ΛΙΑΒΑΖΩ ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ · ΑΡ. 225 · 1.11.89 · ΔΡΧ. 350
Ρομαντισμός
ΓΙΑΝΝΗ Π. ΚΑΨΗ
ΧΑ1ΙΕΧΕΕ
Π Λ Η Ρ Ο Φ Ο Ρ ΙΕ Σ Π Α Ρ Α Γ Γ Ε Λ ΙΕ Σ : Ν Ε Α Σ Υ Ν Ο Ρ Α Α .Α . Λ ΙΒ Α Ν Η Σ Ο Λ Ω Ν Ο Σ 94. Α Θ Η Ν Α 106 8 0
ΤΗ Λ 3fin039R-3fMft5W9
ΝΕΑ
ΒΙΒΛΙΑ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ
19 8 9 - 1 9 9 0
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Σφυρίδης Περικλής Από πρώτο χέρι
Γκανάς Μ ιχάλης Μ ητριά πατρίδα
(Πεζογράφημα) Κ άραλη Μ αλβίνα Αθώος οαν α γαπημένος
(Αφήγημα) Κάτος Γιώργος Η βασιλεία των κατσαρίδων
(Μυθιστόρημα) Μ ιλλιέξ-Γκρίτση Τατιάνα Αλλάζουμε;
(Μυθιστόρημα) Α ναδρομές
(Διηγήματα)
(Διηγήματα) Τομαζάνη Δέσποινα Φωτιά μέσα στο νερ ό
(Διηγήματα) Φ ακίνος Ά ρ η ς Τα παιδιά του Οδυσσέα
(Μυθιστόρημα) Φ ακίνος Μ ιχάλης Εφημερεύω ν θίασος και ά λλες ιστορίες Χ αριτόπουλος Διονύσης Τη νύχτα που ’φ ύ γ ε ο Μ πούκοβι
(Διηγήματα) Χ ατζήπαπας Χρίστος Το χρώμα του γαλάζιου υάκινθου
(Μυθιστόρημα)
Μ προυντζάκης Ξενοφώ ν Μ ια κοινή περιπέτεια του οώματος
(Πεζογράφημα) Μ ωράΐτης Γιώργος Α ναμνήσεις ενό ς αντάρτη
Α γγελάκης Ανδρέας Ο μακρύς μονόλογος της Μ αρίας Π ολυδούρη
Ξ ανθούλης Γ ιάννης Ο χάρτινος Σεπτέμβρης της καρδιάς μας
Γ κανάς Μ ιχάλης Γυάλινα Γ ιάννενα
(Μυθιστόρημα)
Δ ενέγρη ς Τάσος Η κατάσταση των πραγμάτων
Πρωτοπαπάς Π άνος Η αθέατη π λευρά της σελήνης
(Διηγήματα) Ρούσσος Τάσος Μ ιχαήλ και άλλα διηγήματα Σκούρτης Γιώργος Ιστορίες με π ολλά στρας Το χειρόγραφ ο της Ρωξάνης Σ ουρούνης Αντώνης Τα τύμπανα της κοιλιάς και του πολέμου
(Διηγήματα) Οι πρώτοι π εθαίνουν τελευταίοι
(Μυθιστόρημα)
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
Κακουλίδης Γιώργος Το χρώμα της ορχήστρας Μ οσκώφ Κωστής 25 θλιμμένα ποιήματα για τον Έρωτα και την Επανάσταση Ν ικόδημος (μοναχός) Ερωτικός Αοσύριος Π απαδάκη Αθηνά Ωχροτάτη έως του λευ κού Σκαρτσής Σωκράτης Το μάρμαρο της άπλας Χ έλη ς Γιώργος 'Οτι στείρα έτεκεν επτά
ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΉ
Η σ ύ γ χ ρ ο ν η εκδοτικ ή π α ρ ο υ σ ία στα ε λ λ η ν ικ ά γ ρ ά μ μ α τ α Ζ. Π η γ ή ς 3, 106 7 8 Α 8 ή ν α , τηλ. 3 6 0 .3 2 .3 4 - 3 6 0 .1 3 .3 1
αφιερώματα σε συγγράφει* Τα τεύχη που σημειώνονται με αστερίσκο έχουν εξαντληθεί
Ο. ντε Μπαλζάκ No 60* Δ. Γληνός No 61* Τ. Τζόυς No 62* Κ. Χατζηαργΰρης No 63 Ζ. Ζενέ No 66 Νέοι λογοτέχνες No 69 Αριστοφάνης No 72 Ζ. Πρεβέρ No 73 Μ. ντε Σαντ No 77 Κ.Π. Καβάφης No 78 Χ.Λ. Μπόρχες No 79 Μ. Κοΰντερα No 80 Μ. Γιουρσενάρ No 81 Α. Κοραής No 82 Κ. Μαρξ No 83 Μ. Βιάν No 85 Νέοι Λογοτέχνες No 87 Κ. Βάρναλη; No 88 Τ. Μαν No 90 Φ. Νίτσε No 91 Κ. Θεοτόκης No 92 Ρ. Μπαρτ No 93 Ν. Λαπαθιώτης No 95 Ε. Ροίδης No 96 Ε. Ζολά No 97 Σταντάλ No 98 Μακρυγιάννης No 101 Λουκιανός No 102 Ντιντερό No 103 Τ. Άγρας No 104 I. Βερν No 105 Θ. Καίρης No 106 Παραμυθάδες No 108 Ε. Έσσε No 109
Α. Καμύ No 110 Β. Ουγκό No 111 Ε. Άλαν Πόε No 112 Φ. Κόντογλου No 113 Σ. Μπέκετ No 115 Κ. Πολίτης No 116 Α. Πάλλης No 118 Β. Μαγιακόφσκι No 121 Ε. Ιονέσκο No 122 Μ. Φουκώ No 125 Ζ. Λακάν No 126 Ζ. Πωλ Σαρτρ No 127 Φ. Ντοστογιέφσκι No 131 Ν.Χ. Λώρενς No 132 Γ.Σ. ΈλιοτΝο 133 Μ. Ντυράς No 134 Αριστοτέλης No 135 Σ. ντε Μπωβουάρ No 136 Γ. Θεοτοκάς No 137 Φ.Σ. Φιτζέραλντ No 138 Τ. Ουίλιαμς No 139 Α. Κάλβος No 140 Γ. Σεφέρης No 142 Γ. Φλωμπέρ No 143 Ο. Έκο No 145 Α. Δουμάς No 147 Α. Κρίστι No 149 Σ. Φρόυντ No 150 Α. Αρτώ No 151 Ο. Ουάιλντ No 152 Β. Γούλφ No 153 Γ.Β. Γκαίτε No 154 Κ. Καρυωτάκης No 157
Κ. Λεβί-Στρως No 158 Ε. Χεμινγουέη No 159 Ζ. Κοκτώ No 160 Μ. Χάιντεγκερ No 161 Β. Ναμπόκοφ No 162 Α. Παπαδιαμάντης No 165 Π. Λεκατσάς No 166 Αίσωπος No 167 Λ. Αραγκόν No 168 Α. Τσέχωφ No 169 Σ. Τσίρκας No 171 Τ. Στάινμπεκ No 173 Όμηρος No 174 Μ. ντε Θερβάντες No 176 Βολταίρος No 177 Ε. Πάουντ No 178 Μολιέρος No 179 · Δ. Χατζής No 180 Ε. ΊψενΝο 181 Ν. Χάμμετ No 182 Π. Βαλερί No 183 Ζ. Μπατάιγ No 187 Ν. Καζαντζάκης No 150 Θουκυδίδης No 191 Φ.Γ. Λόρκα No 192 Ρ. Τσάντλερ No 193 Β. Ράιχ No 197 Ρ. Μούζιλ No 199 Α. Τολστόι No 200 Π. Ελυάρ No 201 Ζ. Σιμενόν No 202 Γ. ντε Μωπασάν No 204 Γ. Ρίτσος No 205 Α. Ζιντ No 206 Α. Μπρετόν No 207 Μ. Μπρεχτ No 211 Α. Αλεξάνδρου No 212 Δ. Σολωμό; No 213 Φ. Πετράρχης No 218 Α. Λουπέν No 218 Γκ. Γκ. Μάρκες No 223
ΝΕΑ
ΒΙΒΛΙΑ
1 9 8 9 - 1 9 9 0
ΞΕΝΗ ΛΟΓ ΟΤ Ε ΧΝΙ Α ΑΠΝΤΑΪΚ ΤΖΩΝ
ΜΟΡΑΝΤΕ ΕΛΣΑ
Το παζάρι οχο άουλο
Το νησί του Αρθούρου
(Μυδισιόρημα)
(Μυδισιόρημα)
ΒΓΓΟΡΙΝΙΕΛΙΟ Μικροαστοί
ΜΠΕΝΙ ΣΤΕΦΑΝΟ
(Διηγήμαια) ΒΛΑΝΤΥ ΜΑΡΙΝΑ Βλαδίμιρος ή Η πχήοη που σταμάτησε
Το μπαρ κάτω από τη Θάλασσα
(Μυδισιόρημα) ΝΑΝΤΟΛΝΥ ΣΤΕΝ Η ανακάλυψη της βραδύτητας
(Μυδισιόρημα)
ΓΕ ΤΣΟΥΝ-ΤΣΑΝ Το χωριό στο βουνό
0 ανιψιός του Ραμώ
(Μυδισιόρημα)
(Μυδισιόρημα)
ΝΉΝΤΕΡΟ
ΓΚΟΛΝΉΝΓΚ ΓΟΥΙΛΙΑΜ
ΟΥΙΤΓΟΥΕΡΘ ΠΟΥΤΖΙΝ
Μύησις ταξιδευτού
Τα εννέα πρόσωπα του Χριστού
(Μυδισιόρημα) Γατονικά καταλύματα
(Μυδισιόρημα) ΓΟΥΝΤΧΑΟΥΖ ΠΕΛΑΜ Μην μπλέξας με το Διάβολο
(Μυδισιόρημα) ΣΑΚΣ ΟΛΙΒΕΡ 0 άνθρωπος που μπέρδευε τη γυναίκα του με ένα καπέλο
(Μυδισιόρημα)
1Μυδισιόοηυα) ΖΕΛΟΥΝ ΤΑΧΑΡ ΜΠΕΝ 0 γραφιάς
(Μυδισιόρημα) ΘΕΛΑ ΚΑΜΙΛΟ ΧΟΣΕ
ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΠΕΡΟΥΒΙΑΝΟΥ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ
(Επιλογή-μειόφραση: Ρήγας Καπάιος)
Η οικογένεια του Παοκουάλ Ντουάρτε
ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΧΙΛΙΑΝΟΥ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ
(Μυδισιόρημα)
(Επιλογή-μειόφραση: Ρήγας Καπάιος)
ΚΑΛΒΙΝΟ ΓΓΑΛΟ
ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ
Μαρκοβάλντο ή Οι εποχές στην πόλη
ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΥ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ
(Μυδισιόρημα)
(Επιλογή-μειόφραση: Γιάννης Πάιοης)
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
Η σ ύ γ χ ρ ο ν η εκδοτικ ή π α ρ ο υ σ ία στα ε λ λ η ν ικ ά γ ρ ά μ μ α τ α Ζ. Π η γ ή ς 3, 1 0 6 7 8 Α δ ή ν α , τηλ. 3 6 0 .3 2 .3 4 - 3 6 0 .1 3 .3 1
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΣΧΕΔΙΑΣΜΑΤΑ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ
ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ I. ΔΕΛΗ
ΟΜΗΡ ΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ - ΙΛΙΑΔΑ ΕΚΔΟ ΣΕΙΣ ΑΝΑΜΟΡΦΩΜΕΝΕΣ ΚΑΙ ΒΕΛΤΙΩΜΕΝΕΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ! I. ΔΕΛΗ!
ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ! L ΔΕΛΗ!
ΗΟαυ**εια του Ομηρου
ΗΟλυ**εια του Ομηρου
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑΣΧΕΔΙΑΣΜΑΤΑΑΡΧΑΙΩΝΚΕΙΜΕΝΩΝ
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑΣΧΕΔΙΑΣΜΑΤΑΑΡΧΑΙΩΝΚΕΙΜΕΝΩΝ
■ m. ■ k*3. V1 . ,»■
■ /ν W ] :.· __
Η ύλη και των δύο τόμων είναι διανεμημένη μεθοδικά σε 68 ε νότητες, ώστε να καθίσταται με άνεση δυνατή η μελέτη ολόκλη ρου του ομηρικού κειμένου.
Σε κάθε ενότητα προστίθεται, ως επίμετρο, ειδικό κεφάλαιο με υλικό αναγωγής στον κύκλο των συστηματικών μελετών Ελ λήνων και ξένων ομηρολόγων.
GUTENBERG
τα βιβΑία της «γνώσης» ΜΙΓΚΕΛ ΝΤΕ ΘΕΡΒΑΝΤΕΣ
ΠΑΜΠΛΟ ΝΕΡΟΥΛΑ
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΙΚΕΣ ΝΟΥΒΕΛΕΣ 1
<clen s o n e to s d e a m o r)
ΗΛΙΑΣ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
ΗΛΙΑΣ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
Σύγχρονη ισπανική ποίηση
Ανθολογία ισπανικής ποίησης
Δ ίγλω σ σ η έκ δ ο σ η
Από ι η «Γενιά τ ο υ ε μ φ υ λ ίο υ π ο λέμο υ » έω ς σ ή μ ερα
απο
το
ΩΣ ΤΕ
εκδόσεις «γνώση» Ιπ ποκράτους 3 1 ,1 0 6 8 0 Α θή να , ΤηΑ. 36 20941 - 36 21 19 4 rp n y . Α υ ξεν τίο υ 2 6 ,1 5 7 71 ΙΑίσια, Α θή να , ΤηΑ. 7786441
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΞΑΝΤΑΣ
Τζαβέλλα 1 και Ζωοδόχου Πηγής Τηλ.: 36.04.885 - 36.13.065
ΔΙΑΒΑΖΩ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Α. Μεταξά 26, Αθήνα - 106 81
ΧΡΟ Ν ΙΚ Α Σύνταξη: 36.40.487 Λογιστήριο: 36.40.488 Διαφημίσεις: 36.42.789 Συνδρομές: 36.42.765
Η ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΙ: Γράφουν οι Δ . Λιάρος, Δημοσθένης Κούρτοβικ και Ηλίας Μ ατθαίου
8 9
ΑΦΙΕΡΩΜΑ
Τεύχος 225 1 Νοεμβρίου 1989 Τιμή: Δρχ. 350 Ιδρυτής: Περικλής Αθανασόπουλος Διευθυντής: Γιώργος Γαλάντης Σύνταξη: Κατερίνα Γρυπανησιιότου. Βασίλης Καλαμαράς. Ηρακλή; Παπαλίξης. Νένη Ράις. Βάοω Σπάθή. Καίτη Τοπάλη Οικονομικός υπεύθυνος: Βάοω Σπάθή Συνδρομές: Κατερίνα Γρυπονησιώτου Διαφημίσεις: Ηρακλής Παπαλέϊης Σελιδοποίηση-Μοντάζ: Νένη Ράις Γλωσσική επιμέλεια-Διορθώσεις: Βίκυ Κωτσοβέλου Στοιχειοθεσία: Φωτοκύτταρο ΕΠΙ·.. Υμηττού 219. τηλ. 75.16.333 Φωτογραφίσεις-Μοντάξ: I. Χριστοόου λάκος - I. Κοργιαλάς Ο.Ε., Α. Μετάξι ι 26. τηλ.'36.41.134 Εκτύπωση: Αφοί Τσαλδάρη Ο.Ε.. Φυ λής 35. Καματερό, τηλ. 26.10.918 Βιβλιοδεσία: Νικ. Κατριδάνο; και Σίιι Ο.Ε.. Στ. Γόνατά 48. τηλ. 57.49.951 Διανομή: Νέο Πρακτορείο Τύπου Ιδιοκτήτης-Εκδότης: Γιώργος Γαδαλάς Κεντρική διάθεση: Αθήνα: Πομώνης Διονύσιος Ζαλόγγου I τηλ. 36.20.889 Θεσσαλονίκη: Βιβλιοπωλείο
Δημήτρης Πλάκας: Ο ρομαντισμός τότε... Λέων Αίλουρος: Λαχτάρα για το θάνατο Βιργινία-Τερέζα Ρούσσου: Ρομαντισμός και Γυναίκα Ζακ Γκουαμάρ: Πώς θα κάνουμε επιτυχημένες τις χαμένες επανα στάσεις Βιργινία-Τερέζα Ρούσσου: Ο ρομαντισμός και η στροφή στη λαϊκή δημιουργία Μισέλ Δ ε Μπρι: Μυστήριο και μαγεία του λαϊκού μυθιστορήματος Μισέλ Δ ε Μπρι: Η επιστροφή από το φανταστικό στοιχείο Πέτρα Δουλάμη: Έ να γυναικείο πρόσωπο στον Ρομαντισμό Μισέλ Δ ε Μπρι: Τι να θυμηθούμε από τις επαναστάσεις, τι να δι δαχτούμε α πό τον Ρομαντισμό Μισέλ Δ ε Μπρι: Ό τ α ν οι ρομαντικοί ανακάλυπταν την Οικολογία Ζαν-Μ παπτίστ Μ παρονιάν: Η επιστροφή του διαβόλου Μ περνάρ Ντελβάιγ: Α πό τον Κον-Μπεντίτ στον Πλαστίκ-Μπερτράν Γιάννης Μπασκόζος: Ο ρομαντισμός σήμερα: Η αναζήτηση της πα ρουσίας του ιδανικού μέσα στο πραγματικό
23 26 30 32 34 36 56 62 63 66
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ Ο Γιεβγένι Γιεφτουσένκο μιλάει για τη μνήμη και την Περεστρόικα (Γράφει ο Διαμαντής Μπασαντής)
70
ΟΔΗΓΟΣ ΒΙΒΛΙΩΝ ΕΠΙΛΟΓΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ: Γράφει ο Τριαντάφυλλος Γεροζήσης ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ: Γράφει ο Νίκος Κολοβός ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ: Γράφει ο Κώστας Χωρεάνθης
73 78 80
ΔΕΛΤΙΟ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ
37
ΚΡΙΤ1ΚΟΓΡΑΦΙΑ
47
Λασσάνη 9 τηλ. 237.463 Εξώφυλλο: Γιώργος Γαλάντης
12 18 19
στο επόμενο «Διαβάζω» αφιέρωμα: στον Τζ. Όργουελ
η ΑΓΟΡΑ
του ΒΙΒΑΙΟΥ από 1 έως 15 Οκτωβρίου 1989
Τα είκοσι βιβλιοπωλεία που ρωτήθηκαν για τη σύνταξη της αγοράς του βιβλίου είναι κατά αλφαβητική σειρά: Αριστοτέλης-ΑΘ., Βάνιας-Θεσσ., Γκοβόστης-ΑΘ., Δωδώνη-ΑΘ., Ελευθερουδάκης-Αθ., Ενδοχώρα-ΑΘ., Εξαρχόπουλος-ΑΘ., Εστία-ΑΘ., Ιανός-Θεσσ., Κουρκάκης-Καρδίτσα, Λέσχη του Βιβλίου-ΑΟ., Libro-ΑΘ, Μεθενίτης-Πάτρα, ΜιχαλάςΑθ., Νέοι Καιροί-ΑΘ., Όμηρος-Βόλος, Πιτσιλός-ΑΘ., Σάκης-Νέα Σμύρνη, Σΰμβολο-Κηφισιά.
□ Ο πίνακας παρουσιάζει τα εμπορικότερα βιβλία ενός δεκαπενθημέρου, σύμφωνα με τα στοιχεία που μας παραχώ, ρησαν 20 βιβλιοπώλες α π ' όλη την Ελλάδα, δηλώνοντας ο καθένας τους τέσσερα βιβλία που είχαν τις περισσότερες πωλήσεις στο βιβλιοπωλείο του κατά το διάστημα αυτό. Έτσι κάθε βιβλιοπωλείο δίνει τέσσερις βαθμούς στο βιβλίο που είχε τις περισσότερες πωλήσεις, τρεις βαθμούς στο αμέσως επόμενο, δύο βαθμούς στο τρίτο κατά σειρά βι βλίο, ενώ ένα βαθμό παίρνει το τέταρτο.
Ο
ΞΑΝΘΟΥΛΗ Γ.: Ο χάρτινος Σεπτέμβρης της καρδιάς μας ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ ΡΑΣΝΤΙΣ.: Οι Σατανικοί Στίχοι ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ
k B f l ΕΚΟ ΟΥ.: Το εκκρεμές του Φουκώ ΓΝΩΣΗ Ε
Ι ΓΑΛΑΝΑΚΗ Ρ.: Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ Πασά ΑΓΡΑ ΒΑΛΤΑΡΙ Μ : Ο περιπλανώμενος ΚΑΛΕΝΤΗΣ ΚΑΠΑΝΤΑΗ I.: Επτά φορές το δαχτυλίδι ΕΣΤΙΑ
K f l ΚΟΤΖΙΑ Ν. - ΜΠΑΤΙΚΗΣ Κ.: Μια συζήτηση που δεν έγινε ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ Ε 9 Κ
ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΚΑΙ
ΛΙΓΝΑΔΗ Τ.: Καταρρέω ΑΚΡΙΤΑΣ
· ΛΟΝΤΟΝ Τ.: Μια Οδύσσεια στο Βορρά ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ ΜΑΚ ΛΕΗΝ: Ψάχνοντας τον εαυτό μου ΚΑΚΤΟΣ Ζ. ΣΑΡΗ: Το γαϊτανάκι ΚΕΔΡΟΣ
□ Ο κατάλογος που ακολουθεί παρουσιάζει, με αλφαβητική σειρά, τα υπόλοιπα βιβλία που δεν προτάθηκαν από δύο τουλάχιστον βιβλιοπωλεία.
Α βαντέν: Με την καρδιά στην τσέπη (Αστάρτη) · Βαλτάρι Μ.: Ο Α ιγύπτιος (Κάκτος) · Βαλτινού Θ.: Στοιχεία της δεκαετίας του ’60 (Στιγμή) · Γκόμπολι Μ.: Σπίτι μου σπιτάκι μου (Μαργαρίτα) · Η λιάσκουΧ αλικιά Α.: Ασκήσεις παρατήρησης και γραφής (Καστανούτης) · Κ αμπανίλε Α.: Αύγουστο μήνα, γυναί κα μου, δε σε ξέρω (Αστάρτη) · Κ εραμά Β.: Το απόρρητο ημερολόγιο στο Καστρί (Παπαζήσης) · Κ ιτρομιλήδη Π.: Στοχαστές των νεώτερων χρόνων (Διάττων) · Κ ουμανταρέα Μ.: Ο πλανόδιος σαλπιγκτής (Κέ δρος) · Μ αυροπούλου-Μ αρτίνη Τ.: Λίγο πριν φοβηθούμε (Libro) · Μ ητροπούλου Κ.: Γωνία Τσιμισκή και Δημητρίου Γούναρη (Παρατηρητής) · Ξανθάκη Μ .-Α λεξάκη Π .-Χ ριστόπουλου Κ.: Αραβικές χώρες (Ίδρυμα Μεσογειακών Μελετών) · Π α παθανασίου Α.: Οι Μελισσηνοί της Δημητριάδος κτήτορες Ιερών Μονών (Παπαζήσης) · Π απαθεμελής Στ.: Ο λόγος Ευθύνης · Οι εκλογές 1989 (Ποντίκι) · Ρολλάν Ρ.: Η μαγεμένη ψυχή (Γκοβόστης) · Σ ταματόπουλος Δ.: Εκβιομηχάνιση και Εξουσιαστική Στρατηγική στην Ελλάδα (Ίδρυμα Μεσογειακών Μελετών) · Σφαέλου Κ.: Ο βοσκός και ο Ρ ήγας (Εστία) · Χ άντκε Π.: Σύντομο γράμμα για έναν αποχαιρετισμό (Ά γρα) · Χόπερ Ρ. Τζ.: Οι πρώτοι Έ λληνες (Βάνιας) · Ψ υχοπ α ίδ η ς Κ .-Γετίμης Π .: Ρυθμίσεις Τοπικών Προβλημάτων (Ίδρυμα Μεσογειακών Μελετών)
χρονικα/9 Απάντηση στην κριτική των επικρίσεών μου για το έργο του Έρνεστ Μπόρνεμαν «Η πατριαρχία» Αγαπητό Διαβάζω, αποτελεί πάντοτε απόλαυση για μένα η ανάθεση από σένα κάποιας βιβλιο κρισίας. Διότι μου δίνει έναν ενεργητι κό ρόλο στο διάβασμα, έξω από αυτόν του παθητικού αναγνώστη. Υπ' αυτήν την έννοια επικροτώ πλήρως και την εμφανή προσπάθειά σου να μπαίνουν όλο και περισσότεροι εκκολαπτόμενοι πνευματικοί άνθρωποι στη χορεία της αυτενέργειας. Και πρώτο βήμα για πολλούς είναι, ή θα 'πρεπε να 'ναι, αυτό που οι Άγγλοι λένε erecis, συ μπύκνωση νοημάτων σε πολύ λιγότε ρο χώρο. Η κριτική περίπου συνεπά γεται κάτι τέτοιο. Γι' αυτό και παίζει γονιμότατο ρόλο. Τώρα, για να 'ρθουμε στην «Πα τριαρχία», θέλω να διευκρινίσω στον Δημοσθένη Κούρτοβικ ότι αδικεί όχι μόνον εμένα (γράφοντας το απίστευτο «ο κ. Λιάρος μου δίνει την εντύπωση ότι δε διάβασε ούτε καν διαγωνίως καίρια κεφάλαια ή παραγράφους της Πατριαρχίας με αποτέλεσμα να εγκαλεί τον Borneman για φανταστικά ατο πήματα»), αλλά και τον εαυτό του. Διότι μου δίνει την εντύπωση ότι δε διάβασε ούτε καν διαγωνίως κάποιες σειρές της κριτικής μου παρουσίασης με αποτέλεσμα να με εγκαλεί για ατο πήματα που είναι του ίδιου αν δεν είναι του Μπόρνεμαν. Εξηγούμαι. Δε διάλεξα να χτυπήσω τον Ε. Borne man στα πάμπολλα σημεία που θα 'ταν εύκολο να κάνω. Και προκαλώ σε δημόσια συζήτηση τον Δ. Κούρτοβικ, όπου και χώρο θα 'χουμε να απλω θούμε, χωρίς να καταναλώνουμε τις φιλόξενες αλλά πολύτιμες σελίδες του ΔΙΑΒΑΖΩ, και την ευκαιρία για παρέμ βαση στη συζήτηση θα δώσουμε σε δεκάδες φίλες και φίλους που σαφώς ενδιαφέρονται για τη διαφωνία μας, η οποία,φυσικά, ξεπερνά κατά πολύ σε σημασία τους δύο φυσικούς της φο ρείς αυτή τη στιγμή. Διάλεξα να α πο μονώσω τα καλύτερα σημεία της (ισχνής είναι αλήθεια) επιχειρηματολο γίας του και να τα κρίνω νηφάλια, πέρα από την οργή που μου προκαλούσε η μόνιμη σχεδόν λανθάνουσα αντιφατικότητά του. Ό τα ν π .χ ., εγκωμιάζει κάθε τόσο τη Σπάρτη ως «μητριστική» (σύμφωνοι, κύριε Κούρτοβικ, όχι «μητριαρχική», δεν έκανα όμως λάθος, απλώς μίλησα με πιο οικείους όρους στον δικό μου αναγνώ στη, απηχώντας και τον Παναγή Λεκατσά που τα ίδια γράφει στη «Μητριαρ χία» του), αλλά αναφέρει ότι οι Σπαρ τιάτες υποσχεθήκανε σε 2000 δούλους την ελευθερία αν πολεμούσαν κατά
των Αθηναίων σε μια δύσκολη γι' αυ τούς καμπή του Πελοποννησιακού π ο λέμου αλλά αντί να τους πάνε στο πεδίο της μάχης, τους έσφαξαν με το σκεπτικό «αν ήσαν ικανοί να ελευθε ρωθούν πολεμώντας τους εξωτερι κούς εχθρούς, αύριο θα πολεμήσουν για τον ίδιο λόγο εμάς, τους εσωτερι κούς εχθρούς», τότε κύριε Κούρτοβικ νιώθω μόνον περιφρόνηση για την ΑΝ-ΑΝΔΡΙΑ των «μητριστικών» κανα κάρηδων ή των βλαστών της μητρο-
κρατίας, της μητροτυραννίας (ή ταν επί τας), της μητροπαράκρουσης ή της μητροφρενόκρουσης. Διότι αυτές είναι οι εκδηλώσεις της βαρβαρότητας που χαρακτήριζαν κατά τον Μπαχόφεν, τη «μητριστική» κοινωνία. Γι' αυ τό και έτρεμε μια ενδεχόμενη παλιν δρόμηση σε κυριαρχικούς ρόλους όλων των γυναικών ως εγκυμονούσα μια νέα βαρβαρότητα. Δε θέλω να μπω εδώ στο χώρο της επιστημονικής φα ντασίας (όπως κάνει ο Μπόρνεμαν
Για τη Γραφειοκρατία ο λόγος Από την Καθημερινή της Κυριακής της 1ης Οκτωβρίου 1989, σελ. 40, αντι γράφουμε: "Για να παραγγείλει κανείς ξένο βι βλίο στην Ελλάδα έπρεπε ώς τώρα, χάρη σε ειδική σαδιοτική απόφαση του κ. Τσοβόλα να χάνει ένα ολόκληρο πρωινό. (Δηλαδή: 1. Τράπεζα, για να δοθεί τιμή συναλλάγματος. 2. Δημόσιο Τα μείο για να πληρωθεί ΦΠΑ 3%. 3. Ξα νά Τράπεζα για έκδοση επιταγής. 4. ΕΛΤΑ για αποστολή επιταγής με συ στημένη επιστολή). Τώρα φαίνεται πω ς πρέπει να χάνει δύο ολόκληρα πρωινά! Διότι το δέμα με τα βιβλία δεν έρχε ται πια στο σπίτι, ή στο ταχυδρομείο της γειτονιάς. Πηγαίνει στο κεντρικό τελωνείο Αθηνών. Ό π ο υ πρέπει να εμφανιστεί ο είλωτας, πο υ τόλμησε να παραγγείλει γνώση, και να πληρώσει πάλι το 3%. Εκτός αν έχει φυλάξει φω τοτυπία της απόδειξης προπληρωμής του - π ο υ όμως την κρατάει η Τράπε ζα. Η οποία άλλωστε δεν εκδίδει επι-
ταγή χω ρίς το ΦΠΑ. Αρα σίγουρα έχει καταβληθεί!" Απ' ό,τι ξέρουμε ανάλογη διαδικα σία ακολουθείται για την εγγραφή συνδρομητών σε ξένα περιοδικά. Εμείς έχουμε να προσθέσουμε μόνο ένα ερώτημα για κάθε αρμόδιο. Δεν μπο ρεί όλες αυτές οι διαδικασίες (μαζί με την παρακράτηση του Φ.Π.Α. για λο γαριασμό του Δημοσίου Ταμείου) να διεκπεραιώνονται από μία και μόνο υπηρεσία; (Της τράπεζας της Ελλά δος, των ΕΛΤΑ ή κοινή υπηρεσία και των δύο). Και πόσο δύσκολο είναι το δέμα να έρχεται στο ταχυδρομείο της γειτονιάς του παραλήπτη. Δεν πρόκειται μόνο για το βιβλίο, πρόκειται και για μια άσκηση αντιμε τώπισης της γραφειοκρατίας με τη συνεργασία όλων μας.
10/χρονικα όταν ονειρεύεται πράγματα εξωφρενι κά, να 'χουμε βγάλει βράγχια για να ζούμε στους ωκεανούς!...), θέλω μό νο να διευκρινίσω ότι εγώ (ή ο Φρόυντ, με τον οποίο τόσο κολακευτικά με παραστοιχίζετε) δεν υπερασπίζομαι την «πατριστική» κοινωνία. Ούτε ισχυ ρίζομαι ότι είναι αθώα περιστερά. Ού τε ότι δεν είναι βουτηγμένη στο έγκλη μα. Απλά διαφώνησα αισθητικά με την απρέπεια του Γερμανού σεξολόγου που υπερβολικά υπολήπτεσθε - να αφιερώνει ατέλειωτες σελίδες π.χ. στη συνήθεια των Ρωμαίων να αποτριχώ νουν τον πρωκτό τους, που μόνο βεβιασμένα μπορεί να θεωρηθεί ότι μας αφορά για το επίμαχο θέμα (και σίγουρα δε μας αφορούν οι ad nau seam πολύ επαναλαμβανόμενες, με κε φαλαία, επιγραφές από τα πορνεία της Πομπηίας του τύπου ΘΕΛΩ ΝΑ ΓΑΜΗΣΩ ΚΩΛΟ, τις οποίες, φρονώ κύριε Κούρτοβικ, ότι θα 'πρεπε να είχατε παραλείψει, όχι για λόγους σε μνοτυφίας αλλά για λόγους καθαρά αισθητικούς). Διότι δεν προσθέτουν τίποτε στο κύριο Argument. Η δια πραγμάτευση του οποίου μας προ σβάλλει διανοητικάαυτήτη φορά. Διότι ο συγγραφέας μοιάζει να μην αναγνω ρίζει την αναγκαιότητα της εσωτερι κής συνοχής των όσων λέει και να επιτρέπει συνεχώς την αντίφαση στον εαυτό του. Χωρίς να 'μαι τουλάχιστον λογοτέχνης, σαν τον Αραγκόν που 'χε «διαμαρτυρηθεί ενάντια σ' όποιον θα
του απαγόρευε να αντιφάσκει με τον εαυτό του». Παραθέτει, λοιπόν, μία αφθονία στοιχείων, σημαντικών κατά τα άλλα, χύμα κι ανάκατα. Σαν ένας ταχυδακτυλουργός «θαμπώνει» τα μάτια μας με διάφορες «μπαλαφάρες» (εντυπωσιακά καμώματα που 'χουν σαν σκοπό την αιχμαλωσία της προσοχής) και κάνει ανενόχλητος το κολπάκι του ενώ εμείς κοιτάζουμε αλλού. Κάπως έτσι και ο Μπόρνεμαν - χωρίς να του αποδίδω συνειδητή πρόθεση λέει πολλά εντυπωσιακά και ελάχιστα καινούρια πράγματα. Μόνο που τα εντυπωσιακά δεν είναι καινούρια και τα καινούρια δεν είναι εντυπωσιακά (για να παραφράσουμε τον Ροσσίνι, που είπε σ' έναν επίδοξο μουσικοσυν θέτη πω ς έχετε πολύ ωραία στοιχεία στη μουσική σας και πολλά καινούρια, μόνο που τα ωραία δεν είναι καινούρια και τα καινούρια δεν είναι ωραία). Με λίγα λόγια: Ώδινεν όρος και έτεκεν μυν... Η φιλοδοξία του Μπόρνεμαν να κάνει για το φυλετικό ό,τι έκανε, ο Μαρξ για την εργασία μένει όχι απλώς απραγματοποίητη αλλά και αλλόκοτα Γοτθική, παρά την ελληνοκεντρικότητά της και τη Ρωμαιοκεντρικότητά της... Επειδή κράτησα 300 σελίδες σημειώ σεων και παρατηρήσεων φρονώ. Κύ ριε Κούρτοβικ, ότι ο χειρότερος ανα σκευαστής των ισχυρισμών του Μπόρ νεμαν είναι αυτός ο ίδιος... Δ. Λιάρος
Το Βιβλιοπωλείο και ο Εκδοτικός οίκος Δ. Ν. Π Α Π ΑΔΗΜ Α κυκλοφόρησε το 19ο Βιβλιογραφικό Δελτίο (σελίδες 62) με σύγχρονα φιλολογικά, λογοτε χνικά, ιστορικά, φιλοσοφικά, παιδαγωγικά - σχολικά βοηθήματα και λοιπά Ελλήνων συγγραφέων καθώς και έργα ξένων συγγραφέων σε έγκυρες μεταφράσεις στην Νεοελληνική γλώσσα. Το Δελτίο είναι ένας κατατο πιστικός οδηγός και πολύτιμος σύμβουλος των εκπαι Ε δευτικών για την επιλογή των βιβλίων στο παιδαγωγικό Ο και διδακτικό τους έργο και σωστή αξιοποίηση του ο Ε Π ΙΔ Ο Μ Α ΤΟ Σ προμήθειας που τους χορηγεί η Πο λιτεία για την αγορά βιβλίων. Οη Το Δελτίο κυκλοφόρησε και εστάλη σε όλα τα σχολεία Κ Μ. Ε. της Ελλάδας και της Κύπρου. Π ΡΟ ΣΦ ΕΡΕΤΑ Ι Δ Ω ΡΕ Α Ν στους εκπαιδευτικούς και σε όλους τους βιβλιόφιλους. Σε όσους μας το ζητήσουν στην επαρχία και το εξωτερικό αποστέλεται ταχυδρομικώς.
ο
ΕΚΔΟΣΕΙΣ - ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΔΗ Μ . Ν . Π Α Π Α Δ Η Μ Α ΙΠ Π Ο Κ Ρ Α Τ Ο Υ Σ 8 - ΑΘ Η Ν Α 1 06 79 ΤΗ Λ . 3 6 2 7 3 1 8 - 3 6 4 2 6 92
Α νταπάντηση; Εύγλωττη η επιστολή του κ. Λιάρου, μιλάει από μόνο της και δεν χρειάζε ται να τη σχολιάσω. Μόνο μία επισή μανση: Η παρατήρηση του κ. Λιάρου ότι θα όφειλα να παραλείψω στη με τάφραση τις «απρέπειες» του συγ γραφέα δεν είναι απλώς μία θεωρητι κή συνηγορία υπέρ της λογοκρισίας. Αποτελεί πιστή περιγραφή της δικής του πρακτικής, την οποία έχει ήδη εφαρμόσει ευδόκιμα στη μετάφραση του βιβλίου του Ράιχ «Η σημασία και η φύση του οργασμού», Εκδόσεις Άν θρω πος - Μέτρο, 1974. Εκεί ο κ. Λιάρος όχι μόνο αναδιάταξε το κείμενο, όχι μόνο το συντόμευσε, όχι μόνο απάλειψε εντελώς καίριες αναφορές του συγγραφέα σε ιδέες μη αρεστές στο μεταφραστή, αλλά είχε και το θράσος να το δηλώσει αυτάρε σκα στην εισαγωγή του, όπου και χα ρακτηρίζει τη μετάφρασή του υπο δειγματική! Κατόπιν αυτού... Δημοσθένης Κούρτοβικ
Για το «Κιβώτιο» του Α. Αλεξάνδρου Αγαπητό «Διαβάζω». Διάβασα με κάποια καθυστέρηση το τεύχος σου το αφιερωμένο στον Άρη Αλεξάνδρου (29.3.89), που ενώ εξα ντλεί όλα τα ενδιαφέροντα σημεία του έξοχου πράγματι μυθιστορήματός του: «Το κιβώτιο» - με αυτό άλ λωστε καταγίνονται, και με το δίκιο τους, οι περισσότεροι απ’ τους συ νεργάτες του αφιερώματος -, δεν κά νει παρά μια ή δυο ελαφρότατες νύ ξεις για τον τρόπο γραφής του βι βλίου. Και συγκεκριμένα για τις σχοι νοτενείς φράσεις του που ιδίως, απ’ τη σελίδα 102 και πέρα, συχνά ξεπερ νάνε τις τριάντα αράδες, απ’ τη σελί δα μάλιστα 257 ώς το τέλος (σελ. 293) δε βρίσκει ο αναγνώστης ούτε μια εν διάμεση τελεία. Η πολύ μακριά λοιπόν φράση είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα του «Κιβω τίου», και θ’ άξιζε, νομίζω, τον κόπο, κάποιος απ’ τους συνεργάτες τού αφιερώματος, ή άλλος, να ’γράφε, έστω και τώρα, δυο λόγια (τρόπος του λέγειν) για το «πώς» και το «γιατί» αυτού του γνωρίσματος, πολύ πε ρισσότερο που συναντάται και σ’ άλ λα έργα της σύγχρονης παγκόσμιας πεζογραφίας, σε μερικά μάλιστα, όπως στο «Φθινόπωρο του Πατριάρ χη» του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι στο «Κιβώτιο». Με εκτίμηση Ηλίας Ματθαίου συγγραφέας-μεταφραστής
Το κίνημα του Ρομαντισμού, άμεσα σννόεδεμένο με τις κοινωνικές ανατροπές που το εξέθρεψαν, άλλαξε έντονα την εικόνα της πνευματικής ζωής. Προβάλ λοντας νέες ιδέες, καινούρια μοντέλα και στάση ζωής, εισηγήθηκε ταυτόχρονα και μια διαφορετική τεχνοτροπία στο χώρο των γραμμάτων και της τέχνης. Μ’ αυτήν σημάνθηκε ο ψυχικός κόσμος του ανθρώπου και η υπερβολή του συναι σθήματος. Μικρή ή μεγάλη η ρήξη, που προκάλεσε ο Ρομαντισμός στη μέχρι τό τε πολιτιστική ζωή, οδήγησε στους σημερινούς τρόπους έκφρασης, διοχετεύο ντας άλλοτε υπόγεια κι άλλοτε φανερά ορισμένες αξίες, θέσεις και τα κριτήριά του στη σύγχρονη ζωή. Το αφιέρωμα του «Διαβάζω» αποτελεί ακριβώς μια σύνθεση για τον Ρομαντι σμό τού τότε και τον Ρομαντισμό τού σήμερα - όπως αυτός εκφράζεται με τη διατήρηση κάποιων αξιών που έχουν όιοχετευθεί και αποτελούν συνιστώσες της σύγχρονης πραγματικότητας. Με οδηγό, λοιπόν, τα Γράμματα ας όιανύσουμε σύντομα το ταξίδι από το χθές στο σήμερα.
12/αφιερωμα
Δημήτρης Πλάκας
Φραγκονάρ: Μάθη μα μουσικής. Μου σείο Λούβρου
Ο Ρομαντισμός τότε... Ο ρομαντισμός - σχολή, κίνημα ή ρεύμα, δεν έχει σημασία - είναι αναμφισβήτητα, ανεξάρτητα από την αισθητική του διάρκεια, για πολλούς λό γους, ένα κεφάλαιο, το πιο σημαντικό κεφάλαιο της λογοτεχνίας. Το εισαγωγικό αυτό κείμενο, που προτάσσεται στο σημερινό αφιέρωμα, επισημαίνει τα όρια και κάποια θεωρητικά θεματολογικά και μορφολογικά χαρακτηριστικά. Αναπόφευκτα γενικεύει και συνα κόλουθα απλουστεύει. Δίδει όμως κάποιες ανα γκαίες, κι όχι βέβαια πλήρεις, πληροφορίες, για ένα κίνημα, που αν δεν προκάλεσε τη μεγάλη ρή ξη, οδήγησε σταθερά στους σημερινούς τρόπους καλλιτεχνικής έκφρασης. Η Σχολή και το κίνημα χολή ή κίνημα ο Ρομαντισμός; Οι όροι συγχέονται και πολ*λές φορές χρησιμοποιούνται χωρίς διάκριση. Ο όρος «σχολή» κάποτε ορίζει μια ομάδα με μεγαλύτερη ή μικρότερη συνοχή, που αποδέχεται κάποιες αρχές, κάποιες αισθητι κές απόψεις ή στηρίζεται σ’ αυτές, τις γενικά αποδεκτές, ο μελετητής που οριοθετεί και ταξι νομεί. Ίσως ένα μέλος της ομάδας διατυπώσει θεωρητικά τις αρχές σ’ ένα κείμενο-μανιφέστο και οι ίδιοι οι δημιουργοί ή θεωρητικοί συνεργά τες τους - κριτικοί και δημοσιογράφοι - προβάλ λουν και αναλύουν το έργο. Άλλοτε ο όρος ευ ρύνεται. Ταυτίζεται με τους όρους «ρεύμα», «κί νηση», «κίνημα», που εκφράζουν δεσπόζοντα χαρακτηριστικά της λογοτεχνικής και γενικότερα της καλλιτεχνικής ζωής με ρόλο σημαντικότερο, οικουμενικότερο. Ό λοι οι ορισμοί σχετικοί - και περιοριστικοί. Αν όμως η διάκριση είναι θεμιτή, ο Ρομαντισμός είναι «κίνημα» - όχι σχολή - και μάλιστα από τα πιο ρωμαλέα. Άλλαξε την εικόνα της πνευματι κής ζωής και συνδέεται αμεσότερα με τις κοινω νικές ανατροπές που τον εξέθρεψαν. Ίσως μορ φολογικά να μην είναι μια αναπνοή και μια ρή ξη, όπως τα βραχύπνοα, αλλά και ρηξικέλευθα
Σ
κινήματα των πρώτων δεκαετιών του εικοστού αιώνα. Όμως δεν παύει να είναι μια βαθύτατη αλλαγή. Με το ρομαντισμό η λογοτεχνική εκφορά δεν υπακούει πια στον γενικό έξωθεν επιβαλλόμενο κανόνα, που υπαγόρευε αυστηρά τις μορφολογικές εντολές του στο δημιουργό του κλασικισμού, αλλά στην προσωπική εκδοχή. Έτσι κάθε φορά η επικοινωνιακή σχέση ανάμεσα στον ποιητή και τον αποδέκτη διαφοροποιείται και κυρίως με το ρομαντισμό ο αισθητός κόσμος είναι τώρα η κύ ρια πηγή που τροφοδοτεί, πηγή όμως προσχημα τική. Ένα μέσο κι όχι ένας σκοπός κι ένα τέρμα. Εβρυακός ακόμα κι ίσως αδιόρατος τώρα πια διά γυμνού οφθαλμού ο διαχωρισμός ανάμεσα στην πραγματικότητα και στην ποιητική ανασύ νταξη του κόσμου, οπωσδήποτε όμως μια αφετη ρία. Αργά, αλλά σταθερά στην αρχή κι έπειτα με επιταχυνόμενο ρυθμό, η διάσταση στις μέρες μας θα είναι πλήρης.
Ο Ρομαντισμός άρνηση του κλασικισμού ρομαντισμός διαδέχεται τον κλασικισμό και το νεοκλασικισμό. Διαφορετικές οι κοινωνικές συνθήκες που εκκολάπτουν, κοινός
Ο
αφιερωμα/13
W 4Φ
V όμως παρονομαστής, το μέσο! Ο εποπτεύων Λό γος. Κι ακόμα ο στόχος: Ένας λιγότερο ή πε ρισσότερο εμφανής χρηστικός διδακτισμός, έστω κι αν δεν είναι πάντα ο ίδιος αποδέκτης. Ο ρομαντισμός δεν είναι όμως απλά μια .δια δοχή, αλλά μια οξύτατη αντιπαράθεση, μια άρ ση. Αναιρεί καί προτείνει μια νέα θέση. Μόνο κάτω απ’ αυτή την οπτική γίνεται σαφέστερα αντιληπτό το εύρος του. Τα συμβάντα με τις ευ ρύτατες διαστάσεις, πέρα από τις αισθητικές αντιδικίες κλειστού χώρου .είναι χαρακτηριστι κά. Ενδεικτικά παραδείγματα: Ο ρομαντισμός κίνημα κατά του γαλλικού πνευματικού ιμπερια λισμού, που ενσαρκώνει ο κλασικισμός, και κά ποτε όχι μόνο του πνευματικού. Στη Γερμανία το 1782 η Ακαδημία του Βερολίνου προκηρύσσει διαγωνισμό με θέμα: «Γιατί η γαλλική γλώσσα καθιερώθηκε ως οικουμενική γλώσσα της Ευρώ πης;...».Το κείμενο του σχεδόν άγνωστου μέχρι τότε αμφισβητήσιμου Γάλλου κόμη κι αργότερα φανατικού αντιπάλου της επανάστασης Αντουάν Ριβαρόλ (1753-1801) θα μοιραστεί το βραβείο με τον Γερμανό Χριστόφορο Σβαμπ. Μετά από λίγα χρόνια ο Ναπολέων εισβάλλει στη Γερμανία ως κατακτητής. Το πρόσχημα, οι ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης. Ο γερμανικός Ρομαντισμός αμύ νεται με τα δικά του όπλα, που αντιπαραθέτέι στο νεο-κλασικισμό.
Έπειτα ας μην ξεχνάμε. Η μάχη που δίνεται στο Γαλλικό Θέατρο, όταν παίζεται ο Ερνάνης (η πρεμιέρα στις 25 Φεβρουάριου 1830) του Ου γκιό (1802-1885), που ορίζεται ως «Ο θρίαμβος της ρομαντικής σχολής», γύρω από αισθητικές αρχές περιστρέφεται. Δεν περιορίζεται όμως σ’ ένα στενό κύκλο. Δεν είναι μια εκδήλωση της πρώτης μέρας. Συνεχίζεται και στις 39 παραστά σεις που δόθηκαν (25.2-21.11.1830), ανάμεσα «στην παλιά φρουρά του κλασικισμού» - το «Γαλλικό Θέατρο» ήταν το προπύργιό του - και της «νέας ρομαντικής γενιάς». Έπειτα συ γκρούονται από τη μια το θεωρείο που αποδοκιμάζει κι από την άλλη η γαλαρία και η πλατεία που επευφημούν. Γενικά τα κύρια, αλλά όχι και τα μόνα στοι χεία, αντιπαραβολής του ρομαντισμού στον κλα σικισμό μπορούν να συνοψιστούν στα εξής: 1. Ο ρομαντισμός είναι αντίθετος στην απόλυτη κυριαρχία του λογικού. 2. Το πάθος είναι ατομικό’ Αρα και η λογοτε χνική δημιουργία που το εκφράζει. 3. Ο άνθρωπος εντάσσεται μέσα στο χρόνο και το χώρο. Δεν είναι υπερχρονικός. 4. Κλονίζεται η πίστη στη σταθερότητα αξιών και αρχών, μετά τις κοσμογονικές ανατροπές της Γαλλικής Επανάστασης. 5. Συνακόλουθα ο κανόνας δεν είναι απαράβα τη εντολή. 6. Ο ρομαντισμός παίρνει τις αποστάσεις του από την Ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα, που δεν τη θεωρεί πια ως αέναη πηγή. Αλλά γενικά σ’ όλες τις θέσεις του ρομαντισμού πασίφανα ή υπολανθανόντως διαφαίνεται η αντιπαράθεσή του προς τον κλασικισμό. Ο Σαντάλ είχε δίκιο: «Ο Ρομα ντισμός είναι η τέχνη του σήμερα· ο κλασικισμός η τέχνη του χτες». Ο Ρομαντισμός αποτινάσσει την υποχρέωση να συγκρατεί τον συναισθηματικό αυθορμητισμό του και να χαλιναγωγεί τα εκφραστικά του μέ σα, όπως υπαγορεύει ο κανόνας του κλασικι σμού, που όσο περνάει ο καιρός συρρικνώνεται σε στείρο ακαδημαϊσμό. Έτσι παραβιάζει τον αυστηρό καθορισμό των λογοτεχνικών ειδών- παραμερίζει την πηγή, το καθιερωμένο από τους αιώνες έργο και το διδα κτικό εγχειρίδιο. Επιτρέπει την απόκλιση από το γενικά παραδεκτό και την προσωπική εκφραστι κή διατύπωση.
Ο όρος, ο ορισμός και τα όρια λέξη ρομαντισμός εμφανίζεται στο κείμενο του συγγραφέα, πριν υιοθετηθεί και καθιε ρωθεί ως όρος. Η διαδρομή στη χρήση της είναι ενδιαφέρουσα, γιατί προοικονομεί τον τελικό προορισμό της: «Στο Ημερολόγιο του Τζων
Η
14/αψιερωμα Έβελυν το 1654» γίνεται λόγος «για ένα τόπο πολύ ρομαντικό κοντά στο Μπαθ» και «ο Σάμουελ Πέπυς το 1654 μιλά για έναν πύργο “Τον πιο ρομαντικό του κόσμου”».1 Το 1745 ο Αββάς Λεμπλάν, για να μεταφράσει στα γαλλικά τη λέξη «ρομαντικός», χρησιμοποιεί τη λέξη «γραφικός»2 κι ο Λετουρνέρ στον πρόλο γο της μετάφρασης του για τον Σαίξπηρ στα γαλλικά, το 1776, διευκρινίζει: «Αυτός που θέλει να γνωρίσει τον Σαίξπηρ πρέπει να περιπλανηθεί στην εξοχή... να σκαρφαλώσει στις κορυφές βράχων και βουνών κι από κει ν’ απλώσει το βλέμμα του στην πλατιά θάλασσα.... να παρατη ρήσει το αέρινο και ρομαντικό τοπίο με τα σύν νεφα... Τότε θα αισθανθεί την ιδιοφυία του Σαίξπηρ, αυτήν την ιδιοφυία που όλα τα ζωγρα φίζει, όλα τα εμψυχώνει».3 Η λέξη λοιπόν μετακομίζει στα γαλλικά από τα αγγλικά κι ο Ζεραρντέν, πάντα το 1776, προ σπαθεί να γίνει πιο σαφής· «... Η Ρομαντική ατμόσφαιρα πρέπει να είναι ήσυχη και μοναχική για να είναι η ψυχή απερίσπαστη και για να μπορέσει να δοθεί ολάκαιρη στη γλύκα ενός βα θιού συναισθήματος».4 Τέλος το Λεξικό της Γαλ λικής Ακαδημίας (1797) καταχωρεί τη λέξη και ορίζει ότι «κανονικά αναφέρεται σε τοπία που ανακαλούν στη φαντασία τις περιγραφές ποιη μάτων και μυθιστορημάτων».5 « Ο όρος “ρομαντικό” δεν είναι λοιπόν από την αρχή ένας όρος καλλιτεχνικής κριτικής. Υποδηλώνει βασικά ένα τρόπο σκέψης, που στρέφεται προς το φανταστικό και το συναισθη ματικό. Η μετατόπισή τους στη λογοτεχνία χρονολογείται πιθανότατα από τα 1977 - εποχή, όπου ο Φρίντριχ Σλεγκέλ δημοσίευσε εκατόν εί κοσι πέντε σελίδες στοχασμούς πάνω στο θέμα»6 και ο Αύγουστος Βίλχελμ Σλέγκελ (1767-1845), που ο Χάινε (1797-1856) τον θεωρούσε ως τον κορυφαίο της νέας σχολής, το 1801 προχωρούσε πια σε γραμματολογικές διακρίσεις: «ορίζει το χαρακτήρα της αρχαίας ποίησης με τη λέξη κλα σική και της νέας με τη λέξη ρομαντική».7 Όσο για τον ορισμό, «Αυτό το μεγάλο κίνημα φαίνεται τόσο σύνθετο, τόσο ετερογενές αλλά και τόσο αντιφατικό, ώστε για πολλούς δεν είναι δυνατό να οριστεί ή καλύτερα να δοθεί συνοπτι κά το περίεχόμενό του με λίγες λέξεις. Για τον Σεβαστιανό Μερσιέ (1801), «Νιώθουν το ρομα ντικό, αλλά δεν το ορίζουν»... Για τον Ντυμπουά, το διευθυντή του περιοδικού «Η Σφαί ρα» (1824-1830), το ρομαντικό «μια λέξη που όλος ο κόσμος τη λέει στη Γαλλία- ίσως όμως δυο άτομα δεν έχουν γι’ αυτή την ίδια ιδέα», και με τά έναν αιώνα, για τον Γάλλο κριτικό Ερρίκο Μπρεμόν (1865-1933) «Οι ρομαντισμοί είναι όσοι και οι ρομαντικοί»... Ο Βέλγος καθηγηγής Βερμέυλεν, που «μελέτησε τη θυσία τον ρομαντι
σμού, μέτρησε το 1925 εκατόν πενήντα ορισμούς του ρομαντισμού».8 Ας μη ματαιοπονούμε λοιπόν σ’ ένα απλά πλη ροφοριακό άρθρο. Περιοριζόμαστε σε δυο ιδιό τυπους. Ο νέος Ρενάν (1823-1892) στα τετράδια της νεότητας έγραφε ότι ο κλασικισμός «είναι ένας κύκλος» κι ο ρομαντισμός «μια υπερβολή». Κι ο Γερμανός κριτικός Φρ. Γκούντολφ το 1911 ότι «ο πρώτος εκφράζει το αρσενικό στοιχείο, ο δεύτερος το θηλυκό κι η διαμάχη τους διαμάχη δύο εραστών»9. Οι ίδιες δυσκολίες και για τις γενικές γεωγρα φικές και για τις χρονολογικές οριοθετήσεις. Διαχρονικά πλέον μπορεί να γίνει χρήση του όρου, πέραν των ορίων που θέτει η γραμματολο γία, για έργα στα οποία επισημαίνονται τα χα ρακτηριστικά του ρομαντισμού. Τα συγκεκριμέ να όμως όρια του κινήματος πώς να περιορισθούν σε αυστηρά καθορισμένες χρονολογίες; Ποικίλλουν από χώρα σε χώρα. Το κίνημα σιγάσιγά διαμορφώνεται και φυσικά δεν εκπνέει απότομα.
Ο Προρομαντισμός πωσδήποτε όμως υπάρχει μια περίοδος προετοιμασίας και διαμόρφωσης ήδη από τον 17ο αιώνα, που ο γραμματολόγος τη χαρα κτηρίζει ως προρομαντική. «Αντίθετα από το ρομαντισμό είναι λιγότερο ένα σύνολο με συνοχή και περισσότερο απαρτίζεται από μεμονωμένες προσπάθειες. Για να είμαστε πιο ακριβείς θα έπρεπε να μιλάμε καλύτερα μόνο για προρομαντικούς παρά για προρομαντισμό. Οι προρομαντικοί εμφανίζονται από το δεύτερο τρίτο του αιώνα, στην αρχή στην Αγγλία και στη Σκωτία, έπειτα στη Γαλλία, στην Ελβετία, στη Γερμα νία». Μια βιαστική κι ενδεικτική διαδρομή σε συγγραφείς και έργα, χωρίς αξιολογική πρόθε ση, θα προβάλει εντυπωσιακά στοιχεία του επερχόμενου ρομαντισμού. Στην Αγγλία ο Σκώτος Τζέιμς Τόμσον (17001748) πολύ νωρίς με το ποιητικό του έργο Οι Εποχές (1726-1730) «έδωσε... νέα ζωή στο αί σθημα για τη φύση, στον οίκτο για τη δυστυχία και τον πόνο και γενικά στην ατομική συγκίνη ση».10. Σύγχρονοί του ο Ροβέρτος Μπλαίρ δημο σιεύει το Μνήμα (1743), ο Εδουάρδος Γιουνγκ (1683-1765) στους στίχους του βιβλίου του Πα ράπονο ή Νυχτερινές σκέψεις (1742-1746), διαποτισμένους με μια βαθιά αίσθηση της νύχτας και του τρόμου, κι ο Θωμάς Γκραίη την «Ελε γεία γραμμένη σ ’ ένα νεκροταφείο» (1751). Λίγο αργότερα ο Σκώτος Ιάκωβος Μάκφερσον (1736-1796) παρουσιάζει ποιήματα μεταφρασμέ να δήθεν από το παλιό ιδίωμα των βάρδων και τ’
Ο
αφιερωμα/15 αποδίδει στον ανύπαρκτο ποιητή Όσσιαν. Μ’ «αυτά τα έργα, που βασίζονται πάνω σε λαϊκές σκωτικές παραδόσεις»,11 «γίνεται δημιουργός αυτού του νέου κόσμου που μάγεψε τόσο πολύ τη φαντασία και ενέπνευσε τόσους συγγραφείς και καλλιτέχνες».12 Σειρά πεζογράφων προοιωνίζουν τη νέα επο χή. Ο Σάμουελ Ρίτσαρτσον (1689-1791) θεωρεί ται ο εισηγητής του συναισθηματικού μυθιστο ρήματος (Παμέλα ή η αμοιβή της αρετής-1741, Κλαρίσσα 1741, κ.λπ), «που λιγώνει τις αναγνώστριες ως τη Γερμανία και τη Γαλλία, όπου το μετέφρασε ο αββά Πρεβώ».13 Άλλοι εισάγουν το μυστηριακό και φρικιαστικό μυθιστόρημα [Οράτιος Ουώλπολ (1717-1797)] Ο Πύργος τον Οτράντο (1764), Ά ννα Ράντκλιφ (1764-1822), Τα μυστήρια τον Οντόλφ (1795) κ.λπ, και άλλοι το ιστορικό [Ουώλτερ Σκοτ (1771-1832)], κ.λπ. Στη Γερμανία οι προρομαντικοί έχουν μεγαλύ τερη συνοχή. Συνιστούν ομάδες, εκδίδουν περιο δικά, έχουν θεωρητικούς που θα διαμορφώσουν τις αρχές του ρομαντισμού. Διακρίνονται για τα κοινά τους χαρακτηριστικά που σε γενικές γραμ μές είναι: 1) Η αίσθηση της φύσης. 2) Η λατρεία των βορείων και εθνικών αρχαιο τήτων. 3) Η αγάπη της μυθικής και λαϊκής ποίησης. 4) Η απελευθέρωση από τον κανόνα.
5) Το δικαίωμα στην πρωτοτυπία. 6) Ο π ρ ο σ ω π ικ ό ς λυ ρ ισ μός.
Αλλά και στη Γαλλία για να μην επεκτείνουμε τη διαδρομή σε άλλες χώρες. Ο Αββά Πρεβώ (1697-1763) με το μυθιστόρημά του Η Αληθινή ιστορία τον ιππότη Ντε Γκριέ και της Μανόν Λεσκώ (1735), εισηγητής του λογοτεχνικού εξωτι σμού, εύστροφος ανατόμος του πάθους, προα ναγγέλλει δρόμους που θα ακολουθήσει η ρομα ντική έμπνευση. Λίγο μεταγενέστερος ο Ρουσσώ (1712-1778), εκπρόσωπος του Διαφωτισμού· πα ράλληλα όμως αισθηματικός ονειροπόλος, υπέρμαχος της απλής ζωής, αποδέχεται το ρόλο του ενστίκτου και της φαντασίας, παθιάζεται για τη φύση, είναι πολέμιος του κοινωνικού κατανα γκασμού. Με λίγα λόγια ευαγγελίζεται τον επερχόμενο ρομαντισμό. Αλλά και ο Μπερναρντέν ντε Σαιν-Πιέρ (1737-1814) στο μυθιστόρημά του Παύλος και Βιργινία (1787), μας προτείνει μια ιστορία αθωότητας μέσα σ’ ένα ειδυλλιακό, εξω τικό τοπίο. Θέμα και σκηνικό που θα υιοθετη θούν από τις επερχόμενες γενιές. Η Μαντάμ ντε Σταλ (1766-1817) (Περί της λογοτεχνίας... 1800, Περί της Γερμανίας 1810, κ.λπ.) τέλος, παίζει ουσιαστικό ρόλο στη διαμόρφωση μερικών από τις πιο βασικές αρχές της ρομαντικής λογοτε χνίας και βάζει τα θεμέλια της ρομαντικής κριτι κής. Τελικά η περίοδος δίνει το προβάδισμα σε στοιχεία που συγκροτούν αργότερα τις ορίζουσες του ρομαντισμού. 1) Το συναίσθημα κι η ευ αισθησία που εξαίρονται προβάλλουν «ένα ιδανικό όχι λογοκρατούμενο αλλά τρυφε ρό, ανθρώπινο, γενναιόδωρο, ευαίσθητο και συχνά μελαγ χολικό και ονειροπόλο».14 Η υπερβολή που διαχέεται μέσα στα έργα είναι συνακόλουθη. «Στα προρομαντικά μυθιστο ρήματα οι ηρωίδες κάθε λε πτό γονατίζουν... Τα δάκρυα καταρράχτες κυλούν για ψύλ λου πήδημα... στο μυθιστόρη μα του Άγγλου Ε. Μακένζι Ο Ευαίσθητος Άνθρωπος (1711) κλαίνε καμμιά σαρα νταριά φορές σε λιγότερες από διακόσιες μικρές σελί δες».15
16/αφιερωμα 2) Το αίσθημα της φύσεως γίνεται έντονο. Το τοπίο δεν είναι πια ένα δευτερεύον, ψυχρό σκη νικό, αλλά στοιχείο κυρίαρχο και ουσιαστικό. Στα μυθιστορήματα της Άννας Ράντκλιφ η Σε ρενάτα τον δάσους (1791) και τα Μυστήρια του Οντόλφο η πλοκή διεξάγεται στον Γαλλικό Νό το, πιο συχνά στην ορεινή Ιταλία, «χώρες που η μυθιστοριογράφος γνωρίζει μόνο από τα βιβλία. Δείχνει όμως οπτική φαντασία».16 Το τοπίο δεν είναι πια συμβατικό συμπλήρωμα. Κι όχι μόνο αυτό. Επιπλέον εικονογραφεί την ψυχική διάθε ση. Εξού και οι εκλεκτικές επιλογές. Στον Μάκφερσον το τοπίο φθινοπωρινό και ονειρικό, όταν η ήλιος δύει, η σελήνη ταξιδεύει στον συν νεφιασμένο ουρανό μελαγχολική. 3) Μέσα σ’ αυτό το μελαγχολικό τοπίο, το κατ’ επιλογήν νυχτερινό, είναι φυσικό να επα νέρχεται η ιδέα του θανάτου, με συγκεκριμένο σημείο αναφοράς το κοιμητήριο και τον τάφο. Το πλαίσιο αναδεικνύει τον μελαγχολικό ήρωα, που μαζί με τον απελπισμένο και τον επαναστατημένο προσδιορίζουν τις νέες τάσεις. 4) Νέες φιλολογικές πηγές τροφοδοτούν τη λογοτεχνική δημιουργία (ο Δάντης, το ισπανικό θέατρο και μυθιστόρημα, η παλιά σκανδιναβική ποίηση, οι εθνικές λαϊκές πηγές, ο Σαίξπηρ κ.λπ.), ενώ υπάρχει η πιεστική επίδραση της ελ ληνορωμαϊκής παράδοσης.
Επιτέλους ο ρομαντισμός ργή η προετοιμασία, αλλά τελικά ο ρομα ντισμός και ανεξάρτητα από τη θέση που παίρνει ο δημιουργός απέναντι στα γεγονότα, τελικά διαμορφώνεται κάτω από τον αστερισμό της Γαλλικής Επανάστασης, τις ιδέες που εκ φράζει, τις καινούριες κοινωνικές συνθήκες που δημιουργεί. Τα χρονικά του όρια ποικίλλουν και οι γραμματολόγοι, όχι πάντα σύμφωνοι μεταξύ τους, επισημαίνουν περιόδους, σηματοδοτούν με συμβατικές χρονολογίες. Ο ρομαντισμός κίνημα ευρύ, φυσικά δεν είναι ενιαίο. Ο τόπος και ο καιρός δημιουργούν την ιδιομορφία. Υπάρχουν όμως και τα κοινά χαρα κτηριστικά. Ήδη μερικά αλλά ουσιαστικά, που προσκομίζει ο προηγούμενος αιώνας, έχουν επισημανθεί. Ας συνοψισθούν ακόμα κάποια άλλα.
Α
Ο δημιουργός και ο ήρωάς του ο στίγμα της αλλαγής το δίνει ο δημιουργός. Δεν είναι πια ο σοφός, ο ομοτράπεζος, που Τ δεν κατέχει πάντα πρώτη θέση, ο οικοδιδάσκα λος, που συντηρείται από την αυλή και τον ευγενή και συμπεριφέρεται άψογα για να διατηρεί
την εύνοιά του. Τώρα διαφοροποιείται. Προκαλεί με την ιδιότυπη ζωή του. Διαμορφώνει τη δί κιά του συμπεριφορά. Ντύνεται ιδιόρρυθμα· παίρνει μέρος σε θορυβώδεις φιλολογικές ομά δες· αγαπά την μποέμικη ζωή· κάποτε πένης, αλ λά και ανεξάρτητος, μοιράζει τη μέρα του ανά μεσα στο φιλολογικό καφενείο και την παγερή σοφίτα. Δεν διστάζει να συγκρουσθεί με τον κα θιερωμένο ηθικό κώδικα, να αμαρτήσει, να φτά σει στο σκάνδαλο. Να μονομαχήσει, ν’ αυτοκτονήσει. Κορεσμένος κι αηδιασμένος μελαγχολεί, πλήττει και αποσύρεται στον δικό του φανταστι κό κόσμο. Η ανία, «η αρρώστια του αιώνα» ως διάθεση πρωτογενής με το ρομαντισμό καθιερώ νεται στη λογοτεχνία. Αντιπροσωπευτικό ακραίο και πολυσύνθετο παράδειγμα ο λόρδος Βύρων (1778-1824), που με τη ζωή και το έργο του κορυφώνει την προβολή του εγώ και δημιουργεί το Βυρωνισμό, κατάστα ση Ψυχής, αλλά παράλληλα και φιλολογική μό δα. Ο ήρωάς του είναι αντικομφορμιστής, ατρό μητος, ανυπόταχτος, περήφανος, φιλελεύθερος. Το πνεύμα του ενθουσιαστικό, ειρωνικό, πικρό χολο. Η καρδιά του τρυφερή, απογοητευμένη, εκδικητική. Σατανικός, εγωκεντρικός μέχρι ναρ κισσισμού, επαναστατημένα ακτινοβολεί ο Βύρωνας, ενσαρκώνοντας τον ήρωα που εκφράζει το έργο του. Ο ρομαντικός όμως δεν είναι πάντοτε απομο νωμένος και δεν εγκαταλείπεται σ’ ένα προσωπι κό εσωτερικό μονόλογο μέσα στην απόκοσμη φύ ση, για να προχωρήσει στη μεταφυσική υπέρβα ση. Ό σο περνάει ο καιρός αφήνει τον μοναχικό πύργο του και κατεβαίνει στην πολιτεία. Μετέχει στην κοινωνική αναταραχή και την εθνική εξέ γερση. Ό χ ι μόνο ως λογοτέχνης αλλά και ως πο λιτικός και ως στρατιώτης στο οδόφραγμα και στο πεδίο της μάχης. Κάποτε μάλιστα πρωταγω νιστεί. Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης εύγλωττο πα ράδειγμα. Ο ρομαντικός δημιουργός ενσαρκώνει τον ήρωά του, τα οράματά του, τα ιδανικά του, τις συμπεριφορές του κι επενδύει σ’ αυτόν ό,τι ζει κι ό,τι ήθελε να ζήσει. Υπερήφανος και οργίλος μισεί την κοινωνία και λατρεύει την περιπέτεια.
Ο Χώρος και ο Χρόνος ια τον κλασικιστή το τοπίο είναι ένα σκηνι κό πειθαρχημένο και διατεταγμένο κάτω από την ελέγχουσα και εξουσιαστική παρέμβαση του Λόγου. Οι γεωμετρημένοι κήποι των Βερ σαλλιών, που δημιουργεί ο Λε Νοτρ και εγκρίνει ο Λουδοβίκος ο 14ος, εικονογραφούν τη στάση του κλασικισμού. Ο προρομαντικός όμως αποστρέφεται τη μίμηση και ξαναγυρίζει στη φύση. Ο ρομαντικός υιοθετεί. Εγκαταλείπει άλλωστε
Γ
αφ ιερω μα/17 τη γραπτή πηγή κι επιστρέφει στην πραγματικό τητα. Η φύση είναι ο χώρος της επιλογής του. Στόχος του βέβαια όχι η ψυχρή ακριβής απόδο ση. Αυτήν θα επιχειρήσει λίγο αργότερα ο ρεαλι στής, που όμως ο χώρος του, κατά κύριο λόγο, είναι στο άστυ κι ο άνθρωπος, ο ιδιώτης κι ο πο λίτης, που ευδαιμονούν ή βασανίζονται μέσα στα δόντια της μυλόπετρας. Οπωσδήποτε όμως επιστρέφει μ’ επιμονή. Είναι ο ζωτικός του χώ ρος. Εδώ θα καταφύγει για να συνομιλήσει με τον εαυτό του. Η φύση θα γίνει η μουσική γέφυ ρα για τη μεταφυσική αναζήτηση που κάποτε φθάνει στον Πανθεϊσμό. Ηχείο και κάτοπτρο λοιπόν η φύση όπου ο δη μιουργός προβάλλει τον εσωτερικό του κόσμο,τη στάση του και την οπτική του απέναντι στη ζωή και Γάστο σύμπαν. Από δω και οι προσωπικές επιλογές. Άλλοτε η φύση ήρεμη, γαλήνια κι αδιάφορη στα βάσανα και στους καημούς του ανθρώπου, όπως στο «μοιρολόγι της φώκιας» του ρομαντικού Παπαδιαμάντη. Άλλοτε πάλι θυελλώδης προκαλεί το ρεμβασμό και την ενατέ νιση στον ποιητή, που θεάται μόνος από έναν φυσικό εξώστη τις απότομες αλλαγές και την πα ντοδυναμία της, όπως στους πίνακες του Γερμα νού Ρομαντικού ζωγράφου Γάσπαρ Φρίντριχ (1774-1840). Κάποτε όμως αποχαλινώνεται, εγκλωβίζει τον άνθρωπό, που θέλησε υβριστικά να αναμετρηθεί μαζί της, τον συντρίβει και τον
καταποντίζει. Ας μη ξεχνάμε «Η σχεδία της Μέ δουσας» (1818) του Θ. Ζερικό (1791-1824) εγκαι νιάζει τη ρομαντική αίσθηση στη ζωγραφική και έκτοτε διαχρονικά εντάσσεται το θέμα στο ρομα ντικό ρεπερτόριο από τις θαλάσσιες περιπέτειες του Ομηρικού Οδυσσέα, τη σαιξπηρική Τρικυ μία μέχρι το ναυάγιο του Τιτανικού. Μόνος μέσα στη φύση ο ρομαντικός ήρωας συ νειδητοποιεί μες την απεραντοσύνη της τη μι κρότητα και την αδυναμία του. Απαισιοδοξεί και μελαγχολεί. Επιβεβαιώνει ο χώρος. Τοπίο άγριο και γραφικό, που πολλές φορές φορτίζε ται από το ΕΡΕΙΠΙΟ. Αλλά και ο χρόνος· το φθινόπωρο και η νύχτα όχι πάντα έναστρη, και σεληνοφώτιστη. Πολλές φορές συννεφιασμένη ή με ομίχλη. Προκαλεί την ανησυχία, την ανατρι χίλα, το φόβο, την αίσθηση του θανάτου και την παραίσθηση. λλά και το ενδιαφέρον για το παρελθόν τώ ρα μετατοπίζεται. Ο κλασικισμός εμπνέεται από την ελληνο-ρωμαϊκή αρχαιότητα. Στό χος του άλλωστε δεν είναι να την αναστήσει και βιωματικά να την ανασυνθέσει, αλλά να εξαγάγει τύπους υπερχρονικούς, πέρα από το άρωμα της συγκεκριμένης μες το χρόνο και το χώρο ζωής τους, για να δώσουν διδακτικά υποδείγμα τα. Ο Ρομαντισμός στρέφει το ενδιαφέρον του, ξε-
Α
18/αφιερωμα
Λέων Αίλουρος Έγραφε ο Νοβάλίς το 1801 και μετέφραζε ο Γ.Ν. Πολίτης ενάμιση αιώνα αργότερα:
Λαχτάρα για το θάνατο Μακριά από του φωτός τη σφαίρα, κάτω στης γης την αγκαλιά! του πόνου η άψη κι η φοβέρα μηνούν του μισεμού χαρά. Γοργά η βαρκούλα μας θα φτάσει πέρα στο ουράνιο ακροθαλάσσι. Η αιώνια Νύχτα βλογημένη, ο αιώνιος Ύ πνος βλογητός. Ό σ ο κι η μέρα αν μας ζεσταίνει, μας μάρανε άσωστος καημός. Η ξενιτιά πια δε μας στέργει· στην πατρική να πάμε στέγη. (...)
Από τους Ύμνους στη Νύχτα είναι το μι κρό απόσπασμα - από το μεγαλειώδες ποίη μα του νεαρού ερωτευμένου με το Παν Νοβάλις που μπορεί να θεωρηθεί το ποιητικό μανιφέστο όχι μόνο του γερμανικού, αλλά και του εν γένει ευρωπαϊκού - παρά τις τε ράστιες διαφορές μεταξύ των εθνικών εκφράσεών του - Ρομαντισμού. Οι μοιραίες με την έννοια των πεπρωμένων - αντιθέσεις Φωτός και Νύχτας, Χαράς και Λύπης, Ύπνου και Ξύπνου, Ζωής και Θανάτου συντήκονται και γίνονται ένα, ή καλύτερα: έρωτας για το Ένα: τον Θεό που έφτιαξε και διευθύνει τα πάντα. Ο ποιητής κοινωνεί την ευτυχία του Ενός λαχταρώντας τον Θά νατο, τον μέγα λυτρωτή ψυχών και σωμά των, τον μεσολαβητή της αιωνιότητας και τον πορθμέα του Άλλου Κόσμου. Σ’ αυτόν το νέο κόσμο δεν (θα) υπάρχουν αντιθέσεις· θα κυριαρχεί η Σύνθεση, το τέλειο Ένα που (θα) είναι ταυτόχρονα περιττό και άρτιο, μηδέν και άπειρο. Είναι η πατρική στέγη που ποθεί να κατοικήσει ο ευλογημένος θνητός, για να ξαναβρεί ό,τι επίτηδες απώλεσε, όταν ξεκίνησε την περιπέτεια της Ζωής. Είναι του μισεμού η χαρά: φεύγει ο Άνθρωπος από της γης την αγκαλιά, να βρει τον ουράνιο, τον αιώνιο πατέρα. ΣΗΜ.: Για τους Ύμνους στην Νύχτα του Νοβάλις, των εκδόσεων ΔΙΑΤΤΩΝ, βλέπε κριτικό σημείωμα του Γιώρ γου Κεντρωτή στο ΔΙΑΒΑΖΩ, τευχ. 160, σελ. 60.
κινώντας από το παρόν, στο πρόσφατο παρελ θόν. Καλλιτεχνική εκβολή της εθνικής αφύπνι σης, που εκφράζει η Γαλλική Επανάσταση. Επό μενο είναι ο ρομαντισμός ν’ αναζητήσει στοιχεία στηρίξειυς και ταυτότητας στις αναγνωρίσιμες ρίζες. Έτσι το ενδιαφέρον για την Αθήνα και τη Ρώμη, τις απόμακρες και κωδικοποιημένες πια οικουμενικά μες τη συνείδηση πόλεις, μετακινεί ται προς το Μεσαίωνα, τον ξεχωριστό Μεσαίωνα κάθε περιοχής για τους θεσμούς, τα ήθη και τα έθιμά του, τα ζωντανά ακόμα ή ερειπωμένα κτίσματά του. Τον μακρινό και πανάρχαιο ναό, που προσκομίζει η επιστημονική γνώση κι η αβέβαιη καλλιτεχνική μαρτυρία, τον αντικαθιστά η ζώσα ακόμα καθεδρική και το ενδιαφέρον αυτό υπα γορεύεται από την επίμονη διάθεση της ιστορι κής αναβίωσης. Έτσι η λεπτομέρεια θα ενσωμα τωθεί στο ποίημα και στο θεατρικό έργο, θα εί ναι το κύριο στοιχείο του ιστορικού μυθιστορή ματος που δημιουργείται. Ήθη, έθιμα, παραδόσεις, η εθνική λογοτε χνία. λαϊκή και προσωπική, που προσκομίζει το παρελθόν, στοιχεία της ζωής και της πραγματι κότητας στη συνέχεια και τη διάρκειά τους θα μελετηθούν, ενώ παλαιότερα περιφρονιώνται, και θ’ αξιοποιηθούν από το δημιουργό. Δεν εί ναι τυχαίο ότι «στην περίοδο του ευρωπαϊκού ρομαντισμού, αλλά κυρίως ανάμεσα στο 18151825, δημοσιεύονται... συχνά κάτω από την επί δραση του Χέρντερ συλλογές λαϊκών ποιημάτων, τραγουδιών και αφηγημάτων»,17 ότι οι αδελφοί Ιάκωβος 1785-1863 και Γουλιέλμος (1786-1854) Γκριμμ δημοσιεύουν την πρώτη τους συλλογή με παραμύθια (1812) και γενικά ότι η Λαογραφία κάνει τα πρώτα της βήματα. Αυτή η στροφή προς τον Μεσαίωνα σχετίζεται και με μια ουσιαστικότερη επιστροφή: «Για πρώ τη φορά μετά την Αναγέννηση, η χριστιανική θρησκεία γίνεται πάλι δεκτή στη λογοτεχνία, απ’ όπου είχε διωχτεί προς όφελος της παγανιστικής
αφιερω μα/19
Βιργινία-Τερέξα Ρούσσου
Ρομαντισμός και γυναίκα «Σήμερα ονειρεύτηκα ότι ήμασταν κα θισμένοι ο ένας απέναντι από τον άλλο, μπροστά από ένα ανοιχτό παράθυρο με λουλούδια που ευωδίαζαν. Είχα ακουμπήσει τα πόδια μου πάνω στα δικά σου και αισθανόμουνα πιο άνετα και πιο ήρε μα απ’ ό,τι στο Σλάγκεμπαντ ή στις όχθες του Ρήνου. Τι διαστάσεις και τι μεγαλείο πήρε για μένα αυτή η στιγμή του ονείρου μου, μια και ξυπνώντας νιώθω εδώ και καιρό την επιθυμία και βλέπω ίσως την πιθανότητα να φτιάξω από αυτό το χειμώ να μια άνοιξη και από τα πόδια σου ένα στήριγμα για τα δικά μου».
μυθολογίας... Ο κλασικισμός απαιτούσε τον πλήρη διαχωρισμό της πραγματικής πίστης από τη λογοτεχνική έκφραση, με εξαίρεση φυσικά τη θρησκευτική λογοτεχνία... Ο Ρομαντισμός... επι τρέπει στους πιστούς να εκφράσουν άμεσα την πίστη τους ή με τη φωνή των ηρώων του».18
Οι φιλολογικές πηγές λαϊκή λογοτεχνία δεν είναι η μόνη φιλολο γική πηγή που στηρίζει το ρομαντισμό. Η εθνική αφύπνιση παραμερίζει τη μεγάλη κλασική παράδοση της Αρχαιότητας και στρέφεται στην Εθνική λογοτεχνία ή κι ακόμα στις εθνικές λογο τεχνίες όπου ο ρομαντικός θα διακρίνει την εκλεκτική συγγένεια. Ο έρωτας και η περιπέτεια κύρια στοιχεία του ρομαντικού έργου. Ο δημιουργός θα αναζητήσει τους προγόνους τους στον παλαιότερο ομότεχνο με τους ειλικρινείς λυρικούς τόνους, στον συγ γραφέα που εμπνέεται από την ιπποτική δράση, τον Πετράρχη, τον Αριόστο, τον Τορκουάτο Τά σο, «τα πικαρέσκ» μυθιστορήματα της ισπανικής πεζογραφίας. Η συμπάθεια για το Μεσαίωνα θα επανατοποθετήσει τον Δάντη και το ισπανικό θέατρο, κα θολικό, ιπποτικό, εθνικό. Τη δημιουργία νέων τύπων ενισχύει η επιστροφή σε πρόσωπα της φι λολογίας του παρελθόντος που τώρα αποκτούν αρχετυπικές και οικουμενικές διαστάσεις, ταυτί ζονται με το ρομαντικό ήρωα, τα οράματά τους και το πεπρωμένο. Ο Δον Κιχώτης, ο Δον Ζουάν, η Φραντζέσκα ντε Ρίμινι θέλγουν και προκαλούν τη ρομαντική φαντασία. Η αντιπαράθεση στον κλασικισμό και η απόρριψη των υποδειγμάτων του θα φέρει τους ρομαντικούς κοντά στον Σαίξπηρ, τον Μίλτωνα, που ο Χαμένος παράδεισός του καλύπτει «κά ποιες τάσεις θρησκευτικές των ρομαντικών, την αίσθηση για το απέραντο και το υπερβατικό»
Η
Η Μπεττίνα Μπρεντάνο στο γράμμα της αυτό προς τον Ακίμ φον Αρνίμ θίγει άθελά της ένα ζήτημα που ακόμα δεν έχει οριστικά βρει τη λύση του. Η εικόνα της «ρομαντικής» γυναίκας, αν δεχτούμε ότι υπάρχει ένας τέτοιος όρος, δεν ήταν μόνο μιας γυναίκας βυθισμένης στην ανάγνωση κάποιου μυθιστορήματος, απο τραβηγμένης στον κόσμο της, αλλά κυρίως μιας γυναίκας ζωντανής και διαφορετικής. Ο βασικός ρόλος που έπαιξαν η Καρολίνα Μικαέλις και η Ντοροθέα Βέιτ στον πρώτο ρομαντισμό, αυτόν της Ιένα, και ο λιγότερο γνωστός αλλά εξίσου σημαντικός ρόλος τής Μπεττίνα Μπρεντάνο και της Καρολίνα φον Γκύντεροντ στην ιστορία του δεύτερου ρο μαντισμού, δείχνουν ότι η χειραφέτηση των γυναικών στον γερμανικό ρομαντισμό δεν ήταν το αποτέλεσμα ενός αντρικού διατάγ ματος. Υπήρξε μια αμοιβαία άμιλλα και οι γυναίκες δεν αρκέσθηκαν να παραμείνουν απλές σκιές σ’ ένα κίνημα που συντάραξε την εποχή τους, αλλά συμμετείχαν και έδρα σαν ενεργητικά. Δεν υπήρξαν μόνο πηγές έμπνευσης, κεντρικές ηρωίδες μυθιστορημά των, εμψυχώτριες λογοτεχνικών σαλονιών ή συγγραφείς. Κυριάρχησαν στο ρομαντισμό δίνοντάς του αυτή την αίσθηση της δίψας και του ανικανοποίητου. Η σύντομη και τραγική πορεία της Καρο λίνας και της Μπεττίνας, τραγική για την Καρολίνα που αυτοκτόνησε στα 26 της χρό νια «εξουθενωμένη από τη βραδύτητα αυ τού του κόσμου», ήταν γεμάτη από ενθου σιώδεις διαισθήσεις και ιδέες που δεν μπο ρούν ίσως να κλειστούν στο στενό πεδίο της Λογοτεχνίας. Αυτά που είχαν συνειδητο ποιήσει και οι δύο στην εποχή τους, ίσως, είναι πολύ κοντά σ’ αυτά που ξαναβρίσκου με με το φεμινισμό σήμερα.
20/αφιερωμα και «παρέχει παραδείγματα του αληθινού υψη λού»19, που είναι η δεσπόζουσα κατηγορία του ρομαντισμού. Αλλά και οι προρομαντικοί και οι ρομαντικοί θ’ ασκήσουν επίδραση στους ομότεχνούς τους με το έργο τους και θ’ αναδείξουν σε πρότυπα κά ποιους ήρωές τους. Ο Βέρθερος (1774) του Γκαίτε «στο πρώτο τρίτο του 19ου αίωνα είναι πιο επίκαιρος... ενσαρκώνει το πεπρωμένο του ατό μου, που συνθλίβεται από την κοινωνία, τον ανι κανοποίητο έρωτα, τήν απελπισία μιας ευγενι κής ψυχής, που ζει μόνο για το πάθος της και βρίσκει καταφύγιο μόνο στο θάνατο».19 Έπειτα μια σειρά από έργα της ευρωπαϊκής ρομαντικής λογοτεχνίας είναι - δημιουργικές ή όχι μεταγρα φές από τον Λόρδο Βύρωνα. Φαινόμενο εντυπω σιακό που δείχνει την ακτινοβολία του. Τα πα ραδείγματα χαρακτηριστικά και δεν είναι τα μό να.
Ο ταξιδιώτης ρομαντικός, που πλήττει, πολιορκείται κι ασφυκτιά, αναζητεί καταφύγιο στη φύση, απ’ όπου επιχειρεί μια στο υπερπέραν μετάβαση. Φυσικά δεν την πετυχαίνει πάντα, για να βρει την ποθητή ισορροπία. Τότε καταφεύγει στη -δράση. Καταναλίσκει τα πάθη του στην υπέρβα ση του μέτρου. Συμμετέχει σ’ έναν αγώνα. Πολύ συχνά πάλι αναζητεί τη λήθη και τη λύτρωση στη μετακίνηση. Η φυγή, η έξοδος, η απόδραση (evasion) θα δημιουργήσει το σκηνικό, για να γί νει δυνατή, η ποθητή για τον ρομαντικό, ονειρι κή μετατόπιση, μετοίκηση (depaysement) που θα του εξασφαλίσει την προσωρινή ή μόνιμη λύση. Ταξιδιώτης λοιπόν ο ρομαντικός. Το ταξίδι βέβαια πάντα μια πρόκληση. Παλαιότερα όμως ο κλασικιστής ταξιδεύει για να γνωρίσει και να μεταδώσει πληροφορίες για χώρες που σχεδόν είναι αδύνατο ο αναγνώστης να πλησιάσει. Ο ρομαντικός όμως μετατοπίζεται για να πραΰνει ή να φορτίσει τις ανησυχίες του, να θεραπεύσει την ανία του. Εξού και η διαφοποιημένη του στάση απέναντι στο αρχαιολογικό μνημείο, το αρχαίο ερείπιο. Ο παλαιότερος θαυμάζει, αναστυλώ^ι και υμνεί το αιώνιο κάλλος. Ο ρομα ντικός επισκέπτεται για να επιβεβαιώσει τη φθο ρά, τη βίαιη ή την αργόσυρτη και σταθερή του χρόνου καταστροφή. Εξαγόμενο του πρώτου η αθανασία· του δεύτερου ο ανελέητος θάνατος. Ποιος είναι ο χώρος της ταξιδιωτικής επιλο γής τους ρομαντικού; Ποικίλος. Ο σκοτεινός βορράς με τη ζωντανή του ακόμα μυθολογία, αλ λά κι ο εξωτικός νέος κόσμος, όπου η παρθένα φύση κι η πρωτόγονη ζωή υπενθυμίζουν τον χα μένο παράδεισο, που ήδη οι προρομαντικοί άρ χισαν να αναζητούν ως Γη της Επαγγελίας.
Ο
Ο εξωτισμός με πολύ περισσότερα γραφικά στοιχεία, που στηρίζουν υφολογικά το ρομαντι σμό βρίσκεται και πολύ πλησιέστερα. Η κοντινή Ισπανία δε θα στηρίξει μόνο με την παλαιότερη φιλολογία. Το ανθρωπογεωγραφικό τοπίο της, η γη και ο άνθρωπος, το πάθος και ο έρωτας κα λούν τον ταξιδιώτη και ερεθίζουν τη φαντασία. Η Κάρμεν, η μοιραία κι αντιφατική γυναίκα, άλογο πεπρωμένο, που προκαλεί και ενσπείρει την καταστροφή, αντιπροσωπευτική ηρωίδα του Ρομαντισμού. Αναμφισβήτητα όλη η γραφική δυτική Μεσόγειος, η Κορσική, η Ιταλία, η Σικε λία θα εμπνεύσουν τον Μεριμέ (1803-1870), τον Σαντάλ (1783-1842), τον Λαμαρτίνο (1791-1869). Η Ισπανία όμως δημιουργεί τον «Ισπανισμό», ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο στην ιστορία του κινή ματος. αραβικός πολιτισμός πανταχού παρών στην Ιβηρική χερσόνησο. Θεμελιώνει το πολιτι στικό τοπίο της. Η μετακίνηση του ρομαντικού προς αμιγέστερα κέντρα του μουσουλμανικού πολιτισμού φυσιολογική. Η εκστρατεία του Βοναπάρτη στην Αίγυπτο έχει δείξει το δρόμο. Το ταξίδι στις βόρειες ακτές της Αφρικής ευκολότε ρο, αλλά και η επικοινωνία πιο πυκνή. Η έλξη του ζωγράφου Ντελακρουά είναι γνωστή. Εξίσου γνωστή είναι όμως η έλξη του ρομαντι κού και για την Εγγύς και τη Μέση Ανατολή. Το ενδιαφέρον προς τα εδώ δεν το προκαλεί μόνο η αραβική γραφικότητα, αλλά και η Ελλάδα. Ό χ ι τόσο η αρχαία, που κι αυτή επανατοποθετείται με τη σύνθεση του Απολλώνιου και Διονυσιακού πνεύματος, μια ρομαντική εκδοχή του αρχαίου πολιτισμού, αλλά η νέα, που κάνει γνωστή και μάλιστα στο πλατύ κοινό η απεγνωσμένη της εξέ γερση κατά των Τούρκων, Τροφοδοτεί ένα από τα βασικά ιδανικά του ρομαντικού, το ιδανικό της ελευθερίας, για το οποίο αγωνίζεται και βρί σκει τον προορισμό του ο ήρωάς του. Έτσι με τα Βυρωνικά ποιήματα θα γίνουν γνωστοί ο Πασάς κι η οδαλίσκη, Ο αρνησίθρησκος, αλλά και το Μεσολόγγι που θα γίνει σήμα και σύμβολο ρομα ντικό. Ο Οριαντιλισμός, είναι η πιο πλούσια έξοδος του ρομαντισμού.
Ο
Ο ρομαντικός έρωτας ναμφισβήτητα πάντα ο δημιουργός τρέφε ται από τα συναισθήματά του, που αυξάνει την έντασή τους, τα μετασχηματίζει και τα εξωτερικεύει σε σήματα αναγνώσιμα από τους πι στούς του και την κοινότητα. Παλαιότερα το συ ναίσθημα ήλεγχε ο Λόγος. Τώρα ο δημιουργός βυθίζεται με ηδονή στη συναισθηματική ευφο ρία, που την καλλιεργεί μέχρι καταστάσεις ακραίες, μέχρι την υπερβολή, όπως διατυμπανί-
Α
αφιερωμα/21 ζουν οι τρόποι και τα εκφραστικά μέσα. Άλλω στε αυτό, ο υπερπληθωρισμός θα οδηγήσει στον κορεσμό, θα φέρει την παρακμή και την πτώση του ρομαντισμού. Σημειώθηκαν ήδη μερικά συναισθήματα, που επανέρχονται πιο συχνά. Το συναίσθημα της φύ σης, της θρησκείας, της ελευθερίας. Κύριο όμως για το ρομαντικό ο έρωτας, που συμπλέκεται με το ρόλο που παίζει στη ζωή του η γυναίκα ή ο άντρας για τη γυναίκα, όπως εικονογραφεί ο βίος και το έργο της Γεωργίας Σάνδη (18041876). Ο ρομαντικός εμμένει και πολλαπλασιάζει τις σκηνές της αγάπης μέσα στο έργο του «Τα φράγ ματα, που στους κλασικούς αλλά και στους προρομαντικούς συγκρατούσαν τις πιο πολλές φορές σε όρια από τα πριν αποδεκτά, την ακρίβεια των αναμνήσεων, τη συγκεκριμενοποίηση των λεπτο μερειών, σπάνε και ο αναγνώστης πληροφορεί ται συναντήσεις, εξομολογήσεις, σκηνές πάθους με τα περιστατικά και το σκηνικό τους»21 θέλει να υποβάλει ατμόσφαιρα, για να τονίσει και να εξάρει. Ποιος είναι όμως ο ρομαντικός έρωτας; ποιος είναι ο ρόλος της γυναίκας που είναι το είδωλο κι ο συντελεστής του; Σίγουρα η γνωστή άποψη που ξεκινά από την Πλατωνική αντίληψη, η πιο διαδεδομένη· παραπέμπει στη θεϊκή ουσία του Ντελακρουά: Γυναίκες του Αλγεριού. Μουσείο Λούβρου
έρωτα, με την έσχατη περίπτωση του Νοβάλις (1772-1801), όπου θρησκεία και έρωτας συγχω νεύονται. «Βλέπει στην αγαπημένη Βεατρίκη ή Λάουρα, έναν άγγελο που κατεβαίνει από τον ουρανό για να εξαγνίσει την καρδιά του εραστή, να εξευγενίσει και ενισχύσει την ψυχή του για να νοιώσει και να εκτιμήσει καλύτερα τη φύση και να τον πλησιάσει στο Θεό ή να τον ενθαρρύνει στην προσπάθειά του την ηθική, την πολιτική, την πατριωτική. Η “γυναίκα-άγγελος είναι τύ πος καθαρά ρομαντικός”».21 Υπάρχει όμως και η άλλη πλευρά. Ο έρωτας είναι η κόλαση και η μοιραία καταστροφή. Τότε η γυναίκα δαίμονας. «...Γυναίκες μοιραίες, μά γισσες αποτρόπαιες που απ’ τα μάγια τους χά νουν το λογικό του οι νέοι κι οι απονήρευτοι που παρέσυραν. Συχνά σ’ αυτό τον τόνο μιλού σαν οι ρομαντικοί γι’ αυτές που τις πρόδωσαν ή τις εγκατέλειψαν» και στις δυο περιπτώσεις, «... ο παροξυσμός και η υπερβολή που ιδιάζουν στους ρομαντικούς τους ωθούν στα έσχατα».22
Λίγα λόγια ακόμα ενικά με το ρομαντισμό το λογοτεχνικό κεί μενο αλλάζει και κυρίως γίνεται ποικίλο, μια που η δεσποτεία της ενιαίας αρχής καταργεί-
Γ
22/αφιερω μα
Λογοτεχνιιιές Προοεγγίοεις
ται. Το Ωραίο είναι σχετικό. Βρίσκεται παντού. Ακόμα στο απλό και το ταπεινό στην καθημερι νή ζωή. Ο καλλιτέχνης αντλεί από ένα πλατύ φάσμα. Πλησιάζει με αναπεπταμένη τη φαντα σία του, την ευαισθησία του. Καμιά έξωθεν ανα στολή, κανένας περιορισμός και καταναγκα σμός. Το συναίσθημα παντοδύναμο, και φυσικά είναι εξατομικευμένο. Συνακόλουθη η ποικιλία στην εξωτερίκευσή του, τώρα μάλιστα που ο κα νόνας δεν επιβάλλεται. Έτσι σιγά-σιγά οι παλιές ποιητικές διακρίσεις συγχέονται και νέα είδη εμφανίζονται, όπως η μπαλάντα κ.ά. Αλλαγές όμως γίνονται σ’ ολα τα είδη της λογοτεχνίας. Ας μη ξεχνάμε: Το πεζο τράγουδο τώρα κάνει την εμφάνισή του. Η μεγά λη αλλαγή γίνεται όμως στη γλώσσα, που είναι τώρα πιο εύκαμπτη, πιο πλούσια, γλώσσα απο χρώσεων, γλώσσα σε άμεση σχέση με τον αισθη τό κόσμο . Αλλα και τα εκφραστικά μέσα έχουν αλλάξει. Την παρομοίωση με ευχέρεια αντικαθι στά η τολμηρή μεταφορά. Η εικόνα γίνεται πιο δυναμική, πιο παραστατική. Κανείς δισταγμός για την υπερβολή. Ποιος διαβάζει σήμερα του προρομαντικούς 'Αγγλους ποιητές; Τα κείμενα του Ρουσσώ; Τα εύπεπτα μυθιστορήματα του Δουμά, ίσως; Μή πως το κοινό που διασκεδάζει με τις περιπέτειες μιας άλλης εποχής; Ή εκείνο που ζητά να καλύ ψει τα φιλολογικά του ενδιαφέροντα. Αυτό όμως είναι θέμα υποδοχής. Για τον ιστορικό, όμως, με τον ρομαντισμό άρχισε η ανατροπή, που σήμερα ζούμε τις έσχατες συνέπειές της. Σημειώσεις Βασική πηγή, για το πρόχειρο άρθρο, το βιβλίο του Π. Τιεγκέμ. Ο Ρομαντισμός στην Ευρωπαϊκή λογοτεχνία, εκδ. Α. Μισέλ, 1963
Ειιδόοεις ΤΕΧΝΗ & ΛΟΓΟΣ
Π.Ψυχιιιο -15452 Α8ήνα Τηλ; 64 73796
1. Α. Περ: Τι είναι ο ρομαντισμός, 1971, σ. 69. 2. Γκ. Μισώ κ.λπ. Ο Ρομαντισμός, εκδ. ΑΣΗΤ, 1952, σ. 4. 3. Α Περ: όπ. αν., σ. 79. 4-5. Γκ. Μισώ: κ.λπ όπ. αν., σ. 4-5. 6. First: Ο ρομαντισμός, μετ. I. Ράλλη κ.λπ. Εκδ. Ερμής, 1974. σ. 25. 7. Γκ. Μισώ: κ.λπ. όπ. αν., σ. 10. 8. Πωλ Τιεγκέμ: Ο Ρομαντισμός στην Ευρωπαϊκή λογοτε χνία, σ. 13-14. 9. όπ. αν.,σ. 15. 10. Τόμας-Λάλου: Ιστορία της Αγγλικής λογοτεχνίας, μετ. Β. Ρώτα, εκδ. Ελευθερουδάκη, 1931, σ. 126. 11. όπ. αν.,σ. 137. 12. Πωλ Τιεγκέμ, σ. 32 13. Τόμας-Λάλου, όπ. αν. σ. 128. 14. Πωλ Τιεγκέμ, όπ. αν., σ. 52 15. όπ. αν.,σ. 56. 16. όπ. αν., σ. 62. 17. όπ. αν., σ. 276. 18. όπ. αν., σ. 234. 19. όπ. αν., σ. 288. 20. όπ. αν.,σ. 284. 21. όπ. αν.,σ. 238. 21. όπ. αν.,σ. 240. 22. όπ. αν., σ. 243.
αφιερωμα/23
Jacques Guoimard
Πώς θα κάνουμε επιτυχημένες τις χαμένες επαναστάσεις
Η μεγάλη επανάσταση του ρομαντισμού, το 1848, δεν θεωρήθηκε επιτυχημέ νη. Σε ποιο όμως ποσοστό απέτυχε πραγματικά. Σκοπός του παρακάτω κειμένου είναι να απαντηθούν συγχρόνως δύο ερωτή ματα: Το κίνημα του ρομαντισμού ήταν επαναστατικό; Και αν ναι, η σημερινή γαλλική λογοτεχνία είναι ρομαντική; πάρχουν δύο τρόποι σύμφωνα με τους οποίους μπορούμε να θέσουμε το δεύτερο Υ ερώτημα: πρέπει άραγε μέσα στο ίδιο το κίνημα του ρομαντισμού να δεχθούμε την ύπαρξη μιας συγκεκριμένης λογοτεχνικής Σχολής που ανα πτύχθηκε το πρώτο μισό του 19ου αιώνα και αντιπροσώπευσε τις ομοιότητες και διαφορές της λογοτεχνίας τού σήμερα και τού χθες; Ή πρέπει, αντίθετα, να ψάξουμε μέσα στον ρομα ντισμό για τις «μοντέρνες» εκείνες τάσεις που χαρακτηρίζουν την λογοτεχνία μας από το τέλος του 18ου αιώνα, οδηγούμενοι έτσι στην παραδο χή του γεγονότος πως ο σημερινός ρομαντισμός αποτελεί μια ξεχωριστή περίπτωση; Επειδή ο κίνδυνος που αντιμετωπίζουμε είναι μεγάλος,
διαλέγουμε μια άλλη δοξασία: δεχόμαστε πως το συγκεκριμένο κίνημα πέρασε μέσα από την Ευ φυΐα του Χριστιανισμού (Genie du Christianisme) για να φτάσει μέχρι τον Ιούνιο του 1848. Είναι αρκετά δύσκολο πλέον να αποφευχθεί η δεύτερη θεώρηση του ρομαντισμού σύμφωνα με την οποία: ρομαντισμός σημαίνει ένα σύνολο όμοιων χαρακτήρων απέναντι σε όλων των ειδών τις μοντέρνες λογοτεχνίες. Οι σημερινοί ρομαντικοί παγιδευμένοι μέσα σε ανάμικτα συναισθήματα είναι τώρα σε θέση να καταλάβουν τους προγενέστερούς τους και ει δικότερα αυτούς που αποτέλεσαν την πρώτη γε νιά ρομαντικών. Ολοκληρώνοντας, όπως οι παλαιότεροι έτσι
24/αφιερω μα και μεις σήμερα, έχουμε μνήμες τόσο προσωπι κές όσο και συλλογικές αφού η εποχή μέσα στην οποία ζούμε είναι, τουλάχιστον, επαναστατική. Η μόνη διαφορά μας είναι ότι εμείς ούτε οδηγη θήκαμε στην επανάσταση, αλλά ούτε και είδαμε άλλους να την κάνουν. Στη Γαλλία π.χ., όπως και αλλού, ξεχωρίζουν δύο ρομαντικά ρεύματα: αυτό που πρόσκειται στη δεξιά και το ρεύμα εκείνο που εκφράζει την αριστερή νοοτροπία. Και οι δύο παραπάνω τά σεις εμφανίζονται ενωμένες προς το κέντρο της ιδεολογίας τους, διαχωρίζουν, όμως, τη θέση τους σε όλα τα υπόλοιπα σημεία της. Απέναντι τους, από τον πρώτο κιόλας καιρό, αντιτάσσονται οι συντηρητικοί όπως ο Σατωμπριάν και οι φιλελεύθεροι όπως ο Σταντάλ. Πρέπει να σημειώσουμε πως η σημερινή μας κοινωνία, που ευνοεί την ανάπτυξη της δεξιάς πολιτικής, δεν διαφέρει από την προηγούμενη παρά μόνο στο χρόνο που χρειάζεται ο υποψή φιος βουλευτής αλλά και ο ψηφοφόρος για να απαλλαγεί από τη συναισθηματική φόρτιση όπως και τις ιδέες του, ιδέες που ο Μάης του ’68 είχε ριζώσει βαθιά μέσα στην ψυχή του. Πάντως ο νέος δεξιός ρομαντισμός που διαμορφώνεται και αναπτύσσεται μετά το 1830 στη Γαλλία απο ποιείται ακόμα και αυτόν τον όρο - του ρομα ντισμού δηλαδή - αφήνοντας έτσι την αριστερά μοναδικό κάτοχό της και ωθώντας τον Ουγκώ να γράψει «ρομαντισμός και σοσιαλισμός, κρί νοντας με κάποια εχθρότητα, αλλά με απεριόρι στη δικαιοσύνη, είναι το ίδιο πράγμα». Θα ήταν πολύ εύκολο να πούμε πως ο ρομα ντισμός δεν ήταν, συνταγματικά, συνδεδεμένος με την επανάσταση αφού διακρίνουμε σ’ αυτόν δύο τάσεις. Δε θα πρέπει, όμως, να ξεχνάμε πως αυτό που τον χαρακτήριζε, δηλαδή, το πέρασμα από την Ενφυία του Χριστιανισμού) στον Ιούνιο του ’48, μεταφέρθηκε από το δεξί στο αριστερό ρεύμα- το γεγονός αυτό άλλωστε έμεινε χαραγμέ νο στην μνήμη όλων των ανθρώπων και ειδικά των δεξιών. Ο ρομαντισμός ακόμα και αυτός που μπορεί να χαρακτηριστεί ως ο περισσότερο αντιδραστικός, έβλεπε την Επανάσταση με κά ποια συμπάθεια. Αυτό βέβαια μπορεί να εξηγηθεί με πολλούς τρόπους. Πρώτα-πρώτα υπάρχει η ανάγκη της αντίδρασης, ειδικά από τους συγγραφείς μιας μπλοκαρισμένης κοινωνίας, κι έπειτα η ακατανί κητη τάση των διανοουμένων να καθιερωθούν. Από το 1789 βλέπουμε τους Γερμανούς φιλοσό φους να δηλώνουν πως «η επανάσταση είναι το παιδί της φιλοσοφίας» (Φίχτε).1 ο θέμα, λοιπόν, της επανάστασης δεν είναι προνόμιο της αριστερός. Είναι κάτι που μα γεύει όλους τους ρομαντικούς και γενικά όλους τους συγγραφείς. Αποτελείται δε από δύο ίσα
Τ
μέρη, το θέλγητρο και την άνησυχία. Το θέλγητρο συνίσταται στο όνειρο του κάθε συγγραφέα να παίξει έναν ρόλο, να ολοκληρώ σει μιαν αποστολή, να δείξει στον αναγνώστη μέσα από το έργο του τις δυσμορφίες της κοινω νίας. Πόσοι άλλωστε από αυτούς τους συγγρα φείς δεν θέλουν να παίξουν το ρόλο του Ιησού Χριστού; Γράφει ο Ουγκώ: «Η αποστολή αυτών των ανδρών είναι σήμερα πολυσύνθετη- δε φτά νει το να σκέφτεσαι, πρέπει ν’ αγαπάς- δεν φτά νει ν’ αγαπάς- πρέπει να αντιδράς. Το να σκέ φτεσαι, ν’ αγαπάς και ν’ αντιδράς, δεν είναι αρ κετό. Πρέπει να υποφέρεις. Παρατήστε λοιπόν την πέννα και πηγαίνετε εκεί όπου ακούγονται πυροβολισμοί». Θέλγητρο αποτελεί ακόμη η ανάγκη να δουν την πολιτική σαν ένα δημιούργημα της τέχνης. Αυτή την ίδια απόλυτη ανάγκη τη συναντήσαμε στους Γερμανούς φιλοσόφους. Η πολιτική, λοι πόν, είναι επιστήμη ή τέχνη; Οι ρομαντικοί θα προτιμούσαν να είναι τέχνη. Τα θέλγητρα ανακατεύονται με την ανησυχία. Η πολιτική δράση δεν μπορεί να νικηθεί με τη μοναξιά, τη μεγάλη απαισιοδοξία, τις αντιθέ σεις και την απόρριψη της πραγματικότητας που χαρακτηρίζει ορισμένους από τους συγγραφείς. Η πειθαρχία ήταν αυτή που άσκησε σ’ ορισμέ νους από αυτούς και τους διανοουμένους, γενι κότερα, μια κάποια έλξη όχι όμως πολύ ισχυρή. Η πολιτική πορεία του Ουγκώ έδειξε πως μέσα σε δέκα χρόνια οι ίδιοι διανοούμενοι κατάφεραν να γίνουν τροτσκιστές, κομμουνιστές, μαοϊστές και οπαδοί του Ζισκάρ Ντ’ Εστέν. Οι παραπάνω αντιθέσεις αξίζουν να τις εξετά σει κανείς με κριτικό πνεύμα. Τα κύρια χαρα κτηριστικά του ρομαντικού επαναστατικού πνεύματος τα βρίσκουμε στη σημερινή μας επο χή. Η «νέα δεξιά» της δεκαετίας του ’50 ακολού θησε τη γενιά του 1945, οι νέοι φιλόσοφοι εμφα νίστηκαν ύστερα από τον Μάη του ’68. Αυτό όμως που ενώνει όλους τους διανοούμε νους είναι η επιτακτική ανάγκη να πάρουν θέση και να προσπαθήσουν να πείσουν για το γεγο νός πως η επανάσταση είναι αναγκαία ή αδύ νατη. Πρέπει παρ’ όλα αυτά να παραδεχτούμε πως ζούμε σε μια εποχή δύσκολη, πως τα μέσα μαζι κής ενημέρωσης προσπαθούν να μας κάνουν να το συνειδητοποιήσουμε και πως οι συγγραφείς δεν είναι από ξύλο. Η ανάγκη του συγγραφέα να βρίσκεται τη μια μέσα και την άλλη έξω από το πολιτικό παρα σκήνιο ενυπάρχει στη σημερινή τοποθέτησή του, μια τοποθέτηση που εγκαινιάστηκε την εποχή του ρομαντισμού, όταν η επανάσταση του προσέφερε την κυριότητα του έργου του, την ελευθε ρία να γράφει αυτό που εκείνος θέλει και ακόμη το δικαίωμα να παίζει το ρόλο του προφήτη:
οψιερωμα/25 στοιχείο που έδωσε τη δυνατότητα σε ορισμέ νους όπως τον Ουγκώ, να γίνουν πλούσιοι και διάσημοι. Μετά τον 19ο αιώνα, ο αναγνώστης έχασε την αίσθηση πως το έργο κάθε ρομαντικού ήταν άμε σα εξαρτημένο από αυτόν τον ίδιο. Οι δημιουρ γοί ψάχνουν πάντοτε για έναν συγκεκριμένο ρό λο κι αν πολλές φορές παίζουν τους ίδιους τους πρωταγωνιστές τους είναι γιατί θέλουν να απο δείξουν μια ταυτότητα που δεν έχει επιβεβαιω θεί. Το γεγονός άλλωστε πως απλοποιούν τόσο εύκολα ακόμη και τα πιο σημαντικά πολιτικά γε γονότα απορρέει από τον παραπάνω τρόπο σκέ ψης τους. Συνοψίζοντας, καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως ο ρομαντισμός είναι συνυφασμένος με τον σημερινό τρόπο ζωής. Η Σχολή που ονομάστηκε «ρομαντική» και η σημερινή λογοτεχνία είναι δύο ξεχωριστές περιπτώσεις. Το ενδιαφέρον γ ια . την πολιτική ζωή και ειδικότερα για τις επανα στάσεις είναι και στις δύο περιπτώσεις αξιοση μείωτο: καταρχάς γιατί ο συγγραφέας δε θα μπορούσε να μείνει αδιάφορος μπροστά στις εξε
λίξεις της κοινωνίας που διαφοροποιείται συνε χώς, κυρίως όμως, γιατί είναι αφοσιωμένος σ’ αυτήν και αναζητά με πάθος τη θέση του μέσα στον μοντέρνο κόσμο, θέση που του προσφέρει η ίδια η επανάσταση. Υπάρχουν άνθρωποι που θεωρούν Το Κεφά λαιο σαν το μεγαλύτερο μυθιστορηματικό Ιπποτικό έργο της εποχής μας και χαιρετίζουν το επι στημονικό περιεχόμενό του και τις αρχές που σχετίζονται περισσότερο με την καθημερινή ζωή, παρά με την επανάσταση του μέλλοντος. Αυτοί οι άνθρωποι θα είναι ρομαντικοί και τώρα και πάντα. Μ ετά φ ρ α σ η : Γ ιο ύλ η Κ α ρ α γ ιά ν ν η Σημείωση: 1. Φίχτε, Γιόχαν Γκόττληπ (Ράμμενάου, Άνω Λουσατία 1762 - Βερολίνο 1814) Γερμανός Φιλόσοφος. Τα κυριότερα έργα του: θεμελιώδεις αρχές ολόκληρης της Επιστήμης (1794), Μαθήματα περί της αποστολής τον Διανοούμενον (1794), Το κλειστό εμπορικό Κράτος (1800), Εισαγωγή στην ευτυχι σμένη ζωή (1806) και Λόγοι προς το γερμανικό έθνος (1808).
' •
fj; l\/e >0'νΤ νί
*
·
ψ
·
II* ” '
to fT
JSJS.
,·
>
j ^ t \ io o «
C
£ U \
t> f
la
J
26/αφιερω μα
Βιργινία-Τερέζα Ρούσσου
Ο Ρομαντισμός και η στροφή στη λαϊκή δημιουργία Τον 19ο αιώνα εμφανίζεται σ’ ολόκληρη την Ευρώπη, και κυρίως στη Γερμανία, ένα περιορισμένο στην αρχή και αργότερα πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέ ρον για το λαό, την ποίηση και τη λογοτεχνία του. Οι αιτίες αυτού του ενδια φέροντος, η πορεία, η εξέλιξη και οι διαφορετικές αποχρώσεις του στις διά φορες χώρες αποτελούν το θέμα του άρθρου τού Michel Le Bris.* εποχή μας δεν γνώρισε πρώτη την επανά σταση των εθνικών μειονοτήτων. Ο ρομα ντισμός υπήρξε η παράλογη ίσως αλλά καθορι στική προσπάθεια να βρεθεί μια καινούρια αντί ληψη και ένας καινούριος ορισμός του λαού και του ατόμου. Αυτός όμως ο λαός δεν είναι ο ίδιος με τις «λαϊκές μάζες» του πολιτικού ορθού λό γου. Πριν, υπήρχε ο όχλος και κατόπιν, ήρθε ο λαός. Η νύχτα φωτίστηκε χάρη στην Επανάστα ση. Από τον 17ο αιώνα υπάρχουν διηγήσεις που περιγράφουν τα ήθη των αγρίων, αλλά κανείς δεν είχε σκεφθεί να συλλέξει τις λαϊκές δοξασίες και τα ήθη, εκτός από μερικούς παπάδες που σκοπό είχαν να καταγγείλουν τις προλήψεις. Οι τίτλοι αυτών των συλλογών είναι ενδεικτικοί της περιφρόνησης των συγγραφέων για το αντικείμε νο των ερευνών τους, π.χ. «Εγχειρίδιο των προ καταλήψεων» του αββά J.B. Thiers (Θιέρς, 1679). Η ανακάλυψη του Καινούριου Κόσμου και των καινούριων μορφών της ανθρωπότητας προκάλεσαν ένα σοκ και διάφορους συλλογι σμούς γύρω από την έννοια του έθνους. «Η Ευ ρώπη ξέρει από δω και πέρα ότι υπάρχουν κι άλλες μορφές οικονομίας, κι άλλα πολιτικά κα θεστώτα, κι άλλα ήθη κι άλλες θρησκευτικές πε ποιθήσεις, απ’ αυτές που πίστευαν μέχρι τότε ότι υπήρχαν, βασιζόμενες σ’ ένα δίκαιο θεϊκής προέλευσης και τις οποίες μπορούσαμε είτε να απολαύσουμε είτε να στερηθούμε». Ο 18ος αιώ
Η
νας δεν μπορούσε να φανταστεί τη μεταβολή ή την ποικιλία παρά μόνο σαν κάτι εξωτικό ή μα κρινό. Η μεγάλη ανακάλυψη του Ρομαντισμού ήταν το τρελό σχέδιο να ξαναανακαλυφθεί ο λαός και ταυτόχρονα το άτομο, ξεκινώντας από τη θεσμική μεταβολή του. Στις αρχές του 19ου αιώνα μερικοί λόγιοι δη μιουργούν την «Κέλτικη Ακαδημία» που σκοπός της ήταν να συγκεντρώσει στοιχεία για «τα ήθη, τις συνήθειες, τις παραδόσεις και τις τοπικές διαλέκτους»· στη Γαλλία είναι η πρώτη προσπά θεια συλλογής αυτού που θα ονομασθεί πολύ αργότερα Φολκλόρ. Για τον A. Lenoir (Α. Λενουάρ), ιδρυτή του Μουσείου των Γαλλικών μνη μείων, μέχρι τότε η Ιστορία περιοριζόταν σε αυτή των «πλουσίων και των ισχυρών», ήρθε ο καιρός να στραφούμε προς αυτούς που «αποτελούν το ανθρώπινο είδος, τη μάζα των οικογενειών που υπάρχουν σχεδόν μόνο μέσα από τη δουλειά τους, το πλήθος των φτωχών». Με λίγα λόγια «στην Ιστορία των ανθρώπων χωρίς ιστορία». Η διάρκεια ζωής αυτής της Ακαδημίας υπήρξε σύντομη. Διαλύεται το 1812, επανεμφανίζεται το 1814 για να διαλυθεί οριστικά το 1830. Ο Ρομαντισμός ως κίνημα ενάντια στη Λογική θα ξαναζωντανέψει αυτές τις «προλήψεις». Αυ τά τα υπολείμματα της ιστορίας γίνονται μοντέ λα, πηγές της αληθινής ζωής, ιδανικό. Η Αγγλία ενδιαφέρεται νωρίτερα από τη Γαλ λία για τις λαϊκές δημιουργίες και το 1846, ο
αφιερω μα/27 W.J. Thoms (Ου.Τζ. Θωμς) προτείνει τον όρο «φολκλόρ» που ορίζεται ως η «γνωριμία του λαού» («the learning of the people»). Αναμφι σβήτητα όμως η ψυχή αυτού του κινήματος είναι ο Γερμανός ποιητής, θεολόγος και φιλόσοφος Herder (Χέρντερ, 1743-1803). Είναι ο πρώτος που αντιτάχθηκε στη φιλοσοφία του Διαφωτι σμού. Η κοινωνία δεν προέρχεται από τον Νόμο, το «πνεύμα των νόμων» είναι η ποίηση, η κοινωνία δεν μπορεί να νοηθεί παρά μόνο μέσω μιας αι σθητικής αντίληψης του κόσμου. Αυτή η εντελώς πρωτότυπη ιδέα του Χέρντερ θα διαποτίσει όλο το προ-ρομαντικό κίνημα του «Sturm und Drag» (Θύελλα και ορμή) πριν να εκραγεί μέσα στο Ρο μαντισμό. Σύμφωνα με τον Χέρντερ το αίνιγμα της κατάστασης της κοινωνίας είναι το αίνιγμα της γλώσσας. Ενάντια στο πρόσωπο του νομοθέτη, είτε αυτός είναι ο βασιλιάς είτε ο «κυρίαρχος λαός» του Διαφωτισμού, είναι το «λαϊκό πνεύ μα», αυτό το σύμπλεγμα συμπεριφοράς, τραγουδιών, χορού, τρόπου ύπαρξης, ο λαός σαν το ίδιο το πνεύμα της ποίησης. Εκεί βρίσκονται οι αρχές, τα θέματα και η βα θιά έννοια αυτού που ονομάζουμε «folk revival». Η έκδοση το 1778 των «Δημοτικών τραγουδιών» από τον Herder είχε μια μεγάλη απήχηση. Έ δει ξε το δρόμο της δημοτικής ποίησης, και κυρίως του μεσαιωνικού φολκλόρ, στη Γερμανική ποίη ση, που τότε έψαχνε μιμούμενη ξένες μορφές ποίησης. Αν έψαχνε κανείς λίγο βαθύτερα στη Γερμανία, θα ξεπηδούσε η εξαίρετη δύναμη της Γερμανικής μυθολογίας, ό,τι υπάρχει στο φαντα στικό κόσμο που ζωγράφισαν ή χάραξαν ο Diirer, ο Holbein, ο Grunewald: (ο Ντύρερ, ο Χολμπάιν, ο Γκρύνεβαλντ): κυνήγια, μακάβριοι χο ροί και οι πειρασμοί του Αγίου Αντωνίου. Τον 18ο αιώνα υπήρχαν ακόμα μερικές μεσαιωνικές παραδόσεις που πουλιόντουσαν με τη μορφή λαϊκών βιβλίων από γριές γυναίκες για μια-δυο δεκάρες στις γωνίες των δρόμων. Διέδιδαν τις ωραίες και ηρωικές ιστορίες του Τριστάνου, των γιων του Αιημόν. Απ’ αυτές ο Γκαίτε βρήκε το μύθο του Φάουστ, ο Μύλλερ τον Γκολό και την Ζενεβιέβ του Μπραπάντ, απ’ αυτές ο Jung (Γιουνγκ), ο Stilling (Στίλλινγκ) και ο Tieck (Τηκ) έμαθαν να ονειρεύονται. Ο Γκαίτε συγκινημένος από τα «τραγούδια» του Χέρντερ επισκέφτεται τα χωριά σημειώνοντας ευσυνείδητα τις παλιές μπαλάντες που του τραγουδούν οι απλοί άνθρωποι. Από αυτή την προσπάθεια που δε θα συνεχίσει για πολύ καιρό, θα γεννηθεί αυ τή η «τέλεια» μορφή, η πεμπτουσία του Ρομαντι σμού: το lied. Στα πρώτα χρόνια του Ρομαντισμού το ενδια φέρον γι’ αυτό που ονομάζουμε φολκλόρ εξα σθένησε σημαντικά στον επονομαζόμενο κύκλο της Iena που συγκέντρωσε τους αδελφούς Schele-
gel, τον Novalis, το Schelling, Wackenroden, Tieck, Schleiermacher (Σλέγκελ, τον Νοβάλις, τον Σέλλινγκ, Βακενρόντερ, Τηκ, Σλεϊερμάχερ). Είναι κάτι αληθινό και ψευδές ταυτόχρονα. Ό λοι αυτοί παθιάστηκαν με την ποίηση και τις επιστημονικές θεωρίες, αλλά ο λαός είναι ο μό νος που μπορεί να αρθρώσει τις τρεις έννοιεςκλειδιά του Ρομαντισμού: τη φύση, το πνεύμα και τη μυθολογία σαν την απαραίτητη μορφή της πιο υψηλής ποίησης. Μετά την Iena το ενδιαφέρον για τον γερμανι κό ρομαντισμό εστιάζεται στο Παρίσι. Ο Σλέ γκελ που ζει εκεί από τον Ιούλιο του 1802, συνα ντά τους αδελφούς Boissenee που εξάπτουν το ενδιαφέρον και το πάθος του, για τη γοτθική ιστορία. Ένας από τους μαθητές του’ Γουλιέλμου. αδερφού του Σλέγκελ, ο Φ.Χ. Φον Χάγκερ εκδίδει το 1807 μια ανανεωμένη παραλλαγή της εποποιίας των Νιμπελούγκεν που είχε μια τερά στια απήχηση στη Γερμανία. ξίζει όμως να αναφερθούμε σε ορισμένα ονόματα ακόμα: στον Brentano (Μπρεντάνο), στον Arniin (Αρνίμ), στον Gorres (Γκορρές) και στους αδελφούς Γκριμμ. Το αποτέλεσμα των επαφών και της φιλίας τους είναι η έκδοση το 1805 του πρώτου τόμου του «Μαγικού κόρνου του παιδιού» («Le cor magique de l’enfant»). Εί
Α
ναι η πρώτη συλλογή καθαρά γερμανικών τρα γουδιών τα οποία είχαν υποστεί βέβαια ορισμέ νες διορθώσεις. Το 1808 εκδίδονται δύο ακόμα τόμοι από τους αδελφούς Γκριμμ, των οποίων τα παραμύθια που τυπώνονται το 1812 γνωρίζουν μια εκπληκτική επιτυχία στην Ευρώπη. Λίγο αρ γότερα ο Γάλλος φιλόλογος Nodier, ο πιο ευαί σθητος από όλους τους Γάλλους ρομαντικούς στις τοπικές διαλέκτους γράφει την «Ιστορία του
28/αφιερω μα βασιλιά της Βοημίας» («L’histoire du roi de Βοheme») και άλλα έργα μιμούμενος τα λαϊκά πα ραμύθια και ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν συλλέ γει ή και εφευρίσκει θρύλους και παραμύθια της χώρας του. Από δω και πέρα η μόδα του φολ κλόρ ανοίγει πανιά με προορισμό όλη την Ευρώ πη. Σ’ όλες τις χώρες ψάχνουν, βρίσκουν και δη μοσιεύουν τα παλιά ξεχασμένα τραγούδια τους ή αυτά των γειτονικών χωρών. Σ’ ένα γράμμα του ο Φραντς Λιστ προς τον X. Χαϊνέ λέει: «Αισθανόμαστε όλοι άσχημα με το να βρισκόμαστε ανάμεσα σ’ ένα παρελθόν που δεν θέλουμε πια και σ’ ένα μέλλον που δεν γνω ρίζουμε ακόμα· ο αιώνας είναι άρρωστος και εί μαστε και μεις όλοι άρρωστοι μαζί του». Οι πόλεμοι του Ναπολέοντα έχουν αφανίσει την Ευρώπη. Οι ιδιαιτερότητες της κουλτούρας των κατακτημένων εθνών τους δίνουν τη δυνα τότητα να αντισταθούν στο πρότυπο διεθνοποίη σης που επιβάλλεται από τον κατακτητή. Η Ιερά Συμμαχία όμως ανησυχεί και προσπαθεί να απο τρέψει την ταύτιση αυτού του ρεύματος με τα επαναστατικά ιδεώδη. Σύμφωνα με τον Μέτερνιχ, αυτή είναι η αιτία των εθνικών κινημάτων και της εξέγερσης των Ελλήνων ενάντια στην τουρκική κυριαρχία. Ο θάνατος του Μπάιρον, οι πίνακες του Delacroix, ο ενθουσιασμός που προκαλείται παντού από την εξέγερση των Ελλή νων ενδυναμώνουν αυτή την πεποίθηση. Ας μην ξεχνάμε ότι στον 19ο αιώνα γεννιούνται η βιομη χανία, το προλεταριάτο των πόλεων, τα μεγάλα μοντέρνα κράτη, αλλά κυρίως ότι εξεγείρονται οι καταπιεσμένες εθνότητες. Οι θεωρίες του Her der και το «folk revival», που βρισκόταν ήδη σε έξαρση με την αντίσταση της γερμανικής νεο λαίας στον Γάλλο κατακτητή έφεραν σε όλους τους λαούς και κυρίως σε αυτούς της κεντρικής Ευρώπης, τεράστιο ενθουσιασμό. Κατά ε}ΐατοντάδες ιστορικοί, ποιητές και φιλόλογοι συλλέ γουν μέσα από τα λεξικά, τα μυθιστορήματα, τις ιστορικές μελέτες, τα ποιήματα ό,τι μπορούσε να αποτελέσει μαρτυρία της εθνικής ταυτότητας. Ταυτόχρονα αρχίζει να ανανεώνεται ριζικά και η ευρωπαϊκή μουσική. Ό λοι μετά τον Herder βλέπουν στο δημοτικό τραγούδι την πιο βαθιά έκφραση της πρωτοτυπίας κάθε ανθρώπινης κοι νότητας. Εάν όπως σκεφτόταν ο Λιστ, η μουσική είναι ο «σύνδεσμος κάθε κοινωνικής ενότητας», εάν ο λαός είναι «μια μελωδία», τα πάντα μπο ρούν να σωθούν με τη μουσική. Έτσι θα γεννη θούν η «Πολωνέζα» και η «Μαζούρκα» του Cho pin, οι «Ουγγρικές ραψωδίες» του Λιστ, και ο Ιταλικός λαός θα φωνάζει στο μισητό κατακτη τή: «Ζήτω ο Verdi», γιατί το όνομά του σήμαινε: Ζήτω ο Βιττόριο Εμμανουέλε Βασιλιάς της Ιτα λίας. V(iva), V(ittorio) E(manuele) R(e) D’l(talia) και ενσάρκωνε όλες τις ελπίδες του κατακτημένου λαού του.
Το 1830 ο Glinka (Γκλίνκα) επέστησε την προ σοχή στο καταπληκτικό θησαυρό του ρωσικού λαού παρά την περιφρονητική στάση της αριστο κρατίας γι’ αυτή «τη μουσική των αμαξάδων». Ο Κόρσακωφ σκιαγραφεί στο «Σάντκο» και στο «Χρυσό Κόκκορα» μια θρυλική Ασία. Ο Σιμπέλιους εμπνέεται από τις φιλανδικές μελωδίες και τους ρυθμούς για να συνθέσει το αριστούργημά του: «Le cygne de Tuonela» (Ο κύκνος της Τουονέλα). Ο Γκρηγκ κάνει τον ίδιο το νορβηγικό λαό ήρωα του έργου του: «Peer Gynt» (Πεέρ Γκυντ). Η Ευρωπαϊκή μουσική προσηλωμένη μέ χρι τότε στην τελειότητα των μορφών συνεπαίρνεται από μια παλίρροια που την ανανεώνει με τις μελωδίες, τους ρυθμούς, με αυτό που αποτε λεί τη βαθιά πρωτοτυπία της λαϊκής αισθητικής: μια φανταστική σχέση με τον κόσμο.
Σ
τη Γαλλία ο Nodier (Νοντιέ) και ο Nerval (Νερβάλ) αναζητούν το folklore με διαφορε τικό τρόπο και η αντίληψη του λαού, βασική στον Γαλλικό ρομαντισμό, βασίζεται σε εντελώς άλλα πράγματα. Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα υπήρξε μια σημαντική αντίδραση των το πικών λογοτεχνιών, συχνά σε τοπική διάλεκτο, και μέσα από αυτές η πραγματική ανάπτυξη ενός ποιητικού Φολκλορισμού. Αξίζει να αναφερ θούν τα ονόματα μερικών περιοχών: η Νορμανδία («Rimes de Georges Metivier») και κυρίως η εφημερίδα «Le Bouais Jean», η Vendee (τα διη γήματα του Jules Guerin) κ.λπ. Ξεχωριστή θέση κατέχει ο Βιγγεμαρκέ, μακρινός συγγενής του Σατωβριάνδου, που γνωρίζει ένα πραγματικό θρίαμβο το 1841 με την έκδοση μιας συλλογής με τραγούδια της Βρετάννης, το Barzaz Breiz (Μπαρζάζ Μπράιζ). Το βιβλίο μεταφράστηκε σχεδόν αμέσως στα γερμανικά, τα αγγλικά, τα πολωνικά και τα σουηδικά. Ό λοι οι ρομαντικοί γοητευμένοι το υποδέχονται σαν ένα «βιβλίο θαυμάτων». Λίγο αργότερα η μόδα των «τροβα δούρων» κατακτά τα Παρισινά σαλόνια χάρη στους έξι τόμους της «Επιλογής αυθεντικών ποιημάτων των τροβαδούρων» του Rainouard. Ό λος αυτός ο αναβρασμός επιβραβεύεται με το
Φρεντερίχ Μιατράλ
αφιερωμα/29 βραβείο Νόμπελ που απονέμεται στον Frederic Mistral (Φρεντερίκ Μιστράλ). Ο Michel Le Bris καταλήγει ότι μελετώντας όλα αυτά τα γεγονότα δεν μπορούμε να μη σκεφτούμε ότι κάτι σημαντικό συντελέστηκε εκείνη την περίοδο. Ίσως όμως η τύχη και η ατυχία αυ τού του κινήματος ήταν η... ιστορία, ή μάλλον η μεγάλη πολιτική διαμάχη που ξεσπά στη Γαλλία γύρω από την ιστορική έρευνα. Τέλος τον ορισμό του «λαού» όπως τον εννοούν οι ρομαντικοί, δε θα έπρεπε ίσως να τον ψάξουμε στα κείμενα του Λαμαρτίνου ή του Μισελέ αλλά σε μια εκπληκτι κή ανακάλυψη των ρομαντικών: το μυθιστόρημα σε συνέχειες. Θα μπορούσαμε ίσως να συμπληρώσουμε τη σκιαγράφηση αυτής της δημιουργίας του ενδια φέροντος για το λαό και τα έργα του, κάνοντας ορισμένες αναφορές στα γεγονότα που διαδρα ματίζονταν, εκείνη την εποχή, στην Ελλάδα. Ο Le Bris ανέφερε επιγραμματικά στο άρθρο του το ενδιαφέρον που προκάλεσε ο αγώνας των Ελλήνων. Πέρα όμως από τους αγώνες, το νεο σύστατο Ελληνικό κράτος ασχολείται με τη γλώσσα του και με τη διαμόρφωση μιας εθνικής λογοτεχνίας. Με αυτό δεν νοείται μόνο το άνθι σμα τιον γραμμάτων, αλλά και ο καινούριος χα ρακτήρας που αποκτά η.λογοτεχνική παραγωγή. Οι ιδέες του Κοραή για τη γλώσσα και η έλλει ψη του ενδιαφέροντος του για τα δημοτικά τρα γούδια προκαλούν τις αντιδράσεις του Ρίζου Νε ρουλού και του Κοδρικά που διατυπώνουν αντί θετες απ’ αυτόν απόψεις. Οι πρώτες διαμάχες γύρω από τη γλώσσα έχουν ξεσπάσει. Μεταξύ των οπαδών της δημοτικής συγκαταλέγονται οι ποιητές Αθανάσιος Χριστόπουλος με την «Αιολοδωρική Γραμματική» (1805) και ο Ιωάννης Βη-/ λαράς με την «Ρωμαϊκή Γραμματική» (1814). Ο τελευταίος μάλιστα, πρότεινε τη δημοτική ποίη ση σαν πηγή της γραπτής γλώσσας, μιας γλώσ σας λαϊκής που θα επιβαλλόταν σε όλους τους τομείς της επιστημονικής και εκπολιτιστικής δραστηριότητας του Έθνους. Μαζί με τις διά φορες απόψεις που διατυπώνονται οι οποίες υποστηρίζουν άλλες την καθαρεύουσα και άλλες τη δημοτική, εμφανίζεται και το ενδιαφέρον για τα δημοτικά τραγούδια μέσα από τις συλλογές, τις αναφορές στους ήρωες και τα γεγονότα που περιγράφουν. Τα θέματα και η γλώσσα τους γί νονται πηγές έμπνευσης για πολλούς ποιητές και λογοτέχνες της εποχής. Ο Σπυρίδων Τρικούπης,επηρεασμένος από το ενδιαφέρον του Ρομαντισμού για τα ανώνυμα δημιουργήματα του λαού δημοσιεύει το ποίημα «Δήμος», ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής το «Δή μος και Ελένη», «ο Κλέφτης», μιμούμενοι την τε χνική των δημοτικών τραγουδιών. Τα έργα του Παναγιώτη Κάλλα, του Σπύρου Μπουγιουκλή, οι μπαλλάντες του Γεώργιου Γαζή και του Στα-
σινού Μικρούλη εντάσσονται στο γενικότερο εν διαφέρον που έχει αρχίσει να εκδηλώνεται για την ανώνυμη λαϊκή λογοτεχνία. Στίχοι δημοτι κών τραγουδιών ή και ολόκληρα τραγούδια πε-, ριλαμβάνονται σε βιογραφίες όπως αυτή του Γα ζή για τον Μάρκο Μπότσαρη και Καραϊσκάκη (1828), στο «Λεξικό της Επαναστάσεως των Ελ λήνων» γραμμένο από τον ίδιο πολύ αργότερα, το 1847, στους εκκλησιαστικούς λόγους που εξέ δωσε το 1833 ο Κ. Οικονόμος και βέβαια σε αν θολογίες ποιημάτων. Τα πρώτα χρόνια του Ρομαντισμού στην Ελ λάδα χαρακτηρίζονται από τον αγώνα για την
Ντελαχρονά: Η Ελλάδα στο Μεσολόγγι. Μπορντό), Μουσείο Καλών Τεχνών
ανεξαρτησία και το πρωτοφανέρωτο ενδιαφέρον για τη λαϊκή ποίηση και γλώσσα. Όσο προχωράμε προς το 1850 μπορεί να βλέπουμε να αυξά νει σιγά-σιγά η ροπή προς την καθαρεύουσα και να συγκαταλέγονται μεταξύ των οπαδών της ποιητές που μέχρι τότε υποστήριξαν τη δημοτι κή. Με την έκδοση της «Νέας Σχολής του γραφομένου λόγου» φαίνεται προς στιγμή ότι η δημοτι κή γλώσσα πέφτει σε δυσμένεια. Ο Ρομαντισμός όμως έχει βάλει τα θεμέλια για το δρόμο που θα βγάλει το λαό και την ποίησή του από την αφάνεια και θα οδηγήσει στη μελέτη και στη δικαίω ση της δημοτικής ποίησης και γλώσσας. Σημείωση * «Folk revival et cause du peuple», Magazine Litdraire 136137, σελ. 13-18.
30/αφιερω μα
Μισέλ Λε Μπρι
Μυστήριο και μαγεία στη διάρκεια τον λαϊκού μυθιστορήματος Το λαϊκό μυθιστόρημα, το τόσο παρεξηγημένο από τη λογοτεχνία και από εμάς τους ίδιους, αρχί ζει να αναπτύσσεται από τις αρχές του XIX αιώνα για να συνεχίζει την πορεία του, αλλάζοντας συ νεχώς μορφή, μέχρι τις μέρες μας. Ο Sue (Συ), ο Feval (Φεβάλ), ο Zevaco (Ζεβακό) ή ο Marcel Alain (Μαρσέλ Αλαίν) υπήρξαν οι κυριότεροι εκπρόσωποί του. Λαός - Δ ιάβολος ή Λαός - Μεσαίας, Ψυχή τον Κόσμον, του Ουγκώ, ή Λαός - Πληβείος, του Foucault (Φουκώ)... Το λαϊκό μυθιστόρημα φέρνει στο φως αυτή την «ασύλληπτη έννοια». Οι προσπάθειες σοβαρών ανθρώπων να δώσουν έναν ορισμό γι’ αυτό το παράξενο φαινόμενο που ονομάστηκε «λαϊκό μυθιστόρημα», μου φαίνονταν πάντα κάπως κωμικές και λίγο κακόγουστες αφού δεν ήταν σε θέση να πλησιάσουν το αντικείμενό τους για να το επεξεργαστούν από κοντά. Άραγε λαϊκά μυθιστορήματα είναι τα best-sellers; Φυσικά και όχι. Αναστενάζει ο Pierre Abraham (Πιέρ Αμπραχάμ) του περιοδικού Ευρώπη: «καταλαβαίνουμε πως είναι απαραίτητο να βάλουμε όρια σ’ ένα συγκεκριμένο είδος του λογοτεχνικού χώρου. Μ’ αυτό τον τρόπο, όμως, αδυνατούμε να το εξετά σουμε σε βάθος». F1 ανακούφιση έρχεται από τον ίδιο: «το πλεονέκτημα, όμως, είναι το ότι μπορούμε να σκεφτούμε και να αποφασίσουμε ποια μέθοδο θα ακολουθήσουμε για τη δημοσίευση ενός τέτοιου λογοτεχνικού είδους». Έτσι γεννήθηκε το μυθιστόρημα σε συνέχειες. Ας δούμε τι σημαίνει το επίθετο «λαϊκός»: που είναι του λαού, αφορά το λαό, έχει να κάνει με το λαό. Ο όρος «λαϊκό μυθιστόρημα», λοιπόν, δε χρησιμοποιείται για να δημιουργήσει εντυπώσεις, αλ λά γιατί πρόκειται για τον ίδιο το λαό, γιατί αφορά μόνον αυτόν. Από τα παραπάνω ξεκινά και ο δι κός μου ορισμός που μπορεί να μην είναι συνηθισμένος, είναι όμως πολύ απλός, γι’ αυτό και γίνεται αποδεκτός από τους σοβαρούς ανθρώπους: «λαϊκό μυθιστόρημα»: μυθιστόρημα που ανακαλύπτει μια v ia θεώρηση του «Λαού» και που γίνεται λαϊκό γιατί οι αναγνώστες βρίσκουν μέσα σ’ αυτό τη δική τους ταυτότητα - διαβάζοντάς το δημιουργούν τον ίδιο το λαό. ■ / / βιομηχανοποίηση τον τύπον ή όταν «το καινούριο σκοτώνει το παλιό» Την 1η Ιουλίου του 1836 δύο καινούριες εφημερίδες κάνουν την εμφάνισή τους: πρόκειται για τον Αιώνα (Le Siecle) του Dutacq (Ντυτάκ) και τον Τύπο (La Presse) του Emile de Girardin (Εμίλ Ντε Ζιραρντέν), από τις οποίες μόνον Ο Τύπος είχε συνεργασία με λογοτέχνες της εποχής, όπως τον Fre deric Soulie (Φρεντερίκ Σουλιέ) και τον Ουγκώ. Παρά τα όσα γράφτηκαν, και μάλιστα με πολλές λε πτομέρειες, η εφημερίδα αυτή εξέδιδε, στο μεγαλύτερο μέρος της, χρονικά και ειδήσεις και όχι μυθι στορήματα σε συνέχειες. Η ωρίμανση και η εξέλιξη αυτού του τελευταίου γινόταν με πολύ αργό ρυθ μό παρά το γεγονός πως οι Γάλλοι ασχολούνταν με το διάβασμα πριν ακόμη την εμφάνιση των εφη μερίδων. \
αφιερωμα/31 ■ Waller Scott (Γονόλτερ Σκοτ) και Fenimore Cooper (Φενιμόρ Κούπερ) Λι τοί που έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στην εξέλιξη του λαϊκού μυθιστορήματος ήταν ο Σκοτ και ο Κούπερ. Ο πρώτος προκάλεσε πραγματική επανάσταση στο χώρο της λογοτεχνίας με τη δημιουργία του ιστορικού μυθιστορήματος, ενός μυθιστορήματος που είχε, επιτέλους, έναν ορισμό και όπου κυ ριαρχούσε η τέχνη του διαλόγου, η χρησιμοποίηση της καθομιλουμένης και η ιδέα να γίνεται ο ίδιος ο λαός ήρωας των ιστοριών! Ο Κούπερ, από την πλευρά του, έγινε γνωστός από τα θαλασσινά μυθιστορήματά του. Πριν από αυτόν κυριαρχούσε το εξωτικό στοιχείο, τώρα, όμως, για πρώτη φορά αι σθανόμαστε έναν «διαφορετικό» κόσμο να ζει, να μιλά, να σκέφτεται, έναν κόσμο που αντιτίθεται στον μοντέρνο πολιτισμό και αγαπά τη φύση, έναν κόσμο «άγριο». ■ I; ιλά βήματα στην αρχή Ι .νώ ο Φρεντερίκ Σουλιέ έγραφε στον Τύπο πως: «θα πρέπει να γνωρίσουμε την κοινωνία και την αν θρώπινη ψυχή όχι μέσα από τη διαδικασία της ψυχολογικής ανάλυσης, αλλά χρησιμοποιώντας τα μέ σα της δράσης, της κίνησης και των θεατρικών παραστάσεων», ο Alexandre Dumas (Αλέξανδρος Δουμάς) αντιδρούσε λέγοντας πως η λύση του μυθιστορήματος είναι... «λανθασμένη». Πρότεινε δε, την πιο πεζή και παραδοσιακή λύση: αυτή του χρονικού, η οποία και επικροτήθηκε, τουλάχιστον, τον πρώτο καιρό. ■ / / καβολική ψηφοφορία στη λογοτεχνία Ένας συγγραφέας για να συνεργαστεί με μια εφημερίδα πρέπει να γράφει γρήγορα και να αποσπάσει, από την πρώτη κιόλας στιγμή, την προσοχή του «ναγνώστη· γι’ αυτό άλλωστε το μυθιστόρη μα σε συνέχειες δανείζεται από το μελόδραμα την τεχνική των διαλόγων και την υπερβολή. Προετοι μάζει δε την επόμενη συνέχεια, ήδη από την προηγούμενη με τη μέθοδο της αγωνίας και του «suspen se», έτσι ώστε να μην αλλοιωθεί στο παραμικρό το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Με τον τρόπο αυτό, μπορούμε να έχουμε την εμφάνιση ενός «ατελείωτου» βιβλίου, ανοιχτού σε καθολική ψηφοφορία αφού η εξέλιξή του μπορεί να προσδιοριστεί από αυτόν. ■ II γέννηση τον λαού Ο Ευγένιος Συ υπήρξε ένας πολύ ένθερμος κήρυκας του σοσιαλισμού παρά το ότι η μόρφωση και τα επαγγέλματα που είχε κατά καιρούς ακολουθήσει - ήταν γιατρός και ναυτικός - δεν έδειχναν πως θα έπαιζε τέτοιο συγκεκριμένο ρόλο. Υπήρξε ο ηθικολόγος της απελπισίας, της απόγνωσης, Γονόλτερ Σκοτ
32/αφιερωμα ένας άθεος ρομαντικός ο οποίος στο τέλος της ζωής του, και ύστερα από τα Μυστήρια του Παρισιού (Mysteres de Paris) ανακαλύπτει το λαό, βάζοντας έτσι τέλος στον αθεϊσμό του. Τα Μυστήρια και οι εξωτικές περιγραφές του μετατρέπονται σε ένα έξοχο ποίημα που περιγράφει τη βία και την πείνα και ο Ευγένιος Συ γίνεται από δανδής, μέντιουμ. Τα γράμματα γίνονται ρυάκια για να μεγαλώσουν και να αποτελέσουν ένα ορμητικό ποτάμι από το οποίο γεννιέται το μυθιστόρημα. Ολόκληρη η Γαλ λία ζει μόνο για τα μυθιστορήματά του σε συνέχειες,* ο θάνατος του Stendhall (Σταντάλ) περνά απα ρατήρητος και κυκλοφορεί η φήμη πως οι άρρωστοι στα νοσοκομεία περιμένουν το τέλος των μυθι στορημάτων αυτών για να πεθάνουν. Οι ήρωές του, όπως και οι αναγνώστες του, είναι άνθρωποι απλοί που προέρχονται από τις λαϊκές τάξεις. * Οι ραδιοφωνικές εκπομπές «Πικρή μικρή μου αγάπη», «Οικογένεια Παπαδοπούλου» και τα πρόσφατα σίριαλ «Δυναστεία» και «Τόλμη και Γοητεία» έχουν προγόνους αυτού του είδους τα λογοτεχνικά έργα.
Αριστερά: ο Ευγένιος Σν, δεξιά: ένα πρόσωπο από τα Μυστήρια του Παρισιού από τον Ντωμ*.
Μισέλ Λε Μπρι
Η επιστροφή από το φανταστικό στοιχείο Ενδέχεται, ύστερα από λίγο καιρό, η λογοτεχνία που απευθύνεται στο λαό όπως και η Γαλλική κοινωνία να ξαναενωθούν σε μια κοινή πορεία. Είναι δε πολύ πιθανό να αναμορφώσουν ακόμη και ολόκληρη τη λογοτεχνία, μέσα από μια διαδικασία που, ήδη, έχει αρχίσει... Προς το παρόν, ας αρκεστούμε στην επανέκδοση διαφόρων βιβλίων, πολύ γνωστών στο πλατύ κοινό. Το ύφος των επανεκδόσεων των «κλασικών λαϊκών μυθιστορημάτων» του οίκου Gamier (Γκαρνιέ) είναι αυστηρότερο από το ύφος προηγούμενων εκδόσεων: ορισμένες από αυτές είναι ο Κύριος Κόκκορας (Monsieur Le Coq) του Gaboriau (Γκαμποριώ), Η Έρευνα (L’ Enquete) και Ο καμπούρης (Le Bossu) του Paul Feval (Πωλ Φεβάλ). Είναι, στ’ αλήθεια, παράξενη αυτή η τάση επιστροφής στον «κλασικισμό» αφού τα μυθιστορήματα σε συνέχειες φανερώνουν ένα είδος διαμαρτυρίας κατά του ίδιου του κλασικισμού. Ό λα αυτά, βέβαια, είναι προσωπικές απόψεις· θα ήθελα, όμως, να προβλη ματιστούμε σχετικά με τις πνευματικές μας ανησυχίες και, ακόμη περισσότερο, να μην οδηγηθούμε σε αδιέξοδο. Όλος ο κόσμος γνωρίζει πως το φανταστικό τέλος του Καμπούρη του Φεβάλ διαμορ φώθηκε κατά τέτοιο —άσχημο —τρόπο ώστε ο συγγραφέας να μπορέσει να γράψει τις συνέχειες του παραπάνω μυθιστορήματος. Έτσι λοιπόν ο ήρωας του έργου, Γκονζάγκ, δε σκοτώνεται, αλλά φεύγει για την Ισπανία παίρνοντας μαζί του την εύθραυστη Aurore. Με την παραλλαγή, όμως, αυτή, όπως επανεκδίδεται από τον οίκο Γκαρνιέ, η ρομαντική σκηνή που διαδραματίζεται στο νεκροταφείο αλ λοιώνεται. Μπράβο στους «κλασικούς». Φαίνεται πως ακόμη ο ελάχιστος ανταγωνισμός δεν είναι αρκετός για να συγκινήσει ορισμένους.
αφιερω μα/33 Θα μπορούσα να πω πάρα πολλά για το σεβασμό που πρέπει να υπάρχει απέναντι στα κείμενα. Τα βιβλία τσέπης τα εκδίδουν ακέραια, χωρίς καμιά απολύτως παραλλαγή· εδώ και καιρό δε, γίνεται μια σοβαρή προσπάθεια επανέκδοσης λαϊκών μυθιστορημάτων γραμμένων από τους Leblanc (Λεμπλάν), Μ. Alain(M. Αλαιν), G. Leroux (Γκ. Λερού) και άλλους. Είναι, λοιπόν, το λιγότερο σκαν δαλώδες να εκδίδονται μυθιστορήματα, κυριολεκτικά, ακρωτηριασμένα όπως ο υπέροχος Don Juan (Δον Ζουάν), από τον οποίο δεν έχει μείνει παρά μόνον ο σκελετός. Μεταξύ των πρόσφατων εκδόσεων, πρέπει να αναφέρουμε τα Μυστήρια της Τουλούζης (Mysteres de Toulouze) του Gamarra (Γκαμαρρά), διεθυντή του περιοδικού Ευρώπη. Πρόκειται για ένα αξιο σημείωτο μυθιστόρημα γραμμένο σε συνέχειες που δεν αναγνωρίστηκε παρά μόνον από «happy feus». Φανταστική ιδέα, μα την αλήθεια, όπως και η επανέκδοσή τους σε βιβλίο τσέπης. Η φήμη του Eugene Sue (Ευγένιου Συ) φαίνεται πως βρίσκεται στη φάση της πλήρους αποκατά στασής της. Ύστερα από την επανέκδοσή των Μυστηρίων του Παρισιού που επιμελήθηκε ο οίκος Hallier (Αλλιέ), ύστερα από τον Αρθούρο και τη γιορτή της ομορφιάς, ο Regine Deforges (Ρεζίν Ντεφόρζ) αποτολμά την επανέκδοσή του τεράστιου και πολύ διδακτικού του έργου: τις Αναμνήσεις του Λαού (Memoires du Peuple). Ένας μικρός οίκος - ο οίκος Μπωντινιέρ - ακολουθεί μια πολύ έξυπνη πολιτική, όσον αφορά τις εκδόσεις. Μετά τα έργα του Γκ. Λερού και Borgia του Zevaco εκδίδει το Κέντρο των Adrets το συνοδευόμενο από τον έξυπνο πρόλογο του J.-L Bory (Ζ.-Λ. Μπορύ) και με εξώφυλλο του Ντωμιέ, θέλο ντας να προβάλλει τον Robert Macaire (Ρομπέρ Μακαίρ), έναν αλητάκο πολυτελείας. Ο Albin Michel (Αλμπέν Μισέλ) εκδίδει τον Άσπρο Λύκο (Le Loup blanc) του Φεβάλ, η τηλεοπτι κή μεταφορά του οποίου ήταν πολύ πιο προσεγμένη. Πρόκειται, άραγε , για «ένα καινούριο είδος λογοτεχνίας που απευθύνεται και στο λαό»; Αμφιβάλ λω· αυτή η εκδοχή προκύπτει, πιθανότατα, από την εσφαλμένη ερμηνεία του «λαϊκού μυθιστορήμα τος». Παρ’ όλα αυτά ορισμένοι εκδότες ακολουθούν αυτήν την πορεία αφού εκδίδουν βιβλία που μπορεί να μην είναι, οπωσδήποτε, γνωστά στο ευρύ κοινό, είναι, όμως, καλής ποιότητας και αρκετά ψυχαγωγικά. Ο Robert Laffon (Ρομπέρ Λαφφόν) εκδίδει δυο φιλολογικά «ιστορικά» έργα του Peyramaure και των J.N. Gurgand και Pierre Barret. Μπορούμε να αναφέρουμε το 1848,των Burnier (Μπυρνιέ) και Rambaut (Ραμπώ) που εκδόθηκε από τον οίκο Grasser (Γκρασσέ) με μια επιφύλαξη: αν στο λαϊκό μυθιστόρημα υπάρχει έντονη η αίσθηση χιούμορ, δεν πρέπει κανείς να βάζει σε δεύτερη μοίρα τον μεγάλο βαθμό ερμηνείας που επίσης το χαρακτηρίζει. Οι εκδόσεις Flammarion είναι, ίσως, αυτές, που περισσότερο απ’ όλες, οδηγούνται προς την κατεύθυνση του «νέου λαϊκού μυθιστορήμα τος» με το Χρυσό της Μπερενζίνα (L’ Or de la Berezina) του William de Bazelain και τον Έβενο ή δρόμος των σκλάβων (Ebene ou la route des esclaves) του Φιγκερό, βιβλία καλογραμμένα και πα ρουσιασμένα σωστά που αποτέλεσαν το πρότυπο για τον Αλήτη της Μαλεβίας (Le Vagabond de Malevie). Η υπέροχη επτάτομη σειρά από τις Μαρίες των νησιών (Maries des lies), αποτελεί τμήμα από τα βιβλία που δεν πρέπει να λείπουν από κανέναν. Είναι, πιθανότατα, το μοναδικό ιστορικό έργο του XX αιώνα που μπορεί να συγκριθεί με την προσφορά του Alexandre Dumas. Ο οίκος Fleuve Noire επανεκδίδει το έργο τού Robert Gaillard (Ρομπέρ Γκαγιάρ) σε μεγάλο σχήμα και με εξώφυλλο που παρουσιάζει νέα κορίτσια γυμνά. Αυτό, άραγε, πουλιέται; Εσείς, πάντως, βιαστείτε! Μ ετά φ ρ α ση : Γ ιο ύλ η Κ α ρ α γ ιά ν ν η
34/αφιερωμα
Η Ζορζ Σαντ όπως τη σχεδίασε ο Λλφρέ ντε
Πέτρα Δουλάμη
Έ να γυναικείο πρόσωπο στο ρομαντισμό Αν μιλούσαμε για το ρομαντισμό χωρίς να μιλήσουμε για τη Γεωργία Σάνδη,1 θα ήταν σαν να αφαιρούσαμε από το κίνημα αυτό ένα κομμάτι από τον ίδιο του τον εαυτό. Φαίνεται ότι αυτή η εποχή, που την είδε να γεννιέται και να ωριμάζει, ταιριάζει στη Γεωργία Σάνδη σαν γάντι. Η ίδια της η ζωή, ανήσυ χη, στρατευμένη, ταραγμένη θα λέγαμε, το αποδεικνύει. Ζορζ Σαντ, ψευδώνυμο της Αρμαντίν Λισί Ορόρ Ντιπέν, βαρόνη Ντιντεβάν, γεννιέται στο Παρίσι την 1η Ιουλίου 1804. Ορφανή από τεσσάρων χρόνων, την ανατρέφει η γιαγιά της στην εξοχή, όπου περνάει ολόκληρη την παιδική της ηλικία. Αυτά τα χρόνια υπήρξαν πολύ πλού σια για κείνη σε μοναξιά, σε ονειροπόληση, σε εξαιρετικές διασκεδάσεις, όπως οι ιστορίες που λεγόντουσαν στις ατέλειωτες νύχτες της εξοχής. Έ να μεγάλο μέρος του έργου της θα το εμπνευ στεί α π ’ αυτές τις ιστορίες του νυχτεριού. Στα δεκατρία της ξεριζώνεται απ’ αυτή τη ζωή, που €όσο πολύ αγαπούσε, και μπαίνει εσωτερική σ’ ένα μοναστήρι του Παρισιού. Εκεί αρχίζουν γι' αυτήν ατέλειωτοι μήνες απελπισίας και εξέγερ σης. Τρία χρόνια αργότερα γυρίζει στην πολυαγαπημένη της εξοχή και παντρεύεται, στα δεκαο χτώ της, τον βαρόνο Ντιντεβάν, από τον οποίο δεν αργεί να χωρίσει. Το 1831 εγκαταλείπει το Νοάν, την πολυαγαπημένη της εξοχή, και αρχί ζει να κάνει στο Παρίσι μποέμικη ζωή. Σκανδα
Η
λίζει τους αστούς, αποδέχεται τη θέση της ως «περιθωριακής», με τα περίεργα αντρικά ντυσί ματά της, καπνίζοντας πίπα ή πούρο, και κυ ρίως με τις αισθηματικές της περιπέτειες με τον Ζιλ Σαντό (που της έδωσε το ψευδώνυμό της Σαντ) και στη συνέχεια με τον Αλφρέ ντε Μισέ. Ή δη από το 1832 η βαρόνη Ντιντεβάν, με το όνομα Ζορζ Σαντ πια, είχε γίνει γνωστή με το μυθιστόρημά της Ινδιάνα. Ακολούθησαν η Βαλεντίνη, η Λέλια, ο Ζακ, ο Μοπρά. Αυτά τα έργα καθρεφτίζουν την παθιασμένη ζωή που έκανε τότε η συγγραφέας τους. Μοιάζουν με εξομολο γήσεις, ενώ με το λυρισμό τους προσεγγίζουν τα πεζοτράγουδα. Δοξάζουν το αισθησιακό και συ νάμα ιδανικό πάθος, όμως τρελό και υπερβολι κό, τον έρωτα, τέλος, ενάντια, στις προκαταλή ψεις και στην κοινωνία. Αναμφισβήτητα, η Γεωργία Σάνδη είναι η μυθιστοριογράφος του έρωτα, που γι’ αυτήν είναι συνώνυμος με τη ζωή: εκτός και παραπάνω από
αφιερω μα/35 ευτυχία είναι ένα ύψιστο δικαίωμα της ανθρώπι νης ύπαρξης, ένα χρέος, μια θεία λατρεία. Μ’ αυτή τη θεώρηση των πραγμάτων, όλα είναι πια επιτρεπτά, θεμιτά, ιερά στο πάθος, υπό μία μόνο προϋπόθεση, να είναι αυτό ειλικρινές. Θεωρία ρομαντική, φυσικά, που τη λαμπρύνει η ίδια η ταραχώδης ύπαρξη της Ζορζ Σαντ, η οποία γίνε ται μυθιστοριογράφος του έρωτα. Με ένα έμφυ το χάρισμα, διηγείται και επινοεί εύκολα νέες συνέχεια ιστορίες, που υπηρετούν τα συναισθή ματα και τις ιδέες της. Αν πρέπει λοιπόν να ανα ζητήσουμε την ενότητά στο έργο της Ζορζ Σαντ, θα πρέπει να την αναζητήσουμε στον έρωτα. Αυτό το σίγουρα γόνιμο πνεύμα δεν μπόρεσε, εντούτοις, να δημιουργήσει έναν ανθρώπινο τύ πο, ούτε ν’ αναλύσει κάποια ιδιαίτερη. πλευρά του πάθους. Ενστικτωδώς υπέγραψε τα μυθιστορήματά της, απαθανάτισε τη ζωή της, αναζητώ ντας διαρκώς την ιδανική αλήθεια. Το έργο της, γεμάτο από τη ζωή της, από τα πάθη της, μας προσφέρεται μες στα βιβλία της σε παρθένα κα τάσταση, ξεχειλίζοντας από πάθος αλλά και από τα ελαττώματα μιας ιδιοσυγκρασίας, που δεν μπόρεσε να χαλιναγωγήσει τη φαντασία της. Φε ρέφωνο των γυναικών, κατά κάποιο τρόπο, τόλ μησε να διεκδικήσει για λογαριασμό τους τα δι καιώματα του πάθους, ήρθε επανειλημμένα σε σύγκρουση με τις κοσμικές συμβατικότητες και τις κοινωνικές προκαταλήψεις με τις ερωτικές της σχέσεις με τον Σαντό, τον Μισέ, τον Παζελό, τον Μισέλ ντε Μπουρζ, τον ΓΤιέρ Λερού και τον Σοπέν... Μ’ αυτόν φεύγει το 1837 ταξίδι για τις Βαλεαρίδες Νήσους. Με τον Σοπέν πάλι, η αι σθηματική ζωή της Ζορζ Σαντ ηρεμεί. Η κοινή τους ζωή θα κρατήσει δέκα χρόνια. Αυτή η διαρκώς ανικανοποίητη γυναίκα, όμως, θ’ αρχί σει ν’ αναζητά μια νέα πηγή συγκινήσεων, που θα χαρακτηρίσει, μετά την πρώτη στιγμή έμπνευσής της από τον αισθηματικό ρομαντισμό, τη δεύτερη στιγμή της, δηλαδή τον μυστικιστικό σοσιαλισμό. Αυτή τη νέα πηγή θα της την προ σφέρει, λοιπόν, η πολιτική. Στο εξής, θα εκφωνή σει σωρεία κατηγορητηρίων ενάντια στην κοινω νία, την οποία θεωρεί υπεύθυνη για όλες τις αν θρώπινες συμφορές. Το φάρμακο που προτείνει είναι πάλι η αγάπη, η οποία μπορεί να ισοπεδώ σει τις ιεραρχίες, να γκρεμίσει τους τοίχους που υπάρχουν ανάμεσα στις διάφορες κοινωνικές τά ξεις και να εγκαθιδρύσει εκ νέου την παγκόσμια αδελφοσύνη. Το 1848 τη βρήκε λοιπόν προετοι μασμένη για να χαιρετήσει την επανάστασή της. Με την πτώση του Λουδοβίκου-Φιλίππου προ σπαθεί να βγάλει μια εφημερίδα, αποτελούμενη από Γράμματα στο Λαό και μάλιστα συντάσσει τα επίσημα ανακοινωθέντα του Υπουργού Εσω τερικών, του Λεντρί-Ρολέν. Η εξέγερση του Ιου νίου θα τη φοβίσει, ωστόσο, και εγκαταλείπει χωρίς άλλη καθυστέρηση την πολιτική για να ξα-
ναγυρίσει στο Νοάν. Εδώ μπορούμε ν’ αναγνωρίσουμε το τρίτο στάδιο της ζωής της, εκείνο της μυστικιστικής κλίσης, που θα δώσει το Βάλτο τον Διαβόλου, το Φρανσονά λε Σαμπί, τη Μικρή Φαντέτ κ.ά. Στον πρόλογο αυτού του τελευταίου μυθιστορήματος αναγγέλλει ότι, στο εξής, δεν πρόκειται να εν διαφερθεί για τα γεγονότα κι ότι θέλει να «δια σκεδάσει τη φαντασία της, αναφερόμενη σ’ ένα ιδεώδες ηρεμίας, αγνότητας και ονειροπόλη σης». Κι εδώ πάλι η Ζορζ Σαντ θα πέσει στην παγί δα των υπερβολιόν και θα εξιδανικεύσει σε έσχατο βαθμό τους αγρότες-ήρωες της, καθιστώ ντας τους κατά συνέπεια πολύ ψεύτικους, βυθι σμένους σ’ ένα κόσμο που θυμίζει καταπληκτικά τη χώρα των παραμυθιών. Στη δεύτερη Αυτοκρατορία, η σκανδαλώδης ρομαντική γίνεται «η καλή κυρία του Νοάν», ευ γενική οικοδέσποινα, που πρόσφερε τη φιλοξε νία της σ’ άλλους συγγραφείς. Συμβουλεύει τη νέα γενιά, όπως τον Δουμά υιό, τον Φλωμπέρ κ.ά. Ενώ καλλιεργεί τον κήπο της, διασκεδάζει τα εγγόνια της, ανακατεύεται στη ζωή των καλ λιεργητών, μαθαίνει στα παιδιά τους να διαβά ζουν, συνεχίζει να γράφει. Από το 1850 ώς το θάνατό της το 1876 έγραψε μυθιστορήματα, θεατρικά έργα, έργα λιγότερο γνωστά από κείνα των πρώτων περιόδων, αλλά ενδιαφέροντα, τουλάχιστον από ορισμένες από ψεις. Στο έργο της κι ακόμα περισσότερο στη ζωή της την ίδια, η Ζορζ Σαντ υπήρξε η καλύτερη προσωποποίηση της ρομαντικής ψυχής. Υψώνο ντας το ανάστημά της ενάντια σε όλους τους θε σμούς και τα δόγματα υπήρξε ή ίδια αυτό το ύψιστο πάθος που ακούραστα τραγούδησε. Επη ρεασμένη σ’ όλη της τη ζωή από τους διάφορους ανθρώπους που αγάπησε και εγκατέλειψε, δεν μπόρεσε να δημιουργήσει μια ηθική φιλοσοφία άξια, πολύ περισσότερο δε αφού δεν είχε τίποτα από τα χαρακτηριστικά μιας διανοούμενης. Γεν ναιόδωρη στην προσωπική της ζωή, με μια καρ διά που ξεχείλιζε από αγάπη, τέτοια υπήρξε και στη λογοτεχνική της παραγωγή. Παρ’ όλο που το έργο της στερείται εκπλήξεων, μπόρεσε και ορ γάνωσε τα μυθιστορήματά της. Πάνω απ’ όλα όμως η Ζορζ Σαντ υπήρξε η πρώτη γυναίκα που πέρασε τη γυναικεία της εμπειρία σ’ ολόκληρη τη λογοτεχνική της παραγωγή, προαναγγέλλοντας την Τζορτζ Έλιοτ και την Κολέτ. Η Ζορζ Σαντ είναι σήμερα η συγγραφέας του ρομαντισμού που διαβάζεται λιγότερο απ’ όλους, γιατί ταυτίστηκε περισσότερο με κάποιον ήρωα παρά με κάποιο έργο, κι η δύναμη αυτής της ταύτισης παραμένει ακόμα πολύ ζωντανή. Μ ετάφ ρ α ση : Τ ιτίκα Δ η μ η τ ρ ο ύ λ ια
36/αφιερωμα
Michel Le Bris
Τι να θυμηθούμε από τις επαναστάσεις Τι να διδαχτούμε από τον Ρομαντισμό «Δεν υπάρχουν εκατό μορφές σοσιαλισμού, όσο ευχάριστα κι αν ακούγεται», επαναλάμβανε ο ηλικιωμένος Ουγκώ, «υπάρχουν μονάχα δύο: ο κακός και ο καλός». Σχετικά με το περιεχόμενο του «καλού» σοσιαλισμού, που ονό μαζε και ρομαντισμό («ρομαντισμός, σοσιαλισμός είναι τα ψευδώνυμα του 19ου αιώνα») θα μπορούσε να κάνει κάποια παραχώρηση, στον ορισμό όμως του «κακού» είναι απόλυτος. «Υπάρχει ο σοσιαλισμός που θέλει να επιβάλει στο Κράτος αυθόρμητες, δήθεν, δραστηριότητες και κάτω από το πρόσχημα της ευημερίας στερεί από τους πολίτες την ελευθερία τους. Η Γαλλία μοιάζει με μοναστήρι. Ένα μονα στήρι, όμως, που δεν έλκει τους πιστούς, ένα είδος κρύας λατρείας χωρίς ιε ρείς, χωρίς Θεό. Αυτού του είδους ο σοσιαλισμός καταστρέφει την κοινωνία». τη δεκαετία του ’60 δύο ειδικοί του μαρξι σμού σχολιάζουν: «λυπούμαστε που πρέπει να χαρακτηρίσουμε αυτή την άποψη του Ουγκώ ως “απλοϊκότητα που εκπλήσσει”». Το σχόλιο αυτό είναι αρκετό για να δείξει την επίκαιρη θεώρηση του ρομαντισμού. Φαίνεται πως αυτή η «χαρακτηριστική απλοϊκότητά» του γενικεύτηκε τα τελευταία χρόνια ύστερα από ορισμένα γεγο νότα που συντάραξαν τον κόσμο και ειδικά το Μάη του ’68. Αυτό και μόνο το «μαρξιστικό» σχόλιό του είναι αρκετό να μας κάνει να κατα λάβουμε γιατί δεκαετίες ολόκληρες δεν λάβαμε υπόψη μας τις προειδοποιήσεις του. Έ να νεφέλωμα σε μια ατέλειωτη διάσπαση ή ακόμη καλύτερα ο κλονισμός ολόκληρου του οι
Σ
κοδομήματος της Ανατολίτικης κουλτούρας. Μια γιγαντιαία πνευματική έκρηξη της οποίας τα κύματα ξεκινώντας από την Ευρώπη σείουν την Αμερική (Πόε, Μελβίλ) και τη Ρωσία (Ντοστογιέφσκι) και επικεντρώνονται στη Γερμανία. Δε μοιάζει με απλή, λογοτεχνική φόρμα και έχει να προσφέρει πολλά περισσότερα από τον όψι μο, θαμπό αλλά και τόσο επίγειο γαλλικό ρομα ντισμό' παρουσιάζεται δε ριζοσπαστικότερη ακόμα και από τον υπερρεαλισμό. Χωρίς να εί ναι δυνατή η ταξινόμησή της, κι αυτό επειδή απορρίπτει κάθε είδους ταξινόμηση που κληρο νομήσαμε είτε στον πολιτικό είτε στον αισθητικό χώρο, με μιαν ασυγκράτητη δίψα να ανακαλύψει τη ζωή, αποτελεί το σμίξιμο χιλιάδων μικρών
αφιερω μα/53 ρευμάτων μέσα στο χρόνο, το επαναστατικό πνεύμα σε πλήρη παραλογισμό που χαρακτήρισε ολόκληρη τη γενιά των ορφανών της Επανάστα σης. Και μόνο όταν κι εμείς βρεθούμε στη θέση τους, μπορούμε να τους ακούσουμε να φωνά ζουν από την άλλη πλευρά του καθρέφτη. Θα πρέπει, λοιπόν, να βρούμε καταρχάς για ποιο λόγο δεν καταλαβαίνει πια ο ένας τον άλ λον, γιατί όλες οι προσδοκίες μας στράφηκαν εναντίον μας, γιατί στη θέση αυτών που αναζή τησαν με πάθος την Επανάσταση, δε βλέπουμε παρά βλοσυρά, αυστηρά πρόσωπα. Κι όμως, πιστέψαμε πως ξέραμε τα πάντα γύ ρω από αυτήν, γύρω από το Ρομαντισμό... Λέ ξεις, εικόνες, κατηγορίες, έννοιες: η διάταξή τους προσδιόριζε μια εποχή, τις σκέψεις μας ίσως. Κι έρχεται η καταστροφή: ο αιώνας βου λιάζει, η ζωή πνίγεται μέσα στα ίδια τα όριά της, η δύναμη του πνεύματος διαπερνά την επι φάνεια της ύλης, νιώθουμε κάτι μέσα μας να σπάει και ξαφνικά τα λόγια δεν είναι αρκετά: ίσως ακόμη δεν ξέρουμε πως πρέπει να αλλάξου με τρόπο σκέψης, να αλλάξουμε το σκελετό και τους φακούς από τα γυαλιά μας - ωστόσο πετάξαμε για πρώτη φορά αυτά που χρησιμοποιού σαμε εδώ κι έναν αιώνα - τα τζάμια τους είχαν λερωθεί πολύ. Για πρώτη φορά αρχίσαμε να απορρίπτουμε τις υπάρχουσες ιδεολογίες, πολι τικές φιλοσοφίες, τον τρόπο σκέψης του Κρά τους. Ή ταν η πρώτη ολοκληρωμένη ρήξη και ο ρομαντισμός το θύμα της. Η αναγέννησή του δεν είναι τόσο απλή όσο η αναστήλωση ενός ιστορι κού μνημείου- αποτελεί, ίσως, την πιο ζωτική ανάγκη της ύπαρξής μας. Ο ρομαντισμός: εδώ και τώρα. Ζείτε από πολύ παλιά στο ίδιο σπίτι, γνωρίζε τε και την πιο κρυφή γωνίτσα και ξαφνικά ένα βράδυ που είστε μόνοι μια πόρτα τρίζει μέσα στο σκοτάδι. Αρχίζετε να τρέμετε, σας πιάνει πανι κός καθώς καταλαβαίνετε πως ένα μέρος από το σπίτι σας εξακολουθεί να μη σας είναι γνωστό. Το παράδειγμα αυτό, σ’ ένα πολύ μικρό ποσο στό, εκφράζει τον ρομαντισμό: αυτό το κίνημα που παρουσιάζει, ξαφνικά, άγνωστες πτυχές. Μπορούμε άραγε να αρνηθούμε πως ο Μάης του ’68 εκφράζει τα όνειρα και τις ελπίδες μας; 1789... Η νεολαία ονειρεύεται και αμφισβητεί, πνίγεται μέσα σε μια Γερμανία απίστευτα φτω χή, κομματιασμένη σε άπειρα τμήματα, αφόρητα συντηρητική. Η πτώση της Βαστίλλης, η Γαλλική Επανάσταση τους έδιναν την ευκαιρία που ζη τούσαν για τη δημιουργία ενός καινούριου κό σμου. Ποιητές, φυσικοί, γιατροί, φιλόσοφοι, που αριθμούσαν ένα μεγάλο ποσοστό στη Γερμα νία, θεωρούσαν τον εαυτό τους ταγμένο σε μια επανάσταση φιλοσοφική και αισθητική ταυτό χρονα: «Τους καθοδηγούσε η πορεία που χάραξε η μεγάλη επανάσταση του ρομαντισμού», (Σλέ-
γκελ). Μερικά χρόνια αργότερα μόνο η ερήμωση και τα ερείπια έμειναν να θυμίζουν αυτό το αναβαθ μισμένο επίπεδο της ζωής. Ο γερμανικός ρομα ντισμός ήταν η στιγμιαία λάμψη της αστραπής μέσα στην καταιγίδα που άφησε στο διάβα της απογοητευμένους, τρελούς, ακόμα και νεκρούς νέους ανθρώπους. Kleist (Κλάιστ), Holderlin (Χέλντερλιν), Novalis (Νοβάλις), Wackenroder (Βάκενροντερ), Caroline von Giinderode (Καρολίν φον Γκούντεροντε). Λες και όλοι αυτοί ήταν ξένοι στον κόσμο. Το μεγάλο τους όνειρο για μια πραγματική ζωή, γι’ αυτήν την «εσωτερική μετα μόρφωση της ψυχής», όπως χαρακτηριστικά έλε γε ο Artaud (Αρτώ), κομματιάστηκε πάνω στην παγωμένη φιγούρα της Επανάστασης. Και μαζί του κομματιάστηκαν κι εκείνοι. ν υπήρχαν μονάχα η καταστροφή και η απογοήτευση, λίγα δάκρυα ίσως μπορού σαν να δικαιολογηθούν. Αυτό, όμως, που δίνει το χαρακτήρα μιας πνευματικής έκρηξης, που γεννιέται παίρνοντας τη μορφή του ρομαντι σμού, που κατορθώνει να αναδυθεί από αυτή την ψυχική κατάρρευση, αυτό που τους αναγκά ζει να ξαναδοκιμάσουν μια καινούρια Επανά σταση ενάντια στη φιλοσοφία του Κράτους, αυ τό που βλέπουν να δημιουργείται είναι τερα τούργημα με τη μορφή Κράτος-Επανάσταση- ένα Κράτος πολύ πιο συντηρητικό, που γεννιέται από την ίδια την Επανάσταση και αυτή την αντί θεσή της προς εκείνο. Στο σημείο αυτό τίθεται η ίδια σημαντική ερώτηση: δε ζούμε άραγε κι εμείς μέσα στα ερεί-
Α
Κλάιστ
54/αφιερωμα πια των τελευταίων επαναστατικών ιδεολογιών; Νομίζω, όμως, ότι εκείνοι έβλεπαν πολύ πιο μακριά από εμάς σήμερα. Φυσικά οι διαφωνίες μεταξύ των φιλοσόφων Fichte (Φίχτε), Χέγκελ και Schelling (Σέλλιγκ) σχετικά με την ελευθερία μεγάλωναν. Η ουσία του ρομαντισμού, όμως, ήταν αλλού, πολύ πιο μακριά από τη θεωρία και ακόμη πιο πέρα από αυτές τις διαφωνίες. Ορα ματίζονται έναν ρομαντισμό έξω από κάθε πολι τική και γι’ αυτόν ζουν ή πεθαίνουν. Ας μην τους ζητήσουμε έναν νέο «πολιτικό λόγο» ή την απόρριψη της θεώρησης του Χέγκελ για το Κρά τος. Αυτό για το οποίο όλοι τους μιλούν, η πραγματική πνευματική επανάστασή τους τάσσε ται υπέρ της αισθητικής θεώρησης του κόσμου και κατά της πολιτικής θεώρησής του. Θα δυσκολευτούμε να τους καταλάβουμε αν δεν προχωρήσουμε πέρα από την πολιτική θεώ ρηση του κόσμου. Οι συνέπειες κάτι τέτοιου θα ήταν τεράστιες: ας αναλογιστούμε πως αυτή η σύντομη περιπέτεια μιας χούφτας νέων Γερμα νών θα διασχίσει τον 19ο αιώνα, θα διαπεράσει τα εθνικιστικά κινήματα, θα εκραγεί σε μια σει ρά επαναστάσεων το 1848, θα αναβιώσει μέσα στον εξπρεσσιονισμό και τον υπερρεαλισμό. Τους ανθρώπους αυτούς θα τους ξανασυναντήσουμε την εποχή της τζαζ και του «φαινομένου» της ποπ μουσικής. Η πρώτη τους επίθεση ήταν ορθολογιστική και καθοριστική, αφού χτύπησαν κατά μέτωπο αυτό που ακόμη και σήμερα θεωρείται ταμπού: τον Διαφωτισμό, ο -οποίος κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα οδήγησε, δήθεν, στη νίκη της Λογι κής. Οι μορφές της Επανάστασης πλησιάζουν στη Λογική... Η κατανόηση της μορφής Κράτος-Επανάσταση σημαίνει την κατανόηση της λογικής, όπως αυτή απαντάται στην πολιτική. Ο Χέγκελ, μελε τώντας τη Γαλλική Επανάσταση, ορίζει το Κρά τος ως τη «λογική των επιθυμιών» - γνωρίστε την κοινή λογική της θέλησης. Για να φτάσει ο καθένας στον ανθρωπισμό, τη λογική των επιθυ μιών δηλαδή, για να υπάρξει θέληση ουσιαστική κρίνεται απαραίτητη η παρουσία ενός χειριστή, ικανού να μεσολαβήσει μεταξύ εκείνου και του εαυτού του, μεταξύ εκείνου και των άλλων. Ο μεσολαβητής αυτός είναι το Κράτος. Ακόμα και οι επαναστάτες που αξίωναν την παρακμή του βρίσκονται πάντα παγιδευμένοι μέσα στις ιδέες τους αφού η αιτία της επανάστασης και η ευσυ νείδητη θέληση είναι συνώνυμα. Έτσι, λοιπόν, εξηγείται το «φυσικό» δέσιμο μεταξύ Κράτους και Επανάστασης. Το Κράτος όμως δεν κάνει άλλο από το να πα ράγει. Σύμφωνα μ’ αυτή τη θεώρηση, η πολιτική είναι το προϊόν της γενικότερης θέλησης. Το
Κράτος εκτελεί το παραγωγικό του έργο αστα μάτητα σε μια προσπάθεια να συμφιλιώσει όλους εμάς με τη λογική της θέλησής μας. Το πα ράδοξο είναι το εξής: φθάνουμε στη λογική μό νον όταν εξοικειωθούμε με την ιδέα του κρά τους, δηλαδή ξεπερνώντας την κάθε «ιδιομορ φία» του προκειμένου να αγγίξουμε την «ουσια στική υπόστασή» του. Το γεγονός αυτό άλλωστε αποτελεί την ουσία της πολιτικής. Ο διαλογισμός ορίζει την επανάσταση που ξεσπά μεταξύ της δικής μας ύπαρξης και της ύπαρξης των άλλων, αποτελεί δε την ουσιαστική αρχή των χρόνων της Λογικής, με την προϋπόθε ση, βέβαια, πως αναπτύσσεται μέσα στα όρια του Κράτους. Το «εγώ» δεν προϋπήρχε στο Κρά τος, αντίθετα είναι προϊόν παραγωγής. Νά πώς πρέπει να σταθούμε απέναντι σ’ αυτή τη ρομα ντική επίθεση του Διαφωτισμού: θεωρώντας την όχι μια απλή αμφισβήτηση της ιδεολογίας της προόδου («προσοχή, μπροστά στο μέλλον, ποδο πατάτε το παρόν»), αλλά τον μοναδικό τρόπο για να κερδίσει ο επαναστάτης το στοίχημα με τη μάχη κατά της ίδιας της λογικής. Το Κράτος αισθάνεται υποχρέωση απέναντι στους πολίτες γιατί πριν από τη δημιουργία του υπήρχαν μονάχα άνθρωποι, αδιάφοροι σε κάθε είδους βαρβαρότητα, που αφήνονταν έρμαια στα έξαλλα ένστικτά τους. Κι αν θέλουν να δουν ακόμη πιο πίσω, θα πάνε στα χρόνια του Με σαίωνα που έχουν τόσο δυσφημιστεί. Πρώταπρώτα ξεθάβουν εκείνα τα «ξεχασμένα» γεγονό τα που είναι ικανά να καταστρέψουν τα πάντα, όπως η Σταυροφορία των Albigeois ή η Επανά σταση των Camisards. Στη συνέχεια ανακαλύ πτουν κάτι πολύ σημαντικό: «το αξίωμα που θα τους επιτρέψει να οδηγηθούν πέρα από τον δια λογισμό». Στα καρναβάλια και τις μεσαιωνικές γιορτές, οι ρομαντικοί βλέπουν να αναπτύσσεται μια τέτοια θεώρηση του ανθρώπου, της φύσης και των μεταξύ τους σχέσεων που μπορεί να χα ρακτηριστεί λαϊκή. Στη θέση της σκληρής αυστη ρότητας και της σφαίρας του διαλογισμού μπαί νει ένας τύπος πολυδιάστατος, ένας χώρος μέσα στον οποίο όλες οι μορφές ενώνονται, η μία με την άλλη, σχηματίζοντας μεγάλες διακλαδώσεις, έναν συγκοινωνιακό κόμβο μέσα στον γρήγορο ρυθμό του σύμπαντος. Οι διαφορές στην τέχνη είναι πλέον φανερές: ενώ στη λεγάμενη «κλασι κή» εποχή τα αγάλματα παρουσιάζονται με σώ ματα πολύ προσεγμένα, λεία και στιλπνά, ακα θόριστης ηλικίας, στον μεσαίωνα τα αγάλματα παριστάνουν έγκυες γυναίκες να γελούν χωρίς να ενδιαφέρονται για την εξωτερική τους εμφά νιση. Οι ρομαντικοί θα προσπαθήσουν να ανα σκευάσουν τις έννοιες του «λαού» και του ατό μου μέσω αυτού του «πολυδιάστατου τύπου» αυτό, άλλωστε, πιστεύω προσδοκούν περισσότε ρο από οτιδήποτε άλλο.
αφιερωμα/55 Αυτός ο «πολυδιάστατος» λαός δεν υπάρχει πια: η ιστορία της εμφάνισης της «λογικής» είναι η ίδια η ιστορία της συνεχούς καταστολής της λαϊκής θεώρησης του κόσμου, πάνω στην οποία οι δυνατοί συγκεντρώνουν όλους τους τρόπους κατάλυσής της. Η ηθική, η αστυνομία, η θρη σκεία καταπνίγουν τις εξεγέρσεις, φυλακίζουν τα «ανατρεπτικά στοιχεία»· τα γέλια των γιορ τών σταματούν μπροστά στη θέση της «λογικής» για να μετατραπούν σε «λογικό χιούμορ» και «τρέλα». Δεν υπάρχει πια λαός, μόνο κατευθυνόμενα άτομα. Ο ρομαντισμός θα προσπαθήσει όσο περισσότερο μπορεί να βοηθήσει τους αν θρώπους να ξαναβρούν μέσα στην ψυχή τους τον ξεχασμένο λαό, το ξεχασμένο «εγώ» τους. Μάης του ’68: οι αναμνήσεις δε μου αρέσουν καθόλου, άλλωστε τι έχουμε να θυμηθούμε; Το αστείο της υπόθεσης είναι πως όλα τα δόγματα που κυριαρχούσαν το Μάη του ’68 δεν υπάρχουν πια. Το μόνο που μένει είναι η ανάγκη για τη ζωή, η επανάσταση. Αξίζει, λοιπόν, μέσα στα ιδεολογικά ερείπια που μας περιβάλλουν να ξα-
Κάοπαρ Φρίντριχ: Άνδρας και γυναίκα κοιτώντας το φεγγάρι
ναμελετήσουμε τους ρομαντικούς, όχι τόσο για τις «απαντήσεις» τους, όσο για τον τρόπο με τον οποίο έθεταν τα ερωτήματα. Οικολογία, διαφορετικές ιατρικές μέθοδοι, επιστροφή στις ρίζες, λαϊκό μυθιστόρημα, φα νταστική λογοτεχνία, μουσική στην καρδιά του κόσμου, ριζοσπαστικός φεμινισμός· αυτή είναι η ιδεολογία του 19ου αιώνα που έχει αρχίσει να παρεξηγείται από μας τους νεότερους. Ερμηνεία! Όταν διασκευάζουμε ένα μουσικό κομμάτι, βεβαιωνόμαστε πως ο ρομαντισμός υπάρχει ακόμη. Δεν είναι σωστό, λοιπόν, να τον εξετάζουμε χωριστά από τον αιώνα μας, από ολόκληρη τη ζωή μας. Μιλούν για την «ψυχή» και χαμογελάτε ειρω νικά - είναι όμως αυτή η λέξη που διαχωρίζει το ρομαντισμό από τη βαρβαρότητα. Τι έχετε να πείτε για τις λέξεις: «peeling», «δονήσεις» «swing», «soul μουσική»; Soul... Μα είστε, χωρίς να το θέλετε, ρομαντι κός! Μ ετάφ ρ α ση : Γ ιούλη Κ α ρ α γ ιά ν ν η
Michel Le Bris
^w 'O x a v oi Ρ ο μ α ντικ ο ί
ανακάλυπταν την οικολογία Μια ριζοσπαστική έρευνα του «Κόσμου της Επιστήμης» όπως και η σημερι νή μας θέση απέναντι στην επιστήμη μάς επιτρέπουν όχι μόνο να αναθεωρή σουμε τις απόψεις μας σχετικά με τη «φιλοσοφία της φύσης», αλλά και να την επαναπροσδιορίσουμε. α πρέπει να παραδεχτούμε με ειλικρίνεια πως η αμφισβήτηση της επιστήμης του ρο μαντισμού προήλθε από την τάση να την παρα μελούμε. Οι περισσότεροι από τους σχολιαστές του αναφέρονται, δειλά, σε «ασαφείς θεωρίες», οι οποίες δεν είναι ικανές, όμως, να επηρεάσουν στο παραμικρό την αιωνιότητα των θεσμών εκτός αν σκοπεύουν μόνο στα αινίγματα που προκαλούν οι αφορισμοί τους. Αυτό είναι το παράδοξο των περισσότερων ανθολογιών που διατίθενται στο πλατύ κοινόμέσα από τον πρόλογο φαίνεται καθαρά πως ο ρομαντισμός δεν είναι απλά ένα λογοτεχνικό ρεύμα αλλά μια πολιτιστική επανάσταση που επηρέασε την παρουσία του ανθρώπου στον κό σμο απ’ όλες τις απόψεις - για να μειωθεί αμέ σως μετά η σημασία του σ’ αυτές τις εκδόσεις, παραθέτοντας ορισμένα κείμενα. Φυσικά, για τροί, γλωσσολόγοι, φιλόσοφοι που ήταν οι ψυ χές του ρεύματος εξαφανίζονται μυστηριωδώς. Το κριτήριο για το αν ένα κείμενο διαβάζεται εύκολα, κάτι που πολλές φορές εκδηλώνεται με τρόπο υπερβολικό, δεν αποτελεί, προφανώς, πα ρά ένα πρόσχημα. Γιατί, άραγε, τα Αποσπάσμα τα (Fragmenti) του Ritter (Ρίτερ) να διαβάζονται ευκολότερα από τα Αποσπάσματα του Novalis (Νοβάλις); Η λογοκρισία τέτοιου είδους θεωρεί ται υπόθεση σοβαρή: Το πνεύμα του γερμανικού ρομαντισμού και ειδικότερα του πρώτου κύκλου του Πανεπιστημίου της Ιένας υπάρχει τόσο στις Κατηγορίες της φυσικής (Categories de la physi que) ή στην Ψυχή του Κόσμου (Ame dii Monde)
Θ
του Schelling (Σέλλιγκ), τη Συμβολή στη στοι χειώδη φυσιολογία (Contributions ά la physiologie elimentaire) ή Το πυθαγόρειο θεώρημα στη φύση (Le carre de Pythagore dans la nature) του Baader (Μπάαντερ), τη Συμβολή στη φυσική ιστορία της γης (Contribution ά Thistoire naturelle de la terre) του Steffens (Στέφενς) ή τα Αποσπάσματα παρ μένα από φύλλα που δημοσιεύθηκαν μετά το θά νατο ενός νεαρού φυσικού (Fragments tires des papiers posthumes d’un jeune pnysicien) του Ρίττερ, όσο και στη Λουσίντα (Lucinde) του Schegel (Σλέγκελ), στους Λόγους περί τέχνης (Discours sur Tart) του Wackenroder (Βακενρόντερ) ή τους Λόγους περί της θρησκείας (Discours sur la reli gion) του Schleiermacher (Σλάιερμάχερ). Οι μεν δεν είναι δυνατό να κατανοηθούν χωριζόμενοι από τους δε. Έτσι πώς είναι δυνατό να ισχυρι στούμε ότι μπορούμε να κατανοήσουμε το σχε δίασμα της Εγκυκλοπαίδειας (Encyclopedic) του Νοβάλις αν δεν αναφερθούμε στις σπουδές της μεταλλειολογίας στο Φράιμπεργκ ή στην καθορι στική γνωριμία του με τον Ρίττερ; Δεν είναι σαν να υποτάσσου'με αυτό το '-κείμενο σ’ ένα απλό παιχνίδι λέξεων βάζοντας σε παρένθεση τον προκαθορισμένο σκοπό: μια ζωηρή εξέταση της επιστήμης; Θεωρώ το ρομαντισμό, όπως και αυτή τη ση μασία που αποδίδεται στην ποίηση και τη μουσι κή, ακατανόητα αν δε νοηθεί, αρχικά, σαν μια εκτενής εξέταση της ίδιας της έννοιας της επι στήμης και της ουσίας της τεχνικής. Με το να το ποθετηθούμε, λόγω αμάθειας ή προκατάληψης,
αφιερω μα/57
Η ρομαντική επιστήμη ς υπογραμμίσουμε πριν από οτιδήποτε άλ λο πως είναι ιστορικό λάθος η παρουσίαση της σύγκρουσης του ρομαντισμού με το θετικι σμό με βάση τις δοξασίες περί σκότους και φω τός, αμάθειας της ποίησης και λογικής της επι στήμης· σε αντίθεση με τους σχολιαστές τους, οι εκπρόσωποι του ρομαντισμού ήταν σχεδόν όλοι λόγιοι και μάλιστα από τις εξέχουσες προ σωπικότητες του αιώνα τους - ο 18ος αιώνας δε γνώρισε την ακραία διάκριση της γνώσης σε κλάδους, την οποία κερδίσαμε εμείς σήμερα. Μια προσωπικότητα όπως ο Γκαίτε, συγγρα φέας, ποιητής, φιλόσοφος, ικανός να μιλά πέντε γλώσσες, ταλαντούχος ανατόμος που ανακηρύ χθηκε ευφυία ύστερα από κάποιες παρατηρήσεις του στη συγκριτική οστεολογία, μυημένος στη βοτανική του Linne (Λιννέ) από τον Bucholtz (Μπούχολτζ), αυτός που ανέπτυξε πολλές υπο θέσεις σχετικά με την εξέλιξη των φυτών οι οποίες επιβεβαιώθηκαν από τον Darwin (Δαρβίνο), παθιασμένος με τη μετεωρολογία, τη γεωλο γία και την οπτική - εκεί οι υποθέσεις του απο δείχθηκαν περισσότερο τυχαίες, - που μας φαί νεται σήμερα εκπληκτική, δεν ήταν τόσο ξεχωρι στή στην εποχή του, όταν ο μικρότερος φοιτητής της Ιατρικής έπρεπε να είχε αφιερώσει δυο χρό νια στη φιλοσοφία. Ο Σέλλιγκ γνώριζε τα πάντα γύρω από τη φυσική της εποχής του, όπως μαρ τυρούν τα πρώτα του έργα, ο Cams (Καρούς), που θεωρείται ένας από τους πρώτους ερευνητές του υποσυνείδητου μαζί με τον Schubert (Σούμπερτ), ήταν ζωγράφος, φιλόσοφος και γιατρός ταυτόχρονα, ο Kemer (Κέρνερ) ήταν επίσης για τρός, ο Νοβάλις μελέτησε μαζί με τον Werner (Βέρνερ) μεταλλειολογία στο Φράιμπεργκ, ο Arnim (Αρνίμ) ήταν τρελός για τη φυσική, ο Chamisso (Καμίσο) ήταν φύλακας στον βοτανικό κή πο του Βερολίνου, οι αδελφοί Σλέγκελ λογίζο νταν μεταξύ των μυστών του ανατολισμού, ο Alexandre de Hymbolt (Αλεξάντρ ντε Χούμπολτ) ήταν γεωγράφος, γεωλόγος, ερευνητής, ο αδελ φός του, Γκιγιώμ (Guillame), ανανέωσε ριζικά την τοποθέτηση των ανθρώπων στο ύφος της ομιλίας και μαζί με τους αδελφούς Grimm (Γκριμμ) πρέπει να θεωρηθεί ένας από τους βα σικότερους φιλολόγους του αιώνα του. Δεν ήταν, λοιπόν, στο παραμικρό «λόγιοι» απλά και μόνο επειδή επιθυμούσαν να ψυχαγω γηθούν ή να κρατήσουν κάποια θέση απέναντι στο θέμα, είτε ακόμη και τυχαία- η επιστήμη εί ναι γι’ αυτούς ένα πάθος ζωτικό, ένα ουσιαστικό μέρος μιας έξαλλης έρευνας που σκοπό έχει να συμπεριλάβει το σύνολο των πλευρών της αν θρώπινης παρουσίας στον κόσμο. Και είναι ακριβώς αυτός ο πυρετός της επιστήμης που εξη γεί τη σημαντική θέση που κατέχουν στη διαμόρ-
Α
αρνητικά απέναντι στην «επιστήμη του ρομαντι σμού» και με το να πειστούμε πως οι εκπρόσω ποί του κράτησαν μια λανθασμένη στάση απένα ντι στο παραπάνω ερώτημα, οδηγούμαστε στην απόρριψη ολόκληρης της προσφοράς τους. Στην πραγματικότητα όλοι οι τομείς επηρεάστηκαν, αφού μιλάμε για μια σφαιρική αντίληψη του κό σμου. Αν στάθηκαν «σκοταδιστές» απέναντι στην επιστήμη, την ίδια στάση θα κράτησαν απαραίτητα και απέναντι στην τέχνη, τη φιλοσο φία, την πολιτική. Γιατί αυτή η δειλία, αυτή η σιωπή; Προφανώς επειδή συγκρίνουμε αυτό που δεν μπορεί να υφίσταται: κρίνοντας τις ρομαντικές θεωρίες με μέ τρο τις σημερινές μας γνώσεις είναι πολύ φυσικό να φαίνονται φθαρμένες. Κρίνοντας με τη μικρό τερη δυνατή αυστηρότητα, είναι απαραίτητη η επανεξέταση των πραγματικών συγκρούσεων της εποχής προκειμένου να εκτιμήσουμε, με τη βοή θεια των εμπειριών μας, τα γεγονότα που έπαι ξαν καθοριστικό ρόλο στον επιστημονικό τομέα. Νομίζω, όμως, ότι η αποσιώπηση στηρίζεται κυ ρίως στην αυταπάτη αυτής της «προοδευτικής» άποψης της επιστήμης,σύμφωνα με την οποία αυτή η τελευταία ξεφεύγει από τα σκοτάδια της προκατάληψης για να φτάσει προοδευτικά - και μετατρεπόμενη σε τεχνικές - στο άπλετο φως μιας θετικής γνώσης. Γνωρίζουμε σήμερα πως εί ναι πιο εύκολο απ’ ό,τι φαίνεται, κι έχουμε αρ κετούς λόγους να μη βρεθούμε μέσα στο ντελίριο της επιστημονικής αισιοδοξίας των αρχών της βιομηχανικής επανάστασης: οικειοθελώς ή όχι, η άποψή μας σχετικά με την επιστήμη έχει αλλά ξει. Και είναι αυτή η αλλαγή που μας επιτρέπει να ανακαλύψουμε από την αρχή το ρομαντισμό, μέσα στα πλαίσια του ίδιου του κινήματος. Ή ταν ωραίοι και καλοί οι οικολόγοι του 18ου και 19ου αιώνα!
58/αφιερωμα φωση της ευαισθησίας του ρομαντισμού αυτές οι δύο παραμελημένες, σήμερα, αλλόκοτες μορφές των Μπάαντερ και Ρίττερ, των «μυστικιστών φυ σικών». Ο Ρίττερ ήταν καθηγητής της Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Ιένας. Η δημοσίευση το 1797 του έργου του Η Απόδειξη πως μέσα στο ξωϊκό βασίλειο ένας αδιάκοπος γαλβανισμός συνοδεύει την εξέλιξη της ζωής (D0monstration que dans la regne animal un galvanisme constant accompagne le processus de la vie) είχε τη μεγαλύτερη απήχη ση στο πνεύμα της εποχής του- ας μην ξεχνάμε πως πρόκειται για την ίδια χρονιά που ο Μπάα ντερ δημοσιεύει τη συμβολή του στη στοιχειώδη φυσιολογία, ο Σέλλιγκ εγκαινιάζει τη Δυναμική Φιλοσοφία της φύσεως (Philosophic dynamique de la nature)· η χρονιά, τέλος, που γεννιέται ο πρώτος γερμανικός ρομαντισμός ακριβώς στην Ιένα. Ο Ρίττερ ξεκινούσε από τις εμπειρίες του Galvani (Γκαλβάνι), που δημοσιεύτηκαν το 1790, προεκτείνοντάς τες, όμως, προς ένα είδος αμφι σβήτησης της εξέλιξης της ίδιας της ζωής. Αν ορισμένες από αυτές τις υποθέσεις σχετικά με τον μαγνητισμό μας φαίνονται σήμερα περίερ γες, δεν μένει παρά να δούμε πως μέσα σ’ αυτό το κείμενο προαναγγέλλει την αρχή του «φαινο μένου Βολτ». Θα κρίνουμε, άλλωστε, την απήχη ση των εργασιών του διαβάζοντας το άρθρο του νεαρού Ctesterd (Έστερντ), που σκόπευε να γίνει ο μεγάλος ερμηνευτής των ηλεκτρομαγνητικών φαινομένων, με τίτλο: «Επισκόπηση της προό δου που πρόσφατα περατώθηκε στη φυσική», το οποίο αφιέρωσε το περιοδικό «Ευρώπη» (Euro pe), που είχε μόλις ανακαλύψει τον Σλέγκελ το 1803: το μισό άρθρο πλέκει το εγκώμιο του Ρίτ τερ. Μετά τη ζωηρή εντύπωση που προκάλεσε στον Σέλλιγκ, αποφασιστικό ρόλο έπαιξε η γνωριμία του με τον Νοβάλις γύρω στα 1799. Είναι η πρώ τη φορά που ο γεννημένος μοναχικός Ρίττερ έχει το συναίσθημα ότι «μπορεί να μιλήσει δυνατά με τον εαυτό του». Όσο για τον Νοβάλις, κυριολε κτικά μαγεμένος έγραψε «την αποκάλυψη ενός τρόπου εξερεύνησης της φυσικής» - μέσα απ’ αυτή τη γνωριμία του με τον Ρίττερ - και αργό τερα με τη διαμονή του στο Φράιμπεργκ, προσα νατολίζεται προς τη φιλοσοφία της φύσης που του ήταν άγνωστη μέχρι τότε και από την οποία πηγάζουν τόσο οι Μαθητές στη Σαΐόα (Disciples a Sais) όσο και το βασικό του έργο Η Εγκυκλο παίδεια (V Encyclopidie). Το 1809 στα πρόθυρα του θανάτου ο σιωπηλός, μέχρι τότε, Ρίττερ θα συνθέσει τα Αποσπάσματα που παρουσιάστηκαν σαν ένα είδος πρόσβασης στο «μυστικό του ερ γαστήριο». Θεωρούνται από τα πιο περίεργα έρ γα του ρομαντισμού, δεν είναι εύκολο δε να αποφευχθεί η σύγκρισή του με τα Αποσπάσματα του Νοβάλις.
Ο Μπάαντερ είναι επίσης ιδιόρρυθμος· παρα δειγματικός γιατρός, σύμφωνα με αρκετές μαρ τυρίες, υπήρξε μηχανικός του βαυαρικού Κρά τους, εφευρέτης των μηχανών για την εξόρυξη και την επεξεργασία των μεταλλευμάτων, αλλά ακόμη και μεταλλειολόγος, βοτανολόγος, ανατόμος, έξοχος σιδηρουργός, τσιμεντοποιός, υφα ντουργός, υαλοποιός, κατασκευής της πορσελά νης... πριν ακόμη γίνει καθηγητής της φιλοσο φίας της φύσης στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου. Η γνωριμία του με τον Σέλλιγκ το 1797 είναι, πι θανώς, ουσιαστική για την ανάπτυξη της Φιλο σοφίας της Φύσης (Naturphilosophie): διαβάζο
ντας ο ένας το έργο του άλλου στην ίδια, περί που, χρονική περίοδο ανακάλυψε μια υπέροχη αρμονία του συναισθήματος και της σκέψης. Μήπως ο Μπάαντερ δεν είναι αυτός που ανακοι νώνει τον μελλοντικό θρίαμβο της δυναμικής στη μηχανική, που αναφέρεται «στην αρχή που εξαϋλώνει και δίνει ζωή στην ύλη από το εσωτε ρικό και το εξωτερικό;». Το έτος 1798 θα αφιε ρωθεί στις «αυστηρές ανταλλαγές», θα ήταν όμως σωστότερο αν λέγαμε ότι ο Μπάαντερ ήταν αυτός που επηρέασε τόσο βαθιά τον Σέλλιγκ μέ χρι του σημείου να αλλάξει ριζικά η πορεία της σκέψης του. Το θέμα δε χωρούσε συζήτηση κρί νοντας από την εξέλιξη που αποδεικνύει η Ψυχή του Κόσμου: ο Σέλλιγκ, άλλωστε, αντιγράφει μ’ όλη του την ησυχία ένα πρόσφατο γραπτό του Μπάαντερ. Ο Σλέγκελ και ο Νοβάλις, αλλά επίσης και ο Γκαίτε με τον Hegel (Χέγκελ), αργότερα ο Scho penhauer (Σοπενχάουερ) και ο Wagner (Βάγκερ), ο Ampere (Αμπέρ) και ο Balzac (Μπαλζάκ) αναγνωρίζουν την ήττα τους, γοητευμένοι από το πνεύμα αυτού του ιδιόρρυθμου φυσικού
αφιερω μα/59 που διεισδύει όλο και περισσότερο στον μυστικισμό.
Το σκοτάδι των ευαίσθητων ψυχών υστικισμός... Μόλις αποκαταστήσαμε, τε λικά, την κύρια θέση της επιστημονικής σκέψης στον γερμανικό ρομαντισμό, μόλις απο δείξαμε την αδιαφιλονίκητη ικανότητα των δη μιουργών του, νά ’μαστέ πάλι μπλεγμένοι μέσα στην πιο μαύρη δυσειδαιμονία. Και πράγματι από τον Μπάαντερ φτάνουμε στον Saint-Martin (Σαιντ-Μάρτιν) τον «Άγνω στο Φιλόσοφο» και τον Jacob Boheme (Ιάκωβο
Μ
μποργκ που ισχυρίστηκαν πως «εφόδιασαν τον άνθρωπο με τέτοια μέσα ώστε να μπορεί να επι κοινωνεί με τον αθέατο κόσμο», του υπνωτιστή αλλά και του μεγάλου μαθηματικού Malfatti (Μαλφάττι)· του Μέσμερ, πασίγνωστου για τα λουτρά και τις θεωρίες του σχετικά με τον ζωικό μαγνητισμό· του Λάβατερ και του «μάγου» Eckarthousen (Εκαρτχάουζεν). Ο νεοπλατωνισμός των Meister Eckart (Μάιστερ Έκαρτ), Paracele (Παρασέλς), Agrippa de Netteisheim (Αγκρίπα ντε Νετάισάμ) και Van Helmont (Βαν Χέλμοντ) ανακατεύεται με τη θεοσοφία του Άγνωστου Φιλόσοφου και τις ανατολικές επιδράσεις του
Αριστερά: Λ . φον Καμίσο Κέντρο: Σλέγχελ Δεξιά: Σέλλιγχ
V
Μποέμ), από τον Ρίττερ που έγινε ο βοηθός του υπνωτιστή Campetti (Καμπέτι) φτάνουμε στους Mesmer (Μέσμερ), Lavater (Λαβατέρ) και Swe denborg (Σβέντενμποργκ) όπως επίσης και τον Herder (Χέρντερ), αυτή την, αδίκως παρεξηγημένη στη Γαλλία, μεγάλη μορφή. Φαίνεται πως η παλιά διαμάχη μεταξύ του Διαφωτισμού και του «προ-ρομαντισμού» που συντάραζε, ήδη, τη Γερ μανία πριν τη Γαλλική Επανάσταση, εξακολου θούσε να μαίνεται με πιο οξυμένη μορφή. Είναι αυτή η ίδια διαμάχη την οποία κατανοούμε όλο και περισσότερο με την πρόοδο των ερευνών και που συνεχίζεται όλο τον 18ο αιώνα μεταξύ των «πεφωτισμένων πνευμάτων» και την «ευαισθη σία των ψυχών» - ο ρομαντισμός αντλεί από δω τα περισσότερα θέματά του. Ευαίσθητες ψυχές... Από την πρώτη ματιά ένα νεφέλωμα, ένας γαλαξίας, μια αυλή από απίθα να θαύματα όπου ανακατεύονται οι μορφές των φιλοσόφων Hamann (Χάμαν), του «μάγου του Βορρά», του Jacobi (Ζάκομπι) και τον Herder (Χέρντερ)· των «φωτισμένων» Martinez de Pasqually (Μαρτινέζ ντε Πασκουάλλυ) και Σβέντεν
παραδοσιακού αποκρυφισμού, ο Μποέμ ερμη νεύει από την αρχή τη βιβλική έννοια του σύμπαντος, ενώ πολλαπλασιάζονται οι διάφορες αντιδράσεις από την πλευρά των φωτισμένων πνευμάτων. Έ να αλλόκοτο είδος χορού όπου ανακατεύονται λόγιοι, φιλόσοφοι, μάγοι, αλχημιστές, ποιητές τόσο που είναι πολύ δύσκολο να τους ξεχωρίσεις.
Ο μέγας ρυθμός του κόσμου το νεφέλωμα που κρίνουμε ότι αποτελεί και μέσα στο οποίο δεν μπορούμε Α πόσύστημα να ισχυριστούμε πως διακρίνουμε «καλή» και «.κακή» επιστήμη, από τον Ρίττερ που φαντάζε ται το «φαινόμενο Βολτ» και πειραματίζεται στο «siderisme», από αυτό το συνονθύλευμα λοιπόν, εξετάζοντάς το σφαιρικά, προσπαθούμε να απο καταστήσουμε την πραγματική του σημασία, να καταλάβουμε, π.χ. γιατί ο Χέρντερ και τόσοι άλ λοι «προ-ρομαντικοί» ερμηνεύουν τη μάχη που έδωσαν κατά του Διαφωτισμού ως μάχη υπέρ της ελευθερίας, κατά του απολυταρχισμού. Κατ’
60/αφιερωμα αρχήν τίθεται το ερώτημα που προκύπτει από αυτό το συνονθύλευμα: ζήτημα απόψεων; Ξανα διαβάζοντας το έργο αυτών των θεραπευτών, των φωτισμένων, μάγων, φιλοσόφων και λογίων
για τον οποίο: «δεν υπάρχει πραγματικός θάνα τος, ένα άτομο γεννιέται από κάποιο άλλο, το να πεθάνεις σημαίνει πέρασμα σε μια άλλη ζωή, όχι στο θάνατο» - πράγματι, και οι δύο εκφράζουν, με διαφορετικούς τρόπους, τον «κοινό χώρο» του αποκρυφισμού και αυτό που μπορούμε να αναλύσουμε ως «γελοίο σώμα». Αυτό το γελοίο σώμα θα πρέπει να σκεφτόταν ο Όκεν όταν έγραφε «η ίδια η δημιουργία δεν είναι άλλο από μία γονιμοποιό πράξη. Το φύλο είναι προκαθο ρισμένο από τη γένεση ακόμα, ιερός δεσμός που διατηρεί ολόκληρη τη φύση. Οποιοσδήποτε αρνείται το φύλο δεν αντιλαμβάνεται το αίνιγμα του σύμπαντος». Όσο για τον Βέρνερ, καθηγητή της Ακαδημίας της Γεωλογίας στο Φράιμπεργκ, δίδασκε «πως θα πρέπει να υπήρχε ένας βαθύς δεσμός» αν και ελάχιστα εμφανής, μια μυστική αναλογία μεταξύ της γραμματικής έννοιας του Ρήματος - αυτής της λεκτικής μεταλλειολογίας και τής δομής της φύσης». Βρισκόμαστε πολύ πιο κοντά στην εγκυκλοπαιδική διαίσθηση του Νοβάλις, σ’ αυτή την έρευνα του Μεγάλου Ρυθ μού στον Πλούσιο Αριθμό της συμφωνίας του κόσμου που είναι, πιθανώς, το κλειδί για το ρο μαντισμό.
της εποχής, αυτό που μου κάνει εντύπωση είναι αντιθέτως η συνοχή και η σταθερότητα των θε μάτων τους. Για τον Kepler (Κέπλερ) όπως και τον Σβέντενμποργκ, για τον Paracels (Παρασέλς) όπως και τον Giordano Bruno (Τζιορντάνο Μπρούνο), το σόμπαν εμφανίζεται σαν ένας με γάλος οργανισμός, όπου απαντιόνται όλα τα στοιχεία, μια δύναμη καλούμενη συμπάθεια που διατρέχει ολόκληρη την κοσμική ζωή και τα υπάρχοντα όντα. «Η φύση, λοιπόν, όπως σχο λιάζει ο Albert Beguin (Αλμπέρ Μπεγκουίν) εί ναι ένας ζωντανός οργανισμός, όχι πια ένας μη χανισμός αποσυντεθειμένος, στα διάφορα στοι χεία του, που τον τοποθετούμε στο χρόνο, η φύ ση εμφανίζεται σαν ένας ατελείωτος κύκλος μέ σα στο διάστημα, συμπεριλαμβάνει όλα τα φαι νόμενα, το καθένα από τα οποία δεν κάνει τίπο τε άλλο από το να αντανακλά και να αναπαράγει ολόκληρη τή ζωή». Ο φυσικός Ρίττερ περιγράφει το σόμπαν σαν μια κούρσα όπου «οι μεμονωμένοι οργανισμοί δεν αποτελούν παρά στάσεις που διακόπτουν την πορεία προκειμένου να την εντείνουν». Αυτό που η ζωτικότητα προσφέρει στο άτομό του το αποσπά ολόκληρη η ζωή· «είναι δε, απαραίτητη η συνεχής διεργασία της αφομοίωσης και της αφετεροίωσης, οι ακραίοι όροι των οποίων είναι η γέννηση και ο θάνατος, προκειμένου να απο κατασταθεί η κούρσα που διακόπηκε και να σταθεροποιηθεί η πορεία». Στο σημείο αυτό βρισκόμαστε πολύ κοντά στις θεωρίες του περίεργου γιατρού Okken (Όκεν)
Φιλοσοφία της φύσης και οικολογία τιδήποτε κινείται, οδηγεί, επικοινωνεί και ενώνει, γοητεύει τους ρομαντικούς: αν μπορούμε να συγκριθούμε με το σύμπαν, αν το σύμπαν είναι ένας ζωντανός οργανισμός, τότε θα πρέπει να δεχθούμε την ύπαρξη μιας «εσωτερι κής δύναμης που βίσκεται σε αρμονία με το σύ μπαν». Θα μπορούμε να ψυχαγωγηθούμε με τα Λουτρά του Μέσμερ και όχι μ’ αυτό που εκείνος καλεί «εσωτερική δύναμη»... Η ουσιαστική θεώρηση της «φύσης» δεν έχει καμιά σχέση με την αναζήτηση απλά και μόνο ενός πράσινου τοπίου· η φύση είναι η ίδια η μά χη που δίνει το κορμί και το πνεύμα για να δεί ξουν πως είναι ικανά να ομορφύνουν τον μεγάλο ρυθμό του κόσμου και να επιβεβαιώσουν την ταυτότητα που υπάρχει ανάμεσά τους και στη φύση. Άλλωστε, όπως έλεγε ο Σέλλιγκ: «η φύση είναι το ορατό πνεύμα και το πνεύμα είναι η αό ρατη φύση», «η φύση μάς μιλά μ’ έναν τρόπο τό σο κατανοητό που είναι πολύ δύσκολο να την καταλάβουμε». Νομίζω πως αρκεί να ακούσουμε και να συνηθίσουμε το κοσμικό ψιθύρισμα που δίνει ζωή στο υπέροχο «Τραγούδι των πνευμά των στα νερά», «Το φωτεινό φεγγάρι» ή το «Νυ χτερινό τραγούδι του δάσους» του Shubert (Σούμπερτ), για να καταλάβουμε. Ό ταν οι ρομαντικοί γιατροί και φυσικοί περι γράφουν τη φύση σαν ένα «ζωντανό οργανισμό», σαν μια «συμφωνία», ένα «θαρραλέο ποίημα», όταν αντιλαμβάνονται τη θέση του ανθρώπου
Ο
αφιερωμα/61 μέσα στο συμπαν και το σύμπαν σαν ένα σύνολο δεμένο τόσο στενά με κάθε κομμάτι του ξεχωρι στά, είναι σαν να δέχονται το χαρακτηρισμό των «προδρόμων» αυτού που σήμερα ονομάζουμε οι κολογία. Θα έφτανε, άλλωστε, να μελετήσουμε με προσοχή τη φιλοσοφία της φύσης του Σέλλινγκ, για να πειστούμε. Ποιος διαβάζει όμως Σέλλιγκ τώρα πια; Είναι, πραγματικά, ο κατα ραμένος φιλόσοφος, αυτός που αποκλείστηκε άπό τη σημερινή σκέψη, μόνο και μόνο επειδή ήξερε να οδηγεί τη φιλοσοφία στη σιωπή ακόμα και τη στιγμή της ταύτισής της με το σύμπαν, τη στιγμή που ο κόσμος πλημμυρίζει μουσική. Η Φύση παρομοιάζεται με μια ελικοειδή γραμμή που αυτοπολλαπλασιάζεται. Αν διαβάσουμε με ρικά από τα σχόλια του Jankelevitch (Γιανκέλεβιτς), ένθερμου οπαδού αλλά και μεταφραστή του Σέλλιγκ, αλλά και τον πρόλογο του βιβλίου του, θα καταλάβουμε πως η σκέψη αυτή έχει κά ποια βάση. Γράφει, λοιπόν, ο Σέλλιγκ: «αν αρνηθούμε την ύπαρξη, ο σκοπός της οποίας βρί σκεται, τελικά, μέσα στη φύση, είναι σαν να αρνιόμαστε την ύπαρξη μέσα στην ίδια τη φύση αλ λά και το γεγονός πως η φύση είναι προϊόν πνεύ ματος- επομένως, αν η φύση δεν είναι προϊόν του πνεύματος, θα είναι αντικείμενό του ή αλ λιώς ένα αντικείμενο γνώσης. Υπάρχει, λοιπόν, ένας δεσμός που κρατά ενωμένες αυτές τις έν νοιες τη μία με την άλλη, ένας δεσμός που αν λυ θεί, θα καταρριφθεί ολόκληρο το οικοδόμημα της Φιλοσοφίας της Φύσης. Τελικός σκοπός της φύσης η οργάνωση- ρυθμός της φύσης η ανάπτυ ξη- δυνατότητα να γνωρίσουμε τη φύση, να την κάνουμε αντικείμενο γνώσης- όλα τα παραπάνω δηλώνουν πως η φύση και το πνεύμα είναι ένα. Η φύση και το πνεύμα, λέει ο Σέλλιγκ, δεν είναι δύο διαφορετικές οντότητες αλλά αποτελούν μία και μοναδική. Το πνεύμα αναπτύσσεται και δρα μέσα στη φύση- η φύση κάνει πραγματικότητα τους κανόνες του πνεύματος». Αν αυτοί οι ίδιοι ρομαντικοί αντιτίθενται σ’ όλους αυτούς που θεωρούντο σύμπαν σαν έναν μηχανισμό διαλυμένο σ’ όλα τα επιμέρους στοι χεία του, αν αρνούνται να δεχτούν «το μοντέρνο πνεύμα που διαλύει και καταστρέφει» για να γί νει ο απόλυτος μονάρχης της φύσης, είναι γιατί αντιστέκονται σ’ αυτή την έρευνα τεχνικών με θόδων, που έχει αντικαταστήσει την επιστημονι κή έρευνα, μια έρευνα που φέρνει μαζί της το θάνατο και την καταστροφή της ψυχής. Το βασι κό σημείο της διαφωνίας μεταξύ των ρομαντικών και των θετικιστών είναι η Λογική. Λέγοντας Λογική, εδώ, εννοούμε και τη Λογική του Κρά τους. Επομένως: η διαμάχη μεταξύ ρομαντικών και θετικιστών καταλήγει μετά σε διαμάχη Φιλο σοφίας της φύσης και Επιστημονικού Κράτους.
Μετάφραση: Γιούλη Καραγιάννη
62/αψιερωμα
Λιθογραφία τον Λονί Μπονλανζέ
Ζαν-Μπα πτίστ Μπαρονιάν
Η επιστροφή τον διαβόλου Νέα φαντασία, νέος ρομαντισμός. Ο παραλληλισμός είναι γοητευτικός. Μια ορισμένη θεώρηση του κόσμου της φαντασίας συνυφασμένη με μια συγκεκριμένη θεώρηση του ανθρώπου. Το μη αποδεκτό στη διάθεση του λυρισμού, ο λυρισμός σαν λειτουργία του άγνωστου. Το γεγονός πως το φανταστικό στοιχείο αντιπροσώπευε σχεδόν πάντοτε μια λογοτεχνία με κεντρι κό άξονα το «εγώ», φαίνεται, ήδη, από τις αρχές του 16ου αιώνα, από τότε που κάτω από την πίεση του Hoffman (Χόφμαν), το γένος απέκτησε την αυτονομία του. Το στοιχείο αυτό, που έκανε τραγού δι την ανησυχία και τον πόνο, δεν είχε παρά μόνο ένα σκοπό, ένα λόγο ύπαρξης: να πανηγυρίσει τον θρίαμβο του αβέβαιου ανθρώπου μέσα σ’ έναν κόσμο που έχει βάλει πείσμα να εδραιώσει την αφηρημένη πλευρά της βεβαιότητας ως απόλυτο νόμο του σύμπαντος. Το φανταστικό στοιχείο είναι από τη φύση του ρομαντικό εφόσον παροτρύνει χωρίς ενδοιασμό στο μυστήριο, το όνειρο, τον κίνδυνο, εφόσον πάντοτε ονειρεύεται ένα χαμένο παράδεισο. Αυτό, άλλωστε, μας κάνει να μιλάμε αν όχι για επιστροφή του ρομαντισμού, τουλάχιστον για την αναγέννησή του μέσα από μια λογοτεχνία με έντο νο το στοιχείο του φανταστικού και του παράδοξου. Ας μην ξεχνάμε πως το παράδοξο μπορεί να οδηγήσει σε ανοιχτές διαφωνίες, να μας κάνει να δούμε και να καταλάβουμε καλύτερα τα ερωτήματα που τίθενται. Τα τελευταία χρόνια το φανταστικό στοιχείο αναγνωρίστηκε. Υπήρξαν όμως και άτομα που προέβλεψαν την οριστική διαγραφή του από τον λογοτεχνικό χώρο, μια διαγραφή που θα οφειλόταν στην ανάπτυξη της επιστημονικής φαντασίας στο επίπεδο του υπερφυσικού. Στη συνέχεια, όμως, θα ανα γνωριστεί το γεγονός πως το φανταστικό στοιχείο όχι μόνο εξελίχθηκε, αλλά και ξέφυγε από τα στε νά παραδοσιακά πλαίσια του 16ου αιώνα. Το γένος αισθάνεται όλο και περισσότερο περήφανο που μπορεί να συνοδεύσει ορισμένα επίθετα που προκαλούσαν τρόμο την εποχή του ρομαντισμού, γι’ αυτό και θεωρούνταν αχρηστευμένα. Και μεταξύ αυτών τα πιο διαδεδομένα ήταν, χωρίς αμφιβολία, τα θέματα που σχετίζονταν με το διάβολο. Αν το μεγαλύτερο ποσοστό των μοντέρνων φανταστικών, όπως ο Borges (Μπο'ρχες), ο Cortazar (Κορτάζαρ) και ο Calvino (Καλβίνο), κατάφεραν να απαλλαχθούν από αυτό, μια καινούρια γενιά συγ γραφέων δε δίστασε να τα ξαναχρησιμοποιήσει και να συγκεντρώσει γύρω της συναρπαστικές και έξυπνες παραλλαγές, όλες διαφορετικές η μία από την άλλη, προσπαθώντας να απαντήσει σε ορισμέ να υπαρξιακά προβλήματα και ανησυχίες. Και στο σημείο αυτό ο γυρισμός του διαβόλου στο χώρο του μυθιστορήματος αποτελεί ένα φαινόμενο κουλτούρας και πολιτισμού. Πρόκειται για ένα πάθος που μεταφερόμενο στις μέρες μας από πολλούς συγγραφείς, αποχτά μια επιτυχία ανεπανάληπτη και καλείται υπερφυσικό θρίλλερ. Το θρίλλερ αυτό απέκτησε φήμη, ουσιαστικά, στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μετά την Ira Levin και το μυθιστόρημά της Το μωρό της Ρόζμαρι, είναι αμέτρητα τα βιβλία που πραγματεύονται τη μαύρη μα γεία, τη δυσειδαιμονία, την κατάρα, τον εξορκισμό, τη μετενσάρκωση του διαβόλου, τις έμμονες ιδέες... Ο αριθμός, βέβαια, των βιβλίων αυτών δεν είναι ανάλογος με τον βαθμό ψυχαγωγίας που προσφέρουν στους αναγνώστες. Ορισμένα από αυτά είναι στα βιβλία Κάρρν (Carrie) και Salem (Σάλεμ) του Stephen King (Στέφεν Κινγκ), Το Πρόσωπο τον άλλον (Le Visage de l’autre) και η Γιορτή
αφιερωμα/63 τον Μάη (La Fete du Mais) του Thomas Tryon (Τόμας Τράιον), ο Εξορκιστής (L’Exorciste) του Wil liam Peter Blatty (Γουίλλιαμ Πήτερ Μπλάττυ), Οι Μάγοι (Les Magiciens) του James Gunn (Τζαίημς Γκαν) και η Μαγεία (Magic) του William Godman (Γουίλιαμ Γκόντμαν), καθώς επίσης και τα βιβλία που γράφτηκαν τα τελευταία χρόνια στην γαλλική γλώσσα. Βλέπουμε, όμως, πως και συγγραφείς όπως ο Robert Bloch (Ρόμπερτ Μπλοχ) και ό Richard Matheson (Ρίτσαρντ Μέιθσον), που θεωρού νται περισσότερο παραδοσιακοί, ακολουθώντας τη γραμμή του κινήματος, ασχολήθηκαν με διαβολι κές, κυριολεκτικά, ιστορίες. Έχουν περάσει, ήδη, 100 χρόνια από τότε που ο Barbey d’Aurevilly (Μπάρμπυ ντ’ Ωρεβίλυ) και ο J.K. Huysmans (Τζ. Κ. Χάισμανς) επανέφεραν στον κόσμο των γραμμάτων τον ρομαντικό διάβολο, την εποχή που ο νατουραλισμός και ο ρεαλισμός μεσουρανούσαν. Ήταν η αρχή του τέλους ενός φα νταστικού αιώνα, μιας δημιουργικής εποχής, μιας εποχής μεταξύ των πιο έντονων σ’ ολόκληρη τη Δυτική Ευρώπη. 'Αραγε, τώρα, στα πρόθυρα του 2.000 μπορούμε να μιλάμε για μια νέα εποχή χιλια σμού και αν ναι, υπάρχει κρίση μυστικισμού; Είναι σωστός ο ισχυρισμός μας πως η επιστήμη και ο ματεριαλισμός έσβησαν ακόμα και τους πιο μικρούς φόβους των ανθρώπων; Είναι αλήθεια πως η μοναδική λογοτεχνία των βασικότερων μύθων είναι ο κόσμος της φαντασίας; Γιατί όχι; Από δω, άλ λωστε, προκύπτει το άκόλουθο παράδοξο: Το φανταστικό στοιχείο είναι πάντοτε μοντέρνο και επί καιρο, γιατί σ’ όλους τους αιώνες ασχολήθηκε με τα θέματα που προβλημάτιζαν πάντα τους ανθρώ πους.
«Μια στενοχώρια, μια ανεξήγητη κατέκλυζε σιγά-σιγά ς των νέων ανθρώπων» (Musset). Και ο Baudelaire (Μπωντλαίρ) δεν περίμενε τους «punks» για να βάψει τα μαλλιά πράσινα. 'Οταν ρώτησαν τον Remy de Gourmont (Ρεμύ ντε Γκουρμόντ), το 1915, τι πίστευε για τον πόλεμο, εκείνος έδωσε την ακόλουθη εκπληκτική απάντηση. «Α! ξέρετε! Δεν με ενοχλεί!». Αν το Μάη του 1968 μου ζητούσαν να τους πω την άποψή μου για τα γεγονότα που διαδραματίζονταν την εποχή εκείνη, θα τους έδινα μια παρόμοια απάντηση. Αυτός ο μήνας έμοιαζε με μήνα διακοπών. Τα μετα φορικά μέσα του Παρισιού έμεναν συχνά εκτός λειτουργίας κι έτσι δεν είχαν πολλά πράγματα να προσφέρουν. Αν θυμάμαι καλά, ο καιρός ήταν καλός, αν εξαιρέσει κανείς εκείνο το λεπτό, υγρό στρώμα ομίχλης που έπεφτε τα πρωινά πάνω στο γκαζόν. Οι καθημερινοί θόρυβοι δεν άλλαζαν στο παραμικρό. Ο μόνος που ξεχώριζε ήταν αυτός που προκαλούσαν τα οδοφράγματα όταν στήνονταν στη λεωφόρο Σαιν-Μισέλ. Όσην ώρα έμεναν στο δρόμο, έμοιαζαν με φρέσκα πρωινά τριαντάφυλλα που αργούν να μαραθούν. Και επί τη ευκαιρία, γνωρίζετε fov ορισμό που δίνει ο Saint-Pol Roux (Σαιν-Πολ Ρου) για την επανάσταση; «Επανάσταση αρχίζει τη στιγμή που τα τριαντάφυλλα παίρ νουν φωτιά». Έλεγαν ακόμα πως τα θέατρα και τα λύκεια, όπου μέχρι την πρηγούμενη μέρα οι μα θητές απάγγελναν Βιργίλιο, πάρθηκαν όπως τα κάστρα με μια και μοναδική έφοδο. Με λίγα λόγια, η γενιά εκείνη δεν έμοιαζε να αποζητά την περιπέτεια μέσα στις συνοικίες, συνοικίες που είχαν τόσο βασανιστεί από τους ναρκομανείς και τις φωνές τους. 'Αλλωστε μπορούμε να ξαναδιαβάσουμε το Τραγούδι τον πολέμου τον Παρισιού (Chant du guerre parisien) του Ρεμπώ για να πάρουμε μια κά ποια ιδέα. Οι νέοι άνθρωποι ήθελαν να μοιάσουν στους Cohn-Bendit (Κον-Μπεντίτ), Geismar (Γκάισμαρ) και Sauvageot (Σωβαζώ). Οι περισσότεροι δε, στον τελευταίο. Σ’ εκείνες τις γλυκιές βραδιές
64/αφιερωμα του Μάη, κάτω από την ψιλή βροχή που έπεφτε οπούς κήπους του Ωτέιγ, ξαναδιάβαζα Τον βρεγμένο κήπο (Le Jardin mouille) του Henri de Regnier (Ανρύ Ντε Ρενιέ) ακούγοντας τους «Κήπους κάτω από τη βροχή» («Jardins sous la pluie») του Ντεμπυσσύ. Διακοπές σας λέω! Τα πράγματα όμως άλλαξαν. Μιλούσαμε για χαμένη ελπίδα. Μετά τη γελοία παρέλαση της 30ής Μαίου και τη φυγή των παριζιάνων προς την Ντωβίλ, η γενιά αυτή που φάνηκε προς στιγμή προβλη ματισμένη ξ φ ν ά π ε σ ε στη μονοτονία και τη ρουτίνα της καθημερινότητας. Το όνειρο έμοιαζε τώρα να έρχεται από την Αμερική. Στην Ευρώπη η νεολαία φαίνεται πως γεννήθηκε πολύ αργά μέσα σ’ έναν κόσμο ήδη γερασμένο. Μια αυταπάτη γεννιόταν στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού- κι εδώ, σ’ αυτό το σημείο πρέπει να ξαναδιαβάσουμε τα λόγια του Musset (Μυσέ): «Μια στενοχώρια, μια ανεξήγητη δυσφορία κατέκλυξε σιγά-σιγά τις καρδιές της νέας γενιάς. Οι άνθρωποι αυτοί, καταδικασμένοι από όλους τους δυνατούς της γης, έβλεπαν να φεύγουν από τα χέρια τους όλα εκείνα τα ιδανικά για τα οποία ήταν έτοιμοι να πολεμήσουν». Ό λα έγιναν τόσο γρήγορα. Η Beat Generation διαλύεται, οι Hair δεν είναι παρά μια ανάμνηση. Το καλοκαίρι του 1969, στο μεγαλύτερο Rock φεστιβάλ, συγκε ντρώνονται στο Γούντστοκ περίπου 500.000 άνθρωποι. Ο Κερουάκ πεθαίνει δύο μήνες αργότερα. Ό λα γίνονται καπνός, εξανεμίζονται. Ο Warhol (Βαρχώλ) γυρίζει τις καλύτερες ταινίες του. Οι Vel vet Underground χωρίζουν. Δεν μπορούμε πια να δούμε Scorpio Rising παρά μόνο στον κινηματο γράφο. Στην Ευρώπη, ένας από τους μεγαλύτερους εκπροσώπους του σύγχρονου ρομαντισμού, ο Syd Barett (Συντ Μπάρρετ), εξαφανίζεται. Οι Beatles είναι έτοιμοι να διαλυθούν. Ο Bryan Jones (Μπράιαν Τξόουνς) βρίσκεται νεκρός στην πισίνα του. Τον Ιούλιο του 1971 και στα 27 του χρόνια ο Jim Morrison (Τζιμ Μόρρισον) πεθαίνει στο Παρίσι. Ο Timothy Leary (Τίμοθυ Λίρυ), τα παιδιά των λουλουδιών, οι hippies και η πορεία προς το Κατμαντού δείχνει νωθρότητα και αδιαφορία για τα πάντα, αλλά και μια έντονη προσπάθεια φυγής από την πραγματικότητα. Ίσως, στο σημείο αυτό, φανώ αντιφατικός, αφού ισχυρίζομαι πως πα ράλληλα με μια μακαριότητα δίχως προηγούμενο, διαγράφονται καινούριοι δρόμοι πιο σκοτεινοί, όχι όμως απαλλαγμένοι από μια εσωτερική αμφισβήτηση. «Ο κάθε άνθρωπος ακολουθεί διαφορετική πορεία», έγραφε ο Νοβάλις. Στο λεξιλόγιο των ναρκωτικών ξεχωρίζουμε δύο όρους όμοιους αλλά ταυτόχρονα αντιφατικούς: Ελικόπτερο και Μπουλντόζα, που ερμηνεύονται σαν: σχεδιάζουμε ή ξερι ζωνόμαστε. Με τον Τζιμ Μόρρισον και μετά το 1966 το καλιφορνέζικο όνειρο σβήνει. Αν και η κατα γωγή των Doors και των Jeferson Airplane ήταν ίδια, οι απόψεις τούς δεν συνέπιπταν. Στο πρότυπο των Doors εμφανίζεται ο Blake (Μπλέικ) ποιητής της πόλης, του Ουρανού και της Κόλασης: «υπάρ χουν πράγματα που είναι γνωστά και άλλα που παραμένουν άγνωστα. Ανάμεσά τους βρίσκονται πόρτες». Ο Μόρρισον βάλθηκε να τις γκρεμίσει με τον ίδιο τρόπο που οι Velvet Underground πολέμη σαν στην αρχή της καριέρας τους. Το μαύρο δερμάτινο αντικαθιστά τις γιρλάντες των λουλουδιών. Ο Lou Reed (Λου Ριντ) τοποθετεί αυτού του είδους τον μοχθηρό ρομαντισμό μέσα στα πλαίσια του εξ πρεσιονισμού. Σε λίγο ο David Bowie (Νταίηβιντ Μπόουι) εμφανίζεται στο παρασκήνιο και μαζί μ’ αυτόν ολόκληρη η Αγγλία. Ας μην ξεχνάμε πως όλα ξεκίνησαν με τους Beatles στο Λίβερπουλ και τους Rolling Stones στο Τσέλου. Βρισκόμαστε ακόμη μακριά από τις κακόφημες συνοικίες της Νέας Υόρκης, τις αποβάθρες και τους γεμάτους αλυσίδες μοτοσυκλετιστές. Μέσα σε μικρό χρονικό διά στημα εμφανίζονται οι Punks που μοιάζουν με τους αλητάκους που περιφέρονται στις συνοικίες του Δουβλίνου. Τα ρούχα τους είναι σχισμένα. Τα μαλλιά τους είναι κοντά και δεν περιφρονούν ούτε τις παραμάνες αλλά ούτε και τους σιδερένιους σταυρούς. Ένας καινούριος, αλλά αισχρός, ρομαντισμός γεννιέται- το κίνημα ταυτίζεται με τη διαφθορά και οι punks θέλουν να μοιάσουν στον Johnny Rotten (Τζώνυ Ρότεν) και τον Syd Vicions (Συντ Βίσιονς). Οι καθιστικές διαμαρτυρίες κατά του πολέμου του Βιετνάμ, οι διαδηλώσεις κατά του πολέμου της Αλγερίας, οι καυγάδες και οι διαφωνίες μέσα στον πανεπιστημιακό χώρο, επανέρχονται στο προ σκήνιο. Μήπως θα ήταν σωστό να αποδώσουμε αυτόν τον εκσυγχρονισμένο ρομαντισμό στην οικονο μική ανάπτυξη που παρουσιάστηκε στην αρχή της δεκαετίας του ’70; Είναι παράλογο να δώσουμε οποιονδήποτε ορισμό στον ρομαντισμό χωρίς να ανατρέξουμε στη λογοτεχνία. Ο ρομαντισμός είναι αντίδραση- αντίδραση της νεολαίας, του δανδισμού, του εγωισμού, της δυσφορίας, της ξεγνοιασιάς. Ξέρει πότε πρέπει να αποσύρεται από το παιχνίδι. Τον κατηγορούμε. Ο ρομαντισμός είναι ένοχος. Του αφαιρούμε το δικαίωμα που έχει στις τρέλες, στη διασκέδαση, αφού διαλέγει πάντα τις κρίσιμες εποχές για να μεταμφιεστεί και να χορέψει: λέει χαρακτηριστικά ο Ρισελιέ «με τις καστανιέτες στο χέρι και ντυμένος με παντελόνι από πράσινο βελούδο». Ο Μπάυρον αποσύρεται για να πεθάνει στο Μεσολόγγι. Το θεωρεί λύτρωση. Την ίδια στιγμή που οι άνδρες των Ηνωμένων Πολιτειών πολεμούν στο Βιετνάμ και η Γαλλία προσπαθεί να ειρηνεύσει την Αλγερία, η Βασίλισσα της Αγγλίας βραβεύει τους Beatles. Η γοητεία που ασκούσε η Αμερική στην υπόλοιπη Ευρώπη αρχίζει σιγά σιγά να εξασθενεί. Η Ευρώπη δοκιμά ζει να εκμεταλλευτεί τις δικές της πηγές πλούτου: προσπαθεί να ξαναβρεί τον εαυτό της. Ξανακολλά
αψιερωμα/65 τα κομμάτια της. Η νεοϋορκέζικη βάση του Max Kansas και του ξενοδοχείου Chelsea γνώρισε καλές μέρες. Τώρα ο Άντυ Βαρχώλ εγκαθίσταται στην οδό Σερς-Μιντί, στο ξεχωριστό ξενοδοχείο της Vio let Trefusis. Ανακαλύπτουν με τη μουσική τον Μάλερ χάρη στον Βισκόντι και τον «Θάνατο στη Βενετία» («Mort a Venise»), τον Gaspar-David Friedrich (Γκάσπαρ-Νταίιβιντ Φρίντριχ) και τον Klimt (Κλιμτ). Ο Pierre Boule (ΓΙιέρ Μπουλέ) προσανατολίζεται στη Βηρυτό και ο Jean-Gristophe Bailly (Ζακ-Κριστόφ Μπέιλλυ) δημοσιεύει την ανθολογία του γερμανικού ρομαντισμού. Ο γερμανικός κινηματογρά φος, η αισθητική του οποίου επηρεάζεται από τον Μπέρντσλεϋ και τον Στράους ταυτοχρόνους, κάνει την εμφάνισή του στις οθόνες μας. Ξαναδιαβάζουμε τους Ουάιλντ, Σουίνμπερν και Ντ’ Ανούντσιο. Ο Ζεράρ-Ζωρζ Λεμαίρ μας προτείνει τους προραφαελικούς και εμείς ταξιδεύοντας στους μεγάλους αυτοκινητόδρομους νοσταλγούμε το Orient-Express. Η λογοτεχνία εξελίσσεται. Πολύ γρήγορα δε θα θεωρείται πλέον κλάδος της φιλοσοφίας, της γλωσσολογίας ή ακόμα και της πολιτικής. Θα λογίζεται ως ξεχωριστός τομέας. Οι αξιολύπητες περι γραφές του νέου μυθιστορήματος θα διαρκέσουν πολύ λίγο. Το γράψιμο, σύμφωνα με τον Μαλλαρμέ, εξακολουθεί να οφείλεται σε μια «πολύ παλιά τεχνική που ζηλεύει, όμως, την έννοια του μυστη ρίου που ενυπάρχει στην καρδιά». Τον νέο αυτό προσανατολισμό δηλώνει μια σειρά ποιημάτων που εκδόθηκε από το 1972 και μετά, στα οποία όμως δε δόθηκε η πρέπουσα σημασία. Πρόκειται για τα Πάρκα του Marc Cholodenko (Μαρκ Χολοντένκο). Τα ποιήματα έχουν τίτλο «Η Βενετία είναι μόνη μέσα στον εαυτό της» («Venise est seule a elle meme») ή Στην Αγγλία του 18ου αιώνα, εντυπώσεις του καλοκαιριού» (En Angliterre au XVIIIe siecle, impressions d’ete»). Τα ποιήματα αυτά δεν αποτέλεσαν παρά μόνο μιαν αρχή, οι καρποί της οποίας, όμως, εμφανίζονται λίγο αργότερα ξεπερνώντας κάθε προσδοκία· θα ακολουθήσουν, Τα «Κράτη της ερήμου» (Les Etats du desert). Ξεχωρίζουμε ακό μη τη λάμψη του «Αγίου Πνεύματος» του Mathieu Messagier (Ματιέ Μεσαζιέ) και τις γλαδιόλες της βροχής που χτυπούν στα σκοτεινά κάγκελα του Lord Β. (Λόρδου Μπ.) του Jean Ristat (Ζαν Ριστά) και τη μεγαλειώδη ομορφιά του Bernard-Henry Levy (Μπερνάρ-Ανρύ Λεβί). Για μια ακόμη φορά η ποίηση θα κρυφτεί μέσα σε σπάνιες συλλογές απ’ όπου πολύ δύσκολα θα μπορέσει να ξεφύγει. Γεννιέται και ανθίζει στην καρδιά του λευκού φωτεινού περιθωρίου και όχι μέσα από το κιτρινισμένο χαρτί ίων συλλογών που πωλούνται φθηνά σε όλων των ειδών τα βιβλιοπωλεία. Απονέμοντας φόρο τιμής στους Joyce (Τζόυς) και Pound (Πάουντ) για την έκδοση του «Εγωιστή» (The Egoist) το 1914, ο Gerard Julien Salvy (Ζεράρ Ζυλιέν Σαλβύ) εκδίδει τον δικό του «Εγωιστή» (Egoiste de Luxe) που θα μπορέσει να αποτελέσει, περισσότερο εξαιτίας των συνεργατών και όχι των θεμάτων του, έναν από τους πιο σημαντικούς χώρους ανάπτυξης του καινούριου ρομαντισμού, προς την κατεύθυνση του οποίου όλο και περισσότερο προσανατολιζόμαστε. Άραγε μήπως μέσα από αυτή την προσπάθεια επανασύνδεσης όλων εκείνων των πολύτιμων στοι χείων πρέπει να διακρίνουμε μια τελευταία προσπάθεια αυτής της ανήσυχης εποχής να κρατηθεί στην επιφάνεια; Άραγε είναι ο πολιτισμός που πρέπει να σωθεί όπως σώθηκε η Βενετία, ή η ίδια εποχή που επιβάλλεται να αναγεννηθεί κάνοντάς μας συγχρόνως ήρωές της; Ό λα έχουν αλλάξει. Ο Βαλερύ το είπε: «το μέλλον δεν είναι πια το ίδιο». Η νεολαία δίνει τον τόνο κι εκείνη δημιουργεί τη μόδα. Από τον Stendhal (Σταντάλ) στον Helmut Berger (Χέλμοντ Μπέργκερ) και από τον Frederick Rolfe (Φρεντερίκ Ρολφ) στον Mathieu Carriere (Ματιέ Καριέρ) ακο λουθείται η ίδια γραμμή ρομαντισμού, ενός ρομαντι σμού κομμένου και ραμμένου στα μέτρα της Ευρώπης, με τις όμορφες πόλεις της, τα παλιά βασιλικά της πάρ κα, τις λίμνες, τις λεμονιές της... Ο Παντίν και ο Πλαστίκ-Μπερτράν προκαλούν γέλιο και ψυχαγωγούν την ξέγνοιαστη νεολαία. Ο Jacques-Alain Leger (ΖακΑλαίν-Λεζέ) τέλος, προβάλλει με λίγα λόγια τις τελευ ταίες αναλαμπές πριν την παρακμή: «Ένα βράδυ του 1850, στη Βενετία, μέσα στον καθρέφτη ενός ακριβού Μουράνο, που παρουσιάζει τις χρυσές γραμμές, του ηλιοβασιλέματος με φόντο μια μικρή λίμνη, ένας άγγε λος κοντοστέκεται και θαυμάζει το μεγαλείο της ομορ φιάς του». Μ ετάφ ραση : Γ ιούλη Κ α ρ α γ ιά ν ν η
66/αφιερωμα
σήμερα: Η αναζήτηση της παρουσίας Μια συζήτηση για το ρομαντισμό σήμερα, ίσως, να οδηγούσε σε μηχανιστικές αναφορές και απλοποιητικές τοποθετήσεις για ένα ρεύμα με σημαντική ιστο ρική και φιλοσοφικο-αισθητική συνεισφορά. Η τρέχουσα αντίληψη, ότι ρομα ντικός είναι αυτός που «πετά στα σύννεφα», κρύβει την πολυπλοκότητα αυ τού του ρεύματος. Κατά τη γνώμη μου, είναι δύσκολο να μιλάμε για την επα νεμφάνιση του ρομαντισμού ως ρεύματος, προτιμότερο είναι ν’ ανιχνεύσουμε ποια στοιχεία του συνεχίζουν την ιστορική τους διαδρομή και φτάνουν σε μας, με τα μέτρα τού σήμερα. ρομαντισμός δεν υπήρξε πουθενά στην Ευ ρώπη ενιαίος. Οι πρώιμοι και οι ώριμοι, οι προοδευτικοί και οι συντηρητικοί, οι ιρρασιοναλιστές και οι ρεαλιστές πολλαπλασίαζαν τις αντιθέσεις δίνοντας τόσες πολλές διαστάσεις στον ρομαντισμό - αρκετές απ’ αυτές βρίσκονταν και σ’ άλλα ρεύματα - που καθιστούσαν δυσδιά κριτα τα όρια του ίδιου του ρομαντισμού. Ο ρομαντισμός θα πρέπει να αναζητηθεί στις φιλοσοφικές και αξιακές αναφορές του σήμερα, στη σχέση καλλιτέχνη κοινωνίας και τέλος, στη στάση ζωής που διέπεται από τη ρομαντική αντί ληψη. Αυτά μπορούν ν’ αποτελέσουν «υπόθεση εργασίας» χωρίς να προδικάζουν κανένα συμπέ ρασμα.
Ο
☆
Ζούμε μια εποχή που στις ποιότητές της ευημερούν οι αρνητικοί αριθμοί. Μιλάμε για μια εποχή που τείνει να ολοκληρώνει την κοινωνική και ηθική καταστολή, την πολιτιστική επικυ ριαρχία, την ακύρωση των αξιών του Διαφωτι σμού - του ορθού λόγου και του σκέπτεσθαι -
την προσπάθεια ακύρωσης των ιδεολογιών και των συλλογικών αναζητήσεων και οραμάτων. Η κοινωνική ευημερία, ανισόμερα κατανεμημένη, αντιστρόφως ανάλογη με τα κοινωνικά αδιέξο δα, αφήνει ακάλυπτα τα ζητούμενα μιας τελείω σης του ανθρώπου ως ανθρώπου. Οι νέες τεχνολογίες καλλιεργούν σήμερα το φόβο στην ανθρώπινη ευαισθησία, τυποποιούν τις πιο ακριβείς μας αισθήσεις, ορίζουν πεδία δυσοίωνων οριζόντων που για ορισμένους σημα τοδοτούν την αυτοκαταστροφή, ανακαλώντας το φόβο των ρομαντικών ότι το «μηχανικό» κατα στρέφει κάθε «οργανικό» - φυσικό. Ένας εφιαλτικός περίγυρος καταστρέφει τις συλλογικές ευαισθησίες, περιθωριοποιεί και τι μωρεί τη διαφορά. Όσο κι αν τέτοιες απόψεις κρύβουν πολλές απολυτότητες, μας αναγκάζουν να ανατρέξουμε για τις απαραίτητες διευκρινήσεις στις συνθήκες του τέλους του 18ου και αρ χές του 19ου αιώνα μέσα στις οποίες διαμορφώ θηκε ιστορικά το ρομαντικό ρεύμα. Εάν ο ρομαντισμός ήταν η αντίδραση στην καπιταλιστικοποίηση των αρχών του προηγούμε νου αιώνα και στις κοινωνικές επιπτώσεις της,
αφιερω μα/67 σήμερα το φόντο είναι πολύ διαφορετικό. Τότε η νίκη των καπιταλιστικών πάνω στις φεουδαρχι κές μορφές συγκρότησης της κοινωνίας σηματο δοτούσε το ρεύμα του ρομαντισμού. Οι ρομαντι κοί λαχταρώντας μιαν «ολότητα» ζωής, αντέδρασαν στην καπιταλιστική αντίληψη, δεν συνέ λαβαν όμως την πραγματική ολότητα των κοινω νικών διεργασιών. Σήμερα ο φιλόσοφος, ο καλ λιτέχνης, ο σκεπτόμενος άνθρωπος δεν μπορεί να μη τις πάρει υπόψη του. Στο πέρασμα από τον 20ό στον 21ο αιώνα θα ’ταν ακροβατισμός να «ψάξεις» για συνολικές αντιστοιχίες με το πέ ρασμα από τον 18ο στον 19ο αιώνα. Όμως τότε αναδείχτηκε μια συγκροτημένη οπτική του υπο κειμένου που αντανακλούσε τη διάσταση μεταξύ των παλιών και των νέων σχέσεων που διαμορ φώνονταν, το βάθεμα της αντίθεσης υποκειμένου και πραγματικότητας, την απώθηση αυτού που εθεωρείτο ανάπτυξη και ορθός λόγος. Σήμερα οι
ρασιοναλισμός και ο άκρατος ατομισμός βρίσκο νται στο ανερχόμενο νεοσυντηρητικό ρεύμα, οι αφετηρίες δεν είναι ίδιες μ’ αυτές του ρομαντι σμού. Ο ρομαντισμός, αντίβαρο του ρεαλισμού και της κοινωνικής ισοπέδωσης, αδυνατεί ίσως να έχει ορατές προτάσεις για το μέλλον. Αναζη τεί ίσως αδιέξοδες φυγές, όμως έχει ακόμα την αγωνία «πόσες φωλιές νερού να συντηρήσει μέ σα στις φλόγες» (Μανόλης Αναγνωστάκης). Εί ναι η αντίσταση του υποκειμένου στην τυπο ποίηση, της φαντασίας στη γραφειοκρατία, της βιωμένης εμπειρίας στην εγκεφαλικότητα, της θέλησης πάνω απ’ όλα να αναζητηθεί το ιδανικό μέσα στο πραγματικό. οιοι είναι αυτοί που θα ’χαν λόγο σήμερα ν’ αναζητήσουν τα έρμα τους στον ρομαντι σμό πέρα από αυτούς που, στη σημερινή καπιτα λιστική βαρβαρότητα, βλέπουν τον εαυτό τους
Π
τού ιδανικού μέσα στο πραγματικό καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής· εξαρθρώνουν το άτομο (αποξένωση κ.ά.) και επαναφέρουν το αίτημα να υπάρξει ως τέτοιο, όχι όμως όπως το ήθελαν οι ρομαντικοί, αλλά κοινωνικά προσδιο ρισμένο στην εποχή του. Ο Arnold Hauser προσ διόριζε τον ρομαντισμό ως την ιδεολογία της καινούριας κοινωνίας και ως «την έκφραση της κοσμοθεωρίας μιας γενιάς που δεν πίστευε πια σε απόλυτες αξίες χωρίς ν’ αναλογίζεται τη σχετικότητά τους, τους ιστορικούς του περιορι σμούς». Σήμερα, για παράδειγμα, οι αλλαγές στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού δεν οδη γούν σε αξιακούς κλονισμούς και ορισμένως, ίσως, σ’ έναν αγνωστικισμό που μπαίνει από το παράθυρο; Ο ρομαντισμός στην αντίθεση του με το δια φωτισμό και τους Γερμανούς κλασικούς που εξορμούσαν με σημαία τους τη νόηση, αντέταξε τη λατρεία του ασυναίσθητου, του ασύνειδου, του ιρρασιοναλιστικού. Στοιχεία τέτοια μπορούν να βρεθούν σήμερα στους εναλλακτικούς, στους περιθωριακούς, σε λογοτεχνικές και φιλοσοφικο-αισθητικές αναζητήσεις. Ό χ ι λίγες φορές, πράξεις και σκέψεις που υποβάλλουν την ιδέα ότι η ζωή είναι ένα αναπόφευκτο κακό, ότι «εί μαστε καταδικασμένοι», ότι η αυτοκαταστροφή της ανθρωπότητας είναι μια νομοτέλεια, μας επαναφέρουν θραύσματα της απαισιόδοξης σκέ ψης του «ρομαντικού» Σοπενάουερ. Πλευρές των φιλοσοφικών αντιλήψεων του ρομαντισμού διαχέονται σήμερα στις πιο αποκρουστικές πλευρές της σύγχρονης βαρβαρότη τας· όμως, όπως και τότε, ο ρομαντισμός παρα μένει και σήμερα αντιφατικός. Κι αν ακόμα ο ιρ-
καταδικασμένο σε απόλυτη στειρότητα, που αι σθάνονται περιττοί σε μια κοινωνία που οδηγεί στην αποξένωση του ανθρώπου από τον άνθρω πο. Κι «όταν ο άνθρωπος συγκρούεται με τον εαυτό του, συγκρούεται επίσης με άλλους αν θρώπους» (Μαρξ). Ό χ ι μόνο οι εναλλακτικοί, οι περιθωριακοί αλλά και ο αποξενωμένος εργάτης μπορεί να βρεθεί στο δρόμο της αναζήτησης της
68/αφιερωμα ουτοπίας που πραγματώνεται στον προσωπικό και όχι στον κοινωνικό χώρο. Η προσοχή του ρομαντισμού ήταν πάντα επι κεντρωμένη στο υποκείμενο, στο άτομο. Ό χ ι με την έννοια του σημερινού νεοσυντηρητισμού που το «άτομό» του είναι κοντόφθαλμο, πραγματι στικό και επιθετικό - «λύκος ανάμεσα σε λύ κους». Ο ρομαντισμός ώθησε τον ατομικισμό του στ’ άκρα σαν ισοστάθμισμα για τον «υλισμό» του κόσμου και σαν προστασία απέναντι στην εχθρότητα της κυρίαρχης τάξης και των φιλισταίων προς τις υποθέσεις του νου. Η φυγή προς την ουτοπία, το ασυνείδητο, το φανταστικό, η καταφυγή στην ιστορία, στα λαϊκά περιεχόμενα και δρώμενα, στην παιδική ηλικία και τη φύση, τα όνειρα και την τρέλα, δεν ήταν παρά η λαχτά ρα για το ιδανικό, την απελευθέρωση από την καταστολή, την αναζήτηση ενός κόσμου ιδεατού, φτιαγμένου στο μυαλό, αλλά τόσο αναντίστοιχου με την πραγματικότητα. Οι ρομαντικοί, συνεπείς υποκειμενικοί ιδεαλιστές, πίστευαν ότι ο «κό σμος είναι η ιδέα τους» (Σοπενάουερ). Και γι’ αυτήν την ιδέα έγιναν αναχωρητές. Δεν κατάλα βαν τον κόσμο, ούτε κι αυτός θέλησε να τους κα ταλάβει. Γι’ αυτό και ο ρομαντισμός περιέκλειε πάντα έντονα το τραγικό στοιχείο.
☆ ι αυτό το τραγικό «ρομαντικό» στοιχείο εί ναι αναγνώσιμο, σήμερα, σ’ όλα αυτά τα πρόσωπα των μοναχικών αναχωρητών της νέας γενιάς που η σύνθλιψη των οραμάτων της την σπρώχνει σε αδιέξοδες ατομικές διαφυγές. Και δε μιλάμε φυσικά γι’ αυτούς που διάλεξαν τη νεοσυντηρητική ατραπό, αλλά αυτούς που το ιδανικό τους - αδικαίωτο κοινωνικά - και η δια μαρτυρία τους αποκτά έναν υπερβατικό χαρα κτήρα, χάνει τα ρεαλιστικά χαρακτηριστικά του, καταλήγει τελικά σε μια προσωπική ουτοπία που σώζει ίσως το άτομο χωρίς όμως να δικαιώνει τον κοινωνικό του χαρακτήρα. Είναι η γενιά των μεταδικτατορικών χρόνων στη χώρα μας, που μπήκε στην κοινωνία και την πολιτική με τη ση μαία των ιδεών και την εγκαταλείπει όταν η πο λιτική υποτάσσει τις ιδέες στο όφελος ενός κοι νωνικού πραγματισμού με ευρωπαϊκές προδια γραφές. Αυτοί, λοιπόν, που αρνήθηκαν την κοι νωνική συναίνεση, που οχυρώθηκαν στα περιθω ριακά περιοδικά, στις μικρές ομαδούλες, στα γραπτά τους και στις ιδέες που μόνο με τους φί λους τους τολμούν πια να κουβεντιάζουν, είναι οι ρομαντικοί τού σήμερα. Μέσα σ’ αυτούς υπάρχουν και οι τραγικές φι γούρες των παιδιών των ψευδαισθήσεων, αυτών που ακολούθησαν τον αυτοκαταστροφικό δρόμο των ναρκωτικών. Όμως εδώ χρειάζεται μια διευκρίνιση. Η πλειοψηφία από τους ναρκομα
Κ
νείς, τους χούλιγκανς των γηπέδων, τους μανια κούς καβαλάρηδες της μοτοσυκλέτας και τους οπαδούς του «στουκαρίσματος» καμιά σχέση δεν έχουν με τον ρομαντισμό. Κανένα ιδεατό ζητού μενο δεν τους συγκλονίζει. Η κοινωνική τους συμπεριφορά είναι περισσό τερο η έκφραση μιας τυποποίησης που επιβάλλει η χειραγώγησή τους απ’ αυτό που μισούν ίσως περισσότερο απ’ όλα: το κατεστημένο, παρά μια πράξη ύστατης πνευματικής ή προσωπικής αντί στασης. Ο Adorno και γενικότερα η Σχολή της Φραγκφούρτης, ταυτίζοντας το υποκειμενικό βίωμα με την κριτική αμφισβήτηση, υποστήριξαν πως μέσα σε μια κοινωνία που δεν αφήνει «ούτε μια έκφραση που να μη τείνει να συμμορφωθεί με τα κυρίαρχα ρεύματα της σκέψης», οι πλέον περιθωριακοί και εξαθλιωμένοι αποτελούν τους μόνους έντιμους αρνητές του συστήματος. Ίσως οι Φραγκφουρτιανοί που τόσο τόνιζαν τη δύναμη της πολιτιστικής βιομηχανίας δεν υπολόγισαν τη δυνατότητά της να προκατα σκευάζει τους «τύπους» των περιθωρίων που θα δέχεται να την αμφισβητούν μεταμορφώνοντάς τους μέσα από το μάρκετιγκ σε γραφικές φιγού ρες. ι τελευταίες σκέψεις μας κάνουν να αναλογιστούμε μήπως πολλές φορές η επιστροφή του ρομαντισμού δεν είναι παρά μια φάρσα. Μήπως υπάρχουν τέτοιες συνθήκες που σε πολ λές περιπτώσεις αποτρέπουν μια ρομαντική δι καίωση. Ο χώρος των τεχνών, ίσως, είναι ένας τέτοιο πεδίο παρατηρήσεων. Π.χ. πόσο ρομαντι κός μπορεί να παραμείνει ένας σκηνοθέτης που χρειάζεται τουλάχιστον 50 με 100 εκατομμύρια για να γυρίσει μια ταινία; Πόσο ρομαντικός μπορεί να ’ναι ένας εκδότης, ένας μουσικοσυνθέ της όταν οι κοινωνικοί όροι που απαιτούνται για το δημιουργικό τους έργο είναι τέτοιοι που ταυ τόχρονα τον καλούν σε υποχωρήσεις που ακυ ρώνουν τις όποιες ρομαντικές του προθέσεις; Η σκέψη του Σοπενάουερ ότι η τέχνη υπάρχει και δικαιώνεται ως μέσο φυγής «από την τυραννία της θέλησης και την αθλιότητα της ύπαρξης» τεί νει πια για τις περισσότερες τέχνες στον αιώνα των τεχνολογιών και του διεθνισμού, στον αιώνα της πλήρους εμπορευματοποίησης των τεχνών, να ’ναι ανεφάρμοστη αφού ακυρώνεται και ως τέχνη. Αν δεν έχεις χρήματα και μέσα να κάνεις τέχνη, πώς θα την χρησιμοποιήσεις, όπως έλεγε ο Νίτσε, για να σωθεί ο καλλιτέχνης και η ζωή μέσα απ’ αυτόν; Φυσικά, ρομαντική αισθητική αντίληψη μπο ρεί ακόμα να υπάρχει ανεξάρτητα από το πόσο αντέχει να είναι και δημιουργική. Και σήμερα καλλιτέχνες χρησιμοποιούν την τέχνη σαν «τρό πο θέασης των πραγμάτων ανεξάρτητα από την αρχή του αποχρώντος λόγου (αίτιο, αιτιατό
Ο
αφιερωμα/69 κ.λπ.). «Συνεχίζουν να μην αντιλαμβάνονται τα πράγματα, αλλά μονάχα με τις εντυπώσεις τους να συμπεραίνουν την έξω απ’ αυτούς ύπαρξη των πραγμάτων» (Φίχτε). Και σ’ ορισμένες τέ χνες, όπως στην ποίηση, διασώζεται η ρομαντική αντίληψη «ποίηση πρώτα για τον ποιητή και με τά για τον αναγνώστη». Ακόμα η φαντασία, η ει λικρίνεια, η ενόραση, το συναίσθημα, η μεταφο ρά, ο μύθος, η ιστορική καταφυγή,στοιχεία της ρομαντικής αισθητικής που δεν απορρίπτουν και τα γνωστικά στοιχεία, μπορούν και είναι σήμερα γόνιμα ανάλογα με το ποιος και πώς τα διαχειρί ζεται. Πολύ ενδιαφέρουσα είναι ακόμα η συζήτηση που η ορμή των νέων τεχνολογιών έχει επαναφέ ρει στο προσκήνιο, γύρω από το αν μπορεί να υπάρξει ένα συλλογικό έργο. Το όνειρο όλων των ρομαντικών, η δημιουργία τού κατά τον R. Wagner «Gresamtkunstwerk» (που θα είναι η σύνθεση όλων των τεχνών για να παραχθεί η υψηλότερη και δυνατότερη έκφραση συναισθη μάτων) έρχονται σήμερα να το διεκδικήσουν οι καλλιτέχνες των video-art, multi-art κ.ά., όσο και αν οι προδιαγραφές χρησιμοποίησης των νέων αυτών μέσων ανοίγουν διόδους υπονόμευσης της προσωπικότητας του καλλιτέχνη, ανακαλούν τον ρομαντικό φόβο για κάθε «μηχανικό». Ο ρομαντισμός στην τέχνη δεν πρέπει να σύγ-
χέεται με τη νοσταλγία και τις «παλιές καλές μέ ρες». Δεκάδες φορές είδαμε τα τελευταία χρόνια την επιστροφή στις προηγούμενες δεκαετίες. Μουσικές μόδες, καρικατούρες «ρομαντικών» ηρώων, γλυκερά ρομάντζα βαφτίστηκαν ρομα ντισμός, χωρίς να ’χουν καμιά ουσιαστική σχέση μ’ αυτόν. Αρκετές φορές είδαμε Έλληνες να μι μούνται τον Κερουάκ «on the road», ν’ αναζη τούν το λαϊκό εκφυλίζοντάς το σε λαϊκιστικό κ.ά., δηλ. να προσπαθούν με κάθε τρόπο να μεταφυτεύσουν μια επιστροφή στα παλιά σαν σύγ χρονο ρομαντισμό στο σήμερα της Ελλάδας. Δεν ξέρουν, ίσως, ότι οι εθνικές καταβολές καθόρι σαν τις τόσες αντιφάσεις του ρομαντικού κινή ματος όσο και προσπόρισαν σ’ αυτόν την πολυ χρωμία των εκφράσεών του. Αν σήμερα, κατά τη γνώμη μου, αξίζει να μη συμπεριφερθούμε στο ρομαντισμό σαν να είναι μουσειακό ρεύμα, είναι για να βρούμε τι σώζε ται μετεξελισσόμενο απ’ αυτόν. Ο νέος ρόλος του υποκειμένου που θα συγκλονίζεται απ’ το ιδανικό, σε σχέση με την κοινότητα, ο συνδυα σμός βιωμένης εμπειρίας, φαντασίας και γνώ σης, η θέληση για ένα νέο ρόλο του καλλιτέχνη αδέσμευτο απ’ τις κοινωνικές συμβάσεις, το ανυ πότακτο της προσωπικής στάσης ζωής και μερι κά άλλα μπορούν να διεκδικήσουν ξανά την προσοχή μας.
* Για τους συγγραφείς που αναφέρονται στο παρόν αφιέρωμα, υπενθυμίζουμε στους αναγνώστες μας ότι. το «Διαβάζω» έχει αφιερώσει ειδικά τεύχη: Μπαλζάκ (no 60), Γενιά των beatnic (no 64). Σταντάλ (no 98), Ντιντερό (no 103), Ουγκό (no 111). Πόε (no 112), Ντοστογιέφσκι (no 131). Φλωμπέο (no 143). Δουιιά: (no 147). Γκαίτε (no 154). Λεβί-Στρως (no 158). Βολταίρος (no 177). Νιρόάλ (no 194).
70/σ υ νεντευξη
Η συζήτηση και η σύντομη συνέντευξη στο τέλος, με τον Γιεβγένι Γιεφτουσένκο, έγινε κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στην Αμερική το φθινόπωρο του 1988, όταν επισκέφθηκε το πανεπιστήμιο Πρίνστον ως προσκλεκλημένος του Τμήματος Πολιτικών Σπουδών.
Ο Γ ιεβγένι Γ ιεφτουσένκο μιλά για τη μνήμη και την περεστρόικα Μπήκε στο μεγάλο αμφιθέατρο του Πρίνστον χαμογελαστός. Κινήσεις ηθο ποιού μπροστά στο κοινό του. Πλησίασε στο βήμα και άρχισε να μιλά αργά στα αγγλικά. Ο Γιεβγένι Γιεφτουσένκο σε μια ακόμα ανοικτή συγκέντρωσησυζήτηση. Για μια ακόμα φορά στην Αμερική. Ξεκίνησε από μια σύντομη το ποθέτηση. «Δεν είμαι επαγγελματίας πολιτικός και δεν πιστεύω στην πολιτική ως επάγγελμα. Πιστεύω πως θα μπορέσουμε να αλλάξουμε τον κόσμο όταν ξεπεράσουμε τους επαγγελματίες πολιτι κούς. Η σημερινή κατάσταση κάθε άλλο παρά ιδανική, από αυτή την άποψη, είναι. Η δική μου σχέση με την πολιτική πάει μακριά πίσω στον χρόνο. Ξεκινά με τις αμυδρές μνήμες της παιδικής μου ηλικίας. Γεννήθηκα και μεγά λωσα στην περίοδο του Σταλινισμού. Μια περίο δο δύσκολη για τη Ρωσία. Μια περίοδο που μας είχε γίνει μαζική πλύση εγκεφάλου. Θυμάμαι τον εαυτό μου νεαρό όταν πέθανε ο Στάλιν. Έκλαιγα. Αλλά και ταυτόχρονα μέσα μου υπήρχε κι ένας φόβος για το πώς θα ζούσαμε μετά τον Στά λιν. Τότε ήμουν ένας νέος ποιητής. Είχα εκδώσει το πρώτο μου βιβλίο που ήταν γραμμένο μέσα στο πλαστό πνεύμα εκείνης της εποχής. Το βι βλίο είχε πάρει πολύ καλές κριτικές. Ακόμα και στην Πράβδα. Όμως οι άνθρωποι δεν το αγόρα ζαν. Αναρωτιόμουν γιατί. Τότε στις κινηματο γραφικές οθόνες μας παρουσίαζαν χαρούμενες σκηνές μιας ρωσικής καθημερινότητας που απεί χε όμως πολύ, δυστυχώς, από την πραγματικότη τα. Λίγο αργότερα ανακαλύψαμε στη Ρωσία έναν άλλο κινηματογράφο και μια άλλη πραγματικό τητα. Ανακαλύψαμε τον ιταλικό νεορεαλισμό. Και για μας ήταν κάτι το εντελώς πρωτόγνωρο. Δεν ξέρω αν έχετε δει εκείνες τις ταινίες που εμάς μας χάραξαν ανεξίτηλα τότε. Ήταν μια σύνδεσή μας και με τη ρωσική πραγματικότητα. Τότε αρχίσαμε αργά-αργά να επικρίνουμε τον Σταλινισμό. Ό ταν οι ποιητές της γενιάς μου άρ
χισαν να επικρίνουν τον Σταλινισμό είμαστε μι κροί και ασήμαντοι. Οι διανοούμενοι και οι συγ γραφείς της γενιάς μου φάνταξαν μικρές φιγού ρες στη μεγάλη οθόνη της ζωής. Σήμερα η κατά σταση αλλάζει. Οι διανοούμενοι και οι συγγρα φείς αρχίζουν να δουλεύουν γι’ αυτή την αλλα γή. Και είναι μέσα σ’ αυτή τη συγκυρία που ένιω σα για πρώτη φορά την ανάγκη να στρατευτώ στα κοινά. Ένιωσα ότι με αφορούσαν. Για πρώ τη φορά στη ζωή μου συμμετείχα σε εκλογές και εκλέχτηκα στο τριμελές προεδρείο της επιτροπής «Μεμόριαλ». Στόχος μας η ανέγερση ενός κε ντρικού μνημείου για τα θύματα του Σταλινι σμού στη Μόσχα και για μια σειρά αντίστοιχα μνημεία σε ολόκληρη την ΕΣΣΔ. Πρόκειται για μια κίνηση μέσα στη φορά των πραγμάτων της περεστρόικα, που στοχεύει στην αποδοχή της ιστορικής πραγματικότητας στην ΕΣΣΔ».
Εκεί σταμάτησε, διάβασε ένα κείμενο της επι τροπής «Μεμόριαλ» και δήλωσε στους εκατοντά δες φοιτητές και διδάσκοντες του Πρίνστον πως ήταν έτοιμος να απαντήσει στις ερωτήσεις τους. Από τον εκτενή διάλογο-συνέντευξη του Γιεφτουσένκο με τους φοιτητές και από ορισμένα ερωτήματα που του απευθύναμε προσωπικά στο τέλος, λίγο πριν φύγει με το τρένο για τη Νέα Υόρκη, μεταφέρουμε εδώ τα κυριότερα σημεία.
Πώς βλέπετε το ρόλο του διανοούμενου στην
σ υ ν έ ν τε υ ξ η /71 Ρωσία σήμερα;
ΘΑ ήθελα να αναφερθώ σε έναν Ρώσο συγγρα φέα απαντώντας σε αυτή την ερώτηση. Ο Σολόχοφ ήταν ένας ταλαντούχος συγγραφέας. Έγρα ψε καλά βιβλία. Ήταν όμως φοβισμένος από το σταλινικό καθεστώς. Κάποια στιγμή κατηγορήθηκε από αυτό. Έτσι μπήκε και στη διαδικασία συνεργασίας μαζί του. Συνεργάσθηκε για να κα ταστρέψει άλλους συγγραφείς. Και έτσι έχασε τη δυνατότητα να γράφει. Βλέπετε, κατά τη γνώμη μου, η ηθική και η γραφή συμβαδίζουν. Η πο ρεία του Σολόχοφ έκτοτε ήταν αρνητική. Έγρα ψε κακά έργα, υποστήριξε κακούς συγγραφείς που ήταν αρεστοί στο καθεστώς, είπε ανεπίτρε πτα πολιτικά πράγματα. Έγινε διαφορετικός άνθρωπος. Πρόδωσε τον εαυτό του. Εδώ θα ήθελα επίσης να μιλήσω για μένα ως διανοούμε νο και για το ρόλο του διανοούμενου στη σημε ρινή Ρωσία. Ο ρόλος μας σήμερα είναι διαφορε τικός από την προηγούμενη περίοδο που σας διηγήθηκα με το παράδειγμα του Σολόχοφ. Είχα μάθει, είχαμε μάθει να γράφουμε συμβολικά, αλληγορικά, για να αποφύγουμε τη λογοκρισία. Είχα γεννηθεί μέσα σε ένα καθεστώς λογοκρι σίας. Σήμερα βρίσκω δύσκολο να γράψω μέσα στις νέες συνθήκες. Βρίσκω δύσκολο να γράψω χωρίς υπαινιγμούς. Η λογοκρισία είχε φτάσει μέσα μας. Όμως νομίζω πως παντού υπάρχει λογοκρισία. Εδώ στις ΗΠΑ υπάρχει η εμπορική λογοκρισία. Έγραψα ένα σενάριο, το διάβασαν και το βρήκαν καλό. Αλλά πολύ καλλιτεχνικό. Έτσι δεν μπορώ εύκολα να το κάνω ταινία στο Χόλιγουντ. Πρόκειται βέβαια για ένα διαφορε τικό πρόβλημα. Εδώ έχουμε τον αποκλεισμό του καλλιτεχνικού από τον εμπορικό χώρο. Βλέπετε τα προβλήματα των δύο κοινωνιών και των δια νοουμένων τους είναι διαφορετικά. Τέλος, θα πρέπει να σας πω πως εκτιμώ πολύ τον Ζαχάροφ που είναι ένας σημαντικός δια νοούμενος. Τον θαυμάζω γιατί αυτά που είπε στην Αμερική τα έλεγε και όταν ήταν στη Ρωσία. Είναι ένας άνθρωπος που βλέπει τα λάθη και τα πισωγυρίσματα της περεστρόικα. Και θέτει τα λογικά ερωτήματα για το μέλλον της περεστρόι κα εάν ο Γκορμπατσόφ πέσει. Συμμερίζομαι και εγώ αυτή την ανησυχία του. Νομίζετε πως ο κόσμος στη Ρωσία θα ακολου θήσει την περεστρόικα μέχρι το τέλος;
ΟΙ γραφειοκράτες σήμερα στην ΕΣΣΔ προ σπαθούν να παίξουν το παχνίδι της περεστρόι κα. Από την άλλη μεριά στη Ρωσία σήμερα μα θαίνουμε καθημερινά τη δημοκρατία. Μερικές φορές ανεπιτυχώς. Αλλά υπάρχει πλουραλισμός στην έκφραση της γνώμης. Θα σας δώσω μερικά παραδείγματα αδιανόητα στην προηγούμενη πε ρίοδο. Πρώτον, εξέδωσα μια ανακοίνωση ενα
ντίον του κόμματος. Ως γνωστόν η πλειοψηφία του σοβιετικού λαού δεν είναι με το κόμμα. Αυ τοί που είναι εκτός είναι πολλαπλάσιοι από αυ τούς που είναι εν ιός. Η διακήρυξή μου ήταν υπέρ αυτών που δεν είναι στο κόμμα. Μιλούσε για ένα κόμμα αυτών που δεν ανήκουν στο κόμ μα. Κυκλοφόρησε και διαβάστηκε χωρίς προ βλήματα. Δεύτερον, ήμουν υποψήφιος για το προεδρείο της Ένωσης Συγγραφέων. Είμαστε τρεις υποψήφιοι. Ο ένας δεξιός, ο άλλος κε ντρώος κι εγώ αριστερός. Και εξέλεξαν τον κε ντρώο. Τέλος, οι εφημερίδες μας αρχίζουν και γίνονται σκανδαλιστικές. Κυνηγούν τους διάση μους. Πληρώνουμε κι εμείς, όπως κι εσείς στην Αμερική, το φόρο της δημοκρατίας. Εμένα κά ποια από αυτά τα πράγματα δε μου αρέσουν. Αλλά αυτό σημαίνει πλουραλισμός: να ανέχεσαι αυτά που δε σου αρέσουν. Υπάρχει δυνατότητα η γκλάσνοστ να δημιουρ γήσει μεγαλύτερα προβλήματα από αυτά πού ήδη υπάρχουν;
Η ΓΚΛΑΣΝΟΣΤ ξεπερνά την οικονομική διαδι κασία. Κι αυτό δημιουργεί προβλήματα. Το ότι έχουμε οικονομικά προβλήματα είναι γνωστό, η γκλάσνοστ δημιουργεί όμως και ψυχολογικά. Έτσι, π.χ. στα οικονομικά προβλήματα της γκλάσνοστ είναι η γνωστοποίηση των ανισοτή των. Υπάρχει μεγάλο χάσμα μισθών που πριν ήταν ανεπίσημο. Σήμερα αναγνωρίζεται. Έτσι π.χ. ο αδελφός μου που είναι μηχανικός παίρνει διπλάσια χρήματα από όσα εισπράττει ο Γκορ μπατσόφ. Στην εποχή του Στάλιν οι άνθρωποι ζούσαν άσχημα αλλά δεν το ήξεραν. Σήμερα ζούμε συγκριτικά πολύ καλύτερα, αλλά συγκρι τικά με τον υπόλοιπο κόσμο είμαστε πίσω και το ξέρουν. Εκεί η γκλάσνοστ αρχίζει να τους αγχώ νει. Αλλά πρέπει να προχωρήσουμε με αυτή τη γνώση. Η πτώση του Χρούτσοφ ήταν η πρώτη μας ήττα. Κάποιοι έφυγαν, κάποιοι απογοητεύ τηκαν. Δεν τους κατηγορώ. Σήμερα πια μπροστά μας έχουμε τη νέα μεγάλη ευκαιρία μας. Για τη γενιά μου δε θα υπάρξει άλλη τέτοια μεγάλη ευ καιρία. Γράφετε σήμερα εναντίον του Στάλιν- όμως τα πράγματα δεν καθορίζονται από έναν άνθρωπο και δεν γίνονται από έναν άνθρωπο.
ΓΡΑΦΩ εναντίον του Στάλιν και του σταλινι σμού γιατί αυτό έζησα. Όμως η καταπίεση άρχι σε πολύ πριν. Άρχισε στην διάρκεια του εμφυ λίου πολέμου. Ο Αντρέι Πλατόνοφ είχε δει προ φητικά την εξέλιξη. Μας είχε προειδοποιήσει. Όμως η κοινωνία μερικές φορές δε θέλει να ακούσει προειδοποιήσεις. Τώρα εκδίδουμε τα έργα του με 50 χρόνια καθυστέρηση. Εδώ θα ήθελα να πω πως αυτό που έγινε εναντίον των
72/συνεντευξη Ρώσων συγγραφέων και δημιουργών στην εποχή του Σταλινισμού είναι ένα ολοκαύτωμα. Χάσαμε τόσους πολλούς και σπουδαίους δημιουργούς. Οι επαναστάσεις γεννάνε σπουδαίους δημιουρ γούς. Παραδείγματα σε εμάς είναι ο Μαγιακόφσκι, ο Πούσκιν, ο Γκουντούνοφ κ.λπ. Όμως, όπως λένε οι Γάλλοι, η επανάσταση τρώει τα παιδιά της. Ο Πούσκιν, που καταλάβαινε ιστο ρία όπως·ο Σαίξπηρ, κι ο Μπορίς Γκουντούνοφ, που καταλάβαινε την ανθρώπινη ψυχολογία, διείδαν τον κίνδυνο. Σήμερα πια πρέπει να ξεπεράσουμε τη θαυμάσια και εξωφρενική ιδέα της διαρκούς επανάστασης. Πρέπει να δούμε την επανάσταση να σταματά και να μη γίνεται ένας αδιάκοπος ανταγωνισμός κατηγοριών. Πρέπει πια να φτάσουμε στην ώριμη αποδοχή. Σήμερα πρέπει να φτάσουμε σε μια ανοικτή και πολυε θνική συζήτηση για να βρούμε μια σύγχρονη πο λιτική λύση. θ α μπορούσατε να χαρακτηρίσετε την ιστορία της Ρωσίας μέσα από τη διαδικασία της αποτί ναξης της τσαρικής σκλαβιάς και την υποταγή στη σταλινική σκλαβιά;
ΔΕ ΘΑ πρέπει να συγκρίνουμε την ιστορία της Αμερικής και της Ρωσίας και να βγάζουμε συ μπεράσματα, όπως γίνεται στην ερώτηση αυτή. Άλλο η σκλαβιά, η δουλεία, που υπήρξε κάποτε εδώ στην Αμερική και άλλο η προσωπολατρεία που κυριάρχησε στη γενιά μου στη Ρωσία. Ά λ λωστε η σκλαβιά είναι πράγμα σχετικό. Εγώ βρί σκω την αμερικάνικη τηλεόραση ηλίθια. Δεν μπορώ να την παρακολουθήσω. Κι όμως βρίσκο νται εκατομμύρια άνθρωποι καθηλωμένοι, σκλα βωμένοι, με μια έννοια. Και την παρακολου θούν.
μπορέσει να το πετύχει. Άλλωστε ποτέ δεν το κατόρθωσε, νομίζω. Η κυριαρχία των οπτικοακουστικών μέσων όμως είναι μια πραγματικότητα. Δεν αλλάζει η λογοτεχνία και ο ρόλος της κάτω από αυτές τις περιστάσεις;
Δε νομίζω πως συμβαίνει κάτι τέτοιο. Ο γρα πτός λόγος με τα σύμβολά του είναι ένα μέρος της παγκόσμιας σκέψης, της παγκόσμιας κουλ τούρας. Είναι και αυτός οπτικός ως προς τα σύμβολά του. Για παράδειγμα, κοιτάξτε τα ιερο γλυφικά, δεν μπορείς να τα διαβάσεις. Όμως εί ναι σύμβολα καταχωρημένα. Ό πω ς είναι και τα δικά σας τα ελληνικά. Που εμένα μου αρέσουν ιδιαίτερα. Είναι όλα όμως μέρος της παγκόσμιας σκέψης. Εκφράζουν κάτι. Δεν πιστεύω πως μπο ρούν να εξαφανιστούν. Έτσι, λοιπόν, εγώ δεν πιστεύω πως η λογοτεχνία υποχωρεί. Ό μ ω ς υπάρχει μια συγκυριαρχία μεταξύ λογο τεχνίας και εικόνας σήμερα.
Ό χι, εγώ δεν το βλέπω. Πώς θα βλέπατε τη σχέση μεταξύ της ΕΣΣΔ και των ΗΠΑ σήμερα;
Η λογοτεχνία σε αυτή την εποχή, ενώ πια φθά νουμε στην τελευταία δεκαετία του 20ού αιώνα, έχει αμφισβητηθεί αρκετά. Ως πολιτιστικός θε σμός «αμφισβητείται» από τα νέα οπτικοακουστικά μέσα επικοινωνίας. Κάποτε η λογοτεχνία είχε ρόλους που σήμερα τους διεκδικούν και τόσα άλλα μέσα. Π.χ. αισθητική απόλαυση, παραγωγή γνώσης, μορφή επικοινωνίας. Έ χει λοιπόν περιοριστεί ο ρόλος της;
Ξέρετε οι Αμερικανοί ξέρουν ελάχιστα πράγ ματα για την Ρωσία. Όμως και οι Ρώσοι δεν ξέ ρουν αρκετά για την Αμερική. Παρ’ όλα αυτά νομίζω πως οι Ρώσοι ξέρουν περισσότερα. Πά ντως οι γνώσεις των δύο λαών δεν είναι στο επί πεδο που θα έπρεπε. Γι’ αυτό τα χρόνια που έρ χονται είναι σημαντικά. Ταυτόχρονα θα έπρεπε να επισημάνω πως οι Αμερικανοί είναι εντελώς αρνητικοί ως προς τη Ρωσία. Ο δρόμος είναι λοιπόν μακρύς. Εκείνο που βλέπω να χρειάζεται στο χώρο μου, είναι να δημιουργήσουμε ένα λογοτεχνικό περιοδικό Ρωσοαμερικάνικο, το οποίο θα δημοσιεύεται και στις δύο χώρες και στο οποίο θα γράφουν Αμε ρικανοί και Ρώσοι διανοούμενοι. Θα ήταν νομί ζω μια προσπάθεια για να γνωρίσουμε ο ένας τον άλλον. Διαφορετικά θα μείνουμε με την άγνοια που έχουμε σήμερα. Βέβαια υπάρχει και αυτή η κυριαρχία της εμπορικότητας στην Αμε ρική που δεν βοηθά προς αυτήν την κατεύθυνση. Καταλήγοντας, θα ήθελα να τονίσω και πάλι πως οι υπερδυνάμεις πρέπει να γνωρίσουν η μία την άλλη. Μόνο η αλληλογνωριμία μπορεί να βοηθήσει στη λύση των προβλημάτων που υπάρ χουν μεταξύ τους. Γι’ αυτό και ο ρόλος της κουλ τούρας σήμερα γίνεται ολοένα και πιο σημαντι κός, μια και είναι καθοριστικό στοιχείο στη γνω ριμία και στην επικοινωνία.
Η ΜΑΖΙΚΗ κουλτούρα δεν μπορεί να αντικατα στήσει τη λογοτεχνία. Δεν πρέπει και δεν θα
ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΜΠΑΣΑΝΤΗΣ
Εδώ ο Γιεφτουσένκο έκλεισε τη συζήτηση-συνέντευξη με τους φοιτητές του Πρίνστον. Όμως είχε τη λίγη ακόμα υπομονή να απαντήσει σε δύο-τρεις προσωπικές ερωτήσεις που του έθεσα κατ’ ιδίαν.
lABAZfl ε
πιΑ o
μαρξιστική θεώρηση ενός μη μαρξιστικού πανοράματος των ελληνικών εκλογικών συστημάτων r-r-Λ ΑΝΤΩΝΗ Μ. ΠΑΝΤΕΛΗ (ΜΕ ΤΗΝ ΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ν Λ -Λ TOY MIX. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ): «Τα ελληνικά εκλογικά συστή
ματα και οι εκλογές (1926-1985) στον ηλεκτρονικό υπολογιστή». Αθήνα, Ν έ α Σ ύ ν ο ρ α , 1988. Σελ. 426.
ρόκειται για νομικό βιβλίο, που όμως το θέμα του προδίνει μια ιδιομορφία, έτσι που να μπορεί κανένας να το θεωρήσει ταυτόχρονα πολιτικό ή ακόμα και ιστορικό. Γιατί σ’ αυτό, αναπό φευκτα, συμπλέκονται η νομική επιστήμη, η πολιτική επιστήμη, η κοινωνιολογία και η ιστορική επιστήμη και όπου η χρησιμοποίηση των ηλεκτρονικών υπολογιστών δίνει άλλες διαστάσεις. Αν και νομική, λοιπόν, αυτή η εργασία, είναι εύκολη και για τον μη νομι κό και ενδιαφέρει κάθε Έλληνα ψηφοφόρο και οπωσδήποτε συνιστά ένα εργαλείο χρήσιμο για κάθε ερευνητή ή ασχολούμενο με τη σύγχρονη ελληνική ιστορία, την πολιτική και την κοινωνιολογία, καθώς μ’ αυτόν το συνδυασμό δικαίου-μαθηματικών-επιστήμης ηλεκτρονικών υπολογιστών φωτίζει με ιδιαίτερο τρόπο ορισμένες πλευρές της περιόδου 1926-1985. Στην εργασία αυτή υπάρχουν απροσδόκητες απαντήσεις σε «κλασικές» ερωτήσεις ή ακόμα και απροσδόκητες ερωτήσεις. Ο ψηφοφόρος, ο οποιοσδήποτε πολίτης, θα βρει εκεί την απάντηση σε πολλά του ερωτήματα και ιδιαίτερα θα δει καθαρά, μέσα από την πολυπλοκότητα (και την ασάφεια που σ’ ένα πρώτο επίπεδο φαίνεται σαν να προκύπτει μερικές φορές για τον μη ειδικό), σε ό,τι αφορά τη «λογική» του άλφα ή βήτα εκλογικού συστήματος και του μηχανισμού του. Ο Σαρτρ - νομίζω - έχει πει ότι ένα έργο τέχνης ή ένα πνευματικό έργο, από τη στιγμή που φεύγει από τα χέρια του δημιουργού του, μπορεί να γεννήσει ερμηνείες ή να προκαλέσει ερωτήματα και απαντήσεις ή και να θίξει θέματα που ο δημιουργός του ούτε καν τα είχε φαντασθεί ή και πιθανό νά μην τα είχε θελήσει. Έτσι, από την πλευρά του αναγνώστη το βιβλίο αυτό μοιραία θα προκαλέσει τις προσωπικές κρίσεις και σκέψεις ενός πολίτη που έχει ζήσει τουλάχιστον το δεύτερο μισό της περιό δου που πραγματεύεται ο συγγραφέας και που θα έχει μελετήσει με μια δική του οπτική το πρώτο μισό.
Π
πο%
τι ΚΗ
74/επιλογή εδομένου του, «ως εκ της φύσεως» του βιβλίου, έντονου πο λιτικού χρώματός του, πρέπει να τονιστεί η εμφανής προ σπάθεια του συγγραφέα να κρατήσει έντιμη πολιτική «ουδετερό τητα», που πετυχαίνει σχεδόν απόλυτα, ίσως όμως θα ήταν χρήσι μη, από την πλευρά του, η έστω και μικρή αναφορά στα εκλογικά συστήματα των χωρών, που τα συντάγματά τους έχουν επηρεάσει κατά καιρούς, από το 1926 και ιδιαίτερα από το 1968, τα ελληνικά συντάγματα.. «Φυσικά», ο συγγραφέας δεν εξετάζει το θέμα του από την «οπτική» της πάλης των τάξεων - αδιάκοπη, οξύτατη και εντονότατη στην περίοδο που εξετάζει - ούτε τις κοινωνικές δια λεκτικές ενότητες και αντιθέσεις του. Αλλά, ο αναγνώστης οδηγεί ται σε τέτοιου είδους συλλογισμούς, γιατί είναι συνεχής η διαπί στωση ότι το εκάστοτε επιλεγόμενο εκλογικό σύστημα, διαμορφώ νεται και προσαρμόζεται στις ανάγκες του κοινωνικού στρώματος που ελέγχει ή και «ασκεί» την εξουσία. Και διαπιστώνεται, σχεδόν πάντα, ότι στο σχεδίασμά αυτού του εκλογικού συστήματος επι διώκεται ένα μέγιστο και ένα ελάχιστο αποτέλεσμα. Και το μεν μέ γιστο είναι η διατήρηση της εξουσίας μέσω του πολιτικού κόμμα τος που θεωρείται ότι εκφράζει κατά τον καλύτερο τρόπο τα συμ φέροντα του κοινωνικού στρώματος που κρατά, «ασκεί» ή ελέγχει την εξουσία. Το δε ελάχιστο είναι το πέρασμα της εξουσίας αυτής, της πολιτικής εξουσίας, στην περίπτωση που το πρώτο νικηθεί, σε ένα άλλο κόμμα ή συνδυασμό κομμάτων και πολιτικών ομάδων, που δεν αμφισβητεί τις θεμελιώδεις βάσεις του κοινωνικού συστή ματος, δηλαδή, ούτε την οικονομική του δομή, ούτε την κοινωνική του δομή, ούτε την πολιτειακή του οργάνωση. Από την άποψη αυ τή, μόνο οι εκλογές του 1953 αποτέλεσαν «έκπληξη» και λάθος υπολογισμών, αλλά και ίσως «πρόωρη γέννα», για τον κόσμο που έβγαινε από τα συντρίμμια της προδομένης αντίστασης 1941-1944 και του εμφυλίου πολέμου. Το λάθος στους υπολογισμούς, σχετι κά με τις εκλογές του 1958, δεν ήταν τόσο στο εκλογικό σύστημα, όσο στην ψυχολογική κατάσταση του ελληνικού λαού, ενός μεγά λου μέρους του εκλογικού σώματος, που λειτούργησε σαν «απρό βλεπτος παράγοντας». Σε σχέση με τα παραπάνω, οι εκλογές του 1981 - που έτσι κι αλ λιώς αποτελούν σταθμό και την αρχή ενός νέου κεφαλαίου στην Ιστορία μας - δεν αποτέλεσαν έκπληξη για το «κατεστημένο», για τί είχε προετοιμασθεί για το αναπόφευκτο πια - τότε, το 1981 γεγονός της ανόδου νέων πολιτικών δυνάμεων, που εκφράζουν τις κοινωνικές κυρίως αλλαγές που άρχισαν να αναπτύσσονται μετά το 1952, με ολοένα επιταχυνόμενο ρυθμό κάι την αναπόφευκτη πραγματοποίηση της απαίτησης - εθνικής ανάγκης για σταμάτημα του μονομερούς εμφυλίου πολέμου που συντηρούσε η δεξιά και τον εκσυγχρονισμό, οικονομικό-πολιτικό-κοινωνικό-πολιτειακό, του κοινωνικού στρώματος-κατεστημένου. Χαρακτηριστικά, σχετικά με τα εκλογικά συστήματα και τα πα ραπάνω, ο συγγραφέας δέχεται και γράφει στη σελίδα 21: «Υπάρ χει ένας παράγοντας που επηρεάζει σημαντικά την επιλογή του ψηφοφόρου και που ήταν αδύνατο να απομονώσουμε. Ο ψηφοφό ρος επιλέγει τι θα ψηφίσει λαμβάνοντας υπόψη και το εκλογικό σύστημα που ισχύει κάθε φορά. Η μελέτη μας αγνοεί συνειδητά αυτή την πραγματικότητα που δεν ελέγχεται». Πίσω από την έντι μη αυτή και ειλικρινή, από την πλευρά του συγγραφέα, διαπίστω ση, κρύβεται η πραγματικότητα του μόνιμου εκλογικού εκβιασμού σε βάρος μεγάλης μερίδας του εκλογικού σώματος. Εκβιασμός που γίνεται αντιληπτός αμέσως, από το γεγονός, ότι το εκλογικό σύστη μα, συνήθως επιβάλλεται από την πλειοψηφία με τη .συμφωνία ή την «αιδήμονα» ανοχή της αντιπολίτευσης, ή με την «ανώδυνη»
Δ
ΤΑ
ΕΛΛΗΝΙΚΑ
Ε ΚΛΟΓΙΚΑ Σ Υ Σ Τ Η Μ Α Τ Α
ΚΑΙ 01 ΕΚΛΟΓΕΣ
επιλογη/75 αντίθεσή της, μόνο και μόνο για τακτικούς πολιτικούς στόχους. Και αυτό οδηγεί στη σκέψη, ότι ίσως σ’ αυτό το σημαντικό βιβλίο, θα έπρεπε να προστεθεί κάποιο κεφάλαιο σχετικά με τις άγνωστες και απροσδιόριστες παραμέτρους, όπως την ψυχολογία, την ψυ χοσύνθεση του εκλογικού σώματος και τους κυριότερους παράγο ντες που την επηρεάζουν. συγγραφέας - με την τεχνική βοήθεια του καθηγητή Μ. Τριανταφύλλου - αναλύει τα διάφορα εκλογικά συστήματα που ίσχυσαν στις;από το 1926 ως το 1985,εκλογές. Ίσως μια ανά λυση και αναφορά στα δημοψηφίσματα της περιόδου αυτής να συ μπλήρωναν την εικόνα. Αλλά οπωσδήποτε, μέσα από την ανάλυση των εκλογικών συστημάτων - με πληθώρα παραπομπών και πλού σια βιβλιογραφία - γίνεται καταγραφή των πολιτικών δυνάμεων και πολιτικών σχηματισμών από το 1926 ώς το 1985 και, θα έλεγα, επίσης, καταγραφή της εξέλιξης του «κλάδου» της νομικής «Επι στήμης» των εκλογικών συστημάτων. Την όλη εικόνα συμπληρώνει η ενδιαφέρουσα σκέψη του συγ γραφέα να ερευνήσει, να μελετήσει τα αποτελέσματα - τα πιθανά, αποτελέσματα - που θα είχε η εφαρμογή του α ή β συστήματος σε όλες τις άλλες εκλογικές αναμετρήσεις από εκείνη όπου αυτό εφαρμόστηκε. Βέβαια, εδώ ο κίνδυνος είναι μεγαλύτερος, κίνδυ νος λάθους, γιατί το εκάστοτε εκλογικό σύστημα εφαρμόζεται μέ σα σε μια «ατμόσφαιρα εποχής». Ό πω ς και να ’ναι, εδώ «χτυπά στα μάτια» και εμφανίζεται το μεγάλο δράμα και η μεγάλη απάτη της ελληνικής κοινωνίας. Ό τ ι. στην πραγματικότητα, τα κόμματα της δεξιάς και ώς ένα βαθμό τα λεγάμενα δημοκρατικά ή κεντρώα κόμματα, μέσα στην εξεταζόμε νη περίοδο, δεν αποτελούν στην εμφάνισή τους τίποτα άλλο από απατηλή «αλλαγή ταμπέλας», και όχι φυσιολογική εξέλιξη, για την «εξαπάτηση» ή την κάλυψη της εξαπάτησης ή και του εκβια σμού του εκλογικού σώματος ή μέρους αυτού, δηλαδή του ελληνι κού λαού. Οι ίδιοι άνθρωποι, οι ίδιες πολιτικές δυνάμεις - άσχετα από τις κατά καιρούς λεγάμενες «αποστασίες», που όπως το 1965 έδρασαν κατά καιρούς σαν «στρατηγική ή τακτική εφεδρεία» της Δεξιάς, - βρίσκονται κάθε φορά πίσω από την «ταμπέλα». Έτσι, το Λαϊκό Κόμμα μεταμφιέσθηκε σε «Ελληνικό Συναγερμό». Με τη σειρά του ο «Ελληνικός Συναγερμός» μεταμφιέσθηκε σε «Εθνική Ριζοσπαστική Ένωση», που και αυτή με τη σειρά της μεταμφιέ σθηκε σε «Νέα Δημοκρατία» και ίσως πλησιάζει ο καιρός για μια νέα αλλαγή της ταμπέλας.
Ο
λλά πέρα από τη μεταμφίεση, την πολιτική απάτη, υπάρχει και το θέμα των «αρχών», που δεν ήταν δυνατό να υπάρξουν και να αναπτυχθούν στα αστικά εκείνα κόμματα, όταν αυτά δεν ήταν παρά προϊόντα συνδυασμού οικονομικών, πολιτικών και άλ λων επιδιώξεων και σκοπιμοτήτων, καθώς και προσωπικών φιλο δοξιών. «Αρχές» με συνέχεια θα μπορούσε να δεχθεί κανένας στο κοινωνικό στρώμα που βρίσκεται πίσω από τα κόμματα αυτά. Ακόμα και η λεγάμενη «δημοκρατική λειτουργία» των τελευταίων χρόνων στα αστικά κόμματα, ίσως δεν είναι τίποτα άλλο από «συνδυασμός» και «τακτοποίηση» των σχέσεων ενός περιορισμέ νου αριθμού «στελεχών», που στηρίζονται από μεγάλες ή μικρές προσωπικές φιλοδοξίες και αντίθετα. Μέσα από την εργασία του κ. Παντελή, για τη συνολική περίοδο που εξετάζεται, βγαίνει μό νο ένα κόμμα με συνέχεια αρχών, το ΚΚΕ, που από την εμφάνισή του ώς τα σήμερα κουβαλά μαζί του τις επιτυχίες του, τις αποτυ-
Α
ΕΛΛΗ ΝΕΣ Κ Λ Α ΣΙΚ Ο Ι
σε μικρό σχήμα Η ελληνική γραμματολογία σε φροντισμένες εκδόσεις με εισαγωγή και φιλολογική επιμέλεια των: Γ. ΒΕΛΟΥ ΔΗ, Κ. ΚΑΦΑΝΤΑΡΗ, Ε. ΜΟΣΧΟΝΑ, Γ. ΠΑΠΑΚΩΣΤΑ, Σ. ΦΩΚΟΥ
Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου Διηγήματα Κώστας Παρορίτης Διηγήματα Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής Διηγήματα Εμμανουήλ Ροΐδης Διηγήματα Δημήτρης Ταγκόπουλος Φιλολογικά πορτρέτα Κωνσταντίνος Χατζόπουλος Ο πύργος τον Ακροπόταμον Ψαλίδας, Βηλαράς Η δημοτικιστική αντίθεση Δημήτριος Βικέλας Λονκής Λάρας Παύλος Καλλιγάς Θάνος Βλέκας Άνδρέας Καρκαβίτσας Λόγια της πλώρης Ανδρέας Αασκαράτος Ποιήματα Παύλος Νιρβάνας Φιλολογικά απομνημονεύματα Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης Αλληλογραφία Κυκλοφορεί σε λίγες μέρες: Ανωνύμου Έρωτος αποτελέσματα Επιμέλεια και πρόλογος: Μ άριο Βίττι
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
76/επιλογη χίες του, τα λάθη του, χωρίς να προβεί ποτέ σε αλλαγή «ταμπέ λας» - από το 1926 - αλλαγή που μ’ αυτήν τα αστικά κόμματα επι χειρούν να καλύψουν την αποτυχία τους και την εξαπάτηση του εκλογικού σώματος. Αβίαστα καταλήγει κανένας στο συμπέρα σμα, που αποτελεί «κοινό τρόπο» και που πριν πολλά χρόνια, πριν τη Δικτατορία, διατυπώθηκε από τον Σπ. Μαρκεζίνη, ρεαλι στή αντίπαλο του ΚΚΕ, ότι στην Ελλάδα μόνο ένα κόμμα αρχών υπάρχει, το ΚΚΕ. Και σε ό,τι αφορά κόμματα, που όπως π.χ. το ΠΑΣΟΚ, παρουσιάζονται σαν «κόμμα-κίνημα», κρίνονται σαν περάσουν με επιτυχία την όποια, φυσιολογικά επερχόμενη εσωτε ρική τους κρίση, είτε σε σχέση με ενδεχόμενη απώλεια της εξου σίας, είτε σε σχέση με αυτή καθαυτή την άσκησή της. Τότε θα φα νεί αν οι αρχές του είναι ισχυρές ή αν οι κοινωνικές και άλλες δυ νάμεις που βρίσκονται πίσω τους θα το υποχρεώσουν σε αλλαγή «ταμπέλας». Καταλήγουμε, λοιπόν, στη μόνιμη ανάγκη - «φυσιο λογικά» - συνεχών εκλογικών «μαγειρευμάτων» σε βάρος των κομ μάτων αρχών και γενικότερα της αριστερός, π.χ. σελ. 177, ή 182183. Αν προσέξει κανένας τα πολυάριθμα στοιχεία που παρουσιά ζονται, αλλά και το βάθος της πρωτότυπης και «μεταφυσικά» λο γικής ανάλυσης του συγγραφέα, θα διαπιστώσει ότι τελικά ο επιδιωκόμενος στόχος κατά του ΚΚΕ στις εκλογικές αναμετρήσεις όταν το κόμμα αυτό είχε τη δυνατότητα να δρα «ελεύθερο», νόμι μο - δεν είναι αυτή καθεαυτή η διατήρησή του σε μικρά εκλογικά ποσοστά - αφύσικα και δυσανάλογα μικρά σε σχέση με το ρόλο του σε όλους τους τομείς που αποτελούν την εθνική ζωή - αλλά ακριβώς, ο ρόλος αυτός να μη βρει ανάλογη ανταπόκριση στο εκλογικό σώμα, κι έτσι να μην ξεπερασθεί το «ιστορικό άχθος» που έχει φορτωθεί το κόμμα αυτό. Κάτι τέτοιο θα είχε ως συνέπεια-εφιάλτη για το κατεστημένο την εκλογική «διόγκωση» του ΚΚΕ, την πραγματική κάλυψη του «χώρου» που δικαιούται και μπορεί να καλύψει σύμφωνα με τις ιδεολογικές του αρχές, του με γάλου χώρου των εργαζομένων με τα χέρια και το μυαλό. πό την ανάλυση των εκλογικών συστημάτων που γίνεται στο βιβλίο αυτό, βγαίνει βέβαια αβίαστα το συμπέρασμα, ότι το Α σύστημα της απλής αναλογικής, όπως ίσχυσε το 1926 ή το 1950, εί ναι το πιο τίμιο, γιατί δίνει τη δυνατότητα εκπροσώπησης και έκ φρασης όλων των πολιτικών και ιδεολογικών ρευμάτων, καθώς και την πραγματική εικόνα της «εσωτερικής» κατάστασης του εκλογικού σώματος. Αλλά, παρ’ όλο που το πρόβλημα είναι ευρύ τατο, επίκαιρο και σχεδόν μόνιμο, θα πρέπει ίσως να δεχθεί κανέ νας την πραγματικότητα - που βγαίνει από την έρευνα του κ. Πα ντελή και είναι και προσωπική μου γνώμη - ότι η απλή αναλογική δεν είναι το σύστημα που θα ήταν δυνατό να γίνει αποδεκτό ως «μόνιμο» εκλογικό σύστημα υπό το ισχύον συνταγματικό και πολι τειακό καθεστώς. Ίσως θα ήταν ωφέλιμο, αν οι συνταγματικές προϋποθέσεις το επιτρέπουν, να θεσπίζονταν με ρητή συνταγματι κή διάταξη, η εφαρμογή της απλής αναλογικής σε κάθε τέταρτη ή πέμπτη εκλογική, αναμέτρηση ή ύστερα από δεδομένο αριθμό ετών, ομαλής φυσικά πολιτικής ζωής. Σίγουρα, η απλή αναλογική έπρεπε να είναι το εκλογικό σύστημα του 1974, ή του 1977, έστω και για μια «Μεταβατική Βουλή». Όμως, δεν είναι αυτό καθαυτό το «εκλογικό σύστημα», που στερεί την αριστερά από την ανάλογη προς την πραγματική της επιρροή κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, αλλά η όλη δομή της ελ ληνικής κοινωνίας, που ο σκελετός της - σύνταγμα κ.λπ. - οργα νώθηκε ακριβώς με αυτό το στόχο. Ήταν και είναι ακόμα, άμεσα ή έμμεσα, αυτά καθαυτά τα εμπόδια ή οι απηχήσεις τους - «νόμι-
ΔΙΟΡΘΩΣΗ γαλλικών κειμέ νων (διατριβές, αρχαιολογικά και φιλολογικά κείμενα). Δα κτυλογράφηση σε Η/Υ γαλλι κών και αγγλικών κειμένων από Γαλλίδα φιλόλογο. Τηλ. 97.51.285 (πρωινά) και 97.07.260 (απογεύματα).
επιλογη/77 μες παραβιάσεις» του Συντάγματος: ιδιώνυμο, πιστοποιητικά κοι νωνικών φρονημάτων, Γ' ψήφισμα, διατήρηση μονομερούς εμφυ λίου ψυχρού πολέμου, μόνιμο άγχος επέμβασης των ενόπλων δυ νάμεων - μόνο προς όφελος της δεξιάς, και μια αντίληψη ίσως έξω από τα ιστορικά διδάγματα και οπωσδήποτε συζητήσιμη (εργατι κή νομοθεσία, οργάνωση συνδικάτων κ.λπ.). Όλο αυτό το πλέγμα της μόνιμης κατάστασης, που μερικές φορές εξελίχθηκε σε «νόμι μη» ή κοινοβουλευτική «δικτατορία», είναι κυρίως που συνέτεινε - και ώς ένα βαθμό συντείνει - στον περιορισμό της κοινοβουλευ τικής εκπροσώπησης της αριστερός, με εργαλείο βέβαια το εκάστοτε εκλογικό σύστημα και την πολιτική διαφθορά, όπου συμ βαίνει ο αριστερός ή δημοκρατικός ψηφοφόρος να ψηφίζει για να εκλεγεί αντίπαλος υποψήφιος - πράγμα που αποδείχνεται με μα θηματική - στην κυριολεξία - ακρίβεια στην εργασία αυτή. Και εδώ, είναι - όπως σε άλλα σημεία και για άλλα θέματα - που ο συγγραφέας έχει θέσει για μια ακόμα φορά, σίγουρα χωρίς να το έχει φαντασθεί ή θελήσει, το μόνιμο πρόβλημα του ειρηνικού (Κοινοβουλευτικού) ή βίαιου (εξωκοινοβουλευτικού) «νόμιμου» τρόπου ανόδου της αριστερός στην εξουσία. Και ακόμα, πιο πέ ρα, αν το κοινοβούλιο πρέπει να είναι, με όλο του το πλέγμα (εκλογές, κοινοβουλευτική πάλη, κοινοβουλευτικός προσανατολι σμός, προσανατολισμός κομμάτων, δημοσιοϋπαλληλοποίηση των βουλευτών κ.λπ.) το κύριο μέτωπο πάλης για την εργατική τάξη και τους εργαζόμενους γενικότερα, ή αν το κύριο μέτωπο πρέπει να είναι ο εξωκοινοβουλευτικός αγώνας, χωρίς «εξευγενισμό» της ταξικής πάλης. ομίζω ότι, στη σελίδα 218 η άποψη του συγγραφέα σχετικά με την πιθανή εξέλιξη του Μεταξά είναι κάπως αυθαίρετη και οπωσδήποτε συζητήσιμη, για πολλούς λόγους που δεν μπο ρούν να αναπτυχθούν εδώ, αλλά που ο αναγνώστης σίγουρα θα επισημάνει. Σχετικά με τις εκλογές του Ιούνη 1935, μετά από τα μέσα προδομένο κίνημα και τους λόγους που ώθησαν τον.Βενιζέλο στην απόφαση αποχής, νομίζω ότι το ζήτημα είναι πάντα ανοιχτό. Όσο για τις εκλογές του 1946, νομίζω ότι ο συγγραφέας δε θέλησε να πάει πιο «βαθιά», πράγμα λογικό άλλωστε και ίσως σχετιζόμενο με το φόβο ότι θα απομακρύνονταν από το κεντρικό του θέμα και τη νομική του πλευρά. Αντίθετα, για τις εκλογές του 1961, ο συγγραφέας, παρ’ όλο που δεν πείθει ότι ο ίδιος έχει «πεισθεί». προχωρεί πιο πέρα, προσπαθώντας πάντα με εκπληκτική ειλικρί νεια, να αναλύσει τα γεγονότα. Αλλά και εδώ προκύπτει το ερώ τημα, κατά πόσο είναι δυνατό να υπολογισθούν τα πραγματικά αποτελέσματα βίας, όχι μόνο εκλογικής, κρατικής βίας, αλλά ακό μα και κρατικής τρομοκρατίας - μακρόχρονης και μόνιμης - και της εκλογικής νοθείας. Όσο για τις εκλογές του 1974 - που κυ ρίως αυτές καθ’ εαυτές και όχι τόσο το αποτέλεσμά τους - αποτέλεσαν την επισημοποίηση, την επικύρωση της ήττας των ενεργών αντιδικτατορικών δυνάμεων, ήττας που πραγματοποιήθηκε στο διάστημα από το πραξικόπημα στην Κύπρο ώς το σχηματισμό και τη σταθεροποίηση της κυβέρνησης Καραμανλή, δηλαδή από τις 15 ώς τις 30 Ιουλίου 1974, και το αποτέλεσμά τους ήταν προδιαγραμμένο και το προβλεπόμενο, δεδομένης της τότε ψυχολογικής κατά στασης των Ελλήνων και των ενόπλων δυνάμεων. Νομίζω ότι ένα, το πιο βασικό, από τα συμπεράσματα του ανα γνώστη του εξαιρετικά ενδιαφέροντος αυτού βιβλίου θα είναι ότι. οι εκλογές λειτούργησαν σχεδόν πάντα, με ελαφρή απόκλιση το 1933 και έκπληξη το 1958, μέσα στο πλαίσιο των σχεδίων και των επιδιώξεων αυτών που προετοίμασαν τα διάφορα εκλογικά συ-
Ν
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΔΟΚΙΜΙΑ Τέρι Ήγκλετον Εισαγωγή στη θεωρία της λογοτεχνίας
Παναγιώτης Γετίμης Οικιστική πολιτική στην Ελλάδα
Άντονι Γκίντενς Πρόλογος:
Θωμάς Κονιαβίτης Εισαγωγή στην κοινωνιολογία
Βασίλης Δρουκόπουλος Η άνιση πρόσβαση
Αίγλη Κομίλη Βασικές αρχές & μέθοδοι επιστημονικής έρευνας στην ψυχολογία
Γιάννης Παπαμιχαήλ Μάθηση και κοινωνία
Στάμος Παπαστάμου Εγχειρίδιο κοινωνικής ψυχολογίας Η κοινωνική επιρροή Διομαδικές σχέσεις Ψυχολογιοποίηση
Κώστας Σταμάτης Ο νομικός Γιάνης Κορδάτος
Δημήτρης Τζιόβας Οι μεταμορφώσεις του εθνισμού και το ιδεολόγημα της ελληνικότητας στο μεσοπόλεμο
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
78/επιλογη στήματα και το αποτέλεσμα ήταν σχεδόν πάντα το επιδιωκόμενο. Οπωσδήποτε, τέλος, πρόκειται για βιβλίο εξαιρετικά ενδιαφέ ρον, μόνιμης επικαιρότητας, χρήσιμο, διδακτικό, πληροφοριακό, ένα βιβλίο που διαβάζεται εύκολα και ευχάριστα. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΣ ΓΕΡΟΖΗΣΗΣ
η γοητεία των εκδόσεων για τον κινηματογράφο Γ ΤΛ ΘΩΜΑ ΜΠΟΤΙΝΑ: Η κ ρ υ φ ή γο η τεία το ν κινη μ α το γρ ά φ ο ν. Αθή-
να. Π α ρ α σ κ ή ν ι ο , 1988. Σελ. 194.
ο βιβλίο αυτό είναι το αποτέλεσμα μιας πείρας του συγγρα φέα ως «μαθητή» και «δασκάλου». Ο ίδιος τελείωσε το τμήμα Σκηνοθεσίας στην ιστορική Σχολή Σταυράκου και δίδαξε στον Κι νηματογραφικό Τομέα του Πολιτιστικού Ομίλου Φοιτητών του Πανεπιστημίου Αθήνας. Εραστής του κινηματογράφου και ανή συχος συμβάλλων «στην προσπάθεια για την ανάπτυξη της κινη ματογραφικής παιδείας στον τόπο μας». Αυτά συνάγονται και απ’ την ανάγνωση της εισαγωγής και του κυρίως κειμένου. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο ο συγγραφέας επιχειρεί να συμπυκνώ σει βασικές γνώσεις τεχνικής, αισθητικής, οικονομίας, ακόμη και ιστορίας του κινηματογράφου. Σε περιορισμένο, για τον όγκο των θεμάτων, αριθμό σελίδων. Το βιβλίο αυτό το διάβασε και το κρίνει ο γράφων με αληθινό ενδιαφέρον. Όσες παρατηρήσεις θα κάνει αποσκοπούν μόνο στο να θέσει τους δικούς του προβληματισμούς απ’ την ανάγνωση και μόνο. Ό χ ι να υποβαθμίσει ή να αναπληρώσει το έργο του συγ γραφέα του. Εφόσον ο ίδιος αναγνωρίζει ως πηγή των πληροφοριών του τη βιβλιογραφία που παραθέτει (απ’ την οποία δε θα έπρεπε νομίζω να λείπουν τα δύο βιβλία του δασκάλου Γιώργου Διζικιρίκη «Τέ χνη και Τεχνική στον κινηματογράφο» - δύο πολυγραφημένοι τό μοι - και «Λεξικό αισθητικών και τεχνικών όρων του κινηματο γράφου» - δύο τόμοι εκδ. Αιγόκερως -, επίσης το βιβλίο του Da niel Arijon «Η γραμματική της φιλμικής γλώσσας» δύο τόμοι, εκδ. Πλάνο), ορθό θα ήταν, νομίζω, να ονομάζει ειδικά στα συγκεκρι μένα σημεία του κειμένου το καθένα απ’ τα βιβλία αναφοράς. Αυ τό όχι για να ξεχωρίζουν οι δικές του απόψεις, αλλά για να κατα λογίζονται και τα ενδεχόμενα λάθη. Έτσι π.χ. σε ποιον ανήκει η ασκετά ασαφής διχοτόμηση του κινηματογράφου σε «ακαδημαϊκό» και «μοντέρνο» και γιατί έγινε μ’ αυτό τον τρόπο; Γιατί το μοντέρ νο στον κινηματογράφο δεν ήταν μόνο φαινόμενο της δεκαετίας του ’60 (μετά τον Αντονιόνι και τον Γκοντάρ, όπως σωστά επιση μαίνει ο συγγραφέας, σελ. 178 και αλλού). Η γαλλική αβάνγκάρντ, η λεγάμενη και «πρώτη» (1920-1925), π.χ. ήταν, νομίζω, ένα μοντέρνο κίνημα για την εποχή της (αυτό βγαίνει κι απ’ το ίδιο το βιβλίο, σελ. 166, 170). Το ίδιο, ένα μέρος απ’ τον μετεπαναστατικό (1927-1930) σοβιετικό κινηματογράφο, Τζίγκα Βερτώφ, με Ζαν Βιγκό και άλλους βέβαια Ευρωπαίους συναποτελούν την
Τ
επιλογη/79 «τρίτη» αβάν-γκάρντ (πάλι υπάρχει σημείωση στο βιβλίο, σελ. 170-171). Αυτή η ιστορική κυρίως αποσαφήνιση δε γίνεται νομίζω στο βιβλίο. Ένα αισθητικό πρόβλημα που σχετίζεται πάλι με το μοντέρνο είναι: Γιατί να εγκλωβίσουμε τον κινηματογράφο, έστω τον μετά τη δεκαετία του ’60 (βλέπε σελ. 24 επ., σελ. 27-28 και σελ. 162) σε «ακαδημαϊκό» και «δοκιμιακό», όταν αυτή που αποκαλούμε μοντέρνα γραφή έχει πολύ πιο σύνθετες δομές από εκείνη του δοκιμίου. Ας αφήσουμε το ζήτημα ότι στο κινηματογραφικό δοκίμιο παρατηρείται μια στοιχειώδης αφήγηση. Εδώ μπορεί να υποστηρίξει κανείς ακόμη ότι δεν υπάρχουν πια χωριστά είδη γραφής, αλλά έχουν συναινερεθεί ή καταλυθεί τα όριά τους. Κά που ο συγγραφέας προσεγγίζει την ιδέα αυτή γράφοντας για «θο λά όρια» σχετικά με το σενάριο (σελ. 28) και «ασαφή» όρια σχετι κά με το χώρο-χρόνο στο ντεκουπάζ (σελ. 168). να άλλο θέμα που έχει σχέση με την ονομασία του έσω και του έξω φιλμικού χώρου. Νομίζω ότι η ορολογία είναι Espace in και όχι On για το δεύτερο (όπως γίνεται σελ. 128 του βιβλίου, κι αλλού). Γιατί το «έσω» και το «έξω» υπάρχει σε σχέση με το κά δρο, επομένως αν πούμε χώρος επάνω (ΟΝ) στο χώρο ταυτολο γούμε, δεν διακρίνομε. 'Αλλωστε το γραμματικό και νοηματικό αντίθετο του Off είναι το In στ’ αγγλικά1. Ακόμη μια παρατήρηση για το «κλειστό» και «ανοιχτό» κάδρο, απ’ τα οποία το πρώτο αποδίδεται στον «μοντέρνο» και το δεύτε ρο στον «ακαδημαϊκό» κινηματογράφο (σελ. 95, 96). Η διαφορετι κή άποψη που θα μπορούσε να διατυπωθεί' εδώ είναι ότι και στις δύο μορφές κινηματογραφικής γραφής, το κάδρο είναι και κλει στό και ανοιχτό, αφού η λειτουργική σχέση μεταξύ έξω (Off) και έσω (In) φιλμικού χώρου είναι ιστορικά δεδομένη. (Ο Νοέλ Μπερς π.χ. μελετά τους δύο χώρους με βάση την ταινία του Ζαν Ρενουάρ Νανά). Εκείνο που θα μπορούσαμε μάλιστα να προσθέ σουμε είναι ότι η εκφραστική (στυλιστική) αξιοποίηση του έξω (Off) φιλμικού χώρου χαρακτηρίζει το μοντέρνο (μετά το ’60) κι νηματογράφο. Κλείνοντας αυτό τον κύκλο παρατηρήσεων που σχετίζονται με το «ακαδημαϊκό» και το «μοντέρνο» θα πρέπει να σημειώσουμε τη γενικά πολύ εύστοχη περιγραφή (κεφάλαιο 10 και 11) του χώρου και του χρόνου ως εκφραστικών (στυλιστικών) στοιχείων της δο μής του φιλμικού κειμένου (π.χ. η τριπλή μορφή του έξω φιλμικού χώρου, σελ. 123). Με μια μικρή παρατήρηση σχετική με την «αλ λαγή πλάνου». Η μεγάλη αυτή τεχνική κι αισθητική κατάκτηση εφαρμοσμένη στην πράξη δεν έχει, νομίζω, ως αποτέλεσμα πρώτι στο και αναγκαίο τη «σύγκρουση» (σελ. 100, 116 και αλλού), αλλά την «ασυνέχεια» (χωρική ή χρονική). Η σύγκρουση είναι άλλης τάξης αποτέλεσμα επόμενο της ασυνέχειας των πλάνων, ή κι ανε ξάρτητο βέβαια απ’ αυτήν, αφού μπορεί να σημειωθεί π.χ. ακόμη και σ’ ένα και το ίδιο πλάνο-ενότητα (πλάνο-σεκάνς). Μια δημιουργική ανάγνωση του βιβλίου του Θωμά Μποτίνα θα μπορούσε να οδηγήσει σε διασαφήνιση και άλλων απόψεων [π.χ. για το «κινηματογραφικό ιδιάζον» (σελ. 102,116) για τους κινημα τογραφικούς κώδικες (σελ. 18), για το λόγο και το διάλογο (σελ. 31), για τη συνολική συμβολή του Γκρίφφιθ (σελ. 168) κ.λπ.] Το βιβλίο του είναι ένα εύχρηστο και χρήσιμο εγχειρίδιο γενι κών γνώσεων για τον κινηματογράφο. Γραμμένο όμορφα (δυό τρεις εκφράσεις σελ. 124, 125, 156 θα μπορούσαν να απαλειφθούν), και καταληπτά. Το ασθενέστερο κεφάλαιο του βιβλίου εί ναι το 14ο (Η δομή του φιλμ), ενώ το κεφάλαιο 12ο (Η σύνδεση των πλάνων) το πληρέστερο. Το κεφάλαιο 15ο (Αναφορά στην
Ε
Κ ΑΘ ΗΓΗΤΡΙΑ γερμανι κών, φιλόλογος, απόφοιτος πανεπιστημίου, πα ραδίδει μαθήματα σε αρχάριους και προχωρημένους. Τηλ. 41.74.898 απογεύματα
80/επιλογη ιστορία του κινηματογράφου) θα μπορούσε να λείπει χωρίς να ζη μιώνει το σύνολο. Απ’ τον Θωμά Μποτίνα περιμένουμε μια συνέ χεια στον κινηματογράφο (στο χώρο της παιδείας ή και της πρα κτικής). ΝΙΚΟΣ ΚΟΛΟΒΟΣ Σημείωση 1. Στο βιβλίο του Νοέλ Μπερς, Πράξη τον κινηματογράφον, μετάφρ. Κώστα Σφήκα, εκδ. Παϊρίδη (1982), σελ. 27, χρησιμοποιείται η λέξη «Εντός» (στην αγγλική μετά φραση η λέξη Within). Ο Πασκάλ Μπονιτσέρ στο βιβλίο Le regard et la voix (To βλέμμα και η φωνή). ED. U.G.E., 10/18, (1976), 15 SUIV, επισημοποιεί τον όρο, αναφερόμενος μάλιστα στον Μπερς, και διακρίνει Espace in και Espace off.
ασυνήθιστη προσφορά Ασυνήθιστες ιστορίες (I. Δημήτριος Βικέλας, Τα Δύο Αδέλφια, σελ. 104. 2. Μιχαήλ Μητσάκης, Αντόχειρ, σελ. 56. 3. Αλεξάνδρα Παπαδοπονλου, Διηγήματα, σελ. 96. 4. Χρηστός Χρηστοβασίλης, Ο Κοντσογιάννης στα Γιάννινα, σελ. 72. 5. Δημήτριος Γρ. Καμπονρογλους, Ο τρελλός της Αθήνας και άλλα διηγήματα, σελ. 96. 6. Εμμανουήλ Στ. Λυκονόης, Η κωμόπολις Φθειρία, σελ. 96. 7. Ιωάν νης Κονδυλάκης, Ο Μαύρος γάτος και άλλα διηγήματα, σελ. 96. 8. Ιωάννης Μ. Δαμβέργης, Ομογάλακτος αδερφός της, σελ. 80. 9. Αθανάσιος Θ. Γκράβαλης, Της Μαντζονράναινας το χάλασμα και άλλα αφηγήματα, σελ. 96). Επιλογή-επιμέλεια Ε.Χ. Γονατάς. Αθή να, Σ τ ι γ μ ή , 1987-1988. 16ο.
τομίδια των εκδόσεων «Στιγμή», που κυκλοφο αυτόν τον καιρό με κείμενα διηγημάτων, από την αρχή Τ αρούνκαλαίσθητα σχεδόν της δημιουργίας του λογοτεχνικού αυτού είδους στον τόπο μας, υποβάλλουν μια διπλή, αντιφατική στην ουσία της, εντύπω ση: απ’ τη μια, τη χαρούμενη έκπληξη, που ένας εκδοτικός οίκος αναλαμβάνει να παρουσιάσει κείμενα «παραγνωρισμένα ή εντελώς ξεχασμένα πλειάδος αξιόλογων διηγηματογράφων και λογογρά φων, που το έργο τους ή μέρος του έργου τους είναι δυσεύρετο ή δυσπρόσιτο για το ευρύ αναγνωστικό κοινό», όπως λέει ο επιμελη τής στο Προοίμιό του (βλ. «Τα Δυο Αδέλφια», σελ. 10), τη στιγμή που το ενδιαφέρον του εκδοτικού αυτού οίκου εστιάζεται κυρίως σε σύγχρονα έργα (μελέτες, αφηγήματα, ποιήματα, άνισης κάποτε αξίας...), κι απ’ την άλλη, τη θλίψη, που εκπηγάζει απ’ αυτές ακριβώς τις διαπιστώσεις, για το ότι πολλά (ή όλα τα) έργα σημα ντικών πεζογράφων μας είναι σήμερα λησμονημένα, δυσπρόσιτα και δυσεύρετα. Δεν ξέρω αν ο επιμελητής με τις διαπιστώσεις αυ τές επιδιώκει ένα είδος επ ζαφοράς ή κάποιαν, ας το πούμε έτσι, αποκατάσταση δειγματοληπτική μέσ’ από τις «ασυνήθιστες» αυτές ιστορίες, που το ενδιαφέρον τους είναι εγγενές. Εκείνο που έχει να πει κανείς είναι ότι όλος αυτός ο πλούτος της λογοτεχνίας μας - που τα τομίδια αυτά αποτελούν ελάχιστο δείγμα του - παραμέ νει άγνωστος και θαμμένος στα ράφια της αδιαφορίας και της ματαιοδοξίας μας. Ο «Έλλην», το «πονηρότερον καί τό μάλλον ευ κόλως έξαπατώμενον εξ όλων τών ζώων» (όπως λέει ο Μητσά κης),1 έχει κάνει να λάμψει κι εδώ η πονηριά του αλλά και η αφέ λειά του: κατόρθωσε να μη γίνεται λόγος καθόλου για τους κλασι-
πεζό
%»
επιλογη/81 κούς της νεοελληνικής μας λογοτεχνίας, κι όταν ακούει κάτι γι’ αυτούς μιλάει με έσχατη περιφρόνηση για «νεκρανάσταση» ή για «επιστροφή στο παρελθόν», νομίζοντας, στην αφέλειά του, ότι με τον τρόπο αυτόν θα σβήσει και θα χαθεί ένα σημαντικό ιστορικό τμήμα της πνευματικής μας ζωής, που μέσ’ από αντιφάσεις, αντι ξοότητες και αντιστάσεις, δημιούργησε το νεότερο πολιτισμό μας. Βέβαια, οι αξίες δε χάνονται, η δικαίωση της ζωής διαμορφώνει την αντιμετώπιση του κοινωνικού συνόλου απέναντι σ’ αυτές, και η ανάγκη, κάποτε, για μιαν ουσιαστική αισθητική, διαρρηγνύει το εφήμερο και αστραφτερό τείχος που ορθώνουν οι διάφοροι κήν σορες των λογοτεχνικών μας πραγμάτων (γιατί έχουμε αποχτήσει κι απ’ αυτό το είδος «έλλήνων») και αναζητά την αλήθεια, που τα σημερινά κενολογήματα, στην πλειοψηφία τους, δεν την ξέρουν. Κι όσο κι αν η προώθηση κάποιων έργων ή ονομάτων πάνω σ’ αυ τή την κατασκευασμένη tabula rasa, γίνεται με τον πιο προκλητικό και διαβρωτικό τρόπο, μέσα σε μια μεθοδευμένη πνευματική κα τανάλωση, όπου τα πάντα ελέγχονται με μοναδικό κριτήριο την οικειοποίηση απόψεων που κυκλοφορούν έντεχνα και τη μόνιμη αναφορά σ’ αυτά τα έργα, τα πρόσωπα και τα κείμενα (όπως ακριβώς σε περιόδους δικτατορίας είναι κανείς υποχρεωμένος να επαναλάβει στα λεγόμενό του τα συνθήματά της), μολαταύτα υπάρχει πάντα κάποια διαφορετική αντιμετώπιση, που παίρνει τη μορφή μιας αντίστασης. Η παρουσίαση των κειμένων αυτών από τη «Στιγμή» (ή και άλλων συναφών από άλλους εκδοτικούς οί κους),2 είναι ένα είδος αντίστασης στην καθημερινή διάβρωση και απομάκρυνση από τις πηγές του πολιτισμού μας. Η πολιτεία, που πρώτη αυτή, θα ’πρεπε να ενδιαφερθεί για τους νεοέλληνες κλασι κούς (κι όχι μονάχα της λογοτεχνίας, αλλά και της διανόησης γε νικότερα), παραμένει ένας προβληματικός θεατής, καθώς τα διαφέροντά της στρέφονται σε άλλες μέριμνες... Κι ένας αχαρακτήρι στος λαϊκισμός ευνοεί αυτό το αντιπνευματικό κλίμα, που καλ λιεργείται όχι μόνο απ’ αυτήν, αλλά και από τους ειδικούς φορείς, λογοτεχνικά σωματεία και ενώσεις και συλλόγους, κι όλους αυ τούς τους εσμούς της ματαιοδοξίας και της πρόσκαιρης φήμης... Η παρουσίαση ωστόσο των πεζογραφημάτων αυτών έχει και μιαν άλλη όψη, που θα πρέπει να σταθεί κανείς. Εννοώ τη γλωσ σική τους μορφή, που ποικίλλει από συγγραφέα σε συγγραφέα κι ωστόσο, και μ’ όλη την επιφαινόμενη διαφορά, μ’ όλη την έντονη δημιουργία, μέσ’ απ’ αυτήν, προσωπικού ύφους, μένει κανείς με την εντύπωση, ότι το γλωσσικό όργανο στα χέρια των ταλαντού χων αυτών συγγραφέων αποχτά μιαν αυτοδυναμία, που προσδιο ρίζει, ακριβώς, την ιδιαιτερότητα, αλλά συνάμα περιέχει και το μέγιστον μάθημα της αποτελεσματικότητάς του: βλέπει κανείς και αποκτά το ενιαίο που η γλώσσα, και μ’ όλες τις διάφορες μορφές της (η προσεγμένη καθαρεύουσα του Βικέλα, του Δαμβέργη ή της Παπαδοπούλου, η πληβειακή λογία του Μητσάκη, η μικτή του Κονδυλάκη, του Καμπούρογλου ή του Λυκούδη, η ατόφια δημοτι κή του Κονδυλάκη ή του Γκράβαλη, με τους τρισχαριτωμένους ιδιωματισμούς της) εμπερικλείει στη δυναμική της και αποτελεί με τον τρόπο της το πιο ζωντανό κληρονόμημα του πολιτισμού μας, που όλες αυτές οι μορφές της λειτουργούν συμφυώς επάνω στην έκφραση του εσωτερισμού και χαρακτηρίζουν την τεχνική και την ουσία των έργων (αυτά τα δυο δε χωρίζονται), είναι μ’ άλλα λόγια το σημείο του αισθητικού τους προσανατολισμού'. Το δίδαγμα αυτό αν το κατανοήσει κανείς, δεν έχει παρά να σταθεί με σκεπτικισμό απέναντι στη σημερινή ευκολία που γράφο νται τα πεζογραφήματα και τα ποιήματα (κυρίως αυτά) και ν’ αναλογιστεί με πόση ανευθυνότητα σήμερα πιάνει κανείς το καλά
82/επιλογη μι για να επικοινωνήσει με τους άλλους. Οι συγγραφείς εκείνοι ήταν μοναδικοί κάτοχοι του εκφραστικού τους υλικού, ήταν, για να το πούμε απλά, «γραμματιζούμενοι»,3 μ’ όλο το βάθος και το πλάτος της έννοιας αυτής της λέξης. Η κατοχή του εκφραστικού τους μέσου, τους οδήγησε στην προσωπική τους περιοχή, δημιούρ γησαν την ιδιαιτερότητα και το ύφος τους, σε αντίθεση με τη ση μερινή ισοπέδωση, που φέρνει η τεχνολογική άγνοια του γλωσσι κού οργάνου από πάμπολλους, κατ’ ευφημισμό λεγάμενους, συγ γραφείς. Κι από την άποψη αυτή, η παρουσίαση των κειμένων αυ τών είναι προσφορά και είναι, απ’ την άλλη, ολέθρια η αδιαφορία της πολιτείας και των ειδικών, για τα έργα αυτά της γλωσσικής μας παιδείας. επιμελητής της έκδοσης (που έκανε και την επιλογή των κει μένων) σημειώνει κάπου, ότι «η μοναδική επέμβαση που έγι νε στα δημοσιευμένα κείμενα, είναι η απλούστευση και ενοποίηση της ορθογραφίας τους» (ό.π., σελ. 12). Ας δηλώσω αμέσως, ότι αυτή η «μοναδική επέμβαση» ίσως θα ’ταν καλύτερο να μη γινό ταν. Γιατί δεν είναι μόνο η γλωσσική μορφή που προσιδιάζει στην εποχή, γενικά, και στον κάθε συγγραφέα ειδικά, όταν το γλωσσι κό όργανο στα χέρια των άξιων αυτών λογοτεχνών καταστάλαζε σε οριστικές μορφές μέσ’ από τις αντιστάσεις που το ίδιο προκαλούσε και οι κοινωνικοί μετασχηματισμοί των καιρών εκείνων επέβαλλαν, και τη διαμόρφωση αντιλήψεων, στάσεων και συμπε ριφορών, δημιουργούσαν από τις εμπειρίες και τα βιώματα την εσωτερική περιοχή και την έκφρασή της. Αυτή η γλωσσική μορφή, τόσο διαφορετική από συγγραφέα σε συγγραφέα, είναι η αποτύ πωση της προφορικής, ενδεχομένως, υπόστασης της γλώσσας και ως γλώσσα εννοείται η προφορική μορφή του εκφραστικού μέ σου, που συχνά συνοδεύεται από κινήσεις, νοήματα και μορφα σμούς, που ο γραπτός λόγος δεν μπορεί ν’ αποδώσει, παρά μόνο περιγράφοντάς τα. Ωστόσο ο γραπτός λόγος, πέρασε κι αυτός από πολλές μορφές και τύπους ώσπου να κατασταλάξει στα γνωστά μας σχήματα και, βέβαια, οι κανόνες που διατυπώθηκαν για τη γραπτή του μορφή, έδωσαν ένα σύστημα πλήρες για τη συνέπεια και την ομοιομορφία των τύπων του. Ίσως, λοιπόν, να ήταν σκό πιμη κι εδώ να παραμείνει η γραπτή αυτή ιδιαιτερότητα στα κεί μενα, για να ολοκληρωθεί κι έτσι το μήνυμα από την παρουσίαση των κειμένων αυτών, στις μέρες μας, μέρες γλωσσικής στέγνιας και αποψίλωσης.4 Ή , εφόσον έγινε η επέμβαση, για την ορθογρα φία, θα 'πρεπε να γίνει (κυρίως για τα κείμενα της λόγιας γραφής) μέσα στα πλαίσια της γλωσσικής ακολουθίας που έχουν οριστικοποιηθεί και όχι μέσα στα πλαίσια μιας γενικής απλούστευσης, που δεν οδηγεί τελικά πουθενά. Και, αφού οι εκδόσεις αυτές είναι γνωστό ότι ακολουθούν το πολυτονικό σύστημα γραφής, που μ’ αυτό έχουν λυθεί πλήθος προβλήματα ορθογραφίας και ακόμα συμφραστικών σχέσεων μέσα στα κείμενα, θα ’πρεπε ν’ ακολουθη θούν οι κανόνες κι αυτά τα σχήματα, που μια μακραίωνη γραπτή παράδοση έχει δικαιώσει. Γιατί με βάση ποιον κανόνα, λ.χ., μπαί νει οξεία στη μετοχή των συνηρημένων (ήγουν, περισπιόμενων!) ρημάτων (ψηλαφών, γελών, μειδιών, εξακολουθών, κινούσα [η], ερωτώσα κ.λπ.); Ακόμα, με βάση ποιον κανόνα η κατάληξη των ρημάτων πριν από το: να, θα, όταν και τα όμοια (πάντα για τη λό για γλώσσα) μπαίνει με ει (να διακοπεί, να εξευρεθεί, να έλθει, να συνοδεύσει) ή με το ο (να δειπνήσομεν, να δέχομαι) ή οι θηλυκές μετοχές οξύνονται στην παραλήγουσα (έλθούσα, συμφωνηθείσαν): Κι ακόμα γιατί, βαθείαν (τότε γιατί όχι και, βαθείς), τήν χείρα
Ο
επιλογη/83 (τότε και, χείρας), ενώ αλλού μπαίνει, μεγαλοπρεπή (γιατί όχι με γαλοπρεπή;). Δε θα ’θελα να επιμείνω, ο αναγνώστης μπορεί να βρει πάμπολλα ανάλογα παραδείγματα.5 Εκείνο που θέλω να πω εδώ, είναι ότι μια επέμβαση για την ενοποίηση της ορθογραφίας (την απλούστευση δεν την καταλαβαίνω) θα πρέπει να γίνεται αφού προηγουμένως καθιερωθεί ένα σύστημα κατακύρωσης των διαφόρων περιπτώσεων και θα παρουσιάζει συνέπεια και ομοιο μορφία. Διαφορετικά αφήνει κενά και δημιουργεί ερωτηματικά, που δύσκολα βρίσκουν μιαν εκλογίκευση στην απάντησή τους. Κι ακόμα κάτι για τον επιμελητή. Γράφει στο προοίμιό του ότι προσπάθησε να επιλέξει κείμενα στο βαθμό που του «επέτρεπε το περιορισμένο σχετικό υλικό που υπάρχει» (ό.π., σελ. 10). Σαν διαπίστωση ίσως είναι αντιφατική με την προγραμματική του δή λωση για την παρουσίαση κειμένων μιας πλειάδας συγγραφέων. Νομίζω, πως το υλικό δεν είναι καθόλου περιορισμένο, αυτό το υλικό που προσιδιάζει στις τελευταίες δεκαετίες του περασμένου αιώνα και στις πρώτες του σημερινού. Ύστερα, το περιορισμένο είναι σχετικό και εξαρτάται από την ποσότητα που έχει κανείς να επιλέξει. Αν αυτή η σειρά περιλάβει αρκετά, ίσως το περιορισμένο να έχει μια δικαιολογία. Μολαταύτα οι πεζογράφοι εκείνων των καιρών και αρκετοί και αξιόλογοι είναι,6 και θα μπορούσε να συμπεριληφθούν εδώ και διηγήματα (ή αφηγήματα) συγγραφέων, γνωστών ή εγκαθιδρυμένών, που είναι άγνωστα ή λησμονημένα, επειδή παραμερίστηκαν από το άλλο έργο τους. Ωστόσο, αυτά που γράφονται εδώ, δεν έχουν τη θέση υπόδειξης - κάθε άλλο. Επισημαίνουν μιαν αντιμετώπιση και μια στάση. Ύστερα, ο επι μελητής, νομίζω, επαρκώς αιτιολογεί την επιλογή του και είναι πέρα για πέρα υπόθεση δική του, το ποια θα κρίνει κατάλληλα για τους στόχους του να συμπεριλάβει στη σειρά του, εφόσον, βέβαια, συνεχιστεί - πράγμα που για κείνον που γράφει όλες αυτές τις γραμμές, είναι προς το παρόν άγνωστο. Η επιλογή, λοιπόν, έγινε μέσ’ από κείμενα συγγραφέων, που έζησαν ανάμεσα στη δεύτερη πεντηκονταετία του περασμένου αιώνα και στην πρώτη του δικού μας,7 εποχές καθοριστικές των ιστορικών εξελίξεων στο χώρο μας τόσο στον τομέα της πολιτικής και της κοινωνικής σχηματοποίησης, όσο και, συνακόλουθα, και της πνευματικής. Το ελληνικό κράτος προσπαθούσε να βρει τους προσανατολισμούς του και να διαμορφώσει τη φυσιογνωμία του. Ήταν η εποχή της αστικής τάξης, που με αφετηρίαν αγροτική, έκανε την επίθεσή της στον ιστορικό χώρο και απεμπολούσε τις παραδομένες αξίες, για να ενστερνιστεί άλλες, που έρχονταν από τη Δύση ή Εσπερία, και που δεν είχε την ικανότητα ν’ αφομοιώσει με επάρκεια και να ενσωματώσει με την κατάλληλη υποδομή στη λειτουργικότητά της. Κι αυτό αντανακλάται πολύ έντονα στη λο γοτεχνία της εποχής, ιδιαίτερα στην πεζογραφία (και στα πεζο γραφήματα αυτά), είναι το σημείο όπου συγκρούονται οι δυο αυ τοί κόσμοι και όπου γίνεται το αποκορύφωμα της αντιπαράθεσης, απ’ όπου, βέβαια, η αστική τάξη και ιδεολογία βγαίνουν ενισχυμένες και κατακυρώνονται στην ιστορική συνείδηση του έθνους με τα μεγαλοφάνταστα οράματα της μεγάλης ιδέας και των φρούδων ελπίδων για εθνική αποκατάσταση σε μιαν ευρεία κλίμακα. Τα τραγικά αποτελέσματα αυτής της εξιδανίκευσης με τη Μικρασια τική καταστροφή και τον ξεριζωμό των χιλιάδων Ελλήνων από τις πατρογονικές τους εστίες, ορίζουν και το σημείο όπου το αδιέξο δο της αστικής ιδεολογίας δημιουργείται από τα ίδια του τα πολι τικά και κοινωνικά ιδεολογήματα. Μέσα σ’ αυτή την αστάθεια και την πολιτική και κοινωνική παλινδρόμηση από το παραδοσιακό στο νεοτεριστικό και από το ιθαγενές στο αλλότριο, οι συγγραφείς
84/επιλογή των δεκαετιών εκείνων προσπαθούσαν να σχηματίσουν το πολιτι στικό πρόσωπο της Ελλάδας, όχι μόνο των μικρών κρατικών ορίων, αλλά και της μείζονος μεσογειακής επιφάνειας, που απλω νόταν τότε ο Ελληνισμός. Η προσπάθειά τους είναι οπωσδήποτε σημαντική και η προσφορά τους ανεκτίμητη. Και, ανεξάρτητα από το βαθμό επιτυχίας του στόχου τους, το έργο τους στέκεται σ’ αυτή την ιστορική τομή ως ένα αξιόλογο επίτευγμα του πνευματι κού μας πολιτισμού. Τα «Δύο Αδέλφια» του Βικέλα, με το στοιχείο του μυστηρίου και της έκπληξης που περιέχουν, με τη συγκρατημένη γλώσσα μιας οικογενειακής εντιμότητας και αξιοπρέπειας και τις λεπτές ψυχο γραφικές τους αναλύσεις, με τον αριστοτεχνικό χαρακτηρισμό των προσώπων και τη λιτή και υποβλητική περιγραφή του χώρου, κα θηλώνουν τον αναγνώστη και του υποβάλλουν την ψυχολογική με τάβαση προς τη δημιουργημένη περιοχή της «ασυνήθιστής» τους ιστορίας. Η τεχνική του διηγήματος, που συνυφαίνεται με το πε ριεχόμενό του, έχει όλα εκείνα τα στοιχεία, που το θέμα θα μπο ρούσε να υπαγορεύσει: φράση απλή και άμεση - μ’ όλη τη λογιο σύνη του συγγραφέα - διάλογο σύντομο και καίριο, περιγραφές σύντομες, αναλύσεις αναγκαίες. Ό λ’ αυτά τείνουν προς την αποκορύφωση, γίνονται συντελεστικά της εξέλιξης, οδηγούν στην αποκάλυψη του μυστηρίου. Ο συγγραφέας του Αουκή Λάρα με το διήγημα αυτό, έδωσε ένα μέρος από τον καλύτερο εαυτό του ως πεζογράφου.
νάμεσα σ’ όλα τα διηγήματα και αφηγήματα της σειράς, ο «Αυτόχειρ» του Μητσάκη ξεχωρίζει, και, μάλιστα, ξεχωρίζει πολύ δυνατά. Εδώ η γλώσσα και το προσωπικό μεταχείρισμά της πετυχαίνουν ένα από τα σημαντικότερα ίσως πεζογραφήματά μας. Η αυτοχειρία ενός ανθρώπου είναι μια λεπτομέρεια μέσα στο με γάλο παιχνίδι, που παίζει η ζωή (και είναι η ίδια), ίσως μια ασή μαντη εξαίρεση των κανόνων του, που δε διαταράσσει παντάπασι τη λειτουργία και την εξέλιξή του, δεν επιφέρει καμία ανωμαλία στην καθημερινή και αιώνια επανάληψη της ζωής, το ενδιαφέρον για την περίπτωση είναι στιγμιαίο, γιατί ύστερα απ’ αυτό κάποιο άλλο γεγονός (ασυνήθιστο ή και συνηθισμένο ακόμα), θα γεμίσει με το περιεχόμενό του τις στιγμές των αστών και την περιθωριακή τους προσήλωση σ’ ό,τι δεν έχει γι’ αυτούς ζωτική σημασία. Και μόνος ο συγγραφέας - ο καθαυτό πρωταγωνιστής της ιστορίας σκέφτεται τον αυτόχειρα, τον σκέφτεται όμως ως περίπτωση μέσα στην αδιαφορία και την αναλγησία της απρόσωπης πολιτείας, όπου οι διάφοροι ανθρώπινοι τύποι εξακολουθούν να πορεύονται με τα δικά τους διαφέροντα, τις έγνοιες, τις φροντίδες, τα αρνητι κά και τα θετικά που η ζωή τούς σωρεύει στο δρόμο της. Κι αυτό το κλίμα δίνεται με τις εκτεταμένες περιγραφές, που συνιστούν και το τοπογραφικό, αλλά και το ψυχολογικό πλαίσιο του συμβά ντος και αποστασιοποιούν από το τραγικό γεγονός - και που σ’ αυτές, ο Μητσάκης είναι μοναδικός. Η όλη δομή του αφηγήματος είναι προδρομική για την πεζογραφία μας και σίγουρα ανεβάζει το συγγραφέα σε επίπεδα αρκετά υψηλά. Ο Μητσάκης εξάλλου, ο τόσο σημαντικός, αλλά «παραγνωρισμένος» κι αυτός συγγραφέας, με το νευρώδες ύφος και τη δύναμη της περιγραφής και της ανά λυσης, αλλά και της δημιουργικής σύνθεσης, στέκεται στο μεταίχ μιο των δύο αιώνων ως χαρακτηριστικό δείγμα της προσπάθειας για τη δημιουργία ενός νεοελληνικού πολιτισμού8 και μιας μορφής στη λογοτεχνική περιοχή.
Α
Μαθήματα Ιταλικής, παραδίδει καθηγήτρια που έχει σπου δάσει ιταλική γλώσσα και κουλτούρα, διερμηνεία και με ταφραστική σε πανεπιστήμια εξωτερικού. Επίσης αναλαμβά νει μεταφράσεις από αγγλικά, ιταλικά και ισπανικά. Τηλ.: 65.21.583.
επιλογη/85 Της Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου τα διηγήματα χαράζουν έναν άλλο προσανατολισμό. Ο αστικός περίγυρος της Κωνσταντινού πολης είναι εδώ το πλαίσιο, που μέσα του μορφοποιούνται οι κα ταστάσεις και αναλύονται τα εξωτερικά και εσωτερικά γεγονότα. Υπάρχει στην Παπαδοπούλου ένας ελλειπτισμός στην έκφραση, μια κάθετη τομή στην ευθεία της αφήγησης. Το υπέρλογο στοιχείο κάποτε κυριαρχεί, η φράση σπάζει τους συνειρμούς. Τα πρόσωπα από τη σκιά μεταβαίνουν στο φως, με κάποιο δισταγμό ίσως, ωστόσο η συγγραφέας, που δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη δύνα μη της εκφραστικής της,9 ξέρει να τα πλάθει με σιγουριά και μα στοριά. Ο κόσμος της είναι τρυφερός και ανθρώπινος, η ζωή ει σχωρεί στον δημιουργημένο της χώρο και δίνει το πολύτιμο αντίκρυσμά της στη γραφή, που ακουμπά με συγκίνηση πάνω της. Ο «Κουτσογιάννης στα Γιάννινα» του Χρηστοβασίλη, με την ατόφια έκφραση και τη δημοτική γλώσσα απελευθερωμένη από κάθε γραμματική και συντακτική συμβατικότητα, δεν είναι παρά ένα είδος ποιμενικής συμφωνίας - όπως, σε ανάλογο επίπεδο, εί ναι «Τα κουδούνια» του Γιάννου Επαχτίτη (Γιάννη Βλαχογιάννη): ο Κουτσογιάννης, που δεν είναι παρά η συνέχεια της φύσης, ο βο σκός, που ο κόσμος του είναι τα βουνά και οι ρεματιές και τα βο σκοτόπια της Ήπειρος και τα κοπάδια και τα μαντριά, βρίσκεται ξαφνικά μέσα στη μεγάλη πολιτεία - τα Γιάννινα - και το ξάφνια σμά του από τον πολιτισμό του κέρδους, της σύμβασης και της πε ρίπλοκης διαόίωσης, είναι γι’ αυτόν συγκλονιστικό. Αυτός, που εξέφραζε με τη φλογέρα του τους απλούς καημούς και τον αφελή του κόσμο, λαός, που στήριζε τη ζωή του και τη δικαίωσή της, χω ρίς, φυσικά, να το ξέρει, πάνω στην απαρασάλευτη παράδοση, ξαναγύρισε, σχεδόν κυνηγημένος - αφού, βέβαια, ικανοποίησε το ζήτημά του στην πολιτεία - στα βουνά του και στα κοπάδια του. Ο Χρηστοβασίλης, με τη συμφυή γλώσσα και τους συμφυέστερους ιδιωματισμούς, με την πρωταρχική αυτή πηγή εξωτερίκευσης και μορφοποίησης εκείνου που μόνο μ’ αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε να εκφραστεί, δίνει με το διήγημά του αυτό μια πτυχή της ελληνι κής ζωής, που έχει εκλείψει στις μέρες μας μ’ αυτή τη μορφή (ή περίπου), ωστόσο η λειτουργικότητά της εξακολουθεί μ’ άλλες και παράλληλες συνθήκες να προκαλεί αντιστάσεις. Γιατί ο λαός, μ’ όποια μορφή κι αν παρουσιάζεται, δεν παύει να διατηρεί στο βά θος της αθωότητάς του τα στοιχεία εκείνα που συγκροτούν την ιδιαιτερότητά του - διαφορετικά χάνεται και αλλοτριώνεται μέσα στη δίνη ενός παρείσακτου πολιτισμού. Κι αν συμβεί αυτό, δε μέ νει παρά να ψαλεί μοιρολόι για το λαό αυτόν... ιστορία γίνεται το χρονικό και τοπικό πλαίσιο, που μέσα σ’ αυτό ο Καμπούρογλους, ο μοναδικός αυτός αθηναιογράφος, πλέκει τα διηγήματά του. Αυτή η αναδρομή στο παρελθόν, έχει το πλεονέκτημα ότι ο δημιουργός μπορεί να κινηθεί με άνεση σ’ ένα χώρο, που κατέχει την εποπτεία του και τον γεμίζει με τη ζωή των δικών του πλασμάτων. Ιδιαίτερα το διήγημα, απ’ όπου και ο τίτ λος του τομιδίου - «Ο τρελός της Αθήνας» - είναι μια συγκλονι στική μαρτυρία, αλλά και μια προφητική, θα μπορούσε να πει κα νείς, προειδοποίηση για την ερημιά, που περιζώνει τούτη την πε ρίπου νεκρή (όπως στη μεταβενετική εποχή της) πολιτεία, του ρύπου, της αναλγησίας, της αδιαφορίας και της εξουθένωσης. Σήμε ρα, ο τρελός της Αθήνας, είναι ο καθένας που σκέφτεται διαφορε τικά από το πολύ πλήθος, δηλαδή προβληματίζεται και συμπεριφέρεται τίμια, προσπαθεί να εφαρμόσει στη ζωή του κάποιες ηθι κές αρχές, και αντιμετωπίζει συναισθηματικά - δηλαδή ανθρώπι να - καθετί που καταστρέφεται χωρίς στη θέση του να μπαίνει κά-
Η
86/επιλογη τι άλλο. Που βλέπει την αλλοτρίωση να επελεύνει και αντιδρά. Ο Καμπούρογλους και με τ’ άλλα διηγήματά του, προεκτείνει τον ιστορικό χώρο και χρόνο στη συνειδησιακή μας περιοχή με τη μα στοριά του τεχνίτη, που είναι σίγουρος για τη δουλειά του. Καθαυτό αστικό θα χαρακτήριζα το διήγημα του Λυκούδη «Η κωμόπολις Φθειρία». Κι αυτό, γιατί μέσ’ από τις γραμμές του, διαφαίνεται απ’ τη μια η ευρωπαϊκή καλλιέργεια που υπαγόρευσε στο συγγραφέα αυτή τη στάση και απ’ την άλλη η αντιπαράθεση αυτής της εξελιγμένης αντίληψης και συμπεριφοράς προς την πρωτόγονη και καθυστερημένη ζωή της ελληνικής υπαίθρου. Βέ βαια, ο συμβολισμός εδώ είναι εμφανής και η κωμόπολις Φθειρία, δεν είναι παρά η Ελλάδα, η κατοπινή «Ψωροκώσταινα», καθυστε ρημένη, απαίδευτη, οπισθοδρομική, περίπου σε κατάσταση ανθρωποφαγική. Ο Λυκούδης με δύναμη δίνει αυτή την κατάσταση της εποχής του μέσ’ από την αποστασιοποίηση της γραφής του και, χωρίς καμιά σωβινιστική αναστολή (που κάποτε χαρακτηρί ζει τους συγγραφείς εκείνων των χρόνων), εξασκεί την κριτική του και παρουσιάζει τους πίνακές του φωτισμένους δυνατά από το φως της αλήθειας. Το διήγημα αυτό δε χρειάζεται να πούμε πως έχει όλα τα στοιχεία της κλασικότητας: η διαχρονική του αξία, είναι εμφανής. Στο τομίδιο συμπεριλαμβάνεται και το διή γημα «Ο μαρασμός», ένα από τα δυνατότερα ίσως μικρά αφηγή ματα της νεοελληνικής μας πεζογραφίας. Η ψυχογραφική δύναμη του Κονδυλάκη αναόεικνύεται με το διήγημά του «Ο Μαύρος γάτος», όπου η έμμονη ιδέα του νευρα σθενούς τον φέρνει ώς την καταστροφή, μέσα σ' ένα κλίμα που θυ μίζει τις ανάλογες ζοφώδεις συνθήκες, όπως τις έχει καταγράψει στα διηγήματά του ο Poe. Το εκφραστικό όργανο καταγράφει κι εδώ με απλότητα αλλά και διεισδυτικότητα τα συμπτώματα της ψυχολογικής αρρώστιας - ένα από τα παρακολουθήματα της αστι κής διαβίωσης. Ο Κονδυλάκης, που με την «Πρώτη αγάπη» έδωσε μ’ έναν τρόπο μοναδικό το πάθος της μεγαλοκοπέλας προς το παι δί και το αμαρτωλό άλγος της, και το πρωτοποριακό του θέμα το δικαίωσε με την ομολογούσα τεχνική του, δίνει κι εδώ τις ενδεί ξεις ενός ευφυούς συγγραφέα. Στα υπόλοιπα διηγήματα διαλά μπει το σατιρικό και ειρωνικό πνεύμα, ένας σαρκασμός, που ωστόσο βλέπει και περιβάλλει με συμπάθεια τα ανθρώπινα πλά σματα και τη μοίρα τους. Στο ασυνήθιστο και το παράδοξο στηρίζεται η εξαίρετη γραφή του Δαμβέργη στο διήγημά του «Ομογάλακτος αδελφός της», που δίνει μιαν εικόνα της αστικής ζωής της Σμύρνης, στο τέλος του πε ρασμένου αιώνα. Βέβαια, η λειτουργία του ήρωα εδώ (για να θυ μηθούμε τον Προπ) είναι ενδεχομένως κοινή σε πολλά αφηγήματα (ίσως και λαϊκά - αναπόφευκτα έρχεται στο νου η «Σμυρνιά» του Καρκαβίτσα), όμως το «ομογάλακτον» της περίπτωσής του, είναι ένα φυσικότατο εφεύρημα του Δαμβέργη. Πραγματικά, το «όνειον» γάλα έναν καιρό θεωρούνταν όχι μόνο θρεπτικό για τα βρέφη, αλλά και «γιατρικό», έτσι ο Γαλανός,10 το γαϊδούρι, ο «ομογάλακτος άδελφός» της ερωμένης του ήρωα, ήταν φυσικό να ελκύσει τη συμπάθειά της - αυτός και όχι ο επίδοξος νυμφίος και ονηγός. Τέλος, τα διηγήματα του Γκράβαλη είναι κομμάτια από την ίδια τη φύση - εννοώ την πρωταρχική πηγή της γλώσσας. Ο συγγρα φέας - από τους πλέον άγνωστους - μεταχειρίζεται με τον πιο φυ σικό τρόπο τη λαϊκή γλώσσα και ιδιαίτερα το ιδίωμα της πατρίδας του, του Αϊβαλιού, και σ’ αυτό αφηγείται, δεν το χρησιμοποιεί μόνο για τους διαλόγους ή για την περιγραφή κάποιων «ηθογρα φικών» σκηνών, όπως συνηθιζόταν εκείνους τους καιρούς. Αυτό
επιλογη/87 είναι πολύ σημαντικό, γιατί διασώζει ώς ένα σημείο τη φωνητική του ιδιώματος, αλλά και γενικότερα, ως γραφή, έχει την αξία της, εφόσον ανυψώθηκε ως προσωπικό εκφραστικό όργανο ενός συγ γραφέα. Κι ανάμεσα στα αφηγήματα αυτά ξεχωρίζει για τη δύνα μή του και την υποβολή του, για την απλότητα και λαϊκότητά του, ο «Θανάσης η Μαγκούφ’ς», ελεγείο για τη χαμένη μικρασιατική πατρίδα... Ίσως χρειαζόταν να σταθεί κανείς περισσότερο στα επιμέρους πεζογραφήματα της σειράς. Ωστόσο, πέρ’ από οποιεσδήποτε δια πιστώσεις, ένα πράγμα, νομίζω, πρέπει να τονιστεί ξανά: ότι κά ποτε η πολιτεία πρέπει να μεριμνήσει ώστε να γίνουν κτήμα του λαού τα έργα των κλασικών της νεοελληνικής μας λογοτεχνίας, με εκδόσεις υπομνηματισμένες και πλήρεις. Οι προσπάθειες που γί νονται ώς τώρα και στηρίζονται στην ιδιωτική πρωτοβουλία των εκδοτών, είναι φυσικό να έχουν παροδικό και περιστασιακό χα ρακτήρα. Κι ακόμα, θα πρέπει κάποια στιγμή, αυτοί που έχουν ως επάγγελμα μόνο να επικρίνουν τις προσπάθειες, να προχωρήσουν και στην έμπρακτη εφαρμογή των απόψεών τους. Δε φτάνει μόνο η κριτική (που είναι, εξάλλου, εύκολο πράγμα), χρειάζεται πε ρισσότερο απ’ αυτήν η υλοποίηση των οραμάτων και των σχημά των, που ο καθένας έχει ωριμάσει στη συνείδησή του. Και τότε μόνο θα μπορέσουμε ίσως να βγούμε από το τέλμα, όπου εκδόσεις, όπως αυτές της «Στιγμής», αποτελούν μικρές, αλλά σίγουρες νησί δες ανακούφισης. Αναμένουμε, «φυσικψ τφ λόγψ», συνέχιση της σειράς." ΚΩΣΤΑΣ ΧΩΡΕΑΝΘΗΣ Σημειώσεις 1. Βλ. Μιχαήλ Μητσάκης, Το έργον του, Εισαγωγή-σχόλια-επιμέλεια Μιχ. Περάνθης, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1956. σελ. 391. 2. Ό πως λ.χ. οι εκδόσεις «Δόμος» (με τη μνημειώδη έκδοση του Παπαδιαμάντη), «Κείμενα» (με έργα του Κωνσταντίνου Θεοτόκη, τα ιταλικά ποιήματα του Σολω μού και τα σονέτα του Μαβίλη και τους «Ψαλμούς» του Κάλβου), «Νεφέλη» (με τη σειρά των κλασικών μας Χατζόπουλου, Μωραϊτίδη, Κονδυλάκη κ.ά.). Ας μνημονευθεί εδώ και ο «Ίκαρος» με την έκδοση του Σολωμού, του Κάλβου, του Βαλαωρίτη. 3. Φυσικά, αυτό δε λέγεται με κανενός είδους ειρωνική διάθεση απ' το λαό, αντίθε τα στη λέξη έδινε ένα ιδιαίτερο βάρος και την πρόφερε με σεβασμό. Ήταν σε θέ ση να γνωρίζει την αξία ενός πραγματικά μορφωμένου ανθρώπου. 4. Το κακό αρχίζει απ’ το σχολειό. Δε θέλω να επεκταθώ σε αναλύσεις, ωστόσο η διαπίστωση είναι κοινή. Το σχολειό αποστεγνώνει, μέσα στη συμβατικότητά του, το αίσθημα και μ’ όλη την πρόοδο που έχει γίνει, η σχηματικότητα και η ρουτίνα του επαγγελματισμού δημιουργούν μιαν ακίνητη κρούστα πάνω απ' τη ζωή που σφύζει μέσα στους άχαρους σχολικούς τοίχους. 5. Αναφέρονται εδώ, ενδεικτικά, χωρίς σχολιασμό, κάποιες «απλοποιήσεις»: Δ. Βικέλα, «Τα Δύο Αδέλφια»: ψηλαφών (26), γελών (34), μειδιών (41), άπαιτών (69), έξακολουθών (81), μετρών (76), θεωρών (81), έννοών (84). έρωτώσα (70), έλθούσα (74), θά έξευρεθεϊ (64), νά άναχωρήσομεν (65), νά διακοπεί (77), νά δειπνήσομεν (70), θ’ άποθάνει (76), νά δέχομαι (92), νά έλθει νά μάς προλάβει καί συνοδεύσει (65), νά μάς έξυπνήσει (67), νά μή ένοχληθεϊ (79), θά καταβεϊ (79), ωστόσο, να καταβώμεν (79· γιατί όχι, καταβώμεν;). άερικοτέραν (62), άξιοπρεπή (69· γιατί όχι, άξιοπρεπή;), τό πάν (76), διά πάν (79), άνά πάν (82), τήν χείρα (81), νά άναμιχθώ (76), ήσχυνόμην (77), όμως έν βίρ (90). Αλ. Παπαδοπούλου. Διηγήματα: μεσήλιξ (9), μεγαλοπρεπή (9), τους κυανούς (9· γιατί όχι τότε και, βαθείς;), γραία (10), δυναμίτις (11). Εμ. Λυκούδης. Η κωμόπολις Φθειρία: τάς λεγεώνας (11), ήωρείτο (21). Στό τομίδιο του Βικέλα, σελ. 76, το έπέβαλε, σωστότερα ίσως, έπέβαλλε, στό τομίδιο της Παπαδοπούλου, σελ. 48, πού ύφαιναν, σωστότερα ίσως, ΰφαινεν. 6. Αναφέρονται, τελείως ενδεικτικά, κάποια ονόματα: Δροσίνης, Κρυστάλλης, Παλαμάς, Εφταλιώτης. Βλαχογιάννης, Βλαστός, Τραυλαντώνης, Κόκκος, Νιρβά νας, Πολυλάς. Ψυχάρης, Σκόκος. Παρορίτης, Βουτυράς, Κουρτίδη, Άννινος, Φιλήντας, Ροδοκανάκης. 7. Τα. χρονολογικά όρια των συγγραφέων, το επιβεβαιώνουν: Δ. Βικέλας, 1835-
88/επιλογη
8. 9. 10.
11.
19<)8· Μ. Μητσάκης, 1863/8-1916· Αλ. Παπαδοπούλου, 1867-1906· Χρ. Χρηστοβασίλης, 1862-1937· Δ. Καμπούρογλους, 1852-1942· Εμ. Λυκούδης, 1849-1925· Ιιο. Κονδυλάκηί. 1861-1920· 1ω. Δαιιβέργη:. 1862-1938· Α0. Γκράβαληο 18901974. Στο τέλος κάθε τομιδίου, ο επιμελητής παραθέτει σύντομο ΟιοΟιΟλιογραφικό σημείωμα, απαραίτητο για τον αναγνώστη. Στο σχετικό του Μητσάκη, έχει παραλειφθεί η εργασία, Κώστα Χωρεάνθη, Μιχαήλ Μητσάκης ή το πρόβλημα της έκφρασης, Κέδρος, Αθήνα 1979, που εξετάζει το έργο του Μητσάκη στο σύ νολό του. Βλ. σχετικά, Κώστας Χωρεανθης, Μιχαήλ Μητσάκης, οπ.π., σελ. 38 κ.ε. Η Παπαδοπούλου πέθανε μόλις 39 ετών. Για το όνομα του ζώου, βλ. σχετικά, Μ. Φιλήντας, Γλωσσογνωσία και Γλωσσο γραφία ελληνική, τ. Β', εκδοτική εταιρεία «Αθηνά» Α.Ι. Ράλλη, Ευριπίδου 6, Αθήναι 1924. σελ. 37 κ.ε. «Γαλανός» είναι ο άσπρος, που έχει το χρώμα του γά λακτος. Η κριτική αυτή είχε παραδοθεί στο περιοδικό όταν κυκλοφόρησαν άλλα δύο βι βλία της σειράς: 10. Γιώργος Δενδρινός. Ειρήνη ύμϊν (1988). 11. Κωνσταντίνος Μεταξάς Βοσπορίτης, Δζεμήλα και άλλα διηγήματα (1988).
Εκδόσεις Πλέθρον — Σ ειρά : ΜΕΛΕΤΕΣ
ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ
Β. ΚΑΡΑΠΟ ΣΤΟΛ ΗΣ Ή π ιο ς Λ ό γο ς “Ε να β ιβ λίο γ ιά τίς τελ ευτα ίες αντισ τά σ εις τοΰ Π ολιτισ μού στην β α ρ β αρ ότητα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ-ΕΚΔΟΣΕΙΣ:
Μ ασ σ αλίας 20Α, 106 80 Αθήνα τη λ.: 36.41.260-36.45.057
Παράλειψη Από αβλεψία του επιμελητή του αφιερώματος στην «Ομοιοπαθητική Ιατρική» δε δημοσιεύτηκε η τελευταία παράγραφος του άρθρου του Μιχάλη Λέφα που αφορούσε στο απόσπασμα του έργου του Παράκελσου «Ο Θεός, το αιώνιο φως». Το δημοσιεύουμε παρακάτω, ζητώντας συγγνώμη από τον" αρθρογράφο και τους αναγνώ στες μας. Ακόμα και αν έχουμε στα χέρια μας Ό λα τα αρκάντι και τα ελιξήρια Του μακρόκοσμου και του μικρόκοσμου Αλλά όχι Εσένα, Κύριε, Ό λα αυτά θα είναι τίποτα. I Ιόνο κοντά σ’ Εσένα, Μέσα σ’ Εσένα, Μαζί μ’ Εσένα Είναι η αιώνια ζωή και το φως. Στα σώματά μας, Μετά το μεγάλο θάνατο, Ό ταν θα μοιάζει ότι έχουμε ανανεωθεί Από τη θεία φλόγα, Το φως θα είναι διάφανο, Και μόνο τότε Θα λάμψει πραγματικά. Κύριε, δώσε τη χάρι Σου Ώστε αυτό να γίνει σύντομα! Αμήν.
•Το θέατρο στις Εκδόσεις Γκοβόστη
Α ΡΜ Π Ο Υ Ζ Ω Φ , Α. 0 μακρυνός δρόμος [3] ΓΚ Ο ΓΚ Ο Λ , Ν. 0 Επιθεωρητής - Παντρολογήματα [224] ΓΚ Ο ΡΚ Η , Μ. Μικροαστοί [u] Βάρβαροι [η] Στο βυθό [16] Εχθροί [17] ΓΟΥΑΪΛΝΤ, Ο. Φλωρεντινή τραγωδία [26] Η βεντάλια της λαίδης Ουίντερμηρ [262] Ενας ιδανικός σύζυγος [263] Μια γυναίκα χωρίς σημασία Τι σημασία έχει να είναι κα νείς σοβαρός [276] Σαλώμη [282] Η δούκισσα της Πάδουας ΓΟΥΪΛΛΙΑΜΣ, Τ. Λεωφορείο ο πόθος και 6 μο νόπρακτα [27] ΔΑ Μ ΙΑ Ν ΟΣ, Α. Το καλοκαίρι θα θερίσουμε
C
Δ Ω Ρ ΙΑ Δ Η Σ , Α. Ενας πολίτης υπεράνω πόσης υποψίας [228] Ε Λ ΙΟΤ, Τ .Σ . Κοκταίηλ πάρτυ [35] ΙΨ Ε Ν , Ε . Εντα Γκάλμπερ [46] 0 οικοδόμος Σόλνες [47] Η κυρά της θάλασσας [218] Τζων Γαβριήλ Μπόρκμαν [219] Ενα κουκλόσπιτο [220] 0 εχθρός του λαού [236] Οι μνηστήρες του θρόνου Γιορτή στο Σολχάουγκ [284] Τα στηρίγματα της κοινωνίας 0 μικρός Εϋόλφ [286] Μ Α ΓΙΑ ΚΟ ΒΣΚ Η , Β. θεατρικά (Μυστήριο μπουφφ, 0 κο ριός, Το χαμάμ) [62] Μ Η ΤΡΟΠΟΥΛΟΥ, Κ. Η τελευταία παράσταση [74] Η νταλίκα [216 ] Περιθωριακοί [217 ] Μουσική για μια αναχώρηση 6 ρόλοι για σολίστες [23ο]
Τέσσερις ερημιές [232] Στην, ίδια πόλη [247] Ν Τ Υ ΡΑ Σ, Μ. Οι οδογέφυρες [126] Ο 'Ν Η Λ , Ε . Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα [w] Κατατρεγμένοι [13ο] Εριννύες [w] Ερημιά [w] Πόθοι κάτω απ' τις λεύκες Αννα Κρίστι [279] Παράξενο ιντερμέντζο [280] Αυτοκράτορας Τζόουνς [287] Πέρα απ’ τον ορίζοντα [288] Ολα τα παιδιά του θεού έχουν φτερά [290] Π ΡΙΣΛ ΕΫ , Τ . Ο επιθεωρητής έρχεται [26β] ΡΟΛΛΑΝ, Ρ . Το παιχνίδι του έρωτα και του θανάτου [291] Τ Σ Ε Χ Ω Β , Α. Οι τρεις αδελφές - 0 θείος Βάνιας [m] Ο Βυσσινόκηπος [ιββ]
«Σ Τ Ο Υ Γ Κ Ο Β Ο Σ Τ Η » Ζωοδόχου Πηγής 21 - τηλ.: 3615433
Αλέξανδρος Κοτξιάς
Αντιποίησις αρχής. Μυθιστόρημα Η Απόπειρα. Μυθιστόρημα Ιαγονάρος. Νουβέλα Μια σκοτεινή υπόθεση. Μυθιστόρημα Ο γενναίος Τηλέμαχος. Μυθιστόρημα Ο Εωσφόρος. Μυθιστόρημα Φανταστική περιπέτεια. Μυθιστόρημα Η Μηχανή. Νουβέλα
ΜΕΛΕΤΕΣ Μεταπολεμικοί πεζογράφοι. Κριτικά κείμενα A Αφηγηματικά. Κριτικά κείμενα Β Αοκιμιακά και άλλα. Κριτικά κείμενα Γ'
Το ζήτημα είναι, βέβαια, ο κόσμος τούτος, όπου διαβατικός βρέθηκεςείναι, ωστόσο, ακόμα και το πώς εσύ αντιμετωπίζεις τούτο τον κόσμο. Κάποια τέτοια εκδοχή - νεοελληνική; - επιχειρεί να «μοντάρει» ο βίος και η πολιτεία τον «ήρωα» της Μηχανής.