ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
Τζεημ$
= $ *φ Έ
ff
Κυκλοφορεί τώρα και σε βιβλίο στα Ελληνικά
ΙΓΚΜΑΡ ΜΠΕΡΚΜΑΝ « ΣΚΗΝΕΣ ΑΠΟ ΕΝΑ ΕΑΜΟ »
ΠροηγήΟηκε η φήμη τον σαν κινηματογραφικού έργου. ΜΙΑ ΤΟ ΛΜ Η ΡΗ ΑΝΑΤΟΜΙΑ ΤΟΥ ΘΕΣΜ ΟΥ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ ΠΛΗΡΟ ΦΟΡΙΕΣ - ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΕΣ
Α.Α. ΛΙΒΑΝΗ & ΣΙΑ Ε.Ε. ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ
«ΝΕΑ ΣΥ Ν Ο Ρ Α » Σόλω νος 94, Τηλ. 3600.398 - 3610.589
πύρινο: cozivios ΛΑΟΥ ΤΖΕ
IΤΖΙΓΚ
ΒΙΒΛΙΑ - ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΙΠΠΟΚΡΑΤΟΥΣ 33 ΑΘΗΝΑ ΤΗΛ. 3602883
ΑΡΧΑΙΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΘΡΗΣΚΕΙΕΣ*ΙΕΡΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΟΓΚΑ* ΙΝΔΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΙΔΕΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ
Κ υκλοφορούν:
ΤΑ ΑΓΝΩΣΤΑ ΝΟΜΠΕΛ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΤΟ ΠΑΝΔΟ ΧΕΙΟ
ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ
'Απαγορευμένο στή Σοβιετική "Ενωση άπό τό 1923. "Ενα θαυμάσιο αύτοβιογραφικό κείμενο, ή φιλία τ« ΰ Πάστερνακ μέ τό Μαγιακόφσκυ, ή ατμόσφαίρα μιας έπαναστατικής εποχής.
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ
Ή ιστορία μιας γυναίκας. Μιας γυναίκας καταπιεσμένης άπό τόν κοινωνικό της περίγυρο. Μιας γυναίκας πού άγάπησε «παράνομα», άγωνίστηκε καί κέρδισε τήν ελευ θερία της. «Γυναικείος λόγος», μέ καθηλωτικές αναλογίες στην έλληνική πραγματικότητα.
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
..ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ" ΤΗΛ. 264-958
'Έ να ερωτικό αριστούργημα. Ο Γιαπωνέζος νομπελίστας Καβαμπάτα, άγνωστος στην Ελλάδα, δίνει μέσα άπό μιά εύστοχη ερωτική αλληγορία ένα χαρακτηριστικό δείγμα τού μυστικισμοΰ τής ’Ανατο λής. παρατηρητής ΑΘΗΝΑ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ: ΑΙΑΟΤΟΥ
Γραφτείτε συνδρομητές Εσω τερικού 'Απλή (15 τευχών): 1.350 δρχ. » (25 τευχών): 2.100 δρχ.
Σπουδαστική* (15 τευχών): 1.250 δρχ. » (25 τευχών): 1.900 δρχ.
’Οργανισμών, Τραπεζών, Ιδρυμάτων (25 τευχών): 2.500 δρχ.
Κύπρος 22 34 20 31
Εύρώπη 25 39 23 36
Αμερική Άσία Αφρική 28 44 26 41
Αύστραλία 31 50 30 47
40
45
50
56
Ε ξω τερικού 'Απλή (15 τευχών): » (25 τευχών): Σπουδαστική* (15 τευχών): » (25 τευχών): Σχολών Βιβλιοθηκών Ιδρυμάτων (25 τευχών): *οι σπουδαστές μέσης, άνώτερης καί άνωτατηςέκπαΐδευσης γράφοντα. συνδρομητές μέ τήν έπίδειξη ή τήν άποστολή φωτοτυπίας
Δολ. ηπα Δολ. ηπα
’Εμβάσματα στή διεύθυνση: Κατερίνα Γρυπονησιώτου Περιοδικό «Διαβάζω» 'Ομήρου 34 Αθήνα (135)
Συμπληρώστε τή σειρά Τιμή μηνιαίων τευχών: 150 δρχ. (διπλών 230 δρχ.) Τιμή δεκαπενθήμερων τευχών: 100 δρχ. (διπλών 130 δρχ.) Τά παλιά τεύχη τού «Διαβάζω» μπορείτε ή νά τά άγοράσετε άπό τά γραφεία τού περιοδικού ή, άν μένετε στήν έπαρχία, νά ζητήσετε νά σάς τά στείλουμε μέ άντικαταβολή.
Κυκλοφορούν οί τόμοι 1-10: 1.100* δρχ. ’Αξία βιβλιοδεσίας 250 δρχ.
Ζ ητή σ τε τούς τόμους τού «Διαβάζω» άπό τά γραφ εία τού περιοδικού ή, άν μ έ ν ε τ ε στήν έπαρχία, ζητή στε νά σάς τούς σ τείλο υ μ ε μ έ άντικαταβολή. Μ πορείτε άκόμα νά ά ντα λ λά ξετε τά τεύχη πού έ χ ετε μ έ δεμένου ς τόμους, πληρώνοντας μόνο τή βιβ λιοδεσία (250 δρχ. γιά κάθε τόμο).
ΔΙΑΒΑΖΩ ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
Όμηρου 34, ’Αθήνα - 135 Σύνταξη: 36.40.487 Λογιστήριο: 36.40.488 Διαφημίσεις: 36.26.910
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Τεϋχος 62 9 Φεβρουάριου 1983 ΧΡΟΝΙΚΑ
Τιμή: Δρχ. ’Εξώφυλλο Γιώργου Γαλάντη Διευθυντής: Περ. Άθανασόπουλος 'Αρχισυντάκτης: Νίκος Στεφανάκης Σύνταξη: Γιώργος Γαλάντης, Σοφία Γεμενάκη, Δημήτρης Δεληπέτρος, Βασίλης Καλαμαράς, Γλύκα Μαρκοπουλιώτου, Ηρακλής Παπαλέξης, Ντορίνα Πέζαρου, Βασίλης Τσάμης Γραμματεία Σύνταξης: Γιώργος Σαρηγιάννης Οικονομικός υπεύθυνος: Βάσω Σπάθή Διαφημίσεις: Ηρακλής Παπαλέξης Διορθώσεις: Πέτρος Στεφανάκης Σελιδοποίηση: Νένη Ράις Στοιχειοθεσία: Φωτοκύτταρο ΕΠΕ, ‘Υμηττού 219, Παγκράτι, τηλ. 75.16.333 Διαφάνειες: Δ. Π. Άγγελής, 'Εκτύπωση: Βαλασάκης - Άγγελής Ο. Ε., Ταύρου 21 Βιβλιοδεσία: Νικ. Κατριβάνος & Σία Ο.Ε., Στ. Γόνατά 48 Διανομή: Νέο Πρακτορείο Τύπου
ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ 4 ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ: Γράφει ό Γιώργος Βέλτσος 5 Η ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ 7 ΔΙΑΛΟΓΟΙ: Γράφουν οί Α. Βαρκός, Γ. Κεχαγιόγλου, Θ. Σερμπίνης, Ν. Πετασάκης καί Λ. Ρήγας 8 ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Γράφει ό Ά λ. ’Αργυρίου 10 ΤΟ ΞΕΝΟ ΒΙΒΛΙΟ: ’Ανταπόκριση άπό τό Παρίσι τού Michel Volkovitch 12 ΑΦΙΕΡΩΜΑ Εισαγωγή Marc Dachy: Τζαίημς Τζόυς: Ή ζωή καί τό έργο του Agathe Malet-Buisson: Ό καθημερινός Τζόυς Μαντώ Άραβαντινού: Τό Δουβλίνο τού Τζόυς μέσα άπό τή γραφή τών «Δουβλινέζων» Jean-Michel Rabate: Τά ρίσκα τού Όδυσσέα Odile Gandon: Ό Όδυσσέας καί ή γλώσσα τού Όμήρου Βάιος Παγκουρέλης: Ό Τζόυς καί τό θέατρο Gerard-Georges Lemaire: Ό Τζαίημς Τζόυς καί οί «πρωτοπορίες» Marc Dachy: Ά π ό τόν Τζόυς καί μετά... Έ ργα τού Τζαίημς Τζόυς στά έλληνικά
15 16 28 35 40 59 62 65 69 70
ΟΔΗΓΟΣ ΒΙΒΛΙΩΝ
Κεντρική διάθεση: ’Αθήνα: «Διαβάζω» ‘Ομήρου 34 Τηλ. 36.40.488 Πειραιάς: Βιβλιοπωλείο «Κιβωτός» Δραγάτση 1 Θεσσαλονίκη: Βιβλιοπωλείο Μ. Κοτζιά καί Σία Τσιμισκή 78 Τηλ. 279.720, 268.940 Κύπρος: Πρακτορείο βιβλίου Χρ. Άνδρέου καί Σία Ρηγαίνης 64 Λευκωσία
ΕΠΙΛΟΓΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ: Γράφει ή Νίκη Λοϊζίδη 71 ΠΟΙΗΣΗ: Γράφουν οί Γιώργος Βέης καί Γιώργος Κεχαγιόγλου 73 ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ: Γράφουν οί Γ. Ίωάννου, Μιχαήλ Μήτρας κάί Φ. Δ. Δρακονταειδής 79 ΜΕΛΕΤΕΣ 85 ΠΛΑΙΣΙΟ: Γράφει ό Βάιος Παγκουρέλης 73 ΠΛΑΙΣΙΟ ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ: Γράφει ή Ε. Παμπούκη 83
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ Έμ. Κριαράς: Περιόρισα τίς άναζητήσεις μου στήν περίοδο δπου άρχίζει νά διαμορφώνεται ό νεοελληνικός βίος ΔΕΛΤΙΟ
Κυκλοφορεί σέ 12.000 άντίτυπα ‘Υπεύθυνος τυπογραφείου: Κ. Λεμπέση, 'Υμηττού 219, Παγκράτι
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ ΚΡΙΤΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
41 49
ΧΡΟΝΙΚΑ Τό δημοφιλέστερο βιβλίο ΤΟ «Διαβάζω», έπιλέγοντας όρισμένα βιβλία γιά νά παρουσιαστούν καί νά κριθοϋν καί άπορρίπτοντας τά ύπόλοιπα, άσκεϊ άσφαλώς μιά πολιτική στό χώρο τού βιβλίου καί γενικότερα τής πνευματικής δημιουργίας. ’Αγνοεί όμως τή γνώμη τών άναγνωστών του γιά τά βιβλία πού προτείνει. Ή « Αγορά τού Βιβλίου» πάλι δίνει μιά είκόνα, κατά προσέγγιση άντικειμενική, τής έμπορικότητας όρισμένων βιβλίων. Μέ κανένα όμως τρόπο δέν μπορεί νά άναπληρώσει τή φωνή, τίς προτιμήσεις τών ίδιων τών άναγνωστών τού «Διαβάζω», πού ώς όμάδα παρουσιάζει μιά Ιδιαιτερότητα. Σκεφτήκαμε λοιπόν νά διερευνήσουμε τή γνώμη τών άναγνωστών μας γιά τά βιβλία πού διάβασαν μέσα στό 1982, όργανώνοντας μιά σχετική δη μοσκόπηση. Στή δημοσκόπηση αύτή μπορούν νά πάρουν μέρος όλοι οί άναγνώστες μας, άρκεΐ νά συμπληρώ σουν τό «δελτίο συμμετοχής» πού θά βροϋν στό τεύχος αύτό. Γιά νά θεω ρηθούν όμως έγκυρες οί άπαντήσεις, πρέπει νά άναφέρουν μόνο ένα ή δύο βιβλία, τά όποια νά έχουν χρονολογία έκδοσης 1981 ή 1982. Βιβλία πού δέν θά έχουν σαφή χρονολογία έκδοσης, ή θά έχουν, άλλά παλιότερη άπό τό 1981, δέν θά ληφθοϋν ύπόψη. Καί κάτι άκόμη. Θά περιμένουμε τίς άπαντήσεις σας μέχρι τίς 28 Φε βρουάριου.
Έτσι θά προχωρήσει ή κουλτούρα μας; ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ στά «Νέα» τήν παρακάτω πρόταση τού γνωστού θεατρικού συγ γραφέα Κ. Μουρσελά: «γιατί ποτέ κα νείς ύπουργός δέ σκέφτηκε νά βοη θήσει τίς έπιδόσεις κάποιων συγγρα φέων; Έτσι νά βρει έναν τρόπο νά τούς άπασχολεϊ μόνο δύο-τρεΐς ώρίτσες τήν ήμέρα καί τίς ύπόλοιπες νά τούς στέλνει σπίτι τους ν’ αύξήσουν τίς έπιδόσεις τους;... "Ας τούς διορί σουν στίς Ε.Ρ.Τ, στά ύπουργεια Παι δείας, Πολιτισμού, σέ μουσεία ή βι βλιοθήκες καί νά δοϋν πόσο έχουν νά ωφεληθούν άπό τίς δύο ώρίτσες πού θά τούς κάνουν τήν τιμή νά τίς διαθέ σουν στό Κράτος. Δέ λέω βέβαια νά προτείνουν κάτι τέτοιο σέ όλους τούς γράφοντας. Μόνο σέ κείνους πού
προ λεγο μένα άποδεδειγμένα προχωρούν τήν κουλ τούρα μας...». (Προηγουμένως ό Κ. Μουρσελάς έχει άναφέρει, έντελώς ένδεικτικά, κάπου 40 όνόματα «πού προχωρούν τήν κουλτούρα μας».) "Ας τό πούμε εύθύς άμέσως: Δια φωνούμε ριζικά καί μέ τήν πρόταση τού Κ. Μουρσελά καί μέ τήν όλη άντίληψη πού άποπνέει. Έτσι θά προχω ρήσει ή κουλτούρα μας; Μέ τή δη μιουργία στρατιάς κρατικών κονδυλο φόρων, άργόμισθων ή ύποαπασχολούμενων, πού θά έξαρτώνται όλοι τους άπό τίς κρατικές πενταροδεκά ρες, τίς όποιες ούτε στόν ύπνο τους δέν θά τολμούν νά τίς άμφισβητήσουν; Πού θά είναι, ώς προνομιούχοι έργαζόμενοι, έρμαια τής πολιτικής έξουσίας; Άλλά τ( σχέση μπορεί νά έχει ή πνευματική δημιουργία μέ τόν κρατικό παρεμβατισμό ή προστατευ τισμό; Είναι πράγματα άσυμβίβαστα. Ή όποια έξουσία, έχει ώς άποτέλεσμα τόν περιορισμό τής έλευθερίας, ένώ άντίθετα ή πνευματική δημιουργία στοχεύει στή διεύρυνση τής έλευθε ρίας τού άτόμου. Τό μόνο βέβαιο λοι πόν άπό ένα τέτοιο σύστημα πού όνειρεύεται ό Κ. Μ. είναι μιά άπέραντη πνευματική έρημος. Άκόμη, δέν είμαστε διόλου βέβαιοι πώς άν ό Ίωάννου, π.χ., ή ό Κουμανταρέας ή ό Ταχτσής ήταν κρατικοί άργόμισθοι, θά ήταν καί καλύτεροι, ή έστω παραγωγικότεροι, συγγραφείς. Ό μεγαλύτερος έλεύθερος χρόνος είναι αύτός πού δημιουργεί τό ταλέν το, τήν έμπνευση καί τήν όρεξη γιά σκληρή πνευματική έργασία; "Η τά τρία αύτά μαζί, όταν συνυπάρχουν, κατορθώνουν νά ξεπερνούν τίς δε σμεύσεις τού χρόνου, δημιουργώντας έργα πού τελικά τόν καταργούν; Σέ ποιά άραγε κρατική άργομισθία ή ύποαπασχόληση χρειάστηκε νά ύποκύψουν ό Παπαδιαμάντης, ό Καρκαβίτσας, ό Καβάφης, ό Σικελιανός, ό Σεφέρης, ό Ρίτσος, ό Βρεττάκος, ό Βάρναλης, δ Χατζής, ό Τσίρκας καί τόσοι άλλοι; Καί ποιά τέτοια δουλεία θά βοηθούσε νά γίνουν καλύτεροι άπ’
δ,τι ήταν οί Πολέμης, Δροσίνης, Τραυλαντώνης, Ούράνης, Σκίπης κι ένα σωρό άλλοι; Κι έπειτα, γιατί νά τρώνε κάποιοι συγγραφείς τις θέσεις καί τό ψωμί άλ λων, μέ τίς ίδιες ίσιος άνάγκες; Μπο ρεί έκεϊνοι βέβαια νά μήν ξέρουν π.χ. νά γράφουν ποιήματα, άλλά αύτό δέν μάς λέει τίποτα. Γιατί πρέπει νά φτιά ξουμε κόστα προνομιούχων έργαζόμενων; Νομίζουμε ότι στό κοινωνικό σύνολο ή προσφορά τόσο τού συγ γραφέα όσο καί τού τσαγκάρη ή τού οικοδόμου ή τής έργάτριας είναι τό ίδιο πολύτιμες, άλλά δέν είναι καί δέν πρέπει νά γίνονται συγκρίσιμες καί άνταγωνίσιμες. 'Όσο γιά τό τί γίνεται στόν άθλητισμό (γιατί μέ άφορμή αύτό τό θέμα ξεκίνησε τίς σκέψεις του ό Κ. Μ.), άς μήν ξεχνάμε ότι ή φήμη μιάς πανίσχυ ρης άθλητικής όμάδας ΙσοδυναμεΙ σήμερα μέ τό μύθο ένός άήττητου στρατού. Ό ,τι λοιπόν συμβαίνει στόν άθλητισμό (άργομισθίες, ύποαπασχολήσεις, έπαγγελματικές διευκολύν σεις κλπ.) άς τό δούμε μέσα στά πλαί σια τής κρατικής προπαγάνδας -τίπο τα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Κι άς είμαστε βέβαιοι ότι άν οί κρατικοί μηχανισμοί έβλεπαν κάποτε συμφερότερο γιά τήν έξουσία καί τήν οικο νομία τους νά ένισχύουν καί νά προ βάλλουν π.χ. τίς άναγνώσεις λογοτε χνικών έργων σέ γήπεδα, αύτό θά προπαγάνδιζαν καί αύτό θά πριμοδο τούσαν...
Ή άνοδική πορεία ένός βιβλίου ΤΡΕΙΣ άναγνώστες μας, πού παρακο λουθούν τό Εργαστήρι Θεατρικών Σπουδών τού «Κύτταρου», μάς κα τάγγειλαν μιά σοβαρή, άν άληθεύει, έκδήλωση αισχροκέρδειας -κάπως καθυστερημένα βέβαια, άλλά τώρα τελευταία τό συζήτησαν μεταξύ τους καί τό άνακάλυψαν. Άλλά νά πώς έχει τό πράγμα: Γύρω στά μέσα τού Δεκέμβρη, ό γνωστός σκηνοθέτης Κώστας Μπάκας, γιά νά διδάξει τό «Βυσσινόκηπο» τού Τσέχωφ, ζήτησε άπό τούς μαθητές τού «Κύτταρου» νά προμηθευτούν καί νά διαβάσουν τή δοκιμασμένη μετάφρα ση τού έργου άπό τό Λ. Καλλέργη. Ή μετάφραση αύτή, γιά όσους δέν τό ξέρουν, έχει έκδοθεΐ άπό τίς έκδόσεις Γκόνη, δέν κυκλοφορεί όμως σέ αύτοτελή τόμο, άλλά σ’ έναν ένιαΐο
χρονικα/5
τόμο μαζί μέ άλλα θεατρικά έργα τού Τσέχωφ, έπίσης σέ μετάφραση Λ. Καλλέργη. Ό πρώτος άπό τούς άναγνώστες μας πήγε στό βιβλιοπωλείο τής «Δω δώνης», στΙς 15 Δεκεμβρίου, ζήτησε τό βιβλίο, τού τό 'δωσαν καί πλήρωσε 300 δραχμές. Μετά άπό λίγη ώρα, ό δεύτερος άναγνώστης μας πήγε έπί σης στή «Δωδώνη», τού είπαν δτι τό βιβλίο έχει άρχίσει νά έξαντλεϊται, άλλά τελοσπάντων τό βρήκαν καί κείνος τό άγόρασε άντί 350 δραχμών. Όσο γιά τόν τρίτο άναγνώστη μας, πού πή γε στή «Δωδώνη» μέ καθυστέρηση άρκετών ωρών άπό τούς άλλους δύο, άλλά πάντως τήν Ιδια μέρα, ήταν ό πιό άτυχος. Τό άγόρασε μέ 400 δραχ μές! ’Επειδή ή καταγγελία είναι έξαιρετικά σοβαρή (έξάλλου προέρχεται άπό άνθρώπους πού καμιά πρόθεση δυσφήμισης τού βιβλιοπωλείου δέν έχουν) καί έπειδή συνιστά άκόμη καί ποινικά κολάσιμη πράξη, άναμένουμε τήν άπάντηση τής «Δωδώνης», γιά τήν όποια, όμολογοϋμε, είχαμε καί έχουμε πολύ καλή έντύπωση. Πριν όμως άπαντήσει, άς κάμει μιά έρευνα ή διεύθυνση τού βιβλιοπωλείου, κι άν υποψιαστεί κάποια τέτοια πρωτοβου λία ύπαλλήλου της, άς μή διστάσει νά τού κόψει κάθε διάθεση νά έργαστεϊ ξανά σέ βιβλιοπωλείο. Πάντως τά όνόματα τών άναγνωστών μας βρί σκονται στή διάθεση τής «Δωδώνης» —δχι δμως καί οι άποδείξεις τών άγορών τους (πού νά φανταστεί ό καθέ νας τους τήν τιμή άγοράς τού βιβλίου άπό τούς άλλους, ώστε νά φυλάξει τήν άπόδειξη;...). Πέρα δμως άπ' αύτό τό συγκεκριμέ νο γεγονός, γιά νά μπορέσουμε κάπο τε νά διαμορφώσουμε ένα σύστημα προστασίας τών βιβλιόφιλων άπέναντι στήν άμετρη κερδοσκοπία καί τήν άπάτη, άνεξάρτητα άπό τις άγορανο μικές ύπηρεσίες, πού γι’ αύτές δλα αύτά Ισως είναι «ψύλοι στ’ άχυρα», παρακαλοϋμε τούς άναγνώστες μας, μόλις γίνονται θύματα τέτοιων πρά ξεων ή μόλις άντιλαμβάνονται νά γί νεται κάτι τέτοιο σέ βάρος άλλων, νά μάς ένημερώνουν σχετικά, καί μεϊς έγκαιρα θά τό φέρνουμε στή δημο σιότητα.
Ό πνευματικός ύπόκοσμος άναδεύεται ΟΡΙΣΜΕΝΟΙ (εύτυχώς έλάχιστοι), μέ λη τού πνευματικού ύπόκοσμου (ύπάρχει καί τέτοιος), άντί νά προσ παθούν νά δημιουργήσουν έργο προ σωπικό, πού νά μπορεί ν’ άντέξει, έστω καί γιά λίγο, στό χρόνο καί στήν κριτική, άσχολούνται μέ χίλια-δυό άλ λα πράγματα -μήν μπορώντας ν’ άντέξουν τήν έπιτυχία όποιουδήποτε.
Καί πότε έφευρίσκουν έρωτες, πάθη καί σχέσεις άνομες, πότε άνακαλύπτουν άρρώσπες φοβερές πού κατα βάλλουν κάποιους, πότε όσφραίνονται Ιδεολογικές καί πολιτικές μετακι νήσεις, πότε διακηρύσσουν δτι έχουν στοιχεία γιά έπιχορηγήσεις κρυφές άπό ήμεδαπά ή άλλοδαπά κέντρα συμφερόντων κλπ., κλπ. Τελευταία λοιπόν, οι κύριοι αύτοί, γνωστής πνευματικής στειρότητας καί διαπιστωμένης άταλαντοσύνης, βλέποντας γιά άλλη μιά φορά δτι ή πόρτα τού «Διαβάζω» έχει κλείσει πιά όριστικά γι’ αύτούς καί γιά τά ήθη τους, έχουν συμμαχήσει καί έχουν ξι φουλκήσει, μένεα πνέοντες, έναντίον τού περιοδικού. Καί τό τ( λένε πίσω άπό τις πλάτες μας οι άνανδροι, σέ κοσμικές συναθροίσεις, σέ λογοτεχνι κά βραδινά ή σέ έπισκέψεις τους σέ βιβλιοπωλεία καί έκδότες, δέν περιγράφεται. Κομπλεξικοί κι άνεγκέφαλοι, νομίζουν δτι μπορούν νά μάς πλήξουν μέ τις συκοφαντίες καί τις άνευθυνολογίες τους. Καί νά προδιαγρά φουν μέ άκρίβεια άκόμη καί τό... «κλείσιμο» τού περιοδικού! 'Αλλά πέ φτουν έξω ατούς ύπολογισμούς τους. Γιατί ή βλακεία τους ύπερισχύει τελι κά τής κακότητάς τους. Πάντως, τούς προειδοποιούμε. "Αν συνεχίσουν τήν τακτική τής λασπολο γίας, πολύ σύντομα θά άρχίσουν νά παίρνουν τήν άπάντηση άπό τις στή λες αύτές. Θά άρχίσουμε έμεϊς πρώ τοι τά άποκαλυπτήρια, μέ στοιχεία φυσικά: ποιός, τί, πότε καί πού τό εί πε. Κι άς βρούν μετά συνηγόρους νά τούς ύπερασπιστοϋν. Κάποιος δέν είπε δτι ή καλύτερη άμυνα είναι ή έπίθεση;
Ανεξήγητη σιωπή ΤΟΝ περασμένο μήνα, πολλές φωνές διαμαρτυρίας πολιτιστικών φορέων άκούστηκαν γιά τή δίωξη τούρκων διανοούμενων άπό τή δικτατορία τής πατρίδας τους. Άνάμεσά τους, κά ποιες σημαντικές πνευματικές μας προσωπικότητες, καί άπό τά λογοτε χνικά μας σωματεία μόνο ή 'Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών -καί είναι πρός τιμήν της. Άπό τή λεγόμενη ’Εθνική 'Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών δέν περιμένα με βέβαια ν’ άντιδράσει γιά διώξεις σέ χώρα-μέλος τού ΝΑΤΟ (έξάλλου αύγο( άσχολούνται μέ δ,τι είναι έθνικό), άλλά ή 'Εταιρεία Συγγραφέων; Γιατί αύτή ή σιωπή; Καί νά σκεφτεΐ κανείς δτι περιλαμβάνει στούς κόλπους της καί στή διοίκησή της μερικά άπό τά πιό εύαίσθητα καί φωτισμένα μυαλά πού διαθέτει ό τόπος μας...
αναγνώσεις
«Οί πρεσβευτές καί οί παίχτες» 'Ανησυχητικά παράξενη θά ήταν γιά τόν J. Lacan ή έμμονή τού δαίμονα τού τυπογραφείου νά τοποθετεί τούς «Πρεσβευτές» τού Holbein άνάποδα στό έξώφυλλο τής έλληνικής έκδοσης τού βιβλίου του. Καί αύτό παρά τήν ύπόδειξή του στό ίδιο του τό κείμενο, γιά τή θέση τού πίνακα πού «δέν μπορούμε νά τόν τοποθετήσουμε άνάποδα», γιατί άκόμη «κι άν άντιστρέψουμε ένα ντιαποσιτίφ, θά άντιληφθείτε άμέσως άν σάς τόν δείχνουν άπό τή δεξιά πλευρά άντί άπό τήν άριστερή του». Γιά τόν δαιμόνιο όμως έλληνα διανοούμενο -όλους έμάς τούς πρεσβευτές χωρίς πρεσβεία- ή άντιστροφή είναι έφησυχαστικά οικεία. Παίζουμε μέ μιά ξένη τράπουλα έμεϊς, πού οί φιγούρες της δέν έχουν όρθιο καί άνάποδο, ούτε μπροστά καί πίσω. Έγελιανοί καί μαρξιστές ξέρουμε πώς ό βαλές παίζει έξίσου καί μέ τό κεφάλι κάτω. Παίζουμε βέβαια μέ άνοιχτά χαρτιά, μόνο πού ή τράπουλα είναι άπό τά πριν σημαδεμένη. Γ. ΒΕΛΤΣΟΣ
6/χρονικα
Πέρα δμως άπό τήν άπογοήτευσή μας κα( τ(ς άπορίες πού μάς γέννησε ή σιωπή της γι’ αύτό τό συγκεκριμένο θέμα, έπισημαίνουμε άτι, παρόλο πού κοντεύει νά περάσει ένας χρόνος άπό τήν ίδρυσή της, κανείς ποτέ δέν ένιω σε δτι ύπάρχει καί λειτουργεί αύτή ή 'Εταιρεία. Τί συμβαίνει άραγε;
Ό κριτικός ώς άνθοκόμος ΟΠΩΣ σάς είχαμε ύποσχεθεϊ στό προηγούμενο τεύχος, φέρνουμε στή δημοσιότητα ένα «Μικρό λεξικό κριτι κών δρων» τού πρόωρα χαμένου συ νεργάτη μας Δημήτρη Πέππα. 'Απο λαύστε τον:
έμπρόσθημα:... ένδοϋποκειμενικός: ύποκειμενικός. καρυωτακικός: συχνά άναφέρει όνόματα έπαρχιακών πόλεων. καφκικό: διήγημα ή μυθιστόρημα σέ κάποιο σημείο τού όποιου ό ήρωας άνεβαίνει σκάλες ή χτυπάει μιά πόρτα πού δέν άνοίγει, ή, άν άνοίγει, ή ύπηρέτρια δηλώνει δτι δέν είναι κανείς μέσα. κριτική: βλ. μετακριτική.
στρουκτουραλιστής: 1) έχει τή συνή θεια νά κόβει τίς λέξεις στά δύο. 2) κατά κάποιον τρόπο σκοτεινός. 3) έντελώς άκατανόητος. συγχρονικός: δέν έμφανίζεται πουθε νά ό Όδυσσέας. ύπαρξιακό: πεζογράφημα στό όποιο κάποιος έχει γιά όνομα ένα κεφαλαίο γράμμα. υπερρεαλιστικός: κάποιες άσύνδετες είκόνες καί κάποτε μιά ραπτομηχανή.
ΟΙ κριτικοί δλων τών τεχνών στή χώρα μας, Ιδιαίτερα τής λογοτεχνίας, καλ λιεργούν όρισμένους δρους μέ τόν τρόπο πού όρισμένοι άνθρωποι καλ λιεργούν σπάνια άνθη. Κατωτέρω προσφέρουμε ένα σύντομο όδηγό γιά μερικούς άπό τούς πλέον χαρακτηρι στικούς. Ό έπαρκής άναγνώστης θά μπορούσε νά τόν έπαυξήσει μέ άνάλογες άνακαλύψεις:
μπορχεσιανό: κάτι πού θά πρέπει νά είναι πολύ έξυπνο, βέβαια στριμμένο καί άκατάληπτο. Όπωσδήποτε προτι μότερο άπό ότιδήποτε έλιοτικό, πού είναι τώρα πιά ξεπερασμένο.
άλληγορικός: όπωσδήποτε κάτι θέλει νά πει, δμως δέν καταλαβαίνω τίποτε.
μπρεχτικό: έργο δπου κάποιοι φωνά ζουν κάποτε έν χορώ κι έπειτα κατε βαίνουν τρέχοντος στήν πλατεία.
Μέ λίγα λόγια, ένα περίεργο παιχνίδι συνεχών άθετήσεων, συνεχών προσ δοκιών, συνεχών ρήξεων μέ όλους τούς κόμβους φαντασιακής υποδού λωσης, πού προβάλλει σάν έτερότητα πάντοτε μέσα στήν ταυτισπκή δομή. Τή δομή, πού πάντως όφείλει νά θέτει έν ίσχύι καί τήν έμπειρία τού ύποκειμένου πού έμπεριέχει έμφανίζοντας άκριβώς τήν έπαν-υποκειμενοποίηση τού ύποκειμένου μέσα στό σημαίνον - πού όφείλει δηλαδή νά ξεκινά δλη αύτή τήν έκστρατεία αιχμαλωσίας αύτοΰ άκριβώς πού έξαιτίας τού μή φασματικοϋ δέν μπορεί νά αιχμαλωτι στεί (τού πρωταρχικού φαντάσματος), μέσα άπό τήν αίσθηση, τήν έναίσθηση καί τήν άναίσθηση: τήν περιοχή τής μεταφυσικής, δπως ήθελε ή Ζυλιέτ Γκρεκό.
μυοσωτίς: γένος φυτών τής οίκογενείας τών βοραγινοειδών, κοινώς «μή μέ λησμόνει».
Κώστας Χατζηαργύρπς
άντιδογματικός: χρησιμοποιεί συχνά τή λέξη «δογματικός». άντικομφορμιστής: 1) άντιδογματικός. 2) περιθωριακός (βλ. λ.). άντιστασιακός: κατά πάσα πιθανότητα κατά τή διάρκεια τής δικτατορίας έτυχε νά βρίσκεται στό έξωτερικό.
κριτικοποίηση: «τό αίτημα γιά μιά ποιοτική έντατικοποίηση τών κριτικών άποθέσεων». μετακριτική: βλ. κριτική. μπεκετικό: παλαιότερα ένα έργο στό όποιο κάποιος περιμένει όρθιος. Σή μερα ένα έργο στό όποιο περιμένει καθιστός.
παζολινικός: χρησιμοποιεί εικόνες ναυτών ή άλλων άντικομφορμιστών πού χορεύουν κατά τήν τελική σκηνή τού μαχαιρώματος σέ ύπαίθρια τα βέρνα τού Περάματος.
ά-πορία: άπορία. γενετικός δομισμός: τό φαινόμενο κατά τό όποιο «στή γλώσσα τού ποιη τή ένα φύλλο, ένας χυμός, τά μαλλιά, τά δόντια κλπ., σέ στιγμές συναισθη ματικής έντασης κι έκστασης μπορεί νά γίνουν μιά γυαλιστερή όλοζώντανη σάρκα ή νά μοσχοβολούν νυχτερινό κήπο». διαχρονικός: έμφανίζεται κάπου ό Όδυσσέας. δογματικός: δέν χρησιμοποιεί ποτέ τή λέξη «άντιδογματικός». έγκεφαλικός: εύκολα κατανοητός. έκλυση τής γενεσιουργού άφόρμησης, ή: ή έμπνευση. έλιοτικός: έχει γράψει καί δοκίμια. έλληνογενής: «ή ύπέροχη καί γεμάτη άφθαρτο λυρισμό ποιητική ψυχή του τάσσεται μέ τήν άναντικατάστατη συντακτική ροή τού άθάνατου έλληνικοϋ λόγου».
περιθωριακός: πολύ γνωστός άπό συ χνές συνεντεύξεις του σέ έντυπα εύρείας κυκλοφορίας.
.ν, » ' O j> ,jL “ -wrU. *ριτηί, <■ κριτική, ή
' 4*
XQVtm&i, ή, λν
—ή έπιτροπή 1ονο·) <5 —ός σαρκομεταφυσικός: «άρέσκεται στά άμεταποίητα σύμβολα μιάς μεταπρατικής συμπαρουσίας λογικού καί πα ράλογου, πού καταβυθίζεται στή μα ταιότητα κάποιου ήρωισμοϋ καί στή μαθηματική μέτρηση τών έμβιώσεων». σουρρεαλιστικός: κάποιες άσύνδετες εικόνες καί συχνά μιά ραπτομηχανή.
ΜΙΑ χαρακτηριστική περίπτωση ση μαντικού άλλά άγνοημένου συγγρα φέα θά μάς άπασχολήσει στό έπόμενο τεύχος μας. Είναι ή περίπτωση τού πεζογράφου Κώστα Χατζηαργύρη (1912-1963), πού ή πολυκύμαντη ζωή του καί ή περήφανη καί μακριά άπό φιλολογικές συναναστροφές καί σα λόνια στάση του έμπόδισε τήν κριτική καί τό άναγνωστικό κοινό τού καιρού του νά γνωρίσει τό λογοτεχνικό του έργο σ’ δλη του τήν έκτασή. ’Εκτός άπό τά βιβλία του, πού τά τύπωνε ό ίδιος, κάποια δημοσιεύματα στήν «’Επιθεώρηση Τέχνης», χάρη στόν Κώστα Κουλουφάκο πού είχε όσφρανθεΐ τήν άξια του, καί τίποτε άλλο... Στό άφιέρωμά μας, ό Γιώργος Καραβασίλης δίνει ένα πλήρες έργοβιογραφικό σημείωμα τού Χατζηαργύρη, ό ’Αλέξης Ζήρας παρουσιάζει καί άναλύει τό πεζογραφικό του έργο, ό Κώ στας Γεωργουσόπουλος γράφει γιά τά (άπαιχτα μέχρι σήμερα) θεατρικά του έργα, ό Κώστας Φέρρης γράφει γιά τήν τηλεοπτική μεταφορά τής «Οικογένειας Ζαρντή» καί ό Κάρολος Κούν καταθέτει τή δική του πολύτιμη μαρτυρία γιά τόν άνθρωπο Χατζηαρ γύρη, τό στενό φίλο καί συνεργάτη τού Θεάτρου Τέχνης, κατά τά δύσκο λα χρόνια τής ίδρυσής του.
Άπό 12 έως 25 Ιανουάριου
Η Α ΓΟ Ρ Α ΤΟ Υ Β ΙΒ Λ ΙΟ Υ
’Επειδή όμως είνα ι τεχνικά άδύνατο νά δημοσιεύονται όλα τά βιβλία πού άναφέρουν οί βιβλιοπώλες, ό πίνακας περιλαμβάνει τελικά έκ εϊν α τά βιβλία πού δηλώ θηκαν άπό δύο το υ λά χισ τον βιβλιοπώλες ή πού συγκεντρώνουν τρ εις βούλες προτίμησης, άνεξάρ τητα άπό τόν άριθμό βιβλιοπωλείων πού τά προτείνουν. Όσο γιά τό ένδ ια φ έρ ο ν κ α ί τή ν π οιότητα τών βιβλίω ν του πίνακα, σκόπιμο είνα ι νά συμβου λ ε ύ εσ τε τις σ ελίδες τής « Επιλογής».
Ο παρακάτω πίνακας παρουσιάζει τά έμπορικότερ α βιβλία ένό ς δεκαπενθήμερου, σύμφωνα μ έ τά στοιχεία πού μ άς παραχώρησαν δεκαπ έντε βιβλιοπώλες άπ’ όλη τή ν Ελλάδα, δηλώ νοντας ό καθένας τους τά τρία βιβλία πού είχαν τις πε ρισσό τερες πωλήσεις ατό βιβλιοπωλείο του κα τά τό διάστημα αύτό. “Ετσι, τό βιβ λίο μ έ τις μ ε γα λύ τερ ες πωλήσεις σημειώ νεται μ έ τρ εις βού λε ς ( · · · ) , τό άμέσως μ ετά μ έ δύο ( · · ) κ α ί τό τελ ε υ τα ίο μ έ μία (·).
ΑΘ
1 1 Κοτζιά
J
| Κατώι τού Βιβλίου |
1
| Γώνιά τού Βιβλίου |
>
| Σύγχρονη'Εποχή
CL ■3
1 Ρόμβος
1 1
| Πρίσμα
j
| Λέσχη τού Βιβλίου |
Αριστοτέλης
■· !
Γνώση
ψ ψ
<: >< Q <C C LL]
ΗΝ>
C *3 kO CD 3 < 2
ΒΙΒΛΙΑ •
1. Γκ. Γκ. Μάρκες: 'Εκατό χρόνια μοναξιάς (Νέα Σύνορα)
..
2. Μ. Κουμανταρέα: Ό ώραϊος λοχαγός (Κέδρος)
.· ..
·.
•
.
4. Γ. Ίωάννου: Ό τρίτος δρόμος (Πολύτυπο)
..
5. Ν. Σβορώνου: Άνάλεκτα νεοελληνικής Ιστορίας καί Ιστοριογραφίας (θεμέλιο)
··
7. Μ. Λαμπαδαρίδου-Πόθου: Γράμμα στό γιό μου κι ένα άστρο (Καστανιώτης)
.
..
··
·· ..
•
•
.
·.
#β
9. Π. Τατσόπουλου: Τό παυσίπονο (Εστία) 10. Ν. Πουλαντζά: Τό κράτος, ή έξουσία, ό σοσιαλι σμός (Θεμέλιο)
..
11. Σύντομο κοινωνικοπολιτικό λεξικό (Σύγχρονη Εποχή) 12. Κ. Πόππερ: Ή άνοιχτή κοινωνία καί οι έχθροί της, τ. II (Δωδώνη)
Λ
Μ
•
6. Κύρ: 'Αλλαγή... μ’ άκοϋς; (Κάκτος)
8. Τζ. Ρήντ: Δέκα μέρες πού συγκλόνισαν τόν κό σμο (Σύγχρονη Εποχή)
Μ
..
3. Σ. Σινιορέ: Ή νοσταλγία δέν είναι πιά αύτό πού . ήταν... (Εξάντας)
·.
Q. C
8/χρονικα S - ..
δ ιά λ ο γ ο ι
ο
Όλα τά γράμματα, πού άπευθύνονται άποκλειστικά ατό «Διαβάζω» καί πού παρουσιάζουν κάποιο γενικότερο ένδιαφέρον, δημοσιεύονται είτε όλόκληρα (έφόσον είναι σύντομα) εϊτε άποσπασματικά (έάν είναι έκτενή). Γιά τά λόγο αύτό, παρακαλοϋνται οΐ άναγνώστες πού μάς γρά
Τό ταξίδι τού Γληνοϋ στή Σοβιετική "Ενωση Αγαπητό «Διαβάζω», Στό έξαίρετο άρθρο του συνεργάτη σας Τάσου Βουρνά: «Ό άντίχτυπος τής Όχτωβριανής έπανάστασης στόν έλληνικό πνευματικό χώρο καί τή λο γοτεχνία», τό όποιο δημοσιεύτηκε στό τεύχος 57, πρέπει, κατά τήν τα πεινή μας γνώμη, νά γίνουν οί άκόλουθες διορθώσεις: 1. Ό Δ. Γληνός ταξίδεψε στή Σο βιετική Ένωση τόν Αύγουστο τού 1934 (4 Αύγούστου-20 Σεπτεμβρίου), γιά νά πάρει μέρος στό Πανενωσιακό Συνέδριο τών Σοβιετικών Συγ γραφέων. Ή έναρξη τού συνεδρίου έγινε στις 17 Αϋγούστου 1934 (δχι 1935) στό μέγαρο τών συνδικάτων τής Μόσχας (βλ. «Αίολικά Γράμματα», τεϋχ. 25/1975, σ. 55-56, καί «Στή μνή μη Δημήτρη Α. Γληνοϋ», σ. 204). 2. ”Αν δέ μ’ άπατά ή μνήμη μου, ό Κ. Βάρναλης δημοσίεψε τις έντυπώσεις του άπό τό ταξίδι στή Ρωσία στόν «’Ελεύθερο ’Άνθρωπο», έφημερίδα πού έβγαζε ό Κ. ’Αθάνατος, κι δχι στόν «’Ανεξάρτητο», δπως γράφει ό συνεργάτης σας. Στόν «’Ανεξάρτητο» δημοσιεύτηκαν τά «Φιλολογικά Απο μνημονεύματα» τού ποιητή τών «Μοι ραίων». 'Επειδή βρίσκομαι μακριά άπό μεγάλες βιβλιοθήκες, θά σάς παρακαλέσω νά έπαληθέψετε τή 2η διόρθω σή μου. Μέ τιμή Άλέξης Βαρκός Καλλιθέα, Λήμνος
'Ορισμένα ζητήματα τής κυπριακής λογοτεχνίας ’Αγαπητό «Διαβάζω», Ή έπιστολή τού κ. Σπύρου Μυλωνά (τεϋχ. άριθ. 58, σ. 11) θίγει, μέ τρόπο γενικά όρθό, όρισμένα ζητήματα τής κυπριακής λογοτεχνίας. Δέν καταλα βαίνω, ώστόσο, πώς καταλήγει στό συμπέρασμα ότι στόν πρόλογό μου στό βιβλίο «Δεύτερη Πανελλήνια Ποιητική Συνάντηση. Νεότεροι Κύ πριοι Ποιητές, 1960-1982» ύποστηρίζω άτι στήν Κύπρο ύπάρχει «κρατική λογοτεχνία». Τόσο στόν τίτλο τού βιβλίου (καί
φουν νά είναι δσο πιό σύντομοι μπορούν καί νά σημειώ νουν τά πλήρες όνοματεπώνυμο καί τήν άκριβή διεύθυνσή ους. Πάντως, γιά νά δημοσιευθεϊ ένα γράμμα, πρέπει νά 'χει φτάσει στά γραφεία τού περιοδικού τουλάχιστον τρεις έβδομάδες πριν άπό τήν ήμέρα κυκλοφορίας του τεύχους.
τής άντίστοιχης έκδήλωσης τής Θεσ σαλονίκης) δσο καί σέ όλόκληρο τόν πρόλογο ή σύγχρονη έλληνοκυπριακή λογοτεχνία έχει τίς άναμφισβήτητες διαστάσεις της: «λογοτεχνία τού πε ριφερειακού Ελληνισμού», «τμήμα άναπόσπαστο τής εύρύτερης έλληνικής» λογοτεχνίας, παραγωγή πού έκφράζει μιάν «άρτια καί γόνιμη “ έλληνοκυπριακότητα” », κ.ο.κ. Τό πλαίσο τής έκδήλωσης ήταν, πάντως, σαφές: «1960-1982», πράγμα πού σημαίνει δτι καί ή ύλη της ήταν, χρονικά καί μόνο, «ή ποίηση τού Κυπριακού Κράτους», δηλαδή ή ποίηση πού «καλύπτει τά είκοσιδύο χρόνια ζωής μιάς σύγχρονης άδέσμευτης καί άνεξάρτητης δημο κρατίας». 'Ύστερα άπό αύτά, νομίζω δτι αίρε ται καί ή λύπη τού έπιστολογράφου σας γιά τήν πλασματική «άντιιστορική άποψη» πού διέκρινε ή άπρόσεκτη άνάγνωσή του. Γιώργος Κεχαγιόγλου Σπουδαστήριο Νεότερης ’Ελληνικής Φιλολογίας Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Γιά τή φωνητική γραφή Είμαι, σύμφωνα με τον απομέρους σας ειρωνικό χαρακτηρισμό μου, «ο ρηξικέλευθος μεταφραστής» του φραντσκαφκικού διηγήματος Η μετα μόρφωση, στα ελληνικά και σε φωνη τική γραφή. Το ότι εσείς θα εξακολουθήσετε -όπως δηλώνετε στα Χρονικά, προλεγόμενα του αριθ. 58 «Διαβάζω»- να γράφετε τις λέξεις «έκθαρβάρωση», «Ισοπέδωση» και «σκοταδισμός» με τα γράμματα που ξέρετε και «που εί ναι (ακόμη) 24», είναι απόλυτα ανα γνωρισμένο δικαίωμά σας. Όμως δε νομίζετε πως, πριν εκσφενδονίσετε ενάντια στην ταπεινότητά μου τα πα ραπάνω βαρύγδουπα αναθέματα κι εκείνο το... παιχνιδιάρικο «Αέρηδες φονι(τι)κοί», θα έπρεπε να στραφείτε -οιστρηλατημένοι από το εθνογλωσσο- και δεν συμμαζεύεται -αμυντορικό πάθος των λογίς λογίς Μυστριώτηδων- πρώτα ενάντια στον Βηλαρά, στον στρατηγό Μακρυγιάννη, στον Διον. Σολωμό, στον Ψυχάρη, στον Μ. Φιλήντα, στον Δημ. Γληνό, στον Γ. Σιδέρη, στον Φ. Γιοφύλλη, στον Ν. Χατζηδάκη, στον Κ. Προύση,
στον Κ. Καρθαίο, στον Γ. Μπενέκο; Όπως επίσης κι ενάντια σε πολλούς νεότερους «ρηξικέλευθους» φιλόλο γους και λογοτέχνες; Αναρωτιέμαι αν πραγματικά αγνοεί τε την ύπαρξη και κυκλοφορία έστω ορισμένων βιβλίων, σχετικών με την ελληνική (στο σύνολό της) γλώσσα και γραφή, όπως π.χ. τα άπαντα του Μαν. Τριανταφυλλίδη, το «Η ελληνική γλώσσα» του Τζόρτζ Τόμσον, το «Φω νητική γραφή» των εκδόσεων «Κάλ6ος». Αν δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο, τότε δικαιούμαι να σας θεωρήσω αδέ ξιους υπερασπιστές της ανιστόρητης «ιστορικής» γραφής της νεοελληνι κής γλώσσας. Αδέξιους ναι, όχι τόσο επειδή δεν μπήκατε διόλου στον κό πο ν’ ανακρούσετε μ’ επιχειρήματα τη φωνητική γραφή, αλλά επειδή ξε γελαστήκατε από τον ακράτητο γλωσσαμυντορικό σας παρορμητισμό και διαπράξατε το μείζον σφάλμα να σπά σετε -έστω με «αυτά και αυτά» που γράφετε στο σχόλιό σας- το μέγα φράγμα της σιωπής που έχει ανεγεί ρει και συντηρεί άγρυπνα, γύρω από αυτό το καίριο για την πολιτισμική προκοπή του λαού μας θέμα, η από συστάσεως του νεοελληνικού κρά τους εκμεταλλεύτρια (και γι’ αυτό βέ βαια υπερσυντηρητική) μειοψηφική άρχουσα τάξη. Και βέβαια το ζήτημα είναι πολιτικό-κοινωνικό. Διότι λαός, σωστά και σε βάθος μορφωμένος κι ενημερωμένος πάνω στα περασμένα (και τι περασμένα!) και στα τωρινά, εί ναι λαός αχειραγώγητος. Και το πόσο τον άφησαν οι μέχρι τώρα άρχοντες αυτού του τόπου να μορφωθεί πραγ ματικά, θα το νιώσετε αν επιτέλους παραδεχτείτε ότι η κάθε βαθμού νεοελληνική εκπαίδευση καταλήστε ψε κι εξακολουθεί ακόμη μέχρι σήμε ρα να καταληστεύει τον βιολογικά και οικονομικά περιορισμένο χρόνο μας, υποχρεώνοντάς μας σε μια τελείως στείρα και αντιεπιστημονική (αλλά και αντίθετη προς τη γλωσσική μας συνέ χεια από την κλασική ελληνική αρ χαιότητα) απομνημονευτική συσσώ ρευση άχρηστων, νεκρών γνώσεων. Μήπως τώρα θα πρέπει να κατηγο ρήσουμε τους αρχαίους Έλληνες σαν λιγότερο ευφυείς από εμάς, επειδή η γραφή τους ήταν φωνητική, και ότι δεν ήξεραν τί έκαναν όταν ονόμαζαν π.χ. τα δύο μαζί γράμματα «αι», «οι», «ει» κλπ. διφθόγγους; Μήπως επειδή πράγματι ήσαν δύο φθόγγοι κολλητοί και όχι ένας, όπως το μάθαμε εμείς από την στραβοπαιδεία μας; Και καλά, αυτοί, που έχουν συμφέ
χρονικα/9
ρον να μας στραβώνουν, κάνουν τη δουλειά τους. Εσείς, εμείς τί κάνου με; Θ’ αφήσουμε να μας κουγιουνάρουν ακόμη οι αεριτζήδες της γνώ σης, οι ψευτογραμματιζούμενοι και τάχα υπηρέτες του καθαρού ελληνι κού πνεύματος, οι οκνηροί στη σκέ ψη, οι ανιστόρητοι, οι αγλωσσολόγητοι, οι αφιλοσόφητοι εξυπνάκηδες; Ή μήπως θα πρέπει να πιστέψουμε στον παραλογισμό, ότι το δύσκολο και το φτιασιδωμένο είναι όμορφο; Ωστόσο σας ευχαριστώ για το που ασχοληθήκατε -έστω και αρνητικάμε το θέμα της φωνητικής γραφής στο πολύ χρήσιμο περιοδικό σας. Ευ χαριστίες θα οφείλω και για το ενδε χόμενο να δημοσιέψετε σύντομα τού το μου το γράμμα, φυσικά άκοφτο και αλογόκριτο. Πάντα πρόθυμος για διάλογο και αντίλογο θομάς Σερμπίνης μεταφραστής Ρήγα Φεραίου 4 Εύοσμος Θεσσαλονίκη
Παράπονα καί εύχές Αγαπητό «Διαβάζω», ’Αφορμή παίρνω άπό τό σχόλιο «"Ως πότε» στά «Προλεγόμενα», σελ. 7, τού 58 τεύχους σου, πού είναι καί τό πρώτο τής καινούριας 15/θήμερης έκ δοσής σου. Πρό καιρού έγραψα στό μηνιαίο «Εύθύνη» σχετικά μέ τό γλωσσικό καί άπάντηση δέν πήρα. 'Αδιαφορία, έγωκεντρισμός, άδιαλλαξία, άρτηριοσκληρωτισμός, περιφρόνηση, ένα άπ' δλα αύτά θά συμβαίνει άσφαλώς. Μέ πόνεσε αύτή ή στάση, γιατί είμαι άναγνώστης τού περιοδικού αύτοϋ, έκτιμώ τις συνεργασίες του καί άν δέν τύχαινε ή παραπάνω περίπτωση δέ θά φανταζόμουνα νά διανοηθώ πώς... 'Αλλά δέ βαριέστε, τά λόγια είναι φτώχεια. 'Αρκεί νά βγάζεις σωστά καί ψύχραιμα συμπεράσματα. Γιά τήν καινούρια 15/θήμερη έκδο ση συγχαρητήρια. Εξασφαλίζει πιό στενή καί συνεπή έπαφή μέ τόν άναγνώστη. Εύχομαι πρόοδο καί άνταπόκριση τού άναγνωστικοϋ κοινού. Σάς χαιρετώ Νικ. Πετασάκης Ναυαρίνου 2 Λάρισα
Τό περιοδικό «Τέχνη καί Ζωή» 'Αγαπητοί συνάδελφοι τού «Διαβά ζω», Στό τεύχος άριθμ. 58/15.12.82 τού περιοδικού σας δημοσιεύτηκε άρθρο
τού κ. 'Αλεξ. 'Αργυρίου μέ τίτλο «Σύν τομες άναφορές σέ περιοδικά τής Κα τοχής». Σ’ ένα σημείο τού άρθρου (σελ. 43) γίνεται μνεία τού περιοδικού τής Κατοχής «Τέχνη καί Ζωή». Ό κ. 'Αργυρίου σημειώνει άτι «έχει δει» μόνο τά τρία τεύχη 3, 4 καί 5-7 καί άναγράφει τούς συνεργάτες πού δη μοσίευσαν κάτι δικό τους σ’ αύτά τά τεύχη (γιά τήν άκρίβεια, όχι όλους, τούς κυριότερους, όπως ύποθέτω). 'Ως μέλος τής συνταχτικής έπιτροπής τών τευχών αύτών (τ’ άλλα δύο μέλη ήταν ό ποιητής Γιώργος Παπαλεονάρδος, πού ήταν κι ό ύπεύθυνος συντάχτης, κι ό δημοσιογράφος Λούης Δάνος), έπιθυμώ, μέ δυό λόγια μόνο, νά συμπληρώσω τις πληροφο ρίες τού κ. 'Αργυρίου γιά νά δοθούν τώ καίσαρι τά τού καίσαρος. Ή δική μας έκδοτική όμάδα, τών τριών πού σάς άνέφερα, παρέλαβε τό περιοδικό άπό τούς Τάσο Παππά καί "Αρη Βενέτη. Αύτοί ήταν οί Ιδρυτές τής «Τέχνης καί Ζωής», αύτοί κατέθε σαν τόν τίτλο, πήραν τήν άδεια, έβγα λαν τά δύο πρώτα τεύχη κι άπ’ αύτούς παραλάβαμε τή σκυτάλη, όταν οι άνώμαλες συνθήκες τής Κατοχής καί ή άνασφάλεια πού άντιμετώπιζαν οί Ιδρυτές κι έκδότες δέν τούς άφηνε καμιάν έλπίδα δτι μπορούσαν νά συνεχίσουν. ΟΙ συνεργάτες τών δύο πρώτων τευχών είναι πολλοί καί, γιά νά μή μα κρηγορήσω, θ’ άναφέρω μόνο τούς γνωστότερους· είναι οί: Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη, Κούλης Άλέπης,
Στεφ. Μπολέτσης, Γ. Σταμπολής, Παύλος Κριναϊος, Φοίβος Δέλφης, Όρέστης Λάσκος, Καρθαϊος, Σπ. Παναγιωτόπουλος, Στρ. Μυριβήλης, Μήτσος Λυγίζος, Θανάσης Πετσάλης, Γιάννης Σιδέρης, Γεράσιμος Άμπάτης καί άλλοι. Βέβαια, δημοσιεύουν έργασία τους κι οί δύο έκδότες. Θά 'θελα άκόμη νά προσθέσω άτι ή έκδοση τής «Τέχνης καί Ζωής» στα μάτησε μέ τό τεύχος 5-7. Καί σ' αύτό έφταιξαν οί συνθήκες. Γιατί καί τόν ύπεύθυνο συντάχτη, τό Γ. Παπαλεονάρδο, καί τόν ύποφαινόμενο τούς έπιασαν οι Γερμανοί, ώς άπεργούς ύπαλλήλους τής Τηλεφωνικής 'Εται ρείας, τό Μάιο τού 1944, καί τούς έκλεισαν στό Χαΐδάρι. Κι έγώ βγήκα μετά μιά βδομάδα, μέ τήν πρώτη φουρνιά, ό Παπαλεονάρδος όμως μό νο μετά ένα μήνα, μαζί μέ τούς ύπόλοιπους. Καί μέσα σ’ αύτόν τό μήνα, μέ τόν πληθωρισμό πού κάλπαζε τότε, τό φτωχό κεφάλαιο τής «Τέχνης καί Ζωής» έξανεμίστηκε. Μέ τά στοιχεία πού σάς δίνω καί ή εικόνα τής «Τέχνης καί Ζωής» γίνεται πληρέστερη, άλλά, όπως πιστεύω, έπίσης καί τού περιοδικού τύπου τής Κατοχής. Γι’ αύτό καί σάς παρακαλώ νά φιλοξενήσετε τό γράμμα μου στό «Διαβάζω», γιά νά πληροφορηθοΰν αύτά τά συμπληρωματικά στοιχεία οί άναγνώστες σας. Εύχαριστώ πολύ Λεωνίδας Ν. Ρήγας Άλκέτου 22Α, Αθήνα 506
10/χρονικα
οι σημειώσεις...
Ή αμηχανία τής κριτικής απέναντι σέ ένα Ιδιότυπο ποιητικό έργο Έγραφα πρό μηνών σέ έφημερίδα γιά τή ση μασία καί τήν άξια του έπιβλητικοϋ τόμου « Αφιέρωμα στό Γιάννη Ρίτσο» καί έπισήμαινα κάποια θέματα πού κατά τή γνώμη μου έφερ νε στήν έπιφάνεια αύτή ή συγκέντρωση τό σων μελετητών πού έκριναν τό έργο τού ποιητή, κοιτάζοντάς το άπό διαφορετικές όπτικές γωνίες. Πραγματικά όμως δέν ξέρω ποιοι καί πόσοι μπορεί νά είναι οι άναγνώστες μιάς κατηγορίας έπιφυλλίδων πού δημοσιεύο νται σέ έφημερίδες μεγάλης κυκλοφορίας καί ποιά είναι ή σχέση τους μέ τούς άναγνώστες τών λογοτεχνικών περιοδικών. Αν οι τελευ ταίοι ταυτίζονται, σχετικά, μέ τούς πρώτους, σημαίνει ότι μπορεί κανείς νά γράφει στό ένα ή στό άλλο είδος έντύπου χωρίς νά φοβάται ότι δουλεύει σέ στεγανούς χώρους. Έτσι, νομίζω ότι είναι Ιδιαίτερα χρήσιμα κά ποια στατιστικά στοιχεία πού συγκεντρώνει τό «Διαβάζω», έστω καί άν βρίσκονται άκόμη σέ άρχικό στάδιο. Έν πόση περιπτώσει, συνε χίζοντας κάποιες σκέψεις πού έκανα ήδη («Τό Βήμα τής Κυριακής» 24.10.1982) γιά τόν άφιερωματικό τόμο στό Ρίτσο, πού προανάφερα, θά προσπαθήσω έδώ νά κάνω κάποιες άλλες, πού νά διατηρούν πάντως τήν αύτοτέλειά τους. Στό «’Αφιέρωμα» ύπάρχουν 71 έν όλω κείμενα μέ θέματα λίγο πολύ πού άφοροϋν τήν ποίηση τού Γιάννη Ρίτσου, άπό τά όποια τά μεγαλύτερα άπό τίς δέκα.σελίδες είναι 22, άν δέν έκανα λάθος στό λογαριασμό. Άπό τούς 22 αύτούς μόνο οί 5 είχαν άσχοληθεϊ καί είχαν δημοσιεύσει έργασίες γιά τό Ρίτσο στό παρελθόν. Σέ μιά έκδοση τού 1975 («Διογένης») μέ τίτλο «Γ. Ρίτσος. Μελέτες γιά τό έργο του» άναδημοσιεύονταν κείμενα γιά τόν ποιητή καί τό έργο του άπό 11 συγγραφείς, άπό τούς όποιους οί 5 ήταν ξένοι. Ά ν βάλομε ώς χρονι κό όριο τήν ήμερομηνία τής δικτατορίας τού 1967, τά δημοσιεύματα τού τόμου αύτοϋ πού
προηγούνται άπό τή μοιραία αύτή χρονιά, εί ναι: τού Άραγκόν (1957), τής Ρουμάνας Μα ρίας Μπάνους, του Κώστα Κουλουφάκου (1957) καί τού Τάσου Λειβαδίτη (στήν «Αύγή» 25.12.1966). Σ’ αύτές πρέπει νά προστεθεί καί τουλάχιστον μιά άκόμη μελέτη πού έμεινε έξω άπό τόν τόμο, τής Χρύσας Προκοπάκη (Λαμπρινοϋ), μέ τίτλο «Γιά τήν Τριλογία τού Γ. Ρίτσου», ή όποια είχε δημοσιευτεί στό τεύχος 110, Φεβρουάριος τού 1964, τής «Επιθεώρη σης Τέχνης». Υπάρχει άκόμη μιά μεταγενέστερη, άπό τό χρονικό όριο πού έθεσα, τού Π. Θασίτη, ή όποια είχε πρωτοδημοσιευτεί στό 1ο τεύχος τού περιοδικού «Ή συνέχεια», τό Μάρτιο τού 1973. 'Ωστόσο τό κείμενο αύτό είχε πίσω του τήν πιό έκτεταμένη έρευνα στό ποιητικό έργο τού Γ. Ρίτσου, δεδομένου ότι ό ποιητής καί κριτικός Πάνος Θασίτης είχε δώσει τέσσερις όμιλίες, μιά άνά έβδομάδα, άπό τις 26.4 έως τίς 17.5.1963, στήν έταιρεία «Ή τέχνη» τής Θεσσαλονίκης. Ή νέα μελέτη τού Π. Θασίτη, μέ τίτλο «Επαληθεύσεις τής διαλεχτικής άρχής στό έργο τού Γ. Ρίτσου», πού έκτείνεται σέ 12 σελίδες καί δημοσιεύεται στό «Αφιέρω μα» τού 1980, άνήκει σέ νέο κύκλο έρευνας, καί φαίνεται, όσο κρίνω, νά έγκαινιάζει μιά προωθημένη διερεύνηση καί νά άνοίγει και νούριες προοπτικές. Στηρίζομαι μόνο στή μνήμη μου καί έλπίζω νά μήν έχω κάνει καμιά σοβαρή παράλειψη γενικότερης μελέτης γιά τό ποιητικό έργο τού Ρίτσου, πάντα στό χρονικό όριο πού έθε σα, καί μέ άφετηρία τά χρόνια μετά τή λήξη τού έμφυλίον πολέμου 1946- '49. Αφήνω γιά τήν ώρα άπέξω τίς κριτικές γιά τό Ρίτσο πού γράφτηκαν στό μεσοπόλεμο, άνάμεσα στις όποιες πρέπει νά τονίσομε τίς καλοπροαίρε τες κρίσεις τού Κλέωνα Παράσχου. Δυστυχώς όμως, γιά νά μπορούν νά άποφεύγονται λάθη καί παραλείψεις, μάς λείπει
χρονικα/11
...το υ αλεξανδρου αργυρίου
άκόμη ή κριτικογραφία γιά τό έργο τοϋ Γ. Ρίτσου, ένα άπαραίτητο πιά έργαλεϊο δουλειάς άν θέλομε νά μελετήσομε τήν άπήχησή του μέσα στό χρόνο, αύτό τουλάχιστον πού δηλώ νεται άπό τούς έπώνυμους κριτικούς. Πάν τως, ή εύσυνειδησία μέ τήν όποια έχει κα ταρτίσει τήν «Έργογραφία» του ή ΑΙκ. Μακρυνικόλα, έγγυάται γιά τούς άνάλογους όρους μέ τούς όποιους θά έχομε τή συμπλή ρωσή της μέ τό τμήμα «Κρίσεις καί Πληροφο ρίες». "Ως τότε θά μένει νά έπαληθευθεϊ ή νά διαψευσθεί ή είκασία μου ότι έχομε έκτεταμένο διάστημα είτε ύποτίμησης είτε έλλιποϋς με λέτης τοϋ έργου τού Ρίτσου, γιά τό χρονικό διάστημα πού άναφέρομαι, μέ έξαιρέσεις τίς μελέτες τού Κώστα Κουλού φόκου, τού Τάσου Λειβαδίτη, τής Χρύσας Προκοπάκη καί τήν έκτενέστερη τοϋ Πάνου Θασίτη. Καί βέβαια τής Ρουμάνας Μαρίας Μπάνους. "Αν σκεφθοϋμε τίς μελέτες πού έχομε άντίστοιχα γιά τό Γιώργο Σεφέρη, πού έπεκτείνεται καί σέ ξένους, γιά τόν Όδυσσέα Έλύτη, άλλά καί τίς περιορισμένες, θετικές όμως, κρίσεις γιά τά έργα τών Εμπειρικού, Σαραντάρη, Βρεττάκου, Βαφόπουλου, Έγγονόπουλου, Γκότσου, τό φαινόμενο μιάς άκρως έπιφυλακτικής στά σης γιά τό ποιητικό έργο τοϋ Ρίτσου μοιάζει νά είναι δυσεξήγητο. Τάχα νά όφείλεται σέ «συνωμοσία τής δε ξιάς», είναι σέ ένα βαθμό σωστό άν κρίνομε άπό τίς θέσεις του Άνδρέα Καραντώνη καί όσων έπηρέαζε άμεσα ή έμμεσα. Ωστόσο καί πάλι αύτή ή ύπόθεση δέν άποδίδει παρά τή μισή άλήθεια, άν σκεφθοϋμε τή σιωπή τών συγγραφέων πού κινήθηκαν στό περιοδικό «Τά Νέα Γράμματα» καί πού βρίσκονται όπωσδήποτε έξω άπό μιά σκόπιμη πολιτικά άξιολόγηση. Πώς όμως έξηγεϊται ή άπουσία έγκυρων κριτικών προσεγγίσεων άπό τήν πλευρά τής άριστεράς, ένώ ύπάρχει μιά αισθητή έπίδραση τής ποιητικής άντίληψης τοϋ Ρίτσου σέ μιά σειρά νεοτέρων του ποιητών; (Τίς έξαιρέσεις, όσες θυμήθηκα, τίς άνέφερα ήδη. Υπάρχουν φυσικά καί μερικές άκόμη θετικές κρίσεις σέ εύρύτερα κείμενα.) Φυσικά, πολλά μπορούν νά χρεωθούν στό
κακό πολιτικό κλίμα τής έποχής πού δέν άφη νε μεγάλα περιθώρια άπερίσπαστης πνευματι κή δράσης, άλλά καί πολλά νά θεωρηθεί ότι όφείλονται σέ τυχαίους λόγους. Ωστόσο τό θέμα τής άμηχανίας -νά τό πώ έτσ ι- τής έλληνικής κριτικής στό παρελθόν έμπρός στό έργο τοϋ Ρίτσου παραμένει. Καί νομίζω ότι όφειλόταν στήν Ιδιομορφία τής ποιητικής του γλώσσας, πού τήν άποτελεσματικότητά της έπιβεβαίωνε τό έργο του πού έμφανιζόταν γύρω στό 1960. Είναι, πιστεύω, χαρακτηριστικό ότι ένα τμή μα τής μελέτης τοϋ Πάνου Θασίτη, τοϋ 1973 πού άνάφερα ήδη (καί σήμερα βρίσκεται κα ταχωρισμένο στό βιβλίο του «7 δοκίμια γιά τήν ποίηση», 1979, μέ τίτλο «Ή μεγάλη δύνα μη»), προβαίνει σέ εύστοχες διακρίσεις, μέ τίς όποιες «βοηθεϊ ίσως νά έκτιμηθεϊ, άπό μιά όρισμένη, άρκετά άμφισβητούμενη πλευρά του» (σ. 87). Καί ένας ξένος, ό Ούίλλιαμ Β. Σπανός, στή μελέτη του «Τό ύφος ώς Ιστορική μνήμη στή Ρωμιοσύνη τοϋ Γ. Ρίτσου» πού περιέχεται στή συγκέντρωση τοϋ 1975 (έκδοση «Διογένη»), γράφει σέ κάποιο σημείο της: «Εκείνο πού πρό πάντων θέλω νά ύποδείξω είναι ότι παρά αύτή τήν τόσο καλλιεργημένη συγγραφική λογιότητά του, ό Ρίτσος διαφέρει κατ’ αύτόν τόν κρίσιμο τρόπο άπό τούς μοντέρνους Ευ ρωπαίους ποιητές καί τούς περισσότερους άπό τούς Έλληνες ποιητές πού αύτοί έχουν έπηρεάσει. Ένώ έκεϊνοι θεωρούν τούς έαυτούς τους σάν ‘‘διεθνείς’’ ή “ύπεριστορικούς" ποιητές, ό Ρίτσος είναι πρώτα Ρωμιός, ένας ποιητής πού ζεί καί είναι δεμένος σ’ ένα ξεχωριστό χώρο καί χρόνο» (σ. 100). Καί έπίσης αύτό άκόμη τό παράθεμα άπό τό δοκίμιο τοϋ Πάνου Θασίτη πού προανάφερα: «Τό ποιητικό οίκοδόμημα τοϋ Ρίτσου στέκεται κύρια σάν ένα διυλιστήριο κοινωνικής καί Ιστορικής πείρας» (σελ. 93). Πιστεύω νά φαίνεται καθαρά ότι τά θέματα πού γεννά ή ποίηση τοϋ Γιάννη Ρίτσου δέν ε ί ναι δυνατόν νά έξαντληθοϋν υέ άπλές καί συ νοπτικές άναφορές.
12/χρονικα
κώστας θεοφάνους
1
Ρουσώ και Ντιντερό
Μιά γαλλικτ τά λογοτεχνικ
(η ζωη και το έργο τους)
Μια πρωτότυπη μελέτη για πρώτη φ όρα στην Ελλάδα εκδόσεις αλεβιζόπουλος
k
Φειδΐου 14 16 Αθήνα 142 xnA. 360.0059
Λ
_____________________________ r'JiCi
ΤΡΙΜΗΝΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΠΑΙΑΕΥΣΗ για αδέσμευτο διάλογο για σφαιρική πληροφόρηση για ενημέρωση στις εξελίξεις των επιστημών της αγωγής για μια νέα αντίληψη των εκπαιδευτικών μας πραγμάτων για μια πρωτοποριακή θεώρηση των εκπαιδευτικών προβλημάτων Μια μαχητική παρουσία στον εκπαιδευτικό χώρο ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ Ταχ. Θυρ. 107 - Ν. Σμύρνη - Αθήνα. Τηλέφωνα: 88.23.762 - 82.24.635
το ξένο
ΠΑΡΙΣΙ, Ιανουάριος. Τό 14ο αίώνα κιόλας, στή νότια Γαλλία, οί ποιητικοί όγώνες κάνανε πάταγο. Ή πα ράδοση κρατήθηκε φέτος: 1500 βραβεία καταγρά φτηκαν στόν έπίσημο Οδηγό τών βραβείων! Στήν ούσία, πέντε-έξι μόνο έχουν άπήχηση καί στό πλα τύ κοινό -ό λα άφιερωμένα στό μυθιστόρημα. Τό πρώτο καί πιό φημισμένο Ιδρύθηκε τό 1903 άπό τό συγγραφέα Goncourt γιά νά προωθείται κάθε χρόνο τό πεζό έργο ένός νέου συγγραφέα. Τά έπόμενα -τ ό F6mina, τό Renaudot, τό Βραβείο τής Γαλλικής ’Ακαδημίας, τό Interallte καί, τέλος (τό 1958), τό Medicis δημιουργήθηκαν άπό λογοτέχνες ή δημοσιο γράφους άγανακτισμένους μέ τις έπιλογές τών συ ναδέλφων τους. Ή σαιζόν κορυφώνεται τό Νοέμβρη. Κάθε χρόνο τό ίδιο τυπικό: Τά έξι βραβεία άπονέμονται μέ τή σειρά, γίνεται μεγάλη φασαρία, μέ χιλιάδες άρθρα κι έκπομπές, μέχρι κι έκθέσεις (δύο φέτος στό Πα ρίσι), οί βραβευμένοι έξαντλημένοι γυρίζουν άνά τή χώρα ύπογράφοντας τά βιβλία τους- γιά λίγες μέ ρες οί Γάλλοι μιλάνε γιά λογοτεχνία. Φυσικά τά έπιλεγμένα έργα μοσχοπουλιοϋνται: 100.000 άντίτυπα κατά μέσον δρο γιά ένα Renaudot, F0mina, ή Interalli6 · τό Goncourt φτάνει καμιά φορά καί στά 500.000· χάρη στό βραβείο τό τιράζ μπορεί νά δεκαπλασιαστεί. Πολλαπλασιάζονται καί οί ύποψήφιοι: Ένώ μερικοί χρόνια τώρα προαγγέλλουν τό θάνατο τού μυθιστορήματος (καί Ιδιαίτερα τού γαλ λικού) ή κυκλοφορία του δλο κι αύξαίνει· φέτος τό φθινόπωρο, μέσα σέ δυό μήνες, δημοσιεύτηκαν 167 καινούρια γαλλικά μυθιστορήματα.1 Παράδοξη έπιτυχία. Προπαντός άν έχει κανείς ύπόψη του τήν κακή φήμη τών βραβείων. Γιατί δλοι τό ξέρουν, δλοι σχεδόν τό όμολογοϋν: έδώ προέχει τό έμπόριο - γιά νά μήν πώ ή κομπίνα... Πώς άλλιώς, μέ τόσα χρήματα στή μέση; Τά μέλη τών έπιτροπών έχουν φίλους κι έχθρούς... Καί δντας συνδεδεμένοι μ’ έναν έκδοτικό οίκο ώς συγγραφείς (ίσως καί «άναγνώστες», διορθωτές κλπ.), τείνουν νά προτιμούν τά προϊόντα τής έταιρείας τους. Ό συγγραφέας λοιπόν περνά σέ δεύτερη μοίρα: ή μά χη γίνεται μεταξύ έκδοτών· καί σπάνια νά μή «νική σει» (δπως γράφουν οί έφημερίδες, σάν νά πρόκει ται γιά άθλητισμό) μιά άπ’ τις τρεις μεγάλες όμάδες: Gallimard, Seuil ή Grasset.
χρονικα/13
3ιβλιο
ΕΣΕΙΣ ΠΕΡΑΣΑΤΕ ΑΠΟ ΤΗΝ... ΚΙΒΩΤΟ;
Σπεσιαλιτέ: βραβεία Γι’ αύτό έγιναν έθιμο οΐ «περίεργες» έπιλογές: πολλά μέτρια έργα έχουν πάρει τό Goncourt' ό Onli ne, ό Aragon ποτέ· δσο γιά τούς Blanchot, Morand, Duras, δέν τούς έτυχε κανένα βραβείο! Έθιμο έπίσης οί διαμαρτυρίες καί τά σκάνδαλα -δπως τό ’ 76 πού έσκασε μιά βόμβα μπροστά τήν πόρτα ένός μέ λους τών Goncourt· ή στήν άνακήρυξη τού Goncourt πάλι, τό ’ 77, πού πέταξαν μιά τούρτα στά μούτρα τού προέδρου τής έπιτροπης. (Καλή διαφήμιση κι αύτό...) Κι δμως -παράξενο- τά βραβευμένα έργα μερι κές φορές άξίζουν. Ή φετινή σοδειά μάλιστα θεω ρείται άπ’ τίς καλές. Μέ τρεις έξαιρέσεις, θά ’ λεγα. Τό Interallid καί T0 «Medicis δόθηκαν σέ δυό δημοσιο γράφους μέ πολλές γνωριμίες, ένώ οί άκαδημαϊκοί τίμησαν τόν δημοφιλέστατο Vladimir Volkoff, άναρωτιέται κανείς γιατί: γιά τά συναρπαστικά μέν πολιτι κά θρίλερ του2 (μάλλον έλαφρά δμως) ή γιά τά άντικομουνιστικά κηρύγματα πού περιέχουν (μάλλον χοντροκομμένα); Καί στά Goncourt έπικρατεϊ συντηρητισμός: Συνή θως οί μεγάλοι3 συγγραφείς τής έπιτροπής διαλέ γουν ένα έργο πολυσέλιδο, ρεαλιστικό, άπό κάποιο γνωστό δνομα, δπως τόν Dominique Fernandez (βρα βείο Mddicis τό 1974 μέ τό γουστόζικο Ροφοηηο). Ενδιαφέρον δμως τό καινούριο Goncourt, Dans la main de I’ange (Στά χέρι τού άγγέλου, Grasset), δπου ό D. F. πηγαίνει τό μυθιστόρημα στά δρια τής βιο γραφίας καί τού δοκιμίου. Πρωταγωνιστής ένας Pier-Paolo Ρ., τού όποιου τά βιώματα είναι έκεΐνα τού Pasolini, άλλά δέν είναι ό ίδιος: σ’ αύτή τή «φανταστική βιογραφία» ό ήρωας έχει στοιχεία τό σο τού Dominique δσο καί τού Pier-Paolo. Ό F. έξάλλου λίγο άσχολεΐται μέ τόν Pasolini σάν δημιουργό, γιά νά συγκεντρωθεί στόν άνθρωπο. Δυστυχώς, έτσι μετέωρο άνάμεσα στό πραγματικό καί τό φαν ταστικό, τό πρόσωπο δέν «πήζει». Καί στό πρώτο πλάνο τελικά έρχεται... τό φόντο: ή Ιταλία, πού τήν ξέρει ό F. δσο κανένας, καί τήν άναπαρασταίνει μέ έξυπνάδα καί πάθος, όλοζώντανη. Τό Les Fous de Bassan (Τά τρελά πουλιά, Seuil), τής Anne Hebert (Βραβείο Fdmina) μάς πάει άκόμα πιό μακριά. Ένα χωριό στόν Καναδά (πατρίδα τής Η.), άπομονωμένο, δαρμένο άπό τή θάλασσα. Τό
• ΥΠΟΓΕΙΟ βιβλία παιδικά εκπαιδευτικά παιχνίδια
ΙΣΟΓΕΙΟ βιβλία χαρτικά αφίσσες περιοδικά
• ΠΑΤΑΡΙ εκθεση του Γιώργου Πέταλά με γκραβοΰρες του 19ου αιώνα απ’ όλο τον κόσμο σε τιμές ευ καιρίας
στον ΠΕΙΡΑΙΑ ΑΡΑΓΑΤΣΗ 1 (νέο δημαρχιακό μέγαρο)
14/χρονικα
καλοκαίρι τού ’36, σύντομο, «φαγωμένο στις δύο άκρες άπό τήν παγωνιά». "Ανθρωποι μέ βίαια, άπωθημένα πάθη, βαριά μυστικά, τό σέξ πού έλλοχεύει παντού, ή άναμονή της μοιραίας έκρηξης... Ένα βράδι δυό κορίτσια έξαφανίζονται στήν παραλία. Θά γίνει άνάκριση, ένας δολοφόνος θά βρεθεί -ά λλά δέν φταίει αύτός: «Γιά όλα φταίει ό άέρας», ή άγρια φύση πού κάνει τούς άνθρώπους άγριους. Ώ ς τό ’ 82 έχουν πεθάνει δλοι σχεδόν, καί τό χωριό μαζί τους. "Ενας πνιγερός κόσμος, ή φωτιά κάτω άπό τόν πάγο: Πολύ άγγλοσαξονική ή Α. Η., άπόγονος τής Emily Bronte καί τού Faulkner. Προσωπική δμως, καί θαυμάσια, ή γραφή της. Μιά άφήγηση μοιρασμένη σέ έπιστολές, μονολόγους, ήμερολόγια, σάν κομμάτια άπό κάποιο ναυάγιο, κά θε πρόσωπο μιλώντας μέ τή σειρά του, άλλά σχε δόν μέ τήν ’ίδια φωνή - μ ιά καί τούς διαπερνά ή ίδια μανία. Μιά μουσική πού σιγά σιγά σέ τυλίγει σέ κύ ματα άπό εικόνες, μέ τή φλογερή λιτότητα, τή δύ ναμη, τήν πνοή των ψαλμών τής Παλαιάς Διαθήκης. Εξίσου έντυπωσιακό τό La Faculte des songes (Ή σχολή των όνείρων, Grasset) τού Georges-Olivier Chateaureynaud, βραβείο Renaudot. Στό Παρίσι τού
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΥΠΟΔΟΜΗ Κυκλοφορεί
•
Μέ 48 ε ικ ό ν ες
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΥΠΟΔΟΜΗ 3 η ς Σ επ τεμ β ρ ίο υ 2 2 ,τηλ. 5234790
’80, τρεις άνθρωποι ναυαγισμένοι, τρεις μοναξιές πού συναντιούνται κατά τύχη, γιά λίγες μέρες, στό ίδιο ζεστό κουκούλι: ένα έγκαταλειμμένο σπίτι έτοιμο νά γκρεμιστεί. Ό συγγραφέας έχει κάνει πολλές δουλειές σπάνια περίπτωση στά γράμματά μας-, μέχρι κι έργάτης, όπως ένας άπό τούς ήρωες. Μάς μπάζει σ’ έναν κόσμο λίγο γνωστό, άν καί τόσο κοντινό: τό έργοστάσιο, τά φτωχά προάστια... Άλλά δέν πρό κειται μόνο γιά ντοκυμανταίρ. Τό όνειρο διεισδύει παντού, στό καταθλιπτικό, νυχτερινό ντεκόρ, καί μαζί στόν ταραγμένο νού τών προσώπων, σ’ ένα ίλιγγιώδες μείγμα ρεαλισμού καί φανταστικού. Καί τό μοναδικό φώς σ’ αύτό τό μαύρο βιβλίο έρχεται άπό τή γραφή, άπλή καί στέρεη, πού θυμίζει τό στε γνό παλμό τού Flaubert. Ό G.-O. Ch. άνήκει στούς καλύτερους, καί τό Renaudot πού τόν καθιέρωσε (στά 35 του, μετά άπό πέντε βιβλία) ήταν τό μόνο βραβείο φέτος πού έπαιξε τό ρόλο του: νά άνακαλύψει καινούριους συγγραφείς. Κρίνοντας λοιπόν άπό τά έργα αύτά, καί άπό άλ λα τό ίδιο άξιόλογα, δέν πάει καί τόσο άσχημα τό γαλλικό μυθιστόρημα. Υπάρχουν άρκετοί πολύ κα λοί συγγραφείς, γνήσιοι δημιουργοί. Υπάρχουν καί προσπάθειες γιά άνανέωση τού είδους, δπως τά δάνεια άπό άλλα είδη ή άπό ξένα πρότυπα. Τότε τί λείπει; "Ισως λίγη τόλμη. Στά θέματα, άλ λά κυρίως στή μορφή. Ή σύγχρονη πραγματικότητα (άνυπόφορη, ή άπλώς βαρετή;) σάν νά παραμελεΐται· τό Ιστορικό μυθιστόρημα άντίθετα γίνεται πολύ τής μόδας. Μικρό τό κακό ίσως: μπορεί καί τό πα ρελθόν νά μάς μιλήσει γιά τό παρόν. Πιό άνησυχητική δμως είναι μιά άλλη όπισθοχώρηση: μορφικά, τά μυθιστορήματα τών πολλών μοιάζουν μ’ έκεΐνα ώραϊα, έστω- τών παππούδων τους... Πού οί μεγά λοι άνανεωτές τού ’60 -ο ί Robbe-Grillet, Sarraute, Butor, Simon, Pinget; Γράφουν άκόμη, μά τό κοινό άδιαφορεΐ γι’ αύτούς -ντεμ ο ντέ πιά ή πρωτοπορία. Μήπως έπειδή τά βραβεία τήν άγνοοϋν; ’Ή μήπως τά βραβεία άδιαφοροϋν έπειδή τήν άγνοεΐ τό κοι νό; Μάλλον τό δεύτερο... Πάντως, άς μήν παραπονιόμαστε: χωρίς τά βρα βεία, ίσως νά μην άκούγαμε γιά όρισμένα ώραΐα βι βλία· καί -λ έν ε οί έκ δό τές- χωρίς τά λεφτά πού φέρνουν τά βραβευμένα έργα, δέν θά μπορούσαν νά δημοσιευτούν άλλα, πιό φιλόδοξα. Ά ς έχουμε λοιπόν περισσότερα βραβεία -κα ί περισσότερη ποι κιλία: βραβεία Goncourt ή Medicis γιά τό διήγημα, τό δοκίμιο, καί τήν ποίησή μας πού δέν πουλιέται... Τώρα, πώς νά ξέρει κανείς ποιό βραβείο διαλέγει σωστά; Απαραίτητο γι’ αύτό ένα Βραβείο τού Κα λύτερου Βραβείου! Φέτος θά τό έδινα στό «M6dicis stranger» (γιά τό ξένο μυθιστόρημα), πού πήγε στό καταπληκτικό II nome della rosa (Τό δνομα τού ρό δου, Grasset) τού 'Ιταλού Umberto Eco. (Μέ τή συμ πάθεια τών γάλλων μυθιστοριογράφων...) MICHEL VOLKOVITCH Σημειώ σεις: 1. Καί μόνο 67 ξένα. Ντροπή μας. 2. Π.χ. La montage (Τό μοντάρισμα, Julliard). 3. 67 χρόνων κατά μέσο όρο!
Λ
Τζαίημς μζ Τζόυς
Τό έργο τον Τζαίημς Τζόνς έμεινε άπαγορενμένο γιά τό πλατύ κοινό, πού τό αγνόησε γιά τριάντα σχεδόν χρόνια, ενώ ταυτόχρονα προκαλοϋσε παθιασμένες άντιμαχίες σε έναν περιορισμένο κύκλο διανοουμένων. Γιατί άραγε τό έργο τού Τζόνς νά θεωρείται ακόμα «καταραμένο»; Οί περισσότεροι από τούς δύστροπους τό άποδίδονν στη μορφική πολυπλοκότητα των βιβλίων τον. Κι αληθινά, ό Τζόνς φτάνει καί τραυματίζει, μορφικά καί πολιτισμικά, δ, τι είναι καλά κρυμμένο. :Αποσταθεροποιεί τό έργαλεΐο των συγγραφέων: τη γλώσσα. Ή ριζική πρωτοτυπία τοϋ Τζόνς προέρχεται άπό τό δτι καταφέρνει νά εισάγει τήν ταυτόχρονη σύλληψη τοϋ μύθον, τής ιστορίας καί τοϋ άτομικοϋ στούς κόλπους τοϋ ίδιου τοϋ γλωσσικοϋ ιδιώματος. Δέν μποροϋμε νά φέρουμε στή μνήμη μας τό βίο τοϋ Τζαίημς Τζόυς, χωρίς νά προσφύγονμε στό έκπληκτικό καί συναρπαστικό δοκίμιο τοϋ Ρίτσαρντ "Ελμαν, πασίγνωστο σέ όλους τούς τζοϋσιανούς, τό όποιο, έκτος άπό μιά άνεκτίμητη επιστημονική εργασία, σχετική μέ τή βιογραφία καί τή χρονολόγηση, διερευνά τό λογοτεχνικό καί φιλοσοφικό υπόβαθρο τοϋ έργου τοϋ Τζόνς, άποκαθιστώντας μέ κάθε λεπτομέρεια στή σωστή τους θέση σημαντικό άριθμό γεγονότων τής ζωής του καί τής ζωής των δικών του, υπογραμμίζοντας ιδιαίτερα τήν άποφασιστικότητα, τό θάρρος, τή γενναιοδωρία καί, προπάντων, τό χιούμορ τοϋ συγγραφέα τοϋ Finnegans Wake.
*
16/αφιερωμα
M arc D a ch y
Τζαίημς Τζόυς: Ή ζωή καί χό έργο του 1882 2 Φεβρουάριον: Γέννηση τοΰ Τζαίημς Τζόυς στό Ράθγκαρ. Πρωτότοκος γιός πολυμελούς οικογένειας. 'Ο πατέρας του, Τζών Τζόυς, υπήρξε σπουδαστής, ναυτικός, κυνηγός, καλοφα γάς στά τραπεζώματα πού συνοδεύουν τίς κυνηγετικές εξορμή σεις, πρωταθλητής κωπηλασίας, δρομέας στό «κρός κάουντρυ», κάτοχος ρεκόρ άλματος, έξαιρετικός ήθοποιός καί τρα γουδιστής (χαρακτηρίστηκε σάν ό καλύτερος τενόρος τής Ι ρ λανδίας). Μετείχε στήν κίνηση Φένιαν, στό Κόρκ. ’Αφού κα τασπατάλησε τήν πατρική περιουσία, πού κληρονόμησε στά 25 του χρόνια, δούλεψε σάν γραμματέας σέ ένα άποστακτήριο, τού οποίου είχε άγοράσει ορισμένες μετοχές, στήν όχθη τού Λίφφεύ, πρίν διοριστεί σέ μιά εύκολη καί καλοπληρωμένη θέ ση, στό φορολογικό γραφείο τού Δουβλίνου· κι αυτό γιατί, σάν γραμματέας τής Ενωμένης Φιλελεύθερης Λέσχης τού Δουβλί νου, κατάφερε νά κερδίσει τό Φιλελεύθερο Κόμμα δύο βουλευ τικές έδρες σέ βάρος τών δύο τελευταίων συντηρητικών βου λευτών τού Δουβλίνου. «Δέν γνώρισα ποτέ τόν άπίθανο αύτό πατέρα, πού σίγουρα ήταν δ,τι περισσότερο θαύμαζε στόν κόσμο. Είχε κληρονομήσει δυό πράγματα άπό αύτόν. Μιά άδάμαστη περηφάνια, έναν τρόπο νά σαρκάζει τή ζωή, μιά άνικανότητα νά λυγίζει τά γό νατα καί νά συνθηκολογεί. 'Ο άνθρωπάκος αύτός, ζήτουλας καί μεθύστακας, ήταν ένα είδος άρχοντα. ’Από αύτόν ό πελώ ριος συγγραφέας κληρονόμησε εκείνο τό άγέρωχο ύφος, εκείνη τήν εκπληκτική πίστη στόν εαυτό του, τήν άρνηση κάθε συμβι βασμού καί κάθε παραχώρησης, πού άποτελούν τό χαρακτηρι στικό τού έργου του. Βλέπω ξανά αύτή τήν πανύψηλη σιλουέτα, λεπτή, άριστοκρατική, πού κατέληγε σέ ένα παράδοξο κυ λινδρικό κεφάλι, κι όπου τό κοκαλιάρικο πρόσωπο, μέ τό πε λώριο σάν πύργο μέτωπο, φαινόταν νά έχει σκαλιστεί, όπως ορισμένα σουρεαλιστικά γλυπτά, στόν τσίγκο ενός σωλήνα θερμάστρας: Σέ κανέναν άλλο δέν συνάντησα περισσότερη υπεροψία, ύφος πού ήταν εύγενικό καί, ταυτόχρονα, κρατούσε σέ άπόσταση. Δέν είδα σέ κανέναν άλλο αύτή τήν κοίλη κατα τομή, αύτή τήν κατατομή σέ σχήμα μισοφέγγαρου, μέ τή διπλή προεξοχή τού κρανίου καί τού σαγονιού, σκυθρωπή, βίαιη, κο φτερή καί επίμονη, όπως τή συναντούμε στίς προτομές τού Φί λιππου τού Β'». Λουί Ζιγιέ (Στήλη γιά τόν Τζαίημς Τζόυς, 1946)
αφιερωμα/17
1885 Γέννηση τοϋ άδερφού του Τζών Στάνισλας Τζόυς πού, γιά πολύν καιρό, θά είναι στενά δεμένος μαζί του. Γιά πολύν καιρό, κράτησε προσωπικό ημερολόγιο πού, μερικές φορές, έδινε στόν άδερφό του νά τό διαβάσει. Σ’ αύτό, γίνεται κυρίως λόγος γιά τόν Τζαίημς Τζόυς, καί χρησιμέυσε άργότερα γιά τό γράψιμο τού Φύλακα τοϋ άδερφοϋ μου. «'Ορισμένοι σοφοί έγιναν διάσημοι γιατί μέτρησαν τίς άποστάσεις πού μάς χωρίζουν άπό τά άόρατα άστρα, όμως καί όσοι μελέτησαν τίς κινήσεις τής ύλης, τίς σχεδόν άνεπαίσθητες στίς αισθήσεις μας, έστω καί μέ τή βοήθεια οργάνων, υπήρξαν έπίσης διάσημοι. Καί ό Τζίμ είναι ίσως μεγαλοφυής, παρόλο πού τό πνεύμα του άρέσκεται νά άναλύει τά πάντα στίς παραμικρές τους λεπτομέρειες (...). Έ χει ένα εκπληκτικό ήθικό θάρρος, τόσο μεγάλο, πού θά γίνει -θέλω νά τό πιστεύω- ό Ρουσσώ τής ’Ιρλανδίας. "Ομως ό Ρουσσώ μπορεί νά κατηγορηθεΐ ότι έλπι ζε, μυστικά, νά άφοπλίσει όσους άναγνώστες του τόν άποδοκίμαζαν, έξομολογούμενος, πράγμα γιά τό όποιο δέν μπορούμε νά κατηγορήσουμε τόν Τζίμ (...). "Εχει ύφος διακεκριμένο καί πολλά χαρίσματα. Μιά μελωδική φωνή τενόρου όταν τραγουδά ή μιλά, ένα αληθινό, άλλά όχι άναπτυγμένο, ταλέντο γιά τή μουσική· είναι ένας συνομιλητής πνευματώδης. "Εχει τήν κακή συνήθεια νά λέει στούς φίλους του, μέ ήρεμο τρόπο, τίς πιό σκαμπρόζικες κουβέντες, γι’ αύτόν τόν ίδιο μά καί γιά τούς άλλους, καί, επιπλέον, νά διαλέγει τίς πιό άκατάλληλες στιγμές (όχι άπλώς γιατί είναι σκαμπρόζικες, μά γιατί είναι κι άληθινές) γιά νά τίς πεϊ (...). Γενικά, είναι πολύ προσηνής καί εύγενικός, όμως, παρ’ όλο πού ή άγένεια τού προκαλεΐ άπέχθεια, θεωρώ ότι, άπό φυσικού του, είναι ελάχιστα εύγενής (...). Νο μίζω ότι, παρά τά χαρίσματα καί τή μεγαλοφυΐα του, λίγοι άν θρωποι θά τόν άγαπήσουν, καί όσοι θά τόν έξυπηρετήσουν, σίγουρα θά ζημιώσουν (σκιαγραφώ έδώ μιά πολύ ώμή εικόνα του)». Στάνισλας Τζόυς, 1903 Ό Τζαίημς Τζόυς μπαίνει στό κολέγιο ϊησουιτών τοϋ Κλονγκόουες Γούντ. 1893 Ό Τζόυς μπαίνει στό κολέγιο τού Μπελβεντέρε. 1899 'Ο Τζόυς σπουδάζει στό Γιουνιβέρσιτυ Κόλλετζ τού Δουβλί νου. Σχεδιάζει νά συνεχίσει σπουδές ιατρικής στό Δουβλίνο, έπειτα στό Παρίσι. 1900 Δίνει στό Γιουνιβέρσιτυ Κόλλετζ μιά λαμπρή καί πολυσυζητη μένη διάλεξη γιά τό θέατρο καί τή ζωή: «"Αν μέ ρωτήσετε πώς γεννιέται τό θέατρο, ή τί άνάγκη μπορεί νά τό έχει ό άνθρω πος, άπαντώ άπλούστατα ότι τού είναι άπαραίτητο. Είναι τό ζωώδες ένστικτο εφαρμοσμένο στό πνεύμα (...). Θά πάω πιό μακριά καί θά πώ ότι τό θέατρο άναβλύζει αυθόρμητα άπό τή ζωή, καί άντλεΐ άπό τίς ίδιες μ’ αυτήν πηγές». Δημοσιεύει τόν ’Απρίλη, σέ ηλικία 18 ετών, στό Fortnightly Re view, ένα δοκίμιο γιά τόν "Ιψεν. Μέ τά χρήματα πού κερδίζει, παίρνει μαζί τόν πατέρα του στό Λονδίνο καί δίνει καί λίγα
18/αφιερωμα λεφτά στη μητέρα του. Ένθαρρύνεται άπό την επιτυχία του αυτή, γιά νά σπουδάσει τίς σκανδιναβικές γλώσσες. Τό 1901 θά γράφει στόν "Ιψεν άπ’ ευθείας στά νορβηγικά. Τά κείμενα τής εποχής αυτής, καί μερικά μεταγενέστερα, γιά τόν φενιανισμό, τόν Μπλαίηκ, τόν Πάρνελ (ηρώα τής ιρλανδικής άνεξαρτησίας), τόν τενόρο Τζών Σάλλιβαν, τά ήθικά δικαιώματα τών συγγραφέων, τόν Σώ καί τή λογοκρισία, συγκεντρώνονται στά Κριτικά δοκίμια. ’Αρχίζει τόν Στέφεν τόν ήρωα, πού τό γράψιμό του θά εμποδι στεί άπό τίς πολλαπλές μετακινήσεις τού συγγραφέα καί άπό τό γράψιμο τού Πορτρέτου τού καλλιτέχνη (Δαίδαλος). 1902 Ό Τζόυς δημοσιεύει μιά μελέτη γιά τόν ποιητή Τζαίημς Κλάρενς Μάνγκαν, παίρνει τό δίπλωμά του καί εγκαταλείπει τήν ’Ιρλανδία γιά τό Λονδίνο, δπου συναντά τόν Γαίητς καί τόν ’Άρθουρ Σάυμονς. Δύσκολη διαμονή στό Παρίσι, χωρίς λεφτά. ’Εγκαταλείπει τά σχέδιά του γιά σπουδές στήν ιατρική. 1903 ’Επιστρέφει στό Δουβλίνο γιά τό θάνατο τής μητέρας του, πού πέθανε 43 χρόνων. 1904 Ό Τζαίημς Τζόυς συναντά στό δρόμο τή Νόρα Μπάρνακλ. Τό ζευγάρι φεύγει άπό τήν ’Ιρλανδία καί εγκαθίσταται στό Πόλα. Ή μιζέρια καί ή άτμόσφαιρα πού επικρατούν στό πατρικό σπί τι τού Τζόυς μετά τό θάνατο τής μητέρας του είναι τέτοιες πού ή Μαργαρίτα, ή άδερφή του, κλείνεται σέ μοναστήρι. 1905 'Ο Τζόυς διδάσκει στήν Τεργέστη, στή Σχολή Μπέρλιτς. Γέν νηση τού γιου του Τζιόρτζιο στίς 27 ’Ιουλίου. «Τζιορτζίνο. Μόλις πού είχες γεννηθεί. "Οσο ό γιατρός σκούπιζε τά χέρια του, σέ περπάτησα στήν αγκαλιά μου, σιγοτραγουδώντας σου κάτι. ’Ήσουν τέλεια ευτυχισμένος, πιό εύτυχισμένος άπό μέ1906 Ό Τζόυς τελειώνει τούς Δουβλινέζους, πού θά δημοσιευτούν μόνο τό 1914. Συναντά τόν "Ιταλό Σβέβο. Πρώτη ιδέα τού Όδυσσέα. Δουλεύει τό Πορτρέτο τοϋ καλλιτέχνη, μέσα στό όποιο συγχωνεύει τόν Στέφεν τόν ήρωα. 1907 Γέννηση τής κόρης του Λουτσία, στίς 26 ’Ιουλίου. Δημοσίευση τών ποιημάτων Μουσική δωματίου. ’Ερωτεύεται μιά άπό τίς μαθήτριές του, τήν ’Αμαλία Πόππερ, πού θά χρησιμεύσει σάν έναυσμα στό σύντομο κείμενο Τζιάκομο Τζόυς, γραμμένο τό 1914. 1909 Ό Τζόυς μεταφράζει Γαίητς στά ιταλικά. Αύγουστος: βρίσκε ται στήν ’Ιρλανδία μέ τό γιό του Τζιόρτζιο. ’Από τό Δουβλίνο, γράφει στή Νόρα, πού είχε μείνει στήν Τεργέστη: «Θέλεις, άγάπη μου, νά μέ δεχτείς δπως είμαι, μέ τίς άμαρτίες μου καί μέ τίς τρέλες μου, καί νά μέ προφυλάξεις άπό τόν πόνο; Ά ν δέν τό κάνεις, νιώθω πώς ή ζωή μου θά διαλυθεί».
Ή Νόρα Μπάρνακλ
αφιερωμα/19
’Επιστροφή στήν Τεργέστη. Τόν ’Οκτώβριο, νέο ταξίδι στό Δουβλίνο, δπου ό Τζόυς άνοίγει έναν κινηματογράφο. Είχε προσέξει δτι δέν υπήρχε κινηματογράφος στό Δουβλίνο. Μέ τρια έπιτυχία τής έπιχείρησης. 1910 Ό Τζόυς μάταια ψάχνει γιά έκδοτη τών Δουβλινέζων. Φοβερή έλλειψη χρημάτων. Βοηθά ό Στάνισλας. 1912 Άπογοητευτική χρονιά. Σύντομη καί τελευταία παραμονή τοϋ Τζόυς στήν ’Ιρλανδία. Χρέη. 1913 Παραδέρνει ανάμεσα στους πιστωτές του. ’Ιδιαίτερα μαθήματα τό άπόγευμα, διδασκαλία τό πρωί στήν ’Ανώτατη ’Εμπορική Σχολή. Τά ιδιαίτερα μαθήματα στή σινιόρα Κούτζι διακόπτον ται, γιατί τελείωνε τό μάθημα γλιστρώντας, σάν τά παιδιά, άπό τήν κουπαστή τής σκάλας. Σπρωγμένος άπό τόν Γαίητς, ό Έ ζρα Πάουντ γράφει τό Δε κέμβριο στόν Τζόυς, κυρίως γιά τήν άνθολογία του γιά τούς είκονιστές (imagistes). 1914 Δημοσίευση τών Δουβλινέζων άπό τόν Γκράντ Ρίτσαρντς. 'Υπόσχεση, πού όμως δέν κρατήθηκε, νά άφιερώσει τό βιβλίο στόν άδερφό του Στάνισλας. Τελειώνει τό Πορτρέτο, άρχίζει τόν Όδνσσέα. Γράφει τόν Τζιάκομο Τζόυς (ειρωνικός τίτλος). Τό 1917 ό Τζόυς θά γράψει στό δικηγόρο Τζών Κουήν: «Έ χα σα δέκα χρόνια τής ζωής μου σέ αλληλογραφίες καί διαμάχες γιά τούς Δουβλινέζους, πού άπορρίφθηκαν άπό σαράντα έκδο τες, γράφηκαν τρεις φορές καί κάηκαν μία. Ξόδεψα περίπου τρεις χιλιάδες φράγκα γιά γραμματόσημα, τέλη, εισιτήρια σι δηροδρόμων καί πλοίων, γιατί ήρθα σέ έπαφή μέ έκατόν δέκα έφημερίδες, εφτά δικηγόρους, τρεις έταιρεΐες, σαράντα έκδο τες καί κάμποσους άνθρώπους τών γραμμάτων γιά τό θέμα αυ τό. "Ολοι, μέ έξαίρεση τόν κύριο Έ ζρ α Πάουντ, άρνήθηκαν νά μέ βοηθήσουν». Ό Τζόυς παραμένει αιχμάλωτος πολέμου, έπί τώ λόγω τής τι μής του, στήν Τεργέστη, αυστριακή τότε πόλη. 1915 Επιτρέπουν στόν Τζόυς νά πάει στήν Ελβετία, καί έγκαθίσταται στή Ζυρίχη τέλη ’Ιουνίου (σχεδόν ταυτόχρονα μέ τόν Τριστάν Τζαρά, πού θά λανσάρει, μαζί μέ τούς Οΰγκο Μπάαλ, Ρίχαρντ Χύλσενμπεκ, Χάνς "Αρπ καί Σοφία Τέυμπερ Ά ρ π , τό κίνημα τοϋ ντανταϊσμού στό Καμπαρέ Βολταίρ (βλ. καί Χρονι κό τής Ζυρίχης 1915-1919, τού Τριστάν Τζαρά). Μάταια ζητά μιά θέση καθηγητή στό Σατώ ντέ Λανσύ. Έ χει φίλους Αυστριακούς, ’Ιταλούς, Έλληνες. Χάρη στόν Γαίητς καί τόν Πάουντ, παίρνει ένα ποσό έβδομήντα πέντε λιρών άπό τό Βασιλικό Ταμείο Λογοτεχνίας. 1916 Πάσχα: έξέγερση στό Δουβλίνο. Ό Τζόυς άποποιεΐται τήν πρόσκληση νά γράψει ένα άρθρο γιά τά γεγονότα τής ’Ιρλαν δίας στό Journal de Geneve.
Είδες αυτό τόν άνθρωπο πού μόλις πρίν άπό λίγο γλίτωσε άπό τό τράμ; ”Αν είχε σκοτωθεί, πόση σημασία θά είχε πάρει ή κάθε μιά άπό τίς πράξεις του! "Οχι γιά τόν άστυνομικό, άλλά γιά όλους όσους τόν ήξεραν. Καί γιά τίς σκέψεις του, γιά όλους αύτούς πού θά τόν γνώριζαν. Αυτή είναι ή άντίληψή μου γιά τη σημασία τών άσήμαντων πραγμάτων πού θέλω νά δώσω νά κα ταλάβουν οί δυό-τρείς φουκαράδες πού θά καταφέρουν νά μέ διαβάσουν (Τζαίημς Τζόυς, στόν Στάνισλας Τζόυς. Άναφέρεται άπό τόν Έλμαν).
Ή Ζυρίχη είναι τόσο καθαρή ώστε, άν ξεράσετε μιά μανέστρα στή Μπάνχοφστράσε, μπορείτε νά τήν ξαναφάτε χω ρίς κουτάλι (Έλμαν).
Ή άνάμιξη παιδικού παραλογιυμοί’ καί άρχαίας σοφίας είχε προετοιμαστεί άπό τούς ντανταϊστές καί τούς σου ρεαλιστές, τό βιβλίο όμως τού Τζόυς ξεχώριζε μέ τήν πρωταρχική σημασία τής μορφής (Έλμαν).
20/αφιερωμα
1917 Δημοσίευση άπό τόν οίκο Egoist Press τού Πορτρέτου τοϋ καλλιτέχνη, γιά τό όποιο ό Πάουντ γράφει: «Στόν Τζόυς, βρί σκουμε, σέ κάθε σχεδόν σελίδα, αυτή τή γοργή εναλλαγή υπο κειμενικής ομορφιάς καί έξωτερικής άθλιότητας, βρομιάς κι αποκρουστικότητας. Είναι τό μπάσο καί τό πρίμο τής μεθόδου του. Καί ή κλίμακά του ξεπερνά τήν κλίμακα τών μυθιστοριογράφων πού είναι σύγχρονοί του, οκτάβες ολόκληρες άπό τό κλαβιέ του λείπουν τελείως άπό τό δικό τους. Τό συμπέρασμα ή τό ήθικό δίδαγμα άπό δλα αύτά είναι ότι οί συγγραφείς οποιοσδήποτε εποχής πρέπει νά είναι τά πιό άξιόλογα πνεύμα τα τής έποχής τους. Πρέπει νά γνωρίζουν τίς άκρότητες τού καιρού τους. Δέν πρέπει νά έκπροσωποϋν μιά κοινωνική σειρά (...). Καμιά παράλειψη στίς τρακόσες σελίδες τού Πορτρέτου τοϋ καλλιτέχνη. Τίποτα δέν είναι τόσο ώραϊο στή ζωή πού ό Τζόυς νά μήν μπορεί νά τό άγγίξει χωρίς ιεροσυλία -κυρίως χωρίς τίς ιεροσυλίες τού αισθηματισμού καί τής αισθηματολο γίας- καί τίποτα δέν είναι τόσο αηδιαστικό πού νά μήν μπορεί νά τό πραγματευτεί μέ έκείνη τή δική του μεταλλική άκριβολογία» (Έ ζρα Πάουντ, 1918, δημοσιευμένο στό Στην καρδιά τοϋ ποιητικού έργου). Νίκη τού Σίν Φαίν στίς εκλογές, στήν Ιρλανδία. Έγχείριση (ιριδεκτομή) στά μάτια. Τό χειμώνα στό Λοκάρνο. Έ νας άνώνυμος μαικήνας (πού θά άποκαλυφθεΐ άργότερα ότι είναι ή μίς Χάρριετ Γουήβερ, πού καθοδηγεί τήν επιθεώρηση καί τίς έκδόσεις The Egoist) καταβάλλει, μέσω ενός γραφείου δικολάβων, ένα ποσό διακοσίων λιρών σέ τέσσερις δόσεις. Ό Έλμαν γράφει: «Ή γενναιοδωρία αύτής τής έκπληκτικής γυ ναίκας εκδηλωνόταν ως τό θάνατο τού Τζόυς: Έκείνη πλήρω σε τά έξοδα τής κηδείας του». 1918 ’Αποσπασματική δημοσίευση τού Όόυσσέα στό The Little Re view. Τέσσερα τεύχη τής επιθεώρησης κατάσχονται καί καίγον ται άπό τήν ταχυδρομική υπηρεσία τών Ηνωμένων Πολιτειών, έπειδή περιέχουν κομμάτια άπό τόν Όδυσσέα.
Ό Τζόυς στή Ζυρίχη
αφιερωμα/21
Σχετικά μέ τίς Σειρήνες, ελαφρές έπιφυλάξεις τού Πάουντ, ώς πρός τήν άναγκαιότητα ενός νέου ύφους γιά κάθε κεφάλαιο: «Τελείωσα τίς μέρες αυτές, έλεγε ό Τζόυς στόν Τζώρτζ Μπόραχ, τό κεφάλαιο τών Σειρήνων. Φοβερή δουλειά. Τό έγραψα χρησιμοποιώντας τίς τεχνικές δυνατότητες τής μουσικής. Πρό κειται γιά μιά φούγκα μέ όλες τίς μουσικές ένδείξεις: πιάνο φόρτε, ραλάντο, καί οΰτω καθεξής. Βρίσκουμε έπίσης ένα κουιντέτο όπως στους Άρχιτραγονδιστές, τήν όπερα τοΰ Βάγκνερ πού άγαπώ πιό πολύ... ’Από τότε πού έξερεύνησα τίς δυ νατότητες καί τά τεχνάσματα τής μουσικής, καί τά χρησιμο ποίησα στό κεφάλαιο αυτό, δέν νιώθω πιά κανένα ένδιαφέρον γιά τή μουσική. Έγώ, ό μεγάλος φίλος τής μουσικής, ούτε πού θέλω πιά νά τήν άκούω. Διακρίνω όλα τά κόλπα της, καί δέν μπορώ πιά νά τήν άπολαύσω». Πολύ χλιαρή υποδοχή άπό τή μίς Γουήβερ, ενθουσιασμός τοΰ Φράνκ Μπάντγκεν, υπάλληλου στό υπουργείο Πληροφοριών, τόν όποιο γνώρισε πρίν άπό λίγο καιρό, καί θά γίνει ένας άπό τούς καλύτερους φίλους του, ώς τό θάνατό του. Ό Μπάντγκεν έγραψε ένα βιβλίο γιά τόν Τζόυς καί τή σύνθεση τοΰ Όόνσσέα, γιά τόν όποιο ό συγγραφέας τού μιλούσε μέ πολλές λεπτο μέρειες. 'Ο Τζόυς διαβάζει τό Σέξ καί χαρακτήρας τοΰ Βάινινγκερ καί συμφωνεί μέ τήν άποψη τοΰ συγγραφέα, πού θεωρεί τούς Εβραίους άπό φυσικού τους θηλυκούς άνδρες καί τήν εφαρ μόζει στόν Λέοπολντ Μπλούμ, κεντρικό πρόσωπο στόν Όδνσσέα. Δημοσίευση τοΰ θεατρικού του έργου ’Εξόριστοι. Πλατωνικός δεσμός (όμοιος μέ τά αισθήματα πού έτρεφε γιά τήν Αμαλία Πόππερ) μέ τή Μάρθα Φλάισμαν, τήν όποια συ νάντησε στό δρόμο. 'Ιδρύει ένα θίασο, τούς English Players, πού θά άνεβάσει τή Σημασία τοΰ νά είσαι σοβαρός τοΰ ’Όσκαρ Γουάιλντ - υπενθυ μίζουμε, ’Ιρλανδού. Ύστερα άπό μιά διαφωνία μέ έναν άπό τούς ήθοποιούς, τόν Κάρ, κάνει δυό δίκες, άπό τίς όποιες κερ δίζει μόνο τήν πρώτη, έλλείψει μαρτύρων.
Είχε παρατηρήσει τίς προσεγγίσεις τοϋ έσωτερικοΰ μονόλογου στόν Ντυζαρντέν, στόν Τζώρτζ Μούρ, τόν Τολστόι, άκόμα καί στό Ημερολόγιο τοϋ άδερφοϋ του. Είχε παίξει μέ τίς θεω ρίες τοϋ Φρόυντ γιά τό λεκτικό συνειρ μό. Οί σημειώσεις του γιά τούς ’Εξόρι στους δίνουν έναν πρώτο κατάλογο συναθροισμένων λέξεων: «άμπούλα κεχριμπάρι - άσήμι - πορτοκάλι - κρι θαρένιο γλύκισμα - μαλλιά - σαβουαγιάρ - κισσός - ρόδα - κορδέλα». Έ πειτα άρχίζει νά τά λειαίνει: «Ή άμπούλα τής θυμίζει δτι τής έκαψε τό χέρι δταν ήταν παιδί. Βλέπει τά κε χριμπαρένια της μαλλιά καί τά άσημένια μαλλιά τής μάνας της». Οί λέξειςκλειδιά, έτσι δουλεμένες, κάνουν νά ήχοΰν μές στό πνεϋμα ένα πλήθος άπό καμπανίτσες. Ό πρώτος έσωτερικός μονόλογος τοΰ Τζόυς έντάχθηκε στό τέλος τού ’Ενός πορτρέτου, δπου φαί νεται λιγότερο παράξενος, λόγω τού δτι ό Στέφεν τόν βάζει στό προσωπικό του ημερολόγιο. Βρίσκει τή δραματική του δικαίωση στό δτι δ Στέφεν δέν είχε πιά τή δυνατότητα νά επικοινωνεί μέ κανέναν στήν ’Ιρλανδία, έκτος άπό τόν ίδιο τόν εαυτό του (Έλμαν). Ό Τζόυς συνεννοείτο καλά μέ δλους τούς ήθοποιούς εκτός άπό τόν Κάρ, πού συμμεριζόταν τήν έπίσημη έκδοχή δτι ή στάση τοΰ Τζόυς στή Ζυρίχη ήταν ύποπτη. Συνδέθηκε στενότερα μέ τόν Ρόουσον. «Γνωρίζετε, τόν ρώτησε κάποια μέρα ό Τζόυς, τή θεωρία τού Ράιντερ Χάγκαρντ γιά τήν ’Οδύσσεια-, -Ό χ ι, άποκρίθηκε ό Ρόουσον. -Νομί ζει δτι δύο ραψωδίες τής ’Οδύσσειας έχουν χαθεί, καί δτι περιείχαν δύο προφητείες τοΰ Τειρεσία: Ή μία, σχε τική μέ τήν επιθυμία τοΰ Όδυσσέα νά άποκτήσει ένα δεύτερο γιό, καί ή άλλη γιά μιά χώρα χωρίς άλάτι. - Ό Χάγ καρντ νομίζει δτι οί προφητείες δέν πραγματοποιήθηκαν, δμως έγώ υπο στηρίζω δτι πραγματοποιήθηκαν, καί δτι ή ’Οδύσσεια δέν μεταφράστηκε σωστά. Μιά μέρα θά ύπερισχύσει ή θεωρία τού Τζόυς». Είχε στό νού του τόν πόθο τοΰ Μπλούμ νά άποκτήσει ένα δεύτερο γιό, καί ίσως τή σκέψη δτι ή χώρα χωρίς άλάτι ήταν ή ’Ιρλανδία στό δικό του βιβλίο (Έλμαν).
Στό στούντιο τον “Εζρα Πάονντ. Ά πό τά άριστερά ατά δεξιά: ό Έ ζρα Πάονντ, ό Τζών Κονήν, ό Φόρντ Μάντοξ Φόρντ, ό Τζαίημς Τζόυς
22/αφιερωμα
Φιλία μέ τή Σαρλότ Σάουερμαν, σοπράνο τής ’Όπερας τής Ζυ ρίχης, στήν οποία άρεσε ή φωνή τοϋ Τζόυς. Μέ τή μεσολάβησή της, τοϋ προσφέρεται μιά υποτροφία δώδεκα χιλιάδων φράγ κων, χίλια κατά μήνα, άπό τή μίσες Μάκ Κόρμικ, πού, άπό τό 1913, βοηθούσε, μέ αυτό τόν τρόπο, μεγάλους συγγραφείς καί μουσικούς τής Ζυρίχης. 1919 Τόν ’Οκτώβριο, άναστολή τής μηνιαίας βοήθειας τής μίσες Μάκ Κόρμικ, ύστερα άπό τήν έντονη άρνηση τού Τζόυς νά άφήσει νά τόν ψυχαναλύσει ό Γιούνγκ, μέ έξοδα καί μέ υπό δειξη τής εύεργέτριάς του. Φιλίπ Σολλέρ: «Γιά προσέξτε γιά λίγο αυτό τόν πίνακα: Μιά γυναίκα συν ένας ψυχαναλυτής νά αναρωτιούνται τί άκριβώς υπήρξε ό Τζόυς. Βρισκόμαστε εδώ στό εγγύτερο σημείο τής τραυματικής λειτουργίας τού γραπτού. Τό θηλυκό πρόσωπο λέει: “Είναι δικό μου” . Ό ψυχαναλυτής: “Ξέρω τί σημαίνει” . Ό Τζόυς παραμένει σιωπηλός ή άρκεϊται στό νά άποφεύγει. Νά λοιπόν πού, χωρίς νά είναι, όντας όμως ταυτόχρονα, γίνε ται ψυχαναλυτής. Πιασμένος άνάμεσα στήν κυκλοφορία τού νομίσματος καί τήν κυκλοφορία τής σημασίας, όμως ξεπερνώντας τις, άπό αίσθηση καί απόλαυση. Ή γραφή ώς πολλαπλα σιασμός τών γλωσσών δέν είναι ιδιοκτησία μιας επιταγής γλώσσας». Επιστροφή άπό τή Ζυρίχη στήν Τεργέστη. Λουί Ζιγιέ: « Ό Τζόυς λάτρευε τήν ’Ιταλία. Ξέρουμε όλα όσα οφείλει στόν Βίκο. Είχε μάθει τά ιταλικά σέ ηλικία δώδεκα χρονών, γιά τό κέφι του, άπό έναν αιδεσιμότατο πατέρα, Ιη σουίτη, πού δέν υποψιάστηκε ότι μόρφωνε έναν μέλλοντα οπα δό τού Τζιορντάνο Μπρούνο καί τού Καμπανέλλα, τού Ά ριόστο καί τοϋ Πούλτσι. Στήν Τεργέστη γεννήθηκαν τά παιδιά του. Είχε κρατήσει τή συνήθεια νά τούς άπευθύνει τό λόγο μό νο στή γλώσσα τού τόπου: Γι’ αύτόν, ήταν πάντα μόνο ό Τζιόρτζιο καί ή Λουτσία. Τού άρεσε πάντα ένα ορισμένο ιταλικό ύφος, μισοσοβαρό, μισοευτράπελο, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά άπό τήν μπαρόκ έκφραση ενός Ντ’ Άνούντσιο, πολύ πιό κοντά στόν Μακιαβέλι παρά στόν Πετράρχη ή τόν Μεταστάσιο (...). Είχε άλλωστε άνακαλύψει, πρός μεγάλη του έκπληξη, ότι ό δι κός του πεζός λόγος, άκόμα καί οί στίχοι, μπορούσαν νά άποδοθοΰν στά ιταλικά καλύτερα άπό όποιαδήποτε άλλη γλώσσα (...). Τήν τελευταία φορά πού τόν είδα άσχολιόταν μόνο μέ μιά νέα μετάφραση τών πρώτων σελίδων τής ’Άννα Λίδια, πού μό λις είχε έκδοθεί στή Ρώμη ή τό Μιλάνο, σέ μιά πολυτελή έπιθεώρηση φουτουριστικών τάσεων, τό Paradossi: είναι άλήθεια ότι ή άπόδοση αύτή είναι ένα εκπληκτικό κατόρθωμα. ”Αν πο τέ τελειώσει, θά συνιστούσα ένθερμα στούς άρχάριους νά δια βάσουν τό Finnegans Wake στό ιταλικό κείμενο» (βλ. άνωτ.). 1920 Μετάφραση τών ’Εξόριστων άπό τόν Λινάτι. Πολλά λεπτομε ρειακά γράμματα στόν Μπάντγκεν. Τόν ’Ιούλιο εγκαθίσταται στό Παρίσι, ύστερα άπό πρόσκληση τού Πάουντ. Συναντά τούς Βαλερύ Λαρμπώ καί Φιλίπ Σουπώ, τόν Πώλ Βαλερύ στής μίς Ναταλί Κλίφορντ Μπάρνεϋ, τούς Ίβάν Γκόλ, Κλεμάν Παν-, σαέρ, Έντμόν Ζαλού, Μαρσέλ Προύστ, Γουίντχαμ Λιούις, ”Αρθουρ Πάουερ, Ρόμπερτ Μάκ ’Άλμον, Έρνεστ Χέμινγκγουαίη...
Ό Βαλερύ Λαρμπώ, ένας άπό τούς μετα φραστές τοϋ Όδυσσέα, μέ τήν Α. Μονιέ, έκόότρια τον έργου ατά γαλλικά
αφιερωμα/23
1921 Ό Τζόυς ολοκληρώνει τόν Όδνσσέα. Διαμονή στό Σάσσεξ. Πρώτη ιδέα τοϋ Finnegans Wake. Ό Λυνιέ Πόε υπόσχεται, υστέρα άναβάλλει ad vitam eternam τό άνέβασμα τών ’Εξόρι στων. Ό Βαλερύ Λαρμπώ, πού είχε συναντηθεί με τόν Τζόυς τή νύ χτα τών χριστουγεννών τού 1920, μέσω τής Άντριέν Μονιέ καί τής Σύλβια Μπήτς, δηλώνει, τό Φεβρουάριο, ότι είναι «ξετρε λαμένος μέ τήν ’Οδνσσέα», πού τόν θεωρεί «τό ίδιο μεγάλο, γεμάτον κατανόηση καί άνθρωπιά, όσο καί ό Ραμπελαί». 1922 Έκδοση τού Όδνσσέα στίς 2 Φεβρουάριου, γιά τήν τεσσαρα κοστή επέτειο τοϋ συγγραφέα, από τίς έκδόσεις Shakespeare and. Co τής Σύλβια Μπήτς -είχε τυπωθεί στήν Ντιζόν άπό τόν Μωρίς Νταραντιέρ. Εχθρική στάση τής Βιρτζίνια Γούλφ, τών Άντρέ Ζίντ, Πώλ Κλωντέλ, Έντμουντ Γκός, Μπέρναρντ Σώ, Μάκ ’Άλμον κτλ. ’Ενθουσιασμένοι οί Χεμινγκγουαίη, Πωλάν, Έλιοτ. Επιφυλάξεις τών Τζών καί Στάνισλας Τζόυς. Ή Γκέρτρουντ Στάιν δείχνει ενδιαφέρον, άλλά καί θυμώνει πού βλέπει τή δική της πειραματική δουλειά νά παραμελεϊται, ένώ μεγα λώνει ή φήμη τοϋ Τζόυς. Αύγουστος: Διαμονή στό Λονδίνο, στό ξενοδοχείο Έστον, στό νυκτοφύλακα τού όποιου έδωσε, τό 1930, μέσω τού βιογράφου του Γκόρμαν, ένα άντίτυπο τού Όδνσσέα μέ άφιέρωση. Νοέμβριος: Καβγάδες μέ τή Σύλβια Μπήτς καί τόν Φράνκ Μπάντγκεν. Πεντακόσα άντίτυπα μιάς δεύτερης έκδοσης τού Όδνσσέα άπό τό Egoist Press κατάσχονται καί καίγονται. Τυ πώνονται πεντακόσα νέα άντίτυπα γιά νά τά άντικαταστήσουν. Κατάσχονται στό Φόλκστοουν, καί τό βιβλίο άπαγορεύεται στήν ’Αγγλία. 1923 Διαμονή στό Λονδίνο. Ό Τζόυς άρχίζει τό Finnegans Wake στή Νίκαια. Τό Finnegans Wake είναι τό βιβλίο μιάς νύχτας, όπως ό Όδνσσέας είναι τό βιβλίο μιάς μέρας.
Ό λοι οί άνθρωποι θά έπρεπε όμόφωνα νά έγκωμιάσουν τόν Όδνσσέα. Ό σ οι δεν τό κάνουν, άς περιοριστούν σέ μιά υποδεέστερη θέση στήν κλίμακα τού πνεύματος. Δέν λέω δτι δλοι πρέ πει νά έπαινέσουν τόν Όδνσσέα άπό τήν ίδια σκοπιά. "Ομως, κάθε σοβαρός άνθρωπος τών γραμμάτων, είτε δώσει όλοκληρωμένη κριτική τοϋ έργου είτε δχι, θά πρέπει, άναπόφευκτα, νά φτιάξει μία, γιά προσωπική του χρή ση. ’Αρχίζω άπό τό άδιαμφισβήτητο: ό Τζόυς μάζεψε τήν τέχνη τής γραφής άπό έκεϊ δπου τήν είχε άφήσει ό Φλωμπέρ. Στους Δονβλινέζονς καί στό Πορτρέτο δέν πήγαινε πιό πέρα άπό τίς Τρεις Ιστορίες ή τήν ’Αγωγή. Στόν Όδνσσέα έπιχειρεϊ μιά διαδικασία πού είχε ξεκινήσει μέ τόν Μπονβάρ καί Πεκνσέ, τήν όποια φέρνει σέ ύψιστο βαθμό άποτελεσματικότητας καί πυκνότητας. Ό Τζόυς έκανε μιά μπου κιά τόν Πειρασμό τοϋ άγιον ’Αντώ νιον, πού σήμερα μπορεί νά χρησιμεύ σει σάν σύγκριση μέ ένα καί μοναδικό έπεισόδιο τού Όδνσσέα. Ό Όδνσ σέας έχει περισσότερη μορφοποίηση άπό όποιοδήποτε μυθιστόρημα τοϋ Φλωμπέρ. Ό Θερβάντες είχε παρωδή σει τούς προγενέστερούς του, καί μπο ρεί νά χρησιμεύσει σάν σύγκριση μέ μιά άπό τίς συντηρητικές μορφές πού μεταχειρίζεται ό Τζόυς. 'Όμως, εκεί δπου ό Θερβάντες πιθήκιζε έναν τύπο ήλιθιότητας καί ένα είδος πομπώδους έκφρασης, ό Τζόυς πιθηκίζει τουλάχι στον εβδομήντα. Μέ δυό λόγια, μάς προσφέρει μιά όλοκληρωμένη ιστορία τής άγγλικής πεζογραφίας (Έζρα Πάουντ - Στήν καρδιά τοϋ ποιητικού
έργου).
Τήν έποχή τής γαλλικής έκδοσης τοϋ Όδυσσέα. Ορθιοι: ή Άντριέν Μονιέ, ή μητέρα της, ή Σύλβια Μπήτς. Καθιστοί: ό Τζαίημς Τζόυς καί ό πατέρας τής Άντριέν
24/αφιερωμα
1924 Τό χειρόγραφο τού Όόυσσέα πού έχει αγοράσει ό δικηγόρος Κουήν ενόσω γραφόταν, πουλιέται σε πλειστηριασμό πρός χί λια εννιακόσα εβδομήντα πέντε δολλάρια στό συλλέκτη Ρόζενμπαχ. Ό Τζόυς δέν παραδέχτηκε ποτέ τη μετριοπαθή υπερά σπιση τής Little Review, πού διώχθηκε γιά τή δημοσίευση άποσπασμάτων τοϋ Όόυσσέα, καί κρίνει τό ποσό πάρα πολύ χα μηλό. Συνεργασία τής Λουτσία Τζόυς στό ειδικό τεύχος Τσάρλι Τσάπλιν τής βελγικής επιθεώρησης Le Disque Vert. Δημοσίευση τών πρώτων άποσπασμάτων τοϋ Finnegans Wake υπό τόν τίτλο ’Εργασία σέ πρόοδο (ό τίτλος θά παραμείνει μυ στικός ως τήν έκδοσή του, τό 1939), στήν Transatlantic Review. Ή μίς Γουήβερ άποδοκιμάζει. Διαταραχές στήν όραση καί έγχειρίσεις ματιών τόν ’Ιούνιο καί τό Δεκέμβριο. Ό Τζόυς ζητά άπό τόν Λαρμπώ νά άφιερώσει ένα άρθρο στό φίλο του "Ιταλό Σβέβο (Μιά ζωή, Γεροντάματα, Ή συνείδηση τοϋ Τζένο), όπως είχε κάμει μέ τόν Ντυζαρντέν. 1925 Οί άγγλοι τυπογράφοι άρνοϋνται νά συνθέσουν τό κεφάλαιο Πλουραμπέλλε, πού ό Τζόυς προόριζε γιά τήν έπιθεώρηση The Calendar. 1926 Τό Φεβρουάριο παράσταση τών ’Εξόριστων στό Λονδίνο. Πειρατική, κουτσουρεμένη έκδοση τοϋ Όόυσσέα στίς Ηνωμέ νες Πολιτείες. Τό καλοκαίρι διαμονή στήν ’Αμβέρσα, τίς Βρυξέλλες, τό Βα τερλά) καί τήν Όστάνδη, όπου παίρνει εξήντα τέσσερα μαθή ματα φλαμανδικής, γλώσσα άπό τήν όποια βάζει άποσπάσματα στό Finnegans Wake. Τό Σεπτέμβριο, τό Dial τής Νέας 'Υόρκης δέχεται νά δημοσιεύ σει άποσπάσματα τοϋ κεφαλαίου Σάουν άπό τό Finnegans Wa ke, έπειτα ζητά περικοπές καί, τέλος, άρνεϊται. Ό Ε. καί ή Μαρία Ζόλας ιδρύουν τήν έπιθεώρηση Μετάβαση, στήν όποια ό Ζόλας δημοσίευσε άφθονα άποσπάσματα άπό τό ’Εργασία σέ πρόοδο, τό όποιο θεωρούσε σάν ένα βασικό κείμε νο υποστήριξης τής επανάστασης τής λέξης, γιά τήν οποία είχε συντάξει ένα μανιφέστο πού είχαν υπογράψει οί περισσότεροι φίλοι του. Στή Μετάβαση δημοσιεύεται, τό 1927, τό πασίγνω στο κείμενο τής Γκέρτρουντ Στάιν: Μιά διασάφιση. «Μού φαί νεται ότι χαλάτε τό πνεύμα σας» τού γράφει ή μίς Γουήβερ. ’Απογοήτευση τοϋ Τζόυς. 1927 Γράμμα τής 16ης ’Απριλίου στή μίς Γουήβερ: «Κατασκευάζω, τούτη τή στιγμή, μιά μηχανή μέ μιά μόνο ρόδα. Χωρίς άκτίνες βέβαια. Μιά ρόδα τελείως τετράγωνη. Καταλαβαίνετε πού τό πάω, έτσι δέν είναι; Μιλώ σοβαρότατα, προσοχή, μήν πιστέψε τε ότι πρόκειται γιά μιά χαζοϊστορία γιά μικρά παιδιά. "Οχι, είναι μιά ρόδα, τό λέω σ’ όλο τόν κόσμο. Καί είναι τετράγω νη». "Εκδοση τής γερμανικής μετάφρασης τού Όόυσσέα. Διεθνής διαμαρτυρία ενάντια στίς κλεψίτυπες εκδόσεις τού Όόυσσέα. Δημοσίευση στό Παρίσι τού Pomes Penyeach. Δια μονή στή Χάγη καί τό "Αμστερνταμ. ’Ανοιχτή άντίδραση πολ-
Ό Τζαίημς καί ή Νόρα Τζόυς τή μέρα τοϋ γάμον τονς
αφιερωμα/25
λών φίλων στό ’Εργασία σέ πρόοδο. Εχθρικό άρθρο τού πα λιού του φίλου Γουίντχαμ Λιούις. Ό Στιούαρτ Τζίλμπερτ (κα ταγόμενος άπό την ’Οξφόρδη) έγκαθίσταται στό Παρίσι καί προσφέρει στόν Τζόυς την άφιλοκερδή του συνεργασία γιά τη γαλλική μετάφραση τού Όδυσσέα. Ή μετάφραση τού Ώγκύστ Μορέλ, μέ βοηθό τόν Στιούαρτ Τζίλμπερτ, καί εξ ολοκλήρου θεωρημένη άπό τόν Βαλερύ Λαρμπώ, μέ τή συνεργασία καί τού συγγραφέα, θά έκδοθεί τό 1929, στόν οίκο τής ’Αντριέν Μονιέ. 1928 Τρίτη δημοσίευση τής 'Άννα Λ ίδια Πλουραμπέλλε, τούτη τή φορά στή Μετάβαση. Παρά τίς επιφυλάξεις της, ή μίς Γουήβερ διαβεβαιώνει τόν Τζόυς δτι θά συνεχίσει νά τόν υποστηρίζει. 1929 ’Εγχειρίσεις στά μάτια. Ό Τζόυς παραχωρεί στόν Νίνο Φράνκ τό δικαίωμα νά γράψει τό όνομά του στή συντακτική επιτροπή τής έξοχης επιθεώρησης Bifur, ή όποια εμψυχώνεται άπό τόν Ζώρζ Ριμπεμόν-Ντεσαίν, έναν άπό τούς βιαιότερους καί ειρω νικότερους ντανταϊστές. 1930 Έγχείριση ματιών στή Ζυρίχη. Φιλία μέ τόν Τζαίημς Στέφενς καί τόν Ιρλανδό τενόρο Τζών Σάλλιβαν, πού γιά χάρη του ό Τζόυς σκοτωνόταν κυριολεκτι κά. Στήν ’Αντριέν καί τή Σύλβια: «’Από τότε πού βρίσκομαι στό Παρίσι μοΰ έχουν παρουσιάσει πολλές άναγνωρισμένες μεγαλοφυΐες στό χώρο τής λογοτεχνίας, τής μουσικής, τής ζωγρα φικής καί τής γλυπτικής. "Ολα αυτά τά πρόσωπα μοΰ είναι πο λύ συμπαθή, όμως, γιά μένα, παραμένουν όλα μέ ένα ίσως. Δέν υπάρχει ίσως γιά τή φωνή τού Σάλλιβαν». Φιλία μέ τόν Πώλ Λεόν. 'Ο Μπέκετ έπιχειρεΐ τή μετάφραση τής ’Άννα Λίβια Πλουραμπέλλε, πού τή συνεχίζουν κυρίως οί Ζόλας, Γκόλ καί Σουπώ. 1931 Ό Τζόυς πιάνει ένα διαμέρισμα γιά μιά σύντομη διαμονή στό Λονδίνο. Γάμος τού Τζαίημς Τζόυς καί τής Νόρα Μπάρνακλ. Στό ’Ορθολογικό ’Ινστιτούτο τού Καίμπριτζ, εγγράφει τίς τε λευταίες σελίδες τής ’Άννα Λίβια Πλουραμπέλλε γιά τόν Ό γ κντεν. Ή μοναδική αυτή έγγραφή τής φωνής τού Τζόυς έκδίδεται στίς Ηνωμένες Πολιτείες άπό τήν Caedmon Records. Στίς 29 Δεκεμβρίου θάνατος τού πατέρα του: «Είχε γιά μένα, γράφει στόν Τ. Σ. Έλιοτ, μιάν άπέραντη άγάπη, καί αυτό με γαλώνει τόν πόνο μου καί τίς τύψεις μου πού δέν πήγα νά τόν δώ στό Δουβλίνο εδώ καί τόσα χρόνια. Τού διατηρούσα πάν τα τήν ψευδαίσθηση ότι θά πήγαινα, καί τού έγραφα συνέχεια, όμως ένα ένστικτο, στό όποιο πίστευα, μέ συγκρατούσε, όποια κι άν ήταν ή έπιθυμία μου. ΤούςΔουβλινέζους τούς άπαγόρευσαν εκεί κάτω τό 1912, ύστερα άπό τή γνώμη κάποιου πού μέ διαβεβαίωνε τότε γιά τή μεγάλη φιλία πού μού είχε (ό Κέτλε). "Οταν ή γυναίκα μου καί τά παιδιά μου πήγαν τό 1922, παρά τή θέλησή μου, άναγκάστηκαν νά τό σκάσουν γιά νά σώσουν τή ζωή τους, πλαγιασμένοι στό δάπεδο ενός βαγονιού, ένώ τά άντίπαλα κόμματα πυροβολούσαν πάνω άπό τά κεφάλια τους, καί πρόσφατα είχα τήν εμπειρία τής μοχθηρίας καί τής άπιστίας τού άνθρώπου (Λένον) στόν όποιο μόνο αισθήματα φι-
Ή φυσική διχοτομία πού προκαλεϊ τό βιβλίο σέ μιά κοινωνία, ταυτόχρονα μέ τήν τομή μέσα σέ κάθε άτομο τής κοι νωνίας αύτής. Στά έργα του ό Τζόυς έπέδειξε, στό θέμα αυτό, μιά περίπλο κη διεισδυτικότητα. Στόν Όδνσσέα ό δικός του ό Λέοπολντ Μπλούμ, πρό σωπο γεμάτο ιδέες καί στρατηγήματα, είναι διαφημιστής. Ό Τζόυς διέκρινε τήν άναλογία άνάμεσα στή συνάντηση τού προφορικού καί τού εικονικού, άπό τή μιά μεριά, καί, άπό τήν άλλη, στήν κατάσταση τού όμηρικοΰ κόσμου, πού κυμαινόταν άνάμεσα στόν παλιό, ιερατικό πολιτισμό, καί στή νέα, «λαϊ κή», λογοτεχνική εύαισθησία (...). Ά π ό τή δεύτερη ήδη σελίδα τού Finne gans Wake ό Τζόυς συγκεντρώνει σέ ένα είδος μωσαϊκού ή, άν μπορούμε νά πούμε, άσπίδας τού Άχιλλέα, δλα τά θέματα καί δλους τούς τρόπους τής έπικοινωνίας καί τού άνθρώπινου λό γου (...). Αύτό τό βιβλίο τού Τζόυς εί ναι τό Άλταμίρα τών θεμελιωδών στά σεων καί δράσεων τού άνθρώπινου πνεύματος, στή διάρκεια τών διαφό ρων φάσεων τής ιστορίας τού άνθρώ πινου πολιτισμού καί τής άνθρώπινης τεχνολογίας. “Οπως τό ύποδεικνύει ό τίτλος πού διάλεξε, ό Τζόυς ένιωθε δτι τό ξύπνημα (Wake) τού άνθρώπου στήν πρόοδο μπορεί νά χαθεί ξανά μέ σα στήν άκουστική ή ιερατική νύχτα (...). (Μάρσαλ Μακλούχαν - Ό Γαλαξίας
Γοντεμβέργιος, Ή γένεση τοϋ άνθρώ που τής τυπογραφίας)
26/αφιερωμα
λίας είχα έκδηλώσει. Δεν ένιωθα άσφαλής, καί ή γυναίκα μου καί ό γιός μου άντιτάχθηκαν στην άναχώρησή μου». 1932 ’Ανισόρροπο άρθρο τοϋ Γιούνγκ γιά τόν Όόνσσέα («άηδία», «φοβερή πλήξη» κτλ.). Πειρατική μετάφραση τοΰ Όόνσσέα στήν ’Ιαπωνία. Πρώτη σοβαρή πνευματική κατάπτωση τής Λουτσία Τζόυς. 'Ο Τζόυς επηρεάζεται φοβερά άπό τό γεγονός. Έρωτας (όχι άμοιβαίος) τής Λουτσία Τζόυς γιά τόν Σάμουελ Μπέκετ. 1933 ’Ανάγνωση άπό τόν Τζόυς τών τυπογραφικών δοκιμίων τοΰ βι βλίου τοϋ Μπάντγκεν γιά τή σύνθεση τοϋ Όόνσσέα. Δίκη περί άσεμνου κατά τού Όόνσσέα άπό τό δικαστήριο τής περιφέ ρειας τής Νέας Ύόρκης. Ή Λουτσία μπαίνει σέ σανατόριο, στό Νυόν. 'Ο πατέρας της τήν ξαναπαίρνει λίγες μέρες αργότερα. 1934 Φυγή τής Λουτσία. ’Αναπόφευκτος εγκλεισμός ύστερα άπό βιαιοπραγίες της κατά τής μητέρας της. Ή μίς Γουήβερ δίνει θάρρος στόν Τζόυς. ’Εγχειρίσεις στά μάτια. Διαμονή στό Βέλ γιο. Ύστερα άπό συμβουλή τοϋ Ζόλας, ό Τζόυς έμπιστεύεται τή Λουτσία στόν Γιούνγκ, παρά τήν κριτική του άνεπάρκεια σχε τικά μέ τόν Όόνσσέα, αλλά τήν ξαναπαίρνει σχεδόν άμέσως. Ή Λουτσία στής μίς Γουήβερ, διαμονή στήν ’Ιρλανδία. 'Ο Τζόυς συγκλονισμένος. Ά π ό τό Σεπτέμβριο ως τόν ’Ιανουάριο, διαμονή στή Ζυρίχη, γιά νά μένει κοντά στήν κόρη του, πού βρίσκεται σέ κλινική. Ό Όδνσσέας, πού άπό τό 1933 έχει πάψει πιά νά είναι άπαγορευμένος στίς ΗΠΑ, έκδίδεται στή Νέα Ύόρκη. Παγκόσμιο γεγονός. Πολλά συγχαρητήρια μηνύματα. Στήν πρώτη συνέ λευση τών σοβιετικών συγγραφέων, στή Μόσχα, ό Κάρλ Ράντεκ έκφωνεΐ λόγο κατά τού Τζαίημς, « Ό Τζαίημς Τζόυς ή ό σοσιαλιστικός ρεαλισμός»: «Τό βασικό του χαρακτηριστικό εί ναι ή πεποίθησή του ότι δέν υπάρχει τίποτε μεγάλο στή ζωή
Σκαλίζοντας τίς μνήμες αυτές, διαπι στώνω, άκόμα μιά φορά, δτι ό Τζόυς ΰπέφερε πολύ έξαιτίας τής συγγραφι κής του κλίσης. Ποιό ζωντανό πλάσμα θά άντεχε, χωρίς νά πονά, αυτή τή χω ρίς άνάπαυλα ένταση, αύτές τίς καθη μερινές θυσίες κι αυτόν τόν χωρίς έλεος γιά τόν έαυτό του μόχθο; Ό Τζόυς είχε μιά τέτοια βιαιότητα, μιά τέτοια σκληρότητα, όταν έπρόκειτο γιά τόν έαυτό του, πού, μερικές φορές, ξεπερνοϋσε τά όρια τής λογικής. Είχα τήν ευκαιρία, τή στιγμή πού μετέφρα ζα μαζί του, ή μάλλον πού μετέφραζε μέ τή βοήθειά μου, ένα άπόσπασμα τοΰ Finnegans Wake, τό επεισόδιο τής Ά ννα Λίβια Πλουραμπέλλε, νάτόν δώ καί νά τόν άκούσω νά δουλεύει. Οί με ταφραστικές αύτές συνεδρίες διαρκούσαν τρεις ώρες. ’Ηταν έξουθενωτικές. Ό Τζόυς δέν ήταν ποτέ ευχαριστημέ νος άπό τά έπιτεύγματά του. Καί όμως δέν έχω ποτέ συναντήσει άνθρωπο πού νά είναι τόσο σωστός, τόσο πιστός με ταφραστής. Θεωρούσε τίς λέξεις σάν άντικείμενα, τίς τέντωνε, τίς έκοβε, τίς έξέταζε στό μικροσκόπιο. Δούλευε μέ λύσσα, δέν έκανε ποτέ πίσω. Δέν έπρόκειτο γιά ευσυνειδησία, ούτε γιά
κυ κ λοφ όρ ησ ε
αλλα θέματα ομοφυΛοφιΛοι και o iu o ycvtta ηταν ο Σανt ομοφυΛοφιΛος I to rc/log ίω ν καιρών ourtOiim ous to δικαίωμα σ το yaμo η./Ι.π.
αφιερωμα/27
-οΰτε μεγάλα γεγονότα, οΰτε μεγάλοι άνδρες, οΰτε μεγάλες ιδέες. Καί ό συγγραφέας νομίζει δτι μπορεί νά δώσει μιά εικό να τής ζωής παίρνοντας μόλις “έναν δεδομένο ήρωα στη διάρκεια μιας δεδομένης ημέρας” καί άναπαράγοντάς τον μέ άκρίβεια. Έ νας σωρός κοπριάς όπου μυρμηγκιάζουν σκουλή κια, φωτογραφημένος άπό μιά κινηματογραφική μηχανή, μέσα άπό ένα μικροσπόπιο -αύτό είναι τό έργο τού Τζόυς» (τό άναφέρει ό Ζ. Λ. Ούντμπίν, στό Tel Quel 69, 1977). 1936 Έκδοση τής Συλλογής ποιημάτων. 'Ένα ’Α λφαβητάρι τοϋ Τσώσερ, άπό τόν Τσώσερ, έκδίδεται στίς 26 Ιουλίου, ημέρα τής 27ης έπετείου τών γενεθλίων τής Λουτσία, μέ μινιατούρες σχεδιασμένες άπό τήν ίδια. 1937 Μετάφραση τής ’Άννα Λίβια Πλουραμπέλλε στά ιταλικά, μαζί μέ τόν Νίνο Φράνκ. Φιλίες: Μπέκετ, Πέλορσον, Ζόλας.
μανία, ήταν ή έφαρμογή μιας άνελέητης μεθόδου. Είχε νά κάνει μέ ένα ύλικό τόσο κινούμενο, τόσο πλούσιο, τό σο καινούριο, τόσο φευγαλέο επίσης, πού έπρεπε νά μην τό άφήσει ποτέ, ού τε δευτερόλεπτο. Καί είμαι πεπεισμέ νος δτι, γιά χάρη τών μεταφραστών συντρόφων του, ό Τζόυς συμπιεζόταν, τούς λυπόταν. “Οταν δούλευε μόνος, ήταν άκόμα πιό άδιάλλακτος. “Αφηνε νά τόν σκεπάζει έκείνη ή πλημμυρίδα άπό ιδέες, σχέδια, μνήμες, συγκρίσεις, φαντασιώσεις, ήχους, περιγραφές όσμών... Στό έπίκεντρο αυτού τού άνεμοστρόβιλου, διατηρούσε τήν ψυχραι μία του καί τό κριτικό του αισθητήριο, φοβόταν τή δειλία πού μάς κάνει νά δεχτούμε τό περίπου, τό σχεδόν (Φιλίπ Σουπώ - ’Αναμνήσεις τοϋ Τζαίημς Τζόυς 1943).
1938 Ό Τζόυς τελειώνει τό Finnegans Wake στό Παρίσι. 1939 Δημοσίευση τοϋ Finnegans Wake στό Λονδίνο καί τή Νέα 'Υόρκη ταυτόχρονα. Πολλά άρθρα καί συγχαρητήρια μηνυμα1940 Ό Τζόυς έπιστρέφει στή Ζυρίχη. 1941 Ό Τζαίημς Τζόυς πεθαίνει στίς 13 Ίανουαρίου άπό διάτρηση έλκους.
■
Copyright: Magazine Litteraire
Μετάφραση: Γιώργος Σπανός
Σέ δλα του τά βιβλία ώς τό Finnegans Wake, ό Τζόυς έπεδίωξε νά άποκαλύψει τή σύμπτωση παρόντος καί παρελ θόντος. "Ομως μόνο στό Finnegans Wa ke έσπρωξε τήν ιδέα του ώς τά έσχατα δρια, παραδεχόμενος δτι δέν υπάρχει οΰτε παρελθόν οΰτε παρόν, δτι δέν υπάρχουν ημερομηνίες, δτι ό χρόνος -καί τό γλωσσικό ιδίωμα πού είναι ή έκφραση τού χρόνου- είναι μιά σειρά συμπτώσεων, σειρά γενική γιά δλη τήν άνθρωπότητα. Οί λέξεις εισδύουν στίς λέξεις, στά πλάσματα, στίς ιδέες, στά περιστατικά, σάν τίς άμφιλογίες ένός λογοπαίγνιου ή ένός όνείρου. Βαδί ζουμε στό σκοτάδι, πάνω σέ γνώρι μους δρόμους (Έλμαν).
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
αλεβιζοπουλοο ΦΕΙΔΙΟΥ 14-16 ΑΘΗΝΑ τηλ. 5600.059
συνεχίζουμε
28/αφιερωμα
A g a th e M a let-B u isso n
Ό καθημερινός Τζόυς Ό Πώλ Λεόν υπήρξε, γιά δεκατρία χρόνια, ό φίλος καί ό κυριότερος συνεργάτης τού Τζαίημς Τζόυς. Στη γυναίκα του, τη Λουσί Λεόν, άνταποκρίτρια τοϋ New York Herald Tribune, ό Τζόυς έλεγε συχνά: «Εϊσαστε τό μάτι μου πού βλέπει...». Στό διαμέρισμα τοϋ ζεύγους έγιναν οί άπειρες συγκεντρώσεις γιά άνάγνωση ή με τάφραση των έργων τοϋ Τζόυς, κυρίως τοϋ Εργασία σέ πρόοδο (Finnegans Wa ke), μέ τη συνεργασία των Φιλίπ Σουπώ, Έ. Σόλας, Λεόν-Πώλ Φάργκ, Ίδάν Γκόλ, Σάμουελ Μπέκετ. 5Αλλά προπαντός στό θάρρος τοϋ Πώλ καί τής Λουσί Λεόν οφείλεται ή διάσωση πολλών ντοκουμέντων πού άνήκαν στό συγγραφέα. Α υ τά τά ντοκουμέντα εκτέθηκαν, ανάμεσα σ’ άλλα, στό Μουσείο καί τό Κέντρο Σπουδών τοϋ Δουβλίνου, γιά νά τιμηθεί ή εκατονταετηρίδα τοϋ Τζόυς. 'Ο Άλέξης, ό γιός των Λεόν, μένει σήμερα στό διαμέρισμα τής όδοϋ Καζιμίρ-Περιέ. Πάμπολλες μαρτυρίες φυλάγονται ευλαβικά έκεΐ: φωτογραφίες, άφιερώσεις, περιοδι κά, σημειωματάρια, στοιχεία μέ βάση τά όποια ή Λουσί Λεόν συνέταξε τά απομνη μονεύματά της. Ή Άγκάτ Μαλέ-Μπουισόν μπόρεσε νά συμβουλευτεί τά ντοκου μέντα αυτά, πού μάς έπιτρέπουν νά προσεγγίσουμε τό καθημερινό πρόσωπο τοϋ Τζαίημς Τζόυς. «"Ολα αύτά τά δώδεκα χρόνια, άρρωστος ή όχι, μέρα-νύχτα, ό Πώλ Λεόν υπήρξε γιά μένα ένας φίλος άφοσιωμένος καί άνιδιοτελής καί δεν θά είχα μπορέσει νά κάνω ό,τι έκανα, χωρίς τή βοήθειά του» δήλωσε κάποια μέρα ό Τζαίημς Τζόυς. Γνωρίστηκαν τό 1928. Ό Τζόυς ήταν τότε 47 ετών, ό Πώλ Λεόν 35. ’Από την πρώτη κιόλας συνάντηση, τόν Τζόυς τόν είχε θέλξει ό ρώσος αυτός έμιγκρέ, τοϋ όποιου ή κλασικότατη παι δεία, τόσο διαφορετική άπό τή δική του, ήταν στραμμένη πρός τό Διαφωτισμό. Σημάδι τάχα τής μοίρας; Ό Πώλ Λεοπόλ Λεόν έφερε τά ίδια όνόματα μέ τόν Μπλούμ, τόν ηρώα τοϋ Όδυσσέα. Βιογράφος τοϋ Μπενζαμέν Κονστάν, ειδι κός γιά τόν Ζάν-Ζάκ Ρουσσώ, σοφότατος στά άρχαΐα ελληνικά καί τά λατινικά, ό Πώλ Λεόν θαμπώθηκε άπό την προσωπικότητα τοϋ Τζόυς. «Ή πορεία τοϋ πνεύματός του, ή μεταμόρφωση τής γλώσσας, ή διαδικασία τής δημιουργίας τόν μάγεψαν.» Δεκατρία συναπτά έτη, ό Πώλ Λεόν θά ενσαρκώσει, άφιλοκερδώς, μιά σειρά ρόλους: «γραμματέας τοϋ Τζόυς», «δικηγόρος τοϋ Τζόυς», «μάνατζερ τοϋ Τζόυς», «πράκτορας τοϋ Τζόυς»... Ή ταν ό μυστικοσύμβουλος, ό νομικός σύμβουλος καί ό μέγας βεζύρης του ταυτόχρονα.
"Οποιος ήθελε νά συναντήσει τό συγγραφέα, έπρεπε νά περάσει υποχρεωτικά άπό αυτόν. Μά, κυρίως, ό Πώλ Λεόν μετέγραφε καί διόρθωνε τά περισσότερα χειρόγραφά του. Ό Τζόυς καί ό Πώλ Λεόν συναντιόνταν κάθε μέρα στό σπίτι τής όδοϋ Καζιμίρ-Περιέ, στό σπίτι άκριβώς όπου, άλλοτε, ή κόμισσα ντέ Σεγκύρ είχε φτιάξει τήν άθάνατη ήρωίδα της, τή Σοφία, καί τά ξαδερφάκια της. Ά π ό τόν καιρό τής Δεύτερης Αυτοκρα τορίας, ή λογοτεχνία είχε αλλάξει πολύ! Πάντοτε «στήν τρίχα», φορώντας συχνά κόκκινο σακάκι, ό Τζόυς θρονιαζόταν στό σαλόνι, στη «δική» του άγαπημένη πολυθρόνα. Ό Πώλ Λεόν τού διάβα ζε μεγαλόφωνα τά κείμενα πού ό ίδιος δέν μπο ρούσε νά ξεχωρίσει επειδή ήταν μισότυφλος. Παρούσα σ’ αυτές τίς συναντήσεις, ή Λουσί Λεόν περιγράφει τή μελετηρή άτμόσφαιρα έκείνων τών άπογευμάτων, όταν ό Τζόυς, μέ πρόσω πο ακίνητο, άκουγε τούς, συγγραφείς πού άγαπούσε: τόν Νιούμαν, τόν Ντήν ’Ίνγκε, τόν Ντάνς Σκότ, τόν Γκόγκολ, τόν ”Ιψεν, τόν Ντίκενς... Πότε πότε, διακόπτοντας τήν άνάγνωση, οί δυό άντρες συζητούσαν γιά ορισμένους ήρωες, γιά τή Νόρα λόγου χάρη στό Σπίτι τής κούκλας τού ”Ιψεν. Ό Τζόυς αγαπούσε μέ πάθος τή ρώσικη
αφιερωμα/29
λογοτεχνία, μέ έντονη προτίμηση γιά τούς Γκόγκολ, Τολστόι καί Ντοστογιέφσκι. Μαζί μέ τόν Πώλ Λεόν, πού τού μετέδιδε τη σλαβική εύαισθησία του, τού άρεσε νά σχολιάζει τη συμπερι φορά τών ηρώων τών Νεκρών ψυχών. Ό Τζόυς έβαζε καί τού διάβαζαν επίσης κομμάτια άπό την 'Άννα Καρένινα καί τη Μαντάμ Μποβαρύ, πού τά θεωρούσε μέγιστα μυθιστορήματα· καί αύτό, σημειώνει ή Λουσί Λεόν, «παρ’ δλο πού είχε άπομακρυνθεϊ άπό τόν τρόπο γραφής τών προκατόχων του». Τού άρεσε ιδιαίτερα επίσης τό Νησί τών πινγκουίνων τού Άνατόλ Φράνς, τού όποιου θαύμαζε τήν «εκπληκτικά μοντέρνα» προσέγγιση. Ή δη άπό τή δεκαετία τού ’30 ή Λουσί Λεόν άνησυχούσε: ή όραση τού Τζόυς λιγόστευε άδιάκοπα. «Πότε πότε, γράφει, καθισμένος μπροστά στό στρογγυλό τραπέζι, έψαχνε ψηλαφώντας τό ποτήρι τό νερό, καί δέν τό έβρισκε». Οί πόνοι του ήταν άφόρητοι. Τό 1932 είχε ήδη ύποστεΐ δε καεπτά έγχειρίσεις χωρίς άναισθησία... «'Ωστό σο, προσθέτει, είχα τήν εντύπωση ότι ό Τζόυς διέκρινε άκόμα τά χρώματα. Στήν άρχή τής φι λίας μας μού ζητούσε νά τού τά ονομάζω, νά προσδιορίζω τίς άποχρώσεις τους, τίς άνεπαίσθητες διαβαθμίσεις τους. Μιλούσαμε γιά τό ου ράνιο τόξο, κρατούσε σημειώσεις. Μιά μέρα, καθώς έξέφραζα τήν έκπληξή μου γιά τίς άδιάκοπες ερωτήσεις του στό θέμα αύτό, μού έξήγησε ότι σκόπευε νά χρησιμοποιήσει τά χρώματα στό έπόμενο βιβλίο του, ’Εργασία σέ πρόοδο. Τόν παρακολουθούσε ό καθηγητής Βόγκτ, τής Ζυρί χης, καί ή κατάστασή του, προσωρινά, φαινόταν νά καλυτερεύει, όμως αύτό δέ διαρκοΰσε πολύ. Μπροστά στούς δικούς του έλεγε πώς “έβλεπε καλύτερα μέ τήν τεχνητή κόρη του παρά άπό τό καλό του μάτι” . Έ να άπόγευμα ό Τζόυς φώναξε ξαφνικά: “Κυρία Λεόν, δέν φοράτε σήμερα λευ κή μπλούζα; Βλέπω κάτι άσπρο!” Αύτή ή φράση μάς ξανάδωσε λίγη ελπίδα...» Στή Λουσί Λεόν, πού μοιράστηκε μαζί του αύτά τά χρόνια τής συνεργασίας καί τής φιλίας, ό Τζόυς έλεγε συχνά: «Είστε τό μάτι μου πού βλέ πει!» Αύτό τό προσεκτικό «μάτι», ορθάνοιχτο πάνω στήν καθημερινή ζωή τού Τζόυς, μάς δίνει μιά αύθόρμητη, συγκινητικότατη εικόνα. Κάθε μέρα, ανάμεσα σέ δύο συναντήσεις εργασίας στήν όδό Καζιμίρ-Περιέ, ό Τζόυς στηριζόταν στό μπράτσο τού Πώλ Λεόν καί πήγαιναν περί πατο. « Ό Τζόυς άγνάντευε τόν ούρανό, μέ τό καπέλο του στραβά, ό Πώλ μάλλον γερτός, μέ τήν καμπουριασμένη ράχη τού σοφού. ’Έμοια ζαν σάν νά προκαλούσαν τόν κόσμο ολόκλη ρο...» Ό Πώλ Λεόν έχει κι αύτός μιλήσει γιά τίς άτέλειωτες ώρες πού περνούσαν κοιτάζοντας τόν
Ό Τζαίημς Τζόνς καί ό Πώλ Λεόν
Σηκουάνα, άκουμπώντας στό παραπέτο τής γέ φυρας Άλμά ή τού Πόν-Ρουαγιάλ: «Νομίζω ότι ένιωθε πιό σίγουρος, διασχίζοντας τούς δρό μους, όταν στηριζόμουν στό μπράτσο του, γρά φει ό Πώλ Λεόν. Θά πρέπει νά είχαμε άθλιο παρουσιαστικό καί οί δυό μας, γι’ αύτό κι ό Φιλίπ Σουπώ μάς είχε βαφτίσει “ό τυφλός καί ό παρα λυτικός” !» «Μιά μέρα, διηγείται πάλι ό Πώλ Λεόν, περ πατούσαμε ήσυχα στό βουλεβάρτο Ρασπάιγ όταν, ξάφνου, ένα νέο κορίτσι μάς σταμάτησε, γιά νά πει στόν Τζόυς, μέ κάποια άδεξιότητα, αλλά πολύ εύγενικά, καλά λόγια γιά τό έργο του. Ό Τζόυς σήκωσε τά φτωχά του μάτια στόν ηλιό λουστο άκόμα ούρανό, τά έστρεψε μετά στίς δεν τροστοιχίες τού βουλεβάρτου καί άποκρίθηκε χαμογελώντας: “Θαυμάστε, πρό πάντων, τή φύ ση, δεσποινίς, τόν ούρανό, άκόμα καί τούτα τά φουκαριάρικα δέντρα...”» Καί ό Πώλ Λεόν κα ταλήγει: «”Αν, κατά τύχη, ή κοπέλα εκείνη δια βάσει αύτές τίς γραμμές, θά τό θυμηθεί ϊσώς. Θά ήθελα νά μάθει πόση αλήθεια κρυβόταν πίσω άπό τά λόγια αύτά πού φαίνονται τόσο κοινότο πα. Δέν πρόκειται γιά μιά δανεική μετριοφροσύ νη, άλλά γιά έναν άληθινό θαυμασμό γιά τή δη μιουργία τού σύμπαντος...» «Τό σύμπαν τού Τζόυς», άφού φτιάχτηκε, προκάλεσε κι αύτό τό θαυμασμό, άλλά μέ ποιό τίμημα! Ή πολυπλοκότητα τής προσέγγισης καί
30/αψιερωμα
τής γραφής του, ή παράδοξη δύναμη (πέρα άπό τά σημεία) πού άπέδιδε στις λέξεις, έβαζαν τούς συνεργάτες του -μά καί τόν ίδιο- σέ σκληρότατη δοκιμασία. Ό Φιλίπ Σουπώ τόν περιγράφει «νά βασανίζεται άπό μιά λέξη, νά κατασκευάζει μέ ένα είδος εξέγερσης ένα πλαίσιο, μιλώντας στούς ήρωές του, άντλώντας άπό τή μουσική μιάν άκόμα πιό δυνατή παραίσθηση, πέφτοντας, έξαντλημένος, πάνω σέ ένα ντιβάνι, γιά νά άκούσει κα λύτερα τή λέξη εκείνη πού έμελλε νά γεννηθεί, πού θά άκτινοβολοΰσε (...). Τού χρειαζόταν νά βλέπει τίς λέξεις σάν άντικείμενα, νά τίς τεντώ νει, νά τίς κόβει, νά τίς παρατηρεί στό μικρο σκόπιο. Έπέμενε πεισματικά, δέν έκανε ποτέ πί σω...» Στό σπίτι τοή Πώλ Λεόν έγιναν οί συναντήσεις γιά τή μετάφραση των άποσπασμάτων τής ’Ά ν ν α Α ίδια Πλουραμπέλλε, ένός άπό τά έπεισόδια τού Finnegans Wake. Ό Τζόυς, πού είχε σέ μεγά λη υπόληψη τόν Σάμουελ Μπέκετ (λέκτορα τότε στην Ecole Normale), τού είχε ζητήσει μιά πρώτη δοκιμή μετάφρασης. Ό Πώλ Λεόν, ό Έ . Ζόλας, ή Άντριέν Μονιέ, ό Τβάν Γκόλ καί ό Φιλίπ Σου πώ θά τό ξαναδούλευαν μέ τή σειρά τους, καί θά συνεργάζονταν, παρουσία τού Τζόυς, γιά τήν τε λική του άπόδοση. Ό Φιλίπ Σουπώ άφηγείται: «Κατά τά τέλη τού Νοέμβρη 1930 είχαμε καταλήξει σέ μιά μέρα κάθε εβδομάδα, τήν Πέμπτη, στίς 2.30' τό άπόγευμα. Ό κ. Τζόυς έφτανε, καί αρχίζαμε άμέσως τή δουλειά. ’Ήμασταν καθι σμένοι γύρω άπό ένα μεγάλο στρογγυλό τραπέζι, ό κ. Τζόυς, σέ μιά πολυθρόνα, κάπνιζε καπνό Μαίρυλαντ (...). Μάς εξέθετε τίς δυσκολίες, αναζητούσαμε δλοι μαζί τίς κατάλληλες λέξεις, βρίσκαμε μιά πιό ρυθμική φράση, μιά πιό δυνα τή λέξη: “Μιά στιγμή!” έλεγε ό κ. Τζόυς γιά νά μάς σταματήσει. Σκεφτόμασταν καί, ξαφνικά, ό κ. Τζόυς, ό Πώλ Λεόν κι εγώ ό ίδιος βρίσκαμε άκριβώς τή λέξη πού ψάχναμε. Οί συναντήσεις αύτές διαρκοϋσαν τρεις ώρες. Μάς χρειάστηκαν δεκαπέντε συναντήσεις γιά νά τελειώσουμε αυτή τή δουλειά». "Οταν έπρόκειτο γιά διόρθωση τυπογραφικών δοκιμίων, ό Πώλ Λεόν ζοϋσε στιγμές τουλάχι στον έντονες. Οί διορθώσεις τού Finnegans Wake φαίνεται πάντως ότι ήταν άπό τίς πιό άξιομνημόνευτες. « Ό κ. Ζόλας στό Νεγύ, ό Στιούαρτ Τζίλμπερτ στό νησάκι Σαίν-Λουί, ό Τζόυς στήν όδό Έντμόν Βαλαντέν, ό Πώλ στήν όδό Καζιμίρ-Περιέ, δλοι έτρεχαν έναν άληθινό μαραθώ νιο ενάντια στό χρόνο, όπως λέει ή Λουσί Λεόν. Ή ταν ένας άδιάκοπος άνεμοστρόβιλος άπό πηγαινέλα.» Ό Πώλ Λεόν, πού συντόνιζε τά πάν τα, είχε διαλυθεί: Νά μεταφέρει βρισμένες παρα γράφους τού χειρογράφου, νά έπαληθεύσει τίς άλλαγές, νά παραδώσειτά τυπωμένα δοκίμια, νά τά υπαγορεύσει στή γραμματέα... «Κι ό ίδιος ό
Τζόυς δέν έπαυε νά επιφέρει διορθώσεις τήν τε λευταία στιγμή. Τό τηλέφωνο χτυπούσε συνέχεια γιά νά πιάσουν τό Λονδίνο, τούς τυπογράφους, τόν πράκτορα...» Σέ ένα γράμμα άπευθυνόμενο στόν Ζάν Πωλάν, ό Πώλ Λεόν άναπολεΐ πάλι εκείνη τή βραδιά τού Δεκέμβρη 1938, όταν ό Τζόυς, στού «Φούκετ’ς», μπροστά σέ δλη του τήν οικογένεια, έβαλε νά διαβάσουν τό υστερόγραφο τού Finnegans Wake: «Μπορούσε κανείς νά δια πιστώσει τήν άπόλαυση πού ένιωθε ό Τζόυς, άκούγοντας τίς γραμμένες λέξεις νά ξαναζούν μές άπό τήν ευχάριστη άνάγνωση, νά άποκτούν συνοχή καί χρώμα. Ή ταν μιά άπό τίς σπάνιες εύκαιρίες πού τόν ένιωσα ίκανο,ποιημένο, καί μάλιστα περήφανο γιά τόν έαυτό του, δταν, μέσα σέ μιά ένορχήστρωση άπό θορύβους πιατικών, οί δικές του λέξεις δημιουργούσαν τή δική τους άρμονία μέσα στή γενική κακοφωνία. Μετά... μετά άρχισε μιά πυρετώδης εργασία, ώρα τήν ώρα, λεπτό τό λεπτό, μέρα-νύχτα. Φοβάμαι πώς ό Τζόυς πολύ λίγο κοιμήθηκε, γιά ένα μήνα ή έξι εβδομάδες... Ά π ό δύο χειρόγραφες σελίδες, τό ύστερόγραφο έγινε μιά δωδεκάδα τυπωμέναη σελίδων, μέσα άπό τίς πιό άπίθανες περιπέ τειες». Καί ό τρελός μαραθώνιος ενάντια στό χρόνο ξανάρχιζε. «"Ολοι οί φίλοι βάλθηκαν νό χτυπούν γραφομηχανή... Ή κυρία Ζόλας χτυ πούσε στό Νεγύ. Ό κ. Τζίλμπερτ στήν όδό Ζάνντύ-Μπελαί, εγώ υπαγόρευα στήν όδό ΚαζιμίρΠεριέ. "Ολα τά μαζεύαμε κατά τίς επτά στήλ όδό Έντμόν Βαλαντέν, στήν έδρα τού διευθυντι κού εγκεφάλου...» 'Ωστόσο, ή περιπέτεια τού Finnegans Wake δέν είχε τελειώσει. Τρεις μέρες πρίν άπό τήν ορι στική παράδοση τού κειμένου, ή Λουσί Λεόν άκουσε τήν πόρτα τής εισόδου νά άνοίγει καί ' τόν άντρα της νά άναφωνεί: «Ξέχασα τά χειρό γραφα μές στό ταξί!» Ή ταν Παρασκευή, ό Πώλ Λεόν ειδοποίησε άμέσως τόν Τζόυς, πού δέν τού έκανε καμιά παρατήρηση. Δέν έμενε παρά μιά ελπίδα: ή τιμιότητα τού οδηγού τού ταξί... Μετά άπό δύο ώρες άγωνιώδους άναμονής, χτύπησε έπιτέλους τό κουδούνι τής οδού Καζιμίρ-Περιέ. Ό οδηγός έφερε ό ’ίδιος τόν ξεχασμένο φάκελο... "Οπως λέει ό Φιλίπ Σουπώ, ό Τζόυς «γνώριζε καί άγαπούσε τό Παρίσι σάν νά ήταν ένα τρα γούδι. Έβρισκε ένα ρυθμό πού τόν βοηθούσε νά ζεΐ, νά δουλεύει, καί μιά άνησυχία πού τόν βοη θούσε νά έξωτερικεύεται». Είχε τά άγαπημένα του μέρη. Τό «Καφέ Βεμπέρ», λόγου χάρη, δπου συχνά σταματούσε μέ τόν Πώλ Λεόν γιά νά πά ρει τό συνηθισμένο του «1/4 Βισύ». Στήν Α ρ ι στερή Ό χθη, ό Τζόυς καθόταν έπίσης στήν «Κλοζερί ντέ Λιλά», όπου έβρισκε τόν Έ ζρα Πάουντ καί τόν Βαλερύ Λαρμπώ. Τόν συναν τούσαν πότε πότε στού «Φρανσίς», πλατεία Ά λμά, στό «Καφέ ντέ λά Παί» στήν Ό περά, νά δει-
αφιερωμα/31
πνά μετά τό θέατρο. Μά κυρίως τό «Φούκετ’ς» ήταν τό άγαπημένο του στέκι, καί τού χρησίμευε σάν στρατηγείο. Οί Λεόν τόν συναντούσαν συ χνά έκεΐ. «Παρόλο πού δέν ήταν καλοφαγάς καί έλεγε πάντα νά μην άσχολούνται μαζί του, άναφέρει ή Αουσί Λεόν, λάτρευε τά φρέσκα φασο λάκια “άλά γαλλικά” , καί γευόταν τά ζαχαρωτά άπό διάφορες περιοχές τής Γαλλίας: νουγκά τής Μοντελιμάρ, πραλίνες τού Μονταρζί, ζελέ τού Μπάρ-λέ-Ντύκ...» Ό Τζόυς ήξερε όμως νά είναι εγκρατής. Δέν έπινε ούτε σταγόνα άλκοόλ όλη τή μέρα. Λόγου χάρη, ό Πώλ Λεόν τόν έβρισκε συχνά κατά τίς όκτώμιση «στής Μαντάμ Λαπεΰρ, στό γωνιακό καφενείο τών οδών Γκρενέλ καί Μπουργκόν». Έ πινε τότε ένα ποτήρι λευκό κρασί, συνήθως Traminer, Riesling, ή άκόμα Neuchatel, τό ελβετικό κρασί πού τό προτιμούσε πάνω άπό όλα. «Οί σερβιτόροι, τά γκαρσόνια, οί ταξιτζήδες τόν λάτρευαν. ’Ήξερε νά τούς μιλάει. Ένδιαφερόταν γι’ αυτούς, ήξερε την ιστορία τους, άνησυχοΰσε γιά τά παιδιά τους...» Στήν άλληλογραφία του μέ τό γιό του Τζιόρτζιο, πού έμενε στή Νέα 'Υόρκη, ό Τζόυς έδινε συχνά τά χρονικά τού «Φούκετ’ς», τής δεκαετίας τού ’30. Τόν Ιούλιο τού 1934 τού έγραφε λοιπόν: «... Δειπνούμε πολύ συχνά -στήν πραγματικότητα σχεδόν πάντα- στού “Φούκετ’ς” . Έ χει γίνει πο λύ σίκ “ρινγκ” . Τό άλλο βράδι, μιά εξελιγμένη κυρία χαστούκισε έναν τέλειο τζέντλεμαν, γιατί τόν συνόδευε μιά άλλη κυρία. Οί καθώς πρέπει συνδαιτυμόνες πήδησαν πάνω στις καρέκλες καί τούς πάγκους. Καί ή συμπλοκή συνεχίστηκε (...). Πάλι, πρίν άπό λίγα βράδια, έγινε ένας ξαφνι κός καβγάς, χτυπιόνταν, πέφταν πιάτα, τσίριζαν οί γυναίκες... κτλ. Ό Αεόν ήταν μαζί μας...» "Ενα χρόνο άργότερα έγραφε πάλι: «Τό άλλο βράδι, έγκαινιάσαμε τή μεγάλη εβδομάδα τού “Φούκετ’ς” , εμείς οί ίδιοι, ό Ε. Ζόλας, ή Μαρία Ζόλας, ό Πώλ Λεόν καί ή Αουσί Λεόν. Μέ παρακάλεσαν όλοι νά τούς άπαγγείλω κάτι ώραΐο. Χαμογέλασα μετριόφρονα, έπειτα άρχισα. Γιά δυό ώρες, τούς έλεγα ποιήματα τού Γαίητς. "Ολοι μέ συγχάρηκαν γιά τήν καταπληκτική μου μνήμη, γιά τήν καθαρή μου άρθρωση καί τή γοη τευτική φωνή μου. Κάποιος πρόσθεσε: Τί κρίμα πού ήταν τόσο ήλίθιος!...» Συνήθιζε έπίσης ό Τζόυς νά γιορτάζει τίς «μέ ρες τής μνημοσύνης» στού «Φούκετ’ς»: Ή 'Υ πα παντή, τά Θεοφάνεια, οί έπέτειοι γέννησης, γά μου, δημοσίευσης έργων... κάθε άφορμή ήταν έύπρόσδεκτη! Γιά τούς φίλους αύτές οί τελετές είχαν γίνει ένα είδος θρησκείας. «Μιά χρονιά, άφηγεϊται ή Αουσί Λεόν, πού καθυστέρησα τήν τελευταία στιγμή στό New York Herald Tribune, έφτασα άργοπορημένη στού “Φούκετ’ς” . Ή ταν τά γενέθλια τού Τζόυς. Μέ υποδέχτηκε μέ τή συνηθισμένη του προσή-
μέρα καί δούλευε
νεια καί, χαμογελώντας πονηρούτσικα, άπευθύνθηκε στήν ομήγυρη: Ή μόνη άνάμεσά μας πού κερδίζει τίμια τό ψωμί της...» Μετά άπό μιά μέρα δουλειάς, γιά νά ξεφύγει καί νά ξεσκάσει, ό Τζόυς «άνέβαινε στό σπίτι κάποιου φίλου, καί έβαζε νά τού διαβάσουν άποσπάσματα άπό ένα λεξικό», σημειώνει ό Φιλίπ Σουπώ. Συνήθως όμως, όταν παραχωρούσε μιάν ανά παυλα στόν εαυτό του, πήγαινε στό θέατρο. Δέν δειπνούσε ποτέ νωρίτερα. Άρνιόταν κάθε τρο φή. Ό Τζόυς είπε, μιά μέρα, γιά νά εξηγήσει αυ τή τή νηστεία: «Προετοιμάζομαι γιά ένα μυστή ριο...» Ό Πώλ καί ή Αουσί Λεόν τόν συνόδευαν συχνά στήν "Οπερα, στήν «Κομεντί Φρανσαίζ» ή στό θέατρο τού Παλαί-Ρουαγιάλ. Βωντεβίλ, οπε ρέτες, τραγωδίες, όλα τά είδη τού άρεσαν: 'Ο Μολιέρος, ό Ρακίνας, τά έργα τού "Ιψεν, Τά κο ράκια τού Ά νρ ί Μπέκ, Ό φίλος ό Φρίτς τού Μασκάνι... Κι εκεί ή Αουσί Λεόν ήταν «τό μάτι του πού βλέπει». Τού περιέγραφε τά σκηνικά, τά κοστούμια, τή μιμική τών ήθοποιών... «Ή κόρη τής μαντάμ Άνγκό τόν διασκέδαζε πολύ, ση μειώνει έκπληκτη: Ή ξερε όλες τίς άριες, όλες τίς απρόοπτες εξελίξεις τής πλοκής. Ό "Ανζ Πιτού ήταν άπό τά άγαπημένα του θεατρικά πρόσωπα. Στό θέατρο, διασκέδαζε σάν παιδί, πάντα ό πρώτος γιά χειροκρότημα, γιά μπιζάρισμα στίς μεγάλες άριες». Ή ερμηνεία τών ήθοποιών τόν μάγευε. Καθισμένος στήν πρώτη σειρά, παρακο λουθούσε τό παίξιμό τους μέ άκρα προσοχή, ιδιαίτερα όταν έπρόκειτο γιά τόν Έρνέστο Ζακόνε, τό γέρο ίταλό ήθοποιό τόν όποιο θαύμαζε πολύ. Στήν "Οπερα, ένιωθε ένα είδος πάθους γιά τόν Τζών Σάλλιβαν, τό διάσημο ίρλανδό τενόρο. "Οταν τραγουδούσε αυτός στό Γονλιέλμο Τέλλο ή τήν Άίντα, ό Τζόυς τά παρατούσε όλα. «Ένα βράδι τού 1936, άφηγεϊται ή Αουσί Λεόν, φύγα
32/αψιερωμα
με καί οι τέσσερις, άλλά, έκτος άπό τόν Τζόυς, κανείς άπό μάς δέν ήταν υπερβολικά ένθουσιασμένος άπό τό Γουλιέλμο Τέλλο. Μέ την κυματι στή κάπα του, τή φοδραρισμένη μέ σατέν, τό με ταξωτό καπέλο του λίγο στραβά, έβρισκα τόν Τζόυς εντυπωσιακό. Είχε πάρει τό μπαστούνι του μέ τή φιλντισένια στρογγυλή λαβή καί τό μο νόγραμμα πού φύλαγε γιά τίς σπουδαίες εξό δους. Ή όπερα προχωρούσε χωρίς προβλήμα τα, ώς τή στιγμή πού ό Σάλλιβαν τραγούδησε τήν άρια τού διάσημου σόλο του. Τό κοινό χειροκρό τησε τήν έπίδοσή του. Ό Τζόυς, μέ άναψοκοκκινισμένο πρόσωπο, άκτινοβολώντας, χειροκρο τούσε μανιωδώς. Ξάφνου, τινάχτηκε άπό τήν πολυθρόνα του, κούνησε τά μπράτσα του, άκριβώς μέ τό ύφος πού χρησιμοποιούν στή Σκάλα τού Μιλάνου, καί φώναξε στεντόρεια: Μπράβο Σάλλιβαν! Σκ... στό Λάουρι Βόλπι!» Παρόλο πού αναγνώριζε τό ταλέντο τού Σάλλιβαν, ό Πώλ Λεόν δέν συμμεριζόταν τόν άνευ όρων θαυμασμό τού Τζόυς γιά τόν ίρλανδό τρα γουδιστή. ’Ανάμεσα στούς δυό άντρες, οί διαξι φισμοί ήταν έντονοι. Ό Τζόυς υπεράσπιζε‘τόν προστατευόμενό του μέ μανιακό πείσμα, μή δι στάζοντας νά χαρακτηρίζει τόν Σαλιάπιν -«τό μεγαλύτερο τραγουδιστή τής εποχής του», κατά τόν Πώλ Λεόν- σάν μιά «φτηνή σφυρίχτρα». Γιά νά μπορέσει μάλιστα νά πείσει τόν Πώλ Λεόν, ό Τζόυς τού έδινε, τόν ένα μετά τόν άλλο, όλους τούς δίσκους τού Σάλλιβαν. Κι αυτοί, πεταμένοι σέ μιά γωνιά τού σαλονιού, στιβάζονταν σωρός στήν όδό Καζιμίρ-Περιέ... «Τούς παίζαμε μόνο γιά τόν Τζόυς, γράφει ή Λουσί Λεόν, καί τότε, έκείνος ρουφούσε τή “φωνή” χωμένος βαθιά σέ μιά σαραβαλιασμένη πολυθρόνα πού τήν κρα τούσαμε μόνο καί μόνο γιά χάρη του». Τό κάθι σμα αύτό πού άγαπούσε ιδιαίτερα -δέν ξέρει κα νείς καλά καλά τό γιατί- καί πού τό θεωρούσε σάν «τή μόνη βολική πολυθρόνα τού σπιτιού», υπάρχει άκόμα σήμερα στήν όδό Καζιμίρ-Περιέ. «'Όπως τή βλέπετε τώρα, μού είπε ό Άλέξης Λεόν, είναι σέ καλή κατάσταση, τότε όμως ήταν έτοιμη νά διαλυθεί άνά πάσα στιγμή. Πόσες φο ρές δέν ακόυσα τόν πατέρα μου νά προφητεύει στόν Τζόυς: “Κύριε Τζόυς, κάποια μέρα θά βρε θείτε στό πάτωμα” . Καί αύτό πράγματι συνέβη. "Ενα άπόγευμα, στρογγυλοκαθισμένος στήν άγαπημένη του πολυθρόνα, ό Τζόυς άκουγε μέ άπόλαυση τόν Σάλλιβαν. Ξάφνου, άκούστηκε ένα ολέθριο τρίξιμο. Ή μητέρα μου όρμησε, καί βρήκε τόν Τζόυς καθισμένο κατάχαμα, άναδιπλωμένο σάν φασουλή, μέτά κοκαλιάρικα γόνα τά του στό πηγούνι, νά τραντάζεται άπό τά γέ λια...» "Οπως μάς τόν περιγράφει ή Λουσί Λεόν, ό Τζόυς, παρά τούς πόνους καί τίς δυσκολίες τής ζωής του, άγαπούσε τή χαρά καί τά άστεία.
«Σπίτι μας, άφηγείται, άνάλογα μέ τά κέφια, βά ζαμε τό γραμμόφωνο. Λάτρευε τήν κωμική πλευ ρά ορισμένων γαλλικών καί άγγλικών τραγουδιών. Γελούσε άκούγοντας τήν Κυρία μαρκησία ή τό Νά οί πυροσβέστες, καί ξεκαρδιζόταν μέ τά άγγλικά “τραγούδια τής φυλακής” . Παίζαμε επίσης ιρλανδέζικους δίσκους... Τά δώρα έπαιρ ναν συχνά τή μορφή ενός καλαμπουριού ή ενός λογοπαίγνιου. Τού άρεσε πολύ νά άστειεύεται μέ τό όνομα “Λεόν” , καί τό θέμα τού λιονταριού (lion) επανερχόταν συχνά». «Ένα πρωί, άφηγεΐται, πόσο ξαφνιάστηκα άνακαλύπτοντας στό πλατύσκαλο, προερχόμενο άπό τήν Κοπενγχάγη, ένα πελώριο λιοντάρι άπό πορσελάνη...» Τού Τζόυς τού άρεσε επίσης νά γράφει κάρτ-ποστάλ καί άφιερώσεις, «τίς περισσότερες φορές μέ πράσινο μελάνι, πολύ χαρακτηριστικό γι’ αυ τόν». Πάρα πολλά γράμματα καί μαρτυρίες επιβε βαιώνουν ότι ό Τζόυς ήταν δυστυχισμένος ώς τό θάνατό του. Στά οικονομικά του προβλήματα προσθέτονταν οί πόνοι τών ματιών του κι ό πό νος, πιό τραγικός άκόμα, γιά τήν άρρώστια τής κόρης του Λουτσία. Κοντά στούς φίλους του, άποζητούσε λίγη φυγή καί κουράγιο. Ή Λουσί Λεόν περιγράφει τή θερμή άτμόσφαιρα τά βρά δια πού περνούσαν στού Ζόλας, στό Νεγύ, όταν ό Τζόυς, μέγας εραστής τού μπελκάντο καί τών τραγουδιών τής ελισαβετιανής έποχής, καθόταν στό πιάνο, γιά νά τραγουδήσει ντουέτο μέ τό γιό του Τζιόρτζιο. « Ό Λεόν Πώλ Φάργκ, άν δέν άργούσε πάρα πολύ, άνέλυε μέ πολλές λεπτομέρειες τραγούδια τής άργκό τού 1890, είτε τά κατασκευάσματά του τού περασμένου μήνα, σημειώ νει ό Φιλίπ Σουπώ. Πότε πότε, υπήρχαν καί βια στικές άναχωρήσεις ύστερα άπό ορισμένες “λέ ξεις” . Ό Τζόυς, τίς περισσότερες φορές ήταν χαρούμενος, πότε πότε, πολύ πιό σπάνια, ήταν κατσούφης. Καί τότε, έπρεπε νά κάνει υπεράν θρωπη προσπάθεια γιά νά βγει άπό αυτή τήν άποχαύνωση, πού είχε κάτι άπό τήν πεισματάρικη θλίψη ένός παιδιού...» Στούς Ζόλας επίσης -πού καί οί δυό τους ήταν Άμερικάνοι- γιορταζόταν ή περίφημη «'Ημέρα τών Ευχαριστιών». 'Η κυρία Ζόλας σεβόταν’τήν παράδοση τού τόπου της. Στό μενού: γλυκοπα τάτες, πίτα, γαλοπούλα γεμιστή. Μιά χρονιά, ή γαλοπούλα παρά λίγο νά λείψει άπό τό γεύμα! Στό δρόμο πρός τό σπίτι τών Ζόλας τό τρίτροχο τού διανομέα τού καταστήματος Ποτέν άνατράπηκε, ή γαλοπούλα κύλησε στό λιθόστρωτο καί... ώ δυστυχία μας!... έχασε τό συκώτι της! Ό Τζόυς τό διασκέδασε πολύ, καί άποθανάτισε αυτή τήν άναποδιά -καί τή γαλοπούλα- σέ μιά ευτράπελη μπαλάντα μέ τόν τίτλο: «Ή γαλοπού λα μέ τά Comeallyous» (1934). "Ομως ό χρόνος, τόσο έντονος μέσα στό έργο
αφιερωμα/33
Ό Τζόνς κι ό Έ. Ζόλας τόν καιρό τής ’έκδοσης τής Μετάβασης
τού Τζόυς, «διάβαινε π ιό άδυσώπητος καί πιό μυστηριώδης άπό ποτέ», γράφει ή Λουσί Λεόν στά άπομνημονεύματά της. «Κανείς άπό μάς δεν πρόβλεπε τό μέλλον, δέν έβλεπε τόν όρίζοντα πού σκοτείνιαζε καί τά σύννεφα πού σωρεύον ταν πάνω άπό την Ευρώπη...» Τόν ’Ιούνιο τού 1940 άρχισε ή έξοδος. Οί Λεόν έφυγαν γιά τό Σαίν Ζεράν-Λέ-Πουύ, ένα μικρό χωριουδάκι στό Ά λιέ. Ό Τζόυς καί ή οίκογένειά του, πού κατοικούσαν άπό μερικούς μήνες ήδη στό Βισύ, ήρθαν νά τούς βρουν τόν ’Ιού λιο... Ένώ μέχρι τότε τά παγκόσμια προβλήματα πολύ λίγο τόν άπασχολούσαν, ό Τζόυς εκείνη τήν περίοδο άκουγε άπληστα τό ραδιόφωνο. «Ένδιαφερόταν ιδιαίτερα γιά τη στάση τής ’Ιρ λανδίας άπέναντι στή Μεγάλη Βρετανία, άφηγεϊται ή Λουσί Λεόν. Μιά μέρα, όταν τόν ρώτη σα άν υπήρχε “τίποτα νεότερο” , μοϋ άποκρίθηκε: “Ναί, τά πράγματα φαίνονται νά πηγαίνουν πρός τό καλύτερο...” Κατάλαβα άμέσως δτι άναφερόταν σέ δύο γερμανικά πλοία πού είχαν πέσει σέ νάρκες... Στήν άπελπισία μας, γαντζω νόμασταν άπό τό παραμικρό...» Στό Σαίν Ζεράν-Λέ-Πουύ, ό Τζόυς καί ό Πώλ Λεόν διατήρησαν τίς συνήθειές τους. Κάθε πρωί κατά τίς έντεκα, ό Τζόυς ερχόταν νά βρει τό φί λο του καί, όπως άλλοτε στούς δρόμους τού Πα ρισιού, οί δυό άντρες, στηριγμένοι ό ένας στό μπράτσο τού άλλου, έκαναν τόν περίπατό τους στό μεγάλο δρόμο τού χωριού. Στίς 16 Αύγούστου 1940, άφού έπιτέλους τής δόθηκε ή άπαραίτητη γραπτή άδεια (ή βόρεια Γαλλία ήταν ύπό
γερμανική κατοχή), ή Λουσί Λεόν άποφάσισε νά επιστρέφει στό Παρίσι. Ό Τζόυς τή συνοδέυσε στή στάση τού λεωφορείου. «Φιληθήκαμε, καί τού είπα: “Κύριε Τζόυς, πιστεύετε ότι όλα αύτά θά τελειώσουν κάποια μέρα;” ’Ακούω άκόμα τήν άπάντησή του, μ’ ένα στεναγμό: “”Ω! μαντάμ Λεόν, δέν έχω ιδέα...” » Στίς 4 Σεπτεμβρίου επι στρέφει καί ό Πώλ Λεόν στό Παρίσι, άφήνοντας στό Ά λιέ τόν Τζόυς καί τήν οίκογένειά του, πού ετοιμάζονταν νά φύγουν γιά τήν ’Ελβετία. Οί δυό άντρες δέν έμελλε νά συναντηθούν ξανά. Στήν όδό Καζιμίρ-Περιέ, ό Πώλ Λεόν δέν έχα σε ούτε στιγμή. Ή γενική κατάσταση χειροτέ ρευε γοργά, μπορούσε κανείς νά φοβηθεί τό χει ρότερο... Σέ μιά παλιά σκούρα βαλίτσα μάζεψε όλα τά χαρτιά πού άφορούσαν τόν Τζόυς καί έβαλε σέ ένα μεγάλο φάκελο τήν προσωπική του άλληλογραφία μέ τό συγγραφέα. Έγραψε άπ’ έξω αυτές τίς λέξεις: «’Ιδιωτική άλληλογραφία τού Τζόυς καί τού Πώλ Λεόν. Μετά τό θάνατό μου, αφήνω τά γράμματα αύτά στή βιβλιοθήκη τού Δουβλίνου. Δέν πρέπει νά άνοιχθούν πρίν άπό 50 χρόνια (1990)...» Έδωσε μετά τό φάκελο στόν κόμητα Ο’Κέλυ, επικεφαλής τότε τής ιρ λανδικής πρεσβείας, ό όποιος τόν έστειλε στή βι βλιοθήκη τού Δουβλίνου, όπου καί βρίσκεται σήμερα. Ό Τζόυς πέθανε στίς 13 ’Ιανουάριου 1941, στή Ζυρίχη. Οί Λεόν έμαθαν τό νέο άπό δύο μανταρίστρες πού δούλευαν σέ ένα μικρό μαγαζάκι τού κτιρίου όπου έμεναν, καί πού άκουγαν τό ραδιοφωνικό σταθμό τής Λωζάννης. “Οπως
34/αφιερωμα
καί σέ πολλούς άλλους μαγαζάτορες τής γειτο νιάς, τούς ήταν πολύ γνωστή, άπό παλιά, ή σιλουέτα τού Τζόυς. Στόν Ζάν Πωλάν -τότε διευ θυντή τής N.R.F., πού ήθελε νά δημοσιεύσει, στή μή κατεχόμενη ζώνη τής Γαλλίας, ένα άρθρο γιά τόν Τζόυς- ό Πώλ Λεόν απάντησε μέ ενα άπλό γράμμα, πού υπέγραφε «Λ...», γιά νά μην προκαλέσει την προσοχή τών Γερμανών. Τό γράμμα αυτό τό έλαβε ό Ζάν Πωλάν, πού, την επομένη άκριβώς, συνελήφθη, μαζί μέ άρκετούς άλλους γάλλους διανοούμενους. Κάτω άπό την πίεση τών γεγονότων, οί φίλοι τού Τζόυς είχαν φύγει άπό τό Παρίσι. Οί μόνοι πού παρέμεναν άκόμα ήταν ό Σάμουελ Μπέκετ καί ό Λεόν. Ό Τζόυς είχε πεθάνει, οί υποθέσεις του όμως δέν είχαν τακτοποιηθεί. Ό ιδιοκτήτης τού διαμερίσματος του ζητούσε τά απλήρωτα άπό κάμποσους μήνες ενοίκια καί ένας δικαστι κός έπιμελητής είχε βγάλει απόφαση νά πουλή σει σέ πλειστηριασμό τά υπάρχοντα τής οικογέ νειας. Τά χειρόγραφα, οί πίνακες, οί σπάνιες έκδόσεις, τά έπιπλα, τά προσωπικά ενθύμια, θά διασκορπίζονταν λοιπόν καί, σιγά σιγά, θά χά νονταν καί τά ίχνη τους. Πού νά βρεθούν δμως τά άπαραίτητα χρήματα; Ό Πώλ Λεόν έκανε τά άδύνατα δυνατά. Παρά τό σφράγισμα τού δια μερίσματος καί τή θυρωρό «πού μπορούσε νά μι λήσει» κατάφερε νά μπει μέσα καί νά διασώσει τά πιό πολύτιμα άντικείμενα... Ό Πώλ Λεόν πα ρέδωσε, σέ ένα δικηγόρο πού γνώριζε, ένα μέρος άπό αύτά, έμπιστεύθηκε σέ ένα φίλο τά πιό προ σωπικά είδη, καί τό σύνολό τους, μετά τόν πόλε μο, παραδόθηκε στήν κυρία Τζόυς. Ά π ό τήν πλευρά της, ή Λουσί Λεόν έκανε άλλεπάλληλα διαβήματα γιά νά βρει λίγα χρήματα. Πλησίαζε ή «μοιραία ήμερομηνία»... Μετά άπό πολλές προσπάθειες, χάρη στή βοήθεια τού άδελφοΰ της Ά λεκ Πονιζόφσκι, κατάφερε νά μαζέψει τό ποσό τών 25.000 φράγκων. «Στίς 7 Μαρτίου 1941, γράφει, μέ βαριά καρδιά, ό άν τρας μου καί εγώ πήγαμε στήν αίθουσα Ντρουώ. Είδαμε τά κομμάτια στιβαγμένα φύρδην-μίγδην μέσα σέ πανέρια, καί τά πρόσωπα, σκληρά καί κοφτερά σάν μαχαίρια! Πολύ γρήγορα καταλά βαμε ότι ή ομήγυρη ένδιαφερόταν πολύ περισσό τερο γιά τά προσωπικά είδη παρά γιά τίς πρώτες έκδόσεις τών έργων τού Τζόυς. Ό Πώλ είχε τό πλεονέκτημα ότι γνώριζε τήν άξια κάθε βιβλίου καί, χάρη στό κεφάλαιο πού είχε μαζέψει ό Ά λεκ, μπορούσε νά υπερθεματίζει μέ περίσκε ψη.» Ό Πώλ Λεόν άγόρασε, πράγματι, όλα τά βιβλία πού θεωρούσε πολύτιμα, έκτος άπό μιά έκδοση τού Pomes Penyeach, πού περιείχε πρω τότυπα καλλιγραφημένα κεφαλαία γράμματα τής Λουτσία Τζόυς. Τήν άπέκτησε, γιά 5000 φράγκα, ένας παλαιοβιβλιοπώλης τής οδού Σηκουάνα. «’Ηταν θλιβερό νά βλέπεις τ’ άχνάρια τής οικο
γένειας Τζόυς νά διασκορπίζονται, κάτω άπό τό σφυράκι τού έκπλειστηριαστή, σημειώνει άκόμα ή Λουσί Λεόν. Παρά τίς προτροπές τού συζύγου μου νά μήν είμαι “συναισθηματική” καί νά μή σκορπίζω τά λεφτά μας σέ ψιλοπράγματα, άγόρασα ένα μπαούλο γεμάτο άπό ασπρόρουχα, τό έπίχρυσο sous-main τού Τζόυς, καθώς καί τό χαρτοκόπτη του. Έστειλα αργότερα ό,τι μπόρε σα στήν κυρία Τζόυς, μέσω τού Ά λεκ, άπό τή μή κατεχόμενη ζώνη...» Στίς 21 Αύγούστου 1941, οκτώ μήνες μετά τό θάνατο τού Τζόυς, ό Πώλ Λεόν συνελήφθη άπό τήν Γκεστάπο. Τό Σάββατο, 6 Δεκεμβρίου τού ίδιου έτους, έγραφε κρυφά στή γυναίκα του άπό τό στρατόπεδο τού Ντρανσύ: «Στήν περίπτωση πού θά τό ξεχάσω, στίς 13 είναι τής άγιας Λουκίας. Θά θέλατε νά παρακαλέσετε τόν Μπέκετ νά στείλει κάτι στή Λουτσία Τζόυς καί νά τής δώσει 200 ή 250 φράγκα, γιά τή μνήμη τού πατέ ρα της...» Ή ταν ή τελευταία άναφορά τού Πώλ Λεόν στόν Τζόυς. Τήν άνοιξη, μεταφέρθηκε στή Σιλεσία καί έκτελέστηκε άπό τούς Γερμανούς στίς 4 Απριλίου 1942. Στήν όδό Καζιμίρ-Περιέ υπήρχε άκόμα ή πε ρίφημη σκούρα βαλίτσα πού περιείχε όλα τά χαρτιά τού Τζόυς. Ή Λουσί Λεόν γράφει σχετι κά: «Ή Γκεστάπο είχε ήδη έρθει τρεις φορές σπίτι μου, άλλά είχα καταφέρει νά γλιτώσω! "Ομως, εκείνο τόν καιρό, οί Γερμανοί άρχιζαν νά συλλαμβάνουν τίς γυναίκες τών εκτοπισμέ νων, έπρεπε λοιπόν νά κινηθώ...» Προσπάθησε στήν άρχή νά δώσει τή βαλίτσα στήν έλβετική πρεσβεία, πού προστάτευε, τόν καιρό εκείνο, τά βρετανικά συμφέροντα. Τής είπαν ότι δέν είχαν χώρο... Στήν άπελπισία της, τήν εμπιστεύτηκε στόν Κ. Ζερβαί, ένα δικηγόρο πού γνώριζε. Στό τέλος τού πολέμου, όλα τά χαρτιά, όλα τά ντο κουμέντα βρέθηκαν άθικτα καί παραδόθηκαν στήν οικογένεια τού Τζόυς. ’Έτσι τέλειωσε άνάμεσα στόν Τζόυς καί τούς Λεόν «ή ιστορία μιας φιλίας» πού, σάν τό ποτάμι τού Λίφφεϋ, πού τόσο άγαπούσε ό συγγραφέας, μεταμορφωνόταν σέ χείμαρρο, παρασέρνοντας στή δίνη του «άπειρα πλάσματα, δευτερόλεπτα, κομμάτια ύλης, κόσμους...» Ή φιλία αύτή θυμί ζει τή φιλία άνάμεσα στίς δυό πλύστρες τού Fin negans Wake πού, κολλητές στήν άρχή τού βι βλίου, χωρίζουν σιγά σιγά -όσο γέρνει ή μέρα, όσο φαρδαίνει τό ποτάμι-, χάνονται μές στή σκιά, γιά νά γίνουν, στό τέλος τής άφήγησης, ή μιά πέτρα, ή άλλη δέντρο... "Ομως, άφού τέλειωσε τό έργο του, ό Τζόυς έλεγε στόν Πώλ Λεόν: «Περίμενε ώσπου νά ξυπνήσει ό Φίννεγκαν...»! Copyright: Magazine Litteraire Μ ετάφραση: Γιώ ργος Σ πανός
αφιερωμα/35
Μ α ντώ Ά ρ α β α ν τ ι ν ο ΰ
Τό Δουβλίνο τού Τζόυς μέσα από χή γραφή των «Δουβλινέζων» Τό δοκίμιο αυτό τής σννεργάτιδάς μας κ. Μαντώς Άραβαντινοΰ, σνντετμημένο, διαβάστηκε από τή συγγραφέα στό Δουβλίνο, με την ευκαιρία τοϋ έορτασμοϋ τής εκατονταετηρίδας από τή γέννηση τοϋ Τζαίημς Τζόυς, στις 4 Ιουνίου 1982, στό μικρό άμφιθέατρο τοϋ Trinity College. «Νά ’μαστέ πάλι έδώ στό ήρεμο καί πληκτικό Δουβλί νο μας, όπου τίποτα δεν ξέρομε καί τίποτα δεν έχομε Ακούσει γιά άμαρτία.» («Ένα μικρό σύννεφο»)
'Υπάρχουν σχολιαστές πού πιστεύουν πώς μιά άπ’ τίς πιό άνάλγητες λογοτεχνικές γραφές κοι νωνικής κριτικής τών άρχών τοϋ αιώνα είναι οί δεκαπέντε ιστορίες τών «Δουβλινέζων». Ή μακριά άλληλογραφία τοϋ συγγραφέα τους μέ δυό έκδοτες, τούς Mathews καί GrantRichards, είναι άρκετά διαφωτιστική σέ δ,τι άφορά τίς προθέσεις τού συγγραφέα γιά τούς συμπατριώτες του. Ή φράση πού έπανέρχεται σάν επωδός στά γράμματα πρός τόν Στανίσλαο άλλά καί πρός τούς δυό εκδότες, είναι άποκαλυπτικά καί δέν άφήνουν περιθώρια γιά παρερμη νείες: «Θέλω στό άμόνι τής ψυχής μου νά σφυρη λατήσω τή συνείδηση τοϋ λαοϋ μου». Σέ ένα άλ λο γράμμα στό συμφοιτητή του C. Ρ. Curran, «γιά την κριτική σκέψη τοϋ όποιου ό Τζόυς έδει χνε πάντα σεβασμό», μάς πληροφορεί ό Ellmann, ό Τζόυς γράφει τό 1904: «... ονομάζω αυτή τή σειρά τών διηγημάτων Dubliners γιά νά κα ταγγείλω τήν καρδιά αυτής τής ημιπληγίας ή τής παράλυσης πού μερικοί έπιμένουν πώς είναι πο λιτεία». Καί τέλος στόν έκδοτη του GrantRichards: «... Πιστεύω πώς κάποιοι θά βρεθούνε ν’ άγοράσουν, γιά τήν ιδιαίτερη μυρουδιά τής διαφθοράς πού έπικαλύπτει τίς ιστορίες τού βι βλίου» (15 ’Οκτωβρίου 1905). Οί φράσεις αύτές, κυρίως ή πρώτη, μοιάζει νά βγαίνει από τό στόμα ένός αυστηρού Ιησουίτη σάν τούς δασκάλους τους πού γνώρισε ό Τζόυς·
όσο γιά τήν ήθική τους, λειτουργούν μέσα στό βι βλίο άνάποδα, δηλαδή σάν έτερομορφία τής έτερομορφίας, καί έπαυξάνουν αυτή τή γεύση τής γλίτσας καί τής βρομιάς πού διατρέχει κάθε πρό σωπο καί διαβρώνουν κάθε ιστορία. Στούς «Δουβλινέζους» υπάρχει τό ψυχρό γαλάζιο μάτι τού καθολικού ιησούίτη συγγραφέα πού, σέ άντίθεση μέ τόν συγγραφέα τού «Όδυσσέα», δέν είναι άκόμα έκεϊνος ό χωρατατζής καί περιπεκτικός Τζόυς πού δαγκώνει χλευάζοντας, άλλά ό τραυματισμένος Τζίμ, ό προδομένος καί άποριγμένος άπ’ τήν ’Ιρλανδία καί τούς Ίρλανδέζους. 'Ο Τζόυς τού «Όδυσσέα», καί όταν συμμετέχει καί δταν άποστασιοποιεΐται, είτε σάν Στήβεν Δαίδαλος ή σάν τίς γυναίκες ή τούς άντρες πού κυκλοφορούν, είναι πάντα παρών. Στούς «Δουβλινέζους» τόν βρίσκω μόνο στήν ήλικία τής αθωότητας, γίνεται δλα τά παιδιά πού κυκλοφο ρούν στούς «Δουβλινέζους». Είτε πρόκειται γιά τό «’Αράπικο παζάρι», είτε γιά τό διήγημα «Μιά συνάντηση», εΐτεστίς «’Αδελφές», είναι τό παιδί πού μάς διηγείται μιά ιστορία καί είναι έκ προοιμίου άθώο. Βέβαια συχνά ό ίδιος ό Τζόυς λέει άλλα, τίς πιό πολλές φορές γιά νά τά άναιρέσει. Γι’ αύτό είναι έπικίνδυνο νά παίρνομε σάν θέσφατα αύτά πού οί συγγραφείς διηγούν ται γιά τόν έαυτό τους... Έ τσι συχνά οί ρήσεις τού Τζόυς είναι παραπλανητικές. Προσωπικά βρίσκω τούς «Δουβλινέζους» γραμμένους μέ τή μαθηματική άκρίβεια μιάς συμφωνίας, πού κάθε νότα της σέ διαβρώνει μ’ ένα μαλακό, οικείο, νοσταλγικό δηλητήριο: τά κοινωνικο-πολιτικά άδιέξοδα, τά θρησκευτικά παρόμοια, τό ύποκρι-
36/αφιερωμα
Ό Τζόνς
τικό πλήθος, ή δεισιδαιμονία, οί λαθεμένες πολι τικές επιλογές: «Θά συναντηθούμε στις έξι ’Οκτωβρίου», ή άλαζονεία, ό φανατισμός, ή υποκρισία, μέσα στην άχλή ενός επαρχιώτικου καί λίγο βρομερού ιδεώδους. Κάτι ξέρομε καί μεΐς άπ’ αύτά!! Ή ιστορία πού θά προσεγγίσομε, «Τό μικρό σύννεφο», είναι ή τελευταία (χρονολογικά) πού έγραψε ό συγγραφέας (Φεβρ. 1906) καί νομίζω πώς δέν συμφωνώ μέ τόν καθηγητή J. J. Mayoux τού Paris III δταν έπιμένει πώς ό Τσάντλερ είναι κι αύτός μιά άλλη μορφή τού Τζόυς. Σ’ αυτή τήν ιστορία τό πάν καθορίζεται καί έγγράφεται άπό τήν άντίθεση τού μικρού πρός τό μεγάλο. Ό τίτλος πρώτα: «Τό μικρό σύννε φο» άλλά καί ό μικρός Τσάντλερ, τό μικρό σπίτι τού Τσάντλερ σέ σχέση μέ τά μεγάλα δουβλινέζικα άρχοντικά καί ξανά ό «μικρός Τσάντλερ» σέ σχέση μέ τόν «μεγάλο Γκάλαχερ», τό άλλο πρόσωπο τής ιστορίας. Στό τέλος είναι τό μικρό πού κυριαρχεί στό μεγάλο, τό μικρό πού καταπί νει τό μεγάλο. Καί πού δέν θά μπορούσε νά ’ταν αλλιώς, γιατί τό πάν είναι μικρό, στενεμένο, μί ζερο καί άθλιο, μέσα σ’ αύτό τόν έκ προοιμίου χαμένο καί καταστραμμένο κόσμο τού Τσάντλερ,
πού ήθελε νά γίνει μεγάλος ποιητής. 'Ο μικρός Τσάντλερ ανήκει σέ κείνο τό είδος τών άνδρών πού άναδιπλώνονται στόν εαυτό τους περίπου στή θέση έμβρύου, άποφεύγοντας νά κινηθούν, άπό τό φόβο πώς ή παραμικρή κί νηση μπορεί νά τούς πετάξει έξω άπό τή μαλά κιά προστασία τής μήτρας, στόν άνάλγητο κό σμο. Ό μικρός λοιπόν Τσάντλερ είναι παντρεμέ νος μέ τήν Ά,ννυ μέ τό παγερό βλέμμα καί τά σφιγμένα χείλια, πού τόν παρακολουθεί μέσα άπ’ τό κάδρο τής φωτογραφίας της. Ό Τσάντλερ όμως δέν θέλει νά τά σκέφτεται αύτά. Προτιμά τίς γλυκές, σχεδόν κοριτσίστικες φαντασιώσεις, τά όνειρα καί τίς αύταπάτες. Είναι σίγουρα μιά πολύ βολικιά στάση. Ό Τσάντλερ έχει έπίσης κάποιες φιλοσοφικές άποκλίσεις: « Ό μικρός Τσάντλερ σκέφτεται τή ζωή καί κάθε φορά πού σκέφτονταν τή ζωή με λαγχολούσε». Ό Τσάντλερ έχει τακτοποιήσει τήν άληθινή ζωή του ψηλά σ’ ένα ράφι (είναι ένα βιβλίο μέ ποιήματα τού Μπάυρον). Γιατί ό Τσάντλερ γράφει κι αύτός κάποιους στίχους. Ό μω ς μόνο κρυφά, καί κυρίως κρυφά άπ’ τήν ”Αννυ, τή γυναίκα του. "Ομως ό,τι γράφεται κρυφά είναι κακό, άλλά αύτό ό Τσάντλερ δέν θέλει νά τό ξέρει, αύτό πού ξέρει ό Τσάντλερ εί ναι πώς ό μεγάλος Γκάλαχερ, σημαντικός παρά γων τού λονδρέζικου τύπου, βρίσκεται στό σκο τεινό Δουβλίνο. Έπέστρεψε ύστερα άπό χρόνια άπουσίας, ταξίδεψε, γνώρισε τόν κόσμο, «γνώρι σε άστεα καί νόον έγνω». Αύτό λοιπόν τόν κόσμο τού μεγάλου Γκάλαχερ θά συναντήσει σήμερα ό μικρός Τσάντλερ, κι αύ τός ό κόσμος, μέσω τού Γκάλαχερ, άνοίγεται καί στόν μικρό Τσάντλερ -άς είναι άκόμα κι άπό μιά χαραματιά, ό Τσάντλερ θά δει αύτό τόν κόσμο. ’Εξάλλου άρχισε κιόλας νά βλέπει τά γεφύρια στόν Τάμεση, τά μισοφωτισμένα μπάρ, τίς πανέ μορφες γυναίκες, τήν επιτυχία, καί, γιατί όχι, τά μικρά ή μεγάλα βίτσια του άλλά καί τόν δικό του κομψό ποιητικό άνδρισμό. Ό μικρός Τσάντλερ μετριέται: «Είναι τριάντα δύο χρονών, νέος, ευ αίσθητος». Ζυγίζει τήν ψυχή του, τή φαντασία, τή μελαγχολία του -άρκετή γιά ποιητή. Παίρνει κουράγιο, άνασαίνει καί προχωρεί. «Μιά όμάδα βρόμικα παιδιά σέρνονταν στό πεζοδρόμιο, ή σκαρφάλωναν στά σκαλοπάτια μπρος στίς μεγα λοπρεπείς πόρτες, ή ζάρωναν σάν ποντίκια στά κατώφλια.» Ό μικρός Τσάντλερ πέρασε άδιάφορος άνάμεσα άπ’ αύτό τό σμάρι «τών βρομοπαράσιτων» καί προχώρησε πρός τή μεριά τών πα λιών άρχοντικών, «όπου ή παλιά ιρλανδέζικη άρχοντιά πέρναγε ζωή χαρισάμενη». Ό μικρός Τσάντλερ προχωρεί πρός τού Κόρλες. «’Εκεί έχει άκούσει πώς καί τά γκαρσόνια άκόμα μίλα γαν γαλλικά.» Λοιπόν δέν θά άφηνε τίποτα άπ’ τό παρελθόν
αφιερωμα/37
νά σκιάσει τή σημερινή μέρα. Ό Τσάντλερ προ χωρεί άφήνοντας πίσω του τά βρομοπαράσιτα, πού σμάρι σκουντουφλούν στά πεζοδρόμια. ’Αφήνει πίσω του τήν άληθινή ζωή, γιατί κάποια άλλη ζωή, αυτή τού μεγάλου Γκάλαχερ, τόν περίμενε στό μισόφωτο τών μπάρ, τών γυναικών με τά πουδραρισμένα πρόσωπα, πού άνασήκωναν με χάρη τό φουστάνι τους καθώς τό πόδι τους άκούμπαγε στή γή. “Οσο γιά τούς άλήτες καί τά παράσιτα, μάλιστα, ίσως θά ’γράφε ένα ποίημα. Ναί, γιά τήν άληθινή ζωή θά ’γράφε ένα ποίη μα. .. Ή «μελαγχολία» ήτανε τό καθοριστικό τού χαρακτήρα του... «”Ω, υπήρχαν τόσες μά τόσες συγκινήσεις πού μπορούσε νά έκφράσει με τή δι κή του ποίηση.» 'Ο Γκάλαχερ θά μπορούσε νά τά προωθήσει καί σε κάποια εφημερίδα τού Λονδίνου. Σίγουρα αύτό δέν θά τού τό άρνιόταν ό Γκάλαχερ. «Κάθε βήμα τόν άπομάκρυνε δλο καί πιό πολύ άπ’ τή δίκιά του άχρωμη καί χωρίς σκιρτήματα ζωή»... Οί άγγλοι κριτικοί δέν θά τόν άπέρριπταν, θά άναγνώριζαν τό ταλέντο του, θά έγρα φαν: «"Ενας ποιητής τής κέλτικης παράδοσης καί σχολής». "Αρχισε νά σκέφτεται τά άρθρα πού θά ’γραφαν γι’ αυτόν: « Ό κύριος Τσάντλερ διαθέ τει τό δώρο τού άνετου καί χαριτωμένου στί χου... μιά νοσταλγική μελαγχολία διαπερνά τούς στίχους του... τό κέλτικο στοιχείο». ’Εκείνο δμως τό όνομά του δέν άκουγόταν καί τόσο ιρ λανδέζικο. ”Α, θά τό άλλαζε. Θά πρόσθετε ίσως τό όνομα της μητέρας του. Θά γινόταν Τόμας Μαλούν-Τσάντλερ. Δέν έπρεπε νά τό ξεχάσει, θά τό κουβέντιαζε κι αύτό μέ τόν Γκάλαχερ. "Οταν μπήκε στό μπάρ, νόμιζε πώς όλος ό κό σμος τόν κοίταζε. ’’Εσμιξε τά φρύδια, ύψωσε λί γο τή μύτη του καί κοίταξε αυστηρά καί συνο φρυωμένα δεξιά καί άριστερά. 'Όταν δμως συ νήθισε στό ημίφως καί διέκρινε καλύτερα, κατά λαβε πώς κανένας δέν τόν κοίταζε. Προχώρησε λίγο. Νά ό Γκάλαχερ. Άκούμπησε μέ τήν πλάτη του στό μπάρ καί τά πόδια του καλά στεριωμένα στή γή. - Γειά σου Τόμυ παλιόφιλε, λέγε τί θά πάρεις. ’Εγώ παίρνω ούίσκυ. Σόδα, όχι, ούτε μεταλλικό νερό; Κι εγώ τό ίδιο. Γεράσαμε, έ; Μέ βρίσκεις γερασμένο, έ; Λίγη φαλάκρα καί κάποια γκρίζα πού καί πού; Ό ’Ιγνάτιος Γκάλαχερ έβγαλε τό καπέλο του καί άποκάλυψε ένα μεγάλο κεφάλι μέ κομμένα κοντά μαλλιά. Τό πρόσωπο γεμάτο, κάπως χλω μό καί καλοξυρισμένο... Χαμήλωσε τό κεφάλι του καί έδειξε στόν Τσάντλερ τήν αρχή μιάς φα λάκρας. - Αυτή ή ζωή τού δημοσιογράφου μάς τοκί ζει. Τόμυ, νερό πές μου πόσο; Ό Τσάντλερ άφη σε νά τού γεμίσει τό ποτήρι. «Τό καταστρέφεις παιδί μου έτσι.»
Τέσσερις γενιές τών Τξόνς: ό Τζαίημς, ό γιός τον Τζιόρτξιο, ό έγγονός του Στέφεν, κάτω άπό τό βλέμμα τον προπάππον Τζών
- Πίνω συνήθως πολύ λίγο, είπε ταπεινά ό Τσάντλερ. Τσούγκρισαν τά ποτήρια τους καί ήπιαν. - ’Αντάμωσα σήμερα ένα άπ’ τά παιδιά, ό Ο’Χάρα δέν μού φάνηκε στά κέφια του. Τί κά νει; «τίποτα», απάντησε ό Τσάντλερ, «πάει κι αυτός». - Είδα τόν Ο’Χάρα μιά βραδιά στό Λονδίνο... πίνει πολύ έ; - Καί πίνει καί άλλες καταχρήσεις, είπε κο φτά ό Τσάντλερ. - Ό ίδιος πάντα Τόμυ, έ; δέν άλλαξες... ό σο βαρός κύριος πού μού ’κάνε κατήχηση, τά πρωι νά τής Κυριακής, δταν τό κεφάλι μου ήτανε κα ζάνι κι ή γλώσσα μου τσαρούχι, εσύ κατήχηση καί χριστιανισμό. Σ’ άρέσει νά κατηχείς τόν κό σμο; Δέν μού πήγες πουθενά; Κανένα ταξίδι; Ό μικρός Τσάντλερ ψελλίζει «Ναί μιά έκδρομή στό νησί τού Μάν». Ό Γκάλαχερ τού προτείνει τό Μουλέν Ρούζ στό Παρίσι. Ό Τσάντλερ κοκκινίζει. Ό Γκάλαχερ μιλάει γιά ταξίδια, Παρίσια, Βερολίνα. «’Ά , τό Βερολίνο, Τσάντλερ. Αυτή είναι ή ζωή, βίτσια.» ’Απαριθμούσε τά βίτσια σ’ δλες
38/αφιερωμα
τίς πρωτεύουσες, άπ’ την κουβέντα έβγαινε νικη τής τό Βερολίνο, σ’ αύτό τόν αγώνα βίτσιων καί ερωτικών άνορθοδοξιών... "Ομως αυτά δεν τά συνιστά στόν Τόμυ: «Δεν είναι γιά σένα αυτά, Τόμ». Έ δώ ό Γκάλαχερ είχε άδικο, γιατί ό μι κρός Τσάντλερ τρελαίνεται δταν τού μιλούν γιά άσεβή πράγματα. Μπορεί ό Τσάντλερ νά μην μπορεί νά κουνηθεί, νά δείξει τούς στίχους στη γυναίκα του, νά μην τολμάει νά πιει, ν’ άπαντήσει στά πειράγματα πού τού κάνουν οί πόρνες τά βράδια στίς όχθες τού Λίφυ, γιατί ό μικρός Τσάντλερ τρελαίνεται νά νυχτοπερπατάει στά σκοτεινά σοκάκια τού Δουβλίνου, τρελαίνεται νά μυρίζει άπό μακριά την άμαρτία... Ό Γκάλαχερ κατέθεσε στά κατακόκκινα αυτιά τού Τσάντλερ ένα μακρύ κατάλογο βίτσιων καί άνορθοδοξιών... ”Ω, Θεέ μου, τί ήξερε... Ήξερε πολλά ό Γκάλαχερ... πολλά. «”Αστα, Τόμ, δέν είναι γιά σένα, εσύ... δοκίμασες τίς χαρές τού έγγαμου βίου, την ηρεμία...» Καί άκολουθοϋν ευχές καί συγχαρητήρια. Ό Τσάντλερ αισθάνεται πεταγμένος έξω άπ’ τή ζωή τού Γκάλαχερ, ό Τσάντλερ αισθάνεται εγκλωβισμένος μέσα στήν άθλια μονότονη ζωή του... "Ομως ποιος είναι ό Γκάλαχερ γιά τόν Τσάν τλερ; Είναι μόνο ό δημοσιογράφος πού θά τού δημοσιεύσει δυό ποιήματα; "Η μήπως είναι ό πο λυταξιδεμένος, ό έμπειρος πού διηγείται αύτά τά θαυμαστά, τά όργια καί τίς μαγείες στό Βερολί νο καί στά Παρίσια; Είναι όλα αύτά μαζί. Τίπο τα δέν λέγεται, τά πιό πολλά περνούν μέσα άπ’ τή σιωπή. Ό Τσάντλερ ντρέπεται γιά τό Δουβλί νο: «Πρέπει νά πλήττεις έδώ» ψελλίζει. Λάθος, είναι ό Τσάντλερ πού πλήττει καί ονειρεύεται πώς τό Δουβλίνο είναι, μπορεί νά είναι, ένα μι κρό Παρίσι, ένα μικρό Βερολίνο... Καί μέσα σ’ αύτή τή διάθεση άποτολμά μιά πρόσκληση στό σπίτι του: προσκαλεί τόν Γκάλαχερ, νά γνωρίσει τή γυναίκα του, στό σπίτι του... «”Α, άδύνατον παιδί μου. "Εχω νά παίξω χαρτιά.» Έ χει νά παίξει χαρτιά... Ό Τσάντλερ αισθά νεται περίεργα. Τώρα πρέπει νά έτοιμάσει τό δι κό του χτύπημα. Ναί, δέν πρόκειται νά σωπάσει. Γιατί ποιος είναι ό Γκάλαχερ, σκέφτεται ό Τσάν τλερ. "Ενας κατώτερός του καί στή μόρφωση καί σέ καταγωγή. "Ασε πού ό Γκάλαχερ είναι καί λί γο χυδαίος. "Οχι, ό Τσάντλερ θά τά κατάφερνε καλύτερα, όχι ψευτοδημοσιογράφος, καί μικροπαζαρέματα καί ψευτοεξυπηρετήσεις καί, καί... καί άλλες αθλιότητες, αυτός θά γινόταν κάτι άλ λο. Ό Τσάντλερ θά έγραφε ποίηση, όχι κοινά άρθρα, καί χυδαιότητες. Ό Τσάντλερ συγκεν τρώνει τίς δυνάμεις του: Βέβαια δέν μπορεί νά δολοφονήσει τόν Γκάλαχερ, άλλά μπορεί νά εύχηθεί στόν Γκάλαχερ νά γίνει ό Τσάντλερ: «'Όταν ξανάρθεις τού χρόνου Γκάλαχερ, ελπίζω
νά ’χω κι εγώ τήν εύκαιρία νά εύχηθώ μακρο ζωία καί ευτυχία στόν κύριο καί τήν κυρία Γκά λαχερ». Προσοχή: Δέν άστειεύονται μέ τόν Γκάλαχερ. Αύτή ή διεστραμμένη εύχή δέν τού άρεσε καθό λου. Δέν μπορεί νά τού λένε νά βάλει «τό κεφάλι του στόν ντορβά». Ό Τσάντλερ όμως έπιμένει: «Δέν μπορεί, θά τό κάνεις... όπως όλοι μας». Ό Γκάλαχερ άπαντά πώς «θά ενωθεί μόνο μ’ ένα καλοφουσκωμένο λογαριασμό τραπέζης». Ό Τσάντλερ κούνησε μέ άμφιβολία τό κεφάλι του: «Δέν μέ πιστεύεις, έ; Λοιπόν, μικρέ μου Τσάν τλερ, υπάρχουν κάποιες Γερμανίδες καί Εβραίες, σάπιες άπό χρήμα, πού θά ’τανε πολύ ευτυχισμένες νά... Περίμενε Τσάντλερ, θά δεις πώς θά τό παίξω εγώ τό χαρτί μου... περίμενε λίγο». Καί τώρα τό τελευταίο χτύπημα: ό Γκάλα χερ μέ μαλακότερο τόνο: «δέν βιάζομαι νά δεθώ μέ μιά μόνο γυναίκα» καί πρόσθεσε σχεδόν μέ άηδία «είναι λίγο μπαγιάτικο». Ό μικρός Τσάντλερ είναι δεμένος έδώ καί δυό χρόνια μέ τήν ’ίδια γυναίκα, τήν "Αννυ μέ τά σφιγμένα χείλια καί τό κακό βλέμμα. Πώς μπο ρεί νά είναι άντρας τής "Αννυ; Πώς μπορεί; πού ή "Αννυ δέν θέλει νά τής συμπεριφέρονται σάν γυναίκα. Ό ανδρισμός του δοκιμάζεται καί τραυματίζεται κάθε φορά πού ό μικρός Τσάν τλερ θέλει... Ύστερα άπό δυό χρόνια γάμου, ή γυναίκα του άρνιέται κάθε είδος προσφορά. Ή "Αννυ δέχεται μόνο νά είναι μητέρα. Ή "Αννυ είναι εναντίον του... Μόνος ό Τσάντλερ, στό μικρό σπίτι του, καθι σμένος στό δωμάτιο μέ τά εύτελή έπιπλα τ’ άγορασμένα μέ δόσεις, πού τά είχε διαλέξει ή "Αννυ. Τού τή θύμιζαν! Τά χαρακτήριζε ένα στοιχείο ευτέλειας καί έκζήτησης. Μιά βαθιά μνησικακία ξύπνησε μέσα του γιά τή ζωή του ολόκληρη, γιά δλα. Είναι άργά πιά γι’ αύτόν. Μόνος στό δωμά τιο τής ευτέλειας, ξαναγυρνάει ό παλιός θαυμα σμός του γιά τόν Γκάλαχερ. "Ομως ή "Αννυ καί τά έπιπλα πού έπρεπε νά εξοφληθούν; ”Α, ύπάρχουν τά ποιήματα καί ό Μπάυρον ’Έπεσε ό άνεμος κι ή βραδιά είναι βαριά ούτε μιά άχνη αύρα δέ διαπερνά τίς φυλλωσιές Γυρνώ γιά νά κοιτάξω τόν τάφο τής Μαργαρίτας μου καί νά σκορπίσω άνθη στό χώμα αύτό πού αγα πώ. Αύτός όμως είναι ό Μπάυρον. Ό Μπάυρον ήταν πού έκλαιγε στόν τάφο τής άγαπημένης Μαργα ρίτας. "Ομως άν άλλαζαν τά ονόματα; "Αν, άς πούμε, άν ό Τσάντλερ έκλαιγε πάνω άπ’ τόν τά φο τής "Αννυ; Έ ν α ώραϊο ποίημα πού θά δημο σιευόταν, πού θά τού άνοιγε όλες τίς πόρτες στόν κόσμο τών γραμμάτων. Μέ τήν "Αννυ νε κρή...
αφιερωμα/39
"Ομως τό μωρό τής ’Άννυ σκούζει, ουρλιάζει πιό πολύ άπ’ τόν άνεμο πού φυσάει στό κοιμητήριο, φωνάζει καί τού καταστρέφει τή σκέψη, τό όνει ρο. 'Ο μικρός Τσάντλερ αισθάνεται φυλακισμέ νος. Προσπαθεί νά διαβάσει. ’Ανώφελο, τό μω ρό έχει άλαλιάσει. ’Αρχίζει νά τό κουνάει μαλα κά στήν αρχή. Τό μωρό σκίζει τά τύμπανα τού Τσάντλερ, τά χέρια του τρέμουν άπό θυμό. Καί τότε, όπως έκεϊνος ό Φέργκυσον, ό Τσάντλερ τυ φλώνεται, πνίγεται άπό μανία, άρπάζει τό μωρό, τό ταρακουνάει καί ουρλιάζει «Σκάαασε, Σκάαασε». Τό παιδί σταματά γιά μιά στιγμή, έπειτα, μέσα σ’ ένα σπασμό τρόμου, ξαναρχίζει νά ουρλιάζει δυνατότερα. Κόβεται ή ανάσα τού μωρού, «ένα κλάμα λυπητερό μέ άναφιλητά καί μέ πνιξίματα». «Θά πεθάνει;» άναρωτιέται ό μι κρός Τσάντλερ. Ή Μαμά-’Άννυ όρμάει στήν κά
παρατηρητής
©
μαρα φωνάζοντας: «Τί τού ’κάνες;» καί ή φωνή τής "Αννυ είναι γεμάτη μίσος... ή ίδια φωνή λέει κάποια λόγια πού μαχαιρώνουν τόν μικρό Τσάν τλερ: «Άγοράκι μου... ’Ανθρωπάκι μου... τί σέ τρόμαξε... τί σοΰ έκανε;» Ή ’Άννυ σάν τήν Παρθένο Μαρία νανουρίζει καί παρηγορεΐ τό γιό της, τόν μόνο άντρα πού άγάπησε καί ύπολήπτεται... Ό Τσάντλερ, κατακόκκινος άπό ντροπή, οπι σθοχώρησε δυό βήματα καί «βρέθηκε έξω άπ’ τό χώρο πού φώτιζε ή λάμπα. "Ακούσε τούς λυγ μούς τού παιδιού νά ύποχωροΰν σιγά σιγά... δά κρυα καφτά τύψης μαζί καί λύσσας, άρχισαν νά πλημμυρίζουν τά μάτια του».
c q
Τζέημς Τζόυς
Δουβλινέζοι
... Συμπληρώνοντας 100 τίτλους σέ 3 χρόνια, δεν μπορούσαμε παρά νά δημιουργήσουμε τό δικό μας βιβλιοπωλείο στήν ’Αθήνα, κέντρο διάθεσης τών έκδόσεων μας γιά δλη τή Νότιο Ελλάδα. Θά ήταν παράλειψη άν δεν έκφράζαμε τίς ευχαριστίες μας στά ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ, γιά τήν επιτυχημένη τριετή συνερ γασία μας.
ΗΡΙΛΑΝΟΙ
... Ε πίσης, ένα άριστα ένημερωμένο βιβλιοπωλείο Γιά παραγγελίες: ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ: ΔΙΔΟΤΟΥ 39 ΑΘΗΝΑ, τηλ. 3600658
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΗΡΙΔΑΝΟΣ ’Ασκληπιού 1, τηλ. 36.17.942
40/αψιερωμα
Jean -M ich el R a b a te
Τά ρίσκα τοΰ Όδυσσέα Δέν είμαστε τάχα, έμεϊς οί φουκαράδες, καρτεσιανοί Αναγνώστες τοϋ Όδυσσέα, δεμένοι σ’ ένα κατάρτι άπό τό σατανικό πνεύμα τοϋ Τζόυς, μέσα σέ μιά γαλέρα πού τό σκαρί της άντηχεϊ άπό τό τιτίδισμα όλων των γλωσσών τοϋ κόσμον; Οι άναγνώστες τοϋ Τζόυς, έπαγγελματίες ή όχι, επίσημοι κριτικοί ή σκέτοι διαβάτες, καταλή γουν νά άγαπήσουν τά ονόματα, νά τά σημειώ σουν, νά στοχαστούν γι’ αύτά, ευτυχείς πού βρί σκουν, σέ τούτη την έγκυκλοπαίδεια, περισσότε ρες ερωτήσεις παρά άπαντήσεις -κ ι άλλωστε, τί υπάρχει μέσα σέ ένα όνομα, άν όχι ή αρχή τής διχοστασίας τοϋ λέγειν καί τού γράφειν; «Τί νά υπάρχει τάχα μέσα σέ ένα όνομα; Αυτό άναρωτιόμαστε σάν ήμαστε παιδιά, γράφοντας αύτό τό όνομα πού λένε πώς είναι δικό μας» (Ό όυσσέας). Ή παρατήρηση αυτή τού Στέφεν δίνει τό έναυσμα στήν κίνηση τής γνώσης πού έπιζητεϊ νά κλείσει τόν κύκλο της μέ μιά χειρονομία αύτογέννησης, γιά νά ξυπνήσει, έκπληκτη, μασκαρεμένη μέ ένα όνομα άλλο, πάνω σέ μιά σκηνή άλλαγμένη, όπου οί άπηχήσεις μιας έπωδού, τά ■ψήγματα μιάς μυθολογίας προσδιορίζουν κά ποια σημάδια πού άργοσβήνουν. Καί ό κύκλος τρέμει, ταλαντεύεται, δέν κλείνει πιά, μά άφήνει νά σαπίζουν τά ονόματα στήν καταβόθρα τής παγκόσμιας ιστορίας: «”Αν όλοι γινόμασταν ξάφνου άλλοι» άναρωτιέται ό Μπλούμ, πού κι αυτός θά έκσφενδονιστεϊ στό παζάρι τών ονομά των τού Finnegans Wake, άνάμεσα στούς πολλα πλούς ρόλους πού παίζουν κάποιοι στερεότυποι ήθοποιοί πού μιμούνται τή Βίβλο, τήν ιρλανδέ ζικη ιστορία, τήν πτώση τών πολιτισμών, τή δη μιουργία τού κόσμου καί τό θέατρο σκιών του. Ό Σέλλινγκ έλεγε ότι άν ή ’Οδύσσεια παρίστανε τήν ιστορία τού άνθρώπινου πνεύματος, ή Ίλιάδα παρίστανε τήν ιστορία τής φύσης. Χωρίς νά θέλουμε νά ταυτίζουμε τόσο καθαρά τήν αν τιστροφή τής ήμερήσιας διαδρομής τού Όόνσσέα μέ τήν πολεμική νύχτα τού F.W., όπου οί γιοί ξεκοιλιάζονται δίπλα στό ζεστό άκόμα κου φάρι τού πατέρα, είναι άλήθεια ότι ή προσπά θεια τού Τζόυς τόν άναγκάζει νά περάσει άπό τήν προβληματική τής πατρότητας καί τής καλ
λιτεχνικής δημιουργίας, πού εντάσσεται σέ μιά πληθώρα συγκεκριμένων λεπτομερειών, συνα θροισμένων μέ λεπτολόγο τρόπο, γιά νά θέσει σάν άξίωμα, στή συνέχεια, έναν μεγάλο όλοκληρωτικό μηχανισμό, πού μέσα του ή ιστορία τείνει νά έκπέσει στους φυσικούς κύκλους ζωής καί θανάτου, αποσύνθεσης καί βλάστησης: Σύμπαν τής σχετικότητας καί τής διαστολής στό Wake, πού ύστατος νόμος του είναι ό νόμος τής άρχής τής άβεβαιότητας καί πού έπανεγγράφει τόν πό λεμο μέσα στίς θανάσιμες πολικότητες τής γλώσ σας. Δέν υπάρχει ρήξη άπό τό ένα στό άλλο κείμε νο, καί μόνο ή προώθηση τού θαυμαστού δαμασμού τών υφών τού πρώτου μπορούσε νά επιτρέ ψει τήν εκπληκτική γλωσσική άφθονία τού δεύ τερου, γιατί οί ρήξεις έχουν ήδη παραχθεΐ στήν «’Οδύσσεια μέ τίς δυό ράτσες», τήν ιρλανδική καί τήν ίσραηλίτικη, όσο διαβαίνουν οί ώρες τής 16ης ’Ιουνίου 1904 στό Δουβλίνο, καί γεμίζει άπό ρωγμές τό πλάσμα ενός σταθερού κόσμου αναφοράς. Μιά πρόσφατη έξέταση τών χειρο γράφων τού Όδυσσέα ξεχώρισε τρεις χρόνους στή σύνθεσή του, θά μπορούσε κανείς νά πει τρεις γραφές. Ό πρώτος σταθμός, πολύ κοντά στό παραδοσιακό μυθιστόρημα, υπερτονίζει τήν ιστορία, τό ψυχολογικό καί άνθρώπινο περιεχό μενο στή διαλεκτική τών προσεγγίσεων καί τών άπωθήσεων άνάμεσα στόν Μπλούμ καί τόν Στέ φεν. Κατά τή σύνταξη τού κεφαλαίου μέ τούς Κύκλωπες, ό Τζόυς σπάζει αύτή τήν, άσφαλώς περίπλοκη, γραμμικότητα, μέ τή συστηματική χρησιμοποίηση τής παρωδίας, πού άφήνει νά διαφανεΐ ή αυτόνομη καί ύπονομευτική λειτουρ γία τών κωδίκων. Καί καταλήγει σέ μιά γραφή έγκυκλοπαιδική, σχηματική, άλληγορική καί κά θετη στό τελευταίο μέρος τού μυθιστορήματος. Τά συμπεράσματα αύτά τού Μίκαελ Γκρόντεν, πού τά ένισχύουν όλες οί πληροφορίες πού μάς
ΔΕΛΤΙΟ S :£ Z S T
β ι β λ ι ο γ ρ α φ ικ ό δ ε λ τ ίο ά ρ ιθ . 6 2
1983 • Τό Βιβλιογραφικό Δελτίο συντάσσεται μέ την πολύτιμη συνερ γασία τον βιβλιοπωλείου τής «’Εστίας», τή διεύθυνση καί τό προσωπικό τον όποιον ευχαρι στούμε θερμά. • Ή ταξινόμηση των βιβλίων γίνε ται μέ βάση τό γνωστό Δεκαδικό Σύστημα Ταξινόμησης, προσαρ μοσμένο στην έλληνική βιβλιο γραφία. • Σέ κάθε κατηγορία βιβλίων προηγούνται αλφαβητικά οί έλ-
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
ΘΡΗΣΚΕΙΑ
ΓΕΝΙΚΑ
ΙΕΡΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
ΘΕΟΤΟΚΑΤΟΣ ΜΕΝΕΛΑΟΣ Π. Φιλοσοφικές πρω τοτυπίες στό κλινάρι τοϋ μαρτυρίου. (’Ανακοινώσεις στην ’Ακαδημία ’Αθηνών). ’Αθήνα, 1982. Σελ. 68. Δρχ. 150. Russell Bertrand. 'Ιστορία τής δυτικής φιλοσοφίας. Ενότητα II: Σωκράτης - Πλάτων καί ’Αριστοτέλης. Ενότητα IV: Ή Καθολική Φιλοσοφία - Οί Πατέρες. Μετάφραση-οημειώσεις: Αίμ. Χουρμούζιου. ’Αθήνα, Άρσενίδης, 1982. Σελ. 163-385 καί 495-626. Δρχ. 340+300.
£Γ*“ Άπάκη
ληνες συγγραφείς καί Ακολου θούν οί ξένοι. • Ή κατάταξη των ξένων συγγρα φέων γίνεται σύμφωνα μέ τό έλληνικό Αλφάβητο. • Στην κατηγορία τών περιοδικών δέν περιλαμβάνονται έβόομαόιαϊα έντυπα. • Γιά την άκόμη μεγαλύτερη πλη ρότητα τοϋ Δελτίου, παρακαλοϋνται οί έκδοτες νά μάς στέλ νουν έγκαιρα τίς καινούριες έκδόσεις τους.
Ή Νέα Διαθήκη κατά τό βατικανό χειρόγραφο. Μετ. ’Αλέξανδρου Πάλλη. Καλλιτεχνική έπιμέλεια: Φίλιπ που Γ. Φέξη. ’Αθήνα, Εταιρεία Ελληνικού Βιβλίου, 1982. Σελ. 222. Δρχ. 600.
ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΣΩΦΡΟΝΙΟΣ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ. Ή ζωή του ζωή μου. Θεσσαλονίκη, Πουρναράς, 1983. Σελ. 190. Δρχ. 300.
ΑΠΟΚΡΥΦΙΣΜΟΣ Φύλλα άπό τόν κήπο τού Μορυα. Βιβλίο Β': Φώτιση. Τόμος Β'. ’Αθήνα, Πύρινος Κόσμος. Σελ. 98. Δρχ. 200.
ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΚΟΙΝ ΩΝΙΟΛΟΓΙA
ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ
Βασικά θέματα τής κοινωνιολσγίας καί κοινωνιολογι κό λεξικό. ’Αθήνα, Καστανιώτης-’Επικαιρότητα, 1982. Σελ. 622. Δρχ. 1000.
ΓΕΝΙΚΑ
ΜΠΡΟΥΣΑΛΗΣ ΠΑΓΚΡΑΤΙΟΣ (ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙ ΤΗΣ). Ή ισότητα. Μιά θεολογική προσέγγιση στό θέ μα. ’Αθήνα, Τήνος, 1983. Σελ. 51. Δρχ. 80.
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΖΗΣΗΣ. Πολιτισμός θανάτου καί ζω τική έγρήγορση. ’Αθήνα, Κέδρος, 1982. Σελ. 96.
ΣΠΙΝΕΛΛΗ ΚΑΛΛΙΟΠΗ Δ. Ή γενική πρόληψη τών έγκλημάτων. ’Αθήνα, Σάκκουλας, 1982. Σελ. 482.
42/δελτιο
ΚΑΝΚΡΙΝΙ ΛΟΥΙΤΖΙ. Τοξικομανίες. Μετ. Ντίνας Καραχάλιου. ’Αθήνα, ’Αποσπερίτης. Σελ. 150.
να, Κέδρος, 1982. Σελ. 77. Δρχ. 300. ΣΑΦΙΛΙΟΥ ΑΝΝΑ. Μιά καλή ιδέα. ’Αθήνα, Κέδρος, 1982. Σελ. 131. Δρχ. 250.
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΣΙΝΟΥ ΚΙΡΑ. Στήν πόλη τού Άι-Δημήτρη. Τό χρονι κό τής Θεσσαλονίκης. Εικονογράφηση Ώρίωνα Ά ρκομάνη. ’Αθήνα, Κέδρος, 1982. Σελ. 157. Δρχ. 280.
ΠΟΥΛΑΝΤΖΑΣ ΝΙΚΟΣ. Τό κράτος, ή έξουσία, ό σο σιαλισμός. Μετ. Γιάννη Κρητικού. ’Αθήνα, Θεμέλιο. Σελ. 380. Δρχ. 480.
ΑΛΤ ΑΝ. Βιβλίο 7: Κολύμπα, φαράκι!, Βιβλίο 8: Τρέξε, μπαλάκι!, Βιβλίο 9: 'Ιπποπόταμε, ξύπνα! ’Αθήνα, Δεληθανάσης, 1982.
ΔΗΜΟΣΙΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗ
ΑΣΙΜΩΦ ΙΣΑΑΚ. Πώς βρήκαμε τό άτομο. Μετ. Θα νάση Καραγεώργου. ’Αθήνα, Πανεπιστημιακός Τύ πος, 1983. Σελ. 71. Δρχ. 180.
ΔΑΡΑΚΗ ΠΕΠΗ. θητεία στήν τοπική αυτοδιοίκηση. ’Αθήνα, Θουκυδίδης, 1982. Σελ. 109. Δρχ. 200.
BARKLEM JILL. 1. Χειμωνιάτικη ιστορία. 2. ’Ανοι ξιάτικη ιστορία. 3. Καλοκαιρινή ιστορία. 4. Φθινοπω ρινή ιστορία. ’Αθήνα, Δεληθανάσης, 1982.
ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ
BLYTON ENID. Τά πέντε λαγωνικά. Τό μυστήριο τού έξοχικού σπιτιού. Μετ. Βάλιας Καραγιάννη. ’Αθήνα, Gutenberg, 1982. Σελ. 214. Δρχ. 180.
CROAL STEPHEN. 'Η οικολογία γιά άρχάριους (ει κονογραφημένη). Εικονογράφηση: William Rankin. Μετ. Μαρίας Γραικού - Γιάννη Άβραμίδη. Θεσσαλο νίκη, ’Επιλογή, 1982. Σελ. 172. Δρχ. 280.
ΠΑΙΔΙΚΑ
BLYTON ENID. Τά πέντε λαγωνικά. Τό μυστήριο τού μονοπατιού. Μετ. Βάλιας Καραγιάννη. ’Αθήνα, Gu tenberg, 1982. Σελ. 199. Δρχ. 180. BLYTON ENID. Τά πέντε λαγωνικά. Τό μυστήριο τού χαμένου άντρα. Μετ. Κίρας Σίνου. ’Αθήνα, Guten berg, 1982. Σελ. 179. Δρχ. 180. BLYTON ENID. Τά πέντε λαγωνικά. Τό μυστήριο τού χαμένου μενταγιόν. Μετ. Βάλιας Καραγιάννη. ’Αθή να, Gutenberg, 1982. Σελ. 183. Δρχ. 180.
ΕΛΕΥΘΕΡΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ
BLYTON ENID. Τά πέντε λαγωνικά. Τό μυστήριο τών παράξενων μηνυμάτων. Μετ. Βάλιας Καραγιάννη. ’Αθήνα, Gutenberg, 1982. Σελ. 216. Δρχ. 180.
ΑΛΕΞΙΟΥ ΕΛΛΗ. Παίζομε κουκλοθέατρο; θέατρο. ’Αθήνα, Καστανιώτης, 1982. Σελ. 79.
ΓΚΙΓΙΟ ΡΕΝΕ. Ό κύριος τών έλεφάντων. Μετ. Καλ λιόπης Ά θ . Σφαέλλου. ’Αθήνα, Πατάκης, 1982. Σελ. 199. Δρχ. 220.
Τά άνάποδα παραμύθια. Τρεις ιστορίες τού Δημήτρη Ποταμίτη ζωγραφισμένες άπό τήν Τατιάνα Βολανάκη. ’Αθήνα, Γνώση, 1982.
ΚΑΙΣΤΝΕΡ ΕΡΙΧ. Ό Άντώνης καί ή Κουκιδίτσα. Μετ. Ρένας Καρθαίου καί Μάριου Λάκωνα-Στελλάκη. ’Αθήνα, Πατάκης, 1982. Σελ. 176. Δρχ. 200.
ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. Οί θεοί τού Όλύμπου. Εικονογράφηση Γιάννη Παπαδάκη. ’Αθήνα, Τσιγαρίδας, 1982. Σελ. 55. Δρχ. 300.
ΛΙΝΤΓΚΡΕΝ ΑΣΤΡΙΝΤ. Ρόνια ή κόρη τού ληστή. Μετ. Κώστα Λαδόπουλου. Εικονογράφηση ”Ιλον Βίκλαντ. ’Αθήνα, Μετόπη. Σελ. 258. Δρχ. 380.
ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ-ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΗ ΓΕΩΡΓΙΑ. Ό νά νος Τραλαλάς. Γ' έκδοση. ’Εξώφυλλο καί εικόνες ’Ιωάννας Κοντού. ’Αθήνα, Κέδρος, 1982. Σελ. 106. Δρχ. 220.
ΛΟΝΤΟΝ ΤΖΑΚ. ’Αγάπη γιά τή ζωή. Εικονογράφη ση Α. Φουντουκλή. ’Αθήνα, Καστανιώτης, 1982. Σελ. 164.
ΕΒΡΙΤΙΣΣΑ. Τό τουρκάκι, έγώ καί τό άραπάκι. ’Αθή να, ’'Αγκυρα, 1982. Σελ. 209. Δρχ. 300.
ΠΕΤΡΟΒΙΤΣ-ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΥ ΛΟΤΗ. Πάραμύθια άπό τήν ’Αφρική. Εικονογράφηση Άλέκου Φουντουκλή. ’Αθήνα, Πατάκης, 1983. Δρχ. 200.
ΜΑΡΟΥΛΑΚΗΣ ΝΙΚΟΣ. Οί πιό μικροί μας φίλοι. ’Αθήνα, Καστανιώτης, 1982. Δρχ. 300. ΜΟΥΣΤΑΚΑΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ I. Ά ς τραγουδήσουμε μαζί. (Ποιήματα γιά παιδιά). ’Αθήνα, 1982. Σελ. 71. Δρχ. 200. ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΥ-ΠΕΤΡΩΝΔΑ ΕΥΓΕΝΙΑ. Στό κά στρο τής Νεράιδας Μουσικής. Μουσικό παραμύθι. Μουσική συνεργασία ’Ιφιγένειας Εύθυμιάτου. ’Αθή
SCHMIDT ANNIE. Ή Βρομίτσα κι ό Μουντζούρης μαγειρεύουν. Μετ. Γιάννη Εϋαγγελίδη. Εικονογράφη ση Fiep Westendorp. ’Αθήνα, Τεκμήριο, 1983. Σελ. 24. Δρχ. 70. ΤΟΥΡΝΙΕ ΜΙΣΕΛ. Ό Παρασκευάς ή ή πρωτόγονη ζωή. Μετ. Δημήτρη Ραυτόπουλου. Εικονογράφηση Georges Lemoine. ’Αθήνα, Πατάκης, 1982. Σελ. 175. Δρχ. 220.
δελτιο/43
ΘΕΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΓΕΝΙΚΑ BERNAL JOHN DESMOND. Ή έπιστήμη στην ιστο ρία. Τόμος Α '. Μετ. Ε. I. Μπιτσάκη. Σύγχρονη Φιλο σοφική Βιβλιοθήκη. ’Αθήνα, Ζαχαρόπουλος, 1982. Σελ. 387.
ΦΥΣΙΚΗ ΣΒΑΡΤΖ ΤΖΟ. Ό ’Αϊνστάιν γιά άρχάριους. Σκίτσα: Μίκαελ Μακγκίννες. Μετ. Χρύσας Τσαλικίδου. Θεσ σαλονίκη, Επιλογή, 1982. Σελ. 170. Δρχ. 240.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ STONE JIM. Δυναμικές τεχνικές σκοτεινού θαλάμου. ’Αθήνα, Μωρεσόπουλος / Φωτογραφία, 1982. Σελ. 199. Δρχ. 750.
ΕΝΑΣΧΟΛΗΣΕΙΣ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΜΟΡΡΙΣ ΝΤΕΣΜΟΝΤ. Ή φυλή τού ποδοσφαίρου. ’Αθήνα, Κάκτος, 1982. Σελ. 380. WOLLZENMtJLLER FRANZ. Αύτό είναι τό τζόκινγκ. Μετ. ’Ερρίκου Μπαχάουερ. ’Αθήνα, ’Αλκυών, 1982. Σελ. 128. Δρχ. 250.
ΕΦΑΡΜ. ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΚΛΑΣΙΚΗ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΝΑΖΛΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ Γ. Βασικές άρχές όργανώσεως καί διοικήσεως έπιχειρήσεων. Β ' έκδοση. ’Αθή να. Σελ. 143. Δρχ. 550.
ΑΡΧΑΙΟΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ. Λούκιος ή όνος. Μετάφρασηείσαγωγή-σημειώσεις Τάκη Καρβέλη. ’Αθήνα, Γνώση, 1982. Σελ. 138.
ΤΕΧΝΕΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ Ελληνική παραδοσιακή άρχιτεκτονική. Τόμος Α': ’Ανατολικό Αιγαίο - Σποράδες - Επτάνησα. Τόμος Β': Κυκλάδες. Σύμβουλος καί συντονιστής: Δημήτρης Φιλιππίδης. ’Αθήνα, Μέλισσα, 1982. Σελ. 283+313. Δρχ. 2.500 (ό κάθε τόμος).
ΧΑΡΑΚΤΙΚΗ Τόπος καί εικόνα. Χαρακτικά ξένων περιηγητών γιά τήν Ελλάδα. Τόμος Δ': 19ος αί. ’Αθήνα, ’Ολκός, 1982. Σελ. 293. ΦΑΣΙΑΝΟΣ. Χαρακτικά. ’Αθήνα, Φόρκυς, 1982. Σελ. 112.
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΠΟΙΗΣΗ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ. Θαμπόγυαλα. Ποιήμα τα. Θεσσαλονίκη, 1982. Σελ. 46. ΖΑΚΥΝΘΗΝΟΣ ΑΛΕΞΗΣ. Ή θάλασσα των πνιγομένων. Β' έκδοση. ’Αθήνα, 1982. Σελ. 44. Δρχ. 200. ΖΑΚΥΝΘΗΝΟΣ ΑΛΕΞΗΣ. Ή θέα τών συνανθρώ πων. ’Αθήνα, 1982. Σελ. 74. Δρχ. 250. ΚΑΒΑΦΗΣ Κ. Π. ’Ανέκδοτα ποιήματα (1882-1923). ’Αθήνα, Φύκιρης, 1982. Σελ. 176. Δρχ. 500. ΚΑΒΑΦΗΣ Κ. Π. Ποιήματα (1896-1933). ’Αθήνα, Φύκιρης, 1982. Σελ. 240. Δρχ. 500.
44/δελτιο
ΛΕΒΙΔΙΩΤΗΣ ΧΑΡΗΣ. Ζ δπως Ζωή. 17 ποιήματα καί 5 διηγήματα. ’Αθήνα, 1982. Σελ. 56.
ΚΑΒΑΦΗΣ Κ. Π. Πεζά. Αθήνα, Φύκιρης, 1982. Σελ. 359. Δρχ. 600.
ΜΟΥΡΜΟΥΡΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Έρινύες. Δεύτερη ποιη τική συλλογή. ’Αθήνα, 1982. Σελ. 48.
ΚΑΤΟΥ ΒΙΒΗ - ΣΩΤΗΡΑΚΟΥ ΤΑΣΟΥΛΑ. Ή Μα ρία, ό Γιάννης καί ό καπιταλισμός. Εικονογραφημένο μυθιστόρημα σοσιαλιστικού ρεαλισμού μέ φεμινιστικές προεκτάσεις. Αθήνα. Σελ. 178.
ΜΟΥΡΜΟΥΡΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Καθρέφτης. Τρίτη ποιη τική συλλογή. ’Αθήνα, 1982. Σελ. 29. ΜΠΑΡΗΣ ΑΡΓΥΡΗΣ. Βοές. Ποιήματα. Θεσσαλονίκη, 1982. Σελ. 45.
Κλασικές ιστορίες φαντασμάτων. ’Επιλογή Μάκη Πα νώριου. Αθήνα, Δαναός, 1982. Σελ. 179. Δρχ. 300.
ΠΑΠΑΛΕΟΝΑΡΔΟΥ ΜΑΡΙΑ. Λίγο πρίν. ’Αθήνα, 1982. Σελ. 46.
ΚΟΝΤΕΑ ΡΟΥΛΑ. Τό ρηχό πηγάδι. Αθήνα, Στοχα στής, 1982. Σελ. 158. Δρχ. 220.
ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΝΤ. ’Ερωτικά (ποιή ματα). ’Αθήνα, ’Αργώ, 1982. Σελ. 91.
ΚΟΡΟΒΕΣΗΣ ΠΕΡΙΚΛΗΣ. Γύρω άπό τό νησί ή θά λασσα. Μυθιστόρημα. Αθήνα, ’Ιθάκη, 1982. Σελ. 102. Δρχ. 230.
Ποιήματα τοϋ Καμπίρ. Μετ. ’Αλίκης Άντύπα. ’Αθή να, Πύρινος Κόσμος, 1982. Σελ. 86. Δρχ. 200. ΠΟΤΑΜΙΤΊΣ ΚΟΣΤΑΣ. Πιίματα ε' κατιγορίας. Αθίνα ’82. Σελ. 15. ΡΑΦΤΟΠΟΥΛΟΣ ΛΕΦΤΕΡΗΣ. Νεκρή ζώνη. ’Αθή να, 1982. Σελ. 78. ΣΙΤΖΑΝΗ ΔΩΡΑ. "Αγγελος δραπέτης. Ποιήματα. ’Αθήνα, Gutenberg. Σελ. 90. Δρχ. 100.
ΚΥΠΡΑΙΟΥ ΒΙΚΤΩΡΙΑ. Γυμνές άλήθειες. Έλβίρα. Τόμος Α'. Αθήνα, 1982. Σελ. 344. Δρχ. 300. ΜΑΓΚΛΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Τό στοίχημα. Νουβέλες. Αθήνα, Δωρικός, 1982. Σελ. 197. Δρχ. 280. ΜΑΚΡΑ ΜΑΙΡΗ. Ναί στή ζωή. Νουβέλα. Αθήνα, Δί φρος, 1982. Σελ. 72. Δρχ. 180.
ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ ΣΤΑΥΡΟΣ. Διαμελίζομαι. ’Αθή να, Βασδέκης. Σελ. 94. Δρχ. 160.
ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ ΒΑΓΓΕΛΗΣ. Συμφωνική βία. Α θή να, Ώκεανίδα, 1982. Σελ. 190.
ΤΗΛΙΚΙΔΗΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ. Γρηγορεΐτε... Ποίηση. Θεσσαλονίκη, 1982. Σελ. 64.
ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ ΚΩΣΤΟΥΛΑ. Αύτό τό θέατρο ήταν έκεΐνος. Μυθιστόρημα. Αθήνα, Κέδρος, 1982. Σελ. 155. Δρχ. 280.
ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΣ ΚΛΕΑΝΘΗΣ. Σαγεπας. ’Αθήνα, Κέ δρος, 1982. Σελ. 41. Δρχ. 150. ΧΡΥΣΟΠΟΥΛΟΥ ΕΛΕΝΑ Σ. Ή ζωή μου σέ λίγα τραγούδια. Ποιήματα. Προλογίζει ή Λιλίκα Νάκου. ’Αθήνα, Φιλιππότης, 1982. Σελ. 152. (Άγνωστος άραβας ποιητής). Τό περιβόλι τής άγάπης. Μετ. Κ. Τρικογλίδη. ’Αθήνα, Ήριδανός, 1982. Σελ. 100. Δρχ. 200.
ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ ΜΟΝΑ. Σάς χαιρετάμε κυρία ιστορία. Νεοελληνική Λογοτεχνία, άριθ. 270. Αθήνα, Εστία, 1982. Σελ. 298. Δρχ. 340. ΜΗΤΣΟΥ ΑΝΔΡΕΑΣ. Έ να μήλο, ένα κυδώνι, ένα κλωνί βασιλικό. Αθήνα, ’Ιθάκη, 1982. Σελ. 56. Δρχ. 120.
ΑΧΜΑΤΟΒΑ ΑΝΝΑ. Τό ποίημα χωρίς ηρώα. Είσαγωγή-μετάφραση Μίλιας Ροζίδη. ’Αθήνα, Ώκεανίδα, 1982. Σελ. 83.
ΜΟΥΛΙΟΣ ΦΑΝΗΣ. Οί εύδαίμονες. Πεζογραφήμα τα. Ελληνική Πεζογραφία, άριθ. 3. Αθήνα, Γνώση, 1982. Σελ. 58.
GOUMAS YANNIS. Past the tollgate. ’Αθήνα, Έ ρ μης, 1982. Σελ. 94.
ΜΠΡΟΥΣΑΛΗΣ ΚΑΡΟΛΟΣ. Οΐ δρόμοι τής φυγής. Μυθιστόρημα. Αθήνα, Πύλη, 1982. Σελ. 244. ΝΕΟΦΩΤΙΣΤΟΥ ΜΑΡΙΑ. Ή λάβα. Μυθιστόρημα. Α θήνα, Πύλη, 1982. Σελ. 229. Δρχ. 350.
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
ΝΟΡ ΠΩΛ. Μίμης ό άμίμητος. Αθήνα, Καστανιώτης, 1982. Σελ. 234.
ΑΛΕΞΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗΣ. Μικρά άθηναϊκά. Διηγήμα τα. Ελληνική Πεζογραφία, άριθ. 2. ’Αθήνα, Γνώση, 1982. Σελ. 101.
ΞΑΝΘΟΥΛΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Οικογένεια μπές-βγές. Α θήνα, Κάκτος, 1982. Σελ. 159.
ΑΞΙΩΤΗ ΜΕΛΠΩ. Ά παντα. Τόμος Β': Θέλετε νά χο ρέψουμε Μαρία; Νουβέλα. Α θήνα, Κέδρος, 1982. Σελ. 67. Δρχ. 150.
ΞΕΙΝΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ. Έπιστρέφοντας άλλοιώς. Διηγή ματα. Θεσσαλονίκη, Νέα Πορεία, 1982. Σελ. 97.
ΒΟΥΡΝΑΣ ΤΑΣΟΣ. Τό ξεκίνημα τής φωτιάς. (Ρόκκος Χοϊδάς). Αθήνα, Τολίδης. Σελ. 229. ΖΗΣΗΣ ΣΠΥΡΟΣ. Ή τιμωρία. Μυθιστόρημα. Α θή να, Θουκυδίδης, 1982. Σελ. 153. Δρχ. 250.
ΠΑΛΑΜΙΩΤΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ, «...μετά όμοφυλοφιλικών έπιδόσεων». Αθήνα, Απόπειρα, 1982. Σελ. 77. ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ ΑΛΕΞΗΣ. Ιστορίες μέ σκύλους. Τέσσερα διηγήματα. Αθήνα, Κέδρος, 1982. Σελ. 281. Δρχ. 400.
δελτιο/45
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΘΑΝΟΣ. Δέν άγαπάς δύο φορέξ τά ίδια πράγματα. Α θήνα, Στοχαστής, 1982. Σελ. 46. Δρχ. 100. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΛΕΥΤΕΡΗΣ. Ματιές. ’Αθήνα, Κάκτος, 1983. Σελ. 189. Δρχ. 300.
ΤΣΙΡΟΠΟΥΛΟΣ ΚΩΣΤΑΣ. Μουσική. ’Αστρολάβος /Ευθύνη. Σελ. 59. Δρχ. 120.
’Αθήνα,
ΦΩΤΕΙΝΟΣ ΚΩΣΤΑΣ. Τό πορτόνι. Τά κακά στενά. (Πεζογραφήματα). ’Αθήνα, Νεφέλη, 1982. Σελ. 98. Δρχ. 170.
ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ ΚΩΣΤΑΣ. Ή ιστορία τής κυρίας «Οϋ»... ’Αθήνα, Καστανιώτης, 1982. Σελ. 112. Δρχ.
ΦΩΤΕΙΝΟΥ ΔΕΣΠΟΙΝΑ. Σήμερα είναι Κυριακή, χα μογέλα. ’Αθήνα, Ντέτσικας, 1982. Σελ. 52.
200.
ΧΑΡΗΣ ΠΕΤΡΟΣ. Ρεμβασμός στό χάρτη. Διηγήματα. Νεοελληνική Λογοτεχνία, άριθ. 271. Σελ. 159. Δρχ. 240.
ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΪΔΗΣ ΘΑΝΑΣΗΣ. Τά λιόδεντρα κι οί ξωμάχοι πάνω στή Λέσβο. (Χρονικό). ’Αθήνα, Τοπική Ένωση Δήμων καί Κοινοτήτων Νομού Λέσβου, 1982. Σελ. 95. ΠΕΡΓΙΑΛΗΣ ΝΟΤΗΣ. Τά παλικάρια. Μυθιστόρημα. ’Αθήνα, Gutenberg. Σελ. 268. Δρχ. 350. ΠΟΝΤΙΚΑΣ ΜΑΡΙΟΣ. Κλειδαρότρυπα. Καί άλλες ιστορίες. ’Αθήνα, Γνώση, 1982. Σελ. 136. Δρχ. 280. ΠΡΟΓΓΙΔΗ ΕΛΕΝΗ. Τά 15 χρόνια καί τά 15 λεπτά. Διηγήματα. ’Αθήνα, Πύλη, 1982. Σελ. 71. ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ ΧΑΡΗΣ. Οί κανίβαλοι. Διηγήματα. 'Αθήνα, Πύλη, 1982. Σελ. 77. ΣΑΡΑΝΤΗ ΓΑΛΑΤΕΙΑ. Ελένη. Νεοελληνική Λογο τεχνία, άριθ. 272. ’Αθήνα, Εστία, 1982. Σελ. 133. Δρχ. 220. ΣΙΒΕΤΙΔΗΣ ΒΙΚΤΩΡ. Ό άδελφός μου ό Προμηθέας. ’Αθήνα, Κέδρος, 1982. Σελ. 76. Δρχ. 180.
ΧΡΙΣΤΑΣ Κ. Πλανόδιος φωτογράφος. ’Αθήνα, Στρο φές. Σελ. 173. ΒΙΑΝ ΜΠΟΡΙΣ. Τό κόκκινο χορτάρι. Μετ. Γεωργίας Κατωπόδη. Θεσσαλονίκη, Μπαρμπουνάκης. Σελ. 186. Δρχ. 200. CAMUS ALBERT. Γράμματα σ’ ένα φίλο Γερμανό. Μετ. Τατιάνας Τσαλίκη-Μηλιώνη. ’Αθήνα, Νεφέλη, 1982. Σελ. 67. Δρχ. 100. ΓΙΟΥΡΣΕΝΑΡ ΜΑΡΓΚΕΡΙΤ. Ευλαβικές άναμνήσεις. Μετ. ’Ιωάννας Δ. Χατζηνικολή. ’Αθήνα, Χατζηνικολή. Σελ. 359. Δρχ. 550. ΓΚΟΡΚΥ ΜΑΞΙΜ. Βαρέγκα Όλέσσοβα. Τό άνυπότακτο κορίτσι. Άναγνωστίδης. Σελ. 142. Δρχ. 150. ΕΣΚΑΡΠΙΤ ΡΟΜΠΕΡ. Οί δημοσιογραφικές έπιτυχίες τού Ρουλταμπός. Μετ. Βίτως Άγγελοπούλου. ’Αθήνα, Πατάκης, 1982. Σελ. 172. Δρχ. 200. Τ ά κ η ς Γιαννόπουλος
ΕΠΑΝΟΔΟΣ ποιήματα
j U'X™,
Αθήνα 1982
Κυκλοφόρησε ή νέα ποιητική συλλογή τού Τάκη Γιαννόπουλου μέ 100 ποιήματα καί 35 σχέδια τής ζωγράφου ’Αλίκης Τόμπρου. Στό βιβλίο τήν 19-1-83 άπονεμήθηκε ή διάκρι ση τής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών τού διμήνου ’82-83 γιά τήν ποίηση, άπό έπιτροπή πού άποτελεΐται άπό τούς: Γιώργο Βαλέτα, Μανώλη Γιαλουράκη, Γιώργη Κότσυρα, Δημήτρη Σιατόπουλο, Ήλία Σιμόπουλο, Πέτρο Σπέντζη, Θεόφιλο Δ. Φραγκόπουλο.
46/δελτίο
ΕΣΣΕ ΧΕΡΜΑΝ. Κάτω άπό τη ρόδα. Μετ. Σταύρου Καμπουρίδη. Κλασική Λογοτεχνία, άριθ. 45. ’Αθήνα, Ζαχαρόπουλος. Σελ. 222. Δρχ. 200. ΚΑΒΑΜΠΑΤΑ Γ. Τό πανδοχείο τών άπομάχων. Μετ. Δάφνης Πετρίδου. Τά ’’Αγνωστα Νόμπελ τής Λογοτε χνίας, άριθ. 3. Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής. Σελ. 123. Δρχ. 250. ΚΑΜΥ ΑΛΜΠΕΡ. Ή πανούκλα. Μετ. ’Ισαβέλλας Μπερτράν καί Μάνιας Μπαρσέφσκι. ’Αθήνα, ’Ελεύθε ρος Τύπος. Σελ. 156. Δρχ. 230. ΚΑΦΚΑ ΦΡΑΝΤΣ. Γράμμα στόν πατέρα. Μετ. Νίκου Σπερίτη. ’Αθήνα, Νεφέλη, 1982. Σελ. 94. ΚΟΡΟΛΙΕΝΚΟ ΒΛΑΝΤΙΜΗΡ Γ. Ό τυφλός μουσι κός. Μετ. Άντρέα Σαραντόπουλου. Κλασική Λογοτε χνία, άριθ. 51. ’Αθήνα, Ζαχαρόπουλος, 1983. Σελ. 205. Δρχ. 200. ΛΑΡΝΙ ΜΑΡΤΗ. Γιά τέτοια πράγματα δέ μιλάνε (Μυθιστόρημα-χρονικό). Μετ. Γιάννη Γαβριηλίδη ’Αθήνα, Κέδρος, 1982. Σελ. 236. Δρχ. 350. ΛΟΝΤΟΝ ΤΖΑΚ. Μέ τούς πειρατές τού 'Αγίου Φραγ κίσκου. Μετ. Θ. Δ. Φραγκόπουλου. Κλασική Λογοτε χνία, άριθ. 50. ’Αθήνα, Ζαχαρόπουλος, 1982. Σελ 164. Δρχ. 150. ΜΠΟΡΧΕΣ ΧΟΡΧΕ ΛΟΥΙΣ. Ιστορία τής αίωνιότη τας. Μετ. Άχιλλέα Κυριακίδη. ’Αθήνα, "Υψιλον /Βι
ΚΕΔΡΟΣ
βλία, 1982. Σελ. 181. Δρχ. 250. ΜΠΟΥΤΖΑΤΙ ΝΤΙΝΟ. Ή έρημος τών Ταρτάρων. Μετ. ’Ανταίου Χρυσοστομίδη. ’Αθήνα, ’Αστέρι. Σελ. 257. Δρχ. 350. ΝΙΝ ΑΝΑΪΣ. Κάτω άπό ένα γυάλινο κώδωνα. Μετ. Χρύσας Εύαγγελίδου. Θεσσαλονίκη, Μπαρμπουνάκης. Σελ. 119. Δρχ. 150. ΝΙΝ ΑΝΑΪΣ. Σκάλες πρός τή φωτιά. Μετ. Μυρτώς ’Αναγνωστοπούλου-Πισσαλίδου. Θεσσαλονίκη, Μπαρμπουνάκης. Σελ. 164. Δρχ. 180. ΝΤΑΙΗΒΙΣ ΑΝΤΖΕΛΑ. Ά ν αύτοί έρθουν τήν αυγή. Αυτοβιογραφία. Μετ. Ρένας Γαλανοπούλου. ’Αθήνα, Νέα Σύνορα, 1982. Σελ. 404. Δρχ. 600. Ούγγαρέζικα διηγήματα. Μετ. Είρένας ΊωαννίδουΆδαμίδου. ’Αθήνα, Θεμέλιο, 1982. Σελ. 198. Δρχ. 250. ΡΟΥΛΦΟ ΧΟΥΑΝ. Πέδρο Πάραμο. Μυθιστόρημα. Μετ. Ν. Πρατσίνη. ’Αθήνα, Δεληθανάσης, 1982. Σελ. 126. ΣΚΟΡΣΑ ΜΑΝΟΥΕΛ. Ή ιστορία τού Γκαραμπόμπο τού άόρατου (2η μπαλάντα). Μετ. Βασίλη Καραπλή. Λατινοαμερικάνοι Συγγραφείς, άριθ. 1. ’Αθήνα, Δε ληθανάσης. Σελ. 296. ΦΙΤΖΕΡΑΛΝΤ ΣΚΩΤ. Ή χαμένη δεκαετία. Διηγήμα τα. Μετ. Φώντα Κονδύλη. ’Αθήνα, Καστανιώτης, 1982. Σελ. 190.
Γεωργίου Γενναδίου 6 (πάροδος ’Ακαδημίας) - Τηλ.: 36.15.783
δελτιο/47
ΖΕΝΕ ΖΑΝ. Ό καβγατζής τής Βρέστης. Μετ. Μαργα ρίτας Μαντά. ’Αθήνα, Εξάντας, 1982. Σελ. 321. Δρχ. 300.
Β'. Γιάννενα, Πανεπιστήμιο Ίωαννίνων/Φιλοσοφική Σχολή, 1982. Σελ. 268 + πίνακες. Δρχ. 700.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΕΛΕΤΕΣ ΑΛΕΞΙΟΥ ΕΛΛΗ. Έλλης ’Αλεξίου "Απαντα. Έλλη νες Λογοτέχνες, άριθ. 20. (Δοκίμια 1). Πρόλογοςέπιμέλεια Θ. Φωσκαρίνη. ’Αθήνα, Καστανιώτης, 1982. Σελ. 231. Πεζογράφοι τής Λατινικής ’Αμερικής. Έπιμέλειαείσαγωγή Φίλιππου Δρακονταειδή. Λογοτεχνία τής Λατινικής ’Αμερικής. Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 1983. Σελ. 224. Δρχ. 300. ΦΩΣΚΑΡΙΝΗΣ ΘΑΝΟΣ. Δοκίμιο χρονογραφίας γιά τήν Έλλη ’Αλεξίου. ’Αθήνα, Καστανιώτης, 1982. Σελ. 102+φωτογραφίες.
ΘΕΑΤΡΟ ΕΡΓΑ ΜΗΤΣΑΚΗΣ ΒΑΣΙΛΗΣ. Ή δική μας οικογένεια. ’Αθήνα, Πύλη, 1982. Σελ. 109. ΠΑΠΑΚΥΡΙΑΚΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ. Δατς ωλ! ’Αθήνα, Κα στανιώτης, 1982. Σελ. 104. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ ΒΑΣΙΛΗΣ Α. «Μαζντάκ». Θεατρι κό δράμα. ’Αθήνα, ’Ιδεολογική Πάλη, 1982. Σελ. 127.
ΔΟΥΑΤΖΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ Κ. Οί ταγματασφαλίτες. Πρόλογος Γιάννη Κάτρη. ’Αθήνα, Τολίδης. Σελ. 288. Τά κείμενα τού Ελευθερίου Βενιζέλου. Ή ζωντανή ιστορία τής δραματικής περιόδου τού έθνους 19091935. Τόμος Β': 1915-1920. ’Αθήνα, Λέσχη Φιλελευθέ ρων / Μνήμη Έλευθ. Βενιζέλου, 1982. Σελ. 789. Δρχ. 1900. ΠΛΕΥΡΗΣ Κ. Οί "Ελληνες. Εισαγωγή εις τό έπος τού έλληνικού πολιτισμού. Τεύχος Α'. Θεσσαλονίκη, Ε λ ληνικόν Αύριον, 1982. Σελ. 165. Δρχ. 250. ΦΟΥΡΑΚΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ Π. Εβραίοι: Οί πλαστογράφοι τής έλληνικής ιστορίας. Βιβλίο Α'-Ήμιτόμος Α'. Έλληνισμός-Έβραιοσιωνισμός, άριθ. 1. ’Αθήνα, Γραμμή, 1983. Σελ. 287. Δρχ. 400. ΠΟΥΚΕΒΙΛ ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ. Ταξίδι στή Δυτική Μα κεδονία. ("Ανοιξη τού 1806). Είσαγωγή-μετάφρασησχόλια Γιάννη Τσάρα. Θεσσαλονίκη, Κυριακίδης. Σελ. 124. Δρχ. 250.
ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ OSTEN NACH. Πρός Άνατολάς. Άθήναι, Ελεύθερη Σκέψις, 1982. Σελ. 96. Δρχ. 180.
ΞΕΝΑ ΒΙΒΛΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
ΜΕΛΕΤΕΣ ΜΕΓΙΕΡΧΟΛΝΤ ΒΣΕΒΟΛΟΝΤ ΕΜΙΛΕΒΙΤΣ. Κείμε να γιά τό θέατρο. Μετ.-έπιμέλεια Άντώνη Βογιάζου. Τόμος Α': 1891-1917. ’Αθήνα, ’Ιθάκη, 1982. Σελ. 198. Δρχ. 400.
ACKRILL J. L. Aristotle the Philosopher. Oxford Uni versity Press. Σελ. 160. Λίρ. 6.95. Ά δετο Λίρ. 2.95. ATHANASSIADI-FOWDEN POLYMNIA. Julian and Hellenism. Oxford University Press. Σελ. 245. Λίρ. 17.50. CROIX G. E. M. de Ste. The Class Struggle in the An cient greek World. Duckworth. Σελ. 724. Λίρ. 38.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΖΩΗΣ ΑΝΤΩΝΗΣ Α. Προϊστορική καί πρωτοϊστορική άρχαιολογία. Πανεπιστημιακά Μαθήματα, σειρά
FAURE PAUL. La vie quotidienne des armees d’ Ale xandre. Hachette. Σελ. 382. Γαλ. φρ. 79. FINLEY Μ. I. The Legacy of Greece (a new Apprai sal). Oxford University Press. Σελ. 479. Λίρ. 8.95. RAWLINGS HUNTER. The Structure of Thucydides’ History. Princeton University Press. Σελ. 288. Λίρ. 14.80. SEGAL CHARLES. Poetry and Myth in Ancient Pa storal. Princeton University Press. Σελ. 348. Λίρ. 17.40. (Ά δετο Λίρ. 6.30).
48/δελτίο
SEGAL CHARLES. Tragedy and Civilization. Harvard University Press. Σελ. 507. Λίρ. 21.
ΟΡΓΑΝΩΣΗ. Έπιθεώρηση προβληματισμού γιά όργάνωση καί διοίκηση. Τεύχος 5. Δρχ. 80.
SISMONDO-RIDGWAY BRUNILDE. Fifth Century Styles in greek Sculpture. Princeton University Press. Σελ. 256. Λίρ. 31.60. ("Αδετο Λίρ. 10.50).
ΟΥΡΑΝΟΙ. Αεροδιαστημική έπιθεώρησις. Φύλλα 189 καί 190. Δρχ. 50.
TSIGAKOU FANI-MARIA. The Rediscovery of Gree ce. Thames and Hudson. Σελ. 208. Λίρ. 16. WALBANK F. W. The Hellenistic World. Hatverter (Brighton). Σελ. 287. Λίρ. 18.95. (Ά δετο 2.95/έκδ. Fontana).
ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΚΟ ΔΕΛΤΙΟ. Έξωραϊστικός Ε π ι μορφωτικός Σύλλογος Πεντέλης. Φύλλο 40. Ο ΠΟΛΙΤΗΣ. Μηνιαία έπιθεώρηση. Τεύχος 56. Δρχ. 120.
ΠΟΡΦΥΡΑΣ. Περιοδική έκδοση γραμμάτων-τεχνών. Τεύχος 13-14. ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ Ο ΠΥΡΦΟΡΟΣ. Διμηνιαίο περιοδικό. Τεύχη 30 καί 31. ΠΡΩΤΟΠΟΡΟΙ. Νεανική έφημερίδα άπό τό Νεανικό Κέντρο Α γίου Βασιλείου Πειραιά. Φύλλο 8.
ΑΓΩΝΙΣΤΗΣ. Δεκαπενθήμερη έκδοση τής νεολαίας ΠΑ.ΣΟ.Κ. Φύλλο 160. Δρχ. 20.
ΣΕΛΙΔΕΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗ ΣΗΣ. Φύλλο 1. Δρχ. 80. Φύλλο 2. Δρχ. 100.
ΑΝΤΙ. Δεκαπενθήμερη πολιτική έπιθεώρηση. Τεύχος 223. Δρχ. 40.
ΣΚΙΑΘΟΣ. Τρίμηνη σκιαθίτικη έπιθεώρηση. Τεύχη 24 καί 25. Δρχ. 50.
ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΩΝΟΙΚΟ. Τρίμηνη έκδοση Συλλόγου Βασιλειωνοικουσών Αθήνας. Φύλλο 9.
ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΒΗΜΑΤΑ. Τεύχος 44. Δρχ. 50.
ΒΙΒΛΙΟΦΙΛΙΑ. Τεύχος 20-21. Δρχ. 150. ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ. Επιστημονικόν δργανον Κέντρου Βυ ζαντινών Ερευνών Φιλοσοφικής Σχολής Άριστοτελείου Πανεπιστημίου. Τόμος 11. Δρχ. 1100. ΔΑΥΛΟΣ. Μηνιαίο περιοδικό πολιτικής άξιολογίας. Τεύχος 13. Δρχ. 80.
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ. Τεύχος 10. Δρχ. 130. ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΣΚΕΨΗ. Μηνιαία περιοδική έκδοση γραμμάτων καί τεχνών. Φύλλο 74. Δρχ. 7. ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΝΗΠΙΑΓΩΓΕΙΟ. Περιοδικό προσχολικής άγωγής. Τεύχος 9-10. Δρχ. 100. ΤΕΤΡΑΜΗΝΑ. Τεύχος 22. Δρχ. 150.
ΔΕΛΤΙΟ. Σύνδεσμος Βιομηχάνων Βορείου Ελλάδος. Τεύχη 11-12 /203-204.
ΤΕΧΝΗ. Μηνιαία εικαστική έπιθεώρηση. Τεύχη 1 καί 2. Δρχ. 200.
ΔΙΑΒΑΖΩ. Δεκαπενθήμερη έπιθεώρηση τού βιβλίου. Τεύχος 60. Δρχ. 100.
ΤΡΑΠΕΖΙΤΙΚΗ. Μηνιαίο όργανο τού Συλλόγου τών 'Υπαλλήλων τής Εθνικής Τραπέζης τής Ελλάδος. Φύλλα 437 καί 438. Δρχ. 1.
Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΕΙΝΑΙ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ. Τρίμηνη ένημερωτική έκδοση τής κίνησης γιά τά Δικαιώματα τών Ψυχασθενών. Τεύχος 1.
ΤΡΙΦΥΛΙΑΚΗ ΕΣΤΙΑ. Δίμηνη περιοδική έκδοση. Τεύχος 48. Δρχ. 100.
ΕΡΟΥΡΕΜ. Περιοδικό ποικίλης ύλης. Τεύχος 2. Δρχ. 80.
ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΩΝ ΠΟΛΥΤΕΚΝΩΝ. Τριμηνιαίο περιο δικό. Φύλλο 16.
ΖΑΚΥΝΘΟΣ ’82. Ετήσια εικονογραφημένη έπιθεώ ρηση. Τεύχος 1. Δρχ. 350.
ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΚΥΠΡΟΣ 1981-1982.
ΗΝΙΟΧΟΣ. Τεύχος 70-71. Δρχ. 50. ΙΘΑΚΟΣ. Δεκαπενθήμερη έφημερίδα τής ’Ιθάκης. Φύλλο 70. Η ΛΕΞΗ. Ελληνική καί ξένη λογοτεχνία. Τεύχη 17, 18, 19 καί 20. Δρχ. 100. Η ΜΑΧΗ. Εφημερίδα Άχαρνών-Κάτω Πατησίων. Φύλλο 63. Δρχ. 15. ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ. Τεύχος 156. ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ. Τεύχος 1333. Δρχ. 175. ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ. Χριστούγεννα 1982. Δρχ. 500. ΟΘΟΝΗ. Τρίμηνο κινηματογραφικό περιοδικό θεω ρίας / κριτικής. Τεύχος 10. Δρχ. 150. ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ. Διμηνιαία έπι θεώρηση. Τεύχος 5. Δρχ. 120.
ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ. Τριμηνιαία έκδοση τού Συλλόγου Αποφοίτων τής Φιλοσοφικής Σχολής τού Πανεπιστη μίου Θεσσαλονίκης. Τεύχος 29. Δρχ. 150. ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ. Έπετηρίς τού Κέντρου Έρεύνης τής Ελληνικής Φιλοσοφίας. Τεύχος 10-11 / 1980-81. Η ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ. Όργανο τού χριστιανοσοσιαλιστικού κινήματος τής Χριστιανικής Δημοκρατίας. Φύλλα 211 καί 212. Δρχ. 15. ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. Βιβλιογραφική ένημέρωσις έκδόσεων «Τήνος». Φύλλο 50. ΧΡΟΝΙΚΑ. Όργανον τού Κεντρικού Ίσραηλιτικοΰ Συμβουλίου τής Ελλάδος. Τεύχος 54. ΧΡΟΝΙΚΟ ’82. ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΤΕΧΝΕΣ ’83. Ετήσια έκδοση τού Καλλιτεχνικού Πνευματικού Κέντρου «"Ωρα». Τόμος 13ος. Δρχ. 600. ΤΑ ΨΑΡΑ. Φύλλο 28-29-30.
δε λτ ιο/49 29 Δεκεμβρίου 11 Ίανουαρίου 1983
’Επιμέλεια: Μαρία Τρουπάκη
X O IT IX O V O a iC ia · V τ
Στην Κριτιχογραφία περιλαμβάνονται, δλες οί έπώννμες βιβλιοκριτικές που δημοσιεύονται στον ήμερήοιο άθηναϊκό τύπο. Περιλαμβάνονται, έπίσης, καί κριτικές δημοσιευμένες στόν περιοδικό καί έπαρχιακό τύπο, δσες φυσικά φροντίζουν νά μάς στέλνουν οί συντάκτες τους. Γιά κάθε βιβλίο σημειώνονται, μέσα σέ παρένθεση: τό όνομα τοϋ κριτικού καί ό τίτλος του έντύπου (6λ. Υπόμνημα), καθώς καί ή ήμέρα δημοσίευσης τής κριτικής, &ν πρόκειται γιά εφημερίδα, ή ό Αριθμός έκδοσης, άν πρόκειται γιά περιοδικό έντυπο.
ΚΡΙΤΙΚΟΙ ΑΑ: Α. ’Αργυρίου ΑΘ: Π. ’ Αθηναίος ΑΠ: Α. Παπαδάκη ΑΦ: Α. Φουριώτης BA: Β. Άγγελοπούλου ΒΠ: Βάιος Παγκουρέλης ΔΓ: Δ. Γιάκος ΔΖ: Δ. Ζαδές ΔΠ: Δ. Παπακωνσταντίνου ΔΚ: Δ. Κσνιδάρης ΔΣ: Δ. Σιατόπουλος ΕΖ: Ε. Ζωγράφου ΕΠ: Ε. Παμπούκη ΕΡ: Ε. Ρόζος EM: Ε. Μόσχος ZB: Ζ. Βαλάση ΘΠ: θ . Μ. Πολίτης ΚΑ: Κ. Άνδρονίκας ΚΔ: Κ. Θ. Δημαράς ΚΛ: Κ. Λάμψα ΚΝ: Κ. Ντελόπουλος ΚΡ: Κ. Ρούφου ΚΣ: Κ. Σταματίου ΚΤ: Κ. Τσαούσης ΚΧ: Κ. Χρυσάνθης ΜΠ: Μ. Παπαδοπούλου ΟΠ: Ό Παρατηρητής ΠΑ: Α. Παπανδρόπουλος
ΠΠ: Π. Παγκράτης ΣΔ: Σ. Δρακοπούλου ΣΤ: Δ. Σταμέλος Τ θ: Τ. θεοδωρόπουλος ΤΑ: Τ. Λειβαδίτης ΤΜ: Τ. Μενδράκος TP: Κ. Τρίγκου XX: X. Χειμώνας ΕΝΤΥΠΑ ΑΗ: ’Απογευματινή ΑΚ: Άκρόπολις ΑΝ: Α ντί ΑΠ: ’Απανεμιά ΑΥ: Αύγή ΒΡ: Ή Βραδυνή Π : Γιατί ΓΤ: Γράμματα καί Τέχνες ΔΓ: Διαγώνιος ΔΙ: Διαβάζω ΔΑ: Διάλογος ΕΒ: Έμεϊς καί τό Βιβλίο Ε θ: Έθνος ΕΛ: ’Ελευθεροτυπία ΕΚ: Έλικώνας ΕΟ: Έποπτεία ΕΠ: ’Επίκαιρα ΕΣ: Ελεύθερος (Στερ. Έλλ.) ΕΨ: ’Επιστημονική Σκέψη
Βιβλιογραφίες
ΕΩ: ’Ελεύθερη "Ωρα ΗΜ: Ήμερησία ΗΧ: Ήχος καί Hi-Fi ΘΟ: θούριος ΚΑ: Καθημερινή ΚΛ: Κυπριακός Λόγος Co: Cosmopolitan ΜΕ: Μεσημβρινή ΝΕ: Τά Νέα ΝΣ:: Νέα Εστία ΟΙ: Οικολογία καί Περιβάλλον ΟΠ: Ό δός Πανός ΟΤ: Οικονομικός Ταχυδρόμος ΠΚ: Πνευματική Κύπρος ΠΟ: Πολίτης ΠΡ: Πόρφυρας ΡΙ: Ριζοσπάστης ΣΕ: Σύγχρονη ’Εκπαίδευση Σ θ: Σύγχρονα θέματα ΣΚ: Σκιάθος ΣΛ: Συλλεκτικός Κόσμος ΣΠ: Σπουδές ΣΣ: Σύγχρονη Σκέψη ΣΥ: Συμβολή ΤΑ: Ταχυδρόμος ΤΕ: Τριφυλιακή Εστία ΤΟ: Τομές ΤΤ: Τετράγωνο ΦΣ: Φιλολογική Στέγη ΧΑ: Χάρτης ΧΡ: Ή Χριστιανική
Οδηγοί
Καρπόζηλου Μ.: ’Αφιερώματα περιοδικών (Α. Παναγιώτου, Πρωινή Βόλου, 13/12), (ΒΠ, ΔΙ, 58)
Μήθυμνα (Ν. Κ. X., Τά Ψαρά, 28-30)
Φιλοσοφία
Βιβλιοθήκες μας, 13/11 - Βορειοελλαδικά, 13-14)
Wagner Η.: Φιλοσοφία καί σκέψη (Γ. Τζαβάρας, Φιλοσοφία, 10-11) Κούμας Κ.: Επιστολή πρός Φραγκίσκον Κ. Μαύρο (Ρ. Άργυροπούλου, Φιλοσοφία, 10-11) Φιλοσοφία καί πολιτική (ΒΠ, ΔΙ, 58)
Τύπος-Δη μοσιογραφ ία Κωστόπουλος Σ.: Στρατευμένη δημοσιογραφία (Τ. Βουρνάς, ΑΥ, 1/1) Σκιαδάς Ν.: Χρονικό τής έλληνικής τυπογραφίας (ΒΝ, ΚΑ, 30/12) Σταμέλος Δ.: Πρωτοπόροι καί ήρωες τής έλληνικής δημοσιογραφίας (Τ. Βουρνάς, ΑΥ, 1/1)
’Αποκρυφισμός Chang J.: Τό έρωτικό Ταό (ΒΠ, ΔΙ, 59)
50/δελτιο
Ψυχολογία Καρτιέρ Μ.: Τ£ είπε πραγματικά ό Ράιχ (ΒΠ, ΔΙ, 58)
Κοινωνιολογία Βοσλένσκυ Μ.: Νομενκλατούρα (ΓΙΑ, ΔΙ, 59), (Β. Ραφαηλίδης, ΔΙ, 59) Γούλφ Β.: Τρεις γκινέες (Ε. Δαμβουνέλη, ΔΙ, 58) Καταλήψεις σπιτιών <πή Δυτική Γερμανία (ΒΠ, ΔΙ, 58) Μισέλ Α.: Κοινωνιολογία τής οικογένειας καί τοΰ γάμου (Α. Τεπέρογλου, ΔΙ, 58)
Πολιτική Κολέτι Λ.: Οί ιδεολογίες άπό τό ’68 μέχρι σήμερα (ΒΠ, ΔΙ, 59) Πουλαντζάς Ν.: Γιά τόν Γκράμσι (Α, Ρήγος, ΔΙ, 59)
Οικονομία Καρατζάς X.: Ή έξέλιξη τών κατώτατων όρίων των μισθό» (Γ. Δημητριάδης, ΟΤ, 52) Οικονομικά κίνητρα γιά τήν περιφερειακή άνάπτυξη (ΒΠ, ΔΙ, 58) Frois Α.: Νεοκλασικοί έναντίσν νεοκεϋνσιανών (Μ. Γκούμα, ΔΙ, 58)
Οίκολογία
Πετρόπουλος Η.: αυλόπορτες - σιδερόπορτες στήν 'Ελλάδα (ΚΣ, ΝΕ, 24/12) Ραφαηλίδης Β,: Λεξικό ταινιών. Τόμ. Α' (Α-Ι) (X. Βακαλόπουλος, ΔΙ, 59) Τά κόμικς (ΒΠ, ΔΙ, 58) Τόπος καί εικόνα (ΤΒ, ΑΥ, 23/12) Χρήστου X. - Κουμβακάλη-Άναστασιάδη Μ.: Νεοελληνική γλυπτική 1800-1940 (ΣΤ, ΕΛ, 23/12)
Οικιακή οικονομία ’Αλεξιάδου Β.: Πρόσκληση γιά κοκταίηλ (TP, CO, τ. Ίαν.) Γαλανός Δ.: Γιά νά τρώμε σωστά (TP, CO, τ. Ίαν.)
Γλώσσα Τριανταφυλλίδης Μ.: Τά οίκογενειακά μας όνόματα (X. Χαραλαμπάκης, ΔΙ, 58) Τσοπανάκης Α.: Ό δρόμος πρός τή δημοτική (Ε. Κριαράς, ΔΙ, 59)
Κλασική φιλολογία Άγγελίδης Η.: Μετάφραση άρχαίων έλλήνων ποιητών (ΚΧ, Φιλολογική Κύπρος, 1981-1982) Δρομάζος Σ.: Άριστοτέλους Ποιητική (Τ. Βουρνάς, ΑΥ, 1/1) Ηρόδοτος.: Επτά νουβέλες καί τρία άνέκδοτα (ΚΤ, Εθ, 29/12)
Άθανασάκης Ν.: Τό νέφος στή ζωή μας (Ν. Παπασταματίου, ΣΕ, 10)
Ποίηση Λαογραφία Ζωιτοπούλου Α.: Εξωτικά παραμύθια (ΤΜ, ΕΠ, 751) Παπαρουσσοπούλου Α.: Λαογραφικά Ζευγοστασίου Καστοριάς (Φ. Τριάρχης, Ταχυδρόμος Καβάλας, 28/11) Φλωράκης Α.: Καραβάκια, τάματα καί θαλασσινή άφιερωτική πρακτική στό Αίγαϊο (ΒΠ, ΔΙ, 58)
Άδαμίδη-Ραγκαζά Β.: Αιχμές (Φ. Τριάρχης, Ταχυδρόμος Καβάλας 12/ 11 - Πρωινός Τύπος Δράμας 12/11 - Βορειοελλαδικά 1314) ’Αποστόλου Σ.: Τό έκμαγείο (ΚΞ, ΑΥ, 31/12) Βλαβιανού-Άρβανίτη Α.: Ρίζες (Φ. Τριάρχης, Βορειοελλαδικά, 13-14) Βλαβιανοΰ-’Αρβανίτη Α.: Στοχασμοί (Φ. Τριάρχης, Βορειοελλαδικά, 13Βουτσικάκης θ.: Πεμπτουσία (Φ. Τριάρχης, Ταχυδρόμος Καβάλας, 28/
Έκπαίδευση-Παιδαγωγική Ματσαγγούρας Η.: ΨυχοΛαιδαγωγικά θέματα προδημοτικής καί πρωτο δημοτικής άγωγής (Δ. Τσαρδάκης, Σύγχρονο Νηπιαγωγείο, 9-10) Μυλωνάς θ.: Ή άναπαραγωγή τών κοινωνικών τάξεων μέσα άπό τούς σχολικούς μηχανισμούς (Α. Χατζηαποστόλου, ΣΕ, 10) Φλουρής Γ. - Κουλοπούλου Α.: Τό αύτοσυναίσθημα καί ή παιδαγωγική του άντιμετώπιση (Α. Βουγιούκας, Σύγχρονο Νηπιαγωγείο, 9-10) Hoph D.: Διαφοροποίηση τής σχολικής έργασίας (ΒΠ, ΔΙ, 59)
Παιδικά Αύγερινού-Βαμβακά Μ.: Ό φυλακισμένος πού κλαίει (ΕΠ, ΔΙ, 59) Βαλαβάνη Ε.: Βάλιας καί Βάλια (ΤΜ, ΕΠ, 751) Βαρελλά Α.: Φιλενάδα φουντουκιά μου (ΕΠ, ΔΙ, 59) Καμπαλέφσκι Ν.: Ό Τζόυ ό Κλόουν (ΕΠ, ΔΙ, 58), (ΤΜ, ΕΠ, 751) Κένετ Φ. - Μπήτσαμ Τ.: Γνωριμία μέ τή ζωγραφική (ΕΠ, ΔΙ, 58) Μαρουλάκης Ν.: Ό κύριος σαρανταποδαρούσας (ΤΜ, ΕΠ, 751) Μάτσας Ν.: Ό άστρονόμος Πηκτόκ (ΕΠ, ΔΙ, 58) Brisville J.: Ένας χειμώνας στή ζωή τής μεγάλης άρκούδας (ΤΜ,^ΕΠ, 751) Ντμήτριεφ Γ.: Γειά σου σκιουράκι! Πώς τά πάς κροκόδειλε; (ΕΠ, ΔΙ, 58) Παπαδάκη Α.: Ό ήλιος κρυώνει (ΕΠ, ΔΙ, 59) Σαρή Ζ.: Ή σοφή μας (σοφή;) ή δασκάλα (ΤΜ, ΕΠ, 751) Χατζοπούλου-Καραβία Λ.: Ρίκι (ΤΜ, ΕΠ, 751)
Επιχειρησιακά Βάρλας Π.: Αξιολόγηση τών έπιχειρησιακών στελεχών στίς έλληνικές βιομηχανικές έπιχειρήσεις (ΠΑ, ΟΤ, 52) Τσακλαγκάνος Α.: Βασικές άρχές τοΰ μάρκετινγκ (ΠΑ, ΟΤ, 52)
Τέχνες Βοστάνη-Κουμπά Ε. : Λέσβος (Ν. Κ. X., Τά Ψαρά, 28-30) 'Ελληνική παραδοσιακή Αρχιτεκτονική (Γ. Γαλάντης, ΔΙ, 59) Λότμαν Γ.: Αίσθητική καί σημειωτική τού κινηματογράφου (Β. Ραφαηλί δης, ΔΙ, 58) Μαυρομμάτης Ε.: Καράς (Ε. ΜΠ„ ΚΑ, 6/1) Μουτσόπουλος Ν. - Δημητροκάλης Γ.: Γεράκι, οί έκκλησιές τοϋ οικι σμού (ΣΤ, ΕΛ, 23/12) Ό Φελίνι γιά τόν Φελίνι (ΒΠ, ΔΙ, 59)
Γαλάζης Λ.: ’Ιατρική βεβαίωση (Π. Σοφάς, Νέα ’Εποχή, 154-155) Γαλανάκη Ρ.: Πού ζεϊ ό λύκος; (Κ. Γουλιάμος, ΓΤ, 12) Gonzales-Lasiziotaki D.: Ελλάδα έρωτική (Φ. Τριάρχης, Βορειοελλαδι κά, 13-14) Γουγουτσά Φ.: Τό καλοκαίρι ήρθε (Φ. Τριάρχης, Ταχυδρόμος Καβάλας, 5/11 - Πρωινός Τύπος Δράμας, 5/11) Δέκα γραφές (Ν. Γεωργιάδης, Νέα ’Εποχή, 152) Δημητρίου Ν.: Ταξίδι στή νοσταλγία (Γ. Λυσιώτης, ΚΛ, 77-78) Διδασκάλου I.: Σέ τόνο προσωπικό (Φ. Τριάρχης, Βορειοελλαδικά, 1314) Ζαφειρίου Λ.: Ό μιγάδας άγγελος (Ν. Γεωργιάδης, Νέα ’Εποχή, 152) Ζέικου-Χαραλαμποπούλου Β.: ’Αχνάρια ένός συμβόλου (Φ. Τριάρχης, Βορειοελλαδικά, 13-14) Ζιτσαία X.: Συνέπεια (Φ. Τριάρχης, Βορειοελλαδικά, 13-14) Ζιτσαία X.: "Ωρα τής Κύπρου (X. Λαμπρινός, ΚΛ, 77-78) Ήσαία Ν.: Στήν τακτική τοϋ πάθους (Γ. Βέης, ΔΙ, 59) Ίωάννου Σ.: "Ηλιος τής νίκης (Γ. Λυσιώτης, ΚΛ, 77-78) Καραβίδας Γ.: Διασταυρώσεις (XX, ΣΚ, 24) Καρατζόγλου Γ.: Πρατήριο καυσίμων (Γ. Βέης, ΔΙ, 59) Κοζάκος Δ.: Άνά πάσα στιγμή (ΛΠ, Ό Κύκλος, 13) Κολοσιάτου Φ.: Διαγωγή (Ν. Γεωργιάδης, Νέα ’Εποχή, 154-155) Κολοσιάτου Φ.: Κατοχική έποχή (Ν. Γεωργιάδης, Νέα ’Εποχή, 154-155) Κοντός Γ.: Τά όστά (Β. Στεριάδης, ΚΑ, 30/12) Κυρτζάκη Μ.: Ή γυναίκα μέ τό κοπάδι (Κ. Γουλιάμος, ΓΤ, 12) Κωσταβάρας θ.: Ό μουγγός τραγουδιστής (ΒΨ, ΑΗ, 7/1) Λαδάς X.: Πανοπλία σέ τιμή εύκαιρίας (XX, ΣΚ, 25) Μαγιακόφσκι Β.: Ποίηση (ΒΠ, ΔΙ, 58) Μαραγκού Ν.: Τά άπό κήπων (ΧΠ, Ό Κύκλος, 13) Μαριδάκης Π.: Ό μεγάλος ύπνοβάτης (TP, CO, τ. Ίαν.) Μαρκόπουλος Γ.: Οί πυροτεχνουργοί (ΝΖ, ΑΥ, 31/12) Μάρξ Κ.: ’Ερωτικά ποιήματα (Μ. Ξεξάκης, Ίανός, 3) Μαυρίδου Ε.: Ιριδισμοί (Φ. Τριάρχης, Βορειοελλαδικά, 13-14) Μολέσκης Γ.: Τά δέντρα στό βορρά (Γ. Λυσιώτης, ΚΛ, 77-78) Μόντης Κ.: Μετά φόβου άνθρώπου (ΚΣ, ΝΕ, 31/12) Μπατής Τ.: Γραφή 65 (ΛΠ, Ό Κύκλος, 13) Μπόρχερτ Β.: Μικρό άνθολόγιο (Π. Σκούφης, ΔΙ, 58) Brooke R.: ’Εκλογή άπό τά ποιήματα καί τά γράμματα (ΛΠ, Ό Κύκλος, 13) Νεότεροι κύπριοι ποιητές (ΚΣ, ΝΕ, 31/12) Νικολαίδης Τ.: Ώς έν παρεκβάσει (Π. Σοφάς, Νέα ’Εποχή, 154-155) Νικολάου Π.: Ή μαραζωμένη (Α. Πανάτος, Νέα ’Εποχή, 154-155) Νικολάου Π.: Ίσκανταρνάμα (Α. Πανάτος, Νέα ’Εποχή, 154-155) Ξένα ποιήματα (ΚΤ, ΕΘ, 29/12)
δελτιο/51
Παπαγεωργίου Π.: Μεταμαγικά (Φ. Τριάρχης, Βορειοελλαδικά, 13-14) Παπαθανασίου Δ,: Οί άστύξενοι (ΓΠ, ΑΥ, 30/12) Πατρίκιος Τ.: 'Αντιδικίες (ΘΠ, ΕΣ, 10/12) Πέζαρος Π.: 'Οσμές άπό ιώδιο (ΝΖ, ΑΥ, 31/12) Πετοίσης Γ.: 'Ενόραση (X. Π., Ό Κύκλος, 13) Πογιατζής Σ.: "Ανθρωποι (ΛΠ, Ό Κύκλος, 13) Πρατιχάκης Μ.: Τό σώμα τής γραφής (Μ. Ξεξάχης, Ίανός, -3) Σπάνιας Ν.: Μεταφράσεις (Α. Μουσουράκης, Άμφί, 12-13) Σπηλιωιοποίλσυ Ε.: Λυρικά άλληλούια (XX, ΣΚ, 25) Σταύρου Δ.: Νέγροι ποιητές (ΒΠ, ΔΙ, 59) Σταφυλοπάτης Ν.: Ποιήματα (Γ. Νιχολόπουλος, ΕΒ, 42) Σωχράτους Κ.: Καμπάνες καί ψίθυροι (Γ. Λυσιώτης, ΚΛ, 77-78) Σωτηριάδης Π.: Σχήματα (Φ. Τριάρχης, Ταχυδρόμος Καβάλας, 5/11 Πρωινός Τύπος Δράμας, 5/11) Τσαχνιά Α.: Τό μπαλκόνι (Γ. Βέης, ΓΤ, 12) Τσαχνιάς Σ.: Πτέρυξ χρονιών παθήσεων (Γ. Βέης, ΔΙ, 58) Τσιβελέχας Κ.: Ό άθώος βασανιστής (ΓΠ, ΑΥ, 30/12) 'Υφαντής Γ.: Μυστικοί τής 'Ανατολής (ΒΠ, ΔΙ, 58) Φάνης Σ.: ’Ανάμεσα σέ δυό άνάσες (ΛΠ, Ό Κύκλος, 13) Χαραλαμπίδης Κ.: 'Αμμόχωστος - Βασιλεύουσα (ΚΣ, ΝΕ, 31/12) Χαραλαμπίδης Κ.: Τό θρυμμάτισμα τού μύθου (Ν. Γεωργιάδης, Νέα 'Εποχή, 156) Χατζηθωμά Α.: Στιγμές (Ν. Γεωργιάδης, Νέα 'Εποχή, 156) Χρυσάνθης Τ.: Παγκυπρισνίχες (ΚΣ, ΝΕ, 31/12) Χρυσούλη-Φωτιάδη Μ.: Τά τραγούδια μου (Φ. Τριάρχης, Βορειοελλαδι κά, 13-14) Ψαλτόπουλος Γ.: Ποιήματα (Φ. Τριάρχης, Ταχυδρόμος Καβάλας, 27/11) Πεζογραφία Άντριτς I.: Ή καταραμένη αύλή (ΒΠ, ΔΙ, 58) Άπντάικ Τ.: Τρέχα λαγέ (ΤΜ, ΕΠ, 752) Άπολλιναίρ Γ.: Ή καθισιή γυναίκα (ΒΠ, ΔΙ, 59) Βαρέλης Φ.: Άλκυονίδες (Φ, Τριάρχης, Βορειοελλαδικά, 13-14) Γιατρομανωλάκης Γ.: 'Ιστορία (Μ. Μεραχλής, ΔΙ, 58) Γχρίτση-Μιλλιέξ Τ.: Αναδρομές (ΒΨ, ΑΗ, 7/1) Δειλινός Δ.: Ταξίδια καί δνειρα (ΤΜ, ΕΠ, 753)
Μπορίς Βιάν Π Ο ΙΗ Μ Α Τ Α Μετάφραση: Αντώνης Φωστιέρης & Θανάσης Θ. Νιάρχος
Χριστόφορος Λιοντάκης Ο Μ ΙΝ Ω Τ Α Υ Ρ Ο Σ Μ ΕΤΑ Κ Ο Μ ΙΖΕ Ι (Ποιήματα)
Έρεμπσυργχ Η.: Τό ένατο χίμα (TP, CO, τ. ,'Ιαν.) Καλβίνο I.: Οί δύσκολοι έρωτες (Ο. Μαρκεζίνη, ΔΙ, 59) Καλού Σ.: Ή γαρδένια τής Λίνας (Φ. Τριάρχης, Ταχυδρόμος Καβάλας, 12/11 - Πρωινός Τύπος Δράμας, 12/11) Κάρρινγκτον Λ.: Ή άρχάρια (θ. Ζερβοί, ΔΙ, 58) Κέστνερ Ε.: Φάμπιαν (ΒΠ, ΔΙ, 58) Κίπλινγκ Ρ.: Τό ωραιότερο διήγημα τού κόσμου (ΒΠ, ΔΙ, 58) Κόνραντ I.: Ή Φρέγυα άπό τά έφτά νησιά (ΒΠ, ΔΙ, 58) London J.: Μάρτιν Ήντεν (Ε. Δαμβουνέλη, ΔΙ, 59) Μαργαρίτης Β.: Συμφωνική βία (Γ. Νεγρεπόντης, ΑΥ, 22/12) Μαρσέλλος θ.: Ούτοπία (Π. Σοφάς, Νέα 'Εποχή, 154-155) Μέλλιος Λ.: Φλωρινιώτικες Ιστορίες (Φ. Τριάρχης, Βορειοελλαδικά, 1314) Μπέτι Λ.: Ή κυρία μέ τό βέλο (ΜΠ, ΝΕ, 31/12) Οί πεζογράφοι τής Θεσσαλονίκης (ΒΠ, ΔΙ, 58) Παπαϊωάννου Κ.: Ή ιστορία τής κυρίας Ού (Τ. Βσυρνάς, ΑΥ, 1/1) Πόε Ε.Α.: Ή μάοχα τού χόχχινου θανάτου (ΒΠ, ΔΙ, 59) Πρατολίνι Β.: Τό χρονικό τών φτωχών έραστών (ΒΨ, ΑΗ, 7/1) Ρώμας Β.: 'Αντάτζιο καί φούγκα (Αθ, ΗΜ, 22/12) Σαββίδης Π.: Τό σπέρμα (ΓΝ, Άμφί, 12-13) Σαλαμπέρτ Μ.: Ή έσωτερική έξορία (ΒΨ, ΑΗ, 7/1) Σβέβο I.: Γέρασμα (Β. 'Ηλιόπουλος, ΔΙ, 59) ΣελΙν Λ.: Μακελειό (ΤΜ, ΕΠ, 753) Σταυρουλάχης Α.: Οί χαταχανάδες (Ε. Δαφέρμος, Προμηθέας δ Πυρφό9°ς,31) Σφυρίδης Π.: Τό τίμημα (ΒΠ, ΔΙ, 58) Σωτηροπούλου Ε.: Ή φάρσα (Ν. Κάσδαγλης, ΓΤ, 12) Τζανής Δ.: Τό σκαλοπάτι (Φ. Τριάρχης, Ταχυδρόμος Καβάλας, 1/10 Πρωινός Τύπος Δράμας, 2/10) Τουρνά Β.: Στοχασμοί (Φ. Τριάρχης, Ταχυδρόμος Καβάλας, 1/10 Πρωινός Τύπος Δράμας, 2/10) Χάρης Π.: Ρεμβασμός στό χάρτη (Γ. Καράγιωργας, ΚΑ, 6/1) Χάρντυ Τ.: Τό μαραμένο χέρι (ΒΠ, ΔΙ, 58) Χατζηπαπάς X.: Τό μεγάλο ψέμα (Π. Παισνίδης, Νέα 'Εποχή, 156) Χόρτων Γ.: Κωνσταντίνος (Αθ, ΗΜ, 22/12) Χρυσοστομίδης Α.: Τό παλιό κρεβάτι (XX, ΣΚ, 24) Χρυσοχόου I.: Μαρτυρική πορεία (Φ. Τριάρχης, Βορειοελλαδικά, 13-14 - Ταχυδρόμος Καβάλας, 2/10 - Πρωινός Τύπος Δράμας, 3/10)
Δημ. Δασκαλόττουλος ΦΩΝΕΣ Τ Η Σ Σ ΙΩ Π Η Σ (Ποιήματα)
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΓΝΩΣΗ», ΓΡΗΓ. ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ 26, ΙΛΙΣΙΑ , ΑΘΗΝΑ 621, ΤΗΛ. 7794879-7786441
Μιχάλης Δωρής Η ΤΕΤΑΡΤΗ Α Ν Τ ΙΣ Τ ΙΞ Η (Ποιήματα)
52/δελτιο
Ευθυμογραφήματα ’Ακρίτα Ε.: Ραντεβού μέ τήν Έλενα (TP, CO, τ. Ίαν.)
Δοκίμια-Μελέτες-Συνεντεΰξεις ’Αλεξάνδρου Α.: Έξω άπό τά δόντια (Τθ, ΜΕ, 4/1) Άράγης Γ.: Ζητήματα λογοτεχνικής κριτικής (Ε. Πολίτου-Μαρμαρινοϋ, ΔΙ, 59) ’Αφιέρωμα τής Ν. 'Εστίας στό Γ. Σεφέρη (ΤΜ, ΕΠ, 752) ’Αφιέρωμα τής Ν. Εστίας στόν Κ. Π. Καβάφη (ΤΜ, ΕΠ, 752) Βάις Π.: Σημειώσεις γιά τήν πολιτιστική ζωή στό Βιετνάμ (ΒΠ, ΔΙ, 59) Γιατράς Δ.: Ή κριτική τής κριτικής (ΑΦ - Μ. Παπαϊωάννου, ΔΙ, 58) Δημητριάδης Κ.: Ελευθερία, δικαιοσύνη, άγάπη (Αθ, ΗΜ, 8/1) Κάτρης Γ.: Πρώτη άνοιξη (Τ. Βουρνάς, ΑΥ, 1/1) Keeley Ε.: Συζήτηση μέ τό Γ. Σεφέρη (ΒΠ, ΔΙ, 59) Λαμπάκης Σ.: Οί καταβάσεις στόν κάτω κόσμο στή βυζαντινή καί μετα βυζαντινή λογοτεχνία (ΒΠ, ΔΙ, 58) Μαγιακόφσκι Β.: Ποίηση καί έπανάσταση (ΒΠ, ΔΙ, 58) Μουτσόπουλος θ.: Προσεγγίσεις 2 (ΚΞ, ΑΥ, 31/12) Burgum Ε.: Μυθιστόρημα καί κοινωνία (Μ. Λαμπρίδης, ΔΙ, 59) Παιονίδης Κ.: Τομές σέ θέματα λόγου (ΚΣ, ΝΕ, 31/12) Πιερίδης Γ.: Δυό παράλληλα θέματα λόγου - Μωπασάν, Τσέχωφ (ΚΚ, Ό Κύκλος, 13) Σαχίνης Α.: Τετράδια κριτικής (Αθ, ΗΜ, 22/12) Σιμώτας Τ.: Ό κυνηγός (ΒΠ, ΔΙ, 59)
θέατρο Μπρέχτ Μ.: Ό άφέντης Πουντίλα καί δ ύπηρέτης του ό Ματί (ΒΠ, ΔΙ, 59) Μπρέχτ Μ.: Στή ζούγκλα των πόλεων (ΒΠ, ΔΙ, 59) Μπρέχτ Μ.: Μέρες τής Κομμούνας (ΒΠ, ΔΙ, 59)
ΙΌ ΔΕΝΤΡΟ
Παπαόάκη Ε.: Σημειώματα καί σκύψεις γιά τό θέατρο (Φ. Τριάρχης, Τα χυδρόμος Καβάλας, 27/11) Χικμέτ Ν.: Τό σπαθί τού Δαμοκλή (ΒΠ, ΔΙ, 59)
Ιστορία-Βιογραφίες-Μαρτυρίες-’Απομνημονεύματα ’Αποστολίδης Π.: Όσα θυμάμαι 1900-1969 (Κ. Κύρρης, ΚΛ, 77-78) Βλάχος Α.: Πυθίας παραληρήματα (ΤΜ, ΕΠ, 753), (Αθ, ΗΜ, 22/12) Βουλγαράκης Δ.: Λίγα άπ’ δσα σώθηκαν γιά τό Μαρίνο ’Αντύπα, πρω τοπόρο τοϋ ξεσηκωμού τής άγροτιάς (XX, ΣΚ, 25) Γρηγοριάδης Σ.: Συνοπτική ιστορία τής Εθνικής ’Αντίστασης (ΤΜ, ΕΠ, 753) ’Εκστρατεία στή Μεσημβρινή Ρωσία - 1919 (ΚΣ, ΝΕ, 8/1) Ελλάδα. 'Ιστορία καί πολιτισμός (ΒΠ, ΔΙ, 58) ’Ενεπεκίδης Π.: Θεσσαλονίκη καί Μακεδονία 1798-1912 (ΚΣ, ΝΕ, 24/12) Ζεχιρλής-Γαλαξίας Β.: Μιά ζωή παρέα μέ τό θάνατο (ΣΤ, ΕΛ, 23/12) 'Η έαμική άντίσταση (ΒΠ, ΔΙ, 58) Ή μετάβαση άπό τό φεουδαλισμό στόν καπιταλισμό (ΒΠ, ΔΙ, 58) Καιροφύλλας Γ.: Ή ’Αθήνα καί οί ’Αθηναίες (ΚΣ, ΝΕ, 24/12), (ΤΜ, ΕΠ, 752) Κρουαζέ Α.: ’Αρχαίες δημοκρατίες (TP, CO, τ. Ίαν.) Μακεδονία (ΣΤ, ΕΛ, 23/12) Μαρτυρία: Τ’ άπομνημονεύματα τού Ντμίτρι Σοστάκοβιτς (ΒΠ, ΔΙ, 58) Μπίτσιος Δ.: Πέρα άπό τά σύνορα (Αθ, ΗΜ, 22/12) Νενεδάκης Α.: Ό έφεδροπατέρας (ΣΤ, ΕΛ, 23/12) Νησιώτου Η.: Ό Κύπρου Κυπριανός (Γ. Προδρόμου, Φιλολογική Κύ προς, 1981-1982) Παπαγιαννόπουλος Λ.: Ιστορία τής Θεσσαλονίκης (Μ. Ξεξάκης, Ίανός, 3) Παπαγιαννάκης Λ.: Οί έλληνικοί σιδηρόδρομοι 1882-1910 (θ. Καλαφά της, ΔΙ, 59) Παπανούτσος Ε.: Άπομνημονεύματα (ΒΠ, ΔΙ, 58), (ΚΣ, ΝΕ, 8/1), (Γ., Τά Ψαρά, 28-30) Προκόβας Γ.: Άμπελάκια (ΚΣ, ΝΕ, 24/12) Ραμοϋ-Χαψιάδη Α.: Άπό τή φυλετική κοινωνία στήν πολιτική (θ. Φωτιάδης, ΔΙ, 58) Ρουμελιωτάκης Μ.: Γράμμα στό γιό μου (Κ. Κουλουφάκος, ΔΙ, 58) Ρώτας Β.: 'Ο άγώνας στά έλληνικά βουνά (ΚΣ, ΝΕ, 8/1) Σακελλαρίου Ν.: Τό Υγειονομικό τοϋ Δημοκρατικού Στρατού (ΒΠ, ΔΙ, 58) Σέρζ Β.: Άνθρωποι στή φυλακή (Κ. Παπακωνσταντίνου, ΔΙ, 59) Σιμόπουλος Κ.: Πώς είδαν οί ξένοι τήν Ελλάδα τού 1821 (ΣΤ, ΕΛ, 23/ 12), (Μ. Παπαϊωάννου, ΡΙ, 9/1) Φωτιάδης Δ.: Ενθυμήματα (Ε. Παλαιολόγου-Πετρώνδα, Νέα ‘Εποχή, 152), (ΚΣ, ΝΕ, 8/1)
’Αρχαιολογία Klaffenbach G.: Ελληνική έπιγραφική (ΒΠ, ΔΙ, 58)
Περιοδικά ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΟΤΖΙΑΣ: Όνειρο κι εφιάλτης (Θεατρικό-απόσπα σμα) *0 ΑΛΕΞ. ΚΟΤΖΙΑΣσυζητάει μέ τόνΤάσο Γουδέληγιάτήλογο τεχνίακαίτόέργοτου. ΜΑΡΩΔΟΤΚΑ: Ούδέποτεφοβήθηκατόν Άλλαν Πόε (Διήγημα). ΚΛΕΙΤΟΣ ΚΤΡΟΤ: Κυνηγοί (Ποίημα). NIK. ΖΟΤI ΜΠΟΣ: Ό παππούς (Ποίημα). ΜΑΡΙΑ ΛΑΙ ΝΑ: Τρία ποιήματα. ΓΙΩΡΓΗΣ ΓΙΑΤΡΟΜΑΝΩΛΑΚΗΣ: 'Υπερρεαλιστική ήθική στήν «Υψικάμινο». (Μελέτη- απόσπασμα). ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΩΣΤΑΒΑΡΑΣ: Πρόλογος (Ποίημα). ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΚΟΡΟΒΕΣΗΣ: Χριστουγεννιάτοιο διήγημα. ΓΙΩΡΓΟΣΒΕΗΣ: Πέντεποιήματα. ΓΙΑΝΝΗΣΜΑΡΑΒΑΣ: Τρία ποιήματα. ΣΠΤΡΟΣ ΗΛΙΟΠΟΤΛΟΣ: Τρία ποιήματα. SERGIO GUNTERKUNERT: Γιατί γράφουμε (Δοκίμιο- άπόδοση: Φλώρα Βασιλειάδου). JORGELUISBORGES: Ελεγεία (Ποίημα- άπόδοση: Γιώργος Μπρουνιας). LUIGI MALERBA: Μά εκείνη ή μαΐμοϋ δέν μ* αφήνει νά ζήσω (Διήγημα- άπόδοση: Νέλα Γιαννακοδήμου). ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ: ΚΩΝ/ΤΙΝΟΣ ΜΙΧΑΗΛ: Περί Μαλακίας, περί Συνουσίας.(Κείμενατου 1790). ΚΑΚΟΠΑΙΔΕΙΑ: Ό ένας άναγνώστης. (Γράφει όΚωστης Πα’ παγιώργης). ΤΟΒΙΒΛΙΟ: (Γράφει ό Δ. Μενίδηςγιά τόν Δημ. Νόλλα). ΤΟ ΣΙΝΕΜΑ: (Γράφει όΤ. Γουδέλης). ΑΠ’ ΤΟΤΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ: Γράμματα τοϋ Περ. Κοροβέσηκαί Γ. Βέλτσου). ΤΑ ΦΥΛΛΑ: Σχόλια
31
’Αγροτική 11 Ζευγαρίδης, ’Οργάνωση, 5) ’Αγροτικός Κόσμος (Σ. Ζευγαρίδης, ’Οργάνωση, 5) Βιομηχανική ’Επιθεώρησις (Σ. Ζευγαρίδης, ’Οργάνωση, 5) Γεωπονικά (Σ. Ζευγαρίδης, ’Οργάνωση, 5) Δελτίο ΕΒΕ (Σ. Ζευγαρίδης, ’Οργάνωση, 5) Δελτίον Διοικήσεως ’Επιχειρήσεων (Σ. Ζευγαρίδης, ’Οργάνωση, 5) Δελτίον τής 'Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών. Τόμ. ΜΕ' (Γ. Ίωαννίδης, Φιλολογική Κύπρος, 1981-1982) Δελτίον τοϋ ΣΕΒ (Σ. Ζευγαρίδης, ’Οργάνωση, 5) Διάλογος (Σ. Ζευγαρίδης, ’Οργάνωση, 5) ’Επιθεώρηση Σέλφ Σέρβις (Σ. Ζευγαρίδης, ’Οργάνωση, 5) ’Επιθεώρηση Χωροφυλακής (Σ. Ζευγαρίδης, ’Οργάνωση, 5) ’Επιλογή (Σ. Ζευγαρίδης, ’Οργάνωση, 5) Εύβοια (XX, ΣΚ, 25) Λογιστής καί ’Επιχείρηση (Σ. Ζευγαρίδης, ’Οργάνωση, 5) Μακεδονικά (Φ. Τριάρχης, Βορειοελλαδικά, 13-14) Οί Πολύτεκνοι (Σ. Ζευγαρίδης, ’Οργάνωση, 5) Οικονομική ’Επιθεώρηση (Σ. Ζευγαρίδης, ’Οργάνωση, 5) Οικονομικός Ταχυδρόμος (Σ. Ζευγαρίδης, ’Οργάνωση, 5) Σύγχρονη Γεωργική Τεχνολογία (Σ. Ζευγαρίδης, ’Οργάνωση, 5) Σύγχρονη Διαφήμιση (Σ. Ζευγαρίδης, ’Οργάνωση, 5) Σύμμεικτα νεώτερης ιστορίας (Φ. Τριάρχης, Ταχυδρόμος Καβάλας, 4/11 - Πρωινός Τύπος Δράμας, 5/11) Τά διεθνή νέα μας (Σ. Ζευγαρίδης, ’Οργάνωση, 5) Τό 3ο Μάτι (ΒΠ, ΔΙ, 58) Τρόφιμα καί Ποτά (Σ. Ζευγαρίδης, ’Οργάνωση, 5) Φθιωτικά Χρονικά (XX, ΣΚ, 24) Φιλολογική Κύπρος 1980 (ΚΧ, Φιλολογική Κύπρος, 1981-1982) Χοονικά 1981 (Φ. Τριάρχης, Ταχυδρόμος Καβάλας, 11/11 - Πρωινός Τύ πος Δράμας, 11/11)
αφιερωμα/53
παρέχουν τά πλήρη χειρόγραφα τοΰ Τζόυς -στή διάθεση όλων τών έρευνητών σήμερα- μοϋ φαί νονται ότι περιγράφουν στήν εντέλεια τή λογοτε χνική εκείνη επανάσταση πού συνίσταται στό ότι δέν σταματά στή διερεύνηση τοϋ άσυνείδητου τών ήρώων, πού τούς κατατρύχουν τά θέματα τής πατρότητας, τής αιμομιξίας, τής μοιχείας, άλλά συγκροτεί ένα άληθινό «άσυνείδητο τοϋ κειμένου», πού άναδιοργανώνει μέ ιδιότυπο, πρωτότυπο τρόπο αύτά τά κίνητρα κι αύτά τά δεδομένα. Έ τσι πρέπει νά εννοήσουμε τίς δηλώσεις τοϋ Τζόυς, πού εξηγούσε στόν Λινάτι ότι κάθε κεφά λαιο έπρεπε νά θεωρείται σάν ένα μόνο πρόσω πο, άν καί τό άποτελούν πρόσωπα σάν τίς άγγελικές λεγεώνες, όπως τίς έβλεπε ό άγιος Θωμάς. Δικαιολογεί έτσι τή χρήση διαφορετικών τεχνι κών, πού κάθε κεφάλαιο δημιουργεί, καί κατα λήγει νά κατέχει τόν τίτλο του, τήν ώρα του, τό χρώμα του, τίς όμηρικές του άνταποκρίσεις, τό όργανό του, τήν τέχνη του, τά σύμβολά του, άφού τά όλο καί πιό ριζοσπαστικά κυρίαρχα ύφη συνδέονται στό «σωματικό σχήμα τού όλου». Ό οργανισμός εμπεριέχει καί περιπλέκει τά επεισόδια καί τά θέματα σέ μιά ολότητα ικα νή νά άπορροφήσει όλα τά παράδοξα, νά ενσω ματώσει όλα τά έπίπεδα εννοιών, γιατί δέν πε ριορίζεται σέ άθροιση κεφαλαίων, ούτε στήν άσυνέχεια τών άφηγηματικών τρόπων. Έ τσι, τό πρώτο παράδοξο τού μυθιστορήμα τος παρουσιάζεται πολύ νωρίς, διαθλασμένο όμως άπό διαφορετικούς εκφραστές, πρός τούς όποιους πρέπει, πότε πότε, νά είμαστε δύσπι στοι, καί άφορά τόν Μπλούμ καί τόν Στέφεν: Ό Στέφεν, πού ή μητέρα του έχει πεθάνει λίγο πρίν καί ό πατέρας του ζεί άκόμα φαίνεται σάν νά άναζητά έναν πατέρα καί όχι ένα υποκατάστατο μητέρας. Ή νεκρή μητέρα του κατατρύχει ώστόσο τή συνείδησή του πολύ περισσότερο άπό τόν ζωντανό πατέρα του ή έναν συμβολικό πατέρα. Ή πεθαμένη μητέρα είναι ζωντανή, ό ζωντανός πατέρας είναι νεκρός, νεκρός γιά τήν οίκογένειά του, τής οποίας άρνεϊται τό συντριπτικό φορτίο, νεκρός γιά τό παρόν τής δουβλινέζικης παρα κμής, γιά νά διαφυλάξει τόν μαραμένο φωτοστέ φανο μιάς καλύτερης μέρας. Τό περίφημο μοτίβο τής «συγχώνευσης» τού Μπλούμ καί τού Στέφεν εμφανίζεται έτσι σάν ή πρώτη πρώτη άπό τίς πα γίδες πού έχουν στηθεί στό διάβα τοϋ άναγνώστη, μιά παγίδα πού σχεδόν τήν άχρηστεύουν οι άστεϊοι Μούλλιγκαν καί Χαίης στό πρώτο κιό λας κεφάλαιο. Ή άρχική παρωδία τής διπολικής δομής τών πλοκών «πατέρας καί γιός» χρησιμεύ ει μόνο γιά νά διευρύνει τή χασμωδία πού χωρί ζει γιά πάντα τόν Μπλούμ άπό τόν Στέφεν. Ή διαδρομή τής άνάγνωσης άκολουθεΐ τή διπλή τους καμπύλη, σημαδεύει τή στιγμή τής μέγιστης
Ό Τζόυς
προσέγγισης, καί χαράζει τήν έλλειπτική γραμμή τής διάστασης. Κι έτσι μπορεί νά δομηθεί μιά θεωρία μή δυνατής πατρότητας, αύτού τού «νο μικού πλάσματος» πού διατυπώνει ώστόσο τούς νόμους τού πλάσματος. Ό Στέφεν δοκίμασε, στήν αρχή, νά ξανασκεφθεΐ τή δική του σύλληψη, άπό άποψη θεϊκή, λέ γοντας γιά τόν εαυτό του δτι είναι δημιουργημένος, όχι γεννημένος, ενώ ξαναζεί τό ζευγάρωμα τών γονιών του. Προσπαθώντας νά ύπερβεί τόν σαρκικό δεσμό καί νά φθάσει τό όμοούσιο τού Πατρός καί τού Υιού προδίδεται άπό τή λογική τών εικόνων του, ταυτίζεται μέ έναν πατέρα πού τού μοιάζει, άνακατεμένος μέ τό ρημαγμένο κορ μί τής μητέρας του. Δέν άναιρεί τήν αίρεση τοΰ Ά ρείου, δέν άποδεικνύει ότι ό Υιός είναι όμοούσιος καί «γεννηθείς καί ού ποιηθείς» παρά μόνο γιά νά άρνηθεϊ ένα οικογενειακό τρίγωνο, πού γυρίζει ξανά καί ξανά στήν έλξη πού τού προκαλεί ή άμωμη κοιλία τής Εϋας, αύτή ή περ γαμηνή πού θά δεχτεί, ενδεχόμενα, τά ίχνη τής δικής του γραφής. Οί πρώτες διασταυρώσεις ανάμεσα στόν Μπλούμ καί τόν Στέφεν όδηγούν λοιπόν σύντομα σέ μιά διάκριση άνάμεσα σέ μιά πατρική γενεαλογία πού διαφυλάσσει τό "Ονο μα, καί μιά μητρική ομάδα πού τό υποβαθμίζει: ό Ρίτσι Γκούλντινγκ, παρωδιακό alter ego τού Μπλούμ στή σχέση του μέ τόν Στέφεν, ζεί σέ ένα είδος διαρκούς αιμομιξίας. Ή συμβολική τάξη πού προσδιορίζει ή lex aeterna τής άπαγόρευσης
54/αφιερωμα
τής αιμομιξίας άντιπαρατίθεται γύρω άπό τό νό μο, γιά νά τόν παρακάμψει ευκολότερα. Μπο ρούμε λοιπόν άκόμα νά ταυτίσουμε τόν Μπλούμ μέ έναν συμβολικό πατέρα τού Στέφεν; Δίχως άλλο, σύμφωνα μέ την έπιθυμία τού Τζόυς, άλλά μόνο μετά τό χωρισμό τους, δηλαδή μετά τό τέ λος τού βιβλίου. Ή τελική άρνηση τού Στέφεν, πού άποποιεΐται την πρόσκληση τού Μπλούμ, καί άρα την κηδεμονία του, καθώς καί ή πιθανή του άποπλάνηση άπό τη Μόλλυ, υποθετικό υπο κατάστατο μητέρας, καθιστά δυνατή τήν έναρξη ένός άλλου κύκλου, τήν πορεία πρός μιά «νέα αυγή», ενώ ό Μπλούμ, άποκοιμισμένος σέ έμβρυακή στάση, μέ τό κεφάλι στά πόδια της, στην κλίνη τών γήινων περιφορών τής Μόλλυ, κλείνει τόν κύκλο τής «βαθιάς νύχτας». Γιά νά προετοιμάσει τούτο τό λάλημα τού άλέκτορα, πού δέν θά άκουστεϊ ποτέ, άν καί άκούμε τό κύκνειο άσμα τής Μόλλυ, ό Στέφεν πρέπει πρώτα νά παρουσιάσει τό θέαμα τής θεωρίας του περί τού «ασυνείδητου τού κειμένου», δηλα δή εκείνη τήν πραγματεία γιά τήν πατρότητα στό έργο τού Σαίξπηρ. 'Ο Σαίξπηρ θά γεννηθεί κυ ριολεκτικά άπό τά έργα του, θά γίνει ό γιός τού “Αμλετ, στη σοφότατη, μά ελάχιστα άκριβή, άνασύνθεση πού κάνει ό Στέφεν. Πρέπει νά πα ρουσιάσει τό δραματουργό πάνω στην ιστορική καί οικογενειακή σκηνή τών προδοσιών, τών σφετερισμών, τών άνταγωνισμών άδερφών καί συζύγων, γιά νά άποδείξει ότι είναι άδύνατο νά μάθει κανείς ότιδήποτε ώς πρός τη μυστικιστική σχέση μέ τήν πατρότητα. Ό Στέφεν αισθάνεται κύριος τής κληρονομιάς του, μέσω τής άπάρνησης τού πραγματικού πατέρα, διστάζοντας άνάμεσα στήν άποκήρυξη τής αιμομιξίας καί μιάς θεολογίας τής δημιουργικής άβεβαιότητας: Στε νή ή οδός τής άβεβαιότητας, πού συνδέει τήν πα τρότητα μέ τό προπατορικό άμάρτημα. “Αν καί πλέει άνάμεσα στή Σκύλλα καί τή Χάρυβδη, ή αποδεικτική του διδασκαλία άποφεύγει τούς σκοπέλους τών δυό μοναδικών «άποδείξεων» τίς όποιες πιστεύει δτι μπορεί νά διαθέτει: Τήν άδιαμφισβήτητη άλλά άκατονόμαστη πραγματι κότητα τής διπλής διάβασης τής μητρικής κοι λιάς, άπό τόν πατέρα, τή στιγμή τού «όργασμού», καί άπό τό γιό, τή στιγμή τής γέννησης. Καί τήν άπέχθεια γιά τή μόνη διαστροφή πού φαίνεται άπόλυτα άπαγορευμένη, αυτό τόν έσχατο νόμο πού κολάζει τήν όμοφυλοφιλική αι μομιξία, πού θά ένωνε τόν πατέρα μέ τό γιό. Ή διάβαση άπό τό μητρικό σώμα πρέπει νά ξεχαστεϊ, καθώς καί εκείνη, ή πάντα πιθανή, άποπλάνηση άπό τόν δυνάμει διεστραμμένο πα τέρα, πού τό F.W. θά εκμεταλλευτεί κατά κόρο. Γιατί, χωρίς τή μητέρα, ό γιός δέν θά μπορούσε νά μή γνωρίζει τόν πατέρα του. ’Αντίθετα, ή μη τέρα μόνη της είναι άνίκανη νά πει στό γιό τό
δρόμο τής καταγωγής του ή νά θεμελιώσει τό όνομά του μέσα στό συμβολικό. "Οσο γιά τόν πατέρα, επανεμφανίζεται, άνίσχυρος, μέ τό πρό σωπο άκινητοποιημένο άπό τήν παράλυση, τό στόμα στραβωμένο άπό βουβή λύσσα, σάν τόν Σαίξπηρ στόν καθρέφτη μέσα στόν όποιο ή Κίρ κη δείχνει στόν άναγνώστη τό ίδιο του τό πρό σωπο, μέ δυό κέρατα πού τού φορτώνει άνέμελα τό κείμενο. Αύτός ό ψευτοκαθρέφτης μεγαλύνει έτσι, στό κεφάλαιο τού μπορντέλου, τή σπατάλη τού «άσυνείδητου τού κειμένου» πού έχει τοπο θετηθεί καί συναθροισθεΐ μέσα στήν ενεργητική διαδικασία τής άνάγνωσης. “Αν ό Μπλούμ ξαναβλέπει τόν πατέρα του, τόν παππού του, άν κάθεται νά τόν μαστιγώ σουν, νά τόν μεταμορφώσουν σέ γυναίκα, νά τόν πουλήσουν σάν πόρνη, άν ό Στέφεν ξαναβρίσκει τή μητέρα του καί γκρεμίζει χώρο καί χρόνο, εί ναι γιατί τό κεφάλαιο αυτό δέν περιορίζεται στή διασταύρωση τών φαντασιώσεων τών προσώπων (λόγου χάρη, οί φαντασιώσεις τού Μπλούμ καί μιάς πουτάνας, άλληλοτεμνόμενες, φέρνουν, έν παρόδω, στό προσκήνιο τό «τέλος τού κόσμου», έκπροσωπούμενο άπό ένα χταπόδι πού φορά κοντή φούστα καί μιλά μέ σκοτσέζικη προφορά), άλλά λεηλατεί ολόκληρο τό κείμενο τού Όόυσσέα. "Ολα τά άποσπάσματα πού άκούγονται, επανέρχονται καί ενσαρκώνονται στήν τρελή παντομίμα ένός γλωσσικού ιδιώματος πού έξαντλεί έως τρυγός τίς συνδυαστικές του δυνατότη τες. Ό ρυθμός τού κεφαλαίου αύτού προέρχεται άπό τή «χωροκινητήρια άταξία», μιά παράλυση τών κινήσεων τονίζει ρυθμικά τίς παραισθήσεις, ή οργάνωση τών πινάκων παραπέμπεται σέ έναν έν δυσλειτουργία οργανισμό, πού μέσα του οί αρθρώσεις παθαίνουν άγκύλωση μέ τή μορφή μιάς οδυνηρά άκινητοποιημένης θεατρικότητας, πρίν νά χαλαρώσει, νά ξεφουσκώσει σάν σκου ληκαντέρα. Δέν υπάρχει λύτρωση άπό τήν άπώθηση πρός ένα καλό σέξ, πού θά συμπλήρωνε τό corpus ολόκληρου τού βιβλίου: τό σέξ χρησιμεύει σάν μοχλός, γιά νά εξαρθρώσει τήν έπιστροφή τών κινήτρων στή μεταμόρφωση τού κειμένου. Στήν «Κίρκη» ή σκηνοθεσία γίνεται πέρασμα στήν πράξη, καθαρό σύμπτωμα. Ό ρυθμός τών έμφανίσεων καί έξαφανίσεων κινεί τήν εναλλαγή τών μικρών, τυραννικών καί άσταθών σεναρίων: Συσσώρευση καί σπατάλη τής άνάγνωσης πού ξεφορτώνεται τόν ίδιο τόν έαυτό της επί σκηνής. "Οταν μιά τέτοια μεθοδολογία έφαρμόζεται άπ’ ευθείας στήν ύλη τών γλωσσών, καί όχι μόνο στό γλωσσικό ιδίωμα ένός κειμένου πού ύπόκειται σέ συστηματική άφαίμαξη, ή άλλη σκηνή τής Κίρκης αίωρεϊται πάνω άπό τίς πολλαπλές σκη νές τού ίδιου τού F. W. Μέσα στόν τρελό χορό τού κειμένου, τό πραγ ματικό, άπόν άπό ένα έν παραλύσει Δουβλίνο,
αφιερωμα/55
προδίδεται από τή συνεκδοχή τοϋ Νάιταουν, τμήμα διεστραμμένο γιά τό σύνολο, πού άγνοεΐ τή δική του διαστροφή. Έ ν α τέτοιο τρεμοσβήσιμο διαβάζεται πραγματικό, ή ridda στά ιταλικά, στροβίλισμα ενός χορού τών λέξεων καί τών θα νάτων, άνεμοστρόβιλος, δλος παραπατήματα, τοϋ βάλς τών φαντασιώσεων. Ή σαραμπάντα αύτή, πού θά έφερνε τό άντίδοτο γιά τά μάγια τής Κίρκης, ξαναγράφεται στό F.W.: «And roll away the reel world, the reel world, the reel world!» Ή μπομπίνα τών «επικαίρων» ξεκουβαριάζεται μέ ένα φρενιασμένο τράνταγμα, ό πραγματικός κόσμος περιστρέφεται γύρω άπό τόν εαυτό του, κυλιέται, παρασύρεται σάν χαλί, είτε σάν σκηνικό, μέσα στούς άσυνεχεΐς κύκλους μιας κάπως μεθυσμένης παγκόσμιας ιστορίας. Ή λεκτική αύτή κυκλοθυμία κατακυριεύει στό Wa ke τά «άτομα», πού είναι οι λέξεις, καί τά άφήνει νά συγκρούονται μεταξύ τους, τά ήλεκτρόνια πετοΰν πρός όλες τίς κατευθύνσεις, άνασυνθέτουν όμως πάντα τά σχηματικά χαρακτηριστικά τής μεγάλης οικογένειας πού δομεί τό χάος. Ή οικογένεια χρησιμεύει, αύτή τή φορά, ως μεταβίβαση άνάμεσα στούς ιδιωματισμούς πού άποκαλύπτουν τό ασυνείδητο τών ηρώων, καί τό
ιδιόλεκτο τοϋ άσυνείδητου ένός βιβλίου κατα σκευασμένου μέ καμιά εικοσαριά διαφορετικές γλώσσες. Τό F.W. ριζοσπαστικοποιεϊ τήν κριτι κή τοϋ εθνικισμού, πού είχε εγκαινιάσει ό Μπλούμ, άντιμέτωπος μέ έναν κυκλώπειο πολί τη, γιατί χτυπά τή συγκεκριμένη βάση τοϋ κάθε εθνικισμού, εκείνη τή θεολογική πίστη στήν έξοχότητα ένός γλωσσικού ιδιώματος. Ή καταστρο φή τού Τδιάζοντος τών μονογλωσσισμών άναγιγνώσκεται, λόγου χάρη, στό παιχνίδι τής πρωκτότητας, πού έξαρτά τή δημιουργία τού κόσμου άπό τήν άφόδευση (καί, μερικές φορές, άπό τόν αύνανισμό) ένός γιουχαϊσμένου πατέρα. Έτσι, οί ίδιάζοντες ρυθμοί τών άγγλο-ίρλανδικών, πού άντηχούν σέ κάθε σελίδα, συλλαβίζονται μέσα στήν ύλικότητα ένός ιδιώματος πού προέρχεται άπό τό άμάρτημα τού πατέρα, καί άποσυνθέτει τήν κελτική γλώσσα (Erse), χάρη στόν κ... (arse), τού Ήριγουίκερ ή τοϋ στρατηγού Ρούσσε, σέ ένα διεστραμμένο Aerse. Τό ιδιόλεκτο τού Wake μέ σειρές νεολογισμών καί «ά-μεταφράσεων» (intra ductions) τής ιδιωματικής, προσδιορίζει τή δυ ναμική αύτής τής έξελικτικής διαδικασίας δαμασμού τού παγκόσμιου σημαίνοντος. Μιά τέτοια διαδικασία, προφανώς δέν μπορεί
56/αφιερωμα
ΜΟΛΙΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕ Τό έκδοτικό γεγονός τής χρονιάς
Ένα κλασικό έργο στη διεθνή Βιβλιογραφία ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ..ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ” ΤΗΛ. 264-958 ΑΘΗΝΑ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ: ΔΙΔΟΤΟΥ 3»
νά περατωθεΐ, κι όμως ή άναδρομή στην άπειροστοποίηση τών ονομασιών έπαναφέρει την κάθε φράση στους χώρους τής οικογένειας. Είναι, άλ λωστε, γοητευτικό νά παρακολουθήσει κανείς τόν ίδιο τόν Τζόυς όταν σχολιάζει τό τάδε ή τό δείνα κομμάτι στήν άλληλογραφία του. Γιατί εκείνο πού εντυπωσιάζει είναι λιγότερο τό πολυ μήχανο τών ευρημάτων ή ή νοητική ευστροφία τήν όποια άπαιτεΐ άπό τόν άναγνώστη, παρά ή συστηματοποίηση τών βασικών χαρακτηριστι κών τού εν μικρογραφία σύμπαντος πού συγκρο τείται άπό τήν οικογένεια. Βεβαίως μιά μόνη φράση πρέπει νά μπορεί νά άντέχει έπτά, δέκα, δεκαπέντε διαφορετικές, καί άντιφατικές, άναγνώσεις, ή καθεμιά άπό αυτές όμως άντανακλά άνά πάσα στιγμή τήν άνταύγεια τού βιβλίου ακέ ραιου, αύτών τών κάποιων άρχικών ή αρχέτυ πων λειτουργιών: τόν πατέρα, τη μητέρα, τούς δυό άντίπαλους γιούς, πού παράγουν έναν τρί το, τήν κόρη πού άναδιπλασιάζεται μπροστά στόν καθρέφτη της. Ή οικογένεια κατατάσσεται σάν ό χώρος παραγωγής όλων τών ιδεολογιών, πού, στή συνέχεια, άποσυνδέονται, τσακίζονται μέσα στή λεκτική χοάνη. Ό Τζόυς ζεί τή δυναμική του διείσδυση μέσα στό γλωσσικό ιδίωμα σάν μιά διαρκή έξέγερση καί φαντάζεται τόν εαυτό του σέ εμπόλεμη κατά σταση: «Δέν ξέρω μέ τί θά μοιάζει τό γλωσσικό ιδίωμα όταν θά έχω τελειώσει. Μά, άφοΰ κήρυ ξα τόν πόλεμο, θά τραβήξω ως τό τέλος». Σάν τόν Όδυσσέα, πού, ειρηνιστής καί άντιρρησίας συνειδήσεως, γίνεται, όπως παρατηρεί ό Τζόυς, ένας εξτρεμιστής τού ολοκληρωτικού πολέμου καί τής καταστροφής τής Τροίας, τό Wake έχει σάν σκοπό νά υπονομεύσει τά άγγλικά, νά τά υποσκάψει, νά λεηλατήσει μιά μητρική γλώσσα πού ή υπερβολική της εγγύτητα άηδιάζει καί γοητεύει ταυτόχρονα. "Οταν, στό τέλος τών 1Εξόριστων, ό Ρίτσαρντ, ό καλλιτέχνης, άποφασίζει νά οικοδομήσει τό έργο του πάνω στήν πληγή μ,ιάς άμφιβολίας, πού δέν θά γιατρευτεί ποτέ, όταν ό Στέφεν τοποθετεί τήν πατρότητα στή συνεχιζόμενη αβεβαιότητα τού ονόματος τού πατέρα, όταν, τέλος, ό Σέμ άρνεϊται νά προχω ρήσει στήν έξέγερση τού Ήστερ Ράιζινγκ, γιά νά προσευχηθεί στό «σύννεφο ’Αβεβαιότητα», συ νεχίζεται μιά ίδια πολιτική καί γλωσσική κίνη ση. Πρόκειται, πρίν άπό όλα, νά προστατευθεϊ τό ιδιόλεκτο άπό τίς ιδεολογικές άφομοιώσεις, είτε είναι πατρικής είτε μητρικής τάξεως. Ή υιο θετούμενη τακτική στοχεύει στήν εισαγωγή τής κυριολεκτικής πρωκτότητας μέσα στό θησαυρό τών φωνών καί τών σημαινόντων τής μητρικής γλώσσας, ενώ σαρκάζουν καί ποδοπατούν άδιάκοπα τόν πατέρα, μέσα άπό μιά στύση τών γλωσ σών καί τών διαλέκτων. Οί γλώσσες επιβάλλουν μιά πληγή πού έλκει
αφιερωμα/57
την καταγωγή της άπό τό «αυτό» των λέξεων, καί ό Τζόυς αναδιατυπώνει, μέ τόν τρόπο του, τό «Wo Es war, soil Ich werden» ("Οπου πόλε μος, εκεί κι έγώ), στό άδιάκοπο γίγνεσθαι, πού καταγγέλλει τίς μεταμφιέσεις τού έγώ. Έ τσι, ό Μπάτ φιλοσοφεί πάνω στούς λόγους πού μπο ρούν νά ώθήσουν τό στρατηγό Ρούσσε νά άπομονωθεϊ σέ ένα χωράφι, σέ άπόσταση βολής άπό τό τουφέκι του (θέλει, απλώς, νά άφοδεύσει), καί υποθέτει: «the itch in his egondoom». Μιά φα γούρα τού πέους, όφειλόμενη σέ κάποιο προφυλακτικό (itch, condom); Οί έγνοιες πού προκαλεϊ ή καταστροφή ενός βασιλείου (doom, kingdom, Eigentum); "Ενα έγώ πού προσκρούει στά βάσα να τού «αυτό» (Id, Ego); Οί σημαίνουσες σειρές βεβαιώνουν όλες τήν πτώχευση ενός υποκειμέ νου πού φανταζόταν ότι ήταν αύθέντης τού έαυτοϋ του, καθώς καί τού γλωσσικού ιδιώματος. Ό Στάνισλας Τζόυς, ό άδερφός τού Τζόυς, δέν είχε, δίχως άλλο, άδικο πού παραδεχόταν ότι θέμα τού F. W. ήταν τό «προπατορικό άμάρτημα», όμως πρέπει, ασφαλώς, νά έννοήσουμε ότι τό προπατορικό άμάρτημα τοποθετείται στό άμάρτημα τής καταγωγής, αυτής τής καταγωγής πού έρχεται καί ξανάρχεται σ’ όλες τίς σελίδες τού βιβλίου. Τό προπατορικό άμάρτημα δέν εί ναι άλλο άπό τό άμάρτημα νά πιστεύει κανείς στήν καταγωγή, στήν πλήρη της έννοια, στήν άπόλυτη θεμελίωση, στήν έπιτυχημένη έπικοινωνία, είτε μιμείται τήν «κοινωνία» μέ τή μητέρα μέσα άπό ένα προ-γλωσσικό ιδίωμα, είτε έπιβάλλεται άπό τόν παντοδύναμο νόμο ένός πατέ ρα πού βροντά καί κεραυνοβολεί. Προπατορικό άμάρτημα καί θεία δημιουργία ύπερτίθενται μές στήν άποτυχία, τήν κακοτεχνία, τήν παρωδία πού άλλάζει πάντα μές στό στόμα σέ πατρωδία (perodie). Ό Δούρειος "Ιππος πού είσάγεται διά τής βίας ή μέ πονηριά στό κάστρο τής γλώσσας, γίνε ται τότε μιά παρωδιακή Κιβωτός τού Νώε, μέσα στήν οποία ό μεθυσμένος καί άναίσχυντος πα τριάρχης βάζει σέ πειρασμό τούς γιούς του μέ μιά όμοφυλοφιλική αιμομιξία, άδιανόητη γιά τόν ίδιο του τό νόμο. Τό ιδιόλεκτο πού υπονο μεύει καί αύτοϋπονομεύεται, μπερδεύει λοιπόν άκόμα καί τή δυϊκή κατανομή τών φιλοξενούμε νων τής Κιβωτού, πού τά μυθικά της ζεύγη έπιδίδονται, χωρίς σταματημό, σέ τερατώδεις ψευδο-συνθέσεις. Καί ό κοπρώνυμος καλλιτέχνης έπιρρίπτει στό «ίδιο» τής λέξης (Same, seme, Sem στά έβραϊκά) τήν ντροπή τού άμοιρου τού Χάμ τού άποδιωγμένου, τού έξόριστου (Shame). Θά πρέπει νά μεταμορφωθεί σέ ’Ιακώβ, γιά νά άποσπάσει, παρά τή θέλησή του, τήν ευλογία άπό έναν τυφλό καί άνίσχυρο πατέρα, τού όποι ου όμως ό λόγος διατηρεί άκόμα άρκετή διαμορφωτική Ισχύ ώστε νά παραμένει άνέκκλητος. Ή
ντροπή αυτής τής πονηριάς προσδιορίζει τήν πλαστογράφηση τής γραφής (Sham). Ή διακωμώδηση αυτή δέν θά ξέφευγε άπό πισωγυρίσματα στήν ιδεολογία, άν ορισμένοι δισταγμοί, στρεβλώσεις, παραμορφώσεις δέν έρχονταν νά θέσουν ξανά τό μηχανισμό σέ κίνηση. Βεβαίως, μόλις ξεμυτίζει ή σύνθεση, ένα ricorso (επιστρο φή), κατά τόν Βίκο, φέρνει τό γιό νικητή στή θέ ση τού μισητού πατέρα, καί όλα άρχίζουν ξανά. Θά ήταν όμως εσφαλμένο νά συμπεράνουμε άπό τίς επανειλημμένες καταφάσεις ότι τό «ίδιο» επανέρχεται («the same rotourns»), ότι πρόκειται γιά ένα δοξολόγημα.τής αιώνιας έπιστροφής μέ τήν κοινή της κυκλική, κατά Σπένγκλερ, έννοια. 'Ο Τζόυς, άντίθετα, καταγγέλλει τήν έπανεγκατάσταση τών πανομοιότυπων πολιτικών γλωσσι κών ιδιωμάτων, πού βραχυκυκλώνουν τίς έπαναστατικές αμφιταλαντεύσεις. Ό Άιζενστάιν είχε ήδη σωστά τοποθετήσει τόν «άριστερισμό» τού Τζόυς στίς γλωσσικές εκρήξεις πού τραντά ζουν τό κείμενο μέ τίς εκπυρσοκροτήσεις τους. Τό δίκαιο τών πατέρων, ό νόμος τών πατριαρχών, ή ιδιοκτησία τών άγαθών, τών ιδιωμάτων καί τών εθνών, πού λαχανιάζουν επικαλούμενα τή φαλλική παρθένο τής ένοπλης πατρίδας, τί ποτε δέν διαφεύγει άπό τίς γλωσσοϊδιωματικές αύτές διαταραχές. Ή έκρηξη όμως χρειάζεται τή στάση πού προηγείται καί πού άκινητεί τόν πα τέρα σέ μιά θρησκευτική εικόνα, τό εικονοστάσι ένός διαχωριστικού τοίχου πού, στή συνέχεια, σωριάζεται, ώστε τό όνομα νά πάρει, τουλάχι στον, άρκετή συνοχή καί νά βρεθεί ξανά στή γραμμή σκόπευσης. Ό πατέρας σκοτώνεται γιά νά γραφεί τό όνομά του μέσα στήν ίδια του τήν άποσύνθεση. Ή διαρκής έξέγερση έχει επίσης άμυντική λει τουργία, ενάντια στόν ίδιο της τόν άφηνιασμό προσπαθεί νά αύτοπροδίδεται αδιάκοπα, έχει σάν στόχο νά κάψει τά καράβια της στή γυμνή ακτή τής καταγωγής, νά στήσει συρματοπλέγμα τα σέ γραμμές άντίστασης, άντεπιτίθεται μέσα στήν ίδια τήν έπαναληπτική διαδικασία. Γι’ αύτό καί τό λοξό, χαϊδευτικό φώς πού φωτίζει τά μεταβαλλόμενα κίνητρα μέσα άπό τούς ιριδι σμούς ένός κειμένου πού πάντα διστάζει άνάμεσα άπό δυό σημαίνοντα, άνάμεσα άπό δυό ή πε ρισσότερες γλώσσες, έχει ανάγκη νά στηριχθεϊ στήν αίρεση, μέσα στό ορθόδοξο ζευγάρι. Αίρε ση, έννοούμενη πάντα ως άντίσταση. Ό Τζόυς καί οί φίλοι του είχαν μεταφράσει τό «my jointspoiler» μέ τό «ό έπίπεδος θραύστης μου τής ήνωμενοαντίστασής μου» άκριβώς πρίν άπό τήν άπαγγελία τής κατηγορίας κατά τού ’Ηριγουίκερ ότι είναι «αιρετικός» στή μετάφραση τής ’Άννα Λ ίδια Πλονραμπέλλε. Ή άντίσταση αυτή πού άποκαλύπτει τό μηχανισμό τής έκτρνωσης, καί τόν προδίδει μέ τήν ίδια κίνηση, έρμηνεύει τήν
58/αφιερωμα
άμφίλογη, διεστραμμένη στάση τοϋ Τζόυς άπέναντι στην ψυχανάλυση, τής οποίας, δικαιολο γημένα, μπορούσε νά φοβάται τόν ιμπεριαλισμό. Ά ν λέει ότι προτιμά την εξομολόγηση άπό τήν ψυχανάλυση, άν διασκεδάζει ζευγαρώνοντας κωμικά τόν Φρόυντ μέ τόν Γιούνγκ, σ’ αύτό τόν ώθεΐ λιγότερο ή άγάπη τής διακωμώδησης παρά ή άδάμαστη θέληση νά άντισταθεΐ, μέ τήν παρα μόρφωση τοϋ warping process, ένάντια σ’ αύτό πού παρουσιαζόταν άκόμα σάν μιά γενική έπιχείρηση έρμηνευτικοποίησης τών κειμένων, λέ γοντας χύμα τά σύκα-σύκα καί τη σκάφη-σκάφη, γιά τό άσυνείδητο. 'Ως πρός αύτό, ό Τζόυς πα ραμένει, όπως λέει ό Λακάν, τό σύμπτωμα, μέ τήν έννοια ότι άποτελεΐ σύμπτωμα γιά τήν ψυχα νάλυση τής εποχής του. 'Ο Τζόυς δέν άρκεΐται μόνο νά στριμώξει, πλάτη μέ πλάτη, τόν Φρόυντ καί τόν Τζόυς, άλλά μετατοπίζει τή σύγκρουσή τους θέτοντας σέ ενέργεια έναν ορισμένο άριθμό έννοιών παγιδευμένων μέσα στίς θεωρητικοποιή σεις τους, όπως ή δισεξουαλικότητα, ή διαστρο φή ως λογοτεχνία, ή ύστερία ώς ιστορία... καί, κυρίως, άρνεϊται στούς ψυχαναλυτές τό δικαίω μα νά διαβάζουν τό κείμενο σάν τήν προβολή τοϋ άσυνείδητου τού συγγραφέα (ξέροντας καλά τί είχε παίξει ό ίδιος στίς δικές του προβολές), πράγμα πού δέν άφαιρεϊ τίποτα άπό τή δυνατό τητα νά στοχαστούμε πάνω στό «άσυνείδητο τού κειμένου». ’Ά ν, όπως έλεγε ό Τζόυς στόν Μέρκαντον, ένα λεπτό φύλλο χαρτιού χώριζε τόν Όδυσσέα άπό τήν τρέλα, αύτός ό άπόλυτος κίνδυνος φαίνεται νά έχει απομακρυνθεί στό F.W., τού οποίου γί νεται σαφέστερος ό άποτρεπτικός χαρακτήρας. Γιά μιά στιγμή, είναι άλήθεια, ή γραφή τής ’Ερ γασίας σέ πρόοδο συνέχισε νά πλησιάζει τόν επι κίνδυνο αύτό χώρο, άπό όπου θά μιλούσε ή Ίσυ, ή κόρη τού Ήριγουίκερ, μιμούμενη τά τρελά άστραποβολήματα τής Λουτσία, ώς τήν έκφραστική διάσπαση τών σημειώσεων τού κεφαλαίου τών σχολικών εργασιών. Δίχως άλλο, ό Τζόυς ύποχώρησε μπροστά σ’ αύτή τή διάλυση, κι άφη σε τελικά νά τόν κερδίσει ό ίλιγγος τής όμορφης μηχανής πού κατασκεύαζε. Ή αύτόματη ένταξη τών καταλόγων ξένων όρων, άναφορών ή παρω διών, ένισχύοντας τήν έσχατη στιγμή ένα ήδη συμπαγές πλέγμα άλληλοδιασταυρούμενων δι κτυώσεων, είχε διευκολυνθεί άπό τή διχοτόμηση όλων τών διατυπώσεων, άπό τή χρήση τοϋ σε ξουαλικού διφορούμενου πού συγγενεύει μέ τή δισεξουαλικότητα, καί τό όποιο πρέπει επίσης νά έννοήσουμε σάν τό «ένδυμα σεξουαλικότητα» ενός κειμένου κατασκευασμένου μέ δολώματα όπου κρύβεται διά παντός ή άλήθεια (la bisexualite - 1’habit sexualite). Δέν άντιλαμβανόμαστε πιά παρά μόνο τά συμπτώματα πού άνάγονται στό σειρειακό, στή σημαίνουσα σπατάλη, πού
βρίσκει άπήχηση στήν άνά-γραφή, στήν οποία πειθαναγκάζεται ό άναγνώστης, γιά νά αφήσει νά μιλήσει τό δικό του άσυνείδητο. Ή συνάρθρωση αύτών τών πονηριών μέ τίς πονηριές τού Όδυσσέα μπορεί νά γίνει κατα νοητή άν παρατηρήσουμε τήν παράδοξη άντιστροφή πού χρησιμοποιεί ό Τζόυς, σέ σχέση μέ τή διαδοχή τών ομηρικών επεισοδίων μέ έπίκεντρο τήν Κίρκη. Στήν ’Οδύσσεια, ό Όδυσσέας παίρνει πρώτα άπό τόν Ερμή τή moly, τό βότα νο πού θά τόν προστατεύσει άπό τά καταπότια τής μάγισσας, ύστερα τή νικά καί τέλος διαβαί νει τούς σκοπέλους τών Σειρήνων. Στόν Όόυσσέα, άκολουθούμε τόν Μπλούμ στό μπάρ τών Σειρήνων στό κεφάλαιο 11, ύστερα τόν συναν τούμε, μαζί μέ τόν Στέφεν, στό, κατά Κίρκην, μπορντέλο, στό κεφάλαιο 15, καί μόνο στό κεφά λαιο 18 ή αληθινή Molly-moly (καί όχι ή ζαρωμέ νη πατάτα πού φέρει) προσυπογράφει μέ τή φω νή της στό «διαβατήριο γιά τήν αιωνιότητα» τού Μπλούμ. Ή γεμάτη καί ίσόρρυθμη αύτή φωνή, πού περιστρέφεται γύρω άπό τόν έαυτό της, δέν έχει άντιστοιχία στό F.W., πού σπάζει κι άνακατεύει τίς άνάσες, γιατί ό Τζόυς δείχνει λιγότερη εμπιστοσύνη στή σωτήρια καλή πίστη τής Κίρ κης, πού ώθεί στό ταξίδι πρός τούς νεκρούς. Στό Wake, δέν ύπάρχει κανένα άντίδοτο στή θηλυκή σαγήνη τών ήχων, γιατί όλα μάς κάνουν νά σκε φτόμαστε μιά τελευταία πονηριά τής Κίρκης, πονηριά στήν όποια θά ύποκύψει ό ηρωισμός τού Νότου ενός πνεύματος πού επιστρέφει στή γενέτειρα γή του. Κι άκόμα, τό ύστατο τούτο μάγεμα σίγουρα δέν έχει πάρει τέλος. Γιατί, άκριβώς, ή Κίρκη δέν ήταν πού είχε μυστικά ύφάνει όλο έκείνο τό περίπλοκο συνονθύλευμα άπό σκοινιά καί βου λοκέρια, γιά νά επιφυλάξει στόν Όδυσσέα μιάν άπαγορευμένη άπόλαυση; Ό Όδυσσέας δέν θά καταχτιόταν, τήν ύστατη στιγμή, άπό τή μάγισ σα, άν δέν είχε σωθεί μέ τήν επέμβαση τού συγ γραφέα; Πράγματι, πώς νά ξέρουμε ότι τό καρά βι είναι άλήθεια μακριά άπό τό τραγούδισμα τού μοιραίου τραγουδιού, άν, άληθινά, οί ναύτες δέν άκούν τίποτε, άν ό Όδυσσέας δέν μπορεί νά κά νει καμιά κίνηση; Δέν κατατρυχόμαστε τάχα έμεϊς, άμοιροι όρθολογιστές άναγνώστες, άπό τό βουητό ενός βουλοκεριού, καί άπό ένα σατανικό πνεύμα τού Τζόυς, πάντα άλυσόδετοι, ποιος στόν μπάγκο γιά κουπί, ποιος στημένος στό κα τάρτι, μέσα σέ μιά γαλέρα πού τό σκαρί της άντηχεϊ άπό τό τιτίβισμα όλων τών γλωσσών τού κόσμου;
Copyright: Magazine Litteraire Μ ετάφραση: Γιώ ργος Σ πανός
αφιερωμα/59
O d ile G a n d o n
Ό Όδυσσέας καί ή γλώσσα τοΰ Όμηρου Κατά τόν Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ό Τζόυς, έξόριστός στη Ζυρίχη, είχε γιά κα θηγητή των έλληνικών ένα συμπατριώτη τοϋ Όόυσσέα. Τά τετράδια πού μαρτυ ρούν αυτή τή μαθητεία είναι τό θέμα τής διατριβής τής έλληνίδας πανεπιστημιακού Μαντώς Άραβαντινού, μεταφράστριας τού Τζόυς στά ελληνικά. Η εξαίρετα τεκ μηριωμένη αυτή μελέτη άφήνει νά υπονοηθεί ότι γιά τόν Τζόυς ή ελληνική γλώσσα είχε τή μελωδία τής λευτεριάς. «Ά χ, Δαίδαλε, οί Έλληνες! Πρέπει νά σοϋ τούς γνωρίσω. Πρέπει νά τούς διαβάσεις στά έλληνικά. Θάλαττα! Θάλαττα!» άναφωνεί ό Μπάκ Μούλλιγκαν, άπευθυνόμενος στόν άοιδό Στέφεν Δαίδαλο, άπό τίς πρώτες κιόλας σελίδες τοϋ Όόυσσέα. Μπροστά στά μάτια, ωστόσο, απλώ νεται ή «σταχτιά καί γλυκιά» θάλασσα τών ιρ λανδικών άκτών, όχι ή θάλασσα τοϋ Όμηρου, πού έχει «τό χρώμα τού κρασιού». Ά π ό την όμηρική γλώσσα, μόνο ελάχιστα στοιχεία ήξερε ό Τζόυς, ένα «κενό πού τόν έκανε νά ύποφέρει», λέει ό Φράνκ Μπάντγκεν. Γιά τή σύνθεση τού Όόυσσέα ό Τζόυς κατάφευγε στη μετάφραση τής Όόύσσειας τού Μπάτσερλανγκ. Άβολη θέ ση, πού την ένιωθε σάν εξορία ό Τζόυς, ό όποιος έμπιστευόταν στό φίλο του: «Καί όμως, ή γλώσ σα αύτή, δέν είναι τάχα ένας κόσμος μές στόν όποιο είμαι ιδιαίτερα ικανός νά μπώ;» Αύτό τό αίσθημα τής συγγένειας ήταν, δίχως άλλο, ή πηγή τής καχυποψίας του άπέναντι σέ κάθε προσπάθεια ερμηνείας τής έλληνικής πολι τισμικής κληρονομιάς. Κοιτάζοντας χωρίς έπιείκεια την Πηνελόπη τοΰ γλύπτη Μπουρντέλ θά πει: «Αύτό μού θυμίζει τούς σύγχρονους σχολια στές τοΰ 'Ομήρου». Ή ίδια έπιφυλακτικότητα γιά τά έλληνίζοντα δράματα τού Σέλλεϋ, γιά τόν όποιο έτρεφε άλλωστε τόν πιό μεγάλο θαυμασμό: «'Υπάρχει βέβαια πολλή όμορφιά στόν Προμη θέα Δεσμώτη καί στήν Ελλάδα, έχω όμως τήν αίσθηση ότι αύτή ή όμορφιά παίρνει στραβό δρόμο». Τότε, πού νά ξαναβρεϊ τό βαθύτερο πνεύμα τής άρχαίας Ελλάδας; Ό Τζόυς σκύ
φτηκε ότι ή καλύτερη πρόσβαση ήταν νά γνωρί σει τούς σύγχρονους Έλληνες! Ή Τεργέστη, μεσογειακό λιμάνι στραμμένο πρός τήν Ανατολή, πόλη τής μετανάστευσης καί τής έξορίας, πού ό Ιρλανδός συγγραφέας ονόμα σε «δεύτερη πατρίδα» του, ήταν γι’ αυτόν ό τό πος μιάς πρώτης συνάντησης. Έκεΐ, άνάμεσα στό 1905 καί τό 1915, συνδέθηκε μέ τήν έλληνική παροικία, πού ή παρουσία της στήν Τεργέστη άναγόταν στόν 18ο αιώνα. Προσκολλημένοι στήν ελευθερία τους καί εχθρικοί πρός τήν αυστριακή κατοχή οί περισσότεροι, οί Έλληνες αυτοί τής διασποράς -μεγαλοοικογένειες πατρικίων, πού υπήρξαν γι’ αύτόν Μαικήνες, ή τυχοδιώκτες τών λιμανιών καί τών καπηλειών- θά έπαιξαν άποφασιστικό ρόλο στή σύλληψη τοΰ Όόυσσέα. Εί ναι ή ιδέα πού άναπτύσσει ή διατριβή τής Μαν τώς Άραβαντινού μέ τίτλο Τά έλληνικά τοϋ Τζαίημς Τζόυς. Ξέρουμε ότι ό Όδυσσέας τού 'Ομήρου υπήρξε γιά τόν Τζόυς ό «μόνος ήρωας πού είχε ποτέ περιγράφει κατά τρόπο πλήρη καί ολοκληρωτικό άπό ένα συγγραφέα». Τό σωσία του τάχα δέν συνάντησε στό λιμάνι, μέ τά χαρα κτηριστικά ένός κάποιου Νικόλα Σάντα, Κερκυραίου στήν καταγωγή, μέ πολλές έναλλαγές στή ζωή του, πού είχε περάσει άπό όλα τά επαγγέλ ματα, άλλοτε πλούσιος, άλλοτε φτωχός, άγράμματος, όμως ικανός νά άπαγγείλει άπ’ έξω κομ μάτια ολόκληρα άπό τήν ’Οδύσσεια; Αύτός ό πρωτεϊκός ήρωας, «πιό Έλληνας κι άπό τούς Έλληνες» -όπως θά πει γιά τόν Μπλούμ ο Μπάκ Μούλλιγκαν- είχε, έκτος άπό αύτά, καί μιά σύ-
60/αφιερωμα
Ό Τζαίημς Τξόυς
ζυγό πού, σύμφωνα μέ τή Μαντώ Άραβαντινού, υπήρξε ένα άπό τά πρότυπα τής Μόλλυ / Μά ριον. Βέβαια, ό Μπλούμ, κεντρική μορφή τού Όδυσσέα, είναι Εβραίος, δμως «ένας Εβραίος έλληνας είναι ένας "Ελληνας έβραΐος», άκοϋμε νά λένε στό μπορντέλο τής Μπέλλα Κοέν. Ό ίδιος ό Τζόυς δέν νόμιζε ότι «πολλά μπορούσαν νά ειπωθούν υπέρ τής θεωρίας σύμφωνα μέ τήν όποια ή ’Οδύσσεια ήταν ένα σημιτικό ποίημα»; Διάθεση γιά παραδοξολογία; "Οχι μόνο. Ό Όδυσσέας, ήρωας «πλήρης», δέν ύποχρεοΰται νά είναι, στό Δουβλίνο τού 20ού αιώνα, καί Έβραΐος καί Έλληνας; Στήν Τεργέστη, όπου δλοι μιλούσαν ιταλικά, ό Τξόυς έμαθε μόνο λίγα ψήγματα ελληνικών. Ή πραγματική «συνάντηση» έγινε στή Ζυρίχη, όπου κατέφυγε τό 1915, όταν ή ’Ιταλία μπήκε στόν πόλεμο. ’Αναλύοντας εξονυχιστικά τά τε τράδια πού χρονολογούνται άπό τήν εξορία στή Ζυρίχη (’Ιούνιος 1915-Όκτώβριος 1919), ή Μαν τώ ’Αραβαντινού μάς άφηγεϊται πώς, συντροφιά μέ τό φίλο του Παύλο Φωκά, ό Τζόυς έμαθε έπιτέλους έλληνικά. Ό Φωκάς (ένας άλλος Όδυσσέας!) είχε άκριβώς γεννηθεί στή Σάμη, άντίκρυ άπό τήν ’Ιθάκη, τήν όποια άναπολεί ό στίχος τής ’Οδύσσειας: «... στή Σάμη καί τή Ζάκυνθο, τή δασωμένη...» Άνθρωπος τής εξορίας, μά καί τής έπιστροφής, ό Φωκάς, κατά τή Μαντώ Άραβαντινού, είχε ένα τέλος «πού θά άρεσε στόν Τζόυς»: Α φού έζησε στή Ρουμανία, μετά στή Ζυρίχη, μετά στήν Αφρική, γύρισε στή Σάμη καί πέθανε στή δική του γή. Ή γλώσσα πού διδάσκει ό Φωκάς στόν Τξόυς
είναι ή γλώσσα τών Ελλήνων τής διασποράς: Μιά «καθαρεύουσα» σημαδεμένη άπό άρχαϊσμούς, άρκετά κοντά στήν άρχαία γλώσσα. Τά μαθητικά αυτά τετράδια, άνώδυνα γιά έναν άπρόσεκτο παρατηρητή, παρουσιάζουν τή συνη θισμένη πορεία στή μάθηση μιάς γλώσσας. 'Ο Τξόυς καί ό Φωκάς, πού τό πορτοφόλι τους ήταν τίς περισσότερες φορές άδειο, διασκέδαζαν μά λιστα συντάσσοντας υποδείγματα έπιστολών, πού άπηύθυναν σέ έλληνικές τράπεζες ζητώντας δάνεια! Στήν ίδια σελίδα γειτονεύουν δημοτικά τραγούδια μέ τό «Πάτερ ημών» στά έλληνικά. Ά λλες σελίδες άναφέρονται στίς άντιξοότητες τού καθημερινού βίου: «Έχω χαλασμένα δόντια, δέν είχα πιά λεφτά δταν ήμουν στήν Τεργέστη». Ή στήν εμπόλεμη κατάσταση πού βασίλευε στήν Ευρώπη: «Αφού εισβάλουν στήν Αγγλία, οί Γερμανοί θά καταλάβουν τό φεγγάρι καί τόν ήλιο». Στό πάνω μέρος ενός φύλλου, προσεκτικά καλλιγραφημένη, μιά οδυνηρή ύπενθύμιση: «Εί μαι μακριά άπό τήν πατρίδα μου». Πιό πέρα, μετά άπό μιά άπαρίθμηση δλων τών έλληνικών λέξεων πού άφορούν τό άνδρικό όργανο, μιά προσευχή: «Εις τό όνομα τού Πατρός, καί τού Υιού, καί τού Α γίου Πνεύματος, εις τούς αιώ νας τών αιώνων, Αμήν». Σημεία άναφοράς, μέ σα σ’ αύτό τό πολυποίκιλο μωσαϊκό, ό έλληνικός έθνικός ύμνος: «Χαίρε, ώ χαΐρε, Ελευθερίά!»,* καί ένα τραγούδι τής ελληνικής επανάστασης: «Μαύρη είν’ ή νύχτα στά βουνά...». Κι άλλού: «Έχασα τό κλειδί μου», φράση πού έπανέρχεται συχνά. Αύτό δέν θυμίζει κάτι; Τήν άρχή καί τό τέλος τού Όδυσσέα; Μιά πιό προσεκτική άνάγνωση μάς έπιτρέπει μάλιστα νά άνακαλύψουμε φράσεις ολόκληρες πού θά ξαναβρούμε στόν Όδυσσέα καί στό Finnegans Wake. Καί, ξάφνου, οί όμηρικοί στίχοι, οί στίχοι τής ’Οδύσσειας. Επιτέλους διαβασμένοι καί γραμμένοι στό ίδιο τό κείμενο: «"Εφυγαν πάνω στή θάλασσα πού εί χε τό χρώμα τού κρασιού», καί προπάντων: «Τό όνομά μου είναι Κανένας. Δέν έχω πιά γύρω μου ούτε τή μητέρα μου, ούτε τόν πατέρα μου, ούτε όλους τούς συντρόφους μου». Ή ίδια φαινομενική άταξία, ή ίδια άπόλαυση τών σωρευμένων, άνακατεμένων, έκσφενδονισμένων λέξεων πού θά βρούμε καί στόν Ό δυσ σέα ή στό Finnegans Wake. Τό συναρπαστικό αύ τό παιχνίδι μέ τήν έλληνική γλώσσα είναι σύγ χρονο μέ τή μεταμόρφωση τής γραφής τού Τξόυς. Ά π ό έκεί θά γεννηθούν οί Χρονόπουλοι, οί Μούνοι (άναφορά στήν έλληνική λέξη τού γυ ναικείου οργάνου), ό Άγαπομουνίδης (ό έραστής τού ως άνω οργάνου) καί τά άλλα Κουτή * « Ό πιό ωραίος ϋμνος τον κόσμον», γράφει ό Τζόυς σέ ένα γράμμα του στή μις Γονήβερ.
αψιερωμα/61
Κυρά... τού Όδυσσέα, τού Finnegans Wake, τών Δουβλινέζων, χωρίς νά άναφέρουμε τόν άγιο Φωκά καί τή Σινώπη, κι όλους τούς άλλους άγιους, έπώνυμους, συνώνυμους, ψευδώνυμους καί άνώνυμους πού ή απαρίθμησή τους ξετυλίγε ται άτέλειωτη στόν Όδυσσέα, στό τέλος τής κη δείας τοϋ Ντίγκναμ, καί στούς όποιους ή Μαντώ Άραβαντινού διακρίνει την άναπόληση όλων τών έλλήνων φίλων τής Τεργέστης καί τής Ζυρί χης. Οί Έλληνες καί ή γλώσσα τους, πού ό Τζόυς τούς έβρισκε «αστείους καί χοντροκομμέ νους», παίρνουν τή θέση τους στήν περίπλοκη τζοϋσιανή συναρμολόγηση, ποιητικό παιχνίδι πού ίσως νά βοήθησαν γιά νά άλλάξουν οί κανό νες του. Κάτι παραπάνω: ή Μαντώ Άραβαντινού βλέ πει στήν ελληνική γλώσσα τή γλώσσα τής λύτρω σης: ή άποκάλυψη τοϋ μυστικοϋ αύτής τής γρα φής, η διείσδυση στό μυστήριο τών λέξεων αυ τών, κοντινών μά καί τόσο άπόμακρων συνάμα, γιατί ήταν έξω άπό τήν παιδεία πού είχε, συνο δεύονται άπό μιά άρση τών ταμπού. Τά ελληνικά τετράδια γέμουν άπό λέξεις χυδαίες, πρόστυχες, άπό εκφράσεις σκατολογικές -ύπερχείλιση τού άσεμνου, πού δέν υπάρχει στά τετράδια τά γραμμένα άπό τόν Τζόυς στά γαλλικά ή στά ιτα λικά. Γιά τόν Τζόυς, καταλήγει ή Μαντώ Ά ραβαντινού, ή ελληνική γλώσσα είχε, κατά τήν έκ φραση τού ίδιου τού συγγραφέα, τή γλυκιά γεύ
ση τής άμαρτίας. Κάτω άπό τή βέργα τών Ιησουιτών, στό κολέ γιο καί στό πανεπιστήμιο, τά λατινικά χρησιμο ποιούν ό Δαίδαλος καί οί συμμαθητές του, όπως τά είχε χρησιμοποιήσει καί ό ίδιος ό Τζόυς: Ή άληθινή Ελλάδα είχε περάσει άπό τήν κρισάρα τής σχολαστικής φιλοσοφίας! Τά λατινικά επίσης διδάσκει ό καθηγητής Μάκ Χάγκ στόν Ό δυσ σέα. "Ομως, τή γλώσσα αύτή τήν υπηρετεί «ανέν τιμα», άφού είναι ή γλώσσα τών άφεντάδων, τού imperium romanum, αυτών πού «τό μυαλό τους κυβερνιέται άπό τό ρητό: ό χρόνος είναι χρή μα». Ενάντια στήν τάξη τών «οικοδόμων τών υπονόμων», κραυγάζει τήν άγάπη του γιά τά ελ ληνικά, «λέξη άκτινοβόλα, άκτινοβολία τής διά νοιας, γλώσσα τού πνεύματος». Τά έλληνικά εί ναι, βέβαια, μιά χαμένη υπόθεση, όμως ή μόνη πού μπορεί νά υπηρετήσει έντιμα. "Οσο κι άν εί ναι ένας «κομπορρήμων λήσταρχος», ό καθηγη τής Μάκ Χάγκ λέει, σίγουρα, τήν τελευταία λέ ξη: ή ελληνική γλώσσα, άντικείμενο επιθυμίας, γίνεται ή γλώσσα τής λευτεριάς. Τά τετράδια τής Ζυρίχης, όπου έγγράφεται τό ταξίδι τοϋ Τζόυς μέσα στή γλώσσα τού Όμήρου, άφηγοΰνται ένα επεισόδιο αύτής τής άναζήτησης τής λευτεριάς. Copyright: Magazine Litteraire Μ ετάφραση: Γιώργος Σπανός
Ε Κ Δ Ο Σ Ε ΙΣ
ΟΔΥΣΣΕΑΣ 30% ΣΕ ΟΛΑ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ 15% ΣΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΣΕΠΗΣ
ΕΚΠΤΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΟΛΛΕΣ ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΡΟΣΦΟΡΕΣ ΟΛΟ ΤΟ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟ ΣΕ ΟΛΑ ΤΑ ΣΥΝΕΡΓΑΖΟΜΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ
62/αφιερωμα
Β ά ιο ς Π α γ κ ο υ ρ έλ η ς
Ό Τζόυς καί τό θέατρο Ερωτήματα στην αναζήτηση μιας σχέσης Ψάχνοντας στοιχεία γιά τή σχέση Τζόυς-θεάτρον, βρίσκει κανείς (ή τουλάχιστον έγώ, μάλλον μέτριος φιλολογικός ερευνητής) τόσο λίγα, άποσπασματικά καί τυ χαία, ώστε τό πρώτο πού τού έρχεται στό νοϋ είναι νά έγκαταλείφει την προσπά θεια. Έ ν α πλήρες έργο μόνο («Οί εξόριστοι»), πού κι αύτό δεν «παίζεται» στή σκηνή. Μιά λίγο προηγηθείσα καί στή συνέχεια παράλληλη καί μή δια σταυρούμενη μέ τόν Τζόυς άνθιση τού θεάτρου στην Ιρλανδία καί τό Δουβλίνο (την ’Ιρλανδία του καί τό Δουβλίνο τον). Μιά φιλία καί ίσως έναν αδιόρατο καί μή υπαρκτό -θεατρικό ειδι κά- έπηρεασμό στό μεγάλο θεατρικά συντοπίτη του, τό Σάμουελ Μπέκετ (ό όποιος δούλεψε λίγο πρίν άπ’ τό Β' παγκόσμιο στό Παρίσι καί σάν γραμματέας τού Τζόυς, ένώ αρκετά χρόνια νωρί τερα, τό 1929, τό πρώτο του δημοσίευμα μέ τίτλο «Δάντης, Μπρούνο, Βίκο, Τζόυς» καταχωρήθηκε στό τιμητικό άφιέρωμα πού μερικοί φίλοι καί θαυμαστές άφιέρωσαν στόν Τζόυς). Καί δυότρεϊς «πληροφορίες» στή συνέχεια, όχι μόνο δέν φωτίζουν περισσότερο τήν κατάσταση, άλλά καί τή γεμίζουν σύγχυση: Νέος άκόμη ό Τζόυς θέλη σε πάλι νά γράψει θεατρικό λόγο («Λαμπρή στα διοδρομία»), πού μάλιστα βρήκε καί άρκετά θερμή κριτική υποδοχή. Μά δέν συνέχισε ως τό 1914, χρονολογία γραφής τών μοναδικών «’Εξό ριστων». Ή , πάλι, τό ότι τό πρώτο κριτικό άρ θρο του άσχολιόταν μέ ένα θεατρικό έργο, τό «"Οταν θά ξυπνήσουμε άνάμεσα στούς νεκρούς» («"Οταν έμεϊς οί νεκροί θά ξυπνήσουμε», όπως είναι ή σωστή μετάφραση τού τίτλου) τού Τψεν. Τά ίχνη άνεπαίσθητα, ενδείξεις πού δέν ικα νοποιούν έστω αιτιολογία τής προσπάθειας. Καί μόνο μιά «κατάδυση» σ’ αύτά, μά πιό πολύ μιά «κατάδυση» στήν ίδια τή γραφή καί τό έργο τού Τζόυς μπορεί νά πλάσει κάποιον άόρατο δεσμό μέ σημασία άνάμεσα στό συγγραφέα καί'τό θέα
τρο, ένα δεσμό διαίσθησης μάλλον παρά πραγ ματικότητας, γεμάτον ερωτήματα παρά συμπε ράσματα. "Ας πούμε, γιατί πρός τό τέλος του ό «Όδυσσέας», τό πιό γνωστό καί άκριβοθώρητο μυθι στόρημα τού Τζόυς, είναι γραμμένος μέ τή μορ φή θεατρικού έργου; (Καί τί «θεατρικού» έρ γου...) Γιατί δέν δοκίμασε όλα τά ενδιάμεσα χρόνια νά γράψει άλλο θέατρο καί γιατί οί «’Εξόριστοι» έχουν τόση διαφορά στό ύφος καί τούς τρόπους από τό υπόλοιπο -πεζογραφικό του- έργο; Τελικά, ίσως τά ερωτήματα αύτά, καί άλλα, νά είναι ή μόνη κληρονομιά άπό όποια αναζήτη ση τού δεσμού... "Ας πάρουμε όμως τά πράγματα άπό τήν άρχή τους. Σίγουρο, λοιπόν, είναι ότι στά χρόνια τού Τζόυς ή ’Ιρλανδία ήταν έτοιμη νά αναπτύξει τό θέατρό της. Έ να θέατρο πού προήλθε άπό γενι κή Ανάγκη, όπως μαρτυρεί καί ό ρεαλισμός του, έστω κι άν ξεχώρισαν άτομα πού συνεισέφεραν τήν ποίησή τους. Τό 1899 ιδρύεται τό ’Ιρλανδικό Λογοτεχνικό Θέατρο, πού θά «ένηλικιωθεΐ» μετά τρία χρόνια στό Abbey Theatre, μέ τόν Γαίητς, τή Λαίδη Γκρέγκορυ καί τόν προστατευόμενό τους, τό Σύνγκ. Ό Τζόυς φεύγει άπό τήν ’Ιρλανδία τό 1904, χρονιά πού ό Σύνγκ πρωτοπαρουσιάζει τούς «Καβαλάρηδες τής θάλασσας». Τά γεγονό τα παράλληλα, χωρίς απόδειξη ότι έπέδρασε τό ένα στό άλλο. (Μήπως ή επίδραση είναι σέ πιό βαθιά αίτια;)
αφιερωμα/63
«Ή Ιρλανδία τοΰ Τζόυς δεν είναι βέβαια ή ’Ιρλανδία τοΰ Γαίητς» σημειώνει ή άκούραστη μελετήτρια τοϋ Τζόυς, ή Μαντώ Άραβαντινού. "Ομως, οί χαρακτήρες τοϋ Τζόυς καί οί χαρα κτήρες τοϋ Σύνγκ, καί κυρίως τών μεταγενέστε ρων Ο’ Κέηζυ, Κάρολ καί τών άλλων τής ιρλαν δικής συνέχειας, έχουν τόσο κοινό περίγραμμα, ώστε μοιάζουν νά ξεκινούν άπό τό ίδιο σημείο εκκίνησης καί νά τρέχουν όμοιες διαδρομές, άπό διαφορετικές σκοπιές κοιταγμένες. "Ισως ορισμένα θεατρικά έργα τής ομάδας τοϋ άβαείου σέ μιά άβίαστη ή επιβεβλημένη προσπά θεια νά κυνηγούν τίς «ρίζες» στην ιρλανδική ύπαιθρο καί παράδοση. Ό χώρος καί ό χρόνος είναι ρευστοί στίς μεταμφιέσεις τους, γι’ αυτό καί δέν είναι μακρύτερα άπό την ύπαιθρο καί την παράδοση οί άστοί ήρωες, έπαναστάτες κι αύτοί, άναζητητές ή φανφαρόνοι. Παρά τόν θεατρικό ρεαλισμό τους άντικαθρεφτίζουν σύμ βολα. Ή ήθογραφία δέν τούς διαβρώνει, κι άς είναι κάτι πιό πολύ άπό χαρακτηριστική ή πα ρουσία τοϋ τόπου, όπως άνάλογα δέν διαβρώνει -μά άναδύει- τό ιρλανδικό Δουβλίνο, τό όποιο καθοδηγεί καί καθορίζει την πένα καί την έμ πνευση τού Τζόυς, είτε στόν «Όδυσέα», είτε άκόμη στούς «Δουβλινέζους», είτε στούς θεατρι κούς «Εξόριστους». Πόση άραγε γνώση γιά τό ιρλανδικό θέατρο είχε ό Τζόυς, στά λίγα χρόνια τής ζωής του στην πατρίδα καί στά πολλά τής άπουσίας του; Ή άπάντηση εδώ φαίνεται ξεκαθαρισμένη καί «άπολυμαίνει» τούς προηγούμενους παραλληλι σμούς: Δέν υπάρχει πλήρης άγνοια, άλλά ούτε γνώση «συμμετοχής» ή τουλάχιστον συστηματι κής παρακολούθησης. «Τό θέατρο ’Άμπεϋ (Ab bey Theatre) θ’ άρχίσει (σ.σ.: τή σαιζόν) μέ έργο τού Σύνγκ» γράφει στή γυναίκα του Νόρα, όταν έκανε μόνος του ένα λιγόχρονο ταξίδι στήν ’Ιρ λανδία, πολύ άργότερα άπό τήν κρίσιμη εποχή κατά τήν όποια καί ή θεατρική ζωή τού Δουβλί νου καί τό γράψιμο τού Τζόυς διαμόρφωναν τό πρόσωπό τους. «’Απολυμαντική» είναι γιά τούς παραλληλι σμούς καί ή ύφή καί τό ύφος τών «’Εξόριστων», τοΰ τρίπρακτου έργου τοΰ Τζόυς, πού δείχνει τε λείως ξένο πρός τά έργα τής ιρλανδικής θεατρι κής παραγωγής, άλλά καί πρός τά ίδια τά «Ιρ λανδέζικα» πεζογραφικά κείμενα τοΰ συγγρα φέα. (Καί πραγματικά, άν μπορεί νά δει κανείς άμεσες ή έμμεσες συγγένειες άνάμεσα στούς Ιρ λανδούς θεατρικούς καί τόν Τζόυς, αύτό γίνεται μέ τά πεζογραφικά του καί όχι μέ τό θεατρικό του, τό όποιο περισσότερο παραπέμπει σέ άλλα ρεύματα, σέ Πιραντέλλο ή Τσέχωφ.) Τό πεζογραφικά κείμενο πού συμπλέει μέ τούς «Εξόριστους» στήν ένταση καί τή χροιά, είναι μόνο τό αύτοβιογραφικό «Πορτρέτο τού καλλι-
Ό Τζόυς
τέχνη». Έτσι, άπό πολλούς άποδίδονται αύτοβιογραφικές προθέσεις καί στούς «’Εξόριστους»: Έ νας συγγραφέας γυρίζει στήν πατρίδα του τήν ’Ιρλανδία, μετά άπό χρόνια αυτοεξορίας, μή έχοντας άποφασίσει άν θά παραμείνει. (Ό Τζόυς έφυγε άπό τό νησί του τό 1904 καί πέθανε μακριά, έχοντας κάνει μόνο δύο μικρά ταξίδια στήν ’Ιρλανδία, σέ διάστημα 37 χρόνων...) Ό θάνατος τής μητέρας του τόν κυνηγάει (καθώς κυνηγάει καί τόν ίδιο τόν Τζόυς ό θάνατος τής Μαίη Τζόυς), άλλά έξίσου παραμονεύουν οί σκιές τού τόπου πού τόν έδιωξε καί τής θρη σκείας πού δέν τόν κέρδισε. (Ή βιογραφία τού Τζόυς είναι γεμάτη άπό σελίδες γιά άνάλογες καταστάσεις.) Δέν ένδιαφέρεται ιδιαίτερα νά τόν καταλάβουν οί άλλοι, καθώς άγωνίζεται ό ίδιος νά καταλάβει τόν έαυτό του. Έ ν α κείμενο εγωκεντρικό, λοιπόν, σάν μεγέ θυνση κάποιας αύτοβιογραφικής περιόδου. Μιά μάχη «κατάθεσης» καί «τακτοποίησης» ιδεών, μέ θεατρικό πρόσχημα, καί μιά δοκιμή «κλεισίμα τος» ενός συγγραφικού κύκλου. (Οί «Εξόρι στοι» γράφτηκαν άμέσως μετά τήν ολοκλήρωση τού «Πορτρέτου» καί πρίν άπό τόν «Όδυσσέα».) Μόνο αύτά δμως; Θεατρικά, ίσως μόνο αύτά. ("Αλλωστε, σάν σκηνικό δημιούργημα οί «Εξόριστοι» είναι τόσο «άδύνατοι», ώστε ποτέ δέν γνώρισαν επιτυχία σέ παράσταση.) Τά «άλλα», τά πολλά, είναι άν δει κανείς τό έργο σάν κείμενο πού δέν θά παιχτεί άλλά θά διαβαστεί. Τότε ό ερεθισμός γίνεται πολλαπλός, ή ένταση πολύμορφη. Κάθε φράση σχεδόν είναι ικανή νά βυθίσει σέ οργασμό σκέ ψης γιά τόν άναγνώστη, ενώ γιά τό μελετητή δί νει τό ένα πίσω άπό τό άλλο στοιχεία γιά νά πλησιάσει τόν ίδιο τό συγγραφέα Τζόυς (δπως, έπί παραδείγματι, τά λόγια πού κάποια στιγμή άποδίδονται στό συγγραφέα-ήρωα τοΰ έργου:
64/αφιερωμα
Ό Τζόυς στό Παρίσι τό 1938
«... τό νά σκέφτεται κανείς τό μέλλον είναι σάν νά καταστρέφει την ελπίδα καί την άγάπη σ’ αυτό τόν κόσμο». ’Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν έξαλλου ορισμέ να σημεία τού έργου πού παραπέμπουν σέ άλλα θεατρόμορφα -αλλά μη σκηνικά μέ την πρακτική έννοια- κείμενα: Οί διανοητικοί πειρασμοί πού θέτει στόν εαυτό του ό συγγραφέας-ήρωας τών «’Εξόριστων» συγγενεύουν εκπληκτικά στούς υπόγειους ρυθμούς τους μέ τούς πειρασμούς τού Τόμας Μπέκετ στό «Φόνο στη μητρόπολη» τού Έλιοτ. (Τό παράδοξο τής περίπτωσης έγκειται στό δτι τό έργο τού Έλιοτ, γραμμένο άρκετά άργότερα, τό 1935, θεωρείται σάν κορύφωση ενός άλλου είδους, τού ποιητικού δράματος, μέ τό όποιο, παρά τήν όποια ποίησή τους, δέν έχουν καμιά σχέση ούτε οί «’Εξόριστοι» ούτε τά άλλα πεζά τού Τζόυς.) Ή , πάλι, σέ μερικές σκηνές ό συγγραφέας καί οί υπόλοιποι ήρωες τών «’Εξό ριστων» άποζητοϋν μέ τέτοιο πάθος τή γνώσηλύτρωση, ώστε άναλογοΰν κατευθείαν μέ τόν «Φάουστ», όδεύοντας όλο καί πιό βαθιά στήν κόλασή τους... Μιά κόλαση χωρίς έξοδο, χωρίς χαρά, χωρίς χιούμορ. Μιά κόλαση ή όποια άνατρέπεται ξαφνικά στή συνέχεια άπό τόν «Όδυσσέα», καί οί δαίμονες μεταβάλλονται όχι σέ άγγελούς άλλά σέ καλικάντζαρους. Οί τραγικές ει κόνες γίνονται γκροτέσκες, παράλογες. Καί ίσως τό μυθιστόρημα αύτό νά έπέδρασε στόν Μπέκετ
περισσότερο άπ’ ό,τι ή θητεία του πλάι στόν ίδιο τόν άνθρωπο Τζόυς. Ά π ό τίς σελίδες τού τελευταίου μέρους τού «Όδυσσέα» ξεπηδάει μάλιστα ένα κλίμα άμετρα σουρεαλιστικό (κι ό σουρεαλισμός ήταν ή μαμή τού παράλογου τών Μπέκετ, ’Αντάμωφ καί τών άλλων). Έ να κλίμα σουρεαλιστικό, άπ’ αύτό πού τήν ίδια εκείνη εποχή (Α' Παγκόσμιος Πό λεμος) έκλεβε τήν προσοχή τού τρελού Παρισιού μέ τούς «Μαστούς τού Τειρεσία», τό θεατρικό έργο τού Άπολλιναίρ. Έ τσι κι έδώ, μαζί μέ τούς άλλους, κεντρικούς καί μή, ήρωες τού μυθιστορήματος τού Τζόυς πού μεταβλήθηκε σέ θεατρικό έργο στόν ύστατο τόμο, παίρνουν τό λόγο μορφές όπως: Τά Πορ τοκαλιά Θεωρεία (!), τό 'Ομοίωμα Μούμια, ό Λάκκος τού Ύπνου, οί Μακαρισμοί, ή Φλόγα τού Γκαζιού, οί Κωδωνοκρουσίες καί πολλά, πολλά άλλα οράματα (;), γιά νά δημιουργήσουν ένα χαρούμενο εφιάλτη, μέσα άπό τόν όποιο τό πραγματικό διαθλάται σέ χιλιάδες σχήματα. Τούτο τό ξέφρενο έπιστέγασμα τού «Όδυσσέα» -πού κανένα θέατρο μέ σεβασμό στόν εαυ τό του δέν θά άποτολμούσε νά άνεβάσει- έχει τόση θεατρικότητα, ώστε καταντά παραλήρημα τής πιό προχωρημένης σκηνικής τέχνης, άξιο γιά τό λιβανωτό τών μακρινών έπιγόνων καί τό γιουχάρισμα τών πιό προοδευμένων θεατρικά σημερινών θεατών... Γιατί αυτή ή κατάληξη τού «Όδυσσέα»; Γιατί ήταν άναγκαϊο τό θεατρικό σχήμα, έστω καί τό σουρεαλιστικό, όταν υπάρχουν άλλες λύσεις στή γραφή τού Τζόυς; Κι άλλες έρωτήσεις, λοιπόν, όσο άναζητά κα νείς, κι άλλες, κι άλλες πού δέν ειπώθηκαν, σέ μιά θεατρική σχέση πού δέν φαίνεται νά υπάρ χει. "Ομως, τό κείμενο αύτό δέν ήρθε νά δώσει άπαντήσεις, γιατί δέν έχει. "Ισως μάλιστα καί νά μήν ένδιαφέρεται κανείς γιά άπαντήσεις. Τσως καί νά κοιμούνται μέσα στίς ίδιες τίς γραμμές τού Τζόυς, περιμένοντας κάποιον νά δουλέψει πολύ κοντά τους γιά νά τίς ξυπνήσει. "Οπως πε ριμένει κάτι καί ό κεντρικός ήρωας τού «Όδυσσέα», ό Στέφεν, πού βρίσκεται χτυπημένος καί μισοκοιμισμένος στίς τελευταίες «άτάκες» τού μυθιστορήματος-έργου: ΣΤΕΦΕΝ. (Βογγάει). Ποιος; Μαύρε πάνθηρα, βρικόλακα. (’Αναστενάζει καί τεντώνεται, έπει τα μουρμουρίζει πνιχτά σέρνοντας τή φωνή του στά φωνήεντα). Ποιος... οδηγεί... ό Φέργκους τώρα. Καί διαπερνά... τή σκιά πού τό δάσος υφαίνει... (Γυρίζει άπό τό άριστερό πλευρό, άναστενάζει καί διπλώνεται στά δύο). ΜΠΛΟΥΜ. Ποίηση. Πολύ μορφωμένος άν θρωπος. Κρίμα. (Σκύβει ξανά καί ξεκουμπώνει τό γιλέκο τού Στέφεν). Γιά ν’ άναπνεύσει...
αφιερωμα/65
G erard -G eorges L em aire
Ό Τζαίημς Τζόυς καί οί «πρωτοπορίες» Αφοϋ τον κολάκεψαν ολοι οι σύγχρονοι του νεοτεριζοντες συγγραφείς, στη συνέ χεια ό Τζόυς δέχθηκε τούς κεραυνούς τους. ’Εκπληκτική παραδοξολογία: ’Ενώ σήμερα τόν έχει ιδιοποιηθεί ή πανεπιστημιακή έρευνα, τό έργο του παραμένει άντικείμενο θεωρητικής διαμάχης στούς κόλπους τής «πρωτοπορίας». "Ολο τό έργο τού Τζόυς ξεδιπλώνεται σήμερα κάτω άπό μιά περίεργη παραδοξολογία. Ένώ άκόμα συζητεΐται μέ βιαιότητα καί τό βλέπουν φιλύποπτα, τό έχει άπό πολύ καιρό ιδιοποιηθεί ή πανεπιστημιακή έρευνα. "Οσο τό ’Εργασία σέ πρόοδο θά παραμένει άμετάφραστο, δέν χωρεϊ άμφιβολία ότι θά διατηρήσει τη μυθική του διά σταση καί δτι θά βαραίνει στό γίγνεσθαι κάθε λογοτεχνικής άναζήτησης, όχι μόνο σάν ένα ισχυρό έρέθισμα άλλά καί σάν ένα αινιγματικό κείμενο πού παραμένει ολόκληρο γιά έρμηνεία καί τεμαχισμό. Τό Finnegans Wake είναι άκόμα, λόγω τής μή μετάφρασής του, ό φαντασματικός σκόπελος κάθε παραγωγής κειμένου. Τό γεγονός δτι ό Ζάκ Λακάν είχε τότε τή φιλο δοξία νά συνδυάσει τό σχέδιο τζοϋσιανής γρα φής μέ τό δικό του, προκαλώντας μιά βίαιη συ νάντηση δύο πεδίων άναζήτησης, άν όχι έχθρικών, τουλάχιστον ξένων ώς πρός τίς στοχεύσεις τους, άνέβασε τή λατρεία τού Τζόυς στό ζενίθ, άφοϋ ό μοντερνισμός του φαίνεται νά δεκαπλα σιάζεται. "Ετσι, ό Τζαίημς Τζόυς έγινε ό συγγραφέας πού έβαλε τήν πιό άποφασιστική σφραγίδα στό σύγχρονό μας πολιτισμό, καί αυτό έγινε ένώ, κα τά μεγάλο μέρος, είναι άγνωστος. Τό γεγονός δτι ό Τζόυς έμφανίζεται ξαφνικά μέ τή μορφή μιας τρομερής θεότητας τού υπο χθόνιου βασιλείου τών γραμμάτων, τή στιγμή άκριβώς πού καταρρέουν τά ίδια τά κριτικά καί θεωρητικά βάθρα τών ουτοπιών τού γραπτού λόγου πού υποστηρίζουν οί πρωτοποριακοί κύ κλοι, σηματοδοτεί μιά πολύ παράδοξη άνιτιστροφή τών πραγμάτων. Άφοϋ τόν θυμιάτισαν οί με γαλύτεροι νεοτερικοί συγγραφείς τού καιρού του, στή συνέχεια τόν κατακεραύνωσαν ή, άκό
μα χειρότερα, τόν άγνόησαν. Ή εμπειρία τού Τζόυς ήταν ή εμπειρία μιας ολοένα αυξανόμενης μοναξιάς -άντίστροφα άπό δ,τι μπορούσαν νά άφήσουν τά διάφορα λογοτεχνικά ή αισθητικά πραξικοπήματα, πού υποτίθεται δτι θά προκαλοΰσαν ριζικές άνατροπές στην ευαισθησία καί τήν κατανόηση τών έργων τέχνης. "Οταν παρα τηρούμε, στή γενικότητά της, τήν τροχιά τού Τζόυς μέσα στό χρόνο, βλέπουμε δτι τό έργο του κυριολεκτικά κοντραρίστηκε άπό αυτούς άκρι βώς πού τό είχαν φέρει στό φώς, ή πού καλούν ταν νά έπαναστατικοποιήσουν τήν τέχνη τής γραφής. Οί λόγοι είναι άπειροι, καί συχνά περί πλοκοι. "Εχουν δμως σάν κοινό παρονομαστή τό γεγονός δτι άσκούνται υπό μορφή λογοκρισίας. 'Ωσάν τό Finnegans Wake νά ήταν ένα κατώφλι φτιαγμένο γιά νά μή διαβαίνεται. Στή συνομιλία του μέ τόν Ντανιέλ Όντιέ, ό Γουίλλιαμ Σ. Μπάρροουζ είναι ένας άπό τούς ελάχιστους πού είχε τό θάρρος νά δηλώσει δτι άπορρίπτει τήν ύστερη παραγωγή τού Τζόυς, δχι γιατί δέν τόν ενδιαφέρει, άλλά γιατί ξεπερνά ένα ορισμένο επίπεδο άναγνωσιμότητας καί παραβιάζει τά δρια τής έπικοινωνίας. Καί, πράγματι, αυτό εί ναι δλο τό πρόβλημα: τό ’Εργασία σέ πρόοδο εί ναι γιά άπεριόριστη άνάγνωση -δμως ποτέ περιγεγραμμένο καί παραγεγραμμένο άπό τήν άνάγνωσή του.
Μακριά άπό τό Βορτέξ Εκπατρισμένος εκούσια, δπως ή Στάιν καί ό Πάουντ, εγκατεστημένος, ώς τήν κήρυξη τού Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, στην Τεργέστη, πραγματική γλωσσική νησίδα, έπειτα στή Ζυρί χη, κατά τή διάρκεια τών εχθροπραξιών, λόγω
66/αψιερωμα
Ή Γκέρτρονντ Στάιν καί ή “Αλίς Μπ. Τόκλας
τής ουδετερότητάς της, ό Τζόυς τό έχει βάλει βα θιά μες στην καρδιά του νά μην εγκατασταθεί ποτέ στό Λονδίνο. Δεν συμμετέχει λοιπόν ποτέ ισότιμα στά διάφορα ρεύματα ιδεών πού, άπό τόν εικόνισμά (imagisme) ώς τόν βορτικισμό, θά τραντάξουν συθέμελα τη γεωργιανή τάξη. Αυτό δέν σημαίνει διόλου ότι είναι εντελώς άπών. Στην τύχη τών συχνά άκαρπων εκδοτικών του διαβημάτων, άπό σύσταση σέ σύσταση, καταλή γει νά δημιουργήσει φίλους καί, άργότερα, νά λάβει ένα γράμμα άπό έναν άνθρωπο πού προ τείνει νά τόν βοηθήσει νά έκδοθεϊ τό έργο του: τόν Έ ζρα Πάουντ. Γραμματέας τότε τού Γαίητς, ό Πάουντ άσχολείται ταυτόχρονα μέ πολλές λο γοτεχνικές δραστηριότητες πού έκτείνονται άπό τη δημοσιογραφία καί τήν άλληλογραφία γιά διάφορες επιθεωρήσεις ώς τη μετάφραση καί τίς εκδόσεις. Παρουσιάζεται, άλλωστε, στόν Τζόυς σάν «έπιχειρηματίας» καί όχι σάν ποιητής, καί τού ζητά νά έντάξει τό ποίημά του μέ τίτλο ’Ακούω εναν στρατό στό corpus τής εικονιστικής του άνθολογίας. Ά π ό τό μήνα εκείνο, Δεκέμ βριο 1913, ό Έ ζρα Πάουντ θά άναπτύξει μιάν άσυνήθιστη δραστηριότητα γιά νά γίνουν δεκτά τά κείμενα τού Τζόυς στό Poetry, τό The Smart Set, τό The Egoist, μέ δυό λόγια, στίς «δυό ή τρεις έκείνες καινούριες καί άπένταρες εφημερί δες» μέ τίς όποιες συνεργάζεται. Μέ τη μεσολά βησή του, ό Τζόυς όχι μόνο θά βρει τη θέση του στήν ταραγμένη σκακιέρα τής άγγλοαμερικάνικης πρωτοπορίας, άλλά καί θά άρχίσει νά ανα καλύπτει έναν πειραματικό κόσμο γιά τόν όποιο άγνοεί ή προσποιείται ότι άγνοεϊ σχεδόν τά πάν τα, λόγω τής άπομάκρυνσής του. Γνωρίζει τούς σπουδαιότερους πρωταγωνιστές αυτής τής περι πέτειας, πάρα πολλά χρόνια άργότερα, όταν εγ καθίσταται στό Παρίσι, τό όποιο ό Πάουντ τόν
παροτρύνει έπίμονα νά ανακαλύψει. Ε κεί πράγ ματι συναντά τόν Τ. Σ. Έλιοτ, γιά τήν ποίηση τού όποιου εκφράζει σαφείς επιφυλάξεις, καί τόν Γουίντχαμ Λιούις, τού όποιου εκτιμά τήν πεζογραφική παραγωγή. "Οταν, δυό χρόνια άργό τερα, ή Σύλβια Μπήτς καί ή Άντριέν Μονιέ, επειδή δέν βρήκε έναν εκδότη σοβαρό πού νά άναλάβει νά ριψοκινδυνεύσει τά κεφάλαιά του, καταφέρνουν νά τυπώσουν τόν Όόυσσέα στό Shakespeare and Co, οί συνδρομητές διασπώνται αυτόματα σέ δυό στρατόπεδα. Ό Τζώρτζ Μπέρναρντ Σώ, ή Βιρτζίνια Γούλφ, ή Κάθρην Μάνσφηλντ, άπεχθάνονται τό έργο, καί δέν τό κρύ βουν. ’Απαγορευμένος στίς Ηνωμένες Πολιτείες ώς άσεμνο έργο, ό Όόνσσέας βρίσκει έναν φα νατικό υπερασπιστή στό πρόσωπο τού Γουίν τχαμ Λιούις. Ά π ό τήν πλευρά του, ό “Εζρα Πάουντ βρίσκει τήν ευκαιρία νά δημοσιεύσει ένα άρθρο μέ τίτλο Ό Τζαίημς Τζόυς καί ό Πεκυσέ στό Mercure de France τής 1ης ’Ιουνίου. Κατά κάποιον τρόπο, τό βιβλίο χρησιμεύει σάν πολε μικός κριός σέ όσους επιδιώκουν νά κλονίσουν τό λογοτεχνικό κατεστημένο. Ό Τζαίημς Τζόυς παίρνει έτσι μιά κυριαρχική θέση πού τόν εκθέ τει σέ κάθε έπαινο καί σέ κάθε έπίθεση. Ά π ό αυτόν περιμένουν τίς άποφασιστικές πράξεις γιά τήν «άνοδο» μιάς νέας λογοτεχνίας. Έ ξ ου καί ή άναπόφευκτη σύγχυση πού προκύπτει. Α νεπα νόρθωτη.
Ό Τζόυς ένάντια στη Στάιν ’Εντελώς παράμερα άπό τούς κυματισμούς πού σημαδεύουν τήν ταραχώδη γέννηση τού σουρεα λισμού στό Παρίσι, ό Τζαίημς Τζόυς διατηρεί
αφιερωμα/67
Ό Τζαίημς Τζόυς ατό πιάνο. "Ορθιος, ό γιός του Τζιόρτζιο
κάποια επιφύλαξη άπέναντι οπούς παρισινούς λογοτεχνικούς κύκλους, προτιμώντας νά οχυρώ νεται ούσιαστικά στό καταφύγιο πού προσφέρει τό βιβλιοπωλείο τής όδοϋ Όντεόν στόν εξόρι στο, δπως έχει τελεσίδικα διαλέξει νά είναι. Περιοριζόμενος στόν μικρό κύκλο πού έχει γνωρί σει μέσω τής Σύλβια Μπήτς, δέν επιδιώκει νά τόν διευρύνει. Τοϋ άρέσει μόνο τό έργο τού Ζίντ, άπό τό όποιο ξεχωρίζει ιδιαίτερα την Ποιμενική συμφωνία, καί δίνει τήν έντύπωση δτι τού διαφεύγει έντελώς δ,τι γράφεται τότε σέ γαλλική γλώσσα. ’Οχυρώνεται, μιά γιά πάντα, πίσω άπό τόν Μαρσέλ Προύστ. Κι εκεί μένει ως τό τέλος τής ζωής του. 'Όσο γιά τούς άλλους βρετανούς ή υπερατλαν τικούς συγγραφείς τούς έγκατεστημένους στό Παρίσι, δέν κάνει καμιά προσπάθεια νά τούς πλησιάσει. Πολύ περισσότερο πού ή έκδοση τοϋ Όόνσσέα άποτελεί τήν εύκαιρία νά άποκτήσει έναν έχθρό ολκής σ’ αύτόν τό μικρόκοσμο τών έκπατρισμένων, τήν Γκέρτρουντ Στάιν. Ό Χέμινγκγουαίη λέει συχνά: «”Αν άναφέρατε τόν Τζόυς δυό φορές, δεν σάς προσκαλούσαν ποτέ ξανά». Ή Στάιν εκφράζει τό μίσος της πρός τόν Τζόυς, ό όποιος τής τό άνταποδίδει έπάξια. ’Εκείνη διαβλέπει στόν Τζόυς κάτι παραπάνω άπό έναν παρείσακτο στό επιλεγμένο παρισινό πεδίο δράσης της. Είναι ένας άντίπαλος -ό μό νος ισάξιος αντίπαλός της-, καί επιπλέον τόν άνακαλύπτει προστατευόμενο τής παλιάς της φίλης τοϋ Shakespeare and Co. Καί δέν πρόκειται γιά μιά κοσμική διαμάχη. Ή Γκέρτρουντ Στάιν είχε ήδη δημοσιεύσει, δέκα χρόνια νωρίτερα, τό Άμερικάνοι άπό τήν ’Αμε ρική, έργο κολοσσιαίο, πού τής εξασφαλίζει μιάν άναμφισβήτητη διασημότητα, μά πού τή θέ τει έξ ύπαρχής στό περιθώριο μιας γενιάς άπο-
φασισμένης νά μήν περάσει άπό αυτήν γιά νά προσδιορίσει τίς προϋποθέσεις τοϋ σύγχρονου μυθιστορήματος. Ό Τζόυς, δπως ό Γουίντχαμ Λιούις ή κι ό Πάουντ, δέν τρέφει καμιά έκτίμηση γιά τό πελώριο τούτο εγχείρημά, ένώ, άπό μέ ρους της, παρά τό άγέρωχο ύφος καί τή μνησικακία της, ή Στάιν τοποθετεί τόν Όόνσσέα στό λογοτεχνικό της πάνθεο, δταν δηλώνει δτι άνάμεσα «στά τρία μυθιστορήματα τής γενιάς αυτής, πού είναι σημαντικά μέσα σ’ αυτή τή γενιά», βρί σκονται ή ’Αναζήτηση τοϋ χαμένου χρόνου τού Προύστ, ό Όδνσσέας τού Τζόυς καί τό δικό της Άμερικάνοι άπό τήν ’Α μερική. Καί δταν συνθέ τει τήν Αυτοβιογραφία όλου τον κόσμον, δέν ξε χνά τό μάθημα τού μονόλογου τής Μόλλυ Μπλούμ. "Οσο γιά τόν Τζόυς, δέν λέει πάρά έλάχιστα γιά τή δουλειά τής Στάιν, δέν χάνει δμως καί τήν εύκαιρία νά τή σαρκάσει. Δηλαδή νά τής άναγνωρίζει άξια χωρίς ποτέ νά τό ομολογεί άνοιχτά. Ό άδερφός του Στάνισλας ανησυχεί, άπό τή μεριά του, γι’ αύτό τόν ύπουλο άνταγωνισμό: «Παγώνει τό αίμα μου, τού λέει έμπιστευτικά, πόύ σέ βλέπω νά τά βάζεις μέ τή δεσποινίδα Στάιν, γιά τή θέση τού Maitre Boomster». Τά αν τίστοιχα σχέδιά τους άπωθοΰνται άμοιβαία, έτσι πού οί δυό στρατηγικές τους δέν μπορούν νά βρούν άλλη διέξοδο άπό τόν μέχρις εσχάτων πόλεμο. Ίσως καί οί δυό νά προσδοκούσαν νά διατηρήσουν μιά ήγεσία φανταστική, χωρίς πι θανότητα διανομής της;
Ό Τζόυς καί οί φουτουριστές Στή Ζυρίχη, τή στιγμή τής ίδρυσης τού ντανταϊ σμού στό ΚαμΛαρέ Βολταίρ, υπό τήν ώθηση τού
68/αφιερωμα
Τζαρά καί μερικών ενθουσιωδών φίλων του, δεν είχε ποτέ τήν παραμικρή σχέση μέ όποιονδήποτε άπό αυτούς, καί κάνει πώς δέν δίνει σημασία στό γεγονός, τό όποιο δέν μπορεί νά άγνοήσει ώστόσο, δπως καί δέν έχει έπαφές μέ τη θορυ βώδη «επανάσταση» τών Ιταλών φουτουριστών, στη διάρκεια τής διαμονής του στήν Τεργέστη. "Ομως οί συμπτώσεις αύτές γίνονται άμέσως άντιληπτές καί δέν άργοϋν νά κάνουν τόν Τζόυς ιδρυτή ένός κινήματος ντανταϊστικού-σουρεαλιστικοΰ. Τό Σεπτέμβριο τού 1920 γράφει στόν άδερφό του σχετικά μέ τόν ντανταϊσμό «πού ξε σηκώνει τό Παρίσι», καί τού όποιου θεωρείται ιδρυτής. "Ομως τό ενδιαφέρον του φαίνεται νά περιορίζεται στή διαπίστωση αυτή. "Οσο γιά τούς πρωτεργάτες τού ντανταϊσμού καί τού σουρεαλισμού, ποτέ δέν θά νοιαστούν γιά τό έργο τού Τζόυς, τό όποιο άγνοούν, άν δέν τό δυσφημούν. Ό Όδνσσέας ούτε κάν περιλαμ βάνεται στό εύρύ πεδίο τής πολεμικής τους, καί δέν εμπίπτει κάν στίς καταδίκες καί τ’ άναθέματά τους. Γι’ αυτούς, ό Τζόυς δέν υπάρχει. "Οσο γιά τούς Ιταλούς ,φουτουριστές, ούτε κι
αυτοί προσέχουν τά γραφτά του ως τή στιγμή πού, τό 1934, ό Μαρινέττι δημοσιεύει ένα άρθρο μέ τίτλο: Ό Τζόυς καί οί λέξεις ελεύθερες. ’Αντί νά τό σχολιάσει ή νά τό έπικρίνει, ό Μαρινέττι βάζει τά δυνατά του νά άποδείξει ότι αυτός ήταν ό κυριότερος πρόδρομος τού Τζόυς: «Δέν πρό κειται τάχα γιά ίταλικότατες λέξεις έν ελευθερία, μέ τήν έλεύθερη καί εκφραστική τους ορθογρα φία, έφευρεμένες άπό τούς ίταλούς φουτουριστές πρίν άπό είκοσι πέντε χρόνια, καί πού έγώ έπέβαλα στόν κόσμο ολόκληρο, μέ τίς δηλώσεις μου στήν ’Ιταλία, στό Λονδίνο, στό Παρίσι, στό Βερολίνο, στή Μόσχα κτλ.;» Οί οπαδοί τού ρωσικού φουτουρισμού, τέλος, διαπληκτίζονται μέ μανία περί Τζόυς, ό όποιος όμως δέν ξέρουμε τί άπήχηση είχε πραγματικά στή Σοβιετική "Ενωση, πού έχει ήδη πάρει τόν κατήφορο τού σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Κατά τή διάρκεια τού Πρώτου Συνεδρίου τών Σοβιετι κών Συγγραφέων, στίς 25 Αύγούστου 1934, ό Σέργιος Τρετιακώφ δηλώνει, ύστερα άπό μιά σειρά πικρών σκέψεων πού άφορούν τή μετά φραση ξένων κειμένων: «Μιά λέξη γιά τόν Τζόυς. Είναι άντικείμενο έντονων συζητήσεων. "Αλλοι τόν υπερασπίζονται κι άλλοι τόν εξευτε λίζουν. Ό Βισνέφσκι λέει: υπέροχος, ό Ράντεκ άποκρίνεται: σαπίλα. Ό σ ο γιά κουβέντα, κου βέντα νά γίνεται, μά ποιος διάβασε τό βιβλίο; ’Αφού ούτε έχει μεταφραστεί, ούτε έκδοθεΐ». ’Αλλά άν καί ό Τζόυς, έκτος άπό μερικές έξαιρέσεις, στέκεται στό περιθώριο τών ένασχολήσεων τών διαφόρων πρωτοποριών, άφού κι ό ίδιος περιχαρακώθηκε ήθελημένα ως τήν έκδοση τού Όόυσσέα, τό ’Εργασία σέ πρόοδο θά άποδείξει, μέ έντονο τρόπο, πόσο προσεκτικά παρα κολουθούσε όλες τίς εξελίξεις καί μέ τί θέρμη παρατηρούσε τίς διαμάχες τών νεοτερικών ομά δων καί τών άντίπαλων τάσεων, πού διαδέχον ταν ή μιά τήν άλλη, μέ μιά φρενίτιδα συγκινητι κή καί συνάμα γελοία. ’Αλλά, κυρίως, ό Τζόυς, άπό μορφική καί, γενικότερα, άπό άποψη γρα φής, παρίσταται, μυστικά, μέ πικρόχολη ειρω νεία, στό ξετύλιγμα όλων αύτών τών δημιουργη μάτων, πού, όλα, έπιδιώκουν μανιασμένα νά άνατρέψουν τήν πορεία τών ιδεολογιών, άκόμα καί τού ίδιου τού δυτικού πολιτισμού, καί πού προσπαθούν νά μορφοποιήσουν τήν ιστορία μιάς νεοτερικής γραφής πού θά είναι ή έσχατη άπόληξη μιάς πολιτικής «καμένης γης». "Οσο γιά τόν Τζόυς, αύτός υπήρξε ριζικά νεοτερικός, μήν ξε χνώντας ποτέ, κατά τήν παρατήρηση τής Γκέρτρουντ Στάιν, «νά έχει ένα πόδι στό παρελθόν».
Copyright: Magazine Litteraire Μ ετάφραση: Γιώργος Σπανός
αφιερωμα/69
M arc D a ch y
Ά πό τόν Τζόυς καί μετά... Ά ν καί ό Τζόνς άντιπροσωπεύει γιά τήν πρωτοπορία, σήμερα, μιά αναντίρρητη αναφορά, άναπτνσσει ώστόσο δραστηριότητες πού πάντοτε θεωρούνται σάν άπειλή... Γιά τόν Τζαίημς Τζόυς δέν λέμε καί τίποτα σπουδαίο άν πούμε δτι είναι ό μέγιστος άπό τούς πρωτοποριακούς μας συγγραφείς. "Αν καί ό Τζόυς άντιπροσωπεύει γιά την πρωτοπορία, σή μερα, μιά τελεσίδικη άναφορά καί, αναντίρρητα, ήδη έναν άπρόσιτο ορίζοντα, έχει σημασία τό γε γονός -α ς τό υπογραμμίσουμε άκόμα μιά φοράδτι ή τροχιά Τζόυς διαγράφεται προφυλαγμένη, άν μπορεί κανείς νά πει, άπό τίς συγκροτημένες πρωτοπορίες: φουτουρισμό, ντανταϊσμό, βορτικισμό, είκονισμό, σουρεαλισμό. Τό έργο τής Γκέρτρουντ Στάιν στηρίζεται, γιά κάποια στιγ μή, στόν κυβισμό, δπως καί ό Άρτώ στό σου ρεαλισμό. Ό Τζόυς, άντίθετα, άναπτύσσει δρα στηριότητες πού θά γίνουν αισθητές στίς πρωτο πορίες σάν άπειλή. ’Από τούς σουρεαλιστές ως τούς μαρξιστές, μήν ξεχνώντας καί τόν Γιούνγκ, ύφαίνεται μιά άνησυχητική, μά καί άποκαλυπτική, ομοφωνία, μιά αδιαπέραστη άντίσταση. Σήμερα, μέχρι καί τόν Ρόμπ-Γκριγιέ («τό αδιέ ξοδο Τζόυς»), τόν Χένρυ Μίλλερ ή τόν Γουίλλιαμ Μπάρροουζ, δλοι καταγγέλλουν τό άδιέξοδο. Γιά τόν τελευταίο, δταν ρωτήθηκε ειδικότερα γιά τό Finnegans Wake, τό βιβλίο αύτό «άντιπροσωπεύει μάλλον μιά παγίδα, μέσα στήν όποια κινδυνεύει νά πέσει ή πειραματική γραφή, δταν γίνεται καθαρά πειραματική».* Απαντούμε, μαζί μέ τόν Μαρσέλ Ντυσάν: «Οί ήδονοβλεψίες είναι πού άποτελούν τόν πίνακα». Έ νας διαφωνών σουρεαλιστής, ό Φιλίπ Σουπώ, έξοστρακισμένος άπό τό Μανιφέστο τού 1929 τού Μπρετόν, θά γράψει τό 1943: «Οί άξιοι τού ονόματος τους συγγραφείς δέν μπορούν πιά νά συλλάβουν τό έργο τους, ούτε νά τό γράψουν μέ τόν ίδιο τρόπο, άπό τότε πού έκδόθηκε αύτό τό βιβλίο (ό Όδνσσέας). Βεβαίως, πολλοί συγ γραφείς, οί περισσότεροι, δέν έχουν άκόμα δια βάσει τόν Όόνσσέα, καί θά πεθάνουν πρίν τόν διαβάσουν ή τόν καταλάβουν, γεγονός δμως πα ραμένει δτι τό έργο τους θά είναι ξεπερασμένο, καί μάλιστα θά κριθεϊ μέ δυσμένεια». "Ενας μόνο ντανταϊστής, ό Κλεμάν Πανσαέρ, θά ένδιαφερθεί ζωηρότατα γιά τόν Τζόυς, μέσω τού κοινού τους φίλου, τού Έ ζρα Πάουντ. Ό
Πανσαέρ δμως, πού -είρήσθω εν παρόδω, καί δέν είναι τυχαίο- είναι ό μόνος άπό τούς ντανταϊστές πού χρησιμοποιεί μιά γραφή αιχμηρής καί λιτής νεοτερικότητας, μακριά άπό τή σου ρεαλιστική φαντασίωση πού έμφανίζεται στόν Τζαρά ή τόν Πικαμπιά, θά πεθάνει τό 1922, λί γους μήνες μετά τήν έκδοση τού Όόνσσέα. Ποιος υπερασπίζεται τόν Τζόυς; Ή μίς Γουήβερ, ό Έ ζρα Πάουντ, ό Γαίητς, ό Τ. Σ. Έλιοτ, ό Πώλ Λεόν, ό Σάμουελ Μπέκετ, οί Ζόλας, ό Σουπώ... « Ό Πάουντ, μάς λέει ό Έλμαν, ήταν τότε ό πιό δραστήριος άνθρωπος τού Λονδίνου. Γε μάτος περιφρόνηση γιά τόν κόσμο τής σύγχρονής του λογοτεχνίας, είχε αύτοχρισθεϊ σέ κραυγαλέο μεταρρυθμιστή». Αφού θά υποστηρίξει μέ σθέ νος τόν Όόνσσέα, ό Πάουντ θά γίνει μουσολινικός καί θά παρατήσει τόν Τζόυς άπό τίς πρώτες * Ή συνέχεια είναι άποκαλυπτική: «Θά πάω ως ένα όρισμένο σημείο (ή ύπογράμμιση δική μας) μέ έναν δε δομένο πειραματισμό, ϋστερα θά γυρίσω πίσω». Φυσι κά: «’Επανέρχομαι τώρα σέ μιά άφηγηματική γραφή καθαρά συμβατική καί δχι άμφίλογη (δική μας υπο γράμμιση), έφαρμόζοντας δμως δ,τι έχω μάθει γιά τό cut-up καί τίς άλλες τεχνικές, στό πρόβλημα τής συμβα τικής γραφής». Είχα ήδη έκφράσει στή Γενεύη τήν άνησυχία μου πάνω σ’ αύτό τό θέμα, άναλογιζόμενος τόν Τζόυς, μά επίσης καί τόν Γκυγιωτά (τής Πορνείας). ’Επανερχόμενος άργότερα, στόν πρόλογό του στήν έπανέκδοαη των συνομιλιών τοϋ Μπάρροουζ μέ τόν Ντανιέλ Όντιέ, μέ τόν τίτλο «Le job», ό προλογίζων έπικυρώνει τή θέση τοϋ Μπάρροουζ («Όχι μόνο γιά νά άποφύγει νά βρεθεί στή θέση πού γνώρισε ό Τζόυς μέ τό Finnegans Wake, αλλά καί γιά νά δώσει μιά και νούρια διάσταση στήν άναπαράστασή του μέσα στό χώρο καί τό χρόνο, ό Μπάρροουζ έγκατέλειψε τήν δποια συστηματική τεχνική τής γραφής»), παρόλο πού διαβεβαιώνει στό όπισθόφυλλο τοϋ βιβλίου δτι «κανείς δέν πήγε πιό μακριά άπό αύτόν στόν πειραματισμό τής γλώσσας». Μπορεί κανείς εϋκολα νά άποδείξει, δπως τό κάνει καί ό Μακλούχαν (6λ. τίς άναφορές μας στό παρόν άρ θρο καί στή χρονολόγηση), δτι οί χωρο-χρονικές δια στάσεις είναι πολύ πιό συχνές στόν Τζόυς καί, άπό φι λοσοφική άποψη, δχι άμελητέες, άντίθετα μέ τόν Μπάρροουζ, πού εντάσσεται μάλλον σέ έναν παραδο σιακό χώρο καί, δσο κι άν είναι συναρπαστικός, τοϋ είδους τής επιστημονικής φαντασίας.
70/αφιερωμα
κιόλας γραμμές τού Finnegans Wake. Κατά τί τό έργο τοΰ Τζόυς είναι τόσο τρομα κτικό; Οί περισσότερες άπό τίς άντιστάσεις άνάγονται στη μορφική πολυπλοκότητα τών βιβλίων του, όμως, άληθινά, ό Τζόυς άγγίζει κάτι βαθύ τατο, μορφικά καί πολιτισμικά, καθαιρεϊ τό ερ γαλείο τών γραφιάδων. Με δυό λόγια: Ποτέ, στην ιστορία τής ανθρωπότητας, ό καλλιτεχνικός χώρος, κυρίως, δέν είχε συμβεϊ νά είναι τόπος συνύπαρξης τόσων διαφορετικών αισθητικών τάσεων καί, κατ’ αρχήν, τόσο άντιφατικών. Ένώ ό σημερινός συγγραφέας βρίσκεται άντιμέτωπος στίς πολλαπλές δυνατές χρήσεις τής γλώσ σας (άνάμεσα στίς όποιες διαλέγει, γενικά, μία), ό Τζόυς «έπαιξε», στόν Όόυσσέα πρώτα, ύστε ρα στό Finnegans Wake, μέ δλη αύτή τήν άπειρη ποικιλία καί έστησε μιά γεμάτη ιλίγγους εγκυ κλοπαίδεια τών ούτοπιών τών γλωσσικών Ιδιω μάτων, καθορίζοντας ipso facto σάν νεκρή, ή εξαιρετικά περιορισμένη, γλώσσα, κάθε μονόφωνη χρήση, ή έστω έναν μόνο τύπο πειραματι σμού τού γλωσσικού ιδιώματος. Ή «άστραποβόλα» διαδρομή τού Τζόυς ξεφεύγει άπό τή λογο τεχνική πλαισίωση. Ένώ τώρα μόλις αρχίζουμε νά καταγράφουμε μιά βούληση έπανάστασης τής γλώσσας καί νά μισοβλέπουμε τίς επιπτώσεις πού πρώτοι τους θεωρητικοί υπήρξαν οί ρώσοι φορμαλιστές, νά πού, πάνε κιόλας 40 χρόνια, φάνηκε ένα έργο (γραμμένο άπό τό 1922 ως τό 1939), πιθανότατα άξεπέραστο, κυρίως όμως, κυριολεκτικά, αδιανόητο. 'Ο Τζόυς όχι μόνο ση κώνει τό βάρος μιας ολοκληρωτικής έπανάστα σης (συντακτικής καί ορθογραφικής, πού έξικνεϊται ώς τή λέξη τήν τεμαχισμένη, τή διασταυ ρούμενη, τήν έπενδυμένη μέ τέσσερις ή πέντε έν νοιες) τής γλώσσας, άλλά τήν πλήττει μέ τήν
ίδιοπάθεια, άποσυνδέοντας καί άναπρογραμματίζοντας τίς πολιτισμικές, θρησκευτικές καί μυ θολογικές σημασίες της. Ό Μάρσαλ Μακλούχαν ή ό Μόχολυ Νάγκυ είδαν σωστά τίς λεκτικές, φωνητικές καί οπτικές διαστρωματώσεις τους καί τόν «κομματιασμένο ή συγκοπτόμενο τρόπο χειρισμού πού έπιτρέπει τήν ταυτόχρονη ή περικλείονσα σύλληψη τής όλότητας ένός ποικίλου χώρου (...). Μιά ταξινόμηση, μιά παράταξη στοιχείων πού άντιπροσωπεύουν τήν ενορατική κατανόηση μέσω σχέσεων προσεκτικά καθορι σμένων, άλλά χωρίς άποψη, χωρίς γραμμική συ ναρμολόγηση ή σειριακή τάξη». Καί οί σοβιετικοί συγγραφείς, μέ τόν Ράντεκ έπικεφαλής, νά κατακεραυνώνουν τήν έλλειψη σφαιρικής προοπτικής, μεγάλων άνδρών, τής ιστορίας, στόν Τζόυς! ”Αν τό άσυνείδητο είναι δομημένο όπως ένα γλωσσικό ιδίωμα, τί μπορεί κανείς νά πει γιά τόν Τζόυς, πού δοκιμάζει, χρησιμοποιεί τίς περισσό τερες άπό τίς γλώσσες τής Δύσης, γιά νά τίς κα ταργήσει στό τέλος, νά δείξει μέσω τής υπερβο λής τή θλιβερή τους άνυπαρξία μέσα άπό τά κε νά τους. Ό Βίκο-Τζόυς έχει ξεμπροστιάσει καί άναλύσει, άν όχι τό άσυνείδητο τής γλώσσας, τουλάχι στον μιά τέτοια σειρά μηχανισμών καί άρμολογήσεών της, πού τοποθετείται σέ μιά στάση ή όποια δέν έχει σχεδόν τίποτε τό κοινό μέ τή στά ση τού λογογράφου. Ό Τζόυς βρίσκεται τήν ’ίδια στιγμή στό όριο τού είδους καί στόν άρχέγονο χώρο γιά τόν όποιο μαρτυρεί ή άρχή τού Finne gans Wake: past Eve and Adam’s, from...
■
Copyright: Magazine Litteraire Μ ετάφραση: Γιώργος Σπανός
’Έργα τοΰ Τζόυς στά ελληνικά Μέ τίς γνωστές δυσκολίες πού συνοδεύουν, άκόμη, κάθε παρόμοια προσ πάθεια στόν τόπο μας, συγκεντρώσαμε καί δίνουμε παρακάτω δσα έργα τοΰ Τζαίημς Τ ζόυς έχουν μεταφρα στεί στά ελληνικά καί κυκλοφορούν στη βιβλιαγορά, χω ρίς καμιά άλλη άξιολόγηση. Οί εξόριστοι (μτφρ. Μαίρη Βοσταντζή). A 1974, Μπουκουμάνης. Ή γάτα καί ό διάβολος (μτφρ. Μ. Άραβαντινοΰ). A 1977, Χατζηνικολή. Οί Δουβλινέζοι (μτφρ. Κ. Πολίτης). Α [χ.χ.], Γκοβόστης. Δουβλινέζοι (είσαγ.-μτφρ.-σχόλια Μ. Ά ραβαντινού). A 1977, Ήριδανός. Giacomo Joyce (μτφρ. Μ. Άραβαντινού). A 1977, Χατζηνικολή.
Ή γάτα καί ό διάβολος (μτφρ. Σ. Γεροδή μου). A 1978, Ήριδανός. Τό πορτραίτο τού καλλιτέχνη (μτφρ. Μαίρη Σαρασιώτου). Δ ' έκδ. A [1981], Γαλαξίας/ Έρμείας. Όδυσσέας (μτφρ. Λεωνίδας Νικολούζος καί Γιάννης Θωμόπουλος). Α [χ.χ], Παϊρίδης. Δουβλινέζοι (μτφρ. Στέλλα Βουρδουμπά). Α[χ.χ·], Παϊρίδης.
ΟΔΗΓΟΣ ΒΙΒΛΙΩΝ
επιλογή «μελαγχολία» καί «τρέλα» στην τέχνη τοΰ μανιερισμοί) VICTOR IERONIM STOICHITA: Μανιερισμός καί τρέλα. Ή περί πτωση Pontormo. Μετ. Δημήτρη Δεληγιάννη. ’Αθήνα, Νεφέλη, 1982. Σελ. 225.
’Ανάμεσα στά 1515 καί 1525, στην πόλη τής Φλωρεντίας διαμορφώθηκε, άπό την έκκολαπτόμενη γενιά τών μανιεριστών, ή πρώτη «περιθω ριακή» πρωτοποριακή κίνηση στήν ιστορία τής δυτικής ευρωπαϊκής τέχνης. Πρόκειται γιά καλΠερί τά τέλη τού περασμένου αιώ να γεννήθηκαν πολλά έρωτήματα άλλά καί σοβαρές θεωρητικές δια μάχες γύρω άπό τό πρόβλημα τής σωστής αισθητικής τοποθέτησης τοϋ έργου τών μανιεριστών καλλι τεχνών. 'Υπήρξαν αυθεντικοί καί πράγματι μεγαλόπνοοι δημιουργοί ή, άντίθετα, δπως υποστήριξε στά κείμενά του ό ιστορικός τοϋ 16ου αιώνα Τζόρτζιο Βαζάρι, «στάθη καν άπλοί μιμητές τής τέχνης τοϋ Μιχαήλ "Αγγέλου»; Στήν κριτική αυτή άξιολόγηση τοϋ Βαζάρι άνταποκρίθηκαν άρκετοί θεωρητικοί τής τέχνης ύποστηρίζοντας -δπως π.χ. ό Μπελλόρι- δτι οί καλλιτέ χνες τής εποχής εκείνης «χάλασαν τήν τέχνη» έπιμένοντας στήν επιτη δευμένη καλλιέργεια τής μανιέρας. Σήμερα, οί θεωρητικές διαμάχες γύρω άπό τό πρόβλημα τής αυθεν τικότητας τοΰ μανιερισμού σάν αύτόνομου καλλιτεχνικού ρεύματος θεωρούνται επιστημονικά άπαράδεκτες δσο καί ξεπερασμένες. Οί
λιτέχνες άπό την Τοσκάνη (Ποντόρμο, Ρόσσο, Μπεκαφούμι, Μπρονζίνο) πού μέ τό έργο τους δημιούργησαν τό οριστικό καί βαθύ ρήγμα μέ τήν κλασική άναγέννηση καί τόν ουμανιστικό πολιτισμό.
νεότεροι ιστορικοί τής τέχνης έχουν έξάλλου υποστηρίξει μέ έμ φαση τή θεμελιώδη σημασία καί συμβολή τοΰ μανιερισμού στήν έξελικτική πορεία τής μοντέρνας τέ χνης (Ντβόρακ) καί τήν άναμφισβήτητη άξια του σάν αύτόνομου καλλιτεχνικού στύλ μέ ιδιόμορφη ευαισθησία καί βαθύ πνευματικό περιεχόμενο (Μπριγκάντι). Τό όλοένα αύξανόμενο ενδιαφέρον γιά τήν πολυσυζητημένη αυτή περίοδο τής νεότερης εύρωπαϊκής τέχνης δέν όφείλεται δμως μόνο στίς εικο νολογικές μελέτες αίσθαντικών θεωρητικών δπως ό Πανόφσκυ, ό Ντβόρακ, ό Μπένες, ό Μπεκερούτσι ή ό Χόκε. Σ’ ένα μεγάλο βαθμό θά πρέπει ν’ άποδοθεϊ καί στή βα θύτερη σύγχρονη κατανόηση τής μοντέρνας τέχνης καί τών κοινωνικοϊστορικών δεδομένων πού πλαι σίωσαν τή σύνθετη καί συχνά δυ σερμήνευτη πορεία της. 'Η έστω καί όψιμη άποκατάσταση τής τέχνης τού μανιερισμού δέν
άφήνει πολλά περιθώρια γιά μιά νέα άξιολογική επανατοποθέτησή του, ή γιά άστοχες συγκρίσεις μέ τά αισθητικά ιδεώδη τής κλασικής άναγέννησης. 'Υπάρχουν δμως άκόμη πολλά περιθώρια γιά ειδι κότερες μελέτες πού άξίζει ν’ άφιερωθούν σέ μιά συστηματική προ σέγγιση (κοινωνιολογική, σημειολογική ή καί ψυχαναλυτική) αύτού τοΰ έξαιρετικά σύνθετου καλλιτε χνικού στύλ, πού άρχισε νά δια μορφώνεται πριν άπό τό 1520, έπιβίωσε μέσ’ άπό τίς διάφορες τάσεις τοΰ μπαρόκ, γιά νά βρεθεί σέ νέα έξαρση τήν έποχή τού ρομαντι σμού, καί ιδιαίτερα στόν 20ό αιώ να, μέ τήν έκρηξη τής νταντασουρεαλιστικής επανάστασης. Ή μελέτη τοΰ Βίκτορ Ίερόνιμ Στοϊκίτσα πού έχει τόν τίτλο «Μανιερι σμός καί τρέλα» άποτελεϊ μιά ούσιαστική συμβολή στή βαθύτερη κατανόηση όρισμένων στυλιστικών τάσεων καί ψυχολογικών ιδιομορ φιών πού χαρακτηρίζουν τό μανιε-
72/οδηγος
ρισμό καί τό μανιεριστή καλλιτέ χνη. Ή πρωτοβουλία τοϋ Δημήτρη Δεληγιάννη -μεταφραστή καί επι μελητή τής έκδοσης-, πού υπήρξε καί μαθητής τοϋ ρουμάνου θεωρη τικού τής τέχνης, είναι, καί γιά τόν συγκεκριμένο αύτό λόγο, ιδιαίτερα εύστοχη. Πρόκειται έδώ γιά μιά έπιλογή ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα καί εποικοδομητική, άν καί στόν έλληνικό χώρο τέτοιου είδους έκλεκτικές μεταφραστικές πρωτοβου λίες κινδυνεύουν νά μείνουν μετέω ρες, μιας καί μένουν άκόμη άμετάφραστα βασικά συγγράμματα πάνω στήν ιστορία καί θεωρία τής τέ χνης. Ό Στοϊκίτσα άναλύει τό μανιε ρισμό καί τίς βασικές δεσπόζουσες πού τόν χαρακτηρίζουν σάν μιά νέα καλλιτεχνική έκφραση, μέσ’ άπό τό έργο τοϋ φλωρεντινού ζω γράφου Τζιάκοπο ντά Ποντόρμο (Jacopo da Pontormo). Ή άνεκδοτολογία τής εποχής, πού συγκεν τρώνει κυρίως στά κείμενά του ό Βαζάρι, βλέπει τόν Ποντόρμο σάν ένα άλλόκοτο «μελαγχολικό», σάν μιά ιδιοσυγκρασία «σατουρνική» (saturnienne), δηλαδή άπόκοσμη καί σκοτεινή. Αύτός ό «καταραμέ νος» καλλιτέχνης, πνευματικός πρόγονος τών περιθωριακών ρο μαντικών, υπήρξε διάσημος γιά τήν παράξενη υποχονδριακή συμπερι φορά καί τή μισανθρωπία του. Δέν είναι έξάλλου τυχαίο τό δτι κατά τήν περίοδο πού επικράτησε ό μα νιερισμός, ή σατουρνική ιδιοσυγ κρασία, πού κατά τούς ΠανόφσκυΣάξλ άποθεώνεται στη «Μελαγχο λία» τού Ντύρερ, γίνεται σχεδόν ή
δεύτερη φύση τών ποιητών καί τών καλλιτεχνών. ’Αντίθετα μέ τήν ει κόνα τής άπόλυτης άρμονίας καί ισορροπίας πού έδωσε ή άναγέννηση, στό μανιερισμό ή δημιουργική όρμή συμβαδίζει συχνά μέ τό ξεπέ ρασμα τού μέτρου, τήν παραμόρ φωση, τή μελαγχολία καί τήν τρέ λα. «Τό νά μελετήσει κανείς τόν Ποντόρμο», γράφει χαρακτηριστι κά ό Β. I. Στοϊκίτσα, «σημαίνει νά βυθιστεί μέσα στόν κόσμο τού μα νιερισμού κατά τήν πρώτη περίοδο τής διαμόρφωσής του». Σημαίνει έπίσης καί κάτι άλλο ιδιαίτερα ση μαντικό: ν’ άντιμετωπίσει τό ζωτι κής σημασίας έρώτημα πού άφορά τά δρια διαχωρισμού τής «δη μιουργικής ορμής» άπό τήν τρέλα. Ή πρώτη ένότητα τής μελέτης τού ρουμάνου θεωρητικού άναφέρεται εύστοχα στά χαρακτηριστικά πού όρίζουν τήν εικονολογική άλλά καί ψυχολογική ιδιαιτερότητα τού μανιερισμού. Συγκεκριμένα, στά κεφάλαια «Έννοια καί εικό να», «Μίμηση καί μελαγχολία» καί «Μανιέρα», ό Στοϊκίτσα προχωρεί σέ μιά οξυδερκή άνάλυση τής αιρε τικής καλλιτεχνικής έκφρασης τού ρεύματος αυτού σέ σχέση μέ τό ιστορικό, κοινωνικό καί πολιτισμι κό πλαίσιο τής όψιμης άναγέννησης. Ό μανιερισμός είναι ό καρπός μιας νέας οπτικής πού μοιραία δια σπά τήν κλασική άναγεννησιακή φόρμα γιά ν’ άναζητήσει μέσ’ άπό τήν άταξία καί τήν παραμόρφωση ένα νέο νόημα καί μιά νέα, πε ρισσότερο ρεαλιστική ερμηνεία τού κόσμου καί τής εικόνας. Ή μανιεριστική εικόνα δέν υπηρετεί πλέον τά σταθερά αισθητικά καί φιλοσο φικά ιδεώδη τής άναγέννησης. Άναζητά νά δώσει στόν έαυτό της ένα πνευματικό νόημα, καί αύτό τό γυρεύεί μέσ’ άπό άνήσυχες περι πλανήσεις πού στό χώρο τής ψυχο λογικής τοπογραφίας άποδίδονται καί συμβολίζονται μέ τό έμβλημαφετίχ τής ταραγμένης αύτής περιό δου: τό λαβύρινθο. Ή άγωνία καί τό μιχαήλ-άγγελικό «πάθος» τής πνευματικής περιπλάνησης Εκφρά ζονται μέ τήν παραμόρφωση, τή μανία τού έρέβους καί τήν «τρέλα», πού έδώ σημαίνεται σάν τό κορύ φωμα τής φανταστικής σχέσης τού άτόμου μέ τόν έαυτό του καί μέ τόν κόσμο πού τό περιβάλλει. Μέ πολλήν όξυδέρκεια ό Στοϊκίτσα, άναφερόμενος στό γνωστό σύγγραμμα τού Μισέλ Φουκώ «Ή ιστορία τής τρέλας κατά τήν κλασική έποχή»,
τονίζει ότι ή «μελαγχολία καί ή γε νική μορφή της, ή τρέλα, δέν είναι σ’ αυτή τήν περίοδο άπλές παθή σεις άλλά άναγκαϊες πάροδοι τής πολιτισμικής έμπειρίας τής δύσης». Σ ’ αύτό τό σημείο μάλιστα ή άνά λυση τού συγγραφέα θά ήταν πε ρισσότερο πλήρης καί διεξοδική άν προχωρούσε σέ μιά συστηματικότε ρη αναφορά στήν ιδιομορφία τών εικονολογικών στοιχείων πού έδω σε ή τέχνη τοϋ μανιερισμού (τερατομορφισμός, φανταστική άρχιτεκτονική, παραμόρφωση μύθων καί συμβόλων, μηχανιστικά ευρήματα, έρμαφροδιτισμός καί άνδρογυνική μορφή). Ή δεύτερη ένότητα άναλύει τό έργο τού Ποντόρμο άπό τά χρόνια τής άνήσυχης μαθητείας του κοντά στό Λεονάρντο ντά Βίντσι, τόν Πιέρο ντί Κόζιμο καί τόν Άντρέα ντέλ Σάρτο ώς τήν περίοδο τής καλλιτεχνικής του ώριμότητας (1525-1530). Ειδικά στήν ένότητα αύτή άναφέρονται άναλυτικά οί έπιδράσεις πού δέχτηκε ό Ποντόρ μο τόσο άπό τήν τέχνη τού Ντύρερ δσο καί άπό τήν άνήσυχη πλαστική ύφολογία τού Μιχαήλ-”Αγγελου. Στήν τρίτη ένότητα έξετάζεται ό Ποντόρμο σάν άνθρωπος καί σάν χαρακτηριστικός «περιθωριακός» καλλιτέχνης μιας ιδιαίτερα ταραγ μένης περιόδου πού σημαδεύτηκε άπό τήν τιτάνια σκιά τού έργου τού Μιχαήλ-Άγγελου, τήν άντιμεταρρύθμιση, τίς άνακαλνψεις τού Κοπέρνικου καί τίς δοξασίες τού γιατρού-άλχημιστή Παράκελσου. Ή υποχονδριακή καί μελαγχολική φύ ση τού μανιεριστή καλλιτέχνη άναλύεται μέσ’ άπό τά λεπτά νήματα πού τή συνδέουν μ’ έναν καινούριο κόσμο πού βαδίζει πρός τό άγνω στο, πού έχει γυμνωθεί άπό τίς άξιες τής ουμανιστικής ιστορικής προοπτικής, τού καθολικού δόγμα τος καί τών μέχρι τότε κοινά άποδεκτών φυσικών νόμων. Ή τελευταία ένότητα άναφέρεται κυρίως σέ άποσπάσματα άπό τό περίφημο «ήμερολόγιο» τού φλωρεντινού ζωγράφου. ’Ανάμεσα στά 1554-1556 ό Ποντόρμο έγραψε τό πιό περίεργα προσωπικό ήμερο λόγιο πού έχει ποτέ συνταχθεϊ άπό εύρωπαίο καλλιτέχνη. Στό μεγαλύ τερο μέρος τους οί σημειώσεις αυ τές περιλαμβάνουν άπλές καί κο φτά διατυπωμένες άναφορές στό διαιτολόγιο καί συγκεκριμένα στήν ξερή καί συνήθως λιτή τροφή πού Ετοίμαζε ό καλλιτέχνης γιά τά γεύ-
οδηγος/73
ματα καί νηστίσιμα δείπνα του. Περιγράφονται καί μερικές συναν τήσεις μέ φίλους, άλλά αύτό συμ βαίνει σπάνια, γιατί ό Ποντόρμο προτιμούσε τήν άπομόνωση. “Οπως χαρακτηριστικά είχε γράψει ό Ρ. Χόκε «είναι δύσκολο νά φανταστεί κανείς ένα ντοκουμέντο περισσότε ρο πεζό, μονότονο άλλά καί άνθρώπινο μέ τήν πιό στοιχειώδη έν νοια τού δρου». Κατά περίεργο τρόπο, τό «ημερολόγιο» δημοσιεύ τηκε γιά πρώτη φορά στήν ’Αμερι κή τό 1916 σάν έπίμετρο ενός βι βλίου μέ σχέδιά του, καί μόνο τό 1956 έγινε γνωστό γιά πρώτη φορά στήν ’Ιταλία. Οΐ σημειώσεις αύτές κρατήθηκαν άπό τόν Ποντόρμο -όπως τουλάχιστον άναφέρει ό Στοϊκίτσα- κατά τή διάρκεια τής έκτέλεσης τού τελευταίου μεγάλου έργου του, πού έμεινε ήμιτελές καί
τελικά καταστράφηκε (τοιχογρα φίες τού San Lorenzo). Μέσ’ άπό τίς γραμμές τού «ημε ρολογίου» ό Στοϊκίτσα έπιχειρεί μιά διείσδυση στόν κλειστό κόσμο καί τήν ερμητική ύφολογία δχι μό νο τού Ποντόρμο σάν δημιουργού, άλλά καί όλόκληρης τής τέχνης τού μανιερισμού. Πρόκειται γιά μιά άπαιτητική προσέγγιση πού άποκαλύπτει σέ βάθος τή λειτουργία τού φανταστικού στοιχείου καί τίς σύνθετες μυθολογικές δομές μιας έποχής πού σημαδεύτηκε έντονα άπό μιά βαθιά υπαρξιακή κρίση. Μιά κρίση πού τά βαθύτερα αίτιά της άναταράζουν έδώ καί τέσσερις περίπου αιώνες τήν πορεία καί ε ξέλιξη τού δυτικού ευρωπαϊκού πνεύματος. ΝΙΚΗ ΛΟΪΖΙΔΗ
άπ’ τό μικρό σώμα τής πόλης στη μεγάλη πόλη τού σώματος ΓΙΑΝΝΗ ΚΟΝΤΟΥ: Τά οστά. Αθήνα, Κέδρος, 1982. Σελ. 160.
Ή προτελευταία συλλογή τοϋ Γιάννη Κοντού «Στη διάλεκτο τής έρήμου» (1980) έκλεινε μέ δύο άνεξάρτητους στίχους: «Στό μάτι τού άνακριτή / κάθονται μύγες καί δεν άκούει». Τό άτιτλο αύτό δίστιχο είναι ό συνδετικός κρίκος πού ένώνει τή συλλογή αύτή μέ «Τά οστά», τό πρόσφατο βιβλίο του, πού άπαρτίζεται άπό 133 έπίσης άτιτλα, ολιγόστιχα κι αυτόνομα ποιήματα, όπως επίσης κι άπό ένα άλλο κείμενο προζαϊκής μορφής πού επιγράφεται ώς « Ό ουράνιος κήπος» ή «Γιά νά μήν τόν ξεχνάμε ποτέ» καί πού άπηχεί μνήμες τού Κ. Καρυωτάκη.1 Ό Γιάννης Κοντός, πού χρόνια τώρα, ώς ποιητής πολιτικός, δηλ. ποιητής τής πόλης, εξειδικεύεται στόν χειρισμό τής άποκατάστασης καί τής μετάλλαξης τού μόλις λίγο πριν κοινότυπου, φθαρμένου ή καί «χυδαίου» σέ μιά ουσία άνώτερης
ποιοτικά λειτουργικότητας, επιμέ νει καί στά «’Οστά» νά εκφράζεται άκέραια κι άκαριαία, νά προσδίδει στά νοήματά του μιά συγκινητική καθαρότητα κι έχοντας εμπιστοσύ νη στήν εκρηκτική φύση τών στίχων/έπιφωνημάτων του νά εξαντλεί
πλαίσιο Γ ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΤΑΜΕΛΟΥ: Πρωτοπόροι κ α ί ήρωες τής έλληνικής δημοσιογραφίας.
! ’Αθήνα, Γλάρος, 1982. Σελ. 263. ΕΙΔΙΚΕΥΜΕΝΟΣ στίς ιστορικές βιογραφίες, δ συγγραφέας έδώ ξεφεύγει άπό τό ’21, γιά νά άσχοληθεϊ μέ ένα χώρο νεότερο καί οικείο (άφοΰ κι ό ίδιος είναι δημοσιογράφος): τό χώρο τής ιστορίας τού τύπου. Έτσι, παρουσιάζει δύο άπό τίς σημαντικότερες μορφές, τό Βλάση Γαβριηλίδη καί τόν Κλεάνθη Τριαντάφυλλο-Ραμπαγά, κυρίως άπό τή σκρπιά τής άγωνιστικότητας στήν έξάσκηση τού λειτουργήματός τους. Καί ή παρουσίαση αύτή έχει μαζί μέ τή γοητεία τής ζεστής άφήγησης καί τήν άξια ένός ντοκουμέντου, πλαισιωμένου άπό έκτενή βιβλιογραφία. ΚΩΣΤΑ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ: Ρουσώ κ α ί Ντιντερό. ’Αθήνα, Άλεβιζόπονλος, 1982. Σελ. 265. ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ τό βιβλίο, ό άναγνώστης άντιλαμβάνεται καί δικαιολογεί άμέσως τή δεύτερη ιδιότητα τού συγγραφέα: εκπαιδευτικός (δχι έπαγγελματίας, άλλά λειτουργός). Γιατί τό μελέτημά του γιά τούς δύο μεγάλους γάλλους φιλόσοφους είναι «παιδαγωγικό», μέ τήν έννοια δτι προσπαθεί νά καθοδηγήσει τό κοινό νά πλησιάσει τό έργο τού Ρουσώ καί τού Ντιντερό, παραθέτοντας ελκυστικά τόσο τά βιογραφικά τους στοιχεία δσο καί μικρές παρουσιάσεις-άναλύσεις τών κειμένων τους, χωρίς νά παραλείπεται βέβαια καί μιά συνοπτική κριτική τοποθέτηση κάτω άπό τό πρίσμα τής σημερινής έποχής. —►
Λ
74/οδηγος
Γιάννης Κοντός
τίς δυνατότητες τών «ζεστών» καί οικείων λέξεων τής καθημερινής συνεννόησης τών νεοελλήνων, πού αποτελούν άλλωστε τό υπόστρωμα δλων άνεξαιρέτως τών ποιητικών του συλλογών.2 'Η διαφοροποίηση πού παρατηρεϊται στό τελευταίο του βιβλίο έγ κειται κυρίως στά εξής: α) στόν αυξημένο άριθμό τών «φωτογραφι κών» άναπαραστάσεων τών άπροσδόκητων ή μή διαρρήξεων κι έκλάμψεων τού άσύνειδου, 6) στόν πολλαπλασιασμό τών σπασμωδι κών καταγραφών τού βαθύτατα έρωτικοϋ του έγωκεντρισμοΰ, γ) στην άναγωγή τού σώματος ώς έσχατης καταφυγής, ώς μέσου άμυνας/έπίθεσης κι ώς μέτρου άπόλαυσης/συντριβής, δ) στη μετατροπή τής πόλης καί συγκεκριμένα τής σύγχρονης ’Αθήνας σέ σύμβολο αύτοαναφοράς καί ε) στη σταδιακή έξάλειψη τών τόσο χαρακτηριστι κών εύρημάτων πού άφθονοΰσαν στίς προηγούμενες ποιητικές του συλλογές καί στήν εισαγωγή στή θέση τους γυμνών κι απόλυτων άστικών (ή καί μεταφυσικών πολ λές φορές) περιστατικών. ’Έχοντας ήδη κι ό ίδιος ισχυρι στεί σέ παλιότερη δήλωσή του3 δτι
«ή λογοτεχνία στίς μέρες μας [...] χαρτογραφεί μέ μικτό τρόπο (κρά μα ρεαλισμού κι άφαίρεσης) τήν έλληνική πραγματικότητα καί τά προβλήματα τής χώρας μας, άλλά μέ μιά διάθεση νά έπεκταθεΐ καί πρός τά έξω», εντάσσει αύθόρμητα καί τό δικό του έργο στήν υπηρε σία τής αναπαράστασης τού ασφυ κτικού εναγκαλισμού τής πόλης του (καί τών δραμάτων του βέ βαια) άπ’ τόν θάνατο (κι άπό ένα επίμονο μαύρο «χρώμα» πού σκιάζει τούς περισσότερους στίχους του). Ή άποδοχή τής αύτομόνωσης κι ό κάθε άλλο παρά πειθήνιος έγκλιματισμός του σ’ ένα ταλαιπωρη μένο σαρκίο δέν συνιστούν σέ κα μιά περίπτωση τή λύση τών δεινών ή τό «μέγιστον μάθημα» πρός τούς συνανθρώπους του, άποτελοΰν δμως μιά, πιθανώς ύστατη, καί έντέλει εναργέστατη άναζήτηση τής άξιοπρέπειας, ή κάποιας παρεμφε ρούς άξίας πού ύποκαθιστά τήν άξιοπρέπεια στούς σημερινούς και ρούς. «Εκδρομή στή μεταλλική πόλη/Στίς νεραντζιές δώσαμε τή μηχανή/ σ’ έναν άγνωστο, γιά φω τογραφία./ Φορούσες ένα χαρούμε νο μαύρο φόρεμα/ - τά χέρια σου ήσυχα μασούλαγαν/ ένα κουλούρι -/ "Οταν έγινε ή έμφάνιση είδα:/ Βομβαρδισμένη πόλη, καμένες νε ραντζιές./ Ό άγνωστος μέ άνοιγμένο κεφάλι στά πόδια μας./ Τρέχαμε στό άσπρο περιθώριο τής φωτο γραφίας/ νά κρυφτούμε έντρομοι καί μόνοι» (σελ. 104). Τά ποιήματα τών «’Οστών» μπο ρούν νά διακριθοΰν σέ τρεις ενότη τες: στά σαφώς ερωτικά (πρβλ. φερ’ είπεΐν τά ύπ’ άριθμ. 2, 8, 97, 101, 105, 104, 107, 69, 70, 82, 108, 111, 112, 113, 114, 122, 125 κ.ά.), στά πολιτικά ποιήματα, έχοντας υπόψη τόν ορισμό τού έπιθέτου αυτού πού δώσαμε παραπάνω (πρβλ. τά ποιήματα ύπ’ άριθμ. 96, 5, 10, 13, 17, 18, 19, 25, 27, 30, 32, 33, 43, 44, 47, 51, 117 κ.ά.), καί
στά μικτά, έκείνα δηλαδή πού ή γλώσσα σάν όργανο άναμόχλευσης τών ερωτικών βιωμάτων καί ή περιρρέουσα κοινωνικοπολιτική άτμόσφαιρα άποτελοΰν άξονες συ σχετισμών, συνιστώντας έτσι μιά ενδιαφέρουσα, σύμμικτη, τρίτη εκ δοχή (πρβλ. τά ύπ’ άριθμ. 6, 7, 14, 20, 21, 39, 46, 50, 51, 62, 69 κ.ά.). Δέ θά ύποστηρίζαμε δτι δλα τά κείμενα τών «’Οστών» είναι ισοδύ ναμα μεταξύ τους. Τό ένα τρίτο άπ’ αύτά κρίνονται χωρίς μεγάλη δυ σκολία ώς μικρότερης έμβέλειας άπ’ τά ύπόλοιπα· ύπάρχουν περι πτώσεις πού ποιήματα δπως: «Έξω γαβγίζουν οί εφημερίδες./ Μέσα πεταμένα λόγια, μπαγιάτι κα», ή «Αύτή γυρνοΰσε στό παλιό οικόπεδο,/ μέ τό ύπερήφανο μαύρο φόρεμα./ "Ασπρισαν τά μαλλιά καί τά μάτια της -/ ξεχάστηκε -», δέν δικαιώνουν έκείνα πού προηγήθηκαν ή έκείνα πού έπονται, έκτος κι άν δεχτούμε δτι λόγοι τεχνικής άπαιτούν συγκαταβατικά τήν ύπαρξή τους (ανάγκες χαλάρωσης, ένδιάμεσες πτώσεις, ήσσονες τόνοι κ λπ.) ’Αντίθετα, έντοπίζουμε κεί μενα, δπως έκείνο τής σελ. 86, όπου ή άγωνία τού θανάτου άποδίδεται κατά πρωτότυπο τρόπο, χω ρίς ν’ άφήνει περιθώρια σέ βεβια σμένους μανιερισμούς ή σέ άστοχες παραθέσεις. ’Ανάλογα ισχύουν καί γιά τό τελευταίο ποίημα σέ σχέδιο πεζού, τής σελ. 145 έπ. Γενικά, τά «’Οστά», μέ τη λιτότητά τους καί τήν προχωρημένη ει καστική τους τεχνική, μπορούν νά θεωρηθούν τόσο σάν ξεπέρασμα τών άδυναμιών τής «Διαλέκτου τής έρήμου», δσο καί σάν προώθηση τών καλύτερων συλλήψεων τών «’Απροόπτων» καί τών «ΦωτοτυΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ Σημειώσεις: 1. Τό κείμενο αύτό, πού είναι 'ένα άπό τά καλύτερα τον βιβλίου, προοιωνί ζει, μορφικά τουλάχιστον, τήν έπόμενη συλλογή τοϋ ποιητή, «’Α νωνύμου μονάχον». Βλ. καί δήλωσή του στήν κυριακάτικη «Αυγή» τής 14-2-1982. 2. Βλ. άνάλογα κείμενα, π.χ. τών θ . Δ. Φραγκόπονλου, «Τό ώροσκόπιο ένός ποιητή», στό περ. «Διαβάζω» τεύχος 10, 7αν.-Φεβρ. 1978, σ. 63 έπ., τοϋ νπογράφοντος, γιά τή συλλογή «Στή διάλεκτο τής έρήμου», στό περ. «Το μές», τεύχος 74-75, Ίούλ.-Αϋγ. 1981, σ. 52 έπ., καί άλλων. 3. "Οπου καί στή σημ. 1.
οδηγος/75
άπό την περίκλειστη πόλη-φάντασμα στην περίοπτη Πόλη τής ’Ανάληψης ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗ: 'Αμμόχωστος Βασιλεύουσα. ’Αθή να, Έρμης, 1982. Σελ. 176.
Ό ποιητής Κυριάκος Χαραλαμπίδης άνήκει, χρονικά, στους πρώ τους δημιουργούς τοΰ νεότερου κυπριακού κράτους (1960 κ.έ.) καί τής πολυάριθμης καί πολυφωνικής «πρώτης γενιάς τής κυ πριακής δημοκρατίας» (ή «γενιάς τής ανεξαρτησίας»), πού δια μορφώνεται λίγο πρίν ή άμέσως ύστερα άπό τό 1960 καί, κατόπιν, ωριμάζει καί κυριαρχεί στήν κυπριακή λογοτεχνία, κραταιή καί πολύτροπη ώς σήμερα. Ή ’Αμμόχωστος Βασιλεύουσα εί ναι ή πέμπτη ποιητική συλλογή τοΰ X. Προηγούνται τά βιβλία: Πρώτη Πηγή (’Αθήνα, Ίαν.-Φεβρ. 1961, με ποιήματα ώς τό 1960), Ή Άγνοια τοΰ Νερού (’Αθήνα, Ίκ α ρος, Αΰγ. 1967, με ποιήματα τής περιόδου 1962-7), Τό ’Αγγείο μέ τά Σχήματα (Λευκωσία, άνοιξη 1973, μέ ποιήματα τής περιόδου 1962-72) καί ’Αχαιών ’Ακτή (Λευκωσία, φθινόπωρο 1977, μέ ποιήματα τής περιόδου 1972-7). Συνολικά, λοι πόν, πέντε συλλογές μέσα σέ είκοσιένα χρόνια, πού μπορούμε νά πούμε δτι -όπως καί τά ιστορικά καί γραμματειακά δρώμενα τών τε λευταίων είκοσιδύο χρόνων στήν Κύπρο- κατανέμονται σέ δύο ευ διάκριτες μεταξύ τους φάσεις, 1961-74 καί 1974-82. Πράγματι, δσο καί άν μερικά ποιήματα τής τέταρτης, καί προτε λευταίας, συλλογής, ’Αχαιών ’Α κτή, είναι γραμμένα ή άπλώς άρχινισμένα πρίν άπό τό πραξικόπημα καί τήν τουρκική εισβολή τοΰ κα
λοκαιριού τοΰ 1974, οί δύο τελευ ταίες άπό τίς πέντε συλλογές εν τάσσονται σέ ένα κλίμα άνεξίτηλα έπηρεασμένο άπό τά δραματικά γε γονότα τού 1974 καί τά άμεσα καί έμμεσα επακόλουθά τους. Ή νομο τέλεια αύτή φαίνεται, άλλωστε, δτι άλλάζει καί τούς ποιητικούς ρυθ μούς τού X.: ένώ τά τρία πρώτα βι βλία του δείχνουν ένα βηματισμό πολύ συγκρατυιιένο έως φειδωλό (ένα βιβλίο κάθε έξι χρόνια, περί που 165 σελίδες ποιημάτων συνολι κά), τά έπόμενα δύο ολοκληρώνον ται ταχύτερα καί τό ποιητικό τους ύλικό είναι σημαντικά αύξημένο (περίπου 220 σελίδες). 'Οπωσδή ποτε, τό φαινόμενο αύτό τό έχει συνειδητοποιήσει απόλυτα ό ποιη τής καί τό έχει διατυπώσει άρκετά νωρίς, σέ πολλά άπό τά (δυστυχώς αθησαύριστα) εξαιρετικά πεζά κρι τικά κείμενά του: άρκεϊ νά παρατε θεί μία παράγραφος άπό ομιλία του στά τέλη τού 1978: «’Από τό πραξικόπημα καί τήν εισβολή ό χρόνος έχει άλλάξει, άλ-
Μ. ΚΑΝΚΡ1ΝΙ, Λ. ΧΑΡΙΣΟΝ: Α νο+ δνο δέν κάνουν τέσσερα.
Μετ. Σοφίας Λομβέρδου. ’Αθήνα, Όόνσσέας, 1982. Σελ. 184. ΝΑ ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο, χωρίς συγκεκριμένο άναγνωστικό κοινό: Μπορούν νά τό διαβάσουν έξίσου καλά οί έφηβοι (μέ τούς όποιους άσχολεΐται), δπως καί οί μεγάλοι, πού σάν «θερμοκήπιο» τούς περιβάλλουν άσφυχτικά. Συγγραφείς δύο γυναίκες, θέμα ή ψυχολογία τών νεαρών άτόμων (γύρω στά 14 τους). Μέσα άπό τίς πρακτικές καί θεωρητικές μελέτες τους σέ ιδρύματα τής Ρώμης, πλησιάζουν μέ μικρά διαλεκτικά -άλλά άπλά καί άμεσα- κείμενα (πού θυμίζουν άμυδρά τίς «Ιστορίες τού κ. Κόυνερ» τού Μπρέχτ) έφηβικά προβλήματα, δίνοντας πρακτικές λύσεις, άξιες γιά καθημερινή έξέταοη καί έφαρμογή.
ΛΟΥΣΙΕΝ ΛΑΝΣΟΝ: ’Από γυναίκα σέ γυναίκα. Μετ. Μόσχας Μιχαλοπούλου. ’Αθήνα, Γλάρος, 1982. Σελ. 422.
ΤΟ γυναικείο σώμα καί ή λειτουργία του άποτελεϊ ένα κάποιο μυστήριο, άκόμα καί στήν έποχή μας, άκόμα καί γιά τίς γυναίκες (ή τουλάχιστον σημαντική πλειοψηφία τους). Κι ένα είδος άπομυθοποίησης (πού έντοπίζεται στό χώρο τών σεξουαλικών όργάνων) προσφέρει τό βιβλίο, στηριγμένο στήν πιό πρόσφατη ιατρική πληροφόρηση. Ή γνώση αύτή δίνεται μέ τελείως άπλό τρόπο καί άφορά καί τά πιό καθημερινά ή πολύπλοκα θέματα, γιά τά όποια οί γυναίκες δέ θά ρωτούσαν ούτε τή γυναικολόγο τους.
76/οδηγος
Ε Κ Δ Ο Σ Ε ΙΣ Θ Ε Ω Ρ ΙΑ ΖΩΟΛΟΧΟΥ Π Η ΓΗ Σ 17 ΤΗΛΕΦΩΝΟ 3624187
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΜΑΡΕΚ ΧΑΛΤΕΡ Η αβέβαιη ζωή του Μ άρκο Μ άλερ ΡΟΖΕ ΒΑΓΙΑΝ Ο νόμος ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ Π οιήματα ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΜΠΕΚΑΤΩΡΟΣ Π α τρ ιδ ο γ νω σ ία ΓΕΡΖΥ ΚΟΖΙΝΣΚΙ Π αρουσία ΑΡΘΟΥΡΟΣ ΡΕΜΠΩ Κ είμενα κα ι κ ρ ιτικ ή ΒΙΚΤΩΡ ΣΕΡΖ Ά ν θ ρ ω π ο ι στη φ υ λακ ή ΜΑΙΚΑ ΧΕΡ Κ ο υ ρέλ ια ΟΣΒΑΛΝΤΟ ΣΟΡΙΑΝΟ Ποτέ πια λύπη ούτε λήθη ΡΕΖΙ ΝΤΕΜΠΡΑΙ Το χ ιό ν ι κ α ίει ΖΩΡΖ ΠΕΡΕΚ Τα π ρ ά γμ α τα ΒΙΚΤΩΡ ΣΕΡΖ Μ εσάνυχτα στον αιώ να-μας ΝΙΚΟΛΑΙ ΜΠΟΓΝΤΑΝΩΦ Το π ρ ώ το κ ο ρ ίτσ ι ΖΩΡΖ ΠΕΡΕΚ Ο Ά ν θ ρ ω π ο ς που κο ιμ ά τα ι
λαξε καί ό άνθρωπος πού κατοικεί τόν τόπο τούτο καί μαζί του ή φύ ση τής ματιάς του. Υπάρχει μιά καινούρια Αντίληψη τού κόσμου, κι άλίμονο σέ κείνον πού δεν τό παίρνει μυρουδιά. Ή Κύπρος αυτή τή στιγμή είναι ένας Απέραντος χώ ρος τραγωδίας· δλα τά δράματα εί ναι συγκεντρωμένα καί κορυφωμένα έδώ σέ ένότητα χώρου, χρόνου καί δράσης. 'Υπάρχει έδαφος γιά μεγάλες Αποφάσεις, γιά μεγάλη προσφορά καί γιά μεγάλη άλλαγή. 'Ο κόσμος Ανοίγεται γιά μάς άπό τήν άρχή. Ή τέχνη διεκδικεί τόν πολιτικό της ρόλο καί θέλει νά δη λώσει τήν παρουσία της [...]. Είναι ή στιγμή τής αυτογνωσίας τόσο τού ποιητή δσο καί τού τόπου του. Ή πατρίδα μας είναι τό σώμα μας, άπάνου μας φέρνουμε τά στίγματα τών πληγών της». Ή συλλογή ’Αχαιών ’Ακτή, γιά τή βράβευση τής όποιας είχε δια βαστεί τό κείμενο αύτό, περιείχε ήδη (Ανεπτυγμένα ή έν σπέρματι) δλα τά θέματα πού διαφοροποιούν τόν ποιητή τής δεύτερης, ωριμότε ρης καί τραγικότερης περιόδου άπό τόν νεανικό ποιητή τής «προσταυρικής» ηλικίας (ό X. γεννήθη κε στην Ά χνα τής έπαρχίας Άμμοχώστου τό 1940, ή τρίτη του συλλο γή, Τό ’Αγγείο μέ τά Σχήματα, δη μοσιεύεται πάνω στά τριαντατρία του χρόνια). Ό χ ι μόνο, δηλαδή, τή λυρική ιστορία τού ποιητικού ύποκειμένου μέσα άπό κυπριακές, έλλαδικές καί ευρωπαϊκές εμπειρίες τών χρόνων 1960-1974 (σπουδές, διαβάσματα καί γνωριμίες, φιλοσόφηση τής ζωής, Αρχαιολογικές, ιστορικές καί καλλιτεχνικές Ανησυ χίες, ερωτική Αντίληψη τού κό σμου, άντιαποικιοκρατικά κινήμα τα τών δεκαετιών 1950 καί 1960, Αγώνας τής κυπριακής Ανεξαρτη σίας καί αυτεπίγνωση τού κυπρια κού λαού, ένθουσιασμοί καί δυ σκολίες ενός νέου κράτους, κοινω νικός μετασχηματισμός καί Αλλο τρίωση, δημοκρατική πορεία καί Αναστολές τού όλοκληρωτισμού, οδυνηρή Αντιπαράθεση τής ελληνο κυπριακής καί τής τουρκοκυπριακής κοινότητας), άλλά καί τή λυρι κή συμπόρευση καί τίς Αντιδράσεις του Απέναντι στίς νέες καταστάσεις τής «τελευταίας έποχής» τής Κύ πρου (πραξικόπημα, εισβολή καί κατοχή, Αγνοούμενοι καί προσφυγικό ζήτημα, τουρκική άπειλή, απογοήτευση άπό τή στάση τής διε θνούς κοινότητας ή συγκεκριμένων
δυνάμεων, πολιτικές καί ιδεολογι κές ζυμώσεις τών πρόσφατων χρόΉ ’Αμμόχωστος Βασιλεύουσα, σέ μιά πρώτη άποψη, έμφανίζεται νά τέμνει αύτό τό πολυεδρικό σύμ πλεγμα τών συναφών προβλημάτων κατά μία συγκεκριμένη κατεύθυν ση: συνεχίζοντας τή «γεωγραφική» έπιλογή τής συλλογής ’Αχαιών ’Ακτή (πρόκειται καταρχήν γιά τμήμα τής βόρειας άκτής τής Κύ πρου, Από δπου έγινε καί ή εισβο λή, κατόπιν δμως γιά μιά συνεκδο χή πού καλύπτει τίς μοίρες δλου τού νησιού), περιορίζεται τοπικά στά «Ανατολικά νερά» τής πόλης τής Άμμοχώστον (πού πέρασε, Αμαχητί, στά χέρια τών εισβολέων στίς 14 Αύγούστου 1974, λειτουρ γεί, ώστόσο, στή συλλογή καί συνεκδοχικά -ή, έστω, «συμβολικά», δπως θά ήθελε ό ποιητής- γιά τήν Κύπρο τού χθές, τού σήμερα καί τού αύριο). Ουσιαστικά, πάντως, πρόκειται γιά τήν άβίαστη αυτονό μηση ένός καί μόνον τμήματος τής πλουσιότατης παραγωγής τού X. στά τελευταία πέντε χρόνια, τού πρώτου έκδεδομένου μέρους μιάς σύνθετης, άλλά καί ένιαίας λυρικής «Κυπριάδας» -δπως πρόχειρα τήν όνομάζει δ ποιητής-, πού, δταν όλοκληρωθεί, θά περιλαμβάνει άλ λα τρία τουλάχιστο «αύτονομημένα» καί συνάμα άλληλεξαρτώμενα τμήματα: μιά όμάδα ποιημάτων γιά τούς Αγνοούμενους (1974 κ.έ., Αρ κετά έχουν ήδη δημοσιευτεί σέ πε ριοδικά καί έφημερίδες), μιά πολύ πιό Ανεπτυγμένη καί ύπό εξέλιξη κατηγορία ποιημάτων μέ έπίκεντρο τόν Πενταδάχτυλο, καί μιά ποικιλότροπη σειρά ποιημάτων γύρω άπό ιστορικές, πολιτικές, κοινωνι κές καί άνθρωπολογικές περιπέ τειες, συμβάντα καί έπικαιρικά Αξιομνημόνευτα τής σύγχρονης κυ πριακής ζωής (ορισμένα έχουν κιό λας δημοσιευτεί σέ περιοδικά ή έχουν Ανακοινωθεί σέ δημόσιες ή ιδιωτικές Αναγνώσεις). Μιά αναλυτική έξέταση τής συλ λογής ’Αμμόχωστος Βασιλεύουσα προϋποθέτει καί δικαιούται άνεση χώρου πολύ μεγαλύτερη άπό αύτή πού μάς προσφέρεται έδώ. Γιά τήν ώρα, λοιπόν, καί μόνο, περιορίζο μαι νά δώσω όρισμένα στοιχεία πε ριγραφής: ’Όγκος καί χρονολογική άρθρωση: Τό βιβλίο άποτελείται (σελ. 9-131)
οδηγος/77 άπό 47 ποιήματα μέσου έως μεγά λου μήκους (άπό τή νόρμα ξεφεύ γουν έλάχιστα κείμενα, όπως τά «έλάσσονα» ποιήματα «’Αρχή ίνδίκτου» καί «Γιά τήν πόλη πού έμεινε πιστή ατούς συντρόφους της», τών 19 στίχων τό καθένα, ή τά «μείζονα» δσο καί σχετικά άκατέργαστα, ίσως, τελευταία ποιήματα τής συλ λογής, «Σκυτάλη», 149 στίχων, καί «’Αγγείο έλεύθερου ρυθμού», 186 στίχων). "Ολα τά ποιήματα είναι χρονολογικά καί παραθέτονται κα τά χρονολογική τάξη (άντίθετα μέ προηγούμενες συλλογές τού X.). Καλύπτουν τήν περίοδο ’Ιούνιος 1979-’Οκτώβριος 1981, ή, άν έξαιρεθούν τά δύο πρώτα ποιήματα, τό ένα τού ’Ιουνίου 1979 καί τό άλλο τού Φεβρουάριου 1980, τήν περίο δο Αύγουστος 1980-Όκτώβριος 1981. Στούς 29 ή, καλύτερα, στούς 15 αυτούς μήνες ύπάρχουν ζώνες έντονης ποιητικής ευφορίας καί γονιμότητας, όπως, π.χ., ό Αύγου στος τού 1980 (8 ή 9 ποιήματα), ό Σεπτέμβριος του 1980 (6 ή 7 ποιή ματα) καί, κατόπιν, ό Νοέμβριος τού 1980 (4 ή 5), ό ’Ιανουάριος καί ό Μάρτιος τού 1981 (άπό 4) καί ό Μάιος τού 1981 (5). Ή «σύλληψη» τού συνθετικού σχεδίου φαίνεται ότι συμβαδίζει μέ τήν άκατάσχετη ροή τών δύο γόνι μων μηνών τού καλοκαιριού τού 1980 (όπότε καί σχηματίζεται ήδη τό 1/3 τών ποιημάτων τής συλλο γής)· ό τίτλος τού πρώτου ποιήμα τος τού Αύγούστου 1980, καί τρί του τού βιβλίου, «Όνομα πόλης», είναι εύστοχα ένδεικτικός γιά τή συνειδητοποίηση τού ποιητή, καί μπορούμε ίσως νά σκεφτούμε δτι ό τίτλος τής πρωιμότερης κατάθεσης τού ’Ιουνίου 1979, «Ή άρχή ένός ειδυλλίου» (πρώτο ποίημα τού βι βλίου), προστέθηκε ή διαμορφώθη κε έκ τών υστέρων, δταν ή ποσότη τα καί ή ποιότητα τών «δοσμένων» ποιημάτων άρχισαν νά υπαγορεύ ουν τήν άνάγκη μιάς αύτόνομης συλλογής. Ό ίδιος ό ποιητής, άλ λωστε, σημειώνει δτι ένα άκόμη ποίημα, πολύ προγενέστερο (1974/ 75), τό «Ούμανιστής τού 1339 σέ κατακτημένη πόλη τού 1975» τής ’Α χαιών ’Α κτής, πρέπει νά θεωρη θεί τώρα δτι «συμπληρώνει τήν ει κόνα τών ποιημάτων τής Άμμοχώστου»: ή ιδέα τής συλλογής φαίνε ται, λοιπόν, στόν ορίζοντα πιθανό τατα τόν ίδιο καιρό πού γράφεται τό σημαντικότατο ποίημα ποιητι κής «Όνομα πόλης», στά έξι χρό
νια άπό τήν «άλωση» τής «κάτω» Άμμοχώστου. Θεματική δομή: Τά ποιήματα υπη ρετούν δλα, άλλά άπό διάφορες όπτικές γωνίες, τήν «έξεικόνιση» ή «άνάπλαση» τής Άμμοχώστου μέ σα στή διαχρονία καί τή συγχρονία της. "Οχι μόνο, δηλαδή, τής πόλης (καί κατ’ έπέκταση τής Κύπρου) μέσα άπό στιγμές τής άπώτατης ή τής λιγότερο άρχαίας ιστορίας της (άπό τά προϊστορικά ύποτυπώματα ώς τά ιστορικά δρώμενα, άπό τήν προκλασική έποχή ώς τό τέλος τής άγγλοκρατίας, άπό τά κτίσματα καί τά ίχνη τής Άλάσιας, τής Έ γκωμης καί τής Σαλαμίνας ώς τίς ποικίλες φάσεις τής Άμμοχώστου), άλλά καί μέσα άπό στιγμές τής προσωπικής ιστορίας καί τών έσωτερικών περιπετειών τού ποιητή (άπό τίς παιδικές, εφηβικές, νεανι κές καί άνδρικές έμπειρίες καί μνή μες τής «σχεδόν γενέθλιας» πόλης του ώς τίς σημερινές λυρικές άντιδράσεις άπέναντι σέ μιά κατακτη μένη καί άπρόσιτη, νεκρή «πόληφάντασμα», λάφυρο καί ένέχυρο μελλοντικών διακοινοτικών καί διακρατικών διαπραγματεύσεων καί συμβιβασμών). Τό θεματικό ριπίδι τής σχέσης πόλης καί ποιητή (της) είναι έξαιρετικά άνοιγμένο. Περιορίζομαι νά σημειώσω δτι ή περίτεχνα κυμαινό μενη συναισθηματική θερμοκρασία τού ποιητή (λυρική, άφηγηματική ή δραματική, κριτική καί σατιρική ή φίλια καί συμπαθητική) παρακο λουθεί τήν ιστορία, τήν τοπογρα φία, τήν πραγματογνωσία καί τήν άνθρωπολογία τής πόλης τόσο σέ συνθήκες προγενέστερες δσο καί σέ συνθήκες μεταγενέστερες άπό τό καίριο ιστορικό γεγονός (τήν ει σβολή, τήν εγκατάλειψη καί τήν κατάκτηση). Τόσο ή πόλη δσο καί ό ποιητής εμφανίζονται, στή διπο λική τους σχέση, μέ πολλές μορφές καί ιδιότητες: π.χ. πόλη-πόρνη, άπιστη, έπιπόλαιη, κουτή, διε φθαρμένη, σκληρόκαρδη, άλλοτριωμένη, παρακμιακή κτλ.· έρωμένη, άρπαγμένη, πάσχουσα, βα σανισμένη, τραυματισμένη, άνάπηρη, άναίσθητη, ναρκωμένη, κρυμ μένη, φυλακισμένη, μετακινούμε νη, ιπτάμενη, ζωντανόνεκρη, νε κρή, άταφη, άναστημένη κτλ.· έμ βρυο, παιδί, κορίτσι, παρθένα, γυ ναίκα, ζώο, θήραμα, σφάγιο, άντικείμενο, χτίσμα, στοιχειό, φαγητό, παιχνίδι, ουράνιο σώμα, μαγικό
AEON ΣΒΑΡΤΣΕΝΜΠΕΡΓΚ, ΠΙΕΡ ΒΙΑΝΣΟΝ-ΠΟΝΤΕ: Ν ’ άλλάξονμε τό θάνατο.
\ Μετ. 'Ελένης Μπουκουβάλα. ’Αθήνα, Πύλη, 1982. Σελ. 300. I ΕΝΑΣ γιατρός κι ένας δημοσιογράφος μιλούν γιά τό i θάνατο, τή μεγάλη άρρώστια, j τούς άσθενεϊς, τήν ιατρική. Τό φόβο καί τήν ύπομονή. Δίνουν μέ τά δικά τους μάτια τήν άλήθεια πού κρύβεται στόν | πόνο καί τό φάσμα τής j διακοπής τής ζωής, τό ιατρικό καθήκον καί τήν εύθανασία, τό συμβιβασμό μέ τό θάνατο, τή διαφορετική άντιμετώπισή του. ’Οδυνηρό βιβλίο καί γιά ύγιεΐς (πού τρέμουν μπρος στήν πιθανότητα) καί γιά άσθενεϊς ; (πού προτιμούν τίς αυταπάτες), ! μά ή δύναμή του γιά δσους τό διαβάσουν μπορεί νά γίνει ' στήριγμα. ! ΝΙΚΟΥ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ: ’Εθνική τέχνη κ α ί πρωτοπορία. Μετ. ί Σεραφείμ Βελέντζα. ί ’Αθήνα, ’Όχημα, 1982. j Σελ. 179. ΜΙΑ σειρά άπό μελετήματα, γραμμένα σέ διάφορες χρονιές καί μέ διαφορετικά ερεθίσματα, άποτελούν αύτό τό θεωρητικό βιβλίο τού έλληνα τεχνοκρίτη τής διασποράς. Ή όπτική καί οί έρμηνείες πού δίνει σέ καίρια προβλήματα τής τέχνης (καί κυρίως τής ζωγραφικής) δείχνουν νά τόν έντάσσουν στό μεταλενινιστικό μαρξιστικό χώρο, μέ έπιδράσεις τών πολιτιστικών έθνικιστικο-αριστερίστικων τάσεων, πού έχουν βρεί πρόσφορο έδαφος στά κεντροαμερικάνικα κινήματα. Καί κάτω άπ’ αύτήν τή σκοπιά, είναι ιδιαίτερα ένδιαφέρουσες οί άπόψεις του γιά τήν έλληνική τέχνη. ΓΙΑΝΝΗ ΙΩANNOY: Ό τρίτος δρόμος.
’Αθήνα, Πολύτυπο, 1982. Σελ. 223. ΙΔΙΑΙΤΕΡΗ περίπτωση στό χώρο τής πολιτικής
78/οδηγος
άντικείμενο κτλ.· ποιητής-π αιδί, έφηβος, εραστής, κυνηγός, παί κτης, άνασκαφέας, μελετητής, επι σκέπτης, περιηγητής, ρήτορας, κα τήγορος, θεραπευτής, μοιρολογητής, όραματιστής, μάγος κτλ. Ή περιπτωσιολογία τοϋ ζευγα ριού πόλης-ποιητή φωτίζεται, καί άποκτά συγκροτημένο νόημα, χάρη στόν τίτλο τής συλλογής: κύριος θεματικός άξονας τών ποιημάτων είναι ή «έρωτική ιστορία» τοϋ ποιητή καί τής πόλης (του), ιστο ρία μέ τήν άρχή, τήν εξέλιξη, τίς διακυμάνσεις, τίς κρίσεις καί τήν υπέρβαση τών κρίσεων της. Ή ’Αμμόχωστος «τοϋ κόσμου τού του», «βασιλεύουσα» πόλη τής Κύ πρου (πόλη ωραία, πλούσια καί διάσημη, άλλά καί πόλη τών πολ λών άλώσεων, τής δύσης, τοϋ αίμα τος καί τοϋ θανάτου) είναι ή «γυναίκα-βασίλισσα» τοϋ ποιητή, ό όποιος τρέφει ή άναπτύσσει άπέναντί της μιά σειρά αισθήματα, δυ νάμεις ή ιδιότητες (σέ όλόκληρη τή συλλογή, «βασιλεύουσες» είναι ή κριτική, ή νοσταλγία, ή όνειρική σύλληψη, ή ελπίδα καί ή άγάπη τοϋ ποιητή άπέναντι στήν πόλη). Οί εκδηλώσεις αυτές μεταμορφώ νουν τό άντικείμενο τους, τήν ’Αμ μόχωστο, σέ «βασιλεύουσα» πόλη «πέραν τοϋ κόσμου τούτου», σέ ένα είδος προσωπικής «άνω Ιερουσα λήμ», αγνής καί άδιάλειπτα ζωντα νής, σέ πόλη τής άνάστασης καί τής
άνάληψης, στήν ’Αμμόχωστο τής καρδιάς, τού νοϋ καί τού όνείρου. ’Εκτέλεση: Τά ποιήματα τής συλ λογής δείχνουν εκπληκτική όξυνση τών εκφραστικών ικανοτήτων τού X.: άσφαλέστατη ιστορική καί έμπειρική αίσθηση, τεράστιες δυνα τότητες μυθοποίησης, άποστασιοποίησης καί «ειρωνείας», άγρυπνο, κλασικής άρτιότητας έλεγχο πλου σιότατου καί ποικιλόμορφου ύλικού, άφηγηματική, καί κυρίως δραματική καί σκηνογραφική ένάργεια, άκατάβλητο, τολμηρό καί πηγαίο είκονοπλαστικό πλού το, θαυμαστή οίκειοποίηση καί ύπέρβαση κορυφαίων επιτεύξεων τής ρεαλιστικής, άλλά καί τής «κα θαρής» ποίησης, άνεξάντλητη άνανεωτική χρήση όψεων καί τρόπων τού ύπερρεαλισμού (όνειρο, παι χνίδι, τόλμη, έλεύθερος συνειρμός κ.ά.), μεγάλη πρωτοτυπία γλωσσι κών, μετρικών καί ρυθμικών δοκι μών. Ό . δημιουργός καταφέρνει νά συνταιριάζει διαρκώς τούς δύο ρό λους πού επιλέγει, μέσα στή συλλο γή αυτή ή ποιητική του: τό ρόλο τού ποιητή-θυρεού (ποιητή genius loci τής πόλης, ποιητή τού κρά τους, ποιητή τής παλιάς καί σύγ χρονης έθνικής ιστορίας) καί τό ρόλο τού ποιητή-έρωτικού ή όνειρικού ένεργούμενου (ποιητή τής βιωμένης, υπαγορευμένης ποιητι κής μαγείας).
Πλαισίωση: "Ολα τά ποιήματα, έκτός άπό ένα («Ήλιος πτερω τός»), συνοδεύονται (σελ. 133-71) άπό έκτενείς, συχνά, «Σημειώσεις», μέ πλούσιο γλωσσικό, έρμηνευτικό, ιστορικό καί γραμματειακό υλικό. Τό ύλικό αύτό δέν έπιτελεϊ ρόλο άπλώς επεξηγητικό καί υποβοηθη τικό, άλλά έχει τήν πρόθεση νά υποβάλλει ποικιλία προεκτάσεων καί συνειρμών· φανερώνει, έπίσης, μιά παράλληλη, έντελώς άξιοσημείωτη πλευρά τού ποιητή, τήν πλευρά τού άναλυτή καί ερμηνευτή τής ποίησης καί τής ποιητικής δια δικασίας, τού στέρεα καταρτισμέ νου καί έγρήγορου δημιουργούφιλόλογου. Μέ «Σημειώσεις» αυτού τού τύ που καί τού όγκου, ή νεοελληνική γραμματεία προχωρεί, σέ μιά πολύ προωθημένη φάση «σύνθεσης» τού λογοτεχνικού βιβλίου: φάση πού είναι άρκετά πέρα άπό τόν τύπο τής άμιγοΰς, άσχολίαστης λογοτε χνικής ύλης καί τών λογοτεχνικών κειμένων πού άπλώς προλογίζον ται άπό τόν συγγραφέα ή συνο δεύονται άπό περιορισμένες γλωσ σικές ή έρμηνευτικές ενδείξεις, άλ λά καί πού διαφοροποιείται άπό τόν τύπο τής παράλληλης, άνεξάρτητης, πλαισίωσης τής λογοτεχνι κής ύλης άπό σημειώσεις «έργασίας» ή άπό «ήμερολογιακές» εγ γραφές (σέ όλες τίς ποικιλίες πού μπορούν νά παρουσιάσουν, π.χ. άπό τίς «Σημείωσες» τού Σολωμού, τά σημειώματα τού Καβάφη ή τού Μπεράτη, ως τίς Μέρες τού Σεφέρη καί Τά 'Ημερολόγια τής Τριλογίας τού Τσίρκα). Τά λίγα στοιχεία περιγραφής τού σημειώματος αυτού χρειάζεται, βέ βαια, νά διερευνηθοΰν, περισσότε ρο καί, κυρίως, νά άναπτυχθοΰν στήν έκταση πού ταιριάζει στή συλλογή. Γιατί ό Κυριάκος Χαραλαμπίδης έχει περάσει, άπό καιρό, τό κατώφλι τοϋ καλού ποιητή· έχει, έπίσης, κατακτήσει μία άπό τίς άδιαφιλονίκητες πρώτες θέσεις άνάμεσα στούς ποιητές τής γενιάς του καί όλου τού έλληνισμοΰ. Καί δέν θά πούμε τίποτε τό τολμηρό ή άναπόδεικτο, άν δεχτούμε, μέ άνεπιφύλακτη συγκίνηση, ευγνωμοσύ νη καί αίσθημα δικαιοσύνης, ότι ή Αμμόχωστος Βασιλεύουσα είναι τό άρτιότερο έλληνικό ποιητικό βι βλίο τού 1982. ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΧΑΓΙΟΓΛΟΥ
οδηγος/79
^
«ένας
καλός συγγραφέας σχεδόν χαμένος»
( φ ^ '/
ΜΑΝΘΟΥ ΚΕΤΣΗ: Κρανίου τό πος. Διηγήματα. ’Αθήνα, Σύγχρο νη ’Εποχή, 1982. Σελ. 110.
Τρία έκτενή διηγήματα άπαρτίζουν τό τελευταίο βιβλίο τοϋ Μάνθου Κέτση «Κρανίου τόπος»: «Ή βάρκα», «Ή φασουλιά», «'Ο ποντικός». Σε άλλη έποχή θά τά έλεγαν «νουβέλες». «Κρανίου τό πος» είναι οι διάφοροι τόποι έξορίας, τά κολαστήρια, δπου οί υποθέσεις τών διηγημάτων διεξάγονται. Ή έρημος τής ’Αφρικής καί ένα αντίσκηνο μέσα σέ κείνο τόν ήλιο, δπου άπομονώνεται ό ήρωας στό διήγημα «Ή βάρκα», καί ή ξερή Μακρόνησος μέ τά έλεεινά, πάλι, άντίσκηνα, δπου ζούν σέ συνθήκες έξοντωτικές οί αριστεροί εξόριστοι. "Ολα αύτά είναι «Κρανίου τό πος»,, θανάτου τόπος καί όλα Μάνθος Κέτση ς μέ τίς προσωπικές εμ πειρίες του καί τήν, όσο παίρνει, τίμια φωνή τού. Έχουμε, δηλαδή, άκόμα ένα βι βλίο άπό τό χώρο καί τήν έποχή τής τελευταίας εμφύλιας διαμάχης, άλλά ένα βιβλίο πού παρ’ δλα αύτά δέν μπορεί νά όνομασθεΐ στενά «πολιτικό». Δέν κάνει διάκριση στά άνθρώπινα. Είναι γιά τούς άνθρώπους, τούς Έλληνες άνθρώπους, τά παθήματά τους καί τά πά θη τους. Καί πού άν βλέπει πιό κα θαρά τή μιά μεριά καί τήν άλλη τή δίνει περισσότερο έκ τοϋ μακρόθεν, αυτό όφείλεται στή θέση τοϋ συγγραφέα, πού ήταν γιά χρόνια πολιτικός έξόριστος. ’Από τίς εμ πειρίες του άντλεϊ, είπαμε, ό Κέτσης. ’Από τίς εμπειρίες του, άλλά όχι άπό τίς εντυπώσεις του τής στιγ μής. Ό χ ι γενικές περιγραφές, έτοι μα συνθήματα καί υβρεολόγια. "Οχι κατάλογοι δυστυχιών καί βα σανιστηρίων, μόνο. Άλλά λογοτε χνική άφήγηση, κατασταλαγμένη
καί ζυγισμένη. Πολύπλευρο δόσι μο, προσπάθεια γιά σωστή διείσδυ ση στίς ψυχές τών ήρώων του καί, άκόμα, επίμονες, λεπτές, έξαντλητικές περιγραφές. Καί αύτό είναι ίσως τό πιό εν διαφέρον σημείο πού εμφανίζουν τά γκριζωπά κείμενα τού Μάνθου Κέτση. Ή περιγραφική τους δεινό τητα, μέσα καί έξω. Ό τόσο όψιμα έμφανισμένος στήν πεζογραφία Μάνθος Κέτσης είχε, φαίνεται, γνήσιες λογοτεχνικές ικανότητες. Καί λέω «γνήσιες», γιατί παρατη ρώ πώς ορισμένα χαρακτηριστικά τής γραφής του εμφανίζονται στα θερότατα καί στά δύο βιβλία του· στό πρώτο, «Μιά ζωή χαμένη», πού έκδόθηκε τό 1981 άπό τόν «Κέ δρο», καί σ’ αύτό τό δεύτερο, «Κρανίου τόπος», πού κυκλοφόρη σε λίγους μήνες μετά τό θάνατό του. Γιατί ό Μάνθος Κέτσης πέθανε τόν ’Ιούνιο τοϋ 1982 σέ ήλικία 66 χρόνων. Ά ς θεωρηθεί, λοιπόν, αύτό τό πενιχρό σημείωμα καί ώς μνημόσυνο άπό ένα φίλο. Στό «Μιά ζωή χαμένη», πού μπορεί νά χαρακτηρισθεί καί ώς
γελοιογραφίας σίγουρα ό Γιάννης Ίωάννου. Γιατί τό σχέδιο καί τό κείμενό του, δέ γελοιογραφοΰν μιά παραπέμπουν, δέν έπιβάλλουν μά σχολιάζουν. Μέσα άπό τόν παραμορφωτικό καθρέφτη τους μελετούν τήν πάσης φύσεως έξουσία καί τούς έξουσιαζόμενους, μέ όδηγό τό -όχι πάντα εύκολο- χιούμορ. Έτσι, δημιουργούνται τύποι (όπως ό «εύρωπαίος» Έλληνας) ή χαρακτηρίζονται καταστάσεις (όπως ό «τρίτος δρόμος», πού έδωσε καί τόν τίτλο στό λεύκωμα μέ γελοιογραφίες τοϋ ’81-’82), πού τελικά «διαπαιδαγωγοΰν» πολιτικά, πρός μιά έλεύθερη, άδογμάτιστη σκέψη. 100 ήγέτες. Πολιτικές γελοιογρα φίες τοϋ BAS.
’Αθήνα, Gutenberg, 1983. Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ γελοιογραφία έχει διανύσει μεγάλο δρόμο στήν Ελλάδα, καί άπόδειξη είναι ή ύποδοχή της όχι μόνο άπό τό εγχώριο κοινό τής καθημερινής ένημέρωσης, άλλά καί άπό τά ξένα έντυπα καί τούς άναγνώστες τους. Ά π ό τούς πιό άποδεκτούς, λοιπόν, καί στό εξωτερικό γελοιογράφους είναι ό BAS (Βασίλης Μητρόπουλος), πού στό νέο λεύκωμά του παρουσιάζει τά σκίτσα προσωπικοτήτων τής παγκόσμιας πολιτικής σκηνής. Σκίτσα πού διαγράφουν καί χαρακτηρίζουν άτομα καί γεγονότα, άναδεικνύοντας τή γραμμή τους σέ κυρίαρχο όργανο ύπομνημάτισης κάτω άπ’ τή θυμηδία. ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ: Π οιη τική . Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια Στάθη Δρομάζου. ’Αθήνα, Κέδρος, 1982. Σελ. 384. ΕΝΑ άπό τά βασικά σημεία άναφοράς (είτε σάν θέση είτε σάν άντίθεση) τού θεάτρου άνά τούς αιώνες ύπήρξεή «Ποιητική», τήν όποια τό
80/οδηγος
μυθιστόρημα, ό Κέτσης άφηγεϊται την ιδιότυπη, δσο καί δεινή, θέση ένός παιδιού, πού γεννιέται λίγο μετά τό θάνατο τού πατέρα του, τού όποιου παίρνει καί τό όνομα. Ή μάνα του, τρελή άπό τόν πόνο καί τήν έρωτική έρημιά της, προσ παθεί μέ κάθε τρόπο νά άναστήσει στό πρόσωπο τού άγοριοϋ, στήν ψυχή άλλά άκόμα καί στή μορφή του, τόν χαμένο σύντροφό της. Ό μικρός είναι πιά ένας οικιακός «Δαλάι-Λάμα», πού μεγαλώνει μέ σα σέ θρήνους, νεκροταφεία, καν τήλια, κόλλυβα, πλερέζες, κλειστά παράθυρα καί σκοτεινιασμένες μα τιές τής παθιασμένης μάνας, πού κάθε τόσο διακρίνει άπάνω του καί νέα χαρακτηριστικά τού μακαρίτη. Ό συγγραφέας σαφώς άφήνει νά έννοηθεί δτι τό άνήκουστο αύτό ψυχικό ζεμάτισμα τό ύπέστη ό ίδιος. Ή δεινότητα τής περιγραφής καί ή λεπτότητά της έμφανίζονται στό πρώτο αύτό βιβλίο τού Μάνθου Κέτση σέ όλη τους τή δύναμη καί παραμένουν αξεπέραστες. Τό ίδιο παρατηρούμε καί στό «Κρανίου τό πος», σταθερή τάση γιά διεισδυτι κή περιγραφή. Είχε λογοτεχνικές άρετές ό Κέτσης, άλλά ίσως μή συ νειδητές καί όπωσδήποτε κάπως άκαλλιέργητες. Τό «Κρανίου τόπος» είναι γιά μένα πιό συναρπαστικό άπό τό «Μιά ζωή χαμένη». Δέν έχει δμως τήν ίδια ψυχολογική καί συγγραφι κή βαρύτητα. Ούτε, βέβαια, καί τήν πρωτοτυπία τού φοβερού έκείνου θέματος. Τό «Κρανίου τόπος» διαβάζεται πιό εύκολα, γιατί άποτελεΐται άπό τρία αύτοτελή κομμά τια καί γιατί ό συγγραφέας του προσπαθεί νά άποδώσει -καί άποδίδει- μιά άνθρώπινη καί ιστορική πολλαπλότητα καί πολυπλοκότητα, ένώ στό «Μιά ζωή χαμένη» δέ χά
νει ούτε στιγμή τόν ήρωά του -τόν έαυτό του, προφανώς-, δπου έμβαθύνει καί έμβαθύνει καί σταματημό δέν έχει. Γκριζάρει έκεί πάρα πολύ ή άφήγηση. Είναι άργόσυρτη καί καταθλιπτική. Είναι μονότονη, κα θώς προχωρεί χιλιοστό χιλιοστό. Ό Κέτσης δέν ήξερε -ίσως καί δέν ήθελε- στό γραφτό λόγο νά θαμπώνει, πράγμα πού τό ήξερε πολύ καλά στόν προφορικό. Γινό ταν υπερβολικά προσεκτικός, ύπερβολικά σφιγμένος, υπερβολικά τίμιος μέ τήν τρέχουσα έννοια. Καί ύπερβολικά ψηλαφητικός. "Ολα αύτά κουράζουν, όπωσδήποτε. Θά έπαναλάβω -θύοντας στήν τιμιότητά του- αύτά πού τού είχα πει προφορικά μετά τό πρώτο του βιβλίο: "Οσο μπορείς πιό σφαιρι κά, πιό άστραφτερά, πιό κεφάτα. Δέν είναι δυνατό νά μήν είχε καί άστεϊες, καί γελοίες, πλευρές αύτή ή ιστορία. Πέτα καί καμιά κοροϊ δία, νά ξαλαφρώσεις τόν άναγνώστη. Πέτα καί ένα, κάπως άπόμακρο, σχόλιο. Διηγήσου ενδιάμεσα καί κάτι άλλο δήθεν άσχετο ή καί άσχετο, τό όποιο θά συνδέσεις πα ρακάτω μέ κάτι τό αντίστοιχό του ή τό δήθεν άντίστοιχό του. Κάνε καί κανένα σχήμα λόγου, κανένα λογοπαίγνιο. Κάνε συνειρμούς. Κάνε συνειρμούς καί κόβε τους, μόλις πάνε νά σέ ξεστρατίσουν. Θεώρησε καί μερικά πράγματα αυ τονόητα. Μήν τά περιγράφεις όλα. Ή έξαντλητική περιγραφή έχει πεθάνει στή λογοτεχνία. Καί, τέλος, πές καί κάτι τό τολμηρό, τό πονη ρό. "Ολο καί δίνονται ευκαιρίες. Δέν ξέρω τί έλαβε καί τί δέν έλα βε ύπόψη του άπό αύτά, πού τά άκουσε μέ πολλή προσοχή καί σε μνότητα. Πάντως, τό «Κρανίου τό πος» είναι πολύ πιό συναρπαστικό άλλά καί πιό άδύνατο. "Εχασε σέ άσφυκτική έσωτερικότητα.
Πρίν τελειώσω, θέλω νά πώ καί γιά άλλες άρετές τών κειμένων τού Μάνθου Κέτση, πού έμφανίζονται ιδιαίτερα άνάγλυφες στό «Κρανίου τόπος». Ό Κέτσης δέν είναι μελο δραματικός. Τό γούστο του, τό γε ρό πιάσιμό του άπό τόν μίτο τής ζωής, ή έξυπνάδα του, τόν γλιτώ νουν άπό τό μελόδραμα. Καί τά τρία διηγήματα τού «Κρανίου» τε λειώνουν άνθρώπινα, χωρίς μελο δραματικές κορώνες καί ταμπλώ βιβάν. Ταπεινά, άντιηρωικά καί θλιμμένα. Ό Μάνθος Κέτσης δέν κάνει ιδεολογικά κηρύγματα, στηριζόμενος στις υποθέσεις τών διηγημάτων του. Στό πρώτο διήγημά του «Ή βάρκα», ό άπομονωμένος μέσα στό άντίσκηνο τής έρήμου ήρωάς του άναγκάζεται νά συμβιώνει, γιά ένα διάστημα, μέ έναν παπά έξώλης καί προώλης. Τά καμώματα αύτοΰ τού παπά καί οί διηγήσεις του γιά τά νεκροφιλικά κατορθώματά του δίνονται, πράγματι, μέ τόση δύνα μη άπό τό συγγραφέα, ώστε, στιγ μές στιγμές, έχεις τήν έντύπωση πώς σέ παίρνει κι έσένα ή μπόχα. Άλλά ούτε γιά μιά στιγμή ό Κέ τσης δέν άρπάζει τήν εύκαιρία γιά νά γενικεύσει, νά κατηγορήσει γε νικά καί άκριτα, νά κάνει άντικληρική προπαγάνδα. Ό χι! ’Ηταν τίμιος ώς συγγραφέας ό Κέτσης, δπως ήταν καί στή ζωή. Τό έργο τού Μάνθου Κέτση είναι πιά τετελεσμένο. Είναι τά δύο αύ τά βιβλία του: «Μιά ζωή χαμένη» καί «Κρανίου τόπος». Είναι άκόμα μιά σειρά ζωγραφικοί πίνακές του. Ό Κέτσης ήταν ζωγράφος καί άπόφοιτος τής Σχολής Καλών Τε χνών. Ιδέα γιά τή δύναμη τής ζω γραφικής του παίρνουμε άπό τό θαυμάσιο σχέδιο πού βρίσκεται στό έξύφυλλο τού «Κρανίου τό πος». Καί άκόμα τό έργο του είναι μερικά άνέκδοτα, άλλά όχι άπαι χτα θεατρικά έργα, πού δέν ξέρω άν πρόκειται νά τυπωθούν. Ό Μάνθος Κέτσης μέ τό πρώτο του άκόμα βιβλίο μού δημιούργησε τήν υπόνοια πώς ίσως νά άνήκει σ’ αυτούς τούς συγγραφείς πού άναγνωρίζονται άργότερα πολύ. "Ισως καί ό Κέτσης νά θεωρηθεί κάποτε ώς ένας γνήσιος συγγραφέας, πού δέν είχε καταλάβει έγκαίρως τή δύ ναμή του καί δέ μίλησε δσο έπρεπε. Έ νας καλός συγγραφέας σχεδόν χαμένος... ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ
οδηγος/81
σημερινό κοινό τή γνωρίζει ίσως μόνο άπό τόν όρισμό τής τραγωδίας πού περιλαμβάνει... Μέ τήν τωρινή έκδοσή της, λοιπόν, μεταφρασμένη καί σχολιασμένη άπό έναν έγκυρο θεατράνθρωπο καί μελετητή, γίνεται οικείο τό τολμηρό θεατρικό πνεύμα τού ’Αριστοτέλη, οί κανόνες καί οί άντιλήψεις του, σέ ένα άνάγνωσμα πού ξεπερνά τούς όρίζοντες τού θεατρικού ένδιαφέροντος καί άπλώνεται σέ κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο.
& **» y «αμερικανικό όνειρο»: ή φάση τής πτώσης ΤΖΩΝ ΑΠΝΤΑΙΚ: Τρέχα λαγέ. Μυθιστόρημα. Μετ. ’Αθήνας Δημητριάδου. ’Αθήνα, Όδνσσέας, 1982. Σελ. 360.
Διαβάζοντας κανείς τόν Άπντάικ, δέ μπορεί νά μή σκέφτεται πα ράλληλα τόν Κέρουακ. Βέβαια είναι δυό συγγραφείς πού κινούν ται σέ διαφορετική κοινωνική περιοχή, ώστόσο εύκολα διακρίνει κανείς κάποιες συγγένειες στήν τεχνική τους καί στό ρυθμό τής άφήγησης. Έξάλλου, μπορεί κανείς νά υποστηρίξει πώς ό ένας συμπληρώνει τόν άλλο. Ό Άπντάικ μιλάει γιά τόν άμερικανό μικροαστό. Ό Κέρουακ μι λάει γιά τόν άμερικανό παρείσακτο. 'Η έποχή είναι περίπου ή ίδια: δεκαετία τού 1950. Στην προεδρία ό Άιζενχάουερ. Περίοδος τού Τζών Άπντάικ
«ψυχρού πολέμου». Τό καταναλω τικό θαύμα ή κομφούζιο, έπί θύραις. Τό «άμερικανικό όνειρο» τρέ φεται μέ πόπ-κόρν καί τηλεοπτικά σόου. Οί μικροαστοί καί οί παρείσακτοι κάπου συναντιούνται: στην άναζήτηση αυτού τού «όνείρου», άλλά καί στη διάψευσή του. Μέ μιά βασική διαφορά: ή διάψευση αυτή βιώνεται μέ άλλον τρόπο γιά τούς μέν, καί μέ άλλον γιά τούς δέ (πολύ συνοπτικά: ό παρείσακτος Εξουδετερώνεται, ό μικροαστός συμβιβάζεται). "Ομως, κάθε κανόνας έχει καί τίς έξαιρέσεις του (sic). Έτσι ό Άπντάικ άπ’ τίς πρώτες σελίδες τού βιβλίου του μοιάζει νά μάς κλείνει τό μάτι μέ σημασία καί νά μάς λέει: λοιπόν, έγώ θά σάς μιλή σω γιά ένα μικροαστό-έξαίρεση. Κι επειδή τό είδος σπανίζει στήν «άγορά», τό ένδιαφέρον (ή ή πε ριέργεια) τού άναγνώστη έχει σχε δόν προκαταβολικά έρεθιστεί. Ό Χάρι Άνγκστρομ -«Λαγός», είναι ένας προκατασκευασμένος τύπος τού μέσου ’Αμερικανού. Τό ιδεώδες μοντέλο γιά μιά στατιστική
j
ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ
ΕΝΑ μικρό άφιέρωμα στόν Τάσο Λειβαδίτη, μέ ποιήματα καί άνάλυση τού έργου του άπ’ ; τό Γ. Μαρκόπουλο, ! περιλαμβάνει ή Λέξη τού Δεκεμβρίου (άρ. 20). Στό ίδιο τεύχος ξεχωρίζει, άνάμεσα στά πολλά άλλα έρεθιστικά κείμενά του, μιά συζήτηση μέ τό Ζάν-Λουί Μπαρρώ, άποκαλυπτική γιά τόν άνθρωπο καί τή θητεία του στό θέατρο. ΣΤΟΝ μικροσκοπικό Σπαρμό (Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1982) κομμάτια άπό κείμενα τού Μουσίλ, τού Μάλαμουντ, τού Μπέκετ, τού Καντίνσκυ, πλαισιωμένα άπό ποιήματα μικρά τού Κάρασεκ καί τού Σάν, δικαιώνουν τόν τίτλο τού περιοδικού μέ τήν άποσπασματικότητά τους. ΜΕ μιά παρουσίαση τής σημερινής έλληνικής ποίησης ήρθε άπό τήν ’Αγγλία τό δεύτερο τεύχος τού περιοδικού ZENOS. Στίς σελίδες του, νεότεροι ποιητές (Κοντός, Μαυρουδής, Χρονάς, Ήσαία, Χατζιδάκι, Βαγενάς, Άγγελάκη-Ρούκ, Παμπούδη, Σιώτης) σέ καλή άγγλική μετάφραση. ΣΤΗ Διασπορά, έξάλλου, τής Νέας Ύόρκης (τελευταίο τεύχος τού ’82), ένα κείμενο γιά τήν έπανα-μετάφραοη τού "Ομηρου, συμπληρώνεται άπό άπόσπασμα τής «’Οδύσσειας» στά άγγλικά. ΒΑΪΟΣ ΠΑΓΚΟΥΡΕΛΗΣ
82/οδηγος
μελέτη. Επαγγέλλεται τόν πλασιέ, είναι παντρεμένος, έχει ένα παιδί, ένα σπίτι, ένα αυτοκίνητο, μιά άσφάλεια ζωής· κι είναι κάτοικος μιας ήσυχης, μικρής έπαρχιακής "Ολα πηγαίνουν μέ τό ρολόι καί ξαφνικά κάτι όέν πάει καλά. Ό ήρωάς μας φαίνεται νά βρίσκεται στά πρόθυρα μιας προσωπικής «άνακάλυψης», χωρίς όμως καί νά ’ναι σέ θέση νά τή λογικοποιήσει. Περισσότερο τή διαισθάνεται. Έ ν πάση περιπτώσει, άποφασίζει ν’ άντιμετωπίσει την πρόκληση. ’Αφού μπόρεσε νά λάβει τήν προειδοποίηση/μήνυμα, μέ κανένα τρόπο δέ θέλει νά χάσει τήν «εΐικαιρία». ’Ακόμα κι ό άνθρωπος τοϋ «μέσου δρου» είναι σέ θέση νά έπιστρατεύσει τήν άδρανή έξυπνάδα του, άρκεΐ νά τοΰ μπει ή υποψία πώς τά πράγματα μπορούν νά ’χουν καί μιά άλλη όψη. Ό μηχανισμός τής «έξαίρεσης» κάπως έτσι πρέπει νά λειτουργεί. 'Ο Χάρι-Λαγός λοιπόν, μιά ήρε μη βραδιά μπαίνει στό αύτοκίνητό του καί ξεκινά γιά τήν «περιπέ τεια» τής ζωής του. Τό «ταξίδι» του είναι έξαιρετικά περιορισμένο άν τό μετρήσει κανείς στό δείκτη τών χιλιομέτρων. Μέ μιά όμως λι γότερο συμβατική καταμέτρηση, ή διαδρομή τοΰ ήρωά μας δέν τε λειώνει οΰτε μέ τό τυπικό τέλος τοϋ βιβλίου. Ό Χάρι γίνεται Λαγός, σέ άναζήτηση τής ελευθερίας του... (Σέ άντικατοπτρισμό;) Θ’ άναζητήσει, λοιπόν, παλιούς γνώριμους, θά δημιουργήσει μιά νέα ερωτική σχέ ση καί κάποια στιγμή θά σκεφτεϊ νά διαπραγματευτεί πιθανή επι στροφή του στήν προηγούμενη κα τάσταση πραγμάτων. Ή φάση αύτή τής ύποχωρητικότητας ή μάλλον τής διάθεσης γιά ύποχωρητικότη-
τα, θά τραβήξει σέ μάκρος. Ό «νέος» τρόπος ζωής είναι ελκυστι κός άλλά έχει καί τά ρίσκα του. Ά π ’ τήν άλλη μεριά, ή παλιά κα τάσταση -λόγω άπόστασης- εξω ραΐζεται. Τά έρωτηματικά πληθαί νουν στό μυαλό τοϋ ήρωά μας. Μή πως ή σχέση μέ τή γυναίκα του 1 μπορεί νά διασωθεί; Μήπως ή σχέ ση του μέ τόν κοινωνικό του περί γυρο μπορεί νά άνανεωθεϊ; Μήπως έφτασε ό καιρός τής προσωπικής του «ωριμότητας»; Τελικά ή έπανασύνδεση έπιχειρείται. Κάτι σάν φίλμ-δοκιμαστικό. Δηλ. μέ περιο ρισμένες -πλέον- άπαιτήσεις. Κι έκεί πού δλα μοιάζουν νά βαίνουν σέ μιά άποκατάσταση (κι άφοϋ προηγήθηκε / καταβλήθηκε ό «φό ρος» μιας άνθρώπινης θυσίας: θά πεθάνει ή νεογέννητη κόρη τού Χάρι-Λαγού άπό άμέλεια (;) τής γυ ναίκας του), ή «συνταγή» δέν πετυ χαίνει τελικά. Ό ήρωάς μας ξα ναρχίζει μιά νέα φάση φυγής. Καί ή συνέχεια (στήν κυριολεξία) στό έπόμενο, καθώς άκολούθησαν δυό άλλα βιβλία τού Άπντάικ, δπου έχει καταγραφεί ή έξέλιξη τής ιστο ρίας. στά έπόμενα είκοσι χρόνια. Τό παραπάνω «γενικό πλάνο» τής υπόθεσης τοΰ έργου άφησε άπ’ έξω (γιά ευνόητους ή δχι λόγους) τό βασικό πλεονέκτημα τού βιβλίου, πού είναι δχι (τόσο) ή συγκεκριμέ νη ιστορία, δσο ό τρόπος πού ή ιστορία αύτή καταγράφεται. Ό Τζών Ά πντάικ είναι ένας άπαράμιλλος άφηγητής Ιστοριών (story-teller) καί γι’ αυτό άλλωστε είναι ένας πετυχημένος (καί έμπορικά) συγγραφέας. Ταυτόχρονα δμως είναι κι ένας συγγραφέας πού παράγει μιά «όμιλία» ιδιαιτέρων άξιώσεων. Ό συνδυασμός τέτοιων ιδιοτήτων, κάθε άλλο παρά συνή θης είναι καί φυσικά είναι δύσκολο
ΑΝΝΑ Μ ΠΑΛΛΗ
ΦΑΚΕΛΟΣ ΤΣΑΠΜΑΝ α) Ποια ήταν π Τσαπμαν? 6) Γιατί πρβε στην Ελλαδα? Υ ) Π οιοι και γιατί τη σκότω σαν?
ΕΚΔΟΣΗ:ΑΛΕΒΙΖαΠΟΥΛΟΙ
ΦΕΙΔΙΟΥ 14-16 ΑΘΗΝΑ ΤΗΛ. 3600.059
(στά πλαίσια ενός σύντομου άρ θρου) νά διερευνηθοΰν τά χαρα κτηριστικά αύτού τοΰ (μάλλον) σπάνιου συνδυασμού. Ό δρος «άλχημεία» ταιριάζει πολύ καλά στήν περίπτωση τοΰ συγγραφέα Ά πντάικ καί έπί τού παρόντος δι ευκολύνει κι έμάς πού τόν διαβά ζουμε ή τόν σχολιάζουμε. Ή άντίληψη τού Άπντάικ γιά τόν πεζογραφικό λόγο άφήνει άνοιχτή τήν πόρτα στήν ποιητική άναγωγή (νά μιά άλλη συγγένεια μέ τόν Κέρουακ). Ό συγγραφέας τοΰ «Τρέχα λαγέ» φαίνεται ν’ άνήκει σ’ έκείνους τούς δημιουργούς πού πι στεύουν πώς ή πραγματικότητα εί ναι «πραγματική» στό βαθμό πού αυτό έξυπηρετεΐ τίς άνάγκες τού καλλιτεχνικού έπινοήματος. (Μιά άλλη έκδοχή τού: ή ζωή άντιγράφει τήν τέχνη.) Επιπλέον, ή άθωότητα καί ή δαιμονική της πλευρά, ή μο ναξιά κι ό θάνατος, τό σέξ χωρίς τό μύθο τής πορνογραφίας ή τής ήθικής, ό τελετουργικός χαρακτή ρας τών καθημερινών πράξεων, τό στοιχείο τής σοβαροφάνειας στίς συμπεριφορές τών ένηλίκων-έφήβων, ή αίσθηση πώς ή ζωή είναι μιά μαύρη-κωμωδία, ή σύζευξη αύτοβιογραφικής «άνάλυσης» καί άντικειμενικής παρατήρησης, άποτελοΰν βασικά μοτίβα τού κόσμου πού άναπαριστά/έρμηνεύει ό Τζών Άπντάικ. Σ’ αύτό τόν κόσμο, ό ΧάριΛαγός μέσα άπ’ τή συμπτωματολο γία τής έξαίρεσης, πού συνιστά ό ίδιος, κάνει πιό έμφανές τό περί γραμμα τού κανόνα. Καί βέβαια οί κανόνες άλλάζουν κάποτε, κι αύτοί... (Ή μετάφραση τού βιβλίου, σέ μιά γενική εκτίμηση, θά πρέπει νά θεωρηθεί άποτελεσματική.) ΜΙΧΑΗΛ ΜΗΤΡΑΣ
Επανόρθωση Στό κείμενο τής Φούλας Χατζιδάκη πού δημοσιεύσαμε στό τ. 60 (σελ. 72, σημ. 2), γίνεται άναφορά στό περ. «’Εποχές». Πρόκειται γιά τίς «Εποχές» τού Γενάρη 1966, καί δχι τού 1933.
οδηγος/83
πλαίσιο για παιδια ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΑΝΕΖΙΝΗ-ΛΕΡΑΚΗ: Ή τύχη τού Φασαρίχον. ΕΙχ. Ζωής Κντοπούλον. Σύγχρονη 'Εποχή, 1982. Σελ. 45. (Μέχρι 10 χρ.)
τής ιστορίας ΜΙΛΑΝ ΚΟΥΝΤΕΡΑ: Τό βιβλίο τον γέλιου καί τής λήθης. Μετ. Άντρέα Τσάκαλη. ’Αθήνα, Όδυσσέας, 1982. Σελ. 227.
«Τό βιβλίο τού γέλιου καί τής λήθης» είναι τό βιβλίο τής πίκρας καί τής μνήμης. Τής πίκρας από καταστάσεις πού φαίνονται γε λοίες δίχως νά είναι, τής μνήμης πού πασχίζει νά γίνει λήθη δίχως νά τά καταφέρνει. Κι όλ’ αύτά σ’ έναν κόσμο πού λές καί τό κάνει έπίτηδες νά πηγαίνει πάντα άνάποδα πρός τίς έπιδιώξεις τών άνθρώπων, όχι άπό τυφλότητα κάποιας μοίρας, άλλά άπό τυφλότη τα αυτών πού τόν κυβερνούν. Ό συγγραφέας, παρατηρητής καί συμμέτοχος, έπεμβαίνει κάθε στιγ μή γιά νά εξηγήσει πώς θά πρέπει νά δούμε, νά έρμηνεύσουμε καί νά στοχαστούμε δσα κάνουν καί λένε οί ήρωες, οί όποιοι δέν είναι άλλο άπό τό υφάδι μιάς κοινωνίας στη ριγμένης στό όνειρο, πού έγινε ει δύλλιο, γιά νά μετατραπεϊ σέ άθλο, σέ άνοιξη τής Πράγας, σέ σοβιετι κή εισβολή. Γιά τόν Μίλαν Κούντερα, δλα άρχίζουν εκεί δπου άρχίζει καί τε λειώνει ή ιστορία τής πατρίδας του: άπό τό πέρασμά της στό «ανα τολικό μπλοκ» ώς τό πέρασμά της στόν κατάλογο τών «κατειλημμέ νων χωρών». Σέ δλα του τά μυθι στορήματα -άπό «Τό άστεΐο» ώς αύτό έδώ «Τό βιβλίο»- τήν ίδια πε ρίοδο περιγράφει, δίνοντας πάντα, μέσα άπό καταστάσεις φυσικές κι άφύσικες, τήν άποτυχία πού οί άν θρωποι συνάντησαν στό δεσμό τους μέ τήν ιστορία. Οί ήρωες τού Μίλαν Κούντερα, παραδομένοι στή μέθη τού εύαγγελιζόμενου κόσμου -τού είδύλλιου μέ τήν ίστρρία- έγι ναν μικροπολιτικοί, έγιναν δολο φόνοι, έγιναν τό κατακάθι (6λ. τό μυθιστόρημα «Ή ζωή είναι άλλού»). ”Αλλοι, φαγωμένοι άπό τή σκέψη, άπό τό γκρέμισμα τών όνείρων, άπό τίς μεγάλες δόσεις αύταπάτης, είναι άνθρωποι τής ποταπό
τητας, τού θανάτου, τής φυγής (βλ. τό μυθιστόρημα «Τό βάλς τού άποχαιρετισμού»). Κι δλ’ αύτά δέν παύουν νά είναι ένα τεράστιο «άστεΐο», μιά άναπάντεχη «σφα λιάρα», πού δίνεται γιά συνετισμό, έτσι στ’ άστεΐα, δήθεν γιά νά βγει γέλιο, άλλά πού είναι στήν πραγ ματικότητα μιά προσβολή, μιά σο βαρή προειδοποίηση, ένας άκρωτηριασμός. "Ενας κύκλος λοιπόν, πού άρχίζει μέ «Τό άστεΐο», κλείνει μέ «Τό βιβλίο τού γέλιου καί τής λήθης». ”Αν μάλιστα θυμηθούμε πώς ό Μίλαν Κούντερα έχει διακριθεϊ επίσης σάν θεατρικός συγ γραφέας, παρουσιάζοντας τούς «Κλειδοκράτορες» καί πρίν δύο χρόνια τό έργο « Ό ’Ιάκωβος κι ό δάσκαλός του», θά καταλάβουμε δτι ή πίκρα του είναι μιά μορφή μνήμης, είναι ένα χειρόπιασμα μέ αύτή τή χειραγωγημένη ιστορία, μέσα στήν όποια -άνατολικό καί δυτικό μπλοκ- δλοι ζοΰμε καί πε θαίνουμε. Τό έργο « Ό ’Ιάκωβος κι ό δάσκαλός του», πού στηρίζεται στό φιλοσόφημα τού Ντενί Ντιντερό «’Ιάκωβος ό φαταλιστής», είναι ή άναζήτηση ενός άλλου αιώνα τών φώτων, μέσα άπό τό σκοτάδι δπου βρισκόμαστε. Ό Μίλαν Κούντερα εύαγγελίζεται μιάν έπανάσταση κατά τής ιστορίας, έκείνης πού άτιμώρητα
ΛΕΝΕΊΑΣΣΤΡΑΝΗ: Μιά ιστορία στό λιβάδι. ΕΙκ. Ειρήνης Χαλχονση. Δωρικός, 1982. Σελ. 28. (Μέχρι 9 Χβ·)
ΤΗ φόρμα τού παραδοσιακού παραμυθιού χρησιμοποιούν οί νέοι συγγραφείς γιά νά καταδείξουν τά σύγχρονα προβλήματα καί νά προβάλουν τά νέα μηνύματα. Τά ζώα καί τά φυτά ντύνονται καινούριες έννοιες καί άποκτάνε άλλες ιδιότητες, γιά νά ύπηρετήσουν διαφορετικές άξιες. Τό άποτέλεσμα είναι συχνά ριζοσπαστικό. Ή Γ. Λεράκη χειρίζεται άνετα τά στοιχεία τού φανταστικού καί τού παράλογου, έντάσσοντάς τα σέ μιά καθημερινότητα οικεία στό σύγχρονο παιδί καί φτάνοντας τήν άνατροπή ώς τήν κατάργηση τών «φυσικών» νόμων, δπως ή σχέση έχθρας-φόβου άνάμεσα στίς γάτες καί τά ποντίκια. Ό Φασαρίκος, ένα ποντικάκι πού άναζητά έναν κόσμο χωρίς γάτες, συναντιέται μέ τή Χαριτωμένη, μιά γατούλα πού έχει ξεμάθει νά τρώει ποντίκια. Είναι πληγωμένη. Ό Φασαρίκος τή βοηθάει, υπερνικώντας τόν έμφυτο τρόμο του. Ή συμφιλίωση καί ή ειρηνική συνύπαρξη άνάμεσα στίς δύο γατοποντικοοικογένειες είναι βέβαια άναπόφευκτη. 'Ωστόσο ή πρόταση τής Λεράκη μένει άνολοκλήρωτη. Ή σχέση φόβου-έχθρας μεταβάλλεται άπλά καί μόνο σέ σχέση προστασίας-εύγνωμοσύνης. Έτσι τό μήνυμα είναι άτελές, άν δχι καί έπικίνδυνο. "Ομως ό Φασαρίκος καί ή Χαριτωμένη είναι ήδη δυό στοιχεία άνατρεπτικά,
84/οδηγος
μπάζει καί βγάζει τά πρόσωπα άπό τίς φωτογραφίες. Ή ιστορία τών καιρών μας δεν είναι παρά «ρετου σάρισμα», δεν είναι παρά ώραιοποίηση, ή τεχνική τοϋ νά σβήνεις, ν’ άπαρνιέσαι, ν’ άποδεικνύεις δτι τά γεγονότα δεν έγιναν καί συνε πώς έγιναν έτσι δπως τά θέλουν οί ευρισκόμενοι σέ διαρκή διάσταση μέ τήν άλήθεια, έκεϊνοι που βιά ζουν τήν ιστορία καί προσπαθούν νά σβήσουν τή μνήμη τών άνθρώΔέν άντέχω στον πειρασμό νά μήν άναφέρω τήν άρχή «Τού βι βλίου» τοϋ Μίλαν Κούντερα. Σπά νια συναντά κανείς κάτι τόσο συγ κλονιστικό: «Τό Φλεβάρη τοϋ 1948, ό κομμουνιστής ήγέτης Κλέμεντ Γκότβαλτ βγήκε στό μπαλκόνι ένός μπαρόκ παλατιού τής Πράγας γιά νά μιλήσει στους έκατοντάδες χι
λιάδες πολίτες πού κατέκλυσαν τήν Παλιά Πλατεία τής πόλης... Ό Γκότβαλτ ήταν τριγυρισμένος άπό τούς συντρόφους του καί _δίπλα του, στριμωγμένος, στεκόταν ό Κλεμέντις. Έριχνε ψιλό χιόνι, έκα νε κρύο κι ό Γκότβαλτ ήταν ξε σκούφωτος. Ό προστατευτικός Κλεμέντις έβγαλε τό γούνινο σκού φο του καί τόν έβαλε στό κεφάλι τού Γκότβαλτ. Τό γραφείο προπα γάνδας τύπωσε σέ έκατοντάδες χι λιάδες άντίτυπα τή φωτογραφία τού μπαλκονιού, δπου ό Γκότβαλτ, μέ τό γούνινο σκούφο στό κεφάλι κι άνάμεσα στούς συντρόφους του, μιλάει στό έθνος... Τέσσερα χρόνια άργότερα τόν Κλεμέντις τόν κατη γόρησαν γιά προδοσία · καί τόν άπαγχόνισαν. Τό γραφείο προπα γάνδας έξάλειψε άμέσως τ’ όνομά του άπό τήν ιστορία καί, φυσικά, τή μορφή του άπ’ δλες τίς φωτο
νϊκος πΑα τή ς
<όηηο-τ/οάχτρα
γραφίες. Έκτοτε ό Γκότβαλτ στέ κεται στό μπαλκόνι μόνος. Εκεί δπου στεκόταν ό Κλεμέντις έχει άπομείνει μόνο ό άδειος τοίχος τού παλατιού. Ά π ’ τόν Κλεμέντις δέν έχει διασωθεί παρά μόνο ό σκού φος του στό κεφάλι τού Γκότβαλτ». Τό έργο τού Μίλαν Κούντερα μ’ έβαλε νά κάμω συγκρίσεις. Ή Τσε χοσλοβακία (πού στή γαλλική έκ δοση άναφέρεται σάν «Βοημία», πράγμα πού έχει τή σημασία του· κι άναρωτιέμαι γιατί ό έλληνας με ταφραστής -άξιόλογος κατά τ’ άλ λα- δέ στάθηκε σέ αυτή τή λεπτο μέρεια) έχει πολλά κοινά μέ τή νεό τερη 'Ελλάδα. Ό ήχος πού άκούγεται έκεϊ μάς είναι γνωστός, πολ λές φορές τόν έχουμε άκούσει κι έμεϊς. "Οταν μάλιστα θά προβληθεί κάποτε στόν τόπο μας τό ντοκυμανταίρ «Τσεχοσλοβακία: 25 χρό νια ιστορίας», γυρισμένο τό 1970, άν δέν γελιέμαι, θά διαπιστώσουμε πόσο «τήν έχουμε πατήσει καί οί δυό». Βαδίζουμε κι έμεϊς πρός τή λήθη, πρός τήν άνυπαρξία μας σάν λαού κι έθνους, χαϊδεύοντας τό μύ θο τού άθλου μας δτι έπιζήσαμε διά μέσου τών αιώνων. Καί μή φανταστείτε πώς ό κόσμος θά στε νάζει γιά τήν άπώλειά μας. Ζώντας τ’ όνειρο «τής πραγμάτωσης τού όνείρου τής ειδυλλιακής καθολικής δικαιοσύνης», θά παρατηρήσει γιά μιά στιγμή τό θάνατό μας, γιά νά τόν ξεχάσει τήν έπομένη (6λ. δσα γράφονται στίς σελ. 11 καί 12). Ή λογοτεχνία δέν άλλάζει τόν κόσμο. Στίς ευτυχισμένες της στιγ μές, δπου διαγράφει αυτά πού γί νονται καί δέν παύουν νά γίνονται, τό γέλιο της είναι στριγγλιάρικο, δσο ή λήθη μας είναι μεγαλύτερη. Κι ό Μίλαν Κούντερα. θά ήταν έτοιμος νά παρουσιάσει τόν έρωτα σάν τό μόνο άντίδοτο, άν δ έρωτας δέν χανόταν μέσα σ’ έναν τέτοιο κόσμο, τόσο γυμνό. Έτσι, τό εξώ φυλλο τής έλληνικής έκδοσης πολύ εύστοχα δείχνει μιά γυμνόστηθη γυναίκα άκέφαλη νά βγάζει άπό τό παράθυρο ένα βιολί σουρωμένο, σάν νά βγάζει γιά πέταμα, μπρο στά άπό τόν μπαλωμένο τοίχο, κάτι πολύτιμο, άλλά πιά περιττό (κρίμα κιόλας νά μήν άναφέρεται πουθενά ποιός είναι ό ζωγράφος). Στίς πε ριόδους δπου ό έρωτας τού ένός πνίγεται στό ειδύλλιο τών πολλών μέ τήν ιστορία, κάπου ό άνθρωπος έχει χάσει τό τρένο μέ τή ζωή. Φ. Δ. ΔΡΑΚΟΝΤΑΕΙΔΗΣ
οδηγος/85
ε ικ ό να τής
μ ετα π ο λεμ ικ ή ς
π ε ζ ο γ ρ α φ ία ς μ α ς ΑΛΕΞ ΑΝ Δ ΡΟ Υ ΚΟ ΤΖ ΙΑ : Μ εταπολεμικοί πεζογράφοι. Κριτικά κείμενα. ’Αθή να, Κέδρος, 1982. Σελ. 303.
Ό ’Αλέξανδρος Κοτζιάς πρωτοεμφανίστηκε στά έλληνικά γράμματα χό 1953 μέ τό μυθιστόρημα «Πο λιορκία». “Εως σήμερα έχει έκδώσει πέντε μυθιστορήματα, ένα θεα τρικό έργο, τρία ιστορικά άφηγήματα καί πολλές μεταφράσεις ξέ νων λογοτεχνικών έργων. "Ολα αυ τά τά χρόνια, παράλληλα μέ τή συγγραφική του ένασχόληση, συ νεργαζόταν μέ άθηναϊκές έφημερίδες καί περιοδικά καλύπτοντας τή στήλη τής κριτικής τού βιβλίου. Πρίν λίγο καιρό ό έκδοτικός οί κος «Κέδρος» έξέδωσε τά κριτικά σημειώματα πού ό ’Αλ. Κοτζιάς έχει δημοσιεύσει στόν τύπο στό διάστημα 1961 έως 1981 σέ έναν τό μο μέ τόν τίτλο «Μεταπολεμικοί πεζογράφοι». Δέν είναι σπάνιο ένας λογοτέ χνης νά άσχολεΐται καί μέ τή λογο τεχνική κίνηση τού τόπου του, παρεμβαίνσντας άμεσα μέ κριτικές καί μελέτες. Αυτό πού είναι πιό σπάνιο είναι ή κριτική του νά έχει τή νηφαλιότητα καί τή σαφήνεια πού βρίσκουμε σ’ δλα τά κείμενα τού ’Αλ. Κοτζιά πού δημοσιεύο νται στούς «Μεταπολεμικούς πεζογράφους». Ό τόμος πού κυκλοφόρησε πρόσφατα ό «Κέδρος» περιλαμβά νει πάνω άπό 80 κριτικά σημειώμα τα πού άναφέρονται σέ 46 νεοέλλη νες πεζογράφους. Καί χωρίζεται σέ δύο μέρη: στούς πεζογράφους τής πρώτης μεταπολεμικής γενιάς καί στούς νεότερους. Τά σημειώματα έχουν γραφτεί είτε μέ τήν ευκαιρία κάποιας και νούριας έκδοσης, τήν περίοδο πού γράφτηκαν, είτε σάν άνασκόπηση μιάς ένότητας δουλειάς ένός λογο τέχνη, είτε άκόμα σάν άπόδοση κά ποιου φόρου τιμής μετά τό θάνατο ένός πεζογράφου. Τό ίδιο τό υλικό πού άποτελεΐ αύτό τό βιβλίο, ή συλλογή δηλαδή δλων αυτών τών δημοσιευμάτων
πού άναφέρουμε παραπάνω, στοι χειοθετεί καί τή μόνη άδυναμία αυ τού τού τόμου. Στό άκουσμα τού τίτλου «Μεταπολεμικοί πεζογράφοι» ό άναγνώστης προσδοκά μιά παρουσίαση δλων τών άξιόλογων έλλήνων πεζογράφων πού έμφανίστηκαν στά γρίάμματα άπό τό τέλος τού πολέμου έως σήμερα. Καί προσδοκά μιά όλοκληρωμένη πα ρουσίαση τής δουλειάς τους έως τήν έκδοση τού βιβλίου. ’Από τήν έκδοση δμως αυτή άπουσιάζουν νεότεροι κατά τό πλεϊστον συγγραφείς, πολλοί άπό τούς όποιους μάλιστα έχουν τιμη θεί καί μέ βραβεία λογοτεχνίας, ένώ άντίθετα παρουσιάζονται άλ λοι πού ίσως κίνησαν κάποιο ένδιαφέρον στούς κριτικούς τήν έποχή πού πρωτοεξέδωσαν ένα βιβλίο, στή δεκαετία τού ’60 π.χ., έκτοτε δμως δέν παρουσίασαν καμιά άλλη άξιόλογη δουλειά. Πολλοί πεζογράφοι, έπίσης, κρίνονται μέσα άπό δημοσιεύματα τού Ά λ. Κοτζιά τής δεκαετίας τού ’60 γιά τήν τότε δουλειά τους ένώ οί ίδιοι έχουν προχωρήσει είτε θεματολογικά είτε μορφολογικά στά χρόνια πού άκολούθησαν, τόσο ώστε νά είναι τουλάχιστο άδικη ή όριοθέτησή τους μέ βάση τά πρώτα τους καί μόνο βιβλία. Ή άδυναμία αύτή δμως τού βι βλίου τού Ά λ. Κοτζιά έλάχιστα μειώνει τήν άξια τών «Μεταπολεμι κών πεζογράφων». Είναι ίσως τό μόνο βιβλίο πού, παρά τίς έλλείψεις πού έπισημάνθηκαν πιό πάνω, δίνει μιά εικόνα τής έλληνικής με ταπολεμικής πεζογραφίας. Καί τά κριτικά σημειώματα τού Κοτζιά, δομημένα μ’ έναν τρόπο πού βοηθά στήν κατανόηση καί τού έργου πού κρίνεται καί τής κριτικής, δίνουν ίσως τό στίγμα γιά τήν πορεία τών γραμμάτων μας τά τελευταία τριάντα χρόνια.
ριζοσπαστικοποιημένα. Σ’ ένα έπόμενο βιβλίο ό Φασαρίκος ίσως άρνηθεΐ «τήν άληθινή ευτυχία» καί τήν «προστατευτική σκιά τών γάτων» (σελ. 45) καί έγκαταλείψει τό «μεγάλο κελάρι καί τή χαρισάμενη ζωή» (σελ. 46) γιά νά διεκδικήσει καί νά έπιβάλει μιά σχέση μέ ίσους δρους. Ά ν οί γάτοι άρνηθούν, τόσο τό χειρότερο γι’ αυτούς. Έ χει ήδη φανεί σέ τούτο τό βιβλίο δτι γιά τήν έπιβίωσή τους χρειάζονται καί τή συναίνεση τών άδύνατών. Άντίθετα, ή Λενέτα Στράνη έχει έναν ξεκάθαρο στόχο. Θέλει νά δείξει στά παιδιά δτι μόνο ή συλλογική προσπάθεια είναι ικανή νά άποτρέψει τόν κίνδυνο. Στό βιβλίο της «Μιά ιστορία στό λιβάδι» παίρνει γιά σύμβολα τά στάχυα καί τήν καταιγίδα. Οί λύσεις πού προτείνονται γιά τήν άντιμετώπισή της καί άκολουθούνται είναι τρεις: νά παλέψει κάθε στάχυ μόνο του, νά ζητήσουν τήν προστασία τού μεγάλου πλάτανου, νά ένωθούν καί νά φτιάξουν μιά δυνατή άντίσταση. Τά πρώτα χάνονται, τά τρίτα διασώζονται καί συνεχίζουν ιό έργο τους, ένώ τά δεύτερα παραμένουν γιά πάντα στήν υπηρεσία τού πλάτανου. Καί έδώ φαίνεται καθαρά πόσο εύκολα μπορεί μιά σχέση προστασίας νά όδηγήσει σέ σχέση ύποτέλειας. Τό βιβλίο τής Λ. Στράνη δίνει άκόμα πολλές πληροφορίες γιά τήν άνάπτυξη τών φυτών, άνάμεσα σέ ποιητικές μεταφορές δπως οί πεταλούδες-δημοσιογράφοι καί τά καλάμια-χορευτές. Ή εικονογράφηση τής Ειρήνης Χαλκούση αιχμαλωτίζει τή φαντασία μέ τίς άνθρωποποιημένες μορφές τών σταχυών. Τό βιβλίο τής Γ. Λεράκη θίγει πολλά σύγχρονα προβλήματα δπως τή μιζέρια τών μεγαλουπόλεων, τή διάθεση γιά έπιστροφή στή φύση, τήν άναζήτηση ένός άλλου τρόπου ζωής. ΕΛΕΝΗ ΠΑΜΠΟΥΚΗ
86/συνεντευξη
Ε. Κριαράς:
Περιόρισα tic στην περίοδο όποι να διαμορφώνεται ( Ο Εμμανουήλ Κριαράς, ομότιμος καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής τον Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, γνωστός νπέρμαχος του δημοτικισμού και του μονοτονικού συστήματος, υπηρετεί συνεχώς από το 1930 τη διδασκαλία και την έρευνα της μεσαιωνικής και νεοελληνικής φιλολογίας. Πώς πήρατε την απόφαση να συγκροτήσε τε Λεξικό της μεσαιωνικής ελληνικής δη μώδους γραμματείας; Ποιες είναι οι προ θέσεις του Λεξικού σας; ΤΟ είδος της επιστημονικής μου απασχόλησης πριν να διοριστώ καθηγητής της μεσαιωνικής ελ ληνικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Θεσ σαλονίκης ήταν η ουσιαστική αιτία που αποφά σισα να συγκροτήσω το Λεξικό μου. Μετά τις σπουδές μου στην Αθήνα και ύστερα από μια μι κρής διάρκειας μετεκπαίδευσή μου στο Μόναχο της Γερμανίας διορίστηκα συντάκτης του τότε ιδρυμένου από την Ακαδημία Αθηνών Μεσαιω νικού Αρχείου. (Σήμερα το Αρχείο αυτό επονο μάζεται «Κέντρον Ερεύνης μεσαιωνικού ελληνι σμού»), Ύστερα από μετεκπαίδευση ενός έτους στη Γαλλία (1938-9) διορίστηκα διευθυντής του Αρχείου αυτού. Το Μεσαιωνικό Αρχείο άρχισε τις εργασίες του με τη συγκέντρωση γλωσσικού και ιστορικού υλικού από κείμενα της Τουρκο κρατίας με την πρόθεση επεκτείνοντας αργότερα τις αναζητήσεις του να συντάξει, όταν θα ερχό ταν η ώρα, Λεξικό της μεσαιωνικής γραμμα-
Παράλληλα, από το 1959 εργάζεται για τη συγκρότηση και έκδοση του «Λεξικού της μεσαιωνικής ελληνικής δημώδους γραμματείας», που έχει φτάσει σήμερα στον 8ο τόμο. Γι’ αυτό το «έργο ζωής» ειδικότερα μιλάει στη συνεργάτριά μας, φιλόλογο, Ιωάννα Καραγιάννη. τείας. Εξαιτίας του ολιγάριθμου προσωπικού και των ανωμαλιών του πολέμου και του μεταπολέμου δεν είχε κατορθωθεί, έως τουλάχιστο την εποχή που είχα την ευθύνη της διεύθυνσης του Αρχείου, να προχωρήσουν οι αναζητήσεις πέρα από τη συλλογή υλικού μιας περιορισμένης περιόδου. Εκείνο που δεν μπόρεσα να πραγμα τοποιήσω ως διευθυντής του Αρχείου στα χρόνια 1939-1950 (έλειψα τα χρόνια 1946, 1947 και μέ ρος του 1948 στη Γαλλία για πρόσθετη μετεκπαί δευσή μου) φιλοδόξησα να το ξεκινήσω στη Θεσσαλονίκη λίγα χρόνια μετά το διορισμό μου στο εκεί πανεπιστήμιο. Εδώ θα με βοηθούσαν, λογάριαζα, και με βοήθησαν πραγματικά, πολ λοί από τους πιο προχωρημένους μαθητές μου, .κατάλληλα καθοδηγούμενοι. Σ’ αυτά τα αίτια οφείλεται η απόφασή μου να συγκροτήσω Λεξι κό της μεσαιωνικής δημώδους γραμματείας. Ως προς τις προθέσεις του Λεξικού μου θα έλεγα τα εξής: αποσκοπεϊ να δώσει ερμηνευμένο και ετυμολογημένο το λεξιλογικό θησαυρό των δημωδών και δημοτικιζόντων κειμένων της πε ριόδου 1100-1669, καθώς και τους τύπους με τους οποίους απαντά κάθε λεξιλογικό στοιχείο
συνεντευξη/87
^αζητήσεις μου σχίζει
ϊοελληνικός βίος στα κείμενα. Θ α ήταν ασφαλώς πολύ τολμηρό για μένα, έστω και με την επικουρία που θα είχα από μαθητές μου, να επιχειρήσω λεξικό της όλης βυζαντινής περιόδου. Π εριόρισα λοιπόν τις ανα ζητήσεις μου στην περίοδο εκείνη που μέσα σ’ αυτήν αρχίζει να διαμορφώνεται, στις καταβο λές του έστω, ο νεότερος ελληνικός βίος με τις ποικίλες του εκφάνσεις και μάλιστα με όργανο τη νέα πια ελληνική γλώσσα. Ό μ ω ς το Λεξικό ιχου θα περιλάμβανε -κ α ι περιλαμβάνει- και υλι κό από την αρχαϊστική γλώσσα της εποχής, μια και μέσα στα δημώδη ή δημοτικίζοντα κείμενα της περιόδου που μας απασχολεί υπάρχουν και χρχαϊστικά γλωσσικά στοιχεία άξια να μελετη3ούν. Τό όριο τού 1100 ήταν δικαιολογημένο, γιατί από τότε περίπου προβάλλει η νέα ελληνι κή με διαμορφωμένα π ια τα βασικά της χαρα κτηριστικά. Μέσα στο χώρο των ενδιαφερόντων ιου Λεξικού περιέλαβα και τα μεταβυζαντινά λογοτεχνικά κείμενα (κυπριακά καί κρητικά), γιατί και αυτά απηχούν ως ένα βαθμό τη βυζαν τινή παράδοση και αναπνέουν μέσα στην ίδια με τα βυζαντινά δημώδη ατμόσφαιρα. Προσθέτω χκόμη τούτο σχετικά μέ τά αρχαϊστικά στοιχεία του το Λεξικό περιέλαβε. Π ρόκειται για λέξεις του δεν είναι της κλασικής ελληνικής εποχής, χλλά των μεταγενέστερων και ελληνορρωμαϊκών χρόνων, περιόδου δηλ. όπου η ελληνική γλώσσα :ίχε αρχίσει να παίρνει τη νεοτερική της μορφή. \π ό τον κλασικό αρχαίο ελληνικό λεξιλογικό τλούτο κρατήσαμε στο Λεξικό εκείνον που χπαντά βέβαια στα κείμενα της περιόδου που ιας ενδιαφέρει, όμως παρουσιάζεται με τυπολοακό ή σημασιολογικό ενδιαφέρον.
Α πό πότε και με ποιο ρυθμό δημοσιεύεται το έργο; ΣΥ ΣΤΗΜ ΑΤΙΚΟΤΕΡΑ η συγκέντρωση του απαραίτητου υλικού από τα κείμενα άρχισε το φθινόπωρο του 1959, όταν τό Βασιλικό (σήμερα Εθνικό) Ίδρ υ μα Ερευνών ανέλαβε να μισθοδο τεί δύο πτυχιούχους βοηθούς μου. Βέβαια ορι σμένες δοκιμαστικές εργασίες, καθώς και κά ποια συγκέντρωση λεξιλογικού υλικού, είχαν αρ χίσει λίγα χρόνια νωρίτερα. Ό μ ω ς ο πρώτος τό μος του Λεξικού ήρθε στη δημοσιότητα το 1969, δέκα χρόνια μετά το συστηματικότερο ξεκίνημα της όλης εργασίας. Α πό τότε κάθε δύο χρόνια κυκλοφορεί νέος τόμος. Έ τσ ι σήμερα είναι δη μοσιευμένοι οχτώ τόμοι του Λεξικού, που σήμε ρα έχει φτάσει στη λέξη «κροκύδα». Μόνο μια φορά ένας τόμος κατορθώσαμε να βγει σε διά στημα ενός έτους από τη δημοσίευση του προη γούμενου. Π οια είναι η διάρθρωση του κάθε άρθρου στο Λεξικό σας; ΤΟ κάθε άρθρο στο Λεξικό μου αποτελείται από τρία τμήματα. Πρώτο είναι το τυπολογικό. Εκεί δίνονται όλοι οι τύποι της λέξης, εφόσον δεν πρόκειται για μονοτυπία. Δ ίπλα στον κάθε τύπο (οι τύποι κατατάσσονται κατά ορισμένο σύστη μα) παρέχονται οι παραπομπές στα κείμενα για να μπορεί ο αναγνώστης να αναζητεί τα σχετικά χωρία εκεί που πρέπει. Το δεύτερο τμήμα είναι το ετυμολογικό. Εδώ δίνεται η ετυμολογία της λέξης είτε με κατηγορηματικότητα στην περίπτω
88/συνεντευξη
ση που το πράγμα δεν αμφισβητείται, είτε με π ι θανολογία, αν το ζήτημα δεν είναι τελειωτικά λυμένο. Φυσικά δίνω όλες τις παραπομπές στα μελετήματα εκείνα που διαφωτίζουν την ετυμο λογία της λέξης ή προσπαθούν να βρουν λύση στο εκάστοτε ζήτημα. Στο τμήμα αυτό του άρ θρου κατά τις περιπτώσεις παρέχονται και στοι χεία σχετικά με την όλη ιστορία της λέξης όχι μόνο μέσα στην περίοδο στην οποία κατά κύριο λόγο αναφέρεται το Λεξικό, αλλά και στις πε ριόδους πριν από το 1100 και μετά το 1669. Το τρίτο και τελευταίο τμήμα του άρθρου είναι το σημασιολογικό. Εδώ παρέχονται όλες οι σημα σίες της λέξης, που ταξινομούνται ή γίνεται προσπάθεια να ταξινομηθούν κατά την εμφάνι σή τους μέσα στα κείμενα. Με τον τρόπο αυτόν καταβάλλεται προσπάθεια να έχει ο αναγνώστης εικόνα για το πως από τη μια σημασία βγαίνει μια άλλη -όπου φυσικά είναι τούτο κατορθωτό. Πώς βρίσκετε τους συνεργάτες του έργου σας; Δεν αντιμετωπίζετε προβλήματα οι κονομικά; ΟΤΑΝ ξεκίνησα την εργασία μου το 1959 δεν εί χα κοντά μου άλλον από τό βοηθό της έδρας μου και τους δύο πτυχιούχους συνεργάτες που το
Γ
Ίδρυμα Ερευνών είχε αναλάβει την αποζημίωσή τους. Ένας ορισμένος αριθμός έκτακτων προσω ρινών (για ελάχιστο χρονικό διάστημα) βοηθών αμειβόταν από τα κονδύλια ερευνών της Σχολής
«το Λεξικό αποσκοπεί να δώσει ερμηνευμένο και ετυμολογημένο το λεξιλογικό θησαυρό των δημωδών και δημοτικιζόντων κειμένων της περιόδου 1100-1669» μου. Μετά την απόλυσή μου από το Πανεπιστή μιο (σωτήριο έτος 1968) άρχισαν να με ενισχύουν και διάφορα άλλα ιδρύματα, όπως το Κέντρον Βυζαντινών Ερευνών του Πανεπιστημίου Θεσ σαλονίκης, που και με εστέγασε σε διαμέρισμά του μετά την απόλυσή μου, το Ίδρυμα Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών, για αρκετά χρόνια το υπουργείο Πολιτισμού, για δύο-τρία χρόνια το υπουργείο Προεδρίας, η Ford Foundation για τέσσερα χρόνια, καθώς και η Φιλοσοφική Σχολή και η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου Θεσσαλονί κης και το Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Έτσι μπόρεσα και μπορώ κατά κάποιο τρόπο να
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ» Μόλις κυκλοφόρησε ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ:
«ΜΑΧΟΜΕΝΗ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ»
Μέ πρόλογο τού Γιάννη Ρίτσου MlK.Hi; «ΕΟΛΙΙΡΛΚ11Ι
ΜΑΧΟΜΕΝΗ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ
#
" Ενα βιβλίο πού διαγράφει έναν κύκλο ζωής, μέσα άπό άρθρα, σημειώσεις, προ γράμματα, δηλώσεις, καταγγελίες, συνε ντεύξεις. Μιά συλλογή κειμένων τοϋ Μίκη Θεοδωράκη, πού μιλάει γιά τή ζωή καί τό έργο του, γιά τά καυτά προβλήματα τής έλληνικής πραγματικότητας άπό τόν τομέα τής Τέχνης καί τής Αισθητικής, ώς τόν τομέα τής πολιτικής καί τοϋ κράτους. Μ έ μιά έπιλογή άρθρων γιά τόν Μίκη καί φωτογραφίες άπό τις πολύπλευρες δραστηριότητές του.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ -ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗcg r||> Ζωοδόχου Πηγής 16 - Αθήνα Τ ' Τηλ. 3623.649 - 3640.713 1972-1982
-ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ» ΔΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΠΡΟΣΦΟΡΑΣ Σ γ ο ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ
| j
συνεντευξη/89
ανταποκρίνομαι στα πολλαπλά έξοδα συντήρη σης της υπηρεσίας του Λεξικού. Κατά βάση οι συνεργάτες μου είναι πτυχιούχοι της Φιλοσοφι κής Σχολής και προσλαμβάνονται με διαγωνι σμό. Για να εθιστούν βέβαια στο είδος και τις απαιτήσεις της εργασίας μας χρειάζεται και δική τους και δική μου προσπάθεια που απαιτεί το λιγότερο αρκετούς μήνες. Ευχή μας πάντοτε εί ναι οι συνεργάτες μου να εξακολουθήσουν τη συνεργασία τους μαζί μου όσο γίνεται περισσό τερο. Το δυσάρεστο είναι ότι πολλοί συνεργάτες βρίσκονται υποχρεωμένοι να αποχωρήσουν από το έργο νωρίτερα από ό,τι θα ήθελαν, είτε γιατί διορίζονται στην εκπαίδευση, είτε για άλλους λόγους. Και αυτό βέβαια δυσχεραίνει πολύ την εργασία μου, γιατί είμαι υποχρεωμένος να ανα ζητήσω νέους συνεργάτες και να αρχίσει νέα πο λύμηνη προσπάθεια για τον κατατοπισμό τους. Βέβαια οι συνεργάτες αυτοί αμείβονται από τις ενισχύσεις που παρέχουν τα διάφορα ιδρύματα. Αλλά με τις σημερινές οικονομικές συνθήκες κα ταλαβαίνετε ότι η αντιμετώπιση των δαπανών, που δεν περιορίζονται ποτέ σε μόνα τα έξοδα για την αποζημίωση των συνεργατών, δεν είναι εύκολο πράγμα. Σημειώνω ότι το τύπωμα το αναλαμβάνει το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, στο οποίο και περιέρχονται οι όποιες εισπράξεις από την πώληση των τόμων του Λεξικού. Πώς έγινε δεκτό το Λεξικό από την ελλη νική και τη διεθνή κριτική; Γιατί βέβαια το Λεξικό σας θα κυκλοφορεί και στο εξωτερικό. ΑΙΣΘΑΝΟΜΑΙ αληθινά ευγνωμοσύνη σε όσους συναδέλφους, Έλληνες και ξένους, είχαν την ευ γένεια και την καλοσύνη να γράψουν ευνοϊκά, επαινετικά ή και εγκωμιαστικά για το έργο μου. Ευχαριστώ ακόμη και εκείνους που σε εκτενέ στερα κριτικά τους δημοσιεύματα διατύπωσαν κρίσεις και παρατηρήσεις ή και διαφωνίες σε λε πτομερειακότερα θέματα. Μάλιστα νομίζω ότι θα ήταν χρήσιμο για την έρευνα αν όλες αυτές οι βιβλιοκρισίες, που πολλές απ’ αυτές είναι εκτε νέστατες και αριθμούνται σε πολλές δεκάδες, αναδημοσιεύονταν σε ένα σώμα. Έτσι θά μπο ρούσαν τα θέματα που αγγίζουν να συζητηθούν ευρύτερα και να αποκομίσει όφελος η σχετική έρευνα. Σε μια από τις κριτικές αυτές, που σε ορισμένα σημεία ξεκινούσε από διαφορετικές θεωρητικές προϋποθέσεις ως προς το γενικότερο γλωσσικό θέμα και άλλα συναφή θέματα, απάν τησα με πολυσέλιδο δημοσίευμα. Ας μου επιτραπεί να προσθέσω ότι, όταν το Πανεπιστήμιο της Βιέννης το 1977 μου απένεμε για το σύνολο του έργου μου το διεθνές βραβείο Herder, γινόταν εντελώς ιδιαίτερη μνεία του Λε
ξικού μου, που λίγο πριν είχε κυκλοφορήσει ο τέταρτος τόμος του. Ακόμη το Λεξικό μου τιμή θηκε πρόσφατα (Ιούνιος 1981) με το βραβείο Desrousseaux, που το απονέμει κάθε χρόνο η As sociation des etudes grecques στο Παρίσι. Αντιμετωπίζετε προβλήματα για τη συνέ χιση του έργου; Αν ναι, ποια είναι αυτά τα προβλήματα; ΗΔΗ από όσα σας είπα καταλαβαίνετε τίνος εί δους προβλήματα αντιμετωπίζω στη δουλειά μου. Βέβαια, μολονότι δεν είναι ασήμαντα δε θα σας μιλήσω πλατύτερα για τα επιστημονικά προ βλήματα. Φυσικά, αυτά είναι τα πρωταρχικά. Όμως αντιμετωπίζονται με όσες δυνάμεις διαθέ τουμε. Θα ευχόταν κανείς να διέθετε ο τόπος μας νέους γλωσσολόγους ειδικά προσανατολι σμένους προς την ιστορία της γλώσσας και της λογοτεχνίας μας, που θα δέχονταν να συνεργα στούν στο Λεξικό. Τότε το έργο της συγκρότησης ενός Λεξικού καθαρώς επιστημονικού σάν αυτό που ετοιμάζω θα ήταν ευκολότερο. Πάντως πρέ πει να δηλώσω ότι με την ευσυνειδησία και την εργατικότητα των εκάστοτε συνεργατών μου ξεπερνιέται ως ένα βαθμό το μειονέκτημα που ανέ φερα. Έπειτα έρχονται τα οικονομικά προβλή ματα. Οι δαπάνες για το Λεξικό είναι μεγάλες. Ο αριθμός των συνεργατών που απαιτούνται για ουσιαστική πρόοδο των εργασιών του Λεξικού είναι μεγάλος. Και αυτό αυξάνει τις δαπάνες που χρειάζονται. Τα ιδρύματα που ενισχύουν το έργο δεν είναι πάντα σε θέση να ανταποκρίνονται στις αυξανόμενες ανάγκες για μια κάπως ικανοποιητική μισθοδοσία εκείνων που συνεργά-
«όταν ξεκίνησα την εργασία μου το 1959 δεν είχα κοντά μου άλλον από το βοηθό της έδρας μου και δυο πτυχιούχους συνεργάτες...» ζονται. Αυτό δημιουργεί συχνά ανυπέρβλητο κώλυμα για μια γοργότερη πρόοδο των εργα σιών. Και είναι ανάγκη οι εργασίες να προχωρή σουν με γοργότερο ρυθμό από ό,τι ως σήμερα, γιατί για την ώρα βρισκόμαστε από άποψη τυ πώματος μόνο στο τέλος του κ. Έχομε βέβαια σε πρώτη μορφή προετοιμάσει το υλικό μας για το γράμμα λ. Έχομε κατά κάποιο τρόπο επεξεργα στεί και ένα μικρό τμήμα από το γράμμα μ. Όμως το υλικό των υπόλοιπων γραμμάτων, μο λονότι συγκεντρωμένο και, θα λέγαμε, οριστικά ταξινομημένο, δε βρήκε ακόμη την προετοιμασία που χρειάζεται για να μπορέσει να χρησιμοποιη
90/συνεντευξη
θεί λεξικογραφικώς. Γι’ αυτό αύξηση του αριθ μού των συνεργατών, που κάθε τόσο υφίσταται μια αφαίμαξη με τους διορισμούς φιλολόγων στην εκπαίδευση, θα ήταν ευεργετική για την πρόοδο του έργου. Αλλά για την αύξηση του αριθμού των συνεργατών θα χρειαζόταν να εξευρεθούν περισσότερες οικονομικές ενισχύσεις από εκείνες που παρέχονται σήμερα. Ας ευχη θούμε ότι τα desiderata αυτά της υπηρεσίας του Λεξικού θα μπορέσουν στο μέλλον να βρουν την ικανοποίησή τους. Για ποιους συγκεκριμένα νομίζετε ότι εί ναι χρήσιμο το Λεξικό σας; ΤΟ Λεξικό είναι κατά κύριο λόγο χρήσιμο στη γλωσσική και φιλολογική έρευνα των κειμένων της μεσαιωνικής γραμματείας. Ο μελετητής ενός συγκεκριμένου κειμένου, είτε ενδιαφέρεται για τη γλώσσα του είτε για τα φιλολογικά ζητήματα που μπορεί να προβάλλει, κατατοπίζεται στη χρήση της λέξης που τον ενδιαφέρει και μπορεί να βοηθηθεί να λύσει και ζητήματα γνησιότητας ακόμη του κειμένου που τον απασχολεί. Το Λε ξικό βοηθεί επίσης και σε ετυμολογικά ζητήματα της νέας ελληνικής, μια και δεν έχομε εκτενές ετυμολογικό λεξικό σήμερα, εκτός από το λεξικό
του Ν. Ανδριώτη. Το Λεξικό μπορεί να είναι χρήσιμο και σ’ εκείνον που διδάσκει δημώδη κείμενα της παλαιότερης νεοελληνικής λογοτε χνίας στη μέση παιδεία, μια και η γλώσσα των μεσαιωνικών δημωδών κειμένων της ύστερης με σαιωνικής εποχής (μετά το 1100) ταυτίζεται με την παλαιότερη μορφή της νέας ελληνικής.
«θα ευχόταν κανείς να διέθετε ο τόπος μας νέους γλωσσολόγους ειδικά προσανατολισμένους προς την ιστορία της γλώσσας και της λογοτεχνίας μας, που θα δέχονταν να συνεργαστούν στο Λεξικό»
Γιατί η εργασία αυτή γίνεται στη Θεσσα λονίκη; ΤΑ πλούσια αρχεία του Λεξικού συγκροτήθηκαν στη Θεσσαλονίκη και η μεταφορά τους αλλού θα ήταν κάτι από τα δυσκολότερα. Έπειτα στη Θεσσαλονίκη σχεδόν ευθύς από την αρχή το Λε-
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΜΗΝΑ
Α ΡΙΣΤ0 ΤΕΛ0ΥΣ - ΠΟΙΗΤΙΚΗ Εισαγωγή, Μετάφραση, Σχόλια ΣΤΑΘΗ ΙΩ. ΑΡ0 Μ Α Ζ0 Υ
ΜΕΝΗΣ ΚΟΥΜΑΝΤΑΡΕΑΣ ΚΟΣΤΑΣ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ 0 ΩΡΑΙΟΣ ΛΟ ΧΑΓΟ Σ ΤΟ ΣΚΟ ΤΩ Μ ΕΝΟ ΑΙΜΑ (2η έκΰοοη)___________________ (Ποιήματα)_________
ΑΛΕΞΗΣ ΚΥΡΙΤΣΟΠΟΥΛΟΣ ΕΝΑ ΠΑΡΑΜΥΘΑΚΙ ΓΙΑ ΧΕΙΜΩΝΑ ΚΑΙ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΓΕΝΝΑΔΙΟΥ 6 (Πάροδος ’Ακαδημίας) Τηλ, 36.15.783
συνεντευξη/91
ξικό βρήκε την κατάλληλη στέγη του: στην αρχή βέβαια μέσα στο σπουδαστήριό μου της μεσαιω νικής φιλολογίας της Θεσσαλονίκης και αργότε ρα, μετά την απομάκρυνσή μου από το Πανεπι στήμιο, φιλοξενήθηκε, όπως είπα, μέσα στους χώρους του Κέντρου Βυζαντινών Ερευνών του ίδιου πανεπιστημίου. Τυχόν μεταφορά του Λεξι κού σε άλλη πόλη θα δημιουργούσε πρόβλημα για την εγκατάστασή του. Παράλληλα όμως θα ήταν δύσκολη και η ανεύρεση του κατάλληλου για το έργο προσωπικού. Στη Θεσσαλονίκη και κοντά στο Πανεπιστήμιό της, χώρο οικείο στον υπεύθυνο του έργου, μπορεί να γίνει η αναζήτη ση του κατάλληλου προσωπικού με λιγότερη δυ σκολία. Η εργασία σας αυτή επιδέχεται συμπλη ρώσεις και βελτιώσεις; ΗΔΗ μερικοί από τους κριτές του έργου με τις παρατηρήσεις τους και τις γνώμες τους για μερικότερα ή γενικότερα θέματα συμβάλλουν στην προώθηση ζητημάτων που θέτει το Λεξικό. Ορι σμένες απ’ αυτές τις παρατηρήσεις των κριτών γίνονται δεκτές από τη διεύθυνση του Λεξικού και καταχωρίζονται στο τέλος τόμου που κυκλο φορεί αργότερα. Αλλά και η ίδια η υπηρεσία του Λεξικού από δικό της σε ορισμένες τελευταίες σελίδες ορισμένων τόμων καταχωρίζει προσθή κες και βελτιώσεις σε δημοσιευμένα άρθρα του Λεξικού· βελτιώσεις και προσθήκες που οφεί λονται σε δημοσιεύματα που δεν είχαν φανεί ή δεν ήταν προσιτά τη στιγμή που συντάσσονταν τα άρθρα ή οφείλονται σε παρατηρήσεις τρίτων που κρίνονται ορθές ή τουλάχιστο αξιοπρόσεχτες. Αλλ’ ακόμη και παραδρομές που διαπι στώθηκαν μας δίνεται ευκαιρία να τις επανορ θώσομε. Μάλιστα στον όγδοο τόμο του Λεξικού, που τελευταία κυκλοφόρησε, δίνεται και ευρετή ριο των λέξεων που συζητούνται σ’ αυτούς τους καταλόγους βελτιώσεων και προσθηκών, που, όπως είπα, καταχωρίστηκαν στις τελευταίες σε λίδες ορισμένων τόμων. Μπορείτε να μας πείτε κάτι από τη διαδι κασία της εργασίας μέσα στην υπηρεσία του Λεξικού; Η ΟΛΗ εργασία μας περνά από διάφορα στά δια. Βέβαια το πρώτο στάδιο, πού κατά κάποιο τρόπο έχει ουσιαστικά συντελεστεί από χρόνια, ήταν η συγκέντρωση του υλικού μας από τα κεί μενα που μας ενδιαφέρουν: η αποδελτίωση, όπως λέμε, των κειμένων, αλλά και των μελετών που μας ενδιαφέρουν. Το στάδιο αυτό το περά σαμε, όχι όμως εντελώς, γιατί κάθε τόσο εμφανί ζονται άγνωστα ως τώρα κείμενα της περιόδου
μας ή γνωστά, αλλά σε νεότερη, επιστημονικότε ρη έκδοση, που θα πρέπει και αυτά να χρησιμο ποιηθούν για την ενημέρωση του Λεξικού, κα θώς και νεότερες σχετικές πραγματείες. Φυσικά την αποδελτίωση την ακολουθούν ταξινομήσεις,
«είναι ανάγκη οι εργασίες του Λεξικού να προχωρήσουν με γοργότερο ρυθμό από ό,τι ως σήμερα» ενοποιήσεις, εναρχειώσεις σε ιδιαίτερα αρχεία του υλικού που συγκεντρώθηκε για να χρησιμο ποιηθεί όταν έρθει η ώρα του. Το άλλο στάδιο που ακολουθεί είναι το στάδιο μιας ουσιαστικό τερης επεξεργασίας του υλικού που αφορά την κάθε λέξη για να συγκροτηθεί το κάθε άρθρο. Τη σύνταξη από το συντάκτη μιας σειράς άρθρων την ακολουθεί ένα στάδιο ελέγχου της συντελε σμένης εργασίας με την πρόθεση επαλήθευσης των διαπιστώσεων ή των απόψεων ή διόρθωσης των διορθωτέων. Ακολουθούν κατόπιν η αντι γραφή και η καθαρογράφηση των άρθρων για να έρθει κατόπιν η παραβολή των αντιγράφων με τα πρωτότυπα και η ενδεχόμενη βελτίωση τού κειμένου των άρθρων. Επακολουθούν θεωρήσεις από πολλούς συνεργάτες των συνταγμένων άρ θρων, καθώς και συζητήσεις για τα αμφίβολα ή τα αμφισβητούμενα, για να φτάσομε στο οριστι κό κείμενο των άρθρων -εκείνο που θα παραδο θεί στο τυπογραφείο. Ό πω ς είναι φυσικό, και κατά τη διόρθωση των τυπογραφικών δοκιμίων γίνονται ορισμένες προσθήκες ή βελτιώσεις στα τυπωνόμενα άρθρα. Θα ήθελα ακόμη να σας ερωτήσω αν δια θέτει σήμερα η έρευνα άλλα παρόμοια λε ξικά είτε για τη μεσαιωνική γλώσσα είτε για τη νεότερη. ΟΠΩΣ σας είπα, το Λεξικό μου βασίζεται κυ ρίως στα δημώδη και δημοτικίζοντα κείμενα της περιόδου 1100-1669. Γι’ αυτή την περίοδο και για τα κείμενα αυτής της κατηγορίας δε διαθέτει σήμερα η έρευνα κανένα άλλο βοήθημα. Το λεξι κό του Δουκαγγίου, που συγκροτήθηκε το δέκα το έβδομο αιώνα από το μεγάλο Γάλλο βυζαντινολόγο, μολονότι και σήμερα προσφέρει τις υπη ρεσίες του, είναι παλιωμένο πια. Και η πληρο φόρησή του είναι περιορισμένη και οι απόψεις του σε πολλά ξεπεράστηκαν και η μέθοδος που ακολουθήθηκε στη σύνταξή του δε μας ικανο ποιούν σήμερα. Βέβαια κατά βάση αναφέρεται και αυτό στη μεσαιωνική δημώδη γραμματεία. Για τη λόγια βυζαντινή γραμματεία έως το 1100
92/συνεντευξη
μικρές αγγελίες ΕΧΕΤΕ παλιά «λαϊκά» περιο δικά τής περιόδου 1920-1941 («Οικογένεια», «Θεατής» κλπ.) σέ πλήρεις τόμους έτών ή σει ρές; ’Η, βρίσκεται στην κατοχή σας τό περιοδικό «Νεολαία» (1937-1941); Ά ν ναί, γράψετε λεπτομέρειες καί τιμή στόν: Ε. Τσομπανόπουλο, Τραπεζοΰντος 4, Καλαμαριά, Θεσσαλονί κη. Τά άναζητάει έπιμόνως. ΑΙΣΘΑΝΕΣΘΕ δέος μέ τίς πι στώσεις, τίς χρεώσεις, τούς Ισολογισμούς, τίς άπογραφές καί τά πιστωτικά υπόλοιπα; Φοιτητής τής Βιομηχανικής Σχολής θά σάς βγάλει άπό τό άδιέξοδο. Πρέπει όμως νά τη λεφωνήσετε (πρωί 10-1 καί άπόγευμα 5-8) στό 72.27.677. ΞΕΡΕΙ καλά γαλλικά καί έφαρμόζει πρωτότυπες μεθό δους διδασκαλίας τής γλώσσας πτυχιοϋχος τής Γαλλικής Α κ α δημίας. Ένδιαφέρεστε; Τότε, τηλεφωνήστε στό 92.22.434. ΕΧΕΤΕ προβλήματα μέ τά λο γιστικά τής έπιχείρησής σας; Τηλεφωνήστε τά πρωινά στό 49.27.098 καί τά άπογεύματα στό 83.10.509 διατηρώντας τήν έλπίδα δτι θά σάς τά λύσει πτυχιοϋχος τής Βιομηχανικής Σχολής. Εξάλλου ή 12ετής του πείρα σέ βιβλία A ', Β ', Γ', Δ' κατηγορίας είναι κάποια έγγύηση. ΟΠΟΙΟΣ έχει στήν κατοχή του τό τεύχος άριθ. 5 τοϋ προδικτατορικού περιοδικού « Ε π ο χές», άς τηλεφωνήσει στό 32.02.049 (8-11 π.μ.) καί θά άμειφθεΐ. ΑΝ θέλετε νά μάθετε σωστά άγγλικά άπό μιά τελειόφοιτη τής άγγλικής φιλολογίας, μέ φροντιστηριακή πείρα, πρέπει νά βιαστείτε νά τηλεφωνήσετε στό νούμερο 41.18.377. (Κάθε λέξη οτίς «μικρές άγγελίες» στοιχίζει 10 μόνο δρχ.)
διαθέτομε το λεξικό που συγκρότησε Έλληνας φιλόλογος που έζησε τον περασμένο αιώνα στις Ηνωμένες Πολιτείες και είναι γνωστός με το όνομα Sophocles. Είναι λεξικό χρήσιμο προκειμένου για αρχαϊστές βυζαντινούς συγγραφείς, όμως και αυτό έχει ηλικία αιώνα και πάνω. Ένα άλλο λεξικό, πρόσφατο αυτό και συγχρονισμένο, αναφέρεται στους εκκλησιαστικούς συγγραφείς του Βυζαντίου έως τον 8ο περίπου αιώνα. Είναι συγκροτημένο από το Lampe. Αυτά είναι τα βα σικά βυζαντινά λεξικά που διαθέτομε, έχουν όμως βάση και αφετηρία διαφορετική από εκεί νες του δικού μου. Ό πω ς είναι γνωστό, δε δια θέτομε ακόμη έγκυρο και επιστημονικά συγκρο τημένο νεοελληνικό λεξικό. Το Ιστορικό Λεξικό της Ακαδημίας δυστυχώς δεν έχει προχωρήσει πέρα από το γράμμα γ και έτσι προσφέρει περιο ρισμένες υπηρεσίες στην έρευνα, ούτε βέβαια και συμπίπτει στις προθέσεις του με το δικό μου Λε ξικό, γιατί εκείνο έχει ως αφετηρία τα νεοελλη νικά ιδιώματα και την κοινή ομιλουμένη, ενώ το δικό μου, μολονότι στην ουσία μελετά την ίδια γλώσσα (στην παλαιότερη βέβαια μορφή της), ξεκινά, όπως είπα, από κείμενα περασμένων αιώνων. Τι θα λέγατε για το χαρακτήρα των λημ μάτων του Λεξικού σας σε σχέση με λήμ ματα λεξικών της νέας ελληνικής, εκείνων που υπάρχουν; Ως ποιο βαθμό συμπί πτουν τα λήμματα; ΠΡΩΤΑ πρώτα πρέπει να σας πω ότι άλλη μορ φή παρουσιάζει ένα άρθρο στό Λεξικό μου και άλλη σε ένα οποιοδήποτε λεξικό της νέας ελληνι κής, από αυτά που διαθέτομε. Στο Λεξικό μου θα συναντήσει κανείς και άρθρα που απλώνον ται σε πολλές σελίδες, αλλά και το κάθε άρθρο εμφανίζεται και σε έκταση και σε διάρθρωση εν τελώς διαφορετικά στο δικό μου Λεξικό από ό,τι σε οποιοδήποτε άλλο της νεοελληνικής. Αλλά και ως προς τον αριθμό και το είδος των λημμά των διαφέρει το Λεξικό μου από εκείνα που κυ κλοφορούν σήμερα ανάμεσά μας. Μια πρόσφατη σύγκριση ως προς τον αριθμό των λημμάτων που πραγματοποιήσαμε ανάμεσα σε τμήμα του Λεξι κού μου καί στο ανάλογο λεξικών της νεοελληνι κής έδειξε ότι τα λήμματα ενός λεξικού της σύγ χρονης δημοτικής γλώσσας έχουν πολύ συχνά το χαρακτηριστικό της νεόπλαστης λέξης, της πλα σμένης πρόσφατα ή έστω κάπως παλαιότερα (δηλ. στο διάστημα των δύο τελευταίων αιώ νων), ενώ το δικό μου Λεξικό σε μεγάλη κλίμακα δεν περιέχει μόνο πολλές νεοελληνικές λέξεις (που απαντούν φυσικά και στα σύγχρονα λεξι κά), αλλά περιλαμβάνει και λέξεις της μεσαιωνι κής, ακόμη και της μετακλασικής εποχής, που δε σώθηκαν στη νέα ελληνική γλώσσα. ■
Γ
ΤΕΣΣΕΡΑ ΝΕΑ ΒΙΒΛΙΑ ΕΝΤΝΑ 0 ' ΜΠΡΑΪΑΝ
Ε. Φ. ΣΟΥΜΑΧΕΡ
Η Νύχτα
Οδηγός καθημερινής σοφίας
ΛΟΥΣΙΕΝ ΛΑΝΣΟΝ
ΦΡΑΝΣΙΣ ΓΟΥΙΚΣ
Ο Από γυναίκα σέ γυναίκα
εσωτερικός κόσμος της παιδικής ηλικίας
Μ Εκδόσεις Γλάρος ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ 31 . ΑΘΗΝΑ 141 . ΤΗΛ. 36 18 457
πρόσφατες εκδόσεις Μ ορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραττέζης Βιβλιοθήκη Γενικής Παιδείας
w
Εγχε,ρίδ,°
Πωλούνται σέ όλα τό βιβλιοπωλεία Κεντρική Διάθεση: Πλατεία Μητροπόλεως 3, 2ος όροφος (τηλ. 32.21.337) Πρατήριο: Εθνική Τράπεζα. Καραγεώργη Σερβίας 2 (Πλατεία Συντάγματος)
Τά έσοδα άπό τις πωλήσεις διατίθενται γιά πολιτιστικούς σκοπούς