ΚΑΤΙΑ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΑΟΥ, Γυ ναίκα που αγαπά να ταξιδεύει. Μετά τις ΙΝΔΙΕΣ ΜΟΥ, συνεχίζει το ταξίδι της. Αυτή τη φορά στο ΠΑΚΙ ΣΤΑΝ, «ΣΤΗ ΓΗ ΤΩΝ ΑΓΝΩΝ», και από εκεί στο Αφγανιστάν. ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ @
ΚΑΠΑ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΑΟΥ
ΟΙ ΙΝΔΙΕΣ ΜΟΥ 01ΙΝΔΙΕΣΜΟΥΕΙΝΑΙ ΕΝΑΒΙΒΛΙΟΓΡΑΜΜΕΝΟΜΕΚΟΜΕΝΗΤΗΝΑΝΑΣΑ. Μ- ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΜΟΚΑΙ ΒΙΑΣΥΝΗΑΝΘΡΩΠΟΥΠΟΥΘΕΛΕΙ ΝΑΤΑΠΕΙΟΛΑ ΚΙ ΑΜΕΣΩΣΣΕΑΓΑΠΗΜΕΝΟΠΡΟΣΩΠΟ. ΘΕΛΕΙ ΝΑΜΟΙΡΑΣΤΕΙ ΜΕΤΟΥΣΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣΟΣΑΕΖΗΣΕΚΙ ΟΧΙ ΑΠΛΑ ΝΑΤΟΥΣΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΕΙ ΓΙΑΟΣΑΕΙΔΕ..
Λ
^
Ν Τ Ω Ν 0Π 0γΛ 0Υ
ίχΤΠ
Ν ΑΓΝΩΝ
Π Α Κ 1 Σ Τ A I*
Το σίγουρο είναι πως και αυτό το βιβλίο της θα συναρπάσει. Γιατί είναι η ζωή της που διηγείται έτσι όπως τη ζει. Απλά, όπως μιλάμε.
Εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ
ΝΕΑΣΥΝΟΡΑ ΚΛΕΙΔΙ ΜΥΘΟΣ
Από τις εκδόσεις
« Γνώση » φ (( Στιγμή » •
'Αλέξανδρον Μωραϊτίόη ΤΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ 3 τόμοι •
ME TOT ΒΟΡΗΑ ΤΑ ΚΥΜΑΤΑ 3 τόμοι (350 σελ. ό τόμος, σχήμα 14,5 x 21,5 έκ.) φιλολογική έπιμέλεια πρόλογος, κριτικό υπόμνημα, γλωσσάριο
Νίκος Λ. Τριανταφυλλόπονλος
ΟΜΟΠΛΟΥΝ ΠΛΟΙΟΝ 5 κείμενα για τον Ά λ έ ξ αν δρ ο Μ ω ρ α ϊ τ ί ό η Τέλλου "Αγρα, Κωστή Παλαμά, Παύλου Νιρβάνα Κώστα Στεργιόπουλου, Ν. Γ. Πεντζίκη επιμ έλεια : Νίκος Δ. Τριανταφυλλόπονλος
Κυκλοφόρησαν Τα νέα βιβλία του Μ Α Ρ ΙΟ Υ Π Λ Ω Ρ ΙΤ Η
Νέα Πολιτικά A ' (1980-1984)
Νέα Πολιτικά Β ' (1984-1988)
Σχόλια για τψ πτώση της Δεξιάς, τψ άνοδο του «σοσιαλιστικού κινήματος», τις πρώτες αντιφάσεις του, τα προμαντέματα για τψ εξέλιξή του. Για τις παγίδες των ελλψοαμερικανικών και ελληνοτουρκικών σχέσεων, .τις φυχροπολεμικές εντάσεις, τον επεκτατισμό των δυο υπερδυνάμεων, τις δοκιμασίες του καπιταλισμού και του «υπαρκτού σοσιαλισμού».
Κρίσεις για τη δεύτερη περίοδο της ο κταετίας του ΠΑΣΟΚ, για την εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας, για τις ιδεο λογικές και πρακτικές αυτοαναιρέσεις του «κινήματος» και την «αναθεώρηση» του Συντάγματος, για τις ελληνοτουρ κικές κρίσεις και το Νταβάς. Σχόλια για την Περεστρόικα, για την ειρηνη και την «ειρηνη», για το περιβάλλον, την τηλεόραση και τον Τύπο.
Ε κ δ ό σ ε ις Κ α ς τ α ν ιω τ η ■Η σύγχρονη εκδοτική παρουσία στα ελληνικά γράμματα Κυκλοφορούν Τα νέα βιβλία του Γ ΙΩ Ρ Γ Ο Υ Σ Κ Ο Υ Ρ Τ Η
11 Β If!
Τοχεφόγμχφο της Ρωξάνης
Ιστορίεςμε πολλάστρας
Το χειρόγραφο της Ρωξάνης
Ιστορίες μ ε π ολλά στρας
Ο σπαραχτικός σε ειλικρίνεια μο νόλογος μιας νέας γυναίκας που ψάχνει να βάλει σε μια σειρά τα γράμματα του, μέχρι τώρα, χαμέ νου αλφάβητου^ της ζωής και της προσωπικότητάς της.
Ιστορίες τρυφερές και με χιούμορ, οι περισσότερες σκληρές, ωστόσο όλες αληθινές, όπου καταγράφεται η φθορά και το υπαρξιακό αδιέξο δο στις ερωτικές και κοινωνικοπολιτικές σχέσεις.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ - H σύγχρονη εκδοτική παρουσία στα ελληνικά γράμμα'
Κυκλοφόρησε Το νέο βιβλίο του Π Α Υ Λ Ο Υ Μ Α Τ Ε Σ Ι
Η μητέρα του σκύλου Το βιβλίο αυτό και η ηρωί8α του ξεκίνησαν παρέα για μ ια 8ολοφονικά εύθυμη εκ8ρομη m u αρχίζει a m την Κ α τοχή. Προχωρούν πολύ πρόσχαρα προς ένα άσκοπα τραγικό φινάλε, m u θα πραγματω θεί μ ε τά το τέλος του βιβλίου. Συνο8ός τους ενοχλητική η Μ ούσα τη ς Τραγω8ίας m u κ α θ ’ ο8όν τη ς τσακίστηκε ο ένας κόθορνος και συνεχίζει κουτσαίνοντας. Κ ι έτσ ι έγινε Μ ούσα εύθυμα μελο8ραματική. Ό π ω ς η Ελλάς.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ —
Η σύγχρονη εκδοτική παρουσία στα ελληνικά γράμματα
Κ υκλοφορεί Η νέα συλλογή διηγημάτων του Δ Η Μ Η Τ Ρ Η Ν Ο Λ Λ Α
Ονειρεύομαι τους φίλους μου Εννέα ισ τορίες μ ε φίλους, όπου τ ις σχέσεις, σο αντιφ ατικές η αμφιλεγόμενες κι αν είναι, 8εν παύει α τις 8ιακρίνει μ ια βαθιά ειλικρίνεια.
ΕΠΙΣΗΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ • Το τρυφερό δέρμα • Τα καλύτερα χρόνια • Το πέμπτο γένος
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
*
. Η σύγχρονη εκδοτική παρουσία στα ελληνικά γράμματα ----------
f o *
AΝ ΤΑ Σ Χώρες και πρόσωπα. Γεγονότα σημαντικά και ασήματα. Ζωντανά και άμεσα, τρυφερά και ανθρώπινα κομμάτια από το πολύχρονο οδοιπορικό του Ν. Γκιουρσέλ μακριά από τον τόπο του, που αγκαλιάζουν όλες τις αισθήσεις για να φθάσουν ως την καρδιά και το νου του συγγραφέα και να συναντηθούν με άλλες φυλαγμένες εκεί πολύτιμες αναμνήσεις. Την εικόνα ενός απλοϊκού σπιτιού, το γελαστό πρόσωπο ενός κοριτσιού, την πνιχτή κραυγή μέσα σ' ένα κελλί βασανιστηρίων. Να συναντηθεί με την Ισταμπούλ, την αγαπημένη, τη μακρινή και συνάμα παρούσα κάθε στιγμή στο παιχνίδι με τος χθες και το σήμερα που ο παγκόσμια γνωστός τούρκος λογοτέχνης υφαίνει με απαράμιλλη αμεσότητα και ευαισθησία, στο καινούριο του βιβλίο. Η πρώτη λοτεχνική παρουσία της Αλίνα Ρέγες, όχι μόνον τιμήθηκε με το βραβείο Pierre Looys στο Μπορντώ, αλλά αποτέλεσε και μια εκδοτική επιτυχία. Ένα ερωτικό βιβλίο χωρίς μισόλογα, σχεδόν μια πρόκληση στον υποκριτικό καθωσπρεπισμό είναι αυτή η μικρή τολμηρή δημιουργία της Ρέγες. Η ωμή περιγραφή των σεξουαλικών φαντασιώσεων και της ερωτικής εμπειρίας μιας νεαρής υπαλλήλου κρεοπωλείου με τον κάθε άλλο παρά γοητευτικό χασάπη, εναλλάσσεται με τους τρυφερούς τόνους που κρατάει για το νεαρό που αγαπά αλλά που ποτέ δεν θα φτάσει να γίνει ο ερωτικός της σύντροφος. Η πραγματικότητα λοιπόν είναι ο χασάπης και η συγγραφέας την αποδέχεται μ' ένα δυνατό ειρωνικό γέλιο. Στο περιβάλλον του παραδοσιακού, αριστοκρατικού κολλεγίου, ένας από τους σπουδαστές θ’ ανακαλύψει τον έρωτα στο πρόσωπο της. απόμακρης 40χρονης Διευθύντριας. Ένας συνηθισμένος μύθος που όμως δίνει την ευκαιρία στην αδίσταχτα διεισδυτική ματιά του Μισέλ Ριό να ξεσκεπάσει την επιμελώς καλυμμένη με το μανδύα της αξιοπρέπειας ζωή μιας καταπιεσμένης γυναίκας, να αποκαλύψει τη μυστική ύπαρξη ενός απρόσμενου τρίγωνου και να καταγράψει το οδυνηρό πέρασμα του νεαρού ερωτευμένου από την εφηβική φαντασίωση στο χώρο της πραγματικότητας, στον κόσμο των ενηλίκων.
Με το εντελώς προσωπικό της ύφος, η Ντυράς αφηγείται στο τελευταίο της μυθιστόρημα μια ιστορία που θα μπορούσε να είναι εξίσου πραγματική και εξωπραγματική: τη ζωή μιας πολυμελούς οικογένειας μεταναστών, σ' ένα προάστιο του Παρισιού. Ο χώρος, τα στοιχεία που συνθέτουν το τοπίο, είναι αληθινά, όπως αληθινά μπορεί να είναι και τα πρόσωπα - που όμως έχουν και ταυτόχρονα δεν έχουν προέλευση, όνομα, ηλικία. Η σχέση με το σχολείο και τη γνώση, με τη γονική αγάπη και τον έρωτα, με τη ζωή και τον θάνατο, η ισορροπία ανάμεσα στο «λογικό» και το «παράλογο», το «πιθανόν» και το «δυνατόν», όλα αυτά περιγράφονται μ’ έναν τρόπο εξαιρετικά λιτό, ελλειπτικό σχεδόν, και συνθέτουν μια πολύ ανθρώπινη ιστορία.
Ε Ξ Α Ν Τ Α Σ
Στη σειρά κυκλοφορούν: ΝΕΜΙΡΟΦΣΚΙ, Ο χορός, ΜΑΛΡΩ, Ο πειρασμός της Δύσης, ΣΑΜΠΑΤΟ, Ο συγγραφέας και η καταστροφή,. ΤΟΥΡΝΙΕ, Πόλεις, μάσκες, κορμιά, ΚΡΙΣΤΟΦ, Το μεγάλο τετράδιο, ΝΤΥΡΑΣ, Το μακρύ ταξίδι στη μοναξιά της Λόλας Στάιν, ΚΑΡΠΕΝΤΙΕΡ, Η άρπα και η σκιά, ΣΙΟΡΑΝ, Εγκόλπιο ανασκολοπισμού, ΝΤΥΡΑΣ, Αυτοβιογραφία, ΣΑΡΤΡ, Το πρόβλημα της μεθόδου, ΜΕΡΤΕΝΣ, Α συλίας τόπος, ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗΣ, Ο νομοθέτης που αυτοκτονεί, ΣΙΟΡΑΝ, Εξομολογήσεις και αναθεματισμοί, ΝΤΥΡΑΣ, Emily L, ΠΟΝΤΥ-ΜΕΛΡΟ, Ανθρωπισμός και τρομοκρατία, ΣΤΟΟΥΝ, Ένα λάβαρο για την αυγή, ΖΟΥΡΑΡΙΣ, Θεοείδεια παρακατιανή. Εισαγωγή στην απορία της πολιτικής, ΝΤΡΕΪΓ, Σώμα με σώμα, ΝΤΥΡΑΣ, Καλοκαιρινή βροχή, ΓΚΙΟΥΡΣΕΛ, Αγαπημένη μου Ισταμπούλ, ΚΡΙΣΤΟΦ, Η απόδειξη, ΡΙΟ, Αρχιπέλαγος, ΡΕΓΕΣ, Ο Χασάπης.
ΔΙΑΒΑΖΩ Α. Μεταξά 26, Αθήνα - 106 81 Σύνταξη: 36.40.487 Λογιστήριο: 36.40.488 Διαφημίσεις: 36.42.789 Συνδρομές: 36.42.765
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Τεύχος 246 19 Σεπτεμβρίου 1990 Τιμή: Αρχ. 400
· τ
Ιδρυτής: Περικλής Αθανασόπουλος Διευθυντής: Γιώργος Γαλάντης Αρχισυντάκτης: Ηρακλής Παπαλέξης Σύνταξη: Κατερίνα Γρυπονησιώτου, Βα σίλης Καλαμαράς, Ηρακλής Παπαλέξης, Βάσω Σπάθή Οικονομικός υπεύθυνος: Βάσω Σπάθή Συνδρομές: Κατερίνα Γρυπονησιώτου Διαφημίσεις: Ηρακλής Παπαλέξης Σελιδοποίηση-Μοντάζ: Νένη Ράις Γλωσσική επιμέλεια-Διορθώσεις: Βίκυ Κωτσοβέλου Στοιχειοθεσία: Φωτοκύτταρο Ε.Π.Ε., Υ μηττού 219, τηλ. 75.16.333 Φωτογραφίσεις-Μοντάζ: 1. Χριστοδουλάκος - 1. Κοργιαλάς Ο.Ε., Α. Μεταξά 26, τηλ. 36.41.134 Εκτύπωση: Αφοί Τσαλδάρη Ο.Ε., Φυλής 35, Καματερό, τηλ. 26.10.918 Βιβλιοδεσία: Νικ. Κατριβάνος και Σία Ο.Ε., Στ. Γόνατά 48, τηλ. 57.49.951 Διανομή: Νέο Πρακτορείο Τύπου Ιδιοκτήτης-Εκδότης: Γιώργος Γαβαλάς Κεντρική διάθεση: «Διαβάζω» Θεσσαλονίκη: Βιβλιοπωλείο «Κέντρο του βιβλίου» Λασσάνη 9 τηλ. 237.463 Εξώφυλλο: Γιώργος Γαλάντης
Μ Ο ΛΙΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΑΝ: Επιμέλεια Ηρακλής Παπαλέξης Η ΑΓΟΡΑ 'ΓΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΕΡΕΥΝΑ: Επικοινωνία και «Δημόσιος Χώρος» (Γράφει η Μαριάννα Ρύλλα)
8 10 11
ΑΦΙΕΡΩΜΑ Σίγμουντ Φρόυντ: Γράμμα σε μια αμερικανίδα μητέρα Κλάρα Τόμσον: Η ομοφυλοφιλία στο φως της ψυχανάλυσης Φιλίπ Αριές: Σκέψεις πάνω στην ομοφυλοφιλία Μάικλ Πόλακ: Η ανδρική ομοφυλοφιλία ή: η ευτυχία μέσα στο γκέτο; Ανδρέας Αγγελάκης: Ομοφυλοφιλία και Νεοελληνική ποίηση Ντομινίκ Φερναντέζ: Κινηματογράφος και Ομοφυλοφιλία
18 19 26 34 62 72
ΟΔΗΓΟΣ ΒΙΒΛΙΩΝ ΕΠΙΛΟΓΗ ΠΑΙΔΙΚΟ: Γράφει η Ελένη Χωρεάνθη ΜΕΛΕΤΗ: Γράφει ο Γιάννης Κουβαράς ΙΣΤΟΡΙΑ: Γράφει ο Δ.Ι. Λοϊζος
83 85 87
ΠΛΑΙΣΙΟ : Γράφει ο Αντώνης Κάλφας
ΔΕΛΤΙΟ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ
37
ΚΡΙΤΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
48
στο επόμενο «Διαβάζω»
αφιέρωμα στη Δημόσια και Ιδιωτική Εκπαίδευση
Παρακαλούμε τους εκδότες να αποστέλλουν το συντομότερο δυνατόν τα βιβλία τους στα γραφεία του περιοδικού για την άμε ση ενημέρωση της συντακτικής επιτροπής, η οποία υπογράφει τα κείμενα που ακολουθούν.
Ένα ρομαντικό μυθιστόρημα Ο Αρμάντο Παλάσιο Βαλντές, «Πατριάρχης των ισπανικών γραμμάτων» όπως τον αποκαλούν οι συμπατριώτες του, τιμημένος με το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας, είναι γνωστός για τις ψυχογραφικού ενδιαφέροντος νουβέλες του που βασίζονται σε πρωτότυπους μύθους με τραγική πλοκή. Το μυθιστόρημά του, όμως, «Η Αδελφή του Σαν Σουλπίσιο» παρουσιάζει φανερή α ντίθεση με τα άλλα έργα του. Είναι ένα ρομαντικό μυθιστόρημα που αναφέρεται σε μια ιστορία αγάπης στη Σεβίλλια. Περιγράφει τον έρωτα δύο νέων, του νεαρού ποιητή Σερεφίνο Σανχούρο και της μοναχής Σαν Σουλπίσιο - κατά κόσμον Γκλόρια. Έναν έρωτα τόσο δυνατό που εξουδετέρωσε τις δολο πλοκίες της μητέρας και των θείων της μοναχής για να αποτρέ ψουν το γάμο της με τον νεαρό ποιητή. Παράλληλα ο συγγραφέας καταφέρνει να δώσει μιαν εικόνα της μαγευτικής Ανδαλουσίας, διεισδύοντας στην ποιητική ψυχή της πόλης του. Παρουσιάζει όλες τις όψεις της ισπανικής κοι νωνίας και περιγράφει τις λαχτάρες, τα όνειρα και τη νοσταλγία της σεβιλλιάνικης ζωής: τις ζωηρές κοπέλες με τα μαριόλικα μαύρα μάτια· τους παλικαράδες που ξέρουν πώς να μεταχειρί ζονται ένα στιλέτο· τις συγκινήσεις μιας καθιερωμένης γιορτής· τις ερωτικές φλυαρίες ανάμεσα στα σίδερα των παραθυριών... Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που διαβάζεται ευχάριστα, χά ρη στην ειδυλλιακή ατμόσφαιρα που καταφέρνει να δημιουργή σει ο συγγραφέας του. ΑΡΜΑΝΤΟ ΠΑΛΑΣΙΟ ΒΑΛΝΤΕΣ: Η Α δ ε λ φ ή το υ Σαν Σ ο υλπίσ ιο . Μετ. Μ αρία Χ ριστοφή - Le Cuilcher. Αθήνα, Γνώση, 1990. Σελ. 416. Δρχ. 1500.
Σεμνή και αξιόλογη παρουσίαση σεμνών και άξιων δημιουργών " Θ έλω να μάθω περισσότερα για σας” είναι ο τίτλος του βι βλίου στο οποίο έχουν συγκεντρωθεί συνεντεύξεις πενήντα (50) αξιόλογων ανθρώπων της τέχνης, των γραμμάτων, της επιστή μης. Η δημιουργός της έκδοσης, δημοσιογράφος-ηθοποιός, Ε λένη Καλλία έχει καταγράψει τις εκμυστηρεύσεις και τις από ψεις καταξιωμένων προσώπων των οποίων σπάνια ή σχεδόν σπάνια ακούγεται η φωνή είτε από τα μικρόφωνα των ραδιοφώνων και τις τηλεοράσεις, είτε από τις στήλες των εφημερίδων και των περιοδικών. Παρά το γεγονός ότι το έργο πολλών από αυτούς τους δημιουργούς είναι γνωστό, παραμένει άγνωστος ο προσωπικός στοχασμός τους, η φιλοσοφία ζωής τους. Εδώ α κριβώς εντοπίζεται το ιδιαίτερο ενδιαφέρον της έκδοσης αυτής. Μαθαίνουμε καινούρια πράγματα - πέρα απ' αυτά που γρά φονται στις συνηθισμένες συνεντεύξεις των ίδιων και των ίδιων προσώπων (σαν να έχει στερέψει ο τόπος μαο α-π-Λ πνευματι κούς δημιουργούς).
χρονικά 19 * Η στήλη θα αδικούσε τους περισσοτέρους αν επεΛεγε την α ναφορά ορισμένων μόνο ονομάτων από τα 50. Ούτε πάλι, λόγω χώρου, θα μπορούσαν να αναφερθούν όλα. Η Καλλία ξέρει να αποτυπώνει στο χαρτί, με τις ερωτήσεις της, την προσωπικότητα του συνομιλητή της και να τονίζει την ιδιαιτερότητα της πνευματικής του προσφοράς. Οι περισσότερες συνεντεύξεις ακολουθούν ένα πλάνο ερωτή σεων διαφοροποιούμενο κατά περίπτωση, στοιχείο που διευ κολύνει τον αναγνώστη και του επιτρέπει από τη σύγκριση των απαντήσεων να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα για ιστορικά γεγονότα, μορφές τέχνης και πολιτιστικά ρεύματα. Οι συνεντεύξεις που με τόσο σεβασμό προς τα πρόσωπα των συνομιλητών της έχει καταγράψει η Καλλία, έχουν πρωτάκου στε? στο Β' Πρόγραμμα σε μια σειρά εκπομπών, την περίοδο '78-88. Στην τυπογραφική τους μορφή συμπληρώνονται με φωτογραφίες των δημιουργών και σύντομο βιογραφικό τους. Η συγκεντρωμένη αυτή καταγραφή των προσώπων πιστεύ ουμε ότι είναι και θα παραμείνει χρήσιμη σε μελετητές της τέ χνης, των γραμμάτων και της επιστήμης. Παρ’ όλες τις θετικές οπτικές εντυπώσεις που αποκομίσαμε από το βιβλίο, θα θέλαμε να τονίσουμε την ύπαρξη τυπογραφι κών λαθών που επαναλαμβάνονται, μάλιστα, δύο και τρεις φορές. ΕΛΕΝΗ ΚΑΛΛΙΑ. Θ έλ ω να μ ά θ ω π ε ρ ισ σ ό τερ α για σ α ς. Αθήνα, Π απαζήση, 1990. Σελ. 448.
* ΜΙΓΚΕΛ ΝΤΕ ΘΕΡΒΑΝΤΕΣ* Καποδιστρίου 2, Τηλ. 3628880 ΕΠΙΣΗΣ ΤΜΗΜΑΤΑ: Πορτογαλικής Γλώσσας Δεύτερος κύκλος (Ισπανικών Σπουδών) Τελειοποίηση της γλώσσας & Ισπανόφωνος Πολιτισμός Π ρ ο ετο ιμ α σ ία για τα δ ιπ λώ μ α τ α D E L E του Υ π ο υ ρ γ ε ίο υ Π α ιδ εία ς της Ισ π α ν ία ς (B A SIC O & SU P E R IO R ) Δ ιδ ά σ κ ο υ ν Ι σ π α ν ο ί κ α θ η γ η τ έ ς π τ υ χ ιο ύ χ ο ι ισ π α ν ικ ώ ν π α ν επ ισ τ η μ ίω ν
Πληροφορίες/εγγραφές: Από 3 Σεπτεμβρίου πρωί: 10.00 - 1.30 απόγευμα: 6.00 - 9.00 καθημερινά.
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΛΑΤΙΝΟΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ (Με τη συνεργασία ιου Πανεπιστημίου του Queretaro και την Πρεσβεία του Μεξικού στην Αθήνα) • ΤΜΗΜΑ: ΛΑΤΙΝΟΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ • ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ: «Η ΜΕΞΙΚΑΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ• ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ: ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΑΥΤΟΧΘΟΝΩΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΩΝ ΤΗΣ ΝΟΤΙΑΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ
Έναρξη: αρχές Νοεμβρίου 1990
η ΑΓΟΡΑ του ΒΙΒΛΙΟΥ από 1 Αυγούστου έως 31 Αυγούστου 1990 Αριστοτέλης-Αθ., Αραιστοτέλης-Γαληνός-Παγκράτι, Δωδώνη-ΑΘ., Ελευθερουδάκης-Αθ., Ενδοχώρα-Αθ., Εξαρχόπουλος-ΑΘ., Εστία-Αθ., Καραβία-Ρουσσόπουλοι-Αθ., Κατώι του Βιβλίου-Θεσσ., Κεντρί-Θεσσ., Κρομμΰδας-Χίος, Λέσχη του Βιβλίου-Αθ., ΜεθενίτηςΠάτρα, Μάτι-Κατερίνη, Πειραϊκή Φωλιά-Πειραιάς, Πιτσιλός-Αθ., Ραγιάς-Θεσσ., Ρόμ6ος-Αθ., Σύγχρονη Εποχή-ΑΘ., Χνάρι-Αθ., Ψυχογιός-Αθ.
* yPIAZftNOi Ο πίνακας παρουσιάζει τα εμπορικότερα βιβλία ενός δεκαπενθημέρου, σύμφωνα με τα στοιχεία που μας παραχώρησαν 20 βιβλιοπώλες απ’ όλη την Ελλάδα, δηλώνοντας ο κάθενας τους τέσ σερα βιβλία που είχαν τις περισσότερες πωλήσεις στο βιβλιοπωλείο του κατά το διάστημα αυ τό. Έτσι κάθε βιβλιοπωλείο δίνει τέσσερις βαθμούς στο βιβλίο που είχε τις περισσότερες πωλήσεις, τρεις βαθμούς στο αμέσως επόμενο, δύο βαθμούς στο τρίτο κατά σειρά βιβλίο, ενώ ένα βαθμό παίρνει το τέταρτο.
ΑΜΠΑΤΖΟΓΛΟΥ Π.: Παύλος και Ελένη ΚΕΔΡΟΣ ΖΩΓΡΑΦΟΥ Λ.: Νύχτωσε αγάπη μου είναι χθες ΜΟΥΡΣΕΛΑ Κ.: Βαμμένα κόκκινα μαλλιά ΜΑΤΕΣΙΣ Π.: Η μητέρα του σκύλου
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ
ΚΕΔΡΟΣ
ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ
ΜΠΙΟΥΜΠ1 Φ.: Και... το όνειρο πάγωσε
ΕΞΑΝΤΑΣ
ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ Μ.: Οι παλιές αγάπες πάνε στον Παράδεισο
mm
ΦΑΚΙΝΟΥ Ε.: Γάτα με πέταλα
| ΕΛΥΤΗΣ Ο.: Τα δημόσια και τα ιδιωτικά
ΙΚΑΡΟΣ
| ΣΚΟΥΡΤΗΣ Γ.: Τα χειρόγραφα της Ρωξάνης ΝΤΑΛ Ρ.: Ματίλντα
Φ1ΛΙΠΠΟΤΗΣ
ΚΕΔΡΟΣ
ΨΥΧΟΓΙΟΣ
ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ
Η «κοινωνία των επικοινωνιών» είναι μία πραγματικότητα. Η εισβολή των νέων τεχνολογιών στον τομέα της επικοινωνίας έρχεται να ανατρέψει τα ση μερινά δεδομένα του κοινωνικο-πολιτικού παιχνιδιού και να επαναπροσδιορί σει κατά συνέπεια τη λειτουργία του «δημόσιου χώρου». Ο σύγχρονος άν θρωπος καλείται να διαδραματίσει τον πρωταρχικό ρόλο στη διαμόρφωση των νέων όρων του παιχνιδιού με τη βοήθεια του επικοινωνιακού λόγου. Η α νάλυση αυτής της προβληματικής στην τοπική της διάσταση, στο πλαίσιο δη λαδή του «τοπικού χώρου», παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Σ ’ αυτό άλλω στε αποσκοπεί και η παρουσίαση συγκεκριμένων τεχνολογιών στην τοπική τους εφαρμογή που κλείνει αυτή την αναφορά. την εποχή που διανύουμε, της ταχείας εισβο λής και ανάπτυξης της μαζικής Επικοινωνίας, ο προβληματισμός γύρω από το «κοινωνικό αίτημα» για την υιοθέτηση των νέων προϊόντων που προ σφέρει η σύγχρονη τεχνολογία στον τομέα των επι κοινωνιών, γίνεται όλο και περισσότερο επιτακτι κός. Το «κοινωνικό αίτημα» ή «η κοινωνική ανάγκη» σε σχέση με τον πλούτο που προσφέρει ή μπορεί να προσφέρει η σύγχρονη τεχνολογία στον τομέα της Επικοινωνίας αναδύει ερωτήματα που σχετίζονται με τα αιώνια ζητούμενα της κοινωνίας των πολιτών, δηλαδή τη συμμετοχή στα κοινά, τη δυνατότητα πα ρέμβασης στη λήψη των αποφάσεων, την ελεύθερη έκφραση λόγου και δημιουργίας. Αυτές άλλωστε οι διεκδικήσεις της κοινωνίας των πολιτών συντελούν ώστε να εμφανίζεται η λειτουργία της Επικοινωνίας σαν μια απαραίτητη συνιστώσα της δημοκρατικής λειτουργίας του «δημόσιου χώρου», όπως εύστοχα έθεσαν σύγχρονοι στοχαστές.1 Μέσα ακριβώς από αυτή την προβληματική τίθε ται το θέμα της εξουσίας, της διαδικασίας νομιμο ποίησής της, του ρόλου των πολιτών σ’ αυτή τη δια δικασία καθώς και την απαίτηση για την ικανοποίη ση ατομικών και συλλογικών συμφερόντων (ενδια φερόντων). Η αναγκαιότητα λοιπόν της επικοινωνιακής λειτουργίας ως παραγωγού και προϊόντος ταυτόχρονα, της σύγχρονης βιομηχανικής κοινω νίας, έρχεται να προστεθεί σ’ όλη αυτή τη διαδικα
Σ
σία αναδεικνύοντας τη δική της συνεισφορά σε μια κοινωνία όπου ο ταχύς ρυθμός της πορείας και της εξέλιξής της, αναδιαμορφώνει ήθη και αξίες μετεξελίσσοντας τη σφαίρα του δημόσιου και του ιδιω τικού. Κάτω από αυτή την οπτική, η νέα μαζική επι κοινωνία προβάλλει επιτακτικά το ερώτημα γύρω από το κοινωνικό και πολιτιστικό συμφέρον, ιδωμέ νο από τη σφαίρα των διεκδικήσεων της κοινωνίας των πολιτών όπου το άτομο εκλαμβάνεται συγχρό νως ως μέλος του κοινωνικού συνόλου, αλλά και ως μια ιδιαιτερότητα προσωπική με ίδια συμφέροντα και ενδιαφέροντα. Η συλλογιστική αυτή προτάσσει την κοινωνικοπολιτική καθώς και την κοινωνικο-ψυχολογική έ ρευνα της ανάπτυξης της κοινωνικής Επικοινωνίας (τομέας στον οποίο λίγο έχει δώσει προσοχή η σύγ χρονη σκέψη και έρευνα) χωρίς αυτό να σημαίνει ό τι υποβαθμίζει ή αμελεί άλλα καίριας σημασίας προβλήματα, που προκύπτουν από την οικονομική διαχείριση, τη νομική θεσμοθέτηση, την τεχνική ε πιλογή καθώς και το πολιστιστικό, επιμορφωτικό και ενημερωτικό περιεχόμενο της Επικοινωνίας ό πως λειτουργεί μέσα από τη νέα σύγχρονη μορφή της. Χρειάζεται ίσως να διευκρινίσουμε εδώ ότι η νέα μαζική επικοινωνία (για να επιμείνουμε μόνο στη μαζική διάσταση της σύγχρονης επικοινωνίας), που προέκυψε από την τεχνολογική εξέλιξη, δεν εί ναι τίποτα άλλο παρά η σύζευξη της μικρής οθόνης
12/χρονικα με τις τηλεπικοινωνίες και την πληροφορική. Ανα φέρουμε ενδεικτικά την ανάπτυξη της τηλεματικής με τις ποικίλες εφαρμογές που μπορεί να προσφέ ρει, καθώς επίσης και την εφαρμογή της καλωδια κής τηλεόρασης, επιμένοντας ιδιαίτερα στα πλεο νεκτήματα που παρουσιάζει η τοπική της διάσταση. Αυτό που χαρακτηρίζει τις νέες αυτές εφαρμογές και κατ’ αναλογία τις νέες υπηρεσίες που προσφέ ρουν, είναι βασικά η «διαδραστική ικανότητά» τους (interactivity) καθώς και η δυνατότητά τους να προ σφέρουν παράλληλα ποικίλες υπηρεσίες (services) που μπορούν να απευθυνθούν προς ποικίλες κατευ θύνσεις. Έτσι, λοιπόν, αυτές οι νέες μορφές μαζι κής επικοινωνίας μπορούν να λειτουργήσουν σαν συστήματα επικοινωνίας μεταξύ ατόμων και κοινω νικών ομάδων, σαν μέσο συναλλαγών με τις τράπε ζες, υπουργεία και άλλες υπηρεσίες, καθώς και ε μπορικές ή βιομηχανικές επιχειρήσεις, σαν μέσο ψυχαγωγίας με μια μεγάλη ποικιλία παιχνιδιών, ό πως επίσης και σαν μέσο ενημέρωσης και πληροφό ρησης όσον αφορά κυρίως εξειδικευμένους τομείς. Από την άλλη, είναι χαρακτηριστικό ότι στη χρή ση των νέων αυτών υπηρεσιών απαιτείται μια δια φορετική στάση του ατόμου στην επικοινωνιακή διαδικασία. Ο χρήστης δεν είναι απλώς ένας παθη τικός αποδέκτης μηνυμάτων, αλλά είναι δυνατόν να γίνεται και ο ίδιος δημιουργός τους. Στην ουσία πρόκειται για μια ενεργητική συμμετοχή του χρή στη, όπου στην επικοινωνιακή διαδικασία είναι δυ νατή η αλληλεπίδραση (δράση-ανάδραση) ανάμεσα στον πομπό και το δέκτη. Όλη αυτή η προβληματική θα προκαλούσε ιδιαί τερο ενδιαφέρον να εξεταστεί σε επίπεδο τοπικό, από τη μια, εξαιτίας των ιδιαιτεροτήτων του «τοπι κού χώρου», όπου η αναζήτηση της σχέσης «εξουσίας-πολίτη» θα πρέπει να αναλυθεί κάτω από το πρίσμα της επικοινωνιακής διαδικασίας, και από την άλλη, λόγω των πλεονεκτημάτων που παρου σιάζει η εφαρμογή των νέων τεχνολογιών στην το πική τους διάσταση. Οι δύο αυτοί παράγοντες, στε νά αλληλοεξαρτώμενοι, προβάλλουν έντονα το στοιχείο αναδιατύπωσης της λειτουργίας του «δη μόσιου χώρου» μέσα ακριβώς από τις δυνατότητες που προσφέρουν τα καινούρια δεδομένα στον το μέα των επικοινωνιών. Μ’ αυτό τον τρόπο η τοπική κοινωνία, χώρος πε ριορισμένης έκτασης όπου η εξουσιαστική λειτουρ γία είναι εγγύτερη, με την έννοια ότι οι δύο παρά γοντες αυτής της λειτουργίας είναι πολύ πιο εύκο λο να συναντηθούν, προβάλλει τη δυνατότητα ανα προσαρμογής των συνθηκών του εξουσιαστικού παιχνιδιού μέσα από μια επιτυχημένη εφαρμογή των νέων προϊόντων της Επικοινωνίας προς όφε λος των πολιτών (συλλογική μορφή), αλλά και των ατόμων (ιδιωτική μορφή) που ζουν στο χώρο της το πικής κοινωνίας. Ο τοπικός έτσι χώρος προβάλλει σημαντικά πλε ονεκτήματα όσον αφορά στις σημαντικές εφαρμο γές των νέων τεχνολογιών (που θα εξετάσουμε πιο κάτω στην εργασία αυτή) καθώς επίσης και της δυ νατότητας που προσφέρει σε μικρογραφία (υπόψη του τοπικού στοιχείου σε αντιπαράθεση με το εθνι κό) για τον αναπροσδιορισμό των κοινωνικών και πολιτικών όρων όπως φαίνονται να διαμορφώνο
νται μέσα στη σύγχρονη κοινωνία των επικοινωνιακών εξελίξεων. Το ζητούμενο λοιπόν είναι, να συνειδητοποιήσει ο άνθρωπος της σύγχρονης κοινωνίας τους νέους κανόνες του κοινωνικο-πολιτικού παιχνιδιού, συμ μετέχοντας ενεργά στη διαμόρφωσή τους. Το αποτέλεσμα όλης αυτής της ενεργητικής δια δικασίας που διαδραματίζεται στη νέα «κοινωνία των επικοινωνιών» επιχειρεί να εμφανίσει τον πολίτη-άτομο σαν κεντρικό πρωταγωνιστή, ικανό να ελέγχει τη ροή και την εξέλιξη των νέων όρων συμβίωσης. Η παρουσίαση παρακάτω των νέων τεχνολογιών στον τομέα της οπτικοακουστικής Επικοινωνίας, μας προσφέρει μια απεικόνιση των δυνατοτήτων ε φαρμογής τους σε χώρο περιορισμένης έκτασης, μέσα δηλαδή στο πλαίσιο μιας τοπικής κοινωνίας. Η κύρια βεβαίως προβληματική που θέσαμε προη γουμένως, γύρω από τη διαμόρφωση των νέων πολιτικο-κοινωνικών όρων με τη βοήθεια του επικοινωνιακού λόγου, παραμένει ανοικτή, αναζητώ ντας την επίλυσή της μέσα ακριβώς στην καθημερι νή πρακτική. Η παρουσίαση απλώς επιζητεί να υποψιάσει τον αναγνώστη και κατά συνέπεια να οδηγή σει σε παραπέρα αναζητήσεις.
Δυνατότητες εφαρμογής της ηλεκτρονικής εικόνας σε επίπεδο τοπικό ι δυνατότητες χρησιμοποίησης των οπτικοακουστικών μέσων σε επίπεδο τοπικό είναι ποι κίλες. Η εξέλιξη της τεχνολογίας, όπως τονίσαμε προηγουμένως, δίνει τη δυνατότητα στην ηλεκτρο νική εικόνα να διευρύνει το πεδίο εφαρμογών της, ενώ ταυτόχρονα η τοπική κοινωνία χρειάζεται να αντιληφθεί αυτή τη δυνατότητα εξέλιξης και να εν σωματώσει την ηλεκτρονική οπτικοακουστική επι κοινωνία στα μέσα πληροφόρησης και έκφρασης των πολιτών της. Είναι αναγκαίο να τονίσουμε, λοιπόν, σε ένα πρώτο στάδιο, τη σημασία ευαισθητοποίησης της τοπικής αρχής και των κατοίκων της όσον αφορά στο σημαντικό ρόλο που μπορεί να παίξει η χρήση των οπτικών διαύλων πληροφόρησης και επικοι νωνίας. Σε ένα δεύτερο στάδιο ακολουθεί η επιλογή των οπτικοακουστικών μέσων που θα χρησιμοποιη θούν, τα οποία θα πρέπει να είναι κατάλληλα επι λεγμένα ώστε να συνδέονται με τους στόχους που επιδιώκουμε να εκπληρώσουμε. Μία περιληπτική αναφορά στις διάφορες εφαρ μογές της ηλεκτρονικής εικόνας στο τοπικό επίπε δο, όπως έχει χρησιμοποιηθεί σε άλλες ευρωπαϊ κές χώρες, έχει σαν στόχο να προβληματίσει σχετι κά με μια ανάλογη χρήση στην ελληνική πραγματι κότητα παίρνοντας βεβαίως υπόψη τις ιδιαιτερότη τες των ελληνικών δεδομένων.
Ο
α) To video To video, εύκολο από τη φύση του ως μέσο, μπο ρεί να χρησιμοποιηθεί για να ενημερώνει, να ευαι σθητοποιεί την κοινή γνώμη, να επιμορφώνει - η
χρονικα/13 χρησιμοποίηση του video για επιμορφωτικούς ή εκμαθησιακούς λόγους, σε επίπεδο τοπικό, παίρνει ό λο και μεγαλύτερες διαστάσεις σε άλλες ευρωπαϊ κές χώρες (χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των πόλεων Colooibes, Nanterres και Gennevilliers στη Γαλλία) - να δημιουργεί πόλους προσέγγισης των κατοίκων μέσα από τη συμμετοχή τους στην παραγωγή εκπομπών - με την τεχνική και δη μιουργική εκμάθηση του video, επίσης ως μέσο με τάδοσης μηνυμάτων, δημιουργικής έκφρασης και ε πικοινωνίας (το παράδειγμα της πόλης Hammer smith στη Μ. Βρεταννία είναι πολύτιμο). Η παραγω γή εξάλλου εκπομπών (μικρών ταινιών, ντοκυμαντέρ κ.λπ.), με στόχο την προβολή δημοτικών ή τοπι κών θεμάτων, μπορεί να προσφέρει μια θαυμάσια υ πηρεσία και εξυπηρέτηση στη δημοτική αρχή αλλά και στους κατοίκους μιας πόλης (τα παραδείγματα των πόλεων Chambery στη Γαλλία και Gilly στο Βέλγιο είναι ενδεικτικά μιας τέτοιας χρήσης του video). Η εξασφάλιση των απομνημονευμάτων της συλ λογικής ζωής της πόλης, η απεικόνιση γεγονότων και η διαφύλαξη στοιχείων μπορεί να συντελέσει στη διατήρηση και διάσωση του φυσικού, ιστορικού και πολιτιστικού πλούτου μιας περιοχής. Αποθανα τίζοντας μια εκδήλωση του δήμου ή άλλων συλλο γικών φορέων καθώς και ατομικών πρωτοβουλιών συντελούμε στη διατήρηση μιας πολιτιστικής και ι στορικής συνέχειας. (Η τακτική χρησιμοποίηση του video για τους παραπάνω στόχους στην πόλη Troyes της Γαλλίας είναι χαρακτηριστική), β) Καλωδιακή τηλεόραση Η χρήση της καλωδιακής τηλεόρασης (μετάδοση δηλαδή του τηλεοπτικού σήματος μέσω ειδικής χάλκινης καλωδίωσης ή οπτικής ίνας) εμφανίζει σε επίπεδο τοπικό, δηλαδή σε χώρο σχετικά περιορι σμένης έκτασης, ένα ευρύ πεδίο δυνατοτήτων. Πέ ρα βεβαίως από τα ιδιαίτερα προβλήματα (νομικού και κυρίως οικονομικού χαρακτήρα) που θα πρέπει να αντιμετωπιστούν για την εφαρμογή της καλω διακής τηλεόρασης, το καινούριο που προσφέρει είναι η δυνατότητα συμμετοχής των κατοίκων μιας πόλης ή ακόμα μιας συνοικίας στην παραγωγή ενη μερωτικού, πολιτιστικού και ψυχαγωγικού προ γράμματος. Μέσα από «ανοιχτές επιτροπές προγραμματι σμού» μπορούν οι κάτοικοι μιας περιοχής να συνει σφέρουν στη σύλληψη δημιουργίας μιας εκπομπής, με δικές τους ιδέες και προτάσεις που πηγάζουν α πό την εμπειρία τους στην πόλη, καθώς επίσης και να συμμετάσχουν στην παραγωγή τέτοιων εκπο μπών, εφόσον βεβαίως το επιθυμούν και έχουν τις δυνατότητες για κάτι τέτοιο. Το παράδειγμα της πόλης Gennevilliers στα βόρεια του Παρισιού απο τελεί μια πετυχημένη περίπτωση εφαρμογής τοπι κής καλωδιακής τηλεόρασης, όπου η συνδυασμένη προσπάθεια των κατοίκων της πόλης και των επαγγελματιών των τηλεόρασης, στην παραγωγή των προγραμμάτων, έδωσε καρποφόρα αποτελέσματα, Η ιδιαιτερότητα της καλωδιακής τηλεόρασης εί ναι η δυνατότητά της να εφαρμοστεί σε χώρο πε ριορισμένης έκτασης - μέσα στο πλαίσιο μιας πό λης (οι εφαρμογές στις πόλεις Melick/Herkenbosch Goirle και Dronten της Ολλανδίας, στην πόλη Varde
της Δανίας είναι ενδεικτικές), στο πλαίσιο μιας συ νοικίας (όπως στη συνοικία Gresillons στην περιο χή Hauts de la Seine της Γαλλίας), ακόμη και σε ένα συγκρότημα κτιρίων (όπως στη συνοικία Chennevri£re a Saint-Quen-l’Aumfine της Γαλλίας, όπου η «Tele-Puce» λειτουργεί στο κέντρο ενός μεγάλου συνόλου κτιρίων, εκπέμποντας από το κτίριο 19 του συγκροτήματος και εξυπηρετώντας συνολικά είκο σι οκτώ (28) κτίρια. Η καλωδιακή τηλεόραση μπορεί επίσης να δημιουργηθεί και για τις ανάγκες μιας υ πηρεσίας, λειτουργώντας δηλαδή στο εσωτερικό ε νός Υπουργείου, νοσοκομείου..., όπως επίσης και στο εσωτερικό μιας μικρής μοναδικής κτιριακής μο νάδας (όπως μιας πολυκατοικίας) δίνοντας έτσι τη δυνατότητα ταχύτερης και αμεσότερης εξυπηρέτη σης, καθώς και μεγαλύτερης επικοινωνίας και έκ φρασης των ατόμων που συλλειτουργούν ή συγκα τοικούν σε ένα χώρο. Το πλεονέκτημα, λοιπόν, εφαρμογής της καλω διακής τηλεόρασης είναι η δυνατότητα που μπορεί να προσφέρει σε μικρές ομάδες ατόμων με κοινά προβλήματα, να εκφραστούν και να επικοινωνή σουν. Υπενθυμίζουμε εξάλλου, ότι η δημιουργία ε νός καλωδιακού δικτύου σε μια πόλη προσφέρει, πέρα από την απλή λειτουργία τηλεοπτικού κανα λιού, πολλές άλλες υπηρεσίες, όπως την αναμετά δοση δορυφορικών προγραμμάτων μέσω καλω δίου, τη λειτουργία της τηλεματικής καθώς και άλ λες διευκολύνσεις που σχετίζονται με την καλύτε ρη τεχνικά λήψη του τηλεοπτικού μηνύματος και το συνδυασμό χρησιμοποίησης των νέων τεχνο λογιών, γ) Τηλεματική Η τηλεματική (t6l0matique) προέκυψε από το συνδυασμό των δυνατοτήτων που προσφέρει το τη λεφωνικό δίκτυο, ο ηλεκτρονικός υπολογιστής, η μικρή οθόνη ή ένα συμβατό τερματικό και τα οποία μεταφέρουν κείμενα, εικόνες και ήχους. Χαρακτηρι στικό της τηλεματικής είναι η διαδραστική ικανότη τα που παρέχεται ανάμεσα στο χρήστη και το μηχά νημα ή καλύτερα ανάμεσα στους διάφορους χρή στες με τη βοήθεια των μηχανημάτων. Η ανάπτυξη των τηλεματικών δικτύων, την τελευ ταία δεκαετία, σε πολλές χώρες του κόσμου (ευρω παϊκές και μη) έχει επιφέρει μεγάλες αλλαγές στο χώρο των επικοινωνιών. Αναφερόμαστε συγκεκρι μένα στο σύστημα Teletel της Γαλλίας που προσφέ ρει τεράστιες δυνατότητες εξέλιξης (ήδη βρίσκεται σε εξέλιξη το δίκτυο Teletel Transpac, καθώς και τα δίκτυα Roseau t6l6phonique, Numeris R.N.I.S. et Roseau 2 Mega Β), το σύστημα Telidorn του Κανα δά, το Prestel της Αγγλίας, το Captain της Ιαπωνίας κ.λπ. Η χρησιμοποίηση της τηλεματικής σε τοπικό επί πεδο προσφέρει πολλά πλεονεκτήματα σχετικά με τη βελτίωση του συστήματος παροχής πληροφο ριών και κυρίως ανταλλαγής πληροφοριών και μυνημάτων ανάμεσα στους δημότες μιας πόλης ή ανά μεσα στο δημότη και τις τοπικές υπηρεσίες (δήμος, ασφαλιστικά ταμεία, εμπορικές επιχειρήσεις, επαγγελματίες) ή ακόμη ανάμεσα σε συλλόγους, σωμα τεία, ενώσεις κ.λπ., με στόχο την ανταλλαγή πληρο φοριών και το συντονισμό της δράσης τους. Η παροχή επίσης συμβουλών από ειδικές κατη
14/χρονικα γορίες πολιτών ειδικευμένων σ’ ένα τομέα όπως γιατροί, ψυχολόγοι, γεωπόνοι κ.ά., που είναι βε βαίως συνδεμένοι με το σύστημα της τηλεματικής, προσφέρει τη δυνατότητα ταχείας και άμεσης εξυ πηρέτησης των ατόμων στην πόλη τους χωρίς με τακίνηση. Χρειάζεται επίσης να επιμείνουμε στη χρήση της τηλεματικής για καθαρά επιμορφωτικούς και εκπαι δευτικούς λόγους. Η σύνδεση, με τηλεματικό δί κτυο, ανάμεσα στα σχολεία, τεχνολογικά ιδρύματα ή πανεπιστήμια μιας περιοχής προσφέρει τη δυνα τότητα ανταλλαγής γνώσεων και μετάδοσης πλη ροφοριών που σχετίζονται με την εκμαθησιακή ή ε ρευνητική προσπάθεια. Μ’ αυτό τον τρόπο οι σπου δαστές ή οι εκπαιδευτικοί μπορούν να ανταλλά ξουν τάχιστα τις γνώσεις τους και να ενημερωθούν για τις τυχόν εργασίες άλλων σπουδαστών ή εκπαι δευτικών. Στην προσπάθεια ανάπτυξης της τηλεματικής σε τοπικό επίπεδο εντάσσεται και η διοργάνωση ενός Συνεδρίου ονομαζόμενου «Citematic» που διοργανώθηκε στο Besangon της Γαλλίας το Μάρτιο του 1988 με πρωτοβουλία της Ένωσης των Δήμων των μεγάλων γαλλικών πόλεων, με στόχο την προώθη ση της τοπικής τηλεματικής. Ήδη, η πόλη Nantes Σημειώσεις 1.
Αναφερόμαστε συγκεκριμένα στην προβληματαική του Γερμανού πολιτικού φιλόσοφου J. Habermas στο έργο του «L’espace public (arch£ologie de la publicite comme dimension constitutive de la societe bourgeoise)», γαλλική μετάφραση, στις εκδόσεις Payot, 1978, ό που ο δημόσιος χώρος εμφανίζεται σαν προέκταση των οικονομικών ανταλλαγών, καθώς και στο έργο τού L. Quere «Les Miroirs equivoques (aux origines de la communication moderne)» εκδόσεις Aubier, serie RES, Babel 1982, όπως και στο άρθρο του ίδιου συγγραφέα «L’Argument sociologique de Garfinkel» στο περιοδικό Reseaux no 27, Δεκέμβριος 1987 όπου ο «δημόσιος χώ ρος» εκλαμβάνεται σαν ένας χώρος καθαρά συμβολι κός. Έτσι προτείνει ένα επικοινωνιακό μοντέλο που προκύπτει συγχρόνως από την τάξη «του συμβολικού» και από την τάξη «της χρήσης της γλώσσας». Ο Claude Lefort από την άλλη στο έργο του «L’invention democratique», εκδόσεις Fayard, 1981, υποστηρίζει ότι η ε ξουσία στη σύγχρονη δημοκρατική της προσέγγιση, χώρος έκφρασης κατεξοχήν του δημόσιου χώρου, πρέπει όχι μόνον να κάνει αποδεκτή «τη σύγκρουση των γνωμών» αλλά και να κερδίσει τη νομιμοποίησή της με το να ενσωματωθεί μέσα στις γνώμες. Σύμφω να, τέλος, με τον J.M.Salaun στο έργο του «Α qui appartient la t0l6vision», εκδόσεις Aubier-Montaigne, 1989, μέσα από την εξέταση του ρόλου της τηλεόρα σης που επιχειρεί, υποστηρίζει ότι το άτομο δεν είναι μόνο πολίτης-υποκείμενο (σαν χρήστης της τηλεόρα σης), αλλά και ιδιωτικό πρόσωπο. Απ’ εδώ προκύπτει μια νέα θεώρηση και του δημόσιου χώρου. Βιβλιογραφική Αναφορά
α) Βιβλία, Μελέτες: 1. «La Societe Conquise par la Communication» του B. Miege. Εκδόσεις Presses Universitaires de Grenoble, RUG, 1989. 2. «Theorie Generale de I’lnformation et de la Communication» του R. Escarpit, εκδόσεις Hachette, Paris, 1976.
με το σύστημα «Telem-Nantes» που μπήκε σε λει τουργία το 1982, η πόλη Metz με το σύστημα «Mira bel» που πρόσφατα μπήκε σε χρήση, όπως και το σύστημα «Telis» που πραγματοποιήθηκε για τη χρήση επτά δήμων στην περιοχή Is6re, αποτελούν ενδεικτικά παραδείγματα εφαρμογής της τηλεματι κής σε επίπεδο τοπικό. Πρόσφατα επίσης τοποθε τήθηκαν συστήματα τηλεματικής και στις πόλεις Barcelone της Ισπανίας και S£te και Montpel Her της Γαλλίας για τις ανάγκες των πολιτιστικών τους κέντρων. Η «κοινωνία των επικοινωνιών» προβάλλει με έμ φαση τους νέους όρους συμβίωσης και ανάπτυξης των μελών ενός κοινωνικού συνόλου. Η περίπτωση της τοπικής κοινωνίας είναι χαρακτηριστική. Ο «δη μόσιος χώρος» βρίσκεται σ’ ένα στάδιο μετεξέλι ξης. Το βάρος πέφτει, λοιπόν, στη διαδικασία επα ναπροσδιορισμού των όρων του κοινωνικοπολιτικού παιχνιδιού όπου ο παράγοντας άνθρω πος καλείται να διαδραματίσει τον πρωταρχικό ρό λο. Τα σημερινά δεδομένα ανατρέπονται, είναι άρα γε έτοιμη η κοινωνία των ανθρώπων να τα διαμορ φώσει προς όφελός της; ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΦΥΛΛΑ 3. «Penser les Medias» του A. Matterlat, εκδόσεις La Decouverte, Textes a I’appui, 1986. 4. «Critique de la Communication» του L. Sfez, εκδόσεις Le Seuil, collection Empreintes, 1988. 5. «L’Espace Public (archeologie de la publicity comme dimension constitutive de la societe bourgeoise)» γαλ λική μετάφραση, του J. Habermas, εκδόσεις Payot, 1978. 6. «L’invention Democratique» του C. Lefort, εκδόσεις Fayard, 1981. 7. «Les Miroirs Equivoques (aux origines de la communication moderne)» του L. Quere, εκδόσεις Aubier, serie RES, Babel, 1982. 8. «Α qui Appartient la Television» του J.M. Salaun, εκδό σεις Aubier-Montaigne, 1989. 9. Information et Communication Concernant la Vie de la Cite, Μελέτη (No 17) του Συμβουλίου της Ευρώπης που κυκλοφόρησε στη σειρά «Μελέτες για τις περιφέρειες και τους δήμους της Ευρώπης», Στρασβούργο 1979. 10. «La Decentralisation de la Communication Audiovisuelle: Experiences en Matiere de Cablage». Έρευνα της Μ. Φύλλα, Οκτώβριος 1984. Πηγή: Βιβλιο θήκη Πολιτικής Επιστήμης της Σορβόννης. 11. «Etude Socio-Semiologique sur la Production Audiovisuelle d’lnformation et de Culture Locale». Έ ρευνα των Μ. Φύλλα - C. Lalanne - N. Ducastel. Εκδό σεις Ceriam, Paris 1985. 12. Nouveaux Programmes et Communication Audiovisuelle, - Πρακτικά του συνεδρίου του CNCA (Conseil National de la Communication Audiovisuelle) που οργανώθηκε στο Παρίσι στις 7 και 8 Ιανουαρίου 1986. Εκδόσεις G. Pompidou, Mission TV CAble. 13. Η Πολιτικής της Κοινότητας στον Τομέα των Οπτικοακουστικών Μέσων - Πρόταση οδηγίας του Συμβου λίου σχετικά με την άσκηση ραδιοτηλεοπτικών δρα στηριοτήτων. Ανακοίνωση της επιτροπής που υποβλή θηκε στο Συμβούλιο στις 30 Απριλίου 1986. Δελτίο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, 1986. β) Περιοδικά: 1. «Mediaspouvoirs»: No 11 Ιούλιος, Αύγουστος, Σεπτέμ βριος 1988. 2. La Gazette des Communes des Departements des Regions, τεύχη Απριλίου, Οκτωβρίου και Νοεμβρίου 1988.
Ομοφυλοφιλία Ανάμεσα-στα κ οινώ '^ ^ ά ^ νό^ ^ ^ ^ κ ι απασχολούν πολύπλευρα τη σύγχρο νη κοινωνψ είναι .κι μυχό ίη ς ^ ο ι^ ό φ ιλ ία ς . Η αντιμετώπισή της, όμως, από την αρχαιότητα έώ $ ΐς μήρες^μάς, μεταβάλλεται ανάλογα με τις κρατούσες φιλοσοφικές; θρησ^ευχ$έξ,<ιδεολο^κές αντιλήψεις κάθε εποχής. Για μερικούς.η σμόΜ($ρφιλία εϊγοζ^να βίωμα, μια αμετάκλητη, καταναγκαστική και πολλές)ρορ&ζ£>δυνηρή επιλογή. Για τους άλλους είναι ένα «περίεργο» φαινόμενο που ένα άωρό απωθήάβις τους οδηγούν να το βλέπουν σαν μια ανω μαλία, καθώς &χνο$#έπζος η μόνη ομαλή στιγμή στη σεξουαλική δραστηριότη τα του ανθρώπου είναι η: τεκνογονία, οπότε και η ετεροφυλόφιλη σχέση έχει κι αυτή τις «ανωμαλίες» της... Για να ξεπεράσει, λοιπο\ς κανείςιτέτοιες διάχυτες αντιλήψεις, χρειάζεται λίγη ψυχραιμία. Σ ’ αυτή την προοπτική πάνω κινείται το αφιέρωμά μας, θέλοντας να διαλευκάνει ορισμένες πλευρές που ανανεώνουν τον προβληματισμό μας σχετι κά με την ομοφυλοφιλία. Αν η οικουμενικήδιάσταση κάι η ιστρρία της είναι λίγο πολύ γνωστές και από παλιά μάλιστα, η κοινωνιολογική και επιστημονική ανάλυση προχώρησε ση μαντικά τα τελευταία εκατό κυρίως χρόνια, με τις μελέτες των Κραφτ-Έμπιγκ, Πάγκνρυς Χίρσφελντ, Χάβελοκ Έλις, Φρόυντ, Στέκελ, Φουκώ και άλλων. Οι σχετικές ψυχαναλυτικές και, σεξολογικές ερμηνείες που δόθηκαν, και όχι πα ντού μ ’ επιτυχία, προκαλούν για μια ακόμα πΐο συστηματική ανίχνευση. Αλλά εκεί όπου η ομοφυλοφιλία έχει αποκτήσει αναντίρρητα διαπιστευτήρια είναι ο χώρος της Τέχνης: μια' συσσωρευμένη και δοκιμασμένη εμπειρία έχει διαμορφώσει τη δική της μυθολογία, που καθρεφτίζει με τόλμη και σαφήνεια τη διφορούμεγη όψη της. Όπως γίνεται και στη.ζωή, η μοίρα της ομοφυλοφιλίας είναι να ταλαντεύεται ανάμεσα σε πλατωνικές εξάρσεις και τα αγοραία «μειρά κια» της Γυαλατινής Ανθολογίας που δεν είναι και πολύ μακριά από τους καβα- . φικούς νέους που «ρωτούσαν,για την ποιότητα ή που ’’έταζαν’’ δυο φορεσιές και κάτι μεταξωτά μαντήλια». Από %η μια, τα εξαϋλωμένα σονέτα και από την άλ λη, ο σκληρός και φαντασμαγορικός κόσμος του Ζενέ. Πού τελειώνει η έκστα ση του Άσενμπαχ («Θάνατος στην Βενετία») και πού αρχίζουν οι σεξουαλικές μονομανίες μερικών ηρώων του Προυστ; Στο τέλος, όλη αυτή η μυθολογία εξιδανικεύει και αφομοιώνει τα πραγματικά και τα φανταστικά πρόσωπα. Κι έτσι ο Αντίνοος, από ευνοούμενος του Αδριανού γίνεται Θεός. Ο έρωτας του Εδουάρδου Β’ (του Μάρλοου) για τον Γκάβεστον, σε τίδιαφέρει, από το πάθος του Βερλαίν για τον Ρεμπώ; Και πώς να μην αποκτήσουν μύθικές διαστάσεις, η καταδί κη του Ουάιλντ και η δολοφονία του Παζολίνι; Κι αν χρειάζεται να δούμε πιο κοντά μας, δεν θα παραγνωρίσουμε τον αρνητι κό ερωτισμό της «Καταπακτής» του Γιώργου Ιωάννου, αλλά και την κόλαση που επωμίστηκε και εξομολογήθηκε, χωρίς υπεκφυγές, ο Κώστας Ταχτσής. Επιμέλεια αφιερώματος: Πέτρος Παπαδόπουλος
* Υπενθυμίζουμε στους αναγνώστες μας ότι το θέμα της ομοφυλοφιλίας θίγεται και στα εξής αφιερώματα του «Διαβάζω»: Μαρσέλ Προύστ (52), Ζενέ (66), Ντε Σαντ (77), Κ. Π. Καβάφης (78), Ν. Λαπαθιώτης (95), Τ. Ουίλιαμς (139), Ουάιλντ (152), Ζ. Κοκτώ (100), Α. Ζίντ (206).
Βιβλιογραφία με θέμα την ομοφυλοφιλία θα δημοσιευτεί σε προσεχές μας τεύχος.
16/αφιερωμα
Σ
ωκράτης. Είχα επιστρέφει την προηγουμένη βραδιά από την Ποτίδαια [Η μάχη έγινε το 432 π.Χ. Ο Σ. ήταν 38 χρονών τότε], από το στρατόπεδο, και, επειδή έλειπα πολύν καιρό, πήγα ευχαρίστως στα μέρη όπου συνήθως εσύχναζα. Έτσι, μπήκα και στην παλαίστρα του Ταυρέα (...) κι εκεί βρήκα πάρα πολλούς άλλους άγνωστους, τους περισσότερους, όμως, γνωστούς μου (...) Σαν εκάθησα, χαιρέτησα τον Κριτία και τους άλλους και τους διηγήθηκα τα νέα του στρατοπέδου (...). Ό ταν αυτά τα εξαντλήσαμε, τους ρώτησα κι εγώ τα νέα της Αθήνας, για τη φιλοσοφία, σε ποιο σημείο βρισκόταν και για τους νέους, αν είχαν αναδειχτεί απ’ αυτούς μερικοί σε μάθηση, σε ομορφιά ή και στα δυο. Κι ο Κριτίας, αφού έριξε μια ματιά στην πόρτα, και καθώς είδε μερικούς νέους που έμπαιναν με πειράγματα μεταξύ τους κι άλλο πλήθος να τους ακολουθεί, «όσο για τους ωραίους, Σωκράτη», είπε, «πολύ σύντομα μου φαίνεται, θα πληροφορηθείς- γιατί αυτοί που μπαίνουν, είναι οι πρόδρομοι κι οι θαυμαστές (ερασταί) εκείνου που θεωρείται σήμερα ωραιότερος· θαρρώ, μάλιστα, ότι κι αυτός είναι κάπου εδώ κοντά, ότι έρχεται». «Κι αυτός», είπα, «ποιος είναι και ποιανού;» «Τον ξαίρεις, νομίζω», είπε, «αλλά ήταν ακόμη μικρός πρι φύγεις· είναι ο Χαρμίδης, ο γιος του Γλαύκωνος, του θείου μου,
αφιερωμα/17 εξάδελφός μου» [και θείος του Πλάτωνα] (...) Και καθώς έλεγε αυτά, μπαίνει ο Χαρμίδης. Εμένα, λοιπόν, φίλε μου, δε μου βρίσκεις άκρη (...) γιατί όλοι, σχεδόν, οι νέοι μου φαίνονται ωραίοι [«δεν μπορώ να πω ότι υπήρξε ποτέ εποχή κατά την οποίαν να μην είμαι ερωτευμένος», Ξενοφών «Συμπόσιο» VIII2], Οπωσδήποτε, εκείνος, τότε, μου φάνηκε θαυμάσιος και στο ανάστημα και στην ομορφιά και θαρρώ ότι όλοι εκεί πέρα ήταν ερωτευμένοι μ ’ αυτόν τόσο σαστισμένοι και σαν χαμένοι έδειχναν καθώς έμπαινε [το ίδιο πάλι μαρτύριο μπροστά στο «κάλλος» του Αντόλντιου: «όσοι τον εκύταζαν έπασχαν ψυχικά εξ αιτίας του», όπ. π. 1 9]. Και όσον αφορά εμάς τους άνδρες, το πράγμα δεν ήταν και τόσο εκπληκτικό αλλά εγώ πρόσεξα και τα παιδιά κι είδα ότι κανένα δεν κοίταζε αλλού, ούτε το μικρότερο, αλλά όλα αυτόν κοιτούσαν, σαν να θαύμαζαν κανένα άγαλμα. Κι ο Χαιρεφών: «Πώς σου φαίνεται ο νέος, Σωκράτη; Δεν έχει ωραίο πρόσωπο;» «Θαυμάσιο», απάντησα εγώ. «Ε, λοιπόν», είπε, «αν θελήσει να γυμνωθεί, θα σου φανεί σαν να μην έχει πρόσωπο· τόσο οι γραμμές του είναι τέλειες» (...) Ήλθε, λοιπόν· και με τον ερχομό του μας έκαμε να γελάσουμε πολύ· γιατί καθένας από όσους καθόμαστε, άρχισε να σπρώχνει με δύναμη το διπλανό του, για να κάμει θέση να καθήσει κοντά του, ώσπου αυτούς που ήταν στις άκρες του πάγκου, τον έναν τον αναγκάσαμε να σηκωθεί και τον άλλον τον ρίξαμε χάμω. Εκείνος ήλθε και κάθησε ανάμεσα σ ’ εμένα και τον Κριτία. Τη στιγμή εκείνη, αγαπητέ μου, τα έχασα, κι όλη η πεποίθηση που είχα ότι πολύ άνετα θα συζητούσα μαζί του χάθηκε. Και καθώς (...) με κοίταξε στα μάτια μ ’ ένα βλέμμα που δεν μπορώ να το περιγράφω κι έκαμε μια κίνηση σαν για να ρωτήσει (...) τότε, ευγενικέ μου φίλε, η ματιά μου έπεσε στο άνοιγμα του ιματίου του, κι άναψα, κι έχασα την αυτοκυριαρχία μου («καί έφλεγόμην καί ούκέτ’ έπ ’ έμαυτόν ήν») Πλάτων, «Χαρμίδης» Ι53α-155 d (μτφρ. Ν. Τετενέ, εκδ. Ζαχαρόπουλος)
ο θέμα είναι βέβαια πολύ λεπτόν. Αναφέρεται εις κάτι απολύτως ξένον προς τας συνήθειας και τας ηθικός αντιλήψεις της σημερινής κοινωνίας. Αλλ’ αυτό δεν μας απαλλάσσει από την υποχρέωσιν να το αντικρύσωμεν με ψυχραιμίαν και αγνότητα· την καθιστά ακόμη μεγαλυτέραν. Κλείοντες συνειδητά τους οφθαλμούς ενώπιον ενός κεφαλαίου του βίου των αρχαίων τόσον σπουδαίου, δεν κλείομεν μόνον τον δρόμον μας προς μίαν πηγήν όχι μόνον ελαττωμάτων, αλλά και πνευματικότητος ανωτέρας, όπως θα ίδωμεν αδικούμεν και τους αρχαίους. Δι’ εκείνους ο έρως ο παιδικός δεν εθεωρείτο και δεν ήτο μια ηθική απλώς διαστροφή, διαδεδομένη και σήμερον περισσότερον απ’ ό,τι ομολογούμεν, την οποίαν προσπαθούμεν δια λόγους ηθικούς και αισθητικούς να συγκαλύψωμεν μ’ ένα πέπλον σιγής αισχυντηλής. Ή το ένας θεσμός κοινωνικώς ανεγνωρισμένος, με τας συνήθειας και τους κανόνας του, με την παράδοσιν και την τεχνική του, όπως ο ιπποτικός έρως εις τον Μεσαίωνα. Με παρρησίαν και υπερηφάνειαν τον ανέφεραν ως ένα σημείον ανωτερότητος, από τους βαρβάρους λαούς, ως ένα κατ’ εξοχήν δείγμα πολιτισμού. Ως θεσμόν λοιπόν κοινωνικόν, όχι ως παρεκτροπήν, ιστορικώς και ψυχολογικώς, πρέπει να εξετάσωμεν αυτήν την συνήθειαν. Να εισδύσωμεν δηλαδή εις την νοοτροπίαν εκείνων και να την εννοήσωμεν - αυτή είναι η υποχρέωσίς μας. Αυτό δεν θα είναι και επιδοκιμασία· όπως δεν σημαίνει επιδοκιμασίαν η προσπάθεια να κατανοήσωμεν άλλους θεσμούς όχι ολιγώτερον ξένους προς τας ηθικάς μας αντιλήψεις, όπως η δουλεία, ο περιορισμός της γυναικός, η αγάπη προς το γυμνόν, η έκθεσις των νεογεννήτων κ.λπ. Ούτε πάλιν καταδίκην ανηλεής· και εις το κεφάλαιον αυτό θα ημπορούσε κανείς προς καθ’ εποχήν, ακόμην και προς τον θρησκόληπτον Μεσαίωνα, να βροντοφωνήσεν ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω. Ευτυχώς η επιστήμη εξέφυγε προ . πολλού το δίλημμα: έγκρισις ή κατάκρισις; Έργον της είναι η κρίσις, δηλαδή η κατανόησις· και το έργον αυτό εγκλείει πολύ μεγαλυτέραν δικαιοσύνην και σεβασμόν προς τους πατέρας του ωραίου και του αληθινού, παρ’ όσον η μονοκόμματος καταδίκη ή, το χειρότερον, η δήθεν ευλαβής και μηδέν μεν λέγουσα, πολλά δε σημαίνουσα παρασιώπησις.
Τ
(I. Συκουτρής, Εισαγωγή στο «Συμπόσιο» του Πλάτωνος, 1934)
18/αφιερωμα
Γράμμα σε μια Αμερικανίδα μητέρα Αγαπητή κυρία X. υμπεραίνω από το γράμμα σας ότι ο γιος σας είναι ομοφυλόφιλος. Μου κάνει μεγάλη εντύπωση το γεγονός ότι δεν αναφέρετε αυτόν τον όρο στις πληροφορίες που δίνετε γι’ αυτόν. Μου επιτρέπετε να σας ρωτήσω γιατί το αποφεύγετε; Η ομοφυλοφιλία δεν είναι, ασφαλώς, προτέρημα, αλλά δεν είναι κάτι για το οποίο πρέπει κάποιος να ντρέπεται, δεν είναι ούτε διαστροφή, ούτε εξαχρείωση, ούτε κατατάσσεται στις «ασθένειες». Θεωρείται παρέκκλιση της σεξουαλικής λειτουργίας που παράγεται από συγκεκριμένη καθήλωση της σεξουαλικής ανάπτυξης. Μεγάλες προσωπικότητες της αρχαίας και σύγχρονης εποχής υπήρξαν ομοφυλόφιλοι, ανάμεσά τους συγκαταλέγονται μεγάλοι άνδρες (Πλάτων, Μιχαήλ 'Αγγελος, Λεονάρντο Ντα Βίντσι κ.λπ.) Είναι μεγάλη αδικία και σκληρότητα να αντιμετωπίζετε την ομοφυλοφιλία σαν έγκλημα. Αν δεν με πιστεύετε, διαβάστε τα βιβλία του Havelock Ellis. Με το να με ρωτάτε αν μπορώ να σας βοηθήσω, εννοείτε, υποθέτω, αν μπορώ να εξαλείψω την ομοφυλοφιλία και να την αντικαταστήσω με τη φυσιολογική ετεροφυλοφιλία. Η απάντηση είναι, σε γενικές γραμμές, ότι δεν μπορούμε να υποσχεθούμε ότι θα το κατορθώσουμε. Σε μερικές περιπτώσεις πετύχαμε την ανάπτυξη των νεκρωμένων σπερμάτων των ετεροφυλοφιλικών τάσεων που υπάρχουν σε κάθε ομοφυλόφιλο, στην πλειοψηφία όμως των περιπτώσεων δεν είναι πια δυνατό. Εξαρτάται από την ποιότητα και την ηλικία του ατόμου. Το αποτέλεσμα της θεραπείας δεν μπορεί να προβλεφθεί. Είναι διαφορετικό θέμα, όμως, πόσο μπορεί να βοηθήσει η ψυχανάλυση τον γιο σας. Αν είναι δυστυχισμένος, νευρωτικός, με αναστολές στην κοινωνική του ζωή, η ψυχανάλυση μπορεί να του δώσει αρμονία, ηρεμία πνεύματος, αυτάρκεια, είτε παραμείνει ομοφυλόφιλος, είτε αλλάξει. Αν αποφασίσετε να κάνει ψυχανάλυση, θα τον αναλάβω εγώ προσωπικά. Λεν νομίζω όμως ότι θα πάρετε αυτή την απόφαση. Είναι απαραίτητο να έλθει στη Βιέννη. Αεν έχω καμία πρόθεση να φύγω από εδώ. Σε οποιαδήποτε περίπτωση, μην παραλείψετε να μου απαντήσετε. Με θερμές ευχές Σ. Φρόυντ (Μετάφραση: Π. Ψυχογιού)
αφιερωμα/19
Κλάρα Τόμσον
Η ομοφυλοφιλία στο φως της ψυχανάλυσης
Ο όρος «ομοφυλοφι λία» όπως χρησιμο ποιείται στην ψυχανά λυση έχει καταλήξει να αποτελεί ένα είδος «κα λάθου απορριμάτων», ό που συσσωρεύονται ό λες οι μορφές σχέσεων μεταξύ ατόμων του ί διου φύλου. Ο όρος αυ τός μπορεί να χρησιμο ποιηθεί για δραστηριό τητες, στάσεις, συναι σθήματα, σκέψεις ή α πωθήσεις. Ενολίγοις, ο τιδήποτε αναφέρεται σε σχέση, εχθρική ή φιλι κή, μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου μπορεί να χαρακτηριστεί ομοφυλοφιλική. Το ερώτημα είναι τ ί ακριβώς εννοεί ένας ψυχαναλυτής όταν λέει στο ακροατήριό του ή στον ασθενή του ότι ένας ασθενής έχει ομοφυλοφιλικές τάσεις. Ουσιαστικά δεν διευκρι νίζει ούτε τις απόψεις του, ούτε δίνει ακριβή εικόνα στο ακροατήριό του. ταν χρησιμοποιεί τον όρο μιλώντας με τον ασθενή του, οι λέξεις του - αντί να λειτουογήσουν θετικά - συχνά προκαλούν τρόμο, γιατί η λέξη ομοφυλοφιλία έχει ιδιάζουσα σημασία και αρνητική φόρτιση στην καθημερινή της χρήση.
Ο
Λαμβάνοντας υπόψη τη γενική σύγχυση, θεώρη σα σωστό να επανεξετάσω το όλο θέμα, να ανιχνεύσω τις ψυχαναλυτή υπόψεις για την ομο φυλοφιλία και, τ έ λ ι κ ν α περιγράφω τη σύγχρο νη άποψη για τον ορο.
20/αφιερωμα Ο Φρόυντ, σύμφωνα με τον λιμπιντικό προσα νατολισμό του, θεώρησε ότι η υποσυνείδητη ομο φυλοφιλία είναι βασική αιτία νεύρωσης, ενώ πιο πρόσφατες αναλύσεις έχουν οδηγήσει στο συμπέ ρασμα ότι δεν αποτελεί παρά ένα σύμπτωμα γε νικότερων διαταραχών της προσωπικότητας. Αντί να είναι το βασικό πρόβλημα σε μια δεδομέ νη περίπτωση, δεν αποτελεί παρά μια εκδήλωση διαταραχής τής προσωπικότητας και τείνει να ε ξαφανιστεί όταν αυτή η διαταραχή πάψει να υφίσταται. Σύμφωνα με την άποψη του Φρόυντ, η α συνείδητη ομοφυλοφιλία υπάρχει σε όλους τους ανθρώπους σαν φυσικό μέρος της αρχικής libido. Εκφράζεται κυρίως με τρεις διαφορετικές μορ φές: η λανθάνουσα ομοφυλοφιλία, η απωθημένη ή άδηλη και η έκδηλη. Η λανθάνουσα ομοφυλο φιλία προφανώς είναι κοινό χαρακτηριστικό ό λων, αν και ίσως ο βαθμός διαφέρει από το ένα άτομο στο άλλο. Δεν είναι κατ’ ανάγκην παθο λογικό σύμπτωμα. Ο Φρόυντ ισχυρίζεται ότι μπορεί να εκφραστεί είτε με παθολογικά προβλή ματα ή με εξιδανίκευση. Η ψυχανάλυση πρέπει να αντιμετωπίσει την ομοφυλοφιλία σαν πρόβλη μα, μόνο στην απωθημένη ή έκδηλη μορφή της. Εάν η χρήση του όρου περιοριζόταν σ’ αυτές τις δύο μορφές, θα υπήρχε λιγότερη σύγχυση, αν και ακόμα και εδώ ο Φρόυντ μιλά για απωθημένες ομοφυλοφιλικές τάσεις, αναφερόμενος σε κατα στάσεις όπου το σεξουαλικό περιεχόμενο στη συ νήθη περιορισμένη έννοια του όρου δεν υφίσταται. Η άποψη του Φρόυντ για το θέμα αυτό βασίζε ται στην θεωρία του για την αμφισεξουαλικότητα. Σύμφωνα με τον ίδιο, ένα μέρος της αρχικής libido διοχετεύεται στην ομοφυλοφιλία. Αυτή η libido προφανώς δεν μπορεί να μεταστραφεί σε ετεροφυλοφιλική. Παραμένουν και οι δύο διαχω ρισμένες και αποτελούν μέρος της αρχικής αμφισεξουαλικότητας. Στην πορεία της ανάπτυξης, η μία υπερισχύει και η ηττημένη είτε εξιδανικεύεται (μετατρέπεται σε άλλη μη σεξουαλική και κοινω νικά αποδεκτή δραστηριότητα) ή αποτελεί την πηγή για το σχηματισμό νευρωτικών διαταρα χών. Έτσι στη Φροϋδική θεωρία η ασυνείδητη ο μοφυλοφιλία είναι σημαντικό συστατικό της βα σικής δομής της προσωπικότητας. Εντούτοις ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω κάτω από ποιες συνθήκες ο Φρόυντ θεωρούσε ότι αυτές οι υποσυ νείδητες τάσεις μετατρέπονται σε συνειδητές ή έκδηλες. Το αρνητικό Οιδιπόδειο σύμπλεγμα παρουσιά ζεται σαν αφετηρία της ομοφυλοφιλικής ανάπτυ ξης. Σε μερικές περιπτώσεις επίσης η παλινδρό μηση στο ναρκισσιστικό στάδιο θεωρείται ότι ευ νοεί την ανάπτυξη της ομοφυλοφιλίας, επειδή η αγάπη προς ένα άτομο του ιδίου φύλου μπορεί να εκληφθεί ως προέκταση της αγάπης του εαυτού μας. Εντούτοις, ακόμα και αν κάποιος αποδε
χθεί τις απόψεις του Φρόυντ, αυτή η περιγραφή δεν εξηγεί τη δυναμική της διαδικασίας. Είναι α κόμα απαραίτητο να διευκρινιστεί, ποιες ειδικές εμπειρίες ζωής δημιούργησαν το αρνητικό Οιδι πόδειο σύμπλεγμα, ή την παλινδρόμηση στο ναρ κισσιστικό στάδιο, γιατί αυτή η παλινδρόμηση δεν δημιουργεί πάντα έκδηλη ομοφυλοφιλία. Ο Φρόυντ ισχυρίζεται ότι μια πιθανή αιτία μπορεί να είναι η διαφορετική ένταση της αρχικής ομοφυλοφιλικής προδιάθεσης. Χρησιμοποιώντας την ιδιοσυγκρασία σαν εξήγηση, πολύ συχνά α πλώς σημαίνει ότι το πεδίο δεν έχει ακόμα εξερευνηθεί. Πολλές συγχύσεις προέρχονται από το γεγο νός ότι μερικές φορές αναφέρονται σαν παρα δείγματα ομοφυλοφιλίας περιπτώσεις στις ο ποίες δεν υπάρχουν σαφείς σεξουαλικές σχέσεις, εκτός από μια ισχυρή νευρωτική εξάρτηση προς άτομο του ιδίου φύλου. Έτσι φαί >εται ότι δεν υ πάρχει διαφορά στη δυναμική μιας τέτοιας περί πτωσης και μιας άλλης με σαφώς εμφανείς εκδη λώσεις. Δεν υπάρχουν αναλυτικά δεδομένα στην κλασική σχολή για τις αιτίες που δημιουργούν την τελική παραβίαση των πολιτισμικών προκα ταλήψεων, στην περίπτωση που ένα άτομο δέχε ται έναν έκδηλο ομοφυλοφιλικό τρόπο ζωής, ε κτός από τη γενική αντίληψη ότι ένα τέτοιο άτο μο έχει ασθενές υπερεγώ· δηλαδή είναι ανίκανο να ελέγξει την κατεύθυνση των ορμών του. ν υποθέσουμε ότι η βασική θεωρία του Φρόυντ για την προσωπικότητα τίθεται υπό •αμφισβήτηση, δηλαδή ότι η δομή του χαρακτήρα είναι αποτέλεσμα εξιδανίκευσης των σεξουαλι κών ορμών, τότε το πρόβλημα της απωθημένης και έκδηλης ομοφυλοφιλίας πρέπει να προσεγγι στεί διαφορετικά. Στην περίπτωση που η θεωρία της libido εγκαταλειφθεί, είναι ευκολότερο να υποστηριχθεί ότι η ομοφυλοφιλία δεν είναι κλινικό φαινόμενο. Δεν υπάρχει σαφώς προδιαγεγραμμέ νο πλαίσιο μέσα στο οποίο εμφανίζεται. Παρου σιάζεται σαν σύμπτωμα σε ανθρώπους με χαρα κτήρα διαφορετικής δομής. Ο απλός διαχωρι σμός σε ενεργητικούς και παθητικούς τύπους δεν ολοκληρώνει την εικόνα, ούτε αυτοί οι διαχωρι σμοί είναι πάντα σαφείς. Παραδείγματος χάριν, το ίδιο πρόσωπο μπορεί να είναι ενεργητικό με έ ναν νεότερο σύντροφο και παθητικό με έναν με γαλύτερο. Μια προσωπικότητα που κάνει μια φανερή ομοφυλοφιλική επιλογή σε μια περίπτω ση, μπορεί να είναι σχεδόν ταυτόσημη με μια άλ λη που κάτω από σχεδόν όμοιες συνθήκες κάνει μια ετεροφυλοφιλική επιλογή σε άλλη περίπτω ση. Ο Robbins περιγράφει την ανταγωνιστικότη τα και την τάση εκμετάλλευσης σαν χαρακτηρι στικά στοιχεία της προσωπικότητας των ομοφυ λοφίλων. Εντούτοις, όπως είναι γνωστό, αυτά τα χαρακτηριστικά απαντώνται επίσης συχνά και
Α
αφιερωμα/21 σε ετεροφυλοφιλικές προσωπικότητες. Έτσι η ει δική επιλογή αντικειμένου δεν δικαιολογείται στην εργασία του Robbins. Μπορούμε να συμφωνήσουμε με τον Φρόυντ ό τι όλοι οι άνθρωποι δεν είναι μόνο αμφισεξουαλικοί αλλά πολυσεξουαλικοί, με την έννοια ότι, εί ναι βιολογικά ικανοί να διεγείρονται σεξουαλικά με οποιοδήποτε φύλο ή με ποικιλία άλλων ερεθι σμάτων. Πολλοί άνθρωποι επίσης έχουν την τά ση να δημιουργούν μονογαμικές σχέσεις. Στην παιδική ηλικία, πριν επιβληθούν οι προ καταλήψεις των ενηλίκων, επικρατεί μια κατά σταση ελεύθερης απόλαυσης του σώματος. Η η δονή μπορεί να επιτευχθεί με οποιοδήποτε φύλο, εξαρτώμενη σ’ ένα μεγάλο βαθμό από την εγγύ τητα ή διαθεσιμότητα. Θα ήταν ενδιαφέρον να αναλογισθούμε τί θα συνέβαινε αν ένα άτομο αναπτυσσόταν σε έναν πολιτισμό χωρίς περιορισμούς φύλου. Είναι πιθα νό ότι τα περισσότερα παιδιά θα έδειχναν μια προτίμηση για τη βιολογικά πιο ικανοποιητική μορφή σεξουαλικής ευχαρίστησης και ότι αυτό θα κατέληγε να επιτυγχάνεται με την ένωση αρ σενικού και θηλυκού γεννητΐκού οργάνου. Αν η ετεροφυλοφιλική δραστηριότητα αποδεικνυόταν τελικά η κυρίαρχη μορφή σεξουαλικής ζωής, θα σήμαινε άραγε ότι οι άλλες μορφές θα είχαν απω θηθεί; Αν αυτός ο πολιτισμός δεν ευνοούσε προ καταλήψεις, τότε η απώθηση θα ήταν περιττή. Η ομοφυλοφιλία θα εξαφανιζόταν, εφόσον πιο ικα νοποιητικές απολαύσεις θα ήταν εφικτές. Θα ε πανεμφανίζονταν ίσως, αν δεν υπήρχαν ετεροφυλοφιλικές δυνατότητες. Δηλαδή, είναι πιθανόν ό τι σε φυσιολογικές καταστάσεις άνθρωποι χωρίς αναστολές θα εύρισκαν σεξουαλική ευχαρίστηση με κάθε δυνατό τρόπο - αλλά αν είχαν δυνατό τητα επιλογής, θα διάλεγαν τον πιο απολαυστι κό. Εντούτοις, οι περισσότερες σεξουαλικές σχέ σεις εκτός από τη φυσιολογική ικανοποίηση της σαρκικής επιθυμίας, αποκτούν περιεχόμενο σε διαπροσωπικό πλαίσιο. Η σχέση αυτή καθεαυτή έχει σημασία. Η αξία της σχέσης επηρεάζει την ικανοποίηση που επιτυγχάνεται από τη σεξουαλι κή δραστηριότητα. Εκτός από κάποιες περιπτώ σεις, στις οποίες η επιλογή ενός ομοφυλοφιλικού ερωτικού αντικειμένου υπαγορεύεται από περι βαλλοντικούς περιορισμούς, θα φανεί ότι οι δια προσωπικοί παράγοντες - δηλαδή το είδος της σχέσης, η φύση της εξάρτησης, η προσωπικότη τα του ερωτικού αντικειμένου που καθορίζουν αν η επιλογή είναι ετεροφυλοφιλικός ή ομοφυλοφιλικός τρόπος ζωής δεν μπορούν να αγνοηθούν. Πριν συζητηθεί αυτό το θέμα λεπτομερώς, θα ή ταν χρήσιμο να εξετάσουμε τους διαφορετικούς βαθμούς αποδοχής της ομοφυλοφιλίας στην κοι νωνία μας. Στους περισσότερους πολιτισμούς παρατηρείται κάποια μορφή σεξουαλικού περιορισμού. Υ
πάρχει συνήθως μια αποδεκτή μορφή σεξουαλι κής συμπεριφοράς, ενώ άλλες μορφές σεξουαλι κής ικανοποίησης θεωρούνται ανυπόληπτες κάποιες είναι πλήρως απαγορευμένες και αξιό ποινες, άλλες απλώς λιγότερο αποδεκτές. Είναι προφανές ότι κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες κανέ να άτομο δεν είναι ελεύθερο να επιλέξει. Θα πρέ πει να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο του εξοστρακι σμού αν οδηγηθεί σε μια πολιτισμικά μη αποδε κτή μορφή σεξουαλικής συμπεριφοράς. Αυτό α κριβώς είναι ένα από τα προβλήματα που συνδέ ονται με την έκδηλη ομοφυλοφιλία στον πολιτι σμό μας, ιδίως στην περίπτωση των ανδρών. Ο Φρόυντ πίστευε ότι μια σημαντική διαφορά μεταξύ ενός άδηλου και ενός έκδηλου ομοφυλό
φιλου είναι ότι ο πρώτος έχει ισχυρό υπερεγώ ενώ ο δεύτερος ασθενές. Αυτή είναι μια πολύ απλοϊκή εξήγηση του προβλήματος, γιατί μεταξύ έκδηλων ομοφυλόφιλων μπορεί να βρεθούν άτομα, που υποφέρουν εξαιτίας του ισχυρού υπερεγώ τους και είναι δυστυχισμένοι εν γένει για την κα τάστασή τους, επίσης άλλοι που δέχονται τη μοί ρα τους με καρτερικότητα, αλλά αισθάνονται μειονεκτικά και ακόμη άλλοι που έχουν χάσει κάθε αίσθηση αυτοεκτίμησης και θεωρούν ότι η σεξουαλική τους συμπεριφορά δεν είναι παρά μια ακόμη απόδειξη της μηδαμινότητάς τους. Επί σης υπάρχουν μερικά πιο τυχερά περιστατικά, που δεν έχουν έρθει σε επαφή με τα πιο εγκλημα τικά ψυχοπαθητικά στοιχεία ομοφυλοφιλικών ο μάδων, ειδικά στις μεγάλες πόλεις και εξαιτίας της απομόνωσής τους ή της διακριτικής τους διαβίωσης δεν έχουν πλήρως αντιληφθεί την κοι νωνική αποδοκιμασία. Αυτοί οι ομοφυλόφιλοι δεν έρχονται σε μεγάλη σύγκρουση για τη σχέση τους αν και δεν στερούνται της αίσθησης της κοι νωνικής ευθύνης· δηλαδή δεν έχουν ασθενές υπε ρεγώ για να χρησιμοποιήσω τον όρο του Φρόυντ.
22/οφιερωμα ο τελευταίο συμβαίνει συχνά στην περίπτω ση των γυναικών. Αυτό μας προβληματίζει για τη διαφορά μεταξύ ανδρικής και γυναικείας ομοφυλοφιλίας, τουλάχιστον στον πολιτισμό μας. Μεταξύ γυναικών επιτρέπεται συνήθως με γαλύτερη εκδήλωση οικειότητας, χωρίς αυτή να προκαλεί κοινωνική αποδοκιμασία, απ’ ό,τι με ταξύ ανδρών. Ασπασμοί ή εναγκαλισμοί αποτε λούν αποδεκτές μορφές φιλικής έκφρασης μετα ξύ γυναικών. Στην Αμερική ένας πατέρας βρί σκεται συχνά σε μεγάλη αμηχανία όταν πρόκει ται να φιλήσει τον γιο του, ενώ μεταξύ μητέρας και κόρης δεν υπάρχουν τέτοιες αναστολές. Ο Ferenczi υποστήριξε ότι στο πολιτισμικό μας πλαίσιο η καταναγκαστική ετεροφυλοφιλία είναι προϊόν της προκατάληψης που υπάρχει για στε νές φιλικές σχέσεις μεταξύ ατόμων του ιδίου φύ λου. Είναι προφανές ότι στην περίπτωση των γυ ναικών η κοινωνία διατίθεται περισσότερο ευνοϊ κά σχετικά με την ανάπτυξη φιλίας μεταξύ τους και επομένως για την έκδηλη ομοφυλοφιλία. Μέ χρι πρόσφατα άλλωστε υπήρχαν σοβαρές προ καταλήψεις για φανερές εξωγαμικές ετεροφυλοφιλικές σχέσεις. Δύο έκδηλες ομοφυλόφιλες γυ ναίκες μπορούν να συζούν σε πολλές κοινωνίες χωρίς να αποδοκιμάζονται, αν δεν επιδεικνύουν την ομοφυλοφιλία τους με, π.χ., ιδιοποίηση αν δρικής ενδυμασίας ή συμπεριφοράς. Ενίοτε ακό μη κι αν φθάσουν σ’ αυτή την ακρότητα θεωρού νται απλώς ιδιόρρυθμες. Αντίθετα δύο άνδρες που φέρονται με τον ίδιο τρόπο είναι πολύ πιθανό να αντιμετωπισθούν ιδιαιτέρως εχθρικά. Ίσως αυτή η διαφορά στη στάση της κοινω νίας έχει μια βαθιά βιολογική προέλευση, ήτοι: δύο γυναίκες μπορούν να ζουν μαζί με ασπα σμούς, εναγκαλισμούς και σωματική επαφή, χω ρίς έκδηλη ένδειξη σεξουαλικής ικανοποίησης· δύο άνδρες στην ίδια περίπτωση πρέπει να ξέ ρουν ότι διεγείρονται σεξουαλικά. Δεν είναι απο λύτως εξακριβωμένο αν αυτός ο βιολογικός πα ράγοντας συμβάλει στην ανοχή ή όχι της γυναι κείας ομοφυλοφιλίας. Υπάρχουν όμως άλλοι πα ράγοντες που με βεβαιότητα συμβάλλουν στη διαμόρφωση μιας πιο φυσιολογικής κατάστασης για τις γυναίκες. Είχα ισχυριστεί ότι, όταν δεν υ πάρχει μεγάλη δυνατότητα επιλογής, ένα άτομο χρησιμοποιεί τον σεξουαλικό σύντροφο που είναι διαθέσιμος. Αν υπάρχει ευρύ πεδίο επιλογής, τό τε επιλέγει τον πιο επιθυμητό. Σε συνθήκες στέ ρησης - όπως στρατιωτική ζωή σε απομακρυ σμένες περιοχές, - υπάρχει περίπτωση να θεω ρηθούν ελκυστικά ως σεξουαλικά αντικείμενα, περίεργα πλάσματα. Γενικά οι άνδρες αντιμετω πίζουν λιγότερες εξωτερικές αιτίες στέρησης απ’ ό,τι οι γυναίκες. Έτσι όταν ένας άνδρας γίνεται έκδηλος ομοφυλόφιλος, αυτό οφείλεται σχεδόν πάντα σε εσωτερικές αιτίες. Γι’ αυτές η κοινωνία δεν δείχνει ανοχή. Τείνει να χαρακτηρίσει τον άν
Τ
δρα αδύναμο. Οι γυναίκες βρίσκονται πιο συχνά σε δυσκολία σύναψης σχέσεων ετεροφυλοφιλικών απ’ ό,τι οι άνδρες. Η ηλικία και έλλειψη φυ σικών θελγήτρων αποτελούν μεγαλύτερο εμπό διο για τις γυναίκες. Μεγαλύτερες συμβατικότη τες περιβάλλουν την αναζήτησή της για σύντρο φο, έτσι ώστε, ακόμα κι αν είναι νέα ή ελκυστι κή, μπορεί να βρεθεί για μεγάλο διάστημα χωρίς δυνατότητα γνωριμίας με άνδρες, που να θεωρεί ται κοινωνικά αποδεκτή. Έτσι εξωτερικές δυ σκολίες συχνά οδηγούν σχετικά ώριμες γυναίκες σε ομοφυλοφιλικές σχέσεις, ενώ η έκδηλη ομοφυ λοφιλία στον άνδρα είναι συνήθως έκφραση σο βαρής διαταραχής της προσωπικότητας. Δεν υ πονοώ ότι δεν υπάρχουν σοβαρά προβλήματα διαταραχής σε ομοφυλόφιλες γυναίκες, αλλά πι στεύω ότι υπάρχει κοινωνική ανοχή για το μεγα λύτερο ποσοστό «υγιών» ομοφυλόφιλων γυ ναικών. Οι διαφορετικές πολιτισμικές αντιλήψεις σχε τικά με τον θηλυπρεπή άνδρα και το αγοροκόρι τσο δείχνουν πάλι τη μεγαλύτερη ανοχή της κοι νωνίας προς τη γυναικεία ομοφυλοφιλία. Όταν ένα αγόρι αποκαλείται «αδελφή», αισθάνεται στιγματισμένο και η ομάδα θεωρεί ότι έτσι τον μειώνει. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο όταν ένα κο ρίτσι αποκαλείται «αγοροκόριτσο». Συχνά αι σθάνεται περήφανη για το γεγονός. Ίσως η αξία αυτών των χαρακτηρισμών προέρχεται από τις παιδικές αντιλήψεις, ότι η γεναιότητα και το θάρρος είναι επιθυμητά χαρακτηριστικά και για τα δύο φύλα. Έτσι η «αδελφή» είναι ένας δειλός, ένα «μαμόθρεφτο», και το «αγοροκόριτσο» είναι ένα γενναίο κορίτσι που μπορεί να συγκριθεί μ’ έ να αγόρι. Αυτές οι απόψεις ίσως γίνονται μέρος των μετέπειτα αντιλήψεων για την ομοφυλοφιλία των δύο φύλων. Η άποψη της Δυτικής κοινωνίας περί ομοφυ λοφιλίας μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: Στους περισσότερους κύκλους θεωρείται μη αποδεκτή μορφή σεξουαλικής δραστηριότητας. Όταν εξω τερικές συνθήκες καθιστούν την επίτευξη ετεροφυλοφιλικής σχέσης προσωρινά ή σε μόνιμη βά ση αδύνατη, όπως στην περίπτωση γυναικών ή ανδρών σε απομονωμένες καταστάσεις, τότε η κοινωνία είναι πιο ανεκτική προς την ομοφυλοφι λία. Επίσης χαρακτηριστικά γνωρίσματα συνή θως συνδεδεμένα με τους ομοφυλόφιλους επηρε άζουν τον βαθμό αποδοκιμασίας του καθενός ξε χωριστά. Έτσι το «αγοροκόριτσο» δέχεται λιγότερη περιφρόνηση από την «αδελφή». Άνθρωποι που για λόγους σχετικούς προς την προσωπικότητά τους περιορίζονται στην επιλογή ερωτικού αντικειμένου του ιδίου φύλου, μπορούν να θεωρηθούν «φυσιολογικοί» ομοφυλόφιλοι, με την έννοια ότι αξιοποιούν την καλύτερη μορφή διαπροσωπικής σχέσης διαθέσιμης σ’ αυτούς. Αυτοί οι άνθρωποι δεν αποτελούν πρόβλημα της
αφιερωμα/23 ψυχοπαθολογίας. ο ερώτημα που απασχολεί τους ψυχοθερα πευτές είναι, τι είδους εσωτερική διαταραχή προδιαθέτει ένα άτομο στην επιλογή έκδηλης ομοφυλοφυλίας ως προτιμητέας μορφής διαπρο σωπικής σχέσης. Ό ταν δεν υπάρχει ένδειξη εξω τερικών περιορισμών, υπάρχει άραγε κάποιος παράγοντας που δημιουργεί προδιάθεση ή μπορεί να παρουσιαστεί λόγω ποικίλων διαπροσωπικών δυσκολιών; Είναι προϊόν συγκεκριμένης δομής προσωπικότητας ή τυχαίοι παράγοντες επιπροστίθενται σε μια ήδη βεβαρημένη προσωπικότη τα; Υπάρχουν σε κάθε περίπτωση συγκεκριμένες τάσεις από την παιδική ηλικία που οδηγούν στην ομοφυλοφιλία; Είναι δυνατόν καθεμία από αυτές τις καταστάσεις να υπάρχει στην υποδομή της προσωπικότητας και σε κάθε περίπτωση η έν νοια του συμπτώματος της ομοφυλοφιλίας καθο ρίζεται απ’ αυτή την υποδομή. Εν ολίγοις, η ομο φυλοφιλία δεν είναι κλινικό σύμπτωμα, αλλά σύμπτωμα με διαφορετικές αποχρώσεις σε δια φορετικές προσωπικότητες. Μπορεί να συγκριθεί ο ρόλος της στις νευρώσεις με αυτόν του πο νοκεφάλου στις διάφορες ασθένειες. Ένας πονο κέφαλος μπορεί να οφείλεται σε όγκο του εγκε φάλου ή σε μολυσματική νόσο, ημικρανία, συ ναισθηματική διαταραχή ή ακόμη να προέρχεται από κτύπημα στο κεφάλι. Ό τα ν η ασθένεια θεραπευθεί, ο πονοκέφαλος εξαφανίζεται. Ομοίως η έκδηλη ομοφυλοφιλία μπορεί να εκφράζει φόβο για το αντίθετο φύλο, φόβο της ανάληψης ευθυ νών των ενηλίκων, ανάγκη αντίστασης στην ε ξουσία, ή μια απόπειρα να αντιμετωπισθεί το μί σος ή οι ανταγωνιστικές διαθέσεις προς άτομα του ιδίου φύλου· μπορεί να σημαίνει φυγή από την πραγματικότητα, μέσα από την εγκατάλειψη στις σωματικές απολαύσεις που είναι ταυτόση μες με τις αυτοερωτικές δραστηριότητες των σχιζοφρενών, ή μπορεί να είναι σύμπτωμα καταστροφικότητας του εαυτού ή των άλλων. Ό λα αυτά δεν εξαντλούν τις δυνατότητες εξήγησης της έννοιας. Απλώς αναπαριστούν καταστάσεις που έχω ψυχαναλύσει. Τα παραδείγματα δεί χνουν το ευρύ φάσμα διαταραχών που εκφράζο νται μ’ αυτό το σύμπτωμα. Το επόμενο μέλημα είναι να καθοριστεί, ει δυνατόν, γιατί αυτό το σύ μπτωμα επιλέγεται σαν επίλυση της διαταραχής. Μπορεί άραγε κανείς να διακρίνει σ’ ένα συγκε κριμένο πρόσωπο τάσεις που δείχνουν από την παιδική ηλικία σαφή προδιάθεση στην ομοφυλο φιλία; Στις περισσότερες περιπτώσεις αυτό φαί νεται να ισχύει. Στον πολιτισμό μας τα περισσό τερα παιδιά μεγαλώνουν σε στενή σχέση με δύο ανθρώπους αντίθετου φύλου. Είναι προφανές ότι ένα παιδί έχει ξεχωριστή σχέση με κάθε γονέα και ότι το σεξουαλικό ενδιαφέρον και η περιέρ γεια παίζουν κάποιο ρόλο σ’ αυτό, αν και συνή
Τ
θως διαμορφώνεται από τον ρόλο αυτού του γο νέα στη ζωή του παιδιού. Για παράδειγμα, η μη τέρα είναι συνήθως πιο συνδεδεμένη με τις σωμα τικές ανάγκες του παιδιού απ’ ό,τι ο πατέρας. Η λειτουργία του πατέρα ποικίλλει. Σε μερικές οι κογένειες εκπροσωπεί την πειθαρχία· σε άλλες είναι ο σύντροφος στο παιγνίδι· σε άλλες μοιρά ζεται με τη μητέρα τη φροντίδα του παιδιού. Αυ τά τα γεγονότα επηρεάζουν την αντίδραση του παιδιού προς τον γονέα. Επιπλέον, το παιδί δια μορφώνει μια σχέση με τον γονέα ανάλογα με την προσωπικότητα του τελευταίου. Μαθαίνει, νω-
Νεαρές χορεύτριες. Τανάγρα, ΙΥαι.
ρίς, ποιος γονέας ασκεί εξουσία, ποιος το αγαπά περισσότερο, σε ποιον μπορεί να βασιστεί, ποιος μπορεί να χειραγωγηθεί από τα τεχνάσματά του, κ.ο.κ. Αυτά καθορίζουν ποιον γονέα προτιμά το παιδί και σε ποιον υπακούει. Καθοριστικής ση μασίας για την ανάπτυξη της ομοφυλοφιλίας εί ναι η επίγνωση του παιδιού, ότι το φύλο του δη μιούργησε απογοήτευση στους γονείς του ή στον πιο σημαντικό γονέα, ειδικά αν η απογοήτευσή τους, τους οδηγεί στη μεταχείριση του παιδιού σαν να ανήκε στο αντίθετο φύλο. Εν τούτοις αυ τά τα ζητήματα δεν δημιουργούν ομοφυλοφιλία στον ενήλικο. Κορίτσια που οι γονείς τους επιθυ μούσαν να ήσαν αγόρια, ίσως μεγαλώσουν χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το φύλο τους. Αγόρια που παρουσιάζουν μητρικές τάσεις, συχνά πα ντρεύονται και βρίσκουν ικανοποίηση στην περι ποίηση των παιδιών τους χωρίς ποτέ να αναρω τηθούν αν είναι ομοφυλόφιλοι. Αν ο πατέρας α ποτελούσε την ισχυρότερη, πιο αγαπητή ή εποι
24/αφιερωμα κοδομητική επιρροή στη ζωή ενός αγοριού και η μητέρα του ήταν πηγή απογοητεύσεων, το αγόρι ίσως γίνει ομοφυλόφιλος, αλλά είναι εξίσου πιθα νό να αναζητήσει, μια γυναίκα με στοιχεία της προσωπικότητας του πατέρα του· ή αν έχει πλη γεί πιο σοβαρά, θα οδηγηθεί στο γάμο με μια γυ ναίκα με καταστροφική επίδραση, σύμφωνα με το πρότυπο της μητέρας του, ή μπορεί ακόμη να εμπλακεί σε ομοφυλοφιλική σχέση με έναν κατα στροφικό άνδρα. Κατά τον ίδιο τρόπο μπορεί έ νας να συγκεντρώσει όλους τους συνδυασμούς προσωπικότητας των γονέων και να δείξει ότι αυτοί καθεαυτοί δεν προκαθορίζουν την επιλογή του φύλου τού μετέπειτα συντρόφου του παιδιού. Οι σεξουαλικές σχέσεις φαίνονται να κινού νται ανάμεσα σε δύο γραμμές. Υπάρχει η εποικο δομητική επιλογή στην οποία κυριαρχεί αμοι βαιότητα και στοργή και η καταστροφική επιλο γή στην οποία κάποιος βρίσκεται δεσμευμένος με το πρόσωπο που φοβάται και που μπορεί να τον καταστρέφει. Υπάρχουν φυσικά πολλές εν διάμεσες καταστάσεις, π.χ. μια εποικοδομητική σχέση σαν σύνολο, αλλά με καταστροφικά στοι χεία κ.ο.κ. Αυτά τα γνωρίσματα απαντιόνται και στις ετεροφυλοφιλικές σχέσεις και στις ομοφυλοφιλικές. Καθίσταται επομένως αναγκαίο να ερευνήσου με περαιτέρω για σαφείς προκαθοριστικούς πα ράγοντες δημιουργίας του συμπτώματος της ο μοφυλοφιλίας. Δύο άλλες αναλύσεις είναι σημα ντικές απ’ αυτή την άποψη - ο βαθμός της βλά βης της προσωπικότητας και ο ρόλος των τυ χαίων παραγόντων. Άνθρωποι που είναι δειλοί ή έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση και σαν αποτέλε σμα έχουν δυσκολίες στη σύναψη φιλίας με άλ λους ανθρώπους, παρουσιάζουν την τάση προ σκόλλησης στο ίδιο τους το φύλο, επειδή είναι λι γότερο επίφοβο. Αισθάνονται ότι κατανοούνται από ανθρώπους ίδιους με αυτούς. Δεν υπάρχει ο φόβος του αγνώστου. Η σχέση με το αντίθετο φύ λο έχει μεγαλύτερες απαιτήσεις - θεωρείται ότι ο άνδρας πρέπει να συντηρεί τη γυναίκα· και η γυναίκα πρέπει να κάνει παιδιά. Επίσης η τρομο κρατημένη γυναίκα φοβάται να υποβληθεί στη δοκιμασία να είναι αρκετά ελκυστική για να κερ δίσει έναν άνδρα και ο τρομοκρατημένος άνδρας φοβάται επίσης ότι δεν θα πετύχει να προσελκύσει μια γυναίκα. Εντούτοις οι ανωτέρω παράγο ντες δεν αποτελούν πάντα αιτία ομοφυλοφιλίας, γιατί ο φόβος αποδοκιμασίας από την κοινωνία και η ανάγκη προσαρμογής συχνά οδηγούν αυ τούς τους ανθρώπους στο γάμο. Το γεγονός ότι κάποιος παντρεύεται δεν αποδεικνύει βεβαίως ό τι είναι ώριμο άτομο. ομοφυλοφιλικός τρόπος ζωής επίσης ελκύει ανθρώπους που φοβούνται τόσο τη μοναξιά όσο και τις στενές σχέσεις. Ό πω ς ήδη αναφέρ
Ο
θηκε, οι σχέσεις με το ίδιο φύλο είναι λιγότερο τρομακτικές ακριβώς γιατί είναι οικείες. Αυτή η σχέση φαίνεται να έχει λιγότερη διάρκεια, μικρό τερους κινδύνους παγίδευσης και συχνά δίνει την αίσθηση ότι κάποιος μπορεί να φύγει όποτε θέλει. Βέβαια, η ελευθερία αυτή αποδεικνύεται συχνά α πατηλή, γιατί οι νευρωτικές προσκολλήσεις με οποιοδήποτε φύλο καταλήγουν να είναι δεσμευτι κές. Ο φόβος του αγώνα επιβίωσης δελεάζει έναν αριθμό ανδρών να εξαρτώνται οικονομικά και διαφορετικά από άλλους άνδρες. Μέχρι τώρα έχω δείξει ότι διάφορες διαταρα χές προσωπικότητας μπορούν να βρουν μερική λύση παρουσιάζοντας ένα ομοφυλοφιλικό σύ μπτωμα, αλλά δεν έχει φανεί κάτι συγκεκριμένο που να αποτελεί αιτία ομοφυλοφιλίας. Μερικοί συγγραφείς έχουν δώσει μεγάλη έμφαση στη ση-
Οι αρχαίοι Έλληνες διακοσμούσαν τα κεραμικά τους (βάζα και κύπελλα) με σκηνές ομοφυλοφιλικές
μασία της πρώιμης αποπλάνησης από ομοφυλό φιλους και πολλοί ομοφυλόφιλοι δικαιολογούν τον τρόπο ζωής τους αναφερόμενοι σε τέτοιες ε μπειρίες. Εντούτοις, πολλοί άνθρωποι έχουν πα ρόμοιες εμπειρίες χωρίς όμως να γίνουν ομοφυ λόφιλοι. Είναι πιθανό ότι μια ομοφυλοφιλική ε μπειρία για ένα αγόρι, που είναι ήδη πολύ προ βληματικό, φοβάται τις γυναίκες και αισθάνεται ανίκανο να ζήσει, μπορεί να αποτελέσει τον απο φασιστικό παράγοντα για την επιλογή της νεύρω σης. Ό μω ς μια παρόμοια αποπλάνηση ενός αγο ριού που δεν φοβάται τη ζωή, δεν αποτελεί παρά ένα επεισόδιο για τη ζωή και απλά προχωρεί στην κατάκτηση νέων εμπειριών. Ομοφυλοφιλικές εμπειρίες αποτελούν σύνηθες φαινόμενο της προεφηβικής ηλικίας και δεν έχουν σοβαρές επι πτώσεις στην πλειοψηφία των παιδιών. Ίσω ς εξαιτίας της μεγάλης έμφασης που έδω σε ο Φρόυντ στη σεξουαλική προέλευση της νεύ ρωσης και, επίσης, ίσως εξαιτίας της κοινωνικής αποδοκιμασίας, οι ψυχοθεραπευτές συνήθως θε ωρούν την ομοφυλοφιλία πιο σοβαρό σύμπτωμα απ’ ό,τι είναι. Φάινεται από αναλύσεις των τελευ ταίων ετών ότι είναι ένα πρόβλημα που τείνει να εξαφανιστεί όταν οι γενικότερες διαταραχές της προσωπικότητας πάψουν να υφίστανται.
αφιερωμα/25 Ακόμα και σαν σύμπτωμα, η ομοφυλοφιλία δεν παρουσιάζει ενιαία μορφή. Υπάρχουν τουλά χιστον τόσες διαφορετικές μορφές ομοφυλοφιλικής συμπεριφοράς όσο και ετεροφυλοφιλικές και οι διαπροσωπικές σχέσεις των ομοφυλόφιλων παρουσιάζουν τα ίδια προβλήματα που έχουν και οι ετεροφυλοφιλικές σχέσεις. Έτσι η προσκόλ ληση μητέρας-παιδιού μερικές φορές θεωρείται σημαντική για την διαμόρφωση αυτών των κατα στάσεων. Συχνά σ’ αυτή τη σχέση δεσπόζουν α νταγωνιστικά, σαδομαζοχιστικά συναισθήματα. Υπάρχουν σχέσεις που βασίζονται στο μίσος και στο φόβο και επίσης σχέσεις αμοιβαιότητας. Οι πολυγαμικές σχέσεις είναι ίσως πιο συχνές ανά μεσα σε ομοφυλόφιλους παρά σε ετεροφυλόφι λους, αλλά η σημασία τους για τη δομή της προ σωπικότητας είναι κοινή και για τις δύο περιπτώ σεις. Και στις δύο, υπάρχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για γεννητικά όργανα και τη σωματική διέγερση. Το πρόσωπο που επιλέγεται να μοιραστεί την ε μπειρία δεν έχει μεγάλη σημασία. Η σεξουαλική δραστηριότητα αποτελεί το κύριο ενδιαφέρον. Ό πω ς και στον κινηματογράφο, ο ερωτικός σύ ντροφος δεν φαίνεται καθαρά και συχνά δεν α νταλλάσσεται ούτε μια λέξη. Στο άλλο άκρο βρίσκεται ο ομοφυλοφιλικός γάμος, με τον οποίο εννοώ, μια σχετικά μακρο χρόνια σχέση μεταξύ δύο ανθρώπων - μια σχέ ση για την οποία θεωρούνται σημαντικά στοιχεία τα ενδιαφέροντα και η προσωπικότητα των ατό μων. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις μπορούμε επίσης να βρούμε όλες τις ενγένει καταστάσεις ενός νευ ρωτικού ετεροφυλικού γάμου, την ίδια κτητική διάθεση, ζήλεια και ανταγωνιστικότητα. Τουλάχιστον θεωρητικά, υπάρχει η αντίληψη ότι μπορεί να δημιουργηθεί μια ώριμη ομοφυλοφυλική ερωτική σχέση. Στον πολιτισμό μας η ώ ριμη ερωτική σχέση γενικά φαίνεται να αποτελεί σπάνια εμπειρία και χωρίς αμφιβολία είναι ακό μη πιο σπάνια μεταξύ ομοφυλόφιλων, επειδή ένα άτομο με τον απαραίτητο βαθμό ωριμότητας θα προτιμούσε ίσως μια ετεροφυλοφιλική σχέση, ε κτός και αν εξωτερικές συνθήκες της ζωής του καθιστούσαν αδύνατη αυτή τη σχέση. Έτσι η επιλογή της ομοφυλοφιλίας σαν προτιμώμενης μορφής διαπροσωπικών σχέσεων μπο ρεί να έχει διαφορετική προέλευση σε διαφορετι κές περιπτώσεις, όπως έχω δείξει. Δεν έχει όμως αποδειχθεί αν δημιουργείται από κάποια συγκε κριμένη κατάσταση ή συνδυασμό συνθηκών. Αν και η συγκεκριμένη αιτία δημιουργίας της ομοφυλοφιλίας δεν μπορεί να βρεθεί, εντούτοις οι ειδικές ανάγκες που ικανοποιεί μπορούν να εξε ταστούν. Προφανώς δίνει σεξουαλική ικανοποίη ση και για ένα πρόσωπο ανίκανο να έρθει σε επα φή με το αντίθετο φύλο, αυτό είναι σημαντικό. Ε πίσης επειδή προϋποθέτει έναν σύντροφο, βοηθά στην αντιμετώπιση του προβλήματος της μονα
ξιάς και την απομόνωσης. Το ίδιο το γεγονός ότι σ’ αυτή την περίπτωση τα άτομα ανήκουν σε μια περιθωριακή ομάδα προσφέρει ικανοποίηση. Το άτομο μπορεί να αισθανθεί γενναίο και δυνατό και σαν μέλος μιας ομάδας ενωμένης ενάντια σε όλους, να μειώσει έτσι το συναίσθημα του εξο στρακισμού. Αναφέρθηκα προηγουμένως σε άλ λες ικανοποιήσεις, όπως οικονομική ενίσχυση ιδίως στην περίπτωση μερικών ομοφυλόφιλων ανδρών - και μη ανάληψη ευθυνών. Ένας έκδηλος ομοφυλοφιλικός τρόπος ζωής μπορεί να διαδραματίσει εποικοδομητικό ή κα ταστροφικό ρόλο στην προσωπικότητα. Μπορεί να είναι η καλύτερη μορφή ανθρώπινης σχέσης που ένα άτομο μπορεί να κάνει και ως τέτοια θε ωρείται καλύτερη από την απομόνωση. Αυτό ι σχύει ειδικά στις εξαρτήσεις του τύπου μητέραςπαιδιού, που βρίσκονται στους ομοφυλόφιλους
και των δύο φύλων. Ή μπορεί να είναι ένα επι πρόσθετο καταστροφικό πλήγμα σε μια εκφυλιζόμενη προσωπικότητα. Σε καμία περίπτωση η ομοφυλοφιλία δεν θα θε ωρηθεί αιτία της υπόλοιπης νευρωτικής δομής η βασική προέλευση της νεύρωσης - αν και με τά την εδραίωσή της μπορεί να συμβάλλει στις διαταραχές. Όπως και στην περίπτωση άλλων συμπτωμάτων της νεύρωσης, η ψυχανάλυση πρέ πει να ασχοληθεί πρωταρχικά με τη δομή της προσωπικότητας, συνειδητοποιώντας ότι το σύμπτωμα είναι δευτερογενής εξέλιξη αυτής της δομής. Μετάφραση: Π. Ψυχογιού Βιβλιογραφία Bernard S. Robbins, «Ψυχολογικές συνέπειες του ανδρικού ομοφυλοφιλικού γάμου», Psychoanalytic Rev. (1943). S. Ferenczi, «Το Σεξ στην Ψυχανάλυση», Boston,, 1922.
26/αφιερωμα
Φιλίπ Αριές
Σκέψεις πάνω στην ομοφυλοφιλία Είναι φανερό ότι η ε ξασθένηση της απαγό ρευσης της ομοφυλοφι λίας είναι ένα από τα πιο ισχυρά χαρακτηρι στικά, όσον αφορά τη σύγχρονη ηθική κατά σταση στις δυτικές μας κοινωνίες. Οι ομοφυλό φιλοι, σήμερα, αποτε λούν μια συμπαγή ομά δα, περιθωριακή ακόμα φυσικά, αλλά η οποία έ χει συνείδηση μιας κά ποιας ταυτότητας. Διεκδικεί δικαιώματα από μια κυρίαρχη κοινωνία, που δεν την αποδέχεται ακόμα (και μάλιστα, στη Γαλλία, αντιδρά σκλη ρά, με μια νομοθεσία που διπλασιάζει τις ποι νές για τα σεξουαλικά εγκλήματα όταν αυτά διαπράττονται από άτο μα του ίδιου φύλου), αλ λά που δεν είναι πια τό σο σίγουρη, και που μά λιστα έχει κλονιστεί στις βεβαιότητές της. Η πόρτα μένει ανοιχτή για κάποιες ανοχές, για κά ποιες συνενοχές μάλι στα, που εδώ και τριάν τα μόλις χρόνια θα ήταν αδιανόητες. ροσφάτως,νοι εφημερίδες αναφέρονταν σε μια παρα-γαμήλια τελετή, κατά την οποία ένας προτεστάντης ιερέας (αποκηρυγμένος από την Εκκλησία του) ένωσε δύο λεσβίες, όχι για ό λη τους τη ζωή φυσικά! αλλά για όσο το δυνατόν μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Χρειάστηκε να
παρέμβη ο Πάπας, για να θυμίσει την καταδίκη του Παύλου κατά της ομοφυλοφιλίας, πράγμα που δεν θα ήταν απαραίτητο αν δεν είχαν εκδη λωθεί κάποιες τάσεις πιο συμβιβαστικές στους κόλπους της ίδιας της Εκκλησίας. Είναι γνωστό ότι, στο Σαν-Φραντζίσκο, οι gay αποτελούν μια
αφιερωμα/27 ομάδα πίεσης που πρέπει να λαμβάνεται πολύ σοβαρά υπόψη. Με δυο λόγια, οι ομοφυλόφιλοι βρίσκονται σε μια διαδικασία αναγνώρισής τους, ενώ δε λείπουν και οι συντηρητικοί ηθικολόγοι που αγανακτούν με τις τολμηρότητες τους και με τη χαλαρότητα των αντιστάσεων. Η ανησυχία παραμένει. Κι είναι όντως αλήθεια, ότι γινόμαστε μάρτυρες μιας ανάκαμψης, η οποία αποβλέπει ε ξάλλου, προς το παρόν τουλάχιστον, περισσότε ρο στην ασφάλεια παρά στην ηθικότητα. Ένα πρώτο στάδιο άραγε; Η κανονικοποίηση, όμως, της σεξουαλικότητας και της ομοφυλοφιλίας μα κράν απέχει από το να υπόκειται σε πιέσεις της αστυνομίας και της δικαιοσύνης. Θα πρέπει να δεχτούμε όντως, ότι η θέση που έχει αποκτήσει - ή κατακτήσει - η ομοφυλοφιλία, δεν οφείλε ται απλά και μόνο σε κάποια ανοχή, σε κάποια χαλάρωση των ηθών - «Ό λα επιτρέπονται, τί ποτα δεν έχει σημασία...». Υπάρχει κάτι πιο βα θύ, πιο λεπτό, και σίγουρα πιο θεμελιακό και κα θοριστικό, τουλάχιστον για μεγάλη περίοδο: στο εξής, ολόκληρη η κοινωνία τείνει να συμμορφω θεί λίγο-πολύ, με κάποιες αντιστάσεις, με το πρότυπο της ομοφυλοφιλίας. Τα πρότυπα της συ νολικής κοινωνίας προσεγγίζουν τις αντιλήψεις που έχουν γι’ αυτά οι ομοφυλόφιλοι, προσέγγιση που οφείλεται σε μια παραμόρφωση των εικόνων και των ρόλων. Επανέρχομαι στη θέση. Το κυρίαρχο πρότυπο του ομοφυλόφιλου, από τη στιγμή που αυτός αρ χίζει να συνειδητοποιεί την ιδιαιτερότητά του και, ακόμα πιο συχνά, να την αναγνωρίζει ως αρ ρώστια ή ως διαστροφή - δηλαδή από τον 18ο και τις αρχές του 20ού αιώνα, - είναι ένας τύπος θηλυπρεπής: ο τραβεστί, με την πολύ ψιλή φωνή. Εδώ μπορούμε να δούμε μια προσαρμογή του ο μοφυλόφιλου στο κυρίαρχο πρότυπο: οι άντρες που αγαπάει μοιάζουν με γυναίκες, πράγμα που, κατά μία έννοια, είναι καθησυχαστικό για την κοινωνία. Μπορούν επίσης ν’ αγαπάνε τα παιδιά και τους πολύ νεαρούς (παιδεραστία): μια σχέση πολύ παλιά, που μπορούμε να την ονομάσουμε κλασική, αφού προέρχεται από την ελληνο ρωμαϊκή αρχαιότητα, και διατηρείται στον μου σουλμανικό κόσμο παρ’ όλο τον αγιατολ'άχ Χομεϊνί και το δήμιό του. Αντιστοιχεί σε μια παρα δοσιακή πρακτική εκπαίδευσης ή μύησης, η ο ποία εξάλλου, μπορεί να πάρει και κάποιες μορ φές εκφυλισμένες ή κρυφές: οι πολύ, στενές φιλίες αγγίζουν την ομοφυλοφιλία, χωρίς να το συνειδη τοποιούν ή να το αναγνωρίζουν. Όμως, κατά τον Μισέλ Πολάκ, η σημερινή ομοφυλοφιλική βίβλος παραμερίζει και απορρίπτει αυτά τα πρότυπα, τον θηλυπρεπή και τον παιδεραστή τύπο, και τους αντικαθιστά, με την εικόνα ενός παλαιστή, αθλητική, υπέρ-αρρενωπή, έστω κι αν διατηρεί ο ρισμένα χαρακτηριστικά της εφηβείας, όπως η λεπτή μέση, σε αντιδιαστολή με τον γεροδεμένο
τύπο της μεξικανο-αμερικανικής ζωγραφικής στις δεκαετίες του ’20 και του ’30 ή της σοβιετι κής τέχνης: ο σωματώδης τύπος του μηχανό βιου, με το κολλητό δερμάτινο τζάκετ, με το σκουλαρίκι στ’ αυτί, τύπος κοινός πια για μια ο λόκληρη ηλικιακή κατηγορία - αδιακρίτως φύ λου εξάλλου - τύπος εφήβου, προς τον οποίο τείνει να μοιάσει και η ίδια η γυναίκα. Είναι συνη θισμένο φαινόμενο να μην ξέρουμε με τι έχουμε να κάνουμε: μ’ αγόρι ή με κορίτσι; Η κατάργηση, στους εφήβους, της εμφανούς διαφοράς ανάμεσα στα δύο φύλα, δεν είναι άραγε ένα από τα μείζονα πρωτότυπα χαρακτηριστικά της κοινωνίας μας, μιας κοινωνίας unisex; Οι ρό λοι είναι εναλλάξιμοι, τόσο του πατέρα και της μητέρας, όσο και των σεξουαλικών συντρόφων. Και πράγμα παράξενο, το μοναδικό πρότυπο εί ναι αρρενωπό. Η σιλουέτα της κοπέλας έχει προ σεγγίσει εκείνη του αγοριού. Έχει χάσει τις πλού σιες φόρμες που αγαπούσαν οι καλλιτέχνες από τον 16ο ώς τον 19ο αιώνα, και οι οποίες εξακο λουθούν να είναι επιθυμητές στις μουσουλμανι κές κοινωνίες, ίσως γιατί είναι συνδεδεμένες με μια αναφορά στη μητρότητα. Σήμερα, κανένας δεν θα διασκέδαζε κοροϊδεύοντας την αδυναμία ενός κοριτσιού στο ύφος αυτού του ποιητή του περασμένου αιώνα: Τι σημασία έχει η αδυναμία, ω αγαπημένο μου πλάσμα! Είναι κανείς πιο κοντά στην καρδιά, όταν το στήθος είναι πλάκα. σε κάπως παλιότερες επο Α νχές,ανατρέξουμε πιθανόν να βρούμε στοιχεία, φευγαλέα μόνο, για κάποια άλλη κοινωνία με μικρή unisex τάση, στην Ιταλία της Αναγέννησης. Τότε όμως το πρότυπο ήταν λιγότερο αρρενωπό απ’ ό,τι σή μερα, κι έτεινε προς το ερμαφρόδιτο. Η υιοθέτη ση, από ολόκληρη τη νεολαία, ενός σωματικού προτύπου ομοφυλοφιλικής σίγουρα καταβολής, εξηγεί ίσως την περιέργειά της, συχνά συμπαθη τικής, απέναντι στην ομοφυλοφιλία, από την ο ποία δανείζεται ορισμένα χαρακτηριστικά, της οποίας την παρουσία αναζητά στους τόπους συ γκέντρωσης, συναντήσεων, αναψυχής. Ο gay έ χει γίνει ένα από τα πρόσωπα του νέου θεάτρου. Εάν η ανάλυσή μου είναι ακριβής, τότε η unisex μόδα είναι ένας πάρα πολύ σίγουρος δείκτης μιας γενικής αλλαγής: η ανοχή απέναντι στην ο μοφυλοφιλία προέρχεται από μια αλλαγή στην αντίληψη περί φύλων, όχι μόνο στις λειτουργίες τους, στους ρόλους τους στη δουλειά, στην οικο γένεια, αλλά ακόμα και στις συμβολικές τους α πεικονίσεις. Προσπαθούμε ν’ αντιληφθούμε αυτό που συμβαίνει μπροστά στα μάτια μας: πώς αλ λιώς μπορούμε, όμως, να σχηματίσουμε μια ιδέα για τις παλιότερες στάσεις, αν όχι μέσα από τις
28!α φ ιέρω μα
Μαχόμενη Αμαζόνα του Ερκουλάνουμ. Εθνικό Μουσείο Νεα-
κειμενικές απαγορεύσεις της Εκκλησίας; Εκεί υ πάρχει ένα τεράστιο ανεξερεύνητο πεδίο. Θα σταθούμε σε κάποιες εντυπώσεις που θα μπορού σαν ν’ αποτελέσουν πεδία έρευνας. Έχουν εκδοθεί, τα τελευταία χρόνια, κάποια βιβλία που ισχυ ρίζονται ότι η ομοφυλοφιλία είναι εφεύρεση του 19ου αιώνα. Το πρόβλημα παρουσιάζει ενδιαφέ ρον. Για να συνεννοούμασε: αυτό δε σημαίνει ότι στο παρελθόν δεν υπήρχαν ομοφυλόφιλοι - υπό θεση γελοία. Γνωρίζαμε, όμως, μόνο ομοφυλοφιλικές συμπεριφορές συνδεδεμένες με κάποιες η λικίες της ζωής ή με ορισμένες περιστάσεις, οι ο ποίες δεν απέκλειαν για τα ίδια άτομα παράλλη λες ετεροφυλοφιλικές σχέσεις. Ό πω ς επισημαί νει ο Πωλ Βέιν (Veyne), τα όσα ξέρουμε για την κλασική αρχαιότητα συνηγορούν υπέρ μιας ομο φυλοφιλίας όχι αντίθετης με την ετεροφυλοφιλία, αλλά υπέρ μιας αμφιφυλίας, της οποίας οι εκδη λώσεις υπαγορεύονται εμφανώς περισσότερο α
πό το τυχαίο των συναντήσεων παρά από βιολο γικούς προκαθορισμούς. Σίγουρα, η εμφάνιση μιας αυστηρής σεξουαλι κής ηθικής, βασισμένης σε μια φιλοσοφική θεώ ρηση του κόσμου, όπως αυτή που ανέπτυξε και διατήρησε ώς τις μέρες μας ο χριστιανισμός, ευ νόησε την ύπαρξη ενός πιο αυστηρού ορισμού του σοδομισμού. Έτσι, η ομοφυλοφιλία ήταν α πολύτως διαχωρισμένη από την ετεροφυλοφιλία, τη μόνη φυσιολογική και αποδεκτή πρακτική, αλλά παράλληλα ήταν και παραπεταμένη και πνιγμένη μες στο τεράστιο οπλοστάσιο των δια στροφών. Η δυτική ars erotica είναι ένας κατάλο γος από απολύτως αμαρτωλές διαστροφές. Δημιουργούνταν έτσι μια κατηγορία διεστραμμέ νων, ή όπως τους αποκαλούσαν, ηδονιστών, από τον οποίο ήταν δύσκολο να αποσπαστεί η ομοφυ λοφιλία. Φυσικά, η κατάσταση ήταν πιο λεπτή απ’ ό,τι αυτή η χοντροκομμένη περίληψη αφήνει να εννοηθεί. Θα επανέλθουμε, εντός ολίγου, μ’ έ να παράδειγμα αυτής της λεπτότητας στον Δάντη, που τείνει προς την αμφισημία. Ο μεσαιωνι κός ομοφυλόφιλος κι εκείνος του Παλαιού Καθε στώτος ήταν, ας το δεχτούμε, ένας διεστραμμέ νος. Στα τέλη του 18ου αι., στις αρχές του 19ου, γί νεται ένα τέρας, ένας ανώμαλος. Μια εξέλιξη που θέτει εξάλλου το πρόβλημα των σχέσεων α νάμεσα στο μεσαιωνικό και αναγεννησιακό τέ ρας και στον βιολογικά ανώμαλο της εποχής των Φώτων και των αρχών της σύγχρονης επιστήμης. Το τέρας, ο νάνος, αλλά επίσης και η γριά που ταυτίζεται με τη μάγισσα, αποτελούν ύβρεις για τη δημιουργία, αφού θεωρούνται ότι είναι διαβο λικές υπάρξεις. Ο ομοφυλόφιλος των αρχών του 19ου αι. κλη ρονόμησε μια παρόμοια κατάρα. Ή ταν συνάμα ανώμαλος και διεστραμμένος. Η Εκκλησία ήταν έτοιμη να αποδεχτεί τη σωματική ανωμαλία, που έκανε τον ομοφυλόφιλο άνδρα-γυναίκα, έναν άνδρα ανώμαλο και πάντα θηλυπρεπή - γιατί, ας μή ξεχνάμε ότι αυτό το πρώτο στάδιο δημιουργίας μιας αυτόνομης ομοφυλοφιλίας σηματοδοτείται από τη θηλυπρέπεια. Το θύμα αυτής της ανωμα λίας δεν ήταν σίγουρα υπεύθυνο, αλλά δεν ήταν γι’ αυτό το λόγο και λιγότερο ύποπτο, εκτεθειμέ νο από τη φύση του περισσότερο από κάποιον άλλον στην αμαρτία, πιο ικανό να αποπλανήσει τον πλησίον του και να τον παρασύρει στον ίδιο δρόμο. Κατά συνέπεια, έπρεπε να παραμείνει έγ κλειστο, σαν γυναίκα, ή υπό επιτήρηση, σαν παι δί, και να είναι εκτεθειμένος στη δυσπιστία της κοινωνίας. Αυτός ο ανώμαλος, ακριβώς εξαιτίας της ανωμαλίας του, ήταν ύποπτος ότι μπορεί να εξελιχτεί σε διεστραμμένο, σε εγκλη ματία. Η ιατρική, ήδη από τα τέλη του 18ου αι., πήρε πάνω της την κληρική αντίληψη για την ομοφυ-
αφιερωμα/29 λοφιλία. Αυτή έγινε αρρώστια, αναπηρία καλύτε ρα, που η κλινική εξέταση μπορούσε να κάνει τη διάγνωσή της. Κάποια βιβλία που εκδόθηκαν πρόσφατα, μετά από κείνα του Ζ.ΓΊ. Αρόν και του Ροζέ Κεμπφ, έδωσαν το λόγο σ’ αυτούς τους εκπληκτικούς γιατρούς, και τους εξασφάλισαν εκ νέου μεγάλη δημοτικότητα. Στο εσωτερικό του παλιού περιθωριακού κόσμου των πορνών, των εύκολων γυναικών, των έκφυλων, αναδυό ταν ένα είδος συμπαγές, ομογενές, με τα ιδιαίτε ρα σωματικά του χαρακτηριστικά. Οι γιατροί εί χαν μάθει να καταλαβαίνουν τον ομοφυλόφιλο, ο οποίος εντούτοις κρυβόταν. Η εξέταση του πρω κτού ή του φαλλού τους ήταν αρκετή για να τους
Οι Ιάπωνες γνώριζαν τις Αμαζόνες. Σχέδιο
κής μαζί. Αυτές οι εξομολογήσεις δεν προορίζο νταν για τη δημοσιότητα ούτε για τη διαφήμιση. Μια απ’ αυτές στάλθηκε στον Ζολά, ο οποίος, μη ξέροντας τί να την κάνει, την έδωσε σε κάποιον άλλον για να την ξεφορτωθεί. Οι παρόμοιες ντρο πιασμένες ομολογίες δεν είχαν σαν στόχο τους τη διεκδίκηση. Ο ομοφυλόφιλος έβγαινε από την παρανομία μόνο και μόνο για να ξαναγυρίσει στον περιθωριακό κόσμο των διεστραμμένων, ό που είχε φυτοζωήσει, ώς τη στιγμή που η ιατρική τον έβγαλε από κει, από τον 18ο αι. κι έπειτα, για να τον βάλει στο μουσείο της με τα τερατουργή ματα και τις μολυσματικές ασθένειες. Η ανωμαλία που καταγγέλλονταν εδώ, ήταν η
Αμορνομπόρ. Μο
ξεσκεπάσει. Παρουσίαζαν ιδιαίτερες δυσμορ φίες, όπως οι περιτμημένοι Εβραίοι. Αποτελού σαν μια ιδιαίτερη κατηγορία, παρ’ όλο που τα χαρακτηριστικά τους τα είχαν αποκτήσει περισ σότερο από τη χρήση παρά ήταν προκαθορισμέ να εκ γενετής. Η ιατρική διάγνωση ήταν σφηνω μένη ανάμεσα σε δύο προφανή στοιχεία: το ένα, σωματικό, των στιγμάτων της διαστροφής, που το ανακάλυπταν άλλωστε σχεδόν παντού, στους έκφυλους και στους αλκοολικούς. Το άλλο, ηθι κό, μιας τάσης κληρονομικής σχεδόν, που ωθού σε στη διαφθορά και που κινδύνευε να μεταδοθεί και στα υγιή στοιχεία. Απέναντι σ’ αυτή την κα τηγορία, που τους συγκέντρωνε σε είδος, οι ομο φυλόφιλοι αμύνονταν, είτε με το να κρύβονται, είτε με το να εξομολογούνται. Εξομολογήσεις συγκινητικές κι αξιολύπητες, ή και κυνικές κά ποτε, - όπως τις κρίνουμε σήμερα - αλλά πά ντα σπαρακτικές ομολογίες μιας διαφορετικότη τας αξεπέραστης και ντροπιασμένης ή προκλητι
ανωμαλία του φύλου και της αμφισημίας του ο θηλυπρεπής άντρας, ή η γυναίκα που διέθετε αντρικά όργανα, ή ο ερμαφρόδιτος. 5 ένα δεύτερο στάδιο, οι ομοφυλόφιλοι εγκα ταλείπουν τόσο την παρανομία όσο και τη διαστροφή, για να διεκδικήσουν το δικαίωμά τους να είναι ανοιχτά αυτό που είναι, για να δη λώσουν την ομαλότητά τους. Είδαμε, ήδη, ότι αυτή η εξέλιξη συνοδεύεται από μια αλλαγή προ τύπου: το αντρικό πρότυπο αντικατέστησε τότε τον θηλυπρεπή ή παιδικό τύπο. Εδώ δεν πρόκειται για μια επιστροφή στην πα λιά αμφισεξουαλικότητα, την οποία η πρακτική των ηλικιακών κατηγοριών, της μύησης, των καψονιών στα κολλέγια είχαν διατηρήσει για πολύ καιρό ακόμα στους εφήβους. Αυτός ο δεύτερος ομοφυλοφιλικός τύπος, αντίθετα, αποκλείει τις ετεροφυλοφιλικές σχέσεις, είτε λόγω αδυναμίας, είτε λόγω ελεύθερης προτίμησης. Δεν είναι πια
Σ
30/αφιερωμα ούτε οι γιατροί ούτε οι παπάδες που θεωρούν την ομοφυλοφιλία μια ιδιαίτερη κατηγορία, ένα εί δος, αλλά οι ίδιοι οι ομοφυλόφιλοι διεκδικούν τη διαφορετικότητά τους, κι αντιπαρατίθενται έτσι στην όπόλοιπη κοινωνία, απαιτώντας τη θέση τους στον ήλιο. Θα προτιμούσα ο Φρόυντ να είχε αρνηθεί αυτό τον ισχυρισμό: «Η ψυχανάλυση αρνείται απολύ τως να δεχτεί ότι οι ομοφυλόφιλοι αποτελούν μια ομάδα με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, που μπο ρούμε να τα διακρίνουμε από κείνα των υπολοί πων ατόμων». Παρ’ όλ’ αυτά, η εκλάίκευση της ψυχανάλυσης προώθησε τόσο την απελευθέρωση της ομοφυλοφιλίας όσο και την ταξινόμησή της σε είδος, κατά το παράδειγμα των γιατρών του 19ου αιώνα. Μπήκα στον πειρασμό να υποστηρίξω, ότι η νεότητα και η εφηβεία δεν υπήρχαν πραγματικά πριν από τον 18ο αιώνα - μια εφηβεία της ο ποίας η ιστορία είναι περίπου η ίδια (με μια χρονι κή απόκλιση) με κείνην της ομοφυλοφιλίας: στην αρχή Χερουβείμ, θηλυπρεπές, έπειτα Ζίγκφριντ, αρρενωπός. Μου αντιπαρέθεσαν την περίπτωση των ηλικιακών κατηγοριών στα αββαεία νεότητας, της «υποκουλτούρας» των λονδρέξων μαθητευόμενων..., που μαρτυρούν μια κοινωνική δραστηριό τητα χαρακτηριστική της εφηβείας, μια αλλη λεγγύη των εφήβων. Κι αυτό είναι όντως αλήθεια. Η νεότητα είχε παράλληλα μια θέση και κά ποιες λειτουργίες, είτε στην οργάνωση της κοινό τητας και στον ελεύθερο χρόνο της, είτε στη ζωή της δουλειάς και του εργαστηριού, απέναντι στ’ αφεντικά και τις αφεντικίνες. Μ’ άλλα λόγια, υ πήρχε πράγματι μια διαφορά θέσης ανάμεσα στους ανύπαντρους εφήβους και στους ενήλικες. Αυτή η διαφορά, όμως, μπορεί να αντιπαρέθετε τους μεν στους δε, αλλά δεν τους χώριζε σε δύο κόσμους που δεν επικοινωνούσαν μεταξύ τους. Η εφηβεία δεν ήταν παγιωμένη ως ξεχωριστή κα τηγορία, παρ’ όλες τις λειτουργίες που επιφυλάσ σονταν αποκλειστικά στους εφήβους. Γι’ αυτό και δεν υπήρχε καθόλου εφηβικό πρότυπο. Αυτή η γενική ανάλυση επιδέχεται εξαιρέσεις. Για πα ράδειγμα, στον ιταλικό 15ο και στην ελισαβετια νή λογοτεχνία, η εφηβεία μοιάζει να παρακινείται προς ένα νεανικό τύπο, κομψό και λεπτεπίλεπτο, ο οποίος άλλωστε είναι αρκετά διφορούμενος, και που υποβάλλει μια νότα ομοφυλοφιλίας. Από τον 16ο και στον 17ο αι., αντίθετα, κυριαρχούν η κορμοστασιά του ανδροπρεπούς και δυνατού ε νήλικα και κείνη της γόνιμης γυναίκας. Το πρό τυπο της εποχής εκείνης (17ος αι.) είναι ο νέος άντρας κι όχι ο νεαρός, που μαζί με τη γυναίκα του φτάνει στο απόγειο της ηλικιακής πυραμί δας. Η θηλυπρέπεια, η παιδικότητα, ή ακόμα και η χαριτωμένη «νεανικότητα» της Αναγέννησης είναι ξένες προς το φανταστικό της εποχής.
Αντίθετα, στο τέλος του 18ου αι. και προπα ντός στον 19ο αι., η εφηβεία θα πάρει υπόσταση, ενώ, αντίθετα, σιγά-σιγά χάνει τη θέση της μέσα στη συνολική κοινωνία, παύει να είναι οργανικό στοιχείο της, και γίνεται μόνο προθάλαμος της. Το φαινόμενο αυτό, του χωρισμού σε κατηγο ρίες, περιορίστηκε στις αρχές του 19ου αι. (ρο μαντική εποχή) στην αστική νεολαία των σχο λείων (στους μαθητές). Για πολλούς και διάφο ρους λόγους, μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλε μο εξαπλώθηκε και γενικεύτηκε, και η εφηβεία εμφανίζεται από κει και πέρα σαν μια τεράστια και μαζική ηλικιακή κατηγορία, ελάχιστα δομη μένη, όπου μπαίνει κανείς πολύ νωρίς και απ’ ό που βγαίνει δύσκολα, πολύ μετά το γάμο. Έγινε ένα είδος μύθου. Αυτή η εφηβεία ήταν στην αρχή αντρική, αφού τα κορίτσια συνέχιζαν για περισ σότερο καιρό να μοιράζονται τη ζωή των ενήλι κων γυναικών και να συμμετέχουν στη δραστηριότητά τους. Έπειτα, πράγμα που συμβαίνει σή μερα, όταν έγινε μικτή και ταυτόχρονα unisex, κορίτσια κι αγόρια υιοθέτησαν ένα κοινό πρότυ πο, μάλλον αντρικό. Παρουσιάζει ενδιαφέρον να συγκρίνουμε την ι στορία των δύο μύθων, της νεότητας ή της εφη βείας και της ομοφυλοφιλίας. Ο παραλληλισμός είναι ενδεικτικός. ιστορία της ομοφυλοφιλίας εγείρει ένα άλ λο ζήτημα, που αποτελεί ιδιαίτερη περίπτω ση στην ιστορία της σεξουαλικότητας γενικά. Μέχρι τον 18ο αι. και για μεγάλο χρονικό διά στημα αργότερα, για τεράστια λαϊκά στρώματα της αστικής ή της αγροτικής κοινωνίας, η σε ξουαλικότητα θεωρούνταν επικεντρωμένη και συγκεντρωμένη στο πεδίο της τεκνοποίησης, στις δραστηριότητες των γεννητικών οργάνων. Η ποίηση, η μεγάλη τέχνη έριχναν κάποιου εί δους γέφυρες προς τον έρωτα, τον πόθο. Το γενε τήσιο και το συναισθηματικό στοιχείο, μόλις και μετά βίας που συναντιόντουσαν ως ρεύματα εκεί πέρα, όντας διαφορετικά απολύτως διαχωρισμέ να. Το τραγούδι, η γκραβούρα, η ελευθεριάζουσα λογοτεχνία, αντίθετα, πολύ λίγο ξεπερνούσαν τον γενετήσιο πυρήνα. Υπήρχε λοιπόν από τη μία μια αμιγής σεξουα λικότητα, κι από την άλλη μια α-σεξουαλικότητα, μάλλον καθαρή από κάθε μίασμα. Σήμερα, φωτισμένοι τόσο από τον Ντοστογιέφσκι όσο και από τον Φρόυντ, κι ακόμα περισσότερο από τη διεύρυνση της ίδιας μας της ευαισθησίας, ξέρου με ότι δεν είν’ αλήθεια, ότι οι άνθρωποι του Πα λαιού Καθεστώτος, του Μεσαίωνα, έκαναν λά θος. Ξέρουμε ότι η α-σεξουαλικότητα ήταν καρυ κευμένη με σεξουαλικότητα, αλλά με μια σε ξουαλικότητα συγκεχυμένη και, προπαντός, α συνείδητη: για παράδειγμα, εκείνη των μυστι κών, του Μπαρόκ, του Μπερνέν. Παρ’ όλ’ αυτά,
Η
αφιερωμα/31 οι άνθρωποι εκείνης της εποχής δεν το καταλά βαιναν, κι η άγνοιά τους υπαγόρευε τη συμπερι φορά, τους επέτρεπε να στέκονται, χωρίς να πα θαίνουν ίλιγγο, στο χείλος της αβύσσου. Από τον 18ο αι., το διαχωριστικό ανάμεσα στους δύο κόσμους γίνεται εύθραυστο: η σεξουα λικότητα εισδύει στην α-σεξουαλικότητα. Η πρό σφατη εκλαίκευση της ψυχανάλυσης (αποτέλε σμα μάλλον παρά αιτία) παρέσυρε και τα τελευ ταία όρια. Αξιώνουμε στο εξής να λέμε με τ’ όνο μά τους τις επιθυμίες, τα υπόγεια ένστικτα του παρελθόντος, που παρουσιάζονταν στην εποχή τους διάφανα, ανώνυμα. Ακόμα περισσότερο, ε νισχύουμε τη δοσολογία και σαν τολμηροί ανι χνευτές, ανακαλύπτουμε παντού τη σεξουαλικό τητα και, στα μάτια μας, η οποιαδήποτε κυλιν δρική μορφή παρουσιάζεται ως φαλλική. Η σε ξουαλικότητα δεν έχει πια δικό της πεδίο, πέραν του γενετήσιου έχει εισβάλει τόσο στο σώμα του ανθρώπου (του παιδιού) όσο και στον κοινωνικό χώρο. Συνηθίζουμε να εξηγούμε την πανσεξουαλικότητα της εποχής μας με τη χρεοκοπία της θρησκευτικής ηθικής, με την αναζήτηση μιας ευ τυχίας κερδισμένης πέρα από τις απαγορεύσεις. Πρόκειται επίσης για ένα συνειδησιακό φαινόμε νο, για ένα από τα πιο ισχυρά χαρακτηριστικά της σύγχρονης εποχής. Μπορούμε ν’ ανακαλύψουμε συνάμα την ομορφιά μιας γοτθικής εκκλη σίας, ενός μεγάρου μπαρόκ, μιας νέγρικης μά σκας, ενώ, κάποτε, η αναγνώριση της ομορφιάς του ενός θα απέκλειε την αντίστοιχη των άλλων. Παράλληλα, όπως η ομορφιά λούζει τέχνες αντι φατικές, η σεξουαλικότητα - στην οποία μερι κοί μπορούν να δουν μια μορφή ομορφιάς - , εισ δύει σ’ όλους τους τομείς της ζωής, τόσο των α τόμων όσο και των κοινωνιών, εκεί που στο πα ρελθόν ήταν αθέατη. Τώρα, η εικόνα της, κάποτε σκοτεινή ή πιθανή, αναδύεται από το υποσυνεί δητο, όπως από μια φωτογραφική πλάκα στο νε ρό του εμφανιστηρίου. Μια τέτοια τάση είναι πο λύ παλιά κι ανάγεται τουλάχιστον στον 18ο αι. του μαρκήσιου ντε Σαντ. Τις δύο τελευταίες δε καετίες την είδαμε, όμως, να φτάνει σ’ ένα πα ροξυσμό. Η γνώση και η αναγνώριση της ομοφυλοφιλίας υπήρξαν μία από τις πιο συγκλονιστικές όψεις αυτής της πανσεξουαλικότητας. Αναρωτιέμαι αν δεν υπάρχει μια κάποια σχέση ανάμεσα στην ε πέκταση του πεδίου μιας θεωρούμενης ως φυσιο λογικής ομοφυλοφιλίας και την εξασθένηση του ρόλου της φιλίας στη σύγχρονη κοινωνία μας. Αυτή κάποτε ήταν πολύ δυνατή. Η ανάγνωση των διαθηκών το αποδεικνύει. Περίεργο πράγμα, αλλά η λέξη είχε τότε μία σημασία λιγότερο πε ριορισμένη απ’ ό,τι σήμερα και χρησίμευε επίσης για να δηλώσει τον έρωτα, τουλάχιστον τον έρω τα μεταξύ αρραβωνιασμένων και συζύγων. Νομί ζω ότι μια ιστορία της φιλίας θα έδειχνε την πα
ρακμή της τον 19ο και τον 20ό αι. στους ενήλικες - προς όφελος της κοντινής οικογένειας - και την περαιτέρω αναδίπλωσή της στους εφήβους. Γίνεται ένα χαρακτηριστικό της εφηβείας που αργότερα σβήνει. Τις τελευταίες δεκαετίες, φορ τίστηκε μάλιστα με μια συνειδητή σεξουαλικότη τα, που την καθιστά απλοϊκά είτε διφορούμενη
Απόλλων ανδρόγυνος. Η ελληνιστική περίοδος. Πολλαπλασιά ζει τις ανδρογυνικές εκκλήσεις
είτε αισχρή. Η κοινωνία την κατακρίνει ανάμεσα σε άτομα με μεγάλη διαφορά ηλικίας: σήμερα, ο γέρος και το παιδί του Χεμινγουέι, γυρίζοντας α πό τη θάλασσα, θα ξεσήκωναν τις υποψίες του Τμήματος ηθών και των νοικοκυρών. Πρόοδος της ομοφυλοφιλίας και των μύθων της, υποχώρηση της φιλίας, προέκταση της εφη
32/αφιερωμα βείας, που εγκαθίσταται μαζικά στην καρδιά της συνολικής κοινωνίας: αυτά είναι τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της εποχής μας, που τα ενώνει κάποια απροσδιόριστη σχέση. Εδώ και καμιά τριανταριά χρόνια (μια γενιά, θα λέγαμε καλύτερα) ένας διαλογισμός πάνω στην ομοφυλοφιλία θα επεφύλασσε σημαντική θέση στη διφορούμενη φιλία, στην αγάπη που σπρώχνει έναν άντρα προς έναν άλλον άντρα, μια γυναίκα προς μία άλλη γυναίκα, πάθη τραγι κά που τελείωναν μερικές φορές με το θάνατο ή την αυτοκτονία. Τα προτεινόμενα παραδείγματα θα ήταν ο Αχιλλέας κι ο Πάτροκλος (δύο σύντρο φοι), ο Αρμόδιος και ο Αριστογείτονας (ο ενήλι κος κι ο έφηβος), οι διφορούμενοι εραστές του Μιχαήλ Αγγέλου, του Σαίξπηρ, του Μάρλοου. Για να είμαστε ειλικρινείς, το συναίσθημα δε λείπει από την ομοφυλοφιλική κοινωνία, αλλά έ χει μετατεθεί για μετά την περίοδο της σεξουαλι κής δραστηριότητας, που είναι πάντα σύντομη: η ομοφυλοφιλία απεχθάνεται τις μακρόχρονες δε σμεύσεις, πράγμα στο οποίο δε διαφέρει από την ετεροφυλοφιλία σήμερα. Δεν αγαπιέται πια κα νείς με τον άλλον για όλη του τη ζωή, αλλά μες στην ένταση της στιγμής που δεν θα ξανάρθει, μια ένταση που δύσκολα συμβιβάζεται με την τρυφερότητα, με το συναίσθημα. Αυτά είναι για τους παλαίμαχους. Οι παλιοί εραστές συνα ντιούνται σαν αδέλφια, με μια αγνότητα για την οποία ο πόθος είναι καταδικασμένος, στο εξής, ως αιμομικτικός. Μετά, αλλά όχι στη διάρκειά ιλούσαμε λίγο παραπάνω για τη σημερινή πανσεξουαλικότητα, για μια σεξουαλικό τητα διάχυτη παντού. Αυτή είναι μία από τις όψίΐς της σύγχρονης σεξουαλικότητας. Η άλλη, η οποία εκ πρώτης όψεως εμφανίζεται ως αντίθετη, εί/αι η συγκέντρωση της σεξουαλικότητας, ή μάλλον η μετάγγισή της. Είναι ταυτόχρονα δια χωρισμένη από την τεκνοποιία και τον έρωτα με την παλιά του σημασία, κι απαλλαγμένη από το συναισθηματικό μίασμα που την έφερνε κοντά στη φιλία. Αποτελεί την πραγμάτωση κάποιων βαθύτερων ενστίκτων, που επιτρέπουν στον άνδρα ή στη γυναίκα να χαρούν τη στιγμή, βιωμένη ως αιωνιότητα μες στον οργασμό. Δεν μπορούμε να πούμε άραγε, ότι ο οργασμός έχει θεοποιηθεί; ΓΓ αυτό το λόγο, η ομοφυλοφιλία, από τη φύση της ξένη προς την τεκνοποιία, εντελώς νέα και α νεξάρτητη, στο περιθώριο των παραδόσεων, των θεσμών, των κοινωνικών δεσμεύσεων, μπορεί να φτάσει ώς την άκρη της σεξουαλικής διχοτόμη σης που ευνοεί τον οργασμό. Γίνεται σεξουαλικό τητα καθαρή και, κατά συνέπεια, σεξουαλικότη τα - πιλότος. Στις παλιές κοινωνίες, η σεξουαλικότητα συμπεριλαμβανόταν είτε στην τεκνοποιία, κι ήταν
Μ
νόμιμη, είτε στη διαστροφή, κι ήταν καταδικα στέα. Έξω απ’ αυτά τα όρια, υπήρχε ελεύθερο πεδίο για το συναίσθημα. Το συναίσθημα σήμερα είναι αιχμαλωτισμένο από την οικογένεια. Αυτή, παλιότερα, δεν το είχε μονοπωλήσει. ΓΓ αυτό το λόγο, η φιλία έπαιζε το ρόλο που επισημάναμε. Το συναίσθημα, όμως, που ένωνε τους ανθρώ πους ξεπερνούσε τη φιλία, ακόμα και με την πλα τιά της σημασία. Διαπότιζε πολυάριθμες σχέσεις εξυπηρέτησης, που σήμερα έχουν αντικατασταθεί από τα συμβόλαια. Η κοινωνική ζωή ήταν ορ γανωμένη στη βάση προσωπικών σχέσεων, σχέ σεων εξυπηρέτησης και πελατείας, όπως και αλ ληλοβοήθειας. Οι σχέσεις εξυπηρέτησης, οι ερ γασιακές σχέσεις ήταν σχέσεις ανθρώπου με άν θρωπο, που εξελίσσονταν από τη φιλία ή την ε μπιστοσύνη ώς την εκμετάλλευση και το μίσος - αυτό το μίσος που μοιάζει μ’ έρωτα. Ποτέ δε δημιουργούνταν μες στην αδιαφορία ή την ανω νυμία. Περνούσε κανείς από τις σχέσεις εξάρτη σης στις πελατειακές, στις σχέσεις της κοινότη τας, της συγγένειας και στις πιο προσωπικές επι λογές. Οι άνθρωποι ζούσαν έτσι μέσα σ’ ένα δί κτυο δυναισθηματικότητας συγκεχυμένης αλλά και τυχαίας συνάμα, που προσδιοριζόταν μερι κώς μόνο από την καταγωγή, το γειτόνεμα και που οι πραγματικοί της καταλύτες ήταν οι τυ χαίες συναντήσεις, οι κεραυνοβόλοι έρωτες. Πα λιότερα, μια τέτοια συναισθηματικότητα παρέ μενε εντελώς ξένη προς τη σεξουαλικότητα, που την κατέκλυσε αργότερα. Μαντεύουμε εντούτοις σήμερα, ότι δεν θα πρέπει να ήταν εντελώς απού σα από τις παρέες των νεαρών στο Μεσαίωνα, που τις περιέγραψε ο Ζορζ Ντιμπί (Duby), ούτε α πό τις στενές φιλίες του Έπους και του Μυθιστο ρήματος, που αφορούσαν πολύ νέους ανθρώ πους. Ιδιαίτερες φιλίες; Αυτός είναι εξάλλου κι ο τίτλος ενός μυθιστορήματος του Ροζέ Περφίτ (Peyrefit) - ένα αριστούργημα - όπου οι σχέ σεις κρατάνε μια αμφισημία και μια αβεβαιότητα που θα σβήσουν στα επόμενα έργα του ίδιου συγ γραφέα, όπου η ομοφυλοφιλία, αντίθετα, προ βάλλεται σαν είδος με σαφή χαρακτηριστικά. Νομίζω, ότι σε μερικές κουλτούρες (ιταλική ανα γέννηση, ελισαβετιανή Αγγλία) ξεκινάει από έ ναν φαινομενικά ασεξουαλικό συναισθηματισμό και ριζώνει σε μια μορφή ανδρικής αγάπης, στα όρια της ομοφυλοφιλίας, μιας ομοφυλοφιλίας που δεν παραδέχεται ούτε αναγνωρίζει τον εαυτό της, που αφήνει να επιβιώνει το διφορούμενο, λι γότερο από το φόβο των απαγορεύσεων και πε ρισσότερο από απέχθεια για μια πιθανή ταξινό μηση σε μια από τις κατηγορίες της εποχής: την ασεξουαλικότητα και τη σεξουαλικότητα. Μ’ αυ τό τον τρόπο καθυστερούσαν σε μια μικτή ζώνη, που δεν ανήκε ούτε στο ένα ούτε στο άλλο. Δεν είναι πάντα εύκολο να κάνει κάποιος διά γνωση της ομοφυλοφιλίας. Δεν ξέρουμε πραγμα
αφιερωμα/33 τικά ποιος ήταν ομοφυλόφιλος και ποιος δεν ή ταν, τόσο αναχρονιστικά είναι τα κριτήριά μας (της εποχής μας) ή επικριτικά (οι κατηγορίες του Αγκριπά ντ’ Ομπινιέ κατά του Ερρίκου του III και των «μικρών» του) ή απλώς αβέβαια. Η τάση των παλαιών κοινωνιών απέναντι στην ομοφυλο φιλία - που δεν την ξέρουμε καλά και που θα έ πρεπε να το μελετήσουμε μ’ ένα βλέμμα καινού ριο και χωρίς ψυχαναλυτικούς αναχρονισμούς ταυτόχρονα - φαίνεται πιο σύνθετη απ’ ό,τι μας αφήνουν να πιστέψουμε οι πολύ αυστηροί και πο λύ ακριβείς κώδικες της θρησκευτικής ηθικής της εποχής. Φυσικά, υπάρχουν πολλά στοιχεία στην κατεύ θυνση μιας αδιάλλακτης καταστολής. Ό πω ς για παράδειγμα, αυτό το απόσπασμα από το ημερο λόγιο του Μπαρμπιέ, με ημερομηνία 6 Ιουλίου 1750: «Σήμερα, Δευτέρα, 6 του μηνός, κάψανε στην πλατεία ντε Γκρεβ, δημοσίως, στις πέντε το απόγευμα, δύο εργάτες, δηλαδή: έναν μαθητευόμενο ξυλουργό κι έναν αλλαντοπώλη, ηλικίας δε καοχτώ και είκοσι πέντε χρονών, που τους έπιασε η περίπολος επ’ αυτοφώρω εν σοδομισμώ. Υ πάρχει η άποψη ότι παραήτανε αυστηροί οι δικα στές. Προφανώς υπήρχε μεγάλος βαθμός υπερ βολής σ’ αυτό το σημείο (σ’ αυτό το σημείο δημο σιότητας). Αν είχαν πάρει κάποιες προφυλάξεις! Εξάλλου, έχουμε μπει σε μια εποχή αστυνομικής πονηριάς, που επιτρέπει τις επ’ αυτοφώρω συλ λήψεις, έτσι ώστε είναι μεγαλύτερες οι τιμωρίες: Έμαθα, επί τη ευκαιρία, ότι μπροστά από τις πε ριπολίες προχωράει ένας άνθρωπος ντυμένος στα γκρίζα, που παρατηρεί τί συμβαίνει στους δρόμους χωρίς να γίνεται στόχος, και που στη συνέχεια καλεί την περίπολο. Η εκτέλεση έγινε για παραδειγματισμό, πολύ περισσότερο δε που, απ’ ό,τι λένε, αυτό το έγκλημα είναι όλο και πιο συνηθισμένο, και υπάρχουν πολλοί άνθρωποι στο Μπισέτρ γι’ αυτό το λόγο. Προτιμάνε να κλείνουν στο γενικό νοσοκομείο τους "δημοσία αμαρτήσαντες” ». (...) Οι εκκλησιαστικές αρχές, από τον 16ο ώς τον 17ο αι., υπήρξαν πολύ αυστηρές απέναντι στις γιορτές των κολλεγίων, που ήταν τελετές μύη σης, τελετουργίες εισαγωγής, όπου πίνανε πολύ και όπου γινόταν το σώσε. Αναμφίβολα συμμε τείχαν και πόρνες. Οι επιπλήξεις των τιμητών ό μως, με τη γενικότητά τους, αφήνουν να εννοηθεί μια διαστροφή λιγότερο προσδιορισμένη από τη συναναστροφή των πορνών, πιθανόν μια αμφισεξουαλικότητα λίγο-πολύ παραδοσιακή, που επι βίωσε για μεγάλο χρονικό διάστημα στους ε φήβους. Αυτή η απροσδιόριστη σεξουαλικότητα μπο ρούσε επίσης να έχει τη θέση της και στις μεγά λες πανδαισίες στο τέλος του χρόνου, ανάμεσα στα Χριστούγεννα και στα Φώτα, την περίοδο της αντιστροφής του κόσμου, των παιχνιδιών με
Περσική μινιατούρα. 1624
τους καθρέφτες, απ’ όπου αναδύεται το διφορού μενο της αμφισεξουαλικότητας. Δεν πρόκειται στην πραγματικότητα για ομο φυλοφιλία, αλλά για μια ταραχώδη και τελετουρ γική αντιστροφή των ρόλων, τη στιγμή των μεγά λων πανδαισιών, όπου αίρονται οι απαγορεύσεις, αλλά για λίγο καιρό και χωρίς συνέπειες. Και ξα ναβρίσκουμε εδώ μια αμφισημία, που δεν έχει διαλυθεί σήμερα, παρ’ όλη την εμμονή των ομο φυλόφιλων στη βούλησή τους για ταυτότητα. Αυ τό τουλάχιστον υπονοεί μια παρατήρηση του Λοράν Ντισπό (Λε Ματέν, 6 Νοεμβρίου 1979): «Υ πάρχουν λοιπόν άντρες που δεν αγαπιούνται; Τι να πει κανείς για τις διαχύσεις των ποδοσφαιρι στών μετά από ένα γκολ; Δεν είναι "ομοφυλόφι λοι” , όχι. Κι όμως αυτό που κάνουν εκείνη τη στιγμή, θα σόκαρε τους περαστικούς αν γινόταν μες στο δρόμο, στην καθημερινή ζωή, από ομο φυλόφιλους που δήλωναν τέτοιοι. Μήπως θα πρέ πει να συμπεράνουμε ότι τα στάδια κι ο αθλητι σμός είναι δικλείδα ασφαλείας για τη φυσιολογι κή ανδρική ομοφυλοφιλία;» Μετάφραση: Τιτίκα Δημητρούλια
34/αφιερωμα
Μάικλ Πόλακ
Η ανδρική ομοφυλοφιλία ή: η ευτυχία μέσα στο γκέτο; « Δ εν ονειρεύονται όλα τ ’ α γόρια να γίνουν ναύτες». (Αφίσα που κρ ατούσ ε ένας τρ α β εσ τί στη διαδήλω ση «Gay Pride Parade» στη Νέα Υόρκη, σ τις 24 Ιουνίου 1979.)
Ένα από τα πιο θεα ματικά αποτελέσματα της σεξουαλικής φιλε λευθεροποίησης των δύο τελευταίων δεκαε τιών, είναι ότι η ομοφυ λοφιλία βγήκε από τη σκιά του πεδίου του α νείπωτου. Είμαστε πολύ μακριά από τον δόκτορα Tardieux, ο οποίος έ γραφε: «Γιατί να μη μπορώ ν’ αποφύγω να λερώσω την πένα μου με το βρωμερό αίσχος
των παιδεραστών!». Εδώ και δεκαπέντε χρόνια, μάλιστα, γινόμαστε μάρτυρες μιας έκρηξης λογικών αναλύσεων πά-
λες οι «επιστημονικές» θεωρήσεις της ομο φυλοφιλίας παρουσιάζουν κάποια προβλή ματα. Ο ίδιος ο ορισμός της ομοφυλοφιλίας απο τελεί την αφετηρία συγκρούσεων, που έχουν ως αποτέλεσμα την πόλωση των υποθέσεων που δια τυπώνονται σχετικά. Σε γενικές γραμμές, μπο ρούμε να διακρίνουμε κάποιες θεωρίες που ανά γουν την ετεροφυλοφιλία σε απόλυτο κανόνα της «φυσιολογικότητας» και κάποιες άλλες, που πραγματεύονται όλες τις σεξουαλικές εκδηλώ σεις στο ίδιο επίπεδο. Οι πρώτες αντιμετωπίζουν τις μη ετεροφυλοφιλικές συμπεριφορές ως απο κλίσεις, ως διαστροφές μάλιστα· ενώ οι δεύτερες
Ο
νω σ’ αυτό το θέμα καθώς και μιας ολοκληρωτικής επαναδιατύπωσης της εικόνας της ομοφυλοφιλίας.
τις θεωρούν ως διαφορετικές, χωρίς καμιά ιεράρ χηση όμως, οδούς προς τον οργασμό. Στην κυρίαρχη ψυχιατρική θεώρηση, η ταξινό μηση της ομοφυλοφιλίας μεταξύ των διαστρο φών, η οποία θεμελιώθηκε στα τέλη του περασμέ νου αιώνα από τους R. von Krafft-Ebing και A. von Schrenck-Notzing διατήρησε ακέραια την κοινωνική της δύναμη ώς τη δεκαετία του 1960. Η απόφαση της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Ε ταιρείας, το 1974, να μη θεωρεί πλέον την ομοφυ λοφιλία ως ψυχική ασθένεια είναι μια συμβολική πράξη, που σημειώνει την αντιστροφή των σχέ σεων κυριαρχίας ανάμεσα στις διάφορες θεωρίες
αφιερωμα/35 για τη σεξουαλικότητα. Αυτή η αντιστροφή, ό μως, πραγματοποιήθηκε προς όφελος μιας άπο ψης, που κι αυτή αντιμετώπισε σαν κάτι φυσικό το φαινόμενο της ομοφυλοφιλίας. Οι συγγραφείς που αντιτέθηκαν στην ταξινόμηση της ομοφυλο φιλίας μεταξύ των διαστροφών, φυλακισμένοι στον φαύλο κύκλο καταδίκη / δικαίωση, πιο πο λύ επέδειξαν πολιτικό θάρρος, παρά καινοτόμο πνεύμα. Έτσι, δεν μπορούμε να καταλάβουμε τη θεωρία της «συνταγματικής ομοφυλοφιλίας» του I. Bloch, που διατυπώθηκε γύρω στα 1900, ούτε και τις εργασίες του Η.Μ. Hirschfeld, παρά μόνο αν λάβουμε υπόψη μας τη λειτουργία τους ως πο λιτικά όπλα, στον αγώνα ενάντια σ’ ένα ποινικό κώδικα που απαγόρευε την ομοφυλοφιλία ως πράξη ενάντια στη φύση. Μόνο το επιχείρημα πε ρί του συνταγματικού χαρακτήρα αυτής της πρά ξης μπορούσε, κατά πως φαίνεται, να αντιπαρατεθεί στην επίσημη αποδοχή της ομοφυλοφιλίας μεταξύ των διαστροφών, οι οποίες χρειάζονται θεραπεία και καταπολέμηση. οι συγγραφείς, έχοντας εμπλακεί στην Α υτοί, παγίδα ν’ αντιμετωπίσουν σαν κάτι φυσικό την ομοφυλοφιλία, δεν μπορούσαν παρά να δη λώσουν είτε ότι ο ομοφυλόφιλος δεν διαφέρει σε τίποτα από τον ετεροφυλόφιλο, εκτός από το α ντικείμενο της επιλογής του, είτε να μιλήσουν για μια εντελώς διαφορετική ομοφυλοφιλική φύση, για ένα είδος «τρίτου φύλου». Μετά από εκείνες του J. Bloch, οι εργασίες του A.C. Kinsey και του Η. Giese, εγγράφονται στην ίδια λογική. Πολιτι κά, αυτή η επιστημονική θέση μεταφραζόταν, τις περισσότερες φορές, σε μια «φιλελεύθερη» θέση, η οποία περιόριζε την κοινωνική διάκριση των ο μοφυλόφιλων στις νομικές της πλευρές. Οι συγ γραφείς που υποστήριζαν ότι υπάρχει μια εντε λώς διαφορετική ομοφυλοφιλική φύση, συχνά το μόνο που έκαναν ήταν να ντύνουν επιστημονικά κάποιες συνηθισμένες απόψεις της εποχής για την ομοφυλοφιλική πράξη. Έτσι, ο C.M. Ulrich, στον οποίο κατά κόρον αναφέρεται ο Hirschfeld, έγραφε γύρω στα 1860 ότι η ομοφυλοφιλική φύση περιέχει θηλυκά στοιχεία, πράγμα που εκδηλώ νεται με την έλξη που νιώθουν οι ομοφυλόφιλοι για τους αρρενωπούς άντρες. Συστηματοποιούσε αυτή την ανάλυση στην αντίληψή του για το «τρί το φύλο». Ο Η.Μ. Hirschfeld προχωρεί ακόμα περισσότερο σ’ αυτή τη συστηματοποίηση, απο δίδει στους ομοφυλόφιλους ιδιαίτερα σωματικά χαρακτηριστικά, παρατηρήσιμα, που εκφράζουν τη βιολογική βάση μιας διαφορετικής ψυχολο γίας. Δηλώνει επίσης ότι, όπως πρόκειται για ένα έμφυτο φαινόμενο, το ποσοστό των ομοφυλόφι λων σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό είναι σταθερό στο χώρο και στο χρόνο. Η θεωρία του Η.Μ. Hirschfeld επινοημένη για τον αγώνα ενάντια στον γερμανικό ποινικό κώδι
κα, περιέχει όλα εκείνα τα στοιχεία που θα επέ τρεπαν εξίσου καλά τη χρησιμοποίησή της για σκοπούς αντίθετους από κείνους των συγγραφέ ων: σύμφωνα μ’ αυτές τις κατηγορίες μπορούμε πράγματι να ανασυστήσουμε όλες σχεδόν τις κοινοτοπίες, όλα τα στερεότυπα και τις γελοιογραφικές εικόνες που μπορούμε να βρούμε στις κοινωνικές απόψεις για την ομοφυλοφιλία. Η καινοτομία στη θεώρηση της ομοφυλοφιλίας, στα έργα των τελευταίων χρόνων, δεν έγκειται στο ότι δίνουν μια νέα εξήγησή της, αλλά στο ότι εγκαταλείπουν ακριβώς το πρόβλημα της ταξι νόμησης και της εξήγησης και μεταθέτουν την προβληματική στο ερώτημα: «Πώς ζουν οι ομο φυλόφιλοι;». Πολλοί συγγραφείς υπογραμμίζουν ότι στόχος τους είναι να συμβάλλουν στη βελτίω ση της κοινωνικής θέσης των ομοφυλόφιλων. Ε ξάλλου, οι δύο μεγαλύτερες έρευνες πάνω στην ομοφυλοφιλία, στη Γερμανία και στις Ηνωμένες Πολιτείες, έγιναν η καθεμία από δύο συγγραφείς, εκ των οποίων ο ένας δηλωμένος ομοφυλόφιλος. Σ’ αυτό το άρθρο, θα προσπαθήσω να δείξω ότι αυτό το ενδιαφέρον για τους τρόπους ζωής των ο μοφυλόφιλων κι αυτή η αλλαγή στην προσέγγιση της ομοφυλοφιλίας μπορούν - ενμέρει τουλάχι στον - να εξηγηθούν από το χαρακτήρα προτύ που που τείνει να πάρει η ομοφυλοφιλική ζωή, σε μια εποχή γενικής φιλελευθεροποίησης των σε ξουαλικών ηθών. Αυτή η φιλελευθεροποίηση εγγράφεται σ’ ένα διπλό κίνημα, με κατεύθυνση τη σχετική αυτονόμηση και την ορθολογική θεώρη ση της σεξουαλικότητας. Οι προϋποθέσεις γι’ αυ τή τη φιλελευθεροποίηση είναι η διαφοροποίηση σεξουαλικού ενδιαφέροντος και αναπαραγωγής, ώστε να μπορούν να μετρηθούν οι αυτόνομη μένες σεξουαλικές συμπεριφορές, να μπορούν δη λαδή να υπόκεινται σε «ορθολογικούς ως προς την τελικότητα» υπολογισμούς, βασισμένους σε μια λογιστική της ηδονής, η οποία έχει τον οργα σμό ως λογιστική μονάδα. πρώτη απ’ αυτές τις προϋποθέσεις, ο δια χωρισμός του σεξουαλικού ενδιαφέρβντος και της αναπαραγωγής, πληρβύνται από τον ίδιο τον ορισμό της ομοφυλοφιλίας. Επιπλέον, η απα γόρευση της ομοφυλοφιλίας σίγουρα ενίσχυσε κι επιτάχυνε το διαχωρισμό της σεξουαλικότητας από τις συναισθηματικές κλίσεις. Η απαγόρευση συνέβαλε επίσης στην υποταγή της βμοφυλοφιλικής ζωής σ’ έναν ορθολογιστικό υπολογισμό. Ό λες οι παράνομες δραστηριότητες υπόκεινται σε μια οργάνωση που ελαχιστοποιεί τους κινδύνους, μεγιστοποιώντας την αποτελεσματικότητα. Στην περίπτωση της ομοφυλοφιλίας το αποτέλεσμα εί ναι η απομόνωση της σεξουαλικής πράξης στο χρόνο και στο χώρο, ο περιορισμός στο ελάχιστο του τελετουργικού προετοιμασίας της σεξουαλι κής πράξης, η διάλυση της σχέσης αμέσως μετά
Η
36/αφιερωμα την πράξη, η ανάπτυξη ενός συστήματος επικοι νωνίας που επιτρέπει αυτή την ελαχιστοποίηση των επενδύσεων, με παράλληλη μεγιστοποίηση των οργασμικών αποδόσεων. Δεν είναι παράξε νο που αναπτύχθηκε μια σεξουαλική αγορά, α παλλαγμένη από «μη σεξουαλικούς» κατανα γκασμούς, στις περιθωριακές πρώτα-πρώτα σε ξουαλικότητες, εξόριστες στην ημι-παρανομία, και πρώτα και κύρια στην ομοφυλοφιλία. Το αυ ξανόμενο ενδιαφέρον που της επιφυλάσσεται σή μερα, δεν εξηγείται μόνο με τον «πρωτοπορια κό» ρόλο της ομοφυλοφιλίας στη διαδικασία για μια ορθολογική θεώρηση της σεξουαλικότητας. Η «ομοφυλοφιλική κουλτούρα» προτείνει ταυ τόχρονα και κάποιες δομές, που επιτρέπουν τη διαχείριση της συναισθηματικής και κοινωνικής ζωής έξω από τους καταναγκασμούς των σταθε ρών και μόνιμων σχέσεων. Το γοητευτικό, όταν παρατηρούμε τους ομοφυλοφιλικούς κύκλους, είναι η ανάπτυξη τρόπων ζωής πολυποίκιλων, σε συνάρτηση με κάποιες σεξουαλικές και συναι σθηματικές επιθυμίες όλο και πιο ιδιαίτερες. Α κριβώς επειδή φαίνεται να δίνει κάποιες πρακτι κές απαντήσεις σ’ ένα πιο γενικό σύνολο ερωτή σεων, γι’ αυτό το λόγο ομοφυλοφιλικοί κύκλοι στις μέρες μας γίνονται αντικείμενο κολακείας κι ενδιαφέροντος απ’ όσους δημιουργούν και δια δίδουν τις πολιτιστικές μόδες: πώς να συνδυάσει κανείς την ικανοποίηση των σεξουαλικών και των συναισθηματικών αναγκών του, χωρίς να πληρώσει το τίμημα των καταναγκασμών, που είναι συχνά έμφυτοι στις σχέσεις του ζευγαριού; Μια ανάλυση της λειτουργίας των ομοφυλοφιλικών κύκλων, όπως μπορούμε να τους ανασυστή σουμε μέσα από τις κοινωνιογραφικές έρευνες, θα μας επιτρέψει να ερευνήσουμε με μεγαλύτερη ακρίβεια αυτό το φαινόμενο, της ομοφυλοφιλίας που ανάγεται σε μια πολιτιστική μόδα: πρόκειται για την επιθυμία μίμησης νέων τρόπων ζωής, για μια ανεκτικότητα άγνωστη μέχρι τώρα ή - πολύ απλά - για μια παρεξήγηση; Σ εξουαλική σ ταδιοδρομία και σ υναλλαγή
εν γεννιέται κανείς ομοφυλόφιλος, μαθαίνει και γίνεται. Η ομοφυλοφιλική σταδιοδρομία αρχίζει με την αναγνώριση των ιδιαίτερων σε ξουαλικών επιθυμιών και την εκμάθηση των χώ ρων και των τρόπων συνάντησης των συντρό φων. Αυτό το coming out συνήθως τοποθετείται ανάμεσα στα δεκάξι και στα τριάντα. Η πλειοψηφία των ομοφυλόφιλων είναι πεισμένοι για τη σεξουαλική τους προτίμηση πολύ πριν περάσουν στην πράξη. Η διαδικασία που οδηγεί από το πρώτο ομοφυλοφιλικό συναίσθημα στην πρώτη επαφή και στη στιγμή όπου ο ομοφυλόφιλος πα ραδέχεται πλήρως την κλίση του, εκτείνεται σχε δόν πάντα σ’ ένα διάστημα πολλών χρόνων και
Δ
διαρκεί σε πολλές περιπτώσεις μέχρι την ηλικία των τριάντα χρόνων. Από τη στιγμή που δέχεται τη σεξουαλική του διαφορά, ο ομοφυλόφιλος μπαίνει στην αγορά των σεξουαλικών ανταλλαγών. Ανάμεσα σ’ όλες τις μορφές σεξουαλικότητας, η αντρική ομοφυ λοφιλία είναι σίγουρα μια σεξουαλικότητα που η λειτουργία της θυμίζει περισσότερο την εικόνα μιας αγοράς όπου —οριακά —δεν υπάρχουν πα ρά «ανταλλαγές οργασμού αντί οργασμού». Οι δεσμοί κλειδιά της ομοφυλοφιλικής ζωής είναι πρώτα-πρώτα οι χώροι για καμάκι: μπαρ, σάου νες, κινηματογράφοι και ειδικά εστιατόρια, πάρ κα. Με αρκετές δεκάδες ερωτικούς συντρόφους, μέσο όρο, το χρόνο, και μερικές εκατοντάδες συντρόφους στη διάρκεια μιας ζωής, η σεξουαλι κή ζωή του «μέσου ομοφυλόφιλου» είναι πολύ έ ντονη ανάμεσα στα είκοσι και στα τριανταοχτώ ώς σαράντα και χαρακτηρίζεται από μία πολύ υ ψηλή συχνότητα σεξουαλικών σχέσεων, μια έ ντονη ανάμιξη και μια ποικιλία και εξειδίκευση παράλληλα στις πρακτικές. Η ποικιλία στις πρακτικές συμβαδίζει με την εξειδίκευσή τους: η οργάνωση των χώρων για καμάκι και ο λεπτός τρόπος εκδήλωσης των γούστων της στιγμής επι τρέπουν την επιτάχυνση στην εξέλιξη της σε ξουαλικής σχέσης· το άτομο, όμως, μπορεί ν’ αλλάξει τόσο μέρη όσο και την εικόνα του εαυ τού του. Το ομοφυλοφιλικό καμάκι εκφράζει ταυτόχρο να την αναζήτηση μιας αποτελεσματικότητας κι οικονομίας, τη μεγιστοποίηση της «απόδοσης», ποσοτικά εκφρασμένης (σε αριθμό συντρόφων και οργασμών), και την ελαχιστοποίηση του «κόστους» (το χάσιμο χρόνου και τον κίνδυνο άρνησης των προτάσεών του). Ορισμένα μέρη είναι γνωστά για την ιδιαίτερη πελατεία τους και την άμεση κατανάλωση: όπως τα «πέτσινα» μπαρ, που διαθέτουν συχνά ένα δω μάτιο προορισμένο για σεξουαλική συνεύρευση επιτόπου (back room), οι σάουνες και τα πάρκα. Αυτά τα μέρη επιτρέπουν συχνά την ταυτόχρονη ικανοποίηση διαφορετικών επιθυμιών: της επί δειξης και του μπανιστιριού παράλληλα με όλες τις ανά δύο ή ομαδικές δραστηριότητες. Αλλά α κόμα και σε λιγότερο ειδικά μέρη, που δεν επι τρέπουν την επιτόπου συνεύρεση, μπορούμε να παρατηρήσουμε την αναζήτηση της αποτελεσμα τικότητας. Ό σο πιο πολύ ένα άτομο είναι δηλω μένο σεξουαλικά, τόσο λιγότερο δέχεται να γε λαστεί. Δέχεται, λοιπόν, λιγότερο να προσεγγί σει ένα καθολικό πρόσωπο. Καταλαβαίνουμε δη λαδή τη σημασία των αναγνωριστικών σημείων και των σκηνοθεσιών. Η λεπτότητα της επικοι νωνίας στη διάρκεια του καμακιού δεν δείχνει τόσο την αναζήτηση της ποιότητας όσο την εκλεκτικότητα και την αγωνία της άρνησης. Η μηαπάντηση σ’ ένα φευγαλέο βλέμμα ή σ’ ένα κρυμ
αφιερωμα/53 μένο χαμόγελο συνεπάγεται συχνά το τέλος μιας προσέγγισης. Ορισμένα εξωτερικά σημεία υπο δεικνύουν τα σεξουαλικά γούστα της στιγμής. Παράδειγμα, το παιχνίδι με τα κλειδιά· τα κλει διά κρεμασμένα στην πίσω αριστερή τσέπη του τζην δείχνουν προτίμηση για ενεργητικό ρόλο, στη δεξιά για παθητικό ρόλο. Το ίδιο και το μα ντίλι που βγαίνει από μια από τις πίσω τσέπες του παντελονιού. Εκτός από τον ενεργητικό ή παθη τικό ρόλο, που σημειώνεται με τη δεξιά ή αριστε ρή πλευρά, το χρώμα του μαντιλιού συμβολίζει το είδος της επιδιωκόμενης δραστηριότητας: το γαλάζιο, τον στοματικό έρωτα, το μπλε σκούρο, τον σοδομισμό, το έντονο κόκκινο τη «διείσδυ ση» με τη γροθιά, κ.τ.λ. Στο βαθμό που η ομοφυ λοφιλία βγαίνει από τη σκιά και που οι τεχνικές εκδήλωσής της διαδίδονται σαν μόδες έξω από το περιβάλλον της, υφίστανται μια έντονη διό γκωση και χάνουν συχνά την αρχική τους σημα σία. Παράδειγμα το μικρό χρυσό σκουλαρίκι στο αριστερό αυτί, που έχει γίνει ένα συνηθισμένο κόσμημα. ριακά, οι πιο απελευθερωμένοι τομείς από κάθε εξωτερικό, για τη σεξουαλική ανταλ λαγή, περιορισμό, πληρούν δύο κανόνες λειτουρ γίας. Πρώτα-πρώτα τον ακριβή χαρακτηρισμό
Ο
της σεξουαλικής επιθυμίας με όρους ιδιαίτερων αντικειμένων (πρωκτός, στόμα, κ.λπ.) και με ό ρους επιδιωκόμενης δραστηριότητας (ενεργητι κή, παθητική, ΣΜ, δηλαδή σαδομαζοχιστική, κ.λπ.) Η σεξουαλική επιλογή πρέπει να δηλώνε ται χωρίς απάτη, χωρίς παιχνίδι ή δισταγμό, ούτε αποπλάνηση. Κανένα διφορούμενο. Το παιχνίδι είναι η σεξουαλική πράξη. Δεύτερον: την ανωνυ μία. Η σιωπή είναι ένας κανόνας τιμής σε μέρη ανώνυμα τα ίδια (πάρκα, σάουνες, τουαλέτες) και χωρισμένα, ειδικευμένα σε συνάρτηση με τις δυνατότητές τους για απομόνωση (ανά δύο ή πε ρισσότερους) και ελάχιστους κινδύνους (κινδύ νους να πέσουν πάνω σε αστυφύλακες ή οφθαλ μοπόρνους). Συχνά, το όνομα, ψιθυρισμένο μετά την πράξη, είναι η μόνη λεκτική επικοινωνία πριν να χωριστούν οι ερωτικοί σύντροφοι. Η δήλωση της επιθυμίας δεν σημαίνει ότι ο ο μοφυλόφιλος εξειδικεύεται όσον αφορά στη σεξουαλικότητά του. Αντίθετα, διαπιστώνουμε μια σχετική έλλειψη διαφοροποίησης του ενεργητι κού και του παθητικού ρόλου που παίζει το άτο μο. Η ομοφυλοφιλική λογική ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, διπλή κίνηση. Την εξειδίκευση: ξέρουν όλο και καλύτερα τί θέλουν την κάθε στιγμή· και τη διαφοροποίηση: αναζητούν πρακτικές όλο και πιο ποικίλες. Διαπιστώνουμε,
54/αφιερωμα ανάμεσα στους ομοφυλόφιλους, ότι αυτοί που έ χουν τις περισσότερες σεξουαλικές σχέσεις είναι αυτοί που πολλαπλασιάζουν τις πρακτικές και τους χώρους τους. Βέβαια, ακόμα και η ομοφυλοφιλική συναλλαγή παραμένει «μη καθαρή», ε πηρεασμένη δηλαδή από εξωγενείς καταναγκα σμούς. Από αισθητικούς καταναγκασμούς λόγου χάρη: ο μύθος της νεότητας επιφέρει μια απότο μη πτώση της σεξουαλικής δραστηριότητας μετά τα τριάντα οχτώ / σαράντα δύο χρόνια. Επίσης, κάποια εθνικά κριτήρια δομούν τη σεξουαλική συναλλαγή. Έτσι, στις Ηνωμένες Πολιτείες, δί πλα στα μικτά μέρη βρίσκουμε άλλους χώρους όπου συχνάζουν αποκλειστικά σχεδόν Λευκοί ή Μαύροι. Η αμερικανική ομοφυλοφιλική αργκό ο νομάζει snow queens (βασίλισσες του χιονιού) ό σους κάνουν έρωτα μόνο με Λευκούς και chocolate queens (σοκολατένιες βασίλισσες) ό σους κάνουν έρωτα μόνο με Μαύρους. Οικονομι κά συμφέροντα (στην πορνεία), συμφέροντα συ ναισθηματικής ασφάλειας (αναζήτηση του ζευγα ριού) προστίθενται σ’ αυτές τις εξωγενείς επιδρά σεις που δομούν την ομοφυλοφιλική συναλλαγή. Ο βαθμός συμμετοχής στη σεξουαλική συναλ λαγή και οι συγκινησιακές αντιδράσεις στους κανόνες της, που σε τελευταία ανάλυση είναι αρ κετά καταναγκαστικοί, χωρίζουν το περιβάλλον σε υπο-ομάδες που ζουν την ομοφυλοφιλική τους μοίρα κατά τρόπο πολύ διαφορετικό. Ελάχιστοι είναι εκείνοι που καταφέρνουν να απελευθερω θούν από την κοινωνικοποίηση που υπέστησαν κατά την παιδική τους ηλικία, κοινωνικοποίηση αποκλειστικά προσανατολισμένη προς μια ετεροφυλοφιλική ζωή: εξ ου τα συμπλέγματα ενοχής και μίσους του εαυτού τους. Κι ακόμα, αφού απε λευθερωθούν από τα ετεροψυλοφιλικά πρότυπα ζωής που είχαν εσωτερικεύσει κατά την παιδική τους ηλικία, λίγοι ομοφυλόφιλοι αποδέχονται εύ κολα τους καταναγκασμούς της σεξουαλικής παραγωγικότητας που κυριαρχούν στο περιβάλ λον τους. Με δυο λόγια, οι προϋποθέσεις του coming out πολύ σπάνια πληρούνται: δηλαδή, τό σο η ένταξη στο ομοφυλοφιλικό περιβάλλον όσο και η χωρίς αγωνία παραδοχή της ομοφυλοφι λίας προς τα έξω. Οι περισσότεροι ομοφυλόφιλοι παραμένουν υποταγμένοι σε μια σχιζοφρενική διαχείριση της ζωής τους. Η ομοφυλοφιλική στά ση που διέπει τον τρόπο ζωής τους προκύπτει α πό την προγενέστερη του coming out κοινωνικο ποίηση κι από το βαθμό εσωτερίκευσης των κα νόνων του κύκλου τους. Ο Bell και ο Weinberg διατύπωσαν τέσσερις τύπους ομοφυλόφιλων, που διαφέρουν ανάλογα μ’ αυτές τις δύο διαστάσεις. Αυτή η ταξινόμηση επιτρέπει να συλλάβουμε το ομοφυλοφιλικό περιβάλλον ως ένα σύμπαν πολυ ποίκιλο, σε συνάρτηση με τη σχέση που έχει το ά τομο με όλους τους κανόνες που διαμορφώνουν τις κοινωνικοσεξουαλικές σχέσεις. Αλλά έχει ό
λα τα μειονεκτήματα μιας διαδικασίας χαρακτη ριστικής της «συμπεριφοριστικής» σεξολογίας, εμπειρικής και πολύ κανονιστικής ταυτόχρονα. Αυτό το είδος ανάλυσης, για το οποίο δεν ξέρου με ποτέ αν περιγράφει ή αν καθορίζει, παραγνω ρίζει όλη τη δύναμη των καταναγκασμών που ε πιβάλλουν οι κανόνες των ομοφυλοφιλικών κύ κλων. Η ψυχική και σεξουαλική ισορροπία συλλαμβάνεται μόνο ως «προσαρμογή» στους κοι νωνικούς κανόνες, και κατά περίστασιν σ’ εκεί νους του κύκλου τους (πράγμα που βγαίνει από όρους της ανάλυσης όπως λειτουργικοί και δυσλειτουργικοί) κανόνες που η γένεσή τους και οι αρχές νομιμότητάς τους δεν τίθενται ποτέ υπό αμφισβήτηση. Έτσι, η βαθιά συνενοχή που ενώ νει αυτή τη νέα σεξουαλική τάξη με την παλιά καταπίεση υποτιμάται. Γεννημένοι από την απλή άρνηση και την παραδοχή του αντίθετου, η νέα αυτή τάξη παραμένει εμποτισμένη από την πα λιά. Ο σεξολογικός εμπειρισμός κλείνοντας τη μειοψηφία, που ισχυρίζεται ότι θα ελευθερώσει, σ’ ένα νέο φαύλο κύκλο «προσαρμογής» αυτή τη φορά στους κανόνες του περιβάλλοντος, ενισχύει τις τάσεις για κοινωνικό αυτοδιαχωρισμό μιας μειοψηφίας, που μόλις έχει βγει από τη σκιά, κι ανοίγει τελικά πόρτες ήδη ανοιχτές. Ο μοφυλοφιλία και ταξική θέση
αρ’ όλο που ο συλλογικός χαρακτήρας της ομοφυλοφιλικής μοίρας μετριάζει τον κοι νωνικό διαχωρισμό, η καταγωγή και η ταξική προέλευση επηρεάζουν την άνεση με την οποία έ να άτομο καταφέρνει να ενσωματωθεί στο περι βάλλον και να κάνει διπλή ζωή. Η γερμανική έ ρευνα έδειξε ότι η ταξική καταγωγή προσδιορίζει διαφορετικά τη σεξουαλική συμπεριφορά αφε νός, τα αισθήματα ενοχής που συνδέονται με την ομοφυλοφιλία αφετέρου. Η συχνότητα των σε ξουαλικών επαφών μειώνεται όσο ανεβαίνουμε στην κοινωνική ιεραρχία: μειώνεται ακόμα πε ρισσότερο με την ηλικία στις ανώτερες τάξεις, παρά στους εργάτες και στους κατώτερους υ πάλληλους. Αντίθετα, η ποικιλία στις σεξουαλι κές πρακτικές δε φαίνεται ν’ ακολουθεί την ίδια λογική, το μέγεθος όμως του δείγματος της γερ μανικής έρευνας δεν επιτρέπει να βγάλουμε ση μαντικά συμπεράσματα. Τα αισθήματα ενοχής, πάντως, είναι πολύ πιο αναπτυγμένα στους εργά τες, τους κατώτερους και δημόσιους υπαλλή λους, παρά στα ανώτερα στελέχη και στους ε λεύθερους επαγγελματίες. Ο Reiche κι ο Dannecker εξηγούν αυτό το παράδοξο με τις παραλ λαγές που παρατηρούνται από τάξη σε τάξη, ό σον αφορά στις τεχνικές κοινωνικοποίησης και τις στάσεις απέναντι στην ομοφυλοφιλία. Η κοι νωνικοποίηση στα λαϊκά στρώματα είναι πολύ αυστηρή και προσδιορισμένη με όρους απαγο
Π
αφιερωμα/55 ρεύσεων κι απαιτήσεων σχετικά σαφείς. Παράλ ληλα, οι τεχνικές εντύπωσης είναι λιγότερο επι δέξιες στις λαϊκές τάξεις απ’ ό,τι στις ανώτερες και τα παιδιά δεν είναι τόσο πολύ υπό διαρκή ε πιτήρηση. Αυτό συνεπάγεται ότι οι αρκετά αυ στηροί κανόνες που χαρακτηρίζουν την κοινωνι κοποίηση των λαϊκών τάξεων ακολουθούνται συ χνά χωρίς να έχουν εσωτερικευθεί κι από κει προέρχεται και το ελάχιστο της απαγόρευσης α νάμεσα στους νέους που προέρχονται απ’ αυτές τις τάξεις, που τους επιτρέπει ν’ αρχίσουν μια έ ντονη σεξουαλική ζωή από αρκετά νωρίς. Αυτή η ελάχιστη εσωτερίκευση έχει εφαρμογή και στους κανόνες του κύκλου τους: έτσι, ο μύθος της νεότητας, πόυ προκαλεί μια πτώση των σε ξουαλικών δραστηριοτήτων γύρω στην ηλικία των σαράντα χρόνων είναι σαφώς λιγότερο ισχυ ρός ανάμεσα στους ομοφυλόφιλους των λαϊκών τάξεων, των οποίων η αρκετά έντονη σεξουαλική ζωή εκτείνεται σαφώς πέραν αυτής της ηλικίας. Κατά τους Reiche και Dennecker, η μεγαλύτερη εμμονή των αισθημάτων ενοχής - παρά μια ικα νοποιητική σεξουαλική ζωή - στα μέλη των λαϊ κών τάξεων, εξηγείται από την πιο έκδηλη επιθε τικότητα αυτών των τάξεων απέναντι στην ομο φυλοφιλία, που αναγκάζει τους ομοφυλόφιλους να διαχωρίζουν κατά τρόπο πιο αυστηρό τις δια φορετικές σφαίρες της ζωής τους, και να προ σποιούνται μια ετεροφυλοφιλική ζωή στον εργα σιακό τους χώρο. Η αμερικανική έρευνα των Bell και Weinberg δεν θεμελίωσε κάποιες σημαντικές σχέσεις ανά μεσα στη σεξουαλική συμπεριφορά και τις κοι νωνικές τάξεις. Αντίθετα, οι δύο αυτοί συγγρα φείς διαχωρίζουν στην ανάλυσή τους τον λευκό από τον μαύρο πληθυσμό. Και οι διαφορές που διαπιστώνουν ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο ομάδες αντιστοιχούν στις ταξικές διαφορές που αναδεί χτηκαν στη Γερμανία. Λαμβάνοντας υπόψη το συσχετισμό ανάμεσα στη φυλετική καταγωγή και στην κοινωνική τάξη στην αμερικανική κοι νωνία, μπορούμε να παραλληλίσουμε τα αποτε λέσματα αυτών των δύο ερευνών. Σύμφωνα με την αμερικανική έρευνα, οι Μαύροι αρχίζουν τη σεξουαλική τους ζωή πιο νωρίς από τους Λευ κούς, έχουν πιο έντονη σεξουαλική ζωή και η διάρκειά της είναι μεγαλύτερη. Η εξήγηση για τη γερμανική περίπτωση (παραλλαγές στην κοινω νικοποίηση) ισχύει, μερικώς, και για την αμερι κανική περίπτωση. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε κάποιες πολύ σημαντικές πολιτιστικές διαφο ρές. Έτσι, η ομοφυλοφιλία είναι παραδοσιακά ά νετα αποδεκτή στους κύκλους των φτωχών μαύ ρων, που είναι οι λιγότερο επηρεασμένοι από τις αξίες της middle America (μέσης Αμερικής). Σ’ αυτό το περιβάλλον μια ομοφυλοφιλική σχέση ενσωματώνεται αρκετά εύκολα στην εκτεταμένη οικογένεια και οι ομοφυλόφιλοι έχουν την τάση
να μην αποδέχονται το διαχωρισμό ανάμεσα στη σεξουαλικότητα και το συναίσθημα, όπως και την ανωνυμία, που δεσπόζουν στην ομοφυλοφιλική συναλλαγή. Η δυστυχία τους προέρχεται από την περιχαράκωση του ομοφυλοφιλικού τους κύ κλου, που τους απαγορεύει να έχουν όλα τα προ νόμια που τους προσφέρει το περιβάλλον κατα γωγής τους. ι διαβαθμίσεις ανεκτικότητας όσον αφορά στην ομοφυλοφιλία, ανάλογα με τους επαγ γελματικούς κύκλους αποτελούν την αφετηρία για κάποιες ιδιαίτερες στρατηγικές. Οι ομοφυλό φιλοι λαϊκής καταγωγής προσπαθούν συχνά να ξεφύγουν από ένα περιβάλλον που τους είναι ε χθρικό, με μια παιδευτική επένδυση πάνω από το μέσο όρο. Έτσι, παρατηρούμε μια σημαντική δυσαναλογία όταν συγκρίνουμε την κοινωνική προ έλευση (κοινωνικοεπαγγελματική κατηγορία του πατέρα) και την κοινωνική θέση: ενώ η κοινωνι κή προέλευση των ομοφυλόφιλων αντιστοιχεί πε ρίπου στη γενική κατανομή του συνολικού πλη θυσμού σε κοινωνικές τάξεις, παρατηρείται μια υπερ-παρουσία των ομοφυλόφιλων στη νέα μι κροαστική τάξη, στα επαγγέλματα των υπηρε σιών (κομμωτική, γαστρονομία) και κυρίως στα
Ο
επαγγέλματα που απαιτούν συχνές μετακινήσεις (υπηρεσίες ταξιδιών, αεροπορικές εταιρίες, ε μπορικοί αντιπρόσωποι). Μια συγκέντρωση ομο φυλόφιλων παρατηρείται επίσης στα επαγγέλμα τα που ευνοούν τον έλεγχο του κοινωνικού παι χνιδιού και τις διπλωματικές ικανότητες, τις ο ποίες οι ομοφυλόφιλοι μπορούν κι αποκτούν από τη νεανική τους ηλικία ήδη, αφού αναγκάζονται
56/αφ ερωμα και ζουν διπλή ζωή κι αλλάζουν ρόλο ανάλογα με το κοινό της στιγμής: οι δημόσιες σχέσεις, οι πωλήσεις, η διεύθυνση του προσωπικού είναι μερικά απ’ αυτά τα επαγγέλματα. Αντίθετα, οι ομοφυλό φιλοι υπο-εκπροσωπούνται ανάμεσα στους χειρώνακτες και τους αγρότες. Ψηλά στην κοινωνική ιεραρχία, παρατηρούμε το αντίστροφο φαινόμενο. Η ομοφυλοφιλία φαί νεται μάλλον να αναστέλλει την επιλογή μιας σταδιοδρομίας. Οι γιοι των μεγαλοαστών, ανα γκασμένοι να συμφιλιώσουν την ομοφυλοφιλική τους προτίμηση με μια κοινωνική ζωή μεγάλης προβολής, που δύσκολα συμφιλιώνεται με τη σε ξουαλική περιθωριοποίηση, και λαμβάνοντας υ πόψη τον κίνδυνο των εκβιασμών ή την ανα γκαιότητα αποδοχής ενός καθώς πρέπει γάμου, προτιμούν συχνά να προσανατολίζονται προς διανοητικές και καλλιτεχνικές σταδιοδρομίες παρά προς τις επιχειρήσεις και την πολιτική. Αρκούνται συχνά σε κάπως λιγότερα απ’ όσα θα μπορούσαν να ελπίζουν να πετύχουν με δεδομένη την κοινωνική τους καταγωγή. Εν ολίγοις, η συγκέντρωση ομοφυλόφιλων σε ορισμένες κοινωνικές - επαγγελματικές κατηγο ρίες δεν έχει καμία σχέση με τη μυθολογία της φυσικής ευαισθησίας, των έμφυτων καλλιτεχνι κών χαρισμάτων, μιας κάποιας ιδιαίτερης ευ φυΐας ή λάμψης. Η κοινωνική λογική και η λογι κή του κύκλου τους, αυτές δημιουργούν την ει σβολή των σεξουαλικών στρατηγικών στην ε παγγελματική σταδιοδρομία. Και η ιδιαίτερη ομοφυλοφιλική ευαισθησία αντανακλά καταρχήν μια διαύγεια, προερχόμενη από το διαρκές παι χνίδι των ρόλων, από την ο ποστασιοποίηση σε σχέση με το εγώ, ως απάντηση σε έναν μονίμως αισθητό αποκλεισμό, αλλά ο οποίος ποτέ δεν προφέρεται. Το κριτήριο του αισθητού αποκλει σμού δεν το ξέρει συνήθως παρά ο αποκλεισμέ νος μόνο, ο οποίος, επειδή δεν θέλει ή δεν μπορεί να εξεγερθεί ενάντια σε μια υπονοούμενη διάκρι ση, μαθαίνει να προσαρμόζεται στην κατάσταση και στο παιχνίδι της. Η νοσ ταλγία του ζευγαριού
πηγή των περισσότερων δυσκολιών και προβλημάτων που συνδέονται με την ομοφυλοφιλική κατάσταση είναι η σχ&τικά έντονη τομή ανάμεσα στο συναίσθημα και στη σεξουα λικότητα, τομή που προκύπτει από την έλλειψη αυτής της κοινωνικής και υλικής βάσης που τεί νει να προσδώσει μια διάρκεια στις ετεροφυλοφιλικές σχέσεις. Μια σχέση ζευγαριού, στηριγμένη συνήθως σχεδόν αποκλειστικά στη σεξουαλική ανταλλαγή, δεν αντιστέκεται στο χρόνο. Ενώ σπάνια ξεπερνάει τα δύο χρόνια, περιπλέκεται συνήθως εξαρχής με δράματα, αγωνίες, απι στίες. Το ζευγάρι, επιβαρημένο από τον ετεροφυ-
Η
λοφιλικό κανόνα, και λόγω έλλειψης ιδιαίτερου μοντέλου κοινωνικής ζωής, παραμένει το συναι σθηματικό ιδανικό, παρ’ όλες τις συνεχείς και σχεδόν αναπόφευκτες αποτυχίες. Πώς να συμφι λιωθούν τα σεξουαλικά ένστικτα, που διεγείρονται από μια συναλλαγή εύκολα εφικτή και σχε δόν ανεξάντλητη, με το συναισθηματικό ιδεώδες μιας σταθερής σχέσης; Είναι το πιο συνηθισμένο πρόβλημα, που ελπίζουν να λύσουν όσοι ομοφυ λόφιλοι έρχονται σ’ επικοινωνία με σεξουαλι κούς συμβούλους ή ψυχολόγους. Από την αντίφαση ανάμεσα στην έμμονη ιδέα του συναισθηματικού ζευγαριού και την ένταση της σεξουαλικής συναλλαγής, αναδύεται πολλές φορές ένας τρόπος προσωπικής βίωσης πολύ τραγικός, σχεδόν υστερικός. Οι χωρισμοί ακόμα και μετά από σχέσεις αρκετά σύντομης διάρ-
θοδευμένες σκηνοθεσίες. Αυτά τα σενάρια κρύ βουν με δυσκολία τα δράματα κάτω από το θεα τρινισμό. Κυρίως κατά την περίοδο του coming out εμφα νίζονται πολλά ψυχολογικά προβλήματα. Αρκε τοί ομοφυλόφιλοι υποφέρουν από κατάθλιψη, δη λώνουν ότι θα επιθυμούσαν μια θεραπεία ή θέλ γονται από την αυτοκτονία. Στη γερμανική έρευ να, 13% δήλωναν ότι θέλουν σίγουρα να υποβλη θούν σε θεραπεία, και 22% πιθανώς, αν υπήρχε μια έγκυρη μέθοδος σεξουαλικού επαναπροσανατολισμού- 13% δήλωναν ότι είχαν κάνει μία ή περισσότερες απόπειρες αυτοκτονίας. Αυτό το ποσοστό στις απόπειρες αυτοκτονίας είναι δύο φορές υψηλότερο απ’ ό,τι στο σύνολο του πληθυ σμού. Το σύνολο σχεδόν των αποπειρών αυτο κτονίας των ομοφυλόφιλων τοποθετείται ανάμε σα στα δεκάξι και στα δεκαοχτώ- μετά τα εικοσιένα δεν βλέπουμε καμία, στην ουσία. Παραδό ξους, οι απόπειρες αυτοκτονίας στο σύνολο του πληθυσμού κατανέμονται κατά τρόπο πιο ισομερή, ανάμεσα στα δεκαεννιά και στα σαράντα. Αυτό μπορεί να σημαίνει για τους ομοφυλόφιλους μια πιο ισχυρή ψυχολογική σταθερότητα, μια πιο μεγάλη ικανότητα να επωμισθούν τις αντιφάσεις
αφιερωμα/57 τους, από τη στιγμή που θα περάσουν το ακρωτήρι του coming out. Για τις Ηνωμένες Πολιτείες, η έρευνα των Bell και Weinberg δείχνει τις ίδιες τά σεις: παρ’ όλο που ένα ποσοστό αποπειρών αυτο κτονίας είναι πιο υψηλό στον ομοφυλοφιλικό πληθυσμό σε σύγκριση με τον πληθυσμό γενικά, αυτό το ποσοστό είναι σαφώς κατώτερο ανάμε
κοινό του να γελάσει με φαντασιοπληξίες και με μια υπερβολικά επιτηδευμένη αυτο-προβολή; Άλλωστε, στον κύκλο τους, αυτό το παιχνίδι κι αυτό το χιούμορ φαίνονται να γίνονται πλήρως κατανοητά απ’ όλους. Οι χωρισμοί σπάνια συνε πάγονται εχθρότητα ή απόλυτο χωρισμό. Ορια κά, θα μπορούσαμε να ερμηνεύσουμε τη θεατρι κότητα του χωρισμού ανάμεσα στους ομοφυλόφυλους σαν μια τελετουργία μετάβασης από τον έρωτα στη φιλία, η οποία - κατά βάθος - δεί χνει τη σταθεροποίηση μιας σχέσης. Μια τέτοια σταθεροποίηση συνεπάγεται συχνά έναν απο κλεισμό του σεξουαλικού στοιχείου, που μετατρέπεται σε εμπιστοσύνη και εκμυστηρεύσεις. Έτσι, υφαίνεται ένα δίκτυο φιλικών σχέσεων που παρέχει τη συναισθηματική ασφάλεια, η οποία εί ναι σχεδόν αδύνατον να πραγματοποιηθεί στο ζευγάρι. Οι μικρές ομάδες φίλων, που αποτε λούνται συχνά από παλιούς εραστές, οι οποίοι στο παρελθόν είχαν όλοι σεξουαλικές σχέσεις μεταξύ τους, αποτελούν ένα είδος «διευρυμένης ομοφυλοφιλικής οικογένειας». Άλλωστε, ένα εί δος ταμπού της αιμομιξίας απαγορεύει συχνά την περιστασιακή σεξουαλική επαφή σ’ αυτές τις ομάδες, δεμένες με αδελφικά αισθήματα: «αδελ φός» ή «αδελφούλης» είναι συχνά η ονομασία που δίνεται σε κείνους από τους παλιούς εραστές με τους οποίους, εκτός από την κοινή μοίρα, μοι ράζεται κανείς τη συνενοχή, τα καλά και τα ά σχημα της προσωπικής ζωής.
σα στους οφοφυλόφιλους που αποδέχονται πλή ρως τον σεξουαλικό τους προσανατολισμό. Η δραματοποίηση των οδυνηρών στιγμών που οφείλονται στο δύσκολα πραγματοποιήσιμο συ ναισθηματικό ιδεώδες είναι η αφετηρία ενός ι διαίτερου χιούμορ, που παρωδεί με ειρωνικό τρό πο το ίδιο το περιβάλλον τους. Ό πω ς και το χιούμορ όλων των ομάδων - μειονοτήτων, το ε βραϊκό χιούμορ ή εκείνο των Αμερικανών Μαύ ρων, δεν γίνεται απολύτως κατανοητό παρά μό νο από τα μέλη της ομάδας. Αυτό το χιούμορ δα νείζεται πολλές εικόνες από τις χολιγουντιανές αισθηματικές κομεντί. Εξάλλου, οι ηρωίδες του κύκλου τους είναι συχνά οι σταρ που συμβολί ζουν τη γυναίκα - αντικείμενο: αυτό το πλάσμα που επιδοκιμάζεται και προσελκύει με τα σε ξουαλικά του προσόντα, ενώ παράλληλα διεκδικεί να θεωρείται ως ανθρώπινο και εύθραστο πλάσμα. Καταλαβαίνουμε γιατί η Μαίριλυν Μονρόε παραμένει μία από τις πιο αγαπημένες βεντέ τες των ομοφυλόφιλων. Από κει πηγάζει επίσης και ο θαυμασμός για όλες τις θεατρικές παρα στάσεις που οδηγούν στο έπακρο τη σεξουαλική πλοκή και το ψευτοσυναισθηματικό «κιτς». Ποιος ομοφυλόφιλος δεν ονειρεύεται να κάνει το
παρανομία δημιούργησε τα πιο λαμπρά χα ρακτηριστικά της ομοφυλοφιλικής κουλ τούρας: τη γλώσσα και το χιούμορ. Και τα δύο συνδέονται στενά μεταξύ τους. Το λεξικό ομοφυλοφιλικής αργκό δίνει εκατοντάδες παραδείγμα τα ενός λεξιλογίου γεμάτου αποχρώσεις πάνω στον έρωτα, το καμάκι, αλλά και στη δειλία, το άγχος και το αντίστροφό του, τον επιθετικό κυνι σμό. Η χρήση θηλυκών ονομάτων και «επιτηδευ μένων» επιθέτων και υποκοριστικών εκφράζει συχνά, ταυτόχρονα, το παιχνίδι του κοινωνικού κρυφτούλι και την ειρωνεία που πολλοί ομοφυλό φιλοι τρέφουν κατά την προβολή τους. Η εικόνα της «χαμένης τρελής» - που είναι τόσο το στε ρεότυπο και η εικόνα που έχουν οι ετεροφυλόφι λοι για την ομοφυλοφιλία όσο και η πραγματικό τητα του στυλ ορισμένων ομοφυλόφιλων - συ γκεντρώνει όλα τα στοιχεία των αντι-ομοφυλοφιλικών προκαταλήψεων και του χιούμορ του κύκλου τους. Η «χαμένη τρελή», αυτή η εικόνα που είναι διαδεδομένη σε πολλά ανέκδοτα και έργα του ελαφρού θεάτρου, είναι η οριακή περί πτωση του ομοφυλόφιλου που έχει δεχτεί να κά νει τα πάντα για να συμφωνεί με την καρικατού ρα που έχουν στο νου τους γι’ αυτόν εκείνοι που
Α π ό την κουλτούρα στο γκ έτο
Η
58/αφιερωμα τον καταπιέζουν. Μ’ αυτή τη συμπεριφορά ελπί ζει να απαλύνει την επίθεση που περιμένει από το ετεροφυλοφιλικό του περιβάλλον, προκαλώντας το γέλιο και ικανοποιώντας όλες τις προσδοκίες που εκφράζονται στην ετεροφυλική θεώρηση της ομοφυλοφιλίας. Από την άλλη, μια κάποια αντι στοιχία ανάμεσα στην εικόνα που έχει η ετεροφυλοφιλική πλειοψηφία για την ομοφυλοφιλία και στην πραγματική συμπεριφορά των ομοφυλόφι λων, εκφράζει επίσης και την ανάγκη των ομοφυ λόφιλων να διατηρήσουν μια ομαδική ταυτότητα μέσα σε μια κατάσταση κοινωνικής καταπίεσης. Σε περιόδους ανοιχτής αντι-ομοφυλοφιλικής κα ταστολής, και στην απουσία δυνατότητας σύλ ληψης/ επεξεργασίας μιας ομοφυλοφιλικής θεώ ρησης της ομοφυλοφιλίας, η υποταγή στην καρι κατούρα που η πλειοψηφία επιβάλλει στη μειο ψηφία είναι, απ’ ό,τι φαίνεται, ένα από τα μονα δικά μέσα που μπορούν να διατηρήσουν μια ομα δική ταυτότητα. Αλλά σ’ αυτή την ομαδική ταυ τότητα που αντανακλά πρώτα-πρώτα την ταπεί νωση, έχει δημιουργηθεί η αλληλεγγύη, ως προϋπόθεση για τη μελλοντική χειραφέτηση. Καταλαβαίνουμε ότι τη στιγμή της χαλάρωσης της καταπίεσης, οι οργανωμένοι ομοφυλόφιλοι προσπάθησαν πρώτα-πρώτα να επαναπροσδιορί σουν την ομοφυλοφιλική ταυτότητα, απελευθερώνοντάς την από την εικόνα που θέλει τον ομο φυλόφιλο, στην καλύτερη περίπτωση, ένα γυναικωτό άντρα, στη χειρότερη μια αποτυχημένη γυ ναίκα. Σε αντίδραση σ’ αυτή την καρικατούρα, ο «υπερ-αρρενωπός άντρας», ο «παιδαράς», έγινε ο ιδανικός τύπος στο ομοφυλοφιλικό περιβάλ λον: κοντά μαλλιά, μουστάκι ή μούσι, σώμα μυ ώδες. Κι ενώ το ζήτημα της ετεροφυλοφιλικής α πελευθέρωσης συνδέεται συχνά με τη μη διαφο ροποίηση του αντρικού και του γυναικείου ρό λου, η ομοφυλοφιλική απελευθέρωση περνάει σή μερα μια φάση πολύ αυστηρού προσδιορισμού της σεξουαλικής ταυτότητας. Οι μυθικές εικόνες που παρουσιάζονται πιο συχνά στον ομοφυλοφιλικό τύπο και στα ειδικά πορνογραφικά περιοδι κά είναι ο καουμπόης, ο φορτηγατζής, ο αθλη τής. Το στυλ «παιδαράς» κυριαρχεί. Από κει πη γάζει και μια κάποια αμηχανία απέναντι στην παιδεραστία και την αμφισεξουαλικότητα, η ο ποία συχνά εκλαμβάνεται ως προσπάθεια από κρυψης της ομοφυλοφιλίας. Αυτή η εξέλιξη των ομοφυλοφιλικών κύκλων προς ένα στυλ που το νίζει τον ανδρισμό κατηγορείται συχνά ότι είναι σεξιστική, και οδηγεί στην περιθωριοποίηση ε κείνων των ομοφυλόφιλων που δεν υποτάσσονται σ’ αυτό το νέο ορισμό της ομοφυλοφιλικής ταυ τότητας. Αναγνωρίζοντας αυτά τα φαινόμενα α ποκλεισμού, θα πρέπει ωστόσο να υπογραμμί σουμε ότι η αναζήτηση μιας τέτοιας πολύ αυστη ρής σεξουαλικής ταυτότητας παρεμβαίνει σε μια στιγμή όπου προσφέρεται, για πρώτη φορά, η ευ
καιρία στους ομοφυλόφιλους να διαμορφώσουν τη δική τους κοινωνική εικόνα και να υπογραμ μίσουν την αρρενωπότητά τους μάλλον, παρά τα γυναικεία χαρακτηριστικά τους. Αν, στο εγγύς μέλλον, η κοινωνία γίνει πιο ανεκτική ως προς την ομοφυλοφιλία, τότε μπορούμε να περιμένου με μια ύφεση αυτής της ανάγκης για διαμόρφωση μιας εικόνας «παιδαρά». τη δεκαετία του εξήντα, η φιλελευθεροποίη ση προκάλεσε πρώτα-πρώτα μια έκρηξη εμπορευματοποίησης του σεξ. Παράλληλα με τον πολλαπλασιασμό των μπαρ, των κινηματογρά φων και των σάουνα, παρατηρούμε την ανάπτυ ξη του ομοφυλοφιλικού τύπου, της πορνογραφίας και μιας βιομηχανίας σεξουαλικών αντικειμένων και βοηθητικών που ξεκινάνε από πέτσινα παι χνίδια, κρίκους του σεξ και κρέμες και φτάνουν ως τα poppers (αγγειοδιασταλτικά που χρησιμο ποιούνται ως αφροδισιακά). Ό πω ς διαπιστώ νουν οι πρώτοι αγωνιστές του Gay Lib: Αραγε κάναμε την επανάσταση για να έχουμε το δι καίωμα να ανοίξουμε εφτακόσια "πέτσινα” μπαρ παραπάνω;» Η τουριστική βιομηχανία γρήγορα κατέλαβε κι αυτή τους ομοφυλοφιλικούς κύκλους. Η τάση προς την ομοφυλοφιλία οδήγησε στο να εξαντλεί ται συχνά γρήγορα η τοπική σεξουαλική συναλ λαγή στις μικρές και στις μεσαίες πόλεις. Έτσι, αναπτύσσεται μια ολόκληρη λογική ταξιδιών και Σαββατοκύριακου. Η ομοφυλοφιλική γεωγραφία διακλαδώνεται στα μεγάλα αστικά κέντρα. Και για μερικές πόλεις έχει δημιουργηθεί για τα καλά η φήμη ότι είναι ιδιαιτέρως gay. Στην Ευρώπη: Αμστερνταμ, Βερολίνο, Παρίσι, Αμβούργο, Μό ναχο. Στις Ηνωμένες Πολιτείες: Νέα Υόρκη, Σαν Φρανσίσκο. Για τις διακοπές, ορισμένες παρα λίες είναι γνωστές για τους εξειδικευμένους θαμώνες τους: το νησί της Σιλτ στη Βόρεια Θάλασ σα, η Μύκονος στην Ελλάδα, το Λε Τουκέ και Λ’ Εσπιγκέτ στη Γαλλία, το Κι-Γουέστ και το ΚαπΚόουντ στις Ηνωμένες Πολιτείες, κ.λπ. Σ’ αυτά τα σημεία των διακοπών προστίθενται και «εξαι ρετικά γεγονότα» όπως, για παράδειγμα, το Καρναβάλι του Ρίο. Αυτή η εμπορευματοποίηση, που συμβαδίζει με τη φιλελευθεροποίηση, τείνει να ενισχύσει τις κοινωνικές διακρίσεις που δια σχίζουν αυτούς τους κύκλους και που - στο πα ρελθόν - παρέμεναν σχετικά αθέατες λόγω του πολύ ισχυρού αισθήματος ότι όλοι υπέμεναν μια ίδια μοίρα. Σήμερα ακόμα, οι περισσότεροι ομο φυλόφιλοι βιώνουν αυτή την εμπορευματοποίηση ως απελευθερωτική μάλλον, στο βαθμό που μοιάζει να προάγει μια μεγαλύτερη ανεκτικότητα προς το πρόσωπό τους. Η εμφάνιση στους κόλπους των ομοφυλοφιλικών κύκλων μιας αρρενωπής εικόνας, σε αντίθε ση με τη γυναικωτή εικόνα που επέβαλλε η ετερο-
Σ
αφιερωμα/59 φυλοφιλική θεώρηση, είναι στη βάση της δη μιουργίας μιας ομοφυλοφιλικής κοινότητας που απαιτεί δικαιώματα κι οργανώνεται για να τα α ποκτήσει. Σ’ αυτή τη στρατηγική, το coming out του μεγαλύτερου ποσοστού, η δημόσια δήλωση της ομοφυλοφιλίας, θεωρούνται απαραίτητα. Η ανάπτυξη των χώρων συνάντησης, η διοργάνωση ομαδικών δραστηριοτήτων και υλικής και ψυχο λογικής υποστήριξης (τηλεφωνικές υπηρεσίες sos, ραδιοφωνικοί και τηλεοπτικοί σταθμοί, ια τρικές υπηρεσίες για τη διακριτική θεραπεία των αφροδίσιων νοσημάτων, δίκτυα συμπαθούντων θεραπευτών, νομικές υπηρεσίες υπεράσπισης για την περίπτωση απόλυσης ή διακοπής συμβο λαίου ενοικίασης, κ.λπ.) έχουν σαν πρώτη λει τουργία την υποστήριξη όλων των ομοφυλόφιλων στην καθημερινή τους ζωή και την ενθάρρυνσή τους για να προχωρήσουν στο coming out. Η δημόσια δήλωση της ομοφυλοφιλικής ταυ τότητας και της ύπαρξης μια ομοφυλοφιλικής κοινότητας, που μόλις έχει βγει από τη σκιά, φτάνει ώς την οικονομική, πολιτική και πιο εκτε ταμένη οργάνωση. Αυτό, στα μεγάλα αμερικανι κά αστικά κέντρα, οδήγησε στη δημιουργία «γκέτο», δηλαδή, κατά τον κλασικό ορισμό του όρου, αστικών συνοικιών που κατοικούνται από ομάδες χωρισμένες από την υπόλοιπη κοινωνία, που έχουν μια σχετικά αυτόνομη οικονομική ζωή και αναπτύσσουν μια ιδιαίτερη κουλτούρα. Αυτή η «γκετοποίηση» είναι ιδιαίτερα εμφανής στο Γουέστ Βίλατζ στο Μανχάταν, στο κάστρο Ντίστρικτ στο Σαν-Φρανσίσκο, στο Σάουθ-Εντ στη
Βοστώνη, γύρω'δπό το Ντίπον Σερκλ στην Ουάσιγκτον και σ’ ορισμένες συνοικίες του Σικάγο και του Λος Αντζελες. Σ’ αυτές τις συνοικίες, οι ομοφυλόφιλοι αντιπροσωπεύουν μια πλειοψηφία στον πληθυσμό, ελέγχουν ένα μεγάλο μέρος των επιχειρήσεων, ιδιαίτερα τα μπαρ, τα μεσιτικά και ένα μέρος της αγοράς εργασίας. Επιπλέον μερικές φορές, έχουν κατορθώσει να οργανω θούν σε σημαντική εκλογική δύναμη. Αυτή η τά ση «γκετοποίησης» μπορεί να παρατηρηθεί και στην Ευρώπη, αλλά σε πολύ μικρότερο βαθμό. Αυτή η οργάνωση των ομοφυλοφιλικών κύ κλων σε επιθετική ομάδα δημιουργεί φυσικά προ βλήματα στις σχέσεις τους με την περιβάλλουσα κοινωνία. Η εγκαθίδρυση, λιγότερο ή περισσότε ρο επίσημη, των συστημάτων αλληλοβοήθειας στην αγορά εργασίας και τα ακίνητα θα θέσει προβλήματα ανταγωνισμού, που πρέπει να αντι μετωπίσει κάθε κοινωνική ομάδα η οποία οργα νώνεται σε επιθετική μειοψηφία για την κοινωνι κή της προαγωγή. Τέτοια προβλήματα είναι ήδη ορατά στην περί πτωση των αμερικανικών γκέτο, όπου οι ομοφυ λόφιλοι που θέλουν να ριζώσουν σε ιδιαίτερες συ νοικίες συγκρούονται συχνά με εθνικές μειονότη τες, οικονομικά πιο αδύνατες. Η ιδεολογία του κοινού μετώπου όλων των καταπιεσμένων, που προσπαθεί να θίξει το συμφέρον που έχουν όλες οι μειονότητες σε μια κοινωνία να ενωθούν, κιν δυνεύει να θρυμματιστεί κάτω από την επίδραση της ανταγωνιστικής πραγματικότητας.
60/αφιερωμα Σ’ αυτό προστίθεται και το ότι η αλληλεγγύη που γεννιέται στην παρανομία θα είναι πιο δύ σκολο να διατηρηθεί σε μια ομάδα κοινωνικά πιο αποδεκτή. Σε μια πρώτη περίοδο, η εμπορευματοποίηση γύρω από την ομοφυλοφιλία συνέβαλε στην αύξηση της κοινωνικής της παρουσίας και έμμεσα στη συνοχή της ομάδας. Μακροπρόθε σμα, όμως, θα συμβάλει στην εμφάνιση των κοι νωνικών διακρίσεων που διαπερνούν το περιβάλ λον, διαφοροποιώντας, για παράδειγμα, την πε ριφέρεια του καμακιού και του ελεύθερου χρόνου ανάλογα με την κοινωνική θέση και το οικονομι κό επίπεδο. Το αίσθημα της κοινής μοίρας που συγκεντρώνει/ ενώνει τους ομοφυλόφιλους πέρα από τους φραγμούς που χωρίζουν τις κοινωνικές τάξεις, θα τείνει να εξαφανιστεί. Σ εξουαλική ταυτότητα και κοινω νική ταξινόμηση
νας μεγάλος αριθμός πρόσφατων εργασιών πάνω στην ομοφυλοφιλία, και κυρίως εκεί νες που έχουν κοινωνιογραφική έμπνευση, περι γράφουν το coming out, τη διπλή διαδικασία εν σωμάτωσης στην ομοφυλοφιλική κοινότητα και δήλωσης της ομοφυλοφιλίας προς τα έξω, όχι μόνο ως μαθητεία κι αποδοχή της ομοφυλοφι λίας, αλλά και ως αναζήτηση ενός στυλ ζωής. Παρουσιάζοντας αυτή τη διαδικασία σαν μια λύ ση στη δυστυχία των ομοφιλόφιλων μέσα σ’ ένα κοινωνικό πλαίσιο που παραμένει εχθρικό απέ ναντι τους, αυτή η φιλολογία συμβάλλει στην πραγματοποίηση αυτού που περιγράφει· στη δη μιουργία μιας ομοφυλοφιλι. ής κοινότητας και κουλτούρας, που εγγράφονται στη γενικότερη φι λελευθεροποίηση των ηθών. Η έμμεση συμβουλή που δίνει αυτή η φιλολογία και που δεν αφορά μό νο στους ομοφυλόφιλους είναι η ακόλουθη: δη μιουργήστε χώρους και στυλ ζωής σε συνάρτηση με τις σεξουαλικές σας επιθυμίες! Η φιλολογία πάνω στην ομοφυλοφιλία ακολου θεί και συμβάλλει παράλληλα στη διατύπωση κοινωνικών ορισμών για την ομοφυλοφιλική ταυ τότητα. Στα τέλη του 19ου αι. και στις αρχές του 20ού, το ζήτημα ήταν να δικαιολογηθούν ή να κα ταπολεμηθούν επιστημονικά τα στίγματα που α ποδίδονταν σε μια κοινωνική ομάδα χαρακτηρι σμένη ως «ομοφυλοφιλική», με την επεξεργασία μιας σεξουαλικής γεωγραφίας, της οποίας τα ε δάφη προσδιορίζονταν σε συνάρτηση με τη σχέ ση τους με τη φύση. Τα σύγχρονα κείμενα εγγράφονται στις προσπάθειες μετατροπής του στίγ ματος σε κριτήριο παραπομπής σε μια κοινωνική ομάδα, η οποία βρίσκεται στο δρόμο της χειρα φέτησης. Η ενθάρρυνση του coming out, θεωρού μενου ως ατομική παραδοχή της ομοφυλοφιλικής ταυτότητας, αλλά και ως παραδοχή της πα ραπομπής σ’ ένα κοινωνικό κίνημα που καθιστά
Ε
δυνατή, για έναν μεγάλο αριθμό, αυτή την ταύτι ση με θετικό τρόπο, συμβάλλει στην επέμβαση του κριτηρίου του σεξουαλικού προσανατολι σμού στην αντίληψη και τον ορισμό όλων των κοινωνικών σχέσεων. Βλέπουμε ότι ο λόγος της σεξολογικής επιστή μης δεν είναι ξένος προς τους στόχους που θέτει ο μαχητικός'Λόγος που τείνει να περιορίσει όλες τις ερμηνείες της κοινωνικής πραγματικότητας στο κριτήριο της σεξουαλικής ταυτότητας, όπως μαρτυρεί η ανακάλυψη μιας ομοφυλοφιλικής λο γοτεχνικής ευαισθησίας, μιας ομοφυλοφιλικής τέχνης, μια ιστορίας μάλιστα ομοφυλοφιλικής. Σ’ ένα κάποιο βαθμό, ο «επιστημονικός» λόγος πάνω στην ομοφυλοφιλία παραμένει υποταγμέ νος σε πρακτικές λειτουργίες και προσανατολι σμένος στην παραγωγή κοινωνικών εντυπώσε ων. Δεν μπορούμε όμως να περιορίσουμε το ρόλο του επιστημονικού λόγου πάνω στην ομοφυλοφι λία σε κείνον του συνοδοιπόρου στο ομοφυλοφυλοφιλικό κίνημα χειραφέτησης. Ανήκει στο σό μπαν των θεμιτών λόγων πάνω στη σεξουαλικό τητα και δεν παρεμβαίνει μόνο στον κοινωνικό ορισμό της ομοφυλοφιλίας, αλλά ενισχύει ακόμα και τη σημασία του παράγοντα «σεξουαλικότη
τα» για την πολυδιάστατη ταξινόμηση όλων των ανθρώπων. τις κοινωνιοσεξολογικές περιγραφές, το ομοφυλοφιλικό περιβάλλον φαίνεται να προ εικονίζει μια κοινωνική ζωή, στην οποία η σε ξουαλικότητα προοδευτικά αυτονομείται σε σχέ ση με όλους τους παραδοσιακούς καταναγκα σμούς και εντάσσεται στο σύνθετο γράφημα ό λων των κοινωνικών αλληλεπιδράσεων. Σύμφω να μ’ αυτή την ερμηνεία, ο ομοφυλοφιλικός κό-
Σ
αφιερωμα/61
σεξουαλικές επιθυμίες και να ξεπερνά τη μονα ξιά, ότι μπορεί να ικανοποιεί χωριστά τις σε ξουαλικές και τις συναισθηματικές του ανάγκες. Η αύξηση του ενήλικου πληθυσμού που διαλέγει να ζήσει μόνος δείχνει ότι ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού θέλει να πειραματιστεί πάνω στον τρόπο ζωής, συνδυάζοντας κάποιες εφήμερες σε ξουαλικές σχέσεις και μια κοινωνική και συναι σθηματική ζωή βασισμένη σ’ ένα πλήθος σχέσε ων, που δεν προορίζονται αναγκαστικά να διαρ κέσουν. Τό τελευταίο βιβλίο των Masters και Johnson, που συγκρίνει την ομο- και ετερο-φυλοφιλική συμπεριφορά, θα ενισχύσει αυτή την άποψη. Έ να μεγάλο μέρος απ’ όσα λένε απευθύνεται πε ρισσότερο στους ετεροφυλόφιλους. Τους προσά πτουν ότι δεν αφιερώνουν αρκετό χρόνο στα προ καταρκτικά παιχνίδια, ότι παραγνωρίζουν τις πηγές ηδονής του συντρόφου τους, ότι παραμέ νουν ανίκανοι να επικοινωνήσουν για τις ιδιαίτε ρες σεξουαλικές τους ανάγκες. Σύμφωνα μ’ αυτό το βιβλίο, όλα αυτά τα προβλήματα είναι ελάχι στα σε μια ομοφυλοφιλική σχέση. Η ομοφυλοφι λία ανάγεται σε πρότυπο; Οι ομοφυλόφιλοι θα ζουν στο μέλλον σε μια κοινωνία που όχι μόνο θα τους ανέχεται, αλλά θα τους αναγνωρίζει και προτερήματα άξια προς μίμησιν; Το ίδιο φαινόμενο το συναντάμε και σ’ άλλους χώρους, όπου η εικόνα της ομοφυλοφιλίας παίζει ένα προωθητικό ρόλο στη διαδικασία αλλαγής τρόπων ζωής. Το φαινόμενο «disco» συμβολίζει την επίδρασή της μόδας που ασκεί το ομοφυλοφιλικό περιβάλλον στις μέρες μας σε ορισμένους τομείς της κοινωνίας. Ό λες οι ντισκοτέκ που σέ βονται τον εαυτό τους προσπαθούν να προσελκύσουν εξίσου μια ομοφυλοφιλική πελατεία και να δημιουργήσουν ένα διφορούμενο κλίμα, στο ο ποίο όλα τα γούστα να συγχέονται. Ένας μεγά λος αριθμός, αν όχι η πλειοψηφία των «ντίσκο»
Ένα από τα συγκροτήματα που γνωρίζει τη με γαλύτερη επιτυχία, οι Βίλατζ Πηπλ, απευθύνεται με τα τραγούδια του αποκλειστικά στους ομοφυ λόφιλους: τα «Macho Man», «In the Navy», «YMCA», τρέφονται με ομοερωτικά φαντάσμα τα και εικόνες που περιγράφουν τους χώρους μύ ησης στην ομοφυλοφιλία. Αυτή η φανερή προαγωγή της ομοφυλοφιλίας δεν αποβλέπει ούτε αποκλειστικά, ούτε κυρίως στη βελτίωση της ομοφυλοφιλικής κατάστασης. Ο σεξολογικός λόγος τύπου Masters και Johnson αντιμετωπίζοντας στο ίδιο επίπεδο όλες τις σε ξουαλικές εκδηλώσεις και μη δίνοντας σημασία παρά μόνο στην σεξουαλική αποκλειστικά αποτελεσματικότητά τους, τείνει να επανενώσει τα εδάφη μιας σεξουαλικής γεωγραφίας που ο λόγος περί διαστροφών τα είχε χωρίσει. Μ’ αυτό τον τρόπο, αυτός ο λόγος τείνει να σβήσει τα στίγμα τα που οι προγενέστερες ταξινομήσεις επέβαλ λαν σε ορισμένες σεξουαλικές πρακτικές. Σ’ ένα πρώτο στάδιο, που είναι αυτό που ζούμε σήμερα, αυτή η αλλαγή στην επιστημονική θεώρηση της ομοφυλοφιλίας, αντί να καταργήσει τα όρια ανά μεσα στις διάφορες εκφράσεις της σεξουαλικό τητας, ευνόησε αντίθετα τη διαφοροποίηση των θεωρήσεων με όρους σεξουαλικών ταυτοτήτων. Αυτές οι θεωρήσεις αποτελούν τη βάση τόσο για «ομάδες» όσο και για «κινήματα» που διεκδικούν ένα κοινωνικό χώρο που να ’ναι δικός τους και που να επιτρέπει, με τίμημα τον αποκλεισμό, την εκδήλωση της σεξουαλικότητάς τους. Αυτή η λογική της διαφοροποίησης και των διακρίσε ων τείνει να εξασθενίσει την «ισχυρή» αντίθεση ανάμεσα σε ετεροφυλόφιλους κι ομοφυλόφιλους. Θα μπορούσε να προκαλέσει ένα παιχνίδι πολλα πλών και μεταβλητών συμμαχιών στον αγώνα για την ταξινόμηση των σεξουαλικών πρακτικών σε αποδεκτές και μη αποδεκτές. Μετάφραση: Τιτίκα Δημητρούλια
t //αφιέρωμα
Ανδρέας Αγγελό κης
Ομοφυλοφιλία και Νεοελληνική Ποίηση
Η έκφραση της ομοφυλόφιλης πρακτικής στη νεοελληνική ποίηση είναι πα ράλληλο φαινόμενο με την ομοφυλοφιλία στο πλαίσιο της νεοελληνικής ζω ής: ένα μεγάλο, τουλάχιστον, ποσοστό Νεοελλήνων την ασκεί, αλλά η βίωση αυτή πρέπει να γίνεται σ’ ένα κλίμα απόλυτης σιωπής, σκοτεινιάς και εχεμύ θειας. Τίποτε δεν πρέπει να διαρρεύσει απ’ το «παράνομο» αυτό «πάθος». Η κατεξοχήν αμφισεξουαλική φύση του Νεοέλληνα θα ζητήσει την ικανοποίησή της κρυφά ή σ ’ ένα επίπεδο αστεϊσμού και προσωρινής αταξίας πριν καναλιζαριστούν οι ορμές στα δεδομένα κοινωνικά καλούπια. Αυτά μέχρι να σηκώ σει κεφάλι πάλι ο δαίμονας και να ξαναρχίσει ο κύκλος των ενοχών και των αρνήσεων. Τέλος πάντων. ιστεύω πως μόνο ένα ελάχιστο κομμάτι ο μοφυλόφιλων εμπειριών του Νεοέλληνα έ χει αποδοθεί στην ποίησή του κι από αυτή την πλευρά η σεμνοτυφία λειτούργησε φανερά εις βά ρος της κοινωνικής αλήθειας και της ειλικρινούς εικόνας της ερωτικής του ζωής. Αυτή η φοβία φθάνει ορισμένες φορές σε τέτοιο σημείο ώστε συγγραφείς γνωστοί για τις ερωτι κές τους προτιμήσεις να μην έχουν γράψει γραμ μή για το θέμα μήπως και χαλάσουν το δημόσιο image τους! Η νεοελληνική ομοφυλοφιλία στα χαρακτηρι στικά της κατάγεται μάλλον από την τουρκο κρατία παρά παραπέμπει στην αρχαιοελληνική παιδεραστία. Θέλω να πω ότι η εικόνα του εκθη-
Π
λυμένου νέου και η συμπεριφορά του που στοι χειώνουν τη νεοελληνική αντίληψη - πράγματα που ενίοτε οδηγούν σε όρια γελοιογραφικής υπερ βολής - δεν έχουν πολλά κοινά με την απόδοση της αρχαιοελληνικής ομοφυλοφιλίας, της κλασι κής κυρίως εποχής, που, στηρίζεται σε καλλιέρ γεια ιδεωδών τέτοιων όπως η τέλεια γνώση των ό πλων, η αρρενωπότητα, η σωματική και ψυχική ανδρεία, η αρετή, η φιλοπατρία, ο ηρωισμός κ.ο.κ., όπως μας κληροδοτήθηκαν από την αρ χαία γραμματεία και τη μυθολογία. Μόνο στον Αριστοφάνη μπορεί να βρεθεί ένας ομοφυλόφιλος τύπος εκθηλυμένος τόσο που να προκαλεί το δη μόσιο σχολιασμό, όπως λ.χ. ο Αγάθων στις «Θεσμοφοριάζουσες», που πολύ λίγο διαφέρει από
αφιερωμα/63 τον ομοφυλόφιλο που καλλιέργησε στο σινεμά ο Μηλιάδης ή ο Παράβας στην επιθεώρηση - την περιβόητη «τρελή αδελφή». Η ρωμαϊκή έκπτωση και, κυρίως, ο χριστιανισμός άλλαξαν άρδην την αρχαιοελληνική εικόνα του ομοφυλόφιλου και την έφεραν κοντά στην εικόνα της γυναίκας σαν ένα είδος υποκατάστατοι; της. Η ομοφυλοφιλία είναι πλέον διαστροφή, αλλά αυτή η διαστροφή δεν ενδιαφέρει το ανδρικό κύρος γιατί συσχετίζε ται με όντα περίεργα που δεν μοιάζουν με το κυ ρίαρχο ανδροκρατικό πρότυπο. Οπότε η φαλλο κρατία μένει στο βάθος αλώβητη. Ας σταματή σουμε κάπου εδώ, μιας και το θέμα μας δεν είναι η απρόσκοπτη καλλιέργεια του ομοφυλόφιλου κομματιού του αρχαίου Έλληνα, αλλά το πώς πέρασε αυτή η έκφραση της ιδιοσυγκρασίας του στα νεότερα χρόνια. Ό πω ς είναι φυσικό τα σχε τικά κείμενα που θα μας βοηθούσαν στο να συ γκροτήσουμε μια σαφή αντίληψη περί ομοφυλο φιλίας, δεν είναι πολλά στο χώρο μας γιατί κι ο ποιητής εύκολα δεν αποβάλλει τα πιστεύω στα ο ποία είναι παγιδευμένος ο κοινωνικός του χώρος. Συνήθως ψάχνει κι αυτός λύσεις για την επιβίωσή του.
να από τα σπάνια κείμενα του δέκατου ένα του αιώνα που αναφέρεται χωρίς περιστρο φές στο θέμα και δηλώνει τη στάση της γυναί κας, κυρίως, απέναντι στην ομοφυλοφιλία είναι «Η δικαία εκδίκησις» του εφτανησιώτη ποιητή και λόγιου Γεωργίου Τερτσέτη. Στο τολμηρό για την εποχή του και ενδιαφέρον για τις θέσεις του ποίημα μαθαίνουμε πολλά για τη γυναικεία άπο ψη σε σχέση με την ομοφυλοφιλία. Η υπόθεσή του (είναι γραμμένο σε κουδουνιστό δεκαπεντα σύλλαβο) είναι η εξής: «Τραγουδιστής πολλά εύ μορφος νέον εύμορφο ερωτεύθη» και το ’ρίξε στην εξύμνηση των προτερημάτων του αγαπημέ νου του. Οι γυναίκες τον πήραν χαμπάρι και εκ δικήθηκαν τον έρωτα αυτό γιατί είδαν στο αίσθη μά του έναν επικίνδυνο παραμερισμό τους και μιαν απαράδεκτη σεξουαλική απομόνωση εις βά ρος τους. Σαν άλλες μαινάδες λιθοβολούν και ματοκυλάνε τον ερωτευμένο τραγουδιστή, του κόβουν το κεφάλι (ούτε αγαρηνός να ’τανε!) αλ λά το άδικο φονικό έχει σαν αποτέλεσμα να βγαίνει από το πέλαγο μια εξιλαστήρια μελωδία. Άνδρες με μονόξυλα μάζεψαν το κεφάλι του αδι κοχαμένου, το έθαψαν και τιμώρησαν τις γυ ναίκες. Στο ποίημα εκφράζονται μερικές γνωστές θέ σεις της γυναικείας πλευράς ως προς το πρόβλη μα. Πώς, δηλαδή, θα εξασφαλισθεί η αναπαρα γωγή «και τα βυζιά του κόρφου μας παιδί δεν θ’ αναστήσουν» ή η σεξουαλική τους κάλυψη («και θα διαβαίνει η νύκτα μας δίχως ανδρός το πλά-
Ε
γι»), αν ενθαρρυνθούν τέτοιου είδους αφύσικες σχέσεις; Τελικά, η γυναίκα που θα έπρεπε να είναι ο κατεξοχήν φυσικός σύμμαχος του ομοφυλόφιλου, γιατί αισθάνεται κι εκείνη στο πετσί της αιώνες τώρα την ανδρική καταπίεση, αντί να του συ μπαρασταθεί και να παλέψουν μαζί για μια θέση στον ήλιο, παρουσιάζεται διαβρωμένη η ίδια από τη φαλλοκρατική ιδεολογία κι ανίκανη να συλλάβει το φαινόμενο της ιδιαιτερότητας. Περιέρ γως, στο ποίημα οι άνδρες εμφανίζονται επιεικέ στεροι και πιο ανθρώπινοι, ως προς τον ομοφυ λόφιλο, πιο συγγνωμονικοί. Μιά πλάγια διέξοδος και μια έμμεση παραδοχή της ομοφυλοφιλίας τους; Πιθανόν.
έβαια, ας είναι καλά ο Καβάφης που μας βγάζει ασπροπρόσωπους. Σύμφωνα με την ειδολογική κατάταξη των ποιημάτων του που ο ί διος υπέβαλε κι ευνοούσε, έγραψε ποιήματα φι λοσοφικά, ιστορικά κι ερωτικά-ηδονιστικά. Αν και τα όργια συγχέονται και εισβάλλουν κάθε τό σο παλιρροϊκά κύματα από είδος εις είδος και μολονότι ακόμα και το ψυχρότερο ιστορικό ποί ημά του διατρέχεται από έναν απροσδιόριστο ε ρωτισμό - τον ερωτισμό που αποπνέει κάθε ανι κανοποίητη φύση - μας ενδιαφέρουν περισσότε ρο τα ερωτικά του κείμενα. Αυτά νομίζω πως εί ναι η κορυφαία του προσφορά στη νεοελληνική ποίηση τόσο για την ένταση και την ειλικρίνειά τους όσο - κυρίως - για τη φύση του έρωτα που ύμνησαν. Ο Καβάφης είναι ο κρίκος που έλειπε μεταξύ σύγχρονης ερωτικής πραγματικότητας (μιας πλευράς της έστω, που βιωνόταν στα σκο τεινά, μ’ ένα τρόπο συμπλεγματικό και μουγγό) και αρχαίας εμπειρίας όπως μας παραδόθηκε α πό την αρχαία γραμματεία και την Παλατινή Αν θολογία. Την Παλατινή Ανθολογία την οποία ή ξερε ο Καβάφης άριστα (όπως μας βεβαιώνει το γνωστό μελέτημα του Ιωάννου) και η οποία τον επηρέασε στην ερωτική του τυπολογία. Περιττό να προσθέσω πως ο ομοσεξουαλισμός του Καβάφη ελάχιστα έχει διερευνηθεί και σχολιασθεί σε αντίθεση με τις ιστορικές και φιλοσο φικές καταβολές των κειμένων του. Ακόμα και στη στεγνή φιλολογία που προώρισται για τους λίγους και υποψιασμένους. Τα νεοελληνικά ήθη είναι καθοριστικά. Επί τροχάδην ας κάνουμε μερικές σκόρπιες παρατηρήσεις που αφορούν στη φύση της καβα φικής ομοφυλοφιλίας διακινδυνεύοντας ορισμέ νες κρίσεις, μιας και ο ίδιος στάθηκε ιδιαίτερα φειδωλός στη διατύπωση απόψεων σχετικά με την ερωτική του δραστηριότητα. Καλυπτόμενος κάτω από τα προσωπεία του δεν θέλησε ποτέ συ στηματικά να μιλήσει, πολύ περισσότερο να υπε
Β
64/αφιερωμα ρασπιστεί, την ερωτική του ανορθοδοξία, για λό γους, βέβαια, αστικούς, κοινωνικούς. Ό ,τι είχε να πει το είπε στους στίχους του. 1. Υποπτευόμαστε ότι τα ερωτικά πρότυπα που βίωνε ο Καβάφης στην Κωνσταντινούπολη πρώτα και στην Αλεξάνδρεια αργότερα, διέφε ραν κατά πολύ από τους καλλιεργημένους εφή βους και τα χλομά πρόσωπα των ποιημάτων του. Η έμμονη αυτή εφηβολατρεία έχει πολύ μικρή σχέση με τους λαϊκούς τύπους που συναναστρε φόταν για την ικανοποίηση των ερωτικών του α ναγκών, άπαξ και είχε αποκλείσει, απ’ όσο ξέ ρουμε, την προσπάθεια εξεύρεσης συντρόφων μέ σα στους πνευματικούς κύκλους. Δεν ήθελε να ψιθυρίζεται τ’ όνομά του περισσότερο απ’ ό,τι α ναπόφευκτα γινόταν λόγω των γραπτών του. Αυ τή είναι η μια εξήγηση. Η άλλη, πειστικότερη ε ξήγηση, είναι ότι απλώς οι φιλολογίζοντες λυμφατικοί νέοι των σαλονιών που σίγουρα θα καμά ρωναν και θα κολακεύονταν από ένα φλέρτ μαζί του, δεν τον τραβούσαν, δεν τον ερέθιζαν καθό λου. Αλλά, βέβαια, θα του ήταν τρομαχτικά δύ σκολο να εκφράσει τ’ αληθινά του ερωτικά πρό τυπα στην ποίησή του όπως τα έβλεπε τα βράδια στις ύποπτες φτωχογειτονιές τής Αλεξάνδρειας, όπου η φτώχεια με τη χαλάρωση των ηθών επέ τρεπε τέτοιου είδους σχέσεις με πολλή συγκατά βαση. Θέλω να πω πως τόσο η χρονική μετατόπι ση (Βυζάντιο, ελληνιστική, ρωμαϊκή εποχή) που χαρακτηρίζει την ποίησή του όσο και τα αισθητι κά πρότυπα που καλλιεργεί με επιμονή («το συ μπαθητικό του πρόσωπο, κομμάτι ωχρό» κ.λπ.) δεν αποτελούν παρά εξιδανικεύσεις άλλων ρεα λιστικότερων ορέξεων. Έπαιζε ένα παιχνίδι μέ σα στα ίδια τα πλαίσια της ποιητικής του ειλι κρίνειας. 2. Ωστόσο, εκεί που ο ρεαλισμός του μας πεί θει περισσότερο και δεν γοητευόμαστε απλώς καλλιτεχνικά, στα ευρύτερα, ας πούμε, κείμενά του που είχαν ακριβώς γι’ αυτό το λόγο ενοχλή σει την εποχή του, αποφεύγει να κάνει λεπτομε ρείς αναφορές και περιγραφές χαρακτηριστικών. Μένει γυμνή η πράξη, αλλά η όλη σκηνοθεσία, ο χώρος, η ώρα και οι συνθήκες παραπέμπουν σ’ έ ναν τύπο ερωτικού παρτνέρ που διαφέρει από τους μελετηρούς εφήβους με το διάφανο δέρμα. Υπαινίσσομαι τέτοια ποιήματα όπως το Να μεί νει (γραμμένο το 1919) ή έστω το Μέρες του 1909, ΊΟ και Ί1 (όπου τουλάχιστον διαγράφονται κά ποιες προτιμήσεις του εκτός από τα κλισέ του) ή το 25ον έτος του βίου του (με τους γεμάτους ειλι κρίνεια συμπερασματικούς τελευταίους στίχους του). 3. Ο Καβάφης πρόδρομος του gay movement; Δε νομίζω. Θα έφριττε με την ιδέα. Είναι βαθύτα τα ενοχοποιημένος και δεν παύει κάθε τόσο ν’ α πολογείται για την «παράνομη ηδονή» του ζη τώντας συνεχώς συγγνώμη από την κοινωνία.
4. Καβάφη αίνιγμα: μήπως η ομοφυλοφιλία στα ποιήματά του αποτελεί μόνιμη έλξη και ανα γνωστική αμαρτία του μέσου αστού κι εξηγεί σ’ ένα σημείο τη συνεχή του εκδοτική επιτυχία; ον Λαπαθιώτη τον ήξερε ο Καβάφης. Του τον πήγε στο ξενοδοχείο ο Βαγιάνος να τον γνωρίσει και προσωπικά όταν ήρθε ο Καβάφης για την εγχείρισή του στην Αθήνα (απ’ τη συνάν τηση αυτή, βγήκε και το περιβόητο «αχ τα λου τρά τση πόλης, αχ τα λουτρά τση πόλης!»), που εξεθείαζε ο Καβάφης στους καλεσμένους του.) Ο Λαπαθιώτης βέβαια τόλμησε πολύ λιγότερα από τον Καβάφη σ’ ένα επίπεδο έκφρασης της ερωτι κής του ταυτότητας και αν ο Αλεξανδρινός κατέ φευγε στην αλλαγή της ιστορικής εποχής για να περάσει ευκολότερα τα οράματά του, ο Λαπα θιώτης προτιμούσε τα μεσοπολεμικά ποιητικά κλισέ του spleen, του άγχους, της αγωνίας και της βαριάς ατμόσφαιρας. Ισως, ακόμα, η κο σμοπολίτικη Αλεξάνδρεια της πανσπερμίας και του αμοραλισμού πρόσφερε καταλληλότερες συνθήκες έκφρασης από την επαρχιώτικη Αθήνα του μεσοπολέμόυ. Τα ταμπού ήταν καθοριστικό τερα. Ξέρουμε πως είχε μυθοποιηθεί η ζωή του Λαπαθιώτη με τις μεταμεσονύχτιες εκδρομές του στο Παγκράτι και στον Πειραιά, αλλά όλ’ αυτά σ’ ένα επίπεδο κουτσομπολιού και μυστηρίου. Η ποίησή του, εκτός από πολύ λίγες εξαιρέσεις, έ μεινε ανεπηρέαστη από το σπαραγμό των καθη μερινών του βιωμάτων και δεν πλουτίστηκε, ι διαίτερα για ν’ αποκτήσει μια πιο γήινη υπόστα ση που θα την έσωζε, ίσως, από την αναιμική εν τύπωση που αποκομίζει ο σημερινός αναγνώ στης. (Αυτό, δηλαδή, το ισχυρό βιωματικό στοι χείο που αφθονεί στον Καβάφη είτε μεταποιημένο είτε ωμά αποδοσμένο) και που σε συνάρτηση με τη γλώσσα του αποτελεί μια μόνιμη γοητεία του Αλεξανδρινού. Στον Λαπαθιώτη κυριαρχεί ομι χλώδης αοριστία. Από τα θεωρούμενα ομοφυλό φιλα ποιήματα του Λαπαθιώτη (μετρημένα στα δάχτυλα, ούτως ή άλλως) αποκλείω τοποίημα Στη φυλακή με κλείσανε. Είναι τόσο γενικό κι α όριστο που κάλλιστα το τιμώμενο πρόσωπο θα μπορούσε να είναι γένους θηλυκού - τα γνωστά πολλών ποιητών που ξοφλάνε με την ομοφυλόφι λη συνείδησή τους καταφεύγοντας σε ασάφειες που μπορεί να σημαίνουν αυτό, αλλά και το άλ λο, ή καλλιεργούν ιερογλυφικούς υπαινιγμούς. Απ’ αυτή την πλευρά ο σημαντικότερος ουα'ϊλδικός εστέτ της νεοελληνικής λογοτεχνίας δεν στάθηκε συνεπής με τον εαυτό του. Δεν ταυτί στηκε το modus vivendi του με τη θεματολογία της ποίησής του. Δεν τα ’βάλε, απ’ αυτή την πλευρά, με το κοινωνικό κατεστημένο. Δεν τόλ μησε να το ενοχλήσει με κάποιες αλήθειες. Ο κοινωνιογενής παράγων υπήρξε μοιραίος, νομί-
Τ
αφιερωμα/65 ζω, για την εξέλιξη, την ποιότητα και το ειδικό κλίμα της ποίησής του. Θυμίζει τους ομοφυλόφι λους που λόγω αστικών συνθηκών αδυνατούν να προβάλουν και να υπερασπίσουν την ταυτότητά τους γι’ αυτό και υιοθετούν μια στάση παθητική, υποτακτική, μια υπέρμετρη μελαγχολική διάθε ση, έμμεσες συμπεριφορές, ψυχολογία ήττας. Σί γουρα η κάθε αυτοκτονία είναι μια εξατομικευμένη περίπτωση που πρέπει να κρίνεται με διαφορε τικά, κάθε φορά, κριτήρια, αλλά στην περίπτω ση του Λαπαθιώτη η αυτοκτονία του έχει σχέση και με εξωγενή στοιχεία που συνίστανται στην καταπίεση που ασκούσε πάνω του ο κοινωνικός του χώρος (γιατί δεν είναι δα και μεγάλη λύτρω ση να εκτονώνεσαι στις σκοτεινιές και στα χα λάσματα). Στο ποίημα Κ ’ έπινα μ έσ ’ α π’ τα χείλια σου (με τους αισθησιακούς στίχους «Κ’ οι μπερντέδες ή ταν κόκκινοι / κ’ ήταν άσπρο το κρεββάτι» που ξανάρχονται κάθε τόσο σαν μουσικό μοτίβο εντατικοποιώντας την ερωτική σκηνή — από τα καλύτερα του Λαπαθιώτη) τα αποκαλυπτικά στοιχεία για το γένος του παρτνέρ είναι κυρίως, η τέταρτη στροφή
δε μού ’γραψες ούτ’ ένα4 και στη γιορτή σου, σού ’στειλα τ ’ άνθη, τα ταχτικά σου: δεν έλαβα δικά σου. που δεν διαθέτει τις γνωστές γενικολογίες και τα γενικά λυρικά σύμβολα (φθινόπωρο, κακός βο ριάς, παγωνιά, σύννεφα, μπόρα, τάφο, άνθη κ.λπ.). (Δύστυχε Λαπαθιώτη, που περίμενες ο οικοδό μος, ο γαλατάς, ο φορτοεκφορτωτής που σε γοή
Έτσι, αγάπη μου, σε χόρτασα κ ’ έτσι τη γλυκάδα σου ήπια μέσα σ τ ’ άνομα αγκαλιάσματα, σ τ ’ άνομα τα καρδιοχτύπια και η προμετωπίδα του ποιήματος από το Ασμα Ασμάτων, A §16, 17 «’Ιδού εϊ καλός άδελφιδός μου καί γε ώραΐος πρός κλίνη ημών σύσκιος, δο κοί οίκων ημών κέδροι, φατνώματα ήμών κυπάρισσοι». Έχω την εντύπωση πως και οι στίχοι που διά λεξε είναι συντηρητικά επιλεγμένοι, ενώ υπάρ χουν τόσοι άλλοι (από την Παλατινή, λ.χ.) που θα μπορούσαν πολύ καλύτερα να παρακολουθή σουν τον σεξουαλικό παλμό και την ερωτική υ γρασία του ποιήματος του. Ακόμα και η παράθε σή του στο πρωτότυπο αντί μιας ζεστής μετά φρασης, το αποξενώνει σε ένταση από το κείμενο που ακολουθεί. Το Γράμμα μας ικανοποιεί περισσότερο από την πλευρά τού να ξέρουμε περί τίνος πρόκειται και τού να ερμηνεύουμε σωστά. Περιγράφεται πειστικά η μοίρα των ομοφυλόφιλων σχέσεων που είναι ο γρήγορος χωρισμός και η εγγενής φθαρτότητα, τα ίδια ακριβώς που είχε συλλάβει και η τρομερή ρεαλιστική αίσθηση του Καβάφη - καθώς και η προσπάθεια του ποιητή να κρατή σει, να αναβάλει όσο γίνεται το χωρισμό αυτό. Να τον εξορκίσει. Πράγματα ανέφικτα. Περιττό να προσθέσω πως από όλο το ποίημα προτιμώ την τέταρτη στροφή. Σού ‘γραψα τόσα γράμματα, και πόσο λυπημένα
Raouf Zarrnuk. Λ κυ.αμέλλα, (Τυνησία 1962)
τευσε κι είχε μια σύντομη περιπέτεια μαζί σου να ανταποδώσει τα γράμματα και τα λουλούδια σου...) Ένα τμήμα ή μάλλον δύο τμήματα από το ε κτενές ποίημα Μια νύχτα με φεγγάρι αναφέρονται με επιτυχία στον τρόπο με τον οποίο κάνει τις επαφές του ο ομοφυλόφιλος: η προσφορά του τσιγάρου, το πάρκο, οι πρώτες ανιχνευτικές ερω τήσεις, τα πλάγια βλέμματα, τα - «Πώς έτσι μό νος, δίχως συντροφιά;» κ.λπ. Το σύνολο όμως του ποιήματος χάνεται σε με
66/αφιερωμα ταφυσικούς εκστασιασμούς και συμπαντικές έν νοιες εξανεμίζοντας το ρεαλισμό και την ειλικρί νεια των στίχων που αναφέραμε. Και μένουν τα ποιήματα Αποχαιρετιστήριο και Τ’ απλό παιδί, που εγώ αγαπώ... Όσο για το πρώτο, το βασικό εύρημα του ποι ήματος δεν μας πείθει. Ο λαϊκός τύπος στέλνει στον ποιητή γράμματα «οργίλα» θυμίζοντας του πως «κυλιστήκαμε στο βόρβορο» κλπ. Μα οι λαϊκοί τύποι δεν γράφουν γράμματα όπου αναλύ ονται οι ερωτικές τους σχέσεις. Καλά καλά δεν ξέρουν να διαβάζουν, πολύ περισσότερο τότε. Και οι φοιτηταί ή οι φιλολογίζοντες νεαροί ξέρου με πως δεν ήταν του ερωτικού γούστου του Λαπαθιώτη, καθόλου παράξενο. Άσε που τους νεα ρούς αυτούς δεν τους συναντούμε ποτέ τις μετα μεσονύκτιες ώρες στα πάρκα του Παγκρατίου, και στη λαχαναγορά. Κάθονται σπίτι τους και μελετούν και καλά κάνουν. Τ’ απλό παιδί, που εγώ αγαπώ είναι το πιο ολο κληρωμένο, από την πλευρά που εξετάζουμε τον Λαπαθιώτη, κείμενό του. Η περιγραφή της ιδιόρ ρυθμης σχέσης είναι σωστή, το παιδί - πήγα να γράψω «τεκνό» κατά τη δόκιμη ορολογία - το παιδί, λοιπόν, είναι ντυμένο με ρούχα της δου λειάς, δεν κάνει για σαλόνι, ούτ’ έχει τρόπους να φερθεί και βαδίζει δίπλα του σεμνό και ταπεινό. Εμείς θα λέγαμε αμήχανο. (Φως φανάρι η σχέση τους!) Το ποίημα επιτέλους αποδίδει μια κατά σταση που αισθανόμαστε ειλικρινή κι αληθινή. Το γούστο κι οι ερωτικές κλίσεις του Λαπαθιώτη φανερώνονται αβίαστα, αποπνέει μια ζεστασιά η αταίριαστη αυτή φιλία, μόνο που ο ποιητής δεν ερμηνεύει σωστά τη ματιά που του ρίχνει ο νεα ρός όταν βλέπει τα λούσα των άλλων παιδιών. Σίγουρα του θυμίζει έμμεσα πως πρέπει ν’ ανοίξει την τσέπη του το γρηγορότερο. Μην ξεχνάμε, δη λαδή, και τους νόμους της αγοράς. Αν ο Λαπαθιώτης, ποιητική αδεία, κωφεύει μ’ εκείνο το «και μου χαμογελάει/, να παρηγορηθεί» τού το συγχωράμε.
Άρης Δικταίος περιγράφει στην εισαγωγή του στα Ποιήματα του Λαπαθιώτη την πρώ τη - και τελευταία του - συνάντηση με τον Λα παθιώτη και τον Μήτσο Παπανικολάου. Λέει για τον Μήτσο Παπανικολάου συγκεκριμένα: «'Ε νας από τους πιο δυσειδείς ανθρώπους που είδα στη ζωή μου. Κοντόπαχος, μαυριδερός χαλκο πράσινος ... με χρυσά δόντια, χολερικός, ζοχαδιακός...». Στη συνάντηση, που έγινε στο εστια τόριο «Ελληνικό», το 1938 μάλλον, ο Λαπαθιώτης με τον Παπανικολάου μιλούσαν τη συνθημα τική γλώσσα των ομοφυλοφίλων, τα «καλιαρντά», επαναλαμβάνοντας, λέει, κάθε τόσο το ρή μα «τζινάβει» (= καταλαβαίνει).
Ο
Αυτά τα σχετικά με την εμφάνιση, το ήθος και τους ερωτικούς προσανατολισμούς του Παπανικολάου τα αναφέρουμε για να τονίσουμε πως και στην περίπτωσή του αποκλείσθηκε η ομοφυλόφι λη θεματολογία από την ποίησή του, ίσως ακόμη περισσότερο απ’ ό,τι στο Λαπαθιώτη. Υπαινιγ μούς για τη φύση του ερωτικού αντικειμένου βρί σκομε στα ποιήματα Χωρισμός, Έ ν’ απόγευμα, Γράμμα νοσταλγικό σε καλό φίλο και Ραντεβού, αλλά - να εξηγούμαστε - δεν υπάρχει κάτι σί γουρο και συγκεκριμένο που θα μαρτυρούσε α προκάλυπτη παραδοχή. Λόγου χάρη, το Ραντε βού, μας υποψιάζει γιατί ο τόπος συνάντησης ό που καρτερικά κι απελπισμένα περιμένει ο ποιη τής νά ’ρθει ο έρωτάς του είναι το καφενείο, χώ ρος κατεξοχήν ανδροκρατικός κι ακατάλληλος για ραντεβουδάκια και τετ-α-τετ με γοητευτικές δεσποινίδες. (Επί τη ευκαιρία, ας ειπωθεί, πως τώρα που ξα ναδιάβαζα Παπανικολάου, στερεώθηκε μέσα μου η πεποίθηση πως ο λυρισμός του είναι πιο ρωμαλέος, πιο μοντέρνος, ο στίχος του πιο σφρι γηλός από του Λαπαθιώτη). Πραγματικά υποτιμημένος ποιητής σε σχέση με τους υπόλοιπους μεσοπολεμικούς).
Ντίνος Χριστιανόπουλος παρουσιάστηκε το 1950 με την «Εποχή των ισχνών αγελά δων». Από τότε έγραψε πολλές συλλογές ποιη μάτων και πεζών που όλες έχουν σαν βασικό, σχεδόν αποκλειστικό, άξονα την ομοφυλοφιλία. Ίσως είναι ο πρώτος - τιμή του - συνειδητά gay συγγραφέας της νεοελληνικής μας λογοτε χνίας. Απόλυτα «σωματικός» περιγράφει την κα θημερινή σταύρωση του ομοφυλόφιλου μέσα στα πάρκα, στις ερημιές, στα «τσαΐρια», σε ξένες γει τονιές καθώς ψάχνει απελπισμένα, αλλά μάταια, κάποια ξένα γόνατα ν’ ακουμπήσει το κεφάλι του. Ανέφικτο βέβαια. Το άγχος του είναι κοινωνιογενές. Σ’ έναν άλλο χώρο, σε μιαν άλλη επο χή, σε άλλες ανεκτικότερες συνθήκες και χρό νους, ο Χριστιανόπουλος δεν θά ’χε θέμα να γράψει. Προσωπικά προτιμώ τις συλλογές του Ξένα γόνατα, Ανυπεράσπιστος καημός, Ο Αλλήθωρος όπου η ανάπτυξη του ποιήματος είναι ικανοποιη τική και αβίαστη, ενώ σε άλλες, μεταγενέστερες, συλλογές η υπερβολική επιγραμματικότητα και συντομία δείχνουν συγγραφική αμηχανία και α διέξοδο. Αυτό παρά το ότι σε πολλά σημεία των Μικρών ποιημάτων βρίσκονται στίχοι οξύτατου χιούμορ και οδυνηρής παρατηρητικότητας. Την έλλειψη φαντασίας στον Χριστιανόπουλο και την προκλητική του εμμονή στη λεπτομέρεια που δεν αφήνει περιθώρια ανάσας σχεδόν, την αντισταθ μίζει ο σπαραγμός τού βιωμένου πόνου και η πει
Ο
αφιερωμα/67 στικότητα καθώς και η γνώση ενός χώρου με ι διόμορφους κώδικες κι αντιδράσεις. ΕΡΩΤΑΣ Να σου γλύψω τα χέρια, να σου γλύψω τα πόδια, η αγάπη κερδίζεται με την υποταγή. Δεν ξέρω πως αντιλαμβάνεσαι εσύ τον έρωταδεν είναι μόνο μούσκεμα χειλιών, φυτέματα αγκαλιασμάτων στις μασχάλες, συσκότιση παράπονου, παρηγοριά σπασμών. Είναι προπάντων επαλήθευση της μοναξιάς μας, όταν επιχειρούμε να κουρνιάσουμε σε δυσκολοκατάχτητο κορμί.
Βέβαια, ο Χριστιανόπουλος από πλευρά ιδεο λογική μοιάζει ξεκομμένος από κινήματα, όπως το gay movement, γιατί ακολουθεί μιαν αντίληψη περί ομοφυλοφιλίας συντηρητική και παλιομοδί τικη (κάτι που δεν κρύβει, άλλωστε, στις συνε ντεύξεις του) περί ρόλων «ενεργητικού» και «πα θητικού» μ’ έναν απόλυτο και μονολιθικό τρόπο. Ενώ ένας θεός ξέρει πόσο εναλλάσσονται οι ρό λοι στο κρεβάτι και πόσο λίγη σημασία παίζουν οι «τεχνικές» λεπτομέρειες αν δεν ανήκει κανείς σε μια βεβαρημένη από προκαταλήψεις ανατολί τικη παράδοση. Στην αμερικάνικη gay λογοτε χνία αυτά είναι προβλήματα μειωμένης σημα σίας κι αν περιπτωσιακά παρουσιάζονται (όπως στους ήρωες του John Rechy λ.χ.) συνειδητά προ βάλλονται μ’ ένα στοιχείο ψυχωσικό. Μόνο στην αγγλοσαξωνική παραλογοτεχνική παραγωγή που έχει κύριο θέμα της το σαδομαζοχισμό (S/M) μπορούμε να βρούμε μιαν αντιστοιχία στεγανών ρόλων όπως στην ελληνική πραγματικότητα. Τελικά, όχι μόνο ο Χριστιανόπουλος αλλά και ο Ιωάννου και ο Ταχτσής παρά τις όποιες διαφο ρές τους κουβαλάνε τυραννικά την ίδια αντίληψη περί ρόλων είτε φανερά, είτε έμμεσα. Ίσως είναι θέμα απόψεων γενιάς, αν μη τι άλλο.
ην ίδια εποχή περίπου έκανε την εμφάνισή του ο Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου (1954). Στον Ασλάνογλου το ερωτικό ποθούμενο κρύβε ται επιμελώς κάτω από σύμβολα θλίψης, νυχτε ρινής αθυμίας, περαστικών εφήβων χωρίς να δη λώνεται ρητά η φύση του. Αν έχουμε το δικαίωμα να συμπεράνουμε ορισμένα πράγματα, αυτό μας δίδεται από ορισμένα ποιήματα όπου ο αυτοέλεγ χος ατονεί και διαφαίνεται καθαρότερα μια πα θολογική εφηβολατρεία. Εννοώ ποιήματα τέτοια
Τ
όπως τα: Πανέμορφος, Σταθμός Λιτόχωρου, Α ποχαιρετισμός όπου ακούγεται ένας υπόκωφος Καβάφης πέρα από τη διαλυμένη, κονιορτοποιη μένη ατμόσφαιρα του σκηνικού. ΠΑΝΕΜΟΡΦΟΣ Ψυχή μου τι λυπάσαι αυτόν που πέρασε πανέμορφος χλευάζοντας τη συμφορά σου ανένδοτος στα παρακάλια των πολλών. Τι συμπονείς αυτόν που μόνο θέρισε παίρνοντας δύναμη απ’ το χαμό των άλλων ανώνυμος μέσα στο πλήθος θα χαθή.
α Ηλιοτρόπια του Γιώργου Ιωάννου εκδόθηκαν το 1954 και τα Χίλια δέντρα το 1963. Κάποια άλλα ποιήματά του, πριν τον απορροφή σει σχεδόν αποκλειστικά η πεζογραφία, εκδόθη-
Τ
Σχέδιο τον Ν. Μεζίκου για τα «Ποιήματα» του /V. Λαπαθιώτη
68/αφιερωμα καν σκόρπια λίγα χρόνια πριν το θάνατό του. Ε νώ στον Χριστιανόπουλο η ωμή πρόκληση λει τουργεί λυτρωτικά φτάνοντας πολλές φορές τα όρια εξιμπισιονισμού, στον Ιωάννου ο ερωτικός πόθος κρύβεται σεμνά και ντύνεται χίλιους συμ βολισμούς και μισόλογα παραπλανητικά. Το στοιχείο της θρησκευτικής ενοχής έντονο (Μία σταύρωση, Ξέρει ο Θεός, Η ξερή σιωπή το βάρος του, Αυτά τα άσπρα χέρια, Η κατάρα του κ.ά.). Μνήμες Καβάφη (π.χ. Η κατάρα του, ποίημα που θ’ αναπτύξει σε ένα από τα γοητευτικότερα πεζογραφήματά του αργότερα ο Ιωάννου), λαϊκά ξενοδοχεία, ενοχές, τιμωρία. Στα Χίλια δέντρα εμφανίζεται επίσης κι ένα άλλο θέμα που θ’ απασχολήσει τα πεζά τοικτο σινεμά, τόπος ερωτικής έλξης, άντρο καταπιεσμέ νων επιθυμιών και σύντομης ευτυχίας, μύησης και καθοριστικών προσανατολισμών. Ξέρουμε πολύ καλά τη σημασία των λαϊκών σινεμά στη δεκαετία του πενήντα, την αξία του σκοταδιού και των βουβών μα τόσο εύγλωττων κινήσεων στο σκοτάδι. Η ομίχλη, η βροχή, τα ερειπωμένα σπίτια, οι δρόμοι, η περιπλάνηση, η διάλυση, καμένες φω τογραφίες, η κατακραυγή κι ο περίγελως, εξομο λογήσεις που δεν τολμούν να δουν το φως, μισό λογα, το κυνηγητό των Εβραίων. Αυτοκαταπίε ση. Τιμωρία. ΑΥΤΑ ΤΑ ΑΣΠΡΑ ΧΕΡΙΑ Με τις παλάμες μου τις ένοχες στο πρόσωπο, ούτε μπορώ να κρύβομαι, ούτε και να βαδίζω. Αυτά τα άσπρα χέρια εξίσου είναι γνωστά. Κι έψελνα κάποτε τις Κυριακές στην εκκλησία... Τι να ’γιναν οι τόσες προσευχές; Πού ειν’ ο άγγελός μου; Τι σχέση έχω εγώ μ ’ αυτή τη νύχτα;
Λουκάς Θεοδωρακόπουλος εμφανίστηκε το 1954 με το Σχήμα κραυγής. Τα μεστότε ρα ποιήματά του κι εκείνα που παρουσιάζουν πε ρισσότερο ομοφυλόφιλο ενδιαφέρον βρίσκονται ωστόσο στη συλλογή του Μυθολογία της Ξάν θης, 1967. Η προσοχή κι η διακριτικότητα που χαρακτηρίζουν γενικά τα ποιητικά γραπτά του Θεοδωρακόπουλου εδώ ατονούν κι αφήνουν να διαγραφούν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και ι διότητες του ερωμένου (ή εραστή;) για τον οποίο και γράφτηκαν τα ποιήματα: ο αγαπημένος είναι φαντάρος, υπηρετεί στην Ξάνθη, η ηλικία του εί ναι αυτονόητα νεανική, πράγμα που αναπόφευ κτα δημιουργεί ένα χάσμά μεταξύ τους επώδυνο
Ο
που προσπαθεί ν’ αναλύσει και να ξεπεράσει ο ποιητής. Στα ποιήματα του τελευταίου μέρους της Μυ θολογίας της Ξάνθης μέσα από σχεδόν ρεαλιστι κά περιστατικά που ζουν οι δυο τους και που α ποκτούν συναισθηματικό βάρος απ’ την ευαισθη σία του ποιητή ώστε να μη χαθούν στη λήθη, εισάγεται κι ένα ενδιαφέρον καινούριο στοιχείο: το φετίχ της στολής, η έλξη που ασκεί ο στρατός σαν σύμβολο δύναμης και κύρους. Η ΕΠΙΣΚΕΨΗ Και ξαφνικά εκεί που ήταν τίποτε κενό αέρας να ’σαι που φάνηκες εσύ μέσα στη λαδοπράσινη φόρμα σου κι ένα χαμόγελο αχνό στο πρόσωπό σου. Αν θέλαμε να τονίσουμε κάποιες διαφορές με ταξύ των ποιημάτων του Θεοδωρακόπουλου και του Χριστιανόπουλου ή του Ιωάννου... θα λέγαμε πως στον Χριστιανόπουλο και στον Ιωάννου υ πάρχει το άγχος της απρόσωπης, σύντομης, πρό σκαιρης κι αφόρητα σκληρής σεξουαλικής συ ναλλαγής. Μια συναλλαγή τέτοια, πάντα τελειώ νει με μια στυφή γεύση στο στόμα. Δεν μένει τί ποτα. Ούτε καν ένα όνομα. Η αξιοπρέπεια του Χριστιανόπουλου έγκειται στο ότι δεν καταδέχε ται ψευδαισθήσεις και ρομαντισμούς σ’ ένα χώρο που ξερνάει τέτοιου είδους σχέσεις ευθύς ως πε ράσει η πρώτη έξαψη. Η αποτύπωση της απελπι σίας επίσης της ερωτικής μοναξιάς δίνει το-στίγ μα της ποίησης του Ιωάννου. Από αυτή την πλευ ρά ο Θεοδωρακόπουλος απομακρύνεται και από τους δύο άλλους. Η ερωτική του προσοχή έχει έ να συγκεκριμένο σημείο αναφοράς, η όλη σχέση καλλιεργείται με πάθος, ο εφιάλτης του τέλους της αναβάλλεται επ’ αόριστον, η ψευδαίσθηση (;) του έρωτα επιτρέπει στον ποιητή να μειώνει τους κινδύνους και την εχθρότητα του κοινωνικού πε ριβάλλοντος. Δυστυχώς όμως δεν βρίσκουμε την ίδια ένταση και στην τελευταία ποιητική συλλογή του Ανα δρομή του 1978 όπου παρεισφρέουν σουρρεαλιστικά στοιχεία και αφηρημένοι συμβολισμοί που αδυνατίζουν την όλη σκηνοθεσία. Ωστόσο πάλι μας σταματούν άμεσοι κι ωραίοι στίχοι υπόκωφου ερωτισμού: ΑΝΑΡΡΙΧΩΜΑΙ ΣΑΝ ΚΙΣΣΟΣ Αναρριχώμαι σαν κισσός πάνω στα τόξα των φρυδιών σου περιπλανιέμαι μέσα στη χλόη του στήθους σου. Α π ’ τη φρυγμένη γη των πατέρων σου ανα δύθηκες βλαστός απροσδόκητα πράσινος κι ωραίος.
αφιερωμα/69 τα Καφενείο το Βυζάντιο κι άλλα ποιήματα, του Κώστα Ταχτσή, β ' έκδοση 1980, βρί σκονται αρκετά ποιήματα φιλομόφυλου ενδιαφέ ροντος για να μην αναφερθούμε στο Τρίτο στεφά νι όπου κάθε τόσο επανέρχεται το θέμα, μιας και καταγράφουμε εδώ σε μια πρόχειρη μορφή την ο μοφυλοφιλία στον νεοελληνικό ποιητικό λόγο και μόνο. Υπαινιγμούς ή αμεσότερες αναφορές στο θέμα βρίσκουμε στα ποιήματα:
Σ
«Αντίο» «Κοιτάζοντας για τελευταία φορά» «Περί ώραν δωδεκάτην» «Το κλειδί» «Ολυμπία, Καθαρή Δευτέρα» «Σε ηλικία 13 ετών» «Σ’ ένα φίλο που πέθανε» «Στη βεράντα το καλοκαίρν «Αγάπη στον Ν.Β.» «Αονδίνο, περιπέτεια» «Επιστροφή»
Σχέδιο τον Βασίλη Βασιλειάδη για τη «Μούσα παιδική» του Στράτωνος.
Απροκάλυπτη αναφορά και παραδοχή αποτε λεί ο στίχος: «ο κύριος είναι κίναιδος» που επα ναλαμβάνεται κάθε τόσο στη «Συμφωνία του Μπραζίλιαν». Άλλοι στίχοι όπως ο στίχος: «Τι ωραίοι που γίνηκαν οι ναύτες ξάφνου», παραπέ μπει στις κλασικές ζωγραφιές του Τσαρούχη με τους προκλητικούς ένστολους που ανοίγουν τα φτερά τους για ένα μυστικό επουράνιο ταξίδι κρυσταλλωμένοι σε μια φιγούρα ζεϊμπέκικου. Γενικότερα η ιδεολογική στόφα των ποιημά των του Ταχτσή από ομοφυλόφιλη σκοπιά δεν έ χει την τραγικότητα και την προκλητικότητα του Χριστιανόπουλου ή το ρίγος του ανεκπλήρωτου που διατρέχει την ποίηση του Ιωάννου. Είναι αρ κετά συντηρητική περιοριζόμενη σε καβαφικά κλισέ περί αναμνήσεων (Σ’ ένα φίλο που πέθανε) κάποιων σκοτωμένων φίλων κ.λπ., ενώ πού και πού εμφανίζονται στίχοι που προβληματίζονται
πάνω σε ζητήματα που αφορούν στην ομοφυλόφι λη κοινότητα, όπως οι στίχοι στο ποίημα Επι στροφή: Τα σκάνδαλα πάνω στο West End τα δρομολόγια των τρένων α π ’ το Waterloo στο Portsmouth και για το νόμο: τροποποιήθηκε ή ακόμα; Το χωρίο αναφέρεται στην τροποποίηση του σχετικού νόμου περί σοδομίας που άλλαξε απ’ ό σο ξέρουμε, στην Αγγλία, μόλις το 1967. Είναι ο ίδιος νόμος που κατάστρεψε τον Ουάιλντ. Ωστόσο, υπάρχει ένα ποίημα στη συλλογή του Ταχτσή υψηλού ήθους κι αξιοπρέπειας όπου με πολλή αυτογνωσία εικονογραφεί το μέλλον. Αξί ζει να το παραθέσω ολόκληρο, γιατί κυριολεκτι κά αναπλάθει μια στάση ζωής.
ΔΕΝ ΝΤΡΕΠΟΜΑΙ Μια μέρα θα με πουν φακίρη μ εσ’ απ’ το στήθος μου έβγαλα κόκκινα περιστέρια μ εσ ’ α π ’ τα μάτια μου καπνό πέρασα ξίφη στα όνειρά μου διέπραξα κλοπές δ ι’ υποβολής από αγάπη, σας τ ’ ορκίζομαι, από τύψεις ίσως μια μέρα θα με πουν ομοφυλόφιλο εκείνον ευγενή κι ομοφυλόφιλο εμένα πονηρό απλώς θα με πουν οχιά: ένα κοινό προδότη! εμπρηστή! οι τίμιοι συμπολίτες μου θα ’ρθουν και θα κοπρίσουνε στον τάφο μου (εικονικόν) μα τα παιδιά τους - α, οι έφηβοι! αυτοί θα μ ’ αναστήσουνε, και θα με πούνε ποιητή ΔΕΝ ΝΤΡΕΠΟΜΑΙ
70/αφιερωμα τους ποιητές της γενιάς του ’70 ξεχωρίζει Α πόο Γιώργος Χρονάς από την πλευρά του ομο
φυλόφιλου θέματος μέσα σ’ ένα καταιγισμό ποιη τών (μέτριων έως καλών) που δηλώνουν φανατι κά ετεροφυλόφιλοι στα ποιήματά τους. Ορισμέ νοι από τους ποιητές αυτούς, άσχετα από τους ε ρωτικούς τους προσανατολισμούς και τις δραστηριότητές τους, έχουν κάνει τάμα να μη διαφα νεί τίποτε από τη σεξουαλική τους ταυτότητα στην ποίησή τους. Με προκαβαφική σεμνοτυφία αναλίσκονται σε χίλια θέματα σουρρεαλιστικής ή παρα-σουρρεαλισιτκής υφής αποκλείοντας το «ενώπιος ενωπίω» μ’ ένα τρόπο απόλυτο που εν διαφέρει πολύ την ψυχολογία και, κυρίως, την κοινωνιολογία. Γι’ αυτό βέβαια και πολλές φορές η ποίησή τους μοιάζει ουδέτερη, άοσμη, χωρίς φύλο, κάτι σαν τους αγγέλους που δεν ανήκουν πουθενά. Αλλά στο κάτω της γραφής, αυτό είναι πρόβλημά τους και θέμα μας είναι το τί έχει αποτυπώσει καθένας από το εαυτό του στο χαρτί κι όχι οι προσωπικές ή κοινωνικές, αστικές τους α ναστολές. (Εδώ υπάρχει, το φαινόμενο «δόκι μος» λεγόμενος ποιητής που ενώ έχει γράψει τα καλύτερα ποιήματά του για άντρες, απαγορεύει και προσβάλλεται όταν χαρακτηρίζεται η ποίησή του gay. Κακά τα ψέματα. Ο κοινωνικός έλεγχος και η αυτοκαταπίεση είναι πολύ μεγαλύτερη στον καλλιτέχνη από όσο νομίζουμε.)
Ο Γιώργος Χρονάς στις πρώτες του συλλογές Βιβλίο I, 1973 και Οι λάμπες 1974 είναι αποκαλυ πτικότερος και αμεσότερος στην έκφραση των ε ρωτικών του οραμάτων, ενώ αργότερα, στα Μαύρα τακούνια, 1979 βρίσκω πως η αμεσότητα αυτή πνίγεται σε σύμβολα και «ποιητικές» κατα στάσεις που δημιουργεί η αναμφισβήτητη ευρηματικότητά του και χάνεται. Στον Χρονά περνά νε χώροι ομοφυλόφιλης ανησυχίας όπως τα «στε νά ύποπτα σινεμά», τα λαϊκά ξενοδοχεία, τα λουτρά (κάτι που μου θυμίζει τον Ιωάννου σε με ρικές εξαίσιες σελίδες του στα πρώτα του πεζο γραφήματα), το λιμάνι, οι αποθήκες, οι απαγο ρευμένες φωτογραφίες. Επίσης παρατηρούμε και την επισήμανση μιας γνωστής πρακτικής του μέ σου ομοφυλόφιλου, την ετερωνυμία, την υιοθέτη ση ενός ψεύτικου ονόματος στις σύντομες νυχτε ρινές του εκδρομές (βλέπε ποίημα: Απαγορευμέ νο ερωτικό τραγούδι Χριστουγέννων). Τα σύμβολα του ομοφυλόφιλου και τα αγαπη μένα του σταθερά είδωλα (ο Ντην, η Μαίριλυν, η Μπέλλου, ο Παζολίνι) επανέρχονται στα ποιήμα τα του Χρονά σ’ ένα βαθμό μονομανίας που κου ράζει τον αναγνώστη και λειτουργεί εις βάρος του ποιήματος. Η ανθρωπογεωγραφία επίσης του Χρονά έχει μόνιμες συνιστώσες: λαϊκά παιδιά α πό το Πέραμα που θα πάνε βόλτα τον ποιητή με
το μηχανάκι τους στα Βίλλια ή στη Λούτσα όπου υποψιαζόμαστε ότι κάποια θεία τους διαθέτει ένα αυθαίρετο. Ο λαϊκισμός του Χρονά και οι συγκε χυμένες ιστορικές μνήμες εξασθενίζουν το ποίη μα και δημιουργούν μια εύκολη «λυρική» ατμό σφαιρα αφαιρώντας του δραματική ένταση. Αλ λά το ταλέντο του τον σώζει πάντα την τελευταία στιγμή ισορροπώντας τα δομικά στοιχεία του ποιήματος και κρατώντας τα τελικά σ’ επίπεδα καλού γούστου. Σωστές ισορροπίες, ποιητικό ρε αλισμό, απλότητα και λιτά μέσα βρίσκω στο πα ρακάτω ποίημα: ΤΟ ΜΠΑΡ J.S. BACH Το ξέρουν όλοι οι ναύτες στο καράβι ο Βασίλης κάποτε αγάπησε τον αεροπόρο Οδυσσέα ■ σε πάρκα πέρασαν βράδυα βροχερά, σε μέρη πήγανε μοναχικά προσπέρασαν φανατικούς φιλάθλους, νό μιμα ζεύγη μ ’ ανόητες φωνές και κάποτε που φύσαγε τους πήρε η Μίνα στο δωμάτιό της. Πόσο μικρά τα κουτιά στα ράφια της, κι η μέρα πως έμπαινε απ’ το φεγγίτη και τους χώριζε. Έρχεται, του έλεγε, πρωί δεν ξέρω σε βάρδια, σε καμπαρέ δουλεύει, δε ξέρω.
Αλέξης Ζήρας (Γράμματα και Τέχνες, τεύ χος 57) γράφει για την ποίηση του Ανδρέα Αγγελάκη. «Βρισκόμαστε πολύ πλησιέστερα σ’ ένα παζολινικής φύσεως ιδεολόγημα που νομίζω ότι έχει μεταβληθεί, εδώ και καιρό, σε έμμονη ιδέα του ποιητή, τουλάχιστον ως προς τη δική του μοίρα και ως προς τη μοίρα του έργου του. Ποιο είναι αυτό το ιδεολόγημα; Με πολύ λίγα λόγια, θα το περιέγραφα ως πεποίθηση του ποιη τή, βεβαιωμένη και επιβεβαιωμένη στην πράξη της ερωτικής ζωής του, ότι η ομοφυλοφιλία, ό πως και κάθε άλλη κατάσταση που αποκλίνει α πό τη συμβατική "νομιμότητα” , ορίζει από την δύναμη των ίδιων των πραγμάτων την έννοια του "καταραμένου” . Άλλωστε, η πεποίθηση αυτή ό χι μόνο δηλώνεται ρητά, αλλά και με την ακού ραστη επανάληψή της, σε κάθε ποίημα και σε κάθε συλλογή ποιημάτων του Ανδρέα Αγγελάκη στα τελευταία δέκα δεκαπέντε χρόνια, υπογραμ μίζει και υπενθυμίζει στον αναγνώστη ότι ανάμε σα σ’ αυτόν και στον εμπειρικό κόσμο του ποιη τή, ανάμεσα στον ασφαλή χώρο μέσα στον οποίο πραγματοποιείται η ανάγνωση του ποιήματος και στον αβέβαιο ή άκρως ανασφαλή κόσμο της νύχτας, υπάρχει μια βαθιά διαχωριστική γραμμή.
Ο
αφιερωμα/71 ΑΓΝΟΙΑ Εσείς δεν ξέρετε τι ’ναι να κρατάς ένα κορμί για μισή ώρα (πολλές φορές και για ένα τέταρτο) νοικιασμένο ή αφημένο στη μοίρα του, τι βάρος δυσβάσταχτο που έχει, τι δύσκολα που αντέχεις το φιλί του. Συμπυκνώνει ολόκληρη την ιστορία του σ ’ αυτό το μισάωρο, όσους έχασε, όσα μάταια έλπισε, το δούναι και λαβείν αυτού του κόσμου, τι κέρδισε (τι κέρδισε;) αναλωνόμενο. (...) Το άγνωστο κορμί, λοιπόν είναι πιο δύσκολο, καθόλου αδιάφορο, μην ξεγελιέστε, γιατί δεν έχει πια τι άλλο να χάσει, άλλα δεν έχει να του πάρουν. Η διαχωριστική αυτή γραμμή που θέτει κατη γορηματικά την ποιητική εμπειρία και τον ίδιο τον ποιητή από την άλλη πλευρά της νομοταγούς ζωής και της συμβατικής - γιατί όχι; - ποίη Γ. Τσαρούχης
σης, είναι πια ολοφάνερο ότι δεν έχει παρά μικρή σχέση με τον τρόπο τέχνης του Κ.Π. Καβάφη· (...) Ο φόβος είναι διαρκής, η μοναξιά απόλυτη, η ηδονή μοιάζει να είναι το άλλο πρόσωπο της ε νοχής, "ο δολοφόνος” βρίσκεται παντού, ακόμα και μέσα μας. Το σφιχταγκάλιασμα της ερωτικής με την ποι ητική πράξη μας υποβάλλει λοιπόν τη σκέψη ότι η μία δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την άλλη πολύ περισσότερο, μάλιστα, στην περίοδο αυτή που διανύει η ποίηση του Ανδρέα Αγγελάκη, ό που τα πράγματα περιγράφονται καταλεπτώς, σχεδόν με ρεαλιστική πειστικότητα.» Εκτός από τα βιβλία του Αγγελάκη με τη σχε δόν αποκλειστική ομοφυλόφιλη θεματολογία («Η Μεταφυσική της Μιας Νύχτας», «Καβάφης καθ’ οδόν», «Τα ποιήματα του δολοφόνου μου»). Έχουμε και μεταφράσεις του - τις πρώτες, απ’ όσο ξέρουμε - gay ξένης ποίησης: α) «Ανθολο γία αμερικάνικης ομοφυλόφιλης ποίησης», β) «Ποιητική Ανθολογία αποκλίνοντος ερω τισμού».
72/αφιερωμα
Ντομινίκ Φερναντέζ
Κ ινη μ ατογράφ ος κ α ι Ο μοφυλοφιλία Από τον Σέργιο Αϊζενστάιν ώς τον Τζαίημς Άιβορυ και τον Πέντρο Αλμοδοβάρ I. Ο κινηματογράφος ώ ς το 1968
Η πρώτη ομοφυλόφι λη ταινία γυρίστηκε στο Βερολίνο το 1919 από τον Ρίχαρντ Όσβαλντ, με πρωτοβουλία του Μάγκνους Χίρσφελντ: «Άλλος από τους άλ λους» (Anders als die Anderen). Είναι μια προ παγανδιστική ταινία, που ταιριάζει θαυμάσια στον τίτλο της. Ο μεγά λος ηθοποιός Κόνραντ Βάιντ, ειδικευμένος σε ρόλους υπνοβατών, τρελών, έκφυλων («Σα τανάς» του Μουρνάου, «Το ιατρείο του Δόκτορα Καλιγκάρι» του Ρόμπερτ Βίνε), είχε ενσαρ κώσει τον ηρώα: ήταν μια επιλογή που συν δύαζε, στην πρώτη θεα ματική αναπαράσταση της ομοφυλοφιλίας, νο σηρά χαρακτηριστικά που τα τόνιζαν σπασμω
Ο Ροδόλφο Βαλεντίνο στο έργο «Ο γιος του Σείχψ.
δικο ί βηματισμοί, από τομες κινήσεις, βλέμμα τα γεμάτα άρρωστημέ-
τη Βιέννη, πυροβόλησαν και πλήγωσαν πολ λούς θεατές. Ο Κρίστοφερ Ίσεργουντ παρευρέθηκε σε μια προβολή της ταινίας στο ινστιτού το του Χίρσφελντ. Στην αυτοβιογραφία του (Ο Κρίστοφερ και ο κόσμος του) αναφέρει τις ανα μνήσεις του απ’ αυτή την ταινία. Τρεις σκηνές
Σ
νες φοβίες. Οι χ ιτλ ε ρ ι κο ί έκαψαν τις περισσό τερες κόπιες.
τον είχαν εντυπωσιάσει. Σε μια αίθουσα όπου ό λοι οι χορευτές είναι άντρες, ο ήρωας, που ερμη νεύει ο Βάιντ, συναντά τον εκβιαστή που τον α ποπλανά και τον καταστρέφει. Στη φυλακή, ο Βάιντ οραματίζεται μια μεγάλη πομπή από βασι λιάδες, ποιητές, επιστήμονες, φιλόσοφους που
αφιερωμα/73 είχαν καταδιωχθεί, για τα ήθη τους: διαβαίνουν κάτω από ένα πανώ με την επιγραφή: «Παράγρα φος 175» [άρθρο του γερμανικού ποινικού κώδι κα - σ.τ.μ.]. Στην τελική σκηνή, μπροστά στο πτώμα του Βάιντ που αυτοκτόνησε, εμφανίζεται ο ίδιος ο Δόκτωρ Χίρσφελντ και λέει λίγα λόγια για να δικαιώσει το «τρίτο φύλο». Αυτή ήταν η πρώτη έκκληση προς το κοινό: μια συνηγορία στην πρόθεση των δημιουργών του έργου, αλλά που άφησε πίσω της μιαν αρνητική εικόνα για τον ομοφυλόφιλο: Ασταθής, καταδι κασμένος να συχνάζει στα καταγώγια, θύμα εκ βιασμού, είναι καταδικασμένος στο μαρασμό και το θάνατο. Εδώ και εβδομήντα χρόνια, αυτή η δακρύβρεκτη εικόνα του «θύματος» δεν έπαψε να κυκλοφορεί στον κινηματογράφο. Θα δούμε πως και σήμερα ακόμα, οι περισσότερες ταινίες με ομοφυλόφιλους καταλήγουν στην τραγωδία και τελειώνουν με τον αφανισμό του ήρωά τους. Στη Σοβιετική Ένωση οι σκηνοθέτες δεν κατα πιάστηκαν ποτέ μ’ αυτό το θέμα, ακόμα και στην πιο φιλελεύθερη περίοδο του καθεστώτος. Κι όμως από τη Ρωσία έχουμε το πιο καταπλη κτικό παράδειγμα μιας καλλιτεχνικής επιτυχίας που βασίζεται όχι στην άμεση έκφραση της ομο φυλόφιλης επιθυμίας, αλλά αντίθετα στην απώ θηση και την άρνησή της. Ο Σέργκεϊ Αϊζενστάιν πηγαίνοντας στο πεζικό, σταμάτησε για λίγες εβδομάδες στο Βερολίνο, το 1929. Πήγε στο «Ελντοράντο», το πιο διάσημο καμπαρέ της πρωτεύουσας, όπου το θέαμα με τα μακιγιαρισμένα αγόρια και τα τραβεστί τον έπει σε πως δεν έπρεπε να υποκύψει στις ενδόμυχες τάσεις του. Για λόγους επιστημονικής ενημέρω σης (έτσι δικαιολογήθηκε), πέρασε αρκετές ώρες στο Ινστιτούτο του Χίρσφελντ. «Οι παρατηρή σεις μου με οδήγησαν στο συμπέρασμα, εμπιστεύθηκε αργότερα στη βιογράφο του Μαρία Σέτον, πως απ’ όλες τις απόψεις η ομοφυλοφιλία εί ναι μια παλινδρόμηση - μια επιστροφή σε μια κατάσταση πριν από τη διαίρεση των κυττάρων και την τεκνογονία. Είναι το αδιέξοδο». Αλλά ό,τι αρνιόταν ο σκηνοθέτης στην ιδιωτική ζωή του, ο ενθουσιασμός του για την ανδρική ομορ φιά και τα βάσανα μιας ανεκπλήρωτης σεξουαλι κότητας, αναπηδούσαν άθελά του στα πλάνα των ταινιών του. Τα ορθωμένα κανόνια στο θωρηκτό Ποτέμκιν, το ξάφρισμα μιας συσκευής στη Γενική Γραμμή, το μαρτύριο των Μεξικάνων χωρικών που θύμιζαν γυμνούς Αγίους Σεβαστιανούς, ο διονυσιακός χορός του Φιοντόρ Βασμάνωφ, ευνοούμενου του Ιβάν του Τρομερού, ο ιεροτελεστικός φόνος του αγοριού στο Λιβάδι του Μπεζίν, είναι άλλες τόσες εικόνες που υποδηλώ νουν την απαγορευμένη επιθυμία. Όποιος θα είχε ακόμα αμφιβολίες για τις αλληλοσυγκρουόμενες δυνάμεις που πλημμυρίζουν αυτό το τεράστιο έρ γο δεν έχει παρά να προσέξει τα προσωπικά του
σχέδια, στα οποία, ελεύθερος να εκφράσει τις φαντασιώσεις του, ο σκηνοθέτης, κάτι ανάμεσα στον Λεονάρντο ντα Βίντσι και τον Κοκτώ, απει κονίζει αμφιλεγόμενους έφηβους με ανδρόγυνη γοητεία, ένα γυμνό Διόνυσο ανάμεσα στα λου λούδια ή έναν πρόστυχο Απόλλωνα με βαμμένα μάτια. Ο Αϊζενστάιν παραμένει ο πιο λαμπρός μάρτυ ρας της μετάθεσης που μπορεί να εμφανιστεί σε μια μεγαλοφυΐα, όταν το έργο της συντηρείται α πό το καταπιεσμένο ένστικτο. Θυσίασε την προ σωπική του ευτυχία για να την εξιδανικεύσει σε δημιουργικά οράματα. Είναι ένα μάθημα που δεν ευχόμαστε σε κανέναν ν’ ακολουθήσει, φυσικά, όσο και αν διαπιστώνουμε πως η ενδόμυχη λογο κρισία, η απόκρυψη, η μάσκα ευνόησαν τον Αϊζενστάιν για να δημιουργήσει μια συμβολική γλώσσα - και ίσως μάλιστα μερικές τεχνικές μεθόδους, όπως το επιταχυνόμενο μοντάζ ή το γκρο πλαν - , γλώσσα που λείπει τρομερά στις ταινίες από τότε που η άνεση να τα λένε όλα α παλλάσσει τους σκηνοθέτες από φορμαλιστικές αναζητήσεις. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, έθνος νέο στην ανα ζήτηση ενός θρύλου, ο κινηματογράφος στα πρώ τα του βήματα δεν μπορούσε να αναγνωρίσει στην ομοφυλοφιλία καμιά νομιμότητα: η κατάκτηση της Δύσης, ο μύθος μιας ρωμαλέας και κυριαρχικής Αμερικής απαιτούσε αρρενωπούς άντρες υπεράνω πάσης υποψίας. Ο Τσάρλι Τσάπλιν έπαιζε ένα θεόσταλτο ρόλο στη διαμόρφωση αυτού του θρύλου. Ενσάρκωσε, με τη λεπτοκα μωμένη και χαριτωμένη σιλουέτα του, με τα με γάλα μαυριδερά του μάτια τις θηλυκές τάσεις του Αμερικανού άντρα. Συνάμα, παρέμενε ο κατεξοχήν μετανάστης, ο αλήτης, ο περιθωριακός που καθησύχαζε την κοινωνία σχετικά με το σφρίγος της και την ηθική της δύναμη και οι μορφασμοί του, τα σκέρτσα του προκαλούσαν το γέλιο. Κι έ τσι εξόρκιζε, με μια κωμική εικόνα, τη λανθάνουσα ομοφυλοφιλία των θεατών. Τρεις από τις ταινίες του τον δείχνουν μεταμφιεσμένο σε γυναί κα μ’ ένα ντύσιμο που τόνιζε με ερεθιστικό τρόπο την ανδρόγυνη γοητεία του. Μια Γυναίκα ή «Δε σποινίς Σαρλώ» είναι του 1915. Το 1916, στο Πί σω από την Οθόνη ή «Ο Σαρλώ γυρίζει ταινία», τον είδαμε αγκαλιά με την Έντνα Purviance με ταμφιεσμένη σε αγόρι. Πολύ συχνά χάριζε τη φι λία του σε κάποιο χοντρό και γεροδεμένο μαντράχαλρ, που απωθούσε με φρίκη τις προκλή σεις του. Στα Φώτα της Πόλης, όπου παίζει το ρόλο ενός βοηθού πυγμάχου, ο Σαρλώ προσπαθεί να καλοπιάσει με ελκυστικές γκριμάτσες τον γί γαντα αντίπαλό του- αυτός, σε μια επίδειξη σε μνοτυφίας, τον αποφεύγει και κρύβεται πίσω από μια κουρτίνα για να γδυθεί. Την ίδια εποχή, οι ταινίες «ουέστερν» συντη ρούσαν το μύθο της αρρενωπής φιλίας που εξιδα-
74/αφιερωμα νικεύεται μακριά από την πόλη, στην απέραντη έρημο και στις μάχες κατά των Ινδιάνων. Ομο φυλόφιλες συνεκδοχές υπάρχουν απροκάλυπτα σε ταινίες όπως το Κόκκινο ποτάμι του Χάουαρντ Χώουκς (1948), ή στον Πόννυ Γκιτάρ του Νίκολας Ραίη (1954), για να μην αναφέρουμε τον Τζαίημς Ντην στο Επαναστάτης χωρίς αιτία και την αγγελική του εμφάνιση σε μια ταινία με δαί μονες (1955)· αλλά μόνο το 1968 ο Άντυ Ουώρχολ και ο Πωλ Μόρισεη τόλμησαν να απογυμνώ σουν τους μύθους της Δύσης και της επιθετικής υπεροψίας, στην ταινία Μοναχικοί Καουμπόη δες, όπου καβαλάρηδες της πεδιάδας χαϊδεύον ται και κάνουν έρωτα. Υπάρχει μάλιστα ανάμεσά τους μια «αδελφή», ένα γυναικωτό και λάγνο βουτυρόπαιδο, μια τυποποιημένη παρουσία σε πολλές αμερικάνικες μεταπολεμικές ταινίες και που οι σκηνοθέτες αυτής της ταινίας χλευάζουν: οι μόνοι ομοφυλόφιλοι που μπορούν να υπάρχουν στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι υπάνθρωποι, ψυ χικά ευνουχισμένοι, τσόλια, που έχουν εκφυ λιστεί. Η κωμική εικόνα του ομοφυλόφιλου, έδειχνε να είναι, ώς τον πόλεμο, ένας επαρκής εξορκισμός. Μετά τον πόλεμο, όταν τα ήθη άρχισαν ν’ απελευθερώνονται, οι Αμερικανοί ένιωσαν την α νάγκη να ορθώσουν ένα άλλο πρόσχημα, πώς θα προστατευθούμε από τον διεστραμμένο ομοφυ λόφιλο με παθολογικές ή εγκηματικές τάσεις. Δύο μεγάλοι σκηνοθέτες συμπράξανε σ’ αυτή την προσπάθεια. Ο Άλφρεντ Χίτσκοκ πρώτα με δύο ταινίες: το Σχοινί (1948) και τον 'Αγνωστο του τραίνου (1951). Στο Σχοινί, ο Σώου Μπράντον και ο Φίλιπ, ένα ζευγάρι εραστών, σκοτώ νουν ένα νεαρό για να νιώσουν την ευχαρίστηση μιας άσκοπης πράξης. Ό χι μόνο η ομοφυλοφιλία συνδέεται με το έγκλημα, αλλά και η προσπά θεια των δύο δολοφόνων να δικαιολογήσουν το έ γκλημά τους με μια φιλοσοφική επιλογή δείχνει πως πάσχουν από μια έμφυτη ανωριμότητα που αγγίζει τα όρια της αρρώστιας. Ο καθηγητής τους, που διαστρέψανε τις παραινέσεις του και που ελπίζανε πως θα γοητεύσουν μ’ αυτό το έ γκλημα, αποκαθιστά την αλήθεια και ενώ τους λέει πως θα τους καταγγείλει στην αστυνομία, τους επιπλήττει μ’ ένα ηθικοπλαστικό λογίδριο: «Αφαίρεσες τη ζωή από ένα σύντροφό σου, ένα ανθρώπινο πλάσμα, ικανό να ζήσει και ν’ αγαπή σει όπως δεν θα μπορούσες ποτέ και δε θα μπο ρέσεις πια εσύ. Γι’ αυτό που θα κάνει η κοινωνία, εγώ θα τη βοηθήσω, θα πεθάνετε και οι δυο σας». 1948: Ο Αντρέ Ζιντ είχε πάρει, ένα χρόνο νωρίτε ρα, το βραβείο Νόμπελ. Μήπως μπορούμε να δούμε αυτή την ταινία σαν μια υγιή διαμαρτυρία της Αμερικής, μπροστά σε μια τέτοια τιμητική διάκριση ενός διαφθορέα της νεολαίας; Είχε εξάρει, με τη δολοφονία του Αμεντέ Φλερισουάρ από τον νεαρό Λαφκάντιο στα Υπόγεια του Βατικα
νού, την άσκοπη πράξη που υιοθέτησαν οι δύο διεστραμμένοι του Σχοινιού. Ο Άγνωστος του τραίνου αφηγείται πώς ένας μισότρελος, ο Μπρούνο, θύμα μιας ασφυκτικής μητέρας (σύμφωνα με το ψυχαναλυτικό κοινό τό πο που ήταν της μόδας τότε), προτείνει σ’ έναν νεαρό, τον Γκυ, που συνάντησε στο τραίνο, ένα είδος διαβολικού ομοφυλόφιλου συμβολαίου: ο Μπρούνο θα σκοτώσει τη γυναίκα του Γκυ που δεν καταφέρνει αυτός να ξεφορτωθεί μ’ ένα δια ζύγιο, με τον όρο να δολοφονήσει ο Γκυ τον πατέ ρα του Μπρούνο. Ο ηθοποιός Ρόμπερτ Ουώλκερ ερμήνευσε ένα καταπληκτικό ρόλο, με μια περι φρονητική ψυχρότητα και μια διεστραμμένη επι τήδευση, που θα γινόταν το πρότυπο των gay, με κάμποση φροϋδική σάλτσα: ένας ψυχικά καθυ στερημένος, σωστός κίνδυνος για την κοινωνία. Δεν είναι λιγότερο χαρακτηριστική η παρουσία, στις δύο ταινίες του Χίτσκοκ, του ίδιου ηθο ποιού, για να ενσαρκώσει τα αμφιλεγόμενα νιά τα: ο γοητευτικός Φάρλεϋ Γκραίηντζερ, με τον λεπτεπίλεπτο γυναικείο αισθησιασμό, και που ο Βισκόντι μέγας γνώστης της ανδρικής διφορού μενης καλλονής, θα διάλεγε, κι αυτό δεν είναι τυ χαίο, για να παίξει τον χυδαίο αυστριακό αξιω ματικό του Σένσο. Το 1959, ο Τζόζεφ Μάνκιεβιτς γύρισε, από το θεατρικό έργο του Τέννεσυ Ουίλιαμς, ένα ψυχα ναλυτικό μελόδραμα, μεγάλης πνοής, το Ξαφνι κά πέρυσι το καλοκαίρι, ο ήρωάς του, παιδί μιας υπερδιεφθαρμένης οικογένειας, χρησιμοποιεί τη μητέρα του και την εξαδέλφη του για να αποπλα νήσουν κάτι φτωχά αγόρια που τελικά θα τον λυντσάρουν. Για να είναι ο ήρωάς του ακόμα πιο τρομακτικός, ο Μάνκιεβιτς δεν μας τον δείχνει καθόλου: ξεχωρίζουμε μόνο τη σκιά του. Αναφο ρά στον Μ τον Καταραμένο του Φριτς Λανγκ, πορτραίτο ενός σαδιστή δολοφόνου μικρών κοριτσιών. Αντίθετα, βλέπουμε αρκετά τη μητέρα του ομοφυλόφιλου, μια εμβληματική φιγούρα της πλούσιας και ευνουχικής γυναίκας, που τα σαρ κοβόρα λουλούδια του κήπου της συμβολίζουν το αδηφάγο πάθος της για το γιο της. Η αμερικανι κή επιτροπή λογοκρισίας απαίτησε να κοπούνε μερικές σκηνές, ύστερα έδωσε την άδεια προβο λής μ’ αυτό το σκεπτικό: «Αφού η ταινία απεικο νίζει ένα παρόμοιο τρόπο ζωής, μπορεί να θεωρη θεί ηθική, στο θέμα της, έστω κι αν περιγράφει μια σεξουαλική διαστροφή». Η ταινία τελειώνει με την αποθέωση του «ομαλού» έρωτα ανάμεσα στον Μοντγκόμερυ Κλιφτ και την Ελίζαμπεθ Ταίηλορ αφού τα παιδιά που κυνηγούσε με τις ακα τονόμαστες ορέξεις του ο Σεμπάστιαν, τον εκδι κήθηκαν λιθοβολώντας τον, επειδή είχε προσβά λει με τέτοιο τρόπο τη φύση. Σεμπάστιαν, Σεβα στιανός: ένα όνομα, ό,τι χρειαζόταν, για να δεί ξει ένα «θύμα» των δυνάμεων που τον καταστρέ φουν, ένα όνομα, που απαλλάσσει από κάθε α-
αφιερωμα/75 μαρτία τον νεαρό ήρωα, με τις ευλογίες του Φρόυντ. Δακρύβρεχτη, παθολογική ή κωμική· δεν υ πάρχει άραγε άλλη εικόνα του ομοφυλόφιλου πριν από το 1968; Η αυστριακή σκηνοθέτις Λεοντίν Ζάγκαν, σε μια πασίγνωστη ταινία του 1931, Κοπέλες με στολή, ταίριαζε με τολμηρό τρόπο το θέμα της «ιδιαίτερης» φιλίας με την εξέγερση ε ναντίον μια ασφυκτικής κοινωνικής τάξης. Σ’ έ να οικοτροφείο που λειτουργεί με στρατιωτική πειθαρχία, μια κοπέλα ερωτεύεται την καθηγήτριά της. Η διευθύντρια προσπαθεί να δώσει ένα τέλος σ’ αυτή τη σχέση, στέλνοντας τη μαθήτρια στο νοσηλευτήριο: δεν μπορεί παρά να είναι «α σθενής». Ό λο το κολέγιο ξεσηκώνεται και το τε λευταίο πλάνο της ταινίας δείχνει τη διευθύ ντρια, νικημένη, να χάνεται στο βάθος ενός σκο τεινού διαδρόμου, ενώ η καθηγήτρια βρίσκεται μέσα σ’ ένα φωτεινό κύκλο. Δεν θα μπορούσε
ση, σε μια εφηβική καμπή, που συγχωρούνταν σύμφωνα με το φροϋδικό σχήμα. Πολύ σπάνιες είναι οι ταινίες που τόλμησαν να εκμεταλλευτούν την επαναστατική δύναμη της ομοφυλοφιλίας. Ο Μπερτράν Φιλμπέρ ξεχωρίζει, στο βιβλίο του Η ομοφυλοφιλία στην οθόνη, τη θαυμάσια ταινία του Ζαν Βιγκό, Μηδέν διαγωγή. Η ταινία δείχνει μια εξέγερση αγοριών σ’ ένα κο λέγιο. Αν και γυρίστηκε το 1933, της δόθηκε ά δεια προβολής μόνο το 1945. Μια «ιδιαίτερη» φι λία, που μάλλον υπονοείται παρά περιγράφεται, δένει τους δύο υποκινητές, Ταμπάρ και Μπρυέλ. «Ο Ταμπάρ είναι κορίτσι», λένε οι συμμαθητές του. Ο διευθυντής τον νουθετεί λέγοντάς του πως η «ευαισθησία» εκείνου του μικρού του φίλου εί ναι για «ψυχοπαθείς» και «νευροπαθείς». Σε μια σεκάνς που γυρίστηκε με αργή κίνηση, βλέπουμε το γεννητικό τους όργανο να ταλαντεύεται πίσω από την ανασηκωμένη νυχτικιά τους. Ποιητικές
κανείς καλύτερα να δείξει την καταλυτική δύνα μη της ομοφυλοφιλίας, που μπορεί να ορθωθεί μ’ επιτυχία κατά της καταπίεσης. Είναι αλήθεια πως δεν είχαμε αγόρια, αλλά κοπέλες, που η εξέ γερσή τους μπορούσε να περάσει για λιγότερο ε πικίνδυνη για το κατεστημένο. Μήπως η βασί λισσα Βικτωρία δεν είχε δηλώσει πως δεν χρεια ζόταν να θεσπιστούν νόμοι κατά της γυναικείας ομοφυλοφιλίας, αφού αυτή δεν απειλεί τα θεμέ λια της αγγλικής κοινωνίας; Αν αυτή η υποκατά σταση ενός φύλου από ένα άλλο αποδυναμώνει την πολιτική εμβέλεια της ταινίας της Λεοντίν Ζάγκαν, πρέπει να δεχτούμε πως δεν είχε χάσει ωστόσο την ανησυχητική εκρηκτική της φόρτι ση, αφού όταν ξαναγυρίστηκε το 1958, ο Geza Radvanyi έδωσε μια πιο ήπια εκδοχή. Η διευθύ ντρια ζητά συγγνώμη από τις κοπέλες που ταλαι πώρησε και η ερωτευμένη καθηγήτρια φεύγει για πάντα από το σχολείο με τη δική της θέληση: έ τσι τα πάντα επανέρχονται στην «τάξη» με την αναχώρηση της «ένοχης». Το πάθος της κοπέ λας υποβαθμίζεται σε μια περαστική παρέκκλι
ενδείξεις πιο πολύ, παρά επιδεικτική απολργία: κι όμως αυτή η ταινία έφερνε στο φως με την α κτινοβολία που έχουν τα αριστουργήματα, τη σχέση ανάμεσα στην περιθωριακή σεξουαλικό τητα και την αναρχική εξανάσταση. Μολονότι δεν πρόκειται (είναι η ίδια επιφύλαξη που είχαμε για την ταινία της Λεοντίν Ζάγκαν) παρά για έ ναν νεανικό αναρχισμό, στα όρια του κόσμου των παιδιών, για μια ανταρσία που ανησυχεί τους μεγάλους χωρίς να τους απειλεί σοβαρά. II. Μετά το 1968 ύρω στο 1968 - και δεν είναι κάτι τυχαίο, αν αυτές οι ταινίες παρουσιάστηκαν μέσα στην πλήρη ευφορία της απελευθέρωσης των ηθών - , η καθησυχαστική σχέση ανάμεσα στη σεξουαλι κή παρέκκλιση και την πολιτική αντίδραση υ περτονίστηκε, απ’ αυτούς που θα περιμέναμε να έδειχναν μια πιο τολμηρή στάση. Ενώ ο Μπερτολούτσι γύριζε τον Κομφορμίστα (1969), από το μυθιστόρημα του Μοράβια, ο Κώστας Γαβράς,
Γ
76/αφιερωμα γνωστός αριστερός, έδειχνε στο Ζ (1968) ένα φα σίστα δολοφόνο που τύχαινε να ’ναι - απλή σύ μπτωση, άραγε; - ομοφυλόφιλος, και ο Βισκόντι, ομοφυλόφιλος ο ίδιος, επέμενε στους Καταρα μένους (1969), στο ρόλο της ομοφυλοφιλίας στην άνοδο του ναζισμού. Μια τόσο φρικτή δικτατο ρία έπρεπε άραγε να έχει σαν αιτία μια τέτοια πα ρεκτροπή της φύσης; Αυτό ήταν το μήνυμα που συγκροτούσε ο θεατής απ’ αυτές τις ταινίες, ό που ο ομοφυλόφιλος, σύμβολο ατομικό της δη μόσιας φρίκης, γινόταν, ακόμη μια φορά, ένας α ποδιοπομπαίος τράγος. Μερικοί σκηνοθέτες, ωστόσο, φρόντισαν να α σχοληθούν με την καταλυτική δύναμη που κρύ βει καμιά φορά το θάρρος να είσαι διαφορετικός από τους άλλους. Από το 1963 ο Τζόζεφ Λόζεϋ (Ο Υπηρέτης) σκηνοθετούσε την αμφιλεγόμενη γοητεία που α σκούσε πάνω σ’ ένα πλουσιόπαιδο ο υπηρέτης του. Ο καταχθόνιος Ντερκ Μπόγκαρτ γίνεται σιγά-σιγά κύριος του κυρίου του. Καμία σχέση μεταξύ τους, αλλά ο κίνδυνος που επισήμανε ο Μπίσμαρντ βρίσκει μια λαμπρή και ύποπτη δι καίωση: η φυσική έλξη ανάμεσα σε δυο άντρες κλονίζει τις κοινωνικές ιεραρχίες. Η μεγάλη ταινία που κατήγγειλε την ομοφυλο φοβία σαν έκφραση των πιο κονφορμιστικών και αντιδραστικών ενστίκτων είναι οι Σκηνές κυνη γιού στη Βαυαρία του Πέτερ Φλάισμαν (1968), μια απεικόνιση με βιτριόλι της παραδοσιακής Γερμανίας. Οι φιλήσυχοι κάτοικοι ενός ορεινού χωριού ξεσπούν με μανία πάνω σ’ ένα νέο που το μοναδικό του έγκλημα είναι ότι αποφεύγει τα τσιμπούσια και τα μεθύσια τους, απομονωμένος στη μικρή του κοινωνία από το μυστικό της ιδιω τικής του ζωής. Ένας μύθος συναρπαστικός πράγματι, γιατί στόχευε, μέσα από την παρατή ρηση της καθημερινής ζωής, τον συνηθισμένο φασισμό των «καλών ανθρώπων». Ύστερα ήρθε το Θεώρημα, το 1968· μια ηθο γραφία γύρω από τον ανατρεπτικό ρόλο της σε ξουαλικότητας που εισβάλλει σε μια αστική οι κογένεια. Ο Τέρενς Σταμπ, φιλοξενούμενος για λίγες μέρες και άγγελος του ιδιόμορφου, απο πλανά διαδοχικά τη μητέρα, την κόρη και την υ πηρέτρια, αλλά ακόμη και τον πατέρα και το γιο. Ο Πάολο, ο πατέρας, ύστερα απ’ αυτή τη σαρκι κή εμπειρία, πρωτόγνωρη γι’ αυτόν, χαρίζει το εργοστάσιό του στους εργάτες του, ύστερα πη γαίνει στο σταθμό του Μιλάνου και εκεί, καταμεσίς στο πλήθος, γδύνεται σιγά-σιγά, και μένει τε λικά γυμνός. Διπλή απογύμνωση, οικονομική και ενδυματολογική, διπλό σύμβολο της ανάστα σης για μια νέα ζωή στη οποία φτάνει, αφού α παλλάχτηκε από τις κοινωνικές και σεξουαλικές συμβατικότητες, που ίσαμε τότε τον έπνιγαν. Αυ τή η ταινία παρ’ όλα της τα ελαττώματα, είναι η μόνη όπου ο Παζολίνι τόλμησε ν’ αναφερθεί στην
επαναστατική φόρτιση που κλείνει μέσα της η ο μοφυλοφιλία. Η Τριλογία της ζωής, ένας ύμνος των ερωτι κών απολαύσεων, ασχολείται αποκλειστικά με τον ετεροφυλόφιλο έρωτα και όσο για το ΣαλόΣαντ (1975), μια παραβολή γύρω από τις κατα χρήσεις της εξουσίας, η ομοφυλοφιλία του πα ρουσιάζεται πάλι σαν ένα πρόσθετο στοιχείο της φασιστικής διαστροφής, ούτε λίγο, ούτε πολύ, ό πως και στους Καταραμένους του Βισκόντι. Πόσο απογοητεύουν οι Ιταλοί! Η ταινία του Εττόρε Σκόλα Μια ξεχωριστή μέρα (1977), δια φέρει ευτυχώς απ’ αυτό το μοιρολόγι της ένοχης συνείδησης. Για πρώτη φορά, βλέπουμε έναν ώρι μο ομοφυλόφιλο (Μαρτσέλλο Μαστρογιάννι) στο ρόλο ενός περιθωριακού πολιτικού. Ενώ το πλή θος της Ρώμης ξεχύνεται στους δρόμους για να παρακολουθήσει μια πανηγυρική εκδήλωση του Μουσολίνι, εκείνος μένει κλεισμένος στο σπίτι του και μόνη του παρηγοριά είναι η συντροφιά μιας γειτόνισσας, που κι αυτή έχει αποκλειστεί από τη γιορτή γιατί την έχει περιορίσει ο άντρας της στις οικιακές της ασχολίες. Θαυμάσιος πα ραλληλισμός ανάμεσα στη μοίρα της γυναίκας και τη μοίρα του ομοφυλόφιλου, έστω κι αν η ι δέα να πλαγιάσουν μαζί, πιο πολύ άλλωστε από κόπωση και θλίψη παρά επειδή έχουν όρεξη για κάτι τέτοιο, φαίνεται να είναι μια παραχώρηση στο κοινό και ένας περιττός φόρος τιμής τόσο στην ομορφιά της Σοφία Λόρεν όσο και στην «κανονικότητα» του εκτός νόμου. Στο τέλος της μέρας, η αστυνομία έρχεται να τον συλλάβει: για σεξουαλική παρέκκλιση ή για πολιτική αντίσταση; Ας κρίνει πια ο θεατής. (...). Στο μεταξύ, εδώ και είκοσι χρόνια, δυο εικό νες κυριαρχούν, που τις κληροδότησε ο προπο λεμικός κινηματογράφος: η κωμική εικόνα και η δακρύβρεκτη. Η Κωμική εικόνα να είναι η ανώδυνη κωμική παρωδία του Χορού των Βρυκολάκων του Ρομάν Μ πορεί Πολάνσκι (1967), όπου βλέπουμε έναν σάτυρο συμπαθητικό και αστείο να κυνηγά επίμονα τον ήρωα, ο οποίος του γλιστρά ανάμεσα στα δόντια ένα βιβλίο για να γλιτώσει από το δαγκανιάρικο φιλί του· ή η χαρούμενη και ανέμελη κωμωδία τα Αγόρια της παρέας του Ουίλιαμ Φρήντκιν (1969), πρώτη ταινία όπου όλα τα πρόσωπα ήταν ομοφυ λόφιλοι: σ' αυτόν που γιόρταζε τα γενέθλιά του, οι φίλοι του χάριζαν δώρα-έκπληξη και επιστέγα σμα της φαρσοκωμωδίας, έναν θεσπέσιο καουμπόυ. Αλλά τις περισσότερες φορές πρόκειται για κωμωδίες χοντροκομμένες και μπερμπάντικες, που μεταφέρουν όλες τις κοινοτοπίες γύρω από τις «αδελφές», που η ζωή τους παρουσιάζε ται σαν μια γκροτέσκα παραποίηση του συζυγι
αφιερωμα/77 κού ζευγαριού (Το κλουβί με τις τρελές 1 και 2, του Εντουάρ Μολιναρό, 1978 και 1981) ή για μια φτηνή αναπόληση δυο μοναχικών ανθρώπων που τους αλυσοδένει ένα αμοιβαίο μίσος (Η Σκάλα του Στάνλεϋ Ντόνεν, 1969). Το Επίσημο ένδυμα του Μπερτράν Ταβερνιέ (1986), που χαιρετίστηκε από τα έντυπα των gay σαν ένα έργο λυτρωτικό, έδειχνε επιδεικτικά τα πιο ξεπερασμένα στερεό τυπα: ο ομοφυλόφιλος, ακόμα κι αν είναι σωμα τώδης, σαν τον Ζεράρ Ντεπαρντιέ, δεν μπορεί παρά να γοητεύεται από τη μεταμφίεσή του σε γυναίκα, και καταλήγει αναγκαστικά στα σκέρ τσα κάθε τραβεστί.
σιλουέτα ενός γέρου ηθοποιού φτιασιδωμένου υ περβολικά, φθαρμένου καμποτίνου και ξεζουμι σμένης «αδελφής», περνά επίσης στην ταινία, σαν μια προειδοποίηση για τους νέους που πρέπει να φυλάγονται από ένα τόσο αξιολύπητο μέλλον. Η Ντόλτσε Βίτα (1960) φορτίζει πιο πολύ ακόμα αυτή την εικόνα: η εμφάνιση δύο φτιασιδωμένων αλανιάρηδων ανάμεσα στους καλεσμένους της γιορτής στη βίλα του νεόπλουτου τονίζει τον παρακμιακό χαρακτήρα αυτού του όργιου. Αντίθετα, το Σατυρικό (1969), ίσως επειδή η πλοκή του απωθείται στην Αρχαιότητα και όσα είχαν γίνει τόσο παλιά δεν αφορούν πια τους ση-
Πιο περίπλοκη φαίνεται να είναι η περίπτωση του Φελλίνι. Ενώ οι φαντασιώσεις του εκφράζουν πιστά, παρ’ όλη την επιφανειακή τους εκκεντρικότητα, τις προτιμήσεις, τα ήθη, τις συνειδητές και υποσυνείδητες ενορμήσεις των συμπατριω τών του, αντιμετωπίζει τους ομοφυλόφιλους με μια απόλαυση ανάμικτη μ’ έναν ακαθόριστο φό βο. Διστάζει ανάμεσα στην καταδίκη, τον σκε πτικισμό και το χιούμορ, και η άποψή του, που αλλάζει από τη μια ταινία στην άλλη, αντανακλά τις αντιφάσεις του μέσου Ιταλού, που με το γέλιο ξεφεύγει από την έλξη που αισθάνεται για τα πρό σωπα του ίδιου φύλου. Στους Βιτελλόνι (1953), ο Αλμπέρτο, ο πιο ανώριμος απ’ αυτή την ομάδα των νεαρών αργόσχολων, ένας κλαψιάρης χοντρομπεμπές που δεν εννοεί να μεγαλώσει, με ταμφιέζεται σε γυναίκα για την τελική γιορτή, και τον βλέπουμε, χαράματα, να περιπλανιέται μόνος κι έρημος πίσω από ένα διαλυμένο μακιγιάρισμα, έμβλημα της μοίρας που περιμένει τους ανώριμους σε μια μικρή επαρχιακή πόλη. Η
μερινούς ανθρώπους, δίνει μια πολύ πιο συμπα θητική εικόνα του gay ζευγαριού. Αν ο Τζιτόνε (Μαξ Μπορν), μ’ ένα στεφάνι τριαντάφυλλα στα ξανθοκάστανα μαλλιά του, έχει έναν αέρα αμφι λεγόμενο και σχεδόν αρρωστιάρικο, το ζευγάρι του Έγκολπου (Μάρτιν Πόττεφ) και του 'Ασκυλτου (Χίραμ Κέλλερ) διαβαίνει τα μιάσματα της ρωμαϊκής παρακμής με μια φωτεινή αθωότητα. Γιατί ο σκηνοθέτης χρησιμοποίησε αγγλοσάξωνες ηθοποιούς; Επειδή, όπως δήλωσε, φαίνεται πως δεν υπάρχουν ομοφυλόφιλοι στην Ιταλία. Φράση που, πίσω από το τυπικά φελλινικό κα λαμπούρι της, αποκαλύπτει μια βαθύτερη ιδιότη τα του ιταλικού χαρακτήρα. Επίσημα, η ομοφυ λοφιλία δεν αφορά κανέναν στην Ιταλία- την α γνοούν δεν έφτασε ποτέ στις όχθες όπου αγρυ πνούν ο Δάντης και ο Μαντσόνι αδέκαστοι φύ λακες της αρρενωπής ευθύτητας (...). Ο μόνος τρόπος για τον Φελλίνι να παρουσιάσει ομοφυλό φιλους που ν’ αξίζουν κάποιαν εκτίμηση ήταν να διαλέξει ξένους. Απόδειξη a contrario στην ταινία
78/αφιερωμα Roma (1972), όπου πάλι ξεμυτίζει η γελοιο γραφία. Μπροστά στον Καζανόβα, τελικά, (1976), δεν ξέρει πια κανείς τι να σκεφτεί. Το σενάριο που έ γραψε ο Φελλίνι μαζί με τον Μπερναντίνο Ζαππόνι, αναφέρει μόνο για τη γιορτή που δίνεται στο παλάτι του Ντυ Μπουά, κοντά στην Πάρμα: «Στο πλατώ, συνωθούνται έξι-εφτά ηθοποιοί ντυ μένοι σαν αρχαίοι Ρωμαίοι, τραγουδούν πολύ δυ νατά, και τους συνοδεύουν έγχορδα. Ανάμεσά τους, δυο είναι καστράτι [ευνουχισμένοι], ντυμέ νοι γυναίκες αλλά που εύκολα αναγνωρίζει κα νείς». Γυρίζοντας την ταινία, ο Φελλίνι είχε προ σθέσει την καταπληκτική σαρκοβόρα μιμική του Ντυ Μπουά (ο μεγάλος Ντάνιελ Εμίλφορκ σαν Δράκουλας) που προσπαθεί ν’ αποπλανήσει το νεαρό ανδρόγυνο, μεταμφιεσμένο σε λιμπελούλα: μια ερωτική και σκληρή ιεροτελεστία, κάτι ανάμεσα στην όρχηση της ακρίδας και το χορό του βρυκόλακα. Η προσθήκη αυτού του επεισο δίου, και το ύφος με το οποίο το γύρισε ο Φελλίνι, που θυμίζει συνάμα ταινίες φρίκης και γκρανγκινιόλ, απεικονίζουν ακόμα μια φορά τους δι σταγμούς του σκηνοθέτη ανάμεσα στην αναπα ράσταση της φρίκης και την μπουρλέσκα αναπα ράσταση του ομοφυλόφιλου. Μια άλλη περιπέτεια που έτυχε πάνω στο γύρι σμα, δεν μας σαστίζει λιγότερο. Ο Καζανόβας, ό πως ξέρουμε, πλάγιαζε με αγόρια όσο και με κο ρίτσια, και ο Φελλίνι είχε γυρίσει μια σεκάνς που τον έδειχνε αγκαλιά, πάνω στα μαξιλάρια ενός ντιβανιού μ’ έναν εξαίσιο μαύρο. Στο μοντάζ, αυ τή η σεκάνς κόπηκε. Γιατί; Επιθυμία άραγε να μην παραφορτωθεί αυτός ο ήρωας, δείχνοντάς τον σαν έναν «πολύμορφο διεφθαρμένο», πρόθυ μο για όλες τις μαλαγανιές; Ή αντίθετα, από φό βο μήπως του χαρίσει μια πρόσθετη γοητεία, χαρίζοντάς του μια τόλμη λυτρωμένη κι από την τε λευταία συμβατικότητα; Ο Καζανόβας, όταν δια βάζουμε τα Απομνημονεύματά του, παραμένει έ να από τα πιο ωραία παραδείγματα της σεξουα λικής ελευθερίας, έτσι όπως μπορούσαν να τη ζήσουνε στον 18ο αιώνα, πριν από την καπιταλιστι κή συσσώρευση και την ηθική απόφυσή της, την έξαρση της οικογένειας. Εξαιτίας των προσωπι κών του αντιφάσεων, πρέπει ν’ αναγνωρίσουμε πως ο σκηνοθέτης δεν έδειξε την ίδια ανεξαρτη σία με το πρότυπό του, έστω κι αν η ταινία του είναι σ’ άλλα της σημεία καταπληκτική. Η δακρύβρεχτη εικόνα ξεπεσμός, αυτοκτονίες, δολοφο νίες: όπως το μυθιστόρημα, ο κινηματο Μ οναξιά, γράφος επιμένει να δείχνει τους ομοφυλόφιλους σαν θύματα, είτε της κοινωνίας που τους διαλύει, είτε των εσωτερικών τους συγκρούσεων. Ο απο λογισμός κάθε τέτοιας τραγωδίας είναι εντυπω
σιακός. 1962, Μια γεύση από μέλι του Τόνυ Ρίτσαρντσον. Μελαγχολικό πορτραίτο ενός νεαρού πρεζάκια στη σκυθρωπή Αγγλία των βιομηχανικών πόλεων. Θα μπορούσαμε να ελπίζουμε πως θα βρει μια συντροφιά με τη Τζο, μια κοπέλα που ά φησε έγκυο ένας ναυτικός κι ύστερα την παράτη σε. Ο Τζων και η Τζο αποφασίζουν να ζήσουν μα ζί, αγνά- αλλά έρχεται ξαφνικά η μάνα της Τζο, που διώχνει τον αρκετά θηλυπρεπή φίλο της κό ρης της και τον ξαναστέλνει στη μοναξιά του. 1974, Το δικαίωμα του πιο ισχυρού (Faustrecht der Freihat) του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ. Αυ τός ο σκηνοθέτης δεν δυσκολευόταν να μιλά για την ομοφυλοφιλία του. Σ’ έναν δημοσιογράφο που τον ρώτησε αν οι σχέσεις του με τους γονείς του (απόμακρος πατέρας, μητέρα-καθρέφτης) δεν ήταν η κλασική οικογενειακή κατάσταση που οδηγεί στην «ομοφυλόφιλη καθήλωση», α πάντησε: «Η ομοφυλοφιλία είναι σίγουρα ένα κοινωνικό και όχι ένα έμφυτο γεγονός». Απάντη ση διφορούμενη, που από τη μια αντιθέτει μια υ γιή απόρριψη στους απόστολους της ψυχανάλυ σης, αλλά που από την άλλη ανακαλύπτει τα αί τια της ομοφυλοφιλίας. Η ταινία αφηγείται την ι στορία του Φοξ (το ρόλο ερμηνεύει ο ίδιος ο Φασ μπίντερ), που δουλεύει σ’ ένα τσίρκο και κερδίζει τον πρώτο λαχνό· αφήνεται να τον εκμεταλλευ τεί ένας απένταρος αστός· ο εραστής του τον πα ρατά και ο νεαρός πεθαίνει μόνος κι έρημος σ’ έ να διάδρομο του ηλεκτρικού. Ταινία εξαίσια, που άξιζε πράγματι γιατί απομυθοποιούσε τον ρομαν τικό θρύλο της ειδυλλιακής φιλίας και περιέγρα φε, επιτέλους, μια ερωτική σχέση σαν μια οικο νομική σχέση. Ταινία δυνατή και γεμάτη απελπι σία, όπως ένα διήγημα του Μωπασσάν. 1977, Η φυσική συνέπεια, του Βόλφγκαγκ Πέτερσεν. Η πιο δακρύβρεχτη ταινία, επειδή ο πρω ταγωνιστής είναι ένα αγόρι δεκάξι χρονών: γιος του διευθυντή μιας ελβετικής φυλακής και ερα στής του Μάρτιν, ενός ώριμου φυλακισμένου που καταδικάστηκε για αποπλάνηση ανηλίκου. Οι γονείς του Τόμας ανακαλύπτουν το δεσμό και στέλνουν το νεαρό σ’ ένα αναμορφωτήριο όπου πέφτει θύμα των ορέξεων ενός βασανιστή δεσμο φύλακα. Δραπετεύει και συλλαμβάνεται πολλές φορές, ύστερα αφήνεται ελεύθερος, αλλά για να μπορέσει να ζήσει πουλάει το κορμί του σ’ έναν χοντρό βουλευτή. Αηδιασμένος από τον εαυτό του, γίνεται αλκοολικός, μέσα στην απελπισία του· είναι πια ένα σωστό ναυάγιο, λίγα χρόνια αργότερα, όταν τον ξαναβρίσκει ο Μάρτιν, μετά τη φυλακή, και που δεν είχε πάψει να τον περι μένει. Αγαπιούνται πάντα με το ίδιο πάθος, αλλά ο Τόμας διαλυμένος από τις εμπειρίες του δεν δέ χεται τη βοήθεια του Μάρτιν. Μια μέρα το σκάει, μπαίνει σε μια βάρκα και πνίγεται στο βάθος μιας λίμνης. Κάπως μελοδραματική, αλλά με
αφιερωμα/79 μια ειλικρινή ερμηνεία των ρόλων από δυο κα λούς ηθοποιούς, αυτή η ταινία παραμένει μια συγκινητική μαρτυρία γύρω από το κοινωνικό πρόβλημα των σχέσεων ανάμεσα σ’ έναν μεγάλο κι έναν ανήλικο. 1980, Το χαμίνι του Σαν Πάολο, του Έκτορ Μπαμπένκο. Η ομοφυλοφιλία στο βραζιλιάνικο υπο-προλεταριάτο, ταιριασμένη με την εξαθλίω ση και την εγκληματικότητα. Περιγραφή χωρίς παραχωρήσεις, των ξεριζωμένων νέων που ζούνε στα προάστια μιας μεγαλούπολης. 1982, Ά γγελος του Γιώργου Κατακουζηνού. Πολύ μελοδραματική ταινία επίσης, αλλά, όπως λέει ο σκηνοθέτης, είναι μια πιστή διαπίστωση απ’ όσα γίνονται στην Ελλάδα, παρ’ όλες τις κοι νοτοπίες γύρω από τον σωκρατικό έρωτα· αυτό το έργο όταν παρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ των Καννών προκάλεσε τη θυμηδία του κοινού. Ένας φτωχός νέος ερωτεύεται έναν νταγκλαρά που δεν καταδέχεται να έχει δεσμό με κάποιον του ίδιου φύλου, αν δεν τον ντύσει γυναίκα και δεν τον α ναγκάσει, για να τον εξευτελίσει ακόμα περισσό τερο, να πηδιέται. Ο Άγγελος στο τέλος επανα στατεί και σκοτώνει τον εραστή του. 1984, Το φιλί της γυναίκας αράχνη, του Έκτορ Μπαμπένκο. Ανάμεσα στις ίδιες και ίδιες ταινίες του ξεπεσμού, είναι η πιο πρωτότυπη συμβολή. Ο Μολίνο, φυλακισμένος για βιασμό ανηλίκου, εί ναι ο τύπος της θεότρελης «αδελφής», που ταυτί ζεται με τις βεντέτες του παγκόσμιου κινηματο γράφου. Κοντά στον σύντροφο του κελιού του, τον σκληρό Βαλεντίν, πολιτικό κρατούμενο, ωρι μάζει, αντρώνεται, αρνείται να γίνει χαφιές όπως του προτείνει ο διευθυντής της φυλακής και δέχε ται, αντίθετα, να μεταφέρει ένα παράνομο μήνυ μα στους πολιτικούς φίλους του Βαλεντίν. Αλλά αυτοί, νομίζοντας πως έχει συννενοηθεί με την α στυνομία, τον σκοτώνουν στη μέση του δρόμου. Ωραία παραβολή, από ένα μυθιστόρημα του Αρ γεντινού Μανουέλ Πουίγκ, γύρω από την αδυνα μία του ομοφυλόφιλου ν’ αποδεσμεύσει τους άλ λους από την αρνητική εικόνα που έχουν για κά θε ομοφυλόφιλο, που είναι οπωσδήποτε ένα τζινάβι, ένας επίορκος, ένας καταδότης. 1987, Τεντώστε τ ’ αυτιά σας, του Στέφεν Φρήαρς. Αληθινή ιστορία, που έγινε στη δεκαε τία του ’60 στην Αγγλία, ανάμεσα στον Τζόε Ό ρτον, επιτυχημένο συγγραφέα, και τον εραστή του, που ζηλεύοντας αυτή την επιτυχία και νιώ θοντας ο ίδιος αποστερημένος και ταπεινωμέ νος, τον σκοτώνει από πείσμα και επειδή φοβά ται μήπως τον παρατήσει. Λαμπρή περιγραφή των κύκλων gay του Λονδίνου, με τη χιουμοριστι κή πλευρά των διφορούμενων διαλόγων και τις φτηνές σκηνές από ψωνιστήρια μέσα στις τουα λέτες. Μερικοί θεατές κρατούν απ’ αυτή την ται νία τη σωστή ιδέα πως αυτό το ζευγάρι έχει αποτύχει γιατί είναι ανθρώπινο κι όχι επειδή είναι ο
μοφυλόφιλο. Αλλά άλλοι, οι περισσότεροι, έφυ γαν με την ανάμνηση της τελικής τραγωδίας, που συνταιριάζει, για ακόμα μια φορά, την ομο φυλοφιλία με μια δύναμη διεστραμμένη και κα ταστροφική. Μέσα στην άκρατη αυτή περιγραφή της ένοχης ομοφυλοφιλίας, ξεχωρίζουν τέσσερις ιδιαίτερες παραλλαγές. Η στρατιωτική παραλλαγή. Να είναι κανείς μόνιμος στο στρατό, αυτό τον εκθέτει σε μια στε νή ανδρική συνάφεια σε κάθε στιγμή και συνάμα
Σκηνή από τον «Υπηρέτη» του Τζ. Λόζεϋ
επιβάλλει μια αυστηρή σεξουαλική πειθαρχία. Κι αυτό γίνεται αφορμή, για μερικούς, μιας σύ γκρουσης που ωριμάζει μέσα τους με το χρόνο· η έκρηξη που ακολουθεί τους παρασύρει σε δραμα τικές συνέπειες. Η ταινία Ανταύγειες σε χρυσά μάτια, του Τζών Χιούστον (1967), φέρνει αντιμέ τωπους, σ’ ένα στρατιωτικό καταυλισμό στις νό τιες πολιτείες της Αμερικής, τον λοχαγό Πέντερτον και τον στρατιώτη Ουίλιαμς. «Σχετικά με τη σεξουαλικότητα, γράφει η Κάρσον Μακ Κάλλερ στο μυθιστόρημά της, ο λοχαγός βίωνε μέσα του μια λεπτή ισορροπία ανάμεσα στο αρσενικό και το θηλυκό στοιχείο- ήταν προικισμένος με την ευαισθησία των δύο φύλων, αλλά του έλειπε η ε νεργητική δύναμη του ενός και του άλλου». Είναι ένας άνθρωπος που η απώθηση της ομοφυλοφι λίας τον κάνει πικρόχολο και στείρο. Ατενίζοντας τον στρατιώτη Ουίλιαμς που καλ πάζει γυμνός μέσα στο δάσος, εκστασιάζεται α πό τη ζωϊκή ακτινοβολία της εκρηκτικής του ζω
80/αφιερωμα τικότητας. Η μοναδική διέξοδος για τον λοχαγό (ο Μάρλον Μπράντο σ’ έναν από τους μεγάλους ρόλους του) θα είναι να σκοτώσει τον στρατιώτη, αφήνοντας τον εαυτό του να πιστέψει πως ερωτο τροπεί αυτός με τη γυναίκα του. Ο Λοχίας, του Τζων Φλυν (1968), επιλέγει τη λύση της αυτοκτο νίας: δεν υπάρχει άλλος τρόπος να γλιτώσει ο υπαξιωματικός (Ροντ Στάιγκερ), αφού άρπαξε ένα φιλί από τον στρατιώτη (τον ωραίο Τζών Φίλιπ Αώου), παρά φυτεύοντας μια σφαίρα στο κεφάλι του. Η εστετίστικη παραλλαγή. Ένα διάσημο όνο μα έρχεται αμέσως στο νου: ο Λουκίνο Βισκόντι. Από το 1942, θα παρουσιάσει στην ταινία Ossessione, διασκευασμένη από το βιβλίο του Τζαίημς Καίην Ο ταχυδρόμος θα χτυπήσει δυο φορές, ένα πρόσωπο που λείπει από το μυθιστόρημα, έναν α λήτη, τον Σπανιόλο. Αυτός ο περιπλανώμενος, αυτός ο νομάδας προσπαθεί να πάρει μαζί του τον Τζίνο και να τον τρέχει παντού, μ’ έναν έρω τα ανοικτά ομοφυλόφιλο που όχι μόνο θα λύτρω νε τον Τζίνο από τη Τζοβάνα, αλλά θα τον απο μάκρυνε από τις γυναίκες και θα τον γλίτωνε από την κόλαση που τον έρριξε η μοίρα του. Είναι η μοναδική ταινία όπου ο Βισκόντι συσχέτισε την ομοφυλοφιλία με την ανθρώπινη ελευθερία, με τον ανοικτό ορίζοντα, με την ελπίδα μιας νίκης πάνω στο θάνατο. Αφού απαρνήθηκε στις κατο πινές ταινίες του τη νεορεαλιστική απλότητα του Ossessione, με μια φορμαλιστική όλο και πιο προ ωθημένη εκζήτηση, διάλεξε συνάμα ένα ζοφερό και παρακμασμένο όραμα της ομοφυλοφιλίας. Κάτι σαν ένα καταραμένο συμβόλαιο τη δένει πότε με τη ναζιστική βαρβαρότητα (Οι Καταρα μένοι, 1969), πότε με τη μαζοχιστική αυτοκατα στροφή (Θάνατος στη Βενετία, 1971), πότε με τον σωματικό και ηθικό ξεπεσμό (Το Λυκόφως των θεών, 1973). Οι Καταραμένοι και το Λυκόφως των θεών παραπέμπουν σε ιστορικά γεγονότα, στη Νύχτα των μεγάλων μαχαιριών στη Γερμα νία, στις συμφορές του Λουδοβίκου Β' της Βαυα ρίας. Ο Θάνατος στη Βενετία δεν είναι παρά μια εικονοποίηση ενός πασίγνωστου κειμένου, αλλά για την προτελευταία του ταινία Η γοητεία της α μαρτίας (1974), πάνω σ’ ένα πρωτότυπο σενάριο, είναι ο ίδιος ο Βισκόντι που διάλεξε αυτό το θέ μα. Η συμπάθεια του γέρου καθηγητή που ζει κλεισμένος στο διαμέρισμά του, ανάμεσα στα βι βλία του και τα έργα τέχνης (Μπαρτ Λάγκαστερ) για τον νέο και φωτεινό παρείσακτο (Χέλμουτ Μπέργκερ), περιορίζει την ομοφυλοφιλία σε μια στείρα ενατένιση, επιταχύνοντας έτσι την αίσθη ση ανικανότητας και αποτυχίας μιας ολόκληρης ζωής. Ανεπαρκής φυσικά ανάλυση, που δεν αποδίδει ούτε την πολυτέλεια αυτών ταινιών που μπορεί α πό μόνη της να χαρίσει κάποια παρηγοριά, ούτε κυρίως κάποιες ενδείξεις που γλιστρά ο Βισκό-
ντι, εδώ κι εκεί, σαν να μας καλεί σε μια παράλ ληλη ανάλυση. Αν η ομοφυλοφιλία του Λουδοβί κου, επειδή δεν τη δέχεται άνετα, τον διαλύει ψυ χικά, είναι ίσως επειδή η βασιλική του υπόσταση τον αποστερεί από την ελευθερία που είναι απα ραίτητη για να λυτρωθούν όλα του τα ένστιχτα. Ωστόσο, οι σύντομες σκηνές που μας δίνει με τους υπηρέτες του και ιδιαίτερα τον Χόρνιχ (όλο υγεία και ωραίος ηθοποιός) μας αφήνουν να μα ντέψουμε μια άλλη ποικιλία ομοφυλόφιλων που δεν τους σημάδεψε καθόλου ο μοιραίος θάνατος, αλλά που ξεχειλίζουν αντίθετα, από νιάτα και ζωτικότητα. Είναι επίσης πολύ χαρακτηριστική η σημαντική αλλαγή που έκανε ο Βισκόντι στο α φήγημα του Τόμας Μαν. Ο Τάτζιο, στο βιβλίο του Τόμας Μαν, δεν έχει συνείδηση της γοητείας που ασκεί: ούτε περνά από το νου του πόσο εντυ πώσιασε τον Άσενμπαχ. Στην ταινία, όχι μόνο προσέχει τις ματιές του ξένου, αλλά ανταποκρίνεται σ’ αυτές, και παίζει, ερεθίζοντας με τις τσαχπινιές του την επιθυμία του μυστήριου ταξι διώτη, τον προκαλεί με την αγγελική αγνότητα της εφηβείας. Θλιβερή αλλοίωση της πρωτότυ πης αφήγησης, αλλά δικαιολογείται αν δεχτούμε πως ο Βισκόντι θέλησε ν’ αντιπαραθέσει, στη φτιασιδωμένη και καταθλιπτική ομοφυλοφιλία του Άσενμπαχ, μια δροσερή τονωτική ομοφυλο φιλία που ακτινοβολά με τα ξανθά μαλλιά και τον νεανικό μαγνητισμό της. Έπρεπε, λοιπόν, ν’ ανασύρει τον Τάτζιο μέσα από τον παιδικό του ύ πνο και να μας τον δείξει, αν όχι ομοφυλόφιλο, τουλάχιστον σαν ένα αγόρι πονηρεμένο, που όχι μόνο δεν αποστρέφεται, αλλά νιώθει και μια έ ντονη ευχαρίστηση, μπροστά στα τσαλίμια ενός καλοκαμωμένου γέρου που πολιορκεί το χαριτω μένο αυτό πλάσμα. Φτάνει να έχει ταλαιπωρηθεί ψυχικά ή σωματι κά κάποιο ιστορικό πρόσωπο εξαιτίας των σε ξουαλικών του προτιμήσεων, για να γίνει η ξεχω ριστή λεία των «εστέτ» του κινηματογράφου. Ο Κεν Ράσελ αφιέρωσε στην ερωτική ζωή του Τσαϊκόφσκυ τους Αιώνιους Εραστές (1971), μια ται νία δυνατή και υπερβολική που τόλμησε ν’ αποκαλύψει στο μεγάλο κοινό την αλήθεια γύρω από έναν από τους πιο αγαπημένους του μουσικούς. Ο Ντέρεκ Τζάρμαν, παλιός σκηνογράφος του Κεν Ράσελ, γύρισε δυο ανείπωτες πορνοκουλτουριάρικες σούπες: τον Σεμπαστιάνε (1976) με δια λόγους στα λατινικά(Ι), όπου τα αρχαιόπρεπα σκηνικά και οι Ρωμαίοι στρατιώτες που ρίχνουν τα βέλη τους πάνω στον Άγιο Σεβαστιανό χρησι μεύουν για άλλοθι μιας σαδομαζοχιστικής επιδειξιομανίας με ξελιγωμένα γυμνά σώματα· και τον Καραβάτζιο (1986), εξεζητημένη και γελοία ανα πόληση του ζωγράφου που πέθανε σ’ ένα ακρο γιάλι κάτω από αξεδιάλυτες συνθήκες όπως ο Βίνκελμαν στην Τεργέστη ή ο Παζολίνι στην Ό στια- θα άξιζε μια καλύτερη μεταχείριση.
Η ταπεινωτική παραλλαγή. Άρχισε με την Σάρκα, του Πωλ Μόρρισέη (1968): μια αυτάρε σκη περιγραφή μιας μέρας από τη ζωή ενός κί ναιδου (ο όμορφος Τζο Νταλέσαντρο) στις παλιογειτονιές της Νέας Υόρκης. Συνέχισε με το Ψωνιστήρι, του Ουίλλιαμ Φρήντκιν (1980). Ο Φρήντκιν είχε γυρίσει, έντεκα χρόνια νωρίτερα, Τα Αγόρια της παρέας, μια ταινία πρωτότυπη και τονωτική. Το Ψωνιστήρι, αντίθετα, είναι ένα έργο ταπεινωτικά ομοφυλόφοβο. Οι Αμερικανοί οργανωμένοι gay, διαμαρτυρήθηκαν με διαδηλώ σεις εκεί που γυριζόταν η ταινία. Βλέπουμε ένα μπάτσο (Αλ Πατσίνό) που του αναθέσανε να κά νει έρευνες στους κύκλους των σκληρών ομοφυ λόφιλων της Νέας Υόρκης για ν’ ανακαλύψει ποιος δολοφόνησε πολλούς ομοφυλόφιλους, σφάζοντάς τους τον έναν μετά τον άλλο. Ο δολο φόνος χτυπά με στιλέτο τα θύματά του, αφού πλαγιάσει μαζί τους, ύστερα από μια σύντομη και ανώνυμη σεξουαλική σχέση: μια μόδα (frick) που τόσο αρέσει σ’ όσους συχνάζουν σε τουαλέ τες. Η πλευρά ντοκυμανταίρ της ταινίας έχει εν διαφέρον αλλά η ιστορία απογοητεύει. Ο αστυνό μος, που νιώθει φρίκη στην αρχή απ’ αυτά τα ή θη, σιγά-σιγά γοητεύεται. Στο τέλος της ταινίας, αφού πιάσανε το δολοφόνο και μολονότι τα εγ κλήματα συνεχίζονται, ο θεατής σκέφτεται πως ο μπάτσος, όχι μόνο προσχώρησε σ’ αυτή τη «μόδα», αλλά πως του καλαρέσει να σκοτώνει κι αυτός. Σιωπηρό συμπέρασμα: η ομοφυλοφιλία εί ναι ένας ιός μεταδοτικός, νοσηρός, μοιραίος, για όσους τον αρπάξουν. Η υστερική παραλλαγή. Σε μεγάλη εκτίμηση από τους σνομπάκηδες, ξεκίνησε από τον περι θωριακό κινηματογράφο (underground) της Νέας Υόρκης· οι περισσότερες ταινίες που έδωσε αυτό το είδος είναι απαίσιες, μοναδικός τους νόμος εί ναι η αποχαλίνωση των φαντασιώσεων. Κραιπά λη καμποτινισμού, χείμαρρος αδέσποτων εικό νων, αυταρέσκεια, άσκοπα νοήματα, φτηνή ρη τορεία. Αν αυτές οι ταινίες ήταν ετεροφυλόφιλες θα λέγαμε πως μας τις κληροδότησε ο χειρότε ρος Ντ’ Ανούντσιο. Ο Αμερικανός Κένεθ Άν-
γκερ έδωσε το παράδειγμα από το 1947 με τα Πυ ροτεχνήματα και σίγουρα ο Πορφυρός Νάρκισ σος, «ανωνύμου» (1972), μια παραλλαγή γύρω α πό τις αυνανιστικές φαντασιώσεις ενός νέου, εί ναι δικό του έργο (...). Ύστερα ο Καβγατζής, του Φασμπίντερ,από το έργο του Ζενέ (1982), δεν τό νισε παρά τη μεγαλοστομία και τον ξεπερασμένο λυρισμό του βιβλίου (...). Μια φυσική εικόνα νάμεσα σ’ αυτές τις εικόνες: τη δακρύβρε χτη, παθολογική, υστερική, εστετίστικη, κωμική ή ταπεινωτική του ομοφυλόφιλου, δεν υ πάρχει άραγε κάποια θέση για μια φυσική εικό να, που να τον δείχνει, εννοώ, σαν μια τέλεια υγιή παραλλαγή της φύσης, και όχι σαν το αποτέλε σμα μιας κατασταλτικής παιδείας; Απαλλαγμέ νο τόσο από μια κατάρα όσο και από τη γελοιο ποίηση, και που αν γνωρίσει τη δυστυχία, να μη σημαδεύεται καθόλου από τη σφραγίδα κάποιας ιδιαίτερης μοίρας, αλλά να επωμίζεται τις καθη μερινές συγκυρίες της ανθρώπινης μοίρας; Οι μανιασμένοι ναύτες του Φασμπίντερ (...), τα πα ρανοϊκά πλουσιόπαιδα του Μάνκιεβιτζ, οι διε στραμμένοι του Χίτσκοκ, οι αναιμικοί βασιλιά δες του Βισκόντι: θύματα, όλοι τους, της κοινω νίας που τους εμπόδισε να βρουν τον εαυτό τους, δεν δείχνουν ποια είναι η πραγματική ομοφυ λοφιλί α(...). Μια προφητική ταινία έδειξε το δρόμο από το 1971 κιόλας, Μια καταραμένη Κυριακή (Sunday Bloody Sunday) του Τζων Σλέσινγκερ, που είχε ή δη γυρίσει τον Καουμπόυ του Μεσονυχτιού (1969), μια ηθογραφική κωμωδία χωρίς απαιτή σεις, και μια πρώτη μαρτυρία πιο ήρεμη, πιο σω στή γι’ αυτό που μπορεί να είναι η gay ζωή. Μια καταραμένη Κυριακή δείχνει έναν ομοφυλόφιλο γιατρό, μια γυναίκα κι ένα νεαρό καλλιτέχνη αμφισεξουαλικό που κυνηγούν οι δυο πρώτοι. Η ταινία περιγράφει τις σχέσεις ανάμεσα στα τρία αυτά πρόσωπα, χωρίς να επιχειρεί καμιά διάκρι ση ανάμεσα στις δύο επιθυμίες: την ομοφυλόφιλη και την ετεροφυλόφιλη. Αν κάτι τονίζεται, δεν εί
Α
82/αφιερωμα ναι οι σεξουαλικές προτιμήσεις του κάθε ήρωα, αλλά ο τρόπος που ο καθένας τους αισθάνεται και ζει με τις σχέσεις του με τούς δυο άλλους. Στο τέλος, ο νεαρός απομακρύνεται από τα δυο πρόσωπα που τον αγάπησαν· ο γιατρός και η γυ ναίκα ξαναβρίσκονται ο καθένας μόνος, αλλά χωρίς καμιά απελπισία· η ζωή δεν τέλειωσε κα θόλου γι’ αυτούς· ο ομοφυλόφιλος δεν σκέφτεται ν’ αυτοκτονήσει, γυρίζει προς τους θεατές για μια εκμυστήρευση: «Οι άλλοι μου λένε: δεν ήσουν ποτέ ευτυχισμένος μαζί του. Κι εγώ τους λέω: μα είμαι ευτυχισμένος, μόνο που μου λείπει. Σ’ όλη μου τη ζωή αναζητούσα κάποιο γενναίο και ικα νό. Δεν είναι αυτός ο κάποιος». Διαπίστωση χω ρίς παρωπίδες, αλλά σε σχέση με το χαρακτήρα του νεαρού, και όχι με τη δική του μοίρα και τις ελπίδες του ν’ ανταμώσει κάποτε ένα σύντροφο αντάξιό του. Το φιλί των δύο αντρών, το πρώτο ομοφυλόφιλο φιλί που γυρίστηκε έξω από το ομο φυλόφιλο γκέττο, το πρώτο φυσικό φιλί δύο αν τρών, απεικονίζει αυτή τη βούληση για αποδραματοποίηση, για απομυθοποίηση του μελανού θρύλου του αιρετικού έρωτα (...). Το 1985, δυο χρόνια πριν από το καταθλιπτικό Τεντώστε τ ’ αυτιά σας, ο Στέφεν Φρήαρς, γύρισε το Αγαπημένο μου πλυντήριο, μια ταινία λεπτή όπου ο Τζώνυ και ο Πακιστανός εραστής του α ντιμετωπίζουν με θάρρος και χιούμορ τις ρατσι στικές και σεξιστικές προκλήσεις της αγγλικής κοινωνίας. Από την Αγγλία ήρθε επίσης ο θαυμά σιος Μωρίς του Τζαίημς Άιβορυ (1987), που είναι πια η μεγάλη κλασική ταινία της φυσικής ομοφυ λοφιλίας. Και, τι έκπληξη, αν σκεφτούμε ότι προέρχεται από μια χώρα που φημίζεται για τα σκληρά αντράκια της και τον κονφορμισμό της, η όχι λιγότερο εξαιρετική ισπανική ταινία του Πέδρο Αλμοντοβάρ, Ο νόμος του πάθους (1986), που κλείνει προσωρινά αυτή τη σύντομη, παρ’ ό λα αυτά, απαρίθμηση. Ο Νόμος του Πάθους είναι η ιστορία ενός πά θους. Ο Αντόνιο, είκοσι χρονώ, που ψωνίζεται α πό τον Πάμπλο, ένα συγγραφέα της μόδας, γνω ρίζει μαζί του τον πυρετό και την έκσταση. Για να κρατήσει τον εραστή του, δεν διστάζει να πάει να σκοτώσει το αγόρι που ερωτεύτηκε, πιο πα λιά, ο Πάμπλο και που πάντα αγαπά. Κυνηγημέ νος από την αστυνομία, ο Αντόνιο πλαγιάζει για τελευταία φορά με τον Πάμπλο κι ύστερα σκο τώνεται με μια σφαίρα. Μια τέτοια περίληψη δί νει ένα μελοδραματικό τόνο στην ταινία (ελάτ τωμα από το οποίο δεν γλιτώνει προς το τέλος), και κυρίως θα νόμιζε κανείς πως αφηγείται μια φορά ακόμη την τραγωδία και την αποτυχία ενός αδύναμου έρωτα. Τίποτ’ απ’ όλα αυτά, για δυο βασικούς λόγους: Πριν απ’ όλα είναι η πρώτη φορά που κινηματογραφούνται οι σεξουαλικές σχέσεις δυο α ντρών, μακριά από κάθε αναφορά στο ομοφυλό
φιλο γκέττο, σαν μια φυσική ορμή δυο επιθυμιών στενά ταιριασμένων. Ούτε ο Πάμπλο, ούτε ο Αν τόνιο δεν ανήκουν στον κόσμο των τυχαίων επα φών και των δημόσιων πάρκων. Είναι απίστευτο να σκεφτεί κανείς πως οι ταινίες που θέλουν να δείξουν τους ομοφυλόφιλους από μια ευνοϊκή σκοπιά τους σεργιανάνε πάντα στους χώρους των σεξουαλικών ανταλλαγών (σταθμοί, πάρκα, σάουνες, στέκια), λες και ένας μανιακός ερωτι σμός γεμίζει τη ζωή τους! Κι έπειτα, η ταινία του Αλμοδοβάρ, αντάποκρίνεται στη λογική του ερωτικού πάθους, που διαλύει με την ορμή μιας θύελλας, και όχ; ρτη λο γική της ομοφυλοφιλίας, όπως την παρουσίαζαν ώς τότε, που διαλύει μ’ έναν εσωτερικό μαζοχι σμό και με την κοινωνική αντιπαράθεση. Εδώ δεν έχουμε καμιά αυταρέσκεια απέναντι στη διά λυση: ο Αντόνιο σκοτώνει και σκοτώνεται, όχι ε πειδή η επιθυμία του για τον Πάμπλο τον οδηγού σε μοιραία στην καταστροφή, αλλά επειδή ένα υ περβολικό πάθος, που τον εμποδίζει να δεχτεί οποιονδήποτε συμβιβασμό, τον παρασύρει πιο πέ ρα από το στόχο του. Πέφτει έξω κι αιτία είναι έ να ξεχείλισμα από υγεία, αισιοδοξία και εμπιστο σύνη για τη ζωή. Ο ηθοποιός που παίζει τον Αντό νιο, ο Αντόνιο Μπαντέρας, εκφράζει θαυμάσια αυτή τη ζωτική ανυπομονησία που δεν υπολογίζει σωστά τα εμπόδια και προκαλεί την καταστρο φή επειδή του λείπει ο αυτοέλεγχος. Έργο που καινοτομεί και συνταιριάζει, για πρώτη φορά στην ιστορία ιου κινηματογράφου, ομοφυλοφι λία και ζωτικότητα. Στον Αλμοδοβάρ δεν υπάρχει καμιά λατρεία των φαντασιώσεων δεν του χρειάζονταν αυτά τα ψεύτικα στολίδια για να ζεσταθεί· δεν βλέπουμε τους ήρωές του να σέρνονται στο πεζοδρόμιο, τσαλαβουτώντας μέσα στις κοινοτυπίες που κλείνει το θλιβερό ψωνιστήρι και η ονειρική από κλιση (...). Ομοφυλοφιλία και ζωτικότητα στο Νόμο του Πάθους, ομοφυλοφιλία και ελευθερία στον Μω ρίς: αυτές οι δυο σύγχρονες, αλλά τόσο διαφορε τικές στον τόνο τους ταινίες, ο Μωρίς τόσο συ γκρατημένος και με μια βρεταννική διακριτικό τητα, ο Νόμος του Πάθους γεμάτος μεσογειακό πυρετό και ακτινοβολία, εγκαινιάζουν μια και νούρια εποχή, έναν υγιή τρόπο για να δούμε τους gay εξίσου μακριά από τη γελοιοποίηση και το α βάσταχτο πάθος. Ένα ύφος που δεν στηρίζεται στον οίκτο για τα βάσανά τους, αλλά στο θαυμα σμό για την τόλμη τους. Μετάφραση: Πέτρος Παπαδόπουλος Βιβλιογραφία Philbert Bertrand: L’homosexualite a l’ecran. Ed. Henri Veyrier, 1984. Parker Tyler. Screening the sexes. Homosexuality in the movies. Ed. Holt, Rinehart and Winston, 1972.
«... αγάπην δέ μή έχω ούδέν ειμί...» γ - γ-χ
Β ΙΒΙΕ Ν Α ΛΚ Ο Κ : Η αδελφή Κούκος. Μ ετάφραση: Μ αριάνννα Τζιατζή. Ε ξώ φυλλο και ζωγραφιές: Τατιάνα Ραΐση-Β ολανάκη. Α θή να, Σ ύ γ χ ρ ο ν η Ε π ο χ ή , 1989. Σελ. 190, 8ο.
να παιδί, είναι πάντα ένα πλάσμα τρυφερό, αδιάφορο σε ποια τάξη ανήκει, τι χρώμα έχει το δέρμα του, ποια είναι η προέλευσή του. Έχει ή δεν έχει ταυτότητα, έχει τα ίδια δικαιώμα τα με όλα τα παιδιά του κόσμου, ανήκει ή όχι σε μια καλοφτιαγμένη οικογένεια, ανήκει στη ζωή και του ανήκει η ζωή, τη δικαιούται. Δικαιούται την αγάπη μας και την προσοχή μας. Δικαιούται μια θέση στον ήλιο, πλάι σ’ όλα τα παιδιά. Η Αδελφή Κούκος δεν είναι άλλη από την Έμα, την αδελφή της Κέιτ, που χάθηκε κατά περίεργο τρόπο μωρό. Η σκιά της μεγάλης απώλειας για πολλά χρόνια βαραίνει πάνω από τη ζωή του δευτε ρότοκου κοριτσιού, της Κέιτ. Η ισορροπία στο σπίτι αναποδογυρί ζεται. Κι όταν κάποια στιγμή τα πράγματα μέσα στο σπίτι πάνε να φτιάξουν, εμφανίζεται ένα κορίτσι που ακούει στο όνομα Ρόζι, ό μως χωρίς ταυτότητα, που δεν φαίνεται να έχει καμιά σχέση με τη χαμένη Έμα. Η οικογένεια αναστατώνεται: Είναι ή δεν είναι το δικό της χαμένο παιδί; Μακάρι να ήταν; Ί σως ήταν καλύτερα να μη βρισκόταν; Αν ναι, πώς θα μπορέσει ένα ατίθασο παιδί, σχεδόν του δρόμου, να ενταχτεί μέσα σε μια καθώς πρέπει οικογένεια; Τι σημασία μπορεί να έχει αν δεν είναι το δικό τους παιδί; Είναι όμως κι άλλα ερωτήματα, που κάνει άθελά του ο αναγνώ στης: Δέχεται το ελεύθερο, κακομαθημένο και κακότροπο παιδί να εγκλωβιστεί μέσα στους όποιους περιορισμούς του πλουσιόσπιτου με τους κανόνες του καθωσπρεπισμού, με τα «μη», τα «όχι έ τσι» και τα ατελείωτα «δεν πρέπει», με τους κάθε λογής τύπους;
Ε
ι θα επιλέξει τελικά το κορίτσι με τα βαμμένα τσίνορα και το μπογιατισμένο πρόσωπο, τα παρδαλά ρούχα και την άγνοια κάθε τρόπου καλής συμπεριφοράς; Την ελευθερία που είχε ή την καλοπέραση που υπόσχεται ένα καλοβολεμένο πλουσιόσπιτο; Πώς θα αντιμετωπίσει τα περίεργα βλέμματα του περίγυρου; Θα α ποσπαστεί από τον κόσμο της στέρησης, της μιζέριας, της αθλιό τητας και της αλητείας, της απλοχωριάς, της εγκαρδιότητας και της ανοιχτοχεριάς, όπου μεγάλωσε; Είναι όμως και το άλλο παιδί, ο καπετάν ένας μέσα στο σπίτι, που ζούσε ονειρικά με τη χαμένη αδελφή... Θα δεχτεί τώρα να μπει
Τ
παι.If
οι'κο
84/επιλογή στη φωλιά του ένα ξένο παιδί, που θέλει να παίξει άθελα του το ρό λο της αδελφής Έμα; Τώρα που όλοι στρέφονται πρός το καινού ριο παιδί και το αγκαλιάζουν με το πάθος του γονιού που ξαναβρί σκει το χαμένο του παιδί, για να το κάμόύν να νιώσει δικό τους, θα αντιστραφούν οι όροι; Μήπως η Κέιτ σκεφτεί να πάρει τη θέση του χαμένου παιδιού; Μια άλλη πικρή ιστορία θα αρχίσει για την ταλαίπωρη οικογένεια... Οι καυγάδες δίνουν και παίρνουν. Αντί η οικογένεια να βρει την ισορροπία της, αναστατώνεται πάλι. Όλοι φταίνε σε όλους, δεν ξέρουν τι πραγματικά θέλουν ή τι θα ήταν καλύτερα για όλους... Η εμφάνιση του χαμένου παιδιού είναι τελικά ευλογία ή κατάρα; Η αγωνία κορυφώνεται όταν το ξένο παιδί δίνει τη δική του α πάντηση με τη φυγή. Για μια στιγμή ο ήλιος σκοτεινιάζει. Η νύχτα πέφτει στις καρδιές όλων και χάνονται όλοι οι δρόμοι, ώσπου η Κέιτ, το δεύτερο κορίτσι της οικογένειας, ευτυχώς, διαπιστώνει πως αγαπάει τη Ρόζι κι ας μην είναι η Έμα. Και τότε τα πράγματα παίρνουν εντελώς διαφορετική τροπή: Βρίσκονται οι αποδείξεις και η Ρόζι, κατά κάποιο τρόπο, αποκτά ταυτότητα, μοιάζει να εί ναι η Έμα! αγάπη βρίσκει ομοιότητες. Σβήνει ή προσπερνά ή αδιαφορεί για τις διαφορές. Η αγάπη γεφυρώνει το χάσμα, ενώνει τους ανθρώπους! Έξυπνη και τρυφερή ιστορία, καλοφτιαγμένη και στρωτά δο σμένη στα ελληνικά από την Μαριάννα Τζιατζή, θα μπορούσε να είναι και αληθινή. Είναι γεμάτη απρόοπτα κι απροσδόκητα, που περιπλέκουν την υπόθεση και δημιουργούν ενδιαφέρον και αγωνία και φέρνουν τον αναγνώστη αντιμέτωπο με τα ερωτηματικά, του στήνουν τρικλοποδιές ενώ οδηγούν προς την αίσια έκβαση και λύση. Οι ήρωες, καθένας με τον τρόπο και στο χώρο του, είναι ολο κληρωμένοι. Παρελαύνουν άνθρωποι καθαροί κι ευυπόληπτοι, κα θώς πρέπει από τη μια, κι ένα πλήθος ταπεινοί και καταφρονεμένοι, λέτσοι, μεροκαματιάρηδες, χωμένοι στη βρομιά, ανυπόλη πτοι, μικροαπατεώνες από ανάγκη, που παλεύουν τη χαμοζωή με το χαμόγελο ή τη βρισιά, το ίδιο κάνει, από την άλλη. Οι λύσεις σε τούτη την τερπνή ιστορία δεν είναι εύκολες. Οι συ γκρούσεις είναι δυνατές. Όλοι βαδίζουν πάνω σε μια γέφυρα που τρίζει και κάτω το ποτάμι της καθημερινότητας κυλάει ορμητικό, έτοιμο να τους καταβροχθίσει, να τους παρασύρει μέσα στα θολά νερά του... Ή έχουν όλοι κουβαριαστεί σε μιαν ετοιμόρροπη βάρ κα και πλέουν σε μια πολυκύμαντη θάλασσα που την πάει και τη φέρνει το κύμα της αμφιβολίας και του δισταγμού. Είναι και το πα ρελθόν του καθενός που τους κατευθύνει, τόσο οδυνηρό, τόσο πι κρό όσο και προσφιλές. Κανείς δεν μπορεί να ζήσει χωρίς παρελ θόν. Θέλει να είναι κάπου ριζωμένος, έστω και στη χαμοζωή! Κι η Ρόζι πιάνεται από το παρελθόν που της ντύνει στο αρκουδά κι της η Κέιτ. Η αγάπη της Κέιτ για τη Ρόζι βρίσκει τον τρόπο για να στήσει μια γέφυρα γερή και να μπορέσει να περάσει η οικογέ νεια τον ποταμό, να μπορέσουν έτσι μετά να κοιταχτούν με αγάπη μέσα στα μάτια, να μπορέσουν να καθίσουν όλοι στο τραπέζι, ο έ νας πλάι στον άλλον... Τι Ρόζι, λοιπόν, και τι Έμα; Το ίδιο κάνει. Η έκδοση, φροντισμένη, κοσμείται με τις όμορφες και χαραχτηριστικές ζωγραφιές της Τατιάνας Ραΐση-Βολανάκη, που διευρύ νουν το κείμενο και το υποβοηθούν. Μορφές έξυπνες και πονηρές, φιγούρες γιομάτες ποίηση, αφέλεια, φινέτσα και χρώμα, φαντασία κι ομορφιά, δίνουν μιαν άλλη διάσταση στα γεγονότα, φαιδρύνουν
Η
επ ιλογη/85 την τραγικότητα και κάνουν πιο ενδιαφέρουσα αυτή τη συγκινητι κή κοινωνική ιστορία, που έχει ως επίκεντρο ένα τόσο σοβαρό θέ μα, το οποίο σίγουρα απασχολεί πολλές οικογένειες του καιρού μας και στον τόπο μας, όπως είναι η ένταξη ενός παιδιού χωρίς ταυτότητα σε μια σύγχρονη οικογένεια και οι συνέπειες αυτής της ένταξης. Αξίζει να διαβαστεί από μικρούς και μεγάλους. ΕΛΕΝΗ ΧΩΡΕΑΝΘΗ
"το κλασικό δεν είναι μόδα, είναι αιώνια επίκαιρο" t -r - \
Α Ν Δ Ρ Ε Α Π Α Ν Α ΓΟ Π Ο ΥΑ Ο Υ: Επισημάνσεις. Α ρχα ιο λο γικά δοκίμια. Β ' 'Ε κδοση. Α θήνα 1990. Σελ. 169.
πάρχει μια λαμπρή, πλην δυστυχώς ολιγάριθμη ομάδα φιλο λόγων - «φιλόλογος» με την έννοια που δίνει στη λέξη ο Νίτσε, «ο δάσκαλος που μας μαθαίνει να διαβάζουμε αργά» και προ παντός ανάμεσα στις γραμμές «όπου κλαίει σιωπηρά το ανείπω το» - που απορρίπτουν μετά βλεδυγμίας τη μικρόψυχη διάκριση της χώρας σε αρχαία, βυζαντινή και νέα (η γνωστή θέση και του Ελύτη) και που επιμένουν να την βλέπουν ενιαία, διαχρονικά και εν εξελίξει. Σ’ αυτήν την ομάδα (Γεωργουσόπουλος, Γιατρομανωλάκης, Κακριδής, Μαρωνίτης, Μπελεζίνης, Ρούσσος, Σκιαδάς, Τζούλης, Ιακώβ κ.ά. - δειγματολειπτικά και χωρίς αξιολογική διάθεση που ούτως ή άλλως ανήκει ipso jure στον αναγνώστη), που προσπαθεί να συνδέσει τα νήματα του χτες με το σήμερα, περίοπτη θέση κατέχει και ο Α. Παναγόπουλος, γνωστός ήδη στο ευρύτερο κοινό από «Τα κριτικά και συγκριτικά» του, αλλά και από την αρθρογραφία του στο «Βήμα». Όσο κι αν η ειδίκευση έχει καταστεί αναπόδραστη ανάγκη στην εποχή μας, την εποχή της διάσπασης του ατόμου (διάσπαση με τη διπλή έννοια, την επιστημονική της φυσικής αλλά, δυστυχώς, και την κοινωνική), η διαχρονική θέαση της γλώσσας - και όχι μόνο - δεν παύει να έχει μεγαλύτερα αντισταθμιστικά οφέλη από το να είναι κανείς φιλόλογος «ολίγων σελίδων» και να γνωρίζει «τα πάν τα για το τίποτα». Οι υπερρεαλιστές πάσχισαν να γκρεμίσουν τους μεσότοιχους ονείρου και πραγματικότητας. Ο Α.Π. ρεαλιστής, σκοπεύει χαμηλότερα: Ν’ ανοίξει μεσοτοιχίες ανάμεσα αρχαίας και νέας πολιτιστικής κληρονομιάς και να μας δείξει τη συνέχεια και προπαντός την οφειλή της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας στην αρ χαιοελληνική πολιτιστική κληρονομιά, κάτι που οι Ευρωπαίοι ε ταίροι μας λησμόνησαν προκλητικότατα πρόσφατα στην «Ευρω παϊκή Ιστορία της Ευρώπης» του Ζαν Μπατίστ Ντιροζέλ. Είναι ψυχολογικό να μισεί ο οφειλέτης το δανειστή του και να απωθεί α πό τη μνήμη τους ευεργέτες του.
Υ
θεματική ταυτότητα των «Επισημάνσεων»: Πρόκειται για μια σειρά αρχαιογνωστικών κατά βάση δοκιμίων που σπονδυλώνονται σε τρεις κύριες ενότητες. Στο σημαντικότερο, κατά τη γνώμη μας, δοκίμιο του βιβλίου υπό τον τίτλο «Αρχαία λογοτεχνία και σύγχρονοι δημιουργία, Μια ιδιαίτερη περίπτωση: Γ. Σεφέρης», ο συγγραφέας ιχνηλατεί τη γόνιμη επίδραση της αρχαίας λογοτε χνίας στο σεφερικό έργο, θέμα βέβαια που έχει διερευνηθεί εν μέρει και από άλλους προγενέστερους μελετητές (Μαστροδημήτρης, Λαδιά, Μαρωνίτης, Κακριδής, Σαββίδης κ.α.). Η προσφορά του Α.Π. εδώ έγκειται κυρίως στο ότι επισημαίνει λάθη και παρερμη νείες προηγούμενων ερευνητών. Χαρακτηριστικά ανασκευάζει πει-
Η
ΑΝΔΡΚΑΧ ολνλγόπουλοι
ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ
86/επιλογη στικά τρεις θέσεις του Σαββίδη που αφορούν ερμηνείες του στα ποιήματα «Ελένη», «Φιλοκτήτης» και «Ευριπίδης, Αθηναίος» (σ. 51-6). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και το επόμενο εκτενέστατο δοκίμιο «Η στρατευμένη λογοτεχνία στην αρχαιότητα και σήμε ρα» όπου ο συγγραφέας αποπειράται μια ιστορική προσέγγιση του φαινομένου της στρατευμένης λογοτεχνίας, χωρίς ν’ αποφεύγει να διατυπώνει επιμέρους κρίσεις ιδιαίτερα όσον αφορά την αρχαία λογοτεχνία. Με την ίδια ευχέρεια κινείται και στο χώρο της ευρω παϊκής λογοτεχνίας του 20ού αιώνα. Η κατακλείδα των απόψεών του είναι ότι «η ποιότητα του λογοτεχνικού έργου δεν έχει άμεση σχέση με το αν είναι ο δημιουργός του στρατευμένος ή μη» (σ. 80), θέση που συναντιέται κάπου με τη γνωστή διατύπωση του Τρότσκι «Η τέχνη μπορεί να είναι ο μεγάλος σύμμαχος της Επανάστασης εφόσον θα μείνει πιστή στον εαυτό της» («Λογοτεχνία κι Επανά σταση», σ. 14, μφτ. Λ. Μιχαήλ). Σ’ έναν άλλο πολύποδα σύντομων δοκιμίων του ο συγγραφέας επικεντρώνει την προσπάθειά του στο να δείξει τις ρίζες και τα δά νεια της ευρωπαϊκής λογοτεχνικής παραγωγής στην αρχαία πολι τιστική κληρονομιά. Οι τίτλοι εδώ είναι ενδεικτικοί: «Η Ηλέκτρα ως λογοτεχνικό σύμβολο από τον Αισχύλο μέχρι τον Ο’ Νήλ», «Η Αντιγόνη ως λογοτεχνικό σύμβολο από τον Σοφοκλή μέχρι τον Ανούιγ» (εδώ ο συγγραφέας παραλείπει άδικα τον Μπρέχτ), «Ο Ορφέας του εικοστού αιώνα» κ.ά. Το μειονέκτημα αυτής της ενότη τας έγκειται στο ότι πρόκειται για δοκίμια συντομότατα σε έκτα ση και αναγκαστικά περιορίζονται σε παράθεση πηγών και λιγότε ρο σε περαιτέρω ανάλυση και επεξεργασία. Κάποια μάλιστα, όπως το «Ο Μαρξ και οι αρχαίοι Έλληνες», έχουν επικαλυφθεί από νεό τερες συστηματικές μονογραφίες. Πρόσφατα σχετικά μεταφρά στηκε στα ελληνικά η ίδια η διδακτορική διατριβή του Μαρξ με θέ μα τη διαφορά της Ηρακλείτειας φιλοσοφίας από την αντίστοιχη του Επικούρου. Στο δοκίμιο «Η Ελένη ως λογοτεχνικό σύμβολο α πό τον Όμηρο μέχρι τον Σεφέρη» επισημαίνουμε την παράλειψη των Καζατζάκη, Νίκου Παππά και Γ. Ρίτσου που έχουν κι αυτοί ανοίξει διάλογο με τη μυθική Ελένη, προσπαθώντας να απομυθο ποιήσουν κάποιες πλευρές της. ' Α κρως ενδιαφέροντα και επίκαιρα δυστυχώς παραμένουν τα χ Ύ τρία μαχητικά άρθρα του συγγραφέα με τίτλους «Τα Ελ γίνεια και ο Γραικυλισμός», «Ο Έλγιν ήταν βάνδαλος», «Δύο μέ τρα και δύο σταθμά για τα μάρμαρα του Παρθενώνα;», τα οποία είχαν δημοσιευθεί στο παρελθόν στον ημερήσιο τύπο και όπου ο Α.Π. αναπτύσσει τις θέσεις του για την επιστροφή τους στους νόμι μους κληρονόμους και συνεχιστές του λαού που τα παρήγαγε. Ιδιαίτερα αποκαλυπτικό είναι και το αντιμιλιταριστικό άρθρο «si pacem vis, para pacem» όπου αντιστρέφει το γνωστό υποκριτικό δόγμα των στρατοκρατόρων της αρχαίας Ρώμης «si pacem vis, para bellum» (Εάν θέλεις ειρήνη, προετοίμαζε πόλεμο» σε «εάν θέ λεις ειρήνη, προετοίμαζε ειρήνη»). Αλήθειες αυτονόητες αλλά δυ στυχώς και ανεφάρμοστες σε ένα αιώνα που καυχάται για τη λογι κή του. Το βιβλίο κλείνει με ένα επίμετρο όπου ο καθηγητής Α.Π. εκλαϊ κεύει και διασαφηνίζει έννοιες και όρους όπως Ψυχεδελισμός, Μπεχαβιορισμός, Μαδριγάλια, Σπατισμός, Φορμαλισμός, Αντερ γκράουντ, Διεθνής φοιτητικός ύμνος, Ελεμενταρισμός, Ποπ άρτ κ.λπ. που πολλοί τους χρησιμοποιούμε, λίγοι όμως γνωρίζουν επα κριβώς και το τι σημαίνουν. Ένα βιβλίο που σημαίνει περισσότερα από τον μετριόφρονα τί τλο του «Επισημάνσεις» και που η ανάγνωσή του συνιστά σίγουρα επένδυση. ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΥΒΑΡΑΣ
Στο τεύχος του «Διαβάζω». 244 (25.7.90), στο άρθρο της κ. Γκέρτας Βουλγαρίδου: «Ταξίδι στην αγγλόφωνη λογοτεχνία», η τρίτη παράγραφος της σελ. 42 - μετά από προσθήκη της ίδιας της αρθρογράφου - πρέπει να διαβαστεί: Ο Thomas Sterns Eliot (1888-1965) στα ποιήματα του «Έρημη Χώρα» («The waste land»), «Το ερωτικό τραγούδι του J. Alfred Prufrock» («The love song of J. Alfred Pru frock») και άλλα ποιήματά του, εμπνέεται από πολιτισμούς της αρ χαιότητας και εκφράζει μία αντιφα τική επιθυμία φυγής. Στην μεν «Έ ρημη Χώρα» αποδέχεται την έλλει ψη πίστεως προς οτιδήποτε σαν μια μορφή καθάρσεως - έτσι και η α ναφορά στον Δάντη και την καθαρ τήρια φλόγα, και στον Prufrock, μη συμβιβαζόμενος με την αποπνικτική, στεγνή πραγματικότητα που έ φερε μαζί του ο καταλύτης χρόνος, αναγνωρίζει τον απωλεσθέντα κό σμο του οράματός του ως τον μόνο πραγματικό κόσμο που τον επιλέ γει και ως χώρο αποβίβασης για τον πνιγμό του. Ο Ezra Pound (1885-1972) προτίμησε - όπως ο Eliot - την Ευρώπη για πατρίδα του. Με τα ποιήματά του «Hugh Selwyn Mauberley» (1920) και κυ ρίως τα «Cantos» («Τραγούδια») ταξιδεύει με τους στίχους του στους πολιτισμούς του παρελθόντος Αρχαία Ελλάδα, Ρώμη, Κίνα - και μάλιστα παραθέτει αποσπάσματα στις γλώσσες αυτών των χωρών, αλλά και άλλων σύγχρονων ευρω παϊκών γλωσσών. Ένα ποιητικό ταξίδι μέσα από την γλώσσα, που ε πιδιώκει να καταδείξει ότι ο χωρο χρόνος δεν είναι τόσο σημαντικός εφόσον οι αιώνες μπορούν να συναθροισθούν σε έναν οικουμενικό αιώνα.
ΔΙΟΡΘΩΤΡΙΑ με πείρα αναλαμβά νει διόρθωση - επιμέλεια δοκιμίων, Τηλ. 36.48.309.
---------------- ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΣΕΙΡΑ ----------------ABERCROMBIE Μ.: Η Δημιουργική Μάθηση ALBERTI Α: Θέματα διδακτικής. Λεξικό βασικών όρων σύγχρονης διδακτικής ΓΑΒΑΛΑΣ Λ.: Εμπειρίες και Δραστηριότητες από τις Φυσι κές Επιστήμες ΓΕΡΟΥ Θ.: Βαθιές τομές στην εκπαίδευση ΔΑΜΑΝΑΚΗΣ Μ.: Μετανάστευση κι Εκπαίδευση ΔΑΡΑΚΗ Π.: Τα παιχνίδια των παιδιών μας ΔΑΡΑΚΗ Π.: Παιδικές κατασκηνώσεις ΔΑΡΑΚΗ Π.: Πνευματικά κέντρα ΜΠΟΥΖΑΚΗΣ Σ.: Νεοελληνική Εκπαίδευση (1921-1985) ΜΠΟΥΖΑΚΗΣ Σ.: Συγκριτική παιδαγωγική, Α' τόμος ΜΠΟΥΖΑΚΗΣ Σ.: Συγκριτική παιδαγωγική, Β' τόμος ΜΠΟΥΖΑΚΗΣ Σ.: Σύγχρονα Παιδανωγικά κι Εκπαιδευτικά προβλήματα ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ X.: Μιχ. Παπαμαύρος. Η ζωή, οι διώξεις και το έργο του ΣΕΡΓΗ Λ.: Η Δημιουργική μουσική αγωγή των παιδιών μας ΣΕΡΓΗ Λ.: Δραματική έκφραση και αγωγή του παιδιού ΦΡΑΓΚΟΣ X.: Βασικές παιδαγωγικές θέσεις ΦΡΑΓΚΟΣ X.: Ψυχοπαιδαγωγική ΦΡΑΓΚΟΣ X.: Επίκαιρα Εκπαιδευτικά θέματα ΦΡΑΓΚΟΣ X.: Σύγχρονη διδασκαλία ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΣ Β.: Οργάνωση της διδασκαλίας και της μάθησης, γενικά. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΣ Β.: Οργάνωση της διδασκαλίας και της μάθησης, ειδικά και κατά μάθημα. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΣ Β.: Η ανάπτυξη της προσωπικότη τας ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΣ Β.: Νεοελληνική Παιδεία και πλύση εγκεφάλου
--------- ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ -----ΔΑΡΑΚΗ Π.: Κουκλοθέατρο ΜΑΓΟΥΛΙΩΤΗΣ Α.: Αρχή σχεδίου και μέσα έκφραε^ς ΜΑΓΟΥΛΙΩΤΗΣ Α.: Κατασκευές για Κολλάζ, Αρχιτεκτονική, Θέατρο ΜΑΓΟΥΛΙΩΤΗΣ Α.: Ζωγραφική, Γλυπτική. Χαρακτική DELPEUX Η.: Κούκλες και Μαριονέτες FAURE G. - LASCAR S.: Το θεατρικό παιχνίδι στο Νηπια γωγείο και το Δημοτικό σχολείο ROCARD Α.: Κάστρα στην άμμο
GUTENBERG Σω στή σχέση με το βιβλίο
ΚΟΥΚΛΕΣ
ΜΑΡΙΟΝΕη
το ΘΕΑΤΡΙΚΟ Π Α ΙΧ Ν ΙΔ Ι
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΤΑΚΗ ΒΙΒΛΙΑ ΓΙΑ ΜΑΘΗΤΕΣ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥΣ Π Ρ Ο Ι Χ Ο Λ Ι Κ Η Η Λ ΙΚ ΙΑ •
Προασκήσεις γραφής
•
Κάρτες
•
Παιδαγωγικά παιχνίδια
•
Εκπαιδευτικό υλικό
•
Αυτοκόλλητα
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΤΑΚΗ ΒΙΒΛΙΑ ΓΙΑ ΜΑΘΗΤΕΣ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥΣ Γ Υ Μ Ν Α Σ ΙΟ •
Γλώσσα
• Έκθεση -Έκφραση •
Αρχαία Ελληνικά
•
Νέα Ελληνικά
•
Εκπαίδευση στο σύγχρονο κόσμο
•
Γλώσσα
Λ Υ Κ Ε ΙΟ
• Έκθεση-Έκφραση •
Ιστορία
•
Αρχαία Ελληνικά
•
Νέα Ελληνικά
•
Λατινικά
•
Λεξικά
•
Ψυχολογία
•
Κοινωνιολογία
•
Φιλοσοφία
•
Φυσική
•
Μαθηματικά
•
Χημεία
•
Βιολογία
ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΒΙΒΛΙΑ ΜΕ ΣΕΒΑΣΜΟ ΣΤΗΝ ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΓΝΩΣΗ ΝΙΚΗΤΑΡΑ 3 - 10678 ΑΘΗΝΑ ΤΗΛ: 3638362, FAX: 3628950