«Πάντα ήθελα να δημιουργήσω μια κόλαση»... με τα λόγια αυτά ο Ισμαήλ Κανταρέ χαρακτηρίζει το βιβλίο του. Κι είναι πράγματι μια κόλαση σαν αυτή του Δάντη. Μια κραυγή τρόμου μέσα στη νύχτα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η κραυγή αγωνίας ενός ανθρώπου ανύποπτου, αθώου, που ξαφνικά βρίσκε ται μέσα σ’ έναν ατελείωτο λαβύρινθο μυστηρίου, δημιούργημα σκοτεινών εγ κεφάλων, ανθρώπων ισχυρών που καταδυναστεύουν έναν ολόκληρο λαό, λογοκρίνοντας ακόμα και τα όνειρά του.
Ismail Kadare
Μυθιστόρημα
ΤΟ ΠΑΛΑΤΙ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ Ε Νέα Σύνορα - Α.Α. Λιβάνη
από Ής εκδόσεις ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ - AA ΛΙΒΑΝΕ
ΝΕΑ ΒΙΒΛΙΑ 1990 -1991 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ/ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΛ
ΞΕΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ/ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Βασίλης Γκούρο γιάννης
Ταουν-Τσαν Γε ΤΡΙΛΟΓΙΑ · ΗΣΥΧΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΒΟΥΝΑ Το χωριό στο βουνό Α' (Μυθιστόρημα) Τα απέραντα λιβάδια Β' (Μυθιστόρημα) Το μακρινό ταξίδι Γ' (Μυθιστόρημα)
Διηγήσεις παραφυσικών φαινομένων (Αφηγήματα)
Η μεσαία όχθη (Μυθιστόρημα) Πόνος Ιωαννίδης
Μαξ Γκαλό
Η αβάσταχτη φιλοπατρία του Π.Φ.Κ.
Μια δημόσια υπόθεση (Μυθιστόρημα)
(Μυθιστόρημα) Ιωάννα Καρατζαφέρη Η ώρα του λύκου (Μυθιστόρημα). Γιάννης Κατσούρης Στυλιανού ανάθασις (Μυθιστόρημα) Νίκος Κυχόπουλος Εξομολόγηση (Νουβέλα) Ελένη Λαδιά Ωρογραφία (Διηγήματα) Νίκη Μαραγκού Μια στρώση άμμου (Διηγήματα) Παύλος Μάτεσις Η μητέρα του σκύλου (Μυθιστόρημα) Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ Σπαράγματα (Νουβέλες) Και ιδού ίππος χλωρός (Μυθιστόρημα) Βασίλης Μπούτος
Γουίλιαμ Γκόλντινγκ ΤΡΙΛΟΓΙΑ Μύησις ταξιδευτού Α' (Μυθιστόρημα) Σε απόσταση αναπνοής Β' (Μυθιστόρημα) Φωτιά στα έγκατα Γ' (Μυθιστόρημα)
Ο Ιωάννης Μαρία του φθινοπώρου (Μυθιστόρημα) Δημήτρης Νόλλας
Ονειρεύομαι τους φίλους μου (Διηγήματα, Γιώργος Ξενάριος
Η πτώση του Κωνσταντίνου (Αφήγημα) Φαίδων Πατρικαλάκις
Ελέφαντας σε μοναστήρι (Μυθιστόρημα) Αλέξης Σεβαστάκης
Ο ύπνος έφευγε προς τον ουρανό (Μυθιστόρημα) Γιώργος Σκοόρτης
Ευγένιος Ζαμιάαν
Η πλημμύρα (Νουβέλα) Γιαν Κεφελέκ
Η γυναίκα κάτω από τον ορίζοντα (Μυθιστόρημα)
Βάρβαρος γάμος (Μυθιστόρημα) Πιέρο Κιάρα Θα δω τη Σιγκαπούρη; (Μυθιστόρημα) Περ Λάγκερκβιστ
Ο Νάνος (Μυθιστόρημα) Πρίμο Λέθι
Το περιοδικό σύστημα (Μυθιστόρημα) Στανισλάβ Λεμ Η αναζήτηση (Μυθιστόρημα)
Χειρόγραφα που βρέθηκαν σε μια μπανιέρα (Μυθιστόρημα) Ντ. X. Λώρενς
Η ράβδος του Ααρών (Μυθιστόρημα) Σάουλ Μπέλοου
Η κλοπή (Μυθιστόρημα) Εκιορ Μπιανκιόη Μόνο τα δάκρυα μετράνε (Μυθιστόρημα) Ντενί Ντιντερό
Το χειρόγραφο της Ρωξάνης (Νουβέλα)
Ο ανιμιός του Ραμώ (Μυθιστόρημα)
Περικλής Σφυρίδης Κούφια λόγια (Διηγήματα) Μ αριάννα Τζιαντζή Παπούτσια για πέταμα (Μυθιστόρημα) Χριστίνα Τσεκούρα Τα μπλε κείμενα (Πεζογραφήματα)
Γιουτζίν Ουίτγουερβ Τα εννέα πρόσωπα του Χριστού (Μυθιστόρημα)
ΕΚΔΟΣΕΙΣ Η σύγχρονη εκ Ζωοδόχου Πηγή»
Ουίλιαμ Σαίξπηρ
Κοριολανός Στέφαν Χέρμλιν
Λυκόφως (Μυθιστόρημα)
ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
πκή παρουσία στα ελληνικά γράμματα Αδήνα, τηλ. 360.32. 3 -’ ’60.13.31
ΝΕΑ ΒΙΒΛΙΑ 1990 -1991 ΕΛΛΗΝΙΚΗ Λ ΟΓΟ ΤΕΧΝΙΑ/ΠΟΙΗΣΗ
ΣΚΕΨ Η , ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ ΔΗΜ ΙΟΥΡΓΟΙ
Ά ν να Γριμάνη
Δ/νση Θανάσης Θ. Νιάρχος
Το μπιλιάρδο
Κρισπάν Ζερβός
Νίκος Ααββέχας
Τετράδια τέχνης
Τα μήλα της Εδέμ
Μιχάλης Κακογιάννης
Αγγελική Ελευθερίου
Δηλαδή...
Αργά t’ απόγευμα
Ιάκωβος Καμπανέλλης
Αντώνης Ζέρβας
Τα κουρσιμαία
Από σκηνής και από πλατείας
Κώστας Καναβούρης
Γιώργος Μαυρόΐδης
Νυχιολόγιο χειρός
Το γιοφύρι
Θανάσης Κωσταβάρας
Μάριος Πλωρίτης
Κήποι στον Παράδεισο
Μίμος και μίμοι Διονύσης Φωτόπουλος
Μιχάλης Μεϊμάρης
Το εξοντωτήριο
Παραμύθια πέραν της όμεως
Ερρίκος Μπελιές
Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας
Τα εισόδια ίου φόβου
Περιπέτειες της σκέμης
Χρηστός Μπράβος
_ _ _ _ _ _ _ _ _ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ_ _ _ _ _ _ _ _ _
Με των αλόγων τα φαντάσματα Μανόλης Πρατικάκης
Σόφη Μεριά Αίλη Γιαλέσα-Λεοντίδη
Η μαγεία της μη διεκδίκησης
Ξεριζώματα (Από τόπο σε τόπο)
Τάσος Ρούοοος
Προς την οροφή Νίκος Σιδέρης
Μάριον Σαράφη
Περίπλους ή Ανατροπή των ονομάτων
Ο στρατηγός Σαράφης όπως τον γνώρισα
Θανάσης Τζούλης
Γιώργος I. Χρισιογιάννης
'Οταν ο Θεός εις το σώμα έλθη πολύς
Στη χώρα των Υπερβορείων
Θανάσης Χατζόπουλος
Το άφωτο
_ _ _ _ _ _ _ _ _ _ ΣΕΝΑΡΙΑ_ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _
_ _ _ _ _ _ _ _ _ ΒΙΒΛΙΑ ΤΕΧΝΗΣ_ _ _ _ _ _ _ _ _
Μ ιχάλης Κακογιάννης
Γιάννης Βασιλειάδης
Ο μπαμπάς τρελαινόταν για Καροόζο
Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα
Ο γελωτοποιός και η αλήθεια του — Τέχνη και καλλιτέχνες
ΔΗΜ ΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ_ _ _ _ _ _ _ Λυκούργος Κομίνης ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑΣ
ΕρίχΣατί
Εκτός ήχου
1. Δεοντολογία
Γιάννης Σιδέρης
Ιστορία του Νέου Ελληνικού Θεάτρου Τόμος Α '
_______
ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΑ_ _ _ _ _ _ _ _ _ _ Μαρία Καραβία
Κρανίου τόποι (Ταξίδια στην Ανατολική Μεσόγειο)
ΕΚΔΟΣΕΙΣ -------
Στέλλα Ζυλ Ντασσέν
Μότσαρτ
ΕΣ Ο ΤΕ ΡΙΣΜ Ο Σ-Α Π Ο Κ ΡΥ Φ Α Λυν Άντριους
Η γυναίκα μάγος-γιατρός Η πτήση του έβδομου φεγγαριού Η γυναίκα-τζάγκουαρ ------ —
----- ---------
ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
Η σύγχρονη εκδοτική παρουσία στα ελληνικά γράμματα Ζωοδόχου Πηγής 3, 106 78 Αθήνα, τηλ. 360.32.34 - 360.13.31
^
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΡΩΣΤΙΣ
Κεντρική Διάθεση: Β ιβλιοπω λείο Αριάδνη, Ζ. Πηγής 2-4, 106 78 Αθήνα, τηλ. 36.23.113, 36.05.097
✓
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΡΩΣΤΙΣ
Λ *
Έ λ λ ις Π ίτ ε ρ ς Τα χρονικά του αδελφού Κάντφελ
Ετοιμάζονται: • Η κουκούλα του Μοναχού • Η γιορτή του Άγιου Πέτρου Κεντρική Διάθεση: Β ιβλιοπω λείο Αριάδνη, Ζ. Πηγής 2-4, 106 78 Αθήνα, τηλ. 36.23.113, 36.05.097
ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΤΗ ΛΕΜ Α ΧΟ Σ Μ ΑΡΑ ΤΟΣ
Η Α ΛΛ Η Π ΛΕΥΡΑ πρόλογος Νίκος Δήμου
Τα περισσότερα κείμενα του βι βλίου έχουν' δημοσιευθεί στη στήλη «Η άλλη πλευρά» της «Καθημερινής», μερικά άλλα είναι ανέκδοτα. Κεντρική Διάθεση: Εκδόσεις ΟΛΚΟΣ Βουκουρεστίου 3 - 10564 Αθήνα τηλ. 32.5 4 .5 3 8 - 32.53.172
ΓΕΩΡΓΙΑΣ Π. ΚΟΥΛΙΚΟΥΡΔΗ
ΓΕΩΡΓΙΑΣ Π. ΚΟΥΛΙΚΟ ΥΡ ΑΗ
Α ΙΓ ΙΝ Α I (Παρατηρήσεις Γεωλογικές, Οικονομικές, Δημογραφικές) Β ΙΒ /Λ Ε ΙΟ - ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΙΤΣΙΛΟΣ Σοφοκλέους 4 - Τηλ. 32.11.237, 32.18.872
ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ Α Ρ Χ Α Ι Ο Ι Ε Λ Λ Η Ν Ε Σ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙ Σ Teubner - Lipsiae ΡΗΤΟΡΕΣ
ΠΟΙΗΣΗ
ΑΙΣΧΙΝΟΥ Λόγοι
ΗΣΙΟΔΟΥ Άπαντα
ΑΝΔΟΚΙΔΟΥ Λόγοι
ΟΜΗ ΡΟΥ Ιλιάς
ΔΙΩΝΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ Λόγοι
τόμοι 2
ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ Λόγοι τόμοι 3
ΟΜΗ ΡΟΥ Οδύσσεια τόμοι 2
ΙΣΑΙΟΥ Λόγοι
ΠΙΝΔΑΡΟΥ Ωδαί
ΙΣΟΚΡΑΤΟΥΣ Λόγοι τόμοι 2
ΤΡΑΓΩΔΙΑ
-
ΚΩΜΩΔΙΑ
ΛΥΚΟΥΡΓΟΥ Λόγος κατά Λεωκράτους ΛΥΣΙΟΥ Λόγοι ΥΠΕΡΕΙΔΟΥ Λόγοι
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΟΥΣ Κωμωδίαι τόμοι 2 ΑΙΣΧΥΛΟΥ Τραγωδίαι ΕΥΡΙΠΙΔΟΥ Τραγωδίαι
ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ Κόρου Ανάβασις
τόμοι 3 ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ Τραγωδίαι τόμοι 2
ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ Ελληνικά ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ Απομνημονεύματα
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ Κόρου Παιδεία ΘΟΥΚΥΔΙΔΟΥ Ιστορία
ΠΛΑΤΩΝΟΣ Άπαντα
τόμοι 2
τόμοι 6
ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΥ Β ίοι Παράλληλοι
ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΥ Ηθικά
τόμοι 7
τόμοι 12
ΗΡΟΔΟΤΟΥ Ιστορία
ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ Άπαντα τόμοι 3
τόμοι 2
Σημ.: Κάθε τόμος περιέχει το αρχαίο ελληνικό κείμενο και πλούσιο κριτικό υπόμνημα.
ΕΚΔΟΣΕΙ Σ ΔΗΜ. ΠΑΠΑΔΗΜΑ ΙΠΠΟΚΡΑΤΟΥΣ 8 - ΑΘΗΝΑ 106 79 - ΤΗΛ. 3 62 .7 3.1 8 - 364 .2 6.9 2
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ Π ΕΖΟΓΡΑΦ ΙΑ •ΑΛ. Α Ρ Γ Υ Ρ Ο Κ Α Σ Τ Ρ ΙΤ Η Σ Οι παντόφλες του έρωτα •Γ ΙΟ Β Α Ν Ν Α Γενέθλια •ΘΩΜ ΑΣ Σ ΙΔ Ε Ρ Η Σ Βαγόνια στη βροχή •ΣΩΤΗ Τ Ρ ΙΑ Ν Τ Α Φ Υ Λ Λ Ο Υ
Κινηματογραφημένες πόλεις Π ΑΓΚΟ ΣΜ ΙΑ Π ΕΖΟΓΡΑΦΙΑ •ΓΑΛΛΙΑ
•Λ. Α Ρ Α Γ Κ Ο Ν Οι κομμουνιστές τόμος 1ος τόμος 2ος
•ΓΑΛΛΙΑ
•ΟΝ. Μ Π Α Λ Ζ Α Κ Η αναζήτηση του απόλυτου •Α. Μ Π Ε Κ Ο ν έος Βιορισμός
•ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ •ΙΤΑΛΙΑ •ΑΛΓΕΡΙΑ •ΝΙΚΑΡΑΓΟΥΑ •ΙΤΑΛΙΑ
•Ζ. Σ Α Ρ Α Μ Α Γ Κ Ο Υ
ΕΞΑΝΤΑΣ ΚΥΚΛΟΦ ΟΡΟΥΝ
ΙΝ Γ Κ Ε Μ Π Ο Ρ Γ Κ Μ Π Α Χ Μ Α Ν
ΤΟ 30ο ΕΤΟΣ Κι όμως, όπως του έλεγε κάποιος, υπήρχε ένα νησί στο Αιγαίο όπου ζουν μονάχα λουλούδια και πέτρινα λιοντάρια· τα ίδια λου λούδια που εδώ, σ’ εμάς, ανθίζουν ταπεινά και για λίγο, εκεί βγαίνουν δυο φορές το χρόνο, μεγάλα και φωτεινά. Το λίγο χώμα, ο αφιλόξενος βράχος τους δίνουν το κίνητρο. Η φτώχεια τα ωθεί στην αγκαλιά της ομορφιάς.
Η Ρ Α Κ Λ Η Σ Α. ΛΟΓΟΘ ΕΤΗ Σ
ΤΟ ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΣ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ Το αρχιπέλαγος της γραφής συγκροτείται από το υλικό μιας περι πλάνησης στο αδιάστατο και εξ ορισμού ασύνορο πεδίο της συγγρα φικής πράξης. Απαρτίζεται από μικρά και πυκνά ασυνεχή κείμενα -προϊόντα διαδοχικών αποστάξεων- που ταξιδεύουν μαζί με τον αναγνώστη ως τις εσχατιές του βιβλιακού κόσμου. Αποδίδει στα κείμενα το γράμμα τους κι ενστερνίζεται τη φωνή τους επιχειρώντας να καταστήσει τις λέξης ομιλητικές και τη στοιχειακή τους ενέργεια διαυγή και σαγηνευτική.
ΕΞΑΝΤΑΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ Τζαβέλλα 1 - 106 81 Αθήνα - Τηλ. 3604885 - 3622064 - Fax 3613065
Εκδόσεις Πλέθρον Σειρά: ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ■'κ α ρ α π ο ς τ ο λ η ς
Πρός τό παρόν λιμένα νώτα σύγχρονα ήθη
ΠΛΕΘΡΟΝ
Βιβλιοπωλείο - Εκδόσεις: Μ α σσα λ ία ς 20α, 106 80 Αθήνα, Τηλ. 36.41.260,36.45.057
ΝΙΚΟΣ ΧΑΤΖΗΚΥΡΙΑΚΟΣ ΓΚΙΚΑΣ ΚΑΡΑΓΚΙΟΖ ΤΟΥ ΡΚ ΕΡΙ ΜΠΟΥΦ κ α ι ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖ ΤΟΥΡΚΕΡΙ ΜΠΟΥΦ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ Κάθε διήγηση κι ένας μοναδικός πίνακας.
Δια χειρό ς Ν ίκον Χατζηκυριάκου Γκίκα Από τις Εκδόσεις «γνώση».
ΣΚΥΒΑΛΑ ΚΑΙ ΖΙΖΑΝΙΑ Ανέκδοτα σχέδια και καρικατούρες του
Νίκον Χατζηκυριάκου Γκίκα Από τις Εκδόσεις «γνώση» & την Artrigraf.
£ «γνώση»
ΔΙΑΒΑΖΩ
ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Α. Μεταξά 26, Αθήνα - 106 81 Σύνταξη: 36.40.487 Λογιστήριο: 36.40.488 Διαφημίσεις: 36.42.789 Συνδρομές: 36.42.765 Τεύχος 254
ΧΡΟΝΙΚΑ
ΜΟΛΙΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΑΝ: Επιμέλεια Ηρακλής Παπαλέξης Η ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ Σκέψεις για τους Έλληνες εκδότες (Γράφει ο Λέων. Χρηστάκης)
14 16 17
9 Ιανουάριου 1991 ΑΦΙΕΡΩΜΑ
Τιμή: Λ ρ χ. 500 Ιδρυτής: Περικλής Αθανασόπουλος Διευθυντής: Γιώργος Γαλάντης Αρχισυντάκτης: Ηρακλής Παπαλέξης Σύνταξη: Κατερίνα Γρυπονησιώτου, Βα σίλης Καλαμαράς, Ηρακλής Παπαλέξης, Βάσω Σπάθή Οικονομικός υπεύθυνος: Βάσω Σπάθή Συνδρομές: Κατερίνα Γρυπονησιώτου Διαφημίσεις: Ηρακλής Παπαλέξης Σελιδοποίηση-Μοντάζ: Νένη Ράις Γλωσσική επιμέλεια-Διορθώσεις: Βίκυ Κωτσοβέλου Στοιχειοθεσία: Φωτοκύτταρο Ε.Π .Ε., Υμηττού 219, τηλ. 75.16.333 Φωτογραφίσεις-Μοντάζ: I. Χριστοδουλάκος - 1. Κοργιαλάς Ο.Ε., Α. Μεταξά 26, τηλ. 36.41.134 Εκτύπωση: ΑφοίΤσαλδάρη Ο.Ε., Φυλής 35, Καματερό, τηλ. 23.18.444 Βιβλιοδεσία: Νικ. Κατριβάνος και Σία Ο.Ε., Στ. Γόνατά 48, τηλ. 57.49.951 Διανομή: Νέο Πρακτορείο Τύπου Ιδιοκτήτης-Εκδότης: Γιώργος Γαβαλάς Κεντρική διάθεση: Αθήνα: «Διαβάζω»
Immanuel Kant: Το αίσθημα του υψηλού Νίκος Α. Σεβαστάκης: Heidegger, νεοτερικότητα, μετανεοτερικότητα. Επικίνδυνες σχέσεις; . Linda Hutcheon: Διακειμενικότητα και μετα-μοντέρνο Ράνια Τουτουντζή: Μετανεοτερικότητα και Επικοινωνία [Ο χρό νος, ο χώρος, το βιβλίο] Ανωνύμου (Διονυσίου του Αλικαρνασσέως ή Κάσσιου Λογγίνου): Περί Ύψους Γιάννης Σκαρπέλος: Μετα-μοντέρνα εποχή: Η επιστροφή της ελ ληνιστικής σκέψης Γρηγόρης Γιουσδάνης: Ο Μετα-μοντεριασμός στην τέχνη και τη θεωρία Γιώργος Ν. Γκότσης: Η μετα-μοντέρνα πολυείδια: Ιστορική ανα δρομή, εννοιολογική προσέγγιση και ενδεικτική βιβλιογραφική ανθολογία της συζήτησης για το μετα-μοντέρνο
22 25 29 57 61 63 67 70
ΟΔΗΓΟΣ ΒΙΒΛΙΩΝ ΕΠΙΛΟΓΗ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ: Γράφει ο Λεωνίδας Μπιλλής ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ: Γράφει ο Θανάσης Ψαλιδόπουλος ΜΕΛΕΤΕΣ: Γράφει ο Κώστας Χωρεάνθης ΠΛΑΙΣΙΟ Γράφει ο Σωτήρης Ντάλης
77 79 80
Θεσσαλονίκη: Βιβλιοπωλείο «Κέντρο του βιβλίου» Λασσάνη 9 τηλ. 237.463
ΔΕΛΤΙΟ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ
37
Εξώφυλλο: Γιώργος Γαλάντης
ΚΡΙΤΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
47
σ το ε π ό μ ε ν ο «Δ ιαβάζω »
αφιέρωμα στην Κοινωνική Ψυχολογία
Π αρακαλούμε το υ ς εκδότες να α π οσ τέλ λου ν το συντομότερο δυ ν α τό ν τα βιβλία το υ ς ατα γρ α φ εία του π ερ ιοδ ικού για την άμε ση ενημέρω ση τη ς συντακτικής επ ιτ ρ ο π ή ς, η οποία υ π ο γ ρ ά φ ε ι τα κείμενα π ο υ α κ ολουθούν.
Η μ ερ ολόγιο για τη Φ ύση
Η ελληνική φ ύσ η π ο υ χάνεται είναι ο τίτλος του εβδομαδιαίου ημερολογίου 1991 π ο υ κυκλοφόρησαν οι εκδόσεις ΚΟΑΝ σε συ νεργασία με το Παγκόσμιο Ταμείο για τη Φύση και με δεκαπέντε α π ό τους κυριότερους συλλόγους - φ ορείς π ο υ ασχολούνται με την προστασία της ελληνικής φύσης. Το Παγκόσμιο Ταμείο της Φ ύσης αν και δεν είναι τόσο γνω στό στη χώρα μας, είναι μία α π ό τις μεγαλύτερες οργανώσεις π ρ ο σ τασίας της φ ύσης στον κόσμο. Χρηματοδοτεί μάλιστα π ρ ο γράμματα για την προστασία της φύσης στην Ελλάδα α π ό το 1969 και φ έτος εγκαθιστά επίσημα α ντιπροσω πεία στην Αθήνα. Η συνεργασία αυτών των φορέων οδήγησε Οε μία έκδοση, ό π ο υ με μεγάλη αισθητική ποιότητα συγκεντρώνεται πρ ω τότυ π ο φ ω τογραφικό υλικό και σημαντικές πλ ηροφ ορίες για π λ ευ ρές της ελληνικής φύσης π ο υ στους περισσότερους α π ό μας εί ναι άγνωστες. Σε κάθε εβδομάδα αντιστοιχεί μια έγχρωμη φ ω το γραφ ία π ο υ συνοδεύεται α π ό ευαίσθητα και επεξηγηματικά κεί μενα. Σε άλλες σελίδες περιέχονται αφιερώματα για την ελληνι κή φ ύση, την Παγκόσμια Ημέρα της Γης και χάρτης της Ελλάδας με τους σημαντικότερους β ιοτόπους και τα προβλήματα π ο υ αντιμετωπίζουν. Η εκδοτική εταιρεία ΚΟΑΝ φιλοδοξεί να παρουσιάζει εκδό σεις και να πρ α γμ ατοποιεί δραστηριότητες με σκοπό την ευαισ θητοποίηση του κοινού στα μεγάλα περιβαλλοντικά προβλή ματα της χώ ρας μας. Το 10% των κερδών της διατίθεται για α υ τόν το σ κο πό με ιδιαίτερη έμφαση σε πολιτιστικές εκδηλώσεις, αφού θεωρεί ότι η περιβαλλοντική κρίση είναι μια πλευρά της μεγάλης πολιτιστικής κρίσης π ο υ περνάει ο κόσμος σε παγκόσμο επίπ εδο . I Ο ποιητής Ν ικηφόρος Βρεττάκος π ρολογίζοντας την έκδοση, γράφει: «... Η μόλυνση του περιβάλλοντος ήθελα να ειπώ π ω ς ξεκινάει α π ό μέσα μας. Πως δεν αυτοχτονεί η φύση η οποία α ντιστέκεται και διακινείται σύμφωνα με τους νόμους π ο υ την διέπουν, αλλά εκτελείται α π ό μας. Τα ζώα, τα δέντρα, οι θάλασ σες, είναι όλα αθώα. Οι ένοχοι είμαστε εμείς. Εμάς, π ου μας έλειψε ο σεβασμός π ρ ο ς την ιερότητα τ ο υ κόσμου π ο υ μας π ερ ι βάλλει. Η κατανόηση και η α γ ά π η π ρ ο ς το μεγαλείο της Δη μιουργίας,; ανάμεσα στο ο ποίο είχαμε την καλή τύχη να γεννη θούμε. Ακόμη δεν σ υνειδητοποιήσαμε την αναγκαιότητα του λί κνου αυΥού π ο υ μας περιβάλλει. ΓΓ αυ τό ραι θβωρώ την έκδοση του ημερολογίοάαμταύ π ο υ πλαισιώνεται α π ό μία σειρά σοβα ρών οργανισμών και συλλόγων, πρα γμ ατικά μια "φιλόδοξη αρ χή", μιαν αρχή προσκλητηρίου και 5t0yq|0$piG*;. Μιαν αρχή
χρονικα/15 π ο υ α π οσ κο π εί στην οργάνωση μιας αντεπίθεσης στη γενική ε πίθεση π ο υ έχει εξαπολυθεί εναντίον της φύσης-τροφού σε όλο τον κόσμο και περισσότερο στον τό π ο μας α π ό πα ντού άλλου...». Την π ολ ύ καλή εμφάνιση του τόμου συμπληρώ νουν θαυμά σιες φ ω τογραφ ίες της... φ ω τογενούς φύσης.
Η ελληνική φύση που χάνεται. Ημερολόγιο 1991. Αθήνα, ΚΟΑΝ, 1990. Σελ. 118.
Έ ν α ς χ ρ ό ν ο ς π ο υ θα κυλή σει με τη θ ά λα σ σ α
Μ ια θάλασσα στο γραφ είο μας, μεταφέρει η έκδοση π ο υ κρατάμε στα χέρια μας. Αναφερόμαστε στο Η μερολόγιο 1991 π ο υ κυκλοφόρησε α π ό τις εκδόσεις ΑΔΑΜ, οίκο π ο υ ειδικεύεται, με μεγάλη επιτυχία, στη δημιουργία λευκωμάτων υψηλών προδια γραφ ώ ν. Επιτραπέζιο ημερολόγιο, λοιπόν, π ο υ έχει θέμα του τους Έλληνες Θ αλασσ ογράφ ους του 19ου αιώνα. Εδώ και αρκετές δεκαετίες εκδοτικοί οίκοι αλλά και μεγάλες ε πιχειρήσεις κυκλοφορούν στις γιορτές ημερολόγια τα οπο ία π ε ριλαμβάνουν στις σελίδες τους κι ένα θέμα ή το συνολικό έργο ενός καλλιτέχνη. Οι Έλληνες Θ α λα σ σο γρά φ ο ι του 19ου αιώνα είναι ένας σταθμός και μια σχολή στην ιστορία της ελληνικής ζω γραφικής. Οι καλλιτέχνες Κωνσταντίνος Βολανάκης, Ιωάννης Αλταμούρας, Βασίλειος Χατζής, Αιμίλιος Προσαλέντης α π ο τύ πω σαν στο μουσαμά το υ ς τα π ο λ λ ά και διαφορετικά πρ ό σ ω π α της θάλασσας. Μέσα σ τους 54 έγχρω μους πίνακες πα ρατηρού με τη γαλάζια θάλασσα, τη σκοτεινή, την πολεμική, την αγριε μένη αλλά και τη ν ήρεμη τη ν π λ α τιά τη μεγάλη, ό π ω ς θα έλεγε ο ποιητής. Συντροφιά σ ’ αυτές τις μεταμορφώσεις της έχει τα καράβια π ο υ με τη μορφή το υ ς συμπληρώ νουν και τονίζουν τη διάθεσή της, και το σχήμα της. Με τον τ ρ ό π ο π ο υ δημοσιεύονται τα έρ γα, ολόκληρα και σε λεπτομέρεια, πρ οσ φ έρουν τη δυνατότητα στον αναγνώστη να επιχειρήσει π ο λ λ α πλ ές αναγνώσεις. Οι χρήσιμες πληροφ ορίες π ο υ συνοδεύουν τους πίνακες και η σύντομη αλλά κατατοπιστική εισαγωγή της Ό λ γ α ς Μεντζάφ ου, επιμελήτριας του τόμου, κάνουν το ημερολόγιο αυτό χρή σιμο οδηγό για την ελληνική θαλασσογραφία. Σπάνια στην ελληνική βιβλιογραφία βρίσκουμε τόσο καλαί σθητη εμφάνιση π ο υ ο α ν α γ ν ώ σ τ η ς να τη διαπιστώνει σε όλα τα επ ίπ εδα των εκδοτικών εργασιών, δηλαδή στην επιλογή του χαρτιού, στη στοιχειοθεσία, σ τους διαχωρισμούς, στην εκτύπω ση και στη βιβλιοδεσία για την ο πο ία χρειάζονται ιδιαίτεροι έ παινοι τόσο για το σχεδίασμά όσο και για την εκτέλεσή της.
Ημερολόγιο 1991. Έλληνες θαλασσογράφοι του 19ου αιώνα. Επιλο γή έργων, κείμενα: Ό λγα Μεντζάφου. Αθήνα, ΑΔΑΜ, 1990. Σελ. 170.
η ΑΓΟΡΑ
του
ΒΙΒΑΙΟΥ από 10 Δεκεμβρίου έω ς 23 Δεκεμβρίου 1990
Αριστοτέλης-Αθήνα, Αριοτοτέλης-Παγκράτι, Βαγιονάκης-ΑΘ., Γνώση-ΑΘ.( Ελευθερουδάκης-Αθ., Ενδοχώρα-ΑΘ., Εξαρχόττουλος-Αθ., Εστία-ΑΘ., Ιανόςθεσσ., Καρδαμίτσας-ΑΘ., Κατώι του Βιβλίου-Θεσσ., Libro-ΑΘ., Μάτι-Κατερίνη, Μεθενίτης-Πάτρα, Πλέθρον-Αθ., Πρίσμα-ΓΙειραιάς, Ραγιάς-Θεσσ., ΣάκηςΝέα Σμύρνη, Δωδώνη-Αθ., Σύμβολο-Κηφισιά
Ο πίνακας παρουσιάζει τα εμπορικότερα βιβλία ενός δεκαπενθημέρου, σύμφωνα με τα στοιχεία που μας παραχώρη σαν 20 βιβλιοπώλες α π’ όλη την Ελλάδα, δηλώνοντας ο κάθενας τους τέσσερα βιβλία που είχαν τις περισσότερες που λήσεις στο βιβλιοπωλείο του κατά το διάστημα αυτό. Έτσι κάθε βιβλιοπωλείο δίνει τέσσερις βαθμούς στο βιβλίο που είχε τις περισσότερες πωλήσεις, τρεις βαθμούς στο αμέσως επόμενο, δύο βαθμούς στο τρίτο κατά σειρά βιβλίο, ενώ ένα βαθμό παίρνει το τέταρτο.
I ΓΕΡΜ ΑΝΟΣ Φ .: Ε λλάς υπό το μηδέν
ΚΑΚΤΟΣ
| Μ ΑΤΕΣΙΣ Π .: Η μητέρα του σκύλου
ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ
| ΤΑΡΚΟΦΣΚΙ Α.: Μ αρτυρολόγιο (Ημερολόγια 1970-1986) ΓΚΑΤΖΟΓΙΑΝΝΗΣ Ν.: Τα παιδιά της Ελένης | ΔΟΥΚΑ Μ.: Εις τον πάτο της εικόνας
ΚΕΔΡΟΣ
| ΜΑΧΦΟΥΖ Ν .: Η Αρχή και το Τ έλος
ΨΥΧΟΓΙΟΣ
ΤΖΟΫΣ Τζ.: Οδυσσέας
ΝΕΦΕΛΗ
ΕΥΡΩΕΚΔΟΤΙΚΗ
Κ ΕΔΡΟ Σ
Μ ΑΡΚΕΣ Γ κ.Γ κ.: Ο Στρατηγός μες στο Λαβύρινθό του Μ ΟΥΡΣΕΛΑΣ Κ.: Βαμμένα κόκκινα μαλλιά Μ ΕΡΝΤΟΧ Α.: Θάλασσα Θάλασσα
ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΗ
Μ ΠΙΟΥΜ ΠΙ Φ.: Και το όνειρο πάγω σε ΦΑΚΙΝΟΥ Ε .: Γάτα με πέταλα
ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ
ΚΕΔΡΟΣ
ΕΞΑΝΤΑΣ
Κ ΕΔΡΟΣ
Κ ·
ΙΩΑΝΝΟΥ Γ.: Νέες Ιδέες
Μ Λ
Γ ΣΕΦ ΕΡΗ Σ - Τ. ΜΑΛΑΝΟΣ: Αλληλογραφία (1935-1966)
ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ ΟΛΚΟΣ
χρονικά Π 7
Στις στήλες του περιοδικού μας είμαστε πρόθυμοι να δημοσιεύσουμε προβληματισμούς και άλλων εκδοτών που θα ήθελαν να αναφερθούν είτε στα θέματα που θίγει ο φιλοξενούμενός μας στο παρόν τεύχος είτε και σε άλλα ζητήματα που αφορούν στην υπόθεση του
ήμερα, Οκτώβρης 1990, μετά από μια θητεία τριαντατεσσάρων χρόνων στις παντός είδους εργασίες, καλλιτεχνικές και όχι, πάνω στις εκδόσεις — επιμέλειες, πρόλογοι, παρουσιάσεις και δημιουργίες βιβλίων και λευκωμάτων, σχολιασμούς εκδόσεων, κριτικές, σχεδιασμούς ειδι κών σειρών, συγγραφή βιογραφιών, δοκιμίων, αναφορών, ελευθεροδημοσιογραφικών κομματιών σε περιοδικά κι εφημερίδες μεγάλης κυκλοφορίας, συγγραφή χιλιάδων σελίδων στα περιο δικά μου, με περισσότερο το αδηφάγο «Ιδεοδρόμιο», βρίσκομαι στη θέση να έχω στην κυκλο φορία οκτώ προσωπικά βιβλία και να έχω την επιμέλεια σε άλλα έντεκα! Εν τω μεταξύ έχω συνεργαστεί, στα χρόνια που πέρασαν, με εννέα εκδοτικούς οίκους, ενώ τώρα βιβλία μου βρίσκονται στους καταλόγους τεσσάρων εκδοτών. Παρ' όλα αυτά, οι σχέσεις μου με τους παλαιότερους αλλά και με τους σημερινούς μου εκδότες δεν.είναι ικανοποιητική για μένα, αλλά ούτε και προσοδοφόρα. Δεν προσπαθώ να ρίξω ευθύνη σε κανέναν, ούτε να προστατέιιω το image μου. Όμως η πραγ ματικότητα είναι ότι ζώντας σαν ανεξάρτητος, μακριά από εξαρτήσεις και φατρίες, σήμερα μπο ρώ να πω, ότι επιβιώνω στοιχειωδώς απ’ τη συγγραφική μου παραγωγή, παρ’ όλη την εικόνα του «δραστήριου» και «παραγωγικού» δημιουργού που φαίνεται να δίνω προς τα έξω! Αντίθετα, οι εκδότες που κατά καιρούς έχω συνεργαστεί είτε σαν γραφίστας-επιμελητής είτε σαν συγγραφέας ή συντονιστής της παραγωγής των εκδόσεών τους, βρίσκονται σε μεγάλη άνθι ση, τόσο οικονομική όσο και δημιουργική, θεωρούνται δε παράγοντες της βιβλιοεκδοτικής υπάρχουσας κατάστασης. Δεν θα πρέπει να παρεξηγηθεί η κρίση μου αυτή, μια που η συμβολή μου στους εκδότες και τους εκδοτικούς οίκους, τόσο με συζητήσεις όσο και με προγραμματισμούς, επιμέλειες κι εκδό σεις υπήρξε ωφελιμιστική και διορθωτική τις περισσότερες φορές της εικόνας που έδιναν οι ίδιοι προς τα έξω. Ακόμη, και οι παρεμβάσεις μου με τ’ αφιερώματα στα περιοδικά «Panderma», «Ιδεοδρόμιο» και «Διάβασε για να Διαβάσεις», μέχρι το μοναδικό τεύχος «Βιβλιοφαγία», καθόρισαν μια πο ρεία στα εκδοτικά δρώμενα βελτιώνοντας την κατάσταση ορισμένων εκδοτών που ήσαν και είναι και συνδικαλιστικοί παράγοντες. Με όλα αυτά, κατέληξα να πιστεύω ότι η κατάσταση των εκδοτι κών πραγμάτων τελευταία στην Ελλάδα πηγαίνει προς το χειρότερο και αυτό οφείλεται αποκλει στικά στους εκδότες που — κατά τη γνώμη μου — αφού πέρασαν μια περίοδο πειραματισμών, αυτοσχεδιασμού και εμπειρίας, η θέση τους κορυφώθηκε με έναν επαγγελματισμό που δεν μπο ρεί να καλυφθεί μόνο από την εμπορική σταδιοδρομία, αφού ουδέποτε οι περισσότεροι — αν όχι όλοι — δεν είχαν κανένα απαιτούμενο .εφόδιο μόρφωσης.
Σ
18/χρονικα
Από την άλλη πλευρά, η εισβολή των «βιομηχανικών» εκδόσεων - αστυνομικών και άλλων βιβλίων με περιπετειώδεις αφηγήσεις - δημιουργεί μια πρόσθετη αντιφατική τροχοπέδη στην ομαλή κυκλοφορία του φιλολογούντος βιβλίου. Το οξύμωρο είναι ότι υπάρχουν εκδότες που παράγουν παράλληλα με το λογοτεχνικό είδος βιβλίου και πόκετ σειρές αστυνομικών. Φυσικά, είναι ήαραπονούμενοι στο ότι δεν «πηγαίνει» το λογοτεχνικό τους βιβλίο! Οι εκδότες όλοι βασίζουν την πραγμάτωση ή όχι μιας έκδοσης - ενός βιβλίου - σε «συμ βούλους» που με κοινωνικά αλχημιστικούς τρόπους αποφασίζουν και προτείνουν εάν το προτεινόμενο για έκδοση «χειρόγραφο» ωφελεί: - Τη δική τους δέση στον εκδοτικό οίκο - Τη μη δημιουργία προβλημάτων σε φίλους τους ή συναδέλφους που εν τω μεταξύ έχουν προωθήσει ή έχουν εκδώσει βιβλία τους στον εκδοτικό οίκο - Το πολιτικό-κοινωνικό στίγμα του συγγραφέα και εάν αυτό αντανακλάται θετικά — γι' αυ τούς - στο έργο του. Αυτά ως προς τους Έλληνες. Για τους ξένους συγγραφείς που μεταφράζονται κάτι ανάλογο ισχύει, μόνο που εδώ παρεμβαίνει ο εκδότης ως προς το θέμα της αμοιβής του μεταφραστή. Ως προς τα θέματα κυκλοφορίας των βιβλίων στους φυσικούς φορείς πωλήσεων δεν είναι τα βιβλιοπωλεία, εδώ η αποτυχία των εκδοτών είναι πλήρης και το κομφούζιο των παρεχομένων ποσοστών επί της λιανικής τιμής ενός εκάστου βιβλίου είναι τραγελαφικό. Τα «πρακτορεία δια νομής» εκδόσεων έδωσαν το τελευταίο χτύπημα στην ανοργανωσιά και αδυναμία διανομής και «δειγματισμού» των περισπούδαστων εκδοτικών οίκων της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Κο ρύφωση αυτής της κατάστασης υπήρξε η δημιουργία της «κοινοπρακτικής εκδοτών», όπου πέ ντε — προς το παρόν — εκδότες με 780 βιβλία τους χορηγούμενοι από τα Μεσογειακά Ολο κληρωμένα Προγράμματα προσπαθούν να χαλιναγωγήσουν, προς όφελος τους, την αύξηση των ποσοστών, διαθέτοντας όλο και λιγότερα αντίτυπα, λόγω της «πολιτικής» της διάθεσης που ε φαρμόζουν έναντι των βιβλιοπωλών - κυρίως των μεγάλων πόλεων. Παρ’ όλα αυτά η υπόθεση στο να ευτυχήσει ένα βιβλίο ενός Έλληνα συγγραφέα, στο θέμα της ικανοποιητικής κυκλοφορίας του, έχω πεισθεί δεν βρίσκεται στη διάθεσή του ή στην ποιότη τά του, σε σχέση με τους φορείς πωλήσεων ή τη δημοσιότητά του, αλλά στην τάση της ίδιας της απιστίας που έχουν οι ίδιοι οι εκδότες που το παράγουν. Οι εκδότες, μη έχοντας προσωπική γνώμη, ακούνε τους εποχιακούς συμβούλους τους, τα σχόλια διαφόρων διαφωνούντων, τα... καρφιά καλοθελητών και... η παρέμβαση στις επιλογές των συμβούλων γίνεται με ποικίλους τρόπους διάβρωσης. Ό λα όσα λέγονται ή γράφονται μαθαίνονται και από τους κεντρικούς βι βλιοπώλες που συχνά είναι και εκδότες οι ίδιοι και η εργασία ενός Έλληνα συγγραφέα φεύγει από τα μάτια του αναγνώστη ξεπέφτοντας στα στόματα διαφόρων ημιμαθών κουλτουριάρηδων που με αντιφατικές απόμεις, σχολαστικισμούς και κακοήθειες ή και επαίνους υπέρμετρους, ο δηγούν το βιβλίο στο ράφι της τελευταίας... δεκαετίας! Οι συγγραφείς, οι περισσότεροι οργανωμένοι στα υπάρχοντα λογοτεχνικά σωματεία, βρί σκονται κυριολεκτικά στο έλεος των ποικίλων εκδοτών και των συμβούλων τους. Τα σωματεία και οι ενώσεις λογοτεχνών, δεν σήκωσαν ποτέ το ανάστημά τους απαιτώντας από τους εκδότες την ανάγκη εκδόσεως με μια κάποια αξιολογική ή αριθμητική σειρά, έναντι ενός ποσοστού ξέ νων μεταφράσεων π.χ. κάθε είκοσι βιβλία ξένων μεταφράσεων ενός οίκου, τα 6 ή τα 8 να είναι Ελλήνων. (Πρόσφατα, όταν ακόμη υπήρχε η «ατέλεια χάρτου», οι εκδότες μεταχειρίζονταν τους Έλληνες συγγραφείς σαν άλλοθι προκειμένου να προμηθευτούν φτηνά αφορολόγητο χαρτί από το κράτος που στη συνέχεια το χρησιμοποιούσαν για την έκδοση ξένων μεταφράσεων). Το να είσαι συγγραφέας ή μεταφραστής, με τις υπάρχουσες συνθήκες δεν μπορεί να θεωρηθεί σαν ένας επαρκής τρόπος βιοπορισμού. Έστω και εάν είσαι λίγο ή πολύ γνωστός ή επιτυχημένος. Οι ασχολούμενοι, λοιπόν, με την παντός είδους τροφοδοσία κειμένων στους εκδότες είναι υπο απασχολούμενοι και έχουν παράλληλα μια άλλη θετική απασχόληση.
χρονικα/19
Το θέμα της «πνευματικής ιδιοκτησίας» των Ελλήνων συγγραφέων και των «πνευματικών δι καιωμάτων» βρίσκεται σε κατάσταση εκτρέλλανσης από νομικής πλευράς. Οι συγγραφείς προκειμένου να «δουν» το βιβλίο τους εκδιδόμενο, δεσμεύονται για χρόνια με απεχθή συμβόλαια, ενώ τα χορηγούμενα ποσοστά που λαμβάνουν από τις πωλήσεις των αντιτύπων των βιβλίων τους από έναν εκδότη είναι μηδαμινά για να μην τα χαρακτηρίσω εξευτελιστικά. Οι εκδότες τους παρουσιάζουν τις νόμιμες και ορθόδοξες τιμολογιακές πωλήσεις, ενώ δεν αποκαλύπτουν ποτέ για πωλήσεις που γίνονται με «διακονισμούς», «τράμπερ» και πιστώσεις. Οι μεταφραστές ξεπουλάν κυριολεκτικά τη μετάφραση ενός ξένου βιβλίου μια για πάντα! Ου δέποτε ξαναπαίρνουν δεκάρα, έστω και εάν το βιβλίο που έχουν μεταφράσει κάνει πέντε ή δέκα εκδόσεις. (Σημειώσατε: Υπάρχει και σωματείο μεταφραστών!). Ό λοι οι θετικά απασχολούμενοι με τις εκδόσεις βιβλίων, εκδότες, ευπορούν πάντα σε βάρος των μεταφραστών και των συγγραφέων. Υπάρχουν ακόμη και σήμερα εκδότες - που δεν θέλω ν’ αναφέρω τα ονόματά τους - που πληρώνουν για μεταφράσεις 5-6.000 δραχμές το δεκαεξασέλιδο και δίνουν σε αξιόλογους Έλ ληνες συγγραφείς 5-6% ποσοστά επί της λιανικής τιμής των πωληθέντων βιβλίων τους και κείνα μήνες αργότερα από την τελευταία ημερομηνία εκκαθάρισης. Υπάρχουν εκδότες που αντιμετωπίζουν το βιβλίο που εκδίδουν σαν ένα οποιοδήποτε κατανα λωτικό προϊόν, αγνοώντας καθετί που μπορεί η απασχόλησή τους να έχει σχέση με τον πολιπσμό ή την κουλτούρα. Μετέχουν ανελλιπώς σε πανηγυριώτικες εκθέσεις και... «φεστιβάλ βι βλίου» μόνο και μόνο για να πουλήσουν το... προϊόν τους στην ονομαστική τους αξία και θεω ρούν χάσιμο χρόνου και ενέργειας τη συμμετοχή τους σε διεθνείς εκθέσεις βιβλίου, μια που εκεί... δεν επιτρέπονται πωλήσεις! Όσο, για τη μέσω των εκδοτών προώθηση Ελλήνων συγγραφέων προς το εξωτερικό, είναι μια ιστορία που την αγνοούν εντελώς. Αυτό αποδείχτηκε με τη Γαλλική πρωτοβουλία: «Οι Ω ραίες Ξένες Λογοτεχνίες» που τους Έλληνες συγγραφείς δεν τους συνόδεμε ούτε επίσημα ούτε ανεπίσημα κανένας εκδότης τους. Και, είναι βεβαιωμένο ότι υπάρχουν Έλληνες δοκιμιογράφοι και ιστορικοί που ενδιαφέρουν άμεσα Γάλλους, Γερμανούς και Άγγλους. Για τις χώρες του πρώην Ανατολικού μπλοκ δεν αναφέρομαι διότι εκεί και στη Ρωσία οι Έλληνες μεταφράστηκαν με πολιπκο-ιδεολογικά κριτήρια και όχι από πρωτοβουλία των εκδοτών. Υπάρχουν εκδότες που έχουν δηλώσει δημόσια ότι δεν έχουν διαβάσει ποτέ τα βιβλία που εξέδωσαν και, δυστυχώς, είναι αρκετοί. Το βιβλίο λοιπόν, το ελληνικό, από Έλληνες συγγραφείς και μεταφραστές δεν κινδυνεύει α πό την είσοδο της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα· κινδυνεύει από την έλλειyn προσαρμογής των Ελλήνων εκδοτών στις διαδικασίες εξασφάλισης ενός κάποιου τρόπου α ξιοπρεπούς αμοιβής στους συγγραφείς και τους μεταφραστές. Δεν υπάρχει Έλληνας εκδότης που να πένεται και τυχόν να κινδυνεύει να κλείσει την επιχεί ρησή του και να τα εγκαταλείμει, γεγονός που συμβαίνει συχνά στους λογοτέχνες, τους συγγρα φείς και σ’ αυτούς που ασχολήθηκαν σοβαρά με τη μετάφραση. Το κόστος ενός οποιουδήποτε παραγόμενου βιβλίου αποσβένεται με τις πωλήσεις μέχρι 900 (εννιακοσίων) αντιτύπων και αυτό γίνεται μέσα στις πρώτες 6-8 εβδομάδες. Μετά έως ότου εξα ντληθούν τα υπόλοιπα αντίτυπα είναι το κέρδος καθαρό. Το κέρδος μεγαλώνει όταν το βιβλίο πραγματώσει και δεύτερη έκδοση. Δεν θα ’λεγα με βεβαιότητα ότι υπάρχουν «καλοί» και «κακοί» εκδότες. Ή, εκδότες που αμεί βουν καλύτερα ή χειρότερα τον συγγραφέα και τον μεταφραστή. Με βεβαιότητα έχω διαπιστώ σει ότι, δυστυχώς, οι εκδότες οι Έλληνες είναι έμποροι. Οι ελάχιστες εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν, στην περίπτωσή μάς, τον κανόνα. Λ ε ω ν ίδ α ς Χ ρηστάκης
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΙΤΙΚΗ ΦΕΡΝΉΝ ΑΝΤ ΓΚΡΕΓΚΟΡΟΒΙΟΥΣ
ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ Πρώτος τόμος
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΙΤΙΚΗ
Έ ρω ς 'Αθηνών των πάλαι θρυλουμένων έγραφε τα ΰτα ... Τ ο μνημιώδες έργο του γερμανού ιστορικού φωτίζει μιαν άγνωστη περίοδο της ιστορίας της λαμπρότερης πόλης της αρχαιότητας και πρωτεύουσας της σύγχρονης Ελλάδας. Ο Γκρεγκορόβιους κατόρθωσε να συνθέσει το διάσπαρτο και δυσεύρετο υλικό σε μια ζωντανή εικόνα της εποχής κατά την οποία η Αθήνα ξεπέφτει σε επαρχιακή βυζαντινή κω μόπολη, γίνεται κατόπιν πρωτεύουσα του ομώνυμου φραγκικού δουκά του και μήλο της έριδας μεταξύ των δυνάμεων της μεσαιω νικής Δύσης και κατακτάται τέλος από τον Μωάμεθ Β' τον Πορθητή. Η φροντισμένη έκδοση σε μετάφραση του Ά γ ι Τσάρα περι λαμβάνει τρεις δεμένους τόμους. Ο πρώτος τόμος κυκλοφόρη σε ήδη.
Εκδόσεις Κ
.κή Α .Ε .. Π ατούσα!). Ι(Μ)Τ7 Αθήνα. Τ η λ.: 3039434
«Είναι άραγε η έλευση της έννοιας του "μετά-μοντέρνου” μια πρόσκληση να ξαναζεστάνουμε ή απλά να επαναλάβουμε την παλιά διαμάχη; Μήπως δηλώνει μια καθ’ όλα φυσική κόπωση, στην οποία ξεπέφτει ένας διάλογος που παρατείνεται με το ζόρι, χωρίς ποτέ να καταλήγει κάπου; Ή πάλι, μήπως είναι μια προ σπάθεια να δώσουμε νέο ενθουσιασμό σ ’ ένα όλο και πιο βαρετό χασομέρι (ό πως είπε κάποτε ο Gordon Allport, οι κοινωνικοί επιστήμονες ποτέ δεν λύνουμε προβλήματα: απλώς τα βαριόμαστε); Αν έχουν έτσι τα πράγματα, δεν αξίζει να ξανασκεφτούμε την έννοια της "μετανεοτερικότητας”, Κι αυτό προτείνουν οι συνετοί κοινωνικοί επιστήμονες»1. Τώρα που η αγωνιστική ρητορεία των υπερμάχων και των κατηγόρων του μετά-μοντερνισμού έχει σιωπήσει, προτείνουμε την κριτική αξιολόγηση ενός ρεύματος που σίγουρα θα επηρεάσει την κατεύθυνση του κοινωνικού και φιλο σοφικού προβληματισμού για μακρό χρονικό διάστημα. Κι αν το «μετα μοντέρνο» είναι - περισσότερο από έννοια - μια κατάσταση της κοινωνίας μας και της γνώσης στην κοινωνία αυτή,2 τότε η σύνεση θα ήταν άκαιρη και η αποστασιοποίηση σιωπηλή και ανούσια εμπλοκή. Η αποκάλυψη της ταυτότη τας του παρόντος, το σημαντικότερο προγραμματικό (χειραφετικό) εγχείρημα της νεοτερικότητας, είναι το κίνητρο που βρίσκεται πίσω από τις αξιολογότερες έρευνες στο χώρο του μετα-μοντέρνου. Το «μετά» και το «ξανά», όπως θα δείξει ο Lyotard, διαπλέκονται - και η διαπλοκή τους αυτή είναι η μετα-μοντέρνα κα τάσταση. Επιμέλεια αφιερώματος: Γιάννης Π. Σκαρπέλος Σημειώσεις 1. Zygmunt Bauman, “ Is There a Postmodern Sociology?” , στο αφιέρωμα του περιοδικού Theory, Culture & Society (vol. 5, Nos 2-3, June 1988) για τον Μεταμοντερνισμό, σελ. 217. 2. Όπως φαίνεται να υποδηλώνει ο J.-F. Lyotard, αναφερόμενος σε μια Μεταμοντέρνα Κατάσταση.
22/αφιερωμα
[Το μετα-μοντέρνο είναι μια κατάσταση των αισθήσεων: ο τ ρ όπ ος π ου αντι λα μβανόμαστε τον κόσμο (την κοινωνία, τη γνώ ση και την τέχνη) είναι ο «τόπος» εκδήλω σης του μετα-μοντέρνου π ερισσ ότερο α π ’ ό,τι ο κόσμος. Το μετα-μοντέρνο είναι ένα αίσθημα του κοινωνικού, γνω στικού και αισθη τικού υποκειμένου. Π ολλοί σ υ γ γ ρ α φ είς συ σ χέτισα ν το αίσθημα αυτό με το αίσθημα του υψηλού, όπ ω ς π εριγρά φ ετα ι στην Κριτική της κριτικής ικανό τητας του Immanuel Kant. Από το βιβλίο αυτό του 1790 π α ρα θέτουμ ε στη σ υ νέχεια την π α ρά γρα φ ο 23, που α ναφ έρεται στη σχέσ η του υψηλού με το ωραίο.]
§23 Μ ετάβ ασ η α π ό την ικ α νό τ η τα θ ε ώ ρ η σ η ς του ω ρ αίου σ την ικ α νό τ η τα θ ε ώ ρ η σ η ς του υ ψ η λ ο ύ ο ωραίο και το υψηλό μοιάζουν μεταξύ τους κατά το ότι προσφέρουν καθ’ εαυ τό ικανοποίηση. Επίσης μοιάζουν στο ότι δεν προϋποθέτουν κάποια κρίση η οποία να οφείλεται στις αισθήσεις ή στον λογικό προσδιορισμό, αλλά μια κρίση αναστοχαστική. Συνεπώς, η ευχαρίστηση που μας προσφέρουν δεν στηρίζε ται στην αίσθηση, όπως συμβαίνει με το ευχάριστο (agreeable), ούτε σε μιαν ορι σμένη έννοια, όπως συμβαίνει με την ικανοποίηση που αισθανόμαστε στην περί πτωση του αγαθού, παρ’ όλο που αναφέρεται (με τρόπο ακαθόριστο) στις έννοιες. Δηλαδή, η ικανοποίηση συνδέεται με την απλή παράσταση ή την παραστατική ι κανότητα, κι έτσι φαίνεται πως εκφράζει τη συμφωνία (στα πλαίσια ενός αισθήμα
Τ
αφιερωμα/23 τος) της πα ρ αστατικής ικ ανό τητας ή φ αντασ ίας με την εννοια κή ικα νό τητα που ανάγεται στην κατανόηση κα ι το λόγο, όπου η πρώτη ικανότητα υπηρετεί τη δεύ τερη. Έ τ σ ι λοιπόν, κα ι τα δύο είδη κρίσεως είναι ενικά, κα ι ταυτόχρονα εμφανί ζονται ω ς καθολικά έγκυρα για κάθε Υ ποκείμενο, πα ρ ’ όλο που στοχεύουν μόνο στο αίσθημα της ευχαρίστησης κι όχι στη γνώση του αντικειμένου. Υπάρχουν όμω ς και σ ημαντικές όσο και π ρόδηλες διαφορές α νάμεσα στο ωραίο και το υψηλό. Το ωραίο κ α τά τη φύση του σ χετίζεται με τη μορφή του αντικειμέ νου, κι αυτή με τη σειρά της συνιστά έναν περιορισμό, ενώ το υψηλό μπορεί να ε κ δηλώνεται σ ’ ένα αντικείμενο, ακόμη κ ι αν αυτό δεν διαθέτει σ υγκεκριμένη μορφή, αλλά συνδέεται άμεσα ή προκαλεί με την παρουσία του την παράσταση του α π ε ριόριστου, μαζί με την υπερ-προστιθέμενη σκέψη της ο λ ότητάς του. Κατά συνέ πεια, το ωραίο είναι η παράσταση μιας απροσδιόριστης έννοιας της διανοίας, ενώ το υψηλό είναι η παράσταση μιας απροσδιόριστης έννοιας του λόγου, κα ι η ικ ανο ποίηση στην πρώτη περίπτωση συνδέεται με την αναπαράστασ η της Π οιότητας, ενώ στη δεύτερη συνδέεται μ ’ εκείνη της Π ο σό τητα ς. Ε πιπλέον, η πρώτη ευχαρί στηση διαφέρει σημαντικά από τη δεύτερη κα τά το είδος, διότι το ωραίο γίνεται άμεσα αντιληπτό μ’ ένα αίσθημα ανάτασ ης της ζω ής, κ ι έτσι σ υνδέεται με τα φυσι κά χαρίσ ματα και την παιγνιώ δη φαντασία, ενώ το αίσθημα του υψηλού συνιστά μιαν έμμεση μόνο ικανοποίηση, που προέρχεται από το αίσθημα της στιγμιαίας κυριαρχίας επί τω ν δυνάμεων της ζωής που αμέσως ακολουθείται από μια πανί σχυρη αδυναμία, κι έτσι δεν είναι ένα συναίσθημα που ασκεί τη φαντασία, αλλά μια χαμένη υπόθεση γι’ αυτήν. Γι’ αυτό το λόγο κα ι οι φυσικές χάρες είναι ασυμβί βαστες προς το αίσθημα του υψηλού. Κι εφόσον το αντικείμενο δεν ελκύει μόνο το πνεύμα, αλλά και το απωθεί ταυτόχρονα, η ικανοποίηση που προσφέρει το υψη λό δεν συνδέεται τόσο με μια θετική ευχαρίστηση ό πω ς είναι ο θαυμασμός ή ο σε βασμός, αλλά με μια αρνητική ευχαρίστηση. Η πιο σημαντική όμω ς διαφορά ανάμεσα στο ωραίο κα ι το υψηλό είναι σαφώς η ακόλουθη: αν (όπω ς μπορούμε να υποθέσουμε) στρέψουμε την προσοχή μας αρ χικ ά στο υψηλό που εκδηλώ νεται σ τα Α ντικείμενα της φύσης (όπου η τέχνη περιο ρίζεται πά ντα από τους όρους μιας συμφωνίας με τη φύση), παρατηρούμε ότι στις περιπτώσεις που η φυσική ομορφιά (η οποία είναι αυθύπαρκτη) απ οκαλύπτει με τη μορφή της την ύπαρξη ενός σκοπού που οδηγεί στην ανάδυση του αντικειμένου, σαν να ήταν προορισμένο να υποταγεί στην κριτική μας δύναμη, έτσι που σ χη ματί ζει τελικά δι’ εαυτής ένα αντικείμενο που μ α ς ικανοποιεί, εκείνο όμω ς που, χω ρίς να π α ραδίδεται σε διασκ επ τικ ές διερευνήσεις, εγκαταλείπετα ι στην αντίληψή μας, εγείροντας το αίσθημα του υψηλού, είναι δυνατόν να εμφανίζεται από τη σκοπιά της μορφής του ότι αντιμά χεται τους στόχους τη ς κριτικής μας δύναμης, ότι δεν υπακούει στην πα ραστατική μας ικανότητα, κα ι ότι προσβάλλει τη φ αντασία, ενώ κρίνουμε πω ς γι’ αυτό το λόγο είναι ακόμη περισσότερο υψηλό. Είναι λοιπόν εξαρχής φανερό ότι εκφραζόμαστε εσφαλμένα όταν ονομάζουμε κάθε φ υσικό Α ν τικείμ εν ο υψηλό, αν κ α ι μπορούμε να το ονομάσουμε ω ραίο. Π ώ ς είναι δυνατό να δεχόμα στε με τρόπο επιδοκιμ αστικό αυτό που κατανοούμε ω ς εκ φύσεως αντιτιθέμενο σε κάθε σ κοπιμότητα; Το μόνο που μπορούμε να υποστηρί ξουμε είναι πω ς το αντικείμενο προσφέρεται για να παραστήσει το αίσθημα του υ ψηλού, το οποίο μπορούμε να βρούμε στο ανθρώπινο πνεύμα. Διότι το υψηλό, με την αυστηρότερη έννοια του όρου, δεν μπορεί να υπάρχει σε κα μιά αισθητή μορφή, αλλά μάλλον αφορά λογικές ιδέες (ideas o f reason), οι οποίες, αν κα ι δεν είναι δυ νατό να παρασταθούν με επάρκεια, μπορεί να εγείρονται κ α ι να ανακαλούνται στο πνεύμα από την ίδια την ανεπάρκεια που είναι δυνατό να παρασταθεί με τρόπο αι σθητό. Έ τ σ ι, ο ευρύς ω κεα νός που ταράζεται από θύελλες δεν μπορεί να ονομα στεί υψηλός. Η θέα του προκαλεί τον τρόμο, κα ι πρέπει το μυαλό μας να διαθέτει από πριν ένα μεγάλο απόθεμα ιδεών, για να υψωθεί από αυτό που βλέπει στην κο ρυφή ενός συναισθήματος που είναι υψηλό-υψηλό διότι το πνεύμα διεγείρεται να εγκαταλείψει το αισθητό και να ασχοληθεί με ιδέες που εγγράφονται σε μιαν ανώ τερη σκοπιμότητα. Η φυσική ομορφιά μας υπενθυμίζει την τεχνική της φύσης που αποκαλύπτεται στο φως ενός συστήματος το οποίο λειτουργεί σύμφωνα με νόμους, που η αρχή τους μπορεί να ανευρεθεί στην κατανοητική μας ικανότητα. Η αρχή αυτή είναι η
24/αφιερωμα αρχή μιας σ κοπιμότητας η οποία σχετίζεται με τη χρησιμοποίηση της κρίσης για φαινόμενα που πρέπει έτσι να προσδιορισθούν, όχι μόνο στη φύση εκλαμβανόμενη ω ς άσ κοπο μηχανισμό, αλλά επίσης στη φύση θεωρούμενη κ α τ’ αναλογία προς την τέχνη. Έ τ σ ι λοιπόν, διευρύνει πραγμ ατικά, ό χι τη γνώση μας για τα φυσικά Α ντικείμενα, αλλά την αντίληψη που έχουμε για τη φύση γενικά - τη φύση ω ς α πλό μηχανισμό που διευρύνεται για να περιλάβει την κατανόηση της φύσης ω ς τέ χνης - μια διεύρυνση που οδηγεί με τη σειρά της σε συγκεκριμένες έρευνες σχετι κά με τη δυνατότητα μιας τέτοιας μορφής. Σε αυτό όμω ς που πρόκειται να ονομά σουμε υψηλό στη φύση έχουμε να αντιμετωπίσουμε την απουσία κάθε στοιχείου που οδηγεί σε επιμέρους αντικειμενικούς κανόνες και σε α ντίστοιχες φ υσικές μορ φές, ώστε πρόκειται για το χάο ς ή την πιο άγρια, την πιο ακανόνιστη αταξία και την ερήμωση, με τις ο ποίες - υπό την προϋπόθεση ότι φέρουν τα σημεία του μεγα λείου κ αι της ισχύος - η φύση διεγείρει κα τά κύριο λόγο τις ιδέες του υψηλού. Βλέ πουμε λοιπόν ότι η έννοια του φυσιιςού υψηλού είναι πολύ λιγότερο σημαντική και πολύ φτωχότερη σε συνέπειες από εκείνη του φυσικού ωραίου. Δεν αποτελεί ένδει ξη κάποιου σκοπού στη φύση, παρά μόνο μια πιθανότητα αξιοποίησης των προϊδεασμών μας γι’ αυτό που παράγει μέσα μας ένα αίσθημα σ κοπιμότητας πολύ διαφο ρετικό από τη φυσική σκοπιμό-τητα. Για το φυσικό ωραίο οφείλουμε να αναζητή σουμε μιαν εξωτερική θεμελίωση, αλλά για το υψηλό μόνο μια θεμελίωση εντός μας είναι δυνατή, μια θεμελίωση η οποία σχετίζεται με τη στάση του πνεύματός μας, που εισάγει το υψηλό στην αναπαράσταση της φύσης. Αυτή είναι μια ανα γκαία πρ οκαταρκτική παρατήρηση. Δ ιαχωρίζει οριστικά την ιδέα του υψηλού από κάθε φ υσική ενδελέχεια, και καθιστά τη θεωρία για το υψηλό απλό παράρτημα στην αισθητική θεώρηση της φυσικής ενδελέχειας, διότι δεν δίνει την αναπα ρά σταση μιας επιμέρους φυσικής μορφής, αλλά αναφέρεται μόνο στην τελική αξιο ποίηση από τη φαντασία της ίδιας της τή ς αναπαράστασης. Μετάφραση: Γιάννης Π. Σκαρπέλος
Σημειώσεις 1.
Πρώτη παράγραφος του δεύτερου βιβλίου («Αναλυτική του υψηλού») του πρώτου μέρους («Κριτική της αισθητικής κρίσης») της Κριτικής της κριτικής ικανότητας. Μεταφράσθηκε από την αγγλική μετάφρα ση: Immanuel Kant, The Gritique o f Judgement, translated with analytical indexes by James Creed Meredith, Oxford at the Clarendon Press, 1952 (1986).
ΔΙΑΒΑΖΩ
ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ TOY ΒΙΒΛΙΟΥ
Παρακαταθήκη των παλαιών τευχών ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ « Σ Ο Λ Ω Ν » ΣΟ Λ Ω Ν Ο Σ 116 - ΑΘΗΝΑ 106 81 - ΤΗΛ.: 3 6 .2 7 .5 3 9 . FAX: 3 6 .2 8 .9 3 8
αφιερωμα/25
Νίκος Α. Σεβαστάκης
Heidegger, Νεοτερικότητα, Μετανεοτερνκότητα Επικίνδυνες σχέσεις; Το ερώτημα των σχέσεων ανάμεσα στη σκέψη του Heidegger και σε αυτό που επεκράτησε να ονομάζεται «Νεοτερικότητα» τίθεται ξανά και ξανά στις φιλο σοφικές συζητήσεις της τελευταίας δεκαπενταετίας στη Δύση. ναρίθμητα άρθρα, συνέδρια, δο κ ίμια , σεμι νάρια, «πο λ εμικ ά ανακοινω θέντα», μια ο λόκληρη φιλολογία επισ τρατεύθηκε για να διαλευκανθεί το «μυστήριο» τη ς έντα ξη ς ε νό ς σ το χασ τή σ τους κοινω νικ ο πο λιτισ μικ ο ύς όρους της ε ποχή ς του. Α υτό ό μ ω ς που συζητήθηκε α ρ κετά - αν κ α ι λιγότερο α π ό το ζήτημα τη ς π ο λ ιτική ς ανάμιξης του Heidegger στην περιπέτεια του Ε θνικοσοσιαλισμού - είναι το π ώ ς μια σ κέψη σ αν αυτή του Γερμανού μεταφιλοσόφου δεξιώ νεται την «ουσία τη ς Ν εοτερικότητας», αν υποτεθεί κ α ι αυτή η υπόθεση αποτελεί η ίδια μέρος του ε ρω τήμ ατος για τη φύση τη ς Ν εοτερικότητας ότι μια τόσ ο σύνθετη, άκεντρη ή «πολυθεϊστική» στο επίπ εδο τω ν αξιώ ν, δυναμική ό πω ς αυτή τω ν σύγχρονω ν κα ιρώ ν (Neuzeit) έχει κ ά πο ια (ενιαία) Ο υσία. Τ α περισ σότερα α π ό τα μεγάλα ονόματα της σ ύγχρονης δυ τικ ής θεω ρίας από τον H aberm as, τον Apel κ α ι το ν C am per ώ ς το ν Lyotard, τον D errida, τον Lacoue-Labarthe κ α ι το ν G. Vattim o - για να μην αναφερθούμε σε μια χορεία σ το χ α στώ ν απ ό τις Α γ γ λο σ α ξο ν ικ ές χώ ρ ες σ αν τον Buchman, τον Rorty, τον Longam κ .ά . - κα τέθε σαν τις αναλύσεις τους κα ι με τον ένα ή άλλο τρόπο ενέσ κηψ αν σ το πρόβλημα τη ς χαϊντεγγεριανής «αντιμετώ πισ ης» τη ς Ν εοτερικότητας. Και αυτό δεν είναι τ υχαίο. Ο φείλεται σ το γεγο νό ς τη ς κεν τρ ικό τη τα ς του ερ ω τήμα το ς τη ς «ου σ ίας» τη ς Ν εο τερ ικό τητας ό π ω ς α ναπτύσ σεται σ τα πλαίσ ια του χάίντεγγεριανού σ τοχασμ ού.
Α
Δ εν είναι βέβαια δόκ ιμο, ούτε κ α ι δυνατό, να σταθούμε εδώ στην παρουσίαση τω ν επιχειρ ημ ά τω ν του ε νός ή του άλλου φιλοσόφου ή κριτικού σ χετικ ά με το είδος τω ν σχέσεω ν τη ς σ κέψ η ς του Heidegger κ α ι τη ς Ν εοτερικότητας. Α ρ κετές φο ρές η κρίση κ α ι η κρ ιτική αφ ορούσαν (κα ι αφο ρούν) περισσότερο την πρ οσ ω π ικότητα, το στυλ κα ι τη γλώ σσ α του Heidegger - α ς θυμηθούμε λ .χ . την ειρωνεία του A dorno για το αγροτομικ ρ οασ τικό (volkisch) ύφος του Heidegger1 πα ρ ά την ουσία κα ι τις συνέπειες τη ς σ κέψ ης του. Σ χ η μ α τικ ά π ά ντω ς κα ι απλου στεύ οντας σ κο πίμω ς, θα μπορούσαμε να διακρίνουμε σ τις ερμηνευτικ ές-κ ριτικές προσ πάθειες που αναζη τούν το «σ τίγμα» του Heidegger μέσα κα ι απ έ ναντι στη Ν εοτερικότητα, δύο τάσ εις. Η πρώ τη διαβλέπει στη «σκέψη του Είναι» ένα αντινεοτερικό πά θος κ α ι τελ ικά μια ανορθολογική α κρ αία κα ι κ α τ’ ουσίαν δογμα τική σύλληψη τη ς Ι σ το ρ ία ς αναγόμενη σ τον γερμ ανικό Ιδεαλισ μό, τον Nietzsche κα ι τη σ υντηρητική σκέψη του με σ οπολέμου. Εδώ ανήκει κυρίω ς η ανάγνω ση του Heidegger από τον H aberm as κα ι η απ ηνής κριτι κή του γαλλικ ού «χαϊντεγγεριανισμού» από τους L. Ferry κ α ι A. R enaut.2 Σ το άλλο ά κ ρο β ρίσκεται η π α ρ άταξη τω ν «αποδομισ τώ ν», νεομηδενιστώ ν κ .λ π .. Μ ια από τις σπουδαιότερες μορφές του ευρω παϊκού «χαϊντεγγεριανισμού», ο Ιτα λ ό ς G. V attim o, προχω ρώ -
26 !α φ ιέρω μα ν τας στη διάκριση ανάμεσα σε μιαν «αντιδραστι κή» και μια «θριαμβολογική» ιδέα της Νεοτερικότητας, αναγνωρίζει στον Heidegger τα ίχνη ε νός άλλου δρόμου: τη δυνατότητα μιας σκέψης της «ουσίας του Μ οντέρνου» σύμφωνα με την ο ποία δεν εγείρεται πλέον ζήτημα θεμελίωσης ή νοσταλγίας της λογικής της θεμελίωσης, αλλά και δεν αναζητείται μια εκ νέου «θεμελίωση» της Νεοτερικότητας με βάση κά ποιες ύψιστες Α ξίες και δεσμευτικούς όρους. Σύμφωνα με τον Vattimo, η χαϊντεγγεριανή απόπειρα για τη δρομολό γηση μίας μετα-τη-μεταφυσική σκέψ ης οδηγεί πέραν της διάζευξης ανάμεσα σε μια θριαμβολογική-αισιόδοξη και μια καταστροφική «απαισιό δοξη» εικόνα της Ν εοτερικότητας προς την κα τεύθυνση μιας «οντολογίας της επικαιρότητα ς» .3 Σε αυτή την παράδοξη οντολογία - που μοιάζει να «επιστρέφει» στον Foucault κα ι να συγγενεύει με τον ριζοσπαστικό νεοπραγματισμό του R. Rorty - εγκαταλείπονται οι ερμηνείες και τα μοντέλα εξήγησης της Ν εοτερικότητας τα ο ποία έχουν προταθεί με όρους ή πρ οοπτικές θεμε λίωσης. Το ερώτημα γι’ αυτή την οντολογία δεν είναι πλέον η συγκρότηση του εγώ ή της κοινωνι κότητας, ούτε η θεμελίωση της ισ τορικότητας ή η δυνατότητα μιας ιδεατής ο ντικής τάξη ς πραγ μάτων με βάση της αξίες της Ελευθερίας, της Δι καιοσύνης, της Επικοινω νίας κ .ο .κ . Η «σκέψη» παραιτείται εφεξής από κάθε (μεταφυσικό) σχέ διο προγραμματικής θεμελίωσης των περιοχώ ν του όντος (Ιστορία, φύση, «ανθρώπινη κ α τάσ τα ση») και μεταβάλλεται σε ένα είδος κριτικής γε νεαλογίας ή ιστοριογραφίας. ναγνωρίζουμε εδώ τις συγκλίσεις του νεομηδενισμού από τη μία με τον ορίζοντα του Foucault και από την άλλη με τη θεώρηση του Ly otard για το «πέρας» τω ν μεγάλων αφηγήσεων. Τι συμβαίνει όμως με την χαϊντεγγεριανή σκέψη της Νεοτερικότητας; Ανήκει, όπω ς διατείνεται ο Vattimo, στη γενεαλογία της «μετα-μοντέρνας κουλτούρας» ή αντίθετα εξαντλείται σε μια άγο νη κα ι δογματική κριτική των σ ύγχρονων καιρών από προ- ή αντι-νεοτερική σκοπιά, όπω ς υποστη ρίζει ο Habermas κα ι οι νεοδιαφωτιστές; Έ ν α είναι γεγονός: Οι «μετακριτικές» οι ο ποίες αξιώνουν την αποσαφήνιση της θεωρητικής στάσης του Heidegger, δηλαδή την αποκάλυψη της βασικής του «θέσης», δεν καταφέρνουν πολ λές φορές να αναχθούν πάνω από τις έριδες της συγκυρίας ή τους όρους συζήτησης που θέτουν οι διακυμάνσεις σ τις σχέσεις ανάμεσα σ τις φιλοσο φικές ελίτ διαφορετικών χωρών, πανεπιστημίων, κύκλων, περιοδικώ ν... Στην περίπτωση της έρι δα ς μοντέρνων/μεταμοντέρνω ν ο Heidegger (ό πω ς άλλω στε κα ι ο Nietzsche κα ι ο Kant) υπήρξε ένα ισχυρό χαρτί για τους μεν και τους δε, χαρτί διάψευσης ή δικαίω σης, αθω ότητας ή «ενοχοποί
ησης», βαθύτητας ή «τσαρλατανισμού». Αλλά ας μην επεκταθούμε άλλο πάνω στους όρους υ ποδοχής της χαϊντεγγεριανής σκέψης. Αιτούμενο είναι η σκέψη της «ουσίας της Ν εοτερικότη τας» σ ’ έναν στοχαστή που σφραγίζει τον αιώνα. Σε ένα από τα σπουδαιότερα κείμενά του, την Ε ποχή τω ν Κ οσμοεικόνω ν, ο Heidegger διερωτάται για το ουσιώδες είναι της Ν εοτερικότητας, με σημείο αφετηρίας την απομόνωση κάποιω ν θεμε λιακώ ν φαινομένων της. Αυτά τα φαινόμενα εί ναι η ανάδυση κα ι ανάπτυξη της σύγχρονης επι στήμης κα ι έρευνας, η «αφομοίωση» της Τέχνης από την Αισθητική, η κυριαρχία της ιδέας της Κουλτούρας (ως σφαίρας πραγμάτω σης υψίστων Αξιών) σε κάθε κοινωνικό γίγνεσθαι, κα ι - τέ λος - η «στέρηση τω ν θεών» (Entgotterung) η ο ποία δεν ταυτίζεται με μια κα τάσταση αθεΐας, αλλά αντίθετα, αρχίζει ουσιωδώς με τον Χ ριστια νισμό κα ι τη μετατροπή της σχέσης με τους θε
Α
ούς σε «θρησκευτικό βίωμα». Ο σ τοχαστή ς λοι πόν, απαντώ ντας εκ του μακρόθεν στον Weber, αλλά συνομιλώντας πά ντοτε με τον Nietzsche, α ναγνωρίζει την εκκοσμίκευση στην καρδιά του χριστιανισμού με τον ίδιο τρόπο που διακρίνει την ουσία της μοντέρνας Τεχνικής στην πρωτονεοτερική scientia του 16ου αιώνα. Αναζητεί με επιμονή το μεταφυσικό θεμέλιο της Ν εοτερικότητας κα ι τω ν επιμέρους φαινομέ νων της και θεωρεί αδύνατη την κατανόηση της «ουσίας» (wesen) του Μ οντέρνου χω ρίς την εκ τω ν προτέρων διαύγαση της ουσίας της σύγχρο νης μεταφυσικής. Δ ιακρίνουμε εδώ μιαν αναλο γία με την εγελιανή σύλληψη της σχέσης «Ιστο ρίας» κα ι «Π νεύματος».
αφιερωμα/27 Η Νεοτερικότητα - γιο τον Heidegger - είναι ουσιω δώς, δηλαδή ο ντολογικώ ς, υπόλογη οτη σύγχρονη μεταφυσική. Μ ια σειρά από ισ τορικές και πολιτισμικές διεργασίες, οι οποίες εθεωρούντο απ οφ ασισ τικές για την «έλευση της Νεοτερικότητας», ό πω ς η απελευθέρωση του ανθρώπου
από τα δεσμό του Μ εσαίωνα ή οι τεχνολογικές κα ι οικονομ ικές μεταμορφώ σεις του πρα κτικού συλλογικού βίου δεν είναι π α ρά δευτερεύουσες σε σχέση με τη θεμελιώδη στιγμή: την αλλαγή της ουσίας του ανθρώπου σε «υποκείμενο» κα ι τη με τατροπή του κόσμου σε αντικείμενο (Objekt) γ ι’ αυτό το υποκείμενο.4 Ο κόσ μος γίνεται Bild, «ει κόνα» - υλικό τω ν κάθε είδους αναπαραστάσ εω ν και έτσι ανοίγεται ο δρόμ ος για την τεχνολογική κυριάρχηση του όντος. Αυτό το μεγαφυσικό «γεγονός» κα θιστά δυνα τά μια σειρά από ετερόκλητα ή συναφή φαινόμε να της σύγχρονης εποχής: Τη γέννηση του Έ θνους-Κ ράτους ω ς θεσμικού σ ώ ματος (μοντέρ νου νομικού υποκειμένου) αλλά κα ι τον ατομ ικι
σμό, τη διάδοση τω ν Κοσμοθεωριών και των Ιδε ολογιών, την ανάπτυξη της Τ εχνικής, τη λ ο γισ τι-' κοποίηση της σκέψης, τον ολοκληρω τισμό και, τέλος, τον ίδιο το σύγχρονο Π όλεμ ο.5 Α ν η ουσία της Ν εοτερικότητας είναι οντολογι κή κ α ι όχι οντική, αν δηλαδή ενδράζεται στους μετασχηματισμούς της «Ιστορίας του Είναι» (Seingeschichte) κα ι όχι σ τις πολιτικές, κοινωνι κές ή οικονομικές μεταβολές τω ν πρ α κτικ ώ ν ορ γάνω σης της ζω ής, η εσχατολογική σύλληψη της Ιστορίας του Είναι δεν μπορεί π α ρ ά να ενέχει και μια εσχατολογία της Ν εοτερικότητας. Με άλλα λόγια, η έναρξη του τέλους της μεταφυσικής (τέ λο ς που πρ αγμ ατώ νεται στο πεδίο της σ κέψ ης με τον Hegel, τον Marx κα ι τον Nietzsche) και η ανά δυση της πλ ανητικής εποχής της Τ εχνικής, ση ματοδοτούν κα ι τ α όρια της Ν εοτερικότητας. Το τέλος τη ς Ν εοτερικότητας - ω ς πλήρωμα (Vollenduung) της ουσίας της, πράγμ α διαφορετικό από την τελείωσή τη ς ή τη «διακοπή» της Ιστο ρίας με βάση αποκαλυπ τικού ς - καταστροφ ι κούς όρους - εννοείται ω ς ολοκληρω τική κυ ριαρχία της ουσίας τη ς Τ εχνικής κα ι «κα τανά λωση» του Είναι από το χω ρίς πεπρωμένο σό μ παν του Υπολογισμού. Η μετάβαση της Νεοτε ρ ικότητας προς το «τέλος» της ολοκληρώνει την ιστορία της μεταφυσικής ω ς μηδενισμό. Ω στόσο, ο μηδενισμός προοδεύει μέσα στην Ιστορία ήδη από την ελληνική έναρξη τη ς μεταφυσικής κα ι έ τσ ι α π οκτά - όπω ς λέγει ο Heidegger - έναν α ναγκαίο κα ι αναπόφευκτο χαρακ τήρα. Η μεταφυσική είναι η «μοναδική» κα ι «ίσως α κόμη η αναγκαία μοίρα (die notwendige Verhangnis) της Δ ύσης».6 Η ίδια η Ιστορία του Είναι «αρχίζει, με τρόπο αναγκαίο, με την λήθη του Εί ναι» έτσι ώστε δεν τίθεται θέμα επιστροφής σε μια αρχέγονη, «καθαρή» εμπειρία της αλήθειας, όσο ζήτημα συνάντησης τη σ κέψ ης με την Α παρ χή (Anfang) μέσα σ τις «εσχατιές» της δυτικής ι στορίας, στην ίδια την κα ρδιά της πλανητικής τεχνολογικής κοινωνίας. Α πό αυτή την άποψη, ο Heidegger δεν συνοδεύει την κριτική στη Ν εοτερικότητα με ένα αίτημα ε πιστροφ ής του λόγου σ τις προ-μοντέρνες εμπει ρίες της αλήθειας. Το «Μ οντέρνο» επιτείνει με την εξασθένηση του Είναι, κα ι ωστόσο δεν είναι το ίδιο υπεύθυνο για τον μηδενισμό: αποτελεί πε ρισσότερο μια ύστατη ιστορικομεταφυσική ιδεώ δη συνθήκη για την α νάπτυξη του μηδενισμού μέ σα από την φρενιτιώδη άνθιση του όντος εις βά ρος του Είναι κα ι τελικά με την έκπτω ση του ό ν το ς (της φύσης, τη ς Ιστορίας, του ανθρώπου) σε απλό αντικείμενο για κάθε λογής «χρήσεις» και σε σ τοκ για την ανακύκλω ση, επαναχρησιμοποίηση, επανατροφοδότηση. Στην κα ρδιά της Ν εοτερικότητας το υποκείμε νο δεν είναι ο άνθρω πος ω ς ανοιχτή ερώτηση και «δυνατότητα» αλλά ο άνθρω πος απαντημένος ή
28/αφιερωμα δη από τη Μ εταφυσική ω ς φορέας των αναπα ρ α στάσεων, της θέλησης, του Λόγου, της Δ ύναμης... καταβαράθρωση του εκσ τατικού είναι του ανθρώπου μέσα σ τις μοντέρνες εκδ ο χές της υ ποκειμ ενικότητας (λογοκρατικές ή αισθησιοκρ ατικές, «υπερβατολογικές» ή υλιστικές) συνο ψίζει την ουσία της δυτικής Ιστορίας από τον Descartes ώ ς τον Nietzsche. Α υτός ο τελευταίος, ω ς «ύστατος φιλόσοφος της Δ ύσης» προαναγ γέλλει το ουσιώ δες τέλος ό χι μόνον της φιλοσο φίας κι οντοθεολογίας, αλλά κα ι τη ς Ιστορίας ω ς «Π επρωμένου του Είναι». Η εμμονή στην εξερεύνηση της δυ νατότητας μιας άλλης σ κέψ ης πέραν της φιλοσοφίας ω ς ο ντοθεολογίας κα ι «ανθρωπολογίας», η πεισματι κή αναζήτηση μιας νέα ς σ χέσης της γλώ σσ ας του στοχασμού κα ι της γλώ σσ ας του Π οιήματος (Dichtung) και, εντέλει, η ερμηνευτική της Νεοτερ ικότητας με σημείο αφετηρίας κα ι κατάλη ξης την ε σχατολογία του Είναι, όλα αυτά δείχνουν ό τι το ζήτημα του «μετα-τη-νεοτερικότητα» ήταν ουσιω δώς παρόν στη σ τοχαστική αγωνία του Heidegger. Αυτή ωστόσο η παρουσία δεν ταυτίζε ται με ό,τι στα τέλη της δεκ αετίας του ’70 κωδικοποιήθηκε ω ς «μετα-μοντερνισμός». Ο Hedegger είναι βέβαια μια από τις ισχυρές α ναφορές του μετα-μοντερνισμού, αλλά ό χι περισ σ ότερο από τον Nietzsche, τον Dewey ή τον W it tgenstein. Το ερώτημα είναι αν μπορεί να απ ο δο θεί στον Heidegger ο τίτλο ς του «μετα-μοντέρνου διανοητή» ή έστω του ουσιαστικού προδρόμου του μετα-μοντερνισμού. Α π’ όσα προαναφέραμε βγαίνει το συμπέρασμα του διφορούμενου χ α ρ α κ τήρα της σ κέψ ης του Heidegger. Η σκέψη του, ω ς επικεντρω μένη στο «ερώτημα της Μ εταφυσι κής» και της Ιστορίας του Είναι νευματοδοτεί προς ένα Σημείο μετά-τη-νεοτερικότητα. Αυτό το Σημείο, ω ς πλανητική εποχή τη ς Τ εχνικής και ω ς «Ιδιοσυμβάν» (Ereignis) σφραγίζει το τέλος των «εποχώ ν» του Είναι, την αποσύνθεση της Ι σ τορίας του Ε ίναι. Η ύστερη χαϊντεγγεριανή σκέ ψη της ουσίας της γλώ σσ ας, της Τ εχνικής και του «Ιδιοσυμβάντος» εγγράφεται λοιπόν σε μια προοπτική μετα-νεοτερική, σ ’ έναν ορίζοντα ριζι κή ς εκκοσμίκευσης. Δ ιαχωρίζουμε ω στόσο αυτή τήν προοπτική, η οποία διανοίγεται στον χαϊντεγγεριανό σ το χα σμό, από το πνεύμα και τους τόνους που διανθί-
Η
Ση μειώσεις 1. Οι κριτικές διαπιστώσεις του Adorno βρίσκονται διεσπαρ μένες στο Jargon der Eigentlichkeit, Frankfurt, Suhrkamp, 1964 και στο Negative Dialektik, Frankfurt, 1966. 2. O Habermas συνοψίζει τη φιλοσοφική και πολιτική αντίθεσή του με τον Heidegger στο Der philosophische Discurs der Modeme, Frankfurt a.M., Suhrkamp, 1985. Για την «πολεμι κή» του στον γαλλικό χαϊντεγγεριανισμό βλ. Luc Frerry, Alain Renault, La Pensee 68, Paris, Gallimard, 1985, καθώς
ζουν αυτόν τον τελευταίο. Π ρόκειται για ένα πνεύμα ακραίου αντι-μοντερνισμού κα ι για κά ποιους τόνους «νοσταλγίας» ενός προ-μοντέρνου κόσμου στον οποίο το Ιερό κα τείχε μια κεντρική θέση. Είναι γεγονός ότι συναντούμε αυτούς τους νοστα λγικούς τόνους εκεί όπου η απορητική και αποφ ατική σκέψη του Heidegger πλημμυρίζει α πό α ρ χαϊκ ά παραδείγματα και μοιάζει να διαπνέεται από μιαν αντιμοντέρνα διάθεση. (Σε όλα λ .χ. τα κείμενα για την «Τεχνική» ή σ τις π α ρ αδό σεις πάνω στους Π ρ οσω κρατικ ούς...). Εντούτοις, αν κ α ι τα πα ραδείγματα του σ τοχα στή είναι αρ χαϊκ ά, η σκέψη του δεν παύει να θέ τει ερω τήματα που εγγράφονται σε μια μετα μοντέρνα προοπτική. Με άλλα λόγια, ο Heideg ger διαφεύγει τον κίνδυνο μιας νοστα λγικής «θέ σης» (μιας ανοιχτά συντηρητικής δέσμευσης) γιατί κριτικάρει τη Ν εοτερικότητα από μια ρητά μεταφιλοσοφική κα ι «μεταϊστορική» σ κοπιά. Η ίδια η επιθυμία μιας «άλλης σκέψ ης» από αυτήν της Π αράδοσης, διασώ ζει το χαϊντεγγεριανό εγ χείρημα από την πτώ ση σε μια αντιμοντέρνα καταστροφολογική ψύχωση στο στυλ των Spengler, Klagges, Benn κ .ά .. Οι αντινεοτερικές ευαισθησίες του στοχαστή κα ι το πνεύμα «περιφρόνησης» απέναντι στον σύγχρονο δημ οκρατικό ασ τικό πολιτισμό δεν με ταβάλλοντα ι σε μια συνολική «εχθρική» θεώρη ση, στο βαθμό που η οντολογικοποίηση του προ βλήματος της Ν εοτερικότητας «περιορίζει» τις δυνατότητες ενός λόγου με κοινω νικές-κριτικές αξιώσεις. Ό τ α ν ο Heidegger προβαίνει σε «κρί σεις τη ς επικαιρότητα ς» εκδηλώ νει δογματικά τον αντιμοντερνισμό του κα ι αυτό γιατί λείπει α π ό έναν τέτοιο τύπο κριτικής μια σκέψη του Η θι κού κα ι του Π ολιτικού, εφόσον καθετί το οντικό εκχω ρείτα ι στο «οντολογικό». Συνοψίζοντας, θα μπορούσαμε να ισχυρισθούμε πω ς η «σκέψη του Είναι», πα ραμένοντας ο ντολογική ή οντολογικοποιητική, ανοίγεται στον ορίζοντα της μετανεοτερικότητας (ως Σημείο στο οποίο η νεοτερικότητα «συναντά» τα όριά της), ενώ η σκέψη της επικ αιρότητα ς - ω ς «πο λιτισμική» κριτική - οπισθοχωρεί σ τα σχήματα, τους τόπους κ α ι τους τρόπους ενός συντηρητικού αντιμοντερνισμού, ανίκανου να αφομοιώσει δη μιουργικά το σ οκ της Ε κκοσμίκευσ ης κα ι της «απομάγευσης» που χαρακτηρίζει τον αιώνα μας. και των ιδίων το κείμενο «Heidegger en question. Essai de critique interne» στο Archives de Philosophic, Οκτ./Δεκ. 1978, σ. 597-641. 3. Gianni Vattimo, «Une ontologie de l’actualiti», στο συλλογι κό έργο Que peut faire la philosophic de son histoire?» Ed. du Seuil, Paris, 1988, σ. 163-186. 4. Heidegger, Holzwege (Die Ziet des Weltbildes), Vittorio Klostermann, 1949, σ. 69 κ.επ.. 5. Heidegger, Vortrage und Aufsatze, Pfulingen ΝΕΣΚΕ, 1954 (ειδικότερα σ. 83-89). 6. Heidegger, στο ίδιο, σ. 69.
αφιερωμα/29
Linda Hutcheon
Διακειμενικότητα και μετα-μοντέρνο Ασχολούμαστε περισσότερο με την ερμηνεία των ερμηνειών παρά με την ερμηνεία των πραγμάτων, και με βιβλία που μιλάνε για άλλα βιβλία παρά για ο, τιδήποτε άλλο: κι έτσι, το μόνο που κάνουμε είναι να πνίγουμε ο ένας τον άλλον. (Montaigne)
Καθώς η πρόσφατη θεωρία της λογοτεχνίας και η φιλοσοφία των ημερών μας επιτέθηκαν στη μοντέρνα φορμαλιστική κλειστότητα, η μεταμοντέρνα λογοτεχνία προσπάθησε να ξανοιχθεί στην ιστορία, σ ’ αυτό που ο Edward Said (1983) ονομάζει «ο κόσμος».
Φ
αίνεται ό μω ς ότι στην προσπάθειά της αυτή αντιλήφθηκε πω ς δεν είναι πια δυνατό κάτι τέτοιο να παραμένει αθώο, κι έτσι οι καθόλου α θώες αυτές ιστοριογραφικές μεταφηγήσεις τοπ ο θετούνται στο εσω τερικό του ισ τορικού λόγου, ε νώ ταυτόχρονα αρνούνται να εγκαταλείψουν τη λογοτεχνική τους αυτονομία. Και πρόκειται για μια σοβαρή ειρωνική παρω δία που συχνά επιτρέ πει την εκδήλωση της ακόλουθης αντιφ ατικής διττότητας: τα δια-κείμενα (intertexts) ιστορίας και λ ογοτεχνίας καταλαμβάνουν παράλληλες θέσεις στην παρωδική επανεπεξεργασία του κειμενικού παρελθόντος του «κόσμου» αλλά και της λογοτεχνίας. Η ενσωμάτωση σε ένα κείμενο των διακειμενι κών αυτών παρελθόντων ω ς αναγκαίο δομικό στοιχείο της μεταμοντέρνας αφήγησης λειτουρ γεί ω ς ένα φορμαλιστικό σημείο ισ τορικότητας - τόσο λογοτεχνικής όσο κα ι «κοσμικής». Με
μια πρώτη ματιά φ αίνεται π ω ς μόνο η σταθερά ει ρωνική σημειοδότηση της διαφ οράς στην καρδιά της ομοιότητας διακρίνει τη μεταμοντέρνα πα ρωδία από τη μεσαιωνική και αναγεννησιακή μί μηση ( imitation) (βλ. Τ.Μ . Greene 1982, 17). Τό σο ο Δ άντης όσο κα ι ο Doctorow, θεωρούν τα λο γοτεχνικό κα ι τα ιστορικά κείμενα εξίσου θεμι τούς τόπους παιχνιδιού. Παρ’ όλα αυτά, πρέπει να προβούμε σε μια διά κριση: Παραδοσιακά, οι ιστορίες ήταν κλεμμέ νες, με τον τρόπο που ο Chaucer έκλεψε τις ι στορίες του, ή γίνονταν αισθητές ως κοινό κτή μα ενός πολιτισμού ή μιας κοινότητας... Τα α ξιοσημείωτα αυτά συμβάντα, είτε πραγματικά είτε φανταστικά, βρίσκονται έξω από τη γλώσ σα όπως υποτίθεται πως συμβαίνει και με την ι στορία, σε μια συνθήκη καθαρής περιστασιακότητας. (Gass 1985, 147). Σ τις μέρες μ α ς εκδηλώ νεται μια τάση επιστρο
30/αφιερωμα φής στην ιδέα τη ς κοινής διαλογικ ής «περιου σ ίας» με τη συνύπαρξη λ ογοτεχνικώ ν κα ι ισ τορι κώ ν κειμένων σ τις αφηγήσεις. Η επιστροφή αυτή όμω ς κα θίσ ταται προβληματική εξαιτίας τω ν φανερά μεταφηγηματικώ ν διαβεβαιώσεων ό τι τό σο η ιστορία όσο κ α ι η λογοτεχνία συνιστούν αν θρώπινες κα τασκ ευ ές. Η διακειμενική πα ρω δία της ισ τοριογραφ ικής μεταφήγησης ενεργοποιεί, κα τά κά ποιον τρόπο, τις απόψ εις ορισμένω ν σύγχρονω ν ιστοριογράφων: δίνει την αίσθηση της παρουσίας του παρελθόντος, ενός παρελθό ν τος όμω ς που μπορούμε να το γνω ρίσουμε μόνο μέσα από τα κείμενά του, τα - φιλολογικά ή ι στορ ικά - ίχνη του. Οι αναλύσεις του μετα-μοντερνισμού φαίνο νται περισσότερο από άλλοτε επιρρεπείς σε αυτό-αντιφάσεις που προκαλούν σύγχυση, πρά γ μα που ίσ ω ς οφείλεται στην πα ράδοξη φύση του αντικειμένου τους. Για πα ράδειγμα, ο Charles Newman αρχίζει το πρ ο κ λητικό βιβλίο του The Post-Modern A ura (1985), ορίζοντας τη μετα μοντέρνα τέχνη ω ς «σχόλιο στην αισθητική ιστο ρία του κα λλιτεχνικού είδους στο οποίο ανήκει» (44). Αυτό όμω ς θα σήμαινε π ω ς η τέχνη αντιμε τω πίζει την ιστορία μόνο με όρους αισθητικούς (57). Ό τ α ν ό μω ς ο Newman στρέφ εται στην αμε ρικανική εκ δ ο χή του μετα-μοντερνισμού, εγ κ α ταλείπει τον προηγούμενο μεταφ ηγηματικό δια κειμενικό ορισμό κα ι θεωρεί την αμερικανική λο γοτεχνία ω ς «λογοτεχνία που δεν έχει δ εχ τε ί ση μαντικ ές επιδράσεις», «μια λ ογοτεχνία χω ρίς πι στοποιημένους προγόνους» η οποία υποφέρει α πό την «αγωνία τη ς μη-επίδρασης» (87). Στη συ νέχεια προτίθεμαι να αναφερθώ ειδικότερα στην αμερικανική πεζογραφία για ν ’ απαντήσω στους ισχυρισμούς του Newman λ αμβ άνο ντας υπόψη μυθιστορήματα συγγραφέων όπω ς ο Toni Morrison, ο E .L . Doctorow, ο John B arth, ο Ismael Reed, o Tomas Pynchon κ .ά ., που στηρί ζουν μια λογική αντίρρηση σε τέτοιου είδους δια κηρύξεις. Ο Newman αφενός μεν ισχυρίζεται ότι ο μετα-μοντερνισμός γενικά είναι πα ρ ω δικ ό ς σε καθοριστικό βαθμό, αφετέρου δε, μας διαβεβαιώνει ότι ο αμερ ικ ανικό ς μετα-μοντερνισμός εσκεμμένα «απομακρύνετα ι από τους φιλολογι κούς του προδρόμους, οδηγούμενος σε μιαν α να γκα ία - π α ρ ’ ότι σ υμπτω ματική - συνειδητή ρήξη με το παρελθόν» (172). Ο Newman δεν είναι ο μόνος που αντιμετω πίζει τη μετα-μοντέρνα π α ρωδία σαν μια μορφή ειρω νικής ρήξης με το π α ρελθόν (βλ. Thiher 1984, 214), αλλά, ό πω ς είναι φανερό κα ι στη μετα-μοντέρνα αρχιτεκ τονική, υ πά ρχει πά ντα ένα παρ άδο ξο στον πυρήνα τη ς λέ ξης «μετά»: η ειρωνεία πρ ά γμ ατι σημαδεύει τη διαφ ορά από το παρελθόν, αλλά, ταυ τόχρονα οι διακειμενικές αντηχήσεις επιβεβαιώνουν - κειμενικά κ α ι ερμηνευτικά - τη σύνδεση με το π α ρελθόν.
Ό τ α ν το παρελθόν αυτό είναι η περίοδος που η ιστορία τη ς λογοτεχνίας ονομάζει μοντερνι σμό, τότε η σύλληψη του έργου τέχνης ω ς κλει στού, αυ τάρκους, αυτόνομου αντικειμένου που έλκει την ενότητά του από τις τυ πικ ές σ χέσεις τω ν μερών του, τίθεται κ α ι ανατρ έπεται ταυτό χρονα. Ο μετα-μοντερνισμός επιβεβαιώνει κα ι ταυτόχρονα υποσ κά πτει την άποψη αυτή, κα τά τη χαρακ τηρ ιστική προσ πάθειά του να επιτύχει την αισθητική αυτονομία, α π οδίδ οντα ς την ίδια στιγμή το κείμενο στον «κόσ μο». Δ εν πρόκειται όμω ς για μιαν ανταπόδοσ η στον κόσ μο τη ς «κ α θημερινής π ρ α γμ ατικότητας», όπω ς ισχυρίσθηκα ν ορισμένοι (Kern 1978, 216)· ο «κόσ μος» στον οποίο τα κείμενα αυτά τοποθετούνται είναι εκεί νο ς του λόγου, τω ν κειμένων κα ι τω ν διακειμένων. Ο «κόσ μος» αυτός διατηρεί άμεσους δε σ μούς μ ’ εκείνον τη ς εμπειρικής πρ α γμ α τικότη τ α ς, αλ λά δεν είναι η πρ α γμ ατικότητα αυτή κ α θαυτή. Είναι μια πα λιά αλήθεια πλέον, ότι η π ρ α γμ ατικότητα σ υνίσταται από μια σειρά συμ βάσεων, ότι η αναπα ράστασ η του πρα γμ ατικού δεν είναι το ίδιο πρά γμ α μ’ αυτό. Η ιστοριογραφι κή μεταφήγηση προσβάλλει εξίσου τις απ λοϊκ ές
ρ εαλιστικές πα ρ α δο χές σ χετικά με τήν α να πα ράσταση κα ι τους αντίσ τοιχα απ λοϊκ ούς κειμενικο ύ ς κα ι φ ορμαλισ τικούς ισχυρισμούς για μια καθολική απόσχιση τη ς τέχνης από τον κόσμο. Ο μετα-μοντερνισμός είναι συνειδητά τέχνη «στο εσω τερικό του αρχείου» (Foucault 1977, 92), και το αρχείο αυτό είναι τόσ ο ισ τορικό όσο κ α ι φιλο λογικό. Υπό το φ ω ς που ρίχνει το έργο συγγραφέω ν ό πω ς οι Fuentes, Rushdie, Thomas, Fowles, Eco (για να μην αναφερθούμε κα ν σ τους Coover, Doctorow, Barth, Heller, Reed κ α ι άλλους Αμερι κανού ς μυθιστοριογράφους), δεν είναι δυνατό να συμφωνήσουμε με θεωρητικούς σ αν τον Allen Thiher, που ισχυρίζεται ότι «δεν μπορούμε να φ ανταστούμε σήμερα διακειμενικές θεμελιώ-
αφιερωμα/31
Henri Matisse, «Χλιδή, ηρεμία και τέρψη» (1904)
σεις» όπω ς η θεμελίωση του Δ άντη σ τον Βιργίλιο (1984, 189). Διάγουμε πρ ά γμ ατι στο εσω τερικό μιας κρίσ εω ς εμπιστοσύνης σ τις «δυνατότητες της ισ τορικής κουλτούρας» (189); ( Ή μήπω ς δεν βρεθήκαμε ποτέ σε τέτοια κρίση;) Η πα ρω δία δεν είναι κ αταστροφ ή του παρελθόντος· στην πράξη, διαφυλάσσει το παρελθόν κ α ι, πα ράλληλα, το θέ τει υπό αμφισβήτηση. Κι αυτό είναι, κ α ι πά λι, το μετα-μοντέρνο πα ράδοξο. θεωρητική διερεύνηση του «ατελείωτου δια λόγου» (Calinescu 1980, 169) στο εσω τερικό τω ν λογοτεχνιώ ν κα ι τω ν ιστοριών, αλ λά κα ι με ταξύ τους, που συνιστά τον μετα-μοντερνισμό, κα τέσ τη ενμέρει δυνατή χάρη στην επανεπεξεργασία από την Julia Kristeva (1969) τω ν εννοιών τη ς πολυφωνίας, του διαλογισμού (dialogism) και της ετερογλω σ σίας - τω ν π ο λλαπλώ ν φωνών τις οποίες διαθέτει το κείμενο - που εισήγαγε ο Bakhtin. Α πό τις ιδέες αυτές σ χημάτισ ε μια αυ στηρότερη φορμαλιστική θεωρία σ χετικά με την ανέκπτω τη πο λ λ απλ ό τητα τω ν κειμένων που β ρίσκονται μέσα κ α ι πίσω από κάθε δεδομένο κείμενο, μετατο πίζο ντας την προσοχή της κριτι κή ς α πό την έννοια του υποκειμένου (του σ υγγρα φέα) σ ’ εκείνη της κειμενικής πα ρ αγω γικό τητα ς. Η Kristeva κα ι οι συνάδεφλοί της στο Tel Quel επεχείρησαν, στα τέλη τη ς δεκ α ετία ς του ’60 κα ι σ τις αρ χές της δεκ αετίας του ’70, μια συλλογική προσβολή του «θεμελιωτικού υποκειμένου» (δη λαδή: στην ουμανιστική σύλληψη του σ υγγρα φέα) ω ς πρω τότυπης κα ι πρω τογενούς πηγής ε νός συγκεκριμένου κα ι φετιχοποιημένου νοήμα το ς του κειμένου. Και, φυσικά, η προσβολή αυτή προβληματοποίησε την ευρύτερη έννοια του « κει μένου» ω ς αυτόνομης ενότητας με ένα εσω τερι κό, απ οκλ ειστικ ά δικό της νόημα. Μια αντίστοιχη φορμαλιστική διάθεση εμφανί στηκε κα ι σ τις Η νω μένες Π ολιτείες της Α μερι κής κα ι προκάλεσ ε μιαν αντίστοιχη επίθεση πο λύ νωρίτερα, υπό το σχή μα της απόρριψ ης της «ηθελημένης απ οτυχία ς» από την Νέα Κ ριτική τω ν Wimsatt κα ι Beardsley (W imsatt 1954). Ό μως, φαίνεται π ω ς ακόμη κι αν δεν μπορούμε πια
Η
να μιλάμε με την ίδια ευκολία για συγγραφείς (καθώ ς επίσ ης κ α ι για πηγές ή επιδράσεις), εξα κολουθούμε να έχουμε την ανάγκη μιας κριτικής γλώ σ σ α ς που θα μ α ς επιτρέπει να αναλύουμε τους ειρωνικούς υπαινιγμούς, τα πα ραθέματα που α ναγκάζοντα ι να λειτουργήσουν σ ’ ένα νέο νοηματικό πλαίσιο, τις δίκοπες παρω δίες κα λλι τεχνικώ ν ειδώ ν ή συγκεκριμένω ν έργων που είναι δια ρ κώ ς πα ρούσ ες στα μοντέρνα κα ι μετα μοντέρνα κείμενα. Φ υσικά, αυτός είναι ο λόγος που κα τέσ τησ ε τόσο χρήσιμη την έννοια της διακειμ ενικότητας. Η διακειμενικότητα, όπω ς πρό σφατα την όρισαν ο Barthes (1977, 160) κ α ι ο R iffaterre (1984, 142-3), αντικαθισ τά την αμφι σβητούμενη σχέση του συγγραφέα με το κείμενο, με τη σχέση ανάμεσα στον αναγνώ στη κα ι το κείμενο, η οποία αντιλαμβάνεται το νόημα των κειμένων στο εσω τερικό τη ς ισ τορίας του λόγου (discourse). Δεν μπορούμε πια να θεωρούμε ένα λ ο γοτεχνικ ό έργο πρω τότυπο· αν ήταν πρω τότυ πο, δεν θα είχε νόημα για τους αναγνώ στες του. Μ όνο ω ς μέρος προηγούμενω ν λόγω ν το κείμενο α π ο κ τά νόημα κα ι σημασία. Δ εν είναι πα ράξενο που ο θεω ρητικός αυτός αν απροσ διορισ μός τη ς α ισ ^Τ ΙΚ ής α ζΐα ς συνέπεσε μ£ μία μεταβολή του είδους της πα ραγόμ ενης τέ
Henri Matisse, «Η ευτυχία του να ζεις» (1906)
χνης. Ο μετα-μοντέρνα πα ρ ω δικ ός συνθέτης George Rochberg, περιέγραφε τη μεταβολή αυτή ως εξής (αναφερόμενος στην ηχογράφηση του Κουαρτέτου του για έγχορδα αρ. 3): Έπρεπε να εγκαταλείψω την έννοια της «πρω τοτυπίας», όπου τό προσωπικό ύφος του καλλι τέχνη και η προσωπικότητά του είναι οι ύψιστες αξίες, καθώς επίσης την επιδίωξη του έργου που μεταφέρει μιαν ιδέα, του μονοδιάστατου έργου και της κίνησης που κυριάρχησε στην αισθητική του 20ού αιώνα, αλλά και την άποψη ότι πρέπει απαραίτητα να ξεκόβει κανείς από το πα ρελθόν. Το ίδιο συνέβη κα ι στο χώ ρο τω ν εικα στικ ώ ν
32!αφιέρωμα τεχνών, όπου το έργο τω ν Arakawa, Rivers, Wesselman κα ι άλλω ν, επέφερε - μέσω της π α ρω δικής διακειμενικότητας (αισθητικής και ι σ τορικής) - μια πραγμ ατική ανατροπή τω ν αν θρω πιστικώ ν ιδεω δών της υποκειμενικότητας και της δημιουργικότητας. Οι τέχνες αυτές (όπω ς κα ι η ιστοριογραφική μεταφήγηση) παραθέτουν παρω δικά τα διακείμενα του «κόσμου» και της τέχνης και, μ’ αυτή τους την πράξη, υπονομεύουν τα όρια που η π α ραδοσιακή θεώρηση χρησιμοποιεί απροβλημάτιστα για να χωρίσει τις δύο αυτές κατηγορίες. Στην πιο ακρα ία του εκδοχή το αποτέλεσμα τη», υπονόμευσης αυτής θα ήταν «ρήξη με κάθε δεδο μένο συν-κείμενο (πλαίσιο αναφοράς), η δη μιουργία άπειρων νέων συν-κειμένων μ’ έναν τρό πο απόλυτα απεριόριστο» (Derrida 1977,185). Αν και ο μετα-μοντερνισμός, ό πω ς τον αντιλαμβά νομαι, δεν φτάνει σε τέτοιο βαθμό μίξης, η έννοια της πα ρω δίας ως, τρόπου που ανοίγει το κείμενο (και όχι ω ς τρόπου ;που οδηγεί σε κλειστά κείμε να ό πω ς την α ντιλαμβανόμασ ταν ώ ς τώρα), είναι
πολύ σημαντική: μεταξύ τω ν στοιχείων που πρ ο σβάλλει η μετα-μοντέρνα διακειμενικότητα είναι τόσο η κλειστότητα όσο κα ι το απλό, κεντρομό λο νόημα. Η επιδιωχθείσα κα ι αυθαίρετη προσωρινότητά του στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην αποδοχή της αναπόφ ευκτης ενσω μάτω σης στο κείμενο προηγούμενων διαλογικώ ν πρα κτικώ ν. Η τυπικ ά α ντιφατική διακειμενικότητα της μετα μοντέρνας τέχνης μας προσφέρει ένα συνκείμενο και ταυτόχρονα το υπονομεύει. Με τα λόγια του Vincent Leitch:
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Kern, Robert (1978) “ Composition as Recognition: Robert Creeley and Post-modern Poetics” , Boundary 2 6,3 και 7,1: 211-30.
Barthes, Roland (1977) Image Music text, fcfrStwww» Heath, New York: Hill & Wang. Calinescu, Matei (1980) “Ways of Looking at Fiction” εις Gar“is (1980): 155-70. Derrida, Jacques (1977) “Signature Event Context", Glyph 1: 172-97. Foucault, Michel (1977) Language, Counter-Memory, Practice: Selected Essays and interview*, αετάφραση Donald F. Bouchard και Sherry Simon, Ithaca, NY" '> n d l University Press. Garvin, Harry R. (βπιμ.) (1980) Romanticism, Modernism Postmodernism, Lewisburg, Pa.: Bucknell University Press. Gass, William H. (1985) Habitations o f the Word: Essays, New York: Simon & Schuster. Greene, Thomas M. (1982) The Light in Troy: Imitation and Discovery in Renaissance Poetry, New Haven, Conn.: Yale University Press.
Η διακειμενικότητα επιβάλλει έναν άκεντρο ι στορικό εγκλεισμό και μια χαώδη άκεντρη θεμελίωση της γλώσσας και της κειμενικότητας. Με αυτό της το εγχείρημα, εκθέτει κάθε ένταξη σε ένα πλαίσιο αναφοράς ως περιορισμένη και περιοριστική, αυθαίρετη και συμβατική, αυτοεξυπηρετούμενη και αυταρχική, θεολογική και πολιτική. Όσο παράδοξα κι αν οριστεί, η διακειμενικότητα προσφέρει έναν απελευθερωτικό προκαθορισμό.
Μετάφραση: Γιάννης Π. Σκαρπέλος
semanalyse, Paris: Seuil. Leitch, Vincent B. (1983) Deconstructive Criticism: An Advanced Introduction, New York: Columbia University Press. Newman, Charles (1985) The Post-Modern Aura: The Act o f Fiction in an Age o f Inflation, Evanston, III.: Northwestern University Press. Riffaterrre, Michael (1984) “ Intertextual Representation: On Mimesis as Interpretive Discourse” , Critical Inquiry 11, i: 141-Si Said, Edward W. (1983) Inc Word, rhe ^ td the CriPe. Cambridge, Mass.: Harvard University Press. Thiher, Allen (1984) Words in Reflection: Modern Language Theory and Postmodern Fiction, Chicago, III.: University of Chicago Press. Wimsatt, W.K., Jr (1954) The Verbal Icon, Lexington: University of Kentucky Press.
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ Β' ΕΞΑΜΗΝΟΥ 1990 (ΤΕΥΧΗ 242-253)
Επιμέλεια: Κατερίνα Γρυπονησιώτου
ΜΟΝΙΜΕΣ ΣΤΗΛΕΣ Βιβλιογραφικό δελτίο, 242/38, 243/38, 244/138, 245/38, 246/38, 247/38, 248/38, 249/38, 250/38, 251/38, 252/153, 253/53 Η αγορά του βιβλίου, 242/10, 243/10, 244/24, 245/12, 246/10, 247/14, 248/12, 249/14, 250/12, 251/16, 252/50, 252/106, 253/20, 253/24 Κριτικογραφία, 242/45, 243/46, 244/144, 245/47, 246/48, 247/46, 248/46, 249/47, 250/45, 251/46, 252/157, 253/60
ΧΡΟΝΙΚΑ Επέτειοι
Χωρεάνθη Ελένη: Έφυγαν... 252/42 Έρευνα
Αργυρίδης Μιχ.:Τι και πόσο διαβάζουν τα παιδιά της επαρχίας κατά τον ελεύθερο χρόνο τους 243/11 Βυζοβίτου Ντάρα: Ιστορικό αρχείο ελληνικής νεο λαίας, 253/21 Βυζοβίτου Ντόρα: Η ιστορία των ελληνικών κόμικς, 252/26 Δουλαβέρας Ν. Αριστείδης: © έμμετρος λόγος στην παραδοσιακή αγροτική κοινωνία, 248/13 Ηλιανός ©ρέστης: Ευρυκλής ο Αθηναίος. Έ νας Ελ βετός καθηγητής της φιλοσοφίας αφηγείται την Α θήνα του Περικλή, 251/26 Καμπασακάλης I. Δημ.: Ελληνικές μεταφράσεις έρ γων βουλγαρικής λογοτεχνίας, 242/11 Κοψιδά - Βρεττού Παρασκευή: Η έννοια και η
πραγματικότητα της εκδίκησης στην ύπαιθρο ενός νησιού, 248/15 Κρανιδιώτης Παντελής: Υπαρξιστικές ανασκαφές στη σχιζοφρένεια, 251/17 Π εφάνης Γιώργος: Έ νας ανοιχτός φάκελος; Σαρτρ, 252/36 Πολενάκης Αέανδρος: Οι πέπλοι της Ιφιγένειας, 252/21 Σκλήρη Μαρίνη: © Ναζισμός και η λαϊκιστική αντί ληψη για την πραγματικότητα, 25.2/40 Ψύλλα Μαριάννα: Επικοινωνία και «Δημόσιος Χώ ρος», 246/11 Ψύλλο Μαριάννα: Τα ΜΜΕ στον ελλαδικό χώρο, 252/29 Beaton Roderick: Το ελ λη νικ ό δη μ οτικ ό τρ α γο ύ δ ι
ω ς τ έχν η του λ ό γ ο υ , 245/13
ΣΥΝΙΝΤΕΥΞΕίΣ Κάτος Γιώ ργος, 253/98 Λαμπράκη-Πλάκα Μαρίνα, 250/77 Ντάριο Φο - Φράνκα Ράμε, 247/58 Π απαγιώργης Κωστής, 252/122 Ριμπακόφ Ανατόλι, 251/72 η
ΙΙ/Β' εξάμηνο
Μ Ο Λ ΙΣ Κ ΥΚ ΛΟ Φ Ο Ρ Η ΣΑ Ν
Αμπατζόγλου Πέτρος: Παύλος και Ελένη, 249/12 Βαλντές Αρμάντο Παλάσιο: Η αδελφή του Σαν Σουλπίσιο, 246/8 Βαμβουνάκη Μάρω: Οι παλιές αγάπ ες πάνε στον παράδεισο, 244/22 Καλλία Ελένη: Θέλω να μάθω περισσότερα για σας, 246/8 Κολώνας Βαγγέλης: Οι κυρίες της Σ αχάρας, 251/14 Μ αντζουράνης Γιώργος: Τα παιδιά του Νότου, 252/18 Μαρκόφ Βάλτερ - Σομπούλ Αλμπέρ: 1789. Η Με γάλη Επανάσταση των Γάλλων, 243/9 Μπίμπεργκ Γκουίντο: Ο θαυμαστός ήχος, 245/10 Ρικάκη Αθηνά - Σώλου Τέτη: Παίζω με τα χρώμα τα, 252/19 Ρικάκη Αθηνά - Σώλου Τέτη: Παίζω με τα σχήμα τα, 252/19 Ρικάκη Αθηνά - Σώλου Τέτη: Παρατηρώ και ζω γραφίζω, 252/19
Ρικάκη Αθηνά - Σώλου Τέτη: Συγκρίνω και σ χεδιά ζω, 252/19 Σκούρτης Γιώργος: Το χειρόγραφ ο της Ρωξάνης, 248/10 Σπινκ Τζων: Τα παιδιά ως αναγνώ στες, 251/15 Σφακιανάκης Ά ρης: Ο τρόμος του κενού, 253/18 Ταμπουκί Αντόνιο: Νυχτερινό στην Ινδία, 247/13 Τσάτουϊν Μπρους: Τα μονοπάτια των τραγουδιών, 247/12 Φακίνου Ευγενία: Γάτα με πέταλα, 242/8 Ψαράκης Δ. Τάκης: Ανθολόγιο της Αθήνας, 250/11 Gudiol J o s 6: Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, ΕΛ ΓΚΡΕΚΟ, 250/10 Hazen Robert: Η ρήξη. Η κούρσα της υ περαγωγιμό τητας, 243/8 Stanley Morison: Βασικές αρ χές της τυπογραφίας, 245/10
Α Φ ΙΕ Ρ Ω Μ Α Τ Α Παιδί και Λογοτεχνία, 242/17
Αγγελοπούλου Βίτω: Το παιδί και τα προβλήματά του στη θεματολογία της σ ύγχρονης ελληνικής παιδικής λογοτεχνίας, 242/27 Α ναγνωστόπουλος Δ.Β.: Η αναγνωστική ικανότητα και τα ενδιαφέροντα των παιδιών κατά ηλικία, 242/60 Βρέττα Αλεξάνδρα: Παιδικές βιβλιοθήκες και λο γο τεχνία, 242/79 Βυζοβίτου Ντάρα: Κατευθύνσεις στη βιβλιογραφία του παιδικού λογοτεχνικού βιβλίου, 242/83 Καλλέργης Εμμ. Ηρακλής: Για την παιδική φιλαναγνω σία στη χώ ρα μας, 242/55 Κατσίκη-Γκίβαλου Ά ντα: 19ος αι.: Από τη λογοτε χνία για μ εγάλους στην παιδική λογοτεχνία, 242/22 Κοντολέων Μάνος: Απόψεις γ ια την αξία και τα κρι τήρια, επιλογής των βιβλίων για παιδιά, 242/67 Κουλουμπή - Π απαπετροπούλου Κυριακή: Η τέ χνη της αφήγησης: μέσο πρώ της επαφής του παι διού με τον έντεχνο πεζό λόγο, 242/33 Μαλαφάντης Δ. Κων/νος: Η λογοτεχνία στο παιδικό ανάγνωσμα - Εννοιολογικές Ο ριοθετήσεις, 242/18 Χωρεάνθης Κώστας: Σχολικά βιβλία και λογοτε χνία, 242/71 Σοφοκλής, 243/19
Γεωργούσης Γιώργος: Φιλοκτήτης ή τα Νησιά, 243/32 Γεωργουσόπουλος Κώστας: Ο Δ εινός Οιδίπους τύ χη ς παις ή ανάγκης; 243/22 Θωμαδάκη Μαρίκα: Χρυσόθεμη: Από τον Σοφοκλή στον Γιάννη Ρίτσο, 243/63 Μάγγελ Αυγή-Άννα: Αίας και Τραχίνιαι: Τα όρια του Λόγου και της Επικοινωνίας, 243/60 34
Πολενάκης Λ έανδρος: Τίμων Ευθυπόλιδος, Αντιγό νη, αιώρα, 243/72 Σαλταμπάσης Δημήτρης: Ή θος και Μύθος στην Ηλέκτρα του Σοφοκλή, 243/65 Σπυροπούλου Αγγελική: Οιδίπους Τύραννος: Πό σ ες αναγνώσεις; 243/24 Τζαβολάκη Πόπη: Σοφοκλής: η τεχνική της επανά ληψης, 243/77 Χρονολόγιο του βίου και του έργου του Σοφοκλή, 243/20 Χωρεάνθης Κώστας: Ιχνηλασία ρυθμική αθύρματος ερατεινού, 243/67 Χωρεάνθης Κώστας: Βιβλιογραφία Σοφοκλή, 243/79 Lacan Jacques: Πέραν του Οιδίποδα, 243/28 Θάλασσα - Ταξίδια, 244/25
Βουγιουκλίδου Άννα: Το ταξίδι στα Κύθηρα, 244/44 Βουλγαρίδου Γκέρτα: Το ταξίδι στην Αγγλόφωνη Λογοτεχνία, 244/36 Γιακουμάκης Δημήτρης: Το θαλασσινό στοιχείο στην ελληνική τέχνη, 244/57 Ιωακείμ Βασίλης: Επίδραση της θαλασσινής λογο τεχνίας στους ίδιους τους ναυτικούς, 244/48 Λυκιαρδόπουλος Γεράσιμος: Βίωμα και Φιλολογία του «ταξιδιού» (Σημειώσεις για τη βάρδια του Νίκου Καββαδία), 244/52 Σταμάτης Στέφανος: Μελάνη και αρμύρα (Μια μα τιά στην ξένη θαλασσινή λογοτεχνία), 244/26 Χ ωρεάνθης Κώστας: Ποντίων κυμάτων ανήριθμον γέλασμα, 244/28 48 Εκδότες προτείνουν 470 βιβλία για τις διακοπές σας, 244/65
Ά γκυρα, 244/67
Β' εξαμηνο/ΙΙΙ Αιγόκερως, 244/68 Αίολος, 244/68 Ακρίτας, 244/69 Αλεξάνδρεια, 244/71 Αστάρτη, 244/72 Βάνιας, 244/73 Bell, 244/74 Γαβριηλίδης, 244/75 Γκοβόστης, 244/76 Γνώση, 244/77 Gutenberg, 244/77 Δεληθανάσης, 244/79 Δωρικός, 244/80 Εξάντας, 244/81 Επικαιρότητα, 244/83 Εστία, 244/83 Σ. I. Ζαχαρόπουλος, 244/84 θέμα, 244/85 θεμέλιο, 244/86 θυμάρι, 244/87 Ιανός, 244/88 Ισοκράτης, 244/89 Κάκτος, 244/90 Κάλβος, 244/90 Καλέντης, 244/91 Καστανιώτης, 244/92 Κάτοπτρςν-8«/93 Κέδρος, 244/94 Κριτική, 244/95 Libro, 244/96 Μέλισσα, 244/97 Νέα Σύνορα - Κλειδί - Μύθος, 244/97 Νεφέλη, 244/99 Οδός Πανός - Σιγαρέτα, 244/100 Οδυσσέας, 244/101 Ολκός, 244/102 Παπαδόπουλος, 244/102 Πατάκης, 244/103 Πλέθρον, 244/105 Σοκόλης, 244/106 Στοχαστής, 244/107 Σύγχρονη Εποχή, 244/108 Τέσσερα, 244/109 Τροχαλία, 244/110 Ψυχογιός, 244/110 Λαογραφία, 245/15
Αλεξιάδης Αλ. Μηνάς: Γραπτός και προφορικός λό γος στη λαϊκή παράδοση, 245/23 Αυδίκος Γρ. Βαγγέλης: Προς μια λαογραφία του α στικού χώρου, 245/67 Βρέλλη-Ζάχου Μαρίνα: Ενδυματολογία: Διδασκα λία και έρευνα στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, 245/54 Βρεττός Σπύρος: Λαϊκοί ποιητές στη Λευκάδα (1900-1985), 245/75 Δενδρινού-Καρακώστα Ευαγγελία: Ο βαφικός λει χήνας rocella tinctoria και η επιτόπια έρευνα, 245/60 Καραμπουγίδης Γιώργος: Η λαογραφία ανάμεσα στα ένστικτα και τη λογική, 245/71 Μερακλής Γ. Μ.: θ έσ εις για τη Λαογραφία, 245/16 Μπάδα - Τσομώκου Κ.: Συμβολή στη μελέτη της
δημόσιας και ιδιωτικής ζωής, 245/30 Νιτσιάκος Βασίλης: Λαογραφία και Κοινωνιολογία, 245/27 Ράπτης Ελ. Δημήτρης: Ο σχεδιασμός μιας επιτό πιας Λαογραφικής Έρευνας, 245/64 Ομοφυλοφιλία, 246/15
Αγγελάκης Ανδρέας: Ομοφυλοφιλία και Νεοελληνι κή Ποίηση, 246/62 Αριές Φιλίπ: Σκέψεις πάνω στην ομοφυλοφιλία, 246/26 Πόλακ Μάικλ: Η ανδρική ομοφυλοφιλία ή: η ευτυχία μέσα στο γκέτο; 246/34 Τόμσον Κλάρα: Η ομοφυλοφιλία στο φως της ψυχα νάλυσης, 246/19 Φερναντέζ Ντομινίκ: Κινηματογράφος και Ομοφυ λοφιλία, 246/72 Φρόυντ Σίγκμουντ: Γράμμα σε μια Αμερικανίδα μη τέρα, 246/18 Δημόσια και Ιδιωτική Εκπαίδευση 247/15
Εκπαίδευση, 247/16 Μ εθοδολογία Έρευνας, 247/23 Ερωτηματολόγιο για νέους, 247/24 Διαπιστώσεις - Γενικά Συμπεράσματα, 247/55 Βιβλίο και Εικονογράφηση, 248/19
Βακάλη-Συρογιαννοπούλου Φιλομήλα: Η σχέση της εικόνας με το κείμενο και ο εικονογράφος, 248/28 Βλαχόπουλος Βρασίδας: Το εικονογραφημένο λο γοτεχνικό βιβλίο, 248/25 Βυζοβίτου Ντόρα: Τα σύγχρονα εικονογραφημένα παιδικά και εφηβικά περιοδικά, 248/73 Κάνιστρα Μάχη: Το βιβλίο ως αισθητικό αντικείμε νο και η λειτουργία της εικόνας, 248/22 Κάσσης Δ. Κυριάκος: Τα εικονογραφημένα λαϊκά περιοδικά, 248/58 Μαλαφάντης Δ. Κωνσταντίνος: Τα κόμικς και το κοι νό τους, 248/63 Μπενέκος Π. Αντώνης: Παιδευτικές λειτουργίες του εικονογραφημένου βιβλίου: αναζητήσεις, δια κρίσεις, αξιολογήσεις, 248/32 Παπαευθυμίου Δημήτρης: Βλέμμα και εικόνα, 248/20 Παρμενίδης Γιώργος: Τεχνικές κάι Μέθοδοι στην Εικονογράφηση, 248/54 Κέρουακ Τζακ, 249/17
Δούβρης Θανάσης: Η ζωή και το έργο του Τζακ Κέ ρουακ, 249/22 Δούβρης Θανάσης: Η γλωσσική ενόραση του Κέ ρουακ, 249/36 Έ ργα του Κέρουακ στα Ελληνικά, 249/76 Ζιάβρας Ε. Κων/νος: Πνευματικοί σύντροφοι: Κέ ρουακ και Γκίνσμπεργκ, 249/27 Ζιάβρας Ε. Κων/νος: Οράματα του Κέρουακ, 249/74 Κριστ Ρόμπερτ: Αρχαίος Επουράνιος Δεσμός: Η ποίηση των Beat, 249/62 Τσιμπούκη Ντόρα: Στο Δρόμο: Το μυθιστόρημα του Τζακ Κέρουακ, 249/31 Τσιώλης Γιάννης: Αφοί Συνδιαλεγόμενοι ΕΠΕ, 249/70 Χρονολόγιο Τζακ Κέρουακ (1922-1969), 249/18 Ρεαλισμός, 250/13
Για μια νέα σχέση με το πραγματικό. Από την εικο-
iV/b' εξάμηνο νομάχίά στην ειΚονολατρεία (Συνέντευξη τής Μαρί δας ΛάμήράΚή-Γίλάκά στόΥ ΓιάΥνή Μπαόκόζό), 250/77 Δήμήτβίόϋ Σώίήάής: 5 Ρεαλισμός στον ΚίΥήμάΐογ/5ύφο, 250/34
Χωρέάνθης Κώστας: Τόμ Σώγερ, η ανακάλυψη τάυ θησαυρού της παιδικότητας, 252/85 Ψυχόγιόύ Παναγιώτα: t o ταξίδι τόύ Τομ Σώγιέρ κάι του Χώκλμπερυ Φίν, 252/95
ΜπάσΚόξος Γίάννής: Ρέάλίάμός ό»έ Ανάζήτήόή τόϋ Πβάγμάτίκόύ, 290/18
Μιλούν δεκαπέντε σ υγγραφείς των εμπορικότερων βιβλίων του 1990, 252/107 Αμπατζόγλου Πέτρος: Παύλος και Ελένη, 252/168 Βαμβόυνάκη Μάβώ: Οι παλιές αγάπες πάνε στον παράδεισο, 252/109 Γαλανάκή Ρέα: Ο βίος του Ισμαήλ Φέβίκ Πάδά, 252/109 Γερμανός Φρέντυ: Ελλάς υπό το μηδέν, 252/116 Διαμαντόπουλος Οανάσής: Κώάτας ΜητσοτάΚής, Πολιτική Βιογραφία, τ. 2,1961-74 (Από τον ανένδο το στη δικτατορία), 262/111 Δούκα Μάρω: Εις τον πάτο της εικόνας, 252/112 Ζωγράφου Αίλή: Νύχτωσε αγάπη μόϋ είνάί χθες, 252/113 Καράβια Μαρία: Ο στοχαστής του Μάβουσιού. Συνεντεύξεις με τόν Γιάννή Τόαβόύχή, 262/113 Κόψής Γιάννής: Οι 3 μέρες του Μάρτη, 252/115 Μανιώτης Γιώργος: Η φοβερά προστασία, 252/115 Μάτεόίς Παύλος: Η μήτέβα τάυ σκύλου, 252/117 Μουρσελάς Κώάτάς· Βάμμένά κόκΚίνά μάλλιά, 252/117 Μπιόύμπι Φρίντα:... Καί το όνειρό πάγώάε, 262/126 Σκούρτης Γιώργος: Τό χειρόγραφο τής Ρώξάνής, 252/118 Φακίνου Εϋγένίά: Γάτά μέ Ηέτάλα, 252/12ί
όϋίλιαμς Ρέιμοντ: ό Ρεαλισμός καί τό σϋγΧβόνό μυθιστόρημα, 250/64 Γίαλμιέ Ζαν Μισέλ: Ρεαλισμός ή προλεταριακός κλασικισμός, 25&/26 Πλάκας Δήμήτρης: Χρονολόγιο Ρεαλιόμός - ΝαΙόυμάλισμΰς (ί 850-1866), 250/14 Πλάκας Δήμήτρης: Ο Ζητιάνος του Α. Κάρκάβίτσά. Ένά ελληνικό αϋτόφυές νάτόϋράλιστίΚό μϋθίστόρήμά, 250/62 Ρούσόσυ Βιμγίνία-ίέβέζά: Τό βέάλισπΚό μυθιστό ρημά ότή Γαλλίά Καί άτήΥ Ε-λλάδά. ΣϋγΚλίόεις και αποκλίσεις, 250/56 Στρέλέβ t ζίόρτζίό: Η πβάγματίΚότήτά είναι πιο πε ρίπλοκή art’ όσο πιάίέϋάμέ..., 266/56 ΚαΓνή Αλεξάνδβά: 6 ί γβάμμάτέίς τήξ γάλλίΚής ΚΡίνωνίάς, 256/30 Κρίστσφόγλόυ Μάβθά: Γίάλδίάϊ Κδί Υέόί ρέαλιάμόί στην ελλήνίΚή τϊ^νήί 266/76 Θεολογία, 251/26 ΓίάϋλτσήήΤ. Βάάίλείάξ: θέόλάγίάΚ άί Κοινωνική Έ ρευνα, 251/60 Καραθανάσής Ε. Αθανάσιος: t o ΑγίοΥ Ό ρ ο ς γίά μας σήμερα, 251/64 Ματσούκας Λ. Νίκος: t o μέλλοντής θεολογίάς ως ανθρωπιστικής επιστήβής, 251/66 Μ πέγζός Γί. Μάριος: Η κΡίάΐμή καμπή τής Νεοελλη νικής Θεολογίας σήμερα, 251/53 Πβωτόπβ. Μέτάλλήνός Δ. Γέώβγίβς: Ν όβθόδόξία στον αγώνα για τήν είβήνήι 251/67 Τα Χριστούγεννα στο Βιβλίο,
262/66
Επιλεκτική βιβλιογραφία, 252/50 Επιλεκτική δισκργραφία, 252/66
Μαρκ Τοϋαίν, 262/71 Κέή Κατερίνα: Έ ργα του Μαρκ Τουαίν στα ελλήνιkd, 262/101 Παναγή Μ.Α.: Η συμβολική σήμαάίά του ίζίβ , 252/91 ίπύβοπσύλόυ Βάρβάρά: «Η καρδιά μόυ άνήΚέι όταν αιώνα μου» - Κοινωνικές παράμετροί στη ζωή καί το έργο του Μαρκ Τουαίν, 252/86 Χάί'νη Αλεξάνδρα: Χρονολόγιο Μαρκ touaiV, 252/72 Χαΐνη Αλεξάνδρα: Μάρκ touaiv... «ένας εντυπωόιακός τύπος», 262/77
Μπεστ-σέλερ fdu 1990, 252/107
Γιούκιο Μισίμα, 256/31
Γιουρσενάρ Μάργαρίτά: Μισίμά ή η έίΚδνά τόϋ κέ: νού, 253/72 Ελληνική Βιβλιογραφία, 253/88 Μίλλερ Χένρυ: Ερωτήματα πάνω στο θάνατό του Μισίμα, 253/86 Μισίμα Γιούκιο: Πνευματική αγωγή για νεαρούς όάμουράι, 253/47 Μισίμά ΓιΡΰκιό: Δύο σημειώματα θέατρίκών έρΥών, 253/70 Μισίμα Γιούκιο: Εξομόλόγήσεις μίας μάόκάς, 253/75 Μισίμά Γιοΰκιά: To Hagakure κι εγώ, 253/83 Μίόίμά Γιούκιο: Διακήρυξη, 253/88 ΜύράβιΟ Αλμπέρτο: Έ νας πρόλογος, 253/51 Φίλάΰς Δήμήτρής: Σχόλιό στή Μάγείά τόυ Μισίμα, 253/45 Φωσκαβίνης θάνός: Χρονολόγιο Γιόύκιο Μισίμά, 253/32
ΕΠΙΛΟΓΗ Εκπαίδευση Παπαμαύρος Μΐχάλής: Μεγάλα Χρόνια. Το αναγνωότικό τής φυλακής, 247/69 Ιστορία Αντζολλέλο Τζόβάν Μαρία: Ένας Ενετός του 15ου 36
άιώνα Οτην αυλή του Μεγάλου Τούρκου, 252/147 Κέντρο Μαρξιστικών Ερευνών. Η Σοσιαλιστική Ορ γάνωση Φεντερασιόν Θεσσαλονίκης 1909-1918, 247/87 Χρήστου Κ. Παναγιώτης: Οι περιπέτειες των εθνι κών ονομάτων των Ελλήνων, 247/85 Canfora Luciano: Η χαμένη βιβλιοθήκη της Αλεξάν δρειας, 252/144
Β εξαμηνό/V Geib Gustav: Παρουσίαση της κατάστασης του δι καίου στην Ελλάδα στη διάρκεια της τουρκοκρα τίας καί ώς τθν έρχδμό TOU βασιλιά Ό θω να του Ά, 249/83 Κινηματογράφος
Κουροσάβα Ακίρά: Κάτι σαν αυτοβιογραφία, 245/84 Μπέργκμαν Ίνγκμαρ: Η Μαγική Κάμερα, 247/67 Κοινωνιολογία
ΜουΟοΰρΟϋ Μ Α : Η κόινώνιολσΥία τής Θύγχμονης
οικογένειας; 244/ιίθ Mary ο’ Brien: Φιλοσοφία της αναπαραγωγής. Η d-
βεβαιότητα της πατρότητας καί η εκμετάλλευαη Τής μητρθτηταη, 244/124 Μ έλέτές
ΑγγελάΚής Ανδμέας: Κώστας ΤαΥΤΡής: Π κδίνωνίκή και πΟιήτιλή του περίπτωση, 245/87 Κιουρτσάκης Γιάννης: Το πρόβλημα της Παράδο σής, 244/131. Μπελίνσκι: θεωρητικά κείμενά λογοτεχνίας, 243/85 Παναγόπουλος Ανδρέας: Επισημάνσεις, 246/85 Σιαφλέκης I. Ζάχσς: Από τή νΰχτά τών άσΤμ&Πών
άτα ποίημα γεγονός, 247/62 ΟΙκΟνομΙα
Βάρδακόύλας Δ. Γιάννης: Συμμετοχή - ΚδίνωνίΚΘΠΟίήΟή - ΑύτΟδιάχείρίαή, 246/62 Παιδικά
ΆλκΟκ Βίβιέν: Η αδελφή ΚΟύκοό, 246/83 Βελετά-Βασιλειάδή Μαρία: Δαίδαλος κάι ΊΚ&βος και άλλες ιστορίες, 252/133 Γιαλουράκη Σοφία: θησέας, 252/133 Μουρίκη Κάτερίνά: Η αρπαγή τής Περσεφόνης και άλλες ιστορίες, 252/133 Νταλ Ρόαλντ: Ματίλνΐα, 245/83 Σφαέλου Καλλιόπη: Ιλιΰβα, 252/133 Τζώρτζογλου Νίτσα: θ ι θεοί στον Ό λυμπο κάι άλ λες ιστορίες, 262/183 Ψαραύτη Λίτσα: Ηρακλής, 252/133 Gleiter Jan - Thompson Kathleen. Χριστόφορος Koλόμβος, 247/63 Molan Chris: Οι Βίκιγκ, 247/63 Storr Catherine: Δαβίδ και Γολιάθ, 247/63 Storr Catherine: Η γέννηση του ΧρισΤού, 247/63 Storr Catherine: Οι περιπέτειες του Οδυσσέα, Ο βα σιλιάς Μίδας, ο Δούρειος Ίππος, 247/63 Storr Catherine: Ο άσωτος γιος, 247/63 Storr Catherine: Ο Μωυσής'στην έρημο - Οι δέκα εντολές, 247/63 Storr Catherine: Το πρώτο Πάσχα, 247/63 Trotman Felicity: Γουλιέλμος Υέλλος, 247/63 Πεζογραφία
Ασημακόπουλος Κώστας: Οι Βραδυνές Καμπάνες, 247/78 Βαλταδώρος Γιώργος: Η Βιρβιρίτοα και άλλα διη γήματα, 250/81 Βασιλειάδης Νίκος: Αγάθος, 253/112
Γκρέιβς Ρόμπερτ: Κόμής ΒέλίΟάριΟς, 251/88 Γκρης Ηλίας: Το μάτι του ασύλου, 252/137 Δρακονταειδής Δ. Φίλιππος; Χρόνια Προϋπηρε σίας, 242/85 Εορτασπκή Ανθολογία Διηγήματος: Χριστουγεν νιάτικα Διηγήματα Ελλήνων Συγγραφέων, 263/114 θεοδω ρόπουλος Τάκης: Νύκτες στην Αρκαδία, 248/86 Καζαντζής Τόληςί Το τελεϋΤάίΟ κάτάφύγιΟ, 252/138 Κωνσταντίνου Β.: Το αίνιγμα T0U μεσονυκτίου, 250/86 ΜηλΙώρη Πόλύ: Μη χαρίζεις Τις γαρδέΥιές, 251/80 Νικολάου Αθηνά: ΤΟ Ιάτρέίσ 243/83 Ηαπαδημητράκόπϋυλος X. Μ: Θ γενικός ΟρχειοθέΤής, 253/116 Πέτροβιτς Ανδρουταοπθϋλαυ Δότη; Λάθος κύριέ Νόιγκερ!, 252/136. Σφυρίδής Περικλής: ΑΠΰ πρώτο χέρι, 246/77 Φακίνου ΕυγένίΟ: Γάτά με Πέταλά, 249/79 Χωρεάνθη Ελένή: Μέθθλόγγΐ, ή ΠθλίΤέία TOU V§* ρού, 251/83 Τόέέί Neshat: f a M&X&ipia, 249/81 Ποίηση
Αίλίανσΰ ΐφη; ta ποιήματα^ 244/127 Αλεξάκής Ορέστης: θ λήξίάρχος, 248/80 θέοδώ ρόϋ Βικτωρία; Μειλίγμάτα, 262/140 Κάρβέλης Τάκης; Δεν είναι α περσινές καιρός, 247/71
Κεφάλας Ηλίας; Σκοτεινός μαγνήτης-, 248/62 ΚόΤοιρας γ .; Η μυθολογία των προσώπων και άλλα ποιήματα, 262/142 Μελετόπουλος Μελέτης: Ο Δράκός, 245/66 Πατίλης Πιάννης; Γράφέως κάτοπτρον, 247/74 πεγκλή ΓΐολάνΤά: Λέηζερ, 253/109 Υφαντής Γιάννης: Οι Μεταμορφώσεις του Μηδένός, 244/129 Πολιτική
Από Τή Αωζάνή (1923) ώς το Παρίσι (1947). Η ισχύς και το κύρος των συνθηκών, 252/131. Βολκογκόνωφ Ντμίτρι: θρίαμβρος και Τραγωδία. Ι.Β. Στάλιν - Πολιτικό Πορτραίτο, 248/77 Δημητράκος Π. Δημήτρης: Ενάντια στο ρεύμα. Ιδεο λογία και πολιτική στη μεταδικΤατΟριΚή Ελλάδα, 251/77 Η Διασφάλιση Της ποσοτικής και ποιοτικής αναλο γίας 7/10 στη χορήγηση αμερικανικής βοήθειας προς την Ελλάδα, 252/132 Καραμπελιάς Γιώργος: Κράτος και Κοινωνία στη μεταπολίτευση (1974-1988), 251/78 Κέντρο Μαρξιστικών Ερευνών: Η Σοσιαλιστική Ορ γάνωση «Φεντερασιόν» Θεσσαλονίκης 1909-1918. Ζητήματα γύρω από τη δράση της, 252/129 Κυπριακή Άμυνα. Μέρος Α', 252/130 Οι επιπτώσεις του πολέμου Ιράν - Ιράκ στη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο, 252/132 Veremis Th. - Valinakis Υ. (εκδοτική επιμέλεια): U.S. Bases in the Mediterranean: The oases of Greece and Spain, 252/131 Πολιτική Κοινωνιολογία
Μουριάς Γ. Κώστας - Παντελής Μ. Άντώνης: Συ-
53
VI/Β' εξάμηνο νταγματικά Κείμενα, Ελληνικά και Ξένα, 245/80
αντίληψη και γνώση, 245/79 Ιδεολογίες: Η μεγάλη σύγχυση, 244/113
Φιλοσοφία Ψυχολογία
Ανδριόπουλος Ζ. Δημ.: Αρχαία Ελληνική Γνωσιοθεωρία. Συμβολή στη διερεύνηση του προβλήματος
Napier August - Whitaker Carl: Οικογένεια, μαζί ό μως αλλιώτικα, 247/80
ΠΛΑΙΣΙΟ
Παιδικά
Βαρελλά Αγγελική: Καλοκαιρινά Α', Β', Γ , Δ', Ε', ΣΤ' Δημοτικού: Ασκήσεις, σταυρόλεξα, κουίζ και άλ λα..., 250/88 Δαράκη Πέπη: Είχε ένα αστέρι στην καρδιά του, 247/68 Δαράκη Πέπη: Η αλφαβήτα δίχω ς ρ, 247/86 Μάστορη Βούλα: Απορίες παιδιών: Ο ηλεκτρισμός, 247/79 Πεζογραφία
Μπίκος Πέτρος. Έντεκα Παράθυρα, 252/134 Νεοφώτιστου Μαρία: Φιλιά στην Παναγιώτα, 249/86 Νιάρχος θ . Θανάσης: Αόρατος Χρόνος, 248/81 Σταύρου Τατιάνα: Το παραμύθι της ζωής μου, 247/75 Τσικληρόπουλος Μπάμπης: Η Οδύσσεια του Μήτσου, 251/82 Περιοδικά
Απόψεις, περιοδική έκδοση του Συλλόγου Εκπαι
δευτικών Λειτουργών του Κολλεγίου Αθηνών. Τεύ χο ς 5, 242/87 Απόψεις, περιοδική έκδοση του Συλλόγου Εκπαι δευτικών Λειτουργών του Κολλεγίου Αθηνών. Πα ράρτημα 3. Τρίτο διήμερο εκπαιδευτικού προσανα τολισμού. Οι μαθησιακές δυσκολίες. Αθήνα, 13-14 Μαΐου 1989, Πρακτικά, 242/87 Ποίηση
Αρχιμανδρίτου Μαρία: Ή χος Μόνος, 247/88 Ασίκης Θάνος: Ερωτόφυλλα, 245/86 Ζαφειράτος Ηλίας: Ποίηση II. Έλληνες ποιητές, 247/65 Καραγεωργίου Τοσούλα: Το αδράχτι που ματώνει, 245/88 Κιτσίκης Δημήτρης: Ο Ά νδυς στον καιρό της Κα λής, 247/72 Κυλάφης Σωκράτης: Απόηχοι πραγμάτων, 250/83 Κυλάφας Σωκράτης: Διαστάσεις, 250/83 Μιχελής Ε. Ντίνος: Po£ma, 247/81 Τριανταφυλλίδης Νίκος: Τα Επίτηδες, 247/84 Φερέντης-Αρώνης Αλέξανδρος: Επιχείρηση Μυστι κός Δείπνος, 245/88
Ο Ν Ο Μ Α Τ Α Σ ΥΝΕΡΓΑ ΤΩΝ
Αγγελάκης Ανδρέας, 246/62 Αγγελοπούλου Βίτω, 242/27 Αθανασόπουλος-Καλόμαλος Θανάσης, 251/78 Αλεξιάδης Αλ. Μηνάς, 245/23 Αμπατζόγλου Πέτρος, 252/108 Αναγνωστόπουλος Δ.Β., 242/60 Απάκη Έφη, 242/38, 243/38, 244/138, 245/38, 246/38, 247/38, 248/38, 249/38, 250/38, 251/38, 252/153, 253/53. Αργυρίδης Μιχ., 243/11 Αριές Φιλίπ, 246/26 Αριστηνός Γιώργος, 248/86 Αυδίκος Γρ. Βαγγέλης, 245/67 Βακάλη-Συρογιαννοπούλου Φιλομήλα, 248/28 Βαμβουνάκη Μάρω, 252/109 Βέης Γιώργος, 250/86 Βλαχόπουλος Βρασίδας, 248/25 Βουγιουκλίδου Άννα, 244/44 Βουλγαρίδου Γκέρτα, 244/36 Βρέλλη-Ζάχου Μαρίνα, 245/54 Βρέττα Αλεξάνδρα, 242/79 Βρεττός Σπύρος, 245/75
Βυζοβίτου Ντάρα, 242/83, 248/73, 252/26, 252/50, 253/21 Γαλανάκη Ρέα, 252/109 Γερμανός Φρέντυ, 252/110 Γεωργούσης Γιώργος, 243/32 Γεωργουσόπουλος Κώστας, 243/22 Γιακουμάκης Δημήτρης, 244/57 ΓιούλτσηςΤ. Βασίλειος, 251/60 Δαιμονάκος Στέλιος, 249/22, 249/36 Δαρεμάς Γιώργος, 243/28 Δενδρινού-Καρακώστα Ευαγγελία, 245/60 Δημητρίου Σωτήρης, 250/34 Δημητρούλια Τιτίκα, 246/26, 246/34, 247/83, 249/79 Διαμαντόπουλος Θανάσης, 252/111 Δούβρης Θανάσης, 249/22, 249/36 Δούκα Μάρω, 252/112 Δουλαβέρας Ν. Αριστείδης, 248/13 Ζιάβρας Ε. Κων/νος, 249/27, 249/74 Ζωγράφου Λιλή, 252/113 Ηλιανός Ορέστης, 251/26 Ηλιόπουλος Χρήστος, 243/83, 244/129, 244/131, 248/80, 252/142 54
Β' εξαμηνο/VII Θωμαδάκη Μαρίκα, 243/63 Ιωακείμ Βασίλης, 244/48 Καλλέργης Εμμ. Ηρακλής, 242/55 Κάλφας Αντώνης, 243/85, 245/87, 247/81, 247/88, 248/81 Καμπασακάλης I. Δημ., 242/11 Κάνιστρα Μάχη, 248/22 Καραγιάννης Θανάσης, 247/63 Καραβία Μαρία, 252/113 Καραθανάσης Ε. Αθανάσιος, 251/64 Καραμπουγίδης Γιώργος, 245/71 Κάσσης Δ. Κυριάκος, 248/58 Κάσσος Βαγγέλης, 248/82 Κατσίκη-Γκίβαλου Άντα, 242/22 Καψής Γιάννης, 252/115 Κέη Κατερίνα, 252/101 Κεφάλας Ηλίας, 244/127, 245/85, 250/81, 151/83, 253/114 Κοκκινάκη I. Νένα, 245/86, 245/88, 247/75, 249/86, 251/82 Κολοβός Νίκος, 245/84, 247/67 Κοντολέων Μάνος, 242/67 Κουβαράς Γιάννης, 246/85, 247/74, 249/77, 252/134, 253/109 Κουλουμττή-Παπαπετροπούλου Κυριακή, 242/33 Κουτούζος Κώστας, 247/16 Κοψιδά-Βρεττού Παρασκευή, 248/15 Κρανιδιώτη Μαρία, 245/80 Κρανιδιώτης Παντελής, 251/17 Κριστ Ρόμπερτ, 249/62 Κυβέλος Λεωνίδας, 252/137 Κυριαζής Γιώργος, 249/62, 249/70 Λαμπράκη-Πλάκα Μαρίνα, 250/77 Λοΐζος Ι.Δ., 247/87 Λυκιαρδόπουλος Γεράσιμος, 244/52 Μάγγελ Αυγή-Άννα, 243/60 Μακρής Νίκος, 244/113 Μαλαφάντης Δημ. Κων/νος, 242/18, 247/69, 248/63 Μανιώτης Γιώργος, 252/115 Μάτεσις Παύλος, 252/117 Ματσούκας Α. Νίκος, 251/30 Μερακλής Γ.Μ., 245/16 Μουρσελάς Κώστας, 252/117 Μπάδα-Τσομώκου Κ., 245/30 Μπαλούρδος Γιώργος, 245/88 Μπασκόζος Ν. Γιάννης, 242/85, 250/18, 250/77 Μπέγζος Π. Μάριος, 251/53 Μπενέκος Π. Αντώνης, 248/32 Μπίλλης Λεωνίδας, 244/124, 245/82, 247/80 Μπιούμπι Φρίντα, 252/120 Νιτσιάκος Βασίλης, 245/27 Ντάλης Σωτήρης, 251/77, 252/130 Ντάριο Φο, 247/58 Παλμιέ Ζαν Μισέλ, 250/26
Παναγή Μ.Α., 252/91 Πανσέληνου Έφη, 252/140 Παπαγεωργίου Χρίστος, 252/138, 253/116 Παπαγιώργης Κωστής, 252/122 Παπαδόπουλος Πέτρος, 246/72, 247/72 Παπαευθυμίου Δημήτριος, 248/20 Παρμενίδης Γιώργος, 248/54 Πεφάνης Γιώργος, 252/36 Πλάκας Δημήτρης, 250/14, 250/67 Πόλακ Μάικλ, 246/34 Πολενάκης Λέανδρος, 243/72, 252/21 Πρωτοπρ. Μεταλληνός Δ. Γεώργιος, 251/67 Ράμε Φράνκα, 247/58 Ράπτης Ελ. Δημήτρης, 245/64 Ριμπακόφ Ανατόλι, 251/72 Ρούσσου Βιργινία-Τερέζα, 250/58 Σαλταμπάσης Δημήτρης, 243/65 Σκαρπέλος Π. Γιάννης, 252/144 Σκούρτης Γιώργος, 252/118 Σκλήρη Μαρίνη, 250/26, 252/40 Σπυροπούλου Αγγελική, 243/24, 243/28 Σπυροπούλου Βαρβάρα, 252/80 Σταμάτης Στέφανος, 244/26 Στασινοπούλου Μαρία, 242/87 Στρέλερ Τζιόρτζιο, 250/56 Τζαβολάκη Πόπη, 243/77 Τόμσον Κλάρα, 246/19 Τρουπάκη Μαρία, 242/45, 243/46, 244/144, 245/47, 246/48, 247/46, 248/46, 249/47 250/45, 251/46, 252/157, 253/60 Τσαούσης Γ.Δ., 244/116 Τσιμπούκη Ντάρα, 249/31 Τσιώλης Γιάννης, 249/70 Φάις Μισέλ, 252/122 Φακίνου Ευγενία, 252/121 Φερναντέζ Ντομινίκ, 246/72 Φιλάος Δημήτρης, 253/45 Φορόπουλος Λυκ. Νικ. 245/79, 247/85 Φράγκου-Κικίλια Ρίτσα, 281/80 Φωσκαρίνης Θάνος, 247/58, 253/32 Χαΐνη Αλεξάνδρα, 250/30, 250/64, 252/72, 252/77 Χατζηπαναγιώτη Ιουλία, 249/83 Χουρμουζιάδης Κρίτων, 247/78, 253/112 Χριστοφόγλου Μάρθα, 250/70 Χωρεάνθη Ελένη, 245/83, 246/83, 247/65, 250/83, 252/42, 252/133 Χωρεάνθης Κώστας, 242/71, 243/67, 243/79, 244/28, 252/85 Ψαλιδόπουλος Θ„ 248/77, 249/81, 251/86, 252/129, 251/147 Φύλλα Μαριάννα, 246/11, 252/29 Ψυχογιού Π., 246/18, 246/19, 247/71, 249/27, 249/74, 252/95 Beaton Roderick, 245 + 13
ΟΝ Ο Μ Α Τ Α ΕΠΙΣΤΟ ΛΟΓΡΑΦ ΩΝ
Βαμβουνάκη Μάρω, 249/15 Παπαλέξης Ηρακλής, 249/15 55
Δεκέμβριος 1990 τεύχος 74
ΚΪΚΛΟΦΟΡΟΪΝ
Τ(να Τσούτσου, Γιώργος Τσεκούρας, Ε
λαιώνας: Έχω μια κολοκυθιά Γιάννης Σακιώτης, Αμίαντος: ο καλύτερος φίλος του ανθρώπου Γιώργος Ριτζούλης, Αριστερά, εκσυγχρο νισμός και συγχρονισμός Λεωνίδας Λουλούδης, Βαμβάκια, τιμές, ξηρασία: μπροστά στην κρίση Γιάννης Παρασκευόπουλος, Οι καταλύτες, ο κ. Μόνος και η ρώσικο ρουλέτα Μανώλης Βορδώνης, Υπέρ των δικύκλων Ανδρέας Πατπτάς, ΕΙΡΗΣΘΟ ΕΝ ΠΑΡΟΔΟ Νίκος Βασιλάκος, Ανανεώσιμες πηγές ε
νέργειας στην Ελλάδα Νίκος Καίσαρρς, Γιάννης Σακιώτης, Οι λι
γνίτες της Δράμας (συνέντευξη) Σμάρω Γιαννακοπούλου, Το Έλος Ζέφη Κάλλια, Οικοσυμπεριφορά σε απλά
μαθήματα Αλαίν Μπαρναμπέλ, Καταπολέμηση της
παρακμής του αγροτικού κόσμου Κίμων Χατζημπίρος. INDEX Δημήτρης Παπαϊωάννου. Ιχθυοκαλλιέρ γειες και ρύπανση Δημήτρης Κωστόπουλος, ΠΛΗΘΗ ΚΑΙ ΚΕΡΑΜΟΙ Γιώργος Ριτζούλης, Οπώρες και οπωρώ νες Μιχάλης Μοδινός, ΟικοτοπΙα, του Έρνστ Κάλλενμπαχ Γιάννης Σακιώτης, Διεθνές Δίκαιο και Πε ριβάλλον Μ.Μ. Υγρότοποι (πρακτικά συνάντησης WWF) Τάκης φωτόπουλος. Οι Οικολόγοι Εναλ
λακτικοί σε σταυροδρόμι Γιώργος Ριτζούλης, Περί συνολικότητας και δημοκρατίας Φίλιππος Νικολόπουλος, Για μια υπαρξι στική θεμελίωση του οικολογικού κινήμα τος Θανάσης Καλόμαλος, Σκέψεις για τη «νέα πολιτική»
Κ. ΧΡΗΣΤΟΜΑΝΟΣ Τόβιβλίο της αΰτοχρατείρας ’Ελισάβετ, Κ. ΧΑΤΖΟΠΟΤΛΟΣ Φθινόπωρο, Π. ΚΑΛΛΙΓΑΣ ΘάνοςΒλέχας, Α. ΜΩΡΑΪΤΙΔΗΣ Τό Τάξιμον, ΨΤΧΑΡΗΣ Τό Ταξίδι μου, I. ΚΟΝΔΥΛΑΚΗΣ Πρώτη αγάπη, "Οταν ήμουνδάσκαλος, Π. ΡΟΔΟΚΑΝΑΚΗΣ Τόβυσσινί τριαντάφυλλο, Γ. ΒΙΖΤΗΝΟΣ Διηγήματα A ' Διηγήματα Β \ Μ. ΜΗΤΣΑΚΗΣ ’Αφηγήματα, Π. ΝΙΡΒΑΝΑΣ Τό πέρασμα τον Θεοΰ, ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΡΩΡΙΤΗΣ 01 νεκροί της ζωής, ΕΜΜΑΝΟΤΗΛ ΡΟΪΔΗΣ Ή Πάπισσα 'Ιωάννα, ’Αφηγήματα, Κ. ΡΑΔΟΣ Ό πειρατής τής Γραμβουσης, ΙΑΚΩΒΟΣ ΠΟΛΥΛΑΣ Διηγήματα, ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΕΤΑϋΑΣ ΒΟΣΠΟΡΙΤΗΣ Σχηναί της έρημου, ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΒΙΚΕΛΑΣ Αουχής Λάρας, ΑΑΕΞ. ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ Ή φόνισσα, Κ. ΧΡΗΣΤΟΜΑΝΟΣ Ή κερένια χοόχλα, ΧΡΗΣΤΟΣ ΧΡΗΣΤΟΒΑΣΙΛΗΣ Διηγήματα τής στάνης, ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑΣ Ό ζητιάνος, I ΚΟΝΔΥΛΑΚΗΣ Ό Πατούχας, ΑΑΕΞ. ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ Ήνοσταλγός καί άλλα διηγήματα, ΑΡΓΥΡΗΣ ΕΦΤΑΛΙΩΤΗΣ Νησιωτικές ιστορίες, ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ Ό πολύπαθης, Ό ζωγράφος, ΑΑΕΞ. ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ Ρεμβασμός του Δεχαπενταυγούστου, ΚΩΣΤΑΣ ΚΡΥΣΤΑΛΗΣ Πεζογραφήματα, ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΜΠΥΣΗΣ Διηγήματα, ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΠΟΥΛΟΣ Τρελά διηγήματα, ΑΑΕΞ. ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ Ναυαγίων Ναυάγια ΔΗ Μ . ΒΙΚΕΛΑΣ Διηγήματα, ΕΜΜ. ΛΥΚΟΥΔΗΣ Διηγήματα, ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ Τά διηγήματα, ΑΑΕΞ, ΠΑΠΑΔΙΑΜ ΑΝΤΗΣ Βαρδιάνος στα σπόρκα, ΚΩΝ. ΘΕΟΤΟΚΗΣ Ό Κατάδικος, ΚΩΝ. φΕΟΤΟΚΗΣ Ή ζωή και ό θάνατος τοδ Καραβέλα Σύμβουλος έκδοσης: Μ ανόλη Άναγνωστάκ>3ς Η σειρά συνεχίζεται
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΝΕΦΕΛΗ
αφιερωμα/57
Ράνια Τουτουντζή
Μετά νεοτερικότητα και επικοινωνία (Ο χρόνος, ο χώρος, το βιβλίο) [Ο χρόνος] «Α νάγκη στήνω» (Αριστοτέλης) ■'-/ αρχή του παρόντος κειμένου συνιστά ήδη μια διαπίστωση, μια ομολογίατην ομολογία της αναγκαιότητας να σταματήσουμε κάπου εδώ. Κατά συνέ πεια. οτιδήποτε γραφτεί στη συνέχεια είναι a priori ενγεγραμμένο στην τάξη του περιττού, στην τάξη αυτού που είναι στερημένο νοήματος - γιατί «άνάγκη στήναι» εκεί όπου το νόημα εκλείπει.
όνον μια επινόηση, ένα γλω σσ ικό πα ιχνίδι ή μια ηθελημένη πλάνη θα μπορούσε να κα ταστήσει το περίσσευμα - ό ,τι δηλαδή λέγε ται μετά κα ι πέραν του νοήματος - αναγκαίο και επομένω ς μη-εφικτό αφού «το μόνο που δεν μπορεί να γίνει είναι το αναγκαίο γιατί το ανα γκαίο ε ίν α ι» (Kierkergaard, 203). Η μετα μοντέρνα κα τάσταση ανοίγεται σ ’ αυτό ακριβώ ς το παράδοξο: ομολογία της ανα γκα ιό τη τα ς του τέλους και, πα ράλληλα, αγωνιώδη αναζήτηση τρόπω ν συνέχισης μετά το τέλος, τρόπω ν δηλα δή γραφ ής, εννόησης, επικοινω νίας. Η επινόηση ή οι επινοήσεις δεν αφορούν τόσο το « πώ ς θα συνεχίσουμε» αλλά το πώ ς, κα ι μέσα από ποιον λό γο οι τρόποι αυτοί που αναζητούνται, εάν βρε
Μ
θούν, θα μπορέσουν να νομιμοποιηθούν βάσει ε νός ισχυρού επιχειρήμ ατος. Η επικοινω νία, όχι μετά τη νεοτερικότητα αλ λά στα πλαίσια τη ς α π οτυχία ς του μοντερνισμού να δώ σει απαντήσεις στα ερω τήμα τα που ο ίδιος έθεσε και έθετε συνεχώς απ ό τον Kant κα ι μετά, ίσ ω ς δεν είναι πια αυτό που ποτέ δεν μπόρεσε να είναι. Ο όρος «επικοινωνία», ό πω ς δίνεται εδώ, δεν αφορά α π οκλ εισ τικ ά την - ανέφικτη - κ α τα νόηση του μηνύματος που ο άλ λος επιχειρεί να μεταδώσει, αλλά - και κυρίω ς - την πρ οσ πά θεια κατανόησης του εαυτού δηλαδή του ιδίου λ όγου που ο εαυτός μπορεί ή επιθυμεί να αρ θρώσει.
58/αφιερωμα «Διαφέρει κατανόηση από κατανόηση, όπως λέει ένα παλιό γνωμικό, και έτσι πράγματι είναι. Η εσωτερικότητα είναι κατανόηση. Α λλά το ζή τημα in concerto είναι το πως πρέπει να εννοηθεί αυτή η κατανόηση. Να κατανοήσεις ένα κείμενο διαφέρει απ’ το να αντιληφθείς σε τί ακριβώς σε αφορά· να αντιληφθείς τί λέει κάποιος, διαφέρει α π’ το να κατανοήσεις τον εαυτό σου μ’ αυτό α κριβώς που ειπώθηκε» (Kierkegaard, 170). Η κατανόηση, ιδωμένη ως εννόηση ή καλύτε ρα ως επικοινωνιακή σχέση με τον εαυτό απαι τεί, σε κάθε περίπτωση, την παρουσία του Ά λ λου, την απαιτεί μάλιστα περισσότερο απ’ ό,τι η σχέση με τον Ά λ λ ο η οποία γίνεται σχέση ακρι βώς τη στιγμή που αναγνωρίζεται ως σχέση με τον εαυτό. Διατρέχοντας τον κίνδυνο να κατηγορηθούμε για παντελή έλλειψη πρωτοτυπίας, παραθέτουμε εδώ ένα αρκετά γνωστό σχόλιο του Κ. Marx: «Μια και δεν γεννιέται μαζί μ’ έναν καθρέφτη, ούτε σαν φιλόσοφος της σχολής του Φίχτε: "Εγώ είμαι εγώ” , ο άνθρωπος καθρεφτίζει τον εαυτό του πρώτα σ ’ έναν άλλον άνθρωπο. Μ όνον αφού αναφερθεί στον άνθρωπο Παύλο ως προς όμοιό του, ο άνθρωπος Πέτρος αρχίζει να αναφέρεται στον εαυτό του ως προς άνθρωπο. Έ τσι όμως, ο Παύλος ολόκληρος με σάρκα και οστά, με την παυλική σωματικότητά του, ισχύει γι’ αυτόν σαν μορφή εμφάνισης του γένους: άνθρωπος» (66-67) - και, θα συμπληρώσουμε, μόνον η σωματικότητα του Ά λ λ ο υ που καταφάσκει στο γένος, μπορεί να λειτουργήσει επιβεβαιωτικά ως προς την ύπαρξή. Διαβάζοντας πως ο άνθρωπος «κα θρεφτίζει τον εαυτό του π ρ ώ τ α σ' έναν άλλον άν θρωπο» πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στην ερμηνεία της λέξης «πρώτα» η οποία δεν μπορεί να σημαίνει παρά: «κάθε φορά από την αρχή». Η παρουσία του Ά λ λ ο υ δεν είναι μόνον για μια «πρώτη» στιγμή αναγκαία όπως και ο εαυτός δεν αυτοκαταφάσκεται μια και αποφασιστική φορά· πρέπει να αναγνωρίζεται και να καταφάσκεται διαρκώς. Η κατανόηση του εαυτού αποτέλεσε έναν κε ντρικό άξονα προβληματισμού από τον Πλάτω να ώς τον Heidegger και μια διαρκή πηγή αγω νίας από τον Σοφοκλή ώς τον Bataille, τον Proust και τον Beckett. Αγωνία όχι μόνο για το εάν και με ποιο τρόπο είναι αυτή η κατανόηση δυνατή, αλλά και αγωνία - μεγαλύτερη αν και συχνά α νομολόγητη - για το αν είναι πράγματι επιθυμη τή και βιώσιμη. « Ώ δύσμοιρε, μ α κ ά ρ ι π ο τέ νά μ ή μάθεις ποιός είσ α ι» .1 - « Τ ί νά πω σ τ ό ν κύριο Γκο ντό , κύριε;» - «Νά τού πεις... νά τού πεις πώ ς μ α ς είδες. Μ ά ς είδες, δ έν μ ά ς είδες;»2 Το μεγάλο πρόβλημα παραμένει και εμφανίζε
ται σήμερα ακόμη πιο δυσεπίλυτο απ’ ό,τι στο παρελθόν: Η αναγκαιότητα της παρουσίας του Ά λ λ ο υ οδηγεί το υποκείμενο - πάντα υπο κείμενο μιας σχέσης επικοινωνιακής - σε μια συνεχή προσπάθεια «κατασκευής» του λόγου του άλλου· μ’ άλλα λόγια, κάθε φορά το υποκείμενο αγωνίζεται να γίνει ο δημιουργός, ο επινοητής του άλλου. Η μετα-μοντέρνα κατάσταση χαρα κτηρίζεται ακριβώς από την αδυναμία επινόησης του Ά λ λ ο υ και από τη διαπίστωση του ανέφι κτου· ο ά λλος είναι ο ερχόμενος που δεν θα έρθει. Στο έργο του S. Beckett: «Περιμένοντας τον Γκοντό», τα λόγια, οι απόπειρες και οι κινήσεις των δυο ηρώων, του Εστραγκόν και του Βλαντιμίρ, είναι διαποτισμένες από την αγωνία της ανα μονής και από την απελπισμένη επίγνωση της α δυναμίας τους να καταστήσουν την ύπαρξη του Ά λ λ ο υ δυνατή: ο Γκοντό δεν υπάρχει. Αν, για μια στιγμή, φάνηκε πως ίσως ο ανθρω πισμός μας έδινε την ευκαιρία να κάνουμε δυνα τή την παρουσία του ανθρώπου, τώρα ο μύθος καταρρέει και η συναίσθηση αυτής της κατάρ ρευσης συνιστά μια ιδιαίτερα σημαντική όψη της μετα-νεοτερικότητας. Ο τόπος όμως όπου τίθε ται σήμερα το πρόβλημα δεν είναι πια ο άνθρω πος, αλλά ο άνθρωπος μετά τον άνθρωπο. Εάν θελήσουμε σήμερα να διηγηθούμε μια ι στορία - την ιστορία μας (αφού «ιστορία» δεν είναι παρά η ιστορία των αφηγήσεων που ο άν θρωπος επιχειρεί μπροστά στον καθρέφτη) - θα διαπιστώσουμε πως η τάξη του λόγου είναι ήδη διαταραγμένη. Κανένα νόημα δεν μπορεί να παραχθεί, είτε λεχθεί πως: «ο άνθρωπος είναι», είτε πως «ο άνθρωπος ήταν»· τίποτα δε δύναται να βεβαιώσει την αλήθεια παρόμοΐίον δηλώσεων. Ό χ ι μόνον ο Ενεστώτας - χρόνος ενός παρό ντος που δεν καταφάσκει στο παρόν γιατί έχει ή δη παρέλθει - αλλά κι ο Αόριστος ή ο Παρατα τικός - προϊόντα της «νοσταλγίας ενός παρελ θόντος που δεν υπήρξε ποτέ παρόν» (V. Descombes, 184) - αποδεικνύονται τάξεις κενές. Καθί σταται έτσι προβληματική και η αναφορά στα μελλούμενα αφού το μέλλον δεν υπάρχει παρά σε άμεση σχέση μ’ ένα παρόν. Το μόνο που ίσως μπορεί να ειπωθεί είναι πως «ο άνθρωπος θα είχε υπάρξει, - ένας μη-πραγματοποιημένος μέλλο ντας (ή ένας μέλλοντας της χαμένης ευκαιρίας). Θα είχαμε, επομένω ς, μιλήσει εάν βέβαια βρί σκαμε τον τρόπο να το κάνουμε. Θα είχαμε, πι θανόν, επινοήσει τον Ά λ λ ο (και θα είχε έτσι σω θεί ο άνθρωπος) - εάν είχαμε μπορέσει να μι λήσουμε. Επειδή δεν μπορούμε να αναφερόμαστε παρά μόνο σε αυτό που θα ήταν - αλλά ούτε ήταν, ού τε είναι - θα συμφωνήσουμε με τον Γ. Βέλτσο που βλέπει τον σύγχρονο άνθρωπο ως «φορέα του μηδενός» (95) και θα διαπιστώσουμε μαζί με τον Μ. Foucault πως πλησιάζει - αν δεν έχει ήδη
αφιερωμα/59 φτάσει - η στιγμή όπου «ο άνθρω πος θα σβήσει, όπω ς στο ακροθαλάσ σ ι ένα π ρόσ ω πο από άμμο» (528). Έ χ ε ι ήδη γίνει φ ανερό πω ς αυτό που σήμερα ε κλείπει, αφ ήνοντας κενή τη θέση του τοποτηρητή, του φρουρού της τάξη ς, σ τερώ ντα ς μας δηλα δή το κριτήριο της ορθότητας του λόγου (το κρι τήριο της αλήθειας ή την αλήθεια ω ς κριτήριο), είναι το Νόημα - που (θα) ήταν ο άνθρω πος (ή ο Θεός· αδιάφορο). Ο Β. Κ αραποστόλης βλέπει την έκλειψη αυτή του Ν οήματος ω ς «έκλειψη του παρελθόντος από την εμπειρία του πα ρόντος» (51) και τονίζει πω ς «στο επίπεδο του πολιτι σμού, η έκλειψη του παρελθόντος πλήττει κάθε βάση κοινότητας, κα ι π ρώ τα α π ’ όλα τη γλώ σσα. Η γλώ σσ α είναι αδύνατον να ενώ σει άτομ α που οι εμπειρίες τους γίνονται όλο κα ι πιο πολύ επει σ οδιακές» (52) (ή - θα σ υμπληρώ ναμε «μετα γράφ οντας» τη φράση - που η ιστορία τους γρ ά φεται όλο κα ι περισσότερο α π ο σπ ασμα τικά ). Η έκλειψη του πα ρελθόντος συνεπιφέρει ένα «fa ding» (όπω ς θα ’λεγε ο Barthes) του νοήματος, δηλαδή ένα αργό σβήσιμό του που γίνεται αισθη τό μετά από μια σειρά διαδο χικ ώ ν μετατο πίσεων. Τ ίποτα δεν ισχύει με το ν τρ ό π ο που είχε α ρχι κά εκληφθεί κα ι ο άνθρω πος της μετανεοτερικότητας κουβαλάει ω ς κληρονομιά αυτό που ποτέ δεν είχαν οι προγενέστεροί του: την ει κόνα μιας Ελένης που «ποτέ δεν πάτησε την αντρειωμένη Τροία»,3 ενός Ο δυσσέα που δεν έφυ γε α π ’ την Ιθάκη, κι ενός Ο ιδίποδα που δεν σ τά θηκε ποτέ ικ ανό ς να λύσει γο αίνιγμα τη ς Σφίγ γ α ς δίνοντας ω ς απάντηση το όνομα του αν θρώπου.
[Ο χώρος] έκλειψη του νο ήματος, με μια σαρω τική κί νηση, φαίνεται να ερημώνει το χώ ρο στον ο ποίο είχε εντοπισ τεί ο άνθρω πος της νεοτερικότητα ς: την αγορά ω ς κ α τ’ εξοχήν δημόσιο χώρο, χώρο επικοινω νιακό και πολιτικό όπου τίθενται, ελέγχονται κα ι δοκ ιμάζονται τόσο οι κανόνες του λόγου όσο κα ι η εγκυρότητα τω ν ισχυρών ε πιχειρημάτω ν που αποβλέπουν στην πειθώ διεκδικώ ντας την αλήθεια. Σημαίνει όμω ς η ερήμωση της αγοράς που με ταφ ράζεται ω ς απουσία του ανθρώπου από τον δημόσιο χώ ρο, την παρουσία του απο κλειστικ ά σ ’ έναν ά λ λ ο ν χώρο (που θα ’ναι προφ ανώ ς ο ι διω τικός); - κι ακόμα είναι η απουσία αυτή από την αγορά απόλυτη; Θα απαντήσουμε αμέσως, πω ς ούτε ο ιδ ιω τικός, ούτε ο δημόσιος χώ ρ ο ς δεν μπορού- · να καθορίσουν τον τόπ ο όπου κα τοικεί ο άνθρω πος της μετα-νεοτερικότητας. Κι αυτό, γιατί ο μετα-μοντερνισμός ω ς κ α τάσταση, δεν εί ναι κα τοικήσ ιμος. (Ο οίκ ος, ο ίκος του θεού ή του
Η
ανθρώπου, ήταν πά ντα το Νόημα). Με τον τρόπο αυτό θα δικαιολογήσουμε τον ι σχυρισμό μας πω ς το υποκείμενο του μεταμοντερνισμού βρίσκεται εν κινήσει, σε μια σειρά διαδοχικ ώ ν μετατοπίσεω ν κα ι μεταβάσεων από το ιδιω τικό στο δημόσιο κα ι αντίστροφα, έτσι ώ σ τε όταν ο άνθρω πος αναζητηθεί στον έναν α π ’ αυτούς τους χώ ρους, έχει ήδη γλιστρήσει στον άλλον. Στην ταινία του Greenaway «Ο μάγειρας, ο κλέφ της, η γυναίκα του κα ι ο εραστής της», (που προβλήθηκε τον περασμένο χειμώ να στην Ε λλά δα), ο θεατής μπορεί να παρακολουθήσει ακ ρι βώς αυτό το πα ιχνίδι τω ν μετατοπίσεω ν από τον ένα χώ ρο στον άλλον: από τη μεγάλη αίθουσα ε νό ς κοσμικού εστιατορίου (δημόσιος χώρος), στην κουζίνα κ α ι στις τουαλέτες (ο ιδιω τικ ός χώ ρος)· οι ήρωες δεν μπορούν να κατοικήσουν μό νιμα σε κανένα α π ’ τους δυο χώρους. Οι ρόλοι αλλάζουν κα τά τις μετατοπίσ εις, όπω ς αλλάζει κ α ι ο φ ω τισμός, όμω ς οι ρόλοι αυτοί δεν παίζο νται ποτέ ώ ς το τέλος· δεν είναι το πα ιχνίδι που μιμείται τη ζωή, αλλά η ζωή μοιάζει να μιμείται το πα ιχνίδι κα ι να σ κηνοθετείται α π ’ αυτό. Τι είναι ό μω ς εκείνο που τελικά μετατοπίζεται, ο ά νθρω πος ή ο χώ ρος ο ίδιος; Ο αναγνώ στης της «Φ ιλοσοφίας στο μπουντουάρ» (de Sade) έχει την ευκαιρία να δει ένα πα ράδειγμα μ ετατόπισ ης του ίδιου του χώρου: Το μπουντουάρ, γίνεται ένα « Π ανδιδακτήριο», ένα πανεπιστήμιο όπου η νεα ρή Ευγενία διδάσ κεται την Ηθική, τη Φ ιλοσοφία, την Π ολιτική θεωρία, έν« ς χώ ρ ος δηλαδή όπου η αγόρευση παίζει τον πρώ το ρόλο (άρα χώ ρος δη μόσιος), για να μετατρα πεί ξαφ νικά όταν φτάνει η στιγμή της απόλαυσης (ή της διαστροφής) σ ’ έ ναν χώ ρο αυστηρά ιδιω τικό όπου σ κοπός δεν εί ναι πια η αναζήτηση τη ς αλήθειας ή του κριτη ρίου τη ς, αλλά η εκπλήρω ση τη ς επιθυμίας. Τ έλος, αξίζει ίσ ω ς να σημειωθεί πω ς η κουζίνα και το μπουντουάρ (ως χώ ροι ιδιωτικοί) απ οτε λούν, σ τις π εριπτώ σεις που αναφέραμε, εργαστή
60/αφιερωμα ρια όπου πα ράγονται έργα τέχνης (τα εδέσ ματα, το έγκλημα κα ι η διαστροφή) υπαγόμενα σε μια τάξη διαφορετική· έργα που δεν φιλοδοξούν ούτε επιθυμούν να αντέξουν στο χρόνο· ανθίστανται στη μουσειακότητα διότι αναλώ νονται τη στιγμή τη ς δημιουργίας τους κα ι δεν προσφέρουν απ ό λαυση πα ρά μια κα ι μοναδική φορά. Ε άν ο μο ντερνισμός, σ τραμμένος απ ο κλ ειστικ ά πρ ο ς τον ανθρωπισμό κα ι τη διάρκεια, παρέλειψε να ανα γνω ρίσει αυτή την τάξη τη ς τέχνης, η μεταν εοτερικότητα ω ς σκέψη του μοντέρνου για τον εαυτό του, της οφείλει τώρα μια κατάφαση. [Το βιβλίο] εσω τερική οικονομία τη ς επικοινω νιακής σ χέσ ης ήταν πά ντα υπο-κείμενη στην τάξη του παιχνιδιού, η νεοτερικότητα όμω ς φ άνηκε να αγνοεί π ω ς « κα νένας π α ίκ τη ς δεν μπορεί να είναι πιο σ πουδαίος απ ό το ίδιο το πα ιχνίδι» (Ρόλερμπω λ).4 Δ όθηκε έτσι στον παίκτη ο ρόλος του πρω ταγω νιστή και η υπόσχεση της δυνατότητα ς μιας έξωθεν ρύθμισης του παιχνιδιού. Η μετα-μοντέρνα κατάσταση φαίνεται να ανα τρέπει αυτή τη σχέση: «Η εμφάνιση της γραφ ής είναι η εμφάνιση του παιχνιδιού· σήμερα το πα ι χνίδι επιστρέφει σ τον εαυτό του, εξαλείφ οντας το όριο πέρα από το οποίο πιστέψαμε ότι μπορούμε να ρυθμίσουμε την κυκλοφορία τω ν σημείων, σ υμπαρασύροντας όλα τα κα θησυχαστικά σημαινόμενα, υποβιβάζοντας όλες τις οχυρές θέ σεις ό λα «ίίτόζ Τίΰίχνίδιόύ καταφ ύγια που επι τηρούσαν το πεδίο της γλώ σσ ας. Αυτό σημαίνει με κάθε αυστηρότητα, την καταστροφ ή της έν νοιας του σημείου κα ι όλης τη ς λ ογικής του» (J. Derrida, 21). Η τελευταία διαπίστω ση είναι βέ βαια άρρηκτα συνδεδεμένη με την έκλειψη του νοήματος. Τη στιγμή, λοιπόν, όπου το πα ιχνίδι επιστρέφει στον εαυτό του, προκύπτει το ερώτημα:
Η
Σημειώσεις . «ώ δύσποΐμ', είθε μήποτε γνοίης δς εί.» (Λόγια της Ισμήνης που απευθύνονται στον Οιδίποδα). Σο φοκλή, Οιδίπους Τύραννος, στίχος 1068. ? S. Beckett, Περιμένοντας τον Γκοντό, σελ. 60. 3. Από το ποίημα του Γ. Σεφέρη «Ελένη» (σελ. 239). «Δέν είν* άλήθεια» φώναζε «Δέν μπήκα στό γαλαζόπλωρο καράβι «Ποτέ δέν πάτησα τήν άντρειωμένη Τροία». 4. Αναφέρεται από τον J. Baudrillard, σελ. 147. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Barthes, Roland: Η απόλαυση του κειμένου, μετ. Φούλα Χατζιδάκη - Γιάννης Κρητικός, Αθήνα: εκδ. Ράππα, 1977. Baudrillard, Jean: Γοητεία , μετ. Γιάννης Εμίρης, Αθήνα: εκδ. Θεωρία, 1984. Beckett, Samuel: Περιμένοντας τον Γκοντό, μετ. Α. Παπαθανασόπουλος, Αθήνα: εκδ. Κρύσταλλο, 1984. Βέλτσος, Γιώργος: Η μη-κοινωνιολογία. Αναλυτική του μεταμοντερνιαμού, Αθήνα: εκδ. Νεφέλη.
- θα μπορούσε στη θέση του Ά λ λ ο υ της επικο ινω νιακής σχέσ ης να είναι το βιβλίο; θα μπο ρούσε δηλαδή στη θέση του ακροα τή ή του ομι λητή να είναι ο αναγνώ στης; «Μ πορεί να υπάρξει το - άρθρο ορισ τικό Βιβλίο; Ή αντίθετα το Βιβλίο σ υγκεκριμένο, με αρχή κα ι τέλος, κεντρική υπόθεση κα ι υπογρα φή, ω ς ολικό γ ραμματολογικ ό φαινόμενο τελειωμένο, υπογεγραμμένο, τυπωμένο, είναι αδύνα το;» (Γ. Βέλτσος, 54). Εάν το βιβλίο είναι αδύνατο, κα ι μόνον τότε, κα θίσταται δυνατή η ανάγνω ση, εισέρχεται δη λαδή στη σκηνή ο α ναγνώ στης που διαστρέφει τη σχέση του με τον άλλο σε σχέση με το βιβλίο. Η κα τάφ αση του εαυτού ω ς αναγνώ στη, η πλήρωσις του κενού που άφησε ο μη-επινοημένος και μη επινοήσιμος πια άλ λος με το κείμενο που, ό πω ς ο καθρέφ της, δείχνει στον αναγνώ στη πω ς «τον επιθυμεί» (Barthes, 12), έχουν ω ς αποτέλε σμα την απώ λεια του εαυτού μέσα στο κείμενο· απώ λεια, που ισοδυναμεί με τον θάνατο του ανα γνώ στη. Σ ’ ένα σημείο του έργου: «Η έννοια της αγω νίας» ο Kierkegaard αναφέρεται σε μια λαϊκή ι στορία της Δ ανίας, την οποία θεωρούμε σ κόπιμο να αφηγηθούμε εδώ εν συντομία: Έ ν α ς βιβλιοπώ λης, ο Σολδίνος, ήτανε σ καρφ αλω μένος σε μια σ κά λ α ψ άχνοντας κά ποιο βιβλίο, όταν μπήκε μέσα στο κα τάσ τημ α ένα ς πελ άτης και μίλησε στη γυναίκα του Σολδίνου, Ρ εβ έκ κα, με φωνή τό σο όμοια με του βιβλιοπώλη, που ο τελευταίος στράφ ηκε πρ ος τη γυναίκα του κα ι τη ρώτησε: « Ρ εβέκκα, εγώ είμαι αυτός που μιλάει;» (63-64). Ο άνθρω πος τη ς μετα-μοντέρνας κ α τάστασης, που διόλου ίσω ς δεν είναι μετά-μοντέρνος ο ί διος, πα ρ α κά μ π τει για λίγο τα ερω τήματα που τον βασάνισαν τους δυο τελευταίους αιώ νες για να αναρωτηθεί: - Εγώ είμαι αυτός πού μιλάει;
Derrida, Jacques: Περί Γραμματολογίας, μετ. Κ. Παπαγιώργης, Αθήνα: εκδ. Γνώση, 1990. Descombes, Vincent: Το ίδιο και το άλλο, μετ. Λένα Κασίμη, Α θήνα: εκδ. Praxis, 1984. Foucault, Michel, Οι λέξεις και τα πράγματα, μετ. Κ. Παπα γιώργης, Αθήνα: εκδ. Γνώση, 1986. Καραποστόλης, Βασίλης: Ήπιος λόγος, Αθήνα: εκδ. Πλέθρον, 1989 Kierkegaard, Soren: Η έννοια της αγωνίας, Γιάννης Τζαβάρας, Αθήνα: εκδ. Δωδώνη, 1985. Marx, Karl: Το Κεφάλαω, τόμος I, μετ. Παν. Μαυρομάτης, Α θήνα: εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1978. de Sade, D.A.F. Η φιλοσοφία στο μπουντουάρ, Αθήνα: εκδ. Ε ξάντας, 1979. Σεφέρης, Γιώργος: Ποιήματα (Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ'), Αθήνα: εκδ. Ίκαρος, 1985. Σοφοκλής: Οιδίπους Τύραννος, Loeb Classical Library, Cambridge Mass. Harvard Univ. Press; London: W. Heinemann Ltd., 1981.
αφιερωμα/61
Francis Bacon, «Τρίητυχο», Αύγουστος 1972
Μ * * Ανωνύμου (Διονυσίου του Αλικαρνασσέως
.ή Κάσσιου Λογγίνου) I
Π ερί ύψ ους [Το υψηλό στη λογοτεχνία] ρέπει να καταλάβουμε, αγαπητέ μου φίλε, ότι ό πω ς ακριβώ ς στην καθημερι νή ζωή δεν υπάρχει κά τι πρ α γμ ατικά σ ημαντικό που η καταφρόνησή του να μην είναι εξίσου σημαντική (όπω ς για πα ράδειγμα τα πλούτη, οι τιμές, η φήμη, η εξουσία και όλα τα άλλα που ασκούν α ρκετή θεατρική γοητεία κ . όμω ς οι φρόνιμοι δεν τα θεωρούν καθόλου σ ημαντικότερα άλλω ν αγαθών, ώστε το να τα περιφρονούμε είναι πολύ φρόνιμο - γι’ αυτό κα ι θαυμάζουμε λιγότερο εκείνους που τα έ χουν από εκείνους που, ενώ μπορούσαν να τά έχουν, στέκ ονται τόσο ψηλά που τα παραβλέπουν), το ίδιο ισχύει κα ι για το υψηλό στην ποίηση κα ι τον λόγο γενικότε ρα. Π ρέπει δηλαδή να σκεφτούμε μήπω ς κά ποια από τα ποιήματα ή τα κείμενα δείχνουν μόνο ότι είναι υψηλά, χρησιμοποιώ ντας κ α τάλληλα τους ενδεδειγμένους τρόπους, αν ό μω ς τα αναλύσουμε περισσότερο θ’ αποδειχθούν ανόητα έργα, που η περιφρόνια τους ταιριάζει κ ι ό χι ο θαυμασμός. Γιατί η ανθρώπινη ψυχή κα τά κ ά ποιον τρόπο εκ φύσεως εξυψ ώνεται ό ταν σ υναντά το αληθινό υψηλό, κα ι καθώς ορθώνεται περήφανα γεμίζει χαρ ά και μεγάλες ιδέες, σαν να ήταν αυτή που δη μιούργησε όσα άκουσε. Α ν λοιπόν ένα ς άνθρω πος σ ώφρων κα ι διαβασμένος, αφού ακούσει ένα κείμενο πολλές φ ορές δεν αισθανθεί να γεννιέται μέσα του το αίσθημα του υψηλού κα ι δεν αφήνει σ το πνεύμα του, ό ταν το ξανασ τοχάζεται, περισσότερα α π ’ όσα σημαίνουν οι λέξεις που χρησιμοποιεί, κι ακόμη περισσότερο όταν το κεί μενο αυτό ξεπέφτει κα θώ ς το ερευνά κανείς πρ οσ εκτικ ότερα, μπορούμε να ισχυρι στούμε ότι δεν είναι π ρ α γμ ατικά υψηλό, ότι δεν διαρκεί περισσότερο α π ’ όσο η εκ φορά του. Γιατί το πρ α γμ ατικά υψηλό έργο είναι εκείνο που μπορούμε δια ρ κώ ς να το ξανασκεφ τόμαστε, εκείνο στο οποίο είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να αντισταθούμε, χαρ άσ σεται βαθιά στη μνήμη κα ι δύσκολα σβήνει. ΓΓ αυτό, αγαπητέ φί λε, μπορούμε με ασφάλεια να θεωρούμε υψηλά και αληθινά έργα όσα πά ντοτε και σε ό λους ανεξαιρέτω ς αρέσουν. Δ ιότι εάν ά νθρωποι με διαφ ορετικά επαγγέλμ ατα, διαφορετική ζωή κα ι ενδιαφέροντα, διαφορετική ηλικία κα ι σε διαφ ορετικές επο χές έχουν την ίδια γνώμη για τα ίδια κείμενα, τότε η κρίση κριτώ ν τόσ ο διαφορετι-
Π
62/αφιερωμα κώ ν μεταξύ τους πρέπει να θεωρηθεί ως συγκατάθεση και να καταστήσει την πε ποίθησή μας για τα μεγάλα έργα βέβαιη και αναμφίλεκτη. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι υπάρχουν πέντε γονιμότατες πηγές υψηγορίας, η ύπαρξη των οποίω ν όμω ς προϋποθέτει κοινό έδαφ ος που είναι η ικανότητα έκφρασης, χωρίς την οποία το υψηλό είναι ανέφικτο. Πρώτη και σημαντικότερη πηγή του υψηλού είναι το να διαθέτει κανείς μεγάλες ιδέες - σ ’ αυτό όμω ς αναφέρ θηκα και στο κείμενό μου για τον Ξενοφώντα. Δεύτερο είναι το σφοδρό πάθος το γεμάτο ενθουσιασμό. Οι δύο αυτές πηγές του υψηλού είναι εσω τερικές στο κείμε νο, ενώ οι υ πόλοιπες έχουν να κ άνουν με την τέχνη: είναι η μορφή - η οποία είναι ταυτόχρονα νοητική και λεκτική - καθώς και η ρω μαλέα και πλούσια - φράση της οποίας μέρη είναι η εκλογή των λέξεω ν, η μεταφορά και η περίτεχνη σύνθεση. Πέμπτη, τέλος, πηγή υψηγορίας που περιλαμβάνει όλα τα προηγούμενα είναι η ά ξια και ευρηματική σύνθεση. Α ς τα μελετήσουμε τώρα καθένα ξεχω ριστά, αφού προηγουμένω ς πούμε ότι ο Κ εκίλιος παρέλειψε ορισμένα, με πιο προφανή παράλει ψη την περίπτωση του πά θους.3,4 Α ν πίστευε ότι το πάθος και το υψηλό είναι το ίδιο πράγμα, και ότι πάντοτε αυτά τα δύο συνυπάρχουν, έσφ αλλε. Διότι και πάθη ταπεινά και πολύ απέχοντα από το υψηλό συναντάμε, όπω ς για παράδειγμα ο οί κ τος, η λύπη και ο φόβος, και - από την άλλη μεριά - πολ λά υψηλά κείμενα βρί σκονται πέραν του πάθους. Α πό τις χιλιάδες παραδείγματα, ας αναφέρουμε μόνο τους τολμηρούς στίχους του ποιητή για τις Α λω άδες:
Όσσαν έπ’ Ούλύμπω μέμασαν θέμεν αύτάρ επ’ "Οαση Πήλιον είνοσιφυλλον ϊν’ ούρανός άμβατος εϊηκαθώ ς και την ακόμη τολμηρότερη φράση που ακολουθεί,
καί νύ κεν έξετέλεσσαν. Α λλά και στους λόγους των ρητόρων τα εγκώμια και οι πανηγυρικοί ή οι επιδει κτικοί λόγοι είναι οπω σδήποτε μεγαλοπρεπείς και υψηλοί, αν και συνήθως δεν έ χουν καμία σχέση με το πάθος. Γι’ αυτό και ελάχιστοι ρήτορες χρησιμοποιούν το πάθος στους λόγους τους, είτε πρόκειται για εγκωμιαστικούς είτε για επαινετι κούς. Α ν, πάλι, ο Κ εκίλιος θεώρησε πω ς καμία συμβολή δεν έχει το πάθος στην υψηγορία και γι’ αυτό το λόγο δεν το θεώρησε αξιομνημόνευτο, διέπραξε μεγάλο σφάλμα. Γιατί πιστεύω πω ς δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ανάλυση ο ισχυρισμός ότι τί ποτα δεν είναι τόσο μ εγαλοπρεπές σε μιαν ομιλία όσ ο το γνήσιο συναίσθημα [τό γενναΐον πάθος], ότα ν χρησιμοποιείται στη γνωστή θέση. Τότε εμπνέει διαρκώς τους λόγους σαν να δ ιακατέχονταν από μανία και θείο ενθουσιασμό. Επειδή η σημαντικότερη πηγή του υψηλού στο λόγο είναι η μεγαλοφυία, πρέπει, αν και είναι χάρισμα περισσότερο πα ρά κάτι που μπορεί κανείς να επιτύχει με την άσκηση, να κάνουμε ό,τι μ πορούμε για να στρέψουμε το πνεύμα μας π ρός τη μεγα λοπρέπεια τω ν ιδεών έτσι ώστε, κατά κ άποιον τρόπο, να εγκυμονεί διαρκώ ς τη με γαλόπρεπη έμπνευση. Κάι θα με ρωτήσεις: Με ποιόν τρόπο; Έ γραψ α και άλλοτε ότι το υψηλό είναι απήχημα μεγαλοφροσύνης. Γι αυτό και μια έννοια απογυμνω μέ νη απ ό τη φωνή που την εκφράζει μπορεί ν ’ αποτελέσει αντικείμενο θαυμασμού, όπω ς η σιωπή του Α ίαντα στη Νέκυια είναι υψηλότερη και μεγαλοπρεπέστερη από κάθε λόγο. Α πόδοση στα νέα ελληνικά: Γ ιάννης Π . Σ κ α ρ π έλ ο ς *123 Σημειώσεις 1. Ανωνύμου (Διονυσίου ή Λογγίνου) Π ερί ύψους, νίί. 1-ϊχ. 2, από την έκδοση LOEB Classical Library, με αγγλική μετάφραση του W. Hamilton Fyfe, Cambridge, Mass.: Harvard University Press; London: W. Heinemann Ltd, 1982. 2. To Περί ύψους συνεγράφη ως κριτική τοποθέτηση απέναντι σ ’ ένα «συγγραμμάτων, δ περί δψους συνε τότατο» ο Κεκίλιος, σικελός ρητοροδιδάσκαλος που είχε ασπασθεί τον ιουδαϊσμό και ο οποίος δίδαξε στη Ρώμη την εποχή του Αυγούστου. Ο «αγαπητός φίλος» του συγγραφέα, στον οποίο και απευθύνεται το Περί ύψους είναι ο Ποστούμιος Τερεντιανός. 3. Το πάθος πρέπει να ερμηνεύεται ταυτόχρονα και ως συναίσθημα, δηλαδή ως η ψυχολογική υποδοχή του πάθους.
αφιερωμα/63
Γιάννης Π. Σκαρπέλος
Πρέπει να σκεφτώ τον εαυτό μου, από εδώ και μπρος, σαν να ζει συνεχώς στην πρώτη στιγμή του μέλλοντος. (Salman Rushdie)
Μετα-μοντέρνα εποχή: Η επιστροφή της ελληνιστικής σκέψης
Περισσότερο από ένα «ρεύμα» στη σύγχρονη τέχνη, περισσότερο από μια θεωρία για τη γνώση ή την πολιτική και κοινωνική οργάνωση στις μεταβιομη χανικές κοινωνίες, περισσότερο ακόμη από μια φιλοσοφία που - με τη σειρά της - κρίνει την προγενέστερή της φιλοσοφία και την ολιστική θεμελίωσή της ή την ποδηγετική διάσταση των χειραφετικών της εξαγγελιών, η μετα μοντέρνα κατάσταση επιβάλλει μια νέα σχέση του κόσμου με τη γραφή του. ώ ς πρ έπ ει ό μ ω ς να αντιλ α μ β α νό μ α σ τε τη γραφή; Και, κυρίω ς, ποια είναι η σχέση τη ς με τ ον π ολ ιτισ μ ό του βιβλίου που - κ α τά τα φ αι νόμενα — β ρ ίσ κ εται σε υ ποχώ ρησ η; Δ ύο σ το χ α σ τές (που η σκέψ η το υ ς, αν κ α ι δεν εγγράφ ηκε στη ρητορική του μ ετα-μ οντερνισ μού, παρέμ εινε ό μ ω ς κεντρ ική για κ ά π ο ιες α π ό τις τά σ εις του), οι Roland Barthes κ α ι Jacques D errida, σ υγκλί νουν σ την άποψ η ότι η γραφ ή είναι ένα ς κα τεξο χήν «τό π ο ς» όπου υ πονομεύεται η πα ρ ο υσ ία του δημιουργού (ω ς θεού ή ω ς συγγραφ έα). Κ αι, ταυ τόχρ ονα, μ ’ έναν τρ ό π ο που θυμίζει κα ρκ ίν ο , η γραφή εξα π λώ ν ετα ι μ ο λ ύνο ντας τα πά ντα . Για τους σ υγγραφ είς αυτούς υ πάρ χει μια κεντρική μ εταφ ορά που εκδ η λώ ν ετα ι ω ς « θά ν α το ς του Συγγραφέα» (Barthes) ή ω ς « θά ν α το ς τη ς φω νής» κα ι του φ ω νοκεντρισ μού (D errida). Η μεταφ ορά θυμίζει « μ ετα σ τά σ εις» κ α ι « μ ετο ικ εσ ίες» :1 τη σκηνή σ τις ταινίες τρόμου όπου το δημ ιούργημα (το γκ ό λ εμ ή ο Φ ράνκενσ τάιν) εξολοθρεύει τον δημιουργό του. Π α ρ ’ όλο που ο σ υγγραφ έα ς έρ χετα ι σ το π ρ ο σκήνιο με τις α π α ρ χ ές του μοντερνισμού, ή του λ ά χισ το ν κ α τά την περίοδο που α ρχίζει να δ ια
Π
γρ άφ εται σ π ερ μ α τικ ά ο πρ ο σ α ν α το λ ισ μ ό ς της Δ υτική ς κοινω νία ς π ρ ο ς ό ,τι κ α τό π ιν ονομάσ τη κε νεοτερ ικότητα, οι ίδιοι οι νεοτερ ιστές δη μιουργοί δίνουν στη «γλώ σσ α», τη «γραφ ή» ή το «έργο» την οντολογικ ή πρ οτερ α ιότη τα ένα ντι του συγγραφ έα. Ο M alarm e, ο Valery, ο Proust κ α ι οι π ρ ω τοπορ ίες τω ν α ρ χώ ν του αιώ να είναι τα π α ρ α δείγ μ α τα που χρησιμοποιεί ο Barthes. Ο πα ρ α μ ερ ισ μ ός, που π α ρ ά δο ξα σ υνδέεται με την αυξημένη φήμη, αφήνει στη θέση του σ υγγραφέα τον γρ α φ έα 2 κ α ι στη θέση του βιβλίου το κ είμενό3. Για τον γρ αφ έα τα π ρ ά γμ α τα έχουν ξεκαθ αρ ί σει: τίπ ο τα καινούριο δεν μένει να ειπω θεί. Ο σ υγγραφ έα ς πήρε μαζί του την πρ ω τοτυπ ία. Δ εν του μένει πα ρ ά να αναπλ άθει κείμ ενα ήδη γ ρ α μ μένα (α κόμ α κ ι αν δεν γρ ά φ τη κ α ν ποτέ), ό π ω ς ο Π ιερ Μ ενάρ, που ξαναγράφ ει εξα ρ χή ς τον Δ ο ν Κ ιχώ τη σ τα ισ π α ν ικ ά τη ς ε π ο χή ς του Θερβ ά ν τες.4 Η φ α ντασ τική περίπ τω σ η του Π ιερ Μ ενάρ γί ν εται το πρ ότυπ ο τη ς δρ α σ τη ρ ιότη τα ς του γρ α φέα: δεν επιδ ιώ κ ει α ναχρ ονισ μ ούς ή εκμοντερνισ μ ο ύς,5 δεν επιχειρεί να γρ άψ ει ένα ν ά λ λ ο Δ ο ν
64/αφιερωμα Κιχώ τη, ούτε να μεταγράψ ει μηχανικ ά το πρω τό τυπο. «Η θαυμαστή του φιλοδοξία», σημειώνει ο Borges, «ήταν να γράψ ει σελίδες που θα συνέπι π ταν - γραμμή π ρ ο ς γραμμή κ α ι λέξη π ρ ο ς λέξη - με τις σελίδες του Μ ιγκουέλ ντε Θ ερβάντες» (σελ. 67). Το ζητούμενο της επανάληψ ης δεν εί ναι στην ουσία η αντιγραφή, αλ λά η «ολοκλήρω ση του μνημείου» κα ι η «εξίσωση τω ν πάντω ν», όπω ς ερμηνεύει ο Flaubert σε σ χεδιάσ ματα την τελευταία φράση του Μ πο υβ άρ και Π εκ υσέ: «αρ χίζουν να αντιγράφουν».6 ην εκδο χή αυτή μια ς γραφ ής που επα ν α λ α μ βάνει μια προηγούμενη γραφή ακολούθησε κα ι ο Jean-Fran?ois L yotard στο άρθρο του «Ν α ξαναγράψ ουμε τη Ν εοτερικότητα» (1988), εγκατα λ είποντα ς τον όρο «μετα-μοντέρνο». Η επαναγραφ ή, ισχυρίζεται ο L yotard, δείχνει το εσφαλ μένο τη ς χρησιμοποίησης σ την ιστορία τω ν ιδεών χρονικώ ν προσδιορισμώ ν ό π ω ς το «προ» κα ι το «μετά», που αφήνουν μετέωρο το πα ρόν. Στην περίπτω ση μ άλισ τα του μετα-μοντερνισμού, που σύμφω να με την προσφιλή διατύπω ση του Lyo tard, είναι εξα ρ χή ς εγγεγραμμένος στο εσω τερι κό τη ς ν εοτερικότητας (ίσως μάλισ τα κ α ι η πηγή τη ς7), η εκ νέου γραφή ή επαναγραφ ή σημαίνει τη διαγραφή του χρόνου κ α ι τη ς πα ρ άδο σ ης που συνδέεται μ ’ αυτόν κα ι το ξεκίνημα απ ό το μη δέν, το σβήσιμο κάθε εγγραφ ής για να μπορέσου με - στο ίδιο χα ρ τί - να γράψουμε κ α ι πάλι. Η σχέση του « ξανά» με τη γραφή οδηγεί π α ράλληλα σ τον εντοπισ μό στοιχείω ν ή νοημάτω ν τω ν γεγονότω ν που είχαν διαφύγει τη ς προσ οχής λόγω τω ν προκαταλήψ εω ν του πα ρελθόντος κα ι τω ν επιδράσεω ν που έχει στο πα ρόν η σκέψη του μέλλοντος. Α λλά όμ ω ς, το ζητούμενο δεν είναι η αναμνημόνευση, που θα φανέρω νε το ν κρυμμένο κ ρ ίκ ο κ α ι θα οδηγούσε στη λύση του αινίγματος. Η αναμνημόνευση είναι ένα από τα κεντρ ικά εγ χειρήματα της νεοτερικότητας. Η μνημική επι στροφή σ το παρελθόν8 δεν απ ο σκο π εί πουθενά, π α ρ ’ ότι «δεν σ τερείται τελικού σκοπού»: «Η ε παναγραφή δεν παρέχει κα μία γνώ ση του πα ρ ελ θόντος» (σελ. 213). Α πλά οργανώνει δια ρ κώ ς τη σκηνή του πα ρ ό ντο ς χρησιμοποιώ ντας το πα ρελ θόν ω ς πρόσ χημα. Α π ’ αυτή την άποψ η, υπάρχει ένα είδο ς γραφ ής που χρησιμοποιεί τις παρελθούσες γραφ ές, τα βι βλία, το έργο τω ν πρ α γμ ατικώ ν συγγραφέω ν, ω ς πρόσ χημα. Και ταυτόχρονα, το είδος αυτό συν δέεται με τη δρ ασ τηριότητα του γραφέα: πρό κ ει ται, φυσικά, για το σ χό λ ιο .9 Το σ χόλιο είναι, για τον Foucault, το ε π α κ ό λουθο τη ς ύπαρ ξης αγορεύσεων «που πέρα από την τυπολογική τους έκφραση, έχουν ειπωθεί, μέ νουν ειπω μένες κα ι απομένουν να ειπω θούν» .10 Μ ’ αυτή την πρώ τη ύλη - κα ι ιδιαίτερα εξαιτίας του γεγονότος ότι τα ειπω μένα μένουν να ειπω
Τ
θούν κα ι τα ανείπω τα έχουν ήδη, κα τά κά ποιον τρ όπ ο, ειπω θεί - σ τήνεται το σχόλιο, που έχει έ να διπλό καθήκον: αφενός επιτρέπει την απεριό ριστη δημιουργία νέων αγορεύσεων που αναδεικνύουν «τον ουσιώδη πλούτο κα ι τον α ινιγματικό χα ρ α κ τή ρ α » του κειμένου, ενώ - αφετέρου «οφείλει να επαναλαμβάνει α δ ιά κοπ α αυτό που ω σ τόσο ποτέ δεν ειπώ θηκε» (σελ. 19). Ο Foucault σ τέκ εται κ α χύ π ο π τα απέναντι στο σ χόλιο, θεω ρ ώ ντας ότι η επανάληψ η λειτουργεί ω ς περιορι σ μός τη ς πρω τότυπης αγόρευσης, ω ς ακ ρω τη ριασ μός του έργου. Το ζήτημα του καινούριου κ α ι η σχέση του με το «κα λό» ή το ευκταίο είναι δεμένα στο έργο αυτό του 1970 κα ι σε μεγάλο βαθμό κα θορίστηκαν απ ό την επίδραση της πρό σ φα της (τότε) γα λ λικ ή ς εμπειρίας: τον Μ άη του ’68. Η επίδραση αυτή δικαιολογεί την κα ταγγε λία του σχολίου: «Το καινούριο δε β ρίσκεται πια μέσα σ ’ αυτό που λέγεται αλ λά σ το γεγονός της επαναφ ορ άς του» (σελ. 20). Η αντιμετώ πιση του σ χολίου από τη μετα μοντέρνα σκέψη ω ς δημ ιουργικής ενα σχόλησης έρ χεται στο προσ κήνιο - τουλά χιστον στην ελ ληνική βιβλιογραφία - με τη Μ η-Κ οινω νιολογία του Γ. Βέλτσου: «Ξ αναγράφουμε» σ χολιάζοντας «την ιδανική, δική μ α ς πα ραλλαγή. Συνεχίζουμε ένα ατέλειω το σχόλιο, έω ς ότου το σ χόλιο, το κείμενο, το βιβλίο, μεταμορφω θεί το ίδιο σε γε γο νός που θα σχολιασθεί κα ι πά λι» (σελ. 26). Τη δημιουργική ή δυναμική αυτή άποψη του σ χολίου παρέβλεψε η κοινω νία μ ας, για τί θεώρη σε π ω ς η δευτερογένεια κ α ι η συνακόλουθη εξάρ τησή του απ ό το πρω τογενές κείμενο δηλώνει μια θεμελιώδη ανεπάρκεια (του σ χολιασ τή, φυσικά, κα ι τη ς κοινω νία ς στην οποία ανθούν οι σ χολ ια στές). Δεν σκεφ τήκαμ ε ω ς τώ ρα τη θεμελιώδη α νεπ άρκεια του πρω τότυπου έργου, που τύλιγε πά ντα η αίγλη του πλήρους. Η ανεπάρκεια αυτή, που αναδύεται κ α τά κα ιρούς στην πορεία του έρ γου στο χρόνο, δημιουργεί τα υψηλά έργα των άλλω ν εποχώ ν, όταν εμφ ανίζεται ω ς αυτάρκεια α ξιοπ ρεπής μα διάτρητη. Θα μπορούσαμε ίσ ω ς να ισχυριστούμε ότι το σ χόλιο είναι μια από τις μορφές που παίρνει η π ά λη του νεότερου δημιουργού ή διανοητή με τον ι σχυρό «πρόγονό» του, με τον τρόπο που η πάλη αυτή παρουσ ιάζεται - κα ι σ χεδόν σ κηνοθετείται - στο έργο του Harold Bloom.11 Υ πάρχουν πε ρίοδοι στην ισ τορία του πολιτισμού ή τη ς συνεί δησης, σ τις οποίες κυριαρχεί η βεβαιότητα ττκ κ αθυστερημένης έλευσης στον κόσ μο τη ς >, φής. Οι περίοδοι αυτές είναι οι ε ποχές του λίου. Α κόμη κ ι ο μοντερνισμός σ την ακμή τ ή χε το αίσθημα τη ς καθυστέρησης. Η πάλη τ τα έργα τη ς α ρ χαιότητας, υπήρξε στιβαρή κ , επίδραση καλύφ θηκε πίσω α π ό το προσ !ο μια ς π λ α σ τή ς επικ αιρ ότητα ς. Με κάθε τρ όπ ο έ πρεπε ν ’ αντιστραφ ούν οι ρόλοι κ α ι το προδρομι-
αφιερωμα/65 κό έργο να φανεί πω ς διάγει σε μιαν υπεριστορική ή δι-ιστορική χρονικότητα, κα θώ ς επίσης να υποδειχθεί μια πλαστή ομοιότητα που συνέχει τις εποχές. Ί σ ω ς οι μεσαιωνικές αρχές της προσομοιότητας, η συμφωνία, η ά μιλλα , η αναλογία και η συμπάθεια,12 κυριαρχούν καλυμμένες στη μοντέρνα μεταφυσική του χρόνου. Η επικαιροποίηση του παρωχημένου υποδηλώνει μια πολύεπίπεδη αντιστροφή που πραγματοποιείται στο ε σωτερικό του αιτιακού σ χήματος: ω ς αιτία ε κλαμβάνεται ο σ κο πό ς (ως εάν υπήρχε σ κο πό ς της Ιστορίας και ιστορική βούληση), που ταυτί ζεται με το παρόν, κι όλη η πορεία διανθίζεται με τα ίχνη της Έ λευσ ης, της πραγματοποίησης της αιτίας ω ς αποτέλεσμα. Η παράσταση της μο ντέρνας γραφής ω ς σχολίου θα αποκάλυπτε την κρυμμένη μεταφυσική παραδοχή, θα κλόνιζε τα ισχυρότερα θεμέλια της νεοτερικότητας. Το μετα-μοντέρνο αποδέχθηκε την πρόκληση: αν το παρόν συνδέεται με τη γενίκευση της ο μοίωσης κ α ι της επανάληψης, αν φαίνεται να ζούμε σ’ έναν πολιτισμό του γενικευμένου σ χο λίου, δεν έχει νόημα η νεοτερική αντιστροφή που αγωνίζεται να επιβεβαιώσει την ιστορική παρου σία του παρόντος. Π ρέπει να δεχθούμε ότι το έρ γο δεν είναι πια εδώ: Το όνομα του Ρ όδου ή το Ε κ κ ρ εμ ές του Φουκώ του Umberto Eco δημιουργήθηκαν ω ς ερανισμοί και σ χολιασμοί σχολίω ν,
οι Σ α τα νικο ί Σ τίχοι του Salman Rushdie ω ς μια γραπτή φούγκα που συνοδεύει τις αναταραχές στο σύγχρονο κόσμο και επιχειρεί να αναδείξει την κοσμική πάλη που διεξάγεται διαρκώ ς και παντού, επαληθεύοντας τα απ οκαλυψ ιακά κείμε να του Μωάμεθ και του Ιωάννη. Ο Π αρα σκευάς του Michel Tournier ξαναγράφει τον Ροβινσώνα Κρούσο, φέρνοντας στο φως τους ψ υχαναγκασμούς κα ι τις ψυχολογικές εντάσεις του ήρωα ό ταν εκδηλώ νεται η ανάγκη του άλλου. Ο Γιώργος Χ ειμωνάς επαναλαμβάνει το δημοτικό ποίημα του νεκρού αδελφού, όπου νεκρός και ποιητής ταυτίζονται, η μπαλάντα μετονομάζεται σε του νεκρού ποιητή, του οποίου ο επίγειος εχθρός (η ε ξουσία) συνθλίβεται, αλλά ο πρ α γμ ατικός ε χθρός είναι η εν ζωή επίσκεψη του θανάτου.13 Τα παραδείγματα μπορούν να πολλαπλασιαστούν. Η συνειδητοποίηση του έργου ω ς ολισθαίνοντος στο παρελθόν μας, δίνει νέο νόημα στις λέξεις «παράδοση» και «κληρονομιά». Το μετα μοντέρνο ανατρέχει εκ νέου στην αρχαιότητα, ό χι ό μω ς για να τη μεταφέρει στο παρόν. Αυτή η επιστροφή είναι μια όδευση προς τις πηγές. Μια όδευση σαν την πορεία του Heidegger προς τον Α ριστοτέλη, που δεν αναζητά θεμελιώσεις αλλά την εκ νέου - δηλαδή εξ αρχής - ανάληψη της αναζήτησης προς τον ενω τικό καθορισμό του Εί ναι, πρ ος τη σύγκλιση τω ν πραγμ άτω ν στο «Εν
66/αφιερωμα Π ά ν τα » .14 Η προσπάθεια της επικαιροποίησης απουσιάζει εντελώ ς κ α θώ ς ένα νέο συναίσθημα εκδηλώ νεται: το συναίσθημα της ανεπικαιρότητα ς του παρ ό ντο ς. Η αρ χαιότητα κ α ι η σκέψη τη ς μ α ς διδάσ κουν γιατί είμασ τε εγκλωβισμένοι σε μιαν εποχή (τη ν εοτερικότητα) που ενσ ω μά τω σε το σύνολο τη ς ισ τορίας στη στιγμή [χωρική (punkt) κα ι χρονική (moment)] που η ίδια συνιστούσε, κα ι καθώ ς αρχίζουμε να στοχαζόμασ τε την ισ τορία της νεοτερικότητας (μετα-νεοτερική σκέψη) την αντιλαμβανόμασ ταε ω ς μνημείο (monument) [χω ρικά (μνήμα) κ α ι χ ρονικά (πα ρω χημένη κα ι περασμένη οντότητα)]. Μ ια κοινωνία μουσείο, ό πω ς είναι η ύστερη νεοτερική κοινω νία, είναι βαθιά ανεπίκαιρη. Αυτή είναι όμω ς η επικαιρότη τά μας: να ζούμε σ το Μουσείο, ό πω ς οι Α λεξανδρινοί σοφοί κ α ι γραφείς. Π ρέπει να υπερβούμε τις αντισ τάσ εις που είναι φυσικό να προβάλλονται. Κι αν ζούμε σε μιαν ε ποχή σχολίου κ α ι αντιγραφ ής (ή έστω , επαναΣημειώσεις 1. Για την έννοια της «μετοικεσίας» βλ. την εισήγησή μου στο συνέδριο για το Σοφοκλή στο Πολιτιστικό Κέντρο Δελ φών, με τίτλο «Η Αντιγόνη ίχνος και στίγμα» (υπό έκδοση, στα πρακτικά του συνεδρίου). 2. «Ο σύγχρονος γραφέας, έχοντας ενταφιάσει το Συγγραφέα, δεν μπορεί λοιπόν να πιστεύει (...) ότι το χέρι του είναι υ περβολικά αργό ως προς τη σκέψη του ή το πάθος του και ότι, συνεπώς, την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενος, πρέπει να επιτείνει την καθυστέρηση αυτή, και να "δουλέψει” εις το άπειρον, το ύφος του. Γι’ αυτόν, αντίθετα, το χέρι του αποκομμένο από οποιαδήποτε "φωνή” , φερόμενο από μία καθαρή κίνηση εγγραφής (και όχι έκφρασης), χαράσσει έ να πεδίο χωρίς προέλευση» (R. Barthes, «Ο θάνατος του Συγγραφέα», σελ. 141). 3. «Ξέρουμε τώρα ότι ένα κείμενο δεν είναι φτιαγμένο από μια γραμμή λέξεων, από όπου αναδύεται μια έννοια μοναδική, κατά κάποιον τρόπο θεολογική (η οποία θα ήταν το «μήνυ μα» του «Συγγραφέα-Θεού»), αλλά ένας χώρος με πολλα πλές διαστάσεις, όπου παντρεύονται και αλληλοαμφισβητούνται ποικίλες γραφές, από τις οποίες καμιά δεν είναι η αρχική. Το κείμενο είναι ένα πλέγμα αναφορών, προερχό μενων από τις χίλιες τόσες εστίες πολιτισμού» (στο ίδιο). 4. J.-L. Borges «Πιερ Μενάρ, ο συγγραφέας του Δον Κιχώτη», στους Λαβύρινθους, σελ. 61 κ.επ. 5. «Ο Μενάρ, όπως όλοι οι καλόγουστοι άνθρωποι, σιχαινό ταν βαθύτατα όλες αυτές τις άχρηστες μασκαράτες, κα τάλληλες μόνο - όπως έλεγε - για να διασκεδάζουν με φτηνούς αναχρονισμούς τον όχλο ή - πράγμα πολύ χειρό τερο - για να μας υποβάλλουν την ιδέα πως όλες οι επο χές είναι είτε ίδιες είτε διαφορετικές» (σελ. 66). 6. «Πρέπει να γεμίσει η σελίδα, το μνημείο να ολοκληρωθεί, - ισότητα των πάντων, του καλού και του κακού, του ω ραίου και του άσχημου, του ασήμαντου και του χαρακτη ριστικού. Δεν υπάρχει άλλη αλήθεια παρά η φαινομενικό τητα» (G. Flaubert, Μπουβάρ και Πεκυσέ, σελ. 356). 7. «Ο μεταμοντερνισμός δεν είναι το τέλος του μοντερνισμού, αλλά η συνθήκη γένεσής του» (J.-F. Lyotard, «Απάντηση στο ερώτημα: Τι είναι μεταμοντέρνο», σελ. 17). 8. Ο Lyotard χρησιμοποιεί τον ψυχαναλυτικό όρο «επιμελημέ νη επεξεργασία». 9. Για τη σημασία του σχολίου στη μετα-μοντέρνα συνθήκη βλ. και Γ. Βέλτσου, Η μη-κοινωνιολογία, σελ. 26 κ.επ. 10. Michel Foucauld, Η Τάξη του Λόγου, σελ. 17. 11. Βλ. Harold Bloom, Η Αγωνία της Επίδρασης.
γραφ ής), α ς σκύψουμε στα χα ρ τιά μας. Το δρό μο μας δείχνουν τα έργα τω ν ελληνιστώ ν γρ αμ ματικώ ν κ α ι βιβλιοθηκάριω ν. Και περισσότερο α π ’ όλα τα Moralia του Π λουτάρχου, που ασ χο λούνται με την ίδια σ οβαρότητα με τον « πα ρ ’ Ιουδαίοις Θ εόν», το «εμφαινόμενον πρόσω πον τφ κύκλω τη ς Σελήνης» κ α ι ο πλέον δυσεπίλυτο πρόβλημα όλων τω ν εποχώ ν: «πότερον η όρνις πρότερον ή το ωόν εγένετο». Αν η ιστορία ήταν κυκλική , μιας τέτοια δρ α στηριότητα θα είχε ύψιστη πολιτιστική σημασία — διότι ο νέος Μ εσαίω νας θα ευρίσκετο επί θύραις. Αν η ισ τορία ήταν γραμμική πρ όοδος, το μετα-μοντέρνο δεν θα είχε φτάσει. Στο βαθμό που η ιστορία δεν είναι πα ρ ά μνήμη κ α ι ταξινό• μίηση του γνω στού παρελθόντος, α ς αντιμετω πί σουμε το καθήκον που από τόσ ες πλευρές αναδύ ετα ι,15 με την προσ ήκουσα σεμνότητα κα ι σοβα ρότητα - στους συγγραφείς ανήκει η φήμη. Των δε γραφέων οδός ευθεία κα ι σκολιή μίη.16 12. Βλ. Μ. Foucault Οι Λέξεις και τα Πράγματα, σελ. 45 κ.επ. 13. Γ. Χειμωνάς, Ο εχθρός του ποιητή, εκδ. Κέδρος: Αθήνα, 1990. 14. Μ. Heidegger, Τι είναι η Φιλοσοφία, σελ. 43. 15. «Αρχίζουν να αντιγράφουν». 16. Ηράκλειτος, απόσπασμα 59.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Barthes, Roland: Εικόνα - Μουσική - Κείμενο, Πρόλογος Γιώργος Βέλτσος, μετάφραση Γιώργος Σπανός, εκδ. Πλέθρον: Αθήνα 1988. Barthes, Roland: «Ο θάνατος του Συγγραφέα» εις Barthes: Εικό να - Μουσική - Κείμενο, σελ. 137 κ.επ. Barthes, Roland: «Από το έργο στο κείμενο» εις Barthes: Εικό να - Μουσική - Κείμενο, σελ. 151 κ.επ. Βέλτσος, Γιώργος: Η μη-κοινωνιολογία - Αναλυτική του Μετα-μοντερνιαμού, εκδ. Νεφέλη: Αθήνα, 1988. Bloom, Harold: Η Αγωνία της Επίδρασης - Μια θεωρία για την ποίηση, εισαγωγή-μετάφραση-σημειώσεις Δημήτρης Δημηρούλης, επίμετρο Paul de Man, εκδ. Άγρα: Αθήνα 1989. Borges, Jorge Luis: Λαβύρινθοι,'μετάφραση Βαγγέλης Κατσάνης, εκδ. Καστανιώτη: Αθήνα 1986. Derrida, Jacques: De la grammatologie, editions de Minuit: Paris, 1967 (1985) [στα ελληνικά Περί Γραμματολογίας, μετά φραση Κωστής Παπαγιώργης, εκδ. Γνώση: Αθήνα 1990], Flaubert, Gustave: Μπουβάρ και Πεκυσέ, μετάφραση Αντώνης Μοσχοβάκης, εκδ. Ηριδανός: Αθήνα, 1982. Foucault, Michel: Οι Λέξεις και τα Πράγματα - Μια αρχαιολο γία των επιστημών του ανθρώπου, μετάφραση Κωστής Παπαγιώργης, εκδ. Γνώση: Αθήνα, 1986. Foucault, Michel: Η Τάξη του Λόγου, μετάφραση X. Χρηστίδης - Μ. Μαϊδάτσης, εκδ. Ηριδανός: Αθήνα, χ.χ. Heidegger, Martin: Τι είναι η φιλοσοφία; - Was ist das - die Phi losophic? Εισαγωγή, μετάφραση και σχόλια Βαγγέλης Μπιτσώρης, εκδ. Άγρα: Αθήνα 1986. Lyotard, Jean-Fran?ois: Η Μεταμοντέρνα Κατάσταση, προλεγόμενα Θεόδωρος Γεωργίου, μετάφραση Κωστής Πα παγιώργης, εκδ. Γνώση: Αθήνα, 1988. Lyotard, Jean-Franpois: «Απάντηση στο ερώτημα: Τι είναι με ταμοντέρνο», μετάφραση Φώτης Βασινιώτης, περ. Λε βιάθαν 2, 1988.
αφιερωμα/67
D ie W elt des G eistes und des G eldes
Γρηγόρης Γιουσδάνης
Ο Μεταμοντερνισμός στην τέχνη και τη θεωρία Ο ό ρ ο ς μ ετ α -μ ο ν τερ ν ισ μ ό ς έχει κα θ ιερ ω θ εί π λ έ ο ν στο λ ό γ ο σ χ ετικά μ ε την τέχνη και τη λ ο γ ο τε χ ν ία τω ν δυο τελευ ταίω ν δεκαετιών. Οι έ ν ν ο ιε ς του «μ ετ α μ ο ν τέ ρ ν ο υ », του «μεταδομισμού» και τη ς «μ ε τ α β ιο μ η χ α ν ικ ή ς κοι νωνίας» χρ η σ ιμ ο π ο ιή θ η κ α ν συχνά για να π ερ ιγρ ά φ ο υ ν την τέχνη, τη σκέψη και την κα τά σ τα σ η τη ς ε π ο χ ή ς μας. Κ α ι οι τρ ε ις α υ τέ ς έ ν ν ο ιε ς υ πο δεικ νύ ου ν μ ια ρ ω γ μ ή όχι μ ό νο στη ν αισθ η τική μ α ς αλλ ά και σ τη ν κουλ τούρα μας.
ο πρόθεμα «μετά» φαίνεται να είναι πολύ πε ρισσότερο οριστικό από τη λέξη «πέρα», διότι δεν κινούμαστε πια πέρα από τη νεοτερικότητα, αλλά στην πρ α γμ ατικότητα βρισκόμαστε μετά α π ’ αυτήν, κο ιτάζοντας πίσω με νοσταλγία και στοχαζόμενοι αισιόδοξα αυτό που έρχεται. Ο όρος «μεταμοντέρνο» απέκτησε καθοριστική ση μασία για την ενασχόλησή μας με τις πρόσφατες εξελίξεις στο χώρο της κουλτούρας. Π αραμένει όμως μια έννοια που διαρκώ ς διαφεύγει, και που η οικειοποίησή της είναι ιδιαίτερα δύσκολη. Εί ναι ακόμη (και θα παραμείνει για αρκετό καιρό) αντικείμενο κριτικού διαλόγου, από τη στιγμή που οι συζητήσεις γι’ αυτήν λαβαίνουν χώ ρα μέ σα στα πλαίσια των ακόμη απροσδιόριστω ν ο ρίων του. Ενώ θα μπορούσε να προταθεί με σχετι κή ασφάλεια το περίγραμμα της νεοτερικότητας, είναι πάρα πολύ δύσκολο να προταθεί ένας ορι
Τ
IT A L IE N σ μός για τη διάδοχό της. Αυτό που κάποιοι θεω ρητικοί εκλαμβάνουν ω ς εκλεκτικισμ ό, κάποιοι άλλοι το θεωρούν ω ς νεοσυντηρητικό κολλάζ. Ο ρισμένοι θαυμάζουν τον μεταμοντερνισμό σαν αυγή μιας νέας κα ι λαμπρής επιστήμης ενώ άλ λοι τον καταδικάζουν για την προδοσία των ε μπειρικών κα ι μη αξιών του μοντερνισμού. Εξυπονοούνται σ ’ αυτό το διάλογο θέματα που αφο ρούν όχι μόνο τη συνθήκη αλλά και την αυτονο μία της τέχνης, το θεσμικό της status, καθώ ς και τη σχέση της υψηλής με τη λαϊκή κουλτούρα. (...) Α παραίτητη προϋπόθεση για την εμφάνιση του μεταμοντερνισμού είναι η προγενέστερη ύ παρξη της ώριμης νεοτερικότητας, αλλά πολύ μεγαλύτερης σπουδαιότητας είναι ένα γεγονός που συχνά θεωρείται ω ς δεδομένο από τους κρι τικούς: η καθιέρωση των θεσμών της τέχνης και της λογοτεχνίας. Επειδή η λογοτεχνία και η τέ
68/αφιερωμα χνη έχουν σε μεγάλο βαθμό πολντογραφηθεί στην κουλτούρα μας κα τά τη διάρκεια τω ν δυο τελευ ταίων αιώνων, έχουμε την τάση να λησμονούμε ότι και οι δυο είναι πο λιτισμικές κα τασκευές και ότι ω ς τέτοιες εγγράφονται στην ιστορία. Π ραγ ματικά, μόνο πρόσφατα αρχίσαμε να αντιλαμβα νόμαστε την τέχνη κα ι τη λογοτεχνία ω ς θεσμούς ανάμεσα σε άλλους κοινωνικούς θεσμούς. Με έκπληξη μαθαίνουμε ότι αποτελούν αποτέλεσμς/ πολιτικώ ν αγώνων που διεξήχθησαν για εθνικι σ τικούς ή θεολογικούς λόγους. Για μας, η ανά γνωση ενός διηγήματος και η θέαση ενός πίνακα ζω γραφικής φαίνονται τόσο φυσικές δραστηριό τητες, ώστε υποθέτουμε (χρονοκεντρικά και εθνοκεντρικά) ότι πά ντα υπήρχαν παντού. Με επι τυχία απωθούμε την ίδια τους την ιστορία, το κοινωνικό τους περιεχόμενο και την πολιτική της μορφοποίησής του. (...) Θ α ήθελα εδώ να αναφερθώ στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε σήμερα τον μεταμοντερνισμό, και τη σχέση του με τον μοντερνι σμό κα ι τις πρω τοπορίες. Είναι γενικά πα ραδε κτό ότι ο όρος μετα-μοντέρνο πρωτοεμφανίσθηκε σε μια ποιητική συλλογή, την Antologia de la Poesia Espanola e Hispanoamericana (Μ αδρίτη, 1934), που εκδόθηκε από τον Frederico de Onis. Η πρώτη αγγλική χρήση του όρου αποδίδεται στον Arnold Toymbee, ο οποίος αναφέρθηκε στον μεταμοντερνισμό, στη συντομευμένη έκδοση του A Study o f History (1947), θεωρώντας τον ω ς την τε λευταία φάση του δυτικού πολιτισμού. Η έννοια δεν πέρασε στον κριτικό λόγο πα ρά μόνο στις αρ χές της δεκ αετίας του ’60, α ρχικά στο έργο του Irving Howe και στη συνέχεια του H arry Levin, δυο υποστηρικτώ ν του μοντερνισμού που είδαν ϊυ μετα-μοντέρνο στη λογοτεχνία ω ς έκ πτωση του προδρόμου του. Δ ύσπιστοι σ’ αυτές τις νέες εξελίξεις και οι δυο κριτικοί θρήνησαν το νέο συντηρητισμό και αναπόλησαν με νοσταλγία μια προηγούμενη εποχή «πολιτισμικής αναταρα χής, κα ινοτομίας και διέγερσης». Ο Howe, στο σημαντικό δοκίμιό του με τίτλο «Μ αζική Κοινω νία κα ι Μ ετα-μοντέρνα Μ υθιστοριογραφία» (1959), παρατηρούσε ότι τα μεγάλα επιτεύγματα του λογοτεχνικού μοτερνισμού είχαν φτάσει στο τέλος τους, η μετα-μοντέρνα μυθιστοριογραφία ήταν μια παρέκκλιση κα ι σημάδι της κατάρρευ σης της νεοτερικής ώθησης (1970, 207). Ο Levin ανακοίνωσε το τέλος του μοντερνισμού ένα χρό νο αργότερα, στο άρθρο του με τον απ οκαλυπ τι κό τίτλο: «Τι ήταν ο Μ οντερνισμός;» (1960). Γι’ αυτόν, ο μοντερνισμός, «μια από τις πιο αξιόλο γες ιδιοφυείς αναλαμπές στην ιστορία της Δύ σης», είχε φτάσει στο τέλος του. Με αυτά τα δυο κείμενα, ο μετα-μοντερνισμός κατέστη επίκ αι ρος στη Φ ιλολογική κριτική, ω ς δηλω τικός της λογοτεχνίας που ακολούθησε το μοντερνισμό. Α πό τότε έχει περάσει σε άλλα είδη λόγων και, μ ’
αυτό τον τρόπο, απέκτησε πολυάριθμες ερμη νείες. Ο όρος υποβλήθηκε ήδη σε τόσ ες χρήσεις ώστε, όπω ς σημείωσα πα ραπάνω , δεν υπάρχει γενική συμφωνία σ χετικά με τη σημασία του. πω ς παρατήρησαν πολλοί σ χολιασ τές, η αρχιτεκτονική αποτελεί τον πιο χα ρ α κτηριστικό χώρο διερεύνησης των προβλημάτω ν του μεταμοντερνισμού. Έ τσ ι, μια ανάλυση των συζητήσεων που διεξάγονται σ ’ αυτή την περιο χή, φέρνει στο προσκήνιο πο'λϊιά από τα θέματα του αισθητικού μεταμοντερνισμού γενικά. Στην αρχιτεκτονική, ο μεταμοντερνισμός εκφράζει πρω ταρ χικά μιαν αντίδραση απέναντι στον μο ντερνισμό, κα ι ειδικότερα την απογοήτευση από τον αφηρημένο, καθολικό και εγκεφ αλικό του χαρ ακ τήρ α. Ο μοντερνισμός, όπω ς επισημαίνει ο Charles Jenks, ήταν ένα ελιτίστικο κίνημα που έ δινε ελάχιστη σημασία στην κοινωνική διαπλοκή και στο κοινωνικό σ κηνικό, κα ι επέβαλλε λύσεις χω ρίς αναφορά στο περιβάλλον. Δε μιλούσε τη γλώ σσα του κοινού, το οποίο καλούσε να ζήσει κα ι να χρησιμοποιήσει τα κτίρια που οικοδομού σε, αλλά απευθυνόταν σε μια μειονότητα αρχιτε κτόνων, σ χεδιαστώ ν κα ι γραφ ειοκρατώ ν απορροφημένων σε απ ραγμ ατοποίητα ουτοπικά σχέ δια (1981, 78). Η προτεραιότητα δόθηκε στη μορ φή, σε μια όμορφη και ευγενική ιδέα χω ρίς έγνοια για τις ανάγκες κα ι τις επιθυμίες τω ν κατοίκω ν. Η μετα-μοντέρνα αρχιτεκτονική αντέδρασε στην απλότητα, τη λιτότητα κα ι το σνομπισμό της πρ οκατόχου της, αντλώ ντας από την παράδοση, εισ άγοντας το πολυσύνθετο κα ι συμπεριλαμβάνο ντας το λαϊκό. Π άσ χισε να ελαττώ σει την α π ο μόνωση που επέβαλλε ο μοντερνισμός, επαναφέροντας το οικοδόμημα στο γενικό του πλαίσιο (Portoghesi 1982, 110). Α ντί να επιχειρεί να σώσει την αισθητική από το kitsch και το εμπορικό, το μετα-μοντέρνο οικοδόμημα μαρτυρά τη σχέση του με το ασ τεακό τοπίο τω ν ξενοδοχείων, τις ει σόδους τω ν fast-food κα ι τους χώρους στάθμευ σης. Επιστρέφει στο δημόσιο χώρο και εντοπίζει εκεί τα σημεία τομής με την καθομιλουμένη, ό πω ς παρατηρεί ο Jenks (108). Εισδύει στο παρελ θόν, ό χι για να το καθορίσει - όπω ς έκανε ο μο ντερνισμός - αλλά για να το ενσωματώσει και να το αναπλάσει. Δ έχεται το λαϊκό στοιχείο, όχι για να το αισθητικοποιήσει, αλλά για να υπονο μεύσει το διαχω ρισμό της μαζικής από την υψη λή κουλτούρα. Η μετα-μοντέρνα αρχιτεκτονική μετατρέπεται σε υβριδικό φαινόμενο, σε κράμα τεχνοτροπιώ ν και ρυθμών, σε bricolage (ιδιότυπο κολλάζ) κλισέ κα ι συμβάσεων. Το μετα μοντέρνο οικοδόμημα υιοθετεί έναν πολλαπλό κώ δικ α, προάγει τη χρησιμοποίηση πολυάριθ μων υλικών, διαρθρώσεων κα ι σχεδίων και ενσω ματώνει την παρω δία κα ι το χιούμορ στην κ α τα σκευή του. Οι θεωρητικοί κ α ι οι αρχιτέκ τονες πε
Ο
αφιερωμα/69 ριγράφουν συνήθως αυτό το φαινόμενο ω ς εκλε κτικισμό. εκλεκτικ ισμ ός έχει γίνει α π ο δεκτό ς ω ς το κεντρικό σύνθημα του μεταμοντερνισμού. Ο Andreas Huyssen τον θεωρεί - στο «Χ αρτο γραφ ώ ντας το Μ ετα-μοντέρνο» - ω ς το ουσιώ δες χαρακτηριστικό του. Η ετερογένεια, η μίξη των κω δίκω ν κα ι τω ν αναφορών και η τυχαία ι στορική παραπομπή χαρακτηρίζουν το μετα μοντέρνο. Α πο αυτή την άποψη, ο μεταμοντερνισμός, σύμφωνα με την άποψη του Huyssen, έχει καθαρά αμερικανικό χαρ ακτήρα. Ο Huyssen υ ποστηρίζει ότι πα ρ ’ όλο που υπήρξε ένα ς πρώι μος Α μερικανικός μετα-μοντερνισμός στη δεκ α ετία του ’60, ο οποίος πρόσβαλε τον ώριμο μο ντερνισμό, κα τά κύριο λόγο εκδηλώνεται στη δε καετία του ’70. Σ ’ αυτή την εποχή οι κα λλιτέχνες άρχισαν να αντλούν στοιχεία από τη μαζική και τη λαϊκή κουλτούρα και να τις επιστρώνουν με νεοτερικές στρατηγικές, καθώ ς κα ι με στρατηγι κές της avant-garde (1988, 27). Ο μεταμοντερνισμός λειτουργεί - σύμφωνα με τον Huyssen - στα πλαίσια μιας έντασης ανάμεσα στην παράδοση κα ι την καινοτομία, τη μαζική κουλτούρα και την υψηλή τέχνη, τη συντήρηση και την ανανέωση. Ό π ω ς αναφέρει ο Frederic Jameson, ο μετα-μοντέρνος κα λλιτέχνης δεν κα θορίζει τα υλικά και τα μοτίβα με τον τρόπο του Joyce, του Flaubert και του Mahler, αλλά τα συγ χωνεύει με τέτοιο τρόπο που τα ν εοτερικά αισθη τικ ά κριτήρια τα οποία θεμελιώθηκαν πάνω στο διαχωρισμό της υψηλής από τη μαζική κουλτού ρα, να φαίνονται αναξιόπιστα (1984, 65). Αυτό γί νεται σαφές π .χ ., στον μινιμαλισμό του Philip Glass, που συνδυάζει κλασ ικές κα ι λ αϊκές μουσι κές τεχνικές ή στο « Ό ν ο μ α του Ρόδου» του Umberto Eco, ένα best-seller που μπορεί να δ ιαβα στεί κα ι ω ς έργο μυστηρίου και ω ς εφαρμογή της σημειωτικής θεωρίας.
Ο
Αυτή η άποψη για τον μετα-μοντερνισμό δεν είναι η μοναδική, αφού υπάρχει και εκείνη που τον θεωρεί ω ς συνέχεια τω ν πρω τοποριακώ ν κι νημάτω ν. Ο H al Foster (1984) θεωρεί την επιστρο φή στο αφηγηματικό, στο στολίδι και στην εικό να ω ς εκδήλωση συντηρητισμού. Π ροκειμένου να σώσει τις αισθητικές αξίες της νεοτερικότητας, προβαίνει στη διάκριση ανάμεσα στο νεοσ υντηρητικό μετα-μοντερνισμό που θεοποιεί το κολλάζ, και τον μεταδομικό μετα-μοντερνισμό, που επικρίνει την αναπαράσταση. Την ιδέα ενός μεταδομικού μετα-μοντερνισμού συμμερίζεται και ο J.-F. Lyotard στο άρθρο του «Α πάντηση στο ερώτημα: τι είναι μετ'· : \ ν; ■Σ’ αυτό το άρθρο, ο Lyotard 4πιχει;>η..ι ντολογεί υπέρ ενός νεοτερικού μετα-μον :κ··;· που ξανοίγεται
λισμό. Στρέφεται κα τά της αναπαράστασ ης, π α ραθέτοντας την απαγόρευση των χαραγμένω ν α πεικονίσεων και αναζητά μια τέχνη που θα καθι στούσε ορατό αυτό «που δεν είναι δυνατό να συλληφθεί κα ι που ούτε να το δούμε μπορούμε, ούτε και να γίνει ορατό» (1984, 78). Η αφαίρεση υπήρ ξε πά ντα η σφραγίδα του μοντερνισμού. Προβι βάζοντας αυτό το φαινόμενο, ο Lyotard επιτίθε ται κα τά του ρεαλισμού που εκδηλώνεται στη σύγχρονη τέχνη. Ε πιδιώ κοντας την απελευθέρω ση της αισθητικής εμπειρίας από το kitsch, στρέ φεται κα τά του εκλεκτικισμού του μεταμοντερνισμού κα ι των υπερασπιστών του. Με λί γα λόγια, ο Lyotard επιθυμεί να κάνει το μετα μοντέρνο περισσότερο μοντέρνο και σύστοιχο των πρω τοποριώ ν, να το σπρώξει στην αποδοχή τω ν απελευθερωτικών κα ι υπερβατικώ ν στρατη γικώ ν του προδρόμου του. Σημειώσεις
Μετάφραση: Χριστίνα Γκέκα
1. Το κείμενο αυτό είναι το πρώτο μέρος του άρθρου του Gregory Jusdanis: «Is Postmodernism Possible Outside the ‘West’? The Case of Greece», Byzantine and Modern Greek Studies, vol. 11, 1987, σελ. 69-92.
t i πμα του Παληού Ναυτικού SAMUEL TAYLOR COLERIDGE Απόδοση στην Ελληνική: Πλοίαρχος MIX. ΠΕΡΡ. Πρόλογος Μόριον Βιί/νοιν Puii
70/αφιερωμα
Γιώργος Ν. Γκότσης
Η μετα-μοντέρνα πολυείδια: Ιστορική αναδρομή, εννοιολογική προσέγγιση και ενδεικτική Βιβλιογραφική ανθολογία της συζήτησης για το μετα-μοντέρνο α) Εισαγω γή: η σημαντική του όρου. Ο όρος «μεταμοντέρνο» σημαίνει μία πολύπλευρη διαδι κασία πολιτισμικώ ν μεταβολών. Α φορά μία ευ ρύτατη μεταστροφή η οποία υπερβαίνει την αι σθητική σφαίρα ή τον τομέα της αρχιτεκτονικής και επεκτείνεται σ τις κοινωνιολογικές, οικονομι κές, επιστημονικές και φιλοσοφικές προσεγγί σεις της πρα γμ ατικότητας. Στο κοινωνιολογικό επίπεδο εκδηλώ νεται ω ς μετάβαση από τη βιομη χανική κοινωνία στην εποχή τω ν νέων τεχνολο γιών και της σύγχρονης κοινωνίας δραστηριοτή των, με τον δομικό μετασχηματισμό της υφής της επικοινωνίας. Στο επιστημονικό επίπεδο με τα νέα ενδιαφέροντα για την εξέταση μη-αιτιοκ ρατικώ ν διαδικασιών, δομών αυτοοργάνω σης κ αι αυτορυθμιζομένων συστημάτω ν. Στο φιλοσο φικό επίπεδο με αποστασιοποίηση από τις αρχές ενός άκαμπτου Ορθολογισμού κα ι Επιστημονι σμού κα ι την υιοθέτηση μιας πολλαπλότητας α νταγω νιστικώ ν παραδειγμάτω ν, με σοβαρές α ποκλίσεις από τις θέσεις του Μ οντέρνου. Τ έλος, στο επίπεδο τω ν κοινωνικών πρα κτικ ώ ν αναδύε ται μια σειρά φαινομένων η οποία περιλαμβάνει από οικολογικές, φεμινιστικές κα ι πολιτικές ευαισθησίες μέχρι την προσφυγή σε παραδόσεις εσωτερισμού και ενα λλακτικής ιατρικής. Ό λ ε ς αυτές οι μεταλλαγές συνδέονται πρ ο ς μία κριτι κή αποτίμηση των διαστάσεων του μεταμοντέρ νου ω ς πολιτισμικής έννοιας. Η γενεαλογική ανασύσταση της ιστορίας του όρου «μετα-μοντέρνο» παραπέμπει κ α τ’ ανάγκη στον χώρο της λογοτεχνίας και της τέχνης. Η
διαμόρφωση αυτού του όρου πρα γματοποιείται σ τις συζητήσεις για την κατεύθυνση της Βορειοαμ ερικανικής λογοτεχνίας στις αρχές της δεκαε τία ς του ’60, για να υποδηλώσει τις τάσεις εκεί νες της σύγχρονης λογοτεχνίας οι οποίες διαφέ ρουν ριζικά από την παράδοση της λογοτεχνίας του μοντέρνου, την παράδοση τω ν Yeats, Eliot, Pound και joyce κα ι κα τά συνέπεια χαρακ τηρί ζονται ω ς «μεταμοντέρνες». Ακολουθεί η μετα φορά του όρου στον χώρο της αρ χιτεκτονικής κα ι των εικα στικώ ν τεχνών. Στις κοινωνικές επι στήμες, πρόδρομο τω ν μεταμοντέρνων αναζητή σεων συνιστούν οι αναλύσεις του Daniell Bell. Στο χώρο της σύγχρονης κοινωνικής θεωρίας, η διάσπαση της ενότητας του κοινωνικού δεσμού σ τις προηγμένες κοινωνίες υποδηλώνει την πα ρουσία τριών ανταγωνιστικώ ν σφαιρών: της τεχνο-οικονομικής σφαίρας, η οποία στοχεύει στη μεγαλύτερη δυνατή απ οδοτικότητα μέσω της λειτουργικής ορθολογικότητας, της κουλ τούρας, η οποία αναπαριστά την πολιτισμική αυ τοπραγμάτω ση μιας κοινωνίας, και της πολιτι- κής σφαίρας, η οποία επιδιώκει τη δικαιοσύνη και την ορθονομία. Στο επίπεδο των φιλοσοφι κών αναζητήσεων, η ανάδυση της προβληματι κής του «μεταμοντέρνου» ταυτίζεται με τη δημο σίευση του έργου του Jean-Fran?ois Lyotard: La condition postmoderne (Η μεταμοντέρνα κα τά σταση) στα 1979, ενώ τέσσερα χρόνια αργότερα (1983) το έργο του Lyotard Le differrend (Η δια φορά, Widerstreit) μπορεί να θεωρηθεί ω ς πρότα ση μιας μεταμοντέρνας αντίληψης της δι καιοσύνης.
αφιερωμα/71 Ρ) Θέσεις. Οι βασικές θέσεις της μεταμοντέρ νας προβληματικής μπορούν να παρουσιασθούν με τη μορφή τω ν α κόλουθων διαπιστώσεων: ΐ) Το μεταμοντέρνο αποτελεί μια κα τάσταση ριζικής πολλαπλότητας, ω ς εκείνη η ιστορική φάση ανά πτυξης τω ν συγχρόνων κοινωνιών στην οποία κυριαρχεί μια πολλαπλότητα νοημάτω ν, συμπε ριφορών κα ι προτύπων κοινω νικής δράσης στα όρια της αξιοποίησης τω ν δυνατοτήτω ν της σύγ χρονης δ ημ οκρατίας, ϋ) Βασική επιδίωξη του με ταμοντέρνου (και του μεταμοντερνισμού ω ς κι νήματος που υπερασπίζει το πρόταγμ α του μετα μοντέρνου) είναι η υπεράσπιση του αναφαιρέτου δικαιώ ματος έκφ ρασης διαφορετικών μορφών γνώ σης, υποδειγμάτων ζω ής, συμπεριφορών, τρόπω ν κοινωνικού πράττειν. in) Ο υσιαστική συ νέπεια αυτών των αρχώ ν πλουραλισμού είναι η αντι-ολοκληρωτική θεώρηση της κοινωνικής πρα γμ ατικότητας. Η κατηγορηματική συνηγορία του μεταμοντέρνου υπέρ του δ ικαιώ ματος έ κ φρασης του διαφορετικού καθιστά κατανοητή την απόπειρα προάσπισης μιας πολλαπλότητας ετερογενών αντιλήψεων, γλω σσικώ ν παιγνιδιών και βιωμένων κόσμων κα ι αναγνώ ρισης των ι διαιτέρων δικαιω μάτω ν τους. Αυτή η επίκληση της ριζικής ετερότητας διαφορετικών δυνατοτή των ζωής, σκέψ ης, πρά ξης κα ι έκφ ρασης προ σβάλλει τον απόλυτο χαρακ τήρα της αρχής της πλειοψηφίας, αποδίδοντα ς έμφαση στο ειδικό και το μερικό εις βάρος του καθολικού κα ι του γενικού, ϊν) Οι μεταμοντέρνες τάσεις συνθέτουν ένα φάσμα που δεν περιορίζεται μόνο σε ένα επί πεδο λειτουργίας της ζωής, αλλά διαχέεται σε μια πολλαπλότητα επιπέδων περιλαμβάνοντας ανάλογα φαινόμενα στη λογοτεχνία, αισθητική, αρχιτεκτονική, κοινωνική θεωρία, οικονομία και πολιτική, φιλοσοφική σκέψη και επιστημονική αναζήτηση, ν) Το μεταμοντέρνο δεν πρέπει να εκληφθεί ω ς αναίρεση του μοντέρνου, καθώ ς ούτε ω ς πρ ος το περιεχόμενο εμφανίζεται αντιμοντέρνο, ούτε ω ς πρ ο ς τη μορφή συνιστά υπέρ βαση του μοντέρνου, αλλά αποτελεί απλά τη ση μερινή μορφή πραγμάτω σης του μοντέρνου, τη σύγχρονη υλοποίηση ενός ριζικού μοντέρνου, μετα-μοντέρνου εντός του μοντέρνου, κα ι νϊ) το μεταμοντέρνο υπαγορεύει νέες αρχές κοινωνικής ευαισθησίας οι οποίες προϋποθέτουν νέες ηθικές αξιολογήσεις. γ) Π ροτεραιότητες και επ ιλο γές του μεταμο ντέρνου: Ειδικότερα στο χώρο της φιλοσοφικής σκέψης, η προβληματική του μεταμοντέρνου εκ φράζεται με τη μορφή τω ν ακολούθων διαφορο ποιήσεων: απομάκρυνση από τον Α νθρωποκε ντρισμό, τον Λογοκεντρισμό, τη μονοσημία και την ηγεμονία του βλέπειν. Η εγκατάλειψη της προτεραιότητας του οράν, της ο ρ ατότητας διενεργείται με τη στροφή προς το μη παριστώ μενο, το μη-απεικονίσιμο περί τω ν οποίων μαρτυρεί η
μεταμοντέρνα φιλοσοφία. Η αποστασιοποίηση από τον ορίζοντα σκέψης στον οποίο εγγράφεται η μονοσημία (τον κόσμο της παρουσίας και της α ναπαράστασ ης) επιτυγχάνεται με τους ποικίλλους τρόπους του αποδομισμού, προς όφελος μιας πολυσημίας εννοιών και νοημάτω ν. Η από κλιση από τον Λογοκεντρισμό συνάγεται με βά ση τον μετασχηματισμό της ορθολογικότητας και την εναρμόνισή της προς το πρόταγμα του μεταμοντέρνου: εγκαταλείπετα ι η παραδοσιακή έννοια του λόγου η οποία προϋποθέτει την κ α τα νόησή του ω ς κεντροθετικής, ιεραρχικής και εργαλειακής ratio κα ι ταυτόχρονα αμφισβητείται ριζικά η μακρόχρονη κυριαρχία του Λόγου ω ς μοναδικού κριτηρίου αποτίμησης της πράξης. Τ έλος, η υπέρβαση ενός ανθρωποκεντρικού ου ρανισμού αποτελεί τον κύριο στόχο του μεταστρουκτουραλισμού: η έκφραση «μεταμοντέρ νο» υποδηλώνει κα τά συνέπεια μία μετατόπιση ενδιαφέροντος πρ ος το μη-απεικονίσιμο (Lyo tard), την πολυσημία (αποδόμηση, Derrida), την κατάρρευση του Λ ογοκεντρισμού και της ανθρω πο κεντρικής σύλληψης της προόδου χάριν μιας εκ νέου νοηματοδότησης του ανθρώπου - μέσω της κα τάδειξης του απάνθρω που (inhumain) ω ς θεμελιώδους διάστασης της ζω ής. Η αποτίμηση για καθολικότητα, εγκυρότητα κα ι πληρότητα συναστούν αντιθετικές επιλογές, ασυμβίβαστες προς την μεταμοντέρνα πολυείδια (diversite). δ) Κατευθύνσεις του μεταμοντέρνου λόγου. Οι κυριότερες στάσεις ή κατευθύνσεις του μεταμο ντέρνου λόγου είναι οι ακόλουθες: ΐ) ο γαλλικός μεταστρουκτουραλισμός (Foucault, Deleuze), με αναφορά στην ασυνέχεια της γνώ σης και τη δυ ναμική της οντολογικής διαφοράς, ii) η προβλη ματική της αποδόμησης στον Derrida, iii) η κα τάρρευση της αξιοπιστίας της μετα-αφηγηματικής γνώ σης στον Lyotard, iv) η κριτική διάσταση του μεταμοντέρνου: πρόκειται για ομάδα συγ γραφέων την οποία συνθέτουν οι Rorty, Benhabib, Jameson, Poster και Huyssen, ν) η γερ μανική θεώρηση του προβλήματος (Habermas, Wellmer, Honneth) και vi) η μεταμοντέρνα στρο φή του μοντέρνου στον Vattimo. Η σχηματική αυτή τυποποίηση δεν εξαντλεί την πολυμορφία της ανοικτής συζήτησης για την εποχή της μετανεοτερικότητας - εποχή κρίσης του μοντέρνου και τω ν καθολικώ ν ιδεωδών του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. ε) Μ ερικές πρόσφατες β ιβλιογραφικές υποδεί ξεις. ΐ) Εισαγωγικές εργασίες ή ανθολογίες για το μεταμοντέρνο υπάρχουν αρκετές στη διεθνή βι βλιογραφία. Επισημαίνουμε μεταξύ άλλω ν τις α κόλουθες συλλογές, μονογραφίες ή αφιερώματα: -σ τη ν α γγλική : Jonathan Arac (επιμ.), Postmodernism and Politics, Minneapolis (Univ. of M innesota Press), 1986. Bernstein, Richard (ε-
72/αφιερωμα πιμ.), Habermas and Modernity, Cambridge (Polity Press), 1986. Jencks, Charle What is postmodernism? New York (St. M artin’s Press) 1986. Rose, Andrew (επιμ.), Universal Abandon? The politics o f Postmodernism, Minneapolis (Univ. o f Minnesota Press), 1989. Theory, culture & Society: «Postmodernism» τομ. 5, No 2-3, 1988 καθώς και τα τεύχη τής New German Critique 22 (1981) και 33 (1984). - σ τ η γα λλική : Les cahiers de philosophic, No5, Lille, Ά νο ιξη 1988, και No 6, Lille, Φθινόπωρο 1988. - σ τ η γερμα νική: D. K am per/W . van Reijen (επιμ.), Die unvollendete Vernunft. M oderne versus Postmoderne, F rankfurt/M (Suhrkamp) 1987. Huyssen, Andreas και Scherpe, Klaus (επιμ.), Postmoderne. Zeichen eines Kulturellen Wandels, Reinbeck bei Hanburg (Rowohlt), 1986. Koslowski, P. R. Spaemann, R. Low (επιμ.), Moderne Oder Postmoderne? Z u r Signatur des gegehwartigen Zeitalters, Weinherm (V C H /A cta humanista) 1986 und Peter Koslowski, Die postmoderne Kultur, Miinchen (Beck), 1987. Kemper, Peter (επιμ.), Postmoderne Der K a m p f urn die Z uku n ft, F rankfurt/M . (Fisher), 1988! Welsch, W olfang, Unsere postm oderne Moderne, Weinheim (VCH, Actor humanista), 2 1988 του ί διου, Postmoderne - Pluralitat als ethischer und politischer Wert, Koln 1988, του ίδιου (επιμ.), Wege A us der Moderne. Schliisseltexte der Postmoderne - Diskussion, Weinheim 1988. ii) Η προβληματική τω ν επιμέρους πτυχώ ν και διαστάσεων του μεταμοντέρνου. Για μια εισαγω γή στο πρόβλημα της αποδόμησης, βλ. ενδεικτι κά Jonathan Culer, On Deconstruction Theory and Criticism after Structuralism, Ithaca, N.Y. (Cornell Univ. Press), 1982 και Jonathan Arac, Wloid Godzich, Wallace M artin (eds), The Yale Critics: Deconstruction in America, Minneapolis (Univ. of Minnesota Press), 1983. Για τον μεταστρουκτουραλισμό, βλ. μεταξύ άλλω ν Marc Poster, Critical Theory and Poststructuralism, Ithaca N.Y. (Cor nell Univ. Press), 1989) και του ιδίου, The M ode o f Information. Poststructuralism and Social Co ntexts, Oxford (Polity Press), 1990 και Gillian Rose, Dialectic o f Nihilism. Poststructuralism and the Law, O xford (Blackwell), 1984, ιδίως όμως βλ. Manfred Frank, Was ist Neostrukturalismus. F rankfurt/M (Suhrkamp), 1983, πρβλ. ακόμη και Axel Honneth, Die zerrissene welt des Sozialen. Sozialphilosophische A ufsatze, Frankfurt/M . (Suhrkamp), 1990. Για την προσωπική και πολιτι κή διάσταση του βιωμένου κόσμου, βλ. τη συλ λογή δοκιμίω ν υπό την επιμ. του Stephen White, 1 :f'-W orld and Politics: Between M odernity and c Dame (Univ. of No: r '
Press), 1990. Για τη θέση της αισθητικής στη με ταμοντέρνα προβληματική, βλ. ενδεικτικά Luc Ferry, H om o Aestheticus. L ’invention du goQt a T age democratique, Paris (Grasset), 1990 και Wolfgang Welsch, Chrsg), Asthetik im Widerstreit, Weinheim (VCH), 1990. Για το θάνατο του υπο κειμένου κα ι τον αντιανθρωπισμό της σύγχρονης φιλοσοφικής διερώ τησης, βλ. Herta Nagl-Docekal και Helmuth Vetter, (επιμ.), Tod des Subjekts? W ien/Miinchen (Oldenbourg), 1987 και Gerard Raulet, M anfred Frank και Willen van Reijen (επιμ.), Die Frage nach dem Subjekt, Frankfurt/M (Suhrkamp), 1988. iii) Οι θέσεις των βασικών εκπροσώπων: εκτός από τη Μ εταμοντέρνα κ α τά σ τα σ η (ελλ. μτφρ. εκδ. Γνώση, Αθήνα 1988) και το Le Differend (Paris, Minuit 1983), θεμελιώδες είναι κα ι το έργο του Lyotard L ’ inhumain. Causeries sur le temps, Paris (Galilee), 1988. Κ ριτικές στο έργο του Lyotard από τους Honneth, Frank, Rorty και άλ λους περιέχονται στη συλλογή δοκιμίω ν υπό την επιμέλεια του Γ. Βέλτσου, Η διαμάχη. Κείμενα για τη νεω τερικότητα, Αθήνα (Πλέθρο), 1990. Κείμενα των Habermas κα ι Wellmer βρίσκονται μεταφρασμένα στα ελληνικά σε διάφορα τεύχη του περιοδικού Λεβιάθαν. Το βασικότερο κείμε νο του Habermas, Ο φ ιλοσοφ ικός λ ό γο ς του Μ ο ντέρνου, κυκλοφόρησε στα γερμανικά το 1985 και έχει ήδη μεταφραστεί στα γαλλικ ά και αγγλι κά. Από τους λοιπούς εκπροσώ πους, αντιπρο σωπευτικά κείμενα της μαρξιστικής, ερμηνευτι κής του Fredric Jameson περιέχονται στη New L eft keview 146 (1984), σελ. 53-92 κα ι New German Critique 33 (1984), σελ. 53-65 όπου περιέχεται κ αι η κριτική αναφορά της Sheyla Benhabib στον Lyotard. Βασικά κείμενα του Rorty, εκτός από το ήδη αναφερθέν είναι το Solidarity or objectivity? στον τόμο John Rajchm an/Cornel West (επιμ.) Post-analytic Philosophy, New York (Columbia Univ. Press), 1986, σελ. 3-19 κα ι «Du primat de la democratic sur la philosophic. Lecture de Rawls», στο G. Vattimo (επιμ.), La seculari sation de la pensee, Paris (Seuil), 1988, σελ. 37-63. Κείμενο του G irard Raulet περιέχονται ενδεικτι κά, στα Cahiers de Philosophic, No 6, (1988), σελ. 55-83, στα περιοδικά T elo sb l (Ά νοιξη 1986) και N ew German Critique 33, (1984). Κείμενα της Agnes Heller στα έργα της Can M odernity Survive, Berkeley (Univ. o f California Press), 1990 και στο κοινό της έργο με τον Ferenc Feher, The post-modern Political Condition, London (Polity Press), 1989 του Zugmunt Bauman τέλος, εκτός α πό το Legislators and interpreters, on Modernity, post-modernity and Intellectuals, Ithaca, N.Y. (Cornell Univ. Press), 1987, ενδιαφέρον αναμένε ται και το εξαγγελθέν έργο του M odernity and alence, Oxford (Polity Press), 1991. 9
συνεντευξη/73
Οι
«δαίμονες» του τυπογραφείου
Είθισται τα λάθη του Τύπου να αποδίδονται στον «δαίμονα του τυπογραφείου». Στην περίπτωση όμως του Χριστουγιεννιάτικου τεύχους του «Δ» (αφιέρωμα στα μπεστ - σέλερ/12-12-90) φαίνεται ότι και άλλοι «δαίμονες» παρεισέφρησαν στις απαντήσεις των Κώστα Μουρσελά, Γιώργου Σκούρτη και Φρίντας Μπιούμπι έτσι ώστε λόγια του ενός να αποδίδονται σε άλλον. Επανορθώνουμε λοιπόν δημοσιεύοντας, έστω και καθυστερημένα, τα κείμενα των παραπάνω συγγραφέων. Ζητούμε δε συγγνώμη τόσο από τους γράφοντες, όσο και α πό τους αναγνώστες. Ας θυμίσουμε ότι οι συγγραφείς απαντούν στα ερωτήματα: 1. Πιστεύετε ότι η καθιέρωση του «θεσμού» των μπεστ-σέλερ - και στην Ελλά δα - προωθεί την υπόθεση του βιβλίου; 2. Π ώς σχολιάζετε το γεγο νό ς ότι ένα από τα βιβλία σας εμφανίστηκε κατ’ επανάλημη στις στήλες του ΔΙΑΒΑΖΩ με τα εμπορικότερα βιβλία του 1990;
ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΥΡΣΕΛΑΣ Β αμμένα κόκκινα μαλλιά. Κ έ δ ρ ο ς . ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ τέχνης γίνεται μπεστ-σέλερ όχι βέβαια γιατί δημοσιεύθηκε στην όποια στήλη των μπεστ-σέλερ - γι’ αυτό άλ λωστε ένα βιβλίο που δεν έγινε μπεστ-σέλερ, δε σημαίνει ότι είναι και κακό ή μέτριο. Πολλές φορές μ’ έχουν γοητεύσει βι βλία που για χίλιους λόγους δεν έτυχε να γίνουν και μπεστ-σέλερ. Εν πόση περιπτώσει πρώτα πιστεύω το ανακαλύπτουν οι α ναγνώστες, αυτοί πρώτοι το κάνουν «εμπορικό» και ύστερα μπαίνει στη λίστα των πιο επιτυχημένων. Ούτε φυσικά πιστεύω πως 8’ αγορά σει κάποιος ένα βιβλίο μόνο και μόνο γιατί έγινε μπεστ-σέλερ. Κάτι τέτοιο, λειτουργεί περισσότερο σαν υπόμνηση προς αγορά και όχι προίροπή. Ένα βιβλίο πρέπει να έχει από μόνο του εκείνα τά στοιχεία που 8α πεί θουν τον αναγνώστη για την αγορά του. Δεν είναι απορρυπαντικό για να του αυξάνει τις πωλήσεις η όποια διαφήμιση. Ελάχιστα. Με λίγα λόγια, η σχετική στήλη σου αγαπητό «Διαβάζω», προωθεί ίσως τις πωλήσεις, δεν προωθεί όμως την υπόθεση τέχνη. Δημιουργεί ανταγωνι σμούς, βοηθάει την ανταγωνιστική κοινωνία, όχι τη συναγωνιστική· άλλο να είμαι, να θέλω να είμαι, ένας καλός συγγραφέας και άλλο να θέλω να απο δείξω, με όποιο τρόπο, ότι είμαι cf καλύτερος ή πολύ καλύτερος από τους άλλους. Αν μερικοί από μας το πιστεύουν, ας το πιστεύουν, αλλά να ξέρουν, αυτό δεν τους δίνει, δε μας δίνει, και το χρίσμα - τουλάχιστον δεν αρκεί για να το δώσει.
74/συνεντευξη ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ερώτημα, αυτή τη στιγμή, δ ε νομίζω να έχει κάποια σημασία η γνώμη μου. Σίγουρα όμω ς η επιτυχία του βιβλίου μου - του κάδε βιβλίου στο είδος που ανήκει — δ εν είναι ποτέ τυχαία. Το αν δα επιβιώσει στο χρόνο είναι μια άλλη to ro p ia που δα μας την πει ο αυριανός κριτής μας - που πάν τα είναι πιο αμερόληπτος - , όχι ο σημερινός. Το βέβα ιο είναι πως ο καλής πίστης, ο υπομιασμένος αναγνώστης, ξέρει, έχει επιχειρήματα, πάνω στο γιατί του αρέσει ένα βιβλίο, ενώ ο κακής πίστεως έχει άλλα ανάλογα για να αποδείξει το αντίδετο. Π ολλές φ ορές πάλι τα ίδια ακριβώς επιχειρήματα, άλλοι τα βλέπουν ως μειονέκτημα και άλλοι ως πλεονέκτημα. Auto όμως - οι διαφορετικές οπτικές - είναι που βοηδάει την τέχνη και δ ε δίνει πολλά περιδώρια στους μίζερους μικρόμυχους επ ιδερ μικούς «επαγγελματίες» αναγνώστες να εξαφανίζουν, όπω ς δα ήδελαν, ένα βιβλίο τέχνης. Βρίσκω περιττό πάντως να απαριδμήσω, εγώ ειδικά Kat αυτή τη στιγμή, τους λόγου ς που άρεσε το «Βαμμένα Κόκκινα Μαλλιά». Λέω «άρε σε», γιατί πιστεύω ότι κάδε β ιβλίο αρχίζει να ξεπερνά ένα συνήδη αριδμό πωλήσεων, μ όνο όταν ανταποκρίνεται στις αισδητικές ανάγκες της εποχής που γράφτηκε και διαδέτει εκείνα τα στοιχεία που του δίνουν αυτή τη δυναμική απογείωσης, αυτό το, άπιαστο συνήδως, μυστηριώδες «κάτι». Εκείνο πάντως που δα μπορούσα να πω είναι πως η συνεχής και μεγίστη αγωνία μου, στα πέντε χρόνια που κράτησε η γραφή του έργου, ήταν η προσπάδειά μου, απ ό τη μια να ολοκληρώσω τους χαρακτήρες των ηρώων μου και από την άλλη να «ρέει» η λέξη, η φράση, το κείμενο, να μη σκοντάφτει σε εγκεφαλικά τεχνάσματα, σ ε αφιλτράριστες φόρμες, σε κακοχωνεμένες εκ ζητήσεις, να μη βγαίνω εγώ ο συγγραφέας περισσότερο «έξυπνος» από τα πρόσω πα του έργου και κυρίως να μη δυμίζω κάδε λεπτό στον αναγνώστη ότι εγώ είμαι ο παντογνώστης δ εό ς που από μηλά ελέγχει και καδορίζει τις κινήσεις και τη μοίρα των ηρώων του. Π ροσπάδησα να είμαι - αν λέγεται - ταπεινός, έτσι, που οι ήρωές μου, να φαίνεται πως ξεπέρασαν και τις προδέσεις μου, πως με παγίδεμαν και απέκτησαν τη δική τους ταυτότητα. Ίσως, τα πιο πάνω, να είναι ένα μέρος από το ζητούμενο «κάτι» που αναφέραμε πιο πριν. Ίσως.
ΦΡΙΝΤΑ ΜΠΙΟΥΜΠΙ ... Και το όνειρο πάγωσε. Εξάντας. ΠΙΣΤΕΥΩ πως ναι, στο βα δμ ό που οι λίστες των μπεστσέλερς παρακολουδούνται και διαβάζονται. Πρέπει να πω ότι το βιβλίο είναι ένα οικτρά αδικημένο προϊόν, στην Ελλάδα, από άπομη προβολής, την ώρα μάλιστα που ένα σω ρό δαίμο νες (περιοδικά, εφ ημερίδες, τηλεόραση) το ανταγωνίζονται άνισα. Βέβαια, έχουμε, και δα έχουμε, δεκάδες δικαιολογίες γι’ αυτή την αδράνεια - φτωχοί εκδότες, κακή διανομή, αδέξιοι ή και άπληστοι βιβλιοπώ λες, αδιάφορα υπουργεία, μη συνεργαζόμενα κρατικά μέσα... Το να μου πείτε ότι πουλιούνται κι αγοράζονται περισσότερα βιβλία τώρα απ’ όσα στη δεκαετία, ας πούμε, του ’60, δ εν με
συνεντευξη/75 παρηγορεί, γιατί τότε είχαμε στην αγορά πολύ λιγότερους τίτλους και πολύ μεγαλύτερο αναλφαβητισμό. Πράγματι, ως π ροϊόν πνευματικής εργασίας αλλά και ως μέσον αληθινής μυχαγωγίας, η λογοτεχνία αξίζει πολύ πιο οργανωμένη και συστηματική π ρ ο βολή· αν όχι την προβ ολή που έχουν τα απορρυπαντικά και τα καλλυντικά, τουλάχιστον ανάλογη προβολή μ' εκείνη που απολαμβά νουν ά λλες τέχνες, οι εικαστικές, για παράδειγμα, ή ο κινηματογράφος. Π ρος αυτή την κατεύθυνση λο ιπ όν πρέπει, πριν είναι αργά, να γίνει *άτι. Και μ έρ ος αυτού του «κάτι» γίνεται, νομίζω, με τις ανα φορές περιοδικών, ό πως το δικό σας, στα μπεστ-σέλερς. Σαν αναγνώστρια βιβλίων - αδηφάγα, συχνά - παρακολουθώ , για να ενημερώ νομαι τις λίστες των μπεστ-σέλερς και ομ ολογώ ότι πολλές φ ο ρές επηρεάζομαι απ’ αυτές στην επιλογή των β ι βλίων που αγοράζω. Απ' την άλλη, σαν συγγραφέας που είχε την τύχη να βγά λει τρία μπεστ-σέλερς, είχα και τη χαρά να με πλησιάσουν π ολλές φ ορές ά γνωστοί μου άνθρωποι για να μου πουν: «Είδα στα μπεστ-σέλερς του Δ ια βά ζω το βιβλίο σου. Φαίνεται ότι πηγαίνει πολύ καλά. Θα το πάρω να το δ ιαβά σω». Ποτέ δ ε μου είπε κάποιος: «Διάβασα κριτική του βιβλίου σου και μου κινήθηκε το ενδιαφέρον». Ίσως γιατί οι κριτικοί απαξιούν ν’ ασχοληθούν με τα βιβλία μ ου- ίσως να μη διαβάζονται ό σ ο οι κατάλογοι των μπεστ-σέλερς· ή ίσως να μην έχουν εκείνοι την αξιοπιστία της λίστας. Με λίγα λόγια, πιστεύω ότι ο «θεσμός των μπεστ-σέλερς» είναι αυτή τη στιγμή, στην Ελλάδα, ο καλύτερος - και ίσως ο μ όνος - τρόπος προώ θη σης και π ροβ ολή ς του βιβλίου.
ΔΕ Θ Α ΣΑΣ ΚΡΥΨΩ την ικανοποίησή μου - την ηθική, γιατί η οικονομική δ εν καλύπτεται βέβαια με τις ελληνικές κυκλοφορίες, ό σ ο κι αν είναι μεγά λες. Ω στόσο το γεγο νό ς της εμπορικής εππυχίας του βιβλίου μου δ ε μου δί νει την ίδια χαρά που μου δίνουν τα αυθόρμητα σχόλια αναγνωστών του: «Με καθήλωσε. Τ ο διάβασα μονορούφι». «Με κράτησε ξάγρυπνο όλη νύχτα», ή «Το πρότεινα στην τάξη μου να το διαβάσει», όπω ς μου είπε σήμερα μια καθηγήτρια λυκείου. Δ εν είμαι φιλοχρήματη ούτε ματαιόδοξη για να ενθουσιαστώ απ ό το γεγο νό ς της εμπορικής επιτυχίας. Ένα μπεστ-σέλερ, άλλωστε, δ εν είναι οπω σ δή ποτε καλό βιβλίο, απ ό άπομη λογοτεχνική. Γνωρίζω συγγραφείς που φτά νουν να θίγονται, δήθεν, με τον ό ρ ο «εμπορικό» βιβλίο, λες και αυτομάτως το δημιούργημά τους κατατάσσεται στην κατηγορία των φτηνών ρομάντζων που πουλιούνται στα περίπτερα. Εγώ, αντίθετα, έχω μάθει να μην υποτιμώ την κρίση του μέσου αναγνώστη. Τ ο να αγοράζεται το βιβλίο μου σημαίνει ότι αρέσει. Και το ότι αρέσει σημαίνει ότι έχει κάποια καλά στοιχεία, κι ας μη το Θεωρούν «υμηλή λογοτεχνία» οι προκατειλημμένοι απέναντι στα μπεστσέλερς αρτηριοσκληρωτικοί. Ό πω ς και να ναι, το γράμιμο είναι το χόμπυ μου, το μεράκι μου, η αγάπη μου και το..., μωμί μου- Είμαι επαγγελματίας γραφιάς· κι έτσι, το ν’ αγοράζεται, το να διαβάζεται και ν ’ αρέσει ένα βιβλίο μου είναι αυτό που θέλω - δ εν γράφω για να βάλω το κείμενό μου στο συρ τάρι ή· για να το διαβάζω μόνη μου. - * Ό λ α αυτά με μια στενοχώρια: Ότι βιβλία για τα ^ π ρ ία |ν ε ι γίν*ι φράστια πνευματική εργασία, έρευνα κ.λπ. (έχω στα χέρτα ^ Ι ί ο μ ^ υ ο τόμους «Στο Ιόνιο Λ ψ περτά». του Νίκια Λούντζη) δ εν μπορούν, ως « ε ι|« ά » βιβλία, να γί νου ν μπεστ-σέλερς, ούτε βέβαια ν' απολαύσουν την π$ 0* |ρ ή και το χέι ροκρότημα που τους αξίζει.
76/συνεντε υξη
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΚΟΥΡΤΗΣ Τ ο χ ε ιρ ό γ ρ α φ ο τη ς Ρ ω ξ ά ν η ς . Καστανιώτης ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ πληδώ ρα των βιβλίων που εκδίδονται ο ανα γνώστης χάνει τον μπούσουλά του. Δ εν μπορεί να αγοράζει «ανώνυμα» βιβλία. Έ χοντας να επιλέξει ανάμεσα σ ε εκατο ντάδες τίτλους προτιμάει να πληρώνει για βιβλία που έχουν γίνει ήδη «επώνυμα» απ ό τους προη γούμενους αναγνώστες. Η άπομη που κυκλοφορεί ότι τα μπεστ-σέλερ είναι... κακά βιβλία τη δεωρώ από τις πλέον ανόητες και κομπλεξικές μια και εμείς δ εν γράφ ουμε με συνταγές όπω ς οι Αμερικάνοι. Γράφουμε αυτά που δ έλου μ ε με τον τρόπο που δέλουμε, ή μπορούμε, για δέματα και προβλήματα που βγαίνουν μέσα απ ό τη ζωή μας. Βέβαια ένα βι βλίο έστω και μπεστ-σέλερ δ εν σημαίνει ότι αρέσει σ’ όλους. Αλλά αρέσει σε πολύ περισσότερους από τους... λίγους που το υποδέχονται αρνητικά.
ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ότι τα βιβλία μου έχουν περάσει στην αγορά του «Διαβάζω» για μένα είναι διπλή χαρά. Α πό τη μια ηδική κι απ ό την άλλη οικονομική. Μιλώντας με τον Α μπατζόγλου μου είπε: «Εμείς έχουμε κι άλλους πόρου ς να ζούμε». Κι εγώ του απάντησα: «Εγώ ζω μονάχα απ ό τους πόρου ς του κορμιού μου. Μακάρι και τα επόμενα βιβλία μου να γίνουν μπεστ-σέλερ». Αλλά όταν τα γράφω, δ εν με απασχολεί κ αδόλου αυτό. Γράφω πάντα αυτό που με «αρ πάζει», που μου προσφ έρει απόλαυση, αυτό που μου δίνει κουράγιο να συνε χίζω να γράφω μέσα σ’ ένα κοινωνικοπολιτικό περίγυρο χωρίς κίνητρα για δημιουργία, χωρίς άλλη ουσιώδη ανταμοιβή έξω απ’ αυτή που βρίσκω μόνος μου γράφοντας για το... μηδέν και το άπειρο της ύπαρξής μας.
Γραφτείτε συνδρομητές Συνδρομές εσωτερικού και Κύπρου
Ετήσια 10.000 - Σπουδαστική 9.000 δρχ. Εξάμηνη 5.500 - Σπουδαστική 4.500 δρχ. Οργανισμών, Τραπεζών, Ιδρυμάτων 11.000 δρχ. Συνδρομές εξωτερικού
Ετήσια 80 δολ. (ΗΠΑ) Σπουδαστική Ετήσια 75 δολ. Ιδρυμάτων, Βιβλιοθηκών 95 δολ. Τα παλιά μηνιαία τεύχη κοστίζουν 800 δρχ., τα δεκαπενθήμερα 500 δρχ. και τα διπλά 800 δρχ. Εμβάσματα στη διεύθυνση: Κατερίνα Γρυπονησιώτου Α. Μεταξά 26, Αθήνα - 106 81
η μεθοδολογία της μαθητικής επαγγελματικής αναζήτησης yr~ \
ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΒΡΕΤΑΚΟΥ: Ο Σχολικός Επαγγελματικός προσανα τολισμός στην Ελλάδα. Αθήνα, Π α π α ζή σ η , 1990, Σελ. 262.
ο έργο της κ. Β ασιλείας Β οετάκου, βασίζεται στη διδακτορική διατριβή, που εκπόνησε το 1987, γ ι’ αυτό κ α ι ο τρ όπ ος της συγγραφής μοιάζει με τον τρόπο συγγραφής διδακ το ρ ικής διατρι βής. (Αριθμητικά υποδιαιρεμένη παράθεση κεφαλαίων, σημειώ σεις, πίνα κες κα ι σ χεδιαγράμματα). Α πευθύνεται δε, αποκλειστι κά σε εκπαιδευτικούς κα ι ειδικότερα σ ’ αυτούς που διδάσκουν Σ χολικ ό Ε πα γγελματικ ό Π ροσανατολισμό. Η συγγραφέας προσδιορίζει το πρόβλημα του Επαγγελματικού Π ροσανατολισμού κα ι αντιλαμβάνεται τη λύση του ω ς ένταξή του στον κορμό τω ν σ χολικώ ν προγραμμάτω ν, πράγμ α που έγινε με την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1976 στον πρώ το κύκλο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, δηλαδή το γυμνάσιο, με σ τόχο την εξάλειψη διακρίσεω ν κα ι την πα ροχή ίσων ευκαιριών εκπαίδευσης στους νέους, θέματα στα οποία είναι ιδιαίτερα ευαισθητοποιημέ νος ο μέσος Έ λ λ η να ς. Α κολουθούν οι θεωρίες για την ερμηνεία της συμπεριφοράς κ α τά την εκλογή επαγγέλμ ατος, όπω ς αυτή του Ginzberg, σύμφωνα με την οποία η βασική διαδικ ασία ανάπτυξης τη ς συμπεριφοράς του ατόμου στο θέμα της εκλογής επαγγέλμ ατος, εκτείνεται σε διά στημα δέκ α περίπου χρόνων κα ι είναι μάλλον μη ανατρέψιμη. Η θεωρία του Super για την επαγγελμ ατική ανάπτυξη κα ι αυτο αντίληψη, φ άνηκε αποτελεσματικότερη τη ς θεωρίας του Ginzberg, εφόσον προέβαλλε τον εξελικτικό χαρ ακ τήρ α τη ς εκλογής επαγ γ έλμα τος εντονότερα κα ι επεσήμανε την «αυτοαντίληψη», δηλαδή την εικόνα που έχει το άτομ ο για τον εαυτό του, βάση της οποίας κ α ι προσπαθεί να επιλέξει το επάγγελμά του.
Τ
ι «θεωρίες ισ σορροπίας» του Kozman, τον διαφοροποιούν από την άποψη του Super, το νίζοντας ότι τα άτομα που βρίσκο νται κά τω από τις ίδιες συνθήκες, θα αναλάβουν κα ι τους ρόλους που μεγιστοποιούν την αίσθηση ισ ορροπίας στη συμπεριφορά τους. Ο Holland κ α τατάσ σεται στους θεωρητικούς της εξελικτικής ψ υχολογίας κα ι διακρίνει 6 τύπους πρ οσ ω πικότητας: 1) τον ρεαλιστικό 2) τον διανοητικό 3) τον κοινωνικό 4) τον προσ αρμοσ τικό 5) τον επιχειρημ ατικό και 6) τον κα λλιτεχνικό
Ο
KOI νω
νιο. » Υ 'Λ
7 8/εττιλ ογ η Κάθε τύπος επιζητά το ε [άγγελμα που αντιστοιχεί στη σ υγκρότη ση της προσ ω π ικότητάς του. Με τη θεωρία των Tiedeman και O ’H ara περί διαφοροποίησης και αλληλεπίδρασης τη ς ταυ τό τητα ς, του Εγώ κα ι της επαγγελμ α τικής σ ταδιοδρομίας του ατόμου, η συγγραφέας κλείνει την ανα φορά της σ τις εξελικτικές θεωρίες και συνεχίζει με τις κλασ ικές θεωρίες λήψης αποφάσεων, που έχουν αφετηρία την παραδοσιακή αυστηρά ορθολογική αντίληψη τω ν αποφάσεων, σύμφωνα με την οποία το άτομο κατευθύνει τ ις ενέργειές του με βάση την οικονομι κή ορθολογιστική του σκέψη (κλειστό μοντέλο). Στο μοντέλο αυ τό, αντιπαρατίθεται το (ανοιχτό μοντέλο) τω ν θεωριών λήψης απ ο φάσεων, σύμφωνα με το οποίο εξετάζεται η πραγμ ατική συμπερι φορά του ατόμου ω ς κεντρικό πρόβλημα κα τά την αναζήτηση και επεξεργασία των πληροφοριών που λαμβάνει. Η «δομή τω ν ευκαιριών» κα ι «η συστηματική» θεωρία του Daheim αποτελούν δύο κύριες κοινω νιολογικές θεωρίες, όπου σύμ φωνα με την πρώ τη οι αναζητούντες επάγγελμα δεν επιλέγουν ορ θολογικά, αλλά με βάση το τί είναι διαθέσιμο. Σύμφωνα με τη δεύ τερη θεωρία, η επαγγελμ ατική εκλογή είναι διαδικασία απόδοσ ης επαγγελμ ατική ς θέσης που επηρεάζεται από δρασ τικούς κοινωνι κούς πα ράγοντες όπω ς: οικογένεια, εκπαιδευτική οργάνωση, ε παγγελματική οργάνωση κ.λπ . Στο κεφάλαιο «Η Συμπεριφορά των Ελλήνων κα τά την εκλογή επαγγέλμ ατος», γίνεται μια, εκ βάθρου ιστορικού και οικονομι κού, ανασκόπηση προκειμένου η συγγραφέας να κα ταλήξει τε κμηριωμένα π λέον σ τις π α ραμέτρους τω ν ελληνικώ ν επαγγελμ ατι κών προτιμήσεω ν και την επιρροή του οικογενειακού περιββάλοντο ς σ ’ αυτές. αναφορά στην αγορά εργασίας και σ τις εκπ αιδευτικές με ταρρυθμίσεις ιδίω ς τη ς επαγγελμ ατική ς εκπαίδευσης, αποτε λεί μέρος αυτού του κεφαλαίου, όπου με πίνα κες και σ χεδιαγράμ ματα το έργο α π ο κτά χροιά εγχειριδίου μαθημάτων ύλης τα οποία θα μπορούσαν να αποτελέσουν παραδόσ εις Π αιδαγω γικής Α κα δημίας. Στα επόμενα δύο κεφάλαια παρατίθενται οι Ν ομοθετικές ρυθμί σεις, η αρμοδιότητα του Υπουργείου Ε ργασίας και τα μέτρα που έχει λάβει. Η δομή και οι αρμοδιότητες του Ο Α ΕΔ, η αποτελεσματικ ότητα των μέτρων του και η συμμετοχή του υπουργείου παι δείας στο βαθμό της δικής του αρμοδιότητας, με τη θεσμοθέτηση του Σχολικού Επαγγελματικού Π ροσανατολισμού και του τρόπου λειτουργίας του, όσον αφορά στα αναλυτικά πρ ογράμμ ατα κάθε γυμνασιακής και λυκειακής τάξης. Με βάση όλα τα προαναφερθέντα επιχειρείται κριτική του ελλη νικού σ χολικού επαγγελματικού προσανατολισμού και καταθέτονται ώριμες προτάσεις για την ανάπτυξή του. Το βιβλίο της κ. Β ρετάκου θα μπορούσε να αποτελεί μέρος π α νεπιστημιακώ ν παραδόσεω ν, ό πω ς προαναφέρθηκε, εάν σε μία ε πόμενη επανέκδοση εμπλουτιζόταν αναλογικότερα της πλούσιας βιβλιογραφίας, ελληνικής και ξένης, που φαίνεται ότι έχει λάβει υ πόψη κα τά τη συγγραφή, και με την προϋπόθεση ότι τα κεφάλαια θα αναπτύσσονταν σε περισσότερες σελίδες. Αξιόλογη αλλά λίγη, γ ι’ αυτό κα ι με δυναμικό περιθώριο ανάπτυξης, είναι η αναφορά τω ν διαφόρων θεωριών για την ερμηνεία της ανθρώπινης συμπερι φοράς μπροστά στην επιλογή επαγγέλμ ατος.
Η
ΛΕΩΝΙΔΑΣ Λ. Μ ΠΙΛΛ ΗΣ
Β Α ΣΙΛ Ε ΙΑ Β Ρ Ε Τ Α Κ Ο Υ
0 ΣΧΟΛΙΚΟΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
νέα βίωση του θρησκευτικού συναισθήματος ν~ΓΛ
ΖΑΝΕΤ ΟΥΙΝΤΕΡΣΟΝ: Το Πάθος. Μετάφραση: Κώστας Κουντούρης. Αθήνα, Μ έδ ο υ σ α , 1989. Σελ. 191.
«... σοφίη ψυχήν παθών αφαιρείται» ισχυρίζεται ο Δ ημόκριτος και φαίνεται ότι δικαιώ νεται απ ό την κοινή συνείδηση. «Π άθος» είναι μια λέξη ελληνική που μπορεί να εντοπισθεί και σε πολλές ά λλες ξένες γλώ σσ ες, για ν ’ αποδώ σει την ίδια περίπου κ α τάσταση, την υπέρβαση του μέτρου κα ι την έντονη συναισθημα τική φόρτιση. Συνδέεται συχνά με μιαν ακόμη ελληνική λέξη, τον έρωτα. «Το Π άθος» της Ζ ανέτ Ο υίντερσον είναι ένα βιβλίο εμπνευσμένο α π ’ αυτές τις δύο ελληνικές λέξεις. Μ όνο που ο αναγνώ στης δεν μπορεί να περιμένει την εκτύλιξη μια ς έστω δρ αμ ατικ ής ισ τορίας αγάπ ης, αφού για τη συγγραφέα το πά θο ς κ α ι ο έρω τας ερμηνεύο νται με το αρχαίο τους νόημα, σαν στάση ζω ής, ω ς τρ ό π ος πρόσ ληψης και αντίδρασης στην πρ α γμ ατικό τητα. Το βιβλίο αποτελείται από τις πα ρ άλληλες αφηγήσεις του Ανρί, ενός νεαρού Γάλλου αγρότη που λάτρευε «με πά θος» το Βοναπάρτη, κα ι τη ς Βιλανέλ, μιας κο π έλα ς απ ό την «πόλη του διαβόλου», τη Βενετία. Οι ζω ές τους ενώ νονται στην παγω μένη ρωσική στέππα, εκείνο τον σκληρό χειμώνα του 1812, ό ταν ο σ τρ ατό ς του Βοναπάρτη πιστό ς στο πά θο ς του αρχηγού του απ ο δεκατιζόταν από το κρύο κα ι τις στερήσεις. Ο ι δύο νέοι θα συνδεθούν, λιποτα κτώ ν τα ς α πό τα γ αλ λικ ά σ τρατεύμ ατα, όπου ο Α νρί είναι επιφ ορτισμέ νος να προσφέρει στο Ν απολέοντα το αγαπημένο του φαγητό και η Βιλανέλ το σ ώμα της σ τους α ξιω ματικούς του. Θ α γεννηθεί μετα ξύ τους μια παράξενη ερωτική σχέση, καθώ ς επιστρέφουν πεζή α πό τη Ρωσία στη Βενετία. Είναι μια σχέση που δημιουργείται από τη ζεύξη τω ν παθώ ν που βίωσε στη ζωή του ο κα θένας ξεχω ριστά - και στα οποία η σ υγγραφέας αφιερώνει τα δύο πρώ τα κεφάλαια του μυθιστορήματος. Είναι, όμω ς, και μια σχέση ανθρώπινη, «φι λική κα ι σχεδόν α ιμ ομικτική», τη λύση της οπο ίας θα δώ σει ο θά νατος, η δολοφονία του συζύγου τη ς Βιλανέλ από τον Α νρί κα ι ο εγκλεισμός του στο ψυχιατρείο. ο μυθιστόρημα δίνει την αίσθηση της ο λοκλήρω σης. Τα πρ ό σ ω πα, κεντρικοί ή δευτερεύοντες ήρω ες, διαγράφουν μια πλή ρη τροχιά σ ’ έναν αφ ηγηματικό άξονα που συνδέει και διαπλέκει τον πιο καθαρό ρεαλισμό με τη φ αντασ ία, το όνειρο κα ι την υπέρ βαση της λ ογικής κ α ι της φύσης. Ο μύθος εξελίσσεται σ χεδόν στον απόηχο του πολέμου, είναι, όμω ς, φανερά δικό του δημιούργημα. Θα μπορούσαμε να ισχυρισθούμε ότι καλύτερο ισ τορικό πλαίσιο από τους ναπολεόντειους πολέμους δε θα μπορούσε να βρεθεί. Κυ ρίως διότι υπήρξαν κι αυτοί το αποτέλεσμ α του κά πο τε έκλογου πάθους του Ν απολέοντα για κυριαρχία κα ι εξουσία στην Ευρώπη. Ενός πάθους που προσέφερε στη Γαλλία κα ι τον ίδιο δύναμη και μεγαλείο, αλλά κατέληξε ν ’ αφήσει πίσω του τον θάνατο και την πτώση. Το πά θος τω ν ηρώων τη ς Ζανέτ Ο υίντερσον, ω σ τόσο, θα διασω θεί σ τον κόσ μο της φ αντασ ίας και του ονείρου. Κάπου πολύ κοντά
Τ
8 0 / ε π ιλ ο γ η στην τρέλα, όπω ς τουλάχιστον την αντιλαμβάνεται ο συμβατικός νους. Ή σε μιαν άλλη συνείδηση που έχει να προτείνει τον δικό της ρεαλισμό και τα δικά της σύμβολα. Είναι το πάθος μιας συνείδησης αυτόνομης και ταυτόχρονα ε ξαρτημένης, είναι η ζωή μέσα αλλά κα ι μακριά από το πραγ ματικό. Μια ουτοπία; Ί σ ω ς ναι, ίσως όχι. Η Ουίντερσον δεν απαντά. Μόνο εξηγεί πω ς εκείνο που μπορεί να υπερβεί το μέτρο κα ι το κοινό είναι η κατάλυση του φόβου απέ ναντι στην ανθρώπινη ύπαρξη. Είναι μια νέα βίωση του θρησκευτι κού συναισθήματος που μπορεί να συντελεστεί σ ’ ένα ντεκόρ ό μοιο με αυτό των βενετσιάνικω ν στενών τη νύχτα ή με το ανοιχτό πεδίο ενός Βατερλώ. Θ. ΨΑΛΙΔΟΠΟΥΛΟΣ
αναφορές και προσεγγίσεις Γ τλ
Κ. ΜΗΤΣΑΚΗ: Σημεία αναφοράς. Μελέτες νεοελληνικής φιλολογίας. Αθήνα, Κ α ρ δ α μ ίτσ α . Σελ. 293 + 3 λευκές. 8ο.
γνω στός μελετητής της νεοελληνικής λ ογοτεχνίας δίνει με τον τόμο αυτό αρκετά σ τίγματα προσανατολισμού και ερεθί σ ματα ερευνητικά, καθώ ς εστιάζει τις αναφορές κα ι τις προσεγγί σεις του σ ’ ένα ευρύ φάσμα του νεότερου πνευματικού μας πολιτι σμού. Θα ’λεγα, μάλιστα, πω ς ο τίτλο ς του βιβλίου του ενέχει αυτή την παιδευτική παρόρμηση, εφόσον, τόσο τα πρόσω πα όσο κα ι οι εποχές ή οι πνευματικές γενιές, που γίνονται αντικείμενο μελέτης, αποτελούν ουσιαστικά αντικρύσματα εκείνου που ω ς αντικειμενι κή αξία λειτουργεί στο δημιουργικό χώρο. Γιατί, τελικά, η αντιμε τώπισή μας αν περιοριστεί σ τις στενότερες μορφές της λογοτεχνι κής δημιουργίας, χάνουμε από τα μάτια μας το μέγιστο, που, βέ βαια, δεν έχει έναν επικαιρικό χαρακτήρα, αλλά απλώνει την πα ρουσία του στο παρόν (το κάθε παρόν), αφού το ίδιο δεν είναι μια πεπερασμένη μορφή, που κλείνει κι ένα παρωχημένο περιεχόμενο. Και, βέβαια, στον πνευματικό χώρο, όπου το ελά χιστο λογαριάζε ται μόνο ω ς π ρος τη συμβολή του για τη συγκρότηση του μέγιστου, η προσέγγιση έχει και μιαν ιδιαιτερότητα, καθώ ς ερμηνεύει με τον τρόπο της αυτή τη λειτουργία, ω ς συντελεστική στη μορφοποίηση του απροσδιόριστου κα ι ρευστού, που είναι η έκφραση τω ν βαθύτε ρων κινημάτων της ψυχής. Ο Κ. Μ ητσάκης, με τη σιγουριά της εποπτείας και τη βεβαιότητα της γνώ σης, ανοίγει στον αναγνώστη τις κλεισ τές θύρες μιας περιοχής που η ομιλία της κα ι η σιωπή της βαραίνουν τσ ίδιο στην αισθητική αποτίμηση τω ν πνευματικών μας πεπρωμένων. Έ τ σ ι, από την οσιότητα της μορφής του Ευγε νίου του Αιτωλού (1597/7-1782),1 ω ς τις αποτιμήσεις τω ν χα ρ α κτηριστικώ ν εκπροσώ πω ν της λεγάμενης γενιάς του ’30,2 όπου ε ξετάζονται δημιουργοί μέσα σε χρονική περίοδο τριακοσίων πε νήντα χρόνων, όσο κ ι αν δεν καλύπτουν διαδο χικ ά την περίοδο αυ τή, η προσπάθεια του φιλολογικού ερευνητή κα ι μελετητή αποδίδει τους κα ρπούς της κα ι εφοδιάζει τον αναγνώ στη (όσο επαρκή κι αν τον προϋποθέτει) με πνευματική τροφή αρκετά πλούσια και ου σιαστική.
Ο
Α
πό την προσω πικότητα του Ευγενίου Ιωαννουλίου, του επιλεγομένου Αιτωλού (από το Μ έγα Δέντρο της Α ιτω λίας, όπου
Ρειλε τε*
και ο τόπ ο ς γέννησης του Κ οσμά του Αιτωλού), διδασ κάλου του Γένους κα ι οσίου, ο μελετητής απομονώ νει την πλευρά εκείνη του εκκλησ ιασ τικού υμνογράφου και, ιδιαίτερα, αναφ έρεται στους ασ ματικούς κα νόνες που ο Ευγένιος συνέταξε με βάση τα παραδομένα σ χή ματα κα ι τις μελικές μορφές τω ν συναφών εκκλ ησ ιασ τι κώ ν ασ μάτω ν. Η φιλολογική έρευνα εδώ εντοπίζει τα πρότυπα ε πάνω στα οποία ο Ε υγένιος συνέθεσε τους κα νόνες του σ την ασματική ακολουθία του Αγίου Διονυσίου, που ασ κήτεψ ε μέσα στο 16 αι. στον Ό λ υ μ π ο . Ο μελετητής, βέβαια, επισημαίνει ότι οι κ α νόνες αυτοί πολύ απέχουν από το να έχουν τον αριστουργηματικό χα ρ α κτήρα τω ν π ροτύπω ν τους (πώ ς θα μπορούσε, άλλω στε!) κα ι εντο πίζει σ’ αυτούς κά πο ια μετρικά κα ι μουσικά πλημμ ελήμα τα, που οπω σδήποτε, για ό ποιον έχει γνώ ση τόσο τη ς μ ετρικής όσο κ α ι της μελικής ακολουθίας τω ν ασ μάτω ν, δημιουργούν μιαν αρνητική ε ντύπωση. Ω στόσο, οι ισ τορικές πληροφορίες που ο Ευγένιος δίνει σ το συναξάρι του οσίου Διονυσίου είναι αρ κετά ενδιαφέρουσες, αλλά, περ ’ α π ’ όλα αυτά, εκείνο που προέχει είναι η φυσιογνωμία του οσίου Ευγενίου, σημαντικού λογίου, «που αγωνιά κα ι προσεύ χεται για την ελευθερία του υπόδουλου γένους», κ α θώ ς βρίσκει τρόπο μέσα στα μέλη να πα ρ ακαλέσει το θεό για την απελευθέρω ση τω ν Ε λλήνων από τον «δουλικόν ζυγόν». Α ρκετά ενδιαφέρουσα είναι η συγκριτική μελέτη που ο Κ. Μ. ε πιχειρεί α νάμεσ α στο ελληνικό κλέφ τικο τραγούδι κ α ι το τραγούδι τω ν χαϊντούτω ν στη δημοτική παράδοση τω ν Σέρβων. Ε ίναι γνω στό, ότι το πα ράλληλο τω ν Ε λλήνων κλεφ τώ ν στα Β αλκάνια ήταν οι χαϊντούκοι στη Σερβία κα ι οι χαϊντούτοι στη Β ουλγαρία,3 που έδρασ αν εναντίον του κ α τακτητή ό πω ς περίπου κα ι οι δικοί μας κλεφ ταρματολοί. Και ήταν φυσικό, τα τρ αγούδια τους, που εξέ φραζαν φυσικά κ α ι α βίασ τα τ ις σ ημαντικές σ τιγμές τη ς ζω ής τους, να έχουν το πα ράλληλό τους σ τα τραγούδια τω ν ά λλω ν β αλκάνιω ν ομολόγων τους. Ο μελετητής, με μια πα ραδειγματική σύγκριση (α νάμεσα στο ελληνικό κλέφ τικο τραγούδι «Του Σκυλοδήμου» και ένα σέρβικο χαϊντο ύ κικ ο του τύπου τη ς «lyrico-balladic») εντοπίζει τις ομοιότητες τω ν τραγουδιών, τόσο στο περιεχόμενο όσο κα ι στη μορφή, κα ι τα ε κφ ρ ασ τικά μέσα - πρ ά γμ α τα α ξεχώ ρισ τα στην ποίηση είτε ανώνυμη είναι είτε επώνυμη - κα ι κα ταλή γει στη δια πίστω ση ότι οι ομοιότητες αυτές δε συνεπάγονται κα ι εξάρτηση του ενός τραγουδιού από το άλλο. Και είναι φυσικό αυτό, τη στιγ μή που η έκφραση του λαϊκού τραγουδιστή δεν είναι πα ρ ά μια πίε ση της εσω τερικής του κίνησης μ’ έναν τρόπο που μόνο η αβίαστη κα ι άμεση αντιμετώ πιση της ζω ής δημιουργεί ω ς αντίδραση στα ε ξω τερικά ερεθίσματα, κα ι η λαϊκή ψυχή, στο βάθος τη ς αλήθειας της, είναι ίδια σ ’ όλα τα μήκη κα ι πλάτη τη ς γης.
Ι
σω ς αυτές οι δυο μελέτες, που αναφ έρονται στην εποχή της Τ ουρκ οκρατίας, συνιστούν μια περιληπτική, πλην σαφή, ανα φορά στα δυο σ ημαντικότερα στοιχεία που κρ άτησαν τον ελληνι σμό σ’ εκείνους τους κα ιρούς τη ς δο κ ιμ α σ ία ς του, την εκκλησ ία κ α ι τη «μαγιά της λευτεριάς», ό πω ς καίρια ο Μ ακρυγιάννης χα ρ α κτηρίζει τους κλέφ τες κα ι τους αρματολούς. Ό μ ω ς κα ι η επόμενη, κι α ς μην αναφέρεται ω ς μελέτη συναφής από το ν ερευνητή, μέσα στην περίοδο κυρίως αυτήν εντοπίζει τις πα ρατηρήσεις τη ς, αφού κάνει λόγο για μιαν η πειρώ τισσα ποιήτρια τη ς διασπ ο ρ άς, την Α γ γελική Π άλλη - Bartolomei, που ένα μέρος τη ς ζω ής τη ς συνέπεσε με τα τελευταία χρόνια τη ς Τ ου ρκ ο κρ ατίας, κ α θώ ς γεννήθηκε στο Λιβόρνο το 1798 - την ίδια χρονιά με το Σολωμό! Η Π άλλη ήταν γόνος της γνω στής ισ τορικής οικογένειας, που ο διασημ ότερος κλώ νος της είναι βέβαια ο ποιητής Α λέξαντρος Π άλλης, ένα από
8 2 / ε π ιλ ο γ η τα «πρω τοπαλλήκαρα» του δημοτικισμού (χω ρίς αυτό να μειώνει καθόλου την προσφορά, στον ιστορικό τομέα, του γιου του Α.Α. Π άλλη).4 Ο μελετητής, βέβαια, ενδιαφέρεται για την ελληνική ποιητική παραγω γή της ηπειρώ τισσας, που σε σ χέση με τα ιτα λικά γ ρ α πτά της είναι πολύ περιορισμένη: πέντε ποιήματα («ωδές», ό π ω ς τα χαρακτηρίζει η ίδια - το είδος, ω ς επίνικος ύμνος, ήταν συνηθισμένο εκείνη την εποχή) που υμνούν σε γλώ σσ α αρχαΐζουσα τους αγώνες των Ελλήνων, κα ι βρίσκει κάπο ια κοινά γνω ρίσματά της με την περίπτωση του Σολωμού. Βέβαια, τα γ νω ρίσμ ατα αυτά είναι ολωσδιόλου εξω τερικά, συμπίπτουν κα τά τα στοιχεία εκείνα που συνίυτούν, ενδεχομένω ς, κά πο ιες αντικειμενικές συστοιχίες, γιατί την εσω τερική ποιότητα, που προϋποθέτουν οι εξω τερικές εκ δηλώσεις της περίπτω σης Σολωμού δεν μπορούμε να τη συγκρί νουμε με τ ίπ ο τ’ άλλο. Κι εδώ, ω ς πρ ο ς το θέμα της γλώ σσ ας, εκεί νο που θα ’θελα να πω είναι ότι θα πρέπει να θεωρείται πλάνη η ά ποψη που διατείνεται πω ς ο Σολω μός δεν ή ξερε ελληνικά .5 Τ α ελ ληνικά του Σολωμού δεν τα ’χει γράψει ω ς τώ ρα κα νένας. Μ πορεί ο Κάλβος κα ι ο Καβάφης να μην κα τείχαν τα ελληνικά ό πω ς ο Π αλα μ ά ς - για τον Κάλβο αμφιβάλλω, για τον Καβάφη δεν ξέρω ωστόσο η γ λώ σσα του Σ ολωμού, που η πηγή τη ς βρίσκεται σ το βά θος τη ς λαϊκής ψυχής κα ι λειτουργεί μ’ έναν τρόπο οριστικό, είναι - κα ι θα ’ναι για πολύ - το ανέφικτο πρότυπο τη ς ποιητικής μας εκφ ρασ τικής, κα ι είναι άδικο (για να μην πω τίπ ο τ’ άλλο) να προ σάπτουμε σ τον ποιητή την άγνοια τη ς γλώ σσ ας του. Το αν η Αγγε λική Πάλλη, που έζησε στην Ιταλία κα ι ανατράφ ηκε σε κ α λ ό γλω σσο περιβάλλον, δεν κατόρθω σε ή δεν επεδίωξε να μάθει την ελληνική γ λώ σσα κα ι μ’ όλη την προίκα της φύσης που διέθετε, δε σ υνεπάγεται καθόλου πω ς κι άλλοι - ιδιαίτερα ο Σολω μός — δε λειτούργησαν μέσ’ από τη μητρική τους γλώ σσα. Η μια περίπτω ση, φυσικά, δεν έχει σ χέση με την άλλη κι αυτό α ς θεωρηθεί ω ς ση μείο προσανατολισμού για τα γλω σσ ικά μας πεπρωμένα, όπου το γλω σσικό πρόβλημα κά ποιες φορές πήρε όχι μόνο μεγάλες δια στάσεις, αλλά κ ι έναν οξύ χαρ ακ τήρ α αντιπαράθεσης. Η επίσημη άποψη, που εκφ ραζόταν από την πολιτεία κ α ι ήταν η κυρίαρχη ιδε ολογία, αποτέλεσε το έρεισμα για την επιβολή κα ι υποστήριξη ανε δαφ ικώ ν κα ι ουτοπικώ ν ιδεοληψιών. Και βλέπει κα νείς σημαντι κούς πνευματικούς φορείς, την εποχή τω ν γλω σσ ικώ ν αγώνων, ό πω ς ο Ροΐδης και ο Β ερναρδάκης, να υποστηρίζουν τη δημοτική γράφ οντας στην καθαρεύουσα!6 Βερναρδάκης, δεινός φιλόλογος, από τους σημαντικότερους στη νεότερη Ε λλάδα, εξετάζεται από το μελετητή ω ς ποιητής κα ι ιδιαίτερα ω ς ποιητής ενός ερωτικού μυθιστορήματος, νεανικού πρω τολείου, μια προϊστορία ίσω ς της κατο πινής του θεατρικής παραγω γής, στην οποία κατέγινε με ζήλο. Είναι γνω στή, ανάμεσα σ τ’ άλλα έργα του η «Φ αύστα»,7 το καλύτερο ίσως έργο του, που είχε πραγματοποιήσει στην εποχή του αλλεπάλληλες παραστάσ εις με απ ανω τές επιτυχίες. Ο κλασ ικισ μός του Βερναρδάκη βρήκε διεξόδους σ ’ αυτό το είδος, γιατί μπόρεσε να λειτουργήσει μέσ’ α πό τα πρότυπα της τρ αγω δίας, που εκείνος, ω ς φιλόλογος, είχε με αγάπη κα ι έγνοια ψιλοκοσκινίσει, για να απο κατασ τήσ ει αυτά που ξένοι φιλόλογοι είτε δεν κατανοούσαν είτε σ κόπιμα αγνοούσαν εί τε επέκριναν εξοβελίζοντάς τα. Το ερω τικό του ποιητικό μυθιστό ρημα «Ε ικασία» (που αναφέρεται στη γνω στή βυζαντινή ποιήτρια Κασσιανή, θέμα αγαπητό κα ι ω ς λ αϊκό ανάγνω σμα) κρίνεται τόσο από γραμματολογική άποψη όσο κα ι από άποψη περιεχομένου, ε ξετάζονται κάπο ια μετρικά προβλήματα, και, κυρίως, η γλώ σσα του π οιήματος γίνεται αντικείμενο μελέτης, όπου οι σ υμβιβαστικές
Ο
ε π ιλ ο γ η / 8 3 απόψεις του λογίου καταλήγουν στη μορφοποίηση αυτού που ο ί διος ονομάζει «σχήμα δημ οκρατικόν τη ς σημερινής ελληνικής γλώ σσης». Ο μελετητής αποπειρ άται μιαν αποτίμηση του έργου μέσα στα πλαίσ ια πά ντα τη ς επο χής κ α ι τω ν ιδεώ ν που επέγραψαν τα κινήματα κα ι τις πνευματικές της εκδηλώ σεις. Η ιστορική ση μασία αυτών τω ν έργω ν είναι οπω σδήποτε ενδιαφέρουσα, ω στόσο, δε μένουν π α ρ ά ω ς ένα άδειο κέλυφος, που μπορεί να τραβήξει την προσοχή - αλλά τόσο μόνο. Η έκφραση, σιδερωμένη μέσα στη λόγια γραμματική κα ι σ υντακτική πειθαρχία, δεν μπόρεσε να δώ σει πνοή στο ενδιάθετο. Γιατί στην περιοχή τη ς ποίησης, η γλώ σσα όχι μόνο δεν έχει κα μιά σχέση με το συντακτικό ή μορφολογικό σχήμα, αλλά κα ι το υπερβαίνει ή το διαρρηγνύει, αφού ξεκινά από τη μεταφυσική ρίζα τη ς ανθρώπινης υ πόστασης, που είναι το συ ναίσθημα, το υπέρλογο και το ονειρικό. Η ποίηση της λογιότητας κα ι του γλω σσικού καθωσπρεπισμού έχει πεθάνει οριστικά. Το μεγαλύτερο μέρος τω ν μελετών αναφέρεται σε γνω στούς και καθιερωμένους δημιουργούς, ωστόσο κι εδώ η ερευνητική προσέγ γιση κα ι η αισθητική αποτίμηση κα ι ανάλυση δίνουν σ τις εργασίες έναν ενδιαφέροντα χαρ ακ τήρ α. Ο μελετητής δεν απέφυγε τον πει ρασμό ν’ ασχοληθεί με τον Κ αβάφη, που σ τα χρόνια μας οι μ ελέτες για τη ζωή κα ι το έργο του έχουν πληθύνει ανησυχητικά. Και το λέω αυτό, γιατί, εντέλει, επέρχεται ένα ς κορεσμός, ένα «μπούχτισμα», κα τά που λέει ο λαό ς, όταν τόσοι πολλοί ασχολούνται επί μονα κα ι για πολύν καιρό με το ίδιο πράγμ α. Ο Κ αβάφης είναι ένας ποιητής που μιλά για την πα ρακμή, ιδιαίτερα του δυτικού κόσμου, όπω ς λέει ο μελετητής, αντλώ ντας τη σημασιολογία του κατηγο ρήματος από τον Ο. Spengler.8 Ω στόσο κ ι ο ίδιος έζησε σ ’ ένα παρ ακμ ιακό περιβάλλον κα ι η ίδια η ποίησή του, με τα πεζά μέσα που χρησιμοποιεί για να τη συγκροτήσει κ α ι με την αφηγηματική ανάλυση που πλαισιώνει συχνά τ α δια δα κ τικ ά του σ υμπεράσματα, είναι μια ποίηση της πα ρακμής. Δεν ξέρω, νομίζω π ω ς ο σημαντι κ ό ς αυτός τεχνίτης του στίχου, που, ω στόσο, δεν συνέλαβε ούτε κα ι πραγματοποίησε έργο συνθετικό - κ ι αυτό δεν έχει σχέση με μιαν ενδεχόμενη αποτίμηση της αξία ς του - αναλώ θηκε μέσα σε μια κοσμοπολίτικη διάθλαση, και, βέβαια, έδωσε πίνα κες α π ’ αυ τή την κατάρρευση ενός κόσμου θεμελιωμένου π ά νω στην επίφαση κ α ι την υποκρισία του πολιτισμού του, έφτασε όμω ς σε μια καθη μερινή τριβή, πρά γμ α που ο ίδιος απεύχεται για τον εαυτό του. Α κριβώ ς αυτή η καθημερινότητα κα ι η στιχουργική συνθηματολογία - που ενμέρει έγινε χω ρ ίς την πρόθεση ή τη θέλησή του - νομίζω πω ς έβλαψ αν τελικά την υπόθεση της ιδιοτυπίας του. Ο μελετητής, ωστόσο, που δεν αρνείται στον ποιητή τη μεγαλοσύνη που ο ίδιος ο ποιητής απέδιδε στον εαυτό του κα ι οι Α λεξανδρινοί, αλ λά και οι ελλαδικοί κήνσορες τω ν λογοτεχνικώ ν μας πρα γμ άτω ν συνέχι σαν, εξετάζει κ ά πο ια α πό τα π ο ιήματά του που κάνουν λόγο γι’ αυ τή την πα ρακμή κα ι γ ι’ αυτή την υποκριτική επίφαση που συνεπά γεται η επισφ αλής θέρη τω ν στηριγμάτω ν τού οιονεί κοινωνικού, πολιτικού κα ι πνευματικού κατεστημένου, κα ι κ α ταλή γει με την ε πισήμανση κά ποιω ν ποιημάτω ν, που ευαγγελίζονται τη λύτρωση α π ’ αυτή την κατάρρευση μέσα σ’ ένα μεταφυσικό φως, το μόνο που σώζει τελικά κα ι σώζεται μέσα στην ποίηση. Κ.Μ. έχει κ α τατάξει τις μελέτες του κα τά τη χρονολογική σειρά τω ν α ντικειμένω ν που εξετάζει κα ι που είναι οι συγγρα φείς και το έργο τους, χω ρίς ω σ τόσο αυτό να συνεπάγεται ή να ο μολογεί μια αξιολογική αποτίμηση. Α υτός είναι κα ι ο λόγος που η μελέτη για το Σικελιανό, ποιητή ολοσδιόλου διαφορετικό από τον Καβάφη αλλά και α πό το Σεφέρη, κα ταχω ρίζετα ι ανάμεσα σ τις με-
Ο
8 4 / ε π ιλ ο γ η λέτες για τους δυο αυτούς ποιητές. Ο Σικελιανός είναι ποιητής με γάλων διαστάσεων, που φυσικά δεν έχει καμιά σχέση με την παρακμιακή ποίηση του Καβάφη, καθώς όλη την ποίησή του διαρ ρέει μια ρωμαλέα αισιοδοξία που εκπηγάζει από την άμεση επαφή του με την αρμονία - φανερή και αφανή - της φύσης και την ένω σή του με το σύμπαν και το θεό. Οι τρεις διαστάσεις του κόσμου μας - άδης, γη, ουρανός - αποτελούν για την ποίηση του Σικελιανού το απαρασάλευτο πλαίσιο, που μέσα του συντελείται η ποι ητική του δημιουργία, το «κατορθωμένο σώμα» της ποίησής του. Κι αυτό φαίνεται από το πρώτο του κιόλα συνθετικό ποίημα, τον «Α λαφρόΐσκιωτο», που πολύ εύστοχα ο μελετητής το χαρακτηρί ζει ω ς μία «νεοελληνική κατάβαση στον Ά δη » . Το ποίημα περιέ χει εμβρυακά ή σπερματικά όλα τα αναπτύγματα της ποιητικής δημιουργίας του Σικελιανού και ο μελετητής, εντοπίζοντας αυτήν την αντιστικτική αρμονία του φωτός και της σκιάς, της ζωής και του θανάτου μέσα στο έργο, αναδεικνύει την ιδιαιτερότητα και τη μεγαλοσύνη του. Τα στοιχεία που συγκροτούν αυτή την εκφραστι κή της ευφροσύνης και της απόλυτης ταύτισης με τις πρω ταρχικές πηγές της ζωής, η «ποιητική» του έργου, που ο μελετητής με διεισ δυτικότητα διαγράφει, τα σύμβολα, εντέλει, που μ’ αυτά ο ποιητής λειτουργεί, στη συνάντησή του με το λυρικό υπόστρωμα της ιδιο συστασίας του, εκτείνουν το ποίημα στην υπέρβαση του καιρικού και του περιστασιακού, είναι αυτό που θα λέγαμε η ανάπλαση του κόσμου, χαρακτηριστικό γνώρισμα των σημαντικώ ν δημιουργών. Και ο Σικελιανός, πραγματοποιεί, από την πρώτη του κιόλα σύνθε ση, αυτή την ανάπλαση, που ω ς «κοσμική πρω τοεικόνα» αναδεικνύει ο λυρισμός του. Το σχόλιο - όπω ς χαρακτηρίζει ο μελετητής τη, μικρή εξάλ λου, αναφορά - στον Σεφέρη, γίνεται με αφορμή κάποια από τα χωρία του «Πολεμικού ημερολογίου» του, και, βέβαια, εφόσον, περ’ από το πολιτικό ή δημόσιο πρόσωπο, εκείνο που ενδιαφέρει είναι ο ποιητής , ο Κ.Μ. επισημαίνει ότι σε αρκετά από τα ποιήμα τα του Σεφέρη γίνονται υπαινιγμοί σε πολιτικά γεγονότα ή κα ι πρό σωπα. Οι υπαινιγμοί αυτοί, ωστόσο, δεν παύουν να είναι ισ τορικές αιχμές στο έργο της τέχνης. Γιατί η συνάντηση του υποκειμένου με την ιστορία δημιουργεί το καλλιτεχνικό γεγονός - φτάνει εδώ να σκεφθούμε την αττική τραγωδία, όπου πολλοί υπαινιγμοί σε σύγ χρονα με τη δημιουργία των έργων γεγονότα περιέχονται σ ’ αυτήν, χωρίς ω στόσο ο επικαιρικός αυτός χαρακτήρας να δημιουργεί την παραμικρή ρωγμή στο συντελεσμένο έργο. Κι αυτό ίσως δίνει και τη δικαίωση σε μια ποίηση, που όπω ς εκείνη του Καβάφη, έγινε α ντικείμενο πλήθους μελετών, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει «να φα γωθεί από τα μαλάματα το πρόσωπό της». Ο μελετητής αφιερώνει αρκετές σελίδες του τόμου στην ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη - κι αυτό ίσως έχει το λόγο του στο ότι το έρ γο του είναι πλούσιο και πολυμερές, όσο κι αν οι «τρόποι» (με τη μουσική έννοια) του εκφραστικού οργάνου επαναλαμβάνονται από συλλογή σε συλλογή. Ό μ ω ς ο Ελύτης έφερε μιαν νέαν αίσθηση στον γερασμένο και ταλαιπωρημένο κόσμο της ποίησης, μιαν ευ φροσύνη, που ξεκινά από την οικουμένη του σώ ματος και εκτείνε ται στον ξαναδημιουργημένο κόσμο των οραμάτων και των ονεί ρων, όπου το Αιγαίο γίνεται το κέντρο μιας κοσμοθεωρητικής ποι ητικής αντίληψης. Ο μελετητής, με ερευνητική ματιά, προσδιορί ζει τις σταθερές αυτής της δημιουργίας και από συλλογή σε συλλο γή, όπου ο υπερρεαλισμός, ω ς εκφραστική ουσία, σπονδυλώνει την ποίηση, φτάνει στην κορύφωση της δημιουργίας του Ελύτη, που είναι η ποιητική σύνθεση «Τό "Αξιόν Έ σ τί» . Στην εξέταση του
ε π ιλ ο γ η / 8 5 πολύ σημαντικού αυτού ποιήματος, που περικλείνει στη δυναμική του εκφορά τα αρχέτυπα σ υστατικά της εθνικής μας αυτογνω σίας, ο μελετητής διαγράφει τη διάρθρωση κα ι την ακολουθία του ποιή ματος, που είναι πρα γμ ατικά σοφά οργανωμένο9 και όπου οι μορ φές των εκκλησ ιασ τικώ ν μελών αναπα ράγονται με μιαν εκφ ραστι κή σχεδόν πρω τογενούς ιδιομορφίας. Βέβαια, το ερωτικό στοιχείο (libido) που διαρρέει την ποίηση του Ελύτη είναι εμφανές, αλλά ως γενεσιουργό αίτιο, εντάσσεται μέσα στην ηθική και μεταφυσική λειτουργία αυτής της ποίησης. Και, βέβαια, ο μελετητής αναφέρεται στην «Α λβανιάδα», ποιητική σύνθεση, που δεν έλαβε εκδοτική μορφή κα ι αποτελεί ίσως την προϊστορία του σημαντικού αυτού έργου, όπου, μέσ’ από τις εμπειρίες του μεγάλου πολέμου κα ι της Κ ατοχής κα ι της Α ντίστασης, ο ποιητής δικαιώνει, γ ι’ άλλη μια φορά, την υπόσταση του ελληνικού λαού. ροσπερνώ ντας το μελέτημα για την ποίηση του Παναγιώτη Κανελλόπουλου (όπου καταγραφή τω ν ποιητικώ ν του συλλογών κα ι αναλυτική προσέγγισή τους) κα ι την πολύ προσω πι κή ποίηση του Γιώργου Ιωάννου, όπου ο μελετητής αναλύει - με τρόπο επαγωγό κα ι σοφό - το ποίημα «Η Θ εσσαλία ήταν θάλασ σα», θα σταθώ για λίγο στο μελέτημα το σ χετικό με τη γ λώ σσα της νεοελληνικής ποίησής μας, όπου επισημαίνονται κά ποιες αντινο μίες και αντιθέσεις στη χρήση του εκφραστικού οργάνου. Ο μελε τητής εδώ διαπιστώνει ότι η εισροή του υπερρεαλισμού στην ποίη σή μας ανέτρεψε ή, αν θέλουμε, έφερε ρήγματα στη γλω σσική ο μοιομορφία της δημοτικής, όπω ς είχε καλλιεργηθεί από τις προη γούμενες γενιές, που, ας σημειωθεί, δεν ήταν καθόλου «λιγότερο ελληνικές» από τη γενιά του ’30 (μια γενιά που ομολογεί την αφετη ρία της από την επαφή της με τα πνευματικά κινήματα της Ευρώ πης, και επηρεάστηκε πολύ περισσότερο α π ’ τις άλλες α π ’ αυτήν). Χρησιμοποιεί αρκετά στοιχεία τη ς καθαρεύουσας είτε μορφολογικά είτε σ υντακτικά κα ι κά πο τε φτάνει στην απόλυτη άρνηση της δημοτικής κα ι εκφράζεται στη λόγια γλώ σσα. Θ α είχα, ωστόσο, να παρατηρήσω ότι αυτό δε σ υνιστά αντινομία ή αντίφαση ή χρήση σ τοιχείων από τη δημοτική στη λόγια γραφή (όχι καθαρευουσιάνι κη) του Κάλβου, του Π απ αδιαμάντη ή του Βιζυηνού, για παράδειγ μα. Κι ακόμα, θα ’θελα να πω ότι, αν ο Κ αρυωτάκης, λόγου χάρη, χρησιμοποιεί τη λόγια γ λώ σσα στο ποίημα του «Εις Α νδρέαν Κάλβον», κα τά μίμηση της γλώ σσ ας του «μεγάλου Ζακυνθίου», δε ση μαίνει ότι αυτό συνιστά έναν κανόνα για την ποίησή του. Μπορεί η καθαρεύουσα να «εισχώρησε ύπουλα κα ι σ υνωμοτικά» στην ποί ηση, αλλά δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι το πράγμα έχει να κάμει με τις ατομικές, τις υποκειμενικές περιπτώ σεις των ποιητών. Και, εν πάση περιπτώσει, αυτός ο «βιασμός» της σ υνταγματικής ευθείας της έκφρασης είναι ό ,τι σώζει τελικά την ποίηση. Και η ελληνική γλώ σσα, με την πλούσια διαστρω μάτω σή της, δίνει στους δη μιουργούς αναξάντλητες δυνατότητες για παρόμοιους νόμιμους βιασμούς («είδος μειχτό αλλά νόμιμο»). Δεν παύει, όμω ς, αυτή η επισήμανση από το μελετητή, να θέτει καίρια το πρόβλημα της έ κ φρασης, κι αυτό νομίζω πω ς είναι πολύ σημαντικό στοιχείο προ σέγγισης σ ’ ένα χώρο τόσο απροσδιόριστο κα ι ρευστό. Τα μελετήματα που ακολουθούν, αναφέρονται σε νεοέλληνες πεζογράφους, όπω ς τον Δ. Β ικέλα, όπου εξετάζεται η παρουσία της Σύρου στο πεζογραφικό του έργο, τόσο από άποψη ιστορική όσο και ψυχολογική, το Ν ίκο Κ αζαντζάκη, τον Ι.Μ . Π αναγιωτόπουλο, τον Π έτρο Χ άρη, τον Γ. Ά μ π ο τ. Για το έργο του Καζαντζά κη «Καπετάν Μ ιχάλης», το χαρακτηριστικότερο ίσως του συγγρα• φέα (γιατί νομίζω πω ς τόσο τα προηγούμενα όσο κα ι τα επόμενα
Π
8 6 / ε π ιλ ο γ η μυθιστορήματά του διευρύνουν έναν κύκλο, όπου όμω ς ο θεματι κ ό ς άξονας αδυνατίζει σε μιαν επανάληψη επίμονη κ α ι κυριαρχι κή), ο μελετητής διερευνά τα διαδο χικ ά σ τάδια γραφ ής, που είχε αρχίσει κιόλα από το 1929 κα ι μοχθούσε ν α συγκροτήσει ένα μυθι στόρημα με κ εντρικό ήρωα τον πα τέρα του, κα ι που πήρε την τελι κή του μορφή ύστερ’ από είκοσι σχεδόν χρόνια. Α λλά ε κ τό ς α π ’ αυτή τη γραμματολογική προσέγγιση, ο μελετητής αναλύει το χ α ρακτήρα του κεντρικού ήρωα του έργου κα ι τον εντάσσει μέσα στο ιστορικό αλ λά κ α ι φιλοσοφικό πλαίσιο που ο συγγραφέας τον προορίζει, επισ ημαίνοντας την επική διάσταση του μυθιστορήμα τος, πράγμ α που δείχνει ότι η επαφή του μ ’ αυτό ενέχει τον ουσια σ τικό χα ρ ακ τήρ α τη ς πα ρ α δο χή ς κα ι της βαθύτερης διείσδυσης. ολύ πιο ενδιαφέρουσα είναι η απασχόληση του μελετητή με τον Ι.Μ . Π αναγιω τόπουλο, όπου αντικείμενο μελέτης γίνεται το μυθιστόρημά του «Τα εφτά κοιμισμένα παιδιά». Εδώ , εντοπί ζονται οι πη γές του μοναδικού αυτού μυθιστορήματος, τόσο οι γρ α π τές όσο κα ι οι προφ ορικές, καθώ ς κα ι οι ιδεολογικές κα ι αι σθητικές αφετηρίες, που το μυθιστόρημα προϋποθέτει, κα θώ ς κα ι οι αναλογίες, που μεταφέρει στον κόσ μο μας κα ι στους καιρούς μας. Κι ακ ό μα, η ανάλυση τη ς δομής του έργου, με τα «ποιητικά» στοιχεία που τη συγκροτούν, είναι μια ε παρ κ ής κα ι άκ ρω ς ενδια φέρουσα προσέγγιση. Ο Ι.Μ .Π ., όμω ς, δεν ήταν μόνο μυθιστοριογράφ ος (σίγουρα, η πρώτη του ιδιότητα, φαντάζομαι, θα προτιμού σε ο ίδιος να ήταν του ποιητή), ήταν κα ι από τους σ ημαντικότε ρους κ ριτικούς τη ς νεοελληνικής μας λογοτεχνίας κ α ι δοκιμιογρά φ ος πρώ της σειράς κα ι χρονογράφ ος περιω πής. Και στον δοκιμιο γράφο αφιερώνεται ένα σύντομο αλλά περιεκτικό μελέτημα, κι α κόμ α, α π ’ αφορμή το θάνατό του (το 1982) επιχειρεί μια συνολική θεώρηση τη ς πνευμ ατικής του προσ φ οράς στη συγκρότηση του νε οελληνικού μ α ς πολιτισμού, που δεν είναι καθόλου μικρή κα ι με τον τρόπο αυτόν κα ι η αποτίμησή του εντάσσ εται ω ς συνοδευτικό στοιχείο μιας μικρής ανθρώπινης αιω νιότητας. Και πά λι προσ περνώ ντας το μελέτημα για τις «Η μέρες οργής» του Πέτρου Χ άρη, μυθιστόρημα που αναφέρεται στον εμφύλιο πό λεμο κα ι όπου η βαθιά ανάλυση συνδυάζεται με την ερευνητική ερ γασία, κ ι ακ ό μα, τη σχετική σύντομη αναφορά στην «ταξιδιω τική εντύπωση» του Γ. Ά μ π ο τ , σ τέκομαι στο ενδιαφέρον μελέτημα «Π ρολεγόμενα στην πεζογραφία της γενιάς του τριάντα». Ο μελε τητής διαγράφει το ισ τορικό πλαίσιο της γενιά ς αυτής Και προσ διορίζει την π ροσφορά της στη νεοελληνική λογοτεχνία, με μια συ νολική θεώρηση τω ν δημιουργών, ω σ τόσο κα ι ο ίδιος κά που αμφι σβητεί αυτό το σ χήμα, ό ταν λέει ότι ο όρος «γενιά του τριάντα» α ποτελεί μια σύμβαση. Μ ολαταύτα κα ταγράφ ει τους όρους που προϋποθέτουν το σ χηματισ μό μια ς λογοτεχνικής γενιά ς, κι αυτή η σχηματοποίηση μπορεί, βέβαια, να βοηθά το μελετητή ή ερευνητή στην εργασία του, στον αναγνώ στη όμω ς εκείνο που έχει σημασία εντέλει είναι η λογοτεχνική δημιουργία του κάθε συγγραφέα, που κά ποια στιγμή αποδρά απ ό τα όρια της κα τά τα ξή ς του κα ι εγκαθι δρύεται ω ς ψυχολογικό γεγονός στη συνείδηση. Π ερισσότερο εν διαφέρουσα είναι η διαίρεση τω ν πεζογράφων της γενιά ς αυτής σε μ ικρασιάτες κα ι ελλαδικούς, όπου κα ταδεικνύεται ότι σ χεδόν οι μισοί α π ’ αυτούς έχουν γεννηθεί ή έλκουν την καταγω γή απ ό το ματωμένο μ ικρασιατικό χώ ρο ή έζησαν εκεί τα κρίσιμα χρόνια της ζω ής τους (Κ οσμάς Π ολίτης, με τόπ ο γέννησης την Αθήνα, αλλά από γονείς μ ικρασιάτες, που έζησε τα νεανικά του χρόνια στη Σμύρνη, Σ τρ ά τη ς10 Μ υριβήλης, απ ό τη Λέσβο, Σ τρα τής Δ ούκας, Φ ώτης Κόντογλου, Η λίας Βενέζης, από το Α ϊβαλί, τις αρχαίες Κυ-
Π
οικονομια
ΝΙΚΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΗ: Το εξωτερικό χρέος της Ελ λάδος και οι επιπτώσεις του επί της εθνικής οικο νομίας. Αθήνα, Εστία, 1989. Σελ. 150.
Το ελληνικό εξωτερικό χρέος α ποτελεί σήμερα το σημαντικότερο πρόβλημα της ελληνικής οικο νομίας. Σύμφωνα με τον καθηγητή Νίκο Γιάνναρη, που διδάσκει στο Πανε πιστήμιο Φόρνταμ της Νέας Υόρκης, η Ελλάδα, βάσει των επίσημων στοιχείων, είναι η πρώτη χώρα στον κόσμο στο κατά κεφαλήν χρέος, α φού κάθε Έλληνας χρωστάει στο ε ξωτερικό κάπου 2.000 δολάρια. Τεκμηριωμένη και περιεκτική η εργασία του Νίκου Γιάνναρη εξετά ζει ένα ζήτημα που θα έπρεπε να
^
0
ε π ιλ ο γ η / 8 7 δωνίες, απέναντι από τη Λέσβο, Γιώργος Θ εοτοκάς, γεννημένος στην Πόλη από γονείς Χ ιώτες, κα ι που θεωρούσε τον εαυτό του Χιώτη). Ό μ ω ς , μικρασιάτες κα ι ελλαδικοί συναντήθηκαν, ύστερ’ από την τραγική Κ αταστροφή, στον πνευματικό χώρο, κα ι δη μιούργησαν ένα σημαντικό τμήμα του νεοελληνικού μας πολιτι σμού. Ο μελετητής προβαίνει σε αποτιμήσεις τω ν λογοτεχνών αυ τών μέσα σε μια πυκνή θεώρηση της ιδιαίτερης προσφ οράς τους και θα ’λεγα πω ς οι κρίσεις αυτές έχουν και την αξία μιας αντικει μενικής πα ραδοχής. Ο Κ. Μ ητσάκης με το βιβλίο του αυτό προωθεί σ ημαντικά τη με λέτη της νεοελληνικής λογοτεχνίας, σε μιαν ουσιαστική κα ι χρήσι μη προσέγγισή της. ΚΩΣΤΑΣ Χ Ω ΡΕΑΝΘΗΣ
Σημειώσεις 1. Ο μελετητής, για περισσότερα στοιχεία σχετικά με τον Ευγένιο τον Αιτωλό, πα ραπέμπει στο «Σχεδίασμα περί της εν τω ελληνικά) έθνει καταστάσεως των γραμ μάτων...» (εν Κωνσταντινουπόλει 1867) του Μ. Παρανίκα και στη σελ. 92 του βι βλίου. Ωστόσο στη σελίδα αυτή αναφέρεται ο Ευγένιος μόνο ως δάσκαλος «της εν Καρπενησίω... σχολής». Πολύ περισσότερα για τη ζωή και τη δράση του βλέ πει κανείς στις σελ. 89-91 κι ακόμα στη σελ. 93, όπου γράμμα του Ευγενίου στον Λαρίσης Διονύσιο. 2. Τα πρόσωπα και τα χαρακτηριστικά της γενιάς αυτής εξάλλου εξετάζονται σε αρκετές σελίδες του τόμου· θα ’θελα εδώ να επισημάνω ότι τα κριτήρια για τον προσδιορισμό των λογοτεχνικών γενεών είναι συνήθως ρευστά. 3. Χαϊντούτος ήταν ο εθνικός ποιητής της Βουλγαρίας Χρίστο Μπότεφ (1847-1876). 4. Βλ. για παράδειγμα τα έργα του: «Η Φυλλάδα του Μέγ' Αλέξαντρου, με ιστορική εισαγωγή, Αθήνα 1935 (έκδοση μνημειώδης), Greece’s Anatolian ventoure - and after, 1937, Greek Miscellany, 1964 κ.ά. 5. Η φράση του Σεφέρη από τις «Δοκιμές», που παραθέτει ο επιμελητής: «Οι τρεις μεγάλοι πεθαμένοι ποιητές μας που δεν ήξεραν ελληνικά». Ωστόσο ο ίδιος ο με λετητής αμφιβάλλει για την ορθότητα του αφορισμού αυτού, όσον αφορά τον Καβάφη (σελ. 176). 6. Βλ. Εμμανουήλ Ροΐδου, τα είδωλα, εν Αθήναις 1983 και, Δημητρίου Βερναρδάκη, Ψευδαττικισμού έλεγχος ήτοι Κ.Σ. Κόντου γλωσσικών παρατηρήσεων αναφερομένων εις την ελληνικήν γλώσσαν ανασκευή, εν Αθήναις 1984. 7. Το έργο πρωτοεκδόθηκε το 1894. Έσχατη - αν δεν κάνω λάθος - αναδημοσίευ σή του στο περιοδικό «Θέατρο», χρ. Β’, τεύχ. 9, Μάιος - Ιούνιος 1963, σελ. 47-69. 8. Στο έργο «Der Untergang des Abenlandes», που αναφέρει ο μελετητής. 9. Βλ. και την εμβριθή ανάλυση του ποιήματος από τον Τάσο Λιγνάδη στο βιβλίο του «Το Άξιον Εστί του Ελύτη. Εισαγωγή, Σχολιασμός, Ανάλυση», Βιβλιοθήκη Σχολής Μωραΐτη, Ψυχικόν 1971. 10. Έχω την εντύπωση ότι το όνομα από το ψευδώνυμο του Μυριβήλη είναι Στράτης, όχι Στρατής. Ας μου επιτραπεί εδώ να σημειώσω και κάποιες άλλες παρατηρή σεις: νομίζω πως ο Θεοτοκάς πέθανε το 1966, όχι το 1965, που ορίζει ο μελετητής (σελ. 278). Πιστεύω ότι το άτονο «γιατί» στη σελ. 273 οφείλεται σε τυπογραφικό λάθος και όχι για να διακριθεί από το ερωτηματικό «γιατί». Και, προφανώς, τυ πογραφικό λάθος είναι η χρονολογία γέννησης του Βενέζη 1964 (!), σελ. 277. Και μια φράση που είναι κάπως ανειμένη (σελ. 275): «Ο Μυριβήλης έδωσε και μια σει ρά από διηγήματα, τα οποία αποδεικνύουν ότι ο Μυριβήλης ήταν εξίσου μεγάλος μάστορας του λόγου...».
προβληματίζει κάθε Έλληνα πολίτη. Οι υπέρογκες δαπάνες και σπα τάλες του δημόσιου τομέα, που δεν συνοδεύονται από τα απαιτούμενα φορολογικά έσοδα, καθώς και η διαρθρωτική αδυναμία της ελληνι κής οικονομίας να εκβιομηχανοποιηθεί και συγχρονιστεί είναι, κατά την άποψη του συγγραφέα, οι κύ ριες αιτίες των τεράστιων ελλειμμά των και του υπερβολικού εξωτερι κού χρέους. Επίσης οι μεγάλες αυ ξήσεις στις αποδοχές, κυρίως στην περίοδο 1980-85, αύξησαν το κό στος παραγωγής χωρίς ν' αυξή σουν αντίστοιχα την παραγωγικό τητα, με αποτέλεσμα να χειροτερεύσει η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων και να αυξη θεί η κατανάλωση, κυρίως των ξέ νων προϊόντων. Η Ελλάδα είναι υ ποχρεωμένη πλέον να πληρώνει μεγάλα ποσά ξένου συναλλάγμα τος για ετήσια τοκοχρεολύσια προηγουμένων δανείων και, όπως τονίζει στο βιβλίο του ο καθηγητής Ν. Γιάνναρης, πρέπει να ληφθούν δραστικά και ουσιαστικά μέτρα βελ τίωσης του ισοζυγίου πληρωμών. Η μελέτη αρχίζει με μία σύντομη ι στορική ανασκόπηση του εξωτερι κού χρέους, συνεχίζει με το πρό βλημα της εξυπηρέτησής του και της επίδρασης στο εξωτερικό εμπό ριο. Επίσης εξετάζεται η συσχέτιση με τα δημόσια ελλείμματα και η σχέ ση του χρέους με συναλλαγματικές και χρηματιστηριακές διακυμάν σεις. Η περιεκτική εργασία του Ν. Γιάνναρη κλείνει με δύο ενδιαφέ ροντα κεφάλαια (όγδοο και ένατο) όπου αναλύονται οι επιπτώσεις του εξωτερικού χρέους επί της δη μοσιονομικής πολιτικής και οι συνέ πειες σε επενδύσεις και παραγωγι-
ΣΩΤΗΡΗΣ ΝΤΑΑΗΣ
Τους παρ’ημίν μυριά πηγαινοερχομένους πελάτας ταμ αγαπώμεν ότι το βιβλΐον πολύ ηγάπησαν ΡΟ Μ ΑΙΝ ΡΟ Λ ΛΑ Ν: ΜΙΧΑΗΛ ΑΓΓΕΛΟΣ 0 Μιχαήλ Άγ γ ελ ος και η Ιταλία της εποχής του. Μεγάλοι καλλιτέχνες, μεγάλα έργα, ατέλειωτες ίντριγκες. Η Αιώνια Ρώμη, η μαγευτική Φλωρεντία. Κάτι εντελώς άγνωστο στη χώρα μας: τα οονέττα του μεγάλου ζωγράφου και γλύπτη.' Ενα έγχρωμο βιβλιοπανόραμα. Μεγάλο σχήμα. Βιβλιοδέτη μένο.
Πηγής 21, τηλ. 36.15.433 στον Γκοβόστη, Ζωοδόχου Πηγής 21, τηλ. ,
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΠΑΝ. ΒΛΑΧΟΥ
ΤΑ ΡΗΜΑΤΑ ΟΜΑΛΑ & ΑΝΩΜΑΛΑ
ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΕ 327 ΠΙΝΑΚΕΣ, ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ & ΕΝΑ ΕΠΙΜΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΑ ΑΝΩΜΑΛΑ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ
Το παρόν μικρό Λεξικό Ρημάτων της Αρχαίας Ελληνι κής, που κυκλοφορεί παράλληλα προς το αντίστοιχο μέγ« λεξικό των εκδόσεων Gutenberg, προορίζεται ν’ απο βεί εύχρηστο εργαλείο στα χέρια όλων των ενδιαφερομέ νων και ιδίως των μαθητών για την ανετότερη και γονι μότερη σπουδή και εκμάθηση της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας. Και στο λεξικό τούτο προτάσσεται σύντομο διάγραμμα Ιστορίας της Αρχαίας Ελληνικής και περι λαμβάνονται όλα τα ρήματά της, ομαλά και ανώμαλα, συνοδευόμενα επίσης με αναλυτικούς πίνακες των χρό νων και των εγκλίσεών τους.
Gutenberg: Σ ό λ ω ν ο ς 103, Α Θ Η Ν Α - 106 78, τηλ. 3600127
4 ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ
μόλις κυκλοφόρησαν
Γ. Γενναδίου 3, τηλ. 36.02.007
Μαρίζα Ντεκάστρο Βυζαντινή Τέχνη οδηγός για παιδιά Το βιβλίο που κρατάς στα χέρια σου, έχει σκοπό να σου γνωρίσει την τέχνη των Βυζαντινών. Η βυζαντινή τέχνη, όπως και κάθε άλλη μορφή τέχνης, «διαβάζεται». Για να τη διαβάσεις πρέπει να έχεις τα «κλειδιά» της, να ξέρεις τους κανόνες της για να μπορέσεις να αποκρυπτογραφήσεις τα μυστικά της. • Γιατί ο Παντοκράτορας ζωγραφίζεται πάντα στον τρούλο; • Γιατί ορισμένοι άγιοι ζωγραφίζονται πάντα νέοι; • Πώς κατασκευάζεται ένα ψηφιδωτό; • Πώς έγραφαν οι Βυζαντινοί; • Πώς έφτιαχνε τα χρώματα ο Βυζαντινός αγιογράφος; Απαντήσεις σ’ αυτά τα ερωτήματα, καθώς και σε πολλά άλλα, θα βρεις σ' αυτό το βιβλίο.
Γιολάντα Χατζή Έ λληνες ζωγράφοι 20ός αιώνας
Έ λλη νες Ζ ω γράφο ι _
20ος αιώνας
οδηγός για παιδιά Διάλεξα έντεκα αντιπροσωπευτικούς Έλληνες ζωγράφους του 20ού αιώνα και τρία έργα από τον καθένα, που να περιλαμβάνονται στις συλλογές της Εθνικής Πινακοθήκης, έτσι ώστε οι νεαροί επισκέπτες να μπορούν να δουν εκ του φυσικού, με το βιβλίο στο χέρι, τα πρωτότυπα έργα. Μπορούν όμως, εξίσου αποτελεσματικά, να το χρησιμοποιήσουν και στο σπίτι τους· τους βοηθάει να δουν και να ξαναδούν πολλές φορές με την ησυχία τους τούς διάφορους πίνακες και να γνωρίσουν, μέσα απ’ αυτούς, τους καλλιτέχνες και να προσεγγίσουν το έργο τους.
I. Φωκά - Π. Βαλαβάνης Τα αγγεία και ο κόσμος τους ανακαλύπτω την αρχαία Ελλάδα Εικονογράφηση: Σοφία Ζαραμπούκα Η γνωριμία με τον αρχαίο εληνικό κόσμο μέσα από τα υλικά του κατάλοιπα, είτε πρόκειται για απλά καθημερινά σκεύη είτε για μοναδικά έργα τέχνης, αποτελεί το στόχο μιας σειράς βιβλίων με τον γενικό τίτλο «Ανακαλύπτω την αρχαία Ελλάδα». Με έναν πρωτότυπο τρόπο χωρισμού της ύλης και με έναν ισορροπημένο συνδυασμό γλαφυρών κειμένων και εικονογράφησης (φωτογραφίες των έργων ή ζωγραφικές τους αποδόσεις), προσπαθήσαμε να κάνουμε τη μελέτη εύκολη και διασκεδαστική, με επιδιωκόμενο αποτέλεσμα μια «διαφορετική» σχέση με την αρχαιότητα. Ξεκινάμε τη σειρά αυτή με τα αγγεία, που αποτελούν την πλουσιότερη και αμεσότερη πηγή του αρχαιολόγου για μια γνωριμία με τις καθημερινές δραστηριότητες, την παραγωγή, το εμπόριο και την οικονομία, τα ήθη και έθιμα, αλλά και τις θρησκευτικές αντιλήψεις των αρχαίων.