Γκαμπριίλ Γκαρσία Μάρκες
Η Περιπέτεια του Μιγκέλ Λιττίν ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ ΓΚΑΡΣΙΑ ΜΑΡΚΕΣ
«ΜΙΓΚΕΛ ΛΙΤΤΙΝ» Π Ο Υ ΕΚΑΨΕ Η ΧΟΥΝΤΑ ΤΗΣ ΧΙΛΗΣ
ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ Α.Α. ΛΓΒΑΝΗ ΣΟΛΩΝΟΣ 94, ΑΘΗΝΑ 106 80 ΤΗΛ. 3600398-3610589
ΑΠΑΝΤΑ ΤΟΥ ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΓΓΑΝΙΩΤΗ
Ο λύκος της στέπας (Μυθιστόρημα) Ταξίδι στη Νυρεμβέργη (Νουβέλα) Ντέμιαν (Μυθιστόρημα) Νάρκισσος και Χρυσόστομος (Μυθιστόρημα) *ο τελευταίο καλοκαίρι του Κλί^σορ (Νουβέλα) Παραξενα νέα από κάποιο άλλο άστρο (Διηγήματα) Το παιχνίδι με τις χάντρες (Μυθιστόρημα) Ο Βροχοποιός —Ο Εξομολογητής —Ινδική βιογραφία (Νουβέλες) Το νησί του ονείρου και άλλα διηγήματα
12η ΓΙΟΡΤΗ ΒΙΒΛΙΟΥ (αφιερωμένη στο Φίλιππα Βλάχο)
22 ΙΟΥΝΙΟΥ - 3 ΙΟΥΛΙΟΥ 1989
ΑΛΣΟΣ ΚΗΦΙΣΙΑΣ ΩΡΕΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ 6.30 - 10.30 κάθε απόγευμα και τη Κυριακή και το πρωί 10.30 - 2 μ.μ.
ΟΡΓΑΝΩΣΗ
ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΕΚΔΟΤΩ Ν Β ΙΒ Λ Ι Ο Π Ω Λ Ω Ν Α Θ Η Ν Ω Ν
Ο. ντε Μπαλζάκ No 60* Δ. Γληνός No 61* Τ. Τζόυς No 62* Κ. Χατζηαργύρης No 63 Ζ. Ζενέ No 66 Νέοι λογοτέχνες No 69 Αριστοφάνης No 72 Ζ. Πρεβέρ No 73 Μ. ντε Σαντ No 77 Κ.Π. Καβάφης No 78 Χ.Λ. Μπόρχες No 79 Μ. Κοΰντερα No 80 Μ. Γιουρσενάρ No 81 Α. Κοραής No 82 Κ. Μαρξ No 83 Μ. Βιάν No 85 Νέοι Λογοτέχνες No 87 Κ. Βάρναλης No 88 Τ. Μαν No 90 Φ. Νίτσε No 91 Κ. Θεοτόκης No 92 Ρ. Μπαρτ No 93 Ν. Λαπαθιώτης No 95 Ε. Ροΐδης No 96 ' Ε. Ζολά No 97 j Σταντάλ No 98 Μακρυγιάννης No 101 Λουκιανός No 102 Ντιντερό No 103 Τ. Άγρας No 104 I. Βερν No 105 Θ. Καίρης No 106 Παραμυθάδες No 108 Ε. Έσσε No 109
Α. Καμύ No 110 Β. Ουγκό No 111 Ε. Άλαν Πόε No 112 Φ. Κόντογλου No 113 Σ. Μπέκετ No 115 Κ. Πολίτης No 116 Α. Πάλλης No 118 Β. Μαγιακόφσκι No 121 Ε. Ιονέσκο No 122 Μ. Φουκώ No 125 Ζ. Λακάν No 126 Ζ. Πωλ Σαρτρ No 127 Φ. Ντοστογιέφσκι No 131 Ν.Χ. Λώρενς No 132 Γ.Σ. Έλιοτ No 133 Μ. Ντυράς No 134 Αριστοτέλης No 135 Σ. ντε Μπωβουάρ No 136 Γ. Θεοτοκάς No 137 Φ.Σ. Φιτζέραλντ No 138 Τ. Ουίλιαμς No 139 Α. Κάλβος No 140 Γ. Σεφέρης No 142 Γ. Φλωμπέρ No 143 Ο. Έκο No 145 Α. Δουμάς No 147 Α. Κρίστι No 149 Σ. Φρόυντ No 150 Α. Αρτώ No 151 Ο. Ουάιλντ No 152 Β. Γούλφ No 153 Γ.Β. Γκαίτε No 154 Κ. Καρυωτάκης No 157
Κ. Λεβί-Στρως No 158 Ε. Χεμινγουέη No 159 Ζ. Κοκτώ No 160 Μ. Χάιντεγκερ No 161 Β. Ναμπόκοφ No 162 Α. Παπαδιαμάντης No 165 Π. Λεκατσάς No 166 Αίσωπος No 167 Λ. Αραγκόν No 168 Α. Τσέχωφ No 169 Σ. Τσίρκας No 171 Τ. Στάινμπεκ No 173 Όμηρος No 174 Μ. ντε Θερβάντες No 176 ΒολταίροςΝο 177 Ε. Πάουντ No 178 Μολιέρος No 179 Δ. Χάτζής No 180 Ε: Ίψεν No 181 Ν. Χάμμετ No 182 Π. Βαλερί No 183 Ζ. Μπατάιγ No 187 Ν. Καζαντζάκης No 150 Θουκυδίδης No 191 Φ.Γ. Δόρκα No 192 Ρ. Τσάντλερ No 193 Β. Ράιχ No 197 Ρ. Μούζιλ No 199 Λ. Τολστόι No 200 Π. Ελυάρ No 201 Ζ. Σιμενόν No 202 Γ. ντε Μωπασάν No 204 Γ. Ρίτσος·Νο 205 Α. Ζιντ No 206 Α. Μπρετόν No 207 Μ. Μπρεχτ No 211 Α. Αλέξδνδ'ρου No 212 Δ. Σολωμός No 213
Φ·(Γ
Αντίσταση και Λογοτεχνία No 58* λατινοαμερικανική Λογοτεχνία No 59* Η Γενιά των Μπήτνικ No 64 Οι επίγονοι του Φρόυντ No 65* Επιθεώρηση Τέχνης No 67 Άγιον Όρος No 68 Γερμανόφωνο Θέατρο No 70 Σημειωτική No 71* Μικρασιατικός Ελληνισμός No 74 Λογοτεχνία και Κινηματογράφος No 75 Ιταλική Λογοτεχνία No 76 Σύγχρονα Ολλανδικά Γράμματα No 84 Αστυνομική Λογοτεχνία No 86 Νεοελληνικό Θέατρο No 89 Παιδικό Βιβλίο No 94 Βιβλίο και Φυλακή No 99 Λαϊκό Αισθηματικό Μυθιστόρημα No 100 Αρχαία Λυρική Ποίηση No 107 Φινλανδικά Γράμματα No 114 Δοκίμιο No 117 Κοινωνιολογία No 119 Ελληνικός Υπερρεαλισμός No 120 Κυπριακά Γράμμματα No 123 Χιούμορ No 124 Θεσσαλονίκη No 128
Βυζάντιο No 129 Ελληνικό Παραμύθι No 130 Φουτουρισμός No 141 Γλωσσολογία No 144 Βιβλίο και Στρατός No 146 Βιβλία για το καλοκαίρι No 148 Αυτοβιογραφία No 155 Μετάφραση No 156 Ψυχανάλυση και Λογοτεχνία No 1631 Σύγχρονοι Αγγλόφωνοι Φιλέλληνες No 164 Αλληλογραφία No 170 Επιλογή Βιβλίων ’86-87 No 172 Οι επιστήμες στον κόσμο μας No 175 Παιδικό βιβλίο No 180 Κριτική No 184 Μουσική και Λογοτεχνία No 185 Διανοούμενοι και Εξουσία No 186 Βιβλίο και Νέες Τεχνολογίες No 188 Το νέο Μυθιστόρημα No 189 Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας No 194 Πολιτισμός και Κουλτούρα No 195 Διακοπές και Βιβλίο No 196 Το Ελληνικό Φεμινιστικό Έντυπο No 198 Βιολογία No 203 Εξπρεσιονισμός No 208 Η Πράγα των συγγραφέων No 209 Ψυχιατρική και ψυχανάλυση No 210 Θέατρο και Παιδί No 214
ΔΙΑΒΑΖΩ Σνγχρο νοι Λ γγλόφωνοι
Φιλέλληνες
ί Λ
VaijOA6α S.
»Αώ Λ μπ λαβαΐύ'
v «ia*
Λαίοβϊ&ΐοαϊ· / ρΒ ΡΡλΔΚ Κ (1Αδτι Τ£: ΤΟ ^ η Λ ον^Α^-Ι 6Λ5-
j _
.
γ
(4Π|π! ΜίΗΠΐ ΜΠΙΠΠ ! (
ΜΠΙΠιχίΐόπί/! m'\i<\'6tu U ^ a Ο®» <νΛ^ ^ ,/α ρ ι 6cu νΟΛ
^ ρ ί9 j r
ί;^
ΡΑΔΙΟΥΡΓΙΕΣ
C 2&--
8 t a •c"'-
ΡΑΔΙΟΔΗΜΙΟΥΡΓΙΕΣ ΓΙΑΤΙ ΟΧΙ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ 6:00-9:00 Σάββατο - Κυριακή
ΣΠΟΡ-5 15:00 αθλητική επικαιρότητα
3
---------
FLASH CLUB
ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΛΟΙΠΟΝ
ΣΤΟ ΡΥΘΜΟ ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ
6:00-9:00
10:00
ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ ΣΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ 14:00 πολιτική εκπομπή
12:00 ράδιο περιοδικό με πολλά απρόοπτα
ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΗ ΣΦΙΓΓΑ
ΕΚ BA6EQN
22:00
κάθε Κυριακή
10:00
ΔΙΑΒΑΖΩ
ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ Α . Μεταξά 26, Αθήνα - 106 81
Σύνταξη: 36.40.487 Λογιστήριο: 36.40.488 Διαφημίσεις: 36.42.789 Συνδρομές: 36.42.765
Τεύχος 216 31 Μαΐου 1989 Τιμή: Δρχ. 350 Ιδρυτής: Περικλής Αθανασόπουλος Διευθυντής: Γιώργος Γαλάντης Σύνταξη: Κατερίνα Γρυπονησιώτου, Βασίλης Καλαμαράς, Ηρακλής Παπαλέξης, Νένη Ράις, Βάσω Σπάθή, Καίτη Τοπάλη Οικονομικός υπεύθυνος: Βάσω Σπάθή Συνδρομές: Κατερίνα Γρυπονησιώτου Διαφημίσεις: Ηρακλής Παπαλέξης Σελιδοποίηση-Μοντάζ: Νένη Ράις Γλωσσική επιμέλεια-Διορθώσεις: Βίκυ Κωτσοβέλου Στοιχειοθεσία: Φωτοκύτταρο ΕΠΕ, Υμηττού 219, τηλ. 75.16.333 Φωτογραφίσεις-Μοντάζ: 1. Χριστοδουλάκος - I. Κοργιαλάς Ο.Ε., Α. Μεταξά 26, τηλ. 36.41.134 Εκτύπωση: Αφοί Τσαλδάρη Ο.Ε., Φυ λής 35, Καματερό, τηλ. 26.10.918 Βιβλιοδεσία: Νικ. Κατριβάνος και Σία Ο.Ε., Στ. Γόνατά 48, τηλ. 57.49.951 Διανομή: Νέο Πρακτορείο Τύπου
ΠΕΡΙΕΧΟ Μ ΕΝΑ Χ ΡΟ Ν ΙΚ Α Η ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΡΕΠΟΡΤΑΖ: Ελληνική παράδοση στα Γερμανικά (Γράφει ο Ούλριχ Μένικ) ΕΡΕΥΝΑ: Λαϊκές ζωγραφιές του Επινάλ (Γράφει ο Henrie Geor ge)
21 27 34 54 58 63 68 72
ΟΔΗΓΟΣ ΒΙΒΛΙΩΝ
ΠΟΙΗΣΗ: Γράφει η Ιουλία Χατζηπαναγιώτη ΜΕΛΕΤΕΣ: Γράφει ο Κώστας Χωρεάνθης ΠΛΑΙΣΙΟ: Γράφει η Σοφία Στάγκα
Εξώφυλλο: Γιώργος Γαλάντης
16 18
ΕΠΙΛΟΓΗ
Κεντρική διάθεση:
Θεσσαλονίκη: Βιβλιοπωλείο «Κέντρο του βιβλίου» Λασσάνη 9 τηλ. 237.463
9 11
Α Φ ΙΕ ΡΩ Μ Α Luce Rudent: Γαλλική Επανάσταση ήΕλληνική Επανάσταση Στερ. Φασουλάκης: Γαλλική Επανάσταση και νεοελληνική παιδεία Γιάννης Μπασκόζος: Μια παρέλαση ενώπιον της Γαλλικής Επανά στασης Ελισάβετ Δεμίρογλου: Επανάσταση και λογοτεχνία Ζωή Σαμαρά: Μια φεμινίστρια αυτόπτης μάρτυρας της Επανάστα σης Μαρία Μακροπούλου - Παπαδάκη: Η απάντηση του Σταντάλ στην Κυρία ντε Σταλ Χρυσή Καρατσινίδου: Η μυθοποίηση της Επανάστασης στο Ενενηντατρία του Β. Ουγκώ Μαρίκα Θωμαδάκη: Η προεπαναστατική ζύμωση στο θέατρο του Μπωμαρσαί Αφροδίτη Σιβετίδου: Το Κοινωνικό Συμβόλαιο και η Γαλλική Επα νάσταση Κώστας Θεοφάνους: Η «Εγκυκλοπαίδεια» του Ντιντερό: Οι περι πέτειες της έκδοσης
Ιδιοκτήτης-Εκδότης: Γιώργος Γαβαλάς
Αθήνα: Πομώνης Διονύσιος Ζαλόγγου 1 τηλ. 36.20.889
8
82
ΔΕΛΤΙΟ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ
37
ΚΡΙΤΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
49
στο επόμενο «Διαβάζω»
αφιέρωμα στα Κόμικς
η ΑΓΟΡΑ του Β ΙΒ Α ΙΟ Υ από 1 έως 15 Μαΐου 1989
Τα είκοσι βιβλιοπωλεία που ρωτήθηκαν για τη σύνταξη της αγοράς του βιβλίου είναι κατά αλφαβητική σειρά: Αναγέννηση-Άργος, Αριστοτέλης-ΑΘ., Γρηγόρης-ΑΘ., Δωδώνη-ΑΘ., Δωδώνη-Γιάνν., Δοκιμάκης-Ηράκλειο, Ελευθερουδάκης-Αθ., Ενδοχώρα-ΑΘ., Εστία-ΑΘ., Ιανός-Θεσσ., Κατώι του Βιβλίου-θεσσ., Λέσχη του Βιβλίου-ΑΘ., Μεθενίτης-Πάτρα, Libro-ΑΘ., Νέοι Καιροί-Εξάρχεια, Όμηρος-Βόλος, Παράμετρος-ΑΘ., Ρόμβος-ΑΘ., Σύγχρονη Εποχή-ΑΘ., Σόμβολο-Κηφισιά
□ Ο πίνακας παρουσιάζει τα εμπορικότερα βιβλία ενός δεκαπενθημέρου, σύμφωνα με τα στοιχεία που μας παραχώ ρησαν 20 βιβλιοπώλες απ' όλη την Ελλάδα, δηλώνοντας ο καθένας τους τέσσερα βιβλία που είχαν τις περισσότερες πωλήσεις στο βιβλιοπωλείο του κατά το διάστημα αυτό. 'Ετσι κάθε βιβλιοπωλείο δίνει τέσσερις βαθμούς στο βιβλίο που είχε τις περισσότερες πωλήσεις, τρεις βαθμούς στο αμέσως επόμενο, δύο βαθμούς στο τρίτο κατά σειρά βι βλίο, ενώ ένα βαθμό παίρνει το τέταρτο.
H
ΕΚΟ ΟΥ.: Το εκκρεμές του Φουκώ ΓΝΩΣΗ ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΥ Δ.: Κ. Μητσοτάκης: Πολιτική βιογραφία ΠΑΠΑΖΗΣΗΣ
Κ Ι ΜΕΓΑΠΑΝΟΥ Α.: Διάλογος με την Ά ννα LIBRO Κ
Ι ΜΙΣΣΙΟΥ X.: Χαμογέλα, ρε... Τι σου ζητάνε; ΓΡΑΜΜΑΤΑ
^ 1 Κ
ΤΣΑΡΟΥΧΑ Κ.: Η υπόθεση Παγκρατίδη ΔΩΔΩΝΗ Ι ΓΚΟΥΛΙΚ Ρ.Β.: Δολοφονία στο καράβι των λουλουδιών ΘΕΜΕΛΙΟ
Κ Ι ΣΕΦΕΡΗΣ & ΜΑΡΩ: Αλληλογραφία. Τόμος Α' 1936-1940.
ΒΙΚΕΛΑΙΑ ΒΙΒΛΙΟΘΗ
ΚΗ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ
Κ
Ι ΧΡΟΝΑ Γ.: Η γυναίκα της Πάτρας ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ
Κ
Ι ΚΑΡΘΑΙΟΥ Ρ. & ΠΑΣΣΑ Μ.: Χαρούμενες Διακοπές για το Πάσχα ΠΑΤΑΚΗΣ
□ Ο κατάλογος που ακολουθεί παρουσιάζει, με αλφαβητική σειρά, τα υπόλοιπα βιβλία που δεν προτάθηκαν από δυο τουλάχιστον βιβλιοπωλεία.
Αλιέντε I.: Εύα Λούνα (Ωκεανίόα) · Α ντω νόπουλου I.: Παγκόσμια συνωμοσία · Ά ρ ντλ εϊ Ν: Τα μάτια της ανακάλυψης · Βουρνά Τ.: Γαλλική Επανάσταση (Τολίόης) · Δεληπέτρου Ν.: Το κράτος της Πλάκας (Εστία) · Δια κογιά ννη Κ.: Κείμενα μάχης (Προσωπική έκδοση) · Ε ξαρχόπουλου Μ.Θ: Τα ταξίδια του νερού (Αίολος) · Ζ αραμ πούκα Σ.: Οι άθλοι του Ηρακλή, Σειρά Μ υθολογία (Κέδρος) · Κ ατακουζηνού Δ.: Ά γγ ελ ο ς ο Βαλίσμ (Καστανιώτης) · Κ αραγάτση Μ.: Ο θάνατος κι ο Θόδωρος (Εστία) · Καρζή Θ.: Η γυναίκα στο Μεσαίωνα (Φίλιππότης) · Κ αρθαίου Ρ.-Π ασσά Μ.: Χαρούμενες Διακοπές για το Πάσχα (Πατάκης) · Κ λαούζενιτς Κ.Φ.: Περί του πολέμου (Βάνιας) · Λ ευκορώ σικα Π αρα μύθια .: Η χρυσή μη λιά (Σύγχρονη Εποχή) · Μαλώ Ε.: Δίχως Οικογένεια (Πατάκης) · Μ εγαπάνου Α.: Σιμονίς (Libro) • Μ οργκεντάου X.: Τα μυστικά του Βοσπόρου (Τροχαλία) · Μ παμπίτ Ν.: Η Μαγική πηγή (Καλέντης) • Μ πιτσάκη Ε.: Ρήξη ή ενσωμάτωση; (Σύγχρονη Εποχή) · Ν τέιβις Π.: θ εό ς και μοντέρνα φυσική (Κά τοπτρο) · Π έτροβ ιτς-Α νδρουτσοπούλου Λ.: Ο μικρός αδελφός (Πατάκης) · Π έτροβιτς-Α νδρουτσοπούλου Λ.: Το τσιμεντένιο δάσος (Πατάκης) · Σ εμιόνοφ Γ.: Το Ταςς εξουσιοδοτείται να δηλώσει (Σύγχρονη Εποχή) · Σ ίνου Κ.: Το συμβόλαιο του πύργου (Κέδρος) · Η Ελλάδα των μύθων (Στρατίκης) · Το τάβλι (Νέοι Καροί) · Τσαρούχας Κ.: Η διεθνής των Ναρκωτικών (Δωδώνη) · Χ όουκς Ν.: Ηρωίνη (Κέδρος) • 1992 (Ιονική Τράπεζα)
χρονικα/9
Η ελληνική παράδοση στα Γερμανικά Und sie lebten gliicklich... Griechische Volksmarchen, herausgegeben von Georgios Aridas (Και έζησαν αυτοί καλά... Ελληνικά λαϊκά παρα μύθια. Εκδοτική επιμέλεια: Γιώργος Αρ(δας), 2. εκδ. Λιψία 1985 (11976), Εκδόσεις Reclam. Vierzig Pallikaren, die ziehn zur Stadt hinaus. Neugriechische Volkslieder, herausgegeben von Georgios Aridas (Σαράντα παλλικάρια από τη Λιβαδειά. Νεοελληνικά δημοτικά τραγούδια. Εκδοτική επι μέλεια: Γιώργος Αρίδας), Λιψία 1987, Εκδόσεις Reclam.
την Ελλάδα παρακολουθείται με μεγάλη προ σοχή η μεταφραστική δραστηριότητα νεοελλη νικής λογοτεχνίας στη Δυτ. Γερμανία. Αντίθετα, η μεταφραστική δραστηριότητα που αναπτύσσεται στην Ανατ. Γερμανία δεν προσελκύει στον ίδιο βαθ μό το ενδιαφέρον του ελληνικού κοινού. Ο Γιώργος Αρίδας (Αριδάς;), π.χ., που εξέδωσε τους δυο τομίσκους περί ων ο λόγος, παλαιότερα είχε παρουσιά σει - σε συνεργασία πάντα με τη (σύζυγό του;) Ka rin Aridas - και μια δίγλωσση εκλογή από τα ποιήμα τα του Καβάφη καθώς και μια έκδοση των πινάκων του Παναγιώτη Ζωγράφου, με αποσπάσματα σε γερμανική μετάφραση από τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη.
Σ
Οι δύο τόμοι τσέπης του - ιστορικού πλέον - εκ δοτικού οίκου Reclam/Λιψία αποτελούν μια ενότη τα· ο ένας περιέχει μια εκλογή ελληνικών παραμυ θιών, και ο άλλος μια εκλογή από τον πλούτο του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού, σε γερμανική με τάφραση και μ’ έναν επίλογο, 25 και 35 σελίδων, αντίστοιχα. Πέρα απ’ αυτό υπάρχει ένας στοιχειώ δης σχολιασμός, που αφορά κυρίους στερεότυπα μοτίβα της ελληνικής λαϊκής παράδοσης, τοπωνύ μια και ιστορικά πρόσωπα. Ο Αρίδας στις δύο αυτές εκδόσεις αντλεί τις με ταφράσεις ως επί το πλείστον από παλαιότερες συλλογές, μονόγλωσσες στα γερμανικά ή δίγλωσ σες, που εκδίδονταν από το 1825 μέχρι και το 1964 (δημ. τραγούδι) ή στα 1864,1870 και 1877 (παραμύ θια). Στα πλαίσια του ευρωπαϊκού ρομαντισμού από τις αρχές του 19ου αιώνα ο (Αυστριακός;) Haxthausen στη Βιέννη και ο Γάλλος Fauriel στο Παρίσι είχαν
ξεκινήσει συλλεκτικές, μεταφραστικές και εκδοτι κές εργασίες σχετικά με το ελληνικό δημοτικό τρα γούδι πριν ακόμα εκδηλωθεί ένα ανάλογο ενδιαφέ ρον στην ίδια την Ελλάδα, η οποία την ίδια εποχή πάλευε για την ανεξαρτησία της. Πρώτα κυκλοφό ρησε η ελληνο-γαλλική έκδοση του Φοριέλ, που ανήκει και σήμερα ακόμα στις βασικές συλλογές του δημοτικού τραγουδιού, και που βγήκε την ίδια χρονιά ακόμα σε γερμανική μετάφραση από τον Wilhelm Muller. Αντίθετα, ο Haxthausen «λόγω τε μπελιάς» (όπως σχολιάζουν οι Grimm) δεν κατάφερε να εκδώσει τη δική του συλλογή (εκδόθηκε πολύ αργότερα και «κατόπιν εορτής», το 1935 στο Mun ster), την είχαν δει όμως σε χειρόγραφη μορφή τό σο οι αδελφοί Grimm, όσο και ο Goethe. (Ο τελευ ταίος μάλιστα εκφράστηκε ενθουσιωδώς για την ποιητική αξία των τραγουδιών, ένας έπαινος που παρατίθεται στερεότυπα απ' όσους γράφουν έστω και τρεις σειρές για το ελληνικό δημοτικό τραγού δι). Από τότε εκδίδονταν - με γοργότερο ρυθμό κα τά τον 19ο αιώνα, και σε πιο αραιά διαστήματα τον 20ό αιώνα - μεταφράσεις δημοτικών τραγουδιών στα γερμανικά, με πιο πρόσφατη, απ’ ό,τι τουλάχι στον ξέρω, αυτή του Γ. Αρίδα. Το αντίστοιχο ενδιαφέρον για το ελληνικό λαϊκό παραμύθι, άργησε να εκδηλωθεί, και πάλι οι ξένοι συλλέκτες πρόλαβαν τους Έλληνες. Η πρώτη έκ δοση, αυτή του Hahn (1864), όπως κι εκείνη του Schmitt (1877), ανήκουν στις βασικές συλλογές του ελληνικού παραμυθιού, αν και οι δύο εκδότες δυ στυχώς δεν εξέδωσαν και τα ελληνικά πρότυπα. Από αυτές τις δύο συλλογές ο Γ. Αρίδας αντλεί τα 59 των συνολικά 67 μεταφρασμένων παραμυθιών της έκδοσής του. Δυο άλλες προέρχονται από μια λιγότερο σημαντική συλλογή και μετάφραση, εκεί-
10/χρονικα
ΕΚΠΤΩΤΙΚΗ ΚΑΡΤΑ ΕΚΠΤΩΣΙΣ 10-20%
ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΣΕ ΟΛΑ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΚΑ ΕΙΔΗ (ΕΚΤΟΣ ΒΙΒΛΙΩΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ) ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΕΣ ΜΙΣΟΤΙΜΗΣ ΕΥΚΟΛΙΕΣ ΠΛΗΡΩΜΗΣ
Η ΕΚΠΤΩΣΗ ΙΣΧΥΕΙ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΙΣ ΔΙΑΤΑΚΤΙΚΕΣ ΔΑΣΚΑΛΩΝ ΚΑΙ ΚΑΘΗΓΗΤΩΝ Υ Π ΕΡ Α ΓΟ ΡΑ Β ΙΒ ΛΙΟ Υ
ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΠΟΣΤΑΝΟΓΛΟΥ & ΣΙΑ Ο.Ε. ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ
92 ΠΕΙΡΑΙΑΣ - ΤΗΛ. 41.12.258 ΣΩΤΗΡΟΣ ΔΙΟΣ 13-15 ΠΕΙΡΑΙΑΣ - ΤΗΛ. 41.71.330 ΝΟΤΑΡΑ 75 ΠΕΙΡΑΙΑΣ - ΤΗΛ. 41.12.258
ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΤΗΣ ΤΖΟΚΟΝΤΑΣ
Ένας υποψήφιος δήμαρχος πε θαίνει σε μια δεξίωση. Ο θάνα τος είναι τυχαίος ή πρόκειται για έγκλημα; Ένας δημοσιογρά φος ερευνά την υπόθεση. Ν ΕΑ Σ Υ Ν Ο Ρ Α Α.Α . Λ ΙΒ Α Ν Η Σόλω νος 94___________ ____
νη του Liebrecht (1870), ενώ τα υπόλοιπα 6 τα μετέ φρασε ο ίδιος. Σήμερα, βέβαια, τα πράγματα έχουν αλλάξει. Το ενδιαφέρον του ξένου αναγνωστικού κοινού, του λάχιστον, έχει στραφεί κυρίως προς το παραμύθι, γεγονός που γίνεται φανερό και από τις όλο και πε ρισσότερες μεταφράσεις παραμυθιών. Ενώ και τα δύο, παραμύθι και δημοτικό τραγούδι, παρέχουν στον σημερινό αναγνώστη μια κάποια δυνατότητα γνωριμίας με άλλους λαούς και περασμένες επο χές, το παραμύθι λειτουργεί πιο ομαλά και σαν ανα γνωστικό κείμενο. Έτσι δημιουργήθηκε μια εκδοτι κή δραστηριότητα αναφερόμενη στο παγκόσμιο πα ραμύθι, και το ενδιαφέρον για το ελληνικό παραμύ θι σήμερα δεν είναι παρά μια πτυχή του ενδιαφέρο ντος για τα παραμύθια όλων των λαών. Άλλωστε, από τους δύο τόμους, που σχολιάζουμε εδώ, ο τό μος με τα παραμύθια είχε ήδη κάνει δεύτερη έκδο ση, όταν κυκλοφόρησε ο τόμος με τα δημοτικά τραγούδια. Θα αναρωτιέται ίσως κανείς, πως είναι δυνατόν να μεταφραστούν δημοτικά τραγούδια ή παραμύ θια, δημιουργήματα στενότατα δεμένα με τη γλωσ σική μορφή τους, σε μια ξένη γλώσσα. Εδώ πρέπει να τονιστεί ένα πράγμα· η λαϊκή τέχνη του τραγου διού ή του παραμυθιού είναι ένας κώδικας συνεν νόησης μιας κοινωνίας μεταξύ της, και όσο η κωδι κοποίηση γίνεται με κανόνες αποδεκτούς από την κοινωνία αυτή, τόσο και η πλήρης αποκωδικοποίη ση μπορεί να γίνει μόνον από μέλη της κοινωνίας αυτής, δηλαδή από τους κατόχους του κώδικα. Μ’ αυτή την έννοια και η καταγραφή ενός προφορικού λογοτεχνήματος είναι μία μετάφραση· το «κείμε νο» περιορίζεται στην κυριολεξία του, τα περισσό τερα συνδηλούμενα γίνονται κατανοητά μόνον με συνειδητή και επίπονη προσπάθεια. Σχετικά με τις εκδόσεις του Αρίδα θέλω μόνο να πω, ότι καλά έκανε και επέλεξε τα κείμενά τους από τις ήδη υπάρχουσες μεταφράσεις αντί να πα ρουσιάσει καινούριες, δικές του- οι παλαιότερες μεταφράσεις παραπέμπουν γλωσσικά σε περασμέ νες εποχές, αποτέλεσμα που δύσκολα μπορεί να επιτευχθεί σε καινούριες μεταφράσεις. Όσον αφο ρά συγκεκριμένα το δημοτικό τραγούδι, αξίζει να παρατηρηθεί, ο δεκαπεντασύλλαβος, που είναι το κλασικό. Οι εκλογές του Αρίδα περιλαμβάνουν όλα τα «κλασικά» τραγούδια και παραμύθια, και αντι προσωπεύουν με αρκετά δείγματα όλες τις κατηγο ρίες τους. Για μερικά από τα τραγούδια, ίσως, θα περίμενε κανείς να πρατεθούν, έστω δειγματολογικά, και παραλλαγές του ίδιου τραγουδιού. Στους επιλόγους δεν συνοψίζονται μόνο τα βασι κά θέματα των ελληνικών δημωδών παραδόσεων, αλλά γίνεται αναφορά τόσο στην ελληνική ιστορία, πάντα από την οπτική γωνία των κοινωνικών προϋ ποθέσεων της λαϊκής δημιουργίας, όσο και στο ιστορικό της επιστημονικής ενασχόλησης μ’ αυτήν, δηλαδή της λαογραφίας. Όλα αυτά γίνονται με σκοπό να πάρει μια πρώτη, αλλά και επαρκή εικόνα της ελληνικής λαϊκής πα ράδοσης ο (ανατολικό) Γερμανός αναγνώστης, και δεν αμφιβάλλω καθόλου, ότι οι δύο τόμοι θα πετύχουν αυτόν το σκοπό τους.
ΟΥΛΡΙΧ ΜΕΝΙΚ
λαϊκή εικονογραφία αναπτύχθηκε στη Γαλλία κυρίως στο τέλος του 18ου αιώνα με μία μακρινή κάπως συγγένεια με παλιότερες γκραβούρες των οποίων μερικά θέματα ανάγονται στο Μεσαίωνα. Τα κυριότερα κέντρα ήταν το Παρίσι (οδός St-Jacques), η Σαρτρ, η Ορλεάνη. Λίλλη, Τουλούζη, Ρεν, Νάντη, Λε Μαν και προπάντων στα Ανατολικά: Νανσύ, Επινάλ, Μονμπελιάρ, Μπελφόρ, Βισσαμπούργκ, Στρασβούργο, Μες. Στην αρχή το Επινάλ δεν κατείχε παρά μια μάλλον ασήμαντη θέση ανάμεσα σε όλη αυτή την παραγωγή. Αλλά, κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, ο οίκος εικονογραφίας του Επινάλ πήρε μια σημαντική ώθηση που του επέτρεψε να υποσκελίσει όλους τους ανταγωνιστές. Σήμερα είναι ο μόνος οίκος εικονογραφίας που διατηρείται στη Γαλλία. Εικονογραφία και Επινάλ είναι σήμερα δυο λέξεις
Η
* Πρόεδρος του Ιδρύματος Γόκονογραιμας
Henri George*
12/χρονικα συνδεδεμένες. Η έκφραση «Image d’ Epinal» έχει γίνει σύμβολο κάθε ναΐφ παράστασης απομακρυσμένης από την πραγματικότητα, σε τέτοιο σημείο που η έκφραση αυτή δίνει μια «εικόνα» τελείως λανθασμένη, όπως το αποδεικνύει η Έκθεση αυτή. Οι πρώτοι εικονογράφοι του Επινάλ, ο Didier, ο Cardinet άφησαν ελάχιστα δείγματα της παραγωγής τους. Πλάι τους βρισκόταν αυτός που θα ίδρυε την πιο διάσημη δυναστεία εικονογράφων: ο Nicolas PELLERIN, «έμπορος παιγνιοχάρτων» ο γιος του οποίου Jean-Charles στα τριάντα του χρόνια, το 1987, τον διαδέχεται στην επιχείρηση στην οποία θα δώσει σημαντική ανάπτυξη. Ό πω ς οι περισσότεροι εικονογράφοι, ο Pellerin σκαλίζει ένα σκληρό ξύλο με κοντές ίνες, από αχλαδιά ή πύξο. Το χρωμάτισμα γίνετα με αχνάρι με ένα μικρό αριθμό χρωμάτων, ορισμένα από τα οποία (πράσινο, μωβ) επιτυγχάνονται με επίθεση ενός χρώματος πάνω σε άλλο. Στη αρχή η λαϊκή εικονογραφία είναι ουσιαστικά θρησκευτική. Ο J.C. PELLERIN μεταχειρίζεται τα ίδια θέματα με τους ανταγωνιστές του συχνά εμπνεόμενος από παριζιάνικες εικόνες (χαλκογραφίες) της οδού St-Jacques: Ο βίος του Χριστού, η Παρθένος, οι Απόστολοι και οι 'Αγιοι, οι πιο λαϊκοί και δημοφιλείς. Είναι όλοι οι άγιοι «προστάτες» που αποτελούν τις λεγάμενες «θαυματουργές» εικόνες. Οι μεγάλες προσωπικότητες της εποχής απεικονίζονται επίσης: ο Λουδοβίκος 18ος, κατόπιν οΛουδοβίκος-Φίλιππος, θα διαδεχθούν τον Ναπολέοντα και τον Βασιλέα της Ρώμης. Η παραγωγή αυτή θα συνεχιστεί αδιάκοπα διευρυνόμενη στην Παλινόρθωση και τη Μοναρχία του Ιουλίου: εμφανίζονται λαϊκά θέματα όπως ο «Πύραμος και η Θηβαίς», «Παύλος και Βιργινία», «η Πίστωση πέθανε», οι «Κλίμακες της ηλικίας»... Τέλος, ουσιαστικά έργο του χαράκτη Georgin, κάνει την εμφάνισή του το μεγάλο πανόραμα (fresque) της αυτοκρατορικής εποποιίας, η πέρα από κάθε πρόβλεψη διάδοση του οποίου, την εποχή του Λουδοβίκου-Φίλιππου, συνέτεινε στη δημιουργία του ναπολεόντειου μύθου. Η χάραξη στο ξύλο που διατηρήθηκε στο Επινάλ μέχρι και τη Δεύτερη Αυτοκρατορία, άρχισε να υφίσταται προοδευτικά τον ανταγωνισμό της λιθογραφίας που πρόσφερε συγχρόνως μια μεγάλη ευκολία αναπαραγωγής και σημαντικές δυνατότητες εκτύπωσης. Ο οίκος της εικονογραφίας του Επινάλ έμπαινε μαζί με τη λιθογραφία, στη βιομηχανική του περίοδο, που κράτησε μέχρι το 1914, πάντα υπό τη διεύθυνση της οικογένειας Pellerin. Στο απόγειό του ο οίκος εικονογραφίας Pellerin απασχολούσε 200 περίπου εργάτες και παρήγαγε πάνω από 9.000 διαφορετικές εικόνες. Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι μια ανταγωνιστική επιχείρηση δημιουργήθηκε στο Επινάλ το 1860: ο οίκος Pinot και Sagaire. Ο Κάρολος Pinot καταγόμενος από τα Βόσγια, σπούδασε σχέδιο στο Παρίσι, στη Σχολή Καλών Τεχνών, κοντά στον Delaroche. Επιστρέφοντας στο Επινάλ συνεταιρίσθηκε με ένα χρηματοδότη Sagaire, για να ιδρύσουν μια ανταγωνιστική στον οίκο Pellerin επιχείρηση εικονογραφίας, την «νέα εικονογραφία του Επινάλ». Το 1865 αποκτά τον τίτλο του «προμηθευτού εικονογράφου της Αυτού Μεγαλειότητας του Αυτοκράτορα».Με ένα επιτελείο σχεδιαστών παράγει πολύ μεγάλο αριθμό φύλλων, ιδιαίτερα
χρονικα/13 εικόνες παιδικές σε 16 ή 20 πίνακες στους οποίους αναγνωρίζεται εύκολα η τεχνοτροπία του. Πεθαίνει στο 1874 αφήνοντας την επιχείρηση στον κουνιάδο του Olivier, τον οποίο διαδέχεται ο γιος του. Μετά το θάνατο και αυτού, το 1886, η επιχείρηση εξαγοράζεται από τον Pellerin που σπεύδει να ενσωματώσει στη συλλογή του (fond) τις εικόνες του Pinot. Οι εικόνες που σας παρουσιάζονται εδώ δεν είναι παρά μερικά μόνο δείγματα της άφθονης παραγωγής του οίκου Pellerin, που στην τελική της κατάσταση, γύρω στα 1914, παρουσιάζονταν ως εξής: Υπήρχε καταρχήν το «παλιό υλικό» (fond) αποτελούμενο από τις θρησκευτικές εικόνες, χαραγμένες στο ξύλο, συμπληρούμενο από πολλές εκατοντάδες θρησκευτικές εικόνες σε λιθογραφία. Κατόπιν η σειρά των μεγάλων ναπολεόντειων «ξυλογραφιών» του Georgin, με επανειλημμένες εκδόσεις, οι μάχες της Δεύτερης Αυτοκρατορίας, οι αποικιακές κατακτήσεις της 3ης Δημοκρατίας. Τα φύλλα με στρατιώτες (από 1 μέχρι 12 σειρές) που απεικονίζουν όλους τους στρατούς, τόσο τους γαλλικούς όσο και τους ξένους (περίπου μια χιλιάδα εικόνες). Τα ηθικοπλαστικά διηγήματα που έκαναν γνωστό το Επινάλ σε πολλές γενιές παιδιών, τα τραγούδια, πίνακες φυσικής ιστορίας, ιστορική πινακοθήκη, θεατρικά σκηνικά, τόμπολες, παιχνίδια της χήνας... κ.λπ... (περίπου δυο με τρεις χιλιάδες εικόνες). Η ανώτερη σειρά η επιλεγόμενη «aux armes d’ Epinal» που περιλάμβανε 500 εικόνες, από τις οποίες ορισμένες ζωγραφισμένε? από διάσημους σχεδιαστές: Job, Benjamin, Rabier, Caran d’ Ache de Sta... Τα λευκώματα: παραμύθια, αλφαβητάρια, θρησκευτική ιστορία. Οι κατασκευές και οι φιγούρες, που γνώρισαν μεγάλη διάδοση στις αρχές του αιώνα (1.500 εικόνες). Εικόνες ποικίλης χρήσης: νούμερα για κληρώσεις (λαχνοί), φιγούρες θεάτρου σκιών, χαρταετοί, εικόνες διαφημιστικές, εικόνες πολιτικής προπαγάνδας... Η εγκυκλοπαιδική σειρά Glucq προορισμένη για την εκπαίδευση. Ακόμη στρατιώτες σε φυσικό μέγεθος αναπαράσταιναν τα διάφορα στρατιωτικά σώματα: πεζικό, δραγώνοι, ουσσάροι, πυροσβέστες... Οι εικόνες αυτές διαδόθηκαν σ’ όλο τον κόσμο. Πολλές για το λόγο αυτό είχαν κείμενα σε ξένες γλώσσες: φλαμανδικά, ιταλικά, γερμανικά, ισπανικά ακόμη και... αραβικά και εσπεράντο! Κατά τη διάρκεια του πολέμου του 1914, μια ειδική παραγωγή μιας «πολεμικής σειράς» εξυμνούσε τα κατορθώματα του γαλλικού και συμμαχικών στρατών. Μετά τον πόλεμο ήρθε η παρακμή. Με λίγες καινούριες δημιουργίες ο οίκος εικονογραφίας Pellerin επιζούσε εκποιώντας τα αποθέματά της και ανατυπώνοντας τα παιδικά λευκώματα. Τα τελευταία χρόνια οικονομικές δυσχέρειες οδήγησαν τους τελευταίους απογόνους του J. C. Pellerin σε πτώχευση. Ένας όμιλος βιομηχάνων αγόρασε την επιχείρηση και προσπαθεί να της δώσει μια νέα ώθηση. Παράλληλα με τον οίκο εικονογραφίας του Επινάλ συστήθηκε ένα «Ίδρυμα της Εικονογραφίας» που έχει σαν αποστολή να κάνει ευρύτερα γνωστή τη λαϊκή εικονογραφία, να προωθήσει έρευνες και μελέτες πάνω στην εικόνα του Επινάλ, να ενθαρρύνει τη δημιουργία νέων εικόνων διασφαλίζοντας έτσι την επιβίωση του ουσιώδους αυτού στοιχείου της λαϊκής γαλλικής κουλτούρας.
Ε Κ Δ Ο Σ Ε ΙΣ Μ Ε Δ Ο Υ Σ Α
Είναι δυνατόν να ψηφίσετε αν δεν έχετε διαβάσει αυτό το βιβλίο;
ΑΛΥΣΑΝΔΡΑΤΟΣ · ΠΙΤΟΥΡΟΠΟΥΛΟΣ & ΣΙΑ Ε,Ε. ΣΟΛΩΝΟΣ 114, ΑΘΗΝΑ, ΤΗΛ. 36.19.422
Η Γαλλική Επανάσταση Φέτος, 14 Ιουλίου, εορτάζονται τα 200 χρόνια της Γαλλικής Επανάστασης. Κορυφαίο ιστορικό γεγονός της ανθρωπότητας, επηρέασε την εξέλιξη του κό σμου σε κοινωνικό, πολιτικό και πολιτιστικό επίπεδο. Το φαινόμενο αυτό που ξεσήκωσε έναν ολόκληρο λαό και προβλημάτισε έθνη και συνειδήσεις, δέχτηκε ποικίλες ερμηνείες. Οι ιδεολογικές συντεταγμένες της εποχής μας επαναπροσ διορίζουν το ρόλο και την προσφορά της, όπως έγινε άλλωστε κι άλλες φορές στο παρελθόν, κάτω από διαφορετικά ιστορικά δεδομένα. Σημαντική η σχέση της Λογοτεχνίας και γενικά των Γραμμάτων με την Επα νάσταση: τη βοήθησαν αλλά κι αυτή με τη σειρά της καθόρισε την ανάπτυξη και το περιεχόμενό τους. Η προσπάθεια του «Διαβάζω», με αυτό το αφιέρωμα, είναι να προσεγγιστεί μια πλευρά αυτής της σχέσης, χωρίς να αγνοηθούν οι σχετικές επιδράσεις στην Παιδεία μας ή και ορισμένες σύγχρονες κοινωνικοπολ’. '*ς ερμηνείες του φαι νομένου. Η Γαλλική Επανάσταση, ακριβώς επειδή είναι μι ' από τις κορυφαίες στιγμές στην ιστορία της ανθρωπότητας - ένα γεγονός εξαιρετικά πολυσήμαντο δέχεται πολλούς τρόπους ανάγνωσης. Γι’ αυτό σκοπεύουμε και ελπίζουμε να επανέλθουμε στο θέμα. Επιμέλεια αφιερώματος: Γιώργος Γαλάντης Σχετική με το θέμα αρθρογραφία θα βρείτε επίσης στα τεύχη του «Διαβάζω»: αρ. 60 (Μπαλζάκ), αρ. 77 (Σαντ), αρ. 82 (Κοραής), αρ. 98 (Σταντάλ), αρ. 103 (Ντιντερό), αρ. 110 (Ουγκό), αρ. 177 (Βολταίρος), αρ. 194 (Διανοού μενοι και εξουσία). Επιπλέον, έχουν δημοσιευτεί και οι κριτικές για τα βιβλία του Παναγιώτη Κανελλόπουλου: «Η Γαλλική Επα νάσταση», τεύχος 100, σελ. 68 και «Ναπολέων Βοναπάρτης», τεύχος 112, σελ. 62.
16/αφιερωμα jg p p
Luce Rudent
Γαλλική Επανάσταση
Ο πανηγυρικός εορτασμός της Γαλλικής Επανάστασης είναι, σ ’ όλο τον κό σμο, μια πράξη ευλαβική απέναντι στο Δίκαιο, τη Δικαιοσύνη και την Ελευθε ρία. Παντού όπου έφτασε το μήνυμά της, αναγνωρίστηκε η περίφημη Διακή ρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη. την Ελλάδα, αυτός ο εορτασμός αποκτά όλη του τη σημασία: πρόκειται για μια αμοιβαία Σ αναγνώριση. Η Ελλάδα δεν μπορεί να τιμήσει πανηγυρικά τη Γαλλική επανάσταση, χωρίς ν’ αναπολήσει τη δική της Επανάσταση, και πολλές είναι φέτος οι εκδηλώσεις όπου τονίζονται οι δε σμοί συγγένειας των δύο Επαναστάσεων, αφού η διάδοση των ιδεών της μιας έγινε από αυτόπτες μάρτυρες της άλλης- ο ρόλος των επιστολών του Κοραή αξίζει να ερευνηθεί και αυτό ακριβώς επιχειρεί το Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών, όπως θα δείξει και μια Έκθεση στην οποία θα συνεργαστεί το Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών. Η καταπιεσμένη και υποδουλωμένη Ελλάδα, που ζούσε στη δεκαετία του 1820 τις πιο οδυνη ρές στιγμές της Ιστορίας της, ξεσηκώθηκε, και με πόσο δυναμισμό, ξέροντας πως ένας λαός μπορεί ν’ αφανίσει τους τυράννους και να επιβάλει το νόμο, την αναγνώριση των Δικαιωμάτων του, επιβεβαιώνοντας και διεκδικώντας την Πατρίδα του.
Αλλά υπάρχει και κάτι άλλο. Πρέπει να ξέ ρουμε και να το πούμε ανενδοίαστα πως αυτός ο δυναμισμός ξεκινούσε από πολύ μακριά. Μπο ρούμε να δηλώσουμε, χωρίς κίνδυνό να γελα στούμε (και ένα πρόσφατο Συμπόσιο «Παρουσία ττ1ζ αρχαίας Ελλάδας στη Γαλλική επανάσταση», στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών, 30 και 31 Μαρ τίου, 1η Απριλίου 1989, το έδειξε καλά), πως η Ελληνική επανάσταση, αν προσχώρησε αβίαστα στο κίνημα του 1789 είναι επειδή, χάρη στο πρό τυπο που ήταν γι’ αυτήν η Γαλλική Επανάσταση, στις αξίες που πρότεινε, στις ιδέες που κινητο ποιούσε, όλη η Γαλλία δήλωνε πως ξανάβρισκε τις αρχαίες αρετές της Ελλάδας, την έννοια της δημοκρατίας, την αγάπη της δικαιοσύνης, τη σκληρή αναγκαιότητα του νόμου για όλους. Αυτή τη βεβαιότητα που μοιράστηκαν οι δυο λαοί, με διαφορά μιας γενιάς, μπορούμε σήμερα να την αποδείξουμε χάρη στην ιστορική απόστα ση. Σ’ όλους τους τομείς που διατρέχει το αν θρώπινο πνεύμα, όταν προβληματίζεται για τις
αφ ιερω μα/17
δημιουργίες και τα έργα του, η Γαλλία του 1789 αναφερόταν στην Ελλάδα, έτσι όπως την γνώρι σε καλύτερα από την Αναγέννηση και μετά, με την επανέκδοση των μεγάλων κειμένων του Πλά τωνα, έτσι όπως της την παρουσίαζαν οι ταξι διώτες του 18ου αιώνα με τα σχέδιά τους, πολ λαπλασιάζοντας τις μαρτυρίες που είχαν επιζήσει στην Ελλάδα, και παρ’ όλα τα τούρκικα πα ζάρια και τζαμιά, από τις μεγάλες δημιουργίες του ελεγχόμενου ορθού λόγου που είχαν κληρο δοτήσει οι αρχαίοι Έλληνες. Τον καιρό της Επανάστασης του 1789, η καρδιά της Γαλλίας χτυπούσε ελληνικά. Κι αυτό προεκτεινόταν στα ασήμαντα πράγματα όπως και στα σημαντικά. Δίκαιο, ηρωισμός, ισχύς, δυναμισμός, σίγουρα· αλλά και ελληνική αρχιτεκτονική, ελληνική μου σική, ακόμα κι εκείνο το χαριτωμένο όχημα, το «μποκαί», που θύμιζε αρχαίο άρμα, και πε ρισσότερο ακόμα «τα μαλλιά σηκωμένα αλά ελ ληνικά». Ο Μπαλζάκ στους Σονάνονς του, μ’ ένα πνεύμα αντιεπαναστατικό που ήταν θέμα αρχής γΓ αυτόν, αλλά μαγεμένος από τόσο ηρωι σμό, μας μαθαίνει πειραγμένος πως «τα πάντα τα επηρέαζε τότε ο ελληνικός τρόπος ζωής». Αυτή η προσέγγιση δεν θα είχε νόημα, αν δεν κατέληγε σ’ ένα διάλογο. Κι έτσι έγινε. Η Ελλά
δα με την υποστήριξη του γαλλικού φιλελληνι σμού που προήλθε από την Επανάσταση του 1789, ανάκτησε την ελευθερία της. Δεν χρειάζε ται να ειπωθεί πόσο η Γαλλία, αν και αντιμετώ πιζε τις μεταπτώσεις της Ιστορίας της, αγρυ πνούσε για να διατηρηθεί αυτή η ελευθερία, όποιες κι αν ήταν άλλωστε οι μεταπτώσεις της ελληνικής Ιστορίας. Αλλά αυτές οι δύο αδελφές, κόρες και οι δυο τους του Λόγον, ξέρουν ποιο είναι το τίμημα της Ελευθερίας. Ξέρουν μάλιστα ακόμα καλύτερα από πού πηγάζει. Η γνώση, η ακάματη δς·'. ποιότητα του ανθρώπινου πνεύ ματος, της κριτ.νύς του ικανότητας, ο προβλη ματισμός σχετικά με τις πηγές του Δικαίου, την άσκηση της πολιτικής κυριαρχίας, οι θεμελιώ δεις αρχές του Καλού, το κριτήριο του Ωραίου, με μια λέξη η αγάπη για το ανθρώπινο πνεύμα, τις όπλισαν και τις δύο, τη Γαλλίδα και την Ελληνίδα, την Ελληνίδα και τη Γαλλίδα, για να κα τακτήσουν την Ελευθερία και να την κληροδοτή σουν σ’ όλη την ανθρωπότητα, από τους μαύ ρους σκλάβους της Αμερικής ώς τη σημερινή δυτικοποιημένη Ιαπωνία, χωρίς καμία βία, με τη μόνη δύναμη του δίκαιου αγώνα τους. Μετάφραση: Πέτρος Παπαδόπουλος
18/αφιερωμα
Σ τερ . Φ α σ ο υ λ ά κ η ς
Γαλλική επανάσταση και νεοελληνική παιδεία
Αν δεχόμαστε ότι η αλλαγή που σημειώθηκε στη νεοελληνική παιδεία από τα τέλη του 18ου αιώνα και μετά, οφείλεται κατά κύριο λόγο στον Αδαμάντιο Κοραή (στις εργώδεις προσπάθειες και την επιμονή του), τότε θα πρέπει και να δεχθούμε όχι η συγκυρία της γαλλικής Επαναστάσεως αποτέλεσε τον ακρογωνιαίο λίθο για την αλλαγή αυτή. ε μιλώ εδώ για το περιεχόμενο της παι δείας, αυτά είχαν αρχίσει να εισχωρούν στον νεοελληνικό χώρο δειλά μεν, αλλά αρκετά πριν από τον Κοραή. Οι αριστοκρατικοί κύκλοι της Κωνσταντινουπόλεως και των παραδουνάβειων ηγεμονιών καθώς και τα αναπτυσσόμενα
Δ
εμπορικά κέντρα της ελληνικής χερσονήσου, του Αιγαίου και της Μικράς Ασίας είχαν, καιρό πριν, ενωτισθεί τα μηνύματα των εγκυκλοπαιδι στών και του Διαφωτισμού, της γαλλικής παι δείας γενικότερα, όμως σε περιορισμένη κλίμα κα, συντηρητικά και κάποτε με παλινδρομήσεις.
αφ ιερω μα/19 Η καίρια και μαχητική «μετακένωσις» έγινε βέ βαια από τον Κοραή, το πρόβλημα όμως εδώ εί ναι να δούμε αν θα γινόταν αυτή η τροπή στην παιδεία μας χωρίς τον συγκυριακό παράγοντα της γαλλικής Επαναστάσεως. Ποιος ήταν ο σκοπός του Κοραή, όταν αποφά σισε το 1778 να σπουδάσει την ιατρική; Μας τον αναφέρει ο ίδιος με ειλικρίνεια στον Βίον του: «Ο σκοπός μου δεν ήτο να κατασταθώ ιατρός· εις δύο μόνα πράγματα απέβλεπα, να κερδαίνω τον καιρόν να μη βλέπω Τούρκους, ή να αναγκα-
1788... ».3 Αυτή η επίσκεψη, προγραμματισμένη να είναι βραχυχρόνια («όπου έχω να διατρίψω ολίγους μήνας»4), θα αποτελούσε το κρίσιμο σημείο όχι μόνο της ζωής και της περαιτέρω εξελίξεως του Κοραή, αλλά και της νεοελληνικής παιδείας. Για να το αντιληφθούμε καλύτερα και να δούμε τι πράγματι προσέφερε ο Κοραής, ας πάρουμε τα πράγματα σύμφωνα με το αρχικό του σχέδιο. Τι θα γινόταν ο Κοραής αν επέστρεφε στη Σμύρνη μετά από μια σύντομη διαμονή στο Παρίσι; Το
Αριστερά: Στις Βερσαλλίες! Δεξιά: Ο όρκος της 20ής Ιοννίου 1789 (jeu de paume) σχέδιο τον David
σθώ τελευταίον να τους ίδω, να ζω μεταξύ των ως ιατρός, επειδή το θηριώδες έθνος τούτο εις μόνους τους ιατρούς αναγκάζεται να υποκρίνε ται κάποιαν ημερότητα».1 Τελικά, παρά τις αντιρρήσεις των γονέων του,2 πέτυχε το σκοπό του το 1782· «ο έρως της ελευθερίας» νίκησε. Πήγε στο Μονπελιέ, όπου έκανε λαμπρές σπου δές ώς το 1788. Η συνέχεια μας παραδίδεται πάλι από τον Κο ραή: «Αφού ετελείωσα τα μαθήματά μου, επεθύμησα να ιστορήσω και τας νέας Αθήνας, τους Παρισίους, δια να αποφύγω καν το όνειδος των, όσοι δεν εγνώριζαν άλλοτε τας παλαιός. Ή λθα λοιπόν εις τους Παρισίους την 24 Μαΐου
πιο πιθανό είναι να εξελισσόταν σ’ ένα γιατρό, καλό ενδεχομένως, αλλά του οποίου η εμβέλεια δε θα ξεπερνούσε τα όρια της επαρχίας του. Μπορεί να γινόταν συγχρόνως και δάσκαλος ή να έγραφε και κάποιο ή κάποια βιβλία - αμφί βολο πάντως αν θα κατάφερνε να τα φέρει στη δημοσιότητα, ένεκα της ελλείψεως τυπογρα φείων. Οπωσδήποτε δυνατότητες για κάτι πε ρισσότερο από έναν αξιοσέβαστο γιατρό και δά σκαλο, δεν υπήρχαν σε μια επαρχία. Πολύ πιθα νό να έκανε κι έναν καλό γάμο5 για να επιβιώσει ομαλά μέσα στην παραδοσιακή κοινωνία της Σμύρνης (ή σε οποιαδήποτε άλλη επαρχία του τουρκοκρατούμενου ελληνικού χώρου), στην
20/αφιερω μα οποία πάντως οι συμβιβασμοί, οι συγκρούσεις και οι υποχωρήσεις θα ήταν γεγονότα αναπό φευκτα, αν δεν προτιμούσε την κοινωνική του εξαφάνιση. αυτή την κρίσιμη στιγμή της επισκέψεώς του στο Παρίσι, διαμορφώθηκε η νέα απόφαση του Κοραή. Πήγε για να γνωρίσει «τας νέας Αθήνας», σαγηνεύθηκε, έμεινε κάπως περισσό τερο, οπότε - ας παρακολουθήσουμε τα λόγια του: «Αλλ’ ήλθα εις καιρόν, ότ’ έμελλε μετ’ ολί γον να γεννηθή η από τα μέσα ταύτης της εκατονταετηρίδος κυοφορουμένη παράδοξος, και πρώτη εις την ιστορίαν, πολιτική μεταβολή έθνους, από το οποίον δεν ηλπίζετο τοιαύτη με ταβολή»6 και συνεχίζει: «Τας μέχρι τούτου απο ρίας μου περί της εις την πατρίδα επιστροφής, τας οποίας είχε μετριάσειν ο θάνατος των γο νέων, έλυσε πλέον ολότελα η πολιτική μεταβολή της Γαλλίας, και απεφάσισα αμεταθέτως να μη συζήσω εις το εξής με τυράννους. Τούτο ηύξησε και την οποίαν έτρεφα επιθυμίαν προ πολλού να συνεργήσω το κατά δύναμιν εις την παιδείαν των ομογενών μου, και μάλιστα αφού επληροφορήθην, ότι η αύξησις και εξάπλωσις της παιδείας εις το Γαλλικόν έθνος εγέννησε τον έρωτα της ελευθερίας».7 Η πολιτική μεταβολή της Γαλλίας έδωσε λοι πόν τη λύση. Ο Κοραής δε θα επέστρεφε στη Σμύρνη· θα έμενε στο Παρίσι ζώντας μακριά από τους Τούρκους. Σ’ αυτόν το χώρο θα πραγ ματοποιούσε την επιθυμία του να συντελέσει στην αναγέννηση του έθνους που είχε ήδη αρχί σει. Η παρατήρησή του «ότι η αύξησις και εξάπλωσις της παιδείας εις το Γαλλικόν έθνος εγέν νησε τον έρωτα της ελευθερίας» του έγινε υπό δειγμα για τις μελλοντικές ενέργειές του. Εγκατέλειψε την ιατρική για να επιδοθεί στην κλασι κή φιλολογία που τη θεωρούσε ως «μόνον μέσον τοιαύτης συνεργίας».8 Δε μας ενδιαφέρει εδώ η στάση του έναντι της γαλλικής επαναστάσεως, συνοψισμένη πάντως στη φράση του: «Αι συμβάσαι ταραχαί από τους έπειτα δημαγωγούς της Γαλλίας, ανομοίους ολό τελα των αρχηγών της μεταβολής...».9 Μας εν διαφέρει ωστόσο ότι «η πολιτική μεταβολή της Γαλλίας» διαμόρφωσε «αμεταθέτως» την απόφα σή του να παραμείνει για πάντα στη γαλλική*1234
Σ
πρωτεύουσα, γιατί εκεί, κάτω από τις νέες πολι τικές συνθήκες, έβρισκε το κατάλληλο κλίμα για να εργαστεί απρόσκοπτα και να προσφέρει στο έθνος του αυτό που δε θα μπορούσε να προσφέ ρει ως επαρχιακός γιατρός: παιδεία, την, κατά τη γνώμη του, προϋπόθεση μιας πολιτικής αλλα γής στην Ελλάδα. Και δούλεψε πράγματι εντατι κά και σ’ όλη την υπόλοιπη ζωή του. Ο δίαυλος που διάλεξε, δηλαδή οι «εκδόσεις των ελληνικών συγγραφέων», του έδιναν τη δυνατότητα να εκτιμηθεί από τους ξένους συναδέλφους του σ’ ένα χώρο που ήταν τότε του συρμού, και συγ χρόνως να διοχετεύει «με μακρά προλεγόμενα» τις θέσεις εκείνες που θεωρούσε απαραίτητες για την παιδεία, η οποία, με τη σειρά της, θα οδη γούσε στην ανέγερση του έθνους. Αλλά το κοραϊκό ευαγγέλιο ολοκληρώνεται, παράλληλα και πολλές φορές εναργέστερα, με τη δημοσίευση πολλών άλλων - εκτός των προλεγομένων - κει μένων και με τη συνεργασία προσωπικοτήτων της εποχής του για τον ίδιο σκοπό. εν έχουμε λόγο να πιστεύουμε ότι ο Κοραής έμεινε απόλυτα ικανοποιημένος από τη γαλλική Επανάσταση. Μέσα στις πολλές απο γοητεύσεις του συγκαταλέγεται και η τροπή που έδωσαν σ’ αυτή οι «δημαγωγοί»· οι μετέπειτα ε ντάξεις του το δείχνουν ξεκάθαρα. Όμως δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι η γαλλική Επανά σταση αποτέλεσε τον κύριο και βασικό λόγο μό νιμης διαμονής του στο Παρίσι, απ’ όπου θεω ρούσε ότι, μέσα σ’ ένα περιβάλλον ελευθερίας και πολιτισμού, θα μπορούσε να φωτίσει το έθνος του. Η περαιτέρω δράση και εξέλιξή του τον δικαίωσε. Και αν δεν είδε ολοκληρωμένο αυ τό που ονειρεύθηκε, είδε τουλάχιστον τα θεμέλια της οικοδομής του: ένα μέρος του ελληνικού χώ ρου είχε απελευθερωθεί και οι βάσεις μιας νεοελληνικής παιδείας (κυρίως στο χώρο της εκ παίδευσης και της ιδεολογίας) είχαν τεθεί. Έτσι η «παράδοξος μεταβολή», άμεση συνέπεια της εξεγέρσεως, έγινε απροσδόκητα η αφορμή για να λύσει ο Κοραής «τας απορίας» του «περί της εις την πατρίδα επιστροφής» και, όπως ξέρουμε, η ευνοϊκή ατμόσφαιρα για τη μαχητικά ειρηνική του επανάσταση - με τα λόγια του: για τη «μετακένωση» των ιδεών της εποχής του στον ελληνικό χώρο.
Δ
Σημειώσεις 1. βίος Αδαμάντιου Κοραή συγγραφείς παρά του ιδίου..., Παρίσι 1833 (χρησιμοποιώ την ταυτόχρονη έκδοση που περιλήφθηκε στα Αδαμάντιου Κοραή, Προλεγόμενα), ο. κα'. 2. «Οι γονείς μου έτρεφαν ακόμη την ελπίδα να με κρατήσωσιν εις την πατρίδα· κ’ εμεταχειρίσθησαν παντοίους τρό πους, έως και αυτό του γάμου το δέλεαρ, να μεταβάλωσι την γνώμην μου», Βίος, ό.π., σ. κβ'. 3. Βίος, ό.π., σ. κδ'. 4. Αδαμάντιου Κοραή, Αλληλογραφία (εκδ. Ο.Μ.Ε.Δ.), Α',
5.
6. 7. 8. 9.
Αθήνα 1964, σ. 99. Πρβλ. «Το δέλεαρ τούτο [= του γάμου] ήθελεν εξάπαντος με συναρπάσειν, και δια το νέον της ηλικίας μου, και δια το κάλλος, έτι δε και τον πλούτον της νύμφης, ορφανής από πατέρα βαθύπλουτον, αν ο έρως της ελευθερίας δεν μ’ εβίαζε να καταφρονήσω πάσης λογής άλλους έρωτας». Βίος, Βίος, ό.π., σ. κδ'. Βίος, ό.π., σσ. κδ'-κε'. Βίος, ό.π., σ. κε'. Βίος, ό.π., σ. κε'.
αφιερωμα/21
Γ ιά ν ν η ς Μ π α σ κ ό ζ ο ς
'l i t ^
jy *
^ /ι
λτ
“Η παράδοση όλων των νεκρών γενεών βαραίνει σαν βραχνάς στο μυαλό των ζωντανών”. Η σημείωση αυτή του Μ αρξ στη «18η Μπρυμαίρ του Λουδο βίκου Βοναπάρτη», ηχεί καίρια κάθε φορά που πρόκειται να γιορταστεί μια επανάσταση. Η Γαλλική Επανάσταση, στα 200 χρόνια της, μας προσφέρει την «ευκαιρία» να γνωρίσουμε προσπάθειες επαναπροσδιορισμού της. Προσπά θειες που δεν ξεκινούν πάντα από γνήσιο επιστημονικό και ερευνητικό εν διαφέρον.
22/αφιερωμα ίναι γνωστό ότι κάθε εποχή διαβάζει την ιστορία διαφορετικά, ανάλογα με τις κοινω νικές, πολιτικές και ιδεολογικές συντεταγμένες που την προσδιορίζουν. Η επανάκαμψη των συντηρητικών-νεοφιλελεύθερων ιδεών στον δυ τικοευρωπαϊκό ορίζοντα, φαίνεται να δεσπόζει στις ποικίλες ερμηνείες αυτής της μεγάλης ιστο ρικής στιγμής της ανθρωπότητας. Το ερώτημα το έθεσε εμφατικά μια γερμανική συντηρητική εφημερίδα, η «Die Welt»1: «Μπορεί η γαλλ,ική δεξιά να εορτάσει την επανάσταση;». Και το γαλλικό «L’Express»2 προσπάθησε να απαντήσει δημοσιεύοντας μια μεγάλη έρευνα με τίτλο: «Οι Γάλλοι κρίνουν την ιστορία τους». Σύμφωνα λοιπόν μ’ αυτή την έρευνα, μόνο 22% των ερωτηθέντων κρίνουν τον εορτασμό των 200 χρόνων σαν κάτι πολύ σημαντικό. Το 41% τον θεωρούν εν μέρει σημαντικό, ενώ ένα 34% κρίνει ότι η Γαλλική Επανάσταση δεν έχει καμιά σημα σία γι’ αυτούς. Τι σημαίνει αυτό; Μήπως ότι οι Γάλλοι χάσα νε την ιστορική τους μνήμη; Τα ενδεικτικά αυτά αποτελέσματα φανερώνουν μάλλον τις ιδεολογι κές επεξεργασίες που έχουν λάβει χώρα στη Γαλ λία τα τελευταία χρόνια και που σήμερα γνωρί ζουν ίσως κάποιες κορυφαίες στιγμές τους. Εί ναι γνωστό, ότι οι έρευνες και οι δημοσκοπήσεις δεν αντανακλούν μόνο τις απόψεις του δείγμα τος του πληθυσμού, αλλά μέσω της δημοσιότητας που παίρνουν από τα μέσα ενημέρωσης, φιλοδο ξούν και στην επίδραση των συνειδήσεων των ακροατών και αναγ\ ο.ατών τους. Σ’ αυτή την κατεύθυνση φαίνεται όμως ότι έχει δουλέψει και η «επίσημη» διανόηση. Κυ ριαρχικό μοτίβο στην επίσημη αστική σκέψη σή μερα, είναι η ρήση του γνωστού ιστορικού Fran cois Furet, ότι η επανάσταση έληξε. Ο ίδιος εξη γεί ότι σε κάθε γενιά από το 1789-1968 απαιτείτο από τους επιστήμονες και πολιτικούς να προσ διορίσουν τη στάση τους απέναντι στην περίοδο 1789-1799. Από το 1968 και μετά, αυτό δεν απαι τείται πια, αφού κατά τον F. Furet «τα πάθη που συντηρούσαν την αντιπαλότητα καταλύονται».3 Οι «επίσημοι» ιστορικοί της Γαλλικής επανά στασης μοιάζουν σήμερα να θέλουν να πάρουν τη ρεβάνς από τη μαρξιστική σκέψη, που για πολλά χάνια δεσπόζει στην ερμηνεία της Γαλλι κής Επανάστασης αναγκάζοντας και τους μη μαρξιστές να αποδεχτούν πολλές από τις επιση μάνσεις της. Σήμερα αμφισβητείται ο ταξικός χαρακτήρας της Γαλλικής Επανάστασης, ιδιαί τερα δε οι έννοιες επανάσταση και δημοκρατία. Στην ίδια έρευνα του «L’Express», που προαναφέραμε, στην ερώτηση ποια προσωπικότητα της Επαναστατικής περιόδου σας προξενεί αντι πάθεια, 40% των ερωτηθέντων θεωρούν ως πλέον αντιπαθή τον Ροβεσπιέρο, 26% τον Δαντόν, 23% τον Λουδοβίκο XVI, 21% τον Μαρά
Ε
και τον Βοναπάρτη, 10% τον Σαιν-Ζυστ, 8% τον Μιραμπώ και 6% τον Λαφαγιέτ. Αντίθετα, το 32% θεωρούν ως πλέον συμπαθή τον συντηρητι κό Λαφαγιέτ, 39% τον Βοναπάρτη, 21% τον Δαντόν και τον Σαιν Ζυστ, 17% τον Μιραμπώ, 15% τον Λουδοβίκο XVI, 11% τον Ροβεσπιέρο και 8% τον Μαρά. Οι επαναστατικές προσωπικότητες κερδίζουν την αντιπάθεια, γιατί η ίδια η έννοια της Επανά στασης μοιάζει να ’ναι άχρηστη πια σ’ ένα κοι νωνικό καθεστώς συναίνεσης και συναλλαγής των πολιτικών δυνάμεων. Από μέρους της αρι στερής πολιτικής σκέψης στη Γαλλία, ο Αντουάν Καζανοβά3 έλεγε σε πρόσφατη ομιλία του ότι τα 200 χρόνια της Γαλλικής επανάστασης γιορτάζο νται στη σημερινή Γαλλία μπροστά στο ενδεχό μενο δύο δρόμων. Ο πρώτος, που επεξεργάζεται η μεγαλοαστική τάξη μαζί με τις δυνάμεις της «συναίνεσης» που θέλει να απαντήσει στις προ κλήσεις και τις πραγματικότητες του αιώνα με τη διακύβευση των δικαιωμάτων του ανθρώπου στο βωμό του οικονομικού κέρδους. Και ο δεύτερος, που παραμένει ανοιχτός, είναι αυτός της «πλ >ι>ραλιστικής και μαχητικής συσπείρωσης» για μια πολιτική που να βασίζεται στην ανάπτυξη των ανθρώπων με διευρυμένα στό έπακρο όλα τα δικαιώματά τους. Από μια άλλη σκοπιά απ’ αυτή του Α. Καζα νοβά, ο Jean-Denis Bredin, αρθρογράφος του «Le Monde», θα επιβεβαιώσει τον πρώτο δρόμο: «όλοι παιδιά της Επανάστασης θα διεκδικήσουμε την “εφεύρεση” και τη συγκρότηση σε θεωρία των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Φέραμε την Μιραμπώ
αφιερωμα/23
Bailly και Lafayette
Ελευθερία στην Ευρώπη και ίσως στον κόσμο». Και θα καχαλήξει: «Αυτή η ιδανική τριάδα (Σ.τ.Μ., Ελευθερία-Δικαιοσύνη-Αδελφοσύνη), έμεινε δίκιά μας. Από την Αριστερά στη Δεξιά αποκλείοντας ορισμένους ακραίους η συμφωνία μοιάζει γενική. Για τους ευτυχισμένους ορίζο ντες δεν θα μπορούσαμε να δώσουμε στους εαυ τούς μας άλλους στόχους».4 Οι συντηρητικές ερμηνείες συντηρητικές, φιλοσοφικές, πολιτικές και δυμάμεις στη Γαλλία, δεν Ο ιεπιστημονικές αντιμετωπίζουν από κοινού όλα τα σημεία αμφι σβήτησης της Γαλλικής Επανάστασης. Αν ο F. Furet δέχεται τη Γαλλική Επανάσταση σαν πα γκόσμιο γεγονός, τη Δημοκρατία σαν μεγαλύτε ρη κατάκτησή της και τους Γιακωβίνους σαν την ιστορική παρεκτροπή της, ο συντηρητικός ιστο ρικός Pierre Chaunu φθάνει στο άλλο άκρο θεω ρώντας τη Γαλλική Επανάσταση «αντιουμανιστική» με τελική ιστορική απόληξή της τα «σταλινι κά Γκούλαγκ». Πιο συγκροτημένες εμφανίζονται στο φάσμα των συντηρητικών ερμηνειών οι από ψεις των «Νέων φιλοσόφων» και των «Νέων Δε ξιών». Οι «Νέοι φιλόσοφοι», έχοντας τις ρίζες τους στο Γαλλικό Μάη, ανάπτυξαν μια σειρά «κοινω νικές θεωρίες» που μετεωρίζονταν μεταξύ ακροαριστερών πολιτικών αυταπατών και απο λογητικών της μονοπωλιακής αστικής τάξης. Οι Andre Glucksmann, Bernhard-Henry Levy και
Jean-Marie Benoist έθεσαν στο κέντρο της προ βληματικής τους τη νομιμότητα της κρατικής εξουσίας, τη νομιμότητα της «τρομοκρατίας» και της βίας, τη δυνατότητα μιας αναρχίας σαν ρεα λιστικής ου ;οπίας, την πολιτιστική επανάσταση κ.ά. Προσπάθησαν ν’ ανιχνεύσουν τα χαρακτη ριστικά του ολοκληρωτικού κράτους συμπεριλαμβάνοντας σ’ αυτά και τις σοσιαλιστικές χώ ρες. Η έννοια του «ορθού λόγου» κλ η ρ ο νο μ ιά του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστα σης, αγνοήθηκε. Η κριτική τους δεν ασχολήθηκε με το αστικό κοινωνικό σύστημα, αλλά επικε ντρώθηκε στην απάντηση αυτού που λέμε σοσια λιστικός κόσμος. Αδιάκριτα ο Φίχτε, ο Χέγγελ, ο Μαρξ και ο Νίτσε χρεώθηκαν σαν πρόδρομοι του «σύγχρονου ολοκληρωτισμού» (Andre Glucksmann). Όλες οι επαναστάσεις οδηγούν και τε λειώνουν ιστορικά και αναγκαία, κατά τον Gluc ksmann, στον ολοκληρωτισμό. Φυσικά, αυτό δεν είναι μια καινούρια σκέψη. Από το 1856 ο Αλέξης ντε Τοκεβίλ θεωρούσε τη Γαλλική επανάστα ση ένα ακόμη κεφάλαιο στη μακρά ιστορία του συγκεντρωτισμού της εξουσίας στη Γαλλία. Το 1952 ο J.L. Talmon στο έργο του «Καταγωγές της ολοκληρωτικής δημοκρατίας», ισχυριζόταν επί σης ότι η Γαλλική Επανάσταση έφερνε μαζί της τους σπόρους του σύγχρονου ολοκληρωτισμού. Αλλά η σκέψη του Glucksmann πάει ακόμα μακρύτερα. Θεωρεί ότι οι επαναστατικοί σκοποί και ιδέες όπως η Ελευθερία, η Ισότητα και η Αδελφοσύνη - που θεωρούνται τα θεμέλια της Γαλλικής Επανάστασης - ήταν απλά και μόνον
24/αφιερωμα τους είναι ο Alain de Benoist που με βιβλία και αρθρογραφία συμπυκνώνει τις νεοσυντηρητικές ιδέες στη σημερινή Γαλλία. Ο Benoist χτυπάει τη Γαλλική Επανάσταση σε δυό στρατηγικά σημεία. Το πρώτο καταφέρεται ενάντια στο ιδανικό της Ισότητας και το δεύτερο ενάντια σ’ αυτή την ίδια την Επανάσταση που τη θεωρεί «κοινωνική αναρχία».6 Κατά τον A. Benoist, η Γαλλική Επανάσταση είναι «η ρίζα όλων των κακών» γιατί οδήγησε σ’ έναν φιλελευθερισμό και από κει σ’ έναν «ολοκληρωτισμό» που απέδειξε και την ανικανότητά της σαν κοινωνικής θεωρίας. ΓΓ αυτό μόνον ένας πλήρης διαχωρισμός της κοινωνίας σε μάζα και ελίτ με τη διεύθυνση αυ τής από μια «Αριστοκρατία», μπορεί ν’ αποτελεί το ιδανικό για τα σημερινά κράτη. Σ’ αυτή την κατεύθυνση κινήθηκαν και οι άλλοι «νέοι δε ξιοί», όπως οι Patrice de Pliinckett, Michel Marmin, Jean Claude Valla.
μέσα, με τη βοήθεια των οποίων καταπιέστηκε ο λαός πολύ περισσότερο από προηγούμενα. Ο Glucksmann στο έργο του «Η Δύναμη της Βλα κείας» (1985) καταλήγει ότι η Γαλλική Επανά σταση ούτε επανάσταση των πεινασμένων, ούτε κάποια κίνηση των ιδεών ήταν - αλλά ήταν απλά μια «αντίσταση ενάντια στη βλακεία». Ο έτερος των «νέων φιλοσόφων» BernhardHenry Levy χωρίς να παραγνωρίζει τα αντικει μενικά κοινωνικο-οικονομικά δεδομένα χρησι μοποιεί την αντεθνική πολιτική του Petain για να στιγματίσει τη Γαλλία, σαν φασιστική χώρα δη λώνοντας ότι τα ιδανικά της Γαλλικής Επανά στασης δεν έχουν καμιά αξία σήμερα.5 Οι «νέοι δεξιοί» είναι μια άλλη ομάδα που εδώ και πάνω από δέκα χρόνια έχουν ασχοληθεί με την επανερμηνεία της Γαλλικής Επανάστασης σε φιλοσοφικο-ιδεολογικό και πολιτικό επίπεδο. Οι ρίζες τους βρίσκονται στην αντίθεσή τους στο Μάη του ’68 και στις μετέπειτα προσπάθειές τους να εμποδίσουν μια «επανέκδοσή» του στον κοινωνικό χώρο. Οι προσπάθειές τους στρέφο νταν κυρίως στην επανερμηνεία του παγκόσμιου συστήματος, με τελικό σκοπό την πολιτική βοή θεια σε κείνες τις δυνάμεις της κυρίαρχης τάξης που θα πραγματοποιήσει μια επί το συντηρητικότερον πολιτική αλλαγή του κοινωνικού συστή ματος. «Χωρίς καθαρή θεωρία δεν υπάρχει απο τελεσματική πράξη» είναι το κύριο μοτίβο τους. Οι «νέοι δεξιοί» προπαγανδίζουν έναν οξύτατο αντικομμουνισμό δεμένο μ’ έναν φαινομενικό αντιαμερικανισμό. Ακόμα, είναι υπέρμαχο ενός ακραίου εθνικισμού που στηρίζεται σε κοινωνικοδαρβινιστικές και κοινωνικο-βιολογικές θέ σεις και που θεωρεί ότι η κοινωνική διαστρωμά τωση είναι φυσικό δεδομένο. Κύριος εκφραστής
αρατηρούμε ότι η προβληματική των «νέων φιλοσόφων» και των «νέων δεξιών» πάνω στις έννοιες «επανάσταση» και «ολοκληρωτι-
Π
αψιερωμα/25 σμός» που τις ταυτίζει είναι κοινή. Φυσικά δια φοροποιούνται σ’ αρκετά άλλα ζητήματα όπως στις ερμηνείες που δίνουν στα ανθρώπινα δι καιώματα, στη δημοκρατία κ.λπ. Όμως επιπλέον η συντηρητική σκέψη σήμερα φιλοδοξεί να τραβήξει μια διαχωριστική γραμμή μεταξύ των ιδανικών του Γαλλικού Διαφωτι σμού και της επαναστατικής περιόδου της κυριαρχίας των Ιακωβίνων. Σαν απάντηση στο γνωστό μαρξιστή Albert Soboul, ο F. Furet ονο μάζει τη δικτατορία των Ιακωβίνων «κυριαρχία του τρόμου» για να καταλήξει ότι η επανάσταση σήμερα σαν ιδανικό είναι χωρίς αξία αφού: «η γαλλική κοινωνία - όπως είναι σήμερα - δεν έχει ανάγκη επαναστατικών αλλαγών πια. Έχει πια εξαργυρώσει το ιδανικό της Γαλλικής Επανά στασης».7 Το θέμα της βίας στην ιστορία, δεν είναι κάτι καινούριο. Και οι συζητήσεις γύρω απ’ αυτό δεν πρόκειται να τελειώσουν. Και επειδή είναι δύ σκολο ν’ αρνηθείς την αναγκαστική αντίδραση που προξενεί κάθε επανάσταση, είναι ίσως τελι
κά πιο εύκολο ν’ αρνηθείς την ίδια την επανά σταση. Και σ’ αυτή την προσπάθεια εκείνοι που την «πλήρωσαν» είναι οι Ιακωβίνοι και ο Ροβεσπιέρος. Χρεώθηκαν όλα τ’ αρνητικά μιας αναμφισβήτη :α θετικής τους ιστορικής προσφο ράς. Οι Ιακωβίνοι ακόμα και μέσα στις αυταπά τες τους ήταν φορείς αντιπροσωπευτικών κοινω νικών αναγκών που επέβαλλε η εμφάνιση στο ιστορικό προσκήνιο μιας καινούριας τάξης, της αστικής, μέσα από φοβερές οδύνες ενός βίαιου τοκετού. Γιατί στη Γαλλία δεν είχαμε μια μετά βαση στενά συντηρητική από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό, αλλά μια οξύτατη ταξική σύ γκρουση που όπως σημείωνε ο Ζαν Ζορές, είχε εξασφαλίσει τη συμμαχία της καινούριας τάξης, της αστικής, με τις φτωχές λαϊκές μάζες. Μέσα σ’ αυτή τη συμμαχία σφυρηλατήθηκε το δικαίωμα στην εξέγερση, το περίφημο άρθρο 35 της Διακή ρυξης του 1793 σύμφωνα με το οποίο όταν η κυ βέρνηση παραβιάζει τα δικαιώματα του λαού, η εξέγερση αποτελεί για το λαό και για κάθε μερί δα του λαού το πιο ιερό δικαίωμα και το πιο αναγκαίο καθήκον.
26/αφιερωμα Θεωρείται εσφαλμένα πολλές φορές ότι η αστική τάξη οφείλει τη συγκρότηση της μόνο στους φιλελεύθερους και δεν έχει καμιά ιστορική σχέση με τους Ιακωβίνους. Ξεχνάνε όμως ότι τό σο ο Ροβεσπιέρος όσο και ο Ναπολέοντας, συνέ χισαν να οικοδομούν το κράτος που ο Ερρίκος IV και ο Λουδοβίκος XIV στήριζαν στην εποχή τους. Ξεχνούν ότι η Επανάσταση ανύψωσε την κατοχή της ιδιωτικής περιουσίας σ’ αναπαλλο τρίωτο δικαίωμα και ότι το Σύνταγμα της Α' Δημοκρατίας καθιέρωσε την ιδιοκτησία σαν προσόν για το δικαίωμα ψήφου. Και κάτι ακόμα περισσότερο. Ό χ ι μόνο το προλεταριάτο, αλλά και η αστική τάξη, διδάχτηκε από τη «βία» των Ιακωβίνων. Έμαθε τη θεωρητική και πρακτική της ωφελιμότητα και της χρησιμοποίησε αργότε ρα προς όφελος της. Είναι σωστό, λοιπόν, αυτό που έχει ειπωθεί από τον καθηγητή Μισέλ Βοβέλ «είναι άτιμο να τεμαχίζει κανείς την επανάσταση σε φέτες, όπως τα λουκάνικα. Ο Ροβεσπιέρος εί ναι εξίσου σημαντικός με τον Λαφαγιέτ». Ο φιλελεύθερος Max Gallo σε συνέντευξη-συζήτηση στη Nouvelle Observateur και με τίτλο «Η τρομοκρατία ήταν απαραίτητη;»8 λέει: «Μέ σα στην “τρομοκρατία” πρέπει να δει κανείς ένα προτσές ανάπτυξης της βαρβαρότητας και το μη χανισμό μέσα από τον οποίο ένα μεγάλο κομμάτι του λαού υπερασπίστηκε μ’ ακραίο τρόπο την ελευθερία και τα δικαιώματα του ανθρώπου. Η κατανόηση της επανάστασης σημαίνει να γνωρί σεις αυτά τα δύο πράγματα ταυτόχρονα». Ο Fr. Engels για το ίδιο ζήτημα της «τρομο κρατίας» και των παρεκκλίσεών της προς τα «κάτω» και «αριστερά» θα γράψει: «Εμείς κατα λαβαίνουμε κάτω απ’ αυτήν, την κυριαρχία του κόσμου που διαπνεόταν από φόβο ή αλλιώς ήταν η ηγεμονία των ανθρώπων που οι ίδιοι εφοβούντο. Η τρομοκρατία ήταν στο μεγαλύτερο μέρος άχρηστες ωμότητες. Ξεκινούσαν από κόσμο που και ο ίδιος φοβόταν για την ασφάλειά του. Είμαι πεισμένος ότι η ευθύνη για την κυριαρχία του τρόμου το 93 σχεδόν ανήκει στους υπερ-φοβισμένους αστούς που συμπεριφέρονταν σαν πα τριώτες, στους χεσμένους μικροαστούς και στους λούμπεν που πλιατσικολογούσαν».9 α ιδανικά της Επανάστασης ήταν το «κινούν στοιχείο», η προωθητική δύναμη που επέ τρεψε στην ιστορία να προχωρήσει. Η αστική*1234
Τ
Σημειώσεις 1. Die Welt. 27.4.88. 2. «Les Francis jugent leur histoire», «Express», 26.8.1983. 3. Αναφέρεται στο «Εξαγνίζοντας την Επανάσταση», News week, 20 Φεβρουάριον 1989. 3. Ριζοσπάστης 1.4.89. Αντουάν Καζανοβά, Η Γαλλική Επα νάσταση. 4. Le Monde, Jean Denis Bredin «Η επόμενη Γαλλική Επανά σταση», 3.1.89.
τάξη κατάφερε σε μια ιστορική στιγμή να εκφράσει όχι μόνο τα συμφέροντα, αλλά και τον συνο λικό ενθουσιασμό που κινητοποίησε τις λαϊκές μάζες. Η ηγεμονία των αστών ήταν συνειδητή, ενώ η κίνηση των μαζών συναισθηματική. Το ερώτημα τέθηκε λοιπόν από τότε: Τι θα γίνει αν οι ρόλοι αλλάξουν και οι λαϊκές μάζες αποκτή σουν εκτός απ’ τον ενθουσιασμό και πλήρη συνειδητότητα; Τέτοια ερωτηματικά γίνεται σήμερα προσπά θεια να κλείσουν πριν καν τεθούν. Το τέλος του «ορθού λόγου», ο «θάνατος του ανθρώπου στην ιστορία» και ο «θάνατος της φιλοσοφίας» (Mic hel Foucault), «η πτώση των μύθων» (Claude Levi-Strauss) κ.λπ. είναι ένας τεράστιος κύκλος συ ζητήσεων που χρήζουν χωριστής εξέτασης. Και στη χώρα μας έχει ξεκινήσει ήδη μια τέτοια συ ζήτηση. Από μια ορισμένη σκοπιά οι ιδεολογίες, τα οράματα, τείνουν να θεωρηθούν πεπερασμέ να. Ο πανεπιστημιακός Δ. Δημητράκος θεωρεί ως ιακωβινισμό «ό,τι προσβλέπει σε αλλαγές με γάλης κλίμακας στην κοινωνία, βάσει μιας πρό γνωσης της τελικής έκβασης της ιστορίας».10 Στηριγμένος σε στρεβλώσεις ιδανικών που εμφα νίστηκαν στη διάρκεια των κοινωνικών αγώνων τις τελευταίες δύο εκατονταετίες προτιμά την απουσία ιδανικών, οραμάτων και ιδεολογιών. Μιλά φυσικά, για κάποιες «κριτικές ιδέες» που όμως κάθε φορά θ’ αλλάζουν ή θα πεθαίνουν μπροστά στην εμπειρική πραγματικότητα, για να δικαιώσει έτσι τη ρήση του Κ. Popper: «Ας πεθάνουν οι θεωρίες στη θέση μας». Η εμφάνιση σήμερα με τέτοια ένταση αυτών των συντηρητικών ερμηνειών της Γαλλικής Επα νάστασης, αντανακλά τη θέληση εκείνων που θέ λουν, σαν «σύγχρονοι θερμιδοριανοί» να πάρουν εκδίκηση για ό,τι πλούσιο προσέφερε σ’ όλο τον κόσμο η επανάσταση του 1789. Και ξέρουν κα λύτερα απ’ τον καθένα ότι δεν εκδικούνται ένα πτώμα - προς τι άλλωστε. Ξέρουν ότι οι μεγάλες ιδέες της επανάστασης - η Ελευθερία, η Ισότητα, η Αδελφοσύνη, - μπορούν σήμερα να εμπλουτι στούν, να πάρουν νέο περιεχόμενο ανταποκρινόμενο στις σύγχρονες κοινωνικές και αξιακές ανάγκες. Η συζήτηση για το τέλος ή όχι των ιδα νικών της Γαλλικής Επανάστασης δεν είναι τίπο τε άλλο παρά η συζήτηση για την ανανέωση των σημερινών οραμάτων, για το μέλλον της κοινω νίας.
5. Bernhard-Henri Levy: L’ideologie fran?aise, Paris 1981. 6. Alain de Benoist, «Un de droite», Paris 1979. 7. Francois Furet, «Penser la Revolution Francaise» Paris 1978. 8. Nouvelle Observateur, 4-10 Μαΐου 1989. 9. Γράμμα του F. Engels στον K. Marx, 4.9.1870, MEW 13, 53. 10. Δ. Δημητράκος, Ενάντια στο ρεύμα, Εκδ. Παπαζήση,
loss „„ ™
αψιερω μα/27
Ε λ ισ ά β ετ Δ εμ ίρ ο γλ ο υ
Επανάσταση και λογοτεχνία Ορισμός και προβληματική Maurice Blanchot κάνει μία απ’ τις πιο πε περιγραφές της σχέσης που Ο τυχημένες υπάρχει ανάμεσα στη Λογοτεχνία και την Επα νάσταση: Η επαναστατική δράση, γράψει, είναι απ’ όλες τις απόψει: ανά/η-η ,/.· Τη δράση έτσι όπως την πεσιγρ'Ί,; ■ ιιτιχνιιι: ιίναι δηλ. το πέρασμα an m τίποτε στο όλο, η πιστοποίηση-παραδυχή του απόλυτου σαν γεγονός και του κάθε γεγονότος σαν κάτι απόλυτο... Χρειάζεται επίσης απαραίτητα την ίδια ορθολογία κι ευθύτητα, κι αυτή η βεβαιότητα που έχει όσον αφορά την αξία και τη χρησιμότητα των πράξεών της είναι ο απώτερος σκοπός της, η Τελευταία Πρά ξη κι όχι μια οποιαδήποτε πράξη με κά ποιο αποσκοπό, όσο κι αν αυτός είναι επι θυμητός και καθόλα σεβαστός. Αυτή η Τε
λευταία Πράξη είναι η Ελευθερία, κι ανά μεσα στην Ελευθερία και στο Τίποτε υπάρχει η μεγαλύτερη γκάμα επιλογών. Γι’ αυτό το λόγο λοιπόν, η μόνη σωστή λέ ξη είναι: Ελευθερία ή θάνατος. Έτσι γεν νιέται η Τρομοκρατία.1 Υπάρχει λοιπόν μια αναλογική σχέση ανάμεσα σε δύο έννοιες που συνήθως δεν πάνε μαζί, στην Επανάσταση και τη Λογοτεχνία. Η Επανάσταση βέβαια συνδέεται με την καταστροφή και το θά νατο: «Στην περίοδο της Τρομοκρατίας οι άν θρωποι πεθαίνουν, αλλ’ αυτό δεν έχει καμία ση μασία».2 Η Επανάσταση επίσης προϋποθέτει σχίσμα στην ισορροπία δυνάμεων: «Όποιος μι λάει για επανάσταση, μιλάει για προσωρινό χάος»,3 λέει ο Strawinsky, ενώ «η τέχνη είναι βα σικά προορισμένη να δομεί (...) Είναι το αντίθε το του χάους. Δεν αφήνεται το χάος χωρίς το φόβο ν’ απειλούνται τα ίδια της τα έργα, η ίδια της η ύπαρξη».4
28/αφιερωμα Η Λογοτεχνία απ’ τη μεριά της ανήκει στην κατηγορία της δημιουργικής δράσης του φαντα στικού και συνδέεται αμεσότατα με τη γλώσσα. Με ποιον τρόπο όμως η γλώσσα μπορεί ν’ αντι μετωπίσει το χάος και την καταστροφή; Πώς ο λογοτεχνικός λόγος θα βρει τεχνικές για να εκφράσει θεματική που αφορά την επαναστατική προβληματική; Και πιο συγκεκριμένα, στη σύγ χρονη λογοτεχνία, μπορούμε να βρούμε θέσεις τέτοιες ώστε απ’ το χάος αυτό να γεννιέται η τά
ξη;
Εικόνες απ’ τη Γαλλική Επανάσταση στη Λογοτεχνία του 20ού αι. ο ερώτημα, έτσι όπως μπαίνει, μας παραπέ μπει σε μια «τραγωδία» της σύγχρονης λο γοτεχνίας, σύμφωνα με την οποία οι λέξεις χά νουν το νόημά τους και οι τίτλοι δεν είναι επιτυ χείς γιατί το θέμα αυτό καθαυτό επιβάλλει την κυριαρχία του και πάνω στη γλώσσα.5 Έτσι, οι εικόνες απ’ τη Γαλλική Επανάσταση δε χρησιμο ποιούνται για ν’ αναπλάσουν μία σύγχρονη επο ποιία που ν’ ακολουθεί κατά γράμμα την εξέλιξη των γεγονότων. Αποτελούν μάλλον ένα μέσο για να παρουσιασθεί και διερευνηθεί η αναζήτηση, από μέρους της θεματικής, της «απόλυτης κυ ριαρχίας». Πρέπει ν’ αναφέρουμε, στο σημείο αυτό, τι υποστηρίζει ο Μ. Blanchot σχετικά με τον όρο «απόλυτη κυριαρχία» και ποιος την πρωτοχρησιμοποίησε, σημειώνοντας συγχρόνως ότι ο συ σχετισμός των δύο αυτών εννοιών-λέξεων (επανάσταση-λογοτεχνία) φέρνει στην επιφάνεια την έννοια του Θεού:
Τ
Το 1793, υπάρχει ένας άνθρωπος που ταυ τίζεται απόλυτα με την Επανάσταση και την Τρομοκρατία (...) Ο Sade είναι ο κατ’ εξοχήν συγγραφέας. Το έργο του είναι έρ γο άρνησης (...) Αρνείται τους άλλους, αρνείται το Θεό, αρνείται τη φύση και σ’ αυτόν τον κύκλο που δεν παρεκλίνει ούτε στιγμή απ’ την τροχιά του, απολαμβάνει θα λέγαμε το έργο, σαν να ’ναι αυτό που έχει την απόλυτη κυριαρχία.6 Κόβοντας το κεφάλι του βασιλιά, η Επανά σταση σπάει τα δεσμά που ένωναν συμβολικά το λαό με το Θεό. Το γεγονός αυτό σπρώχνει τη λο γοτεχνία να γυρίσει σε παλιές αξίες και να γίνει η ίδια, η ουτοπία ενός νέου κόσμου. Η αναπα ραγωγή διαφόρων εικόνων της Επανάστασης απ’ το λογοτεχνικό κείμενο δείχνει ότι κάτι πα λιό διώχθηκε, ο βασιλιάς, ο Θεός· και ότι κάτι καινούριο άρχισε. Η Επανάσταση είναι επομέ νως ένα μέσο για να δηλωθεί μια παρουσία και μια απουσία συγχρόνως. Ο Roger Vailland, θαυμαστής του Laclos, επε-
«Η ελευθερία οδηγεί το λαό». Έργο τον Ε. Ντελακρουά.
αφιερω μα/29 ξεργάζεται αυτά τα δεδομένα και θεωρεί την κα τάχτηση της «απόλυτης κυριαρχίας», αυτής της «Τελευταίας Πράξης», δηλ. της απόλυτης Ελευ θερίας, σαν βασική αναζήτηση του έργου του. Θ’ αναφέρουμε δύο παραδείγματα. Ο R. Vailland έγραψε τη βιογραφία του Drouet, του αν θρώπου που ανακάλυψε, στη Varennes, τη φυγή του βασιλιά Λουδοβίκου XVI και μετά ψήφισε το θάνατό του, πριν ακόμη εκδιωχθεί απ’ τους εχθρούς της Επανάστασης. Η συγκεκριμένη αυτή «εικονογραφία» επιτρέπει στον Vailland να υπο θέσει με σιγουριά την καταδίωξη της επαναστα τικής δράσης απ’ τους ίδιους τους κομμουνιστές. Στο έργο Drole de jeu,7 η αναφορά στην Επα νάσταση είναι πιο ακριβής. Ο κεντρικός ήρωας είναι ο επικεφαλής μιας ομάδας αντιστασιακών κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής. Το ψευδώνυμο Μαρά κάνει το διήγημα να φαίνεται σαν αναβίωση της Επανάστασης, κατά τη διάρκεια της Αντίστασης. Το έργο θέλει κατ’ αρ χήν ν’ αναπτύξει τις νέες αρχές που όρισε η Επα νάσταση. Στην πραγματικότητα όμως περιγρά φει την ουτοπία της, ενώ ο Marat είναι το αντι προσωπευτικό παράδειγμα της πιστοποίησης· μέσω αυτού βέβαια γίνεται η σύνδεση του χτες με το σήμερα. Στην πραγματικότητα, είναι ένας άνθρωπος που αναζητά την προσωπική του «ταυτότητα-κυριαρχία»- σημειώνει επίσης την αδυναμία ολοκλήρωσης κάθε επαναστατικής διαδικασίας. Αυτό το διαδοχικό πέρασμα απ’ τη θέση στην αντι-θέση, απ’ την παρουσία στην εξαφάνιση κι απ’ το ελπιδοφόρο κάλεσμα στο τελείωμα κάθε ελπίδας, αφήνει να εννοηθεί ότι η σύγχρονη λο γοτεχνία δεν έχει ακόμη τακτοποιήσει τους «λο γαριασμούς» της με την Επανάσταση. Στο έργο Charlotte Corday, ο Drieu la Rochelle
To άγαλμα της Ελευθερίας
Μουσείο Λούβρου, Παρίσι
εμφανίζει τη γυναίκα που δολοφόνησε τον Marat να λέει τα παρακάτω επαναστατικά λόγια, απευ θυνόμενη στον αδελφό της, υποψήφιο μετανά στη: «Εγώ θέλησα να γίνει αυτή η Επανάσταση, και πάντα θα τη θέλω. Ακόμη κι αν είναι απο τρόπαια κι ευτελής».8 Το έργο αυτό περιέχει
30/αφιερωμα πολλές σκέψεις πάνω στην ιδιότητα του αρχηγού του οποίου το πρότυπο, μεταξύ του 1943-44, εί ναι σίγουρα φασιστικό. Η συμβολική αρχή που εμφανίζεται στη σκηνή είναι ο λαός, ο οποίος, κατά τον Drieu πάντοτε, αναγνωρίζεται σ’ αυτό το «κεφάλι του αρχηγού» που ο ίδιος άλλωστε οδηγεί στην εξουσία. Είμαστε βέβαια μακριά απ’ τις ιδέες του R. Vailland ή του G. Bataille. Με χαρακτηριστικό τρόπο όμως ο Drieu δείχνει σε τι χρησιμεύει η αναφορά στην Επανάσταση: μας υποχρεώνει να κατανοήσουμε αυτό που κατέστρεψε η Επανά σταση και που πρέπει, με κάθε τρόπο, να επα νορθώσουμε: τον ενωτικό συμβολισμό μιας μεγά λης κοινότητας ανθρώπων. Ο αρχηγός αντιπρο σωπεύει αυτό που διέλυσε η Επανάσταση· γι’ αυτό η Corday δολοφονεί τη συμβολική αυτή φυ σιογνωμία της σύγχυσης και διάλυσης, για ν’ αποκαταστήσει την τάξη. Πέρα απ’ τις πολιτικές επιλογές των δημιουρ γών, το σύνολο των εικόνων της Επανάστασης τους επιτρέπει να ορίσουν την εμβληματική αρχή της γραφής τους. Στους συγγραφείς που αναφέ ραμε, καθώς και στον Andre Malraux, ο λαός εί ναι αυτός που αναλαμβάνει αυτόν το ρόλο. Και πιο συγκεκριμένα: ο R. Vailland, είτε μεσ’ απ’ τον Marat στο Drole de jeu είτε μεσ’ απ’ τους ήρωες του Beau Masque, παρουσιάζει πρόσωπα λαϊκά που κι αυτά αναζητούν την προσωπική τους «ταυτότητα-κυριαρχία-ελευθερία». Υπάρ χει επίσης ένα πέρασμα απ’ την Επανάσταση του 1789, στις μεταγενέστερες επαναστάσεις. Στα δε μυθιστορήματα του Malraux La Condition humaine και L ’Espoir, η επαναστατική θεματική αναφέρεται συχνά στο 1789· στην πραγματικότη τα όμως σκοπό έχει να παρουσιάσει νέους τύ πους ανθρώπων και να επεξεργαστεί σύγχρονες αφηγηματικές τεχνικές, όπως π.χ. την κινηματο γραφική. Η αναφορά ωστόσο, στον κυρίαρχο λαό έστω κι αν αυτός παρουσιάζεται σαν ένα κίνημα απελευθερωτικό και σαν μια δύναμη σαρωτική βάζει την αφήγηση σε μια παράξενη κατάσταση, που έχει σαν αποτέλεσμα να μην καλύπτεται το θέμα: ενότητα του λαού. Κι αυτό γιατί η Λογοτε χνία δεν είναι απλά μια αναπαράσταση εικόνων, κι οι σύγχρονοι συγγραφείς, όταν μιλούν για Επανάσταση, θέλουν κυρίως ν’ αναφερθούν στην αναζήτηση νέων βάσεων και προοπτικών. Το πρόβλημα όμως παραμένει: για ν’ αποδοθεί λεκτικά και να εκφρασθεί, μεσ’ απ’ το γραπτό λόγο, σωστά οποιοδήποτε θέμα, πρέπει να βρει το εγώ του, την απαραίτητη βασική του υπόστα ση. Πώς όμως να προχωρήσουμε στην απόδοση του νέου σήματος, αφού η θεμελιώδης αρχή έχει χαθεί; Αυτή την αγωνία της γλώσσας αφήνει να διαφανεί η αναβίωση εικόνων της Επανάστασης του 1789 στη σύγχρονη γαλλική λογοτεχνία.
Η Τρομοκρατία και οι λέξεις Η φράση τον Ροβεσπιέρου: «είμαι ο σκλά βος της ελευθερίας» αφήνει νά εννοηθεί κάτι που δύσκολα μπορεί να ειπωθεί. Η αναζήτηση της απόλυτης ελευθερίας συγχέεται με την άρνησή της: το νόημα διοχε τεύεται στο μη νόημα. Η Τρομοκρατία μιλάει μεσ’ απ’ την ανικανότητα έκφρασης του ανθρώπινου λόγου.9 ια να γίνει πράξη η Επανάσταση, σύμφωνα με την ανάλυση του Claude Lefort, πρέπει και η γλώσσα, μέσ’ απ’ τη δομή και τις τεχνικές της, να μπορεί να την εκφράσει. Συνήθως όμως το νόημα διαταράσσεται τελείως απ’ τη λεκτική απόδοσή του. Το οξύμωρο φραστικό σχήμα του
Γ
«Ο θρίαμβος της δημοκρατίας». Λεπτομέρεια. Γλυπτό τον Ντάλον, Παρίσι
Ροβεσπιέρου δείχνει αυτό το παράξενο φαινόμε νο, στο χώρο της γλώσσας, και υπογραμμίζει την «απουσία επικοινωνίας ανάμεσα στις λέξεις και τα πράγματα».10 Φαίνεται, μ’ άλλα λόγια, ότι η γλώσσα δεν έχει τη δυνατότητα να προσδιορίζει, να εκφράζει με ακρίβεια, να εννοεί. Η συνεχής πάλη ανταγωνι στικών όρων μαρτυρεί την έλλειψη ενός τρίτου όρου, του θεϊκού πιο συγκεκριμένα, που θα μπο ρούσε να στηρίζει κάποια έννοια. Έτσι, η Τρο μοκρατία εξαφανίζει μια ρητορική αναγκαιότη τα: διώχνοντας το Βασιλιά - το συμβολικό υπο κατάστατο της «κυριότητας» του λόγου - το επα ναστατικό υποκείμενο θεσπίζει μια νέα γλωσσι κή τάξη: το ανθρώπινο Εγώ παίρνει τη σκυτάλη απ’ το θεϊκό Εγώ. Είναι αξιοσημείωτο ότι, απ’ το θάνατο του Βασιλιά και μετά, τα προσωπικά ημερολόγια δεν περιέχουν το χαρακτηριστικό τους συμβολισμό. Το Εγώ του συγγραφέα πια
αφιερωμα/31 έχει σημασία κι αυτό μόνο οφείλει ν’ αντιπροσω πεύει τη θεϊκή αρχή, ιδιότητα που ο βασιλιάς μόνο, μέχρι τότε, μπορούσε να έχει.11 Η λογοτεχνία ασχολείται μ’ αυτή τη νέα κατά σταση, δίνοντας ιδιαίτερη διάσταση στο τραγικό στοιχείο.12 Στην κλασική τραγωδία, απ’ ό,τι ήδη γνωρίζουμε, ο ήρωας δεν αντιμετώπιζε πρόβλη μα λόγου· επαναστατούσε μόνο ενάντια σ’ ένα νόμο που τον καθιστούσε αθώο-ένοχο. Μετά τη Γαλλική Επανάσταση, κι εξαιτίας της απουσίας θεϊκού Εγώ, το υποκείμενο του ρήματος αναγκά- ■ ζεται ν’ αναζητήσει ένα χώρο-τρόπο ειδικό για ν’ αποφανθεί, ψάχνοντας ν’ αποδεσμευθεί από ένα λόγο που δεν έχει κάθαρση. Αυτήν την ανα ζήτηση φέρνει στο φως η Λογοτεχνία. Στο La Loi, ο R. Vailland μιλάει για το νόμο που πρέπει ν’ αλλάξουμε για να καταχτήσουμε αυτό που ονομάζει ο Sade «απόλυτη κυριαρχία».
και η ψυχική του κατάσταση θύμιζε άν θρωπο που θα μπορούσε να πνιγεί μέσα στον ίδιο του τον εαυτό · κολύμπησε κι άλ λο, σαν να ήταν ψάρι της δικής του θά λασσας.16 Δεν είναι η αρρώστια μόνο που δημιουργεί μια ατμόσφαιρα αδυναμίας κι αποτυχίας· το ίδιο το μυθιστόρημα κινείται σαν ένα σώμα ασθενικό που το αποτελειώνει ο καρκίνος των λέξεων: «Η λέξη Thomas (...) φτιάχτηκε φαίνεται με ύπουλο τρόπο για να εξαφανίσει όλες τις λέξεις».17 Τα συμβολικά λεκτικά σχήματα δε χρησιμο ποιούνται αυθαίρετα, αλλά με τρόπο άνετο και φυσικό για να μετατραπούν στα ίδια τα πράγμα τα, τα οποία και προσδιορίζουν. Το έργο Tho mas Tobscur αποκαλύπτει μιαν ελπίδα και βαθιά
Ο κερδισμένος, το αφεντικό, ο άνθρωπος που κάνει το νόμο έχει το δικαίωμα να μι λήσει ή όχι, να ρωτήσει και ν’ απαντήσει στη θέση αυτού που ρωτιέται · οι χαμένοι, αυτοί που υφίστανται το νόμο, έχουν την υποχρέωση να τον υποστούν χωρίς θόρυ βο κι αντίδραση.13 Ά ρα το δικαίωμα του λόγου το είχε μόνον ο αρ χηγός, ο κερδισμένος, και για τον Vailland ο αρ χηγός όλων - και φυσικά και του λόγου - είναι πρώτα-πρώτα ο Θεός.14 Η πολιτική και ποιητική πορεία του Vailland μας αφήνει να υποθέσουμε ότι αναζητά στο λαό - και κατ’ επέκταση στην επανάσταση - τη συμ βολική εκείνη δύναμη-αρχή που του επιτρέπει να μιλά. Όταν λοιπόν λέει ότι καμιά εξωτερική συ γκυρία δεν μπορεί να εγγυηθεί την απόλυτη εγκυρότητα του λόγου, εννοεί ότι η αναζήτηση της κάθαρσης μεταφέρεται προς τα μέσα δηλ. στην ίδια τη διήγηση: Ονειρεύτηκε ότι ο κόσμος κι ο εαυτός του διαλύονται. Ο κόσμος ήταν το σώμα του και το σώμα του ήταν ο κόσμος.15 Το υποκείμενο του ρήματος, επομένως, είναι αδύνατο να οδηγήσει στη λύση, γι’ αυτό η ίδια η διήγηση γίνεται και το υποκείμενο και το αντι κείμενο της ρήσης, ψάχνοντας τη δίκιά της κά θαρση. Στο Thomas Tobscur του Maurice Blanchot, παρατηρούμε μια παρόμοια συζήτηση, μέσ’ απ’ τον τρόπο διαπαιδαγώγησης κι εκπαίδευσης του Thomas, απ’ τη μια, και την αρρώστια της Anne, απ’ την άλλη. Αυτή η φανταστική διήγηση, όπου τα πρόσωπα συγκρούονται συνεχώς μεταξύ τους, παρουσιάζει επίσης μια τάση διάλυσης της γλώσσας: Ο Thomas παρασύρθηκε απ’ τα κύματα
πίστη του Blanchot: τη νοσταλγία ενός λόγου φυ σικού όπου οι λέξεις και τα πράγματα αποτε λούν ένα σύνο? -. ■'•ιαίο. Η αναζήτηση του λόγου αυτού αφήνει να φ·»νεί ξεκάθαρα ο χώρος της ουτοπίας, της φαντασίας και της δημιουργικής σκέψης όπου το διαδοχικό αυτό πέρασμα απ’ τις λέξεις στα πράγματα - και τ’ αντίθετο - μπορεί να πραγματοποιηθεί, κι όπου η γλώσσα κατα φέρνει και πάλι ν’ αποδώσει κάποιο νόημα. Πρόκειται για ένα λογοτεχνικό «κατακλυσμό»: δε μένει τίποτε όρθιο και οι αποστάσεις που χώ ριζαν τους ανθρώπους μεταξύ τους και τις λέξεις απ’ τα πράγματα παύουν να υπάρχουν. Η γλώσ σα γίνεται ο χώρος μιας νέας γέννησης, μιας νέας «ουτοπίας», αντίθετης όμως απ’ την «ουρά νια».18
32/αφιερωμα Η Δημοκρατία των λέξεων Ναι, ξεκαθάρισαν ό,τι έμενε απ’ το παλιό καθεστώς Κι εγώ που πίνω το αίμα των φράσεων, κτύπησα τα χέρια από χαρά Ναι, εγώ είμαι αυτός ο Δαντόν! Εγώ είμαι αυτός ο Ροβεσπιέρος. ε την αναφορά του αυτή στην Επανάστα ση, μέσ’ απ’ την ποιητική του συλλογή Les Contemplations, ο V. Hugo φαίνεται να τάσσεται υπέρ της Τρομοκρατίας και, κατά συνέπεια, κα τά της ρητορικής στο λόγο. Επιθυμία του βέβαια είναι ν’ απελευθερώσει τη γλώσσα απ’ τις στυλιστικές και υφολογικές κληρονομιές του Boileau, έστω κι αν ο Rimbaud, αργότερα, τον κατηγόρη σε για υπερβολική προσήλωση στην κλασική σύνταξη. Ο Hugo είναι ωστόσο αυτός που θεμε λίωσε τη Δημοκρατία των λέξεων, γεγονός που τον κατέστησε έναν απ’ τους κυριότερους αντι πρόσωπους της ρομαντικής επανάστασης. Απ’ τον Hugo και μετά η γλώσσα φέρνει κυρίως την ευθύνη για τις αντιθέσεις στη Λογοτεχνία κι ανοίγει το δρόμο για την εξέλιξη των «νέων τρό πων» στο χώρο των γραμμάτων. Ο Jean Paulhan, στο Les Fleurs de Tarbes ou la terreur dans les lettres, προσπαθεί να βάλει τα πράγματα στη θέση τους, όσον αφορά το θέμα Γλώσσα και Τρομοκρατία:
Μ
Πρέπει, απλά, να τονίσουμε εδώ δύο ση μεία. Το ένα είναι ότι η Τρομοκρατία δέ χεται χωρίς καμιά αναστολή, ότι η ιδέα έχει μεγαλύτερη αξία απ’ τη λέξη και το πνεύμα απ’ την ύλη (...). Το δεύτερο ση μείο είναι ότι η γλώσσα είναι ουσιαστικά επικίνδυνη για τη σκέψη: είναι πάντα έτοι μη να την καταπιέσει, να την αλλοιώσει, αν δεν έχουμε τα μάτια μας ορθάνοιχτα. Ο πιο απλός ορισμός που μπορούμε να δώ σουμε για τον Τρομοκράτη είναι ότι είναι μισόλογος.19 Το πρόβλημα, έτσι όπως τίθεται, δεν τείνει να επιβάλλει κάποιους νέους κανόνες ρητορικούς ούτε να υποδείξει την παράβαση κάποιου γραμ ματικού κώδικα απ’ τους «τρομοκράτες της Λο γοτεχνίας». Στην πραγματικότητα, η Τρομοκρα τία ορίζει μια νέα ανάγκη: η Λογοτεχνία οφείλει να συνδέσει σκέψη και λόγο και να γίνει ένας χώρος ιερός, σ’ έναν κόσμο που δεν πιστεύει πια στα θεία. Εξαιτίας λοιπόν της απουσίας θεϊκής κάθαρ σης, η έννοια του Κακού συναντιέται συχνά σαν θέμα λογοτεχνικό. Η Marguerite Duras, στο έργο της, ασχολείται μ’ αυτήν την προβληματική και
στοχεύει μάλιστα στο χειρότερο κακό που μπορεί να συμβεί. Διερευνά δηλ. το τελευταίο στάδιό του, αρχίζοντας απ’ το «απλώς» κακό, που είναι το σφάλμα ενός παιδιού π.χ., και συνεχίζοντας με τη μελέτη της πορείας προς το ψηλότερο ση μείο. Ωστόσο η συγγραφέας δεν κάνει τίποτε άλ λο απ’ το να βάζει σε συνεχή κίνηση μια «τραγω δία χωρίς κάθαρση»: την αναζήτηση του απόλυ τα αρνητικού που αφαιρεί απ’ το κείμενο τη ζω ντάνια του. Η γραφή στρέφεται γύρω απ’ τον εαυτό της, μοιάζει σαν να έχει αυτοκαταστροφικές τάσεις και δεν κάνει καμιά διάκριση ανάμε σα στο πραγματικό και τΟ μύθο. Ο κόσμος εμφα νίζεται σαν ένα σύνολο εξαρθρωμένο, όπου το μόνο που υπάρχει είναι ο λόγος, κι αυτός πονεμένος και ταλαιπωρημένος. Αντιπροσωπευτικά έργα αυτής της τεχνικής είναι τα L ’Amant και La Douleur. Την τραγικότητα της αδιάκοπης επανάληψης του κακού περιέχει και το έργο του Georges Bataille. Στο πρώτο μέρος του Bleu du del, διαβά ζουμε: Το ξέρω. 0 α πεθάνω με συνθήκες ταπει νωτικές. Σήμερα έχω το προνόμιο να είμαι ένα αντικείμενο φρίκης κι αηδίας, για το άτομο με το οποίο συνδέομαι (...) Κι εδώ και μερικές μέρες έφθασα - πραγματικά κι όχι μεσ’ από εφιάλτη - σε μια πόλη που έμοιαζε με τραγωδία.21 Παρατηρούμε λοιπόν ότι η συνολική χαοτική δο μή του έργου είναι σαν μια αντανάκλαση της ψυ χικής κατάστασης του υποκειμένου. Συμπεράσματα και προοπτικές οι βασικές τάσεις που παρουσιάζο Δ ύονται:είναιη αναμονή και η μελαγχολία. Η πρώ
τη, που προϋποθέτει την προοπτική κάθαρσης, αποτελεί τον ποιητικό ορίζοντα του V. Hugo και τον θεατρικό του Beckett (En attendant Godot). Στο Thomas I’obscur, έχουμε Αποκάλυψης εικό νες, το τέλος του κόσμου, την πλήρη καταστρο φή, όπου ο Θεός, αυτός ο μεγάλος απών, αναγγέλλει την επιστροφή του. Η προοπτική όμως αυτή δεν είναι ξεκάθαρη, γιατί φαίνεται ν’ αναμένεται κάτι που δε θα ’ρθει. Αποτέλεσμα; Η δεύτερη τάση, η μελαγχολία. Όλο το έργο του Drieu la Rochelle αποτελεί προσπάθεια αποκατάστασης μιας ενωτικής δια δικασίας, μεσ’ απ’ το πρόσωπο του «αρχηγού». Η προσπάθεια όμως αυτή στο τέλος αποτυγχά νει, αυτό που χάθηκε δεν μπορεί ν’ αναγεννηθεί - στα έργα L'Homme a cheval και Les Chiens de paille - και ο «αρχηγός» δεν καταφέρνει να συν δέσει τις λέξεις με τα πράγματα. Στο La Maladie de la mort, η M. Duras παρου σιάζει δύο πρόσωπα, μια γυναίκα κι έναν άντρα,
αφιερωμα/33 που ζουν μια αγάπη χαμένη πριν ακόμη γεννη θεί. Πρέπει να σημειώσουμε εδώ ότι το κείμενο της Duras δίνει πλήρη εικόνα μιας από τις βασι κότερες προοπτικές του σύγχρονου μυθιστορή ματος: ξαναφέρνει στο φως, αναγεννά, θα λέγα με, αυτό που θεωρείται για πάντα χαμένο. Γι’
αυτό το βάρος δεν πέφτει πια στο θέμα αλλά στις τεχνικές εκφράσεις του. Έτσι ο «θάνατος του Βασιλιά» έδωσε στην έννοια του θανάτου μιαν άλλη ακτινοβολία-ερμηνεία κι εγκαινίασε μια νέα σχέση της Λογοτεχνίας με το συμβολισμό.
Σημειώσεις*
zczuck, «Fantasmagories revolutionnaires, la mort du roi», art press-special, Paris, 1989, pp. 49-53. 12. Βλ. Laurent Jenny, La Terreur et les signes. Paris: Galli mard, 1982. 13. Roger Vailland, La Loi. Paris: Gallimard, 1957, p. 45. 14. Βλ. Roger Vailland, Les mauvais coups. Paris: Sagittaire, 1959, p. 124. 15. Roger Vailland, La Fete. Paris: Gallimard, 1960, p. 236. 16. Maurice Blanchot, Thomas Tobscur. Paris: Gallimard, 1941, p. 10. 17. Αντόθι, p. 217. 18. Βλ. M. Blanchot, Apres coup. Paris: Ed. du Minuit, 1983, P- 93. 19. Jean Paulhan, Les Fleurs de Tarbes et la terreur dans les lettres. Paris: Gallimard, 1973, p. 64 (Coll. Iddes). 20. Έτσι εξηγείται και η προφητική ιδιότητα που προσδίδουν οι ρομαντικοί στο συγγραφέα. Πάνω σ’ αυτό το θέμα, βλ. Paul Benichou, Le Sacre de Vecrivain. Paris: Corti, 1973. 21. Georges Bataille, Le Bleu du ciel. Paris: Pauvert, 1985, p. 31. * Οι μεταφράσεις των κειμένων είναι δικές μου.
1. Maurice Blanchot, De Kalka a Kalka. Paris: Gallimard, 1981, p. 32 (Coll. Idees). 2. Αντόθι, p. 33. 3. Strawinsky, «Ecrit», La revue musicale. Paris: Richard-Massd, 1952, p. VII. 5. Αυτή είναι και η βασική αρχή της συζήτησης που ανοίγει ο Victor Hugo, όταν παρουσιάζει έναν τρομοκράτη να λέει: «Ναι! εγώ είμαι αυτός ο Δαντόν! Εγώ είμαι αυτός ο Ροβεσπιέρος!». Les Contemplations, I, VII, «Reponse a un acte d’assucation». 6. De Kalka a Kalka, pp. 34-35. 7. Roger Vailland, Drole de jeu. Paris: Correa, 1945. 8. Pierre Drieu la Rochelle, Charlotte Corday, le Chef. Paris: Gallimard, 1944, p. 56. 9. Αυτόθι, p. 217. 10. Michel de Certeau, La Fable mystique. Paris: Gallimard, 1982, p. 132. 11. Πάνω σ’ αυτό το θέμα 6λ. άρθρο της Catherine Doros-
34/αφιερωμα
Οι κριτικοί της λογοτεχνίας συμφωνούν ότι οι μεγαλύτεροι συγγραφείς στα χρόνια της Επανάστασης ήταν ο Σατωμπριάν και η Ζερμέν Νεκέρ, βαρώνη ντε ΣταλΧόλσταϊν, γνωστή στην ιστορία της λογοτεχνίας και την ιστορία των ιδεών ως Madame de Stael. δη το να αποκαλεί κανείς μια γνωστή συγ γραφέα που έζησε πριν δυο αιώνες κυρία είναι μια στάση της κοινωνίας μας, που μεταχει ρίζεται με αβρότητα τη γυναίκα, απλώς και μόνο γιατί τη θεωρεί αδύνατο φύλο: κανείς δε θα μπορούσε να πει «Monsieur de Chateubriand» χωρίς να προκαλέσει ιλαρότητα. Αυτό όμως που κάνει την έκη όαση φαιδρή στην προκειμένη πε ρίπτωση - αντίθετα με τις περιπτώσεις κυρία ντε Λαφαγιέτ και κυρία ντε Σεβινιέ - είναι ότι η Ζερμέν ντε Σταλ ήταν το πρώτο παράδειγμα, με τα γραπτά και τη ζωή της, της χειραφετημένης γυναίκας, πρόδρομος της κίνησης για την απε λευθέρωση των γυναικών. Αντίθετα με την πα ράδοση θα την αποκαλώ απλώς Σταλ, δηλαδή όπως οποιονδήποτε άλλο διάσημο συγγραφέα, χρησιμοποιώντας το επώνυμο με το οποίο έμεινε στην ιστορία και χωρίς τίτλους. Η ίδια υπέγραφε τα επίσημα έγγραφα Necker. de Stael-Holstein, χωρίς μικρό όνομα, με το επώνυμο του πατέρα της και του πρώτου της συζύγου. Η Σταλ δε γνώρισε την ιστορία της εποχής από τα βιβλία. Ήταν η κόρη σημαντικού συντε λεστή της Επανάστασης: του τραπεζίτη και υπουργού οικονομικών του Λουδοβίκου ΙΣ Τ , Ζακ Νεκέρ. Ο Νεκέρ, Ελβετός τραπεζίτης γερμανικής κα ταγωγής, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι το 1765, ένα χρόνο πριν γεννηθεί η κόρη του. Το 1777 έγι νε «γενικός διευθυντής των οικονομικών» και δάνεισε στη Γαλλία δυο εκατομμύρια φράγκα, τη μισή του περιουσία, κατά τη Σταλ, ένα μέρος από τη μυθική του περιουσία, κατά τους ιστορι κούς. Ο Νεκέρ παραιτήθηκε το 1781, αφήνοντας τα χρήματά του ως δάνειο στην «πατρίδα». Ο Λουδοβίκος του ζήτησε να αναλάβει ξανά το υπουργείο, αλλά τον απόπεμψε στις 11 Ιουλίου 1789. Αυτή η πράξη απεδείχθη μοιραία για το βασιλιά: ο λαός ξεσηκώθηκε κι επιτάχυνε την Επανάσταση που ετοιμαζόταν για αργότερα. Ο Νεκέρ ήταν ένας μετριοπαθής και δημοφι λής πολιτικός. Μόλις έγινε γνωστή η απομά κρυνσή του, ο λαός, άνδρες και γυναίκες, μα με τις γυναίκες στην πρώτη γραμμή, ξεκίνησε για το Άσυλο των Απομάχων για να πάρει όπλα. Καθ’ οδόν οι επίδοξοι επαναστάτες πληροφορήθηκαν
Η
ότι η πυρίτιδα είχε μεταφερθεί στη Βαστίλλη. Άλλαξαν, λοιπόν, πορεία κι έτσι από μια σύ μπτωση δόθηκε στην ανθρωπότητα ένα σύμβολο. Η Βαστίλλη ήταν φυλακή για μέλη της ανώτερης τάξης: ο λαός δεν είχε επομένως καμιά διάθεση να την καταλάβει. Ήταν όμως μια φυλακή. Έτσι συμβολίζει τα φρούρια που πρέπει να κα τακτήσουμε, συμβολισμός που δε θα ταίριαζε στο κτίριο των απομάχων. Εξάλλου εκτός από «απόμαχος», η λέξη «invalide» σημαίνει μεταξύ άλλων «ανάπηρος, άρρωστος, άκυρος». Η Ζερμέν Νεκέρ μεγάλωσε στο λογοτεχνικό σαλόνι της μητέρας της που δεχόταν κυρίως φι λοσόφους. Αργότερα ο Βοναπάρτης1 θα την αποκαλέσει, όχι άδικα, κατάλοιπο των φιλοσό φων του ΙΗ' αιώνα με τάσεις για επαναστατικές ουτοπίες. Μετά το γάμο της (1786) άνοιξε κι η ίδια ένα σαλόνι στο Παρίσι όπου μπορούσαν να εκφρά-
αψιερωμα/35 σμού. Ό σοι ισχυρίζονται το αντίθετο2 χρησιμοποι ούν την αλληλογραφία της Σταλ για ν’ αποδεί ξουν ότι δεν ήταν η προσωποποίηση της «ελευ θερίας εναντίον της τυραννίας», όπως παρου σιάζει τον εαυτό της στα Δέκα χρόνια εξορίας κι ότι στο βάθος θαύμαζε το Βοναπάρτη. Η αλλη λογραφία της με τον αδελφό του Ιωσήφ αποκα λύπτει τις συνεχείς προσπάθειές της να επιστρέ φει στο Παρίσι. Αντίθετα ο Βοναπάρτης την αντιπαθούσε, γιατί θεωρούσε τις έξυπνες γυναί κες εμπόδιο στα επαναστατικά του σχέδια. Κατά τη γνώμη μου, αν η Σταλ επιθυμούσε τόσο πολύ να γυρίσει στο Παρίσι, δεν ήταν γιατί εξακολου θούσε να θαυμάζει αυτόν που όλοι οι συγγρα φείς της εποχής αποκαλούσαν σφετεριστή της εξουσίας,3 αλλά γιατί ήταν δύσκολο για μια γυ ναίκα με τη δυναμικότητά της να είναι απλός μάρτυρας κοσμο-ιστορικών γεγονότων. Σταλ ήταν διάσημη στην εποχή της για τα μυθιστορήματά της, τα δοκίμιά της και το λογοτεχνικό της σαλόνι στο Κοπέ που είχε κο σμοπολίτικη ατμόσφαιρα. Εκεί η τέχνη έκανε ττ
Η
σουν τη γνώμη τους οι πολιτικοί όλων των απο χρώσεων. Η ελεύθερη σκέψη της δεν ήταν δυνα τό ν’ αρέσει σε μια επαναστατική περίοδο κι έτσι η κόρη του Νεκέρ αναγκάστηκε να εξοριστεί το 1792 αρχικά στο Λονδίνο, μετά στον πύργο που είχε αγοράσει ο πατέρας της, το 1784, στο Κοπέ της Ελβετίας. Ξαναγύρισε στο Παρίσι το 1795, αλλά το 1803 ο Βοναπάρτης της απαγόρευσε τη διαμονή στη γενέτειρά της. Μετά την πτώση της Αυτοκρατορίας η Σταλ εγκαταστάθηκε ξανά στη γαλλική πρωτεύουσα. Στο αφήγημά της Δέκα χρόνια εξορίας (1821), που δημοσιεύτηκε μετά το θάνατό της, εξιστορεί τη διαμάχη της με το Ναπολέοντα που παρου σιάζει ως τύραννο. Αυτό άλλωστε θα γράψει και ο Λαμαρτίνος στο δοκίμιό του Τύχες της ποίησης (1834): για τον ρομαντικό ποιητή και φιλελεύθε ρο πολιτικό, η Σταλ ήταν μόνη της μια ολόκληρη συνωμοσία εναντίον του ναπολεόντειου δεσποτι-
36/αφιερωμα τηρήσεις για τη Γαλλική Επανάσταση (1818) που δημοσιεύτηκε ένα χρόνο μετά το θάνατό της. Καθώς η Σταλ είχε γίνει σύμβολο του αγιόνα κα τά της τυραννίας, τα 60 χιλιάδες αντίτυπα της πρώτης έκδοσης πουλήθηκαν σε λίγες μέρες. Οι Παρατηρήσεις είναι ένα χρονικό της Επα νάστασης. Η συγγραφέας περιγράφει και σχο λιάζει τα γεγονότα ως αυτόπτης μάρτυρας. Δεν θεωρεί την Επανάσταση τυχαίο γεγονός1, αλλά αποτέλεσμα μακράς προεργασίας: η ιστορία της ανθρωπότητας είναι μια συνεχής πρόοδος. Η Επανάσταση δεν έγινε από άτομα, αλλά από δυ νάμεις που δρουν στην ιστορία (σελ. 63). Εξάλ λου, όπως τονίζει, η δημοκρατία είναι το αρχι κό, φυσικό πολίτευμα, ενώ η τυραννία είναι πλαστή, μια εφεύρεση του ανθρώπου (σελ. 70). Η λέξη·ελευθερία ηχεί από την αρχή ώς το τέ λος του βιβλίου της. Η ελευθερία όμως μπορεί να κατοχυρωθεί μόνο με το σύνταγμα. Πρότυπο Νεκέρ
δική της επανάσταση. Μεγάλοι συγγραφείς από διάφορες ευρωπαϊκές χώρες πρωτοσκέφτηκαν τις ιδέες τους για βιβλία: ο Σλέγκελ το Μάθημα της δραματικής λογοτεχνίας, ο Σισμοντί το Για τη λογοτεχνία της Νότιας Ευρώπης. Οι πραγμα τείες της Για τη λογοτεχνία (1800) και Για τη Γερμανία (1810) έφεραν το ρομαντισμό στη Γαλ λία. Κατά τους σχολιαστές της4 εκείνη εισήγαγε στη Γαλλία τη λέξη και την έννοια ρομαντισμός. Τα μυθιστορήματά της είναι γραμμένα από φε μινιστική σκοπιά. Στο Delphine (1802) υμνεί τη γυναίκα και την ελευθερία που πρέπει να κατα κτήσει για να ολοκληρωθεί. Το έργο αυτό εξόρ γισε το Βοναπάρτη, γιατί πίστευε ότι θιγόταν η αντιφεμινιστική του πολιτική. Το δεύτερο διά σημο μυθιστόρημά της, Corime (1807), ανήκει στο χώρο του ρομαντικού φεμινισμού. Η γυναί κα παρουσιάζεται ως η ενσάρκωση του συναι σθηματικού ατομικισμού που θα άλλαζε με τη διαίσθησή της την ανθρωπότητα, αν δεν ήταν θύμα των κοινωνικών πιέσεων και κυρίως θύμα της ανδρικής δειλίας. Αυτή η ευαισθησία της Σταλ για τη θέση της γυναίκας την ώθησε το 1793 να δημοσιεύσει ανώνυμα το φυλλάδιο Σκέψεις για τη δίκη της βασίλισσας. Εν ονόματι της αδελφότητας που πρέπει να ενώνει όλες τις γυναίκες, κάνει έκκλη ση σ’ αυτές να συμπαρασταθούν στη ΜαρίαΑντουανέττα. Εκείνο που δείχνει πραγματικά την ανωτερότητά της είναι ότι η βασίλισσα τη μι σούσε. Με αρχικό στόχο να ενημερώσει το κοινό για τη συμβολή του πατέρα της, που λάτρευε, στο έργο της Επανάστασης και κυρίως στην κατοχύ ρωση των δικαιωμάτων, έγραψε μιαν απολογία των ιδανικών της Επανάστασης με τίτλο Παρα
αφιερωμα/53 γι’ αυτήν ήταν το αγγλικό σύνταγμα που είχε την ευκαιρία να μελετήσει κατά τη διάρκεια της εξο ρίας της στην Αγγλία. Η διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου χρησιμοποιεί τη λέξη homme που σημαίνει άν θρωπος και άνδρας. Η Σταλ μιλά ευθέως για ελευθερία άνδρα και γυναίκας. Στο πιο διάσημο σήμερα από τα βιβλία της, την πραγματεία Για τη λογοτεχνία, εξεταζόμενη στις σχέσεις της με τους κοινωνικούς θεσμούς, γράφει με ύφος που τραβά την προσοχή εξαιτίας της συσσώρευσης αρνήσεων:
οι γυναίκες δεν είχαν πια κίνητρα για ν’ αναπτύξουν την κρίση τους: τα ήθη τους δεν έγιναν καλύτερα, (σελ. 335)
Στις Παρατηρήσεις η Σταλ χωρίζει την ελευθε ρία του γραπτού λόγου σε δυο κατηγορίες: στο βιβλίο και τον τύπο.6 Κι ενώ τάσσεται υπέρ της απόλυτης ελεθερίας του συγγραφέα βιβλίων, έχει σοβαρούς ενδοιασμούς στο θέμα της ελευθεροτυ πίας. Για τη Σταλ ο αναγνώστης βιβλίων είναι κάποιου επιπέδου και δεν αποδέχεται καμιά κρίση χωρίς προβληματισμό. Οι εφημερίδες όμως διαβάζονται από πλήθος κόσμου που είναι Από την εποχή της Επανάστασης οι άν- πρόθυμος να πιστέψει ό,τι δει γραπτό, ακριβώς δρες πίστεψαν ότι ήταν πολιτικά και επειδή είναι γραπτό. Το πλατύ κοινό δεν ξέρει ηθικά χρήσιμο να περιορίσουν τις γυ να κρίνει τα πράγματα ανεξάρτητα από τα άτο ναίκες στην πιο παράλογη μετριότητα- μα και από τις τυχαίες περιστάσεις. δεν τους απηύθυναν παρά μια γλώσσα Ενώ, όπως τονίζει η Σταλ, η ελευθερία του τύ χωρίς λεπτότητα όπως χωρίς πνεύμα- που είναι αναγκαία σε μια δημοκρατία (σελ. 188), όλοι συμφωνούν ότι ο τύπος πρέπει να ελέγχεται με νόμους, γιατί η κατάχρηση αυτής της ελευθερίας είναι επικίνδυνη για τους δημο κρατικούς θεσμούς (σελ. 189). Όμως, αν και όλα τα δεινά της Γαλλίας αποδίδονται από πολ λούς στην απόλυτη ελευθερία του τύπου που επέβαλε η Επανάσταση, η Σταλ τελικά προτιμά την κατάχρηση από την καταπίεση που βρίσκει ανάρμοστη με το κοινοβουλευτικό πολίτευμα (σελ. 190). Συγκρίνει την ανεξέλεγκτη ελευθερία του τύπου με την Τρομοκρατία: όπως η Τρομο κρατία δεν αναιρεί την Επανάσταση, έτσι και η κατάχρηση μιας ελευθερίας δεν αναιρεί αυτή την ελευθερία (σελ. 603). Η Σταλ ήταν μια έντονη προσωπικότητα που έζησε την Επανάσταση στην κοινωνία και την τέχνη, δυο έννοιες που εξελάμβανε ως παρεμφε ρείς. Ο χαρακτήρας της την έσπρωχνε να γίνει ηρωίδα της Επανάστασης. Η μοίρα της ως γυ ναίκα την περιόρισε στο ρόλο του κομπάρσου.*1 Σημειώσεις 1. Η χρήση που κάνω του ονόματος «Βοναπάρτης» δεν είναι επιτιμιτική αλλά ιστορική. Ο Βοναπάρτης γίνεται Ναπο λέων όταν χρίζεται αυτοκράτορας το 1804. Άλλωστε οι επικριτές του τον αποκαλούσαν Μπουοναπάρτε και όχι Μποναπάρτ, για να τονίσουν την ξένη καταγωγή του. 2. Β.Λ. Henri Guillemin, Mme de Stael, Benjamin Constant et ΝαροΙέοη, Παρίσι, Plon, 1959. 3. Η επόμενη γενιά (Ουγκώ, Σταντάλ) θα θαυμάσει το Ναπολέοντα και θα τον θεωρήσει συνεχιστή των ιδανικών της Επανάστασης. 4. Βλ. Madame de Stael, Considerations sur la Revolution franfatse. Εισαγωγή και σχόλια Jacques Godechot. Παρίσι, Tallandier, 1983, σελ. 41. Madame de Stael, De la Litterature consider dans ses rap ports avec les institutions sociales, 2 τόμοι. Γενεύη, Droz, 1959. Πρόκειται για την πρώτη μελέτη του λογοτεχνικού φαινομένου από κοινωνιολογική οπτική γωνία. 6. Το περιοδικό ήταν ακόμη μια σχεδόν άγνωστη εφεύρεση. Το πρώτο περιοδικό εκδόθηκε στην Αγγλία το 1731 (Gentle man’s Magazine) κι η πρώτη επιθεώρηση στη Σκωτία το 1802 (The Edinburgh Review).
54/αφιερωμα
Μ α ρ ία Μ α κρ ο π ο ύλ ο υ
Η απάντηση στην κυρία ντε τον Ναπολέοντα ή του επαναστατικού
Ο Σταντάλ δεν μπορεί να θεωρηθεί αυτόπτης μάρτυρας της Γαλλικής Επανάστασης, ήταν μόλις έξι ετών το 1789. Δέχτηκε όμως τους απόηχους της ταραγμένης αυτής περιόδου από το οικογενειακό του περιβάλλον, που ήταν προσηλωμένο ακόμη στα προνόμια του Παλιού Βασιλικού Καθεστώτος \ Σε ηλικία επτά ετών ο μικρός Ανρύ2χάνει τη μητέρα του που τη λάτρευε. αυταρχική και τυραννική διαπαιδαγώγηση που συνεχίζουν ο πατέρας του Σερουμπέν και η θρησκόληπτη θεία του Σεραφί, δημιουρ γούν πολύ νωρίς στο νεαρό Μπελ ένα πνεύμα αντίδρασης, όχι μόνο ενάντια στην οικογένειά του, αλλά πολύ περισσότερο σε ό,τι αυτή εκπρο σωπεί: την αστική νοοτροπία, την ηθική, τη θρη σκεία, τη βασιλεία. Η αντίδραση αυτή τον ωθεί φυσιολογικά σε ό,τι μισεί περισσότερο η οικογένειά του, τη δημοκρατία. Άλλωστε, τα δημο κρατικά ιδανικά του Σταντάλ, στην εφηβική αυ τή ηλικία, καθώς και το πάθος του για ελευθερία δεν αργούν να ταυτιστούν με τον νεαρό τότε Βοναπάρτη, του οποίου τα στρατεύματα τυχαίνει να περάσουν, την εποχή εκείνη, από τη γενέτει ρά του Γκρενόμπλ. «Ήμουν οπαδός του Βοναπάρτη, και ταυτόχρονα δημοκράτης! ταύτιζα το Ναπολέοντα με την ελευθερία. Όλοι οι φίλοι μου είχαν την ίδια λογική», εκμυστηρεύεται ο συγγραφέας στη Ζωή τον Ανρύ Μπρυλάρ. Το
Η
αφιερω μα/55
-Π α π ά κ η
του Σταντάλ Σταλ: Η ζωή η ενσάρκωση πνεύματος
w J 2
35 ? I w“ | | | § ^
1799 ο Σταντάλ φεύγει για το Παρίσι με το πρόσχημα ότι θα ετοιμαστεί για το Πολυτεχνείο. Εκεί, με τη βοήθεια των αδελφών Νταρύ3, κατα τάσσεται στο στρατό του Ναπολέοντα. Από τότε και ώς το 1814, η ζωή του Σταντάλ ακολουθεί τις επιτυχίες και τις ήττες του αυτοκράτορα. Αξίζει όμως να τονιστεί ιδιαίτερα, όπως του λάχιστον μαρτυρούν και τα αυτοβιογραφικά του έργα, ότι ο Σταντάλ δεν μένει πάντα τυφλά αφοσιωμένος στον Ναπολέοντα. Η αγάπη του γι’ αυ τόν και ο πρωταρχικός ενθουσιασμός του δεν ακολουθούν συνέχεια σταθερή πορεία. Ενώ θαυ μάζει τον Βοναπάρτη ως ενσαρκωτή της ελευθε ρίας και σωτήρα της Επανάστασης, μιλάει με μί σος για το Ναπολέοντα δικτάτορα, που έθαψε την Επανάσταση. Πράγματι, ο Σταντάλ δεν του συγχωρεί την επαναφορά ορισμένων θεσμών του Παλιού Κα θεστώτος, όπως τη θρησκεία και την αριστοκρα τία. Του καταλογίζει επίσης το γεγονός ότι ευ νόησε στο στρατό ένα σύστημα προαγωγών, με αποτέλεσμα να αναρριχώνται μετριότητες στα υψηλότερα αξιώματα. Απαράδεκτο ακόμη, για τον Σταντάλ, είναι η επαναφορά της λογοκρισίας στον τύπο, η μη παραδοχή της αντιπολίτευσης καθώς και η καταδίωξη των «ιδεολόγων». Με την Παλινόρθωση, όμως, μετά το 1815, φαίνεται πως η πρωταρχική εικόνα του Ναπολέοντα στη σκέψη του συγγραφέα σιγά σιγά αποκαθίσταται. Ο Σταντάλ δεν διστάζει ακόμη και να τον θεωρεί ως «το μεγαλύτερο άνδρα που εμφανίστηκε στον κόσμο μετά τον Καίσαρα», εξαίρει τις φιλοπρόοδες τάσεις του, τον ευγνωμονεί για το γεγονός ότι έσωσε ορισμένους θεσμούς της
56/αψιερωμα Επανάστασης και αποκατέστησε την τάξη. Θαυ μάζει επίσης τη μεγαλοπρέπεια των εκστρατειών του, το πρακτικό και διοικητικό πνεύμα του. Ο Σταντάλ τονίζει ακόμη ότι το έργο του Ναπολέοντα είναι περισσότερο αξιοθαύμαστο έξω από τα σύνορα της Γαλλίας, στα άλλα κράτη της Ευρώ πης και, κυρίως, στην Ιταλία. Ήδη από το 1805 εξυμνεί τις Ναπολεόντειες κατακτήσεις που διέ δωσαν τα «φώτα», δηλαδή τις επαναστατικές ιδέες σ’ όλη την Ευρώπη. ο 1815 ο Σταντάλ βρίσκεται στο Μιλάνο, κα ταβεβλημένος από τις εκστρατείες στην Αυ Τ στρία, στη Γερμανία και στη Ρωσία. Η πτώση του Ναπολέοντα δε φαίνεται να τον συγκινεί και πολύ, καθώς ασχολείται με το έργο του Ιστορία της ζωγραφικής στην Ιταλία. Η επάνοδός του όμως στο Παρίσι το 1817 θα ξαναζωντανέψει και πάλι τις αναμνήσεις και θα αναζωπυρώσει τον αρχικό ενθουσιασμό του για τον αυτοκράτορα. Τι συμβαίνει; Ο Σταντάλ ξαφνικά έρχεται σε επαφή με το καθεστώς των Βουρβόνων, με τη με τριότητα και την αθλιότητα που το χαρακτηρί ζουν. Αποκαρδιώνεται και θίγεται από την τα πεινότητα των ύβρεων που κατακλύζουν το πρό σωπο του πρώην αυτοκράτορα, πίσω από το οποίο βέβαια στοχεύουν την ίδια την Επανάστα ση4. Έτσι, μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα απο γοήτευσης και πικρίας γεννιέται στον Σταντάλ η επιθυμία να γράψει τη Ζωή του Ναπολέοντα για να δικαιώσει τον δοξασμένο κατακτητή και να αποκαταστήσει την αλήθεια. Η απόφασή του αυτή δεν φαίνεται να είναι πρόσφατη, ήδη από το 1802 σκεφτόταν να ασχο ληθεί με την ιστορία του Ναπολέοντα που την θεωρούσε αλληλένδετη με την ιστορία της Επα νάστασης. Λίγο αργότερα, ο Ντομινίκ, ψευδώ νυμο του Μπελ, σκιαγραφεί ένα πορτραίτο του Βοναπάρτη όπου διαφαίνεται η θέληση του συγ γραφέα να υποστηρίξει τον αυτοκράτορα απα ντώντας στις ύβρεις που του απευθύνονταν. Μια άλλη αιτία για την ενίσχυση της παλιάς του φι λοδοξίας μπορεί να θεωρηθεί και η συνάντησή του, ένα βράδυ του 1816, στη Σκάλα του Μιλά νου, με τους Λόρδους Μπάυρον και Χομπάουζ. Η συζήτηση που είχαν γύρω από τον Βοναπάρτη και τις στρατιωτικές του εκστρατείες γέμισε υπε ρηφάνεια την ψυχή του Σταντάλ, κυρίως για το γεγονός ότι υπηρέτησε στο πλευρό μιας ξεχωρι στής προσωπικότητας. Τη βάση όμως της Ζωής του Ναπολέοντα απο τελεί ένα άρθρο της «Edinburgh Review» πάνω στη δημόσια και πολιτική ζωή του αυτοκράτορα. Ο Σταντάλ το μεταφράζει και το σχολιάζει. Αρ χική του πρόθεση είναι να συμπεριφερθεί σαν πραγματικός ιστορικός και να αποδείξει στον αναγνώστη τις αιτίες της ανόδου και της πτώσης του αυτοκράτορα, τα προτερήματα και τα ελατ-
τώματά του, τις αρετές και τα λάθη του. Μπρο στά στον κίνδυνο της λογοκρισίας όμως ο συγ γραφέας αναγκάζεται να διακόψει τη συγγραφή του έργου μέχρι τον Ιούνιο του 1817. Λίγο αργότερα πέφτει στην αντίληψη του Στα ντάλ ένα βιβλίο της κυρίας ντε Σταλ Παρατηρή σεις πάνω στη Γαλλική Επανάσταση. Όλο το τέ ταρτο μέρος του αποτελείται από κριτικές για τον Ναπολέοντα και το έργο του. Αν και οι γνώ μες των δυο συγγραφέων δεν φαίνεται να διαφο ροποιούνται ως προς τον ολοκληρωτικό χαρα κτήρα της αυτοκρατορίας, ωστόσο ο Σταντάλ δεν μπορεί να συγχωρέσει στην κυρία ντε Σταλ την παραγνώριση της υπεροχής και της μεγαλοφυίας του αυτοκράτορα. Του είναι δύσκολο ακόμη να πιστέψει πως η συγγραφέας περιόρισε την εξέχουσα αυτή φυσιογνωμία σε μια σειρά ταπεινών πράξεων και παρέβλεψε την πραγματι κή του αξία. Παίρνει λοιπόν την απόφαση να απαντήσει σ’ αυτή τη «δυσφήμιση» και επανέρ χεται στη συγγραφή του έργου του, με περισσό τερο πείσμα τώρα. Δεν μπορεί πλέον να μείνει αντικειμενικός και αμερόληπτος, όπως αρχικά είχε αποφασίσει: «Γράφω την ιστορία του Ναπο λέοντα [τονίζει] για να απαντήσω σ’ ένα λίβελλο. Είναι μια άστοχη ενέργεια διότι ο λίβελλος αυ τός εκτοξεύεται από το μεγαλύτερο ταλέντο του αιώνα, ενάντια σ’ έναν άνθρωπο, που εδώ και τέσσερα χρόνια αντιμετωπίζει την εκδίκηση όλων των δυνάμεων της γης».5 α πιο σημαντικά και πρωτότυπα κεφάλαια της Ζωής του Ναπολέοντα αναφέρονται κυ ρίως στο πνεύμα της πολιτικής του, του στρατού και του συστήματος διοίκησης. Ο συγγραφέας επανέρχεται στο γνωστό θέμα της αντίθεσης του δοξασμένου κατακτητή και του αυταρχικού πο λιτικού άνδρα. Πιο συγκεκριμένα κατακρίνει τη δυσκίνητη διοίκηση της αυτοκρατορίας, τους μέ τριους υπουργούς, την καταπιεστική και συγκε ντρωτική εξουσία και δίκαια αναρωτιέται: πώς κατόρθωσε η Γαλλία να επιβάλλει τη διοίκησή της και να κατακτήσει ένα μεγάλο μέρος της Ευ ρώπης; και η απάντηση που δίνει είναι η εξής: «Η Γαλλία ακολουθούσε την ιστορική πορεία της με μια πρωτοφανή άμιλλα την οποία είχε εμφυσήσει ο Ναπολέων σ’ όλες τις τάξεις της κοι νωνίας. Η δόξα ήταν η πραγματική νομοθεσία των Γάλλων».6 Η απάντηση αυτή του συγγραφέα αποδεικνύεται αρκετά αποκαλυπτική για τα αί τια της αντίδρασης που του προκάλεσε το έργο της κυρίας ντε Σταλ, αν και σε πολλά σημεία υπάρχει συμφωνία απόψεων όπως ήδη αναφέρα με. Είναι γνωστό ότι ο Σταντάλ δεν ενδιαφέρεται τόσο για την πολιτική όσο για τους μηχανισμούς της πολιτικής που φανερώνουν τις κρυφές πτυ
Τ
αφιερωμα/57 χές της ανθρώπινης ψυχής. Μέσα από τη σκια γράφηση της Ζωής τον Ναπολέοντα θέλησε κυ ρίως να αποδείξει την τόλμη, τη θέληση, το ψυ χικό σθένος, που όχι μόνον κατεύθυναν τον αυτοκράτορα στις στρατιωτικές του επιχειρήσεις, αλλά κυρίως εμφύσησαν σ’ έναν ολόκληρο λαό τη δόξα, τη φιλοδοξία και το πάθος. Πολύ σω στά ο ιστορικός Πενγκώ, αναφερόμενος στη Ζωή τον Ναπολέοντα, τονίζει ότι αναπτύχθηκε κατά τη διάρκεια της Πρώτης Αυτοκρατορίας, μια καινούρια δύναμη στις ψυχές, μια καταπληκτική άμιλλα που παρέσυρε όλους, αν όχι στα ίδια ιδανικά, τουλάχιστον στις ίδιες υλικές ικανο ποιήσεις. Μήπως τελικά όλες αυτές οι «αξίες» που ταυ τίζει ο Σταντάλ με το πρόσωπο του Ναπολέοντα δεν αποτελούν και τις πιο ουσιαστικές και πολύ τιμες κατακτήσεις της Επανάστασης; Πέρα από τις πολιτικές μεταρρυθμίσεις, πέρα από τα ίδια τα γεγονότα, τι άλλο αντιπροσωπεύει η Επανά σταση εκτός από το σύμβολο της νιότης, της ελευθερίας, της δύναμης, της τόλμης, της αντί δρασης της κατάκτησης; Δίκαια, λοιπόν, ο Στα ντάλ θεωρεί τον Βοναπάρτη σωτήρα και συνεχι στή της λαμπρής αυτής περιόδου της ιστορίας.
Αν και κατέλυσε ορισμένα κεκτημένα δικαιώμα τα, κατόρθωσε ωστόσο, μέσα από την ίδια του την προσωπικότητα, να διασώσει το πνεύμα της Επανάστασης και να το κληροδοτήσει στις επό μενες γενιές. Εδώ έγκειται και το μεγαλείο του, ο Ναπολέων είναι γέννημα της Επανάστασης, ενσαρκωτής της επαναστατικής πνοής. Την πα ραγνώριση αυτή δεν μπόρεσε ποτέ ο Σταντάλ να συχωρέσει στην κυρία ντε Σταλ. Σημειώσεις 1. Η ζωή του Ανρύ Μπρνλάρ διηγείται πράγματι την Επανά σταση με τα μάτια ενός μικρού παιδιού που βλέπει τα πά ντα, δεν καταλαβαίνει όμως τίποτα. 2. Ανρύ Μπελ είναι το πραγματικά όνομα του Σταντάλ. 3. Πρόκειται για τον Μαρσιάλ και τον Πιέρ, ξαδέλφια του Σταντάλ και επιθεωρητές στο στρατό. 4. Την ίδια εποχή δημοσιεύεται ένα έργο που τιτλοφορείται «Ο Ληστής από την Κορσική» και αποτελεί πραγματικό υβρεολόγιο κατά του Ναπολέοντα. 5. Stendhal, Vie de Napoleon, Λωζάνη, Rencontre, 1960, σελ. 25. 6. Ibid., σελ. 145. * Λέκτορας στον τομέα γαλλικής λογοτεχνίας του τμήματος γαλλικής γλώσσας και φιλολογίας της φιλοσοφικής σχολής του Α.Π.Θ.
M O N R O E C. BEARDSLEY
ΙΣΤΟ ΡΙΑ ΑΙΣΘΗΤΙΚΩΝ ΘΕΩΡΙΩΝ Τό βιβλίο εξετάζει μέ σαφήνεια, εύθυκρισία καί εύρύτητα αντιλήψεων τή γραμματεία πάνω στήν Τέχνη καί τό ωραίο άπό τήν Ελληνική άρχαιότητα ως τίς μέρες μας.
m ΝΕΦΕΛΗ
58/αφιερωμα
Η μυθοποίηση στο του Βίκτορα Το 1874 ο Ουγκώ εκδίδει το ιστορικό μυθιστόρημα «Ενενήντα-τρία», όπου συνοψίζει μισού αιώνα σκέψεις και ιδέες γύρω από τη Γαλλική Επανάσταση. Μέσα από τις συνεχείς αντιπαραθέσεις των δύο αντίπαλων ομάδων - επανα στατών και βρεταννών χωρικών - και τη σκιαγράφηση των αρχηγών τους, φαίνεται καθαρά η στροφή του Ουγκώ στην αριστερά και η προτίμησή του για τον επαναστατικό στρατό των «μπλε». «Το βιβλίο αυτό δεν μπορούσε να είχε γραφτεί παρά μονάχα από ένα θαυμαστή της Επανάστασης»,1 εκείνης της Επανάστασης όμως που ευνοεί την πρόοδο και γίνεται συνώνυμη με αξίες όπως η ελευθερία, η αλήθεια, η δικαιοσύνη, η καλοσύνη, η αγάπη. εοποιημένη και θεόσταλτη παρουσιάζεται στο μυθιστόρημα η Επανάσταση. Ο Cimourdain, ένας από τους βασικούς ήρωες, πρώην ιερέας και σύμβολο της επαναστατικής ιδέας, στις διαπραγματεύσεις του με τους αντίπόλους θεωρεί πως όσα συμβαίνουν υπακούουν στη θεϊκή νομοτέλεια και πώς «αυτό που υπάρ-
Θ
χει στην επανάσταση είναι ο Θεός».2 Οι λέξεις που χρησιμοποιεί ο Ουγκώ για να χαρακτηρίσει την επανάσταση, δηλώνουν μεγαλείο και ανωτερότητα. Με τον ίδιο τρόπο παρουσιάζει και την Κονβανσιόν, χώρο ιερό, ένα είδος καθαρτηρίου, όπου παίρνονται οι αποφάσεις και συντελείται η πρόοδος. Το επίθετο που εντυπωσιάζει στις πε-
αφιερωμα/59
Χ ρυσή Κ α ρ α τσ ιν ίδο υ
της επανάστασης Ενενηντατρία Ουγκώ ριγραφές και επαναλαμβάνεται είναι το «terrible»=τρομερό. Η αίθουσα συνεδριάσεων παραπέμπει σε εικόνες της Παλαιός Διαθήκης, σε σκηνές που διαδραματίζονται ανάμεσα στους θνητούς και το Θεό, μέσα σε μια ατμόσφαιρα δέους και τρόμου για το θεϊκό πρόσωπο. Βιβλική μεγαλοπρέπεια επικρατεί και στην παρουσίαση της καρέκλας του προεδρεύοντα, εξομοιωμένου με το πρόσωπο του Θεού ως κρι τή. «Η πλάτη της καρέκλας του προέδρου ήταν στρογγυλή, με χρυσά καρφιά. Το τραπέζι του ήταν στηριγμένο σε ένα μόνο πόδι, με τέσσερα φτερωτά τέρατα και θα μπορούσαμε να πούμε πως έβγαιναν από την Αποκάλυψη για να παρα βρεθούν στην επανάσταση» (σ. 185). «Ό ,τι είναι μεγάλο έχει έναν ιερό τρόμο» (σ. 178) και η Κονβανσιόν με την επιβλητική μπαρόκ αρχιτεκτονι κή της,3 ευνοεί τη δημιουργία ανάλογου κλίμα τος. Η χωρίς όρια δυνατότητά της να επεμβαίνει καταλυτικά στα δρώμενα της εποχής και ο ρόλος
που διαδραμάτισε στην εξύψωση του πολιτισμού αποτυπώνονται με τον εξής χαρακτηρισμό: «Τό πος απέραντος. Όλων των ειδών οι τύποι ήταν εκεί· άνθρωποι, απάνθρωποι, υπεράνθρωποι» (σ. 203). Από τη σύγκρουση των τόσων διαφορε τικών τάσεων και χαρακτήρων προκύπτει η επα ναστατική δύναμη που παρακινείται από τον ου ρανό. Η επανάσταση δεν είναι αποτέλεσμα σκέ ψης ή δράσης ενός μεμονωμένου ατόμου, αλλά ενός συνόλου ανθρώπων που διακατέχονται από την ίδια αχαλίνωτη θέληση. Το κύριο θέμα του μυθιστορήματος είναι ο πό λεμος της Vendee, το 1793, αποτέλεσμα της αντιεπαναστατικής στάσης των χωρικών της δυτικής Γαλλίας, των ονομαζομένων «λευκών». Ο αγώ νας τους να καταπνίξουν την επανάσταση θεω ρείται από τον Ουγκώ ως μια προσπάθεια ενά ντια στην πρόοδο. Και ενώ η επανάσταση γίνε ται σύμβολο φωτός και προόδου, η εξέγερση των χωρικών παραπέμπει στο πνευματικό σκοτάδι και την οπισθοδρόμηση. Επανάσταση και πολι τισμός είναι για το συγγραφέα αναπόσπαστα δε μένα. «Κάνει [η επανάσταση] μια βαθιά τομή στον πολιτισμό απ’ όπου θα προκύψει η υγεία του ανθρώπινου είδους» (σ. 287). Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τα όσα αρνητικά επέφερε η επανάσταση συγχωρούνται. Τα τεράστια οφέλη που δέχτηκε ο πολιτισμός επισκιάζουν τον όλε θρο, την καταστροφή και τις αγριότητες του πο λέμου. «Η επανάσταση αφοσιώνεται στο μοιραίο της έργο. Ακρωτηριάζει, αλλά σώζει» (σ. 287). Ο τρόπος που διαλέγει ο Ουγκώ για να πα ρουσιάσει τους βασικούς ήρωες και τους δύο στρατούς, είναι ενδεικτικός του θαυμασμού του για τους «μπλε». Είναι διάχυτη η ειρωνεία για τους χωρικούς της δύσης που αγγίζει αρκετές φορές το χλευασμό. Πρόκειται για βλάκες «που αγαπούν τους βασιλιάδες τους, τους αφέντες τους, τους παπάδες τους και τις ψείρες τους» (σ. 221). Ρίχτηκαν στον πόλεμο από άγνοια «και αναρωτιόμαστε αν αυτός ο τυφλός μπορούσε να δεχτεί αυτήν τη λάμψη» (σ. 221). Άγριοι και αδίστακτοι, με σλόγκαν τους «Καθόλου οίκτο», σφάζουν και λεηλατούν αγνοώντας το συμφέρον της πατρίδας τους. Ο Ουγκώ εδώ παίρνει έντονα θέση εναντίον τους: «Δε γινόμαστε ήρώες πολε μώντας την πατρίδα μας». Ζουν σε ζωώδη κατά σταση μέσα σε υπόγειες σπηλιές και υποβοηθούνται στα σκοτεινά τους σχέδια από τον κλήρο. Ο χώρος όπου κινούνται και πολεμούν είναι τα επτά φοβερά δάση της Βρετάννης. Το σκοτάδι που επικρατεί σ’ αυτά τους βοηθά να φέρουν σε πέρας τους υποχθόνιους σκοπούς τρυς, αφού έτσι και αλλιώς τα σκότη αλληλοβοηθιούνται» (σ. 219). τους μαρκήσιος ντε Lantenac πα ρουσιάζει την εικόνα ενός γέρου του οποίΟ αρχηγός
60/αφιερωμα ου εξαίρετοι η λεβεντιά, η αποφασιστικότητα, η τόλμη, αλλά δε γίνεται πουθενά λόγος για τα πνευματικά του χαρίσματα. Αντίθετα, για τους δύο αρχηγούς των επαναστατών, τον Gauvain και τον Gimourdain, μαθητή και δάσκαλο αντί στοιχα, γίνονται εκτενείς αναφορές στην πνευ ματική τους σχέση, καλλιεργημένοι και οι δυο, συμπληρώνουν ο ένας τον άλλο σε σκέψεις και ψυχικό μεγαλείο. Ο Gauvain αποδίδεται με τα ωραιότερα χρώματα. Ηρωική και αθώα ψυχή, ανθρωπιστής και στοχαστής, «...ένας νέος σο φός· Αλκιβιάδης για όποιον τον έβλεπε, Σωκρά της για όποιον τον άκουγε» (σ. 254). Ο Cimourdain, πνευματικός πατέρας του Gauvain, γνώ στης όλων των ευρωπαϊκών γλωσσών, άνθρωπος που δε σταματούσε να μελετά, με πάμπολλες αρετές αλλά και ύφος ψυχρό. «Κανείς δεν τον εί δε να κλαίει. Απρόσιτη αρετή και παγερή. Ήταν ο φοβερός δίκαιος άνθρωπος» (σ. 140). Η βαθιά του πίστη στην εφαρμογή του νόμου και την απόδοση της δικαιοσύνης, χωρίς καμιά εξαίρε ση, του έδινε την ταυτότητα του ορθολογιστή. Αυτή ήταν και η διαφορά από το μαθητή του, τον οποίο θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε «ονειροπόλο της επανάστασης», τον βαθύτατα ανθρώπινο αρχηγό με τον οποίο ο Ουγκώ ταυτί ζεται συχνά με ευχαρίστηση. Αυτό που προβλη ματίζει τον Gauvain είναι το μέλλον, ακόμη και όταν δεν υπάρχει μέλλον γι’ αυτόν. Καταδικα σμένος σε αποκεφαλισμό, επειδή αντικατέστησε στη φυλακή τον κρατούμενο θείο του Lantenac, (με τον οποίο ήταν άσπονδοι εχθροί), ονειροπο λεί ακόμη και τις τελευταίες του στιγμές. «Ήταν πάνω στη λαιμητόμο ονειροπόλος. Και αυτός εδώ ο τόπος είναι μια κορυφή» (σ. 490). Η παρουσίαση των δύο επαναστατών αρχηγών ως «ανθρώπων του πνεύματος» έρχεται σε αντί θεση με την αμάθεια των χωρικών και του αρχη γού τους Lantenac. Ο Ουγκώ βρίσκει την ευκαι ρία να καυτηριάσει τους οπαδούς του Παλαιού Βασιλικού Καθεστώτος ως σκοταδιστές, βάζο ντας τον Lantenac να λέει στον Gauvain: «Τα βι βλία κάνουν τα εγκλήματα» (σ. 452). Εύκολα διαπιστώνει κανείς πως το λεξιλόγιο των επαναστατών είναι πλούσιο και ο λόγος τους διαθέτει φαντασία και ευφυΐα, την οποία τους δανείζει ο συγγραφέας προδίδοντας έτσι την ταύτισή του μ’ αυτούς. Ένα από τα συνθήματά τους υποδηλώνει γλωσσική ευαισθησία και καλλιέργεια: «Plus de noblesse que dans l’ame». «Ό χι πια ευγένεια παρά μονάχα στην ψυχή», υπονοώντας φυσικά με τη λέξη ευγένεια την τά ξη των ευγενών. Ο έκδηλος θαυμασμός του Ου γκώ για την επανάσταση ενισχύεται και από το γεγονός ότι διαλέγει από τη μυθολογία το όνομα της θεάς Αθηνάς, σύμβολο της σοφίας και στον Ουγκώ, για να την ονομάσει. Ένας λοιπόν από τους βασικούς λόγους της
μυθοποίησης της επανάστασης είναι η πνευματι κή άνοδος που εξασφάλισε. Ανάμεσα στις θετι κές επιπτώσεις και τις μεταρρυθμίσεις που επέ φερε, ο Ουγκώ επισημαίνει την πρόοδο στα γράμματα και την τέχνη. «Η επανάσταση θέσπι. ζε τη δωρεάν παιδεία, ... οργάνωνε την εθνική παιδεία, ... δημιουργούσε ωδεία και μουσεία» (σ. 202).
Η κοινωνική διάσταση της επανάστασης και οι επιπτώσεις της στη ζωή του λαού είναι ένα δεύ τερο θέμα που κυριαρχεί στο Ενενηντατρία. Η φτώχεια, η μιζέρια, η ορφάνια, η μητρότητα, απασχολούν τον Ουγκώ εξίσου με την επανάστα ση και σε συνδυασμό μ’ αυτήν. Ο Ουγκώ είναι και εδώ αυτός που γνωρίζουμε μέσα από όλο του το έργο, δηλαδή πάνω απ’ όλα Ανθρωπιστής. Τοποθετεί τον άνθρωπο πιο ψηλά από κάθε ιδεολογία. Η επανάσταση αποκτά στα μάτια του μυθικές διαστάσεις, επειδή τάχτηκε στην υπηρε σία της ανθρωπότητας, για να την εξυψώσει και έτσι «Η ανθρωπότητα νίκησε το απάνθρωπο» (σ. 432). Αναρωτιέται για τους σκοπούς της επανά στασης και δίνει μόνος του τις απαντήσεις. «Το 89 ανέτειλε για να καταξιώσει τις υπέρτατες αλήθειες και όχι για να τις αρνηθεί. Να γκρεμί σεις τα φρούρια σημαίνει να απολυτρώσεις την ανθρωπότητα- να καταργήσεις τη φεουδαρχία, σημαίνει να θεμελιώσεις την οικογένεια...» (σ. 438). Η σκιαγράφηση των προσώπων του μυθιστο ρήματος γίνεται με τρόπο ώστε να δίνεται πάντα έμφαση στην ανθρώπινη πλευρά τους. Ο Cimourdain ήταν μια ύπαρξη αγνή, μια «συνείδηση καθαρή», έτοιμος να θυσιαστεί για το καλό των άλλων, ένας αρχηγός που «είχε παντρευτεί την ανθρωπότητα» (σ. 134). Ο Gauvain δίνει δείγμα
αφιερωμα/61 τα ανθρωπιάς και μεγαλοψυχίας. Κάποιος στρα τιώτης στην προσπάθειά του να σκοτώσει τον Gauvain τραυματίζεται και συλλαμβάνεται. Όταν τον φέρνουν μπροστά στον Gauvain, αντί να τον σκοτώσει, όπως περίμεναν όλοι, αυτός διατάζει να του δώσουν κρεβάτι στο νοσοκο μείο, για να γιατρευτεί. Η πράξη όμως που τον δικαιώνει ως μαχητή των μεγάλων αξιών είναι η φυγάδευση του θείου του, αρχηγού των αντιεπαναστατών, από τη φυλακή. Δέχεται να θυσιάσει τη ζωή του, πράγμα που γίνεται τελικά, μένο ντας πιστός στους οικογενειακούς δεσμούς. Το τελευταίο βράδυ πριν από τον αποκεφαλισμό του συνομιλεί με το δάσκαλό του και φιλοσοφεί: «Ας γίνουμε η ανθρώπινη κοινωνία. Πιο μεγάλη από τη φύση» (σ. 479). Δικαιολογεί έτσι τη στά ση του και επιβεβαιώνει έμπρακτα τις ιδέες που είχε εκφράσει πριν την καταδικαστική απόφαση. Για τον αναγνώστη δεν είναι μόνο ο γενναίος αγωνιστής, ο ονειροπόλος επαναστάτης, αλλά το σύμβολο μιας πιο ανθρώπινης κοινωνίας. σον αφορά τον Lantenac, έχει κι αυτός τις ευαισθησίες του. Παρά τη σκληρή του καρ διά δεν μπορεί να μείνει ασυγκίνητος μπροστά στο δράμα τριών παιδιών που κινδυνεύουν να καούν κλεισμένα στον πύργο. Ρίχνεται στη φω τιά και τα σώζει. Σ’ αυτό το σημείο ο Ουγκώ δείχνει και πάλι την προτίμησή του για τους επαναστάτες και τονίζει την ηθική τους ανωτε ρότητα. Σε μια σκηνή όπου ο Lantenac διαπι στώνει πως είναι ελεύθερος χάρη στον ανεψιό του, κάνει μια χειρονομία που υποδηλώνει πως χαίρεται την ελευθερία του, έστω και αν αυτό σημαίνει αυτόματα την καταδίκη, άρα και τη στέρηση της ελευθερίας του ανεψιού του Gau vain. Ο Ουγκώ εκμεταλλεύεται κάθε ευκαιρία για να διανθίσει το κείμενο με στοιχεία και γεγονότα που τονίζουν την ανθρώπινη πλευρά των στρα τιωτών, σε όποια παράταξη και αν ανήκουν: «εκεί είχαν κάνει σούπα, εκεί είχαν κάνει λει τουργία, εκεί είχαν επιδέσει τους τραυματίες» (σ. 8). Στο πρώτο μέρος του μυθιστορήματος κάνει την εμφάνισή της η μοναδική γυναίκα ηρωίδα, η Michelle Flechard, χήρα και μητέρα τριών μι κρών παιδιών, από τα οποία το ένα θηλάζει ακόμα. Εκτεθειμένη στην ωμή βία του πολέμου και στην ανελέητη συμπεριφορά των «λευκών» καταθέτει τη δική της μαρτυρία για τον πόλεμο μέσα από το προσωπικό της δράμα. Οι «λευκοί» κρατούν ομήρους τα παιδιά της, η ίδια τραυμα τίζεται και, ύστερα από μια αγωνιώδη περιπλά νηση μέσα στα δάση και τα χωριά, όπου τα ανα ζητεί, φτάνει μπροστά σε ένα φλέγόμενο πύργο για να διαπιστώσει πως τα παιδιά της είναι φυ λακισμένα και ζωσμένα από τις φλόγες. Βγάζει
τότε μια κραυγή, όπως μόνο μια μάνα μπορεί να κάνει, και γίνεται το σύμβολο της μητρότητας· «αυτή η μάνα, ήταν η μητρότητα» (σ. 414). Το μόνο όπλο που έχει να αντιπαρατάξει στην αδι κία και την ανθρώπινη βαρβαρότητα είναι το πρωτόγονο ένστικτο της μάνας. Η Michelle Flec hard είναι για τον Ουγκώ το αρχέτυπο της μά
Ο
νας, που κρατά στα χέρια της το βάρος της αν θρωπότητας. Λίγο πριν αιχμαλωτιστούν τα παι διά της, και ενώ το ένα φωνάζει «πεινώ» και το άλλο «φοβάμαι», ο Lantenac προσπαθεί με συνε χείς ερωτήσεις να διαπιστώσει ποια είναι η ιδεο λογία της, ποιους υποστηρίζει. Ακολουθεί ο εξής διάλογος: - Με ποιο κόμμα είσαι; - Δεν ξέρω. - Είσαι με τους μπλε; Είσαι με τους άσπρους; Με ποιους είσαι; - Είμαι με τα παιδιά μου (σ. 14). Ό ταν η Michelle τραυματίζεται, δέχεται τις περιποιήσεις και την (υποτυπώδη) φιλοξενία ενός φτωχού ανθρώπου, του Tellmarch που τον αποκαλούν Caimand, δηλαδή ζητιάνο. Ζει σε πρωτόγονη κατάσταση μέσα σε μια καλύβα πιο χαμηλή και από σπηλιά, μάλλον χάρη στη θεία πρόνοια. Είναι κι αυτός αρχέτυπο- το αρχέτυπο του homo faber. Υπακούει στους δικούς του προσωπικούς νόμους που είναι ανθρώπινοι. Οι αξίες σ’ αυτόν δεν έχουν καταρρακωθεί- η κοι νωνία δεν τον άγγιξε και επομένως δεν τον αλ λοτρίωσε. Αν και θα μπορούσε να γίνει πλού σιος καταδίδοντας τον Lantenac που καταζητεί ται, προτιμά να μοιραστεί μαζί του τη σπηλιά και του υποδεικνύει τρόπους για να γλιτώσει. Το σκεπτικό που τον οδήγησε σ’ αυτό δείχνει πόσο έντονα έχει βιωμένη την ιδέα της ελευθερίας; «Να ακόμη ένας πιο φτωχός από μένα. Εγώ έχω
62/αφιερωμα
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΗΜ. Ν. ΠΑΠΑΔΗΜΑ Ιπποκράτους 8 - Αθήνα, τηλ. 362.73.18
Οι εκδόσεις ΔΗΜ. Ν. ΠΑΠΑΔΗΜΑ συμμετέχουν στις εκδηλώσεις π ου γίνονται στη χώρα μα ς για τα
200 χρόνια της Γαλλικής Επανάστασης (1789-1989) με την έκδοση του βιβλίου του Γάλλου σ υγγρ αφ έα
J e a n Paul B ertaud
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΖΩΗ ΣΤΗ ΓΑΛΛΙΑ ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ (1789-1795)
Φ
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ZQH ΣΤΗ ΓΑΛΛΙΑ ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ (1789-1795) Σ
Μετάφραση : αρουλα Αλεξανδράτου - Δέσποινα Αγγελοπούλου
το δικαίωμα ν’ αναπνέω- αυτός δεν το έχει» (σ. 93). Υποβάλλεται κι αυτός, όπως και η Michelle, στο ίδιο ερωτηματολόγιο από τον Lantenac, προκειμένου να διαπιστωθεί η πολιτική του θέ ση. Η απάντηση του φτωχού αντιστοιχεί απόλυ τα στην απάντηση της μάνας: - Είστε ρεπουμπλικάνος; Είστε βασιλικός; - Είμαι ένας φτωχός (σ. 98) Η συνείδηση της Michelle και του Tellmarch δεν καθορίζεται από την ιδεολογία, αλλά από τη «φυσική τους κατάσταση». Ο Ουγκώ τους κρίνει ως τους πιο κατάλληλους να αμφισβητήσουν την ανθρώπινη, αλλά και τη θεϊκή δικαιοσύνη και ευσπλαχνία. Η Michelle, καθώς ψάχνει απεγνω σμένα τα παιδιά της, συζητά με τον Tellmarch ο οποίος προσπαθεί να την καθησυχάσει: «Έχε εμπιστοσύνη στο Θεό», της λέει, και αυτή απα ντά ειρωνικά: «Ο Θεός! πού μου έβαλε τα παι διά μου;» (σ. 279). Σε άλλο σημείο του μυθιστο ρήματος, ο Tellmarch αναρωτιέται για την εγκυρότητα του νόμου και σαρκάζει: «Είμαι μέσα ή έξω από το νόμο; Το να πεθαίνεις από την πείνα είναι μέσα στο νόμο;» (σ. 93). Στο Ενΐνηντατρία κάθε πρόσωπο γίνεται σύμ βολο και εκπρόσωπος κάποιας ιδέας. Όλες οι τάσεις βρίσκουν τους εκφραστές τους. Οι δυο ήρωες όμως που προβάλλουν τις θέσεις του Ου γκώ για την επανάσταση είναι ο Gauvain και ο Cimourdain, έστω και αν η σκέψη τους διαφέρει σε αρκετά σημεία. Ο Cimourdain παλεύει για μια επανάσταση που θα φέρει τη δικαιοσύνη και θα επιβάλλει την τυφλή υποταγή στο νόμο. Ο Gau vain προεκτείνει τη σκέψη του δασκάλου του και πιστεύει σε μια επανάσταση που θα ενσαρκώνει την πρόοδο, πνευματική και ηθική. Η καλλιέρ γεια του λαού και ο εξευγενισμός του ψυχικού κόσμου του ανθρώπου είναι το ζητούμενο για τον Gauvain. Αν η επανάσταση δεν κατάφερνε ν’ αλλάξει τον τρόπο σκέψης του πολίτη, αν δεν έδινε ώθηση στα γράμματα και τις τέχνες, τότε θα έμενε μια στείρα ιδέα, απογυμνωμένη από το βασικό σκοπό της που είναι να καταργήσει τη δουλεία, είτε σωματική είτε πνευματική. Η απο δέσμευση του ανθρώπου από τα γήινα δεσμά εί ναι το ιδανικό τόσο του Ουγκώ όσο και του Gauvain που λέει στο τέλος του μυθιστορήματος: «Ό χι πια ζυγός! Ο άνθρωπος φτιάχτηκε όχι για να σέρνει τις αλυσίδες, αλλά για να ανοίγει φτε ρά» (σ. 480).*1 Σημειώσεις 1. Βλ. εισαγωγή του J. Boydout, στο βιβλίο του Βίκτορα Ουγκω, Quairevmgt-ireize, Παρίσι, Gamier, 1963,σελ. XXVI. 2. Βίκτορα Ουγκώ, Quatrevingt-treize, Παρίσι, Gamier, 1963, σελ. 377. Οι παραπομπές στο μυθιστόρημα θα βασίζονται στο εξής στην παραπάνω έκδοση. 3. Είναι γνωστή η αγάπη του Ουγκώ για το μπαρόκ και τις μορφές που πλησιάζουν το μπαρόκ.
αψιερωμα/63
Μ α ρ ίκ α Θ ω μ α δ ά κ η
Η προεπαναστατική ζύμωση στο θέατρο του Μπωμαρσαί
Η Γαλλική Επανάσταση, ως ανατρεπτικό γεγονός, προετοιμάστηκε στη συ νείδηση των ανθρώπων πολύ καιρό πριν ξεσπάσει το επαναστατικό μένος και ο ενθουσιασμός των πρωταγωνιστών των μεγάλων ημερών. Στην προετοιμα σία αυτή θεμελιώδη ρόλο, από πλευράς ιστορικής σημασίας, διαδραμάτισε η περίοδος του Διαφωτισμού κατά την οποία η δράση των Φιλοσόφων υπήρξε καθοριστική.
64/αφιερωμα Μπέυλ, ο Μοντεσκιέ, ο Βολταίρος και ο Ρουσώ με τους Εγκυκλοπαιδιστές κατέδειξαν δια μέσου των γραπτών τους ότι η φιλο σοφική θεώρηση του σύγχρονου τους κόσμου στηριζόταν σε μια βασική αντινομία: Ο θεωρητι κός ορθολογισμός προσέκρουε στην πρακτική καταστροφή του ορθού λόγου και στον παραλογισμό του καθημέραν βίου. Βαθμιαία η πολιτική συνείδηση των ανθρώπων του πνεύματος οδη γούσε στην καταγγελία των κοινωνικών αντιθέ σεων και στοιχειοθετούσε τη γενικότερη αφύπνι ση της,ομαδικής λαϊκής συνείδησης. Η μορφωμένη μεγαλοαστική τάξη, έχοντας συ νειδητοποιήσει την οικονομική της υπεροχή, προετοίμασε το έδαφος για τον κοινωνικό και πολιτικό μετασχηματισμό χρησιμοποιώντας εκ πρώτης όψεως ανώδυνα μεν, αλλά αποτελεσμα τικότατα μέσα. Ένα απ’ αυτά υπήρξε το θέατρο το οποίο, άλλωστε, πολλές φορές στάθηκε άμεσα απειλητικό απέναντι στις υπάρχουσες ήδη εκφυ λισμένες και χαλαρές δομές του κρατικού οικο δομήματος. Ο θεατρικός λόγος, ως λόγος ζωντα νός που απευθύνεται σε συνειδήσεις, ενέχει το στοιχείο της αμεσότητας και του ζωτικού δυνα μισμού. Κατά τον ίδιο τρόπο, το γεγονός της πα ράστασης ενεργοποιεί τις συντεταγμένες του θεατρικού λόγου στη διττή του φύση (κειμενική και αναπαραστατική) για να ευθυγραμμιστεί με το κοινώνικοπολιτικό πλαίσιο, με σκοπό την έ νταξη του θεάτρου στο συνολικό πλέγμα της επικαιρότητας. «Κάθε επανάσταση τόσο στη λογοτεχνία όσο και στην πολιτική έχει τους προάγγελούς της· και οι προάγγελοι δεν έχουν παρά κατά το ήμισυ συνείδηση του τι προετοιμάζουν σχετίζονται λι γότερο ή περισσότερο με τον χρόνο και το καθε στώς το οποίο πασχίζουν να καταστρέφουν ή να αντικαταστήσουν».1 Ο Μπωμαρσαί αποτελεί ένα τέτοιο παράδειγμα θεατρικού συγγραφέαπροάγγελου. Το ανήσυχο πνεύμα του, η περιπε τειώδης ζωή του, η ανάμιξή του σε οικονομικές και πολιτικές καταστάσεις (όχι εντελώς διάφα νες), σκιαγραφούν μια προσωπικότητα με έντο να τα χαρακτηριστικά της διαρκούς αναζήτησης νέων ενδιαφερόντων κάτω από το πρίσμα ορι σμένης σκοπιμότητας.2 Ένας τυχοδιώκτης; Ίσως, κατά μίαν άποψη. Ο τυχοδιωκτισμός όμως του Μπωμαρσαί ακολουθεί τη μόδα της εποχής. Αν μερικές ενέργειες του δημιουργού του Φιγκαρό σκανδαλίζουν, η εξήγηση της όλης συμπεριφοράς του βρίσκεται στη γοητεία που ασκεί πάνω στην ευαισθησία του ο κοινωνικός αριστοκρατικός περίγυρος της αυλής σε συνάρ τηση με την ιδιοσυγκρασία του ίδιου του συγ γραφέα.3 Ο Μπωμαρσαί περνά πολύ καιρό στο παλάτι του Λουδοβίκου, έχει υψηλούς προστά τες και φίλους και συχνά αναλαμβάνει μυστικές αποστολές που τον εκθέτουν πολιτικά και ηθικά.
Ο
Κατά γενική ομολογία ο Μπωμαρσαί στην ιδιω τική του ζωή είναι ένας γοητευτικός άνθρωπος και εκμεταλλεύεται όσο πιο καλά μπορεί τη γοη τεία του. Τολμά πράγματα που από τους άλλους χαρακτηρίζονται ως παράτολμα. Όλη του η ζωή είναι για τον ίδιο μια ευχάριστη περιπέτεια, η οποία εντούτοις, πολύ συχνά, του στοιχίζει κοινωνικοπολιτικές διαμάχες με ισχυρούς αντιπά λους και μάλιστα με ανθρώπους που κατορθώ νουν τον εγκλεισμό του στη Βαστίλλη. Στην πραγματικότητα, για τον Μπωμαρσαί η ζωή δεν είναι τίποτε άλλο (παρά τις σκοπιμότητες και με τις σκοπιμότητες) από ένα γοητευτικό θεατρικό παιχνίδι που το κινεί και το φέρνει σε πέρας ένα κομψό αλλά σκανταλιάρικο παιδί. Ο Μπωμαρ σαί είναι ένα πειραχτήρι. Παρακολουθεί σαν θεατής γεμάτος περιέργεια την οκνηρία των αρι στοκρατών, τη γεμάτη μηχανορραφίες και ρα διουργίες ζωή των περισσότερων από αυτούς και κάποια στιγμή νιώθει την ανάγκη να τους κάνει θέατρο και να τους ταπεινώσει. Ο νεαρός πλη βείος έχει σχηματοποιήσει μέσα του τη φιλοσο φία της τάξης του. Γνωρίζει καλά τη διανοητική του υπεροχή και ήδη μέσα του χορεύει ξέφρενα η λαϊκή ιδιοφυής φιγούρα του Φιγκαρό. ράγματι, ο Φιγκαρό ενσαρκώνει την αστική ανερχόμενη ιδεολογία του ανθρώπου που τον συνέλαβε ως θεατρικό - φανταστικό πρόσω πο. Τολμηρό, χαριτωμένο, δραματικό πρόσωπο το οποίο συγκεντρώνει όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του δυναμισμού της αστικής τάξης και που ταυτίζεται σε τελευταία ανάλυση με τον ίδιο τον Μπωμαρσαί. Ο συγγραφέας, από το πρώτο κιόλας έργο της φιγκαρικής του τριλο γίας, οπλίζει τον Φιγκαρό με αρετές επαναστάτη και εκλεπτυσμένη σκηνική παρουσία, χωρίς όμως να του αφαιρεί τη θεατρική αποτελεσματικότητα. Ωστόσο, στο πρώτο έργο της τριλογίας, στον Κουρέα της Σεβίλλης, ο Μπωμαρσαί εμφανίζει τον ήρωά του ως δευτερεύον πρόσωπο της πλο κής, μιας πλοκής η οποία επικεντρώνεται στην επίτευξη της ευτυχίας του αριστοκράτη Αλμαβίβα. Ο Φιγκαρό είναι πρόσωπο υπηρέτη το οποίο υποβοηθά τους έρωτες του κυρίου του και σπο ραδικά μόνο υπαινίσσεται κοινωνικές διαφορές και αδικίες επιδεικνύοντας μ’ αυτό τον τρόπο κάποια κριτική στάση απέναντι στον νεαρό αρι στοκράτη κύριό του:
Π
«Στις αρετές που απαιτούνται από έναν Υπηρέτη, η Εξοχότης σας αναγνωρίζει πολλούς Κυρίους που θα ήταν άξιοι να γί νουν Υπηρέτες;» (Πράξη πρώτη, Σκηνή πρώτη)7 Απεναντίας, στο δεύτερο έργο του τριπτύχου του, στο Γάμο του Φιγκαρό, ο Μπωμαρσαί υψώ
αφιερωμα/65 νει τον υπηρέτη του κόμη Αλμαβίβα σε πρωτα γωνιστικό πρόσωπο της πλοκής την οποία συχνά κατευθύνει αριστοτεχνικά. Ο Μωρίς Ντεκότ πα ρατηρεί τα εξής: «Ο καινούριος Φιγκαρό δεν παρουσιάζει πλέον κανένα από τα χαρακτηρι στικά εκείνα που θύμιζαν τους γελοίους υπηρέ τες της λογοτεχνικής παράδοσης. Εντελώς ανα νεωμένος, είναι γεμάτος γοητεία “ωραίος, χα ρούμενος, ευχάριστος”. Στο Γάμο του Φιγκαρό, ο κόμης μπορεί να θυμώνει μαζί του· ποτέ δεν απευθύνεται σ’ αυτόν με ειρωνεία. Ο Φιγκαρό δεν είναι πλέον ο χαριτωμένος συνένοχος· απο κτά το εύρος ενός αντιπάλου».8 Η επισήμανση αυτή της αντιπαλότητας ανάμεσα στον Φιγκαρό και στον Αλμαβίβα είναι δηλωτική της βαθμιαί ας και σταθερής αλλαγής του πολιτικού κλίματος που διαμορφώνεται στο κατώφλι της Επανάστα σης. Ο υπηρέτης φιγκαρό αποκτά στο εξής μια πολιτική υπόσταση τέτοια που υπαγορεύει στον αριστοκράτη Αλμαβίβα το σεβασμό και, γιατί όχι, το φόβο. Ο Αλμαβίβα υπολογίζει τώρα πια τον παλιό του υπηρέτη, ο οποίος βέβαια έχει αστικοποιηθεί έχοντας αποβάλει οτιδήποτε θύ μιζε πάνω του το απλό ανθρωπολογικό δείγμα μιας απλοϊκής τάξης που προτιμούσε ν’ αγνοεί την πολιτική κατάσταση της χώρας. Ο Μπωμαρσαί έγραψε το Γάμο του Φιγκαρό γύρω στα 1775, αλλά χρειάστηκε να περάσουν εννέα χρόνια για να παρασταθεί στη σκηνή. Ο βασιλιάς είχε απαγορεύσει κατηγορηματικά το ανέβασμα του έργου. Τέλος, αφού το έργο είχε διαβαστεί στο ίδιο το παλάτι και σ’ όλα σχεδόν τα σαλόνια του Παρισιού και όλοι περίμεναν τη μεγάλη πρεμιέρα του Γάμου του Φιγκαρό, ο βα σιλιάς αναγκάστηκε μετά από πιέσεις όλων να επιτρέψει την παράσταση: «Ο βασιλιάς επέμεινε τέσσερα χρόνια στην απαγόρευση της παράστα σης. Υπέκυψε, τέλος, ηττημένος, αλλά όχι πεπει σμένος, στα παρακάλια της βασίλισσας, του κό μη Αρτουά, της αυλής, ολόκληρου του έθνους».9 Ο βασιλιάς ένιωθε τον κίνδυνο που εγκυμονούσε μια παράσταση του έργου αυτού του Μπωμαρ σαί, όπου η επανασταστική διαδικασία φαινό ταν να είχε ήδη δρομολογηθεί κατά τρόπο καθο ριστικό και αμετάκλητο. Ο Γάμος του Φιγκαρό παρουσιάζει έναν επαναστατημένο κόσμο, είναι ήδη ο κόσμος της Επανάστασης σε μικρογραφία. Το έργο ευθύς ως παίχτηκε γνώρισε τεράστια επιτυχία και καταπληκτική απήχηση, τόσο στην αριστοκρατική όσο και στην αστική μερίδα της Γαλλίας, για διαφορετικούς βέβαια λόγους στην καθεμιά από αυτές. Στους αριστοκράτες το έργο ασκούσε μια παράδοξη γοητεία καθώς παρω δούσε περασμένα, ανύπαρκτα ίσως φεουδαρχικά δικαιώματά τους (όπως π.χ. το droit du Sei gneur).10 Συγχρόνως δε έβγαζε στην επιφάνεια διάφορες διαστροφές της τάξης τους και ελαττώ ματα που τους ήταν οικεία.
Οι αστοί αναγνώριζαν στα πρόσωπα του Φι γκαρό και της Σουζάννα (της αρραβωνιαστικιάς του) το δυναμικά επεξεργασμένο για το θέατρο σφρίγος της ανερχόμενης τάξης τους: «Η παρά σταση του Γάμου του Φιγκαρό ήταν σαν μια πρώτη κατάληψη της Βαστίλλης».11 ι προεπαναστατικές ζυμώσεις, που είχαν κιόλας αρχίσει εδώ και καιρό, είχαν διοχετευθεί με εξαιρετική δεξιοτεχνία στο έργο αυτό του Μπωμαρσαί. Το επιφανειακά ανάλαφρο παιχνίδι ανάμεσα στους αριστοκράτες και στους αστούς ξετυλίγεται με φόντο την πάλη μέχρι τε λικής πτώσεως. Μέσα από τη θεατρική σύμβαση γίνεται η εξαγγελία ενός κοινωνικού συμβολαί ου, καθώς η ανάγκη γελοιοποίησης της αριστο κρατικής τάξης και ο θρίαμβος των αστών πα ρουσιαζόταν ως επιτακτικό κοινωνικοπολιτικό
Ο
Μπωμαρσαί, σχέδιο Nattier
66/αφιερωμα ζητούμενο. Επιχειρώντας την κοινωνιοσημειωτική προσέγγιση του Γάμου του Φιγκαρό διαπι στώνουμε ξεκάθαρα πλέον τους όρους της σύ γκρουσης και της πάλης των δύο τάξεων (αρι στοκρατίας και αστικής τάξης). Αντιλαμβανόμεθα την αισθητή υπεροχή των αστών μέσα στο θεατρικό γίγνεσθαι που αντικατοπτρίζει την τρέ χουσα κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα της περιόδου πριν τη Γαλλική Επανάσταση. Ο Μπωμαρσαί έγραψε το Γάμο του Φιγκαρό για να διασκεδάσει το παλάτι και την τάξη που το στή ριζε, χωρίς να υποψιάζεται την ασυγκράτηση πορεία του έργου του. Γράφοντας το έργο δεν εί χε την πρόθεση να στρατευθεί ο ίδιος και οι θεα τρικοί του ήρωες στην υπόθεση της προετοιμα σίας ενός κοινωνικού μετασχηματισμού με όπλο το ανατρεπτικό του κήρυγμα. Μολαταύτα, ο Γάμος του Φιγκαρό έγινε σύμ βολο και συνώνυμο της πρόβας της Επανάστα σης. Τα λόγια του κεντρικού ήρωα έγιναν επα ναστατικά συνθήματα και ο ίδιος ο Φιγκαρό έφτασε να είναι εκφραστής και ενσαρκωτής της επαναστατικής κοσμοθεωρίας που μιλά τη γλώσ σα ενός λαού ο οποίος απαιτεί τα κοινωνικά του δικαιώματα και την ηθική του αξιοπρέπεια.12 Ο περίφημος εκτενής μονόλογος του Φιγκαρό στην V πράξη του έργου είναι αποκαλυπτικός του πνεύματος που δονούσε τον Μπωμαρσαί και ολόκληρη την αστική τάξη στα πρόθυρα της Επανάστασης: «Όχι, Κύριε Κόμη, δεν θα τα καταφέρε τε... δεν θα τα καταφέρετε. Επειδή είοαστε ένας μεγάλος αριστοκράτης, νομίζετε ότι ήσαστε και ιδιοφυία!., αριστοκρατική καταγωγή, λεφτά, μια κοινωνική τάξη, θέ σεις’ όλα αυτά σας κάνουν πολύ υπερήφα νο! Τι κάνατε όμως για ν’ αποκτήσετε τό σα αγαθά; Μπήκατε στον κόπο να γεννη θείτε και τίποτα περισσότερο. Στην ουσία δεν ήσαστε παρά ένας συνηθισμένος άν θρωπος». (Πράξη 5η, Σκηνή 3η) Το σημείο αυτό του μονολόγου που απευθύνε ται στον κόμη Αλμαβίβα μας αποκαλύπτει την ανοιχτή αντιπαράθεση μεταξύ του αριστοκράτη και του αστού. Ο Μπωμαρσαί, με το στόμα του Φιγκαρό, καταγγέλλει την ανώφελη ύπαρξη των αριστοκρατών οι οποίοι δεν κουράστηκαν δου λεύοντας για ν’ αποκτήσουν τα άφθονα πλούτη τους· μια κάστα ανθρώπων που «κόπιασε» μόνο τη στιγμή που γεννιόταν, σε αντίθεση με τους αστούς που μορφώθηκαν, εργάστηκαν και κατέ βαλαν προσπάθειες για ν’ αποκτήσουν μια θέση. Όμως, ο μονόλογος του Φιγκαρό αποκαλύ πτει και άλλες πτυχές του προεπαναστατικού αναβρασμού: «Μη μπορώντας να εξευτελίσουν το
πνεύμα, εκδικούνται κακοποιώντας το [...]. Ό ταν έγινε λόγος για τη φύση , του πλούτου, καθώς δεν είναι απαραί τητο να κατέχεις κάτι για να σκέφτε σαι, έγραφα για την αξία του χρήματος και για το καθαρό του αντίκρυσμα · αμέσως βλέπω ν’ ανοίγει η πόρτα ενός φρουρίου στην είσοδο του οποίου άφη σα την ελπίδα και την ελευθερία».14 Ο πολιτικός λόγος στο κομμάτι αυτό του μονο λόγου του Φιγκαρό θίγει το πρόβλημα της κατα νομής του πλούτου και των καταχρήσεων, τις οποίες καταγγέλλει ο διανοούμενος αστός. Προχωρώντας στο μονόλογο, ο ΜπωμαρσαίΦιγκαρό, χρησιμοποιώντας πάντα πνευματώδη τόνο και την ανάλαφρη σκωπτική του φιλοσοφία μιλά για τη λογοκρισία του Τύπου και της συγ γραφικής παραγωγής. Η ειρωνική του διάθεση αγγίζει τα όρια του παροξυσμού καθώς πραγμα τεύεται αυτό το καυτό για την εποχή πρόβλημα: «Μου είπαν ότι στη Μαδρίτη δημιουργήθηκε ένα σύστημα ελευθερίας στην πώληση των προϊόντων που επεκτείνεται μέχρι και σ’ εκείνα του Τύπου και ότι φτάνει να μη μιλώ στα γραφτά μου ούτε για τις αρχές, ούτε για τη θρη σκεία, ούτε για την πολιτική, ούτε για την ηθική, ούτε για τους ισχυρούς, μπορώ να τυπώσω το κάθε τι ελεύθερα, υπό την επίβλεψη δυο ή τριών Λογο κριτών. Για να εκμεταλλευθώ αυτή τη γλυκειά ελευθερία, αναγγέλλω ένα πε ριοδικό που το ονομάζω «Άχρηστη Εφημερίδα» οπότε ξεσηκώνονται όλοι εναντίον μου και μου την κλείνουν: Μένω στο εξής χωρίς δουλειά!» Το κοινωνικό πλαίσιο της εποχής, ήδη ευαι σθητοποιημένο από τα κηρύγματα των Φιλοσό φων, αμβλύνεται για να δεχθεί τις πνευματώδεις επαναστατικές διαθέσεις του Φιγκαρό-Μπωμαρσαί. Ο πολιτικός του λόγος οξύς και μεστός στη σύλληψή του, ανάλαφρος σαν φτερωτή αιχμηρή σκέψη, γίνεται σπόρος που καλλιεργείται στη γόνιμη γη που ετοιμάζει την επανάστασή της. Η προεπαναστατική ζύμωση στο θέατρο του Μπωμαρσαί παίρνει διαστάσεις φιλοσοφικές, πολιτικές και κοινωνικές που περνούν επίσης από το κανάλι της θεατρικής δομής. Στο Γάμο του Φιγκαρό ο Μπωμαρσαί τολμά να εμφανίσει επί σκηνής τον ίδιο το λαό που έρχεται να ζητή σει από τον Κόμη Αλμαβίβα το δικαίωμα στην ευτυχία.14 Βέβαια, ο Μπωμαρσαί δίνει στο πλή θος μια σχεδόν τελετουργική σημασία, η οποία εντούτοις υπογραμμίζει τον συμβολικό χαρακτή ρα του πλήθους ως σημείου της πλοκής. Ο επα
αφιερωμα/67 ναστάτης Φιγκαρό δεν είναι μόνος του· εκτός από την Κόμησσα και τη Σουζάννα που τον βοη θούν απροκάλυπτα, υπάρχει και ο επαναστατημένος λαός που του συμπαρίσταται, το πλήθος των καταπιεσμένων χωρικών. Με τη βοήθεια της σκηνικής παρουσίας του πλήθους, ο Μπωμαρσαί δηλώνει έμμεσα στους σύγχρονους του θεατές ότι η Επανάσταση βρίσκεται κιόλας έξω από την πόρτα τους. Η δυναμική παρουσία των ανθρώ πων του λαού ενεργοποιεί το θεατρικό γίγνεσθαι με τρόπο ώστε έτσι να επικαιροποιούνται όλοι οι θεατρικοί δρώντες, καθώς και οι καταστάσεις τις οποίες δημιουργούν. Το θέατρο, ως αντανάκλαση της ίδιας της κοι νωνίας έχει ανέκαθεν διαδραματίσει πρωταγωνι στικό ρόλο στην προετοιμασία των μεγάλων στιγμών της Ιστορίας. Δικαίως ο Μπωμαρσαί στον πρόλογο του Γάμον τον Φιγκαρό παρο μοιάζει το θέατρο με γίγαντα που «πλήττει θα νάσιμα ό,τι αγγίζει», υπαινισσόμενος έτσι την ανατρεπτική δύναμη του θεατρικού γεγονότος σε καθεστώτα ευάλωτης πολιτικής ηθικής.
Σημειώσεις 1. Petit de Julleville, Le thiatre en France, Παρίσι, A. Colin, 1927, σελ. 294. 2. Βλ. L. de Lomenie, Beaumarchais et son temps, Παρίσι, Le vy, 1873 (στο έργο αυτό δίδεται πλήρης περιγραφή των διαφόρων φάσεων της ζωής του Μπωμαρσαί). 3. Αυτ. 5. Βλ. R. Pomeau, Beaumarchais, I’homme et I’oeuvre, Παρίσι, Hatier-Boivin, 1956 (Βιογραφία του Μπωμαρσαί που δίνει έμφαση σε ορισμένα πολΰ χαρακτηριστικά γεγονότα της κοινωνικοπολιτικής δράσης του συγγραφέα). 6. Μαρίκα Θωμαδάκη, Η Αγάπη, θεατρικός λόγος στη ψιγκαρική τριλογία του Μπωμαρσαί (διδ. διατρ.), Θεσ/νίκη 1986, κεφ.IV. 7. Beaumarchais, Le Barbier de Seville, Παρίσι, Gailimard, 1957. 8. M. Descotes, Les grands rdles du thiatre de Beaumarchais, Παρίσι, P.U.F., 1974, σελ. 192. 9. P. de Julleville, ό.π., σελ. 328. 10. Μαρίκα Θωμωδάκη, ό.π., κεφ. III. 11. Ρ. de Julleville, ό.π., σελ. 328. 12. Μαρίκα Θωμαδάκη, ό.π., Επίλογος. 13. Beuanmarchais, Le Mariage de Figaro, Παρίσι, Gailimard, 1957. 14. Μαρίκα Θωμαδάκη, ό.π., Επίλογος.
68/αφιερωμα
Α φ ρ ο δ ίτη Σ ιβ ετίδ ο υ
Το Κοινωνικό Συμβόλαιο και η Γαλλική Επανάσταση Ο 18ος αιώνας για τη Γαλλία είναι ο αιώνας των μεταρρυθμίσεων. Μια σειρά από ζυμώσεις στον κοινωνικό και πνευματικό χώρο οδηγεί σε μια βίαιη κρίση, που εκμηδενίζει ένα από αιώνες καθιερωμένο πολιτικό και κοινωνικό σύστη μα και εγκαθιδρύει μια νέα τάξη πραγμάτων. Οι καινούριες ιδέες, που ξεπηδούν από την κοινωνική πραγματικότητα, επηρεάζουν, προετοιμάζουν και ίσως επισπεύδουν τον μεγάλο ξεσηκωμό. ανάγκη της αλλαγής γίνεται συνείδηση κυ ρίως στην τάξη, που συνθέτουν οι αστοί, οι χωρικοί και τα λαϊκά στρώματα. Στο πολιτικό σκηνικό της εποχής κυριαρχούν δύο αντίρροπα ρεύματα: αυτό της αστικής τάξης που προσβλέ πει στην εξουσία και αυτό της άρχουσας τάξης που προσβλέπει στη διατήρησή της. Η νεοσύστα τη ιδεολογία για τις αρχές της Ισότητας, της Ελευθερίας, της Λαϊκής Κυριαρχίας εκφράζεται από το Μοντεσκιέ, το Βολταίρο, το Ρουσώ. Οι απόψεις τους κυριαρχούν στην Ευρωπαϊκή σκέ ψη στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, προσφέροντας κριτήρια για την ερμηνεία του παρελθόντος και τη σύλληψη του μέλλοντος. Αλλά αν ο Βολταίρος και ο Μοντεσκιέ αποδί δουν στη μοναρχία νέα χαρακτηριστικά για να την κάνουν αποδεκτή από τους φιλοσόφους και τη φωτισμένη γνώμη, χωρίς να αλλάζουν τίποτα στη βάση, ο Ρουσώ δίνει τον ορισμό της λαϊκής κυριαρχίας, σημειώνοντας μια βαθιά τομή στη γαλλική πολιτική σκέψη. Ο Ρουσώ διαφοροποι είται ουσιαστικά από τους άλλους στοχαστές. Γιατί, ενώ το πρότυπο των εγκυκλοπαιδιστών εί ναι ο αστός, ο Ρουσώ. μπαίνοντας στο πλευρό των λαϊκών τάξεων, εκφράζει τους πόθους του καταπιεσμένου λαού. Αυτό εξηγεί και την επιτυ χία που γνωρίζει κυρίως, όταν η Επανάσταση περνά σε δεύτερη φάση στα χέρια των μικροα στών και της μεγάλης μάζας. Έτσι, αν ο Βολταί ρος και οι άλλοι δίνουν τους πρωτοπόρους αγώ νες που οδηγούν στη Γαλλική Επανάσταση, ο
Η
αφιερωμα/69 Ρουσώ είναι αυτός που κλονίζει συθέμελα τους παγιωμένους μηχανισμούς: το παλιό καθεστώς στη Γαλλία δε θα μπορέσει να ανασυσταθεί. Αν οι εγκυκλοπαιδιστές γενικά αρκούνται σε μια περιορισμένη μοναρχία ή ακόμα στο φωτισμένο δεσποτισμό, ο «πολίτης της Γενεύης» γράφει με άλλη πένα. Στα 1762 δημοσιεύει Το Κοινωνικό Συμβόλαιο ή Αρχές του πολιτικού Δικαίου. Έ ρ γο σύντομο και κατανοητό, που θεμελιώνει το Κράτος σ’ ένα καινούριο δίκαιο, αυτό που πρε σβεύει η Γαλλική Επανάσταση. Το Κοινωνικό Συμβόλαιο γνωρίζει την αποδο κιμασία και καταδικάζεται από τη Δημοκρατία της Γενεύης, όπου ο συγγραφέας καταφεύγει αποδιωγμένος από το Παρίσι. Το βιβλίο κρίνεται σκανδαλώδες, ασεβές, επικίνδυνο για την καθολική θρησκεία και όλες τις κυβερνήσεις. Μια επανάσταση έχει πάντα ανάγκη από πρω τοπόρες πολιτικές θεωρίες. Πρωτοπόρα θεωρή θηκε από τους Γάλλους επαναστάτες και η πολι τική σκέψη του Ρουσώ που, και από ιδιοσυγκρα σία και από πεποίθηση, είναι δημοκράτης. Είναι αναμφισβήτητο ότι ο Ρουσώ εμπνέει τους συντά κτες της διακήρυξης των δικαιωμάτων του αν θρώπου της 26ης Αυγούστου του 1789. Οι πολιτικές θεωρίες, που εκθέτει στα βιβλία
του, έχουν αρχικά περιορισμένο αναγνωστικό κοινό. Αποκτούν μια ξαφνική επικαιρότητα, όταν, έντεκα χρόνια μετά το θάνατό του, ξεσπά η Γαλλική Επανάσταση. Πολλά από τα κόμματα, που αγωνίζονταν τότε για την εξουσία, διεκδικούν τον «πολίτη της Γενεύης». Είναι αρκετά εύ γλωττο το γεγονός ότι ο Ρουσώ μπαίνει στο Πάνθεον την εποχή της διακυβέρνησης του Ροβεσπιέρου, ενώ ο Βολταίρος έγινε δεκτός ήδη από τη Συμβατική. Συχνά ο Ροβεσπιέρος επικαλείται το Ρουσώ για να στηρίξει τις αλλαγές του, εκ φράζοντας έτσι το θαυμασμό του. Επίκεντρο της σκέψης του φτωχού, υπερήφα νου, υπερευαίσθητου, κατατρεγμένου Ρουσώ υπήρξε πάντα το κοινωνικό πρόβλημα. Αυτό θα είναι και το αντικείμενο του Συμβολαίου που αποτελεί μια φιλοσοφική-κοινωνιολογική μελέ τη. Ο Ρουσώ θα αναζητήσει τις συνθήκες μιας τέλειας κοινωνίας ή μάλλον της καλύτερης δυνα τής κοινωνίας παίρνοντας «τους ανθρώπους όπως είναι και τους νόμους τέτοιους που μπο ρούν να γίνουν».1 λος ο γαλλικός 18ος αιώνας διακατέχεται από νέες ιδέες για ελευθερία και ισότητα. Ωστόσο οι αστοί, που αγωνίζονται για ελευθε ρία, τη βλέπουν σαν ελευθερία της τάξης τους και όχι όλου του λαού. Γι’ αυτό, ενώ τα λαϊκά στρώματα ταυτίζονται με τους αστούς στον αγώ να για την ανατροπή του απολυταρχικού καθε στώτος, ταυτόχρονα διαφοροποιούνται απ’ αυ τούς. Αυτά τα φτωχά και λαϊκά στρώματα υπο στηρίζει ο Ρουσώ. Ένα από τα βασικά δόγματα της φιλοσοφίας του είναι η ελευθερία, την οποία εννοεί γενική και τη συνδέει με την ισότητα. Βα θιά πεποίθησή του είναι ότι οι άνθρωποι είναι όλοι ίσοι. Ισότητα πολιτική και κοινωνική. «Ο άνθρωπος γεννήθηκε ελεύθερος, μα παντού είναι
Ο
70/αφιερωμα αλυσοδεμένος».2 Πρόθεσή του είναι να αντιπαραβάλλει την ιδέα του κυρίαρχου λαού στον ανε λεύθερο απολυταρχισμό. Είναι αυτή του η θεω ρία για την κυριαρχία του λαού, που τρομάζει τις άρχουσες τάξεις, κάνει τον Ρουσώ επικίνδυνο για το Κράτος και οδηγεί τους αντιπάλους του στην καταδίωξή του. Το νόμιμο θεμέλιο κάθε κοινωνίας είναι μια θεμελιακή συμφωνία. Μια μορφή συνεταιρισμού «που θα υπερασπίζεται και θα προστατεύει μ’ ολάκερη την ενωμένη δύναμη το πρόσωπο και τ’ αγαθά κάθε της μέλους κι όπου καθένας, αν και ενωμένος με όλους τους άλλους, θα υπακούει ωστόσο στον εαυτό του μονάχα, μένοντας ελεύ θερος όπως και πριν».3 Αυτό το βασικό πρόβλη μα λύνει το κοινωνικό συμβόλαιο, με το οποίο ο άνθρωπος περνά από τη φυσική κατάσταση στην πολιτική, χάνοντας τη φυσική του ελευθερία και κερδίζοντας παράλληλα «την πολιτική του ελευ θερία και την ιδιοκτησία σ’ όσα πράγματα κατέ χει».4 Στο εξής η κοινότητα είναι κυρίαρχη τόσο ηθικά όσο και πολιτικά. Καθήκον τού κάθε μέ λους είναι να ανακαλύπτει τα κοινά συμφέρο ντα, αυτό που ο Ρουσώ ονομάζει «γενική θέλη ση». Ελευθερία και ισότητα αποτελούν τις βάσεις κάθε συστήματος νομοθεσίας. Την ελευθερία ο Ρουσώ ορίζει σαν «υπακοή στο νόμο που φτιά χνει καθένας για τον εαυτό του...»,5 ενώ χωρίς την ισότητα δεν υπάρχει ελευθερία. Όλοι είναι ίσοι μπροστά στο νόμο. Έχουν υποχρέωση να υπακούουν στο κοινωνικό συμβόλαιο, γιατί κάθε προνόμιο καταργεί τη συμφωνία. «Αλλά με κα κές κυβερνήσεις τούτη η ισότητα δεν είναι παρά φαινομενική και απατηλή· χρησιμεύει μονάχα για να κρατά το φτωχό στη μιζέρια του και τον πλούσιο στις αρπαγές του. Στην πραγματικότητα οι νόμοι είναι πάντα ωφέλιμοι γι’ αυτούς που κατέχουν και βλαβεροί για όσους δεν έχουν τί ποτα. Απ’ αυτό βγαίνει πως η κοινωνική κατά σταση δίνει πλεονεκτήματα στους ανθρώπους, μόνο σαν όλοι έχουν κάτι και κανένας δεν έχει πιο πολλά».6 Για να εξασφαλίσει την πολιτική και κοινωνική ισότητα ο Ρουσώ αρνιέται την κα τάργηση του θεσμού της ιδιοκτησίας, την οποία οι μικροαστοί θεωρούσαν προϋπόθεση της ανε ξαρτησίας τους. έννοια της κυριαρχίας και ο ορισμός του νόμου σαν έκφραση της γενικής θέλησης βρίσκουν στο πρόσωπο του Ρουσώ τον ιδανικό εκφραστή τους. Ο λαός, με μια πράξη ελεύθερου συνεταιρισμού, θα αναλάβει να ενσαρκώσει την κυριαρχία που είναι «αλάθευτη» και «αδιαίρε τη». Αυτή θα είναι η πηγή κάθε νόμου, η ενσάρ κωση της γενικής θέλησης, η βάση του κοινωνι κού συμβολαίου. «Ο κυρίαρχος (η γενική θέλη ση) από την ίδια του την υπόσταση είναι πάντο
Η
τε ό,τι πρέπει να είναι».7 Ό σο για την κυβέρνη ση, που συνιστά την εκτελεστική εξουσία, μπορεί να έχει διάφορες μορφές. Μπορεί να είναι δημο κρατία, αριστοκρατία ή μοναρχία, εξαρτώμενη από μια σειρά φυσικούς και ηθικούς παράγο ντες. Εκφράζοντας ωστόσο την προτίμησή του για τη Δημοκρατία στο αντίστοιχο κεφάλαιο κα ταλήγει όλος θαυμασμό στη φράση: «Αν υπήρχε ένας λαός από θεούς, θα κυβερνιόταν δημοκρα τικά» για να προσθέσει αμέσως με πικρό ρεαλι σμό: «Μια κυβέρνηση τέλεια δεν ταιριάζει σε αν θρώπους».8 Αλλά και ο νομοθέτης, ο «εμπνευ σμένος» άνθρωπος που θα συντάξει τους νόμους, πρέπει να πάρει υπόψη του τις ειδικές συνθήκες κάθε έθνους. Ο νομοθέτης είναι ένας εξαιρετικός άνθρωπος μέσα στο κράτος, γιατί «Όποιος τολ μά κι αναλαμβάνει να νομοθετήσει για ένα λαό, πρέπει να νιώθει τον εαυτό του άξιο να μεταμορ φώσει το κάθε άτομο, που από μοναχό του είναι ένα σύνολο ολάκερο και στέρεο, σε μέρος ενός συνόλου πιο μεγάλου, απ’ όπου τούτο το άτομο θα δέχεται κατά κάποιο τρόπο, τη ζωή και την υπόστασή του».9 Ένα ισχυρό Κράτος εύχεται ο Ρουσώ, ικανό να προωθεί την ευτυχία των πολιτών του ενώ εξασφαλίζει τα ατομικά τους δικαιώματα, της ελευθερίας και της ιδιοκτησίας. Αφετηρία της πολιτικής του σκέψης η ατομική ελευθερία, τέρ μα της η γενική θέληση. Θα ήταν παράτολμο να ισχυριστεί κανείς ότι η Γαλλική Επανάσταση εμπνεύστηκε μόνο από τη
αφιερωμα/71 σκέψη του Ρουσώ και των Εγκυκλοπαιδιστών. Υπήρξε μια πληθώρα μακρόχρονων αιτίων που την προκάλεσε και τα οποία έχουν την προέλευ σή τους στο φεουδαρχισμό, όπως ο οικονομικός μαρασμός, η αδυναμία της μοναρχίας για θεσμι κές αλλαγές, η στείρα άρνηση παραχώρησης πο λιτικών δικαιωμάτων στην πλειοψηφία του πλη θυσμού, το παράλογο φορολογικό σύστημα. Η σύγκληση αυτών των ποικίλων οικονομικών και κοινωνικών αιτίων γεννά τη γενική δυσαρέσκεια και αγανάκτηση και οδηγεί τελικά σε μια δίχως προηγούμενο σύρραξη. Μέσα σ’ αυτές τις συνθή κες οι φιλόσοφοι συμβάλλουν στην κατάρρευση των παλιών δομών και στην ανατροπή ενός κλο νισμένου καθεστώτος. Ο Ρουσώ, απόστολος μιας δικαιότερης κοινωνίας, παίζει ένα ξεχωριστό ρόλο, τροφοδοτεί το γιγάντωμα του επαναστατι κού πνεύματος και συντελεί στη θεμελίωση μιας κοινωνίας δικαίου. Εκφράζοντας τις πιο προο δευτικές για την εποχή του ιδέες φαντάζεται μια «αυστηρή Δημοκρατία, βασισμένη στη λατρεία της αρετής και στην αγάπη της απλότητας, μια Δημοκρατία όπου τα ιδιωτικά συμφέροντα θα παραχωρούσαν αυτόματα το προβάδισμα στο γε νικό συμφέρον, όπου η ευημερία και ανεξαρτη σία θα πήγαιναν αντάμα, όπου, σύμφωνα με μια έκφρασή του, «όλ,, ο κόσμος να ζει και κανείς να μην πλουτίζει», μια Δημοκρατία όπου οι άν θρωποι θα ήταν πραγματικά άξιοι να είναι άν θρωποι - δηλαδή κανένα άτομο δε θα καταπίεζε τον πλησίον του - και όπου οι διακρίσεις θα
εξαρτώνταν μόνο από την αξία, την αρετή ή τις υπηρεσίες για την πατρίδα· μια Δημοκρατία τέ λος, όπου η ελευθερία θα ήταν μια διαρκής κα τάχτηση».10
1. Ζ.-Ζ. Ρουσώ, Το Κοινωνικό Συμβόλαιο, μτφρ. Δ. και Ν. Κούχτσογλου, 3η έκδοση, Δαρέμα, 1957, Βιβλίο Ιο, σ. 43 Ο.π. Βιβλίο Ιο, Κεφ. 11, σ. 44 Ο.π. Βιβλίο Ιο, Κεφ. VI, σ. 57 Ο.π. Βιβλίο Ιο, Κεφ. VIII, σ. 63 Ο.π. Σημείωση του ίδιου του Ρουσώ με την οποία κλείνει το Βι βλίο Ιο, κεφ. IX «Η Ιδιοκτησία στα πράγματα». Βλ. μτφρ. Δ. και Ν. Κούχτσογλου, σ. 67 7. Ο.π. Κεφ. VII, σ. 61 8. Ο.π. Βιβλίο 3ο, Κεφ. IV, σ. 118 9. Ο.π. Βιβλίο 2ο, Κεφ. VII, σ. 86 10. Bernard Gagnebin, εισαγωγή στον τόμο J.-J. Rousseau, Oeuvres Completes III, Παρίσι, Βιβλιοθήκη Pli'iade, 1964, σ. XXVI. 2. 3. 4. 5. 6.
72/αφιερωμα
Κ ώ σ τα ς Θ εο φ ά ν ο υ ς
Η Εγκυκλοπαίδεια» του Ντιντερό: οι περιπέτειες της έκδοσης Η έκδοση της «Εγκυκλοπαίδειας», μέσα στην τριανταπεντάχρονη πορεία της, πέντε φορές κινδύνεψε να διακοπεί, πέρασε πέντε κρίσεις, άλλες σοβα ρές και άλλες όχι. πρώτη κρίση εκδηλώθηκε το 1746. Τη χρο νιά εκείνη, η συγκέντρωση της ύλης για τον πρώτο τόμο είχε αρκετά προχωρήσει. Ο Ντιντερό όμως, για να καλύψει επιτακτικές οικονομι κές ανάγκες του, έγραψε και κυκλοφόρησε ανώ νυμα το βιβλίο του Φιλοσοφικές σκέψεις. Το βι βλίο ήταν πρωτότυπο και πουλήθηκε. Αλλά το Παρλαμέντο το έκρινε επαναστατικό και το έκα ψε στην πλατεία, το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου. Τον επόμενο χρόνο, ο Ντιντερό έγραψε το βι βλίο Περίπατος ενός σκεπτικιστή ή Οι αλέες, όπου διατύπωνε, στο ζήτημα της θρησκείας, θέ σεις πολύ τολμηρές. Έκανε όμως την απερισκε ψία να μιλήσει για το βιβλίο του αυτό στο καφε νείο, προτού ακόμα τυπωθεί. Κάποιος χαφιές τον άκουσε. Ακολούθησε έρευνα απ’ την αστυ νομία στο σπίτι του συγγραφέα, κατάσχεση χει ρογράφων και απειλή φυλάκισης. Ο διευθυντής (ο «Φιλόσοφος», όπως τον αποκαλούν τώρα οι φίλοι του) αναγκάζεται να μετακομίσει συναποκομίζοντας τη γυναίκα του, τα δικά του χειρό γραφα και τα χειρόγραφα των συνεργατών του. Αποτέλεσμα, η αναγκαστική καθυστέρηση στην πρόοδο της Εγκυκλοπαίδειας. Μετά από μικρό διάστημα, ο ανήσυχος και διαρκώς απένταρος αρχισυντάκτης κυκλοφορεί, πάλι για λόγους οι κονομικούς, πάλι ανώνυμα, το βιβλίο του Τα αδιάκριτα κοσμήματα. Ή ταν μια σκαμπρόζικη νουβέλα, όπου διακωμωδούνταν τα ψευτοπουρι-
Η
τανικά ήθη της υψηλής κοινωνίας, της αριστο κρατίας. Το βιβλίο προκάλεσε σκανδαλώδη θό ρυβο κι έφερε σημαντικά κέρδη στο συγγραφέα. Με μια μικρή καθυστέρηση στη συγκέντρωση της ύλης, έληξε εκείνη - η σχεδόν ανώδυνη - πρώτη κρίση στην έκδοση της Εγκυκλοπαίδειας. Δεν πέρασε πολύς καιρός και εκδηλώθηκε η δεύτερη και σοβαρότατη κρίση. Αιτία ο ίδιος πάλι ο διευθυντής. Η εμπορική επιτυχία τιον πιο πάνω τριών βι βλίων του, αλλά και το ασίγαστο δημιουργικό πνεύμα του, παρωθήσανε τον Ντιντερό να συνε χίσει τη συγγραφή φιλοσοφικών, κυρίως, βι βλίων. Το 1749, λοιπόν, τυπώνει το βιβλίο του Επιστολή για τους τυφλούς προς χρήση εκείνων που βλέπουν. Το βιβλίο κυκλοφόρησε ανώνυμο πάλι, και περιείχε την πολύ αθώα θεωρία, πως τις γνώσεις μας τις αποκτούμε δια μέσου των αι σθήσεων. Η άποψη αυτή δεν ήταν καινοφανής (πριν απ’ τον Ντιντερό, την είχαν διατυπώσει και άλλοι φιλόσοφοι), αλλά η λογοκρισία θεώ ρησε το βιβλίο ανατρεπτικό και η αστυνομία διάταξε τη σύλληψη του συγγραφέα. Ο Ντιντερό συλλαμβάνεται πράγματι στις 24 του Ιούλη 1749 και κλείνεται στη φυλακή του πύργου Βενσέν. Καταστροφή! Τι θα γινότανε τώρα η Εγκυκλο παίδεια·, Η έκδοσή της κινδύνευε να ματαιωθεί οριστικά. Οι εκδότες αναστατώνονται και αρχί ζουν διαβήματα στους αρμόδιους για την απε-
αφιερω μα/73
λευθέρωση του αρχισυντάκτη. Αυτός, στο μετα ξύ, κρατείται σε απομόνωση, χωρίς να του επι τρέπεται ούτε να βλέπει κανένα, ούτε να γράφει, ούτε να διαβάζει τίποτα. Μετά από δύο ανακρί σεις, αποδέχεται την κατηγορία πως έγραψε τα τέσσερα ανώνυμα βιβλία που αναφέραμε. Μετά απ’ αυτό, βγαίνει από την απομόνωση και τοπο θετείται σε κελί, στον αυλόγυρο της φυλακής. Τώρα μπορεί να περιφέρεται στην αυλή, να δέ χεται επισκέψεις, να διαβάζει και να γράφει. Οι επισκέπτες προσέρχονται αναρίθμητοι, απ’ το πρωί ώς το βράδυ: ο συνδιευθυντής, οι τακτικοί συνεργάτες, οι εκδότες, οι τυπογράφοι, οι διορ θωτές, οι σχεδιαστές, οι φίλοι. Τελικά, στις 3 του Νοέμβρη 1749 (μετά από φυλάκιση τριών πε ρίπου μηνών), ο ακούραστος και πολύτιμος διευθυντής αφήνεται ελεύθερος, για να συνεχίσει με αμείωτη φλόγα την προετοιμασία του έργου που είχε γίνει πια σκοπός της ζωής του. Έτσι, η δεύτερη και πολύ επικίνδυνη κρίση της έκδοσης, ξεπεράστηκε. Η τρίτη, εξίσου σοβαρή κρίση, προετοιμάστη κε κατά το χρονικό διάστημα που ακολούθησε μετά την κυκλοφορία του Προγράμματος (Οκτώβρης του 1750) και του πρώτου τόμου (1 του Ιού λη 1751) και εκδηλώθηκε εκρηκτικά με την έκδο ση του δεύτερου τόμου (Γενάρης του 1752). Κατά το χρονικό εκείνο διάστημα, συντάχθη καν τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα, στα οποία το
ποθετήθηκε η κοινή γνώμη της Γαλλίας και τα οποία προετοιμάζανε τις δυνάμεις τους για την τελική, αποφασιστική αναμέτρηση. Στο στρατό πεδο των Εγκυκλοπαιδιστών είχαν ενταχθεί οι «Φιλόσοφοι», οι συνεργάτες του έργου, οι προο δευτικές εφημερίδες και μεγάλη μάζα του κοι νού. Ό λοι αυτοί χειροκροτούσαν ενθουσιασμέ νοι για το έργο, που το αποκαλούσαν «απαρά μιλλο μνημείο του ανθρωπίνου πνεύματος» και «καταπέλτη κατά του φανατισμού και της τυ ραννίας». Στο αντίθετο στρατόπεδο είχαν συσπειρώθεί οι ανώτεροι κληρικοί, οι αυλικοί, οι αξιωματούχοι και μια μικρή μερίδα συντηρητι κού κοινού. Αυτοί καταγγέλνανε πως οι «Εγκυ κλοπαιδιστές θέλουν να υπονομεύσουν το θρόνο και να διαφθείρουν τις συνειδήσεις των πολι τών». Με τις εφημερίδες και τα περιοδικά που διαθέτανε, έβαλλαν κατά της Εγκυκλοπαίδειας, που την αποκαλούσαν «ευτυχία των αμαθών». χετικά με τους αντίπαλους της Εγκυκλοπαί δειας, ο Τουρνέ, στο βιβλίο του Ο Ντιντερό και η Αικατερίνη 2η, μεταφέρει την ακόλουθη εκτίμηση του διευθυντή: «Είχαμε για δηλωμέ νους εχθρούς τους αυλικούς, τους άρχοντες, τους στρατιωτικούς που δεν έχουν ποτέ άλλη γνώμη από κείνη των αφεντικών τους, τους κλη ρικούς, τους αστυνομικούς, τους διοικούντες, τους διανοούμενους που δε συνεργαζόντανε στο
Σ
74/αφιερωμα σύγγραμμα, τους κοσμικούς τύπους κι εκείνους απ’ τους πολίτες που παρασυρόντανε απ’ τους ισχυρούς». Οι Ιησουίτες ιδιαίτερα δημοσίευσαν πύρινα άρθρα στην Εφημερίδα της Τρέβου, απ’ το Νοέμβρη του 1751 ώς το Μάρτη του 1752. Στο μεταξύ συνέβηκε το ακόλουθο περιστατι κό που επιβάρυνε τη θέση των Εγκυκλοπαιδι στών και που πρόσφερε ισχυρό όπλο στα χέρια των αντιπάλων τους. Στις 18 του Νοέμβρη 1751, ο νεαρός αβάς ντε Πραντ, δεινός στοχαστής και συνεργάτης της Εγκυκλοπαίδειας, κατάθεσε στη Σορβόνη μια θέση με τίτλο Στην ουράνια Ιερου σαλήμ και με θέμα «Ποιος ήταν εκείνος που πά νω στο πρόσωπό του ο Θεός φύσηξε την πνοή της ζωής». Η πρυτανεία του πανεπιστημίου δέ χτηκε τη διατριβή, αλλά η θεολογική Σχολή την καταδίκασε και κατάφερε τελικά να τη ρίξει στη φωτιά. Η αστυνομία διατάχτηκε να συλλάβει τον αβά, αλλ’ αυτός πρόλαβε να δραπετεύσει στο εξωτερικό. Ο Ντιντερό θέλησε να υπερασπίσει τον φίλο και συνεργάτη του. Κυκλοφόρησε λοι πόν, το Γενάρη του 1752, το φυλλάδιο Συνέχεια στην απολογία του Αβά ντε Πραντ, όπου διατύ πωνε απόψεις καθαρά υλιστικές. Το φυλλάδιο ήταν ανώνυμο, μα όλοι φυσικά γνωρίζανε το συγγραφέα του. Μέσα σε πρωτοφανή αναστάτω ση της κοινής γνώμης και θυελλώδεις διαμαρτυ ρίες των συντηρητικών, οι κληρικοί σημείωσαν μια εντυπωσιακή νίκη: πείσανε την κυβέρνηση να πάρει θέση κατά των Εγκυκλοπαιδιστών. Πράγματι, στις 7 του Φλεβάρη 1752, το Συμβού λιο του Βασιλιά ανακαλεί την άδεια έκδοσης, απαγορεύει την κυκλοφορία των δύο πρώτων τό μων και διατάζει να κατασχεθούν όλα τα έτοιμα αντίτυπα, καθώς και όλη η ύλη και όλα τα χειρό γραφα που θα δημοσιεύονταν στους επόμενους τόμους. Πρέπει εδώ ν’ αναφερθεί μια λεπτομέρεια εν δεικτική του κύρους που είχαν ήδη αποκτήσει τα γραφτά των Εγκυκλοπαιδιστών. Οι Ιησουίτες, με την ενέργειά τους αυτή, επιδιώκανε, εκτός από τη διακοπή της έκδοσης του έργου, και έναν ακόμα (ανομολόγητο) στόχο να ιδιοποιηθούν τα κατασχεμένα άρθρα, να διαλέξουν όσα τους ταί ριαζαν, να τροποποιήσουν άλλα, και να τα δη μοσιεύσουν στο δικό τους Παγκόσμιο λεξικό, που κυκλοφόρησε το 1704, και που σκοπεύανε να το ανατυπώσουν σε νέα συμπληρωμένη έκδο ση. Σ’ αυτή την τόσο κρίσιμη στιγμή, την κατά σταση έσωσε ο Μαλεζέρμπ, φίλος φανατικός των Εγκυκλοπαιδιστών και διευθυντής τώρα της λο γοκρισίας, σε αντικατάσταση του ντ’ Αρζανσόν. Ο άνθρωπος αυτός, με κίνδυνο να χάσει τη θέση του και με απόλυτη ανιδιοτέλεια, επισκέπτεται ένα βράδυ μυστικά τον Ντιντερό, τον πληροφο ρεί πως πρόκειται να διεξαχθεί έρευνα και κα τάσχεση και του προτείνει να κρύψει ολόκληρο το υλικό του έργου στο δικό του σπίτι. Η μετα
φορά γίνεται την ίδια στιγμή, ενώ ο Φιλόσοφος εξαφανίστηκε για πολλές μέρες, φιλοξενούμενος κρυφά πότε στο ένα φιλικό σπίτι, πότε στο άλλο, χωρίς ωστόσο να διακόψει τη δουλειά της διεύ θυνσης. Οι εκδότες, παράλληλα με παρασκηνιακά δια βήματα αποσπάσανε τη σιωπηρή συγκατάθεση της κυβέρνησης και του Μαλεζέρμπ να συνεχίσουν την έκδοση. Είναι αλήθεια πως πολλοί ισχυροί παράγοντες ευνοοούσανε μια τέτοια λύ ση. Ο Λουί Ντυκρό γράφει σχετικά: «Μερικοί υπουργοί, ακόμα και η ίδια η μαντάμ ντε Πομπαντούρ,' παρακάλεσαν έμμεσα τον ντ’ Αλαμπέρ και τον Ντιντερό να ξαναρχίσουν την εργα σία της Εγκυκλοπαίδειας». Με τον τρόπο αυτό, το μισονόμιμο και μισοπαράνομο, η έκδοση συ νεχίστηκε απρόσκοπτα. Η Εγκυκλοπαίδεια είχι βγει σώα από κείνη τη θανάσιμη κρίση. Παρ’ όλο τούτο, μια νέα κρίση, η τέταρτη κα τά σειρά, δεν άργησε να ξεσπάσει. Το αντιδρα στικό στρατόπεδο του ταξικού κατεστημένου νου διάθετε ακόμα πολλές εφεδρικές δυνάμεις, που, σε αλλεπάλληλα κύματα, τις έριχνε στη μά χη κάθε φορά που παρουσιαζόταν ευκαιρία. Η ευκαιρία παρουσιάστηκε το Νοέμβρη του 1757, όταν κυκλοφόρησε ο 7ος τόμος της Εγκυ κλοπαίδειας. Σ’ αυτόν, ο ντ’ Αλαμπέρ δημοσίευ σε το άρθρο «Γενεύη», όπου εγκωμίαζε την εκεί εκκλησία που ανήκε στην αίρεση του Σωσιανισμού (η αίρεση αυτή αρνείται την Αγία Τριάδα, και συνεπώς αποδέχεται τον πανθεϊσμό). Το άρ θρο προκάλεσε οξύτατες διαμαρτυρίες από την πλευρά των καθολικών. Από άλλη πλευρά ξεκι νώντας και θεωρώντας το ζήτημα από άλλη σκο πιά, ο Ρουσσώ κυκλοφορεί την Επιστολή στον
αφιερω μα/75
ντ’ Αλαμπέρ για τα θεάματα, με την οποία επιτί θεται κι αυτός βίαια στο συντάκτη του άρθρου. Ο διάσημος μαθηματικός, πτοημένος απ’ τη συ ντονισμένη εκείνη επίθεση, τρομάζει, δειλιάζει, λιποτακτεί και παραιτείται, το Γενάρη του 1785. Οι αντίπαλοι των Εγκυκλοπαιδιστών είχαν αρχί σει να κερδίζουν έδαφος. ατά κακή τύχη των τελευταίων, συνέβηκε, μερικούς μήνες μετά, ένα ακόμα δυσάρεστο περιστατικό, που οπωσδήποτε επιβάρυνε τη θέ ση τους. Ο Ελβέτιος, συνεργάτης της Εγκυκλο παίδειας και επιστήθιος φίλος του Ντιντερό, κυ κλοφορεί το βιβλίο του Περί πνεύματος. Το βι βλίο κρίθηκε αθεϊστικό, καταδικάστηκε στις 10 του Αυγούστου και κατασχέθηκε. Η σύγκρουση τώρα έγινε περισσότερο βίαιη και περισσότερο εκτεταμένη: πήρε χαρακτήρα θρησκευτικό, πολι τικό, ιδεολογικό και κοινωνικό. Όμως οι υπερασπιστές του κατεστημένου φα νήκανε, τούτη τη φορά, πιο ισχυροί. Αφού εξα σφαλίσανε την υποστήριξη της βασίλισσας και του διάδοχου, ζητήσανε απ’ την κυβέρνηση να διώξει τους Εγκυκλοπαιδιστές και ν’ απαγορεύ σει το σύγγραμμά τους. Και το πέτυχαν. Πράγ ματι, το Παρλαμέντο καταδίκασε την Εγκυκλο παίδεια, και στις 8 του Μάρτη, το Συμβούλιο του Στέμματος έβγαλε μια διαταγή, που, μεταξύ άλλων, έλεγε: «Ανακαλούμε οριστικά και αμετάκλητα την άδεια κυκλοφορίας του εν λόγω συγ γράμματος, διότι τούτο αποτελεί κίνδυνον δια την θρησκείαν και διότι εμπνέει αίσθημα ανε ξαρτησίας εις τους λαούς... Απαγορεύομεν την καθ’ οιονδήποτε τρόπον πώληση, παραχώρηση ή μεταβίβαση των ήδη κυκλοφορούντων επτά τό μων, καθώς και την εκτύπωσιν νέων. Οι παραβάται θα τιμωρηθούν παραδειγματικά. Εντέλλεται ο Γενικός Διοικητής της Αστυνομίας να εκτελέσει με τη δέουσα αυστηρότητα την παρού σα διαταγή».
Κ
Σαν να μην έφτανε όμως το χτύπημα τούτο, νέο πλήγμα βρήκε την Εγκυκλοπαίδεια: στις 3 του Σεπτέμβρη 1759, ο πάπας Κλήμης 5ος, μπαί νοντας κι αυτός στην ορχήστρα των αφηνιασμέ νων κληρικών, αφόρησε το επάρατο σύγγραμμα. Εκδότες και συνεργάτες πανικοβάλλονται, εκτός απ’ τον Ντιντερό. Η αλήθεια ωστόσο ήταν πως ο κίνδυνος για ολική καταστροφή είχε πολύ πλησιάσει. Μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα ήττας, ο Βολταίρος μεταφέρει πρόταση του αυτοκράτορα της Πρωσίας Φρειδερίκου 2ου να συνεχιστεί η έκδοση στη χώρα του, κάτω απ’ την προσωπι κή του αιγίδα. Την ίδια πρόταση, για τη δική της χώρα, διατυπώνει με απεσταλμένο της η αυτοκράτειρα της Ρωσίας Αικατερίνη 2η. Ο Ντιντερό απορρίπτει και τις δυο προτάσεις: επιμένει ν’ αποτελειώσει'το έργο στην πατρίδα του, όπου τον κρατούν άρρηκτοι δεσμοί πνευματικοί, ψυ χικοί, ηθικοί και υλικοί. Πλάι του στέκουν, πι στοί συμπαραστάτες και σταθερά αποφασισμέ νοι, οι φίλοι του ντ’ Ολμπάκ, Ζωκούρ, Γκριμ και Ναιζόν. Με μια ασυνθηκολόγητη αγωνιστικότη τα, οι άνθρωποι αυτοί, το σκληρό επιτελείο της Εγκυκλοπαίδειας, αποφασίζουνε να συνεχίσουν την έκδοση αγνοώντας την απαγόρευση, και να στέλνουν τους τόμους κρυφά στους συνδρομη τές. Είχαν συγκροτήσει μια - θα λέγαμε σήμερα - παράνομη οργάνωση. Παρά τους κινδύνους που διατρέξανε να συλληφθούν και να φυλακι στούν, παρά τις στερήσεις που υποστήκανε μέσα στις πιεστικές όυνθήκες της παρανομίας, παρά τον δυσβάστακτο όγκο της δουλειάς, κατορθώ σανε να ολοκληρώσουν το· σύγγραμμα ώς τη στερνή του λεπτομέρεια. Οι τελευταίοι τόμοι τυπωνόντανε σε άγνωστα τυπογραφεία και διανέμονταν χέρι με χέρι στους αναγνώστες. Στο εξώφυλλο, όλα τα στοιχεία ήταν ψεύτικα: το όνομα του εκδότη και του αρ χισυντάκτη, καθώς και ο τόπος της εκτύπωσης. Οι Εγκυκλοπαιδιστές χάσανε τη μάχη με τους
76/αφιερωμα αντιδραστικούς, μα κερδίσανε τη μάχη που δώ σανε ενάντια στην αμάθεια: τα φώτα τους κα ταυγάσανε τον σκοτεινό ουρανό της Ευρώπης ολόκληρης. Κερδίσανε επίσης τη μάχη που δώ σανε ενάντια στην ιστορία: την υποτάξανε και την αναγκάσανε να κάνει ένα τεράστιο άλμα μπροστά. Αλλά η έκδοση έμελλε να γνωρίσει μια ακόμα -μικρότερη αυτή - δοκιμασία, μια εσωτερική κρίση, που ξεπεράστηκε σχετικά εύκολα, αν και όχι τόσο ανώδυνα για τον αρχισυντάκτη. Το 1764, ο Ντιντερό διαπιστώνει πως τα χει ρόγραφα των συνεργατών, απ’ τη στιγμή που τα παραδίνανε στο τυπογραφείο ώς την εκτύπωσή τους, είχαν υποστεί σοβαρές αλλοιώσεις. Μετά από συστηματική παρακολούθηση και σχολαστι κή έρευνα, διαπίστωσε πως δράστης του εγκλή ματος ήταν ο ίδιος ο εκδότης Λεμπρετόν. Αυτός, βλέποντας την κατάσταση με το δικό του καθαρά εμπορικό μάτι, φοβήθηκε μήπως το έργο σταμα τήσει εξαιτίας των τολμηρών άρθρων, οπότε θα έχανε και κεφάλαια και κέρδη. Ήξερε πως οι «φιλόσοφοι» κάνανε αποκοτιές, γράφανε προ κλητικά πράγματα, ρίχνανε λάδι στη φωτιά της διαμάχης. Και πήρε το θάρρος να ελέγχει, να διορθώνει, να πετσοκόβει, να ψαλιδίζει τα γρα
φτά τους, για να τα καταστήσει ανώδυνα στους εχθρούς, που καιροφυλακτούσανε να τον ποδο πατήσουν. Ούτε καν σκέφτηκε πως με την πα ρέμβασή του αυτή αλλοιωνότανε η ίδια η σύστα ση, η ουσία του έργου. Βέβαια, απ’ τη δική του, την καθαρά εμπορική πλευρά, είχε κάποιο δίκιο. Γιατί, αν η έκδοση σταματούσε, η καταστροφή θα παράσερνε όχι μόνο τους εκδότες, παρά και πολλούς άλλους: τυπογράφους, χαρτοποιούς, βι βλιοδέτες, συγγραφείς, πολλές εκατοντάδες συνεργαζόμενα άτομα, φτωχούς βιοπαλαιστές. Ό ταν ο διευθυντής αντιλήφθηκε τη λαθροχει ρία, έγινε έξω φρενών! Έγραψε ένα οργισμένο γράμμα στον εκδότη, όπου τον κατακεραύνωνε για την ανόσια αυθαιρεσία του και όπου του δή λωνε ρητά ότι παραιτείται από διευθυντής. Ευ τυχώς όμως που δεν πραγματοποίησε την από φασή του. Οι στενοί επιτελείς του, που αναφέ ραμε, όταν πια του πέρασε η έξαψη, τον μετα πείσανε ν’ ανακαλέσει και να συνεχίσει. Έτσι αντιμετωπίστηκε νικηφόρα και τούτη, η πέμπτη κατά σειρά και τελευταία κρίση. Μ’ αυτήν, οι περιπέτειες της έκδοσης έληξαν. Ήταν μια σειρά από επικίνδυνες κρίσεις, που όμως το ανθρώπινο πνεύμα, με μια απαράμιλλη έξαρση υψηλοφροσύνης, μεγαλείου, αυτοθυσίας, τόλμης και επαναστατικότητας, τις αντιπαρήλθε.
R.H. RO BIN S
ΣΤΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ Έ να βιβλίο πού απευθύνεται οχι μό νον στούς μελετητές της γλωσσο λογίας, αλλά καί σέ δσους επιθυ μούν νά αποκτήσουν μιά συνολική εικόνα της γένεσης καί της εξέλι ξης της γλωσσολογίας καί κατ’ έπέκταση νά κατανοήσουν τήν ιστορία των πολιτισμών. Τό βιβλίο είναι μιά μεθοδική ε πισκόπηση γνωστών καί άγνώστων ρευμάτων γλωσσικής σκέψης, άπό την άρχαία Ε λλάδα ώς τίς μέρες μας, τοποθετώντας κάθε ρεύμα στόν πολιτιστικό του περίγυρο.
προσπάθεια γνωριμίας με ξένους λαϊκούς πολιτισμούς - Αφρικάνικα τραγούδια, Αθήνα, Κ α σ τ α ν ι ώ τ η , 1988, σελ. ΙΟΙ, μετάφραση, πρόλογος, σχόλια: Σ.Λ. Σκαρτσής
- Ινδιάνικα τραγούδια, Αθήνα, Κ α σ τ α ν ι ώ τ η , 1988, σελ. 71, μετάφραση, πρόλογος, σχόλια: Σ.Λ. Σκαρτσής - Χάκο, Αθήνα, Κ α σ τ α ν ι ώ τ η , 1988, σελ. 49, μετάφραση, πρόλογος, σχόλια: Σ.Λ. Σκαρτσής - Σούφι, Αθήνα, Κ α σ τ α ν ιώ τ η , 1988, σελ. 39, μετάφραση, πρόλογος, σχόλια: Σ.Λ. Σκαρτσής
κοινωνικός ανθρωπολόγος Ε.Ε. Evans-Pritchard έπλασε έναν παραστατικό όρο για να χαρακτηρίσει τον τρόπο γρα φής ορισμένων συναδέλφων του, που διακρίνονταν από μια τάση προς τη γραφικότητα. Μίλησε, λοιπόν, για ανθρωπολογική γραφή του τύπου «το θρόισμα του ανέμου μες στις φοινικιές». Προχωρώντας πέρα από τις προθέσεις του Evans-Pritchard, θα χρησιμοποιούσαμε τον εκφραστικότατο όρο του για να χαρακτη ρίσουμε το ύφος και το πνεύμα ορισμένων κειμένων, που τείνουν να εξιδανικεύσουν τους λεγάμενους «πρωτόγονους» πολιτισμούς μέσα από μια διαδικασία σύγκρισής τους με τον σύγχρονο, δυτι κοευρωπαϊκό πολιτισμό. Η τάση αυτή προς την εξιδανίκευση δεν είναι γέννημα της εποχής μας. Ανάγεται στα χρόνια του Διαφωτι σμού και γίνεται κατανοητή, μόνο μέσα στο πλέγμα που συνιστούν οι προβληματισμοί και οι φιλοσοφικές αναζητήσεις εκείνης της εποχής. Ό ταν όμως η θεώρηση αυτή επανεμφανίζεται στις μέρες μας, δεν είναι παρά αναχρονισμός και ένδειξη της έλλειψης ιστο ρικής σκέψης. Η τάση για εξιδανίκευση των «πρωτόγονων» πολιτισμών συναντάται σήμερα κυρίως σε απόπειρες παρουσίασης ή μελέτης της λαϊκής τέχνης και λογοτεχνίας· μέσα από αυτήν όμως, τα πολιτι στικά δημιουργήματα ενός λαού αποκόπτονται από το ευρύτερο πλέγμα της συνεξάρτησης των ιστορικών συνθηκών της δημιουρ γίας τους και αίρονται πάνω από την ιστορία ως (δήθεν) αυθύ παρκτες και αιώνιες οντότητες. Έτσι καλούμαστε, για παράδειγ μα, να «αφουγκραστούμε» σ’ ένα λαϊκό τραγούδι την «αμόλευτη», «βαθύτερη» και «αιώνια» σχέση της ανθρώπινης ψυχής με τη «Φύ ση» κι όχι να ανιχνεύσουμε σε αυτό τη συγκεκριμένη ιστορική σχέ-
Ο
ποιη
< rn
78/επιλογή ση μιας κοινωνικής ομάδας με τη Φύση. Στο θέμα αυτό όμως θα επανέλθουμε αργότερα. Νομίζουμε ότι δε θα είμασταν υπερβολικοί, εάν εντάσσαμε και το πνεύμα της γραφής του κ. Σ.Λ. Σκαρτσή, όπως παρουσιάζεται στα προλογικά σημειώματά του στα «Αφρικάνικα» και στα «Ιν διάνικα τραγούδια» της σειράς «Τα κείμενα των λαών», στον τύπο «το θρόισμα του ανέμου μες στις φοινικιές». Το πνεύμα αυτό διακρίνεται ήδη στο σύντομο σημείωμα που προτάσσεται σε κάθε τό μο της σειράς αυτής. «Τα κείμενα των λαών» είναι μια σειρά από δέκα τόμους. Πα ρουσιάστηκε πριν από λίγο καιρό από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Τη διεύθυνσή της έχει αναλάβει ο κ. Σ.Λ. Σκαρτσής, ο οποίος με τέφρασε και προλόγισε τα κείμενα.1 Πρέπει να σημειωθεί ότι του λάχιστον τα κείμενα για τα οποία θα κάνουμε λόγο είναι αναδη μοσιεύσεις από το περιοδικό «Υδρία». ιαβάζοντας το εισαγωγικό σημείωμα της σειράς και τους σύ ντομους προλόγους των τόμων που παρουσιάζουμε, ο ανα γνώστης αποκομίζει την εντύπωση ότι ο συγγραφέας τους τον διαβεβαιώνει για τη δυνατότητα ενός εναλλακτικού τρόπου ζωής, για τον οποίο ωστόσο, δεν μπορεί να πει τίποτα παραπάνω από το ότι είναι εναλλακτικός και σωτήριος. Είναι ένα είδος υπερ-ιστορικού καθαρτηρίου, που υπόσχεται «ένα ξέπλυμα από την πολιτισμική σκόνη (ή το αστικό τσιμέντο)» (Αφρικάνικα τραγούδια, σελ. 11) ή «μια γενναία πολιτισμική δυνατότητα» (Ινδιάνικα τραγούδια, σελ. 9). Έλλειψη ιστορικής σκέψης είναι, λοιπόν, το βασικότερο μειο νέκτημα των σημειωμάτων του κ. Σκαρτσή. Ποιες όμως είναι οι συνέπειές της για την παρουσίαση, τη μετάφραση και τη μελέτη των ινδιάνικων τραγουδιών που ανθολογεί; Αναφέραμε ήδη ότι η έλλειψη αυτή οδηγεί τελικά σε μια λανθα σμένη θεώρηση των λαϊκών κειμένων ως υπερ-ιστορικών, πράγμα που συσκοτίζει και τις πιο απλές ιδέες που εκφράζονται σ’ αυτά, καθώς μας λείπει ο ερμηνευτικός κώδικας που θα μας προσέφερε η παράλληλη παρουσίαση του ευρύτερου πολιτισμικού πλαισίου στο οποίο ανήκουν αυτά τα πολιτιστικά δημιουργήματα. Για να γί νουμε πιο σαφείς θα παρουσιάσουμε ένα συγκεκριμένο παράδειγ μα από τα «Ινδιάνικα τραγούδια». Στη σελίδα 21, διαβάζουμε ένα θρησκευτικό τραγούδι κάποιας ινδιάνικης φυλής, η οποία ονομά ζεται Ζούνι. Παραθέτουμε ένα τυχαίο απόσπασμα:
Δ
«... Τη μέρα τούτη, με τα ζεστά τα χέρια μον τ ’ ανθρώπινα τους έπιασα. Ανθρώπινη μορφή έδωσα στις φτερωτές μον βέργες με την ουρά τη ραβδωτή από σύννεφο αυτού που είναι παππούς μου, του σερνικού γάλλου, με τη λεπτή ουρά τον αετού από σύννεφο, με τα φτερά τα ραβδωτά από σύννεφο και τις ουρές από τα σωρωμένα2 σύννεφα όλων των καλοκαιρινών πουλιών, μ ’ αυτά έδωσα στις φτερωτές μου βέργες τέσσερες φορές αν θρώπινη μορφή. Από τις σημειώσεις μαθαίνουμε μόνο, ότι πρόκειται για κάποιο τραγούδι «από ιεροτελεστία όταν πρόσφεραν, κάθε πανσέληνο, βέργες προσευχής στους προγόνους (όμοιες με τα Χάκο των Πόνι)». Είναι φανερό ότι οι πληροφορίες αυτές δεν βοηθούν και
επιλογη/79 ιδιαίτερα τον αναγνώστη, ο οποίος για να λύσει κάποιες, έστω και στοιχειώδεις απορίες του, πρέπει να αγοράσει και να διαβάσει ένα άλλο βιβλίο της ίδιας σειράς, εκείνο με τον τίτλο «Χάκο», το οποίο περιέχει τη μετάφραση της περιγραφής της ομώνυμης ιερο τελεστίας.3 Και βέβαια, οι επιπτώσεις της έλλειψης ιστορικής αντιμετώπι σης του θέματος, δεν περιορίζονται στα παραπάνω. Έ να άλλο βασικό σφάλμα είναι η σύνθεση ομάδων από ετερογενή μέλη. Στην προκειμένη περίπτωση, συγκροτήθηκαν δύο γενικές ομάδες, τα ιν διάνικα και τα αφρικάνικα τραγούδια, στις οποίες εντάχθηκαν τραγούδια από διάφορες ινδιάνικες και αφρικάνικες φυλές και από διάφορες εποχές. Πώς όμως μπορεί να νομιμοποιηθεί η έντα ση τραγουδιών που δημιουργήθηκαν σε διαφορετικές ιστορικές στιγμές και από διαφορετικές κοινωνικές ομάδες, σε μια κοινή ομάδα; ι τρόποι παραγωγής και η κοινωνική οργάνωση που καθορί ζουν σε μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή τον πολιτισμό των Νουέρ, για παράδειγμα, ημινομάδων που κατοικούν στο νότιο Σουδάν4, είναι διαφορετικοί από τους αντίστοιχους των Πυγ μαίων Mbuti, κυνηγών-συλλεκτών, που ζουν στα τροπικά δάση του Κογκό,5 κατά την ίδια ιστορική στιγμή. Συνεπώς αρκεί το γε γονός και μόνο, ότι και οι μεν και οι δε είναι κάτοικοι της Αφρι κανικής ηπείρου για να κατατάξουμε τα πολιτιστικά δημιουργήματά τους σε ένα κοινό σύνολο; Όμως το πρόβλημα της επιλογής και της κατάταξης των τρα γουδιών που έχουν ανθολογηθεί είναι πολύ σύνθετο. Παρουσιά σαμε μόνο τη μια πλευρά του: εκείνη που αφορά τα τραγούδια διαφορετικών φυλών. Μένει η δεύτερη, εκείνη που αφορά τα τρα γούδια που πλάστηκαν από την ίδια φυλή. Για να εκθέσουμε πα ραστατικά το πρόβλημα αυτό, θα καταφύγουμε σ’ έναν παραλλη λισμό. Ας υποθέσουμε, ότι κάποιος αφρικανός διαβάζει σε μια ανθολογία ευρωπαϊκής ποίησης τρία ελληνικά κείμενα, ως δήθεν αντιπροσωπευτικά της ελληνικής λαϊκής ποίησης. Ό ποια κι αν ήταν τα κείμενα αυτά, είναι πασιφανές ότι δε θα τον βοηθήσουν διόλου να σχηματίσει κάποια γνώμη, έστω και για μεμονωμένα στοιχεία του ελληνικού λαϊκού πολιτισμού, τα οποία δηλώνονται στα ανθολογούμενα κείμενα. Θα ήταν κοινοτυπία να αναφέρουμε ότι ο κάθε λαός και η κάθε φυλή υπόκεινται σε ιστορική εξέλιξη και ότι, εάν δε γνωρίζουμε την εξέλιξη αυτή, δεν μπορούμε να κατανοήσουμε - είτε συγκριτι κά, είτε σε προοπτική διαδοχής - τα πολιτισμικά δημιουργήματά τους, ιδιαίτερα όταν αυτά ανήκουν σε διαφορετικές ιστορικές φά σεις. Σχετικά με τους Ινδιάνους που μας ενδιαφέρουν εδώ, είναι γνωστό, για παράδειγμα, ότι τον 17ο αι.,6 μέσω της εισαγωγής του αλόγου από τους Ισπανούς σημειώθηκαν σε ορισμένες φυλές τους (πεδινοί ινδιάνοι της Β. Αμερικής) σημαντικές οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές, οι οποίες τους οδήγησαν από την αγροτική στη θηρευτική οικονομία. Έ χει από καιρό αποδειχθεί το γιατί τέ τοιου είδους αλλαγές δεν αφήνουν ανεπηρέαστους τους υπόλοι πους τομείς του πολιτισμού, και το πώς τους επηρεάζουν.
Ο
Η απουσία ιστορικής σκέψης είναι σαφής και στον πρόλογο ενός άλλου βιβλίου της εν λόγω σειράς. Αυτό έχει τον τίτλο «Σούφι». Στη σελίδα 10, διαβάζουμε: «Σ’ αυτή τη μικρή ανθολόγηση δόθηκαν ενδεικτικά αποσπάσματα (πιο πολύ πεζά που διαβάζο νται πιο εύκολα)7 από διάφορες εποχές και ανθρώπους χωρίς να λογαριάζεται η χρονολογική σειρά, αλλά η δυνατότητα αντίληψης
80/επιλογη του τι είναι Σουφισμός». Εύλογα προκύπτει το ερώτημα, αν τα φι λολογικά συστήματα παραμένουν αναλλοίωτα κατά την πρόοδο των χρόνων και, ακολούθως, εάν είναι δυνατόν να χρησιμοποιή σουμε για την παρουσίασή τους πηγές που προέρχονται από δια φορετικές εποχές. Μήπως κάνοντάς το αυτό, θα παρουσιάζαμε τε λικά την εξέλιξη των ιδεών που συγκροτούσαν το αρχικό σύστημα; Κι αν τούτο δεν ισχύει, πώς κάνουμε λόγο για «εκφυλισμένες μορ φές» (Σούφι, σελ. 10); Ο εκφυλισμός προϋποθέτει κάποια πορεία που οδήγησε σ’ αυτόν, κι η πορεία είναι ιστορική έννοια. σο για τον πρόλογο που παρατίθεται στο εν λόγω βιβλίο, κά θε άλλο παρά διαφωτιστικός μπορεί να θεωρηθεί. Ο πα ραλληλισμός του Σουφισμού με το Ζεν και τη Γιόγκα - αν και όχι στηριγμένος σε επιχειρήματα - θα μπορούσε ενδεχομένως να φα νεί χρήσιμος σε όσους έχουν ήδη ασχοληθεί με αυτά, γιατί όπως σημειώνει κατατοπιστικά και ο συγγραφέας του προλόγου: «ο Σουφισμός είναι, φυσικά, συγγενικός (ενν. με τη Γιόγκα και το Ζεν): το ίδιο αλλιώς», (Σούφι, σελ. 9). Ωστόσο, δεν ήταν άραγε δυνατό να πληροφορηθούμε για το Σουφισμό, μέσω ενός πιο σύ ντομου δρόμου ενός ορισμού, για παράδειγμα - ώστε και οι πιο αδαείς από εμάς, που δεν έχουν γνώσεις για το Ζεν και τη Γιόγκα, να καταλάβουμε περί τίνος πρόκειται. Πρέπει ακόμα να τονίσουμε ότι η έλλειψη οποιοσδήποτε βιβλιο γραφικής παραπομπής στα μεμονωμένα τραγούδια, παραβιάζει κάθε επιστημονική δεοντολογία. Οι μεταφράσεις δεν έγιναν βέ βαια από τα πρωτότυπα κείμενα. Αυτό όμως αποσιωπάται. Ανατρέχοντας στην αρχική δημοσίευση του περιεχομένου των βιβλίων «Χάκο» και «Σούφι»9, πληροφορηθήκαμε ότι η μετάφραση έγινε από τα αγγλικά. Σχετικά μάλιστα με το «Χάκο», διαπιστώσαμε ότι ο πρόλογος της έκδοσης Καστανιώτη είναι ο ίδιος με εκείνον της Υδρίας, μόνο που στον πρώτο έχει παραλειφθεί το όνομα του Idries Shah, εκείνου δηλαδή που έκανε την αγγλική μετάφραση που χρησιμοποίησε ο κύριος Σκαρτσής. Η σύντομη βιβλιογραφία που παρατίθεται στο τέλος δεν αναπληρώνει καθόλου την παρά λειψη που εντοπίσαμε. Αν μας επιτραπούν και κάποιες γλωσσικές παρατηρήσεις. Μας προκάλεσε έκπληξη η χρήση του πληθυντικού «δερβίσες» (Σούφι, σελ. 10) αντί του δόκιμου «δερβίσηδες». Επίσης, δε θεωρούμε, γενικά, ως ιδιαίτερα επιτυχημένους χα ρακτηρισμούς του τύπου: «αντρική αυστηρότητα» (Σούφι, σελ. 10). Το αντρικός, το γυναικείος και τα συνώνυμό τους είναι βιο λογικές κατηγορίες και όχι αισθητικές, ηθικές ή πνευματικές. Ό ταν όμως ανάγονται σε τέτοιες αντανακλούν, κατά τη γνώμη μας, χαρακτηριστικά των κοινωνικών προτύπων που αποδέχεται ο χρήστης τους και με κανένα τρόπο δεν επιτελούν το σκοπό για τον οποίο υποτίθεται ότι επιλέχθηκαν, να προσδώσουν, δηλαδή, στο προσδιοριζόμενο ουσιαστικό μεγαλύτερη σαφήνεια. Κλείνοντας αυτή τη βιβλιοκριτική, θα θέλαμε να σημειώσουμε κάτι που θεωρούμε σημαντικό, γιατί δείχνει και το πνεύμα με το οποίο γράφτηκε. Για τη μετάφραση οποιοσδήποτε κειμένου δεν αρκεί η γνώση της γλώσσας. Είναι απαραίτητες και ειδικές γνώ σεις, σχετικές με τον επιστημονικό τομέα στον οποίο ανήκει το με ταφραζόμενο κείμενο. Ό ταν αυτές λείπουν υπάρχει πάντα ο κίν δυνος να γίνουν παρανοήσεις, που μπορούν να οδηγήσουν και σε μεταφραστικά λάθη. Σε περιπτώσεις όμως, που ο μεταφραστής αναλαμβάνει και την επιλογή των προς μετάφραση κειμένων με σκοπό τη σύνθεση ανθολογίας, η έλλειψη ειδικών γνώσεων οδηγεί, σχεδόν αναπόφευκτα, σε εσφαλμένες, ολικά ή εν μέρει επιλογές,
Ο
ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ γερμανι κών, φιλόλογος, απόφοιτος πανεπιστημίου, παραδίδει μαθήματα σε αρχάριους και προχωρημένους. Τηλ. 41.74.898 απογεύματα
επιλογη/81 ταξινομήσεις και παρουσιάσεις. Αυτό όμως, βαραίνει στην αξιο λόγηση της προσφοράς του μεταφραστή και μειώνει τελικά την αξία του κυρίως έργου του, της μετάφρασης. Ωστόσο, παρά τις τυχόν αδυναμίες που μπορεί να εντοπίσει ο αναγνώστης, θα ήταν άδικο να μη δεχθούμε ότι η προσπάθεια να παρουσιαστούν στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό κείμενα ξένων λαϊκών πολιτισμών είναι ιδιαίτερα σημαντική, τη στιγμή που η σχετική βιβλιογραφία στη γλώσσα μας είναι εξαιρετικά φτωχή.
ΣΕΙΡΑ:
L
ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ
ΙΟΥΛΙΑ ΧΑΤΖΗΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Σημειώσεις 1. Δεν είσαι σαφές εάν οι σημειώσεις που συνοδεύουν τα κείμενα είναι μεταφρασμέ νες ή εάν αποτελούν προϊόν προσωπικής έρευνας του μεταφραστή. Ακόμα και όταν είναι ολοφάνερο ότι ο μεταφραστής δανείζεται το υλικό του, ακόμα και τό τε, αποσιωπάται η πηγή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η σημ. 1 στο βιβλίο «Χάκο» (σελ. 47): μεταφράζεται καταγραφή προφορικής μαρτυρίας, χωρίς να αναφέρεται ούτε το όνομα του ατόμου που έκανε την καταγραφή, ούτε και κανενός εί δους βιβλιογραφική παραπομπή. 2. «Σωρωμένα», άραγε εκ του σωρός; 3. Ιδιαίτερα προσφιλής στον κ. Σκαρτσή φαίνεται να είναι η συγκριτική παρουσίαση των λαϊκών πολιτισμών. Δε διαφωνούμε διόλου. Πιστεύουμε όμως ότι μια τέτοια παρουσίαση πρέπει νά στηρίζεται σε επιχειρήματα, γιατί διαφορετικά δεν έχει επιστημονική αξία. Για παράδειγμα, η πρόταση: «είναι φανερό πως η τελετουργία των Χάκο ήταν ανάλογη με τα Ελευσίνια μυστήρια και άλλες σχετικές γιορτές, για τις οποίες τίποτε ή ελάχιστα ξέρουμε», δεν είναι αυταπόδεικτη. - Διαβάζοντας το κείμενο της ιεροτελεστίας «Χάκο», μας γεννιέται η απορία, πώς ήταν τέλος πάντων αυτά τα «Χάκο». Γιατί λοιπόν προτιμήθηκε το «γεράκι των Τλίνγκιτ-Χάιντα», το «κορίτσι Ναβάχο και τ’ αρνιά» και τα «σχέδια των Γιούμα για τη διακόμηση της φλογέρας» για την εικονογράφηση του βιβλίου; Ήταν πε ρισσότερο σχετικά με το θέμα ή η εικονογράφηση έχει μόνο διακοσμητικό χαρα- Από τον πρόλογο και το κείμενο της ιεροτελεστίας «Χάκο», είναι φανερό ότι σ’ αυτήν παίρνουν μέρος τα μέλη μιας μόνο φυλής. Το αντίθετο όμως δηλώνουν τα παρακάτω: «και καθώς κοιτάει τους άντρες θ' αναγνωρίσει τη φυλή απ’ όπου ήρ θαν και θα καταλάβει ποιος τον διάλεξε για Γιο» (σελ. 16). Πρόκειται'για μετα φραστικό λάθος, για λάθος του πληροφοριοδότη που έμεινε αδιόρθωτο ή ο πρό λογος μας έχει πληροφορήσει ελλιπώς; 4. Λίενχαρντ, Γκ.: Κοινωνική Ανθρωπολογία, Γκούτενμπεργκ, 1985 (μτφ. Μ. Πετρονώτη), σελ. 89 κ.ε. 5. Γκοντελιέ, Μ.: Μαρξιστικοί ορίζοντες στην κοινωνική ανθρωπολογία, τόμ. α' Γκούτενμπεργκ, Αθήνα 1988 (μτφ. Θεόδωρος Παραδέλλης), σελ. 179 κ.ε. 6. Γκοντελιέ, Μ.: ό.π., σελ. 37, Λίενχαρντ, Γκ. ό.π. σελ. 95. 7. Μιας και αναφερθήκαμε στα κείμενα που μεταφράζονται και ανθολογούνται στο βιβλίο με τον τίτλο «Σούφι», θα ήθελα να διατυπώσω κάποιες από τις αμφιβολίες για την εγκυρότητα και την πιστότητα της μετάφρασης. Στη σελίδα 31 του βιβλίου διαβάζουμε: «Ιμπν Ελ-Φαρίντ Συνέχεια, στην ανάμνηση του Φίλου, πίναμε κρασί πριν απ’ τη δημιουργία του αμπελιού». Στο βιβλίο του Rene R. Khawam: La poesie Arabe, Seghers, Paris 1960, στη σελ. 217, διαβάζουμε: την πρώτη στροφή από ένα ποίημα 42 στροφών του Omar Ibn Al-Farid (577/1181-632/1234), που έχει τον τίτλο: «Le vin mystique: Nous avons bu, au souvenir bu Bien Aime un Vin dont nous nous sommes enivris avant que la Vigne ne flit cr66e...» Εάν πρόκειται λοιπόν για τον ίδιο ποιητή και για το ίδιο απόσπασμα, τότε ο μετα φραστής όχι μόνο απομονώνει μια στροφή από ένα ολόκληρο ποίημα, αλλά επι πλέον παραλείπει και έναν στίχο από τη στροφή που μεταφράζει με αποτέλεσμα να αλλοιώνει το νόημά της, αφού έτσι η χρονική πρόταση φαίνεται να αναφέρεται αλλού απ’ ό,τι στην πραγματικότητα. 8. Ο ορισμός που μας δίνει ο πρόλογος του βιβλίου «Σούφι» για τον «Σουφισμό»: «ο Σουφισμός είναι μια Πνευματική Τάξη Ανθρώπων... ένας τρόπος πνευματικής ζωής και δραστηριότητας που εδωσε στους μύστες του μια χωρίς περιορισμούς δυνατότητα να ανταποκριθούν με πνευματικά μέσα στις ποικίλες ανάγκες των κοινωνιών όπου έζησαν... είναι μια γενική πρωταρχική πνευματική συμπεριφορά προς όλα και όλους... ένα ιδιαίτερο ίσως χαρακτηριστικό του Σουφισμού είναι
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
Gutenberg Ρ
82/επιλογη κάποια αντρική αυστηρότητα, μια σοβαρότητα που είναι έντονη ακόμη και στις χιουμοριστικές μορφές του... δεν είναι ξένος κι από την αποφασιστική συμπερι φορά που χαρακτηρίζει την καθαρά στρατιωτική οργάνωση... ο Σουφισμός λοι πόν υπάρχει και δρα σε καθαρά πνευματικό χώρο...». 9. «Χάκο» 6λ. Υδρία, τ. 20, Πάτρα Απρ. 1978, σ. 18 κ.ε. «Σοΰφι» 6λ. Υδρία, τ. 21, Πάτρα Γεν. 1979, σ. 70 κ.ε.
η αμεσότητα της αυθεντικής μαρτυρίας ν \\
ΣΤΕΦΑΝΟΥ Ν. ΚΟΥΜΑΝΟΥΔΗ-ΑΓΓΕΛΟΥ Π. ΜΑΤΘΑΙΟΥ: Αρχαίες ελληνικές επιγραφές. Κείμενο, μετάφραση, σχόλια. Συνερ γασία Λίνα Μενόώνη. < / Ελληνική επιγραφική εταιρεία /> . Αθή να, Τυπογραφείο Κ ε ί μ ε ν α , 1987. Σελ. 199+1 λευκή. 8ο.
ην αμεσότητα επικοινωνίας με τον κόσμο της ελληνικής αρ χαιότητας προσφέρει η δημοσίευση των επιγραφικών μνη μείων, που είναι διάσπαρτα στον ελληνικό χώρο και που η φρο ντίδα περισυλλογής τους - όπως και των πλείστων αρχαιοτήτων γενικότερα - επαφίεται, κατά το δη λεγόμενον, στον πατριωτισμό μερικών ιδεολόγων, που μοχθούν μόνοι τους να περισώσουν και ν’ αξιοποιήσουν, για το εθνικό καλό, τα «γνησιότατα και τιμιότατα» μαρτυρήματα εκείνου του μοναδικού και ανέφικτου πολιτισμού. Η πολιτεία περί άλλα μεριμνά και τυρβάζει,1 κι αυτά που έπρεπε να είναι το ουσιαστικό περιεχόμενο των διαλογισμών της, κατα ντούν ασήμαντες λεπτομέρειες μιας πολιτικής αβελτηρίας, που δεν ερεθίζεται παντάπασιν από τους κλονισμούς του πολιτιστικού πα ρόντος, καθώς αποκόπτεται οσημέραι από το παρελθόν. Σε στιγ μές εθνικής κενοφροσύνης συνηθίζουμε να μιλάμε για τη συνέχεια και την ενότητα του πολιτισμού μας, που, ωστόσο, τον υπόλοιπο καιρό βλέπουμε να καταβάλλεται η μεγαλύτερη δυνατή προσπά θεια για να σπάσει, είτε με την αδιαφορία της πολιτείας είτε μέσ’ από την κρατική εκπαίδευση είτε μέσ’ απ’ όλο το πλέγμα των σχέσεών μας με τις άλλες χώρες του κόσμου. Και οι άλλες χώρες του κόσμου, που κρατιούνται γερά από τη δική τους παράδοση και τον δικό τους πολιτισμό, βρήκαν πως ο ελληνικός πολιτισμός είναι κοινό κτήμα όλων των ευρωπαϊκών χωρών και των ευρωπαιογενών συρφετών του υπερατλ,αντικού κέρδους, αφού τα σημαντικό τερα στοιχεία του πολιτισμού τους είναι ελληνικά. Κι έτσι παίρ νουν το δικαίωμα να αλωνίζουν τον τόπο μας και να τον ανασκά πτουν και να γεμίζουν με τις δικές μας αρχαιότητες τα δικά τους μουσεία, ν’ αδειάζουν το δικό μας πολιτιστικό περιεχόμενο στον δικό τους κορβανά, μετατρέποντάς το σε συνάλλαγμα και σ’ ένα τεχνοκρατικό σύστημα θεωριών, ώστε να παραπλανούν με τη «σο φία» και την εμβρίθειά τους. Κι εμείς (κι εννοώ, η πολιτεία και οι φορείς) θαυμάζουμε την επιστημονική πολυπραγμοσύνη των ξέ νων (και δεν μπορεί να γίνει αλλιώς όπως έχουν διαμορφωθεί τα πράγματα) κι όχι μόνο ανεχόμαστε και συμπαραστεκόμαστε και βοηθούμε σ’ αυτήν την κατάσταση, αλλά σαν να μην έφταναν όλες οι αρχαιότητες που έχουν τα ξένα μουσεία, τους πάμε κι άλλες, για να τους αποδείξουμε, λέει, την πολιτιστική μας συνέχεια και ταυτότητα! «Ω, της ακαταληψίας!». Κι αφήνω τη δημιουργία απ’ την άλλη ιδιωτικών συλλογών από τα περιουσιακά πολιτιστικά στοιχεία του έθνους και του λαού, που η αδυναμία του επίσημου κράτους την αποδέχεται εντέλει. Όσο για την αρχαιοκαπηλεία -
Τ
ΣΤΕΦΑΝΟΣ Ν. ΚΟΥΜΑΝΟΥΔΗΣ ΑΓΓΕΛΟΣ Π. ΜΑΤΘΑΙΟΥ
ΑΡΧΑΙ ΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ
επιλογη/83 μα αυτή είναι καθημερινή ρουτίνα, που μας αφήνει πια ασυγκίνη τους...2 Οι επιγραφές μάς φέρνουν σε άμεση επαφή με τον αρχαίο κόσμο και τη ζωή του, την εθνική, την πολιτική, τη δημόσια, την ιδιωτι κή. Έχουν την αλήθεια του πραγματικού περιεχομένου της ζωής, το αντίκρυσμά τους είναι πολύτιμο και ανεκτίμητο, όσο η ίδια η ανθρώπινη ζωή, «μέγα καλό και πρώτο». Και, το σημαντικότερο, μας οδηγούν άσφαλτα σε μιαν όσο γίνεται σωστή προσέγγιση του κόσμου εκείνου, που συχνά μας τον παρουσιάζουν μέσα σ’ ένα ιδεαλιστικό νεφέλωμα, σαν οι αρχαίοι Έλληνες (ωστόσο, ποιοι αρχαίοι; της γεωμετρικής εποχής των «διογενέων βασιλέων», της αρχαϊκής των αποικισμών, της κλασικής των εμφυλίων πολέμων, της Αλεξανδρινής των κατακτήσεων, της ελληνιστικής των οικου μενικών αντιλήψεων, της ρωμαϊκής των γραικύλων...) να μην ήταν άνθρωποι με ανάγκες και με ελαττώματα (και τι ελαττώματα!), με καημούς και λαχτάρες και πάθη (και τι πάθη!), με έχθρες και κα κίες και μίση (και τι μίση!), αλλά να ήταν πλάσματα εκτός του κό σμου τούτου. Ευτυχώς, έχει αρχίσει κι εδώ στον τόπο μας να επι κρατεί μια διαφορετική αντίληψη για την ελληνική αρχαιότητα, που τη βλέπει στις πραγματικές της διαστάσεις και στις ορθές της προβολές και συσχετίσεις. αυτήν την αντίληψη και μ’ αυτήν την προσέγγιση του αρχαί ου κόσμου,3 οι δυο αρχαιογνώστες Στέφανος Ν. Κουμανούδης ([tl987] εγγονός του πάλαι ποτέ ομωνύμου του Αδριανοπολίτου σοφού καθηγητή τού Αθήνησι Πανεπιστημίου) και ο Άγγελος Ματθαίου, με τη συνεργασία και της Λίνας Μενδώνη, εξέδωσαν σ’ έναν εξαίρετα φροντισμένο τόμο από το Τυπογραφείο «Κείμενα» (που είναι, βέβαια, γνωστή η καλαισθησία του και η αντίληψή του για την εκδοτικά σωστή μορφή του βιβλίου) μιαν επιλογή αρχαίων ελληνικών επιγραφών. Η έκδοση χαρακτηρίζεται από τους ίδιους τους εκδότες «εκλαϊκευτική»,4 γι’ αυτό δεν είναι παραφορτωμένη με παραπομπές, σχόλια (φιλολογικά, πραγματολογικά και άλλα) και αναλυτικές σημειώσεις,5 που οπωσδήποτε βαραίνουν μια τέ τοια παρουσίαση. Αρκούνται σ’ ένα κατατοπιστικό εισαγωγικό σημείωμα πριν από κάθε επιγραφή αλλά και πριν από κάθε ομάδα επιγραφών. Γιατί το επιγραφικό υλικό που επιλέχθηκε έχει κατα ταχθεί σε ομάδες, που οπωσδήποτε ευκολύνουν τον αναγνώστη στην προσέγγισή του6 και, ακόμα, με τον τρόπο αυτόν, του παρέ χεται μια όσο γίνεται ολοκληρωμένη εικόνα των δημοσίων και ιδιωτικών δραστηριοτήτων των αρχαίων Ελλήνων και εκείνων των πράξεών τους που είχαν αποφασιστική σημασία για τις γενικότε ρες ιστορικές εξελίξεις στον ελληνικό χώρο (όπως λ.χ. η επιγραφή II [Ψήφισμα Θεμιστοκλέους], αλλά και οι συνθήκες συμμαχίας με ταξύ πόλεων [II 2-6]), αλλά και των εντελώς ιδιωτικών (όπως για παράδειγμα, οι επιτύμβιες επιγραφές [XVII 92'κ.ε.] ή τα graffiti [XVIII ΙΟΟ(α-ζ)]). Τα επιλεγμένα κείμενα των επιγραφών, που, όπως λέγεται στην εισαγωγή (σελ. 9) είναι «ακέραια», ώστε η ει κόνα που παρέχουν να είναι πλήρης, συνοδεύονται από μεταφρά σεις που έχουν το προσόν να είναι αρκετά προσεγμένες, και το κυριότερο (όπου αυτό είναι εφικτό), να αποδίδουν ισοδύναμα στη νέα μας γλώσσα την απλή και ακαλλώπιστη έκφραση, την αμεσό τητα και την πληρότητα του αρχαιοελληνικού λόγου. Κι αυτό εί ναι οπωσδήποτε πράγμα πολύ σημαντικό, σήμερα που τα αρχαία κείμενα έχουν κακοπάθει αφάνταστα από τις λογής «λογοτεχνι κές» μεταφράσεις (και που, δυστυχώς, δίνονται για γνωριμία και στα παιδιά μέσ’ απ’ αυτόν το διαθλασμένο και ανοίκειο μεταφρα στικό λόγο, με αποτέλεσμα ούτε το περιεχόμενο των κειμένων να
Μ
^ τημολο/^ FRANCO SELLERI
Η ΔΙΑΜΑΧΗ ΓΙΑΤΗΝ ΚΒΑΝΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΝΙΚΟΣΤΑΜΠΑΚΗΣ
®
GUTENBERG
Ε.Γ.ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ
^Τ Η Μ Ο ^ GUTENBERG
01
ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΣΤΗΝ
ΚΟΙΝΩΝΙΑ
.GUTENBERG,
84/επιλογη προσεγγίζουν ούτε και μέσα στην αυτοτέλεια του νεοελληνικού λόγου να λειτουργούν, αφού μια τέτοια αυτοτέλεια δεν υπάρχει). Τα θέματα των επιγραφών που έχουν επιλεγεί είναι ποικίλα και διάφορα και αφορούν σ’ όλες σχεδόν τις εκδηλώσεις του δημόσιου και ιδιωτικού βίου των αρχαίων Ελλήνων: ψηφίσματα (1 1, IV 1214, VI 15-43), συνθήκες συμμαχίας (II 2-6), πολιτικά πράγματα (III 7-11), βασιλικές επιστολές και διατάγματα (X 53-57), αποφά σεις ξένων δικαστών και διαιτησίες (VIII 48-49), τιμητικές επιγρα φές (XII 63-65), ιερές υποθέσεις και ιεροί νόμοι (VII 44-47, XI 5862), συμβάσεις (XIV, 53-85), ορόσημα (XVI 89-91), επιγραφές αθλητικών αγώνων (IX 50-52), αναθηματικές επιγραφές (XIII 6682), απελευθερωτικές επιγραφές (XV 86-88), επιτύμβιες επιγραφές (XVII 92-98), τέλος, επιγραφές διαφόρων ειδών (XVIII 99-104). Έτσι, παρατηρεί κανείς μέσ’ α π ’ αυτό το πλήθος των επιγραφών, ότι οι αρχαίοι, με τη μνημειακή αντίληψη του χρόνου που είχαν και με τη συναφή θεώρησή τους για την ανθρώπινη μοίρα και την κοινωνική και πολιτική τους αντιμετώπιση, μετέφεραν στην οριστικότητα μιας αποτύπωσης τις σημαντικές στιγμές της ζωής τους, είτε ως μέλη της κοινότητας ή της οικογένειας είτε ως άτομα, και με τον τρόπο τους αυτόν υποχρέωσαν την ιστορία να προσέξει την ιδιαιτερότητά τους, που δεν ήταν παρά η ανθρωποκεντρική θεώ ρηση του κόσμου μέσα σε μιαν οικουμένη όπου το θεοκρατικό σύ στημα σε Ανατολή και σε Δύση ήταν το αποδεκτό σχήμα μιας ιδεαλιστικής (και κατ’ ακολουθία μοναρχικής και ολιγαρχικής) κοσμοαντίληψης. Κι ένα μεγάλο μέρος των επιγραφών (ίσως οι περισσότερες) προέρχονται από την Αττική, το χώρο όπουεγκαθιδρύθηκε για πρώτη φορά στην ιστορία του κόσμου, και ύστερ’ από συνεχείς και επίμοχθους λαϊκούς αγώνες, η δημοκρατία. Το δημοκρατικό καθεστώς, με την άμεση μορφή που λειτουργούσε στο περικλεές άστυ, δεν είχε τίποτα να κρύψει από τους πολίτες του, γι’ αυτό και τα επιγραφικά μνημεία που σώζονται από την Αθήνα, τόσο των αρχαϊκών όσο και των κλασικών (αλλά και των Αλεξανδρινών) χρόνων δημιουργούν εκείνο το συγκλονισμό, που μόνο οι βαθύτατα δημοκρατικές ιδιοσυγκρασίες μπορούν να αι σθανθούν. Και μέσ’ από πολλές επιγραφές φαίνεται η αγωνία να διατηρηθεί και να λειτουργήσει και να μην αλλοιωθεί το δημοκρα τικό καθεστώς (που είν’ αλήθεια, κάποιες φορές, στάθηκε εξαιρε τικά άδικο για τους ίδιους τους δημιουργούς και φορείς του, όπως φαίνεται στους περιβόητους οστρακισμούς [XVIII 99]), ιδίως μετά την άνοδο και τις νίκες των Μακεδόνων, ύστερ’ από τον Πελοποννησιακό πόλεμο (λ.χ. III 10) ή τη φροντίδα να μείνουν ακέραια τα σύμβολα των τυραννοκτόνων, για δημοκρατικό φρονηματισμό των επιγενομένων (III II).7 λλά δεν είναι μόνο αυτές οι κορυφαίες πολιτικές πράξεις που εκφράζουν το δημοκρατικό πολίτευμα. Η δημοκρατία στη βαθύτερή της υπόσταση είναι επώνυμη και ο κάθε πολίτης είναι ο φορέας και ο λειτουργός της, η νομοθετική και η εκτελεστική της εξουσία. Ο επώνυμος πολίτης είναι αυτός που έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο στην άμεση αντιπροσώπευση, που η δημοκρα τία απαιτεί για να υπάρξει ως κοινωνικό καθεστώς, αντίθετα από τη σημερινή αστική της μορφή, όπου ο ανώνυμος πολίτης έχει λό γο (αν πραγματικά έχει, και δεν εκφράζεται κάτω από δημιουργημένες πολιτικές συνθήκες με αλλοιωμένο το ιδεολογικό του περιε χόμενο) μόνο όταν πρόκειται να ψηφίσει - παλαιότερα, μέσα σ’ ένα πνεύμα αυταρχισμού, και, ο λόγος αυτός δεν είχε ισχύ. Οι προτάσεις, που αφορούσαν στις κοινές υποθέσεις, γίνονταν από
Α
πεζογραφία ΑΛΚΟΥΣΤΙΝ ΓΚΟΜΕΖ-ΑΡΚΟΣ: Ανα Νον. Αθήνα, Δωρικός 1988. Σελ. 208. Ο Αλκουστίν Γκομέζ-Άρκος στο έργο του αυτό - που έχει τι μηθεί με τα βραβεία Λιβρ Εντέρ, Τιντ Μονιέ και Ρολάν Ντορλεζέ περιγράφει έναν από τους πιο όμορφους γυναικείους χαρακτή ρες της σύγχρονης λογοτεχνίας. Πρωταγωνίστρια του. είναι η Άνα Πάουχα. Μια γερόντισσα 75 χρόνων, μόνη, φτώχιά και απελ πισμένη. Ξεκινά, παρά τα τόσα της χρόνια, να βρει το γιο της, το μικρό της, στη μακρινή φυλακή του. Εγκαταλείπει το σπίτι των αγαπημένων χρόνων, την κλημα ταριά, τα λουλούδια της. Ξεκινά ένα ταξίδι-συνάντηση με το θάνα το. Μόλις στα σαράντα πέντε της, μετά από έναν ευτυχισμένο γάμο, μετά από τις γεννήσεις των τριών αγαπημένων της αγοριών, μένει μόνη. Μόνη, γιατί ο πόλεμος αποφάσισε να καταστρέψει την ευτυχία. Αποφάσισε από την ευ τυχισμένη Άνα, την κοπελίτσα με τις κοτσίδες και το χαμογελαστό πρόσωπο, να τη μετατρέψει στην Άνα Νον. Στην Άνα της δυστυ χίας, της μοναξιάς, της μιζέριας. Θα έλεγε κανείς πως ζήλεψε την ομορφιά, τη χάρη της, όταν με
επιλογη/85 τους επώνυμους πολίτες (λ.χ. ’Αριστοτέλης ειπεν [II 3 ], ’Αριστοφών ειπεν [II 4], Λύσανδρος ειπεν [IV 12], Δίων Διοπείθους ειπεν [VI 33] κ.λπ.) και μ’ αυτό, νομίζω, αγγίζουμε την καρδιά της αρ χαίας ελληνικής δημοκρατίας: το κάθε άτομο είναι πολίτης (μέλος ενεργό και υπεύθυνο της πόλης) κι όχι μόνο είναι αλλά και νιώθει έτσι, αφού μέσ’ από τις δικές του δημόσιες πράξεις εκφράζεται και εμπεδώνεται το δημοκρατικό καθεστώς, αντίθετα, στα ολιγαρ χικά καθεστώτα ο λόγος του πολίτη δεν είχε καμιά πολιτική σημα σία, και δεν είναι τυχαίο, που από τη συλλογή αυτήν απουσιά ζουν επιγραφές από τη Σπάρτη ή από άλλες ολιγαρχικές πόλεις. Ένα πλήθος επιγραφών απ’ την άλλη δεν είναι παρά ψηφίσμα τα προς τιμήν α τ ό μ ω ν , που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο ευερ γέτησαν πόλεις ή θρησκευτικούς συλλόγους ή άλλες ομάδες πολι τών. Βέβαια, όπως σημειώνουν και οι εκδότες των επιγραφών (σελ. 59), τα ψηφίσματα αυτά παίρνουν συχνά ένα σχηματικό χα ρακτήρα, που κατά την εποχή της ρωμαιοκρατίας ιδίως αποδεικνύουν συμπεριφορά γραικύλου από κείνους που υπερήφανοι δη μιούργησαν και υπεράσπισαν τη δημοκρατία σε παλαιότερες επο χές. Ωστόσο αυτές οι ουσιαστικές κάποτε τιμητικές προσφορές προς εκείνους που στάθηκαν για τους συνανθρώπους τους αρωγοί σε δύσκολες στιγμές, είναι μια αυθόρμητη και ανθρώπινη στάση. Γιατί, όταν το δημοκρατικό καθεστώς (και μαζί και η αυτονομία και ελευθερία των πόλεων) καταλύθηκε από τους λογής δυνάστες (Μακεδόνες «πανέλληνες» ή Ρωμαίους «απελευθερωτές»), οι απο φάσεις παίρνονταν απ’ αυτούς, αλλά για την επίφαση αναγραφό ταν ότι ήταν γνώμη του δήμου ή των πολιτών. Έτσι, σιγά σιγά, και ο πολίτης έχανε την ενεργό συμμετοχή του στα κοινά, γινόταν ένα παθητικό μέλος μιας κοινότητας, που τις τύχες της ρύθμιζαν ετερογενείς δυνάμεις κατά το δικό τους συμφέρον κάθε φορά. Κι αυτό καταφαίνεται από τις διάφορες βασιλικές επιστολές και τα διατάγματα (και όχι πια αποφάσεις ή ψηφίσματα του δήμου), που απευθύνογται στις πόλεις με την εντολή να εφαρμοστούν (λ.χ. X 53) - και για· την εφαρμογή τους, φυσικά, υπήρχαν τα κατάλληλα όργανα για να εποπτεύσουν... Ό σό όμως λειτουργούσε το δημοκρατικό πολίτευμα, οι πολίτες ήταν οι κύριοι της πόλης και των τυχών της, ήταν οι ίδιοι που η αμεσότητα της συμμετοχής τους, τους έδινε και την ουσιαστική εξουσία ν’ αποφασίζουν και να ενεργούν. Και οι υπηρεσίες πολ λές φορές των πολιτών ήταν σημαντικές κι όχι μονάχα για την πό λη τους. Πολλές διαφορές μεταξύ πόλεων λύνονταν από τους πο λίτες μιας άλλης πόλης, που ορίζονταν ειδικά γι’ αυτόν το σκοπό και είναι γνωστό πως οι αρχαίες ελληνικές πόλεις είχαν πολλές και αγεφύρωτες κάποτε διαφορές μεταξύ τους, που κορύφωσή τους ήταν οι ιστορικές και ιδεολογικές, αλλά (συνάρτηση αυτών) και οι κοινωνικές και οικονομικές διαφορές ανάμεσα στις δυο με γαλύτερες πόλεις, την Αθήνα και τη Σπάρτη. Ωστόσο, αν οι δια φορές αυτές δε λύνονταν με τα όπλα (πράγμα που προσπαθούσαν να το αποφύγουν, όσο ήταν εφικτό), υπήρχε τρόπος να διευθετη θούν τα πράγματα με τις διαιτησίες, που αποφάσεις τους σώζο νται σε αρκετές επιγραφές, που αφορούν και σε διευθέτηση εσω τερικών, μερικές φορές, διαφορών μεταξύ αντίθετων ομάδων μιας πόλης. Έτσι, Αθηναίοι διαιτητές ρυθμίζουν το 363/2 διαφορές με ταξύ ιερατικών γενών της Σαλαμίνας (VIII 48) και Μεγαρείς δικα στές διευθετούν συνοριακές διαφορές μεταξύ Επιδαυρίων και Κορινθίων (VIII 49).
Ο
δήμος αποφάσιζε ακόμα και για τις ιερές υποθέσεις και θέ σπιζε ιερούς νόμους, αφού η θρησκεία στην αρχαιότητα ήταν
παρατεταμένη τη φουσκωτή κοι λιά, έτρεχε να προϋπαντήσει τον αγαπημένο της στο μικρό λιμανάκι. Από τους τέσσερις άντρες, μό νο ο μικρότερος «ζει» στην κατα χνιά μιας φυλακής του Βορρά. Οι υπόλοιποι κείτονται σ' έναν άγνωστο τάφο, έναν τάφο που ποτέ δεν είδε, δεν έκλαψε, δεν άφησε λίγα λουλούδια. Η κατη γορία που βαραίνει τον μικρό Χέζους είναι «ισόβια κάθαρση», κά τι που η Αγράμματη Άνα δεν γνωρίζει τι μπορεί να σημαίνει. Το νιώθει όμως. Το ένστικτο της μάνας την προειδοποιεί ότι ο μι κρός της δεν πρόκειται να γυρί σει. Δε θα έρθει κοντά της να τη ζεστάνει, σφίγγοντάς την στην αγκαλιά του, δε θα έρθει να επι σκευάσει τον αλλοτινό αχώριστο σύντροφο της οικογένειας, τη βάρκα που είχε το όνομά της: Ανίτα, η χαρά του γυρισμού... Για πάντα θα χάσκει σ' αυτήν μια τρύπα που θα την καθιστά ανί κανη για βαρκάδα, για ψάρεμα. Θα την αφήνει να βουλιάζει μέσα στην άμμο ίδια και απαράλλαχτη με τη γυναίκα στην οποία χρω στά τ' όνομά της, που οι ρυτίδες της έχουν αυλακώσει το πρόσω πο και τα δάκρυα πήραν για πά ντα τη λαμπάδα από τα μάτια της. Ό ταν λίγο πριν το θάνατό της η Άνα αποφασίζει να τρέξει κο ντά του, δεν έχει πια ούτε την οι κονομική δύναμη, αλλά ούτε και τα πόδια της τη βαστούν. Μόνο η καρδιά της σπαρταρά, σκιρτά στο αναθύμισμα του· μικρού πα λικαριού. Θέλει να τρέξει κοντά του για να νιώσει ,και πάλι τις στιγμές της ευτυχίας της αγά πης, της στοργής. Να του χαίδέ-
ISP"
86/επιλογη στο κέντρο της δημόσιας ζωής και οι σημαντικές αποφάσεις άρχι ζαν στ’ όνομα των θεών, και είναι γνωστό ότι κάθε πόλη ανήγε την ίδρυσή της σε κάποιον θεό ή είχε τεθεί κάτω από την προστα σία του. Σ’ ένα πλήθος επιγραφών γίνεται λόγος για συναφή θέ ματα και καταδεικνύεται γι’ άλλη μια φορά η βαθιά ευσέβεια και η πίστη εκείνων των ανθρώπων για την επέμβαση των θεών στα ανθρώπινα πράγματα. Σ’ αυτή την αντίληψη στηρίζεται η συνή θεια (λειτουργική χειρονομία, καλύτερα) του αναθήματος, της αφιερώσεως στη θεότητα ενός δώρου, σύμβολο για κάποιαν επιτυ χή έκβαση μιας προσπάθειας - η διαλεκτική του ανθρώπου με τους θεούς, που εκφράζεται με το υλικό περιεχόμενο μιας συμβο λικής σχέσης, και σήμερα, παίρνει τη μορφή του τάματος. Σώζο νται πάρα πολλές αναθηματικές επιγραφές, χαραγμένες συνήθως στη βάση του αναθήματος, που τις πιο πολλές φορές είναι κορυ φαίο έργο τέχνης. Ανάμεσά τους αξίζει ν’ αναφερθεί εδώ το περί φημο ανάθημα του Πεισίστρατου: ο Αθηναίος τύραννος αφιέρωσε στο τέμενος του Πυθίου Απόλλωνα το βωμό, χαράζοντας επάνω ένα ελεγειακό επίγραμμα, αναμνηστικό του αξιώματος του.8 Ακό μα, αξίζει ν’ αναφερθεί το ανάθημα του Παυσανία στον Απόλλω να των Δελφών για τη νίκη του στις Πλαταιές, όπου αναγράφο νται τα ονόματα των πόλεων που έλαβαν μέρος στη μάχη (XIII 66, το ανάθημα του Πεισίστρατου, XIII 70, το ανάθημα του Παυσα νία).9 Κι ακόμα το ανάθημα μιας τραγικής νίκης, όπου διαβάζου με τ’ όνομα του Ευριπίδη, το όνομα του χορηγού (Σωκράτης) και τα ονόματα των τραγωδών (ηθοποιών και χορευτών, προφανώς [XIII 75]).10 Και, συναφείς με τις αναθηματικές, είναι και οι επι τύμβιες επιγραφές, που συνοδεύουν κι αυτές τα «αναθήματα» στους αγαπημένους νεκρούς - μια πράξη μνήμης. Οι επιτύμβιες επιγραφές (καθώς και οι αναθηματικές εξάλλου) εξελίχθηκαν με τον καιρό σε αριστουργηματικά ποιήματα. Με συγκίνηση διαβάζει κανείς ακόμα και τις διάφορες απελευ θερωτικές επιγραφές, που δεν είναι παρά τα εγγυητικά έγγραφα απελευθέρωσης δούλων και που τις τοποθετούσαν σε εμφανή ση μεία των πόλεων. Οι δουλοκτητικές κοινωνίες της αρχαιότητας στήριζαν τη βάση της δευτερογενούς τους παραγωγής στους δού λους, κι αν σε κάποιες πόλεις, όπως λ.χ. στην Αθήνα, οι δούλοι δεν καταπιέζονταν τόσο και είχαν μάλιστα το δικαίωμα ν’ αποχτήσουν κινητή περιουσία, ωστόσο οι συνθήκες διαβίωσής τους ήταν αβάσταχτες. Έτσι, πολλοί προσπαθούσαν ν’ αποχτήσουν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, την ελευθερία τους και μ’ αυτήν και την πολιτική και κοινωνική τους υπόσταση και κάποιες φορές το κατόρθωναν. Η απελευθέρωση ενός δούλου, όσο κι αν ήταν υπό θεση ιδιωτική, δεν έπαυε να συνιστά και μια πράξη κοινού ενδια φέροντος. Ό πω ς παρόμοιες πράξεις ήταν οι διάφορες συμβάσεις, σχετικές με περιφράξεις ή εκμισθώσεις τεμενών ή ιερών γαιών αλ λά και ιδιωτικών περιουσιών, που κι απ’ αυτές σώζονται αρκετές σε συναφείς επιγραφές. Για τη συνοριακή κατοχύρωση των ιδιο κτησιών αυτών, επιγραφές σε αυτοφυείς βράχους ή στήλες, όριζαν την έκτασή τους και είναι οι λεγόμενοι «όροι». Σώζονται πολλοί και από διάφορες εποχές, κι ανάμεσά τους αξίζει ν’ αναφερθεί εδώ ο «όρος» της αρχαίας Ακαδημίας της Αθήνας (XV 89), που σώθηκε in situ και λύνει το πρόβλημα για τη θέση της.11 Εντελώς ιδιωτικό χαρακτήρα έχουν διάφορες επιγραφές, αλλά, ειδικά αυτές, είναι πολύτιμες για τη γνωριμία μας με την ψυχοσύ σταση των ανθρώπων εκείνων και τη νοοτροπία τους και μας βοη θούν να δούμε πως κι εκείνοι, όπως κι εμείς, είχαν ανάγκες, προ βλήματα καθημερινά, πάθη, κακίες, μίση, μιζέρια, φτώχεια, αλλά και χαρές, απολαύσεις μικρές και μεγάλες, κρυφούς και γλυκούς
ψει για στερνή φορά το χνουδια σμένο μάγουλό του. Μοναδικό δώρο πάει στον φυλακισμένο την αγάπη της, και το αγαπημένο του ψωμί με τ' αμύγδαλα, το λά δι, το γλυκάνισο και την μπόλικη ζάχαρη. Σκέτο γλύκισμα. Χρειά στηκαν 48 ώρες αγάπης για να ζυμωθεί. Μια γεύση που πλανιό ταν στην ανάσα του μικρού της, μια συνταγή που η μάνα κράτησε γερά στο μυαλό της, ώστε να του την ξαναπροσφέρει. Τα πόδια της γερόντισσας πλη γιάζουν από τον μακρύ, δυσδιά βατο δρόμο. Ένας δρόμος γεμά τος αγάπη, γνώση και θάνατο. Τα χαλίκια έχουν διαπεράσει τα φτωχά της πάνινα παπούτσια και τα πόδια της ματώνουν. Οι ελάχιστες δεκάρες της χάνονται από ώρα σε ώρα. Και όμως έχει έναν σκοπό. Να φτάσει κοντά στον αγαπημένο. Να του προ σφέρει το ψωμί-γλύκισμα. Αυτό που έχει πάνω του όλη της την αγάπη. Τρέφεται από τα απορρίματα που πετούν οι χορτασμένοι επιβάτες των τρένων που την προσπερνούν αδιάκοπα. Έχουν και αυτά τον ίδιο προορισμό, όμως εκείνη δεν είχε τα χρήματα για να εφοδιαστεί το εισιτήριο. Έτσι ακολουθεί τις ράγες. Ξέρει πως σίγουρα δε θα χαθεί. Ό ταν οι μήνες περνούν και τα βήματά της φτάνουν στη φυλα κή, μαθαίνει το αναπάντεχο νέο: το μονάκριβό της παιδί είναι νε κρό. Θαμμένο σ' έναν κοινό-ανώνυμο τάφο μαζί με άλλους συγκρατούμενούς του. Η επιδημία ήρθε να τερματίσει την ήδη τερ ματισμένη ζωή τους. Αυτούς δεν τους οκότωσε ο πόλεμος, μα η Ειρήνη.
ΣΟΦΙΑ ΣΤΑΓΚΑ
επιλογη/87 καημούς, ελπίδες... Από τις ετερόκλητες επιγραφές του τελευταί ου τμήματος, θα ’θελα να σταθώ σε δύο: στην X V III101 (Ορφικό) και στην επόμενη (X V III102). Η πρώτη απ’ αυτές απηχεί στις δο ξασίες των Ορφικών σχετικά με την τύχη της ψυχής ύστερ’ από το θάνατο. Η επιγραφή, με τον τρόπο που είναι γραμμένη, φέρνει στο νου σύγχρονη υπερρεαλιστική γραφή, όπου ο ονειρικός κό σμος και το υπέρλογο στοιχείο κυριαρχούν. Είναι ένα ποίημα, που θα το ζήλευαν πολλοί συγκαιρινοί μας. Η δεύτερη, από τις επιγραφές γνωστές ως «ιάματα», περιγράφει θαύματα του θεού Ασκληπιού με τον τρόπο που τα διαβάζει κανείς και στα συναξά ρια των χριστιανών αγίων: η λαϊκή πίστη άλλαξε μορφή, δεν άλ λαξε όμως το βαθύτερο περιεχόμενό της. Με την εργασία τους αυτήν οι δυο αρχαιογνώστες προσφέρουν μια εικόνα του αρχαίου κόσμου μέσ’ από τα δικά του γνήσια μαρτυρήματα κι έτσι ο αναγνώστης βλέπει τον κόσμο αυτόν στις πραγματικές του ανθρώπινες διαστάσεις. _______
ΚΩΣΤΑΣ ΧΩΡΕΑΝΘΗΣ
Σημειώσεις 1. Βλ. σχετικά, Στέφανος Ν. Κουμανούδης, Η ελληνική αρχαιολογία, Τυπογραφείο Κείμενα, Αθήνα 1984, σελ. 19 κ.έ. Η μελέτη αυτή, που ονομάζει τα πράγματα με τ’ όνομά τους, είναι συνάμα και μια θαρραλέα στάση απέναντι σ’ ένα κατεστημέ νο αδιάφορο ή και εχθρικό. 2. Οι αναγνώστες θα θυμούνται τον αγώνα που έκαναν δημότες αρκετών πόλεων το 1979 για να μη βγουν από τα μουσεία τους οι αρχαιότητες και να ταξιδέψουν στο εξωτερικό, όπως η τότε κυβέρνηση είχε αποφασίσει. Στους αγώνες εκείνους πρωτοστατούσαν οπαδοί του σημερινού κυβερνητικού πολιτικού σχήματος, που τότε ήταν στην αντιπολίτευση και ενθάρρυνε τις θέσεις τους. Ωστόσο, το Υπουργείο Πολιτισμού αποφασίζει σήμερα να εκθέσει τα «τιμιώτατα» του πολι τισμού μας στο εξωτερικό! 3. Βλ. σχετικά στην Εισαγωγή του βιβλίου, ιδιαίτερα σελ. 9. 4. Βλ. σελ. 13: «Όμως σε μια εκλαϊκευτική έκδοση, όπως αυτήν εδώ, είναι προτιμό τερο να μη διατυπώσουμε μια κατηγορηματική άποψη για το ζήτημα» (για το αν το λεγόμενο «Ψήφισμα Θεμιστοκλέους» είναι σύγχρονο με τα γεγονότα των Περ σικών πολέμων ή μεταγενέστερο). 5. Οπωσδήποτε οι πληροφορίες που προτάσσονται είναι επαρκείς για τους μη ειδι κούς αναγνώστες. Κάποια πράγματα ωστόσο θα ’πρεπε, νομίζω, να διευκρινι στούν, όπως για παράδειγμα η θέση (και το όνομα) της πόλης Χυρετίαι (που ο Ρωμαίος στρατηγός Τίτος Κοϊντιος Φλαμίνιος στέλνει στους κατοίκους της επι στολή το 196/4 π.Χ. [X 56]). 6. 'Ενας πίνακας των επιγραφών που περιέχονται στον τόμο θα διευκόλυνε ενδεχο μένως τον αναγνώστη να ανατρέξει κάθε στιγμή στην επιγραφή που θα τον ενδιέφερε. 7. Τις επιγραφές (και κάποια κείμενα), που το περιεχόμενό τους αποτελούν νόμοι και ψηφίσματα πόλεων για την υπεράσπιση και λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, συγκέντρωσε ο Παναγής Λεκατσάς στο μοναδικό του βιβλίο «Δή μου καταλύσεως και τυραννίδος», εκδ. οίκος I. και Π. Ζαχαρόπουλου, Αθήνα [1946], 8. Το μνημείο το αναφέρει και ο Θουκυδίδης (VI 54 6). Αργότερα ο δήμος αύξησε το μήκος του βωμού κι έκανε να μη φαίνεται το επίγραμμα. Όμως ακόμα και σή μερα αχνοδιαβάζεται στη θέση του. 9. Τη βάση του μνημείου αποτελούσαν τα σώματα τριών χάλκινων συνεστραμμένων φιδκόν. Στην κορυφή της ήταν τοποθετημένος χρυσός τρίποδας και τα ονόματα των πόλεων ήταν χαραγμένα στις σπείρες των φιδιών. Το ανάθημα μεταφέρθηκε τον 4ο αι. μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη, όπου βρίσκεται ώς σήμερα (στον Ιππό δρομο, κοντά στην Αγία Σοφία). Φυσικά, ο χρυσός τρίποδας έχει χαθεί. 10. Αν, όπως διαπιστώνουν οι εκδότες, το ανάθημα είναι του τέλους του 5ου ή των αρχών του 4ου αι. π.Χ ., τότε ο Ευριπίδης που αναφέρεται είναι ο ομώνυμος γιος του μεγάλου τραγικού, που δίδαξε έργα του πατέρα του, αφού είχε πεθάνει εκεί νος. Απ’ αυτόν το γιο του διδάχτηκε η τελευταία ίσως τριλογία του (Αλκμέων ο δια Κορίνθου, Ιφιγένεια η εν Αυλίδι, Βάκχαι) και κέρδισε τη νίκη, που ο ποιη τής πολύ λίγες φορές είχε χαρεί όσο ζούσε. 11. Ωστόσο, ιδού τα απογοητευτικά που γράφονται στο εισαγωγικό σημείωμα της επιγραφής (σελ. 180): «Χωρίς κανένα απολύτως λόγο το μοναδικό τούτο μνημείο η Αρχαιολογική Υπηρεσία το έβγαλε και το μετέφερε σε κάποια αποθήκη, σαν να βρέθηκε κάτι τελείως ασήμαντο. Η Ακαδημία Αθηνών δεν ενδιαφέρθηκε κα θόλου και διερωτάται κανείς γιατί πέταγε τα λεφτά του ο Αριστόφρων θέλοντας να ξαναδώσει στην Ελλάδα και στον κόσμο το άλσος της Ακαδημείας και τα μνη μεία της».
ΑΙΓΟΚΕΡΩΣ Ζωοδόχου Πηγής 17 τηλ. 36.13.137 ΓΑΛΛΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Βιλιέ ντε Λ Ί λ Αντάμ Σκληρές ιστορίες Φερνάντο Αρραμπάλ Η πέτρα της τρέλας Αντονέν Αρτώ Μεγάλη μέρα, μεγάλη νύχτα Ο καλόγερος Βαν Γκογκ Ταξίδι στη χώρα των Ταραχουμάρα Πωλ Βερλέν Ο ι καταραμένοι ποιητές Θεόφιλος Γκωτιέ Η νεκρή ερωμένη Η π ίπα του όπιου Ά λφ ρεντ Ζαρρύ Το υπεραρσενικό Ζακ Καζότ Ο ερωτευμένος διάβολος Ραιημόν Καινώ Ό νειρ ο και φυγή Ζαν Κοκτώ Το όπιο Θωμάς ο απατεώνας Τριστάν Κορμπιέρ Κίτρινοι έρωτες Σαρ Κρο Φανταστικές π ρόζες ΙΙιερ Λουίς Ανοιξιάτικη νύχτα Ονορέ ντε Μπαλζάκ Ο Ιησούς Χριστός στη Φλάνδρα Αντρέ Μπρετόν Α νθολογία μαύρου χιούμορ Τα μαγνητικά πεδία Μαρτινίκα Τα συγκοινωνούντα δοχεία Πικάσσο και Ερνστ Γκυ ντε Μωπασσάν Φανταστικές ιστορίες Ερωτικές ιστορίες Ζεράρ ντε Νερβάλ Αυρηλία Ζαν Τζιονό Ανάρρωση Σαρλ Φουριέ Η ιεραρχία του κερατώματος Ζαν Πωλ Σαρτρ Κεκλεισμένων των θυρών Αξιοσέβαστη πόρνη Ά τ α φ ο ι νεκροί
Η ΕΤΗΣΙΑ ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΕΑΛΑΛΟΣ
Το δημοσιευόμενο απόσπασμα από την ετήσια έκθεση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Δη μ. Χαλικιά αναφέρεται στα προβλήματα της εποπτείας του πιστωτικού συστήματος: Στα πλαίσια της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς και ειδι κότερα της ολοκλήρωσης του ενιαίου χρηματοπιστωτι κού χώρου έως το τέλος του 1992, αναμένεται η πλήρης απελευθέρωση του πιστωτικού συστήματος από διοικητι κούς περιορισμούς και ελέγχους, εκτός από εκείνους που είναι αναγκαίοι για την άσκηση της νομισματικής πολι τικής ή αποσκοπούν στη διασφάλιση της φερεγγυότητας και της ρευστότητας των τραπεζών και στην προστασία των καταθέσεων. Η ενίσχυση του ανταγωνισμού, η επέ κταση της δραστηριότητας των τραπεζών σε νέες χρημα τοδοτικές εργασίες, η προσφορά νέων τραπεζικών προϊόντων, η διεύρυνση των εργασιών σε συνάλλαγμα, η ευχέρεια διαφοροποίησης του χαρτοφυλακίου κατά νό μισμα, οι ευρύτερες διακυμάνσεις των επιτοκίων και των συναλλαγματικών ισοτιμιών και η χρήση νέων μεθόδων τραπεζικής διαχείρισης και πρακτικής, ενώ συγχρόνως θέτουν πρόσθετα καθήκοντα στην Τράπεζα της Ελλάδος που έχει την ευθύνη για την εποπτεία του πιστωτικού συστήματος. Η Τράπεζα της Ελλάδος πρέπει να έχει δυ νατότητα εκτίμησης, σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο πε ριβάλλον, της επάρκειας των ιδίων κεφαλαίων της κάθε τράπεζας, της στάθμης και εμπειρίας του προσωπικού της, της επάρκειας των συστημάτων εσωτερικού ελέγχου, της πραγματικής καθαρής περιουσιακής της θέσης, στηριζόμενη σε ορθές μεθόδους αποτίμησης των ενεργητι κών στοιχείων και των υποχρεώσεων, του μεγέθους των κινδύνων, που αναλαμβάνει η κάθε τράπεζα και της ευ πάθειας του ισολογισμού της στις μεταβολές των επιτο κίων και των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Εποπτεία του τραπεζικού συστήματος δε σημαίνει μό νο εξακρίβωση παραβάσεων πιστωτικών και συναλλαγ ματικών κανόνων και περιορισμών. Σημαίνει κατά κύριο λόγο, δυνατότητα συνολικής εκτίμησης, μέτρησης και προσδιορισμού της ποιότητας του ενεργητικού των τρα πεζών, του μεγέθους των κινδύνων που έχουν αναλάβει και της φερεγγυότητάς τους. Είναι σκόπιμο να διευκρινιστεί ότι, εκτός από την εποπτεία που ασκεί η Τράπεζα της Ελλάδος, δυό ακόμη έλεγχοι είναι απαραίτητοι για την πρόληψη διαχειριστι κών ή άλλων ανωμαλιών στις τράπεζες και η διασφάλιση των συμφερόντων των συναλλασσομένων με τα πιστωτι κά ιδρύματα και κυρίως των καταθετών. Κατά πρώτο, απαιτείται ένα αποτελεσματικό σύστημα εσωτερικού ελέγχου της ίδιας της τράπεζας. Η Τράπεζα της Ελλάδος, ως αρμόδια αρχή για την άσκηση εποπτείας του πιστωτικού συστήματος, με πράξη που εξέδω σε τον Ιούνιο του 1988, καθιέρωσε τον έλεγχο της αποτελεσματικότητας και επάρκειας των εσωτερικών ελέγχων των πιστωτικών ιδρυμάτων από τη Γενική Επιθεώρηση Τραπεζών. Δεύτερο, είναι αναγκαίος ένας σύγχρονος και πλήρης έλεγχος του κάθε πιστωτικού ιδρύματος από ένα ανεξάρτητο σώμα ελεγκτών με εξειδικευμένες γνώ σεις και εμπειρία σε θέματα ελέγκτικής, που θα ασκέί
εξονυχιστικό έλεγχο της ακρίβειας και αυθεντικότητας των λογιστικών εγγράφων, με βάση και τα παραστατικά των αντίστοιχων συναλλαγών, όπως και της ειλικρίνειας των αποτελεσμάτων χρήσης και του ισολογισμού. Είναι υποχρέωση του Σώματος Ορκωτών Λογιστών, αλλά και του εποπτεύσντος υπουργείου Εμπορίου, να λάβουν όλα τα κατάλληλα μέτρα, ώστε οι ασκούμενοι σχετικοί έλεγχοι να παρέχουν εχέγγυο ακρίβειας, πληρό τητας και αντικειμενικότητας. Ο εποπτικός ρόλος της Τράπεζας τηξΕλλάδος, που ασκείται μέσω της Γενικής Επιθεώρησης Τραπεζών, έχει άλλο αντικείμενο, συγκε κριμένα την εκτίμηση της φερεγγυότητας, της ρευστότη τας και της αποδοτικότητας του κάθε πιστωτικού ιδρύ ματος. Αποσκοπεί γενικότερα, στη διασφάλιση της στα θερότητας του πιστωτικού συστήματος και δεν μπορεί να υποκαταστήσει το έργο του εσωτερικού ελέγχου και του ελέγχου που ασκεί το Σώμα Ορκωτών Λογιστών. Τέλος, πρέπει να τονιστεί ότι, για να μπορέσει η Τρά πεζα της Ελλάδος να ασκήσει αποτελεσματική εποπτεία του πιστωτικού συστήματος της χώρας, πρέπει να απο κτήσει πλήρη ελευθερία κινήσεων. Είναι, κατά κύριο λό γο, αναγκαίο να καταργηθεί το απόρρητο των καταθέ σεων έναντι της Τράπεζας της Ελλάδος και των ελεγκτι κών της οργάνων. Με πρόσφατη τροπολογία που κατα τέθηκε για ψήφιση στη Βουλή, καλύπτεται το σχετικό κενό και θα πάψει να ισχύει το απόρρητο των τραπεζι κών καταθέσεων έναντι της Τράπεζας της Ελλάδος, κα τά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της των σχετικών με την εποπτεία του πιστωτικού συστήματος και την εφαρ μογή των νομισματικών, των πιστωτικών και των συναλ λαγματικών κανόνων. Επισημαίνεται σχετικά, ότι ο τα κτικός έλεγχος που ασκήθηκε στην Τράπεζα Κρήτης στο 1987 δεν διαπίστωσε, ούτε όμως μπορούσε να διαπιστώ σει, υπεξαιρέσεις ή άλλες παράνομες ενέργειες, εφόσον ίσχυε το άβατο για τα ελεγκτικά όργανα της Τράπεζας της Ελλάδος στους προσωπικούς λογαριασμούς σε δραχ μές και συνάλλαγμα του τότε προέδρου της και στους λογαριασμούς όψεως των ελεγχόμενων από την Τράπεζα Κρήτης και τον τότε πρόεδρο των επιχειρήσεων. Σε ανάλογες, ανυπέρβλητες δυσχέρειες προσέκρουσε και ο έκτακτος έλεγχος, που άσκησαν τα ελεγκτικά όρ γανα της Τράπεζας της Ελλάδος στην Τράπεζα Κρήτης επί ένα τετράμηνο, από 20 Ιουνίου 1988 μέχρι 19 Οκτω βρίου 1988, που διορίστηκε προσωρινός επίτροπος. Πά λι δεν διαπιστώθηκαν, ούτε μπορούσαν να διαπιστω θούν, λόγω του απορρήτου των καταθέσεων, οι υπεξαι ρέσεις που είχαν γίνει. Μόνο μετά το διορισμό προσωρι νού επιτρόπου σε πολύ σύντομο χρόνο αποκαλύφθηκαν από τα ίδια ελεγκτικά όργανα της Τράπεζας της Ελλά δος, που είχαν διενεργήσει τους προηγούμενους ελέγ χους, οι υπεξαιρέσεις που είχαν γίνει. Η διαφορά είναι ότι, μετά το διορισμό Προσωρινού Επιτρόπου, τα ελε γκτικά όργανα της Τράπεζας της Ελλάδος ενεργούσαν ως βοήθοί του προσωρινού επιτρόπου, επομένως ως όρ γανα της Τράπεζας Κρήτης, με συνέπεια Ο έλεγχος να μην προσκρούει στο απόρρητο των καταθέσεων. Επισημαίνεται ακόμη,1ότι τό απόρρητο των .καταθέσεων έχει δημιουργήσει σοβαρές δυόχέρειες και στην άσκηση του συναλλαγματικού ελέγχου. ' ί
G u te n b e r g για ένα παραμυθένιο καλοκαίρι ΕΡΣΗ ΙΩΑΝΝΟΥ
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗ
91 9YXC INI ΠΙΤΧΙΛΕΧ σκορπίζουν
πανικό
0
Διαλέγουμε βιβλία για παιδιά
SSnoivaTStiica—
at»C«Oc «Για. ruuSux της πβοσχ^ιιοής φικίας QutonJWj.
4$
^
"
ΣΟΛΩΝΟΣ 103 ·ΤΗΛ. 36.00.127 .ΑΘΗΝΑ Τ.Κ. 106 78
r
φ Εκδόσεις Κέδρος r •
A ID S •
·
Η ΡΩ ΙΝ Η
ΤΟΞΙΚ Α
·
Γενναδίου 3 - Τ ηλ.36.02.007
Π ΥΡΗ Ν ΙΚ Η Α Σ Φ Α Λ Ε ΙΑ
ΑΠ Ο ΒΛΗΤΑ
·
ΟΞΙΝΗ Β ΡΟ Χ Η
• Μια σειρά βιβλίων που θίγει φλέγοντα προβλήματα που απασχολούν σήμερα τον πλανήτη μας.
• Βιβλία αντικειμενικά, υπεύθυνα, γραμμένα με τέτοιο τρόπο ώστε να γίνονται εντελώς κατανοητά από αυτές τις κρίσιμες ηλικίες που σηματοδοτούν το μέλλον, την πορεία και την εξέλιξη μιας κοινωνίας.
• Για παιδιά από 10 χρόνων και πάνω.
φ Εκδόσεις Κέδρος Γ. Γενναδίου 3, τηλ. 36.02.007
Τέσσερα πολύχρωμα εκπαιδευτικά βιβλία γραμμένα με απλό τρόπο για να φέρουν σ’ επαφή τις νεαρές συνειδήσεις με το θαύμα του κόσμου που βρίσκεται γύρω τους. Όλη η σειρά περιλαμβάνει ένα «επιστημονικό» κεφάλαιο που θα βοηθήσει τους μεγάλους ν’ απαντήσουν στις ερωτήσεις των παιδιών.
για την προσχολική και πρωτοσχολική ηλικία