Τεύχος 239

Page 1


«Η αισιόδοξη άποψη ποο ακτινοβολεί η ΓΑΙΑτης ΕλισάβετΣαχτούρη, ότι παρά τα σφάλματα και τις ανωριμότητες μας μπορούμε ακόμα να γίνουμε ένα υγιές είδος σ' έναν υγιή πλανητη, είναι πολύ απαραίτητη σε τούτη την εποχη...»Τ. Ε.Λόβλοκ

i ΓΑΙΑ

Το ανθρώπινο ταξίδι από το χάος στον κοσμο

Εκδόσεις Α.Α. ΛΙΒΑΝΗ - ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ


Για να Εχουν «γνώση»οι Αναγνώστες

Θεωρία και, Κοινωνία

Επιθεώρηση των επιστημών τ

Μ Α ΙΟ Σ 1990

Αιμίλιος Μεταξοποτλος Πολιτικές θεολογίες και πραγματισμός: Βασίλης Καραποςτολης Βίος αφανής Θανος Λιποβατς Η Αλήθεια του Πολιτικού: και ο συμβολικός Νόμος Vilfredo Pareto

εκδόσεις

«γνώση»!

Ιπποκράτους 31,10680 Αθήνα, τηλ. 3620941 - 3621 194 · ΓΡΠΥ· Αυξεντίου 26,157 71 Ιλίσια, Αθήνα, τηλ. 77 86441


ΚΥΚΛΟΦ ΟΡΟΥΝ

Ν Ε Α Β ΙΒ Λ ΙΑ 1989-1990

ΔΟΚΙΜΙΑ

ΣΚΕΨΗ, ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΙ

Χρήστος Γ ιανναράς

Δημήτρης Μυταράς

Γ .Π . Σαββίδης

Γ ιάννης Τσαρούχης

Το κενό στην τρέχουσα πολιτική

Μη μιλάς πολύ για τέχνη

Καστανόχωμα

Λίθον ον απεδοκίμασαν οι οικοδομούντες

Κριτικές παρεμβάσεις στη νεοελληνική αλλοτρίωση

Ε

κ δ ό σ ε ις

Κ

α ς τ α ν ιω τ η

.Η σύγχρονη εκδοτική παρουσία στα ελληνικά γράμματα.


ΚΥΚΛΟΦ ΟΡΟΥΝ

Ν Ε Α Β ΙΒ Λ ΙΑ 1989-1990 ΣΚΕΨΗ, ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΙ

Σπύρος Ε υαγγελάτος

Γ ιώργος Μαυροΐδης

Μάριος Π λωρίτης

Ά γγελ ο ς Τερζάκης

Της σκηνής και της τέχνης

Πριν από την αυλαία

KfVij»0

Θ Και πάλι για τον «Ερωτόκριτο»

Κρυφό Ποίηση

Προσπάθεια προσδιορισμού

Ε κ δ ό σ ε ι ς Κ α ς τ α ν ιω τ η _Η σύγχρονη εκδοτική παρουσία στα ελληνικά γράμματα.


ΤΙΤΟΣ ΛΟΤΚΡΗΤΙΟΣ ΚΑΡΟΣ

ΠΕΡΙ ΦΥΣΕΩΣ Έ να κλασικό κείμενο της παγκόσμιας λο­ γοτεχνίας, γραμμένο τόν Ιο π.Χ . αιώνα άπό τόν μεγάλο Λατίνο συγγραφέα, πού έπηρέασε σημαντικά την εξέλιξη της ευ­ ρωπαϊκής σκέψης καί λογοτεχνίας. Μέ τό έργο του αύτό 6 Λουκρήτιος κατόρθωσε νά ξεπεράσει τό συνηθισμένο έπίπεδο τοϋ διδακτικού έπους καί μέ παρατηρητικό­ τητα μοναδική, φαντασία απεριόριστη καί περιγραφική δύναμη πλούσια, νά μεταβάλει τό στοχασμό σέ ποίηση. Έ να έξαιρετικά έπιμελημένο βιβλίο, σέ μετάφραση Κωνσταντίνου Θεοτόκη, πανομοιότυπη έκδοση της άντίστοιχης τοϋ «ΤΤΠΟΓΡΑΦΕΙΟΪ ΚΕΙΜΕΝΑ».

4 + φ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΝΕΦΕΛΗ Μαυρομιχάλη 9, 106 79 ’Αθήνα, Τηλ. 360.77. 44, FAX 363.99.62

4 ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ Γ. Γενναδίου 3 - Τηλ. 36.02.007

Γάτα με πέταλα


Ζ_\ Ε ΦΙΛΟΔΟΞΟΥΜΕ ΝΑ ΜΑΣ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ ΚΑΙ ΝΑ ΜΑΣ... ΠΕΤΑΞΕΤΕ

Ζ_^ητήστε σήμερα από το περίπτερο, ή τα βιβλιοπωλεία τις κλασικές μας εκδόσεις όπως πάντα, καλομεταφρασμένες, καλοτυπωμένες, καλοβιβλιοδετημένες, είναι έτοιμες για διάβασμα και μετά, για τη βιβλιοθήκη σας, για τα παιδιά σας και τα παιδιά των παιδιών σας

Από τις Ε κδόσεις Γ κοβοςτη


ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΞΑΝΤΑΣ

Τζαβέλλα 1 και Ζωοόόχου Πηγής Τηλ.: 36.04.885 - 36.13.065


ΔΙΑΒΑΖΩ

ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ

Α. Μεταξά 26, Αθήνα - 106 81

Ω Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α ΧΡΟΝΙΚΑ

Σύνταξη: 36.40.487 Λογιστήριο: 36.40.488 Διαφημίσεις: 36.42.789 Συνδρομές: 36.42.765

ΜΟΛΙΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΑΝ: Επιμέλεια Ηρακλής Παπαλέξης Η ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΕΡΕΥΝΑ: Τα δανεικά οράματα μιας εποχής και η λογοτεχνία της που ψελλίζει (γράφει ο Χρήστος Ηλιόπουλος)

8 10 11

Τεύχος 239 16 Μαΐου 1990 Τιμή: Δρχ. 400 Ιδρυτής: Περικλής Αθανασόπουλος Διευθυντής: Γιώργος Γαλάντης Αρχισυντάκτης: Ηρακλής Παπαλέξης Σύνταξη: Κατερίνα Γρυπονησιώτου, Βα­ σίλης Καλαμαράς, Ηρακλής Παπαλέξης, Βάσω Σπάθή Οικονομικός υπεύθυνος: Βάσω Σπάθή Συνδρομές: Κατερίνα Γρυπονησιώτου Διαφημίσεις: Ηρακλής Παπαλέξης Σελιδοποίηση-Μοντάζ: Νένη Ράις Γλωσσική επιμέλεια-Διορθώσεις: Βίκυ Κωτσοβέλου Στοιχειοθεσία: Φωτοκύτταρο Ε.Π.Ε., Υ­ μηττού 219, τηλ. 75.16.333 Φωτογραφίσεις-Μοντάξ: I. Χριστοδουλάκος - 1. Κοργιαλάς Ο.Ε., Α. Μεταξά 26, τηλ. 36.41.134 Εκτύπωση: ΑφοίΤσαλδάρη Ο.Ε., Φυλής 35, Καματερό, τηλ. 26.10.918 Βιβλιοδεσία: Νικ. Κατριβάνος και Σία Ο.Ε., Στ. Γόνατά 48, τηλ. 57.49.951 Διανομή: Νέο Πρακτορείο Τύπου Ιδιοκτήτης-Εκδότης: Γιώργος Γαβαλάς Κεντρική διάθεση: Αθήνα: «Διαβάζω» Θεσσαλονίκη: Βιβλιοπωλείο «Κέντρο του βιβλίου» Λασσάνη 9 τηλ. 237.463

ΑΦΙΕΡΩΜΑ Νίκος Κουτσιαράς: Εισαγωγή στην πολλαπλή σηματοδότηση του εγκλήματος Φωτεινή Τσαλίκογλου: Εγκληματολογία: Θεωρητικές και Ιδεολο­ γικές περι-πλανήσεις μιας επιστήμης της διαφοράς Γεώργιος Αναστασόπουλος: Σημειώσεις από μια προσπάθεια ενός μικρού σχεδιάσματος εισαγωγής στην Κλινική (Ιατρική) Εγκλη­ ματολογία Σ. Θ. Δημητρίου: Το έγκλημα από την ανθρωπολογική προσέγγιση Νίκος Κουτσιαράς: Έγκλημα και Τιμωρία: Η αυταρέσκεια της νεοκλασικής οικονομικής θεωρίας Βασίλης Καραποστόλης: Κλέφτης-θαμώνας Παύλος Αθανασόπουλος: Έγκλημα και ποινή: Δύο προβληματικές νομικές έννοιες Μ. Γ. Μερακλής: Το έγκλημα στη Λογοτεχνία

27 31 56 64 67 74

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ Η ποιήτρια Λένα Παππά μιλάει στη Μαρίκα Θωμαδάκη

80

ΕΠΙΛΟΓΗ ΠΟΙΗΣΗ: Γράφει ο Ηλίας Κεφάλας ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ: Γράφουν ο Φ. Δ. Δρακονταειδής και ο Κρίτων Χουρμουζιάδης

83 85

ΔΕΛΤΙΟ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ

37

ΚΡΙΤΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

46

Εξώφυλλο: Γιώργος Γαλάντης

Τάκης Βεκόπουλος

16 20

στο επόμενο «Διαβάζω»

αφιέρωμα: Το Όνειρο στη Λογοτεχνία


Παρακαλούμε τους εκδότες να αποστέλλουν το συντομότερο δυνατόν τα βιβλία τους στα γραφεία του περιοδικού για την άμε­ ση ενημέρωση της συντακτικής επιτροπής, η οποία υπογράφει τα κείμενα που ακολουθούν.

Ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα Ο τα ν ο Βάσλαβ Χάβελ - αμφισβητίας και υπερασπιστής των δικαιωμάτων του ανθρώπου, διάσημος αλλά και απαγορευμέ­ νος στη χώρα του συγγραφέας, επικεφαλής της Χάρτας '77, κά­ τοχος του βραβείου Έρασμος και Ειρήνης - απηύθυνε τα παρα­ κάτω λόγια στον τότε πρόεδρο των τανκς Γκούσταβ Χούσακ έ­ μοιαζαν με προφητείες: «Χρόνια τώρα το καθεστώς περιφρονεί το μοναδικό και το α­ πρόβλεπτο. Όμως, θα 'ρθει η στιγμή που ένα μυστικό, χρόνια κρυμμένο, θα φανερωθεί και θα είναι μια μεγάλη έκπληξη για ό­ λους μας. Θα ξαναρχίσει όλη αυτή η “ aratia” της ιστορίας, που είχε καθηλωθεί από την τεχνική “ τάξη” . Ένας μηχανισμός που λειτουργούσε φαινομενικά ομαλά εδώ και τόσα χρόνια, δίχως παραλλαγές και περιπλοκές, θα καταρρεύσει σε μια και μόνη νύχτα. Μια ομάδα που δημιούργησε την εντύπωση πως θα έμε­ νε στην εξουσία για πάντα - αφού καμιά δύναμη δεν μπορούσε να την αμφισβητήσει σε τούτη τη χώρα των ομόφωνων εκλογών - θα διαλυθεί ξαφνικά. Έκπληκτοι θα διαπιστώνουμε πως όλα είναι διαφορετικά απ' ό,τι πιστεύαμε...» Σήμερα που ο Β. Χάβελ είναι πλέον ο εμπνευσμένος πρόεδρος της Τσεχοσλοβακίας, τα ίδια λόγια δεν φαντάζουν προφητικά, αλλά εκφράζουν τη βαθιά πεποίθηση κάθε σκεπτόμενου αν­ θρώπου για την τύχη όλων των τυραννικών καθεστώτων. Το βιβλίο «Από τη φυλακή στην προεδρία» είναι εφ' όλης της ύ­ λης αποκαλυπτική συνέντευξη του Β. Χάβελ, «ηγέτη της βελού­ δινης επανάστασης», που έδωσε στα μικρά διαλείμματα της ε­ λευθερίας του σε συμπατριώτη του δημοσιογράφο. Καρπός της συνέντευξης ήταν τότε η παράνομη έκδοση του βιβλίου στην Πράγα το 1986. Με σαφήνεια και καθαρότητα ο Χάβελ ανα­ πτύσσει τις απόψεις του για το ρόλο των διανοουμένων, το θέα­ τρο, τη λογοτεχνία, τη διαμάχη του με τον Μίλαν Κούντερα και, βέβαια, τα πολιτικά του πιστεύω. Η ουμανιστική του αντίληψη για τη ζωή και την πολιτική αποτελεί κινητήρια δύναμη της δραστηριότητάς του αφού γι' αυτόν «ο άνθρωπος πρέπει να είναι το μέτρο των δομών της κοινωνίας και όχι να είναι το μέτρο αυτών». Βαθύτατα ηθικός, αλλά καθόλου ηθικοπλαστικός, χωρίς ευκαι­ ριακές επιλογές, αρνούμενος ολοκληρωτικά το δόγμα της πολι­ τικής «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», προσπαθεί να αποκαλύψει την «ηθική» υπόσταση στο νόημα του σοσιαλισμού. Άλλωστε αυτή τη στάση του Β. Χάβελ εγκωμιάζει και ο Μίλαν Κούντερα στο Νουβέλ Ομπσερβατέρ (29.12.89). «Η ζωή του Χά­ βελ είναι πράγματι δομημένη πάνω σ' ένα μοναδικό θέμα: δεν έχει χαρακτήρα μετατοπίσεως (τον Χάβελ δεν άγγιξαν ποτέ οι λυρικές αυταπάτες του κομμουνισμού και δεν χρειάζεται να α­ παλλαγεί απ' αυτόν). Αυτή η ζωή δεν είναι παρά μια συνεχής


χρονικα/9 ανάβαση και δίνει την εντύπωση μιας τέλειας σύνθεσης. Ακόμη, ο ίδιος διαμορφώνει τη ζωή του με καλλιτεχνική χάρη, όπως ο γλύπτης την πέτρα του, δίνοντας προοδευτικά όλο και πιο ξε­ κάθαρα νόημα και μορφή. Αναμφισβήτητα είναι ανάμεσα στις μεγάλες προσωπικότητες του καιρού μας...». Βιβλία όπως «Από τη φυλακή στην προεδρία» είναι οάσεις ελπί­ δας και πίστης ότι τελικά υπάρχουν ιδέες και ιδανικά που αντι­ στέκονται στο ρεύμα των καιρών. ΧΑΒΕΛ ΒΑΤΣΛΑΒ: Από τη φυλακή στην προεδρία. Μετ. Γιάννης Κόλας - Ευάγγελος Νιάνιος. Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 1990. Σελ. 280. Δρχ. 1.400.

Η πρώτη ιστορικο-κριτική εργασία στο χώρο της νεοελληνικής αισθητικής Η «Ιστορία της νεοελληνικής αισθητικής», του καθηγητή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Δημ. Ζ. Ανδριόπουλου, προσεγ­ γίζει όλες τις συζητούμενες θεωρίες - που αντιπροσωπεύουν αντίστοιχα συγγενή ιδεολογικά ρεύματα - σχετικά με τις αισθη­ τικές αποτιμήσεις που έχουν διατυπωθεί από τα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα. Στην Ελλάδα εκδίδεται για πρώτη φορά μια τέτοιου είδους συστηματική δουλειά. Η πολυσύνθετη αυτή εργασία απευθύνεται όχι μόνο σε κά­ ποιο ειδικό κοινό, αλλά και σε οποιονδήποτε ενδιαφέρεται για το νόημα και τη λειτουργία της τέχνης. Το πλούσιο και εκτενές υλικό της μελέτης αποτελούν αναλύ­ σεις και θεωρίες σύγχρονων Ελλήνων αισθητικών και φιλοσό­ φων, απόψεις δοκιμιογράφων, ποιητών και κριτικών της λογο­ τεχνίας, καθώς και αναφορές και συσχετισμοί των αντιπροσω­ πευτικότερων τάσεων με τις ανάλογες της μοντέρνας ευρωπαϊ­ κής σκέψης. Με την κατατοπιστική για τον αναγνώστη εισαγωγή και το πλούσιο βιβλιογραφικό υλικό, ο συγγραφέας μάς ενημερώνει για το πώ ς και με ποια κριτήρια έγινε η επιλογή και η ταξινόμη­ ση του υλικού του. Χρήσιμο επίσης είναι το συνοπτικό κεφά­ λαιο για το ιστορικό και, κυρίως, το π ο ' πιστικό πλαίσιο της πε­ ριόδου που ερευνάται. Στο υπόλοιπο μέρος του βιβλίου εξετά­ ζονται θέματα ιδεαλιστικής κριτικής και μαρξιστικής προσέγγι­ σης της τέχνης, προβλήματα της μεθόδου, αισθητικές κατηγο­ ρίες κ.ά. με αναφορές και θέσεις των κύριων εκφραστών αυτών των απόψεων. Ειδικότερα αναλύονται και εκτίθενται απόψεις τόσο για τη φι­ λοσοφία της τέχνης όσο και της κριτικής, των Δ. Γληνού, Γ. Κορδάτου, Κ. Βάρναλη, Δ. Φωτιάδη, Ε. Παπανούτσου, Α. Γιανναρά, Ν. Κάλα, Δ. Καπετανάκη, I. Θεοδωρακόπουλου, Κ. Τσάτσου, Π. Κανελλόπουλου, Α. Τερζάκη, Π. Μιχελή, Γ. Μουρέλου, Κ. Γεωργούλη, Θ. Μουστοξύδη κ.ά. Τέλος, ο αναγνώστης ή μελετητής μπορεί να βρει χρήσιμα συ­ μπεράσματα, σ’ αυτήν της ιστορικο-κριτική έρευνα, για το χώρο της νεοελληνικής αισθητικής. ΔΗΜ. Ζ. ΑΝΔΡΙΟΠΟΥΛΟΥ: Ιστορία της νεοελληνικής αισθητικής. Ιστορικο-κριτική διερεύνηση και αποτίμηση των κυριοτέρων ρευμάτων και προβλημάτων. Θεσσαλονίκη, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσ/κης, 1990. Σελ. 436.


Τα είκοσι βιβλιοπωλεία που ρωτήθηκαν για τη σύνταξη της αγοράς του βιβλίου είναι κατά αλφαβητική σειρά: Αίολος-ΑΘ., ΑριστοτέληςΑθ., Βαγιονάκης-ΑΘ., Δωδώνη-ΑΘ., Ελευθέρου· δάκης-ΑΘ., Ενδοχώρα-ΑΘ., Εξαρχόπουλος-ΑΘ., Εστία-ΑΘ., Ιανός-Θεσσ., Κατώι του ΒιβλίουΘεσσ., Κουρκάκη-Καρδίτσα, Λέσχη του Βιβλίου-ΑΘ., Λίμπρο-ΑΘ., Λοξίας-Θεσσ., Μιχαλάς-ΑΘ., Μποστάνογλου-Πειραιάς, Παρά Πέντε-ΑΘ., Πολύεδρο-Πάτρα, Χατζούλη-Λάρισα, Φυχογιός-ΑΘ.

η ΑΓΟΡΑ του

ΒΙΒΛΙΟΥ από 17 Απριλίου έως 3 Μαΐου 1990

Ο πίνακας παρουσιάζει τα εμπορικότερα βιβλία ενός δεκαπενθημέρου, σύμφωνα με τα στοιχεία που μας παραχώρη­ σαν 20 βιβλιοπώλες απ’ όλη την Ελλάδα, δηλώνοντας ο καθένας τους τέσσερα βιβλία που είχαν τις περισσότερες που­ λήσεις στο βιβλιοπωλείο του κατά το διάστημα αυτό. Έτσι κάθε βιβλιοπωλείο δίνει τέσσερις βαθμούς στο βιβλίο που είχε τις περισσότερες πωλήαεις, τρεις βαθμούς στο αμέσως επόμενο, δύο βαθμούς στο τρίτο κατά σειρά βιβλίο, ενώ ένα βαθμό παίρνει το τέταρτο.

I ΜΟΥΡΣΕΛΑΣ Κ.: Βαμμένα κόκκινα μαλλιά

ΚΕΔΡΟΣ

| ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ Μ.: Οι παλιές αγάπες πάνε στον Παράδεισο | ΝΤΑΛ: Ματίλντα

ΣΚΟΥΡΤΗ Γ.: Τα χειρόγραφα της Ρωξάνης | ΖΙΓΔΗ Γ.: Η τραγωδία του Κυπριακού | ΜΑΧΦΟΥΖ Ν.: Μιραμάρ

| ΘΕΛΑ Κ.Χ.: Κυψέλη

ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ

ΚΑΚΤΟΣ

ΨΥΧΟΓΙΟΣ

ΦΑΚΙΝΟΥ Ε.: Γάτα με πέταλα

ΓΚΛΕΪΚ ΤΖ.: Χάος

ΦΙΛΙΠΠΟΤΗΣ

ΨΥΧΟΓΙΟΣ

ΚΕΔΡΟΣ

ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ ΚΑΤΟΠΤΡΟ

| Επιστολές Ζ. Αορεντζάτου - Γ. Σεφέρη ΚΑΨΗ Γ.: 3 μέρες του Μάη

ΔΟΜΟΣ

Ν. ΣΥΝΟΡΑ

Ο κατάλογος που ακολουθεί παρουσιάζει, με αλφαβητική σειρά, τα υπόλοιπα βιβλία, δηλ. αυτά που προτάθηκαν από ένα μόνο βιβλιοπωλείο.

Ανθολογία Περουβιανού Διηγήματος (Καστανιώτης) · Άνταμς Ν.: Αντίο και ευχαριστώ για τα ψάρια (Ars Longa - Nemo) · Αρκάς: Γιατρέ έχω ένα βάρος (Ars Longa Nemo) · Ασημακόπουλου Κ.: Η Αλτάνα της Πάργας (Χατζηνικολή) · Αφόκ Φ. Ντε: Ιστορία ενός ηλίθιου (Ζαχαρόπουλος) · Βαλτάρι Μ: Ο Άγγελος του Βορρά (Κάκτος) · Βελισσαρόπουλου Δ.: Έλληνες και Ινδοί (Εστία) · Βλαντύ Μ.: Βλαντιμίρ (Κατανιώτης) • Γκίνες: Το βιβλίο των Ρεκόρ · Γκούλικ Ρ.Β.: Το μυστήριο του Λαβυρίνθου (Θεμέλιο) · Ζισκίν Π.: Το άρω­ μα (Ψυχογιός) · βέλα Κ.Χ.: Η Οικογένεια του Πασκουάλ Ντουάρτε (Καστανιώτης) · Καββαδία Ν.: Η Βάρ­ δια (Ά γρα) · Κ. Καβάφης - X. Καράς (Επικαιρότητα) · Καμπανέ Π.: Ο Μηχανικός του χαμένου χρόνου (Άγρα) · ΚανφοράΛ.: Η χαμένη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας (Αλεξάνδρεια) · Κανελλόπουλου Π.: Οι επι­ στολές των προγόνων μου (Ν. Σύνορα) · Καράλη Μ.: Αθώοι σαν αγαπημένοι (Καστανιώτης) · Καζέλι Τζ.: Τα θαύματα του κόσμου (Σειρά: Παράθυρα του κόσμου) (Αξιωτέλης) · Κουλόμζιν Σ.: Το Ορθόδοξον βίωμα και τα παιδιά μας (Ακρίτας) · Μανιώτη Γ.: Φοβερή προστασία (Κέδρος) · Μεγαπάνου Α.: Έκτωρ (Libro) • Μυλωνάς Π.: Πομάκοι της Θράκης (Ν. Σύνορα) · Ναφγάουϊ Α.Α.Μ.Α.: Το μυρωμένο λιβάδι (Ηρόδοτος) •Νεζίν Α.: Έτσι ήρθαν τα πράγματα μα έτσι δεν θα πάνε - 2ος τόμος (Θεμέλιο) · Νόλλα Δ.: Ονειρεύομαι τους φίλους μου (Καστανιώτης) Ντελμπέ Α.: Μια γυναίκα (Εστία) · Ουΐντουερθ Ε.: Τα 9 πρόσωπα του Χρι­ στού (Κάκτος) · Σαγκάν Φ.: Αίμα ακουαρέλας (Ζαχαρόπουλος) · Σαρή Ζ.: Παραράδιασμα (Πατάκης) · Σουΐφτ Κ.: Φτερωτό μπαλόνι (Εστία) · Χάρρερ X.: Επτά χρόνια στο Θιβέτ (Ν. Σύνορα) · Χάρρερ X.: Νεπάλ (Ν. Σύνορα).


χρονικα/11

Τα δανεικά οράματα μιας εποχής και η λογοτεχνία της που ψελλίζει «Αλίμονο! Φτάνει ο καιρός που ο άνθρωπος δεν θα γεννά πια κανένα αστέρι. Αλίμονο! Φτάνει ο καιρός του πιο αξιοκαταφρόνητου ανθρώπου, που δεν είναι πια σε θέση να περιφρονήσει τον εαυτό του» (Νίτσε: Ζαρατούστρας)

Αναζητώντας την αλήθεια και το ωραίο ο Α. Αλεξάνδρου καταθέτει το κενό, το τίποτα. Ερευνώντας το νόημα του κόσμου και του χρόνου ο Μ. Χάκκας ανα­ καλύπτει το αστέρι της γεύσης. Μια ανακάλυψη που τον μεταμφιέζει σε σταυ­ ροφόρο, μια γλώσσα διηγηματική και εμπόλεμη απέναντι σε καθιερωμένες δομές και δόγματα. λόγητη απάντηση σ’ όλες τις θεωρίες, όταν αυτές

αποδημητική τροχιά των Αλεξάνδρου και Χάκδιαλαλούνται εν τη ημεδαπή. Δια του Τ. Σινόπουλου κα δεν θα αγγίξει το λογοτεχνικό αστέρι που Ηφωτίζει τον τόπο μας δια των ιερατικών διακρίσε­ στο Νυχτολόγιο όπου καταγράφεται η βραδιά του ων. Αν ο χρόνος (’67-’74) απαιτούσε μια προσήλω­ ση, μια μονοπώληση της ανθρώπινης δραστηριότη­ τας στο πολιτικό πρόβλημα, η γη των ανθρώπων ά­ οπλη και αμήχανη αναζητούσε νέες κατασκευές. Οι νέες κατασκευές θα (ξανα)αιχμαλωτίσουν τη σκέψη και το νόημα σε αναβαπτισμένες έννοιες, οι οποίες ωστόσο θα παραμεριστούν από την ανηλεή καθημερινότητα της ανθρώπινης ζωής. Παγιδευμένο και λογοτεχνικό αστέρι στη νο­ σταλγία ηρωικών ή ηθικών εννοιών θα εγκαινιάσει την τροχιά προς το Τίποτα, το σήμερα. Με αφετη­ ρία τον προ του 1967 λογοτεχνικό πυρήνα η κίνηση του 1974 δεν αναζητά, ούτε εκφράζει, απλώς εισηγείται γι’ άλλη μια φορά δάνεια. Έτσι, το μεταπολι­ τευτικό παρόν εξανεμίστηκε σε διάφορες φλυαρίες παράθεσης θεωριών που αναδείκνυαν μια καθοδηγητική χροιά. Μ’ ακραίο σύμπτωμα τη θεωρία του L0vi-Strauss και μοριακών αντιλήψεων που προπαγανδίστηκαν σαν ετοιμοφόρετα ενδύματα. Εισαγωγεύς και δη­ μόσιος εισηγητής ο Τ. Πατρίκιος μας ξεναγεί στο σχήμα πομπού (ποιητής), φυσικό κανάλι (μέσο), δέ­ κτης (αποκωδίκευση), αποθέματα πομπού, αποθέ­ ματα δέκτη. Και το ένδυμα ΟΠΙΣΘΕΝΕΡΓΕΙΑ δια την ποίηση ή το συναίσθημα και τη σκέψη, (βλέπε εκπαιδευτήρια Ζηρίδη, Αθήνα 1978). Έτσι εισαγόμενες θεωρίες και προβληματισμοί διακοσμούν μια ανεπάρκεια και χρησιμοποιούνται σαν προσχηματικές καλύψεις επιδείξεων γνώσεων. Μα αυτές είναι ανήμπορες για σταθερή προβολή. Και έτσι αναγκάζονται να υπακούουν σε σχηματι­ κές διαφοροποιήσεις. Πριν συνεχίσουμε το «ταξίδι»μας αξίζει να παρα­ θέσουμε μια ποιητική κατάθεση (1978) σαν ανομο­

Λακάν, οι απορίες των ακροατών και η απάντηση: «Εκείνος που με ρωτάει ξέρει πολύ καλά να με διαβάζει». Στα γήπεδα όπου παίζεται η λογοτεχνία, αίθου­ σες δημόσιες, το λογοτεχνικό σώμα άνευ αντιπά­ λου δεν φανερώνεται, ούτε ανιχνεύεται, απλώς «ακούει»τις συμβουλές του προπονητή: «... βασικά πι­ στεύω ότι οι καλοί ποιητές ξεκινούν από την κυριο­ λεξία. Αν δεν ξεκινούν, δικό τους λάθος» (Μαρωνίτης: «Δελτίο» Σχ. Μωραΐτη, 1979). Με τόπο και κατοικία τους την κυριολεξία, ποίη­ ση και ποιητές εκπληρώνουν τις καθηγητικές οδη­ γίες ή συνομιλούν με τις δυνάμεις που παραμένουν ανυπάκουες στις φόρμες και τις διδαχές.

μεταπολιτευτική περίοδος ανέδειξε σαν κύριο κίνητρο ενασχόλησης την πολιτική. Η λογοτε­ χνία αμήχανη ψέλλιζε κακότροπα δάνεια αδυνα­ τώντας να τα συνδέσει. Δικαιολογημένα (;) όταν προϋπήρχε μια βίαιη διακοπή της συνέχειας. Τα δικανικά και τα διεθνή γεγονότα αντιφατικά μεταξύ τους προκαλούσαν περισσότερο σύγχυση και λιγό­ τερο αιτήματα προς απόδωση. Τα μεν πρώτα εισέπρατταν τη διάψευσή τους (Τσεχοσλοβακία - Γκουλάγκ κ.ά), τα δε δεύτερα άναρθρα και συνθηματολογικά «θέλουμε τον κόσμο και τον θέλουμε τώρα» γλύκαιναν περισσότερο. Είναι η στιγμή που καταρ­ ρέουν πολλά ιδανικά και στόχοι. Η απαρχή μιας σει­ ράς οπισθοχωρήσεων σ’ όλες τις ανθρώπινες δρα­ στηριότητες. Δεν υπάρχει τίποτα το όμορφο για να ατενίσουμε. Η ρήξη μέ το παρελθόν δεν βοηθά να αποδοθεί αυτή η κατάλυση.

Η

«Άνθρωποι των συνόρων, τα γυάλινα μάτια των παιδιών σας


12/χρονικα βρίσκονται ακόμη στις κοιλιές σας, γυναίκες φτιαγμένες όμορφα, κατασκευές του ψεύδους που έρχεται από τον ουρανό».

Β. Δολακούρα (1976)

Η πεζογραφική γλώσσα αντικαθιστά την ποιητι­ κή (σχηματικά) σαν προσφερότερο μέσο να αποδο­ θεί η διάσπαση της ύπαρξης. Το ορθολογικό στοιχείο δυναστεύει την επείγου­ σα ανάγκη έκφρασης των πολλαπλών αδιεξόδων. Στιχουργική νευρικότητα ανεξέλεχτη πλησιάζει το στίγμα της κατάλυσης των αξιών (σαν καταγγελία). Μια αλλοπρόσαλλη εποχή που αποτυπώνεται με δικαιοσύνη και φλυαρία. Μια φλυαρία με βάρος στην πολεμική, στην κα­ ταγγελία. Την ίδια εποχή (1978) η Τζ. Μαστοράκη καταθέτει επεξεργασμένη και ψύχραιμα την αίσθη­ ση του αδιέξοδου. Ανακαλύπτει το «φάρμακο» που μειώνει τις εντάσεις, την άμυνα από «τα πράγματα που διώχνουν»; «Έτσι στους δύσκολους καιρούς παίρνω ένα καλάθι μανιτάρια και παρασταίνω την πεντάμορφη του δάσους. Στην αρχή μοιάζει λίγο σα να βουτάς με το κεφάλι απ’ τον τοίχο Πιο έπειτα το συνηθίζεις και σ’ αρέσει».

Και δω, ανεξάρτητα από στιχουργικές σειρές, η ποιητική γλώσσα απωθείται και αναδείχνεται η πεζογραφική. Η στιχουργική μορφή, ημερολογιακή, υποψιάζει χωρίς το «τέκνο» το ποιητικό. Εννοώ την απουσία ε­ νός τόνου λεκτικού που θα διακρίνεται η Ελληνικό­ τητα, όσον αφορά το προϋπάρχον ποιητικό σώμα. Ίσως η περίοδος, οι χρονικές στιγμές, που αποτυπώνονται στα ποιήματα να ικανοποιούν οριακά τις στιγμαίες αισθήσεις. Οι οποίες τυγχάνει να ’ναι αδιέξοδες όπως και πολύ πιθανόν διεξοδικές κά­ ποιες επόμενες στιγμές. Τυγχάνει όμως να προδίδουν μια προβληματική η οποία στις επιδράσεις κάποιων άλλων χαρακτηρι­ στικών προσαρμόζεται αντίστοιχα. Δηλαδή, απου­ σιάζει το απόσταγμα μιας πνευματικής και ψυχικής διαδρομής. Κατά συνέπεια ποιήματα αποκλειστικά δια προσωπική χρήση. Ή για διαπροσωπικό διάλο­ γο. Στοιχεία μιας μορφής που αγωνιά να ξεκαθαρί­ σει τι αντιστοιχεί στον ψυχισμό - ταραγμένο διακρίνονται στην ποίηση του Λ. Πούλιου. «Μέσα στο τρομερό λουλουδένιο περίβλημα τούτου του κόσμου όπου τα πράγματα έχουν ένα μέγεθος και μια υπόσταση και ενωμένα με μυστική σχέση ο ποιητής είναι μια ιδέα μόνο υπομονετική, φυλα­ κισμένη σ’ ένα καλύβι-χόρτο αφιερωμένη στη μελέτη της διαλεκτικής».

Εδώ βαραίνει η αίσθηση, δηλαδή η καταγραφή

της αντίθεσης μέσω του προσδιορισμού, η οποία καταδικάζει σ’ όφελος της ευ-ανάγνωσης, την έκ­ φραση του στοχασμού. Το βίωμα ανύπαρχτο, ενώ εντοπίζεται μια πραγματικότητα όπου ο ποιητής υ­ πακούει στη διαλεχτική. Άγνωστο αν η έννοια είναι εκείνη της προβληματικής των αντινομιών ή η ερ­ μηνεία που επικράτησε στην πολιτική επικοινωνία ανάδειξης ιδεολογικών-χωραφιών με σύνορα. Η μεταπολιτευτική εποχή μάλλον δεν ανέδειξε - ποιητικά - την αγωνία και τη μοίρα ενός τόπου ό­ που ζουν και υπάρχουν οι ποιητές. Δεν συλλαμβάνεται η καθολική αγωνία αλλά η προσωπική αγωνία ασύνδετη από την προϊστορία της και τα μεγέθη τα κοινωνικά. Προσωπική αγωνία που δεν εισπράττεται σαν τέτοια αλλά σαν χαρακτηριστικό «δια γυ­ μνού οφθαλμού». Κάτι αντίστοιχο συνέβη και με τις επιδράσεις του σουρρεαλισμού. Τα μηνύματα δεν συναντούν μια αντίστοιχη προβληματική ή ένα πρό­ σφατο έδαφος καλλιέργειας. Απλά συναντούν ά­ ναρθρες αγωνίες που επιζητούν μια ευκολία: κάτι να πιστέψουν, ένα διαφορετικό μήνυμα να διαλαλήσουν. Η απειθαρχία ως απάντηση ενός λεπτομερούς ε­ λέγχου οδηγεί σε πρωτοτυπίες που μάλλον παρα­ τυπίες σημαίνουν, π.χ. «Ο λογισμός του ήτο μυθικός και ανομολόγητος Σκάφος εύπλοον σε Μεσογειακός γραμμάς Αψίς εύγραμμος και χαρίεσσα κάτωθεν της οποίας διήρχοντο παιδικά μυθιστορήματα».

(Κ. Μαυρουδής) Η σουρρεαλιστρική προοπτική να ξανανακαλύψουμε το κλειδί της χαμένης ατομικότητας (και της κοινωνίας) μεταφέρεται σαν καθησυχαστική συντα­ γή. Βέβαια παραμένω αμήχανος απέναντι σε μια τέ­ τοια ευκολία να αποδίδονται ετικέτες από κριτι­ κούς της λογοτεχνίας, όταν το περιεχόμενο κραυ­ γάζει (βλέπε επιγόνους του σουρρεαλισμού και του Καρυωτάκη). Στ’ αχνάρια μιας προβληματικής που διέπει όλα τα κοινωνικά μορφώματα η ποίηση διατηρεί μειωμέ­ νο - αν όχι εξορισμένο - το αίτημα για αυτογνω­ σία. Δεν αναδείχνεται σε ένα σήμα, σ’ ένα χαμόγε­ λο, σ’ ένα κάλεσμα, ικανό να μεταμορφώσει τις πα­ ραμορφώσεις, αν όντως ποίηση είναι και «η φυσική θρησκεία κάθε ανθρώπου» (Novalis). Αν η αποκόλληση από την παράδοση εισπράττει τον αυτοακρωτηριασμό, κάτι που εκτιμούσε ο Ο. Paz, τότε η προσκόλληση στην παράδοση άνευ δια­ λόγου (αντιλόγου) ορίζεται με τη μεταπολιτευτική καρικατούρα των αντάρτικων, των ρεμπέτικων και όλων εκείνων που σαν ετοιμοφόρετα λύνουν το πρόβλημα της αναζήτησης. Καταργούν το παρόν και συνακόλουθα το μέλλον. Κάτι που ο σημερινός χρόνος (1989) έρχεται να επαληθεύσει πιο δυναμι­ κά μ’ όσα τραγελαφικά συντελούνται στο κοινωνικό σώμα. Υπάρχει και η περίπτωση μιας σχετικής αξιοποίη­ σης που καλλιεργείται από τον Α. Τραϊανό που κα­ τορθώνει να μεταγράψει όσα αντανακλώνται εντός του:


χρονικα/13 Το τηλέφωνο κουλουριάζεται πάλι Το σκεπάζω με μια κουβέρτα Σκεπάζω τα βιβλία τα τζάμια τα μάτια μου Βυθίζω τα δάχτυλα στο πρόσωπό μου Κι ανακαλύπτω τη λάσπη Το πουλημένο παιχνίδι της ποίησης Δεν έχει τελειώσει ακόμα (1977)

Η οριακή κατάσταση μοναξιάς (ή εξορίας) του ποιητή δεν υπερνικά την αυτοκαταδίκη. Η ποίηση, ένα εμπορεύσιμο είδος, τυπώνεται και πωλείται. Α­ πό «παιχνίδι» καταπράυνσης του καθημερινού βίου που διδάσκει ο Καβάφης, εδώ χλευάζεται σαν που­ λημένο. Αφομοιωμένη (ποίηση) από την κοινωνική κίνηση γίνεται και αυτή μια μορφή εκδήλωσης των οικονομικών νόμων που καθορίζουν τις εκδηλώ­ σεις. Κοντολογίς ένα καινούριο καταναλωτικό προϊόν. Το οποίο εκτίθεται μαζί με χιλιάδες ομοειδή και αγοράζεται. Όταν οι ενοχές του καθημερινού βίου αποκτούν ομιλία ποιητική, τότε ο ποιητής προσεγγίζει εκείνο τον ακροβάτη σε τεντωμένο σκοινί χωρίς δίχτυα. Η αδυναμία συμφιλίωσης, η εξοντωτική μονοτονία, η αίσθηση του χαμένου «παιχνιδιού» της ύπαρξης,... αποκτούν μια δύναμη δολοφονική. Οπλίζουν τη συ­ νείδηση που καταγράφει με το φονικό όπλο και αυ­ τή εξοβελίζει την άλλη «συνείδηση» που επιμένει να υιοθετεί τέτοια όραση. Δηλαδή, η άσκηση της ποίησης συχνά αποκτά τη διάσταση της αυτοκατάρ­ γησης. Η οποία συχνά στην ιστορία μας πρόσφερε: αυτόχειρες. Η αίσθηση της ισοπέδωσης από τα ελάχιστα πα­ ραθέματα δεν βρίσκει «συζητητή» από τις κοινωνι­ κές κατηγορίες. Αγνοημένη η ποίηση, δύσκολα α­ ναδημιουργείται και εύκολα παγιδεύεται στις κολα­

κείες. Η Αριστερά, μάλλον το σημαντικότερο τμήμα της (ΚΚΕ), εισέρχεται (1974) με απαγορεύσεις και καταλόγους τίτλων για τα μέλη του, τί πρέπει να διαβάζουν, ενώ η ανανεωτική δυναστεύεται θα ’λεγα από την αίσθηση του διφυούς. Αν ή πρώτη διαιωνίζει την παράδοση για την Τέχνη εκείνης της ετοιμοφόρετης αντίληψης για τον κόσμο, η δεύτερη α­ δυνατεί να ασκήσει την ακουστική της. Έτσι η μετα­ μόρφωσή της είναι άνευ αξίας. Γίνεται η άκριτη ει­ σαγωγή και αποδοχή κάθε ρεύματος που υιοθετεί την αμφισβήτηση. Κάτι αντίστοιχα με τα ιδεολογι­ κά ρεύματα (Αλτουσέρ κ.ά.). Τα ποιητικά οράματα παραμένουν - από τον Καρυωτάκη και μετά - ξένα αν όχι εχθρικά για την Α­ ριστερά. Όταν δεν θεωρούνται παρακμιακά, κατα­ τάσσονται στα περαστικά γεγονότα. Αδυνατεί να πλησιάσει άτομα, ακόμα και τα ψελλίσματα της δι­ κής της φωνής. Αυτή του Χάκκα που «προφητεύει» την προοπτική της κοινωνίας να γίνει ένα σκεύος (Μπιντές). Παραμένει με την ιδεολογική διάπλαση ενός όπλου σε συνεχή αφλογιστία. Ανυποψίαστη για τη βαρύτητα του ποιητικού Λόγου σε ένα κόσμο που μεταβλήθηκε «από σπίτι σε φυλακή, σε λαβύ­ ρινθο αιματοστάλαχτο, σε συλλογικό φονιά» (Ο. Παζ). Ανάπηρα οράματα θα αποκαλούσαμε εκείνα της Αριστερός όταν δεν συνδέονται, δεν συνδιαλέγο­ νται με τα μορφώματα της Τέχνης. Κάτι που αποδεικνύει η ίδια η ιστορία μας, αυτή των τελευταίων ε­ τών, επίσης η σύγχρονη καθημερινότητα. Από την υιοθέτηση της έννοιας του πολιτισμού ίσον τεχνο­ λογική εξέλιξη μέχρι το τραγελαφικό σύμπτωμα των διανοουμένων να δημοσιοποιούν την κοινωνι­ κή ιδιότητά τους προ άγραν ψήφου. ΧΡΗΣΤΟΣ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ

Γιάνης Δάλλας

ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1948-1988

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

m

'Ολόκληρο τ ό ποιητικό έργο του Γιάννη Λ ά λλα, άπό τ ό 1 9 4 8 μέχρι τό 1 9 8 8 , γ ιά πρώ τη φορά σ ’ ενα συγκεντρω -„ τικό τόμο. Τ ό δημιουργικό τα ­ λ έντο του γνω στού δο­ κιμιογράφου καί μετα­ φραστή άρχαίων λυρι­ κών ποιητώ ν, άποκαλύπ τ ετ α ι σ ’ αύτή τη συλ­ λογή χαμηλόφω να άλλά καί συγκλονιστικά.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΝΕΦΕΛΗ


βιβλία γιασηυερα καιαυριο


Κοινωνικό φαινόμενο, που γεννιέται, προσλαμβάνει διαστάσεις και μεταλ­ λάσσεται σε συνάρτηση με, αλλά και σε σχετική αυτονομία από, τις κοινωνικές αντιθέσεις, τις πολυσήμαντες αντιφάσεις και τις αμφισημίες της συλλογικής συ­ νείδησης και ηθικής, το έγκλημα προκαλεί τις διερευνητικές προσεγγίσεις του φιλοσοφικού στοχασμού και των κοινωνικών επιστημών και εμπνέει την παρα­ γωγή της τέχνης και της λογοτεχνίας. Η διερεύνηση του εγκλήματος παραπέμπει, αναπόφευκτα, στα θεμελιώδη επι­ στημολογικά προβλήματα των κοινωνικών επιστημών (και της εγκληματολο­ γίας) και υποδεικνύει τα επεξηγηματικά όρια του ερμηνευτικού - διαλεκτικού και, κυρίως, του αναλυτικού - αιτιοκρατικού παραδείγματος. Φανερώνεται η ανάγκη επιστημολογικών τομών, ανάλογων με εκείνες που αποπειράται η ψυχα­ ναλυτική - μαρξιστική ερμηνευτική εκδοχή. Το αφιέρωμα του ΔΙΑΒΑΖΩ, που έχει διεπιστημονικό χαρακτήρα, επιδιώκει απλώς να υποστηρίξει τη διεισδυτική προσέγγιση του αναγνώστη. Επιμέλεια αφιερώματος: Νίκος Κουτσιαράς Οι φωτογραφικές συνθέσεις, που δημοσιεύονται, είναι εργασία του Τάκη Βεκόπουλου ειδικά για το παρόν αφιέρωμα.


16/αφιερωμα

Ν ίκος Κουτσιαράς*

* Στην όμορφη έμπνευση, που ελευθερώνει την ανομία της σκέψης και των αισθήσεων και υποκινεί την αυθαιρεσία των συνειρμών.

Αίτιο και αιτιατό των κοινωνικών αναμορφώσεων, ιδεολογικό όριο μεταξύ ιερού και βέβηλου, μέσο πολιτικό των εξουσιαζόντων και των εξουσιαζομένων, μετρούμενη μεταβλητή της κοινωνικής ανομίας, παράγωγο της κυρίαρ­ χ η ς ηθικής και του πολιτισμού και οιωνός νέων αξιών, προτύπων και ιδεών, έκφραση ακραία και ιδιότυπη της κοινωνικοποίησης του ατόμου μέσω της ψυχοπα θολογικής (;) εσω τερίκευσης των κοινωνικών αντιθέσεων και διαπλο­ κών, εισροή και προϊόν αισθητικής και βαναυσότητας, το έγκλημα διερευνάται και χρησιμοποιείται, κολάζεται και απαλλάσσεται, αποδοκιμάζεται και ε ­ γκωμιάζεται, σε συνάρτηση με τις κοινω νικές - οικονομικές ορίζουσες και α­ νάλογα με την ταξινομική του θέση. υπόσταση του εγκλήματος εί­ ναι κοινωνική, δεν προσδιορίζεται μέσω Η εννοιολογική μιας ατομικής, αφηρημένης και σχισματικής προσέγγισης του Καλού και του Κακού. Το έ­ γκλημα, ως αναγνωριζόμενο γεγονός, προϋποθέ­ τει την ύπαρξη μιας κοινωνικής οργάνωσης, ενός ιδιοκτησιακού καθεστώτος, μιας πολιτικής διοικητικής εξουσίας, της δικαστικής εξουσίας και του ποινικού κώδικα. Προσλαμβάνει τελικά τις διαστάσεις του κοινωνικού φαινομένου, που διαπλάθεται στο εσωτερικό της κοινωνίας και οριοθετείται, υποκινείται, ταξινομείται και τιμω­ ρείται, σε συνάρτηση με, αλλά και σε σχετική αυ­ τονομία από, τις αντιθέσεις, τις συγκρούσεις και συναινέσεις, που διαλαμβάνουν το σύνολο των

κοινωνικών μορφωμάτων, δυνάμεων και κι­ νήσεων. Αν υιοθετήσουμε αυτή την ερμηνευτική προ­ σέγγιση, αν, με άλλα λόγια, αποδεχθούμε ότι το έγκλημα δεν είναι παρά μια από τις εκφράσεις έστω και ιδιότυπη - της «λογικής» των κοινωνι­ κών αντιθέσεων, αν, ίσως, θεωρήσουμε το έγκλη­ μα ως έσχατη αμφισβήτηση και δοκιμασία της κοινωνικής συνοχής, τότε θα πρέπει, αναπόφευ­ κτα, να αναζητήσουμε τους ιδεολογικούς προσ­ διορισμούς του, που ταυτογχρόνως υπαγορεύουν την κατηγοριοποίηση και ταξινόμησή του. Η πα­ ραβίαση του Δικαίου, που συνεπάγεται την τιμω­ ρία του ενόχου-παραβάτη, σχετικοποιείται πλέον ως παραβίαση του Δικαίου τού κοινωνικά ισχυ­ ρού, του αποφασίζοντος, δηλαδή, και επιβάλλον-


αφιερωμα/17 τος τους κανόνες της κοινωνικής οργάνωσης και τους μηχανισμούς ασφαλείας (δικαστική εξου­ σία και ποινικό σύστημα) έναντι των εις βάρος τους (των κανόνων) επιβουλών και κατά των επιβουλευομένων. Το πρόβλημα όμως αυτής της ριζοσπαστικής ερμηνευτικής προσέγγισης, που υποστηρίζεται α­ πό τη μαρξιστική θεωρία και την κριτική θεωρία της εγκληματολογίας (και παρουσιάζεται στο κείμενο της Φ. Τσαλίκογλου), ανάγεται στην υιο­ θετούμενη, έστω και υπαινικτικά, «αθροιστική» μεθοδολογική επιλογή, που δεν κατορθώνει να ανιχνεύει και να υποδεικνύει τη διαφορετικότητα των ανθρωπίνων ροπών και συμπεριφορών ένα­ ντι των αλληλεξαρτωμένων, διαφορετικών όμως, κανονικοτήτων, νόμων και εθιμικών προτύπων που περι-γράφουν την κοινωνία. Εκπρόσωποι της μαρξιστικής εγκληματολογικής θεωρίας, όπως οι Ανατολικογερμανοί Bucholz, Hatman, Leksschas και Stiller, διατυπώ­ νουν την άποψη ότι μόνη η κοινωνική - ιδεολογι­ κή ερμηνεία του εγκλήματος και της εγκληματι­ κότητας είναι ελλειπτική.1 Υποστηρίζουν ότι η ατομική πρόθεση, ως απόρροια του ατομικού αλ­ γορίθμου λήψεως αποφάσεων, πρέπει να θεωρεί­ ται ως ανεξάρτητος ερμηνευτικός παράγοντας, που λειτουργεί εκ παραλλήλου προς τα κοινωνι­ κά αίτια του εγκλήματος. Η συζήτηση μας παρα­ πέμπει τελικά στα θεμελιώδη επιστημολογικά προβλήματα της εγκληματολογίας, αλλά και εν γένει των κοινωνικών επιστημών. Τα προβλήμα­ τα αυτά αφορούν στην επεξηγηματική διεισδυτι­ κότητα των ατομικο-κεντρικών προσεγγίσεων και του αιτιοκρατικού-θετικιστικού παραδείγμα­ τος. Σε ό,τι αφορά στην εγκληματολογία, το κείμε­ νο της Φ. Τσαλίκογλου διατρέχει τα κυριότερα σημεία του επιστημολογικού διαλόγου στο εσω­ τερικό αυτής της επιστήμης. Διερεύνηση της ατομικο-κεντρικής προσέγγισης της θετικιστικής οικονομικής σκέψης, σε σχέση με την από­ φαση συμμετοχής του ατόμου σε παράνομες δραστηριότητες, επιδιώκεται στο άρθρο του Ν. Κουτσιαρά. Επίσης, στο κείμενο του Γ. Αναστασόπουλου αναπτύσσεται μια προβληματική επα­ ναπροσδιορισμού της ψυχιατρικής έναντι της ε­ γκληματικότητας και του εγκλήματος, που συνιστά απομάκρυνση από την ατομικιστική, ψυχοπαθολογική ερμηνεία «παρεκκλινουσών» συ­ μπεριφορών και προσαρμογή προς κοινωνιολογι­ κά πραγματιστικότερες ερευνητικές κατευθύν­ σεις. Τέλος, το κείμενο του Σ. Δημητρίου προ­ σφέρει τη διευρυμένη ερμηνεία του εγκλήματος, που (την) εξασφαλίζει τόσο η διεπιστημονικότητα της ανθρωπολογίας, όσο και η σύνθετη, συστημική-ιστοριοσυγκριτική μεθοδολογική της προσέγγιση. Η διερεύνηση του εγκλήματος στα πεδία του θεσμικού και του ιδεολογικού/συμβο­

λικού, η σαφής διάκριση μεταξύ θεσμικού και ε­ θιμικού δικαίου και η μετάταξη του εγκλήματος στο χώρο της πολιτικής κοινωνιολογίας, που εκ­ φράζεται με τις λειτουργούσες έννοιες της ποινικοποίησης της πολιτικής και της πολιτικοποίη­ σης του Δικαίου (όπως προτείνει ο Σ. Δημη­ τρίου), μας οδηγούν στην αναζήτηση των ηθικών και νομικών-πολιτικών και ιδεολογικών όψεων και νοηματοδοτήσεων του εγκλήματος. Αν η ηθική είναι δυνατό να προσεγγίζεται μέσω του διχοτομικού (ασυνεχούς;) σχήματος Καλού και Κακού, με την αφηρημένη, έστω, σημασία των δύο εννοιών, - τουλάχιστον, αυτή την ώρα - τότε το έγκλημα μπορεί είτε να ορίζει τη θέση της διχοτόμου, είτε να ορίζει το άνω όριο της πε­ ριοχής του Κακού, ανάλογα με την ταξινομική διάκριση που επιβάλλουν - κυρίως - τα κοινω­ νικά ήθη και - δευτερευόντως - το θεσμικό Δί­ καιο. Μπορεί ακόμη όμως να βρίσκεται στο χώ­ ρο του Καλού, όταν λογίζεται ως πράξη κάθαρ­ σης. Αυτό που υποδεικνύει ο παραπάνω συλλογι­ σμός είναι πως μόνη η ηθική, ή, καλύτερα, ηθικολογική ερμηνεία του εγκλήματος είναι αδιέξοδη, αν δεν συσχετίζεται συστημικά με ό,τι συνθέτει την κοινωνική συγκρότηση και αντανακλά τις αντιθέσεις και συνάμα τις αντιφάσεις της. Ας προσέξουμε πως ο Jean Genet διατυπώνει την αποστροφή του στην ηθική, καλή και γεν­ ναιόδωρη συμπεριφορά: «Η κυρία είναι καλή! Η κυρία μας λατρεύει. Μας αγαπάει όπως τις πολυ­ θρόνες της... όπως το μπιντέ της ή, μάλλον, ό­ πως τη ροζ πορσελάνη του καμπινέ της. Κι εμείς, εμείς δεν μπορούμε ν’ αγαπήσουμε τον εαυτό μας... η βρόμα δεν αγαπάει τη βρόμα! Είναι εύ­ κολο να είσαι καλή, χαμογελαστή και γλυκιά... όταν είσαι ωραία και πλούσια. Φαντάσου να εί­ σαι καλή όταν είσαι υπηρέτρια!».2 Δεν γίνεται τυχαία η αναφορά στον Genet. «Τυπικός» εγκλη­ ματίας ο ίδιος, κατορθώνει στο έργο του να αναπαραγάγει τη μοίρα του, τις ηθικές αντιφάσεις του και τις αντενέργειές του. Ακόμη περισσότε­ ρο, όμως, η αναφορά γίνεται γιατί ο Genet προσφέρεται ως παράδειγμα και κίνητρο στον Jean-Paul Sartre, για να δοκιμάσει μια διαρκή, α­ γωνιώδη περιπλάνηση και παλινδρόμηση στην η­ θική του Καλού και του Κακού, όπως αυτή ανατροφοδοτείται από την Κοινωνία και προσλαμ­ βάνεται από τον Genet.3 Ό πω ς σημειώνει ο Sartre, στην πρώτη έκδοση του βιβλίου του, το 1952, σκοπός του είναι να δείξει «τα όρια της ψυ­ χαναλυτικής ερμηνείας και της μαρξιστικής εξή­ γησης...» Η περιπλάνηση στην ηθική του Καλού και του Κακού, συμπληρώνεται με τη διερεύνηση της μετατόπισης της συνείδησης από το πραγμα­ τικό στο φαντασιώδες και από το φαντασιώδες στο πραγματικό. Ο κλέφτης μετατρέπει την πραγματική απόλαυσή του, που αντλείται από την κλοπή, στην απόλαυση, που κατασκευάζει,


18/αφιερωμα καθώς περιβάλλεται το ένδυμα του ιδιοκτήτη. Στο δοκίμιο του Β. Καραποστόλη, παρουσιάζε­ ται ο κλέφτης - θαμώνας, που όχι μόνο αποκτά (ψευδώς) τη συνείδηση του ιδιοκτήτη, αλλά και αυτή του δημιουργού χαράς και ευδαιμονίας, α­ φού τώρα δύναται (έχει τα μέσα) να τις προσφέ­ ρει. Ό πω ς το Καλό και το Κακό, έτσι και το πραγματικό και το φαντασιώδες διαμορφώνο­ νται και αναπλάθονται σε αναλογία με τις κοινω­ νικές παραδοχές και αντιλήψεις. Κατορθώνει, μου φαίνεται, η ψυχαναλυτική μαρξιστική ερμηνεία του Sartre να διεισδύει βα­ θύτερα στους όρους γένεσης της εγκληματικής δραστηριότητας, τις μορφές διακίνησής της στο εσωτερικό της κοινωνίας, ή, όπως στην αρχή του παρόντος κειμένου σημειώνεται, στους τρόπους που το έγκλημα προσλαμβάνει άλλοτε τη θέση του αιτίου και άλλοτε του αιτιατού των κοινωνι­ κών αναμορφώσεων, άλλοτε τη θέση του παραγώγου της κυρίαρχης ηθικής και του πολιτισμού και άλλοτε το ρόλο του οιωνού νέων αξιών, προ­ τύπων και ιδεών. Δημιουργεί, δηλαδή, μια σοβα­ ρή επιστημολογική τομή, που συμπληρώνει τις κριτικές και μαρξιστικές προσεγγίσεις με το α­ ναλυτικό υλικό που μπορεί να συνθέτει μια θεω­ ρία του ατόμου, ή, καλύτερα, της προσωπι­ κότητας. Η ερμηνευτική του εγκλήματος, οι εναγώνιοι φιλοσοφικοί και κοινωνιολογικοί προβληματι­ σμοί αφήνουν σχετικά αδιάφορη τη νομική επι­ στήμη, που διαπραγματεύεται την ταξινόμηση του εγκλήματος (κάθε εγκλήματος) σε συμφωνία με την κατηγοριοποίηση που υπαγορεύουν οι νό­ μοι, ώστε να τύχει του κολασμού που προβλέπει ο ποινικός κώδικας, που προσδιορίζει αντιστοι­ χούσες προς κάθε ταξινομική θέση ποινές. Ό ­ πως υπογραμμίζει ο Π. Αθανασόπουλος, «όταν ερχόμαστε όμως στο έδαφος της νομικής επιστή­ μης, τα πράγματα γίνονται πιο απλά και γι’ αυτό πιο επικίνδυνα». Είναι αλήθεια, ότι και στο χώρο της νομικής διερευνώνται προβλήματα που άπτονται του γενικότερου κοινωνικο-φιλοσοφικού στοχασμού περί εγκλήματος. Η συζήτηση περί της «αναγκαίας» ποινής, ή, ακόμη, η βελτιωσιμότητα των εγκληματιών, ως αποτέλεσμα της ποινής, ή, τέλος, η ίδια η φύση και η «λογική» του σωφρονιστικού συστήματος και της φυλα­ κής, απασχολούν τη νομική επιστήμη. Είναι το ί­ διο αλήθεια, όμως, ότι η σημαντική συνεισφορά σε αυτή τη συζήτηση προέρχεται από το χώρο των κοινωνικών επιστημών και από τους κοινω­ νικούς διανοητές, και κορυφαία έκφραση αυτής της συνεισφοράς αποτελεί το έργο του Michel Foucault. Η διερεύνηση της εξέλιξης από την ποι­ νή της δημόσιας απολογίας, του εξευτελισμού και της αργής, βασανιστικής, αποτροπιαστικής θανάτωσης, στο Πανοπτικό του Jeremy Bentham και στα σύγχρονα τιμωρητικά συστήματα της

ψυχιατρικής αυθεντίας, υποδεικνύει την προσαρ­ μογή του σωφρονιστικού συστήματος στις απαι­ τήσεις της κοινωνικής οργάνωσης και αποδεικνύει ταυτοχρόνως την αναποτελεσματικότητά του, ως προς τις ομολογούμενες επιδιώξεις του.4 φυλακή καταφέρνει να διαμορφώσει το πε­ ριθωριοποιημένο, «αντι-κοινωνικό» - ό­ πως αντικρύζεται από τη συλλογική συνείδηση - σώμα των εγκλείστων εγκληματιών και δυνά­ μει υποτροπών, που υπερβαίνοντας, ως συλλογι­ κό μόρφωμα, κάποιες εσωτερικές αντιθέσεις, κρατεί σε εγρήγορση την κοινή μοίρα, το πεπρω­ μένο τού κοινωνικά ειδεχθούς και αποδέχεται, ή, μάλλον, απολαμβάνει την ελευθερία της ενοχής, που όχι μόνο επιτρέπει, αλλά υποκινεί προς τη διαρκή επαν-αναβίωση και αναπαραγωγή της. Αυτοί (οι εγκληματίες), οι πρώτιστα αρνούμενοι την κοινωνική τάξη, οι δολιοφθορείς του κοινω­ νικού (επ)οικοδομήματος, στέκονται αμήχανοι και επιφυλακτικοί έναντι των συντεταγμένων (πολιτικών) κινήσεων μεταβολής, ακόμη και α­ νατροπής του κυρίαρχου τύπου κοινωνικής ορ­ γάνωσης. Ίσως, γιατί η απόρριψη και η αποδο­ κιμασία τους αποκτά μια περίεργη καθολικότητα, από την οποία δεν εξαιρούνται «ο Τύπος... και πολλοί προοδευτικοί...».5 Η φυλακή τους ε­ ξαθλιώνει, τους διαμορφώνει συνείδηση «λούμπεν προλεταρίων» και εδραιώνει την εμμονή τους στον ατομικό πόλεμο φθοράς της κοινωνι­ κής συνοχής που, άλλωστε, ευκολότερα καταστέλλεται. Κάποιοι απ’ αυτούς, στο τέλος, σύ­ ρονται ως εμπροσθοφυλακή των μηχανισμών κα­ ταστολής, χαφιέδες και παρακρατικοί, ως ενεργούμενα της εξουσίας, που τους ακολουθεί κατά πόδας, τους καταδικάζει και, τελικά, τους χρη­ σιμοποιεί ως «εννόμως εγκληματούντας». Το έγκλημα μετατάσσεται στο χώρο της πολι­ τικής κοινωνιολογίας με τη μελέτη της πολιτικής και της διευθυνόμενης πολιτικής (;) συμπεριφο­ ράς των εγκληματιών, όπως και με τη διερεύνηση της κατηγοριοποίησης και ταξινόμησής του από το θεσμικό, αλλά και το εθιμικό Δίκαιο. Αυ­ τή ακριβώς η διερεύνηση υποδεικνύει πώς ποινικοποιείται η πολιτική και συνάμα πολιτικοποιεί­ ται το Δίκαιο, σε κάθε ιστορική φάση της κοινω­ νικής εξέλιξης. Η ποινικοποίηση της πολιτικής στοιχειοθετείται από το θεσμικό Δίκαιο, ενώ α­ ντίθετα το εθιμικό Δίκαιο μετατρεπεται σε κοι­ νωνική και πολιτική διεκδίκηση των εξεγερμένων, σε οιωνό, αλλιώς, του νέου θεσμικού Δι­ καίου. Αυτό που θεωρείται από το Νόμο έγκλη­ μα, μετατρέπεται σε μέσο του κοινωνικού και πολιτικού αγώνα. Ο ποινικός κολασμός του εγκλήματος δεν ισοδυναμεί με την αποδοκιμασία του, τουλάχιστον ως κοινωνικού φαινομένου και παράγοντα. Ο Durkhein διαβλέπει την ωφελιμότητα του εγκλή­

Η


αφιερωμα/19 ματος, αφού είναι δυνατό - υποστηρίζει - να διεγείρει τις χαλαρωμένες κοινωνικές συνειδή­ σεις. Ο Marx, στο σύντομο, αλλά, επιθετικό, διεισδυτικό και (αυτο;)σαρκαστικό «Εγκώμιο του Εγκλήματος», αποφαίνεται για την πολλα­ πλή ωφελιμότητα του, που εκφράζεται κατά πρώτον στην οικονομία· στην απασχόληση, το εισόδημα, την παραγωγική εξειδίκευση, την α­ νταγωνιστικότητα των παραγομένων προϊόντων, την τεχνολογία και την οικονομική διεθνοποίη­ ση.6 Γράφει, ακόμη, ο Marx, «ο εγκληματίας παράγει μια εντύπωση, εν μέρει ηθική, εν μέρει τραγική, αναλόγως, κι έτσι προσφέρει μια 'υπη­ ρεσία’ στη διακίνηση των ηθικών και αισθητικών συγκινήσεων του κοινού. Δεν παράγει μόνο συγ­ γράμματα ποινικού δικαίου, ούτε απλώς τους ποινικούς κώδικες και τους νομοθέτες, παράγει και τέχνη, ωραία λογοτεχνία, μυθιστορήματα, α­ κόμη και τραγωδίες, όπως αποδεικνύουν, όχι μό­ νο η Ένοχή’ του Mullner και οι 'Ληστές’ του Schiller, αλλά και αυτός ο Όιδίπους’ και ο 'Ρ ι­ χάρδος ο Τρίτος’».7 Το έγκλημα, λοιπόν, τροφοδοτεί την αισθητι­ κή, αποτελεί «εισροή» της. Η ενδεικτική αναφο­ ρά του Marx δεν είναι δύσκολο να εμπλουτισθεί (και να εμπλουτίζεται) με αμέτρητους τίτλους α­ στυνομικών μυθιστορημάτων, έντεχνης γραφής, γενικότερα, ή, ποιημάτων της τέχνης. Ο Μ. Μερακλής, στο κείμενό του, διερευνά τη θέση του εγκλήματος στη λογοτεχνία, με ιδιαίτερη αναφο­ ρά στο αστυνομικό μυθιστόρημα. κτός όμως από εισροή, μήπως το έγκλημα γίνεται και «προϊόν» αισθητικής; Ο Genet Ε κερδίζει την αποδοχή της γαλλικής κοινωνίας, και πρώτα της διανόησης, οι χθεσινοί τιμωροί του, τώρα, ζητούν την υποστήριξή του, ο Πρόε­ δρος της Δημοκρατίας τού χαρίζει την ποινή που έπρεπε να εκτίσει για κάποια, τελευταία, παρα­ πτώματα. Ουδείς βέβαια αποδέχεται τον εγκλη­ ματία Genet, σημειώνει ο Sartre. Αποδέχονται ό­ μως τον ταλαντούχο, τον μεγαλοφυή συγγραφέα, ακόμη κι αν ο ίδιος «ξελαρυγγιάζεται να τους φωνάζει: το ταλέντο μου είναι το έγκλημά μου».8 Στο τέλος, μετά την αναγνώριση «τι μπο­ ρεί να κάνει; Καμιά κλοπή; Καμιά αγένεια; Αν*1

δοθεί ευκαιρία κι αν χρειαστεί, δε θ’ αποφύγει να κλέψει κάτι, αλλά θα είναι για καθαρά ωφελιμι­ στικούς λόγους. Η μαγεία του Εγκλήματος έχει σβήσει- δεν μπορεί να τη βρει πια, παρά μονάχα σ’ ένα μέρος του κόσμου: μες στα βιβλία του. Άλλωστε, οι κίνδυνοι που διατρέχει είναι ελάχι­ στοι: αρκεί να παρέμβει κάποιος σνομπ, με μεγά­ λα 'μέσα’, για να πνιγεί η υπόθεση.;.».9 Για τον Genet (μόνο;) το έγκλημα είναι υπόθεση αισθητι­ κής, στον απρόβλεπτο κόσμο που βιώνει. Οι αντιφάσεις της σύνολης κοινωνικής συ­ γκρότησης, η πολυμορφία των μερών της - που, όμως, διασφαλίζουν την κοινωνική συνοχή - ε­ ξηγούν τις αντιφάσεις που φανερώνει η συλλογι­ κή συνείδηση, οι οποίες ως προς το έγκλημα, εκ­ φράζονται με την απόρριψη αλλά και την αποδο­ χή ταυτόσημων εγκληματικών πράξεων. Ανα­ γκαία και οιονεί ικανή συνθήκη για να συμβαίνει το δεύτερο, δηλαδή η αποδοχή της εγκληματικής πράξης, υπάρχει, όταν η τελευταία προσλαμβά­ νεται από τη συλλογική συνείδηση ως πράξη κά­ θαρσης. Διερωτώμαι, πού εντάσσετάι η αυτοκτονία. Εί­ ναι πράξη κάθαρσης από την ανομία της καθημε­ ρινότητας; Είναι απλώς έγκλημα, αφού στρέφε­ ται κατά της κοινωνίας, που την αποστερεί από την πολυτιμότερη πηγή του πλούτου της, τον άν­ θρωπο; Είναι μήπως η ακρότατη μορφή του συλ­ λογικού εγκλήματος κατά του ατόμου; Η σημασιοδότηση της αυτοκτονίας παραλλάσσει βέβαια και προκαλεί αντιθέσεις καί εντάσεις, ανάλογες με αυτές που προκαλεί η πολύμορφη, αντιφατική και αμφίσημη, ως προς τις αξίες και τα ήθη, κοι­ νωνική συγκρότηση. Αλήθεια, όμως, τι θα πούμε για το ζευγάρι των τραγικών εραστών, που απο­ φασίζουν, από κοινού, το φόνο του ενός από τον άλλο και την αυτοκτονία του δεύτερου; Σε τι δια­ φέρει η αυτοκτονία από το έγκλημα (την ανθρω­ ποκτονία); Σε τι διαφέρει το έγκλημα από την αυ­ τοκτονία; Τέλος, μήπως το άλλο πρόσωπο του εγκληματία είναι αυτό του ανάξιου αυτόχειρα, που εκδικείται το συλλογικό έγκλημα σε βάρος του και συνάμα αυτοκαταστρέφεται, προσφέροντας εαυτό στην ιερή οργή των δικαστών του, μιας και ο ίδιος δεν νιώθει άξιος να εκπληρώσει την κάθαρση;

Σημειώσεις 1. Αρθρο του Ακαδημαϊκού Ιωανν. Γεωργάκη στο «Βήμα» της 3/12/89, με τον παράταιρο, ως προς το περιεχόμενό του, τίτλο «Η Βουλή δεν πρέπει να διώκει υπουργούς». 2, 3, 8, 9. Jean-Paul Sartre, Άγιος Ζενέ. Κωμωδός και Μάρτυ­ ρας. Μτφ. Λ. Θεοδωρακόπουλος. Αθήνα, Εξάντας, 1990. Σελ. 22 (α- τόμος), 353, 356, (β' τόμος). 4. Michel Foucault, Επιτήρηση και Τιμωρία. Η γέννηση της φυ­ λακής. Μτφ. Κ. Χατζηδήμου - 1. Ράλλη. Αθήνα, Εκδ. Ράππα, 1989. 5, 6, 7. Karl Marx, Εγκώμιο του Εγκλήματος. [Παρέμβαση (Περί παραγωγικής εργασίας)]. Μτφ. Τζ. Μαστοράκη. Αθή­ να, Άγρα (Φυλλάδιο 4ο), 1986.

Η δίκη του έγινε τον άγριο Νοέμβρη το ένιωθε άραγε και κείνος; Ο Τύπος πάντως τον πρόβαλε ανοιχτά σαν αιμοβόρο κτήνος. Τα ίδια λέγαν και πολλοί προοδευτικοί παράξενο δεν ήταν η σύμβασή τους διαισθάνθηκε σ’ αυτόν μιαν άλλην απειλή. Από το απαράμιλλο λαϊκό ορατόριο του Διονύση Σαββόπουλου «Μακρύ Ζεϊμπέκικο για τον Νίκο», στη συλλογή του Ρε­ ζέρβα, Αθήνα, 1979.


20/αφιερωμα

Φωτεινή Τ σαλίκογλου

Εγκλημα τολογία: Θεωρητικές και Ιδεολογικές περι-πλανήσεις μιας επιστήμης της διαφοράς «Η Αλίκη σκέφτηκε πως ολόκληρη η υπόθεση ήταν παράλογη, αλλά όλοι φαίνονταν τόσο σοβαροί, που δεν τολμούσε να γελάσει» Λιούις Κάρολ, «Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων» «Με πόση υποκρισία ταχτοποίησα όλα αυτά τα πράγματα! σκέφτηκε. Κατασκευάζω μια ασφάλεια, που στην πραγματικότητα δεν υπάρχει. Λες και με την ταχτοποίηση των εργαλείων της δουλειάς μου θα μπορούσαν να ξαναπάρουν όλα το δρόμο τους και ότι δεν θα μπορούσε πια να μου συμβεί κανένα κακό. Πόσο ξεγελάστηκα ταχτοποιώντας τα διάφορα αντικείμενα σαν να ήταν ΕΡΓΑΛΕΙΑ! Στην πραγματικότητα, οχυρωνόταν πίσω τους παριστάνοντας το χειριστή τους.» Πέτερ Χάντκε, «Η ώρα της αληθινής αίσθησης» «Η αληθινή γνώση είναι η αγρυπνία μέσα στα σκότη: μόνο το σύνολο της αγρύπνιας μας μάς διακρίνει από τα κτήνη και τους ομοίους μας» Ε.Μ. Σιόραν, «Εγκόλπιο Ανασκολοπισμού»

«Δεν ήταν απλώς μια ιδέα, αλλά μια έκλαμψη έμνευσης. Στη θέα αυ­ τού του κρανίου, εντελώς ξαφνικά είδα να φωτίζεται, σαν μια τεράστια πεδιάδα κάτω από ένα φλογισμένο ουρανό, το πρόβλημα της φύσης του εγκληματία - ενός αταβιστικού ό­ ντας που στο πρόσωπό του αναπαράγονται τα θηριώδη ένστικτα της πρωτόγονης ανθρωπότητας και των κατώτερων ζώων. Με αυτόν τον τρόπο ερμηνεύονται ανατομικά τα τεράστια σαγόνια, τα υψηλά οστά της παρειάς, οι μοναχικές γραμμές στις παλάμες, τα υπερμεγέθη κοι­ λώματα των οφθαλμών και των αυ­ τιών, που συναντάμε στους εγκλη­ ματίες, στους αγρίους, στους πιθή­ κους. Έτσι εξηγούνται ακόμη και η αναισθησία στον πόνο, η υπερβολι­ κά οξεία όραση, τα τατουάζ, η υπερ­ βολική αεργία, η αγάπη για τα όρ­ για, η ακατανίκητη έλξη για το κακό χάριν του κακού, η επιθυμία όχι μό­ νον να αφαιρεθεί η ζωή από το θύμα, αλλά και να τεμαχισθεί η σάρκα του πίνοντας το αίμα του.»1


αφιερωμα/21 ε τα τόσο χαρακτηριστικά αυτά λόγια ε­ μπνευσμένα από το κρανίο του διάσημου ληστή Vihella, ο Καίσαρας Λομπρόζο γινόταν στα τέλη του περασμένου αιώνα ο ιδρυτής ενός νέου επιστημονικού πεδίου, της εγκληματικής Ανθρωπολογίας, όπως αρχικά ονομάσθηκε η ε­ γκληματολογία. Οι βασικές αρχές της συνοψίσθηκαν σε ένα βιβλίο πρόκληση που εκδίδεται για πρώτη φορά το 1876. «Ο εγκληματίας Ά ν ­ θρωπος».2 Το προκλητικό για την εποχή εκείνη βιβλίο του Λομπρόζο συμβάλλει στη συγκρότη­ ση της θετικής εγκληματολογικής σχολής σημα­ τοδοτώντας την έλευση μιας νέας επιστήμης που έχει σαν αποκλειστικό σκοπό της τη μελέτη τού εγκληματία ανθρώπου. Από την εποχή εκείνη μέχρι και σήμερα, η νεα­ ρή αυτή επιστήμη πασχίζει εναγώνια να διαμορ­ φώσει τη δική της φυσιογνωμία, ν’ οριοθετήσει το αντικείμενό της με έναν επιστημονικό τρόπο, να περιφρουρήσει το δικό της πεδίο έρευνας και θεωρίας. Το ερώτημα που γεννιέται έναν αιώνα μετά την εμφάνισή της, στον κοινωνικό και επι­ στημονικό ορίζοντα, είναι εάν και κατά πόσο οι προσπάθειες αυτές ευωδόθηκαν, εάν και σε ποιο βαθμό ο επιστημονικός αυτός χώρος κατάφερε να απαλλαγεί από τις μυθολογικές και μεταφυσι­ κές του καταβολές. Άραγε τα ερωτήματα που ταλάνιζαν τους πρωτεργάτες του κλάδου σχετι­ κά με τη φύση και τα αίτια του εγκλήματος κατάφεραν τελικά να απαντηθούν με έναν έγκυρο και αξιόπιστο τρόπο; Θα ’λεγε κανείς ότι παρά την αδιαμφισβήτητη εξέλιξή της, η παραδοσιακή εγκληματολογία εί­ ναι ώς ένα βαθμό ακόμη παραδομένη στη μαγεία και την καθησυχαστική έλξη ενός θετικιστικού «παραδείγματος», που ανάγει το έγκλημα σε μια αντικειμενικά προσδιορίσιμη, μετρήσιμη οντό­ τητα, ικανή να αναλυθεί σε επιμέρους στοιχεία, συνιστώσες και μεταβλητές και να ερμηνευθεί μέσα από γραμμικές αιτιώδεις συναρτήσεις. Θα πρέπει ωστόσο να σημειωθεί, ότι τις τελευ­ ταίες δεκαετίες σημειώνεται μια δυναμική αμφι­ σβήτηση των θέσεων αυτών. Η άρθρωση ενός ε­ ναλλακτικού εγκληματολογικού λόγου τείνει να θρυμματίσει βαθιά εδραιωμένα αξιώματα που θε­ μελιώνουν την ίδια την υπόσταση της νεαρής αυ­ τής επιστήμης. Αλήθειες γύρω από τη φύση του εγκλήματος και του εγκληματία, που μέχρι πρό­ σφατα θεωρούνταν αμετάβλητες και αυτονόη­ τες, εξετάζονται κάτω από ένα νέο κριτικό βλέμ­ μα. Η μακαριότητα του αυτονόητου μοιάζει να κλονίζεται ανεπανόρθωτα. Η επισήμανση των ε­ πιστημολογικών και ιδεολογικών αδιεξόδων του κλάδου σηματοδοτεί μια σημαντική κρίση που σοβεί στους κόλπους της εγκληματολογικής επι­ στήμης. Η ένταση της κρίσης είναι τέτοια ώστε μπορεί κανείς να αναρωτηθεί: «Άραγε η επιστή­ μη αυτή της μελέτης του εγκληματικού φαινομέ­

Μ

νου θα οδηγήσει σε αφανισμό, ή μήπως ένα νέο «παράδειγμα» θα μπορέσει να κυριαρχήσει τελι­ κά τιθασεύοντας το πλήθος των επιστημονικών και ιδεολογικών αδιεξόδων»; Είναι πολύ νωρίς ακόμη για να δοθεί μια τεκ­ μηριωμένη απάντηση στο ερώτημα αυτό. Στις γραμμές που ακολουθούν θα επιχειρηθεί μια συ­ νοπτική εκτίμηση της πορείας της εγκληματολο­ γικής σκέψης από την εποχή του Λομπρόζο μέ­ χρι και σήμερα. Η σκιαγράφηση της πορείας αυ­ τής στοχεύει απλά και μόνον στη διατύπωση ορι­ σμένων σκέψεων γύρω από τις περιπέτειες ύπαρ­ ξης ενός σχετικά καινούριου επιστημονικού πε­ δίου και τους κινδύνους που ελλοχεύουν σε αυτό να μεταποιηθεί σε μια επιστήμη της διαφοράς, σε μια τεχνική άσκησης ενός αποτελεσματικού κοι­ νωνικού ελέγχου. Ο Λομπρόζο μαζί με τον Φέρι και τον Γκαρόφαλο θα γίνουν οι ιδρυτές της πρώτης εγκλημα­ τολογικής σχολής της «Ιταλικής θετικής σχο­ λής». Το έμβλημα της σχολής αυτής, «Δεν υπάρ­ χει έγκλημα παρά μόνον εγκληματίες», εκφράζει με ενάργεια την απομάκρυνση από τις προγενέ­ στερες αφηρημένες νομικές ρυθμίσεις για το έ­ γκλημα και την εγκληματικότητα. Καταβάλλεται τώρα μια έντονη προσπάθεια α­ νεξαρτητοποίησης από τις αποικιοκρατικές τά­ σεις του Δικαίου. Ο νομικός ορισμός του εγκλή­ ματος (έγκλημα είναι η πράξη που τιμωρεί ο Ποι­ νικός νόμος) δεν μπορεί να ικανοποιήσει τη νεο­ σύστατη επιστήμη. Αντιτιθέμενη στον επιφανεια­ κό και νομικίστικο αυτόν ορισμό, αντιτάσσει στους δογματικούς του Ποινικού Δικαίου την κοινωνική και ανθρώπινη πραγματικότητα του εγκληματικού φαινομένου. Ενός φαινομένου που προηγείται του νόμου και τον τροφοδοτεί. « Έ ­ γκλημα είναι η παραβίαση στοιχειωδών αισθη­ μάτων φιλαλληλίας, μιας συγκεκριμένης κοινω­ νίας, μιας συγκεκριμένης εποχής, απαραίτητων για την κοινωνική συμβίωση» (Γκαρόφαλο).3 Η παραβίαση αυτή «αποτελεί προσβολή των ισχυ­ ρών συναισθημάτων της συλλογικής συνείδησης και διεγείρει μια μαζική αντίδραση αποδοκιμα­ σίας που εκφράζεται με την ποινή» (Ντουρκχάιμ).4 Η αποδοχή του ορισμού αυτού σηματοδοτεί και τη φυσιογνωμία της παραδοσιακής εγκλημα­ τολογίας, που προϋποθέτει μια οντολογική εικό­ να του αντικειμένου της, θεωρώντας ότι το έ­ γκλημα απαρτίζει μια αντικειμενική πραγματι­ κότητα προϋπάρχουσα της νομικής αρνητικής αξιολόγησης και επιδεκτική αιτιολογικής προ­ σέγγισης. Έτσι, η θετική εγκληματολογική σχολή προ­ σανατολίζοντας το ενδιαφέρον της στον εγκλη­ ματία, θα σημειώσει μια επιστημονική ρήξη με το παρελθόν, όπου το ενδιαφέρον έμενε προση­ λωμένο στο έγκλημα, η ποινή ήταν ανάλογη με


22/αφιερωμα τη βαρύτητα της πράξης και ο δράστης δεν ήταν παρά μια παρένθεση, μια θεωρητική αφαίρεση, μια ενδιάμεση μεταβλητή που με κανέναν τρόπο δεν παρεμβαλλόταν στην απονομή δικαιοσύνης. Τώρα κατεξοχήν στόχος της νέας επιστήμης γί­ νεται η αναμόρφωση της εγκληματικής προσω­ πικότητας. Το γνωστικό πλέγμα της εποχής είναι πρόσφο­ ρο για ένα τέτοιο καινούριο βλέμμα πάνω στον εγκληματία. Ο θετικισμός του Κοντ και η σημα­ σία της εμπειρικής γνώσης για την προσέγγιση των φαινομένων, ο εξελικτισμός της Δαρβινικής θεωρίας και η σημασία της φυσικής γενετικής ε­ πιλογής στην εξέλιξη των οργανισμών, αλλά και ο διαλεκτικός υλισμός φέρνουν στο προσκήνιο την αναγκαιότητα ανάδειξης των ακατάλυτων ε­ κείνων νόμων που διέπουν τα ψυχολογικά, κοι­ νωνικά και βιολογικά φαινόμενα. Το έγκλημα ως κοινωνικό αλλά και ανθρώπινο φαινόμενο χρειάζεται να αναλυθεί προκειμένου να εντοπισθούν οι ακατάλυτοι νόμοι που το προσδιορί­ ζουν. Βέβαια, μια τέτοια αναγκαιότητα γίνεται ι­ διαίτερα απαραίτητη στην ιστορική στιγμή που επιτελείται. Η εδραίωση της βιομηχανικής επανάστασης, η εγκαθίδρυση της αστικής τάξης στην εξουσία, η όξυνση των κοινωνικών ανισοτήτων και αντι­ θέσεων, καθιστούν ιδιαίτερα επιτακτική την α­ νάγκη χειραγώγησης της απόκλισης και άσκη­ σης ενός αποτελεσματικού κοινωνικού ελέγχου. Η γνώση για τον εγκληματία και την προσωπι­ κότητά του θα οδηγήσει σε μια αποτελεσματική πρόληψη και θεραπεία, καθώς και στην προστα­ σία της κοινωνίας. έσα σε αυτά τα πλαίσια είναι απολύτως κατανοητό το ότι η νεοσύστατη επιστήμη της εγκληματολογίας θα διαμορφώσει τη φυσιο­ γνωμία της με κεντρικό άξονα αναφοράς ένα θε­ μελιώδες ερώτημα: Ποιοι είναι οι νόμοι που διέ­ πουν το έγκλημα ως ανθρώπινη πλέον συμπε­ ριφορά; Το ερώτημα αυτό βρίσκεται σταθερά πίσω από κάθε ερευνητική προσπάθεια. Ο Λομπρόζο θα εγκαινιάσει την εκπληκτική πληθώρα αναζητή­ σεων στην κατεύθυνση αυτή. Ο αταβιστικός άν­ θρωπος αναγνωρίζεται μέσα από ορισμένα χαρα­ κτηριστικά σωματικά στίγματα (ασυμμετρία προσώπου, υπερμεγέθη άκρα, ανώμαλη οδοντο­ στοιχία, τατουάζ), που συγκροτούν μια υπολειμματική βιοψυχική ανάπτυξη. Βρίσκει ότι υπάρ­ χουν σημαντικές διαφορές στη συχνότητα εμφά­ νισης των στιγμάτων αυτών ανάμεσα στους φυ­ λακισμένους εγκληματίες και σε ομάδα ελέγχου. Δεν περιορίζεται όμως μόνον σε «κοινούς εγκλη­ ματίες». Οι αναρχικοί προκαλούν επίσης το επι­ στημονικό του ενδιαφέρον! Διερευνώντας τα α­ νατομικά χαρακτηριστικά αναρχικών ομάδων

Μ

σε διάφορα κράτη βρίσκει ότι ένα 31 % του δείγ­ ματός του στο Παρίσι, ένα 40% στο Σικάγο και ένα 34% στο Τορίνο είχε τα εγκληματικά στίγ­ ματα, ενώ οπαδοί άλλων «εξτρεμιστικών» πολι­ τικών κινημάτων έχουν λιγότερο από 12%. Βλέπουμε εδώ πόσο τελικά στιγματισμένοι ήσαν όχι οι εγκληματίες του Λομπρόζο, αλλά και οι ιδεολογικές ιστορικές καταβολές της επιστή­ μης που αυτός ίδρυσε. Θα μπορούσε κανείς να ισχυρισθεί ότι το ιδεολογικό ετούτο στίγμα παρα­ μένει ανεξίτηλα χαραγμένο στη φυσιογνωμία της παραδοσιακής εγκληματολογίας, καθιστώντας την συχνά ένα όργανο άσκησης ενός στυγνού κοινωνικού ελέγχου. Η θεωρία του Λομπρόζο, ενώ στην αρχή εκ­ θειάζεται, γρήγορα γίνεται αντικείμενο έντονης κριτικής, που αναγκάζει τον ίδιο να επαναπροσ­ διορίσει τις θέσεις του και να οδηγηθεί βαθμιαία σε μια σχετικοποίηση της έννοιας του εκ γενετής εγκληματία. Οι στατιστικές τεχνικές του Λο­ μπρόζο, που βέβαια αντανακλούσαν το επίπεδο ανάπτυξης των μαθηματικών της εποχής του, μοιάζουν να είναι, όπως πρώτος υποστήριξε ο Γκόρινγκ, εντελώς αναξιόπιστες. Έτσι, διεξοδι­ κές έρευνες φανερώνουν ότι τα ευρήματα των ε­ ρευνών του ήταν στατιστικά ασήμαντα. Στο βι­ βλίο του «The English Convict», που κυκλοφορεί για πρώτη φορά το 1913, ο Γκόρινγκ υποστηρίζει ότι υπάρχουν περισσότερες διαφορές ανάμεσα σε έναν Σκωτζέζο και έναν Αγγλο φοιτητή παρά ανάμεσα σε έναν εγκληματία και έναν μη ε­ γκληματία.5 Η θεωρία των σωματικών στιγμάτων των ε­ γκληματιών αρχίζει να φαντάζει ως αφελής και απλουστευτική. Εξωτερικές κοινωνικές συνθή­ κες, που δεν έχουν τίποτε να κάνουν με την ε­ γκληματική φύση, ερμηνεύουν την εμφάνιση των στιγμάτων αυτών. Π.χ. η άθλια διατροφή των Ι­ ταλικών φυλακών και ο κόπος που χρειάζεται να καταβάλλουν οι φυλακισμένοι προκειμένου να μασήσουν την τροφή τους, εξηγεί την κατατομή του σαγονιού και το σχήμα των δοντιών τους. Ε­ πιπλέον έρευνες που κινούνται μέσα στα πλαίσια της κοινωνιολογίας και της κοινωνικής ψυχολο­ γίας κάνουν φανερό ότι τα άτομα που έχουν έ­ ντονες σωματικές ιδιομορφίες τείνουν να προσ­ λαμβάνονται ως διαφορετικά από τον κοινωνικό τους περίγυρο. Ο μηχανισμός της αυτο-εμπληρούμενης προφητείας ωθεί τα άτομα αυτά να συμπεριφέρονται και διαφορετικά προκειμένου να ανταποκριθούν στις προσδοκίες των άλλων. Οι έρευνες του Γκόφμαν ή του Γουάλς έδειξαν ότι η εγκληματική συμπεριφορά αλλά και η σύλλη­ ψη κάποιου από την Αστυνομία συσχετίζεται με τον κοινωνικό αυτό στιγματισμό.6 Η σημασία του στίγματος στην πρόκληση μιας εγκληματι­ κής συμπεριφοράς αποτελεί ένα καίριο πλήγμα στις βιολογικίζουσες Λομπροζιανές και μετά-


αφιερωμα/23 λομπροζιανές θεωρίες. Επιπλέον, τα δεδομένα της σύγχρονης γενετικής θεωρίας σε καμία περί­ πτωση δεν είναι συμβατά με τη δυνατότητα μιας οπισθοδρόμησης του ατόμου σε πρωτόγονες μορφές οργάνωσης. Οι κριτικές αυτές αφορούν σε γενικές γραμμές όλη τη θετικιστική παράδοση της εγκληματολογικής σκέψης. Ό σο όμως και αν η Λομπροζιανή θεωρία ατόνησε, δεν παύει να δίνει, κατά κάποιο τρόπο, το στίγμά της στην εξέλιξη της εγκληματολογικής επιστημονικής σκέψης. Η εναγώνια αναζήτηση ενός «κρυμμένου» μέσα στον ίδιο τον εγκληματία «μυστικού», ικανού να ερμηνεύσει το «γιατί» του εγκληματικού φαινομένου, είναι η βασική και αναμφισβήτητη κληρονομιά του Λομπρόζο στους επιγόνους του.

Πού οφείλεται όμως η τόσο καταλυτική αυτή δυσχέρεια που πλήττει την αξιοπιστία όλης της παραδοσιακής εγκληματολογίας; Μήπως από τη φύση της η ίδια αυτή ενέργεια της αναζήτησης των αιτιών του εγκλήματος θεμελιώνεται σε ορι­ σμένες πλασματικές ή και μυθοπλαστικές υπο­ θέσεις; Είναι ευνόητο ότι μια τέτοια αναζήτηση θεμε­ λιώνεται στη βάση μιας δεδομένης υπόθεσης. Της ιδιοτυπίας της φύσης του εγκληματία. Υπο­ στηρίζεται ότι ο εγκληματίας διαφέρει από τον μη εγκληματία, έτσι ώστε το έγκλημα να προ­ βάλλει ως αποκλειστικό προϊόν της διαφοράς αυτής. Έτσι, σύμφωνα πάντα με την παραδοσια­ κή εγκληματολογική οπτική, ο εγκληματίας, εξαιτίας μιας ιδιότυπης προσωπικότητας, ή μιας

λη η φαιά ουσία της εγκληματολογικής σκέ­ ψης θα αναλωθεί σε επίμονες προσπάθειες αποκρυπτογράφησης του μυστικού αυτού, σε ε­ ναγώνιες, δηλ., αναζητήσεις των «αιτίων» του εγκληματολογικού φαινομένου. Στα πλαίσια των αναζητήσεων αυτών θα δοκιμασθεί μια εκπλη­ κτική πολυμορφία μεθόδων και πρακτικών (στα­ τιστικών, ανθρωπομετρικών, ψυχοδυναμικών, κοινωνιολογικών) επιπέδων ανάλυσης (οντολογι­ κών, φαινομενολογικών) και ερμηνευτικών οπτι­ κών (μονοπαραγοντικών, πολυπαραγοντικών). Ωστόσο, κανένας παράγοντας, όπως και κανένα συνονθύλευμα παραγόντων δεν θα μπορέσει να εντοπισθεί, ώστε να απαντήσει με έναν έγκυρο, εμπειρικά τεκμηριωμένο και κατοχυρωμένο τρό­ πο στον επιθυμητό στόχο. Στην ανεύρεση του πε­ ρίφημου αυτού «γιατί» του εγκλήματος.

ιδιότυπης κοινωνικής κατάστασης, που όμως διαμορφώνει πάλι μια ιδιότυπη προσωπικότητα, απαντά στα εξωτερικά ερεθίσματα μέσα από μια εγκληματική ενέργεια, ενώ ο μη εγκληματίας α­ παντά στο ίδιο ερέθισμα με συμπεριφορά μη ε­ γκληματική. Θα μπορούσαμε πράγματι να υποστηρίξουμε ότι από την εποχή του Λομπρόζο μέχρι και σήμε­ ρα η ακλόνητη πίστη στην ιδιοτυπία της φύσης του εγκληματία δικαιώνει τον ίδιο το λόγο ύπαρ­ ξης της παραδοσιακής εγκληματολογίας, μετασχηματίζοντάς την με ευχέρεια σε μια «επιστήμη της διαφοράς». Η πίστη αυτή είναι ακόμη εκείνη που συνενώνει όλες τις φαινομενικά αντιτιθέμενες θεωρίες της εγκληματολογίας του περάσμα­ τος στην πράξη. Έτσι, στη διάρκεια του τελευταίου αιώνα, στο

Ο


24/αφιερωμα επιστημονικό στερέωμα σημειώνεται μια εκρη­ κτική πολυμορφία ερευνητικών θέσεων που συ­ ναρτούν την ιδιαιτερότητα του εγκληματία είτε με μορφολογικά, είτε με βιολογικά και ψυχολογι­ κά γνωρίσματα. Ο Kinberg7 π.χ., συνδέει την εγ­ κληματική προσωπικότητα με νευροφυσιολογικές ενδο-δομές, οι Henderson,8 Karpman,9 Trasler,10 Eysenck," Rosenthal,12 συναρτούν την εγκληματική προσωπικότητα με γενετικά προσ­ διορισμένες μεταβλητές. Οι τυπολογίες των Scheldon και Kretchmer εμπνέουν τις έρευνες των Glueck για τη νεανική εγκληματικότητα.13 Ο Lagache περιγράφει τον μέσο τύπο εγκληματία μέ­ σα από τα βασικά γνωρίσματα του εγωκεντρι­ σμού και της ανωριμότητας.14 Οι Sullivan και Grant αναζητούν τα αίτια της εγκληματικότη­ τας, στα επίπεδα ωρίμανσης που προσδιορίζουν την ποιότητα των διαπροσωπικών σχέσεων.15 Παρουσιάζει, νομίζω, ενδιαφέρον να τονίσουμε ότι η υπόθεση της ιδιοτυπίας της φύσης του ε­ γκληματία δεν εξαντλείται μόνο στις παραπάνω παραλλαγές των βιοψυχολογικών προσεγγίσεων, αλλά επεκτείνεται και στις κοινωνιολογικές. Στις προσεγγίσεις δηλ. εκείνες που αναζητούν τα αίτια του εγκλήματος όχι στην ατομικότητα του δράστη, αλλά στην παθολογία των όρων του κοι­ νωνικού του περιβάλλοντος (π.χ. χαμηλό βιοτικό επίπεδο, ανομικός χαρακτήρας της σύγχρονης κοινωνίας, ένταξη του ατόμου σε μια αντικοινω­ νική ομάδα, σύγκρουση της συνύπαρξης δυο δια­ φορετικών πολιτισμών, κ.λπ.). Εδώ η αναφορά στην ατομική δυσλειτουργία για την εξήγηση της εγκληματικότητας αντικαθίσταται από την ανα­ φορά στην κοινωνική δυσλειτουργία. Ωστόσο, αυτή η τελευταία χρησιμοποιείται μόνο σαν επε­ ξηγηματικός παράγοντας για την ατομική και πάλι παθολογία. Με άλλα λόγια, θα λέγαμε ότι, ο ενδοψυχικός ντετερμινισμός των βιοψυχικών προσεγγίσεων παραχωρεί τη θέση του σε ένα κοι­ νωνικό ντετερμινισμό, και ο εγκληματίας από «ι­ διότυπη βιολογική ή ψυχολογική περίπτωση», μετατρέπεται σε ιδιότυπη «κοινωνική πε­ ρίπτωση». Γίνεται έτσι φανερό ότι μέσα από την πολυμορ­ φία των θεωρητικών προσεγγίσεων του εγκλημα­ τικού φαινομένου, ανέπαφος διαιωνίζεται ένας ι­ δεολογικός λό^ος φορτισμένος με τις έννοιες της παθολογίας, της δυσπροσαρμοστικότητας, της μειονεξίας. Η υπόθεση όμως της ιδιοτυπίας του εγκλήμα­ τος δεν τεκμηριώνεται από την εμπειρική πραγ­ ματικότητα. Θεωρίες όπως εκείνες του Suther­ land για τους εγκληματίες του λευκού περιλαί­ μιου, ή οι μεταγενέστερες κριτικές προσεγγίσεις του εγκληματικού φαινομένου, πλήττουν καίρια τη νομιμότητα της υπόθεσης αυτής.16 Η ατομικο-κεντρική θεώρηση της εγκληματι­ κότητας είναι συνυφασμένη με έντονα επιστημο­

λογικά και ιδεολογικά αδιέξοδα που υπονομεύ­ ουν καθοριστικά την αξιοπιστία της. Οι τόσο φι­ λότιμες και επίμονες προσπάθειες δεν έχουν κα­ ταφέρει μέχρι τώρα να απομονώσουν έναν εγκληματολογικό τύπο ανθρώπου, ο οποίος κάτω από ορισμένες συνθήκες θα είχε περισσότερες πιθα­ νότητες από κάποιον άλλον να εγκληματήσει. Διαπιστώνεται πράγματι η ολοσχερής αδυναμία αιτιολογικής συνάρτησης της εγκληματικότητας με ένα συγκεκριμένο τύπο προσωπικότητας. Ό ­ πως προκύπτει από τα δεδομένα σχετικών ερευ­ νών, οι εγκληματικές συμπεριφορές δεν αποτε­ λούν σταθερά δείγματα ορισμένων μορφών προ­ σωπικότητας. Επιτελούνται σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο και κάτω από συγκεκριμένες πάντα συν­ θήκες. Απροσδόκητα γεγονότα, τυχαίες συγκυ­ ρίες, απροσδιόριστοι παράγοντες διαδραματί­ ζουν συχνά ένα καταλυτικό ρόλο στην πρόκληση της εγκληματικότητας. Η αδυναμία πρόγνωσης της εγκληματικότητας, που συναρτάται άμεσα με το γεγονός αυτό, αποτελεί ένα από τα πιο βα­ σικά αδιέξοδα της παραδοσιακής εγκληματο­ λογίας. Είναι γεγονός ότι η πρόβλεψη της εγκληματι­ κότητας ανήκει στο χώρο της ουτοπίας. Καμία μέθοδος δεν έχει μπορέσει μέχρι σήμερα να εγγυηθεί την ύπαρξη κριτηρίων ικανών να προβλέψουν με μια σχετική, έστω, ασφάλεια τη μελλον­ τική εγκληματικότητα ενός ατόμου. Η αδυναμία αυτή θα πρέπει να συναρτηθεί με τη σημασία που διαδραματίζουν στην ανθρώπινη συμπεριφορά τυχαία συγκυριακά γεγονότα και την καθιστούν απρόβλεπτη, μη εντάξιμη σε στενάχωρες κατη­ γοριοποιήσεις και εξισώσεις. ν πράγματι η εγκληματικότητα ήταν προϊόν μιας ιδιότυπης, εγκληματικής φύσης, τότε η πρόβλεψη και συνακόλουθα ο έλεγχος της ε­ γκληματικότητας θα μπορούσε να είναι εφικτός. Οι τεχνολόγοι της συμπεριφοράς θα μπορούσαν τότε να επεξεργασθούν μια σειρά μέτρων «κοινω­ νικής άμυνας» και προστασίας του κοινού. Κάτι τέτοιο όμως δυστυχώς, ή μάλλον ευτυχώς, δεν συμβαίνει. Στο μέτρο που ο άνθρωπος είναι ελεύ­ θερος να δράσει, δηλ., ελεύθερος να επιλέξει α­ νάμεσα σε διαφορετικούς δρόμους δράσης, η συ­ μπεριφορά του είναι και πρέπει να είναι απρόβλε­ πτη. Μέσα από την προσωπική του πράξη ο άν­ θρωπος έχει τη δυνατότητα να ξεπεράσει κάθε πρόβλεψη. Η αδυναμία αυτή πρόβλεψης μιας εγκληματι­ κής συμπεριφοράς αποτελεί, ίσως, το πιο έντονο ναρικισσιστικό πλήγμα στην αυτάρκεια και την αξιοπιστία της παραδοσιακής εγκληματολογίας. Η αναποτελεσματικότητα στην αναζήτηση των αιτίων της εγκληματικότητας και συνάρτη­ σής τους με ένα ιδιαίτερο τύπο ανθρώπου γεννά ερωτήματα που μέχρι πρότινος θεωρούνταν αυ­

Α


αφιερωμα/25 τονόητα και δεδομένα. Τι γνωρίζουμε τελικά για τον εγκληματία; Πώς διαμορφώνεται η γνώση μας γι’ αυτόν; Σε ποιο βαθμό το έγκλημα αποτε­ λεί ένα πρόσφορο αντικείμενο μελέτης; Η'αλήθεια είναι ότι από το σύνολο των εγκλη­ μάτων που τελούνται ένα ελάχιστο μόνο ποσο­ στό (περίπου 10%) συλλαμβάνεται. Η γνώση για τον εγκληματία δεν είναι παρά η γνώση για τον επίσημα χαρακτηρισμένο εγκληματία. Το προϊόν μιας σειράς επιλογών και φιλτραρισμάτων που γίνονται από τους επίσημους φορείς άσκησης κοινωνικού ελέγχου (αστυνομία, δικαστήρια). Έτσι, σχετικές έρευνες έχουν τεκμηριώσει ότι χαρακτηριστικά όπως η ανεργία, η νεαρή ηλικία, η χαμηλή κοινωνικο-οικονομική προέλευση, κι­ νητοποιούν πιο γρήγορες και πιο έντονες επεμβά­ σεις από τις καταδιωκτικές αρχές, κατά το μέ­ τρο που τα χαρακτηριστικά αυτά ανταποκρίνο-

κοινωνικής αντίδρασης στο έγκλημα. Ό πως, π.χ., η κατανομή της αστυνόμευσης μεταξύ δια­ φόρων στρωμάτων, η μελέτη των κοινωνικών συ­ νεπειών του στίγματος, η διερεύνηση των διαδι­ κασιών εκείνων που καθιστούν περισσότερο ευά­ λωτα στο στίγμα ορισμένες κατηγορίες ατόμων κ.λπ. Θα μπορούσε ωστόσο να υποστηριχθεί ότι ο στόχος της νέας αυτής τάσης είναι «ήπια» μεταρρυθμιστικός. Δεν αντιπαρατίθεται δυναμικά στο ιδεολογικό υπόβαθρο της παλαιάς εγκλημα­ τολογίας. Η κριτική που ασκεί αναλώνεται στο επίπεδο των απλών οργάνων, δικαστήρια, φυλα­ κές, αστυνομία, χωρίς να επεκτείνεται στο επίπε­ δο αυτών που χειραγωγούν τα όργανα αυτά. Βρί­ σκεται, κατά κάποιο τρόπο, στο μεταίχμιο δύο αλληλοσυγκρουόμενων προτύπων της κοινωνι­ κής οργάνωσης. Ενός συναινετικού προτύπου,

νται στο στερεότυπο του επικίνδυνου εγκλημα-

που δέχεται ότι ο ποινικός νόμος προστατεύει α­ ξίες, στηριγμένες στην καθολική συναίνεση των διαφόρων κοινωνικών ομάδων. Και ενός συ­ γκρουσιακού προτύπου που αρνείται ριζικά την ύπαρξη μιας τέτοιας συναίνεσης. Το συγκρουσιακό όμως αυτό πρότυπο θα υιο­ θετήσει πλήρως η κριτική εγκληματολογία, αρ­ θρώνοντας ένα γοητευτικά καινούριο, προκλητι­ κό, όσο και αναγκαίο λόγο. Σύμφωνα με αυτήν ο ποινικός νόμος δεν προασπίζει μια υπερβατή τά­ ξη πραγμάτων, αλλά τις αξίες των διαφόρων κοι­ νωνικών ομάδων ανάλογα με το συσχετισμό των πολιτικο-οικονομικών τους δυνάμεων. Το έγκλη­ μα, μέσα σε αυτά τα πλαίσια, ανάγεται σ’ ένα προϊόν κοινωνικής σύγκρουσης.

Υπάρχει π.χ. το παράδειγμα τόσων ατόμων, που περιφρουρημένα μέσα στο βόλεμα των θε­ σμικά κατοχυρωμένων θέσεων και σχέσεων επι­ δίδονται ανενόχλητα σε ιδιάζουσες αξιόποινες πράξεις και στην άσκηση κάθε μορφής ψυχολο­ γικής και σωματικής βίας, απολαμβάνοντας την εμπειρία τού μη επισημασμένου αστιγμάτιστου. Οι παραπάνω επισημάνσεις λειτούργησαν ως έναυσμα για την ανάπτυξη νέων εγκληματολογικών τάσεων, όπως π.χ. της εγκληματολογίας της κοινωνικής αντίδρασης.17 Το ερευνητικό εν­ διαφέρον εδώ μετατοπίζεται προς την κατεύθυν­ ση της διερεύνησης θεμάτων που άπτονται της


26/αφιερωμα Δύο επιμέρους τάσεις διαμορφώνονται εδώ, α­ νάλογα με το επίπεδο που τοποθετείται η σύ­ γκρουση. Η μαρξιστική εγκληματολογία περιο­ ρίζεται σ’ ένα οικονομικό-ταξικό επίπεδο ανάλυ­ σης. Τοποθετεί τη σύγκρουση στις σχέσεις ιδιο­ κτησίας, και αναζητά τα αίτια του εγκλήματος στις εσωτερικές αντιφάσεις του καπιταλιστικού συστήματος.18 Παρότι αρνείται τον νομικό ορι­ σμό του εγκλήματος δεν καταφέρνει να αποδεσμευθεί από τα δεσμά του θετικιστικού παρα­ δείγματος. Εξακολουθεί να βλέπει το έγκλημα σαν μια αντικειμενική πραγματικότητα παθολο­ γικού χαρακτήρα. Από την άλλη μεριά η συγκρουσιακή οπτική (conflict theory), πριμοδοτεί ένα ευρύτερα πολιτι­ κό, και όχι ένα στενά οικονομικό, πεδίο ανάλυ­ σης. Η εξήγηση του εγκλήματος αναζητάται στις σχέσεις εξουσίας. Έτσι, γίνεται δυνατή η παρου­ σία του εγκλήματος σε κάθε κοινωνία, ακόμη και σε αυτή την αταξική. Αρκεί να υπάρχει πολι­ τική οργάνωση.19 Οι νέες αυτές τάσεις, όπως ήταν φυσικό, έγι­ ναν αντικείμενο έντονης αμφισβήτησης. Χαρα­ κτηρίσθηκαν ως «το πιο άρρωστο στοιχείο του κλάδου», «ανυπόστατος επιστημονικά, ιδεολογι­ κός λόγος», «συναισθηματικά φορτισμένη οπτι­ κή» κ.λπ. Οι αφορισμοί, βέβαια, αυτοί είναι απο­ καλυπτικοί των σπασμωδικών προσπαθειών επι­ βίωσης μιας θνήσκουσας επιστημονικά, παραδο­ σιακής θεώρησης. Οι περιπέτειες της νεαρής εγκληματολογίας, οι αλληλοσυγκρουόμενες απόψεις που ταλανίζουν

την υπόστασή της, θα έλεγε κανείς ότι θυμίζουν λίγο την προσωπική περιπέτεια ενός ατόμου, στην ατέρμονη προσπάθειά του να υπερβεί τις θε­ μελιακές του αντιφάσεις να συνενώσει τα τεμαχι­ σμένα κομμάτια του εαυτού του. Να φτιάξει ένα σύνολο που να θυμίζει, έστω και από μακριά, μια ζωντανή ολότητα. Και βέβαια, εδώ, όπως και παντού δύο είναι οι επιλογές: Η σύνθεση αυτή θα γίνει προς την κατεύθυνση εκείνων που διάλεξαν να ζουν κάτω από τη σκέπη και τον εφησυχασμό κατασκευασμένων, «αυτονόητων» αληθειών ή ε­ κείνων που παρ’ όλα αυτά δοκιμάζουν τη μη οι­ κεία αντοχή εναλλακτικών επιλογών;*1 Σημειώσεις 1. Lombroso, Cesare: Introduction to Gina Lombroso Ferrara: Criminal Man According to the Classification o f Cesare Lombroso, New York: Putnam, 1911. 2. Lombroso, Cesare: L ’ Uomo Delinquente, Milan: Hoepli. 3. ΟΓκαρόφαλο εισάγει την έννοια του φυσικού ή πραγματι­ κού εγκλήματος (delitto naturale) και την αντιπαραθέτει στην έννοια του «νομικού εγκλήματος». Η νέα αυτή προ­ σέγγιση του εγκλήματος, επισημαίνοντας την κοινωνική διάσταση, επιχειρεί να αποκλείσει τη συμβατικότητα που χαρακτηρίζει τον νομικό ορισμό του εγκλήματος (βλ. Carofalo, Rafaele, La Criminologie, 1905). 4. Durkheim, E. «The Division o f Labor in Society», Free Press, 1933. Ο Ντουρκχάϊμ θεωρώντας το έγκλημα μια δεδομένη κοι­ νωνική πραγματικότητα (fait social), θα υποστηρίξει ότι αυτό συνιστά ένα φυσιολογικό κοινωνικό φαινόμενο, απα­ ραίτητο για την πρόοδο και την ευημερία μιας κοινωνίας, έκφραση ατομικής ελευθερίας, προϋπόθεση κοινωνικής αλλαγής. 5. Goring, Charles, The English Convict, London: H MSO, 1913. 6. Goffman, Erving, Stigma: Notes on the Management o f Spoiled Identity, Harmondsworth: Penguin, 1968. 7. Kinberg, O. «Les Problemes Fondamentaux de la Criminolo­ gie» Paris, Cujas, 1959. 8. Henderson,-D.K. «Psychopathic States», New York, 1939. 9. Karpman, B. «The Structure of nevroses», Archirves o f Criminal Psychodynamics, 1981, 599-646. 10. Trasler, G. «The Explanation o f Criminality», London: Routledge and Kegar Paul, 1962. 11. Exsenck, H. «Crime and Personality» London: Paladian, 1970. 12. Rosenthal, O. «Heredity in Criminality», American Association for the Advancement of Science, 1972. 13. Gluack, S. and Glack, E. «Unrarelling Juvenile Delinquency», New York, 1956. 14. Lagache «Contribution A la Psychologie de la conduite criminelle», Revue Franfaise de Psychanalyse, 1948. 15. Sullivan, C., Grant, M.Q. and Grant, J.D., «The Development of Interpersonal maturity: Application to Delinquency», Psychiatry, 1957. 16. Sutherland, E.H., «White-Collar Criminality», American Sociological Review, 5: 1940. 17. Βλέπε εδώ σχετικά τα βασικά έργα των Ε. Lemert «Social Pathology» (1963), Ε. Goffman, «Asiles» (1968), S. Becker «Outsiders: Study in Sociology o f Deviances», (1963). 18. Βλ. εδώ το κλασικό πλέον έργο του W. Bonger: Criminality and Economic Conditions που αντιπροσωπεύει τις βασικές αρχές της μαρξιστικής εγκληματολογίας. 19. Το έργο του Chapman «The Stereotype o f Criminal», 1968, μπορεί να θεωρηθεί ότι άνοιξε το δρόμο σε μια τέτοια προ­ σέγγιση. (Βλ. ακόμη Taylor, Walton and Young The New Criminology, 1973).


αφιερωμα/27

Γεώργιος Α να σ τα σ ό π ο υλ ο ς

Σημειώσεις από μια προσπάθεια ενός

μικρού σχεδιάσματος εισαγωγής στην Κλινική (Ιατρική) Εγκληματολογία Διευκρινίζω ευθύς εξαρχής ότι στη διεθνή βιβλιογραφία, από όσα είμαι σε θέση να γνωρίζω, δεν υπάρχει κλάδος (ειδικότητα) οργανω μένος των ιατρι­ κών επιστημών με τον τίτλο «κλινική εγκληματολογία», ή, τουλάχιστον, δεν υπάρχει στον βαθμό εκείνο που να συνιστά μια κλινική ειδικότητα, έτσι όπως η ιατρική ισημα τοδοτεί τη λέξη «κλινική». στόσο ένας τέτοιος κλάδος μπορεί να συσταθεί και να οργανωθεί, ερευνώντας και μελετώντας επισταμένως ένα ευρύ φάσμα διατα­ ραχών της προσωπικότητας που φέρονται με το όνομα ψυχοπαθητικές διαταραχές. Αυτές οι δια­ ταραχές, αν και ειδικότερα εντάσσονται στη Δι­ καστική Ψυχιατρική (Ψυχιατροδικαστική), από κλινική άποψη δεν μπορούν να ανήκουν σε αυ­ τήν. Ο λόγος είναι ότι στη Δικαστική Ψυχιατρι­ κή, των ατόμων αυτών, των καλουμένων ψυχοπαθητικών (ή κοινωνικοπαθητικών), η συμπερι­ φορά γίνεται αντιληπτή μέσω των νομικών της ε­ πιπλοκών. Ο Ψυχιατροδικαστής ενδιαφέρεται πρωτίστως να απεγκλωβίσει τον κατηγορούμενο (αυτόν που κατά το ποινικό δίκαιο είναι παραβά­ της) από τη νομική του εμπλοκή, επιδιώκοντας να κάνει αποκαλυπτό και ορατό στον δικαστή, τον «ψυχοπαθολογικό» πυρήνα της συμπεριφο­ ράς του.

Ω

Οι καλούμενες κοινωνικοπαθητικές διαταρα­ χές (ή ψυχοπαθητικές) διαταραχές είναι καινού­ ρια φαινόμενα και η συμπεριφορά των ψυχιά­ τρων έναντι αυτών φαίνεται καθαρά στην ιστορι­ κή τους πλέον αμηχανία όχι μονάχα στο να τα ερμηνεύσουν αλλά ακόμα έστω απλά να τα χα­ ρακτηρίσουν. Από τον χαρακτηρισμό του Pinel (1802) σαν «μανία χωρίς παραλήρημα» και του Άγγλου Prichard (1835) σαν «ηθική παραφροσύ­ νη» ή σαν «ηθική ηλιθιότητα» μέχρι τον χαρα­ κτηρισμό «κοινωνικοπάθειες», έχουμε μια ολό­ κληρη πορεία που οι ψυχίατροι στροβιλίζονται γύρω από μια ψυχοπαθολογία, η οποία είναι α­ πλώς το επιφαινόμενο μιας άλλης άγνωστης πα­ θολογίας, ή εφαρμόζουν στο θέμα αυτό, άθελά τους ίσως, τον στίχο του ποιητή «το μάτι φυτρώ­ νει μέσα σε εκείνο που βλέπει». Είναι σε όλους γνωστό ότι η ψυχιατρική είχε


28/αφιερωμα ρίξει το βάρος της σε δύο κατηγορίες νοσούντων ατόμων, του ψυχωσικού και του νευρωτικού. Η παρούσα πραγματικότητα μας εξαναγκάζει πλέ­ ον να ασχοληθούμε και με το καλούμενο ψυχοπαθητικό άτομο. Οι κοινωνικοπαθητικές διατα­ ραχές ως γεγονότα είναι πολύ παλαιό αλλά ως φαινόμενα είναι καινούρια, δηλαδή βρίσκονται πλέον στο προσκήνιο της καθημερινότητας· με άλλα λόγια έχουν γίνει ορατά «δια γυμνού οφθαλ­ μού»· κατ’ ανάγκη απαιτούν μέρα με την ημέρα λύσεις. Εδώ, ας μου επιτραπεί να κάνω μια σύντομη παρένθεση και να προσπαθήσω με λίγα λόγια, και ελπίζω σαφή, να γράψω τί είναι επιτέλους αυ­ τές οι καλούμενες ψυχοπαθητικές (ή κοινωνικοπαθητικές) διαταραχές και οι φορείς αυτών των διαταραχών ή αυτοί που έχουν κατακλυσθεί από αυτές τις διαταραχές, δηλαδή αυτοί που νοσούν. Φυσικά θα αποφύγω εσκεμμένως να εμπλέξω τον αναγνώστη - ακόμα και τον ψυχίατρο αναγνώ­ στη, για πολλούς και διαφόρους λόγους που δεν είναι του παρόντος - σε όρους ψυχιατρικούς. Το καλούμενο ψυχοπαθητικό άτομο στερείται άγχους, η νοημοσύνη του παραμένει φυσιολογι­ κή, η εικόνα του δεν δείχνει ένα άτομο που υπο­ φέρει ψυχικά, ζει με κομπίνες, παρασιτικά, σε μια περιπλάνηση και έναν αυτοσχεδιασμό που ο­ δηγούν σε μια χαοτική σειρά από περιπέτειες και επεισόδια. Σχεδιάζονται κόλπα και ληστείες. Η κλοπή, η απάτη, η δολία χρεοκοπία, η αρπαγή, η κατάχρηση της εμπιστοσύνης, η συκοφαντία εντάσσονται μέσα στη συμπτωματολογία του ψυχοπαθητικού ατόμου. Το να συνεχίσει κανείς την καταγραφή όλου του φάσματος των κοινωνικοπαθητικών διατα­ ραχών, μάλλον θα κουράσει και, φοβούμαι, θα συσκοτίσει τις προβληματικές που θα προσπαθή­ σω αν όχι να τις αναπτύξω, τουλάχιστον να τις σημειώσω. Εκείνο που πρέπει να γίνει κατανοητό με όσα ολίγα έγραψα λίγο πιο πάνω είναι ότι οι καλούμε­ νες κοινωνικοπαθητικές διαταραχές (και προσω­ πικότητες) είναι άμεσα συνδεδεμένες, αν υποθέ­ σουμε ότι δεν αποτελούν το περιεχόμενό τους, με την αντικοινωνική συμπεριφορά και την παρα­ βίαση των νόμων. Αυτά τα δύο παραπέμπουν, για διαφορετικούς λόγους, στο ποινικό δίκαιο και στην ψυχιατρική. Στην πραγματικότητα ό­ μως τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο μόνον η εγκληματολογία τον έχει. Εδώ όμως πρέπει να πούμε ότι ενώ η γνωστή μας εγκληματολογία και σημαντικές παρατηρήσεις έχει κάνει και προ­ βληματική έχει αναπτύξει και αγώνα κάνει να κρατηθεί ένας αυτοτελής και συνθετικός κλά­ δος, η εμπλοκή της ή, πιο σωστά, η θέση της στο χώρο της νομικής επιστήμης την κάνει άλλοτε μεν να αποπροσανατολίζεται κινούμενη μεταξύ νομικών και ψυχιατρικών ερμηνειών, αφού δεν

μπόρεσε να αποκτήσει μια δική της πραγματική εγκληματολογική ερμηνεία αυτών των φαινομέ­ νων (συχνά προσφεύγει και σε κοινωνιολογικές ερμηνείες), και άλλοτε να γίνεται αναποτελεσμα­ τική στους στόχους της αναπτύσσοντας το δεύ­ τερο σκέλος της αρμοδιότητάς της, τη σωφρο­ νιστική. Όσον αφορά την ψυχιατρική, αυτή είναι δέ­ σμια μιας κλασικής ψυχοπαθολογίας για ένα ευ­ ρύ φάσμα διαταραχών, δηλαδή των καλουμένων κοινωνικοπαθητικών, που μόνο αυτή (η ψυχοπα­ θολογία) δεν έχει θέση· αυτή είναι, αν είναι, το ε­ πιφαινόμενο. Έτσι, κατά τη γνώμη μου, η ανάγκη μιας κλι­ νικής εγκληματολογίας πηγάζει όχι μόνο από μια αμείλικτη πραγματικότητα, αλλά και από μια διαρκώς συσσωρευόμενη γνώση ότι αυτές οι δια­ ταραχές είναι άλλου είδους καταστάσεις, διαφο­ ρετικές από τις νευρωσικές και τις ψυχωσικές. Με άλλα λόγια άλλοι μηχανισμοί και άλλες διερ­ γασίες τις υποκινούν και πυροδοτούν την «έκρη­ ξή» τους. Το ανάλογο αυτών των καταστάσεων είναι αυ­ τό που στην ιατρική φέρεται με το όνομα αλλερ­ γικές νόσοι, δηλ. παθολογικές καταστάσεις, που αναπτύσσονται κατά διαφορετικό τρόπο (δΤ άλ­ λου έργου) από αυτόν που γνωρίζαμε μέχρι προ­ χτές ακόμα. Ιδού, λοιπόν, η πρώτη προβληματική που τίθε­ ται. Θέλω να πω ότι πρέπει να προχωρήσουμε στην αναζήτηση γνήσιων εγκληματικών μηχανι­ σμών και διεργασιών, οι οποίοι «δΤ άλλου έρ­ γου» παράγουν το έγκλημα και ό,τι ονομάζουμε παθολογία του εγκλήματος. ώρα θέλοντας να προχωρήσω στη δεύτερη προβληματική, οφείλω να εξηγήσω γιατί κυ­ ρίως λογαριάζω αυτό το ευρύ φάσμα των ψυχοπαθητικών διαταραχών και ατόμων. Γιατί δηλα­ δή, για παράδειγμα, δεν αναφέρομαι στο έγκλη­ μα του σχιζοφρενικού. Ο λόγος είναι απλός και σαφής. Ο σχιζοφρενικός κάνει το έγκλημα μέσα σε ένα κατακλυσμό παραληρηματικών ιδεών ή ψευδαισθήσεων. Το έγκλημα του σχιζοφρενικού είτε αφορά ένα φόνο είτε μια κλοπή είναι απόρ­ ροια μιας σφύζουσας και εν ενεργεία ψυχοπαθο­ λογίας, έτσι όπως έχει διαμορφωθεί ο όρος στην ψυχιατρική και στην ψυχολογία. Με άλλα λόγια το έγκλημα του σχιζοφρενικού με οποιαδήποτε μορφή δεν αποτελεί ούτε την ουσία ούτε την έκ­ φραση της οντότητάς του· μπορεί να επακολου­ θήσει ως επιπλοκή της νοσηράς του καταστάσεως ή να μη συμβεί ποτέ. Αντίθετα στο ψυχοπαθητικό άτομο η ουσία και η έκφραση της οντότητάς του είναι το έγκλημα - αυτό το «δΓ άλλου έργου», παραγόμενο κλινι­ κό φαινόμενο. Αν δεχθούμε ότι ένας όρος είναι η έκφραση της

Τ


αφιερωμα/29 αποκάλυψης της ουσίας ενός θέματος που διε­ ρευνούμε, τόσο πολύπλοκου όσο το έγκλημα, τό­ τε χωρίς ενδοιασμούς ο όρος ψυχοπαθητικό άτο­ μο αντικαθίσταται με τον όρο εγκληματικό άτομο. Κανείς δεν μπορεί να αμφιβάλλει ότι η πείρα και η γνώση των ψυχιάτρων και των εγκληματο­ λογίαν πάνω σε αυτό το θέμα συμπίπτουν απόλυ­ τα. Όμως οι ψυχίατροι πρέπει πρώτον, να απαλ­ λαγούν από αυτό που ή είναι το επιφαινόμενο ή είναι αυτό που τους δεσμεύει, να βλέπουν δηλαδή την ψυχοπαθολογία του ψυχοπαθητικού ατόμου και όχι αυτό που πράγματι υπάρχει, δηλαδή την εγκληματολογία του και δεύτερον, συνέπεια του πρώτου, η προσέγγιση των ψυχιάτρων στο θέμα αυτό πρέπει να αλλάξει φορά ίσως μάλιστα και διεύθυνση (αν θέλουμε να εκφρασθούμε με μαθη­ ματικούς όρους). Η τρίτη προβληματική για το θέμα που συζη­ τούμε θα τεθεί με τη μορφή ενός ερωτήματος: «μπορούμε να μιλούμε για φυσιολογία του ε­ γκλήματος;». Καταλαβαίνω πολύ καλά ότι οι έννοιες «έ­ γκλημα» και «παθολογία» (όσο και οι έννοιες «έ­ γκλημα» και «ποινή» για τους ποινικολόγους) εί­ ναι τόσο γερά δεμένες ώστε το ερώτημα αρχικά να ξενίζει, στη συνέχεια να εντάσσεται στα πα­ ράδοξα. Πριν προχωρήσω, οφείλω να πληροφο­ ρήσω ότι η φυσιολογία ως επιστημονικός κλάδος διδάσκει πρωτίστως τις λειτουργίες που συνιστούν τον ανθρώπινο οργανισμό, τη δυναμική τους, δηλαδή τις πολλές και ποικίλες μεταβολές και αλλαγές κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες και τις αλληλοεξαρτήσεις τους, οι οποίες αποδί­ δουν προς τα έξω μια σειρά φαινομένων που από τη μια στιγμή στην άλλη, για κάποιους λόγους, μπορούν να πάρουν αυτό που λέμε «κλινική μορ­ φή». Η φυσιολογία διδάσκει το γίγνεσθαι του αν­ θρώπινου οργανισμού· αυτός είναι ο λόγος που συχνά τα όρια μεταξύ υγείας και νόσου είναι α­ σαφή και μόνο από κάποιους ποσοδείκτες προ­ σπαθούμε να συλλάβουμε το μέγεθος και την ου­ σία των μεταβολών. Τώρα θα κάνω κάτι που νομίζω ότι έχει ενδια­ φέρον και μπορεί να ρίξει κάποιο φως στο θέμα μας, δηλαδή θα ανατρέξω στη σημασιολογική ι­ στορία του ρήματος «εγκαλώ». Αυτό άλλοτε σημαίνει «απαιτώ, ζητώ κάτι που μου οφείλουν», άλλοτε σημαίνει «φέρω, αντιτάσ­ σω αντίσταση», άλλοτε «επικαλούμαι (τη βοή­ θεια κάποιου ή κάποιων όπως για παράδειγμα στον Στραβ. 14, I, 44 «ούτοι δ’ εισί και οι εγκαλούντες την των θεών ιατρείαν»), ή απλώς «προ­ σκαλώ». Φαίνεται πως στη συνέχεια αποκτά τη σημασία του «μηνύω, καταγγέλλω κάποιον για κάτι» και τέλος γίνεται δικανικός όρος, δηλαδή «ενάγω, οδηγώ κάποιον στο δικαστήριο - εγκα­ λώ κάποιον ενώπιον του δικαστηρίου»

Θέτοντας το ερώτημα αν «μπορούμε να μιλού­ με για φυσιολογία του εγκλήματος», στην πραγ­ ματικότητα αναζητούμε: πρώτον, τη φυσιογένεση του εγκλήματος, δεύτερον τα χαμένα όρια α­ νάμεσα στο «εγκαλώ» που εκφράζει μια «απαί­ τηση και ζήτηση» κάποιας οφειλής, προφανώς α­ πόρροια καθημερινής συναλλαγής, ή του «εγκα­ λώ» που εκφράζει «αντίσταση» (σε κάτι άδικο ί­ σως;) και στο «εγκαλώ» που εκφράζει πλέον το «οδηγώ κάποιον ενώπιον του δικαστηρίου». Με άλλα λόγια η πρωτογενής σημασία του «εγκα­ λώ» αναπτύχθηκε σε μια προσπάθεια άμυνας (κοινωνικοβιολογικής ή και το αντίθετο) για κα­ λύτερη ανταπόκριση στις καθημερινές διαπρο­ σωπικές σχέσεις συναλλαγής· στα κατοπινά χρόνια κατέληξε να γίνει ένα ουσιώδες μέρος του δικαστηρίου. Αλλοιώθηκε φαίνεται η αρχική του σημασία σε βαθμό που το «εγκαλώ» να σημαίνει εντέλει «κατηγορώ». Το έγκλημα από μια πρά­ ξη, καθώς φαίνεται, άμυνας και επιβίωσης μέσα από μια σειρά αλλαγών κατέληξε να ταυτιστεί με την κλοπή, τη δολοπλοκία, το φόνο κ.ά. Έτσι σήμερα το έγκλημα το βλέπουμε μόνο από τις ε­ ξής σχέσεις: έγκλημα - παθολογικό φαινόμενο,


30/αφιερωμα έγκλημα-ποινή. Αυτό μας εμποδίζει να δούμε τη φυσιολογική πορεία του εγκλήματος, να ανα­ ζητήσουμε τα ίχνη των χαμένων ορίων της μετά­ ταξής του από τη μια κατάσταση στην άλλη, αλ­ λά και τη συγχρονική του μετάταξη από το φυ­ σιολογικό στο παθολογικό (και όχι μόνο την ι­ στορική του μετάταξη), δηλαδή να ερευνήσουμε όλες εκείνες τις λειτουργίες που συμμετέχουν για να δοθεί η μια ή άλλη μορφή του εγκλήματος. Εντέλει μας λείπει μια «συγκριτική κριτηριολογία» μεταξύ της φυσιολογίας και της παθολογίας του εγκλήματος.1 Τα βιβλιογραφικά δεδομένα σχετικά με το ε­ γκληματικό άτομο (ψυχοπαθητικό άτομο) και τις εγκληματικές διαταραχές (ψυχοπαθητικές διαταραχές) είναι πενιχρά, δεν έχουν τουλάχι­ στον την έκταση και το βάθος, έστω και αν δεν μπορούν να αποδώσουν συγκεκριμένες και σα­ φείς ερμηνείες από φυσιολογική και βιοχημική ά­ ποψη, όπως οι έρευνες σχετικά με το σχιζοφρενικό άτομο. Θα κάνω μια σκέψη με βάση τη θεωρία των συ­ στημάτων. Στο θέμα που μας απασχολεί θα σκε­ φτόμουν τα καλούμενα ανοικτά συστήματα και ιδιαίτερα αυτά όπου «αντενεργούν, οι ζωντανοί οργανισμοί συνεχώς με το περιβάλλον». Τι ση­ μαίνει «αντενεργώ»· σημαίνει «προσπαθώ με τις ενέργειές μου να ματαιώσω τις ενέργειες του άλ­ λου». Νομίζω πως το «αντενεργώ» ,θα ταίριαζε στο εγκληματικό (ψυχοπαθητικό άτομο). Αντίθε­ τα με το ψυχωσικό και νευρωσικό άτομο που «η ματαίωση της ενέργειας του άλλου» είναι πάλι

μέσα σε έναν κατακλυσμό ψυχοπαθολογικών καταστάσεων, φαίνεται πως στο εγκληματικό ά­ τομο η αντενέργεια τίθεται εκ προοιμίου. Γιατί γίνεται αυτή η αντενέργεια, πώς λειτουρ­ γεί μέσα σε ένα τέτοιο άτομο, τί στόχοι μπαίνουν και ποιά είναι τα όρια ανάμεσα σε μια «φυσιολο­ γική» αντενέργεια και σε μια «παθολογική» α­ ντενέργεια; Ποιές εντέλει μπορεί να είναι οι βιολογικο-κοινωνικές (ή το αντίθετο) διεργασίες και μηχανισμοί της αντενέργειας. Η έννοια της αντενέργειας θα λογαριαστεί σωστά μόνο αν λο­ γαριάσουμε σωστά τη διαλεκτική σχέση εγκληματία-θύματος. Έχοντας στο νου μας αυτή την «άποψη», δηλαδή το ανοικτό σύστημα, εγκληματία-θύματος, διαρκούς αντενέργειας με­ ταξύ τους και αν θυμηθούμε ένα πολύ μεγάλο κε­ φάλαιο της φυσιολογίας, τον μεταβολισμό (την ανταλλαγή της ύλης), που δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας αριθμός αναλυτικών και συνθετικών εξεργασιών μέσα στον οργανισμό, όπου πολλές ουσίες που παίρνει (ο οργανισμός μας) άλλες μετατρέπονται σε συστατικά όμοια με του σώμα­ τος (αναβολισμός), ενώ άλλα αποσχίζονται από αυτά με έναν ιδιαίτερο τρόπο (καταβολισμός), τότε ας μου επιτραπεί να πω ότι έχουμε «εγκλή­ ματα αναβολικά και εγκλήματα καταβολικά».*12 Με τέτοια λογική και σκληρή διερεύνηση μέσα στην πολυπλοκότητα των συνθετικών και αναλυ­ τικών εξεργασιών θα μπορέσουμε να βρούμε τα ί­ χνη των χαμένων ορίων ανάμεσα στη φυσιογένεση εγκληματία-θύματος και την παθογένεση εγκληματία-θύματος.

Σημειώσεις 1. Το τι μπορούμε νσ θεωρούμε και κατ’ επέκταση να χαρα­ κτηρίζουμε κάθε φορά, π.χ. ένα πρόβλημα, ένα γεγονός, μια ανθρώπινη ενέργεια κ.ά. ως φυσιολογικό ή παθολογικό είναι συνάρτηση του διαμορφωμένου βιολογικού και / ή κοινωνι­ κού τρόπου ζωής ενός ανθρώπου (ή μιας κατηγορίας ανθρώ­ πων), ή ενός τόπου· διότι σε αυτόν τον διαμορφωμένο τρόπο ζωής έχει αναλόγως διαμορφωθεί και η αμυντική λειτουρ­ γία, άλλοτε για να προφυλάσσει, άλλοτε για να αποτρέπει α­ πό κινδύνους, άλλοτε για να αναπτύσσει ικανότητες αντιρροπήσεως και αντοχής στις βιολογικές και / ή κοινωνικές δονήσεις της καθημερινότητας. Ένας διαμορφωμένος τρό­ πος ζωής έχει π.χ. κάποια όρια, κάποιους όρους, κάποια δο­ μή και κάποιες μεταβλητές και παραμέτρους. Έτσι ας μη φανεί παράδοξο αν γράψουμε ότι θα μπορούσαμε να μιλούμε για φυσιολογία του νοητικά καθυστερημένου παιδιού με την ίδια άνεση που μιλούμε για φυσιολογία του παιδιού με κανονική νοημοσύνη, λογαριάζοντας τον διαφο­ ρετικό για κάθε κατηγορία, διαμορφωμένο βιολογικό τρόπο ζωής. Ας πούμε, σύμφωνα με τα όσα σημειώσαμε πιο πάνω, ότι το σημείο εκκινήσεως είναι διαφορετικό για τις δύο αυ­ τές κατηγορίες των παιδιών. 2. Χρησιμοποιώντας εδώ τους αδόκιμους, βεβαίως, όρους α­ ναβολικό έγκλημα και καταβολικό έγκλημα, θέλω να δείξω τη διαφορετική νοηματοδότηση, υπό την επιταγή της πραγ' ματικότητας, του ρήματος «εγκαλώ». Στην «αναβολική του φάση» ταυτίζεται με το «απαιτώ, ζητώ, αμύνομαι, επιβιώ­ νω», ενώ στην «καταβολική του φάση» ταυτίζεται με το «φθείρω, καταστρέφω, κατηγορώ». Κάτι ανάλογο θα μπορούσα να σκεφθώ και για το ρήμα «α­ ντενεργώ», ότι δηλ. κάθε αντενέργεια δεν σημαίνει απαραί-

τητα και μόνο «ματαίωση της ενέργειας του άλλου»· αυτή η σημασία του μπορεί να σημαίνει την «καταβολική φάση» του ρήματος «αντενεργώ». Βιβλιογραφία 1. Quentin Debray, Ο Ψυχοπαθητικός, εκδ. Χατζηνικολή, Αθή­ να, 1986. 2. Γεωργ. Ν. Παπαδημητρίου, Σύγχρονη Ψυχιατρική, εκδ. Παρισιάνου, Αθήνα, 1974. 3. Π. Σακελλαρόπουλου, «Ψυχανωμαλίες και τοξικομανίες» από το βιβλίο Θέματα Ψυχιατρικής (Κ. Στεφάνής και συνεργ.), Αθήνα, 1974. 4. Κ.Γ. Γαρδίκα, Εγκληματολογία, εκδ. Αδελφ. Τζάκα, Αθή­ να, 1968. 5. Γιωτοπούλου-Μαραγκοπούλου Α., Εγχειρίδιο Εγκληματο­ λογίας, Μέρος Α ' Εισαγωγικά, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Α­ θήνα, 1984. 6. Στέργιου Αλεξιάδη, Εγκληματολογία, εκδ. Σάκκουλα, Αθή­ να, 1989. 7. Δ. Δημητράκου, Μέγα λεξικό όλης της Ελληνικής γλώσσης, τόμος 5, εκδ. Δομή, 1964. 8. Σ. Δημητρίου, Λεξικό όρων, τόμος πέμπτος, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα, 1984. 9. Michael Gelder, Dennis Gath and Richard Mayou, Oxford Textbook o f Psychiatry, Oxford Medical Publications (Oxford University Press), 1984. 10. I.Λ. Αναγνώστου, Παθολογική Φυσιολογία, τόμος δεύτε­ ρος, εκδ. Σπυρόπουλου, Αθήνα 1959. 11. DSM-III, American Psychiatry Association, Washington,


αφιερωμα/31

Τα ζητήματα που μπαίνουν για την ανθρωπολογία απορρέουν από το ίδιο το αντικείμενό της. Εφ όσον η έρευνά της εκτείνεται σε μεγά λο πεδίο κοινωνι­ κών σχηματισμών, αρχίζει με την καταχώρηση των διαφορών τους: στους θε­ σμούς, στις ιδέες, στις σ χέσ εις με το περιβά λλον και, γενικά, στους τρόπους ζωής. Σκο π ό ς της είναι να κατανοήσει τη διαφορικότητά τους. Εξάλλου, επει­ δή ασχολείται ιδιαίτερα με την ανθρωπογένεση, δηλαδή με τη διαλεκτική μ ε­ ταξύ συνέχειας και ασυνέχειας κατά το πέρασμα από τη βιόσφαιρα στη νοόσφαιρα, έχει κατά ένα μ έρ ο ς αρμοδιότητα να διερευνήσει τις ρ ίζ ες των βασι­ κών πλευρών του ανθρώπου. Επομένως, τα προβλήματα που καλείται να λύ­ σει στο θέμα που μας α πασχολεί είναι: α) πώς εξηγείται η πολυμορφία ή και η αντιθετικότητα των αντιλήψεων που παρουσιάζουν οι διάφορες κουλτού­ ρ ες για το έγκλημα, β) υπάρχουν κα τηγορίες με καθολική ισχύ, αναφορικά με το έγκλημα, που θα μας βοηθούσαν να προσδιορίσουμε την ενότητα της αν­ θρωπότητας;


32/αφιερωμα δούμε τα πράγματα με συγκεκριμένα πα­ Α ςραδείγματα. Στους Παπούα της Νέας Γουι­

νέας ένας πλούσιος καταδικάστηκε σε θάνατο α­ πό το συμβούλιο της φυλής, στο οποίο μετείχαν και συγγενείς του, επειδή ήταν φιλάργυρος. Ό ­ ταν ο Ιησουίτης Le Jeune, που προσηλύτισε μερι­ κούς Νασκάπι του Καναδά, ακολουθώντας τη δι­ κή μας αντίληψη του δικαίου, έβαλε τον αρχηγό των βαπτισμένων να συλλάβει μια γυναίκα, επί­ σης βαπτισμένη, και να τη ρίξει στη φυλακή επει­ δή εγκατέλειψε τον άντρα της, οι «ειδωλολάτρες» επιτέθηκαν και την απελευθέρωσαν (Ε. Leacock 1978:272). Στην πρώτη περίπτωση αυτό που για μας είναι κοινωνικό γόητρο, η συσσώρευ­ ση πλούτου, για τους Παπούα θεωρείται έγκλη­ μα. Στη δεύτερη περίπτωση έχουμε άμεση σύ­ γκρουση δύο αντίθετων δικαίων για τη μοιχεία. Παρόμοιες περιπτώσεις συναντάμε σε μεγάλη αφθονία στο εθνογραφικό υλικό. Στην Αυστρα­ λία, όταν γεννιόντουσαν δίδυμα, σκότωναν το έ­ να παιδί κι οι Εσκιμώοι σκότωναν το νεογέννητο αρκετά συχνά, εάν ήταν κορίτσι (C. Shire & W. Steiger 1974:181). Οι Σιβηρίδες εξέθεταν τους υπε­ ρήλικες σε θάνατο. Στις Ινδίες, σύμφωνα με το έ­ θιμο «σάτι», η χήρα αυτοκτονούσε πάνω από τον τάφο του άντρα της. Αντίθετα, ο χριστιανισμός χαρακτηρίζει την αυτοκτονία ως βαρύ αμάρτημα - δεν έγινε τελετουργία ταφής για τον Καρυωτάκη. Οι Λοτούκο κι οι Μπαρούντι της Αφρικής κι οι Νατσέζ της Β. Αμερικής σκότωναν το μάγο βροχοποιό όταν δεν έφερνε βροχή (Η. Webster 1952:295). Πολλά στοιχεία για την τελετουργική θανάτωση του αρχηγού ή του βασιλιά έχει συ­ γκεντρώσει ο J. Frazer. Σε πρώτη προσέγγιση, τα παραπάνω φαινόμε­ να θα μπορούσαν να εξηγηθούν από την πολιτι­ σμική παράδοση και την ιδιαίτερη ιστορική εξέ­ λιξη κάθε εθνότητας ή πληθυσμού. Πολλές δια­ φορές, όμως, συναντούνται μέσα στον ίδιο πολι­ τισμό. Αυτό σημαίνει ότι κάθε κοινωνικός σχη­ ματισμός έχει εσωτερική ετερογένεια και πολυπλοκότητα. Ά ρα, η έρευνα θα πρέπει να στραφεί και στην ίδια τη δομή τής κάθε κοινωνίας, πέρα από τις διαφορές που έχουν μεταξύ τους. Το εάν μια πράξη είναι εγκληματική, ουδέτερη ή τελε­ τουργική καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τις κοινωνικές συνθήκες στις οποίες διεξάγεται. Α­ νάλογο ρόλο παίζουν κι οι κοινωνικές σχέσεις, δηλαδή από ποιον και σε ποιον εκτελείται η πρά­ ξη. Σε πολλές προκαπιταλιστικές κοινωνίες ό­ ταν ο φόνος γίνει σε μέλος άλλου κλαν (ομάδα αντίστοιχη προς το γένος), επακολουθεί ανταπό­ δοση σε είδος, σε άνθρωπο ή σε αίμα - η γνωστή βεντέτα. Αντίθετα, όταν εκτελεστεί μέσα στο κλαν, αρκεί κάποτε η «απόπλυσή» του με το ξύ­ ρισμα ή την κάθαρση του φονιά (J. Frazer 1960:283). Στο αρχικό μας πρόβλημα, σχετικά με την ε­

ξωτερική πολυμορφία, προστέθηκε το πρόβλημα της εσωτερικής πολυμορφίας, γιατί οι κοινωνικοί σχηματισμοί είναι δυναμικά συστήματα. Αυτό κάνει πιο δύσκολη τη διερεύνησή τους. Απο­ κλείει επίσης να χρησιμοποιήσουμε προτάσεις ά­ καμπτης λογικής για την ερμηνεία τους. Π.χ. το ερώτημα «πώς ο φόνος είναι έγκλημα, ενώ η θα­ νάτωση του φονιά, που είναι επίσης φόνος, δεν εί­ ναι έγκλημα;» δεν αποτελεί λογικό παράδοξο, γιατί μέσα στην κοινωνία η ίδια πράξη μπορεί να πάρει διαφορετικό ή και αντίθετο χαρακτήρα, α­ νάγει στη διαλεκτική. Συνήθως, ένας φόνος είναι τελεστικός και όχι έγκλημα, όταν εκτελείται με συμμετοχή ή για λογαριασμό της κοινότητας. Η θανάτωση της μάγισσας στην πυρά, με αρχή στο Παρίσι στα 578, και τέλος στην Ελβετία, στα 1782, συνοδευόταν συχνά με μαζική υστερία, ι­ διαίτερα κατά την περίοδο έξαρσής της μετά το 1484. Επομένως, ο φόνος παύει να είναι έγκλημα όταν συνιστά θεσμοθετημένη πράξη ή καλύπτε­ ται από τέλεση. Αντίθετα, όταν εκτελείται από ά­ τομο ερήμην της κοινωνίας, έστω κι αν βρίσκε­ ται στα όρια της θεσμοθέτησης όπως είναι η αυ­ τοδικία, θεωρείται έγκλημα. Αλλά η διάκριση αυτή δεν είναι απόλυτη. Πώς ξεχωρίζουν η θέσπι­ ση, δηλαδή η ποινή του ενόχου, από την τέλεση, όπως είναι η ανθρωποθυσία; Η καύση της Ζαν ντ’Αρκ ήταν θεσμοθετημένη, όμως αργότερα την ανακήρυξαν Αγία. Τέλος, η βεντέτα είναι ταυτό­ χρονα θεσμοθετημένη και έγκλημα. Το ζήτημα γίνεται πιο πολύπλοκο από δύο άλ­ λες κατηγορίες εγκλημάτων. Η μία αφορά εκείνα που θα μπορούσαμε να τα ονομάσουμε «ουδέτε­ ρα», όπως είναι π.χ. η βρεφοκτονία, γιατί δεν κα­ λύπτονται από τέλεση και είναι δύσκολο να διερευνήσουμε με ποια κριτήρια άλλοτε επιτρέπο­ νται κι άλλοτε απαγορεύονται. Η άλλη κατηγο­ ρία αφορά τις πράξεις που έχουν καθαρά αντίθε­ τους χαρακτηρισμούς μέσα στις ίδιες κοινωνικές συνθήκες. Πρόκειται για σύγκρουση δικαίου, που μπορεί να οφείλεται είτε σε ιστορικούς λό­ γους, δηλαδή σε μετασχηματισμό της κοινωνίας, είτε σε ταξικούς λόγους, όταν η αντίθεση αντι­ στοιχεί σε διαφορά κοινωνικής θέσης - π.χ. το δικαίωμα θανάτωσης του δούλου. Τυπικό παρά­ δειγμα σύγκρουσης δικαίου στον δικό μας πολι­ τισμό είναι η έκτρωση που για άλλους θεωρείται θεμιτή και για άλλους έγκλημα. Η καταδίκη της Αντιγόνης κι ο φόνος της Κλυταιμνήστρας από τον Ορέστη αποτελούν κλασικά παραδείγματα σύγκρουσης δικαίου. Το ιστορικό α δύο βασικά ζητήματα, που «ναφέραμε, συνδέονται στο γενικότερο θεωρητικό πρό­ βλημα που αφορά τη σχέση μεταξύ της πολυμορ­

Τ


αφιερωμα/33 φίας και της ενότητας. Αν και είχε προσεγγιστεί από νωρίς (G. Buffon 1984:245), η λύση του δίνε­ ται από τη διαλεκτική. Η ανθρωπολογία εμποδι­ ζόταν να την αντιμετωπίσει γιατί στο πεδίο της ε­ πικρατούσε η αρχή της «ανθρώπινης φύσης» που ήταν βασική κατηγορία της αστικής ιδεολογίας. Σύμφωνα μ’ αυτή, ο άνθρωπος έχει γνωρίσματα σταθερά και αιώνια, άσχετα από τις κοινωνικές συμβατικότητες, όπως ακριβώς συμβαίνει και στη φύση - τα χημικά στοιχεία, τα βιολογικά εί­ δη κ.λπ. θεωρούνταν σταθερά. Πολλοί επιστήμο­ νες, προσκολλημένοι σ’ αυτή την αρχή, αντέδρασαν στη δαρβινική θεωρία της εξέλιξης ή τη δέ­ χτηκαν μόνο για τα ζώα - τέτοια ήταν η θεωρία του Ηωανθρώπου για την ερμηνεία της ανθρωπο­ γένεσης. Όταν, στα μέσα του 19ου αι., εκδηλώθηκε η ε­ πιστημονική ανάπτυξη της ανθρωπολογίας κι άρχισαν να ιδρύονται οι ανθρωπολογικές εται­ ρίες, το κύριο βάρος σ’ αυτές το πήρε η φυσική ανθρωπολογία κι οι θεμελιωτές των περισσοτέ­ ρων ανήκαν σ’ αυτή: Morton στις ΗΠΑ, Broca στη Γαλλία, Virchow στη Γερμανία. Η απάντηση που έδωσε η ανθρωπολογία στο πρόβλημα της σχέσης μεταξύ πολυμορφίας και ενότητας επηρε­ άστηκε έντονα από την αστική ιδεολογία του ρα­ τσισμού, που εκείνη την εποχή είχε αρχίσει να διαδίδεται σε συνάρτηση με την αποικιοκρατική επέκταση. Οι βασικές θέσεις του είναι: α) Η στα­ θερότητα της «ανθρώπινης φύσης» οφείλεται στη σταθερότητα της γενετήσιας κληρονομικότητας, β) Ομοίως κληρονομικά είναι η εγκληματικότη­ τα κι όλα τα ανθρώπινα ελαττώματα: αλκοολι­ σμός, κρετινισμός κ.λπ. - την άποψη αυτή υπο­ στήριξε ιδιαίτερα ο Lombroso. γ) Ά ρα, οι φυλές διαφέρουν καθεμιά με τη δική της κληρονομική ενότητα, και ανώτερη απ’ όλες βιολογικά και πνευματικά είναι η λευκή φυλή. Έτσι διασώζεται η ενότητα της λευκής φυλής, η «καθαρότητά» της και θυσιάζεται η πολυμορφία (ως μη καθα­ ρότητα). Τα γεγονότα όμως διέψευδαν το ρατσισμό. Μέσα στη λευκή φυλή υπήρχε πολυμορφία από φυσικά ή πνευματικά ανάπηρους, εγκληματίες, αλκοολικούς κ.λπ. Δόθηκε η εξήγηση πως τα συμπτώματα αυτά οφείλονται σε επιμιξίες ή στις μεταλλάξεις, άρα μπορούν να αντιμετωπιστούν. Ευγονική είναι η αντίληψη της αντιμετώπισής τους με επέμβαση στον άνθρωπο, κάτι που δεν α­ πέχει πολύ από το έγκλημα. Στα 1922, ο Η. Laughlin συνέταξε έκθεση για την ευγονική στεί­ ρωση στις ΗΠΑ, με βάση 10 κατηγορίες ελαττω­ μάτων. Τέτοια όμως ελαττώματα είχαν και πολ­ λοί μεγάλοι άντρες του πολιτισμού μας: π.χ. επι­ ληπτικοί ήταν ο Ντοστογιέφσκι κι ο Βαν Γκογκ, αλκοολικοί ήταν ο Πόε κι ο Κόλεριτζ, κουφοί ή­ ταν ο Έντισον κι ο Μπετόβεν, παραμορφωμένοι ήταν ο Μπάιρον, ο Τουλούζ Λοτρέκ κ.λπ. Οι ειδι­

κοί έχουν πλέον καταλήξει ότι «ο ρατσισμός εί­ ναι αντίθετος με όλα τα δεδομένα των κοινωνι­ κών επιστημών και της γενετικής» (A. Montague 1963:301). Εξάλλου, πώς είναι δυνατόν να προσ­ διορίσουμε τους εγκληματικούς χαρακτήρες, ό­ ταν διαφέρει σε κάθε κουλτούρα η αντίληψη για την εγκληματικότητα; Ο εξελικτικισμός που επικράτησε στην ανθρω­ πολογία στο δεύτερο μισό του 19ου αι. και στις αρχές του 20ού, παρά την πρόοδο που πρόσφερε στην έννοια της εξέλιξης της ανθρωπότητας, α­

ντί να απορρίψει το ρατσισμό, τον μετέθεσε στα στάδια της ιστορικής διαδοχής. Επέβαλε το σχή­ μα του Ferguson: Αγριότητα- ΒαρβαρότηταΠολιτισμός, σύμφωνα με τον οποίο στα πρώτα βήματά της η ανθρωπότητα βρισκόταν σε άγρια κατάσταση. Επειδή οι σημερινοί πρωτόγονοι εκ­ προσωπούν το αρχικό στάδιο της ιστορίας, είναι «άγριοι». Αν και προοδευτική, η άποψη αυτή ε­ ξυπηρέτησε τελικά την αποικιοκρατία και βαρύνεται με σοβαρά επιστημονικά παραπτώματα. Ενπρώτοις, οι πληθυσμοί αυτοί ανήκουν, όπως κι εμείς, στον H.s. sapiens και βρίσκονται εξελικτι­ κά στη στάθμη που βρισκόταν η πολιτισμένη αν­ θρωπότητα πριν 5 έως 10 χιλιάδες χρόνια. Αν


34/αφιερωμα τους θεωρήσουμε «άγριους», πώς θα χαρακτηρί­ σουμε τον πρόγονό μας αυστραλοπίθηκο, ο ο­ ποίος κατέχει εργαλεία πριν 3 εκατομμύρια χρό­ νια; Δεύτερον, οι έρευνες δε δείχνουν ότι οι πρω­ τόγονοι έχουν μεγαλύτερη εγκληματικότητα από μας. Το αντίθετο μάλιστα, έχει βεβαιωθεί ότι οι πιο «πρωτόγονοι» αγνοούν τον πόλεμο, τα βασα­ νιστήρια κ.ά. Η θεωρία της διάδοσης, ξεκινώντας με την χοντροειδή υπόθεση ότι ο πολιτισμός διαδόθηκε από κάποιο προνομιούχο λαό, δεν πρόσφερε τί­ ποτα θετικό στο πρόβλημα. Ο φονξιοναλισμός που τη διαδέχτηκε και σε συνέχεια ο δομολειτουργισμός, έδωσαν νέα διάσταση. Σημείο αφε­ τηρίας ήταν η πολεμική στον εξελικτισμό, σε συνδυασμό με την αναζήτηση των εσωτερικών δεσμών λειτουργίας και οργάνωσης των διαφό­ ρων κοινωνιών, στον άξονα της συγχρονίας. Οι διαφορές ανάμεσα στις κουλτούρες αποδόθηκαν στο διαφορετκό τρόπο συνδυασμού και διάρθρω­ σης των στοιχείων τους και όχι στη βαθμίδα της εξελικτικής πορείας τους. Η ιστορία απορροφήθηκε από την αυτοδυναμία της κάθε κουλτούρας. Από τη στιγμή όμως που, με τη νέα θεωρία, η ανθρωπολογία αναγνώρισε πως οι «καθυστερη­ μένες» κοινωνίες είναι ιστορικά ισότιμες ως αυ­ τόνομα κλειστά συστήματα, τις καταδίκαζε να μην έχουν μέλλον. Μ’ αυτόν τον τρόπο διαιώνιζε την αποικιοκρατική εξάρτησή τους. Ταυτόχρο­ να, αναγκάστηκε να αναγνωρίσει ότι δεν είναι ούτε «άγριοι» ούτε «πρωτόγονοι». Επομένως α­ νήκουν όλοι στο ίδιο είδος ανθρώπου με μας. Αλ­ λά τότε μένει ανεξήγητη η πολυμορφία τους σε ό,τι αφορά τις ιδέες, τον τρόπο ζωής, τα έθιμα, άρα και το έγκλημα. Κάτω απ’ αυτή τη λογική εί­ μαστε υποχρεωμένοι να δεχτούμε ότι η ενότητα της ανθρωπότητας διαλύεται μέσα στη διαφορικότητά της. Έτσι, η απάντηση της «κλασικής» ανθρωπολογίας στο πρόβλημα που εξετάζουμε ή­ ταν η θεωρία της σχετικότητας της κουλτούρας (cultural relativity). Το θεωρητικό αδιέξοδο της θεωρίας της σχετι­ κότητας δεν ήταν άσχετο με τον απολογητικό ρόλο που έπαιξε η κοινωνική ανθρωπολογία στην υπηρεσία της αποικιοκρατίας. Γύρω στα 1970 και σε συνάρτηση με τις κοινωνικοπολιτικές αλ­ λαγές στον «Τρίτο Κόσμο» εκδηλώθηκαν τα νέα ρεύματα που θα ανανεώσουν τον θεωρητικό προ­ βληματισμό: νεοεξελικτικισμός, σύγκρουση «τυπολογιστών» και «υποστασιακών», κρίση της ανθρωπολογίας (Μ. Harris 1968:520), επέμβαση της «νέας αρχαιολογίας», ανάπτυξη της μαρξι­ στικής μεθόδου. Η θεωρία της αυτοδυναμίας των «καθυστερημένων» πληθυσμών αναιρέθηκε από την αντίληψη πως η ερμηνεία τους δεν προκύπτει από την ανάλυση αυτών των ίδιων, αλλά από την ανάλυση των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χω­ ρών (A. Frank 1970:70).

Η μέθοδος

είναι η προσφορά της ανθρωπολογικής προσέγγισης, σύμφωνα με το σημερινό επί­ Π οια πεδο ανάπτυξής της, στη διερεύνηση του εγκλή­ ματος; Ως διεπιστημονικός κλάδος, η ανθρωπολογία διαφέρει από τις ειδικές επιστήμες, που καθεμιά εξετάζει μια συγκεκριμένη πλευρά του εγκλήμα­ τος (νομική, ψυχολογική κ.λπ.), γιατί εξετάζει το σύνολο των πλευρών αυτών. Εξαιτίας του διαφο­ ρετικού επιπέδου της θεώρησής της, δίνει προτε­ ραιότητα στη συνθετική μέθοδο αντί στην αναλυ­ τική, διεξάγει επιστημονικές αφαιρέσεις ανώτε­ ρης στάθμης και εισάγει νέες έννοιες και μεθό­ δους. Αποτελεί μέρος των κοινωνικών επιστη­ μών, αλλά διακρίνεται από την ιδιομορφία του υ­ λικού της. Μελετά κοινωνίες μικρής κλίμακας που της επιτρέπουν να κάνει επισκόπηση σε ολό­ τητες αντενεργειών. Επιπλέον, ενδιαφέρεται για τις στοιχειώδεις και αρχέτυπες μορφές ρύθμισης των ανθρώπινων σχέσεων, ώστε να βγάζει συμπε­ ράσματα για τις βασικές γραμμές ανάπτυξής τους. ΓΓ αυτό χρησιμοποιεί νέες τεχνικές έρευ­ νας και, αντί της στατιστικής μεθόδου, στηρίζε­ ται στη συστημική - που διαφέρει από τον ολι­ σμό του φονξιοναλισμού (Μ. Rodin et al. 1978: 748) - και στην ιστορικοσυγκριτική μέθοδο. Ποιες είναι αυτές οι μέθοδοι; Η πρώτη, η συστημική προσέγγιση, ανταποκρίνεται στη γενική αρχή του αλληλοκαθορισμού. Σύμφωνα μ’ αυτή, η ανθρωπολογία εξετά­ ζει το έγκλημα μέσα στο συμπεριέχον (context) της κάθε κοινωνίας, δηλαδή στις αντενέργειες που παρουσιάζει με τα συσχετιζόμενα φαινόμε­ να, ως ολότητα διαδικασιών. Αντί να απομονώ­ νει την εγκληματική πράξη, την ερευνά στην αλ­ ληλεξάρτησή της με τον κοινωνικό ρόλο ή θέση του δράστη, με τις συνθήκες και τη στάση που παίρνει η κάθε ομάδα σ’ αυτή, με τα μέτρα απο­ κατάστασης της διατάραξης που προκάλεσε, με το σύνολο των λειτουργιών αυτορρύθμισης και με την προβολή της στο συμβολικό επίπεδο. Ο αλκοολισμός εκδηλώνεται ως παράπτωμα σε ι­ διαίτερες κοινωνικές συνθήκες και η διάπραξη της αυτοκτονίας εξαρτάται από τη γενική κοινω­ νική κατάσταση και, κυρίως, από το ιδεολογικό της σύστημα (Ε. Durkheim 1966). Επομένως, το έγκλημα προσδιορίζεται από την ανάλυση της κοινωνίας και, ταυτόχρονα, είναι στοιχείο για την ανάλυσή της. Ενώ η θεωρία της σχετικότη­ τας περιορίζεται στην απλοϊκά συγκριτική και περιγραφική αξία του εγκλήματος, η συστημική το χρησιμοποιεί ως εργαλείο για τη διερεύνηση των αιτίων και των νόμων στην κοινωνία. Βασι­ κό για τη συστημική είναι η μελέτη των αντι­ φάσεων.


αφιερωμα/35 Η ιστορικοσυγκριτική μέθοδος ανταποκρίνεται στη γενική αρχή της κίνησης. Οι αντιφάσεις της κοινωνικής δομής, οι συγκρουόμενες θέσεις για το δίκαιο μέσα στην ίδια κοινωνία αποτελούν ένδειξη μετασχηματισμού. Από την άλλη πλευ­ ρά, δεν αρκεί η συστημική ανάλυση μέσα στο κοινωνικό συμπεριέχον, αλλά πρέπει να συμπλη­ ρώνεται και με την ανάλυση στο ιστορικό συμπε­ ριέχον. Από την ιστορικοσυγκριτική έρευνα προ­ κύπτει ότι υπάρχει διαφορά κλίμακας για την κατηγοριοποίηση του εγκλήματος, τη διαδικασία των κυρώσεων κ.λπ. Επιβεβαιώνεται, δηλαδή, ή ύπαρξη της πολυμορφίας. Ταυτόχρονα όμως προκύπτει ότι για τις κοινωνίες που βρίσκονται στο ίδιο στάδιο ανάπτυξης, ισχύει η ίδια κλίμα­ κα. Έτσι, στο κατώτερο στάδιο, η αιμομιξία και η κοινολόγηση των μυστικών της μύησης τιμω­ ρούνται με θάνατο ή εξορία, που ισοδυναμεί με θάνατο, ενώ η μοιχεία κι η κλοπή υφίστανται σω­ ματική ποινή. Σε επόμενο στάδιο έχουμε αντι­ στροφή. Οι απαγορεύσεις της γης είναι αρχικά διακοινοτικές και κατόπιν γίνονται ενδοκοινοτι­ κές (A. Pershits 1977:410). Δίνουμε ένα παράδειγμα της συνδυασμένης ε­ φαρμογής των δύο μεθόδων πάνω στο ταμπού (α­ παγόρευση) της αιμομιξίας. Είναι το αρχαιότερο και βαθύτερα ριζωμένο ταμπού της ανθρωπότη­ τας. Στο κατώτερο στάδιο αντιμετωπίζεται με τη σκληρότερη ποινή, ενώ σήμερα περιορίζεται σε εκδηλώσεις απέχθειας. Για την ερμηνεία του έ­ χουν διατυπωθεί πολλές θεωρίες χωρίς να έχει ε­ πικρατήσει καμιά απ’ αυτές. Σύμφωνα με τη συ­ στημική προσέγγιση, συναρθρώνει ένα πλέγμα α­ πό σχέσεις εξωγαμίας και ανταλλαγών το οποίο μπορεί να προσδιοριστεί με βάση τη διχοτομία: καταμερισμός της εκμετάλλευσης του βιότοπου/δεσμοί συνεργασίας μεταξύ των ομάδων που τον εκτελούν. Το σχήμα αυτό έχει αποφασι­ στική σημασία για την επιβίωση των συλλεκτώνκυνηγών που βρίσκονται σε μεγάλη εξάρτηση α­ πό τις φυσικές συνθήκες κι αυτό εξηγεί την αυ­ στηρότητα του ταμπού στο κατώτερο στάδιο.

οργάνωση αντανακλάται στο συμβολικό σύστη­ μα μ’ ένα πλαίσιο πίστεων και ιδεών. Έτσι έχου­ με δύο επίπεδα αλληλένδετα: α) Το θεσμικό, που συντηρεί τη συνοχή της εσωτερικής οργάνωσης σε αντιστοιχία με τον καταμερισμό των δράσεών της στο περιβάλλον. Συνίσταται από πλέγμα αυτορρυθμιστικών λειτουργιών: έθιμα, κανόνες, ταμπού, θεσμοί κ.ά., καθώς και από ειδικά όρ­ γανα. β) Το ιδεολογικό-συμβολικό. Είναι το πλαίσιο των πίστεων και ιδεών, των συμβόλων, τελέσεων, μνημείων κ.ά που συνιστά την κοινω­ νική παράδοση και συμβάλλει στην αναπαραγω­ γή της κοινωνικής οργάνωσης και της δράσης της στον κόσμο. Στις προταξικές κοινωνίες τα δύο αυτά επίπεδα βρίσκονται σε άμεση εξάρτηση και αντενέργεια. Οι ανθρωπολόγοι διαπίστωσαν ότι το πλαίσιο πίστεων και ιδεών περικλείει, ή ταυτίζεται μαζί

Η σημασία του εγκλήματος ανθρώπινη κοινότητα, ακόμα και στο κα­ τώτερο στάδιο ανάπτυξης, αποτελεί ένα δυ­ ναμικό σύστημα ανταλλαγών με το περιβάλλον, που έχει όμως ανώτερο βαθμό οργάνωσης. Α­ ντλεί από τη φυσική πραγματικότητα ενέργεια και πληροφορία και της αποδίδει έλεγχο και σχε­ διασμένη δράση. Άρα, ασκεί πάνω της διαχείρι­ ση. Στο ρόλο της διαχείρισης ανταποκρίνεται χάρη στο πολύπλοκο σύστημα εσωτερικών σχέ­ σεων και στα κυκλώματα αυτορρύθμισης. Επει­ δή η άντληση κι η επεξεργασία της πληροφορίας συνεπάγονται έναν εξωγενετικό κώδικα, δηλαδή ένα συμβολικό σύστημα, η ανώτερη εσωτερική

Η

της, μια διχοτομία του κόσμου με βάση τις κατη­ γορίες του ιερού και του βέβηλου. Το πρώτο μέ­ ρος προσδιορίζει υποδειγματικά τις δυνατότητες και τις επιταγές της συγκεκριμένης κουλτούρας, ενώ το δεύτερο περιχαρακώνει το πεδίο των απει­ λών, καθετί που μπορεί να προκαλέσει βλάβη. Παρατηρήθηκε επίσης συχνά ότι το ταμπού έχει το διπλό περιεχόμενο του ιερού και του βέβηλου. Οι παρίες στις Ινδίες κι οι πληβείοι στη Ρώμη ή­ ταν ταμπού, όπως σε άλλους πληθυσμούς ήταν


36/αφιερωμα ταμπού να καπνίσει κανείς με την πίπα του βασι­ λιά, που θεωρούνταν ιερή. Ο αντιθετικός χαρα­ κτήρας του ταμπού προκύπτει από το ρόλο που έχει να ορίζει τις διαχωριστικές γραμμές στις κοινωνικές σχέσεις και δραστηριότητες. Η δια­ τάραξη αυτών των γραμμών δημιουργεί ανωμα­ λία και κινητοποιεί τις λειτουργίες αυτορρύθμισής για την αντιμετώπισή της. Χαρακτηριστική εκδήλωση της κινητοποίησης είναι ότι τα μέλη της κοινότητας περνούν σε κατάσταση άγχους. Ορισμένοι ερμήνευσαν τα συμπτώματα του άγ­ χους ως αίτια της διέγερσης και πρότειναν ψυχο­ λογικές θεωρίες για το φαινόμενο. Ένας τρόπος με τον οποίο η ανθρωπολογία μπορεί να αναλύει την αμφισημία που χαρακτηρίζει το συλλογικό άγχος είναι η περιγραφή του με όρους της διττότητας: καθαρότητα/κίνδυνος (Μ. Douglas 1970). Η υστερία για την τήρηση της καθαρότητας και της τάξης εκφράζει την κρίση μιας κοινωνίας ή μιας κοινωνικής τάξης, κατά την οποία μεγαλο­ ποιεί τους κινδύνους που την απειλούν και ενερ­ γοποιεί την περιφρούρηση της συνεκτικότητάς της. Μετά τα παραπάνω μπορούμε να συνδέσουμε τις έννοιες που αναφέρονται για το έγκλημα σε μια γενικότερη ερμηνεία. Τέτοιες έννοιες είναι η ανωμαλία, η διατάραξη, η παράβαση, η βλάβη. Αποδίδουμε στο έγκλημα τα γνωρίσματα του τετατώδους και του αφύσικου, που είναι γνωρίσμα­ τα του βέβηλου. Πράξεις που διεξάγονται σύμ­ φωνα με το τελεστικό της κοινωνικής θέσπισης είναι φυσικές: ανθρωποθυσία, αιμομιξία βασιλέ­ ων, βασανιστήρια της μύησης. Αντίθετα, όσες διεξάγονται έξω από το τελεστικό αυτό είναι τε­ ρατώδεις: τεκνοποίηση χωρίς γάμο, θάνατος χω­ ρίς κηδεία κ.τ.λ. Επομένως, το έγκλημα οριοθε­ τεί τα κρίσιμα σημεία επαφής του ιερού με το βέβηλο. Αναφέραμε ότι το ιερό και το βέβηλο συνιστούν αντιθετική ενότητα. Επιπλέον, αντανα­ κλούν στο συμβολικό επίπεδο σχέσεις οι οποίες διέπουν το επίπεδο κοινωνικής οργάνωσης. Κα­ τά συνέπεια, υπάρχει μια άλλη αντιθετική ενότη­ τα, εκείνη που προσδιορίζει το χαρακτήρα των διαχωριστικών γραμμών από την πλευρά των κοινωνικών σχέσεων. Είναι η ενότητα μεταξύ καταμερισμού και συνεργασίας, μεταξύ διαχωρι­ σμού και συνεκτικότητας των μελών της κοινό­ τητας. Π.χ., το ζώο-τοτέμ είναι ιερό για το κλαν που έχει εξειδικευτεί στο κυνήγι του, από οικολο­ γικούς ή άλλους λόγους. Ταυτόχρονα, όμως, το φάγωμά του είναι ταμπού, γιατί το θήραμά του προορίζεται για τα άλλα κλαν και για την εξα­ σφάλιση της συνεργασίας μαζί τους. Γενικά, το έγκλημα οριοθετεί τα κρίσιμα όρια διαφορισμού/συνοχής που εξυπηρετούν οι κοινωνικές σχέσεις. Άρα, η μεταβολή της αντίληψης κάθε κοινωνίας για το «τί και πότε» είναι έγκλημα α­

κολουθεί τη μεταβολή της οργάνωσης των κοι­ νωνικών και παραγωγικών σχέσεων. Ο ρόλος του εγκλήματος στη διασφάλιση της κοινωνικής συνεκτικότητας και οργάνωσης φαί­ νεται και από ορισμένα παράλληλα φαινόμενα, όπως είναι ο αποδιοπομπαίος τράγος. Όταν η κοινωνία υφίσταται σοβαρή διατάραξη όχι από παραβίαση των εσωτερικών διαχωριστικών γραμμών αλλά από εξωτερική αιτία, επιδημία, θεομηνία κ.λπ., αναζητείται ένα εξιλαστήριο θύ­ μα που με την ποινή του θα ικανοποιηθούν οι μη­ χανισμοί διέγερσης και θα συσφιχθούν οι δεσμοί της κοινωνικής συνοχής, ώστε ν’ αντιμετωπιστεί η απειλή. Η διαδικασία διεξάγεται στο συμβολι­ κό επίπεδο. Αντίστροφα, στο Καβιρόντο της Α. Αφρικής ο φονιάς αποπλένει το έγκλημα, με κά­ θαρση. Στην περίπτωση αυτή η κάθαρση, που συ­ νοδεύεται από συμβολική τιμωρία, αντικαθιστά την ποινή για το φόνο, όταν η ποινή κινδυνεύει να προκαλέσει μεγαλύτερη ζημιά στην κοινότητα. Για τον ίδιο λόγο, συμβαίνει κάποτε να υιοθετεί­ ται ο φονιάς από την οικογένεια του θύματος, για να αναπληρώσει σ’ αυτή το κενό εργασίας που ά­ φησε ο νεκρός. Επειδή το έγκλημα συνδέεται με τις οριοθετή­ σεις του κοινωνικού σχηματισμού, παίζει κρίσι­ μο ρόλο για την κοινωνική οργάνωση. ΓΓ αυτό α­ πέκτησε ιδιαίτερη θεωρητική σημασία. Αναζητώντας αντικειμενικά κριτήρια για τον προσδιορισμό του ομαλού και του παθολογικού στην κοινωνία, ο Durkheim διαπιστώνει ότι το έ­ γκλημα είναι παθολογικό και τερατώδες αλλά ταυτόχρονα εμφανίζεται σε κάθε κοινωνία, σαν να ήταν ομαλό. Επομένως, ανάγεται στην πλατύ­ τερη κατηγορία του ωφέλιμου: «το έγκλημα είναι αναγκαίο· συνδέεται με τους πιο θεμελιώδεις ό­ ρους όλης της κοινωνικής ζωής και γι’ αυτό είναι ωφέλιμο...» (Ε. Durkheim 1949:63). Η σημασία του είναι ότι «...έγκειται σε πράξη που προσβάλ­ λει ομαδικά αισθήματα...» (ib. 61), επομένως, διεγείρει τη συλλογική συνείδηση όταν βρίσκεται σε χαλάρωση. Με την ερμηνεία του αυτή δίνει στο έγκλημα τον διαλεκτικό χαρακτήρα που έχει κι ο πόνος, να προσφέρει στη ζωή ταυτόχρονα προστασία και άλγος. Προσθέτει και μια δεύτερη διαλεκτική παρατήρηση, ότι πολύ συχνά το έ­ γκλημα το οποίο συνιστά παραβίαση του παρό­ ντος δικαίου, π.χ. η ελευθερία της σκέψης, προοιωνίζει την ηθική του μέλλοντος. Πέρα από τις εύστοχες αυτές παρατηρήσεις του, ο Durkheim διαπιστώνει ότι το έγκλημα συ­ νεχώς αυξάνει (ib. 60). Εξετάζοντας, σε άλλη με­ λέτη του, το φαινόμενο της ανομίας, δηλαδή της έξαρσης του εγκλήματος στη σύγχρονη κοινω­ νία, εξηγεί ότι «...η ανομία πηγάζει από την έλ­ λειψη συλλογικών δυνάμεων σε ορισμένα σημεία της κοινωνίας... ως κατάσταση αποσύνθεσης» (Ε. Durkheim 1966:392). ΓΓ αυτό πρέπει να «...α­


αφιερωμα/53 ποτρέπουμε τις οικονομικές δυνάμεις από τη ση­ μερινή κατάσταση της αποδιοργάνωσης» (ib. 393). Αυτό αποτελούσε στο βάθος κριτική της βιομηχανικής κοινωνίας, γιατί πίστευε ότι ο πο­ λύπλοκος σ’ αυτή καταμερισμός της εργασίας ο­ δηγεί σε «αμοιβαία ασυμβίβαστα συμφέροντα και φιλοδοξίες κοινωνικής θέσης και κατά συνέ­ πεια στην ανομία». Έβαλε το ζήτημα της διασα­ λευμένης ηθικής ενότητας επιδιώκοντας να διορ­ θώσει το υφιστάμενο κοινωνικό σύστημα. Στην πρώτη θέση του ο Durkheim θεωρεί το έ­ γκλημα σαν μηχανισμό αυτορρύθμισης που ενερ­ γοποιείται για να αποκαταστήσει τη συλλογική συνείδηση. Επομένως, έχουμε φαινόμενο αρνητι­ κής επανάδρασής. Στη δεύτερη θέση του, τη σχε­ τική με την ανομία, αντικρύζει μια αύξουσα τάση του εγκλήματος χωρίς βελτίωση της συλλογικής συνείδησης. Στην περίπτωση αυτή έχουμε φαινό­ μενο θετικής επανάδρασής. Πού οφείλεται η δια­ φορά; Εάν η πρώτη θέση είναι υπόθεση και η δεύ­ τερη είναι διαπίστωση, θα πρέπει να βάλουμε σε αμφισβήτηση την υπόθεση. Η πηγή της συλλογι­ κής συνείδησης βρίσκεται στις οικονομικές λει­ τουργίες και, όπως υπαινίσσεται κι ο ίδιος, ανά­ λογη εξάρτηση έχει και το έγκλημα. Αγνοώντας προς το παρόν τις διαφορές που υπάρχουν ανά­ μεσα στις προταξικές και στις ταξικές κοινω­ νίες, οι οποίες αποσιωπούνται, είναι δύσκολο να αποδώσουμε στο έγκλημα αυτορρυθμιστικό ρό­ λο, δεδομένου ότι ο ρόλος αυτός εκτελείται από την αντισταθμιστική λειτουργία της ποινής. Στην περίπτωση του αποδιοπομπαίου τράγου, που έχει όλα τα γνωρίσματα αυτορρυθμιστικού μηχανι­ σμού, το έγκλημα είναι συμβολικό κι εκείνο που εκτελείται για να επαναδραστηριοποιήσει τη συλλογική συνείδηση, είναι η ποινή. Ο Radcliffe-Brown επέκτεινε τη θεωρητική ση­ μασία του εγκλήματος επιχειρώντας να διορθώ­ σει τον ορισμό που «προσπάθησε να κάνει ο Durkheim», αλλά με λιγότερη επιτυχία από εκεί­ νον. Μετονομάζει την ανομία σε δυσνομία και την ορίζει ως βασικό κριτήριο της διάκρισης της κοινωνίας από τους βιολογικούς οργανισμούς για να ξεχωρίσει το φονξιοναλισμό (λειτουργι­ σμό) από τον οργανικισμό. Υποστηρίζει ότι «μια κοινωνία διαφέρει από έναν οργανισμό κατά το ότι μπορεί να αλλάξει το είδος της δομής του... Οι κοινωνίες δεν πεθαίνουν με την έννοια που α­ ντιλαμβανόμαστε το θάνατο στα έμβια όντα... μια κοινωνία που βρίσκεται σε κατάσταση λει­ τουργικής διάσπασης ή ασυνέπειας δεν θα πεθάνει...» (Radcliffe-Brown 1968:182-83). Μ’ αυτή τη θέση του αναιρεί την κριτική που κάνει ο Durkheim στη δυσνομία της βιομηχανικής κοι­ νωνίας και θεωρεί ότι «δεν μπορούμε να ορίσου­ με τη δυσνομία ως παρακώλυση των συνηθισμέ­ νων δραστηριοτήτων ενός κοινωνικού τύπου» (ib. 182). Ό ταν εξετάζει τις διακοινοτικές πρά­

ξεις εχθρότητας αναφέρεται μόνο στις συμβολι­ κές (έθιμα γάμου, χλευασμοί κ.τ.τ.) και τις απο­ δίδει στη «δομή ένωσης των αντιθέτων» (Radcliffe-Brown 1984:229), που είναι γενική αρ­ χή. Δεν είναι τυχαίο ότι, αντίθετα από τον Durkheim, αμφισβητεί την αυτονομία των κοινω­ νικών επιστημών και τις εντάσσει στις φυσικές. Πέρα από τον απολογητικό χαρακτήρα τους, τα κριτήρια του Radcliffe-Brown για τον προσ­ διορισμό της κοινωνίας είναι εντελώς ανεπαρκή. Δυσνομία και μετασχηματισμό της δομής έχουν όλα τα οικοσυστήματα - αν διαγράφεται κίνδυ­ νος γι’ αυτά, έχει την αιτία του στη βιομηχανική κοινωνία. Το να ερμηνεύουμε την ιδιαιτερότητα της κοινωνίας από το παθολογικό φαινόμενο του εγκλήματος είναι σαν να ερμηνεύουμε το γενικό από το μερικό, από ένα σύμπτωμά του. Ουσιώ­ δες για την κοινωνία είναι ο ανώτερος βαθμός ορ­ γάνωσής της (καταμερισμός, επίπεδα ιεράρχη­ σης, πλέγματα σχέσεων) ο οποίος αναπτύσσεται από τον αυξανόμενο διαχειριστικό έλεγχό της πάνω στη φύση. Η διαχείριση που ασκεί η κοινω­ νία στο περιβάλλον σημαίνει, όπως για κάθε δυ­ ναμικό σύστημα, ότι διαθέτει μεγαλύτερο βαθμό ελευθερίας προς τα έξω, άρα περισσότερους πε­ ριορισμούς και διαχωριστικές γραμμές οργάνω­ σης προς τα μέσα. Οι λόγοι που προκαλούν την παραβίαση των περιορισμών είναι λειτουργικοί (πολυμορφία των ατόμων και των δραστηριοτή­ των, αντιθετικές σχέσεις, ομοιοστατική προσαρ­ μογή προς τις μεταβαλλόμενες συνθήκες) και ιστορικοί-δυναμικοί (αντιφάσεις, αναντιστοιχία των παραγωγικών δυνάμεων προς τις παραγωγι­ κές σχέσεις, μετασχηματισμός της δομής). Το έγκλημα οριοθετεί τα ακραία σημεία των παρα­ βιάσεων. Επομένως, είναι συνέπεια της κοινωνι­ κής οργάνωσης, στην οποία εντάσσεται η συλλο­ γική συνείδηση και όχι αιτία της. Δεν οφείλεται στην «ανθρώπινη φύση» αλλά στα πλέγματα των κοινωνικών σχέσεων από τα οποία προσδιορίζε­ ται αυτή η «φύση». Άρα, η ενότητα της ανθρω­ πότητας κατανοείται από τη διαλεκτική της ι­ διαίτερης λειτουργικο-δομικής σύστασής της. Η ιστορική προοπτική που δίνουμε παραπάνω από την πλευρά της ανθρωπολογικής προσέγγισης Η ερμηνεία είναι γενική και ανταποκρίνεται περισσότερο στις προταξικές κοινωνίες. Για να γίνει πιο συ­ γκεκριμένη πρέπει να εισαγάγουμε τον ιστορικό παράγοντα. Στο προταξικό στάδιο της ανθρωπότητας οι παραβιάσεις της κοινωνικής οργάνωσης ελέγ­ χονται από τα έθιμα και τα ταμπού. Είναι αυτορρυθμιστικές λειτουργίες που έχουν τη μορφή αυ­ θόρμητων κανονισμών. Διαμορφώνονται στην


54/αφιερωμα πορεία της πρακτικής δραστηριότητας και της ανάπτυξης του ελέγχου διαμέσου των παραγωγι­ κών δυνάμεων (εργαλείο, φυσικός καταμερι­ σμός, οργάνωση του κυνηγιού, καταμερισμός του βιότοπου) και σε αλληλεξάρτηση με τη συνα­ κόλουθη πνευματική ανάπτυξη. Η μορφή τους εί­ ναι ολοποιητική. Περικλείουν σε ενότητα αυτά που για μας χωρίζονται σε νόμο και σε ηθική. Δεν διαθέτουν τη διάκριση μεταξύ πραγματικού και ιδεατού. Δεν υπάρχει χωρισμός ανάμεσα στις φυσικές και στις υπερφυσικές τιμωρίες, για­ τί είναι ισοδύναμες ή συγχωνεύονται. Άλλα χαρακτηριστικά του εθιμικού δικαίου του προταξικού σταδίου είναι τα εξής: δεν υπάρ­ χει ούτε δικαστική εξουσία ούτε φυλακές ούτε ε­ κτελεστές. Υφίσταται σαφής διαχωρισμός ανά­ μεσα στο ενδοκοινοτικό και στο διακοινοτικό δί­ καιο. Η ευθύνη του ατόμου για τις εγκληματικές πράξεις στη σφαίρα των διακοινοτικών σχέσεων ενσωματώνεται στην ευθύνη του κλαν στο οποίο ανήκει. Για οποιοδήποτε έγκλημα ή βλάβη σε ξέ­ νο, την ποινή την πλήρωνε όλο το κλαν ή το σόι στο οποίο ανήκε ο δράστης. Παράλληλα με την εξέλιξη του πρωτόγονου κοινοτικού συστήματος μεταβάλλεται και το εθι­ μικό δίκαιο. Κατά τη μετάβαση στις κοινωνίες με αρχηγό και διαστρωμάτωση αλλάζει η κατηγοριοποίηση του εγκλήματος. Οι παραβιάσεις των κανόνων της εξωγαμίας δεν τιμωρούνται με θάνατο. Παράλληλα όμως διαμορφώνονται νό­ μοι για την ιδιοκτησία. Ο κλέφτης, αντί να νουθε­ τείται βασανίζεται, γίνεται δούλος ή σκοτώνεται. Τα κρίσιμα όρια μεταξύ ιερού και βέβηλου δια­ σταυρώνονται στα ορόσημα της έγγειας ιδιοκτη­ σίας (F. Coulanges 1955:69). Οι νόμοι αναπτύσσονται σε στενή αλληλεξάρ­ τηση με το σχηματισμό των τάξεων και του κρά­ τους. Από το σημείο αυτό κι έπειτα, το πρόβλημα του εγκλήματος αποτελεί αντικείμενο των κυ­ ρίως κοινωνικών επιστημών. Μπορούμε όμως να προσθέσουμε ορισμένες παρατηρήσεις από την πλευρά της ανθρωπολογίας. Πρώτο, η ενιαία μορφή του πρωτόγονου δικαίου διασπάται σε δύο τομείς, στους νόμους και στην ηθική. Δεύτερο, έ­ να μέρος του το σφετερίζεται η κυρίαρχη τάξη για το συμφέρον της, π.χ. τη φορολογία, και άλ­ λο το ενσωματώνει στους νόμους για τις ανάγκες της τιμωρίας, π.χ. την τιμωρία του φόνου. Τρίτο, διαμορφώνεται η αντίφαση ανάμεσα στην ορθή και στη στρεβλή συνείδηση, ενώ παράλληλα εντείνεται η σύγκρουση ανάμεσα σε αντίθετες α­ ντιλήψεις για το έγκλημα, η οποία αντικατοπτρί­ ζεται σε αντίθετες απόψεις της ηθικής: π.χ. ο φό­ νος της άπιστης συζύγου, η κλοπή, η ευθύνη του παιδιού και του ψυχοπαθούς, η αυτοδικία, η φυ­ λετική διάκριση στο έγκλημα κ.λπ. Τέταρτο, ένα σημαντικό μέρος του εθιμικού δικαίου επιβιώνει στα χαμηλά λαϊκά στρώματα και εναντιώνεται

στο θεσμικό δίκαιο, γιατί, ώς ένα μεγάλο βαθμό, τα στρώματα αυτά ζουν σε συνθήκες ανάλογες με εκείνες στις οποίες ίσχυε το εθιμικό δίκαιο. Το συμπέρασμα είναι ότι στην ταξική κοινωνία συνυπάρχουν δύο τουλάχιστον μοντέλα. Το ένα εκπροσωπείται από το εθιμικό δίκαιο και αφορά τα ελαφρά παραπτώματα, αλλά συχνά συγχω­ νεύεται με το επαναστατικό δίκαιο των καταπιεζομένων - π.χ. με το δίκαιο των ληστών αγρο­ τών. Το άλλο εκπροσωπείται από το θεσμικό, δηλαδή από τους νόμους του κράτους και αφορά τα σοβαρά παραπτώματα αλλά, ταυτόχρονα, ερ­ μηνεύει το έγκλημα σύμφωνα με τα συμφέροντα των τάξεων που ελέγχουν την κρατική εξουσία π.χ. οι δικαστικές αρχές και τα εκτελεστικά όρ­ γανα χτυπούν πάντα τους απεργούς και ποτέ τους βιομήχανους, παρ’ όλο που η προσφορά ερ­ γασίας θεωρείται ελεύθερη. Η συνύπαρξη πολλών αντίθετων κατηγοριοποιήσεων για το έγκλημα προκαλεί αναπόφευ­ κτα σύγχυση και καθυστέρηση. Η πρώτη οφείλε­ ται, όπως είπαμε, στις διαχωριστικές γραμμές της κοινωνικής οργάνωσης και συναντιέται σε κάθε κοινωνία, ταξική και μη. Συνδέεται με τους διαφορετικούς σκοπούς και συμφέροντα που δημιουργούνται από τον οικονομικό και κοινωνικό καταμερισμό και που αντιφάσκουν με τη συνοχή της κοινωνικής οργάνωσης. Εκφράζει τη δυναμι­ κή της κοινωνικής λειτουργίας και εκδηλώνεται με τη διαλεκτική ανάμεσα στην υποκειμενική συ­ νείδηση και το κοινωνικό συμπεριέχον ή ανάμε­ σα στις διαφορετικές ομάδες π.χ. τους γεωργούς και τους κτηνοτρόφους. Το έγκλημα αποτελεί το όριο κινδύνου για την κοινωνική αυτορρύθμιση. Η δεύτερη κατηγοριοποίηση του εγκλήματος εκ­ φράζει τη δυναμική της κοινωνικής αλλαγής και αποτελεί έξαρση της πρώτης σε περιόδους μετα­ σχηματισμού, ενώ ταυτόχρονα διαμορφώνει συγκρουόμενες αντιλήψεις δικαίου. Η τρίτη κατηγοριοποίηση είναι ετερογενής, γιατί δεν πηγάζει από τον καταμερισμό. Ποινικοποιεί την πολιτική κυριαρχία και μ’ αυτόν τον τρόπο την αποκρύ­ πτει, οπότε διαστρέφει την κοινωνική πραγματι­ κότητα. Για να γίνει αντιληπτό αυτό, αναφέρου­ με το παράδειγμα από την αποικιοκρατία των Άγγλων στην Ουγκάντα. Οι ντόπιοι Μπανιαγκόλέ χρησιμοποιούσαν τη μαύρη μαγεία και τον ε­ μπρησμό ως κρίσιμα μέσα ρύθμισης των σχέσεών τους στην κοινωνική διαστρωμάτωση. Για να εμποδίσουν οι Άγγλοι τη χρήση τους για την αμ­ φισβήτηση της αποικιακής κυριαρχίας, τα περιέ­ λαβαν στον Ποινικό Νόμο ως κακουργήματα, μαζί με την ανθρωποκτονία και το βιασμό, και καταδίκαζαν σαν μάγο όποιον απλώς πίστευε πως χειρίζεται υπερφυσικές δυνάμεις. Το γεγο­ νός ότι η πίστη αυτή δεν έφερνε κανένα πρακτικό αποτέλεσμα ή βλάβη έμενε αδιάφορο, όπως α­ διάφορο επίσης ήταν για το Νόμο αν οι Μπάνιά-


αφιερωμα/55 γκόλε έκαναν εμπρησμούς μεταξύ τους. Ό ταν φούντωσαν τα κινήματα των «λατρειών κρίσης» στα 1917 και 1955, οι αρχές καταδίωξαν τους πρωταίτιους με την κατηγορία του μάγου. Το α­ ποτέλεσμα ήταν να γενικευτεί ο εμπρησμός ενα­ ντίον των διοικητικών κτιρίων, δηλαδή, η ποινικοποίησή του τον αποκατέστησε σε πολιτική πράξη (Ε. Hopkins 1973:738). Η παραβίαση του δικαίου από την πολιτική ε­ ξουσία προκαλεί την αντίστροφη απάντηση από τους καταπιεζόμενους, την πολιτικοποίηση του δικαίου που αποτελεί μια νέα, τέταρτη κατηγοριοποίηση. Στο σημείο αυτό έχει ενδιαφέρον η ά­ ποψη του Μ. Godelier (1977) ότι η εξουσία εκδη­ λώνεται με το δυαδικό σχήμα βία/συναίνεση, θέ­ λοντας να εκφράσει μ’ αυτό τη δύναμη που ασκεί ο ιδεολογικός παράγοντας στην υπακοή των δυναστευομένων. Θα πρέπει εντούτοις να παρατη­ ρήσουμε ότι δεν υπάρχει ταυτότητα ανάμεσα στον ιδεολογικό παοάγοντα και στις συμπεριφο­ ρές - στην παγίδα μιας τέτοιας ταυτότητας έπε­ σε ο φονξιοναλισμός. Ό ταν κάποιος διαπράττει φόνο, δε σημαίνει πως έχει καταγγείλει τις Δέκα Εντολές. Δεύτερο, η μη συναίνεση υφίσταται πάντα, έστω και με λανθάνουσα μορφή που πολύ Βιβλιογραφία

συχνά μετατρέπεται σε ανοιχτή σύγκρουση. Το βεβαιώνει το πλήθος των «λατρειών κρίσης» με τις οποίες εκδηλώνεται η ρήξη των αποικιοκρατούμενων πληθυσμών. Τρίτο, εξαιτίας της πολυ­ μορφίας των ρόλων και των δραστηριοτήτων που πηγάζουν από τον καταμερισμό, δε νοείται κοι­ νωνία χωρίς παραβάσεις. Στην προταξική κοινω­ νία υπάρχουν παραβάσεις χωρίς βία εξουσίας. Επειδή η κοινωνία έχει δυναμική ισορροπία, με μεγάλες περιόδους αστάθειας, στη συνεκτικότητά της συμβάλλουν η πολυσημία των λειτουργιών αυτορρύθμισης και η αντίστοιχη πολυσημία των συμβόλων της. Δεν μπορούμε επομένως να δού­ με το έγκλημα και τη μη συναίνεση έξω από την πολυσημία, με την οποία γίνεται απορρόφηση των δονήσεων και περιστολή του ίδιου του ε­ γκλήματος - διαφορετικά, η κοινωνία θα ήταν πεδίο συγκρούσεων. Ό πω ς επίσης δεν μπορούμε να δούμε το έγκλημα έξω από τη διαλεκτική της πολυμορφίας/ενότητας και τη διαλεκτική της ε­ ξέλιξης για κάθε κοινωνία και για όλη την αν­ θρωπότητα. Μένει το θεωρητικό ζήτημα για το αν υπάρχει ηθική της ιστορίας ή κατεύθυνση στη μείωση του εγκλήματος. Αλλά αυτό αποτελεί αντικείμενο άλλης μελέτης.

Buffon, G. «Histoire naturelle» - Gallimard, Paris, 1984. Coulanges, F. «The Ancient City» - Anchor, New York, 1955. Douglas, M. «Purity and Danger» - Pelican, Middlesex, 1970. Durkheim, Ε. «Οι κανόνες της κοινωνιολογικής μεθόδου» - Α­ ετός, Αθήνα, 1949. Durkheim, Ε. «Suicide» - Routledge and Kegan, London, 1966. Frank, A. «On Theoretical Issues in Economic Anthropology» Current Anthropology 11(1).1970. Frazer, J. «The Golden Bough» - MacMillan, London, 1960. Harris, M. «The Rise of Anthropological Theory» - Current Anthropology, 9(5).1968. Hopkins, E. «The Politics of Crime! Aggression and Control in a Colonial Context» - American Anthropologist 75(3).1973.

Leacock, Ε. «Women’s Status in Egalitarian Society» - Current Anthropology 19(2). 1978. Montagu, A. «Human Heredity» - Signet, New York 1963. Pershits, A. «The Primitive Norm and Its Evolution» - Current Anthropology 18(3). 1977. Radcliffe-Brown, A. «Structure and Function in Primitive Socie­ ty» - Cohen and West, London 1968. Radcliffe-Brown, A. «Η μέθοδος στην κοινωνική ανθρωπολο­ γία» - Κοινωνική Ανθρωπολογία Imago, Αθήνα 1984. Rodin, Μ., Michaelson, Κ. and Britan, G. «Systems Theory in Anthropology» - Current Anthropology 19(4).1978. Schire, C. and Steiger, W. «An investigation into the practice of female infanticide in the Arctic» - MAN. 9(3). 1974. Webster, H. «La magie» - Payot, Paris 1952.

ΔΙΑΒΑΖΩ

ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ TOV ΒΙΒΛΙΟΥ

Παρακαταθήκη τω ν π α λα ιώ ν τ ε υ χ ώ ν ΒΙΒ ΛΙΟ Π Ω ΛΕ ΙΟ «Σ Ο Λ Ω Ν» Σ Ο Λ Ω Ν Ο Σ 1 1 6 - Α Θ Η Ν Α 1 0 6 8 1 - ΤΗ Λ.: 3 6 . 2 7 5 3 9 , FAX: 3 6 . 2 8 . 9 3 8


56/αφιερωμα

Ν ίκος Κουτσιαράς

και Τιμωρία: της νεοκλασικής κής ανάλυσης

I. Εισαγωγή Το ενδιαφέρον της οικονομικής επιστήμης

Το έγκλημα, όπως προσδιορίζεται περιγραφικά, ώστε να περιλαμβάνει πα­ ραβιάσεις του νόμου, από την κλοπή έως την οργανωμένη εγκληματική δρα­ στηριότητα (εμπόριο ναρκωτικών, παράνομα στοιχήματα, κ.λπ.), αλλά, επί­ σης, τη μαύρη αγορά, τη φοροδιαφυγή, τον αθέμιτο εμπορικό ανταγωνισμό, την οικονομική απάτη, ό,τι, δηλαδή, καλείται «έγκλημα λευκού περιλαίμιου» (white-collar crime), συνιστά, τελικά, μια τεράστια οικονομική δραστηριότητα (industry), το μέγεθ ος και η σημασία της οποίας εντοπίζονται πολλαπλώς. ντοπίζονται, κατά πρώτο, στις μεταφορές εισοδήματος από τα θύματα προς τους ε­ γκληματίες1 και στο κοινωνικό κόστος, (social cost) που προκαλείται από τις παράνομες δρα­ στηριότητες, όπως απώλεια εισοδήματος για το κράτος, μείωση των παραγωγικών δυνατοτήτων λόγω απωλειών ανθρωπίνων ζωών και κεφα­ λαίων, και απώλεια του εισοδήματος που θα μπο­ ρούσαν να δημιουργήσουν οι ίδιοι οι εγκλημα­ τίες, αλλά είτε προτιμούν τις παράνομες δραστη­ ριότητες ή δεν βρίσκονται σε τέτοια θέση, λόγω παραμονής τους στη φυλακή και/ή κακού πα­ ρελθόντος. Εντοπίζονται, επίσης, στο κόστος που αναλαμβάνει το κράτος ώστε να επιβάλλει την έννομη τάξη (αστυνομία, δικαστική λειτουρ­ γία και σωφρονιστικό σύστημα). Τέλος, το μέγε­ θος και η σημασία του εγκλήματος, ως οικονομι­ κής δραστηριότητας, εντοπίζονται, σε τρομακτι­ κές διαστάσεις, στους χώρους του καθαρά οικο­

Ε

νομικού εγκλήματος και του οργανωμένου εγ­ κλήματος (π.χ. Μαφία, συνδικάτα εγκλήματος), όπου αναπτύσσονται ιδιαίτεροι θεσμοί, λειτουρ­ γίες, «νόμοι» και ιεραρχίες, που η διερεύνησή τους ανάγεται σε μια «Πολιτική Οικονομία του Οργανωμένου Εγκλήματος».2 Η επιβολή του νόμου από το κράτος συνεπάγε­ ται, όπως άλλωστε σημειώνεται παραπάνω, την ανάληψη σημαντικού κόστους, την τοποθέτηση, δηλαδή, και την κατανομή πόρων μεταξύ των λειτουργιών πρόληψης, ελέγχου, καταστολής και ποινικού κολασμού του εγκλήματος. Η κρα­ τική πολιτική (public policy) έναντι του εγκλήμα­ τος βρίσκεται, όμως, αντιμέτωπη με δεοντολογι­ κά (normative) ερωτήματα, αφού είναι βέβαιο ότι όσο αποτελεσματική κι αν είναι, το έγκλημα δεν πρόκειται να εκμηδενισθεί. Πρέπει, για παρά­ δειγμα, να επιλέξει είτε να περιορίσει το έγκλη­ μα, είτε να ελαχιστοποιήσει το κοινωνικό κόστος


αφιερωμα/57 που αυτό προκαλεί. Πρέπει, ακόμη, να αποφασί­ σει πόσο (σε ποια έκταση) θα χρησιμοποιήσει την ποινή και ποια ποινή, ώστε να επιβάλλει την πει­ θαρχία στο νόμο. Με άλλα λόγια, πρέπει να απο­ φασίσει πόσα εγκλήματα θα μείνουν ατιμώρητα (και ποια) και πόσοι εγκληματίες θα διαφΰγουν την τιμωρία. Ή , να προσδιορίσει το άριστο (οptimum) ύψος και την αποτελεσματική (effecient) κατανομή των πόρων, μεταξύ των λειτουργιών της πολιτικής κατά του εγκλήματος. Η λήψη αυ­ τών ακριβώς των αποφάσεων, εξαρτάται από παράγοντες όπως, το κόστος της σύλληψης και της καταδίκης των εγκληματιών, τη φύση της τι­ μωρίας (και τη λογική που διέπει τη λειτουργία του σωφρονιστικού συστήματος) και, τέλος, τις αντιδράσεις και προσαρμογές της συμπεριφοράς των εγκληματιών (και των δυνάμει εγκληματιών) στις μεταβολές της κρατικής πολιτικής κατά του εγκλήματος. Μολονότι, όπως υποστηρίζεται,3 δύο από τους επιφανέστερους θεμελιωτές της εγκληματολο­ γίας, τον δέκατο όγδοο και τον δέκατο ένατο αιώνα, ο Cesare Beccaria και ο Jeremy Bentham, προσέφυγαν στη χρήση του οικονομικού λογι­ σμού, η οικονομική σκέψη απέφυγε να εμπλακεί στην ερμηνευτική του εγκλήματος, με μόνη, ί­ σως, εξαίρεση το έργο του Marx, όπου διατυπώ­ νονται απόψεις για τα νομικά προβλήματα της α­ στικής κοινωνίας και αναπτύσσεται η διάκριση - ασαφώς όμως - των λούμπεν προλεταρίων α­ πό το προλεταριάτο, που συμπληρώνεται με την ηθική —πολιτική προειδοποίηση για τους κινδύ­ νους που ενέχει η ενδεχόμενη συμμαχία τους για τα συμφέροντα του προλεταριάτου. Ο Marx, επί­ σης, μεταξύ 1860 και 1862, έγραψε ένα κείμενο για το έγκλημα, που οι εκδότες του συμπεριέλα­ βαν στις Θεωρίες της Υπεραξίας, τομ. IV του Κε­ φαλαίου, στο οποίο εγκωμιάζει την κοινωνική και την οικονομική σημασία του εγκλήματος και λοιδωρεί τους ηθικολόγους «φιλισταίους απολο­ γητές της αστικής κοινωνίας».4 Η αδιαφορία της παραδοσιακής οικονομικής σκέψης να διερευνήσει τις οικονομικές όψεις του εγκλήματος, οφείλεται μάλλον στις ηθικές της δεσμεύσεις ή ακόμη και στις ηθικές της εκκινή­ σεις. (Ας μην ξεχνούμε ότι ο Adam Smith ήταν καθηγητής της ηθικής φιλοσοφίας, καθώς επί­ σης, ότι μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1930, στο Πανεπιστήμιο του Cambridge, οι πτυχιακές εξετάσεις των ηθικών επιστημών [moral sciences tripos] περιελάμβαναν και εξέταση στην οικονο­ μική.) Αυτές οι ηθικές δεσμεύσεις εμφανίζονται χαρακτηριστικά σε ένα κείμενο του Alfred Marshall, που έχοντας ορίσει τα τυχερά παιγνίδια ως «οικονομική γκάφα» (economic blunder), λό­ γω της φθίνουσας οριακής τους χρησιμότητας, υ­ ποστηρίζει ότι ακόμη και η απόλαυση της συμμε­ τοχής σ’ αυτά είναι αισχρή (impure) και ότι δια­

μορφώνουν νευρικούς χαρακτήρες, ακατάλλη­ λους για σταθερή εργασία και για τις στέρεες και υψηλές απολαύσεις της ζωής.5 ο ενδιαφέρον της σύγχρονης οικονομικής ε­ πιστήμης για το έγκλημα, εντάσσεται στο γενικότερο ενδιαφέρον της για την οικονομική α­ νάλυση των νόμων, που η απαρχή του σημειώνε­ ται στις αρχές της δεκαετίας του 1960, με τη δη­ μοσίευση δύο σχετικών άρθρων του Guido Calabresi και του Richard Posner.6 Οι αναλυτικό - θεωρητικές προσεγγίσεις που ακολουθούνται, αντλούν από τη νεοκλασική οικονομική παράδο­ ση και είτε διερμηνεύουν δεοντολογικές προτά­ σεις (normative propositions), είτε αξιολογούν α­ ποτελέσματα (effect evaluation), που συνδέονται με την εισαγωγή και την εφαρμογή των νόμων. Στην πρώτη περίπτωση, των δεοντολογικών προ­ τάσεων, πρόθεση της οικονομικής ανάλυσης εί­ ναι ο προσδιορισμός του Παρετιανού άριστου (Pareto optimum) για την κοινωνία, μέσω της με­ γιστοποίησης της συνάρτησης - κριτηρίου (objective function), που αποδίδει έμφαση στην αποτελεσματικότητα της κατανομής των πόρων (allocative efficiency). Διερευνάται, δηλαδή, η συμβατικότητα του νόμου με τις παραπάνω επι­ διώξεις και η προσαρμογή του σ’ αυτές. Στη δεύ­ τερη περίπτωση, της αξιολόγησης των αποτελε­ σμάτων από την εφαρμογή του νόμου, η μικροοι­ κονομική ανάλυση υποδεικνύει αιτιώδεις σχέσεις συμπεριφοράς, που μεταφράζονται σε υποθέσεις προς έλεγχο (testable hypotheses), οι οποίες διερευνώνται με τη χρήση οικονομετρικών υπο­ δειγμάτων. Τέλος, μια τρίτη προσέγγιση στην οικονομική ανάλυση των νόμων, προέρχεται από την ινστιτουσιοναλιστική οικονομική σκέψη, που θεωρεί ως βασική μονάδα ανάλυσης τη συναλλαγή (transaction) μάλλον, παρά το άτομο ή την επιχεί­ ρηση, και επιδιώκει τον προσδιορισμό των αλληλεξαρτωμένων νομικών ρυθμίσεων που εμπεριέ­ χονται σε κάθε συναλλαγή. Σημειώνεται, ότι πα­ ρά τη διαφορετικότητα της ινστιτουσιοναλιστικής προσέγγισης, σε σχέση με την παραδοσιακή νεοκλασική, αποτελούν και οι δύο, σε όρους επι­ στημολογικούς, εκδοχές του νεοκλασικού πολυπαραδείγματος, όπως έχει και αλλού υποστηριχθεί.7 Η πρώτη, ολοκληρωμένη απόπειρα οικονομι­ κής ερμηνείας του εγκλήματος ανήκει στον Gary Becker και δημοσιεύεται στο Journal of Political Economy, το 1968.® Φαίνεται, όμως, ότι η αναλυ­ τική γοητεία, που αναδύεται από το άρθρο του Becker, δεν είναι ικανή να εμπνεύσει το ερευνητι­ κό ενδιαφέρον των οικονομικών επιστημόνων, έ­ τσι ώστε ελάχιστα μόνο, σχετικά με το θέμα, άρ­ θρα, να εμφανισθούν, κυρίως στο Journal of Political Economy και το American Economic

Τ


58/αφιερωμα Review, στα μέσα περίπου της δεκαετίας του

1970 (1973-75). Η οικονομική ανάλυση του εγκλήματος στρέ­ φεται προς τρία επιμέρους θέματα: Τη διερεύνηση της ατομικής απόφασης συμμετοχής σε πα­ ράνομες (εγκληματικές) δραστηριότητες, τη διερεύνηση της οικονομικής σημασίας του εγκλή­ ματος, κυρίως από πλευράς κοινωνικού κόστους και, τέλος, τον προσδιορισμό της (κρατικής) πο­ λιτικής κατά του εγκλήματος, όπου συγκαταλέ­ γονται η διερεύνηση των αποτελεσμάτων των ποινών ως προς την πρόληψη του εγκλήματος (deterrent effects), καθώς και η εξειδίκευση της α­ ποτελεσματικής κατανομής των δαπανών της πολιτικής. II.

Το υπόδειγμα συμπεριφοράς του εγκληματία

ε την κατασκευή του υποδείγματος ατομι­ κής συμπεριφοράς του εγκληματία, προτείνεται μια ορθολογική εξήγηση του εγκλήματος (και της ατομικής απόφασης τέλεσής του), που μεθοδολογικά δεν διαφέρει από τις ατομικιστικές προσεγγίσεις (methodological individualism) της θετικιστικής εγκληματολογικής σκέψης, επι­ διώκοντας να προσδιορίσει αιτιώδεις σχέσεις της συμπεριφοράς του εγκληματία προς ένα σύνολο μεταβλητών, που περιγράφουν την κοινωνική οικονομική θέση του και ερμηνεύουν την ατομική (του) αξιολόγηση του οφέλους και του κόστους, που συνεπάγεται η ανάληψη εγκληματικής δρα­ στηριότητας. Η οικονομική ερμηνεία του εγκλήματος δεν α­ ποκλείει, αντίθετα αναγνωρίζει, τη σημασία, που έχουν η προσωπικότητα και η κοινωνική - οικογειακή προέλευση και εμπειρία στην εμφάνιση της εγκληματικότητας. Η διερεύνηση του εγκλή­ ματος στα πλαίσια του ορθολογικού υποδείγμα­ τος οικονομικής συμπεριφοράς, υποδεικνύει, ό­ μως, ότι οι εγκληματίες δεν διαφέρουν λόγω αποκλίνουσας συμπεριφοράς ή ιδιότυπης ψυχολογι­ κής — κοινωνικής υποκίνησης, αλλά παρουσιά­ ζουν διαφορετική, έναντι των άλλων ατόμων, α­ ξιολόγηση του κόστους και του οφέλους, που προκύπτουν από την οικονομική (και άλλη) δρα-. στηριότητά τους. Στο υπόδειγμα οικονομικής συμπεριφοράς του εγκληματία, που προτάθηκε από τον Gary Bec­ ker,9 η απόφαση ανάληψης παράνομης δραστη­ ριότητας εξετάζεται στο περιεχόμενο του απλού οικονομικού υποδείγματος επιλογής της κατανο­ μής του χρόνου του, μεταξύ δύο αγορών· της νό­ μιμης (legal) και της παράνομης (illegal). Η τελι­ κή απόφαση προσδιορίζεται από την υποκειμενι­ κή κατανομή πιθανοτήτων των πιθανών αποδό­

Μ

σεων (subjective probability distribution of possi­ ble returns), που προσδοκώνται από τη δραστηριοποίηση στις δύο αγορές και μπορεί να συνεπά­ γεται είτε την εξειδίκευση, την αποκλειστική, δη­ λαδή, δραστηριοποίηση στην παράνομη αγορά, είτε την πολλαπλή απασχόληση (multiple job hol­ ding), αποτέλεσμα της άριστης κατανομής του χρόνου μεταξύ των δύο αγορών (νόμιμης και πα­ ράνομης). Η κατανομή του χρόνου μεταξύ των δύο αγο­ ρών εξαρτάται από τα προσδοκώμενα κέρδη, που αποδίδει η απασχόληση σε καθεμιά από αυ­ τές, ή, αλλιώς, εξαρτάται από το όφελος και το κόστος που η απασχόληση, σε κάθε αγορά, συνε­ πάγεται. Το όφελος, στην περίπτωση της νόμι­ μης αγοράς, εκφράζεται από το μισθό, ενώ στην παράνομη αγορά το όφελος αποτιμάται, ευθέως μέσω της χρηματικής αξίας του προϊόντος του εγκλήματος (κλοπής, ληστείας). Επίσης, το ψυ­ χικό εισόδημα, που αντλείται από την παράνομη δραστηριότητα,μετράται από το μέρος του εισο­ δήματος, που ο εγκληματίας είναι πρόθυμος να θυσιάσει, προκειμένου να απολαύσει την ανάμιξή του στην παράνομη αγορά,να αντλήσει δηλαδή ψυχικό εισόδημα.10 Στην πλευρά του κόστους, ε­ κτός από το άμεσο, δηλαδή τις δαπάνες απόκτη­ σης ορισμένου εξοπλισμού, υπάρχει το κόστος που δημιουργείται ως αποτέλεσμα της ενδεχόμε­ νης σύλληψης και καταδίκης και περιλαμβάνει τόσο άμεσα οικονομικά στοιχεία (αμοιβή δικη­ γόρου, δυσκολία εύρεσης νόμιμης απασχόλησης, μείωση μελλοντικού εισοδήματος), όσο και στοι­ χεία μη-οικονομικού χαρακτήρα (δημόσια απο­ δοκιμασία, απαρέσκεια από την ενδεχόμενη φυ­ λάκιση). Η ανάλυση των στοιχείων οφέλους και κό­ στους, που συνδέονται με την απόφαση συμμετο­ χής στην παράνομη αγορά, δηλαδή, την ανάλη­ ψη εγκληματικής δραστηριότητας, υποδεικνύει ότι η απόφαση λαμβάνεται υπό συνθήκες κινδύ­ νου και αβεβαιότητας (risk and uncertainty), που προκαλούνται από το ενδεχόμενο σύλληψης και καταδίκης του εγκληματία. Ο ποινικός κώδικας και η προηγούμενη πρακτική της δικαιοσύνης προσφέρουν ένα είδος κοστολογίου του εγκλήμα­ τος, που αποτελεί βασική εισροή στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων για την κατανομή του (ατο­ μικού) χρόνου μεταξύ των δύο αγορών και, ειδι­ κότερα, για τη συμμετοχή στην παράνομη αγο­ ρά. Στο υπόδειγμα ατομικής συμπεριφοράς, το κόστος που οφείλεται στην κρατική πολιτική κα­ τά του εγκλήματος, εκφράζεται μέσω δύο μετα­ βλητών της πιθανότητας καταδίκης ( probability of conviction) και της αυστηρότητας της ποινής (severity of punishment). Έτσι, το υπόδειγμα συμ­ περιφοράς προβλέπει ότι: Ο. = Ο. (ρ., f., u.),


αφιερωμα/59 δηλαδή, ο αριθμός των εγκλημάτων (Ο.) που διαπράττονται από τον j εξαρτάται από την πιθα­ νότητα να καταδικασθεί (ρρ, την αναμενόμενη αυστηρότητα της ποινής (f), καθώς και από πα­ ράγοντες όπως το εισόδημα που θα αποκτούσε στη νόμιμη αγορά, τις προτιμήσεις του, το κοι­ νωνικό του περιβάλλον κ.λπ., που απεικονίζο­ νται με τη σύνθετη μεταβλητή Uj. Η σχετική επιρροή που ασκούν οι δύο μετα­ βλητές (ρ, 0 στην απόφαση για συμμετοχή σε πα­ ράνομες δραστηριότητες, εξαρτάται από τις ατο­ μικές συναρτήσεις χρησιμότητας (utility functi­ ons) των εγκληματιών ή των δυνάμει εγκλημα­ τιών, δηλαδή από την ιεράρχηση των προτιμήσεών τους (preference ordering). Η ιεράρχηση των προτιμήσεων, αντανακλά την ατομική στάση έ­ ναντι του κινδύνου, που με τη σειρά της προσδιο­ ρίζει τις προσαρμογές των ατομικών αποφάσεων στις μεταβολές των ρ και f. Η θεωρητική ανάλυ­ ση αποδεικνύει ότι η μεταβολή της πιθανότητας καταδίκης (ρ) ασκεί μεγαλύτερη επίδραση στην περίπτωση που ο εγκληματίας προτιμά τον κίν­ δυνο (risk preference), ενώ μεταβολές στην ανα­ μενόμενη αυστηρότητα της ποινής (f), επηρεά­ ζουν περισσότερο τις αποφάσεις αυτών που απο­ φεύγουν τον κίνδυνο (risk aversion). Συναφές προς τα παραπάνω είναι το συμπέρασμα ότι ο βαθμός προτίμησης του κινδύνου συσχετίζεται θετικά με την ποσότητα του χρόνου που αφιερώ­ νεται σε δραστηριότητες της παράνομης αγοράς, ή, ότι, στην περίπτωση που εκφράζεται προτίμη­

ση προς τον κίνδυνο από άτομο μερικώς μόνο α­ πασχολούμενο στην παράνομη αγορά, η θέσπιση αυστηρότερης ποινής είναι πιθανό όχι μόνο να μην επηρεάσει την έκταση της παράνομης δραστηριότητάς του, αλλά η τελευταία ίσως να επε­ κταθεί. Επίσης, συμπεραίνεται, ότι μια αύξηση του ποσοστού ανεργίας δεν είναι βέβαιο ότι θα δυναμώσει τα ατομικά κίνητρα συμμετοχής στην παράνομη αγορά, όταν πρόκειται για άτομα που αποφεύγουν τον κίνδυνο, ενώ, τέλος, υποστηρί­ ζεται ότι οι μερικώς απασχολούμενοι στην παρά­ νομη αγορά (part-time) προσαρμόζονται περισ­ σότερο προς τα κρατικά μέτρα επιβολής του νό­ μου (law enforcement), έναντι των πλήρως απασχολουμένων (full-time ή hard-core criminals)." Αν και η οικονομική ερμηνεία της συμπεριφο­ ράς του εγκληματία κατορθώνει να περιγράφει με αρκετό ρεαλισμό το είδος της απόφασης που λαμβάνουν τα άτομα, προκειμένου να εμπλακούν σε παράνομες δραστηριότητες, κυρίως δε, να συναρτά αυτή την απόφαση με τις συνθήκες που επικρατούν στη νόμιμη αγορά (μισθοί, απα­ σχόληση), παρουσιάζει εντούτοις σοβαρότατες μεθοδολογικές - θεωρητικές αδυναμίες, που, άλλωστε, διακατέχουν το σύνολο της νεοκλασι­ κής οικονομικής ανάλυσης. Τα άτομα (και οι εγκληματίες), υποτίθεται ότι ακολουθούν το πρότυπο ορθολογικής συμπερι­ φοράς, που ορίζει ότι τα άτομα επιδιώκουν τη με­ γιστοποίηση των ατομικών συναρτήσεων χρησι­ μότητας, που προκύπτουν από την ιεράρχηση


60/αφιερωμα των προτιμήσεων τους. Το πρότυπο, όμως, του ορθολογικού, εγωιστικού ατόμου (rational, egoiste individual), που υποδεικνύει η νεοκλασική ανάλυση, αντιβαίνει προς το πρότυπο του μετριο­ παθούς, λογικού ατόμου (reasonable individual), που υιοθετεί η νομική επιστήμη, όταν διερευνά τη σχέση του ανθρώπου με τους νόμους. Στην περί­ πτωση του εγκλήματος, της δραστηριότητας δη­ λαδή που παραβιάζει τους νόμους και τιμωρείται απ’ αυτούς, η οικονομική προσέγγιση των νεο­ κλασικών προτείνει ένα πρότυπο ορθολογικής α­ τομικής συμπεριφοράς, που εκφράζεται μέσω της αξιολόγησης μέσων - αποτελεσμάτων (means - ends calculations) και αντιμετωπίζει την πειθαρχία στους νόμους ως αποτέλεσμα οικονο­ μικού λογισμού, που αποδίδει οφέλη και κόστη, τόσο στην παράνομη δραστηριότητα, όσο και στο ενδεχόμενο σύλληψης και .καταδίκης. Οι προβλέψεις του νεοκλασικού υποδείγματος συ­ μπεριφοράς θα πρέπει να αναμένεται ότι οδηγούν σε υπερεκτίμηση της εγκληματικής δραστηριό­ τητας, αφού στις περισσότερες, τουλάχιστον, πε­ ριπτώσεις το όφελος που αποφέρει το έγκλημα εί­ ναι σημαντικά μεγαλύτερο του συνολικού κό­ στους. Αν δεν παρατηρούνται εκρηκτικοί ρυθμοί εγκληματικής δραστηριότητας, είναι γιατί η αν­ θρώπινη συμπεριφορά ακολουθεί ένα διαφορετι­ κό, του ορθολογικού-εγωιστικού, πρότυπο συ­ μπεριφοράς. Σημειώνεται, επίσης, ότι η ίδια η υ­ πόθεση του ορθολογισμού επιδέχεται διαφορετι­ κές ερμηνείες, όπως, για παράδειγμα, εκείνη που θεωρεί ως ορθολογική όχι την πράξη που παράγει άριστα αποτελέσματα (action producing best results), αλλά την άριστη πράξη (best action),12 εκδοχή που επιτρέπει την απόδοση στην ατομική συμπεριφορά και άλλων, εκτός της μεγιστοποιητικής, επιδιώξεων και προσομοιάζει προς το πρότυπο του μετριοπαθούς - λογικού ατόμου της νομικής επιστήμης. Τέλος, ενώ η οικονομική ανάλυση της συμπε­ ριφοράς του εγκληματία προσπαθεί να υπερβεί τις κλασικές ψυχολογικές - ψυχαναλυτικές ερ­ μηνευτικές προσεγγίσεις, ωστόσο, η αναλυτική προσέγγιση που ακολουθεί παραπέμπει, τελικά, σε αυτές, αφού, όπως υποστηρίζει, ο προσδιορι­ σμός των ατομικών συναρτήσεων χρησιμότητας πορκύπτει από τον σχηματισμό και την ιεράρχη­ ση των ατομικών προτιμήσεων, που, όπως έχει αποδειχθεί, συναρτώνται με το επίπεδο ανάπτυ­ ξης της προσωπικότητας, έτσι ώστε σε κάθε επί­ πεδο ανάπτυξης της προσωπικότητας να αντι­ στοιχούν προτιμήσεις που κυμαίνονται, ανάλογα με την προσωπικότητα, από αντιφατικές και ε­ ναλλασσόμενες έως συνεπείς και σταθερές.13 Η νεοκλασική οικονομική ερμηνεία της εγκληματι­ κής συμπεριφοράς αμφισβητείται, πλέον, τόσο ως προς τους αρχικούς της ισχυρισμούς, της υ­ πέρβασης, δηλαδή, της ψυχολογικής - ψυχανα­

λυτικής προσέγγισης, όσο και ως προς τη θεμε­ λιώδη υπόθεση του ορθολογισμού (που συνεπάγε­ ται συνεπείς και σταθερές προτιμήσεις). III. Η οικονομική σημασία του εγκλήματος και η αποτελεσματικότητα της πολιτικής πρόληψής του

ν και το έγκλημα, όπως ισχυρίζεται η νεο­ κλασική οικονομική ανάλυση, είναι προϊόν της ορθολογικής οικονομικής συμπεριφοράς των ατόμων, που επιδιώκουν τη μεγιστοποίηση των ατομικών συναρτήσεων χρησιμότητας, ωστόσο, συνεπάγεται απομάκρυνση από τις Παρετιανές συνθήκες της άριστης θέσης της κοινωνίας, αφού δημιουργεί κόστος, που οφείλεται τόσο στη βιαιότητα των εισοδηματικών αναδιανομών που επιφέρει, όσο και στην εφαρμογή μιας πολιτικής πρόληψης και καταστολής του. Η σημασία, βέβαια, του εγκλήματος υπερβαί­ νει κατά πολύ την απλή κοστολογική αποτίμησή του, αφού τελικά προσλαμβάνει τις διαστάσεις μιας συγκροτημένης επιχειρηματικής δραστη­ ριότητας που παράγει προϊόντα (παράνομα), προσφερόμενα σε μια αγορά προϊόντων εγκλή­ ματος. Τα χαρακτηριστικά αυτά εμφανίζονται α­ νάγλυφα στο χώρο του οργανωμένου εγκλήμα­ τος, όπου οι δραστηριότητες που αναπτύσσονται και οι διαδικασίες που ακολουθούνται, επιτρέ­ πουν την ερευνητική προσέγγιση της τυπικής οι­ κονομικής ανάλυσης.14 Η οργάνωση της προ­ σφοράς «εγκληματικών υπηρεσιών» διενεργείται στα όρια μιας αγοράς, που προσδιορίζει τις τι­ μές, δημιουργεί κίνητρα μεγέθυνσης της κλίμα­ κας λειτουργίας και παραγωγής, υποδεικνύει συμφωνίες, συμβιβασμούς, συγχωνεύσεις και ε­ ξαγορές και υποκινεί τις προσπάθειες κατάλη­ ψης κυρίαρχης στρατηγικής θέσης. Το οργανω­ μένο έγκλημα, επίσης, εγκαθιστά και υπακούει σε θεσμικά πρότυπα, διοικητικές και κοινωνικές ιεραρχίες και δομές. Τα μεγέθη και οι διαπλοκές των δραστηριοτήτων του το καθιστούν απαραί­ τητο «κοινωνικό εταίρο», που αποκτά αυτή τη θέση, διαφθείροντας τους διώκτες του και προσφέροντας ακόμη και υπηρεσίες επιβολής του νόμου, σε αντάλλαγμα των διευκολύνσεων που απολαμβάνει. Η διερεύνηση του εγκλήματος στο περιεχόμε­ νο του υποδείγματος ορθολογικής συμπεριφο­ ράς, υποδεικνύει ότι ο περιορισμός του μπορεί να επιτυγχάνεται με τη βελτίωση των εισοδηματι­ κών προσδοκιών που προσφέρουν οι νόμιμες ευ­ καιρίες απασχόλησης, που συνεπάγεται αποδυνάμωση των κινήτρων συμμετοχής σε παράνο­ μες δραστηριότητες και, ταυτοχρόνως, διεύρυν­ ση των αντικινήτρων, αφού το κόστος της ενδε­

Α


αφιερωμα/61 χόμενης καταδίκης, όπως αποτιμάται από το ύ­ ψος των εισοδημάτων που διαφεύγουν, αυξάνε­ ται (τουλάχιστον στην περίπτωση των μερικά αποσχολουμένων στην παράνομη αγορά). Η οικονομετρική ανάλυση του Sjoquist, που χρησι­ μοποίησε στοιχεία 53 δήμων (municipalities) των Ηνωμένων Πολιτειών, με πληθυσμούς του έτους 1960, από 26.000 έως 200.000 κατοίκους, αποκά­ λυψε τη στατιστικά σημαντική θετική σχέση των ποσοστών ανεργίας και των ρυθμών (ποσοστών) του εγκλήματος κατά της περιουσίας (property crimes).15 Οι P.J. Cook και G.A. Zarkin ερεύνη­ σαν τη σχέση του εγκλήματος με την εξέλιξη των οικονομικών κύκλων (business cycles) και κατέ­ ληξαν στο συμπέρασμα ότι δεν παρουσιάζεται τέτοια ισχυρή αιτιώδης σχέση.16 Υποστηρίζεται, όμως, ότι το συμπέρασμά τους δεν διαψεύδει την υπόθεση της αιτιώδους συσχέτισης ευκαιριών α­ πασχόλησης και εγκληματικής δραστηριότητας, αφού στη διάρκεια των οικονομικών υφέσεων οι ευκαιρίες του εγκλήματος κατά της περιουσίας περιορίζονται, ενώ, ακόμη, περιστέλλονται οι δαπάνες καταστολής του. Το τελευταίο έχει ως συνέπεια την ελλιπή καταγραφή της εγκληματι­ κής δραστηριότητας και την ανακρίβεια των επι­ σήμων δεικτών, που, σε ό,τι αφορά τη μελέτη των P.J. Cook και G.A. Zarkin, περιορίζει την α­ ξιοπιστία της στατιστικής ανάλυσης.17 Η οικονομική ερμηνευτική προσέγγιση του ε­ γκλήματος προσπαθεί να θεμελιώσει αιτιώδεις σχέσεις συμπεριφοράς, που διακριβώνονται ε­ μπειρικά, επιδιώκοντας να προσδιορίσει το άριστο μίγμα (optimum mix) των μέσων μιας πολιτι­ κής πρόληψης (και καταστολής) του εγκλήμα­ τος και να κατανείμει αποτελεσματικά τις σχετι­ κές κρατικές δαπάνες. Το δεοντολογικό (norma­ tive) πρόβλημα της πολιτικής, συνίσταται στη μεγιστοποίηση της συνάρτησης κοινωνικής ευη­ μερίας (Social welfare function), μέσω της ελαχιστοποίησης του κοινωνικού κόστους του εγκλή­ ματος. Το τελευταίο αποτελεί άθροισμα τριών επιμέρους στοιχείων. Της ζημίας που υφίστανται τα θύματα των εγκλημάτων μείον το κέρδος των εγκληματιών, των άμεσων δαπανών λειτουργίας της αστυνομίας και των δικαστηρίων και, τέλος, του καθαρού κοινωνικού κόστους που επιβάλ­ λουν οι ποινές. Στο υπόδειγμα συμπεριφοράς του εγκληματία, που πρότεινε ο Gary Becker, η πιθανότητα της καταδίκης (r) και η αυστηρότητα της ποινής (f) αποτελούν τους δύο σημαντικούς ανασχετικούς παράγοντες της απόφασης ανάληψης εγκληματι­ κής δραστηριότητας. Η πολιτική, επομένως, πρόληψης του εγκλήματος, εκφράζεται με την ε­ πιλογή του μεγέθους και της σχέσης αυτών των δύο παραγόντων, έτσι ώστε να επιβεβαιώνεται ό­ τι το «έγκλημα δεν πληρώνει» (crime does not pay) και να προκαλούνται σοβαρά αντικίνητρα

στους δυνάμει εγκληματίες. Η επιλογή των αρί­ στων τιμών των (r) και (f) υπακούει στους περιο­ ρισμούς που επιβάλλει η διαθεσιμότητα των κρα­ τικών δαπανών άσκησης της πολιτικής. Η αποτελεσματικότητα (effectiveness) της τελευταίας ποσοτικοποιείται ως η τιμή του λόγου της μέγιστης δυνατής αύξησης του εισοδήματος προς την αύξηση του εισοδήματος που θα σημειωνόταν, αν τα εγκλήματα που επιφέρουν κοινωνικό κόστος μηδενίζονταν.18 Οι εμπειρικές οικονομετρικές αναλύσεις επι­ διώκουν να εκτιμήσουν τις συνέπειες που ασκούν οι επιμέρους μεταβλητές επιλογές της πολιτικής πρόληψης του εγκλήματος, σε σχέση προς τα ε­ πιθυμητά αποτελέσματα (crime deterrent effects). Ο I. Ehrlich, χρησιμοποιώντας δια-χωρικά (crosssectional) στοιχεία για τις Ηνωμένες Πολιτείες και εκφράζοντας τη μεταβλητή (r) ως το λόγο του αριθμού των καταδικών προς τον αριθμό των αναφερθέντων εγκλημάτων και τη μεταβλητή (f) ως το μέσο χρόνο παραμονής στη φυλακή, εκτί­ μησε ότι μια κατά 1% αύξηση της πιθανότητας καταδίκης έχει σαν αποτέλεσμα την κατά 0,99% μείωση του αριθμού των εγκλημάτων, ενώ μια κατά 1% αύξηση του μέσου χρόνου παραμονής στη φυλακή συνεπάγεται μείωση του αριθμού των εγκλημάτων κατά 1,12%.19 Ο D. Sjoquist, χρησιμοποιώντας δια-χωρικά στοιχεία για τις Η­ νωμένες Πολιτείες, εκτίμησε τις συνέπειες τριών επιμέρους μεταβλητών. Των συλλήψεων ανά έ­ γκλημα, των καταδικών ανά έγκλημα και των καταδικών ανά σύλληψη. Τα αποτελέσματα της διερεύνησής του υποδεικνύουν ότι μια κατά 1% αύξηση των συλλήψεων ανά έγκλημα, ή μια κα­ τά 1% αύξηση των καταδικών ανά έγκλημα έ­ χουν σαν αποτέλεσμα την κατά 0,35% μείωση του αριθμού των εγκλημάτων. (Τα αποτελέσμα­ τα για τη μεταβλητή των καταδικών ανά έγκλη­ μα εμφανίζονται στατιστικά μη- σημαντικά).20 Οι αναφερόμενες εμπειρικές διερευνήσεις, σε συνδυασμό με δύο ακόμη των R.A. Carr-Hill και Ν.Η. Stern και των L. Philips και H.L. Votey επι­ βεβαιώνουν ότι τόσο ο κίνδυνος της καταδίκης, όσο και η αυστηρότητα της ποινής συναστούν α­ ποτελεσματικά μέσα πρόληψης του εγκλήματος. Κατά μέσο όρο, μια κατά 1% αύξηση της τιμής της όποιας από τις δύο μεταβλητές, συνεπάγεται μείωση του αριθμού των εγκλημάτων από 0,3% έως 1,1 %.21 Το πρόβλημα της θανατικής καταδίκης, έχει, επίσης, προσελκύσει το ερμηνευτικό ενδιαφέρον της οικονομικής ανάλυσης. Ο I. Ehrlich χρησιμο­ ποιώντας ένα σύστημα πολλαπλών εξισώσεων, με στοιχεία των ΗΠΑ, 1933-67, προσπάθησε να ελέγξει την επίδραση τριών μεταβλητών της πο­ λιτικής πρόληψης του εγκλήματος στον αριθμό των ανθρωποκτονιών. Οι μεταβλητές που χρησι­ μοποίησε ήταν, η πιθανότητα σύλληψης ανά αν­


62/αφιερωμα θρωποκτονία, η πιθανότητα καταδίκης ανά σύλ­ ληψη και η πιθανότητα της θανατικής εκτέλεσης ανά καταδίκη. Τα αποτελέσματα της διερεύνησής του υποδεικνύουν ότι μια επιπλέον καταδίκη σε θάνατο ανά έτος, συνεπάγεται 7 ή 8 λιγότερες ανθρωποκτονίες. Τα ίδια, επίσης, αποτελέσματα υποδεικνύουν ότι η σύλληψη και η καταδίκη των ενόχων για ανθρωποκτονία, είναι δυνατό να α­ σκούν μεγαλύτερη προληπτική επίδραση.22 Βέ­ βαια, το πρόβλημα της ποινής του θανάτου έχει κυρίως ηθική, ανθρωπιστική διάσταση που υπερ­ βαίνει σε σημασία την αποτελεσματικότητά της, ως μέσου πρόληψης του εγκλήματος. Τέλος, σχετική με το πρόβλημα της αποτελε­ σματικής κατανομής των δαπανών της πολιτι­ κής κατά του εγκλήματος, είναι και η συζήτηση για την αποτελεσματικότητα των υπηρεσιών της αστυνομίας. Το πιο ενδιαφέρον συμπέρασμα των διερευνήσεων προσφέρεται από τη μελέτη του Ν. Walzer που αποκαλύπτει την ύπαρξη μιας στατι­ στικά σημαντικής αρνητικής σχέσης μεταξύ του πληθυσμού της περιοχής που καλύπτει ένα αστυ­ νομικό τμήμα και του μέσου κόστους λειτουρ­ γίας του, χρησιμοποιώντας στοιχεία των ετών 1958 και 1960, για την πολιτεία του Ιλλινόις. Το συμπέρασμά του υποδεικνύει τη λειτουργία οικο­ νομιών κλίμακας στην προσφορά αστυνομικών υπηρεσιών, που συνεπάγεται πολιτική συγχώνευ­ σης αστυνομικών τμημάτων και εντατική χρήση της τεχνολογίας.23 Η οικονομική ανάλυση της πολιτικής κατά του εγκλήματος, επιδιώκει να προσδιορίσει τη σχέση οφέλους και κόστους που αντιμετωπίζει ο δυνάμει εγκληματίας, έτσι ώστε να δημιουργήσει αντικίνητρα στην απόφαση ανάληψης εγκλημα­ τικής δραστηριότητας. Προσαρμόζοντας την ε­ γκληματικότητα στο υπόδειγμα ορθολογικής συμπεριφοράς, διατυπώνει αιτιώδεις σχέσεις, που, με τη σειρά τους, προσδιορίζουν τους τρό­ πους και τα μέσα πολιτικής που υιοθετούνται. Η μεθοδολογία κόστους-οφέλους, είναι μεν ικανή να αποτυπώσει λογιστικά εισοδηματικές μεταβι­ βάσεις και δαπάνες, δεν είναι, όμως, σε θέση να περιγράφει τη διάρθρωση κόστους-οφέλους, που αντιμετωπίζει κάθε μέλος της κοινωνίας, ως συ­ νέπεια του εγκλήματος, να ορίσει, δηλαδή, τις α­ τομικές συναρτήσεις χρησιμότητας και την α­ θροιστική συνάρτηση κοινωνικής ευημερίας. Πολύ περισσότερο, η νεοκλασική οικονομική ανάλυση του εγκλήματος θεωρώντας ως εξωγε­ νείς παράγοντες τους νόμους, τους θεσμούς και τις ηθικές παραδόσεις, και αγνοώντας τις κοινω­ νικές αντιθέσεις, καταφεύγει σε ad hoc αξιολογι­ κές κρίσεις (ralve judgements) και αφαιρετικά σχήματα, που καθιστούν ανέφικτη την κατα­ σκευή μιας αντικειμενικής συνάρτησης - κριτη­ ρίου (objective function), που η πολιτική καλείται να μεγιστοποιήσει.

Ο απολογητικός χαρακτήρας της νεοκλασι­ κής οικονομικής ανάλυσης του εγκλήματος επι­ βεβαιώνεται από την αδιαφορία της για τα κα­ λούμενα «εγκλήματα του λευκού περιλαίμιου» (white-collar crimes), που τοποθετούνται εκτός του διερευνητικού της ενδιαφέροντος, με συνέ­ πεια, ακόμη και τα αποτελέσματα των εμπειρι­ κών προσεγγίσεων να είναι μεροληπτικά και α­ ναξιόπιστα. (Για παράδειγμα εκτιμάται ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες τα εγκλήματα κατά της πε­ ριουσίας που περιλαμβάνονται στον επίσημο δεί­ κτη, προκαλούν μόλις το ένα-πέμπτο της ζημιάς που προκαλούν οι απάτες και οι αποσιωπούμενες παράνομες εμπορικές δραστηριότητες.24) Η'νεοκλασική ανάλυση οδηγεί, άλλωστε, στον ισχυρι­ σμό ότι η δίωξη των εισοδηματικά ισχυρών συνε­ πάγεται αναποτελεσματική κατανομή των διαθέ­ σιμων πόρων, αφού το κόστος της δίωξης και το διαφεύγουν, λόγω της δίωξης, προϊόν ατόμων με υψηλή παραγωγικότητα, υπεραντισταθμίζουν τα όποια θετικά αποτελέσματα από την πρόληψη του εγκλήματος.25 IV.

Συμπέρασμα

το άρθρο αυτό επιδιώκεται η κριτική παρου­ σίαση της οικονομικής απόπειρας ερμηνείας του εγκλήματος, που προτείνεται από την νεο­ κλασική οικονομική σκέψη. Για το σκοπό αυτό, επιχειρείται μια συνοπτική επισκόπηση της βι­ βλιογραφίας (που πάντως παραμένει περιορισμέ­ νη) και συζητούνται οι προβλέψεις του οικονομι­ κού μοντέλου του εγκλήματος, που θεμελιώνει αιτιώδεις σχέσεις συμπεριφοράς, καθώς και τα αποτελέσματα εμπειρικών διερευνήσεων, που ε­ πιβεβαιώνουν τις θεωρητικές υποθέσεις. Η ανάλυση του εγκλήματος, στα πλαίσια του νεοκλασικού, θετικιστικού οικονομικού παρα­ δείγματος, προσφέρει ορισμένα, χρήσιμα συμπε­ ράσματα, κυρίως σε ό,τι αφορά την άσκηση πο­ λιτικής πρόληψης. Όμως, παρά τους αυτάρε­ σκους ισχυρισμούς της ότι θεμελιώνει αιτιώδεις σχέσεις που προσφέρουν επεξηγηματική διεισδυ­ τικότητα, δεν μπορεί να διεκδικεί ερμηνευτική εγκυρότητα. Η υπόθεσή του ωφελιμιστικού ορθολογικού προτύπου ατομικής συμπεριφοράς δεν είναι ικανή να ερμηνεύσει την απόφαση συμ­ μετοχής σε παράνομες δραστηριότητες, έστω και αν οι τελευταίες υποκινούνται από οικονομι­ κά κίνητρα. Η ίδια η ανάλυση, τελικά, παραπέ­ μπει στη διερεύνηση του σχηματισμού των ατομι­ κών προτιμήσεων. Επίσης, η μεθοδολογία κό­ στους - οφέλους κατορθώνει απλώς να αποτιμά άμεσες εισοδηματικές μεταβιβάσεις και δαπά­ νες, όχι όμως να ερμηνεύει τις ατομικές συναρτή­ σεις χρησιμότητας και να προσδιορίζει τη συνάρ­

Σ


αφιερωμα/63 τηση κοινωνικής ευημερίας. Ο πραγματισμός της ανάλυσης περιορίζεται ακόμη περισσότερο, αφού η τελευταία αγνοεί τις θεσμικές, διοικητι­ κές, νομικές και εθιμικές όψεις της κοινωνίας, τις κοινωνικές - οικονομικές αναθέσεις και συ­ γκρούσεις, που συνεπάγονται αμφισβητήσεις, έ­ στω και παράνομες, του ιδιοκτησιακού καθε­ στώτος.*1 Σημειώσεις * Η οικονομική ανάλυση του εγκλήματος αναφέρεται, κυ­ ρίως, στα εγκλήματα που υποκινούνται από οικονομικά κίνητρα (κλοπές, ληστείες, κ.λπ.). Τα εγκλήματα πάθους αντεκδίκησης κ.λπ. αποδίδονται, σύμφωνα με την οικονο­ μική άποψη, στην αλληλεξάρτηση των ατομικών συναρτή­ σεων χρησιμότητας, που περιλαμβάνουν οικονομικούς και μη-οικονομικούς παράγοντες. 1. Στο κείμενο χρησιμοποείται η λέξη «εγκληματίας», (όπως και «έγκλημα»), με τη νομική σημασιοδότησή της, ως προσδιορίζουσα, δηλαδή, αυτόν που αναλαμβάνει κάθε εί­ δους δραστηριότητα, η οποία τιμωρείται από τον νομοθέτη με ποινή. 2. Thomas C. Schelling, Choice and Consequence. Perspectives o f an errant economist, Cambridge, Mass., Harvard University Press, 1984. Κεφ. 7, «Economics and Criminal En­ terprise» και Κεφ. 8, «What is the Business of organized 3. Gary S. Becker, «Crime and Punishment: An Economic Ap­ proach», Journal o f Political Economy 78, 1968, pp. 169-217. Στο άρθρο του, που αποτελεί την πιο ολοκληρω­ μένη απόπειρα οικονομικής (αιτιοκρατικής) ερμηνείας του εγκλήματος, ο Becker αναγνωρίζει τον «αποκρουστικό νεοτερισμό» της οικονομικής του πρoσέγγtσης, αλλά παρα­ πέμπει στους Beccaria και Bentham, που πρώτοι χρησιμο­ ποίησαν τον οικονομικό λογισμό στις εγκληματολογικές τους μελέτες. 4. Karl Marx, Εγκώμιο του Εγκλήματος. [Παρέκβαση (Περί παραγωγικής εργασίας)], Μτφ. Τζ. Μαστοράκη, Αθήνα, Εκδ. Άγρα, 1986. Επίσης, στο εισαγωγικό κείμενο του Ν. Κουτσιαρά, στο παρόν αφιέρωμα. 5. Alfred Marshall, Principles o f Economics, 8th ed. New York, Macmillan Co., 1961. Note X, Mathematical Appendix. Επί­ σης, στο Gary S. Becker, ο.π., foonote 1, p.170. 6. Werner 2. Hirsch, Law and Economics. (An Introductory Analysis), 2nd ed. California, Academic Press, 1988. Κεφ. 1, «Introduction». 7. Νίκος Κουτσιαράς, «Εξω-οικονομικά στοιχεία πολυπαρα-

Τέλος, η νεοκλασική οικονομική ανάλυση του εγκλήματος επιβεβαιώνει τον απολογητικό της χαρακτήρα και ταυτοχρόνως περιορίζει την αξιο­ πιστία των αποτελεσμάτων των εμπειρικών της διερευνήσεων, αφού αγνοεί τα «εγκλήματα λευ­ κού περιλαίμιου», που προκαλούν πολύ μεγαλύ­ τερο, έναντι των κοινών εγκλημάτων, κοινωνικό κόστος. δείγματος στη νεοκλασική πολιτική οικονομία», στο αφιέ­ ρωμα «Κοινωνικές Επιστήμες», Διαβάζω, 222, 20-9-89. 8. Gary S. Becker, ο.π. 9. Gary S. Becker, ο.π. 10. David Lawrence Sjoquist, «Property Crime and Economic Behaviour: Some Empirical Results», American Economic Review 63, June 1973. 11. Isaac Ehrlich, «Participation in Illegitimate Activities: A Theoretical and Empirical Investigation», Journal o f Political Economy SI, 1973, pp. 521-565. 12. Ν. Κουτσιαράς, ο.π. 13. Paul J. Albanese, «The Nature of Preferences: An Exploration of the Relationship Between Economics and Psy­ chology», Journal o f Economic Psychology. 8, 1987, pp. 3-18. Στο άρθρο αναπτύσσεται η ψυχαναλυτική θεωρία διαμόρ­ φωσης της προσωπικότητας, το επίπεδο της οποίας προσ­ διορίζει την ποιότητα των ατομικών προτιμήσεων. 14. Thomas C. Schelling, ο.π. 15. David L. Sjoquist, ο.π. 16. P.J. Cook and G.A. Zarkin, «Crime and the Business Cycle», Journal o f Legal Studies, 14, 1985, pp. 115-128. 17. Werner Z. Hirsch, Law and Economics (An Introductory Anolysis), 2nd ed., California, Academic Press, 1988. Κεφ. 8 «Criminal Law». 18. Gary S. Becker, ο.π. 19. Isaac Ehrlich, ο.π. 20. David L. Sjoquist, ο.π. 21. Weiner Z. Hirch R„ ο.π. Κεφ. 8. 22. Isaac Ehrlich, «The Deterrent Effect of Capital Punishment: A Question of Life and Death», American Economic Review 65, June 1975. 23. Nornan Walzer, «Economies of Scale and Municipal Police Services: The Illinois Experience», Review o f Economics and Statistics 54, 1973, pp. 431-438. 24. Raul A. Fermadez, «The Problem of Heroin Addiction and Radical Political Economy», American Economic Review 63, May 1973. 25. Alexander James Field, «Microeconomics, Norms and Ratio­ nality», Economic Development and Cultural Change 32,


64/αφιερωμα

Β ασίλης Κ α ρα ποστόλης

£ΚέΨ^ς

' mZA ΣΤΗ -->ΛΑ ΑλΟΊ Τι? ■je ΑΠΟ ΑΓΑΠΗ,

•ί·^

0\\Λ>νΐϊϋ

Δ εν είναι σπάνιο σ ’ αυτή τη χώρα να συλλαμβάνεται ένα ς κλέφτης από λά ­ θη π α ν η γ υ ρ ισ μ ο ύ . Ο δράστης του εγκλήματος που με άκρα προσοχή κάλυ­ ψε ό λ ες τις πλευρές των κινήσεών του, παραδίδεται έπειτα από την πράξη του σε υπερβολές που τον αφήνουν ανεπανόρθωτα εκτεθειμένο. Τον β λ έ­ πουν να ξοδεύει, να σπαταλά σε χώ ρους πολυσύχναστους, να τους μετατρέ­ πει σε θέατρο της έντασής του. Ξέφ υγε από τις προφυλάξεις της σιωπής και είναι έτοιμος τώρα να διαλαλήσει πως σημασία δεν έχει η προέλευση του χρήματος, αλλά η ευχέρεια του κατόχου να το διαθέτει. χρήμα είναι για να μεσολαβεί ανάμεσα σ’ και στα αντικείμενα της επιθυμίας Τ αυτόν του, να τον υπακούει τυφλά όταν μ’ αυτό θέλει να ο

συνάψει μια σχέση με τους άλλους. Θέλει, λοι­ πόν, να κεράσει όσους τύχει να είναι γύρω του. Αυτοί οι άγνωστοι προσκαλούνται σε μια τελετή με παράξενους κανόνες που δεν πρέπει να μά­ θουν. Κάποιος κερνά, δεν υπάρχει λόγος να το αρνηθούν. Κι αμέσως ο τελετάρχης τους μεταβι­ βάζει το μερτικό του σε μια μοίρα που δεν εννοεί να τη δεχτεί σαν προσωπική. Ό ,τι έπραξε θα μπορούσαν να το πράξουν κι εκείνοι. Γι’ αυτό έ­ χει ανάγκη να βρίσκεται ανάμεσά τους: για να δί­ νει αποδεδειγμένη ενοχή και να παίρνει αμφίβολη αθωότητα. Αν ήταν να πνίξει μια τύψη μέσα στο οινόπνευ­ μα, θα μπορούσε να αποσυρθεί κάπου μόνος. Ό ­ μως τότε πώς θα ανακοίνωνε το κρίμα του δοκι-

μάζοντάς το πάνω στην αθωότητα των άλλων, που δεν θέλει να την παραδεχτεί; Τρέφει την ελπί­ δα πως δεν θα φθάσουν να τον καταδώσουν, α­ κόμη κι αν τον υποψιαστούν. Δεμένοι μαζί του με τα δεσμά της δικής του πράξης, τον ανέχονται ό­ πως οι κλεπταποδόχοι, του δίνουν το δικαίωμα να παίξει με τις υποψίες τους. Παραμένει ανάμε­ σά τους για να ξαναβρεί το κομμάτι του εαυτού του που το καθορίζουν οι συνηθισμένες κινήσεις των συνηθισμένων ανθρώπων. Η ταυτότητά του δεν θα είναι τίποτα άλλο από μια εξωτερικότητα αφημένη σε ένα κοινόχρηστο χώρο, μέσα στο θό­ ρυβο και την καπνιά. Δεν είναι, λοιπόν, καθόλου παράξενο που όλα αυτά συμβαίνουν σ’ ένα «κέντρο διασκεδάσεως». Σ’ έναν κόσμο ομιχλώδη και σκορπισμένο χρειάζεται να βρεθεί ένα «κέντρο», και βρίσκεται πράγματι εκεί που όλοι συρρέουν όταν πέφτει η νύχτα. Η νύχτα πρέπει να είναι άκρως διαφωτι-


αφιερωμα/65 στική, να φανερώνει πόσο μοιάζουν όλοι, πόσο εναλλάξιμοι είναι σε αγαθούς και στυγερούς ρό­ λους. Έρχονται νομοταγείς από δισταγμό, συνή­ θεια ή πεποίθηση, παράνομοι από σύμπτωση ή α­ πό πάθος. Θα αναμιχθούν, θα γίνουν ένα κράμα από ενδεχόμενα και πεπρωμένα. Μέσα σε λίγες ώρες χάνονται ταυτότητες και ξαναβρίσκονται διαλυμένες στον πηχτό αέρα, στα λιγοστά λόγια· το τι είναι καθένας ορίζεται ξανά επί τόπου. Κι ω­ στόσο, στο ελληνικό «κέντρο» κανείς δεν ξεχνά αυτό που υπάρχει έξω από την πόρτα, η πίστα α­ νοίγεται ακριβώς για να το δεχτεί, μ’ όλο του το βάρος. Ο κλέφτης ξαλαφρώνει κι αυτός από το βάρος του ξένου χρήματος. Το σκορπίζει, μπορεί και το κάνει, μπορεί λοιπόν να προκαλεί την τύ­ χη του, αυτή που τον αποτρέπει να περιφέρει την ανομία σαν ένδειξη αυτεξούσιου. Για λίγο χάνει το συμφέρον από τα μάτια του, όπως όλοι οι α­ πρόθυμοι «επαγγελματίες», όπως ο μαγαζάτο­ ρας που δεν εξυπηρετεί τον πελάτη αν δεν του α­ ρέσει η όψη του. Σε μια κοινωνία αυτοκαταστροφική η καταστροφή διεκδικεί πάντα το δικαίωμα να εκλαμβάνει τις παρορμήσεις για αξίες· στιγ­ μιαία εδώ η θεαματική συμπεριφορά θέλει να δη­ λώσει θάρρος. Εκείνος που έδρασε λαθραία, ζη­ τά τώρα να βγει στο φως. Ό ταν οι άλλοι, που εί­ ναι δυνάμει σαν κι αυτόν, είναι στη θέση τους, δεν μπορεί αυτός να γίνει φυγάς. Τελευταία επί­ δειξη παραγνώρισης των κινδύνων που πληρώνε­ ται ακριβά. Ο κλέφτης θα συλληφθεί επειδή τα θέλει όλα, με την αδημονία εκείνου που δεν πι­ στεύει πως το καθετί έχει τον καιρό και το κό­ στος του. Το κρυφό πρέπει να το διαδεχτεί αμέ­ σως το φανερό, το κέρδος πρέπει να πολλαπλασιαστεί ακαριαία. Στην Ελλάδα όλοι οι κλέφτες είναι ίδιοι: μπαίνουν στον πειρασμό να προβούν στις μοιραίες χειρονομίες του Κοσκωτά. Βιάζεται, λοιπόν, η παράβαση να μεταπηδήσει στη νομιμότητα. Ό χ ι όμως από μεταμέλεια ή α­ πό το φόβο των επικείμενων κυρώσεων, αλλά α­ πό την επιθυμία να εγκατασταθεί εκεί όπου επι­ σφραγίζονται τα προνόμια της ευμάρειας. Αξιο­ ζήλευτοι δεν είναι αυτοί που τηρώντας τους νό­ μους γεύονται τα αγαθά της διασκέδασης· είναι εκείνοι που διασκεδάζουν κάτω από την ανοχή των νόμων. Η πραγματικότητα δεν είναι παρά αυτό που φαίνεται. Όσοι τέρπονται προφανώς δεν καταδιώκονται. Κι αν έχουν διαπράξει κάτι επιλήψιμο, αυτό δεν διαταράσσει την τωρινή τους ευχαρίστηση. Σ’ αυτό το χώρο, το παρελ­ θόν, οι προθέσεις, οι ηθικές διαφορές σβήνουν. Ό λοι εξισώνονται με μόνο τεκμήριο τη συμπε­ ριφορά. Ό ,τι απέσπασε ο δράστης πρέπει να φαγωθεί, η βία σπεύδει να βρει την απόλαυση. Μ’ αυτή την απλοχεριά που μοιάζει να περιφρονεί αυτό που τη δελεάζει, ο κάτοχος πασχίζει να ξαναβαφτίσει την κατοχή του: μόνος αληθινός προορισμός του

χρήματος είναι να προσφέρει απτές υπηρεσίες. Το σφετερισμένο χρήμα δεν μπορεί να μείνει ούτε στιγμή αδρανές, η αδράνεια θα το έκανε περισ­ σότερο αφηρημένο απ’ ό,τι πραγματικά είναι και ο κλέφτης δεν αντέχει στην ιδέα πως θα ήταν δυ­ νατό να αποσπάσει μια πολύτιμη ουσία χωρίς ά­ μεσο αντίκρυσμα. Αυτή η αμφιβολία για το μετα­ τρέψιμο του χρήματος, αυτός ο αρχαϊσμός είναι μια μόνο από τις μορφές που παίρνει στην Ελλά­ δα η αμηχανία απέναντι στην οικονομία των εγ­ γράφων, των τίτλων με κυμαινόμενες αξίες. Τέ­ τοιες αοριστίες αυξάνουν την αβεβαιότητα σχετι­ κά με το τί είναι οικονομικό μέγεθος και τί τιμή, επιβαρύνοντας με νέους υπολογισμούς τόσο τους κατέχοντες όσο κι αυτούς που τους επιβουλεύο­ νται. Η αδιαφάνεια της αγοράς αποτελεί ένα α­ κόμη στοιχείο γενικότερου συσκοτισμού. Από τους τελευταίους πρωτόγονους της προ- χρηματιστικής κυριότητας, ο δράστης που πληρώνει το φαγοπότι του με κλοπιμαία, δεν μοιάζει καθόλου με εκείνους που ζητούν να ξεθεμελιώσουν την ι­ διοκτησία και την περιουσία. Θέλει μόνο να την αναγκάσει να δείξει την αντιστοιχία της σε αγα­ θά που τέρπουν. πάρχουν διαρρήκτες σπιτιών που αρπάζουν αντικείμενα, ό,τι βρουν, για να τα πουλή­ σουν αμέσως. Είναι δολιοφθορείς της αξίας χρή­ σης· επιδιώκουν να μετατρέψουν, όπως έγραφε ο Σάρτρ στη μελέτη του για τον Ζενέ, τις αξίες χρή­ σης σε ανταλλακτικές αξίες και μ’ αυτό τον τρό­ πο να στερήσουν ολοκληρωτικά και σε συμβολι­ κό επίπεδο τον ιδιοκτήτη-θύμα τους από τη δυνα­ τότητα να κατέχει οτιδήποτε. Είναι πολλές φο­ ρές οι ίδιοι που τρώνε μέσα στην κουζίνα του σπι­ τιού, που αποπατούν, που διαλύουν σε κομματά­ κια τη συμπαγή μάζα της περιουσίας. Φεύγοντας έχουν αφήσει πίσω τους το ρημαγμένο υποθηκο­ φυλακείο αξιών που δεν τους ανήκαν και που γι’ αυτό αποφάσισαν να μην ανήκουν σε κανένα με τη μορφή που είχαν. Δίπλα σ’ αυτόν τον βάνδαλο ο κλέφτης που γλεντάει, προβάλλει εντυπωσιακά συντηρητικός. Αναγνωρίζει στα αντικείμενα την αξία που θα ’πρεπε γι’ αυτόν να ’χουν. Μπορεί κι αυτός να παραβιάσει την τάξη του σπιτιού στο ο­ ποίο τρυπώνει, να λερώσει, να σπάσει. Ό μω ς αυ­ τό που τον χαρακτηρίζει δεν είναι η απόφαση να αφανίσει τον πλούτο, αλλά η ανάγκη να τον με­ τασχηματίσει. Το χρήμα πρέπει να καρποφορή­ σει. Είναι αφηρημένο κι αυτός αγωνιά μέχρι να το δει να γίνεται συγκεκριμένο. Σπουδή πρωτό­ γονη του κατόχου που δεν ξέρει τί κατέχει. Η μό­ νη βεβαιότητα μέχρι στιγμής ήταν το έγκλημα. Διαπίστωσε με κάθε του νεύρο, με τον κίνδυνο στον οποίο έβαλε τον εαυτό του, πως ένα πράγμα που φυλάγεται μπορεί να αφαιρεθεί. Αποδείχθη­ κε ικανός να σπάσει τις κλειδαριές ενός απρο­ σπέλαστου κόσμου. Αλλά τώρα που επανέρχεται

Υ


66/αφιερωμα στον δικό του κόσμο απομένει να βρει το ισοδύ­ ναμο εκείνων που πήρε από τους άλλους. Εκείνοι τα φύλαγαν για δικούς τους λόγους. Απολαύσεις, σκοπιμότητες, μανίες αποθησαυρισμού, όλα αυ­ τά - προϊστορία της λείας - είναι αναγκαστικά διάφορα από εκείνα που καλείται να πράξει ο νυν ρυθμιστής. Και για να είναι πραγματικός ρυθμιστής οφεί­ λει να αλλάξει τους όρους που διέπουν τις αξίες: θα λιώσει το χρήμα και θα πάρει αισθήσεις. Πα­ σχίζει να ανατρέψει την κατάσταση που ταίριαζε στον ιδιοκτήτη. Εκείνος έδινε ένα προορισμό στο χρήμα: το είχε μαζέψει, σχεδίαζε τί θα του αποφέρει. Αυτός όμως που το έκλεψε δεν μπορεί να οικειοποιηθεί σχέδια ξένα και προτού καταστρώσει τα δικά του, μεσολαβεί το μικρό, κρίσιμο διάστημα μιας «φυσιολογικής» στάσης - που ό­ μως για ένα εγκληματία απαγορεύεται. Τι πιο φυ­ σικό να ζητήσει να γευτεί κάτι απ’ αυτό το «μέ­ σον»; Αλλά και τι πιο πιθανό από το να τιμωρη­ θεί ένας εγκληματίας που σταθμεύει καθώς τον καταδιώκουν; Άκαιρος πραγματοκράτης, πα­ ραμένει αιχμάλωτος της παλαιάς εμμονής να γί­ νονται όλα «του χεριού του». Στην εποχή των αό­ ρατων μεταβιβάσεων του πλούτου, του τηλεοπτι­ κού δελτίου ειδήσεων για το χρηματιστήριο, αυτή η αξίωση δείχνει πόσο αδύναμος γίνεται ακόμη και ο άρπαγας όταν δεν μάθει να δουλεύει με τον τρόπο του καιροσκόπου. Αυτός ο κυνηγημένος δεν μπορεί να μη γίνει θαμώνας του δημόσιου χώρου. Μόνο εκεί έχει τη δυνατότητα να παίξει το παιγνίδι της εξομοίωσης και της παραβολής. Αν δεν ήταν τόσο υποταγμέ­

νος σ’ αυτή την ώθηση, ίσως είχε γλιτώσει. Ό ­ μως, θέλει να προκαλέσει τους άλλους εκεί που κάθονται, στην έδρα της νομιμότητας και της αυτοκατάφασης, στον εγωισμό αυτό που τον ξέ­ ρει καλά αφού ο ίδιος τον ώθησε στα άκρα. Κι α­ φού δεν μπορεί να είναι νόμιμος, μπορεί να προ­ σπαθήσει να γίνει κυρίαρχος. Όνειρό του ίσως είναι να γίνει, καθώς θα ανεβαίνει στην κλίμακα της παρανομίας, άρχοντας των μεταμορφώσεων. Να μεταμορφώνεται από κοινό απατεώνα σε «παράγοντα διευκόλυνσης», από αδίστακτο ιδιοτελή σε δωρητή και ευεργέτη (περιπτώσεις, μεταξύ άλλων, του Γούκου και της «εταιρείας δολοφόνων»). Δεν πρόκειται για απλό χειρισμό πλαστών εντυπώσεων. Οι εντυπώσεις πηγάζουν από μια πραγματική επιδίωξη, από μια πραγμα­ τική δίψα για απόδειξη: ο δράστης ζητά να απο­ δείξει πως το καθετί μπορεί να τεθεί υπό τον έ­ λεγχό του και οι μάρτυρες της δύναμής του, οι ευεργετούμενοι προσφέρουν την επικύρωση. Αυ­ τή η δύναμη πρέπει να κλείσει τα κενά, να φτιά­ ξει μια εικόνα πίσω από την οποία να μη κρύβε­ ται τίποτα. Αλήθεια είναι ό,τι διατείνονται οι χει­ ρονομίες προς τους δύσπιστους. Θέλουν να τους πείσουν ή να τους εξαγοράσουν; Ίσως το πρώτο μέσω του δεύτερου. Ο δράστης δεν ενδιαφέρεται για μεθόδους και διακρίσεις κατηγοριών. Ένα τον νοιάζει: να πάρει τους περισσότερους με το μέρος του, να μην είναι αυτός εδώ και εκείνοι ε­ κεί, κρινόμενος απέναντι σε κριτές. Ο κλέφτης ασκεί κι αυτός την πολιτική της παραγραφής των αδικημάτων. Συνήθως, όμως, με λιγότερη ε­ πιτυχία απ’ ό,τι οι πολιτικοί.


αφιερωμα/67

Π α ύλος Α θ α να σ ό π ο υλ ο ς Ί Χ Ο ^ ’· ^ v M ltt

νο\λ

νκές &V

I. Το έγκλημα σαν εμπειρική πραγματικότητα

Γία 777 μέση κοινωνική συνείδηση, η έννοια του εγκλήματος παραπέμπει πε­ ρισσότερο σε μια εμπειρική κοινωνική πραγματικότητα παρά σε ένα μέγεθ ο ς της νομικής επιστήμης. Για τον απλό άνθρωπο, το έγκλημα είναι περισσότερο έκφραση κοινωνικής παθολογίας παρά πρόβλημα προσβολής της έννομης τάξης. Συγκροτείται έτσι στην πράξη μια κοινωνική αντίληψη για το τί είναι έ ­ γκλημα. ατ’ αυτή το έγκλημα είναι σοβαρή προσβολή κοινωνικών αγαθών από ένα μέλος της κοινωνικής ομάδας. Σαν κοινωνικά αγαθά δε, νοούνται υλικά αντι­ κείμενα και οι φυσικές και κοινωνικές ιδιότητές τους που έχουν μια ιδιαίτερη σημασία συμφέρο­ ντος για κάποιο μέλος της κοινωνικής ομάδας ή για την κοινωνική ομάδα ολόκληρη. Βέβαια, είναι φανερό ότι αυτή η κοινωνική έν­ νοια του εγκλήματος εμφανίζει μεγάλη σχετικό­ τητα και ιστορικότητα. Αφενός μεν σε κάθε ιστορική στιγμή η μέση κοινωνική συνείδηση σχηματίζει διαφορετικές αντιλήψεις για το ποια είναι τα κοινωνικά αγαθά

Κ

που πρέπει να προστατευθούν και για το πόσο σοβαρή πρέπει να είναι η προσβολή τους για να θεωρηθεί έγκλημα, αφετέρου δε, την ίδια χρονική στιγμή στα πλαίσια μιας κοινωνίας, υπάρχουν διαφορετικές αντιλήψεις γι’ αυτά τα ζητήματα α­ νάμεσα στις κοινωνικές τάξεις, τα μορφωτικά ε­ πίπεδα, τις ιδεολογικές ομάδες κ.λπ. Αυτή, λοιπόν, η προσβολή κοινωνικών αγαθών από ένα μέλος της κοινωνίας πρέπει να πάρει α­ πάντηση από το κοινωνικό σύνολο, διαφορετικά κινδυνεύει η κοινωνική συνοχή και η εύρυθμη λει­ τουργία της ομάδας. Έτσι συγκροτείται η κοινωνική αντίληψη της ποινής που είναι προσβολή των κοινωνικών αγα­


68/αφιερωμα θών ενός μέλους της κοινωνικής ομάδας από την κοινωνική ομάδα, σαν απάντηση για την προη­ γούμενη προσβολή κοινωνικών αγαθών από το συγκεκριμένο μέλος της ομάδας. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι για τη μέση κοινωνική συνείδηση το πρόβλημα του εγκλήματος και της τιμώρησής του λειτουργεί με βάση το διαλεκτικό σχήμα: κοινωνικά αγαθά - προσβολή τους ποινή, όπου τα κοινωνικά αγαθά είναι η θέση, η προσβολή τους η άρνηση και η ποινή η άρνηση της άρνησης και η σύνθεση. Πάνω σ’ αυτή την εμπειρικά διαμορφωμένη κοινωνική αντίληψη του εγκλήματος στηρίζεται και η επιστημονική προσπάθεια συγκρότησης της έννοιας του εγκλήματος σαν αυτοτελούς κοι­ νωνικού φαινομένου ανεξάρτητου από τις ρυθμί­ σεις του Δικαίου. Έτσι έχουμε μια ολόκληρη επιστήμη, την Ε­ γκληματολογία, που προσπαθεί να ορίσει τί είναι πραγματικό έγκλημα, ποιοι νόμοι το διέπουν και ποιοι είναι οι καταλληλότεροι τρόποι για την α­ ντιμετώπισή του. Αλλά και άλλες επιστήμες προσπαθούν να θε­ μελιώσουν μια έννοια του πραγματικού εγκλήμα­ τος, δεδομένης της πολλαπλότητας των αιτίων και των αποτελεσμάτων του. Έτσι τέτοιες απόπειρες έχουμε στην Κοινωνιολογία, την Ψυχιατρική, την Ψυχανάλυση, τις Πο­ λιτικές Επιστήμες κ.λπ. Σε όλες αυτές τις επιστημονικές προσπάθειες είναι εμφανής η αγωνία να συγκροτηθεί το έγκλη­ μα σαν αυτοτελές κοινωνικό μέγεθος και να αφαιρεθεί έτσι ο προσδιορισμός του από την αυ­ θαιρεσία του νομοθέτη. II.

Η νομική έννοια του εγκλήματος

ταν ερχόμαστε όμως στο έδαφος της νομι­ κής επιστήμης, τα πράγματα γίνονται πιο α­ πλά και γι’ αυτό πιο επικίδυνα. Για τον νομικό, έγκλημα είναι κάθε παράνομη ανθρώπινη πράξη που απειλείται από το νομοθέ­ τη με ποινή. Τον νομικό δεν τον ενδιαφέρει τί θεωρεί η μέση κοινωνική συνείδηση σαν έγκλημα. Δεν τον ενδιαφέρουν οι φιλοσοφικοί προβλη­ ματισμοί για τη φύση του εγκλήματος, ούτε τα πορίσματα της εγκληματολογίας για το ποιες πράξεις μπορούν να θεωρηθούν εγκλήματα και ποιες όχι. Εφόσον μία ανθρώπινη πράξη απειλείται από τον νόμο με ποινή, ο δικαστής θα επιβάλλει την ποινή αυτή στον δράστη της, εάν αυτός έχει υπαι­ τιότητα για την πράξη. Γίνεται, λοιπόν, φανερό ότι η νομική έννοια του εγκλήματος διαφέρει από την κοινωνική. Μία πράξη που για την κοινωνική συνείδηση είναι έγκλημα, μπορεί να μην είναι έγκλημα από

Ο

νομική άποψη, εφόσον ο νομοθέτης δεν την απει­ λεί με ποινή. Για παράδειγμα, για τη μέση κοινωνική συνεί­ δηση το να μην επιστρέφει κάποιος τα χρήματα που δανείσθηκε είναι έγκλημα. Για το δικαστή­ ριο όμως δεν είναι αφού ο νομοθέτης δεν απειλεί ποινή γι’ αυτή την πράξη. Επίσης για κάποια καθυστερημένα και πολιτι­ στικά υπανάπτυκτα κοινωνικά στρώματα η ομο­ φυλοφιλία είναι έγκλημα, για την πολιτεία όμως είναι πράξη αδιάφορη αφού ο νομοθέτης δεν την ανακηρύσσει έγκλημα. Αντίστροφα μια πράξη που ο νομοθέτης απει­ λεί με ποινή, και άρα είναι έγκλημα από νομική άποψη, μπορεί για την κοινωνική συνείδηση να μη θεωρείται έγκλημα. Για παράδειγμα, η κατασκευή κατοικίας χω­ ρίς άδεια της Πολεοδομίας είναι έγκλημα από νομική άποψη, για την κοινωνική συνείδηση ό­ μως δεν είναι. Επίσης στα χρόνια της δικτατορίας η παράβα­ ση των διατάξεων του στρατιωτικού νόμου για τον ελληνικό λαό ήταν πράξη ηρωισμού, από νο­ μική άποψη όμως ήταν έγκλημα αφού ο Νόμος την ανακήρυσσε σε έγκλημα. Η διάσταση αυτή ανάμεσα στη νομική και την κοινωνική έννοια του εγκλήματος παράγει αντι­ φατικά αποτελέσματα. Κατ’ αρχήν έχουμε ένα αποτέλεσμα προστα­ τευτικό των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Γιατί αποστασιοποιεί την πολιτεία από οπισθοδρομικές, σκοταδιστικές, ρατσιστικές και πουριτανικές κοινωνικές αντιλήψεις, που αν υιοθε­ τούντο από το ποινικό σύστημα θα οδηγούσαν σε άγρια καταστολή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Από την άλλη, όμως, οδηγεί στην κρατική αυ­ θαιρεσία. Σε τελική ανάλυση το κράτος είναι ο υπέρτα­ τος κριτής του ποιές πράξεις είναι εγκλήματα και ποιές όχι. Οτιδήποτε δεν αρέσει στην κρατική εξουσία, θεωρητικά μπορεί να ανακηρυχθεί σε έγκλημα και να κατασταλεί. Γίνεται κατανοητό, λοιπόν, ότι η νομική έν­ νοια του εγκλήματος διαφέρει από την έννοια του εγκλήματος στην εγκληματολογία και άλλες κοινωνικές επιστήμες. Η πρώτη συγκροτείται στην βάση της αυθε­ ντίας της κρατικής εξουσίας, ενώ η δεύτερη γίνε­ ται προσπάθεια να συγκροτηθεί με επιστημονικά κριτήρια. Τέλος, για να ολοκληρώσουμε τη νομική έν­ νοια του εγκλήματος είναι απαραίτητο να την αντιδιαστείλουμε από την έννοια της άδικης πρά­

ξης·

Άδικη πράξη είναι οποιαδήποτε πράξη απαγο­ ρεύεται από κάποιο κανόνα δικαίου, από κάποιο νόμο. Ό λες όμως οι άδικες πράξεις, δεν είναι


αφιερωμα/69 και εγκλήματα. Αφού δεν απειλούνται όλες από τον νόμο με ποινή. Για παράδειγμα, η μη επιστροφή των χρημά­ των που δανείσθηκε κάποιος είναι άδικη πράξη, μια και απαγορεύεται από τον νόμο. Σαν κύρωση όμως ο νόμος δεν προβλέπει ποινή αλλά εξανα­ γκασμό του οφειλέτη να επιστρέφει τα χρήματα στο δανειστή και αποζημίωση για την τυχόν ζη­ μία του. Εδώ, λοιπόν, έχουμε αστικό αδίκημα και όχι έγκλημα. Επίσης η επίδειξη αδιαφορίας από τον δημόσιο υπάλληλο, κατά την υπηρεσία του, είναι άδικη πράξη. Ο νόμος όμως σαν κύρωση δεν προβλέπει ποινή αλλά τιμώρηση από την υπηρεσία. Έχουμε δηλαδή διοικητικό παράπτωμα και όχι έγκλημα. III.

Σύντομη ιστορική ανασκόπηση

νομική έννοια του εγκλήματος που αναλύ­ σαμε πιο πάνω είναι δημιούργημα του α­ στικού φιλελευθερισμού. Παρ’ όλους δε τους κινδύνους για τα ανθρώπι­ να δικαιώματα που δημιουργεί η στήριξή της στην αυθεντία του κράτους και την εναγώνια σή­ μερα αναζήτηση τρόπων υπέρβασής της, στην ε­ ποχή της στάθηκε μεγάλη κατάκτηση στην κα­ τεύθυνση της διεύρυνσης της ανθρώπινης ελευ­ θερίας. Γιατί περιόρισε ασφυκτικά την αυθαιρεσία των μοναρχών, των φεουδαρχών και της εκκλησίας που μέχρι τότε επέβαλαν ποινές όποτε ήθελαν, σε όποιον ήθελαν και για όποια πράξη ήθελαν. Τώρα πια μια πράξη χαρακτηρίζεται έγκλημα μόνο αν ο νόμος την έχει από πριν χαρακτηρίσει έγκλημα και ποινή επιβάλλεται μόνο αν ο νόμος προβλέπει για την πράξη ποινή. Εγκαθιδρύεται έτσι η ασφάλεια δικαίου και α­ πό κει και πέρα αρχίζει το ευρύ πεδίο της ελεύθε­ ρης ανθρώπινης δραστηριότητας. Για να το καταλάβουμε αυτό, ας δούμε σύντο­ μα τη μέχρι τότε ιστορική πορεία του ζεύγους έγκλημα-ποινή. Στα πρώτα στάδια των πρωτόγονων κοινω­ νιών, απάντηση στην προσβολή κοινωνικών αγα­ θών ενός ατόμου ήταν η ενστικτώδης και χωρίς αρχές εκδίκηση. Σύντομα το ζήτημα της ανταπόδοσης περνάει στα χέρια του γένους του προσβληθέντος. Μετα­ ξύ του γένους θύματος και του γένους του δράστη αρχίζει αληθινός πόλεμος αλληλοεξόντωσης. Ε­ άν το έγκλημα είχε τελεσθεί μεταξύ ατόμων του αυτού γένους, τότε ο δράστης αποβαλλόταν από το γένος, και αυτό στις συνθήκες της εποχής σήμαινε τον αφανισμό του. Βαθμηδόν επικρατεί η τάση συμβιβασμού μεταξύ των γενών. Με την προσφορά ανταλλαγμάτων το γένος του δράστη εξευμένιζε το γένος του προσβληθέντος και απεφεύγοντο οι συνεχείς αντεκδικήσεις. Στον Όμηρο έχουμε πολλά στοιχεία γι’ αυτές

Η

τις διαδικασίες. Εκεί αναφέρεται ότι οι στενότε­ ροι συγγενείς είχαν καθήκον να καταδιώξουν και να φονεύσουν τον φονέα. Μόνος τρόπος να γλι­ τώσει ο φονιάς ήταν να καταβάλει την τιμήν του αίματος, δηλαδή γενναίο χρηματικό ποσόν που εκαλείτο ποινή. Στην Ιλιάδα Σ 496 έχουμε μια τέτοια διαδικα­ σία όπου οι γέροντες κρίνουν δύο αντιδίκους, α­ πό τους οποίους ο ένας ισχυρίζεται ότι απέτισε τον φόρο αίματος, ο δε συγγενής του φονευθέντος ότι δεν πήρε τίποτα. Το πέρασμα από αυτό το καθεστώς της ιδιωτι­ κής εκδίκησης στο καθεστώς της δημόσιας ποι­ νής έγινε μέσα από δύο παράλληλες διαδικασίες: α) Κατ’ αρχήν άρχισαν να διακρίνονται ορι­ σμένες προσβολές κοινωνικών αγαθών που δεν έ­ πλητταν μεμονωμένα μέλη του συνόλου, αλλά το κοινωνικό σύνολο ολόκληρο. Τέτοιες ήσαν η προδοσία που έπληττε τη φυσι­ κή υπόσταση της κοινότητας, η ιεροσυλία και η μαγεία που επιστεύετο ότι έστρεφε τις δαιμονικές δυνάμεις κατά της κοινότητας, οι παραβάσεις των εθίμων για το κυνήγι, την αλιεία κ.λπ. Γι’ αυ­ τές τις προσβολές την τιμωρία αναλάμβανε η κοινότητα σαν σύνολο. Διαμορφώθηκαν έτσι τα ταμπού που ήταν δη­ μόσιες απαγορεύσεις που η παράβασή τους συνεπήγετο δημόσια εκδίκηση του παραβάτη. Το ταμπού, λοιπόν, είναι ο πυρήνας των εν­ νοιών του δημοσίου εγκλήματος και της δημό­ σιας ποινής. β) Στη συνέχεια οι διαφορές μεταξύ των γενών για γενόμενες προσβολές που υπέκειντο στο κα­ θεστώς της ιδιωτικής εκδίκησης άρχισαν να υπο­ βάλλονται σε πολιτειακά όργανα. Το αρχικό διαιτητικό δικαστήριο δεν έχει αυ­ τοτελή εξουσία, αλλά η εξουσία του στηρίζεται στη συμφωνία των διαδίκων να τους λύσει αυτό τη διαφορά. Σιγά-σιγά όμως μέσα από αυτή τη διαδικασία οδηγούμαστε στο πέρασμα της εξουσίας τιμώρησης των εγκλημάτων από τους ιδιώτες στην πο­ λιτεία. Ήδη στους νόμους του Δράκοντος, του Ζάλευκου, του Σόλωνος γίνεται σαφές ότι η πολι­ τεία αναλαμβάνει να κρίνει επί των εγκλημάτων, αφαιρούσα το δικαίωμα της αντεκδίκησης από τους ιδιώτες. Στην πράξη, όμως, η εξουσία τιμώρησης των ε­ γκλημάτων από την πολιτεία γίνεται το μέσο για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της άρχουσας κάθε φορά τάξης και για την εδραίωση της εξουσίας των κάθε φορά πολιτικών αρχόντων. Ό ,τι δεν συμφέρει στην καθεστηκυΐα τάξη γίνε­ ται έγκλημα και τιμωρείται με ποινή. Στο μεσαίωνα οι φεουδάρχες τιμωρούν με ποι­ νές το χωρικό που εγκαταλείπει τη γη τους. Στη Γαλλία οι βασιλείς για να ενισχύσουν την πολιτική τους εξουσία ήθελαν να διασφαλίσουν


70/αφιερωμα τη θρησκευτική ενότητα, γι’ αυτό τιμωρούσαν με ποινές την ιεροσυλία, τη μαγγανεία, τη βλασφη­ μία, την αθεΐα, την αίρεση, τους υστερικούς και τους ψυχοπαθείς. Η παρέμβαση της εκκλησίας στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης μετέβαλε αυτή από λει­ τουργία κοινωνικής άμυνας σε θρησκευτική και ηθική λειτουργία. Το έγκλημα ταυτίσθηκε με το αμάρτημα και η ποινή με τον ηθικό εξαγνισμό. Από την Αναγέννηση άρχισε η αντίδραση σ’ αυτές τις απαράδεκτες καταστάσεις αυθαιρε­ σίας που μορφοποιήθηκε σε ένα πνευματικό κί­ νημα, έργο του οποίου ήταν η θεμελίωση της κρατούσας σήμερα νομικής έννοιας του εγκλή­ ματος. Σ’ αυτή την προσπάθεια σταθμός στάθηκε το έργο του Καίσαρα Μπεκάρια «περί εγκλημάτων και ποινών». Σημαντική συμβολή είχαν επίσης οι φιλόσοφοι Hegel και Καντ και οι θεμελιωτές του σύγχρονου ποινικού δικαίου Anselm V. Feuerbach (1775 1833) και Franz V. Liszt. IV. Προσπάθειες περιορισμού της κρατικής αυθαιρεσίας στον προσδιορισμό της έννοιας του εγκλήματος νομική έννοια του εγκλήματος έχει το πλεο­ νέκτημα, σε σχέση με τα επικρατούντα πριν, ότι οδηγεί σε αυτοδέσμευση της πολιτείας μέσα από το νόμο για τί θεωρεί έγκλημα και τί ό­ χι. Εντούτοις δεν παύει να αφήνει ευρύτατο πεδίο κρατικής αυθαιρεσίας. Από το πλήθος των προ­ σβολών των κοινωνικών αγαθών, η κρατική αυ­ θεντία είναι εκείνη που με δικά της κριτήρια δια­ λέγει εκείνες που θα αναγάγει σε εγκλήματα. Α­ κόμη περισσότερο με το ύψος των ποινών που α­ πειλεί κάνει ιεράρχηση και αξιολόγηση της βαρύ­ τητας των εγκλημάτων. Το χειρότερο δε, έχει τη δυνατότητα να απειλεί με ποινές και πράξεις που δεν αποτελούν στην πραγματικότητα προσβολές κοινωνικών αγαθών. Με αυτό τον τρόπο η κρατική εξουσία: α) Εξυπηρετεί την αναπαραγωγή της και θω­ ρακίζεται απέναντι σε κάθε αμφισβήτησή της αναγάγοντας σε έγκλημα συμπεριφορές που είναι επικίνδυνες γι’ αυτήν. β) Αξιολογεί τις πράξεις και τις συμπεριφορές με βάση τα συμφέροντα της κυρίαρχης κοινωνι­ κής τάξης ή των κοινωνικών ομάδων που έχουν δυνατότητα επηρεασμού της κρατικής μηχανής. γ) Επιβάλλει με δύναμη εξαναγκασμού συμπε­ ριφορές, πρακτικές και τρόπους ζωής που απορ­ ρέουν από κυρίαρχα ιδεολογικά και ηθικά πρότυ­ πα, κοσμοθεωρίες και θρησκείες. Έτσι η ποινική λειτουργία της πολιτείας γίνε­ ται ένας μέγιστος κίνδυνος για τα δικαιώματα του ανθρώπου και του πολίτη.

Η

Η χρησιμοποίηση της Ποινικής δικαιοσύνης α­ πό τα ολοκληρωτικά και δικτατορικά καθεστώ­ τα είναι η πιο κραυγαλέα απόδειξη. Αλλά στην καθημερινή ζωή παρατηρούμε συνέχεια και πιο ήπιες μορφές ποινικής καταστολής. Οι κίνδυνοι αυτοί συνειδητοποιούνται και στο χώρο της νομικής επιστήμης. Βασική αγωνία σή­ μερα στις επιστημονικές αναζητήσεις στο πεδίο του ποινικού δικαίου είναι η αναζήτηση επιστη­ μονικών κριτηρίων από το χώρο της νομικής επι­ στήμης που να ορίζουν με μεγαλύτερη ακρίβεια τη νομική έννοια του εγκλήματος και να ελαχι­ στοποιούν έτσι τα περιθώρια της κρατικής αυθαι­ ρεσίας. Εγκαταλείπεται ο άγονος νομικός δογματι­ σμός και σχολαστικισμός και η νομική επιστήμη ανοίγεται σε αναζητήσεις της φιλοσοφίας, άλλων επιστημών και της κοινωνικής εμπειρίας. Οι προσπάθειες περιορισμού της κρατικής αυ­ θαιρεσίας κινούνται σε δύο κατευθύνσεις: α) Σ’ ένα νομοθετικό επίπεδο με τη θέσπιση συνταγματικών κανόνων που αυτοπεριορίζουν την πολιτεία στην ποινική λειτουργία της. Εδώ τοποθετείται ο περίφημος κανόνας που διατύπωσε ο Anselm Feuercbach «Nullum crimen, nulla poena sine lege», ο οποίος στο Σύνταγμα του 1975 αποτυπώνεται στο άρθρο 7 παρ. 1: «Έγκλημα δεν υπάρχει ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και να ορίζει τα στοιχεία της. Ποτέ δεν επιβάλλεται ποινή βαρύτερη από εκείνη που προβλεπόταν κατά την τέλεση της πράξης». Από τη συνταγματική αυτή διάταξη πηγάζουν οι εξής περιορισμοί στην ποινική λειτουργία της πολιτείας: 1) Για να χαρακτηρισθεί μία πράξη έγκλημα και να επιβληθεί γι’ αυτήν ποινή, πρέπει αυτό να προβλέπεται από νόμο γραπτό που να έχει εκδοθεί από τα αρμόδια κατά το Σύνταγμα όργανα. Το έθιμο δεν μπορεί να χαρακτηρίσει πράξεις ως εγκλήματα, ούτε να στηριχθεί στο έθιμο επιβολή ποινής επιτρέπεται. 2) Ο νόμος πρέπει να έχει εκδοθεί πριν από την τέλεση της πράξης. Απαγορεύεται, δηλαδή, η α­ ναδρομικότητα των ποινικών νόμων. 3) Η ποινή που επιβάλλεται στον δράστη μιας εγκληματικής πράξης δεν μπορεί να είναι βαρύ­ τερη από εκείνη που προβλεπόταν από τον νόμο κατά την τέλεση της πράξης. 4) Εγκλήματα μπορεί να είναι μόνο πράξεις, δηλαδή ανθρώπινες συμπεριφορές, που επιφέ­ ρουν μεταβολή στον εξωτερικό κόσμο. Δεν μπο­ ρεί να είναι εγκλήματα σκέψεις, συναισθήματα, φρονήματα, ιδέες κ.λπ. 5) Ο νόμος πρέπει να περιγράφει με ακρίβεια την πράξη που θεωρεί ως έγκλημα. Η χρησιμο­ ποίηση στους ποινικούς νόμους αορίστων εν­ νοιών τις οποίες μπορεί να ερμηνεύσει κανείς ό-


αφιερωμα/71 πως θέλει, κάνει τον νόμο αυτό αντισυνταγ­ ματικό. β) Σε επιστημονικό επίπεδο γίνονται προσπά­ θειες να ορίσει η νομική επιστήμη με μεγαλύτερη ακρίβεια τη φύση του εγκλήματος έτσι ώστε να ανακόψει την τάση για συνεχή ποινικοποίηση της ζωής. Η πολιτεία για να ρυθμίσει μια κοινωνική πραγματικότητα που γίνεται ολοένα και πιο πο­ λύπλοκη και προκειμένου να γίνουν οι ρυθμίσεις της πιο αποτελεσματικές καταφεύγει στην εύκο­ λη λύση να αναγάγει σε εγκλήματα τις συμπερι­ φορές που αντιστρατεύονται το ρυθμιστικό κανο­ νιστικό της πλαίσιο. Παράδειγμα, οι παραβάσεις του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας και του Γενι­ κού Οικοδομικού Κανονισμού. Είναι άραγε αυτές οι παραβάσεις γνήσια ε­ γκλήματα; Και αν όχι, ποιές πράξεις μπορούν να χαρακτηρισθούν γνήσια εγκλήματα. Μια σημαντική προσπάθεια ορισμού του γνή­ σιου εγκλήματος, που στην Ελλάδα έχει εκφρασθεί από τον καθηγητή του Ποινικού Δικαίου κ. Ανδρουλάκη, είναι αυτή που ξεκινάει από το χα­ ρακτήρα της ποινής και οδηγείται στους περιορι­ σμούς που αυτός ο χαρακτήρας βάζει στον ορι­ σμό του εγκλήματος. Ποινή είναι βαρύτατη προσβολή των εννόμων αγαθών του ατόμου (ζωής, ελευθερίας, περιου­ σίας, ιδιωτικής ζωής, τιμής και υπόληψης) που απειλείται από τον νόμο και επιβάλλεται από τον δικαστή στο δράστη κάποιας άδικης πράξης σε εκδήλωση ιδιαίτερης αποδοκιμασίας του από την έννομη τάξη. Δηλαδή, η ποινή είναι η εντονότερη και βιαιό­ τερη επέμβαση της πολιτείας στη σφαίρα της προσωπικότητας του ατόμου. Δεν μπορεί, λοιπόν, να επιβάλλεται «ελαφρά τη καρδΐα» αλλά σε πολύ εξαιρετικές περι­ πτώσεις. Πρέπει να έρχεται κατ’ αρχήν σαν απάντηση στην προσβολή από τον τιμωρούμενο κάποιων κοινωνικών αγαθών. Και η προσβολή αυτή των κοινωνικών αγαθών να βρίσκεται σε αναλογία με τη βαρύτητα της ποινής. Αλλά ούτε αυτό αρκεί για να δικαιολογήσει το μέγεθος της προσβολής που επιφέρει η ποινή στην ελεύθερη ύπαρξη του ανθρώπου. Η πολιτεία δεν μπορεί να καταφεύγει σε τόσο ανελεύθερες μεθόδους για να προστατεύσει το ό­ ποιο κοινωνικό αγαθό. Μόνο αν η πράξη θέτει σε κίνδυνο τις βάσεις της ύπαρξης της κοινωνίας και την κοινωνική συνοχή, μπορεί να θεωρηθεί ί-' σως δικαιολογημένη η επιβολή ποινής. Αρα η προσβολή κοινωνικού αγαθού που τι­ μωρείται με ποινή πρέπει να έχει ιδιαίτερη κοινω­ νική επικινδυνότητα και ιδιάζουσα ηθική απαξία σε σημείο που να γίνεται «αφόρητο παράδειγμα»

(Helmuth Mayer) αντικοινωνικής συμπεριφοράς. Με αυτές τις σκέψεις φθάνουμε, λοιπόν, σ’ ένα πολύ πιο περιοριστικό ορισμό της νομικής έν­ νοιας του εγκλήματος: Έγκλημα είναι ανθρώπινη πράξη που προ­ σβάλλει έννομα αγαθά τού ατόμου ή της κοινω­ νίας κατά τρόπο ιδιαίτερα επικίνδυνο και αξιό­ μεμπτο μέχρι σημείου που να γίνεται αφόρητο παράδειγμα αντικοινωνικής συμπεριφοράς, η ο­

ποία να μπορεί να καταλογισθεί σε ενοχή του δράστη και να απειλείται με ποινή από τον συ­ νταγματικό νομοθέτη. Μια άλλη προσπάθεια περιορισμού της κρατι­ κής αυθαιρεσίας μέσα από ένα πιο περιοριστικό ορισμό του εγκλήματος, που στην Ελλάδα εκ­ φράζεται από τον καθηγητή κ. Μανωλεδάκη, εί­ ναι αυτή που στηρίζεται στη φύση του εννόμου αγαθού. Το έγκλημα είναι πράξη που προσβάλλει έννο­ μα αγαθά. Έννομα δε αγαθά είναι κοινωνικά αγαθά που προστατεύονται από το σύστημα δικαίου, δηλα­ δή πράγματα και οι φυσικές και κοινωνικές τους ιδιότητες. Το έννομο αγαθό, δηλαδή, πρέπει να έχει ένα μεγάλο βαθμό «υλικότητας», η δε προσβολή του πρέπει να γίνεται αντιληπτή από τις αισθήσεις. Δεν είναι, λοιπόν, έννομα αγαθά που η προ­ σβολή τους να συνιστά έγκλημα, γενικές και α-


72/αφιερωμα φηρημένες ιδέες ή εννοιοκρατικές κατασκευές. Έτσι δεν μπορεί να είναι έγκλημα η προσβολή του κράτους, του κοινωνικού συστήματος, της θρησκείας, της ηθικής, της αστυνομίας κ.λπ. σαν ιδεατών οντοτήτων. Εν όψει όλων αυτών των περιορισμών της έν­ νοιας του εγκλήματος, που απορρέουν από το Σύνταγμα και από την επιστημονική νομική θεω­ ρία καθίστανται προβληματικές πολλές ποινικές διατάξεις που ισχύουν σήμερα. Αυτές απειλούν ποινές για μη εγκλήματα και έ­ τσι είναι αμφίβολο αν η δικαστική εξουσία υποχρεούται να τις εφαρμόζει και σίγουρα είναι α­ ναγκαία η κοινωνική πίεση για την κατάργησή τους. Μερικά παραδείγματα: Το έγκλημα της «αλητείας» δεν απειλεί με ποι­ νή πράξη αλλά ολόκληρο τρόπο ζωής. Στα εγκλήματα «χρήσης ναρκωτικών ουσιών» δεν έχουμε προσβολή εννόμου αγαθού τρίτου α­ τόμου ή του κοινωνικού συνόλου, αλλά μια απα­ ράδεκτη πατερναλιστική θέληση του κράτους να προστατεύσει το άτομο από τον εαυτό του. Στο έγκλημα της «περιύβρισης αρχής» δεν έ­ χουμε προσβολή εννόμου αγαθού που να έχει κά­ ποια «υλικότητα» αλλά μιας γενικής και αφηρημένης έννοιας, της αρχής, της κρατικής αυθε­ ντίας. Το ίδιο συμβαίνει και στις διατάξεις «περί ασέμνων δημοσιευμάτων» όπου αυτό που προ­ σβάλλεται είναι κάποια αόριστη ηθική για τις σε­ ξουαλικές σχέσεις, που ο καθένας την αντιλαμ­ βάνεται διαφορετικά. V.

Σκοποί του ποινικού συστήματος και αμφισβήτησή του

ε την κατάργηση των βάρβαρων ποινών (βασανισμοί, ακρωτηριασμοί κ.λπ.) και τη μη εφαρμογή στην πράξη στη χώρα μας της θανατικής ποινής, σήμερα ποινές είναι η φυλάκι­ ση και η κάθειρξη, δηλαδή ο εγκλεισμός στις φυ­ λακές και η στέρηση της προσωπικής ελευ­ θερίας. Σαν στόχοι δε αυτών των ποινών προβάλ­ λονται: α) Η γενική πρόληψη. Οι ποινές αποτρέπουν το κοινωνικό σύνολο από την τέλεση εγκληματι­ κών πράξεων. Αυτό γίνεται είτε με τον εκφοβισμό, αφού ο κα­ θένας θα σκεφθεί να τελέσει μια εγκληματική πράξη αν γνωρίζει ότι σαν αναγκαίο επακόλουθο θα έλθει η ποινή, είτε με την ιδεολογική χειραγώ­ γηση, αφού μία πράξη που απειλείται με ποινή στιγματίζεται ηθικά και δημιουργείται στο ευρύ κοινό ιδεολογική αποστροφή για την τέλεσή της. β) Η ειδική πρόληψη. Η ποινή αποβλέπει αφε­ νός μεν στην προσωρινή αποτροπή του δράστη από την τέλεση νέας εγκληματικής πράξης, αφε­

Μ

τέρου μέσω της σωφρονιστικής πολιτικής που α­ σκείται στις φυλακές στην εκρίζωση των αιτίων που τον σπρώχνουν προς το έγκλημα και την ε­ πανένταξή του στην κοινωνία. Το αν επιτυγχάνονται οι παραπάνω στόχοι εί­ ναι ένα ζήτημα που συζητείται πολύ. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 έχει αρχίσει και ογκούται συνεχώς μια έντονη αμφισβήτηση του ποινικού συστήματος. Απεδείχθη στατιστικά ότι στους αιώνες λει­ τουργίας του στις πολιτισμένες κοινωνίες όχι μό­ νο δεν είχαμε καμία μείωση της εγκληματικότη­ τας, αλλά αντίθετα έχουμε συνεχή αύξηση. Φαίνεται ότι τα κοινωνικά και ψυχολογικά αί­ τια που σπρώχνουν κάποιον να εγκληματήσει εί­ ναι τόσο ισχυρά ώστε δεν τα εξουδετερώνει ο φό­ βος της ποινής. Η γενική πρόληψη δεν λειτουργεί. Αποδεικνύεται για άλλη μια φορά ότι κοινωνικά φαινόμενα δεν αντιμετωπίζονται με την καταστολή. Εξίσου φαίνεται να μη λειτουργεί και η ειδική πρόληψη. Η βελτιωτική λειτουργία της φυλακής απεδεί­ χθη μύθος. Είναι σπάνιο φαινόμενο κάποιος μετά την αποφυλάκισή του να επανεντάχθηκε κοινωνικά. Το σύνηθες είναι η υποτροπή σε νέο έγκλημα. Και η φυλακή λειτουργεί πιο πολύ σαν σχολείο ανώτερων μορφών εγκληματικότητας για τον έ­ γκλειστο. Μάλιστα ο Γάλλος φιλόσοφος Μισέλ Φουκώ προχωρεί ακόμη πιο πέρα. Στο έργο του «Surveiller et punir» θεωρεί το ποινικό σύστημα σαν μηχανισμό όχι αποτροπής αλλά αναπαρα­ γωγής της εγκληματικότητας. Η επιβολή ποινής επιφέρει σ’ αυτόν που την υφίσταται τέτοιο ηθικό στιγματισμό, που η επι­ στροφή του στην ομαλή κοινωνική ζωή γίνεται α­ δύνατη. Δεν του μένει, λοιπόν, παρά η εμμονή στον δρόμο του εγκλήματος. Επίσης, πιστεύει ο Φουκώ, η φυλακή είναι ένα τεχνητό περιβάλλον και οι σχέσεις που διαμορ­ φώνονται εντός της τελείως διαφορετικές από αυτές της έξω κοινωνίας, έτσι, όχι μόνο δεν μπο­ ρεί να προσαρμόσει κάποιον στην κοινωνία αλλά αντίθετα τον απομακρύνει από αυτή. Μέσω του ποινικού συστήματος, λοιπόν, η ε­ ξουσία παράγει εγκληματικότητα, έτσι ώστε προβάλλοντάς την σαν φόβητρο, να κρατά πειθαρχημένη την υπόλοιπη κοινωνία. Αλλοι στέκονται στην τοξικότητα του ποινι­ κού συστήματος. Στατιστικά έχει αποδειχθεί ότι ενώ η εγκληματικότητα διαχέεται σ’ όλες τις κοι­ νωνικές τάξεις, εντούτοις στην τσιμπίδα του νό­ μου πιάνονται και κλείνονται στις φυλακές μόνο « τομα προερχόμενα από τα κατώτερα κοινωνικά η ^κύματα. I ονίζεται, επίσης, από άλλους η αντιδημοκρα-


αφιερωμα/73 τικότητα αυτού τούτου του στόχου της επανακοινωνικοποίησης. Γιατί στην ουσία μέσω αυτής ε­ πιδιώκεται να δεχθεί κάποιος με τη βία τις αξίες της κυρίαρχης τάξης, του κρατούντος πολιτικού συστήματος, της τρέχουσας ηθικής. Ενώ, λοιπόν, η αποτελεσματικότητα του ποινι­ κού συστήματος είναι αμφίβολη, σίγουροι είναι οι κίνδυνοι που αυτό συνεπάγεται για τα δικαιώμα­ τα του ανθρώπου και του πολίτη. Κάτω από το πρίσμα αυτό σήμερα πλειάδα νο­ μικών, δικαστών, φιλοσόφων, εγκληματολόγων, κοινωνιολόγων όπως οι Klaus Sessar, Andre Normadeau, Pierre-Henri Balle, Oslo Nils, Christie κ.λπ. αμφισβητούν τη χρησιμότητα του ποινικού συστήματος. Προτείνουν να δοθεί το κύριο βάρος στην πρό­ ληψη του εγκλήματος παρά στην καταστολή του. Επίσης, να αντιμετωπίζεται το έγκλημα μέ­ σω κοινωνικών διαδικασιών, όπως είναι η αντι­ στάθμιση, η επανόρθωση, η αποζημίωση, η κοι­ νοτική παρέμβαση, η συμφιλιωτική διαιτησία. Τελικά, άλλοι προτείνουν την πλήρη κατάργη­ ση του ποινικού συστήματος, άλλοι να παραμείνει αυτό σαν έσχατη εξαιρετική λύση όταν απο­ τυγχάνουν όλες οι άλλες διαδικασίες. VI.

Συμπερασματικές σκέψεις

του κράτους μέσω των νόμων να ο­ ρίζει τί είναι έγκλημα και τί όχι, και η ποι­ Η εξουσία

νή, σαν βάναυση επέμβαση στην προσωπικότητα του ανθρώπου, είναι μεγέθη που δημιουργούν κιν­ δύνους για τα δικαιώματα του ανθρώπου. Στόχος της επιστημονικής έρευνας, της δικα­ στηριακής πρακτικής, των πολιτικών και κοινω­ νικών αγώνων πρέπει να είναι ο όσο το δυνατό μεγαλύτερος περιορισμός της ποινικοποίησης της ζωής. Είναι επείγον να ψάξουμε για διαδικασίες και θεσμούς μέσα στην κοινωνία που θα προλαμβά­ νουν το έγκλημα και θα επιλύουν τις προερχόμε­ νες από αυτό διαφορές, ώστε βαθμιαία οι θεσμοί αυτοί να υποκαταστήσουν την ποινική καταστο­ λή του κράτους. Βραχυπρόθεσμα ποινές πρέπει ν’ επιβάλλονται με τη μεγαλύτερη δυνατή φειδώ. Βιβλιογραφία Ανδρουλάκη Ν., Ποινικόν Δίκαιον, Αθήναι 1973. Beccaria, Dei delitti e dei pene, Roma 1956. Μανωλεδάκη I., Ποινικό Δίκαιο, Θεσσαλονίκη 1985. Liszt V., Lehrbuch des deutschen statrecthts. Hood R-Sparks R., La delinquance, Paris 1970. Παππά B., To ποινικό πρόβλημα, Αθήνα 1986. Feuerbach, Letrbuch des in Deutschland geltenben Foucault M., Surveiller et punir. Naissance de la prison, Paris 1976. Χωραφά, Ποινικόν Δίκαιον.


74/αφιερωμα

Μ. Γ. Μ ερακλής

Μιλώντας κανείς για το έγκλημα στη λογοτεχνία, αν έχει κιόλα ς ξεπεράσει οπωσδήποτε τα ταμπού και τις άκαμπτες διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στα είδη της έντεχνης γραφής, δεν μπ ορ εί παρά να σκεφτεί, ίσως μά λισια πρώτα πρώτα, την αστυνομική ιστορία, το αστυνομικό μυθιστόρημα. ναν ορισμό του τελευταίου δίνει ο Auden.1 Τον εξισώνει με την εξής «κύρια συνταγή»: ένας φόνος έχει διαπραχθεί· οι ύποπτοι είναι πολ­ λοί· όλοι, εκτός από ένα, τον τελευταίον, απο­ κλείονταν ο φονιάς θα συλληφθεί ή θα σκοτωθεί. Αυτά πάντως αφορούν το «μυθιστόρημα με ντετέκτιβ», από το οποίο ο Auden ξεχωρίζει (και δεν συμπεριλαμβάνει στον ορισμό του) το γκαγκστερικό μυθιστόρημα, το μυθιστόρημα φρίκης, το μυθιστόρημα με αρχιαπατεώνες, στα οποία η ε­ νοχή του φονιά είναι γνωστή στον αναγνώστη ή­ δη «πριν από την πράξη». Η λογοτεχνία γενικά δεν κάνει τέτοιες διακρί­ σεις. Ένα λογοτεχνικό έργο, εφόσον περιέχει έ­ γκλημα, μπορεί να το περιέχει υπό τη μία ή την άλλη εκδοχή: είτε της εκ των προτέρων γνώσης, εκ μέρους του αναγνώστη, του δράστη και της πράξης του (ή ακόμα: των διαθέσεων ή των προθέσεών του για το έγκλημα, «πριν από την πρά­ ξη») ή της σταδιακής αποκάλυψής του (στις α­ στυνομικές ιστορίες αυτό γίνεται με σταδιακή εξιχνίαση του εγκλήματος μαζί με τον ντετέκτιβ). Από τη νεοελληνική λογοτεχνία μπορώ να ανα­ φέρω, για την πρώτη περίπτωση, το παράδειγμα της «Φόνισσας» του Παπαδιαμάντη, για τη δεύ­ τερη περίπτωση το παράδειγμα του διηγήματος του Βιζυηνού «Το αμάρτημα της μητρός μου». Στην πρώτη, ο αναγνώστης παρακολουθεί ήδη τις ενδιάθετες, μη εξωτερικευμένες ακόμα σκέ­

Ε

ψεις και παρορμήσεις της Φραγκογιαννούς, η ο­ ποία αργότερα θα οδηγηθεί στα αλλεπάλληλα ε­ γκλήματα παιδοκτονίας. Στη δεύτερη περίπτω­ ση, ο αναγνώστης μαθαίνει μόλις προς το τέλος, μαζί με τον αφηγητή-γιο τής ψυχικά βασανιζόμε­ νης και καταθλιβόμενης, μολονότι ακούσιας, φόνισσας ενός προγενέστερου παιδιού της. Ή δη, η περίπτωση της μητέρας, που πλάκωσε στον ύπνο της άθελά της το μόλις σαραντισμένο νήπιό της (κοιμισμένη βαριά ύστερα από νυχτερι­ νή διασκέδαση και χορό) και αυτοτιμωρείται ι­ σόβια με τις τύψεις της και την ψύχωσή της, μας πηγαίνει πέρα από τις συμβάσεις της αστυνομι­ κής λογοτεχνίας, που αποφεύγει συστηματικά θα λέγαμε: εξ ορισμού - τις ψυχαναλυτικές προ­ σεγγίσεις. Η αντισυμβατική μεταχείριση της ύ­ λης του εγκλήματος στη μη ακραιφνώς αστυνο­ μική λογοτεχνία έχει μεγάλα περιθώρια εφαρμο­ γής της. Μιαν ακραία περίπτωση αποτελεί η σο­ φόκλεια τραγωδία του Οιδίποδος Τυράννου, ό­ που ένας από εκείνους που αγνοούν το έγκλημα σχεδόν ώς τέλος είναι ο ίδιος ο δράστης, ώστε να έχουμε πράγματι μιαν από τις πιο συναρπαστι­ κές κορυφώσεις της τραγικής ειρωνείας. Ο Auden, μιλώντας για το αστυνομικό μυθι­ στόρημα, συσχετίζει βασικά στοιχεία του με την αριστοτελική διδασκαλία: « Ό πω ς στην αριστο­ τελική θεωρία, υπάρχει και εδώ η άγνοια (ο αθώ­ ος εμφανίζεται ένοχος και ο ένοχος αθώος) και η


αφιερωμα/75 αποκάλυψη (η πραγματική ενοχή έρχεται στο φως). Υπάρχει ακόμα η περιπέτεια, στην περί­ πτωση αυτή όχι μια αιφνίδια μεταβολή της τύ­ χης, αλλά η διπλή μετάπτωση από τη φαινομενι­ κή ενοχή στην αθωότητα και από τη φαινομενική αθωότητα στην ενοχή». Άλλοι μελετητές του αστυνομικού μυθιστορή­ ματος σημειώνουν πράγματα που μας πηγαίνουν πολύ κοντά στην τραγική κάθαρση. Ο Skreb2 παρατηρεί, ότι το σχήμα του αστυνομικού μυθι­ στορήματος ικανοποιεί την ανθρώπινη ανάγκη για λύτρωση σε έναν, για τη μέση ικανότητα πνευματικής πρόσληψης, αθέατο κόσμο φρίκης. Ακριβώς όπως ο πιστός, ακόμα και στην πιο σκληρή δοκιμασία του, αφήνεται γεμάτος εμπι­ στοσύνη στον μυστικό δρόμο της θείας πρό­ νοιας, έτσι συμπεριφέρεται και ο αναγνώστης της αστυνομικής ιστορίας, που αφήνεται στη λο­ γική συνοχή του κόσμου, όπως αυτή καταδεικνύ­ εται χάρη στις εξαιρετικές ικανότητες της αν­ θρώπινης διανόησης. «Η αστυνομική ιστορία εί­ ναι μια σύγχρονη εκκοσμικευμένη ψυχωφελής και λυτρωτική λογοτεχνία», σημειώνει ο Skreb, που δίνει κι έναν ορισμό: ένα αινιγματικό συμ­ βάν, που εκλύει εν μέρει βαθιά ανησυχία, εν μέρει αποπνικτική αγωνία, προπάντων όμως μια πα­ ραλυτική φρίκη, γίνεται δυνατό, χάρη στην υπερβαίνουσα κατά πολύ τον μέσον όρο διανοητική δύναμη ενός ανθρώπου που συχνά περιγράφεται ως κάτι ιδιαίτερο και ως επί το πλείστον είναι ντετέκτιβ, να διαφωτιστεί πλήρως, ώστε εκείνοι, που τους άγγιξε η ανησυχία, η αγωνία, η φρίκη, να λυτρωθούν και να νιώσουν ελεύθεροι. Η Dorothy Leigh Sayers3 βλέπει τον «πολικόν αστέρα» του συγγραφέα αστυνομικών ιστοριών να υπάρχει ήδη στον Αριστοτέλη, ενώ ο Victor im egai4, με αφορμή τη λειτουργία του πτώμα­ τος στην αστυνομική λογοτεχνία, χαράζει και ο­ ρισμένες ιδιαιτερότητές του: «Το αστυνομικό μυ­ θιστόρημα παρουσιάζει ένα φόνο "καθ’ εαυτόν” , όχι σαν μια ανθρώπινη μοίρα, στην οποία θα μπορούσε να συμμετάσχει ο αναγνώστης. Μια συναισθηματική συμμετοχή θα αποδυνάμωνε το διανοητικό παιχνίδι. Η απειλή, που αναμφίβολα εκπορεύεται από το φόνο, ένα ανεπανόρθωτο έ­ γκλημα, αίρεται και ουδετεροποιείται με δοκιμα­ σμένα μέσα (...). Το πτώμα είναι μόνο ένα εξάρ­ τημα, στο οποίο δεν αποδίδεται πια καμιά προ­ σοχή, αμέσως μόλις αρχίσει να κινείται ο τροχός κάποιου μηχανισμού». συχνή παραπομπή στην αριστοτελική ποιη­ τική, και ειδικότερα τα όσα γράφει ο Αθη­ ναίος φιλόσοφος για την τραγωδία, εκ μέρους ε­ κείνων που ασχολούνται με το αστυνομικό μυθι­ στόρημα, δεν είναι κάτι παράδοξο. Σημειώνω πως ο Αριστοτέλης θεωρεί το μύθο, - ό,τι σήμε­ ρα θα λέγαμε «υπόθεση», αλλά και «πλοκή», —

Η

ως το κύριο μέρος της τραγωδίας και τρόπον τινά την ψυχή της· τα «ήθη», δηλαδή οι χαρακτή­ ρες των ηρώων, έρχονται δεύτερα: «Αρχή μεν ουν και οίον ψυχή ο μύθος της τραγωδίας, δεύτε­ ρον δε τα ήθη» (1450α 38-39). Και η επόμενη από­ φανσή του είναι χαρακτηριστική: «άνευ μεν πράξεως ουκ αν γένοιτο τραγωδία, άνευ δε ηθών γένοιτ’ αν» (1450α 24-24). Αυτοί οι όροι, mutatis mutandis, στοιχειοθετούν και την αστυνομική δι­ ήγηση, η οποία δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς υπό­ θεση και μάλιστα χωρίς υπόθεση «πεπλεγμένη», όπως θα έλεγε ο ίδιος ο Αριστοτέλης (πβ..«... δει την σύνθεσιν είναι της καλλίστης τραγωδίας μη απλήν αλλά πεπλεγμένην» [1452b 31-32]). Και α­ κόμα η αστυνομική διήγηση δεν πραγματοποιεί, γιατί δεν ενδιαφέρεται, καμιά ψυχολογική ανά­ λυση των χαρακτήρων τα πρόσωπά της είναι φι­ γούρες, περίπου απαθείς και «αήθεις» φορείς και εκτελεστές της πράξης: ακόμα και η έξοχη λει­ τουργία της διάνοιας και της σκέψης και του πιο προικισμένου ντετέκτιβ ή η έξοχη βιολογική και άλκιμη δύναμη του αστυνόμου δεν πηγαίνει πέρα από το μηχανικό τους jacsimile, έναν ηλεκτρονι­ κό υπολογιστή ή ένα ρομπότ. Αλλά μπορούμε να πάμε και πιο πέρα τη σύ­ γκρισή μας. Την κλεισμένη πιο πάνω μέσα σε πα­ ρένθεση πρότασή του ο Αριστοτέλης συνεχίζει με την παρατήρηση, πως η ωραιότερη τραγωδία πρέπει να είναι, εκτός από πεπλεγμένη, και «φο­ βερών και ελεεινών μιμητική»: να μιμείται πράγ­ ματα της κατάστασης που προκαλούν φόβο και έλεον, συμμετοχή στα παθήματα. Και ενώ θα μπορύσαμε έτσι να δεχθούμε, ότι μ’ αυτές τις δύο κύριες ψυχικές εκδηλώσεις, που προϋποθέτει η λειτουργία της τραγωδίας, αυτή γίνεται κι ένα μέ­ σο ταύτισης με τον άλλο, τον πάσχοντα, οι ειδικοί5 μας αποτρέπουν από το να δεχτούμε κά­ τι τέτοιο, πιο πολύ συνιστώντας μας να προσέ­ ξουμε τον καθαρτικό ρόλο της, που προσεγγίζει το ρόλο που περιέγραψε πιο πάνω, λ.χ., ο 3creb: ο άλλος που πάσχει είναι μέσο ομοιοπαθητικής θεραπείας μας: «Όλοι μας έχουμε περισσότερο ή λιγότερο την ανάγκη να δοκιμάσουμε τις συγκι­ νήσεις του φόβου και της συμπόνιας· η τραγω­ δία, όπως το τραγούδι και αντίθετα προς την πραγματική ζωή, μας επιτρέπει να δοκιμάσουμε αυτές τις συγκινήσεις χωρίς βλάβη για μας και με ευχαρίστηση· και υπάρχει έτσι για την ψυχή μια κάθαρσις, δηλαδή ένα είδος ιατρικής, θερα­ πείας, υγιεινής».6 Υπάρχουν εκείνοι που συσχε­ τίζουν άμεσα την αριστοτελική κάθαρση με τον Πυθαγόρα, που τη χρησιμοποίησε παραλαμβάνοντάς την από την ορολογία της ιατρικής. Έ ­ τσι: «Η τραγωδία μας προσφέρει τον τρόμο και τον οίκτο που αγαπάμε και τους αφαιρεί αυτό το βαθμό της υπερβολής ή αυτό το μείγμα της φρί­ κης, που δεν αγαπάμε. Ελαφρύνει την εντύπωση ή την περιστέλλει στο βαθμό και στο είδος, όπου


76/αφιερωμα αυτή δεν είναι πια παρά μια ευχαρίστηση χωρίς την ανάμειξη του πόνου, "χαρά αβλαβής” , γιατί, παρά την αυταπάτη του θεάτρου, σ’ όποιο βαθμό κι αν την υποθέσει κανείς, το τέχνασμα περνάει και μας παρηγορεί όταν η εικόνα μας θλίβει, μας καθησυχάζει, όταν η εικόνα μας τρομάζει...».7 Αφαιρώντας, λοιπόν, κατά κάποιον τρόπο από τον πόνο του τραγικού ήρωα τον πόνον του θεα­ τή, πλησιάζουμε προς την ιδιάζουσα αισθητική του αστυνομικού έργου. Εις επίρρωσιν του ισχυ­ ρισμού αυτού παραθέτω ακόμα μιαν αριστοτελι­ κή φράση: «α γαρ αυτά λυπηρώς ορώμεν, τούτων τας εικόνας τας μάλιστα ηκριβωμένας χαίρομεν θεωρούντες, οίον θηρίων τε μορφάς των ατιμοτάτων και νεκρών» (1448β 9-12). Δηλαδή: πραγμά­ των που, όταν τα βλέπουμε τα ίδια, μας πτοούν και μας τρομάζουν, χαιρόμαστε να βλέπουμε τις εικόνες, εκτελεσμένες με την πιο μεγάλη ακρί­ βεια, όπως συμβαίνει λ.χ. με τις μορφές των πιο τερατικών θηρίων και των πεθαμένων. Νομίζω πως δεν είναι δύσκολο να καταλάβου­ με, ότι ανάμεσα σε όλα αυτά, που εμπνέουν τρό­ μο και λύπη, υπεισέρχονται και δράσεις του ε­ γκλήματος. Ας προσθέσουμε ακόμα, μένοντας πάλι στον Αριστοτέλη, πως αυτός θεωρούσε στοιχείο επιτυχίας ενός τραγικού έργου το πά­ θος· το οποίο ορίζει ως εξής: «πάθος δ’ εστί πράξις φθαρτική ή οδυνηρά, οίον οι τε εν τω φανερώ θάνατοι και αι περιωδυνίαι, και τρώσεις και όσα τοιαύτα» (1452b 11-13): πάθος είναι πράξη που φέρνει την καταστροφή και επώδυνη, π.χ. οι θά­ νατοι που γίνονται στη σκηνή, οι μεγάλοι σωμα­ τικοί πόνοι, οι τραυματισμοί και όλα τα σχετικά. Οι θάνατοι, λοιπόν, είναι ως επί το πλείστον προϊόντα εγκληματικών πράξεων: ο Ορέστης σκοτώνει τον Αίγισθο και την Κλυταιμνήστρα, η Μήδεια σκοτώνει τα παιδιά της, τον Άψυρτο, τη δεύτερη γυναίκα του συζύγου της Ιάσονα, ο Αχιλλέας σκοτώνει τον Έκτορα, η Κλυταιμνήστρα σκοτώνει τον Αγαμέμνονα και την Κασσάνδρα, ο Αχιλλέας πληγώνει τον Τήλεφο, ο Ετεοκλής σκοτώνει τον Πολυνείκη, ο Οιδίποδας τον πατέ­ ρα του Λάιο, η Αγάθη τον Πενθέα... Είναι τόσα πολλά τα φονικά, ώστε ο Αριστοτέλης τα κατα­ τάσσει σε ομάδες: είτε φίλων προς φίλους είτε ε­ χθρών προς εχθρούς είτε ανάμεσα σε αδιάφο­ ρους... Άλλοι από αυτούς τους θανάτους προκαλούν τον οίκτο («έλεον»), άλλοι το φόβο. Όλοι ωστόσο προκαλούν την κάθαρση, την οποία, ό­ πως είδαμε, δεν είναι άμοιρη από μιαν ευχαρί­ στηση. Ναι, το έγκλημα, περασμένο στη λογοτε­

χνία, σε όλα τα είδη της, - από την αρχαία τρα­ γωδία ώς το νεότερο αστυνομικό μυθιστόρημα, - είναι ένας ουσιώδης παράγοντας αισθητικής απόλαυσης... τη θέση της και η μνεία ενός κειμέ­ του Σίλλερ. Τον 18ο αιώνα ήταν δημοφι­ Ε δώνουέχει

λές ανάγνωσμα οι ιστορίες δικών, που είχε δημο­ σιεύσει (σε είκοσι τόμους, στο διάστημα 1734 1743) ο Γάλλος νομικός Frangois Gayot de Pitaval, αντλώντας το υλικό από τις ίδιες τις δικο­ γραφίες. Αυτές οι «Causes Celebres et Interessantes...» ήδη, το 1744 είχαν μεταφραστεί στα γερ­ μανικά και το 1792 επανεκδόθηκαν από τον παι­ δαγωγό Friedrich I. Niethammer, με πρόλογο του Schiller. Ο Γερμανός ποιητής και μελετητής των ζητημάτων αισθητικής άρχιζε με τη διαπίστωση, πως ήταν λίγα τα έργα εκείνα, που προορίζονταν για το ευρύτερο κοινό και θα μπορούσαν να βελ­ τιώσουν τη σκέψη ή τον ψυχικό κόσμο των ανα­ γνωστών (είναι γνωστές οι ηθικές μέριμνες του αισθητικού Schiller). Την ολοένα γενικευόμενη α­ νάγκη του κοινού για διάβασμα κακομεταχειρί­ ζονταν, κατά τον Σίλλερ, μέτριοι γραφιάδες και εκδότες, που δεν επιδίωκαν τίποτ’ άλλο παρά μόνο το κέρδος, προσφέροντας κακά προϊόντα, «έστω και εις βάρος του λαϊκού πολιτισμού και κάθε έννοιας ηθικής». «Αν αναζητήσουμε τα αί­ τια, που συντηρούν την κλίση σ’ αυτά τα προϊό­ ντα της μετριότητας, θα δούμε πως αυτή θεμε­ λιώνεται πάνω στη γενική ανθρώπινη ροπή προς τις περιπαθείς και περίπλοκες καταστάσεις· τα γνωρίσματα αυτά δεν λείπουν διόλου και από τα χειρότερα κατασκευάσματα». Στη συνέχεια, ο Σίλλερ έθετε το ερώτημα, γιατί τη ροπή αυτή του ανθρώπου, η οποία «παίρνει υπό την προστασία της ό,τι βλάπτει», να μην τη χρησιμοποιούμε για καλύτερους σκοπούς. Θα ήταν μεγάλο κέρδος για την αλήθεια, αν καλύτεροι συγγραφείς απο­ φάσιζαν να χρησιμοποιήσουν τέτοια καλλιτεχνι­ κά μέσα, τα οποία κερδίζουν τον αναγνώστη. «Ώσπου να γίνει αυτό ή ώσπου να καλλιεργηθεί σε ικανοποιητικό βαθμό το κοινό μας, ώστε να κερδηθεί η αλήθεια, η ομορφιά και το αγαθό καθεαυτά, χωρίς ξένα προς αυτά συμπληρώματα, έ­ να διασκεδαστικό βιβλίο θα είναι ήδη πολύ ωφέ­ λιμο, εφόσον επιτυγχάνει το σκοπό του χωρίς βλαπτικές συνέπειες (...). Τουλάχιστον, αν δια­ βάζεται ένα τέτοιο βιβλίο, θα εκτοπίζει ένα άλλο χειρότερο (...), θα σπέρνει το σπόρο ωφέλιμων γνώσεων, θα βοηθάει, ώστε να κατευθύνει ο ανα­ γνώστης τη σκέψη του προς αξιοτίμητους σκο­ πούς (...)». Ο Σίλλερ συνέχιζε, μιλώντας πια για το ίδιο το έργο, το οποίο προλόγιζε, ως εξής: «Τέτοιου είδους έργο είναι το παρόν, για τη χρηστικότητα του οποίου επιθυμώ να καταθέσω δη­ μόσια τη μαρτυρία μου· και νομίζω πως αυτός εί­ ναι ένας ουσιώδης λόγος, που δικαιολογεί την έκδοσή του. Βρίσκουμε σ’ αυτό μιαν ανθολόγηση δικαστικών περιπτώσεων, οι οποίες, από την ά­ ποψη του ενδιαφέροντος της δράσης, της καλλι­ τεχνικής περιπλοκής και της ποικιλίας των αντι­ κειμένων, υψώνονται ώς το επίπεδο του είδους του μυθιστορήματος και επιπλέον διαθέτουν το πλεονέκτημα της ιστορικής αλήθειας. Βλέπουμε


αφιερωμα/77 εδώ τον άνθρωπο εγκλωβισμένο σε περίπλοκες

καταστάσεις, οι οποίες προκαλούν την ένταση της προσδοκίας και των οποίων η λύση προσφέ­ ρει στις μαντικές ικανότητες του αναγνώστη μιαν ευχάριση απασχόληση. Το κρυφό παιχνίδι του πάθους αναπτύσσεται εδώ μπροστά στα μά­ τια μας, και μέσα από τους καλυμμένους διαύ­ λους της πλοκής, από τα τεχνάσματα της πνευ­ ματικής και της κοσμικής απάτης απλώνεται σε ικανό βαθμό η αχτίδα της αλήθειας. Κίνητρα εν­ στίκτων, που αποκρύπτονται στη συνηθισμένη ζωή από τη ματιά του παρατηρητή, με τέτοιες α­ φορμές, όπου διακυβεύεται η ζωή, η ελευθερία, η ιδιοκτησία, γίνονται πιο ορατά κι έτσι είναι σε θέ­ ση ο δικαστής, που δικάζει το έγκλημα, να ρίξει βαθύτερες ματιές στην ανθρώπινη ψυχή. Επιπλέ­ ον η συστηματική και ακριβής διαδικαστική πο­ ρεία της δικαιοσύνης είναι ικανή να βγάλει στο φως τις κρυφές κινητήριες αιτίες των ανθρώπι­ νων πράξεων, μ’ ένα τρόπο αποτελεσματικότερον από οποιαδήποτε άλλη διαδικασία· κι αν, και η πληρέστερη ακόμα διήγηση μιας ιστορίας, μας αφήνει συχνά ανικανοποίητους όσον αφορά τη γνώση των αληθινών κινήτρων των δρώντών προσώπων, η δίκη ενός εγκλήματος μας αποκα­ λύπτει συχνά τις μυχιαίτατες σκέψεις και φανε­ ρώνει την πιο βαθιά κρυμμένη υφή της κα­ κίας...».8 Θα λέγαμε ότι διατυπώνεται εδώ μια θεωρητική θέση για τη σημασία και τη λειτουργία του εγκλήματος στη λογοτεχνία· αφενός οι διαδι­ κασίες και οι τρόποι διαλεύκανσής του ρίχνουν φως και στις πιο απόκρυφες και σκοτεινές πτυ­ χές και γωνιές της ανθρώπινης ύπαρξης, αφετέ­ ρου η ένταση που προκαλεί η παρακολούθηση της εξέλιξης και της έκβασής του το καθιστά ου­ σιώδες καλλιτεχνικό λογοτεχνικό όργανο. να από τα σημαντικότερα έργα της νεοελλη­ νικής λογοτεχνίας, στο οποίο έχει δεσπόζου­ Ε σα θέση η εγκληματική δράση του ήρωα, είναι, κατά τη γνώμη μου, η «Φόνισσα». Ασφαλώς τα εγκλήματα διαπράττονται σε έναν επακριβώς προσδιορισμένο κοινωνικά και ιστορικά χρόνο· τα εγκλήματα είναι προϊόντα ενός συγκεκριμέ­ νου κοινωνικού και πολιτισμικού κλίματος: η καταθλιπτική, τυραννική απαξίωση και υποβάθμιση και εκμετάλλευση της γυναίκας θα μπορού­ σε να προκαλέσει την αντίδρασή της: «Η Χαδού­ λα, η λεγάμενη Φράγκισσα, ή άλλως Φραγκογιαννού (...), γυνή εξηκοντούτις (...), εις τους λο­ γισμούς της, συγκεφαλαιούσα όλην την ζωήν της, έβλεπεν ότι ποτέ δεν είχε κάμει άλλο τίποτε, ειμή να υπηρετεί τους άλλους! Ό ταν ήτο παιδί­ σκη, υπηρέτει τους γονείς της. Ό ταν υπανδρεύθη, έγινε σκλάβα του συζύγου της (...)· όταν απέ­ κτησε τέκνα, έγινε δούλα των τέκνων της· όταν τα τέκνα της απέκτησαν τέκνα, έγινε πάλιν δουλεύτρια των εγγόνων της».

Αν δεν τόνισα τις αντικειμενικές προϋποθέσεις της διάπραξης του εγκλήματος στις προηγούμε­ νες σελίδες, δεν είναι γιατί τις αγνόησα ή θέλησα να τις αγνοήσω. Τις θεωρώ αυτονόητες. Ο Παπαδιαμάντης μας το θυμίζει επίσης αυτό. Αλλά τα αίτια της παρουσίας του εγκλήματος στο λογοτε­ χνικό έργο (αλλά και στη ζωή) δεν εξαντλούνται με την κοινωνιολογική προσέγγισή του. Υπάρ­ χουν και αίτια ψυχολογικά ή περιεκτικότερα ανθρωπολογικά και ακόμα - προκειμένου περί λο­ γοτεχνικών έργων, - ειδικά καλλιτεχνικά και αισθητικά, όπως το είδαμε άλλωστε.

Και τα αίτια αυτά δεν μπορούσε να αγνοήσει ο Παπαδιαμάντης, που είναι ένας μεγάλος συγγρα­ φέας. Τα εγκλήματα της Φραγκογιαννούς, κοι­ νωνικά στην αφετηρία τους, κατεβάζουν ωστόσο τις ρίζες τους ώς μέσα βαθιά στα υπεδάφη των πρωτογενών παρορμήσεων και των ενστίκτων. Ίσως, μάλιστα, αυτή η παράλληλα βαίνουσα α­ τομική ψυχολογική διαδρομή της παπαδιαμαντικής ηρωίδας να είναι, από την άποψη της λογο­ τεχνίας, κάτι σημαντικότερο από την κοινωνική της διαδρομή. Συναντάμε στην αρχή της συγκλο­ νιστικής περιπέτειάς της μιαν ευχάριστη, πιο κα­ λά ηδονική προϊδέαση, την ανατριχίλα, θα έλε­ γα, στο δέρμα της ψυχής της: «Μεγάλην και ιεράν ανακούφισιν ησθάνετο η πολυπαθής γυνή, ό­ ταν συνέβαινε, μετά της μικρής πομπής του ιερέως, προπορευομένου του Σταυρού, ν’ ακολουθεί βαστάζουσα εις τας χείρας της η ιδία, ως φιλεύ­ σπλαχνος και συμπονετική οπού ήτον, το εν είδει λίκνου μικρόν φέρετρον. Προέπεμπε το θυγάτριον μιας γειτόνισσας ή μακρινής συγγενούς, μέχρι του τάφου. Δεν ημπορούσε . α καταλαμβά-


78/αφιερωμα νη τι εμορμύριζεν ο ιερεύς, μασσών τας λέξεις με τους οδόντας του. "Ουδέν έστι πατρός συμπαθέστερον, ουδέν έστιν μητρός αθλιώτερον... Πολλάκις γαρ του μνήματος έμπροσθεν τους μα­ στούς συγκροτούσι και λέγουσιν Ω υιέ μου και τέκνον γλυκύτατον, ουκ ακούεις μητρός σου τι φθέγγεται;” (...). Αλλά μεγάλως ευφραίνετο όταν η μικρά πομπή, μετά δέκα λεπτών της ώρας δρό­ μου, έφθανεν εις τα «Μνημούρια». Ωραία εξοχή, παντοτινή άνοιξις, θάλασσα βλάστη, αγριολού­ λουδα, εμύριζε κήπος. Ιδού ο περίβολος των νε­ κρών! Ω, ο Παράδεισος, απ’ αυτόν τον κόσμον ήδη, ήνοιγε τας πύλας δια να δεχθή το μικρόν άκακον πλάσμα, το οποίον ηυτύχησε να λυτρώσει τους γονείς του από τόσα βάσανα». Ό ταν θα έχει βυθισθεί για καλά μέσα στη φονική πράξη, θα φτάσει να πει αναστενάζοντας: «Αχ! κάθε αμαρ­ τία έχει και τη γλύκα της», ενώ, ακολουθώντας κι ένα άλλο μονοπάτι η ψυχή της, θα αναρριχηθεί ως τη διαμόρφωση μιας εδραίας βιοθεωρίας, μιας φιλοσοφίας ανατρεπτικής, που θα βλέπει το έγκλημα ως ευεγερσία: «Κανένα πράγμα δεν εί­ ναι ακριβώς ό,τι φαίνεται, αλλά παν άλλομάλλον το εναντίον. Αφού η λύπη είναι χαρά και ο θάνατος είναι ζωή και ανάστασις, τότε και η συμφορά ευτυχία είναι και η νόσος υγεία. Ά ρα όλαι αι μάστιγες εκείναι, αι κατά το φαινόμενον τόσον άσχημοι, όσαι θερίζουν τα άωρα βρέφη, η ευλογιά κι η οστρακιά κι η διφθερίτις και άλλαι νόσοι δεν είναι μάλλον ευτυχήματα, δεν είναι θωπεύματα και πλήγματα των πτερών των μικρών αγγέλων, οίτινες χαίρουν εις τους ουρανούς, ό­ ταν υποδέχωνται τας ψυχάς των νηπίων; Και η­ μείς οι άνθρωποι, εν τη τυφλώσει μας, νομίζομεν ταύτα ως δυστυχήματα, ως πληγάς, ως κακόν πράγμα. Και χάνουν τον νουν των οι ταλαίπωροι γονείς και πληρώνουν τόσον ακριβά τους ημιαγύρτας ιατρούς και τα τριωβολιμαία φάρμακα, δια να σώσουν το παιδί τους. Δε υποπτεύονται ό­ τι, όταν νομίζουν ότι «σώζουν», τότε πράγματι «χάνουν» το τεκνίον. Και ο Χριστός είπεν, όπως είχε ακούσει η Φραγκογιαννού να της εξηγεί ο πνευματικός της, ότι όποιος αγαπά την ψυχή του, θα την χάση, κι όποιος μισεί την ψυχή του, ως ζωήν αιώνιον θα την φυλάξη(...). Τα κορίτσια είναι εφτάψυχα, εφρόνει η γραία. Δυσκόλως αρρωστούν και σπανίως αποθνήσκουν. Δεν έπρεπεν ημείς, ως καλοί χριστιανοί, να βοηθώμεν το έργον των αγγέλων;». Και άλλοτε η Φραγκογιαννού είναι σαν να υποτάσσεται σε μιαν αμετάτρεπτη μοίρα: «Το ριζικό μου είναι πλιο! Ωχ, θε μου!» - και εννοεί τον παιδοκτόνο προορισμό της. Και άλλοτε η ίδια η πραγματικότητα την πει­ θαναγκάζει να εκλογικεύσει τη συμπεριφορά της: αυτό είναι η ενδεικνυόμενη λύση: «Το θυγάτριον εκ νέου άρχισε να κλαυθμυρίζη πολύ τρυφερά και παραπονετικά, μέχρις οχληρότητος. Η Φραγκογιαννού, ήτις είχε λησμονήσει όλας τας τύψεις,

τας οποίας είχεν αισθανθή αλγεινώς υπό τας με­ λανός πτέρυγας των ονείρων της και εσπαράσσετο και πάλιν από τους όνυχας της πραγματικότητος, άρχισε να σκέπτεται μέσα της- Αχ! δίκιο έ­ χει ο καημένος ο Πυρίγκος... "Ό λ ο κοριτσούδια, το έρμο, όλο κοριτσούδια!” . Και τι ξαλάιρρωμα θα ήτον τώρα γι’ αυτόν, για την άμοιρη τη γυναίκα του, να του το ’ παίρνε τώρα, ο Μεγαλοδύναμος... αυτό καν που ’ναι μικρό και δεν έχει ν’ αφήση μεγάλον καημό πίσω του!». Η ανάλυ­ ση, η εντατική κριτική, στην οποία επανειλημμέ­ να θα υποβάλει τους φόνους της, στον ξύπνο της και στον ύπνο της, μέσα στα όνειρά της και μέσα από την εξήγηση των ονείρων της, θα την κάνουν να έχει τη συνείδηση πως ό,τι έκανε, το έκανε σωστά: «εις τα ενδόμυχα της ψυχής της είπε: Δεν το έκαμα για κακό»· και πιο κατηγορηματικά: «Ερευνώσα την συνείδησίν της, εν πράγμα εύρισκεν· ό,τι είχε κάμει, και τότε και τώρα, το είχε κάμει δια καλόν». ξίζει να σταθούμε και σ’ ένα άλλο θέμα, μι­ λώντας για τον Παπαδιαμάντη: στην τοπιο­ γραφία του, στο φυσικό περιβάλλον, μέσα στο ο­ ποίο εκτυλίσσονται τα δρώμενα κα> τα δράματά του. Πηγαίνω σ’ αυτό μέσω της τοπογραφίας (όχι της τοπιογραφίας) του αστυνομικού μυθιστορή­ ματος. Έχει παρατηρηθεί, ότι εδώ ο χώρος, που ταυτίζεται με τον τόπο του εγκλήματος, «δεν εμ­ φανίζεται ως τοπίο με τη ζωγραφική ή τη ρομα­ ντική έννοια. Εμφανίζεται ως ένας τυπολογικά σφραγισμένος ζωτικός χώρος. Το μοντέλο που οικοδομεί η αστυνομική διήγηση εμφανίζεται ως ένας τόπος, που έχει διαφυλάξει τα ίχνη της τυπι­ κής ανθρώπινης δραστηριότητας· ο τόπος εμφα­ νίζεται ως κάτι που συνίσταται ακριβώς από τα ίχνη αυτής της δραστηριότητας». Θα μπορούσα­ με να πούμε: ως ένας χώρος (αποκλειστικά) γενικευμένων (όχι μόνον δακτυλικών) αποτυπωμά­ των... Αυτό νομίζω πως λέει και ο συγγραφέας που κάνει την πιο πάνω παρατήρηση,9 υποστηρί­ ζοντας στη συνέχεια πως ο τόπος, αντίστροφα, έ­ χει μέσα του διαφυλάξει αμεσότερα ανθρώπινα στοιχεία (ίχνη ψυχολογίας, συγκινήσεις, στοι­ χεία κοινωνικότητας κ.λπ.) παρόσο οι ίδιες οι «φιγούρες», που διεκπεραιώνουν τη δράση του μύθου. «Το ανθρώπινο εμφανίζεται στο θέατρο του εγκλήματος να έχει γίνει μια σειρά πράγμα­ τα. Ό ,τι υπερασπίζεται, ας πούμε, ο RobbeGrillet θεωρητικά, το έχει πραγματοποιήσει με τον ιδιαίτερο δικό του τρόπο, από πολύ χρόνο πριν, το αστυνομικό μυθιστόρημα». Στο αστυνο­ μικό μυθιστόρημα, λοιπόν, ο χώρος είναι ο άν­ θρωπος, όπως έχει μεταβάλει τη δραστηριότητά του σε πράγματα, σε αντικείμενα. Γι’ αυτό άλλω­ στε τις περισσότερες φορές ο χώρος αυτός δεν εί­ ναι ο φυσικός, ανοιχτός χώρος, αλλά ο κλειστός, από τον άνθρωπο οικοδομημένος και κατα-

Α


αφιερωμα/79 σκευασμένος εσωτερικός χώρος, όπως έχει υπο­ γραμμίσει και ο Walter Benjamin σε μια σχετική, λεπταίσθητη αναφορά του ακριβώς σ’ αυτό το θέ­ μα.10 Βέβαια, πρέπει να γίνει κατανοητό, ότι αυ­ τή ή κατά κάποιον τρόπο ενσωμάτωση των στοι­ χείων της ανθρώπινης δραστηριότητας στον τό­ πο όπου διαπράχθηκε η εγκληματική ενέργεια, ή γενικότερα, κινήθηκαν τα πρόσωπα της ιστο­ ρίας, δεν έχει καμιάν απολύτως σχέση με τη ρο­ μαντική εξανθρώπιση της φύσης (ή και του τεχνι­ κού, από τον άνθρωπο δημιουργημένου, κό­ σμου), όπως άλλωστε τονίζει, καθώς είδαμε, και ο Heissenbiittel. Πάντως, όσον αφορά τα τοπία του Παπαδιαμάντη, δεν συμβαίνει ούτε το πρώτο βέβαια, όμως ούτε και το δεύτερο. Η φύση στον Παπαδιαμάντη, γενικά έχει μιαν αξία καθεαυτήν. Είναι εξόχως ωραία, αλλά και αυθύπαρκτη, ώστε να αποτελεί, τελικά, και μιαν αντίθεση ή αντίφαση προς την αξία του ανθρώπου που την κατοικεί. Η μέχρις εξουθενώσεως ωραία φύση υ­ πάρχει σαν μια παραφωνία, αν την τοποθετήσου­ με δίπλα στον άνθρωπο, υπάρχει για να «δείχνει» αντιθετικά και για να κάνει παραλογότερο, τρα­ γικότερο το ανθρώπινο δράμα. Αν το καλοσυλλογιστούμε, μπορούμε να δούμε τη φύση και ως μια βασανιστική πρόκληση, μιαν επώδυνη ανάξεση των πληγών του ανθρώπου. Ας προσέξουμε, σ’ ένα από τα δείγματα που θα δώσω στη συνέ­ χεια, και τη χρήση (που δεν συμβαίνει μόνο εδώ) της δυνητικής έγκλισης - όχι της οριστικής· θυ­ μίζω πως η δυνητική οριστική είναι και η έγκλιση του είδους εκείνου των «υποθετικών λόγων», που δηλώνει το μη πραγματικό: «Μία ακτίς θερμή, ερχομένη μακράν, από το φλεγόμενον πέλαγος, διέσχιζε την πυκνήν φυλλάδα και τον κισσόν τον περισκέποντα το άσυλον της ταλαιπώρου γραίας και έκαμνε να στίλβη ως πλήθος μαργαριτών η δρόσος η πρωινή, η βρέχουσα τον πλούσιον σμαράγδινον πέπλον κι εφυγάδευεν όλον το ρίγος της υγρασίας και όλον το κρύος του φόβου του πελιδ­ νού, φέρουσα πρόσκαιρον ελπίδα και θάλπος»· «Εκάθισεν εις την κόγχην του βράχου, κάτω από τους πόδας της έχουσα την βοήν και την μελω­ δίαν των κυμάτων, και άνω της κεφαλής της ήΣη μειώσεις 1. Wystan Hugh Auden, The Dyer's Hand and other Essays, 1962, σε γερμανική μετάφραση: Des Farbers Hand und andere Essays, Giitersloh 1965, σ. 180-1. 2. Zdenko Skreb, Die neue Gattung. Zur Geschivhte und Poetik des Detektivromans στον τόμο: Victor Zmegai (editor), Der wohltemperitre Mord. Zur Theorie und Geschichte des Detektivromans, Φρανκφούρτη 1971, σ. 80-1. 3. Dorothy Leigh Sayers, Aristote on Detective Fiction (1935), σε γερμανική μετάφραση: Aristoteles fiber Detectivlitratus στον τόμο: Jochen Vogt (ed.), Der Kriminalroman, I und II. Zur Theorie und Geschichte einer Gattung, Μόναχο 1971, σ. 130. 4. Skreb, Aspekte des Detektivromans στον πιο πάνω τόμο (ό-

κουε την κλαγγήν των αετών και τους κρωγμούς του ιέρακος. Καθώς απλώθη η νύχτα, εφεγγοβόλησεν από άστρα το αχανές στερέωμα και ο αήρ ο ευώδης θα ήτον ικανός να βαλσαμώση και αυ­ τά της γυναικός τούτης τα «πάθια». Το κογχυλοειδές άντρον ήτο μόνον ως τρία μπόγια άνω από το κύμα, αλλ’ ο βράχος έως κάτω ήτο τόσον κά­ θετος, ώστε αδύνατον ήτο «βροτός ανήρ» ν’ ανέλθη ή να κατέλθη! Ή το θέσις καλή μόνον δια να πέση τις εις την θάλασσαν να πνιγή, εάν το είχεν αποφασίσει»· «Ή το γλυκειά αυγή του Μαίου. Η κυανωπή και ρόδινη ανταύγεια του ου­ ρανού έχριε με απόχρωσιν μελιχρόν τα χόρτα και τους θάμνους. Ηκούετο ο μινυρισμός των αηδόνων εις το δάσος και τ’ αναρίθμητα μικρά πουλιά στέλλουν εκθύμως, απλήστως, την συναυλίαν των την άφατον. Αφού η Φραγκογιαννού απεμακρύνθη πολλά βήματα, ήκουσεν βραχνήν κραυ­ γήν όπισθέν της. Ή το η γραία, η μήτηρ της λεχώ­ νας· έξαλλος τραβούσα τα μαλλιά της, είχε τρέξει έξω της καλύβης κι εφώναζε: - Πιάστε την!... Πιάστε την! Μας έκαμε φονικό!». Στην πρόθεσή μου να μιλήσω για την παρουσία του εγκλήματος στη λογοτεχνία αγκιστρώθηκα, όπως βλέπουμε, για καλά από το αστυνομικό μυ­ θιστόρημα, από την αστυνομική λογοτεχνία. Φαίνεται όμως πως κάτι τέτοιο ήταν αναπόφευ­ κτο. Αναφέρω χαρακτηριστικά μια σχολικήν ά­ σκηση, που ο εκδότης ενός γερμανικού,11 βοη­ θητικού στη σχολική πράξη, βιβλίου προτείνει: να αναζητήσουν οι μαθητές τις διαφορές που υ­ πάρχουν (με βάση φυσικά την καταρχήν παραδε­ δεγμένη συγγένειά τους), ως προς τον τρόπο σκέ­ ψης και τις λύσεις των πλοκών, ανάμεσα στο τυ­ πικό αστυνομικό μυθιστόρημα και σε γνωστά έρ­ γα της λογοτεχνίας, που οδηγούν ακριβώς τον α­ ναγνώστη μπροστά σε καταστάσεις όμοιες με ε­ κείνη του ντετέκτιβ ή έχουν κιόλας μια πρωταγω­ νιστική μορφή όμοια με τη μορφή ενός ντετέκτιβ. Συγκεκριμένα προτείνει τη «Δίκη» του Κάφκα, το «Ιερό» του Φώκνερ, το Molloy του Μπέκετ, το «Εικασίες για τον Ιάκωβο» του Uwe Johnson, τη «Χρήση του χρόνου» του Michel Butor, τον «Αυτόπτη μάρτυρα» του Robbe-Grillet! πως στη σημείωση 2), σ. 20. 5. J. Hardy, Aristote, Poetique. Texte etabli et traduit (Soci6te d’ Edition «Les Belles Lettres»), Παρίσι *1965, σ. 22. 6. ο.π., σ. 18. 7. ο.π., σ. 21. 8. Firedrich Schiller, Samtliche Werke (ed. G. Fricke και H. G. Gorfert), τ. S, Μόναχο *12341960, a. 864-6. 9. Helmut Heissenbiittel, Oder Literatur, Μόναχο (DTV, 84), a. 97). 10. W. Benjamin, Einbahnstrasse (Suhrkamp, 27, Φρανκούρτη 1955, σ. 13-5. 11. Eckhard Finckh, Theorie des Kriminalromans ffir die Sekundarstufe (Arbeitstexte ffir den Unterricht), Stuttgart 1981. Και τα προηγηθέντα θεωρητικά κείμενα πήρα, πρό­ χειρα, από ευρύτερα αποσπάσματα που έχουν συμπεριληφθεί στο μικρό, αλλά πολύ χρήσιμο αυτό βιβλίο.


80/συνεντευξη

Ο ποιητής, είτε σοφός είτε προφήτης, είναι ένας άνθρωπος που κινείται ανάμεσά μας καθημερινά, όταν δεν απομονώνεται ή δεν πεθαίνει από «αηδία» και πίκρα. Η πορεία της ποίησης είναι ρευστή και ποράδοξη, γ ι’ αυτό και διαμορφώνε­ ται μέσα στον καθολικό χρόνο, άλλοτε ευθύγραμμα και άλλοτε κυκλικά. Ο άν­ θρωπος που την υ πηρετεί k u τη βιώνει, αλλά και εκείνος που τη γεύεται και την απολαμβάνει, συμβαίνει κάποτε και οι δυο μαζί, να στερεοποιούν την κι­ νούμενη άμμο της λ έξη ς και των απείρων προοπτικών συνδυασμού που δημιουργούνται. Τότε η ποίηση γίνεται κοινωνία. Η συνομιλία με τη Λένα Παππά, σε χαμηλούς τόνους, αποκαλύπτει ορισμέ­ νες πλευρές από εκείνες που δείχνουν τη σύγκρουση του ποιητή με τον άν­ θρωπο, τόσο εκείνον που κρύβεται βαθιά μέσα στον ίδιο τον ποιητή, όσο και εκείνον που κυκλοφορεί στους δρόμους της πόλης. Πώς βλέπετε την ποίηση στην Ελλάδα και αλλού;

ΔΕΝ νομίζω ότι συμβαίνει αλλού αυτό που συμ­ βαίνει στη χώρα μας και, κυρίως, στις μέρες μας: υπάρχει ένας ποιητικός οργασμός - αν μπορώ να το πω έτσι. Όλοι γράφουν. Ποταμοί βιβλίων κατακλύζουν τα βιβλιοπωλεία χωρίς αυ­ τό να σημαίνει ότι όλα είναι καλά, ή ότι αγορά­ ζονται. Αυτό, βέβαια, έχει την εξήγησή του: ο ση­ μερινός άνθρωπος, αποκαρδιωμένος, γυρεύει μιαν ασφαλιστική δικλείδα του άγχους και της μηδενοποίησης που υφίσταται καθημερινά, και η ποίηση θεωρείται απ’ τους πολλούς πρόσφορος τρόπος έκφρασης, άσχετα, βέβαια, αν δεν είναι όσο φαίνεται εύκολος - γιατί ο ποιητής δεν γίνε­ ται, γεννιέται. Από τη μια μεριά, λοιπόν, η ευκολία με την ο­ ποία μπορεί ο καθένας, αρκεί να έχει τα χρήμα­

τα, να τυπώσει ένα βιβλίο και να αυτοχρισθεί «ποιητής», από την άλλη η απελευθέρωση από τους μετρικούς κανόνες, η ασυδοσία, θα έλεγα καλύτερα, που επικρατεί στο χώρο του ελεύθε­ ρου στίχου, αποθρασύνει πολλούς, που παλιότερα δε θα τολμούσαν. Έτσι η αγορά κατακλύζε­ ται από ποετάστρους της πεντάρας και επαφίεται στον αναγνώστη να ξεχωρίσει την ήρα από το σιτάρι. Κατά τη γνώμη σας, στην εποχή μας, οι ποιητές έχουν «χάσει το παιχνίδι»;

ΟΧΙ, δεν το νομίζω καθόλου. Μόνο που η εποχή μας δεν ευνοεί την ποίηση. Είναι μια εποχή ασφυ­ ξίας και μόνωσης, αλλοτρίωσης και μαζοποίη­ σης, δυναστεμένη από τον καταναλωτισμό και τα ευτελή συνθήματα γι' αυτό και η χειρονομία ε­ πικοινωνίας που κάνει στον συνάνθρωπό του ο ποιητής μοιάζει παράλογη και σχεδόν κωμική· η


συνεντευξη/81 φωνή του, μέσα στον ορυμαγδό και το σάλαγο των γεγονότων, ηχεί σε «ώτα μη ακουόντων». Λείπει η ποίηση από τη ζωή μας, ενώ θα ’πρεπε να παίζει πρωτεύοντα ρόλο. Στους παλιότερους καιρούς, οι ποιητές ήταν σημαίνοντα πρόσωπα, απολάμβαναν δόξες και τιμές, και περνούσε ο λόγος τους. Ενώ τώρα: «Ο ποιητής, τί χρειάζεται στον αιώνα των μη­ χανών ο ποιητής», λέει ο Χαίντερλιν. Κι εκεί εί­ ναι το λάθος - γιατί, εγώ τουλάχιστον αυτό πι­ στεύω, τώρα περισσότερο από ποτέ μας χρειάζε­ ται η ποίηση, για να διατηρήσουμε, μέσα στη γε­ νική αγαλματοποίηση, την ευαισθησία και την ανθρωπιά μας. Πάντως, πρέπει να ομολογήσω, ότι η ποίηση στις μέρες μας βρίσκεται σε πολύ υψηλή στάθμη, κυρίως στη χώρα μας. Τις τελευταίες δύο δεκαε­ τίες είχαμε δύο Νόμπελ και υπάρχουν κι ένα σω­ ρό άλλοι, λιγότερο ή περισσότερο γνωστοί, που κρατάνε ψηλά, πάνω απ’ τις λάσπες, το θαυμα­ στό της ρόδο. Ό μω ς τη συναγωνίζονται αθέμιτα η τηλεόραση και το ραδιόφωνο, που κλέβουν τον λίγο χρόνο του κάθε εργαζόμενου που προσπαθεί λαχανιάζοντας να ζήσει και να τα προλάβει όλα, και η ποίηση μένει στο ράφι, αδιάβαστη, γιατί κι αυτή θέλει την ιδιαίτερή της ατμόσφαιρα, τον ιδιάζοντα περιρρέοντα'χρόνο της, μια ψυχική ά­ νεση, τέλος πάντων, και πού να βρεθεί στις μέρες μας κάτι τέτοιο. Περνάει, όπως λέμε, μια κρίση, που είναι απότοκος της γενικότερης κρίσης του πολιτισμού. Σε τί οφείλεται η κρίση στα γράμματα;

Η ΓΕΝΙΚΗ κρίση των αξιών αντανακλάται πά­ ντοτε στα γράμματα. Και είναι γνωστό ότι αυτή η κρίση υπάρχει παντού, όχι μόνο στην Ελλάδα. Απλώς εδώ τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα· η παγκόσμια κρίση κορυφώνεται στον τόπο μας με την κατάρρευση των θεσμών, τον αφανισμό της γλώσσας μας, με τα χάλια της Παιδείας μας, την καθίζηση της ορθοδοξίας, την ιδεολογική γύ­ μνια, τον φανατισμό και την αλλοτρίωση. Και καθώς κάθε δημιουργός δεν μπορεί να μένει κλει­ σμένος στον ελεφάντινο πύργο του, αλλά να είναι η μαχόμενη συνείδηση της εποχής του, μοιραία μέσα στο έργο του αντανακλώνται όλα αυτά, το έργο του επηρεάζεται απ’ αυτά. Είστε περισσότερο γνωστή στο εξωτερικό, πού το αποδίδετε αυτό;

ΠΑΛΙΟΤΕΡΑ, όταν με ρωτούσαν, απαντούσα σεμνά και συνεσταλμένα, πως «δεν ξέρω», «ί­ σως κάποιες συγκυρίες», αλλά δεν είναι αλήθεια. Τώρα μεγάλωσα, μπορώ να το πω ευθέως: δεν έ­ χω εγώ δημόσιες σχέσεις. Είναι γνω „ ιό πώς γίνονται τα πράγματα στην Ελλάδα: έτσι και δεν μπεις σε κάποιο κλειστό

κύκλωμα, σε κάποια «παρεούλα» ή δεν έχουν κάποιο ενδιαφέρον από σένα, σε αγνοούν εντε­ λώς. Κι αν νομίσουν ότι τους ανταγωνίζεσαι, σε θάβουν επιμελώς μες στη σιωπή. Βέβαια, μ’ αυτά που λέω, δεν θέλω να υπαινιχθώ πως νιώθω σαν παραγνωρισμένη αξία. Κάθε άλλο. Και τα βραβεία μου πήρα στον τόπο μου, και ανθολογήθηκα σε διάφορες ανθολογίες, και το μικρό μου αναγνωστικό κοινό έχω. Αλλά, πι­ στεύω πως είναι ντροπή να αναγκάζομαι ακόμα να εκδίδω εγώ τα βιβλία μου με προσωπικά μου έξοδα, όταν στο. εξωτερικό πληρώνουν και τις δημοσιεύσεις στα περιοδικά. Σε ποιους απευθύνεται η ποίησή σας;

ΣΕ ΟΛΟΥΣ. Πιστεύω ότι ένα λογοτεχνικό κείμε­ νο πρέπει, αφού απευθύνεται σε όλους, και όχι σε μία ελίτ μόνο, να είναι προσιτό στον καθένα γι’ αυτό με μια λέξη, την ποίησή μου θα την χαρα­ κτήριζα «προσιτή». Γράφω όπως αισθάνομαι, ό­ πως αναπνέω. Ποτέ δεν μου άρεσαν οι μεγάλες κραυγές, τα περίπλοκα σχήματα, τα σκοτεινά και λαβυρινθώδη νοήματα. Πιστεύω πάντα ότι «σοφόν τα σαφές». Ποιά συλλογή σας ή μεμονωμένο ποίημά σας σάς εκφράζει προσωπικά;

ΕΙΝΑΙ σαν να ρωτάνε μια μητέρα ποιό απ’ τα παιδιά της προτιμάει. Δεν μπορώ εγώ να ξεχωρί­ σω, γιατί όλα μου τα ποιήματα έχουν γραφτεί έ­ πειτα από βιώματα, και επομένως όλα με εκφρά­ ζουν. Αλλά ίσως, επιμένοντας, να ξεχώριζα κά­ πως, σαν πιο ώριμες, τις συλλογές μου «Σκοτει­ νός Θάλαμος» και «Αρτεσιανά». Υπάρχει μια ιδεολογική και αισθητική σταθερά που χαρακτηρίζουν την ποίησή σας;

Η ΠΟΙΗΣΗ μου είναι σιγαλόφωνη και εξομολογητική - μια φωνή της καρδιάς. Πιστεύω πως καθένας μας παίρνει κάποτε μια θέση απέναντι στα μεγάλα ερωτηματικά της ζ ής κι εγώ, μέ­ νοντας πιστή στο φυσικό μου, στον εαυτό μου, προσπαθώ να εκφραστώ με τις δυνάμεις που δια­ θέτω, χωρίς ν’ ακολουθώ καμιά σχολή, και υπο­ τάσσοντας τη γλώσσα μου, να βρω μια διέξοδο, να εκφράσω τη μεταφυσική αγωνία μου του όντος, να παρηγορηθώ, να κατακτήσω την ελευθε­ ρία μου. Θέματά μου είναι τα αιώνια θέματα που απα­ σχολούν κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο: η μοναξιά, ο Θεός, ο έρωτας, ο θάνατος. Προσπαθώ να πω πολύ παλιά πράγματα με καινούριο τρόπο - για­ τί σημασία δεν έχει τι θα πεις, αφού όλα έχουν ει­ πωθεί - Hellas tout est dit tout est bu - αλλά πώς θα το πεις, ο προσωπικός τόνος. Τι σύνθημα θα γράφατε κάπου, αν μπορούσατε;


82/συνεντευξη ΚΑΝΕΝΑ. Νομίζω πως πέρασε πια η εποχή των συνθημάτων. Ο καθένας μας είναι ο εαυτούλης του, στο καβούκι του, και δεν τον βγάζει έξω κα­ νένα σύνθημα. Μόνο αν του βάλεις φωτιά θα βγει από κει μέσα και πάλι για να σώσει τον εαυτό του. Τι γνώμη έχετε για τη στρατευμένη ποίηση;

ΤΗΝ ΑΠΟΡΡΙΠΤΩ εντελώς. Ο ποιητής εκφράζει το αιώνιο και οι διάφορες ταμπέλες του είδους δεν εξυπηρετούν παρά προσωρινές σκοπι­ μότητες. Για τη γλώσσα, τι έχετε να μας πείτε;

ΑΓΓΙΞΑΤΕ εκεί που πονάει. Η γλώσσα μας πά­ σχει και κινδυνεύει. Υπάρχει μια συνειδητή δια­ στρέβλωση, μια ηθελημένη βαρβαροποίηση που την ταλαιπωρεί και την παραμορφώνει. Όταν λέμε γλώσσα, εννοούμε Έθνος. Τι θα είμαστε χωρίς αυτή; Και τώρα δε μιλάμε την καθαρή γλώσσα του λαού, μακάρι να τη μιλούσαμε αλλά ένα άλλο είδος, μεσοβέζικο, γεμάτο αργκό και ξενόφερτους τύπους, δηλ. ένα κιτς. Σε λίγο

θα θέλουμε λεξικό για να συννενοηθούμε. Η ει­ σβολή των κόμικς στη ζωή μας, έδωσε νομίζω τη χαριστική βολή. Στο μέλλον η καινούρια γλώσσα των παιδιών μας πολύ φοβάμαι πως θα είναι αυτή η ακαταλαβίστικη των «ζνταπ» «ζντουπ» και «γλούπ» και «μπαφφρρ». Εκείνο δε που είναι ο­ λωσδιόλου ανησυχαστικό, είναι η απάθεια που δείχνουν οι περισσότεροι, οι αρμόδιοι, αλλά και όλοι οι άλλοι, από φόβο ίσως μην τους πουν κα­ θυστερημένους. Υπάρχει κάτι για το οποίο θα θέλατε να διαμαρτυρηθείτε;

ΝΑΙ, για την ηθελημένη σιωπή που επιβάλλεται για το έργο ορισμένων δημιουργών, από τις διά­ φορες κλίκες που λυμαίνονται τα λογοτεχνικά μας πράγματα. Παράδειγμα, για το έργο του Πρεβελάκη ποιος είπε μια λέξη γι’ αυτό, τόσον καιρό τώρα; Ενώ προβάλλονται κατά κόρον άλ­ λοι, ατάλαντοι και υμνούνται έργα και ημέρες διαφόρων ασχέτων. Αλλά από μια κοινωνία που κηδεύει π.χ. δημοσία δαπάνη τον Τσιτσάνη και όχι τον Πρεβελάκη, τι να περιμένεις;

Β ιογραφικό σημείωμα της Λ ένα ς Π α ππ ά Η Λένα Παππά γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στο Πα­ νεπιστήμιο Αθηνών και Γαλλική Φιλολογία στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών. Παρακο­ λούθησε μαθήματα Ιστορίας της Τέχνης στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και μετεκ­ παιδεύτηκε, με υποτροφία, στο Παρίσι, όπου παρακολούθησε στη Σορβόνη μαθήματα μο­ ντέρνας τέχνης και απέκτησε το Diplome d’ Etudes Approfondies. Εργάστηκε ως έφορος βιβλιοθήκης, από το 1960 έως το 1981, στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Από το 1982 είναι Γενική Γραμματέας της ιδίας Σχολής. Έχει εκδώσει μέχρι σήμερα ένδεκα ποιητι­ κές συλλογές: «Ποιήματα» (1956), «Λαμπη­ δόνες» (1961), «Ψίθυροι» (1963), «Αυτόγραφα» (1967), «Poesies» (1969, Παρίσι, εκδ. Ρ. Seguers), «Καθ’ οδόν» (1973), «Σκοτεινός θάλαμος» (1979), «Ενδόφωνα» (1982), «Palabras y de vidrio» (1984, Βαρκελώνη, εκδ. Los Vientos), «Μέσα σε καθρέφτες» (1984), «Αρτεσιανά» (1988) και μία συλλογή διηγημάτων «Βιορυθμοί» (1982). Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί και δημο­ σιευτεί σε ανθολογίες και περιοδικά του εσω­ τερικού και εξωτερικού (Γερμανία, Ισπανία, Ιταλία, Γαλλία, Πολωνία, στην «Ανθολογία Νεοελλήνων ποιητών» που εκδόθηκε στη

---------

Βαρσοβία). Κατά καιρούς δημοσιεύονται άρθρα της και δοκίμια πάνω σε αρχαιολογικά θέματα, κα­ θώς και δικές της μεταφράσεις ξένων λογο­ τεχνικών κειμένων σε διάφορα περιοδικά. Το 1976 βραβεύτηκε στον Παγκόσμιο δια­ γωνισμό λυρικής ποίησης των Cavalieri per Γ Europa. To 1978 πήρε έπαινο στο διαγωνισμό διηγήματος της εφημερίδας «Καθημερινή» και το 1981 το βραβείο λυρικής ποίησης (Λάμπρου Πορφύρα) της Ακαδημίας Αθη­ νών. Την ίδια χρονιά την τίμησαν με δύο βρα­ βεία στην Ιταλία. Το 1983 και το 1986 της δό­ θηκε το βραβείο ποίησης «Ειρήνης και φι­ λίας» του Αμπντί Ιπεκτσί στην Κωνσταντι­ νούπολη. Το 1984 πήρε το βραβείο Giovanni Vaccaro, στην Ιταλία, καθώς και το βραβείο του Συλλόγου Δελφικών Αμφικτυονιών, στην Αθήνα. Το 1985 πήρε ειδικό τιμητικό βραβείο στον τρίτο λογοτεχνικό διεθνή δια­ γωνισμό ποίησης «Olivo d’ ογο» στο Τορίνο της Ιταλίας. Το 1986 η Ακαδημία της Lutece της απένειμε το medaille d’ or και το 1988 ο Σύλλογος Δελφικών Αμφικτυονιών το πρώ­ το βραβείο ποίησης. Στις τιμητικές διακρίσεις της Λένας Παπ­ πά προστίθεται και το γεγονός ότι η ποιήτρια εκλήθη το 1975 να εκπροσωπήσει την Ελλά­ δα στο Διεθνές Φθινόπωρο της Βαρσοβίας.


έΙΑΒΑΖίί ε πι Αο ρ η

βιωμένα νοήματα και παλμός των λέξεων \'\~ \ ΚΩΣΤΑ ΜΑΥΡΟΥΔΗ: Το δάνειο του Χρόνου. Αθήνα, Κ έδ ρ ος, 1989. Σελ. 64.

πό την «Ποίηση» (Εγνατία, 1977) μέχρι το «Δάνειο του Χρό­ νου», ο Κώστας Μαυρουδής αφήνει ένα κενό δώδεκα χρόνων ικανό να προσδιορίσει ένα βαθύτερο τρόπο προσέγγισης των πραγ­ μάτων, καθώς αλλάζουν όχι μόνο οι κοινωνικές αλλά και οι προ­ σωπικές του ορίζουσες. Πράγματι, ο ποιητής με κατασταλαγμένη πλέον ωριμότητα καλλιεργεί τις σχέσεις του με τον κόσμο, οξειδώ­ νεται σαν μέταλλο εκτεθειμένο σε χρόνια υγρασία, και αποφθέγγεται έτσι μέσα από την προβληματική γνησίων εμπειριών με πιστό­ τητα λόγου και ιδιάζον κλίμα ποιητικής ευκρασίας. Βέβαια, ανάμεσα στα δύο αυτά ποιητικά βιβλία μεσολάβησε και ένα πεζό, το «Με εισιτήριο επιστροφής» (Εστία, 1985), όπου παρά την επιφανειακή μορφή, και δομή εν πολλοίς, παραμόνευε ένας εκτοπλασματικός ποιητικός λόγος, κεκρυμμένος εκουσίως, με τά­ σεις αιφνίδιας εκφοράς. Ο λόγος αυτός, οργανωμένος πλέον αι­ σθητά, έρχεται να αξιοποιήσει τα βιωματικά στοιχεία και να συγ­ κροτήσει τον ποιητή μέσα στις βιολογικές και ανθρωπολογικές του αφετηρίες, θεωρώντας ως μη απαραίτητες, για το στάδιο αυτό, τις τεχνητές και φανταστικές καταφυγές. Το «Δάνειο του χρόνου» - εύγλωττη φράση - δίνει την αίσθη­ ση των βιωμένων δυναμικών του χρόνου, στην ελεύθερη σύμβαση της μικρής ηλικίας και στη δεσμευτική εξάρτηση της γεροντικής. Ο χρόνος, ουδέτερος πάντα, δίνει και παίρνει και ο άνθρωπος τραυματισμένος κατά το πλείστον - προελάύνει η αίσθηση της ήττας - και τη στιγμή που παίρνει αισθάνεται το βάρος της επι­ στροφής των οφειλομένων.

Α

συλλογή αρθρώνεται με πέντε ενότητες. Οι τέσσερις πρώτες διακρίνονται θεματικά και χρονολογικά. Η τελευταία, η πέμ­ πτη, συνέχει κατά τρόπο επάλληλο τις τέσσερις πρώτες, προτείνοντας μια φωτογραφική απεικόνιση καίριων στιγμών, που στο­ χεύουν στην πλαστική ακινησία τους και τη διατήρηση των πρω­ ταρχικών συγκινήσεων. Στα «Ελληνικά», την πρώτη εvότηταJ συναντάμε μια σπάνια φωνή υπαιθρίου χώρου. Αναδίνεται η δριμύτατη αίσθηση της άμε­ σης επαφής με τη φύση. Ο ποιητής ανασύρει εικόνες καπνισμένες από την πολυκαιρία, αφουγκράζεται μακρινούς ήχους που δεν έ-

Η

JTOI Μ fffl


84/επιλογη χουν ακόμα σβήσει μέσα στο χρόνο, ανασυνθέτει γεγονότα, που έ­ χουν πάρει την άγουσα από τη συντελεσμένη πραγματικότητα προς την αχλύ του μύθου και γενικά επαναφέρει πράγματα της αιώνιας φρεσκάδας, σαν να συμβαίνουν όλα στο αμετακίνητο πα­ ρόν. Πρόκειται δηλαδή για πράγματα που ανήκουν στο περιθώριο της πραγματικότητας και τα οποία για να τα δεις πρέπει να περά­ σει καιρός από τη στιγμή που τα κοίταξες. Έτσι, παρ’ όλη τη διά­ χυση και διάθλαση των οικείων χώρων μέσα στη μνήμη, ο ποιητής έχει τη δυνατότητα να τα αποδώσει με αφαντάστως επακριβή περι­ γραφή, τονίζοντας συγχρόνως τη φυσική προέλευση και τη μυθική τους προέκταση. Αυτό που με άλλα λόγια ονομάζουμε «ατμόσφαι­ ρα» στην ποίηση. Στα «Ισόβια», τη δεύτερη ενότητα, έχομε απροσδόκητες εμφα­ νίσεις απωλεσμένων, στιγμιαία κενά της πραγματικότητας που διογκώνονται σε διαχρονικά φάσματα θλίψης, ανερμήνευτες επα­ ναφορές ενός συλλήβδην απόντος χρόνου, που συγκεκριμενο­ ποιούνται με τον εντοπισμό ειδικών χρονικών σημείων που ζητούν εναγωνίως να εκφραστούν τώρα, και ακόμα, μικρές εκλάμψεις που πανικοβάλλουν την πηγή και το δέκτη τους με τη φορτισμένη εκπομπή της οδύνης.

J—

Νωθρά θηλαστικά του ύπνου περνούν στο δωμάτιο. Ανεβαίνουν σ’ ένα ύψος αόριστο. Να λοιπόν που το άδειο κερδίζει το σώμα του, σκεπτόμουν, καθώς ο παγοπώλης περνούσε, τυλίγοντας τη φωνή του γύρω απ’ το σπίτι. Στην τρίτη ενότητα, με τίτλο «Απόγευμα σε πόλη γαλλική», αν­ θίζει ξαφνικά ένα καινούριο τοπίο, καρπός ταξιδιωτικών καταγρα­ φών και παρατηρήσεων. Η διαδρομή του χωροχρόνου περνάει μέ­ σα στο ποίημα με τις εντυπώσεις λυρικά αναπλασμένες. Επανα­ λαμβάνονται νοερά αμφίδρομες κινήσεις και συγκρίνεται το πα­ ρόν με το παρελθόν. Παρ’ όλη τη λεπτομερή περιγραφή αφήνονται περιθώρια για τη λεπτή ασάφεια υπέρ της ποίησης, για τα υπονοού­ μενα που προσποιείται η σιωπή και περισσότερο για τις εκδοχές αυτών που δεν κατονομάζονται καθόλου και υπάρχουν ως αίσθηση μέσα στο ποίημα. Πρόκειται για εικόνες, που προκύπτουν από λέ­ ξεις ανεικονικών εννοιών. Σαν μια διαρκής αμφιβολία της γνώσης υπέρ της βεβαιότητας του συναισθήματος, που προκαλεί ασαφείς επιστροφές την ώρα που εγκαινιάζονται καινούριες αναχωρήσεις. ... Φεύγει ο επισκέπτης. Οπως το ποίημα επι­ στρέφει στην αρχή του, ζητώντας τη σιωπή που προηγήθηκε.

την κεντρικ., ενότητα, «Σχετικά με τον πατέρα», την πιο ου­ σιώδη κατά τη γνώμη μου, έχομε μια σύγκρουση με το χρόνο, όχι φιλοσοφική πια, αλλά μετωπική, με αφανείς βιολογικές ενστά­ σεις κατά της κοινής μοίρας και κάτω από την προσεγμένη συγκα­ τάβαση της γραφής. Το πρόσωπο του πατέρα είναι το φωτεινό ση­ μείο γύρω από το οποίο περικλείεται το κάδρο του κάθε ποιήμα­ τος. Η φθορ ί της ύλης, η εξασθένιση της διάνοιας, η επιστροφή των «δανείων του χρόνου» συντελούνται μέσα από την προοπτική του θανάτου που εισέρχεται στο ποίημα καταλυτικά και αβίαστα. Στη θεώρηση των ιδεών αυτών ο χρόνος επιβραδύνεται, οι αισθή­ σεις ναρκώνονται, φάσματα αναδύονται από τις περασμένες δε­ καετίες, καμπυλώνουν οι χρονικές κατευθύνσεις με τάση ενοποιήσεως παρελθόντος και μέλλοντος, αλλά στο βάθος τα πράγματα παραμένουν μη ανατρέψιμα. Η γνώση αυτή είναι σαφής, έστω και

Σ

GIANNI RODARI ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

ΑΙΓΟΛΟ

TON KOtM O ΣΕ 6 ΤΟΜΟΥΣ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΟΥΣ

GUTENBERG

Γ


επιλογή/8 5 αν η οριστική απώλεια του αγαπημένου προσώπου επέρχεται αρ­ γότερα, μετά την έκδοση της συλλογής. Εννοώ ότι η σαφήνεια αυ­ τής της γνώσης δεν έχει την έννοια της γενικής και αόριστης παρα­ δοχής, αλλά του συγκεκριμένου προσωπικού πλήγματος, που μέ­ σα στο ποίημα όμως διηθείται από τα αυστηρά και αμερόληπτα φίλτρα της αισθητικής.

Χάρη σε μια μικρούλα βλάβη του φλοιού κατάργησες τις εποχές. Φαίνεται ν’ αγνοείς τη νοσταλγία του μακρινού, τον τρόμο του ήδη συντελεσμένου. Το «Άλμπουμ» ξεκινάει με μια περιγραφή φωτογραφιών. Κά­ ποια τυχαία ενσταντανέ πετρώνουν τώρα σε λυρικούς σταλαγμί­ τες. Η ευρηματική αντιγραφή του πίνακα των ραδιοφωνικών σταθ­ μών από το παλιό μοντέλο ραδιοφώνου Grunding 1952 αποτελεί μια ωραιότατη σελίδα που διαμορφώνει το γενικό κλίμα του βι­ βλίου. Το κλίμα, δηλαδή, της διαρκούς επιστροφής και της ανέλ­ κυσης μικρών φωτεινών εστιών που λάμπουν μέσα στο σκοτάδι του χρόνου. Ο Κώστας Μαυρουδής επιτυγχάνει μια λεπτή και διακριτική πε­ ριγραφή πραγμάτων, ανιχνεύοντας τις βαθύτερες καταστάσεις α­ πό τις οποίες προέρχονται. Παρατηρεί αναδρομικά όσα ξεφεύγουν από το ορατό πεδίο της καθημερινής ανάγκης και εκφράζει αυτά που ήταν ανώριμα να εκφραστούν την ώρα της εμφάνισής των. Τα ποιήματά του επιμηκύνονται σ’ έναν φανταστικό άξονα προς τον εκτοπλασματικό χώρο. Γίνεται οικείος των ψιθύρων που σβήνουν ευθύς μόλις γεννηθούν και καταξιώνεται σε εξαίσιες ποιητικές στιγμές:

Παίζω μαζί σου τον πρόσκοπο, μπαμπά. Βά­ ζω το καθρεφτάκι του ποιήματος στο πρόσωπό σου, να δω αν θαμπώνει. Το ποίημα, πάντως, θαμπώνει οπωσδήποτε... Σημάδι πως πάλλεται ακμαίο, ζωντανό και ακέραιο. Με τον μυστικό παλμό των λέ­ ξεων που δονούνται από τα βιωμένα τους νοήματα. ΗΛΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΣ

γνώση τεχνικής και σεβασμός της γλώσσας ΡΕΑΣ ΓΑΑΑΝΑΚΗ: Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ Πασά. Αθήνα, Α ­ γρ α , 1989.

ταν το 1982 κυκλοφόρησε στη Γαλλία το βιβλίο Ο Κυβερνή­ της του Μορέως, (ελληνική μετάφραση της Εύης Βαγγελάτου, έκδοση Κέδρος, 1985) πρώτο έργο ενός συγγραφέα που έφερε το όνομα Μπρουνό Ρασίν, προκλήθηκε συζήτηση όχι τόσο για τις αρετές του βιβλίου, αλλά για την τόλμη του συγγραφέα: γεννημέ­ νος το 1951, απόφοιτος των δύο σπουδαιότερων και σοβαρότερων ανωτάτων σχολών της χώρας του, είχε αποτυπώσει, υπό μορφή η­ μερολογίου, την περίοδο 1711-1714, κατά την οποία, ο Αυγουστίνο Σαγκρέντο, πατρίκιος της Γαληνότατης, διορίζεται κυβερνήτης της Ναυπλίας και του Άργους, μετά τη συνθήκη του Κάρλοβιτς (1699), που επικύρωσε τις νίκες της Βενετίας επί της Υψηλής Πύ­ λης. Αποστολή του είναι να οχυρώσει τη στρατηγική θέση που κυ­ βερνάει, έργο που σιγά-σιγά τον απορροφάει, αν και διαισθάνεται

Ο

ΠΩΛΕΙΤΑΙ γραφομηχανή Ι.Β.Μ ηλεκτρική, πολυτονικού συστή­ ματος. Πληροφορίες στο τηλ. 86 .21 . 101.


86/επιλογη πως οι πολιτικές ισορροπίες θ’ αλλάξουν και το υπέροχο οχυρό του Παλαμηδιού θα παραδοθεί στους Τούρκους. Ό ταν θα κληθεί να το πράξει και να επιστρέφει στην πατρίδα του, έχει αφήσει πίσω του τη ζωή του, τα όνειρά του, το μεγαλούργημα που θεώρησε δικό του, αν και ποτέ δεν του ανήκε. Η τόλμη του Μπρουνό Ρασίν δεν είναι η επάνοδος σ’ ένα είδος λογοτεχνίας που φαίνεται εξαντλημένο (το ημερολόγιο), αλλά η κλασική γλώσσα, το δωρικό οικοδόμημα, η απογύμνωση των γε­ γονότων με διατήρηση των απόηχών τους στην ψυχή του Κυβερνή­ τη - έτσι που δεν χρειάζονται ιστορικές αναφορές κι επεξηγήσεις - η λιτή απόδοση της πολιτικής σκέψης που καθοδηγεί τη Βενε­ τία, η ψυχολογία του πατρίκιου-υπηρέτη αυτής της πολιτικής, ψύ­ χραιμου και μακιαβελλικού, η ελεγχόμενη μανία του δημιουργού, που δεν έχει αντίπαλο τις περιστάσεις, αλλά το έργο του. Ο Κυβερ­ νήτης του Μορέως είναι ένα αρρενωπό βιβλίο, ουδέτερο στο λόγο, αλλά κοχλάζον στις έννοιες, όπως τα συγγράμματα του Καίσαρα Π ερί του Εμφυλίου ή του Γαλατικού Πολέμου. Βίος του Ισμαήλ Φερίκ Πασά μοιάζει αντίγραφο του Κυβερνή­ τη: κι ετούτος ο Φερίκ Πασάς είναι μια περίπτωση στα όρια της Ιστορίας, ένας πιστός της μοίρας του, ένα ρούχο, όπου το ύφα­ σμα βασανίζεται από τη φόδρα του, ένας χτυπημένος από την τρι­ κυμία των γεγονότων. Η διαφορά της περίπτωσής του έγκειται στο ότι είναι περισσότερο χειροπιαστός και γήινος, ταπεινής καταγω­ γής, ένας πετυχημένος, που κουβαλάει το οικοδόμημα της επιτυ­ χίας του για να το αποθέσει ερείπιο στη γη όπου είδε το φως. Γεννη­ μένος Εμμανουήλ Παπαδάκης, Κρητικός, αιχμαλωτίζεται σε παι­ δική ηλικία από τα στρατεύματα που καταπνίγουν την εξέγερση στο νησί και μεταφέρεται στην Αίγυπτο, όπου μπαίνει στη στρα­ τιωτική σχολή, αφετηρία μιας ταχείας και ασπίλωτης σταδιοδρο­ μίας ηγέτη και στρατηλάτη, που τον φέρνει στην πολιτισμένη Ευ­ ρώπη, η οποία εμπνέει τόν κύριό του, τον Μωχάμετ Άλι, αλλά και στις εκστρατείες που λαβώνουν την παρακμασμένη Οθωμανική Αυτοκρατορία, δίπλα στον φίλο του, τον γνωστό Ιμπραήμ Πασά. Ό ταν η Κρήτη θα επαναστατήσει και πάλι, ο Ισμαήλ Φερίκ Πα­ σάς θα σταλεί στον τόπο του, θα δει το Αρκάδι ν’ ανατινάζεται, θα πολεμήσει για την Αίγυπτο, σ’ εκείνο τον ξεσηκωμό, που μεταξύ άλλων χρηματοδοτεί ο αδελφός του Αντώνης, με τον οποίο είχε αποκαταστήσει επαφή και διατηρούσε αλληλογραφία. Εκεί θα τον βρει ο θάνατος, κλείσιμο του κύκλου και της «ύβρεος».

Ο

Γαλανάκη ανέσυρε το στοιχείο της τραγωδίας σ’ ετούτον δίχως παράλληλο (λόγω του πρωτοφανούς της περί­ Η τοΡέα«βίο» πτωσης, του χωρισμού από τον τόπο, τη γλώσσα, τη θρησκεία) και δεν ξεχνάει ούτε στιγμή τη βουή που η τραγωδία διατηρεί στην ψυ­ χή του ατόμου, γύρω από το οποίο πλέκεται, βουή οφειλόμενη τό­ σο στο βάρος, όσο και στη μη συνειδητή επιλογή και δημιουργία γεγονότων, έτοιμων να σε τσακίσουν αν θελήσεις να τα αγγίξεις. Ο Φερίκ Πασάς αναγνωρίζει και συντηρεί τη μοναδικότητά του, ξέρει πότε θα λάβει τέλος αυτή η υπόθεση, προς αυτό βαδίζει, δί­ χως αντιστάσεις, επιδιώκοντας να μην ξεγελαστεί και να μη λυγίσει. Η τραγωδία δεν μπορεί να υπάρξει δίχως ποίηση, δηλαδή δίχως στήριξη λόγου ορχούμενου, με βαθιές αναπνοές, μετεωριζόμενου ως πνεύματος εν είδει περιστεράς υπέρ την κεφαλή του ήρωα. Η συγγραφέας, με την έξαρση των εικόνων και το απαστράπτον λεξι­ λόγιο, υπηρετεί αυτό τον λόγο. Σαν μητέρα, που κρατάει το παιδί της από το χέρι, τρυφερά και επώδυνα, οδηγεί τον Ισμαήλ που υ-

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΓΙΑ ΝΕΟΥΣ D.H. LAWRENCE 0 Ανθρωπος που αγαπούσε τα νησιά HONORE DE BALZAC Η Γρεναδιέρο (Το Σπίτι με τις Ροδιές) HERMAN BANG Οι Τέσσεροι Διάβολοι JAMES JOYCE Η Π ανσιύν και Α λλα Διηγήματα GIOVANNI VERGA Περιπλάνηση ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ Θάνατος Παλικαριού

* GUTENBERG


επιλογη/87 πήρξε Εμμανουήλ ώς το μνήμα του. Φροντίζοντας την ισορροπία αυτής της πορείας, το κείμενό της ζυγίζεται ισομερώς μεταξύ ανό­ δου και πτώσης, με κορινθιακή αρχιτεκτονική, όπου τα κιονόκρα­ να του ναού χρωματίζονται, σχεδόν ιστορούνται. Ο Ισμαήλ δεν θα πάψει να είναι Εμμανουήλ, δεν θα ενηλικιωθεί, δεν θα περάσει δη­ λαδή σ’ εκείνη την ηλικία, όπου ο άνθρωπος αποφεύγει την τραγω­ δία, αποτινάσσοντας μαζί και τα χρέη της ζωής του, αναμένοντάς απλώς το θάνατό του. Η συγγραφέας δεν θα τον παρουσιάσει ποτέ ως «άντρα», πάει να πει λιγότερο ευαίσθητο και επιδεικτικά στιβαρό. δώ μπορεί να βρίσκεται η αδυναμία του βιβλίου: οι διαχύσεις, τα συναισθήματα, αποδεικνύουν τον στρατηλάτη παθητικό, έ­ ναν ήρωα τραγωδίας που δεν υψώνεται ενώπιον της κατάρας που τον τυραννάει, δεν καταφέρεται κατά της τύχης του, αλλά μεθυ­ στικά αφήνεται στην έλλειψη που του δημιουργεί η κατάστασή του. Ο βίος του, περιγραφόμενος με χειροπιαστά γεγονότα μόνο σε ό,τι αφορά την παρουσία του στην Κρήτη πριν το θάνατό του, είναι ένα νεφέλωμα σε όλη την προγενέστερη περίοδο, λες και ο Φερίκ (στρατιωτικός τίτλος) Πασάς δεν ήταν επί της γης, αλλά μια σειρά αναμνήσεων που για λογαριασμό του συγκέντρωσε η Ρέα Γαλανάκη και επεξεργάστηκε, αμήχανη πότε-πότε μπροστά στα κενά τους, έτσι που τοποθετώντας εμβόλιμα μέρη, προσπαθεί να κρύψει τις επιδιορθώσεις του υφάσματος. Τότε ξεφεύγουν «ποιητικούρες» (ελάχιστες ευτυχώς), όπως το περιλάλητο ρήμα «βιώνω», που ηχεί φάλτσα στη σκέψη του Ισμαήλ, όπως κάποιες σουρντίνες περίπλο­ κης χρωματικής κλίμακας (ιδιαίτερα στις επιστολές που ανταλ­ λάσσουν ο Πασάς και ο αδελφός του). Αν υπήρχε ένας έστω διάλο­ γος στις σελίδες του βιβλίου, δείγμα ευθέος λόγου, αν, κατά τη συνθήκη της τραγωδίας, ο Ισμαήλ έπαιρνε με φυσικότητα το λόγο, αντί να στέκει δέσμιος του αγγελιαφόρου, ρόλο πανίσχυρο που έ­ χει αναλάβει η συγγραφέας, αν το βιβλίο δεν ήταν αυτός και μόνο, περιστοιχιζόμενος μόνο από σκιές, θα είχε αποκτήσει το βάθος που του επιβλήθηκε, δίχως αυτή η επιβολή να είναι τόσο έκδηλη όσο τώρα. Θα είχε κερδίσει μια διάσταση, που θα θεμελίωνε ακλό­ νητα την ύπαρξή του, ώστε να στηρίξει την «αλήθεια» που έχουν οι «αιώνιοι» χαρακτήρες, αυτή η συμβολή του μυθιστορήματος στη μεγάλη Τέχνη.

Ε

λογοτεχνία μας υποφέρει εδώ και πολλές δεκαετίες από ανα­ πολήσεις, παππούδες και θείτσες, από δήθεν πρωτοπορίες και αλλόκοτους νεοτερισμούς. Ελάχιστα τα παραδείγματα των συγγραφέων μας που με συνέπεια πασχίζουν, ενώ θα μπορούσαν να καλλιεργούν τις πετυχημένες τους συνταγές γραφής, να περά­ σουν σ’ έργα πιο σύνθετα και πιο απαιτητικά, ικανά να οδηγήσουν έξω από τις κακομοιριές της επαρχίας μας, διαρκώς βυθιζόμενης και διαρκώς χαζοχαρούμενα βυζαντινίζουσας. Η Ρέα Γαλανάκη (μαζί της θα τοποθετούσα τον Αλέξη Πανσέληνο και τον Φαίδωνα Ταμβακάκη) αποσπάται από τη νοσταλγική, ομφαλοσκοπική, βρυχώμενη και εφήμερη λογοτεχνική παραγωγή μας, κομίζουσα α­ ποδείξεις γνώσης της τεχνικής, σεβασμού της γλώσσας, λείας, πλούσιας και ικανής να δώσει την «πατίνα» του ήρωά της, με τον κόπο, την έρευνα, την εγρήγορση και την ψυχραιμία που χαρακτη­ ρίζουν το «ποιείν». Καινοτομεί λελογισμένα, θεραπεύει τον λόγο με ταπεινότητα. Ο Βίος του Ισμαήλ Φερίκ Πασά χρειάστηκε κουρά­ γιο για να γραφτεί και ταλέντο για να παραμείνει στα όρια του πα­ ραδείγματος. Φ.Δ. ΔΡΑΚΟΝΤΑΕΙΔΗΣ

Η

ΤΑ ΠΡ2ΤΑ ΜΟΥ ΒΙ&ΛΙΑ Δ. ΣΤΙΚΑ

Οι καλοκαιρινές μου διακοπές Δ. ΣΤΙΚΑ

Το βιβλίο μου. Για να παίζω και να μάθω (τόμοι A '-Β') π. ΔΑΡΑΚΗ

Η τεμπελομαρία Π. ΔΑΡΑΚΗ

Ονειρα στο Πετροχώρι Ε. BUTTON

Τα κόκκινα καρότα του Μπάρμπα Αρκούδου Ε. BUTTON

Τα καινούργια παπούτσια του Μπάρμπα Κούνελου Ε. BUTTON

0 θησαυρός του Μπάρμπα Κούνελου Ε. BUTTON

0 Μπάρμπα Αλεπούδος πηγαίνει στην αγορά Ε. BUTTON

0 Μπάρμπα Κούνελος και το φεγγάρι Ε. BUTTON

Το καινούργιο σπίτι του Μπάρμπα Αλεπούδου Φιγούρες Καραγκιόζη

GUTENBERG

F


Άντρέι Ταρκόφσκι

ΘΥΣΙΑ Ένα σημαντικό βιβλίο τοϋ μεγάλου σκη­ νοθέτη καί στοχαστή. Περιλαμβάνει τίς άπόψεις τοϋ συγγραφέα γιά τή σκηνοθετική του έργασία, τό σενάριο τής γνω­ στής ταινίας, όπως καί τίς άναζητήσεις καί τίς αγωνίες τοϋ Ά. Ταρκόφσκι γιά τό βαθύτερο νόημα τής ζωής... «Στήν έρώτηση τί μέ έλκύει τόσο πολύ στήν ιδέα τής θυσίας ή τής προσφοράς μπορώ νά άπαντήσω άμέσως, χωρίς υπεκφυγές: σάν θρησκευόμενο άτομο μ’ ένδιαφέρει προ­ παντός έκεϊνος ό όποιος, είναι ικανός νά προσφέρει τόν εαυτό του θυσία, είτε γιά χάρη κάποιου άνώτερου ίδανικοΰ είτε γιά νά έξασφαλίσει τήν προσωπική του σω­ τηρία είτε καί γιά τούς δύο λόγους ταυτοχρόνως. Μέ 123 έγχρωμες φωτογραφίες. Μετάφραση: Μαρία Άγγελίδου

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΝΕΦΕΛΗ Μ ^ μ ιχά λ η 9, 106 79 ’Αθήνα, Τηλ. 360.77.44, FAX 363.99.62

Γραφτεί τε συνδρομητές


Βιβλία για το καλοκαίρι από τις εκδόσεις

GUTENBERG

ο ι κα/1&καιρΰΥέ6 μ ο ν ^

ϋ υ α κ β ω

έ ό

ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΣΤΙΚΑ -Γ.Μ Π Α ΡΤΖ Η Σ Χ .ΣΑ Κ Ε Λ Λ Α Ρ ΙΟ Υ -Κ . ΧΡΗΣΤΟΥ

Εια τη ν π ρο σ χ ολική η λ ικ ία κ α ι για τις τά ξεις Α ' Β Έ ' Δ ' κα ι Ε 'Δ η μ ο η κ ο ύ

ΜΑΝΟΛΗ ΑΣΠΕΤΑΚΗ

-

#

τ α β χ ο λ ικ α

ZTAYPOAisA

Ακροστιχίδες Αγγλικά - Γαλλικά

Έ να β ιβ λίο για κ ά θ ε τάξη το υ Δ η μ ο η κ ο ύ κ α ι έν α για τη ν A Τ υμνασ ίου

GUTENBERG “27χρόνια κοντά στο παιδί”


εκδόσεις κέδρος Γ. Γενναδίου 3 - τηλ. 36.02.007

ΣΕΙΡΑ: ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΟΑ Β Α Τ Ζ Λ Α ΒΙΚ Μετ. Ά γγ. Νικάς Μ ΑΡΙΕΑ ΑΑ ΧΡΗ ΣΤΕΑ-ΔΟΥΜ ΑΝΗ

Η γλώ σ σ α τη ς α λλ α γή ς.

Η Ε λ λ η ν ίδ α μ η τ έρ α , ά λ λ ο τ ε κ α ι σ ή μ ερ α

Χ Α ΡΙΣ ΚΑ ΤΑ Κ Η Ο ι τ ρ εις τα υ τ ό τ η τ ες τη ς Ε λ λ η νικ ή ς ο ικ ο γ έ ν ε ια ς

Ο ΓΚ Α Σ Τ ΕΣ Ν ΕΠ ΙΑ Ρ Ο ικ ο γ έν εια ,

ΚΑΡΑ Χ Ο Υ Η Τ ΕΚ Ε Ρ

μαζί όμως αλλιώτικα

ΒΙΡΤΖΙΝ ΙΑ ΣΑ ΤΙΡ Π λάθοντας ανθρ ώ π ους

ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΑΙΡΟΥ ΜΑΣ · ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΡΑΠΠΑ NT. Α Ν Ζ ΙΕ - ΦΡ. ΚΑΡΑΠ Α Ν Ο Υ - I. ΖΙΑ ΙΜ Π ΕΡΤ - Α. ΓΚΡΗΝ Ν. Ν ΙΚΟΑΑΪΔΗ Σ - Α. ΙΙΟ ΤΑΜ ΙΑΝ Ο Υ Ψ υ χ α ν ά λ υ σ η κ α ι ελ λ η ν ικ ή κ ο υ λ τ ο ύ ρ α . Μετ. Μίλτος Φραγκόπονλος Ε . Γ. ΑΣΑΑΝΙΔΗΣ Τ ο μ η τ ρ ικ ό σ τ ο ι χ ε ί ο σ τη « Φ ό ν ι σ σ α » τ ο υ Π α π α δ ι α μ ά ν τ η .

Ψυχαναλυτικό δοκίμιο Ν ΤΕΪΒΙΝΤ Κ Ο ΥΠ ΕΡ Μετ. Καίτη Χατζή δήμον, Ιουλιέττα Ράλλη Ρ. NT. Λ Α ΙΝ ΓΚ - Α. ΕΣΤΕΡΣΟ Ν

Ψ υ χ ια τ ρ ικ ή κ α ι α ν τ ιψ υ χ ια τ ρ ικ ή .

Η ψ υ χ ικ ή ι σ ο ρ ρ ο π ί α . Η τ ρ έ λ α κ α ι η ο ι κ ο γ έ ν ε ι α . Ο ι κ ο γ έ ν ε ι ε ς σ χ ιζ ο φ ρ ε ν ι κ ώ ν .

Μετ.

Αημήτρης Κιούσης Ζ Α Κ ΑΑΚΑΝ Ο ι τ έ σ σ ερ ις θ ε μ ε λ ια κ έ ς έ ν ν ο ιε ς τη ς ψ υ χ α ν ά λ υ σ η ς .

(Σεμινάριο, βιβλίο X).

Μετ. Ανδρομάχη Σκαρπαλέζου ΝΙΚΟΣ ΝΙΚΟΑΑΪΔΗ Σ Η α ν α π α ρ ά σ τ α σ η . Ψυχαναλυτικό δοκίμιο ΖΙΑ Ν Τ ΕΛ ΕΖ - Φ ΕΑ ΙΞ ΓΚ Ο Υ Α ΤΤ Α Ρ Ι Κ α π ιτ α λ ι σ μ ό ς κ α ι σ χ ι ζ ο φ ρ έ ν ε ι α . Ο α ν τ ι - Ο ι δ ί π ο υ ς .

Μετ. Καίτη Χατζηδήμον - Ιουλιέτα Ράλλη Φ ΡΑΝ ΣΟ ΥΑΖ ΝΤΟΑΤΟ Μετ. Θάλεια Ιδομενέα ΒΙΑΧΕΑΜ ΡΑ ΙΧ

Η π ε ρ ίπ τ ω σ η Ν τ ο μ ιν ί κ .

Η σ εξ ο υ α λ ικ ή ε π α ν ά σ τ α σ η .

Για τη χαρακτηρολογική αντορρύθμιση τον ανθρώπου. Μετ. Σταύρος Καμπουρίόης Μ ΙΧ Α ΕΛ ΣΝΑΪΝΤΕΡ

Υλιστική κριτική και απόπειρα μιας απελευθερωτικής αναθεμελίωσης της ψυχανάλυσης. Μετ. Τζένη Μαστοράκη Ν εύ ρ ω σ η κ α ι π ά λ η τω ν τά ξεω ν.


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.