ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ · AP. 243 · 11.7.90 · ΔΡΧ. 400
Στο γνώριμό του, ζεστό κι ανθρώπινο μικρόκοσμο του περιθωρίου μάς περιφέρει ξανά με το βι βλίο του «Μπλου-μπελ», ο Άντριου Βακς.
0 Μπερκ, ήρωας και πρωταγω νιστής ενός κόσμου χωρίς έπη και διθυράμβους κυνηγά την προσω πική αλήθεια για να μπορέσει να βρει το νήμα της... ζωής, που θα τον κρατήσει στα πόδια του, όρ θιο μέσα σ’ ένα κόσμο διαφθοράς και ανωμαλίας που δεν έχει σύνο ρα. Εκεί όμως, στα όριά τους, στα όρια των συνόρων, θα συναντή σει την «Μπλούμπελ». Σημαδεμέ νη ύπαρξη από τα χρόνια που ήταν παιδί, ακόμη, όπως κι αυτός, με μια καρδιά λαβωμένη από τα πιο αγαπημένα της πρόσωπα..., θα κολλήσει πάνω του και μαζί θα χαράξουν τα κοινά τους σύνορα...
Εκδόσεις Α.Α. ΛΙΒΑΝΗ - ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ Σόλωνος 94,106 80 Αθήνα, Τηλ.: 3600398-3610589-3644409 FAX 3617791
ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΡΕΜΜΥΔΑΣ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΑ ΚΑΙ ΑΔΗΜΟΣΙΕΥΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
Π ώ ς μπορεί να διατυπωθεί και να εφαρμοστεί στην εκπαίδευση μια πολι τική, με την πλήρη έννοια του όρου;
Γ ια Τ η ν Ε κ π α ί δ ε υ σ η Θ α υπάρξει κάποια συνολική α ντιμετώπιση και πρόταση, από την πλευρά των πολιτικών κομμάτων, κά ποια ιδέα για μεταρρύθμιση στην εκ παίδευση, τη στιγμή που τα ίδια κλαίνε και οδύρονται για τα χάλια της και δη λώνουν ότι θα έχει προτεραιότητα στην αυριανή πολιτική τους;
Στοβι :ο βιβλίο του ο Βασίλης Κρεμμυδάς επισημαίνει τις Π ρ α γ μ α τ ι κ ό τ η τ ε ς στο χώρο της εκπαίδευσης και διερευνά τις Π ΡΟΟΠΤΙΚΕΣ.
εκδόσεις^ » ; «γνώση» Ιπποκράτους 31, 106 80 ΑΘΗΝΑ τηλ. 36.20.941 - 36.21.194
Κυκλοφόρησαν Τα νέα βιβλία του Μ Α Ρ ΙΟ Υ Π Λ Ω Ρ ΙΊ Ή
Νέα Πολιτικά A ' (1980-1984)
Νέα Πολιτικά Β ' (1984-1988)
Σχόλια για τψ πτώση της Δεξιάς, την άνοδο του «σοσιαλιστικού κινήματος», τις πρώτες αντιφάσεις του, τα προμαντέματα για τψ εξέλιξή του. Για τις παγίδες των Μηνοαμερικανικών χαι ελληνοτουρκικών σχέσεων, τις ψυχρο πολεμικές εντάσεις, τον επεκτατισμό
Κρίσεις για τη δεύτερη περίοδο της ο κταετίας του ΠΑΣΟΚ, για τψ εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας, για τις ιδεο λογικές και πρακτικές αυτοαναιρέσεις του «κινήματος» και τψ «αναθεώρηση» του Συντάγματος, για τις ελληνοτουρ κικές κρίσεις και το Νταβάς. Σχόλια για τψ Περεστρόικα, για την ειρήνη και την «ειρήνη», για το περιβάλλον, τψ τηλεόραση και τον Τόπο.
Ε κ δ ό σ ε ις Κ α ς τ α ν ιω τ η . Η σύγχρονη εκδοτική παρουσία στα ελληνικά γράμματα
Κυκλοφορούν Τα νέα βιβλία του Γ ΙΩ Ρ Γ Ο Υ Σ Κ Ο Υ Ρ Τ Η
Το χειρόγραφο της Ρωξάνης
Ιστορίες μ ε πολλά στρας
Ο σπαραχτικός σε ειλικρίνεια μονόλογος μιας νέας γυναίκας που ψάχνει να βάλει σε μια σειρά τα γράμματα του, μέχρι τώρα, χαμένου αλφάβητου της ζωής και της προσωπικότητάς της.
Ιστορίες τρυφερές και με χιούμορ, οι περισσότερες σκληρές, ωστοσο όλες αληθινές, όπου καταγράφεται η φθορά και το υπαρξιακό αδιέξοSo στις ερωτικές και κοινωνικοπο λιτικές σχέσεις.
Ε Κ Δ Ο Σ Ε Ι Σ Κ Α Σ Τ Α Ν ΙΩ Τ Η Η σύγχρονη εκδοτική παρουσία στα ελληνικά
Κυκλοφόρησε Το νέο βιβλίο του Π Α Υ Λ Ο Υ Μ Α Τ Ε Σ Ι
Η μητέρα του σκύλου Το βιβλίο χυ τό και η ηρωίδα του ξεκίν π χρ έχ για μ ια δολοφονικά εύθυμη εκδρομή που αρχίζει από την Κ α τοχή. Προχωρούν πολύ πρόσχαρα προς ένα άσκοπα τραγικό φινάλε που θα πραγματω θεί μ ε τά το τέλος του βιβλίου. Συνοδός τους ενοχλητική η Μ ούσα τη ς Τραγω δίας που κ α θ ’ οδόν τή ς τσακίστηκε ο ένας κόθορνος και συνεχίζει κουτσαίνοντας. Κι έτσ ι έγινε Μ ούσα εύθυμα μελοδραματική. Ό πω ς η Ελλάς.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ — Η σύγχρονη εκδοτική παρουσία στα ελληνικά γράμματα
Κυκλοφορεί Η νέα συλλογή διηγημάτων του Δ Η Μ Η Τ Ρ Η Ν Ο Λ Λ Α
Ονειρεύομαι τους φίλους μου Ε ννέα ισ τορίες μ ε φίλους, όπου τ ις σχέσεις, '<σο αντιφατικές ή αμφιλεγόμενες κι αν είναι, δεν παύει α τις διακρίνει μ ια βαθιά ειλικρίνεια.
ΕΠΙΣΗΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ • Το τρυφερό δέρμα • Τα καλύτερα χρόνια • Το πέμπτο γένος
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Η σύγχρονη εκδοτική παρουσία στα ελληνικά γράμματα .
Τζαβέλλα 1 και Ζωοδόχου Πηγής Τηλ.: 36.04.885 - 36.13.065
M nnnm
Τρεις Γάλλοι Ρομαντικοί στην Ελλάδα Λαμαρτίνος - Νερβάλ - Γκωτιέ Πρόλ.: Παν. Μουλλάς Μτφρ.: Βάσω Μέντζου
Εκδόσεις
ΟΛΚΟΣ Βουκουρεστίου 3,
105 64 Αθήνα - Τηλ.: 3254538 - 3253172
Μ ΙΧ Α Λ Η Π Ε Τ Ρ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ
ΕΝΑ ΒΕΛΟΥΔΟ ΦΕΡΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΗ ΒΕΡΟΝΑ
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
Από τις εκδόσεις Γκοβόστη Ζωοδόχου Πηγής 21 - Τηλ. 36.15.433
ΔΙΑΒΑΖΩ Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α Α. Μ εταξά 26, Αθήνα - 106 81 Σύνταξη: 36.40.487 Λογιστήριο: 36.40.488 Διαφημίσεις: 36.42.789 Συνδρομές: 36.42.765
Τεύχος 243
ΧΡΟΝΙΚΑ ΜΟΛΙΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΑΝ: Επιμέλεια Η ρακλής Π απαλέξης Η ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΕΡΕΥΝΑ: Τί και πόσο διαβάζουν τα παιδιά τη ς ε πα ρ χία ς κα τά τον ελεύθερο χρόνο τους (Γράφει ο Μιχ. Αργυρίδης)
8 10 11
11 Ιουλίου 1990 Τιμή: Αρχ. 400 Ιδρυτής: Περικλής Αθανασόπουλος Διευθυντής: Γιώργος Γαλάντης Αρχισυντάκτης: Ηρακλής Παπαλέξης Σύνταξη: Κατερίνα Γρυπονησιώτου, Βα σίλης Καλαμαράς, Ηρακλής Παπαλέξης, Βάσω Σπάθή Οικονομικός υπεύθυνος: Βάσω Σπάθή Συνδρομές: Κατερίνα Γρυπονησιώτου Διαφημίσεις: Ηρακλής Παπαλέξης Σελιδοποίηση-Μοντάζ: Νένη Ράις Γλωσσική επιμέλεια-Διορθώσεις: Βίκυ Κωτσοβέλου Στοιχειοθεσία: Φωτοκύτταρο Ε.Π.Ε., Υ μηττού 219, τηλ. 75.16.333 Φωτογραφίσεις-Μοντάζ: I. Χριστοδουλάκος - 1. Κοργιαλάς Ο.Ε., Α. Μεταξά 26, τηλ. 36.41.134 Εκτύπωση: Αφοί Τσαλδάρη Ο.Ε., Φυλής 35, Καματερό, τηλ. 26.10.918 Βιβλιοδεσία: Νικ. Κατριβάνος και Σία Ο.Ε., Στ. Γόνατά 48, τηλ. 57.49.951 Διανομή: Νέο Πρακτορείο Τύπου Ιδιοκτήτης-Εκδότης: Γιώργος Γαβαλάς Κεντρική διάθεση: Αθήνα: «Διαβάζω»
ΑΦΙΕΡΩΜΑ Χρονολόγιο του βίου και του έργου του Σοφοκλή Κ ώστας Γεωργουσόπουλος: Ο δεινός Ο ιδίπους τύχης π α ις ή ανάγκης; Αγγελική Σπυροπούλου: Ο ιδίπους Τύραννος: Π όσες αναγνώσεις; Ζακ Λ ακάν: Πέραν του Ο ιδίποδα Γιώργος Γεωργούσης: Φιλοκτήτης ή Τα Νησιά Α υγή-Ά ννα Μ άγγελ: Α ίας και Τραχίνιαι: Τα όρια του Λόγου και της Ε πικοινωνίας Μ αρίκα Θ ωμαδάκη: Χρυσόθεμη: Α πό τον Σοφοκλή στον Γιάννη Ρίτσο Δημήτρης Σ αλταμπάσης: Ή θ ο ς και Μύθος στην Η λέκ τρ α του Σοφοκλή Κώστας Χωρεάνθης: Ιχνηλασία ρυθμική αθύρματος ερατεινού Λ έανδρος Π ολενάκης: Τίμων Ευθυπόλιδος, Αντιγόνη, αιώρα Φ ανταστικό ταξίδι στο άνω κα ι στο κάτω Π όπη Τζαβολάκη: Σοφοκλής: Η τεχνική τη ς επανάληψης Κ ώστας Χωρεάνθης: Βιβλιογραφία Σοφοκλή
20 22 24 28 32 60 63 65 67 72 77 79
ΟΔΗ ΓΟ Σ ΒΙΒΛΙΩΝ ΕΠΙΛΟΓΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ: Γράφει ο Χ ρήστος Ηλιόπουλος ΜΕΛΕΤΗ: Γράφει ο Α ντώνης Κάλφας
83 85
ΔΕΛΤΙΟ
Θεσσαλονίκη: Βιβλιοπωλείο «Κέντρο του βιβλίου» Λασσάνη 9 τηλ. 237.463
Ευρετήριο περιεχομένων Α ' εξαμήνου 1990 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ
37
Εξώφυλλο: Γιώργος Γαλάντης
ΚΡΙΤΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
46
στο επόμενο «Διαβάζω»
αφιέρωμα: α) Οι εκδότες προτείνουν βιβλία για τις Διακοπές β) Θάλασσα - Ταξίδια
33
Παρακαλούμε τους εκδότες να αποστέλλουν το συντομότερο δυνατόν τα βιβλία τους στα γραφεία του περιοδικού για την άμε ση ενημέρωση της συντακτικής επιτροπής, η οποία υπογράφει τα κείμενα που ακολουθούν.
Η Αρχή μιας Νέας Τεχνολογικής Εποχής Υπεραγωγιμότητα. Η λέξη είναι μαγική όπως και το φαινόμε νο. Η υπεραγωγιμότητα είναι η αγωγή του ηλεκτρισμού χωρίς την παραμικρή απώλεια ενέργειας, δηλαδή η τέλεια αγωγιμότη τα. Σημαίνει δε πως η μεταφορά του ηλεκτρικού ρεύματος είναι αδάπανη. Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί πώς θα μεταβληθεί η καθημερινή μας ζωή όταν χρησιμοποιηθούν οι υπεραγωγοί. Στα χαρτιά υπάρχουν δεκάδες εφαρμογές των υπεραγωγών» α πό τις οποίες μερικές θα μπορούσαν ν' αλλάξουν τη μορφή της κοινωνίας. Ελαφριοί και πανίσχυροι μαγνήτες και κινητήρες, υ πολογιστές μικρού μεγέθους, ταχύτεροι απ' τους σημερινούς, τρένα που δε θ’ ακουμπούν στο έδαφος και θα κινούνται με τα χύτητα άνω των 500 χιλ/ώρα και πληθώρα άλλων συσκευών. Οι υπεραγωγοί, όμως, για να γίνουν τέλειοι αγωγοί του ηλε κτρισμού πρέπει να ψυχθούν σε αφάνταστα χαμηλές θερμοκρα σίες. Οι ερευνητές των υπεραγωγών μοχθούσαν συνέχεια ανα ζητώντας νέα υλικά για να πετυχαίνουν εύκολα θερμοκρασίες στις οποίες αρχίζει η υπεραγωγιμότητα. Το Σεπτέμβριο του 1986 δύο Ελβετοί φυσικοί πέτυχαν θερμοκρασία στους -243 βαθμούς C και το κυριότερο ανακάλυψαν νέα υπεραγώγιμα υλι κά. Αυτή η χρονική στιγμή συνδέεται με την εκκίνηση πολλών εργαστηρίων στις ΗΠΑ να ανακαλύψουν ένα αποτελεσματικό τερο δείγμα υπεραγώγιμου υλικού. Ανάμεσά τους και το Εργα στήριο του Χιούστον με καθηγητή τον Πολ Τσου. Ο Πολ Τσου με την ομάδα του και τον Ρόμπερτ Χέιζεν, ερευνητή και συγγρα φέα του βιβλίου, μέσα σε 4 βδομάδες πειραμάτων και ερευνητι κής δουλειάς, ανακάλυψαν το νέο υλικό που ονόμασαν χαϊδευ τικά «1-2-3» και άνοιξαν νέους δρόμους στην έρευνα. Τις δραστηριότητες και τις έντονες ερευνητικές προσπάθειες της ομάδας αυτής αφηγείται σ’ αυτό του το βιβλίο ο Χέιζεν. Προσπαθεί μια εκ των έσω ανασκόπηση της πορείας της έρευ νας και κατορθώνει να περιγράψει την πυρετώδη ατμόσφαιρα στην οποία εργάστηκαν, τις αντιζηλίες, τις μηχανορραφίες που γέννησε ο ανταγωνισμός, τους παρανοϊκούς φόβους της προ δοσίας. Αφηγείται από πρώτο χέρι, μέρα με τη μέρα, τις δρα στηριότητες της ομάδας του εργαστηρίου Γεωφυσικής. «Οι διά λογοί μου βασίζονται σε πραγματικές συζητήσεις. Το αποτέλε σμα είναι μια τίμια, αλλά θεμιτά προσωπική άποψη των αξιο μνημόνευτων γεγονότων που οδήγησαν στην ιστορική συνε δρίαση της Αμερικανικής Ένωσης Φυσικών, στις 18 Μαρτίου 1987, όταν ο κόσμος πρωτάκουσε τα νέα για τον πρώτο γύρο της έρευνας της υπεραγωγιμότητας. Αυτή η ανακάλυψη ήταν αρκετά σημαντική γιατί κέντρισε τη φαντασία του επιστημονι κού κόσμου και άλλαξε τους ερευνητικούς στόχους χιλιάδων ε πιστημόνων σε δεκάδες χώρες», σημειώνει ο συγγραφέας. Hazen Robert: Η ρήξη. Η κούρσα της υπεραγωγιμότητας. Μετ. Αλέκος Ζαγοραίος. Γλωσσ. Επιμέλεια Π όπη Βουτσινά. Αθήνα, Τροχαλία, 1990. Σελ. 264. Δρχ. 1.800.
χρονικα/9
Επανατοποθέτηση τω ν Αρχών της Γαλλικής Επανάστασης Η μεγάλη γαλλική επανάσταση του 1789 έχει τύχει ώς σήμερα πολλών ερμηνειών από διαφορετικές οπτικές γωνίες, ανάλογα με τις ιδεολογικές επιλογές του ιστορικού ή τις συγκεκριμένες κοινωνικές ανάγκες κάθε εποχής. Σημασιοδότησε την είσοδο των δυτικών κοινωνιών στη βιομηχανική εποχή, και υπήρξε η α φορμή για τη συγγραφή βιβλίων που άνοιξαν καινούριους δρό μους στην επιστημονική μεθοδολογία. Ας θυμηθούμε την «Ιστο ρία της γαλλικής επανάστασης» από τον Μινιέ και λίγο αργότε ρα από τον Μισελέ που γαλούχησαν γενεές αναγνωστών σε μια ειδική ερμηνεία των γεγονότων. Η αιρετική επίσης Ιστορία του αναρχικού Κροπότκιν φώτισε την επανάσταση από μια πολύ διαφορετική αφετηρία. Ο ίδιος ο Μαρξ, τέλος, αφιέρωσε ένα από τα σημαντικότερα ιστορικά έργα του - «Η 18Μπρυμαίρ» - στην ανάλυση των διαδικασιών που οδήγησαν στην παρέκκλιση της επανάστασης προς τον απολυταρχισμό. Στην εποχή μας, με την ευκαιρία των 200 χρό νων από την 4η Ιούλη του 1789, δημοσιεύτηκαν σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές γλώσσες μελετήματα για το γεγονός, που ώς έ να σημείο επανερμήνευσαν, βάσει των εξελίξεων που μεσολά βησαν, τις ιδεολογικές αφετηρίες και προοπτικές των επανα στατών. Μέσα σ' αυτό το πνεύμα επανατοποθέτησης των ιδεο λογικών αρχών της επανάστασης εντάσσεται και το βιβλίο των Βάλτερ Μαρκόφ και Αλμπέρ Σομπούλ: «1789. Η μεγάλη επανά σταση των Γάλλων». Οι συγγραφείς επιχειρούν μια βαθιά τομή της εποχής ξεκι νώντας από το θεσμικό πλαίσιο, την κοινωνική διαστρωμάτω ση, το πολιτειακό σύστημα και το ιδεολογικό εποικοδόμημα που χαρακτηρίζουν τον όψιμο 18ο αιώνα. Διαβλέπουν τις ενυπάρχουσες συγκρούσεις του κοινωνικού καθεστώτος με τις ανερχόμενες οικονομικές τάξεις που καθόρισαν τα ιστορικά γεγο νότα. Επιπλέον, παραθέτοντας μια λεπτομερή τους εξιστόρηση, χαρτογραφούν το γενικό πλαίσιο κατευθύνσεων της επο χής, όσον αφορά τις σχέσεις του εποικοδομήματος, και ερμη νεύουν την ειδική συμπεριφορά των πρωταγωνιστών της, ανάγοντάς τα στους γενικούς ιστορικούς νόμους που ενσάρκωναν. Τέλος, αναλύουν, παραμένοντας πιστοί στη μαρξιστική μεθοδο λογία, τις σχέσεις που διαμορφώθηκαν, πέρα από το εξουσια στικό παιχνίδι, μεταξύ εργαζομένων μαζών και των κυβερνώντων εργοδοτών τους. Και σε αυτό το σημείο επισημαίνουν την τραγική αντίφαση της επανάστασης ανάμεσα σε αυτά που δια κήρυξε και σε όσα τελικώς επιτέλεσε. Θέωρώντας την ως ορόσημο της σύγχρονης κοινωνίας δεν παύουν να τονίζουν τη συνάφεια των αιτημάτων της με τα αιτή ματα της σύγχρονης αριστερός. Σε μια εποχή μάλιστα που η α ριστερά ως πολιτική ή κριτική δύναμη δείχνει να υποχωρεί και να καταρρέει, τέτοια βιβλία μας υποδεικνύουν την «προϊστορία» ενός κινήματος που φιλοδόξησε να αλλάξει τον κόσμο και τις ανθρώπινες σχέσεις. Ίσως, ποιος ξέρει, μελετώντας την ιστορία του, να προοιωνίζουμε το μέλλον του. ΒΑΛΤΕΡ ΜΑΡΚΟΦ - ΑΛΜΠΕΡ ΣΟΜΠΟΥΛ: 1789. Η Μεγάλη Επανάστα ση των Γάλλων. Μετάψρ. Καίτη Μάρακα. Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1990. Σελ. 402. Δρχ. 2.000.
χρ ονικα/11
Τί και πόσο διαβάζουν τα παιδιά της επαρχίας κατά τον ελεύθερο χρόνο τους ιλάμε αρκετές φορές για πολιτιστική αναβάθ μιση της επαρχίας και ο νους μας πηγαίνει σε πανηγύρια και διασκεδάσεις. Αναφερόμαστε στην ποιότητα ζωής των κατοί κων της επαρχίας και η κοινή αντίληψη ερμηνεύει αυτή την αναφορά «σαν δυνατότητα για καλύτερη ζωή από υλικής πλευράς».1 Την αναβάθμιση και την αναγέννηση, όμως, «δεν τη φέρνουν τα πανηγύρια και ο διασκεδαστικός βίος, αλλά το καλό βιβλίο»2 και ειδικότερα το καλό παιδικό βιβλίο, που πρέπει να φτάσει στα χέρια των παιδιών, όπου κι αν ζουν αυτά: στην πόλη ή στο χω ριό, στον κάμπο ή στα ορεινά. Όμως, τα βιβλία που κάνουν κάθε τόσο την εμ φάνισή τους στις βιτρίνες των βιβλιοπωλείων, στα χέρια πόσων και ποιων παιδιών φτάνουν; Πόσα παι διά μπορούν να τ’ αγοράσουν ή να τα βρουν και να τα διαβάσουν; Κι ακόμη είναι βέβαιο ότι τα περισ σότερα παιδιά προσελκύονται από τα βιβλία; Με λί γα λόγια, δηλαδή, τί και πόσο διαβάζουν τα παιδιά της επαρχίας;
Μ
Θέλοντας να διερευνήσω το θέμα σε μία από τις επαρχίες του νομού της Λάρισας, απευθύνθηκα στους μαθητές της πέμπτης και της έκτης τάξης των δημοτικών σχολείων της επαρχίας Φαρσάλων. Στους μαθητές -212 αγόρια και 171 κορίτσιαδόθηκε ερωτηματολόγιο με διάφορες ερωτήσεις στις οποίες τα παιδιά απάντησαν ανώνυμα. Τις απαντήσεις των παιδιών τις επεξεργάστηκε ηλεκτρονικός υπολογιστής, ο οποίος έδωσε διαφωτιστικά στοιχεία για τη σχέση παιδιού και βιβλίου. Τα πορίσματα της έρευνας, η οποία πραγματο ποιήθηκε τον Μάιο του 1989, έρχονται σήμερα στο φως της δημοσιότητας. Εμείς προσφέρουμε στοι χεία και διαπιστώσεις. Η κριτική και ο προβληματι σμός ανήκουν στους αναγνώστες. Προτού παραθέσω τα αριθμητικά αποτελέσματα της έρευνας, θέλω να ευχαριστήσω, και από τη θέ ση αυτή, τον κ. Δημήτρη Τούλα, Σχολικό Σύμβουλο Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης της εκπαιδευτικής πε ριφέρειας Φαρσάλων, για την ηθική υποστήριξη που μου πρόσφερε στη διάρκεια της έρευνας.
12/χρονικα Α. ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ
ΠΙΝΑΚΑΣ 1. ΠΡΟ ΤΙΜ ΗΣΕΙΣ ΚΑΤΑ ΦΥΛΟ (ΑΓΟΡΙΑ-ΚΟΡΙΤΣΙΑ) ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟ «ΤΙ ΠΡΟ ΤΙΜ ΑΣ ΝΑ ΔΙΑ ΒΑ ΖΕΙΣ, ΟΤΑΝ ΣΟΥ ΜΕΝΕΙ ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ Χ ΡΟ Ν Ο Σ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΟΥ;» Γενικό Σύνολο
Α'
Κορίτσια
Αγόρια
40,47% 8,62% 52,22% 10,97% 28,20% 3,39%
155 33 200 42 108 13 0
Λ ογοτεχνικά βιβλία Π αιδικά Π εριοδικά Κ όμικς Π εριοδικά Διάφορα Α θλητικές εφημερίδες Π ολιτικές εφημερίδες Κ άτι άλλο
71 18 115 8 82 6 0
-
84 15 85 34 26 ' 7 0
33,49% 8,49% 54,25% 3,77% 38,68% 2,83%
49,12% 8,77% 49,71% 19,88% 15,20% 4,9%
ΠΙΝΑΚΑΣ 2. ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΤΩΝ ΑΠΑΝΤΗΣΕΩΝ ΤΟΥ ΕΡΩΤΗΜ ΑΤΟΣ «ΤΙ ΠΡΟ ΤΙΜ ΑΣ ΝΑ ΔΙΑΒΑΖΕΙΣ, ΟΤΑΝ ΣΟΥ ΜΕΝΕΙ ΕΛΕΥΘΕ ΡΟ Σ ΧΡΟ Ν Ο Σ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΟΥ;» ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΠΟ Μ ΟΝΙΜ ΗΣ ΔΙΑ Μ Ο Ν ΗΣ ΤΩΝ ΠΑ ΙΔΙΩ Ν Χωριά
Φ άρσαλα
Α' 53 12 79 17 48 .4 0
Λ ογοτεχικά βιβλία Π αιδικά περιοδικά Κ όμικς Π εριοδικά διάφορα Α θλητικές εφημερίδες Π ολιτικές εφημερίδες Κάτι άλλο
102 21 121 25 60 9 0
39,85% 9,02% 59,40% 12,78% 36,09% 3,01% “
40,80% 8,40% 48,40% 10% 24% 3,60% ~
ΠΙΝΑΚΑΣ 3. ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΤΩΝ ΑΠΑΝΤΗΣΕΩΝ ΤΟΥ ΕΡΩΤΗΜ ΑΤΟΣ «ΤΙ ΠΡΟ ΤΙΜ ΑΣ ΝΑ ΔΙΑ ΒΑ ΖΕΙΣ ΟΤΑΝ ΣΟΥ ΜΕΝΕΙ ΕΛΕΥΘΕ ΡΟ Σ Χ ΡΟΝΟΣ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΟΥ;» ΜΕ ΤΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΤΩΝ ΠΑ ΙΔΙΩ Ν
Α'
Λ ογοτεχνικά Βιβλία
Ε πάγγελμα Πατέρα Εργάτης Ελεύθερος Ε παγγελματίας Ιδιω τικός υπάλληλος Δημόσιος υπάλληλος Α γρότης Ε πιστήμονας Ε παγγελματίας Συνταξιούχος Σύνολο
Π αιδικά Π εριοδικά
κ ό μ ικ ς
2
1
Π εριοδικά Διάφορα
Α θλητικές Εφημερίδες
4
3
5
9,62%
27
51,92%
4
7,69%
10
19,23%
27 36,49%
9
12,16%
42
56,76%
9
12,16%
28
37,84%
1
_
3
12,50% 5,91%
20 103
3 22
7,5% 10,84%
6 60
3
-
0
57,50% 40,39%
5 12
4 50% 50,74%
“ 15% 29,56%
Κάτι Α λλο
7
6
5
32,69%
17
Π ολιτικές Εφημερίδες
2
3,85%
-
-
2 9
5% 4,43%
-
-
196
39
107
13
-
3
# # 3
of 23
8
II § Ν < ■
< < < Ζ
I I
3
11 a
< α <
Ε | | * o g
|Ρ
2 55
1 ° 1 #■81
Η ΜΜ < ΟΒ
ζ
c
H
2 ο U —
Β Η Ζ 2 Η <
±
s i 1 μι
1 α|
-
1
-
|
■Τ» 0 5
2
2
ο ΐ a ε δ ^ 9-
3
!
ον
C
00
ί | J, ‘g
2 Ρ<§
Η οο
ο °
- 2 2%
1,50% 4 1,60%
-
7 5,26% 2 1,50% 9 6,77% 26 10,40% 7 2,80 10 4%
&
11 8,27% 10 4%
# #
2,26% 4%
# # ° Ρ **> —' r- cm ΟΝ
3 10
Η S
4 3,01% 8 3,20%
# # ρ » .·
5 ο W
81 60,90% 5 3,76% 8 6,02% 156 62,40% 2 0,80% 12 4,80%
2!
Π αρα μύθια
I I
Φ άρσαλα Χωριά
# # 3 58. Για ζώα και Φυτά
2 2
α
# #
α
j
Μυογία
2 Γ~
νο
)έμα
<Ν r·,
Π εριπε- Ιστ τειώδη π χο
Π αραμύ- Π οιήματα Ε πιστημο- Βιογραθια νική ς Φαιρίες ντα σία ς
Μ^
7
129 60,85% 4 108 63,16% 3
237
Σύνολο
Ιστορικού Με θέματα Ταξιδιω- Με θέμα- Για ζώα περιεα πό τη τικά τα από το κα ι χομένου Μ υθολογία Διάστημα Φυτά
Αγόρια Κορίτσια
Περιπετειώδη
χρονικα/13
14/χρονικα ΠΙΝΑΚΑΣ 6. ΠΡΟ ΤΙΜ ΗΣΕΙΣ ΚΑΤΑ ΦΥΛΟ (ΑΓΟΡΙΑ-ΚΟΡΙΤΣΙΑ) ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟ «ΠΩΣ ΔΙΑ Λ ΕΓΕΙΣ ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ;» Α πό ιν τίτλο
Γ Αγόρια Κορίτσια Σύνολο
29,72% 39,77%
63 68
11 5
5,19% 2,92%
11 4
5,19% 2,34%
Γιατί το σύ Γιατί το σύ Α πό το όνοΑ πό την στησαν οι νομα του περίληψη του στησε άλλο συγγραφέα ενήλικες παιδί οπισθόφυλλου 98 78
46,23% 45,61%
3 2
1,42% 1,17%
8 12
3,77% 7,02%
20
5
176
15
16
131
Α πό τις εικόνες
Α πό την εικόνα του εξωφύλλου
16
ΠΙΝΑΚΑΣ 7. Π ΡΟ ΤΙΜ ΗΣΕΙΣ ΚΑΤΑ ΦΥΛΟ (ΑΓΟΡΙΑ-ΚΟΡΙΤΣΙΑ) ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟ «Π Ο ΣΕΣ ΩΡΕΣ ΔΙΑΘΕ Τ ΕΙΣ ΤΗ ΒΔΟΜΑΔΑ ΓΙΑ ΝΑ ΔΙΑΒΑΖΕΙΣ ΕΞΩΣΧΟΛΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ ΚΑΙ ΕΝΤΥΠΑ (ΠΕΡΙΟ ΔΙΚ Α , ΕΦΗ Μ ΕΡΙΔΕΣ);» δεν αναφέρω
πάνω από 12 ώ ρες
1 - 12 ώ ρες
5- 8 ώρες
1-4 ώρες
Δ' Φύλο Αγόρια Κορίτσια
172 140
Σύνολο
312
81,13% 81,87%
24 23
11,32% 13,45%
9 3
4,25% 1,75%
0 1
12
47
0,50%
7 4
3,30% 2,34%
11
1
ΠΙΝΑΚΑΣ 8. ΠΡΟ ΤΙΜ ΗΣΕΙΣ ΚΑΤΑ ΦΥΛΟ (ΑΓΟΡΙΑ-ΚΟΡΙΤΣΙΑ) ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟ «ΠΩΣ ΠΡΟΜΗΘΕΥΕΣΑΙ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΖΕΙΣ;»
Ε'
Τ α αγοράζουν οι γονείς μου
Τα αγοράζω με τις οικονομίες μου 1
Φύλο Αγόρια Κορίτσια
57 118
Σύνολο
175
Τ α δανείζομαι
2
26,89% 29,24%
118 85
55,66% 49,71%
203
3 34 36
16,04% 21,06%
70
ΠΙΝΑΚΑΣ 9. ΑΠ ΑΝ ΤΗ ΣΕΙΣ ΚΑΤΑ ΦΥΛΟ (ΑΓΟΡΙΑ-ΚΟΡΙΤΣΙΑ) ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟ «ΠΟΣΑ ΒΙΒΛΙΑ ΕΧΕΙΣ ΔΙΑΒΑΣΕΙ ΩΣ ΤΩΡΑ;»
Σ Τ' Αγόρια: 42 βιβλία
Κορίτσια: 44 βιβλία
14 2
6,60% 1,17%
χρονικα/15
ΠΙΝΑΚΑΣ 10. ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΤΩΝ ΑΠΑΝΤΗΣΕΩΝ ΤΟΥ ΕΡΩΤΗΜ ΑΤΟΣ «ΠΟΣΑ ΒΙΒΛΙΑ ΕΧ ΕΙΣ ΔΙΑΒΑΣΕΙ ΩΣ ΤΩΡΑ;» ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΠΟ Μ Ο ΝΙΜ ΗΣ ΔΙΑ Μ Ο Ν ΗΣ ΤΩΝ ΠΑ ΙΔΙΩ Ν Σ Τ ' Φάρσαλα: 53 βιβλία
Χωριά: 37 βιβλία
ΠΙΝΑΚΑΣ 11. ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΤΩΝ ΑΠΑΝΤΗΣΕΩΝ ΤΟΥ ΕΡΩ ΤΗΜ ΑΤΟΣ «ΠΟΣΑ ΒΙΒΛΙΑ Ε Χ ΕΙΣ ΔΙΑΒΑΣΕΙ Ω Σ ΤΩΡΑ ;» ΜΕ ΤΟ ΕΠΑΓΓΕΛ ΜΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΚΑΙ Τ Η Σ Μ Η ΤΕΡΑ Σ ΤΩΝ Π ΑΙΔΙΩΝ Σ Τ' Ε πάγγελμα
Π α τέρα ς
Μητέρα
Α ριθμός βιβλίων που διάβασαν τα παιδιά
Α ριθμός βιβλίων που δ ιάβασαν τα παιδιά
39 52 50 64 35 88 25
20 20 70 78 36 92 47
Εργάτης- εργάτρια Ε παγγελματίας Ιδιωτ. Υπάλληλος Δημ. Υ πάλληλος Α γρότης,- ισσα Επιστημ. Ε παγγελματίας Συνταξιούχος Νοικοκυρά
-
Π ΙΝΑΚΑΣ 12. Π ΡΟ ΤΙΜ ΗΣΕΙΣ ΚΑΤΑ ΦΥΛΟ (ΑΓΟΡΙΑ-ΚΟΡΙΤΣ1Α) ΚΑΙ ΤΟΠΟ Μ ΟΝΙΜ ΗΣ ΔΙΑ Μ Ο Ν ΗΣ (ΦΑΡΣΑΑΑ-ΧΩΡΙΑ) ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟ Π ΟΙΑ ΚΟΜΙΚΣ ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜ ΕΝΑ Π ΕΡΙΟ ΔΙΚΑ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΤΑ Π Α ΙΔΙΑ Τίτλος Κόμικς «Μανίνα» «Κατερίνα» «Μίκυ- Μάους» «Ποπάυ» «Σεραφίνο» «Μ πλέηκ» «Κράνος» «Τανκς» «Τεν-τεν» «Αστερίξ» Δε διαβάζουν Κόμικς Δεν απάντησαν
Σύνολο
Αγόρια
Κορίτσια
10,85%
84
49,12%
110
51,89%
54
46 2 5
21,70% 1,42% 2,36%
3 1 1
19 6
8,96% 2,83%
26 3
*107
27,94%
23
164
42,82%
49 3 6
12,79% 0,78% 1,57%
45 9
11,75% 2,35%
Φάρσαλα
Χωριά
32
24,06%
75
43,86%
31,58%
55
41,35%
109
63,74%
1,75% 0,58% 0,58%
25 2 3
18,80% 1,50% 2,26%
24 1 3
14,04% 0,58% 1,75%
15,20% 1,75%
13 3
9,77% 2,26%
32 6
18,71% 3,51%
16/χρονικα Β. ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Από την επεξεργασία των αριθμητικών στοι χείων της έρευνας, εξάγονται τα ακόλουθα: 1. Τα περισσότερα παιδιά (52,22%) προτιμούν τα κόμικς. 2. Τα παιδιά που προτιμούν τα λογοτεχνικά βι βλία αντιπροσωπεύουν ποσοστό 40,47%. 3. Το ποσοστό (49,12%) των κοριτσιών που διαβά ζουν λογοτεχνικά βιβλία είναι κατά πολύ μεγαλύτε ρο του ποσοστού (33,49%) των αγοριών και προτι μούν βιβλία της ίδιας κατηγορίας. 4. Τα κορίτσια έχουν διαβάσει - κατά μέσο όρο περισσότερα λογοτεχνικά βιβλία απ’ ό,τι τα αγόρια. 5. Τα παιδιά της πόλης των Φαρσάλων έχουν δια βάσει ώς τώρα 53 βιβλία κατά μέσο όρο, ενώ τα παι διά της υπαίθρου 37 βιβλία κατά μέσο όρο. 6. Κάνοντας τη συσχέτιση της ερώτησης: «Πόσα βιβλία διάβασες ώς τώρα;» με το επάγγελμα των γονιών, βρίσκουμε ότι τα παιδιά των εργατών, των αγροτών και των συνταξιούχων έχουν διαβάσει 33 βιβλία κατά μέσο όρο, ενώ τα παιδιά των επαγγελματιών και των υπαλλήλων, ιδιωτικών και δημο σίων, έχουν διαβάσει 63,5 βιβλία κατά μέσο όρο. 7. Συσχετίζοντας τον τόπο μόνιμης διαμονής των παιδιών με την ερώτηση: «Τι προτιμάς να διαβά ζεις, όταν σου μένει ελεύθερος χρόνος στο σπίτι σου;» βλέπουμε ότι το ποσοστό (40,80%) των παι διών της υπαίθρου που προτιμούν τα λογοτεχνικά βιβλία είναι μεγαλύτερο από το ποσοστό (39,85%) των παιδιών της πόλης των Φαρσάλων που προτι μούν τα ίδια βιβλία. Ακόμη, ότι το ποσοστό (48,40%) των παιδιών της υπαίθρου που διαβάζουν κόμικς εί ναι μικρότερα από το ποσοστό (59,40%) των παι διών της πόλης των Φαρσάλων που διαβάζουν κι αυτά κόμικς. 8. Από τη συσχέτιση ανάμεσα στην ερώτηση: «Τί προτιμάς να διαβάζεις όταν σου μένει ελεύθερος χρόνος στο σπίτι σου;» και στο επάγγελμα του πα τέρα των παιδιών, διαπιστώνουμε ότι «όσο το οικο νομικό και κοινωνικό περιβάλλον είναι αναπτυγμέ νο, τόσες περισσότερες δυνατότητες υπάρχουν να έρθει τΟ παιδί σε επαφή με το βιβλίο.»3 9. Για τις προτιμήσεις σχετικά με το περιεχόμενο των βιβλίων βλέπουμε ότι: α. Τα περισσότερα παιδιά (κορίτσια: 63,16% αγόρια: 60,85%) αγαπούν τα περιπετειώδη βιβλία. Το γεγονός αυτό είναι σύμφωνο με την ψυχολογία των παιδιών ηλικίας 10-14 χρονών, που - στην ηλι κία αυτή - τέρπονται αφάνταστα από την περιπέ τεια και τη δράση. β. Τα παιδιά δεν αγαπούν την ποίηση. Το ποσο στό των παιδιών που προτιμούν την ποίηση είναι α πελπιστικά χαμηλό (κορίτσια: 1,17% - αγόρια: 3,30%). Η διαπίστωση, που προηγήθηκε, πρέπει να μας α νησυχήσει και να μας προβληματίσει. Γιατί «η ποίη ση, που αγγίζει την ουσία της ζωής, παίζει σημαντι κό ρόλο στην ψυχική εξέλιξη του παιδιού. Όπως έ λεγε η Ρωσίδα ποιήτρια Άνια Μπάρτο, βοηθάει στη διάπλαση της ηθικής και κοινωνικής προσωπικότη τας του παιδιού, διοχετεύοντας τις ηθικές αξίες που συντελούν στη δημιουργία ενός πραγματικού ανθρώπου και γνωρίζοντάς του τα διάφορα προ
βλήματα που απασχολούν τη σύγχρονη εποχή.»4 γ. Το ποσοστό (10,40%) των παιδιών της υπαί θρου που διαβάζουν παραμύθια είναι διπλάσιο από το ποσοστό (5,25%) των παιδιών της πόλης των Φαρσάλων. Η διαπίστωση αυτή μας κάνει να συμπεράνουμε ότι «η λαϊκή παράδοση συνεχίζεται ακόμη ανάμεσα στους απλούς ανθρώπους»® της υπαίθρου. 10. Το ποσοστό (28,20%) των παιδιών, που διαβά ζουν αθλητικές εφημερίδες είναι συντριπτικά μεγα λύτερο από το ποσοστό (3,39%) των παιδιών που διαβάζουν πολιτικές εφημερίδες. Ας προβληματιστούμε ιδιαίτερα από τη μη προτί μηση των πολιτικών εφημερίδων από τα παιδιά, και μάλιστα σήμερα που «η μορφωτική και παιδαγωγι κή αξία της Εφημερίδας στον κοινωνικό και σχολικό- οκογενειακό χώρο έχει γίνει αντικείμενο συζήτησης μεταξύ των ειδικών και των ομάδων σύνταξης των Αναλυτικών Προγραμμάτων».6 Ο Hugo Gaudig «από τους εισηγητές του "σχολείου εργασίας” συνιστά την εφημερίδα στις μεγαλύτε ρες τάξεις του σχολείου και τονίζει χαρακτηριστικά τη γνωστική, κοινωνική, ηθική και παιδαγωγική ω φέλεια»7 από τη χρησιμοποίηση της εφημερίδας. Τα «επιχειρήματα του Η. Gaudig συνοψίζονται στις παρακάτω θέσεις: - Η ανάγνωση της εφημερίδας θα βοηθήσει το παιδί στο να χειραφετηθεί από την κηδεμονία της. - Με την εφημερίδα επικοινωνεί ο μαθητής ά μεσα με τις αξίες και τις περιπέτειες του έθνους. - Με την εφημερίδα αμβλύνεται ο διδακτικός υ λισμός, γιατί ο μαθητής αναπτύσσει κριτική ικανό τητα και ενισχύεται η ηθική και κοινωνική του σχέση. - Με την εφημερίδα στο σχολικό-οικογενειακό περιβάλλον, ο μαθητής αποκτά τη δυνατότητα ν’ α ναθεωρεί προγενέστερες κρίσεις του και να αποφύγει το δογματισμό. Κατά τον Ρ. Ficker η εφημερίδα χρησιμοποιήθη κε και σαν αναγνωστικό και η μορφωτική και παιδα γωγική της αξία συνίσταται στα εξής: - Αποτελεί ένα σημείο σύζευξης της χρονικής περιόδου, που εκτείνεται από το σχολείο μέχρι την επαγγελματική τους κατάρτιση. - Μπορεί να διευρύνει και ν’ ανανεώσει τις σχο λικές γνώσεις. - Ενισχύει την αναγνωστική δεξιότητα και συν δέεται με κίνητρα νοητικά, που σχετίζονται με την ενεργό συμμετοχικότητα του παιδιού στο χτες και το σήμερα.»8 11. Σχετικά με τις απαντήσεις στο ερώτημα: «Πώς διαλέγεις ένα βιβλίο;» έχουμε να παρατηρήσουμε τ’ ακόλουθα: α. Τα περισσότερα παιδιά (κορίτσια: 45,61% αγόρια: 46,23%) διαλέγουν το βιβλίο, που θέλουν να διαβάσουν, από την περίληψη του οπισθό φυλλου. β. Το ποσοστό των παιδιών που διαλέγουν βι βλία από τις εικόνες είναι πολύ χαμηλό (κορίτσια: 2,92% - αγόρια: 5,19%). γ. Τα παιδιά δε συνιστούν το ένα στο άλλο λογο τεχνικά βιβλία (το αντίθετο συμβαίνει με τα κόμικς). δ. Οι ενήλικες (γονείς, δάσκαλοι κ.α.) δεν είναι σε θέση να συστήσουν λογοτεχνικά βιβλία στα παιδιά.
X p c v iK a /1 7 12. Τα περισσότερα από τα παιδιά (81%, περίπου) διαθέτουν από 1 ώς 4 ώρες τη βδομάδα για το διά βασμα εξωσχολικών βιβλίων και διαφόρων εντύπων. 13. Σχετικά με τον τρόπο προμήθειας των εξωσχο λικών βιβλίων, που διαβάζουν τα παιδιά, διαπιστώ νουμε ότι: α. Τα παιδιά δεν έχουν συνηθίσει να πηγαίνουν μόνα τους να αγοράζουν τα βιβλία τους. Συνήθως οι γονείς τους φροντίζουν για τις αγορές βιβλίων. β. Τα παιδιά δανείζονται βιβλία σε μικρό ποσο στό (το αντίθετο συμβαίνει με τα κόμικς). 15. Σχετικά με το είδος των εντύπων που διαβά ζουν τα παιδιά βλέπουμε ότι: α. Τα κορίτσια προτιμούν τη «Μανίνα» και την «Κατερίνα», ψυχαγωγικά-αισθηματικά περιοδικά ποικίλης ύλης, «που καλύπτουν την επικαιρότητα (καλλιτεχνική, θεατρική, τραγούδι, σπορ κ.λπ.) και . περιέχουν ιστορίες-κόμικς, ιστορίες αισθηματικές και άλλα φτηνορομάντσα. Προσφέρουν ό,τι έχει σχέση με τη μόδα, με το τραγούδι, το ποδόσφαιρο, με το «κουτσομπολιό» για ηθοποιούς, τραγουδί στριες, ποδοσφαιριστές κ.α. (αν αρραβωνιάστηκαν, αν καπνίζουν, τι φορούν, ποια χόμπι έχουν και άλλα παρόμοια). Παράλληλα δημοσιεύουν ιστορίες «ροζ φιλολογίας», λίγο αισθηματικές, λίγο ερωτικές και γενικά ό,τι κολακεύει τη φιλαρέσκεια τής προεφη βικής και εφηβικής ηλικίας».9 β. Το ποσοστό (43,86%) των κοριτσιών της υπαί θρου που διαβάζουν τη «Μανίνα» και την «Κατερί-*1
να» είναι διπλάσιο -σ χ ε δ ό ν - από το ποσοστό (24,06%) των κοριτσιών της πόλης των Φαρσάλων που διαβάζουν το ίδια περιοδικά. Η αναλογία 2 προς 1, που προκύπτει από τη σύ γκριση του ποσοστού των κοριτσιών - αναγνωστριών της υπαίθρου με το ποσοστό των κοριτσιών - αναγνωστριών τη - πόλης των Φαρσάλων, είναι η ίδια με την αναλογία, που προκύπτει από τη σύγκρι ση του αριθμού των κοριτσιών - αναγνωστριών της Αθήνας με τον αριθμό των κοριτσιών- αναγνω στριών της επαρχίας (25.500 στην Αθήνα, 56.500 στην επαρχία).10 γ. Τα αγόρια προτιμούν σε ποσοστό 51,89% τα κόμικς: «Μίκι- Μάους», «Ποπάυ», «Σεραφίνο», και σε ποσοστό 21,70% τα κόμικς: «Μπλεκ», «Κράνος», «Τανκς». δ. Τα περισσότερα παιδιά (42,82%) προτιμούν τα κόμικς: «Μίκυ-Μάους», «Ποπάυ», «Σεραφίνο». ε. Τα κόμικς με κάποια ποιότητα («Αστερίξ» και «Τέν-τέν») δεν τα προτιμούν τα παιδιά («Αστερίξ»: 1,57% - «Τέν-τέν»: 0,78%). Η Μ. Παντελίδου-Μαλούτα έγραψε σχετικά με την κυκλοφορία των ποιοτικά «ανωτέρων» αυτών κόμικς: «Αντίθετα, τα κόμικς που θεωρούνται ποιο τικά «ανώτερα», όπως αυτά που η γλώσσα στην ο ποία γράφονται είναι τα γαλλικά και τα οποία έ χουν γενικά πολύ μικρή κυκλοφορία (το πιο γνωστό έχει κυκλοφορία γύρω στις 6.000 στην Αθήνα), ακο λουθούν αντίστροφη πορεία. Η κυκλοφορία τους στην επαρχία παρουσιάζεται αισθητά μειωμένη»."
Σημειώσεις
MIX. ΑΡΓΥΡΙΔΗΣ
1. Β.Δ. Αναγνωστόποολος: «Θέματα παιδικής Λογοτεχνίας - Α' ανιχνεύσεις», σελ. 147, Εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα, 1987. 2. Β.Δ. Αναγνωστόποολος, ό.π., σελ. 148. 3. Βίτω Αγγελοπούλου: Τι διαβάζουν τα παιδιά μας; - «Βιβλιαγάπη», εκδ. Gutenberg, Αθήνα, 1989, σελ. 66. 4. Βίτω Αγγελοπούλου: Η πρώτη επαφή με το Βιβλίο, «Δια δρομές στο χώρο της λογοτεχνίας για παιδιά και νέους», τεύχος 4, χειμώνας 1986, σελ. 272. 5. Βίτω Αγγελοπούλου: Τι διαΡ ,ουν τα παιδιά μας; - «Βιβλιαγάπη», εκδ. Gutenber Αθήνα, 1989, σελ. 66-67.
6. Αθανάσιος Ε. Παπάς: «Σύγχρονη Θεωρία και πράξη της Παιδείας», εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 1988, σελ. 309. 7. Αθανάσιος Ε. Παπάς, ο.π., σελ. 310. 8. Αθανάσιος Ε. Παπάς, ο.π., σελ. 310. 9. Β.Δ. Αναγνωστόποολος, ο.π., σελ. 160-161. 10. Μ. Παντελίδου-Μαλούτα: Η συμβολή των κόμικς στην πο λιτική κοινωνικοποίηση των παιδιών, περιοδικό «ΔΙΑΒΑ ΖΩ», τεύχος 94, Αθήνα 1984, σελ. 43. 11. Μ. Παντελίδου-Μαλούτα, ο.π., σελ. 44.
ΜΟΝΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΙΣ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΚΑΙΡΩΝ Η ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΩΝ
Κ Ο ΙΝ Ο Π Ρ Α Κ Τ ΙΚ Η ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΛΛΗΝΩΝ ΕΚΔΟΤΩΝ Ε.Π.Ε. Ιπποκράτους 68,10681 Αθήνα, Τηλ. 3609197
Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΟΥ ΜΑΡΤΥΡΙΟΥ ένας άλλος ΤΟΛΣΤΟΗ
ένας μοντέρνος ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗ
Από τις εκδόσεις Γκοβόστη Ζωοδόχου Πηγής 21 - Τηλ. 36.15.433
Σοφοκλής Με το αφιέρωμα στον Σοφοκλή - που σημάδεψε μια δραματουργική μετάβαση από τον Αισχύλο στον Ευριπίδη κατά την περίοδο της ακμής της κλασικής αρχαιό τητας - το «Διαβάζω» εγκαινιά ζει ένσν κύκλο αφιερωμάτωνστους ηεγάλους τραγικούς ποιητές. Το Σοφόκλειο έργο αποτελεί διαχρονικά μια πολύτιμη πηγή έ μπνευσης και σημείο αναφοράς, όχι μόνο για μετέπειτα συγγρα φείς σ ’ όλο τον κόσμο, αλλά και για την αναζήτηση των απαρχών του δυτικού πολιτισμού. Είναι ένα έργο που προσέφερε ανεκτίμητο υλικό για τη μελέτη της αρχαιοελ ληνικής μας κληρονομιάς και, α κόμη, θεμελιώδη μεθοδολογικά εργαλεία σε σύγχρονες επιστήμες, όπως η ψυχανάλυση. Αλλά, ίσως, η πιο άμεση μορφή με την οποία αναβιώνει το έργο του τραγωδού, κατά τη διάκρισή του σε κείμενο και παράσταση, είναι ακριβώς η θεατρική του διάσταση. Ανεξάντλητες καθώς είναι οι προσεγγίσεις στη δημιουργία του Σοφοκλή, επιχειρήσαμε μια επιλε κτική αντιπροσώπευσή τους, με κύριο γνώμονα την πολυσχιδή της φύση. Παράλληλα με την ακαδη μαϊκή παράδοση της μελέτης του έργου του ποιητή, για την οποία πλούσια είναι η ελληνική και διε θνής βιβλιογραφία, προτείναμε μια διαφορετική θεώρηση των ποι κίλων πτυχών του, όπως διαφαίνεται στα κείμενα που φιλο ξενούμε. Επιμέλεια αφιερώ ματος: Αγγελική Σπυροπούλου
20/αφιερωμα
Xρονο λόγω^τοϊ^ βίου και του^έργου του Σοφοκλή
497-6 π.Χ. Γεννήθηκε ο Σοφοκλής στον Ίππιο Κολωνό, ένα προάστιο των Αθηνών. Γόνος του εύ πορου Σοφίλλου, έτυχε εξαιρετικής παι δείας. Πιθανόν δάσκαλος μουσικής του να υπήρξε ο Λάμπρος. Μετά τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας επιλέχθηκε επικεφαλής του χορού στα επινίκια, λόγω του σωματικού του κάλλους.
468 π.Χ. Έ> τβε για πρώτη φορά μέρος στους δρα ματικούς αγώνες των Διονυσίων και κατέ λαβε την πρώτη θέση, νικώντας τον Αισχύ λο, μετά από την ευνοϊκή ψήφο του Κίμωνα.
443-42 π.Χ. Κατέλαβε την προεδρία στην κύρια οικο νομική επιτροπή του κράτους, τους ελληνοταμίες.
441-40 π.Χ. Συμμετείχε στον Σαμιακό πόλεμο σαν στρατηγός μαζί με τον Περικλή.
413 π.Χ. Εκλέχθηκε στο σώμα των προβούλων που θα υποστήριζε την πρόταση των ολιγαρχι κών για μια πιο αυστηρή διοίκηση της πολι τείας μετά τη Σικελική καταστροφή.
406 π.Χ. Πέθανε ο Σοφοκλής στην Αθήνα σε ηλικία ενενήντα ετών. Ο Σοφοκλής υπήρξε πολυγραφότατος, αλλά από τα εκατόν τριάντα έργα του, εκ των οποίων επτά αμφισβητούντο σαν "νό θα” , μόνο επτά έχουν σωθεί ακέραια: Αντι γόνη, Ηλέκτρα, Τραχίνιαι, Οιδ·'πους Τύραν νος, Αίας, Φιλοκτήτης και Οιδίπους επί Κολωνώ, το τελευταίο έργο του Σοφοκλή. Σύμφωνα με την Σούδα (Βυζαντινό Λεξικό
της Αρχαίας Φιλολογίας, ο Σοφοκλής είχε γράψει παιάνες και ελεγείες κι ακόμα, ίσως, ένα έργο σε πεζό λόγο, Περί Χορού στο ο ποίο διατύπωνε την αντίθεσή του προς τους Θέσπη και Χοιρίλο. (A. Lesky, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, εκ. Κυριακίδης, Θεσ/νίκη, 1985, σελ. 393). Όμως ήταν τα τραγικά του έργου που του πρόσφεραν μια εξέχουσα θέση στην ιστορία των γραμμάτων. Δεν είναι απολύτως εξα κριβωμένες οι ακριβείς χρονολογίες της δι δασκαλίας των έργων του. Θεωρείται ότι το αρχαιότερο έργο του Σοφοκλή είναι ο Αίαντας που ίσως διδάχθηκε τη δεκαετία 460-50. Η Αντιγόνη πρέπει να διδάχθηκε στα 442. Ο Φιλοκτήτης είναι σίγουρο ότι διδά χθηκε στα 409 και ο Οιδίπους επί Κολωνώ στα 401 μετά το θάνατο του ποιητή. Ο Σοφοκλής έτυχε μεγάλης αναγνώρισης και τιμής από τους σύγχρονούς του καθ’ όλη τη διάρκεια του βίου του. Από την πρώτη κιόλας συμμετοχή του στα Διονύσια του 468, όπου αναμετρήθηκε με τον Αισχύλο, έ λαβε το πρώτο βραβείο μάλλον με τη διδα σκαλία μιας τριλογίας που περιλάμβανε τον Τριτοπτόλεμο. Ο επιγραφικός κατάλογος των νικητών στα Διονύσια αναφέρει δεκαο κτώ νίκες του Σοφοκλή. Ο A. Lesky προτεί νει ότι οι αριθμοί είκοσι και εικοσιτέσσερις που αναφέρονται στο Βίο και τη Σούδα αντί στοιχα, περιλαμβάνει και νίκες του ποιητή στα Αήναια. Είναι αξιοσημείωτο, επίσης, ό τι ο Σοφοκλής ποτέ δεν κατέλαβε την τρίτη θέση σε δραματικούς αγώνες. Ο τραγικός ποιητής συνέβαλε καθοριστι κά στην εξέλιξη της δραματουργίας. Οι νεοτερισμοί που εισήγαγε αφορούσαν κατ’ αρχάς τον αριθμό των χορευτών που ανέβασε σε δεκαπέντε από δεκατρείς που ήταν στις διδασκαλίες του Αισχύλου. Επίσης εισήγαγε και τρίτο υποκριτή· μια
αφιερωμα/21
καινοτομία που όχι μόνο έγινε αποδεκτή και υιοθετήθηκε απ’ τον αρχαιότερό του, Αισχύ λο, αλλά έχει και πολλές ερμηνευτικές προ εκτάσεις. (Για μια απ’ αυτές βλ. Ν. Νικολαΐδης, «Πρωτο-Οιδίπους και Οιδιποδειοποιημένος Οιδίπους. Μια Μετάλλαξη στο Υπε ρεγώ. Απ’ αφορμή το Οιδίπους Χωρίς Σύ μπλεγμα του J.-P. Vernant», στο Ψυχανάλυ ση και Ελληνική Κουλτούρα, εκ. Ράππα, Α θήνα, 1983). Ο Αριστοτέλης, στο 4ο κεφάλαιο της Ποι ητικής του, αναφέρει ότι ο Σοφοκλής ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε σκηνικά στη δι δασκαλία των έργων του, δηλαδή εισήγαγε τη σκηνογραφία, γεγονός, όπως μαθαίνου με, που επιδοκίμασε το Αθηναϊκό κοινό. Ακόμα, ο Σοφοκλής καινοτόμησε αναφο ρικά με την δομή της τριλογίας και τη μέχρι τότε ισχύουσα υπεροχή του λυρικού στοι χείου στα έργα. Περιόρισε τα χορικά δίνο ντας έτσι μεγαλύτερη έκταση στο διάλογο· μια αλλαγή που σηματοδοτεί μια πολιτισμι κή μετάβαση από τον Λυρικό "υποκειμενι σμό” στη "διαλογική αρχή” . Άλλωστε θε ωρείται ότι τάχθηκε υπέρ της διάσπασης της ενιαίας θεματικής της τριλογίας σε αυτοτε λή έργα, σε αντίθεση με τον Αισχύλο. Αυτή η καινοτομία είχε πολύ σημαντικές συνέ πειες αναφορικά με τη δόμηση των τραγι κών έργων που έδωσε στον Σοφοκλή τη θέ ση του δημιουργού των πιο αριστοτεχνικών έργων της κλασικής αρχαιότητας. Είναι χα ρακτηριστικό, ότι ο Αριστοτέλης εξαιρεί τη δραματική τεχνική του Σοφοκλή και ανάγει τον Οιδίποδα Τύραννο σε πρότυπο του εί δους της τραγωδίας απ’ όπου αντλεί κανό νες ποιητικής. Όμω ς αυτή η μαρτυρία σχε τικά με τη διάσπαση του ενιαίου της τριλο γίας κατά κάποιο τρόπο προβληματικοποιήθηκε με την αποκάλυψη μιας επιγραφής με διδασκαλίες που αναφέρει μια τριλογία του
ποιητή, την Τηλέφεια, που μάλλον πραγμα τευόταν τις περιπέτειες του Τήλεφου, γιου του Ηρακλή, και άρα είχε ενιαία θεματική. Αυτή η ανακάλυψη έδωσε αφορμή ν’ ανα πτυχθούν συγκρουόμενες απόψεις σχετικά μ’ αυτήν την καινοτομία του Σοφοκλή που ί σως τελικά ν’ αφορά όχι την ίδια τη δραμα τουργία, αλλά τη διαδικασία των δραματι κών αγώνων: «Σοφοκλής ήρξε δράμα πρός δράμα άγωνίζεσθαι, άλλά μή τετραλογίαν». (Βλ. σχετικά Γ. Κορδάτος, Η Αρχαία Τρα γωδία και Κωμωδία, εκ. Μπουκουμάνη, Α θήνα, 1974, σελ. 224-225). Γενικά ο Σοφοκλής διετέλεσε σε διάφορα υψηλά δημόσια αξιώματα και λέγεται ότι ποτέ δεν εγκατέλειψε την Αθήνα, παρά μόνο για υπηρεσιακούς λόγους. Πρέπει επίσης να είχε ιδρύσει ένα κύκλο μορφωμένων προς τι μήν των Μουσών, ένα «Θίασο Μουσών» που καλλιεργούσε τα γράμματα. Σημαντική επί σης είναι η ενεργός δραστηριότητά του σε θέματα λατρείας. Σύμφωνα με τον Βίο, ο Σο φοκλής υπήρξε ιερέας ενός ήρωα θεραπευ τή, του Άλωνα και είχε καλοσορίσει τη λα τρεία του Ασκληπιού στην Αθήνα με τη σύν θεση ενός παιάνα. Είχε άλλωστε τιμητικά α ποκαλεστεί μετά θάνατον «ήρως Δεξίων». Η πληθώρα των αναλύσεων του έργου του Σοφοκλή στα πλαίσια όλων σχεδόν των αν θρωπιστικών επιστημών είναι κάτι γνωστό. Ό μως αυτό που εξακολουθεί να προσφέρει το έργο του, ακόμα και στα τέλη του εικο στού αιώνα μ.Χ., δεν είναι μόνο στοιχεία πο λύτιμα για τους ανθρωπολόγους, κοινωνιο λόγους, ιστορικούς και φιλολόγους σχετικά με τον πολιτισμό και την κοινωνία της αρ χαίας Ελλάδας, αλλά ίσως είναι ένα παρά δειγμα δραματουργικής τεχνικής και της φύσης του τραγικού που τελικά αποτελεί τον κοινό τόπο κάθε αναλυτικού εγχειρήματος. Α.Σ.
22!αφιέρωμα
Ο Δεινός Οιδίπους ν πιστεύομε πως ο ποιητικός λόγος έχει μίαν εσωτερική συνέπεια, ο πρώτος τρόπος για να πλησιάσομε το έργο ενός ποιητή είναι να το δούμε μέσα στο σύνολο της δημιουργίας του· ο δεύτερος να το ατενίσομε από τη σκοπιά ενός άλλου προγενέστερου ή μεταγενέστερου έργου· μ’ αυτό το δεύτερο τρόπο επισημαίνομε την εξελικτική του πορεία κι αποκρυπτογραφούμε την ιδεολογική του συνοχή. Για το Σοφοκλή υπάρχει ένα σταθερό πεδίο αναφοράς για όλο του το έργο. Το Α' στάσιμο της «Αντιγόνης». Συχνά έχεις την εντύπωση πως η δραματική του παραγωγή δεν είναι τίποτε άλλο από ένα σχόλιο των θέσεων που υπερασπίζεται σ’ αυτή την ωδή. Δεν είναι παράδοξο πως ο «Οιδίπους», γραμμένος μετά την «Αντιγόνη», φαίνεται ως μια δραματική εφαρμογή αυτού του «λυρικού κανόνα». Εξ άλλου, η γένεση του τραγικού είδους απ’ το λυρικό γένος βοηθά σ’ αυτή την παραγωγική αντιμετώπιση. Ο άνθρωπος, «δεινότερος πάντων», κινείται για το Σοφοκλή μέσα στον ιστορικό χρόνο μεταξύ ορίων. Στα τέσσερα σημεία του ιστορικού ορίζοντα αντιστοιχούν οι σημάνσεις: παντοπόρος - άπορος, υψίπολις - άπολις. Ταυτόχρονα ο άνθρωπος κινείται μέσα στον υπεριστορικό χρόνο μεταξύ των ορίων που σημαίνονται: νόμος Δίκη, κακόν -εσθλόν. Στο σημείο «φυγής» και των δύο «οριζόντων», του ιστορικού και του αν-ιστορικού, κείται ο Άιδης - θάνατος. Ο Οιδίπους, όπως και. όλοι οι ήρωες του Σοφοκλή, συνθλίβεται ανάμεσα σ’ αυτές τις μυλόπορτες και μόνο κριτήριο παραμένει ο θάνατός του, η μόνη βεβαιότητα της ύπαρξής του. Και η ουσία του τραγικού ακριβώς σ’ αυτή τη βεβαιότητα βρίσκεται. Ο ιστορικός άνθρωπος χρησιμοποιεί αβέβαια μέσα για να φθάσει ένα βέβαιο σκοπό. Η ύβρις είναι η βεβαιότητα των μέσων.
Α
Οιδίπους χρησιμοποιεί τους χρησμούς. Ό μω ς από την εποχή του Ηράκλειτου, που η «φύσις φιλεί κρύπτεσθαι» ο θεός «σημαίνει». Τα σήματα δεν είναι αυταπόδεικτα, έχουν χρεία ερμηνείας. Ο Οιδίπους κάνει το λάθος να ερμηνεύσει τους χρησμούς με τα γεγονότα και όντας των γεγονότων ο αυτουργός βεβαιώνει τα σήματα με βάση τις προθέσεις του. Διατρέχει τον ιστορικό χώρο και τον ονομάζει (παντοπόρος)· ύστερα πυργώνει την τυραννία των ονομάτων (υψίπολις). Φθέγμα (γλώσσα), ανεμόεν φρόνημα (πνεύμα), αστυνόμοι οργαί (πολιτική), μηχανόεν σοφόντι τέχνης (επινόηση και εφαρμογές) αποτελούν το πλέγμα πάνω στο οποίο ισορροπεί το βίο του ως πολίτης. Ο Οιδίπους είναι κατ’ εξοχήν πολιτικόν άτομο- εκπροσωπεί αυτό που συνήθως λέμε προηγμένο πολιτισμό και βαστάζει τις αυξημένες ευθύνες που απαιτεί αυτός ο πολιτισμός από τα διακεκριμένα άτομά του. Καταφάσκει, λοιπόν, και την ποιότητα και την κλήση αυτού του πολιτισμού. Είναι κληρωτός του καιρού και κληρονόμος των καιρών. Μόνο που αυτή η πίστη μπορεί ν’ αποδειχθεί πλαστή. Μπορεί να είναι «δόξα», όχι γνώση. Ο Homo, Sapiens και Faber, αυτή η μορφή του
Ο
αφιερωμα/23 Ιανού, εξυπηρετεί ένα σχέδιο, μια σκοπιμότητα έξωθεν καταστρωμένη ή είναι αποτέλεσμα μιας τυχαίας επιλογής, βιολογικής ή κοινωνικής που συνέχει τον κόσμο; Το πρόβλημα τίθεται εμμέσως, αλλά αρκούντως και σαφέστατα στο Σοφοκλή. Φαινόμενο το άτομο στον ορίζοντα του σχετικού αυτοαναιρείται. Ανεμόεις ή μηχανόεις ή και τα δύο, ο άνθρωπος, ενεργεί, τόλμας χάριν, όπως ο Οιδίπους· η μόνη και βέβαια αναφορά του είναι τα έργα του. Τα ανθρώπινα έργα όμως φαινόμενα από τη σκοπιά του θανάτου δεν έχουν νόημα ή τουλάχιστον δεν έχουν το ίδιο νόημα με κείνο που παίρνουν χωρίς αυτή την έξωθεν θέα. Ο θάνατος είναι άπορος και α πολιτικός. Δεν είναι ποιότης του κόσμου· είναι η υπέρτατη αμηχανία. Το άτομο με το θάνατο μεταβαίνει σε μια προσωπική σχέση του κόσμου. Κι αυτό δεν είναι τυχαίο. Ο θάνατος δεν υπακούει στην κυβευτική. Ο Οιδίπους ως άτομο μπορούσε ή δεν μπορούσε να σωθεί στον Κιθαιρώνα· μπορούσε ή δεν μπορούσε να εγκαταλείψει την Κόρινθο· μπορούσε ή δεν μπορούσε να σκοτώσει το Λάιο· μπορούσε ή δεν μπορούσε να λύσει το Αίνιγμα· μπορούσε ή δεν μπορούσε να παντρευτεί την Ιοκάστη· μπορούσε ή δεν μπορούσε να ρωτήσει το μαντείο να ψάξει ή να μην ψάξει να βρει τον ένοχο. Αν και αυτές τις δυνατότητες προτίμησε, ή κάποιοι άλλοι (στην πρώτη
Τύχης Παις ή Ανάγκης;' περίπτωση) προτίμησαν γι’ αυτόν τις πρώτες, είναι τυχαίες επιλογές ή μια προδιαγεγραμμένη και αναγκαία πορεία; Και στις δύο περιπτώσεις η ελευθερία της εκλογής υπάρχει και θέτει το πρόβλημα της τραγικότητας. Αλλά εκεί τοποθετείται η ανθρώπινη τραγωδία; Γι’ αυτό είναι τραγικός ο Οιδίπους, επειδή, ιάχα, ανεξάρτητα από την τυχαία ή αναγκαία φύση του κόσμου είναι καταδικασμένος να κάνει επιλογές; άνθρωπος είναι τραγικός γιατί δεν μπορεί να μην επιλέξει το θάνατο και γίνεται τραγικότερος, όταν δεν μπορεί από το να τον επιλέξει. Είναι η περίπτωση της Αντιγόνης. Δεν είναι, άραγε και η περίπτωση του Οιδίποδα; Ποιά είναι η «δεινότης» του; Κάθε πράξη του είναι ένα βήμα που προκαλεί το δέον. Παντοπορεύεται προς την απορία. Πολιτεύεται προς την απώλεια. Διακυβεύεται. Έχων υπέρ ελπίδα, το τε μεν κακόν, άλλοτ’ επ’ εσθλόν έρπει. Βεβαιώνει την ύπαρξή του από την επι-τυχία του. Ανάγει τη γέννησή του στην τύχη και δεν ανάγει το θάνατό του στην Ανάγκη. Και μεταξύ του σχετικού και του απολύτου συντρίβεται. Η συντριβή του παρασέρνει και το έργο του. Περαίνων νόμοις χθονός, ου περαίνει θεών ένορκον δίκην. Οι ζώσες γενεές βροτών ισούνται με το μηδέν. Αν λοιπόν η ζωή είναι μη ον, ποίο είναι το ον, Αν η ουσία είναι ο θάνατος τι άλλο από δεινότατο είναι ο άνθρωπος που ανοίκεια οργανώνει την απουσία; Φοβάμαι πως ο συλλογισμός είναι άμεσος. Ο Οιδίπους είναι δεινός γιατί πιστεύει πως είναι παιδί της τύχης, ενώ είναι παιδί της Ανάγκης. Αυτή η πλάνη είναι η τραγωδία.
Ο
εσθλόν
24/αφιερωμα
Η τραγωδία του Οιδίποδα Τυράν νου, τόσο στη θεατρική της «μετεγ γραφή» όσο και στις μυθικές της εκ δοχές, είναι αναμφισβήτητα ένα απ’ τα πιο πολυερμηνευμένα ιστορήματα που έχει συμβολοποιήσει η ανθρωπό τητα. Η ιστορία των «αναγνώσεων» της τραγωδίας συνίσταται στη συνει σφορά κριτικών προσεγγίσεων βασι σμένων στη μεθοδολογία όλων σχε δόν των «ανθρωπιστικών» επιστη μών, αλλά και σε όλες τις απόπειρες «ξαναγραψίματος» της τραγωδίας α πό μετέπειτα συγγραφείς όπως οι: Στάκιος, Σενέκας, Ρακίνας, Βολταίρος, Corneille, Gide, Cocteau κ.ά. Άλλωστε, σύμφωνα με τη σύγχρονη κριτική θεωρία, αυτός ο παραδοσια κός διαχωρισμός μεταξύ λογοτεχνι κού κειμένου και κριτικού κειμένου καταρρέει βάσει της αρχής της διακειμενικότητας που διέπει κάθε κείμενο. υτό που θα επιχειρήσω σ’ αυτές τις λίγες σε λίδες είναι να επισημάνω την αιτιολογική Α σχέση των ερωτημάτων που θέτει η τραγωδία με την ύπαρξη της τόσο πλούσιας ιστορίας της (δη λαδή των αναγνώσεων της). Το παραπάνω ερώτημα είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την προβληματική της σχέσης του Οι διπόδειου μύθου με την ομώνυμη τραγωδία. Κι αυτό γίνεται φανερό από το γεγονός ότι οι ερμη νείες που διεκδικούν τη μοναδική αλήθεια του κειμένου (άρα αρνούνται την πολλαπλότητα των ερμηνειών) στηρίζονται σε μια σκόπιμη (;) σύγ χυση της τραγωδίας με το μύθο. Η πράξη του να παραβλέπει κανείς τη διαφοροποιητική αξία της τραγωδίας από την αρχική της πηγή, το(υς) μύθο(υς), δεν μπορεί παρά να είναι μια πράξη ανά γνωσης του μύθου κι όχι της τραγωδίας, κάτω απ’ το προσωπείο της (συνήθως) δηλωμένης πρόθεσης για μια (την) ανάγνωση της τραγω δίας. Πώς αλλιώς μπορεί κανείς να ισχυριστεί ό τι κατέχει τη μοναδική αλήθεια της τραγωδίας αν δεν καταφύγει σ’ αυτή την πράξη «υπέρκαθορισμού» βάσει των «απαρχών» της τραγω δίας (τους μύθους). Πώς λοιπόν διαφέρει η τραγωδία από τον μύ θο; Κατ’ αρχάς ο μύθος ο ίδιος δεν είναι ένας και στατικός, αλλά είχε υποστεί πολλές παραλλαγές πριν μετεγγραφεί στο είδος της τραγωδίας.1 Ά -
«Οιδίπους Τύραννος». Σκηνοθεσία Α λέξη Μινωτή (1951).
ρα ποια απ’ όλες τις εκδοχές μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι η πηγή της τραγωδίας; Αν απαντήσουμε σ’ αυτό το ερώτημα με τη ρήση του Levi-Strauss ότι ο μύθος συνίσταται σ’ όλες του τις εκδοχές (1972, σελ. 181) εγκαταλείπουμε την αναζήτηση της πιο «αληθινής» ή της πιο παλιάς παραλλα γής, και δεν μένει παρά να παρατηρήσουμε ότι η τραγωδία διαφέρει από τους προϋπάρχοντες μύ θους ακόμα και σ’ αυτό το επίπεδο σύγκρισης, στο ότι εισάγει νέα στοιχεία, όπως την αυτοκτο νία της Ιοκάστης και την αυτοτύφλωση του Οιδίπόδα. Άλλωστε, η τραγωδία αρχίζει in media res, γεγονός που διαφοροποιεί ριζοσπαστικά την τραγωδία από τον μύθο αφού η διάκριση μεταξύ πλοκής (plot) και ιστορήματος (story), που πρώ τοι συστηματοποίησαν οι φορμαλιστές (Σχολή της Πράγας), είναι δυνατή μόνο στο μηγραμμικό - σε αντίθεση με το μύθο - είδος της τραγωδίας. Ά ρα η μετεγγραφή του ιστορήματος του Οιδίποδα από μύθο σε τραγωδία είναι στην ουσία μια μετεγγραφή σε άλλους όρους,2 δηλα δή μια ποιοτική αλλαγή. Έτσι θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε την τραγωδία σαν μια ερμη νεία του μύθου (Ν. Νικολαϊδης) ή σαν μια αντιμυθική πράξη εκ μέρους του Σοφοκλή (Girard). Θα ήθελα να συζητήσω αυτή τη σχέση με βάση
αφιερωμα/25
ένα κεντρικό θέμα της τραγωδίας, την ενοχή του Οιδίποδα. Στη μυθική εκδοχή του ιστορήματος του Οιδίποδα, η ενοχή του προεξοφλείται. ft γραμμική μορφή του μύθου δεν αφήνει καμιά αμ φιβολία για το ότι ο Οιδίποδας είναι ένοχος. Η τραγωδία όμως εστιάζει ακριβώς στην αναζήτη ση του ενόχου για τον θάνατο του βασιλιά των Θηβών, Λάιο, και είναι εξαιτίας αυτής της δομής της που έχει μια ποιότητα αστυνομικού μυθιστο ρήματος. Ό πω ς έγραψε ο Freud παραλληλίζο- , ντας την τραγωδία με την αναλυτική διαδικασίάίν Η δράση του έργου δεν συνίσταται σε τίποτε άλλο παρά στη διαδικασία αποκάλυψης, με επι δέξιες καθυστερήσεις και αυξανόμενη αγωνία μια διαδικασία που μπορεί να παρομοιαστεί με την εργασία της ψυχανάλυσης - drib ίδιος ο Οι δίποδας είναι ο δολοφόνος του Λάιου, αλλά επι πλέον ότι είναι ο γιός του δολοφονημένου άνδρα και της Ιοκάστης (1965, σελ. 295). Η τραγωδία αρχίζει με την παράκληση του λα ού της Θήβας προς το βασιλιά Οιδίποδα να τους σώσει από το φοβερό λοιμό που τους μαστίζει. Ο Οιδίποδας, ευσυνείδητος μονάρχης, είχε ήδη στείλει τον Κρέοντα για να πάρει χρησμό απ’ τον Απόλλωνα που δήλωνε ότι η αιτία του λοιμού ή ταν ο δολοφόνος του Λαΐου που ζούσε στη Θήβα:
τούτου θανόντος έπιστέλει νΰν σαφώς τιμωρέϊν τους αύτοέντας χειρί τινάς (στ. 106-7). Ά ρα η όλη τραγωδία υφαίνεται γύρω απ’ την αναζήτηση των υπευθύνων για το θάνατο του Λάιου. Κατά τους περισσότερους κριτικούς ο Οι δίποδας είναι εκ των προτέρων ένοχος και η πε ποίθησή τους για την ενοχή του οφείλεται ουσια στικά στο ότι διαβάζουν το μύθο μέσα απ’ την τραγωδία αρνούμενοι τη διαφορετικότητά της. Ο Οιδίποδας καταδικάζεται απ’ τον ίδιο, τον λαό της Θήβας και τους κριτικούς για τις ανόσιες πράξεις του· πράξεις που, όπως αναφέρει χαρα κτηριστικά ο Girard, είναι οι ίδιες εξάλειψη των διαφορών (1979, σελ. 74). Η ενοχή του όμως δεν κρίνεται βάσει των προθέσεών του, αλλά βάσει των πράξεων του. Δια φορετικά, αφού ετέλεσε αυτές τις πράξεις άκον δεν θα θεωρείτο ένοχος. Επομένως ο Οιδίποδας ανακηρύσσεται ένοχος σε κάποια εμπειρική βά ση. Αυτό όμως που θέλω να επισημάνω είναι ότι εμπειρικά η ενοχή του Οιδίποδα για το θάνατο του Λάιου δεν αποδεικνύεται ποτέ στην τραγω δία. Στο μυθικό υλικό ο Οιδίποδας επιβαρύνεται αποκλειστικά με την ενοχή. Στην τραγωδία ό μως ενυπάρχει πάντα η πιθανότητα να είναι ε μπειρικά αθώος για το θάνατο του Λάιου. Υπάρχει μια ασυμφωνία εκδοχών σχετικά με τη μαρτυρία για την δολοφονία του Λάιου που ποτέ δεν επιλύεται. Αυτή η ασυμφωνία αφορά τα ερωτήματα «πόσοι δολοφόνοι;» και «πόσοι επιζήσαντες;» της συμπλοκής στο τρίστρατο της Φωκίδας. Ο χρησμός του Απόλλωνα ανέφερε πολλούς υ πεύθυνους (τους αύτοέντας χειρί τινάς), άρα δεν ήταν ένας που σκότωσε τον Λάιο. Επιπλέον, α φού σκοτώθηκε ο Λάιος, επέστρεψε στη Θήβα ο μοναδικός επιζήσας αυτόπτης μάρτυρας, ο βο σκός, που «κατέθεσε» ότι πολλοί ήταν οι ληστές που σκότωσαν τον Λάιο. "Εφασκε ληστάς συντυχόντας κτανεΐν νιν ού μιά ήώμη, άλλά σύν πλήθει χερών» (στ. 112-3) Η μαρτυρία του επιζήσαντος βοσκού ήταν η μοναδική διαθέσιμη μαρτυρία και άρα αυτή που υιοθετήθηκε απ’ όλο τον λαό της Θήβας. Όμως ο Οιδίποδας, όταν διηγείται στην Ιοκάστη το ε πεισόδιο της φόνευσης ενός γέρου, ισχυρίζεται ό τι δεν επέζησε κανείς από τη συνοδεία του. άλλά συντόμως τυπείς σκήπτρφ έκ τήσδε χειρός ευθύς έκκυλίνδεται ύπτιος μέσης άπήνης κτείνω δέ τούς ξύπαντας (στ. 810-3). η ασυμφωνία μαρτυριών (του βοσκού, Α υτή που υιοθετείται απ’ την Ιοκάστη και τον Οι δίποδα) γίνεται ένα βασικό κλειδί για τη λύση του αινίγματος «ποιός είναι ο ένοχος»; Ο Οιδίπο-
26/αφιερωμα δας ο ίδιος αποφασίζει να καλέσει το βοσκό για να επαναλάβει τη μαρτυρία του και να δοθεί η λύση. ληστάς έφασκες αύτόν άνδρας έννέπειν, ως νιν κατακτείνειαν, εί μέν ούν έτι λέξει τόν αύτόν άριθμόν, ούκ έγώ κτανον ού γάρ γένοιτ’ άν εις γε τοϊς πολλοΐς ίσος· εί δ’ άνδρ εν οίόζωνον αύδήσει, σαφώς τούτ ’ έστίν ήδη τοΰργον εις έμέ ρέπον (στ. 842-6) Αλλά ακόμα κι αν ο βοσκός ανακαλούσε τη μαρτυρία του και ισχυριζόταν ότι ο δολοφόνος ή ταν μόνο ένας, πάλι δεν θα μπορούσε να αποφασιστεί η ενοχή του Οιδίποδα, αφού ο Οιδίποδας μπορούσε να επιμείνει στη δική του εκδοχή της ιστορίας, δηλαδή ότι τους είχε σκοτώσει όλους. Άρα η τραγωδία μπορεί να διαβαστεί σαν μια κριτική της αλήθειας. Δύο εκδοχές είναι η βασι κή προϋπόθεση της διαφοράς, αλλά δεν αρκούν για να αποφασιστεί η αλήθεια. Άλλωστε η παρα δοχή της ενοχής του Οιδίποδα απ’ τον ίδιο, έχει σαν λογική συνέπεια ότι ο βοσκός έλεγε ψέματα όλο αυτόν τον καιρό, γιατί λοιπόν να μην έλεγε ψέματα αν άλλαζε τη μαρτυρία του και ισχυριζό ταν ότι ήταν μόνο ένας αυτός που σκότωσε το βασιλιά Λάιο; Η αναγωγή της μίας εκδοχής σε αλήθεια, απαιτεί την ύπαρξη και μιας τρίτης εκ δοχής που θα την επιβεβαίωνε και θα την επέβα λε σε βάρος της δεύτερης εκδοχής. Ο Σοφοκλής όμως αφήνει αυτή την ασυμφωνία σαν ένα ανοι κτό ερώτημα σχετικά'με την εμπειρική ενοχή του Οιδίποδα και συνεπώς σχετικά με το πρόβλημα της αλήθειας. Γιατί όταν τελικά παρουσιάζεται ο θεράπων για να απαντήσει στο ερώτημα «πόσοι δολοφόνοι», το ερώτημα δεν τίθεται καν, αλλά μετατίθεται στο ερώτημα της ταυτότητας του Οι δίποδα.3 Είναι λοιπόν αυτός ο επαμφοτερισμός που χαρακτηρίζει το κείμενο που διαφοροποιεί την τραγωδία από το μύθο και που προκαλεί αυ τή την πολλαπλότητα «αναγνώσεων». Γιατί όμως ο Οιδίποδας αναλαμβάνει την ευθύ νη της βασιλοκτονίας; Ό χι γιατί αποδείχθηκε ό τι την έχει, βάσει εμπειρικών στοιχείων, αλλά γιατί μαθαίνει ότι είναι γιος του Λάιου και της Ιοκάστης. Ο χρησμός που είχε δοθεί στους γονείς του πριν τη γέννησή του ακόμα, δήλωνε ότι θα σκό τωνε τον πατέρα του. Είναι, λοιπόν, οι χρησμοί που παίρνουν τη θέση της τρίτης εκδοχής, του εγγυητή της αλήθειας και αποδίδουν την ενοχή στον Οιδίποδα. Ά ρα γίνεται μια αντιστροφή κα θορισμού μεταξύ γεγονότος και νοήματος, όπως το θέτει ο J. Culler: Γίνεται δολοφόνος του πατέρα του όχι με μια βίαιη πράξη που έρχεται στο φως, αλλά με το να φρονεί ότι η πράξη έχει λάβει χώρα: με το να παίρνει σαν δεδομένο ότι αυτό που ισχυρίζονται
τα σημεία πρέπει να έχει συμβεί, με το να ιδιο ποιείται αυτό που αντιπροσωπεύουν τα σημεία. Το δίκτυο των σημείων που έχουν υφάνει οι προ φητείες οδηγούν στην επικύρωση του γεγονότος που προφητεύουν αυτά τα σημεία. Η αμφιλογία της τραγωδίας σχετικά με την ε μπειρική απόδειξη της ενοχής του Οιδίποδα υ πάρχει ακόμα και στο επίπεδο των χρησμών. Ο χρησμός καθιστά τον Οιδίποδα ένοχο μόνο όταν ο Οιδίποδας τον αποδέχεται σαν αλήθεια. Και αυτή η αποδοχή παραδόξως ακολουθεί τη δυσπι στία του Οιδίποδα αναφορικά με το ιερό. Στην τραγική σύγκρουση του Οιδίποδα με τον Τειρε σία που εμπλέκει την αντίθεση μεταξύ του βλέπειν και του γνωρίζειν, ο Οιδίποδας δείχνει ν’ α ψηφά τον αντιπρόσωπο των Θεών: ΟΙ. ή καί γεγηθώς ταΰτ’ αεί λέξειν δοκείς; Τ. Εϊπερ γ ’ έστί τής άληθείας σθένος τι. ΟΙΔ. Ά λ λ ’ έστι, πλήν σοί, σοίδέ τοϋτ’ ούκ έσ τ’, έπεί τυφλός τά τ ’ ώτα τόν τε νοΰν τά τ ’ δμματα εί... (στ. 368-71) ώστε βλάψαι ποτ’ &ν μή τ’ έμέ μή τ’ άλλον, δστις όρά φώς (στ. 374-5)... Τ. Λέγω, δ ’ έπειδή μ ’ ώνείδισας τυφλόν σύ και δέδορκας κού βλέπεις ΐνα κακού εί, ούδ’ ένθα ναίεις, ούδέ· μέτα δτων οίκεΐς. ΤΑ ρ ’ οίσθ άφ' ών εί; καί λέληθας έχθρός ών τοϊς σοΐσιν αύτοΰ νέρθε κάπί γης άνω, καί σ ’ άμφιπλήξ μητρός τε καί τού σοΰ πατρός έλα ποτ’ έκ γης τήσδε δεινόπους άρά, βλέποντα νΰν μέν δρθ’, έπειτα δέ σκότον. (στ. 412-9). Αυτή η αντίθεση μεταξύ του βλέπειν και του γνωρίζειν, - που ενισχύεται με τη φυσική τύφλω ση που επιβάλλει ο Οιδίποδας στον εαυτό του, ό ταν μαθαίνει ποιός είναι και εγκαταλείπεται από την Ιοκάστη - είναι ακόμα μια σχέση δυναμικής έντασης που υφαίνει την τραγωδία παράλληλα με την αμφιλογία των χρησμών. Τι οδηγεί όμως τον Οιδίποδα στην αποδοχή του πεπρωμένου του, την αποδοχή των χρησμών σαν απόλυτη α λήθεια; Η πραγματοποίηση του δεύτερου σκέ λους του χρησμού που έλαβε απ’ τον Απόλλωνα όταν αμφέβαλλε για την ταυτότητά του μετά από τη βρισιά ενός μεθυσμένου. Ο Οιδίποδας, όντως έχει διαπράξει αιμομιξία. Η εκπλήρωση του δεύ τερου σκέλους του δεύτερου χρησμού - ο πρώ τος δόθηκε στον Λάιο και ανέφερε μόνο ότι ο Λάιος θα φονευόταν απ’ το γιό του - καθιστά και το πρώτο σκέλος αληθινό. Ο χρησμός κα τορθώνει να επιβληθεί απόλυτα. Ο Οιδίποδας στην αναζήτηση του πατέρα του βρίσκει τη μητέ ρα του. Ο Λάιος δια της απουσίας του γίνεται το κεντρικό θέμα της τραγωδίας. Η Ιοκάστη δια της «ολοφάνερης» παρουσίας της περνάει απα ρατήρητη.4 Το παιχνίδι μεταξύ παρουσίας και
αφιερωμα/27 Σημειώσεις 1. Για μια πλήρη επισκόπηση των ποικίλων εκδοχών του μύθου βλέπε D. Anzieu (1983, σελ. 39-60) και J. Richepin (1954, σελ. 332-334). 2. Ο Ν. Νικολαϊδης συζητάει αυτή τη σχέση της «μετεγγρα φής» του μύθου σε τραγωδία στο άρθρο του «Οιδίπους: Το μήνυμα της διαφοράς» (1984, σελ. 219-233). 3. Ο S. Goodhart (1979) αναλύει λεπτομερώς αυτή την ασυμφω νία μαρτυριών και, δουλεύοντας στα πλαίσια της παράδο σης του Girard, την ανάγει σε μια αντι-μυθική χειρονομία εκ μέρους του Σοφοκλή· διαβάζει την τραγωδία σαν μια κριτι κή της μυθογένεσης. Αξίζει να σημειωθεί ότι στηλιτεύει φι λολόγους όπως οι Β. Knox και G. Norwood που θεωρούν αυ τό το «αριθμητικό» πρόβλημα σαν παράδειγμα τραγικής ει ρωνείας ή ελάττωμα στην κατά τ’ άλλα μεγαλειώδη δομή του Σοφοκλειανοό έργου. Ο Κ. Harshbarger ήταν ο πρώτος που έθεσε το θέμα «ποιός σκότωσε τον Λάιο» (1965) δίνο ντας όμως μια διαφορετική ερμηνεία σ’ αυτή την αμφιταλά ντευση μεταξύ του ενός και των πολλών. 4. Ο Verhoeff (1984) είναι ο μόνος, απ’ όσο ξέρω, που συζητάει το ρόλο της Ιοκάστης στην τραγωδία, μέσα σ’ ένα ψυχανα λυτικό πλαίσιο. Οι περισσότεροι κριτικοί, ίσως προσβεβλη μένοι από την «οιδιπόδεια τύφλωση» της απώθησης, παρα βλέπουν τη σημασία της παρουσίας της Ιοκάστης και (α ναπαράγουν «Οιδιπο-κεντρικές» αναγνώσεις. 5. Ο J-P. Vernant (1978) διαγράφοντας την τραγική πορεία του Οιδίποδα που διέπεται από αντιστροφές, τη συνδέει με την αρχαία ιεροτελεστία των φαρμάκων που εκδιώκοντο απ’ την πόλη για να επιτευχθεί η κάθαρση από το μίασμα που συσσωρεύετο κάθε χρόνο.
Μακέττες ενδυ/ir Τύραννο.
row Λ. Φωτόπουλου για τον Οιδίποδα
απουσίας, μεταξύ φανερού και κρυμμένου, ρυθ μίζει τη μοίρα του Οιδίποδα. Η Ιοκάστη είναι πράγματι ο φύλακας του αινίγματος του Οιδίπο δα. Άλλωστε ο βοσκός επικαλείται τη μαρτυρία της Ιοκάστης για την ταυτότητα του Οιδίποδα. κείνου γέ τοι δή παϊς έκλήζεθ’ ή δ ’ έσω κάλλιστ’ αν εϊποι, ση γυνή τάδ’ ώς έχει. (στ. 1171-2). Οι αντιθετικές δυνάμεις που είναι σε δράση στην τραγωδία και τη δομούν - ο Οιδίποδας αθώος και ένοχος, οι χρησμοί εν μέρει ακαθόριστοι και εν μέρει εκπληρωμένοι, το βλέπειν και το γνωρίζειν, η παρουσία και η απουσία, οι αντιστροφές της μοίρας του Οιδίποδα που από ισόθεος γίνεται φάρμακος5 - έχουν μια σχέση δυναμική και όχι διαλεκτική. Βρίσκονται σε διαρκή ένταση χωρίς να καταφέρνουν να επιβληθούν η μία στην άλλη και είναι αυτή η σχέση, σύμφωνη με την Ηρακλειτιανή φιλοσοφία, που ευθύνεται για την άρ νηση της τραγωδίας να εγκλειστεί σε ένα τελειω τικό νόημα, να αναχθεί σε μια και μόνη αλήθεια. Το κείμενο του Σοφοκλή θέτει μια σειρά από ε ρωτήματα «ανοικτά» σε αναγνώσεις, αφού τελι κά η τραγωδία είναι αδιαχώριστη από την ερμη νεία στο βαθμό που όπως γράφει ο A. Green, «κάθε αναπαράσταση είναι ακριβώς μια ανα παράσταση» (1979, σελ. 78).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Anzieu, Didier. «Ο Οιδίποδας πριν το Σύμπλεγμα ή περί της Ψυ χαναλυτικής Ερμηνείας των μύθων», στο Ψυχανάλυση και Ελληνική Κουλτούρα, εκδ. Ράππα, Αθήνα, 1983. Chase, Cynthia. «Oedipal Textuality: Reading Freud’s Reading of Oedipus», Diacritics V 9 vo 1, Spring 1979. Culler, Jonathan. «Semiotic Consequences» στο Studies in Twentieth Century Literature V 6 No 1-2, Fall 1981/Spring 1982. Felman, Shosana. «Beyond Odeipus: The Specimen Story of Psychoanalysis», Modern Language Notes V 98 vo 5, 1983. Freud, Sigmund. The Interpretation o f Dreams, Avon Books: New York, 1965. The Origins o f Psychoanalysis, Imago: London, 1954. Girard, Rene. Violence and the Sacred, The Johns Hopkins UP: Baltimore and London, 1979. Goodhart, Sandor. «Oedipus and Laius’s Many Murderers», Diacritics Green, Andre. The Tragic Effect: Oedipus Complex in Tragedy, CUP: London, 1979. Harshbarger, Karl. «Who Killed Laius?», Tulane Drama Review V 9 no 4 Summer 1965. Havelock, Eric A. «Oral Composition in the Oedipus Tyrannus of Sophocles», New Literary History Vol XVI no 1, 1984 1985. Knox, Bernand. Oedipus at Thebes, Yale UP: New Haven 1957. L6vi-Strauss, Claude. «The Structural Study of Myth» in The Structuralists; From Marx to Uvi-Strauss, Richard and Fernande De George (eds), Anchor Books: New York, 1972. Nikolaides, Nikos (a) «Πρώτο-Οιδίπους και οιδιποδειοποιημένος Οιδίπους. Μια μετάλλαξη στο υπέρ-εγώ. Απ’ αφορμή το «Οιδίπους χωρίς σύμπλεγμα του J-P. Vernant» (b) «Οιδίπους: Το μήνυμα της διαφοράς» στο Ψυχανάλυση και Ελληνική Κουλτούρα, εκ. Ράππα, Αθήνα, 1984. Norwood, Gilbert. Greek Tragedy, Hill and Wang: New York, 1960. Richepin, Jean. Ελληνική Μυθολογία, Τόμος II, Εκδόσεις Βί βλος, Αθήνα, 1954. Verhoeff, Han. «Does Oedipus Have His Complex;» in Style V 18 no 3, Summer 1984. Vernant, Jean-Pierre. «Ambiguity and Reversal: On the Enigmatic Structure of Oedipus Rex», New Literary History Vol IX no 3, Spring 1978.
28/αφιερωμα Η παρούσα μετάφραση είναι το τρίτο τμήμα της διάλε ξης XVIII της 18ης Μάίου 1955, με γενικό τίτλο Επιθυ μία, Ζω ή και Θ άνατος του Σεμιναρίου του Jacques Lacan, βιβλίο II.* Στο τμήμα της διάλεξης αυτής ο Lacan, χρησιμο ποιώ ντας σαν υπόδειγμα τον μύθο του Ο ιδίποδα, σημειοδοτεί την ζωή ω ς οριζόμενη μέσω και λόγω του ο ρίου που της τίθεται από τον θάνατο, ό πω ς αυτός συμβολικοποιείται μέσα, διαμέσου και ω ς ομιλία. Κύριο μέλημά του στη διάλεξη, είναι η εισαγωγή της επιθυμίας ω ς δεσπόζουσας έννοιας που υποβαστάζει το όλο θεωρητι κό πλαίσιο του Freud και τον διαφοροποιεί από σύγχρονές του φιλοσοφικές κατασκευές. Σύμφωνα με τον Lacan, το πεδίο της φροϋδικής εμπει ρίας εγκαθιδρύεται μέσα σ’ ένα διαφορετικό κατάλογομητρώο σχέσεων όπου η «Επιθυμία είναι μια σχέση του όντος με την έλλειψη. Αυτή η έλλειψη είναι η έλλειψη του όντος για να είμαστε ακριβείς. Δεν είναι η έλλειψη του ενός ή του άλλου, αλλά η έλλειψη του όντος διαμέ σου της οποίας το ον υπάρχει» (σελ. 223). Αυτή η έλλειψη του όντος ω ς επιθυμία δεν είναι βιο λογικά εγγεγραμμένη μέσα στα ανθρώπινα όντα (στο ε πίπεδο τω ν αναγκών), αλλά οριοθετείται μέσα στο κοι νω νικό πεδίο; διαμέσου της ομιλίας που έρχεται και σχηματο-ποιεί τα αντικείμενα της επιθυμίας. Έ τσ ι ο Lacan μας προτρέπει να επιστρέψουμε στο κείμενο του Freyd, το Π έραν της Α ρ χή ς τη ς Η δονής, έτσι ώστε «να δούμε πω ς το Π έραν... πράγματι εντοπίζει την επιθυμία πέραν οποιουδήποτε ενστικτώ δη κύκλου ορισμένου εκ τω ν συνθηκών του» (σελ. 229). Τ έλος, είναι η ίδια η σύμφυρση της ομιλίας με την επι θυμία που επιτρέπει στο ακατονόμαστο της επιθυμίας να συμβολικοποιηθεί. «Η επιθυμία αναδύεται εκεί όπου εν σωματώνεται με την ομιλία, εμφανίζεται με τον συμβολι σμό» αφού «είναι το συμβολικοποιόν σημάδι που κάνει αυτό που δεν υπάρχει, να υπάρξει» (σελ. 234). Γι’ αυτό στη Λακανική εκδοχή του ιστορήματος του Ο ιδίποδα, ο Ο ιδίποδας «γίνεται άνθρω πος», δηλαδή ε πιθυμία, τη στιγμή α κριβώ ς που εκπληρώ νει το πλέγμα των ομιλιών-χρησμών που τον άγουν και τον φέρουν, πεθαίνοντας· δηλαδή «παύοντας να είναι»!
Γ. Δαρεμάς· ια να συμπληρώσω αυτό που είχα αφήσει ημιδιατυπωμένο, σας είπα ότι είχαμε ένα παρά δειγμα, το οποίο επέλεξα γιατί συνέβη να το συ ναντήσω - το παράδειγμα του Οιδίποδα που βρίσκει το τέλος του, το πέραν του Οιδίποδα. Το γεγονός ότι ο Οιδίποδας είναι ο πατρωνυμι κός ήρωας του Οιδιπόδειου συμπλέγματος δεν εί ναι σύμπτωση, θα μπορούσε να είχε επιλεγεί κά ποιος άλλος, αφού όλοι οι ήρωες της Ελληνικής μυθολογίας έχουν κάποιο είδος σύνδεσης μ’ αυτό το μύθο, τον ενσωματώνουν κάτω από διαφορετι κά προσωπεία, αποκαλύπτουν άλλες πτυχές του. Υπήρχε, βέβαια, μια αιτία που ο Freud οδηγήθη κε προς αυτόν τον μύθο. Σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του, ο Οιδίποδας είναι πάντα αυτός ο μύθος. Ο ίδιος ο Οιδίποδας δεν είναι τίποτε άλλο παρά η διάβαση από το μύ-
Γ
«Οιδίπους επί Κολωνώ». Επίδαυρος 1975.
θο στην ύπαρξη. Το αν υπήρξε ή όχι, έχει μικρή σημασία για μας, αφού ενυπάρχει σε κάθε έναν από μας, σε μια χλομά αντανακλώμενη μορφή, είναι πανταχού παρών και υπάρχει πολύ περισ σότερο παρά αν είχε υπάρξει πραγματικά. Μπορεί να πει κανείς ότι ένα πράγμα υπάρχει ή δεν υπάρχει πραγματικά. Απ’ την άλλη μεριά, εξεπλάγην όταν είδα, αναφορικά με την αρχέτυ πη θεραπεία, έναν απ’ τους συναδέλφους μας ν’ αντιτάσσει τον όρο ψυχική πραγματικότητα στον όρο αληθινή πραγματικότητα. Νομίζω ότι σας έχω όλους υποβάλει αρκετά σε υπαινιγμούς ώστε αυτός ο όρος να σας φαίνεται μια αντίφαση in adjecto. Το αν ένα πράγμα υπάρχει πραγματικά ή όχι, δεν έχει πολλή σημασία. Μπορεί κάλλιστα να υ πάρχει με την πλήρη σημασία του όρου, ακόμα κι αν δεν υπάρχει πραγματικά. Εξ ορισμού, υ πάρχει κάτι τόσο απίθανο γύρω από την όλη ύ παρξη, ώστε σαν αποτέλεσμα να διερωτάται κα νείς διαρκώς για την πραγματικότητά της. Έτσι ο Οιδίποδας όντως υπάρχει, και πραγμα τοποίησε πλήρως το πεπρωμένο του. Το πραγμα τοποίησε μέχρι εκείνο τον τελικό βαθμό που δεν είναι τίποτε παραπάνω από κάτι αυστηρά ταυτό σημο με μια σύνθλιψη, ένα ξέσχισμα, μια κατα-
αφιερωμα/29 στην έξαρσή του, μου έδωσε αυτή τη γυναίκα σαν αμοιβή που τον έσωσα από τη Σφίγγα, και αυτός ο τύπος, δεν ήξερα ποιος ήταν, τον έδειρα, ήταν γέρος, τί να κάνουμε, τον χτύπησα λίγο πιο δυνα τά, πρέπει να ειπωθεί ήμουν και σωματαράς. Αποδέχεται το πεπρωμένο του τη στιγμή που αυτο-ακρωτηριάζεται, αλλά το είχε ήδη αποδε χθεί τη στιγμή που αποδέχθηκε το στέμμα. Είναι κατά τη διάρκεια της βασιλείας του που επισύρει όλες τις κατάρες πάνω στην πόλη, και που δρα στηριοποιεί μια τάξη των θεών, ένα νόμο α ντεκδικήσεων και τιμωριών. Είναι αρκετά φυσι κό να επιπέσουν όλα επάνω του, αφού είναι ο κεντρικός κόμβος της ομιλίας. Το ερώτημα είναι το αν θα το αποδεχθεί ή όχι. Στο κάτω κάτω, αυ τός νομίζει ότι είναι αθώος, αλλά το αποδέχεται πλήρως αφού ξεσχίζει τον εαυτό του. Και ζητάει να του επιτραπεί να καθίσει στον Κολωνό, στην ιερή περίβολο των Ευμενιδών. Έτσι εκπληρώνει την προφητεία [parole] ώς την παραμικρή λεπτο μέρεια. ντωμεταξύ οι άνθρωποι στη Θήβα εξακολου θούν να κουτσομπολεύουν. Στο λαό της Θή Ε βας λένε: - 'Ενα λεπτό! Το παρατραβήξατε. Ή
σπάραξη του εαυτού του - δεν είναι πια, τίποτε πια, καθόλου. Και είναι εκείνη τη στιγμή που λέει τη φράση που επικαλέστηκα την προηγούμενη φορά - Γίνομαι άνθρωπος την ώρα που παύω να είμαι; Έχω αποσχίσει αυτή τη φράση απ’ τα συμφραζόμενά της, και θα πρέπει να την ξαναβάλω εκεί, έτσι ώστε ν’ αποφύγετε την απόκτηση της ψευ δαίσθησης ότι, παραδείγματος χάριν, η χρονική διάρκεια του ανθρώπου θα μπορούσε αυτή τη στιγμή να έχει κάποιο είδος σημασίας. Με κάθε αυστηρότητα, δεν έχει καμιά, στο βαθμό που ο Οιδίποδας πέτυχε την πλήρη πραγματοποίηση της ομιλίας των χρησμών, που ήδη ονόμαζαν το πεπρωμένο του προτού ακόμα γεννηθεί. Πριν τη γέννησή του, είχαν ειπωθεί στους γονείς του αυτά τα πράγματα που απαιτούσαν ότι θα ριχνόταν προς το πεπρωμένο του, δηλαδή ότι πριν καλά καλά γεννηθεί θα εκτίθετο κρεμασμένος απ’ το πόδι. Είναι μ’ αυτή την αρχική πράξη, που αρχί ζει να πραγματοποιεί το πεπρωμένο του. Έτσι ό λα είναι γραμμένα εξαρχής, και εκτυλίσονται μέ χρι το οριστικό τους τέλος, συμπεριλαμβανομέ νου του γεγονότος ότι ο Οιδίποδας τα αποδέχεται μέσω της δικής του δράσης. Εγώ, λέει ο ίδιος, δεν έχω καμιά σχέση μ ’ αυτό. Ο λαός της Θήβας,
ταν εντάξει που ο Οιδίποδας αυτοτιμωρήθηκε. Όμως, τον βρήκατε αποκρουστικό και τον διώ ξατε. Τώρα το μέλλον της Θήβας κρέμεται ακρι βώς απ’ αυτήν την ενσώματη ομιλία που δεν μπο ρούσατε ν’ αναγνωρίσετε όταν ήταν εδώ, μ ’ αυτό το επακόλουθο ξέσχισμα, ματαίωση του ανθρώ που. Τον εξορίσατε, Θήβα φοβού - μήπως δεν τον φέρεις πίσω, αν όχι μέσα στα όρια της γης σου, τουλάχιστον κάπου κοντά, έτσι ώστε να μην σου ξεγλιστρήσει. Α ν αυτή η ομιλία, που εί ναι το πεπρωμένο του, αρχίσει να περιπλανάται, θα συμπαρασύρει και το δικό σου πεπρωμένο. Η Αθήνα θα δρέψει τους καρπούς της αληθινής ύ παρξης που αυτός ενσαρκώνει, και θα εξασφαλί σει κάθε πλεονέκτημα απέναντι σου και θα έχει κάθε θρίαμβο. Τρέχουν, ξωπίσω του. Ακούγοντας ότι πρόκει ται να δεχθεί κάποια επίσκεψη, κάθε λογής απε σταλμένους, σοφούς άνδρες, πολιτικούς, ζηλω τές, τον γιο του, ο Οιδίποδας τότε λέει: - Γίνο μαι άνθρωπος την ώρα που παύω να είμαι; Είναι εκεί που αρχίζει το πέραν της αρχής της ηδονής. Ό ταν η προφητεία [parole] του χρησμού έχει εκπληρωθεί πλήρως, όταν η ζωή του Οιδίποδα έχει εντελώς αφομοιωθεί μέσα στο πεπρωμένο του, τί μένει απ’ τον Οιδίποδα; Αυτό είναι που μας δείχνει το Οιδίπους επί Κολωνώ —το ουσιώ δες δράμα του πεπρωμένου, την παντελή απου σία φιλανθρωπίας, αδελφοσύνης, του οτιδήποτε σχετικού μ’ αυτό που αποκαλεί κανείς ανθρώπι νο συναίσθημα. * Το Εγώ στην Θεωρία του Freud και στην Τεχνική της Ψυχα νάλυσης, 1954-55, CUP, Νέα Υόρκη, 1988.
30/αφιερωμα Σε τί ανάγεται το θέμα του Οιδίποδα επί Κολω νώ; Ο χορός λέει - Λέγε ό,τι θες, το μεγαλύτερο αγαθό είναι το να είσαι· αλλά ζωή αρχινισμένη, καλύτερα να τελειώνει το γρηγορότερο... Και ο Οιδίποδας επισύρει τις πιο ακραίες κατάρες πά νω στους απογόνους του και στην πόλη για την οποία ήταν ένα κεκαυμένο θυσίασ μα - διαβάστε τις κατάρες που απευθύνονται στο γιο του, τον Πολυνείκη. Και κατόπιν υπάρχει η άρνηση της προφητείας [parole], που λαμβάνει χώρα στην περίβολο, στα σύνορα της οποίας διαδραματίζεται όλο το δρά μα, στην περίβολο μέσα στον τόπο που απαγο ρεύεται το ομιλείν, το κεντρικό σημείο όπου η σιωπή είναι υποχρεωτική, γιατί εκεί ζουν εκδικη τικές θεές, που δεν συγχωρούν και που ταλανί ζουν το ανθρώπινο ον με κάθε δεδομένη ευκαι ρία. Κάνεις τον Οιδίποδα να βγει από εκεί μέσα κάθε φορά που θέλεις να του αποσπάσεις μερικές λέξεις γιατί, αν τις αρθρώσει μέσα σε κείνο το μέ ρος, κάτι τρομερό θα συμβεί. Το ιερό πάντα είχε τους λόγους ύπαρξής του. Γιατί υπάρχει πάντα κάπου, όπου η ομιλία εξα ντλείται; Ίσω ς για να συντηρηθεί σ’ αυτή την πε ρίβολο. Τι συμβαίνει εκείνη τη στιγμή; Ο θάνατος του Οιδίποδα. Έρχεται κάτω από υπερβολικά ιδιάζουσες συνθήκες. Κάποιος του οποίου το βλέμ μα, από μακριά, έχει ακολουθήσει τους δυο άνδρες καθώς πάνε προς το κέντρο του ιερού τό που, στρέφεται, και βλέπει μόνο έναν από τους δύο άνδρες να κρύβει το πρόσωπό του με τον βραχίονά του σε μια στάση ιερού δέους. Έχεις την αίσθηση ότι δεν είναι πολύ ευχάριστο να κοι τάζεις, ένα είδος εξαΰλωσης της παρουσίας κά ποιου, που έχει πει τα τελευταία του λόγια. Νομί ζω ότι το Οιδίπους επί Κολωνώ εδώ υπαινίσσεται κάποιο άγνωστο πράγμα που αποκαλύπτονταν στα μυστήρια, τα οποία εδώ ενυπάρχουν πάντα στο βάθος. Αλλά για μας, αν ήθελα να το απεικο νίσω, θα το αναζητούσα άλλη μια φορά στον Edgar Poe. Edgar Poe πάντα αντιπαρέθετε τα θέματα της ζωής και του θανάτου, μ’ ένα τρόπο που δεν στερείται σημασίας. Σαν μια ηχώ αυτής της υγροποίησης του Οιδίποδα, θα διάλεγα Τα Δεδο μένα στην Περίπτωση του Μ. Valdemar. Είναι σχετικά μ’ ένα πείραμα περί της διαιώνι σης του υποκειμένου μέσα στην ομιλία, με τα μέ σα αυτού που τότε αποκαλείτο μαγνητισμός, μια μορφή θεωρητικοποίησης της ύπνωσης - κά ποιος σε articulo mortis υπνωτίζεται για να δει τι θα συμβεί. Επιλέγεται ένας άνθρωπος στο τέλος της ζωής του, του απομένουν μόνο μερικές ανα πνοές και κατά τα άλλα ήδη πεθαίνει. Του έχουν εξηγήσει ότι, αν θέλει να γίνει ένας απ’ τους ήρωες της ανθρωπότητας, δεν έχει παρά να γνέψει
Ο
στον υπνωτιστή. Αν αυτό το πείραμα μπορούσε να στηθεί μέσα στις λίγες ώρες που του απομέ νουν πριν εκπνεύσει, θα μπορούσε να βρεθεί τι θα συνέβαινε. Αυτή είναι εκλεπτυσμένη ποιητική φαντασία, που εκτείνεται πολύ παραπέρα απ’ τις δικές μας άτολμες ιατρικές φαντασίες, αν και ό λοι προσπαθούμε σκληρά προς αυτή την κα τεύθυνση. Στην προκειμένη περίπτωση, το υποκείμενο περνάει από τη ζωή στο θάνατο, και παραμένει για μερικούς μήνες σε μια κατάσταση επαρκούς συγκόλλησης, ώστε να είναι ακόμα σε καλή φυ σική κατάσταση - ένα πτώμα πάνω σ’ ένα κρε βάτι, το οποίο, από καιρό σε καιρό, μιλάει λέγο ντας Είμαι νεκρός. Αυτή η κατάσταση πραγμάτων διατηρείται με τη βοήθεια κάθε λογής τεχνασμάτων και χτυπη μάτων στα πλευρά, έως ότου αρχίσουν οι αντίθε τες κινήσεις απ’ αυτές που τον κοίμησαν έτσι ώ στε να ξυπνήσει, όταν μερικές κραυγές ακούγονται απ’ τον φτωχό φουκαρά - Για τ ’ όνομα του Θεού! - γρήγορα! - γρήγορα! - κοιμήστε με - ή γρήγορα! - ξυπνήστε με! - γρήγορα! ΣΑΣ ΛΕΩ ΟΤΙ ΕΙΜΑΙ ΝΕΚΡΟΣ! Ήδη έλεγε ότι ήταν νεκρός για έξι μήνες, αλλά όταν τον ξυπνάνε, ο Μ. Valdemar δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια αποκρουστική υγροποίηση, κάτι για το οποίο καμιά γλώσσα δεν έχει όνομα, η γυμνή οπτασία, αμιγής, απλή, κτηνώδης, αυ τής της φιγούρας που είναι αδύνατον να την κοι τάξεις καταπρόσωπο, που πλανάται στο βάθος όλων των εικασιών της ανθρώπινης μοίρας, που είναι πέρα από οποιοδήποτε χαρακτηρισμό, και για την οποία η λέξη ψοφίμι είναι τελείως ανε παρκής, η πλήρης κατάρρευση αυτού του είδους που διογκώνεται, δηλαδή της ζωής - η φουσκά λα σπάει και διαλύεται σε άψυχο σάπιο υγρό. υτό είναι που συμβαίνει στην περίπτωση του Οιδίποδα. Ό πω ς όλα πάνε να δείξουν απ’ Α την αρχή της τραγωδίας, ο Οιδίποδας δεν είναι τίποτε άλλο από το κατακάθι της γης, το απόρριμα, το κατάλοιπο, ένα πράγμα κενό κάθε εύσχη μης εμφάνισης. Ο Οιδίπους επί Κολωνώ, το είναι του οποίου κείται εντελώς μέσα στη λέξη [parole] που προ(σ)φέρεται από το πεπρωμένο του, κάνει εφι κτή τη σύζευξη του θανάτου και της ζωής. Ζει μια ζωή που είναι νεκρή, που είναι αυτός ο θάνατος που υπάρχει ακριβώς κάτω απ’ τη ζωή. Εκεί είναι επίσης όπου μας οδηγεί το μακροσκελές κείμενο του Freud, όπου μας λέει - Μη πιστεύετε ότι η ζωή είναι η εξυψωτική θεά, που έχει ανέλθει για ν’ αποκορυφωθεί σ ’ αυτή την πιο ωραία απ’ τις μορφές,' ότι υπάρχει η παραμικρή δύναμη επίτευ ξης και προόδου στη ζωή. Η ζωή είναι μια φου σκάλα, ένα πρόπλασμα, που δεν χαρακτηρίζεται - όπως έχουν γράψει κι άλλοι εκτός απ’ τον
αφιερωμα/31 Freud - από τίποτε πέρα από την κλίση της για θάνατο. Αυτό είναι η ζωή - μια παράκαμψη, μια πει σματική παράκαμψη, καθεαυτή μεταβατική και επισφαλής και στερούμενη κάθε σημασίας. Γιατί σ’ αυτήν, από τις εκφάνσεις της που αποκαλείται άνθρωπος, συμβαίνει κάτι που επιμένει σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του, το οποίο αποκαλείται ένα νόημα; Το αποκαλούμε ανθρώπινο, αλλά είμα στε τόσο σίγουροι; Είναι αυτό το νόημα τόσο αν θρώπινο όπως όλα αυτά; Ένα νόημα είναι μια διάταξη, δηλαδή, μια ξαφνική ανάδυση. Ένα νόημα είναι μια διάταξη που ξαφνικά αναδύεται. Μία ζωή επιμένει στο να εισέλθει σ’ αυτό, αλλά αυτό εκφράζει κάτι που είναι ίσως εξ ολοκλήρου πέραν αυτής της ζωής αφού,, όταν πάμε στη ρίζα αυτής της ζωής, πίσω από το δράμα της διάβα σης στην ύπαρξη, δεν βρίσκουμε τίποτε άλλο ε κτός απ’ τη ζωή συνυφασμένη με το θάνατο. Εκεί είναι που μας οδηγεί η Φροϋδική διαλεκτική. Έως ένα ορισμένο σημείο η Φροϋδική θεωρία μπορεί να φαίνεται πως εξηγεί τα πάντα, συμπε ριλαμβανομένου αυτού που σχετίζεται με το θά νατο, μέσα στο πλαίσιο μιας κλειστής λιμπιντικής οικονομίας, που ρυθμίζεται από την αρχή της ηδονής, και από μια επιστροφή σε εξισορρόπηση, που εμπλέκει συγκεκριμένες σχέσεις μετα ξύ αντικειμένων. Η πρόσμιξη της λίμπιντο με δραστηριότητες που επιφανειακά είναι σε αντι διαστολή μ’ αυτήν, η επιθετικότητα για παρά δειγμα, ανάγεται σε φαντασιακή ταύτιση. Αντί να ξυλοφορτώσει τον άλλον με τον οποίον έρχε ται αντιμέτωπο, το υποκείμενο ταυτίζεται, και στρέφει εναντίον του εαυτού του αυτή την ευγενι κή επιθετικότητα, που εννοιολογείται ως λιμπιγτική αντικειμενότροπος σχέση, και θεμελιώνε ται πάνω σ’ αυτά που αποκαλούνται τα ένστικτα του εγώ, δηλαδή την ανάγκη για τάξη και αρμο νία. Στο κάτω κάτω, πρέπει κανείς να φάει - ό ταν το κελάρι είναι άδειο, τότε πέφτει με τα μού τρα στον συνάνθρωπό του [semblable]. Η λιμπιντική περιπέτεια εδώ αντικειμενοποιείται στην τάξη των ζώντων πραγμάτων και υποθέτει κανείς ότι η συμπεριφορά των υποκειμένων, η αλληλοεπιθετικότητά τους, διέπεται και δύναται να εξη γηθεί από μια επιθυμία που είναι θεμελιακά επαρ κής ως προς το αντικείμενό της. Η σημασία τού Πέραν της Αρχής της Ηδονής είναι ότι αυτό δεν είναι αρκετό. Ο μαζοχισμός δεν έίναι αντεστραμμένος σαδισμός, το φαινόμε νο της επιθετικότητας δεν μπορεί να εξηγηθεί α πλά και μόνο στο επίπεδο της φαντασιακής ταύ τισης. Αυτό που μας διδάσκει ο πρωτογενής μα ζοχισμός του Freud είναι ότι, όταν η ζωή είναι μό νο η τελευταία κατάρα που εκφράζεται στο τέλος του Οιδίποδα επί Κολωνώ. Η ζωή δεν θέλει να θεραπευθεί. Η αρνητική θεραπευτική αντίδραση εί ναι θεμελιώδης σ’ αυτήν. Έτσι κι αλλιώς, τι είναι
η θεραπεία; Η πραγματοποίηση του υποκειμένου μέσω μιας ομιλίας που έρχεται από αλλού, διασχίζοντάς το. Αυτή η ζωή της οποίας είμαστε αιχμάλωτοι, αυτή η ουσιωδώς αλλοτριωμένη ζωή, που υπ άρχει, αυτή η ζωή μέσα στον άλλο, είναι καθεαυ τή προσδεδεμένη στο θάνατο, πάντοτε ε π ισ τ ρ έ φει στο θάνατο και έλκέται σε ολοένα και α υ ξ α νόμενα, σε μέγεθος και περιδίνηση, κυκλώματα, εξ αυτών που ο Freud αποκαλεί στοιχεία του εξω τερικού κόσμου. Αυτό μόνο που απασχολεί τη ζωή είναι η ανα ζήτηση όσο το δυνατόν περισσότερης ανάπαυ λας, αναμένοντας το θάνατο. Αυτό είναι που κα ταβροχθίζει το χρόνο του μωρού που θηλάζει στην αρχή της ύπαρξής του, με κάποια μόνο ω
ριαία δ ια λ ε ίμ μ α τ α πο υ του ε π ιτ ρ έ π ο υ ν απλώς να κρυφοκοιτάξει γύρω του από καιρό σε καιρό. Πρέπει να προσπαθήσετε με διαολεμένη επιμονή για να το τραβήξετε από κει, έτσι ώστε αυτό να βρει το ρυθμό με τον οποίον συντονιζόμαστε με τον κόσμο. Αν η ακατονόμαστη επιθυμία μπορεί να εμφανιστεί στο επίπεδο της επιθυμίας για ύ πνο που αναφέρατε τις προάλλες, Valabrega, αυ τό συμβαίνει γιατί είναι σε μια ενδιάμεση κατά σταση· το να κοιμάται κανείς είναι η πιο φυσική απ’ όλες τις ζωτικές καταστάσεις. Η ζωή ασχολείται μόνο με το να πεθαίνει - Να πεθαίνει, να κοιμάται, ενδεχομένως να ονειρεύεται όπως το έθεσε κάποιος κύριος, όταν το ζήτημα ήταν ακριβώς αυτό - να ζει κανείς ή να μη ζει. Μετάφραση: Γιώργος Δαρεμάς Αγγελική Σπυροπούλου
32/αφιερωμα Γ ιώ ρ γ ο ς Γ ε ω ρ γ ο ύ σ η ς
Φιλοκτήτης ή Τα Νησιά ο σκηνικό του «Φιλοκτήτη» είναι πολύ οι Τ κείο στον Έλληνα θεατή: ένα ξερονήσι καταμεσίς του Αιγαίου κι εκεί η άθλια κατοικία ε νός εξόριστου. Το ίδιο οικείες τού είναι κι οι κα ταστάσεις, καθώς και σ’ όποιον άνθρωπο ή λαό έλαχε η μοίρα να γνωρίσει σ’ όλο του τον παρο ξυσμό το ιστορικό γίγνεσθαι. Απεσταλμένοι της εξουσίας που εξόρισεν τον ήρωα (για το «γενικό καλό») έρχονται με πρόθε ση να τον αναγκάσουν με κάθε τρόπο να υπηρε τήσει τους σκοπούς τους και να συστρατευθεί μαζί τους (πάλι για το «γενικό καλό»). Οι ανελέ ητοι μηχανισμοί της ιστορίας έχουν τεθεί σε κίνη ση. Ό λα τα πρόσωπα στον «Φιλοκτήτη» είναι μπλεγμένα στα γρανάζια της. Η «πόλις» και οι νόμοι της ιστορίας της θα βρουν αναπάντεχη ε φαρμογή και διαλεκτική διαπραγμάτευση σε μια ερημιά.
Α' Φιλοκτήτη γνωρίζουμε και από την ε Γ ιαπικήτονπαράδοση και από τους τραγικούς. Κα
θώς οι Έλληνες έπλεαν προς την Τροία, σταμά τησαν στο νησί Χρύση κι εκεί ο Φιλοκτήτης δα γκώθηκε στο πόδι από φαρμακερό φίδι. Επειδή δεν μπορούσαν να υποφέρουν τη δυσοσμία της πληγής και τις κραυγές του πόνου του, τον εγκατέλειψαν μόνον και αβοήθητο στη Λήμνο. Η Χρύση είναι μάλλον μυθικό νησί που αργότε ρα, μαθαίνουμε, καταποντίστηκε. Δεν ξέρουμε πολλά για την ομώνυμη θεότητα που το όριζε. Φαίνεται πως είναι σεληνιακή θεότητα, συγγενι κή προς την Ήρα, που τόσο μίσησε τον Ηρακλή μέχρι το θάνατό του, κι εχθρεύεται τον Φιλοκτή τη γιατί του συμπαραστάθηκε. Δεν είναι ξεκάθαρα τα περιστατικά του δα γκώματος του Φιλοκτήτη.Πιθανότατα μια αθέ λητη παραβίαση του ιερού χώρου της θεάς να ή ταν η αφορμή. Το περιστατικό μοιάζει πως είναι μια ακόμη από τις περιπτώσεις όπου ένα ασή μαντο σφάλμα των θνητών θέτει σε κίνηση τους τρομερούς και ακατανόητους μηχανισμούς της θεϊκής οργής. Ωστόσο το πρόβλημα στον «Φιλοκτήτη» δεν είναι οι σχέσεις του κόσμου των θεών προς τον κόσμο των ανθρώπων - θέμα τόσο προσφιλές στον Σοφοκλή - αλλά οι σχέσείς των ανθρώπων μεταξύ τους. Η τραγωδία αρχίζει θεωρώντας σαν δεδομένο το δάγκωμα του φιδιού και δεν το ερευ νά, ούτε προβληματίζεται πάνω σ’ αυτό. Μπορεί πάντως να σημειώσει κανείς ότι η αρχή του προ
βλήματος συνδέεται με το φίδι, του οποίου η πολ λαπλή χρήσις ως χθονίου συμβόλου στη μυθολο γία είναι γνωστή, καθώς επίσης και ο συσχετι σμός του με τις σεληνιακές θεότητες.1 Η περιγραφή της πληγής και των πόνων της γί νεται με ασυνήθιστη για τον Σοφοκλή επιμονή και ρεαλισμό. Το πόδι του Φιλοκτήτη είναι σα κατεμένο, όπως του Οιδίποδα, και πυορροεί δύσοσμα. Το πόδι είναι η ρίζα του ανθρώπου στη γη. Ο χθόνιος συμβολισμός γίνεται στο πόδι, ό πως ο ουράνιος στο χέρι. Το σημάδι του σακατε μένου ποδιού στον Οιδίποδα και τον Φιλοκτήτη έχει πολυσχιδή συμβολισμό για το πρόβλημα της ταυτότητας, της ρίζας, που αντιμετωπίζουν οι δύο ήρωες:ντης οντολογικής ταυτότητας ο Οιδίπους και της ιστορικής ταυτότητας ο Φιλοκτή της. Ακόμα οι δύο ήρωες έχουν την κοινή μοίρα πως είναι παιδιά της γης, εχθρικής και τροφού, που θα αποφασίσει για την τύχη τους. Είναι και οι δυο «έκθετα» παιδιά του κόσμου. Αυτήν ακρι βώς την έκφραση χρησιμοποιεί ο Οδυσσέας στους πρώτους στίχους του έργου («έξέθηκ’ έγώ ποτέ» στ. 5). Όμως στον Οιδίποδα το πόδι είναι αποτέλεσμα της έκθεσής του, ενώ στον Φιλοκτή τη το αντίστροφο. Έχουν κι οι δυο στην κατοχή τους το κλειδί για τη λύση ενός προβλήματος: την άλωση της Τροίας ή την άλωση της Σφίγγας. Στο νησί του ο Φιλοκτήτης ζει όπως όλοι οι ξε χασμένοι εξόριστοι στα ξερονήσια. Οι Ατρείδες και ο Οδυσσέας τον έκαμαν «άφιλον, έρημον, άπολιν, εν ζώσιν νεκρόν» (στ. 1018). Ζει μ’ ένα α γώνα: την επιβίωση. Και μ’ ένα όνειρο: τον γυρι σμό στο σπίτι. Μόνο του στήριγμα σ’ αυτόν τον αγώνα επιβίωσης το αλάθευτο τόξο του Ηρακλή. Κι είναι ειρωνεία πως είναι το ίδιο πρόσωπο που έχει και το αλάθευτο τόξο και την αγιάτρευτη πληγή.2 Ο Φιλοκτήτης βρέθηκε δίπλα στον Ηρα κλή, στις τελευταίες του στιγμές του πρώτου ή ρωα των Ελλήνων. Αυτό θα σφραγίσει τη ζωή του. Οι εχθροί του θα είναι και οι αντίπαλοι Τρώ ες και οι δικοί του. Οι δικοί του ξέρουν πως έχει παραλάβει απ’ τον «πρώτο» τις μυστικές υποθήκες (ή τα αήττη τα όπλα) που θα αλλάξουν τον ρου της ιστορίας. Όσοι σχετίζονται με τον «πρώτο» τείνουν να επαναλάβουν τη μοίρα του. Βάλε φωτιά όπως εγώ στον Ηρακλή, ξαναλέει με τη σειρά του τώρα ο Φιλοκτήτης στον Νεοπτόλεμο (στ. 800-803). Η μοναξιά του ήρωα είναι απόλυτη. Ο Φιλο κτήτης είναι από τους πιο μοναξιασμένους ήρωες του Σοφοκλή· «έρημος» είναι η λέξη που έρχεται και επανέρχεται στο κείμενο. Το σκηνικό της
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ Α' ΕΞΑΜΗΝΟΥ 1990 (ΤΕΥΧΗ 230-241) Επιμέλεια: Κατερίνα Γρυπονησιώτου
ΜΟΝΙΜΕΣ ΣΤΗΛΕΣ Βιβλιογραφικό δελτίο, 230/38, 231/38, 232/38, 233/42, 234/38, 235/138, 236/38, 237/38, 238/38, 239/38, 240/38, 241/37 Η αγορά του βιβλίου, 230/10, 231/13, 232/12, 233/16, 234/14, 235/28, 236/16, 237/14, 238/10, 239/10, 240/14, 241/12 Κριτικογραφία, 230/46, 231/46, 232/46, 233/50, 234/46, 235/143, 236/48, 237/48, 238/48, 239/46, 240/47, 241/48
ΧΡΟΝΙΚΑ
Έρευνα
Ρεπορτάζ
Αθανασόπουλος-Καλόμαλος Θ.: Το Μακεδονικό μέ σα από το βιβλίο, 234/15 Ηλιόπουλος Χρήστος: Τα δανεικά οράματα μιας ε ποχής και η λογοτεχνία της που ψελλίζει, 239/11 Σοκολιούκ Βίκτωρ: Μια μαρτυρική Οδύσσεια (Η μοί ρα ενός λαού και της λογοτεχνίας του), 235/36 Τα Best Sellers του 1989, 231/10 Φάις Μισέλ: Στροφή ή παλινδρόμηση των εκδοτι κών οίκων στην πεζογραφική μας παράδοση;, 235/33 Προλεγόμενα, 232/13
Εκδότες και Οικονομία (Τρεις ιταλικοί οίκοι), 235/30 Εκποίηση σημαντικών βιβλίων, 238/11 Η βράβευση ενός «αχαλίνωτου» ισπανού από την Α καδημία μιας χώρας πουριτανικής παράδοσης, 236/17 Καλαμαράς Β.: Το «Φιάσκο» του Λεμ, 235/32 Παπαλέξης Ηρακλής: «Κοινοπρακτική» εν όψει του ’92, 230/13 Rudent Luce: Ο Υβ Μπερζέ στην Αθήνα (Η Μανία για Διάβασμα), 230/11
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ Λαμπαδαρίδου - Πόθου Μαρία, 236/71 Μελισσάνθη, 234/67
Πρππά Λένα, 239/80 33
11/Α ' εξάμηνο
ΜΟΛΙΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΑΝ Άμπλερ Έρικ: Υπόθεση Ντελτσώφ, 235/24 Ανδριόπουλος Ζ. Δημ.: Ιστορία της νεοελληνικής αισθητικής, 239/9 Ανθολογία Γερμανικού Διηγήματος, 236/14 Ανθολογία Περουβιανού Διηγήματος, 236/15 Ανθολογία Χιλιανού Διηγήματος, 236/15 Αποστολίδης Τάσος - Βουτσάς Κώστας: Οι μύθοι του Αισώπου σε Κόμικς, 241/11 Αστούριας Μ.Α.: Οι Άνθρωποι από καλαμπόκι, 233/15 Γιαν. Αντρέα: M.D (Μαργκερίτ Ντυράς), 241/11 Δέλτα Π.Σ.: Πρώτες Ενθυμήσεις, 234/12 Δήμου Νίκος: Τολμηρές ιστορίες, 233/14 Έκο Ουμπέρτο και Κάρμι Ευγένιος: Η βόμβα και ο Στρατηγός, 232/15 Έκο Ουμπέρτο και Κάρμι Ευγένιος: Οι Τρεις Αστρο ναύτες, 232/15 Καζάν Ελία: Μια ζωή, 232/17 Καλβίνο Ίταλο: Μαρκοβάλντο και οι εποχές στην πόλη, 238/8 Καρντέλλα Λάρα: Ήθελα να φορέσω παντελόνια, 241/10 Λαγκόριο Τζίνα: Η αρνητική προσέγγιση, 237/12 Λόρενς Ντ. X.: Ο άνθρωπος που αγαπούσε τα νη σιά, 235/25 Μαν Τόμας: Οι εξομολογήσεις του απατεώνα Φέλιξ Κρουλ, 234/13
Μανιώτης.Γιώργος: Η Φοβερά'Προστασία, 240/13 Μεγαπάνου Αμαλία: Έκτωρ, 232/16 Μπαλζάκ Ονορέ Ντε: Η Γεροντοκόρη, 232/17 Ντολτό Φρανσουάζ: Σεμινάριο Ψυχανάλυσης Παι διών, 231/8 Πολίτης Κοσμάς: Το Λεμονοδάσος, 234/13 Ράινερ Κλερ: Μην καταστρέφεις το σώμα σου, 237/13 Σιαφλέκης Ζ.Ι.: Από τη νύχτα των αστραπών στο ποίημα γεγονός, 231/9 Σικελιανός Άγγελος: Ανέκδοτα ποιήματα και πεζά, 235/25 Τζόις Τζέιμς: Η Πανσιόν και άλλα διηγήματα, 235/25 Χάβελ Βάτσλαβ: Από τη φυλακή στην προεδρία, 239/8 Χάντκε Πέτερ: Ο κινέζος του πόνου, 236/16 Χρηστέα - Δουμάνη Μαριέλλα: Η Ελληνίδα Μητέ ρα Άλλοτε και Σήμερα, 231/9 Cabanne Pierre: Ο Μηχανικός του χαμένου χρόνου. Συνεντεύξεις με τον Marcel Duchamp, 235/26 Marvin Harris: Η ιερή αγελάδα και ο βλεδυρός χοί ρος, 232/14 Serrano Miguel: Herman Hesse - Carl Jung. Μνή μες, 235/27 Vulliamy Graham: Τζαζ και Μπλουζ, 240/13 Wilde Oscar: Σαλώμη, Αγία Εταίρα, 238/9
ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ Δάντης, 230/15
Γκικόπουλος Κ. Φοίβος: Lectura Dantis, 230/26 Γιαννακοδήμου Νέλα: Η Αραβική σκέψη στο έργο του Dante «Το Συμπόσιο», 230/62 Ευαγγελάτος Κ. Φοίβος: Δάντης ο Μέγιστος. Χρονολόγιο (1265-1320), 230/16 Ζώρας Γ. Γεράσιμος: Θεία Κωμωδία: στα βήματα του Δάντη, 230/21 Σαλάχας Δ.: Ο Δάντης, Ποιητής Θεολόγος, 230/58 Τάίφάκος Γ. Ιωάννης: Δάντης και Βεργίλιος, 230/36 Το πρώτο άσμα της Κόλασης Lectura του Giuseppe Ungaretti, 230/74 Branca Vittore: «Λαγωνικό χειρογράφων», 230/72 Minniti Domenica: «Οι παρατηρήσεις του Γκράμσι» γύρω από το δέκατο άσμα της Κόλασης, 230/67 Γκιγιώμ Απολλιναίρ, 231/15
Δεμίρογλου Ελισάβετ: Απολλιναίρ, 231/21 Γκοσερόν Ζακ: Αστέρι Απολλιναίρ, 231/27 Θωμαδάκη Μαρίκα: Σημειωτική ανάγνωση ενός σουρρεαλιστικού δράματος: Οι μαστοί του Τειρεσία του Απολλιναίρ, 231/70 34
Ντεκοντέν Μισέλ. Σημειώσεις για ένα Αδύνατο Κε φάλαιο, 231/61 Σαμαρά Ζωή: Μεταμορφώσεις του αφηγητή σε δύο ποιήματα του Απολλιναίρ, 231/65 Σιαφλέκης I. Ζ.: Ο Γκιγιώμ Απολλιναίρ και οι Έλλη νες νεοτερικοί ποιητές του μεσοπολέμου, 231/79 Χρονολόγιο Απολλιναίρ, 231/16 Νέοι και Λογοτεχνία, 232/18
Γραμματάς Θόδωρος: Νεοελληνικό Θέατρο και Κοι νωνία, 232/73 Θαλάσση Αλεξάνδρα: Η απειλή κατά του ελληνι σμού ως παράγοντας για τη διαμόρφωση του ιδεώ δους νέου στο μυθιστόρημα της γενιάς του ’30, 232/23 Θαλάσσης Γιώργος: Νέοι πεζογράφοι και ανανέω ση, 232/63 Κάσσος Βαγγέλης: Το σύνδρομο της μεταπολεμικότητας και η κηδεμονία της νεότητας του εικο στού αιώνα, 232/34 Κατσίκη-Γκίβαλου Άντα: Το παιδί και ο έφηβος στη λογοτεχνία για παιδιά του 20ού αιώνα, 232/63
A ' εξαμηνο/ΙΙΙ Κούρτοβικ Δημοσθένης: Οι νέοι λογοτέχνες και η νέα πεζογραφία, 232/51 Μερακλής Γ.Μ.: Οι νέοι στη λογοτεχνία της Αντί στασης, 232/28 Μπασκόζος Γιάννης: Τρεις γενιές νεολαίας μέσα στη λογοτεχνία, 232/55 Μυλωνάκη Ιωάννα: Οι νέοι στο αφηγηματικό έργο των Κων. Χατζόπουλου και Κων. Θεοτόκη, 232/20 Ελληνική κοινωνία και κράτος, 233/18
Συζητούν ο Κων. Τσουκαλάς και ο Άλκης Ρήγος, 233/20 Αναγνώσεις των κειμένων, 234/21
Γραμματάς Θόδωρος: Διαδικασία Σύνταξης - διαδι κασία σύμβασης, η «δια-λεκτική» της Θεατρικής Ε πικοινωνίας, 234/57 Κάλφας Αντώνης: Τα κείμενα, οι αναγνώστες και ο τόπος της λογοτεχνίας, 234/22 Κάλφας Αντώνης: Επιλογή βιβλιογραφίας, 234/63 Μαρτινίδης Πέτρος: Αναγνώσεις και καλλιτεχνική δημιουργία στο Μαρξισμό και τη Σημέιωτική, 234/36 Σαμαρά Ζωή: Ανάγνωση, κατανάλωση, γραφή, 234/28 Σιαφλέκης Ζ.Ι.: Για μια σημειολογία της ανάγνω σης: άτομο VS Ιστορίπ στο «Λουκής Λάρας» του Δ. Βικέλα, 234/31 Ρήγας Βελεστινλής, 2' 743
Αβραμέα Άννα: Από χαρτογραφικό έργο του Ρή γα, 235/75 Βουρνάς Τάσος: υνομικός Φάκελος Ρήγα Βελεστινλή, 235/55 Ζωΐδης Γιώργ· ις: Ρήγας Βελεστινλής: πάντα ζωντα νός - πάντα επίκαιρος, 235/44 Καράς Γιάννης: Φυσικής Απάνθισμα: Ένα σημαντι κό έργο του ελληνικού «Διαφωτισμού», 235/71 Μπενάς Παναγιώτης: Θ Ρήγας στη Βλαχία: Ασχο λίες, Αυτομόρφωση, Συναναστροφές, Οραματισμοί και Επιρροές, 235/59 Μπενάς Παναγιώτης: Συμπληρωματική Βιβλιογρα φία περί Ρήγα, 235/84 Πολίτης Αλέξης: Η διάδοση των επαναστατικών θούριων, 235/66 Πολυμέρου-Καμηλάκη Αικατ.: Το Α' Συνέδριο «Φεραί - Βελεστίνο - Ρήγας» και η γύρω από τον Ρήγα Βελεστινλή έρευνα, 235/76 Φασουλάκης Στερ.: Βιβλιογραφία Ρήγα - Αυτοτελή και σε περιοδικά - Πρώτη καταγραφή, 235/81 Χρονολόγιο Ρήγα Βελεστινλή, 235/45 Παιχνίδι και Παιδί, 236/19
Γαλάντης Γιώργος: Τα θεατρικά παγνίδια, 235/56 Κανάκης Ν. Μανόλης: Το Παιγνίδι και ο Ρόλος του στην Ανάπτυξη του Παιδιού, 236/20 Κάνιστρα Μάχη: Η ζωγραφική σαν παιγνίδι και η αι σθητική ανάπτυξη του παιδιού, 236/35 Καραμπάτσος Αντώνης: Το παιδικό παγνίδι. Τα εί δη και η σημασία του στην παιδαγωγική διαδικασία, 236/25 Κοροπιώτου Π. Αλεξάνδρα: Το παιδί και το παιγνί δι. Μια ψυχολογική προσέγγιση, 236/31 Μαλαφάντης Δ. Κων.: Ελληνική Βιβλιογραφία και Αρθρογραφία για το Παιδικό Παιγνίδι, 236/66 Πολυχρονοπούλου - Ζαχαρόγεωργα Στ.: Ο ρόλος και τα προβλήματα του παιγνιδιού στο χώρο της Ει δικής Αγωγής, 236/59
Αμερικανική πεζογραφία, 237/15
Γεωργουδάκη Αικατερίνη: Αμερικανική πεζογρα φία του 20ού αιώνα: Μια σύντομη ανασκόπηση, 237/17 Γεωργουδάκη Αικατερίνη: Σύγχρονη Γυναικεία Αυ τοβιογραφία: Maya Angelou, Gwendolyn Brooks, Nikki Giovanni, Lillian Heilman και Audre Lorde, 237/62 Θεοδοσιάδου Γιούλη: Τρεις Φωνές από την Ανα γέννηση του Αμερικανικού Νότου: Γιουντόρα Γουέλτυ, Φλάνερυ Ο’ Κόνορ και Κάρσον ΜακΚάλερς, 237/76 Καλόγερός Γιώργος: «... αμνήμονες σε φλέγόμενη πτέρυγα»: ο Εθνικός Λόγος στην Αμερικανική Λο γοτεχνία, 237/20 Κοκκώνης Μιχάλης: Μεταμυθιστόρημα και Μεταμοντερνισμός στην Αμερική του ’60 και ’70, 237/32 Παστουρματζή Δόμνα: Η Ανάπτυξη της Επιστημονι κής Φαντασίας και η θέση της στην Αμερικανική Λο γοτεχνία του εικοστού αιώνα, 237/70 Παστουρματζή Δόμνα: Ο πρωτοπόρος ρόλος της Willa Cather στη μοντέρνα αμερικανική λογοτε χνία, 237/81 Πατσαλίδης Σάββας: Ο Αριστερός Λόγος στην Αμε ρική: Σύντομη Αναφορά, 237/25 Calfo Adrianne: «Η άλλη» γλώσσα της Αμερικής, 237/55 Ψυχογλωσσολογία, 238/13
Γεμενετζής Κώστας: Επάνω στην ουσία της ψυχα νάλυσης, 238/19 Κρανιδιώτης Παντελής: Η ενότητα Λόγος - Ύπαρξη στην ψυχοθεραπεία, 238/68 Λιάρος Αχ. Διονύσης: Γλώσσα και Χρόνος (γραμμι κός και κυκλικός), 238/74 Μαράτος Τηλέμαχος: Η φωνή της ψυχής, 238/64 Μαρκίδης Μάριος: Ο εξανθρωπισμός της γλώσσας ή το όνειρο του Ελύτη, 238/29 Νικολαΐδης Αριστοτέλης: Ερώτηση και απόκριση στη δομή του διαλόγου, 238/14 Νικολαΐδης Νίκος: Το Φαλλικό Σημαίνον του Λό γου, 238/61 Ποταμιάνου Άννα: Διαστάσεις του ερμηνευτικού λόγου στην Ψυχανάλυση, 238/56 Το έγκλημα - Απόπειρες Ερμηνείας, 239/15
Αναστασόπουλος Γεώργιος: Σημειώσεις από μια προσπάθεια ενός μικρού σχεδιάσματος εισαγωγής στην Κλινική (Ιατρική) Εγκληματολογία, 239/27 Αθανασόπουλος Παύλος: Έγκλημα και ποινή: δύο προβληματικές νομικές έννοιες, 239/67 Δημητρίου Θ.Σ.: Το έγκλημα από την ανθρωπολογική προσέγγιση, 239/31 Καραποστόλης Βασίλης: Κλέφτης - θαμώνας, 239/64 Κουτσιαράς Νίκος: Εισαγωγή στην πολλαπλή νοηματοδότηση του εγκλήματος, 239/16 Κουτσιαράς Νίκος: Έγκλημα και Τιμωρία: Η αυτα ρέσκεια της νεοκλασικής οικονομικής θεωρίας, 239/56 Μερακλής Γ.Μ.: Το έγκλημα στη λογοτεχνία, 239/74 Τσαλίκογλου Φωτεινή: Εγκληματολογία: Θεωρητι κές και Ιδεολογικές περι-πλανήσεις μιας επιστήμης της διαφοράς, 239/20 Το όνειρο στη λογοτεχνία, 240/15
Γιαννή Μάρα: Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας και 35
IV/Α' εξάμηνο πραγματικότητα, 240/53 Θωμαδάκη Μαρίκα: Ο γενετικός δομισμός και το ό νειρο. Με αφορμή το όνειρο της Άτοσσας και το ό νειρο της Εκάβης, 240/20 Καρατσινίδου Χρυσή: Ονειρική διαχρονία στη λο γοτεχνία, 240/16 Μακροπούλου Πολύτιμη: Η ονειρική διάσταση στο παραμύθι, 240/27 Μπακονικόλα - Γεωργοπούλου Χαρά: η δυναμική του ονείρου στον γερμανικό ρομαντισμό: G.H. Schubert και Η. Von Kleist, 240/63 Ραΐζης Μάριος Βύρων: Το Όνειρο στη Ρομαντική Ποίηση, 240/30 Σαμαρά Ζωή: Μηχανισμοί του λογοτεχνικού ονεί ρου, 240/58 Σιβετίδου Α.: Ο κόσμος του Ιονέσκο διαθλαστής του πραγματικού, 240/69 Τσατσούλης Δημήτρης: Αφηγηματικές Τεχνικές και
Υπερρεαλιστικές Καταγωγές του Ονείρου στη Σύγ χρονη Ελληνική Πεζογραφία, 240/75 Κοινωνιολογία της σύγχρονης οικογένειας, 241/13
Αμοριανού Σοφία: Έρευνες Οικογενειακού Δικαίου στην Ελλάδα μετά τη μεταρρύθμιση, 241/33 Βιβλιογραφία, 241/55 Μουσούρου Λ.Μ. Για τη σύγχρονη κοινωνιολογία της οικογένειας: αναφορά στη διεθνή βιβλιογρα φία, 241/14 Μουσούρου Λ.Μ.: Η μελέτη των οικογενειακών φαι νομένων και η κοινωνιολογία της οικογένειας στη σύγχρονη Ελλάδα: μια πρώτη προσέγγιση, 241/21 Παπαχρίστος Θ.Κ.: Η Κοινωνιολογία του Οικογε νειακού Δικαίου - Διαπιστώσεις και προοπτικές, 241/30 Τεπέρογλου Αφροδίτη:Επαναπροσδιορισμός των ρόλων στην ελληνική αστεακή οικογένεια, 241/26
ΕΠΙΛΟΓΗ Γλώσσα
Τζάρτζανος Α. Αχιλλ.: Νεοελληνική Σύνταξις (της Κοινής Δημοτικής), 230/183 Δοκίμιο
Κασέτας Ανδρέας: Το Φάντασμα του Λεονάρντο. Σκέψεις και ημέρες ενός φυσικού, 235/128 Ιστορία
Βακαλόπουλος Α. Κων.: Μακεδονικός Αγώνας (1904-1908), 241/78 Βακαλόπουλος Α. Κων.: Νεότουρκοι και Μακεδονία (1908-1912), 241/78 Κινηματογράφος
Σωτηροπούλου Χρυσάνθη: Ελληνική κινηματογρα φία 1965-1975. Θεσμικό πλαίσιο - Οικονομική Κα τάσταση, 232/83 Κοινωνιολογία
Λαμπίρη - Δημάκη Ιωάννα: Η έννοια της κρίσης (και άλλα δοκίμια κοινωνιολογίας), 241/66 Οικονομόπουλος Α. Γιώργης: Νάρκωση - Απεξάρ τηση, 235/87
Μ ελέτες
Ανδρεάδης Γιάγκος: Τα παιδιά της Αντιγόνης. Μνή μη και Ιδεολογία στη Νεώτερη Ελλάδα, 235/130 Λιγνάδης Τάσος: Το ζώον και το τέρας, 238/83 Μοδινός Μιχάλης: Από την Εδέμ στο Καθαρτήριο. Η γεωγραφία της υπανάπτυξης, 230/88 Μόσχος Ευάγγελος: Μύρο και δάκρυ, 232/86 Ντελόπουλος Κυριάκος: Η «παιδική αποθήκη», και ο Δημήτριος Πανταζής, 241/74 Σαμαρά Ζωή: Αισθητική του ατελούς: Συμβολή στη σημειωτική του θεατρικού κειμένου, 235/133 Σαχίνης Απ.: Προσεγγίσεις. Δοκίμια κριτικής, 241/76 Παιδικά
Αναγνωστόπουλος Δ.Β.: Θέματα Παιδικής Λογοτε χνίας, 240/79 Δελώνης Αντώνης: Βασικές γνώσεις για το παιδικό και νεανικό βιβλίο, 240/79 Επιθεώρηση Παιδικής Λογοτεχνίας και Δήμος Καρ δίτσας: Το παιδικό θέαμα. Εισηγήσεις στο Α' πανελ λήνιο συνέδριο, 240/79 Σακελλαρίου Χάρης: Οι πρωτοπόροι της Ελληνικής Παιδικής Λογοτεχνίας, 240/79 Babbit Natalie: Η Μαγική πηγή, 241/67 Babbit Natalie: Τα μάτια του Αμαρυλλίς, 241/67 Πεζογραφία
Λαογραφία
Μπαρδάκος Λευτέρης - Τότσικας Αλέξης: Κρήνες, 235/89 36
Γαλανάκη Ρέα: Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ Πασά, 239/85 Γουάιτ Πάτρικ: Η ιστορία της θείας, 235/111 Δημητρίου Φ. Σωτήρης: Ένα παιδί από τη Θεσσαλο
A ' εξαμηνο/V νίκη, 231/84 Έκο Ουμπέρτο: Το εκκρεμές του Φουκώ, 235/113 Θεοτοκάς Γιώργος: Τετράδια Ημερολογίου (1939-1953), 236/81 Καρπεντιέρ Αλέχο: Μεθόδου Τέχνασμα, 236/86 Καραβία Μαρία: Ο στοχαστής του Μαρουσιού, 240/83 Μητροπούλου Κωστούλα: Το Παλαιοπωλείο στην Τσιμισκή, 241/69 Νικολαΐδης Αριστοτέλης: Ο ανιχνευτής, 235/105 Ντυράς Μαργκερίτ: Έμιλυ L. 234/81 Χουρμουζιάδου Ελιάνα: Η Γειτονιά των Καλών Κλε φτών, 235/109 Rushdie Salman: Οι Σατανικοί Στίχοι, 240/86 Ποίηση
Βότση Όλγα: Η Εξέδρα, 237/87 Γκανάς Μιχάλης: Γυάλινα Γιάννενα, 235/91 Κάσσος Βαγγέλης: Η πείρα του θανάτου, 235/92 Κυρτζάκη Μαρία: Ημέρια Νύχτα, 236/79 Μαυρουδής Κώστας: Το δάνειο του Χρόνου, 239/83 Μπουρμπούλης Μιχαήλ: Άμμος. Το χρονικό της καταβασίας των ιπποτών της Χαύδας, 233/91 Σαραντάρης Γιώργος: Ποιήματα (ελληνική περίο δος 1931-1940), 235/95 Σπάνιας Νίκος: Αμερική, 235/104 Τσάτσου Ιωάννα: Ποιήματα, 233/93 Τσιρόπουλος Κώστας: Μυστήριο, 231/85
Χουλιαράς Νίκος: Ο χρόνος είναι πάντα με το μέ ρος του, 232/80 Lorca Federico Garcia: Τσιγγάνικο Ρομανθέρο, 238/79 Πολιτική Λίποβατς θάνος: Η απάρνηση του Πολιτικού, 232/78 Σπουρδαλάκης Μιχάλης. ΠΑΣΟΚ: Δομή - εσωκομ ματικές κρίσεις και συγκέντρωση εξουσίας, 235/85 Πολιτική Οικονομία
Μηλιάς Γιάννης: Ο ελληνικός Κοινωνικός Σχηματι σμός. Από τον επεκτατισμό στην καπιταλιστική α νάπτυξη, 234/77 Φιλοσοφία
Μαρκάκης Μανώλης: Φιλοσοφία του Πνεύματος, 236/77 Τι είναι διαφωτισμός, 234/73 Φουκώ Μισέλ: Ιστορία της Σεξουαλικότητας - Η χήηση των απολαύσεων, 241/59 Χομπς Τόμας: Λεβιάθαν, 232/76 Devereau Georges: Βαυβώ - Το μυθικό αιδοίο, 241/59 Libis Jean: Ο Μύθος του Ανδρόγυνου, 241/59
ΠΛΑΙΣΙΟ Ποίηση
Λαογραφία
Καφαντάρης Κώστας: Ελληνικά Λαϊκά Παραμύθια, 235/119 Παιδικά
Λάζου Μαρία: Επειδή κουράστηκαν, Το φεγγάρι Η Βροχή Δύο άνθρωποι, 234/85 Μαυροπούλου - Μαρτίνη Τίνυ: Λίγο πριν φοβη θούμε, 240/84 Πεζογραφία
Δεσύπρης Γιάννης: Έξι γράμματα σε μια κυρία, 235/97 Κουκούτσης Σπ.: Απόλαυση, 241/85 Μπουρατζή - Θώδα Άννα: Η Βάρδια του Τίγρη, 234/79 Τομαζάνη Δέσποινα: Το καφενείο των ψεμάτων, 235/115
Αναγνωστόπουλος Π. Γιώργος: Σκηνικά Διαλόγου και Διαλογισμού, 238/81 Καρυδογιάννη Χριστίνα: 20ός αιών. Το λυκόφως του Τιτάνα, 232/84 Κωνσταντέλλης Γιάννης: Υπέρ της τυχαίας αντι στροφής, 236/83 Μανουσάκης Γιώργης: Χώροι Αναπνοής - Ένα Τρίπτυχο, 232/87 Μερτζιάνης Κ. Θεόδωρος: Νύμφη Θεσσαλονίκη, 237/88 Μίχαλος Ν. Ηλίας: Φως και σκιά, 232/79 Οικονομία
Η πρόκληση του 1992: Η Ελλάς στην Ενιαία Ευρω παϊκή Αγορά, 240/88 Μαραβέγια Ναπολέων: Η ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα: Επιπτώσεις στον Αγροτικό Τομέα, 241/81.
ΟΝΟΜΑΤΑ ΣΥΝΕΡΓΑΤΩΝ Αβραμέα Άννα, 235/75
Αθανασόπουλος Παύλος, 239/67 53
VI/Α' εξάμηνο Αθανασόπουλος - Καλόμαλος Θ., 234/15 Αλισανδράτος Γ. Γιώργος, 230/183 Αμοριανού Σοφία, 241/33 Αναστασόπουλος Γεώργιος, 239/27 Απάκη Έφη, 230/38, 231/38, 232/38, 233/42, 234/38, 235/138, 236/38, 237/38, 238/38, 239/38, 240/38, 241/37 Βέης Γιώργος, 235/91, 236/79 Βουλγαρίδου Γκέρτα, 235/105 Βουρνάς Τάσος, 235/55 Γαλάντης Γιώργος, 236/56, 236/71, 237/15 Γεμενετζής Κώστας, 238/19 Γεωργουδάκη Αικατερίνη, 237/16, 237/62 Γιαννακοδήμου Νέλα, 230/62 Γιαννή Μάρα, 240/53 Γκικόπουλος Κ. Φοίβος, 230/26 Γκοσερόν Ζακ, 231/27 Γραμματάς Θόδωρος, 232/73, 234/57 Δεμίρογλου Ελισάβετ, 231/21 . Δημητρίου Θ.Σ., 239/31 Δημητρούλια Τιτίκα, 231/16 Δρακονταειδής Δ.Φ., 239/85 Ευαγγελάτος Κ. Φοίβος, 230/16 Ζωΐδης Γιώργης, 235/44 Ζώρας Γ. Γεράσιμος, 230/21 Ηλιόπουλος Χρήστος, 239/11 Θαλάσση Αλεξάνδρα, 232/23 Θαλάσσης Γιώργος, 232/63 Θεοδοσιάδου Γιούλη, 237/76 Θωμαδάκη Μαρίκα, 231/70, 235/133, 236/77, 239/80, 240/20 Ιβάνοβιτς Βίκτωρ, 238/79 Καλαμαράς Β., 235/32 Καλογεράς Γιώργος, 237/20 Κάλφας Αντώνης, 232/79, 234/21, 234/22, 234/63, 235/97, 236/83, 236/86 Κανάκης Ν. Μανόλης, 236/20 Κάνιστρα Μάχη, 236/35 Καραμπάτσος Αντώνης, 236/25 Καραποστόλης Βασίλης, 239/64 Καράς Γιάννης, 235/71 Καρατσινίδου Χρυσή, 240/16 Κασίνης Γ.Κ., 241/76 Κάσσος Βαγγέλης, 232/34 Κατσίκη - Γκίβαλου Άντα, 232/68 Κεφάλας Ηλίας, 232/80, 233/91, 235/119, 239/83 Κοκκινάκη I. Νένα, 241/85 Κοκκώνης Μιχάλης, 237/32 Κολοβός Νίκος, 232/83 Κοντολέων Μάνος, 231/84, 240/84 Κοροπιώτου Π. Αλεξάνδρα, 236/31 Κουβαράς Γιάννης, 235/104 Κούρτοβικ Δημοσθένης, 232/61 Κουτσιαράς Νίκος, 234/77, 239/16, 239/56, 241/66 Κρανιδιώτης Παντελής, 238/68 Λαμπαδαρίδου - Πόθου Μαρία, 232/86, 236/71, 237/87 Λεοντσίνη Μαίρη, 241/69 Λιάρος Αχ. Διονύσης, 238/74 Λογοθέτης Δ. Ηρακλής, 235/87 Μακρής Νίκος, 232/76 Μακροπούλου Πολυτίμη, 240/27 Μαλαφάντης Δ. Κων., 236/19, 236/66, 240/79 Μαράτος Τηλέμαχος, 238/64 Μαρκίδης Μάριος, 238/29 54
Μαρτινίδης Πέτρος, 234/36 Μεγαλομμάτης Κοσμάς, 235/113 Μελισσάνθη, 234/67 Μερακλής Γ.Μ., 232/28, 239/74 Μουσούρου Λ.Μ., 241/14, 241/21 Μπακονικόλα- Γεωργοπούλου Χαρά, 240/63 Μπαλούρδος Γιώργος, 235/111 Μπασκόζος Γιάννης, 232/55, 234/73 Μπενάς Παναγιώτης, 235/43, 235/59, 235/84 Μυλωνάκη Ιωάννα, 232/20 Νικολαΐδης Αριστοτέλης, 238/14 Νικολαΐδης Νίκος, 238/61 Ντάλης Σωτήρης, 230/88, 232/78, 235/85, 240/88, 241/81 Ντεκοντέν Μισέλ, 231/61 Παπαλέξης Ηρακλής, 230/13, 233/18, 234/12, 235/24, 236/15, 237/12, 238/8, 239/8, 240/12, 241/10 Παπαχρίστος Θ.Κ., 241/30 Παππά Λένα, 239/80 Παστουρματζή Δόμνα, 237/70, 237/81 Πατσαλίδης Σάββας, 237/25 Πάτσιου Βίκυ, 241/74 Πεταλάς Δημήτρης, 231/27, 231/61 Πολενάκης Λέανδρος, 235/92 Πολίτης Αλέξης, 235/66 Πολυμέρου - Καμηλάκη Αικατ., 235/77 Πολυχρονοπούλου-Ζαχαρόγεωργα Στ., 236/59 Ποταμιάνου Άννα, 238/57 Ραΐζης Μάριος Βύρων, 240/30 Ρηγόπουλος Γιάννης, 235/89 Ρήγος A., 233/18 Σαλάχας Δ., 230/58 Σαμαρά Ζωή, 231/65, 234/28, 240/58 Σιαφλέκης Ι.Ζ., 231/79, 234/31 Σιβετίδου Α., 240/69 Σιδέρη Αλόη, 235/128 Σκαρπέλος Π. Γιάννης, 235/130, 240/86, 241/59 Σοκολιούκ Βίκτωρ, 235/36 Ταϊφάκος Γ. Ιωάννης, 230/36 Τεπέρογλου Αφροδίτη, 241/26 Τρουπάκη Μαρία, 230/46, 231/46, 232/46, 233/50, 234/46, 235/143, 236/48. 237/48, 238/48, 239/46, 240/47, 241/48 Τσαλίκογλου Φωτεινή 239/20 Τσατσούλης Δημήτρης, 234/81, 240/75 Τσιριγώτη Ρόζα-Μαρία, 230/72 Τσουκαλάς Κων/νος, 233/18 Φάις Μισέλ, 235/33 Φασουλάκης Στερ. 235/81 Φορόπουλος Ν. Λυκ., 241/78 Φωσκαρίνης Θάνος, 234/67 Χατζοπούλου - Καραβία Λεία, 236/17 Χουρμουζιάδης Κρίτων, 235/109, 240/83 Χωρεάνθη Ελένη, 232/84, 233/93, 234/79, 234/85, 235/115, 236/81, 237/88, 238/81, 241/67 Χωρεάνθης Κώστας, 231/85, 235/95, 238/83 Calfo Adrianne, 237/55 Minniti Domenica, 230/67, 230/74 Rudent Luce, 230/11 ΟΝΟΜΑΤΑ ΕΠΙΣΤΟΛΟΓΡΑΦΩΝ Δημητρίου Θ.Σ., 232/18
Η Σύγχρονη Παγκόσμια λογοτεχνία στη... Σύγχρονη Εποχή ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ
ΙΤΑΛΙΑ
Ζ. Σαραμάγκου
Β. Πρατολίνι
Το χρονικό του μοναστηριού
Τα κορίτσια του Σανφρεντιάνο
Βραβείο Pen Club 1984
ΑΛΓΕΡΙΑ
Τ. Ουετάρ Ο Άσος
ΝΙΚΑΡΑΓΟΥΑ
Γ. Μπέλι Η γυναίκα φωλιά
Και... Καλό Καλοκαίρι ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ: Ζαλόγγου 1 1 , Α θήνα. Τηλ. 3 6 .4 0 .7 1 3 ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ: Μ αυροκορδάτου 3, Α θήνα. Τηλ. 3 6 .2 9 .8 3 5 ΚΑΙ ΣΕ ΟΛΑ ΤΑ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ
Ο. ντε Μπαλζάκ No 40* Δ. Γληνός No 61 * Τ. Τζόυς No 62* Κ. Χατζηαργύρης No 63 Ζ. Ζενέ No 66 Νέοι λογοτέχνες No 69 Αριστοφάνης No 72 Ζ. Πρεβέρ No 73 Μ. ντε Σαντ No 77 Κ.Π. Καβάφης No 78 Χ.Λ. Μπόρχες No 79 Μ. Κούντερα No 80* Μ. Γιουρσενάρ No 81
Α. Κοραής No 82 Κ. Μαρξ No 83* Μ. Βίαν No 85 Νέοι Λογοτέχνες No 87 Κ. Βάρναλης No 88* Τ. Μαν No 90 Φ. Νίτσε No 91 Κ. Θεοτόκης No 92 Ρ. Μπαρτ No 93 Ν. Λαπαθιώτης No 95 Ε. Ροΐδης No 96 Ε. Ζολά No 97 Σταντάλ No 98 Μακρυγιάννης No 101 Λουκιανός No 102 Ντιντερό No 103 Τ. Ά γρας No 104
I. Βερν No 105 Θ. Καΐρης No 106 Παραμυθάδες No 108 Ε. Έ σσε No 109 Α. Καμύ No 110 Β. Ουγκό No 111 Ε. Ά λ α ν Πόε No 112 φ. Κόντογλου No 113 Σ. Μπέκετ No 115 Κ. Πολίτης No 116 Α. Πάλλης No 118 Β. Μ αγιακόφσκι No 121 Ε. Ιονέσκο No 122 Μ. Φουκώ No 125 Ζ. Λακάν Ν α 126 Ζ. Πωλ Σαρτρ No 127 Φ. Ντοστογιέφσκι No 131 Ν.Χ. Λώρενς No 132 Γ.Σ. Έλιοτ No 133 Μ. Ντυράς No 134 Αριστοτέλης No 135 Σ. ντε Μπωβουάρ No 136 Γ. Θεοτοκάς No 137 Φ.Σ. Φιτζέραλντ No 138 Τ. Ουίλιαμς No 139 Α. Κάλβος No 140 Γ. Σεφέρης No 142 Γ. Φ λωμπέρ No 143 Ο. Έκο No 145 Α. Δουμάς No 147 Α. Κρίστι No 149 Σ. Φρόυντ No 150 Α. Αρτώ No 151 Ο. Ουάιλντ No 152 Β. Γουλφ No 153 Γ.Β. Γκαίτε No 154 Κ. Καρυωτάκης No 157 Κ. Λεβί-Στρως No 158 Ε. Χεμινγουέι No 159 Ζ. Κοκτώ No 160 Μ. Χάιντεγκερ No 161 Β. Ναμπόκοφ No 162
Α. Παπαδιαμάντης No 165 Π. Λεκατσάς No 166 Αίσωπος No 167 Λ. Αραγκόν No 168 Α. Τσέχωφ No 169 Σ. Τσίρκας No 171 Τ. Στάινμπεκ No 173 Ό μηρος No 174 Μ. ντε Θερβάντες No 176 Βολταίρος No 177 Ε. Πάουντ No 178 Μολιέρος No 179 Δ. Χατζής No 180 Ε. Ίψεν No 181 Ν. Χάμμετ No 182 Π. Βαλερί No 183 Ζ. Μπατάιγ No 187 Ν. Καζαντζα nc No 150 Θουκυδίδης No ',91 Φ.Γ. Λόρκα No 192 Ρ. Τσάντλερ No 193 Β. Ράιχ No 197 Ρ. Μούζιλ No 199 Λ. Τολστόι No 200 Π. Ελυάρ No 201 Ζ. Σιμενόν No 202 Γ. ντε Μωπασάν No 204 Γ. Ρίτσος No 205 Α. Ζιντ No 206 Α. Μπρετόν No 207 Μ. Μπρεχτ No 211 Α. Αλεξάνδρου No 212 Δ. Σολωμός No 213 Α. Λουπέν No 218 Φ. Πετράρχης No 218 Τζ. Ό ργουελ No 226 ν Τ. Λειβαδίτης No 228 Κ. Ντίκενς No 229 Δάντης No 230 Γκ. Γκ. Μάρκες No 223 Γκ. Α πολλιναίρ No 231 Ρ. Βελεστινλής No 235
αφιερωμα/57 σπηλιάς του μιλάει καλύτερα κι απ’ τον ίδιο: ένα χοντροκομμένο κύπελλο, σύνεργα για τη φωτιά, κουρέλια με πύον. Ακόμα και ο Οδυσσέας συγκινείται. Το νησί του Φιλοκτήτη δεν μοιάζει με κανένα από τα νησιά της Ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. Εδώ όλα είναι εχθρικά. Κανείς δεν έρχεται εδώ με τη θέλησή του, μας λέει ο ίδιος («ούδείς έκών», στ. 301). Το νησί του Φιλοκτήτη είναι η ελάχιστη δυνατή μικρογραφία της Ιστορίας κι ο χώρος μπροστά στη σπηλιά του ήρωα η σκηνή της, ανάμεσα στη θεϊκή βούληση που διαγράφει τη μοίρα των η ρώων και τους ανθρώπους της δράσης που συχνά πέφτουν θύματά της.
Β αυτό το νησί, λοιπόν, μένει αποξεχασμέΣ 9 νος απ’ όλους ο Φιλοκτήτης. Θα τον ξαναθυμηθούν ύστερα από δέκα χρόνια: όταν ο αιχ μάλωτος μάντης Έλενος θα αποκαλύψει στους Έλληνες ότι για να πέσει η Τροία χρειάζεται η δί κιά του παρουσία και το τόξο του Ηρακλή. Ο φιλοκτήτης ζει στο νησί του, που είναι ο χώρος του υποκειμενικού, όταν θα εισβάλει η Ιστορία. Εδώ θα εμφανισθούν ξαφνικά δύο απεσταλμένοι της εξουσίας που τον εξόρισε, με σκοπό να τον πείσουν να συνεργαστεί μαζί τους για το «γενικό κα λό» και που του μιλούν για «αντικειμενικές» α ξίες. Ό λα τα υπόλοιπα, μοιάζει να σκέπτεται ο Οδυσσέας, είναι ψυχολογία· τα κίνητρα του Φι λοκτήτη δεν ενδιαφέρουν το «αντικειμενικόν» αποτέλεσμα της στάσης του ισοδυναμεί με προ δοσία του κοινού σκοπού. Όλη η κυρίως τραγωδία είναι η διαπραγμάτευ σή αυτών των προβλημάτων, ένα είδος εκτετα μένου «αγώνος» της τραγωδίας, ένας μακροσκε λής «διττός λόγος» όπου αντιπαρατάσσονται η προσωπική αλήθεια με τη συλλογική ανάγκη, ο υψηλός σκοπός με τα άθλια μέσα, η ευγενής φύσις με την πολιτική σκοπιμότητα, το άτομο με την ιστορία. Ο «Φιλοκτήτης» είναι ένα πρόβλη μα πολιτικής ηθικής. Ξέρουμε πως «Φιλοκτήτη» έγραψαν και οι τρεις μεγάλοι τραγικοί μα μόνον του Σοφοκλή διασώθηκε. Ωστόσο ο σοφιστής Δίων ο Χρυσό στομος3 έγραψε μια περίληψη που διασώθηκε: ο Αισχύλος, ακολουθώντας την επική παράδοση, έχει ως απεσταλμένους τον Οδυσσέα και τον Διομήδη. Ο Ευριπίδης, αείποτε νεοτεριστής, ει σάγει στη σκηνή και τους απεσταλμένους των Τρώων, που πασχίζουν να προσεταιρισθούν τον Φιλοκτήτη. Ο Σοφοκλής καινοτομεί εισάγοντας ως συνοδό του Οδυσσέα τον Νεοπτόλεμο, νεαρό γιο του Αχιλλέα, και έχοντας ως χορό ναύτες από το πλή ρωμα του καραβιού του. Ο Οδυσσέας είναι ο μέγας τεχνηματίας, ο μοι
ραίος άνθρωπος για πολλούς ανδρείος. Ο Οδυσ σέας είναι ένας ξεκάθαρος τύπος της ιστορίας και της εξουσίας, που τηρεί με θρησκευτική ευλάβεια τους νόμους που τις διέπουν. Κάθε εξου σία είναι θρησκεία, που έχει τις δικές της δέκα εντολές, εκ των οποίων πρώτη είναι η αρχή της αποτελεσματικότητας. Στο κάτω κάτω ο Οδυσ σέας ενεργεί στα πλαίσια του χρησμού και της αντίληψής του για τα πράγματα και τον κόσμο. Ασε το δίκιο γι’ αργότερα («δίκαιοι δ’ αύθις έκφανούμεθα», στ. 82) συμβουλεύει τον Νεοπτόλε μο. Κανείς δεν μπορεί να κυβερνήσει αθώα, όπως είχε πει ο Σαιν-Ζυστ. Επιτηρεί συνεχώς τον Νεο πτόλεμο· δεν πολυεμπιστεύεται αυτούς τους νεα ρούς πρωτόπειρους που πέφτουν εύκολα στις πα γίδες του υποκειμενισμού και τα διλήμματα της συνείδησης· και οι φόβοι του θα αποδειχτούν βά σιμοι. Ό πω ς όλοι οι άνθρωποι της δράσης έχει στο νου του το μέλλον. Είναι χαρακτηριστικό πως στα λόγια του Οδυσσέα αφθονούν οι ρηματι κοί χρόνοι του μέλλοντος (δράσω, αίρήσειν δοκώ, άποστελώ, εκπέμψω κ.ά), ενώ στον Φιλο κτήτη οι ρηματικοί χρόνοι του παρελθόντος (εΰδοντα, έρριψαν, έκδακρϋσαι, βεβώσας, προύβαινε,έμηχανώμην κ.ά.). Ο Νεοπτόλεμος είναι ένας μαθητευόμενος άν θρωπος της δράσης, ο ασκούμενος της πολιτικής πρακτικής, αμφιταλαντευόμενος και ανίκανος να πράξει αυτό που βρίσκει αναγκαίο αλλά ηθικά ανεπίτρεπτο. Όμως στην ιστορία δεν υπάρχουν επαμφοτερισμοί, μόνον άνθρωποι αναποφάσι στοι υπάρχουν.4 Ο Νεοπτόλεμος είναι γνήσιος τραγικός ήρωας επειδή καλείται να επιλέξει σε αρχές που αλληλοαποκλείονται: τη συνείδηση και τη δράση. Η ατομική συνείδηση είναι η αρ ρώστια των αρχηγών, όπως έγραφε ο Μαλρώ. Στη στάση αυτού του «άρρωστου» εκκολαπτόμε νου αρχηγού εκφράζεται με ενάργεια η αντινομία ανάμεσα στις απαιτήσεις της ηθικής και τις α παιτήσεις του συλλογικού συμφέροντος που εκεί νος εκπροσωπεί. Όμως εκείνος που κατανοεί και συγχωρεί, πού θα βρει το κίνητρο για να δρά σει; Σκέπτεται ο Ρουμπάσωφ στο κελί του, στο «μηδέν καί τό άπειρον» του Καίστλερ. Ο Νεο πτόλεμος καλείται να γίνει καταπιεστής από συγκυρία: έχει πολύ ευγενή φύσιν για να είναι γεν νημένος γι’ αυτό, κι είναι ακόμα πολύ νέος για να είναι εθισμένος σ’ αυτό. Είναι μαγκωμένος στις Συμπληγάδες της πράξης, ανάμεσα στους υψη λούς σκοπούς και τα ευτελή μέσα. Ό μω ς αν ο σκοπός δικαιώνει τα μέσα, τότε τι δικαιώνει το σκοπό; όπως αναρωτιόταν ο Τρότσκυ, όντας πια έξω από την ιστορία. Προφανώς οι άνθρωποι της δράσης έχουν έτοιμη την απάντηση: το μέλλον. Και οι δυο απεσταλμένοι έχουν ένα κοινό σκο πό: πώς να «σπάσουν» το πείσμα του Φιλοκτήτη. Οι τρόποι που θα χρησιμοποιήσουν είναι διαδοχι κά η πειθώ και η απειλή, τα παρακάλια και οι φο
58/αφιερωμα βέρες, η κλασική χωροφυλακίστικη τακτική του «καλού» που εναλλάσσεται με το «κακό» σε συ νεννόηση μεταξύ τους ώς ένα σημείο. Η απειλή είναι η γνωστή γκάμα του πόνου και του θανά του. Η πειθώ είναι οι υποσχέσεις για γιατριά και πατρίδα. Πάνω απ’ όλα όμως είναι το μέγα δέλε αρ: η επίκληση του κοινού οράματος, το μέλλον και η δικαίωσή του και η δόξα του. Και οι δύο α πεσταλμένοι είναι άνθρωποι της ιστορίας, θέλουν δηλαδή να εκβιάσου-.· το μέλλον. Κι όταν διαφω νούν μεταξύ τους (και με οξύτητα μάλιστα) η δια φωνία είναι γ- α τα μέσα. Ο σκοπός είναι πέρα απ’ αυτούς. Σ’ αυτούς ο Φιλοκτήτης δεν έχει να αντιτάξει παρά την εξουσία της μοναξιάς του. Έχει τόσο ταυτιστεί με την ερημιά του και τον περίγυρό της ώστε ένα είδος άτυπης, πρώτης τραγικής «ανα γνώρισης»5 γίνεται με αυτήν. Και γίνεται πιο έ ρημος όταν εμφανίζονται οι συμπολεμιστές φί λοι. Ωστόσο, η πρώτη του αντίδραση είναι χαρά όταν βλέπει την Ελληνικήν τους αμφίεση κι ακό μα περισσότερο όταν ακούει ξανά Ελληνικά («ώ φίλτατον φώνημα!», στ. 234). Η κοινωνία της γλώσσας τον βάζει ξανά στην κοινωνία των αν θρώπων και τους μηχανισμούς της «πόλης». Μ’ αυτούς θα παιχτεί το παιχνίδι. Μια πρόγευση η συγκινητική σκηνή όπου ο Φιλοκτήτης ζητάει με λαχτάρα να μάθει νέα για τους παλιούς συντρό φους και την τύχη τους. Η πικρή διαπίστωση: οι καλύτεροι χάθηκαν, σκοτώθηκαν, οι αχρείοι ζουν - και μερικοί απ’ αυτούς κυβερνούν. Σ’ όλα αυτά ο Χορός (από ναύτες του Νεοπτό λεμου) μοιάζει σαν ένας κομπάρσος, που ακο λουθεί την αμφιθυμία και τις μεταπτώσεις του κυρίου του, ο αποσβολωμένος θεατής μιας ίν τριγκας, που ωστόσο συμμετέχει σ’ αυτήν με τον τρόπο του. Χωρίς καμιά απόσταση από τα πράγ ματα και χωρίς αυτοτέλεια δεν στοχάζεται πάνω στη δράση, σαν να μη βλέπει τις προεκτάσεις του προβλήματος. Στον «Φιλοκτήτη» ο Χορός δεν εί ναι χειραφετημένος, αμέτοχος στα δρώμενα και στη λύση της τραγωδίας.
Γ' κτός από τον χορό, ο «Φιλοκτήτης» εμφανί ζει μερικές ιδιαιτερότητες που δίνουν στην τραγωδία αυτή μια μοναδικότητα στην πλοκή και στη δομή που δεν παρατηρείται σε καμιά από τις άλλες σωζόμενες τραγωδίες: Στον «Φιλοκτήτη» δεν υπάρχει γυναικείος ρό λος. Αυτό είναι μάλλον φυσικό, αφού είναι το έρ γο το πιο βουτηγμένο μέσα στην τάξη της ιστο ρίας. Η γυναίκα είναι ακόμα μέσα στην τάξη της φύσης. Στον «Φιλοκτήτη» δεν υπάρχει θάνατος. Είναι η μόνη τραγωδία με αίσιον έκβαση. Στον «Φιλοκτήτη» τη λύση τη δίνει ο «από μη
Ε
χανής Θεός». Έτσι ονομάζεται στην ορολογία της τραγωδίας η δραματουργικά αναπόδεικτη αναγκαιότης. Ό ταν η έκβαση του «αγώνος» διαφαίνεται αμφίρροπη, τότε εμφανίζεται ο Ηρα κλής: συμφιλιώνει τους ήρωες, αποκαθιστά την ι σορροπία. Ο Φιλοκτήτης θα πάει στην Τροία με τα όπλα του, θα γιατρευτεί και θα δοξαστεί. Ο «Φιλοκτήτης» είναι η τραγωδία του συμβι βασμού. Αλλα θα περίμενε κανείς από τον Σοφοκλή. Θα πρέπει να ένιωθε πολύ αμήχανος ο Σοφοκλής για να καταφύγει στην ανάπηρη λύση τού από μηχανής Θεού. Αυτό δεν το έκανε ούτε ο Ευριπί δης στον δικό του «Φιλοκτήτη» (που είχε προηγηθεί 22 χρόνια από εκείνον του Σοφοκλή). Εδώ που είχαν φτάσει τα πράγματα φαίνεται ότι ο Σο φοκλής, αυτός ο ποιητής των αυτοχείρων και των μανικών ηρώων, δεν μπορούσε να βρει ένα τέλος συμβατό με την επική παράδοση, χωρίς να προδώσει τον ήρωά του, κι ο ήρωάς του τον εαυ τόν του. Ο Φιλοκτήτης είναι ένας τυπικά Σοφόκλειος ήρωας χωρίς καθόλου Σοφόκλειο τέλος. Είναι ο μόνος ήρωας μέσα στο πάνθεον του Σοφοκλή που μεταστρέφεται. Περίεργο για έναν ποιητή που όλο του το έργο είναι μια πινακοθήκη πει σματικά ασυνθηκολόγητων ηρώων. Ο Φιλοκτή της δεν είναι από την πάστα του Αίαντα, ή αλ λιώς, ο κόσμος του έπους έγινε κόσμος της πό λης. Τα όπλα του Αχιλλέα κόστισαν τη ζωή στον Αίαντα, τα όπλα του Ηρακλή δεν θα κοστίσουν τη ζωή στο Φιλοκτήτη, γιατί ο Φιλοκτήτης φιλιώ νει με τους εχθρούς του. Ακόμα και το όνομά του (ω αφανή σημεία!) συνηγορεί γι’ αυτό. Λοιπόν, ένας Σοφοκλής με happy-end; Πιθανώς να ήταν απλά και μόνον η υποχρέωση να σεβαστεί την επική παράδοση.6 Πιθανώς ο Σοφοκλής στην ηλικία που έγραψε τον «Φιλο κτήτη» (ήταν τότε 87 ετών) να μην ευνοούσε τις ακραίες λύσεις. Βρισκόμαστε άλλωστε ακόμα σε εποχές όπου δεν έχει γίνει η ολοκληρωτική ρήξη ανάμεσα στο άτομο και στην κοινωνία των πολι τών. Λίγα μόλις χρόνια πριν ο Περιίτλής είχε κά νει τη διαπίστωση στον Επιτάφιό του, πως όταν η πόλις ευτυχεί, τότε και ο κάθε πολίτης ευτυ χεί.7 Ίσως ήταν επηρεασμένος από τα πρόσφα τα γεγονότα της Αθήνας, το ολιγαρχικό πραξικό πημα του 411 π.Χ., και μπορεί να σκέπτονταν για το τέλος του «Φιλοκτήτη» του ό,τι και για το πραξικόπημα, που, καθώς είπε, δεν το ενέκρινε, αλλά δεν έβλεπε καμιά καλύτερη διέξοδο. Ού γάρ ήν άλλα βελτίω, δήλωσε στον φίλο του Πείσανδρο.8 Πιθανώς να ήθελε να δώσει μια έμμεση υποθή κη στους συμπολίτες του, αυτός ο υπέργηρος πα τριώτης, μια έκκληση υπέρ της εμπολέμου πατρίδος, πως εντέλει η κοινή καταγωγή και η κοι νή πολεμική προσπάθεια είναι εκείνο που μετράει
αφιερωμα/59 περισσότερο. Τα πολεμικά πράγματα είχαν αρχί σει να παίρνουν την κάτω βόλτα στην Αθήνα τ ju 409, όταν διδάχθηκε ο «Φιλοκτήτης». Afw. χρό νια αργότερα, το 404, πολλοί Αθηναίοι θα εγκατέλειπαν την Αθήνα, αυτοεξόριστοι, για τις εσχα τιές του Ελληνικού κόσμου. Ο Σοφοκλής, αυτός «ο φιλαθηναιότατος» όπως τον θέλει ο ανώνυμος βιογράφος του, ευτύχησε να μη δει την πτώση της αγαπημένης πολιτείας, πεθαίνοντας δυο χρόνια νωρίτερα (το 406). Αυτός ο από μηχανής Θεός όμως, μιλάει σαν ένας Θεός της δράσης κι όχι σαν ένας Θεός που διατυπώνει νόμους αναντίρρητης δικαιοσύνης. Οι Θεοί και οι χρησμοί προλέγουν, αλλά δεν ε πεμβαίνουν στη δράση των ηρώων, που εξελίσσε ται με βάση το ήθος τους. Και οι χρησμοί στο τέ λος θα επαληθευτούν και θα λάμψει η σωστή ερ μηνεία τους. Το «γιατί» των χρησμών μένει ανα πάντητο. Στον «Φιλοκτήτη» όμως ο Ηρακλής ε πεμβαίνει στη δράση, κι η επιχειρηματολογία του είναι όχι ηθικής τάξεως αλλά πρακτικής. Είναι περισσότερο υπόδειξη πολεμικής τακτικής, σαν να ’ταν ο Ηρακλής επιτελάρχης των Αχαιών. Α κόμα και στον χρησμό δεν υπάρχει αμφισημία, ούτε πρόβλημα ερμηνείας του νοήματος του. Υ πάρχει κάποια ηθελημένη ασάφεια μόνον για την πληρότητα των όρων που προστάζει να εκτελεστούν. Στον «Φιλοκτήτη» λείπει η ύβρις, ούτε ακόμα κι αυτός ο Οδυσσέας βρίσκει κάτι να καταμαρ τυρήσει στον ήρωα γι’ αυτό. Πιθανώς γι’ αυτό έ χουμε στη θέση της καθαυτής τραγικής κάθαρ σης ένα συμβιβασμό, πόυ προσιδιάζει πιο πολύ στην πολιτική παρά στην τραγωδία. Κάθε τραΛικό στηρίζεται επάνω σε μιαν ασυμβίβαστη αντί θεση. Μόλις εμφανισθεί ο συμβιβασμός ή γίνει δυνατός, το τραγικό εξαφανίζεται, έλεγε ο Γκαί τε.9 «Πολιτικωτάτη και ρητορικωτάτη» εύρισκε την τραγωδία του «Φιλοκτήτη» ο Δίων ο Χρυσό στομος. Μπαίνει κανείς στον πειρασμό να σκεφθεί ότι ο Αριστοτέλης δεν θα εύρισκε του γούστου του αυτήν την τραγωδία με την αίσια έκβαση: «ανά γκη άρα τον καλώς έχοντα μύθον... και μεταβάλλειν ουκ εις ευτυχίαν εκ δυστυχίας αλλά του-*1234
ναντίον εξ ευτυχίας εις δυστυχίαν», μας λέει στην «Ποιητική» του.10
Δ ' εν μπορούμε να ξέρουμε πόσο έχει πεισθεί βαθιά μέσα του ο Φιλοκτήτης. Τον φαντάζο μαι στο καράβι για την Τροία με αμφίθυμα συναι σθήματα: η σίγουρη ανακούφιση των δεινών και η δόξα. Κι απ’ την άλλη μεριά η υπόπικρη γεύση μιας αδιόρατης ήττας για την αναπόδραστη συ ναίνεση και την άρνηση της μοναξιάς τοι Είναι κρίμα που χάθηκε μια άλλη τραγωδία του Σοφο κλή, ο «Φιλοκτήτης ό έν Τροία», θα μπορούσαμε να δούμε εάν εκεί επιχειρούσε μια α ,η,ί'οομική δικαιολόγηση της μεταστροφής του του. Ατ ’ την επική παράδοση πάντως γνωρίζουμε τις τυ χες του Φιλοκτήτη: είναι σύμφωνες με τα παραγ γέλματα του Θεού. Όπω ς κι αν έχουν τα πράγματα πάντως, το ουσιώδες είναι πως η αποστολή του Οδυσσέα πέ τυχε. Περίεργη ειρωνεία: ο στόχος του επιτυγχά νεται, ό"' ν όλα τυ. τεχνάσματά του έχουν αποτύχει. Ο Νεοπόλεμος είχε δίκιο: η τακτική του ήταν πιο σωστή, αν και δεν είναι αυτός που έφερε σε πέρας αυτήν την τακτική, γιατί αυτό ξεπερνούσε τις δυνάμεις του. Εδώ χρειάζεται κάτι ισχυρότε ρο. Κάτι που έρχεται από το μέλλον - όπως ο Θεός ή η ιστορία. Εν ονόματι αυτών μόνον είναι δυνατόν να πεισθούν όλοι οι Φιλοκτήτες ή οι Ρουμπάσωφ αυτού του κόσμου. Οι πολιτικές εμπειρίες του εικοστού αιώνα μάς γυρίζουν πίσω στην προβληματική της αρχαίας Ελληνικής τραγωδίας πάνω στο θέμα της εξου σίας και της πολιτικής ηθικής. Στον κόσμο της ιστορίας η μόνη εξουσία του ατόμου είναι η εξου σία της μοναξιάς του - όσο βαστήξει κι όπου τον πάει τον καθένα. Τα νησιά του Φιλοκτήτη είναι οι χώροι της ι στορίας. Κι όλη η ιστορία είναι μια φυλακή καθώς η Λήμνος, καθώς η Ελσινόρη. Και οι δη μιουργοί της γίνονται συχνά τα θύματά της, κα θώς η ιστορία είναι με τον δικό της τρόπο, μια διαρκής τιμωρία, αφού η αληθινή ανταμοιβή θα δοθεί μόνο στο πλήρωμα του χρόνου.11
Δ
5. Ση μειώσεις 1. Για το φίδι και το συμβολισμό του στις μυθολογίες βλ. Παναγή Λεκατσά: Η Ψυχή, Εκδοτ. Ινστ. Αθηνών, 1957. Κεφ. η ψυχή - φίδι και Mircea Eliade: Πραγματεία πάνω στην ι στορία των θρησκειών, εκδ. Χατζηνικολή, 1981. Σελ. 164 κ.έ. 2. Για το θέμα αυτό βλ. βιβλιογραφία εις Ζ.Π. Βερνδν και Π. Βιντάλ-Νακέ.: Μύθος και τραγωδία στην αρχαία Ελλά δα, Κέδρος, 1974. Σελ. 227. 3. Για τον Δίωνα Χρυσόστομο βλ., ανάμεσα σε άλλα, και Γερ. Μαρκαντωνάτου Σοφοκλέους Φιλοκτήτης, εκδ. Gutenberg, Αθήνα, 1982. Εισαγωγή. 4. Μ. Merleau-Ponty: Ανθρωπισμός και τρομοκρατία, εκδ. Ε ξάντας, 1975. Σελ. 106.
6.
7.
8. 9. 10. 11.
Εΐσίν μέν ούν καί δλλαι Αναγνωρίσεις- καί γάρ πρός δψυχα... Αριστοτέλης περί ποιητικής 11,3 1452α. Μου φαίνεται ακατανόητον πως ο H.D.F. Kitto (Η αρχαία Ελληνική τραγωδία, εκδ. Παπαδήμας, 1968) θεωρεί ότι θα μπορούσε να δοθεί αίσια έκβασις χωρίς την καταφυγή στον από μηχανής Θεό. Αργότερα ο Δημοσθένης, αυτός ο ασυμβίβαστος και πι κρός απολογητής της πόλης, θα έχει ένα Σοφόκλειο τέλος που ο Σοφοκλής αρνήθηκε στον Φιλοκτήτη: ο Δημοσθένης θα αυτοκτονούσε φυγδς στο δικό του νησί, τον Πόρο. Αριστοτέλους Ρητορική, 1419α Albin Lesky: Ιστορία της-αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 1981. Σελ. 380. Αριστοτέλης: Περί ποιητικής 13,4, 1453α. Albert Camus: Ο επαναατατημένος άνθρωπος, εκδ. Μπουκουμάνη, 1971. Σελ. 301.
60/αφιερωμα
Αυγή-Άννα Μάγγελ
και Τ ρ α χ ίν ια ι: Τα όρια του Λόγου και της Επικοινωνίας Α ία ς
«Αίας», σκηνοθεσία Τ. Μουζενίδη (1961).
Ο Αίας και οι Τραχίνιες θεωρούνται πρώιμες τραγωδίες του Σοφοκλή. Οι ε κτενείς ρήσεις που μοιάζουν με μονολόγους ακινητοποιούν τη δράση και χα ρακτηρίζουν την πρώιμη τεχνική των έργων του ποιητή1. Τόσο στον Αίαντα όσο και στις Τραχίνιες, τα σχέδια και οι προθέσεις των ηρώων δεν ωριμάζουν ως ένα μέρος της δράσης, αλλά διαμορφώνονται εκτός σκηνής, κάτι που δεν συμβαίνει στον Οιδίποδα Τύραννο, έργο υστερότερης δημιουργίας * Σοφοκλής εισήγαγε τον τρίτο ηθοποιό στην τραγωδία3, αλλά στα έργα της πρώιμης πε ριόδου σπάνια εμπλέκονται και οι τρεις σ’ ένα διάλογο. Συνήθως, ο τρίτος ηθοποιός παρακο λουθεί σιωπηλός ή απλά δεν εμφανίζονται και οι τρεις μαζί σε σκηνές διαλόγου4. Ο Αίας, στην ομώνυμη τραγωδία, καλύπτει με την πορεία του προς το θάνατο το α' μισό του έρ γου. Στο β' μέρος, το νεκρό του σώμα κείται ως υπενθύμιση της «έν ζωή» ηρωικής παρουσίας του, μπροστά στα μάτια των Αχαιών στην Τροία και των θεατών του έργου. Το α' μέρος των Τραχινιών τελειώνει με την α πελπισμένη αυτοκτονία της Δηιάνειρας που θέ λοντας να επαναφέρει τον Ηρακλή στη συζυγική αγάπη, άθελά της προκαλεί το θάνατό του. Στο β' μέρος ο Ηρακλής μεταφέρεται κοιμισμένος α πό τους πόνους σ’ ένα φορείο, όμως πολλά συμ βαίνουν και λέγονται μέχρι το σημείο εκείνο που ο ίδιος θα διατάξει να στήσουν την πυρά της ψαύ σης του στο βουνό Οίτη (στ. 1193-1202). Οι αξίες της Ομηρικής εποχής προβάλλονται μέσα από τον ηρωισμό και το άκαμπτο φρόνημα που χαρα κτηρίζουν τον Αίαντα και τον Ηρακλή. Κανείς α πό τους δύο δεν γνωρίζει όρια και συμβιβασμούς στη συμπεριφορά του καθώς η ηρωική ιδιοσυ γκρασία τους απελευθερώνει ακραίες δυνάμεις5. Η παρούσα αναφορά θα περιοριστεί στο α' μέ ρος του Αίαντα και στο β' μέρος των Τραχινιών. Ο Αίας και ο Ηρακλής προβάλλονται ως τραγι κοί χαρακτήρες όχι μόνον απ’ όσα φανερώνει ο δραματικός λόγος. Η απουσία λόηου εκεί όπου ο λόγος αναμένεται, υποδηλώνει πώς η σιωπή τώ ρα κινητοποιεί τη δράση. Η μετάβαση από την η-
Ο
χηρότητα στη σιγή μπορεί να συμπορεύεται με τη μεταλλαγή της δράσης σε απραξία και στοχα σμό. Η έλλειψη επικοινωνίας του ήρωα με το πε ριβάλλον του επισύρει μία σειρά αρνήσεων λόγου στις εκκλήσεις που στέλνει ή που δέχεται. Ο Αίας και ο Ηρακλής αγγίζουν τα όρια του λόγου στην αποκάλυψη των σκέψεών τους και στην ελ λιπή επικοινωνία τους με το κοινωνικό περι βάλλον. Όταν οι Αχαιοί στερούν τα όπλα του Αχιλλέα από τον Αίαντα και τα προσφέρουν στον Οδυσσέα, ο Αίας αντιλαμβάνεται την πράξη ως προ σβολή στην ηρωική του αξία μια και είναι ο δεύ τερος σε γενναιότητα μετά το θάνατο του Αχιλλέα. Αντιδρά βίαια και κόβει ένα προς ένα τα νή ματα που τον ενώνουν με την κοινωνία των συμ πολεμιστών του. Το μίσος του καταλήγει σε εγ κληματική ενέργεια προς τους Αχαιούς και τον Οδυσσέα. Την τελευταία στιγμή, η Αθηνά σκο τεινιάζει το φρενιασμένο του μυαλό και, νομίζο ντας πως σκοτώνει Αχαιούς μέσα στη νύχτα, κα τασφάζει τα κοπάδια του στρατοπέδου. Στο Δ' και τελευταίο λόγο του (στ. 815-865), ο Αίας αυτοκτονεί όχι από ενοχή για την πράξη του, αλλά από την ντροπή να συνεχίσει να ζει μετά την απο τυχημένη του προσπάθεια. Στους στίχους 284-327, η Τέκμησσα περιγρά φει την τρέλα που κατέλαβε τον Αίαντα. Στη νοητική του ταραχή, ο ήρωας μεταπίπτει από μια κατάσταση εκρηκτικής συμπεριφοράς σε μια άλ λη πλήρους ηρεμίας και απάθειας. Όταν η κρίση χαλαρώνει, οι σιωπές του Αίαντα έρχονται σε α ντίθεση με τις κραυγές του, και τα δύο εντάσσο νται στη σταδιακή επαναφορά τόυ ήρωα στη λο
αφιερωμα/61 γική. Εξουθενωμένος από την αλλοπρόσαλλη συ μπεριφορά του, παραμένει «ήσυχος», ενώ στο στίχο 327 διαφαίνεται ήδη η πρόθεσή του να πεθάνει6. Ήδη, από τη στιγμή που τον καταλαμ βάνει η μανία, ο Αίας έχει αποκλειστεί από το πε ριβάλλον των Αχαιών. Η ανάκτηση της πνευμα τικής του διαύγειας καθώς μεταπίπτει από την ο ξύτητα και τη βιαιότητα στη βουβή οδύνη, στρέ φεται σε μια εσωτερική τακτοποίηση της προσω πικής του αξιοπρέπειας7. Το Β' Επειδόδιο καλύπτεται από τον Γ' λόγο του Αίαντα, γνωστό ως «παραπλανητική ρήση». Ο Αίας μιλά με ήπια και συνετά λόγια και αφήνει την εντύπωση στους Σαλαμίνιους φίλους του και στη γυναίκα του Τέκμησσα ότι μετάνιωσε για την αφροσύνη του προς τους Αχαιούς και την απόφα σή του ν’ αυτοκτονήσει (Α' λόγος, στίχοι 430-480). Έτσι στο τέλος του λόγου, ο Χορός των συντρόφων του ξεσπάει σ’ ένα χαρούμενο τρα γούδι για τη σωφροσύνη που ανέκτησε ο αρχηγός τους. Συνήθως στο τέλος ενός Χορικού, ο ομιλη τής αρχίζει με κάποια συνηθισμένη φόρμουλα που μεταφέρει σιγά-σιγά το έργο από το μουσικό τόνο στη δράση. Στο Β' Επεισόδιο, ο Αίας, μόλις εμφανίζεται, ξεκινά το λόγο του χωρίς κάποια ει σαγωγή, έτσι ώστε η συγκίνηση του Χορικού δια τηρείται, ενώ ο λόγος αποκτά απότομα μια εντυ πωσιακή ανύψωση8. Ο Αίας εμπλέκεται αμέσως σε φιλοσοφικές σκέψεις σχετικά με το χρόνο. Το ύφος του είναι ήρεμο, ο τόνος του συγκρατημέ νος και οι διαθέσεις του διαφορετικές από την α πόγνωση και την ταραχή που έδειχνε αποχωρώ ντας στο τέλος του Α' Επεισοδίου. Φαίνεται πως στο διάστημα της απουσίας του, εκτός σκηνής, κάποιες σιωπηλές σκέψεις πλανήθηκαν στο μυα λό του που τον έκαναν να συνειδητοποιήσει ότι η συμφορά που τον βρήκε δεν είναι παρά ένα σημά δι της μεταβλητότητας της τύχης που εκδηλώνε ται σε καθετί στον κόσμο9. Στους ανθρώπους που τον παρακολουθούν σιωπηλοί δεν δίνει παρά ελάχιστη σημασία. Μόλις και απευθύνεται στην Τέκμησσα εκφράζοντας τον οίκτο του γι’ αυτήν και το γιο του. Όμως της μιλά στο γ' ενικό (τήσδε τής γυναικός, στ. 652) και αμέσως έπειτα χά νεται στις πιο ενδόμυχες σκέψεις του χρησιμο ποιώντας γλώσσα ειρωνική και αμφίσημη. Απο κρύπτει την απόφασή του να πεθάνει, όμως ο θά νατός του είναι σίγουρος. Ο Αίας έχει υπερβεί τους τρόπους επικοινωνίας που τον συνδέ ~>υν με τον κόσμο των ζωντανών. Ό ,τι έχει να πει από δω και πέρα θα το πει φτάνοντας στον Κάτω Κό σμο (στ. 865). Ο Αίας δεν έχει την πρόθεση να εξαπατήσει κανέναν. Στην ηρωική του ψυχή δεν ταιριάζει κα νένας συμβιβασμός που θ’ αλλοιώνει την αρχική του απόφαση, αλλά ούτε και μπορεί να χρησιμο ποιήσει μια ψεύτικη γλώσσα για να ξεφύγει από την επίμονη νουθεσία της Τέκμησσας και των
συντρόφων του. Ο Αίας είναι ο άνθρωπος των έρ γων και όχι των λόγων, γι’ αυτό και όταν μιλά, τα λόγια του γεμίζουν με μία άφταστη ανωτερό τητα10. το τέλος του λόγου του, δίνει καταγγελίες στην Τέκμησσα και στους συντρόφους του κι ένα ύστατο μήνυμα για τον Τεύκρο, τον ετερο θαλή αδελφό του. Η Τέκμησσα αποχωρεί σιωπη λή και, μετά από μακριά παύση, ακούγεται το χαρούμενο τραγούδι του Χορού. Η απομόνωση του Αίαντα από το περιβάλλον του δεν αφορά, λοιπόν, μόνον τους Αχαιούς, αλ λά και τα φιλικά του πρόσωπα. Αγνοεί επανει λημμένα την παρουσία της Τέκμησσας, περιφρονεί τη συμβουλή της και της επιβάλλει σιωπή θυμίζοντάς της πως πρέπει, σαν γυναίκα που είναι, να στέκεται σιωπηλή (στ. 293). Απευθύνει το Β' λόγο (στ. 545-582) στο γιο του Ευρυσάκη, αλλά δεν παίρνει καμιά απόκριση απ’ αυτόν. Ο Ευρυσάκης είναι ένα βουβό πρόσωπο σ’ όλη τη διάρ κεια του έργου από το στίχο 542 και εξής. Ο Τεύκρος είναι ο μόνος που θα μπορούσε να εμπιστευθεί ο Αίας και απ’ αυτόν περιμένει ν’ αναλάβει τη φροντίδα του γιού του. Τον αναζητά επίμονα, αλ λά δεν τον συναντά ποτέ (στ. 342, 688, 826-7). Ο Τεύκρος δεν εμφανίζεται παρά μόνον μετά την αυτοκτονία του ήρωα. Ο Χορός και η Τέκμησσα προσπαθούν να σώ σουν τον Αίαντα από το θάνατο, αλλά οι προτρο πές και τα επιχειρήματά τους δεν καταφέρνουν να μιλήσουν στην ψυχή του. Τα λόγια τους δεν τον αγγίζουν γιατί δεν απευθύνονται στην αιτία της οδύνης του, αλλά στις επιφανειακές εκδηλώ σεις της βίας του11. Με τρόπο διαφορετικό θα πρέπει να δούμε την εξατομίκευση του Ηρακλή από τον κόσμο που τον περιβάλλει. Ο Ηρακλής και η Δηιάνειρα εί ναι οι δύο βασικοί ήρωες των Τραχινιών. Παρ’ ό λες τις επιθυμίες της Δηιάνειρας, οι δύο σύζυγοι δεν συναντώνται ποτέ μέσα στο έργο. Ο Ηρα κλής επιστρέφοντας από την Οιχαλία, σταματά στο ακρωτήριο Κήναιον της Εύβοιας για να προ σφέρει θυσία στον πατέρα του Δία. Εκεί τον προ λαβαίνει ο Λίχας φέρνοντάς του το «θανάσιμον πέπλον» (στ. 758), δώρο της Δηιάνειρας. Η θυσία πνίγεται στις κραυγές πόνου του Ηρακλή καθώς στο σώμα του εισχωρεί το δηλητήριο από τον χι τώνα και οι σάρκες του ξεσκίζονται μαζί με το ρούχο. Ο Ηρακλής ξεσπάει σε τρομερή βιαιότη τα. Γκρεμίζει τον υπηρέτη του Λίχα από το βρά χο και σκορπίζει τρόμο σε όσους παρίστανται στη θυσία. Οι πόνοι του ολοένα εντείνονται όταν οδηγείται ημιθανής μπροστά στο Χορό, ο οποίος αναγγέλλει την άφιξη της σιωπηλής πομπής. Η είσοδος του Ηρακλή περιβάλλεται από μια σιω πή ιδιαίτερα αντίθετη με τον θριαμβευτικό χαρα κτήρα της επανόδου του στην πατρίδα μετά την
Σ
62/αφιερωμα ξιοπρέπεια που του επιβάλλει ο ηρωικός του χα εκπόρθηση της Οιχαλίας12. Αυτό το σκηνικό εύ ρακτήρας. Από την εξαγριωμένη συμπεριφορά ρημα κάνει πιο πιθανό και αναμενόμενο τον η διανύει μια πορεία προς τη σιωπή που προέρχεται ρώα που θ’ ακολουθήσει μετά την αφύπνισή από την αποκάλυψη των χρησμών και που τοπι του13. κά ακολουθεί τη μετακίνησή του από το Κήναιο Παρόμοια με τις μεταπτώσεις του Αίαντα από στην Οίτη15. Η οργή και ο σωματικός πόνος έρ τις κραυγές και τη βία στην απραξία και τη σιγή, χονται σε δεύτερη μοίρα, καθώς τώρα επιβάλλε κινείται και η στάση του Ηρακλή στους πόνους ται θρησκευτική σιγή στις τελευταίες στιγμές του που του προκαλεί η δική του αρρώστια. Η διαφο Ηρακλή16. Ο Ηρακλής πεθαίνει περιστοιχισμέ ρά των δύο νόσων είναι ότι στον Αίαντα πρόκει νος από συντρόφους και αγαπημένα πρόσωπα ται για ψυχική διαταραχή ενώ στον Ηρακλή για και όχι μόνος όπως ο Αίας ή η Δηιάνειρα17. σωματικό πόνο. Ό ταν ανοίγει τα μάτια του, θρη Αν και ο Ηρακλής δεν αντιμετωπίζει την εχθρι νεί, στενάζει και αναζητά παρηγοριά στο γιό του κή απομόνωση του Αίαντα, όμως έρχεται σε σύ Ύλλο. Μισεί τη Δηιάνειρα και υπόσχεται να την γκρουση με έναν ολόκληρο πολιτισμό αξιών που εκδικηθεί με θάνατο. Στο διάστημα του παραλη πρεσβεύει η παρουσία της Δηιάνειρας18. Η Δηιάρήματος του, ο Ύλλος τον ακούει σιωπηλά. νειρα αντιπροσωπεύει την προσωπική ζωή εντός Τέλος, με τρόπο ήπιο, τού αποκαλύπτει την αυ του οίκου, η οποία στερείται την πρόσβαση στον τοκτονία της μητέρας του και τα άδολα κίνητρα έξω κόσμο, ενώ ο Ηρακλής αντιπροσωπεύει τον που την οδήγησαν στην εγκληματική της πράξη. κόσμο των ανδρών, που κινείται με δράση εκτός Ο Ύλλος αναφέρει το όνομα του Κένταυρου του οίκου. Και φαίνεται πως εδώ δεν πρόκειται Νέσσου και την εκδίκηση για το θάνατό του από μόνο για αντιπαραβολή ενός κόσμου εξωτερικής τον Ηρακλή μέσα από το μαγικό φίλτρο που πα δράσης με έναν κόσμο εσωτερικών συγκινήσε ρέδωσε λίγο πριν ξεψυχήσει στη Δηιάνειρα. Του ων, αλλά ακόμη για την αντιπαράθεση ανάμεσα υπενθυμίζει το χρησμό της Δωδώνης που έλεγε στη σημασία του ηρωικού κατορθώματος και την πως αν ο Ηρακλής καταφέρει τους άθλους και ολοένα αυξανόμενη σημασία της ιδιωτικής ζωής αυτού του χρόνου, τότε οι μόχθοι του θα λάβουν στα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ. τέλος. Ακόμα και μπροστά σ’ αυτές τις αποκα Στον Αιάντα, η σύρραξη των σχέσεων αφορά λύψεις, ο Ηρακλής δεν έχει να πει ή να σκεφτεί το στενό κοινωνικό περιβάλλον, αλλά στις Τρατίποτα για τη Δηιάνειρα που ζωντανή ή νεκρή δεν έχει καμιά σημασία γι’ αυτόν14. Μπροστά στο ά χίνιες το ηρωικό ήθος δοκιμάζεται σε μία καθολι κουσμα των χρησμών σταματά το θρήνο, ανα κή σύγκρουση με τον ίδιο τον πολιτισμό και τις γνωρίζει το πεπρωμένο του και επανακτά την α-*1 εξελισσόμενες αξίες του19. Ση μειώσεις 1. G. Μ. Kirkwood, A Study of Sophoclean Drama, Ithaca, 1958. 2. K. Reinharolt, Sophocles, μετάφραση Oxford 1979, σ. 243. 3. Αριστοτέλης, Περί Ποιητικής, 1449 α, 18-19. 4. T.B.L. Webster, An Introduction to Sophocles, Methuen 1936. 5. R.P. Winnington-Ingram, Sophocles An Interpretation, Cambridge 1980 Προβλ. τα κεφάλαια: Tha Mind of Ajax και Trachiniae. 6. J. C. Kamerbak, Ajax, Leiden 1953. 7. Penelope Biggs, “ The Disease Theme in Sophocles’ Ajax, Philoctetes and Trachiniae” , Classical Philology, 61(1966), σ. 223-235. 8. John Moore, “The dissembling-speech of Ajax” , Yale Classical Studies 25 (1977) σ. 47-66. 9. I. M. Linforth, “Three Scenes in Sophocles’ Ajax” University of California Publications in Classical Philology 15 (1954) a. 1-28. Σύμφωνα με τον Kirkwood οπ.π., μετά τη σκηνή Αίαντα και Τέκμησσας στο προηγούμενο επεισόδιο, και η ευγένεια και ο φιλοσοφικός τόνος του Αίαντα είναι αποτέ λεσμα της επιρροής της Τέκμησσας. 10. Β. Μ. W., Knox, “ The Ajax of Sophocles” Harvard Studies in classical Philology LXV (1961) σ. 1-37. 11. Penelope Biggs οπ.π. 12. P.E. Easterling, Trachiniae, Cambridge 1982. Βλ. και το Χο ρικό στ. 633 και εξής. 13. Τ. C. Kamerbeek, Trachiniae, Leiden 1959. 14. Kamerbeek οπ.π. Introduction. 15. Easterling οπ.π. 16. Philip Holt, “The End of Trachiniae and the Fate of
Heracles” Journal of Hellenic Studies CIX (1989) a. 69-80. 17. Charles Segal, “ Sophocles Trachiniae: myth, poetry and heroik values” , Yale Classical Studies, 25 (1977) σ. 99-158 18. Penelope Biggs οπ.π. 19. Charles Segal οπ.π. Επιλεγμένη Βιβλιογραφία και Αρθρογραφία 1. Biggs Penelope, “The Disease Theme in Sophocles’ Ajax, Philoctetes and Trachiniae” , CPh. 61 (1966) a. 223-35. 2. Bowra C.M., Sophoclean Tragedy, Oxford 1944. 3. Easterling P.E., Trachiniae, Cambridge 1982. 4. Holt Phillip, “The End of Trachiniae and the Fate of Heracles” JHS CIX (1989) σ. 69-80. 10. Linforth I.M., “ Three Scenes in Sophocles’ Ajax” V. Call Pubb, in Class. Phil., 15 (1954) o. 1-28. 11. Moore John, “The dissembling-speech of Ajax” , YCS 25 (1977) o. 47-66. 5. Kamerbeek J.C., Aja\, Leiden 1953 6. Kamerbeek J.C. Trachiniae, Leiden, 1959. 7. Kirkwood G.M., A Study of Sophoclean Drama, Ithaca, N.Y. 1958. 8. Knox B.M.W., “ The Ajax of Sophocles” , HSCP 65 (1961) a. 1-37. 9. Knox B.M.W., The Heroic temper: Studies in Sophoclean Tragedy, Berkeley and Los Angeles 1964. 12. Reinhardt K., Sophocles, Eng. transl. Oxford 1979. 13. Segal Charles, “ Sophocles Trachiniae: myth, poetry, and heroic values” , YCS 25 (1977) a. 99-158. 14. Webster T.B.L., An Introduction to Sophocles, Oxford 1969 (2nd ed.) 15. Winnington - Ingram R.P., Sophocles An Interpretation, Cambridge 1980.
αφιερωμα/63
Μαρίκα Θωμαδάκη
Χρυσόθεμη: Από τον Σοφοκλή στον Γιάννη Ρΐτσο «Ηλέκτρα» σκηνοθεσία Λ. Ροντήρη (1936).
Η Χρυσόθεμη είναι μία από τις θυγατέρες του Αγαμέμνονα, όπως μας πλη ροφορεί και ο Όμηρος. Στην Ηλέκτρα του Σοφοκλή το πρόσωπο αυτό διαδρα ματίζει τον ίδιο περίπου ρόλο με εκείνον της Ισμήνης στην Αντιγόνη. Αδερφή της Ηλέκτρας, η Χρυσόθεμη αποτελεί το αρνητικό της πρωταγωνίστριας και συμβολίζει, κατά την επικρατούσα γνώμη, την κοινή λογική η οποία δεν συγχω ρεί στο άτομο απόκλιση από τους νόμους που έχει θεσπίσει η άρχουσα και η καθεστηκυία τάξη. Σοφοκλής δίνει έμφαση στο ανθρώπινο επί πεδο, όπου το ηθικό στοιχείο φωτίζεται με καθαρά ανθρώπινα κριτήρια1. Οι συγκρούσεις μεταξύ αντιθέτων ψυχισμών εξυπηρετούν ακρι βώς τη μετάβαση από κάποια ήπια κατάσταση σε άλλη, έντονα φορτισμένη από συναισθήματα και πράξεις που προκαλούν το τραγικό δέος. Η θεατρικότητα των συγκρούσεων αυτών έγκειται στη διαλεκτική σχέση ανάμεσα στο χρέος και στο πάθος. Επιτυγχάνεται δε, μέσω θεατρικών διαδικασιών, η παρουσίαση του πάσχοντος ήρωα, που επιτελεί αποτρόπαιη πράξη, ως δρώντος προσώπου του οποίου ο θεατής δικαιολογεί τη συμπεριφορά και με το οποίο μάλιστα συ μπάσχει2. Η σύγκρουση ανάμεσα στην Ηλέκτρα και τη Χρυσόθεμη αποσκοπεί στην ανάδειξη της τραγι κής μοναξιάς της πρώτης3. Η Χρυσόθεμη, λοι πόν, ως δραματουργική παρουσία, λειτουργεί θε τικά, εφόσον, από τη μια μεριά, συντελεί στην α ποκάλυψη εκείνης της πλευράς της ηρωίδας την οποία ο συγγραφέας επιδιώκει να φανερώσει στους θεατές, και, από την άλλη, επιταχύνει την τελική έκβαση της πλοκής, δεδομένου ότι η Ηλέ κτρα, όχι μόνον δεν πτοείται από τη σύγκρουση με την ορθή λογική, αλλά αποφασίζει, αντιθέτως, να ορθώσει για τα καλά το ανάστημά της και να προχωρήσει μόνη προς την επιβολή του δικού της αδέκαστου νόμου, τιμωρώντας σκληρά τους φονιάδες του Αγαμέμνονα. Ο Γιάννης Ρίτσος ασχολείται με έναν δικό του τρόπο με τη δυναστεία των Ατρειδών. Ακολου θώντας ένα είδος ανατομίας του ψυχισμού των η
Ο
ρώων της αρχαίας τραγωδίας, γράφει ιδιάζοντες μονολόγους, όπου το μονολογούν δρων πρόσωπο απευθύνεται σε έναν βουβό δρώντα, παρόντα πά νω στη σκηνή4. Η Χρυσόθεμη απευθύνεται σε μια δημοσιογρά φο η οποία δεν μιλά, αλλά, μέσα από τον λόγο του μονολογούντος προσώπου, αντιλαμβανόμα στε ότι η ακροάτριά της αντιδρά σε όσα ακούει. Έτσι, ο λόγος της Χρυσόθεμης διαμορφώνεται με βάση τις αντιδράσεις του βουβού δρώντος προσώπου. Ο μονόλογος της Χρυσόθεμης είναι, στην ουσία,διάλογος με υπαρκτό πρόσωπο, η ύ παρξη και η παρουσία του οποίου κατευθύνουν τα νήματα της σκέψης και τον ειρμό του λόγου. Η Χρυσόθεμη είναι ένα μοναχικό πρόσωπο ό πως όλοι οι ήρωες τού σοφόκλειου δράματος. Α πό δευτερεύον πρόσωπο στην Ηλέκτρα και σύμ βολο συμβιβασμού, η Χρυσόθεμη του Γιάννη Ρίτσου υψώνεται πλέον σε πρωταγωνίστρια που κάνει ενδοσκόπηση-5 όχι μόνο στον εαυτό της αλλά και στον ψυχισμό όλων των μελών της οικογένειάς της. Αναλύει τον κόσμο που την περι βάλλει, κάνοντας διαρκώς νύξεις σχετικές με πρόσωπα, πράγματα και καταστάσεις που σφρά γισαν την πορεία της δικής της ζωής καταδικάζοντάς την σε ένα είδος αυτοεξουσίας, σε μαρα σμό της ζωτικότητάς της και σε αδράνεια του κοινωνικού της κυρίως «εγώ». Αλλωστε, στον λόγο της γίνεται εμφανής η τάση να συγχέονται μέσα της οι υπαρξιακές ανησυχίες με τις αγωνίες που γεννά ο κοινωνικός περίγυρος. Είναι φυσικό να προβάλλεται βέβαια περισσότερο το οντολο
64/αφιερωμα γικό «εγώ» της ηρωίδας σε βάρος του κοινωνι κού, εφόσον η Χρυσόθεμη του Γιάννη Ρίτσου ζει αποτραβηγμένη από τον κόσμο και δεν συμμετέ χει στις κοινωνικές εκδηλώσέις.
Σ
τον μεγάλο μονόλογο του Ρίτσου, η Χρυσό θεμη αφήνεται με παιδική σχεδόν αφέλεια να παρασυρθεί από τον χείμαρρο των αναμνήσεων που περιγράφουν στους αναγνώστες/ θεατές τη μοναχική, σιωπηλή της πορεία6 μέσα σε ένα «όξυνο» οικογενειακό περιβάλλον που γίνεται άλ λοτε εφιαλτικά συμπαγές και άλλοτε απελπιστι κά ρευστό. Οι μυστικοί δρόμοι που συνδέουν τη Χρυσόθε μη του Ρίτσου με τη συμβιβασμένη ηρωίδα του Σοφοκλή, μοιάζουν να έχουν ως αφετηρία τους τα τελευταία λόγια της Χρυσόθεμης προς την Ηλέκτρα: «αλλ ’ εΐ σεαυτή τυγχάνεις δοκοϋσα τι φρονεϊν, φρόνει τοιαΰθ’· όταν γαρ έν κακοΐς ήδη βεβήκης, τα μ’ έπαινέσεις έπη.» (στιχ. 1055-1057)7 Τα λόγια αυτά έχουν έναν μελλοντολογικό προσανατολισμό που δικαιολογεί, κατά μιαν έν νοια, την υπόσταση της Χρυσόθεμης του Γιάννη Ρίτσου. Ο ποιητής φαίνεται να δημιουργεί το διακείμενο8 του μονολόγου του, ξεκινώντας από το σημείο που ο Σοφοκλής άφησε τη δική του η ρωίδα. Η Χρυσόθεμη του Ρίτσου αφηγείται με λε πτομέρεια το καθετί, σαν διειδυτικός παρατηρη τής των πράξεων των άλλων. Η αφοπλιστική παιδικότητα με την οποία περιγράφει εικόνες της ζωής που έζησε τελικά μέσα από τη συμπεριφορά των άλλων, έχει κάτι το βαθιά τραγικό που ξε περνά τα ανθρώπινα μέτρα. Η Χρυσόθεμη του Ρί τσου είναι ένα παιδί που δε μεγάλωσε ποτέ, ένα κορίτσι που ωρίμασε στη σιωπή χωρίς να βιώσει ούτε την παιδική της ηλικία αλλά ούτε και την ω ριμότητά της9. Αναγνωρίζει ότι υπήρξε ασήμα ντη και ανίκανη για κάποια μεγάλη πράξη που θα την καθιστούσε πρωταγωνίστρια εξαιρετικών καταστάσεων και θα την καταξίωνε ως άξιο μέ λος της οικογένειας των Ατρειδών.*12 Σημειώσεις 1. Βλ. σχετική βιβλιογραφία στον Σοφοκλή: A T.B.L. Webster, An Introduction to Sophocles, Oxford, 1936, G.M. Bowra, Sophoclean Tragedy, Oxford, 1944, G.M. Kirkwood, A Study o f Sophoclean Drama, Cornell Univ. Press, 1958, B.M.W. Knox, The heroic temper. Studies in Sophoclean Tragedy, Sather Classical Lectures, XXV, 1964, G. Germain, Sophocle, Paris, Le Seuil, 1969, G. Ronnet, Sophocle poite tragique, Paris, ed. E. de Boccard, 1969, Τάσος Ρούσσος, Ευριπίδου Ηλέκτρα, Αθήνα, εκδ. Ακαδημίας Αθηνών, 1988, σ. XVII-XX. 2. J. de Romilly, La tragediegrecque, Paris, P.U.F. 1970, o. 83.
Η Χρυσόθεμη του Γιάννη Ρίτσου μνημονεύει έμμεσα ότι τα τελευταία λόγια προς την αδερφή της στην τραγωδία του Σοφοκλή, είχαν προφητι κό χαρακτήρα. Αυτό δεν σήμαίνει καθόλου ότι η Χρυσόθεμη χαίρεται επειδή τα λόγια της βγήκαν αληθινά. Απλώς, επισημαίνει, με σχεδόν ανάλα φρη διάθεση, φορτισμένη εντούτοις από μια βα θιά μέσα της κατασταλαγμένη πίκρα, τον παραλογισμό θεών και ανθρώπων. Θεωρεί υπεύθυνους όλους τους δικούς της που συντέλεσαν στο να δημιουργηθεί το αδιέξοδο. Δεν κατακρίνει κανέναν. Τα λόγια της αποπνέουν μιαν ειλικρινή συμπό νια που συγχωρεί με γενναιοδωρία τις βαριές, α ποτρόπαιες πράξεις των οικείων της: «Κι έκλαψα για τη μητέρα, για τον εραστή της, για τον άντρα της, για το μικρό σφαγμένο κορίτσι. / . . . / Πιότερο ακόμη έκλαιγα για την ήσυχη φυγή του αδερφού μου10». Η Χρυσόθεμη, μόνη σε μια «έρημη χώρα», δεν απολογείται ούτε και μετανιώνει που δεν δέχτηκε να βοηθήσει την Ηλέκτρα. Ή ταν σαν να τα ήξε ρε όλα από την αρχή. Ήξερε ότι τον ένα φαύλο κύκλο, θα ακολουθήσει αμέσως κάποιος άλλος μέσα στην ακαταμάχητη δύναμη του πε πρωμένου. Η Χρυσόθεμη του μονολόγου του Ρίτσου, περ νώντας μέσα από τις δαιδαλώδεις υπόγειες δια βάσεις της διαχρονικότητας, συναντάται με την αδερφή της Ηλέκτρας του Σοφοκλή, της οποίας συνεχίζει τον μύθο και την Ιστορία. Ο μεγάλος θεατρικός μονόλογος του Νεοέλλη να ποιητή, απομονώνει την απελπισμένη φωνή της παραγκωνισμένης ηρωίδας και, μέσα από τον μεγεθυντικό καθρέφτη που τοποθετεί μπρο στά της, προβάλλεται το βαθύτερο νόημα της υ ποταγμένης συμπεριφοράς της. Η φιλοσοφία του συμβιβασμένου ανθρώπου παίρνει διαστάσεις ψυχοπαθολογίας, η οποία δικαιολογεί την ύπαρ ξη αντι-ηρώων και δικαιώνει, ώς ένα βαθμό, τη συμπεριφορά όσων αποτελούν κάποιο κρίκο στην αλυσίδα της «χρυσής μετριότητας». 4. Γ. Ρίτσος, Τετάρτη Διάσταση, Αθήνα, εκδ. Κέδρος, 1974, (3η έκδοση). 5. Valeria Gigante Lanzara, ‘G. Ritsos. II teatro dei circuiti segreti: Crisotemi’, Dioniso (LIX) 1989, Siracusa, σ. 103. 6. “ Ma la chiave del dramr a e nel silenzio. Un silenzio cosmico, conclusivo, risolutorio, che ritorna alia fine di ogni immagine ad addolcirne i tratti, quasi in una dissolvenza” (Αυτ. a. 107). 7. Sophoclis, Tragodiae, Lipsiae: In aedibus B.G. Teubneri. 8. Για την έννοια του διακειμένου βλέπε τις σχετικές βασικές εργασίες: Μ. Bakhtine, La poetique de Dostoievski, Seuil, 1970, Rabelais et la culture populaire aut Mayen Age et sous la Renaissance, Gallimard, 1970, J. Kristeva, Σημειωτική, Seuil, 1969. 9. Valeria Gigante Lanzara, ό.π., σ. 105. 10. Γ. Ρίτσος, ό.π., Χρυσόθεμη σσ. 161-168.
αφιερωμα/65
Δημήτρης Σαλταμπάσης
Ήθος και Μύθος στην Η λ έ κ τ ρ α του Σοφοκλή τραγικοί ποιητές συνέθεσαν τραγωδίες με θέμα την εκδίκηση του Ορέστη Κ αιγιαοιτοτρεις φόνο του πατέρα του, Αγαμέμνονα, από τη μητέρα του την Κλυταιμνήστρα
και τον εραστή της Αίγισθο. Οι δύο από τους τρεις, Σοφοκλής και Ευριπίδης, εστιάζουν τα έργα τους στην Ηλέκτρα, η διαφορετική αντιμετώπιση του θέματος, όμως, είναι ενδεικτική για την προβληματικότητά του στην εποχή τους. Αντίθετα με τον Αισχύλο και την Ορέστειά του, ο Σοφοκλής πραγματεύεται μόνο το τμήμα του μύθου μετά το φόνο του Αγαμέμνονα και έως την εκδίκηση του Ορέστη. Δε φτάνει στις συνέπειες της απόδοσης του δικαίου από τον Ορέστη και γι’ αυτό είναι δύσκολο να αντιληφθεί κάποιος τη θέση του έργου απέναντι στο μύθο. Είναι επίσης δύσκολο να θεωρηθεί οποιοδήποτε στοιχείο του έργου σαν αντιπροσωπευτικό της κυρίαρχης άποψης. Η «Ηλέκτρα» αντιστέκεται στην ερμηνεία. Ο Ορέστης βρίσκεται μπροστά σε δύο αντιμαχόμενα καθήκοντα: το καθήκον του να πάρει εκδίκηση για τον πατέρα του, συμμορφωνόμενος προς τον Απόλλωνα, και το καθήκον του σαν γιος προς τη μητέρα του. Είναι ενδιαφέρον ότι στην αρχή ο Ορέστης φαίνεται αμέτοχος από προσωπική και συναισθηματική άποψη στην κατάσταση της οικογένειάς του στο Άργος. Έχοντας φύγει από μικρό παιδί, για να γλιτώσει το θάνατο και να επιστρέφει μια μέρα εκδικητής, δεν έχει έντονους βιωματικούς δεσμούς με την οικογένειά του. Το πρώτο κίνητρό του για την απόδοση του δικαίου θα μπορούσε να είναι το να εδραιώσει ξανά τον πλούσιο οίκο της οικογένειάς του με τον ίδιο στη θέση του πατέρα του. Η αντίθεση είναι έντονη με την Ηλέκτρα, που εμφανίζεται σε όλο της το τραγικό μέγεθος από την αρχή. Η Ηλέκτρα ζει κάθε στιγμή το πένθος για τον πατέρα της και την απέχθεια για τη φόνισσα μητέρα της και τον εραστή της, που πήρε τη θέση του. Δίνει φωνή στη βιωματική και ανθρώπινη πλευρά του μύθου. Το πένθος είναι η φυσική της αντίδραση, καταδικασμένη καθώς είναι να ζει με τους εχθρούς της. Ο θρήνος τη φέρνει κοντά στον πατέρα της και ενοχλεί τους δολοφόνους του. Το να καταπνίξει τη φωνή της με αντάλλαγμα μια πλούσια και ήσυχη ζωή στο παλάτι του Αίγισθου, θα ήταν γι’ αυτήν η πραγματική θλίψη. Βασανισμένη, άτεκνη, άγαμη, χωρίς φίλους, η αναμονή του Ορέστη είναι το μοναδικό πράγμα που την κρατάει.
Κλυταιμνήστρα, εχθρός και τύραννος για την Ηλέκτρα, είναι πολύ διαφορετική από την Κλυταιμνήστρα του Αισχύλου στην Ορέστειά. Εκεί ήταν, παρ’ όλη την Η κακία της, μια τραγική φυσιογνωμία αποφασιστικότητας και δύναμης. Ο Σοφοκλής
66/αφιερωμα τής στερεί αυτή τη μεγαλοσύνη. Το μόνο της κίνητρο για τη δολοφονία του άντρα της, βασιλιά Αγαμέμνονα, είναι ο δόλιος πόθος για τον Αίγισθο. Δεν δίστασε τον καιρό του φόνου να δώσει γιορτές, ενώ φτάνει να προσευχηθεί στον Απόλλωνα να προστατεύει τα πλούτη και την ευτυχία της, δηλαδή να βγάλει από τη μέση τον γιο της Ορέστη που είναι η βασική της απειλή. Και την Ηλέκτρα, άλλωστε, σκοπεύει μαζί με τον Αίγισθο να τη θάψει ζωντανή. Μ’ όλα αυτά ο Σοφοκλής κάνει σαφές ότι η σχέση της Κλυταιμνήστρας με τον Ορέστη και την Ηλέκτρα δεν είναι πια σχέση μητρική: έχει με τις πράξεις και τα λεγόμενό της ακυρώσει τη μητρική της ιδιότητα - «μήτηρ αμήτωρ» την αποκαλεί η Ηλέκτρα (στ. 1154) - και επομένως είναι στην ίδια μοίρα με τον Αίγισθο. Έτσι τίποτε δεν εμποδίζει τον Ορέστη να κάνει το καθήκον του προς τον πατέρα του, σύμφωνα με το χρησμό του Απόλλωνα. Από την αρχή της τραγωδίας και έως το Γ' επεισόδιο η πλοκή είναι σχεδόν στατική. Το βάρος δίνεται στη διαγραφή των χαρακτήρων που δίνει νόημα στην πλοκή, διαφοροποιώντας την τραγωδία από την πρώτη της ύλη, τον μύθο. Στη συνέχεια η πλοκή αρχίζει να κινείται: ο θάνατος του Ορέστη αναγγέλλεται από τον Παιδαγωγό. Είναι χαρακτηριστικό ότι η σημαντικότερη ίσως εξέλιξη έως εδώ είναι, κατά κάποιο τρόπο, υποθετική. Απειλεί να διαψεύσει τις προσμονές του θεατή καθώς βλέπει την Ηλέκτρα ακινητοποιημένη από απελπισία, να παίρνει τη μάταιη απόφαση να εκδικηθεί η ίδια στη θέση του Ορέστη, ενώ η Κλυταιμνήστρα και ο Αίγισθος μακαρίζουν ανοιχτά την καλή τους τύχη. Σοφοκλής ωθεί την «εναλλακτική» αυτή πλοκή ώς τις ύστατες συνέπειές της και καθυστερεί πολύ την πολυπόθητη αναγνώριση των δύο αδελφών. Η Ηλέκτρα θα περάσει τη δοκιμασία του να δεχθεί τη σωρό του αδελφού της και θα βιώσει την απόλυτη αίσθηση του χαμού, του κενού, της εγκατάλειψης. Έτσι η μέθεξη του θεατή δοκιμάζεται και σταθεροποιείται. Ταυτόχρονα ο Ορέστης ταράζεται βίαια μπροστά στην έκρηξη του πόνου της Ηλέκτρας με αποτέλεσμα η έλλειψη προσωπικού βιώματος και ανάμιξης, που τον χαρακτήριζε ώς εδώ, να δώσει τη θέση της σε μια βαθύτερη κατανόηση της θέσης του και της αποστολής του. Η αναγνώριση, που τόσο καθυστέρησε, φέρνει την αγάπη, την αλληλεγγύη και τη συμπόνια σε άμεση αντιπαράθεση με τη φαύλη δύναμη του Αίγισθου και της Κλυταιμνήστρας. Το καλό γίνεται τώρα αρκετά δυνατό για να αντιμετωπίσει το κακό. Η διαγραφή του ήθους, λοιπόν, δεν υποτάσσεται στις ανάγκες του μύθου που υπαγορεύει την πλοκή, αλλά γίνεται το πιο αποφασιστικό δραματικό μέσο, οι οδηγίες ανάγνωσης του μύθου. Η ανάλυση του ήθους των προσώπων κατέλαβε όλο σχεδόν το έργο, έτσι ώστε η σύντομη παράθεση των γεγονότων με τα οποία πραγματοποιείται η εκδίκηση του Ορέστη να βρει το θεατή προετοιμασμένο. Τώρα, στο σύντομο διάστημα του Κομμού, η πλοκή μπορεί να εξελιχθεί ραγδαία χωρίς την ανάγκη σχολιασμού ή άλλης παρέμβασης. Ο Παιδαγωγός ωθεί τον Ορέστη στη δράση, η Ηλέκτρα προσεύχεται στον Απόλλωνα να βοηθήσει τους δίκαιους και ο χορός εύχεται να πραγματοποιηθεί αυτό που ονειρεύτηκε. Ο Αίγισθος και η Κλυταιμνήστρα πληρώνουν για τα εγκλήματά τους και η τραγωδία κλείνει με τη διαβεβαίωση του χορού ότι το δίκαιο επικράτησε. Η εκδίκηση του Ορέστη είναι οδυνηρή, αλλά και αναγκαία κατά το δίκαιο του Απόλλωνα. Αντίθετα με το τέλος των Χοηφόρων της Ορέστειας, η δικαιοσύνη τώρα είναι απόλυτη και ο Ορέστης και η Ηλέκτρα είναι ελεύθεροι.
Ο
Βιβλιογραφία 1. 2. 3. 4. 5. 6. 7. 8.
Αριστοτέλης: Ποιητική, Ιωάννης Συκουτρής, Ακαδημία Αθηνών. C.M. Bowra, Sophoclean Tragedy, Oxford; Clarendon Press, 1944. R.K. Draper (ed.), Tragedy; Developments in Criticism, 1982. B. Knox, Word and Action, Essays on the Ancient Theater, The Johns Hopkins University Press, London, 1979. R. Lattimore, Story Patterns in Greek Tragedy, University of London. 1964. A. Lesky, Greek Tragedy, E. Benn LTD, London, 1965. D.W. Lucas, The Greek Tragic Poets, Cohen and West, 2nd ed., 1959. Ch. Segal, Interpreting Greek Tragedy, Myth., Poetry, Text, Cornell University Press, London, 1986.
αφιερωμα/67
Σάτυρος που κοιμάται. Το άγαλμα αυτό, ύψους 2,10 μ.,είναι των αρχών του 2ου αι. π.Χ. και βρέθηκε στη Ρώμη στις αρχές του Που αι.
Κώστας Χωρεάνθης
Ιχνηλασία ρυθμική αθύρματος ερατεινού
Ο πάπυρος που διασώζει μεγάλο μέρος του σατυρικού δράματος του Σοφο κλή «Ιχνευταί» δημοσιεύτηκε, όπως είναι γνωστό, το 1912.' Ως τότε ήταν ά γνωστη μια από τις σημαντικότερες πτυχές της τέχνης του μεγάλου δραμα τουργού: η ικανότητά του στη σύνθεση σατυρικού δράματος. Και μ ’ όλη την αποσπασματικότητά του και μόλο που σώζεται μόνο το πρώτο μέρος του έρ γου, μπορούμε να εκτιμήσουμε και σ ’ αυτό τη δύναμη της δραματικής συνο χής, που έχουν τα μεγάλα έργα της ωριμότητάς του, και που τόσο έχει θαυμα στεί απ’ όλους σχεδόν τους μελετητές, με πρώτο και καλύτερο, φυσικά, τον Αριστοτέλη.2 ο σατυρικό δράμα του Σοφοκλή - όπως και Τ του Αισχύλου, που η τύχη αποκάλυψε ση μαντικά αποσπάσματα από τον «Ίναχο» και, κυρίως, από τους «Δικτυουλκούς» του3 - ανταποκρινόταν πλήρως στις λαϊκές εκτονώσεις, που ήταν απαραίτητες ύστερ’ από τον έλεο και το φό βο που δημιουργούσαν οι μεγάλες συγκρούσεις και οι αμετάκλητες δραματικές καταστάσεις της τραγωδίας. Η δροσιά και η αφέλεια, το παιχνι διάρικο και ανέμελο ύφος των Σατύρων, αυτής της ενσάρκωσης των φυσικών και απρόσωπων ενστίκτων, η συμμετοχή τους στην υπόσταση του
αγριμί 'ύ και του ανθρώπου, αλλά και του δαιμο νικού, δίνονται από το δραματουργό με τρόπο μοναδικό. Η ευεξία και η υγεία αυτών των παι διών της φύσης, αυτή η γλυκιά μέθη που διαποτίζει την ψυχή η ξεγνοιασιά της υπαίθρου4 και η ανεπίγνωτη ορμή της ζωής, που είναι στοιχεία της απρόσωπης φυσικής ύπαρξης, χαρακτηριστικά μια θαυμάσιας τυχαιότητας και αναγκαιότητας συνάμα, προσδιορίζουν στο μέγιστο και στο ελά χιστο αυτή τη δραματική σύσταση, που στέκεται στην πρώτη περίοδο της καλλιτεχνικής εξέλιξης του ποιητή ως φωτεινό σημείο.5
68/αφιερωμα Η λαϊκή εκτόνωση με το σατυρικό δράμα ήταν το επακόλουθο μιας δραματικής κατάδυσης στον ζοφερό κόσμο των παθών και μιας οδυνη ρής ανόδου στον φωτεινό κόσμο των θεϊκών απο λυτρώσεων. Η τραγωδία, ωστόσο, που ξεκίνησε από το σατυρικό είδος, «όψέ άπεσεμνύνθη» και «έπαύσατο έπεί έσχε τήν αύτής φύσιν».6 Και, βέ βαια, δεν ξεχνούσε την οφειλή της σ’ αυτό: πόσες και πόσες σκηνές στα φοβερότερα και ελεεινότε ρα κορυφώματα της τραγωδίας δε θυμίζουν με την ιλαρότητά τους το «έκ σατυρικού μεταβαλεΐν»,7 αυτή την επώδυνη μεταλλαγή, όπου το διπλό πρόσωπο του διονυσιασμού βρήκε την πλήρωση και την εντελέχειά του. Οι πρωτόγονες ορμές και η συνεπαγωγή της έκφρασής τους με τις ζωόμορφες θεότητες, η συμμετοχή του λαού στα μαγικά δρώμενα μιας μυητικής ιεροτελε στίας και η μεταμόρφωση του ατομικού σε ομα δικό κάτω από το προϊστορικό προσωπείο της ζωώδους μορφής - το ζώο έπαιξε βασικό ρόλο στην εξέλιξη της ανθρώπινης δραστηριότητας και, φυσικά, στην ανάπτυξη του ανθρώπινου πο λιτισμού - , η μετάθεση όλης αυτής της προμυθολογικής ερμηνείας σ’ ένα ανώτερο επίπεδο α νεξιχνίαστης αιτιολογίας, είχαν ως αποτέλεσμα να πάρει το σατυρικό δράμα τη σταθερή (ή περί που)8 θέση του στο τέλος των τριών τραγικών έργων. Και, όπως η τραγωδία αντλούσε το περιε χόμενο των υποθέσεών της από τη μυθολογική παρακαταθήκη των επών και των ύμνων στους θεούς, το ίδιο και το σατυρικό δράμα, απ’ την ί δια πηγή αντλούσε τις υποθέσεις του. Τα ίδια πρόσωπα, θεϊκά ή ανθρώπινα, που προκαλούσαν στην τραγωδία τον έλεο και τον φόβο, στο σατυ ρικό δράμα προκαλούσαν την ιλαρότητα και το γέλιο, μόλο που το είδος δεν ήταν κωμωδία - η ειδοποιός διαφορά μεταξύ τους ήταν εμφανής. Και, με την ανάλαφρη αντιμετώπιση των μυθολο γικών περιστατικών και προσώπων, εξοικείωνε το λαό με τις μορφές του λατρευτικού του πανθέ ου, έφερνε τον άνθρωπο κοντά στο Θεό και δη μιουργούσε στο τέλος της παράστασης αυτή τη συμφιλίωση, ένα είδος «φιλότητας», στοιχείο α παραίτητο για να μη διακοπεί η εξάρτηση της ζω ής από τις πρωταρχικές γενεσιουργές αιτίες που τη δικαιώνουν και την ολοκληρώνουν. πόθεση των «Ιχνευτών» είναι η κλοπή των βοδιών του Απόλλωνα από τον Ερμή, μόλις την τρίτη μέρα από τη γέννησή του9 και η κατα σκευή από το μικρό κλέφτη της λύρας «έξ ύπτιας κόγχης» και με τη βοήθεια του δέρματος κά ποιων από τα κλεμμένα βόδια. Ο μύθος αναπτύσ σεται σε πλάτος στον ομηρικό ύμνο «Εις Έρμήν»,10 κι αυτός πρέπει να ήταν σίγουρα και η πηγή του Σοφοκλή για σύνθεση του σατυρικού του δράματος. Και, εφόσον είναι έτσι, μπορούμε, με βάση τον ύμνο, να παρακολουθήσουμε την ε
Υ
ξέλιξή του και για το τμήμα του έργου που δεν σώζεται. Ωστόσο, εκείνο που έχει σημασία εδώ είναι ο τρόπος που ο ποιητής εκμεταλλεύεται τα δεδομένα του μύθου, τα διαπλέκει σε δραματικό περιεχόμενο και δημιουργεί αυτή την ανεπανάλη πτη ανάλαφρη μουσική σύνθεση, όπου ο ρυθμός, ως πρωτογενές κοσμικό στοιχείο, αναδύεται μεσ’ από τα έγκατα της γης (στ. 206) και γεμίζει με την «όμφή» του την πλάση και με τη νομο θεσία του συμφύεται στις υποστάσεις των πραγμάτων: Όρθοψάλακτός τις όμφή κατοιχνεί τόπου, πρεπτά (δ’ αύ) διά τόνου φάσματ’ εγχωρ’ έπανθεμίζει (στ. 321-323)." Αυτό το μουσικό όραμα, που θα το τοποθετού σα στη μέση περίπου του δράματος,12 καθορίζει και την ιχνηλασία των Σατύρων για το «έρατεινόν άθυρμα» του μικρού Θεού, που γεννήθηκε μέ σα στη σπηλιά της Κυλλήνης, όπως κάθε δη μιουργός Θεός (Δίας, Ιησούς) γεννήθηκε σε σπη λιά - απεικόνιση της πρωταρχικής μυστικής φωνής της Γαίας, της πρώτης πανανθρώπινης θε ότητας. Αυτή η «όμφή», ωστόσο, που αποκαλύ πτεται από τον αφελή πρωτογονισμό των Σατύ ρων, ως συμφυής με τα κοσμικά στοιχεία του σύμπαντος, ερμηνεύει, στο μυθολογικό πεδίο, τη βαθύτερην εκείνην αρμονία που διέπει την όλη δημιουργία και που ο άνθρωπος τη νιώθει, αλλά αδυνατεί να την εξηγήσει. Όμως, η αφανής αυτή αρμονία, κάποια στιγμή, όταν πλέον ο άνθρωπος κυριαρχεί στα εκφραστικά του όργανα, έχει α νάγκη από ένα μέσο, για να υπαχθεί με τη σειρά της στη φανερή αρμονία του ανθρώπου, και τότε, ένας μικρός θεός εφευρίσκει το όργανο από το ο ποίο θα εκπορευθεί η αρμονία αυτή, και που στα χέρια του είναι ένα άθυρμα, αλλά άθυρμα ερατει νό, ποθητό όσο και η αθανασία του. Και, βέβαια, με τη θεϊκή χρήση, το όργανο αυτό, που δεν είναι καθόλου αποτέλεσμα θαύματος, αλλά επινοητι κότητας, αποχτά και την κατακύρωσή του στην ιστορική συνείδηση της ανθρώπινης προ σπάθειας. Η ιχνηλασία, λοιπόν, των Σατύρων και του Σιληνού αποβλέπει στην ανακάλυψη εκείνου που έ κλεψε τα βόδια, αλλά κατά την εξέλιξή της εκεί νο που εκπλήσσει τα «άφελή ώτα» τους είναι το «φθέγμα τής άφανοΰς μηχανής» (στ. 278) κι έτσι ανακαλύπτουν, αυτοί οι ζωόμορφοι και ενστι κτώδεις, οι «Θήρες τού νυμφογεννήτου γένους» (στ. 35-36), τη μουσική ψυχή του κόσμου μας. Ο ποιητής, που ήταν κι ο ίδιος εκτελεστής κιθάρας, όπως λέει ο «Βίος»(5) και είχε διακριθεί ως μου σικός, ακόμα από τη νεανική του ηλικία, στο πρώτο στάδιο της ποιητικής του και μουσικής ι στορίας δραματοποίησε με τους «Ιχνευτές» αυ τόν ακριβώς το μύθο, που ερμηνεύει την εφεύρε ση και την καθιέρωση του μουσικού οργάνου, με
αφιερωμα/69 το οποίο η ποίηση εκφράστηκε άμεσα και είχε τη μοναδική της απήχηση στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, τη λύρα. Είναι κι αυτός ένας λόγος, που συνηγορεί στην πρώιμη χρονολόγηση του έρ γου,13 καθώς ο ποιητής δημιούργησε έτσι το προσωπικό του μυθολογικό πλαίσιο, για ν’ ανα πτύξει τη μουσική του μεγαλοφυΐα στα ασύγκρι τα έργα του.14 αναφέρθηκε πριν ότι το σατυρικό είδος ή Α ταν η πηγή της τραγωδίας, απ’ αυτό ξεκίνη σε, από τον αυτοσχεδιασμό και την όρχηση και το τροχαϊκό μέτρο, από τους μικρούς μύθους και τη γελοία λέξη.15 Φαίνεται, λοιπόν, πως το σατυ ρικό δράμα, κράτησε, όταν πια αναπτύχθηκε σε σταθερή δραματική μορφή, κάποια σταθερά χα ρακτηριστικά, που η αυτοσχεδιαστική αρχή του σατυρικού είδους επέβαλλε, για να μπορέσει να λειτουργήσει και να γίνει κάθε φορά αναγνωρίσι μο. Αυτά τα σταθερά στοιχεία ήταν πρώτα πρώ τα ο χορός των Σατύρων και η συμμετοχή τους στην εξέλιξη της δράσης, ανεξάρτητα από την υ πόθεση που διαδραματιζόταν στο έργο, καθώς και ο Σιληνός, που, όπως επισημάνθηκε, δεν ή ταν ένα είδος κορυφαίου, αλλά ένας εξατομικευμένος χαρακτήρας.16 Δεύτερο χαρακτηριστικό ήταν το ευμετάβλητο του χορού, ως προς τις προθέσεις του: ενώ υπόσχεται να συμβάλει στην εξεύρεση μιας λύσης ή να βοηθήσει σε μια δρα ματική εξέλιξη, ξαφνικά, χωρίς κανένα λόγο, υ παναχωρεί. Ένα άλλο χαρακτηριστικό, που α φορά το Σιληνό, είναι το στοιχείο του κομπα σμού: Θέλοντας να δώσει στους Σατύρους παρά δειγμα δράσης και παλικαριάς, κομπάζει για α νύπαρκτα κατορθώματα, όταν όμως βρεθεί σε δύσκολη θέση, ξεχνά τους κομπασμούς και δεί χνεται δειλός και άθλιος οδηγός. Σχετικό με το χορό των Σατύρων και το Σιληνό είναι και το στοιχείο της δουλείας: οι Σάτυροι και μαζί τους ο Σιληνός υπηρετούν ως δούλοι σε κάποιον αφέ ντη και στο τέλος, φυσικά, του έργου ελευθερώ νονται από τον ήρωα του δράματος. Και, τέλος, ένα σημαντικό συστατικό του σατυρικού δράμα τος είναι το αίνιγμα, που προβάλλεται σε καίριο σημείο του έργου και σχετίζεται μ’ ένα αντικείμε νο σημαντικό για την εξέλιξη του δράματος. Αυ τά τα σταθερά ή τυπικά χαρακτηριστικά βλέπου με να λειτουργούν και στα δύο σατυρικά δράμα τα που σώθηκαν, στους «Ιχνευτές» και στον «Κύκλωπα». Βέβαια, θα ήταν γοητευτική μια σύγκριση στη χρήση αυτών των στοιχείων από τους δύο δραματουργούς, ωστόσο, εδώ, θα στα θούμε για λίγο στη χρησιμοποίησή τους από τον Σοφοκλή.17 Η χρήση του χορού από Σατύρους στο έργο φαίνεται να είναι καίρια, καθώς η σκηνή του δρά ματος «όπόκειται» στους δρυμούς της Κυλλή νης, όπου γεννήθηκε ο Ερμής, ο γιος της Μαίας,
και είναι φυσικό σ’ αυτά τα μέρη, μέσα στην καρ διά της φύσης, να ζουν και να τριγυρίζουν Σάτυροι. Ο Θεός Απόλλων μάλιστα, που ιχνηλατεί για ν’ ανακαλύψει τα κλεμμένα του βόδια, ως Θεός Νόμιος, πριν ακόμα βρει τη βαθύτερη μουσική του υπόσταση και τη μαντική του δύναμη, αφού έχει αποκάμει από το τρεχοβολητό, απευθύνεται, προλογίζοντας το έργο, σ’ όλους όσοι μπορούν να τον βοηθήσουν: βοσκούς, ξωμάχους, καρβουνιάρηδες και «όποιο από τα βουνίσια αγρίμια της νυφμογέννητης γενιάς», προοικονομώντας έτσι την εμφάνιση των Σατύρων και τη συμμετοχή τους στην ιχνηλασία. Όπου, από το σημείο αυτό και πέρα, ο χορός αυτός γίνεται σχεδόν ο πρωτα γωνιστής του δράματος. Ο ποιητής μάλιστα, δί νοντας ονόματα κυνηγετικών σκυλιών στους Σα τύρους, εξατομικεύει τους χορευτές και με τον τρόπο αυτόν, μπορεί να δει κανείς τον καθένα να εκτελεί τις κωμικές του κινήσεις, όπως δίνονται μεσ’ από τις επιπλήξεις του Σιληνού και τις οδη γίες του για ιχνηλασία (στ. 170 κ.ε.), καθώς οι Σάτυροι, ενώ στην αρχή έδειξαν προθυμία ν’ ανα λάβουν το έργο της ιχνηλασίας, τώρα προσπα θούν να το επιβραδύνουν με ανεξέλεγκτες παρεκ κλίσεις. Και οι παρεκκλίσεις αυτές εκδηλώνο νται αριστοτεχνικά, καθώς είναι σημαντικό στοι χείο της αυτοσκηνοθεσίας του έργου, αφού τα κείμενα της αττικής δραματουργίας περιέχουν ε σωτερικά και την όψιν, την παράστασή τους, η σύσταση του μύθου γίνεται με τη συναπεργασία της λέξης.19 Η παρουσία του Σιληνού, επίσης, προϋποτίθε ται, εφόσον και η παρουσία τω·' Σατύρων εΰ’αι φυσική. Και, βέβαια, ο ρόλος του διαγράφεται Σιληνός καί Εφηβος 5ος αΙώνας π. X.
70/αφιερωμα πολύ καθαρά και τα τυπικά στοιχεία του χαρα κτήρα του χρησιμοποιούνται από το δραματουρ γό με περισσή τέχνη: όταν οι Σάτυροι, ακούο ντας τον μελωδικό ροίβδο να βγαίνει από τα έ γκατα της γης, αισθάνονται έναν αλλόκοτο φόβο και σταματούν την ιχνηλασία, ο Σιληνός, μην ακούγοντας ο ίδιος τίποτα και νομίζοντας πως οι Σάτυροι φοβούνται αδικαιολόγητα, αρχίζει τους κομπασμούς για τα κατορθώματά του (στ. 139 κ.ε.) και πείθει έτσι το κοπάδι του να συνεχίσει την ιχνηλασία. Όταν όμως αντιλαμβάνεται κι ο ίδιος αυτους τους ανεξήγητους ήχους, φοβάται τόσο, που σιωπά και παραιτείται από το έργο, δηλώνοντας πως δε θα μείνει σ’ εκείνον τον τόπο (στ. 197 κ.ε.) Από το σημείο αυτό και πέρα εξα φανίζεται, αλλά, σίγουρα, θα εμφανιζόταν και πάλι στο χαμένο μέρος του έργου, διεκδικώντας ως αρχηγός των Σατύρων τα εύρετρα. Η αποσπασματικότητα του έργου και οι πολ λοί φθαρμένοι στίχοι, καθώς και τα κενά (lacuna) που μεσολαβούν, δεν μας επιτρέπουν να ξέρουμε με σιγουριά τίνος δούλοι ήταν οι Σάτυροι και ο Σιληνός και πώς ο δραματουργός δικαιολογούσε αυτό το στοιχείο στο έργο. Προτάθηκαν κάποιες λύσεις και υποστηρίχθηκε πως μπορεί να ήταν στην υπηρεσία του Πάνα, του Διονύσου ή και του ίδιου του Απόλλωνα, πράγμα που ίσως φαίνεται και το πιο πιθανό.20 Δε σώζεται επίσης το μέρος που θα μιλούσε για την απελευθέρωσή τους, κα θώς και για την αμοιβή τους, που ανακάλυψαν ό χι μόνο τον κλέφτη, αλλά και τη μουσική ψυχή του Θεού, τη λύρα λύρα βοών... βύσι έξερρύσατο, όπως λέει ένα απόσπασμα του Ευριπίδη από την «Αντιόπη» (190Ν), δράμα σχετικό με τη μουσική και την ανώτερη μορφή ζωής: καί τούτο λύπης έστ’ άκεστρον καί παραψυκτήριον,21 κατά τη δήλωση της Κυλλήνης στους ιχνευτές Σατύρους (στ. 317), αφού η μουσική απολυτρώνει από τα βάσανα της ζωής. Η χρήση του αινίγματος, απ’ ό,τι σώζεται στο έργο, φαίνεται να είναι η αριστοτεχνικότερη απ’ όλα τ’ άλλα τυπικά στοιχεία του είδους: οι Σάτυροι εντοπίζουν τον ήχο, που ακούγεται να βγαίνει μεσ’ από τη γη, στη σπηλιά, όπου η Μαία, σμί γοντας με το Δία, γέννησε τον Ερμή, και είναι βέ βαιοι, πως ο μικρός θεός που κρύβεται μέσα στη σπηλιά, είναι και ο κλέφτης των βοδιών. Αυτή την άποψη την αποκρούει με πάθος η νύμφη Κυλ λήνη, που έχει οριστεί ως τροφός του βρέφους και, φυσικά, δεν πιστεύει παντάπασι πως ένας θεός μπορεί να είναι και «κλοπεύς». Ο χαρακτήτας της ηθογραφείται θαυμάσια, καθώς επαίρεται με αφέλεια πως κατέχει θεϊκά μυστικά σχετι κά με το νεογέννητο θεό και προσπαθεί να τον
προστατέψει από τη διαβολή των «Θηρών», που χαλούν τον κόσμο με τα ποδοβολητά τους. Οι Σάτυροι, παραμερίζοντας προσωρινά το σκοπό της ιχνηλασίας τους, καίγονται από περιέργεια να μάθουν με τί τρόπο ο Θεός μπόρεσε να επινοή σει αυτή τη «μηχανή», που εκπέμπει μελωδικούς ήχους. Κι εδώ, σε μια ζωηρή στιχομυθία, πλέκε ται το αίνιγμα γύρω από το όστρακο της χελώ νας, που απετέλεσε το ηχείο της λύρας, όπου οι υπαινιγμοί της νύμφης και οι απαντήσεις του χο ρού δημιουργούν μια κλιμάκωση του «πιθανού» ώσπου να φτάσουν στο «είκός». Έτσι, το αίνιγ μα, ως τυπικό στοιχείο, αποχτά μιαν αναγκαία λειτουργικότητα μέσα στο έργο. Και θα πρέπει να σημειώσουμε εδώ πως ο διάλογος αυτός είναι συνταγμένος σε ιαμβικά τετράμετρα, πράγμα μοναδικό στη δραματική ποίηση.22 Και θα ’θελα ακόμα να επισημάνω πως, απ’ όλα τα αποσπά σματα σατυρικών δραμάτων που έχουν σωθεί, α πουσιάζει ο καθαυτό σατυρικός στίχος, το τρο χαϊκό τετράμετρο, που, αντίθετα, αφθονεί στην τραγωδία - άλλη μια εξόφληση χρέους προς την πρωταρχική πηγή. ιχνηλασία του μουσικού βάθους του κό σμου μας, του «έρατεινοΰ άθύρματος» των θεών, γίνεται από τους Σάτυρους, τα παιδιά της φύσης και της χαράς, τα απολυτρωμένα ένστι κτα και τις βαθιές κινήσεις της καταστηματικής μας επίγνωσης. Ό μως, η μουσική είναι και το μέσο, που ο άνθρωπος ανέβασε την υπόστασή του σ’ ένα επίπεδο διάρκειας, εννοώ στην πνευ ματική περιοχή, απ’ όπου μπορεί να θεωρεί τον κόσμο και τους Θεούς, τους νόμους (με τη μουσι κή έννοια) που συμφύονται με την αρμονία και συντελούν στην ενότητά του με το σύμπαν. Το σατυρικό δράμα, γι’ αυτό το κοσμικό στοιχείο μιλάει και δεν είναι περίεργο που και ο «Κύκλω πας» μιλάει για ένα άλλο «άκεστρον καί παραψυκτήριον», για μιαν άλλη μορφή ψυχικής ανά τασης, το κρασί. Και τα δυο στοιχεία αποτελούν θεμελιώδεις εκδηλώσεις του διονυσιακού πνεύ ματος, που δεν είναι παρά η πολιτισμική κληρο νομιά της ελληνικής ψυχής. Αυτής, που μέσα στην τεχνολογία της εποχής μας έχασε την ουσία της, που είναι η ίδια η αρμονία της φύσης, η α πρόσωπη βίωση του απολυτρωμένου εαυτού μας. Το σατυρικό δράμα επαναφέρει σ’ αυτήν, φτάνει να μην έχουμε αποκοπεί από την πρωταρχική μας ρίζα. Διαφορετικά, ματαιοπονούμε και σπουδάζουμε τ ’ ασπούδαστα. Η «δρθοψάλακτος όμφή» τότε δεν «έπανθεμίζει φάσματα», αλλά γε μίζει με ίσκιους φαντασμάτων τον κόσμο μας. Και η ζημιά, φυσικά, είναι οριστική.
Η
Σημειώσεις I. 2.
Pap. Oxy. IX. Λ.χ., Ποιητ. 1452α 24-26, 14540 6-8 κ.ά.
4
αφιερωμα/71 3. Βλ. R. Pfeiffer, «Die Netzfischer des Aisch, und der Inachos Soph», Sitzb Munch, 1932/2. Μετάφραση στη νεοελληνική: Αισχύλου Αποσπάσματα, μετάφραση - Σχόλια Τάσος Ρούσσος, Τυπογραφείο «Κείμενα», Αθήνα 1985, 28-37. 4. Βλ. Ιωάννου Συκουτρή, Οι «Ιχνευταί» του Σοφοκλέους, Μελέται και Άρθρα, Αθήναι 1956, Εκδόσεις του Αιγαίου, 356-368. 5. Φυσικά, το «πρώτη» είναι συμβατικό, γιατί αν το έργο το ποθετηθεί πραγματικά γύρω στο 460, ο Σοφοκλής ήταν τό τε τριάντα πέντε ετών, αρκετά ώριμος ίσως. 6. Αριστ. Ποιητ. 1449α 14-15. 7. Αριστ. Ποιητ. 1449α 20. Βλ. για το θέμα, Τάσος Λιγνάδης, Το ζώον και το τέρας, ποιητική και υποκριτική λειτουργία του ελληνικού δράματος, Ηρόδοτος, Αθήνα 1988, 89 κ.έ. 8. Η περίπτωση της «Άλκηστης» ως τέταρτου δράματος τε τραλογίας, δηλαδή στη θέση του σατυρικού, δείχνει μιαν απόκλιση από τον κανόνα. Ο Ευριπίδης φαίνεται πως δεν είχε ιδιαίτερα καλές σχέσεις με το δραματικό αυτό είδος, βλ. Albin Lesky, Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτε χνίας, μετάφραση Αγ. Γ. Τσοπανάκη, Θεσσαλονίκη *1972, 519, 567. Βλ. επίσης του ίδιου, Η τραγική ποίηση των αρχαίων Ελλήνων, Β Ό Ευριπίδης και το τέλος του εί δους, μετάφραση Ν.Χ. Χουρμουζιάδης, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1989, 85. 9. Βλ. Ομηρικός ύμνος «Εις Έρμήν», στ. 19. Στο έργο μας, όταν οι ιχνευτές Σάτυροι ανακαλύπτουν τον Ερμή ως κλέ φτη των βοδιών, ο Θεός είναι ήδη έξι ημερών (στ. 273). 10. Βλ. Homeri opera, rec.Thomas W. Allen, Tomas V, Humnos, Cyclum, Fragmenta Margiten, Batrachomyoma Chia, Vitas continens, Oxonii 1965. 11. Κάποια ηχερή θεϊκή φωνή γιομίζει τον τόπο και περίφημα στον τόνο της ανθούνε οράματα τριγύρω... 12. Ο Ιωάννης Συκουτρής (ό.π., 356) λέει πως σώθηκαν περί που τα 2/3 του δράματος - «το μεγαλύτερου μέρος». Ί σως, καθώς στηρίζεται πάνω στην έκδοση της μετάφρα σης του έργου από τον Δημ. Μ. Σάρρο (1932) να αντλεί τις
13. 14.
15. 16. 17.
18. 19. 20. 21.
πληροφορίες του από τον πρόλογο του μεταφραστή, που λέει κάπου (9) πως «απαρτίζονται (οι «Ιχνευτές») από τετρακόσιους στίχους, των οποίων μόλις τα 2/3 είναι ακέ ραια». Φυσικά, τετρακόσιοι (για την ακρίβεια 393) είναι ό λοι οι στίχοι που «Κύκλωπα», που σώζεται ολόκληρος, εί ναι 709, τόσους ή περίπου, θα πρέπει να υπολογίσουμε και για τους «Ιχνευτές». Έτσι σώζεται κάτι λίγο παραπάνω α πό το μισό έργο. Βλ. σχετικά, Lesky, ό.π., 427. Για το μουσικό συναίσθημα στην τραγωδία, βλ. την αρκετά ενδιαφέρουσα μελέτη, Το μουσικό συναίσθημα στην πρω τόγονη μορφή του, Α Ή μαγεία, Β Ή θρησκεία, Γ Ή φυ σιοκρατία, έγραψε Φάνης Μιχαλόπουλος, έκδοση «Μου σικών χρονικών», Αθήνα 1930, ιδιαίτερα, 62 κ.έ. Αριστ. Ποιητ. 1449α 15-20 Βλ. σχετικά, Ν.Χ. Χουρμουζιάδη, Σατυρικά, Εταιρεία σπουδών Σχολής Μωραίτη, Αθήνα 1974, 76 κ.έ. Σημειώνω ενδεικτικά μόνο για τον «Κύκλωπα: ευμετάβλη το του χορού: στ. 483 κ.έ. (προθυμία για δράση), στ. 629 κ.έ. (ξαφνική υπαναχώρηση)· κομπασμός Σιληνού: στ. I κ.ε.', παραίτηση από δράση, στ. 288 κ.έ.· δουλεία: στ. 23 κ.έ., απελευθέρωση: 435 κ.έ.,708-709 αίνιγμα: στ. 521 κ.έ. (φυσικά, εδώ το αντικείμενο του αινίγματος είναι το κρα σί). Βλ. ωστόσο, Ν.Χ. Χουρμουζιάδη, ό.π., 102 κ.έ. Αριστ. Ποιητ. 1449α 22-23: «τό μέν γάρ πρώτον τετραμέτριρ έχρώντο διά τό σατυρικήν καί όρχηστικοτέραν είναι τήν ποίησιν». Ο Συκουτρής, ό.π., φαντάζεται ένα μπαλέτο. Αριστ. Ποιητ. 1455α 22-23: «Δει δέ τούς μύθους συνιστάναι καί τή λέξει συναπεργάζεσθαι ότι μάλιστα πρό όμμάτων τι θέμενου». Βλ. Lesky, ό.π., 431. Κι αυτό είναι γιατρικό της λύπης και μοναχή παρηγοριά
22. Όπως, επίσης, μοναδικά είναι τα ελεγειακά δίστιχα από το μονόλογο της «Ανδρομάχης» στην ομώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη, στ. 103-116.
ΔΙΑΒΑΖΩ ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
Παρακαταθήκη τω ν π α λ α ιώ ν τ ε υ χ ώ ν ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ « Σ Ο Λ Ω Ν » ΣΟΛΩΝΟΣ 116 - ΑΘΗΝΑ 106 81 - ΤΗΛ.: 36.27.539, FAX: 36 28.938
72/αφιερωμα
Λέανδρος Πολενάκης
Τίμων Ευθυπόλιδος, Αντιγόνη,
Τ’ όνομα του Τίμωνα γιού του Ευθύπολι, δε θυμίζει τίποτα στους ειδικούς, φιλόλογους κι ερευνητές του αρχαιοελληνικού πολιτισμού. Δεν είναι πρόσω πο από τραγωδία, μυθικός ήρως, ιστορικό πρόσωπο. Δεν αναφέρεται σε κανέ να σύγγραμμα, καμιά πηγή δεν τον μνημονεύει. Ούτ’ έχει συγγένεια ή σχέση με τον άλλο Τίμωνα, τον Αθηναίο γιο του Εχεκρατίδη, που έμεινε γνωστός με την προσωνυμία «μισάνθρωπος». Ο δικός μας Τίμων δεν είναι απ’ την Αθήνα. Ωστόσο είναι Ίων κι αυτός, είναι πολίτης του Ά στεω ς της Σίφνου. Υπήρξε. Στο σκότος του αδύτου μιας Εκκλησίας, του Ναού της Παναγίας Ουρανοφόρας με τ ’ όνομα, ψηλάφησα με τα δάχτυλα τη γραφή στο μάρμαρο, πριν δια βάσω πάνω στην τεφροδόχη που έκλεινε άλλοτε τη σωρό του: ΤΙΜΩΝ ΕΥΘΥΠΟΛΙΔΟΣ επιγραφή, αθησαύριστη, το εύ Α δημοσίευτη ρημά μου. Καλά φυλαγμένο, ευτυχώς, στην τριπλοκλειδωμένη, ασφαλισμένη εκκλησία. Δε θα προσπαθήσω, με τις ερασιτεχνικές αρχαιολο γικές μου γνώσεις να χρονολογήσω τεφροδόχη κι επιγραφή. Τ’ αφήνω αυτό στους ειδικούς, τους το χαρίζω. Εμένα δε μ’ ενδιαφέρουν τα ειδικά, μα η ζωή ακέραιη που σκουντά και περνάει - αλίμο νο αν δεν την προσέξεις. Μ’ ενδιαφέρει να πιάσω λάμψεις της αστραπής που ήτανε κάποτε ο Τί μων, στα είκοσι του χρόνια. Παίρνω, λοιπόν, σαν δεδομένο πως ο Τίμων έζησε ανάμεσα στον 4ο και στον 3ο αιώνα π.Χ. Γιατί όχι; Παίρνω σαν γε γονός πως ήταν από εύπορη οικογένεια, πολίτης του Αστεως της Σίφνου που αναφέρει ο Ηρόδο
τος και που η ακριβής του θέση δεν εντοπίστηκε ακόμα. Κάνω την υπόθεση πως το Άστυ βρισκό ταν - πράγμα όχι αδύνατο - στη θέση της ση μερινής Απολλωνίας (ονομασία «λόγια» που δό θηκε μετεπαναστατικά στον παλιό οικισμό «Σταυρί»). Και φαντάζομαι τον Τίμωνα σαν ένα νέο της εποχής του, που ενδιαφέρεται για τα γράμματα και γνωρίζει για την τραγωδία κάτι πε ρισσότερο απ’ όσα ο μέσος θεατής της. Ίσως α κόμη να έχει έρθει σ’ επαφή και με χειρόγραφα κειμένου της. Μπορεί στο σπίτι του να έχουν μια μικρή βιβλιοθήκη. Τέλος, τον φαντάζομαι τη στιγμή που, έχοντας παρακολουθήσει μια παρά σταση της Αντιγόνης του Σοφοκλή στο θέατρο της Σίφνου, με το νου γεμάτο σκέψεις ετοιμάζε
αφιερωμα/73 ται να επιστρέφει σπίτι του, κατεβαίνοντας το φι δωτό λιθόστρωτο μονοπάτι απ’ την πλαγιά του λόφου (σημερινός Αγιος Ανδρέας) ώς το Άστυ (σημερινή Απολλωνία). (Ο Γάλλος αρχαιολόγος και περιηγητής Αλέξανδρος Μπυσόν το είδε το αρχαίο θέατρο και το περιγράφει, εκεί, στην πλα γιά του Αγίου Ανδρέα, το 1840. Σήμερα δε φαίνε ται τίποτα κι εγώ είδα το αρχαίο μονοπάτι και το περπάτησα, ορκίζομαι! Ούτ’ αυτό υπάρχει. Από πέρυσι. Το ’σβήσε ο δρόμος ο αμαξιτός, πέρασε πάνω του, δεν άφησε τίποτα. Ούτε σημάδι!) Ό που ο Τίμων βαδίζει κι όλο σκέφτεται τα λόγια της Αντιγόνης, πέρ’ από καιρό και τόπο που κα νένας δρόμος φαρδύς, αμαξιτός, δε θα μπορέσει να σβήσει όσο φέγγει το φως του ηλίου: «Άκλαυτος, άφιλος, ανυμέναιος, ταλαίφρων άγομαι τάνδ’ έτοίμαν όδόν ούκέτι μοι τδνδε λαμπάδος ιερόν δμμα θέμις όράν ταλαίνα τον δ’ έμόν πότμον άδάκρυτον ούδείς φίλων στενάζει». Έπεφταν οι λέξεις μια - μια, γινόταν ένα με το τοπίο. Πάνω του ανοιξιάτικα μεγάλα σύννεφα έ τρεχαν στον ουρανό. Έκανε λίγο κρύο, μα δεν τον ένοιαζε. Οι όγκοι των βουνών στην αχλύ του φεγγαριού που όπου να ’ναι θα πρόβαλε πίσω απ’ την ψηλή ράχη, τα κλιμακωτά χωράφια ως πέρα μακριά τη θάλασσα που σπίθιζε - τ’ όνειρό του - ο πύργος Καδρανές Πέδον (κεκλιμένο έδα φος), στην κατηφοριά - (σημερινός Καδές), α ντίκρυ στα καταπρηνή (= απότομη κατεβασιά, σημερινά Κατσίπρινά), σιωπηλός και σκοτεινός απ’ έξω, έμοιαζε κοιμισμένος βαθιά σ’ αξύπνητην αυγή, όρθιος βράχος, όμοιος μ’ εκείνον που ’κλείσε στα σπλάχνα του την Αντιγόνη. Μέσα οι σκοποί θα ’χαν σίγουρα αποκοιμηθεί, ή μπορεί, αντίθετα, να το ’ριξαν στα ζάρια. Μάλλον το δεύ τερο. Νόμιζε μάλιστα πως άκουγε να επιστρέφει το στενό φαράγγι την ηχώ τους πολλαπλασιασμένη, όπως χτυπούσαν κάτω στο σκληρό από σχιστόπλακα δάπεδο του πύργου. Άθελά του έ φερε στο νου το στίχο του Σοφοκλή: «’Αεί γάρ εύ πίπτουσιν οί Διός κύβοι».
το παν, που τίποτα δεν ήταν ικανό να τη διαταράξει. Είχε πάρει δίχως να το καταλάβει ένα δι πλανό μονοπάτι κι είχε ξεκόψει απ’ τους άλλους, βρισκόταν μόνος. Τα λόγια της Αντιγόνης τώρα τον πλημμύριζαν, του δημιουργούσαν βεβαιότη τα αξεπέραστης πληρότητας, σα να μην μπορού σε κανείς να τους προσθέσει ή να τους αφαιρέσει ούτ’ ένα γιώτα δίχως να πάψουν πια να είναι αυ τά που είναι. Άρχισε να τραγουδά. Καταλάβαινε πως ήτανε σε μια ηλικία, σε μια στιγμή, σε μια στροφή του βίου που δεν θα ξαναρχόταν πια ποτέ. «ταλαίφρων άγομαι τανδ’ έτοίμαν όδόν» (Πώς να μεταφέρω, εγώ που γράφω τώρα, εικοσιδυό αιώνες αργότερα τη μοναδική αυτή αί σθηση, κι ας βάδισα το ίδιο μονοπάτι; Δεν είναι μόνο στο ποτάμι που δε μπαίνεις δύο φορές μα και στο δρόμο, το στεριανό, την κέλευθο με τις δυο σημασίες της: δρόμος υδάτινος και οδός πά νω τη γη. Ωστόσο κάποιο φως μακρινό λάμπει πάντα στην άβυσσο, στη σκοτεινή ρουφήχτρα των ετών. Θα προσπαθήσω να βρω την άκρη του μίτου που οδηγεί μέσα, όχι έξω- όλο πιο μέσα στ’ άδυτο, στη φωλιά του «θηρίου». Αλεπάλληλοι κύκλοι ο λαβύρινθος, ομόκε ντροι. Ανάμεσα σ’ εμένα και στο σπίτι, θάλασ σα. Το άλλο σπίτι, της πόλης. Κύκλοι πάλι που στενεύουν. Μικρές τυραννίες, μεγάλες. Η μια να μπαίνει μέσ’ την άλλη. Συνταγματαρχαίοι, το στρατολογικό που σε καλεί, οικογένεια που σε σπρώχνει στο γκρεμό, χούντες, χούντες, χούν τες. Ποια γέννησε ποιαν;
συνειρμός τον οδήγησε να σκεφτεί τις φή μες που είχανε φτάσει λίγες μέρες πριν, για το θάνατο του Αλέξανδρου στη Βαβυλώνα. Μό λις τριάντα τριών χρονών. Το ίνδαλμά του. Γίνε ται να πεθαίνουν οι θεοί; συλλογίστηκε. Κι όμως, γίνεται. Κι η θάλασσα κάποτε θα πεθάνει κι ετού τα τα βουνά, κι ο πύργος... έδιωξε γρήγορα τις μελαγχολικές σκέψεις που δεν ταίριαζαν στην η λικία και στο χαρακτήρα του. Τα λόγια της Αντι γόνης, το τοπίο κι οι λογισμοί του, όλα μαζί τού δημιουργούσαν μιαν αίσθηση τρομερή, σκληρής, απάνθρωπης, ίσως, αρμονίας που διαπερνούσε
Πήδησε τότε η μουσική, εκτυφλωτική, σωτή ρια. Στο υπόγειο της Αντιγόνης, τέρμα Σεπόλια, στις άγνωστες, απαγορευμένες γειτονιές, που πάταγες πρώτη φορά το πόδι σου. Ανακαλύπτο ντας μια πατρίδα οχτώ σκαλιά κάτω απ’ τη γη. Έλαμψε το ρεμπέτικο, κι όχι πια σαν κάτι ξένο, αφελές, λαϊκό. Σάρκα μεσ’ από τη σάρκα. Ο ή χος. Με τις άπειρες υποδιαιρέσεις, υποκλίμακες, διαβαθμίσεις του. Να ξέρεις πως υπάρχει κάτι που δεν τελειώνει ποτές. Το κύμα που επιστρέφει από την άλλη αχτή. Τραγικός και μόνος πρωτα γωνιστής, ο χορευτής χτυπά εναλλάξ τη γη, μια
Ο
«Σκεύη, χλεύη του πηλού στα δόντια κύλησαν οι φίλοι αλλού» και: «Μέρες του εξήντα οχτώ με το πτυχίο στο χέρι, μπρος στο μνήμα τ’ ανοιχτό. Σκοινί ή μαχαίρι;»
74/αφιερωμα με το χέρι, μια με το πόδι, ξυπνώντας πότε τη στοργή και πότε την οργή της. Πριν δεν υπάρχει θάνατος. Μα δεν υπάρχει ούτε το πριν. Ό λα μετά-μεταξύ κι η Αντιγόνη, όμορφη, στητή, γυ ναίκα, να τρέμ’ η γης στο πάτημά της. Τα ίδια πάντα λόγια: «Άκλαφτη, δίχως φίλους, δίχως άντρα πήρα μονάχη το έρημο στρατί φίλος κανείς, να κλάψει το χαμό μου, μέχρι κι ο ήλιος μ’ έχει πια αρνηθεί J> Αίσθηση σκοτεινή, τρομερή, σκληρής, απάν θρωπης ίσως αρμονίας. Γέμιση, πληρότητα σα να μη μπορεί κανείς να προσθέσει ή ν’ αφαιρέσει ούτ’ ένα γιώτα. Βάπτιση σε ζωντανό νερό. Έτσι πέρασα, έτσι βρίσκομαι. Ό πω ς πέρασα, όσος βρίσκομαι.
Σήμερα, εδώ, χρόνους εικοσιτρείς μετά το με γάλο κακό, τ’ άλλα, τα μικρότερα. Στ’ ανοιξιάτι κο νησί και πάλι, μπρος στις αιώρες που κου νιούνται με τα δροσερά κορίτσια. Κι ο Τίμων δί πλα, χαρούμενος που τον ανέσυρα απ’ τα σκότη, να μιλά ασταμάτητα: - Τούτη τη γιορτή τη σημερινή τη δική σας, με τις κοπελιές να αιωρούνται στις κούνιες, την είχαμε κι εμείς. Ακριβώς την ίδια, τίποτα δεν άλ λαξε. Από τότε που ο άγγελος ήρθε να φέρει το τρομερό μαντάτο: «έν δέ λοισθίω τυμβεύματι τήν μέν κρεμαστήν αύχένος κατείδομεν, βρόχω μιτώδει σινδόνος καθημμένην, τόν δ’ άμφί μέσση περιπετή προσκείμενον, εύνής άποιμώζοντα τής κάτω φθοράν καί πατρός έργα καί τό δύστηνον λέχος.» (Μες τη βαθιά σπηλιά τη βρήκαμε. Είχε σκίσει λουρίδες το φόρεμά της κι είχε κρε μαστεί. Εκείνος την αγκάλιαζε απ’ τη μέ ση και την έσφιγγε κι έκλαιγε για το ταίρι του που πάει στον Άδη, για τα έργα του πατέρα του, το μαύρο του το γάμο.) - Βάκχα νεκύων Αντιγόνη (Βάκχη ανάμεσα στους νεκρούς η Αντιγόνη) —·εδώ ο μορφωμένος φίλος μου σχολίασε τη Σοφόκλεια Αντιγόνη μ’ έ να στίχο του Ευριπίδη - ερωτευμένη αγιάτρευτα με τον κάτω κόσμο, βαδίζει προς τον πέτρινο τά φο της, άκλαυτη, άφιλη, ανυμέναιη. Το πρόβλη μα δεν είναι αν θέλει να ζήσει ή να πεθάνει όπως μερικοί σύγχρονοί σας θέτουν το ζήτημα, αλλά ακριβώς αν είναι ή όχι ερωτευμένη αγιάτρευτα με το κάτω, αν την καλούν ακαταμάχητα οι νεκροί της των εμφυλίων πολέμων - το κακό δε σταμά τησε από τότε. Εδώ, σ’ αυτή τη χώρα του εφιαλ τικού μαύρου φωτός ποιος ξέρει τι σημαίνει θά
νατος και τι σημαίνει ζωή; Εμείς είχαμε στα χρό νια μου την τελετουργία της εμβάτευσης, πατού σαμε χορεύοντας δυνατά με το πόδι την «πάνδοκο» γη που θα μας πάρει όλους. Αλλά κι εσείς το έχετε ακόμα το τραγούδι: «τουτ’ η γη που θα μας πάρει, χτύπα τη με το ποδάρι». Όπου πατά το πόδι του ο Βάκχος που ακόμα ζει, είν’ ο μόνος Θεός μας που δεν πέθανε, το «θέλω να πεθάνω» που λέν’ τ’ ανθρωπάκια με το στόμα του μπορεί κάλλιστα να σημαίνει «θέλω να ζήσω», και το «θέλω να ζήσω» μπορεί να σημαίνει «θέλω να πεθάνο>». Στα πρωταρχικά βάθη της ύπαρξης απ’ όπου αναδύεται ο Βάκχος, ζωή και θάνατος συμ βαδίζουν. Η Βακχική Αντιγόνη, έχοντας βυθιστεί σ’ αυτά τα πρωταρχικά βάθη, αναδύετα, με μια λάμψη στα μάτια. «Θερμή έπί ψυχροΐσι», θέλει να πεθάνει για να ζήσει και να ζήσει για να πεθάνει, δείχνοντας την οδό άνω και κάτω, «έκ θανά του προς ζωήν» κι αντίστροφα, όπως λέτε εσείς.» - Μιλάς σαν σύγχρονος, παρατήρησα. - Μα είμαι σύγχρονος. Ό χι μόνο επειδή πεθανα νέος, μόλις εικοσιτεσσάρων χρονών, αλλά κι επειδή όλ’ αυτά τα χρόνια, τους αιώνες, παρα κολουθώ κι ενημερώνομαι. Κόλλησα ελαφρά... μοντερνίτιδα. Πού είχα μείνει; Α, ναι! Ο κομμός της είναι αποκαλυπτικός, καθώς εναλλάσσονται σ’ αυτόν τα ουσιαστικά της ζωής και τα επίθετα του θανάτου: «τύμβος», «νυμφείον», «κατασκαφής οίκησις», η «Περσεφόνη των ολολότων», «άλεκτρος», «ανυμέναιος», «δύσφορος», «ταλαίφρων» κ.ά. Ενεργούμενη ενός Παντοδύναμου Θεού, ψελλίζει παντού και πάντα τη λέξη ελευθε ρία. Ά δης και Διόνυσος, γάμος και θάνατος εί ναι γι’ αυτήν το ίδιο. Αν είχες παρακολουθήσει ε κείνη την παράσταση που μου έμεινε αξέχαστη, θα έβλεπες πώς «εμβάτευε» πατώντας με δύναμη το πόδι σταθερά, κυριαρχικά, χορεύοντας, «βα τεύοντας» τη γη πριν μπει στον αιώνιο τάφο της. Στην πιο παλιά γιορτή μας του Διόνυσου, τ’ Ανθεστήρια, που ήταν στην πραγματικότητα γιορτή των νεκρών, που οι ψυχές τους ξέφευγαν τρεις μέρες απ’ τον Άδη κι ανέβαιναν στη γη, γιορτάζαμε τον ιερό γάμο, την ένωση της βασί λισσας με το Διόνυσο. Ή ταν μια γιορτή όπου τα σύνορα ανάμεσα στον πάνω και στον κάτω κό σμο παύανε για τρεις μέρες να υπάρχουν, κι όπου γιόρταζαν ιδιαίτερα τ’ ανύπαντρα κορίτσια μας με μιαν ελευθερία που δεν την είχαν τις κανονι κές μέρες. Τέτοιες μέρες περίπου ήταν, στις αρ χές του μήνα Ανθεστηριώνα, Φλεβάρης-Μάρτης δικός σας. Στήναμε κούνιες, αιώρες και τα κορί τσια μας αιωρούνταν πάνω-κάτω, δείχνοντας τις δυο βασικές κατευθύνσεις της ζωής που είναι στην πραγματικότητα μία: «οδός άνω-κάτω, μία και η αύτή». Οι άντρες μαζευόντουσαν, κουνού σαν τα κορίτσια πάνω στις κούνιες, τους τραγου δούσαν άσεμνα στιχάκια, εκείνα απαντούσαν με
αφιερωμα/75 ανάλογα. Προς τιμήν όλων εκείνων των παλαιών γυναικών που πρώτες διέγραψαν αυτή την ο χιά: Άρτεμις, Ελένη, Αριάδνη, Φαίδρα, Ιοκάστη, Ηριγόνη. Ό λες όσες διάλεξαν το γάμο με τον κάτω κόσμο, απελπισμένες απ’ τον αδιέξοδο έρωτα που τις ενέπνευσε, ο Βάκχος. Δίβουλος, διπρόσωπος Θεός. Αγριος και μειλίχιος. Ακρι βώς για να δείξουν την ήρεμη πλευρά του, οι κο πέλες σε ώρα γάμου αιωρούνταν συμβολικά στις κούνιες τους». Όμως υπάρχει και η άλλη. Πήρε μια ανάσα και συνέχισε: Δυστυχώς, όπως σου εί πα, πέθανα νέος. Δεν πρόλαβα να χαρώ τον έρω τά μου με τη Διοδώρα. Πέθανα από μιαν αρρώ στια που δεν είχε τότε γιατρειά. Τη Διοδώρα τη χάρηκε κάποιος άλλος. - Το ίδιο έθιμο καθώς βλέπεις διατηρείται και σήμερα, σχεδόν απαράλλακτο, πήρα το λό γο, θέλοντας να δείξω πως ήξερα κι εγώ κάτι.
Βλέπεις, άνοιξη, βδομάδα του Πάσχα, στήνουν και πάλι τις αιώρες, κουνάνε τα κορίτσια, καθέ νας την κρυφή αγαπημένη του κι είν’ αυτό ένας τρόπος να μάθει τ’ αγόρι αν το κορίτσι τον θέλει. Τέλος πάντων, ήταν, σ’ άλλες εποχές. ' Ομως το έθιμο διατηρείται: αν το κορίτσι τον θέλει, δέχε ται το «κούνημά» τους. Αλλιώς αρνείται. Μήπως θυμάσαι, ρώτησα, να μου πεις κανένα από τ’ «ά σεμνα» τραγούδια που λέγανε τότε, στον καιρό σου, στις κοπελιές; - Θα προσπαθήσω. Για να δούμε. Ίσως είναι λίγο μεταγενέστερο απ’ την εποχή μου. Σε πειράζει; - Του πότε; - Ας πούμε δεύτερος αιώνας μ.Χ - Θα ’χει ενδιαφέρον. - Τότε, άκου. Δε σου κρύβω όμως ότι έχω «επέμβει» κάπως «ταιριάζοντας» τους στίχους:
76/αφιερωμα «Τί ταΰτα ώ Σαλακωνίς τάλαινα, ύπερηφανεΐς; ούκ έγώ σε είς τουργαστήριον καθημένην άνειλόμην λάθρα τής μητρός;» (Γιατί βρέ Σαλακωνίδα μου φέρεσαι ακατάδεχτα; Τάχα εγώ μές το εργαστήρι δε σε πήρα καθιστή κι απ’ τη μάνα σου κρυφά;) - Άκου κι εσύ, έκανα με τη σειρά μου, ένα σύγχρονο ανάλογο οχτάστιχο απ’ αυτά που τα τραγουδούνε στα κορίτσια σαν κουνιούνται στην αιώρα. Το ’χει μαζί μ’ άλλα στη συλλογή του ο λαογράφος μας, ο Αντώνης ο Τρούλλος («Τρα γούδια της αποκριάς και της κούνιας», 1982): «Θα σε κουνώ, θα σε κουνώ ώσπου να σε γκρεμνίσω αφού δε θες ένα φιλί κι εγώ να σου χαρίσω Κουνήσου κουνισμένη μου και πολυκουνισμένη κι απ’ το δρυμόνι σ’ έχουνε χιλιάδες περασμένη». Είχα πάρει φόρα και συνέχιζα: - Μάλιστα ο ίδιος ο λαογράφος του νησιού, ο Τρούλλος παραδίδει πως η γιορτή της «κούνιας» άρχιζε με το ίδιο πάντα τετράστιχο που τραγού δαγε η πρώτη κοπελιά π’ άρχιζε να κουνιέται: «Κουνήσατέ με αψηλά να δω τον Αρτεμώνα να δω και την κεράτσα μου που βράζει μακαρόνια». Ο Τρούλλος λέει πως η κοπελιά π’ ανέβαινε ψηλά-ψηλά με την κούνια, έβλεπε την «κερά- · τσα», τη θεία της δηλαδή, να βράζει μακαρόνια, μέσ’ απ’ την τρύπα της καμινάδας του σπιτιού της έτσι όπως ήτανε τ’ αψήλου, που η Σιφνέικη καμινάδα ως γνωστόν, ο «Φλάρος», είν’ ένα πι
< ζ
<
,
Η w Ον < X! S fe ω > Φ
ο
W
/
α φ ιέρω μ α:
θάρι αναποδογυρισμένο με τρύπιο πάτο. Βλέπεις, λοιπόν, το συσχετισμό; έκανα ενθουσιασμένος. - Ποιό συσχετισμό; - Μα, να, όλα βρίσκουν τη θέση τους. Κι η Άρτεμις παρούσα στη γιορτή μέσ’ απ’ τη βε βαιωμένα παλιά ονομασία του Αρτεμώνα, μα και το πιθάρι το τρύπιο που θάβατε στη γη, στον και ρό σας, κάτω ακριβώς απ’ την κούνια, σύμβολο του άλλου κόσμου. Ο φλάρος ο σημερινός είναι! Στράφηκα να δω ποια εντύπωση είχαν κάνει τα λόγια μου. Χαμογελούσε, συγκαταβατικά. - Ας μη φτάνουμε σε υπερβολές. Είπαμε δα! Υπάρχουν και διαφορές ανάμεσα στην εποχή μου και στη δική σας. Μη θέλουμε να τα ταυτί ζουμε όλα. Πάντως, στο ξαναλέω, έχασες που δεν ήσουνα μαζί μου σ’ εκείνη την παράσταση της «Αντιγόνης». Σε διαβεβαιώνω πως ήταν κάτι το έκτακτο. - Κι εσένα, θα σ’ άρεσαν φαντάζομαι οι δικές μας, οι σύγχρονες παραστάσεις, αν τις έβλεπες. - Τις βλέπω όλες, έκανε ξινίζοντας τα μού τρα του και δεν επέμενα άλλο. Να σου πω, πρόσθεσε μετά από λίγη σκέψη. Μ’ αρέσει μία που την έπαιζαν στο πρωτότυπο. Δε θυμάμαι δυστυ χώς τ’ όνομα του σκηνοθέτη. Για τις άλλες, τέ λος πάντων, ας πούμε ότι μερικές βλεπόντου σαν. Δεν μπορώ πάντως να υποφέρω την ιδέα πως μερικοί κόβουν και ράβουν τα κείμενα όπως θέλουν. Απαράδεκτο... Είχαμε φτάσει πια στην είσοδο της Παναγίας της Ουρανοφόρας, το σπίτι του, κι έπρεπε να χω ρίσουμε. Τον χαιρέτησα, δώσαμε υπόσχεση να βρεθούμε πάλι την επόμενη άνοιξη. Δεν είμαι βέ βαιος όμως αν θα τον ξανασυναντήσω. Περπα τούσα συλλογισμένος. Γίνεται να πεθάνει η Δάφνη; ο στίχος: «Πώς μπορεί να πεθάνει μια γυναίκα που αγαπιέται;» λέει ψέματα. Γίνεται! Κι οι Θεοί; κι η θάλασσα; πεθαίνουν! Και τίποτα δεν πεθαίνει. Ό λα ζουν και ξανανθίζουν: ΑΝΘΕΣΤΗΡΙΑ. Ό ,τι αγαπάει πεθαίνει - ό,τι αγαπιέται. ΗΜΕΡΑΝ ΤΕΤΑΡΤΗΝ ΜΗΝΟΣ ΙΟΥΛΙΟΥ ΕΤΟΥΣ ΧΙΛΙΑ ΕΝΝΕΑΚΟΣΙΑ ΕΝΕΝΗΚΟΝΤΑ ΕΓΡΑΨΑ. ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ ΔΑΦΝΗΣ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΥ /
/
σωφρονιστικό σύστημα
Κ ε ν τ ρ ικ ή δ ιά θ ε σ η : « Π Ρ Ο Ο Δ Ο Σ » Π ρ α κ τ ο ρ ε ί ο δ ι α ν ο μ ώ ν β ιβ λ ί ω ν , Μ ε σ ο λ ο γ γ ί ο υ 5 , τ η λ . 3 6 2 1 .0 0 1 - 3 6 3 0 .8 8 9
Κ υκλοφ ορεί το 41-42 τεύχος
αφιερωμα/77
Σοφοκλής θεωρείται ότι έγραψε 130 τραγωδίες από τις οποίες, όμως, μόνο 7 σώθηκαν ολόκληρες - Αντιγόνη, Ηλέκτρα, Τραχίνιαι, Οιδίπους τύραννος, Αίας, Ο Φιλοκτήτης, Οιδίπους επί Κολωνώ. Στις επτά αυτές σωσμένες τραγωδίες υπάρχουν θέματα που άλλοτε επαναλαμβάνονται σαν θέση του ποιητή, κι άλλοτε πρόκειται για διαφορετική θεώρηση και προέκταση της τραγικότητας του ίδιου θέματος. Στην πρώτη κατηγορία ανήκει το θέμα της ανθρώπινης μοίρας. Ο Σοφοκλής πιστεύει ότι οι θεοί κυριαρχούν πάνω στον άνθρωπο - και τους αναγνωρίζει την κυριαρχία αυτή - , αλλά χωρίς να υποτάσσεται. Θέλει τον άνθρωπο αγωνιστή, μεγαλώνει τα όρια της ανθρώπινης ευθύνης. Το χαρακτηριστικό στο έργο τού Σοφοκλή είναι ότι, ενώ όλα έχουν προκαθοριστεί και μάλιστα οι θεοί έχουν χρησμοδοτήσει για τα μελλούμενα, τελικά η ανθρώπινη παρόρμηση τα πραγματοποιεί. Είναι σαν ο άνθρωπος να τα σπρώχνει εκεί. Ένα παράδειγμα είναι η Δηιάνειρα, στην Τραγωδία «Τραχίνιαι», όπως και ο Οιδίποδας. Η Δηιάνειρα είναι μια γυναίκα, που με την αθωότητα της γυναίκας που αγαπά, επιδιώκει να ξανακερδίσει την αγάπη του συζύγου της. Μ’ αυτή την αθωότητα, τον οδηγεί σε μαρτυρικό θάνατο. Παλιοί χρησμοί εκπληρώνονται. Ο θάνατος του Ηρακλή ήταν προαποφασισμένος και τίποτα δεν μπόρεσε να τον αποτρέψει. Αντίστοιχα στον Οιδίποδα διαπιστώνουμε ότι ο άνθρωπος όσο κι αν νομίζει πως φεύγει μακριά από τη μοίρα του, δεν κάνει άλλο από το να τραβά πίσω του το δίχτυ της μοίρας· κι όσο τραβά, τόσο πιο σφιχτά το δένει γύρω του. Ο Οιδίποδας παρουσιάστηκε σαν ο άνθρωπος που με όπλο τη σκέψη
78/αφιερωμα του, αφού έλυσε το αίνιγμα της Σφίγγας, κέρδισε ένα θρόνο. Έφτασε μόνος του στην κορυφή κι όμως, από κει έπεσε στην έσχατη αθλιότητα, όταν σκότωσε τον πατέρα του και παντρεύτηκε τη μητέρα του. Οι χρησμοί και πάλι επαληθεύτηκαν. το έργο του Σοφοκλή συναντούμε όμως και μια αμφισβήτηση των χρησμών στην «Ηλέκτρα», όπου ο Ορέστης, αφού έχει ήδη σκοτώσει τη μητέρα του, απαντά σε ερώτηση της Ηλέκτρας, με τρόπο που δείχνει τις πρώτες τύψεις του. Λέει καθαρά πως σκέφτεται τώρα αν ο χρησμός του Απόλλωνα, που τον πρόσταξε να κάνει τον φόνο, ήταν καλός ή κακός. Αλλά και η Ιοκάστη, μάνα και σύζυγος του Οιδίποδα, τον συμβουλεύει να μην εμπιστεύεται τον Τειρεσία που του είπε ότι είναι ο φονιάς του Λάιου, γιατί πολλές φορές οι μάντεις κάνουν λάθη. Απόδειξη ο χρησμός του Λάιου, που έλεγε ότι θα σκοτωθεί απ’ το παιδί του και τον σκότωσαν ληστές. Στη δεύτερη κατηγορία επανάληψης θεμάτων με επέκταση των τραγικών στοιχείων, ανήκει το θέμα της απαγόρευσης ταφής νεκρού. Στην τραγωδία «Αίας», ο Μενέλαος και ο Αγαμέμνονας θέλουν να εγκαταλείψουν το πτώμα του Αίαντα στα όρνεα, από μίσος. Σε αντιπαράθεση όμως με τους δύο έρχεται ο Οδυσσέας που αν και επίσης μισεί τον Αίαντα, ελέγχει τα συναισθήματά του, γιατί ξέρει ποιο είναι το δίκαιο του νεκρού. Τί θα γινόταν όμως αν ο Οδυσσέας δεν κατάφερνε να δείξει ότι καμιά αυθαιρεσία δεν επιτρέπεται να προσβάλει τον νεκρό; Η απάντηση έρχεται από την «Αντιγόνη» όπου τίθεται με σαφήνεια το ζήτημα: κατά πόσο η πολιτεία οφείλει να σέβεται νόμους που δεν προέρχονται από την ίδια. Η θέση της Αντιγόνης είναι καθαρή: υποστηρίζει τους αιώνιους νόμους του θεού, που καμιά ανθρώπινη διαταγή δεν μπορεί να καταστρέφει. Έτσι έρχεται αντιμέτωπη με τον Κρέοντα, που δεν υποχωρεί και μόλις απαγγέλλει τη θανατική της καταδίκη, αρχίζει γι’ αυτόν η καταστροφή. Γιατί όμως ο Σοφοκλής θέλησε να επαναλάβει και να επεκτείνει το θέμα αυτό; Ας μην ξεχνάμε ότι η ζωή των Αθηναίων ήταν πριν απ’ όλα πολιτική. Την εποχή, λοιπόν, που ανέβαζε ο Σοφοκλής την «Αντιγόνη» στη μεν πολιτική ζωή υπήρχαν οι τάσεις της κυριαρχίας της Αθηναϊκής ηγεμονίας, ενώ συγχρόνως, στην πνευματική ζωή, διαδίδονταν οι ιδέες των σοφιστών που ήταν αντίθετες με την παραδοσιακή θρησκεία. Η πολιτική του Περικλή ήταν πολιτική παραμερισμού του ιερατείου και χαλάρωσης του θρησκπ -u. »' συναισθήματος. Ο Σοφοκλής, λοιπόν, σαν φιλόθρησκος που ήταν, υπερασπίστηκε τις θέσεις του ιερατείου και θέλησε να δώσει κύρος στους άγραφους νόμους.
Σ
τσι η Αντιγόνη κόντρα στην κοινή γνώμη, ακολουθεί τους θείους νόμους. Και δεν πρόκειται για μια ηρωίδα υπερφυσική. Απόδειξη το γεγονός ότι ζητά τη βοήθεια της αδελφής της, Ισμήνης.Όμως αυτή έχει, ήδη, συμβιβαστεί και δεν δέχεται να τολμήσει μια τέτοιου ήθους πράξη. Πρέπει, λοιπόν, να βαδίσει σε απόλυτη μοναξιά μέχρι το τέλος κι αυτή η μοναξιά αυξάνει την τραγικότητά της. Την ίδια μοναξιά θα αντιμετωπίσει και η Ηλέκτρα μελετώντας να σκοτώσει τη μητέρα της. Ζητά βοήθεια από τη Χρυσόθεμη, αλλά αυτή αρνείται, γιατί είναι επίσης, ήδη, συμβιβασμένη και δειλή. Εδώ όμως έχουμε επέκταση του θέματος γιατί, μετά την άρνηση της Χρυσόθεμης, παρουσιάζεται ο Ορέστης και αφού γίνει η αναγνώριση με την Ηλέκτρα, μαζί θα εκτελέσουν τον αποτροπιαστικό φόνο. «Η Ηλέκτρα είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του ύφους του ηλικιωμένου Σοφοκλή. Αντί για την απομόνωση κάθε ήρωα στα παλιότερα δράματα, μπήκε το αμοιβαίο δέσιμο των προσώπων που δρουν». (A. Lesky, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, εκ. Κυριακίδη, Θεσ/νίκη, 1985, σελ. 413). Το έργο του Σοφοκλή, στο σύνολό του, αποδείχνει ότι ο ποιητής έζησε τις εξελίξεις της εποχής του με ανησυχία και ετοιμότητα. Υπήρξε, ίσως, συντηρητικός και φιλόθρησκος, όμως ύψωσε τους ήρωές του σε σύμβολα ανθρωπιάς, με ευγενικό ήθος ακόμα κι όταν αμαρτάνουν. «Έποίει τού ήρωας οϊους είναι δει». Υπήρξε ιδεολόγος αλλά και ρεαλιστής συγχρόνως. Ύψωσε τους χαρακτήρες που έπλασε, αλλά όχι σε υπεράνθρωπες διαστάσεις κι αυτό είναι ο λόγος που οι χαρακτήρες μπορούν και σήμερα να διδάσκουν ακόμα το απόσταγμα της ηθικής του με το στόμα της Αντιγόνης «οΰ τοι συνέχθειν, άλλά συμφιλεΐν έφον».
Ε
αφιερωμα/79
Βιβλιογραφία Σοφοκλή (Έμμετρες μεταφράσεις στη, νεοελληνική)
Αίας - Έ μ μ ετρ ος μ ετάφρασις του Α ίαντος του Σοφοκλέους υπό Κ[ατεβαίνη], εν Α θήναις, τυπογραφείον «ο Παλαμήδης», 1894, σ. 79. - Του Σ οφοκλή ο Α ίας μ εταφρασμένος από το Ζ ήσιμο Σίδερη, Ο Ν ουμάς, χρόνος 2, αριθ. 87 (1904), σ. 1-8. - Του Σ οφοκλή ο Α ίας μ εταφρασμένος από το Ζήσιμο Σίδερη < Βιβλιοθήκη του «Ν ουμά», αριθ. 3 > Αθήνα, Βιβλιοπωλείο τη ς «Ε στίας», 1904, σ. 61. - Σοφοκλέους Α ίας, α ρχαίον κείμενον, έμμ ετρος μετάφρασις υπό Ζήσιμου Σίδερη, Ε κδο τικό ς ο ίκο ς I. κα ι Π . Ζ αχαροπούλου, Α θήναι 1939, σ. 87. - Σ οφοκλέους Α ίας Μ αστιγοφόρος, μετάφρασις υπό Κώστα Βάρναλη < Βιβλιοθήκη Φέξη α ρ χαίω ν Ε λλήνων συγγραφέω ν> εν Α θήναις, Ε κδ ο τικό ς ο ίκος Γ. Φέξη, 1912, σ. 69. - Δημητρίου Μ. Σάρρου, εκπαιδευτικού συμβούλου, Σ οφοκλής, II Α ίας, σε δημοτικούς στίχους με πρόλογο κα ι σημειώ ματα ερμηνευτικά, Αθήνα, Τυπογραφεία «Κύκλου», 1935, σ. 116. - I V Γρυπάρη, Σ οφοκλέους Α ίας, ελεύθερη α πόδο ση. Αθήναις, Βιβλιοπωλείον τη ς «Ε στίας» Ιωάννου Δ. Κ.ιλλάρου κα ι Σ ία ς Α .Ε ., 1940, σ. 66. ι Ν. Γρυπάρη, Οι τραγω δίες του Σοφοκλέους, Α ', Λ /όνη, Η λ έκτρ α, Α ίας, Τ ραχίνιαι, Βιβλιοπωλείον τη . Ε στίας» Ιωάννου Δ. Κολλάρου και Σ ία ς (Αθήνα, χ .χ ι. σ. 271. - Ηλία Σ. Π α πα λ ά , καθηγητού της Φ ιλολογίας, Σο φοκλέους Α ίας, λογοτεχνική μετάφραση, Αθήναι 1962,
- Σ οφοκλέους τρ α γω δία ς Α ίας, τομ. 3, μετάφραση Θ ωμά Π. Λ αλαπάνου < Βιβλιοθήκη τω ν Ε λλήνων αριθ. 195 > Ε λληνικός εκδ ο τικ ό ς οργανισμός (Αθήνα 1973) σ. 55-102.
Ηλέκτρα - Σ οφοκλής, I Η λέκτρα, έμμετρος μ ετάφρασις Ν ικο λάου I. Κυπαρίσση, Αθήναι, εκ του τυπογραφείου Κτενά, 1900, σ. 127. - Ε λληνικόν θέατρον, Σ οφοκλέους Η λέκτρα, κ α τά μετάφρασιν Σ .Ι. Βουτυρά, Α θήναι, εφημερίς καθημερι νή, ιδιοκτή τη ς Γ.Κ . Π ω π, μηναίον παράρτημα, εν Αθήνα ις, αριθ. 2. Δεκέμ βριος 1907, σ. 75-94. - Σ οφοκλέους Η λ έκτρ α, μ ετάφρασις Μ άρκου Αυγέρη Βιβλιοθήκη Φέξη α ρ χαίω ν Ελλήνων συγγραφέων, εν Αθήναις, Ε κδ ο τικό ς ο ίκο ς Γ.Δ . Φέξη, 1911, σ. 84. - Ν ικόλαος ο Π οριώ της, I κροκλέους Η λέκτρα, αρ χαία τραγω δία μεταφρασμένη έμμετρα στα νεοελληνι κά, εν Αθήναις, Ε κδότα ι Ι.Δ . Κολλάρος κα ι Σία, Βιβλιοπωλείον της « Ε στίας», 1932, σ. 49. - Ι.Ν. Γρυπάρη, Σ οφοκλέους Η λέκτρα, ελεύθερη α πόδοση, Α θήνα, Βιβλιοπωλείον τη ς «Ε στίας» Κ .άννου Δ. Κολλάρου κα ι Σ ία ς, Α .Ε ., 1936, σ. 72. - Στέλιου Σεφεριάδη, Τ ραγω δίες του Σ οφοκλή, Β' Η λέκτρα, Αθήνα 1936, σ. 78. - Α πόστολου Μ ελαχρινού, Η Η λέκτρα του Σοφοκλή σε νέους στίχους. Το κείμενο τω ν παραστάσεω ν του θε άτρου Κ οτοπούλη, 1939, έκδοση «Κύκλου», Αθήνα, σ.
80/αφιερωμα - Σοφοκλέους Τ ραγω δίαι, τόμ. I., Η λέκτρα, μετάφρασις Απόστολου Μ ελαχρινού, επιμέλεια Ν. Σφυρόερα, < Βιβλιοθήκη τω ν Ελλήνων αριθ. 6 > Ε λληνικός εκδ οτικ ός οργανισμός, Αθήναι 1969, σ. 43. - Σοφοκλέους Η λέκτρα, III, αρχαίον κείμενον, εισα γωγή, έμμετρος μετάφρασις, σχόλια Κώστα Τ αμβάκη, εκδοτικ ός οίκος I. και Π . Ζαχαροπούλου, Αθήναι 1939, σ. 127 (και ανατύπ. 1959). - Α ριστ. Ν. Α ρμένη, φιλόλογου καθηγητή, Σοφο κλής, Η λέκτρα σε δ η μοτικούς στίχους με πρόλογο και ερμηνευτικά σημειώ ματα, έκδοση Α ', τυπογραφείον Ε. Τσίνικα, Αθήνα 1946, σ. 107. - Σοφοκλέους Η λέκτρα, έμμετρη απόδοση Εμμ. I. Βικέτου, Αθήναι 1962, σ. 70. - Η λία Σ. Π α πα λά , καθηγητού τη ς φιλολογίας, Σοφο κλέους Η λέκτρα, λογοτεχνική μετάφραση, Αθήναι, 1963, σ. 92. - Α ντ. Β. Μ πέτση, καθηγητού, Σοφοκλέους Ηλέ κτρ α , ποιητική απόδοσις εις την δημοτικήν μετ’ εισα γω γής, Αθήναι 1970, Χ αλάνδρι, σ. 61. - Σοφοκλέους Η λέκτρα, έμμετρη μετάφραση Κ.Χ. Μύρη < Θ εατρική βιβλιοθήκη > Εταιρεία Σπουδών Σ χολής Μ ωραΐτη, Αθήνα 1973, σ. 108. - Η Η λέκτρα του Σοφοκλή, μετάφραση Γιώργου Χειμωνά, εκδόσεις Κ αστανιώτη, Αθήνα 1984, σ. 201.
Οιδίπους Τύραννος - Ο βασιλεύς Ο ιδίπους, τραγω δία Σοφοκλέους, μετα φρασθείσα εμμέτρω ς υπό Ν. Κ οντοπούλου (και μία νυξ επί τω ν οχθών του Βοσπόρου, ποίημα του μεταφραστού), εν Αθήναις, εκ του τυπογραφείου «Ο Λ όγιος Ερ μής» 1861, σ. 64 + 24. - Σοφοκλέους Ο ιδίπους τύραννος και Ο ιδίπους επί Κολωνώ, μετάφρασις Αγγέλου Βλάχου, Αθήνησι, Βιβλιοπωλείον της «Ε στίας», 1893, σ. 150. - Νικολάου Κ υπαρίσση, δ.φ. αρχαιολόγου, Σοφοκλέ ους Ο ιδίπους τύραννος, έμμετρος μετάφρασις, εν Αθήναις, έκδοσις του «Monde Hellenique», 1907, σ. 80 (21908). - Σοφοκλέους Ο ιδίπους τύραννος, μετάφρασις Αρίστου Κ αμπάνη < Βιβλιοθήκη Φέξη αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων > εν Α θήναις, ε κδ ο τικ ό ς ο ίκος Γεωργίου Δ. Φέξη, 1911, σ. 80. - Νίκου Θ. Α ντωνιάδου, δ.φ ., Μ ετάφρασις αρχαίων ελληνικών τραγω διώ ν και κω μω διών, I. Σοφοκλέους Ο ιδίπους τύραννος, εν Λ άρνακι 1920, τύποις Π . Χειμωνίδη, σ. 61. - Σ οφοκλής, Ο ιδίπους τύραννος, μ εταφραστής Βασ. Δεδούσης, τύποις Μ. Τριανταφύλλου και Σ ίας, Θ εσσα λονίκη 1931, σ. 82. - Σοφοκλέους Ο ιδίπους τύραννος, μετάφραση Γερά σιμου Σ πα τα λά < Βιβλιοθήκη αρχαίων Ε λλήνων συγ γραφέων > εν Αθήναις, εκδο τικ ό ς ο ίκος Βασιλείου, 1933, σ. 76. - Σ οφοκλής, Ο ιδίποδας τύραννος, μετάφραση Γερά σιμου Σ πα τα λά , «Δίφρος» (Αθήνα), 1968, σ. 77. - Σοφοκλή Ο ιδίποδας τύραννος, μετάφραση Γεράσι μου Σ πα τα λά , Φ ιλολογική Π ρω τοχρονιά, 1968, σ. 203-224. - Σ οφοκλής, Ο ιδίπους τύραννος, μετάφραση, ανάλυ ση, σημειώματα Ο ρέστη Σχοινά, Θ εσσαλονίκη, Βιβλιοπωλείον Α λεξίου-Πικοπούλου, 1933, σ. 87. - Φώτου Πολίτη, Σοφοκλέους Ο ιδίπους τύραννος,
αρχαία τραγω δία μεταφρασμένη έμμετρα στα νεολληνικά , έκδο σις πρώ τη, εν Αθήναις, βιβλιοπωλείον της «Ε στίας» Ι.Δ . Κολλάρου και Σ ίας Α .Ε ., 1936, σ. 71. - Σοφοκλέους Ο ιδίπους τύραννος, μετάφραση Φώτου Πολίτη, « Ίκ α ρ ο ς » , Αθήνα, 1969, σ. 117. - Δημητρίου Μ. Σάρρου, Σ οφοκλής, IV Ο ιδίπους τύ ραννος σε δημοτικούς στίχους, με πρόλογο κα ι ση μειώματα ερμηνευτικά, Αθήνα, τυπογραφεία «Κύ κλου», 1936, σ. 144. - Στέλιου Σεφεριάδη, Τ ραγω δίες του Σοφοκλή, Α Οι δίπους τύραννος, Αθήνα, 1936, σ. 84. - Σοφοκλή Ο ιδίπους τύραννος, ποιητική μετάφραση Γεωργ. I. Παπαγεωργίου, φιλολόγου τη ς Ζωσιμαίας Σ χολής, Γιάννινα, 1939, σ. 67. - Ι.Ν. Γρυπάρη, Σοφοκλέους Ο ιδίπους τύραννος, ε λεύθερη απόδοση, Αθήναι, Βιβλιοπωλείον της «Ε στίας» Ι.Δ. Κολλάρου κα ι Σ ίας Α .Ε ., 1942, σ. 74. - Ι.Ν. Γρυπάρη, Οι τραγω δίες του Σ οφοκλέους, Β' Οι δίπους τύραννος, Ο ιδίπους επί Κολωνώ, Φ ιλοκτήτης, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» Ι.Δ . Κολλάρου και Σίας A. Ε ., (Αθήνα χ .χ.), σ. 242. - Σοφοκλή Ο ιδίπους τύραννος, εισαγωγή, μετάφρα ση, σχόλια Κώστα Θ ρακιώ τη, Αθήνα 1948, σ. 95. - Σοφοκλέους Ο ιδίπους τύραννός, αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σχόλια Γ. Θέμελη, Ε κδοτικός ο ίκο ς Ι.Ν. Ζ αχαροπούλου, Αθήναι 1955, σ. 127. - Η λία Σ. Π α πα λά , καθηγητού τη ς φιλολογίας του Ζ' Γυμνασίου Θηλέων Αθηνών, Σοφοκλέους Οιδίπους τύ ρ αννος, λογοτεχνική μετάφραση, Ε κδοτικός Ο ίκος Α. Μ α ταράγκα, Αθήναι (χ.χ.), σ. 106 (21961). - Η λία Σ. Π απαλά, καθηγητού τη ς φιλολογίας, Σοφο κλέους Ο ιδίπους τύραννος, λογοτεχνική μετάφρασις (έκδοσις βελτιωμένη), Αθήναι 1970, σ. 95. - Σοφοκλή Ο ιδίπους τύραννος, ερμηνεία κα ι ρυθμική απόδοση υπό Χρίστου Στεφάνου Τ σαπάλα, Αθήνα 1963, σ. 40. - Π αναγιώ τας Ξενούλη-Λολώνη, καθηγητρίας φιλο λογίας, Σοφοκλέους Οιδίπους τύραννος και Αντιγόνη, λογοτεχνικές μεταφράσεις, Αθήναι 1966, σ. 114. - Γεράσιμου Γρηγόρη, Σοφοκλέους Οιδίπους τύραν νος, έμμετρη μετάφραση, εκδόσεις «Γρηγόρη», Αθήνα 1973, σ. 55. - Σοφοκλέους τραγω δίαι, Ο ιδίπους τύραννος, Οιδί πους επί Κολωνώ, τόμ. 2, μετάφραση Θωμά Π. Λαλαπάνου, επιμέλεια Νίκου Σφυρόερα < Βιβλιοθήκη των Ελλήνων αρ. 194> Ε λληνικός εκδοτικός οργανισμός (Αθήνα 1973), σ. 116. - Σοφοκλέους Ο ιδίπους τύραννος, εισαγωγή, μετάφρασις, ερμηνευτικά I. Π αυλάκη, φιλολόγου καθηγη τού, Π ειραιεύς 1973, σ. 110. - Σοφοκλή Ο ιδίποδας τύραννος, τραγω δία, μετάφρα ση Σ τέλλα ς Μ παξάκου-Μ αραγκουδάκη < Θεατρική βιβλιοθήκη > Εταιρεία σπουδών νεοελληνικού πολιτι σμού και γενικής παιδείας, Ίδ ρ υμ α Σ χολής Μωραΐτη, Αθήνα 1983, σ. 108.
Αντιγόνη - Μ εταφράσεις ελληνικώ ν δραμάτω ν υπό Αλεξάν δρου Ρίξου Ραγκαβή, Σοφοκλέους Αντιγόνη, Αριστοφάνους Νεφέλαι, Ειρήνη, Ό ρ νιθ ες, Αθήνησι, τύποις X. Ν ικολαΐδου Φιλαδελφέως (παρά τη πύλη τη ς Αγοράς, αριθ. 420), 1860, σ.π . + 419. - Α λεξάνδρου Ρίξου Ρ αγκαβή, Σοφοκλέους Αντιγό
αφιερωμα/81 νη, εκδοθείσα δημοσία δαπάνη, χάριν τη ς από σκηνής διδα σκα λία ς του δράματος εν έτει ΑΩΞΖ' εν τω επί Ρηγίλλη θεάτρω Αθηνών διασκευασθέντι κα τά τον αρχαίον τρόπον, εν Αθήναις, εκ του Εθνικού Τυπογρα φείου, 1867, σ. 109. - Ά π α ν τα τα φιλολογικά Αλεξάνδρου Ρίξου του Ραγκαβή, τόμος Ε ', αρχαίων δραμάτω ν μεταφράσεις, Σοφοκλέους Α ντιγόνη, Αριστοφάνους Νεφέλαι, Ειρήνη, Ό ρ νιθ ες, εν Αθήναις, τύποις Ελληνικής ανεξαρτησίας, επί τη ς διασταυρώ σεω ς των οδών Αιόλου και Α καδη μίας, 1875, σ. ο α + 3 6 2 . - Α λεξάνδρου Ρίξου του Ραγκαβή, Σοφοκλέους Αντι γόνη, εκδιδομένη δαπάνη μεν των Ολυμπίων, επιμελεία δε του καθηγητού Ε. Γαλάνη, προέδρου του Δ ιδασκαλι κού Συλλόγου, εν Αθήναις, εκ του τυπογραφείου των καταστημάτω ν Ανέστη Κωνσταντινίδου, 1888, σ. 103. - Σοφοκλέους Αντιγόνη, μεταφρασθείσα εις την νεο ελληνικήν υπό Αλεξάνδρου Ρίξου του Ραγκαβή <Βιβλιοπω λείον τη ς «Εστίας» > εν Αθήναις, εκδότης Γ. Κασδόνης, 1896, σ. 48. - Σοφοκλέους Αντιγόνη, μετάφρασις εις την νεοελλη νικήν υπό Αλεξάνδρου Ρίξου του Ραγκαβή, εν Αθήναις 1925, σ. 102. - Σοφοκλέους Αντιγόνη, μετάφρασις έμμετρος πιστοτάτη, τα χορικά εφηρμόσθησαν επί της μουσικής του διασήμου μουσουργού Μ ένδελσων μεταφρασθέντα εκ του γερμανικού εν αντιπαραβολή προς το πρωτότυπον υπό Αριστ. Κ. Κηρύκου, ανθυπιάτρου του Βασιλικού Ναυτικού, εν Αθήναις, εκ τη ς τυπογραφίας της Β. Αυ λής Ν ικολάου Γ. Ιγγλέση, 1888, σ.η + 64. - Σοφοκλέους Α ντιγόνη, αποδοθείσα εις την σύγχρο νον γλώ σσαν υπό Κωνσταντίνου Μάνου, Ο Νουμάς, χρόνος 2, αρ. 126 (1904), σ. 1-6, αρ. 127, σ. 2-9, αρ. 128, σ. 2-12. - Σοφοκλέους Α ντιγόνη, αποδοθείσα εις την σύγχρο νον γλώ σσαν υπό Κωνσταντίνου Μάνου, Αθήναι 1905, σ. 77. - Σοφοκλέους Α ντιγόνη, αρχαίον κείμενον, εισαγω γή, σημειώσεις Γιάννη Κορδάτου, έμμετρος μετάφρασις Κωνσταντίνου Μάνου, εκδο τικ ό ς οίκος I. και Π. Ζ αχαροπούλου, Αθήνα 1939, σ. 127 (ανατύπ. 1959). - Σοφοκλέους τραγω δίαι, τόμ. I Αντιγόνη, μετάφρασις Κωνσταντίνου Μάνου, επιμέλεια Νίκου Σφυρόερα < Βιβλιοθήκη τω ν Ελλήνων αριθ. 6 > Ε λληνικός εκδο τικό ς οργανισμός, Αθήναι 1969, σ. 72. - Σοφοκλέους Α ντιγόνη, μετάφρασις Κ. Χρηστομάνου < Βιβλιοθήκη Φέξη αρχαίων Ελλήνων συγγραφέ ω ν ^ εν Α θήναις, Ε κδοτικός οίκος Γεωργίου Δ. Φέξη, 1912, σ. 68. - Σοφοκλέους Α ντιγόνη, μετάφρασις Κ. Χρηστομάνου, ιδρυτού τη ς «Ν έας Σ κηνής», Έρευνα, Ε κδοτικός οίκος Α. Κασιγόνη (Αλεξάνδρεια), ΣεπτέμβριοςΟ κτώ βριος 1932, σ. 1-48. - Σοφοκλέους Α ντιγόνη, μετάφρασις Μ. Βοηκλή, εν Σάμω 1926, σ. 54. - Σοφοκλής, I Α ντιγόνη, σε δημοτικούς στίχους με σημειώματα ερμηνευτικά και εισαγωγή στο αρχαίο δράμα Δημητρίου Μ. Σάρρου, δ.φ ., εκπαιδευτικού συμβούλου, Αθήνα, τυπογραφικά καταστήματα αδ. Γεράρδων, 1930, σ. 175. - Δημητρίου Μ. Σάρρου, εκπαιδευτικού συμβούλου, Σοφοκλής, I Αντιγόνη σε δημοτικούς στίχους με πρό λογο και σημειώματα ερμηνευτικά, έκδοση Β' ξαναθεωρημένη, Αθήνα, εκδοτικ ός οίκο ς Δημητράκου Α .Ε., 1932, σ. 118.
- Θεοδοσίου Θ. Δουβαλατέλη, Σοφοκλέους Αντιγόνη «κα τά την στερεότυπον'έ κδοσιν Dindorf». Νέα πιστή μετάφρασις στη γλώ σσα που μιλούμε σε δεκαπεντα σύλλαβους και αναπαίστους στίχους, με εισαγωγήν, σημειώσεις και εικόνας, ιδιαίτερα χορικά δια την μου σικήν του Mendelsson. Βιβλιοπωλείον τη ς «Εστίας» Ι.Δ . Κολλάρου και Σ ίας, Αθήναι 1933, σ. 109. - Σοφοκλής, I Αντιγόνη, κείμενο, έμμετρη απόδοση, σημειώσεις κλπ. υπό Γεωργίου Μ. Πυλαρινού, Γυμνα σιάρχου, Αθήναι, εκδοτικ ός κα ι τυπογραφικός οίκος τα «Χρονικά», 1936, σ. 87. - Νικολάου Δ. Σ κιαδά, αν. αξ. ε.α ., τ. δικηγόρουδημοσιογράφου, Σοφοκλέους Αντιγόνη, έμμετρος δια σκευή στη δημοτική γλώ σσα, ελευθέρα μετάφρασις, Α θήναι 1936, σ. 40 (21960). - Σοφοκλή Αντιγόνη, σε στίχους, μεταφραστής Γ. Σημηριώτης, Αθήναι, εκδοτική εταιρεία «Η εποχή» Β.Γ. Μέντξος και Σία, 1937, σ. 75. - Ι.Ν. Γρυπάρη, Σοφοκλέους Α ντιγόνη, ελεύθερη α πόδοση, Αθήναι, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» Ι.Δ. Κολλάρου και Σ ίας Α .Ε ., 1940, σ. 62. - Σοφοκλέους Α ντιγόνη, έμμετρος μετάφρασις υπό Κ.Ε. Μ ακαρίτου (απόδοσις κατά λέξιν, δΓ επιλογής τω ν ανταποκρινομένω ν εις το αρχαίον κείμενον λέξεων της συγχρόνου λαϊκής γλώ σσης), εν Αιγίω 1956, σ. 56. - Σοφοκλέους Α ντιγόνη, έμμετρος μετάφρασις Στυλ. Μ οτάκη, φιλολόγου, Χανιά, 1957, σ. 47. - Ηλία Σ. Π α πα λά , καθηγητού τη ς φιλολογίας του Ζ" Γυμνασίου θηλέων Αθηνών, Σοφοκλέους Αντγόνη, λο γοτεχνική μετάφρασις, Ε κδο τικό ς οίκος Α. Ματαράγκ α , Θεμιστοκλέους 15, Αθήναι (χ.χ.), σ. 83 (31959). - Η λία Σ. Π απαλά, καθηγητού τη ς φιλολογίας, Σοφο κλέους Α ντιγόνη, λογοτεχνική μετάφρασις (έκδοσις βελτιωμένη), Αθήναι 1971, σ. 87. - Σοφοκλέους Α ντιγόνη, μετάφραση Γεωργίου Χρ. Σφήκα, Μ αθητική Ε στία Παγκυπρίου Γυμνασίου, έτος II, αριθ. 27 (Οκτώ βριος-Δεκέμβριος 1960), σ. 9-11, αριθ. 28 (Ιανουάριος-Μ άρτιος 1961) σ. 111-112, αριθ. 29 (Απρίλιος-Ιούνιος 1961), σ. 192-198. - Σοφοκλή Α ντιγόνη, μεταφραστής Γεώργ. I. Παπαγεωργίου, Ά ρ τ α 1964, σ. 64. - Σοφοκλέους Αντιγόνη, μετάφραση Παύλου Ξιούτα, Π νευμα τική Κ ύπρος, χρονιά 6, αρ. 62 (Νοέμβριος, 1965, παράρτημα), σ. 3-8, αρ. 63 (Δεκέμβρης 1965, πα ράρτημα), σ. 9-24, αρ. 64 (Γενάρης 1966, παράρτημα), σ. 25-35. - Π αρασκευής Γαληνού-Σκανδάλη, Λ ογοτεχνική με τάφραση τη ς τραγω δίας Αντιγόνη του Σοφοκλέους, Α θήναι 1971, σ. 72. - Σοφοκλέους Α ντιγόνη, έμμετρη μετάφραση Γεράσι μου Γρηγόρη, Ε κδόσεις «Γρηγόρη», Αθήνα 1973, σ. 50. - Αυρήλιου Ευστρατιάδη, ερμηνεία Αντιγόνης, εκδό σεις «Ιω λκός», Αθήνα 1975, σ. 268. - Σοφοκλή Α ντιγόνη, έμμετρη μετάφραση Ελένης Τσικούρα-Κ ατσιάπη, Αθήνα 1976, σ. 107. - Σοφοκλέους Α ντιγόνη, έμμετρη μετάφραση Κ.Χ. Μύρη < Θ εατρική Βιβλιοθήκη > Εταιρεία σπουδών νε οελληνικού πολιτισμού και γενικής παιδείας. Ιδρυτής: Σχολή Μωραΐτη, Αθήνα 1980, σ. 86.
Τραχίνιαι - Σοφοκλέους Τ ραχίνιαι, μετάφρασις Α. Καμπάνη < Βιβλιοθήκη Φέξη αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων >
82/αφιερωμα εν Αθήναις, Ε κδοτικός οίκος Γεωργίου Δ. Φέξη, 1911, σ. 69. - Σοφοκλέους Τραχίνιαι, έμμετρη μετάφραση Γερ. Γρηγόρη, Ε κδόσεις «Δίφρος», Αθήνα 1968, σ. 45. - Η λία Σ. Π απαλά, καθηγητού τη ς φιλολογίας, Σοφο κλέους Τ ραχίνιαι, λογοτεχνική μετάφρασις, Αθήναι 1970, σ. 67. - Σοφοκλέους τραγω δίαι, Τ ραχίνιαι, τόμ. 3, μετάφρασις Έ φ η ς Φερεντίνου, Βιβλιοθήκη των Ελλήνων αριθ. 195, Ε λληνικός εκδοτικ ός οργανισμός, (Αθήνα 1973, σ. 53).
Φιλοκτήτης - Σοφοκλέους Φ ιλοκτήτης, μετάφρασις Αρίστου Καμπάνη < Βιβλιοθήκη Φέξη αρχαίων Ε λλήνων συγ γραφέων > εν Αθήναις, Ε κδο τικό ς οίκος Γεωργίου Δ. Φέξη, 1913, σ. 80. - Σοφοκλέους Φιλοκτήτης, δράμα σε πέντε μέρη, με τάφραση Κ. Κ απενεκά (δημοδιδασκάλου), Σ άμος 1933, σ. 87. - Ι.Ν. Γρυπάρη, Σοφοκλέους Φ ιλοκτήτης, ελεύθερη απόδοση, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον τη ς «Εστίας» Ι.Δ. Κολλάρου και Σ ίας Α .Ε ., 1937, σ. 70. - Σοφοκλέους Φιλοκτήτης, αρχαίον κείμενον, εισα γωγή, μετάφρασις, σχόλια Κώστα Κουραβέλου, τέως διευθυντού της Α ναργυρείου Σ χολής Σπετσών, Εκδοτι κός οίκος 1. και Π. Ζ αχαροπούλου, Αθήναι 1939, σ. 101 (ανατύπ. 1955). - Ιωάννου Μ. Αρβανίτη, δημοδιδασκάλου - καθηγη τού, Σοφοκλέους Φ ιλοκτήτης. Π ροβλήματα: I. Ο αδι κημένος πολίτης στην ανάγκη τη ς πα τρίδος, 2. Ο ανώ ριμος νέος υπό την επήρεια σοφιστικών διδασκαλιώ ν. Αθήναι 1958, σ. 140. - Σοφοκλή Φιλοκτήτης, μετάφραση Τάσου Ρούσσου, Καινούρια εποχή (Φθινόπωρο-Χειμώνας 1963), σ. 71-105 (και ανάτυπο, Αθήνα 1964). - Σοφοκλέους Φιλοκτήτης, μετάφραση Τάσου Ρούσ σου, «Δίφρος», 1964, Αθήνα, σ. 41. - Ηλία Σ. Π απαλά, καθηγητού τη ς φιλολογίας, Σοφο κλέους Φιλοκτήτης, λογοτεχνική μετάφραση, Αθήναι, 1964, σ. 88. - Σοφοκλέους Φ ιλοκτήτης, η αιώνια τραγω δία του ε φήβου, μετάφραση Α λέκας Κατσουλίδου, φοιτήτριας φιλοσοφικής, Αθήνα 1967, σ. 47. - Σοφοκλέους τραγω δίαι, Φ ιλοκτήτης, Ιχνευταί, τόμ. 4, μετάφραση Θωμά Π. Λαλαπάνου < Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, αρ. 196> Ελληνικός εκδο τικ ό ς οργανισμός (Αθήνα 1973) σ. 87.
Οιδίπους επί Κολωνώ - Σοφοκλέους Ο ιδίπους επί Κ ολωνώ, μετάφρασις Η λία Π. Βουτιερίδη < Βιβλιοθήκη Φέξη αρχαίων Ελλή νων συγγραφέων > εν Αθήναις, εκδο τικ ό ς ο ίκος Γεωρ γίου Δ. Φέξη, 1911, σ. 102. - Νίκου Θ. Αντωνιάδη, Μεταφράσεις αρχαίων ελλη νικών τραγωδιών και κωμωδιών, Δ ' Σοφοκλέους Οιδί πους επί Κολωνώ, εν Λ άρνακι Κύπρου 1931, τύποις Χειμωνίδη-Λάρνακα, σ. 69. - Σοφοκλέους Οιδίπους επί Κολωνώ, δράμα σε πέντε
μέρη, μετάφρασις Κ. Κ απενεκά, Σ άμ ος, 1935, σ. 70. - Ι.Ν. Γρυπάρη, Σοφοκλέους Ο ιδίπους επί Κολωνώ, ε λεύθερη απόδοση, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον τη ς « Εστίας» Ι.Δ. Κολλάρου και Σίας Α .Ε., 1937, σ. 87. - Δημητρίου Μ. Σάρρου, Σ οφοκλής, V Ο ιδίπους επί Κολωνώ σε δημοτικούς στίχους με πρόλογο και ση μειώματα ερμηνευτικά, Αθήνα, Τυπογραφεία «Κύ κλου», οδός Δαιδάλου, 26, 1937, σ. 172. - Α .Μ .Μ ., Σοφοκλέους Οιδίπους επί Κολωνώ, ελευθέρα μετάφρασις, Αθήναι 1939, σ. 88. - Σοφοκλέους Ο ιδίπους επί Κολωνώ, αρχαίον κείμε νον, εισαγωγή, μετάφρασις, σχόλια Κώστα Θ ρακιώτη, Ε κδοτικός οίκος Ι.Ν. Ζαχαροπούλου, Αθήναι 1955, σ. 208. - Σοφοκλέους Ο ιδίπους επί Κολωνώ, αρχαίον κείμε νον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις Γεράσιμου Σπαταλά, < Επιστημονική Εταιρεία των Ελληνικών Γραμμάτων «Π ά πυ ρ ο ς» > εν Αθήναις 1958, σ. 109. - Σοφοκλέους Οιδίπους επί Κολωνώ, έμμετρος μετάφρασις Γεράσιμου Σ παταλά, «Α νεξάρτητος», μεγάλη καθημερινή εφημερίς, εν Αθήναις (χ.χ.), σ. 84. - Ηλία Σ. Π α πα λά , καθηγητού της φιλολογίας, Σοφο κλέους Οιδίπους επί Κολωνώ, λογοτεχνική μετάφραση, Αθήναι 1961, σ. 104. - Σοφοκλέους Ο ιδίπους επί Κολωνώ, μετάφραση 'Α γ γέλου Τερζάκη, στ. 1-464, Νέα Εστία, 101 (1977), σ. 74-83, στ. 465-896, σ. 158-1778, σ. 226-244.
Ιχνευταί - Δημητρίου Μ. Σάρρου, εκπαιδευτικού συμβούλου, Σ οφοκλής, Ιχνευταί Σ άτυροι, σατυρικό δράμα σε δημο τικούς στίχους με πρόλογο κα ι σημειώματα ερμηνευτι κά, Αθήνα, Ε κδοτικός ο ίκος Δημητράκου Α .Ε ., 1932, σ. 39. - Σοφοκλέους Ιχνευταί, μετάφραση σε δημοτικούς στίχους Δημητρίου Μ. Σάρρου, Η Φωνή τον Βιβλίου, περίοδ. Β', έτος 2, αρ. 4 (1932), στ. 1-137, σ. 156-162, στ. 138-236, αρ. 5 (1932), σ. 215-219, στ. 237-393, αρ. 6 (1932), στ. 251-257. - Ιχνευταί, σατυρικόν δράμα του Σοφοκλέους, ελευθέρα έμμετρος μετάφρασις μετά του αρχαίου κειμένου υπό Εμμανουήλ Δαυίδ, πρώην Γενικού Επιθεωρητού Μ. Εκπαιδεύσεως (κατά την Γερμανικήν μετάφρασιν και συμπλήρωσιν του C. Robert), Ε κδοτικός ο ίκος Μ. Τριανταφύλλου και Σ ίας, Θ εσσαλονίκη 1933, σ. 53. - Ιχνευτές, σατυρικό δράμα του Σοφοκλή, ελεύθερα διασκευασμένο και συμπληρωμένο από τον Πέτρο Μ αρκάκη, Αθήνα 1942, σ. 35.
- Η σειρά τω ν έργων ακολουθεί την έκδοση Sophoclis Fabulae, recoguovit brevique adnotatione critica instruxit A.V. Pearson, Oxonii 1957. - Μεταφράσεις που αν (φέρονται σε συνολικότερες εκδόσεις δεν επαναλαμβάνονται στα οικεία έργα. - Παρά τις κάποιες παραλείψεις της, η «Βιβλιογρα φία τω ν εμμέτρω ν νεοελληνικών μεταφράσεων τη ς αρ χαία ς ελληνικής ποιήσεως» των Γεωργίου Οικονόμου και Γεωργίου Α γγελινάρα, παραμένει πολύτιμος βοηθός. - Ευχαριστίες στον φίλο καθηγητή Θόδωρο Κατσουλάκο για τη βοήθειά του, καθώ ς και στον Σεραφείμ Μίχο.
υπόθεση αισθήσεων V \\
Α Θ Η Ν Α Σ Ν ΙΚ Ο Α Α Ο Υ : «Το Ιατρείο». Α θήνα , Θ ε μ έ λ ι ο , 1989.
«Κράτησε το όνειρό σου· οι συνετοί δεν έχουν τόσο ωραία σαν τους τρελούς» Μ πωντλαίρ «Τα ορατά πράγματα δύναται να είναι αόρατα» R. M agritte
νοσταλγία απαλύνει άραγε τον σπαραγμό ή τον αυξάνει; Σαν νοσταλγία ας εννοήσουμε εκείνο το προπατορικό αμάρτημα που καταδίκασε την ανθρώπινη ύπαρξη στη δυαδικότητα, δηλαδή στη φύση και στο πνεύμα. Και το σχετικό, το φθαρτό που συνιστά το άτομο πώς αμβλύνε ται, τί εφεύρισκει η ανθρώπινη ύπαρξη για να το καταπολεμήσει; Μήμως δια του πνεύματος που χτίζει έναν κόσμο της αιωνιότητας; Είναι το πνεύμα, δηλαδή, ο φιλόξενος χώρος για τη δυστυχία μας ή την ευτυχία μας; Μερικά από τα ερωτήματα που πρόκάλεσε το τέλος του «συντα ξιδιώτη» μου μες στον χρόνο. Και αυτός ήταν ένας ποιητικός ορα τός - αόρατος κόσμος που φέρει τον τίτλο «Το ιατρείο». Με την επίγνωση ότι όλοι οι «δρόμοι» και όλα τα «μεταφορικά μέσα» δεν οδηγούν πουθενά, η Α.Ν. ανακαλύπτει τα σύμβολα της ψυχής» ή τη λειτουργία μιας άλλης γλώσσας, τη λειτουργία δηλαδή της σιωπής που ικανοποιεί αφενός την απουσία της γλώσσας, αυ τήν την άλλη επικοινωνία, και αφετέρου την από το όνειρο προτεινόμενη. Έ νας χώρος θεϊκός (:το ιατρείο) «απέναντι από της θεάς τ’ ά γαλμα» θα προξενήσει μια απιστία του υπαρκτού κόσμου και συ ναισθημάτων. Με την ένδυση της απιστίας δια των λέξεων, σε μια σύνθεση άγνωστη για το είδος (διήγημα), υφαίνεται μια υπόθεση αι σθήσεων που βαδίζει προς το ξεπέρασμα της πραγματικότητας.
Η
λλά, τ’ όνειρο, η προσφυγή σ’ αυτό ενέχει ένα κίνδυνο για την εσωτερική κατάσταση, γι’ αυτό ελέγχεται είτε ανοίγοντας τη θύρα «στην σώφρονα και μετρημένη γη» ή δια της επιλογικής φρά σης: «το σώμα μου παραπονιόταν για κόπωση...». Και δω η υπό μνηση της Καβαφικής σοφίας «Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλη θάλασσα η πόλις θα σ’ ακολουθεί».
Α
πεζό η
Aftια
84/επιλογη (Η πόλις βέβαια είναι η μνήμη, η επίγνωση της δυαδικότητας εδώ). Και η σώφρων γη σαν πρώτο χαρακτηριστικό της έχει τη φτώ χεια. Μια φτώχεια που διεγείρει τον νου να αναπολήσει μέσω των εικόνων την ιστορία 2.000 ετών του Θεανθρώπου. Και την κρίση ε κείνων των συνεχιστών - πιστών - που απλώς νεοτερίζουν με ά δηλες τις επιδιώξεις τους. Ήδη αυτή η διάκριση συνιστά μια απού σα συγκίνηση, εκείνης του «Θεανθρώπου» που απέμεινε μόνο με πίστη και πιστούς.
Σύγχρονη λογοτεχνία για παιδιά και για νέους
ο όνειρο παίρνει σάρκα και οστά από το ντεκόρ του ιατρείου, από τις «ομιλούσες» σημασίες των αντικειμένων και της αρχι τεκτονικής τους. Τρία πρόσωπα - επισκέπτες «επικοινωνούν» και «αντιδρούν» μεταξύ τους χωρίς τη χρήση της γλώσσας, των λέξεων. Απλώς η γλώσσα δια των λέξεων συνοργανίζει όσα συντελούνται στη σκέψη, στη φαντασία, στ’ όνειρο, όσα θυμάται ο νους και τα «φυλακίζει» σε φύλλο χαρτιού. Έτσι, η απλή χειρονομία του τρίτου επισκέπτη προς τα αποξηραμένα χόρτα καθώς προκαλεί ηχητικά και οπτικά εμπόδια στους οφθαλμούς της φαντασίας, αποκαθίσταται χωρίς λεκτικές εξηγήσεις κ.ά. Χωρίς να λέγεται η διαδρομή της σκέψης, το ντεκόρ, έχει συντελεσθεί, ήδη η ατμό σφαιρα είναι σ’ «άλλη γη, σ’ άλλη θάλασσα» όπως και η καταδίκη είναι γραφτή καθώς διαβάζουμε την τελευταία φράση του διηγήμα τος (το παράπονο του σώματος).
Τ
ο φάρμακο δια ένα βίωμα ζωής όλο ερείπια μαύρα ίσως είναι και μια σκεπτόμενη όραση, αυτή που περιέχει τον (αυτο)διάλογο, την κρίση, την επικοινωνία στη σφαίρα του φανταστικού και αυτή η ιδιότητα του Ιατρείου το καθιστά διαφορετικό από ανά λογα του είδους εξομολογητικά (π.χ. Θ. Βαλτινού: «Μπλε σκούρο σχεδόν μαύρο» κ.ά κ.ά). Έτσι, μια ματιά τού ενός επισκέπτη περιέχει κάποιες μισοκρυμμένες σκέψεις, γίνεται αφορμή δι’ απάντηση του ήδη διεγεφομένου παραλήπτη: «... γιατί να με λυπάται τόσο άραγε...». Να ’ναι μια εμφανής απελπισμένη αξιοπρέπεια ή μια αίσθηση ήττας ή όλα όσα περιέχονται στην έκφραση πονεμένη γοητεία; «Τον πρωτογνώρισα σαν έναν ακατάληπτο ψίθυρο και θα τον θυμάμαι σαν μια έντρομη φωνή».
Τ
οιον; Αυτόν που άγγιζε και συνομίλησε, εκείνον που την ερώτησε και του αποκρίθηκε. Πώς; Μα με τη λησμονημένη αί σθηση της όρασης που κάποτε ήταν μια μορφή επικοινωνίας. Οι ο φθαλμοί που υπήρξαν γλώσσα και λαλιά πριν υποταχθούν στο βα σίλειο της αναγκαιότητας των λέξεων και των εικόνων. Δια του ο φθαλμού και της όρασης αγγίζει και κατακτά όσα τη φωτίζουν, τη διεγείρουν αποκαθιστώντας τη διάσπαση σώματος-αισθήσεων. Με την αίσθηση της πανταχού παρούσας απουσίας πορεύεται μέσα στις διασπάσεις και στις τεμαχισμένες έννοιες. Μέσα σ’ ένα κό σμο που απομακρύνεται σταθερά από την ενότητα του παρελθόν τος από τον πολιτισμό που υπήρξε. Και πληρώνει το τίμημα αυτής της μετάβασης παραμορφώνοντας ακόμα και την απλή επι κοινωνία.
ΖΩΡΖ ΣΑΡΗ Τα Χέγια
Π
αθώς το άτομο εξ ορισμού δεν είναι απομονωμένο, ζει, αισθά νεται και κρίνει όσα υπάρχουν γύρω του, υπόκειται σε μια σχέση με τις κοινωνικές συνθήκες, μια σχέση που συνοδεύεται με ιδιότητες ανταγωνιστικές και ασυμβίβαστες, ιδιότητες που χαρα κτηρίζουν το άτομο. Και καθώς αυτές αποκτούν λαλιά, προσκομί ζουν πια μια σύγκρουση και μια άρνηση. Έτσι, στο «Ιατρείο» η
ΝΑΤΑΛΙΑ ΣΑΛΟΜΚΟ Αν ήμουν δάσκαλος
Κ
NIKHTAPA 3, 10678 ΑΘΗΝΑ, ΤΗΛ. 36.38.362
επιλογή!85 πραγματικότητα απλώς συνιστά κάποια εξωτερικά γνωρίσματα που και αυτά βρέθηκαν εκεί για να προκαλούν την αναζήτηση μιας άλλης πραγματικότητας. Άραγε όλα αυτά συμβαίνουν στο μυαλό που ακυρώνει ή λησμονεί το σώμα; Ό χι. Να μια διεισδυτική σχέ ση: «κατάλαβα πως δεν ήταν το σώμα του που ζητούσε την επαφή, αλλά μια βαθειά εσωτερική του ανάγκη είχε δώσει την εντολή στο σώμα του να πάρει αυτή την κλίση, που ασφαλώς το ίδιο δεν την αξιολογούσε». Η εξέγερση, λοιπόν, δεν συνδέει ένα παθητικό δέκτη που αναπαριστά κάποια σχέση, η εξέγερση είναι εκείνη που περιέγραψε ο Χαίλντερλιν: «ο οποιοσδήποτε άνθρωπος είναι ένας Θεός όταν ο νειρεύεται καί τίποτε περισσότερο από ένα ζητιάνο όταν σκέ πτεται». ΧΡΗΣΤΟΣ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ
κοινωνία και λογοτεχνία στη Ρωσία του 19ου αιώνα ΓΤ Α
Μ Π Ε Λ ΙΝ ΣΚ Ι: Θ εω ρητικά κείμενα λογοτεχνία ς. Μ ετάφραση: Λουκά ς Κ ασ τα νά κη ς. Π ρόλο γο ς - Επιμέλεια: Γιώ ργος Καραντώ νης. Α θήνα, G u te n b e r g , 1988. Σ ελ. 193.
ε τον τίτλο «Θεωρητικά κείμενα λογοτεχνίας» κυκλοφόρησε στα Ελληνικά το τρίτο βιβλίο που περιλαμβάνει έργα του Μπελίνσκι [προηγήθηκαν οι εκδόσεις «Δίφρος» με το βιβλίο Μπελίνσκι. Εκλογή από το έργο του (1958) και ακολούθησαν οι εκδό σεις «Κάλβος» στο διάστημα της δικτατορίας με τον τίτλο Μπελίνσκι. Ανάλεκτα (1970)]. Χρονολογικά ωστόσο η παρούσα μετά φραση είναι η πρώτη, μια που πραγματοποιήθηκε το 1947, αλλά η εξορία, η αρρώστια και, τέλος, ο θάνατος του μεταφραστή Λουκά Καστανάκη απέτρεψαν, όπως μας πληροφορεί ο επιμελητής της έκδοσης στο προλογικό του σημείωμα, την έγκαιρη δημοσίευση της δουλειάς του. Η αξία της θεωρητικής παραγωγής του μεγάλου αυτού στοχα στή του 19ου αιώνα δεν μπορεί να εκτιμηθεί ολοκληρωμένα αν δεν ενταχθεί στις συγκεκριμένες κοινωνικές και ιστορικές συνθήκες που επικρατούσαν στη Ρωσία της εποχής της τσαρικής απολυταρ χίας. Έτσι, αντιλήψεις και θεωρητικές προτάσεις όπως η σημασία και αξία της λαϊκής γλώσσας και κουλτούρας για τη διάδοση και κατανόηση των λογοτεχνικών έργων, όπως ο ορισμός της τέχνης («τέχνη είναι η άμεση επισκόπηση της αλήθειας ή ο στοχασμός σε εικόνες»), ή απόψεις «για τους ποιητές» και «γενικά για τα ταλέ ντα», όλα αυτά και πάρα πολλά άλλα είναι αντικειμενικά ξεπερα σμένες προσεγγίσεις, οι οποίες θεωρούνται ως τέτοιες, όχι επειδή έπαψαν να έχουν ισχύ, ίσα-ίσα σήμερα είναι αυτονόητες αλήθειες, κοινοί τόποι, αλλά γιατί δεν ανταποκρίνονται πλέον στο επίπεδο της σημερινής έρευνας και στις καταπληκτικές αλλαγές που συντελέστηκαν στη σκέψη (φιλοσοφία), στη γλώσσα (γλωσσολογία) και στη λογοτεχνική γραφή (νεοτερικά κινήματα και πρωτοπορίες του εικοστού αιώνα). Στο σημείο αυτό θα μας βρει αντίθετους η υπέρμετρη πίστη του
Μ
86/επιλογη επιμελητή στις απόψεις του Μπελίνσκι και κυρίως η μεταφορά που επιχειρείται για τη συσχέτισή του με τον σημερινό προβληματισμό. Αντιγράφω: «Και είναι αξιοθαύμαστο το γεγονός ότι ο Μπελίνσκι, ενάμιση αιώνα πριν από την εποχή μας, έδωσε με τέτοια σοφία και σαφήνεια αποφασιστικές απαντήσεις σε όλα αυτά τα ζητήματα». ο βιβλίο περιλαμβάνει 28 μικρά μελετήματα, μερικά από τα ο ποία αξίζουν τον τίτλο της μελέτης, όπως π.χ. η εργασία «Η γενική σημασία της λέξης λογοτεχνία», η οποία είναι και το καλύ τερο κομμάτι του τόμου, ενώ άλλα εξετάζουν, σχολιάζουν ή αντι μετωπίζουν κριτικά (και όχι «χτυπούν αλύπητα» ή «μαστιγώνουν» όπως κατ’ επανάληψη επιμένει ο σχολιαστής/επιμελητής) κείμενα της εποχής και τα οποία μικρή αισθητική αξία έχουν για τον σημε ρινό αναγνώστη. Ορισμένα άλλα αποσπάσματα δεν έπρεπε καν να ανθολογηθούν είτε γιατί με τον τρόπο αυτό δεν αντιλαμβάνεται ο καλοπροαίρε τος αναγνώστης περί τίνος πρόκειται (μια που λείπουν οι σχετικές πληροφορίες) είτε γιατί είναι τόσο αφοριστικά διατυπωμένα ώστε καταντούν περιττά. Ο επιμελητής κ. Γ. Καραντώνης στο εισαγωγικό του σημείωμα γράφει - σχετικά με το γλωσσικό ιδίωμα του συγγραφέα - και τα παρακάτω: «Οι σελίδες που ακολουθούν δεν χρειάζονται κανενός είδους σχολιασμό, διότι ο συγγραφέας τους, όπως όλοι οι πραγματικοί μεγάλοι, έγραφε απλά και κατανοητά, συνεπώς τα γραπτά του εί ναι πολύ εύγλωττα και εντελώς σαφή». Παρ’ όλα αυτά ο επιμελητής μπαίνει στον πειρασμό να απλοποι ήσει ακόμα περισσότερο τα γραπτά τού εύγλωττου Μπελίνσκι, μ’ ένα τρόπο που το λιγότερο καθιστά τις παρεμβάσεις του, αν όχι υ περβολικές, τουλάχιστον φλύαρες. Παραθέτουμε ολόκληρο το κείμενο της σελίδας 99· έχει τον τίτλο «Γκόγκολ» και να το περιε χόμενό του:
Τ
ΓΚΟΓΚΟΛ (Τ. 11, σ. 73) Σχετικά με τον πρόλογο του Γ κόγκολ, στη δεύτερη έκδο ση των «Νεκρών Ψυχών» (1846), πρόλογο γεμάτο ανησυ χητικό, παράδοξο και αρρωστημένο μυστικισμό. Ο Μπελίνσκι τον μαστιγώνει και στην αποκαλυπτική του διά γνωση ρίχνει τις τρομερές φράσεις: Ο πρόλογος αυτός μας βάζει σε μεγάλες ανησυχίες για τη μελλοντική δόξα (στα περασμένα στέκει ακλόνητη) του δη μιουργού του «Επιθεωρητή» και των «Νεκρών Ψυχών». Α πειλεί τη ρωσική λογοτεχνία με μια καινούργια μεγάλη πρό ωρη απώλεια... Ο πρόλογος αυτός, είναι παράξενος όπως στέκει, αλλά ο τόνος του... C’ est lc ton qui fait la musique, λένε οι Γάλλοι... Σ’ αυτόν τον τόνο τόση άμετρη ταπεινο φροσύνη κι αυτοάρνηση, αναγκάζει τον αναγνώστη να υπο θέσει αισθήματα εντελώς αντίθετα... Όπω ς ήδη αναφέρθηκε, η μετάφραση του Λουκά Καστανάκη έ γινε το 1947· ωστόσο διατηρεί τη δημοτική φρεσκάδα της και τη χρωματική ποικιλία της νεοελληνικής γλώσσας με εξαίρεση ορι σμένους τύπους παλαιοδημοτικούς (αρτίστικος, χτίρια, αφήκαν, ξεναντίας - την τελευταία λέξη δεν την καταγράφει ούτε ο Πέ τρος Βλαστός στα «Συνώνυμα και Συγγενικά του» (1931). *
επιλογη/87 Επίσης, η παράθεση κατά κόρον σύνθετων, κυρίως, εννοιών ε μποδίζει την απρόσκοπτη ανάγνωση (παγκοσμιο-ιστορικός, θρησκευτικο-μυθικός, αφηρημένο-επιστημονικός, στοχαστικοεπισκοπικός, ενθουσιο-ασκητικός κ.λπ.) πράγμα που θα αποφεύ γονταν με αναλυτικότερη διατύπωση ικανή να αποδώσει το νόημα του πρωτοτύπου. Ο τόμος που περιέχει συγκεντρωμένες μερικές από τις εργασίες του ακούραστου ουμανιστή Μπελίνσκι (το συνολικό του έργο α νέρχεται σε δώδεκα τόμους, κόποι της σύντομης - πέθανε στα 37 του - όσο και ταραγμένης ζωής του) αξίζει να διαβαστεί από τους αναγνώστες οι οποίοι δεν επιθυμούν να βρουν «αποφασιστικές α παντήσεις σε όλα αυτά τα ζητήματα» τόσο, όσο να καταλάβουν γιατί δόθηκαν οι συγκεκριμένες απαντήσεις στα προβλήματα της κοινωνίας και της λογοτεχνίας του 19ου αιώνα και πως αυτές οι α παντήσεις προετοίμασαν τη ρωσική πρωτοπορία των πρώτων δε καετιών του 20ού - μια καλή και γόνιμη εκδρομή στα χωράφια των παππούδων του Μαγιακόφσκι. ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΑΛΦΑΣ
Α π ό τις Ε
κ δ ό σ ε ις
Γ
κοβοςτη
αφιερώματα σε J/εματα Αντίσταση και Λογοτεχνία No 58* Λατινοαμερικανική Λογοτεχνία No 59 Η Γενιά των Μπήτνικ No 64* Οι επίγονοι του Φρόυντ No 65* Επιθεώρηση Τέχνης No 67 Ά γ ιο ν Ό ρος No 68 Γερμανόφωνο Θέατρο No 70 Σημειωτική No 71* Μικρασιατικός Ελληνισμός No 74 Λογοτεχνία και Κινηματογρά φος No 75 Ιταλική Λογοτεχνία No 76 Σύγχρονα Ολλανδικά Γ ράμματα No 84 Αστυνομική Λογοτεχνία No 86 Νεοελληνικό Θέατρο No 89 Παιδικό Βιβλίο No 94* Βιβλίο και Φυλακή No 99 Λαϊκό Αισθηματικό Μυθιστόρημα No 100 Αρχαία Λυρική Ποίηση No 107 Φινλανδικά Γράμματα No 114 Δοκίμιο No 117 Κοινωνιολογία No 119 Ελληνικός Υπερρεαλισμός No 120 Κυπριακά Γράμματα No 123 Χιούμορ No 124 Θεσσαλονίκη No 128 Βυζάντιο No 129 Ελληνικό Παραμύθι No 130 Φουτουρισμός No 141 Γλωσσολογία No 144 Βιβλίο και Στρατός No 146 Β ιβλία για το καλοκαίρι No 148 Αυτοβιογραφία No 155 Μετάφραση No 156 Ψυχανάλυση και Λογοτεχνία No 163 Σύγχρονοι Αγγλόφωνοι Φιλέλληνες No 164 Α λληλογραφία No 170 Επιλογή Βιβλίων ’86-87 No 172 Οι επιστήμες στον κόσμο μας No 175
Παιδικό βιβλίο No 180 Κριτική No 184 Μουσική και Λογοτεχνία No 185 Διανοούμενοι και Εξουσία No 186 Βιβλίο και Νέες Τεχνολογίες No 188 Το νέο Μυθιστόρημα No 189 Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας No 194 Πολιτισμός και Κουλτούρα < No 195 Διακοπές και Βιβλίο No 196 Το Ελληνικό Φεμινιστικό Έντυπο No 198 Βιολογία No 203 Εξπρεσιονισμός No 208 Η Πράγα των συγγραφέων No 209 Ψυχιατρική και ψυχανάλυση No 210 Θέατρο και Παιδί No 214 Ραδιόφωνο και Τηλεόραση No 215 Γαλλική Επανάσταση No 216 Κόμικς No 217 Ροκ No 219 Επιστημονική Φαντασία No 220 Ομοιοπαθητική No 221 Κοινωνικές επιστήμες No 222 Βιβλίο - Η αγοραστική συμπε ριφορά του κοινού No 224 Ρομαντισμός No 225 Στρουκτουραλισμός No 227 Νέοι και Λογοτεχνία No 232 Ελληνική κοινωνία και κράτος No 233 Αναγνώσεις και κείμενα No 234 Το π αιχνίδι και το παιδ ί No 236 Σύγχρονη Αμερικανική Πεζογραφία No 237 Ψ υχογλωσσολογία No 238 Έ γκλημα - Απόπειρες Ερμηνείας No 239 Το Ό νειρο στη λογοτεχνία No 240
GUTENBERG: Βιβλία για το φιλόλογο ΛΥΚΕΙΟ Για την Α ' Λ υ κ είο υ
ΜΟΣΧΟΠΟΥΛΟΣ Θ.: Τα Αρχαία Ελληνικά της Α' Λυκείου, τ. Α'-Β' ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ Γ.: Η Νεοελληνική μας γλώσσα. Συμβολή στην Έ κθεση-Έ κφραση, τ. Α'-Β' ΚΑΨΑΛΗΣ Γ.: Βοήθημα στην Έ κθεση-Έ κφραση της Α' Λυκείου
Για τη Β ' Λ υ κ είο υ ΓΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ Η ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΑΣ 1rdUULJ*
Μ
IF-
· \ ΰ ;
ΜΑΡΚΑΝΤΩΝΑΤΟΣ Γ.: Σοφοκλέους, Ανπγόνη ΜΑΡΚΑΝΤΩΝΑΤΟΣ Γ.: Θουκυδίδου Ιστορία, για τη Β Λυκ. ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ Γ.: Η Νεοελληνική μας γλώσσα. Συμβολή στην Έ κθεση-Έ κφραση, χ. Α'-Β'
Για την Γ' Λ υ κ είο υ
ΜΑΡΚΑΝΤΩΝΑΤΟΣ Γ.: Θουκυδίδου, Ο Επιτάφιος του Περικλή ΜΟΥΛΑΚΑΚΗΣ Ν.: Ανθολόγιο Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων, χ. Α'-Β' ΤΟΤΣΙΚΑΣ Α.: Ανθολόγιο Γ' Λυκείου
Gutenberg: Αυθεντική Παιδεία
4 ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ δ ι α β ά σ τ ε το κ α λ ο κ α ί ρ ι
Ελ λ η ν ι κ ή π ε ζ ο γ ρ α φ ί α
ΜΕΝΗΣ ΚΟΥΜΑΝΤΑΡΕΑΣ 1Ιληνόόιος σαλπιγκτή: ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΜΑΝΙΩΤΗΣ Η φοβερά προστασία ' ΚΩΣΤΟΥΑΑ ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ Στη μικρή πλατεία εκείνος χόρευε ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΥΡΣΕΑΑΣ Βαμμένα κόκκινα μαλλιά ΕΥΓΕΝΙΑ ΦΑΚΙΝΟΥ Γάτα με πέταλα ΕΛΙΑΝΑ ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΟΥ Η Γειτονιά των Καλών Κλεφτών
Γ. Γ ε ν ν α δ ίο υ 3 - Τ η λ . 3 6 .0 2 .0 0 7