AMIN MAALOUF
ΝΕΑ ΒΙΒΛΙΑ ΓΙΑ ΤΟ Κ Α Λ Ο Κ Α ΙΡΙ
Ε Λ Λ Η Ν ΙΚ Η Π Ε Ζ Ο Γ Ρ Α Φ ΙΑ -
= —
=
=
^
—
_
Βασίλης Γκουρογιάννης
Γιώργος Ξενάριος
Δ ιη γ ή σ ε ις π α ρ α φ υ σ ικ ώ ν
Η πτώ σ η του Κ ω ν σ τα ντίνο υ
φ α ιν ο μ έ ν ω ν ( Α φ η γ ή μ α τ α )
(Π ο ιη τικ ό α φ ή γ η μ α )
Ντίνος Δημόπουλος Η μ εσ α ία ό χ θ η (M u d .)
Γιώργος Κακουλίδης Τ ο σύνδρομο του Π α ρ θ έ ν η (Α φ ή γ .)
Μαλβίνα Κάραλη Α θ ώ ο ς σ α ν α γ α π η μ έ ν ο ς ( Α φ ή γ .)
Μαρία Πολενάκη Μ η ... είμ α ι α κ ό μ α ζω ντα νή (M u d .)
Τάσος Ρούσσος Ο τελ ευτα ίος της σ υ ν τε χ ν ία ς (Ν ο υ β .)
Αλέξης Σεβαστάκης
Ιωάννα Καρατζαφέρη
Ο ύπνος έφ ευγε
Η ώ ρ α του λ ύ κ ο υ (M u d .)
π ρ ο ς τον ο υ ρ α ν ό (M u d .)
Νίκη Μαραγκού
Γιώργος Σκούρτης
Μ ια σ τρώ σ η ά μ μ ο υ (Α ιη γ ή μ .)
Τ ο χ ε ιρ ό γ ρ α φ ο
Παύλος Μάτεσις
της Ρ ω ξ ά ν η ς (Ν ο υ β .)
Η μ η τέρ α του σ κ ύ λ ο υ (M u d .)
Ανχώνης Σουρούνης
Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ
Π ά σ χ α στο χ ω ρ ιό (Ν ο υ β .)
Α π ό τη ν ά λ λ η ό χ θ η του χ ρ ό ν ο υ (M u d .)
Γιώργος Μιχαηλίδης
Μαριάννα Τζιαντζή Π α π ο ύ τσ ια γ ια π έτα μ α (M u d .)
Τ α φ ο ν ικ ά (M u d .)
Ευγενία Φακίνου
Λημήτρης Νόλλας
Ζ ά χ α ρ η σ την ά κ ρ η (M u d .)
Ο ν ε ιρ ε ύ ο μ α ι
Αιονύσης Χαριτόπουλος
το υ ς φ ίλ ο υ ς μ ο υ (Α ιη γ ή μ .)
Ε ν α ν τίο ν του M a r lb o r o (M u d .)
Γιάννης Ξανδούλης
Τ η ν ύ χ τ α π ο υ ’φ ύ γ ε
Τ ο ρ ο ζ π ο υ δ ε ν ξ έχα σ α (M u d .)
ο Μ π ο ύ κ ο β ι (Α ιη γ ή μ .)
Ε κδόσεις Κ αςτανιωτη Η ούγχρονη εκδοτική παρουσία στα ελληνικά γράμματα
ΓΙΑ ΧΑΡΟΥΜΕΝΕΣ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΕΣ ΔΙΑΚΟΠΕΣ ΤΟΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΜΑΣ —
—
ΒΙΒΛΙΑ ΔΙΑΚΟΠΩΝ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΔΙΑΚΟΠΩΝ ΜΟΥ (Παίζω και μαδαίνω) Γία παιδιά του Νηπιαγωγείου Για παιδιά που έχουν τελειώσει ιην Α' Δημοτικού Για παιδιά που έχουν τελειώσει τη Β' Δημοτικού Για παιδιά που έχουν τελειώσει την Γ' Δημοτικού Για παιδιά που έχουν τελειώσει την Δ ' Δημοτικού Για παιδιά που έχουν τελειώσει την Ε ' Δημοτικού Γ ία παιδιά που έχουν τελειώσει την Σ Τ ' Δημοτικού ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ Παρατηρώ και χρωματίζω (Α'-Β' Δημοτικού) Παίζω με τα χρώματα ‘(A '-Β' Δημοτικού) Συγκρίνω και σχεδιάζω (Α'-Β' Δημοτικού) Παίζω με τα σχήματα (Α'-Β' Δημοτικού)
-
ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ Παιχνίδια με μυστήριο (A '-Β'Δημοτικού) Παιχνίδια με τελίτσες (Α'-Β'Δημοτικού) Παιχνίδια στο αυτοκίνητο (A '-Β' Δημοτικού) Παιχνίδια με χρώματα (Α'-Β'Δημοτικού) Παιχνίδια για έξυπνα Σνόρκελ Αξέχαστες διακοπές (Γ'-Δ'Δημοτικού) Μεγάλα παιχνίδια (Γ'-Δ'Δημοτικού) Επιστημονικά και μαγικά τρικ (Ε *Σ Τ ' Δημοτικού) Επιστημονικά παράδοξα (Ε'-ΣΤ'Δημοτικού) Παιχνίδια στο ταξίδι (Ε'-ΣΤ'Δημοτικού) Παιχνίδια στον αέρα (Ε'-ΣΤ'Δημοτικού)
Α ΣΚ ΗΣΕΙΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΛΕΞΙΟΤΗΤΑΣ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΜΑΓΕΙΑΣ Μαδητευόμενο φάντασμα (Β '-Γ' Δημοτικού) Μαδητευόμενος μάγος (Β'-Γ'Δημοτικού) Μαδητευόμενος της νεράιδας (Β'-Γ' Δημοτικού) Μαδητευόμενος γίγαντας (Β '-Γ' Δημοτικού) Μαδητευόμενο τζίνι (Β'-Γ'Δημοτικού)
Ε κδόσεις Κ αςτανιωτη Τ ο καλό βιβλίο για παιδιά ΣΕ ΟΛΑ ΤΑ ΚΑΛΑ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ
ΔΙΑΒΑΖΩ
ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ Α. Μεταξά 26, Αθήνα -
106 81
Σύνταξη: 36.40.487 Λογιστήριο: 36.40.488 Διαφημίσεις: 36.42.789 Συνδρομές: 36.42.765
Τεύχος 265
Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α
12 Ιουνίου 1991 Τιμή: Δρχ. 500 Ιδρυτής: Περικλής Αθανασόπουλος Διευθυντής: Γιώργος Γαλάντης Αρχισυντάκτης: Ηρακλής Παπαλέξης Σύνταξη: Κατερίνα Γρυπονησιώτου, Βα σίλης Καλαμαράς, Ηρακλής Παπαλέξης, Βάσω Σπάθή, Μαρία Στασινοπούλου Οικονομικός υπεύθυνος: Βάσω Σπάθή Συνδρομές: Κατερίνα Γρυπονησιώτου Διαφημίσεις: Ηρακλής Παπαλέξης Σελιδοποίηση-Μοντάζ: Νένη Ράις Γλωσσική επιμέλεια-Διορθώσεις: Βίκυ Κωτσοβέλου Στοιχειοθεσία: Φωτοκύτταρο Ε.Π.Ε., Υμηττού 219, τηλ. 75.16.333 Φωτογραφίσεις-Μοντάζ: I. Χριστοδουλάκος - 1. Κοργιαλάς Ο.Ε., Α. Μεταξά 26, τηλ. 36.41.134 Εκτύπωση: Αφοί Τσαλδάρη Ο.Ε., Φυλής 35, Καματερό, τηλ. 23.18.444 Βιβλιοδεσία: Νικ. Κατριβάνος και Σία Ο.Ε., Στ. Γόνατά 48, τηλ. 57.49.951 Διανομή: Νέο Πρακτορείο Τύπου
ΧΡΟΝΙΚΑ ΜΟΛΙΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΑΝ: Επιμέλεια Ηρακλής Π απαλέξης Η ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΤΟ ΠΡΟΦΙΛ ΤΩΝ ΕΚΔΟΤΩΝ
4 7 9
ΑΦΙΕΡΩΜΑ Κ ω ν/νος Δημ. Μ αλαφάντης: Χρονολόγιο Γρ. Ηενόπουλου (1867-1951) 18 Βίκυ Πάτσιου: Ο Γρ. Ξενόπουλος Αυτοβιογραφούμενος 26 Μ. Γ. Μερακλής: "Η διασκεδαστική τέχνη” . Έ να σημαντικό θεωρητικό άρθρο του Ηενόπουλου 29 Ά ν τ α Κατσίκη-Γκίβαλου: Ο Ξενόπουλος ως κριτικός 32 Τηλέμαχος Μουδατσάκις: Το θέατρο του Γρ. Ηενόπουλου 37 Δημήτρης Γιάκος: Οι "Π λούσιοι και Φτωχοί” και ο "Λέων Χ αρίσης” 42 Χάρης Σακελλαρίου: Ο Γρ. Ξενόπουλός και η παιδική λογοτεχνία 51 Κ ω ν/νος Δημ. Μαλαφάντης: Οι "Αθηναϊκαί Επιστολαί” του Γρ. Ηενόπουλου στην "Δ ιάπλασιν των Παίδων” 57 Τηλέμαχος Μουδατσάκις: Το Αντικείμενο στο Θεατρικό Έ ργο του Γρ. Ηενόπουλου: Το φιλημένο λουλούδι 64 ΟΔΗΓΟΣ ΒΙΒΛΙΩΝ
Ιδιοκτήτης-Εκδότης: Γιώργος Γαβαλάς Κεντρική διάθεση: Αθήνα: «Διαβάζω» Θεσσαλονίκη: Βιβλιοπωλείο «Κέντρο του βιβλίου» Λασσάνη 9 τηλ. 237.463 Εξώφυλλο: Γιώργος Γαλάντης
ΕΠΙΛΟΓΗ ΠΟΙΗΣΗ: Γράφει ο Θ. Δ . Φ ραγκόπουλος ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ: Γράφει ο Αντώ νης Κάλφας
69 71
ΔΕΛΤΙΟ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ
73
ΚΡΙΤΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
79
στο επόμενο «Διαβάζω»
αφιέρωμα: Κινηματογράφος και Ιστορία
Παρακαλούμε τους εκδότες να αποστέλλουν το συντομότερο δυνατόν τα βιβλία τους στα γραφεία του περιοδικού για την άμε ση ενημέρωση της συντακτικής επιτροπής, η οποία υπογράφει τα κείμενα που ακολουθούν.
Το νερό χρησιμεύει για να κάνουμε... γαργάρες
Ηρακλής Πακυλέξ*^
Δ εν είναι πια μόνον ο Ιούλιος Βερν, ο Κάρολος Ντίκενς ή η Πη νελόπη Δέλτα - για να αναφέρουμε μόνο μερικά ονόματα που μονοπωλούν το ενδιαφέρον των νεαρών αναγνωστών. Ό πω ς είναι φυσικό, στις μέρες μας οι απαιτήσεις των νέων έχουν διευρυνθεί. Πάει πια η εποχή που συγκινούσαν μέχρι δακρύων οι περιπέτειες των ηρώων τού «Χωρίς Οικογένεια» του Έκτορα Μαλό. Ούτε η «Πολυάννα» έχει την αμεσότητα, όπως παλαιότερα συνέβαινε, στις νεαρές μαθήτριες του δημοτικού ή και των πρώτων τάξεων γυμνασίου. Τα αναγνώσματα των νέων σήμερα έχουν αλλάξει προσανατολισμό. Οι νεαροί αναγνώστες είναι ω ριμότεροι στις αναζητήσεις τους και αυστηρότεροι, λόγω πλη θώρας ερεθισμάτων, στις επιλογές τους. Γι’ αυτό και οι προ σπάθειες που γίνονται σ' αυτό τον ευαίσθητο τομέα του νεανι κού βιβλίου, ενώ είναι αρκετές, λίγες από πλευράς μορφής και περιεχομένου ανταποκρίνονται στις νέες απαιτήσεις, στις ανά γκες και τα ενδιαφέροντα του σημερινού νέου. Στα πλαίσια μιας ουσιαστικής προσέγγισης των νέων μέσα α πό τα βιβλία, οι εκδόσεις «Γνώση» εγκαινίασαν - διευρύνοντας τις εκδοτικές τους δραστηριότητες - μια νέα σειρά βιβλίων που φιλοδοξεί να προσελκύσει και να προσανατολίσει, με γνωστά και άγνωστα έργα από την παγκόσμια βιβλιογραφία, το ευαί σθητο και απαιτητικό νεανικό κοινό. Έτσι προέκυψαν επτά τό μοι που ξεχωρίζουν αμέσως για την καλαίσθητη εμφάνισή τους και την τυπογραφική τους επιμέλεια. Μια δεύτερη προσεκτικό τερη ματιά ξαφνιάζει με την ποικιλία της θεματογραφίας τους. Πρώτο βιβλίο οι «Χαρακτήρες» του Θεόφραστου με τους πιο αντιπροσωπευτικούς ανθρώπινους τύπους όπως ο κόλακας, ο αναιδής, ο καχύποπτος, ο ανάγωγος, ο οψιμαθής (ό έξ όψιμου μαθήσεως κομπαστικός, ό παρά τήν προκεχωρηκυίαν ήλικίαν είς μαθήσεις άναρμόστους αύτφ έπιδιδόμενος) κ.τ.λ. που απο τελούν την πρώτη έκφραση της ηθικής και κοινωνικής νοοτρο πίας από την οποία γεννήθηκε η ελληνική κωμωδία του Μέ νανδρου. Το δεύτερο αναφέρεται στο Διογένη τον Κυνικό, την πλέον αντικομφορμιστική φιγούρα του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Τον Διογένη τον Λαέρτιο που δεν δίσταζε ανά πάσα στιγμή να απο καλύπτει τις μικρότητες των τυπικών συμπεριφορών μιας «πο λιτισμένης» ζωής με τις γνωστές, αφοπλιστικές σε όλους μας σταράτες κουβέντες του.
χρονικα/5 Τρίτο είναι το βιβλίο του Σουητώνιου, «Νέρωνας». Σ’ αυτό υ πάρχουν πολλά στοιχεία για το βίο και την πολιτεία του αυτοκράτορα του οποίου το όνομα είναι συνδεμένο με τον εμπρη σμό της Ρώμης. Το τέταρτο βιβλίο των Τόννυ Βος και Ντάμεν φον Μπουκχόλζ «Η Αυτοκρατορία των Τεσσάρων Ανέμων» θα μπορούσε να χα ρακτηριστεί ως ιστορικό μυθιστόρημα. Εδώ προβάλλεται η οικο νομική, πολιτική και κοινωνική δομή, τα ήθη και τα έθιμα ενός από τους πιο ενδιαφέροντες πολιτισμούς· του πολιτισμού των Ίνκας. Το πέμπτο είναι δυο υποδειγματικές νουβέλες του Ιταλού Γκαμπριέλε ντ' Αννούντσιο γνωστού τόσο για τις φασιστικές του δραστηριότητες, όσο και για τις συγγραφικές του επι δόσεις. Έκτο βιβλίο είναι ένα αστυνομικό μυθιστόρημα για παιδιά του Έντσο Ρούσσο με τίτλο «Η Συμμορία Καπαρούτσι». Ο συγγρα φέας στον πρόλογο σημειώνει: «Όταν μου ήρθε η ιδέα να γρά ψω ένα βιβλίο για παιδιά που κατά κάποιο τρόπο θα εξηγούσε πώ ς σχεδιάζεται και πώς γράφεται ένα αστυνομικό μυθιστόρη μα γι’ αυτή την ηλικία, η πρώτη μου σκέψη ήταν να αποφύγω το αράδιασμα αναγκαίων κανόνων. Και επειδή πιστεύω ότι σε μια ορισμένη ηλικία ακόμη κι ένα βιβλίο δροσερό μπορεί να αποδειχθεί βαρετό, προτίμησα να ζευγαρώσω μια κανονική α στυνομική ιστορία με μια σειρά από απλές και ιδιαίτερα σύντο μες εξηγήσεις». Τέλος, το έβδομο βιβλίο «Εγώ ελπίζω να τη βολέψω», είναι αυ τό που θα συζητηθεί και θα διαβαστεί περισσότερο. Στηρίζεται σε μια έξυπνη ιδέα ενός Ιταλού δασκάλου δημοτικού σχολείου στη Νάπολη, του Μαρτσέλο ντ’ Όρτα, ο οποίος διάλεξε κά ποιες α π ’ τις εκθέσεις των μαθητών του, τις πιο περίεργες, τις πιο οραματιστικές, τις χιουμοριστικότερες και τις πιο αληθινές. Τις έστειλε στον εκδοτικό οίκο Mondadori, ο οποίος τις εξέδωσε πάραυτα. Οι εξήντα αυτές ζωντανές εκθέσεις γεμάτες λάθη και αφέλεια αποκαλύπτουν ένα κόσμο ιδωμένο από παιδικά μάτια που ο φείλει να αλλάξει, να εξανθρωπιστεί. Μέσα από την πικρία της φτώχειας και της εξαθλίωσης, το χιούμορ, η καθαρότητα, η αμε σότητα και η ντόμπρα φωνή αυτών των εκπληκτικών παιδιών είναι πιο άμεση α π’ οποιαδήποτε επιστημονική κοινωνιολογική μελέτη. Το να πει κανείς περισσότερα λόγια γι’ αυτά τα 60 μικρά κειμενάκια-εκθέσεις είναι σαν να θέλει να υποκαταστήσει τη ζωή με λέξεις. Και επειδή οι παιδικές κουβέντες έχουν μεγαλύτερη α ξία απ' οποιαδήποτε ανάλυση, ουσιαστικότερο θα ήταν να πα ραθέσουμε μόνο μερικά αποσπάσματα. Ιδού λοιπόν: «...Ο πρώτος μπελάς που πέρασε (ο Οδυσσέας) ήταν ο Πολύ φημος. Ήταν μια πολύ μεγάλη σπηλιά, με μια πολύ μεγάλη τσατσάρα, ένα πολύ μεγάλο πιστολάκι για τα μαλλιά, ένα πολύ μεγάλο κομμάτι τυρί και ένα πολύ μεγάλο κρεβάτι...» «...Η Ελβετία είναι μια μικρή χώρα της Ευρώπης που συνορεύ ει με την Ελβετία, την Ιταλία, τη Γΐρμανία, την Ελβετία και την Αυστρία... Φτάνει τόσο μεγάλη η έκθεση;» «...Εγώ νομίζω και πιστεύω ότι η γυναίκα πρέπει να είναι ίση με τον άντρα, γιατί δεν είναι σωστό που δεν είναι ίση. Στις 8 Μαρτίου (παγκόσμια ημέρα της γυναίκας) η γυναίκα πρέπει να είναι ίση με τον άντρα.»
6/χρονικά
L,
«...Εμένα μου αρέσει η εποχή της πέτρας. Ανακαλύφθηκε η ρόδα χωρίς ακτίνες, το ρόπαλο, η εποχή του χαλκού, το καπάκι από το νερό, το πρωτόγονο άροτρο.» «...Αγαπημένε μου μπαμπά (γράμμα στον πατέρα που γιορ τάζει), σήμερα είναι η γιορτή σου, και εγώ σου γράφω αυτό που υπαγορεύει η καρδιά μου...» «...Το νερό όμως δε χρησιμεύει μόνο για να πίνουμε νερό, χρη σιμεύει και για να πλένουμε: 1) τη μούρη 2) τα βρώμικα πόδια... να κάνουμε το αυτόματο πλύσιμο στα αυτοκίνητα, για να βρά ζουμε τα μακαρόνια... για να κάνουμε γαργάρες...» «...Το καλοκαίρι είναι ωραίο γιατί δε βρέχει ποτέ και οι δρόμοι είναι έτσι κι έτσι... Μέσα στο ψυγείο ο πατέρας μου βάζει το μα γιό για να βγει όταν πρέπει να βγει και το νιώθει πιο δροσερό. Το μόνο άσχημο του καλοκαιριού είναι ότι δεν υπάρχουνε τα Χριστούγεννα...». «...Η γαλλική επανάσταση είδε πως είχε γίνει η αμερικάνικη ε πανάσταση κι έκανε τη γαλλική επανάσταση. Η βασίλισσα Μα ρία Αντονιέτα έκανε μια ωραία ζωή, σηκωνότανε στις δώδεκα και πέντε, έκανε κολατσιό με καπουτσίνο και πάστες, μετά έ πλενε το πρόσωπό της, τα νύχια, το μπιντέ... Τότε τσαντίστηκε (ο λαός), τον πιάσανε τα νέβρα του από το νεβρικό και άρχισε η γαλλική επανάσταση. Πέσανε μπουνιές. Χτυπιόντανε. 'Ενας μέχρι που έφτυσε στη μούρη έναν άλλο. Βροχή πέφτανε οι μπουνιές. Αν υπήρχε ο Μ πρους Αι θα τους έκανε κιμά...».
Η παιδική αθωότητα είναι αφοπλιστική. Και το τελευταίο απόσπασμα το πιο ζοφερό: «...Ο κόσμος είναι αηδία. Η γη είναι αηδία. Το ανθρώπινο πλάσμα είναι αηδία... Ο κόσμος είναι αηδία, εγώ δε φοβάμαι να το πω, γιατί είμαι ο επιμελητής, και μερικά πράγματα μπορώ να τα λέω. Και αυτή την έκθεση την τελειώνω μ ’ αυτές τις λέξεις: Ο ΑΝΘ ΡΩΠ Ο Σ ΔΕΝ ΚΑ ΤΑΓΕΤΑΙ Α Π Ο ΤΟ ΥΣ Π ΙΘΗ ΚΟ ΥΣ, ΑΛΛΑ Α Π Ο ΤΑ ΒΑΜΠΙΡ!»
GIANNI RODARI
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ
Ουδέν σχόλιον.
ΑΠ’ΟΛΟ
TON KOtMO ΣΕ 6 ΤΟΜ ΟΥΣ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΟΥΣ
GUTENBERG
F
Ο Ι ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ. ΒΙΒΛΙΑ ΓΙΑ ΝΕΟΥΣ. ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΣΕΙ ΡΑΣ: ΞΕΝΟΦΩ Ν Λ. Μ ΠΡΟΥΝΤΖΑΚΗΣ I. ΘΕΟΦΡΑΣΤΟΥ· Χαρακτήρες. Μτφρ. Ευαγγελία Βενιατάκη. Αθήνα, Γνώση, 1991. Σελ. 80. Δρχ. 800. 2. ΔΙΟΓΕΝΗ ΛΑΕΡΤΙΟ Υ. Διογένης ο Κυνικός. Μτφρ. Ζάχος Καρατσιουμπάνης. Αθήνα, Γνώση, 1991. Σελ. 56 Δρχ. 700. 3. ΣΟ ΥΗ ΤΩ ΝΙΟΥ. Νέρωνας. Μτφρ. Γιάννης Δημητρακόπουλος. Α θήνα, Γνώση, 1991, Σελ. 96. Δρχ. 900. 4. ΤΟΝΝΥ Β Ο Σ - ΝΤΑΜΕΝ ΦΟΝ ΜΠΟΥΚΧΟΛΖ. Η Αυτοκρατορία των Τεσσάρων Ανέμων. Μτφρ. Γιώργος Κασαπίδης. Αθήνα, Γνώση, 1991. Σελ. 160. Δρχ. 110. 5. ΓΚΑΜΠΡΙΕΛΕ N T Α ΝΝΟΥΝΤΣΙΟ. Δυο Ιστορίες από την Πεσκά ρα. Μτφρ. Ηρώ Τσέτσου. Αθήνα, Γνώση, 1991. Σελ. 114. Δρχ. 1000. 6. ΕΝΤΣΟ ΡΟΥΣΣΟ . Η Συμμορία Καπαρούτσι. Μτφρ. Γιώργος Κασα πίδης. Αθήνα, Γνώση, 1991. Σελ. 128. Δρχ. 1000. 7. ΕΓΩ ΕΛΠΙΖΩ ΝΑ ΤΗ ΒΟΛΕΨΩ. Εξήντα εκθέσεις παιδιών δημοτι κού ανθολογημένες και φροντισμένες από το δάσκαλο Μαρτσέλο ντ’ Όρτα. Μτφρ. Γιώργος Κασαπίδης. Εικον. Λάζαρος Ζήκος. Αθήνα, Γνώ ση, 1991. Σελ. 104. Δρχ. 900.
η ΑΓΟΡΑ του ΒΙΒΑΙΟΥ από 16 Μαΐου έως 30 Μαΐου 1991
Αριστοτέλης-Αθ., Αριστοτέλης-Παγκράτι, ΓκρίτσηςΓ εω ργιάδ ης-Κ αλλιθ έα, Ε λ ευθ ερ ο υ δά κ η ς-Α θ ., Ενδοχώρα-Α Θ ., Ε ξα ρχόττου λος-Α θ ., Εστία-ΑΘ., Ευριττίδης-Χ αλάνδρι, Ια ν ό ς-Θ εσ σ ., ΚαραβίαςΡ ο υσ σό π ο υ λο ς-Α Θ ., Κατώι του Β ιβλίου-Θ εσ σ., Κουρκάκης-Καρδίτσα, Κρομμόδας-Χίος, Λέσχη του Βιβλίου-Αθ., Μεθενίτης-Πάτρα, Παρά Πέντε-ΑΘ., Πειραϊκή Φωλιά-Πειραιάς, Ραγιάς-Θεσσ., Σάκης-Ν. Σμύρ νη, Χνάρι-ΑΘ.
Ο πίνακας παρουσιάζει τα εμπορικότερα βιβλία ενός δεκαπενθημέρου, σύμφωνα με τα στοιχεία που μας παραχώρη σαν 20 βιβλιοπώλες α π ’ όλη την Ελλάδα, δηλώνοντας ο κάθενας τους τέσσερα βιβλία που είχαν τις περισσότερες που λήσεις στο βιβλιοπωλείο του κατά το διάστημα αυτό. Έτσι κάθε βιβλιοπωλείο δίνει τέσσερις βαθμούς στο βιβλίο που είχε τις περισσότερες πωλήσεις, τρεις βαθμούς οτο αμέσως επόμενο, δύο βαθμούς στο τρίτο κατά σειρά βιβλίο, ενώ ένα βαθμό παίρνει το τέταρτο.
I ΦΑΚΙΝΟΥ Ε.: Ζάχαρη στην άκρη
ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ
| ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ Α.: Ο Μέγας Ανατολικός | ΜΑΤΕΣΙΣ Π.: Η μητέρα του σκύλου
ΑΓΡΑ
ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ
ΜΠΟΥΣΚΑΛΙΑ Λ.: Να ζεις, ν’ αγαπάς και να μαθαίνεις | ΛΩΡΕΝΣ Τ.Ε.: Επτά στύλοι της Σοφίας
wm ΟΖ Α.: Το μαύρο κουτί
ΕΣΤΙΑ
ΨΥΧΟΓΙΟΣ
ΕΝΤΕ Μ.: Το μαγικό φίλτρο
ΨΥΧΟΓΙΟΣ
ΜΕΓΑΠΑΝΟΥ Α.: Η Γκρίζα Πέτρα
LIBRO
ΓΛΑΡΟΣ
Ε Κ Δ Ο Σ Ε ΙΣ ΙΔ Ρ Υ Μ Α Τ Ο Σ Κ Ω ΣΤΑ ΚΑΙ Ε Λ Ε Ν Η Σ Ο Υ Ρ Α Ν Η ΣΕΙΡΑ «ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ» Γ ενικ ή φ ιλ ο λ ο γ ικ ή επ ο π τ εία : ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΑΧΙΝΗΣ
1. Στεφάνου Ξένου, Ή 'Η ρω ΐς τή ς Ε λ λ η ν ικ ή ς Έ π α να σ τά σεω ς (τόμοι A + Β), φ ιλολογική επιμέλεια: Β ικτω ρία Χ ατζηγεωργίου - Χασιώτη. 2. Ά ν δ ρ έα Κάλβου, Ώ δα ί, φ ιλολογική επιμέλεια: Στέφανος Αιαλησμάς. 3. Γεράσιμου Μ αρκορά, Ποιήματα, φ ιλολογική επιμέλεια: Π . Δ. Μ αστροδημήτρης. 4. ’Α λεξάνδρου Παπαδιαμάντη, Δ ιη γή μα τα, φ ιλολογική επιμέλεια: Φ ώ της Δημ ητρακόπουλος. 5. ’Α λεξάνδρου Ρίζου Ραγκαβή, Ό Α ύ θ έ ν τη ς τον Μ ω ρέω ς, φ ιλολογική επιμέ λεια: ’Α π όσ τολος Σαχίνης. 6. Κωστή Π αλαμά, Ή Φ λογέρα τοΰ βασιλιά, φ ιλολογική έπιμέλεια: Κ. Γ. Κασίνης. 7. Γρηγορίου Π αλαιολόγου, Ό Ζ ω γράφ ος, φ ιλολογική επιμέλεια: "Α λκής ’Αγγέλου. 8. Σ π υρίδω νος Ζαμπελίου, Κ ρ η τικ ο ί γόμοι, φ ιλολογική έπιμέλεια: ’Α θανάσιος Καραθανάσης. 9. Samuel Sheridan W ilson, Τό Π α λλη κά ριον, φ ιλολογική επιμέλεια: Δημήτριος Π ολέμης. 10. Κωσταντίνου Χρηστομάνου, Τό Βιβλίο τή ς α ύτοκρά τειρας Ε λισ ά β ετ, φιλο λογική έπιμέλεια: ’Α π όσ τολος Σαχίνης. 12. Αορέντζου Μ αβίλη, Τά Π οιήματα, φ ιλολογική έπιμέλεια: Ε. Ν. Χ ω ραφάς. 14. Γεωργίου Βιζυηνοΰ, Τά Δ ιη γή μα τα, φ ιλολογική έπιμέλεια: Β αγγέλης Ά θ α να σόπουλος. 15. Γιάννη Τυχάρη, Ζ ω ή κι άγάπη στη μοναξιά, φ ιλολογική έπιμέλεια: Βασίλειος Φρ. Τ ω μ αδάκης.
Για τύπω μα 16.
Κωνσταντίνου Χ ατζόπουλου, Τά Ποιήματα, φ ιλολογική έπιμέλεια: Γιώ ργος Βελουδής.
το Προφίλ των Εκδοτών Πριν 10 χρόνια, όταν το «Διαβάζω» άρχισε να παρουσιάζει σε κάθε τεύχος του κι α πό έναν εκδότη, αυτή η παρουσίαση είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον επειδή χαρτογραφούσε συνολικά το έργο, την ιστορία, τα προβλήματα και τις ιδιαιτερότητες του εκδοτικού κόσμου. Σήμερα η εικόνα έχει αλλάξει. Πολλοί α πό τους, τότε, εκδοτικούς οίκους δεν υπάρχουν πια, άλλοι συνεχίζουν τις δράστη ριότητές τους στο χώρο, ενώ άλλοι έχουν δυναμικά, στο μεταξύ, εμφανιστεί. Θεωρώντας λοιπόν απαραίτητο να επαναπροσδιορίσουμε τον εκδοτικό μας χάρτη εγκαινιάσαμε το «ΠΡΟΦΙΛ ΤΩΝ ΕΚΔΟΤΩΝ». Σ’ αυτή τη νέα στήλη οι εκδότες θ ’ απαντουν σε 9 κοινά σε όλους - ερωτήματα π ου έχουν στόχο να διαφανεί η φυσιογνωμία κάθε εκδοτικού οίκου, αλλά και η σχέση του με τους άλλους εκδότες.
10/χρονικα
9
ερω τήματα στις εκδόσεις GU TEN BER G
Π οια είναι η εκδοτική σ α ς π ολιτικ ή και π ο ιο υ ς χ ώ ρ ο υ ς κ α λύ π τει η εκδοτική σ α ς δρα στη ριότη τα;
ς πρ ο ς την εκδοτική μας πολι τική, όλα διαφαίνονται α π ό δύο τακτικές μας: α) το συνδυασμό παραγω γής βιβλίων αφενός εκπαιδευτικών κι α φετέρου φροντισμένων κειμενολογικά κι εμφανισιακά· και 6) τη μέριμνα για τη δη μιουργία νέων αναγνωστών (όπου δε χάνουμε την ευκαιρία να δώσουμε την πρεπούμενη δημοσιότητα κι όπου συ νεισφέρουμε, ουσιαστικά πιστεύουμε, με την έκδοση μιας σειράς βιβλίων - της «Β ιβλιαγάπης», ενός εγχειρ ιδίου ανθολογίου π ο υ προσφέρει με πυκνό τητα τους σύγχρονους προβληματι σ μ ούς π ά ν ω σ το ζή τημ α, του «Διαλέγουμε Βιβλία για παιδιά» των Β. Αγγελοπούλου και Ζ. Βαλάση, εγχειρί διο για μια βασική παιδική βιβλιοθήκη, του βιβλίου «Μηνύματα» του Κύκλου του Ελληνικού παιδικού Βιβλίου, που περιέ χει όλα τα μηνύματα της ΙΒΒΥ με την ευ καιρία της 2ης Απρίλη - Παγκόσμιας Ημέρας Παιδικού Βιβλίου, καθώς επίσης και με την ενεργό συμμετοχή του Γιώρ γου Δαρδανού, μέσω της ΠΟΕΒ, στη δη μιουργία του θεσμού των εκθέσεων παιδικού και νεανικού βιβλίου σ' ολό κληρη την Ελλάδα και της έκδοσης των «Οδηγών Παιδικού και Νεανικού Βι βλίου» (που όμως φέτος δυστυχώς δεν πραγματοποιήθηκε). Ο νέος αναγνώστης, στου οποίου τη δημιουργία ελπίζουμε να συμβάλλουμε, επιθυμούμε να είναι απαιτητικός και α πορριπτικός (όπω ς ελάχιστοι ακόμα στον τόπο μας) στο βαθμό ακριβώς που στοχεύει να είναι ικανοποιητικό για δύ σκολα γούστα το μελλοντικό μας υ π ό λοιπο εκδοτικό πρόγραμμα.
Η εκδοτική δ ρ α σ τη ρ ιότη τα του «GUTENBERG» σήμερα καλύπτει τομείς όπω ς: 1) το εκπαιδευτικό βιβλίο (Πανε πιστημιακό εγχειρίδιο και σχολικό βοή θημα) θεω ρ η τικ ή ς και θ ετική ς κατεύθυνσης· 2) η παιδαγωγική· 3) οι κοινωνικές επιστήμες, η ψυχολογία και η οικονομία· 4) η λογοτεχνία, για ένα ευ ρύ φάσμα ηλικιών και τέλος 5) το δοκί μιο (όπου θα πρέπει να εννοηθεί και το επιστημονικό μελέτημα και η φιλοσοφι κή πραγματεία).
Είστε π ισ τ ο ί σ τ ο υ ς α ρ χ ι κ ο ύ ς σ α ς σ τ ό χ ο υ ς ; Οι ε π ι λ ο γ έ ς τ ω ν β ιβ λίω ν π ο υ εκδίδετε α κ ο λο υ θ ο ύ ν τ ο υ ς ν ό μ ο υ ς ζή τ η σ η ς και π ρ ο σ φ ο ρ ά ς;
ω
τη ρίζα των αρχικών μας στόχων βρισκόταν η βούληση για π ρ ο σφορά ποιότητας στο κοινωνικό σύν λο. Η στράτευση τούτη δε θα μπορο σε π α ρ ά να ισχύει ακόμα (όπ ω διαφαίνεται α π ' όσα προαναφέρθηκαν Δραττόμαστε της ευκαιρίας όμως να το νίσουμε πω ς, ωστόσο, κάτι άλλαξε: το πολιτικό βιβλίο - π ο υ είχαμε σε περιω πή τόσα χρόνια - έγινε σήμερα για πολ λούς προοδευτικούς ανθρώ πους που με φ λόγα συντελέσανε στη διάδοσή του (εκδότες, συγγραφείς, μεταφραστές, ε πιμελητές κ.λπ., κ.λπ.) αγκάθι στην καρ διά. Η απογοήτευση αυτή οπω σδήποτε αποτελεί συνάρτηση της γενικότερης πνευματικής κρίσης όπου οδηγήθηκαν πια, οι οραματιστές μια δικαιότερης κοι νωνίας σ' Ανατολή και Δύση. Τώρα, και πάλι η απάντηση π ο υ δό θηκε στο προηγούμενο ερώτημά σας διευκρινίζει τη στάση μας απέναντι στη ζήτηση και την προσφορά. Σε γενικές γραμμές βέβαια, το εκπαιδευτικό κυρίως βιβλίο έρχεται να καλύψει μια συ γκεκριμένη ζήτηση - όπου φροντίζου με να παραμένουμε στο ύψος των απαιτήσεών μας. Κάθε άλλου είδους βι βλίο, αποτελεί πρόταση, εισήγηση, π α ρέμβαση του εκδοτικού μας οίκου πρ ο ς την κατεύθυνση της δημιουργίας
σ
χρονικα/11
αναγνω στώ ν (όχι καταναλωτών βιβλίου π ο υ επαναπαύονται στην «πεπατημένη»), με ανοιχτούς ορίζοντες, εκλεκτικών κι απροκατάληπτων. Τούτο πραγματώ νεται ουσιαστικά και με κάθε νέο βιβλίο π ο υ ανοίγει τη βιβλιογραφία μας (και τα μάτια μας...), κι α π ό πλ ευρ ά ς κάθε εκ δότη π ο υ με συνέπεια ακολουθεί τις π α ραπάνω αρχές. Αλλά για να είμαστε ακριβέστεροι: παρατηρήσαμε ότι ορι σμένα μείζονα αντικείμενα στο χώρο του πνεύμ ατος (έργα και ιδέες κυρίως) είτε ουδέποτε εισήχθησαν στη γλώσσα μας, είτε (σ’ ελάχιστες περιπτώ σ εις κι αυτό) ήρθαν με τρ ό π ο άνευρο - σχεδόν δει λό - κι έμειναν στο περιθώ ριο των δια νοητικών ζυμώσεων. Τ’ αντικείμενα αυτά αποτελούν στόχους του προγράμματος μας, στόχους π ο υ είναι υποχρεωμένοι ν’ αγνοήσουν τους συμβατικούς νόμους της αγορά ς - και να προκαλέσουν τη ζήτηση. Μακάρι οι καιροί να σταθούν ευνοϊκοί.
Π ώ ς ε π ιλ έ γ ε τ ε τα βιβλία π ο υ π ρ ό κ ειτ α ι ν α εκ δ ώ σ ετε; Υ π ά ρ χ ει κ ά π ο ια ε π ι τ ρ ο π ή ; Ε νη μερ ώ νεσ τε α π ό τ ο ν ξ έ ν ο Τ ύ π ο για τ ο τι σ υμ β α ίν ει π α γ κ ό σ μ ια σ το χ ώ ρ ο τ ο υ β ιβ λίο υ ;
V|%
άθε βιβλίο υπάγεται σε μιαν ειδιI V κότητα. Οι σ υνερ γά τες μας κατά τομέα είναι συνήθω ς ακαδημαϊκοί δάσκαλοι ή διανοούμενοι με ευδόκιμη σταδιοδρομία στην περιοχή τω ν ενδια φερόντω ν τους. Οι διευθυντές τω ν σει ρών φέρουν - σε συνεργασία πάντοτε με τον εκδοτικό οίκο - την ευθύνη τω ν τίτλων και τω ν κειμένων τους. Αυτό λ.χ. ισχύει τόσο για τους π α λιού ς συνεργά τες μας κ. Δ. Τσαούση, X. Φράγκο, Τ. Γιαννίτση, Δ. Παπαμιχαήλ, Γ. Τσεκούρα, Τρ. Δελή, Γερ. Μαρκαντωνάτο, Σ. Καργάκο, Μ. Τσαούση, Ε. Μπιτσάκη, όσο και για τους νεότερους κ.κ. Α. Παναγόπουλο, Α.Κ. Χριστοδούλου, Στ. Βοσνιάδου, Π. Καλλιγά, Θ. Βασιλείου κ.ά. Η ευθύνη για την εμφάνιση και τη μορφο λογία (αυτό π ο υ λέμε «γραφικά δικαιώ ματα») ανήκει στον εκδοτικό οίκο. Επιχειρούμε τακτικές έρευνες αγοράς
κι επεξεργαζόμαστε τα μηνύματα πο υ λαβαίνουμε α π ό το Πρακτορείο GUTEN BERG (που διευθύνει ο Χρ. Δαρδανός) και το Βιβλιοπωλείο GUTENBERG (που διευθύνει ο X. Καρακατσάνης). Τα στοι χεία τούτα διευκολύνουν, όχι τόσο τις ε πιλογές των τίτλων, αλλά ό,τι αφορά το επ ίπ εδο τω ν βιβλίων μας σε σχέση με την υποδοχή του κοινού. Παρακολου θούμε τον διεθνή Τύπο (είμαστε συνδρο μητές ορισμένων κορυφαίων περιοδικών βιβλίου και α π ό το εξωτερικό), καθώς και τις ελληνικές και ξένες εκδόσεις, συμ μετέχοντας σ ’ όλες τις μεγάλες εκθεσια κές διοργανώ σεις και διατηρώ ντας αλληλογραφία με πολλούς σημαντικούς ξένους εκδότες (που μας ενημερώνουν συστηματικά για τα νέα τους βιβλία).
Π ρ ο ω θ είτ ε, ο τ α θ ερ ά , ν έ ο υ ς σ υ γ γ ρ α φ ε ί ς ή π ε ρ ισ σ ό τ ε ρ ο σ α ς ε ν δ ια φ έ ρ ο υ ν οι ήδη κ α τ α ξιω μ έν ο ι;
ας ενδιαφέρουν μόνο τα βιβλία, και μάλιστα τα βιβλία π ο υ α π ό τη γένεσή τους έχουν τη σφραγί δα του κλασικού. Η στάση μας α π ένα ντι στο βιβλίο δεν υπήρξε ποτέ μερολη πτική, κι απέναντι στα π ρ ό σ ω π α ου δέπ οτε κονφορμιστική. Στο μέτρο πο υ οι σειρές μας επιτρέπ ουν την παρουσία νέων συγγραφέω ν, δεν είναι η έλλειψη πα ρελθόντος π ο υ θα μας κάνει διατα κτικούς απέναντι στα καλά κείμενα. Αυτό όμως δεν ισχύει για τη λογοτε χνία, όπ ο υ η επιθυμία μας να εκδώσουμε και σ ύ γ χ ρ ο ν ο υ ς ν εο έλ λ η ν ες συγγραφείς έχει, π ρ ο ς το παρόν, παραπεμ φ θεί σε άλλες εποχές (χωρίς να ’χει ατονήσει ω στόσο ο πειρασμός), ενόψει του προγρά μμ ατος υποδομ ής π ο υ μας απασχολεί.
μ
Θ εω ρ είτ ε ότι ε π ιτ ελ είτ ε π ο λ ιτ ισ τ ικ ό έρ γ ο ; Α ν ν α ι, π ώ ς α ντ ιλ α μ β ά ν εσ τε αυτή τη λ ειτ ο υ ρ γ ία ;
ΠI
I
π ό την πρώ τη στιγμή κάναμε λόγο για «στράτευση». Την εννοού
12/χρονικα
με έτσι: «στράτευση στον πολιτισμό», σε κάποιες αξίες π ου περνούν αναπόφ ευ κτα μέσα α π ό την εκδοτική, π ο υ το βι βλίο συνιστά το μοναδικό τους όχημα. Κι όλη μας η πολιτική, της δημιουργίας νέων κι απαιτητικών αναγνωστών, της μέριμνας για το επίπ εδο και την ουσιαστικότητα, της εμμονής για την αρτίω ση μιας αυθεντικής υποδομής (και δεν μπορείτε να διανοηθείτε τι σημαίνει αυ τό για τα ελληνικά δεδομένα - χρόνο, κόπο, χρήμα), επιβεβαιώνει ότι δεν έχου με λάθος αντίληψη. Ας σταθούμε σε ένα σημείο μόνο: Τη δημιουργία ενός Ινστιτούτου Μελετών για την Παιδεία και τον Πολιτισμό (πρω τοβουλία του υπεύθυνου για τον εκδο τικό προγραμματισμό κ. Γ. Δαρδανού), όπου διαπρεπείς δάσκαλοι των ανώτε ρων και ανώτατων βαθμίδων της εκπαί δευσης συνεργάζονται μελετώντας τη φυσιογνωμία και το περιεχόμενο σω στών σχολικών εγχειριδίων - στα πλαί σια των προοπτικώ ν πο υ διανοίγονται και σ' αυτόν τον νευραλγικό τομέα (ό πο υ ανέκαθεν ο οίκος GUTENBERG προσέφερε, κατά κοινή ομολογία, ό,τι αξιολογότερο).
Ποια βιβλία ά λ λ ω ν εκ δοτι κ ώ ν .οίκω ν θ α θ έλα τ ε ν α είχ α τε εκ δώ σει εσ είς;
πάρχουν ορισμένοι τίτλοι (όχι λί γοι, δυστυχώς), πο υ θα ήταν χα ρά μας να τους εκίδαμε - όχι όπ ω ς κυ κλοφορούν... Δε θ ’ αναφερθούμε σε κανέναν τους. Αν εξαιρέσουμε ωστόσο κάποιες εκδοτικές προσπάθειες «μεγά λης πνοής», σαν την Παγκόσμια Ιστορία του Π ολιτισμού του Ντιράν ή την Ιστο ρία του Πολιτισμού του Π. Κανελλόπουλου (που ποιος εκδότης δεν θα 'θελε να κοσμούν το πρόγραμμά του;), υ πάρ χουν, μεταξύ όσων κυκλοροφούν, και ο ρισμένα μικρότερα έργα, αξιέπαινα από πολλές απόψεις, που θα ήταν τιμή για οποιονδήποτε κατάλογο εκδοτικού οί κου. Ας αναφέρουμε ενδεικτικά: τον Δ ο ν -Κ ιχ ό τ η στη μ ετάφ ρ ασ η τω ν Καρθαίου-Ιατρίδη, όπω ς και τις πιο πρ ό
υ
σφατες Παραδειγματικές Ν ουβέλες του Θερβάντες στη μετάφραση του Η. Ματ θαίου· τον περισσότερο Ντοστογιέφσκι του Γκοβόστη· το Αλεξανδρινό Κουαρ τέτο του Ντάρελ· την Αισθηματική Αγω γή σε μετάφραση Π. Μουλλά και τους Μ πού ντενμ προκ του Τόμας Μαν σε με τάφραση Τ. Σίετή με την επιμέλεια του Α. Γκέμερεϋ- τα Δοκίμια του Μονταίνιου α π ' τον Δρακονταειδή· κάτι αριστοτεχνι κές μεταφράσεις του Αντ. Μοσχοβάκη α π ’ τον «Ηριδανό»· την Τύφλωση του Κανέτι· την Επανάληψη του Κίρκεγκορ σε μετάφραση κι επιμέλεια α π ό τη Σ. Σκοπετέα, ό πω ς και την Ά γ ρ ια Σκέψη με κείνα τα καταπληκτικά προλεγόμενα της Α. Κυριακίδου-Νέστορος· δυο βιβλία του ίδιου (κατά σύμπτωση) συγγραφέα, του Νερβάλ, την Αυρηλία σε μετάφρα ση Δ. Δημητριάδη και τη Συ λ β ίσ ε μετά φραση Τ. Τσαλίκη-Μηλιώνη, όπ ω ς και τον Νοέμβριο του Φλομπέρ α π ’ την Οντέτ Βαρών (αυτά και για την εκδοτική τους οργάνωση)· τον Μ εγά λο Ανατολι κό· τον Μ αιτρ και τη Μαργαρίτα του Μπουλγκάκοφ· τον Π'ρουστ του Ζάννα (και να ’ταν κι ολόκληρος...)· ποιητές μας σαν τον Σεφέρη, τον Ελύτη, το Ρίτσο, το Σαχτούρη, τον Παπαδίτσα, τον Κακναβάτο· και την τελευταία αράδα που βγήκε ποτέ α π ό το χέρι του Λορεντζάτου· κάποιους α π ό τους πεζογράφ ους μας· και δε θα ’ξερε κανείς τί να πρωτοδιαλέξει ανάμεσα στα βιβλία του Μ.Ι.Ε.Τ.... Αλλά υπάρχουν και κάποιοι τίλτοι, πο υ είναι αξιοπόθητοι σαν τους παραπάνω , και π ο υ έχουμε την ευτυχία να διαθέτουμε ήδη στο πρόγραμμά μας, και σε υψηλής ποιότητας εκδοτικό σχε δίασμά κι ωραίο ελληνικό κείμενο· και τέ τοιοι είναι λ.χ.: το Μ όμπι-Ν τικ απ ό τον Α.Κ. Χριστοδούλου· το Ζιλ Μ π λ α ς του Αεσάζ (και μάλιστα σε δυο εκδοχές)· το Ανάστροφα του Ισμάν· οι Λογοδοσμένοι του Μαντσόνι· μια σχολιασμένη δίγλωσ ση έκδοση του Φάουστ, σε μεταφράσεις Χατζόπουλου-Λάμψα· οι Α π όψ εις του Γάτου Μ ου ρ για τη Ζωή του Χόφμαν ο Ά γνω στος Θ εός του Νόρντεν· ένας έξο χος Καντ κι ένας σπουδαίος Έ μερσον οι Αναλυτικές Σπ ο υ δ ές του Μπαλζάκ· κάποιες παλιότερες άριστες μεταφρά σεις επίσης, επιμελημένες φιλολογικά, κι ένα σωρό άλλα αριστουργήματα -
χρονικα/13
ενώ στο παρελθόν μας βρίσκεται ένα Γενικό Ά σ μ α (τουλάχιστον), και για το μέλ λον έχουμε εξασφαλίσει τα δικαιώμα τα για έργα σαν το Θάνατο του Βιργιλίου του Μ προχ και. τους Δ αίμονες του Ντόντερε.. Επομένως, δεν π α ρ απ ονιό μαστε.
Π οιον α π ό τ ο υ ς εκ δ ο τ ι κ ο ύ ς ο ίκ ο υ ς εκ τιμ άτε π ε ρ ισ σ ότ ερ ο για τ η ν π ρ ο σ φ ο ρ ά τ ο υ και γιατί;
εν είναι σωστό να ξεχωρίσουμε μόνο έναν. Δεν είναι πάντω ς και αναρίθμητοι... Πρώτ’ α π ’ όλα, τους καταθέτες της Ε θνικής (προπάντων) Τράπεζας, για τις αφορολόγητες εκδοτικές τους εργασίες (που έχουν κυριολεκτικά διαλύσει την α γορά και τινάξει στον αέρα τα «χρηστά συναλλακτικά ήθη», σε μια πα τρίδα με πολλές βιβλιογραφικές βέβαια ανάγκες, αλλά χωρίς νόμους και «λογική».) Κι α π ό κει και πέρα: τη «Στιγμή» και τον «Διάττοντα» για το μεράκι τους· τον «Κέδρο» για τη συνέπειά του· τον Καστανιώτη για τις δημόσιες σχέσεις του· τη «Γνώση» για τη σειρά του Π. Κονδυλη· την «Εστία» για την παράδοσή της· τους «Ερμή», «Ολκό» και «Δόμο» για την ευαι σθησία και τους αυτοπεριορισμούς τους· τη «Νεφέλη» για την τύχη της (όσο τη βοηθάει - ευχόμαστε πάντα)· τον Παπαδήμα και την Καρδαμίτσα, για την τόλμη της επιμονής, την ακατάβλητη και σθεναρή προσήλωσή τους στην αρχαιο γνωσία· τα «Κείμενα» γιατί δεν έγιναν έ μ π ο ρ ο ι- την «Άγρα» και για τον Εμπειρίκο της· τους σχετικά νέους εκδο τικούς οίκους «Μέδουσα», «Αλεξάν δρεια», «Κάτοπτρο» και «Τροχαλία» για τις επιλογές π ο υ θεραπεύουν σοβαρά, στην όποια κλίμακά τους· τον «Επίκου ρο» και τον Ρ άππ α για την πνευματική τους οντότητα. (Κι αν ενδεχομένως τώ ρα κάποιος μας διαφεύγει, θα επανορ θώσουμε δια ζώσης...).
μ ερίδ ες, π ερ ιο δ ικ ά , T.V., ρ α δ ιό φ ω ν ο , π ο λιτ εία κ.ά);
n
■ πολιτεία ας εξαιρεθεί ευθύςI εξαρχής: είναι αξιοθαύμαστο πόσο ακαταλόγιστα και πόσ ο αρνη τικά (για την ακρίβεια: εχθρικά) αντιμε τώ πιζε πάντοτε (και πόσ ο πεισματικά συνεχίζει να αντιμετωπίζει) τα πολλά και χρόνια πλέον προβλήματα του χώρου των εκδοτών-βιλιοπωλών. Αντάμα της πάνε και τα κρατικά μέσα μαζικής επ ι κοινωνίας, πο υ βέβαια (κρίνοντας κι α π ’ την ολιγωρία πολλώ ν ιδιωτικών) δυσκο λεύονται ν’ ανοιχτούν ουσιαστικά π ρ ο ς το βιβλίο - αγαθό ασυμφιλίωτο εντέλει με τον λαϊκισμό (κύριο γνώρισμα της π ο λιτικής τους κι ενδημική πανώλη του ελ ληνισμού των ημερών μας) - όπω ς, σε αδρές γραμμές συμβαίνει και με τα π ε ρισσότερα περιοδικά ποικίλης ύλης κι ευρείας κατανάλωσης. Αντίθετα, είναι φυσικοί μας σύμμαχοι, το λογοτεχνικό περιοδικό, και το περιο δικό τέχνης εν γένει, είτε πα ρέχουν είτε όχι χώρο για σοβαρή κριτική στις σελί δες τους: μόνο και μόνο χάρη στην καλ λιέργεια του κοινού τους, π ο υ είναι και δικό μας κοινό, χωρίς όμως να εξαιρού, - και το ραδιοφωνικό κοινό (κάποια με ρίδα του) - άλλωστε χορηγούμε ήδη μιαν εκπομπή σε ραδιοφωνικό σταθμό της Θεσσαλονίκης. Πάντως η ύπαρξη σοβαρής κριτικής, προστατεύει το σύνολο: εκδότες και κοι νό. ΓΓ αυτό και πρ έπ ει, όταν εντοπίζε ται να επαινείται - να, ό π ω ς λ.χ., στο περιοδικό «Εντευκτήριο» και φυσικά, προπάντω ν, στα ειδικευμένα περιοδικά βιβλίου, όπω ς το «Διαβάζω» και ο «Ιχνευ τής», π ο υ είναι σταυροφόροι στην υ π ό θεσή μας.
I
Π οια βιβλία σ κ ο π ε ύ ε τ ε ν α εκ δ ώ σ ετ ε π ρ ο σ ε χ ώ ς ;
Π
I f
Π ο ιο υ ς θ ε ω ρ ε ίτ ε φ υ σ ι κ ο ύ ς σ α ς σ υ μ μ ά χ ο υ ς (εφ η
π ό τα βιβλία που σκοπεύουμε να εκδώ σουμε στο άμεσο μέλ λον, ξεχωρίζουμε:
14/χρονικα
Στη σειρά «ΙΔΕΕΣ ΚΑΙ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ» Μ άρτιν Μ π ο ύ μ π ερ και το πρόβλημα του ανθρώ που του Χαρ. Αποστολόπουλου και Η Φ ιλοσοφ ία του Α νθρώ που του Ευτ. Μττιτσάκη (την κατά πολ ύ αλλαγμένη και επαυξη μένη 3η έκδοση). Και θ ’ ακολουθήσουν: Η Διανοητική προσπάθ εια του Μπερξόν και τα Δοκίμια του Έμερσον, η φιλοσοφική πρόταση του Καντ για την Αιώνια Ειρήνη κ.ά.
Στη σειρά «ΔΡΟΜΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ» Μ ελέτες του Λ. Πηνιάτογλου, η μελέτη για τον «κινηματογραφία του μυθιστορήματος», Φωνή και Σώ μα του Κ. Δοξιάδη, η Νεοελληνική Λαϊκή Τέχνη του Δ. Σταμέλου, η Ιστορία της Δ υτικής Μ ου σική ς του Κ. Χέντιγκτον κ.ά.
Στη σειρά «ΑΡΧΕΙΟ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ» το Επίτομο Εννοιολογικό Λεξικό Επιστημών του Ανθρώ που των Θ . Βασιλείου και Ν. Σταματάκη.
Στη σειρά «ΥΛΙΚΑ ΚΑΙ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΜΕΛΕΤΗΣ» Για το ύφος των Αττικών Ρητόρων του Τζεμπ, ο Μ υκηναϊκός Κόσ μος του Τσάντγουϊκ, Τα χειρόγραφα του Α. Μ. Ντεν. Στη σειρά «ΜΙΚΡΗ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ» πο υ θα είναι σειρά τσ έπης και θ ’ αποτελέσει τον κορμό του λογοτεχνικού μας πρ ογρά μ ματος, δεν θα σας ανακοινώσουμε τους υ πό έκδοση τίτλους, κατ’ αρχήν για να σας κά νουμε έκπληξη - π ο υ ελπίζουμε ότι θα είναι για όλους ευχάριστη - αλλά και για ευνόητους άλλους λόγους. Στη σειρά «ORBIS LITER/E» ο Ζιλ Μ π λα ς του Λεσάζ, οι Λογοδοσμένοι του Μαντσόνι, το Μ όμπι-Ν τικ του Μέλβιλ, οι Α π όψ εις του Γάτου Μ ου ρ για τη Ζωή του Χόφμαν κ.ά. Η σειρά «ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΓΙΑ ΝΕΟΥΣ» συνεχίζεται με τίτλους όπω ς: Η Ιστορία του Τάουν-Χο, του Μέλβιλ, Ο λεθρ ος και άλλα διηγήματα του Χερν, Επ ίσ κ ο π ο και Σ ια του ντ’ Αννούντσιο, Ζαντίγκ του Βολταίρου, Ει κόνες του Μούζιλ, Ο μ ικρός γητευτής του Μποντλέρ, Ιστορίες α π ό τη Μ άλα-Στράνα του Νερούντα, κ.ά. Στη νέα σειρά «ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ» εμφανίζονται οι εξής τίτλοι: Παραμύθια χωρίς ηλικία της Σ. Ρίζου, Μ ύθοι του Λαφοντέν, Κουρκουμπέου ή Το Ο υράνιο τόξο της Ζ. Παπαθεοδώρου-Παπαζήση, Το βιβλίο των «Γιατί» του Τζ. Ροντάρι, Είμαι η Αλίκη της Φ . Μυλωνά-Ράίδου κ.ά. βιβλία Ελλήνων και ξένων συγγραφέων. Ταυτόχρονα συνεχίζεται το πρόγραμμα των σειρών «ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩ ΠΟΛΟΓΙ ΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ» «Παιδαγωγική» και «Επιστημολογία», ενώ θα εξακολουθή σουμε να εκδίδουμε πολλούς τίτλους βιβλίων για όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης.
Σημειωτέο, τέλος, πω ς, α π ’ τους λιγοστούς τίτλους π ο υ είχαμε δημόσια ανακοινώσει στο παρελθόν, γευτήκαμε ήδη την έκπληξη (ένδειξη συναδελφικής αλληλεγγύης κι εντι μότητας) τρεις να τους δούμε να κυκλοφορούν σε μεταφράσεις α π ό αρκετά αξιοπρεπείς, αλλά «ξερές κι ανάλατες», μέχρι εντελώς άθλιες και καμωμένες στο πόδι (όπω ς επιβαλ λόταν...). Ευτυχώς π ο υ για το κοινό οι συγκρίσεις είναι αναπόφευκτες. Εμείς οφείλουμε να πράξουμε ό,τι υπαγορεύει η ευθύνη μας απέναντι στο κοινό π ο υ επιθυμούμε, γνω ρί ζοντας πόο ο πολύτιμο είναι στον τόπ ο μας το διαθέσιμο πνευματικό υλικό και ποιες οι κυκλοφοριακές δυνατότητες της ολιγάνθρω πης γλωσσικής κοινότητας όπου ανήκου με (κι όσο για τα υποπροϊόντα, κι αυτά δεν θα πάψ ουνε ποτέ να έχουν τους καταναλω τές τους).
ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΝΤΟΔΗΜΟΣ Ο Συγγραφέας και ιο_εξώφυΜο'
Θ ΕΜΑ / ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟ ΤΕΧΝΙΑ
ένας ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ και ένα ΕΞΩΦΥΑΑΟ ζητούν ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ για το ΒΙΒΑΙΟ τους
ΕΡΓΑ
ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΥ ΝΕΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΟ ΜΟΝΟΤΟΝΙΚΟ 1. Μυστικοί Αρραβώνες ................... 1.300 2.0 κόσμος κι ο Κοσμάς .................. 1.000 3. Τίμιοι και Ατιμοι ......................... 1.300 4. Αφροδίτη ..................................... 1.000 5. Η τρίμορφη Γυναίκα .................... 1.000 6 .0 Πόλεμος* .......... 1.300 7. Η Αόελφούλα μου* ....................... 800 8 .0 Κοσμάκης - Το πρωτοξύπνημα 800 9. Ο Κοσμάκης - Το κέντρο ............ 800 ΓΟ. Ο Κοσμάκης-Τελευταία όνειρα .. 800 11. Ο Κοσμάκης-Ο γυρισμός .......... 800 12. Αάουρα ........................................... 1.000 13. Το Φάντασμα* .............................. 1.000 14. Ο κατήφορος ................................ 1.300 15. Αναδυομένη ................................. 800 16. Πλούσιοι και φτωχοί ..................... 1.300 17.0 γιος μου κι η κόρη μου* ........... 1.300 18. Πιστή στον έρωτα* ....................... 800 19. Η Απιστη* ..................................... 1.300 20. Τυχεροί και άτυχοι .......................1.000 21. Οι σύζυγοι της Νίνας* .................. 800 22. Αίζα* ............................................ 800 23. Γκιοβάννα* .................................. 800 24. Μεγάλη αγάπη* ............................1.000 25. Ο κόκκινος Βράχος ...................... 800 26. Τερέζα Βάρμα-Δακόστα ................ 800 27. Στέλλα Βιολάντη-Ισαβέλλα ......... 800 28. Η Απερίγραπτη ............................ 800
29. Ανάμεσα σε τρεις γυναίκες .......... 1.000 30. Η τιμή του αδελφού ......................1.300 31. Διηγήματα (Σειρά I) .................... 800 32. Διηγήματα (Σειρά 2) ..................... 800 33.0 Ποπολάρος .............................. 800 34.0 Μινώταυρος ............................. 800 35. Ιστορία μιας χωρισμένης ............. 800 36. Μαργαρίτα Στέφα ........................ 800 37. Ρηγγίνα Λέζα .............................. 1.300 38. Η ζωή μου σαν μυθιστόρημα ...... 1.300 39. Αθηναϊκές επιστολές ................... 1.300 40. Ευτυχία - Ο γάμος της Λίτσας* ... 800 41. Χωρίς τίποτα A '* ........................ 1.300 42. Χωρίς τίποτα Β '* ..........................1.300 43. Στην αυγή της ζωής* ................... 1.000 44. Μεγάλη γυναίκα* .........................1.000 45. Τρεις αδελφές* .............. ........... 1.000 46.0 αρραβωνιαστικός μου* ............ 800 47. Το κορίτσι που αγάπησε* - Σαν τα πουλάκια* ..................................... 800 48. Ένας αλλόκοτος γάμος* ............. 800 49. Δεν ήταν γραφτό* ......................... 800 50. Αρραβωνιασμένοι στα ψέματα*....1.000 51. Η ψεύτρα*........................................ 1.000 52. Μεγάλη περιπέτεια* ...................1.000 53. Δίλημμα* ........................................ 1.000 54. Ζήλεια χωρίς αγάπη* ...................1.300 55. Απάνεμα βράδια* ............................1.300 56. Παληά Αθήνα* ...............................1.300
* Τα σημειωμένα με αστερίσκο κυκλοφορούν για πρώτη φορά Η ΕΚΔΟΣΗ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ΜΕ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΕΡΓΑ
ΓΙΑ ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΕΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΔΕΛΦΟΙ Γ. ΒΛΑΣΣΗ Λ Ο Ν Τ Ο Υ 2 - ΣΟ Λ Ω Ν Ο Σ 112 -
Α Θ Η Ν Α 106 81. Τ Η Λ . 3612900
Γρηγόριος Ξενόπονλος ( 1867- 1951) Ο Γρηγόριος Ξενόπονλος (1867-1951) είναι ένας από τους σημαντικότερους και πολυγραφότερους πεζογράφους της γενιάς του 1880: δημοσίευσε πολλά μυ θιστορήματα σε καθημερινές εφημερίδες και σε αυτοτελείς τόμους, έγραψε πολ λά θεατρικά έργα, πλήθος διηγήματα και κριτικές μελέτες. Υπήρξε από τους πρώτους - και σε καιρούς απρόσφορους γι’αυτό - επαγγελματίες συγγραφείς: ζούσε από τη συγγραφική εργασία του, γεγονός που του επέβαλλε την πολυγρα φία ή και κάποιες παραχωρήσεις στα έργα του. Ο Ξενόπονλος και ο Γιάννης Ψυχάρης θεωρούνται οι θεμελιωτές του αστικού μυθιστορήματος στην Ελλάδα. Όμως του Ξενόπουλου η συμβολή υπήρξε πιο σημαντική. Μ ’ αυτόν η λογοτεχνία σημειώνει ένα μεγάλο άλμα: από το περιορι σμένο πλαίσιο του ηθογραφικού διηγήματος πέρασε στο εκτενές και σύνθετο α στικό μυθιστόρημα. Ο ίδιος μάλιστα υπήρξε ο εισηγητής και διαμορφωτής μιας ιδιαίτερης παραλλαγής του αστικού μυθιστορήματος: του «αθηναϊκού». Επιπλέ ον, ο συγγραφέας ευαισθητοποιημένος από τα κοινωνικά προβλήματα της επο χής του, πέρασε στο έργο του πολλά και ενδιαφέροντα κοινωνικά μηνύματα. Ο Ξενόπονλος ήταν ενημερωμένος, αλλά και ευαίσθητος δείκτης των διεθνών ρευμάτων και των ελληνικών τάσεων στην περιοχή της λογοτεχνίας, και πολύ οξύνους κριτικός, που έγραψε σημαντικές κριτικές μελέτες. Με τα θεατρικά του έργα καθιέρωσε το αστικό δράμα στην Ελλάδα και θεωρείται, ουσιαστικά, δημιουργός του Νεοελληνικού Θεάτρου. Αλλά και στην παιδική λογοτεχνία η προσφορά του είναι αναμφισβήτητη: ο Ξενόπονλος ασχολήθηκε συστηματικά με το παιδί-αναγνώστη ως αντικείμενο αγωγής και παιδείας, θεμελιώνοντας έ τσι την ελληνική παιδική λογοτεχνία. Το περιοδικό «Διαβάζω» και οι συνεργάτες του αφιερώνουν το τεύχος αυτό στη μνήμη του μεγάλου συγγραφέα, σαράντα χρόνια από το θάνατό του. Επιμέλεια αφιερώματος: Κωνσταντίνος Δημ. Μαλαφάντης
18/αφιερωμα
Κωνσταν,τίνος Δημ. Μαλαφάντης
Χ ρονολόγιο Γρηγορίου Ξενόπουλου (1867 - 1951) 1867 Τη νύχτα της 8ης προς 9η Δεκεμβρίου γεννιέται στο Φανάρι της Πόλης ο Γρηγόριος Ξενόπουλος. Είναι το πρώτο παιδί του Διονύσιου Ξενόπουλου (και Ξυνόπουλος και Ξυνής) του Στασινού, πρώην στρατιωτικού και εμπόρου, Ζακυνθινού, με κατα γωγή από την Πελοπόννησο, και της Ευθαλίας Θωμά, καλλιερ γημένης Φαναριώτισσας, αδελφής του μητροπολίτη Χαλκηδόνος Καλλίνικου. Οι γονείς του ύστερα από το Γρηγόριο έκαναν άλλα πέντε παιδιά: τη Μαρία-Αναστασία (πέθανε μωρό), την Ό λγα, το Στέφανο, την Αικατερίνη (πέθανε το 1934) και τη Χαρίκλεια (πέθανε το 1973).
1868 Τον Οκτώβριο, όταν ο Γρηγ. Ξενόπουλος ήταν δέκα μηνών, η οικογένειά του φεύγει από την Πόλη και πηγαίνουν στη Ζά κυνθο. Ο μικρός Γρηγόριος θα μεγαλώσει στο περιβάλλον μιας αρκετά εύπορης οικογένειας και στο ευρύτερο πλαίσιο μιας αρ κετά μορφωμένης κοινωνίας.
1879 Το Φεβρουάριο κυκλοφορεί το περιοδικό «Η Διάπλασις των Παίδων». Από το πρώτο φύλλο του περιοδικού ο Ξενόπουλος γίνεται συνδρομητής του και συμμετέχει με το ψευδώνυμο «Εύοσμον Μυριάνθεμον» στους διαγωνισμούς του.
1880 Δημοσιεύει το πρώτο του κείμενο στη Διάπλαση. Ή ταν ένα έμμετρο αίνιγμα. Θ’ ακολουθήσουν πολλές άλλες συνεργασίες του και συμμετοχές σε διαγωνισμούς, που θα δώσουν χαρά, αλ λά και λύπη στο νεαρό συγγραφέα.
1883 Σε ηλικία 16 ετών τελειώνει το Γυμνάσιο Ζακύνθου με Ά ρ ι στα και το Σεπτέμβριο έρχεται στην Αθήνα για σπουδές στο Πανεπιστήμιο. Θα παρακολουθήσει επί πέντε έτη φυσικομαθη ματικά, φιλολογικά, φιλοσοφικά και μαθήματα βιολογίας. Κά νει την προσωπική του γνωριμία με τον Νικόλαο Π. Παπαδόπουλο, ιδρυτή και διευθυντή της «Διαπλάσεως των Παίδων».
αφιερωμα/19 Ετοιμάζει μεταφράσεις και διασκευές γαλλικών διηγημάτων για τη Διάπλαση, αναβαθμίζοντας και, σιγά-σιγά, μονιμο ποιώντας τη συνεργασία του. Τον ίδιο καιρό αρχίζει να τυπώνει σε φυλλάδια ένα από τα πρώτα μυθιστορήματά του με τίτλο «Τα θαύματα του διαβόλου», που δεν πρόκειται να ολο κληρωθεί.
1884 Συμμετέχει στον δεύτερο διαγωνισμό του περιοδικού «Ε στία» με το διήγημα «Ελληνικού αγώνος το τριακοσιάδραχμον έπαθλον» (εκδ. το 1885). Το έργο, λόγω του σατιρικού του χα ρακτήρα, θα αποκλειστεί από το διαγωνισμό, αν και κρίθηκε κάπως ευνοϊκά από τα μέλη της επιτροπής. Ακολούθως θα τυ πώσει την «Απολογία μου», προς τα μέλη της επιτροπής, που θα προκαλέσει συζήτηση.
1885 Σε ηλικία 18 ετών ο Ξενόπουλος, συγκινημένος από το κοι νωνικό πρόβλημα, γίνεται συντάκτης της σοσιαλιστικής εφημε ρίδας «'Αρδην», που κυκλοφόρησε εκείνο το χρόνο από τον γνωστό σοσιαλιστή διανοούμενο Πλάτωνα Δρακούλη. Συμμε τέχει και ο Ρόκκος Χοϊδάς. Παράλληλα, ο Ξενόπουλος αρχίζει να δημοσιεύει διάφορα φιλολογικά και κριτικά κείμενα σε πολ λά περιοδικά. Μεταξύ αυτών στο «Αττικόν Ημερολόγιον» του Ειρηναίου Ασωπίου, στο «Ραμπαγά» των Κλ. Τριαντάφυλλου και Βλ. Γαβριηλίδη, στην «Εβδομάδα» του Καμπούρογλου και στα «Εκλεκτά Μυθιστορήματα» του Χρήστου Χιώτη. Συνεχίζει τη συνεργασία του με τη Διάπλαση και το Νικόλαο Παπαδόπουλο.
1888 Γράφει - στην καθαρεύουσα - το πρωτόλειο μυθιστόρημά του «Ο άνθρωπος του κόσμου» και με υπότιτλο « / θηναϊκή μυ θιστορία». Με αυτό επιχειρεί να περιγράφει το αθηνα. ό κοινω νικό περιβάλλον. Το μυθιστόρημα αυτό όμως θα προκαλέσει την επίκριση του Μιχαήλ Μητσάκη για τον αχαλίνωτο ρομαντι σμό που το διαπνέει. Με τις παρατηρήσεις του όμως ο Μητσάκης θα ενθαρρύνει το συγγραφέα για να βελτιωθεί.
1890 Είναι «ζωηρόν μέλος» της «Σοσιαλιστικής Νεολαίας», ενώ (ως το 1910) παραμένει θαυμαστής και οπαδός του Πλ. Δρα κούλη και των ιδεών του. Γράφει - στην καθαρεύουσα, ακόμη, - ένα άλλο πρωτό λειο, αθηναϊκό επίσης, μυθιστόρημα με τίτλο «Νικόλας Σιγα λός». Και το νέο αυτό μυθιστόρημα θα προκαλέσει αναδρομι κές επικρίσεις του Μητσάκη, για όλο το μέχρι τότε έργο του Ξενόπουλου, αναγκάζοντας το συγγραφέα να στραφεί, για την άν τληση των θεμάτων του, προς την ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Ζάκυνθο. Προσλαμβάνεται ως τακτικός έμμισθος συνεργάτης της «Ει κονογραφημένης Εστίας», από τους νέους διευθυντές της Γεώρ γιο Δροσίνη και Νικόλαο Πολίτη, για να γράφει το κύριο χρο νογράφημα, σχόλια, χρονικά, ειδήσεις, αλλά και να παρακο λουθεί την αλληλογραφία του περιοδικού.
1891 Αρχίζει να δημοσιεύει σε συνέχειες στη «Διάπλαση των Παί-
Το σπίτι τον Ξενόπουλου στην οδό Λισγαρά (σχέδια Ν. Σάρτζεντ)
20/αφιερωμα δων» νΤΟ παιδικό μυθιστόρημα «Η αδελφούλα μου», το πρώτο του μυθιστόρημα στη δημοτική γλώσσα. Το ίδιο θα πρωτοτυπωθεί σε βιβλίο το 1934.
1892 Εγκαθίσταται, οριστικά, στην Αθήνα.
1893 Αρχίζει να δημοσιεύει στην «Εικονογραφημένη Εστία» το μυθιστόρημα «Μαργαρίτα Στέφα», με υπότιτλο «Ή θη επαρχια κά» και με υπόθεση από τη ζακυθινή ζωή. Αυτό είναι και το τε λευταίο μυθιστόρημα που γράφει στην καθαρεύουσα. Ξεχωρίζει όμως γιατί σηματοδοτεί την έναρξη της περιόδου ωριμότητας του συγγραφέα.
S t *1 if t Z ^
r* *
t» '
1894 Σε ηλικία 27 ετών νυμφεύεται την Ευφροσύνη Αχιλ. Διογενίδη, θυγατέρα πρώην εφέτη και δικηγόρου, στενού οικογενεια κού φίλου των Ξενόπουλων. Τον ίδιο καιρό γράφεται από τον Αργύρη Εφταλιώτη ευνοϊκή κριτική για τη «Μαργαρίτα Στέφα», που ίσως είναι η προαναγ γελία της μετέπειτα καθιέρωσης του Ξενόπουλου. Τον Οκτώβριο, προλογίζοντας το ανέβασμα του έργου του Ίψεν «Οι βρικόλακες», ο Ξενόπουλος δεν θα διστάσει να υπο στηρίξει καθαρά ότι «φιλολογικώς αποτελούμεν μίαν επαρχίαν της Γαλλίας», θέλοντας να δείξει πως ήταν ανάγκη να επιβλη θεί ο Νορβηγός δραματοποιός στη Γαλλία, για να φθάσει έτσι και στην Ελλάδα. Στο τέλος του έτους ο Ξενόπουλος γίνεται διευθυντής της «Εικονογραφημένης Εστίας». Η «περίοδος Ξενόπουλου» (18941895) αποτελεί την ανανεωτική περίοδο του περιοδικού, με τολ μηρά ανοίγματα σε νέους λογοτέχνες, διαγωνισμούς διηγήμα τος κ.ά.
1895 Μετά από ενάμιση χρόνο γάμου, ο Ξενόπουλος χωρίζει φιλι κά από την Ευφροσύνη Διογενίδη, ένεκα «ασυμφωνίας χαρα κτήρων». Μαζί της έκανε ένα κορίτσι, τη Λεονή, αργότερα σύ ζυγο του Βάσου Βαλασάκη. Τον Ιανουάριο προβάλλει στη νεοελληνική λογοτεχνία τον Ι.Ν. Γρυπάρη, δημοσιεύοντας τα πρώτα ποιήματά του στην «Εικονογραφημένη Εστία» και παρουσιάζοντάς τα μ’ ένα κριτι κό σημείωμα. Τον Απρίλιο βοηθά τον νεαρό Ζαχ. Παπαντωνίου να δημο σιεύσει, στο ίδιο περιοδικό, το πρώτο διήγημά του με τίτλο «Ο ψωμάς», που του είχε κάνει εντύπωση. Η συνεχώς μειωνόμενη κυκλοφορία της «Εικονογραφημένης Εστίας» θ’ αναγκάσει τον Ξενόπουλο, στα μέσα του έτους, να διακόψει «επ’ αορίστω» την έκδοσή της. Αυτή φαίνεται πως εί ναι και η αιτία τη^ ρήξης του με τον Γεώργιο Δροσίνη. Τον ίδιο καιρό προβλήματα κυκλοφορίας αντιμετώπιζε και «Η Διάπλασις των Παίδων», λόγω έλλειψης συνδρομητών, έλ λειψης συνεργατών και αποχώρησης του αρχισυντάκτη της Α ριστοτέλη Κουρτίδη. Το φθινόπωρο «ανεβαίνει» το θεατρικό του έργο «Ο Ψυχοπα τέρας», που σηματοδοτεί την ανακαίνιση της νεότερης ελληνι κής δραματουργίας, με την εισαγωγή του αστικού δράματος. Ακολουθεί «Ο Τρίτος».
/
++*, A
*
\
~
fis r—
Απόσπασμα επιστολής τον Ξενόπουλου προς το Ν. Παπαδόπουλο
αφιερωμα/21
1896 Προσλαμβάνεται από το Νικ. Παπαδόπουλο ως αρχισυντά κτης του περιοδικού «Η Διάπλασις των Παίδων», στη θέση του Αριστοτέλη Κουρτίδη, που έχει αποχωρήσει. Αρχίζει, ουσιαστι κά μόνος του, σκληρή εργασία στο περιοδικό που δεν πήγαινε καλά στην κυκλοφορία του. Για το λόγο αυτό εφαρμόζει στη Διάπλαση διάφορες «καινοτομίες». Μια από αυτές υπήρξαν οι «Αθηναϊκές Επιστολές» του «Φαίδωνος», που έγραφε ο ίδιος. Στο πρώτο φύλλο του πρώτου τόμου, υπό την αρχισυνταξία του (3ος τόμος της Β' περιόδου), δημοσιεύει την πρώτη επιστολή του. Θα τις συνεχίσει τακτικά για 46 τουλάχιστον χρόνια ακόμα. Χωρίς να έχει εκδοθεί ακόμα το διαζύγιο από τον πρώτο του γάμο, γνωρίζεται και ερωτεύεται με την, κατά 12 έτη μικρότερή του, ανιψιά του Νικ. Παπαδόπουλου, Χριστίνα (Τίτα) Γ. Κανελλοπούλου. Αφού βρήκε ανταπόκριση, τον Αύγουστο τη ζητάει σε γάμο από το θείο της. ΓΓ αυτό το γάμο έχουν αντιρρήσεις ο πατέρας της κοπέλας και η υπόλοιπη οικογένειά της, αντίθετα με την οικογένεια Παπαδόπουλου, που συμφωνούσε. Αντιρρή σεις είχε και η οικογένεια Ηενόπουλου. Τελικά θα πειστούν από το Ν. Παπαδόπουλο. Αρραβωνιάζονται και ο αρραβώνας τους κρατάει 4 χρόνια «για να βγουν από τη φτώχεια».
1900 Αρχίζει η συνεργασία του στο περιοδικό «Παναθήναια», που θα συνεχιστεί ως το 1912.
1901 Τον Απρίλιο νυμφεύεται τη Χριστίνα (Τίτα) Γ. Κανελλοπούλου, 21 ετών, ανιψιά και αναθρεφτή του Νικ. Παπαδόπουλου. Κάνει μαζί της δυο θυγατέρες, το 1902 την Κάκια και το 1904 τη Λουλού. Η πρώτη θα παντρευτεί αργότερα το λογοτέχνη Πέ τρο Χάρη (Ιω. Μαρμαριάδη) και η δεύτερη το γλύπτη Χριστό φορο Νάτσιο.
1903 «Η Διάπλασις των Παίδων», στη Β' περίοδο της κυκλοφο ρίας της, με αρχισυντάκτη τον Ξενόπουλο, φτάνει στον 10ο τόμο.
1904 Το Μάρτιο, με τη μελέτη του «Έ νας ποιητής», δημοσιευμέ νη στο περιοδικό «Παναθήναια», αναγνωρίζει πρώτος τη μεγά λη σημασία της καβαφικής ποίησης και την καθιστά ευρύτερα συνειδητή στο κοινό, γνωρίζοντας αυτός στην Ελλάδα τον Κωνσταντίνο Π. Καβάφη. Γράφει το θεατρικό έργο «Το μυστικό της κοντέσσας Βαλέραινας», τοποθετημένο στη Ζάκυνθο. Πρόκειται γιά το πιο συγκροτημένο, ίσως, από θεατρική άποψη έργο του.
1905 Γράφει το διήγημα «Ο Κόκκινος Βράχος», με ζακυθινή υ πόθεση.
1908 Πεθαίνει ο πατέρας του Διονύσιος Ξενόπουλος, στη Ζάκυνθο.
22/αφιερωμα
1909 Γράφει το θεατρικό έργο «Στέλλα Βιολάντη», με υπόθεση α νάλογη με το «Βασιλικό» του Μάτεση.
1910 Εγκαινιάζει στη Διάπλαση την περίφημη «Σελίδα Συνεργα σίας Συνδρομητών», όπου έκαναν τα πρώτα βήματά τους και αναδείχθηκαν πολλοί αναγνωρισμένοι λογοτέχνες.
1911 Γράφει το θεατρικό έργο «Ψυχοσάββατο».
1912 Τιμάται με το παράσημο του «Αργυρού Σταυρού του Σωτήρος». Γράφει τα διηγήματα «Πετριές στον Ήλιο».
1913 Αρχίζει να γράφει πάλι «αθηναϊκά» μυθιστορήματα και να τα δημοσιεύει στην εφημερίδα «Έθνος». Η συνεργασία του θα συνεχιστεί ως το 1931 και στην ίδια εφημερίδα θα δημοσιεύσει τα περισσότερα από τα κοινωνικά του μυθιστορήματα. Γράφει την «Αφροδίτη», ένα αθηναϊκό μυθιστόρημα, που όμως δεν εμβαθύνει στα κοινωνικά προβλήματα. Η Διάπλαση με αρχισυντάκτη τον Ξενόπουλο φτάνει στον 20ό τόμο.
1914 Γράφει το αθηναϊκό μυθιστόρημα «Η τιμή του αδελφού», χωρίς ιδιαίτερη εμβάθυνση στα κοινωνικά προβλήματα. Ακο λουθεί «Ο πόλεμος», ένα πιο επιτυχημένο αθηναϊκό μυθι στόρημα.
1915 Γράφει τα μυθιστορήματα «Λάουρα», που έχει ζακυθινή υπό θεση και «Μυστικοί αρραβώνες», εμπνευσμένο από την αθηναϊ κή κοινωνία.
1917 Γράφει τα μυθιστορήματα «Η τρίμορφη γυναίκα» και «Ανά μεσα σε τρεις γυναίκες», με αθηναϊκή επίσης υπόθεση.
1918 Γράφει το μυθιστόρημα «Ο κόσμος κι ο Κοσμάς», που έχει «μεικτό» (αθηναϊκό και ζακυθινό) περιεχόμενο. Η τέχνη του περνάει σε στάδιο ωριμότητας.
1919 Ύστερα από πρόταση του Γεωργίου Βλάχου αρχίζει να δη μοσιεύει από το Σεπτέμβριο στη νεοϊδρυμένη εφημερίδα «Καθη μερινή» τα φιλολογικά του απομνημονεύματα, υπογράφοντας με το ψευδώνυμο «Παληός». Πρόκειται για μια σειρά άρθρων με τίτλο «Τριάντα χρόνια φιλολογικής ζωής». Μετά από διακο πή τα άρθρα αυτά συνεχίζονται στην εφημ. «Εσπέρα» του Πουρνάρα. Θέλει ν’ ασχοληθεί με σοβαρά κοινωνικά προβλήματα. Γρά φει το μυθιστόρημα «Πλούσιοι και Φτωχοί», που η κριτική θα αναγνωρίσει ως ένα από τα καλύτερά του. Υποβάλλει υποψηφιότητα για το «Εθνικόν Αριστείον Γραμ μάτων και Τεχνών», που όμως απονέμεται στον Ι.Ν. Γρυπάρη.
Ο Γμηγόριος Ξενόπονλος το 1915
αφ ιερωμα/23 Απογοητευμένος διακόπτει κάθε συγγραφική δραστηριότητα, κάνοντας έτσι ένα είδος «απεργίας».
1920 Υποβάλλει πάλι υποψηφιότητα για το Αριστείο . Αυτή τη φο ρά απονέμεται στον Αλεξ. Μωραϊτίδη, γεγονός που προξενεί την οργή του Ξενόπουλου, ο οποίος διαμαρτύρεται και δημό σια, μέσω του Τύπου, καταφερόμενος εναντίον του Γ. Δροσίνη, τμηματάρχη Γραμμάτων και Καλών Τεχνών του Υπουργείου Παιδείας.
1921 Γράφει το μυθιστόρημα «Τίμιοι και Άτιμοι», που κι αυτό θα θεωρηθεί από τα καλύτερό του. Μαζί με το «Πλούσιοι και Φτω χοί» (1919) και το «Τυχεροί και Άτυχοι» (1924) αποτελούν μία «κοινωνική τριλογία».
1923 Το Νοέμβριο του απονέμεται το «Εθνικόν Αριστείον Γραμ μάτων και Τεχνών» (και σε άλλους λογοτέχνες). Γράφει την «Αναδυομένη», ένα μυθιστόρημα με ζακυθινή υ πόθεση, το μυθιστόρημα «Ο κοσμάκης» (μεικτό) και την «Ισα βέλλα», με επίσης ζακυθινή υπόθεση. Η Διάπλαση, με αρχισυντάκτη τον Ξενόπουλο, φτάνει στον 30ό τόμο.
1924 Γράφει το μυθιστόρημα «Τυχεροί και Άτυχοι», το τρίτο της «κοινωνικής τριλογίας» του. Το Δεκέμβριο κάνει «μία επισκόπηση» της αδιάκοπης εργα σίας του στη Διάπλαση. Αναφέρεται στις πρωτοβουλίες του και τις «καινοτομίες» που εισήγαγε στο περιοδικό και στη σημασία των «Αθηναϊκών Επιστολών» που, εκείνο τον καιρό, τις υπολό γιζε σε 1250.
1925 Γράφει το μυθιστόρημα «Τερέζα Βάρμα Δακόστα», που έχει υπόθεση ζακυθινή. Στις 30 Αυγούστου γιορτάζεται από την Εταιρεία Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων η θεατρική τριακονταετηρίδα του.
1926 Γράφει το αθηναϊκό μυθιστόρημα «Ο κατήφορος», το τελευ ταίο που δημοσιεύτηκε σε ξεχωριστό τόμο και θεωρείται από τα πιο αδύνατα.
1927 Ιδρύει το περιοδικό «Νέα Εστία» και παραμένει διευθυντής του ως το 1935.
1928 Το Σεπτέμβριο πεθαίνει στη Ζάκυνθο η μητέρα του, Ευθαλία Θωμά - Ξενοπούλου, αφού είχε ξεπεράσει τα 90 έτη. Ο Ξενόπουλος δεν θα μπορέσει να πάει στην κηδεία της. Στο τέλος του έτους τού απονέμεται το βραβείο της Ακαδη μίας Αθηνών για το μυθιστόρημά του «Πλούσιοι και Φτωχοί».
1931
Το Μάρτιο εκλέγεται τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθη-
24/αφιερωμα νών. Εκλέγεται και Πρόεδρος της Εκτελεστικής Επιτροπής του Εθνικού Θεάτρου.
1932 Στις 30 Ιανουάριου εισέρχεται στην Ακαδημία Αθηνών. Ο «εισόδιος» λόγος του έχει τίτλο «Το μυθιστόρημα» και αναφέρεται στην ιστορία και την εξέλιξη αυτού του λογοτεχνικού εί δους και στο έργο των μέχρι τότε Ελλήνων μυθιστοριογράφων. Το Μάρτιο το «Εκπαιδευτικό Γνωμοδοτικό Συμβούλιο», ύ στερα από εισήγηση του Μίλτου Κουντουρά, ζητάει από τον υ πουργό Παιδείας Γεώργιο Παπανδρέου να συστήσει τη Διάπλα ση ως ελεύθερο ανάγνωσμα στα σχολεία. Τον Απρίλιο ο υπουρ γός εκδίδει τη σχετική εγκύκλιο.
1933 Ορίζει συνδιευθυντή στη «Νέα Εστία» τον Πέτρο Χάρη, σύ ζυγο της μεγάλης του κόρης, από το δεύτερο γάμο του. Η Διάπλαση φτάνει στον 40ό τόμο της Β' περιόδου.
1934 Μαζί με τον Κωστή Παλαμά, τον Άγγελο Σικελιανό και το Νίκο Καζαντζάκη ιδρύουν την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών.
1935 Αποχωρεί οριστικά από τη διεύθυνση της «Νέας Εστίας», την οποία αναλαμβάνει μόνος του ο Πέτρος Χάρης. Το Δεκέμβριο η Ακαδημία Αθηνών απονέμει αργυρό μετάλ λιο στη Διάπλαση, το οποίο παραλαμβάνει ο ιδρυτής και διευ θυντής του περιοδικού Νικ. Παπαδόπουλος.
1937 Γιορτάζονται με διάφορες εκδηλώσεις, από πολλούς φορείς, τα φιλολογικά του πενηντάχρονα.
1938 Από το Σεπτέμβριο, σε ηλικία 70 ετών, αρχίζει να δημοσιεύει στην εφημ. «Αθηναϊκά Νέα» την Αυτοβιογραφία του με τίτλο «Η ζωή μου σαν μυθιστόρημα». Πρόπλασμα αυτής της Αυτο βιογραφίας αποτέλεσαν τα άρθρα του «Τριάντα χρόνια φιλολο γικής ζωής», που άρχισε να δημοσιεύει στην εφημ. «Καθημερι νή» το 1919.
1941 Τον Ιούνιο πεθαίνει ο Νικ. Παπαδόπουλος, ιδρυτής και ως τότε διευθυντής της Διάπλασης. Ο Ξενόπουλος, ως τότε αρχι συντάκτης, γίνεται και διευθυντής του περιοδικού.
1942 Κατά την Κατοχή αναπτύσσει αντιστασιακή δράση (Ε.Α.Μ.), με την ιδιότητα του προέδρου της εθνικοτοπικής ένωσης Επτανησίων. Το Μάιο, ύστερα από μια ανίατη αρρώστια εφτά χρόνων που τη βασάνισε πολύ, πεθαίνει η γυναίκα του Τίτα, σε ηλικία 62 ε τών. Ο Ξενόπουλος γράφει γι’ αυτήν μια «Αθηναϊκή Επιστολή» με τίτλο «Μία σπάνια γυναίκα».
1943 Ομολογεί, μια ακόμα φορά, τη μεγάλη επίδραση που άσκη σαν στο έργο του οι ρεαλιστές ή νατουραλιστές Μπαλζάκ, Ντί-
Η γυναίκα του, Τίτα
αφιερωμα/25 κενς, Ζολά και Ντωντέ, που εξακολουθούσε να τους θεωρεί «μεγάλους δασκάλους» του.
1944 «Η Διάπλασις των Παίδων» με αρχισυντάκτη και διευθυντή τον Ξενόπουλο, φτάνει στον 51ο τόμο. Από το έτος αυτό ο Ξενόπουλος μεταβιβάζει την ιδιοκτησία της Διαπλάσεως στη θεία του Μαρία (αδελφή του Νικ. Παπαδόπουλου) και στις δυο του θυγατέρες, παραμένοντας ο ίδιος διευθυντής. Τη νύχτα της 16ης Δεκεμβρίου διώχνεται με την οικογένειά του από το σπίτι του της οδού Ευριπίδου 38. Σε λίγο αυτό θα α νατιναχτεί από αγνώστους. Έτσι θα καταστραφούν όλα τα υ πάρχοντά του, τα χειρόγραφα και το αρχείο του, καθώς και α κέραιο το αρχείο της Διαπλάσεως. Καταφεύγει στο σπίτι της Α σπασίας Σουμάκη, εξαδέλφης του φίλου του Μαρίνου Σιγούρου, στην οδό Σουλίου 2. Με την καταστροφή των γραφείων της Διαπλάσεως κλείνει η Β' περίοδος κυκλοφορίας του περιοδικού.
1945 Αρχίζει η Γ περίοδος της Διάπλασης, με αρχισυντάκτη και διευθυντή τον Ξενόπουλο και με την έκδοση του 1ου τόμου. Οι συνδρομητές είναι πολύ λίγοι. Στις 9 Απριλίου, στο σπίτι της οδού Σουλίου, συντάσσει ο ί διος την (οριστική) διαθήκη του. Λίγο αργότερα φεύγει από το σπίτι της Σουμάκη και μαζί με την αδελφή του, Χαρίκλεια, εγκαθίσταται στο σπίτι του γαμ πρού του Β. Βαλασάκη, στην οδό Επτανήσου 38 και Αγίου Με λετίου. Είναι καταβεβλημένος και απογοητευμένος από τα γε γονότα που έχουν προηγηθεΐ.
Η Αθήνα και η Ακρόπολη όπως φαίνονταν από το παράθυρο του γραφείου του Γρ. Ξενόπουλου στην οδό Ευριπίδου
1946 Η Διάπλαση, στην Γ' περίοδο της κυκλοφορίας της, εκδίδει τον 2ο τόμο.
1947 Η Διάπλαση εισέρχεται στην Δ' περίοδο της κυκλοφορίας της με την κυκλοφορία του 1ου τόμου. Ο Ξενόπουλος αντιμετωπίζει σοβαρά οικονομικά προ βλήματα. Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Οι φίλοι του βιβλίου» ο (πρώ τος) τόμος των «Αθηναϊκών Επιστολών», με πρόλογο του συγ γραφέα. Το Δεκέμβριο γράφει την «κύκνεια» επιστολή του, για την είσοδο της Διάπλασης στον 70ό χρόνο ζωής, όπου εκφράζει την αισιοδοξία του να αποκατασταθεί η υγεία του και ν’ αρχίσει να ξαναγράφει. Από το 1896, που τις άρχισε, έχει γράψει συνο λικά 2.000 (ακριβώς!) επιστολές.
1948 Η Διάπλαση ξεκινάει τον 2ο τόμο της Δ' περιόδου έκδοσής της. Η έκδοση όμως σταματάει το Μάρτιο, ύστερα από 71 χρό νια ζωής. «Η Διάπλασις των Παίδων» υπήρξε το μακροβιότερο παιδικό περιοδικό στην Ελλάδα και την Ευρώπη.
1951 Στις 14 Ιανουάριου ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, σε ηλικία 84 ε τών, πεθαίνει στο σπίτι της οδού Επτανήσου 38, ύστερα από σύντομη επιδείνωση της υγείας του. Η κηδεία του γίνεται στις 15 Ιανουάριου δημοσία δαπάνη.
Η νεκρική μάσκα και το χέρι του Ξενόπουλου. Εκμαγεία του γλύπτη Χριστόφορου Νάτσιου
26/αφιερωμα
Βίκυ Πάτσιου
Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος Α υτοβιογραφούμενος'
Η Ζάκυνθος κατά τον ΙΗ' αι., χαλκογραφία του Saint Sauveur
«Σ’ όλη της τη ζωή, η καημένη η μητέρα μου θυμόταν τη φοβερή τρικυμία που απάντησε στα νερά του Πάπα το βαπόρι - ήταν το Αυστριακό της γραμ μής - που την έφερε από την Πόλη, την πατρίδα της, στη Ζάκυνθο, πατρίδα του αντρός της».1 Με αυτά τα λόγια, ο εβδομηντάχρονος Ξενόπουλος αρχί ζει - για τρίτη φορά2 - την Αυτοβιογραφία του, έχοντας σαν πρότυπο της συγγραφικής του δοκιμής το έργο του A. Daudet, “ Histoire de mes livres” , και επιμένοντας κυρίως στα περιστατικά της ζωής του που υπήρξαν αφορμές σύνθεσης των μυθιστορημάτων του. πευθυνόμενος στους αναγνώστες του και θεωρώντας ότι γραμμένη καλά, η αυτοβιο γραφία του μπορεί να τους προξενήσει την ίδια ευχαρίστηση με ένα πρωτότυπο έργο του, ο Ξενό πουλος δηλώνει και ταυτόχρονα προειδοποιεί ότι εξομολογητικός και ειλικρινής δεν θα είναι σχε τικά με ένα θέμα: την ερωτική του ζωή. «Σ’ ό,τι αφορά τη σεξουαλική ζωή, που είναι τόσο σπου δαίο στοιχείο για τη γνωριμία του ανθρώπου και του συγγραφέα, εμποδίζει δυστυχώς τον αυτοβιογραφούμενο να είναι ειλικρινής, η σεμνοτυφία
Α
των αναγνωστών, της κοινωνίας μα κι η δική του».3 Από την πραγματική ζωή (του συγγραφέα ή των άλλων) στη χωρίς ιδιαίτερες περιπλοκές μυ θοπλαστική αναπαράστασή της (τη μυθιστορη ματική της εκδοχή), με σταθερή προσδοκώμενη αναφορά το ίδιο κάθε φορά αναγνωστικό κοινό, ο ρεαλισμός του «πραγματικού» επιμένει: πρό κειται για αληθινά πρόσωπα (στη ζωή και το έρ γο) που ζουν ή έχουν ζήσει πραγματικά περιστα τικά. «Από τα έργα μου, είναι πολλά που τα έχω
* Το κείμενο αυτό αποτελεί επεξεργασμένη μορφή διάλεξης που δόθηκε στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, ύστερα από πρόσκληση του Τομέα Θεατρολογίας (13 Δεκ. 1989).
αφ ιερω μα/27 ζήσει - δηλαδή διηγούμαι σ’ αυτά πράγματα που έχουν συμβεί σε μένα... είναι άλλα που έγι ναν μπροστά στα μάτια μου... άλλα που μου τα διηγήθηκαν, αφού γνώρισα τους ήρωές τους... κι είναι τέλος άλλα, ελάχιστα αυτά, που τα έπλασα με τη φαντασία μου, στηριζόμενος, φυσικά, σε μερικά "δεδομένα” . Μου φαίνεται λοιπόν πολύ φυσική η περιέργεια που έχουν πολλοί αναγνώ στες να τα μαθαίνουν αυτά και να τα ξεκαθαρί ζουν».4 Με στενά περιθώρια ανάμεσα στη βιωμένη και την επινοημένη αφήγηση, η βιογραφία εξη γεί εδώ και παράλληλα προϋποθέτει τη διήγηση. Μοιρασμένο σχεδόν ομοιόμορφα (με τρεις ε ξαιρέσεις: τα χρόνια στο «ελληνικό» σχολείο και το γυμνάσιο, τους παιδικούς και εφηβικούς έρω τες και τέλος τις πρώτες διακοπές στη Ζάκυνθο) σε πενήντα κεφάλαια (και ένα Επίμετρο που συ νοψίζει μια κρίσιμη δεκαετία) το αφηγηματικό υ λικό, όπως το περιγράφει η μνήμη, η αυτολογο κρισία και η αυταρέσκεια, συγκεντρώνεται στα χρόνια της εφηβείας και της νεότητας (το σχο λείο: Ζάκυνθος 1875-1883, το Πανεπιστήμιο: Α θήνα 1883-1889, η δημοσιογραφία, τα πρώτα πε ζογραφήματα) για να προεκταθεί, ασύμμετρα, στα χρόνια της ωριμότητας (τα μυθιστορήματα, οι συνεργασίες με την Εστία, το Ά σ τυ , τη Δ ιά πλαση των Παίδων, τα Παναθήναια, η θεατρική δράση): τα χρόνια 1867-1900 καλύπτουν σαράντα τρία κεφάλαια, ενώ τα χρόνια 1900-1938 συμπυ κνώνονται σε επτά- η αφηγηματική έκταση και η διάρκεια προχωρούν αντιστρόφως ανάλογες. Με δηλωμένο παρόν της σύνθεσης το 1938 και πραγματικό το 1925 (ο Ξενόπουλος παραλεί πει ηθελημένα τα δεκατρία χρόνια που μεσολα βούν και χωρίς να το ξέρει, άλλα τόσα που θα ζήσει ακόμα), η διήγηση αναπτύσσεται με ασυνέ χειες που υποστηρίζουν οι αναδρομές στο παρελ θόν καθώς και οι παρεκβάσεις στο παρόν και το μέλλον. Μοναδική φωνή που αντηχεί - αναγκα στικά στον κυρίαρχο λόγο του συγγραφέα, η φω νή της μητέρας αρχίζει την αυτοβιογραφική κα τάθεση συνδέοντάς τον με τα χρόνια της βρεφι κής και της πρώιμης παιδικής του ηλικίας. Πέντε χρονών, εφοδιασμένος με μια σάκα με γαλανές και κόκκινες κινέζικες ζωγραφιές, μια καινούρια φυλλάδα και το ασημένιο δίφραγκο της εγγραφής του στο νηπιαγωγείο, ο Ξενόπου λος κάθεται στο πρώτο του θρανίο, ένα σκαλί της σκάλας της σοφίτας. «Σ’ άυτά τα σκαλιά κάθουνταν στριμωγμένα καμιά δωδεκαριά παιδιά, αγοράκια και κοριτσάκια της γειτονιάς, που απ’ αυτά δε μου μένει τώρα στη μνήμη παρά η μι κρούλα Κική, κόρη του αντικρινού ταβερνιάρη, κι αυτή όχι από συμπάθεια, παρ’ από αντιπάθεια, γιατί μ’ ενοχλούσε φοβερά η μυρωδιά του ωμού κρομμυδιού, που το μασούλιζε σα σοκολάτα».5 Από τις πρώτες του συγγραφικές δραστηριότη τες υπήρξε και η έκδοση μιας χειρόγραφης μαθη
τικής εφημερίδας, που κυκλοφορούσε στην τάξη κάθε βδομάδα, σ’ ένα «αντίτυπο», με άρθρα και σχολικές ειδήσεις του τύπου: «Απεβλήθη επί τρι ήμερον ο μαθητής της τρίτης τάξεως..., επειδή ανήρτησεν εκ της οροφής καραγκιόζην εις το μά θημα του καθηγητού κ. Μπονσινιόρη». Με πα ρέμβαση του γυμνασιάρχη, η έκδοση της εφημε ρίδας θα διακοπεί στο δέκατο φύλλο της. Η «συνεννόησις των μαθητών προς σχηματισμόν φα τρίας επί οιοδήποτε σκοπώ» ήταν (τότε) απαγο ρευμένη. Στη διήγηση της σύντομης προσωπικής του πε ριπέτειας ο συγγραφέας δεν φαίνεται να επηρεά ζεται ιδιαίτερα από την ιστορική μνήμη και τη διάρκεια της συλλογικής εμπειρίας. Συγκεκριμέ νη αναφορά στην πολιτική ιστορία γίνεται μόνο μια φορά, με τη γενική επιστράτευση του Δεληγιάννη (1885-1886), ενώ η περιγραφή της κεντρι κής πλατείας της Ζακύνθου με τους «αφεντάδες» με τα ψηλά καπέλα και τις πλούσιες ιδιωτικές ά μαξες, τους κοινούς διαβάτες, τους «χωριάτες» και τους Εβραίους πραματευτάδες γίνεται ένας (μοναδικός) χώρος-σήμα της κοινωνικής πραγ ματικότητας και των ιστορικών της προϋπο θέσεων. ια άλλη όμως αναδρομή στα μαθητικά του χρόνια ανασυνθέτει στιγμές του ιστορικού παρόντος (και παρελθόντος) του τόπου του, προ βάλλοντας έμμεσα, με το πρόσχημα της αφήγη σης, τις δυσκολίες προσαρμογής της Επτανήσου στα στενόχωρα όρια του νεοελληνικού κράτους, σε μια από τις σπάνιες εμπλοκές του ιστορικού και του ατομικού-βιογραφικού χρόνου. Ο σχολάρχης και καθηγητής των Μαθηματικών, ήταν «ξένος» — Μωραΐτης - και «πολύ δάσκαλος». «Τα ζακυνθινά δεν τα καταλάβαινε και δεν τα εχώνευε καθόλου, κι η μεγάλη αποστροφή του ή ταν τα φράγκικα ονόματα που έβλεπε στον κα τάλογο των μαθητών. Διάβαζε με μορφασμούς: "Κούρτσουλας, Μαρτινέγκος, Βολταίρας, ή Ρι χάρδος, Ερρίκος, Αλοΐσιος” , και στεκόταν σα να ρωτούσε: "Τι λογής ονόματα είν’ αυτά; στη Φραγκιά είμαστε;” ».6 Ο «ανίδεος» καθηγητής στα χρόνια εκείνα της «ελλαδικής αμάθειας», α φού δεν θα μπορέσει να αλλάξει το οικογενειακό όνομα ενός μαθητή, θα τον φωνάζει στο εξής με το μικρό του, γιατί το άλλο του όνομα (το βενετι κό του επίθετο) του «έκανε κακό». Οπαδός του Ψυχάρη μετά το 1888 (χρονιά που κυκλοφορεί το «Ταξίδι»), διατυπώνει γρήγορα ε πιφυλάξεις για τις υπερβολές του δημοτικισμού, αντιμετωπίζοντας και προκαλώντας την αντιπάθειά του. «Ό τα ν ο Ψυχάρης ήταν ακόμη στην Α θήνα [τα 1893], περπατούσαμε μια μέρα στην οδό Πανεπιστημίου και μιλούσαμε για τη γλώσσα. Είχε βρέξει, κι ο δρόμος, άστρωτος την εποχή ε κείνη, ήταν σκεπασμένος από λάσπη αδιάβατη.·
Μ
28/αφιερωμα Ν ε φ έ λ η / Γ λ ω σ σ ο λ ο γ ία
NOAM CHOMSKY Συντακτικές Δομές
Οί συντακτικές δομές είναι ένα κλασικό έργο πού σηματοδοτεί τή στροφή τής γλωσσολογίας άπό τίς ανθρωπιστικές στις θετικές επιστήμες. Θέτουν τίς βάσεις ένός γενετικού (γένεση προτάσεων) καί μετασχηματιστικοΰ (μετασχηματισμοί προτάσεων) γραμματικού προτύπου καί έπαναπροσδιορίζουν τούς σκοπούς τής γραμματικής θεωρίας. ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΣΕΙΡΑ ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ ANDRE MARTINE
Θέματα λειτουργικής σύνταξης LUIS PRIETO
Μηνύματα καί σήματα R. Η. ROBINS
Σύντομη ιστορία της γλωσσολογίας Χ ΡΗ ΣΤΟ Σ ΚΛΑΙΡΗΣ
Θέματα γενικής γλωσσολογίας Διεύθυνση: Φώτης Καβουκόπουλος
Ε Κ ΔΟ Σ Ε ΙΣ ΝΕΦΕΛΗ
Κάποτε θελήσαμε να περάσουμε στο αντικρινό πεζοδρόμιο. Έσκυψα μια στιγμή, καθώς μιλού σαμε πάντα, και δίπλωσα τις άκρες του παντελο νιού μου. Ο Ψυχάρης το παρατήρησε... Μετά χρόνια, όταν ήμαστε πια μαλωμένοι, διηγήθηκε, σε κάποιο άρθρο του εναντίον μου, αυτό το περι στατικό... και συμπέρανε: «Να, αυτός είναι ο Ξενόπουλος. Εγώ να του μιλώ για τη γλώσσα, κι ε κείνος να κοιτάζει πώς να μη λερώσει το παντελονάκι του».7 Επαγγελματίας δημοσιογράφος και μυθιστοριογράφος, υποχρεωμένος να γράφει κάθε μέρα (ακόμα και δυο μυθιστορήματα συγχρόνως), ζει αποκλειστικά από τα προϊόντα της συγγραφικής του παραγωγής. «Εγώ... συνήθισα το κοινό να διαβάζει, και το κυριότερο, ν’ αγοράζει ελληνικά λογοτεχνικά βιβλία. Η πρώτη σειρά των "Διηγη μάτων” μου, που κυκλοφόρησε σε χίλια αντίτυ πα, ήταν η απαρχή μιας σειράς από βιβλία... που κυκλοφόρησαν σε δυο, σε τρεις, σε πέντε χιλιά δες αντίτυπα και πολλά έκαναν από τρεις και τέσσερις εκδόσεις».8 «Εκ γενετής» πολυγράφος, «λαϊκός» συγγραφέας, γράφει με τους όρους της τέχνης του: για να αρέσει και να διαβάζεται απ’ όλους.9 Κλείνοντας τη διήγησή του με την απολογία της αισθητικής και της τεχνικής του, ο Ξενόπουλος ξαναγυρίζει στη Ζάκυνθο - στην ανάμνηση της ξαφνικής και ακατανίκητης νοσταλγίας της επιστροφής. Συγγραφέας και πρωταγωνιστής της δράσης που αφηγείται, κινείται στα όρια του χώρου και του χρόνου, όπως και όσο τα προσδιο ρίζει η διάρκεια μιας ζωής.*1 Σημειώσεις 1. Γρ. Ξενόπουλος, «Η ζωή μου σαν μυθιστόρημα. Αυτοβιο γραφία», Άπαντα, τ. Α' Αθήνα, εκδ. Μπίρη, 1958, σ. 61. 2. Πβ. του ίδιου, «Τριάντα χρόνια φιλολογικής ζωής», εφ. Κα θημερινή, 15 Σεπτ. 1919 - 9 Απρ. 1920 και εφ. Εσπέρα, 7 Νοεμ. 1925 - 7 Μαρτ. 1926 «Η ζωή μου σαν μυθιστόρημα», εφ. Αθηναϊκά Νέα, 26 Σεπτ. 1938 - 18 Φεβρ. 1939. 3. Γρ. Ξενόπουλος, ο.π., σ. 58. 4. ο.π., σ. 59. 5. ο.π., σ. 97. 6. ο.π., σ. 114. 7. ο.π., σ. 279. Ο Ξενόπουλος έχει αναγνωρίσει το ρόλο του Ψυχάρη στην εισαγωγή της δημοτικής στην πεζογραφία. Ο ίδιος έχει δηλώσει στο Νουμά: «Το Ψυχάρη τον τιμώ, αυτός μου άνοιξε τα μάτια με το Ταξίδι του», Περ. Ο Νουμάς, αρ. 586, 12 Μαρτ. 1916, σ. 50. 8. Γρ. Ξενόπουλος, ο.π., σ. 316. 9. «Μάλιστα! είμαι λαϊκός διηγηματογράφος. Ο κόσμος με νοιώθει, ο κόσμος με διαβάζει, ο κόσμος με αγοράζει», γρά φει ο Ξενόπουλος στα Διηγήματα. Σειρά πρώτη, Αθήνα, Α. Κωνσταντινίδης, 1901, σ. ια'-ιβ'.
αφιερωμα/29
Μ. Γ. Μερακλής
Η δια σ κεδα σ τική τέχνη» (Έ να σημαντικό θεωρητικό άρθρο του Ξενόπουλου) Τώρα, όπου η π λ η κ τ ικ ή τ έχ ν η έχει για καλά εγκαθιδρυθείστην περιοχή και της λογοτεχνίας, είτε από πρόθεση - συμβατή προς ορισμένες τάσεις και υποδείξεις της ομόλογής της θεωρίας της λογοτεχνίας - είτε και ως το αναπόφευκτο αποτέλεσμα ενός εθισμένου - και κατά το μάλλον ή ήττον μαζικοποιημένου - τρόπου γραφής, δεν θεωρώ άσκοπη την υπενθύμιση ενός σύντομου θεωρητικού κειμένου του Ξενόπουλου, με ανακουφιστική απλότη τα και διαύγεια διατυπωμένου. Υπερασπίζεται την τέχνη, που βρίσκεται στους αντίποδες της πληκτικής: τη δ ια σ κ ε δ α σ τ ικ ή τ έ χ ν η . 1 ίχε παρακινηθεί, όπως σημείωνε, να γράψει αυτή τή «μικρή μελέτη», βλέποντας ότι πολ λοί νεοέλληνες κριτικοί περιφρονούσαν «ως κα τώτερα και ανάξια τα λογοτεχνικά έργα που δια σκεδάζουν τον κόσμο - διηγήματα, μυθιστορή ματα, δράματα, κωμωδίες και ποιήματα κάθε λογής» - , θεωρώντας ως αληθινά «έργα τέχνης» (η ειρωνική χρήση των εισαγωγικών είναι του Ξε νόπουλου) μόνο «εκείνα που κάνουν τον αναγνώ στη να πλήττει». Ο Ξενόπουλος πίστευε, πως «ούτε η διασκεδαστική (τέχνη) είναι πάντα κα τώτερη, ούτε η πληκτική είναι πάντα ανώτερη», κάνοντας την ακόλουθη ιδιοφυά παρατήρηση, που του εξασφάλιζε, τελικά, τη διατήρηση της διασκέδασης ως θεμελιώδους προϋποθέσεως για την ύπαρξη ενός έργου τέχνης: «η πληκτική τέ χνη δεν έχει κάποια αξία, παρά μόνο όταν υπάρ χουν κι άνθρωποι, λίγοι έστω, που τους διασκε δάζει. Γιατί το διασκεδαστικό είναι στοιχείο της Τέχνης απαραίτητο. Γενικά η Τέχνη είναι Μία. Κι είτε μεγάλη είτε μικρή —γιατί υπάρχει και μικρή αλλά γνήσια Τέχνη - , είναι, και πρέπει να είναι, και δε μπορεί παρά να είναι διασκεδαστική». Ισως χωρίς να το επιδιώκει απολύτως, ο Ξενό πουλος έκανε στο άρθρο του εκείνο ουσιαστικές παρατηρήσεις μιας κοινωνιολογίας του γούστου. Σχετικοποιούσε τα αισθητικά κριτήρια, αναγνώ ριζε την πολλαπλότητα των αισθητικών αξιών, κρατώντας ως σταθερό γνώρισμα της τέχνης την ευχαρίστηση, την ευαρέσκεια, τη διασκέδαση, ό πως έλεγε ο ίδιος· ένα γνώρισμα με το οποίο, θα
Ε
έλεγα, εξίσωνε ή εξομοίωνε όλους τους αναγνώ στες της λογοτεχνίας, αποκαθιστούσε ένα είδος δημοκρατικού πολιτεύματος στην πόλη της τέ χνης και του γούστου: όποιο έργο διασκεδάζει ο ρισμένους, αρέσει, είναι έργο τέχνης: «Ένα λο γοτέχνημα - βλέπετε - δεν είναι το ίδιο ανιαρό ή διασκεδαστικό για όλους. Ά λλος διασκεδάζει ή πλήττει με τούτο· άλλος πλήττει ή διασκεδάζει μ’ εκείνο, ανάλογα με την ψυχοσύστασή του, τη διανοητικότητα, τη νοοτροπία, τη μόρφωση, την καλλιέργεια. Είναι όμως φυσικά αδύνατο, ένας οποιοσδήποτε ειλικρινής και τίμιος άνθρωπος να διαβάσει ένα βιβλίο που θα τον διασκεδάσει και να πει "αυτό είναι κακό” , ή ένα βιβλίο που θα τον κουράσει, θα τον κάμει να πλήξει, και να πει "αυτό είναι καλό” . Από τον πιο σοφό ως τον πιο άσοφο κανένας δε θα θεωρήσει ωραίο, τεχνικό, αξιοθαύμαστο ή κι απλώς αξιόλογο ένα έργο Τέ χνης, που δεν τον έτερψε ως ανάγνωσμα, ως α κρόαμα ή ως θέαμα. Συμπέρασμα: το τερπνό, το διασκεδαστικό είναι στοιχείο της Τέχνης απα ραίτητο. Και γενικότερα η Τέχνη είναι Διασκέδα ση. Σ’ αυτό έχει "το λόγο της υπάρξεώς της” , αυτό είναι ο σκοπός της κι η αιτία της. Γεννήθη κε, επινοήθηκε, για να διασκεδάζει τους ανθρώ πους - να τους ξεκουράζει, να τους ξαλαφρώνει, να τους μετεωρίζει, να τους ανυψώνει στις ονει ρευτές χώρες του Ιδανικού. Κι αυτό, σημειώστε, καμιά άλλη διασκέδαση δεν το κάνει τόσο, όσο η πνευματική, η ψυχική διασκέδαση που μόνο η Τέχνη χαρίζει».
30/αφιερωμα Αλλά ο Ξενόπουλος πήγαινε πιο πέρα: τολμού σε να προχωρήσει σε ποιοτική αποτίμηση των έρ γων της τέχνης με βάση ποσοτικά δεδομένα. Υ πάρχουν, έγραφε στο άρθρο του εκείνο, έργα που διασκεδάζουν λίγους, άλλα που διασκεδάζουν περισσότερους, άλλα που διασκεδάζουν «τους πάντας, σχεδόν ανεξαίρετα». Αυτά τα τελευ ταία, και μόνον αυτά, είναι, κατά τη «θεωρία» του, «τα έργα της Μεγάλης Τέχνης». Ως πρώτο παράδειγμα ανέφερε τον «Οιδίποδα τύραννο», την «τελειότερη, μεγαλοφυέστερη αρχαία τραγω δία», που «διασκεδάζει και τον πολύ κόσμο σαν ένα σημερινό αστυνομικό έργο». Αλλά δεν δυ σκολευόταν να απαριθμήσει πολλά παραδείγμα τα ακόμα: «Οι τραγωδίες του Σαίξπηρ, το κορύ φωμα αυτό της παγκόσμιας δραματικής Τέχνης, είναι κοσμαγάπητες σαν την "Ά γνω στη” του Μπισσόν: "Ά μ λετ” , "Μάκβεθ” , "Ρωμαίος και Ιουλιέττα” , "Έμπορος της Βενετίας” , τι κοσμο συρροή στα θέατρά μας! Το ίδιο και το "Κράτος του Ζόφου” του Τολστόι, που το θεωρούν όχι πο λύ κατώτερο από μια σαιξπήρεια τραγωδία. Το ί διο και τα μεγάλα μυθιστορικά έργα, τα παγκό σμια αριστουργήματα, από τον "Δον Κιχώτη” τί διασκέδαση, ε; - ώς την "Καλύβα του Μπάρμπα-Τομ” κι ώς τους "Αθλίους” (που μερι κοί νεαροί ίσως τους περιφρονούν, μα που γνώ στες της Τέχνης, σαν τον Ψυχάρη, τους κατα τάσσουν μέσα στα λίγα "αθάνατα έργα” ). Ο Αλφόνς Ντωντέ, σ’ εν’ από τα γνωστότερα μυθιστορήματά του, το "Τζακ” , παρουσιάζει μια οικογέ νεια εργατών, που μαζεύεται κάθε βράδυ και περ νά την ώρα της ακούγοντας το μικρό Τζακ, τον οικότροφό τους, να διαβάζει δυνατά τη "Θεία Κωμωδία” του Ντάντε. Ό λοι οι απλοϊκοί εκείνοι άνθρωποι προσέχουν, ενδιαφέρονται, συγκινούνται, διασκεδάζουν. Κι ο Ντωντέ επιλέγει: "Αυτή είναι η δύναμη του μεγάλου ποιητού” . Αν άκουγαν ένα ποίημα γραμμένο από λιγότερο μεγάλο ποιητή - π.χ. το*Χιαβάθα” του Λογκφέλλοου - ή θα διασκέδαζαν λιγότερο, ή δε θα διασκέδα ζαν όλοι. Γενικά μπορούμε να πούμε: ένα έργο Τέχνης είναι τόσο ανώτερο, όσο περισσότεροι εί ναι οι άνθρωποι που τους διασκεδάζει, όσο ευρύ τερο είναι το κ ο ιν ό ν του». Ο Ξενόπουλος θέτει στη συνέχεια ένα κρίσιμο ερώτημα, που ήδη μπορεί να έχει θέσει ο αναγνώ στης αυτών των γραμμών: «Και τα λαϊκά λοιπόν έργα είναι κι αυτά αριστουργήματα, μόνο επειδή έχουν ένα τόσο μεγάλο κοινόν; Ένα μυθιστόρη μα του Εστονιέ, που λίγοι το γουστάρουν, είναι κατώτερο από ένα κοσμαγάπητο του Πονσόν ντυ Τερράιγ; Και σ’ εμάς εδώ, το απρόσιτο "Φθινόπωρο’ΐου Χατζόπουλου ή ο βαρύς «Κατάδικος» του Θεοτόκη είναι κατώτερα από την "Κασσια νή” του Κυριάκού, που κυκλοφόρησε σ’ εξήντα χιλιάδες αντίτυπα;» Απαντώντας αρνητικά στα ερωτήματα αυτά,
επιχειρεί ευθύς αμέσως να συγκεράσει δεσμευτι κότερα την έννοια της ποσότητας - την οποία εντούτοις, καθώς είδαμε, δεν δίσταζε να την υπε ρασπιστεί καθεαυτήν και να της δώσει απόλυτη προτεραιότητα, — με την έννοια της ποιότητας, επιμένοντας ότι: και αν ακόμα δεχτούμε, πως έ να έργο το οποίο άρεσε μόνο σε ένα λαϊκό κοινό δεν αξίζει —το δέχεται και ο ίδιος - , πρέπει επί σης να δεχτούμε, πως ένα έργο, το οποίο ικανο ποιεί περιορισμένο κοινό, δεν είναι έργο μεγάλης τέχνης: «Για να εκτιμήσουμε ένα έργο από το κοινό του πρέπει να εξετάσουμε όχι μόνο τον α ριθμό, το ποσόν να πούμε, αλλά και το ποιόν αυ τού του κοινού. Τα λαϊκά έργα που είναι καλά για "θυρωρούς” , όπως λένε οι Γάλλοι, δε μπορεί πο τέ ν’ αξίζουν. Το ίδιο δε μπορεί ν’ αξίζει πολύ κι ένα έργο που διασκεδάζει μόνο λίγους ψυχοπα θείς κι ανισόρροπους γραμματισμένους. Ένα καλό έργο Τέχνης μπορεί να διασκεδάζει και το θυρωρό ή τη μοδιστρούλα, διασκεδάζει όμως και τον Παλαμά. Ό τα ν το έργο διασκεδάζει μόνο το "θυρωρό” , δεν είναι έργο Τέχνης. Ό ταν διασκε δάζει μόνο τον Παλαμά, είναι βέβαια έργο Τέ χνης μα όχι και μεγάλης. Οι τραγωδίες του Σαίξ πηρ στο θέατρο διασκεδάζουν και σοφούς και ά σοφους, βρέχουν σαν το Θεό κι επί δικαίους κι ε πί αδίκους. Δεν υπάρχει υγιής, φυσιολογικός άν θρωπος, σ’ όποια κοινωνική και πνευματική βαθ μίδα κι αν βρίσκεται, όποια ψυχοσύσταση και καλλιέργεια κι αν έχει, που να μη διασκεδάζει με τα μεγάλα, έργα. Αυτό είναι γεγονός, αξίωμα, αρχή».2 Ποσοτική - κατά βάθος - προσέγγιση θα κά νει διερευνώντας την ουσία της τέχνης και από μιαν άλλη πλευρά. Αλλά η ποσότητα δεν αφορά το κοινό τώρα: αντίθετα αυτή περιορίζεται από την υπεροχή ενός άλλου αριθμού: των συγκινη σιακών ερεθισμάτων, που είναι ικανός να δεχθεί κάποιος από τα έργα τέχνης. Οι περισσότεροι, λέει, προτιμούν τα ευχάριστα έργα από τα δυσά ρεστα, την κωμωδία από την τραγωδία. Αλλά αυτοί δεν συνιστούν το κοινό, που ο ίδιος προτι μάει, πιστός πάντα - ως άνθρωπος, ως συγγρα φέας, ως κριτικός, ως ο παιδαγωγικότατος κύ ριος «Φαίδων» - στην ιδέα και την αντίληψη, πως το ορθότερο, το σοφότερο, το ιδεωδέστερο είναι αυτό που προκύπτει από το συγκερασμό πε ρισσότερων, κατά βάση αντίθετων διαθέσεων, καταστάσεων, τάσεων κ.λπ.: «ανάμεσα στους ανθρώπους που θέλουν μόνο φαιδρή Τέχνη, και στους άλλους που δεν κάνουν διάκριση - άν θρωποι που να θέλουν μόνο θλιβερά ίσως δεν υ πάρχουν - χωρεί μια μεγάλη διαφορά: Οι δεύτε ροι - αυτοί που δεν κάνουν διάκριση - είναι πληρέστεροι, αρτιότεροι, δυνατότεροι άνθρωποι, κι αισθάνονται ή εννοούν τήν Τέχνη περισσότε ρο. Οι πρώτοι, αυτοί που δεν υποφέρουν τη συ γκίνηση, υστερούν, έχουν κάποια αδυναμία, κι ε-
αφιερωμα/31 νώ φαίνονται πιο ευαίσθητοι από τους άλλους, εί ναι ωστόσο αρκετά αναίσθητοι προς εκείνο που ονομάζουμε "αισθητικό φαινόμενο” , την ειδική δηλαδή εντύπωση και ψυχική κατάσταση που γεννά η Τέχνη, είτε φαιδρή είτε θλιβερή. Αυτή η αρτιότητα του ανθρώπου, η ψυχική υγεία αν θέλε τε, είναι απαραίτητη και για την κατανόηση και την απόλαυση της Τέχνης, όπως και για πολλά άλλα πράγματα». Την ψυχικήν αυτή υγεία θεωρεί και μια φυσική προϋπόθεση: δεν πιστεύει πως ο τέλειος αναγνώ στης μπορεί να διαμορφωθεί εκ των υστέρων, με τη σπουδή: «όπως γεννιέται και δε γίνεται ο ποιη τής, έτσι γεννιέται και δε γίνεται κι εκείνος που θα τον εννοήσει. Γι’ αυτό βλέπουμε ανθρώπους με μικρή μόρφωση, με λιγοστές γνώσεις, να έ*1 Σημειώσεις 1. Γρηγορίου Ξενόπουλου, Ά παντα (έκδοση Μπίρη), τόμος εν δέκατος, σ. 321-30. 2. Εξηγώντας το «παράξενο φαινόμενο» να διασκεδάζει κα νείς και «με τις δυστυχίες, τις συμφορές και τις φρίκες που παρουσιάζουν σχεδόν πάντα το έπος, το μυθιστόρημα και κατά κανόνα η τραγωδία», αντικρούει τη θεωρία της ευχα ρίστησης που προκαλεί η «ασφάλεια» την οποία αισθάνεται ο αναγνώστης και ο θεατής, που «δεν πάσχει όσα δεινά πά σχουν οι δύσμοιροι» ήρωες: «μου φαίνεται πως ένα παράδο ξο εξηγείται εδώ με άλλο» - πώς θα μπορούσε κάποιος να «διασκεδάσει» βλέποντας τον Οιδίποδα με χυμένα μάτια κι επειδή ο ίδιος δεν βρίσκεται σ’ αυτή τη δεινή θέση! Προτιμά ει να δεχθεί, ότι η «διασκέδαση», στις περιπτώσεις αυτές, ο φείλεται στο «μυστήριο» της τέχνης. «Έ να πράγμα, που αν το βλέπαμε στη ζωή, στην πραγματικότητα, δε θα μας έκα νε παρά αποστροφή, βδελυγμία, φρίκη - ντροπή κάποτε όταν μας το παρουσιάζει ένας ζωγράφος, ένας γλύπτης, έ νας ποιητής, ένας μυθιστοριογράφος, μας φαίνεται όχι μόνο ανεκτό, αλλά και τερπνό, κι ωραίο. Δεν είναι αυτό ένα μυ στήριο, κάτι σαν μετουσίωση, κάτι σαν χημική ένωση, που από δυο σώματα παράγει ένα τρίτο ολωσδιόλου διαφορετι κό; Αισθανόμαστε βέβαια και λύπη, και φρίκη, όταν το
χουν καλύτερο γούστο και ν’ αγαπούν την Τέχνη περισσότερο κι από σοφούς. Ακόμα και μικρούς, ανήλικους, παιδιά»! Τελειώνοντας ο Ξενόπουλος δεν παρέλειπε να αναφερθεί και στο «διδακτικό», το «φρονηματιστικό» στοιχείο που περιέχει το έργο τέχνης. Αλ λά δεν θέλησε να του προσμετρήσει την ίδιαν α ξία: «Ό τα ν λέμε πως το πρώτο και το κύριο της Τέχνης είναι αυτή η διασκέδαση που μας δίνει, δεν εννοούμε βέβαια πως είναι και το μόνο. Η Τέ χνη μας διδάσκει κιόλα, μας φρονηματίζει, κινεί τη σκέψη μας, μας κάνει να βγάζουμε συμπερά σματα, να φιλοσοφούμε. Αλλ’ αυτά όλα έρχονται ύστερα κι έρχονται μόνα τους. Ούτε ο ίδιος ο τε χνίτης δεν τα ξέρει από πριν, δεν τα προ μελετά»... πράγμα που μας παρουσιάζει ο τεχνίτης είναι λυπηρό ή φρικτό· αλλά η λύπη μας, η φρίκη μας, είναι πολύ διαφορετική από εκείνη που θα είχαμε αν βλέπαμε το ίδιο λυπηρό ή φρικτό πράγμα στην πραγματικότητα. Φαντασθείτε άξαφνα τι θα παθαίναμε, αν βλέπαμε τεράστια φίδια, θεριά, να περι σφίγγουν και να πνίγουν ανθρώπους· αλλά το σύμπλεγμα του Λαοκόοντα μας ευχαριστεί, μας διασκεδάζει. Φαντα σθείτε τι θα παθαίναμε, αν βλέπαμε μια μητέρα μπροστά στην τελευταία προσβολή του άρρωστου μοναχογιού της που θα τον αφήσει ηλίθιο για πάντα, να διστάζει αν πρέπει να τον απαλλάξει από τέτοια ζωή, να τον σκοτώσει με τα ί δια της τα χέρια, δίνοντάς του φαρμάκι, όπως εκείνος, λίγες στιγμές πρωτύτερα, την είχε παρακαλέσει τόσο θερμά να το κάμει. Στους "Βρικόλακες” του Ίψεν η υπερτραγική αυτή σκηνή μας διασκεδάζει. Η φρίκη μας γι’ αυτήν, όπως και για κάθε άλλη τέτοια που βλέπουμε στο θέατρο ή διαβάζου με, είναι μέσα σ' όλη μας την αισθητική συγκίνηση, τη συγ κίνηση που μας δίνει η Τέχνη- είναι μια φρίκη ηδονική, όπως κι η λύπη μας, όπως και τα δάκρυα που χύνουμε κάποτε πά νω στις σελίδες ενός βιβλίου. Αλλά το ίδιο διαφορετική είναι κι η χαρά μας, η ευθυμία μας, το γέλιο μας, όταν διαβάζου με ή βλέπουμε στο θέατρο κάτι φαιδρό, αστείο - ακόμα και σε μια χιουμοριστική εικόνα ή γελοιογραφία - παρ’ αν βλέ παμε το ίδιο φαιδρό κι αστείο πράγμα στη ζωή».
ΔΙΑΒΑΖΩ ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
%
Παρακαταθήκη παλαιών τευχών Β ΙΒΛΙΟΠ Ω ΛΕΙΟ ΣΟ Λ Ω Ν Ο Σ 116 - ΑΘ ΗΝ Α 106 81 - ΤΗ Λ.: 36.10.366, FAX: 36.28.938
32/αφιερωμα
Ά ν τ α Κατσίκη-Γκίβαλου
Ο Ξενόπουλος ω ς κ ρ ιτικ ό ς
θ Γοηγόριος Ξενόπουλος διακρίνεται για το πλουσιότατο και πρωτοποριακό του έργο σε πολλούς τομείς της λογοτε χνίας. Θεμελιωτής και εμπνευστής του νεοελληνικού αστικού μυθιστορήματοςθεατρικός συγγραφέας, ο οποίος με τα έργα του μετέβαλε τη θεατρική παράδοση, καθώς έστρεψε τα θέματα από τον ιστορικό κύκλο και την ειδυλλιακή ηθογραφία στο νεοελληνικό ρεαλισμόπρωτοπόρος στην παιδική λο γοτεχνία τόσο με τα κείμενά του στη «Διάπλασι των Παίδων» όσο και με τα έργα του για παιδιά. Γρηγ. Ξενόπουλος (σχέδιο Σ. Ν.)
το πεδίο της κριτικής κατέχει ιδιαίτερα ση μαντική θέση. Την εποχή αυτή στην Ελλάδα η κριτική παράδοση περιορίζεται στο Ροίδη και στο Βλάχο. Στη γενιά του '80 έχουμε το τεράστιο έργο του Παλαμά, που προσπαθεί, με την επίδρα ση του ευρωπαϊκού εμπειρισμού και του θετικι σμού, να θεμελιώσει κριτική μέθοδο. Ο Ηενόπουλος καθώς και οι Γ. Ψυχάρης, Κ. Χατζόπουλος, Μ. Μητσάκης, Π. Νιρβάνας και Ν. Επισκοπόπουλος «αποτελούν τους κυριότερους εκπροσώ πους του «είδους»1 στα τέλη του 19ου και στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αι. Ο ίδιος ο Ξενόπουλος μιλώντας για το κριτικό του έργο γράφει: «Αλλά είναι και κάτι άλλο που έκαμα στην Ελλάδα, και γι’ αυτό μπορώ να καυχώμαι, κι ας μην το αναφέρουν οι βιογράφοι κι οι
Σ
κριτικοί μου, παρά σπανίως και παρεκβατικώς. Γιατί και σπουδαίο είναι, κι όλη τη βεβαιότητα έ χω πως το έκαμα εδώ, πριν από κάθε άλλον. Εν νοώ την Κριτική στον περιοδικό και προπάντων στον καθημερινό τύπο. Την εποχή που άρχισα το στάδιό μου τέτοιο πράγμα δεν υπήρχε. Κάπουκάπου φαινόταν καμμιά κριτική κι αυτή γραμμέ νη συνήθως από ανθρώπους, που ούτε φυσικό χά ρισμα είχαν να κρίνουν τέχνη, ούτε τις απαιτούμενες γνώσεις, ούτε τον τρόπο, τη μέθοδο, το σύ στημα... Ή μουν πολύ νέος τότε, αλλά είχα κά ποια ικανότητα να κρίνω, είχα διαβάσει πολλά, πάρα πολλά πράγματα· είχα μάθει αρκετά και την τέχνη της κριτικής, διαβάζοντας κριτικά άρ θρα στον ξένο τύπο - γιατί δεν αρκεί να ξέρει κανένας Αισθητική ή Ιστορία της Λογοτεχνίας,
αφιερωμα/33 για να γράψει ένα καλό κριτικό άρθρο, για βιβλίο ή θεατρικό έργο, σ’ εφημερίδα ή περιοδικό - και σκέφθηκα πως θα μπορούσα ν’ αναπληρώσω κά πως τη μεγάλη έλλειψη να κάμω τουλάχιστο την αρχή, για να βγουν γρήγορα και άλλοι».2 Οι απόψεις αυτές του Ξενόπουλου αποκαλύ πτουν την πεποίθησή του για την αξία και σημα σία του κριτικού του έργου. Και είναι γεγονός ότι σε πολλά επιβεβαιώθηκαν από τα πράγματα. Δεν μπορούμε όμως να μην επισημάνουμε την παρά λειψή του να αναφερθεί στο κριτικό έργο του Παλαμά, που, κατά γενική ομολογία, ήταν και πα ραμένει πολύ αξιόλογο.3 Οι απόψεις του, πάντως, για την κριτική είναι αντιφατικές. Ενώ μας αναφέρει, όπως είδαμε, τη μεθοδικότητα με την οποία ασχολήθηκε με το εί δος αυτό, όμως στον πρόλογο του βιβλίου του Στάχυα και παπαρούνες (1923), (έκδοση κριτι κών του άρθρων), γράφει: «σαν κριτικός δεν εστάθηκα παρά ένας απλός διλεττάντης»4 και θε ωρεί τα άρθρα του αυτά «πάρεργα. Γιατί πάρεργο πάντα θεώρησα για μένα, ό,τι δεν ήταν δημιουρ γικό: διήγημα, μυθιστόρημα, δράμα...».5 Ίσως ήταν πολύ νωρίς και για τον ίδιο να εκτιμήσει το κριτικό του έργο, πράγμα που διαπιστώνουμε πως κάνει στο κείμενο «Τα κριτικά μου άρθρα» του 1937. Γεγονός πάντως είναι ότι και σήμερα ακόμη δεν μπορούμε να προβούμε σε μια συνολική θεώ ρηση του κριτικού του έργου, αφού αυτό δεν έχει εκδοθεί ολόκληρο. Μεγάλο μέρος του έχει συ γκεντρωθεί στον 1Ιο τόμο των Απάντων του στις εκδ. Μπίρη, αλλά από αυτόν τον τόμο λείπουν πολλά και αξιόλογα κριτικά του άρθρα και μελέτες.6 ο κριτικό έργο του Ξενόπουλου αποτελείται: α) από σύντομα, συνήθως, κριτικά άρθρα στον καθημερινό και περιοδικό τύπο, β) από ε κτενέστερες μελέτες για το συνολικό έργο ση μαντικών λογοτεχνών, οι οποίες αν δημοσιεύο νται μετά το θάνατό τους έχουν τον τίτλο «Το έργον του τάδε» και γ) από θεωρητικά άρθρα και κείμενα. Το κριτικό του έργο αρχίζει το 1885 με το μελέτημά του «Περί κάλλους», που δημοσιεύθηκε στο Α ττικόν Ημερολόγιον (σελ. 295-321) του Ειρηναίου Ασώπιου.7 Ό μω ς από το 1890-91 αρχίζει να δημοσιεύει σημαντικά κριτικά άρθρα και μελετήματα για το Ζολά (Εικονογραφημένη Εστία, 1890), για τον Εμμ. Ροΐδη (Ποικίλη Στοά, 1891), για τον Γερ. Μαρκορά (Εθνικόν Ημερολό γιον, 1892) κ.ά. Ο ίδιος ο Ξενόπουλος αναφέρει ως έτος έναρξης του κριτικού του έργου το 1892.8 Η γόνιμη κριτική του περίοδος ορίζεται και α πό τον ίδιον στα χρόνια 1892-1910.9 Όμω ς και μετά το 1910 έχουμε δημοσιευμένες, αραιότερα βέβαια, κριτικές του μελέτες και μάλιστα σημα
Τ
ντικές· π.χ. για τον Παπαδιαμάντη (1911), τον Μαρτζώκη (1912), για τον Βουτυρά (1920) ή για το Μυθιστόρημα (1932). Οι κριτικές του Ξενόπουλου είναι δημοσιευμέ νες κυρίως στα περιοδικά Εικονογραφημένη Ε στία του Δροσίνη, στο Εθνικόν Ημερολόγιον του Σκόκου, στο Ημερολ. Ποικίλη Στοά (Αρσένη), στα Παναθήναια του Μιχαηλίδη, και στη Νέα Ε στία της οποίας ήταν ο ίδιος ιδρυτής, καθώς και στις εφημερίδες Το Ά σ τυ του Κακλαμάνου, Καιροίτου Κανελλίδη, Αθήναια του Πωπ, Εστία κ.ά.
Ο Ξενόπουλος βαθύτατα μορφωμένος και προικισμένος με εγγενή δικαιοκριτική αντίληψη, επιστήμονας και λογοτέχνης ο ίδιος έβλεπε στην κριτική μια ιδιάζουσα πνευματική ευθύνη. Έκρι νε τους συγγραφείς με νου και καρδιά αναγνωρί ζοντας πως το λογοτεχνικό έργο έχει αυτονομία που πηγάζει από την προσωπική συνείδηση του δημιουργού, αλλά ότι εκφράζει και τη συνείδηση της εποχής. Οι κριτικές του χαρακτηρίζονται από ευθυκρι σία, ευαισθησία και επιστημονικότητα. Η ευαισθησία και η ευθικρισία του ήταν αποτέ λεσμα της διορατικότητας αλλά και της βαθιάς του καλλιέργειας και γνώσης της πνευματικής παραγωγής της εποχής του. Έτσι οι κριτικές του αποτιμούσαν σωστά το έργο των κρινόμενων λο γοτεχνών και αποτολμούσαν την προβολή καινο φανών στοιχείων ή νέων λογοτεχνών, έστω και αν αυτό δεν γινόταν αποδεκτό. Ο ίδιος ο Ξενόπουλς γράφει: «Δε με τρόμαζε το καινούργιο, που να μη μπορώ να ιδώ από μέσα τ’ ωραίο, όταν υπήρχε. Απεναντίας, τόβλεπα ωραιότερο. Ή μουν νέος, νεωτεριστής, επαναστάτης».10 «Φιλονεϊστή» τον χαρακτηρίζει ο Δ. Γιάκος χρησιμοποιώντας τον όρο στην ευρύτερη έννοιά του, όπως λέει ο ίδιος.11 Ο Πέτρος Χάρης αναφερόμενος στα βασικά χαρακτηριστικά της κρι τικής του τέχνης επισημαίνει: «Ο Ξενόπουλος έ βλεπε το λογοτεχνικό κείμενο με την πείρα του ο μοτέχνου, αλλά και με τη διαίσθηση του προικι σμένου πνευματικού ανθρώπου, που έχει πολύ ευαίσθητες κεραίες και μπορεί να ανασύρει ό,τι κρύβεται πίσω από απατηλές επιφάνειες, να δέ χεται ό,τι είναι ακόμα νέο και απαράδεκτο για πολλούς και ό,τι θα δώσει άλλες διαστάσεις σ’ αυτό ή σ’ εκείνο το λογοτεχνικό είδος».12 Έ τσι π.χ. ήταν αυτός που πρόβαλε για πρώτη φορά στην Ελλάδα σονέτα του I. Γρυπάρη, τα ο ποία χαρακτήρισε «μικρά κομψοτεχνήματα».13 Δημοσίευσε τέσσερα από αυτά στην Εικονογρα φημένη Εστία (11.1.1895) «με μια σημείωση της διεύθυνσης από πάνω, γραμμένη με το χέρι του Παλαμά. Η Εικονογραφημένη Εστία παρουσιάζ’ έτσι έναν καινούργιο ποιητή. Κι’ από την ημέρα
34/αφιερωμα εκείνη, μπορώ να πω - 11 του Γενάρη του 1895 - ο άγνωστος Γρυπάρης (Ι.Ν.) έγινε πασίγνω στος. Ό λοι μιλούσαν γι’ αυτόν, δηλαδή για τα σονέττα του. Φυσικά, οι θαυμαστές ήσαν λίγοι. Οι περισσότεροι κατηγορούσαν όχι μόνο τα σο νέττα, παρά και τη διεύθυνση14 του περιοδικού, που αθετώντας τη σεμνή συντηρητική του παρά δοση, έδινε στο κοινό και μάλιστα με τόσες συ στάσεις στρυφνά κι ακατανόητα στιχουρ γήματα».15 ην ίδια χρονιά και στο ίδιο περιοδικό πρόβα λε για πρώτη φορά τον Ζ. Παπαντωνίου δη μοσιεύοντας το διήγημά του ο «Ψωμάς»16 (16.4.1895). «ΚΓ ο "Ψωμάς” έκαμε τότε εντύπω ση κι ήταν σα μια αποκάλυψη. Ποτέ δε μετάνοιωσα που σε παρουσίασα μ’ αυτόν· ποτέ δεν διαψεύσθηκαν οι ελπίδες που μου είχες δώσει»17, είπε ο Ξενόπουλος στον Παπαντωνίου όταν τον υποδέχθηκε στην Ακαδημία Αθηνών το 1938. Ο Εενόπουλος πάλι παρά την αρνητική στάση του στο ως τότε έργο του Ν. Επισκοπόπουλου, ό ταν ενθουσιάστηκε από το περίφημο διήγημα του τελευταίου «Ut diese mineur» υπ’ ευθύνη του το έ δωσε στο τυπογραφείο της εφημερίδας Άστυ για δημοσίευση. «Έτσι στο 'Αστυ της Τρίτης, 7 του Δεκέμβρη 1893, φάνηκε το διήγημα του Επισκοπόπουλου σ’ επιφυλλίδα... Ο Νικόλας κοιμήθηκε το βράδυ της Δευτέρας άγνωστος— και το πρωί της Τρίτης ξύπνησε γνωστός κι εξασφαλισμένος. Ο Κακλαμάνος, θαυμαστής του πια, τον πρ.οσέλαβε στο Ά σ τ υ τακτικό συνεργάτη».18 Η περίπτωση του Επισκοπόπουλου, πέρα από την ευαισθησία και ευθυκρισία του Ξενόπουλου, αποδεικνύει και το ελεύθερο πνεύμα που τον διέκρινε, την αμεροληψία και το ήθος του. Χωρίς καμιά'προκατάληψη μελετούσε και έκρινε τα έρ γα χωρίς να επηρεάζεται από προηγούμενες εντυ πώσεις για τον συγγραφέα. Ένα άλλο δείγμα της ελευθερίας με την οποία ασκούσε την κριτική είναι και η περίπτωση του Περικλή Γιαννόπουλου.19 Παρά τις αρνητικές και ειρωνικές κρίσεις που είχαν ήδη δημοσιευθεί για το βιβλίο του Νέον Πνεύμα και παρά την προ σωπική απόσταση πού φαίνεται να παίρνει ο Ξε νόπουλος ως προς τις ιδεολογικές θέσεις του Γιαννόπουλου, όμως εξαιρεί τις αρετές του συγγραφέως: την πρωτοτυπία, τη φιλοσοφική σκέ ψη, την αισθητική αξία, στην οποία και επιμένει. Ο Ξενόπουλος είναι ο πρώτος που παρουσίασε τον Βουτυρά στα Παναθήναια20 με την κριτική του για το πρώτο του διήγημα τον «Λαγκά». Με τά από είκοσι σχεδόν χρόνια το 1920 δημοσίευσε μια καταπληκτική κριτική για το βιβλίο του Πα πάς Ειδωλολάτρης κι άλλα διηγήματα, κριτική στην οποία και σήμερα ανατρέχει κανείς, γιατί τη χαρακτηρίζει αντικειμενικότητα και θεμελιω μένη ερμηνεία τόσο των προτερημάτων όσο και
Τ
των μειονεκτημάτων του συγγραφέα. Όμω ς, απ’ όλες τις κριτικές μελέτες και πα ρουσιάσεις, αυτή που πρόβαλε τα βασικά προτε ρήματα της κριτικής του ικανότητας, την ευθυ κρισία, την ευαισθησία, την αντικειμενικότητα, τη διορατικότητα, και την τόλμη να προβάλλει αγνώστους, οι οποίοι αργότερα δικαιώνουν την προδρομική κρίση του Ξενόπουλου, είναι η πρώ τη κριτική για τα ποιήματα του Καβάφη στα Παναθήναια (τ. 7. 30.11.1903). Είναι η κριτική που κάνει γνωστό τόν Αλεξανδρινό ποιητή στην Ελ λάδα. «Η μεγάλη τιμή, που ανήκει ολόκληρη στον Ξενόπουλο, είναι όμως ότι αυτός πρώτος παρουσίασε στα νεοελληνικά γράμματα τον ποι ητή Κωνσταντίνο Π. Καβάφη με το ιστορικό πια εκείνο κριτικό του σημείωμα το δημοσιευμένο στα Παναθήναια του 1903»21 γράφει ο Κ. Μητσάκης. Έχει μεγάλη σημασία το γεγονός ότι ε κείνη την εποχή ο Ξενόπουλος έκρινε τον Καβά φη μόνο από δεκατρία ποιήματα22 και ήδη είχε επισημάνει τη σημασία της ιστορίας στην ποίησή του, το φιλοσοφικό στοχασμό του, τη γλωσσική ιδιαιτερότητα, αλλά και απλότητα του λόγου Πέρα όμως από τη σημαντική αυτή προσφορά του Ξενόπουλου στη νεοελληνική λογοτεχνία, δηλ. την καίρια κριτική παρουσίαση νέων αξιό λογων λογοτεχνών και ο τρόπος της κριτικής προσέγγισης πολλά έχει να μας διδάξει. Ο Ξενόπουλος παράλληλα με τον Παλαμά και με άλλους λογοτέχνες προσπαθεί να ασκήσει επι στημονική κριτική. Ό χ ι πως απουσιάζει από τα κριτικά του άρθρα η προσωπική εντύπωση. Πολύ ορθά ο Κ.Θ. Δημαράς επισημαίνει ότι μέρος του κριτικού του έργου, κυρίως του μεταγενέστερου, μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «ιμπρεσιονιστική κριτική»,24 πολύ σημαντική και αυτή αν «την α σκεί κάποιος με καλλιεργημένη/φιλοκαλία, όπως είταν, και, ιδίως όπως έγινε ο Ξενόπουλος».25 Η «ιμπρεσιονιστική κριτική» μας βοηθάει να γνω ρίσουμε συνολικά το συγγραφέα μέσα από πετυ χημένους χαρακτηρισμούς χωρίς να εμβαθύνει στο έργο του. Ό μω ς αυτού του είδους η κριτική μειονεκτεί σοβαρά γιατί «δεν έχει σταθερά και μεταβιβαστά κριτήρια»,26 δηλ. δεν μπορεί να κριθεί η ίδια ούτε να αποτελέσει μοντέλο κριτι κής. Πρέπει ακόμη να λάβουμε υπόψη μας πως σε μια «ιμπρεσιονιστική κριτική» παρεμβάλλο νται αν-αισθητικά αξιολογικά κριτήρια: φιλίες, μίσοι, φόβοι κ.ά. Αρκετές κριτικές του Ξενόπου λου έχουν αυτόν το χαρακτήρα. Την άποψη αυτή για ένα μέρος του κριτικού έργου του Ξενόπου λου, το οποίο θεωρεί πολύ θετικό στο σύνολό του, διατυπώνει και ο Αλκής Θρύλος: «Βέβαια ο τρόπος με τον οποίον δικαιολογεί τον θαυμασμό και την αισθητική του συγκίνηση (ο Ξ.) δεν είναι πια για μας σήμερα επαρκής· διακρίνομε ότι ο Ξενόπουλος δεν εμβάθυνε πολύ στο θέμα του, δεν
αφιερωμα/35 το εξερεύνησε, δεν το εξονύχισε... ότι στάθμευσε σε μια αρχική, κάπως αόριστη εντύπωση».27 Ό μω ς ο Ξενόποολος επίμονα καλλιεργεί την αντικειμενική κριτική. «Προς την κατεύθυνση της δημιουργίας μιας τέτοιας κριτικής, αντικει μενικής, εδούλεψε περισσότερο από κάθε άλλον ο Ξενόπουλος· και οι αξιόλογες επιτυχίες του στον τομέα αυτόν, μέσα σε όλες τις ανεπάρκειες και τις ελλείψεις μας, αποτελούν τεκμήριο και προκαλούν την ελπίδα για μελλοντικές εξελίξεις του είδους. Τεχνικός της κριτικής θέλησε να εί ναι στις καλύτερες κριτικές στιγμές του ο Ξενό πουλος· και για την προσπάθειά του αυτήν συν δυασμένη με τις επιτυχίες του διπλή του αξίζει τι μή... Είναι πρώτα πρώτα ο άνθρωπος που ξέρει για τί μιλεί, που γνωρίζει και τά μυστικά και τις δυσκολίες της δουλειάς του, και που εφαρμόζει τις γνώσεις του πάνω σ’ ένα έργο συγκεκριμέ νο»,28 επισημαίνει και πάλι ο Κ.Θ. Δημαράς.29 Εξαίρετα δείγματα τέτοιου είδους κριτικής πι στεύω πως αποτελούν οι μελέτες του για το έργο του Λασκαράτου, του Καρκαβίτσα, του Παπαδιαμάντη, του Βουτυρά. Παραδειγματικά αναφέ ρω τα όσα γράφει στην κριτική του για τον Παπαδιαμάντη σχετικά με τις προϋποθέσεις μιας ε πιστημονικής κριτικής: «Η αληθινή, η επιστημο νική κριτική του Παπαδιαμάντη θ’ αργήσει να γί νει. Πρέπει πρώτα ν’ ανευρεθούν, να συλλεχθούν
όλα του τα διηγήματα, και να καταταχθούν χρονολογικώς. Απορώ δε ειλικρινά με εκείνους, οι ο ποίοι αποφαίνονται με τόσην βεβαιότητα, πριν γί νει αυτή η εργασία, και χωρίς να την κάμουν ο πωσδήποτε, εκ του προχείρου, αυτοί. Γενικώς μου φαίνεται, ότι πάσα κρίσις περί του έργου του Παπαδιαμάντη είναι αρκετά αβάσιμος, προσωρι νή, υποκειμένη αναγκαστικώς εις αναθεώρησιν, η οποία πολλάς εκπλήξεις ημπορεί να παρουσιά σει».30 Παρόμοιες απόψεις καταθέτει και στη μελέτη του για τον Βουτυρά ασκώντας αυτοκρι τική στην αξιολογότατη, κατά γενική ομολογία, αυτή κριτική του. «Στη μελέτη αυτή, δεν εξετά σαμε μόνο τη σχέση, που έχει ο κ. Βουτυράς με τους προκατόχους του, τις επιδράσεις που μπο ρεί να έλαβε απ’ αυτούς ή από άλλους ξένους. Αλλ’ αυτά τα ζητήματα για μας είναι πρόωρα. Θάπρεπε πρώτα να μαζευτούν, σε βιβλία, όλα τα σκόρπια διηγήματα του κ. Βουτυρά, ή τα περισ σότερα, και να καταταχθούν χρονολογικά. Και θάπρεπε ακόμα να γνωρίζουμε τη βιογραφία του, τη σπουδή του, τις μελέτες του, τις προτιμήσεις του, που απ’ αυτά δεν ξέρουμε σχεδόν τίποτα. Έ τσι τον εξετάσαμε σα νάταν μονάχος του. Κι ό που τον συγκρίναμε με άλλους, δεν ήταν γιατί βρίσκαμε μια πραγματική σχέση μ’ αυτούς, αλλά μια αντίθεση ή ομοιότητα, ίσως και τυ χαία».31 Στο κριτικό έργο του Ξενόπουλου ε-
Οι συνεργάτες της Εστίας. Από αριστερά προς τα δεξιά, όρθιοι: I. Ψυχάρης, Δ. Κακλαμάνος, Γ. Κασδόνης (εκδότης), /. Βλαχογιάννης, Κ. Παλαμάς, Γ. Δροσίνης, Γρ. Ξενόπουλος. Καθιστοί: θ . Βελλανίτης, Περρής (εκδότης), Ν. Πολίτης, Στ. Στεφάνου, Μίκιος Λάμπρος, Γ. Σουρής, Εμμ. Ροΐδης και Εμμ. Λυκούδης
36/αφιερωμα ντάσσονται και μελέτες θεωρητικές όπως «Το μυθιστόρημα» (1932) και «Η διασκεδαστική Τέ χνη» (1935), για να αναφέρω τις σπουδαιότερες, οι οποίες όμως δεν διακρίνονται ιδιαίτερα για τον επιστημονικό κι ερευνητικό χαρακτήρα τους. Ό μως και στις κριτικές του για το έργο λογοτε χνών παρεμβάλλει απόψεις του για την τέχνη, για τη γλώσσα, για το ύφος, που πολλές φορές είναι ενδιαφέρουσες και εποικοδομητικές. Μιλώντας για τις κριτικές του Ξενόπουλου δεν πρέπει να παραλείψουμε να αναφερθούμε στον εκφραστικό πλούτο και τον καλοσμιλεμένο λόγο τους, που βοήθησαν το κοινό να προσεγγίσει κρι τικά κείμενα υψηλής στάθμης. Η προσφορά του Ξενόπουλου στην κριτική, παρά τις ατέλειες και αδυναμίες των κειμένων, κυρίως ιμπρεσιονιστικού χαρακτήρα, ήταν ιδιαί τερα σημαντική. Και σήμερα ανατρέχουμε στις κριτικές του, από τις οποίες αντλούμε στοιχεία για να θεμελιώσουμε τη δική μας κρίση. Οι μελέ τες του που προωθούν την επιστημονική και αντι κειμενική κριτική έχουν αξία διαχρονική. Ενδεικτικά αναφέρω την επίδραση που είχε η*1 Σημειώσεις 1. Απ. Σαχίνη, «Δυο κριτικοί της γενιάς του 1880» στην Επι στημονική Επετηρίδα της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, τ. 14, 1975, σελ. 39. 2. Γρ. Ξενόπουλου, «Τα κριτικά άρθρα μου» στα Άπαντα εκδ. Μπίρη, Αθ. 1972, τ. 11ος, σελ. 11-12. 3. Την παράλειψη αυτή του Ξενόπουλου αναφέρουν και ο Απ. Σαχίνης, ά.π., σελ. 42 και ο Κ. Μητσάκης στη μελέτη του «Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος και η νεοελληνική κριτική» στο βιβλίο Πορεία μέσα στο χρόνο, εκδ. Φιλιππότη, Αθ. 1982, σελ. 126. 4. Γρ. Ξενόπουλου, Στάχυα και παπαρούνες 1, εκδ. Ι.Δ. Κολλάρος, Αθ. 1923, σελ. 5. 5. Ό.π. 6. Απ. Σαχίνη, ό.π., σελ. 40. 7. Απ. Σαχίνη ό.π., σελ. 41 και Π. Χάρη, «Γρηγόριος Ξενό πουλος Β'», στο βιβλίο Έλληνες Πεζογράφοι, τ. ΣΤ' εκδ. Εστίας, Αθ. 1981, σελ. 38. 8. Γρ. Ξενόπουλου, «Τα κριτικά μου άρθρα», στα Άπαντα εκδ. Μπίρη, Αθ. 1972, τ. 11ος, σελ. 12. 9. ό.π. σελ. 12-13. 10. Γρ. Ξενόπουλου, «Ιωάννης Ν. Γρυπάρης», Ά πα ντα τ. 11ος, εκδ. Μπίρη, Αθ. 1972, σελ. 224. 11. Δ. Γιάκου, «Ο Ποπολάρος Γρηγόριος Ξενόπουλος» στο βι βλίο Μορφές της ελληνικής λογοτεχνίας, εκδ. Φιλιππότη, Αθ. 1982, σελ. 105. «Αγαπούσε δηλ. ο συγγραφέας και τους νέους του συναδέλφους, αλλά και καθετί νέο, πραγ ματικά, ουσιαστικά νέο, σαν ιδέα, σαν αίσθημα, σαν προ βολή τέχνης και τεχνικής, - της οποίας άλλωστε στάθηκε λαμπρός δάσκαλος». 12. Π. Χάρη, ό.π., σελ. 39. 13. Γρ. Ξενόπουλου, ό.π. σελ. 223. 14. Το 1895 διευθυντής του περιοδικού ήταν ο ίδιος ο Ξενόπου λος. Το σχόλιο όμως για τα σονέτα του Γρυπάρη, όπως ο ίδιος ο Ξενόπουλος αναφέρει σ' αυτό το απόσπασμα, το έ γραψε ο Παλαμάς κατά παράκλησή του. Βλ. και περ. Νέα Ζωή (Αλεξάνδρειας) 8 (1912-13) 55. Ο Π. Μαρκάκης απο δίδει το σχόλιο αυτό στον Ξενόπουλο. Βλ. «Βιβλιογραφία Γρ. Ξενοπούλου», περ. Νέα Εστία 50 (1951) Χριστούγεννα σελ. κ δ \ 15. Γρ. Ξενόπουλου, «Ιωάννης Ν. Γρυπάρης», Ά παντα, τ.
κριτική του Ξενόπουλου για τον Παπαδιαμάντη (1911) σε εξαίρετους και αναγνωρισμένους, σύγχρονούς μας, μελετητές και ιστορικούς της νεο ελληνικής λογοτεχνίας, όπως αποδεικνύει ο εξαί ρετος μελετητής του Παπαδιαμάντη, Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, στα κείμενά του «Ξενό πουλος και Παπαδιαμάντης» και «Τα κρατούμε να».32 Επίσης δεν είναι τυχαίο ότι κριτικές του σημαντικές αναδημοσιεύονται σε αφιερώματα για καθιερωμένους λογοτέχνες. Ενδεικτικά πάλι αναφέρω ότι στο αφιέρωμα της Νέα Εστίας για τον Καβάφη (1963) υπάρχει η κριτική του Ξενό πουλου. Ο Ξενόπουλος - ισχυρή λογοτεχνική ιδιοσυ γκρασία - είχε και ειδικό εξοπλισμό και αυθε ντική παιδεία, στοιχεία απαραίτητα για τον ευσυ νείδητο κριτικό της λογοτεχνίας. Το κριτικό του έργο αποκαλύπτει τη διεισδυτική του δύναμη, την άρτια τεχνική του, την κριτική οξυδέρκεια και την ωριμότητα της σκέψης του. Αδίσταχτα μπορούμε να πούμε πως το κριτικό του έργο απο τελεί ένα από τα οργανικά κεφάλαια της νεοελ ληνικής κριτικής. 11ος, εκδ. Μπίρη, Αθ. 1972, σελ. 224. 16. Γρ. Ξενόπουλου, «Ζαχαρίας Παπαντωνίου», Άπαντα, τ. 11ος εκδ. Μπίρη, 1972, σελ. 240-241. 17. ό.π., σελ. 241. 18. Γρ. Ξενόπουλου, «Επισκοπόπουλος - Νικολά Σεγκύρ», Ά παντα, τ. 11ος, εκδ. Μπίρη, Αθ. 1972, σελ. 273. 19. Γρ. Ξενόπουλου, «Περικλής Γιαννόπουλος», Άπαντα, τ. 11ος, εκδ. Μπίρη, Αθ. 1972, σελ. 95-101. 20. Βλ. Γρ. Ξενόπουλου, «Ο Βουτυράς και το διήγημα», Α πάντα, τ. 11ος, εκδ. Μπίρη, Αθ. 1972, σελ. 156. 21. Κ. Μητσάκη, ό.π. σημ. 2, σελ. 132. 22. Γρ. Ξενόπουλου, «Το έργον του Καβάφη. Ένας ποιητής», Ά παντα, τ. 11ος, εκδ. Μπίρη, Αθ. 1972, σελ. 53. 23. Γρ. Ξενόπουλου, ό.Η. σελ. 56 «Η ιστορία και η μυθολογία παρέχουν συχνά εις τον κ. Καβάφην το θεμέλιο των ποιη μάτων του». Και παρακάτω στη σελ. 59 χαρακτηρίζει πρω τότυπη φιλοσοφική ποίηση... «με το αυστηρόν και ιδιόρ ρυθμον ένδυμα με την αριστοκρατικήν τεχνοτροπίαν, με την όλως προσωπικήν υφήν, με την γλώσσαν την υπενθυμίζουσαν μακρόθεν τον Κάλβον και προ πάντων με την έλλειψιν κάθε αναρμόστου ελαφρότητος, κάθε ανοήτου ηχολαλιάς, κάθε απατηλού στολίσματος». 24. Κ.Θ. Δημαρά, «Ο τεχνικός της κριτικής» στο περ. Νέα Ε στία 50 (1951) Χριστούγεννα, σελ. 148. 25. ό.π. 26. ό.π. 27. Άλκη Θρύλου, «Εισαγωγή» στον τ. 27 της Βασικής Βιβλιο θήκης, Γρ. Ξενόπουλος, Μ. Μητσάκης, Γ. Καμπύσης, σελ. 28. Κ.Θ. Δημαρά, ό.π. σελ. 148, 149. 29. Με αυτή την επισήμανση του Κ.Θ. Δημαρά συμφωνούν και οι Απ. Σαχίνης, ό.π., σελ. 43 κ.ε. και ο Π. Χάρης, ό.π., σελ. 41 κ.ε. 30. Γρ. Ξενόπουλου, «Το έργον του Παπαδιαμάντη», Άπαντα τ. 11ος εκδ. Μπίρη, Αθ. 72, σελ. 132. 31» Γρ. Ξενόπουλου, ό.π. σημ. 20, σελ. 178. 32. Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλου, Δαιμόνιο μεσημβρινό, Έντε κα κείμενα για τον Παπαδιαμάντη, όπου τα κείμενα «Ξε νόπουλος και Παπαδιαμάντης», σελ. 51-58 και «Τα κρα τούμενα» σελ. 59-65. Εκεί καταγράφονται και κρίσεις για τη συζητημένη μελέτη του Ξενόπουλου από τους Κ.Θ. Δη μαρά, Παν. Μουλλά, και Μ. Χαλβατζάκη, σελ. 51.
αφιερωμα/37
Τηλέμαχος Μ ουδατσάκις
Το θέατρο του Γρηγορίου Ξενόπουλου y Φωτ. από την παράσταση της «Κοντέσσας Βαλέραινας» του Γρ. Ξενόπουλου στο Δη μοτικό θέατρο Κρήτης σε σκηνοθεσία Τη λέμαχου Μουδατσάκι (1988)
Τ
X ο σημείωμα που ακο λουθεί σκοπεύει να δώ σει τα χαρακτηριστικά του θεατρικού έργου του Γρ. Ξενόπουλου, ε πιχειρώντας μία ανατο μία στα γνωστότερα έρ γα του Ζακύνθιου συγ γραφέα. Για το επιχεί ρημα ωστόσο αυτό λεί πουν ορισμένα γραμμα τολογικής τάξεως δεδο μένα, που ίσως οφείλει να λάβει υπόψη του ο μελετητής σε μία γενική θεώρηση του έργου του συγγραφέα.
νατρέπω την τάξη και παρουσιάζω τα δεδο μένα αυτά υπό μορφήν αποριών, ανοίγοΑ ντας το δρόμο για μια ευχερέστερη επίδοση στην απαιτούμενη έρευνα: 1. Αν το θεατρικό έργο του Γρ. Ξενόπουλου καλύπτει τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας, ποιοι συγγραφείς προηγούνται στον ίδιο χώρο και ποιοι ακολουθούν. 2. Αν ο Γρ. Ξενόπουλος θεμελιώνει το αστικό
r i
38/αφιερωμα δράμα, τότε πώς γίνεται το πέρασμα από τις «νε οκλασικές» τραγωδίες της καθαρεύουσας και του μεγαλοϊδεατισμού ή ακόμη από τη γραφική απλότητα του κωμειδυλλίου σε ένα θέατρο που θέτει στο επίκεντρο το κοινωνικό άτομο και το «μύθο» του (προβλήματα, ανησυχίες κ.λπ.). 3. Ποιες παράμετροι συντελούν στο προηγού μενο πέρασμα και ποια η ιστορική τους αξία; πώς π.χ. η δημοτική γλώσσα διαμορφώνει, ως εκφραστικό μέσο, ένα θέατρο που καθιερώνει το νατουραλισμό στα ελληνικά γράμματα. 4. Με ποια θεατρικά είδη (:πατριωτικό δράμα, νεοκλασική τραγωδία, κωμειδύλλιο κ.λπ.) και ποιους δημιουργούς (Γ. Καμπύσης, Π. Χορν, Μ. Αυγέρης, Σπ. Μελάς κ.λπ.) συνυπάρχει στην Ι στορία του Θεάτρου και πώς τους επηρεάζει ή δι δάσκεται από εκείνους. 5. Ποιες οι πηγές του συγγραφέα; Πώς π.χ. α φομοιώνει το μήνυμα ενός Α. Μάτεση στο «Βασι λικό», που πανθομολογούμενα προκαταβάλλει τη σύγκρουση στη «Στέλλα Βιολάντη». Ποιες οι ξένες πηγές του Γρ. Ξενόπουλου; Αν όντως ο Ε. Ίψεν, το βόρειο θέατρο, βρίσκεται στην αφετη ρία των εμπειριών του Γρ. Ξενόπουλου (βλ. Εφ. «Εστία», 30, 31 Οκτ. 1 Νοεμ. 1894: «Οι βρυκόλακες» Διάλεξις γενομένη εν τω Θεάτρω των Κω μωδιών την εσπέραν της 29 Οκτωβρίου, υπό Γρ. Ξενόπουλου), πώς ο Νορβηγός συγγραφέας επη ρεάζει τον Έλληνα. Πώς ο ίδιος συλλαμβάνει και εφαρμόζει τη θεωρία του νατουραλισμού που επικρατούσε τότε στην Ευρώπη; (βλ. Ά παντα εκδ. Μπίρη, τ. Α', 1972, σ. 345, την ομολογία του ίδιου του συγγραφέα: «...πείστηκα πως ο συγγρα φέας έχει το δικαίωμα να παρουσιάζει ό,τι συμ βαίνει στη ζωή ό,τι κι αν είναι»). Επισημαίνω εδώ τις καταχρηστικές συσχετίσεις που έγιναν κατά καιρούς ανάμεσα στον Ε. Ίψεν και το Γρ. Ξενόπουλο, όταν συχνά είχε παραναγνωσθεί το μήνυ μα του πρώτου μέσα στο έργο του δεύτερου· έτσι π.χ. συνέβη με το «Τρίτος» (βλ. Δ. Ματθαίος «Το αστικό δράμα στη νεοελληνική δραματική παραγωγή της περιόδου 1895-1910». Περ. «Νεο ελληνική Παιδεία», τεύχος 18, 1989, σ. 72). ια τη μελέτη του Θεάτρου του Γρ. Ξενόπου λου απαιτείται εφεξής μία ταξινόμηση των έργων του, όχι μόνο με βάση τη δραματική κατη γορία (κωμωδία, δράμα, φάρσα) αλλά και τις ε ξής παραμέτρους: α) Το εύρος του έργου (πρά ξεις, εικόνες), β) Τις ιδιομορφίες της σύνθεσης (το «Ψυχοσάββατο» π.χ. είναι μονόπρακτο με in termezzo, όπου εμφανίζεται ο χορός των ψυχών), γ) Την πρωτοτυπία του δραματικού μύθου (ο «Ποπολάρος» π.χ. είναι το κατεξοχήν δείγμα της προσωπικής γραφής του συγγραφέα, ενώ το «Χερουβείμ» είναι διασκευή του «L’Ingenue» της Η. Greville), δ) Με βάση την τυπολογία της σύ γκρουσης (στη «Στέλλα Βιολάντη» η νέα αντιτί
Γ
θεται στον πατέρα της, ενώ στη «Φωτεινή Σαντρη», η ηρωίδα εναντιώνεται στον εαυτό της), ε) Με βάση τον κεντρικό ήρωα και τις κατευθύνουσες ιδεολογίες - τα κίνητρα δράσης (Η Στέλλα π.χ. δίνει τη μάχη για το δικαίωμα στην ευτυχία και τη ζωή, η Κοντέσσα Βαλέραινα στο ομώνυμο έργο αγωνίζεται να φυλάξει τα ιδανικά της στην επερχόμενη απειλή της καταναλωτικής κοι νωνίας). Με τη διαπίστωση των προηγουμένων ελλείψε ων, περνώ στην αναγνώριση των χαρακτηριστι κών του θεάτρου του Γρ. Ξενόπουλου. Στο επίκεντρο κάθε δράσης βρίσκεται το άτο μο και ο κοινωνικός του «μύθος». Τα πρόσωπά του προέρχονται από το αστικό περιβάλλον, ό πως το δίνει η εποχή και το κωδικοποιεί ο συγ γραφέας. Η σύγκρουση οριοθετείται συχνότερα ανάμεσα στα μέλη μιας οικογένειας σε σχέση με τους θεσμούς, όπως του επιβάλλει η κοινωνική ι στορία. Ο χώρος είναι το τυπικό αστικό σαλόνι, η βεράντα, τα εξοχικά σπίτια ή και άλλοι συγγε νείς χώροι, όπως το οδοντιατρείο του Σπύρου στην «Πολυγαμία». Η δράση στις κωμωδίες έχει αίσιο τέλος με μια ενεχόμενη μελαγχολία όπως στο «Φιόρο του Λεβάντε» ή στον «Πειρασμό». Τα δράματα έχουν σχεδόν πάντα τραγικό τέλος, όπως η «Στέλλα Βιολάντη» που δείχνει την προϊούσα θυσία της ηρωίδας στην οδό των αναζητήσεών της. Η προέλευση των προσώπων από το αστικό περιβάλλον είναι σαφής, όπως σαφής είναι και η ταξική κλιμάκωση των ηρώων σε μια σύγκρου ση: Ο Ζέππος στον «Ποπολάρο» είναι ανάξιος για την Κοντεσίνα Έλντα, είναι μικρομεσαίος κατά τον Κόντε Ντιμάρα, το ίδιο και ο Χρηστάκης ο Ζαμάνος στη «Στέλλα Βιολάντη». Στους «Φοιτητές» όλα σχεδόν τα πρόσωπα είναι μικρο αστοί, ανερχόμενοι. Στην «Κοντέσσα Βαλέραινα» η κεντρική ηρωίδα ζει στο λυκόφως ενός πε ρασμένου αστικού μεγαλείου. Σαφής άλλωστε εί ναι η διάκριση του υπηρέτη και κυρίου που ιδιαί τερα στις κωμωδίες ανοίγει συχνά και φαιδρύνει το περιβάλλον της σύγκρουσης, όπως στο «Φιό ρο του Λεβάντε» και στον «Πειρασμό». λοι οι κεντρικοί ήρωες υποκινούνται από έ να Ιδεώδες στην πορεία τους. Στις ερωτι κές ιστορίες προηγείται συχνότερα η πάλη της νέας κόρης για την κατάκτηση του αγαπημένου της. Η ίδια εγκλωβίζεται στις αναζητήσεις της και δίνει το επιτηδευμένο τέλος, όπως η Φωτεινή Σάντρη, που αυτοκτονεί στον Κόκκινο βράχο. Ο νεαρός εραστής, με εξαίρεση τον Ποπολάρο Ζέππο, είναι λυμφατικός, όπως ο μικροαστός Χρηστάκης Ζαμάνος. Ο συγγραφέας επιφυλάσσει έ τσι στον, πρώτο τη δυνατότητα της πάλης και τη συνακόλουθη άνοδό του στην κοινωνική κλίμα κα.
Ο
αφιερωμα/39 Η σύγκρουση που οργανώνεται συνήθως ανά μεσα στα μέλη μιας οικογένειας καρποφορεί από τις ενεχόμενες ιδεολογίες στις κινήσεις των προ σώπων. Η Κοντέσσα Βαλέραινα συγκρούεται με τη μετριοπάθεια του περιβάλλοντός της (το γιο της και τη γυναίκα του), αλλά και με την ιδέα της εμπορίας του μυστικού της, που φέρνει στο προ σκήνιο τον Πάπουζα και την κοινωνία της κατα νάλωσης. Η Βαλέραινα εγκλωβίζεται και αυτή στη μοναξιά της, τηρεί τις αποστάσεις από τον αστικό υλισμό και αυτοκτονεί σώζοντας τα ιδα νικά της. Η ομολογία του μυστικού της θεραπευ τικής σκόνης και η απόδοσή του στην κατανά λωση, καθιστούν τη Βαλέραινα μάρτυρα ενός παρελθόντος του πνεύματος που παραδίδεται στα αρπάγια ενός ματεριαλιστικού «αύριο». Η σύγκρουση ωστόσο του κεντρικού ήρωα με τα άλλα Πρόσωπα ενός έργου εμβαθύνει περαιτέ ρω την κρίση στη σχέση ατόμου και θεσμών ή η θών και τάσεων, όπως τα έχει διαμορφώσει η κοινωνία. Η Φωτεινή Σάντρη ερωτευμένη με τον πρωτοξάδερφό της Άγγελο, συγκρούεται καταρχήν με την αποδοκιμασία της «αιμομειξίας», ό πως τη διαδίδει η κοινωνική ηθική, πριν φθάσει στην αυτοεξόντωση. Η Στέλλα Βιολάντη υποκύ πτει στη βία του πατέρα της που ενσαρκώνει τα φεουδαρχικά ιδεώδη, όπως αυτά έχουν φθαρεί και διαστραφεί στις μέρες του. Ο σαδισμός του Βιολάντη είναι ο μεγαλοαστισμός που έχει νοσή σει και υποτροπιάσει. Η Στέλλα συγκρούεται ε φεξής με ένα ανίατο σύμπτωμα μιας προαιώνιας κοινωνικής μάστιγας. Ενώ η Βαλέραινα συ γκρούεται με ένα σύμπτωμα που θα αποδειχθεί α νίατο στο μέλλον, την Κοινωνία της κατανάλω σης και τους νόμους της. Στο «Φιόρο του Λεβάντε» ο καλοκάγαθος Νιόνιος αφού ζήσει με την οικογένεια του Βάλδη στην Αθήνα, εγκαταλείπει το αφόρητο αστικό περιβάλλον της πρωτεύουσας και επανενσωματώνεται στην Επαρχία της Ζακύνθου, αφού προηγουμένως χαρίσει τη γνησιότητα και την α φέλεια της αγάπης του στην ίδια οικογένεια και αφού λύσει τα μικροπροβλήματά της. Η σύ γκρουση εδώ αφορά στην αντιφατική παραβολή, όχι πια των θεσμών, αλλά του χώρου της πρωτεύ ουσας και των αρχών του, όπως τους εκπροσω πεί ο Βάλδης, και του χώρου της Επαρχίας με τα «φιόρα» όπως τον ζει και τον διατηρεί ο Νιόνιος στη γλάστρα με την «μπουγαρινιά» του. Στους «Φοιτητές» η σύγκρουση ξεκινά με την παρεξήγηση της συμπεριφοράς της Φανίτσας α πό τον Τάσο. Και ενώ ο τελευταίος σώζεται από την απόπειρα αυτοκτονίας για να κερδίσει αργό τερα την ερωτική ευτυχία (αφού το αίσθημα των δύο νέων παρακατατίθεται και επιζεί στο χρόνο), στο φόντο του ίδιου έργου περνά η ιστορική σύ γκρουση των «Ορεστειακών». Ο συγγραφέας α νοίγει ένα επιτήδειο πλαίσιο και καταθέτει τη
Τεύχος 80, Ιούνιος 1991 Μηνιαία επιθεώρηση, Μαυρομιχάλη 39, Αθήνα 106 80, τηλ. 36.19.837
Πολιτικά κείμενα των: Γιάννη Σακιώτη, Β α γ γ έλ η Σ τογιά ννη, Σμ άρω ς Γιαννακοπ ο ύ λ ο υ , Θ. Τ σουμαλάκου Στ. Μπογιατζή:* Α νθρω ποι και Σκου πίδια Λεωνίδα Λουλούδη: Μάθημα Πολιτικής Ο ικολογία ς Γιάννη Παρασκευόπουλου: Χ ρονικά τω ν ο ικ ο π εδ ο π ο ιή σ εω ν
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥΣ ΥΓΡΟΒΙΟΤΟΠΟΥΣ * Κριστίν Χέντερ: Α νοικτές επ α φ ές με φά λα ινες Γρηγόρη Τσούνη: Η Τυτώ Μιχάλη Μοδινού: Κατανάλω ση και α το μική στάση Μιχάλη Παπαγιαννάκη: Ευρω-οικολογικά Ζέφης Κάλλια: Green Marketing και Ν έα Τάξη Σ. Βυζαντινοπούλου: Ο λοκλη ρω μένη αντιμετώ πιση ζιζα νίω ν Ζαν Λου Μοτσάνε: Οι α στικές μετα φ ο ρ έ ς σ το ν 3ο Κόσμο Δημήτρη Κωστόπουλου: ΠΛΗΘΗ ΚΑΙ ΚΕΡΑΜΟΙ Βαγγέλη Στογιάννη: Οι ευ κ α ιρ ίες τω ν κερασιώ ν Γιάννη Παρασκευόπουλου: Υ π άρ χει οι κ ο λ ο γικ ό ς εκ σ υ γχ ρ ο ν ισ μ ό ς ; Πιερ Τυϊλλιέ: Η β ιολογικ ή π ρ όκλη ση
40/αφιερωμα μαρτυρία του για τη σύγκρουση των «μαλλια ρών» με τους «ορθόγλωσσους», όταν οι Φοιτητές παίρνουν, με τον τρόπο τους μέσα στο έργο, μέ ρος στον γνωστό ξεσηκωμό για τη γλώσσα. λα σχεδόν τα θεατρικά έργα του Γρ. Ξενόπουλου διαδραματίζονται σε ένα σαλόνι σε ένα δωμάτιο που αποτυπώνει με πιστότητα τα χαρακτηριστικά του αστικού χώρου. Η περιγρα φή του τελευταίου στις σκηνικές οδηγίες αναδείχνει συχνά, με την αρχή του φωτογραφικού μινιμαλισμού, το περιβάλλον όπου ζουν και πάσχουν οι ήρωες του συγγραφέα. Ο χώρος αυτός, το σα λόνι, τοποθετείται με σαφήνεια σε έναν ευρύτερο χώρο που συνήθως είναι η Ζάκυνθος ή οι εξοχές της Αττικής, ενώ συχνιΓ προβάλλουν ποικίλοι εξωσκηνικοί χώροι, όπου μεταναστεύουν ή από ό που έρχονται οι ήρωες, χώροι που ενισχύουν μια μνήμη ή καταργούν μια άλλη ανάλογα με τις α παιτήσεις του δραματικού μύθου. Χαρακτηριστική είναι η ομοιογένεια του αστι κού περιβάλλοντος, αλλά και η ποικιλία των χώ ρων στο θέατρο του Γρ. Ξενόπουλου. Το σαλόνι π.χ. στη «Στέλλα Βιολάντη», συνδέεται με τη σο φίτα (εγγύς εξωσκηνικός χώρος) όπου η ηρωίδα ζει τη στέρηση και τις κακουχίες που της επιβάλ λει ο πατέρας της. Το σαλόνι στη «Φωτεινή Σαντρη» έχει φόντο τον Κόκκινο βράχο· το χρώμα της δύσης που κατακλύζει στην τελευταία σκηνή το σαλόνι, πηκτό σαν σήμα, εκτείνει το αστικό περιβάλλον στη φύση. Στο φοβερό αυτό μείγμα, σε ένα κλίμα αδήριτης νοσταλγίας θανάτου αυτοεξοντώνεται η Φωτεινή. Η αλληλοδιείσδυση των χώρων καθίσταται σχεδόν αρχή στη σύλλη ψη της δραματικής γεωγραφίας του Ξενόπουλου. Στον «Ποπολάρο» το σαλόνι εναλλάσσεται με τη βεράντα, το πρώτο περνά ως χώρος περισυλλο γής, ενώ η δεύτερη φιλοξενεί τις πιο ανώδυνες στιγμές της σύγκρουσης. Στην «Κοντέσσα Βαλέραινα» η στέρηση της οι κογένειας, το οικονομικό αδιέξοδο συμβαδίζει με ένα αποστεωμένο περιβάλλον. Η περιγραφή του δωματίου της Κοντέσσας με τον ελλειπτικό διάκοσμο, αφήνει τα περιθώρια για την προβολή του ιδανικού της παλιάς αρχόντισσας που επιδί δεται με πλούσιο τον αλτρουϊσμό και τη διάνοια του καθήκοντος στην παρασκευή της σκόνης που θεραπεύει τη «θέλα» των ματιών. Είναι χα ρακτηριστικό ότι η πενία του τωρινού δωματίου της «Κοντέσσας...» αντιπαρατίθεται στον πλού το και την αφθονία του παλιού της αρχοντικού. Ο Γρ. Ξενόπουλος συχνά δημιουργεί μιαν αντίστιξη σχεδόν διαλεκτική ανάμεσα σε δύο χώρους, ό πως εδώ, έναν «πλούσιο» και ένα «φτωχό». Στη «Στέλλα Βιολάντη» η στενή σοφίτα, όπου η Στέλ λα ζει το μαρτύριο της στέρησης του αγαπημένου της, αντιπαρατίθεται στην πλατεία της αγοράς, όπου ο Χρηστάκης Ζαμάνος ξεπορτίζει με τη νέα
Ο
αγαπημένη του. Η ευρύτερη ωστόσο αντιπαράθε ση χώρων γίνεται στο «Φιόρο του Λεβάντε», ό που η Ζάκυνθος αντιπαρατίθεται με την Αθήνα: εδώ όλα «στονάρουν» κατά την έκφραση του Νιόνιου (βλ. εκδ. Μπίρη σ. 402), ενώ στη «Ζά κυνθο κι οι πέτρες ακόμα είναι λίσσες μαλακές» στην Αθήνα και το μπαμπάκι είναι «γκρέτζο!» (βλ. στο ίδιο). Η αντιπαράθεση πρωτεύουσας (Αθήνας) και ε παρχίας (Ζακύνθου) είναι ακόμη συχνότερη στο έργο του Γρ. Ξενόπουλου. Στον «Ποπολάρο», ο Ζέππος σπουδάζει στην Αθήνα- η Ζάκυνθος λει τουργεί τότε ως ταμείο μνήμης και εκπομπής της ερωτικής νοσταλγίας. Στην Αθήνα ζει και ο Λούης, ο πολιτικός που θα βοηθήσει το γιο της Βαλέραινας να διορισθεί στο δημόσιο. Στην Αθήνα ζει ακόμη ο αγαπημένος της Φωτεινής Σάντρη, εδώ παντρεύεται, και από εδώ η νέα μαθαίνει το ολέ θριο συμβάν. Στην Αθήνα των διαδηλώσεων για τα «Ορεστειακά» εξελίσσεται και η δράση στους «Φοιτητές», στο σπίτι της Κυρά Μάρως, μητέ ρας της Φανίτσας. Στο τελευταίο μάλιστα έργο αλλάζει ο χώρος όταν η. δράση μετατίθεται στην Πάτρα (βλ. Επίλογος), παραμένει όμως και εδώ τυπικά αστικός. Η κάμαρα του Τάσου στης Κυ ρά Μάρως δίνει τώρα τη θέση της σε ένα θαυμά σιο κήπο με καθιστικό εξοπλισμό, λουλούδια κ.λπ. Στα περίχωρα άλλωστε των Αθηνών εξε λίσσεται και η δράση της «Μονάκριβης», στη Βίλλα του Α. Γάσπαρη του νησιώτη εισοδηματία πατέρα της Κεντρικής ηρωίδας. « Είναι χαρακτηριστικό ότι ο αστικός χώρος στο θέατρο του Γρ. Ξενόπουλου καλύπτει τη δρα ματική εθιμοτυπία, το «μύθο» των ηρώων, πλαι σιώνει με όλες τις συμβατικότητες τη συμπεριφο ρά τους παίζοντας σε δύο κυρίως επίπεδα α) ένα «κλειστό» (πρβ. δωματιακό χώρο) και β) ένα «α νοιχτό» (πρβ. βεράντα ή κήπο). Το πρόβλημα εκ κολάπτεται στον «κλειστό» χώρο, εδώ ζυγιάζε7 ται και συνήθως λύνεται με τον ένα ή άλλο τρό πο, ενώ συμπληρώνεται ή επανατροφοδοτείται στον «ανοιχτό» χώρο. Σπανιότερα η λύση δίνεται σε ένα εξωσκηνικό χώρο όπως στον Κόκκινο βράχο της «Φωτεινής Σαντρη». Ο κλειστός χώ ρος, το δωμάτιο στο έργο του Γρ. Ξενόπουλου εί ναι ένας κεντρομόλος χώρος όπου συνευρίσκο νται, κατά την οικονομία της δράσης, όλα τα πρόσωπα ενός έργου, εδώ πάσχουν ή χαίρονται, εδώ ζουν ή πεθαίνουν. Με τις προηγούμενες διαπιστώσεις που αφο ρούν στα Πρόσωπα, τη σύγκρουση και το χώρο στο έργο του Γρ. Ξενόπουλου, έδωσα ορισμένα από τα χαρακτηριστικά του θεατρικού έργου του Ζακύνθιου συγγραφέα, περιορίζοντας την έκθεσή μου στα στοιχεία που συνθέτουν την αστική δρα ματουργία του ίδιου συγγραφέα. Χαρακτηριστι κή είναι η παρέλαση των προσώπων σε όλη την κοινωνική κλίμακα από τον Κόντε,Νΐιμάρα ως
αφιερωμα/41 τον τελευταίο υπηρέτη ή τον ανερχόμενο αστό Ζέππο στον «Ποπολάρο», από τον αγαθό υπηρέ τη στο «Φιόρο του Λεβάντε» ως το νεοαστό Βάλδη. Χαρακτηριστική άλλωστε είναι η ωρίμανση ενός προσώπου, που συχνά στο τέλος του έργου, καθώς αλλάζει η δραματική τοιχογραφία, αλλά ζει και το ίδιο, πατώντας διαφορετικό σκαλοπάτι στην κοινωνική κλίμακα, όπως ο Τάσος στους «Φοιτητές». Μια συστηματική μελέτη στον ίδιο δρόμο θα μπορούσε να επιμείνει στην κριτική που ασκεί ο Ξενόπουλος στην αστική τάξη και στην προφάνεια των στόχων του. Συχνά η κριτική αυτή του στοιχίζει την «απώλεια» του ήρωά του στο τέλος του έργου: Η αυτοκτονία της Φωτεινής Σάντρη ε πικρίνει έμμεσα, με βαρύ τίμημα, τις κοινωνικές προλήψεις στο γάμο που ασφαλώς καλλιεργούσε και η οικογένεια Σάντρη. Με τη θυσία της Στέλ λας Βιολάντη ο Γρ. Ξενόπουλος καταδικάζει το
Τίτλοι έργων
Χρονολογία
εκδ. Εστίας » » »
Β' τόμος » » »
εκδ. Εστίας » » »
Γ' τόμος » »
εκδ. Εστίας » »
1945
Δ' τόμος
»
» »
εκδ. Οι φίλοι του βιβλίου » »
1913 » »
«ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΟ» «ΧΕΡΟΥΒΕΙΜ» «ΠΟΛΥΓΑΜΙΑ» «ΜΟΝΑΚΡΙΒΗ»
1913 » »
«ΤΟ ΖΕΥΓΑΡΩΜΑ» «ΑΚΤΙΝΕΣ» «ΤΟ ΦΙΟΡΟ ΤΟΥ ΛΕΒΑΝΤΕ»
1922 »
«Ο ΨΥΧΟΠΑΤΕΡΑΣ»
« 0 ΤΡΙΤΟΣ» «ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΥ» «ΟΙ ΕΒΡΑΙΟΙ ΤΗΣ ΖΑΚΥΝΘΟΥ» (απόσπασμα της «Ραχήλ») «ΣΤΗΝ ΠΑΓΙΔΑ» «ΦΟΙΤΗΤΑΙ» «ΚΑΒΑΛΕΡΙΑ ΠΟΠΟΛΑΝΑ» «ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ» «ΔΕΝ ΕΙΜ’ ΕΓΩ Ή Η ΛΟΓΙΚΗ» «ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΗΣ ΚΟΝΤΕΣΣΑΣ ΒΑΛΕΡΑΙΝΑΣ» «ΘΕΙΟΣ ΟΝΕΙΡΟΣ» «ΠΕΠΡΩΜΕΝΑ» «Η ΣΜΑΡΩ ΚΑΙ Η Μ ΑΝΑ ΤΗΣ Ή ΕΤΣΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ» «ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ» (διάλογος)
Εκδόσεις Α' τ ό μ ο ς , » » »
«ΦΩΤΕΙΝΗ ΣΑΝΤΡΗ» «ΣΤΕΛΛΑ ΒΙΟΛΑΝΤΗ» «ΡΑΧΗ Λ» «Ο ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ»
«Ο ΠΟΠΟΛΑΡΟΣ» «ΑΝΙΕΖΑ»
έγκλημα της ταξικής κοινωνίας, το μίσος και την αδικία εις βάρος των ποπολάρων. Η καταδί κη όμως αυτή του στοιχίζει την «απώλεια» της πιο τρυφερής του ηρωίδας. Μένει τέλος ανάμεσα στα άλλα να διερευνηθούν οι τεχνικές που σταθεροποιεί ο συγγραφέας, όχι μόνο στη σύσταση του δραματικού μύθου (μοντέλα δράσης κ.λπ.), αλλά και στην πορεία των προσώπων στη δράση, στη σύλληψη του χώ ρου και τή σημασία της, στη διαμόρφωση του διαλόγου, την οικονομία των σκηνικών κ.λπ. Χρειάζεται επίσης να ερευνηθεί ο τρόπος που ο συγγραφέας δραματοποιεί τα μυθιστορήματά του: ακολουθεί ένα ενιαίο μοντέλο που ούτως ή άλλως διαμορφώνει ο ίδιος ή εργάζεται με ένα συστηματικό ένστικτο κατά περίπτωση. Παραθέτω τέλος πίνακα με τα θεατρικά έρ γα του Γρ. Ξενόπουλου με βάση τη χρονολογία της πρώτης έκδοσης και κυκλοφορίας:
»
»
»
1896 1909
Περιοδικό «Τα Ολύμπια» Περιοδικό «Παναθήναια»
1910 1915 1919 1923 1927 1928
Περιοδικό «Επτανησιακό Ημερολόγιο» Περιοδικό «Εθνικό Η μερολόγιο» Εκδόσεις Π απαδόπουλος Περιοδικό «Χ αμόγελο» Περιοδικό «Ν έα Εστία» Εκδόσεις «Εστίας»
1928 1934 1935
Εκδόσεις Εστίας Περιοδικό «Ξεκίνημα» Περιοδικό «Ελληνικά φύλλα»
1936 1885
Περιοδικό «Ελληνικά γράμματα» Περιοδικό «Εικονογραφημένη Εστία»
42/αφ ιερω μα
Δημήτρης Γιάκος
Οι «Π λούσιοι κα ι Φ τω χοί» κα ι ο «Λέων Χ αρίσης»
Υ
'
Σαράντα ολόκληρα χρόνια μετά το θάνατό του, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος κρατάει ακόμα την «επικαιρότητά» του: ακόμα διαβάζεται, ακό μα χειροκροτείται στα θέατρα κι ακόμα «παραπέμπεται» στα κριτικά του τα κείμενα. Το όνο μά του λοιπόν, και προ πάντων το έργο του, δεν έχει ξεμακρήνει ολότελα κι από τους και ρούς μας, όπως δα κι α πό τους δικούς του και ρούς, μια και η εποχή μας δε γνώρισε ακόμα, - ευτυχώς! - καμιάν ουσιαστική αποστασιο ποίηση από το πολυσύ στατο έργο του. ίδιος άλλωστε ο Ηενόπουλος, στη «Σύντομη Ο αυτοβιογραφία» του, τη συνθεμένη στα 19391, φαίνεται πως πίστευε σε κάτι τέτοιο, παρότι το είχε διατυπώσει αρκετά «διπλωματικά»: «Μην ακούτε τι λέω καμιά φορά... στο θυμό μου, όταν μου φαίνεται πως με αδικούν», είχε γράψει. Και πρόσθεσε αμέσως: «πιστεύω κατάβαθα εκεί νο που έγραψε σ’ ένα ωραίο άρθρο του για μένα ο κ. [Γιάννης] Χατζίνης στην «Πνευματική Ζωή» [του Μελή Νικολάίδη]: Μικρός, τιποτένιος, δεν είμαι βέβαια. Αλλ’ αν είμαι και μεγάλος συγγρα φέας, αυτό θα το πει ο Καιρός». «Πιστέψετέ με
λοιπόν, εξομολογείται στη συνέχεια ο Ξενόπουλος: για ένα συγγραφέα, και ν’ αμφιβάλλουν α κόμα οι σύγχρονοί του, - και μάλιστα νέοι κρι τικοί σαν τον κ. Χατζίνη, — είναι πολύ»... Έτσι, ακόμα και αν ο ίδιος ο Ξενόπουλος πα ραδεχτεί πως δεν είναι «μεγάλος» συγγραφέας, ακόμα και αν ομολογήσει πως «ξέρει τον τρόπο, μα δεν έχει τη δύναμη»2, ακόμα και τότε, ο προ σεχτικός του ο αναγνώστης, κυρίως όμως ο συ στηματικός του μελετητής, θα διαπιστώσει και τούτο: ότι, πίσω από τη μετριόφρονη ομολογία του συγγραφέα, πως «δεν κατάφερε να φτάσει
αφιερωμα/43
II
δογύρισμα» του Πολίτη, που μνημόνευσα παρα πάνω: «Έργα δεν έχω, έργο έχω»! Ο Σπύρος Μελάς, στο αφιέρωμα της «Ελληνικής Δημιουρ γίας», όπου συχνά πυκνά παραπέμπω στις «Ση μειώσεις» μου, παραδέχτηκε κι ετούτην εδώ την αναμφισβήτητη αλήθεια: πως «ο Ξενόπουλος θα μπορούσε, στο τέλος της ζωής του, να επαναλάβει με δίκαιη περηφάνια τα λόγια του ιψενικού Αρχιτέκτονα Σόλνες: "Θα χρειαστεί να κάμετε μεγάλο γύρο, για να ιδείτε όλα τα έργα μου” », που θα πει, συμπληρώνουμε μεις: το συνολικό ΕΡΓΟ μου! Πού λοιπόν οφείλεται αυτή μας η προτίμηση στο πρώτο μέρος μιας αληθινά «κοι νωνικής» τριλογίας, δηλαδή σε ένα μονάχα μυθι στορηματικό δέντρο από ολόκληρο δάσος; «Πολλοί ’ναι οι δρόμοι πόχει ο νούς». Αυτό δεν παραδέχεται και ο Σολωμός; Μπορεί λοιπόν και ο δικός μας ο νους, παίρνοντας «πολλούς δρό μους», να σταμάτησε σ’ ένα ορόσημο. Πολλά λέ γονται και γράφονται τώρα στερνά για σοσιαλι σμό και σοσιαλιστές. Οι σχετικές συζητήσεις δί νουν και παίρνουν: υπαρκτός σοσιαλισμός, ανύ παρκτος σοσιαλισμός, ουτοπιστικός σοσιαλι σμός, χριστιανικός σοσιαλισμός, και τα λοιπά και τα λοιπά... Ό λ α τους έγιναν actualites... Για τί να μην ενταχθούν και οι «Πλούσιοι και Φτω χοί» σ’ αυτή την επικαιρότητα; Ο αείμνηστος Γρηγόριος Ξενόπουλος ανήκει στους πρώτους Νεοέλληνες λογοτέχνες, που όχι μόνο χρησιμο ποίησαν τους όρους «σοσιαλισμός» και «σοσια λιστής», μα και προσπάθησαν να αναλύσουν με καλοπροαίρετα λογοτεχνικά τους κείμενα το νόημα, το περιεχόμενο και τις επιδιώξεις των πο λυσήμαντων αυτών όρων. Μέλος της Σοσιαλιστι κής Νεολαίας Αθηνών από το 1890, - που θα πει από τα 23 του χρόνια, - ήταν ταυτόχρονα και οι κογενειακός φίλος και θαυμαστής και οπαδός του κοινωνιολόγου Πλάτωνα Δρακούλη, που δεν είναι άλλος από τον εμφανιζόμενο με τ’ όνομα Λέων Χαρίσης στο μυθιστόρημα «Πλούσιοι και Φτωχοί». Το Σεπτέμβρη του 1930 ο ίδιος ο συγ γραφέας του, αποκρινόμενος σε σχετικό ερώτη μα του Γιάννη Κορδάτόυ, το επιβεβαίωσε: «Ο κ. Δρακούλης, του είπε, δεν σας γέλασε πληροφορώντας σας πως ήμουν οπαδός του. Ή μουν θαυμαστής του, μαθητής του, αν θέλετε, και ανήκα στη Σοσιαλιστική Νεολαία του 1890. Χρο νογραφώντας σε διάφορες εφημερίδες, από τότε ως το 1910, δεν άφησα ευκαιρία, - εργατικό ζή τημα, απεργίες κ.λπ., - που να μην εκδηλώσω την ιδέα μου».
ο συνολικό, βέβαια, έργο του Ξενόπουλου συγκροτεί δάσος, που καθόλου, μα καθόλου δε χάνεις την έννοια, το νόημα ή την εικόνα του από τα πολλά δέντρα, καταπού θα ’λεγαν και οι Γερμανοί («Vor lauter Baumen den Wald ni'cht sehen»). Θυμηθείτε, παρακαλώ, εκείνο το «αναπο-
ν η χρονολογία 1910 δεν είναι τυπογραφικό λάθος, πρέπει να υποθέσουμε πως ο Ξενό πουλος, μιλώντας «μετά είκοσιν έτη» στον Κορδάτο, είχε ξεχάσει κάποια μεταγενέστερα “ σο
ψηλότερα από μια "Κοντέσσα Βαλέραινα” κι έν’ "Ανθρώπινο” στο δράμα, από ένα "Δεν είμ’ ε γώ” στην κωμωδία, κι από ένα "Σύγχρονο μεσαίωνα” στο ρομάντσο», κρύβεται η βαθιά πίστη του Ξενόπουλου στο έργο του. Και μαζί της, και κάποιο απόμακρο, - σαν αδιόρατο, - πείραγ μα, που το σκόρπιζε με ανάλαφρο και πικρό χιούμορ, για να ραντίσει με ροδοπέταλα τους επι κριτές του. Δε λέει λ.χ. την ’’Κοντέσσα Βαλέραινα” , αλλά μια "Κοντέσσα Βαλέραινα” , μια και ανεπανάληπτη ίσως, θέλει να πει. Και αλλού: «Επλούτισα τη Φιλολογία με μια σειρά από κοινωνι κά μυθιστορήματα - μεγάλους, πολυπρόσω πους πίνακες από την ελληνική ζωή» («Ο πόλε μος», έκδ. 1920). Και όταν στα 1925 ο Φώτος Πο λίτης του καταμαρτύρησε πως «έργα έχει, έργο δε,ν έχει», ο Ξενόπουλος τού τ’ αναποδογύρισε, τονίζοντας πως «έργα δεν έχει, έργο έχει»! Για να προχωρήσει3 διακηρύχνοντας: «Είμαι και Ζακυνθινός, και Μωράίτης, κι Ανατολίτης, κι Αθη ναίος. Είμαι Πανέλληνας»! «Κράμα παντοδαπής σοφίας και βολταιρικού πνεύματος» τον είχε πει, φοιτητήν ακόμα, ο Παύ λος Νιρβάνας4, παρότι οι αδικίες που είχανε συντροφέψει τον Ξενόπουλο σε όλη του τη ζωή δεν ήτανε λίγες. Κορυφώσεις τους στάθηκαν: α' το κάψιμο του σπιτιού του και γραφείου της "Διαπλάσεως των Παίδων” (Ευριπίδου 42, Αθή να) και β' η πλήρης αγνόησή του από το κράτος, ακόμα και κατά την ίδια ημέρα της κηδείας του (15 Ιανουάριου 1951).5 Εκτός, φυσικά, από τους «σταυρωτήδες, τους εμπρηστές, τους αγιογδύ τες, τους Φαρισαίους και τους μοιρολογητάδες κορκοδείλους, που ανακατεύτηκαν μαζί με το θλιμμένο πλήθος των φίλων που τόνε ξεπροβόδι σαν για το ταξίδι της αιώνιας ειρήνης»6, εμείς προσθέσαμε και τους αδικητάδες του 1981. «Η ί δια εγκατάλειψη, γράψαμε7, και στα 30 χρόνια από το θάνατό του. Αντίθετ’ απ’ ό,τι έγινε (επά ξια, φυσικά) για τον Άγγελο Σικελιανό, για τον Γρηγόριο Ξενόπουλο, — την ίδια χρονιά με τον Άγγελο της Νεοελληνικής Ποίησης πεθαμένον, —ελάχιστοι μίλησαν κι έγραψαν, με χαρακτηρι στική πάντοτε "αποχή” τού επίσημου ελληνικού κράτους»! Και αποτελεί τιμή για το «Διαβάζω», που πρώτο, νομίζω, φέτος αυτό, του αφιερώνει ε τούτο εδώ το τεύχος, όπου και το μελέτημα του υπογράφοντος για τους «Πλούσιους και Φτω χούς».
Τ
III
Α
44/αφιερωμα σιαλιστικών” αποκλίσεων λογοτεχνικά έργα του και χρονογραφήματα. Το τυπωμένο λ.χ. στην «Εστία» Φλεβάρη-Μάρτη του 1913 διήγημά του «Αντάρτης». Ο ζακυθινός εκείνος νέος δεν είναι άλλος από τον «Ποπολάρο» του 1924, το «θύμα δηλ. ενός άγριου πολέμου, σκοτεινού, προαιώ νιου, που θα ’φερνε όμως σε λίγο την ειρήνη ανά μεσα στις δυο εχθρές τάξεις και θα δημιουργούσε μια καινούρια Κοινωνία», όπως αναφέρει ο ίδιος ο συγγραφέας στο Δ' κεφάλαιο του «Ποπολά ρου». «Οι Ποπολάροι, γράφει στο προλογικό του σημείωμα, πολεμούσαν ολοένα για ν’ ανεβούν· οι Άρχοντες για να κρατηθούν στη θέση τους και να μην πέσουν». Και, παρά τις ταξικές «επιμει ξίες», «η πάλη, λέει ο Ξενόπουλος, εξακολούθη σε ως τα τελευταία χρόνια. Οι καινούριες δημο κρατικές ιδέες συγκρούονταν με τις παλιές, της ολιγαρχίας, και το μίσος, που χώριζε προαιώνια τις δύο τάξεις, ξυπνούσε σε κάθε περίσταση και με την παραμικρή αφορμή. Στην πολιτική, στην κοινωνική, στην οικογενειακή ζωή, παντού έβλε πες τα συμπτώματα. Κι ένα πλήθος δράματα, που αναφέρουν τα γραμμένα ή άγραφα ζακυθινά Χρονικά, έχουν την πηγή τους σ’ αυτή την αντί θεση και σ’ αυτή τη διαίρεση». Αυτά ομολογούσε ο Ξενόπουλος στις 17 Μαρ τίου 1919, δικαιολογώντας, για χάρη του καθηγη τή Νικολάου Γ. Πολίτη, τη δράση, μα και το δράμα του «Αντάρτη». Ένα χρόνο μετά τον «Αντάρτη» του 1913, είχαμε και άλλο συγκεκρι μένο δείγμα πρωτοποριακής για την εποχή της κοινωνιολογίας. Ο «Φαίδων» της «Διαπλάσεως των Παίδων», στο φύλλο της 1ης Φεβρ. 1914, δη μοσίευε (σελίδα 68, πρωτοσέλιδη) την παρακάτω δήλωση: «Το παρόν φυλλάδιον καθυστέρησεν ε πί τρεις εβδομάδας λόγω της απεργίας των τυπο γράφων, η οποία δεν έληξεν ακόμη». Και τρεις σελίδες πιο κάτω: ενώ στο εξωτερικό, σε παρό μοιες περιστάσεις, έχουμε βίαιες σκηνές, επεμ βάσεις στρατού κ.λπ., στην Ελλάδα, «ευτυχώς, τα πράγματα δεν έφθασαν ακόμη εις το οξύ αυτό σημείον. Αι απεργίαι είναι ήρεμοι, ειρηνικαί, α ναίμακτοι. Ευάγωγοι, αγαθοί άνθρωποι οι εργάται μας [του 1914, εννοείται] με ήπια μέσα επιζη τούν και σιγά σιγά επιτυγχάνουν την καλλιτέρευσιν της θέσεώς των. Δι’ αυτό είναι συμπαθείς και έχουν όλην την κοινωνίαν με το μέρος των». Πιο συγκεκριμένη στέκει η κοινωνιολογία του 1916. Στην τιτλοφορούμενη «Ο Σοσιαλιστής» Α θηναϊκή του Επιστολή, ο «Φαίδων» χαρακτηρίζει τον Πλάτωνα Δρακούλη ως τον πιο γνωστό και τον πιο σοφό από τους Έλληνες σοσιαλιστές (σελ. 175, φ. 30 Απριλίου 1916). Και μολονότι το νίζει ότι αυτός, ο Ξενόπουλος, δεν είναι Σοσιαλι στής, αφού, καθώς λέει, «δεν κατέγινα ποτέ ειδι κόός εις αυτά τα ζητήματα και δεν τα ξέρω τόσο καλά, ωστόσο, σε τρία ολόκληρα φυλλάδια8 της «Διαπλάσεως των Παίδων» (30 Απριλίου, που
μνημονεύσαμε, 7 Μάίου και 14 Μάίου 1916), εμ φανίζεται απόλυτα ενημερωμένος. Γράφει λ.χ. πως οι «Σοσιαλισταί ζητούν την κατάργησι της οικονομικής δουλείας, που εξακολουθεί [στα 1916, βέβαια] να μαστίζει την ανθρωπότητα και ονειροπολούν μια καινούρια κοινωνία, όπου κά θε άνθρωπος θα έχει εξασφαλισμένα τέσσερα πράγματα: την τροφή του, υγιεινή και άφθονη, την κατοικία του, υγιεινή και άνετη, την ενδυμα σία του και την εκπαίδευσί του. Εννοείται, ότι, κοντά σ’ αυτά τα τέσσερα, θα έχει και την ανάπαυσί του, και την διασκέδασί του» (σελ. 175). Ακολουθούν (σελ. 185) οι διαπιστώσεις πως «η εργατική λεγομένη νομοθεσία των πιο πολιτισμέ νων Κρατών της Ευρώπης και της Αμερικής χρεωστείται στο Σοσιαλισμό» και πως «και ο δικός μας νόμος περί Κυριακής Αργίας είναι ένας νό μος σοσιαλιστικός». Και οι προβλέψεις: «Έτσι, σιγά σιγά, βελτιώνεται η θέσις του εργάτου και μπαίνουν φραγμοί στην πλεονεξία των εκμεταλ λευτών. Κι έτσι, σιγά σιγά, προοδεύει η σοσιαλι στική ιδέα. Μια μέρα, μετά πολλά χρόνια [από το 1916 θέλει να πει...], ίσως θα νικήσει πέρα πέ ρα. Και η σημερινή κοινωνία θ’ αλλάξει μορφή». Ο «Φαίδων», τέλος, δεν διστάζει να συζητήσει καλόκαρδα με τα παιδιά της «Διαπλάσεως» και το θέμα της κοινωνικής αλλαγής. «Ό ταν οι σοσιαλισταί γίνουν πολλοί, γράφει στη σελ. 193, θα ζητήσουν κι αυτοί να επιβληθούν με τη βία9. Αλ λά κι αυτό μπορεί να μη γίνει. Το μεγάλο ζήτημα μπορεί να λυθεί ειρηνικά. Για καμιά λεπτομέ ρεια, το ξαναλέω, δεν μπορούμε να είμαστε βέ βαιοι. Βέβαιοι είμαστε μόνο για την γενικότητα, δηλαδή ότι είτε με πόλεμο, είτε ειρηνικά, η κοι νωνία, απ’ αυτή τη μορφή, θα περάσει σε μιαν άλ λη. Και η άλλη αυτή θα είναι καλλίτερη, ανώτε ρη, τελειότερη»! IV
α μπορούσα, πριν (αμέσως πιο κάτω) φτά σω στους «Πλούσιους και Φτωχούς» του 1919, να θυμίσω το μυθιστόρημα της «Μαργαρί τας Στέφα» του 1893. Και τούτο, για να επισημάνω πως στις σελίδες του μυθιστορήματος εκείνου πρώτη φορά αχνοφαίνεται η «κοινωνιολογία» του συγγραφέα. «Εκτός της ψυχικής συγγένειας, έγραφε ο Ξενόπουλος στην καθαρεύουσα του καιρού, και εις κοινωνικός λόγος εσυμπλησίαζε μετά δυνάμεως ασφαλούς» το αρχοντόπουλο της Ζακύνθου με την καταγωγής λαϊκής συμπατριώτισσά του. «Τάσις ακατάσχετος ώθει την κόρην ολόέν υψηλότερα της τάξεώς της, υπό το φύσημα των νέων ιδεών, - συνεχίζει ο συγγραφέας, - ε νώ αυτό τούτο το φύσημα κατεβίβαζε προς τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα τον νέον». «Και η ματαίωση της απαγωγής, στο τέλος του μυθιστορήματος, είναι, - για τον Απόστολο
Θ
αφιερωμα/45 Σαχίνη10, - μια απόδειξη της προτίμησης του Ξενόπουλου για τις "μέσες λύσεις” , όχι τις επα ναστατικές, για την εξομάλυνση κάθε διαφοράς και την αποφυγή κάθε ακρότητας». Ο Άριστος Καμπάνης εξάλλου, μιλώντας στη Γραμματολο γία του11 για την «αισιόδοξη» κοινωνική φιλοσο φία του έργου, προσθέτει ότι «ο γάμος εκείνος της αστής με το γιο του άρχοντα σημείωνε την υ ποχώρηση των κοινωνικών "προλήψεων” . Οι ζη τωκραυγές, τα λουλούδια, τα ρύζια, τα κουφέτα, που έπεφταν βροχή απάνω στους νεόνυμφους, καθώς έμπαιναν στην Πλατεία Ρούγα και προ χωρούσαν προς το αρχοντικό των Τοκαδέλων, ή ταν, λέει ο Καμπάνης, ένας θρίαμβος της Μαρ γαρίτας Στέφα με τα πυρρά μαλλιά και τα μαύρα μάτια». Και τούτο, γιατί, καθώς γράφει και ο Ξενόπουλος, η ηρωίδα «δεν εώρταζε μόνον την νί κην της αγάπης της. Η πορεία την οποίαν ηκολούθει το νυμφικόν άρμα, ερχόμενον εκ των κά τω της πόλεως δια να σταματήσει απέναντι ενός οικοσήμου κ.τ.λ., ήτο πορεία συμβολική, ο δε αύλαξ της ο φωτεινός την περιέβαλλε δια νέας αί γλης, η οποία εμέθυε κι εξεθάμβωνε τον λαόν. Η κόρη η ωραία ήτο εν έμβλημα της ευέλπιδος κοι νωνικής αναζυμώσεως, η οποία ήρχισε με την αυ γήν των νέων ιδεών». Αλλά και το αθηναϊκό μυ θιστόρημα «Ο πόλεμος», έργο καθόλου «χυδαία και ψεύτικα πατριωτικό, όπως θα μπορούσε κανένας,να υποθέσει από τον τίτλο του», είναι, κα
τά την εκτίμηση του ίδιου του συγγραφέα του, «περισσότερο ανθρώπινο, ψυχολογικό, κι ακόμα κοινωνιολογικό». Προοδευτικές εξάλλου από ψεις πάνω στα ζητήματα της «τιμής» και της α νεξαρτησίας του ατόμου από τις καθιερωμένες συμβατικότητες της κοινωνικής συμβίωσης είχε, βέβαια, ο Ξενόπουλος, αλλά - κατά τον καθη γητή Απόστολο Σαχίνη - «φοβόταν ακόμα να τις εκθέσει με θάρρος και με την απαιτούμενη σο βαρότητα» στο μυθιστόρημά του «Ο κόσμος και ο Κοσμάς» (1918). Έτσι, φτάνουμε αισίως στους «Πλούσιους και Φτωχούς» του 1919, για να σταματήσουμε εκεί και να μην περάσουμε στα μεταγενέστερό τους μυθιστορήματα της τριλογίας «Τίμιοι και Ά τι μοι» του 1921 και «Τυχεροί και Άτυχοι» του 1924, αφού γι’ αυτά είναι να μιλήσουν άλλοι, εμάς δεν μας πέφτει λόγος εδώ. Ο Ά ριστος Καμπάνης, στη Γραμματολογία του που αναφέραμε,12 προχωρώντας προς την «Τερέζα-Βάρμα Δακόστα» του 1925, δεν διστά ζει να επισημάνει και στις σελίδες της την ξενοπούλεια κοινωνιολογία. «Η Τερέζα Βάρμα Δακό στα, γράφει, άλλο ζακυθινό ερωτογράφημα, πάει να γίνει τραγωδία. Μια αρχοντοπούλα σκοτώνει ή θέλει να σκοτώσει, για να κρύψει τις πομπές της. Παραδίδεται στους πληβείους, αλλά πα ντρεύεται ένα χτικιάρη άρχοντα. Κι εκείνος, που την αγάπησε και που διηγείται τη φοβερή ιστορία
Στα βιβλιοπωλεία Σύγχρονη Εποχή τηλ. 36.40.713, 36.29.835 και ΣΕ Ο Λ Α ΤΑ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ
46/αφιερωμα της, συμπεραίνει, για λογαριασμό του συγγρα φέα, προσθέτει ο Καμπάνης: «Ήμουν θερμότατος δημοκράτης σοσιαλι στής, όπως κι είμαι ακόμη. Και μπορώ να πω ότι το επεισόδιό μου με την Τερέζα - Βάρμα Δακόστα δυνάμωσε μέσα μου το ζήλο που αισθανό μουν από τότε γι’ αυτόν τον αγώνα. Οι ακατάπαυστες αντιζηλίες με στήριξαν περισσότερο στις ιδέες μου. Μα η υπόστασή της η ίδια, που τη γνώρισα τόσο καλά, μ’ έκαμε ν’ αποστραφώ τε λειωτικά, μαζί μ’ αυτή την αριστοκράτισσα, και την τάξη της, με όλους τους έκφυλους, τους ξεθυμασμένους ανθρώπους και τους φοβερούς τους εκβιασμούς. Για τίποτα γενναίο δε θεωρούσα πια ικανή την αριστοκρατία και στράφηκα όλος στο λαό, τον αγάπησα βαθύτερα».13 «Αυτό το μίσος για τους αρχόντους, συνεχίζει ο Καμπάνης, το βλέπουμε στους "Πλούσιους και Φτωχούς” , έν’ απ’ τα μικτά έργα του Ξενόπουλου, λίγο ζακυθινό και πολύ περισσότερο αθηναϊκό, - ίσως το α ριστούργημά του».14 V Πώπος Δαγάτορας, ο κεντρικός ήρωας του έργου, πλουσιόπαιδο στην πατρίδα του τη Ζάκυνθο, έρχεται, με τις καλύτερες προϋποθέ σεις στην Αθήνα, για να σπουδάσει. Η οικονομι κή όμως χρεοκοπία του πατέρα του τον ρίχνει στη βιοπάλη. Τότε ίσια ίσια γνωρίζει τον Πλάτω να Δρακούλη, που ο Ξενόπουλος, με το πλούσιο αυτοβιογραφικό στοιχείο του μυθιστορήματος, τον εμφανίζει ως φιλόσοφο Λέοντα Χαρίση, καινοτόμο για τη δεκαετία του 1890 κοινωνιολόγο. Τη θεωρία του για ειρηνική κοινωνική αλλαγή15 την ασπάστηκε κι ο Δαγάτορας, γιατί «ταίριαζε, λέει, στην πνευματική του διάθεση και στην οικο νομική του κατάσταση την τωρινή»! Αξίζει να α νατρέξουμε στην πρώτη του γνωριμιά με τον Χα ρίση - Δρακούλη. «Εγνώρισε πραγματικώς, γρά φει ο Ξενόπουλος, έναν πολύ περίεργο τύπο. Θα ήταν καμιά τριανταπενταριά χρονών. Φαινόταν όμως πολύ μεγαλύτερος, γερασμένος πρόωρα α πό άγνωστα βάσανα. Το κυριότερο βέβαια θα ’ταν η φτώχεια· γιατί και τώρ’ ακόμα, το εξωτε ρικό του, τα ρούχα του, ο γιακάς του, τα παπού τσια του, όλα έδειχναν τον άνθρωπο που έχει πολύν καιρό να ’ρθει σε σχέση με ράφτη ή παπου τσή (...). Τι μεγάλο όμως το μέτωπό του, πλατύ, φουσκωτό, φωτεινό, και τι ωραία τριγυρισμένο από τα λίγα εκείνα καστανά μαλλιά, που θα ’λεγες πως είχαν μείνει στις άκρες του φαλακρού του κρανίου μόνο για να δείχνουν το μέτωπο! Μα και τα μάτια συγκέντρωναν ακόμα πολλή ζωή και, αν και κουρασμένα, αχτινοβολούσαν κάτι σα μεγαλοφυΐα». Ο Χαρίσης αυτός, που «δεν ή ταν άνθρωπος κοινός»,16 «τους εδίδασκε σοσια λισμό. Τον είχε μάθει στην Αγγλία, όπου είχε ζή-
Ο
σει λίγα χρόνια, κοντά σ’ ένα θείο του έμπορο, και προσπαθούσε τώρα να τον διαδώσει στην Ελ λάδα, πηγαινοερχόμενος απ’ την Κέρκυρα στην Αθήνα. Ή ταν όμως ένας σοσιαλισμός επιστημο νικός, όπως τον έλεγε, που αποδειχνόταν ανα γκαίος σα μαθηματικό θεώρημα και που δεν είχε καμιά σχέση με τις τσαρλατανιές κάποιων άλ λων, αμαθών και ακατάρτιστων κατά το Χαρί ση, που είχαν φανεί από τότε στην Ελλάδα. Οι ο παδοί του ωστόσο δεν φαίνονταν ακόμα μπασμέ νοι βαθιά στην ουσία της διδασκαλίας. Άλλοι παρεξηγούσαν, άλλοι είχαν αμφιβολίες, άλλοι δεν μπορούσαν να καταλάβουν διαφορές» (...)17 «Φαίνεται, πως εκείνο που δεν μπορούσαν να κα ταλάβουν, ήταν πώς θα ’λλαζε μια μέρα η κοινω νία χωρίς βίαιες ανατροπές. Γιατί ο Λέων Χαρί σης προφήτευε μόνο μια ειρηνική επανάσταση. Σιγά σιγά, με τον καιρό, με τη διδασκαλία, οι άν θρωποι θα φωτίζονταν, θα καταλάβαιναν το συμφέρο τους, κι οι πλούσιοι όπως κι οι φτωχοί θα ’ρχόνταν σε συνεννόηση, θ’ αποφάσιζαν μιαν αλ λαγή, θα τη νομοθετούσαν, κι έτσι, αυτόματα, ή συχα, θα ξεπρόβαλλε η καινούρια κοινωνία. Ού τε βία, ούτε σφαγές, ούτε αίματα, ούτε τρομο κρατία. Ε, αυτό δεν μπορούσαν να το πιστέψουν για δυνατό οι κακοντυμένοι εκείνοι» οπαδοί του Χαρίση. Αυτοί «είχαν την ιδέα πως μια μέρα, ά μα πλήθαιναν και δυνάμωναν οι σοσιαλιστές, θα ’πεφτε λεπίδι και θα γινόταν ρεμούλα. Η καινού ρια κοινωνία θα ξεπρόβαλλε μόνο απάνω στα ε ρείπια της παλιάς, αιματόβρεχτα γκρεμίσματα ή καπνίζοντα αποκαΐδια». «Αδιόρθωτοι τελοσπάντων οι οπαδοί μου!» είχε πει ο Χαρίσης γελώ ντας αγαθά: «Νομίζουν πως σοσιαλισμός θα πει μπαλτάς και κρεμάλα»! Ο Δαγάτορας, όπως δα και ο Ξενόπουλος, δεν ανήκε στους «αδιόρθωτους» εκείνους οπαδούς. Κάθε άλλο! Αυτός, βυθισμένος ολόκληρος στην ειρηνιστική θεωρία του Χαρίση, πίστευε πως «μ’ αυτήν εξηγούνται όλα τα κοινωνικά φαινόμενα, όλα τα μυστήρια του κόσμου! Έβλεπε τη Ζωή μ’ ένα καινούριο, ζωηρότατο φως. Κι ήταν τόσο ευ τυχισμένος μ’ αυτό το έκπαγλο, το αποκαλυπτι κό θέαμα, ώστε η δυστυχία του δεν του ’κάνε πια καμιά λύπη. Αποκτούσε όλη την εγκαρτέρηση που δίνει η τέλεια αναγνώριση του Μοιραίου». «Μα υπάρχουν λοιπόν φτωχοί και πλούσιοι εκ γενετής;» ρώτησε κάποτε το Δάσκαλο κι αρχηγό του, τον «κοινωνιολόγο» Χαρίση. «Βεβαιότα τα!» αποκρίθηκε με μεγάλη πεποίθηση ο Λέων Χαρίσης. Και του εξήγησε: «Είναι πεντέξι χρόνια αφότου διάβασα μια με λέτη ενός Αμερικανού κοινωνιολόγου, που το υ ποστηρίζει αυτό. Μ’ έπεισε σχεδόν αμέσως. Κι α πό τότε, όλες οι παρατηρήσεις που έκαμα, μου ε πικύρωσαν τη θεωρία. Τώρα είμαι τόσο βέβαιος γι’ αυτό, όσο και για το νόμο της έλξεως». «Και τι ακριβώς υποστηρίζει αυτός ο Αμερικα
αφιερωμα/47 νός;» — «Εκείνο που είπες ωραιότατα προ ολί γου: ότι υπάρχουν φτωχοί και πλούσιοι εκ γενε τής. Ή ακόμη ωραιότερα, ότι φτωχοί και πλού σιοι δεν γίνονται, παρά γεννώνται» - «Ό πω ς οι ποιηταί...» - «Ακριβώς!» VI
« Α ν είναι όμως αληθινή η θεωρία αυτή, είπε σε λίγο ο Πώπος, θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει και τίποτα ιδιαίτερα γνωρίσματα, στίγματα σα να πούμε, όπως τον εκφυλισμό» «Ίσως, έκαμε ο Χαρίσης. Ο Αμερικανός δεν α ναφέρει κάτι τέτοιο. Ούτ’ εγώ παρατήρησα. Και όμως, βλέποντας έναν άνθρωπο, θα μπορούσα να πω αν ανήκει στη μια ράτσα ή στην άλλη. Έ στω και μεταμφιεσμένο. Δηλαδή πλούσιο τον φτωχό και φτωχό τον πλούσιο.» - «Από τι;» ρω τάει ο Πώπος. - «Δεν ξέρω καλά, η απόκριση. Αυτά τα πράγματα λανθάνουν ασύλληπτα». Αινιγματική βέβαια η απόκριση του Χαρίση Δρακούλη. Και μεταφυσική, τη στιγμή ίσια ίσια που η κοινωνική, αλλά και η ιστορική πραγματι κότητα προσφέρει άφθονα παραδείγματα «εκ γε νετής» πλουσίων που φτώχηναν, μα και «εκ γενε τής» φτωχών που πλούτισαν, αν τα κατάφεραν, ή τους δόθηκε κάποτε η ευκαιρία, να γίνουν κι αυτοί «μασκαράδες» ή «παλιάνθρωποι»... Οπότε και θα δίναμε ολότελα διαφορετικό νόημα στην παρακάτω ερώτηση του Δαγάτορα: «Εγώ... πού νομίζεις πως ανήκω εκ γενετής· στη ράτσα των φτωχών, ή στη ράτσα των πλου σίων;» - «Στων φτωχών!» αποκρίθηκε αδίστατα ο Χαρίσης. - «Πολύ καλά! Αυτό λοιπόν, για μένα, από πού το κατάλαβες;» - «Ό χι βέβαια από τα μάτια»! - «Αλλά από τι άλλο;... Δεν με γνωρίζεις και πολύν καιρό, ούτε την οικογένειά μου, καθόλου». - «Να σου πω, έκαμε χαμογε λώντας ο Χαρίσης. Εμείς εδώ είμαστε όλοι από τη ράτσα των φτωχών»... «Αφού λοιπόν εσύ πι στεύεις, είπε σε λίγο ο Δαγάτορας στο Χαρίση ό τι κάθε άνθρωπος γεννιέται στον κόσμο πλού σιος ή φτωχός, κι επομένως ότι αυτή η ανισότης θα εξακολουθεί πάντα, πώς μπορείς να πιστεύεις και στην ισότητα που θα φέρει μια μέρα ο σοσια λισμός; Δεν υπάρχει σ’ αυτό μια αντίφαση;» Η απόκριση του Χαρίση σ’ εκείνη την εύλογη απορία του Πώπου Δαγάτορα ήταν η εξής: «Καμιά αντίφαση δεν υπάρχει! αποκρίθηκε ζω ηρά ο φιλόσοφος. Ίσια ίσια, αφότου διάβασα τη μελέτη του Αμερικανού, στηρίχθηκα περισσότε ρο στο σοσιαλισμό μου. Είναι η μόνη σωτηρία. Iσότης στην κοινωνία δεν θα ’ρθει βέβαια ποτέ. Πάντα οι εκ γενετής πλούσιοι θα έχουν περισσό τερα από τους εκ γενετής φτωχούς. Τώρα όμως, όπως είναι η κοινώνία, η δυνατή ράτσα, απεριό ριστη, αχαλίνωτη, καταδυναστεύει την άλλη, την
αδύνατη. Της τα παίρνει όλα, ως το ψωμί, ως το πουκάμισο. Έτσι, βλέπουμε ανθρώπους να πε θαίνουν της πείνας, γυμνοί. Ο σοσιαλισμός, και μόνο ο σοσιαλισμός, - γιατί δεν υπάρχει άλλο μέσο, - θα βάλει ένα φραγμό, ένα χαλινό. Δεν θα επιτρέπεται πια να μαζεύει ένας άνθρωπος χί λια εκατομμύρια, μα δεν θα επιτρέπεται και να πεθαίνει ένας άλλος της πείνας, γυμνός»!
Γρ. Ξενόπονλος (ξυλογραφία Κώστα Γραμματόπουλου)
Συμπέρασμα: «Αυτή τη φυσική ανισότητα θα διορθώσει, όσο μπορεί, ο σοσιαλισμός. Αυτή τον κάνει α ναγκαίο»! Και προτροπή: «Είσαι φτωχός εκ γενετής; Το αναγνωρίζεις; Βεβαιώθηκες πως, όσο κι αν θέλεις, δεν θα κά μεις τίποτα; Γενού σοσιαλιστής.18 Έ τσι μόνο κάτι θα κάμεις!» Και εδώ ίσια ίσια είναι που ο Ξενόπουλος πα ραθέτει, ως εξηγήσεις του Χαρίση, τα ιδανικά του Σοσιαλισμού: εξασφάλιση επί ζωής, τροφής, κατοικίας κι ενδυμασίας σε κάθε άνθρωπο, απ’ οποιαδήποτε ράτσα, - γιατί είναι στιγμές που κι
48!αφ ιέρωμα άνθρωποι από τη ράτσα των πλούσιων έχουν α νάγκη από τέτοια εξασφάλιση» (Μέρος Γ', κεφ. Β': “ Οι καινούριες παρέες του Πώπου” , σελ. 207. Η σελίδα εκείνη μοιάζει να παραπέμπει στις τρεις αθηναϊκές Επιστολές του “ Φαίδωνος” Μάη του 1916, που αναφέρθηκαν σε προηγούμε νες σελίδες μας). V II
Ξενόπουλος, φυσικά, προλογίζοντας το έρ γο του, τονίζει πως «κάθε άνθρωπος γεν νιέται προορισμένος από τη φύση του, που είναι η Μοίρα του, ή να μείνει φτωχός ή να γίνει πλού σιος. Υπάρχει, υποστηρίζει εκεί, ράτσα Φτωχών και ράτσα Πλουσίων. Την τεράστια αδικία που δημιουργεί στη σημερινή κοινωνία η φυσική και μοιραία αυτή διάκριση, θα τη μετριάσει, κατά το δυνατό, η κοινωνία του μέλλοντος». Στο «Ση μείωμα» ωστόσο του επιλόγου του γράφει πως, ό ταν πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημ. «Έθνος» το 1919 το μυθιστόρημα εκείνο, πολλοί το πήραν ως έργο με θέση. «Μπορεί, αλήθεια, συνεχίζει ο Ξενόπουλος, να φαίνεται τέτοιο, αλλά δεν είναι κα θαυτό. Γιατί, αν δεν αντικρούει ο συγγραφέας, μα ούτε και συμμερίζεται πέρα πέρα τις ιδέες του ήρωά του και των συντρόφων του. Ούτε δηλαδή πως υπάρχει ράτσα φτωχών και ράτσα πλου σίων, ούτε πως την αδικία αυτή της φύσης θα τη διορθώσει μια μέρα ο σοσιαλισμός». «Δήλωση μετάνοιας»; Ό χ ι δα! Γιατί ούτε στα 1919, ούτε στα 1931 χρειαζότανε τέτοια «δήλω ση». Και στις δύο εκείνες ιστορικές περιόδους της χώρας κυβερνούσαν προοδευτικά αστικά κόμματα (Ελευθέριος Βενιζέλος π.χ.) που ακόμα δεν είχαν αρχίσει να ζητούν «δηλώσεις μετά νοιας», παρά το «ιδιώνυμο» του 1928. Μπορεί, βέβαια, ο Ξενόπουλος, για λόγους ί σως σκοπιμότητας, ή και για άλλους, αισθητικής πιθανότατα μορφής, να στέκει επιφυλακτικός στην πολιτικοκοινωνική εκτίμηση του μυθιστο ρήματος του, - την αισθητική αποτίμηση θα τη δούμε πιο κάτω. Η αλήθεια ωστόσο είναι, - και η αλήθεια, καθώς ξέρουμε, πάει πάντα μπροστά, - πως και για κεφαλαιοκράτες μιλάει (με τ’ ορ γισμένο στόμα του Πώπου Δαγάτορα) και για πλουτοκράτες και για μασκαράδες και γι’ αγιο γδύτες! Και γι’ απολύσεις από τη γυμνασιακή του καθηγεσία (καληώρα α λα Παρορίτη και Βάρναλη!)19 και για διωγμούς και φυλακίσεις και βασανισμούς, που αργά ή γρήγορα τον οδηγούν στο θάνατο.20 Αυτά όλα, - και μερικά άλλα, σχετικά, προη γούμενα, - μπορεί να τα παρασιωπούν ορισμέ νοι μελετητές και γραμματολόγοι, η νεότερη ό μως Ιστορία δεν τα αρνιέται. Ούτε και τη μετά βαση της πεζογραφίας μας από την ηθογραφική
Ο
ή από την ιστορική (του 1821) στάθμη του ΙΘ' αιώνα στο αστικό, - για όσους δεν θέλουν να το πούνε κοινωνικό - μυθιστόρημα του Ξενόπουλου. “ Οδηγός και πρωτεργάτης” στάθηκε για το Θα νάση Πετσάλη - Διομήδη.21 «Προπάντων με το αθηναϊκό του μυθιστόρημα, το αστικό, “ Πλούσιοι και Φτωχοί” , “ Τίμιοι και άτιμοι” , ο “ Κοσμάκης” , η “ Τρίμορφη γυναίκα” , ο “ Κατή φορος” , τα άλλα: άπλωσε, άνοιξε μια πλατιά λε ωφόρο, που κανείς πεζογράφος ως τότε, - πε ρίεργο φαινόμενο, - δεν την είχε ακολουθήσει (...). Ο Ξενόπουλος πάτησε σταθερά, σίγουρα, α πό την αρχή, και τράβηξε ακούραστα επί εξήντα πέντε χρόνια». «Οι άντρες του, τύποι καλοζωι στών όλοι, παρατηρεί ο Ανδρέας Καραντώνης,22 ζουν απροσποίητα, δίχως εσωτερικό κόσμο και διανόηση ξεχωριστή, κοινωνικά, αισθησιακά, με μια φυσική ανθρωπιά, έτσι όπως τους ονειρεύο νται οι περισσότερες γυναίκες, μήτε πιο πάνω μήτε πιο κάτω από τη στάθμη, του μέσου όρου της κοινωνικής ζωής. Εξαίρεση, τονίζει ο Καρα ντώνης, αποτελεί μονάχα ο Πώπος Δαγάτορας, που πάει να γίνει δραματικό σύμβολο ενός ιδεαλιστικού ανθρωπισμού καθαρά νεοελληνικού, που τίποτα δε χρωστά στους Ρώσους». «Αν βά λουμε τον Χάουπτμαν στη Σιλεσία και τον Ξενόπουλο στη Ζάκυνθο [γιατί όχι και στην Αθήνα; προσθέτουμ’ εμείς στον σχετικό αφορισμό του φιλέλληνα Αλέξανδρου Στάινμετς], θα τους δού με να ενώνονται με τον ρεαλιστικό νατουραλι σμό και να μας διδάσκουν πρώτοι το ευαγγέλιο του ανθρωπιστικού σοσιαλισμού». Ό τα ν εξάλ λου ο Άγγελος Φουριώτης,23 4 Οκτωβρίου 1949, είχε ρωτήσει τον Ξενόπουλο αν, με όσα έργα του παρουσιάζουν μαχητικότητα και επαναστατική αντιμετώπιση των κοινωνικών ζητημάτων, παίρ νει θέση ως προς τα κοινωνικά ζητήματα, ο συγ γραφέας τού απάντησε πως τέτοια πρόθεση δεν είχε ποτέ. Ο συνομιλητής του Φουριώτης του θύ μισε τότε τη «Μαργαρίτα Στέφα», την «ΤερέζαΒάρμα Δακόστα» και τη θυσία του Δαγάτορα, προς τον οποίον ο συγγραφέας των «Πλούσιων και Φτωχών» έδειχνε συμπάθεια. «Ο αγαπημέ νος μας μεγάλος νεκρός, γράφει στα 1951 ο Φου ριώτης, δεν μ’ άφησε να συνεχίσω. Μου ’πιασε το χέρι, με κοίταξε προσεχτικά, μέσ’ απ’ τα θαμπά του γυαλιά και δε μίλησε». Η σιωπή του εκείνη ήταν από τις πιο «ομιλητι κές» σιωπές του κόσμου... Μου θυμίζει κάποια μυστηριακά λόγια του Κώστα Χατζόπουλου, τα ύστατα ίσια ίσια, από το διήγημά του «Μπαρμπαντώνης», εκείνο το (αντι)γέλιο που «πέταξε» ο παππούς μέσ’ απ’ τα δόντια, «ένα - δεν άκουσα καλά - «άλλαξε;» ή «θ’ αλλάξει!» Αλλά και τους ύστατους επίσης στίχους, τους τόσο υπο βλητικούς, από την «Ιερά Οδό» του Σικελιανού μού θυμίζει:
αφιερωμα/49 «... Θα ’ρτει τάχα ποτέ, θε να ’ρθει η ώρα που η ψυχή της αρκούδας και του Γύφτου, κι η ψυχή μου, που Μυημένη τήνε κράζω, θα γιορτάσουν μαζί;» Κι όμως τέτοια ως να διψούσε πλημμύραν η καρδιά μου... ... ένα μούρμουρο απλώθη απάνωθέ μου, ένα μούρμουρο; κι έμοιαζ’ έλεε: «Θα ’ρτει...» Κι ακόμα, θυμούμαι και κάτι, που δεν πρόλαβε να το χαρεί ζώντας ο Γρηγόριος Ξενόπουλος: πως ένας από τους ήρωες των «Πλούσιων και Φτωχών», ο Λέων Χαρίσης, έγινε τίτλος και πε ριεχόμενο λογοτεχνικού έργου! Στα 1982 ο Τριαντάφυλλος-Λευτέρης Παπάζογλου κυκλο φόρησε το μυθιστόρημά του «Λέων Χαρίσης». Ο ήρωάς του δεν είναι, βέβαια, ο Λέων Χαρίσης (δηλ. ο Πλάτων Δρακούλης του 1858-1934). Είναι ένας πέρα για πέρα σύγχρονος κοινωνικός αγω νιστής, ο Μιχάλης Καραβασίλης, που του άρεσε να αυτοσυσταίνεται ως Λέων Χαρίσης. Αρχίζει, φυσικά, κι αυτός την πολιτικοκοινωνική δράση του με κάπως ουτοπιστικές, χριστιανικές θα έλε γα παρορμήσεις. Σιγά σιγά όμως, εξελίσσεται σε ένα συνειδητόν αγωνιστή της κοινωνικής μας προκοπής. Και (προέκταση της δράσης του Χα ρίση στους δικούς μας καιρούς), υφίσταται κι αυ τός όλες τις συνέπειες της νέας του πολιτικοκοι νωνικής τοποθέτησης. Ακόμα και κατάσχεση γί νεται (για κάψιμο!) των βιβλίων του. Ανάμεσα σ’ αυτά ήταν και οι «Πλούσιοι και Φτωχοί» και οι «Τίμιοι και Άτιμοι», το «Στην Κόλαση» του Δη μοσθένη Βουτυρά, ο «Πόλεμος και Ειρήνη» του Λ. Τολστόι, ή «Πείνα» του Κνουτ Χάμσουν και άλλα πολλά, εξίσου «ανατρεπτικά» και «αναρχι κά» έργα! Ο αναγνώστης δεν θα δυσκολευτεί, φαντάζο μαι, να διαγνώσει πως ο νέος ετούτος Λέων Χα ρίσης, ο πέρα για πέρα εκσυγχρονισμένος, είναι κατά μέγιστο ποσοστό (πλη'ν θανάτου!) ο ίδιος ο συγγραφέας του, ο Παπάζογλου, γέννημα της Μικρασιατικής Ελλάδας και του Αιγαιοπελαγίτικου Κύματος, «ξεκληρισμένο προσφυγάκι», που μορφώθηκε και που μόρφωσε κι άλλους σε «σε μινάρια εξόριστων» και που κατάφερε να φιλοτε χνήσει ένα λαμπρό ψηφιδωτό του σπαρασσόμενου από κοινωνικούς κλυδωνισμούς σύγχρονου κόσμου, αλλά και αιματηρά αγωνιζόμενου να ξεπεράσει την κρίση του.24 Ο Λέων Χαρίσης του Ξενόπουλου πεθαίνει άρ ρωστος από τα βασανιστήρια. Ο Λέων Χαρίσης του Παπάζογλου γαζώνεται από τα γερμανικά τ’ αυτόματα, σε μάχη με τον καταχτητή. Βρίσκο νται τάχα, κάποιες αντιστοιχίες ανάμεσά τους; Ο Θεός μόνο και οι αναγνώστες μας το ξέρουν...
V I II
σο για την αισθητική αποτίμηση των «Πλούσιων και Φτωχών», δεν θα είχαμε κα μιάν αντίρρηση να παραδεχτούμε κι εμείς ότι «σκοπός αυτού του βιβλίου δεν είναι, - όπως θα ’ταν αν το βιβλίο είχε θέση, - ν’ αποδείξει αληθι νή τη θεωρία του Αμερικανού κοινωνιολόγου [και του Χαρίση, προσθέτουμε, για "εκ γενετής Πλού σιους και εκ γενετής Φτωχούς” ]. Την εκθέτει μό νο, γιατί είχε τόση επίδραση στη ζωή και στη δια μόρφωση του Πώπου Δαγάτορα. Η ψυχογραφία αυτού του ανθρώπου είναι ο κύριος σκοπός του βιβλίου και η απεικόνιση του περίγυρου με την ι δεολογία του. Είναι λοιπόν, συνεχίζει ο Ξενόπου λος, ένα μυθιστόρημα ψυχολογικό και κοινωνι κό, που δεν υποστηρίζει καμιά ιδεολογία. Γι’ αυ τό δεν θα ευχαριστήσει ούτε τους σοσιαλιστές ού τε τους συντηρητικούς. Θα ευχαριστήσει όμως, ελπίζω, τον αναγνώστη, τόσο σαν έν’ αμερόλη πτο έργο Τέχνης, όσο και σα μια ζωγραφιά της α θηναϊκής αστικής κοινωνίας του καιρού εκείνου, όταν πρωτοφάνηκε, - κι είναι βέβαια μια πε ρίεργη ιστορία, - ο σοσιαλισμός». Θα παραδεχτούμε επίσης ότι, καθώς και ο ί διος ο Ξενόπουλος έχει ομολογήσει, «του αρέσει κάθε του γραφτό να είναι τόσο απλό,25 που με την ίδια άνεση να το διαβάζει ένας μαθητής Γυ μνασίου και ο κ. Παλαμάς». «Δεν αγαπώ, έχει πει ο Ξενόπουλος τα σύννεφα και τα σκοτάδια.
Ο
—Κ Υ Κ Λ Ο Φ Ο Ρ Ε Ι — Δημήτρη Τσιμπουκίδη
0 ΠΟΛΥΒΙΟΣ Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ
και
Εκδόσεις ΚΑΛΕΝΤΗ Μ αυρομιχάλη 5 Τηλ.: 3623553, 10679 ΑΘΗΝΑ ΤΟΥ ΙΛΙΟΥ
• ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΚΑΙ ΔΟΥΛΟΙ
50/αφιερωμα Με τραβά περισσότερο η ξαστεριά και το φως». Και παρά την έκταση των περιγραφών, - που θυ μίζει τα ρεαλιστικά μυθιστορήματα του ΙΘ' αιώ να, - παρά τον (κάπου κάπου) φόρτο λεπτομε ρειών, τα καταφέρνει να δίνει περιγραφές θαυμα στές και συχνά εικόνες παραστατικές σαν τα ε σωτερικά της φλαμανδικής τέχνης.26 Γενικά, άλλωστε, ο Ξενόπουλος ξέρει την τέχνη, μα και την τεχνική, να μη γίνεται ποτέ πληκτικός. «Δεν Σημειώσεις 1. Βλ. αφιέρωμα του περ. «Ελληνική Δημιουργία» τεύχος 72, της 1 Φεβρ. 1951, σελ. 175. 2. Βλ. Δημήτρη Γιάκου «Μορφές της Ελληνικής Λογοτε χνίας»: «Ο ποπολάρος Γρηγόριος Ξενόπουλος», 1982, σελ. 128. 3. Ό .π . σημ. 1, σελ. 174. 4. Βλ. «Φιλολογικά Απομνημονεύματά» του («Γρηγόριος Ξε νόπουλος») [1935], σελ. 167. 5. Βλ. περ. «Νέα Εστία», τόμ. ΙΑ', τεύχος 1311, της 15 Φεβρ. 1982, σσ. 212-214 και 266-268. Για την ιστορία, σημειώνω κάποια ονόματα. Πρόεδρος υπουργικού συμβουλίου: Σο φοκλής Βενιζέλος, αντιπρόεδρος: Γεώργιος Παπανδρέου, υπουργός Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας: Νικόλαος Μπακόπουλος, υπουργός Οικονομικών: Σταύρος Κωστόπουλος, υπουργός Γεώργίας: Ανδρέας Λαμπρόπουλος. Ό σο για το ποιοι ήταν οι δράστες του εμπρησμού ή της ανατίναξης του σπιτιού του, βλ. σημ. 2, σελ. 109 και 117-118. Ε πίσης: Χρήστου Χαιρόπουλου «Ένα άγριο ξεσπίτωμα» (εφ. «Έθνος της Κυριακής» 14 Αυγ. 1983. «Έ τσι "ξεσπιτω μένου” τον είχα δει κι εγώ την ύστατη τη φορά τον ολοζωής αδικημένο Ξενόπουλο, φιλοξενούμενο από την "όλως άπο ρον αδελφήν του Χαρίκλειαν” (οδός Επτανήσου). Νοέμ βρης του 1949 ήταν· και στο βάθος μιας τεράστιας αίθου σας, - μέσα από την πόρτα της οποίας, δεξιά, η κυρία Χαρίκλεια μαγείρευε κάτι σ’ ένα τσουκάλι, - ξεχώρισα το συγγραφέα να κάθεται πίσω από το πρόχειρο το γραφείο του και να τρίβει συνέχεια, κάτω απ’ τα γραφείο, τα χέρια του, για να τα ζεστάνει. Ζύγωσα, του φίλησα το χέρι και τον ρώτησα "Πώς είσθε;” . "Δε με βλέπεις πώς είμαι, παιδί μου;” μου απάντησε κουνώντας το κεφάλι του καταπικραμένος και τρίβοντας συνέχεια, κάτω απ’ το γραφείο, τα χέ ρια του. Δοκίμασα τότε κι εγώ τόση πίκρα, ώστε σκέφτηκα: "Καλύτερα θα ’ταν να μην τον έβλεπα σ’ αυτή την κα τάσταση και να ’μένα πάντα με την εντύπωση άλλων μου συναντήσεων’’...» 6. Αυτούς που είχε κατακεραυνώσει ο «μηδένα συγχωρών» Μυριβήλης στη σελίδα 194 του αφιερώματος της «Ελληνι κής Δημιουργίας» στον Ξενόπουλο. 7. Ό .π . σημ. 2, σελ. 91. 8. Ευχαριστώ και αποδώ τον κ. Κώστα Μαλαφάντη, που μου τα θύμισε, βοηθώντας με έτσι σημαντικά στη συγκρότηση του μελετήματός μου αυτού. 9. Μην ξεχνάμε πως αυτά όλα γράφονταν κατά τη διάρκεια του Α' παγκοσμίου πολέμου - και ένα περίπου χρόνο πριν από το 1917 του Λένιν. 10. Βλ. «Το νεοελληνικό μυθιστόρημα» 1958, σελ. 250-251. *1 11. Βλ. «Ιστορία της Νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας» (έως το 1932, τρίτη έκδοση, συμπληρωμένη, παράρτημα της «Νέας Εστίας» 1933, σελ. 294). 12. Βλ. σημ. 11, σελ. 295. 13. Χαρακτηριστικό είναι πως όλα ετούτα τα παρασιωπούν ό λοι σχεδόν οι μελετητές του Ξενόπουλου, γραμματολόγοι και μη. Και έλαχε ο τιμητικός κλήρος στον πνευματικό προστάτη της 4ης Αυγούστου 1936 Άριστο Καμπάνη να μας τα θυμίσει! (την ίδια στιγμή που ο Ξενόπουλος, παρασυρόμενος από τη δημοτικιστική προπαγάνδα του δικτά τορα, υμνολογούσε το καθεστώς εκείνο!). 14. Ο Απόστολος Σαχίνης, ό.π., σημ. 10, σελ. 262, σημειώνει πως στους «Τίμιους και Άτιμους» υπάρχει περισσότερη
υπήρξατε ποτέ πληκτικός, κύριε, του είχε πει ο Νιρβάνας, όταν στα 1932 τον υποδεχόταν επίση μα στην Ακαδημία Αθηνών. Και αυτό είναι το μέγα μυστικόν της επιτυχίας σας, το μυστικόν ό λων των δημοφιλών συγγραφέων. Διότι όλα τα συγχωρεί ο αναγνώστης. Ακόμη και την έλλειψιν μεγαλοφυΐας. Αλλά δεν συγχωρεί ποτέ τον συγ γραφέα που τον έκαμε να πλήξει»... Προσυπογράφουμε.
15.
16. 17.
18.
19. 20.
21. 22.
23. 24. 25.
26. .
[απ’ ό,τι στους «Πλούσιους και Φτωχούς»] συγκίνησι, πε ρισσότερος πόνος για τον άνθρωπο που πάσχει. Εκτός από το ύφος, που παρουσιάζεται αναμφισβήτητα πιο πυκνό και πιο ουσιαστικό, η αφήγηση στο πρώτο πρόσωπο του ενι κού, προικίζει το μυθιστόρημα μ’ έναν τόνο θερμότητας και αμεσότητας, άγνωστο στ’ άλλα βιβλία του Ξενόπου λου. Ωστόσο, και ο Σαχίνης δεν θα παραλείψει να τονίσει πως «ανεξάρτητα από τη στάση του συγγραφέα αντίκρυ στο πρόβλημα που ανακινεί, οι "Πλούσιοι και Φτωχοί” εί ναι ένα άξιο μυθιστόρημα (...): είναι η αληθινή, συγκινητι κή και πειστικά δοσμένη ιστορία ενός ανθρώπου». Πόσο, στ’ αλήθεια, επίκαιρα ηχεί ο λόγος αυτός, ο πρωτοειπωμένος απ’ το Χαρίση - Δρακούλη έναν ολόκληρον αιώ να πριν από μας! Και πόσο αξιοθαύμαστος στέκει ο Ξενό πουλος, που τ’ αποτύπωσε όλα ετούτα 72 ολόκληρα χρόνια πριν από το 1991! Βλ. στη σελ. 196 (κ.ε.) Γρηγορίου Ξενοπούλου Άπαντα, τόμος Β' 1975, εκδ. Μπίρη. Οι σύγχρονοί μας οι μαρξιστές μιλούν απλώς για «ουτοπιστικό» σοσιαλισμό. Πόσο «ουτοπιστικός» όμως είναι, μας το δείχνουν τα από ετών ήδη τεκταινόμενα σε όλες σχεδόν τις χώρες του λεγόμενου «υπαρκτού» σοσιαλισμού. Είναι γνωστό πως στις 30 Ιανουάριου του 1932, ο Ξενόπου λος, μιλώντας για το νεοελληνικό μυθιστόρημα και ειδικό τερα για τον Παρορίτη κατά την επίσημη υποδοχή του στην Ακαδημία Αθηνών, ανέφερε πρώτη φορά τη λέξη «σοσιαλι στής». Επί κατοχής εξάλλου υπήρξε πρόεδρος της εθνικοτοπικής Ένωσης των Εφτανησίων, - νόμιμης εμφάνισης της εθνικοτοπικής απελευθερωτικής οργάνωσης των Εφτανησιωτών της ελληνικής πρωτεύουσας (βλ. σελίδες 107 και 116 στη σημ. 2). Ο Ξενόπουλος είχε συνυπογράψει και τη δημόσια διαμαρ τυρία λογίων της εποχής του για την απόλυση του Βάρναλη από τη δημόσια θέση του. Υπάρχει και κάποιος προσωπικός λόγος συμπάθειας του Ξενόπουλου προς τους αδικημένους και καταδιωγμένους της ζωής. Θα τολμούσαμε μάλιστα να ισχυριστούμε εδώ, ο Ξενόπουλος, υπερασπιζόμενος τους αδικημένους αυτούς, αγωνιζόταν και λίγο pro domo suo, αφού κι εκείνος ένας α δικημένος είχε σταθεί και στη ζωή του και στην πνευματι κή του την προβολή. Ό .π ., σημ. 1, σελ. 201. Ό .π ., σημ. 1, σελ. 188. «Η ηθογραφία δεν είναι περιορισμέ νη στα έργα του Ξενόπουλου· απλώνεται, κι έτσι πολύ συ χνά παίρνει κοινωνικό χαρακτήρα. Τα ψυχολογικά προ βλήματα τραβούν την προσοχή του όσο και τα κοινωνικά» (Ηλ. Βουτιερίδης «Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτε χνίας», έκδ. Δημ. Παπαδήμα 1976, σελ. 348. Ό .π ., σημ. 1, σελ. 219. Ιχνογράφημα του Ξενόπουλου (μπορεί και του Παπάζο γλου) αποτελεί, νομίζουμε, κι ο Χαρίσης. Ή τάχα, του Χα ρίση ιχνογράφημα αποτελεί ο Ξενόπουλος; Ο ποιητής Γ. Σεφέρης το είπε ωραία αυτό: «Δε θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί τούτη η χάρη». Και του δόθηκε, φυσικά, όπως είχε δοθεί, πρωτύτερα, και στον συγγραφέα των «Πλούσιων και Φτωχών»... Βλ. Διονυσίου Κόκκινου, ό.π., σημ. I, σελ. 171. Ο Ά ριστος Καμπάνης εξάλλου, ό.π., σημ. 11, σελ. 294, έχει επισημάνει ότι «η περιγραφή καταντούσε αυτοσκοπός στην περίο δο της ζολαδικής εδώ κυριαρχίας. Δεν ήταν, προσθέτει, έ να μέσο για τη δημιουργία της ατμόσφαιρας».
αφιερωμα/51
Χάρης Σακελλαρίου
Ο Γρ. Ξενόπουλος και η παιδική λογοτεχνία
Γρηγόριος Ξενόπουλος αποτελεί ξεχωριστή περίπτωση στα νεοελληνικά γράμματα για τρεις κυρίως λόγους: έχει συν δέσει τ’ όνομά του μ ’ ένα από τα πιο μακρόβια περιοδικά στο χώρο της λογοτεχνίας, υπήρξε η ψυχή και ο νους του πιο μα κρόβιου επίσης περιοδικού για παιδιά και νέους και, τέλος, εί ναι σπάνια, αν όχι η μοναδική, περίπτωση ανθρώπου των Γραμμάτων που έζησε κυριολε κτικά «από την πένα» του. Το εξώφυλλο του πρώτου φύλλου της
επίσης άξιο προσοχής ότι η λογοτεχνία, προς την οποία στράφηκε τελικά, δεν υπήρ Ε ίναι ξε η αρχική επιλογή του. Ό ταν το 1883 ήρθε άπό τη Ζάκυνθο στην Αθήνα, γράφτηκε στο πανεπι στήμιο, για να σπουδάσει Φυσικές Επιστήμες, Μαθηματικά, Βιολογία αλλά και Φιλολογία και Φιλοσοφία. Η ζωή όμως για κάπου αλλού τον εί χε προορίσει. Είχε φτάσει πια στο τέλος των σπουδών του κι είχε αποσυρθεί στη Ζάκυνθο, για να διαβάσει και να πάρει το πτυχίο του, όταν έ φτασε εκεί ένα γράμμα του Γ. Δροσίνη. Τον και ρό αυτό ο Γ. Δροσίνης είχε αγοράσει, μαζί με το Ν. Πολίτη, από τον Κοσδόνη το περιοδικό «Ε στία». Ο Πολίτης όμως αποχώρησε σε'λίγο κι ο Δροσίνης, μένοντας μόνος, σκέφτηκε τον Ξενόπουλο, που είχε ήδη αρχίσει να συνεργάζεται στο
«Λιαπλάσεως»
περιοδικό. Του έγραψε λοιπόν και τον καλούσε να έρθει στην Αθήνα και ν’ αναλάβει αρχισυντά κτης του περιοδικού. Η πρόταση ήταν δελεαστι κή κι ο Ξενόπουλος, σαν το Λουκιανό στο «Ενύπνιον», βρέθηκε μπροστά σε δίλημμα. Γράφει σχετικά ο ίδιος: «Εΐχ’ έρθει πια η ώρα να διαλέξω μεταξύ Επι στήμης και Λογοτεχνίας. Δεν ήταν δυνατό να κάνω και τα δυο. Κι επειδή έβρισκα ίσως, όχι μόνο πως γράφοντας θα κέρδιζα περισσότερα παρά αν γινόμουν καθηγητής, αλλά και πως θα ευδοκιμούσα σα λογοτέχνης περισσότερο παρά σαν επιστήμονας, σα φυσικομαθηματικός, συμπέρανα πως και το υλικό και το ηθικό μου συμφέρον ήταν ν ’ αφή,σω την Επιστήμη και ν’ αφοσιωθώ σ ’ εκείνο που με τραβούσε με περισσό
52/αφιερωμα τερη δύναμη. Έ να δίπλωμα, για κάθε ενδεχόμε νο, δε θα ’ταν κα κό να το πάρω. Και θα το έ παιρνα, αν η πρόταση του Δροσίνη μού ερχόταν λίγους μήνες αργότερα. Τώρα πια δεν πρόφταινα. Θα μου ήταν αδύνατο να τελειώσω τη μελέ τη μου για εξετάσεις, αφού θ’ αναλάμβανα τα χτική εργασία σ’ ένα περιοδικό σαν αρχισυντά κτης και σε μια καθημερινή εφημερίδα σα χρο νογράφος. Τέτοιες θέσεις δεν τις βρίσκει κανέ νας όταν θέλει, αλλά όταν του προσφέρονται... Και προτίμησα ν ’ αναβάλω τις εξετάσεις μου».
Έτσι, εγκαταλείποντας στην τελευταία τους φάση τις σπουδές του, έρχεται στην Αθήνα, ανα λαμβάνει αρχισυντάκτης στην «Εστία» και στέλνει τακτικές συνεργασίες του στην καθημε ρινή εφημερίδα «Άστυ» (ένα χρονογράφημα κά θε μέρα κάτω από τον γενικό τίτλο «Αθηναϊκή Ηχώ» και με την υπογραφή «Αντίλαλος»), κα θώς του πρότεινε ο διευθυντής της, Δ. Κακλαμάνος, που τον πήρε τακτικό συνεργάτη του σ’ αυτή. Το 1896 ο Νικόλαος Παπαδόπουλος, εκδότης και διευθυντής του περιοδικού «Η Διάπλασις των Παίδων», τον καλεί και του αναθέτει την αρ χισυνταξία του περιοδικού. Από τη χρονιά αυτή κι έπειτα ο Ξενόπουλος είναι κυριολεκτικά απορροφημένος από το γράψιμο. «Μεροκαματιάρης της πένας», όπως τον αποκαλεί ο βιογράφος του Διον. Τροβάς,1 «κατάδικος ισόβιος της πνευματικής τυραννίας που λέγεται Ελληνικά Γράμματα», όπως χαρακτηριστικά προσδιρρίζει την εθελούσια καταδίκη του ο Γιάννης Βλαχογιάννης, θα δουλεύει ασταμάτητα, νυχτοήμερα, για να ετοιμάζει και να παραδίνει στον αδηφάγο Γαργαντούα του ελληνικού τύπου άρθρα, μελέ τες, χρονογραφήματα, σχόλια, διηγήματα, μυθι στορήματα, θεατρικά έργα, ό,τι περιλαμβάνει ο κύκλος των γραμμάτων και των τεχνών και που θα μπορούσαν να ενδιαφέρουν το Νεοέλληνα α ναγνώστη της εποχής, να κρατά τη στήλη της αλληλογραφίας με τους αναγνώστες, ν’ απαντά, να καθοδηγεί, να συμβουλεύει, να υπεραμύνεται, ν’ αποκρούει πικρά σχόλια κι επικρίσεις... Κι όλ’ αυτά με μια γαλήνη ολύμπια, με μια διπλωματι κότητα ζηλευτή, με μιαν οπωσδήποτε βαθιά γνώ ση των πραγμάτων, έτσι που να κατορθώνει τις πιο πολλές φορές να συμβιβάζει τα διιστάμενα και να βρίσκει ανάμεσα στα πιο αντιφατικά κι αντιτιθέμενα τη «χρυσή τομή», που ικανοποιού σε, έστω και μερικά, τον κάθε ενδιαφερόμενο κι αποκαθιστούσε την επιθυμητή ισορροπία. Το όνομα του Γρ. Ξενόπουλου είναι το πιο πο λύ συνδεμένο με το περιοδικό «Η ΔΙΑΠΛΑΣΙΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΩΝ», που, τουλάχιστο απ’ όσο έδει χνε ο τίτλος του, απευθυνόταν στην παιδική ηλι κία. Η «Δ.τ.Π.» είναι το πιο μακρόβιο περιοδικό στο χώρο της Παιδικής Λογοτεχνίας, αφού κα τόρθωσε να σταθεί στα πόδια του και να εκδίδε-
ται, ακόμα και μέσα σε καιρούς δύσκολους και χαλεπούς, ολόκληρα 78 χρόνια, από το 1879 ως το 1957. Το Φεβρουάριο του 1879 κυκλοφορεί το πρώτο φύλλο, όπου κάτω από τον κύριο τίτλο του περιοδικού σημειώνεται ως υπότιτλος επεξη γηματικός και πληροφοριακός: «ΕΙΚΟΝΟΓΡΑ ΦΗΜΕΝΩΝ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΝ ΔΙΑ ΠΑΙΔΙΑ, Ε ΦΗΒΟΥΣ ΚΑΙ ΝΕΑΝΙΔΑΣ». Διευθυντής κι εκ δότης του περιοδικού ήταν αρχικά, κι ως το 1893, διάστημα που αποτελεί και την πρώτη πε ρίοδό του, ο Νικόλαος Π. Παπαδόπουλος. Μά λιστα στην αρχή-αρχή φέρονταν ως εκδότες δύο: ο Ν. Παπαδόπουλος, που έβαζε δίπλα στ’ όνομά του και την προσωνυμία «Υδραίος», κι ο Ν. Σπυλιόπουλος, που πρόσθετε κι αυτός το προσωνύμιο «Κορίνθιος». Ο Ν. Σπυλιόπουλος αποχώρη σε έπειτ’ από λίγο και μόνος εκδότης έμεινε ο Ν. Παπαδόπουλος. Από το 1894 κι έπειτα κι ως το 1951, που συνιστά τη δεύτερη περίοδο του περιο δικού, ουσιαστικά αρχισυντάκτης και διευθυ ντής αλλά και ψυχή του ήταν ο Γρ. Ξενόπουλος. Μετά το θάνατό του κι ως το 1957, διάστημα που αποτελεί την τρίτη περίοδο, το περιοδικό, χωρίς πια την καθοδήγηση και την εμψύχωση του κύ ριου μοχλού του, του Γρ. Ξενόπουλου, άρχισε να φθίνει, ώσπου τελικά έκλεισε, αφού ξεπέρασε σε διάρκεια ζωής τα 3/4 του αιώνα. Η «Δ.τ.Π.» ήταν στην αρχή περιοδικό μηνιαίο και με 16 σελίδες, αργότερα έγινε δεκαπενθήμε ρο και τέλος εβδομαδιαίο, σε μεγαλύτερο σχήμα και δσέλιδο. Πρέπει εδώ να πούμε ως η «Δ.τ.Π.» δεν ήταν το πρώτο παιδικό περιοδικό στον ελλαδικό χώ ρο. Είχαν προηγηθεί η «ΠΑΙΔΙΚΗ ΑΠΟΘΗΚΗ» του Δ. Πανταζή και «Η ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΩΝ» του Μ. Καλαποθάκη, που κυκλοφόρησε από τον Ιανουάριο του 1868 ως το Δεκέμβριο του 1893. Αλλά ο χώρος όπου θα μπορούσε να κυ κλοφορήσει τότε ένα περιοδικό, και μάλιστα παιδικό, ήταν αρκετά στενός, για να ευδοκιμή σουν δυο περιοδικά μαζί και ν’ αποδίδουν και κέρδος στους εκδότες τους. Και για τούτο, μόλις εμφανίστηκε κι ένα δεύτερο, άρχισαν ανάμεσά τους οι συνήθεις έριδες και αντεγκλήσεις, που έ φτασαν σ’ έναν αγώνα αλληλοεξόντωσης, «αγώ να περί υπάρξεως», που μάλιστα, όπως δείχνουν τα πράγματα, έφτασε να διεξαχθεί, στην τελευ ταία του φάση, και με μέσα όχι και τόσο ηθικά άψογα.2 Η διατήρηση στη ζωή ενός περιοδικού, όπως η «Δ.τ.Π.», η συνεχής κι αδιάκοπη τροφοδότησή του με τόσο ποικίλη ύλη, η αγωνιώδης προσπά θεια ανταπόκρισής του στα γούστα του αναγνω στικού του κοινού, ανανέωσης κι εκσυγχρονι σμού του, αυτά και μόνο, είναι αρκετά για ν’ α πορροφήσουν εξολοκλήρου την πνευματική δρα στηριότητα ενός ανθρώπου, όσες πνευματικές δυνάμεις κι αν διαθέτει κι όσο ευρύς κι αν είναι
αφιερωμα/53 ο κύκλος των δυνατοτήτων και των γνώσεων του. Ωστόσο αυτό είναι δυνατό να ισχύει για τον οποιοδήποτε, όχι όμως και για τον Γρηγ. Ξενόπουλο, που τα κατάφερε θαυμάσια όχι μόνο τού το το περιοδικό επάξια να κρατήσει, όπως κρά τησε για μεγάλο διάστημα (από το 1927 ως το 1935) και το λογοτεχνικό περιοδικό «Νέα Ε στία», αλλά και ν’ αρδεύει το χώρο του νεοελλη νικού αναγνωστικού κοινού με πλήθος λογοτε χνικά έργα, κυρίως μυθιστορήματα και θεατρι κά, μ’ ένα ρυθμό που δεν είχε ξαναπαρατηρηθεί ποτέ ως τότε στα νεοελληνικά Γράμματα. Έ να τέτοιο περιοδικό, που απευθύνεται και προσπαθεί να σταδιοδρομήσει σ’ ένα χώρο ο πωσδήποτε ειδικό, είναι φυσικό ν’ απαιτεί, σε με γάλο μάλιστα βαθμό, κατοχή των προβλημάτων που συνδέονται με τη μορφή και το περιεχόμενο της πνευματικής τροφής που παρέχεται και που δεν μπορεί να είναι άσχετη με την αισθαντικότητα και την αντιληπτικότητα της ηλικίας στην ο ποία απευθύνεται ούτε με τις ψυχολογικές, παι δαγωγικές και άλλες αρχές, που αναγκαστικά πρέπει να το διέπουν και να προσανατολίζουν τη δραστηριότητά του. Κι ο Γρηγ. Ξενόπουλος ούτε σχετική πείρα είχε ούτε ειδική κατάρτιση πάνω σ’ αυτό. Κι όμως, στηριγμένος, πιθανότατα, στο αλάνθαστο αισθητήριό του και την ικανότητά του να προσαρμόζεται σε καθετί το νέο και ν’ ανταποκρίνεται στις οποιεσδήποτε απαιτήσεις, δε δίστασε να δεχτεί την πρόταση του Ν. Παπαδόπουλου και ν’ αναλάβει την αρχισυνταξία του πε ριοδικού. Και δόθηκε σ’ αυτό ολόψυχα, απ’ τα τριάντα του σχεδόν χρόνια κι ως την τελευταία του πνοή, κι αναλώθηκε σ’ αυτό, του έδωσε τον καλύτερο εαυτό του. Θα του ταίριαζε, σίγουρα, το βιβλικό: «ο ζήλος του οίκου σου κατέφαγέ με». Οδηγός του, φυσικά, ήταν κάποια ξένα παιδι κά περιοδικά και κυρίως το γαλλικό “ Semaine de Sujette” , απ’ το οποίο ο Γρηγ. Ξενόπουλος α ναδημοσίευε αρκετά διηγήματα και μυθιστορή ματα, καθώς και άλλη ύλη. Η επαφή του αυτή με τη γαλλική κουλτούρα, συνδυασμένη με τον γενι κότερο προσανατολισμό της ελληνικής αστικής τάξης την εποχή εκείνη, σημαδεύουν και τον ιδε ολογικό προσανατολισμό της «Δ.τ.Π.». Γράφει σχετικά ο Θ.Δ. Φραγκόπουλος: «...Στο επίπεδο των διεθνών σχέσεων το πε ριοδικό είχε ένα χαρακτήρα απροκάλυπτα γαλ λόφιλο. Σε τούτο ίσως να επέδρασε και το γεγο νός ότι ο μεγαλύτερος μυθιστοριογράφος παιδι κών έργων του καιρού εκείνου ήτανε ο Ιούλιος Βερν, που η πολωνική καταγωγή του, η γαλλική μόρφωσή του και η χρονική περίοδος της συγ γραφής των έργων του (γράφει κυρίως μετά την ήττα της Γαλλίας του 1870) τον κάνουν ιδιαίτερα πολέμιο της Γερμανίας. Σε ένα μυθιστόρημα μά λιστα, τα «Πεντακόσια εκατομμύρια της Μπε-
γκούμ», ο Βερν αντιπαραθέτει, με μόλις καλυ πτόμενη μεροληψία, τη γερμανική εργατικότη τα, μεθοδικότητα και πειθαρχία στο γαλλικό πνεύμα της επινοητικότητας, του αυτοσχεδιασμού και του φιλελευθερισμού. Αλλά και σε όλα του τα μυθιστορήματα ο «καλός» είναι πάντα Γ άλλος, ενώ ο «κακός» είναι ξένος. Αυτό γίνεται σιγά-σιγά παράδοση στη «Διάπλαση», έτσι που όλα· τα μυθιστορήματα (όχι μόνο του Ιουλίου Βερν, αλλά και άλλων συγγραφέων) να έχουν έ ναν έκδηλα γαλλόφιλο χαρακτήρα».3 Γρήγορα όμως από τις στήλες του περιοδικού άρχισε να εμφανίζεται υλικό ντόπιο, ελληνικό. Γύρω του μαζεύτηκαν και το πλαισίωσαν μια σει ρά από νέους, μόλις εκκολαπτόμενους συγγρα φείς (απ’ τον Τέλλο Ά γρα ως το Μιχ. Στασινόπουλο και τον Π. Χάρη), που του έδωσαν ζωντά νια κι ελληνικό χρώμα. Και είναι απόδοση δι καιοσύνης να του προσμετρηθεί στην όλη προ σφορά του και τούτη η πολύ σπουδαία, ότι στά θηκε ο δάσκαλος για πάμπολλους νέους στο χώ ρο της λογοτεχνίας. Με τη διακριβωμένη γνώση του πάνω σε θέματα λογοτεχνίας, είχε την υπο μονή, μέσ’ απ’ τη στήλη της αλληλογραφίας του περιοδικού, να επισημαίνει βασικές αδυναμίες
|—Κ Υ Κ Λ Ο Φ Ο Ρ Ε Ι —| Αλκυόνη Παπαδάκη
ΤΟ ΧΡΩΜΑ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ
!
5
Το Χρώμα του Φεγγαριού
.JL Εκδόσεις ΚΑΛΕΝΤΗ Μ αυρομιχάλη 5 Τηλ.: 3623553, 10679 ΑΘΗΝΑ ΤΗΣ ΙΔΙΑΣ • Η ΜΠΟΡΑ • ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΣΠΙΤΙ
54/αφιερωμα και λάθη στα κείμενα που του στέλνονταν, να διορθώνει, όταν αυτό χρειαζόταν, να συμβουλεύ ει και με γενικότερες οδηγίες και προτροπές να καθοδηγεί, να διαμορφώνει και να οξύνει τυχόν ευαισθησίες, να ισχυροποιεί τα ταλέντα, να δεί χνει το δρόμο προς την τελειότητα και την αληθι νή Τέχνη. έβαια, ήταν φυσικό, με όλα τούτα, αν μάλι στα πάρει κανείς υπόψη του και τη διαφορά ηλικίας ανάμεσα σ’ αυτόν και σ’ εκείνους που συμβούλευε, να επιβάλλει στις πλείστες των πε ριπτώσεων τις απόψεις του και να διαμορφώνει προς την κατεύθυνση που αυτός, τελικά, ήθελε. Και πολλές φορές, όπως συνέβη στην περίπτωση του Τέλλου Ά γρα, η επίδρασή του υπήρξε, γενι κά, «κατασταλτική», όπως σημειώνει σχετικά και ο Μήτσος Λυγίζος, που αναφέρει ότι, στο συγκεκριμένο παράδειγμα, του Τέλλου Άγρα, η "ξενοπούλεια” τακτική μπόρεσε να του καταστείλει τις πνευματικές ανησυχίες και να τον στρώσει».4 Τον έκαμε να βλέπει τον κόσμο όχι με τα δικά του μάτια, μα με τα μάτια του δασκά λου του. Χάρη στην τακτική του Ξενόπουλου, ο Τ. Ά γρας αναγκάστηκε να κάμει μια φοβερή α ναδίπλωση. «Έκαμε, όπως λέει ο Κ. Στεργιόπουλος, μια ενέργεια προς τα μέσα».5 Μα αυτό, όπως βεβαιώνει πάλι ο ίδιος μελετητής, τον έφε ρε αν όχι σε διχασμό της προσωπικότητάς του, πάντως σε μια «διάσταση με τον εαυτό του». Η παραδοχή της ήττας του στη σύγκρουση με το δυνατότερο του τον γεμίζει θλίψη, τον κάνει έναν «απελπισμένο» της ζωής και της πράξης. Ο Τέλλος Ά γρας συντάχθηκε με μιαν ιδεολογία που, πιθανότατα, δεν ήταν στα μέτρα του. Κι έχουμε τη γνώμη πως αυτή η «ιδεολογία» επηρέασε όχι μόνο τον Τέλλο Ά γρα αλλά και το μεγαλύτερο μέρος της λεγάμενης «Γενιάς του Τριάντα», της οποίας είναι δυνατό να πούμε πως υπήρξε ο «πνευματικός πατέρας», όπως μας δόθηκε η ευ καιρία να το δείξουμε σε άλλη εργασία μας.6 Ξεπερνώντας, σαν αντιπαιδαγωγικό και πα ρωχημένο, τον τύπο τού «καλού παιδιού», όπως τον ήθελε ως τότε η ημιφεουδαλική ελληνική κοι νωνία, προσπαθεί να δημιουργήσει μέσ’ απ’ τα γραπτά του και από τις σελίδες της «Δ.τ.Π.» έ ναν άλλο τύπο, ένα άλλο πρότυπο συμπεριφο ράς, έτσι όπως θα το ήθελε η ανερχόμενη ελληνι κή άρχουσα, αστική, τάξη των πρώτων δεκαε τιών του αιώνα μας. Το πρότυπο αυτό μας το δί νει ο Γρηγ. Ξενόπουλος σ’ ένα σημείωμά του στη «Δ.τ.Π.» (τ. 33/16-7-1922). Απευθυνόμενος στους νεαρούς συνδρομητές του περιοδικού, που, στην πλειονότητά τους, ανήκαν σε παιδιά της αστικής ή της μεσοαστικής τάξης, και που τους είχε ονοματίσει «Διαπλασόπουλα», γράφει: «Διαπλασόπουλο είναι το παιδί της καλής ελ ληνικής οικογένειας, που, είτε πλούσιο είτε α
Β
πλώς εύπορο είτε, καμιά φορά, και φτωχό, ανατρέφεται με τη μεγαλύτερη προσοχή κι επιμέ λεια· το παιδί που οι καλοί του γονείς και συγγε νείς, ξέροντας τι θα πει «Διάπλασις» κι ανατρο φή, δεν του αφήνουν στα χέρια του, όταν είναι μι κρό, παρά το περιοδικό μας, τις εκδόσεις του και τα βιβλία του σχολείου, το παιδί που διακρίνεται τόσο στη «Διάπλαση» όσο και στο σχο λείο, που διαπρέπει στους διαγωνισμούς, που προβιβάζεται με άριστα ή λίαν καλώς· το παιδί που δεν κάνει παρά το καθήκον του και δεν δεί χνει παντού, και προπάντων στο δρόμο, παρά τη σεμνότερη και κοσμιότερη συμπεριφορά... το παιδί, τέλος, που γίνεται ύστερα ένας λαμπρός ε πιστήμονας, ένας διαπρεπής λόγιος ή καλλιτέ χνης, ένας τίμιος έμπορος, τραπεζίτης ή βιομήχανος, ένας τέλειος άνθρωπος του κόσμου, μορ φωμένος και καλαίσθητος, ένας καλός οικογε νειάρχης, ένας χρήσιμος πολίτης. Το ίδιο και τα κορίτσια, οι «Διαπλασοπούλες» ...Τα Διαπλα σόπουλα είναι σπάνια, εξαιρετικά, εκλεκτά παι διά, η αφρόκρεμα της παιδικής κοινωνίας κι η α ληθινή της πνευματική αριστοκρατία». Από τα παιδιά αυτά, τα «πλούσια» ή «απλώς εύπορα» - καμιά φορά και φτωχά - περίμενε ο Γρηγ. Ξενόπουλος να βγουν οι αυριανοί - σημε ρινοί - ηγέτες, τα πνευματικά, οικονομικά, πο λιτικά, πολιτιστικά κ.λπ., στελέχη της ανορθούμενης χώρας. Και οι περιστάσεις μάλλον τον δι καίωσαν...
Γρηγ. Ξενόπουλος ο ίδιος δημοσίευε στο πε ριοδικό όχι μόνο μεταφράσεις ξένων έρ γων για παιδιά και νέους αλλά και δικά του, πρωτότυπα, διηγήματα και μυθιστορήματα, κρατούσε την αλληλογραφία με τους αναγνώ στες του περιοδικού, έγραφε σ’ αυτό ειδικές, ε κλαϊκευτικές μελέτες, όπως για τη «Στιχουργική», ταξιδιωτικές εντυπώσεις κ.ά., και κυρίως κρατούσε τον παλμό του περιοδικού και την επα φή του με το παιδικό αλλά και το ευρύτερο ανα γνωστικό κοινό με τις περίφημες «Αθηναϊκές Ε πιστολές» του, που ήταν κάτι ανάμεσα στο χρο νογράφημα, το σχολιασμό και το μελέτημα, κι ό που έβρισκαν τη θέση τους, αναλύονταν και σχο λιάζονταν επίκαιρα πνευματικά θέματα και ζη τήματα. Τις υπόγραφε με το ψευδώνυμο «Φαί δων», όπως υπόγραφε άλλα κείμενά του με τα ψευδώνυμα «Κίμων Αλκίδης» και «ΚυραΜάρθα». Οι επιστολές αυτές είναι ενδιαφέρου σες όχι μονάχα για την απλότητα, τη σαφήνεια και τη νηφαλιότητά τους μα και για το γεγονός ότι αποτελούν έναν αρκετά αξιόπιστο καθρέφτη της πνευματικής, πολιτιστικής και πολιτικής ζω ής της εποχής του. Το άλλο έργο του, είτε διάσπαρτο στις σελίδες
Ο
αφ ιερωμα/55 της «Δ.τ.Π .» είτε δημοσιευμένο σε βιβλία, διακρίνεται σε: α. Μ ικρές Ιστορίες, που ο ίδιος τις χαρακτήρι ζε «Αναγνώσματα δια πολύ μικρά παιδιά» και που συνήθως τις υπόγραφε με το ψευδώνυμο «Κυρα-Μάρθα». Και τέτοιες είναι: «Η συνομιλία των παιγνιδιών», «Το ατέλειωτο παραμύθι», «Το ποτάμι»-κ.ά., που άρχισαν να δημοσιεύονται στη «Δ.τ.Π.» από τις αρχές του Γενάρη του 1897 κι έπειτα. β. Διηγήματα, που τα πιο πολλά τους δημο σιεύτηκαν στη «Δ.τ.Π.». γ. Μυθιστορήματα, όπως «Ο Αλούπης και ο Κουνέλης», «Η αδελφούλα μου», που δημοσιεύ τηκε και σε βιβλίο, με 24 σκίτσα του Αν. Βώττη, το 1923, «Ο Μπέμπης αρχιλήσταρχος - Θηριο τροφείο Τοτού και συντροφιά», κι αυτό δημο σιευμένο σε αυτοτελή τόμο (στην 3η έκδοση το 1932), «Έ να παιδί με τρεις οικογένειες», που δη μοσιεύτηκε στη «Δ.τ.Π .» σε συνέχειες από τις 22-12-1928 ως τις 21-9-1929, με φανερές επήρειες από το «Χωρίς οικογένεια» του Έ κτορα Μαλό, «Ο Λιχουδάκης», «Ο Τοτός και ο λαγός του», «Ο Κωστάκης θέλει - ο Κωστάκης δεν θέλει», «Λιλή, Παυλής και Σία», «Ο καλός Γιαννάκης», «Κίτσος, ο νάνος του βασιλιά», «Το μαγεμένο ρόδο», «Τα κατορθώματα του κουτο-Μικέ», «Κι άλλος Κουτομόγιας», «Ο υποβολέας», «Τίμος ο τεμπέλης και Τζαναμπέτης ο κεφάλας», «Εφτά μ’ ένα χτύπημα», «Τ’ όνειρο του κυρ Ηλία» και άλλα. δ. Παραμύθια, τα περισσότερα δημοσιευμένα στα τεύχη της «Δ.τ.Π.», πρωτότυπα ή σε δια σκευή από λαϊκά ή ξένα. ε. Θεατρικά, κυρίως μονολόγους ή μονόπρα κτα δραματάκια και κωμωδιούλες. Σχεδόν το σύνολό τους έχει δημοσιευτεί στις σελίδες της «Δ.τ.Π.». Συγκεντρωμένα, δημοσιεύτηκαν σε δυο τόμους, με τον γενικό τίτλο «ΠΑΙΔΙΚΟΝ ΘΕΑΤΡΟΝ», τον ένα το 1906, με εκδότη το διευθυντή της «Δ.τ.Π .» Νικ. Παπαδόπουλο και το δεύτερο το 1926, με εκδότη τον Ι.Δ. Κολλάρο - «Εστία». στ. Αναγνωστικά του Δημοτικού, όπως τα: - Ο ΚΑΛΟΣ ΔΡΟΜΟΣ, αναγνωστικό Β' Δη μοτικού, με συνεργασία Γ. Κονιδάρη. - Ο ΠΥΡΓΟΣ ΤΟΥ ΒΟΣΠΟΡΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ, αναγνωστικό Ε' Δημοτικού, με συνεργασία Αρ. Κουρτίδη και Γ. Κονιδάρη, εκδ. 1927. - ΤΟ ΚΑΛΟ ΜΟΥ ΒΙΒΛΙΟ, αναγνωστικό Β' Δημοτικού, με συνεργασία Γεωργίας Ταρσούλη και Κ. Καραδήμα, 3η έκδοση 1931. ζ. Μεταφράσεις, κυρίως μυθιστορημάτων, διη γημάτων και παραμυθιών. Κατά προτίμηση, ό πως αναφέραμε και πιο πάνω, μετέφρασε και δη μοσίευσε σε συνέχειες έργα Γάλλων συγγραφέ ων, όπως τα: «Ο ακόλουθος του Μεγάλου Ναπο-
λέοντος» της Ευδοξίας Ντυπουί, «Η Ασπρούλα» της Βέρθας Βαδιέ, «Η οικογένεια Μαντζουράνα» του Αιμέ Ζιρόν, «Οι χρυσοθήραι της Αφρικής» του Αντρέ Λορί, «Αι περιπέτειαι του Ρογήρου» του Ζακ Λεμαίρ, «Η χρυσοφόρος φλεψ» του Αν τρέ Λορί, «Ο εγγονός του αυτοκράτορος» του Αρτούρ Ντουρλιάκ, «Ο πετρομαζευτής» του Αι μέ Ζιρόν, «Ο Πέτρος Ριονσαί» του Αντρέ Βαλντέ, «Ο μικρός τζόκεϋ» του Ζυλ Σανσέλ, «Η Κρινιώ» του Ε. Λομάν, «Ο Λουλού εις το Μαρόκον» του Ζυλ Σανσέλ, το αστυνομικό «Ερβελίν κατά Πλοκ» του Ραφαέλ Λιγκτόν, «Ο μικρός μετανά στης» του Ζυλ Σανσέλ, «Ο μικρός Ερρίκος Δαλλινύ» του ίδιου, «Η μυστηριώδης νήσος» του Ιου λίου Βερν, το «Έξω απ’ τη φωλιά» της Μ. Ζιραρντέ, το «Δεύτερη πατρίδα» του Ιουλίου Βερν, το «Χωρίς οικογένεια» του Εκτόρ Μαλό, «Ο μικρός εθελοντής» του Ντανρί, «Το παιδί της μαύρης μάσκας» του Ζυλ Σανσέλ, «Η Διονυσία» του Α. Λαγκούστ, «Η Ανθούλα» της Α. Ζενεβρέι (σε συ νεργασία με τον Αρ. Κουρτίδη), «Η κόρη του γερο-Θωμά» της Κολόμπ (με συνεργασία), «Ο Τζακ» του Αλφόνς Ντοντέ (διασκευή), το «Διε τείς διακοπαί» του Ιουλίου Βερν (με συνεργασία Π.Ι.Φ.), «Ο μάγος των φιδιών» του Λεόν Λαμπρύ, «Ο Ειρηνικός» του Μορίς Σαμπάν, «Ο μουστάκας» του Α. Ζεριόλ, «Ο κληρονόμος του Ροβινσόνα» του Αντρέ Λορί, «Ο αετός και το ά στρο» της Μαργκερίτ Μπουρζέ, «Από το άλλο μέρος του μαντρότοιχου» της Μπερθ Μπερνάζ, «Η Οδύσσεια του Φουφούλη» της Ζαν Ζιράντ, «Οι εξωφρενικές περιπέτειες του Πέτρου Αντιφέρ» του Ιουλίου Βερν, «Οι τρεις μικροί σωματο φύλακες» του Αιμ. Ντεβό (με συνεργασία Π.Ι.Φ.), «Οι όρνιθες του Ταϊκούν» (κατά παρά-
56/αφιερωμα φράση), «Το μυστήριο της ξανθής κούκλας» της Μ. Π. Σορεντίν, «Ό τα ν αναστήθηκε το μαμούθ» του Ιουλίου Βερν, «Ο Γιάννης Καστέρας» του Αλ. Μπαντέν, «Οι κηδεμόνες της Νουντούς» της Ζακελίν Ντυσέ, όπως και αρκετά μη Γάλλων συγγραφέων: «Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ» του Τζ. Σουίφτ, ο «Δον Κιχότης» του Θερβάντες, «Η βεντέτα» του Α. Φέργκιουσον, «Οι μικροί Ροβινσόνες του βράχου» της Α. Ζενεβρέι και αρκετά άλλα, επώνυμων κι ανώνυμων, κατά ελεύθερη α πόδοση ή διασκευή. Ο μελλοντικός μελετητής του έργου του χρειάζεται μεγάλη υπομονή, για να το αποδελτιώσει, να το καταγράψει και να το α ξιολογήσει όλο. Επιχειρώντας πάντα, με σχετική επιφύλαξη, κάποιαν αποτίμηση του πλουσιότατου έργου του, έτσι καθώς διατρέχουμε τον απέραντο λει μώνα της, προσωπικής ιδιαίτερα, δημιουργίας του, ιδωμένης από την πλευρά της προσφοράς του στην Παιδική Λογοτεχνία του τόπου μας, θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε ότι ο Γρηγ. Ξενόπουλος: α. Από άποψη θεματολογική 1. Στέκεται, βασικά, σε θέματα της οικογε νειακής και σχολικής ζωής του παιδιού και ιδιαί τερα του παιδιού της αστικής ή μεσοαστικής ελ ληνικής οικογένειας. Έτσι, μπορεί να θεωρηθεί ως ο πρόδρομος του ελληνικού αστικού παιδικού μυθιστορήματος. 2. Προσπάθησε ν’ αποκολλήσει το παιδικό λο γοτέχνημα από τον άμεσο και οχληρό διδακτισμό. Την όποια διδαχή τη θέλησε να βγαίνει μέσ’ απ’ τη δράση και τις περιπέτειες των ηρώων των λογοτεχνικών έργων. β. Από άποψη υφολογική και μορφολογική 1. Εισάγει μια μετρημένη και σχετικά συντη ρητική γλώσσα στα έργα για παιδιά, που με τον καιρό γίνεται όλο και πιο απλοποιημένη. 2. Κρατά πάντα ένα ύφος απλό, σχετικά λιτό, χωρίς ιδιαίτερες εξάρσεις, οικείο κι εύκολα απο-*12
δεκτό απ’ το κάθε παιδί. 3. Εισάγει μες στο παιδικό λογοτέχνημα το έ ξυπνο αλλά και άκακο χιούμορ, που το θεωρεί α παραίτητο στοιχείο της Παιδικής Λογοτεχνίας. Βέβαια, το όλο έργο του, και συνακόλουθα και αυτό που αφορά τα παιδιά, δεν ξεπερνά, γενικά, το επίπεδο της μετριότητας. Αλλά κι ο ίδιος «ή ταν συντηρητική, μετρημένη και πειθαρχημένη συγγραφική ιδιοσυγκρασία», όπως λέει ο Απ. Σαχίνης.7 Γι’ αυτό και, όπως συμπληρώνει ο Mario Vitti, «απέφευγε κάθε νεωτερισμό που θα μπορούσε να ξενίσει».8 Ήθελε πάντα να κρατά τις ισορροπίες. Τομές και νέους δρόμους στον πνευματικό χώρο χαράζουν μόνο οι ηφαιστειακές φύσεις, αυτές που φέρνουν πάνω τους τη σφραγίδα της μεγαλοφυΐας. Κι ο Ξενόπουλος το είχε κι ο ίδιος συνειδητοποιήσει πως δεν ανήκε στην κατηγορία αυτή των πνευματικών δημιουρ γών. Σε μιαν απάντησή του στον Τίμο Μαλάνο, που έβρισκε πολλή εξωτερικότητα σε μερικά α πό τα έργα του, έλεγε: «Την εξωτερικότητα αυτή την έχουν, πραγματικά, τα περισσότερα έργα μου. Και τα καλύτερα, είναι κάπως εξωτερικά, κάπως άβαθα. Και ξέρετε γιατί; Να σας το πω αυτό, αν και πολλές φορές το είπα: γιατί δεν εί μαι μεγάλος συγγραφέας. Ξέρω τον τρόπο, μα δεν έχω τη δύναμη. Και ξέρετε πάλι γιατί δεν εί μαι μεγάλος συγγραφέας; Γιατί γεννήθηκα μέ τριος. Η φύση δεν θέλησε να μου χαρίσει παρά έ να κάποιο ταλέντο, όχι μεγαλοφυΐα. Κι αυτό, βέ βαια, χρήσιμο, ίσως μάλιστα και πολύτιμο. Κι έ βαλα όλη μου τη θέληση, από παιδί ως σήμερα, να το καλλιεργήσω. Κι ολοένα το καλλιεργώ, χωρίς να κάμω τίποτ’ άλλο στη ζωή μου. Αλλά, βλέπετε, η θέληση μόνο δεν αρκεί». Συγκινητική κι άξια διδαχής έκφραση αυτο γνωσίας, που δίνει και το μέτρο της προσφοράς του στην Παιδική Λογοτεχνία. Η γενιά που γαλουχήθηκε από το λαγαρό και μετρημένο λόγο του σίγουρα του χρωστά πολλά.
Ση μειώσεις 1. Τροβάς Διον., Γρηγόριος Ξενόπουλος, «Βασιλείου», Αθήνα 1984. 2. Για να κυκλοφορήσει τότε ένα παιδικό περιοδικό, χρειαζό ταν η έγκριση του «επί των Εκκλησιαστικών Υπουργείου». Κι όσο για τους εκδότες της «Δ.τ.Π.», κατάφεραν ν' απο σπάσουν αυτή την έγκριση, που, ανάμεσα στ’ άλλα, περι λάμβανε και τη γνωμοδότηση πως το περιοδικό τους «περιέ χει εύχυμον και εΰληπτον ύλην, χρήσιμον προς επίρρωσιν του θρησκευτικού ιδ ίω ς αισθήματος των παίδων και επιτή δειον προς ηθικήν αυτών μόρφωσιν». Και δε φτάνει αυτό, παρά έγραψαν στο πρώτο κιόλας φύλλο του περιοδικού ότι η «Εφημερίς των Παίδων» έχει απαγορευθεί «υπό τε της Ιε ρός συνόδου και του επί των Εκκλησιαστικών Υπουργείου». Στη, μάλλον, συκοφαντική τούτη πληροφορία αντέδρασε ο Μ. Καλαποθάκης, υποστηρίζοντας από το φύλλο του Μαρ τίου του 1879 της «Ε.τ.Π.», σελ. 792, ότι η "Ε.τ.Π .” ουδέπο τε και ούτε υπό της Ιεράς Συνόδου ούτε υπό του Υπουργείου των Εκκλησιαστικών απηγορεύθη (τους παρακαλούμεν δε
3.
4. 5. 6. 7. 8.
να δημοσιεύσωσι τας περί τούτου εγκυκλίους)». Και η κο νταρομαχία των εκδοτών των δυο παιδικών περιοδικών συ νεχίστηκε. Απ’ αυτή αποδείχτηκε ότι, απλούστατα, ο Μ. Καλαποθάκης δεν μπόρεσε να εκμαιεύσει «σύσταση», διότι του είχε προσαφθεί, ποιος ξέρει από ποιον, η κατηγορία, ότι ήταν «ευαγγελικός». Και, βέβαια, ύστερ’ απ’ αυτό, το απο τέλεσμα φαίνεται πως είχε κριθεί. Φραγκόπουλος, Θ.Δ., «Ιδεολογικοί προσανατολισμοί της "Διάπλασης των Παίδων” », «Επιθεώρηση Παιδικής Λογο τεχνίας», τόμος 1, 1986 και «Νεοελληνικός Λόγος», τ. 28/1983. Λυγίζος, Μήτσος, «Ο χαρακτήρας της ποίησης του Τέλλου Άγρα», «Φιλολογική Πρωτοχρονιά», τ. 3, 1945-46. Στεργιόπουλος, Κ., Ο Τέλλος Ά γρ α ς και το πνεύμα της πα ρακμής, «Βάκων», Αθήνα 1967. Σακελλαρίου, Χάρης, Ο Τέλλος Ά γρα ς και η Παιδική Λο γοτεχνία, εκδ. «Φιλιππότης», Αθήνα 1986. Σαχίνης, Απόστολος, Το Νεοελληνικό Μυθιστόρημα, «Ε στία», Ε' έκδοση 1980. Vitti Mario, Ιστορία της Νεοελληνικής λογοτεχνίας, «Οδυσσέας», Αθήνα 1978.
αφιερωμα/57
Κωνσταντίνος Δη μ. Μ αλαφάντης
Οι «Α θηναϊκοί Ε πιστολαί» του Γρ. Ξενόπουλου στην «Δ ιά πλα σ ιν τω ν Π αίδω ν» (1896 «Λυτό μπορώ να το καφχηθώ: Οι επιστολές μου εδίδαξαν, εμόρφωσαν, έπλασαν ψυχές και χαρακτήρες. Για τί κι αυτός ήταν πάντα ο σκοπός μου [...]» . (Γρ. Ξενόπουλος, Η Δ .τ .Π ., περ. Β', τομ. 32ος, αρ. 1, 6 Δεκ. 1924, σελ. 4) «Έγραψα πολλά και διάφορα από τα δεκαπέντε μου χρόνια ως σήμερα που κλείνω τα ογδόντα. Μ ε είπαν πατέρα του Νεοελληνικού Μυθιστορήματος και δη μιουργό του Νεοελληνικού θεάτρου. Α λλά για τίποτα δεν καφχιέμαι περισσότερο, παρά γ ι’ αυτές τις «Αθη ναϊκές Επιστολές», και γενικά για την εργασία μου στη «Αιάπλασι» [...]» . (Γρ. Ξενόπουλος, Η Δ .τ .Π ., περ. Δ ', τομ. 2ος, αρ. 1, 20 Δ εκ . 1947, σελ. 4)
Ο Γρ. Ξενόπουλος, από τους ση μαντικότερους λογοτέχνες - αλλά και ένας από τους πιο ευαίσθητους δείκτες νέων λογοτεχνικών τάσεων και μηνυμάτων - της εποχής του, α σχολήθηκε συστηματικά με το παιδί ως αναγνώστη, ως αντικείμενο αγω γής και παιδείας, 1θεμελιώνοντας έ τσι την ελληνική παιδική λογοτε χνία. Έχει επισημανθεί ιδιαίτερα μάλιστα η προσφορά του στο περιο δικό «Η Διάπλασις των Παίδων», στο οποίο εργάστηκε ως αρχισυ ντάκτης επί πενήντα σχεδόν χρό νια, και κυρίως οι «Αθηναϊκοί Επιστολαί» (Α.Ε.), που έγραφε κάθε ε βδομάδα (και υπέγραφε με το ψευ δώνυμο «Φαίδων»). Ο Φαίδων. Γελοιογραφία Μ. Παπαόημητρίου * Η μελέτη αυτή αποτελεί τμήμα εισαγωγικού κεφαλαίου ομώνυμης διδακτορικής διατριβής, που θα υποβληθεί από το συγγραφέα στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ο περιοριστικός χαρακτήρας του άρθρου δεν επέ τρεψε την παράθεση εκτενέστερων κειμένων και διεξοδικής αναλόσεως του θέματος.
58/αφιερωμα
Κ
ατά τον Πέτρο Χάρη ο Ξενόπουλος, «και μόνο στις "Αθηναϊκές Επιστολές” αν πε ριοριζόταν [...] θα είχε μιαν από τις πρώτες θέ σεις στην παιδική μας λογοτεχνία [„.]».2 Ακό μα, λόγω της μεγάλης χρονικής διάρκειας που είχε η συγγραφική αυτή δραστηριότητα του Ξενόπουλου, αποτελεί και ένα κάτοπτρο της κοι νωνικής και πολιτισμικής εξέλιξης του τόπου 3 και της ιστορικής πορείας του από το 1896 ως το 1946. Έτσι η περίπτωση του Ξενόπουλου και πιο ει δικά των Α.Ε. προσφέρει μια σπάνια ευκαιρία «σύμπτωσης» καθαρά λογοτεχνικών και ειδικό τερα παιδευτικών στοιχείων και την εξαιρετική περίπτωση μετουσίωσης ενός παιδευτικού περιε χομένου σε λογοτεχνικό περιεχόμενο.4 α. Αρχή, αντιδράσεις και επιφ υλάξεις για τις «Αθηναϊκές Επιστολές»
ι «Αθηναϊκοί Επιστολαί» της Δ.τ.Π. ήταν μία από τις «κυριότερες καινοτομίες»5 που εισήγαγε στο περιοδικό ο νέος (από το 1896) αρ χισυντάκτης του, Ξενόπουλος, για την ανακαίνι σή του — που συνοδευόταν με αύξηση της συν δρομής του - γιατί κινδύνευε, όπως σημειώθη κε, να κλείσει. Έτσι οι Α.Ε. αναγγέλλονται με τρόπο εντυπω σιακό στον τόμο του 1895, στο τέλος του έτους,6 σε επιστολή της Διάπλασης (29 Δεκεμβρίου 1895): «[...] Αλλ’ ό,τι θα δΐδη εξαιρετικόν θέλγητρον εις την "Διάπλασιν” του 1896 θα είνε αι κομψοί και τερπνοί ΑΘΗΝΑΪΚΑΙ ΕΠΙΣΤΟΛΑΙ τας οποίας συχνότατα θα γράφη ειδικός συνερ γάτης, απευθυνόμενος προς τους μικρούς7 αναγνώστας μου και κρατών αυτούς ενημέρους πα ντός ενδιαφέροντος την ηλικίαν των, εκ των εν Αθήναις και αλλαχού συμβαινόντων». Ωστόσο και ο συγγραφέας και η διεύθυνση του περιοδικού δεν πίστευαν πολύ στην επιτυχία της καινοτομίας των Α.Ε.: <:<Είχα, τ’ ομολογώ, πολ λούς δισταγμούς για την επιτυχία. Κι η Διάπλασι το ίδιο· στην αρχή δεν φαινόταν ενθουσιασμένη από το νεωτερισμό. Γρήγορα όμως φάνηκε πως οι αναγνώστες του καιρού εκείνου άρεσαν πολύ τις "Αθηναϊκές Επιστολές” , ενδιαφέρθηκαν, τις αγάπησαν, τις περίμεναν, κι έτσι τις εξακολού θησα ολοχρονίς».8 Οι Α.Ε., που ξεκίνησαν το 1896, συνεχίστηκαν όλο το έτος. Ό μω ς ο Ξενόπουλος (ίσως και η «Διάπλασις»9) θέλησε από τον επόμενο χρόνο, 1897, να πραγματοποιήσει αντί των επιστολών μίαν άλλη καινοτομία: την αντικατάσταση των Α.Ε. με αποσπάσματα «Εκ του Ημερολογίου του Φαίδωνος». Έτσι ο «κ. Φαίδων» συντάσσει με φανερή μελαγχολία την «τελευταίαν» επιστολή του έτους με τίτλο «Αποχαιρετισμός».10 «Αγα πητοί μου, Είναι η τελευταία επιστολή, αυτή την
Ο
οποίαν σας γράφω σήμερον!.. Ποτέ δεν θα λη σμονήσω την στιγμήν, την μελαγχολικήν αυτήν στιγμήν, κατά την οποίαν αποχαιρετώ και ασπάζομαι νοερώς τους αγαπητούς μου φίλους δια τε λευταίαν φοράν... Δεν θα λάβω πλέον την ευχα ρίστηση» - την τόσω δι’ εμέ μεγάλην, - να σας γράψω και να σας φαντασθώ ενώπιον μου όλους ομού [...]. Ναι, το γνωρίζω καλά το ενδιαφέρον, με το οποίον ανεγινώσκατε τας επιστολάς μου και είμαι πολύ, μα πάρα πολύ υπερήφανος δΤ αυ τό... Ποτέ η «Διάπλασις» δεν παρέλειψε να μου αναγνώση τας περικοπάς των επιστολών σας, αι οποίαι έκαμναν λόγον περί του Φαίδωνος και των Αθηναϊκών Επιστολών [...]. Ίσως - και αυ τό κάπως με παρηγορεί, - ο χωρισμός δεν θα εί ναι διαρκής. Ίσως θα μ’ επανίδετε και πάλιν, ό σοι θαεξακολουθήτε ακόμη ν’ αναγινώσκετε την "Διάπλασιν” , εμφανιζόμενον με νέαν σειράν Α θηναϊκών Επιστολών, κατά το μεθεπόμενον έτος 1898 [...]» (οι υπογραμμίσεις είναι δικές μου). Πράγματι ο τόμος του 1897 δεν περιέχει Α.Ε., αλλά, επιλεγμένα από την «Διάπλασιν», τμήμα τα «Εκ του Ημερολογίου του Φαίδωνος». Στο τέ λος όμως του ίδιου έτους η «Διάπλασις» αναγ γέλλει την επικείμενη επανάληψη των Α.Ε. Στην πρώτη επιστολή του νέου έτους11 ο Ξενόπουλος δεν κρύβει τη μεγάλη χαρά του για την «επιστρο φή»: «Αγαπητοί μου. Λοιπόν από σήμερον αρχίζομεν και πάλιν τας επιστολάς μας... Τι χαρά μου να σας επαναβλέπω, να σας ομιλώ και πά λιν, καθ’ εβδομάδα, δια τόσα πράγματα που σας ενδιαφέρουν [...]». Στο τέλος όμως του 1898, στο τελευταίο φύλλο12 της Δ.τ.Π., ανακοινώνεται νέα διακοπή των Α.Ε. και στη θέση τους, από το 1899, μια άλ λη καινοτομία: οι «Αθηναϊκοί Περίπατοι» του κ. Φαίδωνος σε όλα τα αξιοθέατα της πρωτεύου σας. Οι «Αθηναϊκοί Περίπατοι» θα συνεχιστούν καθ’ όλο το 1900. Στο τέλος αυτού του έτους η Διάπλαση αναγγέλλει τη διακοπή των Περιπά των, που δεν θα επαναληφθούν ποτέ, και αντ’ αυ τού τη συνέχιση των «Αθηναϊκών Επιστολών». Έτσι λοιπόν από το 1901 ο Ξενόπουλος αρχίζει πάλι τις Α.Ε., σχεδόν κάθε εβδομάδα, τις οποίες θα συνεχίσει να γράφει πλέον χωρίς νέες δοκιμές και πειραματισμούς επί 46 τουλάχιστον χρόνια ακόμα, έως τον Οκτώβριο του 1946. Κάποτε οι Α.Ε. αναβάλλονταν λόγω πληθώρας ύλης,13 ή σταματούσαν λίγο λόγω ασθένειας14 ή εξαιρετι κών γεγονότων. Έτσι οι Α.Ε. διακόπτονται το 1914 για 3 μήνες (2 Αυγούστου -1 Νοεμβρίου), ε πειδή δεν υπήρχε χώρος στο περιοδικό (που κά νει σκληρές οικονομίες) για να δημοσιευθούν: «[.-..] δυστυχώς τρεις μήνας η Διάπλασις ήτο υ ποχρεωμένη να εκδίδεται τετρασέλιδος. Έπεσε, θα έλεγε κανείς, επάνω της η μαύρη σκιά του πο λέμου και την εσκέπασεν [...]».15 Το 1919 ο Ξενόπουλος απογοητευμένος16 δια
αφιερωμα/59 κόπτει για 8 μήνες τις Α.Ε. (12 Ιανουάριου - 7 Σε πτεμβρίου), αλλά και κάθε άλλη λογοτεχνική δραστηριότητα και παραγωγή. Το γεγονός γίνε ται ευκαιρία να εκδηλωθεί εκ νέου η μεγάλη αγά πη των αναγνωστών στον «κ. Φαίδωνα», που α ποφασίζει ν’ αρχίσει να ξαναγράφει. Τη δημοσίευση Α.Ε. καθυστέρησαν - αρκετά αργότερα - και συγκυριακές αιτίες: Οι κατοχι κές συνθήκες έκδοσης εντύπων, η έλλειψη χαρ τιού, οι ανατιμήσεις και ο πληθωρισμός δεν επέ τρεψαν την τακτική έκδοση της Δ.τ.Π ., ιδίως κατά το διάστημα 1942-1944, και τη δημοσίευση των Α.Ε., που εξακολουθούσαν - φυσικά - σε μη τακτά χρονικά διαστήματα, όπως και η έκδο ση του περιοδικού. Η ανατίναξη των γραφείων του περιοδικού, το Δεκέμβριο του 1944 καθυστε ρεί την έκδοσή του (κυκλοφρεί πάλι στις 5 Μαΐου 1945) και όλο το έτος, καθώς και κατά το 1946, βγαίνουν λιγοστά (διπλά και τριπλά) φύλλα, που δεν επιτρέπουν συχνότερα την «εμφάνιση» του «κ. Φαίδωνος», που, παρά τα γεγονότα και την προχωρημένη ηλικία του, δεν απουσιάζει από κανένα σχεδόν φύλλο. 6.
Το κοινό τω ν «Αθηναϊκών Επιστολών»
ηλικία του αναγνωστικού κοινού της Δ.τ.Π. ποίκιλλε, παρά το γεγονός ότι απευ θυνόταν «στη νεότητα, σε παιδιά από 10 να πού με χρονών ίσαμε 20 το πολύ».17 Έ τσι πολλοί α πό τους νεαρούς αναγνώστες ήταν και πιο μεγά λοι: γυμνασιόπαιδες, φοιτητές, «μεγάλες κοπέλλες της παντρειάς», ακόμα και «άντρες με μου στάκια»!18 Ο Ξενόπουλος φαίνεται ότι, εμπειρικά έστω, ε φάρμοζε ορισμένες αρχές και κάποιο πρόγραμ μα στην ηλικιακή, θα λέγαμε, ταξινόμηση των α ναγνωστών: «[...] οι αναγνώσται μας διαιρού νται εις τρεις τάξεις, [...] δια καθεμίαν εξ αυτών έχομεν τα αρμόζοντα αναγνώσματα, και [...] η ανωτέρα αποτελείται από μαθητάς των τελευ ταίων τάξεων του Γυμνασίου, από φοιτητάς του Πανεπιστημίου και άλλων ανωτέρων Σχολών, α πό εφήβους ανεπτυγμένους, από νεάνιδας αι ο ποίοι θα πάρουν μετ’ ολίγον ή επήραν ήδη το δί πλωμά των. Αι "Αθηναϊκοί Επιστολαί” , ως επί το πλείστον, προς αυτήν την τάξιν αποτείνονται. Και η τάξις αυτή, και ως εκ της ηλικίας και ως εκ της αναπτύξεως, δικαιούται ν’ ακούη και να μανθάνη δΓ όλα σχεδόν τα πράγματα που ενδια φέρουν και τους μεγαλυτέρους».19 Στο σημείο αυτό είναι φανερή και η διάσταση από τον αρχι κό προορισμό των Α.Ε., αφού αρχικά (1895) είχε προγραμματιστεί να απευθύνονται «προς τους μικρούς αναγνώστας».20 Πολύ αργότερα (1922) θα πει «Οι Επιστολές μου διαβάζουνται από παι διά· μα διαβάζουνται κι από νέους που είναι έτοι μοι πια να βγουν στον κόσμο και ν’ αρχίσουν τη
Η
δράση τους [...]».21 Και σε άλλη ευκαιρία (1923): «Υπάρχουνε στον κύκλο μας και μεγάλα παιδιά. Ισως μάλιστα είναι και τα περισσότερα. Αν θέ λετε ακόμα όλα τα παιδιά σήμερα είναι μεγάλα [...]».22 Στην τελευταία φράση υπάρχει και η ση μαντική παρατήρηση του Ξενόπουλου για την πρόωρη ή πρώιμη πνευματική ανάπτυξη των παι διών, που τον υποχρέωνε και να ανεβάζει, κατά κάποιον τρόπο, την πνευματική ηλικία των ανα γνωστών της Διάπλασης. Δεν παύει πάντως να προβληματίζεται για το ποσόν και το ποιόν της προσφερόμενης ύλης, με δεδομένη τη ρευστότη τα των ορίων της παιδικής ηλικίας. Χαρακτηρι στικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση Καβάφη: «Και για τον Καβάφη σκέφθηκα μια στιγμή να σας γράψω. Το μετάνοιωσα όμως, για τ’ είναι ένας ποιητής που δεν κάνει καθόλου για παιδιά. Ό χ ι γιατί δεν θα τον καταλάβαιναν οι μεγαλύτε ροι από σας, που ξέρω καλά πως καταλαβαί νουν... τα πάντα! αλλά κι όσοι θα τον καταλά βαιναν είπα - δεν θα τον αισθάνονταν. Είναι πο λύ, πάρα πολύ απαισιόδοξος! Και παίρνει θέμα τα που δεν ενδιαφέρουν τα παιδιά, και λέει πράγ ματα που δεν τα συγκινούν, και παρουσιάζει ψυ χικές καταστάσεις ξένες κι άγνωστες όλως διό λου σ’ αυτά. Γιατί τα παιδιά είν’ ανύποπτα ακό μα και, κατά βάθος, χαρούμενα. Δεν ξέρουν, δεν έχουν δοκιμάσει πολύ τη ζωή [,..]».23 Παρά το αρσενικό γένος της προσφώνησης («Αγαπητοί μου,»), οι επιστολές απευθύνονταν και στα κορίτσια. Ο ίδιος ο Ξενόπουλος άλλω στε το δήλωνε ρητά: «Κι όσο για τα κορίτσια μας, μπορούν να ’ναι βέβαια πως τα ’χω επίσης στο νου μου όταν γράφω, και τα συμπεριλαμβά νω».24 Οι Α.Ε. μπορούσαν γενικά να διαβα στούν από τους αναγνώστες όλων των ηλικιών: «Κάθε παιδί, επισημαίνει ο Ξενόπουλος, μόλις μεγάλωνε λίγο ώστε να μην περιορίζεται στα νηπιακά αναγνώσματα της κυρά Μάρθας, το πρώ το που διάβαζε από το φυλλάδιο ήταν η επιστολή μου [,..]».25 y . Μορφή και θέματα τω ν «Αθηναϊκών Επιστολών» Α π όψ εις του ίδιου του Ξ ενόπ ου λου
ι «Αθηναϊκοί Επιστολαί» άρχιζαν στερεότυ πα με την προσφώνηση «Αγαπητοί μου» και τελείωναν με το χαιρετισμό «Σας ασπάζομαι ΦΑΙΔΩΝ». Η έκτασή τους ήταν ανάλογη με το θέμα που πραγματεύονταν, καλύπτοντας, συνή θως, τις δυόμισι στήλες μιας σελίδας του περιο δικού. Η πρώτη δημοσιεύεται στον τόμο του 1896, δηλαδή τον πρώτο τόμο που διαμόρφωνε ως νέος αρχισυντάκτης της Διάπλασης ο Ξενό πουλος. Ως το 1916 οι Α.Ε. γράφονταν σε απλή καθαρεύουσα, που ολοένα γινόταν απλούστερη. Από το 1916 και ύστερα γράφονταν, όπως και ό
Ο
60/αφιερωμα λη σχεδόν η ύλη του περιοδικού, στη δημοτική. Ο Ξενόπουλος θεωρούσε τις Α.Ε.’ «παιδικό χρονογράφημα»26 και «διαπλασιακό χρονο γράφημα».27 Ούτε ο Ξενόπουλος ούτε και ο διευθυντής του περιοδικού γνωστοποιούν αρχικά την ταυτότητα του συγγραφέα των επιστολών στους αναγνώ στες τους. Ο ίδιος ο Ξενόπουλος και όταν ακόμα χρειαστεί σε μία επιστολή να μιλήσει για το έργο του, αναφέρεται σε τρίτο ενικό πρόσωπο: «Η Διάπλασις εσχάτως σας ηρώτησε με ποιον τρό πον θα εκάμνατε εις τους γονείς σας την πλέον ευχάριστον έκπληξιν. Αν η ερώτησις αύτη απηυθύνετο προς εμέ εκ μέρους σας, θα σας απαντού σα: - Να πάρετε το «Παιδικόν Θέατρον» του κ. Ξενοπούλου, [...] Ιδού σήμερον και ο κ. Ξενό πουλος, ο οποίος ως τώρα έγραφε θέατρον δια τους μεγάλους [...]. Οι μικροί αναγνώσται της Διαπλάσεως, τους οποίους συμβουλεύω να προμηθευθούν το Παιδικόν Θέατρον του κ. Ξενοπού λου [...]».28 Η ιδέα της επικοινωνίας του Ξενόπουλου με ό λους τους αναγνώστες της Δ.τ.Π., μέσω των Α.Ε., υπήρξε μια σημαντική σύλληψη που, όπως αποδείχτηκε, απόκτησε μεγάλη (παιδαγωγική) σημασία: «Από την πρώτη μέρα που έγινε αρχι συντάκτης της "Διαπλάσεως” ο Ξενόπουλος θέ λησε να ’χει και μιαν άλλη στήλη για να επικοι νωνεί με τα Διαπλασόπουλα, όχι πια με το καθέ να χωριστά, ως "Διάπλασις” , αλλά με όλα ομα δικά. Έ τσι δημιούργησε τις «Αθηναϊκές Επιστο λές» του Φαίδωνος, που αυτός τις εγκαινίασε, τις μιμήθηκαν όλοι σχεδόν οι κατοπινοί εκδότες παιδικών περιοδικών, αλλά κανένας δεν μπήκε ούτε καν στο πνεύμα τους».29 Ο ίδιος ο Ξενόπουλος μάς πληροφορεί διεξοδι κά για την εκλογή των θεμάτων των επιστολών του και τη διαμόρφωση του περιεχομένου τους στην «Επισκόπηση»30 του 1924: «Έπαιρνα α φορμή από ένα οποιοδήποτε περιστατικό της ε βδομάδας, - μια γιορτή, μια τελετή, μια συγκέ ντρωση, μια θεατρική παράσταση, μια ομιλία, μια έκλειψη, μια θύελλα, μια λιακάδα, ένα χιόνι, - κι αφού το διηγόμουν, ή το περίγραφα, ή το ε ξέθετα, προσπαθούσα να δώσω στο νεαρό μου α ναγνώστη μερικές σχετικές γνώσεις και στο τέ λος μια συμβουλή, ένα ηθικό δίδαγμα. Ή τον άφινα να το βγάλη μόνος του από την ίδια την ι στορία μου. Άλλοτε πάλι, — και πολύ συχνά, απαντούσα σε μιαν απορία που μου διαβίβαζαν, ή έδινα πληροφορίες που μου ζητούσαν, ή έλεγα τη γνώμη μου για ζητήματα φιλολογικά, κοινωνι κά, παιδαγωγικά, φιλοσοφικά, ζητήματα που άρχιζαν πια να ενδιαφέρουν και τους εφήβους. Αυτά, εννοείται, χωρίς να παραλείπω τα πιο επί καιρα, τα καθαυτό χρονογραφικά, - Χριστού γεννα, Πρωτοχρονιά, Πάσχα, Άνοιξη, Χειμώ να, Φθινόπωρο, Καλοκαίρι, 25 Μαρτίου και κα
θεξής, - κι αυτά πάλι με τον ίδιο τρόπο και με τον ίδιο σκοπό. Μιλούσα επίσης για τη ζωή επι φανών ανθρώπων που πέθαιναν, — ποιητών, καλλιτεχνών, επιστημόνων, - ή για τα κοινωφε λή έργα άλλων ζωντανών, όπως τελευταία για το Λευκό Σταυρό του Ματσούκα. Και γενικά, όπου έβρισκα ένα καλό παράδειγμα, το παρουσίαζα [...] Γράμματα μ’ ερωτήσεις και μ’ απορίες λα βαίνω κάθε μέρα. Ά λλος θέλει να του εξηγήσω τούτο, άλλος θέλει να μιλήσω για εκείνο... Φυσι κά όμως δεν μπορώ ν’ απαντώ σ’ όλα με Αθηναϊ κή Επιστολή. Διαλέγω μόνο τα ζητήματα εκείνα που μπορεί να ενδιαφέρουν όχι μόνο κείνον που μου γράφει αλλά κι άλλους πολλούς, αν όχι τους περισσότερους. Για τ’ άλλα παρακαλώ τη Διάπλασι και διαβιβάζει μια σύντομη απάντησή μου με την Αλληλογραφία της. Έπειτα είναι και με ρικά ενδιαφέροντα θέματα, που γι’ αυτά όμως έ γραψα κι άλλη φορά. Δεν μπορώ βέβαια να ξα ναγράψω για το ίδιο πράγμα, εκτός αν έχω να πω άλλα [...]». Και σε άλλη ευκαιρία έγραφε: «Έπαιρνα ένα επίκαιρο συνήθως θέμα, που το πραγματευόμουν σε τρόπο ώστε να βγαίνει ένα ηθικό δίδαγμα για τα παιδιά, ή έπαιρνα αφορμή από διάφορα γεγονότα, καθώς κι ερωτήσεις που έκαναν στη «Διάπλασι» τα παιδιά για διάφορα ζητήματα, και προσπαθούσα να τους διαλύω τις πλάνες και τις προλήψεις, να τους εμπνέω ευγε νικά αισθήματα, να τους εμφυτεύω ορθές ιδέες, και να τα πλουτίζω ακόμα με γνώσεις [...]».31 Οι μαρτυρίες αυτές32 είναι ιδιαίτερα ενδιαφέ ρουσες για τις προθέσεις (παιδαγωγικές, λογοτε χνικές, πνευματικές, κοινωνικές) του Ξενόπου λου. Ή ταν αποφασισμένος να συμβουλεύει και να δίνει γνώσεις και πληροφορίες στο παιδικό κοινό του με έναν αβίαστο τρόπο, επιδιώκοντας να αποφύγει την ψυχρότητά του διδακτισμού των εκπαιδευτικών μεθόδων της εποχής. Πολύ τον ενδιέφερε να προκαλεί το ενδιαφέρον των ανα γνωστών του αναφερόμενος σε καταστάσεις και γεγονότα της καθημερινής κοινωνικής πραγματι κότητας. Από την ύλη αυτής της καθημερινότη τας δεν εξαιρεί ούτε τα άσχημα μέρη και στοι χεία, έχοντας μια προοδευτική για την εποχή του άποψη περί Παιδείας, που αρνιέται την απόκρυ ψη των αμαυρών πλευρών της ζωής. Δεν θα δι στάσει π.χ. να μιλήσει στα παιδιά για ένα περι στατικό δωροδοκίας δημόσιων λειτουργών (εκ παιδευτικών), για ένα «σκάνδαλον».33 «[...] Ω, αν ηξεύρατε με πόσην δυσκολίαν και απροθυμία το κάμνω! Πόσον θα ήθελα να ήτο άλλο το θέμα της επιστολής μου, να σας ομιλήσω περί ωραίων και υψηλών πραγμάτων, όπως άλλοτε, περί της «ρύσεως, περί της αρετής, να σας μεταφέρω μα κράν της κακίας και της διαφθοράς των ανθρώ πων, μακράν, πολύ μακράν της ατμοσφαίρας αυτής των σκανδάλων και των παρανομιών, η ο ποία μας περικυκλώνει από παντού, και μας πνί
αφιερωμα/61 γει, μας πνίγει...». Ο ίδιος θεωρούσε εξάλλου τον εαυτό του υπεύ θυνο για τη διαπαιδαγώγηση της νεολαίας, ένα «διορισμένο» (από τη Διάπλαση) παιδαγωγό: «Ε γώ είμαι άνθρωπος των γραμμάτων, πνευματικός εργάτης, κι ακόμα ενδιαφέρομαι για τη νεολαία, για τα παιδιά, σαν παιδαγωγός από χρόνια, διο ρισμένος από τη Μητέρα των παιδιών, τη Διάπλασι».34 Και δεν διστάζει να πει ό,τι πιστεύει για τα αποτελέσματα της προσπάθειάς του αυ τής: «[...] μια πολυχρόνια εργασία, που είχε, πι στεύω, μια αγαθή επίδραση σε δυο γενεές. Αυτό μπορώ να το καυχηθώ: Οι επιστολές μου εδίδαξαν, εμόρφωσαν, έπλασαν ψυχές και χαρακτή ρες. Γιατί κι αυτός ήταν πάντα ο σκοπός μου
[,..]».35
Ο Ξενόπουλος πίστευε ότι είναι δεδομένη η α γάπη δυο τουλάχιστον γενεών αναγνωστών του για τις Α.Ε. και ένιωθε υπερηφάνεια γι’ αυτό: «Μπορώ να καυχηθώ πως τίποτα δεν αγάπησε η Ελληνική Νεολαία δύο τώρα γενεών περισσότερο από τις Αθηναϊκές μου Επιστολές [,..]».36 Στο τέλος του 1947, με την είσοδο της Διάπλα σης στο εβδομηκοστό έτος και όταν πλέον δεν μπορούσε ο ίδιος να γράφει, θα κάνει άλλη μία α ναδρομή στο έργο που είχε ήδη ολοκληρώσει. Για δυο μονάχα πράγματα υπερηφανεύεται και συνεχίζει να καυχιέται: «Έγραψα πολλά και διά φορα από τα δεκαπέντε μου χρόνια ως σήμερα που κλείνω τα ογδόντα. Με είπαν πατέρα του Νε οελληνικού Μυθιστορήματος και δημιουργό του Νεοελληνικού Θεάτρου. Αλλά για τίποτα δεν καφχιέμαι περισσότερο, παρά γι’ αυτές τις «Αθη ναϊκές Επιστολές», και γενικά για την εργασία μου στη «Διάπλασι», που την εγκαινίασε το μυθι στόρημα «Η Αδελφούλα μου». Απ’ όλα τα βιβλία - απάνω από πενήντα - αυτή την «Αδελφούλα μου», θεωρώ το καλύτερο, κι έναν τόμο διαλε κτές «Αθηναϊκές Επιστολές» που με τον τίτλο «Σας ασπάζομαι, Φαίδων», μου ετύπωσε τελευ ταία ο εκδοτικός οίκος «Οι Φίλοι του Βιβλίου»
[,..]».37
Η υπερηφάνεια του Ξενόπουλου κορυφώνεται σε στιγμές, όπου θα βλέπει να εφαρμόζονται στην πράξη όσα δίδασκε για χρόνια στη Διάπλα ση. Με αφορμή το πλήθος των επιστολών που λαβαίνει το χειμώνα του 1940 από στρατευμένους πολίτες, πρώην διαπλασόπουλα, αναλογίζεται την απήχηση του διαπλαστικού έργου του: «Προ χτές κάποιος μου έγραψε αυτολεξεί: "Κάνω το χρέος μου όπως συ, μεγάλε μου δάσκαλε, μ’ έμα θες να το κάνω από τότε που ήμουν έφηβος” . Λοιπόν, με το ίδιο πνεύμα μου γράφουν κι όλοι οι άλλοι. Αυτό με κάνει πολύ περήφανο. Γιατί συλ λογιέμαι πως δεν πήγαν χαμένοι οι κόποι μου πε νήντα τώρα χρόνια. Εμόρφωσα ανθρώπους που ξέρουν να κάνουν το χρέος τους, όπως το κάνουν σήμερα οι ηρωικοί μας πολεμιστές στα βουνά
της Αλβανίας, και που το αναγνωρίζουν οι ίδιοι, και γι’ αυτό με θυμούνται κι αισθάνουνται την α νάγκη να μου γράφουν από ’κει πάνω [.,.]».38 δ. Υποδοχή και απήχηση τω ν «Αθηναϊκών Επιστολών»
λλά η αγάπη των αναγνωστών για τις Α.Ε. εκδηλώθηκε πολύ νωρίς, από την αρχή κιό λας της συγγραφής τους. Ο Ξενόπουλος το γνώ ριζε από τα γράμματά τους· με κάποιαν αυταρέ σκεια τους φανταζόταν «ενώπιον του όλους ομού, κύπτοντας προ των αντιγράφων των επιστο λών μου μ’ ενδιαφέρον και πότε μειδιώντας, και πότε δακρύοντας, και πότε ενθουσιαζομένους και πότε θυμόνοντας... (α, εθυμόνατε και καμμίαν φοράν!...)».39 Η αποδοχή εκ μέρους του των διαφωνιών των αναγνωστών με τα γραφόμενά του, ήταν κάτι νεοφανές για τα παιδαγωγικά πράματα της εποχής. Η μεγάλη αγάπη των αναγνωστών για τις Α.Ε. θα εκδηλωθεί ιδιαίτερα έντονα μετά την απόφα-
Α
—Κ Υ Κ Λ Ο Φ Ο Ρ Ε Ι — Δημήτρη Τσιμπουκίδη
ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΔΟΥΛΟΙ
και
Ανατομία της δουλοκτητικής κοινωνικής σκέψης ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΚΑΙ
ΔΟΥΛΟΙ
Μ Εκδόσεις ΚΑΛΕΝΤΗ Μ αυρομιχάλη 5 · Τηλ.: 3623553, 10679 ΑΘΗΝΑ ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ • Ο ΠΟΛΥΒΙΟΣ ΚΑΙ Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ
62!α φ ιέρ ω μ α ση του Ξενόπουλου, το 1919, να διακόψει τη συγ γραφική του δραστηριότητα, μαζί και τις Α.Ε. του. Η αγάπη των αναγνωστών - κατά τη δήλω ση του ίδιου - ήταν αυτή που τον έκανε ν’ αλλά ξει γνώμη40: «[...] Μπορώ να πω πως δεν έμεινε ούτ’ ένας φίλος μας που να μην έγραψε, είτε σε μένα τον ίδιο, είτε στη Διάπλαση, για τη λύπη που του προξενούσε η διακοπή των "Αθηναϊκών Επιστολών” . Κι όχι μόνο στην αρχή, όταν το πράγμα ήταν φρέσκο, μα σ’ όλο το διάστημα του περασμένου χρόνου! Κι ο καθένας δεν έγραψε μόνο μια φορά, αλλά πολλές, με μια επιμονή α ληθινά συγκινητική. Και πάλι, όταν οι εκδηλώ σεις αυτές μ’ έκαμαν ν’ αφήσω την απόφασή μου κι η Διάπλαση σας έδωσε την είδηση πως ξαναρ χίζω, άλλα τόσα γράμματα, ξεχειλισμένα από χαρά. Δεν θα ξεχάσω ποτέ, πως παιδιά, συνδρο μητές από χρόνια, που δεν είχαν γράψει ούτε μια φορά στη Διάπλαση, της έγραψαν μόνο και μόνο για να της εκφράσουν είτε τη λύπη τους για τη διακοπή, είτε τη χαρά τους ύστερα για την επα νάληψη. Κι όλοι αυτοί, παληοί και νέοι, μικροί και μεγάλοι, αγόρια και κορίτσια, βρίσκουνταν σύμφωνοι πως όσο έλειπε από τη "Διάπλαση” ε κείνο το 'Αγαπητοί μου” , έλειπε κάτι που γι’ αυ τούς τίποτα δεν μπορούσε να το αντικαταστήση... Ό χ ι, δεν το ’ξέρα πως μ’ αγαπάτε τόσο! Πέστε από μετριοφροσύνη, πέστε από απροσε ξία, από δυσπιστία, από τύφλωση, απ’ ό,τι θέλε τε. Μα δεν το ’ξέρα! Τώρα όμως το ξέρω, ω, το ξέρω καλά. Τα γράμματά σας, που ανέβασαν στα μάτια μου δάκρυα, είν’ εκεί για να μου το λέ νε. Και δεν σας γράφω σήμερα το πρώτο μου αυ τό, παρά μόνο για ν’ απαντήσω στα δικά σας ό λα και να σας πω, πόσο ευτυχισμένο και δυνατό με κάνει η αγάπη σας, και πόσο βαθειά αισθάνουμαι την υποχρέωση, το καθήκον που μου επι βάλλει αυτή η αγάπη: Να εξακολουθήσω να γρά φω για σας, και μόνο για σας, αδιάκοπα, όσα χρόνια θα μου χαρίση ακόμα ο Θεός, όσον καιρό ο νους μου θα μπορή να δουλεύη και το χέρι μου να κρατή την πέννα. Δεν θα με νοιάση πια για τί ποτα. Ας μου κάμουν πάλι όποια αδικία θέλουν. Η αγάπη σας μου φτάνει. Είναι για μένα ο ακατά λυτος θώρακας, που θα συντρίβεται απάνω του κάθε βέλος κακίας και φθόνου [...]».
ε . Γενική θεώ ρηση των «Αθηναϊκών Επιστολών» Θ εμ α τικές κατηγορίες. Αριθμοί. Ποσοστά
Ξενόπουλος, στο διάστημα 1896-1947, έγρα ψε συνολικά ακριβώς 2.000 «Αθηναϊκές Ε πιστολές».
Ο
Η πρώτη δημοσιεύτηκε στις 6 Ιανουάριου 1896, χωρίς τίτλο,41 με θέμα της τα δώρα της Πρωτο χρονιάς, η τελευταία στις 20 Δεκεμβρίου 1947, με τίτλο «Έ τος 70ον...»42 και θέμα, ακριβώς, την εί σοδο της Διάπλασης στο εβδομηκοστό έτος ζωής. Ο Ξενόπουλος όμως είχε κανονικά σταματήσει λόγω ασθένειας και εκδοτικών συγκυριών της Δ.τ.Π ., να γράφει τις Α.Ε. του από πιο νωρίς. Ως τελευταία από τις τακτικές Α.Ε. θεωρούμε αυτή που δημοσιεύτηκε με ημερομηνία: Σεπτέμβριος 19 Οκτωβρίου 1946 (sic), με τίτλο «Το βιβλιαρά κι».43 Από τότε και ως τις τελευταίες Α.Ε. του 1947 και της ζωής του η Διάπλαση δημοσίευσε σποραδικά οκτώ Α.Ε., από τις οποίες τέσσερις ήταν αναδημοσιεύσεις και συντμήσεις παλαιοτέρων,44 ενώ τρεις άλλες γράφτηκαν από έναν συ νεργάτη του Ξενόπουλου,45 καθώς πληροφορεί τους αναγνώστες του ο ίδιος, στην προτελευταία Α.Ε. του, με τίτλο «Ένα δελτάριο», δημοσιευμέ νη στις 5 Ιουλίου 1947.46 Σ’ αυτήν ο συγγραφέας εκφράζει τη λύπη του για την απουσία του, αλλά και την αισιοδοξία του για την «επιστροφή» του, που δεν έμελλε να πραγματοποιηθεί παρά για μια τελευταία ακόμα φορά. Αν εξαιρέσουμε τη μοναδική Α.Ε. που δημο σιεύτηκε εκτάκτως στον τόμο του 1900, τις περιστασιακές Α.Ε., που δημοσιεύονταν υπό δύσκο λες εκδοτικές για τη Δ.τ.Π. συνθήκες, στα χρό νια της Κατοχής (ιδίως την περίοδο 1942-1944), καθώς και τις σποραδικές Α.Ε. που δημοσιεύτη καν ευκαιριακά μετά την καταστροφή των γρα φείων τής Δ.τ.Π ., μπορούμε να υπολογίσουμε το μέσο όρο των Α.Ε. που δημοσιεύονταν ανά έτος στη Δ.τ.Π ., κατά την περίοδο της κανονικής (ο μαλής) κυκλοφορίας της. Έ τσι σε διάστημα 43 ετών (1896-1941) δημο σιεύτηκαν 1.911 Α.Ε., δηλαδή 44,4 (εβδομα διαίες) σε κάθε χρόνο, γεγονός που φανερώνει α φενός την εργατικότητα του συγγραφέα, αφετέ ρου την πίστη του στον παιδαγωγικό και μορφω τικό ρόλο των Α.Ε. Για τη θεματική κατάταξη των Α.Ε. αναζήτη σα το θέμα, στο οποίο κυρίως αναφέρεται καθε μιά. Αυτό πρακτικά δεν είναι τόσο απλό, όσο λέ γεται, γιατί ο Ξενόπουλος αγαπάει τις παρεκβά σεις. Χρειάστηκε λοιπόν να κάνω μια προσεκτι κή ανάγνωση (συχνά και δεύτερη ή και περισσό τερες), για να μπορέσω να καταλήξω στον εντο πισμό του κυρίως θέματος. Ο ίδιος ο Ξενόπουλος αναφέρει τη θεματολογία των επιστολών του.47 Ό π ω ς όμως σύντομα αντιλαμβάνεται όποιος αρ χίσει να διαβάζει συστηματικά τις Α.Ε., η θεμα τολογία που δίνει ο Ξενόπουλος είναι απλώς εν δεικτική και υπερκαλύπτεται από την ποικιλία των θεμάτων που περιέχουν οι επιστολές. Ση μειώνω ακόμη ότι, σε λίγες μάλλον περιπτώσεις,
αφ ιερω μα/63 οι τίτλοι των επιστολών βοηθούν για τον εντοπι σμό του κυρίως θέματος, αν δεν είναι μάλιστα κάποτε και παραπλανητικοί.48 Τέλος, κατέβαλα την προσπάθεια να μην παρασυρθώ από τη μεγά λη ποικιλία των θεμάτων και να δώσω έναν υπερ βολικό αριθμό κατηγοριών. Είναι πάντως αυτο νόητο ότι οι προσπάθειες τέτοιου είδους δεν είναι δυνατόν να απαλλαγούν εντελώς από το στοιχείο του υποκειμενισμού, ώστε η θεματική κατηγοριοποίηση των Α.Ε., την οποία θα επιχειρούσε ένας άλλος, να μη συμπίπτει εντελώς με τη δική μου. Τελικά, εντόπισα 23 θεματικές κατηγορίες κύ ριων αναφορών, που παραθέτω με σειρά συχνό τητας και ποσοστό επί τοις εκατό: α) Λογοτε χνία: 187 (9,35%), β) Φύση 175 (8,75%), γ) Κοινω
Σημειώσεις 1. Παναγ. Μουλλάς: Η λογοτεχνία από το 1880 ως τον Α ' παγκόσμιο πόλεμο. Ιστορία του ελληνικού έθνους, Αθήνα, 1977, τομ. ΙΔ', Νεότερος ελληνισμός 1881-1913, σελ. 415. 2. Πέτρος Χάρης: Έλληνες πεζογράφοι, τομ. Δ', Βιβλιοπω λείο της «Εστίας», Αθήνα χ.χ., σελ. 194-195. 3. Mario Vitti: Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Οδυσσέας, Αθήνα 1987, σελ. 305. 4. Πβ. τις επισημάνσεις του καθηγητή Μ.Γ. Μερακλή: «Το παιδικό λογοτεχνικό βιβλίο: έργο τέχνης; μέσο αγωγής;» Εισήγηση στο Α' σεμινάριο του «Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου», Θεσσαλονίκη 18-20 Οκτωβρίου 1985. Πατάκης, Αθήνα 1987, σελ. 15-27. 5. Η Δ.τ.Π., περ. Β', τομ. 45ος, αρ. 1 ,4 Δεκ. 1937, σελ. 3. 6. Η Δ.τ.Π., περ. Β', τομ. 2ος, αρ. 52, 30 Δεκ. 1895, σελ. 363-364. 7. Ό μως, όπως θα φανεί παρακάτω, ο Ξενόπουλος δεν περιο ρίστηκε καθόλου στους μικρούς αναγνώστες της Διά πλασης. 8. Η Δ.τ.Π., περ. Β', τομ. 32ος, αρ. 1 ,6 Δεκ. 1924, σελ. 4. Στις επκρυλλάξεις για τις Α.Ε., αλλά και για ολόκληρο το έργο του Ξενόπουλου στη Δ.τ.Π., σύμφωνα με τη μαρτυρία του ίδιου του Ξενόπουλου, πιθανώς συνέτεινε η ανταγωνι στικότητα του προηγούμενου αρχισυντάκτη Αριστοτέλη Κουρτίδη. Βλ. σχετικά: Γρ. Ξενόπουλου: Αυτοβιογραφία. Ά παντα, τομ. Α', εκδ. Μπίρη, Αθήνα 1972, σελ. 299. 9. Η υπόθεσή μου στηρίζεται στις γνωστές αντιδράσεις του Κουρτίδη για τις Α.Ε. και γενικότερα για το έργο του Ξενό πουλου στη Διάπλαση, και τον εν μέρει συμμερισμό αυτών των απόψεων από το Ν. Παπαδόπουλο. Βλ. σχετικά ό.π. 10. Η Δ.τ.Π., περ. Β', τομ. 3ος, αρ. 53, 28 Δεκ. 1896, σελ. 418-419. Το ύφος ενισχύει την υπόθεση, ότι η σκέψη για τη διακοπή των επιστολών δεν ήταν του Ξενόπουλου. 11. Η Δ.τ.Π., περ. Β', τομ. 5ος, αρ. 1-2, 3 και 10 Ιαν. 1898, 12. Η Δ.τ.Π., περ. Β', τομ. 5ος, αρ. 53-54, 19 και 26 Δεκ. 1898, σελ. 428-430. 13. Βλ. π.χ. Η Δ.τ.Π., περ. Β', τομ. 18ος, αρ. 51, 19 Νοεμ. 1911, σελ. 407 και τομ. 45ος, αρ. 1, 4 Δεκ. 1937, σελ. 3. 14. Βλ. π.χ. Η Δ.τ.Π., περ. Β', τομ. 42ος, αρ. 2, 8 Δεκ. 1934, σελ. 20. 15. Η Δ.τ.Π., περ. Β', τομ. 21ος, αρ. 48, ΙΝοε. 1914, σελ. 345. Για το ίδιο θέμα βλ. επίσης και την «Επισκόπηση» που έ κανε ο συγγραφέας, Η Δ.τ.Π., περ. Β", τομ. 32ος, αρ. 1, 6 Δεκ. 1924, σελ. 4. 16. Επειδή δεν του απονεμήθηκε το «Εθνικόν Αριστείον Γραμ μάτων και Τεχνών». Βλ. Γρ. Ξενόπουλου: Αυτοβιογραφία, ό.π., σελ. 357- 363. Για τις «μεθοδεύσεις» απονομής του Α ριστείου, κατά τον Ξενόπουλο, βλ. και το κείμενο του ί διου: «Μιλτιάδης Μαλακάσης και η ιστορία του Αρι-
νικά 172 (8,6%), δ) Λαϊκός Πολιτισμός 171 (8,55%), ε) Εκπαίδευση-Παιδαγωγικά-Διαπαιδαγώγησί} 147 (7,35%), στ) Ιστορία- Φιλοπατρία 141 (7,05%), ζ) Επικοινωνία με τους αναγνώστες 120 (6%), η) Πολιτισμός 94 (4,7%), θ) Τέχνη 94 (4,7%), ι) Ζώα και σχέσεις τους με τον άνθρωπο 88 (4,4%), ια) Παιδική ζωή 82 (4,1%), ιβ) Γλώσσα 81 (4,05%), ιγ) Πολιτική πράξη και ιδεολογία 77 (3,85%), ιδ) Ηθικά παραγγέλματα 66 (3,3%), ιε) Προσωπικότητες 65 (3,25%), ιστ) ΕπιστήμηΤεχνική 64 (3,2%), ιζ) Θρησκεία 43 (2,15%), ιη) Υγιεινά παραγγέλματα 27 (1,35%), ιθ) Αθλητι σμός 23 (1,15%), κ) Αρχαιογνωσία 21 (1,05%), κα) Τέχνη του γράφειν 16 (0,8%), κβ) Παιδικό θέ ατρο 14 (0,7%), κγ) Διάφορα 32 (1,6%). στείου», Ά παντα, τομ. 11ος, σελ. 265-269. 17. Η Δ.τ.Π., περ. Β', τομ. 33ος, αρ. 48, 30 Οκτ. 1926,σελ. 384. 18. Η Δ.τ.Π., περ. Β', τομ. 340ς, αρ. 51, 19 Νοε. 1927, σελ. 448. 19. Η Δ.τ.Π., περ. Β', τομ. 15ος, αρ. 38, 16 Αυγ. 1908, σελ. 299. 20. Η Δ.τ.Π., περ. Β", τομ. 2ος, αρ. 52, 30 Δεκ. 1895, σελ. 363. 21. Η Δ.τ.Π., περ. Β', τομ. 29ος, αρ. 21, 23 Απριλ. 1922, σελ. 164. 22. Η Δ.τ.Π., περ. Β', τομ. 30ος, αρ. 31, 14 Ιουλ. 1923, σελ. 244. 23. Η Δ.τ.Π., περ. Β', τομ. 40ος, αρ. 35, 29 Ιουλ. 1933, σελ. 416. 24. Η Δ.τ.Π., περ. Β', τομ. 29ος, αρ. 1, 4 Δεκ. 1921, σελ. 3 25. Γρ. Ξενόπουλος: Αυτοβιογραφία, ό.π., σελ. 298. 26. Γρ. Ξενόπουλος, ό.π., σελ. 298. 27. Η Δ.τ.Π., περ. Β', τομ. 32ος, αρ. 1, 6 Δεκ. 1924, σελ. 4. 28. Η Δ.τ.Π., περ. Β', τομ. 3ος, αρ. 17,4 Μαΐου 1896, σελ. 131. 29. Βλ. Γ. Ταρσούλη: «Ο Ξενόπουλος της "Διαπλάσεως” » περιοδ. «Ελληνική Δημιουργία», έτος Δ ', τομ. 7ος, τευχ. 72, 1 Φεβρ. 1951, σελ. 214. 30. Η Δ.τ.Π., περ. Β', τομ. 32ος, αρ. 1, 6 Δεκ. 1924, σελ. 4. 31. Γρ. Ξενόπουλος: Αυτοβιογραφία, ό.π., σελ. 298. 32. Αποτέλεσαν και βάση για τη διαμόρφωση των θεματικών ομάδων στην παρούσα μελέτη. 33. Η Δ.τ.Π ., περ. Β', τομ. 9ος, αρ. 39, 28 Σεπτ. 1902, σελ. 310. 34. Η Δ.τ.Π., περ. Β', τομ. 47ος, αρ. 36, 3 Αυγ. 1940, σελ. 315. 35. Η Δ.τ.Π., περ. Β', τομ. 32ος, αρ. 1, 6 Δεκ. 1924, σελ. 4. 36. Γρ. Ξενόπουλος: Αυτοβιογραφία, ό.π., σελ. 298. 37. Η Δ.τ.Π., περ. Δ ', τομ. 2ος, αρ. 1, 20 Δεκ. 1947, σελ. 4. 38. Η Δ,τ.Π., περ. Β', τομ. 48ος, αρ. 13, 1 Μαρτ. 1941, σελ. 99. 39. Η Δ.τ.Π., περ. Β', τομ. 3ος, αρ. 53, 28 Δεκ. 1896, σελ. 418. 40. Η Δ.τ.Π., περ. Β', τομ. 27ος, αρ. 1, 7 Δεκ. 1919, σελ. 4. Τα ίδια επαναλαμβάνει ο Ξενόπουλος και στην «Επισκόπη ση» (1924). 41. Η Δ.τ.Π., περ. Β', τομ. 3ος, αρ. 1, 6 Ιαν. 18%, σελ. 3. 42. Η Δ .Ϊ.Π ., περ. Δ’, τομ. 2ος, αρ. 1, 20 Δεκ. 1947, σελ. 3-4. 43. Η Δ.τ.Π., περ. Γ', τομ. 2ος, αρ. 34-42, Σεπτέμβριος - 19 Οκτωβρ. 1946, σελ. 99-100. 44. Αυτές προσδιορίζονται στη διατριβή μου. 45. Αυτές προσδιορίζονται στη διατριβή μου. Συνεργάτης του Ξενόπουλου εκείνο τον καιρό υπήρξε ο Χρ. Εμμ. Αγγελομάτης. 46. Η Δ.τ.Π., περ. Δ ', τομ. 1ος, αρ. 27, 5 Ιουλ. 1947, σελ. 179. 47. Η Δ.τ.Π., περ. Β', τομ. 32ος, αρ. 1, 6 Δεκ. 1924, σελ. 4 και Γρ. Ξενόπουλος: Αυτοβιογραφία, ό.π., σελ. 298. 48. Δυο χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιων παραπλανητι κών τίτλων υπάρχουν στη Δ.τ.Π., περ. Β', τομ. 16ος, αρ. 4, 27 Δεκ. 1908, σελ. 30 και τομ. 20ος, αρ. 3, 15 Δεκ. 1912, σελ. 23-24.
64/αφιερωμα
Τηλέμαχος Μ ουδατσάκις
Το Α ντικείμενο στο Θ εατρικό Έ ρ γ ο του Γρ. Ξενόπουλου: Το φιλημένο λουλούδι
Μέρος της αφίσας από την παράσταση των «Φοιτητών» που ανέβασε η «Ελευθέρα Σκηνή» στο θέατρο «Διονύσια», το 1968, για τα εκατό χρόνια από τη γέννηση του Ξενόπουλου
Διαβάζω το «λουλούδι» σε τρία του Γρ. Ξενόπουλου με κεντρικό άξονα τον έρωτα δύο νέων: Τη «Στέλλα Βιολάντη», τον «Ποπολάρο» και τους «Φοιτη τές».1 Προειδοποιώ ότι το «λουλούδι» καλύπτει, εν γένει, τη συναισθηματική εθιμοτυπία στο αστικό θέτρο, ενώ ως αντικείμενο κοσμεί με την αρχή της ει κόνας τις σκηνές ενός δράματος. Συχνά το ίδιο ταυτίζεται ή υποκαθιστά το δωρητή του, άλλοτε αναδείχνει ένα αίσθημα ή συνοδεύει μια κατάσταση. Σ Τ Ε Λ Λ Α Β Ι Ο Λ Α Ν Τ Η (λέει η Στέλλα:) «Κι άκου: Στο πεζούλι του παραθυριού, ανάμε σα στις δύο π έτρες... είναι φυτρωμένη μια ρεζεντ ά ... Α πό εκείνη είναι τα κλωνιά που ’χω 'δω... Πήγαινε, ξερίζωσέ την όλη και φέρε μου 'τη... τη θέλω ... το κανατάκι μου και τη ρεζεντά μου! Δ εν έχω τη δύναμη ν’ ανέβω εγώ να τα πάρω! Και π οιος ξέρει αν θα τα ξανάβρω ποτέ!... Αμα μου τα φέρεις εδώ, θα γίνω αμέσως καλά. Πή γαινε, θεία Νιόνια! Σε περιμένω!».2
Η θεία Νιόνια τρέχει να κάμει το χατίρι της Στέλλας που βλέπει να σβήνει η ζωή της. Το στό μα της Στέλλας καίει από τον πυρετό, χάνει τη φυσική της αντοχή. Η ρεζεντά έχει ζήσει με τη Στέλλα το μαρτύριο της στέρησης στη σοφίτα. Λουλούδι και Στέλλα δύο βίοι παράλληλοι. «Αυτό το λουλούδι, που ξεφύτρωσε στη φυλακή μου, μ' αγάπησε μόνο στον κόσμο. Μοιραζόμα-
αφιερωμα/65 στε μαζί το νερό που μου ’δίνε ο πατέρας μου, και ζούσαμε. Τώρα το νερό τελείωσε... ας πεθάνουμε κι οι δυο».3
Η Στέλλα παραληρεί! Ο πυρετός, σωματοποι ημένη πάλη για το δικαίωμα στον έρωτα και τη ζωή, τη σβήνει. Σε λίγο ο πατέρας θα τη «σκοτώ σει» λέγοντας της για το νέο δεσμό του αγαπημέ νου της. Η ρεζεντά, το λουλούδι της Στέλλας, συστήνει εδώ μια τελεολογία: τη συνοδεύει στην πτώση της. Ο ερωτικός αγώνας της Στέλλας γίνεται λουλούδι, ιδέα ποτισμένη από το νερό της στέρη σης. Στη φυλακή της σοφίτας η Στέλλα κάνει την υποθήκη της: Ο λόγος της είναι «λουλούδι», αυτό ζητά τώρα να πάρει μαζί της, κτέρισμα στο νε κρό της σώμα, ταίρι στην έσχατη μοναξιά της, το θάνατο.4 Η ρεζεντά ως αντικείμενο είναι εφοδιασμένη με ένα πρόγραμμα δράσης: Η ρίζα της «ανάμεσα στις δύο πέτρες», μεταφορά του πόθου για ζωή, αναπαριστά το πάθος της Στέλλας και το εξαγνί ζει. Η ρεζεντά, όσο και το κανάτι με το υπόλοιπο νερό που σπάζει τώρα η Στέλλα5, λειτουργούν ως αφηγηματικός Σύμμαχος στον Έρωτά της για το Χρηστάκη. Τα ίδια αντικείμενα αχρηστεύ ονται μαζί με την ηρωίδα στη ρήξη της με το τα ξικό πείσμα6 του πατέρα7 (απόγονο ενός Δάρειου Ρονκάλα ή ακόμη ενός Φιλόγονου). Η Ρεζεντά «νιώθει», έχει μεταλάβει το νερό του πόθου μισό-μισό με τη Στέλλα. Το κανάτι με το νερό της έδινε ζωή, το νερό τώρα τέλειωσε. Η Στέλλα καταργεί το λουλούδι της8 για να πεθάνει και αυτό νέο και δροσερό όπως η ίδια. Το λουλούδι λειτουργεί έτσι ως μετωνυμία του Προσώπου της Στέλλας, αφού τείνει να υποκαθιστά την τύχη της ηρωΐδας. Ως αντικείμενο προσ διορίζει ένα «κτήμα», το μοναδικό «κτήμα» της Στέλλας, ένα έμψυχο «κτήμα»9, το «μόνο που την αγάπησε» πραγματικά. Η ρεζεντά που φύ τρωσε από τη μεταβίβαση του πόθου της ηρωΐ δας, σβήνει τώρα μαζί της, γίνεται επιτάφιο λου λούδι, νεκρή φύση στο νεκρό σώμα της.
ΠΟΠΟΛΑΡΟΣ Στον «Ποπολάρο» το λουλούδι δεν έχει το μπαρόκ ύφος της νεκρής φύσης που είχε στην «Στέλλα...». Εδώ ο χρήστης του το κινεί για να δηλώσει τον έρωτά του. Η Έλντα πετά ένα κλωνί «φιλημένης» πασκαλιάς στο Ζέππο. Το λουλούδι θα σταθεί ως το τέλος του έργου αδιάσειστο τεκ μήριο του δεσμού των δύο νέων. Η μνήμη της σκηνής του «φιλημένου» λουλου διού, περασμένη στο διάλογο από τον ταξικό σύμμαχο του Ζέππου γιατρό Μαρινέρη,10 θα γί νει εφιάλτης για τον Κόντε Ντιμάρα, που δεν δέ χεται ότι η κόρη του αγαπά ένα «Ποπολάρο».
«Πιστεύεις πως η θυγατέρα μου είναι ιναμοράτα με το Ζέππο...; Τι, επειδής του πέταξε.ένα κλωνί πασκαλιάς; Καλά έτσι της ήρθε... Ούτε πιστεύω πως το φίλησε πρώτα. Δε βαριέσαι. Θα το μύρι σε κι έτσι σου φάνηκε. Μ πα!»11
Πιο κάτω, μιλώντας με τη Ζαμπέλλα, πιθανο λογεί το αίσθημα της Έλντας για το Ζέππο: «Λ ες, καϋμένη, να τον συμπάθησε..., εκείνο το φιλημένο λουλούδι...»12
Ό ταν τα πράγματα περιπλέκονται (Η Έλντα δεν ανταποκρίνεται στον επιβεβλημένο γαμπρό Μπράουν) και ενώ ο Κόντες ζητά τις ρίζες των αι σθημάτων της Έλντας, ανακαινίζει τη μνήμη του «φιλημένου» λουλουδιού:
-
«Στη Μ πόχαλη τότε τον γλυκοκοίταζες, του ’κάνες κόρτε, του πετούσες και λουλούδια φιλη μ ένα !...» 13 .
Στον ίδιο διάλογο και ενώ ο Κόντε Ντιμάρας συνεχίζει με τη λογική της ταξικής άμυνας, το μάθημα για την ερωτική συμπεριφορά της Έ λ ντας, επαναλαμβάνει το μοτίβο του «φιλημένου» λουλουδιού, που λειτουργεί εφεξής ως μετωνυμία του ερωτικού αισθήματος. « ... Χαθήκανε οι νέοι της τάξης σου; Χ αθήκανε επιτέλους οι νέοι του λαού; Μ όνο πήγες να δια λέξεις τα φιλημένα λουλούδια σου αυτό το φα ντασμένο, το θρασύ, το ψευτοαρχοντόπουλο και τον ψευτοποπολάρο, το μισερό;»14
Η Έλντα έχει ωστόσο διαλέξει για το αίσθημά της, για τα φιλημένα λουλούδια της, αποδέκτη το Ζέππο. Στο κλείσιμο του έργου αφού η ερωτική μηχανή έχει αποκαταστήσει τα εξαρτήματά της στις αρχικές τους θέσεις, ο γιατρός Μαρινέρης προτρέπει πονηρά την Έλντα: «Τι κάθεσαι λοιπόν;... Έ λα , πέταξέ του πάλι έ-
Το λουλούδι φεύγει το «φιλημένο» μένει: η Έ λ ντα πετιέται και δίνει του Ζέππου στο στόμα ένα φιλί. Ένα άλλωστε μπουκέτο λουλούδια στα χέρια της Έλντα (χαρισμένα από τον επίδοξο γαμπρό Μπράουν)16 περνά στο Ζέππο (του το δίνει η Έ λντα)17 για να κοσμήσει την τοιχογραφία του ερωτικού τους διαλόγου, ως κινούμενο ανεμικό φόντο, βουτηγμένο στο κόκκινο της Δύσης. Οι δύο νέοι αγκαλιάζονται και φιλιούνται· τα λουλούδια είναι εκεί πάνω στο πεζούλι, αποσπά σματα ενός αισθήματος, στο τέλος μιας διάβα σης από χέρι σε χέρι· λουλούδια ανακατεμένα με μπίλιες δακρύων της χαράς και του αποχαιρε τισμού.
66/αφ ιερω μα Χαρακτηριστικά για την έννοια των λουλουδιών είναι τα ρήματα στις παρενθεντικές οδηγίες του συγγραφέα που αφορούν στο χρήστη τους, την Έλντα: («Κρατώντας λουλούδια», «παίζει νευρικά με τα λουλούδια», «μυρίζει πάλι τα λου λούδια»)18 και στον παραλήπτη τους το Ζέππο: («παίρνοντας μηχανικά τα λουλούδια», «αφήνει τα λουλούδια δίπλα του στο πεζούλι»).19 Τα λουλούδια δωρίζονται στο αίσθημα και ι σχύουν ως Σύμμαχος των ερωτικών διαχύσεων, της ευτυχίας. Το «φιλημένο λουλούδι» ως μνήμη και απόδειξη του δεσμού της Έ λντας και του Ζέππου θα τους ενώνει ακόμη και όταν η πρώτη, πλανημένη από τις κακεντρέχειες της Τερέζας, θα αρνιέται το αίσθημά της για το Ζέππο, προκειμένου να δοθεί ασυλλόγιστα στον Μπράουν. Σε κάθε λόγο για το δεσμό τους θα επανέρχεται το μοτίβο του «φιλημένου λουλουδιού». ΦΟΙΤΗΤΛΙ Στους «Φοιτητές», όπως στον «Ποπολάρο», το λουλούδι είναι το κείμενο της αγάπης· είναι έ νας λόγος που προφέρουν τα μάτια. Το λουλούδι υποκαθιδτά μια φράση που ερμηνεύει το αίσθη μα- είναι μια εξομολόγηση. Στα δύο τελευταία έργα παίρνει τη θέση ενός παραλειπόμενου, μιας ομολογίας που αν γινόταν θα αποδυνάμωνε την ερωτική πραγματεία των χαρακτήρων. Ό τα ν η Φανίτσα λέει στον Τάσο να σιάξει στο πέτο του το γαρίφαλο αυτός αντί να το σιάξει, το βγάζει και της το προσφέρει: - Το γαρύφαλό σας... θα σας πέσει! Σιάξτε το! - ! ... Μου επιτρέπετε να σας το προσφέρω;20 Η υποδήλωση της χειρονομίας είναι καθαρή, αφού στη διάρκεια αυτής της πρώτης συνάντη σης των δύο νέων στο φοιτητικό δωμάτιο που νοικιάζει η μητέρα της Φανίτσας στους Φοιτη τές, πλανιέται το ερωτικό αίσθημα. Αυτό έχει αρ χίσει με τα κοιτάγματα στο δρόμο και κλείνει τώρα ως ομολογία το πρώτο του στάδιο με την προσφορά του γαρίφαλου. Λίγο πιο κάτω η Φανίτσα δουλεύει το εργόχει ρό της φορώντας στο πέτο το γαρίφαλο του Τά σου,21 που εφεξής θα υποκαθιστά ως μετωνυμία αυτό το αίσθημα, αλλά και το ίδιο το πρόσωπο του Τάσου. Ό τα ν αργότερα κουβεντιάζει με την Κλειώ, η Φανίτσα επαναλαμβάνει το μοτίβο του «φιλημέ νου λουλουδιού». - Ω στε γνωριστήκατε σεις; μιλήσατε;... - Ου, ώρες!... Μου χάρισε και το γαρύφαλό του! (τους το δείχνει, το φιλά και το κρύβει στον κόρφο της βαθιά).22
Λίγο πιο κάτω το γαρίφαλο περνά στο αθώο παιχνίδι της Φανίτσας που αργεί να ομολογήσει το αίσθημά της στον Τάσο. - Α , τι κάνατε το γαρύφαλό μου; Το πετάξατε; - (με προσποιητή κάποια αδιαφορία): Α !! Θα μου ’πεσε στο μπαλκόνι. Κρίμα! - Κρίμα!23 Στην πραγματικότητα έχει κρύψει το γαρίφαλλο καθώς και τον ερωτικό της λόγο. Λίγο αργότερα, όταν οι σχέσεις του Τάσου και της Φανίτσας έχουν εμπλακεί, το γαρίφαλο επα νεμφανίζεται για να στίξει την αγάπη της Φανί τσας για τον Τάσο. - Ω, αν σας αγαπώ!... Γιατί δεν το πιστεύετε; Να το γαρύφαλό που μου δώσατε την πρώτη μ έ ρα, δεν το ’χασα- έτσι σας το ’πα· ακόμα το ’χω φυλαγμένο, σ ’ ένα κουτάκι, στο συρτάρι μου. - Το γαρύφαλό! Και τι να το κάνω εγώ τώρα το γαρύφαλό;24 Εφεξής το γαρίφαλο χάνεται- ο δεσμός καταρ ρέει- ο Τάσος κάνει απόπειρα αυτοκτονίας. Ύ στερα από δέκα χρόνια, όταν οι δύο νέοι ξανα βρίσκονται, επανεμφανίζεται και το γαρίφαλο «κίτρινη σκόνη» πια, φυλαγμένη στο μενταγιονάκι της Φανής. Το αίσθημα είχε μπει στην υπο θήκη- ο ερωτικός λόγος στη δοκιμασία του χρό νου. Η κίτρινη σκόνη, ως μετασχηματισμένο γα ρίφαλο, διατήρησε τη μνήμη του Τάσου, τώρα πια είναι άχρηστο αυτό το «θύμημα». Ο Τάσος α νοίγει το μενταγιονάκι, αφού θέλει να μάθει τί . κρύβει επιτέλους μέσα του. Φυσά τη σκόνη, την εξανεμίζει και αγκαλιάζει τη Φανίτσα. Το λουλούδι και στα τρία αυτά έργα του Γρ. Ξενόπουλου συνιστά ένα δυναμικού τύπου θεα τρικό αντικείμενο. 1. Λειτουργεί ως μετωνυμία του προσώπου ε νός ήρωα (:ρεζεντά/ Στέλλα, γαρίφαλο/Τάσος) ή ως μεταφορά του ερωτικού αισθήματος (φιλημέ νη πασκαλιά/ έρωτας της Έλντας) ή, τέλος, ως συνυποδήλωση μιας κατάστασης (γαρίφαλλο, κίτρινη σκόνη/ διατήρηση, ωρίμανση του αισθή ματος κ.ά.). Γεγονός που κατοχυρώνει τη ρητο ρική του ισχύ στην αφήγηση. 2. Το λουλούδι και στα τρία έργα έχει ένα όνο μα (Ρεζεντά, Πασκαλιά, Γαρίφαλο). 3. Έ χει μιαν αποστολή, ένα πρόγραμμα δρά σης- η Ρεζεντά συμβιώνει ως παραστάτης το ε ρωτικό μαρτύριο της Στέλλας, συμμερίζεται τη στέρησή της στη σοφίτα, πεθαίνει μαζί της, επι κήδειο λουλούδι στο σώμα της. Το κλωνί της φι λημένης πασκαλιάς πιστοποιεί αλάθητα το αί σθημα της Έ λντας για το Ζέππο. Αυτό το παρα τηρεί κάποιος τρίτος (ο Μαρινέρης) και το παρα θέτει - ενοχλητικό πιστοποιητικό για τον πατέ-
αφιερωμα/67 ρα της κοντεσίνας. Το γαρίφαλλο χρονίζει το αί πάλι του Ζέππου «ένα φιλημένο λουλούδι». Ο Τά σθημα της Φανίτσας για τον Τάσο· αλλάζει μορ σος φυσά την κίτρινη σκόνη από το μενταγιονάκι φή, μετασχηματίζεται σε σκόνη. Περνά από το της Φανίτσας και την αντικαθιστά με τα φιλιά πέτο του Τάσου, σε ένα κουτάκι στο συρτάρι της Φανίτσας και τέλος, κίτρινη σκόνη, στο μενταγιονάκι της. «Να σκορπισθεί σ τον αγέρα αυτή η κίτρινη σκό νη! Δ εν σου χρειάζονται πια τα νεκρά αυτά θυ Το λουλούδι και στις τρεις περιπτώσεις κρατεί μητικά!»26 τον προφανή ρόλο δράσης του Συμμάχου - με τόχου στο ερωτικό αίσθημα. 4. Και στα τρία έργα το λουλούδι είναι «νεκρή Και στα τρία το λουλούδι πλαισιώνει ένα τέ λος· γίνεται συντελεστής ενός δραματικού Nec φύση». Στη «Στέλλα Βιολάντη» είναι ξεριζωμένο plus ultra- συνοδεύει τη σύζευξη, ομιλεί την ευτυ ή κομμένο στο στήθος της. Στον «Ποπολάρο» εί χία ή σιωπά στο θάνατο («Στέλλα Βιολάντη»). ναι «πετούμενο» (H Έλντα το πετά στο Ζέππο). Παραλείπω εδώ την αναμενόμενη αναφορά Στους «Φοιτητές» είναι φυλαχτό, κλειστό σ’ ένα στο «Φιόρο του Λεβάντε», όπου ο ήρωας ανα κόσμημα. πτύσσει μια ειδική σχέση με τη «μπουγαρινιά» Και στα τρία έργα το λουλούδι είναι «φιλημέ του, και όπου η τελευταία λειτουργεί ως μεταφο νο»· ακόμη και η Στέλλα του χαρίζει τις ύστερες ρά ενός γεωγραφικού τέμπλου, του Ζάντε, που φωτιές των χειλιών της για να εισπράξει την απόπαραφωνεί στο περιβάλλον της Αθήνας. Παρα τοκη δροσιά του.25 μένω στο «φιλημένο» λουλούδι. Και στα τρία έργα βασικός χρήστης και κινη Το σύντομο αυτό σημείωμα μπορεί να θέσει τις τής του λουλουδιού είναι το ερωτευμένο κορίτσι, βάσεις για την αξιολόγηση του λουλουδιού ως α παρ’ όλο που στους «Φοιτητές» δωρητής είναι το ντικειμένου στο αστικό θέατρο. Και μια εσπευ αγόρι. σμένη, ίσως διαπίστωση: Στο 80% του νεότερου Στον «Ποπολάρο» και στους «Φοιτητές» ανοί αστικού δράματος, το λουλούδι υπάρχει και ι γει και κλείνει το περιβάλλον της ερωτικής επι σχύει με το ρόλο του Συμμάχου ενός προσώπου, κοινωνίας. Σχεδόν σφραγίζει το τέλος του έργου: αφού ποτέ, από τη φύση του, δε θα μπορούσε να Ο Μαρινέρης φωνάζει στην Έλντα να πετάξει λειτουργήσει ως Αντίμαχος. Σημειώσεις 1. 2. 3. 4.
5. 6. 7.
8.
βλ. Ά παντα Γρ. Ξενόπουλου, τομ. 12, έκδοση Μπίρη Στο ίδιο σ. 73 Στο ίδιο σ. 75 Στο ίδιο «βυθίζεται ολοένα σε λήθαργο με τη ρεζεντά πάντα στο πρόσωπό της» κατά τη σκηνική οδηγία· και αμέσως μετά η Στέλλα: «κανένας εδώ μέσα δε μ’ αγαπάει... κανένας!» Στο ίδιο Για τις ταξικές ιδές του Παναγή Βιολάντη βλ. στο ίδιο κυ ρίως σ. 39, 46, 47, 48 βλ. στο ίδιο σ. 53: «Αντιπολίτεψη στο σπίτι μου δε θέλω. Ό ,τι κάνω εγώ, εκείνο κάνουν όλοι!» και πιο κάτω: «Μα κάρι ν’ αρρωστήσει και να πεθάνει, να πάει στο διάολο, αυτό παρακαλώ στο θεό μου. Ναι, να πεθάνει. Μόνο αυτό μπορεί να τη σώσει από την ατιμία της και τη ντροπή της... Κι αν δεν πεθάνει μοναχή της, θα την ξεκάμω εγώ, με τα χέρια μου! Στο ίδιο σ. 75
9. 10. 11. 12. 13. 14. 15. 16. 17. 18. 19. 20. 21. 22. 23. 24. 25. 26.
βλ. εδώ στην έννοια της Προσωποποίησης ενός υλικού α ντικειμένου Στο ίδιο σ. 181 Στο ίδιο σ. 182 Στο ίδιο σ. 184 Στο ίδιο σ. 254 Στο ίδιο Στο ίδιο σ. 281 Στο ίδιο σ. 204-5 Στο ίδιο σ. 208 Έλντα: «JJ! αυτά τα λουλούδια μού τα χάρι σε προ ολίγου ο Μπράόυν. Κι εγώ τα χαρίζω σε σένα. Παρ’ τα!» Στο ίδιο σ. 206, 207, 208 Στο ίδιο σ. 208 και 211 Στο ίδιο σ. 307 Στο ίδιο σ. 310 Στο ίδιο σ. 314 Στο ίδιο σ. 319 Στο ίδιο σ. 344 Στο ίδιο σ. 75 Στο ίδιο σ. 380.
E
D
I
T
H
PIAF
Σύγχρονη λογοτεχνία για παιδιά και νέους
II ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΙΙΣ Κ.ΜΙΘ ΙΙΙΛΦ
Γαλάτεια Γρηγοριάόον-Σονρέλη
Ο μικρός μπουρλοτιέρης
J A Z Z &
BLUES Οί ’Εκδόσεις INDEX προειδοποιούν:
ΤΟ Δ Ι Α Β Α Σ Μ Α Δ Ε Ν Β Λ Α Π Τ Ε Ι Σ Ο Β Α Ρ Α ΤΗΝ Υ Γ Ε Ι Α Λάσα Ψαραντη
ΤΌΔΜ Μ
Το αίνιγμα της πέτρινης γενειάδας
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΠΑΤΑΚΗ Σύγχρονα βιβλία με σεβασμό ιπην υπεύθυνη \ \ οιση ΝΙΚΗΤΑΡΑ 3, 10678 ΑΘΗΝΑ, ΤΗΛ. 36.38.362
ακέραιο χρέος στη ζωή rr\
Ε Φ Η Σ Π Α Ν Σ Ε Λ Η Ν Ο Υ : Η Π ετρο θ ά λα σ σα , και όλα τα άλλα ποιήματα. Αθήνα, Γ κ ο β ό σ τ η , 1990. Σελ. 190.
ίναι γεγονός ότι η λυρική προσφορά των ποιητών αξιοποιείται προσφυέστερα όταν οι επιμέρους ποιητικές συλλογές τους, που εκδόθηκαν κατά διαστήματα σε προγενέστερα χρόνια, αποθησαυρίζονται σε έναν τόμο. Αυτό, τοποθετεί στο στόχαστρο μιας σωστής προοπτικής το έργο τους, αναδείχνει την ποιητική πορεία του, τις εκτινάξεις και τις αναδιπλώσεις του, και διευκολύνει την κρίση του αναγνώστη για τον ποιητή και τη συνολική εργασία του. Για τούτο και είναι αξιέπαινη η απαραίτητη, μέσα στη χρονική κα ταξίωση, έκδοση ολόκληρου τού μέχρι τώρα έργου τής Έφης Πανσελήνου στην ποίηση, που της προσθέτει μια νέα διάσταση στην προσωπικότητά της, ίσως επειδή το μέχρι σήμερα επιβλητικό έργο της στην πεζογραφία μας την είχε καθοριστικά προσδιορίσει σαν μυθιστοριογράφο και διηγηματογράφο. Και αυτό, είναι ευχής έργο, γιατί με τα ποιητικά της, μέχρι σήμε ρα, άπαντα, η Έφη Πανσελήνου παρουσιάζεται σαν μια πρώτης γραμμής λυρική φωνή. Οι επιμέρους ποιητικές της συλλογές ήτανε οι εξής: «Αυλός του Ανέμου» 1972, «Γράμμα από το καλοκαίρι» 1978, «Καθρέφτης της Υποτροπής» 1980. Και οι τρεις εκδόσεις εί ναι εξαντλημένες. Η πρώτη συλλογή είχε περιληφθεί στα απαγο ρευμένα βιβλία της χούντας, το περιβόητο “ INDEX” του συνταγ ματάρχη Λαδά. Ποιήματα και των τριών συλλογών έχουν μεταφρασθεί σε διάφορες ξένες γλώσσες και περιληφθεί σε γνωστές διε θνείς ποιητικές ανθολογίες. Πέρα από αυτές τις επαναδημοσιευόμενες συλλογές, το παρόν βιβλίο περιέχει και πιο πρόσφατες ποιη τικές της συνθέσεις, όπως τη'συλλογή «Πετροθάλασσα» και τρεις ακόμα. Ενδεικτικό αυτής της ανανεωμένης προσέγγισης είναι και το γεγονός ότι ο τίτλος της συνολικής ποιητικής τούτης συναγω γής έχει και τον τίτλο τής πιο πρόσφατης συλλογής της, την «Πε τροθάλασσα». Μάλιστα, στην διάρθρωση του τόμου ακολουθείται και μια ανορθόδοξη χρονολογική κατάταξη: οι χρονολογικά πρώ τες συλλογές παρουσιάζονται στο τέλος του τόμου, ενώ οι πιο πρό σφατες προηγούνται.
Ε
ρόκειται για μια ποίηση που αρδεύεται από έναν πλούσιο ε σωτερικό κόσμο, ο οποίος κινείται πάνω σε δυο παραπληρω ματικούς άξονες: την αγωνιστικότητα για τη βελτίωση της ποιότη τας ζωής των αδικημένων, και της περισυλλογής μπροστά στα αντικαθρεφτίσματα των υψηλών κόσμων της πνευματικής ποιότη τας και της εντέλειας των βασικών αρχετύπων πολιτισμού, που ε-
Π
ποι <rn
701επ ιλογή
ΤΑ ΠΡ2ΤΑ ΜΟΥ Β ΙΒ Λ ΙΑ Δ. ΣΤΙΚΑ
Οι καλοκαιρινές μου διακοπές Δ. ΣΤΙΚΑ
Το βιβλίο μου. Γ α να παίζω και ναμάθω (τόμοι A '-Β') Π. ΔΑΡΑΚΗ
Η τεμπελομαρία Π. ΔΑΡΑΚΗ
Ονειρα στο Πετροχώρι Ε. BLYTON
Τα κόκκινα καρότα του Μπάρμπα Αρκούδου Ε. BLYTON
Τα καινούργια παπούτσια του Μπάρμπα Κούνελου Ε. BLYTON
0 θησαυρός του Μπάρμπα Κούνελου Ε. BLYTON
ξέθρεψαν την ευαισθησία της. Η Έφη Πανσελήνου έχει την πικρή τύχη, που είναι ταυτόχρονα ευτυχία και αρά, να ανήκει στη γενιά που δόθηκε ολόψυχα στο ξανθό όραμα της αντίστασης, χωρίς φει δώ, χωρίς αναστολές. Έτσι, όχι μονάχα υπέστη τις γνωστές διώ ξεις, αλλά (και αυτό είναι μόνιμο χαρακτηριστικό της κατηγορίας αυτών των πνευματικών ανθρώπων) θυσίασε και την έκφραση των αναζητήσεων των ευαισθησιών της σε έτερους τομείς πάνω στο βωμό της αγωνιστικής της αναγκαιότητας. Το γεγονός ότι αυτό το περίσσευμα αγωνιστικής αρχοντιάς μπόρεσε να της δώσει την ευ καιρία να διατυπώσει λυρικά αυτή τη διπλή αξονικότητα των ποιη τικών της στόχων, είναι προς τιμή της. Γιατί μέσα και πίσω από την προσφορά στην κοινωνική πάλη, υφίστανται οι απαλοί τόνοι λυρικών επισκοπήσεων μιας πραγματικότητας καθάριας ενατένι σης - όπου οι ουρανοί της Πάρου αποκαλύπτονται μέσα από το θάμβος του άλλου οράματος, του πανανθρώπινου. αχητής του κοινωνικού καθήκοντος, η Έφη Πανσελήνου υ πήρξε η πειθαρχική αγωνίστρια που δεν άσκησε ποτέ την «ποίηση της ήττας», ίσως επειδή η απογοήτευση δεν είναι μέσα στην ψυχοσύνθεσή της. Άλλωστε, η ποίηση της Ή ττα ς είναι, κα τά τη γνώμη του γράφοντος, μια υπεκφυγή για τις πολύ συγκεκρι μένες αναπηρίες και κοπώσεις των αγωνιστών με πολλή πεπερα σμένη αντοχή στις απαραίτητες δοκιμασίες. Στις δοκιμασίες αυ τές, η Έφη Πανσελήνου αποκρίνεται με καρτερία και ακλόνητη αταλαντευσία. Αλλά ταυτόχρονα με την εμπειροπόλεμη ματιά του άφοβου, η Έφη Πανσελήνου κοιτάζει τη φύση κατάματα, κοιτάζει την ευαισθησία της γυναίκας κατάματα, κοιτάζει την αθωότητα του παιδιού κατάματα, κοιτάζει το κυρίαρχο ερώτημα της ζωής κατάματα: Αθεράπευτα, όπως λέει η ίδια, αναζητάει τα φυλλώμα τα και τα δέντρα και τα πλατάνια δίπλα στις φωτιές που άναψαν για τα αναστενάρια. Οι χορευτές του πόνου και της φωτιάς, του πόνου που δεν τον νιώθουν εξαιτίας της πίστης τους που τους οδη γεί και τους σώζει, έχουν καιρό να δουν τα πράσινα κλαδιά των θά μνων και των δέντρων που θάλλουν και ακτινοβολούν δίπλα τους. Δεν θεραπεύονται ποτέ οι πληγές, γίνονται μόνο αλαλαγμός σε σκοτεινά γεφύρια.
Μ
ξιοσημείωτη είναι η απλότητα της γλώσσας, που αποξενώνει και αποδιώχνει οποιαδήποτε οιηματική περίτεχνη ωραιολογία και περιορίζεται στο καίριο. Επίσης, αξιομνημόνευτη είναι και η έλλειψη κάθε τόνου υπεροψίας - η ποίηση δεν είναι αφορμή για επίδειξη αισθαντικότητας, αλλά αιτία συμμέθεξης στους κοινούς με τους ταπεινούς ανθρώπινους αγώνες. Οι ποιητές, σε εποχές πρωτοπορίας κοινωνικών αγώνων, πρέπει να μιλούν τη γλώσσα που καταλαβαίνουν ακόμα και όσοι δεν φόρεσαν ποτέ τους παπού τσια, θα πει ο Λουΐς Σερνούδα, ο άγιος των Λατινοαμερικανών ποιητών, ο νεκρός της Μαδρίτης του Εμφυλίου Πολέμου. Τι να κά νουμε; υπάρχουν και αυτοί, πάνω και πέρα από όσους λεπτεπίλε πτους περιμένουν από την ποίηση τη φρικίαση αγύμναστων νευρι κών τους απολήξεων ή σπασμών. Καλός ο Προυστ, αλλά όχι όταν είσαι άσιτος. Ωστόσο, με την Έφη Πανσελήνου, συμβαίνει και τούτο το απροσδόκητο: μέσα από αυτή την ανεμόδαρτη «Πετρο θάλασσα» των δοκιμασιών, να βγαίνει πολύ ανθεκτικότερη η ευαι σθησία της πάνω στις απλές χαρές του απλού ανθρώπου: Υπάρχει, όπως λέει η ίδια, ακόμα η εξοχή, πέρα από την οποιαδήποτε ανά σα του τσιμέντου όπου δεν σκιάζει καμιά απειλή τη δημοκρατία των αγριόχορτων. Και υπάρχει ο διπλός καημός της μάνας που εί ναι ταυτόχρονα περηφάνεια και απαντοχή καθώς βλέπει να μεγα
Α
0 Μπάρμπα Αλεπούδος πηγαίνει στην αγορά Ε. BLYTON
0 Μπάρμπα Κούνελος και το φεγγάρι Ε. BLYTON
Το καινούργιο σπίτι του Μπάρμπα Αλεπούδου Φιγούρες Καραγκιόζη
GUTENBERG
Γ
επιλογη/71 λώνει το δικό της τέκνο, όπου ελπίδα και φόβος συνυπάρχουν σε ένα μεθυστικό στρόβιλο. Έ τσι ακριβώς, όπως τραγουδιέται ο Ή λιος (σύμβολο παντοτεινό και επίφοβο) μέσα στο ποίημα αυτό (σελ. 159) που προσέχει όχι τόσο τη λάμψη του, όσο τις ρυτίδες του, όχι τόσο το θάνατο, όσο τη δροσιά δυο κογχυλιών. Και αυτό κάνει την ποιήτρια να αισθάνεται πως έκανε στο ακέραιο το χρέος της στη ζωή. Το βιβλίο συνοδεύεται και από μιαν"αξιόλογη μελέτη για την ποιήτρια από τον καθηγητή (και δόκιμο ποιητή) Γιώργο Δανιήλ. Θ.Δ. ΦΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΣ Υ.Γ. Η Έφη Πανσελήνου υπήρξε σύζυγος του λογοτέχνη Ασημάκη Πανσέληνου και είναι η μητέρα του διακεκριμένου πεζογράφου Αλέξη Πανσέληνου.
ο μύθος του Α λ εξά ν δ ρ ο υ κ α ι η λ α ϊκ ή α να το λική π αράδοση r-r-i
Η φυλλάδα του Μ εγ ’ Αλέξαντρου ή Ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου του Μακεδόνος. Β ίο ς, Πόλεμοι και Θάνατος Αυτού. Ιστορική Εισαγωγή Α .Α . Π άλλη. Αθήνα, Σ τ ο χ α σ τ ή ς , 1990. Σελ . 230.
ε το όνομα «φυλλάδες» εννοούνται φτηνές εκδόσεις με «σχε τικά μόνο χαμηλό επίπεδο» (Μ. Vitti, Ιστορία της Νεοελλ. Λογοτεχνίας, σελ. 78), τις οποίες πουλούσαν οι πλανόδιοι πραμα τευτές στα χωριά της Ελλάδας και της Ανατολής. Οι πολλές, ω στόσο, ανατυπώσεις δείχνουν την απήχηση αυτών των κειμένων στο πλατύ αναγνωστικό κοινό, αν μπορεί κανείς βεβαίως να μιλή σει για αναγνωστικό κοινό σε μια εποχή ενδημικού αναλφαβητι σμού. Το πρωτότυπο του βιβλίου δεν βρίσκεται στην επανέκδοση αυτού του τόσο αγαπητού αναγνώσματος: η θρυλική ιστορία του βίου, των άθλων, και των ταξιδιών του μεγάλου Μακεδόνα βασι λιά, την οποία δημιούργησε η λαϊκή φαντασία είναι γνωστή στο α ναγνωστικό κοινό. Η παρούσα έκδοση έχει τηρήσει πιστά την ορ θογραφία της έκδοσης του 1935, την οποία τύπωσε ο Αλέξανδρος Πάλλης, συνοδευόμενη από εκτεταμένη ιστορική εισαγωγή (σελ. 13-77), σχόλια και πλούσιο εικονογραφικό υλικό (30 εικόνες από παλαιά περσικά και ινδικά χειρόγραφα.) Το ενδιαφέρον και η πρω τοτυπία του εύχρηστου αυτού τόμου έγκειται στην πρόσληψη του φαινομένου που λέγεται βίος και Ιστορία του Μεγάλου Αλεξάν δρου από μακρινούς πολιτισμούς πέραν της ελλαδικής κοιτίδας· σύμφωνα, λοιπόν, με την απήχηση που είχε η προσωπικότητά του, αποκτά φιλολογικό και κοινωνιολογικό περιεχόμενο η μελέτη των κειμένων της άλλης παράδοσης, της προσλαμβάνουσας ανατο λικής.
Μ
τσι αποκτά εξαιρετικό υλικό ο μέσος αναγνώστης διαβάζο Ε ντας την ιστορική εισαγωγή και κυρίως τα κεφάλαια εκείνα που αφορούν πτυχές άγνωστες και ανεξερεύνητες. Τέτοια είναι
πεζό η αφί ΙΑ
72/επιλογη π.χ. τα κεφάλαια Γ' (Ο Μέγ’ Αλέξαντρος και το Κοράνι), Δ' (Ο Μέγ’ Αλέξαντρος στην Περσική Ποίηση) και Ε' (Το φράγμα του Μεγ’ Αλέξαντρου). Ό πω ς σημειώνει ο Α. Πάλλης, «η Ανατολική παράδοση παριστάνει τον Αλέξαντρο μεγάλο ταξιδιώτη και τολ μηρό θαλασσοπόρο, που σκίζει ωκεανούς και ερημιές αναζητώ ντας περιπέτειες και διψώντας να πλουτίσει τις γνώσεις του. Ανα καλύπτει τις πηγές του Νείλου, ερευνά τη Βόρειο Αφρική, φτάνει ως τα ακρότατα σημεία της Ανατολής και της Δύσης, από το Θίμπετ και την Κίνα ως την Ισπανία και τον Ατλαντικό ωκεανό. Σε όλα αυτά υπάρχουνε, βέβαια, αναμνήσεις από τις πραγματικές εκ στρατείες του Αλεξάνδρου αλλά είναι φανερή και η επίδραση των παλαιοτέρων μύθων που περιγράφουν τις περιπλανήσεις του Ηρα κλή και του Οδυσσέα». Αξίζει να παραθέσουμε ένα σύντομο κείμενο της φυλλάδας, χα ρακτηριστικό για την απλότητα και την αφέλεια της μεικτής γλώσσας στην οποία έγινε αγαπητό ανάγνωσμα: Ο ΒΕΡΒΕΡΗΣ ΗΛΘΕΝ ΕΙΣ ΤΟΝ ΝΕΚΤΕΝΑΒΟΝ
*»ΪΓΑ BIRBS ΕΡΓΑΖΟΜ ΕΝΟ ΚΟ Ρ ΙΤΣΙ
JlU* YOtWo ΑΡΧΗ ΜΙΑΣ
ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑΣ ΖΩΗΣ
Έ νας στρατιώτης, ονόματι Βερβέρης, βλέποντα ς τα φουσάτα, ο πού ήρχοντο κατεπάνω του Νεκτεναβού του Βασιλέως του, έτρεξε προς αυτόν και του είπεν, ήξευρε, Βασιλεύ, ότι άπειρα φουσάτα έρ χονται δια να σε πολεμήσουν και κάμε την κυβέρνησιν, δια να μη μας αφανίσουν. Ως ήκουσε τους λόγους αυτούς ο Νεκτεναβός, είπε του Βερβέρη γελώντας· σύρε αναπαύσου, και εγώ με έναν λόγο θέλω τους κάμει όλους να επιστρέφουν εις τους τόπους τους, χωρίς να μας βλάψουν τίποτε. Εσηκώθη, εσέβη εις την οικίαν του, άρχισε να κάμη την τέχνην της μαντείας, και είδε πώς χάνει το Βασίλειόν του και πώς θέλει νικηθή. Τότε εζαλίσθη πολύ, έκλαυσε πικρώς, και εί πεν· ω Κάστρον ωραιότατον της Αιγύπτου, οπού σε ετίμησα με τόσα πλούτη και τώρα σε στερίζομαι. Εξόρισε ευθύς τα γένεια του, ά λλα ξε την φορεσιάν του, επήρε δηνάρια κοντά του όσα ημπόρεσε, και έφυγεν από την Αίγυπτον αγνώριστος.
Χρήσιμο είναι να αναφέρουμε στο σημείο αυτό ότι το εν λόγω βι βλίο είναι κομμάτι της πολύ καλής σειράς Ταξίδια- Ανακαλύψεις των εκδόσεων Στοχαστής. Οι περίπου 30 τίτλοι που έχουν εκδοθεί αποτελούν έναν (έγκυρο και σε καλά Ελληνικά) οδηγό, για όσους επιθυμούν μια σοβαρότερη, ταυτόχρονα όμως και θελκτική, περι διάβαση στο χώρο των άγνωστων ή παρερμηνευμένων πολιτι σμών. Περισσότερα θα γραφούν σε επόμενο σημείωμά μας. Προς το παρόν, αγαπητοί αναγνώστες, «Δεχθήτε λοιπόν ευμενώς το πα ρόν βιβλιάριον, έργον ευγνώμονος προαιρέσεως, ευέλπιδα ποιούντες τον Εκδότην εις άλλου κρείττονος τύπωσιν· ο οποίος σας εύ χεται πάσαν ευδαιμονίαν εις τα ευκταία, και καταθύμια». ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΑΛΦΑΣ
Gutenberg
δελ τιο/73
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ Δελτίο συντάσσετω με την πολύτιμη συνεργασία του βιβλιοπωλείου της «Εστίας», τη διεύθυνση και το προσωπικό του ο ποίου ευχαριστούμε θερμά. Η ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ των βιβλίων γίνεται με βάση το γνωστό Δεκαδικό Σύστημα Ταξινόμησης, προσαρμοσμένο στην ελληνική βιβλιογραφία.
* Λ Λ ί / j \ - — 1 1 1 11 111 ν ν ν
j
^
8 Μ αΐου 2 2 Μ αΐου 1991
γραφ ικό
Σ Ε Κ Α Θ Ε κατηγορία βιβλίων προηγούνται αλ φαβητικά οι Έλληνες συγγραφείς και ακολου θούν οι ξένοι.
265
Επιμέλεια: Έ φ η Απάκη
Η Κ Α Τ Α Τ Α Ξ Η των ξένων συγγραφέων γίνεται σύμφωνα με το ελληνικό αλφάβητο. ΣΤΗ Ν ΚΑ ΤΗ ΓΟ ΡΙΑ των περιοδικών δεν περιλαμβάνονται εβδομαδιαία έντυπα. ΓΙΑ ΤΗΝ ακόμη μεγαλύτερη πληρότητα του Δελτίου, παρακαλούνται οι εκδότες να μας στέλνουν έγκαιρα τις καινούριες εκδόσεις τους.
ΓΕΝΙΚΑ ΕΡΓΑ
ΣΤΙΡΝΕΡ Μ. Ο μοναδικός και το δικό του. Μετ. Α. Παπα8ανασοπούλου. Αδήνα, Ελεύθερος Τύπος, 1990. Σελ. 75. Δρχ. 520.
Βιβλιογραφία ΑΡΓΥΡΙΔΗΣ ΜΙΧΑΛΗΣ. Βιβλία για παιδιά και για νέους. Λάρισα, Παιδεία, 1991. Σελ. 189.
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Γ ενικά ΚΟΝΔΥΛΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ. Ισχύς και απόφαση Α8ήνα, Στιγμή, 1991. Σελ. 232. Δρχ. 1870. ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ/ ΤΟΜΕΑΣ ΦΙΛΟΣΟ ΦΙΑΣ. Συμπόσιο Wittgenstein. Επιμ. Γ. Τζαβάρας. Α8ήυα, Δωδώνη, 1991. Σελ. 206. Δρχ. 2080. ΚΟΥΡΕ ΑΛΕΞΑΝΤΡ. Δυτικός πολιτισμός. Μετ. Β. Κάλφας-Ζ. Σαρίκας. Α8ήνα, Ύμιλου/Βιβλία, 1991. Σελ. 124. Δρχ. 935. ΝΤΙΝΤΕΡΟ ΝΤΕΝΙ. Το όνειρο του Ντ’ Αλαμπέρ. Μετ.-εισ.-επιμ. Α. Μοσχοβάκης. Α8ήνα, Ηριδανός, 1991. Σελ. 193. Δρχ. 2600.
Νεότερη φιλοσοφία NIETZSCHE F. Η αλήθεια και η ερμηνεία. Προλ.μετ. Θ. Πενολίδης. Θεσσαλονίκη, Βάνιας, 1991. Σελ, 128. Δρχ. 935.
Αποκρυφισμός REGARDIE I. Η Καββάλα και τα σύμβολά της. Μετ. Α. Κοντός. Αθήνα, Ιάμβλιχος, 1991. Σελ. 210. Δρχ. 1300. Απόκρυφα κείμενα Καινής Διαθήκης. Τόμος Α'. Μετ. Δ. Κουτσούκης. Αθήνα, Πύρινος Κόσμος, 1991. Σελ. 176. Δρχ. 1350.
7Α!δελτίο ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ
πιμ. Ν. Μαραβέγιας-Μ. Τσινισιζέλης. Αθήνα, Θεμέ λιο, 1991. Σελ. 372. Δρχ. 2600.
Ατομική μυχολογία
ΑΠΟΣΤΟΛΑΣ Θ. ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ. Ελληνική εξωτερική πολιτική για το Κυπριακό 1974-1987. Τόμος Γ'. Λευ κωσία, Κυπριακό Κέντρο Μελετών, 1988. Σελ. 207. Δρχ. 2080.
SATIR VIRGINIA. Κατανόησε τον εαυτό σου. Μετ. Α. Ντούργα. Αθήνα, Δίοδος, 1991. Σελ. 79. Δρχ. 620.
ΒΑΛΗΝΑΚΗΣ Γ. ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ. Η διεθνής πτυχή του Κυπριακού. Τόμος Ε'. Λευκωσία, Κυπριακό Κέντρο Μελετών, 1989. Σελ. 205. Δρχ. 2080.
ΘΡΗΣΚΕΙΑ
ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ Β. ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ. Ομοσπονδία και Κυ πριακό. Τόμος A'. Β' έκδοση. Λευκωσία, Κυπριακό Κέντρο Μελετών, 1990. Σελ. 344. Δρχ. 2600.
Γ ενικά
ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Ο δύσκολος εκσυγχρονι σμός. Αθήνα, Εξάντας, 1990. Σελ. 332. Δρχ. 2080. ΓΑΛΑΝΟΣ Γ. ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ. Τουρκία και Κυπριακό. Τόμος Δ'. Λευκωσία, Κυπριακό Κέντρο Μελετών, 1990. Σελ. 223. Δρχ. 2080.
Βίος του Αγίου Παχωμίου. Μετ. Α. Φατούρος. Β' έκ δοση. Αθήνα, Τήνος, 1990. Σελ. 195. Δρχ. 470. ΔΡΑΤΣΕΛΛΑΣ Κ. Ν. Ο Ακάθιστος Ύμνος. Αναλυτι κή ερμηνεία. Αθήνα, Τήνος, 1991. Σελ. 110. Δρχ. 470. ΣΩΤΗΡΧΟΣ Π.Μ. Μυστικές αναβάσεις. Αθήνα, Τή νος, 1991. Σελ. 160. Δρχ. 780. ΤΗΝΙΑΚΟΣ X. Μεγάλη Εβδομός στην Τήνο. Αθήνα, Τήνος. Σελ. 118. Δρχ. 470.
Ιερά κείμενα ΠΡΩΤΟΠΑΠΑΔΑΚΗ-ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ Ε. Παραβολαί του Κυρίου. Θεϊκαί τινές κλήσεις. Αθή νας 1991. Σελ. 286. Δρχ. 6240.
ΝΤΑΣΙΟΣ ΑΝΤΩΝΗΣ. Παγκοσμιότητα. Αθήνα, 1990. Σελ. 232. Δρχ. 1350. ΡΑΦΑΗΛΙΔΗΣ ΒΑΣΙΛΗΣ. Η κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας. Αθήνα, Εικοστός Πρώτος, 1991 Σελ. 230. Δρχ. 1560. ΧΑΤΖΗΠΡΟΔΡΟΜΙΔΗΣ ΛΕΩΝΙΔΑΣ. Γιουγκοσλα βία. Η έκρηξη του εθνικισμού. Αθήνα, Παρασκήνιο, 1991. Σελ. 240. Δρχ. 1455. ΠΛΙΜΑΚ ΓΕΒΓΕΝΙ. Η πολιτική διαθήκη του Λένιν. Μετ. Καίτη Μάρακα. Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1991. Σελ. 175. Δρχ. 1350. Οικονομία
Θ εολογία ΘΕΟΔΩΡΟΥΔΗΣ Γ.Π. Η εκπόρευσις του Αγίου Πνεύματος κατά τους συγγραφείς του ΙΓ' αιώνος. Θεσσαλονίκη, Κυρομάνος, 1990. Σελ. 176. Δρχ 1040.
ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ Κοινωνιολογία Κοινότητα, κοινωνία και ιδεολογία. Επιμ.-εισ. Μ. Κομνηνού-Ε. Παπαταξιάρχης. Αθήνα, Παπαζήσης, 1990. Σελ. 372. Δρχ. 2600. . ΜΠΕΚΕΡ ΚΑΡΟΛ. Το αόρατο δράμα. Μετ. Λ. Καλοβυρνάς-Μ. Διάφα. Αθήνα, Πύλη, 1991. Σελ 261. Δρχ. 1660.
Πολιτική Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Θεωρία και πολιτική. Ε-
Ανεργία και απασχόληση στην Ελλάδα. Αθήνα, Σύγ χρονη Εποχή, 1991. Σελ. 329. Δρχ. 2080. Καπιταλισμός με ανθρώπινο πρόσωπο. Η αμερικάνι κη προσέγγιση. Επιλ.-επιμ.-εισ. Α. Μπουρατίνος. Α θήνα, Point. Σελ. 236. Δρχ. 1455. ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ Α.Θ. Η πρώτη δεκαετία της Ελ λάδας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Αθήνα, Πιτσιλάς, 1991. Σελ. 82. Δρχ. 620. ΑΛΕΞΑΚΗΣ Π. Η μεταβίβαση κοινωνικών πόρων με τη μορφή των κινήτρων για τη χρηματοδότηση της ελληνικής μεταποίησης. Αθήνα, Παπαζήσης, 1990. Σελ. 350. Δρχ. 2600. ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΥ Σ.Ν. Ο μεταπολεμικός μετα σχηματισμός της ελληνικής οικονομίας και το οικι στικό φαινόμενο. 1950-1980. Αθήνα, Παπαζήσης, 1991. Σελ. 377. Δρχ. 2910. ΠΛΑΤΗΣ Ν. Π. Πρδϋπόθεση για το αύριο. Τα αγρο τικά προβλήματα της ΕΟΚ και η ελληνική γεωργία. Αθήνα Παπαζήσης. Σελ. 99. Δρχ. 620.
δ ελτιο/75 ΜΠΙΖΑΓΚΙΕ A. 1993 η μεγάλη Ευρωπαϊκή Αγορά. Μετ. Α. Χατζηδάκης. Αθήνα, Το Ποντίκι. Σελ. 175. Δρχ. 520.
ΒΟΛΙΟΤΗΣ-ΚΑΠΕΤΑΝΑΚΗΣ Η. Ένας αιώνας λαϊ κό τραγούδι. Αθήνα, Νέα Σύνορα. Σελ. 343 + φωτ. Δρχ. 2080.
Λαογραφία
ΕΝΑΣΧΟΛΗΣΕΙΣ
ΠΡΟΒΑΤΑΚΗΣ Θ. Μ. Κρήτη. Λαϊκή τέχνη και ζωή. Αθήνα, 1990. Σελ. 351. Δρχ,. 10400. Αθλητισμός Οικολογία ΜΠΡΑΟΥΝ Α.-ΦΛΑΒΙΝ Κ.-ΠΟΣΤΕΛ Σ. Οικολογι κή κρίση και βιώσιμη κοινωνία. Μετ. Λ. Βλάχου-Μ. Μπολώτα. Αθήνα, Κομμούνα, 1991. Σελ. 118. Δρχ. 625.
BAILEY Ρ.-ΤΙΤΟΠΟΥΛΟΣ Δ. Αναρρίχηση δίπλα στο σπίτι σας. Αθήνα, Παρασκήνιο, 1991. Σελ. 94. Δρχ. 725.
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ - ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ Γενικά Παιδαγωγική CAMPBELL ROSS. Πώς ν’ αγαπάτε πραγματικά το παιδί σας. Μετ. Λ. Kat Σ. Στυλιανοποΰλου. Αθήνα, Η Έλαφος, 1991. Σελ. 175. Δρχ. 725.
ΜΑΡΑΓΚΑΚΗΣ Ε.Ν. Η ρητορική τέχνη στην ακμή της. Αθήνα, Βασδέκης, 1991. Σελ. 117. Δρχ. 1040.
Ποίηση
ΓΛΩΣΣΑ
Μπαλαντέζα. Ανθολογία από τις βραδιές ποίησης και μουσικής. Επιμ. Ε. Στριγγάρη. Αθήνα, Νομαρχία Αθηνών, 1990. Σελ. 160.
Γενικά
Νέγρικα και άλλα ποιήματα. Απόδ. Αντώνης Μάρταλης. Αθήνα, Βιβλιοφιλία, 1991. Σελ. 112. Δρχ. 830.
ΚΟΝΔΥΛΑΚΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Δ. Κρητικόν λεξιλόγιον. Επιμ. Θ.Ε. Δετοράκης Ηράκλειο, Δήμος Ηρακλείου, 1990. Σελ. 295. Δρχ. 1560.
ΚΟΡΕΑΣ ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ. Η βαφή του πελαργού. Α θήνα, θέμα, 1991. Σελ. 55. ΜΑΝΩΛΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΙΤΗ. Μόνο μια λεύγα πάνω απ’ το βυθό. Αθήνα, 1990. Σελ. 78. Δρχ. 620.
ΤΕΧΝΕΣ
ΜΕΣΗΜΕΡΗΣ Σ.Σ. Ελληνικό εγερτήριο. Κέρκυρα, 1990. Σελ. 299. Δρχ. 1560.
Γενικά
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ Α. Συγκεντρωμένα ποιήματα. 1952-1990. Αθήνα, Πλέθρον, 1991. Σελ. 245. Δρχ. 1975.
Κανιάρης. Θεσσαλονίκη, Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο, 1991. Σελ. 45. KALOKYRIS Κ. Θεοφανώ. Η ελληνίδα αυτοκράτειρα της Γερμανίας και η βυζαντινή τέχνη του 10ου και 11ου αιώνα. Κολωνία, Γενικό Προξενείο της Ελλά δος, 1991. Σελ. 185. Δρχ. 2080.
Μουσική ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Μότσαρτ. Αθήνα, Καστανιώτης, 1990. Σελ. 105. Δρχ. 1040.
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ Α.Δ. Μετα ποίηση. Αθήνα, 1991. Σελ. 253. Δρχ. 2600. ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ ΜΑΡΙΑ. Ρανίδες. Ποιήματα. Α θήνα, Βασιλόπουλος, 1990. Σελ. 54. ΤΑΧΤΣΗΣ ΚΩΣΤΑΣ. Η συμφωνία του Μπραζίλιαν με 12 ποιήματα. Αθήνα, Adam, 1991, Σελ. 40. Δρχ. 3120. ΧΟΥΖΟΥΡΗ ΕΛΕΝΑ. Η συντέλεια του χρόνου. Α θήνα, Ρόπτρον, 1990. Σελ. 26. ΚΕΡΟΥΑΚ ΤΖΑΚ. Mexico city blues. Μετ.-ανθολ. Ρούμπη Θεοφανοπούλου. Αθήνα, Ελεύθερος Τύ πος, 1990. Σελ. 91. Δρχ. 725.
76/δελτιο
Πεζογραφία ΑΒΕΡΩΦ-ΤΟΣΙΤΣΑΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ. «Με λογισμό και μ’ όνειρο...». Αδήνα, Ίδρυμα Ευαγγέλου
Άλκη Γουλιμή. Αδήνα, Καστανιώτης, 1991. Σελ. 177. Δρχ. 1245.
Αβέρωφ-Τοσίτσα, 1991. Σελ. 99. Δρχ. 1000.
ΜΑΚ ΓΙΟΥΑΝ ΙΑΝ. Ξένοι στη Βενετία. Μετ. Νίκος Σακαλίδης. Αδήνα, Σέλας, 1991. Σελ. 155. Δρχ. 1040.
ΒΙΖΥΗΝΟΣ Γ.Μ. Τα διηγήματα. Αδήνα, Νεοελληνι κή Βιβλιοδήκη/Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, 1991. Σελ. 386. Δρχ. 1660.
MACLEAN A.-MACNEILL Α. Το τρένο του ολέδρου. Μετ. Μ. Χρόνης. Αδήνα, Bell, 1991. Σελ. 218. Δρχ. 600.
ΒΛΑΧΟΥ ΝΤΙΝΑ. Το χαρτοκούπ. Αδήνα, Σιδέρης. Σελ. 131. Δρχ. 935.
ΜΠΡΟΥΚΝΕΡ Α. Οι αργοπορημένοι. Μετ. Έρη Κανδρή. Αδήνα, Ωκεανίδα, 1991. Σελ. 276. Δρχ. 1560.
ΔΙΚΑΙΟΥ ΕΛΕΝΗ. Τα κοριτσάκια με τα ναυτικά. Α δήνα, Ακρίτας, 1991. Σελ. 117. Δρχ. 830. ΘΕΟΦΙΛΟΥ ΝΑΣΟΣ. Με ταχύτητα ηλικίας. Αδήνα, Εστία, 1991. Σελ. 270. Δρχ. 1600. ΚΑΚΟΥΛΙΔΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ. Το σύνδρομο του Παρδένη. Αφήγημα. Αδήνα, Καστανιώτης, 1991. Σελ. 68. Δρχ. 725. ΚΑΛΛΙΓΑΣ ΠΑΥΛΟΣ. Θάνος Βλέκας. Αδήνα, Νεο ελληνική Βιβλιοδήκη/Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, 1991. Σελ. 262. Δρχ. 1350.
PROUST Α. Ένας χειμώνας στην Αδήνα του 1857. Μετ. Ν. Νίκα, Αδήνα, Ειρμός, 1990. Σελ. 159. ΡΑΣΠΑΙΓ ΖΑΝ. Το γαλάζιο νησί. Μυθιστόρημα. Μετ. Ν. Φιλιππουπολίτη-Καλαμαρά. Αδήνα, Άρια, 1990. Σελ. 237. Δρχ. 1660. RUSHDIE SALMAN. Ο Χαρούν και η δάλασσα των παραμυθιών. Μυδιστόρημα. Μετ. Α. ΒερυκοκάκηΑρτέμη. Αδήνα, Νέα Σύνορα. Σελ. 211. Δρχ. 1455.
ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ ΔΗΜ. Η σκόνη του Γαλαξία. Μυθιστό ρημα. Αδήνα, Εστία, 1990. Σελ. 186. Δρχ. 1300.
ΣΕΓΙΕΡΣ Ν.Λ. Δυσάρεστα επεισόδια στη λέσχη Μπελλόνα. Μετ. Ε. Καλλκραπ'δη. Αδήνα, Ωκεανίδα, 1991. Σελ. 255. Δρχ. 1455.
ΡΙΤΣΟΥ ΑΛΕΚΑ. Μη σκοτώνετε τις πεταλούδες. Α δήνα, Φιλιππότης, 1991. Σελ. 124. Δρχ. 830.
SHELDON SIDNEY. Τα μυστικά του μεσονυχτιού. Αδήνα, Bell, 1991. Σελ. 317. Δρχ. 650.
ΡΟΥΣΣΟΣ ΤΑΣΟΣ. Ο τελευταίος της συντεχνίας. Α δήνα, Καστανιώτης, 1991. Σελ. 100.
GEORGE ELISABETH. Ανατομία ενός εγκλήματος. Μετ. Γ. Αρβανίτη. Αδήνα, Bell, 1991. Σελ. 346. Δρχ. 650.
ΣΙΜΑΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΝΑ. Τα παιδιά των Μουλτιβόλων. Αδήνα, Ειρμός, 1991. Σελ. 109. Δρχ. 1040. ΣΟΥΡΟΥΝΗΣ Α. Πάσχα στο χωριό. Νουβέλα. Αδή να, Καστανιώτης, 1991. Σελ. 131. Δρχ. 1040.
ΤΣΒΑΙΧ ΣΤΕΦΑΝ. Μαγεμένη νύχτα. Μετ. Α. Καρρέρ. Αδήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1991. Σελ. 131. Δρχ. 1140.
ΤΖΩΡΤΖΟΓΛΟΥ ΝΙΤΣΑ. Οι στρατιώτες της χαράς. Αδήνα, Κέδρος, 1990. Σελ. 136. Δρχ. 725.
THOMAS ROSIE. Εκμυστηρεύσεις. Μετ. Φ. Πανταζή. Αδήνα, Bell, 1991. Σελ. 762. Δρχ. 950.
ΨΥΧΑΡΗΣ. Ζωή και αγάπη στη μοναξιά. Αδήνα, Νεοελληνική Βιβλιοδήκη/Ίδρυμα Κώστα και Ελέ νης Ουράνη, 1991. Σελ. 360. Δρχ. 1660. ΑΝΤΡΙΟΥΣ ΛΥΝ. Η γυναίκα-τξάγκουαρ. Μετ. Δ. Κουτσούκης. Αδήνα, Καστανιώτης. Σελ. 251. Δρχ. 1560.
Αλληλογραφία ΠΑΛΑΜΑΣ ΚΩΣΤΗΣ. Αλληλογραφία. Τόμος Ε'. Γράμματα στη Στέλλα Διαλέτη. Αδήνα, Ίδρυμα Κωστή Παλαμά, 1991. Σελ. 288. Δρχ. 2080.
ΓΙΟΥΑΝ IAN ΜΑΚ. Ξένοι στη Βενετία. Μετ. Ν. Σακαλίδης. Αδήνα, Σέλας, 1991. Σελ. 155.
Μελέτες
COOK ROBIN. Θανάσιμο πείραμα. Μετ. Γ. Αναστοπούλου. Αδήνα, Bell, 1991. Σελ. 313. Δρχ. 650.
ΑΡΑΓΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ. Ασκήσεις κριτικής. Αδήνα, Σοκόλης, 1990. Σελ. 157.
KHOURY-CHATA VENUS. Μπαγιαρμίν. Νουβέλα. Μετ. Π. Ζαχοπούλου-Βλάχου. Αδήνα, Νέα Σύνορα, 1991. Σελ. 235. Δρχ. 1455. ΛΙΝΤΓΚΡΕΝ Α. Αδελφοί Λεοντόκαρδοι. Μετ. Κώ στας Λαδόπουλος. Αδήνα, Καστανιώτης, 1991. Σελ. 222. Δρχ. 1245. ΛΙΝΤΓΚΡΕΝ Α. Ο αρχιντετέκτιβ Μπλόμκβιστ. Μετ.
δελτιο/77 ΔΕΚΑΒΑΛΛΕΣ Α. Ο Ελύτης από το χρυσό ως το α σημένιο ποίημα. Α8ήνα, Κέδρος, 1990. Σελ. 197. Δρχ. 1245. ΠΛΑΚΑΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ. Λογοτεχνικός περίπλους. Πρόσωπα-κείμενα-ρεύματα. Ηράκλειο, Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη, 1991. Σελ. 403. ΠΡΟΥΣΗΣ ΚΩΣΤΑΣ Μ. Θέματα και πρόσωπα της Κυπριακής λογοτεχνίας. Λευκωσία, Πολιτιστικό Ι δρυμα Τραπέζης Κύπρου, 1990. Σελ. 289. ΡΗΓΟΠΟΥΛΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Ut pictura, poesis. Αθή να, Σμίλη, 1991. Σελ. 108. Δρχ. 1040. Δοκίμια ΗΛΙΑΝΟΣ Ο. Απόμεις για το παρελθόν και το πα ρόν των ελλήνων. Αθήνα, Ιωλκός, 1991. Σελ. 143. Δρχ. 1350. ΣΙΑΜΑΚΗΣ Κ. Οι έκφυλοι. Τόμοι Α' + Β'. Θεσσαλο νίκη, 1991. Σελ. 79+134. Δρχ. 1040+1245. ΜΠΑΡΤ ΡΟΛΑΝ. Συμβάντα. Μετ. Μ. Καρακώστα. Α θήνα, Ράππας, 1990. Σελ. 126. Δρχ. 985.
ΙΣΤΟΡΙΑ
Μαρτυρίες ΓΕΩΡΓΙΟΠΟΥΛΟΣ Π. Ο Χατζηχρήστος τα λέει... ό λα. Αθήνα, Σμπίλιας, 1991. Σελ. 211. Δρχ. 1560. ΚΟΜΝΗΝΟΣ Μ.Δ. Η Αίγυπτος που έζησα. Αθήνα, 1991. Σελ. 333. Δρχ. 2600. ΜΗΤΣΟΤΑΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ. Αυτοπροσωπο γραφία. Αθήνα, Ροές, 1991. Σελ. 157. Δρχ. 1040. SOLARO Α.-ΒΕΝΑΡΔΟΣ Π.-ΒΑΚΚΑΣ Κ. Στους λα βύρινθους της τρομοκρατίας. Ντοκουμέντο. Αθήνα, Το Κλειδί, 1991. Σελ. 113. Δρχ. 1040.
Ελληνική Ιστορία Θρακική προσωπογραφία. Αθήνα, Ρήσος, 1991. Σελ. 317. Δρχ. 1870. Πρακτικά του Β' Τοπικού Συνεδρίου Αρκαδικών Σπουδών. Αθήνα, 1990. Σελ. 630. Δρχ. 4160. ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ Α.Ε. Τα ελληνικά στρατεύματα του 1821. Θεσσαλονίκη, Βάνιας, 1991. Σελ. 304. Δρχ. 1870. ΒΛΑΧΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ Σ. Η σκιά του βασιλέως. 559-330 π.Χ. Αθήνα, Εστία, 1991. Σελ. 164. Δρχ. 1200. ΚΟΜΝΗΝΗ ΑΝΝΑ. Αλεξιάς. Τόμος Β': βιβλία I-ΙΕ', Μετ. Α. Σιδέρη. Αθήνα, 'Αγρα, 1991. Σελ. 331. Δρχ. 2600. ΚΟΥΜΟΥΛΙΔΗΣ I. ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ. Το Μοναστήρι της Τατάρνας. Αθήνα, 1991. Σελ. 147. Δρχ. 5200. ΛΑΣΚΑΡΗΣ ΗΛΙΑΣ. Βυζαντινοί αυτοκράτορες. 306-610 μ.Χ. Αθήνα, Βυζαντίς, 1990. Σελ. 106. Δρχ. 5200. ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΪΔΗΣ Π.Σ. Η Λέσβσος κατά την τουρ κοκρατία. Μυτιλήνη, Εταιρεία Αιολικών Μελετών, 1991. Σελ. 161. Δρχ. 1040. ΣΥΜΕΩΝΙΔΗΣ Σ.Μ. Ιστορικά Αγίου Κωνσταντίνου Αρτεμώνος Σίφνου. Αθήναι, 1991. Σελ. 151. Δρχ. 1350. ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Β.Σ. Ιστορία της νήσου Κω. Αρχαία-μεσαιωνική-νεότερη. Κως, Δήμος Κω, 1990. Σελ. 774. Δρχ. 12480.· TUROT HENRI. Η Κρητική Επανάσταση και ο Ελ ληνοτουρκικός Πόλεμος του 1897. Μετ. Λ. Αβαγιανού. Αθήνα, Ειρμός, 1991. Σελ. 243. Δρχ. 1870.
Παγκόσμια Ιστορία BRIDGE F.R.-BULLEN R. Οι Μεγάλες Δυνάμεις. 1615-1914. Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 1991. Σελ. 336. Δρχ. 3325. ΣΟΥΧΥ Α. Κολλεκτιβισμός και αυτοδιαχείριση στην Ισπανία 1936-39. Μετ. Κ. Νικολάου. Αθήνα, Ελεύ θερος Τύπος, 1991. Σελ. 93. Δρχ. 620.
ΠΑΙΔΙΚΑ Ελεύθερα αναγνώσματα Η Βίβλος για παιδιά. Απόδ. Π. Πάλλης-Ν. Μακρής. Αθήνα, Σιδέρης. Σελ. 304. Δρχ. 3120.
78/δελτιο Τον καιρό εκείνο. Τέσσερις παραβολές από το Ευαγ γέλιο. Κείμενο και κολάζ Δότη ΠέτροβιτςΑνδρουτσοπούλου. Αθήνα, Πατάκης. Σελ. 26. Δρχ. 780. ΑΝΕΖΙΝΗ-ΛΕΡΑΚΗ Γ. Ο Δροσερός και οι φίλοι του. Αθήνα, Γνώση, 1991. Σελ. 103. Δρχ. 1140.
ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΠΝΕΥΜΑ. Έρευνα-στοχασμός-τέχνηκριτική. Τεύχος 79. Δρχ. 620. ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ. Τρίμηνο λογοτεχνικό και καλλιτε χνικό περιοδικό. Τεύχος14. Δρχ. 725. ΕΠΟΠΤΕΙΑ. Μηνιαίο περιοδικό. Τεύχος 167. Δρχ. 500.
ΒΕΛΕΤΑ-ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΟΥ Μ. Το πενηνταράκι που βιάστηκε να μεγαλώσει. Αθήνα, Γνώση, 1991. Σελ. 50. Δρχ. 1140.
ΕΠΙΓΝΩΣΗ. Μηνιαία άσκηση στη διάκριση των γε γονότων. Τεύχος 36.
ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΜΑΝΟΣ. Παραμύθια για τον αυτοκράτορα. Αθήνα, Γνώση, 1991. Σελ. 47. Δρχ. 1245.
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ. Αέναη έκφραση μηνυμάτων. Τεύχος 4. Δρχ. 1245.
ΠΑΠΑΔΑΚΗ ΑΘΗΝΑ. 15 ιστορίες και ένα ερώτη μα. Θεσσαλονίκη, Α.Σ.Ε., 1991. Σελ. 39.
ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΟΜΕΣ. Προβληματισμοί και θέσεις. Τεύχος 24. Δρχ. 250.
ΣΑΡΑΒΑΝΟΥ I. Ένα κουδούνι θυμάται... Αθήνα, Γνώση, 1991. Σελ. 50. Δρχ. 725.
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ. Επιθεώρηση κοινωνικών ε πιστημών. Τεύχος 21.
ΓΟΥΙΛΙΣ Ζ.-ΡΟΣ Τ. Το βιβλίο των γήινων. Μετ. Β. Χωρεάνθη. Αθήνα, Ζαχαρόπουλος, 1991. Σελ.30. Δρχ. 935.
Η ΛΕΞΗ. Ελληνική και ξένη λογοτεχνία. Ειδικό τεύ χος 102. Δρχ. 900.
ΜΠΕΝΖΑΜΙΝ Α.Χ.-ΡΟΣ Τ. Ο βασιλιάς πουλί. Μετ. Β. Χωρεάνθη. Αθήνα, Ζαχαρόπουλος, 1991. Σελ. 30. Δρχ. 935. ΟΡΑΜ X. ΡΟΣ Τ. Μήπως είδατε το Χάρη; Μετ. Β. Χωρεάνθη. Αθήνα, Ζαχαρόπουλος, 1991. Σελ. 30. Δρχ. 935. ΡΟΣ Τ. Η άμογη Ισαβέλα. Μετ. Β. Χωρεάνθη. Αθή να, Ζαχαρόπουλος, 1991. Σελ. 30. Δρχ. 935. ΡΟΣ Τ. Την πλήρωνε ο Πάρης. Μετ. Β. Χωρεάνθη. Αθήνα, Ζαχαρόπουλος, 1991. Σελ. 30. Δρχ. 935. ΤΑΟΥΝΣΟΝ Χ.-ΡΟΣ Τ. Η τρομερή Τρίτη. Μετ. Β. Χωρεάνθη. Αθήνα, Ζαχαρόπουλος, 1991. Σελ. 30. Δρχ. 935.
ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ
ΜΑΝΤΑΤΟΦΟΡΟΣ. Δελτίο νεοελληνικών σπουδών. Τεύχος 32. Δρχ. 780. ΜΠΕΣΑ. Περιοδική έκδοση. Τεύχος 15. Δρχ. 300. ΝΑΥΤΙΚΗ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ. Διμη νιαίο φιλολοφικό, ιστορικό και καλλιτεχνικό περιο δικό. Τόμος 5, τεύχη 25, 26. ΝΕΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ. Τριμηνιαία επιθεώρηση. Τεύχος 11. Δρχ. 500. ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ. Τρίμηνη έκδοση. Τεύ χος 22. Δρχ. 500. ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ. Τεύχος 55. Δρχ. 520. ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ. Λογοτεχνικό περιοδικό. Τεύχος 14. Δρχ. 750. Ο ΠΟΛΙΤΗΣ. Μηνιαία επιθεώρηση. Τεύχος 112. Δρχ. 400. ΠΟΡΕΙΑ ΒΟΡΕΙΑΣ ΑΤΤΙΚΗΣ. Ιδνθήμερη εφημερί δα στην υπηρεσία δήμων και κοινοτήτων Βόρειας Αττικής. Φύλλο 3.
ΑΝΟΙΧΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ. Διμηνιαίο εκπαιδευτικό πε ριοδικό. Τεύχος 33. Δρχ. 350.
Ο ΡΑΜΠΑΓΑΣ ΚΙ Ο ΣΚΥΛΟΣ. Φύλλο 144 (17). Δρχ. 50.
ΑΝΤΙ. Δεκαπενθήμερη πολιτική και πολιτιστική επι θεώρηση. Τεύχος 465. Δρχ. 250.
ΡΕΥΜΑΤΑ. Απόμεις-κείμενα-τέχνες. Τεύχος 1. Δρχ. 800.
ΑΡΧΕΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ. Περιοδικό της Ιατρικής Εταιρείας Αθηνών. Τόμος 8, τεύχος 2.
ΤΟΠΟΣ ΕΠΙΚΟΙΝΟΣ. Περιοδική έκδοση της ομά δας ερευνών για τον πολιτισμό του Παντείου Πανεπι στημίου. Τεύχος 1.
ΒΙΒΛΙΟ ΚΑΙ MEDIA. Μηνιαίο περιοδικό για το βι βλίο. Τεύχος 8. Δρχ. 500. ΒΙΒΛΙΟΦΙΛΙΑ. Τριμηνιαία έρευνα ιστορίας του βι βλίου. Τεύχος 52. Δρχ. 300. ΔΙΑΒΑΖΩ. Δεκαπενθήμερη επιθεώρηση του βι βλίου. Τεύχος 262. Δρχ. 500. ΕΘΝΟΓΡΑΦΙΚΑ. Τόμος 6, 1989.
ΧΟΡΟΣ. Τρίμηνη έκδοση. Τεύχος 2. Δρχ. 500. MEDIA VIEW. Μηνιαίο περιοδικό. Τεύχος 7. Δρχ. 500.
δελτιο/79
Στην Κριτικογραφία περιλαμβάνονται όλες οι ε πώνυμες βιβλιοκριτικές και βιβλιοηαρουσιάσεις των ελληνικών εκδόσεων που δημοσιεύονται στον ημερήσιο αθηναϊκό τύπο. Περιλαμβάνονται, επίσης, και κριτικές δημοσιευμένες στον περιοδικό και επαρχιακό τύ πο, όσες φυσικά φροντίζουν να μας στέλνουν οι συντά κτες τους. Για κάθε βιβλίο σημειώνονται, μέσα c ρένθεση: το όνομα του κρι τικού και ο τίτλος του εντύπου, καθώς και η ημέ ρα δημοσίευσης της κριτικής αν πρόκειται για εφημερίδα, ή ο αριθμός έκδοσης αν πρόκειται για περιοδικό έντυπο.
δελ Τ 1 ο
8 Μ αΐου 2 2 Μ αΐου 1991
κριτικό γρα φια 265 Ε πιμέλεια: Μαρία Τρουπάκη
Ιατρόπουλος Δ. Συνοπτικό εγχειρίδιο χρονογραφίας. (Κ. Τσαούσης, Έθνος, 9/5)
Κάτλαντ Ε. Επιστροφή στη ζωή. (Α. Παπαδόπουλος, Οικονομικός Ταχυδρόμος, 16/5) Abercrombie Ν.,κ.ά. Λεξικό Κοινωνιολογίας (Ν. Ντόκας, Ελευθεροτυπία, 19/5)
Φιλοσοφία
Λαογραφία
Μακρύς Ν. Ο κρύφιος λόγος (Δ. Σταμέλος, Ελευθε ροτυπία, 15/5)
Ατζέμογλου Ν. Τ' αγιάσματα της πόλης. (Δ. Παυλάκου, Αυγή, 19/5) Διαμαντόπουλος Κ.Γ.: Οικονομικοί νόμοι γνήσιοι και παρεμβατικοί εν σχέσει προς τους ειδικούς της λαογραφίας (Τ. Ρήγος, Οικονομικός Ταχυδρόμος, 16/5)
Δημοσιογραφία
Πολιτική Ζαχαρέας Α. Αναζητώντας την Αριστερά (Σ. Ντάλης, Αυγή, 12/5) Κωνσταντίνος Μητσοτάκης — Αυτοπροσωπογραφία (Α.Χ. Παπανδρόπουλος, Οικονομικός Ταχυδρόμος, 16/5) Χατζηπροδρομίδης Λ. Γιουγκοσλαβία. Η έκρηξη του εθνικισμού (Κ. Σταματίου, Νέα, 11/5) (Α.Ε., Ο Πολίτης, 112)
Οικολογία Μοδινός Μ.: Τοπογραφίες (Α. Πανταζόπουλος, Ο Πολίτης, 112)
Τέχνες Κοινωνιολογία Συμεωνίδου X. Απασχόληση και γονιμότητα των γυ ναικών, στην περιοχή της πρωτεύουσας (Η. Έμκε Πουλοπούλου, Οικονομικός Ταχυδρόμος, 16/5)
Γιάννης Τσαρούχης: Ζωγραφική (Μ. Βλάχος, Καθη μερινή, 19/5)
80/δελτιο Δημητροκάλλης Γ.: Άγνωστοι βυζανηνοί ναοί Ιεράς Μητροπόλεως Μεσσηνίας (Κ. Παπαπάνος, Πολιτικά δέματα, 10/5) Λαμπράκη —Πλάκα Μ.: Ο Γελωτοποιός και η αλή θεια του (Ω.Β., Αυγή, 19/5) «Νίκος — Χατζηκυριάκος —Γκίκας» (Κ. Τσαούσης, Έδνος 12/5) Ψαροπούλου Μ.: Η κεραμική του χδες στα Κύδηρα και την Κύθνο (Ε. Σπαθάρη - Μπεγλίτη, Διαβάζω, 263) Baud Bovy S.: Τραγούδια των Δωδεκαννήσων (ΜΑΤΖ, Αυγή, 12/5)
Μελέτες Μπενάτσης Α.: Η ποιητική μυθολογία του Τ. Λειβαδίτη (Δ. Σταμέλος, Ελευθεροτυπία, 8/5) Δοκίμια Κάλφας Β. κ.ά. Τα εσόμενα (Α, Ελεφάντης, Ο Πολί της, 112) Πούρκος Μ.: Η ανάπτυξη της ηθικής αυτονομίας (Μ. Παγώνη, Διαβάζω, 263) Χάρης Π.: Συνομιλίες με φίλους (Κ. Παπαπάνος, Πολιτικά θέματα, 10/5)
Κλασική Φιλολογία Πλάτων. Συμπόσιο. Απολογία Σωκράτους. Μετ. Ηλε κτρα Ανδρεάδη (Κ. Τσαούσης, Έθνος, 19/5) Ποίηση Αναγνωστάκης Μ.: Επιτ. Με χαμηλή φωνή (Β. Χατζηβασιλείου, Λέξη, 102) Βρεττάκος Ν.: 1) Συνάντηση με τη θάλασσα 2) Δια μαρτυρίες (Δ. Σταμέλος, Ελευθεροτυπία, 8/5) Δημητριάδης Δ. Τα ηχεία του κινήτρου και της υπο ταγής (Δ. Παυλάκου, Αυγή, 12/5) Κυπαρίσσης Λ: Η άλλη φωτογραφία. (Κ. Τσαούσης, Έθνος, 9/5) Σαχτούρης Μ.: Καταβύθιση (Η. Κεφάλας, Διαβάζω, 263) Πεζογραφία Δεληγιώργη Α.: Ιστορίες μιας ελάχιστης εποχής (Μ. Θεοδοσοπούλου, Εποχή, 19/5) Καββαδίας Ν.: Φόβος κι ελπίδα (Κ. Τσαούσης, Έ θνος, 3/5) Καπαντάη I.: Απειρωτάν και Τούρκων (Μ. Θεοδοσο πούλου, Εποχή, 12/5) Καραβία Μ.: Κρανίου τόπος (Δ. Σταμέλος, Ελευθε ροτυπία, 8/5) Κούρτοβικ Δ.: Η σκόνη του γαλαξία (Ε. Κοτζιά, Κα θημερινή, 12/5) Λαζάνης Ν.: Ίχνη σιωπής (Ν. Ντόκας, Ελευθεροτυ πία, 19/5) Μπακόλας, Ν.: Καταπάτηση, (Σ. Τσακνιάς, Λέξη, 102) Παπαστάμος Γ.: Ο ιππότης της ανεμόπορτας (Ε. Χωρεάνθη, Διαβάζω, 263) Τζιαντζή Μ.: Παπούτσια yta πέταμα (Μ.Θ., Εποχή, 12/5) Χαριτόπουλος Δ.: Εναντίον του Marlboro, (Η. Παπαλέξης, Διαβάζω, 263) Μπρούκνερ Α.: Οι αργοπορημένοι (Κ. Τσαούσης, Έ θνος, 9/5)
Βαλάση Ζ.: Η Ηλιοστάλαχτη (Δ. Σταμέλος, Ελευθε ροτυπία, 15/5) Στορ Κ.: Το αγόρι και ο κύκνος (Ε. Σαραντίτη, Ελευ θεροτυπία, 8/5) Μαρτυρίες Μπαρτ Ρ.: Συμβάντα (Κ. Σταματίου, Ταχυδρόμος, 16/5)
4
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ Γ. Γενναδίου 3 - Τηλ. 36.02.007
Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΔΛΟΠΟΥΛΟΣ: ΜΕ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ Φέτος, που συμπληρώνονται 80 χρόνια από το θάνατο του μεγάλου Σκιαθίτη πεζογράφου μας, ο ΚΕΔΡΟΣ παρουσιάζει, με την επιμέλεια του Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλου, την Ανθολογία «Με τον τρόπο του Παπαδιαμάντη». Τα χαριτωμένα αφηγήματα της Ανθολογίας, γραμμένα από παλαιότερους (Βάρναλη, Καραγότση, Λαπαθιώτη) και νεώτερους με το ύφος του Παπαδιαμάντη, αντανακλούν τη μαγεία του κόσμου του και της γραφής του.
ΔΙΑ ΜΕΓΑΛΟ ΥΣΕΦΕΡΙΑΔΗ: Ο ΔΡΟΜΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΧΑΡΑ
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΟΤΖΙΑΣ: Ο ΠΥΓΜΑΧΟΣ Η τρίτη νουβέλα της σειράς ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΚΡΟΝΟΥ που άρχισε ο συγγραφέας με τον Ιαγουάρο και συνέχισε με τη Μηχανή. «Αν έχεις τύχη διάβαινε και ριζικό περπάτει» πιστεύει ο Ελληνικός λαός καί ο κλητήρας που αφηγείται τον Πυγμάχο. «Κι έτσι που όλα στη ζωή μου έρχονται ανάποδα δεν απομένει για ν’ ανταπεξέλθουμε παρά ο προσωπικός μου δυναμισμός - η πυγμαχία - » σε τούτο
έχει καταλήξει ο κακότυχος αφηγητής έπειτα από τίς «διδαχές» ενός δυναμικού δημοσιογράφου στην εφημερίδα όπου κι οι δυό εργάζονται. Και καθώς τις δικές του αναποδιές και αντιξοότητες αφηγείται ο νεαρός απόκληρος της τύχης, στην πραγματικότητα ξετυλίγει, χωρίς να τη λέει και χωρίς να τη γνωρίζει, την κατά πολύ συναρπαστικότερη ιστορία του «διδάχου» του, ενός αυθεντικού Πυγμάχου.
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ Μέσα στη δίνη της μικρασιατικής καταστροφής ένα βρέφος φυγαδεύεται, για να βρει καινούργια πατρίδα και οικογένεια σ’ ένα νησί του Αιγαίου. Αυτή είναι η Ελένη, μιά αγράμματη ' νησιώτισσα, που κατέχει τη δυσκολότερη απ’ όλες τις τέχνες: την τέχνη της ζωής. Το «ιαματικό» αυτό βιβλίο εξιστορεί το βίο της, βίο παράλληλο με εκείνον της νεότερης Ελλάδας.