ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ'ΠΟΙΗΣΗ ΘΕΑΤΡΟ · ΑΟΚΙΜΙΟ 11 Π εζογραφία Λουκάς Κ ούσουλας
στήν ίδια σειρά
Τό Βουνό
1 Πεζογραφία · Γ ιώργος Ίωάννου Πολλαπλά Κατάγματα
2 Δοκίμιο · Κώστας Γεω ρ γουσ όπουλος 12 Ποίηση Γ ιώ ργος Μ αρκόπουλος
Οί Πυροτεχνουργοί
Κλειδιά καί Κώδικες Θεάτρου
3 Πεζογραφία · Φ ίλιππος Δ ρακονταειδής Στά ’Ίχνη τής Παράστασης
4 Δοκίμιο · Νίκος Φωκάς 13 Πεζογραφία Π έτρος Τ ατσόπουλος
’Επιχειρήματα γιά τή Γλώσσα, γιά τή Λογοτεχνία
5 Θ έατρο · Παύλος Μάτεσις
Τό Παυσίπονο
’Εξορία
14 Θέατρο Σοφοκλής Νάσκος
7 Θέατρο · Γ ιώ ργος Μανιώτης
6 Ποίηση · Σπ ύρ ος Τσακνιάς Π τέρ υ ξ Χρονιών Παθήσεων
Ό Γάμος · Τό Σαββατο κύριακο · Ή Μοιχεία
Περιπλανώμενη Ζωή Ά γ ια Κυριακή
8 Ποίηση · Μ ατθαίος Μουντές Τά ’Αντίποινα
9 Ποίηση ·Ζ έφ η Δαράκη 15 Ποίηση Νανά Ή σαΐα
Συναίσθηση Λήθης
Τό Μοναχικό Φάντασμα τής Λένας Ό λεμ-Θ άλεια
10 Π εζογραφία · Γεώ ργιος Χόρτων Κωνσταντίνος
παρατηρητής @ q@
ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΕΤΡΑΜΗΝΙΑΙΑ Ε Π ΙΣΤΗ Μ Ο Ν ΙΚ Η ΕΠΙΘ ΕΩ ΡΗ ΣΗ 2ο τεύχος-
αφιέρωμα
«ΤΟΠΙΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ» Γραφουν οι Σ Φλογαίτης Α. Τάχος Γ Κοντογιωργης Ν. Ιντζεσίλογλου 0 Λιακόπουλος Α Κοτζαμπάση Κ Σβολόπουλος 1 Μανωλιδακης Ε Βενιζίλος Α Κοζάκος Γ. Αναστασιάδης Λ. Μαργαρίτης Σ. Μηναίδης Ν . ΠαραοκευόπουιΑος Λ Μοκρίδου Α Σοφιαλίδης
'Ανατυπώθηκε τό εξαντλημένο 1ο τεύχος - αφιέρωμα
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟ
Συμπληρώστε τή σειρά Τιμή μηνιαίων τευχώ ν: 1 5 0 δρχ. (διπλών 2 3 0 δρχ.) Τιμή δεκαπ ενθήμερω ν τευχώ ν: 1 0 0 δρχ. (διπλών 1 3 0 δρχ.) Τά παλιά τεύχη τού «Διαβάζω» μπορείτε ή νά τά άγοράσετε άπό τά γραφεία τοΰ περιοδι κού ή, άν μένετε στήν έπαρχία, νά ζητήσετε νά σάς τά στ'είλουμε με άντικαταβολή.
Κυκλοφορούν οί τόμοι 1 - 1 0 : 1 .1 0 0 δρχ. Α ξία βιβλιοδεσίας 2 5 0 δρχ. *Σ έ σπουδαστές έκπτωση 15% Ζ η τή σ τ ε το ύς τό μο υς το ΰ « Δ ια β άζω » άπό τά γρ α φ εία το ΰ π εριοδικού ή, α ν μ έ ν ε τ ε σ τή ν έπαρχία, ζη τ ή σ τ ε νά σα ς το ύς σ τείλ ο υ μ ε μ έ α ντικαταβολή. Μ π ο ρ ε ίτ ε α κόμα νά α ν τα λ λά ξετε τά τεύ χη πού έ χ ε τ ε μ έ δ εμ ένο υ ς τόμους, πλη ρ ώ ν ο ν τα ς μό ν ο τή β ιβ λιο δ εσ ία ( 2 5 0 δρχ. γιά κ ά θ ε τόμο).
Γραφτείτε συνδρομητές Εσω τερικού ‘Απλή (1 5 τευχώ ν): 1 .3 5 0 δρχ. » (2 5 τευχώ ν): 2 .1 0 0 δρχ.
Σπουδαστική* (1 5 τευχώ ν): 1 .2 5 0 δρχ. » (2 5 τευχώ ν): 1 .9 0 0 δρχ.
’Οργανισμών, Τραπεζών, Ιδ ρ υ μ ά τω ν (2 5 τευχώ ν): 2 .5 0 0 δρχ.
‘Εξωτερικού 'Αμερική Άσία
‘Απλή (1 5 τευχώ ν): » (2 5 τευχών): Σπουδαστική* (1 5 τευχώ ν): » (2 5 τευχών): Σχολών Βιβλιοθηκών Ιδ ρ υ μ ά τω ν (2 5 τευχών):
Δολ. Δολ.
ΗΠΑ ΗΠΑ
Κύπρος 22
Εύρώπη
'Αφρική
Αϋστραλίε
25
28
31
34
39
44
20
26
30
31
23 36
41
47
40
45
50
56
50
*01 σπουδαστές μέσης, άνώτερης καί ’Εμβάσματα στή διεύθυνση: Κατερίνα Γρυπονησιώτου άνώτατης έκπαίδευσης γράφονται περιοδικό «Διαβάζω» συνδρομητές μέ τήν έπίδειξη ή τήν ύ'Ομήρου 34 ποστολή φωτοτυπίας τής σπουδαστι ’Αθήνα (135) κής τους ταυτότητας ή τής άστυνομικής (άν είναι μαθητές).
ΔΙΑΒΑΖΩ
ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ 'Ομήρου 34, Άθήνα-135
Σύνταξη: 36.40.487 Λογιστήριο: 36.40.488 Διαφημίσεις: 36.26.910
Τεύχος 60 12 ’Ι ανουάριου 1983 Τιμή: Δρχ. 100 ’Ε ξώφυλλο Γιώργου Γαλάντη Εκδότης: "Αννα Πετρίδου Διευθυντής: Περ. Άθανασόπουλος Αρχισυντάκτης: Νίκος Στεφανάκης Σύνταξη: Γιώργος Γαλάντης, Σοφία Γεμενάκή, Δημήτρης Δεληπέτρος, Βασίλης Καλαμαράς, Γλύκα Μαρκοπουλιώτου, Ηρακλής Παπαλεξης, Ντορίνα Πέζαρου, Βασίλης Τσάμης Γραμματεία Σύνταξης: Γιώργος Σαρηγιάννης Οικονομικός ύπεύθυνος: Βάσω Σπάθή Διαφημίσεις: Ηρακλής Παπαλεξης Δημόσιες σχέσεις: Φιλιώ ’Αρβανίτου Διορθώσεις: Πέτρος Στεφανάκης Σελιδοποίηση: Νένη Ράις Στοιχειοθεσία: Γραφικοί Τέχναι «Μέμφις», ’Αναξαγόρα 5 Διαφάνειες: Δ. Π. Άγγελής, Πειραιώς 1 Εκτύπωση: Βαλασάκης - Άγγελής Ο.Ε., Ταύρου 21 Βιβλιοδεσία: Νικ. Κατριβάνος & Σία Ο.Ε., Στ. Γόνατά 48 Διανομή: Νέο Πρακτορείο Τύπου Κεντρική διάθεση: «Διαβάζω» ’Ομήρου 34 Τηλ. 36.40.488 Θεσσαλονίκη Βιβλιοπωλείο Μ. Κοτζιά καί Σία Τσιμισκή 78 Τηλ. 279.720, 268.940 Κύπρος Πρακτορείο βιβλίου Χρ. Άνδρέου καί Σία Ρηγαίνης 64 Λευκωσία
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΧΡΟ Ν ΙΚ Α ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ Α Ν ΑΓΝΩ ΣΕΙΣ: Γράφει ό Γιώργος Βέλτσος Η Α ΓΟ ΡΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΙ: Γράφουν οί Β. Καράλης, Ν. Ή σαΐα, Α. Καλλίανέση καί Λ. Μπαρδάκος ΣΗΜ ΕΙΩΣΕΙΣ: Γράφει ό Κώστας Γεωργουσόπουλος ΡΕΠΟΡΤΑΖ: 'Υπάρχουν έπαγγελματίες συγγραφείς στήν Ε λλάδα; (Γράφει ό Δ. Γκιώνης)
4 5 7 8 10 12
ΑΦΙΕΡΩΜΑ Εισαγωγή Ο. Dugorce: Μπαλζάκ, ή ζωή καί τό Εργο του Π. Παπαδόπουλος: «’Ανήκω στήν Αντιπολίτευση πού λέγεται ζωή» Η. Juin: Ό Μπαλζάκ καί ή πολιτική C. Galantaris: Ή εικονογράφηση των έργων τού Μπαλζάκ Ε. Στεφανάκη: Ή «προεισήγησις τοΰ μεταφραστοϋ» στήν Εύγενία Γκραντέ 'Ελληνική βιβλιογραφία Μπαλζάκ
15 16 25 29 37 40 50
Ο ΔΗ ΓΟ Σ ΒΙΒΛΙΩΝ ΕΠΙΛΟΓΗ ΚΟΙΝ ΩΝ ΙΟ Λ ΟΓΙΑ : Γράφουν οί X. Κ αμπουρίδης, Κ. Λάμψα καί Ε. Παμπούκη Π ΟΛΙΤΙΚΗ: Γράφει ό Κ. Γιαννόπουλος ΔΙΚ Α ΙΟ : Γράφει ό Γ. Καββαδίας ΕΚ ΠΑΙΔΕΥΣΗ Μ Α ΘΗΜ ΑΤΙΚΑ: Γράφει ό Γιώργος Ρώσσης Α ΡΧ ΙΤΕΚ ΤΟ Ν ΙΚ Η : Γράφει ό Δ. Ά ντω νακάκης ΖΩΓΡΑ ΦΙΚ Η : Γράφει ό Δ. Δεληγιάννης Π Ο ΙΗ ΣΗ: Γράφουν οί Ε. Δαμίγου, Α. Μπελεζίνης καί Α. Μπερλής Π ΕΖΟΓΡΑΦΙΑ: Γράφουν οί Ε. Δαμβουνέλη καί Φ. Χατζιδάκη ΒΙΟΓΡΑΦΙΕΣ: Γράφει ό Δ. Πλάκας ΤΑ ΞΙΔΙΑ : Γράφει ό Α. Μπαχαριάν
51 56 58 59 61 62 63 65 71 73 75
ΠΛΑΙΣΙΟ: Γράφει ό Βάιος Παγκουρέλης
73
Π ΟΛΥΚΡΙΤΙΚΗ: Γράφουν οί Θ. Βαλαβανίδης καί A. Κ. Νάσιουτζικ
77
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ Κώστας Ζουράρης: Γενικά, είμαστε γενίτσαροι...
Κυκλοφορεί σέ 12.000 αντίτυπα
ΔΕΛΤΙΟ
Υπεύθυνος τυπογραφείου: Αθανασία Βασι λείου, Βασ. Κων/νου 28, Καισαριανή
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ Κ ΡΙΤΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
41 47
3
ΧΡΟΝΙΚΑ Ό χ ι στό «κέντρο» ΦΑΙΝΕΤΑΙ πώς οΙ δουλειές τών βιβλιο πωλείων κατά τήν περίοδο τών έορτών ακολούθησαν τό γενικό κατήφορο τής άγοράς. "Ετσι, ένα άπό τά κεντρικότερα βιβλιοπωλεία τής 'Αθήνας είχε μείωση τών είσπράξεών του, σέ σχέση μέ τίς περσινές γιορτές, κατά 20%. "Αλλο με γάλο βιβλιοπωλείο τής όδοϋ Σόλωνος μάς είπε δτι είχε πτώση 30%, ένώ ένα μάλλον μέτριας οικονομικής δυνατότη τας βιβλιοπωλείο στόν ίδιο δρόμο, είχε μείωση κατά 50%! (01 ιδιοκτήτες του άρχίζουν νά σκέπτονται σοβαρά τή με ταλλαγή του σέ χαρτοπωλείο.) Στήν περιφέρεια δμως τά πράγματα ήταν κάπως πιό αισιόδοξα. Έτσι, βιβλιο πωλείο στό Χαλάνδρι είχε τόν ίδιο πάνω-κάτω «τζίρο» μέ πέρυσι, ένώ ένα άλλο στή Ν. Σμύρνη είχε μέν μείωση, άλλά γύρω στό 10%. Όσο γιά τόν Πει ραιά, οϊ ίδιοκτήτες δύο κεντρικών βιβλιο πωλείων δέν φάνηκαν ίδιαίτερα στενο χωρημένοι άπό τήν κίνηση, άπέφυγαν δ μως νά μάς δώσουν περισσότερα στοι χεία. Τέλος, όρισμένα συνοικιακά βιβλιο πωλεία καί βιβλιοχαρτοπωλεία (Παγκράτι, Κυψέλη, 'Ιλίσια κλπ.) μάς δήλωσαν δτι είχαν Ικανοποιητική έως πολύ καλή κίνη ση -ίδια μέ τήν περσινή ή καί έλαφρώς καλύτερη. Συμπέρασμα: τό άγοραστικό κοινό τών βιβλιοπωλείων, άπωθούμενο άπό τό νέφος καί τήν κυκλοφοριακή συμφόρη ση τής 'Αθήνας, άρχίζει νά έγκαταλείπει τό κέντρο καί στρέφεται στά καταστήμα τα τής περιφέρειας, δπου βρίσκεται ή μόνιμη διαμονή του...
Ποιοί είναι οΐ τυφλοί; ΤΟ άν διαβάζουν οΙ Έλληνες καί πόσο, τό είδαμε -έστω καί κατά προσέγγιση— στή γνωστή έρευνα πού όργανώσαμε τόν περασμένο χρόνο: μόνο 3 στούς 100 συνηθίζουν νά διαβάζουν βιβλία! Νά δμως πού έρχεται μιά μειοψηφία συμπατριωτών μας νά άνατρέψει τά άποτελέσματα τής έρευνας. Οί τυφλοί! Μάλιστα, ο! τυφλοί. Σέ μιά περιδιάβασή μας στά μέρη δπου συχνάζουν ή έργάζονται τυφλοί (έξω άπό τόν «Οίκο Τυ φλών», στό Πανεπιστήμιο, σέ τράπεζες, στόν ΟΤΕ καί σέ άλλδυς όργανισμούς), άνακαλύψαυε μιά σκληρή, γιά δσους διαθέτουν καί τά δυό τους μάτια, πραγ ματικότητα. Ρωτώντας 50 τυφλούς (29 άνδρες καί 21 γυναίκες), μάθαμε δτι οϊ 8 (τό 16%) συνηθίζουν νά διαβάζουν βιβλία άρκετά συχνά, 9 (τό 18%) μάλλον σπά νια, ένώ έκεϊνοι πού δέν διαβάζουν σχε δόν ποτέ ήταν 21 (τό 66%)! (Τά άντί-
4
προ λεγο μένα στοιχα ποσοστά γιά τούς μή τυφλούς: 2,65% - 20,60% - 76,75%.) Φυσικά ό ταν οΙ τυφλοί λένε «διαβάζουν» έννοοϋν είτε δτι διαβάζουν βιβλία τυπωμένα μέ τό σύστημα Μπράιγ είτε δτι άκοΰνε κα σέτες μέ άναγνώσεις βιβλίων είτε δτι άκοΰνε «ζωντανές» άναγνώσεις άπό φί λους τους. Μ' άλλα λόγια: ποιοί είναι τυφλοί καί ποιοί δχι;
Βραχυπρόθεσμες «εγγυήσεις» ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ: «‘Η Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, στήν προσπάθειά της νά συμβάλει στήν προώθηση τού βιβλίου στό πλατύτερο κοινό, καθώς καί στήν ποιοτική άνέλιξη τής νεότερης λογοτε χνίας, άποφάσισε τήν άπονομή διακρί σεων καί βραβείων στά καλύτερα πρω τότυπα έλληνικά βιβλία πού κυκλοφο ρούν στήν Ελλάδα καί στό έξωτερικό. 01 διακρίσεις θά δίνονται κάθε δίμηνο στό έπικρατέστερο βιβλίο ποίησης, πε ζογραφίας, δοκιμίου ή μελέτης. Τά βραβεία θά άπονέμονται στό τέλος κάθε χρονιάς στά καλύτερα άπό τά βι βλία πού διακρίθηκαν στή διάρκειά της. 01 διακρίσεις καί τά βραβεία θά δί νονται σέ βιβλία πού ύποβάλλονται γιά κρίση στήν Εταιρεία Ελλήνων Λογοτε χνών σέ 3 άντίτυπα». ‘Η άνακοίνωση είναι τόσο σαφής, ώ στε δέν άφήνει πολλά περιθώρια γιά πα ρερμηνείες. Μ' ένα πολύπλοκο σύστημα, πού θυμίζει προκριματικούς καί τελικούς άθλητικούς άγώνες (ή «όμορφιάς»), καλ λιεργείται γιά άλλη μιά φορά τό «στάρσύστεμ»· καί οϊ λίγοι πού άρέσκονται νά άγοράζουν (άν τά διαβάζουν, αύτό είναι μιά άλλη Ιστορία) βιβλία βραβευμένα σέ κάτι τέτοιους διαγωνισμούς, θά κληθούν νά άνταποκριθούν. Έτσι θά προωθηθεί τό βιβλίο στό πλατύτερο (άπό ποιό;) κοι νό. Όσο γιά τό άν έπιτυγχάνεται ή ποιοτι κή άνέλιξη τής λογοτεχνίας μας μέ έπιτροπές, συνεδριάσεις, διαβουλεύσεις, ψηφοφορίες καί έκδόσεις άποφάσεων (καί μάλιστα άνά δίμηνο καί δωδεκάμη
νο), αύτό τό διδάσκει μ' έναν πολύ σκλη ρό τρόπο -γιά κριτές καί κρινόμενουςή ίδια ή Ιστορία τής νεότερης λογοτε χνίας μας. Διαισθανόμαστε, λοιπόν, πώς τά τόσα βραβεία τής Εταιρείας θά μοιά ζουν σάν τίς «έγγυήσεις» πού δίνουν τά καταστήματα πώλησης ήλεκτρικών συ σκευών, οί όποίες —δπως είναι γνωστό— Ισχύουν μόνο βραχυπρόθεσμα. Μετά δέν έχουν καμία άξία. 'Απλώς είναι γιά
Ζητούνται θέσεις ΣΤΗΝ «'Ακρόπολη» διαβάσαμε μιά άνα κοίνωση τού άγνωστου σέ μάς Συνδέ σμου Ιστορικών Συγγραφέων, σύμφω να μέ τήν όποια τό σωματείο αύτό «έκφράζει καί δημόσια τή διαμαρτυρία του γιά τήν άπαράδεκτη ΰποτίμηση τού έρ γου καί τού ρόλου τών Ιστορικών συγ γραφέων άπό τήν Πολιτεία». ’Αλλά ποιά είναι τά αίτήματά τους πού δέν έχουν Ικανοποιηθεί καί ύποτιμάται έτσι τό έργο τών Ιστορικών συγγρα φέων στόν τόπο μας; Ακούστε τα: Ή άσφάλιση καί συνταξιοδότησή τους, ή άγορά βιβλίων τους άπό τό ΰπουργείο Πολιτισμού, ή άπονομή κρατικών βρα βείων καί σέ βιβλία τους, ή οίκονομική ένίσχυση τού συνδέσμου τους κ.ΰ. —δλα μεταφραζόμενα σέ οικονομικές παροχές. Καμιά κουβέντα γιά διευκολύνσεις π.χ. στήν έρευνα τών κρατικών άρχείων, γιά άνοιγμα τών άρχείων τού ΰπουργείου Εξωτερικών, γιά βελτίωση τής ύλικοτεχνικής καί όργανωτικής ύποδομής τών βιβλιοθηκών μας, γιά ίδρυση τεκμηριωτικών κέντρων καί στή χώρα μας κλπ. Λές καί αύτά τά ούάιαστικά καί πρω τεύοντα γιά τήν Ιστορική έπιστήμη καί τήν προαγωγή της έχουν λυθεί... Ιδού δμως καί τό τελευταίο αίτημά τους: νά συμμετέχουν μέλη τού συνδέ σμου στά διοικητικά συμβούλια τών Ιδρυμάτων καί νομικών προσώπων δη μοσίου δικαίου πού έποπτεύονται άπό τό ύπουργεΐο Πολιτισμού (δηλαδή καί στό... Εθνικό Θέατρο καί τή... Λυρική Σκηνή!). Μά είναι αίτημα πνευματικού σωματείου αύτό; Νά ζητάνε θέσεις καί θεσούλες γιά τίς άφεντιές τους; Δέν θά 'ταν καλύ τερα, άντί νά γράφουν Ιστορίες καί νά προβάλλουν σ' άντάλλαγμα τέτοια έξωφρενικά καί προκλητικά αΐτήματα, νά κα θίσουν νά μελετήσουν τό σοφό μύθο τής 'Ανατολής γιά τό πώς οΙ πέντε πονη ροί μπέηδες χάσανε, μέσα σέ μιά νύχτα, καί τά φέσια τους καί τά μαλλιά τους;
Παράδειγμα γιά μίμηση ΣΠΑΡΤΗ δέν ύπάρχει μόνο στή Λακω νία, άλλά καί στή Μικρά Άσία, στήν πε
χρονικα/5 ριοχή τής Πισιδίας. Συγχωρέστε μας, αλ λά τό μάθαμε μόλις πρίν άπό λίγες μέ ρες, δταν —ΰστερα άπό πρόσκληση— έπισκεφθήκαμε μιά άξιόλογη βιβλιοθήκη στην προσφυγούπολη καί έργατούπολη τής Νέας Ιωνίας (στήν όδό Άλατσάτων 23, κοντά στό σταθμό ΕΗΣ). Ή βιβλιο θήκη άνήκει στό προσφυγικό σωματείο « Ενωση Σπάρτης Μ. Ασίας», τό όποιο περιλαμβάνει στούς κόλπους του δλους τούς προερχόμενους άπό τήν όνομαστή —δπως λένε οΐ ίδιοι οί Σπαρτιάτες— γιό τό χαλιά της, τό ροδέλαιο καί τήν παιδεία της πόλη τής Μικρασίας. Ή βιβλιοθήκη λοιπόν αύτή, πού άριθμεϊ σήμερα κάπου 4.000 τόμους, διαθέ τει μιά θαυμάσια θερμαινόμενη αίθουσα διαστάσεων 1 2 x 1 0 μ., στρωμένη μέ μοκέτες καί έπιπλωμένη μέ είδικά κατα σκευασμένα τραπέζια καί καθίσματα. Ξεχωριστό τμήμα της είναι τό άναγνωστήριο, έπιπλωμένο μέ καλαίσθητα μι κρά τραπεζάκια καί πάγκους, κατάλληλα γιά τά παιδιά τού δημοτικού καί τού νη πιαγωγείου. Στά ράφια γύρω γύρω ύπάρχουν, άνάμεσα σέ ζωγραφικούς πί νακες, 800 περίπου παιδικά βιβλία (έλεύθερα άναγνώσματα), άλλά καί βοη θήματα καί διδαχτικά έγχειρίδια γιά τούς μαθητές τής μέσης έκπαίδευσης. Τέλος, ϊνα σοβαρό άπόκτημα γιά τή βιβλιοθήκη είναι τά 500 παλιά καί σπά νια βιβλία της, πού άντιπροσωπεύουν έκδόσεις άπό τίς άρχές τού 1800, χειρό γραφα φερμένα άπό τή μικρασιατική πα τρίδα τών μελών τού συλλόγου, βιβλία γραμμένα στή λεγάμενη «καραμανλήδικη» διάλεκτο ή μέ άραβική γραφή κλπ. Κι δλ' αύτά, σωστά τοποθετημένα καί ταξι νομημένα, προσιτά καί εύχρηστα. Εύγε καί πάλι εύγε...
Ποιες εφημερίδες διαβάζετε... ΣΤΑ δύο προηγούμενα τεύχη δημοσιεύ σαμε όρισμένα ένδιαφέροντα στατιστικά στοιχεία άπό τήν έρευνα «Ποιοι είστε καί τί θέλετε» πού όργανώσαμε τό περα σμένο φθινόπωρο. Καί δπως ΰποσχεθήκαμε, συνεχίζουμε καί σ' αύτό τό τεύχος, μέ τίς άναγνωστικές προτιμήσεις τών άναγνωστών μας. 'Ως πρός τίς ήμερήσιες πολιτικές έφημερίδες, τό 53,45% δήλωσε δτι διαβάζει καθημερινά τό «Βήμα» (ή μάλλον τό διά βαζε), τό 40,13% τά «Νέα», τό 27,63% τήν <ί Ελευθεροτυπία», τό 24,34% τό <?Εθνος», τό 24,01 τήν «Καθημερινή», τό 19,08% τήν «Αύγή», τό 15,13% τό «Ριζοσπάστη», τό 13,81 % τή «Θεσσα λονίκη» καί τό 11,84% τή «Μεσημβρι νή». Τό ποσοστό τών ύπόλοιπων έφημερίδων κυμαίνεται άπό 3,95% έως 0,33%.
...καί ποια περιοδικά ΟΣΟ γιά τά έβδομαδιαϊα ή δεκαπενθήμε ρα έντυπα, τό 55,26% τών άναγνωστών μας διαβάζει τό <! Αντί», τό 35,52% τόν
«Ταχυδρόμο», τό 25,66% τό «Ποντίκι» τό 18,42% τόν «Οίκονομικό Ταχυδρό μο», τό 17,76% τή «Γυναίκα», τό 13,16% τά «’ Επίκαιρα», τό 12,5% τό «Πάνθεον» καί τό 11,18% τήν <ί Εξόρμη ση». Τό ποσοστό τών ύπόλοιπων κυμαί νεται άπό 5,26% (<ί Αθηνόραμα») έως 0,33% («Τηλέραμα»). Ή σειρά τώρα τών μηνιαίων, διμη νιαίων κλπ. περιοδικών. Τό 28,16% τών άναγνωστών μας διαβάζει τή «Λέξη», τό 26,31% τό «Δέντρο», τό 22,37% τόν «Πολίτη», τό 13,16% τό «Γράμματα καί Τέχνες», τό 12,50% τό «Ζυγό», τό 10,53% τήν <ί Οδό Πανός», τό 10,20% τό «Σύγχρονο Κινηματογράφο», . τό 8,55% τήν «' Εποπτεία», τό 7,24% τή «Διαγώνιο», τό 6,58% τό «Τέχνη καί Πο λιτισμός», τό 5,26% τή «Νέα Παιδεία», ένώ άλλα 69 περιοδικά διαβάζονται άπό τό 4,60% έως τό 0,33% τών άναγνωστών μας. 'Επίσης, τό 5,92% διαβάζει διάφορα ξενόγλωσσα περιοδικά. Τέλος, άς σημειωθεί δτι γενικά τό 69,08, τών άναγνωστών μας διαβάζει περιοδικά πνευματικής ή καλλιτεχνικής ένημέρωσης καί προβληματισμού τακτι κά, τό 21,71% πού καί πού καί τό 5,92% σπάνια.
αναγνώσεις Τό Καλό καί τό Κακό
Ή περίπτωση τού έφέτη ‘Α λέ ξανδρου Τζένου είναι θαρρώ ανάλογη μ έ τήν περίπτωση τοϋ στρατηγού Μακρυγιάννη. Έμα θε μιά αΰτοδίόακτη ποιητική γλωσσολογία, δπως ό Μακρυγιάννης είχε μάθει μιά άνορθόγραφη γραφή. Τήν έμαθε —τήν έκανε— δχι γιά νά γνωρίσει, άλ λά γιά νά άναγνωρίσει φαντά σματα. Τό λέει καθαρά στόν γ τόμο ένός προσχηματικού έρ γου, που τό όνομάζει «Γλώσσα καί παιδεία». Ποιά είναι τά «φαντάσματα» ένός δικαστή; 'Ενός «ευαίσθη του» δικαστή πού «όιανυκτερεύει», μέσα σ ’ ένα κρατικό ιδεολογικό μηχανισμό, δπως ό φαρμακοποιός τού Σεφέρη; Μή πως είναι τό χαρούμενο άντίβαρο τών λέξεων πού χρησιμοποιεί άπέναντι στά πένθιμα τελετουρ Βιβλία καί / V _ \ γικά τής πολιτικής ή τής ποινικής επιλογές δικονομίας; Μήπως ένας δικα στής εννο εί πρώτος τή γλώσσα «ΠΟΣΑ βιβλία διαβάζετε τό μήνα;» Στήν ώς «δύναμη λάθους», ώς διαρκή έρώτηση αύτή, τό 12,50% τών άναγνωάναστρεψιμότητα αύτοϋ πού στών μας δήλωσε δτι διαβάζει τό πολύ άποφαίνεται έκεί, στήν πιό τρο ένα βιβλίο τό μήνα, τό 46,05% δύο έώς μακτική λειτουργία της: τή δικα τρία βιβλία, τό 14,47% τέσσερα έως στική άπόφαση; Στό α/ώνιο ζεύ πέντε καί τό 21,71% πάνω άπό πέντε. γος τού δικαστή καί τού έγκληΌσο γιά τό τί τούς καθοδηγεί ή τούς ματία —μιλώ γιά δικαστές σάν βοηθά στήν έπιλογή τών βιβλίων πού διαβάζουν, ή συντριπτική πλειοψηφία τόν Ντεγίάννη ή τόν Τζένο καί δήλωσε: ή άνάγνωση τού «Διαβάζω». Οΐ γιά έγκληματίες σάν τό Βερνάρ ύπόλοιποι παράγοντες πού έπηρεάζουν δο ή τόν Ψοφάκη—είναι φανερά τήν έπιλογή τών βιβλίων, κατά σειρά τά σημάδια μιας όλοκληρωτικής σπουδαιότητας γιά τούς άναγνώστες επιλογής: τού ύπέρτατου Καλού μας, είναι: 1)' Η άνάγνωση άλλων περιο γιά τούς πρώτους καί τού ύπέρ δικών 2 )' Η άνάγνωση βιβλιοκριτικών τατου Κακού γιά τούς δεύτε καί βιβλιοπαρουσιάσεων στόν ήμερήσιο ρους. Καί τίς δυό φορές, στίς τύπο· 3 ) ' Η γνώμη τού περιβάλλοντος (φίλοι, συνάδελφοι, συγγενείς κλπ.)· 4) έπιλογές αύτές ύπάρχει μιά σύμ ΟΙ διαφημίσεις τών έκδοτών· 5)' Η σύ πτωση: «συνδέονται μεταξύ σταση τού βιβλιοπώλη· καί 6) ΟΙ ένημετους άπό τήν άποκλειστικότητα ρωτικές έκπομπές ραδιοφώνου-τηλεόπού έπιδιώκει κάθε μιά άπ' αύ ρασης. τές». Γιατί; “Οπως ή γνώση τού Καλού, έτσι καί ή έμπειρία τού Κακού «είναι ένα πριγκιπικό coΤό «Διαβάζω» gito, τό οποίο άποκαλύπτει στή καί σείς συνείδηση τή μονσδικότητά της άπέναντι στό Είναι» (Ζ. Π. ΣάρΑΣ δούμε τώρα πώς βλέπουν τό «Διαβά τρ). Μ έ μιά διαφορά: δτι στήν ζω» οϊ άναγνώστες του. Λοιπόν, τό παγερή άνάσα τού Κακού ύπάρ93,39% τό θεωρεί πηγή πληροφοριών γιά τήν έκδοτική καί πνευματική κίνηση | χει σιωπή, ένώ στήν πνοή τού Καλού ύπάρχει ή γλώσσα. καί τό 9,87% έργαλείο γιά τή δουλειά του. Τό 7,89 έδωσε διάφορες άλλες ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΤΣ0Σ άπαντήσεις. Τό 78,29% τών άναγνωστών άγορά-
6/χρονικά ζει τό περιοδικό γιά τίς κριτικές καί τίς παρουσιάσεις βιβλίων, τό 50% γιά τά άφιερώματα, τό 31,58% γιά τό βιβλιο γραφικό δελτίο, τό 30,26% γιά τίς συ νεντεύξεις, τό 17,76% γιά τίς σελίδες τών «Χρονικών» καί τό 15,79% γιά τήν κριτικογραφία. Όταν άρχίζουν τήν άνάγνωση τού πε ριοδικού, τό 38,81% συνήθως διαβάζει πρώτα τίς βιβλιοκριτικές, τό 28,95% τά «Χρονικά», τό 25,66% τό άφιέρωμα, τό 16,44% τό βιβλιογραφικό δελτίο, τό 13,16% τή συνέντευξη καί τό 7,89% τήν κριτικογραφία. Όμως όλόκληρο τό πε ριοδικό τό διαβάζει μόνο τό 34,21%. ΟΙ περισσότεροι (τό 53,29%) τό διαβάζουν σχεδόν δλο, ένώ ένα ποσοστό 12,50% κάνει έπιλογή καί διαβάζει μερικά μόνο κείμενα. Όσο γιά τά δημοσιεύματα τού «Δια βάζω», οί περισσότεροι (τό 84,21%) τά βρίσκουν άπλά καί εύληπτα, ένώ μόνο τό 6,58% τά θεωρεί δυσνόητα.
Ποϋ πάτε, τί έχετε, τί κάνετε ΚΛΕΙΝΟΥΜΕ τήν παρουσίαση τών άποτελεσμάτων τής έρευνάς μας μέ μερικά άκόμη στοιχεία: 1) Τίς διαφημίσεις πού δημοσιεύονται στό «Διαβάζω» τίς διαβάζει προσεχτικά τό 67,24% τών άναγνωστών, τυχαία τό 29,47% καί ποτέ τό 3,29%. Τό 30,26% τών άναγνωστών ταξι δεύει πού καί πού στό έξωτερικό, τό 28,29% δέν έχει ταξιδέψει ή δέν συνη θίζει νά ταξιδεύει σέ ξένες χώρες, τό 22,37% ταξιδεύει έκεΤ όπωσδήποτε μιά φορά τό χρόνο καί τό 11,84% δύο ή καί τρεις φορές τό χρόνο. 3) Τό 67,76% τών άναγνωστών άσχολεΐται μέ τή φωτογραφία, τό 68,42% έχει στό σπίτι του στερεοφωνι κό συγκρότημα, τό 57,24% έχει έγχρω μη τηλεόραση, τό 27,63% έχει μαυρόασπρη, τό 3,95% έχει καί άπό τίς δύο, τό 38,16% διαθέτει αύτοκίνητο, τό 11,18% έχει ποδήλατο καί τό 7,24% έχει μηχα νάκι ή μοτοσικλέτα. 4) Στόν κινηματογράφο πηγαίνει πολύ συχνά τό 31,58%, συχνά τό 45,39% καί σπάνια τό 21,71 %. Στό θέατρο δμως πη γαίνει πολύ συχνά τό 11,84%, συχνά τό 48,03% καί σπάνια τό 38,16%.
Τό χαροδρέπανο τής έποχής ΑΝΑΜΕΣΑ στά τόσα βιβλία πού παιδεύουν καί άσκοΰν τή νόησή μας, κινδυ νεύουν νά περάσουν άπαρατήρητα μερι κά, έξίσου άξιόλογα, πού άσχολοΰνται μέ τό σώμα μας καί .τήν ΰγεία του. Βέβαια δέν είναι πολλά αύτά, πρέπει δμως νά έπισημαίνονται.
‘Αφορμή γιά τίς σκέψεις αύτές ήταν τό βιβλίο τού Βαγγέλη Κυτίνου «Τσιγά ρο», στό όποιο ό συγγραφέας του, μέ στοιχεία άπό τήν Ιατρική, τήν ιστορία καί τίς κοινωνικές έπιστήμες, έπισημαίνει τούς κινδύνους άπό τή διάδοση τού «χα ροδρέπανου», δπως τό όνομάζει, τής έποχής μας. Γιά όσους μάλιστα πει στούν, δίνει καί μερικές χρήσιμες συμ βουλές γιά νά τό... άποκηρύξουν όριστικά. Ά ν καί δέν πιστεύουμε δτι ένα βιβλίο μπορεί νά λύσει τό πρόβλημα (άφοΰ τό θέμα «τσιγάρο» καί «κάπνισμα» έχουν εύρύτερες κοινωνικές καί πολιτικές δια στάσεις, πού δέν μπορούμε νά άναλύσουμε σέ δυό γραμμές), πάντως δέν θά ταν άσκοπο νά τό διαβάσουν δσοι έξακολουθούν νά είναι θύματα τών καπνο βιομηχανιών. Θά τό συνιστούσαμε μάλι στα ίδιαίτερα σέ έκείνους τούς «θεριακλήδες» διανοούμενους καί γραφιάδες πού καταφτάνουν στά γραφεία τής Σύν ταξης καί τά μεταβάλλουν «έν ριπή όφθαλμοΰ» σέ φουγάρο πλοίου -χωρίς κάν νά κοιτάξουν γύρω τους άν ύπάρχει σταχτοδοχείο, χωρίς κάν νά ρωτήσουν άν έπιθυμοΰμε νά μάθουμε τί καπνό φουμάρουν... Καί γιά νά γυρίσουμε στό άντικαττνιστικό βιβλίο τού Β. Κυτίνου, ό συγγρα φέας δημοσιεύει καί μιά φωτογραφία του, σέ λίαν χαμογελαστή πόζα, άντιδρώντας —δπως γράφει—στήν τάση τών συγγραφέων μας νά έμφανίζονται στά βιβλία τους πάντα άγέλαστοι καί ex ca thedra. Δέν νομίζετε δτι καί σ’ αύτό έχει δίκιο;
Όχι μόνο «μαγαζί βιβλίων» «ΤΟ Βιβλίο - Τό Παιδί», τό γνωστό στέκι διάθεσης βιβλίων γιά / άπό τίς γυναίκες, πού λειτουργεί έδώ καί έξι χρόνια καί σάν κέντρο άνταλλαγής προβληματι σμού καί πληροφόρησης πάνω στό γυ ναικείο κίνημα, έπιχείρησε τόν περασμέ νο μήνα μιά άνανέωση, βελτιώνοντας καί διευρύνοντας σημαντικά τό τμήμα του γιά τά παιδιά (χωρίς βέβαια νά πάψει νά ‘ναι ένα γυναικείο βιβλιοπωλείο). Τό τμήμα αύτό άποτελεΐται άπό βιβλία έλεγμένα αυστηρά, μέ κριτήριο τήν άρτιότητα στήν έμφάνιση καί τό περιεχό μενο, καί άπό παιχνίδια κατάλληλα καί γιά κορίτσια καί γιά άγόρια. Μπορούμε μάλιστα νά πούμε δτι κυρίαρχο στοιχείο τής λειτουργίας αϋτοΰ τού τμήματος δέν είναι ή πώληση τών «έμπορευμάτων», άλλά ή πληροφόρηση γιά τό περιεχόμε νο τών βιβλίων καί τήν καταλληλότητα τών παιχνιδιών, καθώς καί ή άνετη πα ραμονή μέσα στό χώρο καί ή εύκολη πρόσβαση στά βιβλία καί τά παιχνίδια, τών ίδιων τών παιδιών. Στήν έρημη άπό σωστά όργανωμένα, ειδικευμένα καί καλαίσθητα βιβλιοπω λεία ‘Αθήνα, τό βιβλιοπωλείο τής όδοΰ Σίνα, άρ. 38, πού διευθύνει ή 'Ελένη Παμπούκη, μέ τή βοήθεια τής Μαρικαί-
της Καμβασινοΰ, άποτελεΐ μιά χρησιμό τατη δάση, πού μακάρι νά ‘βρίσκε δη μιουργικούς μιμητές. Μιά βόλτα άπό κεί (μαζί ή χωρίς τά παιδιά σας), θά σάς πείσει γιά τού λόγου τό άληθές.
Διεθνολόγοι ενω θείτε ' Η ΕΜΠΛΟΚΗ τής χώρας σέ ύποθέσεις διεθνούς δικαίου καθιστά ίδιαίτερα έπίκαιρη καί έξαιρετικά χρήσιμη τήν πρό σφατη ίδρυση τής 'Ελληνικής 'Εταιρείας Διεθνούς Δικαίου καί Διεθνών Σχέσεων. Ή έταιρεία, πού μεταξύ άλλων έπιδιώκει τήν έπιστημονική μελέτη καί δημόσια προβολή θεμάτων διεθνούς δικαίου καί διεθνών σχέσεων, είναι άνοιχτή σέ δλους τούς έλληνες διεθνολόγους. "Αν λοιπόν θεωρείτε τόν έαυτό σας διεθνολόγο, δέν έχετε παρά νά έρθετε σέ έπαφή μέ τήν έταιρεία, τηλεφωνώντας στό 922.2604 (Αθήνα) ή στό 540.613 (Θεσσαλονίκη). Σημειώστε δτι στά Ιδρυτικά μέλη τής έταιρείας συγκαταλέγονται μερικοί άπό τούς διαπρεπέστερους διεθνολόγους μας, δπως οί Χρ. Ροζάκης, Δ. Εύρυγένης, Α. φατοΰρος, Κρ. Ίωάννου, Γ. Τενεκίδης, Γ. Σιώτης κ.ά.
Δημήτρης Γληνός ΠΕΡΥΣΙ γιορτάστηκαν τά 100 χρόνια άπό τή γέννηση τού Δημήτρη Γληνοΰ. Φέτος κλείνουν 40 χρόνια άπό τό θάνα τό του. Μέ άφορμή αύτές τίς δύο έπετείους, τό έπόμενο τεύχος τού «Διαβά ζω» (τής 26ης Ίανουαρίου) είναι άφιερωμένο στή ζωή καί τό έργο τού μεγά λου νεοέλληνα στοχαστή καί άγωνιστή. Στό άφιέρωμα αύτό μιά πλειάδα μελε τητών τού έργου τού Γληνοΰ άναλύει καί έρμηνεύει τήν πορεία του άπό τόν άστικό στό σοσιαλιστικό άνθρωπισμό, τήν πολιτική του δραστηριότητα, καθώς καί τήν προσφορά του στό δημοτικιστικό κί νημα καί τήν έκπαίδευση. Παράλληλα, συγγραφείς καί διανοούμενοι, πού τόν γνώριζαν προσωπικά καί συνεργάστη καν μαζί του, καταθέτουν τή δική τους μαρτυρία γιά τόν άνθρωπο Γληνό.
Η ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
’Α πό 15 έως 2 8 Δεκεμβρίου Επειδή όμως είναι τεχνικά άδύνατο νά δη μοσιεύονται δλα τά βιβλία πού άναφέρουν οί βιβλιοπώλες, ό πίνακας περιλαμβάνει τελικά έκεΐνα τά βιβλία πού δηλώθηκαν άπό δύο του λάχιστον βιβλιοπώλες.
Ό παρακάτω πίνακας παρουσιάζει τά έμπορικότερα βιβλία ένός δεκαπενθήμερου, σύμφω να μ έ τά στοιχεία πού μάς παραχώρησαν δεκα πέντε βιβλιοπώλες άπ’ Ολη τήν Ελλάδα, δηλώ νοντας ό καθένας τους τά τρία βιβλία πού είχαν τίς περισσότερες πωλήσεις στό βιβλιοπωλείο ' του κατά τό διάστημα αυτό. Έτσι, τό βιβλίο μ έ τίς μεγαλύτερες πωλήσεις σημειώνεται μέ τρεις βούλες (% Φ Φ), τό άμέσως μ ετά μ έ δύο (Φ Φ) καί τό τελευταίο μ έ μία (Φ).
1. Γκ. Γκ. Μάρκες: ‘Εκατό χρόνια μοναξιάς (Νέα Σύνορα)
··
• 0· · · ·*·
2. Κύρ: ‘Αλλαγή... μ’ άκούς; (Κάκτος)
Λ
• ·
]I
1
•
-ί I 'Π ■θ X
Λ
• ·
Λ
•
•
··
7. Ε. Κήλυ: Συζήτηση μέ τόν Γιώργο Σεφέρή (Άγρα)
·#· ··· Λ
··
•
•
5. Γ. Ίωάννου: ’Εφήβων καί μή (Κέδρος)
•
6. Μ. Κουμανταρέα: *0 ωραίος λοχαγός (Κέδρος)
<
| ■5 Π . α. X C ±: Ο CD 1 Έ
•
3. Σ. Σινιορέ: Ή νοσταλγία δέν είναι ττιά αύτό πού ήταν (Εξάντας)
4. Γ. Ίωάννου: Ό τρίτος δρόμος (Πολύτυπο)
3 1 Κοτζιά
1
| Κατώι του Βιβλίου
1
1
§ | Επιλογή
I
Β ΙΒ Λ ΙΑ
1 Ένδοχώρα
.
1
φ
j
1
1 Σύγχρονη Εποχή
%
| Λέσχη του Βιβλίου
ΑΘΗΝΑ
Ε Π Α ΡΧΙΑ
Θ Ε Σ/Ν ΙΚ Η
"Οσο γιά τό ένδιαφέρον καί τήν ποιότητα τών βιβλίω ν τού πίνακα, σκόπιμο είναι νά συμ βουλεύεστε τίς σελίδες τής « ’Επιλογής».
·*
•
Κάθε δεύτερη Τετάρτη τό «ΔΙΑΒΑΖΩ» μαζί σας
• •
•
8 /χρ ονικά
δ ιά λ ο γ ο ι 'Όλα τά γράμματα, πού άπευθύνονται άποκλειστικά στό «Δια βάζω» καί πού παρουσιάζουν κάποιο γενικότερο ένδιαφέρον, δημοσιεύονται είτε όλόκληρα (έφόσον είναι σύντομα) είτε άποσπασματικά (έάν είναι έκτενή). Γιά τό λόγο αύτό, παρακαλοΰνται οϊ αναγνώστες πού μάς γράφουν νά είναι όσο πιό σύντομοι
Γιά τόν ΊΕλιοτ Άγαπητό «Διαβάζω», Άφότου ό Παλαμάς, χρησιμοποιών τας τόν δρο «διεθνοποίηση τής φαντα σίας», Επισημοποιούσε τήν Εννοιά τομ, δεν ΰπάρχει, φαντάζομαι, κανείς άναγνώστης πού νά μήν έστάθη με σεβα σμό κι Εκτίμηση μπροστά σ’ Εναν ή πε ρισσότερους ξΕνους δημιουργούς. ’Αφού μάλιστα ή χώρα μας δεν Εχει αύτόχθονη ποιητική καί κριτική θεωρία, δεν ΰπάρχει άναγνώστης, πιστεύω, πού νά μή συνέδεσε τόν προτιμώμενο ξένο δημιουργό μέ κάποια γενικότερη άντίληψη τής τέχνης, τιμώντας Ετσι δ,τι συνετέλεσε στήν προσωπική του «διανοητική άγωγή». Όταν λοιπόν Ενας άπροκατάληπτος τέτοιος άναγνώστης διαβάσει κά ποιο κείμενο γραμμένο γιά τόν δημιουρ γό του, άναγκάζεται συχνά νά έγκαταλείψει μερικές πεποιθήσεις ή, θετικότερα, νά δεχτεί όρισμένες Επιφυλάξεις γιά τήν όποιαδήποτε άξία ή άπαξία του, πράγμα τα πού θά διευκολύνουν τόν ίδιο νά άποκτήσει Εναν πολύπλευρο γνώρισμά του καί στον δημιουργό καί τό Εργο του θά δώσει μιά Επιπλέον διάσταση, ή καλύτε ρα μιά έποπτικότερη τοποθέτησή του. Μέ άλλα λόγια, καί δπως θαυμάσια τό Ε θεσε ό Εύγ. Άρανίτσης, θά πρέπει νά δεχτεί άνάμεσα σ' αύτόν καί τό Εργο τήν παρουσία ένός τρίτου, «λαθραίου άναγνώστη», τού κριτικού. Αύτό δμως μέ μιά προϋπόθεση: δτι ό λαθραίος αύτός άναγνώστης άντιμετωπίζει τόν όποιοδήποτε δημιουργό μέ συμπάθεια καί δια κριτικότητα, παράλληλα μέ τό άπαραίτητο άποθήκευμα γνώσεων καί παντοδαποΰ ύλικοΰ πού πρέπει νά μεταχειριστεί. Τό τί γίνεται δταν ούτε οί γνώσεις ούτε ή συμπάθεια ύπάρχουν, είδαμε μέ θαυμα στό καί άξιοσπούδαστο τρόπο στό άρ θρο τής Νανάς Ήσαϊα γιά τόν "Ελιοτ («Διαβάζω» 56, σελ. 81-92). Έκ τών προτέρων θά 'λεγα πώς δέν είναι τό ίδιο τό άρθρο πού άξίζει τήν προσοχή: ή έκφραστική άνεπάρκεια καί άδεξιότητα τοΰ συγγραφέα του, ή Ελλει ψη σεμνότητας πού κρύβεται πίσω άπό Εναν παραπλανητικό τόνο αύτοβιογραφίας, ή άπουσία θεμελιωμένων Επιχει ρημάτων μαζί μέ τή σύγχυση τών ιδεών πού Εκδηλώνεται μέ τήν τάση εύκολης σχηματοποίησης μέσα σέ μιά κακή καί άσθενική ρητορική, μάς ειδοποιεί άμέσως δτι μπροστά μας δέν Εχουμε Ενα «κριτικό δοκίμιο» άλλά κάποιο προσχέ διό του, καμωμένο άπό τή βιασύνη ένός άπειρου Ερασιτέχνη νά συζεύξει σ' Ενα πνεύμα καί νόημα τίς άποσπασματικές
μπορούν καί νά σημειώνουν τό πλήρες όνοματεπώνυμο καί τήν ακριβή διεύθυνσή τους. Πάντως, γιά νά δημοσιευθεΐ ένα γράμ μα, πρέπει νά 'χει φτάσει στά γραφεία του περιοδικού τουλάχι στον τρεις έβδομάδες πρίν άπό τήν ήμέρα κυκλοφορίας τοΰ τεύχους.
του Εντυπώσεις. Λέγω λοιπόν δτι δέν εί ναι τό ίδιο τό κείμενο άξιοπρόσεκτο· αύ τό πού μάς Ενδιαφέρει έδώ, καί προέρ χεται ίσως άπό τήν άφροσύνη ή προχει ρολογία τής κριτικού, είναι οΐ παραπλα νητικοί δροι καί προϋποθέσεις πού Εκθέτει θέλοντας νά τοποθετήσει τόν ποιητή καί συνάμα ή Επιβίωση στή σημε ρινή κριτική πρακτική δσων τά «σεμάντικς» τής Νανάς Ήσαία χαρακτηρίζουν ώς παρανοήσεις καί χοντροκοπιές τής «κλασικής κριτικής», φυσικά δέν σκο πεύω νά άπαριθμήσω αύτά τά δεύτερα· μά γνωρίζοντάς τα είναι πιστεύω άκατα νόητο νά διαβάζουμε σήμερα γιά «λάθη τοΰ Έλιοτ», γιά «άνολοκλήρωτες δυνα τότητες», γιά «έξομολογητικές άποσιωπήσεις», γιά «άσύνδετα κομμάτια» καί άλλες τέτοιες παρδαλογνωμίες πού δέν ξέρω πώς θά μπορούσαν νά χαρακτηρι στούν ή νά Ερμηνευτούν Εκτός άπό, άπλά καί στρογγυλά, εύφυεϊς άνοησίες καί Επιδείξεις. Όσο γιά τούς παραπλανητικούς ό ρους καί προϋποθέσεις πού μάς τοποθε τεί τόν ποιητή, άξίζει νά είπωθοΰν περισ σότερα. Ή κριτικός άναζήτησε τόν ποιη τή Εξω άπό τόν χώρο καί τήν άτμόσφαιρά του καί γιά τούτο βέβαια δέν τόν βρή κε. Περιορίστηκε σέ Εξαπλουστευτικές γενικεύσεις καί Εξογκωμένες Ενδείξεις προσπαθώντας νά μάς ξεμπλέξει άπό Ε ναν λαβύρινθο πού δέν ύπήρχε καί νά μάς διαφωτίσει γιά πράγματα όλοφάνερα. Μετατόπισε τόν ποιητή άγνοώντας τόν κλασικισμό του, ύπερτονίζοντας κά ποιες άνώριμες φράσεις του, δπως ή άντικειμενική συστοιχία, λησμονώντας τό σημαντικότερο σημείο τής κριτικής του, δπως ή μελέτη του γιά τόν Δάντη, καί ΰποβιβάζοντας τά θεατρικά του σέ άνεξήγητα παιχνίδια ή έξηγήσιμες άποτυχίες. Μέ τή μελέτη της σίγουρα δέν εί δαμε τόν "Ελιοτ άλλά τό μπερδεμένο κουβάρι τών ίδεών τής Ήσαία, ή, μέ πε ρισσότερη κατανόηση, τίς δικές της ύψήθωρες φιλοδοξίες πού άπέτυχαν. Ή κριτικός άπό τήν άρχή άρχή Εκανε φανε ρά δυό πράγματα: δτι προσπαθεί πρώτα νά Εξαντλήσει τό θέμα της καί δεύτερο νά μάς Ερμηνεύσει τόν "Ελιοτ. Τελικά κα τορθώνει νά χάσει τόν ποιητή καί νά Εξαντλήσει τόν άναγνώστη της. "Ισως εί ναι κι αύτός Ενας λόγος γιά τόν όποιο πρέπει νά τήν ψέξουμε. Πού άκριβώς βρίσκεται ό Έλιοτ —άλ λά καί κάθε ποιητής— δέν θά βρούμε φυσικά σέ τέτοιες Ερμηνείες «Εξωλογοτεχνικές» πού μάς πρόσφερε ή με λέτη αύτή ούτε σέ κανενός είδους είκοτολογίες —μέ όποιαδήποτε άτομική χροιά καί άν τονίζονται. Ύστερα άπό τόν
θάνατο τοΰ συγγραφέα πού κήρυξε ή πρωτοποριακή κριτική τής Εποχής μας γι νόμαστε μάρτυρες κάποιου είδους «κρι τικής-βρικόλακα» Ικανής νά Εξοντώσει τό κείμενο μέ τήν δλοκληρωτική άποπροσωποποίηση καί παραμερισμό τής Ιδιοφυίας του. Δέν νομίζω βέβαια πώς είχε κάτι τέτοιο ύπόψη της ή Νανά Ήσαία· γιατί άν τό είχε, ή λύπη πού θά 'φερνε στούς άναγνώστες της θά ήταν διπλή. μέ τιμή Β. I. Καράλης Μακεδονίας 149-151 'Αγία Σοφία Πειραιάς Τό γράμμα τοΰ κ. Β. I. Καράλη θέσαμε ύπόψη τής συνεργάτριάς μας κ. Ν. Ήσαία, ή όποια μάς έστειλε τήν παρακάτω άπάντηση: 'Αγαπητό «Διαβάζω», 'Απαντώντας στό γράμμα τοΰ Β. I. Καράλη Εχω νά πώ τά Εξής: 1ον: Είναι αύθαίρετη ή άποψη δτι κά θε κριτική πρέπει νά χαρακτηρίζεται άπό συμπάθεια καί διακριτικότητα! Πολλές άπό τίς καλύτερες κριτικές πού Εχουν γραφεί είναι πολεμικές κριτικές καί τέ τοιες είναι καί πολλές άπό αύτές πού Εχει γράψει ό ίδιος ό Έλιοτ, παρά τήν σέ πρώτο πλάνο ύπερβολική τους εύγένεια —μιά ευγένεια πού, Εξαιτίας τής ύπερβολής της άκριβώς, δέν είναι εύγένεια άλλά Ενας τρόπος νά... σφάξεις τόν άλλο μέ τό μπαμπάκι! Δέν είναι στή φύση μου αύτοΰ τοΰ είδους ή εύγένεια: Εγώ προτιμώ νά λέω τή σκάφη, σκάφη! 2ον: Σέ ποιό σημείο αΰτοΰ τοΰ δοκι μίου ό Β. I. Καράλης παρατήρησε μιά Ελ λειψη γνώσεων; Θά ήταν καλό νά μάς τό πει αύτό, καθώς πουθενά δέν μάς τό λέει, Εκτός βέβαια άν πρόκειται γιά τό δοκίμιο γιά τόν Ντάντε πού δέν άναφέρθηκε! Καί πού στήν ούσία άναφέρθηκε καί αύτό, μιά καί σαφέστατα λέω δτι τά καλύτερα δοκίμιά του είναι αύτά πού άφοροΰν συγκεκριμένους δημιουργούς, καί τέτοιος ήταν, άν δέν άπατώμαι, καί ό Ντάντε! Νομίζω δτι άντί νά μάς μιλάει γιά μιά Ελλειψη γνώσεων, τήν όποια δσο καί άν προσπαθήσει δέν θά μπορέσει ν' άποδείξει, καλά θά Εκανε νά δει δτι μόνο αύτός πού Εχει τίς άπαραίτητες γνώσεις μπορεί νά χειριστεί Ενα τέτοιο τεράστιο θέμα μέσα στίς σχετικά Ελάχιστες σελί δες πού τό χειρίστηκα. Μπορεί νά μήν τά λέω δλα, δσα δμως λέω, αύτά είναι. 3ον: Γιά ποιά «έκφραστική άνεπάρκεια» μάς μιλάει; Ούτε καί αύτής Εχομε
χρονικά 19 καμιά άπόδειξη ή παράδειγμα. Πάντως, με τήν εύκαιρία αΰτή θά ήθελα νά πώ δτι ύπάρχουν τρία τέσσερα τυπογραφικά λάθη πού άλλοιώνουν τό νόημα έκεΐ πού βρίσκονται. Στή σελίδα π.χ. 90, στή 16η γραμμή τής πρώτης στήλης ή φράση « Αλλά αύτό είναι έτσι» θά έπρεπε νά διαβαστεΤ: «’Αλλά άν αύτό είναι ίτσι». Δεν έθεώρησα, ώστόσο, κάν άναγκαίο τό νά ζητήσω μία διόρθωση αύτών τών λαθών, καθώς πιστεύω δτι ή συνολική δομή όλων τών παραγράφων είναι τέ τοια πού κι άν ύπάρχουν αύτά τά λίγα λάθη, μέσα στίς τόσες σελίδες πού τά περιέχουν, δέν χάθηκε δ κόσμος! Έθεώρησα δτι οί νοήμονες άναγνώστες θά καταλάβαιναν δτι περί τέτοιων λα θών έπρόκειτο καί δχι άλλων -άν καί δχι δτι πιστεύω πώς δ Β. I. Καράλης σέ αύτά άναφέρεται, μιά καί άν θά τά είχε δει, θά τά είχε πεί! Μάλλον έδώ έχομε νά κάνο με μέ τήν ψυχολογική άνάγκη τού νά λε χθεί δτι ύπάρχουν λάθη έκφρασης, χω ρίς αύτός πού τό λέει νά ξέρει γιατί τό λέει. Μιά δμως καί βρισκόμαστε στό θέ μα τής «έκφραστικής άνεπάρκειας» θά ήθελα νά ρωτήσω τόν Β. I. Καράλη άν είναι πολύ ύπερήφανος γι' αύτή του τή φράση π.χ.: «Όσο γιά τούς παραπλανη τικούς δρους καί προϋποθέσεις πού μάς τοποθετεί τόν ποιητή...», γιατί έγώ θά έ λεγα δτι δλα τά σεμάντικς στόν κόσμο —πού τόσο μοιάζει νά περιφρονεί!—δέν θά έφταναν γιά νά βρουν άκρη μαζί της! Πολύ φοβάμαι πάντως δτι είναι τά σε μάντικς άκριβώς πού χρειάζεται ό Β. I. Καράλης, μήπως καί τόν βοηθήσουν ώς πρός τήν άποφυγή τέτοιων φράσεων, άπό τίς όποϊες βρίθει τό κείμενό του. 4ον: «'Ανώριμες φράσεις» πρέπει νά χαρακτηριστούν αύτές πού συμβαίνει νά παρουσιάζουν μία άπό τίς πιό βασικές καί πολυσυζητημένες, στόν δυτικό του λάχιστο κόσμο, θεωρίες τού Έλιοτ; Νέα άποψη αύτή, πού όμολογώ δέν ήξερα! Καί δον: Γιά τίς τελευταίες δέκα γραμμές αύτοϋ τού γράμματος δέν έχω τίποτα νά πώ, γιά έναν καί πολύ άπλό λό γο: δτι δέν καταλαβαίνω λέξη! Ό δικός μου νους, δυστυχώς, δέν έπαρκεϊ γιά τέ τοιου είδους έκφραστικές έπάρκειες. Μέ πολλή έκτίμηση Νανά Ήσαία
Πότε γεννήθηκε ό Βάρναλης 'Αγαπητό «Διαβάζω», Γιά λόγους γενικότερης τάξης κι έπειδή, καθώς άκούω, έτοιμάζονται διάφο ροι έορτασμοί κι άφιερώματα, θά ήταν σκόπιμο νά διαλυθεί ή σύγχυση πού έχει δημιουργηθεϊ γύρω άπό τό έτος γεννήσεως τού Κώστα Βάρναλη. Συγκεκριμένα, ό Βάρναλης στά τελευ ταία χρόνια τής ζωής του (1970-74) δή λωσε σέ αύτοβιογραφικά σημειώματα κι έπιστολές δτι «πρέπει νά γεννήθηκε στά 1883» κι δχι στά 1884, δπως ήταν γνω στό ώς τότε. 'Ωστόσο στό άρχεϊο τού ποιητή βρέ
θηκε τό βαπτιστικό του, δπου πιστο ποιείται ρητά δτι «κατά τό τρέχον έτος 1884 τήν 14ην Φεβρουάριου έγεννήθη έκ νομίμου συνοικεσίου γονέων ‘Ορθο δόξων (...) παιδίον άρρεν δπερ βαπτισθέν τή 13 Μαίου (...) ώνομάσθη Κων σταντίνος». Σχετικά μέ τό ποιοί ήταν οί λόγοι πού ό Βάρναλης στό τέλος τής ζωής του θέ λησε νά μεταθέσει τό έτος γεννήσεώς του στά 1883, μόνον άόριστες ύποθέσεις μπορούν νά γίνουν. Τό γεγονός παραμένει δτι θά ήταν συνεπέστερο πρός τά πράγματα νά έορτασθούν τά έκατό χρόνια άπό τή γέννη ση τού ποιητή τό 1984. Άθηνά Καλλιανέση
«Ποιος Δάντης;» 'Αγαπητό «Διαβάζω», Είλικρινά βρίσκομαι στή δυσάρεστη θέση νά έκφράσω μέσ' άπ' τίς στήλες σου τήν άπογοήτευση άλλά καί τή δια μαρτυρία μου γιά ένα βιβλίο. Είναι ένα σχολικό έγχειρίδιο πού οί συνάδελφοί μου κι έγώ τό περιμέναμε μέ πραγματική άδημονία, νομίζοντας πώς πολλά πράγ ματα θά 'μπαιναν στή θέση τους. Μιλώ γιά τό σχολικό έγχειρίδιο τής 'Ιστορίας τής Γ Λυκείου τών Β. Σκουλάτου - Ν. Δημακοπούλου - Σ. Κόνδη τού ΟΕΔΒ πού έφτασε στά σχολειά μας πρίν λίγες βδομάδες. Μέ σωστή καί καλοεκτυπωμένη εικο νογράφηση, μέ άναφορά σέ πηγές καί κείμενα τής έξεταζόμενης κάθε φορά έποχής φαντάζει σάν ένα πρωτότυπο άλ λά καί Ικανό βοήθημα γιά μαθητή καί δά σκαλο. Δυστυχώς, αύτό είναι μόνο ή έπιφάνεια, γιατί μιά πιό προσεκτική μελέτη άποκαλύτττει παραπατήματα, παραποιή σεις κι άποσιωπήσεις πού καί τό έργο τών έκπαιδευτικών δυσκολεύουν καί τούς μαθητές μπερδεύουν. Σημειώνω πώς πρόκειται γιά ύλη πού θά έξεταστεΐ στό τέλος τής χρονιάς, θά διδαχτεί στίς «δέσμες» καί στά «μεταλυκειακά φροντι στήρια». Γιά νά γίνω δμως συγκεκριμένος: 'Εξετάζοντας τίς άνακαλύψεις τών Πορ τογάλων βλέπουμε στούς χάρτες τών σελ. 11 καί 13 νά άναγράφεται σωστά τό όνομα τής πόλης τών 'Ινδιών «Καλικούτ» ένώ τό κείμενο θολώνει τά νερά πληροφορώντας μας πώς οί Πορτογάλοι έφτασαν μέχρι τήν Καλκούτα. Μιά άπλή ματιά στό χάρτη τής σημερινής 'Ινδίας μάς άποδεικνύει πώς άλλη είναι ή Καλικούτ κι άλλη ή Καλκούτα. Απέχουν μάλι στα μερικές χιλιάδες χιλιόμετρα ή μιά άπ' τήν άλλη. Δυό διαφορετικές πόλεις ταυ τίζονται στό νέο έγχειρίδιο άκολουθώντας τό ίδιο λάθος τών παλαιών. Στή σελ. 14 διαβάζουμε: «Πεπεισμέ νος γιά τή σφαιρικότητα τής γής ό Γε νουάτης Χριστόφορος Κολόμβος (14511506), ΰποστήριζε δτι θά έφτανε στίς Ινδίες πλέοντας δυτικά. Μέ τήν οικονο μική βοήθεια τών Ισπανών βασιλέων ναυπηγεί τρείς καραβέλλες κι άναχωρεί άπό τό Πόλος στίς 3 Αύγουστου. Στίς 12
'Οκτωβρίου φτάνει στίς Άντίλλες. Πί στευε δτι είχε άνακαλύψει τίς άνατολικές παρυφές τής Ασίας». Νά, λοιπόν, πού άνακαλύπτεται ή 'Αμερική στίς 12 'Οκτωβρίου. Μή ρωτήσετε δμως γιά χρονολογία. Όπως λένε οΙ συγγραφείς σέ μιά σημείωση σέ πλαίσιο στή σελ. 5 «οί χρονολογίες έχουν τεθεί γιά τόν Ιστορικά άναγκαίο χρονολογικό προσα νατολισμό τού μαθητή καί δέν πρέπει νά άπαιτοΰνται κατά τήν έξέταση». Τί γίνε ται δμως δταν χρονολογίες δέν έχουν τεθεί (καί μιλάμε γιά τήν άνακάλυψη τής Αμερικής) ένώ δεσπόζουν μονάχα ήμερομηνίες; Μά αύτά δέν θά ταν τίποτα άν στή σελ. 26 (ό λόγος γιά τόν Ιταλικό άνθρωπισμό) δέν άναφέρονταν οί μεγάλοι Πετράρχης καί Βοκκάκιος μόνο σάν έκπρόσωποι τής στροφής τού πνεύματος πρός τά λατινικά κείμενα: «"Αρχισαν νά μελε τούν άποκλειστικά λατινικά κείμενα καί είτε άπό έπιτήδευση είτε άπό ένθουσιασμό ΰπερηφανεύονταν δτι έγραφαν καί μιλούσαν τή γλώσσα τού Κικέρωνα. 01 ποιητές Πετράρχης καί Βοκκάκιος είναι οί πρώτοι κύριοι έκπρόσωποι τής τάσης αύτής». Αϋτά μόνο άναφέρονται γιά τούς δυό ποιητές κι άποσιωπώνται οί «Ωδές», πού γι' αύτές έμεινε ό Πετράρχης στίς κορφές τής παγκόσμιας λογοτεχνίας, άποσιωπάται καί τό «Δεκαήμερο» -τά πρώτα δείγματα δηλαδή τής νέας Ιταλι κής γλώσσας. Μά οί ποιητές αύτοί λογα ριάζονται τυχεροί άφοΰ έστω καί τά όνόματά τους διασώθηκαν στό σχολικό έγ χειρίδιο. Ένας άλλος δμως, δ μεγαλύτε ρος, παραμένει γι' άγνωστους λόγους άπ' έξω. 'Εννοώ τόν Δάντη, πού φαίνεται πώς δέν κρίθηκε Ικανός άπό τούς συγ γραφείς νά περάσει στήν ‘Ιστορία (τής Η Λυκείου, βέβαια). Ούτε κουβέντα λοιπόν γιά Δάντη, ούτε κουβέντα γιά τοσκανική διάλεκτο, ούτε κουβέντα γιά «Θεία Κω μωδία». Μερικές παραγράφους δμως παρακάτω πληροφορούμαστε: «Λίγο με τά τό 1500 παρουσιάζεται μιά νέα τάση. Ό πρώτος ένθουσιασμός γιά τίς κλασι κές γλώσσες έχει περάσει καί οί 'Ιταλοί άνθρωπιστές άρχισαν νά γράφουν τό έργο τους στήν τοσκανική διάλεκτο. Πρώτος ό Νικόλαος Μακιαβέλι δημο σιεύει τό έργο του "Ό Ηγεμόνας" στήν τοσκανική». Έτσι λοιπόν, κατά τούς συγ γραφείς μας, ό άνθρωπιστής Μακιαβέλι είναι ό πρώτος πού δημοσιεύει έργο στήν τοσκανική, ό Πετράρχης καί ό Βοκ κάκιος γράφουν μόνο λατινικά άπό έπι τήδευση κι ένθουσιασμδ έπειδή μιλούν τή γλώσσα τού Κικέρωνα, ένώ ό Δάν της... Ποιός Δάντης: Μή ρωτήσετε τί θά πώ στούς μαθη τές! Ήδη μερικοί ήρθαν μέ τό έγχειρίδιο τής Γ Γυμνασίου στά χέρια ζητώντας μου έξηγήσεις γιατί άλλα μάθαιναν στό Γυμνάσιο. Κι είμαστε άκόμη στή σελ. 27. Καί περιμένουμε καί δεύτερο τεύχος, γιά νά μάθουμε καί γιά τή νεότερη έλληνική Ιστορία. Άς βάλει κάποιος τό χέρι του. Εύχαριστώ γιά τή φιλοξενία Λεφτέρης Α. Μπαρδάκος έκπαιδευτικός, Καραϊσκάκη 18 Άργος Αργολίδας
οι σ η μ ειώ σ εις...
A W w m m m T O iY im m u m 'Ανάγκη Εγχειριδίων "Οσα σεμ ινά ρια κι ΰ ν ό ρ γ α ν ω θο ϋ ν (κα ί ό ργανώ νονται), ό σ ες π ρό χειρες ή έμ π ε ρ ισ τα τω μ ένες εισ η γ ή σ εις κι ά ν γίνουν σ ’ α υ τά άπό ειδ ι κούς, τίπ ο τε δ έ ν π ρό κειται νά π ροκόψ ει χ ω ρ ίς έργαλεϊα. Α ν α φ έρ ο μ α ι Ιδ ια ίτερ α σ τή ν έκπ αίόευσ η, γενική κ α ί τεχνική, όπου δ ιδ άσ κο ντες κα ί διδ ασ κό μενο ι π ελαγο δ ρο μο ύν σ υ ν ή θω ς μ έ α ν τ ίθ ε τ ο άνεμο. 01 ά νθρω π ο ι είνα ι άοπλοι, ή π αιδεία μ α ς είνα ι άοπλη, γυμνή κ α ί τραγικά έκ τε θ ειμ έν η . Λ ε ίπ ο υ ν τά έγ χειρ ίδ ιο υποδομής· τά σ υ στη μα τικ ά β ιβ λία όναφοράς. Τά εύληπ τα, μ ε θ οδ ικά β ιβ λία ά φετηρίας. Τά κρ ά το ς μ έ το ύς ά να χρο νιστικο ύς γρα φ ειο κρα τικο ύς μη χα νισ μο ύς του, μ έ τ ή ν ε ύ θ υ νο φ οβία του, μ έ τή ν ευ α ισ θ η σ ία το υ μήπ ω ς κ α ί π αραξηγηθεΐ, ά ν το λμή σ ει ά να θέσ εις , μ έ τά γλίσχρα ο ίκονομικά του, φο β άμ αι πώς θ ά α ργ ήσ ει νά π άρει μπ ροστά. Ή Ιδ ιω τική π ρω το βο υ λία όμω ς; Γ ια τί δ έν τολμά; Υ π ά ρ χ ει έν α ς χ ώ ρ ο ς πού διψ ά γιά έ γ χειρίδ ια , έν α ά γο ρα στικά κοινό περίπου ένός έκ ατο μμυ ρίο υ, δασκάλω ν, μ α θ η τ ώ ν κ α ί φ ο ι τητώ ν. Ή έπ ιτυχία πού σ η μ ειώ ν ο υ ν τά λ ε γ ά μ ε ν α β ο η θ η τικ ά β ιβ λία (ο! γν ω σ τοί τυφ λ ο σ ο ύρ τες) κ α ί τά φ ρ ο ντισ τη ρια κά , γιατί δ έ ν κ ι νητοπ οιούν άκόμη, β ρ έ ά δ ελφ έ, τά έμπορικό δαιμόνιο κάπ οιω ν έκ δο τώ ν; Φ ο βά μα ι πώς ό τρόπ ος μ έ τό ν όποιο είνα ι όργανω μένη ή έκ δο τική έπ ιχείρησ η σ τό ν τό πο είνα ι ή πρώ τη α/τία. Ή δ εύ τερ η είνα ι ό α ύ το σ χεδ ια σ μό ς κα ί ή σ τεν ή ά ντίληψ η γιά τά έμ πόριο το ύ β ιβλίου. Π ά ν ε ο ί π ερ ισ σ ό τερ ο ι νά κα λύ ψ ου ν ά μ εσ ε ς άνάγκες, τή ς στιγμής, κ α ί δ έ ν π ρο σπ α θούν νά δ η μ ιο υρ γή σ ο υν ά νάγκες ή νά π ρολάβουν άνάγκες. Α ν ά ν α λ η φ θ ε ϊ τέτο ιο έρ γο π ρέπει νά π ρ ο η γ η θ ε ϊ μεγά λη π ερίοδος π ρο γρα μμα τι σμού. Π ρ ώ τα π ρέπ ει νά έν το π ισ θ ο ΰ ν τά κενά σ ’ δλη τή ν κλίμακα. Κ εν ά τώ ν μ α θ η τώ ν , κ ενά τώ ν δασκάλω ν. Ύ σ τερ α π ρέπει νά σ υ γ κ ρ ο τη θ ο ύ ν ειδ ικές —μ ικ ρ ές κ α ί εύ έλ ικ τες — έπ ιτροπ ές άπό έκπαιδ ευτικούς, είδικο ύς συγ γρ α φ είς κα ί τεχνικο ύς το ύ βιβλίου. Τά φ ά σ μ α τώ ν ά ναγκώ ν είνα ι εύ ρ ύ τα το σ έ κ ά θ ε γνω στικό άντικείμενο . Θ ά φ έρ ω μ ε ρ ικ ά
π αραδείγματα. Υ π ά ρ χ ει άνάγκη ένό ς τέτο ιο υ π ρογραμματισμού, ώ σ τ ε ή ύλη νά ά π ο τελ εΐ ύπ άλληλους κύκλους. Ν ο μίζω πώς τό ν ευ ρ ύ τερο κύκλο π.χ. πρέπει νά τό ν κα ταλαμ βά νει ή ισ το ρ ία το ύ π ολιτισμού. "Οταν γ ρ α φ εί κα ί σ χε δ ια σ τ ε ί α ύτό τά β ασικό έγχειρ ίδ ιο θ ά παρά γονται α υ το ν ό η τα άπό τή ν ύλη το υ ο ί έπ ί μ έ ρ ο υ ς ά νά γκες ε ιδ ικ ό τε ρ ω ν έργα λείω ν. Ά π ό έ να έγ χειρ ίδ ιο τής ισ το ρ ία ς το ύ π ολιτισ μού το ύ είκ ο σ το ΰ α ίώ να π.χ. θ ά μ π ο ρ ού σ αν νά έξειδ ικ ε υ το ΰ ν π ερ ιο χές γνω στικές ποικίλες. Έ ν α έγχειρ ίδ ιο γιά τή ν εύρωτταϊκή καί τήν Ελληνική λογοτεχνία τής π ερ ιό δ ου α ύ τή ς υπάρχει; Δ έ ν ά να φ έρ ο μαι σ έ κα νένα π ερισπ ούδα στο κ α ί π ο λυσέλιδο έργο, πού δ έ ν έντο π ίζετα ι ο ύ τ ε κ ι α ύ τό ά να φ έρ ο μαι σ’ έν α εύ σύνο π το έρ γα λεΐο -ό δ η γό πού θ ά έ ξ ε τά ζει τίς φ ά σ εις τή ς ε υρω π αϊκής λογοτεχνίας, τίς σχολές, τούς άντιπ ροσώ π ους κα ί τά σ η μα ντικά το υς έρ γα · κ α ί παράλληλα τή ν έλληνική λο γ ο τεχνική πα ρα γω γή. Έ ν α β ιβ λίο μ έ χ ρ ο νο λο γ ικο ύς πίνα κες, πλούσια κ α ί ένδ εικτικ ή β ιβ λιογραφία. Ά π ό κ ε ϊκ α ί π έρα ά λλα έργα λεϊα, σύντομα, θ ά π α ρο υσιά ζο υ ν τή ν ισ το ρ ία το ύ θ εά τρ ο υ , τή ς μο υσ ικής, τή ς ζω γραφικής, τής γλυπτικής, τή ς άρχιτεχτονικής, τ ο ύ κινημα τογρά φου. Α λ λ α θ ά δ ιεξέρ χ ο ν τα ι μ ε θ ο δ ικ ά τή ν ισ το ρ ία τώ ν φ υ σ ικώ ν έπ ισ τημώ ν, τώ ν τεχνο λο γικώ ν έφ αρ μο γώ ν, τώ ν οίκονομικώ ν θεω ρ ιώ ν . Α λ λ α θ ά έ κ θ έ τ ο υ ν τίς κ ρ ιτικές θ εω ρ ίες, τή φ ιλο σ ο φ ία τ ο ύ δικαίου, τή φ ιλο σ ο φ ία τή ς Ιστορίας. Έ ν α ς σ τεν ό τερ ο ς κύκλος θ ά ά να π τύ σσει δ ιεξο δ ικ ό τερ α έποχές, σχολές. V Σ υ μ β ο λ ι σ μό ς π.χ., ό Υ π ερρεαλισ μό ς, ή Γ εν ιό το ύ '3 0, ή Μ ετα π ο λ εμ ικ ή ποίηση, τό Bauhaus, ή Η θ ο γραφία, τά θ έ α τρ ο Ιδ εώ ν , ή σχολή το ύ Μ ο ν ά χο υ. Κ α ί νά σ κ ε φ τ ε ϊ κα νείς πώς π ερ ιο ρίσ τη κα σ τό ν είκ ο σ τό ν αίώνα. Π ο ύ υπάρχει έν α συνο π τικό έγχειρ ίδ ιο γιά τή ν ά ρχαία φ ιλοσοφία, τούς πρόσω κρατικούς, το ύς σ ο φ ισ τές, τή ν ά ρ χ α ία έπ ισ τή μη ; Π ο ύ έν α μ ε θ ο δ ικ ό β ιβ λίο γιά τή ν ισ το ρ ία τής Ιατρικής, τώ ν θ εω ρ ιώ ν γιά τό φ α ινόμ ενο τής ζω ής; Π ο ύ θ ά β ρ ε ι κα νείς σ υγ κε ν τρ ω μ έν α μ έ παιδαγωγικό τρόπο τά β ασ ικά π ροβλήματα τώ ν μ α θ η μ α τικ ώ ν θ εω ρ ιώ ν άπό τό Ζ ή νω να κ α ί τό ν Π υ θ α γ ό ρ α ώ ς τά σή μερ α ; Π ο ύ είνα ι τό έγχειρ ίδ ιο γιά τή ν τέχνη κα ί τή ν έπ ισ τή μη τής Α να γένν η σ ης; Π ο ύ θ ά β ρ ε ϊ ό δ άσ καλος έν α σ ύν το μ ο όδοιπορικό γιά τή ν
...τ ο υ κώστα γεωργουσοπουλου
m w u T O 'm m m T O ισ το ρ ία το ϋ έλλη νικο ΰ δ ια φ ω τισ μο ύ; Έ ν α άλλο είδ ο ς β ο η θ η μ ά τω ν πού λείπ ει, έν ώ τά άνάλογα ευρω π αϊκά είνα ι κ α ί ποικίλα κ α ί έρ εθ ισ τικ ά , είνα ι τά είδικά λεξικά. Δ έ ν υπάρχει έν α λεξικό τής έλλη νική ς μ υ θο λ ο γ ία ς π.χ. Δ υ ο , δ σ α γνωρίζω, φ ιλο σ ο φ ικ ά λεξικά δ έ ν έχο υ ν δ ια δ ο θ ε ί ό ρ κ ετά κα ί δ έ ν έχο υ ν φ τά σ ει πιό π έρ α άπό το ύς είδικούς. Δ έ ν ύπάρχ ε ι έν α έκ λα ϊκευ τικό λεξικό τω ν ο ίκονομικώ ν δρω ν. Δ έ ν υπ άρχει έν α λεξικό άρχαιολογικώ ν δ ρω ν κ α ί τόπ ω ν σ τή ν 'Ελλάδα! Δ έ ν είνα ι ο ύτο π ισ τικά δ σ α θ έ τ ω έδώ . Γ νω ρ ίζω β έβ α ια τά μ έ γ ε θ ο ς το ύ π ρογρα μμα τι σμού. Υπ ά ρχ ει δ μω ς ή λύ σ η τω ν μ ε τα φ ρ ά σεω ν, μ έ τά δ ικα ίω μα νά έμ π λ ο υτίζετα ι τά λ ε ξικό μ έ έλλη νικά λ ή μ μ α τα ή τό έγχειρ ίδ ιο μ έ έπ ίμ ετρο γιά τά έλλη νικά πράγματα. 'Ό σο ν ά φ ο ρα τή μ έ θ ο δ ο σ υν τά ξεω ς ένό ς έγχειρ ιδ ίο υ, ύπάρχουν πρότυπα. Γ νω ρίζω φ τη ν έ ς έξα ντλ η τικ ές έ κ δ ό σ εις π ού λ ύ ν ο υ ν κά θ ε άπορία πού ά φ ο ρ α τό Σαίξπηρ, άπό προ β λ ή μ α τα δο μή ς μ έ χ ρ ι τή ν κοινω νική κ α τά σ τα ση τής έποχής το υ· άπό λ εξικό π ροσώ π ω ν μ έ χ ρ ι λεξικό π ρω ταγ ω νισ τώ ν πού τά έπ α ιξα ν άπό λεξικο γρά φ η σ η ά γν ώ σ τω ν λ έ ξ ε ω ν μ έ χ ρ ι κω δικοποίηση γ ν ω μ ικ ώ ν κ α ί άπό ά π ανθίσματα κ ρ ιτικώ ν μ έ χ ρ ι φιλμογραφία. Θ ά β ρ ε ι άκόμ η έ κ ε ϊ κα νείς κ α ί δ λα τά με γ ά λ α ό νό μα τα σκιτσ ο γ ρά φ ω ν πού έμ π ν εύ σ τη κα ν άπό τό Σαίξπηρ. Υ π ά ρ χ ει έδ ώ έν α άνάλογο έγ χειρ ίδ ιο γιά τούς τραγικούς, τό ν Πλά τω να , τό ν 'Α ρισ το φ ά νη; Ο Ι ε/δ ικο ί ξέρ ο υ ν τ ί ό φ είλ ο υ ν σ έ άπόπειρ ε ς δπως το ύ Ν τελό π ο υλ ο υ μ έ τό λεξικό τώ ν ό νο μ ά τω ν το ύ Καβάφη. Κ υκλ ο φ ο ρ ο ύν σ τή ν Εύρώ πη δ εκά δ ες λ ε ξ ι κ ά συμβόλω ν. Δ έ β ρ έ θ η κ ε ένας ρ έ κ τη ς έκ δ ό τη ς νά μ ε τα φ ρ ά σ ε ι κ α ί νά έκ δ ώ σ ει έ σ τω τό ο ικο νο μικό τερ ο; Β έβ α ια σ τό ν σ τεν ό τερ ο άκόμη κύκλο έ χ ο υ ν σ η μ ε ιω θ ε ί ά ρ κ ε τά β ή ματα , κ α ί έγκυρα. Ά ν α φ έρ ο μ α ι σ έ μ ε θ ο δ ικ έ ς έκ δ ό σ εις σ υ γ κε κρ ιμ έν ω ν έργω ν. Ή σ ειρ ά το ϋ « Ε ρ μ ή » είνα ι σ χ εδ ό ν ύποδειγμα τική . Ή δομή κ α ί ή π αρουσίαση το ύ υλικού έρ εθ ισ τικ ή , παιδαγωγική κ α ί χ ρ η σ τικ ή · άλλά δ έ φ τά ν ο υ ν ο ί λίγο ι α ύ τ ο ί τίτλοι. Έ ξ άλ λ ο υ π ερ ιο ρίζο νται σ τή ν έλληνική λο γο τεχνία. Κ α ί ή άρχαία; Π ο ύ εϊνα ι μ ιά χ ρ η σ τική έκδοση έρ μ η νευτική τής Ό ρ έσ τεια ς ; Π ο ύ μ ία το ύ
’Α κ ά θ ισ το υ Ύ μνου; Π ο ύ τό Α σ μ α ‘Α σ μ ά τω ν ; Π ο ύ μ ιά α ισ θ η τικ ή μονογρα φ ία, είδική γιά παιδιά, το ύ Π α ρ θ εν ώ ν α ; Π ο ύ εϊνα ι έν α έγ χ ει ρ ίδ ιο γιά τή μ έ θ ο δ ο κ α ί τή θ ε ω ρ ία τής λ α ο γραφίας; Δ έ μ α ς λ ε ίπ ο υ ν ο ί είό ικ ο ί ο ύ τ ε ο ί παι δ α γ ω γο ί γιά νά γράψουν α υ τά τά β ιβλία. Λ ε ί πουν, δυστυχώ ς, τά κίνητρα, λ ε ίπ ει ή φ α ντα σ ία · ά λλά πάνω ά π ' δ λα λ ε ίπ ει ή έγ νο ια γιά α υ τό τό δ υν ά μει ά να γνω σ τικό κοινό, πού μ έ ν ε ι μ α κρ ιά άπό τό βιβλίο, γ ια τί τίπ ο τε δ έ ν τό έ ρ ε θ ίζει κ α ί τίπ ο τε δ έ ν τό προκαλεΐ. Π ο ύ εϊνα ι μ ιά σχολική έκδο σ η Κ αβ ά φ η ; Π ο ύ εϊνα ι ό σχολικός Παλαμάς, ό Ξενόπ ουλος, ό Θ εοτό κη ς; Κ α ί πάνω ά π ’ δλα· ποιός δ έ θ ά έ ρ ε θ ισ τ ε ϊ άπό μ ιά τέτο ια π ρόταση: Π ο ύ εϊνα ι έν α ς όδ η γός (σχολικός) γιά τό τ ί π ρέπ ει νά έχ ε ι δ ιαβά σ ε ι έν α ς Έ λλη νας ω ς τά εϊκ ο σ ί το υ χρ ό νια ; Δ ύ σ κ ο λ ο έρ ώ τη μ α ; Π ρ ο τε ίν ω νά ξεκ ινή σ ει μ ιά έρ ευ ν α άπό τό «Δ ια β άζω », δχι πρόχειρη, άλλά β α θ ιά κ α ί μ α κροχρόνια. Ν ά έρ ω τ η θ ο ΰ ν έπ ώ νυμοι λ ο γ ο τέ χν ες , έπ ισ τήμονες, τεχνο κρά τες, παιδαγωγοί, γιατροί, ψ υχίατρο ι νά π ούν ύπ εύ θυ να κ α ί θ ε μ ε λ ιω μ έ ν α τή γνώμη τους- κ α ί νά σ υ ν τ α χ τ ε ϊ ύ σ τερ α μ έ προσοχή έν α ς κα τάλο γο ς μ έ 1 0 0 2 0 0 τίτλο υς- α ύ τ ο ί ο ί σ υγγραφ είς, α ύ τά τά έ ρ γα, μ ' α υτή τή σ ειρά, α ύτό π ρώ τα α υτό ύ σ τ ε ρα . Μ έ τό λμη · α υ τή ή μ ε τά φ ρ α σ η - α ύτό τό μ υ θ ισ τ ό ρ η μ α * α ύτή ή μ ε λ έ τ η - α ύτό τό β ασικό έγ χειρίδιο, χ ω ρ ίς π ροκαταλήψ εις, χ ω ρ ίς ε υ γ έ νειες, χ ω ρ ίς τσιριμόνιες. Γ ιά νά λ ε ίψ ε ι ή σ ύ γ χυ σ η. Γ ιά νά κ α θ ο δ η γ η θ ο ύ ν ο ί έκ δό τες, τό κρ ά το ς ίσ ω ς (έπ ιτέλο υς)■ νά β ρ ε θ ε ί ένας μπ ούσουλας. Γιά νά μ ή ν π ελαγο δ ρο μο ύν δά σκαλοι, μ α θ η τ έ ς κ α ί άνα γνω σ τικό κοινό. Γιά νά κα ταλ άβ ο υν κά π ο τε τά ά π ρο σα να τό λιστα παιδιά δ τι δ έν μ π ο ρ ού ν νά κ α μώ νο ν τα ι πώς κ α ταλ αβ α ίνο υν Σ ε φ έ ρ η χ ω ρ ίς Α ίσ χύ λο , Μ ά ρ ξ χ ω ρ ίς Έ γ ελ ο κ α ί Μ π έρ γ κ μ α ν χω ρ ίς Κ ίργκεγκω ρντ. Ν ά μ π ο ρ έσ ει κ ά π ο τε ή π αιδεία μ α ς νά ξεπ ερ ά σ ει τή ν ή μ ιμ ά θ εια πού φ έ ρ ν ει τή ν άλαζονεία κ α ί τή ν προπέτεια. Έ χ ο υ μ ε άνάγκη ύποδομής, μ ε θ ό δ ο υ κα ί έ γ χ ε ιρ ιδ ίω ν άλλιώ ς μ α τα ίω ς θ ά ά να ζη τοϋ με ττ€λάτες β ιβ λίω ν: πρέπει π ρώ τα νά φ τιά ξο υ μ ε έπ α ρκεϊς ά να γν ώ σ τες πού θ ά ξέρ ο υ ν τ ί κ α ί πώς θ ά ζη το ύ ν άπό τό β ιβ λίο ., λμ ^ ι λ / ίϊΐ· 1
12!χ ρ ο ν ικά
Υ π άρχουν έπ αγγελματίες συγγραφΕΪς σ τήν ‘ Ελλάδα; Κ α λ ύ τ ε ρ η ή μ ο ίρ α τ ω ν λ ο γ ο τ ε χ ν ώ ν σ ή μ ε ρ α άπ ό ά λ λ ε ς έπ ο χ έ ς . Θ ά χ ρ ε ια σ τ ο ύ ν ό μ ω ς π ο λ λ ά γιά νά π ο ύ μ ε δ τ ι ε χ ο υ μ ε σ υ γ γ ρ α φ ε ίς π ο ύ ζ ο ϋ ν ε α π ο κ λ ε ισ τικ ά ά π ό τ ό έ ρ γ ο το υς.
Καλό είναι νά τό πούμε άπό τήν άρχή: Στήν 'Ελλάδα έλάχιστοι συγγραφείς ζοϋνε άττοκλειστικά καί μόνο άπό τά βιβλία τους. Κι αύτοί τά τελευταία 10-15 χρόνια. Γιατί πρίν, τά πράγματα ήταν τραγικά: συγγραφείς πού έφα γαν τή ζωή τους στά γράμματα έζησαν μέσα σέ μύριες στερήσεις καί πέθαναν σέ έσχατη ένδεια. Άπό τούς πιό πολυδιαβασμένους έλληνες συγγρα φείς ό Άντώνης Σαμαράκης, πού πρόσφατα τιμήθηκε μέ τό βραβείο τών «Εύρωπαλίων» (πού τού προσπόρισε καί 600.000 δρχ.), άπάντησε σέ πρόσφατη συνέντευξή του σέ έρώτηση πού τοϋ έγινε («Νέα» - Λευτέρης Παπαδόπουλος): — Έσύ, μέ τά περισσότερα βιβλία σου μεταφρασμέ να σέ όλες τίς γλώσσες τοϋ κόσμου, καταφέρνεις νά ζείς άπό τή δουλειά σου; —Τσίμα τσίμα! Παίρνω μιά σύνταξη 17.500 δρχ., ύ στερα άπό 30 χρόνια δουλειάς στό ύπουργεϊο 'Εργα σίας. Καί συμπληρώνω τά πρός τό ζήν άπό τά βιβλία μου. Τά συγγραφικά δικαιώματα άπό τό έξωτερικό εΤναι άσήμαντα, παρά τό δτι τά βιβλία μου κυκλοφορούν σέ χιλιάδες άντίτυπα. Στήν 'Ελλάδα τά δικαιώματά μου δέν είναι εϋκαταφρόνητα. "Οπως δέν είναι καί τά δικαιώματά μου άπό τά βιβλία μου πού κυκλοφορούν σέ σοσιαλιστι κές χώρες. Γιατί σ' αύτές τίς χώρες ύπάρχει σεβασμός στό πνευματικό έργο. Ένώ στή Δύση...
Σέ χώρ€ς όπως ή “Ελλάδα «'Ενώ στή Δύση...» 'Αλλά βέβαια ό Άντώνης Σαμαράκης δέν μπορεί νά έννοεΐ όλόκληρη τή Δύση, γιατί είναι χώ ρες, δπως οί Η.Π.Α., ή Αγγλία, ή Γαλλία, οΙ ίσπανόφωνες, δπου άρκετοί συγγραφείς ζοΰν, καί μάλιστα πλού σια, άπό τά βιβλία τους. Ένώ σέ χώρες δπως ή 'Ελλάδα, μέ τούς περιορισμούς πού βάζει ή γλώσσα, ή άνάπηρη παιδεία μας, ή άστοργία τής πολιτείας στό βιβλίο, ή άσυδοσία τών έκδοτών καί ή άνεπάρκεια τοϋ νόμου περί πνευματικής ίδιοκτησίας, τά πράγματα παραμένουν σέ πρωτόγονη κατάσταση. Άπό τούς πιό πολυδιαβασμένους έλληνες συγγρα φείς καί ό Βασίλης Βασιλικός, είναι ό πρώτος πού άπό τό 1966 δήλωσε στόν τηλεφωνικό κατάλογο έπάγγελμα συγγραφέας. Ξεπερνάνε τά 50 τά βιβλία πού έγραψε (έ να νούμερο-ρεκόρ γιά έλληνα συγγραφέα) στά 30 καί
πλέον χρόνια τής γόνιμης συγγραφικής του δραστηριό τητας. Ή μοναδική φορά στή ζωή του πού κάνει κάτι άλ λο καί κερδίζει χρήματα πέρα άπό τή λογοτεχνία, είναι τόν καιρό αύτό, άπό τή θέση τοϋ άναπληρωτή γενικού διευθυντή τής ΕΡΤ —πού τή βλέπει σάν ένα διάλειμμα στή συγγραφική του πορεία. Ό Βασιλικός βεβαιώνει δτι έζησε πάντα άπό τά βι βλία του καί άπό τίς άμοιβές του γιά συνεργασίες σ' έφημερίδες —οί όποιες έγιναν κι αύτές βιβλία. Δύσκολα τά πρώτα χρόνια. Κάπως πιό άνετα τά κατοπινά. Τήν άπάνω, πάντως, βόλτα τήν πήρε τό 1968, δταν ό Κώ στας Γαβράς γύρισε σέ ταινία τό βιβλίο του «Ζ», όπότε έγινε εύρύτερα γνωστός καί στό έξωτερικό. — Θά μπορούσες νά ζείς άποκλειστικά καί μόνο άπό τά βιβλία σου, χωρίς νά γράφεις πλέον; — Κανονικά, ναί. Ά ν καί τώρα πού δουλεύω κάπου άλλοϋ, οί έκδοτες μου άποφεύγουν νά μοΰ δώσουν χρή ματα, λέγοντας δτι δέν έχω άνάγκη!
Τώ καιρώ έκείνω ... 01 συγγραφείς ήταν πάντα οί παρίες αύτοΰ τού τόπου καί τό μόνιμο πρόβλημα τών οίκογενειών καί τών φίλων τους, καθώς ζητούσαν πάντα οικονομικές ένέσεις γιά νά έπιβιώσουν. «Άν δέν μέ βοηθούσαν τ' άδέλφια μου, δέν θά είχα τήν άνεση νά γράψω», έχει πει σέ μιά παλιότερη συνέν τευξή του ό Όδυσσέας Έλύτης («Καθημερινή» - Σούλα Άλεξανδροπούλου). Είναι γνωστό δτι μερικά άπό τά πιό λαμπρά όνόματα τών γραμμάτων μας, στίς πρώτες δεκαετίες τού αίώνα, ζοΰσαν κυρίως άπό τή δημοσιογραφία καί τίς μεταφρά σεις. Καί δέν είναι καθόλου τυχαίο δτι ό πρώτος πρόε δρος τής "Ενωσης Συντακτών ήταν ό 'Ιωάννης Κονδυλάκης, ό περίφημος «Διαβάτης» τού «Εμπρός». Δημοσιογραφώντας ζοΰσαν οί Σουρής, Νιρβάνας, Παπαντωνίου, Χατζόπουλος, Παπαδιαμάντης, Μωραϊτίνης, Παλαμάς (πού έργαζόταν καί σάν γραμματέας στό Πανεπιστήμιο), Μελάς, Μυριβήλης, Βάρναλης —πού πέθανε συνταξιούχος τής "Ενωσης Συντακτών. (Καλό θά είναι νά πούμε, μέ τήν εύκαιρία, δτι άν ό τύπος τά χρόνια έκείνα βρισκόταν σ' ένα καλύτερο έπίπεδο, σέ σχέση μέ τόν σημερινό πού κυνηγάει μετά μανίας τό είκοσάρικο
χ ρ ο ν ικ ά /13
τοΰ «ευρύτερου» κοινού, είναι άκριβώς γιατί πλαισιωνό ταν άπό σπουδαία πνευματικά άναστήματα.) Γνωστό είναι Επίσης ότι ζοΰσε άπό τίς μεταφράσεις ένας μεγάλος' άριθμός λογίων. Καί άναφέρουμε Ενδει κτικά τίς περιπτώσεις τού Καζαντζάκη, τοΰ Κοσμά Πολί τη, τοΰ "Αρη ’Αλεξάνδρου. (Γιά νά Επισημάνουμε κι Εδώ τήν ποιότητα των μεταφράσεων πού Εκαναν, σε σχέση με τίς μεταφράσεις τοΰ ποδαριού πού γίνονται σήμερα.) Καί μιά καί άναφέραμε τόν Καζαντζάκη, θυμίζουμε δτι χρήματα άρκετά άρχισε νά κερδίζει άπό τά βιβλία του γύρω στό 1955 (δυό χρόνια δηλαδή πρίν πεθάνει) κι Ε πειτα άπό τό θόρυβο πού ξεσηκώθηκε με τόν «άφορισμό» πού τόν άπείλησε ή Εκκλησία. "Αλλοι Εκαναν άλλες δουλειές, δπως ό Βενέζης, πού ήταν ύπάλληλος στήν Τράπεζα τής 'Ελλάδος, ό Σκαρίμπας Εκτελωνιστής, ή δπως ό Γιώργος Ίωάννου σήμερα, πού Εργάζεται στό ύπουργεϊο Παιδείας. Πρίν φύγουμε άπό κείνα τά «ήρωικά» χρόνια, πού τώρα τά τυλίγει μιά ρομαντική άχλύ, θά πρέπει νά πούμε
Άντώνης Σαμαράκης
δτι οί άμοιβές τών λογίων πού δούλευαν σ' Εφημερίδες καί μεταφράσεις ήταν άσήμαντες. Όλοι Εχουμε άκούσει γιά τίς άθλιες συνθήκες κάτω άπό τίς όποιες ζοΰσε ό Παπαδιαμάντης, κι είναι γνωστή ή Εκφραση τοΰ Μιχαήλ Μητσάκη στό διευθυντή τοΰ «"Αστεως»: «Έν τή παλά μη καί είτα τό χειρόγραφον!» Είχαμε βέβαια νά κάνουμε μέ δύσκολα χρόνια. Δέν προλάβαινε νά συνέλθει ό τόπος άπό μιά συμφορά καί τόν Εβρισκε άλλη. "Ασε τό σύνδρομο άπό τήν τούρκικη σκλαβιά. ΟΙ περιπέτειες βέβαια είχαν καί τό θετικό τους. ’ Ηταν ίσχυρά Ερεθίσματα γιά πνευματική δημιουργία πού, στό βαθμό πού πραγματώθηκε, πέρασε άπό συμπληγάδες ώσπου νά φτάνει στό κοινό. Δέν είναι τυχαίο δτι ό Ρίτσος άρχισε ν' άγκαλιάζεται άπό τό μεγάλο κοινό κυρίως μετά τήν πτώση τής δικτα τορίας. Καί δέν θά πρέπει νά παραγνωρίσουμε τόν ρόλο πού Επαιξε στή δημοτικότητά του τόσο ή άγωνιστική του συνέπεια, δσο καί ή μελοποίηση τής ποίησής του
14/χρονικά άπό τόν Μίκη Θεοδωράκη. Ή μουσική δουλειά τού τε λευταίου βοήθησε τό ίδιο στη δημοτικότητα τοΰ Έλύτη καί του Σεφέρη.
Πόσα κερδίζουν καί ποιοι Πόσα μπορεί νά κερδίζει σήμερα ένας συγγραφέας άπό τά βιβλία του καί ποιοι είναι έκεΐνοι πού μπορούμε νά πούμε δτι ζοΰνε άπό τά βιβλία τους; Άπό τίς συνομιλίες μας μέ διάφορους ύπεύθυνους έκδοτικών οίκων καί συγγραφείς συνάγεται δτι υπάρχει ένας άριθμός έλλήνων λογοτεχνών πού κερδίζει άπό 50-100 χιλιάδες τό μήνα. "Αλλοι σταθερά, άλλοι μέ αύξομειώσεις, άνάλογα μέ τήν έπιτυχία τών νέων βιβλίων τους ή τό «ξαναζωντάνεμα» κάποιου παλιού τους άπό κά ποιο γεγονός (μεταφορά στόν κινηματογράφο ή τήν τη λεόραση, ή κάποιο βραβείο). 'Ανάμεσα σ' αύτούς πρέπει νά είναι κατ' άρχήν οΐ κληρονόμοι λογοτεχνών, δπως ό Καζαντζάκης, ό Βάρναλης, ό Σεφέρης, ό Τσίρκας. Καί άπό τούς έν ζωή: Ρίτσος, Έλύτης, Βασιλικός, Σαμαράκης, 'Αλεξίου, Σκαρίμπας, Ίορδανίδου, Σωτηρίου, Ίωάννου, Φωτιάδης, Ταχτσής, φραγκιάς, Κουμανταρέας, Δούκα.
Στά χέρια τοΰ εκδότη Ό έκδοτης, δηλαδή ό ένδιάμεσος μεταξύ συγγραφέα καί άναγνώστη, είναι τό «άναγκαϊο κακό», άπότή στιγμή πού ό συγγραφέας δέν άποφασίζει νά ριχτεί ό ίδιος στήν περιπέτεια τής έκδοσης καί, κυρίως, τής διάθεσης τοΰ ή τών βιβλίων του. Κι έχουμε έδώ τήν περίπτωση τού καλού συγγραφέα καί άγωνιστή Θέμου Κορνάρου (μακαρίτη τώρα), πού άποφάσισε λίγο πρίν τή δικτατο ρία νά βγάλει μόνος του τά βιβλία του γιά νά φτάσουν φτηνά στόν κόσμο. Έμπλεξε δμως μέ τυπογραφεία καί βιβλιοπωλεία (οΙ πρώτοι νά τοΰ παίρνουν καί οί δεύτε ροι νά μήν τοΰ δίνουν χρήματα) καί στό τέλος βγήκε τό σο χρεωμένος ώστε χρειάστηκε νά δουλεύει σ' άλλες δουλειές (άσφαλιστής κλπ.) ως τό τέλος τής ζωής του γιά νά ξεχρεώσει. "Ενας δεύτερος τρόπος είναι νά πληρώσει έναν έκδο τη, ό όποιος στή συνέχεια θά διαθέσει τό ή τά βιβλία γιά λογαριασμό τοΰ συγγραφέα —κατά κανόνα χωρίς Ιδιαί τερο ζήλο καί χωρίς έντυπωσιακά άποτελέσματα. 'Απομένει ή τρίτη λύση —άπό τή στιγμή πού ύπάρχει ένας έκδοτης πρόθυμος νά βγάλει μιά δουλειά—, πού εί ναι καί αύτή στήν όποία έπιμένουμε περισσότερο έδώ. Πολλά ένδιαφέροντα πράγματα άκούστηκαν στό πρόσφατο 3ο Συνέδριο Βιβλίου πού έγινε στό Ζάππειο, μεταξύ άλλων καί γιά τίς σχέσεις έκδότη-συγγραφέα. Μεταφέρουμε άπό τήν είσήγηση τοΰ εκδότη Μπάμπη Γραμμένου: «Έδώ παίζεται τό προαιώνιο παιχνίδι τοΰ δυνατού καί τοΰ άδύναμου. "Οταν ό συγγραφέας είναι δυνατός, δηλαδή άνομα, έπιβάλλει τούς όρους του στόν έκδοτη, όταν ό συγγραφέας είναι άδύναμος, δηλαδή δέν έγινε άκόμα άνομα, οί όροι άντιστρέφονται». Ποιό είναι τό ποσοστό πού είσπράττει ό έλληνας συγγραφέας άπό τή διάθεση τοΰ βιβλίου του; Ό Μπ. Γραμμένος, άλλά καί άλλοι συνάδελφοί του, μάς βε βαιώνουν ότι κινείται μεταξύ 10-15%, καί τό κρίνουν άρκετά ικανοποιητικό, δεδομένου ότι στήν Ευρώπη καί στήν 'Αμερική ξεκινά άπό 6% γιά νά μήν ύπερβεΐ ποτέ τό 9%.
Έ λεγχος άντιτύπων καί κλεψίτυπα
'Αλλά άς δώσουμε ξανά τό λόγο στόν Μπάμπη Γραμμέ νο, γιά νά μάς μιλήσει γιά ένα άλλο καίριο θέμα, πού έρ χεται σάν συνέχεια τοΰ προηγούμενου: «Μιά δεύτερη καί μόνιμη αίτία πού δημιουργεί άγεφύρωτο χάσμα έμπιστοσύνης άνάμεσα στό συγγραφέα καί τόν έκδοτη είναι ή έλλειψη ένός σταθερού, δοκιμα σμένου καί ΰποχρεωτικοϋ γιά όλους τούς έκδότες τρό που άρίθμησης τών άντιτύπων, ώστε νά μήν παρατηρεΐται ή σχεδόν γελοία κατάσταση όπου ένας ήλικιωμένος καί άνήμπορος κάποτε συγγραφέας σύρεται κυριολεκτι κά στό βιβλιοδετείο γιά νά μετρήσει καί νά ύπογράψει τά άντίτυπα τοΰ βιβλίου του. Μιά κατάσταση πού μειώ νει ήθικά τόν έκδότη, πού είναι σά νά τοΰ λέει κατάμου τρα ό συγγραφέας ότι δέν τοΰ έχει έμπιστοσύνη,καί τόν συγγραφέα πού ύποχρεώνεται νά διασφαλιστεί μ' έναν τρόπο πού ξέρει ότι θίγει τήν προσωπικότητα τοΰ άλ λου». Καί ό Μπ. Γραμμένος καταλήγει μέ μιά πρόταση πού όδηγεί στή λύση τοΰ προβλήματος (λύσεις ύπάρχουν, άλλά ποιος θά τίς έφαρμόσει;): «Μ' έναν κωδικό άριθμό καί μ’ ένα σύστημα άρίθμησης πού διεθνώς όνομάστηκε Άι-Ές-Μπί-Έν (ISBN), οί ευρωπαϊκές χώρες έλυσαν μιά γιά πάντα τό πρόβλημα τόσο τής κατοχύρωσης τής άποκλειστικότητας τοΰ βιβλίου, όσο καί τής κατοχύρω σης τοΰ συγγραφέα γιά τόν άριθμό τών άντιτύπων πού τυπώνονται καί πωλοϋνται». Γιατί έκτός τών άλλων ύπάρχει καί ή γάγγραινα τής κλεψιτυπίας, πού στό Ιδιο συνέδριο άνάπτυξε ένας άλ λος έκδοτης, ό Γιώργος Δαρδανός: «Κάθε βιβλίο πού γί νεται "μπέστ-σέλερ” κυκλοφορεί παράνομα. Καί ένδεικτικά άναφέρω τήν περίπτωση τής κυκλοφορίας τών βι βλίων τοΰ Καζαντζάκη, τοΰ Σαμαράκη, τοΰ Χατζή, τοΰ Παλαμά, τοΰ Ρίτσου, τοΰ Βάρναλη, πολλά άγγλικά βι βλία, πού τύπωνε παράνομα άκόμα καί κομμωτής! Άπό τά στοιχεία πού έχουμε, οί περιπτώσεις κλεψιτυπίας ξε περνούν τίς 110 τό χρόνο. Ή ζημιά γιά τόν έκδότη καί τόν συγγραφέα είναι δι πλή. Είναι ΰλική άλλά κύρια ήθική, γιατί τό κλεψίτυπο έργο είναι κακοτυπωμένο· καί θά φέρω έδώ τό παρά δειγμα τής κλεψιτυπίας πού έγινε στά βιβλία τοΰ Έλύτη τών έκδόσεων "Ίκαρος'', όταν πήρε τό Νόμπελ». Ή κλεψιτυπία θά μπορούσε σίγουρα νά κατασταλεΐ μ' έναν πιό αύστηρό νόμο, μιά καί ό σχετικός νόμος τοΰ 1929 όρίζει σάν άνώτατη ποινή τούς 3 μήνες, μέ δι καίωμα έξαγοράς, έφεσης ή άναστολής, ένώ άν κάποιος κλέψει ένα ζευγάρι παπούτσια μπορεί νά δικαστεί πολύ περισσότερο. Ά ν τώρα στά όσα παραθέσαμε προσθέσουμε καί τό γεγονός ότι οί συγγραφείς δέν έχουν κάποιο δικό τους ταμείο γιά συνταξιοδότηση καί ίατρική περίθαλψη (τό πρώτο γίνεται κατ' έπιλογήν άπό τό ύπουργεΐο Πολιτι σμού καί τό δεύτερο, πάλι κατ' έπιλογήν, άπό τό ύπουργεϊο Κοινωνικών Υπηρεσιών) θά έχουμε ίσως μιά πλή ρη είκόνα γιά τή μοίρα τών άνθρώπων τοΰ λόγου στόν τόπο μας. Καί γιά νά καταλήξουμε κάπου: θά χρειαστούν πολλά άκόμα, γιά νά ποΰμε ότι έχουμε στήν Ελλάδα συγγρα φείς πού ζοΰνε άποκλειστικά άπό τό έργο τους. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΚΙΩΝΗΣ
15
Όνορέ ντέ Μπαλζάκ Ή πολυτάραχη κ α ί γεμάτη αντιφάσεις ζωή του Μπαλζάκ είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη μέ την ιστορία των έργων του. Ό συγγραφέας δικαιώνει κ α ί καταξιώνει τόν άνθρωπο Μ παλζάκ μ έ την άξεπέραστη προσφορά του στην πνευματική κληρονομιά του ανθρώπινου γένους, τήν « ’Α νθρώπινη κωμωδία». Ή λεπτομερειακή κ α ί ρεαλιστική καταγραφή των «τύπων» τής εποχής του, των ήθών καί των εθίμων πού κυριαρχούσαν στήν παρισινή ζωή κ α ί στήν επαρχία, καθώς κ α ί των δρωμένων στόν πολιτικό χώρο - συμμετείχε κι ό ίδιος στά 1832 - είναι ή άπτή άπόδειξη τού μεγάλου έργου πού άφησε πίσω του ό όραματιστής Μπαλζάκ. 'Ένα έργο πού άλλαξε τή μορφή, επηρέασε βαθιά κ α ί σφράγισε τό μυθιστόρημα των μέσων τού 19ου αί. Τό οικοδόμημα τού Μπαλζάκ, στέρεα θεμελιωμένο, παραμένει μέχρι τις μέρες μας σύγχρονο. Κ α ί γιατί όχι; Μήπως, έκτοτε, άλλοιώθηκαν ιδιαίτερα τά ανθρώπινα χαρακτηριστικά;
Ό Μπαλζάκ περίπου 33 έτών
76 /α φ ιέρ ω μ α
Olivier Dugorce
Μπαλζάκ: ή ζωή καί τό έργο του Σ’ αύτές τίς εύφορες κοιλάδες γεννήθηκε ό Ντεκάρτ, ό Ραμπελαϊ καί άλλες μεγαλοφυΓες. (Στενι) ΤΗταν χαριτωμένο παιδί: τό κέφι του, τό καλογραμμένο καί χαμογελαστό του στό μα, τά μεγάλα καστανά του μάτια, γλυκά κι άστραφτερά μαζί, τό πλατύ του μέτω πο, τά πλούσια μαύρα μαλλιά του τόν έ καναν νά ξεχωρίζει, δταν μάς πήγαιναν περίπατο. (Λώρα Συρβίλ, Μ παλζάκ, ή ζωή κ α ί τό έργο του, Παρίσι, 1858)
Οίγονείς τοΰ Όνορέ, Μπερνάρ-Φρανσοοά Μπαλζάκ καί Άν-Σαρλότ-Λώρ Σαλλαμπιέ
1797 Ό Μπερνάρ-Φρανσουά Μπαλζάκ, πού ώς τό 1776 τό όνομά του εί ναι Μπάλσα, παντρεύεται τήν Άν-Σαρλότ-Λώρ Σαλλαμπιέ. Ε κείνος είναι 51 χρόνων, έκείνη 19.
1798 Γέννηση τοΰ πρώτου παιδιού, πόύ πεθαίνει σύντομα.
1799 Τήν 1η Πραιριάλ τοΰ έτους VII (20 ΜαΓου) γεννιέται στήν Τούρ ό Ό νορέ ντέ Μπαλζάκ.
1800 Γέννηση τής Λώρ-Σοφί, κόρης τοΰ Μπερνάρ-Φρανσουά Μπαλζάκ.
1802 Γέννηση τής Λωράνς, κόρης τοΰ Μπερνάρ-Φρανσουά ντε' Μπαλ ζάκ, πού ώς τό 1814 θά είναι διαχειριστής στό Γενικό Νοσοκομείο τής Τούρ.
1807 Ό Ό νορέ ντέ Μπαλζάκ στό κολέγιο Βαντόμ. Γέννηση τοΰ Ά νρίΦρανσουά ντέ Μπαλζάκ, τοΰ όποίου πραγματικός πατέρας θεωρεί ται ό Ζάν ντέ Μαργκόν (1780-1858).
Οί μαθητές έμπαιναν στό κολέγιο καί έβγαιναν πιά δταν είχαν τελειώσει τίς σπουδές τους. Ε κ τό ς άπό τούς περίπα τους μέ τή συνοδεία μοναχών, δλα τά άλ λα ήταν ύπολογισμένα έτσι ώστε νά ύπάρχει στό οίκημα μοναστηρίσια πει θαρχία. (...) ΟΙ τιμωρίες πού είχαν έφευρεθεΐ άπό τούς 'Ιησουίτες, τρομακτικές τόσο στό σώμα δσο καί στήν ψυχή, ίσχυαν δλες, δπως στό παλιό πρόγραμμα. (ΛουίΛαμπέρ, ^.ΛΓ.,Παρίσι, La Pleiade, τ. X , 1950, σ. 36) Ά π ό τό πολύ διάβασμα, ή δυνατότητά του (τοΰ Λουί Λαμπέρ) νά άπορροφά ιδέες είχε πάρει άξιοπερίεργες διαστά σεις: τό μάτι του άγκάλιαζε έφτά μέ δχτώ άράδες μονομιάς, καί τό πνεύμα του κα ταλάβαινε τό νόημά τους μέ μιά ταχύτη τα δμοια μέ τήν ταχύτητα τής ματιάς του· συχνά μιά μόνο λέξη τού άρκοΰσε γιά νά ρουφήξει τό χυμό όλόκληρης τής φράσης. (...) Τέλος είχε κάθε λογής μνή μες: τή μνήμη τών τόπων, τή μνήμη τών όνομάτων, τών πραγμάτων καί τών μορ φών. (Λουί Λαμπέρ, Α .Κ., L a Pleiade, τ. X, 1950, σ. 357) Τό Παρίσι είναι ένας πραγματικός ώκεανός. Προσπαθήστε νά τό βυθομετρήσετε· δέ θά μάθετε ποτέ τό βάθος του. Γυρίστε το άπό τή μιάν άκρη στήν άλλη, περιγράψτε το. Μ’ δση φροντίδα κι άν τό κά νετε, δσο πολλοί καί παθιασμένοι κι άν
α φ ιέ ρ ω μ α /17 είναι οί Εξερευνητές αύτής τής θάλασσας, πάντα θά ύπάρχει ένας τόπος παρθένος, ένα άντρο άγνωστο, λουλούδια, μαργαρι τάρια, τέρατα. Κάτι άνήκουστο καί κάτι ξεχασμένο άπό τούς διάφορους βου τηχτές της φιλολογίας. ( Ό μπαρμπα-Γκοριό, Α.Κ., La Pleiade, τ. II, 1971, σ. 856)
1813 Ό Μ π. ά φ ή νει Ενα χ ρ ό ν ο τό σ χ ο λείο κα ί μένει στό σπ ίτι το υ , γιά νά συνέλθει ά π ό τού ς πυ ρ ετούς κα ί μιά ά διαθεσία πο ύ ε ίχε «τά σ υ μ π τώ ματα κώ ματος» (καί θά ό φ ειλ ό τα ν τό σ ο σ τό ύ π ε ρ βο λ ικό διά β α σμ α δ σ ο κα ί σ τη ν Ελλειψη σ ω μ α τικ ής άσκησης).
1813-1814 Ό Μ π. σ τό ο ικοτρ οφ είο Γ κ ά ν σ ερ , σ τό Π α ρ ίσι. Π α ρ α κο λ ο υθ εί μ α θήματα σ τό Κ ολ έγιο Κ α ρ λο μ ά γ νο ς. Ό Μ π ερ νά ρ -Φ ρ α νσο υ ά Μ π αλ ζά κ διορ ίζεται διευθ υντή ς Ε πισιτισμού στό Π αρίσι.
1814 1815 Ό Μ π . σ τό οικοτρ οφ είο Λ επίτρ , κ ι Επειτα π ά λ ι στό ο ικοτροφ είο Γ κάνσερ.
1816 Ό Μ π . Εργάζεται στό γρ α φ είο το ύ δικ η γ ό ρ ο υ Γ κ ιγιο νέ-Μ ερ β ΐλ . Γράφεται στή Ν ομ ικ ή Σ χο λ ή .
1818 Ε το ιμ ά ζε ι μιά Πραγματεία περί τής άθανασίας τής ψυχής.
1819 Ό Μ π. Ε γκαταλείπει τά νομ ικά κα ί ά φ ο σιώ νετα ι στή λο γο τεχν ία . Σ υνθέτει μ ιά π εντά π ρ ακ τη Εμμετρη τρ α γω δ ία , τό ν Κρόμβελ. Δ ια β ά ζει Ν τεκά ρ τ, Μ α λ μ πρ ά νς, κ α ί Επηρεάζεται βαθιά ά π ό τ ή ν ύ λισ τική σκέψη τού Ι Η ' αΙώνα. Δ ά σκ α λ ο ί το υ είναι ό Χ ιο ύ μ , ό Λ όκ, ό Κ οντιλλάκ.
1820 Ή Δ ώ ρ α πα ντρ εύ ετα ι τό μ η χα νικ ό Ε ύγέν ιο Μ ιντύ ντέ λ ά Γ κρενερα ί πο ύ π α ίρ νει τό όνομ α τη ς μ η τέρ α ς το υ , Σ υρ β ίλ . Ό Μ π. γρ ά φ ει τό Στενί, ή Φιλοσοφικά σφάλματα, π ο ύ τό ά φήνει άτέλειω το,
Ό Μ π. δ η μοσ ιεύει τή ν Κληρονόμο τοΰ Μπιράγκ, μέ τό ψ ευδώ νυμ ο Λ ό ρ δος Ρ ' Ό ν , καί σέ σ υ νεργα σ ία μέ τό ν Α ύγ ο υσ το Λ επουατεβέν. Μ έ τό ν ίδιο συ νεργά τη κα ί τό Ιδιο ψ ευδ ώ νυμ ο δ η μο σ ιεύει κα ί τά : Ζάν-Λουί ή Έκθετη κόρη κ α ί Κλοτίλδη ντέ Λουζινιάν ή V ώραϊος 'Εβραίος. Μ έ τό ψ ευδώ νυμ ο Ό ρ ά τ ιο ς ντέ Σ α ίν τ-Ώ μ π έ ν κυ κ λ ο φ ο ρούν ή 'Εκατονταετία κα ί ό ’Ε φημέριος τώ ν Άρδεννών. Τ ό δεύτερο κα τά σχετα ι άμέσ ω ς.
Τά βάσανα πού είχα δοκιμάσει στό σπίτι μου, στό σχολείο, στό κολέγιο, τά ξαναβρήκα σέ νέα έκδοση στό οικοτροφείο Λεπίτρ. (...) Παιδί στό σώμα καί γέρος στό μυαλό, είχα τόσο διαβάσει, τόσο στο χαστεί, ώστε τή στιγμή πού θά άρχιζα νά άντιλαμβάνομαι τίς ύπουλες δυσκολίες πού κρύβουν τά μονοπάτια τής ζωής καί οί άμμουδεροί δρόμοι τών πεδιάδων της, ήξερα κιόλας, μεταφυσικά, τίς κορυφές της. (Τό κρίνο στην κοιλάδα, Παρίσι, έκδ. Gamier, 1971, σ. 13) Ό τάφος μπορεί νά είναι τό δεύτερο λί κνο τού άνθρώπου, ποιος ξέρει; Οί λέξεις είναι τό νόμισμα τών πραγμάτων. (Πραγματεία περί τής αθανασίας τής ψυ χής, άπόσπ. 6) Έ μενα τότε σ' ένα μικρό δρόμο, πού δέ θά τόν ξέρετε, στήν όδό Λαντιγκιέρ. (...) Έ να μόνο πάθος μπορούσε νά μέ άποσπάσει άπό τίς μελέτες μου, μά μήπως κι αύτό δέν ήταν μελέτη; Πήγαινα καί πα ρατηρούσα τά ήθη τής γειτονιάς, τούς κατοίκους, τούς χαρακτήρες τους. (...) Σέ μένα ή παρατήρηση είχε γίνει κιόλας κά τι σά διαίσθηση, διαπερνούσε τήν ψυχή χωρίς νά παραμελεί τό σώμα, ή μάλλον μέ τόση ταχύτητα συλλάμβανε τίς Εξωτε ρικές λεπτομέρειες πού άμέσως προχω ρούσε πιό πέρα· μού έδινε τή δυνατότητα νά ζήσω τή ζωή τοΰ άτόμου πού παρατη ρούσα, καθώς μού έπέτρεπε νά μπώ στό πετσί του, σάν τό δερβίση στις Χ ίλιες κα ί μιά νύχτες, πού έπαιρνε τό σώμα καί τήν ψυχή τών άνθρώπων πού πάνω τους πρόφερε όρισμένα λόγια. (...) Πού όφείλω αύτό τό χάρισμα; Είναι μιά δεύτερη όρα ση; Είναι μιά άπό τίς Ικανότητες πού ή ύπερβολή τους όδηγεΐ στήν τρέλα; Ποτέ δέν έψαξα νά βρώ τήν αίτια αύτής τής δύναμης. Τήν κατέχω, τή χρησιμοποιώ, τίποτε άλλο. (Φααίνο Κάν, Α.Κ., Λωζάννη, έκδ. Ren contre, τ. X., 1959, σ. 241-242) Τίποτε δέν μπορεί νά μέ άναγκάσει νά άκολουθήσω δ,τι άκολούθησε ό πατέρας μου, άν δέν έχω πεισθεϊ μόνος μου (...) τί ποτε στή φύση δέ μάς άποκαλύπτει «δα σκάλους», άνάμεσα στούς ίσους μας. Πές μου! "Αν κάποιος είχε σκοτώσει τόν πρώ το πού φώναξε «Ύπακοή!» δέ θά είχε δί(Στενί, Γράμμα XXIX)
18! α φ ιέρ ω μα Ένα άπό τά πρώτα γνωστά πορτρέτα τοβ ΜΚαλζάκ. 'Αποδίδεται στον Αχιλέα Ντεβεριά
1823 Συνδέεται μέ τή Λώρα ντύ Μπερνύ, πού γεννήθηκε τό 1777. Ή τε λευταία νεράιδα ή Τό νέο θαυματουργό λυχνάρι.
1824 Π ερί τοϋ δικαίου της πρωτοτόκιας, ’Α ντικειμενική ιστορία των Ιη σουιτών, έργα δημοσιευμένα άνώνυμα.
1825 Συνδέεται μέ τή δούκισσα ντ’ Ά μπραντές. Δημοσιεύει τό ΒάνΚλόρ, στήν άρχή άνώνυμα καί έπειτα μέ τήν ύπογραφή Ό ράτιος ντέ Σαίντ-Ώμπέν.
1826 Ό Μπ. έκδοτης.
1828 Οικονομική καταστροφή. Ή έταιρεία χυτηρίου τυπογραφικών στοι χείων διαλύεται.
1829 Συχνάζει σέ κοσμικά καί φιλολογικά σαλόνια. Τό Μάρτιο δημο σιεύει μέ τό όνομα Ό νορέ Μπαλζάκ τό μυθιστόρημα Ό τελευταίος Σουάνος ή Ή Βρετάνη τό 1800. 19 ’Ιουνίου: θάνατος τοΰ Μπερνάρ-Φρανσουά Μπαλζάκ. Φυσιολο γία τοϋ γάμου.
1830 Άρθρογραφεΐ σέ διάφορες έφημερίδες. Ταξιδεύει μέ τήν κ. ντέ Μπερνύ στήν περιοχή τοΰ ποταμού Λουάρ. Δημοσιεύει σέ περιοδι κά καί έφημερίδες πολλά διηγήματα, καί άνάμεσά τους τό Γκόμπσεκ, πού θά τά συγκεντρώσει σ’ έναν τόμο μέ τίτλο: Σκηνές τής ιδιωτικής ζωής, τοΰ κ. Μπαλζάκ. Συνδέεται μέ τήν ’Ολυμπία Πελισιέ, άργότερα κυρία Ροσίνι.
1831 Κοσμική ζωή. Ταξίδια στό Σασέ, στή Άνγκουλέμη. Τό Μαγικό δέρμα (θά έπανεκδοθεΐ μαζί μέ άλλα διηγήματα στόν τόμο Μυθιστο ρήματα κ α ί διηγήματα φιλοσοφικά), Τό άγνωστο άριστούργημα.
Ό Λάιμπνιτς ύποστηρίζει δτι δλη ή Ιδεα τή μάζα είναι συντεταγμένη μέσα στή φύ ση κι δτι αύτή ή άλυσίδα πάει άπό τό πιό άναίσθητο στό πιό εύαίσθητο. Τά μάρμα ρα, λέει, άκριβώς έπειδή γεννιούνται καί μεγαλώνουν, έχουν ιδέες, άλλά έξαιρετικά συγκεχυμένες. Θά είμαι μάρμαρο, πα θητικός μέσα στή ζωή. Ό πο ιο ς πληγωθεί πάνω μου, θά μέ καταραστεΐ, δποιος είναι κουρασμένος, θά καθίσει καί θά μ' εύλογήσει. "Αν μέ λειάνουν καί μέ βάλουν ψηλά σέ μιά κολόνα γιά στολίδι, θά μεί νω έκεΐ· άν μέ χρησιμοποιήσουν γιά τήν κατασκευή ένός στάβλου, θά μείνω, τό Ι διο άναίσθητος στίς βρισιές καί στίς εύεργεσίες. ’Αντίο, ό ρόλος μου άρχίζει. (Στήν κ. ντέ Μπερνύ, 'Απρίλιος 1822. Αλληλογραφία, τ. I, Παρίσι, 1960) Ναί, άπό τίς τετρακόσιες χιλιάδες έντιμες γυναίκες πού διαλέξαμε τόσο προσεκτικά άνάμεσα άπό δλα τά εύρωπαϊκά κράτη, δς εύελπιστοΰμε πώς μόνο ένας μικρός άριθμός, οί τρακόσιες χιλιάδες, δς πούμε, θά είναι άρκετά διεστραμμένες, άρκετά χαριτωμένες, άρκετά άξιολάτρευτες, άρ κετά μαχητικές γιά νά ύψώσουν τό λάβα ρο τοΰ ΕΜΦΥΛΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ. Στά δπλα, λοιπόν, στά δπλα! (Φυσιολογία τοϋ γάμου, Παρίσι, Α.Κ ., La Pleiade, τ. X, 1950, σ. 810) (...) Έ νιω θα τίς σκέψεις μου νά μεγαλώ νουν, σάν τό ποτάμι πού κοντά στή θά λασσα γίνεται άπέραντο. "Ω! νά κάνεις μιά ζωή Μοί'κανοΰ, νά τρέχεις στά βρά χια, νά κολυμπάς στή θάλασσα, ν’ άναπνέεις τόν καθαρό άέρα, κάτω άπό τόν ή λιο! *Ώ! πόσο κατάβαθα ένιωσα τόν ά γριο! Ώ ! πόσο θαυμάσια κατάλαβα τούς κουρσάρους, τούς τυχοδιώκτες, τίς παρά νομες ζωές! (...) Ώ ! δταν βλέπεις αύτό τόν ώραΐο ούρανό, μιά τέτοια ώραία νύχτα, σου έρχεται νά ξεκουμπωθείς καί νά ούρήσεις στό κεφάλι δλων τών έστεμμένων. (Στό Βίκτορα Ρατιέ, 21 ’Ιουλίου 1830)
α φ ιέρ ω μ α /19 Είναι γνωστό ότι ό καλλιτέχνης, είτε έχει κατακτήσει τή δύναμή του μέ τήν άρνη ση μιας ίδιότητας κοινής σ’ δλους τούς άνθρώπους, είτε χρησιμοποιεί μιά δύνα μη πού προέρχεται άπό μιά παραμόρφω ση τοΰ έγκεφάλου (...) δέν ξέρει ούτε ό ί διος τό μυστικό τής έξυπνάδας του. ’Ενεργεί ύπό τό κράτος όρισμένων περι στάσεων πού ή συγκέντρωσή τους άποτελεΐ μυστήριο. Δέν άνήκει στόν έαυτό του. Είναι παιγνίδι μιας έξαιρετικά Ιδιό τροπης δύναμης. (...)Ή σκέψη είναι κατά κάποιον τρόπο κάτι άντίθετο στή φύση. {Καλλιτέχνες, δημοσιευμένο στό Σιλουέτ, 1830. Άπαντα, Γαλλική Λέσχη τοΰ Βι βλίου, τ. XIV, σ. 964-969)
χήρα too στρατηγού Ζονό
1832 28 Φεβρουάριου: πρώτο γράμμα τής Ξένης (Εδας Χάνσκα). Συντάσσεται μέ τό κόμμα τών νομιμοφρόνων. Φλερτάρει τήν κ. ντέ Καστρί, πού δέν ένδίδει. Πολλές δημοσιεύσεις σέ περιοδικά. Ιούνιος: Τόν καιρό τών ταραχών πάει στό Σασέ. Δημοσιεύει τή Βιογραφική σημείωση γιά τό Λ ο υ ί Λαμπέρ.
1833 Συνδέεται μέ τή Μαρία ντύ Φρεναί. Συναναστρέφεται μέ βαρονέσσες καί μαρκησίες (Φίτζ-Τζέιμς, Ρότσιλντ). Συνάντηση μέ τήν κυ ρία Χάνσκα στό Νιουσατέλ. ’Ε παρχιακός γιατρός. 'Υπογράφει τό συμβόλαιο γιά τίς Μ ελέτες ήθών τό Ι Θ ' αιώνα, σέ τρεις σειρές: Σκηνές τής ιδιωτικής ζωής, Σκηνές τής έπαρχιακής ζωής (δπου καί ή Ευγενία Γκραντέ), Σκηνές τής παρισινής ζωής.
1834 26 Ίανουαρίου στή Γενεύη, ή «άξέχαστη μέρα» μέ τήν κ. Χάνσκα. 4 ’Ιουνίου: γέννηση τής Μαρίας ντύ Φρεναί, πιθανόν κόρης τοΰ Μπαλζάκ. Φιλοσοφικές μελέτες, μέ πρόλογο τοΰ Φελίξ Νταβέν.
Θυμάμαι έντονα μέ τί άνείπωτη εύχαρίστηση διάβαζα τίς σελίδες δπου περιγρά φει τό μαγαζί τοΰ παλαιοπώλη (στό Μ α γικό δέρμα). Αύτή ή περιγραφή θά είναι πάντα γιά μένα ένα άπό τά καλύτερα πα ραδείγματα πλαστικότητας. Έ να άλλο κομμάτι τοΰ βιβλίου πού μέ μάγεψε μέ τή δεξιοτεχνία του είναι ό διάλογος στό συμπόσιο, δπου ό Μπαλζάκ, χρησιμο ποιώντας μονάχα φράσεις άσύνδετες, κουβέντες τοΰ κρασιοΰ, ζωγραφίζει πρό σωπα καί χαρακτήρες μέ άξιοθαύμαστη άκρίβεια. (Μαξίμ Γκόρκι, Γράμμα στή Βέρα Στάρκοφ, γιά μιά διάλεξη στήν Εταιρεία τών Φίλων τοΰ Μπαλζάκ) Σχετικά μέ τόν Μπαλζάκ, σέ συμβου λεύω νά διαβάσεις τά έργα του Τό άγνω στο αριστούργημα καί Ή συμφιλίωση τοΰ Μέλμοθ. Πρόκειται γιά δυό μικρά άριστουργήματα, γεμάτα μέ μιά έξαίσια είρωνεία. (Κάρλ Μάρξ, Γράμματα στόν Ένγκελς, 25 Φεβρουαρίου 1867)
1835 Ό μπαρμπα-Γκοριό, Τό κορίτσι μ έ τά χρυσά μάτια, Ή συμφιλίωση τοΰ Μέλμοθ, Τό συμβόλαιο γάμου. Συνδέεται μέ τή Σάρα Λόβελ, κόμισσα Γκουιντομπόνι-Βισκόντι. Ταξίδι στή Βιέννη γιά νά συναντήσει τήν κ. Χάνσκα. Επισκέπτεται τό πεδίο μάχης τοΰ Βάγκραμ.
Δέν είμαι οΰτε άνθρωπος, ούτε άγγελος, ούτε διάβολός. Είμαι ένα είδος φιλολογι κής μηχανής· έχω άποκτηνωθέΐ άπό τή δουλειά. (Στό Σαμυέλ-’Ανρί Μπερτού, 18 Αύγούστου 1831. ’Α λληλογραφία, τ. V, σ. 814)
1836 Τό κρίνο στην κοιλάδα, Ή άπαγόρευση. Γέννηση, στίς 29 Μαϊου, τοΰ Λιονέλ-Ρισάρ Γκουιντομπόνι-Βισκόντι, πιθανόν γιου τοΰ Μπ. Ταξίδι στήν ’Ιταλία. ’Αρχίζει νά δημοσιεύει τά Άπαντα τοΰ Όράτιου ντέ Σαίντ-’Ωμπέν. Θάνατος τής κ. ντέ Μπερνύ.
1837 Τό πορτρέτο τοΰ Μπαλζάκ μέ ράσο μοναχοΰ, έργο τοΰ Λουί Μπουλανζέ, παρουσιάζεται στό Σαλόνι τήν 1η Μαρτίου. Ταξίδι στήν ’Ιταλία καί έπιστροφή μέσω Ελβετίας (ΦεβρουάριοςΜάιος). Δημοσίευση τής Γεροντοκόρης. Καίσαρας Μ πιροττώ· πρώτο μέρος (Δυό ποιητές) άπό τά Χαμένα όνειρα. Στίς 16 Σεπτεμβρίου άγοράζει στίς Σέβρ τό σπίτι Ζαρντί.
Μέ τό βαθύ του ένστικτο τής πραγματι κότητας, ό Μπαλζάκ κατάλαβε δτι στή σύγχρονη ζωή, πού ήθελε ν’ άπεικονίσει, κυριαρχούσε ένα μεγάλο γεγονός, τό χρήμα. Έ τσ ι, στό Μ αγικό δέρμα είχε τήν τόλμη νά μάς δείξει έναν έρωτευμένο πού άνησυχεΐ δχι μόνο γιά τό άν μπόρεσε νά συγκινήσει τήν καρδιά τής άγαπημένης του, άλλά καί γιά τό άν θά τόν φτάσουν τά λεφτά του νά τής πληρώσει τό άμάξι. Αύτή ή τόλμη είναι ίσως ή μεγαλύτερη πού θά μπορούσε νά έπιτρέψει στόν έαυ τό του ένας λογοτέχνης, καί θά ήταν άρκετή γιά νά χαρίσει τήν άθανασία στόν
2 0 ! α φ ιέρω μα 1838 Διαμονή στό Ίσουντέν (στό σπίτι τής φίλης του Ζύλμα Καρρώ), καί στό Νουάν (στό σπίτι τής Γεωργίας Σάνδη). Ταξίδι στή Σαρδηνία καί τήν ’Ιταλία. Θάνατος τής δούκισσας ντ’ Άμπραντές. Ή Ανώτερη γυναίκα (Οί ύπάλληλοι), Ό οίκος Νυσενζέν, Ή τορπίλλη.
Μπαλζάκ. Ή κατάπληξη ήταν Εντονη καί οί αύστηροί τη ρητές των φιλολογι κών κανόνων άγανάκτησαν μέ τήν παρα βίασή τους. (Θεόφιλος Γκωτιέ, ’Ονορέ ντε Μ παλζάκ, ή ζωή κ α ίτό έργο του, Βρυξέλλες, 1858)
1839 Συλλογή Αρχαιοτήτων, τό δεύτερο μέρος άπό τά Χαμένα δνειρα, Μ ιά κόρη τής Εΰας, Μασιμίλια Ντόνι, Βεατρίκη. Στίς 16 Αύγουστου Εκλέγεται πρόεδρος στήν Εταιρεία Λογοτε χνών. Δημοσιεύεται τό Μοναστήρι τής Πάρμας, στό όποιο ό Μπαλ ζάκ θά άφιερώσει ένα Εκτενέστατο άρθρο.
1840 Χρησιμοποιεί τόν τίτλο ’Ανθρώπινη κωμωδία. Συνδέεται μέ τήν Ελένη ντέ Βαλέτ. Πρώτη παράσταση τού Βωτρέν, πού άπαγορεύεται άμέσως, γιατί δ Φρεντερίκ Λεμαίτρ, πού ύποδυόταν τό μεξικάνο στρατηγό, έμοιαζε μέ τό Λουδοβίκο Φίλιππο. Στίς 25 Σεπτεμβρίου δημοσιεύονται στήν Παρισινή ’Ε πιθεώρηση οί Μ ελέτες γιά τόν κ. Μπέυλ. Ή ιστορία των δεκατριών.
1841 Στίς 2 ’Οκτωβρίου ύπογράφει τό συμβόλαιο μέ τούς Φύρν, Έτζελ, Πωλέν καί Ντυμποσέ γιά τήν έκδοση τής ’Α νθρώπινης κωμωδίας. V εφημέριος του χωρίου, Φυσιολογία του υπαλλήλου, Φυσιολογία του παρισινού κα ί του έπαρχιώτη είσοδηματία. ‘Υποφέρει άπό τό στομάχι του καί αίσθάνεται πόνους στήν καρδιά πού θά Επι δεινώνονται συνεχώς. Ταξίδι στήν Τουραίν καί τή Βρετάνη. 3 ’Ιουνίου: ό Ούγκώ άκαδημαϊκός.
Σοφία Γκαί, μητέρα τής κυρίας ντέ Ζιραρντέν. Ό Μπαλζάκ ήταν άπό τούς πιστούς τού σαλο νιού τους
Μοΰ ζήτας νά σοΰ γράφω μέ λεπτομέ ρειες. Μά καλή μου μητέρα, δέν έμαθες λοιπόν άκόμη πώς ζώ; Ό τα ν μπορώ νά γράφω, άσχολοΰμαι μέ τά χειρόγραφά μου, κι όταν δέν άσχολοΰμαι μέ τά χειρό γραφά μου, τά σκέφτομαι. Νά μοΰ άφαιροΰν μιά σελίδα οί ύποθέσεις καί οί ύποχρεώσεις ή οί συναισθηματικοί δεσμοί εί ναι σά νά μοΰ τρώνε τή ζωή. Δέν ξεκου ράζομαι ποτέ- πώς δέν τό ξέρουν οί φίλοι μου; Στό τέλος θά κλείσω τ' αύτιά μου στά παράπονα, γιατί έχω συνείδηση τί εί ναι αύτό πού κάνω. (Στήν κυρία Μπ. Φ. Μπαλζάκ, 20 ’Ιου λίου 1832, ’Α λληλογραφία, τ. II, 1962, σ. 62) Μονάχα τό 1833, δταν δημοσιεύεται ό ’Ε παρχιακός γιατρός, σκέφτεται νά συν δέσει τά πρόσωπά του καί νά σχηματίσει μιά πλήρη κοινωνία. Φεύγει άπό τήν όδό Κασινί, δπου έμενε μετά τήν όδό Τουρνόν, καί τρέχει στή συνοικία Πουασονιέρ, όπου ήταν τότε τό σπίτι μου. «Άποκαλυφθεΐτε, μας λέει χαρούμενα, άρχίζω καί γίνομαι μεγαλοφυία». (Λώρα Συρβΐλ, Μπαλζάκ, ή ζωή κ α ί τό έργο του, Παρίσι, 1856) Κοιμάμαι στίς έξι ή στίς έφτά τό βράδυ, σάν τίς κότες. Μέ ξυπνούν στή μία τό πρωί καί έργάζομαι ώς τίς όχτώ. Στίς όχτώ κοιμάμαι πάλι γιά μιάμιση ώρα· έ πειτα ρίχνω κάτι στό στομάχι μου, όχι πολύ θρεπτικό, ένα φλιτζάνι σκέτο καφέ, καί ζεύομαι στό ζυγό ώς τίς τέσσερις· δέ-
α φ ιέρ ω μα /21 1842 Μαθαίνει τό θάνατο τοΰ Βενσεσλάς Χάνσκι, πού συνέβη τό Νοέμ βριο τοΰ 1841. Ά π ό τότε βάζει στόχο του νά παντρευτεί τήν κ. Χάνσκα. Γράφει τόν πρόλογο τής ’Α νθρώπινης κωμωδίας καί δημοσιεύει τά έργα 'Αναμνήσεις δυό νεόνυμφων γυναικών, Οΰρσουλα Μιρουέ, Οί κληρονόμοι.
1843 Ταξιδεύει στήν Πετρούπολη, γιά νά συνάντησα τήν κ. Χάνσκα, πού έχει νά τή δει άπό τό 1835. Γυρίζει στό Παρίσι άρρωστος. Μιά σκοτεινή υπόθεση, Ή Μούσα τής επαρχίας, Μονογραφία τοΰ γαλλικού τύπου.
1844 Δημοσιεύει τό τρίτο μέρος άπό τά Χαμένα όνειρα, Τό ντεμποϋτο στή ζωή, Πόσο στοιχίζει ό έρωτας ατούς γέρους (πού θά άποτελέσουν τό δεύτερο μέρος τοΰ Μεγαλείο κ α ί Αθλιότητα των πορνών, στή μετα θανάτια έκδοση τοΰ 1855), ’Ονορίν, Μοντέστ Μινιόν. Τόν ’Ιούλιο θά συντάξει τόν κατάλογο των διηγημάτων καί μυθιστορημάτων πού θά άποτελέσουν τήν ’Α νθρώπινη κωμωδία: 125 βιβλία, άπό τά ό ποια 40 δέν έχουν γραφτεί άκόμη.
1845 *0 Δαβίδ ντ’ Ά νζέ τοΰ παραδίνει τήν προτομή του. Ταξίδι μέ τήν κ. Χάνσκα στή Δρέσδη, στό Παλατινάτο καί τό Στρασβούργο, έπειτα στήν ’Ορλεάνη, τήν Μπούρζ καί τό Ρήνο (Μάιος-Αΰγουστος). Ά λ λο ταξίδι μέ τήν κ. Χάνσκα, τόν ’Οκτώβριο, στόν ποταμό Σών καί τό Ροδανό, τή Μασσαλία καί τή Νεάπολη. ’Επιστροφή άπό τό Λιβόρνο καί τήν Πίζα.
χομαι έπισκέψεις, κάνω μπάνιο ή βγαίνω καί μετά τό φαί κοιμάμαι. (Στή Ζύλμα Καρρώ, 10 Μαρτίου 1832. ’Α λληλογραφία, Παρίσι, τ. II, 1962, σ. 262) Οί Μ ελέτες ήθών θά δείξουν δλα τά κοι νωνικά άποτελέσματα (...) τό δεύτερο στρώμα θά είναι οί Φιλοσοφικές μελέτες, γιατί μετά τά άποτελέσματα θά έρθουν οί αίτιες (...). Έ πειτα, μετά τά άποτελέσματα καί τίς αίτίες, θά έρθουν οί ’Α ναλυτικές μελέτες, πού μέρος τους άποτελεΐ ή Φυ σιολογία τοΰ γάμου, γιατί μετά τίς αίτίες καί τά άποτελέσματα θά πρέπει νά άναζητηθοΰν οί άρχές. Τά ήθη είναι τό θέαμα, οί αίτίες είναι τά παρασκήνια καί οί μηχα νές. Οί άρχές είναι ό δημιουργός (...) Καί στή βάση αύτοΰ του παλατιού, έγώ, σάν εύθυμο παιδί, θά έχω χαράξει τό τε ράστιο άραβούργημα των Ε κα τό Α στείων διγημάτων. (Στήν κ. Χάνσκα, 26 ’Οκτωβρίου 1834) Κοντολογίς, καί γιά νά άκριβολογούμε, ήταν ένα κατ’ έξοχήν, καί μέ παράλογο τρόπο, έγκυκλοπαιδικό δν. Έ να γεγονός μεμονωμένο δέν τόν ένδιέφερε· γι’ αύτόν, τό γεγονός αύτό συνδεόταν μέ κάποιο άλλο, καί αύτό τό άλλο μέ άλλα χίλια. Τό άτομο γινόταν στά χέρια του όλόκληρος κόσμος καί μέ τή σειρά του, ό κόσμος δη μιουργούσε ένα σύμπαν. (Λέων Γκοζλάν, Ό Μ παλζάκ μ έ παντού φλες, Παρίσι, 1856, κεφ. 1) Σ’ αύτό τό κεφάλι μοναχού καί άγροίκου ύπάρχει κάτι στοχαστικό καί καλοδιάθε το, κάτι άποφασισΐικό καί κεφάτο, ένα μίγμα έξαιρετικά σπάνιο. Ό στοχαστής καί ό καλοζωιστής ένώνονται μέ μιά πα ράξενη άρμονία. (Θεόφιλος Γκωτιέ, έφημ. Λά Πρές, 7 ’Οκτωβρίου 1837) Οί νόμοι είναι ίστοί άράχνης- οί χοντρές μύγες περνάνε καί μένουν οί μικρές. (Ό οίκος Νυσενζέν) Θέλω μιά ζωή έφημέριου, μιά ζωή άπλή καί ήσυχη. Μιά γυναίκα τριάντα χρόνων μέ τρεις ή τέσσερις χιλιάδες φράγκα εισό δημα πού θά μέ ήθελε, θά μέ έβρισκε έτοι μο νά τήν παντρευτώ, φτάνει νά ήταν γλυκιά καί καλοκαμωμένη. (...) Καλύτε ρα νά παντρευτεί κανείς παρά νά πεθάνει, καί δέν έχω καμιά άσφάλεια γιά τή ζωή μου. Στήν ήλικία μου, είναι άδύνατο νά άντέξει κανείς αέ τόση δουλειά χωρίς νά νιώσει μιά έξάντληση πού ίσοδυναμεΐ μέ θάνατο. (Στή Ζύλμα Καρρώ, Σεπτέμβριος 1838. ’Α λληλογραφία, τ. III, σ. 444)
Αεξιά, γκραβούρα τοΰ Λαμψόνιονς γιά τό *Λονΐ Λαμπερά. 'Αριστερά ή δοόκισσα ντε' Καστρί
Έ χω γίνει σάν τόν άβά ντέ Γκρεκούρ, άπό τόν όποιο μιά γυναίκα ζητούσε νά κάνει μιά λειτουργία καί νά παρακαλέσει τό Θεό νά τής στείλει ένα παιδί. Τής
2 2 ! α φ ιέρω μα άπάντησε πώς δέ συνήθιζε νά ζήτα άπό τό Θεό δ,τι μπορούσε νά κάνει μόνος (Στή μαρκησία ντέ Καστρί, 13 Φεβρουά ριου 1839. Αλληλογραφία, τ. III, σ. 567) Τό Μοναστήρι είναι Ενα μεγάλο καί ώραΐο βιβλίο. Σας τό λέω χωρίς κολακεία καί χωρίς φθόνο. (Στό Σταντάλ, ’Απρίλιος 1839. ’Α λληλο γραφία, τ. III, σ. 586)
Ό Μπαλζάκ μέ ράσο μοναχού, Εργο τού Λοοί Μπουλανζέ Γελοιογραφία τοΰ Θεόφιλου Γκωτιέ στό «Σαριβαρί'»
Δημοσιεύει τό τρίτο μέρος τής Βεατρίκης. Τό Δεκέμβριο, στό μέγαρο Πιμοντάν, μαζί μέ τό Θεόφιλο Γκωτιέ, δοκιμάζει, ίσως, χασίσι.
1846 Ταξίδι στή Ρώμη γιά νά συναντήσει τήν κ. Χάνσκα. Γίνεται δεκτός σέ άκρόαση άπό τόν πάπα. Τήν 1η Δεκεμβρίου ή κ. Χάνσκα γέννα ένα νεκρό παιδί καί άρνεΐται νά συναντήσει τόν Μπαλζάκ. Δημο σιεύει τήν Ανάποδη δψη τής ιστορίας καί τίς μονογραφίες Ό μπα κάλης, Ό συμβολαιογράφος, Ή έπαρχιώτισσα.
1847 Χωρίζει μέ τή Λουίζα Μπρυνιό, τή λεγάμενη Λουίζα ντέ Μπρυνιόλ, καμαριέρα καί έρωμένη του άπό τό 1840. Εκείνη, φεύγοντας, τοΰ κλέβει τά γράμματα τής Ξένης. Φεβρουάριος: Ή κ. Χάνσκα στό Παρίσι. Ό Μπ. τή συνοδεύει στή Γερμανία. Επιστροφή στό Παρίσι, καί τό Σεπτέμβριο άναχώρηση γιά τήν Ούκρανία, όπου θά μείνει <δς τό Φεβρουάριο 1848. Στίς 22 ’Ιουνίου συντάσσει τή διαθήκη του.
Ή κόμισσα Χάνσκα, τό 183S. Ό Μπαλζάκ, όταν εννέα χρόνια άργότερα θά πάρει τή μινιατούρα, θά γράψει: «Δέν υπάρχει τίποτα πιό χαριτωμένο! Αυτά τά χείλη τοΰ Νιουσατέλ, τής Γενεύης, τής Βιέννης! Έτσι τήν ονειρευόμουν ατά ευτυχισμένα μου όνειρα. Νά ίνα πραγματικό άριστούργημα!»
24
ΤΗταν περήφανος γιά τόν καφέ του, πού είχε Ενα άσύγκριτο άρωμα, κατά τά λεγό μενό του, καί πού μόνο στό σπίτι του ή ξεραν νά τόν φτιάχνουν· γιά τό τσάι του, πού Ερχόταν άπευθείας άπό τήν Κίνα, ό που τό καλλιεργούσαν άποκλειστικά γιά τόν αύτοκράτορα προνομιούχοι μανδαρί νοι καί τό Εκοβαν τήν αύγή νεαρές παρ θένες· γιά τό κρασί του πού τού τό είχε στείλει δώρο ό φίλος του ό πρίγκιπας Μέττερνιχ· γιά τούς διάσημους προσκε κλημένους του, πού άνάμεσά τους τοΰ ά ρεσε νά συγκαταλέγει, δταν τούς άπαριθμοΰσε, τό Βιντόκ —Ελεγε πώς τού φαινό ταν σάν ένας Ναπολέοντας ξαπλωμένος κάτω άπό τήν κολόνα του— καί τό δήμιο τής Ρουέν, τού όποίου θαύμαζε τήν όρθοφροσύνη. (Άλφρέντ Νετμάν, Ιστορία τής γαλλικής λογοτεχνίας τόν καιρό τής κυβέρνησης τοΰ ’Ιουλίου, Παρίσι, τ. II, 1876, σ. 267) ’Αγαπητέ ΤΕτζελ, βάλτε καλά στό άγαπητό σας κεφάλι πώς δταν θέλει κανείς: 1 νά άνεβάσει τόν Κινόλα στίς 25 στό Ό ντεόν (5 πράξεις καί πρόλογο), 2 νά τελειώσει τίς ’Α ναμνήσεις δυό νεό νυμφων γυναικών γιά τήν έφημ. Πρές, 3 νά δημοσιεύσει τήν Ψεύτικη έρωμένη, 4 νά Ετοιμάσει τούς Χωριάτες γιά τήν Εφημ. Μεσαζέ, 5 νά διορθώσει τήν ’Α νθρώπινη κωμωδία, 6 νά σκεφτεΐ τά ’Απομνημονεύματα ένός γρύλλου, 7 νά γράψει προλόγους καί νά δει δοκί μια γιά τό Σουβεραίν, 8 νά βρει λεφτά... ΔΕΝ Μ ΠΟΡΕΙ ΝΑ ΒΓΕΙ ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ! (Στόν Ζ. Π. Έ τζελ, 6 Δεκεμβρίου 1841, Αλληλογραφία, τ. IV, 1966, σ. 353) Ό γάμος θά είναι μιά ξεκούραση. Μά πού νά βρω γυναίκα; (...) Τά ξενύχτια καί ό καφές μέ σκοτώνουν. Κι ήμουνα τόσο φτιαγμένος γιά τή χαρούμενη κι ειρηνική σπιτίσια ζωή! (Στή Ζύλμα Καρρώ, 1η ’Ιανουάριου 1833, ’Α λληλογραφία, Παρίσι, τ. II, 1962, σ. 216) ' Ο χριστιανισμός, καί κυρίως ό καθολικι σμός, δπως είπα καί στόν ’Ε παρχιακό γιατρό, είναι Ενα τέλειο σύστημα γιά τήν καταστολή τών διεφθαρμένων τάσεων τοΰ άνθρώπου· γι’ αύτό είναι τό μεγαλύ-
α φ ιερ ω μ α /2 3 τερο στοιχείο κοινωνικής τάξης. (Πρόλογος, 1842, Παρίσι, Α.Κ., La Pleiade, τ. I, σ. 8) ' Η γαλλική κοινωνία θά ήταν ό Ιστορι κός, έγώ θά ήμουνα άπλά ό γραμματικός της. (Πρόλογος, Παρίσι, Α.Κ., La Pleiade, τ. I, 1969, σ. 7) Πέντε χρόνια τώρα δέν έχω ταξιδέψει, καί τό ταξίδι είναι γιά μένα ή μόνη μου διασκέδαση. Προβλέπω πώς θά έχω τό πιό άπαίσιο πεπρωμένο: θά πεθάνω τήν παραμονή τής μέρας πού θά μοΰ συνέβαιναν δλα δσα έχω έπιθυμήσει. (Στό Θεόδωρο Νταμπλέν, ’Απρίλιος 1843, 'Αλληλογραφία, τ. IV, σ. 586) Ό Μπαλζάκ καί ό Θεόφιλος Γκωτιέ ατό σπίτι τού Φρεντερϊκ Λεμαίτρ. Άκοοαρέλα τοΰΓκρανβίλ
Δημοσιεύει τήν Τελευταία ένσάρκωση τοΰ Βωτρέν, τέταρτο μέρος τοΰ Μεγαλείο κα ί άθλιότητα των πορνών.
Οί λέξεις μπορούν νά πάρουν πολλές ση μασίες· κι αύτό πού έγώ όνομάζω δη μιουργία είναι νά τούς δίνεις νέες σημα σίες, νά πλουτίζεις τή γλώ σσα■μιά γλώσ σα φτωχαίνει κερδίζοντας λέξεις καί πλουταίνει έχοντας λίγες λέξεις μέ πολ λές σημασίες. (Στό Λουί-Αίμέ Μαρτέν, ’Απρίλιος 1844, 'Αλληλογραφία, τ. IV, σ. 690)
1848 ’Ιούνιος: έπιστροφή στήν Τουραίν. Ελπίζοντας νά τόν σώσει τό θέατρο, άνεβάζει τή Μητριά καί γράφει τό Μερκαντέ. Στίς 29 Φεβρουάριου γράφει στό Λαμαρτίνο, γιά νά τοΰ συστήσει τό γαμπρό του πού «καταδιώκεται γιά τίς δημοκρατικές του ιδέες άπό τήν Παλινόρθωση καί τήν τελευταία κυβέρνηση». Υποψήφιος στίς βουλευτικές έκλογές. Γράφει στόν «Πολίτη πρόεδρο τής Λέσχης γιά τήν παγκόσμια Αδελφοσύνη». Τόν ’Ιούνιο έπισκέπτεται τό Σασέ. 15 Σεπτεμβρίου: ύποψήφιος στήν ’Ακαδημία, στή θέση τοΰ Σατωβριάνδου πού έχει πεθάνει τόν ’Ιούνιο.
Ό Λέων Γκοζλάν, κριτικός, ένας Από τούς κα λύτερους φίλους τοΰ Μπαλζάκ Θά μείνετε κατάπληκτη μέ τό όλύμπιο κεφάλι πού κατάφερε νά βγάλει ό Νταβίντ άπό τό χοντρομούτσουνό μου πού είναι σάν τοΰ μπουλντόγκ. (Στήν κ. Χάνσκα, 3 Δεκεμβρίου 1843) Ά ντιστάθηκα στό χασίσι καί δέν ένιωσα δλα του τά φαινόμενα- ό έγκέφαλός μου είναι τόσο δυνατός, πού θά χρειαζόταν Ισχυρότερη δόση άπό αύτή πού πήρα. Ωστόσο άκουσα ούράνιες μουσικές καί είδα θείες ζωγραφιές. (Στήν κ. Χάνσκα, 23 Δεκεμβρίου 1845) Ό Μπαλζάκ πίστευε χωρίς άλλο πώς δέν ύπάρχει μεγαλύτερη ντροπή γιά τόν άν θρωπο καί μεγαλύτερος πόνος άπό τό νά παραιτηθεί άπό τή θέλησή του. Τόν είδα μιά φορά σέ μιά συγκέντρωση, δπου γι νόταν λόγός γιά τά θαυμαστά άποτελέσματα τοΰ χασισιοΰ. Ά κο υ ε καί ρωτοΰσε μέ μιά προσοχή καί ένα ένδιαφέρον πολύ άστεϊα. (...) Ή πάλη άνάμεσα στή σχεδόν παιδική του περιέργεια καί τήν άπέχθειά του γιά τήν παραίτηση προδινόταν στό
2 4 ! α φ ιέρω μα έκφραστικό του πρόσωπο μέ έκπληκτικό τρόπο. Ή άγάπη γιά τήν άξιοπρέπεια νί κησε. Καί πραγματικά είναι δύσκολο νά φανταστεί κανείς τόν θεωρητικό τής θέ λησης, τόν δίδυμο πνευματικό άδελφό τοΰ Λουί Λαμπέρ νά δέχεται νά χάσει έ στω κι ένα μόριο άπό τήν πολύτιμη αύτή ούσία. (Μπωντλαίρ, Οί τεχνητοί παράδεισοι, Ά παντα, La Pleiade, σ. 438-439) ’ Αδύνατο νά δουλέψω! 'Υποφέρω συνέ χεια άπό τήν καρδιά μου. (Στήν κ. Χάνσκα, 20 ’Ιουλίου 1848) Είμαι 50 χρόνων, έχω 100.000 φράγκα χρέη, δέν έχω άκόμη πάρει μιά άπόφαση γιά ένα θέμα πού είναι δλη μου ή ζωή κι δλη μου ή εύτυχία. Αύτή είναι ή κατά στασή μου γιά τό 1849. (Στή Λώρα Συρβίλ, 20 ’Οκτωβρίου 1848, ’Α λληλογραφία, τ. V, σ. 423) Δέν είχα ούτε εύτυχισμένα νιάτα, ούτε άνθισμένη άνοιξη, θά έχω τό πιό λαμπρό καλοκαίρι, τό πιό γλυκό φθινόπωρο. (Στή Ζύλμα Καρρώ, 15-17 Μαρτίου 1850, ’Α λληλογραφία, τ. V, σ. 744)
Μιά σύνθεση τού Γκρανβίλ, όπου διακρίνουμε, γύρω άπό τήν κ. ντε Ζιραρντέν, τό Δουμά, τόν Μπαλζάκ, τό Μυσέ, τόν Ούγκώ, τόν Ντελακρουά, τό Λίστ καί τή Γεωργία Σάνδη
Τό Σεπτέμβριο ξαναφεύγει γιά τήν Ούκρανία, δπου θά μείνει δλο τό 1849. Δημοσιεύει: Ό έπαρχιώτης στό Παρίσι, Οί φτωχοί συγγενείς ( Ή έξαδέλφη Μ πέττα, Ό έξάδελφος Πόνς).
1849 Παίρνει 4 ψήφους στήν ’Ακαδημία, μεταξύ των όποιων τοΰ Λαμαρτίνου καί τοΰ Ούγκώ. "Αρρωστος, μένει στή Βερσόβνια, στό κτήμα τής κυρίας Χάνσκα. Διάγνωση των γιατρών: ύπερτροφία τής καρδιάς.
1850 Στίς 14 Μαρτίου, στό Μπερντίτσεφ, γάμος μέ τήν κυρία Χάνσκα. Μάιος: Ταξίδι έπιστροφής στή Γαλλία, ύπερβολικά έπίπονο γιά τόν Μπαλζάκ. 18 Αύγούστου: Θάνατος τοΰ Μπαλζάκ. Στίς 21 Αύγούστου νεκρώσιμη άκολουθία στήν έκκλησία ΣαίνΦιλίπ-ντύ-Ρούλ. Θάβεται στό νεκροταφείο Πέρ-Λασαίζ.
Copyright: Magazine Litteraire Μετάφραση: Ε λένη Στεφανάκη
Μέ όδήγησαν στό σαλόνι πού βρισκόταν στό ισόγειο. ’Απέναντι άπό τό τζάκι, πά νω σέ μιά κονσόλα, ύπήρχε ή τεράστια προτομή τοΰ Μπαλζάκ άπό τόν Νταβίντ. (...) Ή καμαριέρα μέ άφησε μόνο. Περίμενα λίγα λεπτά. Τό κερί φώτιζε άμυδρά τή θαυμάσια έπίπλωση τοΰ σαλονιού καί τούς έξαιρετικούς πίνακες τοΰ Πορμπύς καί τοΰ Χολμπάιν στούς τοίχους. Ή μαρμαρένια προτομή ξεχώριζε άόριστα στό μισοσκόταδο, σάν τό φάντασμα τοΰ άνθρώπου πού σέ λίγο θά πέθαινε. Μιά μυρωδιά πτώματος γέμιζε τό σπίτι. (...) Τόν έθαψαν τήν Τετάρτη. (...) Ή πομπή διέσχισε τό Παρίσι καί μέσα άπό τίς λεωφόρους κατευθύνθηκε γιά τό Πέρ-Λασαίζ. Έ πεφταν σταγόνες βροχής δταν φύγαμε άπό τήν έκκλησία κι δταν φτάσαμε στό νεκροταφείο. ΤΗταν μιά άπό τίς μέρες έκείνες πού ό ούρανός μοιάζει νά δακρύζει. Βάδιζα δεξιά άπό τό φέρετρο καί κρατού σα μιά άπό τίς άσημένιες φούντες του· Ά π ό τήν άλλη μεριά ήταν ό ’Αλέξανδρος Δουμάς. (...) (Β. Ούγκώ, 1850, Άπαντα, Παρίσι, Γαλ λική Λέσχη τοΰ Βιβλίου, 1968, σ. 12051206) —Τί παρατηρητής! θαύμασε όΜ πουβάρ. — Έγώ τόν βρίσκω ούτοπιστή, άποφάνθηκε ό Πεκυσέ. Πιστεύει στίς άπόκρυφες έπιστήμες, στή μοναρχία, στήν άριστοκρατία, τόν θαμπώνουν οί άπατεώνες, σου μιλά γιά έκατομμύρια σά νά ήτανε πενταροδεκάρες, και οί άστοί του δέν εί ναι άστοί, είναι κολοσσοί. (Γκυστάβ Φλωμπέρ, Μ πουβάρ κ α ί Π εκυ σέ, κεφ. 5)
α φ ΐ€ ρ ω μα /2 5
Πέτρος Παπαδόπουλος
((
Ανήκω στήν αντιπολίτευση πού λέγεται ζωή»
Είναι άλήθεια πώς ό Μ παλζάκ δεν διαβάζεται κ α ί πολύ στήν Ε λλάδα, άκόμη κ α ί από κεί νους πού διαβάζουν ξένους κλασικούς, στά ελληνικά φυσικά. Κ ι δταν δοκιμάσουν, υστέρα από τή «Νανά» ή την «Ταβέρνα» του Ζολά, τούς «Ά θλιους» ή τό «’93» του Ουγκώ, τό «Κόκ κινο κ α ί τό μαύρο» ή τό «Μοναστήρι τής Πάρμας» τού Σταντάλ (γιά νά περιοριστώ ατούς πιό γνωστούς), νά διαβάσουν κ α ί «λίγο» Μ παλζάκ, θά όμολογήσουν πώς δυσκολεύονται μ α ζί του · σάν κάτι νά μήν πηγαίνει καλά μ α ζί του. Ο ί πρόχειρες μεταφράσεις τόν Αποδυναμώνουν οπωσδήποτε, Αλλά κ α ί ο ί λίγες καλές μεταφράσεις δέν άτιλοποιοΰν τήν κατάσταση. Δύο του λάχιστο φαίνεται νά είναι τά στοιχεία πού σταματούν τόν βιαστικό Αναγνώστη: ή περιγραφική μανία τού Μ παλζάκ κ α ί μιά έλλειψη ισορροπίας στή δομή των μυθιστορημάτων του, δπου χειμαρρώδεις παρεμβολές θυμίζουν δοκίμιο ■για τί ό Μ παλζάκ δέν έχει τό χάρισμα τού Σταν τάλ ή τού Τολστόι, πού περιορίζονται στήν 7ΐλοκή, Αλλά σάν τόν Ντοστογιέφσκι ή τόν Προύστ καίγεται νά πάει κάπου Αλλού... "Ας έλπίσομε πώς αυτό τό Αφιέρωμα θά τούς βοηθήσει δχι μόνο νά τόν γνωρίσουν καλύτερα Αλλά κ α ί νά τόν διαβάσουν μ έ μεγαλύτερη άνεση. Γεννήθηκε στήν πόλη Τούρ της δυτικής Γαλλίας. Τούς δικούς του δέν τούς γνώρισε καλά καλά &ς τά 15 του χρόνια· αύτό δέν τό ξέχασε ποτέ του καί πο λύ άργότερα (1848) θυμάται καί γράφει: «Μόλις γεν νήθηκα μ* έστειλαν νά μ’ Αναθρέψει ή οικογένεια κά ποιου χωροφύλακα κι έκεΐ έμεινα ώς τά τέσσερά μου χρόνια... Στά έξήμισι μ’ έστειλαν οίκότροφο σ’ ένα κολέγιο· έμεινα έκεΐ ώς τά δεκατέσσερα... Τή μητέρα μου μόλις πού τήν είδα δυό φορές. Ό τα ν γύρισα σπίτι, μοϋ έκανε τή ζωή τόσο δύσκολη, ώστε στά δε καοχτώ μου άφησα τό πατρικό σπίτι καί πήγα νά μείνω σέ μιά σοφίτα». Αύτά τά έφτά χρόνια στό φριχτό κολέγιο τά ξαναζούμε στό μυθιστόρημά του «Αουί Λαμπέρ» (1833). «’Από έκεΐνα τά χρόνια, τό διάβασμα ήταν γιά τόν Αουί κάτι σάν πείνα Αχόρτα γη... δοκίμαζε Απίστευτη τέρψη διαβάζοντας λεξικά, δταν δέν έβρισκε άλλα βιβλία... Ποιος μαθητάκος δέ δοκίμασε τόσες καί τόσες φορές τήν Απόλαυση ν’ άναζητά τήν πιθανή έννοια κάποιου άγνωστου ούσιαστικοΰ; Ή Ανάλυση μιάς λέξης, ή φυσιογνωμία της, ή ίστορία της ήταν γιά τόν Λαμπέρ εύκαιρία γιά μιά μεγάλη όνειροπόληση. ’Αλλά δέν ήταν ή όνειροπόληση σάν ένα ένστικτο πού συνηθίζει τό παιδί στά φαινόμενα τής ζωής γιά νά ξανοιχτεί θαρραλέα σέ
ήθικές ή φυσικές συλλήψεις, μιά άκούσια μόρφωση πού δίνει πολύ άργότερα τούς καρπούς της μέσα στή νόηση καί τό χαρακτήρα. Ό χ ι! Ό Αουί Αγκά λιαζε τά πράγματα, καί τά έξηγοΰσε Αναζητώντας τήν Αρχή καί τή νομοτέλειά τους μέ μιά άγρια όξυδέρκεια.» Στό Παρίσι πιά σπουδάζει νομικά καί δουλεύει κοντά σ’ ένα συμβολαιογράφο (1816-1819). Πολύ νωρίς Αρχίζει νά γράφει, μέ διάφορα ψευδώνυμα, εύ κολα μυθιστορήματα, ιστορικά ή λαϊκά, δπως τά ή θελε ή μόδα τής έποχής, πού είχε γιά θεό της τόν Ούώλτερ Σκώτ... Γράφει τόν ’Ιούλιο τού 1822: «Θά πέθαινα Από θλίψη τή μέρα πού θά έβλεπα πώς οί έλπίδες μου είναι Αδύνατο νά πραγματοποιηθούν. Ά ν καί δέν έκανα τίποτα άκόμη, διαισθάνομαι πώς αύτή ή μέρα πλησιάζει. Θά πέσω θύμα τής ίδιας μου τής φαντασίας». "Αν καί ντρεπόταν ό ίδιος γιά δλη αύτή τή μέτρια παραγωγή, αύτά τά δέκα χρόνια (1819-1829) τόν βοήθησαν νά δέσει τό ύφος του, χωρίς δμως νά ξεφύγει όλότελα Από τή μεγαλοστομία καί τίς διαχύ σεις των ρομαντικών, πού ήταν Αναπόσπαστες Από τήν ίδια του τή ζωή. Στό μεταξύ καταπιάνεται μέ διάφορες έπιχειρήσεις, κυρίως έκδοτικές. Άποτέλε-
2 6 ! α φ ιέρ ω μα
Ένα άπό τά πρώτα γνωστά πορτρέτα τοϋ Μπαλζάκ. ’Αποδίδεται στον Αχιλλέα Ντεβεριά καί φιλοτεχνήθηκε γύρω ατά 1825
σμα: στά 27 του φτάνει νά χρωστά ένενήντα χιλιά δες φράγκα. Ποτέ του δέν θά ξεμπλέξει άπ’ αύτά τά χρέη. Γράφει ώρες όλόκληρες κάθε μέρα γιά νά τά βγάλει πέρα μέ τ’ άσφυκτικά συμβόλαια καί τίς έπιφυλλίδες. Οί «Σουάνοι» καί ή «Φυσιολογία τοΰ γά μου», γύρω στά 1830, άρχίζουν νά τόν έπιβάλλουν. Ή διαφορά άπό τά πρώτα του βιβλία είναι πιά αι σθητή · γιατί σίγουρα ό λογοτέχνης γεννιέται άπό τή στιγμή πού άνεπαίσθητα παύει νά γράφει γιά τούς άλλους κι άρχίζει νά ένσαρκώνει τά δράματά του ύπακούοντας στήν τιμή καί τήν εύθύνη του. Τοΰ μένουν είκοσι χρόνια ζωής, πού θά τά γεμίσει μέ μιά καταπληκτική λογοτεχνική παραγωγή: έκατό περίπου μυθιστορήματα καί άφηγήματα, έξι θεατρι κά έργα· άλλά καί μιά πλούσια άλληλογραφία καί πολύτιμοι πρόλογοι. "Ολο τόν άλλο καιρό χάνεται μέσα στά σαλόνια καί τίς έπιχειρήσεις, χωρίς νά λεί πουν τά περαστικά είδύλλια καί τά ταξίδια. Τό μερά κι του είναι ή πολυτέλεια, τ’ άμάξια, τά πλούσια έπι πλα, τό θεωρείο στήν Ό περα. Έ νας τέλειος δανδής. Ή φιλοδοξία του είναι νά «καταγράψει» τή γαλλι κή κοινωνία, τήν «κοινωνική φύση», σέ τρεις κύ κλους βιβλίων. Τό 1834 άποφασίζει νά χωρίσει τό έργο του σέ ήθογραφικές, φιλοσοφικές καί άναλυτικές μελέτες. Στίς ήθογραφικές μελέτες θέλει νά δώ σει τίς κοινωνικές έπιπτώσεις της ζωής, περιγράφοντας δλες τίς φυσιογνωμίες, δλους τούς χαρακτήρες, κάθε τρόπο ζωής, κάθε έπάγγελμα, κάθε έπαρχία, κά θε τι άπό τήν παιδική ήλικία ώς τά γηρατειά, τήν πο λιτική, τή δικαιοσύνη, τόν πόλεμο, γιά νά δώσει σταδιακά τήν «Ιστορία τής άνθρώπινης καρδιάς». Στίς φιλοσοφικές μελέτες σχεδίαζε νά άναλύσει τά αίτια, έξηγώντας τά αισθήματα καί τή ζωή. Λέει στό σημαντικό αύτό γράμμα του (20.10.1834): «’Αφού διασχίσω τήν κοινωνία γιά νά τήν περιγράψω, θά τήν ξαναδιαβώ γιά νά τήν κρίνω». Στόν τρίτο κύκλο, τίς άναλυτικές μελέτες, θά άναζητοϋσε τίς άρχές πού
καθορίζουν δλα αύτά. Λέει: «Τά ήθη είναι τό θέαμα, τά αίτια είναι τά παρασκήνια... οί άρχές είναι δ δη μιουργός... Μ’ αύτό τόν τρόπο, ό άνθρωπος, ή κοι νωνία, ή άνθρωπότητα θά περιγράφουν, θά κριθοΰν, θ’ άναλυθοΰν, χωρίς έπαναλήψεις καί μέσα σ’ ένα έργο πού θά είναι κάτι σάν τίς Χίλιες καί μιά Νύχτες τής Δύσης». Τό καρτεσιανό σύνδρομο γιά άνάλυση, πού χαρακτηρίζει τή γαλλική σκέψη, σέ δλη του τή δόξα. Κι δμως, οί φιλόδοξοι αύτοί στόχοι ξεπεράστηκαν καί ύλοποιήθηκαν σ’ ένα τιτάνιο έργο πού μόνο πιά μέ τόν Ό μηρο, τό Δάντη, τό Σαίξπηρ, τόν Προύστ μπορεί νά μετρηθεί. Κάποιος τόν είπε Ό μ η ρο ντέ Μπαλζάκ καί δικαιολογημένα· τό έργο του εί ναι τό έπος μιάς έποχής, γιατί δέν είναι μόνο πεζογράφος άλλά καί Ιστορικός, κοινωνιολόγος, ψυχο λόγος, όραματιστής. Τό 1842 ό Μπαλζάκ ήταν σέ θέση, δχι μόνο νά άνανεώσει τούς στόχους του άλλά νά δει σάν μιά ένότητα δλο αύτό τό σόμπαν καί νά καλύψει αύτή τήν προσπάθεια μέ τό γενικό τίτλο 'Ανθρώπινη κω μωδία». Έ νας όλόκληρος κόσμος μέ δυό χιλιάδες πρόσωπα, μέ τίς δικές του διαστάσεις, δπου άπό βι βλίο σέ βιβλίο συναντάμε πρόσωπα σέ διαφορετικές φάσεις τής ζωής τους. Παράδειγμα ό Ραστινιάκ, ό τύπος τοΰ φιλόδοξου τυχοδιώκτη· τόν βρίσκουμε σέ είκοσι διαφορετικά μυθιστορήματα, πότε σάν φοιτητή (ό «Μπάρμπα Γκοριό»), πότε σάν έραστή (ή «’Απαγόρευση») καί τέλος ύπουργό (στό μισοτελειωμένο ό «Βουλευτής»). Τό 1832 ένα άνώνυμο γράμμα μιάς θαυμάστριάς του τόν αναστατώνει γιατί έρχεται άπό πολύ μακριά. Τής γράφει: «"Αν ξέρατε μέ τί δυνάμεις μιά μοναχική ψυχή, πού κανένας δέ δέχεται, ρίχνεται σ’ ένα άληθινό αί σθημα! Σάς άγαπώ, άγνωστη, κι αύτό τό περίεργο πράγμα δέν είναι παρά ή φυσική συνέπεια μιάς ζωής πάντα κενής καί δυστυχισμένης... Σάς άγαπώ κιόλας πάρα πολύ χωρίς νά σάς έχω δει... Συγχωρήστε τήν άλαζονεία τής δυστυχίας μου καί τήν άμέλεια τοΰ πόνου μου...» Έ τσ ι άρχίζει ή περίφημη άλληλογραφία του μέ τήν πολωνέζα κοντέσα Εΰα Χάνσκα, σωστό ήμερολόγιο γιά μάς. "Υστερα άπό δεκαεφτά χρόνια μόνο θά μπορέσει νά τήν παντρευτεί, άφοΰ ταξιδέψει τέσ σερις φορές στήν Ούκρανία, δπου μένει, γιά νά τήν πείσει. Συνεχίζει νά γράφει, ν’ άγοράζει σπίτια, νά τά στολίζει, νά ρίχνεται σ’ ένα σωρό έπιχειρήσεις (τρέ χει ώς τή Σαρδηνία γιά κάποιο όρυχεΐο), νά βγάζει περιοδικά. Τά τελευταία δέκα χρόνια είναι γεμάτα δοκιμασίες. Ή ύγεία του κλονίζεται σοβαρά τό 1841. Τά γράμματά του στήν «Ξένη» είναι ό καλύτε ρος σεισμογράφος γιά τό δράμα πού ζεΐ. (15.2.1845) «Πώς μπορώ νά ριχτώ σέ μιά δουλειά πού θά μέ άπορροφήσει, δταν σκέφτομαι πώς θά τα ξιδέψω σέ λίγο... βασανίστηκα, ύπέφερα αύτό τόν καιρό δσο ποτέ άλλοτε. Είναι θλιβερό τό μαρτύριο τής καρδιάς, τοΰ μυαλοΰ τών έπιχειρήσεων... Μέ κά νατε νά τρελαθώ δσο έλεγα (έδώ κι ένάμισι μήνα)
α φ ιέρ ω μα ! 2 7 "Φ εύγω αύριο, σέ μιά βδομάδα” περιμένοντας τά γράμματά σας...» (20.2.1845) «Δέν μπορώ νά σύρω ούτε μιά γραμ μή άπό τό μυαλό μου. Δέν έχω κουράγιο, μήτε δύνα μη, μήτε θέληση.» (Δεκ. 1846) «Τό μυαλό μου λύγισε σάν Αποκαμωμένο άλογο. Πρέπει νά δοκιμάσω τώρα αύτό πού λέω αύνανισμό τοΰ μυαλού. Είναι τρομερό...» (1847) «Χωρίς ψυχή, χωρίς καρδιά: δλα νεκρώθη καν... Θά πεθάνω έξαντλημένος. Θά πεθάνω άπό τή δουλειά καί τήν άγωνία, τό αίσθάνομαι... όχι μόνο ή καρδιά καί ή ψυχή έχουν προσβληθεί άλλά, στό λέω έσένα μόνο, χάνω τή μνήμη τών ούσιαστικών καί εί μαι τρομερά Αναστατωμένος. Ή άνία μου είναι Αθεράπευτη. Τό κεφάλι μου θολώνει... Δούλευε, μικρέ συγγραφέα τής ’Α νθρώπινης κωμωδίας... Πλήρωσε γιά τίς πολυτέλειές σου, ξεπλήρωσε τίς τρέλες σου καί περίμενε τήν Εδα σου μέσα στήν κόλαση τοΰ με λανοδοχείου καί τοΰ άσπρου χαρτιού! Ά δικα γεννήθηκα, νομίζω... Δέν παλεύω πιά... Έ χασα τή συνείδηση τής ζωής.» Κάποτε είχε γράψει: «Μιλάνε γιά τόν πρώτο έρω τα! Δέν ξέρω τίποτα πιό τρομερό άπό τόν τελευταίο: σέ στραγγαλίζει.» Σάν νά μήν τοΰ φτάνουν δλα αύτά, δέν τόν δέχον ται, δυό φορές, στή Γαλλική ’Ακαδημία. Μόνο ό Ούγκώ καί ό Λαμαρτίνος ψηφίζουν γι’ αύτόν (1849).
Έ χ ει άκόμη στό νοΰ του είκοσι μυθιστορήματα. "Ο σο νά πάει στή Ρωσία καί νά γυρίσει παντρεμένος μέ τήν κοντέσα του, πέφτει άρρωστος γιά καλά τό Μάιο τοΰ 1850. Θά πεθάνει ύστερα άπό τρεις μήνες, στήν ίδια ήλικία μέ τόν Προύστ, τόν άλλο μεγάλο άρρω στο τής γαλλικής λογοτεχνίας. Τήν παραμονή τοΰ θανάτου ήρθε νά τόν δει ό Ούγκώ: «Τό πρόσωπό του είχε μελανιάσει, ήταν σχεδόν μαύρο, έγερνε στά δε ξιά, ήταν άξύριστος, τά μαλλιά του γκρίζα καί κον τά, τά μάτια Ανοικτά καί άκίνητα. Τόν έβλεπα άπ’ τό πλάι κι έμοιαζε, έτσι δπως ήταν, τοΰ αύτοκράτορα». (Είχε πει κάποτε ό Μπαλζάκ: «Θέλω νά γίνω ό Να πολέων τής λογοτεχνίας».) ’Ενώ ψυχορραγούσε καλοΰσε σέ βοήθεια κάποιο γιατρό πού δέν ύπήρχε πα ρά μόνο μέσα στά βιβλία τού...» Ό Ούγκώ μίλησε στήν κηδεία του συνοψίζοντας μέ θαυμάσιες φράσεις τήν προσφορά τοΰ Μπαλζάκ: «...δλα του τά βιβλία δέν είναι παρά ένα βιβλίο ζων τανό, φωτεινό, βαθύ, δπου βλέπομε νά διαβαίνει καί νά κινείται δλος ό πολιτισμός τοΰ καιρού μας, δεμέ νος μέ τή ζωή, έχοντας κάτι τό Απεγνωσμένο καί τρομερό. Ά θελά του... ό δημιουργός αύτοΰ τοΰ τε ράστιου καί περίεργου έργου άνήκει στή δυνατή ράτσα τών έπαναστατών συγγραφέων...» ’Εδώ άς σταθούμε λίγο. Πέρασε τή ζωή του ό κα λοκάγαθος αύτός άνθρωπος νά λιβανίζει τήν Αριστο κρατία καί τήν έκκλησία, καί τό Αποτέλεσμα ήταν, δ-
Ό Μπαλζάκ καί ό Index Ό Index librorum prohibitorum τοΰ 1835 καταδικάζει τά ’Α στεία διηγήματα, τή Φυσιολογία τοΰ γάμου, τή Χλωμή Ζάν, πού δημοσιεύθηκε μέ τό ψευδώνυμο Σαίντ-Ώμπέν. Τό διάταγμα τής 15ης Νοεμβρίου 1841 δέ χαρίζεται ούτε στό Κρίνο στήν κοιλάδα, οΰτε στό Μ υστικό βιβλίο, οΰτε στά Νέα φιλοσοφικά διηγήματα καί πολύ περισσότερο στόν Οίκο Νυσενζέν, τόν ’Ι σραηλίτη καί τόν ’Ε φημέριο τών Άρδεννών. ’Αργότε ρα ή «γενναιοδωρία» μεγαλώνει καί τό πράγμα άπλουστεύεται: όλόκληρο τό έργο τοΰ Μπαλζάκ καταδικάζε ται. Στίς 25 ’Οκτωβρίου 1850 ό Διεθνής Μηνύτωρ δη μοσιεύει σέ παράρτημα τόν Κατάλογο τών έργων πού έχουν καταδικαστεί άπό τό 1814 ώς τήν 1η ’Ι ανουάριου 1850. Ό Μπαλζάκ έχει πεθάνει πρίν άπό δυό μήνες. Αύτό δέν είναι λόγος γιά νά έξαιρεθεΐ. Ό Πανιερότατος ’Ιάκωβος Μπαγιές, έπίσκοπος τοΰ Λυσόν, στό έρ γο του Ποιμενική διδαχή περί τοΰ καταλόγου άπαγορευμένων βιβλίων (Παρίσι, 1852) ύπενθυμίζει δτι ή Ανάγνωση, έστω καί μερική, τών βιβλίων τοΰ Σύη, τής Σάνδη, τοΰ Μπαλζάκ, τοΰ Προυντόν «Απαγορεύεται ρητά». Πρέπει λοιπόν νά Αποφεύγονται «οί δανειστικές βιβλιοθήκες, αύτές οί μάστιγες τής έποχής μας, τά φυ τώρια Ασέβειας καί άνηθικότητας». Καί έπειδή οί συ στάσεις μπορεί νά μή φανούν Αποτελεσματικές: «Νά άρνεΐσθε τήν άφεση Αμαρτιών σέ δσους έχουν δανει στικές βιβλιοθήκες μέ παρόμοια έργα». ’Εκτός άπό τούς έπισκόπους τοΰ Λυσόν, ποιός έν-
διαφερόταν γιά τόν Index; Σίγουρα δχι ό Πάπας. Ό τα ν στό τέλος τοΰ Μαρτίου 1846 ό Μπαλζάκ έπισκέπτεται τή Ρώμη, δέ διστάζει νά ζητήσει Ακρόαση άπό τόν Ά γιο Πατέρα. Καί ή Ακρόαση παραχωρεΐται, λές καί δέν είχε κανείς πληροφορήσει τήν Ά γιότητά του δτι αύ τός ό άνθρωπος ήταν δακτυλοδεικτούμενος. Στίς 20 ’Απριλίου, «άπό τή Ρώμη, τήν αίωνία πόλη» ό Μπαλ ζάκ γράφει στήν Αδελφή του Λώρα Συρβίλ: «Έγινα δε κτός μέ πολλή διάκριση άπό τόν Ά γ ιο Πατέρα μας. Πές στή μητέρα πώς τή σκέφτηκα τήν ώρα πού γονά τιζα μπροστά στά πόδια τοΰ κοινοΰ πατέρα τών πι στών. Φίλησα τήν ίεραρχική παντούφλα του μαζί μ’ έ να δημοτικό άρχοντα τής Ά βινιόν, έναν τρισάθλιο δή μαρχο ένός δήμου τής Βωκλύζ, πού καμάρωνε γιά τήν παλιά του ύποτέλεια. Τής φέρνω ένα μικρό κομπο σκοίνι, έφεύρεση τοΰ Λέοντα ΙΒ'· ή προσευχή μ’ αύτό είναι πολύ πιό σύντομη άπό δ,τι μέ τό παλιό. Τό λένε corona καί τό έχει εύλογήσει ή Ά γιότητά του». Α ξ ί ζει, γράφει, τό ταξίδι, καί μόνο γιά νά δει κανείς φωταγωγημένο τόν τρούλο τοΰ Α γίου Πέτρου τό Πάσχα καί τήν εύλογία urbi et orbi τοΰ Πάπα. Τό χιούμορ δέν είναι βέβαια Απόδειξη Απιστίας, άλλά είναι άραγε όρθόδοξο νά χαίρεται κανείς πού γράφει άπό τήν πόλη «τών καισάρων, τών παπών καί τών λοιπών» μέ τόν ί διο τρόπο πού καμαρώνει έπειδή έχει στό τραπέζι του τό Βιντόκ ή τό δήμιο τής Ρουέν;
28! αφιέρωμα χι μόνο νά τόν άποκαλέσει ό Ούγκώ έπαναστάτη, άλλα καί νά γράψει άργότερα ό Έ νγκελς: «ό Μπαλζάκ άναγκάστηκε νά παραβιάσει τίς προσωπικές τα ξικές τοο συμπάθειες καί τίς πολιτικές του προκατα λήψεις, ν* Αναγνωρίσει τόν άνεπίστροφο χαρακτήρα τής παρακμής των Αγαπημένων του Αριστοκρατών καί νά τούς Απεικονίσει σάν Ανθρώπους πού δέν Αξί ζουν μιΑ καλύτερη μοίρα· αύτό τό γεγονός μοΰ φαί νεται νά είναι μιά Από τίς μεγαλύτερες νίκες του ρεα λισμού, μιά Από τίς μεγαλύτερες Αρετές τού γεροΜπαλζάκ» (βλέπε καί τό βιβλίο τού Λούκατς «Ό Μπαλζάκ καί ό γαλλικός ρεαλισμός»). Σάν νά είχε δίκιο καί ό Προύστ, πού πελάγωνε κι αύτός μπροστά στούς Αριστοκράτες, δταν έγραψε: «ένα βιβλίο βγαί νει μέσα Από ένα έγώ διαφορετικό Από αύτό πού δεί χνουμε μέσα στίς συνήθειές μας, μέσα στήν κοινω νία, μέσα στά πάθη μας». Είναι φανερό δταν τόν δια βάζουμε πώς κανένας άλλος δσο ό Μπαλζάκ δέν έ δωσε στό χρήμα τό ρόλο πού πραγματικά παίζει στή ζωή. Γιά τόν Μπαλζάκ είναι ή πρώτη κοινωνική πραγματικότητα πού σέ κάθε ήλικία Αντιμετωπίζουν δλοι του οί ήρωες. Κάποιος είπε: « Ή ’Α νθρώπινη Κωμωδία είναι ένα σώμα δπου Αντί αίμα κυλά τό χρήμα».
Τό έργο τού Μπαλζάκ είναι έντυπωσιακό φυσικά. Συνδυάζει τή ρεαλιστική, τήν πιό πεζή καί έξαντλητική περιγραφή μέ τό δοκίμιο, μέσα σέ μιά ζωτική εύδαιμονία καί μιά φαντασιακή όρμή· τό όδηγοΰν σ’ ένα χώρο πού έπιτρέπει στόν Μπωντλαίρ νά βλέπει τόν Μπαλζάκ σάν ένα «παθιασμένο όραματιστή». Γράφει: «δλοι στό έργο τού Μπαλζάκ, Ακόμα κι οί θυρωρίνες, είναι μεγαλοφυείς. Ό λ ες οί ψυχές είναι ψυχές φορτισμένες μέ θέληση ώς τά μπούνια». Ή πρώτη έντύπωση πού δοκιμάζομε δταν άφεθοΰμε νά μάς συνεπάρει ό λόγος τού Μπαλζάκ είναι τό πάθος κι ό δυναμισμός μέσα σέ μιά φαντασιακή ροή πού δικαιολογεί τή συνύπαρξη τής πιό σχολαστικής πε ριγραφής μέ παρεμβολές γεμάτες στοχασμούς· αύ τός Ακριβώς ό μπαλζακικός τόνος είναι πού μάς πάει Αλλού, μάς Απογειώνει Από τήν πιό πεζή πραγματι κότητα γιά ν’ άναζητήσομε σ’ ένα άλλο έπίπεδο τήν ούσία της. Κάθε τι είναι Αφορμή γιά νά άπλωθεΐ ή έμπνευση σέ νέες εικόνες πού θά τονίσουν καί θά το νώσουν Ιδέες. Ή Αλληλουχία τών είκόνων, ό τρόπος πού Αρθρώνονται μεταξύ τους βοηθούν τή σκέψη τού Μπαλζάκ, δχι μόνο νά δικαιολογήσει τούς συλ λογισμούς της Αλλά καί νά μάς συνεπάρει στήν πο ρεία της. Αύτή ή φαντασιακή ροή δέν σταματούσε εύκολα. (Ό πω ς γινόταν καί μέ τόν Προύστ, τά τυπο γραφικά δοκίμια τού Μπαλζάκ τού έδιναν τήν εύκαιρία νά τά πνίξει κυριολεκτικά μέ πυκνές νέες προ σθήκες.) Έγραφε τό 1838: «Γιά ένα είμαι βέβαιος: γιά τό λιονταρίσιο κουράγιο μου καί τήν Ακατανίκη τη δουλειά μου». ’Αλλά Αν ή φαντασία είναι ή κινητήρια δύναμη, ή παρατήρηση είναι ένα είδος μνήμης πού ένεργεϊ πά νω στή φαντασία (γράμμα ’Ιουλίου 1826). Παρατή ρηση καί φαντασία ύψώνουν τό μυθιστόρημα στό χώρο τών δραμάτων δίνοντας στή σκέψη πού τίς όργανώνει τήν πρώτη θέση. Διαβάζομε στό «Μαγικό δέρμα»: «Ή σκέψη είναι τό κλειδί δλων τών θησαυ ρών... ΓΓ αύτό πλανιόμουν πάνω Από τόν κόσμο, δ που Απολαύσεις μου ήταν οί διανοητικές χαρές. Κραιπάλη γιά μένα ήταν νά θωρώ τίς θάλασσες, τούς λαούς, τά δάση, τά βουνά. Τά είδα δλα, Αλλά ή ρεμα, χωρίς κόπωση· δέν πεθύμησα ποτέ μου τίπο τα, περίμενα τά πάντα. Σεργιάνισα μέσα στό σύμπαν δπως μέσα στόν κήπο μιάς κατοικίας πού μοΰ Ανή κε. Ό ,τ ι οί άνθρωποι άποκαλοΰν στενοχώριες, έρω τες, φιλοδοξίες, Αναποδιές, θλίψη είναι γιά μένα ιδέες πού μετατρέπω σέ όνειροπολήσεις· Αντί νά τίς νιώσω, τίς έκφράζω, τίς έρμηνεύω- Αντί νά τίς άφήσω νά μοΰ χάψουν τή ζωή, τίς δραματοποιώ, τίς Αναπτύσσω, διασκεδάζω μαζί τους σάν μυθιστορή ματα πού θά διάβαζα μέ μιά έσώτερη ματιά». Ή έμπνευση τού Μπαλζάκ ζεΐ πάντα μέσα σ’ αύ τή τήν εύδαιμονία πού μάς χαρίζει τό κομμάτι πού διαβάσαμε. Είχε δίκιο ό Χόφμανσταλ δταν μιλούσε γιά μιά «πληθωρική φαντασία, Απέραντα πλούσια, μιά δημιουργική φαντασία, τήν πιό γόνιμη καί τήν πιό πυκνή πού είχαμε μετά τόν Σαίξπηρ».
α φ ιέρ ω μ α /2 9
Hubert Juin
Ό Μπαλζάκ καί ή πολιτική ’Οπαδός τών Βουρβόνων, καθολικός, άντιδραστικός. Μ ονάχα από άγάπη γιά τή δούκισσα ντε Καστρί; Κ ι αν ό Μ άρξ δεν του είχε Αφιερώσει εκείνες τις περίφημες σελίδες, θά τόν είχαν πολιτογραφήσει ο ΐ μαρξιστές συγγραφέα τής άριστεράς; Κάποτε ή διαλεκτική είναι μιά Ανά γνωση που Απαιτεί ιδιαίτερη ευαισθησία...
Ά π ό τούς συγγραφείς τοΰ 19ου αιώνα, ό Μπαλζάκ είναι σίγουρα αύτός πού, περισσότερο άπό κάθε άλ λον, έξαφανίστηκε έντελώς μέσα στό έργο του, έκφράστηκε μέσα άπό αύτό. Σέ τέτοιο βαθμό, πού δ,τι ήταν, δ,τι σκέφτηκε, δ,τι έπιθύμησε, νά άναιρεΐται άπό τή συγγραφική παραγωγή του. Τό έργο έδώ μι λά διαφορετικά άπό τό δημιουργό του, λέει άλλα πράγματα άπό δσα θά εύχόταν ό Μπαλζάκ. Ποιος μάς έξαπατά λοιπόν; Ό Μπαλζάκ ή ή ’Α νθρώπινη κωμωδία; Ό τα ν πεθαίνει, σέ ήλικία 51 χρόνων, άφοΰ έπιτέλους έχει παντρευτεί τήν Πολωνέζα του, τήν κυρία Χάνσκα, ό Β. Ούγκώ λέει τά σημαδιακά αύτά λόγια πάνω άπό τόν τάφο του: «Χωρίς ίσως νά τό ξέρει, συνειδητά ή άσυνείδητα, μέ τή θέλησή του ή καί χω ρίς αύτήν, ό δημιουργός αύτοΰ τοΰ παράξενου καί τεράστιου έργου άνήκει στή ρωμαλέα ράτσα τών έπαναστατών συγγραφέων». Βρισκόμαστε στά 1850. Ό Β. Ούγκώ, πού μάταια άγωνίστηκε νά μπει ό φί λος του στήν ’Ακαδημία, θά έξοριστεΐ τήν άλλη μέ ρα στό Τζέρσεϋ. Μιά πρώτη διαφορά: στόν Ούγκώ, δπως καί στό Λαμαρτίνο, τό έργο δέν άποκαλύπτει τά πάντα. Χρειάζεται νά προστεθεί καί ή ζωή. Ό Ούγκώ θά τό έκφράσει αύτό μ’ έναν τίτλο: “Εργα κ αί λόγια. Τίποτε παρόμοιο στόν Μπαλζάκ. Τά γράμμα τα στήν κυρία Χάνσκα, π.χ., είναι άπό τή μιά μεριά, ή ’Ανθρώπινη κωμωδία άπό τήν ά λ λ η .Ά ς ξαναγυρίσουμε στόν έπικήδειο λόγο τοΰ μελλοντικού συγ γραφέα τών Άθλιων: «Ό λα τά βιβλία του άποτελοΰν ένα καί μοναδικό βιβλίο, βιβλίο ζωντανό, φω τεινό, βαθύ, δπου μέσα του άναδεύεται, πορεύεται, κινείται, μέ κάτι άπροσδιόριστα συγκλονιστικό καί τρομερό μαζί, πού συμβαδίζει μέ τό ρεαλισμό, όλόκληρος ό πολιτισμός τής έποχής μας· βιβλίο θαυμά
σιο, πού ό συγγραφέας του τό όνόμασε Κωμωδία, μά θά μπορούσε νά τό πεϊ 'Ιστορία, πού υιοθετεί δλες τίς μορφές κι δλα τά στύλ, πού ξεπερνά τόν Τάκιτο καί πάει στό Σουητώνιο, πού περνά άπό τόν Μπωμαρσαί καί φτάνει ώς τό Ραμπελαί. Βιβλίο πα ρατήρησης καί φαντασίας· πού δίνει άπλόχερα τήν άλήθεια, τό ιδιωτικό, τό άστικό, τό χυδαίο, τό ύλικό, καί πού ξαφνικά κουρελιάζει βίαια δλες τίς πραγμα τικότητες κι άφήνει νά φανεί τό πιό σκοτεινό, τό πιό τραγικό ιδανικό». Είναι άλήθεια πώς ό Μπαλζάκ εί ναι έκπληκτικός έφευρέτης, μά έφευρίσκει δ,τι ύπάρχει. ’Επιθυμεί νά παρουσιάσει μέ εύνοϊκό τρόπο τήν Παλινόρθωση, καί τήν ξεσκεπάζει, γιατί ή μεγαλοφυϊα του είναι ισχυρότερη άπό αύτόν. Ω στόσο δέν πρέπει νά φανταστούμε έναν Μπαλζάκ ύπνοβάτη, συγγραφέα άκούσιο της ’Α νθρώπινης κωμωδίας, αύ τοΰ τοΰ κριτικοΰ άριστουργήματος. Ό π ω ς σωστά παρατηρεί ό Πιέρ Μπαρμπερίς, «δέν πρόκειται γιά καμιά μαγεία, κανένα θαύμα ή μυστήριο· δέν πρόκει ται γιά μιά πράξη πού άντλεί τή σημασία ή τή γοη τεία της άπό τόν έαυτό της καί μόνο, άφήνοντας έξω τήν Ιστορία. Ή Α.Κ. είναι άπλούστατα ή ληξιαρχι κή πράξη γέννησης τής πραγματικά σύγχρονης λο γοτεχνίας, μιάς λογοτεχνίας ρεαλιστικής πού γεννά ή ίδια τή μυθολογία της». Δέν άρκεϊ έπομένως νά ιστορούμε τή ζωή τοΰ Μπαλζάκ, σά νά ήταν ένα 3ος Προμηθέα, χωμένου ώς τό λαιμό στά χρέη, πού σιχαινόταν τόν καπνό καί λάτρευε τόν καφέ, ή νά άπαριθμοΰμε τίς κατά καιρούς πολιτικές του θέ σεις. Γιατί ό Μπαλζάκ γράφει βέβαια ξεκινώντας άπό τίς πολιτικές του θέσεις, άλλά ό μυθιστορηματι κός υλισμός του άποκαλύπτει τήν άντίστρρφη δψη τους. Είναι αύτονόητο δτι σ’ αύτό τό «ζωντανό βι βλίο» ύπάρχει μιά ιδεολογία. Πρέπει δμως νά
S
3 0 /αφιέρωμα
Σύνθεση του Βενιαμίν Ρουμπώ. Τόν Ούγκώ ακολουθούν οί κυριότεροι συγγραφείς τής έποχής. Διακρίνουμε
δεχτούμε δτι ή σκέψη τοΰ Μπαλζάκ δέν μπορεί νά χωριστεί άπό τήν κοινωνία τής όποιας πραγματικά είναι ό ληξίαρχος καί τήν όποια δημιουργεί, άλλα ό χι έκ τοΰ μηδενός. Είναι κάτι παραπάνω άπό έναν καθρέφτη πού τόν περιφέρει στό δρόμο, όπως λέει ό Σταντάλ, είναι ή έφεύρεση τοΰ πραγματικού. Αύτός είναι ό Μπαλζάκ: μιά γραφή. Αύτή ή γραφή δέ γεννήθηκε άπό τό μηδέν. ’Ανή κει σ’ έναν αίώνα, σ’ έναν άνθρωπο πού ζεΐ σ’ ένα συγκεκριμένο αίώνα, τό 19ο: στήν εποχή όπου δημκ>υργείται γιά πρώτη φορά μιά έννοια πού έμελλε νά γίνει γιά πολλούς λόγους διάσημη: ή άρρώστια τοΰ αίώνα! Παράξενο κι έκπληκτικό πρόβλημα! Ά ς θυμηθούμε τό Μυσέ, στήν 'Εξομολόγηση ένός παι διού τοΰ αίώνα, τό Νερβάλ, όταν ξαναβρίσκει τόν πατέρα του μετά τήν έκστρατεία τής Ρωσίας. Τόν Ούγκώ, γιό ένός έπαναστάτη (τοΰ πολίτη Βρούτου) πού έγινε ό άτυχος στρατιώτης τών αύτοκρατορικών πολέμων. 'Α ς θυμηθούμε τό Λαμαρτίνο καί τό Βινύ, στίς ώραϊες βουρβονικές στολές τους. Ό Μπαλζάκ είναι γερά ριζωμένος στήν άστική τάξη πού έκανε τό 1789 καί γιά τό θρίαμβο τής όποιας έ γινε τό 1789. Ό πατέρας τοΰ Μπαλζάκ δέν άναρωτιέται: θριαμβεύει άτάραχος. Ό μ ω ς ό Ό νορέ ντέ Μπαλζάκ νιώθει τήν «άρρώστια τοΰ αίώνα» όσο καί οί άλλοι νέοι τής γενιάς του. ’Αλλά όχι άκριβώς μέ τόν Γδιο τρόπο: μέ μιά διαύγεια μεγαλύτερη καί μέ μικρότερη διάθεση γιά φυγές στό χώρο τοΰ φαντα στικού. Θά μεγαλώσει μέ τά έμβλήματα τοΰ φιλελευ θερισμού. Θά άκούσει τό Σαίν-Σιμόν καί τό Φουριέ προσεκτικά. Ό τα ν όμως οί φιλελεύθεροι θά πάρουν τήν έξουσία, ό Μπαλζάκ άλλάζει στρατόπεδο: γίνε ται νομιμόφρονας. ’Αλλάζει όμως πραγματικά στρα τόπεδο, καί πώς; Οί καρλιστές τόν δέχονται μέ δυ σπιστία, όπως παλιά οί βασιλόφρονες τό Σατωβριάνδο. Μέ τή διαφορά ότι ό Σατωβριάνδος ήταν πολιτικός καί ό Μπαλζάκ όχι. Υ πάρχει ώστόσο στόν Μπαλζάκ ένα πολιτικό σχέδιο. Ή άστραπή τοΰ ’Ιουλίου πού θάμπωσε τό Μισλέ, άφήνει τόν Μπαλ ζάκ σκεπτικιστή. Αύτός ό άνθρωπος τής γλώσσας δυσπιστεΐ στίς λέξεις. ’Αντιστέκεται σ’ αύτό άκριβώς
πού θά ήθελε νά έκφράσει: στήν Ιδεολογία του. Έ τσι τά μυθιστορηματικά του πρόσωπα ξεπερνούν τή «θέ ληση» τοΰ λόγου του. Ό Μισέλ Κρετιέν, π.χ., δημο κράτης, μέλος τοΰ «Όμίλου» καί φίλος τοΰ Ντανιέλ ντ’ Ά ρτέζ, όπως μαθαίνουμε στά Χαμένα δνειρα, εί ναι παράφορα έρωτευμένος μέ τή δούκισσα ντέ Μωφρινιέζ κι έξακολουθεϊ νά τή λατρεύει άπό μακριά, παρά τό γάμο της· έπειτα, πιστός στίς πεποιθήσεις του, σκοτώνεται τό 1832, στά όδοφράγματα τοΰ Σαίν-Μερρί. Γιά νά μπορέσει νά άναπαυθεΐ σ’ έναν τάφο, στό νεκροταφείο Πέρ-Λασαίζ, θά χρειαστεί νά μεσολαβήσει στόν κόμη ντέ Μαρσαί, πού έχει γίνει ύπουργός, καί στό Ραστινιάκ, πού είναι ύφυπουργός, ό Ό ράτιος Μπιανσόν, αύτός ό γιατρός πού ό Μπαλζάκ, ό δημιουργός του, θά τόν γυρεύει στό προσκέφαλό του, τό 1850, τή στιγμή τοΰ θανάτου του, όταν πιά έχει άπωθήσει τελείως τήν πραγματι κότητα. Ή στιγμή πού σκοτώνεται ό Κρετιέν είναι σημαντική: 1832. Ή προσωπικότητά του κεφαλαιώ δης. Ό θάνατός του στό Σαίν-Μερρί ύπαγορεύεται άπό τήν άνάγκη νά συνδυαστεί μυθιστόρημα καί 'Ιστορία. Αύτή είναι ή γραφή τοΰ Μπαλζάκ! Τό σπουδαίο στόν «Όμιλο» τών νέων, όπου ξεχωρίζει ό Μισέλ Κρετιέν, είναι αύτό άκριβώς πού τόν διαφο ροποιεί άπό τό «Σύνδεσμο τών Δεκατριών»: μιά άνυπονομησία νά ζήσουν μέ πληρότητα καί άξιοπρέπεια. Τά νεαρά του μέλη έχουν ένα μόνο κοινό: τήν ίδέα γιά τό «προχώρημα» τής κοινωνίας. Οί πολιτι κές τους πεποιθήσεις διαφέρουν: ό Λουί Λαμπέρ σκέφτεται μόνο τό μυστήριο τής θέλησης· ό ντ’ Ά ρτέζ είναι μοναρχικός καί πεισμένος πώς μόνο ή κα ταφυγή στόν σπιριτουαλισμό θά μπορέσει νά ένοποιήσει τά πάντα- ό Μπιανσόν πιστεύει μόνο στήν έπιστήμη, είναι ύλιστής· κι ό Κρετιέν όνειρεύεται μιά δημοκρατία όπου όλοι θά είναι ίσοι. Ό Μπαλ ζάκ είναι ό μόνος πού έδειξε στό έργο του τήν άσυνέχεια πού ύπήρχε στόν καιρό του άνάμεσα στήν κοινωνία καί τούς διανοούμενους, άλλά καί τήν έν ταση μέ τήν όποία οί νέοι όνειρεύονταν έναν κόσμο πού τόν έμπόδιζε καί δέν τόν άφηνε νά γεννηθεί ή γεροντοκρατία. Ό Λουί Λαμπέρ πεθαίνει τρελός,
αφιβρω μα/31
τό Λαμαρτίνο μέσα στά σύννεφα, τό Δοομά, τόν Μπαλζάκ παρέα με τό φίλο του Γκοζλάν
σχεδόν τήν ίδια Εποχή πού σκοτώνεται ό Κρετιέν, ένώ οί άλλοι συμβιβάζονται, γιατί ή ίουλιανή μο ναρχία Εκανε μάταιη κάθε Ελπίδα. Ή , πιό συγκεκρι μένα, Εκλεισε τόν όρίζοντα μέ τέτοιο τρόπο, ώστε νά μή φαίνεται τίποτα άπό αύτό πού Εχει ήδη —άλλά άλλου— ξεπεταχτεΐ καί χωρίς νά τό ξέρουν παίρνει ύπόσταση· οί Εργατικές Εξεγέρσεις τής Λυόν, π.χ., τόν ’Οκτώβριο τοϋ 1831 καί τόν ’Οκτώβριο του 1834, πού θά κατασταλοϋν μέ άγριότητα, θά άποκτήσουν τό πραγματικό τους νόημα άργότερα, πολύ άργότερα. Τό πρόβλημα τής νεότητας καί τής γεροντοκρα τίας (ό τελευταίος δρος δέν πρέπει νά νοείται μόνο βιολογικά), πού βρίσκεται στή ρίζα τής «άρρώστιας του αίώνα» εικονογραφείται μέ θαυμαστή ένάργεια στό Εργο τοΰ Μπαλζάκ. "Οταν βάζει, στά Χαμένα δνεφα, τό Μισέλ Κρετιέν καί τό Λυσιέν νά μονομα χήσουν, είναι άξιο προσοχής δτι ό Λυσιέν μυστικά άρνεϊται νά ύπερασπίσει τόν έαυτό του —πράγμα πού σημαίνει πώς ό Λυσιέν μετατρέπει τή μονομα χία σέ καμουφλαρισμένη αύτοκτονία. Ό Λυσιέν ντέ Ρυμπαμπρέ Εκφράζει τήν «άρρώστια τοΰ αίώνα». Τί είναι ό Λυσιέν τή στιγμή τής μονομαχίας του; Έ νας Λυσιέν πού Εχει ύποκύψει στίς άδυναμίες τοΰ αίώνα —καί τό ξέρει. Έ νας Λυσιέν θύμα τής κοινωνίας τής Εποχής του. Έ νας Λυσιέν πού Εχει συνείδηση τής στειρότητας καί τής άπραξίας του. Ή μονομαχία φέρνει άντιμέτωπους δχι τό Λυσιέν μέ τό Μισέλ, άλ λά τό Λυσιέν τοΰ χτές μέ τό Λυσιέν τοΰ σήμερα. Ό Λυσιέν κρίνει καί καταδικάζει τό Λυσιέν. "Ωστε Εδώ ό Μπαλζάκ, πιστός στίς άρχές του, δέ βλέπει στό Λυσιέν Ενα δαιμονικό πνεΰμα ή μιά ρομαντική ψυ χή, άλλά Ενα νέο Εκείνων των χρόνων, πού είναι χρόνια μουντά. Κι άν είναι άλήθεια δτι ό Φερράντε Πάλλα τοΰ Σταντάλ Εχει πρότυπο τό Μισέλ Κρε τιέν, είναι Εξίσου άλήθεια δτι ό Μπαλζάκ βάζει τόν Κρετιέν νά σκοτώνεται τό 1832, γιατί ό όρίζοντας είναι κλειστός. Γι’ αύτό ό Κρετιέν, μορφή δημοκρα τική ΚΑΙ δχι φιλελεύθερη, είναι Ενα μοναδικό πρό σωπο στήν 'Ανθρώπινη κωμωδία·, είναι ήγετικό μέ λος τοΰ «Όμίλου», άλλά καθώς ή πρόοδος πού όνει-
ρεύτηκε ό καθένας μέ τόν τρόπο του είναι πιά (στά μάτια τοΰ Μπαλζάκ) άδιανόητη, ό Μισέλ Κρετιέν, πού πέφτει άπό τή σφαίρα ένός μαγαζάτορα, θά είναι Ενα Εμβλημα νεκρό. ’Αξίζει τόν κόπο νά άναφερθοΰμε διεξοδικά στό γράμμα πού Εγραψε ό Έ νγκελς σέ μιά άγγλίδα συγ γραφέα, τή Μάργκαρετ Χάρκνες, τόν ’Απρίλιο τοΰ 1888. Ό Ένγκελς βρίσκεται τότε στό Λονδίνο, καί ή κυρία Χάρκνες, πού είναι σοσιαλίστρια, τοΰ Εχει στείλει τό μυθιστόρημά της Μ ιά κοπέλα τής πόλης, δπου γίνεται λόγος γιά τίς λαϊκές συνοικίες τοΰ Μάντσεστερ, τά Εργοστάσια αύτής τής βιομηχανι κής περιοχής καί τίς τρώγλες τοΰ Λονδίνου. Ή άναφορά στόν Μπαλζάκ είναι άναγκαστική, άφοΰ ό Έ ν γκελς Εξετάζει τό πρόβλημα τοΰ ρεαλισμοΰ: Ό Μπαλζάκ, λέει, στήν ’Ανθρώπινη κωμωδία, μας δίνει «τήν ώραιότερη ρεαλιστική ίστορία τής γαλλικής κοινωνίας, περιγράφοντας μέ τή μορφή χρονικού, σχεδόν χρόνο μέ χρόνο, άπό τό 1816 ώς τό 1848, τήν αύξανόμενη πίεση πού άσκεΐ ή άνερχόμενη άστική τάξη στήν κοινωνία των εύγενών ή όποια, μετά τό 1815, είχε άνασυνταχθεϊ καί Εδινε στό μέτρο τοΰ δυνατοΰ ένα δείγμα τής παλιάς γαλλικής εύγένειας. Δείχνει πώς τά λείψανα αύτής τής κοινωνίας, πού ό ίδιος τή θεωρούσε ύποδειγματική, Εξαφανίζον ται σιγά σιγά κάτω άπό τήν πίεση τοΰ χυδαίου νεο πλουτισμού ή σπρώχνονται στή διαφθορά. Περιγρά φει πώς στή θέση τής άριστοκράτισσας, πού οί συζυ γικές της άπιστίες δέν ήταν παρά Ενα μέσο αύτοβεβαίωσης καί άνταποκρίνονταν άπόλυτα στή θέση πού τής Εξασφάλιζε ό γάμος, Ερχεται τώρα ή άστή πού βάζει κέρατα στόν άντρα της άπό άγάπη γιά τό χρήμα καί τά λοΰσα. Γύρω άπό αύτό τόν κεντρικό πίνακα συγκέντρωσε ό Μπαλζάκ όλόκληρη τήν ίστορία τής γαλλικής κοινωνίας, γιά τήν όποια μοΰ Εμαθε πολύ περισσότερα πράγματα, άκόμη καί γιά τίς οικονομικές λεπτομέρειες, άπό δ,τι τά βιβλία δλων τών ειδικών, οικονομολόγων, Ιστορικών, στατιστικολόγων». Καί συνεχίζει στό ίδιο γράμμα: «Φυσι κά ό Μπαλζάκ στίς πολιτικές του πεποιθήσεις είναι νομιμόφρονας. Τό άθάνατο Εργο του είναι μιά μα-
3 2 ! α φ ιέρ ω μα κρόσυρτη έλεγεία πού θρηνεί τό άναπόφευκτο τέλος της καλής κοινωνίας! Οί συμπάθειές του στρέφονται στην τάξη πού είναι καταδικασμένη νά έξαφανιστεΐ. 'Ωστόσο ποτέ ή σάτιρά του δέν είναι πιό καυ στική, ή ειρωνεία του πιό πικρή, δσο όταν παρου σιάζει τούς άνθρώπους πού συμπαθεί περισσότερο: τούς εύγενεϊς, άντρες καί γυναίκες. Τά μόνα πρόσω πα πού θαυμάζει άπροκάλυπτα είναι οί πολιτικοί του άντίπαλοι, οί δημοκρατικοί ήρωες τής όδοΰ ΣαίνΜερρί, άνθρωποι πού τήν έποχή έκείνη, 1830-1836, άντιπροσώπευαν πραγματικά τις λαϊκές μάζες. Γιά μένα, ένας άπό τούς ώραιότερους θριάμβους του ρεαλισμού, ένα άπό τά πολυτιμότερα χαρακτηριστι κά τού γερο-Μπαλζάκ είναι δτι ύποχρεώθηκε νά ύποστη ρίξει τόν άντίποδα των ταξικών συμπαθειών του, των πολιτικών προκαταλήψεών του, δτι έβλεπε άναπόφευκτη τήν πτώση τών εύνοούμενών του εύγενών καί τούς περίγραφε σάν άνθρώπους πού δέν άξιζαν καλύτερη τύχη, καθώς καί δτι έβλεπε τούς άληθινούς άνθρώπους τού μέλλοντος στό μόνο μέ ρος δπου θά μπορούσε νά τούς βρει έκείνη τή στιγ μή...» Τό γράμμα τού Έ νγκελς είναι έκπληκτικό σέ διαύγεια, άλλά ύπερβάλλει όρισμένες πλευρές. Ό Μπαλζάκ, π.χ., δέν έβλεπε αύτό πού λέει ό Ένγκελς. Θά τού ήταν έξάλλου άδύνατο νά τό δει, νά τό άντιληφθεΐ ή καί νά τό μαντέψει άκόμη. Γιατί καί μόνο άν τό είχε μισοδεΐ, δέ θά έβαζε τό Μισέλ Κρετιέν νά σκοτωθεί σάν άπλός στρατιώτης, άπό μιά άστική σφαίρα, τό 1832, στό Σαίν-Μερρί. Γιά νά κατανοή
Τό μαγικό δέρμα (1831) Ό Ραφαήλ ντέ Βαλαντέν είναι ένας νέος κατεστραμμέ νος οικονομικά, άπογοητευμένος άπό τή ζωή καί τόν έρωτα. "Ενώ έτοιμάζεται νά πέσει στό Σηκουάνα, ένας παράξενος παλαιοπώλης τού χαρίζει ένα κομμάτι δέρ μα μέ μαγικές ιδιότητες: κάθε του πόθος θά μπορεί νά γίνεται πραγματικότητα, άλλά μέ κάθε έκπλήρωση έπιθυμίας του τό μαγικό δέρμα θά μικραίνει καί μαζί ή ζωή τού Ραφαήλ. Μετά άπό τις πρώτες στιγμές ένθουσιασμού, ό Ραφαήλ δέν τολμά πιά νά «ζήσει». Κλείνεται σ’ ένα άρχοντικό καί όργανώνει έτσι τή ζωή του ώ στε νά μή χρειάζεται νά έπιθυμήσει τίποτα. Ό μ ω ς κα θώς δέν ύπάρχει ζωή χωρίς έπιθυμία, ούτε αύτή ή «φυ τική ύπαρξη» θά τόν σώσει. Τό δέρμα μικραίνει μέ τρομακτική ταχύτητα, ιδιαίτερα δταν γνωρίζει τίς χα ρές τού έρωτα μέ τήν Πωλίνα. Προσπαθώντας νά πα ρατείνει τή ζωή του, ψάχνει μάταια έναν τρόπο νά τεν τώσει τό τρομερό του φυλακτό. Καταφεύγει στούς κο ρυφαίους έπιστήμονες τής έποχής του, γιατρούς, φυ σιοδίφες, φυσικούς, μηχανικούς —έχουμε έτσι μιά έπισκόπηση δλων τών έπιστημονικών κατακτήσεων τών άρχών τού 19ου αίώνα—, πού δμως άδυνατούν νά τόν βοηθήσουν. Μιά στιγμή πόθου γιά τήν Π ωλίνα θά τόν όδηγήσει στό θάνατο.
σουμε δμως τό πραγματικό νόημα τών δσων λέει ό Ένγκελς στό γράμμα του, θά πρέπει νά άναφέρουμε καί τό άκόλουθο άπόσπασμα άπό τό έργο του ΆντιΝτύρινγκ: «Σέ σύγκριση μέ τίς έκθαμβωτικές έπαγγελίες τών άνθρώπων τού 18ου αίώνα, οί κονωνικοί καί πολιτικοί θεσμοί πού έγκαθίδρυσε ή "έπικράτηση τού όρθοΰ λόγου” άποδείχτηκαν στήν πράξη σκληρά άπογοητευτικές καρικατούρες». Τό ίδιο πράγμα λέει πολύ συχνά καί ό Μπαλζάκ στά μυθιστορήματά του. Καί στή μιά περίπτωση καί στήν άλ λη, ό λόγος είναι γιά τό φιλελευθερισμό. Στό σημείο αύτό πρέπει νά προσέξουμε τήν έν νοια όρισμένων λέξεων: δπως «δεξιά» καί «άριστερά». Τί έχει συμβεΐ; Ή έπανάσταση τού ’89 είναι μιά άστική έπανάσταση πού δίνει διέξοδο στόν οικονο μικό φιλελευθερισμό. Αύτό είναι φανερό. Ή έπανά σταση δμως προχώρησε πολύ μακριά, ξεπέρασε τά δρια τών δσων περίμενε ή άστική τάξη, ή ή πλειοψηφία τής τρίτης τάξης, γι’ αύτό καί συντρίφτηκε. Ό Βοναπάρτης, πρώτος ύπατος, δφείλει τό θρίαμβό του στήν περίφημη διακήρυξη μέ τήν όποια έγγυάται τήν Ιδιοκτησία. ’Ακολούθησε ή Αύτοκρατορία, δηλαδή ή δόξα καί ό θάνατος γιά τούς μέν, ή περιου σία καί τά καινούρια προνόμια γιά τούς άλλους. Ή Γαλλία, δταν έρχεται ή Παλινόρθωση, είναι έξαντλημένη. Έ ν α μόνο πράγμα ποθεί: τήν ειρήνη. Καί μιά μόνο άνησυχία ύπάρχει: τί θά γίνει μέ τά έθνικά κτήματα. Θά καταργήσει τήν άστική έπανάσταση ή μοναρχία; Ό χ ι! ’Ανακούφιση: Ό Λουδοβίκος, ό βασιλιάς-ποδάγρα, παραχωρεί τό συνταγματικό χάρ τη. Διαλέγει τά στελέχη του άνάμεσα στούς προχθε σινούς γιακωβίνους καί τούς χθεσινούς όπαδούς τού Βοναπάρτη. Στηρίζεται στίς τράπεζες, μά δέν τό λέει. Ό διάδοχός του, Κάρολος Γ, κάνει άνοησΐες. Καί ή δεξιά; Φτάνει νά άκούσουμε τό Σατωβριάνδο, δταν είναι έκπρόσωπός της. Ά ς δούμε τίς προτάσεις πού γίνονται. Καθολική ψηφοφορία: Ή πραγματική δεξιά (αύτή πού δέν άνακατεύεται άκόμη μέ έπιχειρήσεις καί δέν είναι όπισθοδρομική άπό άνοησία) εί ναι ύπέρ. Ποιοι είναι κατά; Οί τράπεζες, πού άποτελούν τήν άριστερά. Ποιος δημιουργεί τό 1830, ένάντια στή θέληση τού λαού; Ποιος κάνει τό δούκα τής ’Ορλεάνης βασιλιά; Ή φιλελεύθερη άριστερά. Καί κάτι άκόμη: Ή δεξιά, πρίν άπό τό 1848 καί τή σφα γή τής Κομμούνας, έχει καθαρά χέρια. Πρέπει νά τό θυμόμαστε αύτό, δταν έξετάζουμε τίς πολιτικές θέ σεις τού κυρίου ντέ Μπαλζάκ. Τό 1799, δταν γεννιέται ό Μπαλζάκ, γεννιέται έ νας αιώνας άπό τόν όποιο μπορεί κανείς νά περιμέ νει τά πάντα. 'Ωστόσο αύτό πού θά έπιτρέψει θά εί ναι ή άποτυχία ή ή αύταπάτη. Ά π ό τή μιά μεριά ό δυναμικός καί ούτοπικός ρομαντισμός τής προόδου, κι άπό τήν άλλη ό κριτικός ρεαλισμός τού Μπαλζάκ. Δυό δψεις τού ίδιου νομίσματος, ένός νομίσματος πού έχει καί τίς δυό του δψεις, καλή καί άνάποδη, στραμμένες πρός τήν ίδια κατεύθυνση. Ά π ό τήν «άρρώστια τού αίώνα» στό νέο ξεκίνημα τής κοινω νίας. Ά ς δούμε τώρα τόν Μπαλζάκ στή δουλειά. Πρέπει πρώτα νά τονίσουμε πώς ό Μπαλζάκ γρά-
οφ ΐ€ρ ω μα /33 φει γιά τήν Παλινόρθωση μετά την ίουλιανή μοναρ χία. Έ τσι ό Μπαρμπα-Γκοριό διαδραματίζεται τό 1819, άλλά γράφεται τό 1834-1835, όπως καί οί Χωριάτες, πού ή δράση τους τοποθετείται τό 1817, γράφονται σέ μιά πρώτη μορφή τό 1838 καί σέ μιά δεύτερη τό 1844. Αύτή ή άπόσταση δίνει στήν ’Α ν θρώπινη κωμωδία τό πολιτικό της νόημα. Ή άφέλεια λοιπόν πού καταλογίζουν μερικοί βιαστικοί στόν Μπαλζάκ είναι μικρότερη άπό δσο ισχυρίζον ται. Ό ταν ό Μπαλζάκ γίνεται νομιμόφρονας καί κα θολικός, αύτό πού θέλει νά άποδείξει είναι ότι ένα καθεστώς σάν τήν Παλινόρθωση ήταν δυνατό. Ό μως νά πού ή Παλινόρθωση δέ στάθηκε δυνατή. Κα ταλύθηκε τό 1830. Δηλητηριάστηκε άπό τήν πολιτικάντικη πολιτική καί δέν άφησε πίσω της παρά τήν πσλιτικάντικη πολιτική. Τό μυθιστορηματικό έργο τού Μπαλζάκ τό δείχνει αύτό θαυμάσια, γιατί ό Μπαλζάκ τό είδε μέ άκρίβεια. Οί ήρωές του άνασυνθέτουν τήν κίνηση τής κοινωνίας μέ τόση ένάργεια, πού ό Μάρξ άναφέρεται συχνά σ’ αύτούς στό Κεφά λαιο. Έτσι, δταν πραγματεύεται τή μεταβολή τής ύπεραξίας σέ κέρδος, γράφει: «Σέ μιά κοινωνία πού τή χαρακτηρίζει ή καπιταλιστική παραγωγή άκόμη καί ό μή καπιταλιστής παραγωγός έχει τήν καπιταλι στική ιδεολογία. Στό τελευταίο μου μυθιστόρημα Οί χωριάτες, ό Μπαλζάκ (είναι έκπληκτικό πόσο βαθιά κατανοεί τίς πραγματικές σχέσης) δείχνει θαυμάσια πώς ό χωριάτης, γιά νά έξασφαλίσει τήν εύνοια τού τοκογλύφου του, κάνει γι’ αύτόν κάθε είδους δου λειά χωρίς νά πληρώνεται, βέβαιος πώς δέν τού κά νει κανένα δώρο, άφοΰ ή άτομική του έργασία δέν τού στοιχίζει σέ χρήμα. Ό τοκογλύφος πάλι έχει μ’ ένα σμπάρο δυό τρυγόνια: άπό τή μιά γλιτώνει με ροκάματα κι άπό τήν άλλη τυλίγει τό χωριάτη δλο καί πιό πολύ στόν ίστό τής τοκογλυφίας, έπιταχύνοντας τήν καταστροφή του, άφοΰ δέν τόν άφήνει νά άφιερώσει δλη του τή δουλειά στή δική του γή». "Ας σημειώσουμε άκόμη πώς παρά τίς συνεχείς δια κηρύξεις του ύπέρ τής δεξιάς (καί τά γράμματα στήν κ. Χάνσκα πλειοδοτούν σ’ αύτή τήν κατεύθυνση, γιατί θά διαβαστούν άπό τή λογοκρισία τού τσάρου πασών τών Ρωσιών καί πρέπει νά άποδείξουν τήν άφοσίωση τού Μπαλζάκ στήν άπολυταρχία), ή δεξιά δέν μπόρεσε ποτέ νά οίκειοποιηθεΐ τό έργο του. ’Αναγκάστηκε νά τό άποσιωπήσει έντελώς. Δέ συμ βαίνει τό ίδιο μέ τήν άριστερά. ’Αλλά ποιόν άριστερά; Αύτήν άκριβώς πού κατακρίνει τόν οικονομικό φιλελευθερισμό, δηλαδή τήν άστική δύναμη πού συσσωρεύει τό κεφάλαιο καί ιδιοποιείται τά μέσα παραγωγής. Τή στιγμή πού γράφει ό Μπαλζάκ, οί όπαδοί τού Σαίν-Σιμόν έχουν γίνει, γίνονται βιομήχανοι. Μά ή βιομηχανία, δπως παρουσιάζεται, είναι μιά βιομηχανία προσωπικού συμφέροντος. ’Ανάμε σα στήν πρωτόγονη κοινότητα πού δέ γνώριζε τήν ιδιοκτησία καί τήν κοινότητα πού όνειρευόταν ό Μπενασί στόν 'Επαρχιακό γιατρό, νά πού ύπάρχει, άποκλειστικά, ένας συνασπισμός μιάς μειοψηφίας πού καρπώνεται κέρδη καί κεφάλαια. ’Αποκλειστι κά; Ναί, γιατί δ Μπαλζάκ δέν μπορεί νά δει πώς γε-
Εύγενία Γκραντέ (1833) Στό Σωμύρ, σ’ ένα βουβό καί κρύο σπίτι ζεΐ ό μπαρμπα-Γκραντέ, πρώην βαρελάς πού πλούτισε τόν καιρό τής ’Επανάστασης άγοράζοντας έκκλησιαστικά κτήματα. Δεσποτικός καί άκαρδος μέ τήν οΐκογένειά του καί έπιτήδειος στίς κερδοσκοπικές έπιχειρήσεις, κυριαρχεί στό Σωμύρ καί κυριαρχείται άπό τό πάθος τής φιλαργυρίας. Ή κόρη του Εύγενία είναι ή πιό πλούσια νύφη τής περιοχής. Γύρω τους κινούνται, συ νωμοτώντας καί κολακεύοντας τόν Γκραντέ, δυό οίκογένειες, οί Κρουσό καί οί ντέ Γκρασέν, πού έπιδιώκουν νά κατακτήσουν τήν καρδιά καί τήν περιουσία τής Εύγενίας. Τήν άχαρη καί στερημένη ζωή τής πλούσιας κληρονόμου —πού άγνοεϊ τό μέγεθος τής προίκας της— θά φωτίσει ό έρχομός τού ώραίου παρι σινού ξαδέλφου, Κάρολου Γκραντέ. Στό σύντομο πέ ρασμά του άπό τό Σωμύρ, στό δρόμο γιά τίς ’Ινδίες, ό που θά προσπαθήσει νά βρει τήν τύχη του μετά τή χρεωκοπία καί τήν αύτοκτονία τού πατέρα του, θά γεν νήσει στήν καρδιά τής Εύγενίας τόν έρωτα καί θά συγκινηθεΐ καί ό ίδιος άπό τήν άγνότητα καί τό πάθος της. 'Ωστόσο μέσα του κρύβεται ό ψυχρός καί ύπολογιστής Παριζιάνος πού δέν είχε ώς τότε τήν εύκαιρία νά έκδηλωθεΐ. Παραπλανημένος άπό τήν άνέχεια μέσα στήν όποια ζεΐ ή οικογένεια τού θείου του, γυρνώντας θά έπιδιώξει έναν πλούσιο γάμο μέ τήν κόρη ένός μαρκήσιου. Πληγωμένη ή Εύτυχία, θά παντρευτεί, μετά τό θάνατο τών γονιών της, έναν άπό τούς μνηστήρες πού τήν πολιορκούσαν χρόνια, καί μετά τή χηρεία της, άκόμη πιό πλούσια, θά έξακολουθήσει τή μίζερη ζωή της τήν άφιερωμένη στίς άγαθοεργίες.
γονότα δπως οί έργατικές έξεγέρσεις καί οί ταραχές τού 1832 σημαίνουν τή δυνατότητα μιας προόδου. Γι’ αύτό έφευρίσκει στήν κυριολεξία μιά μοναρχία πού θά ήταν μαζί άγνή καί άποτελεσματική · μιά μο ναρχία πού θά έδινε στό κράτος μιά βιώσιμη δομή, καί στόν άνθρωπο μιά δύναμη πού θά έδινε διέξοδο στήν ένεργητικότητα καί τή φιλοδοξία του. Ή κοι νωνία του δηλαδή θά μπορούσε νά άποδεσμευθεΐ, πρίν έρθει τό «κλείσιμο», πρίν γίνει μάταιη κάθε έλπίδα. Στό Κεφάλαιο ό Μάρξ παρατηρεί γιά τή συσσώ ρευση: «Τό κλειδαμπάρωμα τού χρήματος θά ήταν τό πιό σίγουρο μέσο γιά νά μήν κεφαλαιοποιηθεΐ, καί ή συσσώρευση έμπορευμάτων μέ σκοπό τό θησαυρισμό θά ήταν έργο τρελού φιλάργυρου». Καί σέ ύποσημείωση προσθέτει: «Έτσι στόν Μπαλζάκ, πού μελέτησε βαθιά δλες τίς άποχρώσεις τής φιλαργυρίας, ό γερο-τοκογλύφος Γκόμπσεκ έχει πιά ξεμωρα θεί, δταν άρχίζει νά μαζεύει έμπορεύματα μέ σκοπό τό θησαυρισμό τους». Πραγματικά ό Μπαλζάκ έχει, μιά τεράστια άπέχθεια γιά τά κομποδέματα. Ό θησαυρισμός, λέει, άποτελεΐ κοινωνικό έγκλημα. Χρειάζονται κίνητρα γιά νά άναπτυχθεΐ δράση. Καί πώς θά γίνει αύτό; Δημιουργώντας άνάγκες. ’Από τή στιγμή πού ύπάρχουν άνάγκες, δημιουργοΰνται
34/αφιβρωμα έπαγγέλματα, άνοίγονται δρόμοι, γενικεύεται ή πα ραγωγή. Καί προσθέτει: Ό ποιος έργάζεται, τρώει, κι δποιος τρώει σκέφτεται. Στόν ’Ε παρχιακό γιατρό, μέ σω τοΰ Μπενασί, μας δίνει τό κλειδί τοΰ μοναρχι σμού του καί τήν αίτία της πάλης του κατά των φι λελεύθερων: «Μέ τή μοναρχία χάσαμε τήν τιμή, μαζί μέ τή θρησκεία των πατέρων μας τή χριστιανική άρετή, καί μέ τίς άτελέσφορες προσπάθειές μας γιά τήν έξουσία, τόν πατριωτισμό μας. Αύτές οί άρχές, άντί νά έμψυχώνουν τίς μάζες, φυτοζωούν —γιατί οί ιδέες δέ χάνονται ποτέ. Σήμερα, μονάχα στόν έγωισμό μπορούμε νά στηρίξουμε τήν κοινωνία. Τά άτο μα πιστεύουν μόνο στόν έαυτό τους. Ό άνθρωπος τοΰ μέλλοντος είναι ό κοινωνικός άνθρωπος. Πέρα άπό αύτό δέν μπορούμε νά δούμε τίποτα άλλο». Έ πειτα διευκρινίζει: «Ζοΰμε στόν αιώνα των ύλικών συμφερόντων καί τής θετικότητας. Αύτή ή λέξη εί ναι ή λέξη δλων. Είμαστε δλοι ταξινομημένοι, δχι άνάλογα μέ τήν άξια μας άλλά άνάλογα μέ τόν τρό πο πού σκεφτόμαστε». Ή ίδέα τοΰ ’Ε παρχιακού γιατρού, δπου έκθέτει τήν ούτοπιστική θεωρία του, γεννιέται στόν Μπαλζάκ τό 1830. Στά τέλη τοΰ 1831 γνωρίζεται μέ τή μαρκησία ντέ Καστρί. (Έχει τονιστεί έπανειλημμένα ή πολιτική της έπίδραση στό συγγραφέα τής ’Α ν θρώπινης κωμωδίας, άλλά ύπάρχει κάποια ύπερβολή σ’ αύτό.) * Ο Επαρχιακός γιατρός γράφεται στό μεγαλύτερο μέρος του στά τέλη τοΰ 1832. Οί χρονο
Μπαρμπα-Γκοριό (1835) Στις σημειώσεις τοΰ Μπαλζάκ τό θέμα τοΰ βιβλίου όρίζεται έτσι: «Θέμα τοΰ μπαρμπα-Γκοριό: Έ να άνθρωπάκι — σέ μιά άστική πανσιόν — μέ 600 <ρρ. εισό δημα — έχει ξεπουπουλιαστεί άπό τίς κόρες του πού κι οί δυό μαζί έχουν 50.000 φρ. είσόδημα καί πεθαίνει σά σκυλί». Τό βιβλίο κινείται σέ δυό χώρους: στήν άστι κή πανσιόν τής κυρίας Βωκέρ, πού οί ένοικοί της άποτελοΰν όλόκληρη πινακοθήκη χαρακτήρων, καί στά σαλόνια τής άριστοκρατίας, δπου ζοΰν οί κόρες τοΰ Γκοριό. Διάμεσος στούς δυό κόσμους, ό φοιτητής Ραστινιάκ, άπό τούς πιό γοητευτικούς ήρωες τοΰ Μπαλ ζάκ, ό μόνος ένοικος τής πανσιόν πού συμπαραστέκε ται στόν Γκοριό. ’Εκτός άπό τό θέμα τής πατρικής στοργής πού φτάνει στήν ύπερβολή, καί τήν άχαριστία τών παιδιών —θέμα πού θυμίζει τό Λήρ— στό βι βλίο παρακολουθούμε ένα είδος «αίσθηματικής άγωγής» τοΰ Ραστινιάκ. Δάσκαλοί του στήν έπιστήμη τής κοινωνικής έπιτυχίας ή κυρία ντέ Μπωσεάν, άπό τόν καλό κόσμο, καί ό Βωτρέν, δραπέτης άπό τά κάτεργα, ένας μεφιστοφελικός τύπος πλασμένος στά χνάρια τοΰ περίφημου Βιντόκ, πού άπό δραπέτης κατάφερε νά γί νει άρχηγός άστυνομίας. Ό τα ν τελειώνει τό βιβλίο, μέ τήν τραγική κηδεία τοΰ μπαρμπα-Γκοριό, ό χαρακτή ρας τοΰ Ραστινιάκ έχει πιά διαμορφωθεί κι είναι έτοι μος νά «κατακτήσει» τό Παρίσι.
λογίες είναι ένδεικτικές: δείχνουν πώς δλα, δχι μόνο ό Μπαλζάκ, άλλά όλόκληρος ό 19ος αίώνας, στρέ φονται γύρω άπό τό 1830. Κεντρικός άξονας καί ση μείο ρήξης. ’Αποτυχημένη έξόρμηση καί κλείσιμο. Τόν ’Ιανουάριο τού 1831 σ’ ένα άπό τά Γράμματα γιά τό Παρίσι, μιλώντας γιά τό Κόκκινο κ α ί τό μαΰρο τοΰ Σταντάλ, τούς Εφτά πύργους τοΰ βασιλιά τής Βοημίας τοΰ Νοντιέ καί γιά τό τελευταίο του βιβλίο Φυσιολογία τοΰ γάμου, αισθάνεται δτι μπορεί νά μι λήσει γιά μιά σχολή άπογοήτευσης. Τά έργα αύτά, λέει, έκφράζουν «τό πνεύμα τής έποχής, άποπνέουν τή μυρωδιά πτώματος μιάς κοινωνίας πού σβήνει». Τό 1830 ό Μπαλζάκ είναι ό άνθρωπος τών εφημερί δων, τών σύντομων κειμένων, ένας συγγραφέας πού γιά τήν ώρα δέ σκέφτεται νά ξαναγυρίσει στά μακρό πνοα έργα πού μέχρι τότε δέν είχαν έπιτυχία άνάλογη μέ τή δουλειά πού τοΰ είχαν στοιχίσει. Είναι ή περίπτωση τοΰ Τελευταίου Σουάνου καί τοΰ Μαγικοΰ δέρματος. Κι όμως έδώ θά γεννηθεί ό μπαλζακικός Μπαλζάκ. «Σέ μένα» γράφει «ή παρατήρηση είχε γίνει κιόλας κάτι σάν διαίσθηση, διαπερνούσε τήν ψυχή χωρίς νά παραμελεί τό σώμα, ή μάλλον μέ τό ση ταχύτητα συλλάμβανε τίς έξωτερικές λεπτομέ ρειες πού άμέσως προχωρούσε πιό πέρα: μοΰ έδινε τήν Ικανότητα νά ζήσω τή ζωή τοΰ άτόμου πού πα ρατηρούσα, καθώς μοΰ έπέτρεπε νά μπώ στό πετσί του». Αύτή ή ικανότητα νά μπαίνει στό πετσί τών άλλων γίνεται φορέας τοΰ μυθιστορηματικού. Ποιών άλλων δμως; Αύτών πού ή 'Ιστορία έγκαταλείπει μετά τήν Παλινόρθωση, καί γιά δεύτερη φορά δταν χάνεται ή έλπίδα τών τριών ήμερών τοΰ ’Ιου λίου. Ό λ α άρχίζουν λοιπόν σέ μιά έπαναστατημένη Γαλλία πού έχει χάσει πιά έντελώς τήν ψυχή της. 1830! Ή κοινωνία πού άσφυκτιοΰσε μέ τόν Κάρολο Γ, παίρνει τώρα μιά άνάσα μέ τήν έξέγερση, μέ τήν ήττα τοΰ Μαρμόν, μέ τόν ένθουσιασμό τής νιότης. ’Αλίμονο! Ή πολιτική συνδιαλλαγή, ή γεροντοκρα τία, ή Τράπεζα θά διατηρήσουν τήν έξουσία. Ό Μπαλζάκ βρίσκεται τότε στήν Τουραίν. Βλέπει τά πράγματα μέ καθαρή ματιά. Στήν έφημερίδα τοΰ Ζιραρντέν έξηγεϊ δτι πρέπει πρίν άπό δλα νά γυρίσουν τήν πλάτη στό παρελθόν. Νά δώσουν εύκαιρίες «στά εύγενικά καί περήφανα νιάτα πού περιμένουν σιω πηλά τήν έξουσία». Ξέρουμε δτι οί εύχές αύτές έμει ναν γράμμα νεκρό. Κι ό Μπαλζάκ κατασκευάζει τή θεωρία του: προδότες δέν είναι οί νόμιμοι μονάρχες άλλά οί φιλελεύθεροι πού ύπονόμευσαν τήν έξουσία καί βγήκαν οί μόνοι ώφελημένοι. Τώρα ή πολιτική έχει ένα πρόσωπο, μιά αύτονομία. Ή 'Ανθρώπινη κωμωδία θά πρέπει νά περιλάβει τίς Σκηνές τής πο λιτικής ζωής. Ό θάνατος τόν έμπόδισε νά πραγμα τοποιήσει τό σχέδιό του, δπως καί τόσα άλλα. Μάς έμεινε δμως ένα μισοτελειωμένο μυθιστόρημα: Ό βουλευτής τοΰ Άρσί. Ή ύπόθεση τοποθετείται στά 1839. Θέμα: οί έκλογές πού θά κατασκευαστοΰν στό Άρσί-σύρ"Ωμπ. Έ να θέμα δμοιο, καθώς βλέπουμε, μέ τό θέμα τοΰ Λυσιέν Λεβάν τοΰ Σταντάλ, άλλο άτέλειωτο μυ θιστόρημα (σύμπτωση;). ’Αλλά αύτή τήν έποχή ό
α φ ιερ ω μ α /3 5 κόμης ντέ Μαρσαί (ό μόνος δξιος πολιτικός της ίουλιανής μοναρχίας, κατά τόν Μπαλζάκ) δέν ύπάρχει πιά. 'Υπουργός είναι ό Ραστινιάκ. Θυμόμαστε τήν Εκπληκτική, τή μυθική σταδιοδρομία του. Θυμόμα στε τό ταπεινό ξεκίνημα Εκείνου πού, μετά τήν ταφή τοΰ Μισέλ Κρετιέν, άπό τό λόφο τοΰ Πέρ-Λασαίζ θά πει στό Παρίσι: «Οί δυό μας τώρα!». 'Εδώ ό Ραστινιάκ εχει φτάσει πιά στό άποκορύφωμα τής δόξας του. Καί ποιος Ερχεται νά τοΰ π ροσπέσει, Ετοιμος νά δεχτεί τις πιό ταπεινές δουλειές; Ό κόμης Μαξίμ ντέ Τράιγ. Τό ληξιαρχείο τής ‘Α νθρώπινης κωμωδίας μας λέει πώς ή οικογένεια τοΰ Ραστινιάκ, τοΰ ύπουργοΰ μας, άνήκει σ’ Εναν ξεπεσμένο καί φτωχό κλάδο εύγενών άπό τά περίχωρα τής Άνγκουλέμης. Είναι Ενας άνθρωπος αύτοδημιούργητος. Έ γινε κό μης τόν καιρό τής ίουλιανής μοναρχίας. Ή οίκογένεια τοΰ Μαξίμ ντέ Τράιγ πήρε τόν τίτλο της άπό τό Φραγκίσκο Α ' πού Εκρινε καλό «νά έξευγενίσει Εναν καμαριέρη τοΰ Λουδοβίκου ΙΑ'». Ό Μπαλζάκ γνω ρίζει θαυμάσια τόν κόσμο του. Αύτό πού ξεχωρίζει τούς δυό τους είναι ή πολιτική, ή πραγματική. Ή κοινωνία, ή πραγματική. Ή φιλοδοξία, ή πραγματι κή. Ό Ραστινιάκ είναι ύπόδειγμα κοινωνικής Ενερ γητικότητας. Ό Μαξίμ ντέ Τράιγ είναι τό άντίθετο. Είναι Ενας άριστοκράτης, παλιάνθρωπος, πού βουλιάζα, Ενώ ό Ραστινιάκ Επιπλέει. Βουλιάζει στά χρέη, στά χαρτιά, δείγμα μιας τάξης πού χάνεται χω ρίς ν’ άφήσει ίχνη. Ό Μαξίμ θεωρούσε τό Ραστινιάκ άμελητέα ποσότητα. Σήμερα, τό 1839, δταν ό παλιός κόσμος άρχίζει νά συντρίβεται, ό Μαξίμ ντέ Τράιγ
Ερχεται νά προσφέρει στό Ραστινιάκ τίς ύπηρεσίες του. Θά πάει στό Ώ μ π νά προετοιμάσει τίς Εκλογές πού χρειάζεται ό Ραστινιάκ. Έ κεΐ θά παντρευτεί τή Σεσίλ Μπωβιβάζ, κόρη τοΰ άξεστου δήμαρχου τοΰ Ά ρσί, πού είναι ύφασματέμπορας. Γιατί αύτός ό γά μος; Γιατί ό ντέ Τράιγ Εχει άνάγκη νά δημιουργηθεΐ πάλι. Τό χρήμα, ή πολιτική. Ό Ραστινιάκ σαρκάζει. Πήρε τήν Εκδίκησή του. Ό ντέ Τράιγ στήν ύπηρεσία του, σά λακές. Μά συμβαίνουν κι άλλα πράγματα στό Άρσί. Υπάρχει πρώτα πρώτα ό κόμης Μαλέν ντέ Γκοντρεβίλ. Μεγάλη μπαλζακική μορφή τής πολιτικής! Στή Σκοτεινή ύπόθεση μαθαίνουμε πώς ύπήρξε διαδοχι κά «δικηγόρος, άντιπρόσωπος τοΰ λαοΰ, θερμιδοριανός, μέλος τοΰ νομοθετικοΰ σώματος, σύμβουλος τοΰ κράτους, γερουσιαστής, κόμης τής Αύτοκρατορίας, όμότιμος τοΰ Λουδοβίκου ΙΗ', καί πάλι όμότιμος τής ίουλιανής μοναρχίας». Μ’ Ενα λόγο, προσθέ τει ό Μπαλζάκ, «ό Μαλέν ήταν σέ μεγάλη εύνοια καί στίς δώδεκα κυβερνήσεις στίς όποιες είχε τό προνό μιο νά ύπηρετήσει, άπό τό 1789». Τό 1839 ό Μαλέν θεωρείται «βασιλιάς τοΰ Ώ μπ». Θέλει τό βουλευτικό άξίωμα γιά τόν έγγονό του Κάρολο Κέλλερ. Ό Κά ρολος Κέλλερ θά παντρευόταν τή Σεσίλ. ’Αλλά λίγο πρίν άπό τίς Εκλογές, θά σκοτωθεί σέ μιά ένέδρα. ΓΓ αύτό ό Ραστινιάκ στέλνει τό Μαξίμ στό Ώ μ π . Γιά νά βοηθήσει στήν Εκλογή Ενός άλλου κυβερνητικού ύποψήφιου. Βλέπουμε τό μηχανισμό πού κινεί τά πάντα, διοίκηση, Εξουσία, χρήμα, όνόματα. Ό Μα-
3 6 ! α φ ιέρω μα
Ή έξαδέλφη Μπέττα (1846) Ή έξαδέλφη Μπέττα, μιά άχαρη καί μοχθηρή γερον τοκόρη, άπό τά παιδικά της χρόνια είναι άναγκασμένη νά ύπομένει τή σύγκριση μέ τήν ώραία καί καλή ξαδέλφη της Ά ντελίν. "Οταν ή τελευταία, χάρη στήν όμορφιά της, παντρεύεται τό στρατηγό του Ναπολέοντα Ύ λό καί άπό φτωχή χωρική γίνεται «ή ώραία βαρό νη Ύλό», φέρνει μαζί της στό Παρίσι τήν ξαδέλφη της γιά νά τή βοηθήσει. Αύτή ή εύεργεσία άνοίγει βά ραθρα μίσους στήν ψυχή τής Μπέττας. Ή θέση της, κάτι μεταξύ ύπηρέτριας καί φτωχού συγγενή, πού τήν ταπεινώνει καί τήν έξαγριώνει, τής δίνει καί τή δυνα τότητα νά άπλώσει τά δίχτυα της γύρω άπό τό σπίτι τών Ύλό. Οί έρωτικές άτασθαλίες τού παλιού άξιωματικοΰ τού Ναπολέοντα έξανεμίζουν τήν περιουσία του καί θέτουν σέ κίνδυνο· τό όνομά του. Μέ τή βοήθεια τής Μπέττας ό βαρόνος θά περάσει άπό τίς κοκότες στήν πολύ πιό έπικίνδυνη καί άπληστη γιά λεφτά κυ ρία Μαρνέφ, σύζυγο δημοσίου ύπαλλήλου, πού διατη ρώντας τήν έπίφαση τής έντιμότητας θά προσπαθήσει μέ όλα τά μέσα νά βγει άπό τή φτώχεια καί τήν άφάνεια. Γύρω άπό αύτές τίς κεντρικές μορφές κινείται όλόκληρη ή παρισινή κοινωνία τών έτών 1830-1840: κοκότες, ό κόσμος τού θεάτρου, έπιχειρηματίες, κερδοσκόποι, εύγενεϊς, καλλιτέχνες, μέ προεξάρχουσα μορφή, τόν άγγελο τού κακού, τήν Μπέττα, θύτη καί θύμα τού πάθους της νά καταστρέψει τούς Ύ λό. Οί ύ ποπτες έπιχειρήσεις τού βαρόνου στίς γαλλικές άποικίες θά φέρουν, μέ τήν άποκάλυψή τους, άλυσιδωτές καταστροφές στήν οικογένεια, άπό τίς όποιες θά πλη γεί και ή Μπέττα. Στό τέλος, όταν πεθαίνει, θά έχει τήν ύπέρτατη Ικανοποίηση —ή τήν πίκρα— νά δει ένωμένη προσωρινά τήν οικογένεια νά τήν κλαίει σάν τόν καλό της άγγελο.
λέν ντέ Γκοντρεβίλ, σέ κάποιο δείπνο κάθεται δίπλα στήν πριγκίπισσα ντέ Καντινιάν. Βλέποντάς την νά κάνει κάποια κίνηση δυσπιστίας θά τής πει, αύτός, ό
παλιός έπαναστάτης, αύτή τήν κουβέντα πού τά λέει δλα: «Μήν τρέμετε πιά, ώραία μου κυρία, δέν κάνου με πόλεμο στους πρίγκιπες». Κι δταν προτείνει στόν παλιό συνένοχό του, τόν Γκρεβέν, τό παράσημο, έκέΐνος τού άπαντα: Τί νά τό κάνω; Ή άστική έξουσία είναι γερά ριζωμένη. Δέ νιώθει κανένα φόβο, κα μιά άνησυχία. Ό κόσμος δέν έχει πιά έρωτηματικά. Ή θριαμβεύουσα καί πλούσια μπουρζουαζία έχει δώσει άπάντηση στά πάντα. "Ολα είναι πιά, καί γιά πάντα (θεωρητικά), άκίνητα. Μά τή βασική άπάτη τήν άποκαλύπτει ή ’Α νθρώπινη κωμωδία... Δέ θά πρέπει νά πιστέψουμε δτι ό Μπαλζάκ άγνοοΰσε τούς άριστοκράτες καί τόν καλό κόσμο. Αύτό θά σήμαινε πώς τά πορτρέτα πού μας δίνει εί ναι άπλές καρικατούρες. Ό Μπαλζάκ είναι άπόλυτα ένήμερος τού κώδικα, τών τρόπων, τής γλώσσας καί τού τύπικοΰ αύτών τών άνθρώπων πού, πότε νεό πλουτοι καί νεόκοποι άριστοκράτες, πότε γνήσιοι εύγενεϊς προορισμένοι νά φτωχύνουν καί νά έξαφανιστοϋν, άποτελοΰσαν τήν άφρόκρεμα τής γαλλικής κοινωνίας. Τό μάτι τού Μπαλζάκ δέ λαθεύει ποτέ. Καί πολύ περισσότερο έδώ. Επιθυμούσε τόσο πολύ νά μ π ε ι στόν κύκλο τής άριστοκρατίας, πού πετρω μένος άπό θαυμασμό παρατηρεί τίς κινήσεις, τά λό για, τόν τόνο τής φωνής, δλο τό τυπικό πού άποκαλύπτει άν είσαι ή δχι «άνώτερος». Μά πέρα άπό αύτή τήν τέλεια γνώση, τά πρόσωπα τού Μπαλζάκ μιλούν γι’ αύτό τόν κόσμο, καί τόν κατακρίνουν, καί μάς τόν παραδίνουν γυμνό. Ό μηχανισμός τους βγαίνει στό φώς. Καί είναι μαζί τρομερός καί άξιολύπητος. Στό Πειραματικό του μυθιστόρημα, ό Έμίλ Ζολά λέει: «Τίποτα πιό παράξενο άπό τήν ύποστήριξη πού παρέχει στήν άπολυταρχία ένας συγγραφέας μέ βα θιά δημοκρατικό ταλέντο, πού έγραψε τό πιό έπαναστατικό έργο πού θά μπορούσε νά διαβάσει κανείς. Πρέπει νά τόν μελετήσει κανείς μ’ αύτή τήν άποψη, γιά νά παρατηρήσει τί φοβερά χτυπήματα δίνει στήν κοινωνία μας, πιστεύοντας ίσως πώς τή στερεώνει». Copyright: Magazine Litteraire Μετάφραση: Ε λένη Στεφανάκη
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΥΑΚΙΝΘ Ο Σ Θά κυκλοφορήσουν μέσα στό Γενάρη 1. 2. 3. 4. 5. 6.
Γιώργος Χρυσοβιτσάνος: Ή σ υνέχεια στό επόμενο Θ όδωρος Σαραντόπουλος: 3 0 0 τρόποι θανάτου Μ ανίνα Ζουμπουλάκη: Οί βαλίτσες Π έτρο ς Τατσόπουλος: 01 ανήλικοι (β' έκδοση) Τόμας Μ άν: Ό Μ άριο καί ό Μ άγος Αλ Οΰίλλιαμσον: Μ π λέηντ Ράννερ
ΣΟΛΩΝΟΣ 4 7 Τηλ. 3 6 1 5 0 7 8 - 8 8 3 4 0 2 3
α φ ιερ ω μ α /3 7
Christian Galantaris
Ή εικονογράφηση των έργων τού Μπαλζάκ Ό Γκρανβίλ, ό Τονύ Ζοαννό, ό Γκαβαρνί, ό Ά νρ ί Μ οννιέ κ α ί π ολλοί άλλοι, διάσημοι τότε, σχεδιαστές εικονογράφησαν τόν Μ παλζάκ. ’Α κόμη κ α ί ό Ντωμιέ. Είναι άλήθεια πώς ό Μπαρμπα-Γκοριό ή ό βαρόνος Ύ λό είναι πραγματικά κελεπούρια γιά έναν καλλιτέχνη. Πρίν νά γίνει Ό νορέ ντέ Μπαλζάκ, ό φιλόδοξος νεαρός πού ύπέγραφε Λόρδος Ρ' "Ον ή Ό ράτιος ντέ Σαίντ-’Ωμπέν, θά ήθελε βέβαια νά έχουν κάποια ει κόνα τά βιβλία του. Ή πρώτη γνωστή μας είκόνα, λιθογραφημένη άπό τόν ’Αλέξανδρο Κολέν, μαθητή του Ζιροντέ καί φίλο τοΰ Ντελακρουά, είναι ή προ μετωπίδα στόν 'Εφημέριο των Άρδεννών (1822): ένα έξιδανικευμένο πορτρέτο μιας πολύ ρομαντικής ήρωίδας. Σέ δυό άλλα νεανικά μυθιστορήματα έχουμε δυό προμετωπίδες, λίγο-πολύ άγνωστες: μία στήν Ε κα τονταετία (1822) μέ τήν ύπογραφή Μπ., καί μία στό Ή Άννέτ κ α ί ό έγκληματίας (1824), μιά μελοδραμα τική άλλά εύχάριστη χαλκογραφία τοΰ Λουί Σοκέ, σπάνια δσο καί τό ίδιο τό έργο, πού κατασχέθηκε άμέσως μόλις κυκλοφόρησε. "Οταν άσχολήθηκε μέ τήν τυπογραφία (18261828), ό Μπαλζάκ έξοικειώθηκε μέ τήν τέχνη τοΰ βιβλίου. Πολλά άπό τά έργα πού βγήκαν άπό τά πιε στήριά του έχουν εικονογράφηση τοΰ Ά νρύ Μον νιέ. Στή δημοσιογραφική περίοδο τής καριέρας του, ό Μπαλζάκ συχνά άσχολήθηκε μέ τίς σατιρικές λιθο γραφίες των περιοδικών Σιλοοέτ, Μόντ, Καρικατύρ. Έ να παράδειγμα τής φαντασίας καί τοΰ χιούμορ του έχουμε κάτω άπό μιά έλάχιστα γνωστή σύνθεση τοΰ Γκρανβίλ: Υδρόβια ήθη (1830). Οί γνωριμίες του μέ καλλιτέχνες είναι ήδη φανε ρές στό Μαγικό δέρμα (1831), πού στολίζεται μέ δυό ρομαντικές ξυλογραφίες τοΰ Τονύ Ζοαννό. Τόν ίδιο καιρό, μιά χαριτωμένη λιθογραφία τοΰ Γκαβαρνί —ή πρώτη πού δημοσιεύει στόν Καλλιτέχνη, δπου τόν είχε συστήσει ό Μπαλζάκ— δείχνει τόν Πλανσέτ νά έξηγεΐ στό Ραφαήλ μέ ποιό τρόπο θά τεντώσει τό μα γικό του δέρμα μέ ένα ύδραυλικό πιεστήριο. Στίς 4 Αύγούστου ή Καρικατύρ άναγγέλλει δτι οί σχεδια στές της θά ήθελαν νά εικονογραφήσουν τό Μ αγικό
δέρμα. «Έκεΐ μέσα βρίσκεται μιά γελοιογραφία τής άνθρώπινης φύσης, σέ μεγάλες διαστάσεις, καί τά μολύβια μας θά μπορούσαν νά άποδώσουν πολλές σκηνές.» Τό βιβλίο θά κυκλοφορήσει τό 1838, σέ φροντισμένη έκδοση, μέ έκατό γκραβοΰρες τοΰ Γκα βαρνί, τοΰ Φρανσαί καί τοΰ Ζανέ-Λάνζ· σήμερα θεωρείται άπό τούς βιβλιόφιλους σάν ένα άπό τά άριστουργήματα τής ρομαντικής είκονογράφησης. Ό Συνταγματάρχης Σαμπέρ δημοσιεύεται γιά πρώτη φορά τό 1832 στόν Καλλιτέχνη μέ τίτλο Συναλλαγή καί δυό λιθογραφίες, πού έχουν συχνά άναδημοσιευθεΐ, τοΰ Μενύ καί τοΰ Μπισμπουά. Στό άποκορύφωμα τής δόξας του, ό Μπαλζάκ δέν μπορούσε νά δημοσιεύσει ένα μυθιστόρημα χωρίς νά ξεπεταχτοΰν άμέσως δυό-τρεΐς θεατρικές δια σκευές. Αύτή ή τακτική, πού άγνοοΰσε τά συγγραφι κά δικαιώματα, έχει τουλάχιστον τούτο τό καλό: γέννησε μιά όλόκληρη σειρά εικονογραφήσεων χά ρη στίς θεατρικές διαφημίσεις. Έ τσι έγινε μέ τήν Εύγενία Γκραντέ, πού ό θεατρικός της τίτλος είναι Ή κόρη τοΰ φιλάργυρου. Ό Γκοντέ έκανε μιά λιθογρα-: φία μέ θέμα τό θάνατο τοΰ Γκραντέ, στό Σαριβαρί (1835), ένώ μιά άλλη έξαιρετική γκραβούρα δείχνει τόν ήθοποιό Μπουφέ στό ρόλο πού έρμήνευε, λένε, μέ συναρπαστικό τρόπο. Τό ίδιο έγινε καί μέ τόν Μπαρμπα-Γκοριό, τόν όποιο άποθανάτισε στό Σαριβαρί ό Μπουσό, ένώ ό Νογκέζ δίνει μιά άλλη σκηνή στό Κοσμοπολίτικο άλμπουμ. Υπάρχει καί μιά άλλη εικονογράφηση τοΰ Μπαρμπα-Γκοριό, μοναδική στό είδος της, πού δη μοσιεύεται έδώ γιά πρώτη φορά. Πρόκειται γιά μιά λιθογραφία τοΰ Βικτόρ Ά ντάμ (1836) πού περιλαμ βάνει, κάτω άπό ένα πορτρέτο-μετάλλιο τοΰ Μπαλ ζάκ, έννιά βινιέτες μέ ύπότιτλους, σέ στύλ ναΐφ, κάτι σάν περίληψη τόΰ μυθιστορήματος σέ σχέδια. ’Από τά πιεστήρια τοΰ Μπαλζάκ βγήκε τό 1828 ή πρώτη έκδοση τής Ζακρί, κι ίσως άπό τότε χρονολο-
3 8 ! α φ ιέρω μα
γοΰνται οί σχέσεις τοο μέ τό Μεριμέ. Τό 1838 ό Μεριμέ κάνει μέ τό πενάκι ένα σχέδιο πολύ ζωντανό, έμπνευσμένο άπό τόν Μπαλζάκ καί τόν κόσμο τοο. Πριν άκόμα τά βιβλία καθιερώσουν τούς μπαλζακικούς τύπους, ό Μεριμέ ζωγράφισε έντεκα πρόσωπα, πολύ έκφραστικά, πίσω άπό τό δημιουργό τους. ’Αναγνωρίζουμε τόν άβά Μπιροττώ, τήν Εύγενία Γκραντέ, τό Σαμπέρ, τό Βωτρέν καί άλλους. Ό Γκαβαρνί πότε πότε έπαιρνε μέρος στήν εικο νογράφηση των έργων τού παλιού του φίλου. Έ να άπό τά πιό μεγάλα συλλογικά έργα της ρομαντικής περιόδου, τό Οι Γάλλοι ζωγραφισμένοι άπό τούς ίδιους (1840-1842), περιλαμβάνει πέντε κείμενα τού Μπαλζάκ. Ό Γ καβαρνί θά δώσει δώδεκα εικονογρα φήσεις πραγματικά χαριτωμένες γιά τέσσερα άπό αύτά (Ό μπακάλης, 'Ο συμβολαιογράφος κ.τ.λ.), ένώ ό Γκρανβίλ θά εικονογραφήσει τή Μονογραφία τοΰ επιχειρηματία. Τά θεατρικά έργα τοΰ μυθιστοριογράφου πού βλέ πουν τή δημοσιότητα μετά τό 1840 θά έμπνεύσουν πολλούς καλλιτέχνες. Ό Φρεντερίκ Λεμαίτρ θά άπεικονιστεΐ στό ρόλο τοΰ Βωτρέν μέ τό κοστούμι πού γελοιοποιούσε τό Λουδοβίκο Φίλιππο· καί ύπάρχουν κι άλλοι είκονογραφικοί ύπαινιγμοί γιά τό θεατρικό αύτό σκάνδαλο. Ή Παμέλα Ζιρώ δημο σιεύεται μέ ένα ξυλογραφικό κόσμημα, ένώ τήν ίδια στιγμή μιά σκηνή τοΰ δράματος εικονογραφείται μέ χιούμορ άπό τό Σερριέ, στό Μ υζέ Φίλιππόν. Ό Λόρεντζ, ρομαντικός σχεδιαστής τής μόδας, φαίνεται δτι είχε γνωρίσει τόν Μπαλζάκ. Ή 'Ιστορία τοΰ αυ τό κράτορα δπως τη διηγείται σ ’ ένα στάβλο ένας πα λιός στρατιώτης, άπόσπασμα άπό τόν ’Ε παρχιακό γιατρό, δημοσιεύεται μέ 60 σχέδια τοΰ Λόρεντζ, με ταφερμένα στό ξύλο άπό τόν Πορρέ (1842). Τό 1836 είναι ίσως ή πρώτη φορά πού τά όνόματα τοΰ Μπαλζάκ καί τοΰ Ντωμιέ βρίσκονται ένωμένα σέ μιά λιθογραφία: ένας άφηρημένος, στό τραπέζι, άπορροφημένος άπό τό διάβασμα, χύνει τό περιεχό μενο μιας καράφας στό πιάτο του. Ή λεζάντα λέει δ-
τι διάβαζε τή Σεραφίτα, τό Κρίνο στήν κοιλάδα, τή Γεροντοκόρη. Ό Μπαλζάκ θαύμαζε τίς λιθογραφίες τοΰ γελοιογράφου γιά τόν όποιο λέγεται δτι είχε πει: «Υπάρχει κάτι άπό τό Μιχαήλ "Αγγελο έδώ μέσα». Τό 1841 ό Ντωμιέ θά δώσει έννιά μικρές βινιέτες γιά τή Φυσιολογία τοΰ είσοδηματία (πού ό Γκρανβίλ έχει ήδη εικονογραφήσει, δπως άναφέραμε). Στήν έκδο ση Furne των Απάντων (τ. IX, 1843 καί XI, 1844) ή συμβολή του ξεχωρίζει άπό τήν ύπόλοιπη εικονο γράφηση. Στήν έκδοση Maresq βλέπουμε, σ’ ένα ωραίο κόσμημα τοΰ Σελεστέν Ναντέιγ, τήν τυπο ποίηση ένός μυθιστορηματικού προσώπου: άνάμεσα στούς ήρωες τοΰ Μπαλζάκ ό Μπαρμπα-Γκοριό παριστάνεται μέ τά χαρακτηριστικά πού τοΰ έδωσε ό Ντωμιέ. Ή Μονογραφία τοΰ παρισινού τύπου (1842), έργο πολεμικής πού προκάλεσε έντονες άντεπιθέσεις, δέν έχει άξιόλογη εικονογράφηση, εκτός φυσικά άπό μιά έκπληκτική, έφιαλτική ξυλογραφία τοΰ Ντωμιέ καί, στό τέλος τοΰ βιβλίου, μιά πολύ έπιτυχημένη παρά σταση τοΰ Μπαλζάκ πού συζητά μέ τόν παρισινό τύπο. Οί λίγες βινιέτες τοΰ Β. Ά ντάμ άπογοητεύουν. Τό 1842 ό Γκρανβίλ εικονογραφεί ένα διάσημο βιβλίο: Σκηνές άπό τή δημόσια κ α ί ιδιωτική ζωή των ζώων. Τά τέσσερα κείμενα τοΰ Μπαλζάκ συνοδεύον ται άπό τριάντα περίπου άξιολογότατες συνθέσεις. "Οταν τήν ίδια χρονιά χρειάζεται νά βρεθούν σχε διαστές γιά τήν εικονογράφηση τών Απάντων στήν έκδοση Furne, ό Μπαλζάκ προτείνει πολλές φορές στόν "Ετζελ νά άπευθυνθεΐ στόν Γκρανβίλ, άλλά κα μιά άπό τίς 152 ξυλογραφίες δέν μπορεί νά τοΰ άποδοθεϊ. Οί συχνές συστάσεις τοΰ συγγραφέα στούς έκδοτες του μαρτυρούν τήν έγνοια του νά βρει τούς πιό κατάλληλους σχεδιαστές καί τούς πιό έπιδέξιους χαράκτες. ’Ανάμεσα στούς καλλιτέχνες πού άσχολήθηκαν συστηματικά μέ τό πλάσιμο τών μπαλζακικών τύπων, ό Ά νρ ί Μοννιέ είναι ήδη άπό τό 1824 άπό τούς πιό παλιούς φίλους τοΰ Μπαλζάκ. Ό ίδιος χρησιμέυσε στό συγγραφέα γιά πρότυπο τοΰ Μπιξιού. Τό πρόσωπο αύτό, καθώς καί ό Γκραντέ, ό Καίσαρας Μπιροττώ, ό Φιλίπ Μπριντώ, ή Νανόν καί άλλα θά άποδοθοΰν μέ έπιτυχία άπό τό Μοννιέ. Ό Γκαβαρνί, πού ό Μπαλζάκ τό 1830 είχε έπαινέσει τά «κομψά σχέδιά» του, συνθέτει μερικά μέ πολύ πα ριζιάνικα θέματα. Ό Σελεστέν Ναντέιγ δίνει σκηνές ψιλοδουλεμένες άλλά λίγο συμβατικές. Ό Τονύ Ζοαννό δέν εύτυχεϊ πάντα στούς χαράκτες. ’Από τήν άποψη αύτή ό Μπερτάλ, πού έχει δώσει τά πε ρισσότερα σχέδια, έχει καλύτερη τύχη. Ή ύπόλοιπη εικονογράφηση μοιράζεται άνάμεσα στόν Τραβιέ, τό Ζάκ, τό Λόρεντζ, τό Μεσονιέ καί τό Ζεράρ-Σεγκέν πού ό καθένας τους κάνει άπό ένα πορτρέτο τοΰ Μπαλζάκ. Τό 1845 δημοσιεύεται ή Φιλοσοφία τής συζυγικής ζωής στήν έφημ. Ό διάβολος στό Παρίσι μέ ξυλο γραφίες τοΰ Μπερτάλ, καί τό 1846 κυκλοφορεί σέ βιβλίο μέ καινούρια εικονογράφηση τοΰ Γκαβαρνί. Οί ξυλογραφίες αύτές θά έπαναχρησιμοποιηθοΰν τό 1855 γιά τήν είκονογράφηση τοΰ βιβλίου Σκοτούρες
α φ ιερ ω μ α /3 9
Λιθογραφία του Γκρανβίλ. Βλέπουμε τόν Άλφρέδο η έ Βινιϋ νά χτυπά τήν πόρτα τής ’Ακαδημίας, τόν Ούγκώ μέ τήν Παναγία των Παριαίων ατό κεφάλι, τό Δουμά μέ τά ροΰχα τοϋ Άντονύ καί τόν Μπαλζάκ στήν άγκαλιά σαραντάχρονων γυναικών
τής συζυγικής ζωής (έκδ. Houssiaux, τ. XVIII). Ό Διάβολος στό Παρίσι δημοσιεύει πέντε άκόμη κείμε να τοΰ Μπαλζάκ (πού ό ίδιος τά βρίσκει πολύ διασκεδαστικά) μέ βινιέτες τού Μπερτάλ. Στόν Ιδιο χα ράκτη όφείλονται καί τά 160 σχέδια της πρώτης έκδοσης τού τόμοο Σκοτούρες... (1845). Λίγο παρα γνωρισμένη, γιατί θεωρείται λαϊκή, ή έκδοση τών ’Α πάντων άπό τόν οίκο Maresq (1851-1853) είναι ωστόσο, άπό τήν άποψη τής εικονογράφησης, πολύ σημαντική: στίς 152 ξυλογραφίες τής έκδοσης Furne - Houssiaux καλλιτέχνες δεύτερης σειράς άλλά σύγχρονοι τοΰ Μπαλζάκ έχουν προσθέσει άλλες διακόσιες. Οί άφίσες τών βιβλιοπωλείων πού βοήθησαν στή διάδοση τοΰ μπαλζακικοΰ έργου είναι πολύ ώραΐες καί σχεδόν άγνοημένες, γιατί δέν σώζονται πολλές. Ό Μπαλζάκ έλεγε πώς ήταν ένα ποίημα γιά τά μά τια. Οί ώραιότερες είναι αύτές πού άναγγέλλουν τήν έκδοση τοΰ Μ αγικού δέρματος (1838), τής ’Α νθρώπι νης κωμωδίας (1842, τυπωμένη μέ χρυσά γράμμα τα), τής Φιλοσοφίας τής συζυγικής ζωής (1845, λιθογραφημένη άπό τόν Γκαβαρνί), τής συλλογής Βάσα να τής συζυγικής ζωής (1846, λιθογραφημένη άπό τόν Μπερτάλ). ’Αμέσως μετά τό θάνατο τοΰ μυθιστοριογράφου, κυκλοφορούν χωρίς όνομα συγγραφέα καί χρονολο γία Οί γυναίκες τοΰ Μπαλζάκ: τύποι, χαρακτήρες, πορτρέτα. Ή Λώρα Συρβίλ είχε ξεχωρίσει άπό τό έρ γο τοΰ άδελφοΰ της τά κομμάτια πού περιγράφουν τίς κυριότερες ήρωίδες. Τά δεκατέσσερα πορτρέτα, χαραγμένα σέ σχέδια τοΰ Γκ. Στάαλ, δείχνουν σέ
ποιό βαθμό μανιερισμού καί γλυκερής χάρης είχε φτάσει, στό τέλος τής ρομαντικής περιόδου, ή εικο νογράφηση τοΰ βιβλίου, πού άκολουθοΰσε τήν τε χνοτροπία πού είχε έρθει άπό τήν ’Αγγλία στή δε καετία τοΰ ’20. Οί έξαΰλωμένες, άπρόσωπες καί τυ ποποιημένες κοπέλες έρχονται σέ αντίθεση μέ τό εύρος καί τή ρώμη τής μπαλζακικής έμπνευσης. Λίγα χρόνια άργότερα, ή εικονογράφηση τών Αστείων διηγημάτων άπό τόν Γκ. Ντορέ —τό δεύτε ρο άριστούργημά του μετά τό Ραμπελαί— μέ τόν οί στρο καί τήν ποιητική της δύναμη θά φέρει μιά όλοκληρωτική άνανέωση στήν τέχνη τοΰ βιβλίου. Θά έπανεκδίδεται σαράντα χρόνια συνέχεια καί θά έμπνεύσει στό Ναντάρ, τό 1856, τή γκραβούρα «Ραμ πελαί, Μπαλζάκ καί Σία, μιά έταιρική έπωνυμία πού χαροποιεί πολλούς βιβλιοπώλες». Αύτή ή έπισκόπηση δέ μάς έπιτρέπει νά άπαριθμήσουμε δλες τίς βινιέτες πού έχουν έμπνευστεΐ άπό τά κείμενα τοΰ Μπαλζάκ καί βρίσκονται διασκορπι σμένες σέ πολλά έντυπα τής έποχής του. Θά χρεια ζόταν μιά έκτεταμένη μελέτη γιά νά καταρτισθεΐ έ νας πλήρης κατάλογος. Θά παρατηρήσουμε ώστόσο ότι ή μπαλζακική εικονογράφηση περιορίζεται άποκλειστικά σέ πρόσωπα, καί δέν είναι παράξενο. Ό ιστορικός τών ήθών δημιούργησε 2500 ήρωες, καί μεγάλοι καλλιτέχνες τοΰ καιρού του είχαν συνείδη ση ότι έπρεπε νά άποδώσουν πλαστικά αύτά τά άξέχαστα πρόσωπα. g C o p y rig h t: M agazine L itteraire Μ ετά φ ρ α ση : Ε λ έ ν η Σ τεφ α νάκ η
40/αφιερω μα
Ε λένη Στεφανάκη
Ή «προεισήγησις τού μεταφραστοΰ» στήν Ευγενία Γκραντέ (1883) ~Μέ πενήντα χρόνια καθυστέρηση, όχι άνεξήγητη, ο ί έλληνες Αναγνώστες έρχονται σ ’ επαφή, γιά πρώτη φορά, με τό έργο του γνωστού άγνωστου «Αναμορφωτή του μυθιστορήματος», του Μ παλζάκ, μέσα Από τή μετάφραση του "Αγγέλου Βλάχου —του ίδιου πού είχε μ έ πάθος πολε μήσει τό νατουραλισμό. Ή «Εύγενία Γκραντέ» μεταφράζεται γιά πρώτη φορά τό 1883, άπό τόν "Αγγελο Βλάχο. Ή μετάφραση δη μοσιεύεται στήν «Εστία», σέ 13 συνέχειες.1 Ξέρουμε πώς ό Βλάχος δέν είναι ό τύπος τοΰ «κατ’ άποκοπήν» μεταφραστή. "Οσα έργα έχει άποδώσει στά έλληνικά άπηχοΰν προσωπικές του προτιμήσεις. "Ωστε ή σύνδεση τοΰ όνόματός του τόσο μέ τό συγγραφέα δσο καί μέ τό συγκεκριμένο έργο δέν είναι τυχαία. ’Αποτελεί συνειδητή έκλογή. Αύτό έξάλλου Ανα λαμβάνει νά έξηγήσει στό προλογικό σημείωμα πού προτάσσει στό μυθιστόρημα. Ή «Εύγενία Γκραντέ» κυκλοφόρησε στή Γαλλία τό 1833. "Ερχεται δηλαδή στήν Ελλάδα μέ πενήντα χρόνια «καθυστέρηση». Κι έρχεται στήν ώρα της. Τώρα μόνο οί έλληνες άναγνώστες άρχίζουν νά γνωρίζουν έργα διαφορετικά άπό «τά έράσμια μυθο λογήματα τοΰ Δουμα καί τάς τερατολογίας τοΰ Πονσόν Δέ Τεράιλ».2 Μιά ματιά στά περιεχόμενα τής «’Εστίας» έκείνου τοΰ χρόνου μάς δείχνει πώς ή «Εύγενία Γκραντέ» έχει τήν πλαισίωση πού τής ται ριάζει. Έ χουμε λοιπόν τό 1883 μεταφρασμένα στό κατεξοχήν περιοδικό τής έποχής ένα μυθιστόρημα τοΰ Πούσκιν, τρία διηγήματα τοΰ Τουργκένιεφ, τέσ σερα τοΰ Ντωντέ κι ένα τοΰ Ζολά. Κ ι άπό τήν πρω τότυπη παραγωγή, τρία διηγήματα τοΰ Βιζυηνοΰ, έ να διήγημα τοΰ Δροσίνη κι ένα τοΰ Μητσάκη. Τρεις άπό τούς σημαντικότερους έκπροσώπους τής γενιάς τοΰ ’80. Νά προσθέσουμε άκόμη πώς είναι ή χρονιά πού προκηρύσσεται ό πρώτος διαγωνισμός τής «Εστίας». Ή γενιά τοΰ ’80, ή γενιά τοΰ ιδιότυπου έλληνικοΰ νατουραλισμού έχει πάρει μπρος. Πόσο γνωστός είναι τότε ό Μπαλζάκ στούς Έ λ ληνες; Τό δνομά του περνά στίς έφημερίδες καί τά περιοδικά πολύ πρίν άπό τό 1883. Τό 1876 μάλιστα
δημοσιεύεται σέ βιβλίο κι ένα άλλο έργο του: ή «Φυ σιολογία τοΰ γάμου».3 Τό έργο, δχι άπό τά καλύτερα τοΰ Μπαλζάκ, άτύχησε στή μετάφραση: μιά καθα ρεύουσα κακόζηλη, άτεχνη, παραγεμισμένη γαλλι σμούς, μέ συχνά τά κωμικά άποτελέσματα: «Μήπως έπρεπε νά άφιχθώ είς τήν ήλικίαν μου δπως μή διατελώ ή παλλακή;» Ό Βλάχος, πού άναφέρει τή μετά φραση στόν πρόλογό του, σημειώνει πώς «οΰτε άνεγνώσθη, οΰτε ένοήθη, οΰτε έβλαψε». Ό τα ν στά 1879, μέ τή δημοσίευση τής «Νανάς» τοΰ Ζολά, οί στήλες τών περιοδικών καί τών εφημερίδων θά γεμί σουν, έπί μήνες, μέ άρθρα ύπέρ ή κατά τοΰ νατουρα λισμού, οί άναφορές στόν Μπαλζάκ πυκνώνουν. Μέ τρόπο ώστόσο πού δέ δείχνει άν ή γνώση προχωρεί πέρα άπό τό δνομα. ’Ακολουθώντας τό Ζολά, πού θέλει νά είναι ό συνεχιστής τοΰ Μπαλζάκ, οί έλλη νες δημοσιογράφοι χρησιμοποιούν τό δνομά του σάν έπιχείρημα αύτό καθεαυτό. «’Αρχηγός τής πραγματικής σχολής είναι ό μέγας Βαλζάκ, ό άναμορφωτής τοΰ μυθιστορήματος», λένε οί όπαδοί. Γιά «πραγματική σχολή Βαλζάκ καί συντροφιάς» μιλοΰνε οί άλλοι. Τόσο μόνο. Μπορούμε λοιπόν νά θεω ρήσουμε πώς ό Βλάχος είναι ό διάμεσος άνάμεσα στό πλατύ τουλάχιστον κοινό, αύτό πού παρακο λουθεί τήν ξένη λογοτεχνία μέσα άπό μεταφράσεις, καί τόν Μπαλζάκ. Καί, συμφωνώντας μέ τό μετα φραστή, νά θεωρήσουμε τήν «Εύγενία Γκραντέ» σάν τήν πρώτη ούσιαστικά μετάφραση μπαλζακικοΰ έρ γου. Ή προεισήγηση τοΰ μεταφραστή δέν περιορίζεται στό συνηθισμένο περιεχόμενο παρόμοιων σημειω μάτων: συνοπτικές έργοβιογραφικές πληροφορίες γιά τό συγγραφέα καί πιθανόν άναφορά στίς δυσκο λίες τής μετάφρασης. Μέσω τοΰ Μπαλζάκ, ό Βλά-
ΔΕΛΤΙΟ 15 Δεκεμβρίου-
βιβλιογραφικό δελτίο άριθ. 60
28 Δεκεμβρίου
Επιμέλεια: Έ φη
•
Τό Βιβλιογραφικό Δελτίο συντάσσεται μέ τήν πολύτιμη συνεργασία του βιβλιο πωλείου τής «Εστίας», τή διεύθυνση καί τό προσωπικό τοΰ όποιου εύχαριστοΰμε θερμά. • Ή ταξινόμηση τών βιβλίων γίνεται μέ βάση τό γνωστό Δεκαδικό Σύστημα Τα ξινόμησης, προσαρμοσμένο στην έλληνική βιβλιογραφία. • Σέ κάθε κατηγορία βιβλίων προηγούν
ΓΕΝΙΚΑ ΕΡΓΑ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Εύθύνη. Εύρετήριο, συγγραφέων - θεμάτων. Τόμος Α ' - Γ 1971-1981. ’Αθήνα, 1982. Σελ. 157. Δρχ. 300.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ ΣΩΤΗ ΡΗ Σ Γ. Στρατευμένη δημοσιο γραφία. ’Αθήνα, Σοκόλης, 1982. Σελ. 476. Δρχ. 550.
ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΙ ΛΑΠΠΑΣ ΤΑΚΗΣ. Τά 100 χρόνια τής ΊστορικήςΈθνολογικής ’Εταιρείας καί τοΰ Μουσείου της. 18821982. Σελ. 63.
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ 1983. Τό καλαντάρι τής «Γνώσης». Παιδικό ήμερολόγιο. Τό έγραψε ό Φώντας Λάδης, τό ζωγράφισαν ή Ρενάτε καί ό Ά κ η ς , τό έπιμελήθηκε ό Τάκης Ά σημάκης. ’Αθήνα, Γνώση.
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΓΕΝΙΚΑ
ται άλφαβητικά οί έλληνες συγγραφείς καί ακολουθούν οί ξένοι. • Ή κατάταξη τών ξένων συγγραφέων γί νεται σύμφωνα μέ τό έλληνικό άλφάβη• Στην κατηγορία τών περιοδικών δέν πε ριλαμβάνονται εβδομαδιαία έντυπα. • Γιά τήν άκόμη μεγαλύτερη πληρότητα τού Δελτίου, παρακαλοΰνται οί έκδοτες νά μάς στέλνουν έγκαιρα τις καινούριες έκδόσεις τους.
λος, 1982. Σελ. 268. Δρχ. 300. ΜΑ ΡΓΙΩ ΡΗ Σ ΝΙΚΟΛΑΣ Α. Ράτζα γιόγκα. ’Αθήνα, Ό μακόειο, 1983. Σελ. 208. Δρχ. 500. ΤΖΑΜΑΛΙΚΟΣ ΤΑΚΗΣ. Ελληνισμός καί άλλοτρίωση. (Ή εύρωπαϊκή πρόκληση). ’Αθήνα, Γνώση, 1982. Σελ. 270. Δρχ. 380.
ΑΠΟΚΡΥΦΙΣΜΟΣ ΜΠΑΛΑΝΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. Τό αίνιγμα τής Πεντέλης. ’Αθήνα, ΣελεφαΓς, 1982. Σελ. 111. Δρχ. 180.
ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΓΕΝΙΚΑ SZASZ THOMAS S. Τό δεύτερο άμάρτημα. Μετ. Γιώρ γου Μπαρουξή. ’Αθήνα, ’Αβραάμ, 1982. Σελ. 168. Δρχ. 280.
ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΑ ΝΚ ΡΙΝ Ι Μ. - Χ ΑΡΙΣΟΝ Λ. Δύο + δύο δέν κάνουν τέσσερα. Ψυχολογία γιά Εφηβους. Μετ. Σοφίας Λοβέρδου. ’Επιμέλεια Πόπης Γκανα. ’Αθήνα, Όδυσσέας, 1982. Σελ. 188. Δρχ. 150.
ΘΡΗΣΚΕΙΑ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ. Φιλοσοφία καί πολιτική. ’Αθήνα, Καρδαμίτσα, 1982. Σελ. 366.
ΓΕΝΙΚΑ
ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ ΚΩΣΤΑΣ. Ρουσώ καί Ντιντερό. Δύο κο ρυφαίοι έγκυκλοπαιδιστές. Μελέτη. ’Αθήνα, ’Αλεβιζόπου-
Ή Θεία Λειτουργία. Σχόλια: Ίερομονάχου Γρηγορίου. Α θήνα, Σύναξη, 1982. Σελ. 413. Δρχ. 500.
4 2 ! δελτίο
ΚΟΙΝΩΝ. ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ
Μελίνας Καρακώστα. ’Αθήνα, Κέδρος, 1982. Σελ. 285. Δρχ. 350. ΛΕΡΑΚΗΣ Κ ΥΡΙΑΚΟΣ Ξ. Τό δασοπούλι καί άλλα διη γήματα. ’Αθήνα, Δωρικός, 1982. Σελ. 46. Δρχ. 180.
ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ
ΜΑΡΓΕΛΛΗ ΚΑΤΕΡΙΝΑ. Παιχνίδι μέ τίς λέξεις. ’Αθή να, Δωρικός, 1982. Σελ. 98. Δρχ. 400.
Κ Υ ΡΙΑΚΙΔΗΣ ΠΑΥΛΟΣ Α. Αίτια τής έπιτυχίας καί άποτυχίας των άτόμων πού μετακινούνται άπό τά χωριά στις πόλεις. (Έρευνα). Θεσσαλονίκη, 1982. Σελ. 317.
Μικρά ζωάκια. Έ ν α βιβλίο-παιχνίδι μέ είκόνες πού γυρί ζουν. ’Αθήνα, Ψυχογιός. Δρχ. 350.
ΣΤΑΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ MIX. Δ. Μηνύματα άπό τίς δύο ό χθες. Δοκίμια γιά τήν κοινωνία, τήν πολιτική καί τήν τέ χνη. ‘Αθήνα, Ε στία, 1982. Σελ. 258. Δρχ. 300.
Μ ΙΧΑΗΛ-ΔΕΔΕ ΜΑΡΙΑ. ’Ινδιάνικοι θρύλοι. ’Αθήνα, Καστανιώτης, 1982. Σελ. 108. Δρχ. 200. 8ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΝΕ-ΟΔΗΓΗΤΗ. ’Ανθολογία έλληνικών παραμυθιών. ’Αθήνα, Ό δη γητής, 1982. Σελ. 205.
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΠΑΜΠΟΥΔΗ Π Α ΥΑΙΝΑ. Ό Σιγανός πού μιλάει μέ τά πράγματα. ’Αθήνα, Νεφέλη, 1982. Σελ. 131. Δρχ. 200.
ΔΑ ΣΚΑΛΑΚΗΣ Γ. Δ. Πολιτεία καί λαϊκή θέληση. ’Αθή να, Οί ’Εκδόσεις των Φίλων, 1982. Σελ. 167. Δρχ. 250.
Οί φίλοι μας τά ζώα. Έ να βιβλίο-παιχνίδι μέ είκόνες πού γυρίζουν. ’Αθήνα, Ψυχογιός. Δρχ. 350.
ΔΗΜΟΥ ΤΑΣΟΣ. Γιά ένα Ιστορικό ένωτικό Δωδέκατο Συνέδριο τού ΚΚΕ. Α θήνα, Γνώση, 1982. Σελ. 90.
ΔΟΥΜΑΣ Α ΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. Ιστο ρ ία ένός καρυοθραύ στη. Μετ. Ντόρας Ζαγκούρογλου. Νεανική Βιβλιοθήκη, άριθ. 19. ’Αθήνα, Καστανιώτης, 1982. Σελ. 186. Δρχ. 250.
ΘΕΟΔΩΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ I. Ν. Εύρώπη καί σοσιαλισμός. Β' έκδοση. ’Αθήνα, 1982. Σελ. 179. Δρχ. 350. ΧΑΛΑΖΙΑΣ Χ ΡΗΣΤΟΣ. Ή Παλαιστίνη. Τό δράμα ένός λαού. ’Αθήνα, Βασδέκης, 1982. Σελ. 110. Δρχ. 200.
ΚΟΡΤΣΑΚ ΓΙΑΝΟΥΣ. Ό βασιλιάς Ματίας Α'. Μέρος Α' + Β". Μετ. Μαρίζας Ντεκάστρο. Εικονογράφηση Claude Lapointe. ’Αθήνα, Κέδρος, 1982. Σελ. 213 + 205. Δρχ. 350 + 350. ΛΟΝΤΟΝ ΤΖΑΚ. ’Αγάπη γιά τή ζωή. Διηγήματα. Μετ. Ντόρας Ζαγκούρογλου. Νεανική Βιβλιοθήκη, άριθ. 19. ’Αθήνα, Καστανιώτης, 1982. Σελ. 164. Δρχ. 250.
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ- ΠΑΙΔΑΓ/ΊΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΚΑΡΑ Ν ΑΣΤΑ ΣΗ Σ ΗΡΑΚΛΗΣ Μ. ’Αναμνήσεις έκπαιδευτικοΰ. Χρονικό. ’Αθήνα, 1982. Σελ. 338. Δρχ. 600.
ΟΥΑΪΛΝΤ ΟΣΚΑΡ. Τό φάντασμα τού Κάντερβιλ. Μετ. Γιάννη Κωστόπουλου. ’Αθήνα, Καστανιώτης, 1982. Σελ. 156. Δρχ. 250. ΡΑΪΤΣΟΝ ΠΑΤΡΙΣΙΑ. Ή μαγεμένη νύχτα. Μετ. Κίρας Σίνου. Εικονογράφηση 'Ελένης ’Αρβανίτη. ’Αθήνα, Με τόπη. Σελ. 195. Δρχ. 350.
ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ
ΘΕΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ
ΜΠΡΥΚΝΕΡ ΧΑΪΝ ΡΙΧ . Ό έρωτας στήν έφηβεία. Τόμοι A ' + Β'. Μετ. Γιώργου Ζ. Μαρίνου. ’Αθήνα, Ά ντιπαράλληλα. Σελ. 172 + 219. Δρχ. 350 +.480.
ΓΕΝΙΚΑ
ΠΑΙΔΙΚΑ
Επιστημονική σκέψη 1900-1960. 'Ιστορία τής έπιστήμης. Επιμέλεια: R. Harre. ’Αθήνα, Μορφωτικό Ιδρ υ μ α ’Εθνι κής Τραπέζης, 1982. Σελ. 365. Δρχ. 450.
ΕΛΕΥΘΕΡΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ
ΕΦΑΡΜΟΣΜ. ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ
ΑΜΠΑΤΖΟΓΛΟΥ ΠΕΤΡΟΣ. Ή αύτοκρατορία τής βρο-' χίτσας. ’Αθήνα, Κέδρος, 1982. Σελ. 157. Δρχ. 350.
ΙΑΤΡΙΚΗ
ΒΑΛΑΒΑΝΗ ΕΛΕΝΗ Γ. Βάλιας καί Βόλια. Ζωγραφιές Τατιάνας Βολανάκη. ’Αθήνα, Καστανιώτης, 1982. Σελ. 46. Δρχ. 300. KAPPA ΛΥΔΙΑ. Ή μαρμαρίνα. Εικόνες Σοφίας Ζαραμπούκά. Α θήνα, Μετόπη, 1982. Δρχ. 380. ΚΕΔΡΟΣ ΑΝΤΡΕΑΣ. Ή παγίδα. Μυθιστόρημα. Μετ.
ΣΒΑΡΤΣΕΝΜΠΕΡΓΚ AEON - ΒΙΑΝΣΟΝ-ΠΟΝΤΕ ΠΙΕΡ. Ν ' άλλάξουμε τό θάνατο. Μετ. Ε λένη ς Μπουκουβάλα. ’Αθήνα, Πύλη, 1982. Σελ. 300. Δρχ. 400. ΛΑΝΣΟΝ ΛΟΥΣΙΕΝ. ’Από γυναίκα σέ γυναίκα. Μετ. Μόσχας Μιχαλοπούλου. ’Ανθρωπιστικές Ε πιστήμες, ά ριθ. 19. ’Αθήνα, Γλάρος, 1982. Σελ. 422. Δρχ. 500.
δελτίο/4 3
ΤΕΧΝΕΣ
τοΰ Ό δηγητή. ’Αθήνα, Ό δηγητής, 1982. Σελ. 140. Δρχ. 300.
ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
ΣΥΣΣΟΪΕΦ ΒΙΑΤΣΕΣΛΑΒ. Ή ζωή έγινε καλύτερη... ’Αντιπαραθέσεις, άριθ. 2. ’Αθήνα, Κομμούνα, 1982. Σελ. 135. Δρχ. 220,
C E C C A R IN IIV O . Ή Αρχιτεκτονική σύνθεση τής κατοι κίας. 5η έκδοση. Μετ. Ν. Μοοσουράκη. ’Αθήνα. Σελ. 191. Δρχ. 1.200.
ΕΝΑΣΧΟΛΗΣΕΙΣ
ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑ
ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΗΣ Α ΓΙΣ I. Πολεοδομική διερεύνηση έπέμβαση στήν Πάνω Πόλη Θεσσαλονίκης. Τόμος Α'. Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής. Σελ. 309. Δρχ. 450.
COOPER K ENNETH Η. ’Αεροβίωση. Θεωρία καί πράξη τής άσκησης γιά όλους. Μετάφραση-έπιμέλεια Σοφίας Κλεισούρα. ’Αθήνα, 1982. Σελ. 246. Δρχ. 750.
ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ
ΚΛΑΣΙΚΗ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ
ΒΑΚΑΛΟ ΕΛΕΝΗ. Ή φυσιογνωμία τής μεταπολεμικής τέχνης στήν Ελλάδα. Τόμος Β': ’Εξπρεσιονισμός, ύπερρεαλισμός. ’Αθήνα, Κέδρος, 1982. Σελ. 136. Δρχ. 1.300.
ΚΕΙΜΕΝΑ
Τό ναυτικό του ’21. Πρόλογος-κείμενα Ίωάννου Α. Μελετόπουλου. ’Αθήνα, Τράπεζα ’Εμπορικής Πίστεως. Σελ. 85. Δρχ. 650.
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ. Ποιητική. Εισαγωγή - μετάφραση σχόλια Στάθη Ίω . Δρομάζου. ’Αθήνα, Κέδρος, 1982. Σελ. 384. Δρχ. 600.
ΓΛΥΠΤΙΚΗ ΧΡΗΣΤΟΥ Χ ΡΥΣΑΝΘΟΣ - ΚΟΥΜΒΑΚΑΛΗ-ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΗ ΜΥΡΤΩ. Νεοελληνική γλυπτική 1800-1940. ’Αθήνα, ’Εμπορική Τράπεζα τής Ε λλάδος, 1982. Σελ. 289 + είκόνες. Δρχ. 2.000.
ΚΕΡΑΜΙΚΗ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΓΕΝΙΚΑ ΤΟΛΣΤΟΪ AEON. Ή ζωή μου. Μετ. Γαλάτειας Καζαντζάκη. ’Αθήνα, Θεωρία, 1982. Σελ. 132. Δρχ. 170.
AMANDRY ΑΓΓΕΛΙΚΗ. Ή Ε λληνική ’Επανάσταση σέ γαλλικά κεραμικά του 19ου αίώνα. ’Αθήνα, 1982. Σελ. 64 + πίνακες. Δρχ. 1.200.
ΠΟΙΗΣΗ
ΓΡΑΦΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ
Α ΣΛΑΝΙΔΗΣ Ε. Γ. Ό διαμελισμός. Α θήνα, Κέδρος, 1982. Σελ. 61.
ΣΚΙΑ ΔΑ Σ Ν ΙΚ Ο Σ Ε. Χρονικό τής έλληνικής τυπογρα φίας. Τόμος Γ': 1863-1909. ’Αθήνα, 1982. Σελ. 428. Δρχ. 600.
ΓΑΛΑΝΑΚΗ-ΒΟΥΡΛΕΚΗ ΑΝΤΙΓΟΝΗ. Στή μοναξιά ύπάρχω. Ποιήματα. ’Αθήνα, 1982. Σελ. 62.
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ ΡΑΦΑΗΛΙΔΗΣ ΒΑΣΙΛΗΣ. Λεξικό ταινιών. Τόμος Β'. ’Αθήνα, Αίγόκερως. Σελ. 172. Δρχ. 300.
ΧΙΟΥΜΟΡ 100 ήγέτες. Πολιτικές γελοιογραφίες τοΰ BAS. ’Αθήνα, Gutenberg. Δρχ. 150. ΙΩΑΝΝΟΥ ΓΙΑΝΝΗΣ. Ό τρίτος δρόμος. ’Αθήνα, Πολύτυπο, 1982. Σελ. 223. Δρχ. 450. Ό κόσμος τοΰ Quino. Μετ. Γιάννη Μαλτέζου. ’Αθήνα, Φόρμα / Βιβλία. Δρχ. 250. Τά καθ-ΟΔΗΓΗΤΙΚΑ. Μέ τήν πένα τών σκιτσογράφων
ΑΘΑΝΑΣ Γ. Ά νά τόν θερισμένον άγρόν. ’Αθήνα, Πιτσι λάς, 1982. Σελ. 336. Δρχ. 400.
ΓΑΛΑΝΗΣ ΓΙΑ ΝΝ Η Σ. Στήν άνατολική πλευρά τών οντων σ-τ(ο)ιχοι. ’Αθήνα, Δωδώνη, 1982. Σελ. 47. ΓΩΓΟΥ ΚΑΤΕΡΙΝΑ. Τό ξύλινο παλτό. ’Αθήνα, Καστανιώτης, 1982. Σελ. 47. Δρχ. 150. ΔΗΜΟΥ ΝΙΚΟΣ. Ξένα ποιήματα. Μεταφράσεις 19571982. Νίκου Δήμου Έ ργα , άριθ. 10. ’Αθήνα, Νεφέλη, 1982. Σελ. 99. Δρχ. 180. ΚΑΤΣΑΡΟΣ ΜΙΧΑΛΗΣ. 4 μαζινό. ’Αθήνα, Θεμέλιο, 1982. Σελ. 65. Δρχ. 120. ΚΩΣΤΑΒΑΡΑΣ Θ Α ΝΑ ΣΗΣ Κ. Ό μουγκός τραγουδι στής. ’Αθήνα, Θεμέλιο, 1982. Σελ. 133. Δρχ. 180. ΛΕΛΕΜΨΗΣ ΦΑΝΗΣ. Ή λύπη τής βιγόνιας. Α θήνα, 1983. Σελ. 62. ΜΕΛΙΣΣΑΝΘΗ. Τά νέα ποιήματα (1974-1982). Βιβλίο, άριθ. 29. ’Αθήνα, Πρόσπερος, 1982. Σελ. 78. Δρχ. 150.
44Ιδ€λτιο Μ ΠΑΡΔΑΝΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Φ. Ά σωτεύοντας τό χρό νο. ’Αθήνα, 1982. Σελ. 73.
.διηγήματα). Μετ. Κοσμά Πολίτη. ’Αθήνα, Δάφνη. Σελ. 87. Δρχ. 150.
ΜΠΟΥΜΗ-ΠΑΠΑ PITA. Λαμπρό φθινόπωρο. ’Αθήνα, Καρανάσης, 1982. Σελ. 181. Δρχ. 400.
ΒΕΡΛΑΙΝ ΠΩΛ. Α ναμνήσεις ένός χήρου. Μετ. Στέργιου Βαρβαρούση καί Χαράς Κίττου. ’Αθήνα, Ε ρατώ , 1982. Σελ. 151. Δρχ. 200.
ΜΠΟΥΜΗ-ΠΑΠΑ PITA. Ή σκληρή άμαζόνα. ’Αθήνα, Καρανάσης, 1982. Σελ. 271. Δρχ. 400. ΕΛΙΟΤ Τ. Σ. Of γάτες. Τό βιβλίο τοΰ γερο-Πόσουμ γιά τίς πρακτικές γάτες. Μετάφραση-έπιμέλεια Σπάρτης Γεροδή μου. ’Αθήνα, Έρμείας, 1982. Σελ. 74. NIETZSCHE FR IED RICH . Of διθύραμβοι τοΰ Διονύ σου καί άλλα ποιήματα. Β' έκδοση. Μετ. Ά ρ η Δικταίου. ’Αθήνα, Αίγόκερως, 1982. Σελ. 94. Δρχ. 200. VLAVIANOS-ARVANITIS AGNI. Oscillations. Poems. (Ταλαντώσεις, ποιήματα). ’Αθήνα, 1983. Σελ. 79. Δρχ.
200.
VLAVIANOS-ARVANITIS A GNI. Roots. Poems. (Ρί ζες, ποιήματα). ’Αθήνα, 1982. Σελ. 159. Δρχ. 250.
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΛΒΙΝΟ ΙΤΑΛΟ. Οί άόράτες πόλεις. Μετ. Ε. Γ. Άσλανίδη καί Σάσας Καπογιαννοπούλου. ’Αθήνα, Όδυσσέας, 1982. Σελ. 190. Δρχ. 150. ΚΑΦΚΑ ΦΡΑΝΤΣ. Περιγραφή ένός άγώνα. Στοχασμοί. Μικρά διηγήματα. Μετ. Μαρλένας Γεωργιάδη. ’Αθήνα, Γνώση, 1982. Σελ. 108. Δρχ. 250. ΜΟΡΑΒΙΑ ΑΛΜΠΕΡΤΟ. Ή χωριάτισσα. Μετ. ’Αριστεί δη Καντά καί Πόπης Σκαφίδα-Καντά. Επιμέλεια: Ντάνυ Πιέρρου. ’Αθήνα, Ό δυσσέας, 1982. Σελ. 340. Δρχ. 250. ΝΤΕ ΣΑΛΑΜΠΕΡΤ ΜΙΓΚΟΥΕΛ. Ή έσωτερική έξορία. Μυθιστόρημα. ’Αθήνα, Θεμέλιο, 1982. Σελ. 254. Δρχ. 320. Π ΑΣΤΕΡΝΑΚ Μ. Προσωπική μαρτυρία. Μετ. Μοίρας Δημητρίου. Τά Ά γνω στα Νόμπελ τής Λογοτεχνίας, άριθ. 1. Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής. Σελ. 184. Δρχ. 250.
ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ ΝΑΝΟΣ. Μερικές γυναίκες. ’Αθήνα, Θε μέλιο, 1982. Σελ. 130. Δρχ. 180.
ΠΙΡΑΝΤΕΛΟ Λ. Ή άποδιωγμένη. Μετ. Πάνου Ράμμου. Τά Ά γνω στα Νόμπελ τής Λογοτεχνίας, άριθ. 2. Θεσσαλο νίκη, Παρατηρητής, 1982. Σελ. 310. Δρχ. 300.
ΓΚΡΓΓΣΗ-ΜΙΛΛΙΕΞ ΤΑΤΙΑΝΑ. ’Αναδρομές. ’Αθήνα, Θεμέλιο, 1982. Σελ. 152. Δρχ. 200.
ΣΙΕΓΚΕΒΙΤΣ ΕΡΙΚΟΣ. Τό αιώνιο θύμα. Μετ. Γιάννη Κότσικα. Α θήνα, Θεωρία, 1982. Σελ. 69. Δρχ. 100.
ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ. Πανικός στά Εΰδειρα. Πο λιτική σάτιρα. ’Αθήνα, Δωδώνη, 1982. Σελ. 102.
ΣΙΝΙΟΡΕ ΣΙΜ ΟΝ. Ή νοσταλγία δέν είναι πιά αύτό πού ήταν. Μετ. Ρένας Χατχούτ. Α θήνα, Εξάντας, 1982. Σελ. 406. Δρχ. 350.
ΖΑ ΧΑ ΡΑΚ Η ΣΤΕΦΑΝΙΑ. Καφενείο «Ή Ελλάς». ’Αθή να, Δωδώνη, 1982. Σελ. 170. Δρχ. 300. ΙΕΡΟΝΥΜΙΔΗ ΛΟΥΛΑ. Πριν πέσει ή αύλαία. Διηγήμα τα. ’Αθήνα, Πιτσιλάς, 1982. Σελ. 260. Δρχ. 250. ΚΑΛΑΤΖΗΣ ΚΩΣΤΑΣ I. Ή άσημόπετρα. Μυθιστόρημα. Προλογίζει ό Παναγιώτης Κανελλόπουλος. ’Αθήνα, Πέρ γαμος, 1982. Σελ. 451. Δρχ. 600. ΚΟΝΤΟΛΕΩΝ ΜΑΝΟΣ. Κι ή σιδερώστρα έκοβε τήν τη λεόραση στά δύο. Διηγήματα καί πεζογραφήματα. ’Αθήνα, Καστανιώτης, 1982. Σελ. 106. Δρχ. 200. ΜΠΡΟΥΣΑΛΗΣ ΚΑΡΟΛΟΣ. Οί δρόμοι τής φυγής. Μυ θιστόρημα. Α θήνα, Πύλη, 1982. Σελ. 243. Δρχ. 350. ΡΑΦΙΑ ΑΝΝΑ. "Οταν άπολογοΰνται οί νεκροί. Τό χρο νογράφημα πού δέν γεννήθηκε ποτέ. ’Αθήνα, Καρανάσης, 1982. Σελ. 172. Δρχ. 280. ΡΟΥΣΙΑ ΜΑΡΙΑ. Τό σαράκι. Μυθιστόρημα. ’Αθήνα, Κέ δρος, 1982. Σελ. 318. Δρχ. 400. ΣΟΥΚΑΣ ΚΩΣΤΑΣ. Θάλασσα. Σ τ' έκδοση. ’Αθήνα, Κέ δρος, 1982. Σελ. 153. ΤΣΕΡΙΩ Ν ΗΣ ΓΙΑ ΝΝ Η Σ. Πίσω άπό τό λόφο. Διηγήμα τα. ’Αθήνα, Μαυρίδης, 1982. Σελ. 156. Δρχ. 300. ’Ανθολογία άργεντινών πεζογράφων. Β' έκδοση. Ε πιλογή καί μετάφραση άπό τά ισπανικά Γ. Δ. Χουρμουζιάδη. Α θήνα, Ύ ψιλον / Βιβλία, 1982. Σελ. 313. Δρχ. 380.
ΣΟΥΙΦΤ ΤΖΟΝΑΘΑΝ. Τά ταξίδια τοΰ Γκάλλιβερ. Μετ. Μίλτου Φραγκόπουλου. Α θήνα, Κρύσταλλο, 1982. Σελ. 555. Δρχ. 560. ΤΟΥΡΓΚΕΝΙΕΦ ΙΒΑΝ ΣΕΡΓΚΙΕΒΙΤΣ. Πασιγκώφ Κλά ρα Μίλιτς. Μετ. Νίκου Βεργωτή καί Ε λένη ς Σιφναίου. Α θή να , Θεωρία, 1982. Σελ. 171. Δρχ. 200. ΤΟΥΡΓΚΕΝΙΕΦ ΙΒΑΝ. Τό ραντεβού καί ό ’Ιάκωβος Πάσιγκοφ ή ή ιστορία ένός ιδεαλιστή. Μετ. Νίκου Βεργωτή. Α θή να , Ή ριδανός, 1982. Σελ. 142. Δρχ. 200. ΖΕΝΕ ΖΑΝ. Τό θαΰμα τοΰ ρόδου. Μετ. Μαρίνας Κουνελή. ’Επιμέλεια Ρένας Χατζηδάκη. Λογοτεχνία, άριθ. 14. Α θήνα, Ά κμ ω ν, 1982. Σελ. 329. Δρχ. 600.
ΜΕΛΕΤΕΣ ΑΝΔΡΟ Ν ΙΚΟ Σ ΜΑΝΟΛΗΣ. 'Ιστορία καί ποίηση. Α θή να, Ε ρμ ή ς, 1982. Σελ. 395. Δρχ. 450. ΜΑΛΑΝΟΣ ΤΙΜΟΣ. Ή ποίηση τοΰ Σεφέρη καί ή κριτι κή μου. Α θήνα, Πρόσπερος, 1982. Σελ. 130. Δρχ. 250. ΜΑΥΡΟΜΜΑΤΗΣ ΓΙΑ ΝΝ Η Σ Κ. Τό πρότυπο τοΰ «Έρωτόκριτου». ’Επιστημονικές ’Εκδόσεις Διατριβών τής Φιλοσοφικής Σχολής, άριθ. 3. ’Ιωάννινα, Πανεπιστήμιο Ίωαννίνων, 1982. Σελ. 339. Δρχ. 800.
ΑΝΤΡΕΓΙΕΦ ΛΕΟΝΙΝΤ. Ή τρέλα. Μετ. Μιχάλη Ποταμιάνου. ’Αθήνα, Θεωρία, 1982. Σελ. 61. Δρχ. 100.
ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ-ΚΑΡΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΕΥΘΥΜΙΑ. Νί κος Τσιφόρος. Ό Ό μ η ρο ς τοΰ ύπόκοσμου. ’Αθήνα, Δω δώνη, 1982. Σελ. 117. Δρχ. 200.
Α ΡΑΓΚΟΝ ΛΟΥΙ. Σκλαβιά καί μεγαλείο. (’Αντιστασιακά
ΡΟΖΑΝΗΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ. Σπουδές στόν Διονύσιο Σολω
δελτίο/4 5 μό. ’Αθήνα, 'Ελληνικό Λογοτεχνικό καί Ιστορικό ’Αρ χείο, 1982. Σελ. 127. Δρχ. 200. ΤΣΙΑΜΗΣ Μ ΗΤΣΟΣ Ν. «Συντομογραφίες» II. ’Αθήνα, Πηγή, 1982. Σελ. 48. Δρχ. 120. CONSTANOULAKI-CHANTZOU IOANNA. Jean Psichari et les lettres franijaises. Athenes, 1982. Pag. 357. Drs. 700.
ΘΕΑΤΡΟ ΓΕΝΙΚΑ ΒΡΑΝΑ ΣΠΕΡΑΝΤΖΑ. Τά μπουλούκια, τό θέατρο κι έγώ. ’Αθήνα, Εξάντας, 1982. Σελ. 245. Δρχ. 300.
ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ-ΚΑΡΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΕΥΘ. Θεματικός κατάλογος. ’Αθήνα, ’Ιστορική καί ’Εθνολογική Εταιρεία τής ’Ελλάδος / Βιβλιοθήκη Νεοελληνικής Ιστορίας, 1982. Σελ. 39. ΣΒΟΡΩΝΟΣ ΝΙΚΟΣ Γ. Ά νάλεκτα νεοελληνικής Ιστο ρίας καί ίστοριογραφίας. Α θήνα, Θεμέλιο, 1982. Σελ. 451. Δρχ. 600. ΣΤΑΜΕΛΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ. Πρωτοπόροι καί ήρωες τής έλληνικής δημοσιογραφίας. Βλάσης Γαβριηλίδης, Κλεάν θης Τριαντάφυλλος-Ραμπαγάς. Μορφές καί Θέματα τοΰ Νεότερου 'Ελληνισμού, άριθ. 1. Α θήνα, Γλάρος, 1982. Σελ. 263. Δρχ. 300. ANDREWES Α. Ή τυραννία στήν άρχαία Ελλάδα. Μετάφραση-έπιμέλεια Μαίρης Κάσου. ’Αθήνα, Καρδαμίτσα, 1982. Σελ. 228. Δρχ. 400.
ΚΟΥΣΟΥΜΙΔΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ. Λάσκαρη. ’Αθήνα, Βασδέκης, 1982. Σελ. 124. Δρχ. 350.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΓΑΪΟΣ ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ. Αίμα καί τάφοι. Πρόλογος: Γιάν νη Κορδάτου. Κριτική: Γ. Βαλέτα. ’Αθήνα, ’Αλφειός, 1982. Σελ. 168. Δρχ. 250. ΧΑΤΖΗΠΑΤΕΡΑΣ ΚΩΣΤΑΣ Ν. - ΦΑΦΑΛΙΟΥ Μ ΑΡΙΑ Σ. Μαρτυρίες 40-41. ’Αθήνα, Κέδρος, 1982. Σελ. 405. Δρχ. 600.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΒΕΡΕΜΗΣ ΘΑΝΟΣ - ΚΡΕΜΜΥΔΑΣ ΒΑΣΙΛΗΣ. Ό σύγχρονος κόσμος. ’Εγχειρίδια Ιστορίας, άριθ. 5. Α θήνα, Γνώση, 1982. Σελ. 230. ΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ-ΣΙΣΙΛΙΑΝΟΥ ΕΛΛΗ. Ό άντίκτυπος του Δ ' βενετοτουρκικοΰ πολέμου στήν Κέρκυρα. Ά πό άνέκδοτες πηγές. ’Αθήνα, 1982. Σελ. 261. Δρχ. 600. ΓΚΙΚΑΣ I. Ε. Ό Μουσολίνι καί ή Ελλάδα. Πολιτική καί 'Ιστορία, άριθ. 20. ’Αθήνα, Ε στία, 1982. Σελ. 244. Δρχ. 320. ΓΟΥΛΑΣ ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ Γ. Γεώργιος Καφαντάρης. Α θήνα, Βασιλόπουλος, 1982. Σελ. 203. Δρχ. 350. ΝΟΥΤΣΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΧΡ. Ε λληνική Νομαρχία. Συμβολή στήν έρευνα των πηγών της. ’Αθήνα, Δωδώνη, 1982. Σελ. 38. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ ΓΙΩΡΓΟΣ. Οί συντεχνίες στά Γιάννε να κατά τόν 19ο καί στίς άρχές τού 20οΰ αίώνα. (’Αρχές 19ου αί. ώς 1912). Επιστημονικές Διατριβές της Φιλοσο φικής Σχολής, άριθ. 4. ’Ιωάννινα, Πανεπιστήμιο Ίωαννίνων, 1982. Σελ. 454. Δρχ. 1.000. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ ΣΟΦΗ Ν. Σαμοθράκη. Α θήνα, Σύλ λογος πρός Διάδοσιν τών Ε λληνικώ ν Γραμμάτων, 1982. Σελ. 250. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΣ Π. Τό ’Αρχείο Γιαννάκη Ράγκου. Ιστορική καί Εθνολογική Εταιρεία τής Ε λ λάδος, άριθ. 2. ’Αθήνα, 1982. Σελ. 740. Δρχ. 900.
Ξ ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΑ ΓΙΑ ΤΗ Ν ΕΛΛΑΔΑ ALMEIDA HERMIONE. Byron and Joyce through Ho mer. Macmillan. Σελ. 233. Λίρ. 15. ATHANASSIADI-FOW DEN P. Julian and Hellenism. Oxford University Press. Λίρ. 17.50. DESCHOUX MARCEL. Comprendre Platon. Les Belles Lettres. Σελ. 207. Γαλλ. φρ. 80. DIGGLE JAMES. Studies on the Text of Euripides.. Oxford University Press. Σελ. 127. Λίρ. 12.50. EHRENBERG VICTOR. L’etat grec. Maspero. Γαλλ. φρ. 75. EMPEDOCLES. The Extant Fragments. Yale University Press. Σελ. 364. Λίρ. 28. ESCHYLE. Agamemnon. Τόμοι A’ + B \ Les Belles Let tres. Σελ. 197 + 387. Γαλλ. φρ. 105 (ό τόμος). EURIPIDES. Fabulae. Τόμος Β \ Oxford University Press. Λίρ. 6.25. FINLEY MOSES. Les anciens grecs. Maspero. Γαλλ. φρ. 45. FRONTISI-DUCROUX FRANQOISE. Dedale. Maspe ro. Γαλλ. φρ. 40. GARLAN YVON. Les esclaves en Grece Ancienne. Ma spero. Γαλλ. φρ. 68. GUTHRIE W. K. C. Aristotle: An encounter. Cambridge University Press. Σελ. 456. Λίρ. 30.00. KAHN CHARLES. The A rt and Thought of Heraclitus. Cambridge University Press. Λίρ. 7.50 (paperback). KAHN LAWRENCE. Hermes passe. Maspero. Γαλλ. φρ. 49. KERFERD B. G. The Sophistic Movement. Cambridge University Press. Σελ. 184. Λίρ. 14. LEGON RONALD P. Megara. Cornell University Press. Σελ. 324. Δολλ. 25.
46!δελτίο LLOYD G. E. R. Les debuts de la sciene grecque. Maspero. Γαλλ. <pp. 32.
ΔΕΛΤΙΟ. Σύνδεσμος Βιομηχάνων Βορείο,υ 'Ελλάδος. Τεύχη 9-10/201-202.
LORAUX NICOLE. Les enfants d’Athenes Maspero. Γαλλ. φρ. 100.
ΔΕΛΤΙΟΝ ΤΗ Σ Χ ΡΙΣΤΙΑ Ν ΙΚ Η Σ Α ΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ. Περίοδος Δ \ Τόμός 1. Δρχ. 1.300.
LORAUX NICOLE. L'invention d’Athenes. Mouton.
ΔΙΑΒΑΖΩ. Δεκαπενθήμερη Επιθεώρηση τού βιβλίου. Τεύχος 58. Δρχ. 100.
OTTO WALTER. Les dieux de la Grece. Payot. PAUL OLIVA. The Birth of greek civilization. Orbis. Σελ. 200. Alp. 7.95. TOYNBEE ARNOLD. The Greeks and Their Heritage. Oxford University Press. Σελ. 334. Λίρ. 12.50. TURNER FRA NK . The greek Heritage in Victorian Bri tain. Yale University Press. Σελ. 461. Λίρ. 18.90.
ΕΛΛΗΝΟΤΣΕΧΟΣΛΟΒΑΚΙΚΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ. Τεύ χος Π . ΗΧΟΣ ΚΑΙ HI-FI. Τεύχος 117. Δρχ. 70. ΘΟΥΡΙΟΣ. Κεντρικό δργανο τής ΕΚ ΟΝ Ρήγας Φεραΐος. Τεύχος 165. Δρχ. 30. ΙΘΑΚΟΣ. Δεκαπενθήμερη Εφημερίδα τής ’Ιθάκης. Φύλλο 69.
W ARTELLE A NDRE. Lexique de la «Rhetorique» d’ Aristote. Les Belles Lettres. Σελ. 510. Γαλλ. φρ. 675.
M AZI-TOGETHER. Τεύχος 10. Δρχ. 22.
WOODHOUSE C. M. Karamanlis, the restorer of greek Democracy. Oxford University Press. Λίρ. 19.50.
ΟΥΡΑΝΟΙ. ’Αεροδιαστημική έπιθεώρησις. Φύλλα 187 καί 188. Δρχ. 50.
W OODHOUSE C. M. Something Ventured. (Αύτοβιογραφία). G ranada. Σελ. 208. Λίρ. 8.95.
ΣΠΑΡΜΟΣ. Δίμηνη γενική Επιθεώρηση. Τεύχη 35 καί 36. Δρχ. 40. ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΣΚΕΨΗ. Έκδοση γραμμάτων καί τεχνών. Φύλλο 73. Δρχ. 7.
ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ
ΣΥΛΛΕΚΤΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ. Μηνιαίο περιοδικό γιά συλ λέκτες. Τεύχος 25. Δρχ. 100. ΑΓΩΝΙΣΤΗΣ. Δεκαπενθήμερη Εκδοση τής νεολαίας ΠΑ.ΣΟ.Κ. Φύλλο 159. Δρχ. 20. ΑΝΤΙ. Δεκαπενθήμερη πολιτική Επιθεώρηση. Τεύχος 220. Δρχ. 40. ΓΥΝΑΙΚΑ. Τό περιοδικό τής Ελληνικής οικογένειας. Τεύχος 859. Δρχ. 80.
ΣΥΝ. Θέματα εικαστικών τεχνών. Τεύχος 15. Δρχ. 70. ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΣΤΕΓΗ. Τόμος Ε' - No 29. JO U RN A L OF THE HELLENIC DIASPORA. Vol. IX, No 3. Δολλ. 4.50. ZENOS. Τεύχος 2.
ΒΙΒΛΙΑ TOY ΜΗΝΑ
ΑΡΙΣ1
[
ΚΟΣΤΑΣ ΔΟΥΚΑΣ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
ΘΑΛΑΣΣΑ
ΤΟ ΠΕΖΟΔΡΟΜΙΟ
Μυθιστόρημα (Βη έκδοση)
MuBmom
ΜΕΝΗΣ ΚΟΥΜΑΝΤΑΡΕΑΣ
ΚΟΣΤΑΣ Γ. ΠΑΠΑΓΕΟΡΓΙΟΥ
0 ΩΡΑΙΟΣ ΛΟΧΑΓΟΣ
ΤΟ ΣΚΟΤΩΜΕΝΟ ΑΙΜΑ _____ ___
(2η έκδοση)
(Ποιήματα)
ΑΛΕΞΗΣ ΚΥΡΙΤΣΟΠΟΥΛΟΣ ΕΝΑ ΠΑΡΑΜΥΘΑΚΙ ΓΙΑ ΧΕΙΜΩΝΑ ΚΑΙ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΓΕΝΝΑΔΙΟΥ 6 (Πάροδος ’Ακαδημίας) Τηλ, 36.15.783
κριτικογραφία Στην Κριτικογραφία περιλαμβάνονται άλες οι έπώνυμες βιβλιοκριτικές πού δημοσιεύονται στόν ήμερήσιο αθηναϊκό τύπο. Περιλαμβάνονται, έπίσης, κ α ί κριτικές δημοσιευμένες στόν περιοδικό κ α ί έπαρχιακό τύπο, όσες φυσικά φροντίζουν νά μάς στέλνουν οίσυντάκτες τους. Γιά κάθε βιβλίο σημειώνονται, μέσα σ έ παρένθεση: τό άνομα τού κριτικού κα ίό τίτλος τού έντύπου (βλ. Υπόμνημα), καθώς κ α ί ή ήμέρα δημοσίευσης της κριτικής, άν πρόκειται γιά έφημερίδα, ή ό άριθμός έκδοσης, άν πρόκειται γιά περιοδικό έντυπο.
-Υ π ό μ ν η μ α ΚΡΙΤΙΚΟΙ ΑΑ: Α. ’Αργυρίου ΑΘ: Π. Αθηναίος ΑΛ: Α. Λαμπρία ΑΠ: Α. Παπαδάκη ΑΦ: Α. Φουριώτης BA: Β. Άγγελοπούλου ΒΚ: Β. Καλαμαράς ΔΓ: Δ. Γιάκος ΔΖ: Δ. Ζαδές ΔΠ: Δ. Παπακωνσταντίνου ΔΚ: Δ. Κονιδάρης ΔΣ: Δ. Σιατόπουλος ΕΖ: Ε. Ζωγράφου ΕΚ: Ε. Κοροντζή ΕΡ: Ε. Ρόζος' EM: Ε. Μόσχος ZB: Ζ. Βαλάση ΘΠ: Θ. Μ. Πολίτης ΚΑ: Κ. Άνδρονίκας ΚΔ: Κ. Θ. Δημαράς ΚΚ: Κ. Καλημέρης ΚΛ: Κ. Λάμψα ΚΝ: Κ. Ντελόπουλος ΚΡ: Κ. Ρούφου ΚΣ: Κ. Σταματίου ΚΤ: Κ. Τσαούσης ΚΧ: Κ. Χρυσάνθης ΜΓ: Γ. Μαρκοπουλιώτου ΜΠ: Μ. Παπαδοπούλου ΜΣ: Μ. Στασινοπούλου
ΟΠ: Ό Παρατηρητής ΠΑ: Α. Παπανδρόπουλος ΠΠ: Π. Παγκράτης ΣΔ: Σ. Δρακοπούλου ΣΤ: Δ. Σταμέλος ΤΘ: Τ. Θεοδωρόπουλος ΤΑ: Τ. Λειβαδίτης ΤΜ: Τ. Μενδράκος TP: Κ. Τρίγκου XX: X. Χειμώνας ΕΝΤΥΠΑ ΑΚ: Άκρόπολις ΑΝ: ’Αντί ΑΠ: Απανεμιά ΑΥ: Αύγή ΒΡ: Ή Βραδυνή ΓΙ: Γιατί ΓΤ: Γράμματα καί Τέχνες ΔΓ: Διαγώνιος ΔΙ: Διαβάζω ΔΑ: Διάλογος ΕΒ: Εμείς καί τό Βιβλίο ΕΘ: Έθνος ΕΛ: ’Ελευθεροτυπία ΕΚ: Έλικώνας ΕΟ: Έποπτεία ΕΠ: ’Επίκαιρα ΕΣ: ’Ελεύθερος (Στερ. Έλλ.)
Φιλοσοφία Βλαχοδημήτρης Θ.: ’Ηράκλειτος (Κ. Γιαννόπουλος, ΣΕ, 9) Κάν Τ.: Ό 'Αναξίμανδρος καί οί άρχές τής έλληνικής κοσμολογίας (ΚΣ, ΝΕ, 11/12) Θρησκεία Μοδινός Π.: Διάλογος μέ τό Φτωχούλη τής Άσίζης (ΤΘ, ΜΕ, 7/12) Κοινωνιολογία * Τσουκαλάς Κ.: Κοινωνική άνάπτυξη καί κράτος (Γ. Άναστασιάδης, Δίκαιο καί Πολιτική, 2) Πολιτική Καστοριάδης Κ.: Μπροστά στόν πόλεμο (ΠΑ, ΟΤ, 48) Revel S. F.: «Ή θεία χάρις» τού κράτους (ΑΦ, ΑΚ, 11/12) Χότζα Ε.: Ό άγγλοαμερικάνικος κίνδυνος γιά τήν Αλβανία (ΚΤ, ΕΘ, Οικονομία Φακιολάς Τ.: Ανάλυση τής οικονομικής πολιτικής τής ΕΣΣΔ καί των άνατολικών χωρών (ΚΝ, ΚΑ, 9/12)
ΕΨ: ’Επιστημονική Σκέψη ΕΩ: ’Ελεύθερη Ώρα ΗΧ: Ήχος καί Hi-Fi ΘΟ: Θούριος ΚΑ: Καθημερινή ΚΛ: Κυπριακός Λόγος CO: Cosmopolitan ΜΕ: Μεσημβρινή ΝΕ: Τά Νέα ΝΣ: Νέα Εστία ΟΙ: Οικολογία καί Περιβάλλον ΟΠ: ’Οδός Πανός ΟΤ: Οίκονομικός Ταχυδρόμος ΠΚ: Πνευματική Κύπρος ΠΟ: Πολίτης ΠΡ: Πορφύρας ΡΙ: Ριζοσπάστης ΣΕ: Σύγχρονη ’Εκπαίδευση ΣΘ: Σύγχρονα Θέματα ΣΚ: Σκιάθος ΣΛ: Συλλεκτικός Κόσμος ΣΠ: Σπουδές ΣΣ: Σύγχρονη Σκέψη ΣΥ: Συμβολή ΤΑ: Ταχυδρόμος ΤΕ: Τριφυλλιακή Εστία ΤΟ: Τομές ΤΤ: Τετράγωνο ΦΣ: Φιλολογική Στέγη ΧΑ: Χάρτης ΧΡ: Ή Χριστιανική
Παπαθανασόπουλος Θ.: Λαίκό δημόσιο δίκαιο (ΚΤ, ΕΘ, 1/12) Λαογραφία Ζωιτοπούλου Α.: ’Εξωτικά παραμύθια (ZB, ΡΙ, 10/12) Χατζηφώτης I. Μ.: Ό λαϊκός πολιτισμός τού Καστελόριζου (ΤΜ, ΕΠ, ’ Εκπαίδευση - Παιδαγωγική Δημητρόπουλος Ε.: 'Εξαμηνιαίο παιδαγωγικό άρθρογραφικό δελτίο (Α. Χρονόπουλος, ΣΕ, 9) Α" 'Εκπαιδευτικό Συνέδριο Καθηγητών Μέσης 'Εκπαίδευσης (Α. Χρονό πουλος, ΣΕ, 9) Κατσιάνης Α.: Αισθάνομαι τώρα (Ε. Χατζηαποστόλου, ΣΕ, 9) Τοπούζης Κ.: Προσεγγίσεις σέ κείμενα νεότερης καί σύγχρονης ποίησης (Π. Μαριόλης, ΣΕ, 9) Παιδικά βιβλία Μεγαπάνου Α.: Τό παιδί τής μάνας μου (ΕΜ, ΚΑ, 2/12) Μουσική καί φαντασία (ΑΠ, ΑΥ, 1/12)
4 8 / δελ τίο Τέχνες Βάλντμπεργκ Π.: Σουρεαλισμός (ΚΝ, ΚΑ, 9/12) Μποΰρλος Θ.: Σύγχρονη δπερα (ΚΤ, ΕΘ, 5/12)
Ήριδανός ’Ασκληπιού 1 - τηλ. 3617942
Κυκλοφορούν
Όνορέ ντε Μπαλζάκ • 'Ο έξάδερφος Πόνς Μετάφραση: Άνδρέας Φραγκιάς Επιμέλεια: Ό έκδοτης • Τό Μαγικό Δέρμα Μετάφραση: Στάθης Ίω. Δρομάζος Επιμέλεια: 'Ο έκδοτης • Ραμπουιγέζα Μετάφραση-Έπιμέλεια: Άντώνης Μοσχοβάκης • Σαρραζίνος Μετάφραση: Μιχαήλ Στασινόπουλος Επιμέλεια: Ιωάννα Σισώη • 'Ο Παπάς τής Τούρ Μετάφραση: Μίρκα Γουλέτα-Σκάρα
Κυκλοφορούν σέ λίγο
• Οί Σουάνοι Μετάφραση -Επιμέλεια : "Αρης ’Αλεξάνδρου • Ή Τριαντάρα Μετάφραση -’Επιμέλεια: Δανάη καί Νίκος Κουχτσόγλου
Χιούμορ ΚΥΡ.: -Αλλαγή... μ- άκούς; (ΤΜ, ΕΠ, 748) , ΛΟΓΟ.: Ό κύριος Φίρμας καί άλλες γελοιογραφίες (ΚΤ, ΕΘ, 5/12) Τσιφόρος Ν.: Ό Γκιούλιβερ στή χώρα των γιγάντων καί στή χώρα των νάνων (ΚΤ, ΕΘ, 1/12), (ΕΑ, ΕΛ, 2/12) Γλώσσα Βαρμάζης Ν.: Τό βασικό λεξικό τής νεοελληνικής γλώσσας (ΤΜ, ΕΠ, 749) Γεωργοπαπαδάκος Α.: Μονοτονικό όρθογραφικό λεξικό τής νεοελληνικής γλώσσας (ΤΜ, ΕΠ, 749) Κλασική φιλολογία Κακριδής Φ.: Άριστοφάνοος «Όρνιθες» (Π. Μαριόλης, ΣΕ, 9)
Ποίηση Βαγενάς Ν.: Ό λαβύρινθος τής σιωπής (ΚΝ, ΚΑ, 9/12) Δήμου Ν.: Ποιήματα 1950-1980 (ΚΝ, ΚΑ, 9/12) Δρατσούμης X.: Τρελός φιλοξενούμενος (ΑΘ, ΕΩ, 5/12) Καραβίδας Γ.: Διασταυρώσεις (Ν. Τέντας, Πρωινός Λόγος Ίωαννίνων, 4/12) Κάρτερ Γ.: "Ατομικός φάκελος (ΚΝ, ΚΑ, 9/12) Κιτσικόπουλος Θ.: Φωνές κοντά στή χώρα (Ν. Τέντας, Πρωινός Λόγος Ίωαννίνων, 4/12) Μαγιακόφσκι Β.: Ποίηση (ΚΤ, ΕΘ, 1/12) Ρώσοι λυρικοί (ΚΝ, ΚΑ, 9/12) Φραγκόπουλος Θ. Δ.: 'Απεναντίας (ΚΝ, ΚΑ, 9/12) Πεζογραφία Βάγιάν Ρ.: Μπώ μάσκ (ΚΤ, ΕΘ, 5/12) Γκαρσία-Μαρκές Γ.: Χρονικό ένός προαναγγελθέντος θανάτου (ΤΜ, ΕΠ, Ζενέ Ζ.: Τό θαύμα τού ρόδου (ΕΑ, ΕΛ, 5/12) Θέρμπερ Τ.: Τό άσπρο έλάφι (ΕΑ, ΕΛ, 2/12) Καβάφης Κ. Π.: Εις τό φώς τής μέρας (ΚΣ, ΝΕ, 4/12) Καλβίνο L: Οί δύσκολοι έρωτες (ΤΜ, ΕΠ, 748) Κουμανταρέας Μ.: Ό ώραίος λοχαγός (ΚΤ, ΕΘ, 5/12), (ΤΘ, ΜΕ, 14/12) Κούντερα Μ.: Τό βιβλίο τού γέλιου καί τής λήθης (ΕΑ, ΕΛ, 2/12) Μάνσφηλντ Κ.: Γκάρντεν πάρτυ (W„ ΟΤ, 48) Μπέτι Λ.: Ή κυρία μέ τό βέλος (ΕΑ, ΕΛ, 2/12) Παπακυριάκης Γ.: Καβάλα στή χελώνα (ΑΦ, ΑΚ, 11/12) Παπανδρέου Ν.: Μνήμες (Β. Φυτσίλης, ΡΙ, 10/12) Μελέτες •Αλεξίου Τ.: Ό «τρίτος» Καβάφης (ΚΝ, ΚΑ, 9/12), (ΚΣ, ΝΕ, 4/12) ’ Αφιέρωμα τής Ν. Εστίας στό Γ. Σεφέρη (ΤΘ, ΜΕ, 7/12) Keeley Ε.: Συζήτηση μέ τό Γ. Σεφέρη (ΤΘ, ΜΕ, 7/12) Μαλάνος Τ.: Ό Καβάφης άπαραμόρφωτος (ΚΣ, ΝΕ, 4/12) Πιερής Μ.: Κ. Π. Καβάφης: Έφοδος στό σκοτάδι (ΚΣ, ΝΕ, 4/12) Θέατρο Μπρέχτ Μ.: Μέρες τής Κομμούνας (ΤΘ, ΜΕ, 7/12) Μπρέχτ Μ.: Ό άφέντης Πουντίλα καί ό ύπηρέτης του ό Ματτί (ΤΘ, ΜΕ, 7/12) Μπρέχτ Μ.: Στή ζούγκλα των πόλεων (ΤΘ, ΜΕ, 7/12) ' Ιστορία - Μαρτυρίες - Απομνημονεύματα Βλάχος Α.: Πυθίας παραλειπόμενα (ΚΣ, ΝΕ, 11/12) Καιροφύλλας Γ.: Ή ’Αθήνα καί οί ’Αθηναίες (ΚΤ, ΕΘ, 1/12) Κανελλόπουλος Π.: Ιστορία τής άρχαίας Ελλάδος (ΚΣ, ΝΕ, 11/12) Νατσούλης Τ.: ’Αρχαίο έλληνικό πνεύμα (ΚΣ, ΝΕ, 11/12) Σμύρνη (ΤΜ, ΕΠ, 748), (ΑΘ, ΕΩ, 12/12) Σοστάκοβιτς Ν.: Μαρτυρία (ΚΝ, ΚΑ, 9/12) Φελίνι Φ.: Ό Φελίνι γιά τό Φελίνι (ΕΑ, ΕΛ, 2/12), (ΚΤ, ΕΘ, 5/12) Ταξίδια Βογιατζόγλου Β.: Οί γειτονιές των άπιστων (ΔΣ, ΒΡ, 7/12) Περιοδικά Οικολογία καί Περιβάλλον (Σ.Π., ΟΤ, 48)
α φ ιερ ω μ α /4 9 χος συνεχίζει μιά παλιά διαμάχη. ’Αναφερθήκαμε στή μετάφραση τής «Νανάς». Ξέρουμε πώς στό φι λολογικό σκάνδαλο πού ξέσπασε τότε ό Βλάχος κράτησε προεξάρχοντα ρόλο. Αύτός ό καλά συγ κροτημένος λόγιος, ό αύστηρός καί συντηρητικός άπό ιδιοσυγκρασία, ό ίδανιστής, θά βρεθεί τότε, φυ σιολογικά, στίς τάξεις τών άντίθετων μέ τό νατουρα λισμό. Πάλι άπό τίς στήλες τής «Εστίας»,4 θά κατα φερθεί μέ βιαιότητα καί έμπάθεια κατά τοΰ Ζολά άλ λά καί γενικότερα τής ξένης λογοτεχνίας. Αύτοχθονική, θά πει ό Κ. Θ. Δημαράς τή στάση του. Με τεκπαιδευμένος στή Γερμανία, ένή μέρος τών διεθνών ρευμάτων, θά δείξα ώστόσο δυσπιστία σέ δ,τι έρχεται άπό τή Δύση κι άπειλεΐ νά άλλοιώσει τήν έθνική ζωή. Ή Δύση είναι γι’ αύτόν συνώνυμη μέ τήν παρακμή. Ή έπίθεση τοΰ Βλάχου θά φανεί μικροπρόθεσμα άποτελεσματική. Ή μετάφραση θά διακοπεί, γιά νά κυκλοφορήσει δμως τόν άλλο χρό νο σέ βιβλίο. Ή άλλαγή, ήδη στόν άέρα πρίν άπό τό 1879, θά ύπερισχύσει. Παρά τό είδικό βάρος τοΰ Βλάχου ώς λογίου, καί παρά τό γεγονός δτι κατείχε άνώτατο κρατικό άξίωμα. (Νιώθει κανείς άλήθεια δτι ή έπέμβασή του λειτούργησε σάν έπέμβαση είσαγγελέα.) Εξάλλου ήδη άπό τά χρόνια έκεΐνα ή έπίδρασή του στούς νεαρούς διανοούμενους τής έποχής είναι περιορισμένη. Είναι ό τύπος τοΰ «παλαιοΰ κριτι κού». ’Οπαδό τοΰ «κυανοΰ»5 στή φιλολογία, στενό στά γοΰστα καί ξένο πρός τούς ένθουσιασμούς πού συνεπαίρνουν τότε τή φιλολογική νεότητα,6 θά τόν χαρακτηρίσει ό Παλαμάς. Αύτός λοιπόν ό δηλωμένος έχθρός τής σύγχρο νης γαλλικής λογοτεχνίας θά γνωρίσει στό έλληνικό κοινό τόν Μπαλζάκ καί, μέ τήν εύκαιρία, θά έπαναλάβει τήν έπίθεσή του κατά τοΰ «κρατοΰντος συρ μού». Μέ τόν ίδιο δηκττκό τόνο πού άγγίζει τό λίβελο, πού θέλει νά έξουθενώσει τόν άντίπαλο μέ ήθικούς χαρακτηρισμούς, μέ κατηγορίες γιά θωπείες ταπεινών ένστίκτων καί έπιδίωξη ύλικών κινήτρων.
Ή γραμμή πλεύσης δέν άλλαξε, κι είναι φυσικό. Δέν άλλαξε ή διδακτική του βούληση, ή παιδευτική, ή άνησυχία του νά προστατευθεΐ τό έλληνικό άναγνωστικό κοινό. Κάτι ώστόσο δείχνει πώς γιά τό Βλάχο τά πράγματα έχουν ήδη προχωρήσει πρός τήν κα τεύθυνση πού φοβόταν. Ό άντίπαλος δέν είναι πιά μόνο ή ξένη «έλαφρά φιλολογία», Ιδίως ή γαλλική, κι δσοι έπιχειροΰν νά τήν κάνουν γνωστή στούς Έλληνες: μεταφραστές, έκδοτες, περιοδικά κι έφημερίδες. Στά ξένα μιάσματα έχει προστεθεί καί ή πρωτότυπη παραγωγή. Τρία χρόνια πρίν έκρουε τόν κώδωνα κινδύνου: «'Ας παρατεθώσι καί είς τοΰ Έ λληνος τήν τράπεζαν τά καρυκεύματα τοΰ Zola (...). Ποϊαι δμως θά είναι τών δείπνων αύτών αί συνέπειαι; Είναι ίατρικόν τό ζήτημα, καί άς σκεφθώσιν άλλοι περί τοΰ πράγματος. Καλόν δμως νομίζω θά ήτο νά σκεφθώσι κάπως έγκαίρως, διότι προτιμοτέρα είναι πάντοτε ή δίαιτα τής θεραπείας».7 Τώρα, στά 1883, μοιάζει νά πιστεύει πώς ή μάχη έχει χαθεί: «Καθ’ ήν δέ μάλιστα έπ’ έσχάτων έλαβε παρ’ ήμϊν τροπήν ή έλαφρά φιλολογία, ή τε πρωτότυπος δυ στυχώς καί ή άπό ξένης χύτρας, έναμίλλως μαυλίζουσα χάριν τοΰ καθ’ ήμέραν κέρματος πάσαν έτσι άπομένουσαν ύγιά τοΰ Έλληνος όρμήν, άφρων ίσως καί πρεσβυτίζων καί παραληρών, άν μή σεμνότυφος άγύρτης, ήθελεν ύποληφθή ό έπιχειρών νά στήση φραγμόν ή νά έγείρη πρόχωμα κατά τοΰ καταβαίνοντος ρεύματος». Ό Μπαλζάκ θά χρησιμοποιηθεί σάν άντίβαρο. ’Αλλά δχι δλος. Δείγμα τής άλλης, τής καλής, τής ύγιοΰς λογοτεχνίας προσφέρεται στούς Έλληνες μόνο ή «Εύγενία Γκραντέ». «Ού μόνον λόγω φιλο λογικής άξίας άλλά καί λόγω κάλλους ήθικοΰ.» Τό «σεμνόν τοΰτο καλλιτέχνημα» τό άντιπαραθέτει δχι μόνο στά άλλα έργα τής σύγχρονης ξένης λογοτε χνίας —φιλολογικά τέρατα γεννά ή ύστερική φαντα σία τοΰ Φλωμπέρ, τοΰ Ζολά, τών Γκονκούρ καί «έν μέρει» τοΰ Ντωντέ έλεγε τρία χρόνια πρίν— άλλά
δΟ Ιαφ ιερω μα καί στά ύπόλοιπα μυθιστορήματα τοΰ ίδιου συγγρα φέα. Δέν είναι δλος ό Μπαλζάκ κατάλληλος γιά Ανάγνωση άπό έλληνες Αναγνώστες. ’Από τό έργο του θά περισωθοϋν μόνο οί «Σκηνές τής έπαρχιακής ζωής». Ή «Φυσιολογία τοΰ γάμου», «δνθύλευμα πα ραδοξολογιών άσέμνων καί κακοήθων», δέν έπρεπε ποτέ νά γίνει «σκεύος έκλογής είς χεΐρας Έλληνος μεταφραστοΰ». Έ λληνες Αναγνώστες, έλληνας μετα φραστής. Επαρχιακή ζωή. Μιά έπίμονη προσπάθεια Αντιδιαστολής έλληνικοΰ καί ξένου, πόλης καί έπαρχίας. Ή Ανόθευτη ζωή τής ύπαίθρου, ή διαφθορά τής πόλης. Καί στό άλλο ζευγάρι, ή ξένη λογοτεχνία, φορέας Ανηθικότητας, ΰποπτη έθνικώς, κι ό έλληνας Αναγνώστης, ένας Αναγνώστης «ειδικός» πού χρειά ζεται προστασία καί «έπιλεγμένη τροφή». Έ τσ ι «λογοκριμένος» ό Μπαλζάκ θά /ιαραδοθεΐ στούς έλλη νες Αναγνώστες. Αύτή τήν έποχή όρισμένες λέξεις έχουν κιόλας γίνει στερεότυπα: παρατήρηση, μελέτη, Ακριβής πε ριγραφή, αλήθεια. Αύτά είναι τά συνθήματα πού συγκινοΰν τή νέα γενιΑ τών λογοτεχνών, τΑ αίτήματα τοΰ καιροΰ. ’Ανεξάρτητα άπό τόν τρόπο πού θά έφαρμοστοΰν στή συνέχεια, οί λέξεις αύτές βρίσκον ται στό στόμα δλων. Καί τοΰ Βλάχου. ’Απαριθμών τας τά προτερήματα τοΰ βιβλίου καί δικαιολογών τας τήν έκλογή του, θά μιλήσει γιά μελέτη τοΰ πραγματικοΰ βίου, Ακριβή Απεικόνιση τύπων, έντέλεια περιγραφών, Ανατομία τής Ανθρώπινης καρδιάς καί «παθολογική Αναγραφή τών μυχιαιτάτων παλμών
αύτής». Ό λ η ή νατουραλιστική συνθηματολογία. 'Ωστόσο, Αμέσως μετά, μιλώντας γιά τά έλαττώματα τοΰ Μπαλζάκ σέ άλλα του έργα, θά δείξει τά δρια πού θέτει στήν Αλήθεια. Μελέτη τοΰ πραγματικοΰ βίου, Αλλά δχι «μονομερής καί σκόπιμος πολλάκις έξόγκωστς τών άσημάντων καί ύπερτίμησις τών χυ δαίων». ’Ανατομία τής Ανθρώπινης καρδιάς, Αλλά δχι «έξευτελισμός τών ίερωτάτων καί τιμιωτάτων». ’Αλήθεια, Αλλά δχι ή «τών Απτών πραγμάτων φωτο γραφική Αλήθεια τής νοεφωτίστου φυσιογραφικής σχολής». Ή μετάφρασή του, τέλος, γιά τήν όποια έλπίζει δτι κατόρθωσε «δ,τι έπέτρεπεν ή Ακατάσκευος έτι μορφή τής ήμετέρας γλώσσης», έχει τή φροντίδα καί τήν εύσυνειδησία πού χαρακτηρίζουν κάθε του προ σπάθεια. Σημειώσεις: 1. Εύγενία Γρανδέ (Μυθιστορία 'Ονωρίου Βαλζάκ. - Μετάφρ, ■Αγγέλου Βλάχου), Εστία 15 (1883), τεύχη 366-379. 2. Προεισήγησις τοΰ μεταφραστοΰ, 'Εστία 15 (1883)2. 3. Η. de Balzac, Φυσιολογία τοΰ γάμου, ήτοι Μελέται τής έκλεκτικής φιλοσοφίας έπί τής συζυγικής εύτυχίας καί δυστυχίας. Μετάφρασις άπό Ν.Γ.Κ. Έν Άθήναις, 1876. 4. Ή Φυσιολογική Σχολή καί ό Ζολά, 'Εστία 8 (1879) 789-795. 5. W. [Κ. Παλαμάς), Νανά, έφημ. Εμπρός, 20-11-1917. 6. Κ. Παλαμάς, Τό τέλος τοΰ ’Αγγέλου Βλάχου, Ήμερολόγιον τής Μεγάλης 'Ελλάδος, 1925, ο. 44-69 (= ’Απαντα, τ. 10, σ. 283287). 7. Ή Φυσιολογική Σχολή..., δ.π., σ. 795.
Ελληνικές εκδόσεις έργων τοΰ Μπαλζάκ Ο πίνακας πού άκολοοθει περιλαμβάνει δλα τά μεταφρασμένα στή γλώσσα μας έργα τοΰ Μ παλζάκ —αυτά τουλάχιστο πού κυκλοφορούν σήμερα στά βιβλιοπωλεία. Οί Αντάρτες (μτφρ. Ό θ . Ά ργυρόπουλος). A [1964], Δαρεμάς. 270 σ. Ή έξαδέλφη Μπέτα (μτφρ. Κ. Παπαλεξάνδρου). A [1979] , Γράμματα. 411 σ. Ή έξαδέλφη Μπέττη (μτφρ. Κ. Θεοφάνους). A [1979], Ζαχαρόπουλος. 647 σ. Ό έξάδελφος Πόνς (μτφρ. Α. Φραγκιάς). A [1977], Ήριδανός. 351 σ. + 8 πίν. Εύγενία Γκραντέ (μτφρ. Κ. Παπαλεξάνδρου). A [1980] , Εξάντας. 217 σ. Λουί Λαμπέρ (μτφρ. Π. Σπηλιωτόπουλος). Α [χ.χ], Γκοβόστης. 123 σ.
Σαραζίνος (μτφρ. Μ. Στασινόπουλος). Α [χ.χ.], Ή ριδάνός. 72 σ. Συμβόλαιο γάμου (μτφρ. Ρ. Ψυρούκη). Α 1976, Κάλβος. 175 σ. Ό συνταγματάρχης Σαμπέρ (μτφρ. Α. Κασιμάτη - Χρ. Τζάλλα). Α [χ.χ.], Σιδέρης. 170 σ. Χαμένα όνειρα (μτφρ. Δ. Κωστελένος). Α [χ.χ.], Ψίχαλος. 2 τόμοι. 366 σ. Οί χωριάτες (μτφρ. Έ λ. Στεφανάκη). Τόμος A ’. Α [χ.χ.], Γκοβόστης. 200 σ. Οί χωριάτες (μτφρ. Έ λ. Στεφανάκη). Τόμος Β \ Α [χ.χ.], Γκοβόστης. 181 σ.
Τό μαγικό δέρμα (μτφρ. Στ. Πρωταϊος). Α [χ.χ.], Ή ριδανός. 344 σ.
Διασκευές γιά παιδιά
Ό παπάς τής Τούρ (μτφρ. Ν. Γουλέτα-Σκάρα). Α 1978, Ή ριδανός. 135 σ.
Εύγενία Γκραντέ (διασκ. Γ. Άναστασιάδη). Α [χ.χ.], Μίνωας. 211 σ.
Ή ραμπουιγέζα (μτφρ. Α. Μοσχοβάκης). Α 1977, Ήριδανός. 368 σ. + 8 πίν.
Εύγενία Γκραντέ (μτφρ. Έ λ. Σταματοπούλου). Α [χ.χ.], Εκδοτική Ε στία. 159 σ.
ΟΔΗΓΟΣ ΒΙΒΛΙΩΝ
επιλογή θετικιστικές μέθοδον καί διαλεκτικές πρακτικές UMBERTO ECO: Ή σημειολογία στην καθημερινή ζωή. ’Ε πιμέλεια Θό δωρου Ίωαννίδη. ’Α θήνα, Μαλλιάρης-Παιδεία. Σελ. 228.
Είναι παρήγορο πού τά τελευταία χρόνια πλήθαιναν οί μεταφράσεις στή γλώσσα μας έργων γνωστών σημειολόγων, γλωσσολόγων καί θεω ρητικών τής έπικοινωνίας.1 Έ στω καί άργοπορημένα, Εχει στό μεταξύ άναπτυχθεϊ καί έδώ Ανάλογη έρευνα —πού συνοδεύεται μάλιστα άπό σχετική έκδοτική δραστηριότητα.2 Έ τσ ι φαίνεται δτι οί έκδοτες δέ δι στάζουν τόσο δσο παλιότερα νά έκδίδουν τά «δυσνόητα» αύτά κείμενα. Σήμερα καί σέ παγκόσμιο έπίπεδο, εί τε άπό όργανική άνάγκη μεθοδολο γίας είτε γιά άλλους λόγους, ή ση μειωτική είναι ή κυρίαρχη θεωρία στό χώρο τών άνθρωπολογικών έπιστημών καί άπαραίτητο Αργαλειό σέ χώ ρους δπως ή κριτική, ή πολιτισμική άνθρωπολογία, ή ίστορία τής τέχνης, ή άρχιτεκτονική. Σέ μας, δυστυχώς, οί μεταφράσεις δέν άκολουθοΰν καμιά προγραμματι σμένη σειρά. Βασίζονται συνήθως εί τε στήν έμπορική λογική τών έκδοτών, είτε στήν προσωπική (γλωσσική καί άλλες) προσέγγιση του μεταφρα στή. Γι' αύτό καί δέν είναι τυχαίο πού ή σημειωτική είναι γνωστή σάν ση μειολογία (δρος πού έγκαταλείφθηκε τό 1969 έπϊσημα άπό τή Διεθνή Έ νω ση Σημειωτικών Σπουδών), δπως δη λαδή έπιμένουν νά όνομάζουν αύτόν τό χώρο οί γάλλοι έρευνητές. Γιά τό μέσο έλληνα άναγνώστη ή σημειωτι κή είναι ένα παραλήρημα Αναλυτικής σκέψης, σειρά άπό έξυπνες παρατη ρήσεις γιά τόν τρόπο διαμόρφωσης τών νοημάτων, καί κυρίως σάν «κάτι πολύ σχετικό μέ τήν κινηματογραφι κή κριτική». Δέν είναι βέβαια τοϋ πα ρόντος νά δούμε τί μονομέρεια έφερε
έδώ κι έναν αίώνα στήν έλληνική σκέψη καί κριτική ή αύστηρή προσή λωση τού ένδιαφέροντος στά διανοη τικά ρεύματα τού Παρισιού. 'Ο πωσδήποτε, γιά τούς μελετητές τών συστημάτων σημείων, τέτοιες μυθοκρατούμενες συμπεριφορές είναι ιδιαιτέρως άπαράδεκτες. Γι’ αύτούς περίπου τούς λόγους, στό έλληνικό άναγνωστικό κοινό εί ναι περισσότερο γνωστοί ό Σοσίρ, ό Μπάρτ, ό Γκιρό καί περισσότερο οί κινηματογραφικοί κριτικοί πού τούς συνεχίζουν: Κ. Μέτς κ.ά. "Αλλοι, τό ίδιο —τουλάχιστον— σημαντικοί με λετητές πού μεταφράστηκαν στά έλληνικά (δπως ό Β. Τβανοφ) είναι για τί κείμενά τους μεταφράστηκαν στά γαλλικά. Έ τσ ι έχουμε καί έδώ μιά μονομερή ένημέρωση, καί μάλιστα γιά ένα θέμα, τή σημειωτική, πού έχει στόχο τήν έρευνα τής έπικοινωνίας. ’Εξάλλου —κι αύτό τό φαινόμενό είναι έπίσης γενικότερο— οί έκδοτες προτιμούν συνήθως κείμενα εύληπτα καί είσαγωγικά κι δχι τά κύρια έργα, πού συχνά είναι πιό «δύσκολα», καί σάν άποτέλεσμα έχουμε καί έδώ άρκετά βιβλία είσαγωγικά ή άπλοποιημένα, άχρηστα δμως γιά μιά ούσια-
στική προσέγγιση τού ξένου διανοητή. Ή «Σημειολογία τής καθημερινής ζωής» τού Ούμπέρτο Έ κ ο δέν ξεφεύ γει δυστυχώς άπό αύτό τόν κανόνα. Έ νώ έχει γράψει δεκάδες μελέτες3 καί πολλά βιβλία, δλα βασική βιβλιο γραφία σήμερα στό χώρο τους, στήν 'Ελλάδα θά έκπροσωπεΐται άπό μιά σειρά έπιφυλλίδες πού δημοσίευσε σέ περιοδικά κι έφημερίδες σχολιάζον τας τήν έπικαιρότητα. Πρόκειται, ωστόσο, γιά κείμενα δπου ή δξύτητα τού μυαλού του καί ή βαθιά του γνώ ση είναι διαρκώς έμφανεΐς, παρόλο πού ό φορέας δημοσιότητας (έντυπα μεγάλης κυκλοφορίας) άπαιτεΐ γρα φές περισσότερο σχηματικές. Τέτοια κείμενα δ Έ κ ο έγραψε πάρα πολλά ώς τώρα καί είναι άλήθεια δτι τά πε ρισσότερα άπ’ αύτά διατηρούν άκόμη τό ένδιαφέρον τους γιά τό σημερινό άναγνώστη. Συγχρόνως δίνουν δια φανή τή μέθοδο σκέψης τού συγγρα φέα, άν καί δχι δπως τά άλλα του κεί μενα, πού Αποτελούν τήν κυρίως κατάθεσή του. Σ ’ αύτό τόν τόμο περιλαμβάνονται πενήντα περίπου τέτοια κείμενα έκτα σης τεσσάρων σελίδων κατά μέσο δρο καί καλύπτουν θέματα δπως: «Γιά ένα σημειωτικό άνταρτοπόλεμο», «Οί φωτογραφίες πού λένε ψέματα», «Καί ό Φράνκο είναι σημείο», «Ό φετιχισμός στήν τέχνη», «Οί άριστεροί Αν τιδραστικοί», «Ή μορφολογία τού ψέ ματος», «Γραμματικές καί κείμενα». Ή συγγένεια μέ τόν τόμο «Μυθολο
5 2 /ο δ η γο ς γίες» τοΰ Μπάρτ είναι προφανής καί είναι άλήθεια δτι πρώτος έκεΐνος έγκαινίασε στή δεκαετία τοΰ *50 αύτό τό στιλ των κειμένων άπό σημειολόγους. Μόνο πού, τόσο γιατί ύπάρχει μιά εύρύτερη ιδεολογική διαφορά άνάμεσά τους, δσο καί γιατί ό Μπάρτ πρώτα έγραψε τίς «Μυθολογίες» καί μετά τά «Στοιχεία σημειολογίας» ένώ ό Έ κ ο πρώτα τό «'Ανοιχτό έργο» καί τήν «’Απούσα δομή» καί μετά τίς έπτφυλλίδες, αύτό τό βιβλίο τοΰ Έ κο στήν ούσία έχει πολλές διαφορές άπό τό βιβλίο τοΰ Μπάρτ. Διαφορές πού άπηχοΰν διαφορές μεθόδου, ιδεολογι κής προέλευσης καί Ιδεολογικής πραα. Ό Έ κ ο πιστεύει στό ρόλο τών λογικών έπιστημών καί στό ρόλο τής μεθόδου ένώ οί Σοσίρ καί Μπάρτ, κυ ρίως ό δεύτερος, άρνοΰνται τέτοιες προσεγγίσεις γιατί τίς θεωρούν άντιιστορικές. β. Ό Έ κο άνήκει στήν πιρσιανή σχολή τής σημειωτικής καί δέχεται δτι ύπάρχουν κι άλλα αύτονομούμενα συστήματα σημείων πλήν τής γλώσ σας. Ή γαλλική σχολή, άντίθετα, μέ μόνη έξαίρεση τόν Ντελαντάλ (Περπινιάν), βλέπει δλα τά άλλα συστήμα τα έγγεγραμμένα στή γλώσσα. Γιά τόν Έ κ ο δέν έχει σημασία μό νο ή άνάλυση τοΰ σημειωτικού φαι
νομένου άλλά καί ή πρακτική ξεπερά σματος τής άντίφασης νόρμαςμετωνυμικής χρήσης. Έ κεΐ πού ό Μπάρτ καί ή Κρίστεβα βλέπουν πα γίδες τής έξουσίας μέσα στή γλώσσα καί καθαγιάζουν τήν άπόκλιση άπό τήν κυρίαρχη έννοια σάν έπανάσταση, αύτός προχωρά σέ προτάσεις άρ σης τής έξουσίας. Ε κ ε ί πού άλλοι ζη τούν τόν προσδιορισμό τών προϋπο θέσεων γιά νά μήν έγγραφεΐ τό κριτι κό τους έργαλεϊο στό δριο άνοχής τής κυρίαρχης ιδεολογίας, ό Έ κ ο προτείνει πρακτικές άντιμετώπισης τοΰ διλήμματος. ’Αντί γιά μιά ση μειωτική άναρχία, προτείνει σημειω τικό πόλεμο. "Αν ό κόσμος μας δέν είναι παρά ή κωδικοποίηση τοΰ περι βάλλοντος σύμφωνα μέ τίς άνθρώπινες άνάγκες καί μέσα στήν Ιστορία, τότε τό πρόβλημα δέν είναι στή διανοητικοποιημένη άρνηση τοΰ κώδικα-κεφάλαιου άλλά στις διαρκώς έναλλασσόμενες πρακτικές πού στο χεύουν στήν έξαφάνισή του μέσα στήν Ιστορία. Τελικά ό Έ κ ο συγγε νεύει μέ τίς πολωνική, ρωσική καί τσέχικη σημειωτική, συνδυάζοντας θετικιστικές μεθόδους μέ διαλεκτικές πρακτικές. Παρόλο πού ή είκόνα τοΰ Έ κο μέ νει σ’ αύτό τό βιβλίο άνολοκλήρωτη, μποροΰμε νά ποΰμε ώστόσο δτι ή
έκδοσή του είναι μιά προσφορά στό έλληνικό κοινό. Συμπληρώνει, έστω καί άνεπαρκώς, τήν είκόνα γιά τίς έφαρμοσμένες σημειωτικές προσεγγί σεις καί δίνει τήν εύκαιρία νά έπικοινωνήσουμε μ’ έναν άπό τούς σημαν τικότερους διανοητές τής έποχής μας. Χ Α ΡΗ Σ ΚΑΜΠΟΥΡΙΔΗΣ Σημειώσεις-Παραπομπές: 1. Πρβλ. ένδεικτικά Ρολάν Μπάρτ: Μυθο λογίες, Μάθημα, Ράππας, 'Αθήνα. Φ. Σοσίρ: Στοιχεία γενικής γλωσσολογίας, Παπαζήσης, 'Αθήνα. Ζ. Γκιρό: Σημειω τική, Ζαχαρόπουλος, 'Αθήνα. Γ. Μουκαρσόφσκι: Δοκίμια γιά τήν αισθητική, Όδυσσέας, ’Αθήνα κ.ά. 2. Πρβλ. ένδεικτικά Σ. Δημητρίου: Λεξικό δρων έπικοινωνίας καί σημειωτικής άνάλυσης, Ι-ΙΙ, Καστανιώτης, ’Αθήνα. Π. Λαζαρίδης: Ή έπικοινωνία μέ τήν άρχιτεκτονική, Θεσσαλονίκη. Γ. Βέλτσος: Σημειολογία τών πολιτικών θε σμών, Παπαζήσης, ‘Αθήνα κ.ά., καθώς καί περιοδικά δπως «Σπείρα», «Κώδι κας / Code an International Journal of Semiotics». 3. Οί κυριότερες: 1956: II problema estetico in Tomaso d’ Aquino. 1962: Ope ra Aperta. 1963: The Analysis of Structure. 1968: La struttura assente. 1971: Le forme del contenuto. 1973: Looking for a Logic o f Culture. 1976: A Theory o f Semiotics.
ανατροπή κάθε καθιερωμένης αξίας γύρω άπό τή σεξουαλικότητα Μ ΙΣ Ε Λ ΦΟΥΚΩ: Ιστορία τής σε ξουαλικότητας. I. Ή δίψα τής γνώ σης. Μ ετ.: Γκλόρυ Ροζάκη. Έπιμ.: Γιάννης Κρητικός. ’Α θήνα, Ράππας, 1982. Σελ. 200.
Μετά τήν «Ιστορία τής τρέλας», πού προκάλεσε αί σθηση δταν κυκλοφόρησε, ό γνωστός γάλλος δια νοούμενος καί καθηγητής στό College de France κα ταπιάνεται μέ τήν ίστορία τής σεξουαλικότητας, πού θά καλύψει συνολικά έξι τόμους. Ή «Δίψα τής γνώ-
σης» είναι ό πρώτος τόμος —κι δ μόνος πού έχει κυ κλοφορήσει μέχρι τώρα στή Γαλλία— κι άποτελει έ να είδος είσαγωγής στό όλο έργο. Ή έλληνική έκ δοση τών ύπόλοιπων πέντε τόμων θά άκολουθήσει τό ρυθμό τής γαλλικής έκδοσης.
οδη γο ς/5 3 Πρόκειται γιά ένα έργο έξαιρετικά ένδιαφέρον γιά τήν πρωτοτυπία του. Ό συγγραφέας πιάνει τή σεξουαλικότη τα άπό μιά σκοπιά τέτοια πού άνατρέπει κάθε καθιερωμένη ίδέα πάνω σ’ αύτό τό θέμα. Μπορεί κανείς νά δια φώνησα μέ τίς θέσεις του Φουκώ, νά βρει τίς θεωρίες του δχι άρκετά έμπεριστατωμένες, άλλά δέν μπορεί ν’ άμφισβητήσει δτι τό ζωντανό του μυα λό μας δίνει ένα βιβλίο πού σφύζει άπό ίδέες καί θέτα μιά σειρά άπό και νούρια έρωτήματα. ’Ακόμα καί σάν διανοητικό παιχνίδι είναι συναρπαΚεντρικός στόχος του είναι ή διερεύνηση μιας κοινωνίας πού «πάνω άπό έναν αιώνα τώρα αύτομαστιγώνεται μέ πολύ ντόρο γιά τήν ύποκρισία της, μιλάει μέ άδολεσχία γιά τήν Ιδια τή σιωπή της, έπιμένει μέ μανία νά έκθέτει καταλεπτώς τά δσα δέν λέα, καταγγέλλει τίς έξουσίες πού ή ίδια άσκεϊ καί ύπόσχεται ν’ άπαλλαγεΐ άπό·τούς νόμους πού τήν έκαναν νά λειτουργεί ώς τώρα». Γιατί ό Φουκώ πιστεύει δτι ένώ γί νεται πολύς λόγος γιά τή σιωπή πού κρατείται τό σέξ, γιά τίς άπαγορεύσεις καί τή λογοκρισία πού ύφίσταται, ή κοινωνία μας παρουσιάζει τήν έκπληκτική άντίφαση ν’ άποτελέΐ τό μόνο πολιτισμό δπου έντεταλμένα ά τομα άμείβονται «γιά ν’ άκοΰνε τόν καθένα νά τούς έκμυστηρεύεται τό σεξουαλικό του». ΓΓ αύτόν, ή άπαγόρευση, ή άρνηση, ή λογοκρισία γύρω άπ’ τό σέξ δέν είναι παρά έξαρτήματα μιας τεχνικής τής έξουσϊας, μιας θέ λησης γιά γνώση. Ά ν θελήσει κανείς νά έξετάσει τή σεξουαλικότητα ιστορικά, τό πρώτο θέμα πού προκύπτει είναι ή περίφημη ύπόθεση τής καταστολής τοϋ σέξ, πού άρχίζει άπ’ τόν 17ο αιώνα κι άπό τήν όποια άκόμα δέν έχουμε άπαλλαγεί. Ό Φουκώ ύποστηρίζει δτι αύτή ή καταστολή συνυπάρχει μέ μιά έκρηξη λόγων γύρω άπ’ τό σέξ, πού έπιταχύνεται άπ’ τόν 18ο αιώνα κνύστερα. Μ’ αύτή τήν έκρηξη έπιχειρέΐται ένας έλεγχος τού σέξ μέσα άπ’ τό λόγο, έ λεγχος πού ή χριστιανική παράδοση έχει προετοιμάσει άπό καιρό καί πού τόν 17ο αιώνα μετατρέπεται σέ κανό να γιά όλους: δέν άρκεΐ πιά νά όμολογεΐς τίς πράξεις πού είναι άντίθετες στό νόμο, πρέπει καί νά προσπαθείς νά κάνεις τήν έπιθυμία σου λόγο. Ή άπαγόρευση όρισμένων λέξεων, ή κο σμιότητα στήν έκφραση, ή λογοκρι σία δέν είναι παρά δευτερεύοντες μη χανισμοί πού χρησιμεύουν στό νά κάνουν αύτή τή δέσμευση ήθικά καί τεχνικά άποδεκτή. ’Από τόν 18ο αίώνα, τό σέξ παύει
νά είναι κάτι πού μόνο κρίνεται. Γίνε-» ται κάτι πού κατευθύνεται, γίνεται ύπόθεση τής «άστυνομίας». 'Υπάρχει ή άνάγκη νά ρυθμίζεται μέ χρήσιμες καί δημόσιες λογικές έξηγήσεις. Ό ταν τό δημογραφικό πρόβλημα, τό πρόβλημα τού πληθυσμού γίνεται συνείδηση, τό σέξ γίνεται έπίμαχο πρόβλημα άνάμεσα στό κράτος καί στό άτομο. Τό κράτος πρέπει νά γνω ρίζει γιά τό σέξ τών πολιτών του άλ λά Kt ό καθένας νά έλέγχει τή χρήση πού τοϋ κάνει. Ά λ λες έστίες έρχον ται νά ύποκινήσουν τούς λόγους πά νω στό σέξ: ή Ιατρική, ή ψυχιατρική, ή ποινική δικαιοσύνη. Ά π ’ τό τέλος τού 18ου αίώνα, λέει ό Φουκώ, έμφανΐζονται οί περιφε ρειακές σεξουαλικότητες. Κι αύτό πού έχει σημασία δέν είναι ό βαθμός τής έπιείκειας ή τής καταστολής πού άντιμετωπίζονται, άλλά ή μορφή τής έξουσίας πού άσκεΐται. Γιατί, στήν πραγματικότητα, οί έλεγχοι πού άσκοΰνται λειτουργούν σάν μηχανι σμοί διπλής παρόρμησης: ήδονής καί έξουσίας. Ή αύξηση τών διαστρο φών δέν είναι, κατά τόν Φουκώ, ήθικολογικό θέμα, άλλά τό προϊόν τής παρέμβασης ένός τύπου έξουσίας στά κορμιά καί τίς ήδονές τους. Ά ν ό πολιτισμός μας δέν έχει ars erotica, είναι άναμφίβολα ό μόνος πού άσκεΐ μιά scientia sexualis. Ά π ’ τίς συνηθέστερες τεχνικές πού χρησι μοποιεί ή Δύση γιά τήν άνάδειξη τής άλήθειας είναι ή όμολογία. Καί ό άν θρωπος τής Δύσης καταντάει «ζώο όμολογητικό». Ή όμολογία γίνεται δημόσια ή Ιδιωτικά, άφορά τίς άμαρτίες, τίς σκέψεις, τίς έπιθυμίες, τά δνειρα. Κι δταν δέν γίνεται αύθόρμητα, άποσπάται μέ τή βία, γιατί «ή πιό άοπλη τρυφερότητα δπως κι οί πιό αίμοσταγεΐς έξουσίες έχουν τήν άνάγκη τής έξομολόγησης». Κ ι είναι γεγονός δτι άπό τήν έποχή τής χρι στιανικής μετάνοιας μέχρι σήμερα, κύριο θέμα έξομολόγησης ύπήρξε τό σέξ. Οί σελίδες πάνω στήν όμολογία καί τή σχέση της μέ τήν έξουσία είναι άπό τίς ώραιότερες τού βιβλίου. Α νακαλύπτουμε δτι ό πολιτισμός μας άντί νά τοποθετεί τή γνώση τού σέξ στή μετάδοση τού μυστικού μέσα άπ’ τίς σοφές μυήσεις στήν ήδονή, δί νει τό βάρος στήν έκμυστήρευση, γιά ν’ άναδείξει μιά «άλήθεια» πού είναι φυσικά άποφασισμένη άπό πρίν. ’Ενδιαφέρον παρουσιάζει καί τό κεφάλαιο γιά τό «σύστημα τής σε ξουαλικότητας». Έ να σύστημα πού στήν άρχή άναπτύχθηκε στό περιθώ ριο τών οικογενειακών δεσμών, γιά νά μετατεθεί ύστερα τό κέντρο βά-
πλαίσιο ENC YCLO PED IE D E LA P LEIAD E. ’Ιστορία τής φιλοσοφίας, 20ός αιώνας. Σύγχρονα φιλοσοφικά ρεύματα. Μετ. Χρίστου Νασοφίδη κ α ί Κω στή Παπαγιώργη. 'Αθήνα, Μορφωτικό Ίδρυμα ’Ε θνικής Τραπέζης, 1982. Σ ελ. 406.
·
ΣΤΑ διάφορα κεφάλαια τοϋ νέου αύτοΰ τόμου τής γνωστής σειράς άναπτύσσονται (άπό διάφορους μελετητές) τά σημαντικότερα φιλοσοφικά ρεύματα τού 20οΰ αίώνα καί οί κυριότεροι έκπρόσωποί τους. Ό νεότερος θωμισμός, ή συμβολική λογική μέ τόν πλουραλισμό καί τόν έμπειρισμό, ή ψυχανάλυση καί ή άναλυτική φιλοσοφία, άλλά καί ό Φρόυντ, ό Σάρτρ, ό Χάιντεγκερ, ό Γιάσπερς, ό Μαρσέλ-κ.ά. παρουσιάζονται καί άναλύονται μέ τρόπο πού θά πλησιάσει τόν ύψηλότερου έπιπέδου άλλά ξένο πρός τή φιλοσοφία άναγνώστη. Ζ Ο Ρ Ζ Μ Π ΑΤΑΪΓ: Ή θεωρία τής θρησκείας. Μ ετ. Κώστα Κουρεμένου. Αθήνα, Ύψιλον / Βιβλία, 1982. Σελ. 127. ΤΟ βιβλίο δίνει μιά διαφορετική εικόνα τοϋ Μπατάιγ, άπ’ αύτή πού έχουν δημιουργήσει στό έλληνικό κοινό τά λογοτεχνικοερωτικά του κείμενα. ’Εδώ ό συγγραφέας βυθίζεται καί μελετά τό φαινόμενο τής θρησκευτικής άνάγκης, πού τή βλέπει σάν άπατηλή άπάντηση στήν άποξένωση. Καί σάν μόνη «λύση» προσφέρει τή ριζική άνατροπή τής τάξης τών πραγμάτων καί τήν άμφισβήτηση όλόκληρου τού σκοπού τής παραγωγής καί τοϋ «ώφελιμιστικοΰ» της χαρακτήρα. (’Αξίζει νά σημειωθεί δτι ή «Θεωρία τής θρησκείας» γράφτηκε τό 1947 καί δέν δημοσιεύτηκε ποτέ δσο ό Μπατάιγ ζούσε.)
5 4 /ο δ η γο ς
ρους του στήν οικογένεια. Έ τσ ι, ot γονείς καί οί σύζυγοι γίνονται οί κύ ριοι φορείς ένός συστήματος σεξουα λικότητας πού έξωτερικά στηρίζεται στούς γιατρούς, τούς ψυχίατρους, τούς παιδαγωγούς καί προσπαθεί νά «ψυχολογικοποιήσει» ή νά «ψυχιατρικοποιήσει» τίς σχέσεις συγγένειας, δί-
νοντάς τους μ’ αύτό τόν τρόπο τρο μερή έμφαση. Μέ άποτέλεσμα, ή οι κογένεια νά μήν είναι δύναμη άπαγορευτική, άλλά, άντίθετα, κεφαλαιώ δης παράγοντας σεξουαλικοποίησης. Ό Φουκώ χρησιμοποιεί έδώ τό πα ράδειγμα της αιμομιξίας, πού ένώ κα ταδιώκεται σάν συμπεριφορά, ή ψυ χανάλυση προσπαθεί νά τή φέρει στό φώς σάν έπιθυμία καί νά καταργήσει γιά όσους ύποφέρουν άπ’ αύτή τήν αύστηρότητα πού όδηγεί στήν άπώθησή της. *0 ίδιος ό Φρόυντ δέν κά νει τίποτ’ άλλο άπ’ τό νά ξαναλανσάρει τό αιώνιο πρόσταγμα νά γνωρί σουμε τό σέξ καί νά τό ύποβάλουμε σέ λογικό έλεγχο. Έ νώ , γιά τόν Φου κώ, τό έρεισμα τής άντεπίθεσης στό σύστημα τής σεξουαλικότητας δέν πρέπει νά είναι τό σέξ σάν έπιθυμία άλλά τά σώματα καί οί άπολαύσεις. Στό έρώτημα άν ύπάρχουν ταξικές σεξουαλικότητες, δν ύπάρχει μιά άστική σεξουαλικότητα, ό Φουκώ άπαντά καταφατικά. Τονίζει όμως ότι άποτελεΐ μεγάλη πλάνη νά πιστεύει κανείς ότι χρησιμοποιήθηκαν άπ’ τήν άστική τάξη γιά τήν καταστολή των
λαϊκών στρωμάτων. ’Αντίθετα, ή άποψή του είναι ότι οί πιό άκριβεΐς τεχνικές διαμορφώθηκαν μέ μεγαλύ τερη ένταση στίς εύνοημένες οικονο μικά καί άρχουσες πολιτικά τάξεις, ένώ τά λαϊκά στρώματα κατόρθωσαν γιά άρκετό καιρό νά ξεφύγουν άπ’ τό «σύστημα σεξουαλικότητας». Μέ δυό λόγια, ή κεντρική ίδέα τής σκέψης τού Φουκώ είναι ότι, άντίθετα μέ δ,τι πιστεύεται, οί νεότερες κοινω νίες δέν καταδίκασαν τό σέξ στήν άφάνεια, άλλά καταδικάστηκαν οί ϊδιες νά μιλάνε γι’ αύτό άδιάκοπα καί νά τό έξαίρουν σάν τό μυστικό. Περιμένουμε μέ άνυπομονησία τούς ύπόλοιπους τόμους, πού, άν κρίνουμε άπό τούς τίτλους πού έχουν ήδη άναγγελθεΐ, δέν θά μάς άπογοητεύσουν. Τό βιβλίο αύτό άξίζει νά διαβαστεί άπό όσους ψάχνουν γιά κά τι καινούριο, άπό όσους άγαποΰν τά παιχνίδια τής σκέψης. Ή καλή μετά φραση καί ή προσεγμένη έπιμέλεια εί ναι έπιπλέον θετικά στοιχεία. Κ Α ΡΙΝΑ ΛΑΜΨΑ
ακολουθώντας χνάρια τής άπουσίας E L IS A B E T H D A V IS GOULD: Τό πρώτο φύλο. Μ ετ. ’Α γγέλας Βεροκοκάκη- Ά/Ττέμη. 'Αθήνα, Νέα Σύνορα, 1982. Σελ. 475.
Ό έγκλεισμός των γυναικών στόν Ιδιωτικό χώρο της οικιακής λ£ΐτουργίας καί ό πρωταγωνιστικός δη μόσιος ρόλος των άνδρών είχαν ώς φυσική συνέπεια τήν άνδροκεντρική θεώρηση τής Ιστορίας. Τό σύνο λο τών ιστορικών βιβλίων άναφέρονται σχεδόν άποκλειστικά σέ κατορθώματα άνδρών έπκρανών. Ό πω ς ’Ακόμα καί όταν ένα σημαντικό γεγο νός ή μιά Ιστορική περίοδος κεντρά ρεται (άβολο άλλά άναπόφευκτο φευ!) γύρω άπό μιά γυναικεία μορφή, θεωρείται άναγκαία ή προσαρμογή της στό καλούπι τής άνδρικής λογι κής καί οί γυναίκες αύτόματα σχεδόν «γίγνονται» άνδρες.
καί τό μεγαλύτερο μέρος τών θεωρητικών κειμένων έχουν τήν άνδρική όπτική ώς έργαλεϊο άνάλυσης τών φαινομένων, δπως άκριβώς οί εύρωπαΐοι άνθρωπολόγοι χρησιμοποιούν τίς δικές τους παραμέ τρους γιά νά έρμηνεύσουν τίς συμπεριφορές τών ιθαγενών τής Νέας Ζηλανδίας λ.χ.
Ή άποσιώπηση θά ήταν βέβαια ή ιδανική λύση. ’Αλλά μιά καί συμβαί νει ή γυναικεία παρουσία νά θεωρεί ται άναγκαία γιά τήν άνατροφή, τή φροντίδα, τήν άνακούφιση, τήν εύχαρίστηση, άκόμη καί τήν έμπνευση τοΰ πρωταγωνιστή, οί γυναίκες ώς ήγερίες, μαιτρέσες καί μητέρες παίρ-
νουν κομμάτι δημοσιότητα γιά τή συμβολή τους στά έπιτεύγματα τών άνδρών. Καί άφοΰ ή ύπέροχος γυναίκα ή ό κακός δαίμων —άνάλογα μέ τό αϊσιο ή άτυχές τέλος τών «έπιτευγμάτων»— ριζοβολήσει πρώτα στίς φαντασιώ σεις τοΰ συγγραφέα, παραδίνεται ώς
οόηγος/55 εικόνα στήν άλάθητη κρίση του άναγνώστη, ώστε νά άποκομίσει καί αύτός τό μέγα δίδαγμα τού μύθου. Αύτά μέχρι πρό τίνος. Γιατί τά τε λευταία χρόνια Εχει άρχίσει μιά διαβρωτικά ριζοσπαστική άντίσταση των γυναικών στό νά άποδέχονται τήν ίδιωτικοποίησή τους, ή όποια Εκδηλώνεται μέ Επιθέσεις στά άνδρικά όχυρά. Παιδεία, Εργασία, Ερωτική Ελευθερία, πολιτική, οίκειοποιούνται μέ τόν Ενα ή τόν άλλο τρόπο άπό τίς γυναίκες. Τελευταία, άλλά δχι Εσχα τη, ή άναμέτρηση στό Επιστημονικό πεδίο. Οί φεμινίστριες, άλλά καί άρκετοί άνδρες Επιστήμονες, Επιχειρούν τήν άνατροπή τών ίδεών πού στήριζαν ώς τώρα τήν αύταπάτη τής φυσικής τά ξης τών πραγμάτων καί τήν έγκυρότητα τών κατανεμημΕνων ρόλων. Ό πόλεμος άρχισε μέ τό άπόλυτο δπλο τής άνδρικής αύθεντίας στήν Ε ρευνα καί τήν Ερμηνεία τών φαινομέ νων. Μόνο πού τούτη τή φορά ή Ε ρευνα καί ή Ερμηνεία γίνονται μέ τή λογική τών γυναικών, ή όποία θέτει Ενα καί μοναδικό Ερώτημα: Πού ήταν οί γυναίκες στούς αίώνες τών αιώ νων; Τί Εκαναν; Πώς Εζησαν; Τί κου βάλησαν σ’ αύτό τόν πολιτισμό πού συνηθίσαμε νά βλέπουμε σάν άποκλειστικά άνδρικό κατόρθωμα; "Αρχισαν νά ξανάδιαβάζουν τήν Ιστορία, νά άνιχνεύουν τή μυθολογία, νά ξεδιαλύνουν τά άρχαιολογικά εύρήματα, νά άντιστρέφουν τά Επιστη μονικά Επιχειρήματα, νά άκολουθοΰν τά άχνάρια τής άπουσίας άναζητώντας τήν παρουσία. Ψαχουλεύουν τήν κρυμμένη ιστο ρία τους, άγγίζουν τά πρόσωπα τών ξεχασμένων προγονισσών, άνασυνθέτουν τά διαμελισμένα καί διασκορπι σμένα μέλη γιά νά ξαναχτίσουν δ,τι συνέτριψε ή ύπερφίαλη άνδροκεντρική άντίληψη τού κόσμου. Ή ’Ελέιν Μόργκαν μέ τήν «Κατα γωγή τής γυναίκας» καί ή Έβελυν Ρήντ μέ τό «Ό μύθος τής κατωτερό τητας τών γυναικών» (άναφέρομαι μόνο σέ κείμενα πού Εχουν μεταφρα στεί στά Ελληνικά) άντέστρεψαν τά, εύπαθή άλλωστε, Επιχειρήματα τής καταγωγής τού άνθρώπου καί τής πο λιτιστικής του Εξέλιξης, Ετσι πού κα νένας συνεπής Επιστήμονας δέν μπο ρεί νά τίς άντικρούσει άποτελεσματικά. Πρόσφατα μεταφράστηκε τό βι βλίο τής Elisabeth Gould Davis «Τό πρώτο φύλο», πού διασχίζει τό χρονι κό διάστημα άπό σήμερα ώς πίσω στίς νεφελώδεις άπαρχές τής παρου σίας τού άνθρώπου στή γή. ’Αποτελάται άπό εισαγωγή, πρό
λογο καί 22 κεφάλαια. Περιέχει 280 παραθέματα παρμένα άπό 220 περί που συγγραφείς. Ή άποδελτίωση καί παράθεσή τους άποτελέΐ σημαντική πηγή πλη ροφοριών —παρά τούς κινδύνους παραποίησης πού περικλείει κάθε άποσπασματική χρήση άπόψεων άλλων συγγραφέων. Εξάλλου ή σύνθεσή τους χρειάζεται εύέλικτη σκέψη καί Ε ναν προαποφασισμένο, άμετακίνητο στόχο. Στόχος γιά τήν Γκούλντ —καί τίμια όμολογημένος άπό τήν εισαγω γή άκόμη τού βιβλίου—είναι νά άποδείξει δτι ή γυναίκα ύπήρξε τό κυ ρίαρχο φύλο γιά μιά μεγάλη χρονική περίοδο, δτι Εξαναγκάστηκε νά διαβιώσει κάτω άπό τήν άνδρική κυριαρ χία κατά τή διάρκεια τών Ιστορικών χρόνων καί δτι θά έπανακτήσει τήν κυρίαρχη (δχι κυριαρχική) θέση της σ’ Ενα πολύ κοντινό μέλλον. ’Ακόμη, στήν εισαγωγή ύποστηρί ξει δτι ή παρουσία τού άνθρώπου στή γή καί ή ύπερέχουσα θέση τών γυναι κών στήν πολιτιστική του άνάπτυξη διασυνδέονται μέ τήν ύπαρξη Εξωγήι νων, ύπερκοσμικών παραγόντων. Έτσι, Εχοντας καταθέσει Εξαρχής Ενώπιον τού άναγνώστη δυό πεποιθή σεις πού παραμένουν άκλόνητες ώς τό τελευταίο κεφάλαιο, Ιχνηλατεί μέ πεισματική έμμονή άκόμη καί τά πιό άδιόρατα σημάδια πού όσμίζεται δτι θά τήν όδηγήσουν στήν Εμπέδωση τών άπόψεών της. Καμιά φορά παρερμηνεύει τά ση μάδια καί ώραιοποιεί τή θέση τής γυ ναίκας σέ κοινωνίες (άρχαία ’Αθήνα π.χ.) πού άλλα διαβάσματα άλλες δψεις μάς Εχουν δείξει. "Ομως μέγα τό πάθος της. Καί μεταδόσιμο. ’Αφηνό μαστε νά λικνιστούμε γιά λίγο στό δνειρο τής ιδανικής πολιτείας τών γυ ναικών. Στό κάτω κάτω τό νά φτιάχνουμε ώραΐες ή καί μαγικές εικόνες γιά μάς, φεύγοντας άπό τούς παραμορφωτι κούς καθρέφτες τής άνδρικής φαντα σίωσης, είναι ίσως Ενας άπό τούς ό ρους τής δυσβάστακτης φορές φορές πορείας πρός Ενά πρόσωπο πού τό όρίσαμε νά είναι δικό μας, άλλά πού τώρα μόλις άρχίσαμε νά πλάθουμε τά χαρακτηριστικά του. Ά ν πρόκει ται νά έπαναγεννήσουμε τούς Εαυ τούς μας, θά πρέπει πρώτα νά Εγκυ μονήσουμε τό όνειρο. Καί τούτο τό βιβλίο γεννάει τά δνειρα καί άποδϊδει τή γυναίκα στήν «άρχαία περηφάνια της». Οί ειδήμονες άς τό άντικρούσουν καί άς τό άνασκευάσουν. Έγώ άνέγνωσα, άναγνώρισα τό φύλο μου καί καταθέτω Εδώ τή μαρτυρία μου. ΕΛΕΝΗ ΠΑΜΠΟΥΚΗ
ΤΩ Ν Η ΣΠΗ ΤΕΡΗ : Δάσκαλοι τής έλληνικής ζωγραφικής τού 19ου κ α ί 20οΰ αιώνα. ’Α θήνα, Καστανιώτης, 1982. Σελ. 189.
ΜΕΣΑ άπό μιά σειρά άρθρα καί μελέτες, πού ό συγγραφέας τους, γνωστός ιστορικός τής τέχνης καί τεχνοκριτικός, είχε κατά καιρούς δημοσιεύσει σέ διάφορα περιοδικά καί Εφημερίδες, δίνεται ή συνολική είκόνα τής νεοελληνικής τέχνης, δπως τή διαμόρφωσαν μέ τήν προσωπικότητά τους οί ίδιοι οί νεότεροι Ελληνες ζωγράφοι, γλύπτες καί χαράκτες. ’Εποχές καί τάσεις τοποθετούνται παράλληλα μέ τούς άνθρώπους, γιά νά παρουσιαστούν τελικά οί Εξελίξεις τών πρόσφατων δεκαετιών, Εξελίξεις πού Εχουν τίς ρίζες τους σέ μιά προηγούμενη πορεία... ΚΥΡ: ’Α λλαγή... μ ’ άκοϋς; Αθήνα, Κάκτος, 1982.
ΤΟ χιούμορ τού Κύρ είναι γνωστό: καίριο, διαβρωτικό καί βαθιά λαϊκό (στήν καλύτερη Εννοια τού δρου). Οί γελοιογραφίες του πιάνουν σχεδόν πάντα τόν πολιτικό καί κοινωνικό παλμό τού τόπου, κάνοντας τή σάτιρα κριτικό λειτούργημα. Καί ή πολιτική άλλαγή τού Εδωσε καινούριες εύκαιρίες νά άσκήσει αύτό τό λειτούργημα, βάλλοντας —μέ δπλο τό γέλιο ή τό χαμόγελο— πρός κάθε πλευρά πιά. ’Ακριβώς, λοιπόν, τίς γελοιογραφίες άπό τό χρόνο πού άρχισε άπό τίς τελευταίες Εκλογές, Εχει συγκεντρώσει στό καινούριο λεύκωμά του, Ενα άπό τά καλύτερα πού Εχει κυκλοφορήσει... Γ ΙΩ Ρ ΓΟ Υ ΙΩΑΝ ΝΟ Υ: ’Ε φήβων κ α ί μή. Αθήνα, Κέδρος, 1982. Σ ελ. 333.
ΤΑ περισσότερα άπό τά 62 κείμενα τού βιβλίου είχαν δημοσιευτεί κατά καιρούς σέ διάφορα περιοδικά καί Εφημερίδες. Συγκεντρώθηκαν, δμως, σ’ Εναν τόμο, γιατί —δπως σημειώνει ό συγγραφέας— Εχουν
5 6 /ο ό η γο ς
γραφειοκρατία καί μαρξισμός Γραφειοκρατία. (Συλλογή κειμένων). 'Αθήνα, Θεωρία, 1982. Σελ. 150.
Τά τέσσερα κείμενα αύτής τής συλλογής δέν άναφέρονται στή γραφειο κρατία «γενικά» άλλα στή γραφειοκρατία των κρατών τοΰ λεγάμενου «ύπαρκτοΰ σοσιαλισμού» καί των κομουνιστικών κομμάτων. Δέν είναι γραμμένα άπό «άστούς» διανοητές, πού λησμονούν τήν κρίση τοΰ κα πιταλιστικού συστήματος καί στρέφονται κατά τοΰ σοσιαλιστικού πει ράματος, προσπαθώντας νά δώσουν έγκυρότητα στά παλιά θέματα τοΰ «όλοκληρωτισμοΰ», άλλ’ άπό μαρξιστές πού δέ διστάζουν νά ποΰν δ,τι ή μαρξιστική άνάλυση έπιβάλλει νά ποΰν, δν καί γνωρίζουν δτι, δ,τι ποΰν, θά τό έκμεταλλευτοΰν οί παλιοί καί οί «νέοι» φιλόσοφοι. Ή άνάλυση τοΰ προβλήματος τής «γραφειοκρατίας» άποτελεί παλιά πα ράδοση στό μαρξισμό. Στήν άνάλυση τής Κομούνας τοΰ Παρισιοΰ άπό τό Μάρξ, στην «Καταγωγή τοΰ χριστια νισμού» τοΰ Κάουτσκι, στίς (άδικες, εϊν’ ή άλήθεια) πολεμικές τοΰ Τρότσκι έναντίον τοΰ Λένιν ή τίς (δίκαιες) πολεμικές τής Ρόζας Λούξεμπουργκ έναντίον τής γερμανικής συνδικαλι στικής γραφειοκρατίας, στίς έξηγήσεις πού έδωσε ό Λένιν γιά τήν προ δοσία τής σοσιαλδημοκρατίας, στήν τροτσκιστική θεωρία γιά τόν έκφυλισμό τοΰ σοβιετικού κράτους, βρί σκονται οί πρώτες άναλύσεις αύτοΰ τοΰ τεράστιου προβλήματος, πού Ιδίως μετά τίς δίκες τής Μόσχας έπαψε κάν νά μπαίνει, άλλά τά τελευταία χρόνια άπασχολεΐ πολλούς σύγχρο νους μαρξιστές διανοούμενους, είτε αύτοί προέρχονται ή είναι έπηρεασμένοι άπό τό «τροτσκικό» ρεύμα, εί τε δχι. Κατά τρόπο γελοιογραφικό τό πρόβλημα έχει συνοψιστεί δχι μόνο στό γνωστό άνέκδοτο, δπου ή μαμά τοΰ μακαρίτη Μπρέζνιεφ φοβάται «μήν έλθουν οί κομουνιστές καί τοΰ πάρουν τή συλλογή τών αύτοκινήτων του», άλλά καί άπό τό Φιντέλ Κάστρο. Ό τα ν κάποτε έπισκέφτηκε ένα έργοστάσιο στήν Κούβα καί βρή κε στόν «πυρήνα» τοΰ έργοστασίου μόνο τό διευθυντή, τόν Αρχιμηχανι κό, τή γυναίκα τοΰ διευθυντή, τή γυ ναίκα τοΰ άρχιμηχανικοΰ, τό σωφέρ τοΰ διευθυντή καί τό σωφέρ τοΰ άρχιμηχανικοΰ, ό Φιντέλ Κάστρο άναρωτήθηκε μέ έκπληξη: «Ώστε αύτή είναι
ή πρωτοπορία τής έργατικής τάξης;» Ά λ λά οί καρικατούρες έπισημαίνουν τό πρόβλημα, δέν τό λύνουν, καί ή άνάλυση καί ή λύση του είναί έργο γιά τό όποιο μέλλει πολλά άκόμα νά γίνουν. Απόδειξη δτι δσο κι άν οί άναλύσεις λ.χ. τοΰ Τρότσκι γιά τό γραφειοκρατικό πρόβλημα παραμέ νουν ένα σημαντικό έπίτευγμα, ώστόσο οί συνεπαγωγές καί τά παράδοξα ένός «κράτους έργατών» πού καταπιέ ζει κι έκμεταλλεύεται τήν έργατική τάξη... στό δνομά της, δέν έξετάστηκαν ποτέ άπό τόν Τρότσκι. ’Ιδιαίτερα ή θεωρία του δέν ήταν σέ θέση νά προβλέψει ή νά έξηγήσει τήν έμφάνιση νέου τύπου κρατών έκτος τής ΕΣΣΔ, έκεΐ δπου δέν ύπήρχε άνάλογο βιομηχανικό προλεταριάτο (Κίνα), ούτε κοινωνική έπανάσταση άπό τά κάτω CΑνατολική Εύρώπη),κι δπου μολαταύτα δημιουργήθηκε ένα πανο μοιότυπο γραφειοκρατικό σύστημα, πού μάταια ή σοβιετική όρθοδοξία πασχίζει νά τό λοιδορήσει (Κίνα) ή νά τό διαφεντέψει (’Ανατολική Εύρώπη). Γιατί άραγε; Καί τί έχει νά πει γιά δλα αύτά ή σύγχρονη μαρξιστική άνάλυση, πού συνήθως έξαντλεΐται σέ άναλύσεις πού φτάνουν καί σταματούν στά σύ νορα τών κρατών τοΰ «ύπαρκτοΰ σο σιαλισμού» καί στά κατώφλια τών κο μουνιστικών κομμάτων ’Ανατολής καί Δύσης; Τεσσάρων συγγραφέων τά κείμενα καταχωρεί ό έλληνας έκδοτης στήν παραπάνω συλλογή: Τό κείμενο τοΰ Κρ. Ρακόφσκι «Οί έπαγγελματικοί κίνδυνοι τής έξου-
σίας» (σελ. 11-28). Τό κείμενο αύτό γράφτηκε τό 1928 καί πρωτοδημοσιεύτηκε μεταφρασμένο στά έλληνικά άπό τό περιοδικό «Νέοι Στόχοι» (τεΰχ. 2, Αΰγ. 1971). Ό Κρ. Ρακόφσκι γεννήθηκε στά 1873 καί πριν άπό τό 1914 Ανήκε στό Ρουμάνικο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμ μα. Πήρε μέρος στό συνέδριο γιά τήν Ιδρυση τής Κομουνιστικής Διεθνούς. Τό 1918 είχε καθοριστικό ρόλο στήν έπανάσταση τής Ούκρανίας, δπου έ γινε πρόεδρος τοΰ Συμβουλίου τών ’Επιτρόπων τοΰ Λαοΰ. "Εγινε πρεσβευτής στό Λονδίνο καί στό Πα ρίσι. Ά π ό τό 1923 ύπηρέτησε τήν άριστερή άντιπολίτευση, τήν όποια έγκατέλειψε μόνο μετά άπό πολλά χρόνια έξορίας. 'Υπήρξε κατηγορού μενος στίς δίκες τής Μόσχας καί κα ταδικάστηκε τό 1938 σέ 20 χρόνια καταναγκαστικά έργα. Πέθανε στή διάρκεια τής έξορίας, στά 1942-1943. Στό κείμενό του αύτό (έπιστολή του στό συγγραφέα τών «Φιλοσοφι-' κών κατασκευών τοΰ μαρξισμού» καί τών «Στοχασμών πάνω στίς μάζες» Ν. Βαλεντίνοφ, δηλ. στόν Ν. Βόλσκι) ό Κρ. Ρακόφσκι έξετάζει δχι τίς συ-' νήθως προβαλλόμενες άντικειμενικές δυσκολίες τοΰ περάσματος στό σο σιαλισμό (καπιταλιστική περικύκλω ση άπό τό έξωτερικό, μικροαστική πίεση στό έσωτερικό), άλλά τίς δυ σκολίες (ή «έπαγγελματικούς κινδύ νους») τίς σύμφυτες μέ κάθε νέα διευθύνουσα τάξη, πού Αποτελούν συνέ πεια τής κατάληψης καί τής άσκησης έξουσίας καί τής Ικανότητας ή άνικανότητας τής τάξης αύτής νά τή χρη σιμοποιήσει. Τό κείμενο τοΰ Ε. Μαντέλ «Ή γραφειοκρατία» (ή φύση της, ή άνάπτυξή της, ή καταπολέμησή της)·' (σελ. 31-87). Τό κείμενο αύτό γρά φτηκε τό 1968, κυκλοφόρησε σ τό ’ Παρίσι σέ μορφή μπροσούρας καί πρωτοδημοσιεύτηκε μεταφρασμένο' στά έλληνικά άπ’ τίς έκδόσεις «Στό χοι» τό 1973. (Σ’ αύτό τό κείμενο ό Ε. ί Μαντέλ ύπογράφει μέ τό ψευδώνυμο Ε. Ζερμαίν.)
οδηγος! 5 7 *0 Ε. Μαντέλ γεννήθηκε τό 1923 στή Φρανκφούρτη άλλά άπό παιδί έζησε στό Βέλγιο. Συμμετέσχε στό βελγικό Εργατικό κίνημα καί προσχώρησε στην 4η Διεθνή, τής όποιας έγινε άργότερα ένας άπό τούς κυρτότερους θεωρητικούς. Τό 1941 ήταν μέλος τής Κ.Ε., τού βελγικού τμήματός της, κι άργότερα έκλέχτηκε μέλος τής Γραμματείας τής 4ης Διεθνούς. Στήν περίοδο τής γερμανι κ ή ς κατοχής συνελήφθη τρεις φορές· τις δύο πρώτες κατάφερε νά δραπε τεύσει, μετά τό τέλος τού πολέμου άπελευθερώθηκε ύστερα άπό τήν τρί τη σύλληψή του. Μεταπολεμικά Ερ γάστηκε ώς δημοσιογράφος σέ βελγι κές κι ώς άνταποκριτής σέ όλλανδικές σοσιαλιστικές Εφημερίδες καί σέ γαλλικό σοσιαλιστικό περιοδικό. 'Υπήρξε μέλος τής Γενικής Συνομο σπονδίας Ε ργατώ ν Βελγίου. Ά π ό τό 1957 έγινε άρχισυντάκτης τού έβδομαδιαίου όργάνου «La Gauche», πού Εκφράζει σήμερα τίς θέσεις καί τήν πολιτική τού ’Επαναστατικού Συνδέ σμου Εργαζομένων Βελγίου. Θεω ρείται άπό τούς κορυφαίους μαρξι στές οικονομολόγους καί πολιτικούς στοχαστές. Διδάσκει πολιτική οίκονομία στό ’Ελεύθερο Πανεπιστήμιο τών Βρυξελλών καί τού έγιναν πολ λές τιμητικές διακρίσεις άπό τό ’Ελεύθερο Πανεπιστήμιο τού Βερολί νου καί άπό τή Σχολή Οίκονομικών καί Πολιτικών ’Επιστημών τού Πανε πιστημίου τού Καίμπριτζ. Έ χο υ ν με ταφραστεί στά Ελληνικά μερικά οικο νομικά έργα του, δπως οΐ «Βασικές άρχές οικονομικής θεωρίας» (μτφρ. Π. Τούντζα, έκδοση «Νέοι Στόχοι», 1971), «Μαρξιστική πραγματεία τής οίκονομίας», τόμ. Ι-ΙΠ (μτφρ. Π. Τούντζα, Εκδόσεις «’Επιστημονικές Μελέτες», 1971-1973), « Ό ύστερος καπιταλισμός» τόμ. Α'-Δ" (μτφρ. Κ. Χατζηαργύρη, Gutenberg, χ. χρ.), «ΕΟΚ: ’Ανταγωνισμός Εύρώπης -
’Αμερικής# (μτφρ. Α." ΒέρυκδκάκηΆ ρτέμη, πρόλογος Μ. Νικολινάκου, έκδοση Νέα Σύνορα, χ.χ). Στό κείμενό του αύτό —πού είναι, πιστεύω, καί τό καλύτερο τής συλλο γής— ό Ε. Μαντέλ, άφού Εξετάσει τίς Ιστορικές Εμπειρίες τού προβλήματος τής γραφειοκρατίας μέσα στό Εργατι κό κίνημα, άναλύει τό πρόβλημα τής γραφειοκρατίας μέσα στά Εργατικά κράτη ώς ένα άπό τά προβλήματα με τάβασης στό σοσιαλισμό, γιά νά καταλήξει στήν άναγκαιότητα μιας πο λιτιστικής Επανάστασης πού μπορεί ν’ άνατρέψει τήν Εξουσία τής γρα φειοκρατίας. Τό κείμενο τού Φ. Σαρλιέ «01 ρίζες τής γραφειοκρατίας καί οί τρόποι γιά τήν καταπολέμησή της» (σελ. 90115). Τό κείμενο αύτό γράφτηκε τό 1968 καί πρωτοδημοσιεύτηκε μετα φρασμένο στά Ελληνικά άπό τό πε ριοδικό «Μαρξιστικό Δελτίο» (τεΰχ. 2, Ά πρ .-Ίο ύν. 1979). Ό Φ. Σαρλιέ είναι Βέλγος. Είναι κι αύτός τροτσκιστής. Στήν 'Ελλάδα έ χει έκδοθεΐ ένα βιβλίο του πού στά γαλλικά είχε τόν τίτλο «L’Union Sovietique et les pays de l’Est: Capitalisme ou socialisme?» καί στά Ελλη νικά πήρε τόν τίτλο «Πρός τόν καπι ταλισμό ή πρός τό σοσιαλισμό τά Ερ γατικά κράτη;» (μτφρ. Μ. Πετροπούλου, «Νέοι Στόχοι», 1971). Στό κείμενό του αύτό ό Φ. Σαρλιέ έξετάζει τό πρόβλημα τής γραφειο κρατίας στόν 20ό αιώνα, θέτει τή σύγχρονη τυπολογία τού φαινομένου της, Εξετάζοντας ιδιαίτερα τό φαινό μενο τής γραφειοκρατίας στό Εργατι κό κίνημα καί στά Εργατικά κράτη, κι άφού Εξηγήσει τό ώς ένα σημείο άναπόφευκτο τών γραφειοκρατικών πα ραμορφώσεων, Εμβαθύνει στό πρό βλημα τού περιορισμού, καί τής κα ταπολέμησης καί τής άνατροπής τής γραφειοκρατίας. Καί τό κείμενο τού Α. Βεμπέρ
ΑΝΝΑ ΜΠΑΑΛΗ
ΦΑΚΕΛΟΣ ΤΣΑΠΜΑΝ α) Ποια ήταν π Τσαπμαν? β) Γιατί ήρθε στην ΕλλαδαΡ y) Ποιοι και γιατί τη σκότωσαν ?
ΕΚΔΟΣΗ:ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΣ
ΦΕΙΔΙΟΥ 14-16 ΑΘΗΝΑ ΤΗΛ. 1600.059
όλα άναγνωστικό στόχο τους τούς Εφήβους, έτσι ώστε νά βοηθηθεί ή «παιδευτική προσπάθεια τού άτόμου γιά χρόνια»... Ό τρόπος γραφής, είναι αύτός πόύ «ύπηρετεϊ» πάντα ό Ίωάννου, μέ τήν Εσωτερικότητα καί τήν άτομική προσωπική άντίληψη τών πραγμάτων, πού διακρίνει καί τά άλλα πεζογραφήματά του.
Μ εγάλη ’Α νθολογία 'Επιστημονικής Φαντασίας I. (19341950). ’Α θήνα. Εξάντας. Σελ. 444. ΣΕ άνατύπωση, παρουσιάζεται πάλι άπό τόν «Εξάντα» ό πρώτος τόμος τής «’Ανθολογίας διηγημάτων Επιστημονικής φαντασίας». "Ολα σχεδόν τά έργα του άνήκουν στή χρυσή Εποχή τού είδους καί είναι ίσως τά καλύτερα τών συγγραφέων τους, δπως ή «Νύχτα» τού Άσίμωφ, ό «Μαύρος Εξολοθρευτής» τού Βόγκτ, ή «Λησμονιά» τού Στούαρτ, ή «’Αποστολή σωτηρίας» τού Κλάρκ κ.ά. Οί μεταφράσεις είναι γενικά καλές καί στά 10 διηγήματα, δν καί προέρχονται άπό διαφορετικούς μεταφραστές.
Σ ΑΜ Ο ΥΕΛ Μ ΠΕΚΕΤ: Ό Μαλόν πεθαίνει. Μετ. Αλεξάνδρας Παπαθανασοπούλου. ’Α θήνα, Κρύσταλλο, 1982. Σελ. 149. ΣΤΟ συνολικό έργο τού «μεγάλου» τού αιώνα μας, τό «Ό Μαλόν πεθαίνει» κατέχει δεσπόζουσα θέση. Μέσα σ’ αύτό τό πεζογράφημα (ή μυθιστόρημα, δν δώσουμε στόν δρό καί τίς πιό όριακές τάσεις) παρουσιάζονται όριστικοποιημένες οί ιδέες τού Μπέκετ πάνω στό άναίτιο τής άνθρώπινης ζωής, Ιδέες πόύ στά προηγούμενα πεζογραφήματα (δλα στή δεκαετία τού ’40) άμυδρά έδιναν τήν Εξέλιξη αύτή. Ό «Μαλόν» είχε κυκλοφορήσει καί παλιότερα στά Ελληνικά. ’Αλλά ή τωρινή μετάφραση —δσο
58/ο δ η γο ς «Εργατικό κίνημα, σταλινισμός καί γραφειοκρατία» (σελ. 118-145). Τό κείμενο αύτό πρωτοδημοσιεύτηκε με ταφρασμένο στά έλληνικά στό περιο δικό «Νέοι Στόχοι» (τεύχ. 15, Δεκ. 1976). Ό Ά νρ ί Βεμπέρ —πού δέν πρέπει νά τόν μπερδεύουμε μήτε μέ τούς Μάξ καί Χέρμαν Βέμπερ μήτε βέβαια μέ τόν ”Αντον φόν Βέμπερν— είναι γάλλος έπαναστάτης μαρξιστής τροτ-1 σκιστής τής γενιάς τού γαλλικού Μάη τού 1968 καί συγγραφέας πολ λών βιβλίων («Μαρξισμός καί ταξική συνείδηση», «Νικαράγουα. Ή σαντινιστική έπανάσταση») καί άρθρων, πού, άν δέν κάνω λάθος, κανένα δέν έχει μεταφραστεί στά έλληνικά.
Στό κείμενό του αύτό δ Α. Βεμπέρ* θίγει ένδιαφέρουσες δψεις τής σταλι νικής γραφειοκρατίας, τών τάσεων γιά τή γραφειοκρατικοποίηση τού έργατικού κινήματος κι άναλύει τά αί τια καί τή φύση τής σοβιετικής γρα φειοκρατίας. Τά τέσσερα αύτά κείμενα δέν προ στίθενται μονάχα σέ μιά σειρά άλλα, πού άναλύουν τό «γραφειοκρατικό φαινόμενο» ίδίως στή Σοβιετική Έ νωση (βλ. έπιστολή μου στό «Διαβά ζω» τεΰχ. 19 / Ά π ρ . 1979, σελ. 9-10 καί τήν έκεΐ βιβλιογραφία καθώς καί τήν άπάντηση σ’ αύτή τήν έπιστολή τού άλησμόνητου Δ. Μέξη στό «Δια βάζω» Τεύχ. 20 / Μάιος 1979, σελ. 11. Βλ. τώρα καί Φ. Κλαουντίν «Ή
κρίση τού παγκόσμιου κομουνιστι κού κινήματος» Τόμ. Α'-Β', μτφρ. Δ. Βέργης, «Γράμματα» 1981). ’Αλλά καί φέρνουν σ’ έπαφή τόν Ελληνα άναγνώστη πού τόν Ενδιαφέρει ή «κοινωνική κριτική» (πρβλ. τό σχετικό άρθρο μου στό «Διαβάζω» τεύχ. 1 1 / Μ άρτ.-Άπρ. 1978, σελ. 8 έπ., άλλά καί τήν κριτική πού τού Εκανε ό Ν. Δήμου στόν «Οίκονομικό Ταχυδρό μο» φ. 23 (1257) τής 8.6.1978, σελ. 22-23) μέ τό γόνιμο σέ προβληματι σμούς έκεΐνο ρεύμα τής μαρξιστικής σκέψης πού διαβλήθηκε (κι) ώς «τροτσκισμός».
ΚΩΝ. ΓΕΡ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
μιά προσφορά στηριγμένη σέ πολύ μόχθο ΓΕΩ ΡΓΙΟ Υ Μ ΙΧΑΗ ΛΙΑΗ-ΝΟ ΥΑΡΟΥ: Ζωντανό δίκαιο κ α ί φυσικό δί καιο. Αθήνα, Σάκκουλας, 1982. Σελ. 533.
Ή βιβλιογραφία τής κοινωνιολογίας καί τής φιλοσοφίας τού δικαίου δέν είναι στή χώρα μας Ιδιαίτερα πλούσια. Τό άντίθετο μάλιστα. Είναι πολύ, πάρα πολύ περιορισμένη. Γι’ αύτό καί τό βιβλίο τού κ. Γ. Μιχαηλίδη-Νουάρου, τό όποιο άποτελεϊ καί τή συνέχεια σέ προγενέ στερα σχετικά μελετήματά του, μεταξύ τών όποιων ξεχωρίζει τό έργο του «Δίκαιον καί κοινωνική συνείδησις», άντιπροσωπεύει μιά πραγμα τική είσφορά. κοινωνικής ζωής, άλλ’ δτι άποτελεϊ Κι αύτό άπό πολλές άπόψεις. Πρώτα ζωντανή Εκδήλωση καί προέκταση μέ τήν πλουσιότατη καί ούσιαστική βιβλιογραφία του, πού δείχνει τόν ,τής κοινωνικής δυναμικής, τής ούσίας δηλαδή τής ζωής τών κοινωνιών μόχθο τού συγγραφέα καί Ενημερώνει τού άνθρώπου. Στοιχείο πού δέν πετόν άναγνώστη πάνω στά σύγχρονα ριέχεται σηχνά στίς νομικές άναλύρεύματα τής κοινωνιολογίας καί τής σεις. οί όποιες περιορίζονται συνή θεωρίας τού δικαίου, τά όποια, πρέπει θως σέ φορμαλιστικές νομικιστικές νά όμολογηθεΐ, δέν είναι άρκετά οι κεία καί σ’ αύτούς τούς Ενδιαφερομέ καί δογματικές προσεγγίσεις. Ή παρουσίαση τού Εργου στήν νους. Καί ύστερα, τό σπουδαιότερο, πληρότητά του είναι άδύνατο νά μέ τίς άναλύσεις πού περιέχει καί πού πραγματοποιηθεί στά στενά δρια Ενός ρίχνουν Εντονο φώς σέ θεμελιακά σημειώματος. Δέν άπομένει Επομέ προβλήματα τού δικαίου. Τέλος, άκόνως παρά τό νά περιοριστεί κανείς μα πιό σπουδαίο, μέ τήν ύπενθύμιση στό νά μνημονεύσει μερικές άπό τίς καί τόν ύπερτονισμό τού δτι τό δί καιο σάν σύνολο κανόνων δέν άποτεκυριότερες τομές οί όποιες έπιχειλεΐ άπλώς καί μόνο τόν ρυθμιστή τ ή ς . ροΰνται άπό τόν συγγραφέα. Τοποθε
τούνται δέ σέ διάφορα Επίπεδα. Συγκεκριμένα. Ό κ. ΜιχαηλίδηςΝουάρος, άφοΰ πρώτα άσχοληθεΐ μέ τήν κριτική διερεύνηση καί τή διευ κρίνιση τού τί είναι τό ζωντανό καί τό φυσικό δίκαιο καί προσδιορίσει τό περιεχόμενό τους μέ άφετηρία τίς σύγ χρονες άντιλήψεις καί έρευνες πάνω σ’ αύτούς τούς δρους, στή συνέχεια ύπενθυμϊζει τά κύρια, τά κεντρικά προβλήματα τής νομικής κοινωνιολογίας καί φιλοσοφίας .τού δικαίου, προετοιμάζοντας Ετσι τό Εδαφος γιά. τίς πιό πέρα άναλύσεις Ενός πλήθους θεμάτων τής δικαιακής ζωής. Ή σύ ζευξη τής κοινωνιολογικής καί τής φιλοσοφικής όπτικής, ή όποία δικαιο λογείται στή σκέψη του άπό τό δτι τό δίκαιο είναι τήν ίδια στιγμή Ενα κοι νωνικό γεγονός άλλά καί μιά άξιολογική πραγματικότης, τού Επιτρέπει παρατηρήσεις πάνω σέ φαινόμενα δπως ή διάσταση μεταξύ θετικού δι καίου καί ζωντανού δικαίου, οί κοι νωνικές άντιδράσεις κατά τήν είσα-
οδη γο ς/59 γωγή καί τήν έφαρμογή κανόνων δι καίου καί οί συνέπειές τους γιά τή δικαιακή ζωή, καθώς καί τήν έρμηνεία τους. Τοΰ έπιτρέπει έπίσης τήν κατα νόηση των βαθύτερων στόχων τούς όποίους έπιδιώκει τό δίκαιο, τή λει τουργική του, τόν τρόπο γενέσεως καί καταργήσεως των κανόνων του, μέ άφετηρία όχι πιά τούς άντίστοιχους συνταγματικούς καί νομικούς μηχανισμούς άλλα τήν κοινωνική δυ ναμική καί τίς ίσχύουσες άξιολογικές κρίσεις. Μέσα άπό ένα πλήθος ειδικών πα ρατηρήσεων καί διαπιστώσεων πού προέρχονται άπό τήν πραγματικότη τα τής πρακτικής τοΰ δικαίου ό κ. Μιχαηλίδης-Νουάρος άντιμετωπίζει σπουδαία θεωρητικά προβλήματα πού συνδέονται μ’ έκεΐνες καί τίς φω τίζουν καί τίς έρμηνεύουν, δπως ή τόσο συχνή στή νομική θεωρία παρα γνώριση τής δικαιοπλαστικής δύνα μης τής κοινωνίας καί ή σχετική μ’ έκείνην άποδοχή δτι ή βούληση τοΰ νομοθέτη προσδιορίζεται έπίσης καί άπό τήν κοινωνική ζωή καί τή γενική κοινωνική δραστηριότητα, ή άναγνώριση διαφόρων έπιπέδων τής δικαιακής ζωής (δικαιακός πλουραλισμός στό πλαίσιο τής γενικής κοινωνίας), ή σχέση τοΰ δικαίου μέ τήν ιδεολογία κλπ. Ό κ. Μιχαηλίδης-Νουάρος θίγει έπίσης καί διάφορα σημαντικότατα
έπιστημολογικά προβλήματα, δπως ή σχέση τής φιλοσοφίας καί τής κοινωνιολογίας τοΰ δικαίου μέ τή φιλοσο φία τών άξιων, ή συμβολή τής κοινωνιολογίας γιά τόν προσδιορισμό τοΰ όρθοΰ δικαίου, ή ύπερεκτίμηση τών δυνατοτήτων τής κοινωνιολογίας καί τής φιλοσοφίας καί οί κίνδυνοι πού περικλείει (κοινωνιολογισμός-φιλοσοφισμός), καταλήγει δέ σέ μιάν όπτική πάνω στή δικαιακή ζωή ή όποία, κατά τή γνώμη του, πρέπει νά τήν κατευθύνει καί τήν όποία άποκαλεΐ κοινωνικό ανθρωπισμό —διατύπω ση πού δείχνει τή γενική στάση τοΰ συγγραφέα άπέναντι στά κοινωνικά καί τ’ άνθρώπινα προβλήματα. Θά πρέπει άκόμα νά σημειωθεί δτι ή μεθοδολογική προσέγγιση πού άκολουθεΐ ό συγγραφέας είναι πολυδιά στατη καί διεπιστημονική, στηριγμέ νη στίς εισφορές δχι μόνο τής νομι κής καί τής πολιτικής έπιστήμης Αλ λά καί τοΰ συνόλου τών κοινωνικών έπιστημών καί φυσικά καί τής φιλο σοφίας. Έ τσ ι, τό βιβλίο τοΰ κ. ΜιχαηλίδηΝουάρου δέν άπευθύνεται μόνο στούς νομικούς άλλά σ’ ένα εύρύτατο κύκλο διανοουμένων πού τούς άπασχολεί ό κοινωνικός βίος τοΰ Αν θρώπου. Γι’ αύτό καί τό ένδιαφέρον πού παρουσιάζει ή άνάγνωσή του εί ναι γενικό. Γ. Β. ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
ύπόδειγμα μεθόδου καί στοχασμού ΑΝ Ν Η Σ ΒΡΥΧΕΑ - ΚΩ ΣΤΑ ΓΑΒΡΟΓΛΟΥ: ’Α πόπειρες μεταρρύθμι σης τής ανώτατης έκπαίδευσης 19111981. Θεσσαλονίκη, Σύγχρονα Θέμα τα, 1982. Σελ. 440.
Δέ χρειάζεται νά προχωρήσει κανείς στή μελέτη αύτοΰ τοΰ βιβλίου γιά νά άναγνωρίσει τίς βασικές του άρετές: τήν ιδιαίτερα φροντισμένη τυ πογραφική έμφάνιση, καί τή στοχαστική μεθοδολογική διάρθρωση πού συνδυάζεται μέ τήν Αμεσότητα τής προσωπικής άφετηρίας του. Οί δεύτερες έντυπώσεις έπιβεβαιώνουν τίς πρώτες καί άποκαλύπτουν τή σημαντική συμβολή τής έργασίας αύτής στήν έπιστημονική διερεύνηση τής νεότερης έκπαιδευτικής ίστορίας
μας. Τό βιβλίο τών Βρυχέα - Γαβρόγλου έρχεται νά προστεθεί στίς έλάχιστες, άκόμη, μελέτες πού έπιχειροΰν νά θεμελιώσουν αύτό τόν κλάδο τής νεοελληνικής Ιστοριογραφίας, νά έπι-
κι άν δείχνει λιγότερο λίογοτεχνίζουσα— άποδίδει πιστότερα τό άσθματικό ΰφος τοΰ
Γ Κ Υ Ν Τ Ε Μ ΩΠ ΑΣΑΝ: Ό θείος μου ό ’Ιούλιος. Μ ετ. ’Α μαλίας Τσακνια. ’Α θήνα, Νεφέλη, 1982. Σελ. 212. ΕΝΑ δείγμα άντιπροσωπευτικό τής έκτεταμένης παραγωγής διηγημάτων τοΰ Μωπασάν (310 συνολικά) άποτελεΐ αύτός ό τόμος. ’Αγροτικά, άστικά, πολεμικά ή έρωτικά, τά 17 κομμάτια τοΰ βιβλίου χαρίζουν τήν εύκαιρία γιά μιά «σφαιρική προσέγγιση» τοΰ έργου τοΰ γάλλου πεζογράφου, δπως σημειώνει ό Φίλιππος Δρακονταειδής, πού έγραψε τήν εισαγωγή καί τίς έπιμέρους σημειώσεις. ’Ανάμεσα στά άλλα διηγήματα ύπάρχουν ό «Θειος μου ό ’Ιούλιος», βέβαια, πού έδωσε καί τόν τίτλο τοΰ βιβλίου, ή «Χοντρομπαλού», τό πρώτο κείμενο τοΰ Μωπασάν πού τόν έντυσε μέ τή μεγάλη φήμη κ.ά.
ΡΟ Μ Π ΕΡΤ Λ. ΣΤΗΒΕΝΣΟΝ: Κατριύνα. Μ ετ. Μπάμπη Λυκούδη. ’Α θήνα, Όδυσσέας, 1982. Σελ. 281. ΤΟ «Κλεμμένο παιδί» (δπως ήταν ό πιό συνηθισμένος έλληνικός τίτλος) γαλούχησε γενεές · άναγνωστών. Ό μ ω ς οί μαγευτικές περιπέτειες τοΰ Νταίηβιντ Μπάλφουρ είχαν καί μιά συνέχεια: τήν «Κατριόνα». Χωρίς τήν ξεκάθαρη πλοκή τοΰ πρώτου έργου, τό ήμιάγνωστο τοΰτο μυθιστόρημα τοΰ Στήβενσον έχει άρκετή γοητεία, δσο κι άν μπλέκεται σέ ρομαντικούς σκοπέλους καί φλύαρες ήθικολογίες ξεπερασμένων έποχών. Οί «περιπέτειες» είναι κυρίως άστικές, τά προβλήματα άσταθή
6 0 /ο δ η γο ς σημάνουν καί νά περισώσουν τίς πη γές του καί νά προχωρήσουν ώς τίς πρώτες έρμηνεϊές των φαινομένων. Έ τσ ι πρέπει νά έκτιμηθεΐ Ιδιαίτερα ή μεγάλη έκταση πού δίνεται στό βι βλίο στό «Παράρτημα Κειμένων» (καλύπτουν περίπου τά 3/4 τών σελί δων) δπου θησαυρίζονται τά πιό χα ρακτηριστικά έντυπα τεκμήρια (κατά κανόνα δυσεύρετα) τής περιόδου πού διερευνάται. Έ τσ ι, έπίσης, θά πρέπει νά έξηγηθοϋν καί κάποιες διαφωνίες πού ένδέχεται νά προκύψουν (δν πο τέ άρχίσει γιά τά θέματα αύτά σοβα ρός διάλογος καί στή χώρα μας) γιά τίς λύσεις πού δόθηκαν σέ έπιμέρους (άλυτα άκόμη) προβλήματα δπως, λ.χ., ή περιοδολόγηση τοΰ άντικειμέΉ «Εισαγωγή», δπως σεμνά άποκαλεΐται τό τμήμα μέ τήν πολύτιμη πρωτότυπη έργασία τών συγγρα φέων, παρουσιάζει στήν άλληλουχία τους τά γεγονότα, άπό τίς «έκκαθαρίσεις» τών πανεπιστημιακών καθηγη τών στά 1910, ώς τήν ψήφιση τοΰ νό μου 815/1978, τίς περιπέτειες τίς
όποιες προκάλεσε τά έπόμενα χρόνια, καί τίς πρώτες προσπάθειες γιά τή σύνταξη ένός νέου «νόμου-πλαίσιου». Ά π ό τήν περιδιάβαση αύτή προκύ πτει, χαρακτηριστικά, δτι καί στό χώ ρο τής άνώτατης έκπαίδευσης (δπως καί στίς προηγούμενες βαθμίδες τής κλίμακας) δέν έλειψαν οί προτάσεις, ούτε καί τά όλοκληρωμένα σχέδια γιά μιά ριζική, ούσιαστική μεταρρύθμιση τοΰ συστήματος. Ε κείνο πού έλειψε πάντα άπό τίς έκάστοτε κυβερνήσεις, πού έχουν άπόλυτη έξουσία καί στά πανεπιστημιακά πράγματα, ήταν, στίς περισσότερες περιπτώσεις, ή βούλη ση γιά θεσμικές μεταβολές, καί στίς λιγότερες (δπου μιά τέτοια βούληση μπορεί νά θεωρηθεί δεδομένη) ή τόλ μη. Πρέπει, τέλος, νά σημειωθεί δτι άκριβώς αύτή ή έξάρτηση άπό τήν κεντρική έξουσία άλλά καί ή σύμπτω ση τών φαινομένων μέ έκεΐνα πού χα ρακτηρίζουν τήν Ιστορία τών άλλων βαθμιδών τής έκπαίδευσης, θά έπέβαλλαν, ίσως, έδώ συχνότερες, σαφέ στερες καί εύρύτερες συσχετίσεις μέ
ή «ΚΙΒΩΤΟΣ» έδεσε στόν ΠΕΙΡΑΙΑ Μ έ κέφι καί μεράκι γιά τό βιβλίο φτιάξαμε ένα μαγαζί στήν καρδιά τοΰ ΠΕ ΙΡ Α ΙΑ . Δ ούλεψ αν άνθρωποι πολλοί έπί μήνες καί έπιτέλους σ τήθηκε τό τριώροφο. Βάλαμε τή φαντασία μας νά όργιάσει μαζί μέ τήν άγάπη μας γιά τά παιδιά καί διαμορφώσαμε τό Υ Π Ο ΓΕ ΙΟ σ' έ ναν πραγματικό παιδότοπο μέ παι χνίδια διαλεχτά, έκπαιδευτικά, μέ βιβλία, γιά δλες τίς παιδικές ήλικίες, έλληνικά, άγγλικά, γαλλικά. Τό ΙΣΟ ΓΕΙΟ τό δ ιαθέσ αμε στά έλληνικά βιβλία, στίς άφίσες, στίς κάρτες, στά χειροποίητα κεριά, στά χαρτικά. Σ' ένα τμήμα βάλαμε άγγλικά βιβλία, πάμφθηνα, σέ σ υνερ γασία μέ τό C O M P E N D IU M , ένώ ένας ειδικός χώρος άφ ιερ ώ θη κε στά περιοδικά. Ό σ υλλέκτης ΓΙΩΡΓΟ Σ Π Ε ΤΑ Λ Α Σ έ κ θ έ τε ι στό ΠΑ ΤΑ Ρ Ι, σ' ένα χώρο ειδικά διαμορφω μένο γιά τέτο ιο υ
τά δσα συνέβαιναν στόν περιβάλλον τα χώρο. Κι αύτό γιά νά άπαλλαγοΰμε όριστικά άπό τή στεγανοποίηση τής έκπαιδευτικής μας ίστορίας, έπιδίωξη πού έντάσσεται προφανέστατα στίς προθέσεις τών συγγραφέων. Τό βιβλίο θά διαβαστεί πολύ καί θά χρησιμοποιηθεί πολύ στήν έρευνα. Μέσα στή φτώχεια, μάλιστα, τής σχε τικής βιβλιογραφίας, κινδυνεύει νά θεωρηθεί (δπως έγινε μέ κάποιες δλλες άνάλογες έργασίες σέ παράπλευ ρους τομείς) πώς έξαντλεϊ τό θέμα. Οί έπόμενοι μελετητές, δμως, θά πρέπει νά μή νομίσουν δτι ή ύπαρξή του τούς άπαλλάσσει άπό τήν έρευνα καί τόν προβληματισμό. Τό «’Απόπειρες μεταρρύθμισης» δς είναι γι’ αύτούς δ,τι τό θέλησαν οί συγγραφείς του: προϊόν μιας συγκεκριμένης μελέτης μέ προκαθορισμένο στόχο καί σαφή δρια. ’Αλλά άς είναι καί αύτό πού τό κατέστησε ή εύσυνειδησία τών συγ γραφέων του: ύπόδειγμα μεθόδου καί στοχασμού. Α. Δ.
είδους έκδηλώσεις, γκραβοΰρες άπ' δλο τόν κόσμο τοΰ 1 9ου αιώνα (περίοδος 1 8 4 0 - 1 8 6 0 ) σέ τιμές εύ καίριας. "Εχουμε κι άλλα σχέδια γιά τό μέλλον. Σίγουρα δμως θά ήτανε πολύτιμη ή συμβολή σας άν, περ νώντας άπό τήν ΚΙΒΩΤΟ, μάς κά νατε τίς παρατηρήσεις σας.
βιβλία
- χαρτικά
π α ι χ ν ί δ ι α
Δ ρα χάτσ η 1 - Π ειρ α ιά ς (ΝΕΟ ΔΗΜΑΡΧΙΑΚΟ ΜΕΓΑΡΟ)
οδηγος! 61
ή ίστορία τών μαθηματικών σέ συνάρτηση κοινωνική ίστορία ΝΤΙΡ Κ ΤΖ. ΣΤΡΟ ΥΙΚ: Συνο δ ικ ή ιστορία τών μαθηματι κών. Γ αναθεωρημένη έκδο ση. Μ ετ. Άννας ΦερεντίνουΝικολακοπούλου. Αθήνα, Ζαχαρόπουλος, 1982. Σελ. 320. Υ πάρχει μιά παραδειγματική άντιστοιχία άνάμεσα στό περιεχόμενο καί τόν τίτλο του βιβλίου του Struik. Ή δποια, έντούτοις, σύνοψη Εμπεριέχει τόν κίνδυνο, τά κριτήρια Επιλογής του συγγραφέα νά άπέχουν, λιγότερο ή περισσότερο, άπό τίς προσδοκίες του άναγνωστικού κοινού στό όποιο άπευθύνεται ή έκάστοτε Εκδοση τού βιβλίου. Μέ τά λόγια τού Ιδιου τού συγγρα φέα: «Ή συμπύκνωση αύτής τής Ιστορίας [των μαθηματικών] σέ Ενα βιβλίο μέ τριακόσιες περίπου σελίδες Εγινε δυνατή μόνο Επειδή ύποτάξαμε τόν έαυτό μας σέ αύστηρή πειθαρχία: σκιαγραφήσαμε τό ξετύλιγμα λίγων κύριων Ιδεών καί Ελαχιστοποιήσαμε τίς άναφορές σέ άλλες Εξελίξεις». Τό πρόγραμμα όμως αύτό δέν τη ρήθηκε μέ συνέπεια: ατά πρώτα κεφά λαια πράγματι σκιαγραφούνται οί κύ ριες Ιδέες, άλλά δσο ή έξιστόρηση πλησιάζει στή σύγχρονη Εποχή, τόσο τό κείμενο τείνει νά γίνει μάλλον ή σκιαγράφηση τού Εργου τών κύριων μαθηματικών Ερευνητών. Ό συγγρα φέας δείχνει, στά τελευταία κεφάλαια, νά ένδιαφέρεται περισσότερο γιά τό χρονικό παρά γιά τήν Ιστορία. ’Ασφαλώς άύτή ή Επιλογή δέν Εχει Εγγενή άδυναμία. Ή άδυναμία άνακύπτει δταν ληφθεΐ ύπόψη ή Επιδίωξη της σειράς «Σύγχρονη Φιλοσοφική Βιβλιοθήκη» —στήν όποία άνήκει τό βιβλίο— δπως διατυπώνεται στήν πα ρακάτω φράση: «Ά λλά γιά νά φιλο σοφήσει κανείς πάνω στις έπιρτήμες, θά πρέπει νά γνωρίζει τά θεμέλια τών θεωριών τους... άποφασίσαμε νά περιλάβουμε στή σειρά καί Εργα Ιστορίας τών Επιστημών, άκόμη καί Εργα είσαγωγικά-έκλαϊκευτικά». Τό βιβλίο τού Struik δέν παρέχει τά θεμέλια τής θεωρίας τών μαθημα-
τικών. Καί στά πρώτα κεφάλαια, δπου Εννοιες καί ιδέες άναλύονται πε ρισσότερο, άλλά καί στά πολύ συμ πυκνωμένα τελευταία, προϋποτίθεται ή γνώση τού μαθηματικού άντικειμένου άπό τόν άναγνώστη. Έ τσι, γιά νά είναι ωφέλιμο όλόκληρο τό κείμενο, άπαιτοΰνται γνώσεις μαθηματικών Ισοδύναμες μέ δύο χρόνια φυσικομα θηματικής· γιά Ενα μαθητή λυκείου ή κατανόηση σταματά στό Εκτο περί που κεφάλαιο. Ό μ ω ς, Επαναλαμβάνουμε, ή άδυ ναμία αύτή δέν είναι Εγγενής. Τό βι βλίο Εχει πολλά προτερήματα. Έ να άπό αύτά, τό σημαντικότερο, είναι δτι ή ίστορία τών μαθηματικών δέν πα ρουσιάζεται ξεκομμένη άπό τήν κοι νωνική ίστορία- άντίθετα, κάθε μαθη ματική άνακάλυψη Εντάσσεται στό καθολικό κλίμα τής Εποχής καί Ερμη νεύεται άπό αύτό. Τό δεύτερο μεγάλο προτέρημα είναι ή πολύ Εκτεταμένη βιβλιογραφία· άκόμη, τό ύφος τού καμένου είναι άνετο καί εύχάριστο. Έ τσι, γιά τόν άναγνώστη μέ μαθημα τικές γνώσας, τό βιβλίο αύτό είναι πολύτιμο. Λίγα λόγια γιά τήν Ελληνική Εκδο ση. Ή μεταφράστρια Εκανε μιά Εξαι ρετικά προσεγμένη δουλειά. Σέ πολ λά σημεία δέν μετάφρασε άπλώς άπό τά άγγλικά άλλίά Εψαξε τή διατύπωση (τίτλοι π.χ. ή άποσπάσματα) στήν πρωτότυπη γλώσσα πού δέν είχε δ συγγραφέας. Ε ντούτοις διαφωνούμε σέ όρισμένες περιπτώσας (π.χ. actual = ένεστωτικός). Διαφωνούμε Επίσης μέ τή συστηματική χρήση με ταγλωττισμένων τοπωνυμίων καί όνομάτων: θά ήταν προτιμότερο νά άναφέρονται μέ τήν πρωτότυπη γρα φή τους καί νά δίνεται ή προφορά τους, καί μετά τήν πρώτη άναφορά τους καί σέ είδικό πίνακα. Διαφωνού-
καί ή μαιανδρική Εξέλιξη τής Ιστορίας τού νεαρού Σκότου ήρωα (καί τής άγαπημένης του Κατριόνας) βραβεύεται μέ «τέλος καλό...»
ΓΙΩΡΓΗ' Β Α ΣΙΛΟ Π Ο ΥΛΟ Υ: Άγνωστα χρονικά τού άντιστασιακοΰ περιοδικού «Καλλιτεχνικά Νέα». Αθήνα, 1982. Σελ. 192. ΣΤΟ βιβλίο παρουσιάζεται ή διαδρομή τού περιοδικού «Καλλιτεχνικά Νέα», πού κυκλοφόρησε τό 1943, περιλαμβάνοντας συνεργασίες τών γνωστότερων άντιστασιακών λογοτεχνών. Μέ τή μορφή άναμνήσεων τού ίδιου τού διευθυντή τού περιοδικού, δίνεται τό παρασκήνιο τής έκδοσης Εκείνης, άλλά καί τού λογοτεχνικού χώρου τήν Εποχή τής ’Αντίστασης. ’Ακόμα, στό παράρτημα τού βιβλίου ύπάρχουν φωτοτυπίες άπό τό τελευταίο φύλλο τών «Καλλιτεχνικών Νέων» καί μιά σειρά κειμένων γιά τό Δ. Γληνό, πού γράφτηκαν μετά τό θάνατό του, άπό τούς πιό άξιόλογους άνθρώπους τού χώρου. WOLFGANG SCH A D E W A LD T: Ά πό τόν κόσμο κ α ί τό έργο τού Όμηρου. (Β ’ τόμος. 'Ομηρικές σκηνές). Μ ετ. Φάνη Κακριδή. 'Αθήνα, Μορφωτικό Ίδρυμα ’Ε θνικής Τραπέζης, 1982. Σελ. 297. ΜΙΑ συμβολή στήν άπόκτηση άμεσης Εμπειρίας πάνω στήν όμηρική ποίηση είναι καί τό βιβλίο τού Σάντεβαλντ (β' τόμος), πού «Ερμηνεύει» διάφορες σκηνές άπό τήν «Ίλιάδα» καί τήν «’Οδύσσεια». Πίσω, δμως, άπό τίς μεμονωμένες σκηνές καί πράξεις τών δύο ποιημάτων, προβάλλουν οί μεγάλες θεματικές καί δομικές ένότητές τους κι άρκετά χαρακτηριστικά τής θεώρησης τού άνθρώπου καί τού κόσμου άπό τόν Ό μ η ρο. Τό κείμενο συμπληρώνουν πλούσιες σημαώσεις καί
6 2 /ο δ η γο ς
Χάρης I. Ρεντίφης « Κ Α Ν Ο Ν ΙΣ Μ Ο Ι Β ΙΒ Λ ΙΟ Θ Η Κ Ω Ν »
’Αθήνα 1 982 Κεντρική διάθεση:
με έπίσης μέ τήν άναγραφή των όνομάτων συγγραφέων μέ κυριλλικούς χαρακτήρες δταν (σέ όρισμένες άναφορές) ό τίτλος τού βιβλίου είναι στά έλληνικά. Ό έπιμελητής τής έκδοσης έκανε έξαιρετική δουλειά· ύπάρχουν έντούτοις άβλεψίες δπως π.χ. ή —άνεπίτρεπτα— λανθασμένη διατύπωση (δπωςκαί στό πρωτότυπο) τοΰ τύπου του Lagrange. Ή έκτύπωση γενικά προ σεγμένη καί καλαίσθητη · έξαίρεση οί μάλλον άχνές φωτογραφίες. Τελειώνουμε διατυπώνοντας μιά,
εύχή: νά συμπληρωθεί, σέ μελλοντι' κή έκδοση, τό βιβλίο μ' ένα κεφάλαιο γιά τά μαθηματικά τοΰ 20οΰ αιώνα. 'Υπάρχουν έλληνες μαθηματικοί πού θά μπορούσαν έπάξια νά τό γράψουν. Κι άν ή πληθώρα τών στοιχείων πού ύπάρχουν άποτελεΐ πρόβλημα, άποτολμοΰμε μιά ύπόδειξη: νά παρουσια στεί τουλάχιστο ή έρευνα στά θεμέλια τών μαθηματικών σύμφωνα μέ τήν παράδοση Zermelo, Fraenkel, Skolem, von Neumann, Bernays, G6del καί Cohen. ΓΙΩΡΓΟΣ ΡΩ ΣΣΗΣ
ΒΙΒ ΛΙΟΠΩΛΕΙΟ Α-Ω 'Ακαδημίας 57 ΣΤΟΑ ΟΠΕΡΑ Τηλ.: 3 6 .3 8 .4 3 5
ενα βιβλίο τό μεγάλο κοινό B IL L R ISE B E R O : 'Ιστορία τής δοτικής Αρχιτεκτονικής. Μ ετ. Θόδωρου Άνδρουλάκη, Γιώργου Λαμτζίδη κ α ί Μ αρίας Παγκάλου. Αθήνα, Φόρμα, 1982. Σελ. 298.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΖΩΗΣ
Τό βιβλιογραφικό κενό πού διαπι στώνουμε έδώ καί χρόνια γύρω άπό τό άρχιτεκτονικό βιβλίο στήν έλληνική γλώσσα γίνεται περισσότερο εύδιάκριτο δταν τό συσχετίσει κανείς μέ τήν έντυπωσιακή άντίστοιχη έκδοτική δραστηριότητα στίς εύρωπαϊκές χώρες. Έ τσ ι κάποια στιγμή φάνηκε δτι κάθε έκδοτική προσπάθεια μέ άρχιτεκτονικό περιεχόμενο θά έπεφτε στήν έλληνική βιβλιαγορά δπως ή βροχή στό διψασμένο χώμα. Αύτή ή αισιοδοξία γύρω άπό τήν πιθανή άπορρόφηση τών σχετικών μέ τήν άρχιτεκτονική συγγραμμάτων μπορούσε νά όδηγήσει άπό τή μιά με ριά σέ έπιλογές βιαστικές, χωρίς σο βαρή διερεύνηση τών προσφερομένων άπό τή διεθνή βιβλιογραφία δυ νατοτήτων, κι άπό τήν άλλη σέ πρό χειρες μεταφράσεις πού δέν θά έπιχειρούσαν νά άσχοληθούν σοβαρά μέ τά δυσεπίλυτα προβλήματα όρολογίας. Καί οί δύο αύτές περιπτώσεις, άλλοτε χωριστά κι άλλοτε μαζί, έπαληθεύτηκαν δυστυχώς τά τελευταία χρόνια στήν Ελλάδα. Στό βιβλίο τού Bill Risebero πού κυκλοφόρησε πρίν λίγο καιρό γίνεται μιά εύσυνείδητη προσπάθεια μεταφο
ράς στά έλληνικά ένός κειμένου άπλοποιημένου —στά δρια τής έκλαίκευσης— γιά τό μεγάλο κοινό. "Ομως στόν προσεκτικό άναγνώστη τό βιβλίο γεννά έρωτηματικά σχετικά μέ τήν καταγωγή του καί τόν προορισμό του. Ή έλλειψη ύποσημειώσεων καί παραπομπών καί ή άπλή παρουσίαση ένός βιβλιογραφι κού καταλόγου δέν στηρίζει μέ έπιχειρήματα καί δέν καλύπτει μέ ντο κουμέντα τό παρουσιαζόμενο ύλικό.' Τσως αύτό δέν θά ένοχλούσε άν άπό τήν πρώτη στιγμή ό συγγραφέας άποφάσιζε νά όρίσει τό κοινό στό όποιο άπευθύνεται, ώστε νά μή δημιουργούνται παρεξηγήσεις σχετικά μέ τίς έπιστημονικές του προθέσεις. Βέβαια καί σ’ αύτή τήν περίπτωση παραμένουν όρισμένα έρωτηματικά σχετικά μέ τή μεθοδολογία πού άκολούθησε ό συγγραφέας γιά νά Ιεραρ χήσει καί νά άξιολογήσει πρόσωπα καί γεγονότα. Έ τσ ι, γιά παράδειγμα, άρχίζει τήν Ιστορία τής δυτικής άρχιτεκτονικής λίγο πρίν τόν 5ο αίώνα μ.Χ. χωρίς νά έξηγεΐ πουθενά γιατί παραλείπει τήν άρχιτεκτονική δραστηριότητα τών έλληνιστικών χρόνων στόν έλληνικό χώρο, μιά καί στή συνέχεια παρου-
οδη γ ο ς/6 3 σιάζει σάν δοτική άρχιτεκτονική τά άρχιτεκτονικά έπιτεύγματα τοΰ Βυ ζαντίου.· . Ή άπλοποιημένη παρουσίαση της καθημερινότητας καί ή ίδέα τής σύν δεσής της μέ τούς κοινωνικοοικονο μικούς παράγοντες τής άντίστοιχης έποχής είναι σωστή, καί είναι θετική ή συστηματική άναφορά στήν καθη μερινή άρχιτεκτονική πράξη, πού συ νήθως άπουσιάζει άπό τά έγχειρίδια τής Ιστορίας τής άρχιτεκτονικής. Τά σκίτσα πού συνοδεύουν τό κεί μενο σέ ύφος Cartoon άποτελοΰν τις περισσότερες φορές μιά έπιμελημένη άντιγραφή άπό φωτογραφίες λιγότε ρο ή περισσότερο γνωστές, χωρίς
ιδιαίτερη πρωτοτυπία. Αύτές οί άντιρρήσεις έρχονται σέ άντίθεση μέ τό άποτέλεσμα τής προ σπάθειας των τριών μεταφραστών, πού κατάφεραν νά στήσουν ένα κεί μενο πού διαβάζεται εύχάριστα, χω ρίς ύπερβολές καί δυσκολονόητες φράσεις. Κι άναρωτιέται κανείς: γιατί άρα γε, όταν τόση είναι ή άνάγκη γιά σω στά έπιστημονικά βιβλία, νά σπαταλιέται τόσο δυναμικό καί τόσο κέφι γιά συγγράμματα έλάχιστα γνωστά, πού δέν προσθέτουν στήν, τόσο άλ λωστε ίσχνή, έλληνική άρχιτεκτονική βιβλιογραφία; ΔΗΜ ΗΤΡΗΣ Α ΝΤΩΝΑΚΑΚΗΣ
ή σεπτή ομορφιά ζωγράφου Μπουζιάνης. Άκουαρέλες. Εισαγωγή Γιάννη Τσαρούχη. ’Α θήνα, ~Αγρα-Οί φίλοι τοΰ Μπουζιάνη, 1982.
Ύστερα άπό πέντε άκριβώς αιώνες άφότου ό Johannes Gutenberg καί οί συνεργάτες του τύπωναν στήν πόλη Mainz «Τό βιβλίο των σιβυλλών» («Weltgericht»), βιβλίο άπόκρυφο τοΰ 1360, μέ τυπογρα φικά στοιχεία, θά πρέπει νά παραδεχτούμε πώς σήμερα χωρίς τήν προσπάθεια σημερινών Gutenberg δέν θά είχαμε βιβλία τόσο όμορ φα —έστω κι άν ό διαχωρισμός τών χρωμάτων γίνεται άπό ήλεκτρονικό έγκέφαλο... ’Αφορμή γι’ αύτά είναι τό βιβλίο πού έχω μ προστά μου: «Μπουζιάνης - Άκουαρέλες», μιά έκδοση-γεγονός πού σέ κάνει άκόμη νά έλπίζεις σ’ αύτό τόν τόπο. Καί νά τό μήνυμα πού παίρνουμε μέ τήν άποκάλυψη τοΰ κλειστού του κό σμου: πρωτοφανέρωτη έκλαμψη τής χρυσής μοναξιάς ένός ζωγράφου πού μάς παραδίδει σεμνά τή σεπτή όμορφιά του. Πρόκειται γιά μιά μοναδική περί πτωση πού έργα ένός έλληνα ζωγρά φου δικαιώνονται πλήρως άπό μιά
τυπογραφική άνέΡπαραγωγή. Ό χρό νος, ή άγάπη, ή θέληση ή καλλιτεχνι κή καί ή αύστηρή έπαγγελματική συ νείδηση πιστεύω πώς γέννησαν αύτό τό βιβλίο πού άληθινά είναι ένα δώρο γιά τό μάτι καί τήν άφή. Α ξίζουν συγχαρητήρια στούς έκδοτες καί στούς εύαίσθητους «Φίλους τοΰ Μπουζιάνη».
παραπομπές, έτσι ώστε ό τόμος γίνεται πολύτιμος γιά κάθε μελετητή. ΓΚΕΟΡΓΚ ΛΟ ΥΚ Α ΤΣ : Τακτική κ α ί ήθική. Μετ. Θεοπούλας Α νθογαλίδου. ’Α θήνα, Γρηγόρη, 1982. Σελ. 100. ΑΝ καί γιά πολλούς ξεπερασμένος, ό Λούκατς κατέχει κορυφαία θέση στόν χώρο τής μαρξιστικής φιλοσοφίας. Καί ή μελέτη του «Τακτική καί ήθική» βρίσκεται άκριβώς στό ξεκίνημα τής έμπρακτης υιοθέτησης τοΰ μαρξισμού (1919-1922), άμέσως μετά τήν έπικράτηση τής ’Οκτωβριανής έπανάστασης. Έ τσ ι, δπως σημειώνει καί ό Παν. Νοΰτσος (στήν εισαγωγή του στό βιβλίο), ό Λούκατς μέ αύτό τό έργο καί άλλα τής Ιδιας περιόδου «προσγειώνει τή φιλοσοφία τής ιστορίας στό πολιτικό πρόβλημα τών σχέσεων τής κομμουνιστικής τακτικής μέ τόν στρατηγικό της στόχο». Ε. Φ. ΣΟΥΜ ΑΧΕΡ: 'Οδηγός καθημερινής σοφίας. Μ ετ. Μαρίνας Λώμη. ’Α θήνα, Γλάρος, 1982. Σελ. 193. ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΟΣ καί τεχνοκράτης (δημιουργός τής ιδέας τής «ένδιάμεσης τεχνολογίας» γιά τίς ύπό άνάπτυξη χώρες) ό συγγραφέας στό βιβλίο του περνάει σέ άλλους χώρους; καθαρά φιλοσοφικούς, φιλοδοξώντας νά προσφέρει έναν «χάρτη» ζωής καί γνώσης, μέ τήν προβολή τής θέσης τής όμορφιάς στήν τέχνη καί τή φύση. ’Εργαλείο του ή έξέταση τών σχέσεων τοΰ άνθρώπου μέ τόν χώρο, άλλά καί μέ τήν Ιδια τήν έξέλιξη τοΰ είδους καί τό καθήκον του σάν δντος. Α ΛΕ ΞΑ ΝΔΡ Ο Υ ΤΖΕΝΟ Υ: Γλώσσα κ α ί παιδεία. ’Α θήνα, 'Εστία, 1982. Σελ. 126. Μ Ε τόν τόμο συμπληρώθηκε ή σειρά γιά τή «Γλώσσα καί παιδεία», δηλαδή ένα σύνολο δοκιμίων πού ύπηρετοΰν κι αύτά
6 4 /ο δ η γο ς
ΆκουαρέλΧά τοΰ Μπουζιάνη Ό τόμος περιέχει πρόλογο των «Φίλων τοΰ Μπουζιάνη», εισαγωγή τοΰ Γιάννη Τσαρούχη, άφορισμούς τοΰ Μπουζιάνη, άποσπάσματα άπό μιά συνέντευξή του καί δυό έπιστολές πού πρώτη φορά δημοσιεύονται, 61 άκουαρέλες, δλες σέ έγχρωμη άναπαραγωγή, κατάλογο των έργων, κριτικές καί γνώμες, γερμανικές κρι τικές, έργογραφία καί βιβλιογραφία. Ή έπιθυμία τών «Φίλων τοΰ Μπου ζιάνη» —δπως τονίζεται στόν πρόλο γο— νά αίσθανθεΐ ό φιλότεχνος Ανα γνώστης αύτοό τοΰ βιβλίου ώσάν σέ άναδρομική έκθεση μέ άκουαρέλες τοΰ Μπουζιάνη, έγινε πραγματικότη τα. Ή προσεγμένη σελιδοποίηση, ή λιτή παρουσίαση κειμένων καί είκόνων, τό άψογο τύπωμα καί ή ποιότη τα,τοΰ χαρτιοΰ συνιστοΰν καί γιά τόν ειδικό ένα βοήθημα καί γιά τόν άπλό φιλότεχνο μιά αίσθηση ψυχαγωγίας. ,, ,^ ό έμπνευσμένο κείμενο τοΰ Γιάν νη Γρα^ούχη δέν μάς έκπλήσσει γιά -τήν αυθεντικότητα της γραφής του, άλλά |ί|άς συγκινεΐ ή θεώρηση τοΰ καλλιτέχνη γιά έναν όμότεχνό του. "Οταν ένα Εργο σέ βοηθάει μέ τόν I πλοΰτο ιτου νά γνωρίσεις καί τόν δη μιουργό του χωρίς νά άναζητήσεις βιογραφικά του στοιχεία, τότε έχουμε διπλό κέρδος: ύπέρ τοΰ έργου καί ύπέρ τοΰ δημιουργοΰ. Έ δώ ό Τσαρούχης μέ τό λόγο καί ό Μπουζιάνης μέ τήν εικόνα μάς παραδίνουν τό κλειδί ν’ άνοίξουμε μόνοι μας τήν πύ λη τοΰ έργου τους. ΕΪνάι ένά πλεονέ κτημα «ύτό πού πάντα χαρακτήριζε τούς μεγάλους δημιουργούς. Ό ζω! γράφος Γιάννης Τσαρούχης μέ τό λό γο· του γιά,τόν Μπουζιάνη δίνει ένα μ,άθημα τοΰ βαθιά καλλιεργημένου καλλιτέχνη πού γνωρίζει, δταν έρχε
ται ή στιγμή, νά ΕπιλέγεΓκαί νά δη μιουργεί τή δική του ύπόθεση (ύστα το μάθημα): «Ή τεχνική τελειότης —γράφει— δέν είναι πράγμα νά τό περιφρονέΐς, μά μόνο του αύτό τό χάρι σμα δέν φτάνει νά σέ συναρπάσει. Τί είναι αύτό πού συναρπάζει στόν Μπουζιάνη; Σ’ ένα ζωγράφο δηλαδή πού ή κοινώς παραδεκτή δεξιοτεχνία άντικαθίσταται άπό μιάν άλλη κρυφή, Αόρατη γιά τόν κοινό άνθρωπο, καί μάλιστα Αποκαρδιωτική καί έκνευριστική. Ό Μπουζιάνης, δπως κάθε ζωγράφος άξιος τοΰ όνόματος, έχει ύπόθεση». Καί παρακάτω ή φράσηκλειδί: «Τό μεγάλο δίδαγμα τοΰ Μπουζιάνη, τοΰ Ανυπεράσπιστου καί Αδέξιου Επαγγελματικά Μπουζιάνη, είναι πώς βασίζεται σ’ αύτό πού έχει νά πει καί δχι σ’ αύτό πού θά Εντυπω σιάσει τόν Ανίδεο. Γεμάτος αίσθηση, γεμάτος όσφρήσεις, περιφρονέί τή ρητορεία, περιφρονεΐ δλους αύτούς πού μιλούν χωρίς νά κουράζονται ποτέ γιά νά άποκρύψουν τά αίσθήματά τους». ’Αλλά ή Απόκρυψη, αύτή ή σιωπή, μπορεί νά βρει μιά παρόμοια Εξήγηση σ’ έναν Αφορισμό τοΰ Μπουζιάνη: «Ή ζωγραφική είναι έκ φραση. Γιατί νά μιλοΰμε δταν δέν έ χουμε νά πούμε τίποτα;» Συχνά έχει γραφεί καί περισσότερο άκούγεται δτι ό Μπουζιάνης στάθηκε ό παραγνωρισμένος νεοέλληνας ζω γράφος. Αύτό είναι Αλήθεια. Τό Επι φανειακό Ενδιαφέρον —γιά έργο βιτρίνας— τοΰ έλληνικοΰ κράτους (άπό παλιά) καί ή κακοδαιμονία (νά θυμη θούμε τις Δοκιμές τοΰ Σεφέρη) τής νεοελληνικής κριτικής είναι οί βασι κοί φορείς τής παραγνώρισης, τής Αποσιώπησης, τής Αδυναμίας Επιλο γών, τής κατάταξης τών Αξιών ώστε σήμερα κοινωνικές καί αίσθητικές Αξίες νά χρήζουν δχι ένα άλλά πάμπολλα λεξικά... Έ λεγε ό Μπουζιάνης σέ μιά συνέντευξή του —ξαναδημοσιεύεται στήν παρούσα έκδοση: «Πι κράθηκα πολύ στή ζωή μου (...) Επα ναστατώ γιά δ,τι δέ βρίσκω σωστό καί θέλω δλα τούτα νά τά πώ. Δέν κα ταβαραθρώνω δμως τήν Αξία τοΰ Αν θρώπου- ίσα - ίσα πού τόν τοποθετώ στήν κορυφή μιάς πυραμίδας. Έ κέΐ τόν θέλω, άν καί γνωρίζω πώς είναι τόσο δύσκολο νά σταθεί στό σημείο αύτό, μιά καί γύρω του προβάλλουν τά χαοτικά Ερέβη τών γκρεμνών. Έ ,,μαθα στή ζωή μου νά μήν κάνω ύπο, χω ρήσεις κι ίσως αύτό τό άδιάλλαχτο ,. νά βρίσκεται στό έργο μου». Πραγμα τικά αύτό τό άδιάλλαχτο είναι άνά, γλυφό στό έργο τοΰ Μπουζιάνη δσο , σέ κανέναν, ίσως, άλλο νεοέλληνα ζωγράφο τής έποχής του. Καί τοΰτο Αντανακλάται στήν δράσή μας καί
στίς αισθήσεις μας μέσα άπό τήν ύγρή άναγλυφικότητα τών άκουαρελών του. Τό μετιέ τοΰ μεγάλου ζω γράφου μάς Αποκαλύπτεται στίς άκουαρέλες του, σ’ αύτό τόν ύγροποιημένο ζωγραφικό χώρο πού δια χωρίζει καί συνθέτει τά χρώματα κα ταπώς κάνει ό βυθός ένός ποταμιού μέ τά χρώματα τής πάνω φύσης. Τά τοπία πού ό Μπουζιάνης άναπαριστά στίς άκουαρέλες «Αποτελούν Αρι στουργήματα όχι μόνο τεχνικής άλλά καί πνευματικού κάλλους καί μάς Αποκαλύπτουν τό ζωγράφο-διανοητή τή στιγμή πού μετατοπίζει τή χρωμα τική του δράση γτά νά γεννήσει τόν ύπερβάτικό τόπο. Τό τοπίο γιά τόν Μπουζιάνη Αποτελεί Ακόμη τό παρά δειγμα τής Εσωτερικής του φύσης, τοΰ Αληθινού του προσώπου πού τό άπόστρεψε άπό μάς μέ τήν πρώτη μας Αμαρτία.»» Μεγάλη σημασία γιά τήν κατανόη ση τοΰ καλλιτέχνη Μπουζιάνη έχουν οί δύο Επιστολές του πού πρωτοδημοσιεύονται Εδώ καί Απευθύνονται στόν γερμανό γκαλερίστα του BarctT feld. Ή πρώτη (9.11.1930) στΕλνεται άπό τό Παρίσι καί ή δεύτερη (21.12.1947) Από τήν ’Αθήνα. Οί δυό αύτές Επιστολές είναι μοναδικές μαρ τυρίες πού μάς βοηθούν νά θεωρή σουμε τόν καλλιτέχνη Μπουζιάνη. Στήν πρώτη Εκθέτει τίς Εντυπώσεις του άπό τό Παρίσι γιά τά καλλιτεχνι κά ρεύματα τής Εποχής καί γιά τά μουσειακά έργα: « Ό Γκρέκο Ανοίγει τό δρόμο, σπάει τίς Αλυσίδες, Ελευθε ρώνει, ό Ντελακρουά χτίζει τίς γέφυ ρες, ό Μανέ περνάει, ό Σεζάν όδηγεϊ στό τέρμα —δλοι οί άλλοι είναι Ιστο ρίες γιά τόν έαυτό τους. Ό Γκρέκο, ό Ντελακρουά, ό Μανέ, ό Σεζάν είναι στυλοβάτες τής ζωγραφικής, δπως ό Φειδίας, ό Μιχαήλ "Αγγελος, ό Ροντέν τής γλυπτικής». 'Η δεύτερη Επι στολή είναι μιά όμολογία Εκ βαθέων γιά τήν τέχνη τής έποχής του, γιά τήν ίδεολογία καί τό πνεΰμα της, γιά τή στάση τοΰ καλλιτέχνη: «...Γιά τή ση μερινή πορεία τής τέχνης —δταν κα νείς Αντικρίζει δσα γίνονται, αισθάνε ται δτι έπιχειρεΐται κάτι σάν μιά Ανα ζήτηση εύρηματικότητας, τοΰ πρωτό τυπου ή μάλλον τοΰ έκπληκτικοΰ —πού σημαίνει φτώχεια σέ πραγματι κή δημιουργία—έπομένως γίνεται δχι άπό Εσωτερική παρόρμηση, άλλ’ Απλώς γιά νά ειπωθεί κάτι. Αύτό φυ σικά είναι μιά αύταπάτη, ένας τσαρλατανισμός, πού γενικά δέν έχει κα μιά σχέση μέ τήν τέχνη καί τό έργο τέχνης —Αντίθετα είναι ένας παρασι τισμός πού πρέπει νά έκλείψει. Γιά νά δημιουργήσει κανείς κάτι καινούριο, δέν χρειάζεται ύπερένταση προσπά-
ο δη γο ς/65 θείας —αύτό έρχεται μόνο του όταν έ χει κανείς κάτι νά πεί. Λέει άπλά: αύτό θέλω νά πώ σέ τού το ή έκεΐνο τό πρόβλημα τής τέχνης, γιατί άπλούστατα έτσι τό άντιλαμβάνομαι καλύτερα. Καί δν έχει δίκιο, τότε αύτόματα δημιουργεΐται τό Και νούριο, αύτό πού πραγματικά ύπηρετεΐ τήν τέχνη. Έ τσ ι βάζει κι αύτό μιά πέτρα στό οικοδόμημα τής Μεγάλης Τέχνης κι έτσι βοηθάει τόν άνθρωπο στό άνέβασμά του. Τότε μπορεί νά
πει δτι έκπλήρωσα τόν προορισμό μου, δτι έκανα τό καθήκον μου. Μ’ αύτό τόν τρόπο έδημιούργησε κάτι γνήσιο πού ταυτόχρονα ύπηρετεΐ τό σύνολο. Γι’ αύτόν μπορεί κανείς τότε νά πει δτι ύπήρξε ένας τίμιος!» ΔΗ Μ Η ΤΡΗ Σ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗΣ
* Αημήτρη Δεληγιάννη: «Νεοελληνική ζω γραφική», έκδοση Meridiane, Βουκουρέστι 1982, σελ. 66.
δυό συγκρουόμενα πρόσωπα μέ τήν ϊδια ένταση οδύνης Μ Α ΡΙΟ ΥΜ Α Ρ Κ ΙΔ Η : Έν άβάτω κα ί ούχ όδω. Ποιήματα. 'Αθήνα, Έρα σμος, 1982. Σελ. 27.
*0 Μάριος Μαρκίδης —παλαιότερο ψευδώνυμό του Μ. Άφεντόπουλος— άπό τά πρώτα του κιόλας βιβλία, «Ένα κορίτσι τό καλοκαίρι», 1963, «Προσήλωση», 1966, «Ενδεχόμενα», 1970, σημαδεύεται μέσα στήν ίδια του τήν ποίηση μέ μιά βαθύτατα μελαγχολική παραδοξότητα της είκόνας, καθώς άναβλύζει άπό πηγές παγερών ρευμάτων αύτοσαρκασμοΰ καί άλλοτε πάλι άπό τή σπαραχτική τρυφερότητα κάποιου βα θιά έγκαταλειμμένου μέσα του έφηβικοΰ προσώπου. Έ τσ ι, σά νά ύπάρχουν μέσα στήν ποίησή του δυό συγκρουόμενα πρό σωπα μέ τήν ίδια ένταση όδύνης. Τό ένα γιά νά άποδεχτεΐ μοιρολατρικά τό μαύρο τού κόσμου καί τό άλλο γιά νά τό άποτινάξει, δίχως έντούτοις νά κα ταδέχεται τήν παρηγοριά φλογερών ψευδαισθήσεων γιά μιάν άναμενόμενη Απελευθέρωση τού Ανθρώπου άπ’ τήν ήθελημένη του σκλαβιά... Θά ήθελα νά μιλήσω γι’ αύτή τήν αναστάτωση τής είκόνας καί τό παρά δοξα σκοτεινό ψυχικό της χρώμα κα θώς σπαραχτικά έναρμονίζεται μέ τήν αύτοκαταστροφή τού αισθήματος πού παρ’ δλ’ αύτά άποτελεΐ τόν δρα ματικό πυρήνα τής ποίησής του. Πα ραθέτω μερικά δείγματα στίχων του:
«Σούρουπα παγωμένα πού κατέρρεαν μέσα στό στόμα μας δπως ένα λιμάνι στήν όμίχλη» («Προσήλωση»). «Τό ψηλό σπίτι δέν είναι ούρανός κι ό νεροχύτης δλο τό βράδυ έβηχε σάν κρυωμένος δεσμοφύλακας. Γυρί σαμε μαζί στό σπίτι κι έκεί στήν πόρ τα χωριστήκαμε σεμνά καί Αδιάφορα» («Προσήλωση»). «...Νύσταζε κάποιο γέλιο στό διά δρομο, τότε θυμήθηκες δυνατά / τά μαλλιά μιάς γυναίκας μέσα στό ξυ λιασμένο φώς / τά μαλλιά - τά χαλά σματα...» «ΤΑ όνειρα πλέκουνε σύνήθειες πού σέ χτικιάζουν / σκοντάφτουνε σά μεθυσμένοι ναύτες στό κορμί σου». Εικόνες ένός λυρικού ύπερρεαλι-
τή συγκρότηση μιάς «φιλοσοφίας τής γλώσσας». Παράλληλα, μαζί μέ τή θεωρητική (φιλοσοφική καί δχι γλωσσολογική) έρμηνεία στοιχείων τής γλώσσας, γίνεται μιά προσπάθεια γιά νά άναδειχθοΰν οί «πηγές καί τά θεμέλια τού μύθου καί τής σκέψης», δπως σημειώνει ό ίδιος ό συγγραφέας. Τό βιβλίο χωρίζεται σέ τρία μέρη, τό ένα άπό τά όποια συνεχίζει προηγούμενα μελετήματα, πού συνδέουν τή γλώσσα καί μέ τή δικαιοσύνη. ΚΩ ΣΤΑ Β Ρ Ε ΤΤ ΑΐςΟ Υ Ε Μ Μ Α Ν Ο ΥΕ ΛΑ Σ Ν Τ Ε ΝΟΡΑ: Πόρτες. ’Α θήνα, Τρία Φύλλα, 1982. Σελ. 144. ΤΑ τελευταία χρόνια έγιναν σχεδόν μόδα τά φωτογραφικά λευκώματα, μέ θέματα άπό τήν έλληνική έπαρχία ή τήν παράδοση. Ή προσφορά άπό τίς «Πόρτες», δμως, φαίνεται δτι ξεπερνάει τό έπίπεδο αύτής τής μόδας, κι Απόδειξη είναι τό πρώτο βραβείο τού διαγωνισμού «Τέχνης καί Τεχνικής τού Βιβλίου» πού τούς άπονεμήθηκε. Ειδικότερα, οί «Πόρτες», χωρίς νά διεκδικούν λαογραφικές έπιστημονικές περγαμηνές, δίνουν τήν αισθητική.συγκίνηση πού είχαν οί δύο «ύπεύθυνοι» τού βιβλίου Αντικρίζοντας καί άποτυπώνοντας κάθε είδους πόρτες στόν αίγαιοπελαγίτικο χώρο. Α Ν Τ Ρ Ε .Ζ ΙΝ Τ : Τά ΰπόγεια τού Βατικανού. Μ ετ. Στεφ. Κοομανούδη. ' ■ Αθήνα, Όδυσσέας, 1982. Σελ. 214. ΧΩΡΙΣ έρμητισμούς ή πολιτικοιδεολογικές χαλιναγωγήσεις, τό πεζογραφικό έργο τού Ζίντ έδωσε στόν αιώνα μας εύρύτερες διαστάσεις πρός κάθε κατεύθυνση στό γαλλικό μυθιστόρημα τού 1800... Τυπικό δείγμα γραφής του είναι καί τά «’Υπόγεια», δπου ό κοινωνικός περίγυρος έχει τόση σημασία δση καί οί πρωτογενείς τάσεις τών ήρώων. Καί, άν καί
6 6 /οδηγος σμοΰ, δπως: «Τό καλύτερο άπ’ δλα είναι ν’ άδειάσει πρώτα αύτή ή θάλασσα / νά κοπεί τό αίμα... / θά ρίξω μέσα μετά σκουριασμένα σίδερα άσπρα μαλλιά καί τή φωνή μου / πού πεθαίνει». «Ξύναμε δλη μέρα καρφωμένες πόρτες άδιάφορες σάν φέρετρα / στά κρατητήρια του αίματός μας / καρ φωμένα τζάμια ώσπου τά μάτια πέ φτανε στά πόδια μας ούρλιάζοντας» («Ενδεχόμενα»). Στή συλλογή «Θάλασσα Σαρωνικοΰ ήρεμος», αύτή ή δραματική δια δρομή τού έξαρθρωμένου αισθήμα τος, τό βίαιο σκίσιμο της λογικής καί τής είκόνας, έντείνονται. Τό αίσθημα περιφρονεΐται γιά νά καταποντιστεΐ ή γιά νά άνυψωθεΐ μέσ’ άπ’ τήν ποίηση. «Ξέχασα τό δνομα αύτοΰ τού τό που / τό γαύγισμα τής θάλασσας κα θώς τήν έδερναν τά κουπιά τού φθι νοπώρου». «’Αργότερα βγήκες στή ζέστη μ’ έκεΐνο τό Ακρωτηριασμένο φουστάνι/ κατάπληχτη άπό τήν έρημιά τού κό«Ή άυπνία τών στίχων κρεμασμέ νη στό παράθυρο σάν έντρομη ρίζα». Στά «Έν άβάτω καί ούχ όδώ», ή ποίηση κυλάει πιά σάν τήν πυρακτω μένη στάχτη μιας πολύ παλιάς πυρ καγιάς. Πρέπει κανείς νά μήν άρκεστεί σ’ ένα πρώτο διάβασμα αύτής τής ποίησης γιατί ύπάρχει σάν τό σκοτεινόχρωμο βάθος μιας αύστηρής ψυχικής Απομόνωσης καί ένός δυναμωμένου άπό πίκρα στοχασμού. Ή ποίηση τού Μ. Μαρκίδη είναι συγ χρόνως καί μιά βαθύτατα φιλοσοφική
ένόραση τού κόσμου, παράλληλη μέ τόν παλιό παφλασμό τών αίσθημάτων καί τόν σπαραγμό γιά τό άέναο τέλος δλων τών πραγμάτων —τέλος πού ποτέ δέν τελειώνει μές στήν τρυ φερή καρδιά τού ποιήματος. Σαν τό δέντρο μιας αιώνιας έφηβικότητας πότε βαθιά γερασμένης πότε άπροσδόκητα νεανικής, μάς έκπλήσσει συχνά μέ τήν Απλότητα μιάς ήθελημένης ψυχικής διαφάνειας. Τελειώνοντας τό βιβλίο διαισθάνε σαι μέ κάποιο ρίγος πώς σά νά μήν ύπάρχει άπόλυτος δεσμός τού ποιητή μέ τή ζωή. Σά νά έχει έπιτελεσθεΐ ένα ρήγμα στίς πράξεις καί τίς χειρονο μίες του, έτσι πού οί στίχοι μοιάζει νά άνασυνθέτουν τό σκοτάδι ή νά κυ λούν σέ μιάν έρημική κοιλάδα... Γιατί άκριβώς άποπνέουν τήν τραγική γνώση τής διαψευσμένης ζωής πού σά μακρόσυρτη κραυγή πάντα κινδυ νεύει καί έντούτοις πάντα συνεχίζεται μέσα μας. «ΤΗρθα μεθυσμένος μέ χάδια καί θαύματα μά τώρα έμπηξαν τό φόβο σάν καρφί στό κορμί μου». «Έτσι τό στόμα τού καημού καί τού έρωτα έμενε γιά χρόνια άθαφτο, βογγούσε στόν ύπνο τών παλικαριών σάν κατεβασμένο ποτάμι». «Κάθε φορά βρέ Κωσταντή στήν άλλη δχθη / όλοζώντανος άνάμεσα στούς πεθαμένους, νεκρός γιά πάντα άνάμεσα στούς ζωντανούς / Δέ θά τή φέρεις πιά ποτέ τήν Άρετούσα / και ρός νά διαλέξεις —πάνω ή κάτω—τόν τάφο σου, νά βγεις άπ’ τό τραγούδι». Τελειώνοντας παραθέτω ένα Από σπασμα άπό τό θαυμάσιο ποίημα
«’Εξομολόγηση φιλοσόφου»: «...Καί κυρίως μέ τήν ήδονή τόσο συνεπαίρνεται ή ψυχή πού είναι πιά χαμένη γιά ότιδήποτε άλλο. Μά μόλις δρέψεις τούς καρπούς της Ακολουθεί δ πως ξέρετε μιά Απέραντη θλίψη πού αιχμαλωτίζει περισσότερο τήν ψυχή σά νά μήν τά κέρδισες μά σά νά σοΰ τά πήραν δλα... Είναι λοιπόν φανερό πώς όφείλει κανείς μ’ δλη του τήν καρδιά νά έπιθυμεΐ τόν έρωτα τού Απείρου καί μ’ δλη τή δύναμή του νά τόν έπιδιώκει. Βλέπω πιά τό δρόμο Απολύτως καθαρά, μοΰ είναι πάντως Αδύνατον νά βάλω τό μεράκι τών φα κών στήν πάντα» —έννοώντας ό ποιητής, τή βαθιά, όδυνηρή, δσο καί ήδονική διερεύνηση τής Ανθρώπινης ψυχής. Τό «Έν άβάτω καί ούχ όδώ» είναι, νομίζω, ή ώριμότερη Αλλά καί ή πιό τελεσίδικα Απελπισμένη στάση μιάς ποιητικής πορείας πού σάν τόν καθρέφτη μιάς Αθόρυβης έρήμωσης τών αίσθημάτων τά Αναπολεί στό βά θος του καί τά Αντανακλά στήν ποίη ση μέ τήν ένταση μιάς βιώσεως. Καί νομίζομε πώς κάποτε θά πρέπει νά Αποφασίσει νά έκδώσει τά άπαντά του γιατί ύπάρχει ειδικά στήν ποίησή του μιά συνέχεια άπό τή μιά συλλογή στήν άλλη —μιά ροή αισθητικής στά σης πού πότε κορυφώνεται σέ στί χους βαθιάς όδύνης, πότε αύτοεγκαταλείπεται σέ μιά πορεία ήσυχης ψυ χικής κοπώσεως, έτσι ώστε τό σύνο λο τού λεπταίσθητου καί παράδοξα γοητευτικού ποιητικού του έργου νά πρέπει νά βρίσκεται όλόκληρο στά χέρια τού Αναγνώστη. ΕΙΡΗΝΗ ΔΑΜΙΓΟΥ
προβληματική του λόγου καί τής γραφής Μ Α Ν Ω ΛΗ ΠΡΑ Ή ΚΑΚΗ: Τό σώμα τής γραφής. Θεσσαλονίκη, Μπαρμπουνάκης. Σελ. 67.
«Τό σώμα της γραφής», ή τελευταία συλλογή τοΰ Μ. Πρατικάκη, παράλληλη καί παραπληρωματική τών πεζοποιητικών κειμένων τής «Παραλοϊσμένης» f Ακ μών 1980), περιλαμβάνει μιά σειρά ποιημάτων πού τά περισσότερα έχουν νά κάνουν μέ τήν προβλημα τική τοΰ λόγου καί τής γραφής. Ή δη ό τίτλος άπηχεΐ μιά γενικότερη τάση πού έκδηλώθηκε σ’ ένα δεύ-
τερο στά διο τή ς γλ ω σ σ ο κεντρ ική ς λ ο γο τε χν ία ς, νά έξο ρ κισ τεί ή σκιώ δη ς, δευτερεύουσ α καί ίνδαλματική πλευρ ά τή ς γλ ώ σ σ α ς καί νά ά πο κ α τα στα θεΐ ή ύλικ ό τη τα κ α ί σ ω μ α τικ ό τη τά τη ς. Ό π ο ιη τή ς άμφιρρέπει άνάμεσα στή σημειακή σύστα ση τή ς γλ ώ σ σ α ς καί στό βαθύ πόθο γιά τή σω μ α τική τη ς ρίζωση καί έκβ λά στησ η.
ο δη γο ς/67 όλόγυμνο / τό σώμα, πού μάταια προσπαθεί νά τό σκεπάσει / τό διάφα νο ύφασμα —ώραία Ή ρώ — τής όμι λίας» (σελ. 40). Ή διάσταση σώματος-λόγου διευ ρύνεται δταν περνάμε στήν Αντινομίά: ζωή (λόγος) - (λόγος) γραφή. Ό Μ. Πρατικάκης —καί δέν είναι ό μό νος— ταυτίζει τή γραφή (καί τό γρά ψιμο τής λογοτεχνίας) μέ τή λειτουρ γία τού άναμηρυκασμοΰ, όπότε ό γραφιάς άλληγορεΐται μέ «αίγα» πού Αναχαράζει στό «σταύλο τής γραφής» τήν τροφή πού βόσκησε τά χαράμα-
Μανώλης Πρατικάκης
Ό Μ. Πρατικάκης στις σημαντικές «έκδοχές» τής «Παραλοϊσμένης» Αντι μετωπίζει τήν πράξη τής γραφής μέ τή θετικότητα έκείνη πού έξασφαλίζει ή συναίσθηση τού άναπόφευκτου καί' ή άμεσότητα τοϋ αύτοβιογραφικοΰ έναύσματος. «Έτσι ήτανε γραμμένο καί γραφτό έγώ νά ζήσω καί νά κατα γράψω έγώ ένας άνθρωπος πού όλοένα πνίγεται καί όλοένα σώζεται άπό πνιγμό» (σελ. 40). Στό Ιδιο αύτό βι βλίο, τό ώριμότερο τού συγγραφέα, πού προϋποθέτει δημιουργικά τήν πε ζογραφία τού Γ. Χειμώνα, γίνονται σποραδικά νύξεις γιά τίς σχέσεις σώ ματος καί λόγου: «Κι ή κάθε συλλα βή. Κι ό κάθε μΰς τού σώματος...» (σελ. 23). Στήν κρινόμενη συλλογή τό άνθρώπινο σώμα έκπίπτει σέ σκηνογρα φία, ένώ όλόκληρη ή ζωή καί ή Ιδια ή ύπαρξη ύποβιβάζεται στό έπίπεδο τών λεκτικών τρόπων. Μήπως άλλω στε δέ σκέφτηκαν, άλλού, δτι τά Ανθρώπινα δντα ένδέχεται νά μήν είναι παρά τά αύθαίρετα σημέϊα τού κώδι κα πού μιλάει καί γράφει ένας άλλος, άκατάληπτος, μπορεί καί Ανυπόστατος, ό ίδιος, μέ τή σειρά του, όμιλητής; «Καθώς όλόκληρη ή ζωή μας εί ναι / μιά μεταφορά. Μιά παρομοίωση πού κάνει / ψηφία τής ύπαρξης τά μόρια / πού κάνει σκηνικό τό άμετάφραστο / μενεξεδένιο σώμα» (σελ. 42). Σ’ ένα άλλο ποίημα μέ τίτλο «Τό διάφανο ύφασμα τής όμιλίας», λιγότε ρο φιλόδοξο, σώμα καί όμιλία βρί σκονται στή σχέση έκείνη πού τήν άμοιβαιότητά της έγγυάται ή θύμηση τής νιότης καί ή βιωμένη έμπειρία: «Μέ θερμά σκιρτήματα / κι άνάσες άνάμεσα στίς φράσεις, δπου λάμπα
'Ωστόσο ή βαθύτερη ροπή τού Μ. Πρατικάκη δέν είναι πρός ένα εύκολο Αρνητισμό πού θά τόν όδηγοΰσε σέ μιά έσχατολογία γιά τή συντέλεια τής ποίησης. Έ τσ ι στό ποίημά του «Τό σώμα τής γραφής», άπ’ δπου καί ό τί τλος τής συλλογής, έκφράζει δχι μό νο ένα δυσανάλογα δτεσταλμένο αύτοσυναΐσθημα, Αλλά κολακεύει έξίσου καί τόν Αναγνώστη: άν τό σώμα τού ποιητή βγΑζει πρόσινα φύλλα «μέσα στήν κόλαση τών λέξεων / μές στόν παρΑδεισο τού λόγου», ό Ανα γνώστης είναι ή «γλώσσα / τής φω τιάς πού (τόν) διαβάζει». Σέ άλλα σχετικά ποιήματά του έπιμένει στό δεσμό τού ποιητή μέ τή μη τρική γλώσσα: « Ό ποιητής... / ...έ να... παιδί πού παίζει / διάφορα παι χνίδια / μέ τό σώμα τής Μητέρας του» (σελ. 18). Ά ν δεχτούμε τήν έπαφή αύτή προοιδιπόδεια, κάπου πρέπει νά Ανα ζητήσουμε τήν παρουσία τού πατέρα, χωρίς νά βγούμε Από τήν περιοχή τής γλώσσας. Ή πατρική έξουσία έδράζεται στίς άκαμπτες καί περιορι στικές πλευρές τού γραμματικού συ στήματος καί, ιδιαίτερα, στό έπίπεδο τού συντακτικού. Ή κρίση είναι μοι ραία καί ό ποιητής τήν έξωθεΐ ώς τήν καταστρεπτική ρήξη Απ’ δπου προσδοκάται μιά καθολική «μετα στοιχείωση»: «Άφησε νά κοπεί ό τέ νοντας τού λόγου... ’Εξάρθρωσε τής όσιας Αρμονίας τά μέλη καί ρίξε σέ μιας Αίτνας τόν κρατήρα τό σιδερέ νιο σκελετό τής σύνταξης». Α κόμη χειρότερη μεταχείριση έπιφυλάσσεται, χωρίς τώρα τήν έμπεδόκλεια νύ ξη τής τιμητικής έκπύρωσης, στή γραμματική κατηγορία τών έπιθέτων, Αποδιοπομπαίο τράγο Από παλιά: «Βάλε φωτιά στών έπιθέτων τή Βαστίλη» (σελ. 30). Εγκάθειρκτα, βέβαια, στήν έφιαλτική αύτή φυλακή τών «ποιοτήτων» όφείλουμε νά φαντα στούμε τά ούσιαστικά. Φοβάμαι δτι ό Μ. Πρατικάκης παρασύρεται σέ ύπερβολές, στίς όποιες, Ακολουθών τας μιά γενικότερη τάση, έμπλέκει
δέν έχουν τή δύναμη καί τήν «ύψηλή τεχνική» τού «Άνηθικολόγου» (τού άλλου διάσημου μυθιστορήματος τού Ζίντ), δίκαια θεωρούνται ένα Από τά πιό ένδιαφέροντα έργα τής σύγχρονης εύρωπαϊκής λογοτεχνίας. Ο ΥΑΣΙΝ ΓΚ ΤΟ Ν ΙΡΒΙΝΓΚ: Pin βάν Ούίνκλ. Ό μύθος τής κοιμιαμένης κοιλάδας. Μ ετ. Θάνου Σακκέτα. ’Α θήνα, Στοχαστής, 1982. Σελ. 143. ΝΑ ένα Ακόμη τομίδιο μέ «Ανθολόγηση» διηγημάτων, τούτη τή φορά τού σπουδαίου Αμερικάνου πεζογράφου Τρβινγκ. Άνάμεσά τους ή πασίγνωστη Ιστορία τού Ρίπ βάν Ούίνκλ, πού «γνωρίζει» τόν κόσμο τών νάνων τών βουνών, γιά νά ξυπνήσει μετά τό ταξίδι του γέρος καί μύθος ό ίδιος. Ή γραφή τού συγγραφέα —σέ σωστή μετάφραση— συνεπαίρνει μέ τή γοητεία της, τραγουδώντας τούς περίπατους τής φαντασίας μέσα στήν καθημερινή ζωή. Καί ζωγραφίζει είκόνες πού οί λεπτομέρειες τους Αναδύονται σέ άρτιες συνθέσεις Από μόνες τους, στή μεγάλη εικόνα τής Ανθρώπινης ύπαρξης. ΤΖΙΟ Ρ ΤΖΙΟ ΝΤΕ ΚΙΡΙΚΟ: Έβδόμερος. Μ ετ. Στεφ. Κουμανούδη. ’Α θήνα, Ύψιλον / Βιβλία, 1982. Σελ. 154. ΓΡΑΜΜΕΝΟ πρίν Από μερικές δεκαετίες (τό 1929 συγκεκριμένα), τό «μυθιστόρημα»' αύτό τού ντέ Κίρικο συμπληρώνει τή θέση τού ζωγράφου γιά τήν τέχνη καί δίνει καί μιά Απτή είκόνα γιά τήν έξέλιξη τής τοποθέτησής του Απέναντι στά μεγάλα καλλιτεχνικά ρεύματα τού αίώνα: μιά ύπερ-ρεαλιστική όπτική βάθους, πού χρησιμοποιεί ρεαλιστικά μέσα στήν έπιφάνεια. Έ τσ ι, ή Αφήγηση τού Έβδόμερου («ήρωα» τού πεζογραφήματος) παίρνει τίς διαστάσεις πίνακα, μέ
68 Ιο δ η γο ς τοός προσωκρατικούς καί, ξεχωρι στά, τόν 'Ηράκλειτο. Ή έπκρύλαξή μου γιά τήν καταβα ράθρωση των έπιθέτων (όνομάτων) δέν ξεκινάει μόνο άπό τό δτι ό ίδιος ό ποιητής «έπιθέτως λέγει» πολλά, κατά τόν άρχαίο συγγραφέα (ϋ.χ. «,τής άγιας Ιδέας», «τής όσιας άρμονίας»), δσο άπό τό γεγονός δτι ή δλη τροπικότητα τοΰ λόγου; παρά τόν τίτλο του ποιήματος καί τήν έπίκληση τοΰ ’Εμπεδοκλή, έχει, συχνά, συγκολλη τικό καί άθροιστικό χαρακτήρα. Ό π ο υ ό Μ. Πρατικάκής συνεπαίρνεται άπό ΐή ν «ποίηση τής γραμ ματικής» χωρίς νά θυσιάζει τά γλωσ
σικά καί άλλα πράγματα σέ άμφίβολες καί ποιητικά άδρανεϊς θεωρήσεις, γράφει σύντομα, άλλά άρτιότερα κεί μενα, δπως τό «άπόσπασμα» IV τής σελ. 48, δπόυ ό λόγος είναι καί πάλι γιά τά έπίθετα. Τό διαβλητό αύτό μέ ρος τοΰ λόγου άντιμετωπίζεται τώρα μ’ έναν τρόπο πόΰ χωρίς νά τό εΰνοεΐ ή νά τό δικαιώνει —κάθε άλλο— προ σφεύγει στήν ύποτακτική καί άποδοκιμάζέι μιά έσώτέρική γλώσσική σχέ ση" πού άφήνει περιθώριο γιά όμόλογες προεκτάσεις: «Ένας κατακλυ σμός έπιθέτων / νά πνίγει μέ άπάνθρωπη λα/τρεία, τά έρημα ./ σάν υίοθετημένα / ούσιαστικά». Καίριό, έπί-
σης, άνάμεσα σ’ άλλα, είναι τό ποίη μα «Πάτμιοι έργάτες στό Μπέρκλεΰ» (σελ. 41), δπου ή άλλοίωση τών ούρανικών καί όδοντικών φθόγγων στό μιγαδικό, φωνητικά, ιδίωμα τής άμερικάνικης όμογένειας λέει πιό πολλά άπό πρόσφατες μεγαλόσχημες διακη ρύξεις γιά τή φθορά τής γλώσσας: «Καταγκόμαστε έκ τής νήσου Πάτμου πού όμοιάζει / μακρινόν άστρον τής θαλάσσης στό μυαλό μας. / Κι ήρθαμε ώς έάώ, πεινασμένοι λοτόμοι διατηρώντας / δσα ίχνη ίταγκένειας έπιτρέπει / τό άδηφάγο / καί φρικώδες Μπέρκλεΰ». Α ΝΔΡΕΑΣ ΜΠΕΛΕΖΙΝΗΣ
κάποιες άλλες πλευρές ένός μεγάλου συγγραφέα EDGAR A L L A N POE: Ποίηση κα ί φαντασία. ’Ε πιλογή Ά λέξη Ζήρα. 'Αθήνα, Πλέθρον, 1982. Σελ. 142.
Ά ς μου έπιτραπεΐ, άρχικά, νά έπαινέσω τούς έκδο τες του βιβλίου, πού, συνεπείς στήν άρχική τους γραμμή, συνεχίζουν καί τολμούν νά έκδίδουν πολ λά, πολύ άξιόλογα, .πολύ φροντισμένα, 'άντιεμπορικά’ λεγάμενα βιβλία. Στό έκδοτικό ό ρ γ ιο τών ήμερων μας (κι όχι όργασμό, λέξη πού συχνά χρησιμοποιείται, άνάρμοστη καί άτυχέστατη μετα φορά), όταν τό κυνήγι τοΰ εύκολου καί ώς τάχιστα Ό Έ ντγκαρ Ά λ λα ν Πόου εύτύχησε, πράγματι, καθώς σημειώνει ό Ά λ έ ξης Ζήρας στόν πρόλογό του, νά εί ναι άπό τούς πιό μεταφρασμένους στά έλληνικά ξένους λογοτέχνες, καί ώς έκ τούτου, άρκετά γνωστός στό έλληνικό κοινό, κυρίως άπό τά διηγήματά του. Πρόθεση αύτοΰ τοΰ τό μου είναι, κατά τόν έπιμελητή, «νά παρουσιαστεί ό Πόε στίς, έλάχιστα γνωστές γιά τό έλληνικό κρινό πλευ ρές τοΰ έργου του». Πέρα,, λοιπόν, άπό τήν άνθολόγηση δώδεκα άντιπροσωπευτικών ποιη μάτων του (άς μήν ξεχνάμε πώς ό Πόου ήταν όλιγογράφος ώ ς ποιητής
κερδοφόρου, σέ συνδρασμό μέ τήν πιό παχυλή άμάθεια καί αύθάδη τσαπατσουλιά, άποτελεϊ τόν κανόνα της έκδοτικής δραστηριότητας, κάθε έξαίρεση πρέ πει, κατ’ άρχήν, νά τιμαται. Εύτυχώς ή δυστυχώς, λίγα είναι τά βιβλία πού κυκλοφορούν κ α ί άξίζουν τήν προσοχή μας. Γιά τά άλλα νά μή γίνεται κάν λό γος.
καί τά ποιητικά του άπαντα δέν ξε περνούν τις πενήντα σελίδες), δ τό μος περιλαμβάνει δύο κριτικά δοκί μια γιά τήν ποίησή του (τοΰ Π. Σ. Σπανδώνίδη καί τοΰ Τάκη Παπατζώνη), δέκα άνέκδοτα γράμματά του, άποκάλυπτικά γιά δσους έντρυφοΰν στίς πτυχές τής ζωής των μεγάλων, καί μάλιστα «καταδικασμένων», συγ γραφέων («Σάς παρακαλώ νά μοΰ στείλετε τό μπαούλο μου, πού περιέ χει τά ροΰχα μου καί τά βιβλία μου», «Δέν έχω οΰτε δεκάρα γιά νά πάρω φαγητό»’, «Τό γράμμα σας θά μέ βρει στό οινοπωλείο τοΰ Court House, δ που σάς παρακαλώ στείλετε καί τό
μπαούλο μου»), κι άκόμη, τό σπου δαίο καί περιλάλητο δοκίμιο τοΰ Πόου γιά τή 'Φιλοσοφία τής συνθέσεωςζ μιά συλλογή άπόψεών του γιά τήν ποίηση καί τήν αισθητική, δύο κείμενα τοΰ Μπωντλαίρ γιά τόν Ηόου, καί, τέλος, τήν πρωτοποριακή γιά τήν έποχή πού γράφτηκε, ψυχα ναλυτική μελέτη τής Μαρίας Βοναπάρτη γιά τή λανθάνουσα νεκροφιλία στό έργο τοΰ Πόου. Ό τόμος συμ πληρώνεται μέ χρονολόγιο τής ζωής καί τοΰ έργου του. Πλούσια συγκομι δή. ’Ας δοΰμε πρώτα τά ποιήματα. Πέντε άπ’ αύτά είναι μεταφρασμένα
οδη γο ς/69
τά έπιμέρους στοιχεία προσιτά καί τό σύνολο νά ύπακούει στούς δικούς του κώδικες. ΛΟ Ρ Ε Ν Τ ΣΟ Υ Μ ΑΒΙΛΗ : Σονέττα. ’Α θήνα, Κείμενα, 1982. Σελ. 70.
Έντγκαρ Ά λλαν Πόε άπό τόν Κώστα Ούράνη καί οί μετα φράσεις χρονολογούνται άπό τό 1909. Δέν θά 'λεγα πώς τό ποιητικό τους άποτέλεσμα είναι ιδιαίτερα έπιτοχές καί συμφωνώ μέ τόν Ά λέξη Ζήρα πώς «ή μετάφραση χρησίμεψε Ιστούς Έ λληνες συμβολιστές ποιη τές] περισσότερο ώς μέσο προβολής τής δικής τους ποιητικής Ιδιοσυγκρα σίας καί λιγότερο ώς μέσο προσέγγι σης τής ύφολογικής ιδιαιτερότητας τού μεταφραζόμενου». Ω στόσο, τό έρώτημα πού προκύπτει είναι, πρός τί λοιπόν ή έπαναδημοσίευση; Χρήσι μο, βέβαια, νά δούμε «όχι μόνο τήν έξέλιξη τής γλωσσικής άντίληψης γιά τή μετάφραση, άλλά καί τήν έξέλιξη αύτής καθαυτής τής έλληνικής γλώσ σας», τό πρώτιστο δμως θά ’ταν νά δούμε μεταφράσεις πού λειτουργούν ποιητικά. Καί, ειδικά σ’ ένα τόσο με γάλο ποίημα όπως τό Κοράκι, τά ποιητικά άποτελέσματα τής μετάφρα σης είναι πενιχρά ή καί άνύπαρκτα («Quoth the Raven, ’Nevermore’»: «Καί τό κοράκι άπάντησε: ’Ποτέ άπό δώ καί πιά’». —«Perched, and sat, and nothing more»: «Κουνήθηκε, έκάθισε, καί δχι τϊποτ’ άλλο»), ή δέ γλώσσα τόσο ξεπερασμένη καί άνοίκεια πού προκαλεΐ, συχνά, ίλαρότητα («γιάμάτο σοβαρότη», «ένθύμιση τής λέξής” σου τής ψεύτικης καί πλάνας» κλπ.). Ή άλήθεια είναι πώς μπορούμε νά διαβάσουμε στήν άριστερή σελίδα τό πρωτότυπο. Τό δτι ό έπιμελητής τής έκδοσης φρόντισε γι’ αύτό, δείχνει, δπως άλλωστε καί οί σχετικές έπιφυλάξεις του γιά τό ποιητικό άποτέλε σμα των μεταφράσεων (πού διατυπώ
νονται στόν πρόλογο), πώς δέν τού διαφεύγει ή (μικρή ή μεγάλη) ματαίω ση τών προσδοκιών τού άναγνώστη. Οί άντιρρήσεις μου άφορούν τή σκο πιμότητα τής έπαναδημοσίευσης —άλλά έδώ, βέβαια, ύπάρχουν έπιχειρήματα ύπέρ καί κατά. ’Αποζημιωνό μαστε, λοιπόν, άκούγοντας στ’ άγγλικά τίς έξοχες 'έπαναληπτικές παρη χήσεις’ καί τήν ’άλυσίδα τών εύφυών παρονομασιών’ (δπως λέει ό Jakobson, άναλύοντας τά γλωσσικά στοιχεία τού μεγάλου αύτοΰ ποιήμα τος), ταυτόχρονα, δμως, ή φτώχεια τών έλληνικών ’άντιγραφών’ στή δε ξιά σελίδα μας γίνεται έμφανέστερη. 'Ω στόσο, θά ’λεγα πώς οί μεταφρά σεις τού Ν. Προεστόπουλου άντέχουν περισσότερο καί, άκόμη πιό πο λύ, ή άπόδοση τής Ανναμπελ Λ ή άπό τόν Κ. Παπαδάκη, δπου τό άποτέλε σμα έπιβάλλεται σχεδόν άπόλυτα: Χρόνια πολλά πέρασαν άπό τότε, Σ ' ένα βασίλειο δίπλα στό γιαλό, Πού κάποια κόρη έζοδσε, τ ’όνομά της ΑΝΝΑΜΠΕΛ ΛΗ , θά τό χετε άκουστό. Κ ι ή κόρη αυτή μονάχη είχε σκέψη Νά μ ’ αγαπά κ α ί νά τήν άγαπώ. Κορμό τού βιβλίου άποτελεΐ Ή Φι λοσοφία τής συνθέαεως. Ό Πόου έ γραψε αύτό τό δοκίμιο γιά νά δείξει πώς ό ποιητής είναι πάνω άπ’ δλα έ νας τεχνίτης πού έπιτυγχάνει τά άποτελέσμμτά του μέ τή χρησιμοποίηση συγκεκριμένων λογοτεχνικών έπινοημάτων καί τεχνασμάτων. Ή άντίληψη αύτή τού Πόου γιά τόν τεχνίτηποιητή (κάθε άλλο παρά ’ρομαντική’, καί σέ όξεία άντίθεση μέ τή διαδεδο-
Η ΠΟ ΙΗ ΣΗ τού Μαβίλη, σέ μιά έποχή πού ό ύστερος καθωσπρεπισμός τής καθαρεύουσας έδινε τήν τελική μάχη του μέ τόν πρώιμο «άκαδημαϊκό» δημοτικισμό, άποτέλεσε μιά ιδιαίτερη περίπτωση, δσο κι άν είχε τίς. ρίζες της στό κοινό κλίμα τών έπτανήσιων ποιητών. Χωρίς μεγάλες έξάρσεις, ποίκιλε μέ ξεχωριστές πτυχές τόν συναισθηματικό οίστρο. Καί κύρια αίχμή της ήταν τά σονέτα, πού ή τωρινή έκδοσή τους (σέ περιορισμένο άριθμό άντιτύπων) είναι τόσο φροντισμένη, ώστε τό βιβλίο τούτο άποτελεΐ πραγματικό άπόκτημα. ΦΡΗ ΝΤΡΙΧ Χ Ε ΛΝ ΤΕ Ρ ΛΙΝ : Πάτμος κ α ί άλλα ποιήματα. Μετ. Α ρη Αικταίου. Αθήνα, Αίγόκερως, 1982. Σελ. 183. ΣΥΝΟΛΙΚΑ 31 μόνο ποιήματα καί μερικά —λίγο φλύαρα καί πολύ έγωκεντρυτά— κείμενα τού μεταφραστή γιά τόν Χέλντερλιν περιλαμβάνει τό τομίδιο, πού —παρ’ δλά αύτά— συμπληρώνει ένα κάποιο κενό, άφοΰ έλίάχιστα είναι τά έλληνικά βιβλία πού έχουν κυκλοφορήσει γιά τόν μεγάλο ρομαντικό γερμανό λογοτέχνη. Ίσ ω ς, τώρα, ή ποίησή του νά φαίνεται γιά τούς νεότερους κάπου ξεπερασμένη —δπως θά φαινόταν ίσως κάθε σημαντικό ποιητικό έργο τού 1800— άλλά δέν μπορεί νά τής άρνηθεΐ κανείς, ούτε καί τώρα, τήν ύψηλή πνοή. ΓΙΩ ΡΓΟ Υ Π ΑΠΑΚ ΥΡΙΑΚΗ : Λάτς ωλ. Αθήνα, Καστανιώτης, 1982. Σελ. 97. Ο «ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ρεαλισμός» (πού οί κριτικοί τών
|j \ ί
j
j
,
70/οδηγος μένη στό κοινό εΙκόνα τού ποιητή πού άπλώς 'έμπνέεται’, άφήνοντας «στ’ άγέρι τά μαλλιά καί τή γραβάτα») διατυπώνεται στή Φάοαοφία τής συνθέσεως μέ μεγάλη πειστικότητα, καί όπου μ’ ένα εύφυέστατο, μαθηματικό θά ’λεγε κανείς τρόπο, ό συγγραφέας μάς άποκαλύπτει πώς έγραψε τό Κο ράκι. Τό δοκίμιο αύτό Αποτελεί Αγ κωνάρι της νεότερης κριτικής θεω ρίας καί ή παρουσία του στό βιβλίο Αποτελεί πραγματική προσφορά. Ω στόσο, ό Αναγνώστης θά πρέπει νά είναι πολύ ύπομονετικός καί Αργός στην Ανάγνωσή του, καί θά χρειαστεί νά έπιστρατεύσει τίς πνευματικές ή καί ένσυναισθητικές του δυνάμεις, διασαφηνίζοντας δσο μπορεί Από μό νος του πολλά σκοτεινά σημεία τού κειμένου καί προχωρώντας μέ χίλιες προφυλάξεις. Ό λόγος είναι πώς ή μετάφραση τού Ζήσιμου Λορεντζάτου είναι πραγματικά κακή, τόσο λό γω τών έλληνικών της, δσο καί έξαι-
τίας Αρκετών λαθών ή παρερμηνειών τού Αγγλικού πρωτοτύπου. Τό έπεξεργάζομαι, Ας πούμε, είναι μέσο Απο θετικό μεταβατικό. Έ να ποίημα δέν έπεξεργάζεται, έκτός Αν μπορέσει νά κάνει κάτι τέτοιο πάνω σέ κάτι Αλλο. Μόνο ή μετοχή τού παρακειμένου τών Αποθετικών μπορεί νά έχει παθη τική σημασία. Unity o f impression σημαίνει «ένότητα έντυπώσεως» καί δχι «ένότητα τού τυπώματος». Poets prefer having it understood that... ση μαίνει «οί ποιητές προτιμούν νά σχη ματίζεται (στούς τρίτους, τό κοινό κλπ.) ή έντύπωση πώς...» καί δχι «προτιμούν νά γνωρίζουν». Τό crudi ties o f thought Αναφέρεται στίς Ακα τέργαστες, Αδούλευτες σκέψεις, ένώ τό «ώμότητες τής σκέψης», μέ τό όποιο Αποδίδεται, μάς πάει άλλοΰ, κλπ. Γεγονός είναι πώς ή μετάφραση χρονολογείται Από τό 1936, έποχή πού ό Ζήσιμος Λορεντζάτος ήταν πο λύ νέος, καί τά Ακατέργαστα Ακόμη
έλληνικά του συναγωνίζονταν τήν Ατελή γνώση του τής Αγγλικής. "Α ς. μήν τού τό κρατήσουμε, λοιπόν, μιά καί τά ύστερότερα καί πρόσφατα κεί μενά του κάθε άλλο παρά δείχνουν τέτοιες Αδυναμίες. ’Αλλά κι Ας μήν παραπονιόμαστε πώς μόνο σήμερα έ χουμε κακούς μεταφραστές καί «πού οί παλιοί...». Ούτως ή Αλλως, τό κεί μενο καθαυτό είναι τόσο σπουδαίο πού καί έτσι Ακόμη σώζεται καί πεί θει. Μιά συλλογή Απόψεων τού Πόου γιά τήν ποίηση καί τήν αίσθητική κα λύπτει μερικές Από τίς καλύτερες σε λίδες τού βιβλίου. Συνοψίζοντας, τά θετικά τού βι βλίου βαραίνουν στήν πλάστιγγα τό σο πού ή έκδοσή του δέν είναι χωρίς σημασία. Καί κάποιες άγνωστες, στό έλληνικό κοινό, πλευρές τού έργου τού Πόου, γίνονται, τελικά, όρατές. ΑΡΗΣ ΜΠΕΡΛΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «’Ανοιχτή Γωνία» Λογοθέτου 1, 417.129
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ: ΚΕΝΤΡΟ ΔΙΑΘΕΣΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ 212.610 ΑΘΗΝΑ: «ΕΞΑΝΤΑΣ» Ε.Π.Ε. 3604.885
οδηγος! 71
Ό «Ά όρατος άνθρωπος» καί ή ορατή απειλή
X . ΤΖ. Γ Ο ΥΕ ΛΣ : Ό άόρατος άνθρωπος. Μ ετ. Ά ρη Σφακιανάκη. 'Αθήνα, Γράμματα, 1982. Σελ. 190. Ό «’Αόρατος άνθρωπος» θεωρείται μυθιστόρημα Επιστημονικής φαντα σίας. Πρόκειται γιά έργο προφητικό ώς πρός τήν άλήθεια άναζήτησης δύ ναμης. Ή τυχαία άνακάλυψη ότι εί ναι δυνατό νά γίνει Ενας δνθρωπος άόρατος όδηγεί τόν Εφευρέτη στήν τόλμη νά πειραματιστεί στόν έαυτό του καί νά χρησιμοποιήσει τήν άνα κάλυψη αύτή γιά «νά κερδίσει τό μυ στήριο, τή δύναμη, τήν Ελευθερία». Οί διαφορές του άπό τούς άλλους άνθρώπους είναι συντριπτικές. 'Ωστόσο ή ζωή του δέν άποδεικνύεται καθό λου εύκολη. Γίνεται «άπλή» γιά τά ύπερβολικά καί δύσκολη γιά τά άπλούστερα. Ά ν καί διαψεύδεται σέ πολλά πράγματα πού δέν είχε ύπολογίσει, άμετανόητος συνεχίζει τό δρό μο πού τόν ξεκόβει άπό τά άνθρώπινα μονοπάτια. Ό κόσμος τώρα όφείλει ν’ άλλάξει, νά προσαρμοστεί στό καινούριο. Κ ι άφοΰ ό ίδιος δέν έχει τήν πρόθεση αύτή τής άλλαγής Kt Αν τιστέκεται, πρέπει νά ύποταχτεϊ μέ τή βία. Ή πάλη είναι δνιση. Ό «άόρατος άνθρωπος» χρησιμοποιεί δλα τά πλεονεκτήματα πού τού δίνει ή ιδιό τητα νά είναι άόρατος. ’Αλλά κυρίως όδηγεϊται άπό τήν τάση τής Επιβο λής, πού θά κατορθωθεί, όπως πι στεύει, μέ τήν τρομοκρατία. Ή αύτοκαταστροφή του είναι βέβαιη. ’Ογδόντα πέντε χρόνια άφότου γράφτηκε, τό έργο αύτό θυμίζει κυ ρίως τό φασιστικό Ιδεώδες Επιβολής. ’Από ψυχολογική άποψη δείχνει τό τέλος τής Επικοινωνίας πού μεταβάλ λεται στήν άρχή τού όλοκληρωτισμοΰ. Ό όλοκληρωτισμός αύτός Επι διώκει τήν «Εξόντωση» δλων όσων άντιστέκονται κι άρνούνται νά άναγνωρϊσουν τήν ύπεροχή τού Ενός «άνώτερου». Περιγράφονται μάλιστα ώς «άπλώς κοινοί άνθρωποι» πού στέ-
κουν Εμπόδιο στά σχέδια τής κυρίαρ χης δύναμης. "Οταν τά πράγματα γί νονται δύσκολα γιά τήν κυρίαρχη δύ ναμη, καταφεύγει στή στυγνή δολο φονία. Ό μ ω ς ό φαύλος κύκλος πού δημιουργεΐται συνίσταται άκριβώς στό γεγονός ότι ή «Εξαφάνιση» Ενός Εμποδίου συνοδεύεται άπό τήν ταυτό χρονη σχεδόν Εμφάνιση Ενός άλλου. Στήν πραγματικότητα ή κυρίαρχη δύναμη είναι αύτή πού νιώθει νά άπειλεΐται καί άντιδρώντας τρομο κρατεί καί άπειλεΐ ή ίδια. Ό μ ω ς ή άπειλή είναι γιά τόν άνθρωπο, δταν παύει νά είναι άνθρωπος. Ό τρόμος πού διακατέχει τούς κατοίκους τών περιοχών δπου δρά ό «άόρατος άν θρωπος» δέν είναι άπλώς μιά ύστερία. Μπορούμε κυρίως νά τόν δούμε σάν τό φόβο μας μπροστά στήν άπώλεια τού άνθρώπινου ή άκόμη καί στήν Επικείμενη άπειλή γι’ αύτή τήν άπώλεια. Έ τσ ι ή «καινούρια Εποχή» πού Εξαγγέλλει ό «άόρατος άνθρωπος», πού Επιθυμεί νά Επιβληθεί μέ τή ν τρο μοκρατία, είναι στήν πραγματικότητα τό τέλος κάθε Εποχής, τό τέλος τού άνθρώπου, άφού αύτός καταδικάζεται νά ζήσει μέ τό μίσος καί άπό τήν ίδεοληπτική τάση Επιβολής άλλά καί άπό άμυνα άπέναντι στόν τρόμο. Κι αύτή είναι ή όρατή άπειλή γιά τόν κό σμο μας, πού ήδη έχει υιοθετήσει άρκετές τάσεις όλοκληρωτικές κι έχει δημιουργήσει άρκετούς «άόρατους» άνθρώπους, πού, χρησιμοποιώντας διάφορες μεθόδους, συχνά Επίσης άόρατες, καταφέρνουν νά Επιβάλλονται μέ τρόπο ώστε νά έχει συχνά ή πραγ ματικότητα τού σύγχρονου κόσμου μας τή σφραγίδα Ενός άπειλητικοΰ γιά τήν άνθρωπιά μας όλοκληρωτισμοΰ. ΕΛΕΝΗ ΔΑΜΒΟΥΝΕΛΗ
Εφημερίδων έχουν «θεοποιήσει», όδηγώντας τό Εγχώριο θέατρο άρκετές δεκαετίες πίσω) κερδίζει Εδώ άλλο ένα «καίριο» έργο. "Ηρωές του οί «κακοί» δεξιοί καί χρόνος του τό άμεσο προδικτατορικό παρελθόν τού τόπου. ’Αλλά οί «ίντριγκές» του παραμένουν στό Επίπεδο γκαγκστερικοΰ διηγήματος παρααστυνομικής φιλολογίας, ή μίμηση τού μπρεχτικοΰ διαλεκτισμού κακότεχνη (μέ «λούμπεν» στοιχεία πού είναι καί τής μόδας) καί τό μόνο πού σώζει τό έργο είναι μιά κινηματογραφική Εναλλαγή, προϊόν άλλωστε τής κάποιας προϊστορίας τού συγγραφέα στήν 7η τέχνη.
77. ΦΡΑΝΚ, Ε. Μ Α ΝΤΕ Λ : Αύο μελέτες γιά τό γαλλικό Μ άη τού 1968. Μ ετ. Βασ. Αρβανιτίδη. 'Αθήνα, Θεωρία, 1982. Σελ. 112. ΤΑ δύο κείμενα άντλοΰν τό θέμα τους άπό τήν «τεράστια δεξαμενή Εμπειριών» τού γαλλικού Μάη. Καί Εξετάζουν άπό τή μαρξιστική σκοπιά (καί ειδικότερα τίς άριστερίστικες λεγάμενες θέόεις) τό παράδειγμα κινητοποίησης μαζικών μορφών δράσης καί πρωτοβουλίας, δπως έγινε στό Επαναστατημένο Παρίσι τής περασμένης δεκαετίας. Οί Εμπειρίες αύτές —κατά τούς δύο συγγραφείς πού τίς άναλύουν θεωρητικά— θά άποτελέσουν πολύτιμο δπλο τού Εργατικού κινήματος στήν πάλη γιά τή νίκη τής —ειρηνικής καί μή— σοσιαλιστικής Επανάστασης.
ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ Έ ν α Εντυπωσιακό ρεπορτάζ γιά χουντικό «διπλωμάτη» πού παραβρέθηκε σάν κυβερνητικός Εκπρόσωπος στίς διαπραγματεύσεις γιά τίς βάσεις περιλαμβάνει τό περιοδικό «’Αντί» (τεύχος 218, 12 Νοεμβρίου 1982). ’Ενδιαφέρον
72/ο ύ η γο ς
ή διάσταση καλλιτέχνη-άστοΰ ΤΟ Μ ΑΣ M AN: Τόνιο Κρέγκερ. Γ έκ δοση. Μ ετ. ’Α λέξανδρου Τααρη. ’Α θή να, Ύ ψιλον / Βιβλία, 1982. Σελ. 107.
Ό Τόμας Μάν (1875-1955) είναι κατεξοχήν προβληματιζόμενος συγ γραφέας. Οί προβληματισμοί του ήταν διαφόρων έπιπέδων στή μακρό χρονη δημιουργική του πορεία. Πορεία πού δρχισε στήν καϊζερική Γερμανία καί τέλειωσε ύστερα άπό τόν Δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Στόν «Τόνιο Κρέγκερ» (Tonio Kroger), γραμμένον τό 1903, έχουμε τό τόσο προσωπικό, μύχιο πρόβλημά του τής άντινομίας καλλιτέχνη καί άστοΰ, νοικοκύρη θά μπορούσε νά πει κανείς. Ή προβληματική δμως αύτή Εχει τίς προεκτάσεις της: άντινομία τοΰ διαφορότροπου, τοΰ ξεχωριστού μέ τό συνηθισμένο, τό καθιερωμένο, τοΰ φυσικού μέ τό άρρωστημένο, τής Ιδιαιτερότητας μέ τήν καθημερινότη τα. Ταυτόχρονα διαβλέπει κανείς στή νουβέλα τούτη καί μιά ύπολανθάνουσα τάση ρατσιστική (οί «ύγιεϊς» ξαν θοί, ή «άθωότητα») καθώς καί, Εμφα νέστερα, κάποια καταπιεσμένη, όμοφυλοφιλική ροπή, πού ήρθαν άλλω στε νά τήν Επιβεβαιώσουν τά ήμερολόγια τοΰ συγγραφέα πού έκδόθηκαν πρόσφατα. "Οσο γιά τό ρατσισμό, εί ναι γνωστό πώς ό Τόμας Μάν, πού στόν Πρώτο παγκόσμιο πόλεμο είχε ταχθεί δημόσια ύπέρ τοΰ πολέμου σάν γερμανός έθνικιστής, Ερχόμενος μάλιστα σέ πικρή σύγκρουση μέ τόν άδερφό του Χ άινριχ,1 άλλαξε πολύ μετά τόν πόλεμο Εκείνο, καί ήταν άνάμεσα στούς πρώτους πού κατάλα βαν τήν άνερχόμενη βαρβαρότητα τοΰ χιτλερισμοΰ. Έ γιν ε δέ άπό τούς συνεπέστερους άντιπάλους τοΰ Εθνι κοσοσιαλισμού, των θεωριών καί τής πρακτικής του. ΓΓ αύτό καί ό Χίτλερ τοΰ άφαίρεσε τή γερμανική ιθαγένεια2 καί Εριξε στήν πυρά τά βιβλία του, ό πως καί τόσων άλλων πνευματικών άνθρώπων. Οί δικτατορίες, οί όλοκληρωτισμοί δέν τό χρειάζονται τό πνεύμα... Τό πρόβλημα, λοιπόν, πού άποτελεΐ, σέ πρώτο πλάνο, τό «θέμα» στόν «Τό νιο Κρέγκερ», ή διάσταση δηλαδή καλλιτέχνη-άστοΰ, δέν τό Εγκαταλεί πει ποτέ ό Τ.Μ. Τό βλέπουμε πολύ Εντονο στόν «Δόκτορ Φάουστους», μαζί βέβαια, Εκεί, μέ μιά πολύ γενικό τερη προβληματική. Στόν «Τόνιο Κρέγκερ» δμως, καθώς είναι Εργο νεανικό, άλλά καί πολύ βιωμένο, Εχει άλλη διάσταση καί μιά λυρική χάρη, πού συντελεί, νομίζω, άποιρασιστικά
στό νά διαβάζεται καί σήμερα τόσο ά νετα. Kt άς Εχουν οί δικοί μας προ βληματισμοί, δταν είναι γνήσιοι καί δχι μιμήσεις, μόδες, άλλη Εκταση καί Ενταση, άκόμη κι δταν είναι τής ίδιας ύφής μέ τοΰ Μάν, γιατί, παρά τά φαι νόμενα^ ή Εποχή μας είναι άκόμα πιό διλημματική, πιό περίπλοκη άπό τίς Εποχές πού Εζησε ό στοχαζόμενος γερμανός, μά καί εύρύτερα εύρωπαΐος, συγγραφέας Τ. Μάν. Ή μετάφραση, πού όπωσδήποτε είναι δύσκολη καί άχάριστη δουλειά, γίνε ται πιό δύσκολη δταν πρόκειται γιά τά γερμανικά, πού ή δομή τους είναι τόσο διαφορετική άπό τά άναλυτικά Ελληνικά, ιδιαίτερα μάλιστα δταν πρόκειται γιά συγγραφέα μέ πολύ προσωπικό ύφος, δ πως ό Τ.Μ.,μέ κεί να τά διφορούμενα', τά δχι πάντα μο νόσημα νοήματα, τίς μπερδεμένες διλημματικές ψυχικές καταστάσεις. ΓΓ αύτό, άπό άποψη μεταφραστική, τά καλύτερα μέρη είναι τά πιό περιγρα φικά, τά καθαρά λυρικά, τά Εμπνευ σμένα άπό τό τοπίο κλπ. Είναι φανε ρό πώς ό 'Α λ. Ίσ α ρ η ς άγαπά τό κεί μενο πού μετάφρασε καί τό δούλεψε, ώστόσο —ίσως άκριβώς γι' αύτό— δέν μπορεί κανείς νά μήν άναφέρει, πέρα άπό μερικά μικρά, μάλλον άσήμαντα, δυό σημεία Εσφαλμένης άπόδοσης: α) Στίς σελίδες 38 καί 41 δέν πρόκειται γιά ύπηρέτες (Portier = θυ ρωρός, Εστω ύπηρέτης), άλλά γιά παραπετάσματα, κουρτίνες, μπερντέδες ή δ,τι παρόμοιο (Portiere)· Ενα Εψιλον τελικό είναι ή αίτια τής παρα δρομής, δμως τά συμφραζόμενα κά νουν τόν άναγνώστη νά σκοντάφτει, β) Στή σελ. 64 ένα μικρό άναφορικό es, πού δέν πρόσεξε ό μεταφραστής, όδήγησε σέ παρεξήγηση: ή σωστή άπόδοση είναι... «γιά νά τήν κερδίσεις γιά όλόκληρη τήν άρρωστημένη άφρόκρεμα» καί δ χι «νά κερδίσεις όλόκληρη τήν...»* κλπ. (es, etwas, je-
mand fur etw as gewinnen), δηλαδή, άπλά Ελληνικά: φέρνω μέ τό μέρος μου, μέ τήν άποψή μου* δπως άλλω στε βγαίνει καί άπό τό νόημα δλης τής παραγράφου. Ή «σχολαστικότητά» μου άς έκληφθεϊ ώς συμφωνία μέ τό δτι «μιά με τάφραση δέν πρέπει ποτέ νά θεωρεί ται τελειωμένη καί όριστική», δπως λέει ό μεταφραστής στόν πρόλογό του, πού είναι μιά χρήσιμη καί κατα τοπιστική προσπάθεια, στηριγμένη μάλιστα σέ κείμενα τοΰ ίδιου τοΰ Τό μας Μάν, πού πράγματι άγαποΰσε τόν «Τόνιο Κρέγκερ» πιό πολύ άπ’ δλα του τά βιβλία. Βέβαια, πέρα άπό τήν ύποκειμενική θέση Ενός συγγρα φέα, ύπάρχει ή άντικειμενική «ζωή» καί πορεία τών Εργων μέσα στό χρό νο. Καί Ετσι Εμείς δικαιούμαστε νά θεωρούμε κορυφαίο Επίτευγμα τοΰ Τόμας Μάν τόν «Δόκτορ Φάου στους», κι άς μή διαβάζεται τόσο εύ κολα δπως ό συμπαθέστατος «Τόνιο Κρέγκερ». Τό σχέδιο στό Εξώφυλλο είναι τοΰ ίδιου τοΰ μεταφραστή, ζωγράφου ’Αλέξανδρου Τσαρη. Τελειώνοντας τή σύντομη τούτη παρουσίαση, μιά άπορία: γιατί στήν τρίτη αύτή Εκδοση δέν Εχει συμπεριληφθεΐ καί ό πρόλογος τοΰ Κώστα Ταχτσή πού ύπάρχει στήν παλιά τής Θεσσαλονίκης (Εκδ. Τράμ). Μπορεί νά Εκφράζει πιό προσωπικές, ίδιάζουσες άπόψεις, περιέχει δμως σκέψεις σωστές, δπως λ.χ. δταν μιλάει γιά τόν Εντονα μεταφυσικό, βαρύ γερμανικό χαρακτήρα, καί πολύ πετυχημένες δ ταν λέει: «άλλο πράμα νά γράφεις τή λέξη άβυσσος, κι άλλο νά χρησιμο ποιείς λέξεις Εντελώς άσχετες μ’ αύτήν, κι δμως νά καταφέρνεις νά δίνεις τήν αίσθηση τής άβύσσου». Ή πολυ φωνία δέ βλάφτει. ΦΟΥΛΑ Χ Α ΤΖΙΔΑ Κ Η Σημειώσεις: 1. Άπό τούς έλάχιστους τότε πνευματικούς άνθρώπους —Στέφαν Τσβάιγκ, Ρομαίν Ρολλάν καί μερικούς άλλους- πού άντιτάχτηκαν μέ τό λόγο καί κείμενά τους στόν πόλεμο. 2. Στό περιοδικό «Εποχές», Γενάρης 193S, dp. 33, ύπάρχει σχετικό σημεία)-
οδη γ ο ς/7 3
ή δύναμη των πραγμάτων Σ ΙΜ Ο Ν Ν Τ Ε Μ ΠΩΒΟΥΑΡ: Ή δύ ναμη των πραγμάτων. Μ ετ. Λέανδρου Πολενάκη. Αύτοβιογραφίες, άριθ. 3. ’Α θήνα, Γλάρος, 1982. Σελ. 638. «Θέλησα σ' αύτό τό άφήγημα νά κυ κλοφορεί τό αΓμα μου» (Σιμόν ντε Μπωβουάρ «Ή δύναμη των πραγμάτων», πρόλογος)
Ή διαμαρτυρία μόνιμη καί όμόθυμη. Τό βιβλίο πέρνα κρίση· οί έ κδοτες χειμάζονται. Κι δμως ή βιβλιογραφία μας, ίσως άδέξια κι άποσπασματικά, ίσως Ανορθόδοξα καί σπασμωδικά, όπωσδήποτε συνεχώς πλουτίζεται. Παλιά καί νέα κείμενα κυκλοφορούν- Αλλε πάλληλες οί έκδόσεις πού φέρνουν τούς ξένους συγγραφείς κοντά στό έλληνικό άναγνωστικό κοινό. ’Ανάμεσα τους καί τή Σιμόνη ντέ Μπωβουάρ, μιά Παριζιάνα «καθώς πρέπει», δπως χαρακτηρίζει ή ίδια τόν έαυτό της στόν πρώτο τόμο τών Απομνημονευμάτων της, «άναθρεμμένη μέ Αρχές καί τό φόβο τού Θεού, Από καλή οικογένεια», γιά νά γίνει σύμφωνα μέ τό γάλλο βιογράφο της «μιά γυναίκα έλεύθερη... Αναρχική, λίγο μποέμ, πού Απορρίπτει τό γάμο καί τή μητρότητα, κάνει μιά ζωή χω ρίς καταναγκασμούς... Περνά τις μέ ρες της στό καφενείο, καί γράφει άσε μνα μυθιστορήματα καί λίβελλους, ό που κηρύσσει τόν Αθεϊσμό... καί τήν έπανάσταση» ή κατά μιά «έντελώς διαφορετική Ανάγνωση» «τής ίδιας ζωής» γιά νά «στήσει μιά ζωή κι ένα έργο σύμφωνα μέ Αρχές πού διάλεξε έλεύθερα... χωρίς νά παρασυρθεΐ... Από τόν πειρασμό τού γάμου καί τού έπαγγέλματος». Φυσικά τό όνομα είχε γίνει στήν Ε λλά δα Από νωρίς γνω στό. Κυρίως Από τό βίο καί λιγότερο Από τό έργο. Οί τολμηρές γιά τήν έποχή της Απόψεις της, ή διά βίου στενή σχέση της μέ τό Σάρτρ καί ή μαχητική συμπαράταξή της στούς Αγώνες του προκαλοΰσαν πάντα τό ένδιαφέρον. Τώρα ό έκδοτικός οίκος «Γλάρος» έχει Αναλάβει τή μεγάλη προσπάθεια· τήν έλληνική έκδοση τών άπάντων της. Έ τσ ι τό πλούσιο καί πολυσυζητημένο έργο της είναι πιά στή διάθεση τού Αναγνωστικού
μας κοινού. Ά π ό τό «Γλάρο» λοιπόν καί στή σειρά του «Αύτοβιογραφίες» Ή δύνα μη τών πραγμάτων πού κυκλοφόρησε έφέτος. ’Ανήκει στά ήμερολόγια τής Σιμόν ντέ Μπωβουάρ, πού «χωρίζον ται σέ τέσσερις αύτοτελεΐς τόμους» καί πού «μέ χρονολογική σειρά είναι Ο ί αναμνήσεις μιας καθώς πρέπει κό ρης, Ή δύναμη τής ζ,ωής, 'Η δύναμη τών πραγμάτων, Ό σα είπαμε κι δσα κάναμε», σύμφωνα μέ τήν έλληνική μετάφραση τών τίτλων. Ή δύναμη τών πραγμάτων γράφτηκε άπό τόν ’Ιούνιο τού 1960 έως τό Μάρτιο τού 1963 κι έκδόθηκε γιά πρώτη φορά τόν Ιδιο χρόνο. Καλύπτει τήν περίο δο τών 15 πρώτων χρόνων μετά τήν Απελευθέρωση τού Παρισιού. Τά γε γονότα δηλαδή καταγράφονται ζε στά, έξ έπαφής. Ή συγγραφέας έπείγεται, καί στόν πρόλογό της, πού δέν ύπάρχει στήν έλληνική έκδοση, έξηγεΐ τούς λόγους. Ή έποχή είναι μεταβατική, ρευστή καί Ανήσυχη. Ή Σιμόνη ντέ Μπω βουάρ επιβάλλεται μέ τά μεγάλα έργα της Τό δεύτερο φύλο, 1949, Ο ί μανδα ρίνοι, πού θά τιμηθεί μέ τό βραβείο Γκονκούρ (1954). Γίνεται γνωστή καί γνωρίζεται μέ κορυφαίες προσωπικό τητες τής έποχής της, τό Μοράβια, τόν Τζιακομέττι, τόν Καίσλερ, τόν Κάστρο, τόν Ά μάντο. Ό κόσμος δ μως πάντα μοιρασμένος· πάντα δοκι-
είναι, στό ΐδω τεύχος, ένα άρθρο τού καθηγητή Δημ. Τσάτσου γιά τή λαϊκή συμμετοχή καί τις θεσμικές μεταρρυθμίσεις καί ένα τού Κ. Κίτσου γιά τήν κακοδαιμονία τής οικονομίας.
Στό τεύχος τού Νοεμβρίου (άρ. 20) τού Δελτίου Νεοελληνικών Σπουδών «Μαντατοφόρος» (πού έκδίδεται στήν ’Ολλανδία), δημοσιεύεται ένα ένδιαφέρον κείμενο τού Βασ. Κύρκου γιά τή φιλοσοφία στήν Ελλάδα. Στό ίδιο τεύχος περιλαμβάνονται κι άλλα Αξιόλογα άρθρα Ε λλήνω ν, καθώς καί ξένων έλληνιστών.
Έ να άπό τά πιό σημαντικά περιοδικά φαίνεται πώς είναι ό «Διάλογος» πού έκδίδει ή Μορφωτική Έ νωση Λεχαινών « Ό Ά νδρέας Καρκαβίτσας». Πέρα άπό τήν Αδέσμευτη Αγωνιστική γραμμή τών σχολίων του, στό 16ο τεύχος του έχει μιά μικρή έπιλογή ποιημάτων πού θά τή ζήλευαν πολλά περιοδικά μεγαλύτερης έμβέλειας γιά τήν εύθυβολία της...
Είδικό περιοδικό ό «’Ηχος», στό τεύχος τού Νοεμβρίου (άρ. 116), έκτος άπό τά θέματα γύρω άπό τό «χάι-φάι», δημοσιεύει καί μιά «ούσιαστική» συνέντευξη τού συνθέτη καί τραγουδιστή Πέτερ Χάμμιλ, τού νέου μουσικού «ειδώλου», πού έμφανίστηκε πρόσφατα καί στήν ’Αθήνα.
^ΔΥΟ ξεχωριστά κείμενα γιά τήν Πολωνία (τής "Αννας Φραγκουδάκη καί τού Π. Κρέμου) έχει στό τεύχος τού Νοεμβρίου (άρ. 55) τό περιοδικό «Πολίτης». Καί στόν Ιδιο «Λογοτεχνικό Πολίτη» ξεχωρίζει ένα μικρό Αφιέρωμα στόν Σάμουελ Μπέκετ.
74/οδηγος μάζεται. 'Ελπίδες πού γεννήθηκαν με τά τή λήξη τοΰ μεγάλου πολέμου, διαψεύδονται. Σύννεφα Απειλητικά συσσωρεύονται. Τά μεγάλα προβλή ματα δέν λύνονται. Ή πείνα καί ή δυ στυχία, ή κοινωνική άδικία καί ή κα ταπίεση πάντα ύπάρχουν. Ό ψυχρός πόλεμος, ό μακαρθισμός, ή Κούβα, τό Ά λγερινό. Ή Μπωβουάρ δίπλα στό Σάρτρ Αναζητεί τήν Αλήθεια, Αγωνίζεται γιά τό δίκιο. Πλούσιο λοιπόν τό ύλικό τοΰ βι βλίου, πού είναι χωρισμένο σέ έντεκα μεγάλα κεφάλαια κι έναν έπίλογο. Πολύ λίγες είναι οί ήμερολογιακές Αναγραφές· ό χαρακτήρας του δμως είναι έκδηλα ήμερολογιακός. Μέσα Από τίς 632 πυκνοτυπωμένες σελίδες τής έλληνικής μετάφρασης παρακο λουθούμε τά καθημερινά συμβάντα τής άφηγήτριας, πού ζεΐ πληθωρικά τήν ιδιωτική της ζωή καί μετέχει ένεργά στό δημόσιο βίο. Συνακόλου θα, τό ένδιαφέρον είναι πολύ ύψηλό, γιά δποιον φυσικά έχει τήν περιέρ γεια νά γνωρίσει πρόσωπα καί πράγ ματα μιας έποχής, δπως περνούν μέ σα Από τίς έμπειρίες, τήν όπτική καί τήν έσωτερική περιπέτεια τής Σιμόν ντέ Μπωβουάρ, πού δέν διστάζει μέ ειλικρίνεια νά τήν καταγράψει. Κείμενο πληθωρικό, χορταστικό,
πύρινο:
Αλλά δχι πάντα εύπεπτο· κι Αν κου ραστεί ό σημερινός έλληνας Αναγνώ στης, δέν φταίει μόνο ή Απόσταση Από τό χώρο καί τό χρόνο τών δρω μένων, καί πού ίσως νά τήν περιόρι ζαν Απαραίτητα σχόλια, κυρίως γιά τήν έλληνική έκδοση, πολύ πλουσιό τερα Από τίς σημείωσης μέ τίς όποιες πλαισίωσε τό έργο της ή συγγραφέας. Ή δύναμη των πραγμάτων έχει Αναμ φισβήτητα τούς έσωτερικούς της ά ξονες, πού βεβαιώνουν άλλωστε τόν τίτλο, Αλλά κατακερματίζονται κάτω Από μιά χωρίς έκλεκτική έπιλογή πα ρατακτική έναποθήκευση. Ταξιδιωτι κές έντυπώσας καί ψυχολογικές πα ρατηρήσεις· πληροφορίες γιά σημαί νοντα πρόσωπα καί γιά τυχαίες Ασή μαντες συναντήσεις. Ό λ α μαζί χωρίς τάξη, χωρίς Αξιολογική πρόθεση. Κοντά κοντά καί ίσοπεδωτικά τό Ιστορικό συμβάν καί τό μεσημεριανό γεύμα. Ή πολύνεκρη διαδήλωση καί τό ποτό στό γατονικό καφενείο. Συσσώρευτική καταγραφή καί Ασθμαίνουσα γραφή, πού έκφράζει άλλωστε τούς ρυθμούς τής έποχής, δέν συνα στούν προκλητικά μέσα γιά τήν προ σέγγιση. Ό σ ο γιά τή μετάφραση, πού δέν Αναφέρεται Από ποιά γλώσσα έγινε,
δύσκολη ή ύπεύθυνη κρίση, δταν δέν προηγηθεΐ έξαντλητική Αντιπαραβο λή. Σίγουρα τό έλληνακό κείμενο διασώ ζα τό ύφος τού πρωτότυπου, Αλλά ώς ποιό σημείο είναι πιστό καί όρθό; Συμπτωματικά διασταυρώνω τήν πληροφορία πού δίδει ή μετάφραση «Μιά μέρα ήρθε στό ξενοδοχείο ένας δημοσιογράφος νά συναντήσα τόν Σάρτρ», καί διαπιστώνω δτι δέν ταυ τίζεται μέ τήν άποψη τού γαλλικού κειμένου, σύμφωνα μέ τό όποιο «Ένα πρωί στό μπάρ τοΰ ξενοδοχείου ένας δημοσιογράφος πλησίασε τό Σάρτρ». Έ π η τα ή φράση «les gens ont une au tre maniere qu’ici de s’ennuyer» δέν Αποδίδεται βέβαια μέ τήν Αντίστοιχη έλληνική « Ό κόσμος έκεΐ είναι τε λείως διαφορετικός, κάθε άλλο», ούτε ή φράση «Πράγματι εύχάριστη κι Αναπάντεχη Αλλαγή Ατμόσφαιρας» δίδει Ακέραιο τό νόημα τοΰ γαλλικού κειμένου «c’etait nouveau et agreable de n'etre pas attendus». Στήν Ιδια πα ράγραφο ένας γνώριμος πού πουλάει βαλσαμωμένα φίδια γίνεται στή μετά φραση προϊστάμενος τοΰ ύπαλλήλου τής τράπεζας καί ή suffocante moiteur τοΰ Αεροδρομίου τής τροπικής Μπελέμ έγινε Απλά έλληνική έρημιά. Καί στά κύρια όνόματα έπισημαίνον-
κοεινιο:
ΑΡΙΟΜΟΣΟΦΙΑ
Η απόκρυψη έννοια τών αριθμών καί οι μυστικές ιδιοτητές τους
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΙΠΠΟΚΡΑΤΟΥΣ 33 ΑΘΗΝΑ ΤΗΛ. 3602883
ΑΡΧΑΙΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΘΡΗΣΚΕΙΕΣ ΙΕΡΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΟΓΚΑ· ΙΝΔΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΙΔΕΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ
ο δη γο ς/75 ται άδικαιολόγητες άπροσεξίες. Ό πασίγνωστος στό Ελληνικό κοινό Λεβί-Στρώς Εχει γίνει Λέβι-Στράς. Τό περίφημο γαλλικό φωνητικό συγκρό τημα οί «Φρέρ Ζάκ» Εχασε τήν ταυτό τητά του μέ Εναν αινιγματικό Ενικό: «άκούσαμε τό Φρέρ Ζάκ», πού θυμίζει τό γαλλικό τραγούδι των νηπιαγω γείων, καί τό σκευοφυλάκιο του Sei gneur de Bonfim Εγινε ίερό τοΰ Σενχόρ ντέ Μπουφίμ. Τά Ελληνικά τής μετάφρασης είναι στρωτά. Κάποτε δμως Ενοχλούν καί τό βιαστικό άναγνώστη. Οί «έπισκεπτόμενοι» κι ό «ύπουργός πληροφό ρησης» δέν είναι δόιαμοι τύποι τής νεοελληνικής. "Οσο γιά «τά πράγμα τα» πού «συνέβαιναν στό Παρίσι» ή γι' αύτούς πού «είχαν Ερθει πολυάριθ μοι κατά τή διάρκεια τής βραδιάς», άποδίδουν μέν κατά λέξη τό γαλλικό κείμενο, δέν συνιστοΰν δμως εύτυχή Ελληνική διατύπωση. Τό ίδιο ισχύει
γιά τή φράση «δίχως κανένα χώρο γιά ότιδήποτε περισσότερο». Πολλά δύσκολα περάσματα προδί δουν καί τή γλωσσική γνώση καί τή μεταφραστική εύχέρεια τοΰ Λ. Πολενάκη. Κάποτε δμως τά όλισθήματα είναι σοβαρά. Τάχα ποιά ή αίτια; Βιά ζεται ό μεταφραστής πού δέν άμείβεται ή ό Εκδότης πού Επείγεται νά κυ κλοφορήσει; "Η ύποβαθμίζεται ό ρό λος μιας δεύτερης προσεκτικής θεώ ρησης, πού θά προλάβαινε τουλάχι στον τά παροράματα (τά άναθήματα πού γίνονται στή μετάφραση «άναθέματα») καί τίς άσυνταξίες («καί βλέ παμε τή μεγαλόπρεπη παρέλαση άμερικάνικων αύτοκινήτων ει'σαγόμενα λαθραία»); Σεβασμός τοΰ ξένου κει μένου, σεβασμός τής Ελληνικής γλώσσας. Οί δύο αύτές άρχές πρέπει νά κατευθύνουν τήν προσπάθεια τοΰ εύσυνείδητου μεταφραστή. Δ. ΠΛΑΚΑΣ
ταξίδι στή χώρα καί τήν ίστορία των Αρμένιων Μ Η Τ Σ Ο Υ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ Π Ο ΥΛΟ Υ: Οί Άρμένηδες. ’Α θήνα, Κέδρος, 1982. Σελ. 310.
Τά τελευταία χρόνια, μέ τήν άνάπτυξη τόΰ τουρισμού, τή διεθνοποίηση της κόκα-κόλα, τά κάμπινγκ, τά πούλμαν, τίς πτήσεις τσάρτερ —καθιε ρώθηκαν καί βραβεία τουριστικής λογοτεχνίας— διαμορφώθηκε μιά νέα ταξιδιωτική φιλολογία. Βιβλία τσέπης ή άκριβές Εκδόσεις σέ χαρτί ίλουστρασιόν. Πολύχρωμες Εκτυπώσεις δφσετ. Εικονογράφηση μέ Εντυπωσιακές φωτογραφίες άπό άρχαιότητες, μνη μεία, τοπία, καταγάλανες άκρογιαλιές, βάρκες, ψαράδες, καμπαναριά, δλ’ αύτά μέ λίγη ίστορία, μερικά ντο κουμέντα, άφηγήσεις άπ’ τίς παραδό σεις, τίς συνήθειες, τά ήθη-Εθιμα καί μουσακά, σελιδοποιημένα μέ τέτοιο τρόπο πού νά σέ προετοιμάσουν καί νά σέ καθοδηγήσουν τί νά έπισκεφτείς, τί νά δεις καί τί νά θαυμάσεις, καί τί νά μήν ξεχάσεις μετά τήν Επι
στροφή σου άπ' τό ταξίδι. Αύτά τά βιβλία είναι όπωσδήποτε χρήσιμα. Μερικά άπ’ αύτά είναι καί όμορφα. 'Ομολογώ δτι δέν ύποτιμώ καθό λου αύτές τίς Εκδόσεις. Σέ βιβλία «δδηγούς» συχνά Εχουν συνεργαστεί κορυφαίοι ιστορικοί, άρχαιολόγοι, λαογράφοι, μέ δοκίμια ή μελέτες. Μερικά, παρ’ δλα τά πλαστικο ποιημένα Εξώφυλλα, είναι σημαντικά
’Αφιέρωμα, στόν Μάξ Βέμπερ αύτή τή φορά, Εχει καί τό τεύχος Δεκεμβρίου τοΰ περιοδικού «Έποπτεία». Τά κείμενα τοΰ άφιερώματος είναι τών Α. Παπαντωνίου, I. Συκουτρή, Κ. Κοντσαντώνη, Σ. Φρόυντ, Γκ. Λούκατς καί βέβαια τοΰ ίδιου τοΰ μεγάλου κοινωνιολόγου. ’Ενδιαφέροντα ρεπορτάζ πάνω στό πρόβλημα τής διακίνησης τοΰ τύπου Εχει άνάμεσα στήν | ύπόλοιπη ΰλη του τό «’Αντί» (26 ! Νοεμβρίου). ’Ακόμη, ύπάρχει Ενα j πολύ Ενδιαφέρον άρθρο τοΰ Χρ. Ροζάκη γιά τή «Συνέχεια, συνοχή καί άλλαγή στήν Ελληνική Εξωτερική πολιτική».
Έ να μουσικό περιοδικό, πού έρευνα τίς σύγχρονες τάσεις στή «δημιουργική μουσική», είναι τό «Σύν καί πλήν», πού βγαίνει στή Θεσσαλονίκη. Στό 4ο τεύχος του (Νοεμβρίου) βρίσκει ό άναγνώστης, άνάμεσα στά άλλα, καί κείμενα γιά τόν αύτοσχεδιασμό, τή φύση τής μουσικής, τήν ήλεκτρονική τέχνη
Δυό λόγια γιά τόν «Λαβύρινθο»: Ενα πραγματικά ύψηλοΰ Επιπέδου περιοδικό άσκήσεων πνευματικών πού συμπληρώνονται μέ Ενδιαφέρουσες γνώσεις, δπως αύτές τοΰ 6ου τεύχους (Νοεμβρίου) γιά τήν Εννοια καί τά σχήματα τοΰ λαβύρινθου στίς διάφορες Εποχές. ΒΑΪΟΣ ΠΑΓΚΟΥΡΕΛΗΣ
76/οδηγος άπ’ τήν έπισήμανση Ιστορικών γεγο νότων, μάς άποκαλύπτει προπαντός τήν ψυχοσύνθεση τοΰ Ά ρμένη. Δέν «να ι ό «άγαθός» Ά γκό π νού μερο τής έπιθεώρησης. Δέν είναι ένας λαός, κοπάδι πρό βατα, πού έσφαξαν —τούς καημέ νους— οί Τούρκοι. Είναι ή έμπροστοφυλακή τοΰ πολι τισμού πού μάχεται τούς «βαρβά ρους». Είναι ένας λαός ειρηνόφιλος, δη μιουργικός.
Αρχαίος ναός άφιερωμένος στον θεό Μίτρα Γκαρνί, 1ος αιώνας έργα. Πρέπει δμως, άνεξάρτητα άπ’ την ποιότητα, νά ξεχωρίσουμε τά τουριστικά άπ’ τά γνωστά μας λογο τεχνικά «ταξιδιωτικά», δπως αύτά έ χουν καθιερωθεί νά βιβλιογραφοΰνΚατά τή γνώμη μου, άλλωστε, τά ταξιδιωτικά βιβλία μερικών άπ' τούς πιό γνωστούς μας λογοτέχνες άποτελοϋν τίς ωραιότερες σελίδες πού έ χουν γράψει, κι άς έχουν κερδίσει τή φήμη τους οί συγγραφείς αύτοί άπ’ τήν ποίηση, τήν πεζογραφία ή τό θέα τρο. ’Αφορμή γι’ αύτές τίς σκέψεις μοΰ έδωσε τό βιβλίο τοΰ Μήτσου Ά λεξανδρόπουλου «Άρμένηδες: ταξίδι στή χώρα τους καί στήν ιστορία τους», ένα βιβλίο πού δέν είναι τουρι στικός όδηγός, ούτε περιέχει λογοτε χνικές συγκινήσεις, ύποκειμενικές παρατηρήσεις καί ποιητικές έξάρσεις. Ά ν ύπάρχει ένα στοιχείο ύποκειμενικό στίς 310 σελίδες τοΰ βιβλίου, φορτισμένο μέ άγάπη γιά τούς Ά ρμένηδες, όφείλεται στήν παράλληλη πο ρεία της Ιστορίας τών δύο λαών, άπ’ τήν άρχαιότητα, τό βυζάντιο, ώς τήν τουρκοκρατία, τή μικρασιατική κατα στροφή, τίς σφαγές, ώς τήν προσφυ γιά, άκόμα τήν κατοχή, τήν άντίσταση καί τό συναγωνιστή έλασίτη γεί τονα τής Κοκκινιάς πού ό συγγρα φέας συναντά» στό Έριβάν. Ά π ’ τίς πρώτες σελίδες τού βι βλίου γίνεται άναφορά σέ φίλους ’Αρμένιους πού γεννήθηκαν στήν
'Ελλάδα, καί οί τελευταίες σελίδες εί ναι πάλι άφιερωμένες σ’ αύτούς. Αύτή ή Ιστορική ταύτιση, «βίοι πα ράλληλοι», σελ. 289, φτάνει σέ τέτοιο βαθμό νά δεσπόζει στίς σκέψεις τοΰ Άλεξανδρόπουλου, πού μέ άφορμή ένα ζωγραφικό πίνακα τοΰ Άιβαζόφσκι περιγράφει πώς ό λόρδος Μπάυρον ένδιαφέρθηκε καί γιά τούς άπελευθερωτικούς άγώνες τών ’Αρμε νίων. Γραφή άγάπης - Συμπόρευση. Παράλληλη πορεία τών δύο λαών στήν ιστορία. Ά ν οί «Άρμένηδες» είναι ένα ταξί δι στή χώρα καί στήν ιστορία, δέν εί ναι δμως ένα βιβλίο πού τό διαβάζεις στό πούλμαν. Κι ό Μήτσος Άλεξανδρόπουλος λέει πώς «ή ίστορία τών γραμμάτων —ένός λαού— είναι ή ίστορία τής ιστορίας του». Έ τσ ι ή ίστορία τοΰ άρμένικου λαοΰ καταγράφεται στό βιβλίο άπ’ τήν ίστορία τών γραμμάτων καί τών τεχνών του. Ή έπιλογή, οί έπισημάνσεις άπ’ τά χειρόγραφα, τά άποσπάσματα άπ’ τούς χρονικογράφους, δπως σωστά άνθολογοΰνται, μαζί μέ άναφορές καί μεταφράσεις άπ’ τή σύγχρονη λογο τεχνία, δηλαδή μέσα άπ’ τήν ίστορία τών γραμμάτων, διαβάζουμε τήν πραγματική ίστορία τών Ά ρμένηδων. Ή έπιμονή τοΰ Μ.Α. νά παραθέτει άποσπάσματα άπ’ τά χειρόγραφα τών χρονικογράφων, νά άναλύει τό έργο τών σύγχρονων δημιουργών, πέρα
«Νά τιμάτε κάθε τεχνίτη κ α ί πιό πο λύ τόν σιδερά, τόν μαραγκό κ α ί τόν χτίστη. Α λλά άκόμα περισσότερο τι μήστε τόν συγγραφέα κ α ί τόν γιατρό, για τί κ α ί ο ί δυό αυτοί νοιάζονται γιά τό καλό τοΰ ανθρώπου...» (άπό κώδικα τοΰ 13ου αίώνα, σελ. 143) Στήν περιγραφή τής χώρας ύπάρχει μιά καταπληκτική ταύτιση γεωγραφικοΰ χάρτη καί τοπιογραφίας μέ ρεα λιστική ζωγραφική. Είκόνες ζωντα νεύουν καθώς άποτυπώνονται δρόμοι καί κτίρια καί οί πέτρες μέ τά βουνά ζωγραφίζονται τόσο ζωντανά πού οί φράσεις μετατρέπονται σέ χρώματα καί σχήματα. Ό μ ω ς αύτή ή γεωγραφική θέση τής Α ρμενίας είχε συνέπειες γιά τό λαό της. Κι αύτές πολύ σωστά άναλύονται στή σελίδα 252. Φτάνουμε στό λεγόμενο «Αρμένι κο ζήτημα». ’Εδώ, μέ άπλά λόγια, έξηγοΰνται τά διπλωματικά συμφέ ροντα τών μεγάλων, οί συνθήκες, ή στάση τής Ε.Σ.Σ.Δ. άπέναντι στούς νεοτούρκους καί τήν Αρμενία. Κάτι πού μπορούσε άκόμα νά άναφερθεΐ, ίσως είναι παράλειψη: Ό άγώνας τών Α ρμενίω ν τής διασποράς τά τελευταία χρόνια. Ή καταδίκη τής γενοκτονίας άπ’ τόν Ο.Η.Ε. καί ή έπιστροφή τών 6 έπαρχιών πού άρπα ξαν οί Τούρκοι. Τό βιβλίο τοΰ Μ.Α. έχει ήμερομηνία γραφής Σεπτέμβρης-Δεκέμβρης 1981. Α κριβώ ς τήν ίδια έποχή, Δε κέμβρης ’81, ό Γ. Γκουρδικιάν, άρχισυντάκτης στό έπίσημο δργανο τών σοβιετικών συγγραφέων τής Α ρμε νίας, δημοσιεύει σέ δύο συνέχειες τό δικό του ταξίδι στήν Ελλάδα, μέ τόν τίτλο «Στή χώρα τοΰ Όμηρου». Είχα τήν τύχη νά διαβάσω παράλ ληλα τά δυό βιβλία καί διαπίστωσα πώς καί ό Γκουρδικιάν, ξεκινώντας άπ’ τά κείμενα καί τίς άφηγήσεις τών άνθρώπων, κάνει ένα ταξίδι στή χώρα καί στήν ίστορία μας, μέ τήν Ιδια άγά πη. ΑΣΣΑΝΤΟΥΡ Μ ΠΑΧΑΡΙΑΝ
ΠΟΛΥΚΡΙΤΙΚΗ
ο δη γο ς/77
Τό τρίτο κύμα «Τό σόκ τοϋ μέλλοντος.» Αυτός ήταν ό τίτλος ενός βιβλίου πού ξεσήκωσε θύελλα συζητήσεων, όταν πρωτοεκδόθηκε στις Η.Π.Α. πριν από λίγα χρόνια, καί πού διαβάστηκε άπό εκατομμύρια άναγνώστες. Συγγραφέας του ό κοινωνιολόγος Άλβιν Τόφφλερ. 'Αργότερα, ό ίδιος έγραψε καί ένα δεύτερο βιβλίο, μέ τίτλο «Τό τρίτο κύμα», ό που έπιχειρεΐ νά δώσει μιά άπεικόνιση του αύριο, άναλύοντας τις δυνάμεις πού, κατά τήν άποψή
του, δημιουργούν έναν έπερχόμενο, έντελώς νέο, πολιτισμό. Μ έ τήν ευκαιρία τής έκδοσης στά έλληνικά τοϋ «Τρίτου κύματος», σέμετάφραση Έρ. Μπαρτζινόπουλου (έκδ. Κάκτος, σελ. 518), θε λήσαμε νά πληροφορηθοϋμε τήν άποψη δύο συ νεργατών μας, τοϋ Θ. Βαλαβανίδη καί τοϋ A. Κ. Νάσιουτζικ, γιά τά όσα έκθέτει ό Τόφφλερ. Σάς τις παραθέτουμε λοιπόν εύθύς άμέσως.
έπιφανειακή εξέταση μέ προκαταλήψεις Ό Α.Τ. στό πρώτο του βιβλίο (Fu ture Stock. Pan. London, 1973) άνάλυσε τό φαινόμενο τής συνεχούς άλλαγής τού άνθρώπινου πολιτισμού. Στό βιβλίο αύτό (πού άκόμη πουλιέ ται, όπως λέει ένας βιβλιοκριτικός, σάν φρεσκοψημένα κουλούρια) ό Α.Τ. έδινε έμφαση στό προσωπικό καί κοινωνικό κόστος τής άλλαγής αύτής, ένα φαινόμενο πού τό παρο μοίαζε μέ ένδημική άσθένεια τής βιο μηχανικής κοινωνίας. Στό Τρίτο κύ μα φαίνεται δτι μετακινείται άπό τή θέση αύτή καί δίνει έμφαση στό κό στος πού πληρώνει ό πολιτισμός μας μέ τό νά μήν άλλάζει τίς καταστάσεις άρκετά γρήγορα. Γιά μιά άντικειμενική κριτική τού βιβλίου τού Α.Τ. διάβασα πρώτα τίς 453 σελίδες τού άγγλικού καμένου καί μετά τήν έλληνική μετάφραση. Συγχρόνως, συμβουλεύτηκα έναν άριθμό βιβλίων καί άρθρων σέ έπιστημονικά περιοδικά, καθώς καί μερι κές βιβλιοκριτικές σέ σοβαρά περιο δικά, πού θά άναφέρω παρακάτω. Τά τελευταία χρόνια έκδόθηκαν άρκετά βιβλία μελλοντολογίας μέ τίς συνέπειες έφαρμογών τής νεότερης τεχνολογίας καί γράφτηκαν άναρίθμητα άρθρα σέ έπιστημονικά καί έκλαϊκευτικά περιοδικά πού πέρασαν
άπό τά χέρια μου. Ω στόσο, τό βιβλίο τού Α.Τ. δέν έχει συζητηθεί καθόλου (άναφέρομαι στήν άγγλικής γλώσσας βιβλιογραφία), ούτε έχει γίνει καμιά άναφορά στίς ιδέες του. Ό τίτλος τού βιβλίου προκύπτει άπό τήν ταξινόμηση τών σταδίων τού πολιτισμού μας σέ κύματα. Τό «πρώ το κύμα», περίπου πριν 10.000 χρό νια, ήταν ό γεωργικός πολιτισμός, μέ φεουδαρχικά συστήματα διακυβέρνη σης, ένώ τό «δεύτερο κύμα», περίπου 1750-1950, άναφέρεται στή βιομηχα νική έπανάσταση καί τούς θεσμούς τής βιομηχανικής κοινωνίας. Στό «δεύτερο κύμα», κατά τόν Α.Τ., έπήλθαν έπαναστατικέςάλλαγές (κοινωνι κές, οικονομικές καί πολιτικές) άπό άνάγκη γιά καλύτερη παραγωγικότη τα, πού προκάλεσαν δμως ίσοπεδωτικές όμοιογένειες στούς λαούς τών βιομηχανικών χωρών. Ή διαδικασία αύτή ένισχύθηκε άπό τίς σχέσεις πα ραγωγής καί κατανάλωσης, τόν κατα μερισμό έργασίας, τή συγκέντρωση τής οικονομικής δύναμης στά μονο πώλια καί τίς πολυεθνικές έπιχειρήσεις καί τό γραφειοκρατικό κατεστη μένο τών έθνικών κέντρων. Τό «τρίτο κύμα», πού άρχισε περί που τό 1955, είναι ή νέα έποχή τού άνθρώπινου πολιτισμού, μέ τούς ήλε-
κτρονικούς ύπολογιστές, τόν αύτοματισμό, τήν έπανάσταση στίς ήλεκτρονικές έπικοινωνίες, τήν άντιμαζική παραγωγή καί παιδεία, τή ριζο σπαστική άλλαγή σχέσεων παραγω γού καί καταναλωτή κλπ., πού είναι φυσικό νά ξεριζώσει στό πέρασμά του τίς άπαρχαιωμένες δομές τού βιο μηχανικού πολιτισμού καί νά τίς άντικαταστήσει μέ έπαναστατικές λει τουργικές δομές τού τεχνοκρατικού «τρίτου κύματος». Ό Α.Τ. άκολουθεΐ ένα στύλ γραψί ματος πού θέλει νά είναι σύντομο, εύχάριστο καί ποικίλο, άν καί κανείς βρίσκει έπαναλήψεις, σύνθετα έπίθετα καί πολεμική Ιδεών πού συνδέον ται μέ τήν προσωπική άντίληψη καί τίς προκαταλήψεις τού συγγραφέα. Οί συχνές άναφορές του (καί ή πλού σια βιβλιογραφία στό τέλος) δίνουν τή ν έντύπωση πολυμάθειας καί τή σφραγίδα τής έπιστημονικότητας, ώστόσο δέν είναι πάντοτε άντικειμενικές. Γιά πολλές ιδέες, προβλέψεις καί πολιτικοκοινωνικές άναλύσεις γί νεται έλάχιστη άντιπαράθεση καί διά λογος. Μιά έκτενής παρουσίαση τριών σταδίων πολιτισμού (ό τρίτος μέ πολλές άμφίβολες προβλέψεις), μέ χιλιάδες σημαντικά κοινωνικά, οικο νομικά καί πολιτικά γεγονότα, δέν εί ναι δυνατό νά γίνει μέ μονοκατευθυνόμενες άντιλήψεις καί έκλεκτικές άναφορές σέ τμήματα προτάσεων άπό βιβλία, άρθρα καί στατιστικές πού τυ χαίνει νά συμφωνούν μέ τό άπλουστευτικό πλαίσιο τών ιδεών τού Α.Τ. Ε πίση ς —κάτι άλλο πού δέν μπορεί
78/οδηγος νά άντιληφθεϊ ό άναγνώστης τής έλληνικής μετάφρασης— ό Α.Τ. άνακατασκευάζει τήν άγγλική γλώσσα μέ δικές του σύνθετες λέξεις, όρολογίες καί συνθηματολογικές έννοιες, πού δίνουν στό κείμενο ένα είδος μυστικισμοΰ. ’Από τήν άρχή ό Α.Τ. ύπόσχεται διάγνωση τής έξέλιξης τοΰ βιομηχα νικού πολιτισμού μέ άκτίνες X, άλλά έχει κανείς τήν έντύπωση τής έπιφανειακής έξέτασης ένός άσθενοΰς στά τελευταία στάδια καρκίνου. Τό «δεύ τερο κύμα» περιγράφεται μέ άξονες τά θέματα τής πυρηνικής οικογένειας, τοΰ σχολείου-έργοστασίου καί τής πανίσχυρης έταιρείας, πού μέ τίς ίεραρχικές τους δομές, τόν καταμερι σμό έργασίας καί τήν πειθαρχία τους διαφθείρουν τήν προσωπικότητα τού άνθρώπου. Έ τσ ι, κατά τόν Α.Τ., ή πιό σημαντική διαμάχη στήν πολιτι κή τοΰ «δεύτερου κύματος» δέν εΓναι ή πάλη των τάξεων ή κάποια άντίθεση συμφερόντων έργαζομένων καί βιομηχάνων ή πλούσιων καί φτωχών χωρών, άλλά ό άνταγωνισμός παρα γωγού (μισθοί, κέρδη) καί καταναλω τή (τιμές προϊόντων). ’Από τό βασικό αύτό διαχωρισμό προέκυψαν οί άρχές γιά τυποποίηση, έξειδίκευση, συγχρονισμό, συγκεντρωτισμό καί μεγιστοποίηση τής παραγωγής σέ κα πιταλιστικές καί σοσιαλιστικές χώ ρες. Μετά άκολουθεΐ μιά άπαρίθμηση τών άπαρχαιωμένων δπως οί τεχνοκράτες, ό IMF, ή World Bank, οί κοι νωνικοί δαρβινιστές, ή όκτάωρη έργασία, ή βιομηχανική παραγωγή κλπ., πού όδήγησαν στήν κρίση τών θεσμών τού πολιτισμού μας, δπως σχολείο, ιατρική περίθαλψη, κράτος προνοίας, τηλεπικοινωνίες, διεθνές έμπόριο καί χρηματοδότηση, κράτοςέθνος κλπ. Ό λ α αύτά όδήγησαν άναπόφευκτα στήν κρίση τής προσωπι κότητας τοΰ άνθρώπου. ’Αλλά άς μήν άνησυχούμε, τό «τρίτο κύμα» πολιτι σμού έρχεται νά έξαλείψει διά μα γείας τούς άναχρονισμούς καί τίς κρίσεις. Πολλά σημαντικά γεγονότα παραλείπονται άπό τήν άνάλυση.Π.χ. γίνε ται έλάχιστη άναφορά στήν έξέλιξη τών θετικών έπιστημών, ό Ντάλτον δέν άναφέρεται στήν άτομική θεωρία, ό Δαρβίνος γιά μιά φράση του γίνεται ρατσιστής καί παρακάτω λέγεται δτι άνακάλυψε τούς νόμους τής κοινωνι κής έξέλιξης. Οί αιτίες τής βιομηχα νικής έπανάστασης είναι άδύνατο νά διερευνηθούν, ή ρύπανση τού περι βάλλοντος παρουσιάζεται ώς ένα μι κρό κόστος τής βιομηχανικής έξέλι ξης. Μεγάλες ιστορικές έποχές άποι-
κιοκρατίας, πολέμων καί έκμετάλλευσης πλουτοπαραγωγικών πηγών τού Τρίτου Κόσμου άπό τίς άναπτυγμένες βιομηχανικές χώρες άναφέρονται σέ έξαιρετικά σύντομο διάστημα. Ή κούρσα τών έξοπλισμών μέ δπλα μα ζικής καταστροφής, ή οικονομική κρίση καί ή άνεργία τών χωρών τής Δύσης ή ό ύποσιτισμός έκατομμυρίων παιδιών στίς ύπανάπτυκτες χώ ρες συγχωνεύονται στό σχήμα καταναλωτή-παραγωγοΰ. Στό «τρίτο κύμα» ή πορεία τής άνθρωπότητας γίνεται έκρηκτική, γεμά τη τεχνολογικά παιχνίδια καί μέ εύχάριστες έκπλήξεις γιά δλους. Έ τσι, ό Α.Τ. σέ 300 σελίδες προσφέρει ένα νέο τρόπο ζωής βασισμένο σέ άνανεώσιμες πηγές ένέργειας, νέες με θόδους παραγωγής (τό «ήλεκτρονικό έξοχικό σπίτι», έκμετάλλευση ώκεανών καί διαστήματος κλπ.), σχολεία καί έπιχειρήσεις κατά τήν έπιθυμία τοΰ καταναλωτή, μή πυρηνική οικο γένεια καί νέους κώδικες συμπεριφο ράς. Ό νέος πολιτισμός, άπαλλαγμένος άπό γραφειοκρατίες καί τά σύνο ρα τού κράτους-έθνους, θά δημιουρ γήσει ήμι-αύτόνομες οικονομίες, θά κάνει τίς κυβερνήσεις άποτελεσματικές καί δημοκρατικές κλπ. ’Αλλά πά νω άπ’ δλα θά θεραπευθεΐ ή πληγή τοΰ διαχωρισμού παραγωγού καί κα ταναλωτή, δημιουργώντας τόν και νούριο άνθρωπο, τόν prosumer (παραγωγό-καταναλωτή ή παραναλωτή) καί μέ κάποια διανοητική βοή θεια άπό δλους μας θά γίνει δ πρώτος πραγματικά άνθρώπινος πολιτισμός στήν Ιστορία τής άνθρωπότητας. Τό τμήμα αύτό τού βιβλίου είναι άρκετά δύσκολο γιά κριτική. Οί νέες τεχνολογίες καί οί κοινωνικές τάσεις (οικογένεια, έργασία, μέθοδοι παρα γωγής κλπ.) μόλις άρχισαν νά παρου σιάζονται —καί σέ περιορισμένο τμή μα τοΰ πληθυσμού τών άναπτυγμένων χωρών. 'Ωστόσο, ή βασική έκτίμηση τών έπιστημόνων, θετικών καί άνθρωπιστικών έπιστημών, γιά τίς έφαρμογές τους καί τίς συνέπειές τους είναι άπαισιόδοξη. Στήν ούσία, πιστεύουν, οί νέες τεχνολογίες (βιο τεχνολογία, ήλεκτρονικοί ύπολογιστές κλπ.) όδηγούν σέ θέση ισχύος τίς άναπτυγμένες βιομηχανικές χώ ρες καί τούς συνασπισμούς, ένισχύουν τήν οίκονομική όλιγαρχία τών πολυεθνικών, άνανεώνουν τίς μιλιταριστικές τάσεις καί τήν κούρσα έξοπλισμών, έκμηδενίζουν τήν άνάπτυξη τού κράτους προνοίας, διογ κώνουν τόν άριθμό τών άνέργων καί σέ τελική άνάλυση στραγγαλίζουν τήν ιδιωτική ζωή καί τήν έλευθερία τοΰ άτόμου (ήλεκτρονικοί φάκελοι,
σύστημα παρακολούθησης τηλεπι κοινωνιών κλπ.). Υ πάρχουν, πιθανόν, άρκετές έξηγήσεις γιά τήν έπιτυχία τοΰ Τρίτον κύματος καί τών βιβλίων τοΰ είδους αύτού, πού, μετά άπό τά βιβλία έπιστημονικής φαντασίας, κατακτούν μεγάλο άριθμό άναγνωστών. ’Από τό 1957 καί μετά (χρονιά έκτόξευσης τοΰ Σπούτνικ) οί άνα πτυγμένες χώρες τής Δύσης καί ή ’Ιαπωνία παρουσίασαν έκπληκτικούς ρυθμούς βιομηχανικής παραγωγής καί βελτίωσης συνθηκών ζωής, δπως καί σημαντική έπέκταση τής άνώτατης παιδείας, τής έρευνας καί τής κα ταναλωτικής βουλιμίας τής μέσης άστικής τάξης. Ή ένεργειακή κρίση τό 1973 ήταν ένα άπό τά γεγονότα πού φρενάρισαν τό δνειρο εύημερίας καί συνεχούς διόγκωσης τής βιομη χανικής παραγωγής καί τοΰ έμπορίου. ’Ακολούθησε ή οικολογική κρί ση, ή άνεργία καί οί προφητείες γιά τή σπάταλη χρήση τών πλουτοπαρα γωγικών πηγών τοΰ πλανήτη μας. Συγχρόνως άνθίζει ή άφύπνιση τών χωρών τοΰ Τρίτου Κόσμου καί ή ούδέτερη στάση τους άπέναντι στίς ύπερδυνάμεις καί τούς στρατιωτικούς τους συνασπισμούς, πού κλιμακώ νουν τούς έξοπλισμούς καί τήν κατα πίεση τών δορυφόρων τους. Τελευ ταία έρχεται ή άναπόφευκτη οίκονο μική κρίση, πού συνταράζει τό διεθνές έμπορικό καί χρηματοδοτικό κύκλωμα. Οί ΗΠΑ βρίσκονται στό έπίκεντρο τής δλης άναταραχής καί ή κοινωνία αύτή περνά έδώ καί χρόνια άλυσιδωτές κοινωνικές (έξαρση έγκληματικότητας, ναρκωτικά, αύξηση διαζυγίων, 10 έκατ. άνεργοι) καί πολιτικές κρί σεις (συντηρητισμός, διάσταση κυ βέρνησης καί νομοθετικής έξουσίας, Ρηγκανόμικς, διάσταση μέ συμμά χους στό ΝΑΤΟ, ύπερβολικές δαπά νες γιά έξοπλισμούς κλπ.). Έ να ιδιαί τερο τμήμα τού πληθυσμού (μέσο ει σόδημα, ιδιωτική κατοικία, άνώτερη ή μέση έκπαίδευση) τών προαστίων τών μεγάλων πόλεων άρχίζει νά άνησυχεΐ γιά τό μέλλον του (άνεργία, εύκαιρίες έξέλιξης, είκόνα τών ΗΠΑ στίς άλλες χώρες κλπ.) ένώ συγχρό νως βομβαρδίζεται άπό τά μέσα ένημέρωσης καί τό διαφημιστικό κύκλω μα γιά τίς νέες τεχνολογίες. Τό τμήμα αύτό τοΰ πληθυσμού έχει έπίσης τήν εύκαιρία, στό σπίτι, στό έργοστάσιο, στό γραφείο, στό έργαστήριο, νά έρ θει σέ έπαφή μέ τούς ήλεκτρονικούς ύπολογιστές, τόν αύτοματισμό, τή φωτοσύνθεση, τίς νέες έπιτεύξεις στή βιοτεχνολογία καί τήν ιατρική. Ό λ α αύτά δμως προκαλοΰν σύγχυση, άμ-
οδηγος! 79 φιβολίες, νευρώσεις, πολλά έρωτηματικά. Τήν άναζήτηση λοιπόν μιας σύνθεσης τού όλου περίπλοκου νέου κόσμου καί τών νέων κατευθύνσεων, χωρίς όμως λεπτομέρειες καί συστη ματική άνάλυση, έρχεται νά καλύψει τό βιβλίο τοΰ Α.Τ. Τό νά γενικεύσεις, φυσικά, μιά τάση (τό μπέστ-σέλερ) σέ μιά κοινωνία τόσο περίπλοκη όσο οί ΗΠΑ είναι άρκετά δύσκολο, άν δχι άκατόρθωτο. Ή άποψη αύτή είναι καθαρά προσωπική έκτίμηση καί προέρχεται άπό προσωπικές έμπκρίες. Οί κριτικές γιά τό βιβλίο τοΰ Α.Τ. άναφέρονται στά πιό ύπεύθυνα περιο δικά βιβλιοκριτικής: Τό New York Review o f Books (A. Hacker, Up for Grabs, 30.4.1981) κά νει μιά σύντομη παρουσίαση τοΰ βι βλίου τοΰ Α.Τ., χωρίς κριτική, άνάμεσα σέ άλλα 7 βιβλία μελλοντικής πορείας τών ΗΠΑ. Είναι παράδοξο δτι τό μπέστ-σέλερ τοΰ 1980 βρίσκει τόσο μικρή άπήχηση στό πιό έγκυρο περιοδικό βιβλιοκριτικής στίς ΗΠΑ. Στό Times Literary Supplement (31.10.1980), τό πιό σοβαρό περιοδι κό βιβλιοκριτικής στήν ’Αγγλία, ό J. Naughton (έπιμελητής τής Σχολής Τεχνολογίας τοΰ ’Ανοικτού Πανεπι στημίου) άπορρίπτει τό περιεχόμενό του καταλήγοντας: «...Ό φαινομενι
κός σκοπός του νά διευρύνει τούς διανοητικούς όρίζοντες τοΰ άναγνώστη καί νά τόν πείσει νά άγκαλιάσει τίς άλλαγές πού προτείνει ό συγγρα φέας άλλοιώνεται άπό τό έπαναλαμβανόμενο, παραγεμισμένο μέ πληρο φορίες καί βαρύγδουπο στύλ τοΰ βι βλίου. Τό Τρίτο κύμα καταφέρνει νά δώσει δλο καί πιό λίγα, δσο ύπόσχεται πιό πολλά. Κάνει τό λάθος νά πα ρερμηνεύει τή ρητορική ύπερβολή καί φαντασία μέ τήν πνευματική ύπερένταση, καί μοχθεί κάτω άπό τήν αύταπάτη δτι, τό "γιά παράδειγμα” είναι τό ίδιο πράγμα ώς ή άπόδειξη. Δέν έχει (τό βιβλίο) οΰτε γοητεία οΰτε εύστροφϊα πνεύματος. Θά μπορού σε νά είχε γραφτεί άπό έναν ήλεκτρονικό ύπολογιστή». Ή βιβλιοκριτική στόν New Scien tist (D. Gould, 23.10.1980) είναι έπίσης άρνητική. Τό πιό χαρακτηριστι κό έπίθετο είναι «μυωπικό» (Toffler doesn Ί call his visionary Third Wave society Utopia. H e calls it mPractopia». I call it myopia). Ούδέν σχόλιον. Ή μετάφραση τοΰ Τρίτου κύματος άπό τόν Ε. Μπαρτζινόπουλο, πού εί ναι γνωστός γιά παλιότερες έργασίες του, είναι άρκετά έπιτυχής, λιτή καί εύπαρουσίαστη, γιά ένα τόσο δύσκο λο βιβλίο, μέ δύσκολη όρολογία,
καλυμμένη απόπειρα πνευματικού βιασμού Πιστεύουμε δτι ή έθνική άνεξαρτησία δέν μπορεί νά έπιτευχθεΐ παρά διά μέ σου τής πνευματικής άνεξαρτησίας. Καμιά μεγάλη άλλαγή, κανένα άπελευθερωτικό κίνημα δέν έγινε χωρίς προηγούμενα νά ώριμάσει στή σκέψη τών άνθρώπων. Είναι μιά άλήθεια πα σίγνωστη. Ό σ ο ι έπιδιώκουν νά κυ ριαρχήσουν πάνω στούς άνθρώπους, προσπαθούν νά κυριαρχήσουν πρώτα πάνω στή σκέψη τους· γιατί —τό ξέ ρουν καλά—ή κυριαρχία μέ τή βία εί ναι πρόσκαιρη δταν τό πνεύμα είναι έλεύθερο. Προστατεύουμε τόν έθνικό μας χώρο άπό τίς παραβιάσεις· έχουμε δμως άνοιχτές τίς πύλες γιά τίς πνευ ματικές παραβιάσεις. Έ να πλήθος βι βλία, κυρίως γιά νέους, εισάγουν μιά Ιδεολογία τελείως άντίθετη πρός τήν ιδεολογία τής άλλαγής. Θεωρούμε προδοσία, καί πολύ σωστά, τήν παρά
δοση τοΰ «πατρίου έδάφους»· ή άνεμπόδιστη δμως καί χωρίς μάχη παρά δοση τοΰ πνεύματος, πώς μπορεί νά χαρακτηρισθεΐ; Οί πνευματικοί εισβολείς δέν άντιμετωπίζονται μέ τή βία άλλα μόνο μέ πνευματικά μέσα. Ό χ ι μέ τή λογοκρι σία καί τήν άπαγόρευση, άλλά μέ τόν έλεύθερο πνευματικό άντίλογο. Γι' αύτό μέ εύχαρίστηση δέχθηκα, δταν μοΰ προτάθηκε, νά κάνω τήν κριτική παρουσίαση τοΰ βιβλίου τοΰ Ά λ β ιν Τόφφλερ: «Τό τρίτο κύμα». Ή μεγάλη τέχνη τοΰ βιαστή τοΰ άνθρώπινου πνεύματος είναι νά μήν έπιχειρεΐ τό βιασμό άνοιχτά καί άπροκάλυπτα —τότε θά γινόταν άπωθητικός καί δέν θά διαβαζόταν— άλλά νά βρει καλυμμένους τρόπους γιά τό σκοπό αύτό. Παραδείγματα: ό Τόφ φλερ δέν ύμνεί τό φασισμό· έπικρίνει δμως τή δημοκρατία καί τήν άρχή
Άλβιν Τόφφλερ σύνθετες λέξεις καί καινοτομίες στό ΰφος. 'Υπάρχουν όρισμένα λάθη καί παραλείψεις, άλλά στό σύνολό της ή μετάφραση στέκεται στά δυό της πό δια. Θεωρώ δμως σημαντικό μειονέ κτημα τής έλληνικής έκδοσης τήν παράλειψη 70 σελίδων σημειώσεων καί βιβλιογραφίας, πού έδιναν έπιχειρήματα στό περιεχόμενο καί άρκετή πληροφόρηση στόν άναγνώστη γιά τήν πηγή τών στοιχείων πού χρησι μοποιεί ό συγγραφέας. Θ Α ΝΑ ΣΗΣ ΒΑΛΑΒΑΝΙΔΗΣ
τής πλειοψηφίας· δέν κατηγορεί τό σοσιαλισμό, θεωρεί δμως χρεωκοπημένα δλα τά κοινωνικά συστήματα· άγνοεΐ τήν πάλη τών τάξεων καί τή χωνεύει μέσα στήν «παντοδύναμη» σύγκρουση τών κυμάτων· έπικρίνει τό θεσμό τής έταιρείας καί έξυμνέΐ τίς πολυεθνικές έταιρεϊες. ’Ακόμα καί ό έντυπωσιακός του τί τλος «Τρίτο κύμα» (άς μήν ξεχνοΰμε «τό ένατο κύμα» τοΰ Έ ρεμπουργκ) εί ναι παραπλανητικός. Υ ποδηλώνει τήν πολύ γνωστή μας ήλεκτρονική ή μεταβιομηχανική έποχή. «Πρώτο κύ μα» όνομάζει τήν άγροτική έπανάσταση (γνωστή στήν κοινωνιολογία ώς φεουδαρχική) καί «δεύτερο κύμα» τή βιομηχανική έπανάσταση (γνωστή ώς άστική). Πολύ γνωστά δλα αύτά· ή άλλαγή είναι στήν ταμπέλα. Μετά άπό τόν τίτλο, όδεύουμε άπό τό γνωστό στό γνωστότερο. ’Η περι γραφή τών δύο πρώτων κυμάτων δέν προσφέρει τίποτα τό νέο, στόν λίγο ένημερωμένο άναγνώστη, γιά τό πα ρόν πού ζεΐ καί γιά τό παρελθόν πού διάβασε ή πληροφορήθηκε. Ό λ α δσα είναι γραμμένα στίς 147 πρώτες σελί δες θά μπορούσαν νά συνοψισθοΰν
8 0 /ούηγος στή λιτή καί έπιγραμματική διατύπω ση τού μαρξισμού γιά τή σχέση βά σης καί έποικοδομήματος. Αύτή τή σχέση —χωρίς βέβαια νά τήν όνομάζει πουθενά— τήν άναπτύσσει μέ μιά σχολαστική λεπτομέρεια, έξετάζοντας δλους τούς τομείς τής κοινωνι κής, πολιτικής, οίκονομικής καί ήθικής ζωής των Ανθρώπων. ’Ακολουθεί τό «τρίτο κύμα» καί τό συμπέρασμα, άλλες 370 σελίδες, στίς όποιες, στηριζόμενος στήν ίδια σχέ ση βάσης καί έποικοδομήματος —χω ρίς πάλι νά Αναφέρει—, κατευθύνει τις μελλοντολογικές του προβλέψεις έκεΐ δπου αύτός θέλει ή δπου θέλει τό κα τεστημένο. Καταργεί τά έργοστάσια καί τά Αν τικαθιστά μέ τήν έργασία στό σπίτι, τό ήλεκτρονικό σπίτι. Συνέπεια αύτοΰ, ή κατάργηση τής πυρηνικής οι κογένειας (έτσι όνομάζει τή σημερινή μορφή τής οικογένειας) καί ή δη μιουργία τής διευρυμένης οικογέ νειας, δπως περίπου ήταν καί στήν περίοδο τού πρώτου κύματος. Ά λ λ η συνέπεια, ή Αλλαγή στήν ψυχολογία τών Ανθρώπων, στήν έννοια τής Αγά πης, στήν ήθική, στίς σεξουαλικές σχέσεις κτλ. Στόν τομέα τής οίκονο μικής όργάνωσης βλέπει τήν κρίση τής έταιρείας (σελ. 282) καί τήν Αντι κατάστασή της Από ένα νέας μορφής οικονομικό θεσμό (σελ. 292). Πολύ δέ πιό πέρα, στή σελ. 369, μάς Αποκα λύπτει δτι ό θεσμός αύτός είναι ή πο λυεθνική έταιρεία καί έκθέτει τά πλεονεκτήματά της. Στόν τομέα τής πολιτικής μάς πλη ροφορεί δτι ό πολιτισμός τού τρίτου κύματος δέν μπορεί νά λειτουργήσει μέ τήν πολιτική δομή τού δεύτερου κύματος (σελ. 460). Καί συνεχίζει μέ μιά έπίθεση ένάντια στή δημοκρατία: «Ζούμε μιά καταλυτική κρίση δχι τής μιας ή τής άλλης κυβέρνησης Αλλά τής ίδιας τής Αντιπροσωπευτικής δη
. Μ ·
μ
> 0
μοκρατίας σ’ δλες της τίς μορφές» (σελ. 461). Ή έπίθεση συνεχίζεται καί ένάντια στήν Αρχή τής πλειοψηφίας: «Κατά συνέπεια δ χι μόνο δέν Ανταποκρίνεται πιά στήν πραγματικότητα ό κανόνας τής πλειοψηφίας σάν νομο θετική Αρχή, Αλλά δέν είναι καί Αν θρωπιστικός ή δημοκρατικός σέ κοι νωνίες πού εισέρχονται στό τρίτο κύ μα» (σελ. 492). Προβλέπει καί διατυ πώνει τήν Ασαφή, Ακαθόριστη καί συγκεχυμένη έννοια μιάς διευρυμένης δημοκρατίας μέ συμμετοχή τής μειοψηφίας. Γιατί πιστεύει δτι στόν παράδεισο τού τρίτου κύματος, δπως τόν περιγράφει, οί φτωχοί θά Αποτε λούν τή μειοψηφία. Προβλέπει Ακόμα τή διάλυση τών έθνών, καί γι’ αύτό θεωρεί άναχρονιστικά τά έθνικοαπελευθερωτικά κινήματα στήν Αιθιο πία, τίς Φιλιππίνες καί Αλλού. Οί διαπιστώσεις του γιά τήν τοξι κομανία, πού είναι ή συνέπεια τής κα τάρρευσης τού δεύτερου κύματος (σελ. 438), μάς βρίσκουν σύμφωνους. Ό π ω ς καί δτι «'Η Αγωνία, ή κοινωνι κή Απομόνωση, ή Αποπροσωποποίηση, ή έλλειψη δομής καί τό αίσθημα Ανυπαρξίας κάποιας Αξίας στή ζωή είναι συμπτώματα τής παρακμής τού παρελθόντος» (σελ. 445). Τό ίδιο συμφωνούμε καί στά περισσότερα σημεία τής κριτικής του γιά τό δεύτε ρο κύμα. Στό τόσο σχολαστικά λεπτομερεια κό βιβλίο τών 518 σελίδων δέν βρί σκει μιά λέξη νά πει ή νά κάνει μιά πρόβλεψη γιά τό σημαντικότερο ζή τημα, πού είναι ή ιδιοκτησία. Συμπε ραίνει κανείς δτι ή μόνη άμετάβλητη καί άμετακίνητη έννοια είναι αύτή. Οί κοινωνικές συγκρούσεις, γιά τόν Τόφφλερ, δέν είναι μεταξύ τάξεων άλλά μεταξύ κυμάτων. Σήμερα, γράφει στή σελ. 510, ή σημαντικότερη πολιτική σύγκρουση δέν είναι άνάμεσα σέ πλούσιους καί
Τό ζήτημα δέν είναι μόνο νά διαβάζετε «ΑΝΤΙ» άλλά νά μπορείτε ν’ άνατρέχε,τε' σ’ αύτό σταθερά. • Τό καλύτερο δώρο γιά σάς καί τούς φίλους σας: • Ένας πανόδετος τόμος τού περιοδικού «ΑΝΤΙ»
φτωχούς, καπιταλιστές καί κομουνι στές. Είναι, λέει, άνάμεσα σ’ αύτούς πού προσπαθούν νά διατηρήσουν τή βιομηχανική κοινωνία καί σέ κείνους πού είναι έτοιμοι νά προχωρήσουν πέρα άπό αύτήν. Ή κοινωνική Αλλα γή είναι γιά τό συγγραφέα ύπόθεση διαίσθησης καί όραματισμοΰ τού μέλ λοντος. «Στήν Εύρώπη τού 19ου αιώ να, πολλοί στοχαστές, έπιχειρηματίες, πολιτικοί καί κοινοί άνθρωποι είχαν σχηματίσει μιά σαφή καί βασι κά σωστή εικόνα τού μέλλοντος. Διαισθάνονταν πώς ή Ιστορία βάδιζε στόν άπόλυτο θρίαμβο τής έκβιομηχάνισης κτλ. Αύτή ή σαφήνεια τού δράματος είχε άμεσα πολιτικά Αποτε λέσματα. Κόμματα καί πολιτικές κι νήσεις κατάφεραν νά προσαρμοσθοΰν Ανάλογά πρός τό μέλλον» (σελ. 30-31). Καί τό Αποκορύφωμα: «Ή έπανάσταση τού 1917 στή Ρωσία ήταν ή σύγκρουση άνάμεσα στίς δυ νάμεις τού πρώτου καί τού δεύτερου κύματος» (σελ. 41). Έ τσ ι δλα γίνονται Ανώδυνα κύμα τα. Καί τό σύστημα, μεταλλαγμένο, μά Αναλλοίωτο ώς πρός τίς σχέσεις ιδιοκτησίας, ζεί καί βασιλεύει. «Λύκος είναι μπέη μου», λέει έν τρομος ό χωρικός. « Ό χι βρέ μπουνταλά· Αρνί είναι» Απαντά ό μπέης. Σήμερα δέν μπορεί κανένας μπέης νά μάς πείσει δτι ό λύκος είναι Αρνί. Πέρασαν έξάλλου 140 χρόνια Από τό τε πού κάποιος είπε δτι οί Αναπτυσ σόμενες παραγωγικές δυνάμεις έρ χονται σέ σύγκρουση μέ τίς ύπάρχουσες παραγωγικές σχέσεις, τίς συν τρίβουν καί δημιουργούν νέες. Ά π ό αύτή τή συντριβή δέν θά μπορέσει νά ξεφύγει τό δεύτερο κύμα, έστω καί μεταμφιεσμένο σέ τρίτο. A. Κ. ΝΑΣΙΟΥΤΖΙΚ
σμα
ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ
ΤΩ Ν Η Σ Σ Π Η Τ Ε ΡΗ Σ
Κυκλοφορεί ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΝΙ ΚΟΛΑ ΙΔΗ
Επιλογή Α'
όύοιιΑ ι me ί'ΐΙιΙιιιίΓκ; ροιριυήξ mil 19ουuni 20ουιιίιΐιπι
Ποιήματα ★
'Ανθρώπων έξ ανθρώπων Διηγήματα ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
82/συνβντευξη
Κώστας Ζουράρης: Γενικά, είμαστε γενίτσαροι... Ό πολιτειολόγο'ς Κώστας Ζουράρης, καθηγητής πολιτικών έπιστημών, κ α ί ειδικότερα τής ιστορίας τής πολιτικής σκέψης, σέ γαλλικό πανεπιστήμιο, μέλος τής Συντακτικής ’Ε πιτροπής του περιοδικού « Ό Πολίτης», είναι ένα πρόσωπο Αμφιλεγόμενο. Τά κείμενά του ξεσηκώνουν, σχεδόν πάντοτε, άπό τή μιά θύελλα Αντιρρήσεων κι άπό τήν άλλη κα ταιγισμό έπιδοκιμασιών... Στις σελίδες πού Ακολουθούν ό Κ. Ζουράρης έκθέτει τίς ένδιαφέρουσες Απόψεις του γιά τή νεοελληνική κουλτούρα στή συνεργάτριά μας Νατάσα Χατζιδάκι.
Κύριε Ζουράρη, μιά καί δίνετε συνέντευξη σ’ ένα περιοδικό σάν τό «Διαβάζω», ποιά νομίζε τε πώς είναι ή σχέση τοΰ έλληνικοϋ άναγνωστικοΰ κοινού μέ τό βιβλίο, τόν έντυπο λόγο; ΕΠΕΙΔΗ άκριβώς τό «Διαβάζω» άπευθύνεται σ’ ένα κοινό πού θέλει νά διαβάζει, καί τό ίδιο τό περιοδικό δέν έχει άλλο λόγο ύπάρξεως άν δέν κατευθύνει τό άναγνωστικό κοινό σέ έκδοχές διαβάσματος... άνάλογα... λογοτεχνικές, πολιτικές, κοινωνικές κλπ., ή θελα άκριβώς νά έπισημάνω τή μεγάλη αύτή σύγχυ ση πού ύπάρχει στην Ελλάδα στό θέμα τοΰ άναγνωστικοΰ κοινού καί των βιβλίων πού τοΰ προσφέρονται. Δηλαδή ύπάρχει σύγχυση στόν έκδοτικό χώ ρο, στό τί έκδίδεται, τί μεταφράζεται καί τί κυκλοφορεί... ...ΚΑΙ τ ί είσπράττεται βετά άπό μάς, άπό τούς άναγνώστες. Γιατί αύτά τά πράγματα πάνε μαζί. Νομίζετε πώς ύπάρχει σύγχυση καί σ’ δ,τι γράφουν οί έλληνες συγγραφείς; ΚΙ αύτό συμβαίνει, άλλά έδώ θά περιοριστώ στόν δι κό μου χώρο, δπου μπορώ νά μιλήσω μέ κάποια γνώση τοΰ πράγματος, δηλαδή στίς κοινωνικές έπιστήμες. Δέν θά έπεκταθώ καθόλου στή λογοτεχνία, διότι είμαι κι έγώ ένας άναγνώστης κι έκεΐ πιά έχω
τίς προσωπικές μου άπόψεις. Γιά νά έπιστρέψω λοι πόν στό θέμα τής σύγχυσης, πιστεύω δτι τό πρώτο στοιχείο της είναι αύτός ό βομβαρδισμός, ή πλημμυ ρίδα έντυπου χαρτιού πού μάς πανικοβάλλει καί τά χάνουμε, ένώ είναι όλοφάνερο πώς άκόμη καί οί προσμίξεις πού έρχονται άπ’ έξω, αύτές οί γόνιμες συνευρέσεις, άποδίδουν, άπό άποψη γραπτού λόγου, πολύ λίγες σελίδες. Θά πρέπει λοιπόν κανείς νά δια βάζει μόνιμα τούς κλασικούς. Στόν τομέα τών έπι στημών τοΰ άνθρώπου αύτή τή στιγμή πάσχουμε άπ’ αύτό πού κάποτε έχω γράψει, τό σύνδρομο τοΰ γενίτσαρου. Δηλαδή; ΕΜΕΙΣ, έπειδή είμαστε τώρα πιά μιά μικρή χώρα κι έπειδή ύποχρεωτικά —τό λέει κι ό Σεφέρης— δέν μπορεί νά γίνει άλλιώς, άπό ξένες προσμίξεις θά πά ρουμε αύτά πού χρειαζόμαστε γιά τίς επιστήμες, τίς άναφορές μας κλπ., κλπ. Τί γίνεται δμως; Ό τα ν αύ τά τά παίρνουμε έπειδή δέν μπορούμε νά κάνουμε διαφορετικά, δέν έχουμε πιά αύτή τήν εύθυκρισία ή όποια θά μάς έπιτρέψει νά κάνουμε δυό πράγματα: Νά δοΰμε τί πραγματικά είναι πρωτότυπο καί χρήσι μο καί έπομένως τί είναι ξαναειπωμένο καί δεύτερον τί έχει σχέση μέ τά δικά μας χαρακτηριστικά, δηλα δή τά έλληνικά χαρακτηριστικά. Λοιπόν αύτή τή στιγμή, στό δικό μου χώρο, τών κοινωνικών έπιστη μών, ύπάρχει τό φαινόμενο τής γενικευμένης άκρισίας. Αύτή τή στιγμή δέν ύπάρχει έλληνας έπιστήμων στίς κοινωνικές έπιστήμες, έλληνας διανοούμέ-'
συνεντ€υξη/83 τούς ’Αφρικανούς τούς όποίους έχω. Σκέψου νά τούς διδάξεις Χέγκελ καί νά τόν πάρουν στά σοβα ρά. Καί τόν παίρνουν στά σοβαρά, γιατί δέν μπο ρούν νά κάνουν διαφορετικά. Πόσοι όμως πάνε έξω νά σπουδάσουν; ΟΛΟΙ. Δηλαδή αύτή τή στιγμή ή λεγάμενη κλάση ήλικίας πανεπιστημιακού έπιπέδου περνάει κατά τόν α' ή βν τρόπο άπό τό έξωτερικό, είτε κάνοντας τό πρώτο έτος στήν ’Ιταλία, είτε τό τελευταίο, είτε ώς έπαγγελματίες έπιστήμονες μετά, όλοι περνάνε ύπο χρεωτικά άπό τό έξωτερικό. Κι άν δέν περάσουν μέ τό σώμα τους, φυσικά δηλαδή, περνάνε μετά μέ τήν άνάγνωση, γιατί όλοι οί έπιστήμονες λίγο-πολύ ένημερώνονται, διαβάζουν άντίστοιχα περιοδικά κτλ. Καί όπωσδήποτε δλοι όσοι γράφουν. Καί μετά τί συμβαίνει; Μένουν στά ξένα πα νεπιστήμια πού τούς άπορροφοΰν. ΟΧΙ, όχι δλοι. Γιατί οί περισσότεροι είναι έπαγγελ ματίες πού έπιστρέφουν καί μπαίνουν κατευθείαν στήν παραγωγή.
νος πού νά μήν πρέπει νά περάσει ύποχρεωτικά άπό τό.έξωτερικό. "Αν δέν περάσει είναι μειωμένης άξιοπιστίας. Καί καλώς θά είναι. Είναι άδύνατον νά μεί νεις στήν Ελλάδα αύτή τή στιγμή. Ε κτός βέβαια άπό ένα ταλέντο. Ό τα ν λέτε νά περάσει άπό τό έξωτερικό, νά σπουδάσει; ΓΙΑ μεταπτυχιακές σπουδές. Αύτό πού λέμε μετα πτυχιακές σπουδές καί νά μελετήσει συγγραφείς τοΰ κλάδου του. Λοιπόν τί γίνεται; Ό τα ν έμεΐς ξεκινάμε δεκαοχτώ χρονών άπό τό σχολειό μας, τό κακό έλληνικό σ χό λ ιό πού δέν σοΰ έχει δώσει μιά ραχοκοκαλιά, ή δταν βγεις είκοσιτριών χρονών, τό ίδιο εί ναι περίπου, έχοντας κάνει ένα πανεπιστήμιο πού ψάχνει τόν έαυτό του, καί πας σέ μιά χώρα, σ’ έναν πολιτισμό δομημένο, συγκροτημένο, πού ξέρει τόν έαυτό του κι ένδιαφέρεται γιά τά συμφέροντά του... Καί πού τείνει νά σέ άφομοιώσει... ΔΕΝ ένδιαφέρεται νά σέ άφομοιώσει. Σοΰ παρέχει διδασκαλία. ’Εσύ δέν πήγες νά τοΰ ζητήσεις διδα σκαλία; Σοΰ παρέχει λοιπόν διδασκαλία. Δέν ένδιαφέρεται νά δει τήν ταυτότητά σου καί τό πρόσωπό σου καί ποιος είσαι έσύ καί τί γυρεύεις. Ό π ω ς έγώ πού διδάσκω σέ ξένο πανεπιστήμιο, παρέχω μιά άπρόσωπη παιδεία κάθε χρόνο σέ δεκαεφτά έθνικότητες. Κι έχω βαθύτατη επίγνωση της πολιτιστικής άσυναρτησίας στήν όποία μπορώ νά όδηγήσω ειδικά
Μερικοί άπό δσους έπιστρέφουν μπαίνουν στά πανεπιστήμια. Δέν μεταδίδουν αύτά πού πήραν άπ’ έξω; ΝΑ σάς πώ τί γίνεται. Στήν Ελλάδα αύτή τή στιγμή γίνεται κάτι σάν τά έκθετήρια ή τίς έταζέρες στά σούπερ μάρκετ. Έ ά ν π.χ. τό διδακτικό προσωπικό τής τάδε πανεπιστημιακής σχολής άποτελεϊται άπό είκοσι καθηγητές, προφανώς αύτοί οί είκοσι καθηγη τές προέρχονται άπό είκοσι διαφορετικά πανεπιστή' μια τοΰ έξωτερικοΰ. Ούσιαστικά ό καθένας καταθέ-
«εϊναι παράδοξο νά ζητάς άπό τούς ξένους νά σοΰ πουν ποιος είσαι»
τει τή διδακτορική του διατριβή καί άλλος τήν έχει κάνει μέ "Αγγλο, άλλος μέ Γερμανό καί άλλος μέ Γάλλο καί γίνεται έτσι μιά ρώσικη σαλάτα άπερίγραπτη, ή όποία ούδέποτε μπορεί νά συνθέσει τίποτα, διότι αύτά τά «ύλικά» δέν συντίθενται. ’Απλώς ξανασπρώχνουν τούς σπουδαστές έ ξω... ... Η ΑΝΑΠΑΡΑΓΟΥΝ αύτή τήν ίδια άσυναρτησία. Τό δέ άλλο χαρακτηριστικό είναι δτι, έπειδή έμεΐς διαμορφωνόμαστε σέ μιά πολύ τρυφερή ήλικία, συ
8 4 /συνέντευξη νήθως δέν έχουμε τά διανοητικά έργαλεΐα γιά νά κρίνουμε τί πρέπει νά πάρουμε καί τί ν’ άφήσουμε. Καί δταν είμαστε σέ θέση νά τό κάνουμε, είναι άδύνατο, γιατί δέν μπορούμε ν’ άνασκευάσουμε δ,τι μας έκανε άνθρώπους. Είναι πολύ άργά στά σαράντα σου νά πεις δτι άπ' αύτά πού ξέρεις τά μισά είναι γιά πέταμα. Καί τό τρίτο στοιχείο είναι δτι ένώ δλοι μας, άριστερά, δεξιά, δ,τι ύπάρχει τέλος πάντων στην Ελλάδα, κανένας δέν διαφωνεί, νομίζω, πώς αύτός ό τόπος πρέπει νά διατηρηθεί, νά ύπάρχει μιά έλληνικότητα, νά παραμείνουμε Έλληνες κτλ. κτλ. ’Αλλά κανένας δέν ξέρει τί νά βάλει σ’ αύτό τόν δρο. Διότι είναι πολύ δύσκολο, θά έλεγα είναι καί παρά δοξο νά ζήτας άπό τούς ξένους νά σου πουν ποιος είσαι. Διότι αύτό γίνεται. Διότι αύτή τή στιγμή, μέ τά χάλια πού έχει ή έλληνική παιδεία καί παρόλο πού κοπτόμεθα ύπέρ τής αύτονομίας, δτι είμαστε πε-
«σέ πέντε χρόνια δέν θά μπορεί κανείς νά διαβάζει ούτε Μακρυγιάννη οΰτε Παπαδιαμάντη» ριφέρεια τοΰ κέντρου ή τό κέντρο τής περιφέρειας καί διάφορα τέτοια ή τοΰ Έλληνος ό τράχηλος ζυ γόν δέν ύποφέρει, γενικά είμαστε γενίτσαροι. Είμα στε δηλαδή δ,τι διαμορφώνουν οί σπουδές μας καί οί άναγνώσεις μας στό έξωτερικό. Καί μόνο περι πτώσεις όριακές ή περιπτώσεις ίδιοφυεΐς προσπα θούν νά ψάξουν τήν έλληνική ταυτότητα —καί συ νήθως βέβαια δέν άνήκουν στό χώρο τών επιστημό νων αύτοί, αύτοί συνήθως άνήκουν στό χώρο τής τέχνης. Λοιπόν, άποτέλεσμα, δταν λέμε δτι θέλουμε νά κάνουμε έλληνικό πανεπιστήμιο καί έλληνική παιδεία, δρα καί έλληνικό άναγνωστικό κοινό, δέν ξέρουμε τί θέλουμε. Νά σας πώ ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, πού μοΰ έχει κάνει έντύπωση, άπό τούς άνθρώπους πού κάνουν ψυχανάλυση (διότι δλοι ψυχαναλίζονται, είναι μιά τρέχουσα συμπεριφορά πιά νά καταφεύγουμε δλοι στόν ψυχαναλυτή γιά τά προβλήματά μας, τά διλήμματά μας κλπ.): δλοι παρα πέμπουν στό ψυχαναλυτικό σύστημα τό δυτικό, πού ξεκινάει άπό τόν Φρόυντ καί τούς έπιγόνους του. Καί άπό τούς Έ λληνες ούδείς ένδιαφέρεται νά ξέρει δτι στό «Περί ψυχής» τοΰ Πλάτωνα ύπάρχει έν πάση περιπτώσει όλόκληρη θεωρία περί ψυχαναλύσεως. Λοιπόν αύτό συνιστά πλήρη άποδιάρθρωση τής έλληνικής ταυτότητας. Διότι πας καί ζήτας άπό ένα σύστημα νά σοΰ δώσει λύσεις (τό όποιο είναι αύτό πού είναι: έχει μιά έβραιοαστική προέλευση, ξεκίνη σε στή Βιέννη τοΰ τέλους τοΰ 19ου αιώνα καί διαπνέεται άπό μιά άντίληψη περί γενικής ένοχής τοΰ γενετήσιου ένστικτου κτλ., κτλ.), αύτά τά όποια στήν Ελλάδα δέν συνέβαιναν έτσι... Ό π ω ς έπίσης τό θέμα τής ταυτότητας έχει νά κά
νει καί μέ μιά άλλη ίστορία: άπό ποΰ προερχόμαστε έμεϊς οί νέοι, οί σύγχρονοι Έλληνες. Δηλαδή αύτή τή στιγμή δλοι άναφερόμαστε στό Μακρυγιάννη καί στόν Παπαδιαμάντη. ’Αλλά σέ πέντε χρόνια δέν θά μπορεί κανείς νά διαβάζει οΰτε Μακρυγιάννη οΰτε Παπαδιαμάντη. Πρώτον διότι τό σχολείο δέν διδά σκει πλέον τήν ένιαία έλληνική γλώσσα, τό έλληνι κό γυμνάσιο καί τό έλληνικό λύκειο οΰτε, μέ τήν έτυμολογία τής άρχαίας, τής μεσαιωνικής καί τής νεότερης έλληνικής, μέ τίς διαλέκτους καί τίς ίδιογλωσσίες, άλλά άρχίζει, τείνει νά διδάξει (δν διδάξει) ένα άπερίγραπτο λαπά αύτής τής κοινής, τής καθο μιλουμένης καί έκφερόμενης άπό τήν τηλεόραση καί μόνο —άλλά, δταν τήν όμιλεί ό τηλεπαρουσιαστής σημαίνει δτι σέ δέκα χρόνια θά τή μιλούν δλοι οί Έλληνες. Έ τσι; Λοιπόν καί σέ δέκα χρόνια αύτές οί ρίζες οί όποιες έχουν νά κάνουν μέ τήν παράδοση τοΰ μεσαιωνικοΰ έλληνισμοΰ, άπ’ δπου βγήκε ή νεό τερη Ελλάδα, δέν θά ύπάρχουν. Δηλαδή αύτή ή γλώσσα δέν θά είναι κατανοητή στά παιδιά μας. Εί ναι όλοφάνερο. Εμένα μοΰ είπε παιδί δεκαπέντε χρονών δτι δέν μπορεί νά διαβάσει Παπαδιαμάντη. Λοιπόν, τί λέμε ξαφνικά δτι ό Παπαδιαμάντης είναι ό πατριάρχης; Δηλαδή, κατά τή γνώμη σας, σάν λαός τεί νουμε άργά άλλά σταθερά πρός τήν έξαφάνιση; Μαζί μέ τή γλώσσα μας; ΒΕΒΑΙΩΣ. Καί τό θέμα είναι τό έξής: Δέν έχω κανέ να πρόβλημα έγώ, νομίζω καί δλοι μας. Συμφέρει ή δέν συμφέρει; Υ πάρχει κανένας λόγος νά παραμεί νουμε, καί ποιος; Αύτό βέβαια είναι άλλο θέμα, πού νομίζω δέν μάς ένδιαφέρει έδώ, άλλά λέω τό έξής: δτι έάν οί Έλληνες ένδιαφέρονται άκόμη νά διαβά ζουν τόν έαυτό τους, καί νά διαβάζουν έλληνικά, καί νά διαβάζουν γόνιμα, αύτό πού πρέπει ύποχρεωτικά νά διδαχτούν άπό τό έξωτερικό είναι δτι πρέπει ν’ άποκτήσουν ραχοκοκαλιά. Διότι ή παραγωγή τών έγκύρων διανοητών, πού είναι οί έπιστήμονες καί πού είναι οί λόγιοι, γίνεται στό έξωτερικό. Καί δέν γίνεται κάν άπό ένα κέντρο. Θά είχε μιά ένδιαφέρουσα συνοχή δν γινόταν μόνο άπό τήν ’Αμερική, μόνο άπό τή Γαλλία ή τήν ’Αγγλία. Νομίζω πώς οί περισσότεροι προέρχονται άπό τή Γαλλία. ΟΧΙ. Τώρα, μόνο άπό τήν ’Αμερική πιά. Εύτυχώς άλλωστε. ’Αλλά αύτό είναι τό ένα θέμα. Τό άλλο θέ μα είναι δτι δταν ένας νέος ή σχετικά νέος —σκέφτο μαι π.χ. τόν μέσο άναγνώστη τοΰ «Διαβάζω»— προ σπαθεί νά διαβάσει γιά τήν, αύτό πού λένε, γενικότερή του παιδεία, δέν έχει κάποιο μίτο σύμφωνα μέ τά ένδιαφέροντά του. Διότι τό μέν σχολείο δέν μπόρεσε νά τοΰ πει ποιά είναι τά σημαντικά έργα ή τά λιγότε ρο σημαντικά, άπό ποιά πρέπει νά περάσεις ύπο χρεωτικά καί ποιά πρέπει ν’ άφήσεις, κι αύτή τή στιγμή ή έκδοτική δραστηριότητα στήν Ελλάδα, ή
συν€ντ€υξη/85 όποια γίνεται όπως νά ’ναι, άνάλογα μέ τίς άνάγκες του έκδοτη καί τίς δυνατότητές του —ή τήν άθλια άμειβόμενη μεταφραστική έργασία, ή όποια κατ’ άνάγκην δέν μπορεί παρά νά δώσει ύποπροϊόντα— ρίχνει συνεχώς στήν άγορά μιά σωρεία προϊόντων τά όποια κανένας δέν μπορεί νά έλέγξει: βιβλιοκρι σία δέν ύπάρχει, βιβλιογραφία πάλι δέν ύπάρχει καί δημιουργεΐται μόνιμα αύτή ή πλήρης άφασία μπρο στά στό έκδοτικό φαινόμενο, μπροστά στήν άνάγκη τής άναγνώσεως. Καί φαντάζομαι πώς δέν ύπάρχει έστω καί μιά μακροπρόθεσμη λύση πού μπορεί νά προταθεΐ... Η ΛΥΣΗ θά ήταν ίσως ένα καλό γυμνάσιο, κι ένα καλό πανεπιστήμιο μετά. Ό π ο υ θά μπορούσε νά βρεθεί μιά συναίρεση άνάμεσα στήν παιδεία τήν έπαγγελματική, τήν άνάγκη πού έχει δηλαδή ό κάθε κλάδος νά μαθαίνει αύτά πού μαθαίνει, καί τή γενική παιδεία. Κάποτε σέ μιά διάλεξη στό πολυτεχνείο εί πα στους φοιτητές δτι «έσεΐς έχετε άνάγκη τήν ποίη ση, είναι πολύ σημαντικό νά διαβάζετε ποίηση. Για τί στό κάτω κάτω αύτοί πού πάνε στή φιλολογία κά ποτε θά διαβάσουν ποίηση, γιατί πρέπει νά διδάξουν ποίηση. Έσεΐς όμως, καί λόγω τής μεγάλης σημα σίας πού έχετε σέ μιά σύγχρονη κοινωνία, γιατί εί στε μηχανικοί, άρχιτέκτονες, τεχνοκράτες, έσεΐς εί στε οί έπιστήμονες τού μέλλοντος, είναι πολύ ση μαντικό, έσεΐς νά έχετε μιά ταυτότητα έλληνική».
ΒΕΒΑΙΑ. Ή σιωπή. Ή σιωπή τών μέσων, διότι όποιαδήποτε προσπάθεια γιά νά βελτιωθούν αύτά τά μέσα είναι πραγματικά άφέλεια ή συνειδητή συνενο χή καί συμπαιγνία στή διεύρυνση αύτών τών όπτικοακουστικών τεράτων. Ή μόνη λύση, κι δχι μόνο γιά τήν Ελλάδα. Παραδείγματος χάριν, έπειδή διδά σκω στή Γαλλία, βλέπω: οί γάλλοι μαθητές μου —δέν μιλάω γιά τούς άφρικανούς καί τούς έλληνες— λοιπόν οί γάλλοι μαθητές μου δέν έχουν καμιά σχέ ση μ’ αύτό πού ήμουν έγώ πρίν άπό δεκαεφτά ή εί κοσι χρόνια καί οί συμμαθητές μου οί άντίστοιχοι οί όποιοι ξέρανε γαλλικά. Διότι οί σημερινοί Γάλλοι πού είναι δεκαοχτώ έτών δέν γνωρίζουν γαλλικά, δέν γνωρίζουν τόν γαλλικό τους πολιτισμό, διότι γνωρίζουν τά σήριαλ τής τηλεόρασης. Νά σιωπήσουν τά μαζικά μέσα, αύτό είναι μάλλον άδύνατο. Μάλλον σέ συνεχέστερο βομβαρδισμό θά προχωρήσουμε. 'Αλλά δέν ύπάρχει κάτι νά τούς άντιπαραταχθεΐ; ΤΙΠΟΤΑ. ’Απολύτως τίποτα. Έ σ τω ένα βιβλιαράκι, κανένα μυθιστόρημα. ΘΑ ύπάρχει βέβαια πάντα άναγνωστικό κοινό, άλλά είναι μεγέθη τώρα αύτά, δταν ξαφνικά σέ δέκα έκατομμύρια Ελλήνω ν θά ύπάρχουν πέντε χιλιάδες οί όποιοι θά διαβάζουν ένα καλό βιβλίο; Ό χ ι, αύτά εί ναι νησίδες. Αύτό δέν λύνει τό πρόβλημα. Ά ρ α λύ-
Πιστεύετε πώς ύπάρχει συνέχεια στόν τομέα των τεχνών, στήν ποίηση... ΝΑΙ, ύπάρχει βέβαια. Καί μεγάλη. Γιατί ή σύγχρο νη έλληνική ποίηση είναι όλοφάνερο δτι βγαίνει μέ σα άπό τήν έκκλησιαστική ποίηση. Δέν μπορεί νά διανοηθεΐ κανείς τήν ύπαρξη τού Έλύτη τού «"Αξιόν Έστί» ή τού Βρεττάκου στή «Λειτουργία κάτω άπό τήν ’Ακρόπολη», χωρίς τόν «’Ακάθιστο Ύμνο». Χω ρίς τόν «’Ακάθιστο Ύμνο», είναι άπλούστατο, δέν ύπάρχει Έ λύτης, δέν ύπάρχει Βρεττάκος. Δέν ύπάρχει Ρίτσος. Συμπέρασμα: Αύτοί πού λένε δτι αγα πούνε τήν έλληνική ποίηση καί λένε δτι δέν τούς ένδιαφέρει ή παιδεία ή θρησκευτική, κάπου ή δέν έ χουν συλλάβει τό πρόβλημα ή άπλούστατα ύποκρίνονται. Έ χω μιά κόρη, πρόκειται περί ένός ήμιαγρίου θηρίου, τό όποιο θά παραμείνει ήμιάγριο θη ρία μέ τήν έκπαίδευση πού θά πάρει άπό τήν Ε λ λά δα. Σέ δεκαπέντε χρόνια ή κόρη μου δέν θά μπορεί νά διαβάσει Έλύτη, διότι δέν θά μπορεί νά διαβάσει «’Ακάθιστο Ύμνο». Επειδή μιλήσαμε ήδη γιά τήν τηλεόραση καί τό λόγο πού έκπέμπεται άπ’ αύτήν, ήθελα νά τό γενικεύσω. Πιστεύετε δτι ύπάρχει κάτι πού μπορεί νά άντιπαραταχθεΐ στόν κυκεώνα τού λόγου τών μαζικών μέσων; Καί τών ήλεκτρονικών άλλά καί τού τύπου. Καί τί είναι αύτό;
«χωρίς τόν Ακάθιστο 'Ύμνο δέν ύπάρχει Έλύτης, ούτε Ρίτσος»
ση δέν ύπάρχει. Ό τα ν λέω νά σιωπήσει ή τηλεόρα ση, δέν έννοώ νά σιωπήσει έντελώς. Νά ύπάρξει μιά συμφωνία κυρίων καί νά σιωπά μιά φορά τήν έβδομάδα. Μπορούμε ν’ άρχίσουμε άπό κεΐ. Καί βέβαια τό έπιχείρημα δέν είναι τί θά κάνουν οί άνθρωποι καί οί γέροι στά άπομακρυσμένα χωριά. Έ κεΐ μπορείς νά τούς δώσεις βίντεο έκεΐνο τό βράδυ. Δηλαδή σέ μιά κοινωνία τού μέλλοντος ή λο γοτεχνία καί γενικά ό γραπτός λόγος θά έχει έξαφανιστεΐ, όπως καί τό γένος τών Ε λ λή νων;... ΣΤΗΝ Εύρώπη έμφανίζονται κάτι παρήγορα σημά δια... Υ πάρχει ένα παρήγορο σημείο έπιστροφής στήν άνάγνωση. Βέβαια πάντοτε μέ τά ίδια φαινόμε να. Ή άνάγνωση κι έκεΐ γίνεται είκή καί ώς έτυχε. Διότι καθένας πού έχει διαμορφωθεί άπό τά όπτικοα-
86! συνέντευξη κουστικά, διαβάζει αύτά τά όποια ταιριάζουν στήν έμβέλεια καί τή διανοητικότητά του. Σιγά σιγά καί ή άνάγνωση μετατρέπεται σέ όπτικοακουστική λει τουργία. Πάρτε τό φαινόμενο τής έφημερίδας «Έθνος». Οί διαστάσεις του είναι οί διαστάσεις τών 67 έκατοστών. Ή όλη άντιμετώπιση τής σελιδο ποίησης καί ή δημοσιογραφική άντίληψη, όπως τό νισε κι ό Λεωνίδας Λουλοΰδης σέ άρθρο του στόν «Πολίτη», ύπόκειται καί ύπακούει στούς νόμους τής τηλοψίας. Δηλαδή οί τίτλοι οί όποιοι τονίζουν ή συ νοδεύουν τή φωτογραφία, ή παράθεση τών γεγονό των σάν έναλλαγή διαφανείων πού συνοδεύονται άπό διάφορες λεζάντες· τό όλο δέ είκή καί ώς έτυχε, δηλ. μιά συνταγή μαγειρικής συνοδεύεται άπό ένα γλουτό, ό γλουτός συνοδεύεται... Καί ό γλούτός είναι πάντα γυναικείος... ...ΚΑΙ ό γλουτός πού είναι πάντα γυναικείος συνο δεύει τή δήλωση τοΰ πρέσβη καί ή δήλωση τοΰ πρέσβη συνοδεύει τά πάντα, ίσόκυρα καί ίσόποσα ό λα... Στά κείμενά σας χρησιμοποιείτε συνήθως άποσπάσματα ποιημάτων τοΰ Ρίτσου, τοΰ Σεφέρη μέ μιά διάθεση διερμήνευσης τών όσων έχετε νά πείτε. Δέν είναι περίεργο αύτό γιά έ να μαρξιστή... ...Ο ΜΑΡΞ χρησιμοποιούσε στίχους... Πάντως ή λογοτεχνία δέν τά πήγε καλά μέ τήν Επανάσταση τοΰ Ί 7 , τουλάχιστον μα κροπρόθεσμα. ΤΑ πήγε καλά μέχρι τό 1920. Μέχρι τό *20 τά πή γαινε καλά γενικώς καί μέ τήν Προλετκούλτ καί χω ρίς τήν Προλετκούλτ, καί μέ τούς φορμαλιστές καί
τού κόμματος, τόν έπέβαλαν οί κομματικές μετριό τητες στό χώρο τής λογοτεχνίας είς βάρος τών τα λαντούχων συναδέλφων τους. Καί αύτό δημιούργη σε ένα θέσφατο μετά. Γιατί οί άλλοι γιά νά καλυ φθούν έπρεπε νά γλείφουν καί νά έξωραίζουν τήν πολιτική πραγματικότητα καί τήν κομματική όρθοδοξία. Διότι ούδέποτε, κι έδώ πρέπει νά είπωθεΐ κα θαρά, ότι ούδέποτε τό κομουνιστικό κόμμα, τουλά χιστο στή Σοβιετική Έ νωση, είχε άποψη στά θέματα λογοτεχνίας. Τοΰ έπιβλήθηκε άπό τούς συμβεβλη μένους μαζί του άτάλαντους συγγραφείς καί καλλι τέχνες. ’Από έλληνική λογοτεχνία τί διαβάζετε; ΔΙΑΒΑΖΩ κυρίως ποίηση. Δηλαδή τόν Αισχύλο. Γιατί άν μιλήσουμε γιά ποίηση, θά μιλήσουμε γιά τόν Αίσχύλο κι Ισως μετά μπορούμε νά μή μιλήσου-
«έν πάση περιπτώσει τό στοιχείο τής μαγείας ενυπάρχει στήν πολιτική»
με πιά. Ό Αίσχύλος καί ό «’Ακάθιστος Ύμνος». ’Ανάμεσα στόν Αίσχύλο καί τόν «’Ακάθιστο Ύμνο» γιά μένα ύπάρχουν πιά παλίμψηστα, έπανεγγραφές. Προσπάθειες μιμήσεως καλύτερες ή χειρότερες. ’Αλ λά άκριβώς άνάμεσα σ’ αύτά τά δυό ύπάρχει όλη ή περιπέτεια ή ποιητική. Κι άπό κεΐ καί πέρα βέβαια λατρεύω τό Σολωμό, λατρεύω τόν Κάλβο, τά γνω στά... Καβάφη. Τώρα, γιατί χρησιμοποιώ στίχους στήν πολιτική άνάλυση πού κάνω, στήν πολιτική σύνθεση... Στήν πολιτική πολεμική...
«σιγά σιγά ή άνάγνωση μετατρέπεται σέ όπτικοακουστική λειτουργία»
χωρίς αύτούς. Καί μέ τούς χριστιανούς όρθόδοξους καί χωρίς τούς χριστιανούς όρθόδοξους, τούς κονστρουκτιβιστές κλπ. ’Ανάμεσα στά 1920 καί ’22 τε λειώνει ό έμφύλιος πόλεμος, έκεΐ πάλι περνάει μιά φάση πού δέν τά περνάει καλά ή Προλετκούλτ, γίνε ται κάτι σάν πρακτορείο, ένα ΠΑΠΟΚ, κάτι σάν κρατικός θεσμός, καί άπό τή στιγμή πού γίνεται αύ τό, τά γνωστά... Τόν καταλαμβάνουν οί μέτριοι. Αύτή τήν ίστορία μέ τόν σοσιαλιστικό ρεαλισμό τόν έπέβαλαν αύτοί. Διότι δέν τόν έπέβαλε καμιά άποψη
...ΚΙ όχι μόνο στήν πολεμική καί στήν πολιτική μου έπιστήμη, άλλά καί στήν πολιτική μου ποιητική. Διότι έχω μιά ίδιορρυθμία, κατ’ άρχήν έπαγγελματική. Επειδή είμαι δημοσιολόγος ή πολιτειολόγος, έ χω μιά έκπεφρασμένη άποψη, ότι δέν ύπάρχει πολι τική έπιστήμη μέ τά κριτήρια πού χονδρικά καθορί ζουν μιά έπιστήμη. Καί ότι ή πολιτική είναι μιά έμ πνευση σατανική, είτε καί θεία, άλλά έν πάση περιπτώσει τό στοιχείο τής μαγείας ένυπάρχει στήν πο λιτική, καί γι’ αύτό άκριβώς τό λόγο, έπειδή οί μεγά λοι ποιητές είναι ταυτόχρονα καί μεγάλοι μύστες, εί ναι όλοφάνερο ότι στόν Αίσχύλο ύπάρχει συμπύ κνωση πολιτικής σκέψης συνεχώς. Ό τα ν λέει «έννους έθήκα φρενών έπιβόλους» τέσσερις χιλιάδες χρόνια μετά έπαναλαμβάνουμε αύτό τό πράγμα. ’Εφαρμόζεται άπό τά όργανωμένα κόμματα, όπου άλλα μέν μέλη τό κόμμα προσπαθεί νά στήσει στά πόδια τους καί νά τούς βάλει μυαλό καί σέ άλλα έν-
σ υνεντευξη /87
«ό ποιητής λειτουργεί σάν ή τύπτουσα συνείδηση τής εποχής του» τελώς τό άντίθετο- πάντως είναι καί σήμερα «εννους έθηκα φρένων έπιβόλους». Αύτό δέν είναι τυχαίο δτι τό είπε ό Αισχύλος, Ενας άπό τούς μεγαλύτερους ποιητές των αιώνων, άλλά έδώ δέν εκθειάζει τόν ρα σιοναλισμό, μιλάει γιά τό μυαλό. Στόν Καβάφη, πα ραδείγματος χάριν, ύπάρχει όλόκληρο πολιτικό πρόγραμμα, γιά συμμαχίες, γιά μεταβατικές φάσεις, γιά τρίτο δρόμο. Έάν μπορούμε νά φανταστούμε μιά κοινωνία όπου τά κόμματα θά είχαν Καβάφηδες γιά μέλη τους, ή ποίηση τού Καβάφη θά ήταν εισήγηση γενικού γραμματέως. Ε ν ό ς πολύ μεγάλου γενικού γραμματέως, πού έχει συμβιβαστεί μέ τήν προοπτι κή καί νά χάσει άκόμη μιά ψηφοφορία. Δέν έχει ύπάρξει ιστορικό φαινόμενο γενικού γραμματέως πού νά δέχεται νά χάσει. Ό Καβάφης δέχεται καί νά χάσει. Τούς μεταγενέστερους ποιητές της γενιάς τού ’30, τούς λεγάμενους ποιητές τής ήττας, οί όποιοι θά ταίριαζαν ίσως πιό πολύ στή δου λειά πού κάνετε, τούς μελετάτε;
τώρα ένα κλίμα έθνικής άναγέννησης στά γράμματα καί στις έπιστήμες, άλλά καί στίς τέχνες, ένώ άλλοι, άντίθετα, βρίσκουν δτι τά πάντα είναι σχετικά πεσμένα καί ίσοπεδωμέΤΟ δίλημμα δέν έχει νόημα. Αύτά πάντοτε διαπιστώ νονται ex post, μετά. Τώρα τί νόημα έχει; Ό καθένας κάνει τή δουλειά του ή τουλάχιστο νομίζει δτι κάνει τή δουλειά του. ’Εγώ προσωπικά διαπιστώνω πώς τώρα γίνεται ένα άλισιβερίσι γενικό, πού τό εύνοεΐ ή γενική εύμάρεια καί ή οικονομική εύρωστία, ή εύκο λη συναλλαγή μέ τό έξωτερικό, καί δέν άποκλείεται νά βγάλει πολύ ένδιαφέροντα πράγματα. ’Αλλά έκεϊνο πού μοΰ κάνει έντύπωση είναι ή έμμονή τής νεό τερης αύτή τή στιγμή ποίησης νά μή χάσει τό χαμέ-
παρατηρητής © « © ι
ΜΟΛΙΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕ
ΝΑΙ, τούς διαβάζω πάρα πολύ. Καί τόν Ά ναγνωστάκη καί τόν ’Αλεξάνδρου... Νεότερους νεότερους; ΝΕΟΤΕΡΟΥΣ νεότερους δυστυχώς δέν πολυδιαβάζω. Διαβάζω πιά τούς φίλους μου. Τόύς φίλους σας; ΝΑΙ. Γιατί ξαναγυρίζουμε σ’ αύτό. Κανείς δέν μπο ρεί πιά νά διαβάζει συνέχεια καί Ισως... διαβάζω δη λαδή κατόπιν ύποδείξεως. Ποίηση ειδικά διαβάζω κατόπιν ύποδείξεως. Διότι δταν βγαίνουν 700 συλ λογές τό χρόνο στήν Ελλάδα... εύτυχώς δέ πού βγαίνουν. 'Υπάρχει πάντως καί ή άντίθετη άποψη: "Οτι, γιά δνομα τού Θεού, οΐπάντες γράφουν, ποιή ματα... ΟΧΙ, δέν γράφουν άκόμη οί πάντες. Είμαστε δέκα έκατομμύρια καί βγαίνουν μόνο έφτακόσιες συλλο γές. Έ πρεπε νά βγαίνουν δέκα έκατομμύρια... Ή θελα νά έπιστρέψω σ’ αύτό πού λέγαμε προηγουμένως. "Οτι μερικοί διαπιστώνουν
ΘΕΣ/ΝΙΚΗ «ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ» ΤΗΛ. 264.958 ΑΘΗΝΑ «ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ» ΔΙΔΟΤΟΥ 39
8 8 /σ υνεντευξη μικρές αγγελίες ΑΝ θέλετε νά μάθετε σωστά Αγ γλικά άπό μιά τελειόφοιτη τής Αγγλικής φιλολογίας, μέ φροντιστη ριακή πείρα, πρέπει νά βιαστείτε καί νά τηλεφωνήσετε στό νούμε ρο 41.18.377. ΜΙΑ καλή άριθμομηχανή μάρκας Diehl Profitronic πουλιέται σέ κα λή τιμή. Πληροφορίες στό 41.30.579.
ΜΑΝΙΩΔΗΣ συλλέκτης θεατρι κών έντυπων ζητάει έπειγόντως τούς τόμους του 1973 καί 1974 άπό τά «ΘΕΑΤΡΙΚΑ» καί τό πε ριοδικό «’Ανοιχτό Θέατρο» τεύ χος 5. "Οποιος τά έχει στά χέρια του νά έπικοινωνήσει μαζί του μόνο Απογεύματα στό 64.45.892.
ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗ τού Θανάση Φωτιάδη (είκονογραφικό, χειρόγραφα, δημοσιεύματα, βιβλιογραφικά κλπ.), μοναδικό στήν Ε λλάδα, προσφέρεται γιά πώληση σέ κατάλληλο πρόσωπο ή Ιδρυμα. Οί ένδιαφερόμενοι νά τηλεφωνήσουν, ώρες γραφείου, στό 80.28.152.
ΕΡΕΥΝΗΤΡΙΑ, γιά νά όλοκληρώσει μελέτη μέ θέμα: «Ιστορική καί κοινωνιολογική Ανάλυση τής έλληνικής τηλεόρασης», Αναζητα έντυπα καί βιβλία πού νά τήν Αφορούν. "Οσοι μπορούν νά βοη θήσουν Ας τηλεφωνήσουν στό 70.13.924.
ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ παραπεταμένη στά ράφια τής βιβλιοθήκης σας ή ΕΡΣΗ τού Γιώργου Δροσίνη καί θέ λετε νά τήν ξεφορτωθείτε; Που λήστε την στή Γεωργία Νασιώτου, Αφού συνεννοηθεΐτε πρώτα τηλεφωνικά στό 36.10.839 γιά τήν τιμή της.
νο κέντρο. Δηλ. νά μή χάσει τή ρίζα, τή ραχοκοκαλιά πού είναι ή Αρχαία ΈλλΑδα. Μοΰ έχει κάνει έντύπωση δτι οί περισσότερες ποιητικές συλλογές πού έχω διαβάσει μετά τό ’70 έχουν μονίμως χωρία όλόκληρα ή φράσεις Από τά Αρχαία έλληνικά. Καί τό θεωρώ πάρα πολύ σημαντικό. Διότι ξαφνικά διαπι στώνεται γιά μιά Ακόμη φορά δτι ό ποιητής λειτουρ γεί σάν ή τύπτουσα συνείδηση τής έποχής του —τό είπε καί ό Σαίντ Τζών Πέρς. Έ τσι οί ποιητές μας κα ταλαβαίνουν δτι ή εισαγωγή τού μονοτονικού συ στήματος στήν Ελλάδα εϊνα μιά έθνική συμφορά. Τό δτι οί τεταρτοετείς φοιτητές τής Φιλοσοφικής σχολής τού Πανεπιστημίου Ίωαννίνων έκαναν Απεργία πρίν τέσσερα - πέντε χρόνια μέ αίτημα νά μειωθούν οί σελίδες διδασκαλίας τού Θουκυδίδη, έπειδή είναι δύσκολος —καί ήταν, παρακαλώ, νεο λαίοι τής ΚΝΕ, τού Ρήγα Φεραίου, τής ΠΑΣΚΕ κλπ.— κάνα φανερό δτι ύπάρχει ήδη ένα πρόβλημα όξύ. Διότι κανείς δέν τούς ύποχρέωσε νά πάνε στή Φιλοσοφική. Καί βέβαια διερωταται κανείς τί κάνα νε οί καθηγητές τους. Διότι έγώ ξέρω τί θά είχα κά νει. (Στό σημείο αυτό μπήκε στή συζήτηση όνας φί λος του Κ. Ζουράρη, ό Λεωνίδας Λουλούδης, πού βρισκόταν έκεϊ.) ΗΘΕΛΑ νά παρατηρήσω κάτι. "Ότι ένώ τό ’6 5 όλο αυτό τό κίνημα δημιουργήθηκε σέ Αντίθεση πρός τή Δεξιά —δηλαδή δλο αυτό τό κίνημα έκφράστηκε πολι τιστικά γιατί δέν μπορούσε νά έκφραστεϊ πολιτικά— σήμερα οί φυσικοί διάδοχοι αύτοΰ τού πολιτικού κινή ματος συντηρούν τή συντήρηση, ένώ δ,τι ένδιαφέρον, παράγεται άπό τό περιθώριο αύτοΰ τού πολιτικού κι νήματος πού τό '65 δημιούργησε τήν πολιτιστική Ανα γέννηση. Πλήν δμως αυτή τήν Αναγέννηση τήν καρποΰνται αυτή τή στιγμή ο ί φυσικοί διάδοχοι. Νομίζω βέβαια δτι μετά άπό χρόνια, δταν θά γραφτεί ή ιστορία πάλι, θά φανεί δτι αυτός ό φιλελευθερισμός πού ύπάρχει αυτή τή στιγμή βοηθάει νά έκφραστοΰνε άλλα στρώματα περιθωριακά τού πολιτικού κινήματος τό όποιο είναι ή συντήρηση κα ί δ,τι πιό πληκτικό κ αί άντιδημιουργικό τελικά. Π.χ. τό φεστιβάλ Θεσσαλονί κης αυτή τή στιγμή ήταν δ,τι χειρότερο. Δηλαδή οί ταινίες πού πέρασαν κα ί έκφράζανε τήν έπίσημη, άς πούμε, αναγέννηση ήταν έντελώς μπανάλ. Τό ίδιο πράγμα κ α ί τό φεστιβάλ τραγουδιού. Ένώ τά ψήγμα τα κάποιου πράγματος βγήκαν στήν Κέρκυρα άπό τό Χατζιδάκι. Καί μιά τελευταία έρώτηση. ’Αντιμετωπίσατε πρόβλημα έπιστροφής στήν Ελλάδα άπό τή Γαλλία; Νιώσατε κάποια βαριά πόρτα νά κλείνα πίσω σας; ΔΗΛΑΔΗ έσεΐς πού μπαίνετε μέσα έγκαταλεΐψτε κάθε έλπίδα... ’Εμένα μοΰ Αρέσει αύτό τό πράγμα... Ναί μπορεί νά ’ναι κι έτσι, Αλλά αισθάνομαι πολύ καλά στό πετσί μου στήν Ελλάδα. ■
Ε. Σ Ο Υ Μ Α Χ Ε Ρ
'Οδηγός καθημερινής σοφίας
Ε Ν Τ Ν Α θ ' Μ Π Ρ Α ΪΑ Ν
Νύχτα
Μ ΙΣ Ε Λ
Κ Α Ρ Τ ΙΕ Ρ
Τί είπε πραγματικά ό Ράιχ
Λ Ο Υ Σ ΙΕ Ν
ΛΑΝΣΟ Ν
Άττό γυναίκα σέ γυναίκα
Εκδόσεις Γλάρος ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ 31 « Α Θ Η Ν Α 141 · ΤΗΛ. 3 6 .1 8 .4 5 7
Λ
ΔΗΜΗΤΓΗ ΣΤΛΜΕΛΟΥ
ΠΡΩΤΟΠΟΡΟΙ ΚΑΙ ΗΡΩΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑΣ Βλάσης Γαβριηλίδης Κλεάνθης Τριαντάφνλλρς- Ραμπαγάς
Εκδόσ εις Γλάρος ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ 31 . ΑΘΗΝΑ 141 . ΤΗΛ. 36 18 457
J