποτε από πηλό ένας ραββίνος καβαλιστής και που ξέφυγε στα δρομάκια του γκέτο καταστρέφοντας τα πάντα στο πέρασμά του, μέχρις ότου το πρό λαβε ο δημιουργός του και ξεκόλλησε τα μαγικά
λόγια που ήταν γραμμένα στο μέτωπό του στέλ νοντας το πίσω στην ανυπαρξία». Αυτό το φάντασμα ενσαρκώνει την καταστρε πτική βία «του συλλογικού πνεύματος» (sic) του γκέτο. Αυτή η απειλή που δανείζεται την εμφά νιση του ξένου (της άλλης ράτσας) δεν είναι στο βάθος της παρά η επανεμφάνιση, η αναβίωση ενός αρχικού «αμαρτήματος» - του εγωισμού του ραββίνου δημιουργού - όμως η οργή που ενσαρ κώνεται από τον Γ:κόλεμ διατηρεί στο βάθος της μια σχετική ηπιότητα. Περιοδικό φαινόμενο, (εί ναι ένας από τους θρύλους της Αιώνιας Επι στροφής) που η εμφάνισή του οδηγεί κατά κά ποιο τρόπο προς την κάθαρση, καθώς εκτονώνει την υπόκωφη βία που σιγοβράζει στη «δηλητη ριασμένη ατμόσφαιρα» του γκέτο, «όπως στις πολύ ζεστές μέρες ο ηλεκτρισμός που συσσω ρεύεται στην ατμόσφαιρα προκαλεί τελικά την αστραπή». Το 1915 μπορεί κανείς (θέλει κανείς) ακόμα να πιστεύει πως η βία δεν είναι παρά ένα «διατακτικό» φάντασμα, έτοιμο να εξαφανιστεί. Η Νύχια της Βαλπονργίας χτίζεται γύρω από το μύθο του Γιαν Ζίζκα, του μονόφθαλμου ήρωα που πριν πεθάνει διέταξε να φτιάξουν ένα τύ μπανο με το ιέρμα του για να συνεχίσει έτσι, πέ ρα από το ιιάνατο, να οδηγεί τους στρατιώτες του στον πόλεμο. Η τσιγγάνα Λιζλ γίνεται το φε ρέφωνο της συλλογικής μνήμης. «Η Βοημία ήτανε πάντα τόπος του πολέμου. Είναι και θα ’ναι πάντα... ο Γιαν Ζίζκα, ο αρχή-
32/αφιερωμα γός μας. Ο Γιαν Ζίζκα... Ξέρεις γιατί έχει τόσες βδέλλες ο Μολδάβας; Γιατί άλλοτε ο ποταμός ητανε μονάχα αίμα. Και αυτές περιμένουν γιατί ξέρουν πως μια μέρα θα ’χουν πάλι τη λεία τους...». Θρύλος που διηγείται και υπόσχεται την καταστροφή, όπως ο θρύλος του Γκόλεμ. Αλλά η αιώνια επιστροφή της αιμοχαρούς τρέ λας που ενσαρκώνει ο Γιαν Ζίζκα, σε αντίθεση με την κυκλική επανεμφάνιση του Γκόλεμ, δεν συνδέεται μ’ ένα κάποιο μακρινό αμάρτημα. Δεν είναι παρά το αποτέλεσμα μιας ασυγκράτητης και ενδημικής δίψας για αίμα: οι βδέλλες του Μολδάβα ζητούν ακούραστα τη λεία τους. «Όταν ξέσπασε ο πόλεμος», γράφει ο Μέυρινκ, «δεν μπόρεσα να εμποδίσω τον εαυτό μου να σκεφτεί το τύμπανο του Ζίζκα». « Άλλες πόλεις, όσο παλιές και να ’ναι, δίνουν την εντύπωση ότι μένουν κάτω από την κυριαρ χία των κατοίκων τους... Η Πράγα, αντίθετα, αναταράζει και κυβερνά τους ανθρώπους της σαν να ’ταν μαριονέττες, από τη στιγμή που θα γεννηθούν μέχρι ν’ αφήσουν και την τελευταία τους πνοή», εξομολογείται ο Μέυρινκ. Ο θρύλος γίνεται μοιραίος λόγος. Η πραγμά τωση, η επαλήθευση του θρύλου: αυτό είναι από το ένα μυθιστόρημα στο άλλο το σχήμα του μύ θου. Καθώς προσφέρει τη δυνατότητα να πραγ-
Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί πόσο όμορφη είναι η Πράγα τη νύχτα κάτω από τη λάμψη του φεγγαριού ja n neruda ματώνει το μυθικό λόγο, η Πράγα γίνεται ο τό πος όπου, όπως λέει ο Μέυρινκ, «τα σύνορα ανάμεσα στο εδώ και το υπερπέραν είναι πιο στενά απ’ οπουδήποτε αλλού». Ο θρύλος που γίνεται πραγματικότητα εγκαθιστά ένα μοιραίο πεπρωμένο που κάνει το άτομο να μοιάζει με μαριονέττα στην ιστορία. Στην εποχή του Γκόλεμ ο Μέυρινκ θέλει να πιστεύει πως ένα ιστορικό συλλογικό πεπρωμένο δεν μπο ρεί να εμποδίσει το άτομο να διασώσει την ταυ τότητά του. Αυτή είναι και όλη η έννοια της πε ριπέτειας - του δρόμου προς τη μύηση - του Αθανάσιου ς Πέρναθ, που μετά από διάφορα οράματα ταυτίζει το φάντασμα του Γκόλεμ με τον άλλο του εαυτό, κρυμμένο και απειλητικό εσωτερικό δαίμονα που μαθαίνει σιγά σιγά να αναγνωρίζει, να διευθύνει, να εξορκίζει. Η τε λευταία συνάντηση με το μύθο είναι μια απομυ θοποίηση: Ο Πέρναθ μια νύχτα βλέπει το μυθικό φάντασμα. Την αυγή βρίσκεται έξω στους δρό
μους της πόλης φορώντας ένα σκισμένο παλιό σακάκι που βρήκε σε μια γωνιά. Άνθρωποι μα ζεύονται γύρω του «με χλωμά πρόσωπα συσπασμένα από φόβο». Ο Πέρναθ καταλαβαίνει την παρεξήγηση του πλήθους και πετάει από πάνω του τα «μαύρα κουρέλια που έχει φορέσει». Για τον II:. ·\ <ιθ η συνειδητοποίηση του μύθου, επιτρέπει την κατάκτηση μιας ανώτερης αντίλη ψης. Ο μύθος δεν τον αλλοτριώνει αλλά του ανοίγει τον δρόμο μιας εσωτερικής απελευθέρω σης. Το πεπρωμένο στη Νύχια της Βαλπονργίας θέλει να ξαναπαίξουν; Να επαναλάβουν οι στα σιαστές το θρύλο του Γιαν Ζίζκα, να υπακού σουν σ’ έναν ηθοποιό που πριν βυθίσει το μαχαί ρι στην καρδιά του τους διατάζει να φτιάξουν ένα τύμπανο με το δέρμα του. άτω απ’ τους ήχους αυτού του κολασμένου τυμπάνου, θα κυριεύσουν το Χρατσάνυ. Ο μηχανισμός ενεργοποίησης του θρύλου δεν περ νά πια όπως στο Γκόλεμ από ατομικές εμπειρίες κάποιου προσώπου-δέκτη, αλλά από ένα πολύ πλοκο πεδίο υπαινιγμών. Οι στασιαστές υπακούουν στους εξορκισμούς του ηθοποιού, κι αυ τός με τη σειρά του μιλά μέσα στο λήθαργο του κάτω από την επίδραση μιας κάποιας κόμησσας Πολυξένα, που με τη σειρά της υπακούει σε κά ποια μακρινή πρόγονο που έμεινε διάσημη στην ιστορία «για την προτίμηση της στο αίμα και το έγκλημα». Εδώ μόνο μια μορφή θα ενσάρκωνε τη δυνατή σωτηρία του ατόμου, ο γέρος Φλουγκμπέιλ. Σώ ζεται; «Η τρέλα που κυριεύει τους δρόμους της Πράγας τον απειλεί κι αυτόν. Θέλει να φύγει, να ξεφύγει από την πόλη που τον έλκει και τον απωθεί ταυτόχρονα». Αλλά είναι αδύνατον να φύγει: ένας άξονας της άμαξάς του σπάει. Προ χωρεί ευθεία μπροστά του πάνω στις γραμμές του τραίνου όταν μια μαύρη μάζα ξεπετάγεται από το βάθος τού ορίζοντα και μια στιγμή μετά «η μηχανή τον είχε καταβροχθίσει και αλέσει»... Δεν ξεφεύγει κανείς από τη μοιραία πόλη. Η Πράγα για τον Μέυρινκ είναι λοιπόν τόπος τρομακτικός . Με ποιά έννοια; Ο Μέυρινκ δεν ασχολείται με την πόλη με τα πλοκάμια, την τε ρατώδη πόλη. Η Πράγα δεν τον τρομάζει με τον θορυβώδη τρόπο της σύγχρονης πόλης, αλλά γιατί αποτελεί οριακό χώρο, τόπο όπου δεν υπάρχουν πια καθορισμένα σύνορα ανάμεσα στο ορατό και το αόρατο. Είναι στο βάθος της μια παραλλαγή της αρχετυπικής εικόνας του ρωμαϊ κού «mundus», το χαραγμένο αυλάκι στο μέρος όπου θα έμελλε να χτιστεί η πόλη και που θα έγραφε το όριο ανάμεσα στη τάξη και το χάος... Πράγα, χώρα του φανταστικού. Μετάφραση: Σοφία Γαλάνη-Λαζάρου
Κ
34/αφιερωμα
Φανταστικές συναντήσεις στην πρωτεύουσα: ο Μότσαρτ στο πιάνο, οι Γκόγκολ και Ε.Τ.Α. Χόφμαν σ’ ένα καφενείο, ο Κάφκα μπροστά σ ’ έναν «άλλο» πύργο. το ζευγάρι σταματά σ’ ένα πανδοχείο, όχι μα
<* I ’ ο φθινόπωρο του 1787, ο Μότσαρτ έκανε -L με τη γυναίκα του ένα ταξίδι στην Πράγα, για να παρουσιάσει εκεί τον “Don juan”». Έτσι αρχίζει η περίφημη διήγηση του Morike, «Το ταξίδι του Μότσαρτ στην Πράγα», που δη μοσιεύτηκε το 1855. Ένα μικρό αριστούργημα, όπου τα πάντα είναι επινοημένα σύμφωνα με τα ίδια τα λόγια του συγγραφέα. Αλλά η εσωτερική αλήθεια του έργου είναι συναρπαστική και η ανάκληση ενός Μότσαρτ χαρούμενου, ανέμελου μα και σκοτεινιασμένου απ’ το προαίσθημα του επικείμενου θανάτου του, προκαλεί έντονη εντύ πωση στον Σούμαν, ήδη βαριά άρρωστου και ανθιστάμενου στη μεγάλη άβυσσο που περιβάλ λει τον μικρό - φαινομενικά σταθερό - κόσμο που ζούμε. Στην πραγματικότητα το σημείο εκ κίνησης στον Morike είναι σύμφωνο με την ιστο ρική αλήθεια. Ο Μότσαρτ πήγε στην Πράγα τον Ιανουάριο του 1787 για να παρευρεθεί στην πα ράσταση των Γόμων τον Φίγκαρο, που στην Βιέννη δεν έτυχαν θερμής υποδοχής. Στην Πρά γα, η επιτυχία υπήρξε λαμπρή. Κι εδώ στην Πράγα, επανήλθε τον Οκτώβριο του ίδιου χρό νου: τώρα θριαμβεύει ο Don Giovanni. Τα φα νταστικά γεγονότα που αναφέρονται λεπτομερώς απ’ τον Morike, τοποθετούνται στη διάρκεια αυ τού του δεύτερου ταξιδιού. Ο Μότσαρτ είναι αρκετά καταβεβλημένος. Η Κονστάνς προσπαθώντας να τονώσει το ηθικό του συζύγου της, εφευρίσκει τα πιο όμορφα όνειρα για το μέλλον. Για να ξεκουραστεί λίγο,
κριά από έναν πύργο, όπου κατά παράξενη συ γκυρία, είναι καλεσμένοι για να περάσουν τη βραδιά. Η ανιψιό του κόμη γιορτάζει τους αρ ραβώνες της. Ο Μότσαρτ κάθεται στο πιάνο. Τα κεριά των πολυελαίων σβήνουν και παίζει μελω δίες απ’ την τελευταία πράξη του Don Giovanni. Το τρομερό χορικό «Το γέλιο σου θα σβήσει πριν την αυγή», αντηχεί μέσα στη σιγαλιά του θανά του που βασιλεύει στο χώρο. Μετά ακολουθεί η σκηνή όπου ο Don Juan, κάτω απ’ την αυξανό μενη πίεση καταχθόνιων δυνάμεων, επαναστα τεί, διπλώνεται στα δύο, υποκύπτει. Ό ταν η κοντέσσα τον ρώτησε σε τί κατάσταση βρέθηκε μετά τη σύνθεση αυτού του κομματιού, ο Μότσαρτ, «επιστρέφοντας» από μια μεγάλη ονειροπόληση, είπε με φωνή που πρόδιδε μια μόλις διακρινόμενη συγκίνηση: «Λέω στον εαυτό μου: αν ήταν γραφτό να πεθάνεις αυτό το βράδυ αφήνοντας την παρτιτούρα σ’ αυτό το σημείο, θα μπορούσες να αναπαυθείς μέσα στον τάφο;...». Ποιος θα τελείωνε την όπερά του; ποιος θα καρ πωνόταν την αξία της, γελώντας κρυφά; Τελικά, ξεφεύγοντας απότομα απ’ τις μελαγχολικές του σκέψεις, ο Μότσαρτ απευθύνεται σε κάποια κα λεσμένη και τη ρωτά τί σκέφτεται για το έργο του. «Σκέφτομαι πολύ απλά, ότι αν ο Don Juan δεν προκαλέσει το θαυμασμό όλου του κόσμου, τε ο καλός Θεός θα κλείσει το παλιό του πιάνο για απροσδιόριστο χρόνο...». Μα ο καλός Θεός δεν έπρεπε να το κλείσει...
αφιερωμο/35 νών· όσο για τον Κάφκα, θα γεννηθεί μόνο μετά από εξήντα χρόνια, ίσως και παραπάνω. Ας μην ψάξουμε να βρούμε ποια χρονιά τοποθετείται αυτή η περίεργη συνάντηση. Πράγα, η πόλη μυ στήριο. Ο χρόνος είναι ο μεγάλος αφέντης, τα ρυθμίζει τόσο καλά.... «Τί κάνατε, αγαπητέ Χόφμαν, όταν δεν γρά φατε»; ρωτά ο Κάφκα. «Αγαπώ τη μουσική, λέει ο Χόφμαν, μόνο η μουσική μπόρεσε να με τραβή ξει απ’ το γράψιμο». Ο Γκόγκολ παραμένει σκε φτικός. Γνωρίζει μια μουσική νουβέλα του Χόφ μαν, τον «Ιππότη Gliick», άλλη παράξενη συνά ντηση, που ο συγγραφέας φαντάζεται, είκοσι χρόνια μετά το θάνατο του συνθέτη. Κατ’ απαί τηση του Γκόγκολ, ο Χόφμαν αρχίζει να διηγεί ται. Στη διήγηση του Morike, ο κόμης που φιλο ξενεί τον Μότσαρτ, του κάνει δώρο μια ωραία άμαξα, μέσα στην οποία ο μουσικός θα συνεχί σει το ταξίδι του στην Πράγα, «εξίσου διακεκρι μένος και πλούσιος με τον ιππότη Gliick», ανα φωνεί χαρούμενα... Η μουσική και ο θάνατος. Ο Κάφκα θαυμάζει «Το γωνιακό παράθυρο του ξαδέρφου μου», ένα απ’ τα τελευταία γραπτά του Χόφμαν, ολοκλη Ε.Τ.Α. Χόφμαν γνώριζε την παρτιτούρα ρωμένο δυο μήνες πριν απ’ το τέλος του, ένα τέ του «Don Juan» απ’ έξω. Από τότε που έγινε λος που ήρθε πολύ νωρίς και οδυνηρά. Ο Κάφκα διευθυντής ορχήστρας, είχε διευθύνει το έργο μιλά χαμηλόφωνα: «Είμαι πολύ άρρωστος, ίσως όχι μόνο μια φορά. Το 1812, έγραψε ένα παρα είναι η τελευταία φορά που βρίσκομαι εδώ». μύθι, με τίτλο Don Juan. Εμπνευσμένος απ’ τη Εδώ, στην Πράγα, πόλη απ’ την οποία ήθελε να μουσική του Μότσαρτ πιο πολύ απ’ ό,τι απ’ το ξεφύγει, για να ξαναγυρίσει - πάντα - , πόλη της κείμενό του ντα Πόντε, δημιουργεί μια φαντα ζωής του, πόλη του τάφου του. στική ιστορία όπου ένας «ενθουσιώδης ταξιδιώ «Γιατί βρίσκεστε λοιπόν εδώ;» λέει γυρίζοντας της» (ο Χόφμαν ο ίδιος), στο θέατρο του Μπά- προς τον Χόφμαν. «Για να συναντήσω το συγ μπεργκ, ζει με ένα πολύ προσωπικό τρόπο τις γραφέα των “Πεθαμένων Ψυχών”». Και αν ο περιπέτειες και το τραγικό τέλος του Don Juan. “Πύργος” ήταν μια άλλη ιστορία πεθαμένων ψυ Και είναι αυτός ο ίδιος ο Ε.Τ.Α. Χόφμαν, που χών; Ο Χόφμαν τον είδε τον πύργο·, περιπλανώστη διήγηση της Anna Seghers «Η ταξιδιωτική μενος στην Πράγα. συνάντηση» (1972), πηγαίνει από τη Δρέσδη To Hradschin, στην αριστερή όχθη του Μολδάστην Πράγα, όπου έχει συνάντηση με τον ... βα; Ό χι; Κι όμως. Αυτή δεν είναι η εικόνα αυ Γκόγκολ. τού του πύργου που ο Κάφκα φέρνει μαζί του, Ερχόμενος απ’ την Ιταλία, ο Ρώσος ποιητής αυτόν τον πύργο στον οποίο δεν έχει πρόσβαση; εύχεται να συναντηθεί με τον Χόφμαν πριν να «Είμαι πάρα πολύ εξαντλημένος για ν’ ανεβώ ξαναγυρίσει στην Ουκρανία. Ο Χόφμαν φτάνει ώς εκεί», λέει στη διήγηση της Anna Seghers, πρώτος στο καφενείο που ο Γκόγκολ του είχε «θα ήταν θείο δώρο για μένα να τα καταφέρω να υποδείξει. Ένα γκαρσόνι, που μιλά άνετα τα φτάσω ώς τον Πύργο». γερμανικά, του φέρνει να πιει- μετά του σερβίρει Η Πράγα και το χιούμορ: Ο Γκόγκολ φωνάζει νοστιμότατα γλυκά και αρκετές εφημερίδες, οι το γκαρσόνι για να πληρώσει τον λογαριασμό: οποίες γράφουν για κάποιον Masaruk - πρώτο «Λυπάμαι, δεν έχω τσέχικα χρήματα». «Δεν πει πρόεδρο της τσεχοσλοβακικής δημοκρατίας ράζει καθόλου, κύριε, δεχόμαστε και ξένες (1920-1935) - την ύπαρξη του οποίου ο Χόφμαν αξίες...». αγνοεί. Κοντά σ’ ένα παράθυρο, ο ρομαντικός Έχετε διάθεση για ταξίδια;... Αναπολήστε τη Γερμανός ποιητής παρατηρεί ένα νέο άνδρα να γλυκύτητα του να επισκεφθείτε την Πράγα.... γράφει ασταμάτητα. Ο Χόφμαν τον πλησιάζει, εκεί τα πάντα είναι εν-τάξει. Ένα όνειρο ομορ του ζητά συγνώμη που τον ενοχλεί, συστήνεται. φιάς. Τα υπόλοιπα δεν είναι παρά σιωπή. Ο άλλος σηκώνει το κεφάλι: είναι ο Φραντς Μετάφραση: Αλεξάνδρα Παρίση Κάφκα: Μήπως θα ’πρεπε να υπενθυμίσουμε με ρικές ημερομηνίες; Ο Χόφμαν πεθαίνει το 1822, * Καθηγήτρια γερμανικής λογοτεχνίας οτο 3ο Πανεπιστήμιο ενώ ο Γκόγκολ δεν είναι παρά δεκατριών χροτης Λίλλης· γενέτειρά της η Πράγα.
Ο
36/αψιερωμα
Φραντς Κάφκα (...)
φόσον όμως όεν έχω τελειώσει με το Βερολίνο, όλη αυ τή η υπόθεση, ως νομίζω, θα μ' εμποδίσει να εξακο λουθήσω να ζω όπως ζούσα ως τώρα, για το δικό σας καλό και το δικό μου (γιατί και τα δυο κάνουν ένα, φυσικά). Βλέπετε, ίσως ποτέ ακόμα δε σας έχω προξενήσει αληθινή με γάλη λύπη, εχτός κι αν είναι τέτοια η διάλυση των αρραβώνων μου, από μακριά δεν μπορώ να κρίνω πολύ καλά. Μα πολύ λι γότερο ακόμα σας έχω δώσει αληθινή διαρκή χαρά και τούτο, πιστέψτε με, μονάχα για το λόγο ότι δεν μπορούσα να δίνω διαρκώς αυτή τη χαρά στον ίδιο τον εαυτό μου. Γιατί είναι έτσι, εσύ πατέρα, ακριβώς εσύ ευκολότατα θα καταλάβεις, αν και δεν μπορείς ν’ αναγνωρίσεις αυτό που θέλω πραγματικά. Καμιά φορά διηγιέσαι πόσο σκληρή ήταν η ζωή σου στα πρώτα σου βήματα. Δεν πιστεύεις πως αυτό ήταν μια καλή αγωγή για
Ε
“Η ζωή μου στην Πράγα ν αποχτήσω αύτοσεβασμό και ικανοποίηση; Δεν πιστεύεις, μα αυτό το έχεις ήδη πει απερίφραστα, πως η δική μου ζωή ήταν πάρα πολύ εύκολη; Από κάθε άποψη ανατρά φηκα ώς τώρα σ’ εξάρτηση και άκρα ευημερία. Δεν πιστεύεις πως αυτό δεν ήταν καθό λου καλό για τη φύση μου, όσο καλοπροαίρετοι και πολυαγάπητοι και να ’ταν όλοι αυ τοί που μεριμνούσαν για την καλοζωία μου; Βέβαια, υπάρχουν άνθρωποι που ξέρουν να εξασφαλίζουν ολούθε την ανεξαρτησία τους, μα δεν ανήκω σ’ αυτή την κατηγορία. Είν' αλήθεια πως υπάρχουν και άνθρωποι που δε χάνουν πουθενά την εξάρτησή τους, μα για να ελέγξω αν τελικά δε θα πρέπει να συγκαταλέγομαι ανάμεσα σε κείνους, καμιά δοκιμή δε μου φαίνεται ανάξια προσπάθειας. Το ν’ αντιτείνει κανείς ότι είμαι πολύ μεγάλος για μια τέτοια δοκιμή, δε στέκει. Είμαι πιο νέος α π’ ό,τι φαίνομαι. Το μόνο θετικό αποτέλε σμα της εξάρτησης είναι ότι σε διατηρεί νέο. Πάντως, μόνο όταν παίρνει τέλος μια μέρα. Όμως, στο γραφείο δε θα πετύχω ποτέ αυτή τη βελτίωση. Και μάλιστα στην Πράγα. Εδώ όλα αποβλέπουν στο να συγκρατούν στην εξάρτηση εμένα, τον άνθρωπο που κατά βάθος την ποθεί. Τόσο είναι βαλμένα όλα σ ’ απόσταση του χεριού μου. Το γραφείο μου είναι μεγάλο βάρος και συχνά αφόρητο, αλλά κατά βάθος προσαρμόζομαι. Μ’ αυτόν τον τρόπο κερδίζω περισσότερα απ’ όσα μου χρειάζονται. Γιατί; Για ποιον; Θα εξακολουθή σω ν’ ανεβαίνω τη μισθολογική κλίμακα. Προς τί; Αυτή η δουλειά δε μου ταιριάζει κι ούτε καν μου δίνει την ανεξαρτησία ως αμοιβή, γιατί να μην την εγκαταλείψω; Παραι τούμενος και φεύγοντας από την Πράγα δε διακινδυνεύω τίποτα και τα κερδίζω όλα. Δε διακινδυνεύω τίποτα, γιατί η ζωή μου στην Πράγα δεν οδηγεί σε τίποτα το καλό. Καμιά φορά με συγκρίνετε αστειευόμενοι με το θείο R**. Μα αν μείνω στην Πράγα, ο δρόμος μου δε θα ξεμακρύνει πολύ από τον δικό του. Θα ’χω πιθανόν περισσότερα χρήματα, περισσότερα ενδιαφέροντα και λιγότερη πίστη απ’ αυτόν, κατά συνέπεια θα ’μ αι πιο ανικανοποίητος, σχεδόν δε θα υπάρχει άλλη διαφορά. Έξω από την Πράγα όλα μπορώ να τα κερδίσω, θέλω να πω ότι μπορώ να γίνω ένας άνθρωπος ανεξάρτητος, ήρεμος, που χρησιμοποιεί όλες του τις ικανότητες κι ως αμοιβή μιας αληθινής και καλής δου λειάς θα ’χει μια διαρκή ικανοποίηση και το αίσθημα ότι είναι ζωντανός. Ένας τέτοιος άνθρωπος θα διατηρήσει επίσης καλύτερες σχέσεις με σας - αυτό δε θα 'ναι το μικρότε ρο κέρδος. Θα ’χετε ένα γιο που τις μεμονωμένες πράξεις του, ίσως δε θα επιδοκιμάζετε, όμως συνολικά θα είσαστε ευχαριστημένοι γιατί θα πείτε αναγκαστικά μέσα σας: «Κάνει
44Η Πράγα δε θα μας αφήνει... αυτή η μανουλα έχει νύχια γερά **
αφιερωμα/53
ό,τι μπορεί». Αυτό το αίσθημα δεν το έχετε σήμερα, δικαίως. Την πραγμάτωση τον σχε δίου μου φαντάζομαι ως εξής: Έχω πέντε χιλιάδες κορόνες. Με αυτό το ποσό θα μπορέ σω να ζήσω δυο χρόνια κάπου στη Γερμανία, στο Βερολίνο ή στο Μόναχο, χωρίς να 'ναι απαραίτητο να βγάζω χρήματα. Σ ’ αυτά τα δυο χρόνια θα μπορέσω να εργαστώ λογοτε χνικά και ν’ ανασύρω από μέσα μου αυτό που, πιασμένος όπως είμαι ανάμεσα στην εσω τερική μου νωθρότητα και στις εξωτερικές ενοχλήσεις, δεν μπόρεσα ποτέ να κατορθώσω στην Πράγα μ ’ αυτή τη διαύγεια, αυτή την πληρότητα, αυτή την ενότητα. Μετά από δυο χρόνια θα μπορώ να ζω από τη λογοτεχνική εργασία έστω και πενιχρά. Μα όσο πενιχρά και να ζω, η ζωή αυτή θα ’ναι ασύγκριτη με τη ζωή που κάνω τώρα και με αυτή που με περιμένει αργότερα στην Πράγα. Θ’ αντιφέρετε πως γελιέμαι ως προς τις ικανότητέςμου κι ως προς τα κέρδη που οι ικανότητες αυτές μπορούν να μου προσπορίζουν. Βέβαια, δεν αποκλείεται. Πάντως, σ’ αυτά μπορεί κανείς ν’ απαντήσει πως είμαι τριάντα ενός χρονών και σε τέτοια ηλικία τέτοια λάθη δεν μπορούν να μπουν στο λογαριασμό, αλλιώ τικα κάθε λογαριασμός θα ήταν αδύνατος. Ακόμα μπορεί κανείς ν’ απαντήσει πως έχω ήδη γράφει μερικά πράγματα που, αν και λίγα, έχουν γίνει δεκτά με αρκετή ευμένεια και, τελικά, την αντίρρηση αίρει το γεγονός ότι δεν είμαι τεμπέλης, ότι είμαι ολιγαρκής κι ότι αν η ελπίδα τούτη διαψευστεί, θα βρω έναν άλλο πόρο ζωής. Πάντως, δε θα
δεν οδηγεί σε τίποτα to καλό”* προσφύγω ποτέ σε σας, γιατί αυτό θα 'χε τόσο σε σας όσο και σε μένα πολύ χειρότερες επιπτώσεις απ’ ό,τι η τωρινή ζωή μου στην Πράγα, ναι, αυτό θα 'ταν τελείως αφόρητο. Μετά από τούτο η κατάσταση μού φαίνεται αρκετά ξεκάθαρη κι είμαι περίεργος να μάθω τι θα πείτε. Γιατί αν κι έχω την πεποίθηση πως είναι η μόνη ορθή λύση και πως αν παραλείψω να πραγματώσω το σχέδιο τούτο θα παραλείφω κάτι αποφασιστικό, ωστό σο, θα δώσω φυσικά μεγάλη σημασία σ’ αυτό που θα πείτε. Με θερμότατους χαιρετισμούς ο Φραντς σας Γράμμα του Φραντς Κάφκα στη Γιούλι και στον Χέρμαν Κάφκα. από το βιβλίο του «Γράμματα στην Ότλα», μετάφραση Τέας Ανεμογιάννη, ΚΕΔΡΟΣ, 1987. Rudolf L5wy, ετεροθαλής αδερ φός της μητέρας του, «άνθρωπος αξιόλογος, μυστηριώδης, κλει σμένος στον εαυτό του, άκρα φιφι λοφρονητικός >ς και άκρα ταπεινό«Ο Κάφκα στην Πράγα» τον Hans Fronius
54/αφιερωμα
«Η Jesenska» είναι το ίδιο αχώριστη απ’ τον Κάφκα, όσο κι απ’ τη γενέτειρά της. Η τροχιά της παντρεύεται μ ’ αυτήν της ιστορίας της Πράγας. το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Ράβενσμπρουκ, παρουσιάζεται αμέσως και χωρίς δυσκολία ως «Μίλενα της Πράγας», παραμερί ζοντας το οικογενειακό της όνομα. Ακόμα και μέσα απ’ τον βαθύ πόνο και την καθημερινή απελπισία, φαίνεται να ξαναβρίσκει την πόλη που γεννήθηκε. Την πόλη όλων των περασμένων μύθων που της είναι τόσο οικείοι και πάντα ζω ντανοί. Διότι η Μίλενα είναι κατ’ ουσίαν Πραγινή. Αυτή εκφράζει όχι μόνο το χαρακτήρα και το πνεύμα της πρωτεύουσας, αλλά συνδέεται και με τις φιλοδοξίες και τις αντιφάσεις της στον ρου της ιστορίας. Η οικογένειά της ορμώμενη από ένα φιλο πρόοδο ρεύμα, έχει ρίζες τόσο βαθιές, που ανά γονται στην ίδρυση της πόλης· αυτό ακριβώς θυ μίζει μια αναμνηστική πλάκα στο σπίτι της πα λιάς πόλης, όπου αναγράφεται ειδικά το όνομα ενός προγόνου, πατριώτη-μάρτυρα, που εκτελέστηκε τον 7ο αι. Όσο για τον πατέρα της, είναι οδοντίατρος σ' έναν απ' τους πιο περίοπτους δρό μους της Πράγας, (την Ferdinandsgasse) και καθηγητής στοματολογίας στο Πανεπιστήμιο Char les. Ονομάζεται Jan Jesensky και πρόκειται για
Σ
μια προσωπικότητα συντηρητική και συγχρόνως φιλόδοξη, αλλά πολύ ιδιόρρυθμη. Φορώντας ψηλό επίσημο καπέλο, αυτοκρατορικό μανδύα, χωρίς να αποχωρίζεται ποτέ το μονόκλ του, περ πατά στον κήπο Kinsky, απ’ τις 5 το πρωί, με δυο μεγάλα σκυλιά στο πλάι του: κομψό κι αλλοτινό απομεινάρι της αυστρο - ουγγρικής εποχής. Μολαταύτα, γράφει την κόρη του στο σχολείο Minerva, το πρώτο λύκειο - παρθεναγωγείο στην Ευρώπη, ιδρυμένο από φιλοπρόοδους Τσέχους διανοούμενους, απ’ όπου θα αποφοιτήσει μετα ξύ άλλων η κόρη του κατοπινού προέδρου της Τσεχοσλοβακικής Δημοκρατίας. Διακηρύσσοντας έντονα το δικό τους πνεύμα ανεξαρτησίας, οι «Minervistes», όπως θα τις αποκαλέσουν πολύ σύντομα, κάνουν έφοδο κατά του στενού επαρχιωτισμού των συμπολιτών τους. Αμέτρητες φήμες κυκλοφορούν για τη Μίλενα, της οποίας οι εκκεντρικότητες ερεθίζουν τις αποκοιμισμένες και παραδοσιακές νοοτροπίες. Ψιθυρίζεται ότι πηγαίνει τη νύχτα στα νεκροτα φεία, ότι διασχίζει κολυμπώντας, καί μάλιστα ντυμένη, τον Μολδάβα, ότι κόβει αγκαλιές λου-
αψιερωμα/55
Η Μίλενα είχε ανάγκη απ' την ατμόσφαιρα της Πράγας, σαν τον αέρα που ανέπνεε, και ήταν δεμένη με όλες τις χορδές της καρδιάς της με το τοπίο της πατρίδας της, της Βοημίας MARGARETE BUBER-NEUMAN
λουδία απ’ τα δημοτικά πάρκα, ότι τη συνα ντούν στην αποβάθρα του Αγίου Φραγκίσκου ντυμένη με ρούχα που σοκάρουν, στο στιλ της Ισιδώρας Ντάνκαν. Κι όπως αναφέρει ο συγγρα φέας Josef Kodicek, όταν περνά απ’ το Graben με τις φίλες της, ακόμα και το άγαλμα του κυ βερνήτη της Πράγας, του κόμη Thun, δεν μπορεί να μείνει αδιάφορο στις «ακολασίες» της «Jesenska» και γυρνά το πρόσωπό του απ’ το ύψος του πέτρινου βάθρου του. Συναναστρέφεται διάφορους κύκλους και απ’ τη μια ερωτεύεται τον Ερνστ Πόλακ, εξαίρετο υποστηρικτή της λογοτεχνίας και «στήριγμα» του cafe Arco, που δεν είναι δυνατόν να σκιαγραφηθεί· απ’ την άλλη, συναντά αυτούς στους οποί ους ο Karl Krans χαρακτηρίζει «Αργοναύτες». ξοργισμένος ο πατέρας τής Μίλενα απ’ τις σπουδές της Ιατρικής με τις οποίες ελάχιστα ασχολήθηκε, απ’ τα συχνά χρέη, αλλά πιο πολύ απ’ τη σκανδαλώδη σχέση της μ’ αυτόν τον « Γερμανο-εβραίο», την κλείνει εσωτερική σε μια κλι νική για διανοητικά άρρωστους· από κεί δεν θα βγεί, παρά όταν ενηλικιωθεί. Κι όταν παντρευτεί τον Πόλακ, θα της αρνηθεί κάθε επαφή για πολύ καιρό. Παρά τον φανε ρό σύνδεσμο της Μίλενα με την πόλη απ’ όπου
Ε
κατάγεται, το ζευγάρι θα πάει να ζήσει στη Βιέννη. Μέσα απ’ την αλληλογραφία της με τον Κάφκα (του οποίου υπήρξε η πρώτη μεταφρά στρια στα τσέχικα), η Πράγα μεταβάλλεται σε τόπο συμβολικά απρόσιτο και απαγορευμένο απ’ τον οποίο δεν παύει ποτέ να έλκεται και τον οποίο δεν μπορεί να αποχωριστεί ολοκληρωτι κά... Ο Κάφκα την ονειρεύεται να περπατά μαζί του στην Ferdinandstr., να κάθονται μαζί στο ca fe Γ Union· τη νιώθει όμως παγερή, απούσα. Της εξηγεί ότι στην Πράγα έχει «μια ιδιοκτησία» κα ταδίκη της: «Δεν την κάνω μικρότερη απ’ ό,τι εί ναι στην πραγματικότητα, είναι κάτι· είναι μάλι στα τόσο μεγάλη, που θα μπορούσε να σκιάσει το ολόγιομο φεγγάρι του δωματίου σου». Ανάμεσα στη Βιέννη και στην Πράγα, μεταξύ τους, υπάρχει μια «θάλασσα με τα ψηλά της κύ ματα ώς εκεί που φτάνει το μάτι». Τα γράμματα της Μίλενα, που δεν διασώθηκαν, εκτός από εκείνα που απευθύνονται στον Max Brod, ανα λύουν ξεκάθαρα την απομάκρυνσή τους, που υπήρξε καταλύτης, αλλά συγχρόνως και εμπό διο. Περιμένοντας ο Κάφκα στην Πράγα, διαβάζει στην «Tribuna» (φιλελεύθερη εφημερίδα), τα άρ θρα που η Μίλενα γράφει ως ξένη ανταποκρίτρια μόδας.
56/αφιερωμα Κινείται προς όλες τις κατευθύνσεις για να κερδίσει χρήματα: παραδίδει μαθήματα τσεχι κών στους Βιεννέζους (ένας απ’ αυτούς ήταν ο Hermann Broch), κάνει μεταφράσεις, ακόμα και την αχθοφόρο στο σταθμό. Έχει ένα μοναδικό, δικό της, τρόπο να συν δυάζει, στα χρονικά της, στιγμιότυπα της καθημε ρινής ζωής και θεωρήσεις πολύ πιο μεταφυσικές, σκέψεις σχετικές με εποχές ή συναισθήματα και ακριβείς πληροφορίες και σ’ όλα αυτά, διασκορ πισμένες μνήμες απ’ την Πράγα, τρυφερές μα και κριτικές. Το 1925, μετά από 7 χρόνια απουσίας, επανέρ χεται επιτέλους στην Πράγα, με όλο το γόητρο της δημοσιογραφικής της επιτυχίας και της Βιεν νέζικης κομψότητας.
£αγαπω ΤΑ Ω Ρ Α Ι Ο Τ Ε Ρ Α ΝΕ Ο Ε ΛΛΗ Ν Ι Κ Α ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ Π. ΧΙΩΓΕΛΛΗ
Αυτή η «νέα» μητρόπολη, που μόλις έχει απαλλαγεί απ’ το σκονισμένο αυστριακό πρότυ πο, γνωρίζει τις πρώτες ώρες του μοντερνισμού, του ανοίγματος στον κόσμο και ψάχνει έντονα να βρεί τη δική της ταυτότητα. Μίλενα συχνάζει στους πρωτοποριακούς κύκλους του Devetsil, μιας ομάδας που αναζητεί τον συνδετικό κρίκο ανάμεσα στην τέ χνη και στο εφήμερο, στην αισθητική και στο προλεταριακό· συνεργάζεται με διάφορες μεγά λες εφημερίδες... και συνεχίζει να κάνει πολυά ριθμες μεταφράσεις. Ο δεύτερος σύζυγός της, ο Jaromir Krejcar, εί ναι ο αρχιτέκτονας που κατασκεύασε το Oly mpic, ένα κτίριο οκτώ ορόφων από σίδερο και μπετόν, στο κέντρο της πόλης, και αργότερα ο υπεύθυνος για το τσεχικό περίπτερο στην Πα γκόσμια Έκθεση στο Παρίσι. Μετά από πολλές περιπέτειες, αρχίζει να αγω νίζεται για το κομμουνιστικό κόμμα και γράφει για πολιτικά όργανα, μέχρι τον απόηχο από τίς δίκες της Μόσχας. Το 1937, αναλαμβάνει για την «Pritomnost» (φιλελεύθερη δημοκρατική εφημερίδα), ρεπορ τάζ σχετικά με την τσεχοσλοβακική επικαιρότητα. Δίνει λόγο, αναλύει και δια μέσου των γεγο νότων και των καθημερινών αντιδράσεων, προ σπαθεί να περάσει τα μυστικά της ψυχής της πα τρίδας της.
Η
Το 1939, αναφέρει ότι οι κάτοικοι της Πράγας παραδόθηκαν σιωπηλά μπροστά στους Γερμα νούς στρατιωτικούς, επάνω στον τάφο του Άγνωστου Στρατιώτη, για να τον σκεπάσουν με “perce-neige” - άσπρα λουλούδια που ανθίζουν στο τέλος του χειμώνα βγαίνοντας μέσα απ’ το χιόνι - «σαν μια μεγάλη πράξη αυτοθυσίας». Τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς, μετά από έναν κρυ φό αγώνα, κατηγορείται από την Γκεστάπο για συνεργασία με τον παράνομο Τύπο και κλείνεται αρχικά στη φυλακή Pankrac στην Πράγα, μετά δε, μεταφέρεται στο Ράβενσμπρουκ. Κι εκεί ακόμα, όπως μαρτυρεί η φίλη της Margarete Buber - Neumann, δένεται με τις εικόνες της πόλης της: «Όταν σκέφτομαι την ελευθερία, μου έρχεται στο μυαλό η εικόνα ενός μικρού μπιστρό στην παλιά πόλη της Πράγας». Δείχνει στην κρατούμενη σύντροφό της διαφά νειες που της έστειλε ο πατέρας της και στις οποίες χαράζει ένα δρόμο προς τα «έξω», αλλά και προς τον ίδιο της τον εαυτό. Ένα μήνα, μετά την απόβαση των συμμάχων, θα πεθάνει από τις συνέπειες μιας εγχείρησης που έκανε με μεγάλη καθυστέρηση. Μετάφραση: Αλεξάνδρα Παρίση
αφιερωμα/57
Jean-Michel Palmier
i ΠρΟτεύουσα
k
™
.
’j 7■ αγώνα
Η Πράγα υπήρξε ένας από τους χώρους όπου μπόρεσε να επιβιώσει εξόρι στη η γερμανική κουλτούρα. Και ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα του αγώνα ενάντια στο φασισμό. «Τ Τ ταν μια ωραία χώρα, μια ωραία δημοκραΠ τία η Τσεχοσλοβακία του Masazyk και του Benech. Είμαι περήφανος που υπήρξα πολίτης αυτής της ελεύθερης και γενναίας δημοκρατίας», γράφει ο Klaiss Mann στο Le Tournant (Η στρο φή) και είναι αλήθεια ότι απ’ όλες τις χώρες όπου κατέφυγαν οι αντιτιθέμενοι στον Χίτλερ το 1933, η Τσεχοσλοβακία ήταν αυτή που τους επι φύλαξε μια. απ’ τις θερμότερες υποδοχές, που τους επέτρεψε να οργανώσουν τις περισσότερες μορφωτικές και πολιτικές εκδηλώσεις, κάνοντας την Πράγα μια από τις πρώτες πρωτεύουσες της εξορισμένης γερμανικής λογοτεχνίας. Πολύ γρήγορα η Τσεχική κυΟέρνηση Οοήθησε τα θύματα των χιτλερικών διωγμών παρ’ όλο που το Ράιχ βρισκόταν κοντά, παρ’ όλες τις
απειλές για αντίποινα. Ενώ η Τσεχοσλοβακία εί χε το 1933 περισσότερους από 1.700.000 άνερ γους, η είσοδος στο έδαφός της ήταν ελεύθερη. Ολοκληρωτική είναι εδώ η αντίθεση με άλλες χώρες, όπως η Ελβετία ή η Αυστρία. Πολλές επι τροπές δημιουργούνται για να βοηθήσουν, μα ζεύοντας επίσης πληροφορίες σχετικές με την τρομοκρατία στη Γερμανία. Αυτή η κατάσταση εξηγείται από τη φιλελεύ θερη παράδοση που επικρατούσε στη χώρα, κα θώς επίσης και από τους στενούς δεσμούς που ένωναν τους δυο λαούς. Πολύ πριν από το 1914 υπήρχαν σχέσεις ανάμεσα σε Γερμανούς συγγρα φείς και συγγραφείς της Πράγας και αν αναφερ θούμε στην ιστορία της λογοτεχνίας, από τις αρ χές του αιώνα μέχρι το 1920, δεν θα πρέπει να
58/αφιερωμα ξεχάσουμε το ρόλο που έπαιξαν οι εβραίοι συγ γραφείς της Πράγας, αυτή η περίεργη και γοη τευτική κοινότητα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κυβέρνηση έδει ξε μια προτίμηση για τους ελάχιστα πολιτικο ποιημένους εξόριστους και κατέληξε, καθώς οι σχέσεις της με το Ράιχ επιδεινώνονταν, να περιο ρίσει τις δραστηριότητές τους από φόβο των χιτ λερικών πιέσεων. Βρίσκουν εκεί άσυλο γύρω στους 10 χιλιάδες πρόσφυγες συγγραφείς ή πολι τικοί. Μεταξύ αυτών μερικά από τα μεγαλύτερα ονόματα της πνευματικής ζωής της Βαϊμάρης. Bertolt Breclu, Ernst Bloch, Heinrich xui lhomas Mann, John Hearfield κ.ά. μαζί με αντιπρο σώπους διαφόρων πολιτικών τάσεων, σοσιαλδη μοκράτες, κομμουνιστές, τροτσκιστές, ειρηνι στές, δημοκράτες-μέλη της δεξιάς, ακόμα και παλιούς ναζί, όπως οι οπαδοί του Otto Strasser. Η αλληλεγγύη αυτή δεν εκφράζεται μόνο από την κυβέρνηση αλλά και από τον ίδιο τον πληθυ σμό που ζητάει γι’ αυτούς πλήρες άσυλο. Φτάνο ντας στην Πράγα οι συγγραφείς δεν αισθάνονται σε ξένη χώρα. Χάρη στους δεσμούς που υπήρχαν με τους συγγραφείς της Πράγας και στην επί δραση της γερμανικής γλώσσας, το συναίσθημα ότι βρίσκονταν σε εξορία μετριαζόταν. Πράγα θα γίνει όχι μόνο χώρος επιβίωσης της εξορισμένης γερμανικής παιδείας, αλλά και υποστήριξης αντιφασιστικών δραστηριοτή των. Ένας μεγάλος αριθμός προσφύγων συνεργά στηκαν με τον γερμανόφωνο τσέχικο τύπο. Και νούρια περιοδικά δημιουργήθηκαν. Πολλές τσέ χικες εκδόσεις θα δεχθούν να δημοσιεύσουν αντιφασιστικά έργα και θα δώσουν στα προγράμματά τους σημαντική θέση στους Γερμανούς φυγάδες. Τέλος, η τσεχοσλοβακική πρωτεύουσα υπήρξε τύπος πολιτικών συναντήσεων. Η αντιφασιστική προπαγάνδα δεν περιορίστηκε στις δραστηριό τητες των κομμάτων, αλλά κατάφερε να οργανώ σει νέους χώρους δράσης. Χώρους όπως η λέσχη Bertolt Brecht που δημιουργήθηκε μετά τον εν θουσιασμό που προκάλεσε η παρουσίαση της Όπερας της Πεντάρας το 1934. Ένας μεγάλος αριθμός πολιτικών δοκιμίων και μυθιστορημάτων γράφτηκαν και δημοσιεύθηκαν στην Τσεχοσλοβακία από τους πρόσφυγες της Πράγας, αλλά το αντιφασιστικό θέατρο αρ κεί από μόνο του για να κάνει αθάνατο το ρόλο αυτής της πόλης. Από το 1933 κιόλας τα θέατρα της Πράγας υποδέχτηκαν και υπεράσπισαν ηθο ποιούς, σκηνοθέτες, σκηνογράφους που είχαν εγκαταλείψει τη Γερμανία μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία. Η Πράγα υπήρξε μαζί με τη Σοβιετική Ένωση ένας από τους πρώτους τόπους αναγέννησης του
Η
εξόριστου γερμανικού θεάτρου. 'Ομως καθώς οι πιέσεις αυξάνονται και μεγα λώνει ο κίνδυνος της χιτλερικής επέμβασης, η ελευθερία που έχει παραχωρήσει στους φυγάδες περιορίζεται. Οι Γερμανοί πράκτορες πολλα πλασιάζουν τις τρομοκρατικές ενέργειες σε βά ρος των πολιτικών προσφύγων της Πράγας. Το Ράιχ απειλεί ανοιχτά την κυβέρνηση με αντίποι να, αν δεν βάλει τέλος στις δραστηριότητές τους. Μεταξύ του 1937 και του 1938 οι περισσότερες από τις εφημερίδες και τα αντιφασιστικά περιο δικά εγκαταλείπουν την Πράγα για να καταλή ξουν στο Παρίσι. Η θέση των φυγάδων γίνεται όλο και πιο δύ σκολη από το 1938. Μερικοί σκέπτονται να φύ γουν από την Τσεχοσλοβακία για να καταλήξουν στην Αγγλία, την Παλαιστίνη ή τη Γαλλία. Όλη η πνευματική ζωή της Πράγας ατονεί σιγά-σιγά. Η αγγλική κυβέρνηση παραχωρεί 2.500 άδειες που επιτρέπουν σε εβραίους να επιστρέφουν στην Παλαιστίνη. Παρ’ όλα αυτά οι διανοούμε νοι της Πράγας δεν πιστεύουν ακόμα ότι βρίσκο νται σε κίνδυνο. Οι εβραίοι της Πράγας δεν παίρνουν παρά 10 άδειες, καθώς η αγγλική κυ βέρνηση κρίνει ότι δεν απειλούνται πραγματικά. Ό ταν ο Μ. Brod με μερικούς φίλους αποφα σίζει να καταφύγει στην Παλαιστίνη, μαθαίνει φτάνοντας στην Κρακοβία ότι οι Ναζί μπήκαν στην Πράγα και ότι είχε πάρει το τελευταίο τραίνο. Όλοι αυτοί που δεν πρόλαβαν να περάσουν τα σύνορα έγκαιρα για να πάνε σε άλλες χώρες, βρέθηκαν, συνελήφθηκαν και σφαγιάσθηκαν στο Auschwitz, στο Theresienstadt και αλλού. Ο δρα ματουργός Paul Kornfeld, που γεννήθηκε στην Πράγα το 1889, ανήκει στους λίγους αντιφασί στες διανοούμενους που αρνήθηκαν να φύγουν. Εξορίστηκε το 1941 και πέθανε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Lodz. Η Πράγα δε χάθηκε από τις μνήμες. Και μία από τις σπάνιες αντιφασιστικές ταινίες που γυ ρίστηκε στην Αμερική, βασισμένη σε ένα σχέδιο σεναρίου του Brecht και του Fritz Lang, θα αποτελέσει την ύστατη τιμή των εξόριστων στην αντίσταση ενός λαού και μιας πόλης. Ο τίτλος του, «Και οι όημιυι πεθαίνουν», ϋυμιζει το ύιασημο «τραγούδι του Μολδάβα» στο θεατρικό έρ γο του Μπρεχτ: «Ο Σβέικ στον Δεύτερο Παγκό σμιο Πόλεμο». «Τα νερά τον Μολδάβα παίρνουν ακόμα και τις πέτρες Η Πράγα είδε να θάβονται τρεις αυτοκράτορες Οι μεγάλοι διαβαίνουν, τη θέση τους αφήνουν στους μικρότερους Όσο μακριά και να’ ναι η νύχτα, όπως και πριν, την άκρη της περιμένει η μέρα». Μετάφραση: Σοφία Γαλάνη-Λαζάρου
αφιερωμα/59
Η Πράγα όπως την είδαν δυο Έλληνες συγγραφείς Η Ρ Α Κ Λ Η Λ Ο Γ Ο Θ Ε Τ Η : Η Γ υ ν α ίκ α τ η ς Π ρ ά γ α ς Α φ ή γ η μ α . Ρ ο έ ς , 1 9 8 7 (α π ο σ π ά σ μ α τ α )
...Είναι η Πράγα πόλις ερωτικότατη και στους βαθύσκιους δρόμους της χαράζει κάτι σαν όιακαμός περασμέ νης αγάπης, αγάπης από καιρό ξενιτεμένης. Ένας μαέστρος προΐσταται των καιρών. Ανύποπτης μουσικής ταυ τότητας και υπόπτου παρελθόντος όπως είναι, τακτοποιεί βίαιες αποδημίες, εγκαινιάζει ξαφνικούς θανάτους σ’ αυτή την αρχιτεκτονική των εκπαραθυρώσεων - δοκιμές για την πιστοποίηση της βαρύτητας - κι ένας ακόμα εξόριστος θυμάται πως η ζωή είναι αλλού, μακριά απ’ την αυλή όπου η πτώση του Jan Masaryk - απλώς ενέδωσε στη μέθη του ιλίγγου - ακούγεται άλλοτε σαν γδούπος υπόκωφος - τάξη των χθόνιων αντηχήσεων - κι άλλοτε σαν πυροβολισμός που ο μακρινός του απόηχος βουλιάζει στο ρόχθο του ποταμού - ισόβια τάξη των υδάτων...
...Μικρές αυλές στο εσωτερικό των πανύψηλων τοίχων σαν ανίσκιωτες στέρνες σκεπασμένες ώς επάνω με πικροβότανο. Μικρές αυλές, ανάσα στο αλλεπάλληλο κτίσμα που συστρέφεται απεγνωσμένα μέσα στο τοίχισμα του κάστρου. Το αρχέγονο μάγμα συνωθείται εδώ, στις ρημαγμένες κόχες των αρχοντικών και στα κιτρινισμένα κά δρα που ήταν άλλοτε είσοδοι μεγαλοπρεπείς. Τα μαγαζάκια στην ανηφοριά της καινούριας ανάβασης - Nove Zamecke Schody - με την απόσταση της βροχής που καταφθάνει καλπάζοντας απ’ τα υψώματα πέρα απ’ το πο τάμι - πέπλο αραιό που απότομος πυκνώνει με βροντές - κόβοντας τη θέα απ’ το Ηradscin προς την Παλιά Πόλη και το δρομάκι των αλχημιστών - προσωρινός ένοικος: ο Kafka - που μόλις υπάρχει στον ίσκιο του πολυθρύλη του Svaty Vit. Ταπεινά μαγαζάκια κι εδώ, αδήλου εμπορευματικής χροιάς, νόστος της Εμπορίας, των Εταιρειών των Εδωδίμων και των Αποικιακών! Νόστος της πόλης των παραλλήλων εστιών και του παράλληλου πνεύματος - άλλου από εκείνο των Πανεπιστημίων - που ανθούσε στα φαρμακεία - σπετσέρικα και φαρμακοτριβεία - της εποχής εκείνης κι ακόμα στα μαγαζιά των ναυτικών οργάνων και χαρτών, στα βιβλιοπωλεία και στα μαγαζιά των μουσικών οργάνων...
62/αφιερωμα
Jean-Luc Pinard-Legry
ξέρουν να γερνάνε διατηρώντας τη ζωηρή τους ματιά. Και πρώτα απ’ όλα, μένει κανείς εντυπω σιασμένος απ’ αυτό το βλέμμα το εξεταστικό, το επίμονο, αλλά συγχρόνως και εκφοβιστικό. «Άρχισα να γράφω απ’ τα δεκαεφτά μου χρό νια και χρωστώ τις πρώτες μου επιρροές στον Γκιουζέπε Ουνγκαρέτι, αλλά και στους υπερρεα λιστές. Ο Τριστάν Τζαρά είχε εξάλλου επισκεφθεί την Πράγα. Υπήρξα όμως και παθιασμένος αναγνώστης του Ladislav Klima». Ο Bohumil Hrabal, αρχίζει να γράφει στην ουσία πολύ νωρίς; παρ’ όλα αυτά δεν ασκεί αμέσως το επάγ γελμα του συγγραφέα. Οι σπουδές του τον οδή γησαν σε ένα ντοκτορά στο Δίκαιο και οι τύχες της τσέχικης ζωής τον ανάγκασαν να δοκιμάσει διάφορα επαγγέλματα, από τα οποία το καθένα θα αφήσει κι ένα ίχνος στο έργο του: σιδηροδρο μικός υπάλληλος, εμπορικός - ταξιδιωτικός αντι πρόσωπος, ασφαλιστής, εργάτης σε χαλυβουρ γείο, σε χαρτοπωλείο, υπεύθυνος των αξεσουάρ σε θέατρο· περίμενε πολύ για να αφοσιωθεί απο κλειστικά στα βιβλία του. Ό λα του τα βιβλία εί ναι έντονα αυτοβιογραφικά: «Ουσιαστική ενα-
Μπόχουμηλ Χράμπαλ ο περιπατητής Ο Μπόχουμηλ Χράμπαλ είναι αναμφίβολα, μαζί με τον Μιλάν Κούντερα, ο πιο γνωστός ανά τον κόσμο κι ο πιο πολύμεταφρασμένος Τσέχος συγγραφέας. υγραφέας 20 βιβλίων περίπου, που κυκλο φόρησαν επίσημα στη χώρα του, καθώς κι αναρίθμητων ανέκδοτων κειμένων - εκ των οποίων ορισμένα κυκλοφορούν κρυφά - ο Χρά μπαλ, καταλαμβάνει, στη σύγχρονη τσέχικη λογο τεχνία μια μοναδική θέση. Ενώ δεν είναι ούτε φανερά αντικαθεστωτικός ούτε πραγματικά επί σημος συγγραφέας, χαίρει ομόφωνης αναγνώρι σης, κι αυτό του χαρίζει προνομιακή μεταχείρι ση· αλλά ο «συμβιβασμός» που αποδέχεται δεν είναι ποτέ προδοσία της λογοτεχνίας. Κι αν δια σκευάζει τα έργα του, αυτό γίνεται για να μεγα λώσει ακόμα πιο πολύ την απόσταση του γελοί ου, όπως ακριβώς ο Jaroslav Hasek, ο συγγρα φέας του «Καλού Στρατιώτη Σβέικ», που αναπο λεί κανείς συχνά, διαβάζοντάς τον. Για κάποιον που τον προσεγγίζει για πρώτη φορά, φαίνεται νευρικός, διαρκώς ανήσυχος, κυριπ ιιένος από ανυπομονησία, σαν να ’θελε να π«.»>·Ίΐρμόσει την πραγματικότητα στις επιθυμίες
Σ
Κοντόχοντρος, σταθερός, μ’ ένα σχεδόν νεανι κό παράστημα, μέσα σ’ ένα ανοιχτόχρωμο μπλε πουλόβερ, έχει το υπέροχο πρόσωπο αυτών που
αφιερωμα/63 σχόλησή μου, υπήρξε πάντα η ανάμνηση. Είναι η προϋπόθεση «sine qua non» της γραφής μου. Μ’ αυτή την έννοια, η αυτοβιογραφία είναι πάντα πρώτη, αλλά μεταλλαγμένη απ’ τη φαντασία, απ’ την απάτη. Ο τρόπος της δουλειάς μου ανακα τεύει το ρεπορτάζ και την απάτη». έργο του Χράμπαλ μοιάζει μ’ ένα πραγματι κό παιχνίδι - κρυφτό, του οποίου σημάδι εν δεικτικό είναι, μεταξύ άλλων, οι ατέρμονες αλ λαγές στις οποίες υποβάλλει τα κείμενά του. Με ρικές φορές ακόμα, αφήνει να κυκλοφορούν δια φορετικές εκδοχές τους, πράγμα που δεν διευκο λύνει βέβαια το έργο μεταφραστών και εκδο τών... Ως συγγραφέας που «κινείται» αδιάκοπα, δεν θέλει να αφεθεί να κλειστεί στον κόσμο των βιβλίων του. Η εργασία της μνήμης συγκεντρώ νει εκεί πρόσωπα και τόπους, πάντα όμως με την απόσταση της ειρωνείας: «Η ειρωνεία είναι για μένα πολύ σημαντική. Κι εξάλλου είναι παρούσα στους Τσέχους συγγραφείς που προτιμώ, όπως ο Jacub Demi, ο Ladislav Klima ή o'Jaroslav Hasec. To καταστροφικό χιούμορ του τελευταίου, μ’
Τ
της Π ράγας
έχει επηρεάσει πολύ. Η ειρωνεία είναι, κατά κά ποιον τρόπο, η σύγκρουση ενός ατόμου με το κοινωνικό κατεστημένο». Τα πιο γνωστά έργα του Χράμπαλ έχουν μετα φερθεί στον κινηματογράφο, απ’ τους σκηνοθέ τες του νέου τσεχοσλοβακικού κύματος, όπως ο Γιούρι Μέντελ που βραβεύτηκε με όσκαρ για το: «Ο άνθρωπος που έβλεπε τα τραίνα να περνούν». Ο Χράμπαλ είναι χαρούμενος απ’ αυτό το δεσμό με τον κινηματογράφο: «Αγαπώ υπερβολικά τις ταινίες του Τσά -λιν, του Φελλίνι, του Μπέργκμαν. Είμαι ικανός να ξαναδώ μερικές απ’ αυ τές καμιά εικοσαριά φορές. Αγάπησα πολύ τη “Δίκη” του Όρσον Ουέλλες και τον “Δρόμο” . Αισθάνομαι πολύ κοντά στον κινηματογράφο, γιατί, κατά βάθος, είμαι ηδονοβλεψίας της νύ χτας. Έγραψα τα όνειρά μου...». Πώς όμως αντιδρούσε ο Μπόχουμηλ Χράμπαλ όταν δεν ήταν δυνατόν να δημοσιευτούν τα βι βλία του; «Δεν με απασχόλησε ποτέ το αν θα δη μοσιευτούν, αντίθετα, με ένοιαζε να γράψω αυτό που έπρεπε να γίνει δημόσια γνωστό. Το πιο σπουδαίο είναι να σε διαβάσουν φιλικά άτομα που αξίζουν για σένα. Και στη χώρα μου, αυτοί οι φίλοι, διαβάζουν όλα μου τα βιβλία. Γράψι μο, σημαίνει να δουλεύεις πάντα μόνος, να ερμη νεύεις πάντα μια μοναξιά, μια μοναξιά “θορυ βώδη”». Το έργο του Χράμπαλ βασίστηκε επίσης στην οικειότητα που είχε με μερικά αναγνώσματα: «Αποφασιστικά για μένα υπήρξαν αυτά των Ρίλκε, Σελίν, Τόμας Έλιοτ, των υπερρεαλιστών. Ενώ τοποθετούνται όλα στη δεκαετία του ’30, εί
64/αφιερωμα ναι ακόμα δικά μου, σήμερα. Αν θα έπρεπε να διαλέξω ένα δάσκαλο της γαλλικής λογοτεχνίας, αυτός θα ήταν ο Αλμπέρ Καμύ. Εντυπωσιαζόμουν πάντα από το πώς χειριζό ταν μια διήγηση. Αισθάνομαι πολύ οικείο αυτό τον τρόπο. Δεν με απασχόλησαν καθόλου ζητή ματα λογοτεχνικής “φόρμας” κι αυτό που είναι σημαντικότερο για μένα, είναι πάντα το περιεχό μενο. Πιθανόν εκεί να βρίσκεται η απάντηση στο γιατί δεν ενδιαφέρθηκα για το νέο μυθιστόρημα. Στην πραγματικότητα, έμαθα πολύ νωρίς από τον Ladislav Klima ότι το γράψιμο ήταν ένα παι χνίδι.». Με τον δικό του τρόπο, πολύ διαφορετικό από εκείνον του Κάφκα, του οποίου όμως την κληρο νομιά δεν απαρνιέται, ο Χράμπαλ είναι ένας πε ριπατητής της Πράγας, μιας πόλης που αγαπά περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη: «Αυτή η πόλη, παραμένει για μένα ένας προ νομιούχος τόπος. Αν ξέρεις να την περπατάς μ’ ανοιχτά τα μάτια, η Πράγα είναι μια πόλη γεμά τη ποίηση, συναντήσεις και εκπλήξεις». Εύκολα νοσταλγικός ο Χράμπαλ, που παραδέ χεται εκούσια ότι «ανήκει στην γενιά που ανα τράφηκε με το γάλα της Αυστρο-ουγγαρίας», δεν νιώθει την ανάγκη να δεσμευτεί σε πολιτικούς αγώνες του παρόντος. Ο συλλογισμός του βρί σκεται αλλού, στην αναζήτηση ενός χώρου εσω τερικής ελευθερίας. Θα τον χαρακτηρίζαμε, άνε τα, μυστικιστή: «Μέσα στον εαυτό μας, η ελευθε ρία είναι ηλιθιότητα, Πρόκειται για κάτι που αφορά μόνο τους Αγίους και γι’ αυτό λοιπόν δεν είναι και τόσο ενδιαφέρον. Την πραγματική ελευθερία, τη βρίσκω στην επαφή με τα παιδιά, με τις γάτες, τη φύση κι ακόμα στο γράψιμο. Κυ ρίως στην επεξεργασία του πρώτου υλικού του βιβλίου. Ό πω ς και στα σκίτσα της ζωγραφικής, έτσι κι εδώ, μπορείς να εκφραστείς πιο ελεύθερα από οπουδήποτε. Αλλά αυτό δεν είναι παρά η πρώτη φάση. Η δεύτερη συνίσταται στο να πά ρεις ψαλίδι και να κόψεις απ’ το κείμενο. Κι αυ τό, το κάνω πάντα. Η διόρθωση, το κόψιμο, εί ναι η στιγμή που κριτικάρεις τον ίδιο σου τον εαυτό. Κι ως προς αυτό, αισθάνομαι πολύ κοντά στον Γκυστάβ Φλωμπέρ. Η “Μαντάμ Μποβαρύ” είναι ένα καταπληκτικό βιβλίο, γιατί μέσα σ’ αυ τό βρίσκεις την αιωνιότητα. Ο Φλωμπέρ πά ντως, έγραφε πολύ αργά, ενώ εγώ γράφω γρήγο ρα. τουλάχιστον στο προσχεδίασμα. Η δεύτερη φάση είναι πάντα αυτή που διαρκεί περισσότεελευθερίας, το γράψιμο επιτρέπει επίΣ τιγμή <>ης μιαν ανταμοιβή: «Η γραφή μου, είναι ένα είδος ψυχαναλυτικής διαδικασίας. Μ’ αυτήν οργανώνεται ένας κόσμος συλλογισμών, που πλησιάζει μερικές φορές την καθολική εξομολό γηση. Το να γράφω, είναι ένα μέσον για να για
τρεύομαι, για να αποφεύγω να πηγαίνω στο νο σοκομείο. Είναι ένας τρόπος για να γλιτώνω». Τα βιβλία του Χράμπαλ, όπως το «Chevelure Sacrifice», που ανακαλεί στη μνήμη τη στιγμή όπου μια νέα γυναίκα σκανδαλίζει τους γύρω της κουρεύοντας τα μαλλιά της α λα Ζοζεφίν Μπαίκερ, εξορκίζουν κατά κάποιον τρόπο τις αλλαγές του σύγχρονου κόσμου. Η μνήμη, όπως και στην περίπτωση του «Une trop bruyante soli tude», θυμίζει έναν κόσμο που χάνεται εξαιτίας των επιθέσεων του μοντερνισμού. Απ’ τη μια, εξαφάνιση του ιστορικού γκέτο της Βαρσοβίας, απ’ την άλλη, οικογενειακές αναμνήσεις. Αυτό το άκουσμα του χαμένου χρόνου είναι επίσης μια δουλειά σχετική με τον εαυτό μας/σου: «Στην ηλικία που βρίσκομαι σήμερα, μπορώ πια να αναλύσω αυτό που έκανα χθες· να ανακαλύπτω, να αναλύω τις καταστροφικές - μερικές φορές εικόνες της περασμένης μου ζωής, για παράδειγ μα αυτές της σχέσης με τη μητέρα μου. Πρέπει όμως να προχωρήσεις πιο μακριά απ’ αυτή την απλή δουλειά σχετικά με τον ίδιο σου τον εαυτό. Πρέπει να βρεις ένα δεσμό μεταξύ όλων των εικόνων που παρουσιάζονται, να βρεις ένα ύφος». Απάτη ίσως, η λογοτεχνία είναι για τον Χρά μπαλ και μια μεταμόρφωση, η οποία ξεδιαλύνει στον κόσμο του πραγματικού μυστικές σχέσεις, αλληλογραφίες, (παίξει μερικές φορές τα ταρώ), είναι συγγενής με τη μουσική: «Με τη μουσική έχω μυστηριώδεις δεσμούς. Ορισμένες μουσικές μ’ έχουν εντυπωσιάσει, όπως η Promenade του Luc Ferrari ή το Αντάτζιο της 7ης συμφωνίας του Gustave Mahler. Κι όπως έλεγε ο Αντρέ Μπρετόν, η μουσική υπακούει σ’ ένα είδος αντι κειμενικής τύχης, γιατί για κάποιες στιγμές μας κατέχει. Υπενθυμίζει στον άνθρωπο ότι δεν εί ναι μόνος, ότι υπάρχουν κι άλλοι άνθρωποι. Ερ μηνεύει επίσης κάτι από το πεπρωμένο. Η μουσι κή μου έδωσε να καταλάβω ότι η γυναίκα μου θα πέθαινε. Η μουσική μπορεί να αναγγείλει γεγο νότα, να τα προδιαγράφει». Ο Μπόχουμηλ Χράμπαλ συγκρατεί ένα πονεμένο βογγητό. Σηκώνεται απότομα. Η γυναίκα του έφυγε (...) και δεν μπορεί να πει περισσότε ρα. Χαιρετιόμαστε. Θα ξαναβρεθούμε με φίλους φωτογράφους, λίγο αργότερα· μπροστά σ’ αυ τούς, θα δανειστεί και το καπέλο μου. Και ση κώνοντας τις άκρες με ύφος ιλαρό, «όπως το κά νουν οι Εβραίοι στην Πράγα...». Μετάφραση: Αλεξάνδρα Παρίση
αφιερωμα/65
«Τα Τραίνα...» είναι από τα πιο γνωστά έργα του Τσέχου συγγραφέα Μπόχουμηλ Χράμπαλ στη χώρα μας. Έχουν γίνει ταινία από τον Γίρζι Μένζελ, η οποία γνώρισε μεγάλη επιτυχία στην Ευρώ πη. «Ο άνθρωπος που έβλεπε τα τραίνα να περνούν», αυτός ήταν ο τίτλος της ταινίας, χάρισε στο σκηνοθέτη της το βραβείο Όσκαρ. Παραθέτουμε μια σύντομη συνέντευξη του συγγραφέα, ο οποίος εξηγεί πώς έγραψε «Τα τραί να...». Ο χρόνος και ο τόπος όπου εκτυλίσσεται η νουβέλα είναι οι τελευταίες βδομάδες του Β' Πα γκοσμίου Πολέμου, σ’ ένα μικρό, αλλά σημαντικό, σιδηροδρομικό σταθμό.* Π ώ ς γ ε ν ν η θ ή κ α ν ε « Τ α Τ ρ α ίν α ...» ;
Τούτο το κείμενο είναι πλεγμένο από δυο παλιά μου διηγήματα. Α π ’ τον «Κάιν» που έγραψα το 1950 και τον «Ασήμαντο σιδηροδρομικό σταθμό» που έγραψα το 1953. Φ α ίν ε τ α ι π ω ς σ α ς α ρ έ σ ε ι ν α δ ο υ λ ε ύ ε τ ε κ ε ίμ ε ν α π ο υ τ α ’χ ε τ ε π ρ ω τ ο γ ρ ά ψ ε ι π ρ ι ν α π ό χ ρ ό ν ια .
Μ’ αρέσει ν’ αφήνω τα γραφτά μου να «σιτεύουν». Τα ξαναπιάνω μετά από κάμποσα χρόνια, σαν τα κρασιά. Τα δοκιμάζω να δω είναι αρκετά νόστιμα, λαμπικαρισμένα, πικάντικα. Ανάλογα με την εντύπωση της στιγμής διορθώνω το κείμενο και πάλι το αφήνω στο συρτάρι ίσαμε να 'ρθει η ώρα που να μπορώ να το δω με καθαρό μυαλό. Τότε του δίνω την τελική μορφή τον. Δουλεύω κάπως ανάποδα. Στην αρχή καταγράφω τα γεγονότα, τα περιστατικά, δίχως συγκεκριμένο σκοπό. Αυτός μου φανερώνεται στο τέλος. Κ α ι π ι ο ε ίν α ι τ ο θ έ μ α α υ τ ή ς τ η ς ν ο υ β έ λ α ς ;
Ήθελα να δω σε τι βαθμό μπορεί να βάλει κανείς δίπλα-δίπλα δυο αντίθετα μοτίβα: το γελοίο και το ανήθικο δίπλα-δίπλα με το τραγικό μέσα στο γενικότερο πλαίσιο: τον αγώνα ενάντια στον εχθρό. Ο ήρωας είναι ένας νεαρός κι ασήμαντος υπάλληλος που χωρίς δισταγμούς δέχεται να σηκώσει στους ώμους τον μια δύσκολη αποστολή που καταλήγει στο θάνατο. Και θα 'τανε έτοιμος να ξαναρχίσει αν μπορούσε να ξαναγνρίσει πίσω, στην παλιά του κατάσταση, στην παλιά του ψυχική κατάσταση, διχασμένος ανάμεσα στον έρωτα και το θάνατο. Αυτό το κείμενο είναι σύνθεση από πραγματικά περιστατικά. Δεν ακολούθησα την ιστορική συνέχεια. Πολλές φορές αναποδογύρισα το χρόνο και το χώρο για να ξεπηδήσει ζωντανό το κεντρικό μοτίβο, αυτό που δεν εκφράζεται με λόγια, αυτό που κανένας δεν μπορεί να το διδάξει. Ήθελα να ,· ξεπηδήσουνε οι αιώνιες αξίες που κρύβονται μέσα στον άνθρωπο, στον άνθρωπο που ο εχθρός του καταπάτησε την πατρίδα του, του σακάτεψε τα παιδικά του χρόνια, του νόθεψε τη γλώσσα του. Αυτό ήθελα να θυμίσω στον αναγνώστη, να ξαναζωντανέψω τη μνήμη του, να μην ξεχάσει τι έγινε πριν είκοσι χρόνια. * Τη συνέντευξη του Μπ. Χράμπαλ, πήραμε από το βιβλίο «Τα Τραίνα», σε μετάφραση Ρενέ Ψυροΰκη, εκδόσεις «ΚΑΛΒΟΣ». 1968.
66/αφιερωμα
Philippe Chardin
Ο «τόπος» του Μίλαν Κούντερα (Μελέτη των αναφορών της πόλης, στο έργο του)
Η ρώσικη εισβολή, ας το επαναλάβουμε, δεν υπήρξε μόνο μια τραγωδία· ήταν μια γιορτή του μίσους, την παράξενη ευφορία του οποίου κανείς, ποτέ, δε θα καταλάβει Μ. ΚΟΥΝΤΕΡΑ
Ο συγγραφέας της «Τέχνης του μυθιστορήματος» διατηρεί ιδιαίτερες σχέ σεις με την Πράγα. Ο Κούντερα μπορεί να περιγράφει σπάνια, αλλά κατονο μάζει σχεδόν πάντα τους τόπους όπου εκτυλίσσεται κάποιο γεγονός, «ερεθι στικά» (λέξη-κλειδί στην «Τέχνη του μυθιστορήματος») σημαντικό στη ζωή των ηρώων του, ειδικότερα δε όταν πρόκειται για ορισμένους τόπους «μαγι κούς» της Πράγας: η πλατεία της παλιάς πόλης, η γέφυρα Charles, η πλατεία Saint-Venceslas. Και μέσα στα μυθιστορήματά του, το όνομα της Πράγας επα ναλαμβάνεται συχνά, καθώς και το όνομα του παλιού βασιλείου της, της Βοη μίας. εν συμβαίνει όμως το ίδιο και με τη λέξη «Τσεχοσλοβακία»· γι’ αυτήν παρατηρεί ο Μίλαν Κούντερα, με χιούμορ και θλίψη, στο έκτο μέρος του βιβλίου «Η τέχνη τον μυθιστορή ματος» με τίτλο «εβδομηνταμία λέξεις»*, ότι εί ναι τόσο «αδοκίμαστη στο χρόνο» όσο και η πο λιτική κατάσταση με την οποία δυστυχώς έχει
Δ
συνδεθεί. Κυρίως η δύναμη της αναφοράς σε ορισμένες φράσεις του Κούντερα είναι τέτοια, που δεν είναι αναγκαίο να «περιγράφει» για να αισθανθεί κάποιος την Πράγα παρούσα: «Στα χαμηλότερα σημεία της, ανακάλυπτε πολυάριθ μους πύργους και γεφύρια. Οι άγιοι απειλούσαν με τη γροθιά, με τα έκπληκτα μάτια τους, καρ
αφιερωμα/67 φωμένα στα σύννεφα. Ήταν η ωραιότερη πόλη του κόσμου». Συχνά, «η απόσταση» στον Κούντερα, μετριέ ται με αφετηρία την Πράγα και τις παραστάσεις της. Αναφερόμαστε στην «απόσταση» που χωρί ζει τις απωθημένες προκαταλήψεις και τις ασυμ βίβαστες φαντασιώσεις, ή τις αντίθετες απόψεις που θα υιοθετήσει διαδοχικά το ίδιο πρόσωπο. Ο μύθος της Πράγας παίζει αρχικά μεγάλο ρόλο στο α' μέρος του έργου του: στο «Αστείο», και σε ορισμένα σημεία, στους «Γελοίους Έρωτες». Στα τελευταία, στο «βαλς τον Αποχαιρετισμού», το πλαίσιο είναι επαρχιακές άσχημες πόλεις· η ασχήμια τους αποδίδεται με τόση απλότητα, όση η ομορφιά της Πράγας σ’ άλλα σημεία. Έτσι κά ποιος «μποβαρυσμός» είναι εμφανής σε αρκετά πρόσωπα· παίρνει τη μορφή απλών εικόνων κοι νωνικού περιεχομένου που κατευθύνουν ή λογο κρίνουν την επιλογή των ερωτικού συντρόφου. Αρκετοί έφηβοι αυτών των μυθιστορημάτων, μα κριά απ’ την Πράγα, αισθάνονται αυτό που μπο ρεί ήδη κάποιος ν’ αποκαλέσει «πραγματική» αί σθηση εξορίας. Τα ίδια μυθιστορήματα όμως έχουν ως θέμα τους την απέραντη ευτυχία της «εγκατάστασης στην Πράγα». Η απόφαση του να εγκαταλείπει κανείς ή να επανέρχεται στην Πράγα, (στο «Η ζωή είναι αλ λού» και στο «Βαλς τον Αποχαιρετισμού», αναφέρεται το «να εγκαταλείψουμε τη χώρα», μόνο όταν πρόκειται για μετανάστευση) είναι η κυ ρίαρχη σκέψη για πίστη και προδοσία, που δια κατέχει «Το βιβλίο του γέλιου και της λήθης» ή την «Αβάσταχτη ελαφρότητα τον είναι». Εννοείται πάντως, ότι για τους ήρωες του Κούντερα αυτές οι λέξεις δεν έχουν μόνο μια απλή πολιτική σημασία, ηρωική ή ατιμωτική: πρόκειται για την πίστη σε πρόσωπα, κάποιες φορές εξαφανισμένα - όπως το παράδειγμα της Ταμίνα - σε αγάπες, σε εικόνες του εαυτού τους, ακόμα και σε ένα είδος καθήκοντος προδοσίας που αποτελεί αντικείμενο διαμάχης. Ειδικότερα στην «Αβάσταχτη ελαφρότητα τον είναι», μια πολύπλοκη διαλεκτική, στην οποία αλληλοσυγχέονται η Ιστορία κι αυτό που δεν μπορεί να συνοψισθεί στην Ιστορία, κάνει την Τερέζα να εγκαταλείπει ή να επανέρχεται εναλλάξ στην Πράγα. Τις πρώτες ημέρες της εισβολής στην Τσεχοσ λοβακία, η Τερέζα συμμετείχε - μ’ όλους σχεδόν - στη «γιορτή του μίσους», ενάντια στον κατακτητή· κι όταν διακινδύνευε πολύ για να φωτο γραφήσει ρώσους στρατιώτες, αισθάνθηκε «πιο δυνατή παρά ποτέ στη ζωή της». (Δια μέσου αυ τών των φωτογραφιών, ο Κούντερα αποδεικνύει με τον πιο ακριβή τρόπο, ότι η εισβολή των σο βιετικών αρμάτων μάχης στους δρόμους της Πράγας, δεν υπήρξε μόνο μέρος μιας «τραγω δίας» - κι αυτή τη λέξη, την επαναλαμβάνει συ
χνά - και μια απόπειρα αφανισμού ενός ολόκλη ρου πολιτισμού- ήταν ακόμα μια τερατώδης απρέπεια, την οποία αποδεικνύουν μεταξύ άλ λων, οι φωτογραφίες αρμάτων μάχης περικυ κλωμένων από νεαρές κοπέλες που φορούν κο ντές φούστες). Η Τερέζα έφυγε για το εξωτερι κό, γιατί δεν μπόρεσε να ανεχθεί την ταπείνωση που ένιωσε, σαν άκουσε τον -διακοπτόμενο από μεγάλα διαλείμματα σιωπής - λόγο του Ντούμπτσεκ, όταν αυτός επέστρεψε απ’ τη Μόσχα. Ο Τόμας, η Σαμπίνα κι εκείνη, ξανασχημάτισαν για λίγο το «τρίο» τους στην Ελβετία. (Αλλά η Σαμπίνα θα συνεχίσει το δρόμο της «πάντα προς τη Δύση, πάντα πιο μακριά απ’ τη Βοημία»). Στη Ζυρίχη, παρ’ όλα αυτά, η Τερέζα συγχωρεί αυτούς που μετέβαλαν την Τσεχοσλοβακία σε «χώρα αδυνάτων», εν μέρει γιατί κι αυτή η ίδια, στο εξωτερικό, αισθάνεται «το ίδιο αδύναμη με τον Ντούμπτσεκ» στις σχέσεις της με τον Τόμας και τελικά αποφασίζει να επιστρέφει στην Πρά γα. Ο Τόμας, αυτός ο άπιστος, εξαιτίας μιας πα ράδοξης πίστης σε μία γυναίκα, θα γυρίσει κι αυτός σ’ αυτό το «κλουβί» - έτσι κατάντησε η χώρα του. Εκεί, θα πάψει τελικά να ασκεί το επάγγελμα του γιατρού, επειδή θα αρνηθεί κατ’ επανάληψη να «υποταγεί». («Τώρα, διέσχιζε την Πράγα με το μακρύ του κοντάρι για πλύσιμο βιτρινών».) το τέλος του μυθιστορήματος, ο Tomas και η Τερέζα θα πάνε να ζήσουν στην εξοχή, αφε νός γιατί η Πράγα «έχει τόσο αλλάξει» και «έγι νε άσχημη» μετά απ’ την εισβολή, αφετέρου για τί ο Tomas αποποιήθηκε το «καθήκον της γοη τείας». Ψεύτικη απουσία της Πράγας για τους εξόρι στους στο «Βιβλίο του γέλιου και της Λήθης», οι οποίοι διακρίνουν ακόμα πολύ καλά την πόλη τους, αν και βρίσκονται σε απόσταση 2.000 χι λιομέτρων, για την Ταμίνα ή για τον Μίλαν Κού ντερα (ο οποίος γίνεται όλο και πιο συχνά ήρωας των μυθιστορημάτων του, στα βιβλία που γράφει στη Γαλλία). Αλλά και ψεύτικη παρουσία της πόλης ως απλός, αδιάφορος, τουριστικός προορισμός, ή ως απλός μύθος, πολιτικά επίκαιρος. Μετά από λίγο, θα τον αντικαταστήσουν εξάλλου με άλλες «μαγικές» αναφορές. Ξέρουμε πως λίγους μήνες μετά την εισβολή, ένα περιοδικό θα αρνηθεί φω τογραφίες της Τερέζας, με την αιτιολογία ότι: «για τους αναγνώστες», «η Πράγα» ανήκει ήδη στο παρελθόν... Ο Μίλαν Κούντερα στις αναφορές του για την πόλη δεν ανατρέχει ποτέ σε ισχύουσες μεθόδους ενός «κάποιου» μοντερνισμού του αιώνα μας: συγχρονισμός, απρόσωπο «μάτι της κάμερας», μυθοποίηση του αστικού διάκοσμου. Αυτό συμ βαίνει καταρχήν, διότι αναμφισβήτητα ο Μ.Κ.
Σ
68/αψιερωμα γνωρίζει τόσο καλά την ιστορία του μυθιστορή ματος - γεγονός που αποδεικνύεται από την ανάγνωση των κριτικών του κειμένων -, ώστε να μην αποπειραθεί να επαναλάβει αυτό που ο Joy ce, ο Dos Passos ή ο Doblin είχαν ήδη κάνει τόσο καλά. Ίσως ακόμα, διότι παρόμοιες τεχνικές αρ μόζουν κυρίως στην περιγραφή πόλεων που θεωρούνται ταυτόχρονα «(μάζα) και δύναμη». Η Πράγα ποτέ δεν συγκαταλεγόταν σ’ αυτές τις μεγαλουπόλεις: στα μυθιστορήματα του Κούντερα, η Πράγα είναι μια πόλη που τη γνωρίζεις περπα τώντας· εκεί μετακινείσαι πολύ λίγο με συγκοι νωνία (αρκεί το τραμ), είτε πρόκειται για βόλτες ερωτευμένων, είτε για πολιτικούς περιπάτους ή μοναχικές περιπλανήσεις. Αντίθετα, δυο μορφές «montage», στενά συνδεδεμένες με την οδυνηρή ιστορία της Βοημίας, κατέχουν μια ουσιαστική θέση στα μυθιστορήματά του. Απ’ τη μια η συνύπαρξη διαφορετικών εποχών σ’ ένα και το αυτό μέρος της Πράγας· τοπική ενότητα αλλά και ενότητα λήθης, αφού εδώ και πάρα πολύ καιρό, βασική μέριμνα της πολιτικής ή εκκλησιαστικής εξουσίας σ’ αυτή την πόλη, είναι ακριβώς το πώς θα εξαφανισθούν «τα ίχνη». Η Πράγα, όπως γράφει ο Κούντερα, είναι η πόλη -των «αντεστραμμένων μνημείων», των «ξαναβαφτισμένων δρόμων» (τον Αύγουστο του 1968 για να παραπλανηθούν οι Ρώσοι, αλλά και αργότερα, πολλές φορές για να εξυμνηθεί καλύτερα η «προστασία» τους) των «ρετουσαρισμίνων» ιστορικών ηωτογραη ιών. Στο μυθιστόρημα «Η ζωή είναι αλλού», η Πράγα αποκαλείται «πόλη των εκπαραθυρώ σεων». Μια σειρά ακριβών αναφορών στα μυθιστορή ματα του Κάφκα, επιτρέπουν στον Κούντερα να κάνει πιο κατανοητό για τον δυτικό αναγνώστη πώς είναι τώρα η ζωή στην Πράγα... όπου τελι κά ξαναβρίσκει κανείς την πολικότητα και τα παράδοξα της βαρύτητας και της ελαφρότητας, που τόσο σημαντική θέση έχουν στο τελευταίο του μυθιστόρημα. Παρά την αθλιότητα του περί γυρου, αμέσως μόλις γίνει λόγος για τον Κάφκα, ο Κούντερα αρέσκεται να θυμίζει οτιδήποτε μπόρεσε να γλυκάνει και να ομορφύνει τη ζωή του Κάφκα στην Πράγα: τις ωραίες συνοικίες και τα σπίτια όπου έμεινε, τα λογοτεχνικά καφε νεία στα οποία σύχναζε, τις όμορφες φιλίες που έκανε με νέους διανοούμενους της Πράγας, με ταξύ των οποίων βέβαια ήταν και ο Max Brod. Κανείς δεν είναι πιο ευαίσθητος απ’ τον Κούντε ρα στην παραδοξότητα των καφκικών θεμάτων με τα οποία οι φίλοι του γελούσαν αμέσως, είναι γνωστό αυτό - και των οποίων μια απ’ τις πιο αδιαφιλονίκητες πηγές και εντούτοις πιο παρα γνωρισμένες, είναι γι’ αυτόν η τσέχικη «φάρσα». Ορισμένα απ’ τα οικεία θέματα αυτών των ιστο ριών (τυραννικός ή γελοίος αυταρχισμός, ακατα
νόητες διαταγές, παθητική αντίσταση) θυμίζουν εξάλλου πολύ τον κόσμο του Χάσεκ, με τον οποίο έχει την ίδια ημερομηνία γέννησης και θα νάτου. έσα σε ολόκληρη τη λογοτεχνική παράδο ση, της οποίας κατάληξη είναι το Γκόλεμ, η Πράγα εμφανίζεται ως πόλη μαγεμένη, πόλη που τρομάζει. Κι αν αυτό δεν ισχύει φανερά στον Κούντερα, είναι διότι ένα ολόκληρο μυστι κιστικό, φανταστικό, μπαρόκ ρεύμα... τού είναι άγνωστο στην πραγματικότητα. Στην πρώτη γαλ λική μετάφραση του «Αστείου», κυρίως, διαμαρτυρήθηκε για τη μετατροπή του ύφους του σε «μπαρόκ». Χωρίς αμφιβολία η σχέση του Κού ντερα με την Πράγα αποδίδεται καλύτερα, σύμ φωνα με τον ορισμό στην «Τέχνη τον μυθιστορή ματος», με τον δανεισμένο νεολογισμό από την τσεχική ή γερμανική γλώσσα που είναι κάτι ανά μεσα στο «εστία» και στο «σπίτι μου». Αντίθετα δε απο τοσους συγγράφεις της Κε ντρικής Ευρώπης (για παράδειγμα ας δούμε τη σχέση του Musil ή του Freud με τη Βιέννη, του Bernhard με το Σάλτζμπουγκ, του Κάφκα με την Πράγα), ο Κούντερα δε φαίνεται να κράτησε δι φορούμενη στάση ή συναισθήματα ως προς την
Μ
αφιερωμα/69
«εστία» και «το σπίτι μου». Σχετικά μ’ αυτό είναι αποκαλυπτικός: τη στιγ μή που προχωρά σε μια παρωδία μουσικής ανά λυσης του τρόπου με τον οποίο προφέρεται γενι κά η φράση: «όπως το λέω μέσα στο βιβλίο μου» («ο φωνητικός ανελκυστήρας της απόλαυσης»), το αντι-παράδειγμα που διαλέγει πιο συχνά χω ρίς ειδικό χρωματισμό της φωνής, είναι ακρι βώς: «όπως συνηθίζεται στην πόλη μου». Στα μυθιστορήματά του αντίθετα, είναι έκδηλος ο συνδυασμός της λυρικής συγκίνησης και του διδακτικού πάθους, τόσο έντονα, ώστε αμέ σως μόλις πρόκειται να γίνει αναφορά «σ’ αυτό που συνηθίζεται στην πόλη του» να αλλάζει και ο «τόνος της φωνής». Μήπως εδώ ακριβώς αγγί ζουμε ένα ουσιαστικό όριο του πεσιμισμού που αναφέρεται τόσο συχνά με αφορμή αυτό το έργο; Ούτε η χώρα του, ούτε η πόλη του, αλλά ούτε η γλώσσα του ή οι συγγενικές μορφές - όπως εμ φανίζονται στα περισσότερα μυθιστορήματά του - αμφισβητούνται. Εννοείται όμως ότι εξαιτίας της τραγικής ιστορίας αυτών των τελευταίων δε καετιών, τόσο η τσεχική ταυτότητα, όσο και η ίδια η Πράγα με την ιστορικοπολιτιστική της διάσταση, παίρνουν σ’ όλο του το έργο τη μορφή εύθραυστων «μνημείων», οντοτήτων που έχουν
απειληθεί. Κι ας υπενθυμίσουμε, όπως το κάνει ο Κούντερα με καρτερία στις παραδόσεις του στην Ecole des Haute Etudes και στα κριτικά του κεί μενα, την ύπαρξη μιας ειδικής κουλτούρας της Κεντρικής Ευρώπης και την ουσιαστική συμβολή της Πράγας σ’ αυτήν. Εξάλλου μεγάλοι μυθιστοριογράφοι των αρχών του αιώνα: ο Musil, ο Broch, ο Schnitzler, ο Svevo, ο Kafka αλλά και ο Gombrowicz κι ο Hasek, αποτελούν ζωντανή διαμαρτυρία για τον εξαναγκασμό της πρωτεύ ουσας της Βοημίας να ανήκει σε εντελώς διαφο ρετικό κόσμο... Ταυτόχρονα, στον Μίλαν Κούντερα, η εξορία, η λήθη δεν περιορίζονται ποτέ μόνο στην πολιτι κή τους διάσταση. Μπορούμε αντίθετα να παρα τηρήσουμε πόσο λίγο διαχωρίζονται στα μυθιστορήματά του ο πόνος στο χώρο (Ιστορία, εξο ρία) και ο πόνος στο χρόνο, (με τα γηρατειά, τις ρήξεις, τη «ζωή»). Ο Μίλαν Κούντερα το είχε ήδη πει αξιοθαύμαστα στο «Αστείο»: “Δεν υπάρχει τόπος που να μην έχει απειληθεί, δεν υπάρχει τόπος που να μην υπήρξε λίγο ώς πολύ ανύπαρκτος”. Απόδοση: Αλεξάνδρα Παρίση
ΣΙΓΟΥΡΗ, ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΚΑΙ ΔΥΝΑΜΙΚΗ σίγουρης και δυναμικής η Αγροτική Ασφαλιστική
προβληματισμοί του χτες ερμηνείες του σήμερα MAURICE MERLEAU-PON'rY: Α ν θ ρ ω π ισ μ ό ς κ α ι Τ ρ ο μ ο κ ρ α τ ί α . Μετ. Μπάμπης Λνκονδης. Αθήνα, Ε ξ ά ν τ α ς , 1988. Σελ. 257. « Κ α ν έ ν α ς π ο λ ι τ ι κ ό ς δ ε ν μ π ο ρ ε ί ν α κ α ν χ η θ ε ί ό τ ι ε ίν α ι α θ ώ ο ς . Κ υ β ε ρ ν ώ σ η μ α ί ν ε ι π ρ ο β λ έ π ω . Ο π ο λ ιτ ικ ό ς δ ε ν μ π ο ρ ε ί ν α ε π ικ α λ ε σ τε ί τ ο α π ρό β λ επ το » .
Μ.Μ. Ponty Maurice Merleau-Ponty δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Είναι από τα πνεύματα που σημασιοδότησαν τη φιλοσοφία του 20ού αιώνα και κυρίως τη φαινομελογία. Τα κυριότερα έργα του είναι: «Η δομή της συμπεριφοράς», «Φαινομενολογία της αντίληψης», «Ανθρωπισμός και Τρομοκρατία», «Οι περιπέτειες της διαλεκτικής», «Σημείο». Στα πρώτα του έργα οι απόψεις του παρουσιάζονται ως συγγενείς προς το φαινομενολογικό ρεύμα του υπαρξισμού του Σαρτρ, όπως αναπτύσσεται από το 1945 στην επι θεώρηση «Νέοι Καιροί». Γύρω στο 1953 απομακρύνεται απ’ τον Σαρτρ μέχρι το τέλος της ζωής του, το 1961. Το παρόν βιβλίο γρά φτηκε πριν 41 χρόνια και την πρώτη έκδοση έκανε ο οίκος Gallimard. Η εποχή είναι δύσκολη, αλλά η πιο σημαντική ίσως του 20ού αιώνα. Εξαιτίας των θέσεων και των απόψεων του σ’ αυτό το έργο, ο Μ.Μ. Ponty, δέχθηκε έντονη των επίθεση των κριτικών οι οποίοι παρεξήγησαν τις καθεαυτές προθέσεις του όπως τις δια τυπώνει στο XII τεύχος του «Les temps modernes» (σ. 11). «Κατη γορούμε», γράφει «τον κομμουνισμό αλά Καίσλερ για λατρεία ενός αγνώστου θεού». Τον κατηγόρησαν ότι θέτει διλήμματα στη μαρξιστική διαλεκτική και κείνος εξηγεί ότι το δίλημμα της συνεί δησης και της πολιτικής απλά είναι ένα σημείο που δεν προβλέφθηκε από τον Μαρξ. «Ενώ λοιπόν μόλις το ένα τρίτο της μελέτης είχε εμφανιστεί κι είχε αναγγελθεί η συνέχεια, άνθρωποι που δεν είχαν τη δυνατότητα να κάνουν πολεμική ή την είχαν χάσει, ρίχτη καν στο γραφείο τους και σε τόνο ηθικής αποδοκιμασίας, σύνταξαν αναιρέσεις όπου δεν είναι δυνατό να βρούμε ούτε ίχνος διαύ γειας: άλλοτε μας παρουσιάζουν να λέμε το αντίθετο απ’ αυτό που λέμε κι άλλοτε αγνοούν το πρόβλημα που προσπαθούμε να θέσου με» (σ. 24).
Ο
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
72/επιλογη στόσο, για τον Μ.Μ. Ponty ίσχυσε το κυβερνώ σημαίνει προ βλέπω και ότι η απροβλεψία δεν ταιριάζει στους πολιτικούς. Ω Όμως, στην ιστορία υπάρχει και το αδύνατο προς πρόβλεψη. Εκεί ο Μ.Μ. Ponty βρίσκει και κατονομάζει την τραγωδία. Πού θα κατέληγε η Σοβιετική Επανάσταση του 1917; Μήπως στην εγκαθίδρυση ενός συγκεντρωτικού καθεστώτος; Οι Δίκες της Μό σχας και ιδιαίτερα η δίκη του Μπουχάριν (2-13 Μαρτίου 1938), απασχολούν σοβαρά τον Μ.Μ. Ponty. Ο Μπουχάριν κατηγορήθηκε ως κατάσκοπος προδότης, σαμποτέρ και τρομοκράτης. Γνώρι ζε, γράφει ο Μ.Μ. Ponty εκ των προτέρων, ότι θα καταδικαστεί σε θάνατο, αλλά αρνήθηκε μέχρι τέλους τις κατηγορίες. Το μόνο που επεδίωκε, ισχυρίστηκε, ήταν η ανατροπή της κομματικής ηγε σίας «...έχουμε έναν Μπουχάριν που δέχεται ν’ ατενίζει τον εαυτό του μέσα στην ιστορία και αιτιολογεί ιστορικά την καταδίκη του, αλλά ταυτόχρονα υπερασπίζει την επαναστατική του τιμή. Ο Μπουχάριν, όπως ο καθένας μας προσφέρεται για ψυχολογική ερ μηνεία» (σ. 113). Αλλά δεν είναι αυτή την ερμηνεία που επιχειρεί ο συγγραφέας. Μάλλον δεν προσβλέπει σε καμιά ερμηνεία, αλλά αντιμετωπίζει τις Δίκες της Μόσχας κριτικά και διεισδύει στο πρόβλημα της ιστορικής του (και μας) ευθύνης. Πιστός οπαδός της μη-βίας θεωρεί την καθαρή βία αδιανόητη και για τη θεωρητι: κή οπτική και για την πρακτική εφαρμογή του μαρξισμού. Αναζη τά μέσα απ’ τις καινοτομικές μαρξιστικές θεωρήσεις το ακριβές ισοδύναμο της συναίρεσης φιλοσοφικών, ανθρωπιστικών και οι κονομικών στην οποία προέβη ο Μαρξ. Θεωρεί ότι το Κεφάλαιο του Μαρξ είναι μια «συγκεκριμένη φαινομενολογία του πνεύμα τος» και ότι «πραγματεύεται αδιαίρετα τη λειτουργία της οικονο μίας και την πραγμάτωση του ανθρώπου» (σ. 155). Μαρξιστής, γράφει, σημαίνει να πιστεύεις ότι η ιστορία είναι μια Gestalt, ότι τα οικονομικά και πνευματικά προβλήματα του ανθρώπου είναι ένα πρόβλημα ενιαίο και να μπορείς να καθορίσεις μια στάση έμπρακτης κατανόησης, μια στάση εξεταστική χωρίς κακοπροαί ρετη πολεμική. Τονίζει ότι μόνο με ευγενικές προθέσεις, πρέπει ν’ αντιμετωπιστεί η μαρξιστική θεωρία και πράξη. Είναι γι’ αυτόν αδιανόητη η θέση μερικών που πιστεύουν ότι είναι αδύνατη η εξουσία του προλεταριάτου και ό,τι περίμενε ο μαρξισμός απ’ αυ τό.
Δ ποτε^ αναμφισβήτητη αξία του μαρξισμού και πρόοδο ^ -/" Υ τ η ς δυτικής συνείδησης το ότι έμαθε ν’ αντιπαραβάλλει τις ιδέες με την κοινωνική λειτουργία που εκφράζουν, την προο πτική μας με την προοπτική των άλλων, την ηθική μας με την πο λιτική μας» (σ. 241). Και καταλήγει στο ότι κάθε κριτική της ΕΣΣΔ στηριγμένη σε μεμονωμένα γεγονότα, κάθε απολογία της Δύσης που αποσιωπά τη βίαιη επέμβασή της σ’ άλλα κράτη,οδηγεί στην κάλυψη του κα πιταλισμού και της ουσίας του, απειλεί την ύπαρξη της ΕΣΣΔ, κάτι που σημαίνει απειλή για την αρχή'(το βιβλίο θυμίζουμε πάλι, γράφτηκε το 1947), της σοσιαλιστικής οικονομίας. Αλλά, δεν πρό κειται εδώ για ένα μαρξιστή συγγραφέα που υπεραμύνεται της ύπαρξης της ΕΣΣΔ και του κομμουνισμού. Πρόκειται για τον φαινομενολόγο-υπαρξιστή που αμφιβάλλει και διαφωνεί χωρίς να λη σμονεί την πλάνη στην οποία ενδεχόμενα μπορεί να υποπέσει. Αυ τό οι πολέμιοί του δεν το έλαβαν υπόψη τους. Ο ανολοκλήρωτος άνθρωπος, δημιουργεί ανολοκλήρωτα συστήματα και η ενδεχόμε-
επιλογη/73 νη αποσύνθεσή του τον βοηθά να «γλιτώσει από το μοιραίο της αταξίας και του απαγορεύει ν’ απελπίζεται» (σ. 256). Κι ίσως έτσι ν’ αναγορεύεται, 41 χρόνια μετά, σ’ ένα «μαρξιστή», αφού πιστεύ ει ότι η εποχή μας δεν είναι μια απλή επανάληψη της ανθρώπινης αιωνιότητας. Αλήθεια, τί μπορεί να είναι η εποχή μας; ΔΗΜΗΤΡΑ ΠΑΥΛΑΚΟΥ
δυο διαφορετικές νοοτροπίες στο φακό ν γ \ Σ τ η ν Α σ τ ό ρ ι α . Ν έ α Υ ό ρ κ η . T h e g r e a t lo n g in g . T h e G r e e k s o f A s t o ria . Φ ω τ. Τ ζ έ ν η Μ α ρ κ έ τ ο υ . Π ρ ο λ . Μ ά ικ λ Σ . Δ ο υ κ ά κ η ς . Π ρ ο λ . Μ ε λ ί ν α Μ ε ρ κ ο ν ρ η . Ε ισ . Ν τ ο ν έ ιν Μ ά ικ λ ς . Σ χ ε ό ία σ η -κ α λ λ . Ε π ιμ . Σ π ό ρ ο ς Κ α ρ α χ ρ ή σ τ ο ς . Μ ετ. κ ε ιμ έ ν ω ν : Κ α τ ε ρ ίν α Α γ γ ε λ ά κ η - Ρ ο ν κ . Α θ ή ν α , Κ έ δ ρ ο ς , 1987. Σ ε λ . 134.
Τζένη Μαρκέτου δημιούργησε ένα βιβλίο που αφηγείται χω ρίς λόγια, με το σύνολο μόνο των έγχρωμων φωτογραφιών που τράβηξε και που αξίζει, και επιβάλλεται, να παρατηρήσουμε ώς την τελευταία τους λεπτομέρεια. Η Τζένη Μαρκέτου, γεννημέ νη στην Ελλάδα και έχοντας τελειώσει σπουδές Αγγλικής φιλολο γίας, φεύγει για την Αμερική όπου και σπουδάζει φωτογραφία. Εκεί παίρνει το μάστερς Καλών Τεχνών στη φωτογραφία. Σήμερα ζει και εργάζεται σαν φωτογράφος στη Νέα Υόρκη ενώ έχει βρα βευτεί πολλές φορές για τη δουλειά της. Το βιβλίο της «Στην Αστόρια», αποτελείται από ένα σύνολο έγ χρωμων φωτογραφιών που παρουσιάζουν την καθημερινή ζωή των Ελλήνων μεταναστών στην Αστόρια της Νέας Υόρκης. Πλάι σε κάθε φωτογραφία, μια λεζάντα γραμμένη ελληνικά και αγγλι κά, σχολιάζει με το δικό της τρόπο την παρουσίαση αυτού του ιδιότυπου για μας τρόπου ζωής, όπου η ελληνική παράδοση και πραγματικότητα συναντά τον αμερικανικό ρυθμό και προσπαθεί μέσα σ’ αυτόν να επιβιώσει. Η μετάφραση, όμως, του τίτλου του βιβλίου στα Αγγλικά δεν αντιστοιχεί με τον ελληνικό, γιατί έχει σαν σκοπό να δώσει στον ξένο αναγνώστη το νόημα της ζωής των Ελλήνων της Αστόριας. Κι όπως αυτό δεν είναι τίποτα άλλο από. το αίσθημα της νοσταλ γίας, ο αγγλικός τίτλος είναι «The Great Longing», δηλαδή «Η με γάλη Νοσταλγία». Η νοσταλγία αυτή είναι φανερή παντού, σε κά θε φωτογραφία, ειδικά σ’ εκείνες της αρχής και του τέλους. Η πρώτη παρουσιάζει ένα μικρό κορίτσι ντυμένο Ελλάδα ενώ η τε λευταία, που κλείνει το λεύκωμα, παρουσιάζει μικρά παιδιά στο τέλος ίσως κάποιας εθνικής εορτής που βρίσκονται ανάμεσα στην ελληνική και την αμερικανική σημαία και κάτω από ελληνικές αφίσες. Παιδιά, λοιπόν, που μπορεί να συμβολίζουν κι ένα πιο ελπιδοφόρο μέλλον. Το αίσθημα της νοσταλγίας όμως είναι πιο έντονο ρτη σύγκριση των φωτογραφιών που απαρτίζουν το λεύ κωμα με εκείνη που επαναλαμβάνεται στο εσώφυλλο της αρχής και του τέλους, και που παρουσιάζει τη χειμωνιάτικη ερημιά στις χιονισμένες και ομοιόμορφες συνοικίες της Νέας Υόρκης με φόντο τις γέφυρες του Ηστ Ρίβερ.
Η
74/επιλογη της Τζένης Μαρκέτου από το κείμενο που βρίσκε στο τέλος του βιβλίου, είναι ίσως και η πιο επεξηγηματι Μ ίαταιφράση κή για το περιεχόμενο των φωτογραφιών: «Αλλά η αλήθεια που ανακάλυψα για τους Έλληνες της Αστόριας, είναι ότι αρνούνται να αφομοιωθούν». Οι φωτογραφίες που αποτελούν το λεύκωμα έχουν το ύφος του γνωστού αμερικανικού ρεαλισμού.Εδώ όμως πρόκειται για ένα περίεργο μίγμα, εάν μας επιτρέπεται να κάνουμε αυτόν το χαρα κτηρισμό, καθώς αυτός ο φωτογραφικός ρεαλισμός έχει μια ιδιο μορφία ως προς το αντικείμενό του, απεικονίζοντας ελληνικές φι γούρες σε αμερικανικό πλαίσιο. Η περιγραφή της ζωής των Ελλήνων δίνεται μ’ έναν τρόπο απο σπασματικό. Προσωπικές αφηγήσεις ζωής στα Ελληνικά και στα Αγγλικά, συνοδεύουν τις φωτογραφίες, φωτογραφίες που δίνουν στιγμιότυπα από οικογενειακές γιορτές, εργασία, την παλιά και τη νέα γενιά, γλέντια, στιγμές μοναξιάς και στιγμές ρέμβης και την προσπάθεια της μεταφοράς της ζωής της πατρίδας στον ξένο χώ ρο. Ο γάμος και ο θάνατος, τα παιδικά χρόνια, η επιτυχημένη ή όχι προσαρμογή στη διαφορετική νοοτροπία και τέλος, ένας, ίσως περίεργος για τον Έλληνα αναγνώστη, αισθητικός συνδυασμός ελληνικού και αμερικανικού γούστου που δίνει ένα πολύμορφο αποτέλεσμα. Αυτό το τελευταίο αισθητικό αποτέλεσμα επισημαίνεται και σαν το πιο απογοητευτικό, καθώς δημιουργεί εικόνες με έντονη την αίσθηση του «κιτς», μιας κακογουστιάς δηλαδή που προέρχε ται από τη συνάντηση του ελληνικού λαϊκισμού με την αμερικανι κή επιδεικτική και «ροζ» αισθητική. Αυτό το δημιούργημα εμφα νίζεται σε συνδυασμό με έναν πληθυσμό διχασμένο ανάμεσα σε δύο διαφορετικές νοοτροπίες, μετέωρο έως ότου αποφασίσει πού θα ριζώσει. Φυσικά, δεν είναι ελπιδοφόρο ως προς το μέλλον της αισθητικής του κρίσης και κατεύθυνσης, δεν παύει όμως να παρα μένει θετικό ως προς την προσπάθεια διατήρησης μιας σύνδεσης με την ελληνικότητα. Και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, πριν να γε λάσουμε ή να αισθανθούμε δυσάρεστα με ορισμένες από τις φωτο γραφίες, θα ήταν πιο σωστό να τις κρίνουμε με κατανόηση.
Χέρμαυ ΟΥΝΓΚΑΡ Η ΤΑΞΗ
Ή Τάξη είναι ένα συγκλονι στικό μυθιστόρημα, γεμάτο θανάσιμη μελαγχολία, έρωτισμό καί θλίψη. Μέσα άπό τή μίζερη ζωή ενός δύσμορ φου δασκαλάκου, ξετυλίγε ται όλο τό δράμα ένός άνθρώπου — θύμα της προ σωπικής άγωνίας του καί των συμπτώσεων. Κόσμος έφιαλτικός, άπό τόν όποιο αναδύεται ή α πελπισία του συγγραφέα, γραφή καταλυτική πού το ποθετεί τόν Οΰνγκαρ —ά γνωστο ώς τώρα στή χώρα μας— στό πλευρό του μεγά λου Κάφκα. Ό Χέρμαν Οΰνγκαρ, έ γραψε ό Τόμας Μάν, είναι έ να μεγάλο ταλέντο.
ΝΕΦΕΛΗ
εττιλογη/75
εξαιρετική συμβολή στον ελληνικό γλωσσικό άτλαντα V y \ Ν .Γ . Κ Ο Ν Τ Ο Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ : Η χ α ρ τ ο γ ρ ά φ η σ η τ ω ν ιδ ι ω μ ά τ ω ν τ η ς Κ ρ η τ ι κ ή ς δ ια λ έ κ τ ο υ . Γ λ ω σ σ ικ ό ς Ά τ λ α ς τ η ς Κ ρ ή τ η ς . Η ρ ά κ λ ε ιο , Π α ν ε π ι σ τ η μ ι α κ έ ς Ε κ δ ό σ ε ι ς Κ ρ ή τ η ς , 1988.
ξυπαρχής σπεύδω να τονίσω πως το παρουσιαζόμενο βιβλίο είναι το πρώτο του είδους στην ελληνική βιβλιογραφία. Ό ,τι ανοίγει και δείχνει το δρόμο και τη μέθοδο για τη χαρτογράφηση των διαλέκτων της Ελληνικής, που έχουν ήδη υποχωρήσει σε οριακό σημείο από την πίεση της Κοινής Ελληνικής. Είναι, δηλα δή, βιβλίο πρωτοποριακό για τα ελληνικά δεδομένα. Πρέπει να σημειώσουμε ακόμη ότι έχουν ήδη εκδοθεί γλωσσικοί άτλαντες για όλες τις γλώσσες της Ευρώπης, όπως και των ΗΠΑ και της Ιαπω νίας. Επομένως ο κ. Κοντοσόπουλος είναι ο εισηγητής της γλωσσογεωγραφικής έρευνας στην Ελλάδα. Εξάλλου, για τον μη ειδικό αλλά ενδιαφερόμενο αναγνώστη, προσθέτουμε ότι ο γλωσσογεωγραφικός άτλας μιας γλώσσας ή μιας διαλέκτου της δεν είναι τα λεξικά τους, αλλά απλώς τα συμπληρώνουν, προσδιορίζοντας κα τά τόπους τις φωνητικές και μορφολογικές διαφορές των τύπων (των λέξεων), τις αρχαϊκότερες μορφές των ή τις διαφορές των στο γραμματικό γένος και ακόμη την απόδοση πραγμάτων ή εννοιών με λέξεις εντελώς διαφορετικές, εφόσον βέβαια και όταν όλα ή με ρικά από αυτά υπάρχουν. Να γιατί ο γλωσσικός άτλας μιας χώρας ή μιας διαλέκτου συμπληρώνει το αντίστοιχο λεξικό της. Τους βασικούς λόγους εξαιτίας των οποίων ο κ. Κοντοσόπουλος επροτίμησε την Κρητική διάλεκτο για να την επεξεργαστεί γλωσσογεωγραφικώς, τους βλέπει κανείς εν μέρει στο βιβλίο του. Είναι η μακρόχρονη ενασχόληση, από την εποχή των φοιτητικών του χρόνων, του κ. Ν.Κ. με τη διάλεκτο αυτή, της οποίας ενασχόλησης η αποκορύφωση ήταν η διδακτορική του διατριβή «Γλωσσογεωγραφικαί διερευνήσεις εις την Κρητικήν διάλεκτον». Πρέπει όμως να προσθέσουμε στη μακρά προετοιμασία του για το τωρινό έργο του και τις δεκάδες των διαλεκτολογικών του εργασιών, απ’ τις οποίες οι περισσότερες σχετίζονται με την ίδια διάλεκτο, και τις λαμπρές σπουδές του στην Ελληνική Φωνητική ιδιαίτερα.
Ε
πεξεργάστηκε λοιπόν ο σ. 315 ερωτήσεις με λέξεις - μια για κάθε ερώτηση φυσικά - κατάλληλα επιλεγμένες και προσδιο ρισμένες από την Κοινή (Αθηναϊκή) Ελληνική και ξεχώρισε 163 σημεία (χωριά και κωμοπόλεις) της Κρήτης επίσης κατάλληλα επι λεγμένα, όπου αναζήτησε τις αντίστοιχες ειδικές (επί της Κρ. δ.) απαντήσεις στις ερωτήσεις του. Η επίπονη, λεπτή και κοπιώδης αυτή εργασία, απαίτησε τα καλοκαίρια σχεδόν 20 ετών. Τελικά, ο κ. Κ. εργάστηκε με βάση τις απαντήσεις σε 172 μόνον από τις 315 ερωτήσεις του. Εδώ θα ήταν δυνατόν να αναπτυχθούν τα γεωγρα φικά, δημογραφικά και γλωσσικά κριτήρια επιλογής των σημείων της έρευνας, όπως και εκείνα της επιλογής των λέξεων (αντικειμέ νων και εννοιών), εάν η έκταση μιας κριτικής παρουσίασης το επέτρεπε. Στις 172 απαντήσεις που σημειώσαμε αντιστοιχούν και οι 172 πίνακες του βιβλίου, που αποτελούν και το ουσιώδες μέρος του.
ΜΛΩΣΣΑ
Ε
Θ Α Ν . Ν Τ Ζ Ο Υ Φ Ρ Α : Τα τ ρ α γ ο ύ δ ια μ ο υ , Α θή να , Κ α σ τα ν ιώ τ η ς , 1988. Σ ελ . 2 46
έσα στον τόμο αυτό, ο Θα νάσης Ντζούψρας προ σπάθησε να συγκεντρώσει τα λαϊ κά τραγούδια του τόπου μας.
Μ
76/επιλογή Σύμβολα, με διαφορετικά χρώματα και σχήματα, επάνω στον κάθε χάρτη δείχνουν τις θέσεις των ποικίλων διαλεκτικών τύπων κάθε λέξης και των εξ ολοκλήρου διαφορετικών λέξεων, δια των οποίων αποδίδονται αντικείμενα ή έννοιες στα 163 διάφορα (γεω γραφικά) σημεία που αναφέραμε. Ως γενική παρατήρηση σημειώ νουμε ότι οι διάφοροι αυτοί τύποι των ίδιων λέξεων ή οι διαφορε τικές λέξεις για αντικείμενα ή έννοιες κυμαίνονται μεταξύ των αριθμών 2 έως και 34! Παρ’ όλα αυτά, όπως γράφει ο κ. Ν.Κ. «παρά τους αντίθετους ισχυρισμούς των πολλών, τα περισσότερα αντικείμενα του καθημερινού βίου και οι περισσότερες αφηρημένες έννοιες έχουν - και είχαν ανέκαθεν - την ίδια ονομασία σ’ ολόκληρη την Κρήτη». Εξάλλου, κάτω από κάθε χάρτη, σε μορφή υπομνήματος άμεσης χρήσης, υπάρχουν τα ίδια αντίστοιχα σύμβο λα (και σε χρώμα και σε σχήμα), παραπλεύρως των οποίων γρά φονται οι διάφοροι τύποι των λέξεων ή οι διαφορετικές λέξεις. Με οδηγό το υπόμνημα αυτό, βρίσκει κανείς αμέσως και το κάθε γεω γραφικό σημείο του διαφορετικού τύπου της ίδιας λέξης ή τις δια φορετικές λέξεις του ίδιου αντικειμένου ή της ίδιας έννοιας. ε τις διευκρινίσεις όμως που ήδη εκάναμε για τους χάρτες του Γλωσσικού Άτλαντα της Κρήτης, το ουσιώδες και πρα κτικό μέρος του όπως εγράψαμε, έχουμε μπει «ανεπαισθήτως» στο πρώτο μέρος του, το θεωρητικό και διασαφητικό. Το μέρος αυτό αποτελείται από 62 δίστηλες σελίδες. Σ’ αυτό ενημερώνεται ο ανα γνώστης για την κρητική διάλεκτο και την παρούσα κατάστασή της, για το λεξιλόγιό της και τις κατηγορίες των λέξεών της, που δίδονται σε 4 σχετικούς πίνακες, για το ερωτηματολόγιο όπου διευκρινίζεται ποιες λέξεις χαρτογραφήθηκαν και ποιες και γιατί όχι. Αναφέρεται ακόμη στην εισαγωγή η δυσμενής επίπτωση στους χάρτες ως προς τις φωνητικές λεπτομέρειες από την έλλειψη ενόργανων φωνητικών μέσων, ώστε να μπορούσε να γίνουν φασματογραφήματα - δώδεκα μόνο τέτοια υπάρχουν σε ξεχωριστό πίνακα. Γίνονται εκτενή σχόλια στους χάρτες και τον τρόπο της παρουσίασής των για τον οποίο χρησιμοποιήθηκαν τα σύμβολα του Διεθνούς Φωνητικού Αλφαβήτου. Πλουτίστηκαν όμως τα σύμβολα αυτά με συμπληρωματικά που επινόησε ο σ. για την πε ρίπτωση της κρητικής διαλέκτου. Περισσότερο εκτεταμένο είναι το κεφάλαιο που αφορά το Ερωτηματολόγιο, όπου ο αναγνώστης βλέπει μαζί με τις λέξεις που χαρτογραφήθηκαν και τα αναγκαία σχόλια για την κατανόηση της κάθε περίπτωσης. Η εισαγωγή συ μπληρώνεται με αριθμημένο πίνακα των 163 τοπωνυμίων των ση μείων της έρευνας και με ευρετήριο των χαρτών. Στους χάρτες τα σημεία αυτά δηλώνονται μόνο με τον αριθμό που έχουν στον πίνα κα. Από τους αριθμούς πάλι που είναι μέσα στον κάθε χάρτη πλη ροφορείται κανείς και τα χωριά ή τις κωμοπόλεις όπου αναφέρονται οι τύποι της λέξης ή οι διαφορετικές λέξεις του αντικειμένου ή τις έννοιες του χάρτη, ανατρέχοντας στον αριθμημένο πίνακα. Από δε το ευρετήριο των χαρτών, γραμμένο και στη γαλλική, μπο ρεί να πάει κανείς στο χάρτη με τους τύπους της λέξης ή τις δια φορετικές λέξεις όπως σημειώσαμε. Δίπλα από κάθε λέξη είναι γραμμένος και ο αριθμός του χάρτη. Έτσι το έργο, συμπληρωμένο και με περίληψη στην αγγλική και γαλλική, γίνεται πολύ εύχρηστο ακόμη και για τον ξενόγλωσσο μελετητή και, καθώς τα μέρη του συνδέονται στενά και άμεσα με ταξύ τους, δίνει την εντύπωση ενός ζωντανού οργανισμού και συ νάμα ενός αρμονικού γεωμετρικού και αρχιτεκτονικού συνόλου.
Μ
ΧΡΙΣΤΟΣ I. ΜΑΚΡΗΣ
Τραγούδια που εκφράζουν τα προβλήματα, τις επιθυμίες, τα όνειρα, τα βάσανα, τις σκέψεις, τις χαμένες αγάπες. Άλλα ζωντα νεύουν τις ελπίδες και τους αγώ νες της εργατικής τάξης και πολ λές φορές καταγγέλλουν την κοι νωνική αδικία και ανισότητα. Εί ναι ο ελληνικός λαός, που από τη φύση του συναισθηματικός και ευαίσθητος, νιώθει την ανάγκη να εκφράσει τον καημό της ψυ χής του μέσα από ένα τραγούδι. Η ανθολογία αυτή είναι ένα εγ χειρίδιο της παράδοσής μας. Για τί δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η μουσική παράδοση είναι στοι χείο της ιστορικής, κοινωνικής και πολιτικής συνέχειας του λαού μας. Είναι ό,τι έχει διατηρηθεί ζω ντανό, περνώντας απ' το φίλτρο του χρόνου, αντανακλώντας στοιχεία συνθηκών ζωής και λαϊ κών αξιών. Ο Θανάσης Ντζούφρας, στην προσπάθειά του να βοηθήσει και να ενημερώσει καλύτερα τον ανα γνώστη, έκανε μια ταξινόμηση των τραγουδιών, ανάλογα με τα γεγονότα που έδωσαν έμπνευση στους δημιουργούς τους. Έτσι, υπάρχουν τα τραγούδια-αφιερώματα στο Πολυτεχνείο, στην 28η Οκτωβρίου, Αντιστασιακά, Κυ πριακά, Φιλειρηνικά, Αγροτικά, Εργατικά. Οι μεγάλοι συνθέτες - όπως ο Θεοδωράκης, ο Λοϊζος, ο Τσιτσάνης, ο Λεοντής - χέρι με χέρι με τους μεγάλους ποιητές - όπως ο Σεφέρης, ο Ρίτσος, ο Ελύτης, ο Παλαμάς - συνθέτουν τον καμβά ενός ποικίλου, πολύχρωμου αι-, σθητικού αποτελέσματος. Αυτού που έχουμε στα χέρια μας και ξε φυλλίζουμε σιγομουρμουρώντας τους σκοπούς των τραγουδιών που περνούν μέσα απ' το βλέμμα μας, μέσα απ' την ψυχή μας. ΣΟΦΗ ΣΤΑΓΚΑ
επιλογη/77
ένα πρωτότυπο κα ι ζωντανό π οιητικό έργο του 15ου αιώ να \.\λ
F R A N C O I S V I L L O N : Ο ι μ π α λ ά ν τ ε ς κ ι ά λ λ α π ο ι ή μ α τ α . Ε ισ α γ ω γ ή , μ ε τ ά φ ρ α σ η , σ χ ό λ ια : Σ π ό ρ ο ς Σ κ ια ό α ρ έ σ η ς . Α θ ή ν α , Γ α β ρ ι η λ ί ό η ς , 1988. Σ ε λ . 222.
α ποιήματα αυτά του Frangois Villon κυκλοφόρησαν στα ελ ληνικά για πρώτη φορά το 1947 από τις εκδόσεις του Γαλλι κού Ινστιτούτου των Αθηνών. Εκείνη την εποχή διευθυντής του Ινστιτούτου ήταν ένας διαλεκτός εκπρόσωπος του γαλλικού πολι τισμού και της διανόησης στόν τόπο μας ο Octave Merlier. Όπω ς γράφει στην εισαγωγή του ο Σπύρος Σκιαδαρέσης, ο ποιητής Francois Villon γεννήθηκε το 1431 σε μια φτωχογειτονιά του Παρισιού κι ήταν γιος ενός θεόφτωχου εργάτη του ντε Μονκορμπιέ ή ντε Λοζ, που βρέθηκε στο Παρίσι με την ελπίδα να βρει καλύτερη τύχη. Εκείνη την εποχή το Παρίσι βρισκόταν σε μια φοβερή κρίση, με τον εμφύλιο και τον εξωτερικό πόλεμο από τη μια μεριά κι από την άλλη, τη φτώχεια και τις μεγάλες επιδημίες που είχαν κατα ντήσει την πόλη σε πραγματική κόλαση. Ο Φρανσουά ντε Μονκορμπιέ έμεινε ορφανός από μωρό και η μητέρα του τον παράδωσε σε ηλικία επτά ετών στον ιερέα μαιτρ Γκιγιώμ ντε Βιγιόν (ίσως μακρινό συγγενή της) που στάθηκε για τον μικρό Φρανσουά ένας αφοσιωμένος προστάτης. Όταν ο Φρανσουά γράφτηκε στο πανεπιστήμιο πρόσθεσε στο όνομά του και το όνομα του προστάτη του Βιγιόν, με το οποίο κι έγινε γνω στός. Πέτυχε γρήγορα στις σπουδές του και σε ηλικία εικοσιενός χρόνων ήταν ήδη δάσκαλος των Τεχνών. Σιγά-σιγά ο Βιγιόν έπαψε να ασχολείται με τις σπουδές του, άρ χισε να συχνάζει σε κακόφημες ταβέρνες και να μετέχει στις μποέ μικες φιλολογικές αλητείες γνωστές με το όνομα: τα ξένοιαστα παιδιά (les enfants sans souci). Σ’ αυτό καθοριστικό ρόλο έπαιξαν και οι φοιτητικές ταραχές εκείνων των χρόνων. Ο φτωχός Βιγιόν έπασχε από υπερβολική αδυναμία για τις γυναίκες, όμως αυτό το πάθος του δεν είχε απήχηση στις καρδιές τους αφού ήταν άσχη μος, κακοντυμένος και απένταρος. Ενδιαφερόταν για την καλοπέ ραση, την εύκολη ζωή, την άσβηστη δίψα του για τις ηδονές, που η φτώχεια του όμως σπάνια τον άφηνε να ικανοποιήσει.
Τ
ταν ο Φρανσουά Βιγιόν άρχισε να γράφει τις πρώτες του μπαλάντες ξεκινώντας την ποιητική του δημιουργία στα μέ σα του 15ου αιώνα η γαλλική ποίηση βρισκόταν σε έντονο μαρα σμό. Ο Βιγιόν δέχτηκε έντονες επιρροές από το ποιητικό έργο του Αλαίν Σαρτιέ (Alain Chartier, 1385-1440) που χαρακτηρίζεται από ένα ανακάτεμα λυρικού και διαπαιδαγωγικού στοιχείου (σε σχέση πάντα με τον έρωτα). Αυτό το είδος ποίησης, όπως πολύ ωραία εξηγεί ο Σπύρος Σκιαδαρέσης στην εισαγωγή του για το έργο του Φρανσουά Βιγιόν, οφείλεται στον Αλαίν Σαρτιέ τον ποιητή και πεζογράφο που κυριάρχησε σε όλο το πρώτο μισό του 15ου αιώνα, τις έντονες επιρροές του οποίου δέχτηκε ο Φρανσουά Βιγιόν. Στην ιστορία της Γαλλικής Λογοτεχνίας του Νιζάρ, που κύκλο-
Ο
78/ετηλογη φόρησε το 1844, ο Φρανσουά Βιγιόν χαρακτηρίζεται ως ο ποιητής που χαράζει μια νέα εποχή στη γαλλική ποίηση και της χαρίζει ένα αιώνιο μνημείο με το έργο του. Όπω ς τονίζει ο Νιζάρ, ο Βιγιόν γράφει τη γλώσσα του λαού του Παρισιού γιατί είναι ο ποιη τής του αληθινού έθνους που θεμελιώνεται πάνω στα ερείπια του φεουδαλισμού. Πέρασαν εκατόν πενήντα χρόνια περίπου από τότε που έγραψε αυτή την κριτική παρουσίαση για το έργο του Βιγιόν ο Νιζάρ κι έχοντας σήμερα στα χέρια μας την πολύ προσεγμένη ελληνική επανέκδοση αυτού του μεγάλου Γάλλου ποιητή μπορούμε να απολαύ σουμε τις ζωντανές, πρωτότυπες και αιώνιες εκφράσεις του. ΣΩΤΗΡΗΣ ΝΤΑΑΗΣ
“λόγος που θεραπεύει κα ι παρηγορεί” ΓΤΛ ΝΕΝΗΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΗ: Τ ο χ ρ ώ μ α Αθήνα, Ε σ τ ί α , 1988. Σ ε λ . 232.
το ν Μ έλλο ν το ς.
Μυθιστόρημα.
Νένη Ευθυμιάδη ακολουθεί το δρόμο που πρέπει ν’ ακολου θήσει η σύγχρονη πεζογραφία μας. Βαδίζει κατ’ επιταγήν συγκεκριμένων απαιτήσεων, όπως αυτές διαμορφώνονται μέσο από τα λογοτεχνικά πράγματα του καιρού μας και όχι μόνο κατ επιταγήν του ενστίκτου. Βέβαια το χαρακτηριστικό της σύγχρονης πεζογραφίας είναι ο δοκιμιακός λόγος, που όχι μόνο εξυφαίνει το συγκινησιακό υπόβαθρο του μύθου ως προς τα πραγματολογικά δεδομένα και την αληθοφάνεια, αλλά κάνει και πιο πειστικό τον προβληματισμό του συγγραφέα, όταν και εφόσον αυτός υπάρχει. Αντιστρέφοντας την πρόταση, δοκιμιακή πεζογραφία είναι η εντόνως προβληματιζόμενη πεζογραφία, η λογοτεχνία, δηλαδή, που οδηγεί προς τα διέξοδα, τη στιγμή που τα αναζητάει και η ίδια. Το «Χρώμα του μέλλοντος», ανήκει σ’ αυτό το είδος της πεζο γραφίας, που κλείνοντας μέσα της τη δοκιμιακή οπτική, προϋπο θέτει νεύρο, ανοιχτή θέαση, πολυεπίπεδη οργάνωση και, φυσικά, έξοχο χειρισμό της γλώσσας, ώστε να εξασφαλίζονται και να επι κυρώνονται όλες οι προηγούμενες προϋποθέσεις. Η συγγραφέας, με αφορμή μια καθαρή σειρά μυθοπλαστικών γεγονότων, ανατέ μνει τις καθημερινές αγωνίες των ηρώων της, από τις πιο μικρές και ανώδυνες συνήθειες μέχρι τα ουσιαστικής φύσεως περιστατι κά, με μια σαφήνεια που δεν επιτρέπει την παραμικρή απώλεια του υλικού: του λόγου και του «νήματος» της υπόθεσης. Η οξυ δέρκεια και η διεισδυτικότητά της τής επιτρέπουν την ανίχνευση περιοχών και προοπτικών που, παρ’ όλη την ε.. των υστέρων εμ φανή πιθανότητά τους, δεν αντιλαμβάνονται εγκαίρως. Ο ανα γνώστης ξαφνιάζεται ευχάριστα, καθώς αρκετά συχνά διαπιστώ νει παράλληλες με τις δικές του πορείες και ταυτόσημους φόβους. Η πρωτότυπη αφήγηση της Νένης Ευθυμιάδη ξετυλίγεται μέσα από τη διαδικασία ενός ταξιδιού. Η μετακίνηση του ήρωα από τό πο σε τόπο, από τη μια συγκεκριμένη πόλη σε μια άλλη, χωρίς σκοπό και λόγο ή. μάλλον, χωρίς εμφανή σκοπό πέρα από την προσδοκώμενη θεραπεία της αορίστου φυγής, είναι η αφορμή να
Η
Π εζογραφία
επιλογη/79 επιτυγχάνεται το ταξίδι αυτό και από χρόνο σε χρόνο. Η εσωτερι κή μετακίνηση, χάρις στην ανακύκληση της μνήμης, επιτρέπει πέ ρα από κάθε σύμπλεγμα ενοχής ή τύψης τη φιλοσόφηση μιας ζωής, που υφίσταται τις τελεσίδικες και νομοτελειακές εξαχνώσεις του πεπρωμένου της. Ο έξυπνος, πραγματικά, τρόπος εκφοράς του λόγου καταφέρνει να ξεπεράσει τα εγγενή εμπόδια ενός λιτού και στέρεου πεζού λό γου και να αναδείξει δύο εντόνως ενδιαφέροντα στοιχεία: την ποιητική διάθεση, μέσα από τις αναπολήσεις και τις διηθήσεις σε χώρους παράμερους, και την αναρχική τάση μέσα από αντισυμβατικές και εξω-ηθικές ταλαντώσεις. Η αφηγηματική ροή παίρνο ντας τη χροιά μιας θεραπευτικής αγωγής, αναζητά τις συμπτώσεις εκείνες που σηματοδοτούν καίριες χρονικές στιγμές, εκκινήσεις τεκμηριωμένες που αφορούν την έναρξη μιας παρεκτροπής, τις φανερές αποτυχίες, που σχηματίζουν ωστόσο μια ολόκληρη ζωή, μια αφάνταστα δυστυχισμένη και εξοβελισμένη ανθρώπινη οντό τητα. Ο αφηγητής μονολογεί ατέρμονα σαν να εξομολογείται μπροστά στον θεράποντα ψυχαναλυτή. Η άμεση καταγραφή των γεγονότων έρχεται σαν προσπάθεια αποτίναξης της αόρατης κα θημερινής καταπίεσης που επιφέρει η συμβίωση, συντελούμενη μέ σα στα όρια μιας απρόσωπης και ανθρωποφαγικής κοινωνίας. Η συλλογική μοναξιά που αντικαθιστά πλέον την ατομική μονα ξιά («μαζικό φαινόμενο», κατά τον David Riesmann, σύγχρονη μοναξιά) αποδιοργανώνει τα άτομα βυθίζοντάς τα σε χώρους σκοτεινούς, όπου η νοσταλγία του απροσδιόριστου συγχέεται με τήν πεποίθηση του ανέφικτου. Η Νένη Ευθυμιάδη παρακολουθεί τις πορείες των ηρώων της μέσα από τα πολιτιστικά κάτοπτρα της εποχής. Εκδηλώσεις τέχνης και σύγχρονοι προβληματισμοί θίγο νται με τρόπο τέτοιο, που να φαίνονται οι εσωτερικές αισθητικές επιπτώσεις που προκαλούνται στους παρατηρητές (ήρωας-συγγραφέας-αναγνώστης), και όλα αυτά όχι με την εκζήτηση ενός ανθρώπου-υποκειμένου στην παρακολούθηση μιας υπερφορτισμένης κουλτούρας, ώστε να οδηγεί πολλές φορές τα πράγματα σε μια εγκεφαλική διαστρέβλωση, αλλά με τη νηφαλιότητα και τη σιγου ριά εκείνου που δεν έχει παρά να εξωτερικεύσει τη βιωμένη σοφία Το «Χρώμα του μέλλοντος» διοχετεύεται αμφίδρομα μέσα από μια χρονική παρέκκλιση που, ενώ ρέει ασταμάτητα, περνάει ξανά και ξανά από το ίδιο σημείο, επανεξετάζοντας αφετηρίες και συ μπληρώνοντας κενά, που είχαν ξεχαστεί σε προηγούμενες διαδρο μές. Πρόκειται για μια συνεχή σχάση του χρόνου από την οποία στο τέλος και μέσα από όλες τις νύξεις της ανελευθερίας, ανοικειότητας και δυστυχίας σε ό,τι αφορά τον άνθρωπο ως όντος βιο λογικού, κοινωνικού και πνευματικού, προκύπτει το λογικό και ελπιδοφόρο συμπέρασμα ότι εν τέλει «ουδέν ανθρώπου δεινότερον». Κλείνοντας το σημείωμα αυτό, ας λάβουμε υπόψη μας ένα μικρό δείγμα γραφής: «Ξεκίνησα ένα ταξίδι για το μέλλον, για το μηδέν που υπόσχε ται ελευθερίες, όμως το παρελθόν διεκδικεί τη σκέψη μου. Ένα παρελθόν φορτισμένο με εύθραυστες βεβαιότητες, με ακαθόριστες φιγούρες, με υποψίες νοθεύσεων, παρελθόν πλατύ κι απέραντο που ακρωτηριάζω με τα μικρά μου βλέμματα ή φυλακίζω σε λαθε-
ΜΑΝΟΛΗΣ Γ. ΔΡΕΤΤΑΚΗΣ
Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ΚΑΙ
Η ΑΠΛΗ ΑΝΑΛΟΓΙΚΗ (irrENBERG
Μ Π Ε Λ ΙΝ Σ Κ Ι
ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ GUTENBERG
ΝΙΚΟΣ Ε. ΣΚΙΑΔΑΣ
ο Xoo6/afas ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΙΚΗ
GUTENBERG
GUTENBERG
80/εττιλογη μένα σχήματα πρόσκαιρων εμμονών, μια ατέλειωτη διαδικασία πλάνης που έπρεπε να μ’ ενοχλεί...». Η Νένη Ευθυμιάδη δε μας χάρισε απλώς ένα ωραίο μυθιστόρη μα. Μας προίκισε μ’ ένα λόγο που θεραπεύει και παρηγορεί. ΗΛΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΣ
στρατός κα ι διανόηση Τ \λ
Δ Η Μ Η Τ Ρ Η Γ Ι Α Κ Ο Υ Μ Α Κ Η : Τ ο β ιβ λ ίο σ τ ι ς έ ν ο π λ ε ς δ υ ν ά μ ε ις . Π ρ ο β λ η μ α τικ ή κ α ι δ υ ν α τ ό τ η τ ε ς γ ια μ ια ε ν ε ρ γ η τ ικ ή χ ρ ή σ η . Α θ ή ν α , Τ έ θ ρ ι π π ο υ , 1 988
πρόσφατη εργασία για το «Βιβλίο στις ένοπλες δυνάμεις» χαρακτηρίζεται ασφαλώς από πρωτοτυπία - απουσιάζουν Η εντελώς άλλες σχετικές ή έστω παρεμφερείς έρευνες στο παρελθόν - και από σαφήνεια που μόνον ένας ανώτατος αξιωματικός και συγχρόνως καταξιωμένος δοκιμιογράφος, όπως ο Δημήτρης Γιακουμάκης, θα μπορούσε να εξετάσει τόσο εμπεριστατωμένα. Και δεν είναι τυχαίο το ότι μπόρεσε να φέρει σε πέρας με επιτυχία μια τέτοια έρευνα, εξαιτίας αφενός της αγάπης του για το β ι β λ ί ο (η σχέση του με το έ ν τ υ π ο δεν περιορίζεται μόνο στις συγγραφικές του ενασχολήσεις, αλλά επεκτείνεται και στον εκδοτικό τομέα), και αφετέρου της ευχέρειας κινήσεων - λόγω βαθμού και πείρας σε έναν απροσπέλαστο για άλλους χώρο. Γράφει σχετικά με τη συλλογή του υλικού του: «Κατά την έρευνα χρησιμοποιήθηκαν ισχύουσες διαταγές των τριών κλάδων, υλικό που καταγράφηκε σε στρατιωτικές βιβλιοθήκες, ερωτηματολόγιο που υποβλήθηκε σε στρατεύσιμους και μόνιμα στελέχη και τέλος η προσωπική εμπει ρία μιας ζωής σε οικείο περιβάλλον».
Μ
ελετες
εττιλογη/81 την «Εισαγωγή» του ο Γιακουμάκης επισημαίνει τη σύγχρονη αναγκαιότητα της δημιουργίας - διαπλάσεως - του δ ι α ν ο ο ύ μ ε ν ο ν στρατιώτη που «αποτελεί το ιδανικό του σύγχρονου στρα τού, του οποίου η οργάνωση και εκπαίδευση εκεί πρέπει να στο χεύει. Η αύξηση της διανοητικότητας επιδιώκεται με κάθε μέσο και παράλληλα η εξέταση των στρατιωτών με ψυχοτεχνικές μεθό δους οδηγεί στην καλύτερη αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμι κού, αποτελώντας βασική προϋπόθεση για την εκπλήρωση του σκοπού του στρατού και κύριο χαρακτηριστικό του, γιατί έτσι διαφοροποιείται από την άβουλη μάζα. Σε αυτή την επιδίωξη δύναται να συμβάλει η «Εκδοτική δραστηριότητα των ενόπλων δυ νάμεων» που την εξετάζει λεπτομερώς στο οικείο κεφάλαιο, καθι στώντας μας γνωστές τις αρμόδιες υπηρεσίες και των τριών σωμά των, καθώς και τα περιοδικά ή τις σειρές βιβλίων που εκδίδονται - ή εξεδίδοντο - από αυτές. Παράλληλα για τη δημιουργία του δ ι α ν ο ο ο ύ μ ε ν ο ν σ τ ρ α τ ι ώ τ η αλλά και του δ ι α ν ο ο ύ μ ε ν ο υ μ ο ν ί μ ο υ σ τ ε λ έ χ ο υ ς , επιβάλλεται και η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη «Διακί νηση του βιβλίου στις ένοπλες δυνάμεις» και ειδικότερα στις Σχο λές Πολέμου και Εθνικής Αμύνης, στις βιβλιοθήκες του ΓΕΕΒΑ, ΓΕΣ, ΓΕΝ, ΓΕΑ και των άλλων μικρότερων στρατιωτικών μονά δων και υπηρεσιών. Πολύτιμο συμπλήρωμα του κεφαλαίου αυτού αποτελούν οι τρεις πίνακες - παραρτήματα, όπου εμφανίζονται οι «αναγνωστικές προτιμήσεις στελεχών των ενόπλων δυνάμεων» (π.χ. Στρατηγική, Τεχνολογία, Ιστορία, Απομνημονεύματα, Διε θνείς Σχέσεις, Δίκαιο Θαλάσσης κ.ά.), «Η λογοτεχνική παρουσία στις ένοπλες δυνάμεις» (δηλαδή ποιοι συγγραφείς διαβάζονται περισσότερο), καθώς και οι «Πιστώσεις προϋπολογισμού των τριών επιτελείων για εκτυπωτικές εργασίες».
Σ
έρευνα του Γιακουμάκη τελειώνει με τα «Συμπεράσματα», όπου ανάμεσα στα άλλα διαβάζουμε: «Παράλληλη με τα κύ ρια καθήκοντά του αποστολή του στρατού πρέπει να είναι η βελ τίωση της προσωπικότητας και των γνώσεων των στρατευμένων ενηλίκων νέων. Η μαζική εκπαίδευση είναι ένα από τα κινήματα που αναπτύσσονται ταχύτατα και θα μπορούσε να αποκληθεί το εκπαιδευτικό μέτωπο του 20ού αιώνα, για να αντιμετωπισθεί, κα τά ένα ποσοστό, η ανησυχητική κατάσταση που αντιμετωπίζει η πολιτεία στην περιοχή της παιδείας. Οι ένοπλες δυνάμεις σε συ νεργασία με την τοπική αυτοδιοίκηση μπορούν κάλλιστα να γί νουν ένα τεράστιο δίκτυο παραγωγής και μεταδόσεως γνώσεων». Έτσι ο στρατός - σύμφωνα με την πρόταση του Γιακουμάκη - θα έρχεται αρωγός της πολιτείας στο τόσο δύσκολο έργο της παι δείας. Θα βοηθάει στη συνεχή πνευματική βελτίωση των μονίμων στελεχών αλλά και των στρατευμένων που τόσο οι πρώτοι, όσο και οι δεύτεροι - μετά την απόλυσή τους - αποτελούν δυναμικές κοινωνικές μονάδες. Και για όσους θεωρούν πως κάτι τέτοιο είναι ουτοπικό, αρκεί να αναφερθεί ένα πρόσφατο π ρ ώ τ ο β ή μ α που έκανε το Πολεμικό Ναυτικό, ύστερα από πρόταση και συνεχείς φιλότιμες προσπάθειες του Γιακουμάκη, την έκδοση δηλαδή λογο τεχνικού - εικαστικού περιοδικού («Ναυτική Πνευματική Καλ λιέργεια»), που αποτελεί μοναδικό ίσως φαινόμενο σε διεθνή κλί μακα και που αυξάνει τις πιθανότητες και τις ελπίδες εφαρμογής και επιτυχίας ενός ε κ π α ι δ ε υ τ ι κ ο ύ π ρ ο γ ρ ά μ μ α τ ο ς τ ω ν ε ν ό π λ ω ν δ υ
Η
ΣΕΙΡΑ: ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ
Η. DELPEUX
ΚΟΥΚΛΕΣ & ΜΑΡΙΟΝΕΤΕΣ Gutenberg
Βιβλία έκφρασης και επικοινωνίας
G.FAURE-S. LASCAR
ΤΟΘΕΑΤΡΙΚΟ
ΠΑΙΧΝΙΔΙ Gutenberg
ν ά μ εω ν.
ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ Γ. ΖΩΡΑΣ
Gutenberg
82/επιλογή
η ιστορική λειτουργία ενός «κοινω νικού συμπυκνωτή» ΜΑΡΙΝΑΣ ΛΑΜΠΡΑΚΗ-ΠΛΑΚΑ: Μ π ά ο υ χ α ο υ ς . Από τον ιδεαλι σμό στον φονχσιοναλισμό. Αθήνα, Ν ε φ έ λ η , <Βι6λιοθήχη της τέχνης>. Σελ. 88 + 32 με εικόνες + 10 Λευκές. 16ο
μελέτη της Μαρίνας Λαμπράκη-Πλάκα για το Μπάουχαους είναι καίρια σήμερα, που η τεχνολογική επανάσταση του αιώνα μας έχει πάρει τόσο μεγάλες διαστάσεις, που πάει να καλύ ψει όλες τις πλευρές και τις εκδηλώσεις της ζωής μας, πάει ν’ ανα τρέψει ισορροπίες αιώνων και εγκαθιδρύσεις γενεών, ν’ αντικατα στήσει (όπου αυτό είναι εφικτό) παραδομένες αξίες και να υποκαταστήσει ανθρώπινες δραστηριότητες, να παραμερίσει τον άνθρω πο, για να τον εξυπηρετήσει, να τον υποσκελίσει, για να τον αναδείξει. Ο άνθρωπος, ο δημιουργός της τεχνολογίας, επαναστατεί εναντίον του ίδιου του εαυτού του και, με τη δύναμη του λογικού του, υποκαθιστά το λόγο του πνεύματός του. Αυτή η κοπή του ομ φάλιου λώρου, που έδενε τον άνθρωπο με τον άνθρωπο, οδηγεί στον ανεξέλεγκτο κόσμο της μηχανιστικής ευδαιμονίας, μιας ευ δαιμονίας δοσμένης από τα απρόσωπα κέντρα του κέρδους. Το Μπάουχαους, που ήταν, στη βαθύτερή του υπόσταση, μια συνένωση δημιουργική της τέχνης και της τεχνικής, μια εφαρμο σμένη θεωρία και μια ιδεολογία εκφρασμένη με πράγματα υλικά, λειτούργησε, όπως γράφει η μελετήτρια, ως «κοινωνικός συμπυ κνωτής» (σελ. 55) μέσα σε μια λιγόχρονη δημοκρατική άνθιση, που το ίδιο ήταν το πνεύμα της και η ενσάρκωσή της. Το σύντομο πέρασμά του από τον ορίζοντα των ουτοπικών ανθρώπινων ορα μάτων, στάθηκε μια σημαντική δημιουργική παρουσία, που η επί δρασή της εξακτινώθηκε σε πολύ μεγάλη επιφάνεια. Κι επειδή οι ανθρώπινες προσπάθειες για την καλυτέρεψη των όρων της ζωής κυρίως στο πνευματικό, το εσωτερικό πεδίο - και οι εξάρσεις του ανθρώπινου πολιτισμού σημαδεύονται, στην ιστορική πορεία των λαών, από μια βραχύχρονη ένταση, η μελέτη για τον περίφημο αυ τόν «Κρατικό οίκο δόμησης» (όπως μεταφράζει, «κάπως άβολα στη γλώσσα μας» (σελ. 1) το «Staatlichen Bauhaus») είναι και χρή σιμη και αναγκαία. Χρήσιμη, γιατί η ιστορική γνώση της εξέλιξης μας δίνει, με τις αρθρώσεις του χρόνου, τα στηρίγματα της προ σέγγισές μας στις σημαντικές δημιουργικές στιγμές του ανθρώπι νου πνεύματος. Αναγκαία, γιατί η προσέγγιση αυτή επενδύεται με την ιστορική συνέχεια, που είναι απαραίτητη για την πορεία σ’ ένα ορατό μέλλον. Το Μπάουχαους είναι σίγουρα μια από τις στιγμές αυτές και συνιστά μια σημαντική άρθρωση στο πλέγμα της τεχνολογικής εποχής μας, όπου η τέχνη, αν δεν είναι η απόβλητη της απόλυτης κυριαρχίας του τεχνητού και του βιομηχανοποιημένου, πάντως είναι η περιθωριακή περιοχή, που προσέχεται ελάχι στα. Η μελέτη για την περίφημη αυτή σχολή δίνει τις ανθρώπινες διαστάσεις της τεχνολογίας.
Μ
ελετες
Η
στερα από μία σύντομη ιστορική αναδρομή (σελ. 7-11), όπου εκτίθενται και συνδυάζονται οι ιστορικές συγκυρίες που το Υ Μπάουχαους δημιουργήθηκε και άνθισε στην πρωτεύουσα της Θουρριγγίας, τη Βαϊμάρη, την εποχή της επώνυμης δημοκρατίας
ΜΑΡΙΝΑ ΛΑΜΠΡΑΚΗ-ΠΛΑΚΑ
Μ ΠΑΟΥΧΑΟΥΣ
επιλογη/83 της, η μελετήτρια διαγράφει την προσωπικότητα του ιδρυτή και διευθυντή του κρατικού αυτού οίκου δόμησης, του Βάλτερ Γκρόπιους (σελ. 1-15). Ο τολμηρός αυτός οραματιστής, όπως τον χαρα κτηρίζει η μελετήτρια, με την πλούσια προϊστορία του σε συναφείς δημιουργικές όσο και πρωτότυπες επιδόσεις, είχε προετοιμαστεί κατάλληλα για τη διεύθυνση μιας πρωτοποριακής για την εποχή σχολής, όπως ήταν το Μπάουχαους. Έτσι εξεπόνησε την περίφη μη ιδρυτική διακήρυξη (Απρίλης του 1919), που περιέχεται σ’ ένα τετρασέλιδο με χαρακτηριστική ξυλογραφία του Α. Φαΐννιγκερ μια υλική έκφραση του ιδεολογικού περιεχομένου του Γκρόπιους.1 Η διακήρυξη αυτή στηρίζεται ως προς την κοσμοθεωρία του ιδρυ τή, πάνω στις ιδεαλιστικές αντιλήψεις της εποχής (σελ. 19), που δεν ήταν παρά οι τελευταίοι απόηχοι μιας ρομαντικής αντιμετώπι σης της ζωής, της τέχνης, της κοινωνίας, της δημιουργίας. Αυτός ο ουτοπικός ρεαλισμός, που αντιπαρέθετε τις θέσεις του σε παλιότερες ουτοπικές προσπάθειες (άρα βραχύχρονες), αντανακλούσε το πνεύμα μιας μερίδας - της μεγαλύτερης ίσως - Γερμανών διανοου μένων, γρήγορα έδωσε τη θέση του (ύστερ’ από την αδυσώπητη παρέμβαση της πραγματικότητας, που τον ιδεαλισμό τον εκτρέφει μόνο και μόνο για να μπορέσει να ολοκληρώσει την κερδοφόρα της επιλογή και ύστερα φανερώνει, ξεσκίζοντας το ένδυμά του, το αληθινό της πρόσωπο), σε μιαν επαναστατική και πιο ριζοσπαστι κή κατεύθυνση και σ’ έναν ουσιαστικότερο προσανατολισμό: είναι ο εξπρεσιονισμός, «η νέα αντικειμενικότητα» (σελ. 22),2 που ακουμπά τα δάχτυλα της θεώρησής του πάνω στους τύπους της κοινωνικής αδικίας και εκμετάλλευσης. Ωστόσο το πνεύμα του Μπάουχαους δεν αμφισβητεί την αξία της βιομηχανίας, όσο κι αν αυτή αναπαράγει τις ταξικές ανισότητες. Όμως, όσο κι αν προ σπάθησε να εξανθρωπίσει την εκβιομηχάνιση της κεφαλαιοκρατι κής οικονομίας, ν’ ανακαλύψει πίσω από το αποτρόπαιο πρόσωπο του εκχρηματισμού τη βαθύτερη φυσιογνωμία της τέχνης, παρέμε νε το χάσμα και η αντίφαση.3 Έτσι από την εξιδανίκευση του εξ πρεσιονισμού (που στηρίζεται στη συναισθηματική έκρηξη από το οδυνηρό αρνητικό της πραγματικότητας), η ιδεολογική γραμμή του Μπάουχαους έφτασε στον φονκσιοναλισμό: εδώ τη συναισθη ματική οδύνη τη διαδέχεται η «λογοκρατική νηφαλιότητα» (σελ. 23), που βλέπει την αμετάτρεπτη ροή της πραγματικότητας. Είναι - για τα δεδομένα της δυτικής ελεύθερης οικονομίας - η κεφα λαιοκρατική οικονομία, που επιβεβαιώνεται και πληθύνεται μέσ’ από την τεχνολογία και τη βιομηχανική παραγωγή και τείνει στον καταναλωτισμό των αγαθών, αφού η αφθονία είναι το «τέλος της ευδαιμονίας» της (όπως θα ’λεγε ο Αριστοτέλης) και ο άνθρωπος θεωρείται ως ο σημαντικότερος αποδέκτης αυτής της δοτής ευδαι μονίας, της εξωτερικής άνεσης και ευτυχίας. Η ιδεολογική κατάληξη των αντιφάσεων και συνθέσεων του Μπάουχαους αποτυπώθηκε σε αντίστοιχες εκφράσεις τέχνης που αποκρυστάλλωσαν σε επιβλητικά μνημεία την ανησυχία και την τόλμη, την πρωτοποριακή αντίληψη και τη συνισταμένη των τά σεων και μορφών (σελ. 23-25), την υλική προέκταση μιας εσώτερικής αποτελεσματικότητας.
^jjSTHMQdQtyj GUTENBERG
FRANCO SELLERI
Η ΔΙΑΜΑΧΗ ΓΙΑΤΗΝ ΚΒΑΝΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ
Γ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
ΘΕΩΡΙΑ ΤΉΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ
„^ΐΣΤΗΜΟΛΟ/>,, GUTENBERG
ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΔΙΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ
Σ
’ ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο η μελετήτρια κάνει λόγο για τους καλλιτέχνες του Μπάουχαους, «που ήταν καθιερωμένοι ηγέ τες της πρωτοπορίας και διακρίνονται για την πολυφωνία των αναζητήσεών τους» (σελ. 26).4 Πολλοί από τους καλλιτέχνες αυ τούς διαδραμάτισαν σημαίνοντα ρόλο όχι μόνο στο ν’ αποχτήσει η σχολή τη φυσιογνωμία της, αλλά και να υλοποιήσει τους στόχους
.GUTENBERG,
84/επιλογή της με τα παιδαγωγικά της προγράμματα και τη διδακτική πράξη, που είναι εντέλει η σημαντικότερη πτυχή της διαλεκτικής σχέσης στο μεταίχμιο της μετάδοσης της συσσωρευμένης εμπειρίας και γνώσης από τις δημιουργικά ενεργητικές γενεές στις διαμορφούμενες νεότερες. Κι όσο κι αν η καλλιτεχνική δημιουργία ξέφυγε - και ήταν αυτό φυσικό, μέσα στην αυτοδυναμία της προσωπικής ανα ζήτησης - από τους στόχους των παιδαγωγικών πλαισίων της σχο λής, ωστόσο, το ξεπέρασμα αυτό δείχνει γι’ άλλη μια φορά τη δυ ναμική, που το Μπάουχαους έκλεινε μέσα στις πραγματοποιήσεις Η έκθεση του παιδαγωγικού προγράμματος που ακολουθεί (σελ. 29-32), δίνει τους κατευθυντήριους άξονες της διδακτικής αντιμετώπισης της σχολής και τα μαθήματα που'διδάσκονταν, όπου παρατηρεί κανείς μια οργάνωση πέρα για πέρα συνεπή και αποτελεσματική. Αυτός είναι ο λόγος που το πρόγραμμα αυτό έμεινε σχεδόν αναλλοίωτο σ’ όλα τα χρόνια της λειτουργίας του Μπάουχαους. Η μελετήτρια μέσα στα πλαίσια αυτά κρίνει σκόπι μο να εκθέσει τα σχετικά με το προκαταρκτικό εργαστήριο της σχολής (σελ. 33-36), που δεν ήταν παρά ένα μυητικό στάδιο για το σπουδαστή. Μέσ’ απ’ αυτό, θα μπορούσε να συλλάβει τις μελλο ντικές δραστηριότητες με τη διαίσθησή του, αφού βέβαια εξοι κειωνόταν με το παιδαγωγικό κλίμα που επικρατούσε εκεί. την ιστορία του Μπάουχαους σταθμός ήταν η χρονιά του 1923 (σελ. 39), όταν ήρθαν στην, επιφάνεια τα βασικά προβλήματα, που ώς τότε ελλόχευαν στους προσανατολισμούς της σχολής, με την αμεσότητα που το φως των πραγμάτων έφερε Κι αυτά δεν ήταν άλλα από κείνα, που στη φιλοσοφία της τέχνης δεσπόζουν σε κάθε σοβαρή αντιμετώπιση: η τέχνη και ο προορισμός της, η ου σία και η αποτελεσματικότητά της, η χρησιμότητα και η αισθητική της καταξίωση, η τεχνική και η έκφραση. Μέσ’ από τους προβλη ματισμούς αυτούς ολοκληρώθηκε ο νέος προσανατολισμός της σχολής, που εκφράστηκε στο σύνθημα «τέχνη και τεχνική, μια νέα σύνθεση» (σελ. 39) και που φορείς και ενσαρκωτές του έγιναν ση μαντικοί δασκάλοι. Αυτή η νέα κατεύθυνση αποσαφηνίζεται όταν το Μπάουχαους μεταφέρεται από τη ναζιστική Θουριγγία στο Ντεσσάου: η ανεδαφική ιδέα της συντεχνίας ξεπερνιέτάι κι ένας «βιολογικός φονκσιοναλισμός» (σελ. 43),5 με υπόβαθρο ανθρωπι στικό συνεχίζει τις βασικές θέσεις του Γκρόπιους. Η ιστορική ανάλυση του Μπάουχαους το παρακολουθεί ώς την τελευταία του φάση (σελ. 44-50), που χαρακτηρίζεται από διωγ μούς και πιέσεις, για να καταπνίγει η πολιτική έκφραση μέσα στο ανερχόμενο ναζιστικό κόμμα. Και, φυσικά, η κοινωνική πια θεώ ρηση του φονκσιοναλισμού είναι ξεκάθαρη. Ωστόσο, το Μπάου χαους δεν μπόρεσε πια να συνεχίσει απερίσπαστο τη «συμπυκνωτική» του δημοκρατική λειτουργία. Οι ναζιστές έκλεισαν τη σχολή και αρκετά από τα μέλη του πέθαναν αργότερα σε στρατόπεδα συ γκέντρωσης. Όμως το πνεύμα του Μπάουχαους δεν έσβησε με τη διάλυσή του, γιατί στην περιοχή του πνεύματος η διάρκεια είναι μονιμότερη από την υλική φθορά. Πολλές ήταν οι περιοχές που επηρέασε και σε πολλές προβληματικές καταστάσεις οι θεωρήσεις του και οι εφαρμογές του έδωσαν λύσεις. Και η δύναμη προσαρ μογής του στις μεταλλαγές των κοινωνικών μορφών, δεν ήταν πα ρά η συμβολική απεικόνιση της ιστορικής πορείας του αιώνα μας, μιας πορείας που καταλήγει (για τον δυτικό κόσμο, πάντα), μέσ’ από την ουτοπία των κοινωνικών οραματισμών στις καταναλωτι κές μορφές των καιρών μας.
Σ
Β Ε Ρ Ο Ν ΙΚ Η Σ ΔΑΛΑ Κ Ο Υ Ρ Α : Τ ο π α ιχ ν ίδ ι το ν τέλ ο υ ς. Α θ ή ν α , Ν ε φ έ λ η , 1988. Σ ε λ . 73
Το βιβλίο αυτό είναι το τέταρτο που εκδίδει η Β. Δαλακούρα. Η θητεία της στην ποίηση, της δίνει τη δυνατότητα να εμπλουτίζει τα διηγήματά της με στοιχεία που χρησιμοποιεί ο πεζός λόγος για να γίνει πιο εύκαμπτος και εύ. πλαστός, χωρίς να χάσει από τη λογική του δομή. Η θεματογρα φία των μικρών αυτών διηγημά των ακολουθεί την πορεία και των άλλων βιβλίων της συγγραφέως. Αν εξαιρέσει κανείς την πρώτη ιστορία που καταλαμβά νει και τον μικρότερο σε έκταση γραφής χώρο - και αναφέρεται στην κλασική απορία, ποια είναι τα όρια της ποίησης και ποια του πεζού λόγου, και πού τελειώ νουν τα σύνορά της μιας και πού αρχίζουν τα σύνορα του άλλου οι άλλες τρεις ιστορίες περιστρέ φονται γύρω από τον θεματικό κύκλο: έρωτας, θάνατος, πίστη. Στα διηγήματα αυτά κύριο στοιχείο της πλοκής είναι τα δύο σπουδαιότερα αισθήματα του ατόμου· αυτό του έρωτα και του θανάτου. Ριζωμένα στο ένστικτο αποτελούν την ουσία του ανθρώ που, πέρα από τους «αμετάκλητους» κανόνες της λογικής και τα διάφορα παιχνιδίσματα της φα ντασίας. Με λόγο πληθωρικό η Δαλακούρα εναλλάσσει τους ρυθ μούς των δύο αυτών αισθημά των και ψυχικών καταστάσεων, ανάλογα με την ένταση των γεγο νότων. Ό ταν δε με χειμαρρώδη γραφή σκιαγραφεί την ψυχή των ηρώων της, σκιαγραφεί τη δική asr
αφιερωμα/85 Η Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα με τον εκλαϊκευτικό χαρακτήρα της μελέτης της αυτής φέρνει κοντά μας το περιεχόμενο της ξακου στής σχολής, ώστε να το οικειοποιηθούν όσο γίνεται περισσότεροι και να το γνωρίσουν. Η ιστορική γνώση είναι σίγουρο θεμέλιο για το χτίσιμο του παρόντος. Και η πορεία του παρόντος, αν δεν στη ριχτεί στο παρελθόν, δεν προχωρεί σωστά.6 ΚΩΣΤΑΣ ΧΩΡΕΑΝΘΗΣ Σημιιώσεις 1. Βλ. την προμετωπίδα του προγράμματος στο εικονογραφικό τμήμα της μελέτης, όπου μπορεί ο αναγνώστης να δει πολλές από τις εκφράσεις τέχνης της σχολής. 2. Ο εξπρεσιονισμός ως έκφραση τέχνης προσπαθεί να απομακρυνθεί από το νατου ραλισμό και τον εμπρεσιονισμό και να αποτυπώσει την εσωτερική αλήθεια του ατόμου, που ωστόσο συμμετέχει στην αντικειμενική αλήθεια του κόσμου και του σΰμπαντος. 3. Η αντίφαση όμως είναι η δυναμική μιας καλλιτεχνικής έκφρασης. Μέσ' απ’ αυτή μπορεί συχνά να γεννηθούν οι μεγάλες στιγμές της δημιουργικής έντασης και μέσα στον εσωτερικό αγώνα να συμπυκνωθεί η εμπειρία, που θ’ αναλυθεί σε ουσιαστι κά αντικρύσματα, για ν' αποτελέσει τόσο την τεχνική όσο και το περιεχόμενο του έργου της τέχνης, 4. Μερικοί από τους πιο σημαντικούς καλλιτέχνες που δίδαξαν στο Μπάουχαους: Καντίσκυ, Κλέε, Φαΐννιγκερ, Σλέμμερ. Άλλοι δάσκαλοι: Γιοχάνες Ίττεν, ο μεγά λος Λάσλο Μοχόλυ-Νάγκυ, ο Χάννες Μέγιερ, ο Μις βαν ντερ Ρόε· ακόμα, οι Άλμπερς, Μπάγιερ, Μπρέγιερ. 5. Ο φονκσιοναλισμός ως λειτουργικότητα, προσπαθεί να ερμηνεύσει τα κοινωνικά φαινόμενα με δάση το λόγο, μακριά από τους συναισθηματισμούς άλλων θεωριών. Για την περίπτωση του Μπάουχαους, στηρίζεται πάνω στο φουτουρισμό και στον κονστρουκτιβισμό καθώς και στον νεοπλαστικισμό. 6. Σ’ ένα επίμετρο (σελ. 73-88) περιλαμβάνονται η ιδρυτική διακήρυξη του Μπάου χαους. που συνέταξε ο Γκρόπιους, το πρόγραμμα με τους στόχους, τις αρχές, τους παιδαγωγικούς προγραμματισμούς, τα διδακτικά τμήματα και τον τρόπο εισαγω γής στη σχολή.
Φ jj λίξη
γινάρτ,ς ’89
81
της ψυχή. Ό λα τα πρόσωπα, αρσενικά-θηλυκά, αποτελούν τα προσωπεία της συγγραφέως. Και αυτό συμβαίνει επειδή η δημιουρ γός όχι μόνο δεν αποστασιοποιεί ται από τα συμβάντα της ζωής των ηρώων της, αλλά ηθελημένα ενστερνίζεται τους ρόλους τους και τους εξαναγκάζει να βιώσουν τα δικά της αδιέξοδα. Σε ένα τέ τοιο σύμπλεγμα άμεσης προβο λής καταστάσεων και συγκινή σεων είναι ευνόητο ότι οι ήρωες χάνουν την αυτονομία και την ετερότητά τους και τείνουν να προβάλλουν μόνο τις ιδέες του δημιουργού τους. Ο θάνατος είναι παρών μέσα σ' όλο το έργο. Όταν δε πέσει και η μάσκα του συγγραφέα, τό τε θα φανεί και το δικό του πρό σωπο. Όταν οι διαπροσωπικές σχέσεις καταλήγουν σε αδιέξοδο, ο έρωτας παραμένει σκιά που δεν καταφέρνει να συνδέσει τα άτομα· όταν και η πιο απελπι σμένη προσπάθεια του ατόμου να αγαπηθεί αποτυγχάνει, τότε δεν απομένει παρά «το πάθος» να πεθαίνει κανείς - καθημερινά. Όπως συμβαίνει και με τον τρα γικό ήρωα του τέταρτου διηγή ματος. Επανάληψη της δεύτερης ιστορίας, όπου η συγγραφέας βλέπει τον δικό της θάνατο να την υποδέχεται. Αυτό το παιχνίδι του ονείρου και της πραγματικότητας που καταφέρνει να στήσει μπροστά μας η Β. Δαλακούρα με την κα θαρότητα και αμεσότητα του λό γου της, δεν είναι παρά το άλλο, εξίσου σημαντικό, συναίσθημα του ανθρώπου, η πίστη δηλαδή στην ίδια τη ζωή. Η γραφή της Δαλακούρα είναι η απεγνωσμένη κραυγή μιας πληγωμένης ύπαρ ξης. Είναι οι ανεκπλήρωτοι πόθοι και ερωτικοί σπασμοί ενός πλά σματος ανελέητα χτυπημένου από τα γεγονότα (τη ζωή)· μιας θηλυκής ψυχής που δεν βρήκαν ανταπόκριση τα όνειρά της. Γι' αυτό σ' όλα τα κείμενά της, ποιη τικά ή πεζά - πέρα από την όποια αισθητική τους αξία - πα ρατηρεί κανείς την τάση της να επανέρχεται στις ίδιες έμμονες «νοσηρές» ιδέες που την κατα διώκουν.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΑΛΟΥΡΔΟΣ
86/επιλογή
Βενιζέλος εναντίον Κωνσταντίνου ΓΤΛ
Ν . Π Ε Τ Σ Α Α Η - Δ Ι Ο Μ Η Δ Η : Η Ε λ λ ά δ α τ ω ν δ ύ ο Κ υ β ε ρ ν ή σ ε ω ν 19161917. Αθήνα, Φ ι λ ι π π ό τ η ς , 1988. Σελ. 303.
ο φαιδρότερο γεγονός της νεοελληνικής ιστορίας είναι το πε ρίφημο «ανάθεμα» κατά του Βενιζέλου. Πλήθη αφελών πολι τών συγκεντρώθηκαν στην Αθήνα και, στο σημείο που υπέδειξε ο Αρχιεπίσκοπος, έριξαν όλοι από μία πέτρα ξορκίζοντας (όπως νό μιζαν), τον κατάπτυστο Βενιζέλο και την πολιτική του. Το γεγο νός, όμως, αυτό καθεαυτό δε δείχνει παρά τα φοβερά πολιτικά πάθη μιας εποχής που δύσκολα μπορεί να κατανοήσει κανείς σή μερα αν δεν την έχει ζήσει ή δεν έχει ασχοληθεί επισταμένως μαζί της. Το αποκορύφωμα αυτής της αντιδιαμετρικά αντίθετης παράθε σης απόψεων μεταξύ βασιλέως (φιλογερμανική πολιτική) και βενιζελισμού (έξοδος στον Α ' Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό των συμμάχων), ήταν η δημιουργία δύο κυβερνήσεων. Μία βασιλική στην Αθήνα και μία βενιζελική στη Θεσσαλονίκη. Η κυβέρνηση του Βενιζέλου προσπαθούσε με κάθε τρόπο να λάβει από τους συμμάχους υποσχέσεις νομιμότητας με αντάλλαγμα την απεριόρι στη ελληνική βοήθεια στη Ν. Ευρώπη. Αυτήν την πολιτική διαδι κασία κατά τα έτη 1916-1917 εξετάζει ο Ν. Πετσάλης-Διομήδης στο βιβλίο Η Ελλάδα των δύο Κυβερνήσεων. Το βιβλίο δεν είναι μία εξονυχιστική μελέτη της περιόδου και ούτε παρέχει πρωτότυπα συμπεράσματα πάνω στο θέμα του τίτ λου του. Αντιθέτως, όπως ομολογεί ο συγγραφέας, το πρώτο του μέρος είναι μια κατατοπιστική παράθεση των γεγονότων της επο χής χωρίς άλλες φιλοδοξίες. Τι είναι αυτό όμως που κάνει το βι βλίο σημαντικό για τη μελέτη της νεοελληνικής ιστορίας; Ο συγ γραφέας, όπως μαρτυρεί και το επώνυμό του, είναι μικρανιψιός του Αλέξανδρου Διομήδη. Ο τελευταίος υπήρξε ένα από τα σημα ντικότερα πρόσωπα του μεσοπολέμου αλλά και της πρώτης μετα πολεμικής περιόδου, κυρίως όμως στα παρασκήνια. Ο Ν. Π.-Δ. είχε την τύχη να έχει στην κατοχή του μεγάλο μέρος από το αρχείο Διομήδη. Το αρχείο καλύπτει μια μεγάλη περίοδο και αρχίζει από το 1907 όταν παρακολούθησε στη Χάγη τη Β' Συνδιάσκεψη της ει ρήνης, περνάει από τον εθνικό διχασμό (Υπουργός Οικονομικών Βενιζέλου), Διοικητής Εθνικής Τράπεζας (1923-1928), διάφορες θέσεις στην Εθν. Τράπεζα και καταλήγει στη Μεταπολεμική Συμ μαχική Κυβέρνηση (Αντιπρόεδρος-Πρόεδρος). Ο Α. Διομήδης πέθανε το 1950. Ο βασικός στόχος του συγγραφέα-επιμελτμή ήταν να εκδώσει σχολιασμένο το μέρος του αρχείου που αναφέρεται στην αποστολή του Διομήδη στην Ευρώπη για υποθέσεις της Προσωρινής Κυβερνήσεως Θεσσαλονίκης. Γι’ αυτόν το λόγο αφού παρατεθεί το πρώ το μέρος που είναι μία εξιστόρηση των γεγονότων, το δεύτερο μέ ρος περιλαμβάνει όλα τα έγγραφα του αρχείου που σχετίζονται με την παραπάνω αποστολή. Η εξιστόρηση είναι άψογη και μάλιστα έχει βασιστεί και σε άλλο αρχειακό υλικό πέρα από αυτό του αρ χείου Διομήδη. Ο δε σχολιασμός των εγγράφων είναι πολύ κατα τοπιστικός και γίνεται και διασταύρωση των εγγράφων με άλλα
Τ
Ι στόΡΙΑ
Ν ΠΕΤΣΑΛΗ ΔΙΟΜΗΔΗ
Η ΕΛΛΑΔΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΝ 1916-17
εττιλογη/87 του αρχείου ή από άλλες αρχειακές πηγές που είχε στη διάθεσή του ο συγγραφέας. Τελικός σκοπός του Ν. Π.-Δ. είναι η δημοσίευση όλου του αρ χείου που έχει στην κατοχή του, πράγμα που θα βοηθήσει πολύ ερευνητές της περιόδου. Βέβαια, το έργο αυτό είναι και κοπιαστι κό και μακροπρόθεσμο. Πάντως, δε νομίζω ότι θα βρεθεί κανείς να υποστηρίξει ότι το αρχείο Διομήδη είναι «ανάθεμα» κατά της βασιλείας. Δ.Ι. ΛΟΪΖΟΣ
ι____ πεζογραφία ΝΙΚΟΥ ΚΑΣΔΑΓΛΗ: Το θολάμι. Αθήνα, Στιγμή, 1987. Σελ. 61 Ένας από τους πιο σημαντι κούς πεζογράφους της μεταπο λεμικής γενιάς είναι και ο Ν. Κάσ δαγλης. Πρωτοεμφανίστη κε στα γράμματα το 1952 με τη συλλογή διηγημάτων «Σπιλιάδες». Ο συγ γραφέας, μέσα από τα βιβλία του πραγματεύεται τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα άτομα που αρνούνται να ενταχθούν μέ σα σ' ένα εχθρικό προς αυτά κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον, και τις συνέπειες που υφίστανται όταν θελήσουν ν' αναιρέσουν τους εξουσιαστικούς του μηχανι σμούς. Στο διήγημα αυτό κατα γράφει τη σύντομη πορεία ενός νέου άντρα που καταλήγει σε αδιέξοδο. Κι αυτό συμβαίνει γιατί η ίδια η εσωτερική λογική της πε ριπέτειας που το άτομο ακολου θεί, το απαιτεί. Η υπόθεση είναι απλή. Ένας νεαρός αντάρτης των πόλεων, κατά τη διάρκεια μιας άδοξης τρομοκρατικής απόπειρας, ενώ προσπαθεί να ξεφύγει με μια μο| τοσυκλέτα μαζί με το συναγωνι στή του, μπλοκάρονται από την αστυνομία. Στη συμπλοκή που ακολουθεί εκείνοι τραυματίζο νται θανάσιμα και οι αστυνομικοί
σκοτώνονται. Ο νεαρός (Ηρα κλής) αναγκάζεται να σκοτώσει το σύντροφό του, για να μην τον προδώσει. Και θα αρχίσει έναν αγωνιώδη μαραθώνιο για να σω θεί. Το «Θολάμι», είναι ένα δουλε μένο με γεωμετρική ακρίβεια διή γημα. Ο συγγραφέας με τη δεξιοτεχνία ενός έμπειρου σκηνοθέτη αποστασιοποιείται όχι μόνο από τον ήρωα, αλλά και από την όποια ιδεολογική ή συναισθημα τική φόρτιση προσφέρουν τα γε γονότα. Με μια σπάνια λιτότητα εκφραστικών μέσων κινεί το φα κό του και μεταφέρει με σχολα στική ακρίβεια μπροστά στα μά τια του αναγνώστη τις απεγνω σμένες προσπάθειες που κατα βάλλει ο ήρωας για να ξεφύγει από το αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει. Μέσα από τους λακω νικούς μονολόγους του νέου, ο αναγνώστης αφήνεται - μόνος του, χωρίς την όποια επέμβαση του συγγραφέα - να ανιχνεύσει και να ψηλαφίσει τον εξωτερικό ιδεολογικό χώρο, μέσα στον οποίο κινείται ο ήρωας. Ο χρό νος που εξελίσσεται η σύντομη αυτή σκηνική παρουσία δεν κρατάει παρά λίγες ώρες. Θα τολ
μούσε να έλεγε κανείς ότι διαρκεί όσο μια μετάγγιση αίματος. Μια μετάγγιση, που δότης είναι ο νέος και παραλήπτης ο θάνατος. Το ύφος είναι επιγραμματικό και συμπληρώνει με το δικό του τρόπο την οικονομία του κειμέ νου. Ο συγγραφέας σκεπάζει μ' ένα πέπλο σιωπής τον ήρωά του. Τον αποσυνδέει από τον γύρω του χώρο και δεν τον περικλείει με μύθο. Ούτε ανάγει τις όποιες ενέργειές του σε ιδεολογικοπολι τικά ευαγγέλια. 'Ολο το υπαρξια κό του αδιέξοδο το μετατοπίζει πάνω στις πράξεις του. Με την αφαιρετική αυτή γραφή και τις στραγγισμένες από κάθε συναί σθημα λέξεις, ο συγγραφέας σκιαγραφεί την ανέκκλητη λογική των γεγονότων. Δεν επιδοκιμάζει, αλλά ούτε και επικροτεί τις ενέργειες του ατόμου, αλλά ούτε και τον φορτίζει με το δικό του ιδεολογικό οπλοστάσιο. Με ψυ χρό βλέμμα καταγράφει τα συμ βάντα και αφήνει τον έπαινο ή τον ψόγο, για τον ήρωα και τις πράξεις του στον ίδιο τον ανα γνώστη.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΑΛΟΥΡΔΟΣ
ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ 23 ΤΗ Λ.3637432
Γιατί η Αγροτική Ανάπτυξη χρειάζεται και Πληροφόρηση.
• ΒΙΒΛΙΟ: Ο φίλος τον εκπαιδευτικού • ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΣ: Ο φίλος τον βιβλίου • GUTENBERG: Η σωστή σχέση με το βιβλίο
και τους φίλους του Με το επίδομα προμήθειας βιβλίων έγινε το πρώτο βήμα...
GUTENBERG ΓΕΝΙΚΟΣ ΤΙΜΟΚΑΤΑΛΟΓΟΣ
...το επόμενο βήμα ΕΚΔΟΣΕΙΣ
GUTENBERG ΓΙΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΣΑΣ ΖΗΤΗΣΤΕ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ
ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗΣ ΣΕΙΡΑΣ
G U T E N B E R G
_
ΤΟΥΣ ΕΙΔΙΚΟΥΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΥΣ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ GUTENBERG
ΣΕ ΟΛΑ ΤΑ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ
G U T E N B E R G · Σ Ο Λ Ω Ν Ο Σ 103 · 106 78 Α Θ Η Ν Α · Τ Η Λ Ε Φ . 36.00.127 -
.....- .....
- Ρ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ 4 ΚΕΔΡΟΣ Γ. Γενναδίου 3 - τηλ. 36.02.007
Διασκευή
Ειρήνη Μάρρα
• Η λίμνη των κύκνων
• Τιλ Όιλενσπίγκελ
Παραμύθι: Μπέργκιτσεφ-Γκέλτσερ Μουσική: Π. Τσαϊκόφσκι
Λαϊκός φλαμανδικός μύθος. Μουσική: Ρ. Στράους
• Κοπέλια Παραμύθια του Οφμαν. Μουσική ΝτελΙμπ
Από τις Χίλιες και μία Νύχτες. Μουσική: Ρίμσκι Κόρσακοφ
• Ο Καρυοθραύστης και ο Βασιλιάς των Ποντικιών
• Ζιζέλ
Παραμύθια: Οφμαν. Μουσική: Π. Τσαϊκόφσκι
• Ο μαθητευόμενος μάγος Παραμύθι: Γκαίτε Μουσική: Πολ Ντυκά
• Σεχραζάντ - Σεβάχ ο Θαλασσινός
Μουσική: Αντόλφ Αντάμ
ι Ο τσάρος Σαλτάν Παραμύθι: Αλέξανδρος Πούσκιν Μουσική: Ρίμσκι Κόρσακοφ