Οι Α σθένειες Λτων Συγγραφέων ΚΑΦΚΑ ΤΊΡΟΥΣΤ ΝΙΤΣΕ ΝΕΡΒΑΛ ΜΩΠΑΣΑΝ ΤΟΜΑΣ MAN ΑΟΟΥΡΥ ΜΠΑΡΟΟΥΖ ΒΕΡΛΑΙΝ ΓΚΟΝΚΟΥΡ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ
ΔΙΑΒΑΖΩ
αφιερώματα σε Ο. ντε Μπαλζάκ No 40* Δ. Γληνός No 61* Τ. Τζόυς No 62* Κ. Χατζηαργύρης No 63 Ζ. Ζενέ No 66 Νέοι λογοτέχνες No 69 Αριστοφάνης No 72 Ζ. Πρεβέρ No 73 Μ. ντε Σαντ No 77 Κ.Π. Καβάφης No 78 Χ.Λ. Μπόρχες No 79 Μ. Κούντερα No 80* Μ. Γιουρσενάρ No 81 Α. Κοραής No 82 Κ. Μαρξ No 83* Μ. Βίαν No 85 Νέοι Λογοτέχνες No 87 Κ. Βάρναλης No 88* Τ. Μαν No 90 Φ. Νίτσε No 91 Κ. Θεοτόκης No 92 Ρ. Μπαρτ No 93 Ν. Λαπαθιώτης No 95 Ε. Ροίδης No 96 Ε. Ζολά No 97 Σταντάλ No 98 Μακρυγιάννης No 101 Λουκιανός No 102 Ντιντερό No 103 Τ. Αγρας No 104 I. Βερν No 105 0 . Καίρης No 106 Παραμυθάδες No 108 Ε. Έσσε No 109 Α. Καμύ No 110 Β. Ουγκό No 111 Ε. Αλαν Πόε No 112 Φ. Κόντογλου No 113 Σ. Μπέκετ No 115 Κ. Πολίτης No 116 Α. Πάλλης No 118 Β. Μαγιακόφσκι No 121 Ε. Ιονέσκο No 122 Μ. Φουκώ No 125 Ζ. Λακάν No 126
Ζ. Πωλ .Σαρτρ No 127 Φ. Ντοστογιέφσκι No 131 Ν. X. Λώρενς No 132 Γ.Σ. Έλιοτ No 133 Μ. Ντυράς No 134 Αριστοτέλης No 135 Σ. ντε Μπωβουάρ No 136 Γ. Θεοτοκάς No 137 Φ. Σ. Φ ιτζέραλντ No 138 Τ. Ουίλιαμς No 139 Α. Κάλβος No 140 Γ. Σεφέρης No 142 Γ. Φλωμπέρ No 143 Ο. Έκο No 145 Α. Δουμάς No 147 Α. Κρίστι No 149 Σ. Φρόυντ No 150 Α. Αρτώ No 151 Ο. Ουάιλντ No 152 Β. Γουλφ No 153 Γ.Β. Γκαίτε No 154 Κ. Καρυωτάκης No 157 Κ. Λεβί-Στρως No 158 Ε. Χέμινγουεϊ No 159 Ζ. Κοκτώ No 160 Μ. Χάιντεγκερ No 161 Β. Ναμπόκοφ No 162 Α. Παπαδιαμάντης No 165 Π. Λεκατσάς No 166 Αίσωπος No 167 Λ. Αραγκόν No 168 Α. Τσέ){ωφ No 169 Σ. Τσίρκας No 171 Τ. Στάινμπεκ No 173 Ό μηρος No 174 Μ. ντε Θερβάντες No 176 Βολταίρος No 177 Ε. Πάουντ No 178 Μολιέρος No 179 Δ. Χατζής No 180
Ε. Ίψ εν No 181 Ν. Χάμμετ No 182 Π. Βαλερί No 183 Ζ. Μπατάιγ No 187 Ν. Καζαντζάκης No 190 Θουκυδίδης No 191 Φ.Γ. Λόρκα No 192 Ρ. Τσάντλερ No 193 Ρ. Ράιχ No 197 Ρ. Μούζιλ No 199 Λ. Τολστόι No 200 Π. Ελυάρ No 201 Ζ. Σιμενόν No 202 Γ. ντε Μωπασάν No 204 Γ. Ρίτσος No 205 Α. Ζιντ No 206 Α. Μπρετόν No 207 Μ. Μπρεχτ No 211 Α. Αλεξάνδρου No 212 Δ. Σολωμός No 213 Α. Λουπέν No 218 Φ. Πετράρχης No 218 Τζ. Οργουελ No 226 Τ. Λειβαδίτης No 228 Κ. Ντίκενς No 229 Δάντης No 230 Γκ. Γκ. Μάρκες No 223 Γ κ. Απολλιναίρ No 231 Ρ. Βελεστινλής No 235 Σοφοκλής No 243 Κέρουακ No 249 Μαρκ Τουαίν No 252 Γιούκιο Μισίμα No 253 Μοράβια No 256 Μαριβό No 257 Μ. Καραγάτσης No 258 Ά ρθουρ Μίλλερ No 259 Χένρυ Τζαίημς No 260 Γ. Ξενόπουλος No 265 Γκράχαμ Γκρην No 267 Γ. Σκαρίμπας No 269 Χένρυ Μίλλερ No 273 Ράινερ Μαρία Ρίλκε,Ν ο 274 I. Καποδίστριας No 275 Γ. Βιζυηνός No 278
τα βιβλία της «γνώσης»
Βιβλίο-είδηση. Από τις εκ δ ό σ εις «Γνώση», κυκλοφόρησε το βιβλίο του αρχιτέκτονα κ. X. Σφαέλλου, «Αρχιτεκτονική», η μορφή της σκέψης στο φυσικό χώρο»... Τούτη εδώ η στήλη θ έλ ει απλώ ς να τονίσει ότι, π ο λ λές φ ο ρ ές, η έκδοση ε ν ό ς βιβλίου είναι είδηση και μάλιστα σοβαρή και σημαντική, πολύ σημαντικότερη από πολλές άλλες ειδή σ εις που συνήθω ς οι εφ η μ ερ ίδ ες φ ιλοξενούν στην 1η σελίδα. Σε μία πόλη (και χώρα) που υ ποφ έρ ει από τόσα αρχιτεκτονικά τραύματα (τα οποία προκάλεσαν οι κυβ ερνήσ εις και όχι οι αρχιτέκτονες), ενώ το παρελθόν μας εχάρισε αρχιτεκτονικά αριστουργήματα, το βιβλίο του κ. Σφαέλλου έρ χετα ι να μας επισημανει ποσο α υ τό ς ο περιβάλλων χώ ρος κακοποιεί (αλλά και κακοποιείται) απο την μορφή της σ κέψ ης μας. ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ: 19.12.91
ε κ
Ιπποκράτους 31,106 80 Αθήνα Τηλ.: 3620 941 - 3621 194 Για τους Βιβλιοπώλες: Αποκλειστική διάθεση ΔΑΝΑΟΣ Α.Ε. Μαυρομιχάλη 64. 106 80 Αθήνα, Τηλ.: 3604 161,3631 975, 3611 054
δ ό
σ
ε ι ς ;
« γ ν ώ
σ
η
»
Ή μητέρα του σκύλου mmmoBKBmm Μ υθιστόρημα ammemmmmmM
ΠΡΟΣΕΧΩΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΣΤΑ ΓΑΛΛΙΚΑ στις Εκδόσεις Gallimard
Ε κ δ ό σ ε ις Κ α ς τ α ν ιω τ η Η σύγχρονη εκδοτική παρουσία στα ελληνικά γράμματα
ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ Ν Ε Α ΒΙΒΛΙΑ ΤΗ Σ ΣΕΙΡΑΣ
ΣΚΕΨΗ, ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΙ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΣΕΙΡΑΣ: ΘΑΝΑΣΗΣ Θ. ΝΙΑΡΧΟΣ
Μ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ: ΑΠΟ ΑΝΑΤΟΛΗ ΣΕ ΔΥΣΗ (ΤΑ ΞΙΔΙΩΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ / ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ ΑΝΝ ΦΙΛΙΠ: ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ / Ε. ΤΕΡΙΑΝΤ: ΚΕΙΜΕ ΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ / ΝΙΚΟΣ ΧΑΤΖΗΚΥΡΙΑΚΟΣ ΓΚΙΚΑΣ: ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΤΙΓΚΗ (1945-1955) Μ. ΠΛΩΡΙΤΗΣ: ΕΡΩΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟ ΚΡΑΤΙΑΣ (Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΟΦΙΑ ΣΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ)
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Η σύγχρονη εκδοτική παρουσία ---- στα ελληνικά γράμματα-----
α
φ
ι έ
ρ
ω
μ
α
58*
No 5®
h '^ ^ s
& s 8 s& s»: (tqXiKH ^ ^ολλανδιΚ° Λ ο ν ο τεχ νΓΡ ο ΝΜο ο »86 &στυνοΡ'ΚΠ NeoeKMV1**
ΘέοΤρο Ν ° 8 ^ ο 94*
^ 6S ? ^ r M O /ναϊκί» Λ,σ *”* ποιηθώ **°....4
v g x fir · Ε Κ Κ η ν 'κ ό ς ^ ε Ρ ^ Νο A23
siS -»
Θεο«“·" Νο -J29 ΒS ovt.o N o^ 8 Νο α3° Βυζάντιο ηοΡαν»όθ' h ΕΚλην^0 no Α*1 φ ο υ τ ο ο ρ Ό ^ . α44 ΓΚωασ°κα7χτρατάς Ν° 1* , 48 ΒφΚίο «^ ^“ Λ, α ο κ α Φ ' Ν° ΒφΚίο οΚ ΚοΚοΚθΨ· ' » : < 0τ 5β’55 οΝ0,« sψοχα,-.srfVPOVO* » 5 w.sγλόφων«· ^ s s ^ - ,,“ Μο 170
»
S ^ S sr*·
Α64
Α75
r t ^S ' oN . »018° ’· 0 0 ’ CE 06TP
^ •^ ^ ^ ν ο τ ε χ ν ίο Ν ο ^
διακοπές «»‘
ιν,στι*ό ^
τ ο ΕΚλην'^0
ψυχιατρικά * θέα τρ ο *ο·
α,δίΝο 214
, Νο 19»
σε
Ι/εμα 10 22°
T i^ s » s s « -* e ι V»0 Τ'ς 48 ε ^ ’
,ο ς NO 24
t No2A7 ΛοονΡ0^ ® S o No 246Εκ„οίδεθθΡΛ'
β«0 * ° αός Ν°
250 PCOKS o N o 2 5 ;
;ρ otKeP
too
1990
ΙΟ ν»° 1
Ν° 252 . wo No Μ ε ^ ο Α ΨΟ*0* *
^
^
»
, %Ρ»σ
Ηο 255 ,c No 26Α
i 9h r
''OT° T„” c, Κ " ν" ’ϊ » ΐ » * > w
&$&x~pz
ΟΙ ΕΛ Λ Η Ν ΕΣ
ΚΑΚΤΟΣ
Α Ε
ρχ α ία
Γ
λ λ η ν ικ ή
ρ α μ μ α τ εία
540 έργα - 270 ανέκδοτα
Η τελική μορφή των αρχαίων κειμένων βασίζεται στους κυριότερους βυζαντινούς κώδικες, στους παπύρους, στις νεότερες ελληνικές επιστημονικές εργασίες και αποτελεί «νέα κριτική έκδοση», με αποκλειστικό δικαίωμα (copyright) των εκδόσεων «ΚΑΚΤΟΣ». Οι μεταφράσεις της σειράς «ΚΑΚΤΟΣ» είναι πρωτότυπες και αυθεντικές, στη σημερινή ελληνική γλώσσα, καλύπτοντας απολύτως τις απαιτήσεις του σύγχρονου αναγνώστη.
ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ 20. ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑ 5 ............................
1.200
1. ΠΛΑΤΩΝ
ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ . . 900
21.
»
2.
»
ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ...................
1.200
22.
3. ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ
ΡΗΣΟΣ................................
900
23.
»
6 .........................
1.200
»
»
7 ............................
1.200
»
»
8 ............................
1.200
4. ΙΠΠΟΚΡΑΤΗΣ ΑΦΟΡΙΣΜΟΙ-ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΑΙ.
900
24. ΑΙΣΧΥΛΟΣ
5. ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ
ΕΚ ΑΒΗ ....................................
900
25. ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ ΝΕΦΕΛΑΙ..................................
6.
ΤΡΩΑΔΕΣ.................................
900
26. ΑΡΡΙΑΝΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΑΝΑΒΑΣΙΣ 1-2.
1.200
»
ΕΠΤΑ ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ...............
900 900
7. ΑΙΣΧΥΛΟΣ
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ ΔΕΣΜΩΤΗΣ . 900
27.
»
»
»
3-4.
1.200
8. ΣΟΦΟΚΛΗΣ
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ........................
900
28.
»
»
»
5-6.
1.200
9. ΑΙΣΧΥΛΟΣ
ΠΕΡΣΑΙ....................................
900
29.
»
10. ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ Α Χ ΑΡΝ Η Σ.............................
900
»
» 7 -ΙΝΔΙΚΗ 1.200
ΘΑ ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΟΥΝ 11. ΑΙΣΧΥΛΟΣ
ΙΚΕΤΙΔΕΣ.................................. 900
12. ΣΟΦΟΚΛΗΣ
ΑΝΤΙΓΟΝΗ...............................
900
13. ΑΙΣΧΥΛΟΣ
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ.........................
900
14.
»
ΧΟΗΦΟΡΟΙ............................... 900
15.
»
ΕΥΜΕΝΙΔΕΣ............................
16. ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑ 1 ......................
900
1.200
17.
»
»·
2 .............................
1.200
18.
»
»
3 .............................
1.200
19.
»
»
4 .............................
1.200
30. ΣΟΦΟΚΛΗΣ
ΗΛΕΚΤΡΑ
31. ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΕΝ ΑΥΛΙΔΙ
32. ΠΛΑΤΩΝ
ΝΟΜΟΙ
1
33. 34. 35. 36. 37.
Εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ Πανεπιστημίου 52, 3628446 - 3629 157, Fax: 3241 790
ΔΙΑΒΑΖΩ ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ Α. Μ εταξά 26, Αθήνα -
106 81
Σύνταξη: 33.01.239 Λογιστήριο: 33.01.241 Διαφημίσεις: 33.01.313 Συνδρομές: 33.01.315
Τεύχος 281 19 Φεβρουάριου 1992 Τιμή: Δρχ. 600
ΠΕΡΙΕΧΟΜ ΕΝΑ ΧΡΟΝΙΚΑ Η ΑΤΖΕΝΤΑ ΤΟΥ ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜ ΕΡΟΥ (Επιμέλεια: Π. Μ παλτάς) ΜΟΛΙΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΑΝ: Γράφει ο Η ρακλής Π απαλέξη ς Η ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΕΡΕΥΝΑ: Ο Κ αραβέλας, η ηθογραφία και κάποια προβλήματα αφηγηματικής ορολογίας. (Γράφει η Γερασιμία Μ ελισσαράτου)
8 10 12 13
Ιδρυτής: Περικλής Αθανασόπουλος Διευθυντής: Γιώργος Γαλάντης Αρχισυντάκτης: Ηρακλής Παπαλέξης Σύνταξη: Κατερίνα Γρυπονησιώτου, Βα σίλης Καλαμαράς, Ηρακλής Παπαλέ ξης, Βάσω Σπάθή Οικονομικός υπεύθυνος: Βάσω Σπάθή Συνδρομές: Κατερίνα Γρυπονησιώτου Διαφημίσεις: Ηρακλής Παπαλέξης Σελιδοποίηση-Μοντάζ: Νένη Ράις Γλωσσική επιμέλεια-Διορθώσεις: Βίκυ Κωτσοβέλου Στοιχειοθεσία: Φωτοκύτταρο Ε.Π.Ε., Υμηττού 219, τηλ. 75.16.333 Φωτογραφίσεις-Μοντάζ: I. Χριστοδουλάκος - I. Κοργιαλάς Ο.Ε., Α. Μεταξά 26, ΤΗΛ./FAX: 33.01.330 Εκτύπωση: Αφοί Τσαλδάρη Ο.Ε., Φυλής 35, Καματερό, τηλ. 23.18.444 Βιβλιοδεσία: Νικ. Κατριβάνος και Σία Ο.Ε., Στ. Γόνατά 48, τηλ. 57.49.951 Διανομή: Νέο Πρακτορείο Τύπου Ιδιοκτήτης-Εκδότης: Γιώργος Γαβαλάς & ΣΙΑ Ε.Ε. Κεντρική διάθεση:
ΑΦΙΕΡΩΜΑ Μ περνάρ Ντελβάιγ: Τα ποτηράκια του Βερλαίν Τόνυ Καρτάνο: Έ να γνήσιο τζιν, κύριε Λόουρυ Ζαν Πλυμιέν: Α ναζητώ ντας τη χαμένη α νάσα Ζεράρ-Ζωρζ Λεμαίρ: Μ πάροουζ - ένα ς πολύ ήσ υχος ναρκ ομα νή ς Υμπέρ Ζουέν: Η νύχτα θα είναι μαύρη και άσπρη Ιζαμπέλ Π ο ρ σ έ: Μ ωπασάν Λ ιονέλ Ρισάρ: Κάφκα - Η τιμωρία από τον βάκιλλο του Κοχ Το πνεύμα ισχυρότερον της νόσου
ΟΔΗ ΓΟΣ ΒΙΒΔΙΩΝ
ΕΠΙΛΟΓΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ: Γράφουν οι Γιάννης Σταυρακάκης και Σωτήρης Ν τάλης 51 ΠΟΙΗΣΗ: Γράφουν ο Γιώργος Βέης και η Νένα I. Κοκκινάκη 53 ΜΕΛΕΤΗ: Γράφουν ο ιΚ ω ν/ν ο ς Δ . Μ αλαφάντης, Κώστας Χωρεάνθης και Δ . Τσατσούλης 57 ΠΛΑΙΣΙΟ
Αθήνα: «Διαβάζω»
Γράφθυ
Θεσσαλονίκη: Βιβλιοπωλείο «Κέντρο του βιβλίου» Λασσάνη 9 τηλ. 237.463
ΔΕΛΤΙΟ
Εξώφυλλο: Γιώργος Γαλάντης
26 30 33 36 38 40 42 45
ο : Σωτήρης Ν τάλης
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ
71
ΚΡΙΤΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
78
στο επόμενο «Διαβάζω» αφιέρωμα: Η Περιπλάνηση στη Λογοτεχνία
ηαραΡ«θ'ού
^ Ρ ης
'η1ος-ΜάρΤ'οςΛηϋε.ολονί%τη« ΦεβΡ0«άΛ δ ά ^ ^ ίαΤο « θ ^ to a to o « ^ y λ ο ν ο ^ “ς; > α ς Λ ^ ς ^ ν
onp£,0r^Vo^°
— ’ κα1 τηζ · Λ α ε η ^ ^ 6ον ΤΡ° Ί η θ 0 ^ α
ε1δρός wv) οδο\π°Ρ'ΛΟ
* * * * *
^ S K S fe sSgSS**' ,εηαΡ0^
s is ^ 'ΐόγρ«ς
. v. ·
ί ^ ε *δ
sgg^Ssff
τα ερΝα
r i- s a : εΐ)ρωπαί0' ° ° ^
Ϊ?%5»2»·5Γ. ^
ηρ0ςχας δ'«6άξΓ 0 i n p o ^ L
ϊ.\ΖθΨ0^ ^ ήΤθΙ)ζ·^°
^ P ov)1
·νηος^αλο0 ■
^ 9466V a x ·^
I» 6 W * * '®
320,111
2 2 / 2 · * ^
παίζε'-1 J a 6ιβλ»αIw \φ *Ρ ° κττάρ'0 · Θέρο-
&££****
. M eoW »1 H « o p » » v e .» '0
>**«*·T
£X Xn^!
3, NPne "
IfKOV^
άλλ°
. . . ^Ριιοωπο'"1 n a i c - · T; Νέοι EuP“ ^ με *
HgH^
r^ ° ot* * ~ g Z * * % £ ? !£ % &
«Π, ο Θ· Ντάρχοζ συζητου τ Μ *» *
KQl
^ ο Τ ε ρ ί^ ^ ^ δ τ α β ^ ν α η ο οΝτκύταςΤσακτρνλ ιοΓολλίΚ0ν οπάσματααποερνα™
«“
-S fS H r -ssS f.
S i —
, εΝού.
4 /3 Τ ε ,7 .3 0 μ .Ρ ·Ο ^ ^ ί^ ΐδ ^ ο Π α ν ε ^ ^ ώ ν , ανασκοπεί την ΚΡ™
ιέλος του 2ο«
αηό τους ° ° ^ ες
Γουλανδρη-Χ°Ρ*
a - -
^
5, ΠΚύκα, «*■
(Μάρκου Α*Ρ" ^
s
s
f
£ 5 3 8 &
οοιατθ6ί. 3219196V
r S 3^ r
« n ^ js s s s K · *
- * * a ·. m Unovavva kp'100,
«0 η » " ” ” ? ” (° t »n««6 VP»"·
. s s s s s .y s £ r s |
ssgfoPr* K * ^ * 0464'· . 26/2, I t , 8 ^ , o n « * > ^ "
£
λ * ? * β’*
. , cr «ΕηπράηεΙ'°εκδο
τικό σύστημα», σεμ ζ τητες εηεΙερνασια^
S /S .n e .S S O M .^ ^ S r f
^ r js s s ^ s rs c s -*·*-*
η ΑυνουστίνοζΚαμηνΛ
S S S rr^
ενός «desk fro Ινσητουτο
w»”us“l " « oi’?^ C Πληροφορ'κηςnr »,ηοθειδώνος *α ^ Γ * 33» > ^ 27’· 2/3. Δε. / μν Η fj' ^ o m
Έ Ζ Ζ £ £ ~ * '~ * '
χετρεί να
χατοελληντκο ηνευ
"rS’C»“r»”ta'*,a°p”'
Ελληνικά Λαϊκά Παραμύθια
Ενας αυστριακός, ο Johann Georg von Hahn (1811-1869) αξιωματοΰχος του Ό θωνα και φιλέλληνας συνέλεξε πλήθος παρα μυθιών από τις περιηγήσεις του στη Μικρά Ασία, Αλβανία, στα Γιάννινα, Εύβοια και Κυκλάδες, τα οποία εξέδωσε στη Αειψία το 1864 με τον τίτλο «Ελληνικά και Αλβανικά Παραμυθία». Αν και έζησε επτά χρόνια στην Εύβοια ως δικαστής και διατη ρούσε στενές σχέσεις με τους ντόπιους κατοίκους, ποτέ δεν κα τόρθωσε να ακούσει έστω και ένα παραμύθι παρά τις προσπάθειές του να πείσει νέους και γέρους να του διηγηθούν λαϊκές ιστορίες. Ο φόβος της γελοιοποίησης πάντα αποδεικνυόταν ι σχυρότερος από τις πιέσεις του. Ό πω ς χαρακτηριστικά τονίζει ο J.G. von Hahn «οι εμπειρίες του συμπίπτουν μ' εκείνες άλλων παραμυθοσυλλεκτών, που παραπονούνται όλοι για τις δυσκο λίες τους να υπερνικήσουν τον βαθιά ριζωμένο φόβο των ντό πιων μήπως ρεζιλευτούν λέγοντας παραμύθια». Στον αρκετά κατατοπιστικό πρόλογο του ίδιου του συγγρα φέα εξιστορούνται οι δυσκολίες που συνάντησε στην πολυετή προσπάθειά του να συλλέξει και να καταγράψει ελληνικά λαϊκά παραμύθια. Έκρινε λοιπόν μετά ότι μια καλή μέθοδος για να ε ξασφαλίσει το υλικό του ήταν το χρήμα. Χρησιμοποίησε την «πειθώ του αργύριου» με καλά αποτελέσματα. Μαθεύτηκε ό μως η μέθοδος και ο τρόπος με τον οποίο εξασφάλιζε τα πολυ πόθητα παραμύθια. Ο Πασόμπεης τον παρακάλεσε να παύσει να ασχολείται με τόσο ανάξιες λόγου υποθέσεις για τί έτσι έβλα πτε την καλή του φήμη ως πρόξενου. Βέβαια ο von Hahn δεν πτοήθηκε. Στην προσπάθειά του να συγκεντρώσει τα ελληνικά παραμύθια χρησιμοποίησε, όσο παρέμενε στα Γιάννενα, το 1848 τους μαθητές του τοπικού γυμνασίου. Πλησίασε το γυ μνασιάρχη, τον έπεισε για τις καλές του προθέσεις κι εκείνος με τη σειρά του ανέθεσε σε δέκα-δώδεκα καλούς μαθητές να κατα γράψουν τα παραμύθια της ιδιαίτερης πατρίδας τους βάζοντας τις γιαγιάδες τους, τις μανάδες και τις αδελφές τους να τους τα υπαγορεύσουν, αποφεύγοντας κάθε βελτίωση ή αλλοίωση σ' αυτές τις διηγήσεις. Καθώς αυτή η μέθοδος συλλογής παραμυθιών έγινε πολλές φορές, ο συγγραφέας ήταν πλέον κάτοχος ενός πλούσιου υλι κού το οποίο όμως δεν αξιοποίησε αμέσως. Αργότερα μένοντας στη Σύρο και συλλέγοντας κι εκεί τοπικά λαϊκά παραμύθια άρχι σε να τα μεταφράζει. Μετέφραζε τα ελληνικά παραμύθια στα γερμανικά ακολουθώντας την εξής μέθοδο: του διάβαζαν το πρωτότυπο κι εκείνος το μετέφερε στα γερμανικά γιατί έτσι μπορούσε, καθώς ισχυρίζεται, να προσαρμόσει τη μετάφραση στο πνεύμα του ελληνικού κειμένου. Μ ’ αυτόν τον τρόπο ο J.G. von Hahn έφτιαξε μια συλλογή ελ ληνικών λαϊκών παραμυθιών μεταφρασμένων από τον ίδιο στα γερμανικά. Απ' τη γερμανική έκδοση του 1987 ο Δημοσθένης Κούρτοβικ επέλεξε 92 από τα ελληνικά παραμύθια της ανθολο γίας με «κριτήρια το προσωπικό του γούστο και το ειδικό ενδια-
χρονικά! 11 φέρον που μπορεί να παρουσιάζουν ορισμένα απ’ αυτά» για να τα μεταφράσει στα ελληνικά. Το παράδοξο όμως για τα ελληνικά εκδοτικά πράγματα είναι ότι η πρώτη συλλογή ελληνικών παραμυθιών κυκλοφορεί στην Ελλάδα με καθυστέρηση 127 χρόνων και αφού προηγήθηκαν δεκάδες άλλες μεταγενέστερες, σημειώνει ο Δημοσθένης Κούρτοβικ. Η μετάφραση του Δ.Κ. στα ελληνικά συντηρεί τη γοητεία της προφορικής εξιστόρησης. Διαβάζοντας τα παραμύθια της συλλογής είναι σαν να ακούς κάποιον ή κάποκχ να στα διήγείται. JOHANN GEORG VON HAHN. Ελληνικά παραμύθια. Δημοσθένης Κούρτοβικ. Αθήνα, Opera, 1991. Σελ. 216.
Μ ια άλλη συλλογή Ελληνικών Λαϊκών Παραμυθιών είναι αυτή της Αυγής Παπάκου-Λάγου. Τα παραμύθια αυτά είναι του χω ριού Άνυδρου της ανατολικής Στερεός Ελλάδας. Αφηγητής ο Κώστας Νικολάου 96 ετών, ο οποίος δέχτηκε πρόθυμα να πει προφορικά όσα παραμύθια θυμόταν. Η Αυγή Παπάκου-Λάγου κατέγραφε αυτές τις διηγήσεις καθώς και τις διηγήσεις άλλων α φηγητών. Καρπός αυτής της συλλογικής προσπάθειας είναι το βιβλίο «Ελληνικά Λαϊκά Παραμύθια» που έρχεται να προστεθεί στη βιβλιογραφία των ελληνικών παραμυθιών συμβάλλοντας στην προσπάθεια της διάσωσης και διατήρησης της πολιτισμι κής μας κληρονομιάς. ΑΥΓΗ ΠΑΠΑΚΟΥ-ΛΑΓΟΥ: Ελληνικά Λ α ϊκά Παραμύθια. Αθήνα, Καλέντης, 1991. Σελ. 136.
αφ τειτε συν
Συνδρομές εσωτερικού και Κύπρου Ετήσια 12.000 - Σπουδαστική 11.000 δρχ. Εξάμηνη 6.500 - Σπουδαστική 5.500 δρχ. Οργανισμών, Τραπεζών, Ιδρυμάτων 14.000 δρχ. Συνδρομές εξωτερικού Ετήσια 90 δολ. (ΗΠΑ) Σπουδαστική Ετήσια 85 δολ. Ιδρυμάτων, Βιβλιοθηκών 105 δολ. Τα παλιά μηνιαία τεύχη κοστίζουν 1000 δ ρχ., τα δεκαπενθήμερα 600 δρχ. και τα διπλά 1000 δρχ. Εμβάσματα στη διεύθυνση: Κατερίνα Γρυπονησιώτου Α. Μεταξά 26, Αθήνα - 106 81
r i%
η ΑΓΟΡΑ του ΒΙΒΑΙΟΥ
Λ
από 19 Ιανουάριου 1992 έως 1 Φεβρουάριου 1992 Αριστοτέλης-Παγκράτι, Βαγιονάκης-ΑΘ., ΔωδώνηΑθ., Ελευθερουδάκης-Αθ., Ενδοχώρα-Αθ., Εξαρχόπουλος-ΑΘ., Εστία-ΑΘ., Ήλιος-Δράμα, Ιανός-Θεσσ., Κατώι του Βιβλίου-Θεσσ., Κρομμύδας-Χίος, Λέσχη του Βιβλίου-ΑΘ., Λέσχη του Βιβλίου-Θεσσ., Libro-Θεσσ., Μεθενίτης-Πάτρα, Μποστάνογλου-Πειραιάς, Όμηρος-Βόλος, Πλέθρον-Αθ., Σύγχρονη Εττοχή-ΑΘ., Φιλιππότης-ΑΘ. Ο πίνακας παρουσιάζει τα εμπορικότερα βιβλία ενός δεκαπενθημέρου, σύμφωνα με τα στοιχεία που μας παραχώρη σαν 20 βιβλιοπώλες α π ’ όλη την Ελλάδα, δηλώνοντας ο κάθενας τους τέσσερα βιβλία που είχαν τις περισσότερες που λήσεις στο βιβλιοπωλείο του κατά το διάστημα αυτό. Έτσι κάθε βιβλιοπωλείο δίνει τέσσερις βαθμούς στο βιβλίο που είχε τις περισσότερες πωλήσεις, τρεις βαθμούς στο αμέσως επόμενο, δύο βαθμούς στο τρίτο κατά σειρά βιβλίο, ενώ ένα βαθμό παίρνει το τέταρτο.
B f l l ΚΟΥΝΤΕΡΑ Μ.: Η αθανασία
ΕΣΤΙΑ
W E M ΓΚΟΡΝΤΙΜΕΡ Ν.: Οι άνθρωποι του Τζούλι Κ
Ι
ΕΛΥΤΗΣ Ο.: Τα Ελεγεία της Οξώπετρας
W E M ΞΑΝΘΟΥΛΗΣ Γ.: Το ροζ που δεν ξέχασα |Β
| ΜΙΣΣΙΟΣ X.: Τα κεραμίδια στάζουν
I Q H
ΚΑΡΑΠΑΝΟΥ Μ.: Rien tie va plus
GUTENBERG
ΕΡΜΗΣ
K J H ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ A.: Μέγας Ανατολικός ΜΑΤΕΣΙΣ Π.: Η μητέρα του σκύλου ΦΑΚΙΝΟΥ Ε.: Ζάχαρη στην άκρη
ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ
ΓΡΑΜΜΑΤΑ
ΜΕΛΒΙΛ X.: Μόμπυ Ντικ ή η φάλαινα i
ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ ΙΚΑΡΟΣ
ΑΓΡΑ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ
ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ
ΑΝΔΡΙΩΤΗΣ Ν.: Ομόσπονδο κράτος των Σκοπιών και η γλώσσα του ΤΡΟΧΑΛΙΑ H 9
ΜΟΥΡΣΕΛΑΣ Κ.: Βαμμένα κόκκινα μαλλιά
ΚΕΔΡΟΣ
ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ Α.: Βραδυές μπαλέτου
ΚΕΔΡΟΣ
ΤΣΟΥΚΑΛΑΣ Κ.: Είδωλα Πολιτισμού
ΘΕΜΕΛΙΟ
χρονικα/13
Γερασιμία Μελισσαράτου
Ο Καραβέλας, η ηθογραφία και κάποια προβλήματα αφηγηματικής ορολογίας στον Peter Machridge
Όταν στα 1920 εκδίδεται από το Βιβλιοπωλείον Γεωργίου I. Βασιλείου, στη σειρά «Εκλεκτά έργα», αρ. 20, ο τόμος: Κωνσταντίνου Θεοτόκη, ' Η ζ ωή καί ό θ ά ν α τ ο ς τ ο ϋ Κ α ρ α β έ λ α , Ηθογραφία, έχουν ήδη κυκλοφορήσει, στα 1914 και 1919 αντίστοιχα, τα δύο εκτενέστερα αφηγήματά του, ' Η τ ι μ ή καί τ ό χ ρ ή μ α και Κ α τ ά δ ι κ ο ς , με υπότιτλο «Διήγημα» καθώς και, στα 1915, το αφήγημα ' Ο π ύ ρ γ ο ς τ ο ϋ ά κ ρ ο π ό τ α μ ο υ του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου με υπότιτλο «Ηθογραφία». πό τη μια το γεγονός ότι αρκετά όψιμα επαναχρησιμοποιείται η λέξη «ηθογραφία» ως υπότιτλος και μάλιστα από δύο συγγραφείς που, ενώ ξεκίνησαν με «ηθογραφικά» διηγήματα, κα τέληξαν σε εκτενέστερες αφηγηματικές φόρμες και σε θεματικές επιλογές με εμφανή πρόθεση κατάδειξης σύγχρονων κοινωνικών προβλημά των, και από την άλλη το γεγονός ότι ήδη από τις αρχές του αιώνα έχει αρχίσει να αρθρώνεται ο κριτικός αντίλογος προς την ηθογραφική διηγηματογραφία, μας προσφέρουν μια καλή αφορμή ώστε, ανιχνεύοντας τις συνδηλώσεις μιας συγκε κριμένης επιλογής υποτίτλου, να διατυπώσουμε κάποιες υποθέσεις γύρω από το πώς συνδέθηκαν οι διαφοροποιήσεις της σημασίας και χρήσης του όρου «ηθογραφία» με την εξέλιξη της νεοελληνι κής αφηγηματικής πεζογραφίας και τη διαμόρ φωση της συναφούς ορολογίας. Έτσι, για τον προσδιορισμό των διαδοχικών σημασιών του ό ρου, μια διερεύνηση των πρώτων εμφανίσεών του είναι ίσως απαραίτητη.
Α
Καταρχήν, η πολυσυζητημένη αυτή λέξη ως ουσιαστικό εμφανίζεται σε κείμενα του 19ου αιώ να αργότερα από το σχετικό επίθετο. Στη Συνα γωγή... του Στέφανου Κουμανούδη η λέξη ηθο γραφία απλώς δεν αναφέρεται. Ως νεολογισμός εγγράφεται μόνο το επίθετο ηθογραφικός - σε παρένθεση: «μυθιστόρημα, σάτυραι, σημειώ σεις» - και η χρήση του εντοπίζεται πρώτα στα 1863, σε κείμενο του Κ.Δ. Σούτσου, κατόπιν στα 1871, στο λεξικό του Αγγέλου Βλάχου, και τέλος στα 1895, σε κείμενο του Γ.Β. (Βλάσης Γαβριηλίδης;) στην εφ. Ακρόπολις} Ή δη έχει επισημάνει ο Mario Vitti ότι από την προσοχή του Κουμανού δη διέφυγε κείμενο του 1869 δημοσιευμένο στην Πανδώρα, όπου ο συντάκτης του, Ζανετάκης Στεφανόπουλος, χρησιμοποιεί την έκφραση «η θογραφικόν μυθιστόρημα».2 Ό μ ω ς η παράλειψη που επισημαίνει ο Vitti δεν είναι η μόνη. Ανάμεσα στα 1863 και 1895, όπου εντοπίζονται οι πρώτες χρήσεις του, το επίθετο ηθογραφικός έχει εμφανι στεί τουλάχιστον δύο ακόμη φορές. Στα 1892 ει
14/χρονικα σαγωγικό σημείωμα της σύνταξης της εφ. Ακρόπολις προλογίζοντας τη σε συνέχειες δημοσίευση του διηγήματος του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη Οί Χαλασοχώρηδες το χαρακτηρίζει «ώραΐον η θογραφικόν διήγημα».3 Επίσης, στα 1894 ο Εφταλιώτης σε βιβλιοκρισία για τη Μαργαρίτα Στέφα του Ξενόπουλου γράφει: «Η ιστορία μας ό μως δεν είναι ψυχολογική, είναι ηθογραφική» και πιο κάτω διαπιστώνει: «Τί διαφορά από τούτες τις ηθογραφικές ιστορίες ώς τις ρομαντικές εκεί νες, που μας έγραφαν άλλοτε!».4 Περισσότερο αξιοσημείωτη από ό,τι οι παρα λείψεις ενδιάμεσων εμφανίσεων είναι η παράλει ψη μιας αρκετά παλαιότερης εμφάνισης, που μας πηγαίνει πίσω, στα 1839, και που μέχρι στιγ μής φαίνεται να είναι η πρώτη χρήση του επιθέ του ηθογραφικός. Ο Στέφανος Κουμανούδης μο λονότι γνωρίζει τα γεωπονικά συγγράμματα του Γρηγορίου Παλαιολόγου μοιάζει να αγνοεί τα λο γοτεχνικά του πονήματα. Κι όμως, ο Παλαιολόγος στην «Προς το κοινόν» αποστροφή του που προτάσσει στο πρώτο του μυθιστόρημα, «Ο Πο λύπαθης», επικαλείται τη συγγνώμη των αναγνω στών για την «ηθογραφικήν» του «ειλικρί νειαν».5 Πολύ περισσότερο, στο άρθρο του που δημοσιεύεται στα 1840 στην εφ. Ο Φίλος του Λ α ού ως «Απάντησις εις την κατά του Πολύπαθους επίκρισιν» δηλώνει ότι «χωρίς απαιτήσεις και με μεγάλην μάλιστα μετριοφροσύνην εδοκίμασε πρώτος να γράψη ηθογραφικόν μυθιστόρημα».6 Ό μω ς, ακόμη κα1 τα ουσιαστικά ηθογραφία και ηθογράφημα εμφανίζονται πριν από τη Συνα γωγή. Ή δη στο λεξικό του Βλάχου όπου ο Κου μανούδης εντοπίζει τη λέξη ηθογραφικός εγγράφεται και η λέξη ηθογραφία? Ο δε Στέφανος Ξέ νος, σύμφωνα με το Γ. Βαλέτα, «με τη μυθιστο ρηματική διασκευή τοΰ έργου " Ή Νίνα” , πού τι τλοφορεί "Παρισινή ήθογραφία” , δημοσιευμένη σέ σειρά επιφυλλίδες τοΰ "Μή χάνεσαι” (1870), είναι ό πρώτος ή ένας άπό τούς πρώτους στήν Ελλάδα, πού χρησιμοποίησε τόν όρο "ήθογρα φία” σέ λογοτεχνικό έργο».8 Στα 1885 ο Ευστά θιος Χρονόπουλος, συνεργάτης της εφ. Άκρόπολις με το ψευδώνυ; Timeson, δημοσιεύει σε συ νέχειες το αφήγημά του Ό Γιάννος με υπότιτλο «Ελληνική ήθογραφία»9 και σε άρθρο του με τί τλο «Ή νεωτέρα πραγματιστική μυθιστορηματι κή σχολή»10 εκθέτει τους λόγους οι οποίοι τον «ώθησαν πρός τήν έπιχείρησιν έλληνικής ήθογραφίας κατά τούς κανόνας τής νεωτέρας πραγ ματικής μυθιστορηματικής Σχολής» και οι ο ποίοι δεν διαφέρουν ουσιαστικά από τους λόγους που επικαλείται η προκήρυξη του περιοδικού Ε στία." Και στα 1892 ο Κωστής Παλαμάς σε άρ θρο του στην Εστία αναφέρεται στη δίχως αξιο λογικό κριτήριο υποδοχή που, τριάντα χρόνια πριν, επεφύλασσε το κοινό σε «παντός είδους καί πάσης άξίας καί άναξιότητος ποιήματα, διηγή
ματα, δράματα, ή θ ο γ ρ α φ ή μ α τα , τεχνουργή ματα καί τερατουργήματα».12 Αξίζει, πιστεύω, να επισημανθεί το γεγονός ότι ενώ η λέξη ηθογραφικός εμφανίζεται για πρώτη φορά σε άρθρο «δοκιμιακοΰ» χαρακτήρα (1840) η λέξη ηθογραφία εμφανίζεται, τριάντα χρόνια αργότερα, σε υπότιτλο. Μια σύντομη δειγματο ληπτική περιδιάβαση των αφηγημάτων που δη μοσιεύονται γύρω στα 1880 μας προσφέρει τις α κόλουθες περιπτώσεις: Στεφάνου Ξένου, Παρισι νή ήθογραφία (1870), Timeson, Ό Γιάννος, Ε λ ληνική ήθογραφία (1885) Γεωργίου Δροσίνη, Αί Αντίζηλοι, Επαρχιακή ηθογραφία (1887),13, Α λεξάνδρου Παπαδιαμάντη, Πάσχα Ρωμέϊκο, Σύγχρονος ήθογραφία (1891),14 Γρηγορίου Ξενό πουλου, Στά σύκα, Ζακυνθινή ήθογραφία (1891).15 Παρατηρούμε ότι το επίθετο σε όλες τις προαναφερθείσες περιπτώσεις χρησιμοποιείται επιμε ριστικά, δηλώνοντας τη χαρακτηριστική ιδιότη τα ή την ιδιαίτερη λειτουργία ενός αφηγήματος γι’ αυτό και εμφανίζεται σε συνδυασμούς όπως: «ήθογραφικόν μυθιστόρημα» και «ήθογραφικό(ν) διήγημα» και αντιθέσεις του τύπου: ψυχολογική vs ηθογραφική και ρομαντική vs ηθογραφική ι στορία. Μ’ άλλα λόγια η σχετική ορολογία δια τηρεί τη διάκριση βασικών αφηγηματικών ειδών, δηλ. μυθιστόρημα και διήγημα, όσο και αν είναι ακόμη ασαφή τα κριτήρια διαφοροποίησής τους.16 Αντίθετα, η χρήση του ουσιαστικού ηθο γραφία στους υπότιτλους σηματοδοτεί μια τάση υποχώρησης της έμφασης στη διάκριση των αφη γηματικών ειδών τη στιγμή που σε μια και μόνη λέξη συγχωνεύεται το αφηγηματικό «μέρος» με το προσδιοριστικό «όλον». Οι χρονολογίες δείχνουν ότι η τάση υπότιτλου χαρακτηρισμού αφηγημάτων ως «ηθογραφία» εμφανίζεται, και περιορίζεται, στην περίοδο της έξαρσης των εθνογραφικών-λαογραφικών ενδια φερόντων και της επικράτησης των απόψεων του κύκλου της Ε στίας - κυρίως Πολίτη, Δροσίνη, Παλαμά - στις θεματικές και τεχνοτροπικές ε πιλογές της αφηγηματικής πεζογραφίας μετά το 1880 και πριν από το τέλος του αιώνα.17 Συμπί πτει δηλαδή - αν εξαιρέσουμε την «παρισινή» με την καρποφορία του αιτήματος για ανάπτυξη εθνικής πεζογραφίας, μια καρποφορία που εκ φράστηκε με υπεράφθονη διηγηματογραφική πα ραγωγή στηριγμένη κατεξοχήν στην αξιοποίηση στοιχείων που συγκροτούν, και αποδεικνύουν, την ελληνικότητα. Παρ’ όλα αυτά τα αφηγήματα με υπότιτλο «ηθογραφία», που εξάλλου δεν υπακούουν σε κάποιο κοινό σχήμα, κάθε άλλο παρά τυπικό δείγμα αυτού που καθιερώθηκε να θεωρεί ται ως «ηθογραφία» συνιστούν.18 και οι συγγραφείς που χρησιμοποίη Α λλωστε σαν τον υπότιτλο δε φαίνεται να δηλώνουν
χρονικά/15 με την επιλογή τους αυτή συνείδηση δημιουργίας ενός ιδιαίτερου είδους. Η αντίληψη της ηθογρα φίας ως είδους αρχίζει να διαμορφώνεται όταν αρχίζει και αντίδραση προς την πεζογραφία της γενιάς του ’80.19 Ως όρος της λογοτεχνικής κρι τικής και μάλιστα φορτισμένος με εμφανή αξιο λογική πρόθεση η «ηθογραφία» χρησιμοποιείται μόλις στα 1901, όταν ο Μποέμ (Δημ. Χατζόπουλος) σε βιβλιοκρισία για τη συλλογή διηγημάτων Παληές ’Αγάπες του Καρκαβίτσα γράφει: «'Ο κ. Καρκάβίτσας ύπήρξεν έκ των συγγραφέων έκείνων, οί όποιοι ένωρίς έσπευσαν νά πνίξουν τήν σκέψιν των εις τό εύκολώτερον καί ταπεινώτερον φιλολογικόν είδος τής ήθογραφίας».20 Ενώ δεν διευκρινίζονται οι λόγοι για τους ο ποίους η ηθογραφία αποτελεί ξεχωριστό είδος,«εί ναι εύκολα ανιχνεύσιμες οι παράμετροι της ταπεινότητάς του. Ως τέτοιες εννοούνται κυρίως τρεις, ελληνικότητα, φολκλορισμός και ευκολία γραφής, άρρηκτα δεμένες μεταξύ τους και άμε σα απορρέουσες από την πρώτη, η οποία και θα αποτελέσει την κυριότερη ιδεολογική συνδήλωση του όρου. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι όσο η διηγηματογραφία της γενιάς του ’80 προσδιορίζε ται ιδεολογικά από το αίτημα της ελληνικότη τας, τόσο η αρνητική κριτική την οποία επέσυρε εστιάζει τα επιχειρήματά της στην πραγμάτωση αυτού του αιτήματος. Ο Μποέμ υποστηρίζει ότι: «'Ο κ. Καρκαβίτσας ύπήρξεν άπό τόν όμιλον των Ελλήνων συγγραφέων οί όποιοι πρό δέκα δεκα πέντε έτών ένα εϊχον φιλολογικόν όνειρον. Νά δημιουργήσουν τήν έλληνικήν φιλολογίαν παρουσιάζοντες έλληνικούς τύπους» και ότι το Θάνα τος Παλληκαριοΰ του Κ. Παλαμά φέρει τη σφρα γίδα «τής καταραμένης τάσεως τοΰ φκιάνειν μέ πάσα προσπάθειαν κάτι έλληνικόν ώσεί κατά παραγγελίαν».21 Τη στιγμή που τα θεματικά στοιχεία που συ γκρότησαν αυτή την αφηγηματοποιημένη ελληνι κότητα είχαν να κάνουν με την κοινωνική ζωή της υπαίθρου, με τα αγροτικά έθιμα και τις λαϊ κές παραδόσεις, δηλαδή με ένα επί το πλείστον σύγχρονο υλικό που λίγα χρόνια πριν έκανε γνω στό στους διανοούμενους αστούς η λαογραφική έρευνα, είναι εύλογο η αρνητική κριτική να υψώ σει ως παντιέρα της την απέχθεια προς το λαογραφικό υπόβαθρο της υπό εξέταση πεζο γραφίας. «Τοιουτοτρόπως πότε ή έλληνική φιλολογία παρουσιάζεται εις τήν ξένην ώς κάτι μικρόν ζη τούν νά έκδηλώση κάτι μεγάλον καί πότε μέ τάς κακομεταφράσεις ολίγων διηγημάτων έθνικών περιεχόντων φουστανέλλαν, τσαρούχια, άγκλίτσας, καρδάρας, φλογέρας, λυγερός, βοσκούς καί παλληκάρια παρουσιάζεται ώς φιλολογία θηρεύουσα τήν άπόκτησιν διηγημάτων άπό ένα φανταστικόν ληστικόν κόσμον. Δεν ύπήρξεν Έ λλην συγγραφεύς, τοΰ όποιου ένα τέτοιο διήγη
μα νά μή είδε τό φώς εις ξένα περιοδικά δημοσιεύοντα έργα έχοντα σχέσιν μέ εθνογραφικός ι διότητας μάλλον παρά μέ τήν τέχνην», γράφει ο Μποέμ και συνεχίζει επιμένοντας: «Δέν ύπάρχει δέ φουστανελλοφόρον έργον τοΰ κ. Δροσίνη, τοΰ κ. Καρκαβίτσα, τοΰ κ. Παλαμά, τοΰ κ. Βλαχογιάννη, τοΰ κ. Έφταλιώτη ποΰ νά μή έχη μεταφρασθή εις τά λαϊκώτερα ξένα περιοδικά τά θηρεύοντα λαογραφικά περίεργα καί έθνολογικά άναγνώσματα ύπό τύπον διηγημάτων [...] Κατα ντά ή μικρά Ε λ λάς νά παρίσταται ώς κάποιο τα πεινόν φιλολογικόν άνθρωπάριον, τό όποιον δέν γνωρίζει τίποτε άλλο άπό τόν ψελλισμόν όλίγων ήθογραφικών μονοτόνων εικόνων».22
Κωνσταντίνος Χατζόπουλος
σύγχρονη αντίληψη των γραμματολογικών και ιδεολογικών προσδιορισμών της «ηθο γραφίας» απηχεί τις απόψεις που διατυπώθηκαν, μέσα στο γενικότερο μεσοπολεμικό κλίμα επανε κτίμησης των αξιών και αναζήτησης κατευθύν σεων, σε δύο κύκλους συζητήσεων: από Δεκέμ βριο 1926 έως Φεβρουάριο 1927, όπου συμμετεί χαν ο Ά λκης Θρύλος, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, ο Λίνος Καρζής και ο Πέτρος Χάρης,23 και από Μάιο 1937 έως Αύγουστο 1937, όπου συμμετείχαν ο Άγγελος Τερζάκης, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος,
Η
16/χρονικα ο Γιώργος Κοτζιούλας και ο Αντώνης Τραυλαντώνης.24 Οι συζητήσεις αυτές, αναπαράγοντας τα κεντρικά σημεία της κριτικής του Δ. Χστζόπουλου, προβάλλουν μια ήδη παγιωμένη εικόνα της «ηθογραφίας» και μια σύμφωνη πρόσληψη άσχετα από τη θετική ή αρνητική αξιολόγηση των χαρακτηριστικών της: ελληνικό ως προς το είδος, μη σύνθετο και περιγραφικό ως προς το ύ φος και αγροτικό-λαογραφικό ως προς το θέμα. Ακόμη και ο Mario Vitti, του οποίου το έργο Ιδ ε ολογική λειτουργία τής έλληνικής ήθογραφίας α ποτελεί ένα σταθερό αντικείμενο αναφοράς για τους σύγχρονους μελετητές, φαίνεται να αποδέ χεται a priori τις προσδιορισμένες από την ελλη νική κριτική παραμέτρους καθώς και την εγκυρότητα του όρου ως δηλωτικού της αφηγηματι κής πεζογραφίας από το 1880 έως το 1920. Η προσέγγισή του, όμως, ανεξάρτητα από το αν συμβάλλει ή όχι στη διαφοροποίηση της αντίλη ψης των ιδεολογικών προσδιορισμών, εισάγει μια νέα παράμετρο διαμόρφωσης των γραμματο λογικών προσδιορισμών: την καταγωγή του ό ρου. Φέρνει στο προσκήνιο το ξεχασμένο άρθρο του Ζανετάκη Στεφανόπουλου και βρίσκει «μιά μαρτυρία άκριβέστατη γιά τήν καταγωγή τού ό ρου ήθογραφία» στην έκφραση «ηθογραφικόν μυ θιστόρημα» με την οποία πιστεύει ότι ο συγγρα φέας μεταφράζει από τα γαλλικά «τόν όρο roman de moeurs» τού Villemain.25 Όμως, η αντιπαρα βολή των δύο κειμένων αποδεικνύει ότι ο Στεφανόπουλος, μολονότι μεταφράζει κατά λέξη και ενσωματώνει στο κείμενό του ένα ολόκληρο από σπασμα από τις τυπωμένες παραδόσεις του κα θηγητή Abel-Frangois Villemain, δεν «δανείζεται ρητά... τόν όρο» - όπως ισχυρίζεται ο Vitti γιατί απλούστατα αντί για τον εν λόγω όρο βρί σκει την έκφραση "roman moral” . Le roman moral, ce genre de litterature presque absolument inconnu a Γ antiquite, est presque Γ expression la plus vivante et la plus fidele de notre civilisation moderne: il est P histoire privee de la societe, tandis que P histoire elle-m eme n’ est que la peinture des hommes publics et des ivenements ext6rieurs. [...] II faut le dire, Messieurs, le roman eloquent, le roman passionn£, le roman moral et vertueux, est, sous certain rapports, le pofcme 6pique des nations modernes.2* Τό ήθογραφικόν μυθιστόρημα, λέγει ό κ. Villemain, τό καλλολογικδν τούτο είδος τό ού τως είπεΐν δλως παρά τοϊς άρχαίοις άγνωστον, είναι σ χεδόν ή ζωηροτάτη καί πιστοτάτη τού νεωτέρου ήμών πολιτισμού έκφρασις· είναι ή ιδιω τική τής κοινωνίας ιστορία, έν φ ή καθαυτό ι στορία είναι είκών τών δημοσίων άνδρών καί τών έξωτερικών γεγονότων... "Οθεν πρέπει νά εϊπωμεν, ότι τό μυθιστόρημα, τό εύγλωττον, τό περιπαθές, τό ήθικόν, είναι κατά τινας σχέσεις, τό έπικδν ποίημα τών νεωτέρων έθνών.
Πρέπει να επισημάνουμε εδώ ότι ο Vilemain μολονότι χρησιμοποιεί υπερβολικά συχνά - Kat όχι μόνο στις παραδόσεις που συνέθεσαν το Tableau de la litterature au XVIII siecle - τη λέξη moeurs σε κάθε δυνατό συνδυασμό, όπως: moeurs, moeurs vagues et fictives, moeurs etrangeres, un peintre de moeurs, la peinture de moeurs, la v6rite de moeurs, tableau de moeurs, comedie de moeurs,28 δε χρησιμοποιεί την έκφρα ση roman de moeurs και μάλιστα ως όρο που χα ρακτηρίζει ιδιαίτερο είδος όπως, για παράδειγ μα, κάνει με την έκφραση roman historique και comedie-roman. Άλλωστε στο συγκεκριμένο α πόσπασμα αναφέρεται - κάτι που ο Στεφανόπουλος παραπλανητικά αποσιωπά - στο αγγλι κό μυθιστόρημα, το οποίο θεωρεί ότι άσκησε στο γαλλικό μια επαναστατική επίδραση «celle de Γ imagination jointe a la morale, dans une prose eloquente».29. Ό σο κι αν αφήνει κάποια περιθώ ρια πλατύτερης ερμηνείας της λέξης morale λέ γοντας: «Soit que vous consideriez la morale comme Γ expression des devoirs, soit que vous la consideriez comme la science des caracteres; que le moraliste devienne un predicateur de vertu, ou seulement un observateur du.coeur humaine...»,30 στην προσέγγιση που επιχειρεί δίνει έμφαση στην ηθική διάσταση της λέξης. Κατ’ αυτόν οι ηρωίδες του Richardson είναι: «toutes physionomies d’ une admirable purete, oil brille le beau ideal de Γ ame humaine, paree de graces et de vertus. Voili le premier trait, qui semble le distinguer comme crdateur de caracteres...».31 Έχοντας παρακολουθήσει εξελικτικά τη χρή ση των λέξεων ηθογραφία και ηθογραφικός οδη γούμαστε στις εξής παρατηρήσεις: α) η ηθογρα φία δεν είναι μια αμιγής τάση-σχολή ή, πολύ πε ρισσότερο, ένα λογοτεχνικό είδος που αναπτύσ σεται μετά την προκήρυξη του 1883 και εξαιτίας της, και β) η έννοια του ηθογραφείν, αναφερόμενη στη συγγραφική πράξη, διέρχεται δύο φάσεις: μία «περιγραφική», όπου πληροφορεί για το πε ριεχόμενο, την τεχνική, τις προθέσεις του συγ γραφέα, και μία «κριτική», όπου αποκτά ιδεολο γική και αισθητική φόρτιση και καθιερώνεται πλέον ως όρος της λογοτεχνικής κριτικής. Η αιτία της διαχρονικής ισχύος καθώς και της δυνατότητας του επιθέτου ηθογραφικός να παρα κολουθεί την εξέλιξη του νεοελληνικού αφηγημα τικού λόγου μέσα από διαφορετικές τάσεις και ρεύματα έγκειται τόσο στην ικανότητα της πα ρασύνθετης αυτής λέξης να αναφέρεται ταυτό χρονα σε θεματικά (ή θο ς-) και τεχνοτροπικά ( - γράφω) χαρακτηριστικά ενός αφηγήματος ό σο Kat, κυρίως, στη σημασιακή ελαστικότητα του πρώτου συνθετικού. Στην «περιγραφική» φάση το συνθετικό ήθος παρουσιάζει τη μέγιστη σημαντική ευρύτητα. Σε ένα πρώτο στάδιο ως ηθογραφικό θεωρείται ένα
χρονικα/17 αφήγημα που αποβλέπει, με την περιγραφή σύγ χρονων ηθών, όπου ως τέτοια εννοούνται συμπε ριφορές κοινωνικών ομάδων ή χαρακτήρες ατό μων, στη δια της τέρψεως ηθική βελτίωση των α ναγνωστών του. Τόσο η αντίληψη των ηθών ως συμπεριφορών και χαρακτήρων όσο και η ηθικοδιδακτική πρόθεση αποκαλύπτουν μια τάση που κατάγεται από το 18ο αιώνα και ιδιαίτερα από τους Γάλλους moralistes. Ο Γ ρηγόριος Παλαιολόγος στο Ό Πολυπαθής όχι μόνο υπόσχεται με τους τίτλους των κεφαλαίων: «ΑύλαΙ τών 'Η γε μόνων καί ήθη τών Λακών,... ήθη Ρώσων τοκογλυφία-γλισχρότης (71), ... ήθη στρατιωτών (76), ήθη καί έθιμα ’Οθωμανών (103), παρεκ.ροπαί λαϊκών καί κληρικών (117), “Εθιμά τινα "Αγ γλων (158), Γυναικεία (164), έθιμα Βρετανών (175), χαρακτήρ Γάλλων (190), Ελληνικά (227)», αλλά δηλώνει ότι προσπάθησε να ενώσει «τό ήδύ μέ τό ώφέλιμον» και ότι ο ήρωας «Εξιστορεί δ, τι μεμπτέον καί γελσΐον άπαντά είς τά ήθη καί έ θιμα τών διαφόρων έθνών»,32 και εν τέλει ομολο γεί ρητά: «έδανείσθην τινάς Ιδέας άπό άρχαιοτέρους ήθογράφσυς»,33 εννοώντας ως τέτοιους τους moralistes.34 Ακόμη και στο δεύτερο στάδιο της πρώτης φάσης, όταν οι λαογραφικές έρευνες τείνουν να πάρουν τη μορφή κινήματος, η έννοια της λέξης ήθος παραμένει πλατειά, ανταποκρινόμενη στην ηθική, στις συμπεριφορές και τους χαρακτήρες, και στη λαογραφική σύλληψη των «ηθών και εθίμων». Τυπικό παράδειγμα το ίδιο το κείμενο της προκήρυξης του περιοδικού 'Ε στία: «Έ ν τούτοις όμσλσγούμενον είναι ότι τό εί δος τοδτο τής φιλολογίας [διήγημα] δύναται νά άσκήση μεγάλην ήθικήν έπίδραοιν ύποθέσεις έθνικάς πραγματευόμενον, έπί του έθνικοϋ χαρακτήρος καί τής διαηλάοεως έν γένει ιών ήθών [...]. Ό έλληνικός δέ λαός, εϊπερ καί άλλος τις, έχει εύγενή ήθη, έθιμα ποικίλα καί τρόπους καί μύθους καί παραδόσεις έφ’ δλων τών περιστάσε ων τού έθνικού αότοϋ βίου».35 Η προκήρυξη, όμως, δίνει εκτός από τη θεμα τική επιταγή και μια νύξη τεχνικής: «Ή ύπόθεσις τού διηγήματος έσται έλληνική, τουτέστι θά συνίσταται είς περιγραφήν σκηνών τού βίου τού έλληνικού λαού». Πράγματι, το συνθετικό γράφω πα ραπέμπει στη διαδικασία της περιγραφής, στην αναπαράσταση. Ηδη στην αρχαία ελληνική το ηθογραφέια σημαίνει την απόδοση των χαρακτη ριστικών, αυτό καΓσ Αριστοτέλης γράφει: « Ό μέν Πσλύγνωστσς άγαθός ήθσγράφος· ή δέ Ζεόξιδσς γραφή ούδέν έχει ήθος».36 Αλλωστε και μέ χρι τα τέλη του 19ου αιώνα ο όρος ηθογραφία εί ναι όρο; της ιστορίας της τέχνης μάλλον παρά της φιλολογίας και εδώ πιστεύω ότι μπορεί να βρίσκεται ο λόγος για τον οποίο ο Κσυμανσύδης δεν τον καταγράφει ως νεολογισμό, Στο Λεξικόν Εγκυκλοπαιδικόν Μπάρτ καί Χίρστ διαβάζου με: «’Ηθογραφία καλείται ό κλάδος τής ζωγραφι
κής ό άπεικονίζων άτομα ώς τύπους τού είδους των ή σκηνάς έκ τού κοινού βίου, διακρίνεται δέ ούτω άπό τής Ιστορικής ζωγραφικής ήτις παριστά ώρισμένα Ιστορικά άτομα· άν όμως ταΰτα παριστώνται έν σκηναΐς τού καθημερινού βίου, γεννάται ή Ιστορική ήθογραφία. Ή Ή . δέν είναι άγνωστος είς τούς άρχαίους (τοιχσγραφίαι έν Πομπηία) άλλά έκαλλιεργήθη καί προήχθη είς τήν άκμήν τής ύπό τών 'Ολλανδών ζωγράφων καί νΰν δέ άποτελεΐ μέγαν κλάδον τής έν γένει ζωγραφικής».3'' Ό τι η έννοια της αναπαράστασης με ζωγραφι κή πιστότητα στήνει το σημασιακό υπόβαθρο της φιλολογικής ηθογραφίας φαίνεται σε κρίσεις όπως: «Ή ιστορία μας όμως δέν είναι ψυχολογι κή, είναι ήθσγραφική. Δράμα δέν είναι, είναι ζω γραφιά»38 καθώς και σε λεξικογραφικσύς ορι σμούς όπως αυτόν του 'Αγγέλου Βλάχου: «ηθο γραφία (ή) description (peinture) des moeurs...».39 Στο μέτρο που η περιγραφική τάση αποβλέπει στην αναπαράσταση των ηθών, δηλαδή στην α πόδοση μιας σύγχρονης κατά το μάλλον ή ήττον πραγματικότητας, τότε το αφηγηματικό «ηθογραφείν» συνδέεται με το κυρίαρχο ευρωπαϊκό ρεύμα του ρεαλισμού και το ηθογραφικό προϊόν - αφήγημα δηλώνοντας την «πραγματιστική» του ταυτότητα δηλώνει ταυτόχρονα και την αντί θεσή του προς το προηγούμενο ρομαντικό είδος. Αυτό που χαρακτηρίζει τη δεύτερη, «κριτική», φάση του όρου ηθογραφία είναι αφενός η συρρί κνωση του σημασιακού εύρους του πρώτου συν θετικού έτσι που να αντιστοιχεί μονοσήμαντα στη λαογραφικά ορισμένη διάσταση των ηθών Kat εθίμων, και αφετέρου η απόδοση αρνητικής αισθητικά αξίας στην ενυπάρχουσα πρόθεση πι στής απεικόνισης της πραγματικότητας. Έτσι ο Δ. Χατζόπουλος υιοθετεί τον όρο ηθογραφία για ένα σύνολο αφηγημάτων στα οποία θα ταίριαζε μάλλον ο χαρακτηρισμός «αγροτικό διήγημα» ή «χωριάτικη ιστορία»,40 Εξανίσταται για την α ποδιδόμενη έμφαση στην ελληνικότητα αγνοώ ντας το γεγονός ότι η ανάδειξη του εθνικού στοι χείου αποτελεί κυρίαρχο χαρακτηριστικό μιας σημαντικής τάσης που αναπτύσσεται στις ευρω παϊκές λογοτεχνίες στις δύο τελευταίες δεκαε τίες του 19συ αιώνα και που εκφράζεται παράλ ληλα, έξω από τα περιθώρια του ζσλαδικοό να τουραλισμού, τόσο στον ιταλικό verismo41 του Capuana, του Verga και της Deledda42 όοσ και στα γερμανικά διηγήματα της dorfgeschichte,43 Αγνοεί ακόμη το ότι η περιγραφή δεν είναι εγγε νές ελάττωμα της ελληνικής πρόζας αλλά βασι κή τεχνοτροπία της νατσυραλιστικής τάσης του ρεαλισμού, Φυσικά δεν πρέπει να παραβλέπουμε το γεγο νός ότι όταν αρχίζει να εκφράζεται η αντίδραση προς την ηθογραφική πεζογραφία η μερίδα της ελληνικής διανόησης που διεκδικεί τα εύσημα
18/χρονικα της λογοτεχνικής πρωτοπορίας της εποχής, προ σανατολισμένη προς τα νέα ρεύματα του γερμα νικού και σκανδιναυικού συμβολισμού και της νιτσέίκής φιλοσοφίας, αρχίζει να προάγει μια νέα αντίληψη για την τέχνη, μια τέχνη γνήσια, με κε φαλαίο Τ. Αντιθέτει έτσι στη ρεαλιστική αντίλη ψη του αντικειμενισμού που επιτυγχάνεται με την πιστή αναπαράσταση της πραγματικότητας την ιδεαλιστική αντίληψη του υποκειμενισμού που εκπορεύεται από την ατομικότητα της φαντα σίας. Και ενώ οι παλιές, «ηθογραφικές», αντιλή ψεις εκφράστηκαν με τα νέα περιοδικά Ή Τέχνη και Διόνυσος. Ή Τέχνη, του Κώστα Χατζόπουλου, ανεξάρτητα από το εκδοτικό μανιφέστο της, δημοσιεύει παράλληλα με τα δείγματα νέων τάσεων και ηθογραφικά διηγήματα. Στις σελίδες της βρίσκει θέση τόσο η παρατήρηση του Παλαμά - δείγμα των νέων καιρών - ότι στα Πρώτα παραμύθια του Κ. Παπαγιάννη «ή Τέχνη μόλις κάπου ξεχωρίζει άπό τή λαογραφία»44 όσο και το διήγημα Σόδομα του Γιάννου Επαχτίτη (Βλαχογιάννη) με τον υπότιτλο «Παραμύθι». Με το περιοδικό Διόνυσος, μολονότι δημοσιεύει διηγή ματα του Καρκαβίτσα (Τό Στοιχειό, τό Κόνισμα), η ελληνικότητα της ηθογραφίας αρχίζει εμφανώς να ξεθωριάζει μπροστά στην «ευρωπαϊκότητα» του συμβολισμού. σο κι αν μοιάζει παρακινδυνευμένο να υπο στηρίξουμε ότι στα χρόνια που θα ακολου θήσουν ο ρεαλισμός της «ηθογραφίας» θεραπεύε ται μόνο από σοσιαλιστές, δεν μπορούμε να α γνοήσουμε ότι τα αφηγήματα που θεωρούνται ότι συνεχίζουν και διευρύνουν το βασικό σχήμα της ορισμένης πλέον ως ηθογραφικής πεζογραφίας τείνουν να αποκτήσουν εμφανέστερα κοινωνικό χαρακτήρα. Επιμένουν με τις θεματικές τους επι λογές στην προβολή συγκρουσιακών καταστά σεων του ατόμου με το σύνολο και δημιουργούν έτσι χαρακτήρες οριακούς, πρόσωπα μιας τρα γωδίας δίχως μύθους. Ό πω ς, για παράδειγμα, Ή Φόνισσα του Παπαδιαμάντη, με υπότιτλο «Κοινωνικόν μυθιστόρημα», τα περισσότερα διη γήματα του Χατζόπουλου, πολλά από τα διηγή ματα του Θεοτόκη και σίγουρα τα εκτενέστερα αφηγήματά του. Όμω ς μέσα σε όλη αυτή την πα ραγωγή μόνο δύο έργα έχουν τον υπότιτλο «ηθο γραφία»: Ό πύργος τοΰ άκροπόταμου στη δεύτε ρη μορφή του45 και Ή ζωή και ό θάνατους τοΰ Καραβέλα, όπως είπαμε και στην αρχή αυτής της εργασίας. Κρύβει μια δόση προληπτικής ειρωνείας το γε γονός ότι οι δύο αυτοί συγγραφείς, οι οποίοι θεω ρήθηκαν δημιουργοί μιας «λογοτεχνικής ηθογρα φίας» που «άξιζε πάντα γιά δ,τι είχε τό λιγότερο ήθογραφικό»,46 επέλεξαν τη λέξη «ηθογραφία» για να χαρακτηρίσουν δύο από τα σημαντικότε ρα έργα τους. Οπωσδήποτε δεν μπορούμε να ι
Ο
σχυριστούμε ότι η επιλογή τους καθορίστηκε από τους ίδιους λόγους που ώθησαν άλλους συγγρα φείς στην ίδια επιλογή κατά την «περιγραφική» φάση του όρου. Εάν οι πρώτοι χρήστες του υπότι τλου «ηθογραφία» ήταν ανυποψίαστοι για την κριτική διάσταση και τις ιδεολογικές συνδηλώ σεις που απέκτησε ο όρος αργότερα, οι δεύτεροι δεν ήταν και ως εκ τούτου η επιλογή τους κάθε άλλο παρά ουδέτερη και αθώα μοιάζει. Ως λογο τέχνες με ενεργό παρουσία στην πνευματική κί νηση του καιρού τους, που συνέδεσαν την εκδοτι κή και συγγραφική τους δράση με τα «ανανεωτι κά» περιοδικά Ή Τέχνη και Διόνυσος, είχαν α ναμφίβολα αντιληφθεί την αρνητική σημασιοδότηση του όρου, από την άλλη δε, ως πρωτοπόροι σοσιαλιστές διανοούμενοι, ενδιαφέρονταν για την αφηγηματική αξιοποίηση θεμάτων που μπο ρούσαν να αποκτήσουν, μέσα από την περιγραφή όψεων της νεοελληνικής, κυρίως αγροτικής, κοι νωνίας, τη δύναμη μιας κοινωνικής μαρτυρίας. Ά ρα ο υπότιτλος «ηθογραφία» δηλώνει μια συ νειδητή επιλογή και, κατά την άποψή μου, λει τουργεί ως κριτική δεύτερου βαθμού - ως κριτι κή της κριτικής. Ας εξετάσουμε, όμως, πώς οικοδομείται η σχέ ση κειμένου-υποτίτλου στο Ή ζωή καί ό θάνατος τοΰ Καραβέλα ή, με άλλα λόγια, πώς το κείμενο ανταποκρίνεται σ’ αυτά που θεωρήθηκαν τυπικά χαρακτηριστικά της ηθογραφίας. Η αφηγηματική διαδικασία στηρίζεται κατά έ να μεγάλο μέρος στην περιγραφή. Κάθε πρόσωπο την πρώτη φορά που «εισέρχεται» περιγράφεται λεπτομερώς, με ιδιαίτερη έμφαση στην απόδοση των εξωτερικών χαρακτηριστικών, έτσι που η τήρηση μιας περιγραφικής τυπολογίας: σώμα, πρόσωπο, ρούχα, να επιτυγχάνει τη μίμηση μιας άμεσα οπτικής εντύπωσης: Κι* αύτήν τή στιγμή έπρόβαλε στήν πόρτα σιμώ νοντας μ’ άργά πατήματα ό Καραβέλας. Ή τα ν άντρας έξήντα χρόνων, μά ζωηρός άκόμη καί γεμάτος ύγεία. ’Ασπρομάλλης, χαμηλός, γεμά τος, δυνατός, μά σκευρωμένος λίγο, κόκκινος στό πρόσωπο, μέ μάτια λίγο θολά, μεγάλα καί κοκκινισμένα κάπως, μ’ άγρια μακρυά φρύδια, πούχαν άσπρίσει καί κείνα καθώς καί τό μακρύ καί άραιό μουστάκι του, καί μέ ροδοκόκκινα χοντρά κι’ όμορφα χείλη, έφορούσε μιά γαλά ζια, χοντρή, πλατειά, βαμπακερή βράκα, πού τοΰ κατέβαινε ώς στό γόνα, άσπρες, λερές κάλ τσες, καί τσαρούχια χωρίς φούντες στά πόδια, ένα μεγάλο πάνινο ζωνάρι γαλάζιο στή μέση, κ’ ένα σταυρωτό μαύρο τζιποΰνι, πού τρία άσημένια κουμπιά τό βαστούσαν κλεισμένο καί στό κεφάλι βαθυά μιά μεγάλην ψάθα μέ κατεβασμένο τό γύρο, χωρίς καθόλου κορδέλλα· κ ’ ή ψάθα τούκρυβε όλο τό πρόσωπο καθώς περπατούσε σκευρωμένος. (26) 47
Θα ’λεγε κανείς ότι στην περίπτωση των περι γραφών η αφήγηση λειτουργεί όπως ο φωτισμός
χρονικα/19 στη σκηνική πραγμάτωση ενός θεατρικού έργου. Οι αναλογίες με τη θεατρική αναπαράσταση της πραγματικότητας γίνονται ακόμη πιο έντονες στις περιγραφές των χώρων, όπου η ψευδαίσθη ση της σκηνογραφικής τους λειτουργίας ισχυρο ποιείται με την προσπάθεια απόδοσης του δεσπό ζοντος χρώματος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η περιγραφή του εσωτερικού του σπιτιού του Κα ραβέλα το οποίο και αποτελεί σκηνικό της επιθα νάτιας αγωνίας της γυναίκας του: Έ ν α μαΰρο λυχνάρι, κρεμασμένο άπό ένα καρ φί σιμά στό κρεββάτι, έγλυφε μέ τήν κόκκινη φλόγα του τόν παλιό γδαρμένο τοίχο, τόν έμαύριζε άδιάκοπα, κ’ έπάσκιζε μέ τό δειλό του φως νά νικήσει τά σκοτάδια τοΰ σπιτιού. Στή γωνιά ή φωτιά είχε σβήσει, καί τά δυό χοντρά δαυλιά έκοιτόνταν άπάνου στή στάχτη σάν ξεψυχισμένα. Κ’ ήταν μέσα στό σπίτι όλα κατάμαυρα. Μαύρη γυαλιστερή ή γωνιά, ώς άπάνου στή στέ γη, άπό τήν άθάλη· μαύροι οί παλιωμένοι τοίχοι, πώδειχναν τές πέτρες τους· μαύρο τό πατημένο χώμα τοΰ σπιτιού- μαύρα τά δοκάρια καί οί άραιές σανίδες τής στέγης άπό τούς καπνούς πολλών αιώνων· μαΰρο τό κόνισμα πάνουθε ά πό τό κρεββάτι. Καί τώρα έφαινότουν ώς κι’ ό άέρας μαύρος, παρόμοιος σέ ψιλή πυκνή άθάλη, σκορπισμένη σ ’ όλο τό σπίτι, κ’ έθάμπωνε τοΰ λυχναριού τό φώς. (37)
Ο ρόλος της περιγραφής στη σκηνογραφική πλαισίωση της δράσης γίνεται ιδιαίτερα αντιλη πτός στα μέρη εκείνα της αφήγησης όπου δια γράφεται το τοπίο που βρίσκεται πίσω ή γύρω α πό τα πρόσωπα. Ό πω ς στην περίπτωση του ε λαιώνα μέσα στον οποίο εμφανίζεται ο Καραβέ λας (101 κ.ε.) ή του χωριού και των γύρω αγροτι κών εκτάσεων (83-85). Ειδικότερα στη δεύτερη περίπτωση η «ζωγραφική» απόδοση των μικρό τερων λεπτομερειών των σπιτιών, της εκκλη σίας, της περιβάλλουσας φύσης, των κοπαδιών, του πλήθους των γυναικόπαιδων που επιστρέ φουν, του ζευγολάτη, δεν είναι ένας τρόπος προ βολής της ειδυλλιακότητας του αθώου και αμέρι μνου αγροτικού εξωτισμού αλλά ένα σκηνικό αρ μονικής ισορροπίας μέσα από το οποίο αναδύο νται ο Καραβέλας και η Μαρία σαν παράγοντας απειλής της αρμονίας και απόδειξης της επιφανειακότητάς της. Εκτός από τις περιγραφές του αγροτικού το πίου και των ανθρώπων του στο Ή ζωή καί ό θά νατος τοΰ Καραβέλα, όπως και σε όλα τα αφηγή ματα που το θέμα τους έχει σχέση με τη ζωή του χωριού, βρίσκουμε αναφορές σε έθιμα, λαϊκές παραδόσεις και δοξασίες, στοιχεία που θα μπο ρούσαν να θεωρηθούν ότι συγκροτούν ένα λαογραφικό υπόβαθρο του έργου. Ό πω ς το ξόρκι που σφυρίζει στο αυτί της πεθαμένης Καραβέλαινας η σαβανώτρα (52), το άτυπο ξόρκι της Χρυ σάνθης μπροστά στο λείψανο του Καραβέλα (175), τα λόγια «πού ό κόσμος φωνάζει στά ό-
βρέϊκα λείψανα» (175), η λαϊκή αντίληψη για το φράγκο φλάρη, τον καθολικό παπά, και τον τρό πο του να γλυτώνει τον ετοιμοθάνατο από τα βά σανα (36), η λαϊκή ψευτο-σοφία για το ξύλο που ήταν στον Παράδεισο (31), και η «παράδοση» του διαμελισμού της αμαρτωλής φόνισσας (130). Ό μω ς τα στοιχεία αυτά πολύ απέχουν από το να είναι «σωτήριο εύρημα» σύμφωνα με το χαρα κτηρισμό που έδωσε ο Mario Vitti σ’ αυτό που θε ώρησε ως «συστηματική περιγραφή των ήθών τής υπαίθριας ζωής».48 Έχουν, αντίθετα, μια προφανή λειτουργική αξία εφόσον, συνθέτοντας μια υποτυπώδη λαϊκή κουλτούρα με εν μέρει παγανιστικές και μεσαιωνικές καταβολές, κάνουν ακόμη πιο «πραγματική» την καθημερινότητα της αγροτικής κοινωνίας. Στην αναπαράσταση μιας πραγματικότητας μέσα από τη μίμηση των «πραγματικών» διαστάσεών της συμβάλλουν εξίσου η «ζωγραφική» ή «φωτογραφική» περιγραφή προσώπων και χώ ρων, που με την υπεράφθονη χρήση ουσιαστικών και επιθέτων οργανώνει έναν άξονα στατικότητας, η «φωνογραφική» καταγραφή του λόγου, που πραγματοποιείται με τη χρήση του τοπικού ι διώματος και τη μίμηση της ακουστικής εικόνας της επικοινωνίας (γέλια, άναρθροι ήχοι, επιφω νήματα), και η άρθρωση των γεγονότων που συν θέτουν την ιστορία πάνω στην απλούστερη και α ληθοφανέστερη χρονική βάση, τη γραμμική δια δοχή. Έτσι, όχι μόνο λείπουν γενικά από το κεί μενο αναλήψεις και προλήψεις αλλά και τα γεγο νότα εντάσσονται σε κεφάλαια-επεισόδια η ακο λουθία των οποίων διαγράφει το πέρασμα του χρόνου. Με την πρώτη φράση των κεφαλαίων δη λώνεται πάντοτε η χρονική σχέση προς το αμέ σως προηγούμενο επεισόδιο ή/και η θέση του νέ ου επεισοδίου στον «πραγματικό» χρόνο, όπως:
20/χρονικά «Ή τανε νύχτα βαθειά» (37), «Ή ταν άκόμα πρωί» (52), «Είχε περάσει κιόλας τό μισό καλο καίρι, κ’ ήταν άργά πρός τό βράδυ» (62), «Ή ταν ένα άλλο άπόγευμα, κ’ ήταν άκόμα καλοκαίρι» (78), «Λίγες μέρες έπειτα ή ισόβια πρόσοδο είχε ύπογραφτεΐ. Κ’ είχε περάσει καιρός» (100), «Είχε ξανάρθει πάλι ή άνοιξη... Κ’ ήτανε μεσημέρι» (123), «Είχαν περάσει μέρες. Κ’ ένα πρωΐ...» (137), «Είχε περάσει καιρός» (155), «Τήν άλλη μέρα» (169). Τα πρόσωπα-φορείς των γεγονότων συγκρο τούν δύο ζεύγη (Καραβέλας, Νοδάρος vs Αργύρης, Παπάς), τα οποία ορίζουν ως πόλοι το πεδίο αντιθέσεων μέσα στο οποίο αναπτύσσονται οι δυ νάμεις που συνέχουν χαρακτηριστικά τόσο την αγροτική κοινωνία όσο και την αφηγούμενη ιστο ρία. Από τη μια οι περιθωριακοί τύποι, οι κοινω νικοί παρίες, συγκεντρώνουν συμβολικά όλες σχεδόν τις αμαρτίες και τους παράνομους πό θους που η αγροτική κοινωνία θέλει να ξεχάσει· όλα τα στοιχεία που απειλούν από μέσα την εικό να της ευπρέπειας, ευμάρειας, χρηστότητας της κοινωνίας: τη λαγνεία, την ασχήμια, τη γεροντι κή εξαθλίωση, τη φτώχεια. Από την άλλη τα στη ρίγματα της κοινωνίας, εκφράζουν συμβολικά την κυρίαρχη τάξη πραγμάτων και τις επιτρε πτές προσδοκίες· την ιερότητα της ιδιοκτησίας, τον πόθο αύξησής της, την υποκριτική ηθική. Ο μεν γέρος Καραβέλας, λάγνος, άσχημος και τραγογένης, είναι ένας δυνάμει Σατανάς που α ποδεχόμενος το ρόλο του αποφασίζει εν τέλει: «Θά γίνω Πειρασμός» (137), ενώ ο γέρος Νοδά ρος, με τα παλιά και μπαλωμένα ρούχα, την κόκκινη μύτη και τα κόκκινα χείλη, είναι ένας δυνάμει Τρελός που όταν καταγγέλλει φωναχτά την αδικία και τη δυστυχία, τη δική του και του Καραβέλα, κάνει τους ανθρώπους να γελούν (137), (177-178). Αν ο πρώτος απειλεί την κοινω νία δυναμικά, ποθώντας τη γυναίκα του γείτονα, πετροβολώντας τα παιδιά, ασχημονώντας, ενθαρρύνοντας τις αιμομικτικές τάσεις των εφή βων, ο δεύτερος είναι ένας παθητικός παλιάτσος που απειλεί μόνο τον καθωσπρεπισμό των παι διών του. Η βασική αναλογία ανάμεσα στα δύο ζεύγη έ γκειται στο ότι για την άρθρωση της ιστορίας ο ρόλος του πρώτου μέλους είναι λειτουργικός, δη λαδή συμβάλλει στη δράση, ενώ του δεύτερου εί ναι ιδεολογικός, δηλαδή συμβάλλει στη διαμόρ φωση του πλέγματος κοινωνικών αξιών και συμ βάσεων που υποβαθρώνουν τη δράση. Οι δυνά μεις που κινούν την ιστορία είναι αφενός ο πόθος του Καραβέλα για τη Μαρία και αφετέρου ο πό θος του Αργύρη για την περιουσία του Καραβέλα. Από την άλλη, όσο ο Νοδάρος φωτίζει τους μη χανισμούς εξαθλίωσης των δύο γέρων, τόσο ο Παπάς προσφέρει το δεκανίκι της χριστιανικής νομιμότητας στην αρπακτικότητα του Αργύρη,
το παθητικό στήριγμα της ηθικής-εκκλησιαστικής εξουσίας στο δυναμισμό της υλικής ε ξουσίας. Το τέλος της ιστορίας — η αυτοχειρία του Κα ραβέλα - δεν οδηγεί σε κανενός είδους κάθαρση ή ηθική δικαίωση. Η ζωή του Καραβέλα απείλησε προσωρινά την επιφανειακή ισορροπία της αγρο τικής κοινωνίας, ο θάνατός του όμως, αντί να φέ ρει τη ρήξη, επέτρεψε τη συγκάλυψη και επέφερε την ηρεμία. Ο κόσμος αγνόησε τις καταγγελίες του νοδάρου και οι νεκροθάφτες, στην προτροπή του να θάψουν τον Καραβέλα «... βαθειά βαθειά!», απάντησαν: «Οί έπιτρόποι θά σιάξουνε τό κοιμητήριο· θά δουλέψουμε εμείς, μάς είπε ό Άργύρης, πούναι έπίτροπος· κΤ όλα τά χώματα θά τά ρίξουμε άπάνου του. Σέ δυό τρεις μέρες δέ θά ξέρει κανείς πού τον έχουμε θαμένονε!» (178) Αυτό που σίγουρα προκύπτει από τη σύντομη προσέγγιση του Ή ζωή καί ό θάνατος τοΰ Καρα βέλα που επιχειρήσαμε είναι ότι τόσο οι τεχνικές της αφήγησης όσο και το γενικό θεματικό πλαί σιο αποδεικνύουν πως το κείμενο ανταποκρίνεται στις προσδοκίες που δημιουργεί ο υπότιτλός του. Ανεξάρτητα από την αισθητική αποτίμηση που του έγινε και από την σύμφωνη τάση των κρι τικών να το αντιμετωπίζουν «κατ’ εξαίρεση», ε πικαλούμενοι άλλοτε κριτήρια «λογοτεχνικότη τας» και άλλοτε κοινωνιστικών προσανατολι σμών, το αφήγημα δεν παύει να ακολουθεί τις βα σικές αρχές αυτής της πεζογραφικής τάσης που από τον Δημήτρη Χατζόπουλο και ύστερα καθιε ρώθηκε να χαρακτηρίζεται «ηθογραφία». Αν όμως, συμφωνώντας με το Η. Markiewicz,49 δεχτούμε ότι μερικά από τα κύρια χαρα κτηριστικά του γαλλικού νατουραλισμού είναι ο βιολογικός και κοινωνικός προκαθορισμός της μοίρας του ατόμου, η αρέσκεια λεπτομερών και εμπεριστατωμένων περιγραφών, η προτίμηση θε μάτων «ταπεινών», «ασήμαντων», παθολογικών και θεωρούμενων μέχρι τότε σκανδαλωδών, κα θώς και η αδιάφορη αντικειμενικότητα και η τά ση κοινωνικής κριτικής, και αν παραθέσουμε α πό την άλλη τον φωτογραφικό «αντικειμενισμό», την προκλητικότητα και την κοινωνική σκόπευ ση ως βασικές τάσεις του γερμανικού νατουραλι σμού,50 τότε διαπιστώνουμε ότι η «ηθογραφία» του Ή ζωή καί ό θάνατος τοΰ Καραβέλα υπακού ει στις θεματικές και αφηγηματικές προϋποθέ σεις των δύο αυτών νατουραλισμών.51 Η ακρι βής οπτική και ακουστική αναπαράσταση της πραγματικότητας, με τις φωτογραφικές περιγρα φές και τους φωνογραφικούς διαλόγους που συ γκροτούν σχεδόν αποκλειστικά τον κειμενικό κορμό, συμβάλλει στην ψευδαίσθηση της ελάχι στης δυνατής διαμεσολάβησης άρα και της μέγιστης δυνατής αντικειμενικότητας. Αυτό που κά νει το αφήγημα αναμφισβήτητα προκλητικό είναι ότι όχι μόνο η λύση της ιστορίας επέρχεται με
χρονικά 121 την τραγική και ταπεινωτική σύνθλιψη του ατό μου μέσα στα συμπληγαδικά όρια των ενστίκτων του και των κοινωνικών συμβάσεων, αλλά και ό τι για τη σύνθεση της ιστορίας αξιοποιούνται θέ ματα καθημερινά και «κατώτερα», με μια δύνα μη απομυθοποιητικής χυδαιότητας. Οι χωριάτες, που δεν είναι αγνοί και «απλοπόνηροι», παρου σιάζονται σε σκηνές περιγραφόμενες με κάθε λε πτομέρεια να τρων, να διαπραγματεύονται αναί σχυντα, να εκφράζουν τον αβάσταχτο πόθο τους, να βρίζουν, να ασχημονούν και να πεθαίνουν. Ι διαίτερα δε ο έρωτας και ο θάνατος, θέματα που εξιδανικεύτηκαν από τη ρομαντική πεζογραφία και που αργότερα αντιμετωπίστηκαν ως ταμπού, σύμφωνα με την κρατούσα κοινωνικοθρησκευτική δεοντολογία, εδώ χάνουν τη συμβολική τους αίγλη: ο έρωτας δεν είναι τραγικά ωραίος όπως και ο θάνατος δεν είναι ιερός.52 Η αναλυτική πε ριγραφή τους ως πράξεων ή καταστάσεων, εμφαίνοντας στο άσχημο, το χυδαίο και το απωθη τικά τρομακτικό, τους κατεβάζει από το ύψος του ιδανικού στην καθημερινότητα του μίζερου, του πρόστυχου και του γελοίου. Ενδεικτικά αποιδανικευτικές είναι οι σκηνές όπου εκδηλώνεται ο πόθος του Καραβέλα προς τη Μαρία (73-77 και 127-134), η περιγραφή της θανατικής αγωνίας (37-52) και του λείψανου της Καραβέλαινας που «ήταν ξαπλωμένο... μικρό, άσκημο, κιτρινόμαυρο, μέ βαθουλωμένα μάγουλα, μέ στραβό τό στό
μα» ενώ «Πάνου στ’ άσπρα σάβανα καί μάλιστα στή μπόλια τοΰ κεφαλιού έτρεχαν άνήσυχες ένα πλήθος ψείρες παρόμοιες σ’ άσπρα μερμήγκια» (52 και 53) και τέλος η περιγραφή του λείψανου του ίδιου του Καραβέλα: «Ή ταν κρεμασμένος άπό τό λαιμό, μέ τό κεφάλι ζαβό, γιατί τό σκοινί είχε συρθεί καί περνούσε τεντωμένο σιμά στο ένα αύτί του. Τά γυάλινα μάτια του ήταν άνοιχτά, χωρίς βλέμμα πλιά καί ξεπεταγμένα άπό τές βαθειές του κώχες· ή γλώσσα του έκρεμότουν όξω άπό τό στόμα, πούχε χοντρύνει κι’ άφηνε νά φαί νονται τ’ άσκημα δόντια του· κ’ ήταν τό πικρό πρόσωπό του μαυροκόκκινο. Κι’ όλο του τό κορ μί, άσάλευτο τώρα, έφαινότουν μακρύτερο, γιατί ό θάνατος τδχε τεντώσει· καί τά μεγάλα δάχτυλα τών ποδιών του άκροάγγιζαν τή γής· καί γύρω στά πόδια του ήταν σκορπισμένα μερικά τούβλα, πού φυσικά τάχε βάλει άπανωτά, γιά νά περάσει τό σκοινί στό λαιμό του, καί τάχε σκορπήσει κα τόπι μέ τά πόδια του» (170-171). Κλείνοντας αυτή την περιδιάβαση στην ιστο ρία ενός όρου με την εξέταση ενός κειμένου που, δηλώνοντας ότι είναι όσα ο όρος κατέληξε να ση μαίνει, αποδεικνύεται ταυτόχρονα συνεπές προς τις αρχές του νατουραλισμού, μπορούμε να δια τυπώσουμε το συμπέρασμα ότι ο όρος «ηθογρα φία», μολονότι συνδέθηκε αποκλειστικά με την ελληνικότητα, εξέφρασε με τις προσαρμοστικές διαφοροποιήσεις του για ένα μεγάλο και καθορι-
22/χρονικα στχκό διάστημα εξελίξεις και τάσεις της νεοελ ληνικής πεζογραφίας σύμφωνες προς σύγχρονα ευρωπαϊκά λογοτεχνικά ρεύματα.
1883, 'Εστία, ΙΣΤ", 1883. 12. Χωστής Παλαμάς, «Ή σύγχρονος νεότης», στήλη: Βιβλία καί συγγραφείς, 'Εστία, Ίαν.-Ίουν. 1892, σ. 8-12. 13. 'Εστία, Ίουλ.-Δεκ. 1887, σ. 601-605, 617-622, 636-648, 651-656. 14. ’Αττικόν Μουσείον, Πασχαλινόν 1891, σ. 374-348. 15. 'Εστία, Ίουλ.-Δεκ. 1891, σ. 85-86. 16. Η δυσκολία και η σύγχυση που χαρακτηρίζουν τις απόπει 1. Στέφανος Α. Κουμανούδης, Συναγατγή νέων λέξεων..., ρες διαμόρφαισης μια αφηγηματικής ορολογίας, στα πλαί σια της οποίας εντάσσονται και τα κριτήρια διαφοροποίη προλεγόμενα Κ.Θ. Δημαρά, 'Αθήνα, Έρμης 1980, σ. 441. σης διηγήματος-μυθιστορήματος, είναι ιδιαίτερα ενδεικτι Εδώ πρέπει να επισημανθεί ένα τυπογραφικό λάθος: το λε κές για την ιστορία της νεοελληνικής πρόζας. Δειγματολη ξικό του Άγγ. Βλάχου δεν εκδίδεται στα 1871 αλλά στα πτικά υπενθυμίζω ότι Ό Συμβολαιογράφος και Ό Αύθέ1897. Το γεγονός ότι σε άλλες περιπτώσεις ο Κουμανούδης ντης του Μωρέως στην Πανδώρα του 1850 φέρουν κάτω α δίνει τη σωστή χρονολογία μας πείθει ότι πρόκειται για μια πό τους τίτλους: «Διήγημα Οπό Ά .’Ρ.'Ρ.», ο Θάνος Βλέπαραδρομή που οι περιπέτειες της έκδοσης της Συναγωγής κας, μολονότι στον πίνακα περιεχομένων της Πανδώρας δεν επέτρεφαν τον έλεγχό της. Ο Κουμανούδης πέθανε το του 1855 εντάσσεται στα διηγήματα, στην πρώτη αυτοτελή 1899 αφού είδε τυπωμένα μόνο τα οκτώ πρώτα τυπογραφι και αχρονολόγητη έκδοσή του χαρακτηρίζεται «μυθιστο κά - και δεν ξέρουμε πόσες διορθώσεις πρόλαβε να ελέγ ρία», ο δε Λουκής Αύρας πίνακα έργων του Βικέλα («Δελ ξει. Την έκδοση συνέχισε ο γιος του Αθανάσιος, ο οποίος τίον τής Εστίας», αρ. 580, 7 Φεβρ. 1888, σ. 4, 'Εστία, ΚΕ\ πέθανε επίσης το 1899, και την ολοκλήρωσε τελικά ο άλ 1888) χαρακτηρίζεται «πρωτότυπον έλληνικόν μυθιστόρη λος γιος, Πέτρος (βλ. Κ.Θ. Δημαράς, «Λεξικογραφία καί μα». Οπωσδήποτε μια αιτία σύγχυσης είναι η αποδοχή της ιδεολογία», Συναγωγή..., σ. XXXII). έκτασης ως κριτηρίου. Οι αγγλοσάξωνες εισηγούνται ανώ 2. Mario Vitti, ’Ιδεολογική λειτουργία τής έλληνικής ήθογρατατα και κατώτατα όρια λέξεων ενώ στο λεξικό του Emile φίας, 'Αθήνα, Κέδρος 1980, σ. 44. Littre το διήγημα (nouvelle) είναι «είδος πολύ μικρού μυθι 3. Άκρόπολις, 12 Αυγούστου 1892. Στο εισαγωγικό αυτό ση στορήματος» (Dictionnaire de la langue (ranpaise, tome μείωμα διαβάζουμε τα εξής ενδιαφέροντα: «ΟΙ μόνοι διηtroisieme, Paris, Hachette 1881, σ. 759). Ο Εμμ. Ροΐδης, γύ γηματογράφοι, παρ’ ήμΐν, χωρίς έννοεΐται νά έπηρεασθώσιν άπό "Αγγλους διηγηματσγράφους, διότι ούτε τούς άνέρω στα 18%, διαμαρτυρόμενος για την ποιότητα του «έλαγνωσαν κάν-οΐτινες ένεκαινίασαν νέαν όδόν μή γαλλικήν, φρογραφικού ήμών πλούτου» παραδέχεται ότι υπάρχουν είνε οί έκ Σκιάθου κύριοι Ά . Μωραϊτίδης καί Ά . Παπαδιακαι συγγραφείς «γράφοντες έκτενέστερα διηγήματα, κα μάντης. Τού τελευταίου άπό σήμερον άρχόμεθα δημοσιεύλούμενα διά τούτο μυθιστορήματα» («’Εγχειρίδιου διηγηματογραφίας», Άπαντα, τ. Ε', έπιμ. "Αλκής Αγγέλου, ’Α οντες ώραΐον ηθογραφικόν διήγημα, τούς Χαλασοχώρηδες. Ό κ. Παπαδιαμάντης είνε γνωστός είς τούς άναγνώθήνα, Ερμής 1978, σ. 354-361). Πρώτος, απ’ όσο γνωρίζω, στας τής «Έφημερίδος», τής «Εστίας» καί τής «Άκροο Ϋυχάρης, επιχειρώντας μια «λογοτεχνίζουσα» σύγκριση μυθιστορήματος-διηγήματος και αναδεικνύοντας την ολό πόλεως». Τά διηγήματά του έκρίθησαν πάντοτε ώς ύφίστης πρωτοτυπίας, δυνατής γραφικότητος, καί έξόχου φυτητα του ενός και τη μερικότητα του άλλου, εισηγείται ένα σικότητος. Ά λλ’ οί Χαλαοοχώρηδες νομίζομεν δτι θά κα μη ποσοτικό κριτήριο (Στόν ίσκιο τού Πλατάνου, Δεκα ταλάβουν πρωτίστην θέσιν έν τή διανοητική παραγωγή τού πέντε διηγήματα, ’Αθήνα, Βιλιοπωλεϊο τής Εστίας, 1911, συγγραφέως διά τήν ψυχολογικήν έπιβολήν καί τήν ήθικοσ. 1-2). Με ποιοτικά κριτήρια και με ειδικότερα θεωρητι λογικήν έννοιάν των. [...] Τύποι καί ήθη καί ίδέαι άποτυκές αξιώσεις ο Γρηγ. Εενόπουλος, με τον εισόδιο λόγο του στην Ακαδημία Αθηνών στις 30.1.1932, επιχειρεί ένα ειδο ποϋνται πιστότατα. Ό κ. Παπαδιαμάντης είνε συγγραφεύς τής νεωτάτης ζωγραφικής σχολής τής λεγομένης ύπαιλογικό προσδιορισμό του μυθιστορήματος και μια «νέα» θρίου, χωρίς έννοεΐται νά χωρή είς τά άκρα αύτής, άφοΰ αντιμετώπιση της σχέσης του με το διήγημα («Τό μυθιστό ρημα», Ά παντα, τ. 11, Αθήνα, Μπίρης χ.χ., σ. 305-306). τόση ποίησις μετά τής φυσικότητος βέει έκ τής γραφίδος Λίγα χρόνια πριν, ο G. Lukacs είχε ανασκευάσει τα ποσοτι του, ώστε πολλαί σελίδες του τόν άναβιβάζουν μάλλον είς κά κριτήρια που επικρατούσαν και στην Ευρώπη καταλήτόν όρίζοντα τής 'Ολλανδικής σχολής έν τή γραφική τέ χνη. Έ ν είδος Στέεν. ’Αλλά δέν έχουν μόνον καλλιτεχνι γοντας στο συμπέρασμα ότι η βασική διαφορά του διηγή κήν σημασίαν ύψίστην οί Χαλαοοχώρηδες- καί άπό ήθικήν ματος έγκειται στο ότι αυτό δεν αποβλέπει στην απεικόνι ση της ζωής ως ολότητας (Le roman historique, Paris 1977, έποψιν θά έπιβληθοϋν είς τούς άναγνώστας. [...] Οί Χαλαοοχώρηδες ύπό έποψιν λαογραφικήν, έλληνογραφικήν, θά σ. 273). Γενικότερα για την ιστορία, τη θεωρία και την ορο καταλάβουν τιμητικωτάτην θέσιν έν τή έκλεκτή παραγωγή λογία του διηγήματος βλ. Παν. Μουλά, «Το νεοελληνικό τών τελευταίων χρόνων, παρά τό Ταξεϊδι τού Ψυχάρη, τόν διήγημα και ο Γ.Μ. Βιζυηνός», Εισαγωγή στον τόμο: Γ.Μ. Λεβέντην τού Παλαμά καί τήν Νεράιδαν τού ΚαρκαβίΒιζυηνός, Νεοελληνικά διηγήματα, Αθήνα, Ερμής 1980, ι διαίτερα το κεφάλαιο «Ζητήματα θεωρίας», σ. μα -νβ’, τσα». Βλ. Γ.Κ. Κατσίμπαλη, 'Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Πρώτες κρίσεις καί πληροφορίες, Βιβλιογραφία, Α καθώς και Γ. Βαλέτα, Τό έλϊληνικό διήγημα, ’Αθήνα, Φιθήνα, Τυπογραφείο «Εστία» 1934, σ. 72. λιππότης, 1983 ιδιαίτερα κεφ. Α", «Θεωρία τού διη γήματος». 4. Άργύρης Έφταλιώτης, «Μαργαρίτα Στέφα», 'Εστία, 12, 1894, σ. 237-238. 17. Ενδεικτική είναι η περίπτωση του Παπαδιαμάντη. (Εκτός 5. Γρηγόριος Παλαιολόγος, Ό Πολύπαθης, έπιμ. "Αλκής από τους υποτίτλους «Ήθη τών σποράδων» και «Νησιωτι ’Αγγέλου, Αθήνα, Ερμής 1989, σ. 2. κή παράδοσις» (για τα διηγήματα Ή χήρα παπαδιά, 'Ελ 6. Γρηγόριος Παλαιολόγος, ό. π., σ. 258. ληνικόν Ημερολόγιου Μ. Μητσάκι,; 1888 και Φτωχός ά 7. Λεξικόν Έλληνογαλλικόν, συνταχθέν καί έκδοθέν ύπό γιος, 'Εστία, 1891) που εμφανίζονται μόνο μία φορά, μία ’Αγγέλου Βλάχου, Έ ν Αθήναις, τύποις Π.Δ. Σακελλαρίου, φορά επίσης εμφανίζεται και ο υπότιτλος «Σύγχρονος ήθοΒιβλιοπωλεΐον Ανέστη Κωνσταντινίδου, 1897, σ. 401. γραφία» (1891). Στην πλούσια αφηγηματική παραγωγή που 8. Γ. Βαλέτας, Ή γενιά τού ’80, Ό νεοελληνικός νατουραλι ακολουθεί αφενός μεν η χρήση υποτίτλων περιορίζεται ση σμός καί οί άρχές τής ηθογραφίας, Γραμματολογικό δοκί μαντικά, αφετέρου δε η κυρίαρχη επιλογή είναι ο υπότι τλος «Διήγημα». μιο. ’Αθήνα, ’Εκδόσεις γραμματολογικού κέντρου 1981, σ. 103. 18. Το αφήγημα Ό Γιάννος, μολονότι δημοσιεύεται στην Ά9. Γ. Βαλέτας, ό. π., σ. 192. κρόπολις, είναι το μόνο που ανταποκρίνεται απολύτως 10. Άκρόπολις, 27.4. 1885. Το άρθρο παρατίθεται σε Γ. Βαλέστις αρχές της προκήρυξης του περ. Εστία. Όπως δηλώ τα, ό.π., σ. 116-121. νει ο συγγραφέας στο άρθρο του «Η νεωτέρα πραγματιστι 11. «Διαγώνισμα τής ’’Εστίας", πρός συγγραφήν έλληνικού κή μυθιστορηματική σχολή» το έργο στηρίζεται σε δημοτι διηγήματος», «Δελτίον τής Εστίας», άρ. 333, 15 Μαΐου κό τραγούδι ιδιαίτερα γνωστό στην Πελοπόννησο, το ο-
χρονικα/23 ποιο «έν ούδεμιδ συλλογή εΰρηται». Πρόκειται για το γνω στό μοτίβο των δύο παιδιών που πηγαίνουν μαζί στο σχο λείο, που αγαπιούνται αλλά η ένωσή τους είναι απαγορευ μένη, κυρίως λόγω συγγένειας, και που εντέλει η γαμήλια πομπή του κοριτσιού συναντιέται με την επικήδεια του α γοριού. Τα διαλογικά μέρη είναι γραμμένα στη δημοτική ε νώ τα μη διαλογικά σε μιαν αττικίζουσα καθαρεύουσα. Το αφήγημα Α ί άντίζηλοι αναπτύσσει ένα θέμα το οποίο όχι μόνο δεν έχει καμιά σχέση με τα ήθη και έθιμα του ελληνι κού λαού αλλά και που η τοποθέτησή του στο νησιωτικό περιβάλλον της Σύρου δεν αποβλέπει παρά στη διαγραφή ενός ειδυλλιακού σκηνσγραφικού φόντου. Έτσι το επίθετο «επαρχιακή» δηλώνει μόνο το ότι η ιστορία δεν εξελίσσε ται στην Αθήνα· στην πραγματικότητα θα μπορούσε να ε ξελίσσεται σε οποιαδήποτε πόλη με ανερχόμενη αστική τάξη. Δύο φίλες, κόρες ευκατάστατων οικογενειών, ερω τεύονται το νεοαφιχθέντα νεαρό αντιπρόσωπο εμπορικού οίκου η μια ιδανικά και η άλλη γήινα. Η απροειδοποίητη αναχώρηση του νέου επανασυγκολλεί τη ραγισμένη φιλία εν μέσω δακρύων μετάνοιας και συγγνώμης. Η γλώσσα εί ναι καθαρεύουσα, κάπως απλοποιημένη στους διαλόγους, η δε αφήγηση στηρίζεται σε τετριμμένα ψευδο-ρομαντικά μοτίβα, όπως στην περίπτωση της περιγραφής των δύο κοιμισμένων κοριτσιών: «Καί ίνα καταστή τέλειον τό ει δυλλιακόν σύμπλεγμα δύο λευκαί ψυχα'ι έφιλοΰντο πτερυγίζουσαι ύπέρ τάς κεφαλάς αυτών καί τέττιξ φλύαρος έγρύλιζεν έπί τού όζώδους κορμού τής γηραιός έλαίας». Με ανάλογα ρομαντική έλλειψη φυσικότητας αποδίδεται η συμπεριφορά της ηρωίδας η οποία προ του αδόξου τέλους του έρωτά της «έσταυρωμένας έχουσα τάς χείρας, τήν κε φαλήν άνωρθωμένην, έπρόφερε τούς λόγους τούτους μετά τόνου ύπερηφανίας άμα καί τραγικής τίνος άποφάσεως». Βέβαια ο αναγνώστης εξαρχής γνωρίζει ότι «Ή Ζωή ήτο φύσει έπιρρεπής πρός ρεμβασμούς καί όνειροπολήσεις, έκ δέ τών φιλτάτων αύτή άναγνωσμάτων ήτο ο 'Οδοιπόρος του Παναγιώτου Σούτσου». Στο Πάσχα Ρωμέϊκο ο αφηγη τής θυμάται μια μικρή αλλά χαρακτηριστική περιπέτεια που έζησε ο φίλος του, κύριος Πύπης, Κερκυραίος καθολι κός με έντονα αντιδυτικά αισθήματα, σε μια από τις ετή σιες καθόδους του από την Αθήνα στον Πειραιά για να πα ρακολουθήσει το ρωμέικο, δηλαδή το ορθόδοξο, Πάσχα. Τέλος, το αφήγημα Στά σύκα είναι ένα σύντομο κείμενο στο οποίο περιγράφεται ένα σύγχρονο έθιμο ως χαρακτηρι στική εικόνα της ζακυνθινής ζωής και το οποίο ανήκει μάλλον στη σύγχρονη λαογραφία παρά στην αφηγηματική πεζογραφία- εν τούτοις στα περιεχόμενα του τόμου εγγράφεται στο θέμα «Διηγήματα καί μυθιστορήματα, πρω19.
Ο Δ. Τζιόβας θεωρεί ότι η όλη συζήτηση για την «ηθογρα φία» άρχισε με τον Εμμ. Ροΐδη στα 1899 (βλ. The nationism o f the demoticists and its impact on their literary theory (1888-1930), Amsterdam, A.M. Hakkert 1986, σ. 193). Ό μως ο Ροίδης, μολονότι και πριν από τα 1899 έχει καταγ γείλει την ευκολβγραφία και την κακή ποιότητα της σύγ χρονης διηγηματογραφίας, κυρίως με το «Εγχειρίδιον διηγηματογραφίας», δεν φαίνεται να αντιλαμβάνεται την πε ζογραφία αυτή ως ξέχωρο είδος και πολύ περισσότερο δεν χρησιμοποιεί τον όρο «ηθογραφία» για να την χαρακτηρί σει. Αν χρησιμοποιεί τη λέξη «ηθογράφος» το κάνει για να δηλώσει αυτόν που περιγράφει ήθη ( = συμπεριφορές) και χαρακτήρες. Γράφει: «Δέν παρατηροΰμεν βεβαίως τούτο μεμφόμενοι τήν προτίμησιν αύτών [αγροτών, ποιμένων, ο ρεσιβίων και θαλασσινών] ώς ήρώων τής συγχρόνου ήμών διηγηματογραφίας. ’Απεναντίας μάλιστα, προθύμως άναγνωρίζομεν ότι πολύ μάλλον παρά εις τάς πόλεις είναι δυ νατή εις τά λειβάδια καί τά βουνά τής Ε λλάδος ή άνεύρεσις εικόνων, ήθών καί χαρακτήρων άξιων τής μελέτης καί τής εύνοιας τού ήθογράφου καί τού ψυχολάγου». Άλλωστε ότι η ένστασή του αφορά όχι την περιγραφή «ηθών» - ο πωσδήποτε εννοουμένων - τη στιγμή που επιλέγει ως θετι κό παράδειγμα ένα έργο με υπότιτλο «-Ηθη Βεδουΐνων», αλλά τη θεματική μονοτονία και την κατάχρηση, φαίνεται στην άποψη ότι: «τ’ άγροτικά θέματα, όταν εις ταΰτα πε
ριορίζεται ίκανώς ήδη πυκνή φάλαγξ λογογράφων άποκλειστικώς καί άπαύστως, έχουσι τό κακόν νά έπιχέωσιν έπί τής φιλολογικής ήμών παραγωγής γλυκαναλατόν τινα είδυλλιακήν μονοχρωμίαν». Βλ. «Πρόλογος» στο: Κων σταντίνου Μεταξά Βοσπορίτου, Σκηναί τής έρημου, Ή θη Βεδουΐνων, 1899, "Απαντα, τ. Ε-, ό.π., σ. 286-295. 20. «Έπιθεώρησις: Ελληνικά βιβλία», Διόνυσος, τομ. Α', 1901, σ. 72. 21. Ό .π ., σ. 72 και 73. 22. «'Ημείς καί μερικοί ξένοι», Διόνυσος, ό.π., σ. 82 και 83. 23. Αλκής Θρύλος, «’Ηθογραφίες», ’Ελεύθερος Λόγος, 5 και 6 Δεκ. 1926, Λίνος Καρζής, « Ή Δελφική Ελλάδα», Δημο κρατία, 25 και 26 Δεκ. 1926, Γρ. Ξενόπουλος, « Ό Νεοελ ληνικός Πολιτισμός καί ή δήθεν χρεωκοπία του», "Εθνος, 5 και 9 Ίαν. 1927, Π. Χάρης, «Ή ζωή καί ή τέχνη στήν Ελλάδα», Δημοκρατία, 14, 15 και 16 Ίαν. 1927, Αλκής Θρύλος, «Ή Ελλάδα γυρεύει τδν έαυτό της», ’Ελεύθερος Λόγος, 14,15, 16, 17,19 και 20 Φεβρ. 1927 (το ίδιο στο περ. Φιλότεχνος, τευχ. Ζ \ Φεβρ. 1927, σ. 198-205). 24. Άγγ. Τερζάκης, «’Αναθεώρηση τής ’Ηθογραφίας», Νεοελ ληνικά Σημειώματα, τευχ. 3, Μάης 1937, σ. 37-38, «Τό πρόβλημα τής ηθογραφίας», Νεοελληνικά Γράμματα, αρ. 29, 19 Ιουνίου 1937, «’Επίμετρο», Νεοελληνικά Γράμματα, αρ. 30, 26 Ιουνίου 1937 και «Τό νόημα μιάς έποχής», Νεο ελληνικά Γράμματα, αρ. 32, 10 Ιουλίου 1937, Γρ. Ξενόπου λος, «Τό λεγόμενον "πρόβλημα ήθογραφίας” », Αθηναϊκά Νέα, 13 Ιουνίου 1937, «Νεοελληνικά ’Ηθογραφήματα», Α θηναϊκά Νέα, 20 Ιουνίου 1937 και «Περί ήθογραφίας τό τελευταΐον», ’Αθηναϊκά Νέα, 4 Ιουλίου 1937, Γ. Κοτζιούλας, «Ελληνικές ήθογραφίες», Νεοελληνικά Σημειώματα, τεύχ. 4, Ιούνιος 1937, σ. 56-59, Ά . Τραυλαντώνης, «Ή ήθογραφία καί ή θέση της στή λογοτεχνία», Νεοελληνικά Σημειώματα, τευχ. 5, Ίούλιος-Αϋγουστος 1937, σ. 73-74. Για τις συζητήσεις περί ηθογραφίας, ιδιαίτερα του δεύτε ρου κύκλου, και τη θέση τους στο ιδεολογικό γίγνεσθαι του μεσοπολέμου βλ. Δ. Τζιόβας, Οι μεταμορφώσεις του εθνι σμού και το ιδεολόγημα της ελληνικότητας στο μεσοπόλε μο, Αθήνα, Οδυσσέας 1989. 25. Mario Vitti, ό.π. 26. Abel-Francois Villemain, Cours de litterature frangaise, nouvelle edition, Bruxelles, Meline... 1840, deuxieme partie (1828), deuxieme levon, σ. 240-241. Στις επανεκδόσεις των παραδόσεών του ως Tableau de la litterature au XVHIe siecle, Paris 1846 και 1854, ο καθηγητής Villemain δεν αλ λάζει τη διατύπωση του αποσπάσματος. 27. Ζανετάκης Στεφανόπουλος, «Περί τού γαλλικού μυθιστο ρήματος καί τής έπιρροής αότοΰ έπί τά έν Έλλάδι ήθη», Πανδώρα, 20, φ. 460, 15 Μαΐου 1869, σ. 72-76 και φ. 461, 1 Ιουνίου 1869, σ. 81-86. 28. Δειγματοληπτικά σταχυολογώ μερικά από τα άφθονα πα ραδείγματα: «Lesage eut sur eux 1’ inestimable avantage de respecter toujours les mceurs», «... dans ces simulations de moeurs etrangeres», Cours de litterature frangaise, ό.π., σ. 91 και 90, «tableau fictif des moeurs de la Perse», «Rousseau, peintre passionne de fennes», Cours..., ό.π., σ. 257 και 274 «la nouvelle comedie , c’ est-a-dire la comedie des moeurs», «la peinture vraie des moers et de Γ etat social», «son livre [Xenophon d’ Ephese] ne prtsente... que des moeurs vagues et fictives et des aventures communes», «de moeurs grecques», «des curiosites de moeurs», «Essai sur les romans Grecs», Etudes de litterature ancientle et etrangere, nouvelle edition, Paris, Didier 1847, σ. 168, 177, 180, 183 και 189, «C’ est [Lettres provinciates] une veritable comedie de moeurs», «De Pascal, considere comme ecrivain et comme moraliste», Discours et melanges litteraires, nouvelle Edition, Paris, Didier 1854, σ. 136, «qui soutient 1’ interet de la fiction par la verite des moeurs», «Montesquieu avait visite les plus celebres nations modernes, et observe leurs moeurs», «il peint les moeurs, les coutumes, les passions et les vices particuliers», «la plupart des peuples de F Europe sont encore gouvernes par les moeurs», «Eloge de Montesquieu», Discours et melanges litteraires, ό.π., σ. 63, 74 και 98. 29. Cours de la litterature frangcaise, ό.π., σ. 240.
24/χρονικά 30. 31. 32. 33. 34.
ό.π., ο. 244-245 ό.π., σ. 245. Ό Πολυπαθής, ό.π.. σ. 247 και 248. «Εις τό Κοινόν», Ό Πολυπαθής, ό.π., σ. 1. Για τις σχέσεις του μυθιστορήματος του Παλαιολόγου με τα γαλλικό μυθιστορήματα του 18ου αιώνα βλ. Henri Tonnet, «ΟΙ γαλλικές έπιδράσεις στόν Πολυπαθή τοΰ Γρ. Παλαιολόγου», στον τόμο Ό Πολυπαθής, ό.π., σ. 177Μ84*. 35. «Διαγώνισμα τής 'Εστίας, πρός συγγραφήν έλληνικοδ διη γήματος», «Δελτίον τής Εστίας», αρ. 333, 15 Μαΐου 1883, 'Εστία, ΙΣΤ' 1883. (Οι υπογραμμ. δικές μου). 36. Περί ποιητικής VI, 11-12, 1450a, εκδ. Ακαδημία ’Αθηνών, [Αθήνα], Βιβλιοπωλεϊον τής 'Εστίας, σ. 61. 37. Λεξικόν Εγκυκλοπαιδικόν, Μπόρτ καί Χίρστ, τόμος τέ ταρτος, Άθήνησι, Απρίλιος 1893-Σεπτέμβριος 1894. 38. Άργύρης Έφταλιώτης, ό.π., σ. 237. 39. Αν λάβουμε υπόψη και τη συνέχεια του λήμματος αυτού στο Λεξικόν Έλληνογαλλικόν: «... description (creation) des caracteres...» διαπιστώνουμε ότι ο ορισμός του Βλάχου μοιάζει μ’ αυτόν του 6. Littre: «ethographie, description des moeurs, du caractire et des passions des hommes» (Dictionnaire de la langue Frangaise, tome deuxieme, Paris, Hachette 1885, s. 1520. To λήμμα ethographie δεν υπάρχει στο Dictionnaire de I’ Academie). Η αντίληψη που συνδέει την περιγραφή των ηθών με τη ζωγραφική όχι μόνο δεν εί ναι ενδημικά ελληνικό φαινόμενο αλλά παρατηρείται και στη Γαλλία σε ευρεία κλίμακα. Εκτός από τη συχνή χρήση σχετικών εκφράσεων από το Villemain (π.χ. peinture des moeurs, Villehardouin, peintre admirable de moeurs et des ditails, Cours, ό.π., σ. 172 και 248), και τον Η. Tain (π.χ. a peindre la vie reelle, a decrire des caracteres, Histoire de la litterature anglaise, tome troisieme, Paris, Hachette 1863, σ. 262) στο έγκυρο λεξικό Littri, στα παραδείγματα του λήμ ματος roman, βρίσκουμε: «Roman de moeurs, roman ou Γ on fait la peinture de moeurs» και «Roman historique, roman dans lequel on peint une epoque historique» (Diet, de la langue Francfaise, tome quatrieme, 1889, σ. 1750). Για τα ελ ληνικά δεδομένα ένα χαρακτηριστικό δείγμα τόσο της σύνδεσης της περιγραφής ηθών με την εικόνα αφενός και την πιστή αντιγραφή αφετέρου, όσο και της ελαστικότη τας της έννοιας «ηθογραφία» είναι η πρώτη δημοσίευση του αφηγήματος Μαργαρίτα Στέφα του Ξενόπουλου στην 'Εστία, Ίούλ.-Δεκ. 1893. Στην κορυφή της σελίδας ανατυπώνεται μια φωτογραφία της πόλης της Ζακύνθου και ακο λουθεί ο τίτλος και ο υπότιτλος: «ήθη έπαρχιακά» που συ νειδητά ή τυχαία είναι ο ίδιος μ’ αυτόν της Madam Bovary: «moeurs de province». Στο προλογικό σημείωμα, το αφιε ρωμένο «Δημητρίω Βικέλμ», ο συγγραφέας δηλώνει: «Τό άντικείμενον τής παρούσης ήθογραφίας-σειράς διηγημά των, τής όποιας πρώτον είναι ή Μαργαρίτα Στέφα - άποτελεΐ μικρά τις νήσος τής Μεσογείου...» και τέλος ζητά α πό τον Β. να συγχωρήσει «τήν έκλογήν εις ένα πτωχόν άντιγραφέα, χαλιναγωγούντο τήν φαντασίαν του καί άγαπώντα τήν πραγματικότητα». 40. Σε κάποια από τα αφηγήματα αυτά το χωριό δε βρίσκεται μόνο στο θέμα αλλά ανεβαίνει μέχρι τον επίτιτλο μιας σει ράς, όπως «Παραμύθια του χωριού» για τα διηγήματα Η πρώτη αγάπη μοου, Η χαροκαμένη και Η Αγγέλικα του Εφταλιώτη ('Εστία, Ίούλ.-Δεκ. 1891), ή τον υπότιτλο διηγή ματος, όπως «Χωρικόν διήγημα» για το ξεχασμένο πεζό του Ιω. Παπαδιαμαντοπούλου Ό χρησμός τής Άθιγγανίδος ('Εστία, Ίούλ-Δεκ. 1878, σ. 456-460), ένα κείμενο που πληρεί τους όρους του «Διαγωνίσματος» της 'Εστίας πέντε χρόνια πριν τη δημοσίευσή τους. 41. Η πρώτη συνολική και αποκλειστική προσέγγιση του verismo επιτυγχάνεται με το έργο του Paul Arrighi Le virisme dans la prose narrative italienne, Boivin, Paris 1937, όπου και δίνεται έμφαση στην αντίθεση του κινήματος προς το ιστορικό μυθιστόρημα, στη σχέση του με το ρεαλισμό και νατουραλισμό και στον τοπικιστικό-επαρχιακό του χα ρακτήρα. 42. Ενδεικτικά παραθέτω ορισμένους τίτλους έργων δημοσιευ
43.
44. 45.
46. 47. 48. 49. 50.
51.
52.
μένων μεταξύ 1880-1900 που δείχνουν έναν προσανατολι σμό ανάλογο μ' αυτόν της ελληνικής πεζογραφίας της ί διας περιόδου. Giovanni Verge: Vita dei Campi, Milano, Treves 1880, Novelle rusticane, Torino, Casanova, 1883, Luigi Capuana: Cera una volta, fiabe, Milano, Treves 1882, Le Paesane, novelle, Catania, Giannotta 1894, Nuove paesane, racconti, 1892, II vecchio della montagna, Milano, Treves 1900. Στα έργα αυτά όχι μόνο περιγράφεται η ζωή των απλών χωρικών, όπως στην περίπτωση των ψαράδων του Aci-Trezza στις Novelle rusticane και των βοσκών στα βουνά του Nuoro στο II vecchio..., αλλά και αξιοποιούνται τοπικοί μύθοι είτε αυτοτελώς, με τα παραμύθια του Capuana, είτε ως ενσωματωμένες αφηγήσεις. Πρώτος, απ' όσο γνωρίζω, ο Γ. Βελουδής επεσήμανε τη σχέση της ελληνικής ηθογραφίας με τη γερμανική «χωριά τικη ιστορία» (dorfgeschichte) και γενικότερα τη λογοτε χνία του γερμανικού και του ιταλικού ρεγιοναλισμού. Επε σήμανε ακόμη ότι: «ο ελληνικός όρος «ηθογραφία» αποτε λεί μιαν επι λέξει σχεδόν μετάφραση των όρων «Sittenbild» και «Sittengemaelbe» που βρίσκονται ως τίτλοι ή υπότιτλοι σε πολλές «χωριάτικες ιστορίες» - το γαλλικό «itude de moeurs» βρίσκεται πολύ πιο μακρυά του». («Βιζυηνός και Άουερμπαχ», Το Βήμα, 22.8.80). Ειδικά για τη γερμανική «χωριάτικη ιστορία» βλ. τη μελέτη του Jurgen Hein Dorfgeschichte, Stuttgart, Metzler 1976. Από την κριτική για τα διηγήματα του Κ. Πασαγιάννη Μοσκιές, Ή Τέχνη, τομ. Α', Νοέμβριος 1898-Όκτώβριος 1899, σ. 19. Για τις διαφορές ανάμεσα στην πρώτη, σε συνέχειες, δημο σίευση του έργου στο Νουμά και την έκδοση σε τόμο βλ. την εισαγωγή του Γ. Βελουδή στο Ο πύργος του ακροπόταμου, Αθήνα, Οδυσσέας 198. "Αγγ. Τερζάκης, «Αναθεώρηση τής ήθογραφίας». Νεοελ ληνικά Σημειώματα, ό.π., σ. 37. Στο εξής οι εντός παρενθέσεων αριθμοί θα δηλώνουν τη σε λίδα στην οποία βρίσκεται το απόσπασμα στην έκδοση του 1920. ’Ιδεολογική λειτουργία..., ό.π., σ. 45. Henryk Markiewicz, «Le naturalisme dans les recherches littiraires et dans Γ esthitique du XXe siecle», Revue de littirature comparee, 47, 1973, σ. 256-272. Για τα υφολογικά χαρακτηριστικά και τις κοινωνικές και αισθητικές συνιστώσες του γερμανικού νατουραλισμού βλ. Richard Hamann και Jost Hermand, Naturalismus, Berlin, Verlag 1959, όπου βρίσκουμε χαρακτηριστικούς τίτλους κεφαλαίων όπως: «Die phonographische Wieder gabe» και «Die optische Prazision». To έργο αυτό, που συνεξετάζει κοινωνικά και πολιτικά φαινόμενα και τις επιδράσεις τους στην τέχνη γενικά και στη λογοτεχνία ειδικότερα, θεωρεί ται ακόμη και σήμερα η πιο σφαιρική και ολοκληρωμένη προσέγγιση του νατουραλισμού στη Γερμανία. Για μια «χαρτογράφηση» των μελετών περί νατουραλισμού και αντιμετώπισή του ως διεθνούς φαινομένου βλ. Sigfrid Hoefert, «Naturalism as an international phenomenon: the state of research», Yearbook o f Comparative and General Literature, 27, 1978. O Roderick Beaton θεωρεί ότι το Ή ζωή καί ό θάνατος τοΰ Καραβέλα μαζί με το Ό Ζητιάνος είναι τα μόνα ηθογραφι κά κείμενα με νατουραλιστικές επιδράσεις και προσθέτει ότι αυτά τα βιβλία διαβάζονται και θαυμάζονται μέχρι σή μερα γιατί δεν είναι εντελώς τυπικά ηθογραφικά («Realism and Folklore in Nineteenth-Century Greek Fiction», Byzantine and Modern Greek studies, vol. 8, 1982/3, σ. 103-122). Μια ανάλογη παρατήρηση κάνει ο Reni Wellek στην προσπάθειά του να δώσει έναν ορισμό του ρεαλισμού και της «πραγματικότητας»: «The term ‘reality’ is also a term of inclusion: the ugly, the revolting, the low are legitimate subjects of art. Taboo subjects such as sex and dying (love and death were always allowed) are now admitted into art» («Realism in Literary Scholar ship», Concepts o f Criticism, Yale Univeristy Press, New Haven and London 1963, σ 222-255)
Οι θανάσιμες ασθένειες των συγγραφέων
Ο Βερλαίν δηλητηριασμένος από το αψέντι, ο Λόουρυ από το ποτό, ο Προυστ ασθματικός - γράφει όπως ανασαίνει, η φράση ακολουθεί ακριβώς το ρυθμό της ασθματικής κρίσης. Ο Μπάροουζ ναρκομανής, ο Νερβάλ τρελός, ο Μωπασάν, ο Νίτσε και ο Ζυλ ντε Γκονκούρ συφιλιδικοί, ο Κάφκα και ο Τόμας Μαν φυματικοί και ο Ντοστογιέφσκι επιληπτικός. Κι ας μη ξεχνάμε τους Έλληνες συγγραφείς, στο έργο των οποίων διαφαίνεται η ασθένεια - σωματική ή πνευματική - που τους βασάνισε και τελικά τους ο δήγησε στο θάνατο, όπως είναι οι: Κ. Δ. Παπαρρηγόπουλος, Κώστας Βαλαβάνης, Σπ. Βασιλειάδης, Μιχαήλ Μητσάκης, Γ. Βιζυηνός, Κώστας Κρυστάλλης, Μαρία Πολυδούρη, Ρώμας Φιλύρας, Ν. Λαπαθιώτης και Μάριος Χάκκας. Κοιτάζοντας την ιστορία της λογοτεχνίας, βλέπουμε ότι όχι σπάνια το ταλέ ντο συμπορεύεται με την αρρώστια. Μεγάλες φυσιογνωμίες της παγκόσμιας λο γοτεχνίας δημιούργησαν κάτω από την επίδραση της αρρώστιας τους. Μήπως ο δόκτωρ Φλέμινγκ έβλαψε τη λογοτεχνία ανακαλύπτοντας την πενικιλίνη; * Επιμέλεια αφιερώματος και μετάφραση από τα γαλλικά: Μυρτώ Ράης. Θα θέλαμε να υπενθυμίσουμε στους αναγνώστες μας ότι για ορισμένους από τους συγγραφείς που αναφέρθηκαν πιο πάνω, το ΔΙΑΒΑΖΩ έχει αφιερώσει ειδικά τεύχη. Αυτά είναι: Κάφκα No 50, Προυστ No 52, Μπάροουζ No 64 και 249, Νερβάλ No 194, Μωπασάν No 204, Νίτσε No 91, Τόμας Μαν No 90, Ντοστογιέφσκι No 131, Καρυωτάκης No 157, Λαπαθιώτης No 95 και Βιζυηνός No 278.
26/αφιερωμα
Μπερνάρ Ντελβάιγ
Ο Βερλαίν με τον Ρεμπώ. Σχέδιο Fantin-Latour
Τα ποτηράκια του Βερλαίν «Αχ, πίνω για να μεθύσω κι όχι για να πιω», έγραψε ο Βερλαίν στο «Κάποτε και άλλοτε». Κι έπινε και ξανάπινε αψέντι, το πράσινο ποτό, το δηλητή ριο ενός ολόκληρου αιώνα, το φαρ μακερό λουλούδι που μεταμφίεζε τις ταράτσες των καφενείων σε παρτέ ρια λουλουδιών.
«Τ Τ ζωή είναι σκληρά δεμένη με το αψέντι», έΧ Π γράφε η κυρία Σεβινιέ, θέλοντας να μιλή σει για την πίκρα της ζωής. Ίσω ς καμιά άλλη ζωή να μην ήταν τόσο δεμένη με την πίκρα, όσο η ζωή του Βερλαίν: γιατί ήταν συνάμα και βάρβα ρος και παιδί, και άγγελος και κτήνος· πάντα σπρωγμένος μέχρι τα ίδια του τα όρια· εραστής που αγάπησε αλλά δεν αγαπήθηκε ποτέ· κολά στηκε για το χατίρι του Ρεμπώ, καταστράφηκε για το χατίρι του Λετινουά, έγινε παρανάλωμα για τον ίδιο το Θεό· κρεμάστηκε απεγνωσμένα α πό εκείνες που υπήρξαν, ίσως, οι δυο μοναδικές του φίλες, γιατί ήταν ξεπεσμένες σαν κι αυτόν: την Ευγενία Κραντς και τη Φιλουμένη Μπουντέν. Ένιωθε για όλους μια απέραντη τρυφερότητα, μια ολέθρια ορμή, που τον έσπρωξε στο αψέντι. «Πήγαινε να πιει αγάπη, θα γράψει αργότερα ο πιστός του Λεπελετιέ, όπως πήγαινε να πιει α ψέντι στο πρώτο καπηλιό που θα συναντούσε στη γωνιά του δρόμου... Δεν είχε λοιπόν αγαπήσει ποτέ. Ποτέ δεν είχα δει τον Βερλαίν όταν ήταν νέος να δίνει το μπράτσο του σε μια γυναίκα. Έ νιωθε μόνος...» και δεν υπάρχει πιο συγκινητική μαρτυρία γι’ αυτή τη μοναξιά από το θαυμάσιο τραγούδι «Ο Γκασπάρ Οζέρ τραγουδάει»: «Στα είκοσι μου χρόνια, νέα ταραχή/τ’ όνομά της φω τιά ερωτική/μου φανέρωσε των γυναικών την ομορφιά/μα δεν ήμουν όμορφος γι’ αυτές». Ο Πωλ
Βερλαίν ήταν άσχημος, ήταν όμως ένας άγγελος. Η συγκατοίκηση ήταν δύσκολη. Υπήρχαν όμως η Ελίζα και η Ματθίλδη. Η πρώτη πέθανε νέα· μετά από το θάνατό της ο Βερλαίν απόκτησε τη συνήθεια να πίνει, «το μο ναδικό ασυγχώρητο ελάττωμα που έχω ανάμεσα σε τόσα και τόσα άλλα: - η μανία, η λύσσα του ποτού - μάλιστα!». Αυτή η «μανία» θα κατέ στρεφε λίγα χρόνια αργότερα την οικογένεια Βερλαίν. Αλλά ας ξαναγυρίσουμε πίσω στο πα ρελθόν για να παρακολουθήσουμε καλύτερα την εξέλιξη της «πρόσφατης και τόσο αξιοθρήνητης συνήθειας». Φαίνεται ότι στην περίπτωση του Βερλαίν δεν υπήρχε θέμα κληρονομικότητας.
αφιερωμα/27 Στις «Εξομολογήσεις» του, όταν αναφέρει τα μα θητικά του χρόνια στο Ίδρυμα Λαντρΰ, στην οδό Σαπτάλ όπου έμενε οικότροφος απ’ τα 9 ως τα 18 του χρόνια (το οικοτροφείο ανήκε τότε στο Λύ κειο Βοναπάρτη που έγινε αργότερα Λύκειο Κοντορσέ), θυμάται βέβαια τις μοναχικές του συνή θειες και τις «αγοροδουλειές» του, αλλά και την καθημερινή νοσταλγία της οικογενειακής ε στίας, το «καλό φαγητό του μπαμπά και της μα μάς» και κυρίως εκείνο «το δαχτυλάκι του κα λού γνήσιου κρασιού που μου έδιναν την ώρα του επιδόρπιου, στο μεσημεριανό γεύμα ή μετά τη σούπα, στο δείπνο».
στο ποτό ήταν περίπου 17 ετών όταν πεθαίνει η ξαδέλφη του η Ελίζα, στις 16 Φεβρουάριου του 1867, στο Βιτρύ, ανάμεσα στο Arras και στο Donai (ήταν «η ιδιαίτερη γλυκύτητα της παιδικής μου ηλικίας», χρηματοδότησε την έκδοση των «Κρονικών Ποιημάτων»), η συνήθεια έγινε μόνι μη. Βγαίνοντας από το σταθμό του τρένου - είχε πάρει διήμερη από την υπηρεσία του κι ήρθε βια στικά από το Παρίσι - βουτηγμένος στα δά κρυα, ο Βερλαίν βρίσκεται ξανά μόνος μέσα στην παγωμένη βροχή και τον άνεμο, σε κάποιο δρόμο του βορρά «μέσα στην απέραντη πλήξη της πεδιάδας» κι ακούει κιόλας τις καμπάνες να χτυπούν πένθιμα για την Ελίζα: «Ναι, επί τρεις μέρες μετά την ταφή της αγαπημένης μου ξαδέλφης μπόρεσα να συγκρατηθώ πίνοντας μπύρα, ξανά και ξανά. Έγινα μεθύστακας... Έτσι επιστρέφοντας στο Παρίσι όπου η μπύρα είναι φρι χτή, ρίχτηκα στο αψέντι, στο αψέντι του βραδι νού και της νύχτας». Ο Ζαν Ρουσλό μιλάει κάπου γι’ αυτά τα «παρ τέρια των πράσινων λουλουδιών» για τις ταρά τσες, δηλαδή, των παρισινών καφενείων όπως γί νονταν αργά το απόγευμα χάρη στα «πράσινα λουλούδια», τα ποτήρια με το αψέντι. Ό ταν μά λιστα είχαν και πολλή πελατεία τις ονόμαζαν «α ραβικά γραφεία». Αυτό το ποτό, που το παρα σκεύαζαν από ένα πικρό και αρωματικό λουλού δι, κατέστρεφε στο τέλος του 19ου αιώνα, την υ γεία των πληθυσμών. Άσκοπο να αναφέρουμε ξανά τις βλαβερές του συνέπειες. Αν πιστέψουμε μερικά εγχειρίδια, ο αυνανισμός είχε τις ίδιες συ νέπειες: όξυνση της ευαισθησίας, παραισθήσεις και διανοητικές διαταραχές, ανεξέλεγκτη επιθε τικότητα κατά τη διάρκεια των έντονων κρίσε ων, τελική παραλυσία! Δεν πρέπει να συγχέουμε
«Αυτό το αψέντι! τι φρίκη όταν σκέφτομαι το αλλοτινό αψέντι...» ο Μάρτιο του 1864 ο Βερλαίν διορίζεται υ πάλληλος στη δημαρχία της οδού Ντρουό και εν συνεχεία υπηρετεί στο κεντρικό Δημαρ χείο του Παρισιού - στο γραφείο προϋπολογι σμών και απολογισμών. Συχνάζει στο σαλόνι της Νίνα ντε Καλιάς, όπου η σαμπάνια και τα λικέρ ρέουν αφειδώς. Κάθε φορά που γυρίζει πίσω μεθυ σμένος στο σπίτι της μητέρας του, στην ίδια συ νοικία Μπατινιόλ, κατορθώνει να κρύβει την κα τάστασή του γιατί εκείνη συγχωρεί τα πάντα και μη τολμώντας να τον μαλώσει, τον βοηθάει να κοιμηθεί, του φέρνει ένα ζεστό και αποτραβιέται στο δωμάτιό της για να κλάψει σιωπηλά. Την πρώτη φορά που παραδόθηκε στ’ αλήθεια
Τ
τον αψινθισμό με τον απλό αλκοολισμό. Το 1874, ένας δημοσιογράφος της «Επιθεωρήσεως των Δύο Κόσμων» σημείωνε: «Πρέπει σήμερα πια να διακρίνουμε τη δηλητηρίαση από το καθαρό α ψέντι, τον λεγόμενο αψινθισμό από τη δηλητη ρίαση από το αλκοόλ, τον αλκοολισμό». Δύο χρόνια αργότερα στην «Εφημερίδα της Κυβερνήσεως», της 1ης Ιουνίου 1876, αναφέρονται τα ε ξής: «Το αψέντι οδηγεί στην επιληψία· ο αψινθισμός όμως διαφέρει από τον αλκοολισμό». Ο Βερλαίν χρησιμοποιεί πιο λυρικούς τόνους: «Αυτό το αψέντι! Τι φρίκη όταν σκέφτομαι το αλλοτινό αψέντι... και το κατοπινό που δεν είναι μακριά, όχι αρκετά μακριά για την αξιοπρέπειά
28/αφιερωμα μου, για την υγεία μου, περισσότερο όμως για την αξιοπρέπειά μου! Αλήθεια με πιάνει φρίκη όταν το σκέφτομαι!» και πιο κάτω: «η κατάχρηση αυ τού του φρικτού πράγματος, του ποτού και μέσα στο ποτό, αυτή η ίδια η κατάχρηση, πηγή τρέλας και εγκλήματος, ηλιθιότητας και ντροπής που οι κυβερνήσεις όφειλαν, αν όχι να απαγορεύσουν (και κατά βάθος γιατί όχι;) τουλάχιστον να φορο λογήσουν αυστηρά: το αψέντι!». Στις 16 Μαρ τίου 1915 ο νομοθέτης θα απαγορεύσει την παρα σκευή και την πώληση του αψεντιού. Γιατί πίνει ο Βερλαίν; Για να ξεχάσει την εξω τερική του ασχήμια, για να ξεχάσει την αναχώ ρηση του Ρεμπώ, το θάνατο της μητέρας του, το
θάνατο του Λυσιέν Λετινουά, τον αποτυχημένο γάμο του. Το ομολογεί: είναι η ζωώδης φύση του που έλκεται από το «φρικτό πράσινο ποτό». Ο άγγελος βρίσκεται αλλού: γράφει τα «Τραγούδια χωρίς λόγια» και με ταπεινοφροσύνη τα σονέτα της «Σωφροσύνης». Παρ’ όλ’ αυτά, όλα είχαν αρχίσει καλά με τη Ματθίλδη. Την είχε γνωρίσει στο σαλόνι του φίλου του Σαρλ ντε Σιβρύ. «Εκεί νο το βράδυ δεν ήπιε, αλλά το αψέντι θα έπαιρνε τελικά σκληρή εκδίκηση, σαν την αρετή που ε γκαταλείπει κανείς». Οι αρραβώνες κράτησαν 14 μήνες, διακόπηκαν εξαιτίας της επιστράτευσης και ο γάμος έγινε τελικά στις 11 Αυγούστου 1870. Ο Βερλαίν τοποθετήθηκε σκοπός στα φρούρια της Βανβ, του Ισσύ και του Μονρούζ, και οι νυ χτερινές σκοπιές τον ξανάφεραν στις παλιές του συνήθειες. Έτσι ο πρώτος καβγάς της νεοσύστα της οικογένειας θα γίνει μετά από μια αργοπορημένη, εξαιτίας του αψεντιού, επιστροφής.
κολούθησε το επεισόδιο με τον Ρεμπώ, είναι Α τόσο γνωστό που δεν χρειάζεται να το υπεν θυμίσουμε1. Κι αυτή η σπαραχτική κραυγή σ’ έ να γράμμα της 4ης Οκτώβρη 1872 προς τον Βίκτωρα Ουγκώ: «Ο εγκαταλελειμμένος είμαι ε γώ...». Η φιλία με τον Λυσιέν Λετινουά, που δεν είχε ούτε ίχνος από την ιδιοφυία του Αρθούρου αλλά ήξερε τουλάχιστον να κάνει καταπληκτικό πατινάζ στις παγωμένες λίμνες των Αρδεννών και τα δύο χρόνια που πέρασε ως καθηγητής της Ιστορίας, της γεωγραφίας και των αγγλικών στο Ίδρυμα της Παναγίας του Ρετέλ, δε θα γαληνέ ψουν καθόλου τον Βερλαίν. Ένας παλιός του μα θητής μάς άφησε αυτή τη μαρτυρία: «Εξάλλου ή ταν ένας καταπληκτικός δάσκαλος, τουλάχι στον το πρωί». Αδιόρθωτος ο γλυκός Λελιάν απόκτησε γρήγο ρα τη συνήθεια, μετά τα πρωινά μαθήματα, στις 10.30 να κατεβαίνει στην πόλη σ’ ένα μικρό καπηλιό «στο μπαρμπα-Μαρτέν». Κι εκεί ρουφούσε τόσα ποτήρια αψέντι που ήταν συχνά ανίκανος να επιστρέψει μόνος του στο κολέγιο. Εννοείται ότι τις μέρες αυτές δεν ήταν σε θέση να κάνει μά θημα το απόγευμα! Έτσι ο διευθυντής αναγκά στηκε σύντομα να του αναθέτει μόνο πρωινά τμήματα και τον Ιούλιο του 1879 «είχε την ευχα ρίστηση να τον αποχωριστεί μια για πάντα». Άλλωστε ο Βερλαίν παραιτήθηκε από μόνος του. Τα τοπία δεν κατάφεραν καθόλου να ζεστά νουν την καρδιά αυτού που τα είχε τόσο ανάγκη. Είναι μια εξήγηση. «Γιατί να πίνει;» γράφει ο Καρκό για τον Βερλαίν. «Η μέθη είναι ένας σκο πός: τα μέσα δεν έχουν μεγάλη σημασία. Με κρασί ή με αψέντι, με όπιο ή με χασίς, το σημα ντικό είναι να εμποτίζεται κανείς απ’ αυτά τα δη λητήρια, για να ξεφεύγει με πιο σίγουρο τρόπο α πό τη νοσταλγία της χαμένης νεότητας, από τις τύψεις για το διαλυμένο σπιτικό, από τη θλίψη της ανήμπορης ύπαρξης, έστω μια μόνο μέρα ευ τυχισμένος». Μέσα στις πολυσύχναστες περιο χές των πρωτευουσών υπάρχουν συνοικίες πιο μυστικές από τις άλλες, πιο ανώνυμες, πιο ευνοϊ κές για τη λήθη της μοναξιάς. Από Μπατινιόλ έ ως τη Ροκέτ, από την αυλή του Αγίου Φραγκί σκου κάτω από τη σήραγγα του τρένου της Vincennes ως τα σοκάκια του λόφου της Αγίας Γενεβιέβης, ο Βερλαίν θα περάσει τα 10 τελευ ταία χρόνια της ζωής του περιφερόμενος από καπηλιά σε νοσοκομεία, από άσυλα ανάρρωσης σε δωμάτια ξενοδοχείων. Το 1887 είναι σίγουρα η χρονιά της βαθύτερης ηθικής και υλικής του κα τάπτωσης. Ομολογεί σ’ ένα γράμμα του στον Βανιέ ότι την ημέρα επιστροφής του στο Μπρουσέ, στις 20 Σεπτεμβρίου 1887, ήπιε πολλά «πράσινα ποτήρια», κι αυτό τον οδηγεί στη δήλωση της 9ης Νοεμβρίου: «Δεν είμαι πότης αψεντιού»! Για να χαρακτηρίσει τον πρόλογό του σε μια επανέκδο-
αφιερωμα/29 ση, το 1890, των «Κρονικών ποιημάτων», θα γρά ψει: «Είναι ένα αψέντι ολότελα νικημένο». Σιγά σιγά στα καφενεία του Καρτιέ Λατέν, στο Κλινί, στον Χρυσό Ήλιο, στο Προκόπ, στον Φραγκίσκο τον Ιο, ο Βερλαίν συγκεντρώνει γύρω του μια καινούρια γενιά νεαρών θαυμαστών: τους Μαντές, Ρικάρ, Λεπελετιέ, Κοπέ διαδέχτηκαν οι: Μορεάς, Τελάστ, Ερνέστ Ρεϊνό, Σαρλ Μορίς, Ραούλ Πονσόν και ο συγγραφέας του «Αψέντι five o’clock»: «Κυρίως το καλοκαίρι που η δίψα σας καθηλώνει/πρέπει να βρείτε μια δροσερή ταράτσα/κατά μήκος των βουλεβάρτων/όπου ξέ ρει κανείς ότι θα βρει το καλύτερο αψέντι,/το α ψέντι αυτό του γιου του Περνώ/και το αγαπημέ νο ποτό/θα σου βάλει την ίδια στιγμή τη χαρά στο κεφάλι/και την επιείκεια στην καρδιά». Το παρίσι έχει εκείνη την εποχή δύο μέρες ό που πνέει η ποίηση: την τραπεζαρία της οδού Ρώ μης και τα καθίσματα του Φραγκίσκου του 1ου, όπου ένας νεαρός Ολλανδός, ο Μπιβάνκ, συνα ντιέται με τον Βερλαίν: «Στο καφενείο του Φρα γκίσκου του 1ου, κατά τις 10 το πρωί, την ώρα που τα καφενεία έχουν ακόμα μια πεζή όψη κα θαριότητας. Το αχνό φως που περνούσε μέσα στη μακρόστενη αίθουσα φώτιζε αμυδρά τη λιπό σαρκη μορφή του ποιητή, που μας περίμενε με το βλέμμα καρφωμένο στο άπειρο. Το πρόσωπό του ήταν μαραμένο και ταλαιπωρημένο. Το μακρύ του πανωφόρι τον έκανε να δείχνει σαν γέρος πλανόδιος τραγουδιστής, που τον είχαν δείρει πολλά χρόνια ο αέρας κι η βροχή· ένα καπέλο
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΝΑΚΡΑΤΖΑΣ
Η ΣΤΕΝΗ ΕΘΝΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΓΓΕΝΕΙΑ ΤΩΝ ΣΗΜΕΡΙΝΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ. ΒΟΥΛΓΑΡΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥΡΚΩΝ
ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΘΡΑΚΗ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
μαλακό και φθαρμένο σκέπαζε το φαλακρό του κρανίο. Μποέμικη φυσιογνωμία που ζει μέσα στο όνειρο...». Ό τα ν επέστρεψε ο Βαλερύ τον είδε σ’ αυτή την κατάστο .η: «Από τις 11 μέχρι τις 12 το πρωί άραγε στο π αω μέρος ενός καφενείου που τέλειωνε, δεν ξέρο /ιατί, σ’ ένα βράχο και έμοια ζε με σπηλιά. Ο F* ρλαίν, ποτέ μόνος, ήταν ορα τός μέσα απ’ τη Η>τρίνα. Τα ποτήρια πάνω στο μάρμαρο σχημά ι j v ένα πράσινο κύμα που έ βγαινε θα ’λεγες .,πό τη σμαραγδένια τσόχα ενός μπιλιάρδου- κι ιταν το μπιλιάρδο η λιμνούλα αυ τού του νυμφαίου2». «Αχ! πίνω για να μεθύσω κι όχι για να πιω» έ γραψε σ’ ένα ποίημά του «Κάποτε και άλλοτε». Αν έπινε δεν ήταν στ’ αλήθεια γι’ άλλο λόγο, πα ρά για ν’ ακούει καλύτερα, ο Βερλαίν, αυτή την αγαπημένη φωνή που είχε πια σωπάσει· μας μι λάει γι’ αυτήν ο Κλωντέλ «ήταν μια φωνή γυναί κας ή παιδιού ή αγγέλου που φώναζε: "Βερλαίν!” μέσα στην ομίχλη».*1
Σημειώσεις 1. Πρόκειται, προφανώς, για το επεισόδιο μεταξύ Βερλαίν και Ρεμπώ στις Βρυξέλλες που έχει μείνει στην ιστορία των γαλ λικών γραμμάτων ως «Το δράμα των Βρυξελλών»: Δυο πυ ροβολισμοί από τον Βερλαίν εναντίον του Ρεμπώ, τραυματι σμός του δεύτερου στο χέρι και αυτεπάγγελτη ποινική δίωξη και καταδίκη του πρώτου (Σ.τ.Μ.) 2. Νυμφαίο: φυσική ή τεχνητή σπηλιά όπου ανάβλυζε μια πη γή, ιερό αφιερωμένο στις νύμφες (Σ.τ.Μ.)
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΝΑΚΡΑΤΖΑΣ Η ΣΤΕΝΗ ΕΘΝΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΓΓΕΝΕΙΑ ΤΩΝ ΣΗΜΕΡΙΝΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ, ΒΟΥΛΓΑΡΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥΡΚΩΝ Το βιβλίο αυτό διατυπώνει την αντίθεση του συγγραφέα στον αυξανόμενο φυλετικό σωβινισμό του βαλκανικού χώρου.
Διατίθεται στα κεντρικά βιβλιοπωλεία της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης
Κεντρική διάθεση: Αθήνα τηλ, 3644284, Θεσσαλονίκη τηλ. 237463
30/αφιερωμα
Τόνυ Καρτάνο
Ένα γνήσιο τζιν, κύριε Λόουρυ
ου φαίνεται ότι όλα έχουν ειπωθεί για το αι θυλικό δράμα που έκανε άνω-κάτω τη ζωή του συγγραφέα τού «Κάτω από το ηφαίστειο». Βιογράφοι και σχολιαστές έδωσαν κάποια κλει διά για να εισχωρήσαμε στις «dense selva» του, το πυκνό δάσος του κόσμου του. Κι ο ίδιος ο Λόουρυ μας πληροφορεί στο «Διασχίζοντας τον «Παναμά» ότι «ό,τι έχει ειπωθεί σχετικά με το ποτό είναι παράλογο». Κι όμως είναι τέτοια η μο ναδικότητα αυτής της εμπειρίας που αξίζει να σταματήσουμε - ακόμα και σύντομα και απο σπασματικά - σε μερικές από τις φλέγόμενες ει κόνες που σημειώνουν τους σταθμούς σ’ αυτήν την πορεία προς τον Γολγοθά· σ’ αυτήν χρωστά με ένα από τα σπουδαιότερα έργα της σύγχρονης λογοτεχνίας. Και πώς να μην αρχίσει κανείς από το θάνατο που τον βρήκε στις 27 Ιουνίου του 1957, σε ηλικία
Μ
48 ετών, σ’ ένα μικρό χωριό του Σάσσεξ. Με α φορμή το θάνατο αυτό, η τοπική εφημερίδα θα έ χει για τίτλο στο πρωτοσέλιδο «Για ένα μπουκά λι, Τζιν»... Εκείνη την εποχή, η γυναίκα τού Λόουρυ, Μάρτζερι, δεν του επέτρεπε παρά μια μικρή μπύρα στην παμπ της γωνίας, λες και θα μπορούσε έτσι να σταθεί φράγμα στο κύμα του ο λοκληρωτικού φυσικού αφανισμού που παρέσυρε τον Λόουρυ. Εκείνο όμως το βράδι ο Μάλκολμ σήκωσε κεφάλι κι αγόρασε ένα μπουκάλι απ’ το αγαπημένο του ποτό. Ο καυγάς που ακολούθησε ήταν τόσο βίαιος που το μπουκάλι έγινε χίλια κομμάτια και το πολύτιμο υγρό χάθηκε για πάντα. Ο Μάλκολμ τότε θύμωσε τόσο που η Μάρτζερι το έσκασε και βρήκε καταφύγιο, για μια νύχτα, στο σπίτι του ιδιοκτήτη της παμπ. Ό ταν επέ στρεψε την άλλη μέρα, βρήκε το πτώμα του ά-
αφιέρωμα131 ντρα της, ο οποίος, μια και δεν είχε τζιν, κατάπιε 50 υπνωτικά χάπια. «Θάνατος από ατύχημα», εί χε συμπεράνει κατά παράδοξο τρόπο ο ανακρι τής, αλλά ποιος θα μπορούσε σήμερα να αμφι σβητήσει το γεγονός ότι επρόκειτο για αυτοκτο νία; Μήπως δεν είχε προσπαθήσει επανειλημμέ να, τους τελευταίους μήνες και χρόνια, να βάλει τέλος στη ζωή του, ωθώντας έτσι ως το τελευταίο της στάδιο τη διαδικασία του ξεπεσμού που είχε ξεκινήσει ήδη από πολύ καιρό; Στα 16 του χρόνια, ο Λόουρυ έπινε ήδη πολύ. Όλες οι μαρτυρίες το επιβεβαιώνουν. Και μπορεί κανείς να τις ξαναδιαβάσει στη βιογραφία του Ντάγκλας Νταίυ. Θα παραθέσω εδώ μια μόνο φράση του Κόνραντ Κνίκερμπόκερ, που κατά τη γνώμη μου αποτελεί ένα από τα καλύτερα πορ τρέτα του συγγραφέα: «Αμετανόητος μέθυσος, αποκληρωμένος κληρονόμος, εξόριστος, στο πε ριθώριο της κοινωνίας, ναυτικός νοσταλγός της θάλασσας, συνθέτης φοξ-τροτ με το κομμάτι, μουσικός που έπαιζε γιουκαλίλι, σταλμένος στις αποικίες με οικονομική ενίσχυση του πατέρα του, συφιλιδόφοβος, αυνανιζόμενος ποιητής, δη μιουργός μύθων και Φάουστ, όλ’ αυτά μαζί». Ό λο το πεπρωμένο του Μάλκολμ Λόουρυ βρίσκε ται σ’ αυτά τα λόγια. Για την ιστορία, ας παραθέ σουμε απλώς, τον επιτάφιο που έγραψε για τον ε αυτό του: «Τη νύχτα ζούσε, τη μέρα έπινε και πέθανε παίζοντας γιουκαλίλι». ο 1933, την εποχή του πρώτου του γάμου με τη Γιαν Γκάμπριελ που έμεινε αθάνατη μέσα απ’ το πρόσωπο της Υβόν στό «Κάτω από το η φαίστειο», ο Μάλκολμ είναι ήδη δέσμιος του οι νοπνεύματος. Άλλωστε το ποτό δεν είναι άσχε το με τα προβλήματα που πολύ σύντομα θα αντι μετωπίσει το ζευγάρι (κυρίως σεξουαλικά) και στα οποία θα υποκύψει το 1936 κατά τη διάρκεια του φοβερού ταξιδιού στο Μεξικό, χώρα των δυ νάμεων του σκότους, χώρα του καταχθόνιου Η φαιστείου. Έχει επίσης ειπωθεί ότι τη μέρα του γάμου του στο Παρίσι, ο Λόουρυ έφτασε τύφλα στο μεθύσι στο δημαρχείο. Εκείνη περίπου την ε ποχή - βρισκόμαστε στο Δεκέμβρη του ’33 - ο Τζέιμς Στερν ένας Ιρλανδός συγγραφέας συνα ντά για πρώτη φορά τον Μάλκολμ Λόουρυ, σ’ έ να μπιστρό φυσικά, να κείτεται στη γη, με την κι θάρα πάνω στην κοιλιά του. Δύο χρόνια αργότερα - ήταν μόνο 26 χρονών - σημαίνει η ώρα της πρώτης θεραπείας αποτο ξίνωσης, στο νοσοκομείο Bellevue της Νέας Υόρκης, όπου ο Λόουρυ πήγε να συναντήσει τον διευ θυντή και φίλο του, τον Αμερικανό ποιητή Conrad Aiken. Στον ψυχίατρο που ασχολείται μαζί του, ο Μάλκολμ δηλώνει χωρίς περιστροφές ότι του αρέσει να είναι αλκοολικός και ότι παρα δίνεται από προμελέτη στο ποτό. Πραγματικά η συνέχεια της ζωής του και του έργου του το α
Τ
ποδεικνύουν περίτρανα - , το αλκοόλ ξυπνούσε πάντα μέσα του ένα μίγμα θαυμασμού και τρό μου. Απ’ αυτή την πρώτη θεραπεία αποτοξίνω σης γεννήθηκε το «Lunar Caustic», η «θεία μεθυ σμένη κωμωδία», όπου το νοσοκομείο μετατρέπεται σ’ ένα είδος καθαρτηρίου αλληγορικής μορφής. Ανακαλύπτουμε ότι η θεραπεία παραμέ νει αδύνατη. Ο Μπιλ Πλανταζενέ, ο ήρωας, βρί σκει ένα μπουκάλι μόλις βγαίνει απ’ το νοσοκο μείο· άρνούμενος στην αρχή τον πειρασμό δεν θα αντισταθεί τελικά καθόλου. Το αποκορύφωμα της δυστυχίας: η υποτροπή θα γίνει μέσα σε μια εκκλησία όπου φαίνεται πως κατέφυγε για να βρει κάποια απίθανη βοήθεια. κολούθησε λοιπόν το Μεξικό, πρώτα με τη Α Γιαν κι ύστερα με την Μάρτζερι, από το 1940 και μετά, η φαινομενική γαλήνη κατά την εδεμική σχεδόν διαμονή στις ακτές του Ειρηνι κού, στο Ντόλαρτον, κοντά στο Βανκούβερ, ό που ο συγγραφέας συνθέτει το σημαντικότερο μέ ρος των διαφόρων παραλλαγών του «Ηφαι στείου», του βιβλίου που τελικά θα τον κάνει διά σημο με την έκδοσή του το 1947. Ό μω ς πριν απ’ αυτό, η ψαράδικη καλύβα κάηκε, παρασύροντας μέσα στις φλόγες εκατο ντάδες σελίδες των ατέλειωτων ακόμα χειρογρά φων. Η κόλαση καταδιώκει τον Λόουρυ: ο κύ κλος της αυτοκαταστροφής πυροδοτείται και πάλι,., 1948: βρίσκεται στο Παρίσι για να επιβλέψει τη
«Θάνατος από ατύχημα» είχε συμπεράνει κατά παράδοξο τρόπο ο ανακριτής, αλλά ποιος θα μπορούσε σήμερα να αμφισβητήσει το γεγονός ότι επρόκειτο για αυτοκτονία;» μετάφραση του «Ηφαιστείου» την οποία είχε αρ χίσει η Κλάρις Φράνκιλον. Το πρωί, γράφει η Φράνκιλον, ο Μάλκολμ είχε νευρικούς σπα σμούς σε τέτοιο βαθμό, που δεν μπόρεσε να ρουφήξει τα πρώτα ποτήρια της ημέρας. Εκείνη την εποχή προσπαθεί να στραγγαλίσει τη γυναίκα του, Μάρτζερι. Τον βάζουν και πάλι στο νοσοκο μείο, στο Βέρνον αυτή τη φορά. «Να πίνει ή να μην πίνει», λέει η Κλάρις Φράνκιλον, αυτό ήταν το πρόβλημα. Έβλεπε κανείς, απ’ τη μια μεριά τον πιο δραστήριο, τον πιο νηφάλιο, τον πιο υγιή άνθρωπο που υπήρξε ποτέ, με ένα σπάνιο φυσικό σφρίγος, με μια ασυνήθιστη δύναμη για δουλειά που μπορούσε να φτάσει μέχρι τον ασκητισμό· κι
32/αφιερωμα απ’ την άλλη μεριά, έβλεπες έναν τρελό, ένα μα νιακό, βορά των δαιμόνων, παίγνιο στα χέρια των κακοποιών δυνάμεων, που αφήνει να τον διώξουν απ’ τους κήπους του κόσμου, παραπαίοντας στο χείλος των αβύσσων που τους περι τριγυρίζουν. Και ο Ντέιβιντ Μάρκσον, ένας Αμερικανός συγγραφέας που γνώρισε καλά τον Λόουρυ κατά τη δεκαετία του ’50 προσθέτει ότι ποτέ δεν είδε το φίλο του να μην είναι μεθυσμένος. Από το 1954 δεν μπορούσε πια να ξυριστεί, ούτε ν’ ανάψει το
«η γυναίκα του έκρυψε όλα τα μπουκάλια με οινοπνευματώδη, που βρίσκονταν στο διαμέρισμα, ο Μάλκολμ όντας υποχρεωμένος όλο το απόγευμα να μείνει μόνος του, ξέσπασε, πίνοντας ένα μπουκάλι λοσιόν για μετά το ξύρισμα» τσιγάρο του, ούτε και να κρατήσει ένα μολύβι για να υπογράψει απλά με τ’ όνομά του. Μια μέρα που ο Μάρκσον και η Μάρτζερι Λόουρυ έκρυψαν όλα τα μπουκάλια με οινοπνευματώδη που βρί σκονταν στο διαμέρισμα, ο Μάλκολμ όντας υπο χρεωμένος όλο το απόγευμα να μείνει μόνος του, ξέσπασε, πίνοντας ένα μπουκάλι λοσιόν για μετά το ξύρισμα. Από κείνη τη στιγμή ο φυσικός και πνευματι κός πόνος, που πάντα ήταν παρών, γίνεται ανυ πόφορος. ο 1955 τό ζεύγάρι είναι στο Λονδίνο και η Μάρτζερι γράφει σ’ ένα γράμμα της στον Ντέιβιντ Μάρκος: «Δεν έχει δημιουργήσει τίπο τα, εδώ κι ένα χρόνο, δε μπορεί να γράψει ούτε ένα γράμμα και χάνει κάθε επαφή με τήν πραγ ματικότητα». Λίγο καιρό αργότερα κάνει στο ψυχιατρείο του Ουίμπλετον οκτώ ηλεκτροσόκ, στα οποία πρέπει να προσθέσουμε και μια θερα πεία με απόμορφίνη. Ο Λόουρυ ομολογεί: «Δι ψούσα τόσο πολύ που ήπια τα ίδια μου τα κάτουρα». Κι η λογοτεχνία μέσα σε όλα αυτά; Κατά πα ράδοξο τρόπο - και παρόλο που μοιάζει φοβερά συνηθισμένο - ε! λοιπόν, δεν την εγκαταλείψα με ούτε λεπτό. Γιατί δε χρειάζεται να πει κανείς ότι για τον Λόουρυ το γράψιμο και το αλκοόλ ή ταν σε όλα τα σημεία ϊης διαδρομής του άρρη κτα συνδεδεμένα. Σπρωγμένος από ένα αιώνιο
Τ
σύμπλεγμα καταστροφής, ο Λόουρυ έκανε τη ζωή του μια αληθινή αλληγορία της λογοτεχνίας, της οποίας η μεταφυσική σημασία αποδεικνύεται από το: «καθετί είναι συμβολικό» - του «Ηφαι στείου». Η κόλαση, οι δαίμονες του αλκοόλ απαντούν στην ατέρμονη αναζήτηση του χαμένου παραδεί σου. Στο ξεκίνημα υπάρχει το Λάθος. Κι αυτό το συναίσθημα ενοχής συνοδεύεται από μια βασανι στική εντύπωση απομόνωσης, θεμελιακής μονα ξιάς. Ο Λόουρυ έκανε 10 χρόνια για να γράψει το «Κάτω από το ηφαίστειο» και 10 χρόνια για να το ξεφορτωθεί, για να πεθάνει απ’ αυτό. Τα βιβλία που ακολούθησαν «Σκοτεινός σαν τον τάφο» και «Ταξιδεύοντας προς το νησί της Γκαμπριόλα», είναι θύματα μιας επανάληψης των έμμονων ιδεών και Των φαντασιώσεών του που επέτρεψαν να δημιουργήσει το αριστούργη μά του. Βέβαια τα πράγματα είναι πολύ πιο πολύ πλοκα - δε μας φτάνει ο χώρος που διαθέτουμε για να το πούμε αυτό - αφού, σύμφωνα με κά ποια συσσωρευτική λειτουργία, είναι το κουλούριασμα γύρω από το «Ηφαίστειο» που θα δη μιουργήσει ένα πραγματικό έργο φαντασίας που αυτοκαταστρέφεται. Το παρακάτω απόσπασμα από την καταπληκτική νουβέλα «Διασχίζοντας τον Παναμά» θα δώσει μια πιο συγκεκριμένη ει κόνα αυτής της δημιουργικής παράνοιας: «Αυ τός ο κύριος που έχει τρομώδες παραλήρημα, δεν είμαι εγώ, ειρήσθω εν παρόδιο ότι όλα όσα έ χουν ειπωθεί σχετικά με το ποτό είναι παράλογά. Έπρεπε ν’ αρχίσω απ’ την αρχή, να μιλήσω για τη σύγκρουση, γι’ αυτή την καταλυτική θλίψη που μπορεί να οδηγήσει στη συμμετοχή, στην τραγικότητα της ανθρώπινης μοίρας ή στην αυ τογνωσία, στην πειθαρχία. Η σύγκρούση έχει πρωταρχική σημασία. Τζιν με χυμό πορτοκα λιού* νά το καλύτερο φάρμακο κατά του αλκοο λισμού, του οποίου η πραγματική αιτία είναι η α σχήμια, η αποπροσανατολιστική στειρότητα της ύπαρξης όπως αυτοί μας την πουλάνε. Διαφορε τικά θα ήταν απλή και καθαρή λαιμαργία». Ιδού η λίθος-σκόπελος ελλείψει της φιλοσοφι κής λίθου: για τον Λόουρυ* το αλκοόλ ήταν ταυτόχρονα όργανο γνώσης, καβαλιστική τελετουρ γία και παράγων καταστροφής. Ας θυμηθούμε τή φράση του «Ηφαιστείου» όπου ο Πρόξενος μιλά ει για το «αιώνιο μυστήριο». Η διαλυμένη συνεί δηση μπορεί να γίνει το προνομιούχο μέσο για να καταφέρει κανείς να φτάσει την ενότητα πριν απ’ to Λάθος; Σ’ αυτή τη βασική ερώτηση, ο Μάλκολμ Λόου ρυ προσπάθησε με όλες του τις δυνάμεις να δώ σει έστω και τήν αρχή μιας απάντησης, εμπι στευόμενος στη γραφή τιγφροντίδα της πόλης ε νάντια στο χάος της ύπαρξης. Εκεί δε βρίσκεται τελικά το πεπρωμένο των μεγάλων συγγραφέων καθώς και το ίδιο τό νόημα της Λογοτεχνίας; □
αφιερωμα/33
Ζαν Πλυμιέν
Αναζητώντας τη χαμένη ανάσα Το έργο τού Προυστ δεν είναι παρά μια κρίση άσθματος που αναπτύσσεται μέσα σε χιλιάδες σελίδες;
« Τ ) ρίσκομαι μέσα σε μια φρικτή κρίση άσθμαJ D τος. Ο θόρυβος των ρόγχων μου σκεπάζει το θόρυβο της πένας μου και του μπάνιου που κά νει κάποιος στον επάνω όροφο... Αυτές οι καθη μερινές κρίσεις που διαρκούν ως το βράδυ κι ό ταν τελειώνουν με αφήνουν, αυτήν την εποχή ό που κανένα ρεύμα αέρος δεν το διαλύεν,μέσα σ’ ένα σύννεφο καπνού όπου θ’ αρνιόσαστε μπεί τε, σας τ’ ορκίζομαι, όπου θα σας περιμένουν μό νο τα δάκρυα κι ο βήχας... Εγώ που δε μπορώ' να πλησιάσω ένα λουλούδι χωρίς να υποκύψω α μέσως σ’ ένα χείμαρρο φτερνισμάτων...». Ο Προυστ ασθματικός: Τα γεγονότα είναι γνω στά, τόσο γνωστά μάλιστα, που η θύμησή τους, ύστερα από τόσους βιογράφους, συγγραφείς απο μνημονευμάτων, γιατρούς, κριτικούς, νεο-κριτικούς, ψυχοκριτικούς, προκαλεί την κάπως δυ σάρεστη αίσθηση του ήδη λεχθέντος. Η πρώτη κρίση δύσπνοιας, στα εννιά του χρόνια, το 1880, μετά από μια οικογενειακή βόλτα στο δάσος της Βουλώνης, μπήκε στη φιλολογική παράδοση, ό πως μπήκε στην ιστορική παράδοση ο χιονοπό λεμος στο κολλέγιο Brienne. Καθώς η ιατρική ε κείνης της εποχής είναι ανίκανη να κάνει κάτι για να τον ανακουφίσει, ο Προυστ αμύνεται όπως μπορεί. Αποφεύγει τις προκλήσεις της ημέρας, κάνει νυχτερινή και μοναχική ζωή, επενδύει με φελλό το δωμάτιό του στη λεωφόρο Haussman 1021.
Σελέστ περιέγραψε αυτό το δωμάτιο, πάντα ερμητικά κλειστό, που φωτιζόταν μόνο από μια μικρή λάμπα κομοδίνου, και όπου ο Προυστ, σχεδόν πάντα κρεβατωμένος, τυλιγμένος στα μακριά του σώβρακα και τις φανέλες του από μαλλί των
Η
34/αφιερωμα Πυρηναίων, έδινε τη μάχη κατά των κρυολογημάτων, κατά του θορύβου και κυρίως κατά της σκόνης, «της φρικτής σκόνης». Το σημαντικότερο του φάρμακο για το ά σθμα: οι εισπνοές. Ένα κερί καίει συνεχώς, ένα κερί με το οποίο ο Προυστ μπορεί κάθε στιγμή, ν’ ανάψει ένα κομμάτι χαρτί για να κάψει, μέσα σ’ ένα πιατάκι, λίγη απ’ τη σκόνη Legras, την οποία προμηθευόταν η Σελέστ απ’ το φαρμακείο της γωνίας των οδών Seze και Vignon. Το έργο του γράφεται σ’ αυτό το δωμάτιο ενός αρρώστου, σ’ αυτό το καπνισμένο ιερό απ’ όπου καμιά φορά, αργά το βράδυ και μετά από πολλή προετοιμασία, ο Προυστ ξεπροβάλλει για να βγεί στον κόσμο, κυνδινεύοντας να πληρώσει το σκα σιαρχείο του με πολλές ώρες βήχα. Μένει μόνο να εξετάσουμε αν το έργο πηγάζει απ’ το άσθμα. ια κάποιο γιατρό Ριβάν η σχέση αυτή ήταν αναμφίβολη. Έγραφε λοιπόν το 1945:2 «Για κάποιον υγιή άνθρωπο μια τριανταφυλλιά είναι απλώς μια τριαντα Γ φυλλιά. Για τον Προυστ η τριανταφυλλιά είναι μια κρίση άσθματος». Δηλαδή η παρα μικρή μυρωδιά, το πιο ανεπαίσθητο ρεύμα αέρος είναι γι’ αυτόν προμήνυμα οδύνης και συνάμα το ξεκίνημα μιας αναζήτησης, της αναζήτησης του χαμένου για πάντα χρόνου του χρόνου της πρώτης παιδικής ηλικίας, όταν μπορούσε να πλησιάσει άφο βα τα λουλούδια, τα φρούτα, τα κλαδιά και τα φορέματα, όταν μπορούσε να χρησιμο ποιήσει τις αισθήσεις του ατιμώρητα. Από την άποψη αυτή, δεν υπάρχει τίποτα - ακόμα και η έλξη που νιώθει για τα «ονόματα των χωρών» - που να μην ανάγεται στην παθολογία του ασθματικού. Μή πως δεν διαβάζουμε στις πρώτες σελίδες του «Η μεριά του Guermantes» ότι: «το όνο μα του Guermantes εκείνης της εποχής είναι επίσης σαν ένα απ’ αυτά τα μπαλόνια που τα γεμίζουν με οξυγόνο ή με άλλο αέριο: όταν καταφέρνω να το σπάσω, ελευθερώνον τας ό,τι περιέχει, αναπνέω τον αέρα του Combray, της συγκεκριμένης χρονιάς, της συγκεκριμένης ημέρας, ανακατεμένο με μια μυρωδιά λευκάκανθας που την αναταρά ζει ο άνεμος της γωνίας της πλατείας... ». Όσο για τον ιδιαίτερο ρυθμό της Προυστικής φράσης: «είναι ακριβώς ο ρυθμός της ασθματικής κρίσης. Το να λέει κανείς ότι ο Προυστ γράφει όπως αναπνέει δεν είναι λόγια κενά περιεχομένου, αλλά η αυστηρή αλήθεια. Ο ρυθμός της φράσης του Προυστ είναι το λογοτεχνικό αποτέλεσμα της πιστής καταγραφής μιας κρίσης δύσπνοιας». Ό πω ς κάθε θέση ορθά τεκμηριωμένη, έτσι κι η θέση του γιατρού Ριβάν, χάρη στην εσωτερική της συνοχή και στην προσεκτική επιλογή αποσπασμάτων, επιβαλλόταν σαν αναμφισβήτητη σ’ εκείνους που αποδέχονταν τα βασικά της αξιώματα. Απλουστευμένο στην πιο απλή του έκφραση το «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» συνάγεται ολόκληρο από νοσηρά κατάβαθρα. Ή ταν μια κρίση άσθματος που αναπτύχθηκε μέ σα σε χιλιάδες σελίδες. Πιο λεπτή, πιο πλούσια, η προσέγγιση του Painter θα είναι κι αυτή, παραδόξως, εξίσου απλουστευτική. Επειδή το άσθμα αναγνωρίσθηκε, στο μεταξύ, ως ψυχοσωμα τική αρρώστια, η κρίση δύσπνοιας γίνεται το μέσο που επινοεί υποσυνείδητα ο μικρός Μαρσέλ για να απαιτήσει την παρουσία της μητέρας του, να διεκδικήσει την αγάπη της, να εξασφαλίσει το βραδινό του φιλί. «Παραλίγο να πούνε, διαμαρτύρεται η Σε λέστ, ότι είχε εφεύρει το άσθμα του, στην αρχή με την αθώα πονηριά των παιδιών για να μονοπωλήσει τη μητέρα του, κι ύστερα, στη συνέχεια, για να γίνει ενδιαφέρων στα μάτια του κόσμου ».
αφιερωμα/35
Μαρσέλ Προυατ. Σχέδιο Ζακ-Εμίλ Μπλανς
Δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε τη Σελέστ για την άγνοια που δείχνει σχετικά με τη συμβολή της ψυχανάλυσης στις φιλολογικές επιστήμες. Αλλά δεν μπορούμε επί σης ν’ αγνοήσουμε την αφελή της διαμαρτυρία. Το Έργο του Προυστ, που ολοκληρώ θηκε παρά το άσθμα, πολύ περισσότερο διατηρεί την πρωταρχική του σημασία. □ *1 Σημειώσεις 1. Αυτό το δωμάτιο υπάρχει ακόμα, χωρίς βεβαίως φελλό και τα ίχνη του Προυατ (το κτίριο είναι η έδρα μιας Τράπεζας). Το διαμέρισμα αυτό κατοικήθηκε απ' τον Προυστ απ' το 1906 ως το 1919, οπότε κι αναγκάστη κε, ελλείψει οικονομικών μέσων, να το εγκαταλείψει για να μετοικήσει στην οδό Hamelin. Ή ταν γι' αυτόν μια αληθινή καταστροφή που συντόμεψε, ίσως, τη ζωή του. 2. «Η επίδραση του άσθματος στο έργο του Μαρσέλ Προυστ» του Georges Rivane, εισαγωγή του Henri Mondor, Nouvelle Edition, Παρίσι 1945. Αυτό το βιβλίο μοιάζει να έχει ξεχαστεί εντελώς. Δεν υπάρχει στη βιβλιογραφία του Painter, όπως ούτε κι ένα σύντομο κι ενδιαφέρον δοκίμιο του Robert Debre πάνω στο ίδιο θέμα με τίτλο «Marcel Proust, οι ύπνοι του και τα ξυπνήματά του».
36/αφιερωμα
Ζεράρ-Ζωρζ Αεμαίρ
Μπάροουζ Έ νας πολύ ήσυχος ναρκομανής Μεταξύ ναρκωτικών και θεραπείας αποτοξίνωσης, ο συγγραφέας του «Γυμνού συμποσίου» κατακερμάτισε το συντακτικό, διέγραψε τις λέξεις, αναζήτησε τα ιερογλυφικά της σιωπής και έμαθε ν’ αναπνέει αθόρυβα ραμμένο με την παρότρυνση του Τζακ Κέρουακ ο «Zunky», το πρώτο μυθιστόρημα Γ του Ουίλιαμ Μπάροουζ, που εκδόθηκε με το ψευδώνυμο William Lee, όνομα ενός μελλοντικού φανταστικού του ήρωα, δεν είναι απλά και μόνο μια αυτοβιογραφία. Ο ήρωας είναι χωρίς αμφιβολία ο αφηγητής ή ακόμα μεταφορικά τα ναρκωτικά, αλλά προπαν τός ο ήρωας εκπροσωπεί το σύστημα, την κυκλοφορία και όπως το επισημαίνει ο συγ γραφέας στην εισαγωγή του, τον «τρόπο ζωής». Πρόκειται για μια οικονομία, με την έν νοια ότι η δηλητηρίαση ορίζεται ως «η άλγεβρα της ανάγκης» που προκαλεί μια βαθιά αλλαγή των κοινωνικών κανόνων, των ανταλλαγών και του στυλ, για να μη μιλήσουμε για τις βιολογικές μεταμορφώσεις. Η διαφορά ανάμεσα στον «Zunky» και το «Γυμνό συμπόσιο», έγκειται αποκλειστικά στην προοπτική της γραφής. Πράγματι ο Μπάροουζ γράφει το ίδιο βιβλίο (καμιά φορά εμφανίζονται τα ίδια πρόσωπα με διαφορετικά ονόμα τα, υποδηλώνοντας το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο ανήκε ο Μπάροουζ τη δεκαετία του ’40 στη Ν. Υόρκη), όμως, αυτή τη φορά αντιμετωπίζει την τοξικομανία σαν εσωτερι κή εμπειρία, δηλαδή σαν νοητική οικονομία. Ο επιθεωρητής Λη, της Nova Police, κάνει επιχειρήσεις και στις δύο σφαίρες ταυτόχρο να, με την ιδιότητα του διφορούμενου πράκτορα που λειτουργεί συμβολικά μεταξύ φα νταστικού και πραγματικού. Ο Ουίλιαμ Λη δεν είναι πια απλώς ο συγγραφέας, αν υπήρξε ποτέ, αλλά ο συγγραφέας που έγινε υποκείμενο και αντικείμενο μιας ανάλυσης in vivo. Το ότι ο Μπάροουζ διάλεξε για κεντρικό πρόσωπο τον «Τζάνκυ» δεν είναι κάτι απροσ δόκητο, αφού κατεβαίνει μέχρι τα πιο χαμηλά κοινωνικά στρώματα για να επιχειρήσει μια πολύ συστηματική έρευνα για το δίκτυο των ναρκωτικών και των χαρακτηριστικών συμπτωμάτων του κάθε προϊόντος. Το έργο του «Τα γράμματα του Yage» παίρνει ταυτό χρονα τη μορφή μιας αναζήτησης του απόλυτου και μιας επιστημονικής έρευνας. Αυτές οι επιστολές, που απευθύνονται στον Άλλεν Γκίνσμπεργκ, αποτελούν τις σημειώσεις του από ένα ταξίδι που είχε σαν στόχο την ανακάλυψη των αποτελεσμάτων του bannisteria caapi, του yage των Ινδιάνων της Κολομβίας.
αψιερωμα/37 ^ εκινώντας απ’ τη γνώση που παίρνει απ’ όλα αυτά τα πειράματα, ο Μπάροουζ καταφέρνει να χτίσει τη θεωρία ενός γενικού μοντέλου. Στο τέλος του περίπλου του στον κόσμο των ναρκωτικών δηλώνει: «Στη γραφή μου δρω σαν γεωγράφος, σαν εξερευνητής των ψυχικών ζωνών... σαν κοσμοναύτης του εσωτερικού κόσμου και δεν βλέπω σε τι θα χρησίμευε η εξερεύνησις ορισμένων ζωνών που έχουν ήδη λεπτομερώς μελετηθεί.» Αντιμετωπίζει λοιπόν το σύνολο των ανθρώπινων συμπεριφορών σαν ένα κλειστό πε δίο εξαρτήσεων και σαν καθαρά μαθηματικά, των οποίων η έλλειψη είναι το κλειδί. Όλο το πρόβλημα λοιπόν έγκειται στην αναζήτηση των μέσων που οδηγούν στα ίδια αποτελέ σματα, χωρίς όμως τη χρήση ουσιών που επιφέρουν υποδούλωση. Για να το κάνει αυτό, φαντάζεται κάποιο είδος πανεπιστημίου όπου οι φοιτητές θα εκπαιδεύονταν στις τεχνι κές εκείνες που θα τους επέτρεπαν να φτάσουν σε μια ολοκληρωμένη γνώση των ψυχι κών μηχανισμών. «Προτείνω την ίδρυση ακαδημιών όπου η διεύρυνση του πεδίου της συ νείδησης θα είναι δεδομένη· οι νέοι θα μάθαιναν να απογειώνονται, να μαστουρώνονται και να μένουν μαστουρωμένοι. Θέλω να πω "μαστουρωμένοι” τόσο "ψηλά” όσο και ο Αφέντης Ζεν, όταν το βέλος του φτάνει το στόχο στο κέντρο ακριβώς του μαύρου κύ κλου, τόσο ψηλά όσο και ο δάσκαλος του καράτε όταν σπάει ένα τούβλο με την κόψη του χεριού του, τόσο "ψηλά” όσο και οι μυστικοπαθείς χριστιανοί που υψώνονται μυστηριακά στον αέρα (...) Μπήκαμε στην εποχή του χώρου. Ήρθε η ώρα να δούμε και να κοι τάξουμε πιο μακριά απ’ όσο μας επιτρέπει η άκρη των κυαλιών αυτού του ανισόρροπου ραδιενεργού πλανήτη που διαφθείρεται απ’ τους μπάτσους, ήρθε η ώρα να κοιτάξουμε και να δούμε πιο μακριά από το ζωώδες σώμα». υτή την ακαδημία ο Μπάροουζ την πραγματοποιεί μόνο στο έργο του. Παρ’ όλ’ αυ τά παραμένει γερά σκελετωμένη καθώς παρουσιάζεται σαν μια θεραπεία αποτο Α ξίνωσης. Η «Απομορφίνη» του χρησιμεύει ως απόλυτο σημείο αναφοράς τόσο από μια ιατρική οπτική γωνία, όσο και από μια μυητική οπτική γωνία. Πράγματι, η διδασκαλία που έγινε χάρη σ’ αυτή τη «θεραπεία» δεν αφορά μόνο το πρό βλημα των ναρκωτικών: η ίδια η κοινωνία θεωρείται σαν ένας καταναγκασμός και είναι επιτακτική ανάγκη να μάθει κανείς να απελευθερώνεται απ’ την κυριαρχία της. Έχει συ χνά τη μορφή μιας «ελεγκτικής μηχανής», όπως για παράδειγμα στο «Σταυρωτό έργο» ή στην «Ηλεκτρονική επανάσταση». Έτσι ο συγγραφέας φανταστικών έργων δεν παίζει πια έναν ηθικό ή πολιτικό ρόλο (με την έννοια της στράτευσης) αλλά ένα ρόλο όμοιο με θεραπεία με απομορφίνη: επιχειρεί να εκπληρώσει τα καθήκοντα του «ρυθμιστή του μεταβολισμού και των ψυχικών λει τουργιών». Αν ο Μπάροουζ πιστεύει ότι το «αντίδοτο θα ήταν (...) ένας επαναπρογραμματισμός του νευρικού περιβάλλοντος του ανθρώπου» που θα εκδηλωνόταν με μια ριζική ηλεκτρο νική επανάσταση, καταλήγει στον ορισμό μιας γλωσσικής έννοιας την οποία χαρακτηρί ζει «ιό». Θεωρεί τη λέξη ένα ζωντανό οργανισμό που εισχωρεί στο ανθρώπινο σώμα για να κατοικήσει εκεί ως παράσιτο. Η εφαρμογή των «λογοτεχνικών μεθόδων της Lady Sutton Smith» δηλαδή του cut-up (κινηματογραφικό μοντάζ) που εφεύρε ο Brian Gysin, του fold-in (διπλώματος), αλλαγών θέσεων, του μοντάζ σε μαγνητόφωνο κλπ. έχει σαν σκοπό τη διακοπή των «συνειρμικών γραμμών» και τη δημιουργία ιερογλυφικών κειμέ νων, ξεφεύγοντας έτσι από την «αυτόματη σχέση με τη λέξη». Οι μεθόδοι αυτές επιτρέ πουν την παραγωγή γραπτών λέξεων που συνδέονται με εικονικούς συνδυασμούς, πικτογράμματα μιας άγνωστης ακόμα γενιάς. Ο χειρισμός και η επεξεργασία τους χρησιμεύ ουν στη χαλάρωση των σφιγκτήρων της γλώσσας και στην αναπήδηση του ανείπωτου: «Τώρα ακούστε αυτό. Οι λέξεις έσβηναν. Γκρίνιαζαν, κλαψούριζαν, αλυχτούσαν, σαν να ήταν οι λέξεις υπό αμφισβήτηση και σαν να ήταν υποχρεωμένες να φανερώσουν την κρυμμένη τους σημασία». Αναζητώντας τα «ιερογλυφικά της σιωπής», «σβήνοντας τις λέξεις», αποσυνδέοντας το συνταχτικό κύκλωμα, μαθαίνοντας να αναπνέει κανείς αθόρυβα, σαν τα ψάρια, ανα καλύπτοντας το μυστικό μιας θεραπευτικής και λυτρωτικής γραφής, ο Ουίλιαμ Σ. Μπά ροουζ εγκαθιστά το έργο του μέσα στη χασμωδία που χωρίζει τον άνθρωπο, αυτό «το ζώο που δένει το χρόνο» από τη γλώσσα του για να βεβαιώσει ότι υπάρχει μια μορφή επικοι νωνίας που δεν θα αλλοτριωθεί πια πάνω σ’ αυτόν τον «πλανήτη που βασίζεται στο "λόγο” ».
38/αφιερωμα
Υμπέρ Ζουέν
Η νύχτα θα είναι μαύρη και άσπρη
Οι γιατροί θεωρούσαν τον Νερβάλ τρελό· οι παραισθήσεις του έφταναν μέχρι την απώλεια της ταυτότητάς του’ είχε γράψει κάτω από μια φωτο γραφία του βγαλμένη από τον διάση μο Ναντάρ: «Είμαι ο Άλλος»______
νας άνθρωπος ξεγυμνωμένος από τον άνεμο των δρόμων. Ένας συνοδοιπόρος των ά στρων με παράξενα βιβλία στις τσέπες του. Ο Νερβάλ. Μεθούσε με το αληθινό κρασί, αλλά και με το κρασί της φαντασίας. Απόγονος κάποιου Ρωμαίου αυτοκράτορα με τη χάρη των ονειροπο λήσεων. Ερωτευμένος μέχρι να σπάσει η καρδιά του. Ο Αλέξανδρος Δουμάς είπε κάπου για τον Νερβάλ ότι στα μάτια των παιδιών φαντάζει ως «άνθρωπος των παραμυθιών», γιατί είχε βάλει τον Ρήνο και τις παραδόσεις του μέσα στο νου του. Ή ταν ένα πρόσωπο που το βήμα του ρύθμι ζαν παράξενες μουσικές και που γνώριζε αινιγ ματικά μυστήρια. Έγραφε τόσο θαυμαστά που που δημιούργησε μια ολόκληρη χώρα: τη Βαλουά, αυτή που φωτογράφισε αργότερα η Ζερμαίν Κρουλ, για τις εκδόσεις Firmin-Didot. Ακο λούθησε τα ίχνη του Ρουσώ στο φάντασμα της Ερμενοβίλ. Μας έδωσε τη Σύλβια, ύστερα την Αγγελική, που μας γοητεύουν· κάλεσε την Παν δώρα που μας αναστατώνει· δημιούργησε την Αυρηλία που μας τρομάζει. Δεν είχε παρά να κλείσει τα μάτια και βρισκόταν στην Ανατολή.
Ε
Ο Ζεράν ντε Νερβάλ ήταν τρελός; Πώς να α παντήσουμε; Είχε περάσει ζωντανός τις πύλες α πό κόκαλο κι ελεφαντόδοντο που, όπως φαίνεται χωρίζουν το «αυτό» από το «εκείνο». Ποιο «αυ τό» και ποιο «εκείνο»; Ο Ρεμπώ θα ξαναπεί τα ίδια λόγια: ένα τζαμί στη θέση ενός εργοστασίου, κλπ... Και ο Νερ βάλ: «Το όνειρο είναι μια δεύτερη ζωή». Πιο κά τω: «Οι πρώτες στιγμές του ύπνου είναι η εικόνα του θανάτου». Και παρακάτω: «Μας ανοίγεται ο κόσμος των Πνευμάτων». Έρχεται λοιπόν η δο ξαριά, το άνοιγμα στο μυστήριο της νύχτας, η ο μολογία της καρδιάς που παραλογίζεται: «Μια γυναίκα που αγαπούσα χρόνια και που θα την ο νομάσω Αυρηλία, χάθηκε για μένα». Μια γυναί κα; Ό χι, πολλές, που συγχέονται: η κυρία ντε Φωσέρ, φυσικά- η Τζένυ Κολόν, οπωσδήποτε· σί γουρα η Μαρί Πλεγιέλ· και αυτή η Ελέν ντε Μέκλεμπουργκ (που είχε κατακτήσει τον Ουγκώ), δούκισσα της Ορλεάνης, την οποία έστεψε με μια «Χίμαιρα». Κι ακόμα η μητέρα του, που πέθανε στην εκστρατεία της Γερμανίας, τον καιρό των αυτοκρατορικών πολέμων και που έμοιαζε
αφιερωμα/39 με μια γκραβούρα που είχε τον τίτλο «Η σεμνότης» και ακόμα μια άλλη, διαφορετική, πραγμα τική, αλλά μιας επινοημένης πραγματικότητας, με το βάρος που είχε ένα αμυδρό φως πάνω από τις σκεπές· η ίδια η τρέλα. Εάν υπάρχει τρέλα. Από την άποψη της Ιστορίας, που ζυγίζει τα γε γονότα με την ευαίσθητη ζυγαριά των πιστοποιη τικών, ο Νερβάλ είχε την πρώτη σοβαρή κρίση στις αρχές του 1841. Καθιστά αναγκαίο τον ε γκλεισμό του σ’ ένα νοσοκομείο εξειδικευμένο, το οποίο διηύθυνε η κυρία ντε Σαιν-Μαρσέλ. Ύ στερα από μερικές ημέρες σύντομης ανάπαυλας, τον Μάρτιο του 1841, νοσηλεύεται μέχρι το Νο έμβριο, στην κλινική του Δρ. Εσπρί Μπλανς. Υ ποτροπή το 1849: τον αναλαμβάνει πάλι ο Δρ. Οσαντόν. Ύστερα καταφεύγει στην κλινική του Δρ. Λέι. Το 1850 τον αναλαμβάνει πάλι ο Δρ. Οσαντόν. Το 1851, ο Νερβάλ πέφτει σ’ έναν δρόμο της Μονμάρτης και αρρωσταίνει για τρεις μήνες. Το 1852, του γίνεται θεραπεία για ερυσίπελας (του οποίου η προέλευση είναι, χωρίς αμφιβολία νευρικής φύσεως): θα νοσηλευθεί για τρεις βδο μάδες σχεδόν στη δημοτική κλινική Ντυμπουά, στη συνοικία του Σαιν-Ντενί. Θα επιστρέψει στο ίδιο ίδρυμα το 1853. Στις 26 Αυγούστου της ίδιας χρονιάς εισάγεται επειγόντως στο νοσοκομείο της Σαριτέ. Η διάγνωση είναι σαφής: φρενοβλάβεια. Ο κύκλος της κολάσεως συνεχίζεται: από τη Σαριτέ μεταφέρεται στην κλινική του Εμίλ Μπλανς (γιου του Εσπρά) στο Πασί. Εκεί μένει από τον Αύγουστο του 1853 μέχρι το Μάιο του 1854. Τον Αύγουστο του 1854, η κατάστασή του καθιστά αναγκαίο τον εκ νέου εγκλεισμό του: α πό τον Αύγουστο μέχρι τον Οκτώβριο. Βγαίνει α πό την κλινική και πηγαίνει να μείνει στο σπίτι της θείας του, της κ. Λαμπρινί, που κατοικούσε στην οδό Ραμπυτώ (γνωρίζουμε τα λόγια του Νερβάλ: «Η νύχτα θα είναι μαύρη ΚΑΙ άσπρη», — αυτή η φράση είναι από την εποχή των έξαλ λων ημερών). Θα κάνει κι άλλα ταξίδια. Μετά, στις 25 Ιανουάριου του 1855, δανείζεται επτά δε κάρες από τον Ασελινώ και φεύγει προς αναζή
τηση του Ουσέ, γιατί έχει διάφορα σχέδια για το θέατρο. Το βράδυ, γευματίζει πάμφθηνα σ’ ένα ταβερνάκι της κεντρικής αγοράς, κάνει παγω νιά· 18° υπό το μηδέν! Το Παρίσι είναι σκεπα σμένο με χιόνια. Τον βρίσκουν κρεμασμένο σ’ έ ναν φανοστάτη, στην οδό της Vieille-Lanterne, την αυγή της 26 Ιανουάριου. Ιδού το επίγειο πε πρωμένο ενός «αρρώστου». Απομένει ο ποιητής - και αυτή η ιστορία της «ψυχής» που δε θα ’ταν σωστό ν’ αρνηθούμε. Ε πικαλούνταν τη μαρτυρία του Σαρλ Νοντιέ που έκανε θεραπεία «λογικής» για να γλιτώσει α πό τα βάραθρα. Ο Νερβάλ εγκατέλειψε τον εαυτό του, έτσι, σαν να ’παίζε, με τις αδυσώπητες θεό τητες. Είχε διαβάσει ολόκληρες βιβλιοθήκες μέχρις αλλοφροσύνης. Είχε βάλει τον εαυτό του στο περιθώριο με παγερή κομψότητα. Είχε δώσει μια στροφή στη λογοτεχνία όταν κανείς συναντή σει τον άλλον του Εαυτό. Συνάντησε τον άλλον του Εαυτό και πλήρωσε την τιμή. Ο Γκαίτε είχε πει ότι αγαπούσε στο ε ξής τον Φάουστ του, γιατί τον είχε διαβάσει στα γαλλικά, στη μετάφραση του Νερβάλ. Τον οποίο Νερβάλ, τον φανταζόμαστε με ευκολία ανάμεσα στους συνδαιτημόνες του φαντασιογράφου Χόφμαν, όταν η φλόγα του ποντς φωτίζει τους Αδερ φούς του Αγίου Σεράπιου. Ο Νερβάλ, με τις πι ρουέτες του Ζαν-Πολ, διασχίζει τα «Ελιξίρια του Διαβόλου». Το αποτέλεσμα είναι ότι δεν μπορού σε καθόλου να συμβιβαστεί με το πραγματικό, έ τσι όπως το εκφράζουμε με το λόγο. Έμεινε ανί κανος, ως εκείνη την απαίσια αυγή, να συμβιβα στεί μ’ αυτόν τον πραγματικό πεζό λόγο. Βέβαιο είναι πως από την τρέλα του (άλλη μια φορά: αν υπάρχει τρέλα!) έφτιαξε ένα ασύγκριτο αριστούργημα (έτσι απλά). Αντί να περιοριστεί από τη μανιακή παραλυσία, άφησε τον εαυτό του ν’ ανοιχτεί ως το πιο λεπταίσθητο παραλήρημα. Και τελικά, θέτει υπό κατηγορίαν, όλους εμάς, κι εμάς στιγματίζει. Έφερε το ανείπωτο στο φως. Αυτό το φως είναι μαύρο: να γιατί λάμπει τόσο που τίποτα δεν μπορεί να το θαμπώσει. □
40!αφιέρωμα
Ιζαμπέλ Πορσέ
Μ ωπασάν Συφιλιδικός και αιθερομανής, ο Μωπασάν έβλεπε συχνά το Ά λλο του Εγώ να κάθεται απέναντι του «'Τ~? χω σύφιλη, επιτέλους αληθινή σύφιλη, όχι άθλια βλεννόρροια, ούτε αστική έρπη, t - ι όχι, όχι, έχω τη σπουδαία σύφιλη, αυτή από την οποία πέθανε ο Φραγκίσκος ο 1ος. Κι είμαι περήφανος γι’ αυτό, ω συμφορά, και περιφρονώ επιπλέον όλους τους α στούς. Αλληλούια, έχω σύφιλη, άρα δεν φοβάμαι πια μήπως κολλήσω», θριαμβεύει ο Μωπασάν σ’ ένα γράμμα χρονολογούμενο απ’ το Μάρτιο του 1877. Εκείνη την εποχή είναι ήδη διάσημος. Σε ηλι κία 27 χρονώ δουλεύει μανιωδώς· αγαπάει τις γυ ναίκες και τις θυελλώδεις σχέσεις· ταξιδεύει πο λύ· είναι ρωμαλέος αθλητής με εξαιρετικά φυσι κά προσόντα, κάνει πολλά σπορ· μεθάει και πα ραδίνεται στα ναρκωτικά· όλα σε υπερβολή. Τα συμπτώματα της τριτογενούς σύφιλης εμ φανίζονται κατά το 1889. Η αγωνία μιας προσε χούς τρέλας γίνεται τότε αντιληπτή, μέσα από κάποια γραπτά. Στα 42 του χρόνια, ύστερ’ από μια απόπειρα αυτοκτονίας, εγκλείεται για πάντα στο φρενοκο μείο. Η γενική παράλυση, κλινική εκδήλωση της μηνιγγο-εγκεφαλικής σύφιλης, εμφανίστηκε μέ σα σε λίγους μήνες. Αυτή η πάθηση χαρακτηρίζε ται από μια προοδευτική εξελισσόμενη παραφρο σύνη, που συνοδεύεται από παραληρηματικές μεγαλομανείς ιδέες, παράξενες, παράλογες, συνδεδεμένες με υποχονδριακά θέματα συχνά μελαγ χολικά και μερικές φορές από παραληρηματικές ιδέες μεταμόρφωσης.
τσι περιγράφει ο Μωπασάν κάποια απ’ τα παραληρήματά του: «Τα τεχνητά μου στομάχια εξερράγησαν γιατί δε μου ’διναν αυγά κάθε μισή ώρα....» «Αρνούμαι να ουρήσω γιατί τα ούρα μου είναι φτιαγμένα από διαμάντια και πολύτιμους λίθους που πρέ πει να φυλαχθούν μέσα σε χρηματοκιβώτιο». «Δεν πρέπει ποτέ να ουρούμε το βράδυ για τί τα ούρα φέρνουν ύπνο: είναι πολύτιμοι λίθοι και δεν πρέπει να τις βάζουμε στο δοχείο της νυκτός». «Σας λέω ότι αυτό τρέφει το σώμα!... Έχω ένα φοβερό πράκτορα μεσ’ στην κοιλιά μου... Η Ρωσία μ’ ακούει... Η Αγγλία ακούει... Η Κίνα ακούει. Λοιπόν το ξέρετε
Ε
αφιερωμα/41
ότι έχω κολοσσιαία περιουσία... Αυτή τη νύχτα ο Ουρανός με λήστεψε... Καλά έκανα και έμεινα εδώ εξαιτίας της μαύρης σύφιλης... Είμαι πιο ισχυρός απ’ το Θεό!... Οι άγγελοι θα με ντύσουν και θα με χτενίσουν». Μέσα σε λίγους μήνες βυθίζεται σ’ έναν όλο και πιο βαθύ παραλογισμό, συνοδευόμενο από προβλήματα κινητικότητας και από επιληπτικά συμπτώματα τα οποία επιφέρουν το θάνατό του στις 6 Ιουλίου 1893, σε ηλικία 43 χρόνων. Ο Μωπασάν δεν ήταν μόνο συφιλιδικός, ήταν και αιθερομανής και είχε και παραισθήσεις. Ο αι θέρας, πολύ της μόδας το 19ο αιώνα, ήταν το α γαπημένο του ναρκωτικό- γίνεται κανείς αιθερομανής, για τους ίδιους λόγους που γίνεται κοκαϊ νομανής· τα κίνητρά του είναι αρχικά θεραπευτι κής φύσης: έχουν σκοπό να κατευνάσουν τις φο βερές ημικρανίες απ’ τις οποίες έπασχε. Μωπασάν παραδίνεται σε μια σειρά λυρι κών αναπτύξεων που εξυμνούν την ηδονή των αναθυμιάσεων του αιθέρα σε μια από τις νου βέλες του με τίτλο «Όνειρα» [πρώτη δημοσίευση «Le Gaulois» («Ο Γαλάτης») στις 8 Ιουνίου 1882], «Πήρα ένα μεγάλο φιαλίδιο αιθέρα και βάλθηκα να το εισπνέω σιγά-σιγά. Τότε συνειδητοποίησα ότι δεν υπέφερα πια. Δεν κοιμόμουν, ξαγρυπνούσα· δεν ήταν το ίδιο όνειρο όπως με το χασίς, δεν ήταν τα κάπως αρρωστημένα οράματα του ο πίου, ήταν μια υπέρμετρη οξύτητα του συλλογι σμού, ένας καινούριος τρόπος για να δεις, να κρίνεις, να εκτιμήσεις τις καταστάσεις της ζωής και με τη βεβαιότητα, την πλήρη συνείδηση ότι αυτός ο τρόπος ήταν ο σωστός... Το κεφάλι μου είχε γίνει τόπος πάλης των ιδεών. Ήμουνα ένα α νώτερο όν, οπλισμένο με μια αήττητη εξυπνάδα και δοκίμαζα μια υπέρμετρη απόλαυση όταν συ νειδητοποίησα τη δύναμή μου». Κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων της συγγραφικής του ζωής, ο Μωπασάν επιδόθηκε όλο και περισσότερο στη χρήση του αιθέρα, και υπήρξε θύμα ψευδαισθήσεων και παραισθήσεων. Υπέφερε κυρίως από «αυτοσκόπηση», μια αρκετά παράξενη εμπειρία που εγγυάται στο να «βλέπεις» τον ένα σου εαυτό απέναντι στον άλλον. Ο Μωπασάν έλε γε εμπιστευτικά στον Πωλ Μπουρζέ που ήταν ο λογοτεχνικός του σύντροφος επί 16 χρό νια: «Μια στις δύο φορές, γυρνώντας σπίτι μου, βλέπω τον δεύτερό μου εαυτό. Ανοίγω την πόρτα και με βλέπω καθισμένο· ξέρω ότι είναι παραίσθηση την ίδια ακριβώς στιγμή που την έχω. Δεν είναι περίεργο; Κι αν δεν είχαμε λίγο μυαλό, θα φοβόμασταν;». Ο Μωπασάν «τρελός», κατά το χαρακτηρισμό των εφημερίδων της εποχής, δεν έγρα φε πια. Η λογοτεχνική στειρότητα που τον χτύπησε το 1890 ήταν ακριβώς το σημάδι που προανήγγειλε την παραφροσύνη του. Ο διάσημος συγγραφέας δεν ήταν πια παρά ένας διάσημος άρρωστος. □
Ο
42/αφιερωμα
Λιονέλ Ρισάρ
Η τιμωρία από τον βάκιλλο του Κοχ
«Η αρρώστια της γραφής που είχε κυριεύσει τον Κάφκα κατέληξε να καταβροχθίσει το σώμα του: έτρεφε συνειδητά τη φυματίωσή του»
η νύχτα της 12ης προς τη 13η Αυγούστου 1917, κατά τις 4 το πρωί, ο Κάφκα ξύπνησε από υπερβολική έκκριση σάλιου στο στόμα του. Ταράζεται, φτύνει, ανάβει τη λάμπα του και κοιτάζει: ένας τεράστιος θρόμβος αίματος. Περπατάει πάνω-κάτω στο δωμάτιό του, κατευθύνεται προς το παράθυρο, ρίχνει μια ματιά έξω, το αίμα συνεχίζει να αναβλύζει από το λαιμό του. Η αιμορραγία θα διαρκέσει 10 λεπτά. Ύστερα σαν απε λευθερωμένος, ο Κάφκα γυρνάει στο κρεβάτι του και αποκοιμιέται ήσυχα. Τέτοιον ύπνο δεν είχε κάνει εδώ και καιρό. Την επομένη, ο πρώτος γιατρός που επισκέφθηκε διέγνωσε μια οξεία βροχίτιδα. Τίπο τα το σοβαρό. Του έδωσε να πάρει τρία μπουκάλια φάρμακο. Όμως, τη νύχτα, οι αιμο πτύσεις ξαναρχίζουν. Πηναίνει πάλι στον ίδιο γιατρό, που του εξηγεί ότι έχει απλώς κρυ ώσει. Αύγουστο μήνα; Το λιγότερο παράξενο! Θορυβημένος, το λέει στο φίλο του Μαξ Μπροντ ο οποίος επιμένει να συμβουλευτεί ένα γνωστό του ειδικό. Πηγαίνει παρά τη θέ λησή του. Ακτινογραφίες, αναλύσεις των πτυέλων. Διάγνωση: Πνευμονική φυματίωση. Έχουν προσβληθεί και οι δύο πνεύμονες. Είναι 34 χρονο . Εδώ και 10 χρόνια είναι καθημερινά ακινητοποιημένος στα γραφεία μιας ασφαλιστικής εταιρίας. Επιπλέον είναι μπλεγμένος σε μια ερωτική σχέση που, από διακοπή σε ανανέωση των αρραβώνων, καταλήγει να διαιωνίζεται· θα παντρευτεί, ναι ή όχι τη Φελίσε Μπάουερ... και ήδη, εδώ και 20 χρόνια, θέλει να γράψει, να επιβληθεί ως συγγραφέας. Από μαθητής γυμνασίου ακόμα, αυτή είναι η μοναδική φιλοδοξία που του φανερώθηκε και που προσπαθεί να πραγματοποιήσει. Ενάντια στον πατέρα του, ενάντια στην εξαντλητική δουλειά του καλού υπαλλήλου, ενάντια στη ζωή και τις απολαύσεις της. Τι θα τον κάνει τον λίγο, το μετρημένο χρόνο που του απομένει;...
Τ
αφιερωμα/43
αποκάλυψη της αρρώστιας του είναι γι’ αυτόν η διαπίστωση αυτής της κατάστα σης. Λίγο τον ενδιαφέρει το ότι στην Πράγα η φυματίωση δεν είναι καθόλου σπάνια και ότι το 30% των θανάτων οφείλονται σ’ αυτή. Κι όταν ο πατέρας του θεωρεί υπεύθυνη γι’ αυτό την πρόσφατη απόφασή του να κατοικήσει στο παλάτι Σένμπερν, σε μια υγρή κάμαρα, που μυρίζει άσχημα, γεμάτη μούχλα, σηκώνει απλά τους ώμους. Αν άρχισε να φτύνει αίμα κι ύστερα να βήχει, την άμεση αιτία τη βρήκε ο ίδιος, αμέσως: το τραύμα των πνευμόνων του δεν είναι παρά το αποτέλεσμα της ηθικής του ασθένειας. Ό πω ς έ γραψε στη μικρότερη αδελφή του Ότλα, τη μοναδική που αληθινά εμπιστευόταν, έχει πειστεί ότι τα χρόνια της έντασης, των συνεχών αϋπνιών που είχε περάσει, είναι η αιτία της φυματίωσής του. Από κει πηγάζει και η εντύπωσή του για χαλάρωση και για καινούριο ξεκίνημα. Κοιμά ται καλύτερα. Δεν έχει πια πονοκεφάλους. Τουλάχιστον προσωρινά. Καταθέτει μια αίτη ση συνταξιοδότησης στην ασφαλιστική εταιρία. Αίτηση την οποία με λύπη του βλέπει να μετατρέπεται σε άδεια μακράς διάρκειας. Πληροφορεί τη Φελίσε Μπάουερ γι’ αυτό που του συμβαίνει και συνεπώς για την αδυναμία του να την παντρευτεί. Επιμένει όχι μόνο να διαλύσει απλώς τους αρραβώνες, αλλά να διακόψει τις σχέσεις του μ’ ένα παρελθόν εξαρτήσεων.
Η
υνέπεια, κατά τη γνώμη του, μιας εσωτερικής σύγκρουσης, μιας πάλης, η φυματίω σή του, του φαίνεται δισυπόστατη: είναι η αναγγελία ότι του απομένει λίγος χρόνος για να ζήσει, αλλά και ότι στο εξής θα πρέπει να διαθέτει μια σχετική ελευθερία για να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στη λογοτεχνία. Σύμφωνα με πληροφορίες του Μαξ Μπροντ, ίσως γι’ αυτό υπομένει τους πόνους του με μια στωική γαλήνη. Από τη στιγμή που κατά λαβε πόσο σοβαρή είναι η κατάστασή του, δεν μοιάζει να τρέφει αυταπάτες. Δεν είχε άλλωστε μεγάλη εμπιστοσύνη στην ιατρική επιστήμη. Αντί να δεχτεί να πάει σε σανατόριο, προτιμά να διαλέξει μια καλή θεραπεία με καθαρό αέρα στην εξοχή, στο Τσιράου, στο αγρόκτημα, με το οποίο ασχολείται η αδελφή του, Ότλα. Μετά, από χρόνο σε χρόνο, στο Σέλεζεν, στο Μέρανο, στο Μάτλιαρι κάθε φορά που είναι χάλια, καταφεύ γει μόνο σε ιδρύματα που δεν είναι ειδικευμένα σε πνευμονικές παθήσεις. Τα πραγματικά θεραπευτήρια είναι για το έσχατο τέλος. Δια της βίας. Έπρεπε να βρε θεί ο Μαξ Μπροντ για να τον μεταφέρει ετοιμοθάνατο, το Μάρτιο του 1924, από το Βερο λίνο στην Πράγα.
Σ
αρ’ όλη την προοδευτική εξασθένηση που νιώθει, τρέφει με ελπίδες τη σύντομη ελευ θερία που έχει μπροστά του. Καινούριες ελπίδες γάμου, κατά παράξενο τρόπο. Με τη Γιουλί Βόρνζεκ, με την Τσέχα δημοσιογράφο Μίλενα Γιέσενσκα και με τη σύντροφο των τελευταίων ω ρών, την Ντόρα Ντυμόντ. Σαν να θέλει να ξεπλυθεί από το λάθος του να έχει ζήσει μέχρι τότε σαν μια απάνθρωπη, απομονωμένη ύπαρξη, αμάρτη μα για το οποίο πληρώνει με την ίδια του την αρ ρώστια: «Ήθελα γράφει μετανιωμένος στο Ημε ρολόγιό του τον Οκτώβριο του 1921, να μείνω στο περιθώριο κάθε διασκέδασης, στο περιθώριο της χαράς να ζεις σαν υγιής και χρήσιμος άνθρω πος». Και μετά για να δώσει στον εαυτό του ένα ελατήριο επιβίωσης, σχεδιάζει να φύγει για την Παλαιστίνη. Τέλος διαβά ζει, γράφει, δημοσιεύει. Τη Δευτέρα 2 Ιουνίου 1924, παραμονή του θανάτου του, τού διόρ θωνε ακόμα, διηγείται ο Μαξ Μπροντ τα τυπογραφικά δοκίμια της συλλογής του «Ο πρωταθλητής της νηστείας» και κατηγορούσε τον εκδότη του, επειδή δεν έλαβε υπόψη του τις παρατηρήσεις του.
Π
44/αφιερωμα
Δεν είχε παραιτηθεί από τη ζωή, ευχόταν να δει τη ζωή του να παρατείνεται. Το βε βαιώνουν οι πιο στενοί του φίλοι. Σκεφτόταν το έργο του. Ήθελε να παντρευτεί την Ντά ρα Ντυμόντ. Μέσα απ’ την αγάπη αυτής της γυναίκας που αγρυπνούσε συνεχώς, δίπλα του, ίσως να είχε την εντύπωση ότι η σωτηρία του ήταν ακόμα δυνατή. Ό πω ς κι αν έχει το πράγμα, το Ημερολόγιό του, με σημειώσεις όλο και πιο αραιές από το 1921 ως τα 1923, δεν ψάλλει καθόλου το θάνατο σαν λύτρωση που πλησιάζει. Η ανάγνωσή του εντο πίζεται στο πυρετό του, στην αυξανόμενη αδυναμία του ν’ ασχοληθεί με οτιδήποτε, στην πίεση που τον εμποδίζει ν’ αναπνέει. τη νεκρολογία που του αφιέρωσε στις 6 Ιουνίου 1924, η Μίλενα Γιέσενσκα παραδέχε ται ότι ήταν πρόθυμος να φροντίσει τη φυματίωσή του, όμως ταυτόχρονα την «έτρε φε εν γνώσει του». Κατά τη γνώμη της, επέρριπτε στην αρρώστια τη δική του απόρριψη της ζωής. Μ’ άλλα λόγια αυτή η αρρώστια ήταν συνδεδεμένη με όλη του την προσωπικό τητα. Ή ταν ο φαύλος κύκλος απ’ τον οποίο δεν μπορούσε να βγει, κάτι σαν εσωτερικό πεπρωμένο. Απ’ τη μια, εκεί οδηγούσε η απομόνωσή του, τόσο που την αντιλαμβανόταν σαν σφάλμα απέναντι στην κοινότητα των ανθρώπων. Κι απ’ την άλλη, είχε ανάγκη την αρρώστια του για να δικαιολογήσει την άρνησή του να ζήσει όπως όλοι οι άνθρωποι. Για τί, πριν απ’ όλα, ήθελε να γράφει. Μέσα απ’ τη σχέση του με την αρρώστια η πρωτοτυπία του Κάφκα είναι παραδειγματι κή. Κατά βάθος το να γράφει κανείς δεν είναι μια αρρώστια και μάλιστα θανατηφόρα; Ο Κάφκα είναι η μυθική ενσάρκωση του απόλυτου συγγραφέα. Θυσιάζει τη ζωή του στην ανάγκη να γράφει, με μια δισυπόστατη ύπαρξη· γραφειοκράτης τη μέρα και συγγραφέας τη νύχτα. Μέχρι την εξάντληση, τον πυρετό, τους αδιάκοπους πονοκεφάλους. Έτσι που η πρώτη αρρώστια, η αρρώστια της γραφής, που είχε κυριεύσει την ψυχή του, κατέληξε επίσης να καταβροχθίσει το σώμα του. □
Σ
παλαιών τευχών ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΣΟΛΩΝΟΣ 116 - ΑΘΗΝΑ 106 81 - ΤΗΛ.: 36.10.366, FAX: 36.28.938
αφιερωμα/45
Το πνεύμα ισχυρότερον της νόσου*
ίγουρα η αρρώστια κερδίζει πάντα στο τέ λος, είτε σκοτώνει πρόωρα τον άρρωστο είτε τον οδηγεί σε μια πολυπλοκότερη αγωνία. Η γεν ναία όμως πάλη με την αρρώστια καθυστερεί το θάνατο. Έτσι η ζωή μπορεί να γίνει αργό έργο θανάτου που δεν θεωρείται πλέον αυθαίρετος. Ο θάνατος θα είναι ένα πέρασμα, μια μαθητεία ζω ής, μια αποκάλυψη αγάπης. Ο άρρωστος ήρωας θα μάθει, σε μια τέτοια «μαγεία θανάτου», να α ντιλαμβάνεται το μέτρο της τραγικότητας της ύ παρξής του, θα γυρίσει την πλάτη στο θάνατο και θα αγαπήσει. Η αλλοτρίωση της ασθένειας παρέ χει τη δυνατότητα στον άνθρωπο να δώσει την πιο εξυψωυένυ και βαθύτερη έννοιά του στη «ζωή» σε μ^.,οεια του αγώνα του για ανασύνθε ση, για να καταθέσει τη μαρτυρία του με το έργο
Σ
τέχνης ενάντια στη διαταραχή της νόσου και στην αργή θωπεία του θανάτου. Το πνεύμα ξεδιπλώνεται πάνω στην ασθένεια που αλλοιώνει το σώμα. Ο ήρωας του «Μαγικού Βουνού» του Τόμας Μαν, ο Κάστορπ, έχει «επιλεχθεί» απ’ την αρρώστια, η οποία μπορεί να ε λευθερώνει. Στην περίπτωση του Κάστορπ ελευ θερώνει όχι μια «καλλιτεχνική» αλλά μια «ηθική πνευματικότητα». Κατασκευάζει τον τίμιο άν θρωπο (honnete homme) αποκαλύπτοντάς του την καλοσύνη και το θάρρος. Όμως, κατά τον Μαν, είναι διφορούμενη: Α ποκαλύπτει τον εκλεκτό, αλλά αυτή η τύχη μπο ρεί να είναι επίσης επικίνδυνη επειδή αποδεσμεύοντας τη σκέψη, σφυρηλατείται με τον ίδιο τρόπο και μια ισχυρή σύμμαχος της αρΖακ Καντώ: «Ένας επιληπτικός ενάντια σ’ ένα κόσμο πολύ
* Πρόκειται για συνοπτική απόδοση (από τα γαλλικά) των άρθρων: Μισέλ Ντεγκύ: «Η νόσος προσδιορίζει το πνεύμα»
Σαρλ-Εντουάρ Λερού: «Ιδού η σύφιλις» Υμπέρ Ζουέν: «Το βραβείο της σύφιλης»
46/αφιερωμα ρώστιας. Έτσι η σκέψη μπορεί να επανελθεί στην υπηρεσία της αρρώστιας. Μεταξύ πνεύματος-σώματος υπάρχει μια δραματική σχέ ση ταραγμένης συμπληρωματικότητας που μπο ρεί να υπηρετήσει την αρρώστια, να την επιταχύ νει σαν να ήταν το υπέρτατο τέχνασμα της ασθέ νειας για να γκρεμίσει το δημιουργικό της έργο. Σύμφωνα με τον Τόμας Μαν αν το απελευθε ρωμένο πνεύμα δεν κινητοποιηθεί στην υπηρεσία κάποιου αγώνα εναντίον της αρρώστιας, αν δεν αντιληφθεί την αλήθεια της ηθικής προσπάθειας, ξανακυλά στο σώμα που φθείρεται όπου και θα συντηρήσει την «ταπεινή αποστολή» της νόσου. Έτσι θα φτάσει ο ασθενής να αρνείται να υπομέ νει ετούτη τη δοκιμασία και να εγκαταλείπει το «κουράγιο» να την επωμιστεί σαν τέτοια. Στην περίπτωση ετούτη ο άρρωστος κυριεύεται από το σώμα και παραφέρεται, συνεπικουρούμενος και απ’ τον «κυνισμό» ο οποίος θέτει στην υπηρεσία του τη σχολαστική ζωτικότητα της άρρωστης σκέψης. Στην περίπτωση που το πνεύμα είναι τέχνασμα της ασθένειας ώστε να επιταχύνει την έλευση του θανάτου, κατά τον Μαν, ο ρόλος του επιταχυντή συχνά δίνεται στη σεξουαλική διαστροφή. Στη σεξουαλικότητα το σώμα προτιμάται και υπο δουλώνεται έτσι το πνεύμα. Η αρρώστια ευνοεί έ να συνειδητό ενδιαφέρον για τον εαυτό μας και το ίδιο μας το σώμα κι ο ερωτισμός είναι ο τομέ ας τούτης της εμπειρίας. Η ηθική σκέψη, αντί να επιβάλλει την πειθαρχία, εγκαθιδρύει μια σε ξουαλική διατάραξη. Ο ερωτισμός επισκιάζει τον έρωτα. Το σώμα γίνεται κομμάτι και όργανο της αινιγματικής φύσης. Εικονογραφώντας περίπου γελοιογραφικά τη στάση πολλών απέναντι στον Ντοστογιέφσκι, ο Τόμας Μαν συνεχίζει: «Η ιερή νόσος έχει αδιαφι λονίκητα τη ρίζα της στη σεξουαλική ζωή της ο ποίας ο δυναμισμός εκδηλώνεται έτσι με μια βίαιη και εκρηκτική μορφή. Είναι μια σεξουαλι κή πράξη. Το πνεύμα του είναι δεμένο με τον πιο στενό τρόπο με την αρρώστια του και δέχεται την οικειότητα με το έγκλημα, αυτό που η Απο κάλυψη ονομάζει τα «σατανικά βάθη». Και στο τέλος έρχεται η ομολογία του Τόμας Μαν: «Η αρρώστια γονιμοποιεί, η αρρώστια απαλλάσσει το πνεύμα». Να αρνηθούμε ότι η αρρώστια είναι μια' βασική συνιστώσα του έργου, θα ήταν παράλογο. Πρέπει με θάρρος να αντιστρέψουμε τους όρους: Δεν κα θορίζει η αρρώστια ούτε διαμορφώνει το πνεύμα, αλλά το πνεύμα που κυριεύεται και ασκεί τη θαυ μαστή δύναμή του να μεταμορφώνεται. Ποια εί ναι η θεμελιώδης διαίσθηση του Ντοστογιέφσκι; Ετούτη εδώ: Το μυστήριο του ανθρώπου εγγράφεται μέσα στην τραγική διαλεκτική της επιθυμίας, κάτι που γράφει ο Ντοστογιέφσκι το 1875. Ο Φρόυντ στο δοκίμιό του «Ο Ντοστογιέφσκι
και ο θάνατος του πατέρα» συμπεραίνει: «Εξετά σαμε με το φως της ψυχανάλυσης τη ζωή και τη δημιουργία του Ντοστογιέφσκι και βρήκαμε τις επιθυμίες που καθόρισαν τη ζωή και το έργο του. Η αναπαράσταση που αναδύθηκε μπροστά στα μάτια μας είναι αυτή ενός μικρού αγοριού κάπως παραμελημένου από τη μητέρα του και υποταγ μένου στου πατέρα την αυστηρή εκπαίδευση... Από τα όνειρά του γεννήθηκαν τα έργα του. Η αι τία τους είναι η ερωτική τάση, το αντικείμενό τους ο υποσυνείδητος πόθος της αιμομιξίας. Η ζωή και το έργο του Ντοστογιέφσκι, οι πράξεις
και τα συναισθήματά του, η σταδιοδρομία του, ό λα τούτα πηγάζουν απ’ το Οιδιπόδειο σύ μπλεγμα. Ο Φρόυντ που δεν συμπαθούσε τον Ντοστογιέφσκι είχε βρει το κλειδί: το έργο του Ρώσου μυθιστοριογράφου ερμηνευόταν από τη νεύρωση, την υστερική επιληψία. Ο Φρόυντ όμως έσφαλε χονδροειδώς: η αντίληψη της υστερικής επιλη ψίας δεν είναι πλέον καθόλου παραδεκτή στις μέρες μας. Για τη σύγχρονη ιατρική επιστήμη, η νεύρωση δεν μπορεί να είναι στην αρχή της επι ληψίας και ετούτη κατά κανένα τρόπο δεν μπο ρεί να συγχέεται με την υστερία. Ο Ντοστογιέφσκι που κατέβαλε μια τεράστια προσπάθεια και δημοσίευε τη μια νουβέλα μετά την άλλη, το ένα μυθιστόρημα κατόπιν του άλ λου, μιλά, για υποχονδριασμό και απάθεια, για «κάτι το θαυμαστό» κατά τη διάρκεια του ο ποίου θεωρεί καλό να γράφει. Βρίσκεται ερεθι σμένος, άυπνος, ο λαιμός του πνίγεται, νοσηροί εφιάλτες τον βασανίζουν. Ό ταν κοιμάται, έχει
αφιερωμα/47 την εντύπωση μιας παρουσίας δίπλα του, φοβά ται να βυθιστεί σε λήθαργο και θεωρεί τον εαυτό του καταδιωκόμενο απ’ τους συναδέλφους του. Έχει νευρικές κρίσεις. Μοιάζει να βρίσκεται στο χείλος μιας νοητικής ασθένειας, σχιζοειδής εξέ λιξη μιας λανθάνουσας επιληψίας που ενεργο ποιεί τα ψυχικά φαινόμενα που προκαλούν μία νεύρωση. Δεχόμενος το σκοτεινό του πρόσωπο, ο Ντοστογιέφσκι δημιούργησε αλλόκοτες φιγούρες ώ στε να προβάλλει καλύτερα τα κοινά έσχατα του ανθρώπινου μυστηρίου. Το νοσηρό δεν είναι άλλο
του συνολικού ανθρώπου, ο Ντοστογιέφσκι είχε πειστεί για την αναγκαία ανάμιξη του παθολογι κού και του φυσιολογικού μέσα στο πραγματικό. Για κείνον δεν υπάρχει αντινομία μεταξύ του φυσιολογικού και του αφύσικου και δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο παρά η συμπληρωματικότητα μετα ξύ του φυσιολογικού και του υπερφυσιολογικού. Πιστεύοντας στο Θεό, ο Ντοστογιέφσκι σ’ όλο του το έργο καλλιέργησε το θέμα της ενοχής: η ε πιληψία τον έκανε να βιώσει ένα «μυστικό τρό μο» και ένα φορτικό συναίσθημα ενοχής που του προξενούσε αυτή την εντύπωση.
στο έργο του Τόμας Μαν η ασθένεια αποδεσμεύει τη σκέψη. Κατασκευάζει τον τίμιο άνθρωπο αποκαλύπτοντάς του την καλοσύνη και το θάρρος. Φανερώνει τον εκλεκτό. Αλλά αυτή η τύχη μπορεί να είναι επικίνδυνη
παρά η λογοτεχνική φιγούρα της αποτυχίας του ονείρου. Ο αναγνώστης έγινε το θύμα μιας θαυ μαστής συνομωσίας όπου ο συγγραφέας ήταν ο πρώτος ένοχος. Και η ανθρωπότητά του στο έργο του παρουσιάζεται το ίδιο νοσηρή. Αιμοπτύει, δι χάζεται, πεθαίνει τρελή, ξαφνικά κιτρινίζει. Η Υψηλή-Νόσος μας καταβάλλει, το σεξ γίνεται πολύ επιτακτικό, η βία ξεσπά και ο θάνατος έρ χεται είτε παραισθησιακά είτε οδυνηρά. Κι όταν ακόμη δεν πεθαίνει κανείς, δεν είναι ούτε φθισικός, ούτε επιληπτικός, ούτε υστερικός, ούτε πα ρανοϊκός ή σχιζοφρενής, ή αλκοολικός, ή άρρω στη εκπορνευμένη ή σεξουαλικά διεστραμμένος εκδηλώνει μια νοσηρή συμπεριφορά: πολύ συ χνές χλομάδες, έντονες κοκκινίλες, μάτια που καίνε, τρεμούλες ή συστηματικότατοι σπασμοί, σύντομες λιποθυμίες. Αυτό είναι το πορτραίτο της παθολογικής ανθρωπότητας του μυθιστοριογράφου. Ο ήρωάς του δεν είναι ο υπεράνθρωπος, αλλά ο απόλυτος άνθρωπος που περικλείει στην «έκτασή» του ολόκληρο το σύμπαν. Συγγραφέας
Τέλος, για να προκαλέσει όσους θα τουν κατη γορούσαν πως υπήρξε συγγραφέας του παθολογι κού, θα κάνει από την αρρώστια του μια μεταφο ρά μιας άλλης νόσου που διακήρυττε πως είναι η φύση του ανθρώπου. Η παράδοξη μεταφορά του Ντοστογιέφσκι προκάλεσε και προκαλεί ακόμη τον εμπαιγμό. Ο ίδιος σημειώνει: «Για την αδυνα μία που μου προσάπτουν για τις παθολογικές εκ δηλώσεις της θέλησης, θα σας πω μόνο ότι κα τόρθωσα φαίνεται πραγματικά μερικές φορές στα μυθιστορήματά μου να φανερώσω ορισμέ νους που θεωρούν άγιο τον εαυτό τους και να τους αποδείξω ότι είναι άρρωστοι από την υγεία τους συγκεκριμένα, δηλαδή από την υπέρμετρη βεβαιότητά τους πως είναι φυσιολογικοί». Παράλληλη περίπτωση με αυτή του Ντοστογιέφσκι υπήρξε και η περίπτωση του Νίτσε. Από το φθινόπωρο του 1888, ο Νίτσε είχε το προαίσθη μα μιας επικείμενης τραγωδίας. Το φθινόπωρο το 1888 αρχίζει με απότομες μεταβολές της ψυχι κής του διάθεσης, άλλοτε παροξυσμούς σαρκα
48/αφιερωμα σμού, άλλοτε ποταμούς λυγμών και με μια υπε ρευαισθησία για την οποία ο ίδιος ο φιλόσοφος α νήσυχος αναφέρει: «Κάνω τόσες γελοιότητες και έχω τόσο αστείες ιδέες στο μυαλό μου που ξεσπώ σε γέλια, άλλη λέξη δε βρίσκω [...]» Και ακόμη: «Έκανα ασταμάτητα γκριμάτσες με το πρόσω-
κές αναφορές του 1890 δεν επισημαίνουν επιδεί νωση και φίλοι του όπως ο Πήτερ Καστ και Οβερμπακ υπογραμμίζουν πως ο Νΐτσε ακόμη κι αν παρεκτρεπόταν, διατηρούσε μια σχετική ικα νότητα στις συζητήσεις. Το Μάη του 1890 επιτρέ πεται στην κυρία Νίτσε να ξαναπάρει κοντά της
Για να προκαλέσει όσους τον κατηγορούσαν πως υπήρξε συγγραφέας του παθολογικού, ο Ντοστογιέφσκι σημειώνει: "μέσα από τα μυθιστορήματα μου κατόρθωσα φαίνεται να αποδείξω ότι ορισμένοι που θεωρούν τους εαυτούς τους υγιείς είναι κι αυτοί το ίδιο άρρωστοι” .
πό μου και ιδίως για δέκα λεπτά το μορφασμό των δακρύων, ώστε να απαλλαγώ από μια α κραία αίσθηση ευχαρίστησης». Από όλους τους οικείους του Νίτσε που ο φιλό σοφος τους βομβάρδισε με επιστολές παραληρή ματος αυτός που ανησύχησε περισσότερο ήταν ο στενός του φίλος Όβερμπεκ, ο οποίος και τον βρίσκει καταβεβλημένο σ’ ένα καναπέ, να τρέμει σύγκορμος. Σαστισμένος τον συνοδεύει στο άσυ λο του Bale. Δυο βδομάδες μετά οι γιατροί διέγνωσαν «σταδιακή παραλυσία». Αργότερα στο άσυλο της Ιένα θα διαγνωστεί η γενική παραλυ σία. Αν και ο Νίτσε δε θυμάται καθόλου τα έργα του, η μεγαλομανία του τον ακολουθεί και ιδίως στον τομέα της πολιτικής: πιστεύει πως είναι ο βασιλιάς της Ρωσίας Frederick- Guillaume ο IV. Μετά όμως με τη συναναστροφή με τη μητέρα του ο Νίτσε ολοένα κι αποκτά περισσότερο συ νείδηση της κατάστασης της παραφροσύνης του και κυρίως απ’ το Σεπτέμβρη του 1889. Οι ιατρι-
το γιο της. Το 1892 παθαίνει μερική παραλυσία και επιδεινώνεται η κατάστασή της απάθειάς του. Εντούτοις ζει τα δέκα τελευταία χρόνια της ζωής του έξω απ’ το φρενοκομείο. Μοιάζει δύσκολο να γνωματέψουμε με σιγου ριά τη φυσιολογία της ασθένειας κι ακόμη δυ σκολότερο να μιλήσουμε για τις σχέσεις του έρ γου του Νίτσε και της τρέλας του. Η πιο διαδεδο μένη υπόθεση σήμερα είναι αυτή της γενικής πα ραλυσίας, κατάληξη της σύφιλης που κόλλησε ο Νίτσε τη χρονιά του 1865. Επρόκειτο συγκεκρι μένα για νευρική ή μηνιγγοεγκεφαλική σύφιλη που παρέσυρε το φιλόσοφο σε μια μορφή τρέλας κατ’ αρχήν διακεκομμένη και αργότερα, απ’ το Δεκέμβρη του 1888, οριστική. Στο δευτερογενές στάδιο τα συμπτώματα ήταν: μεγάλοι πονοκέφα λοι, νευρικά προβλήματα και οφθαλμικά άλγη που δεν σταμάτησαν να βασανίζουν το φιλόσοφο απ’ το 1865. Άλλοι πάλι βλέπουν στους εγκεφα λικούς πυρετούς του «μια νόσο καθαρά νευρολο-
αφιερωμα/49 γική, χωρίς ψυχικές συνέπειες» (G. Godino). Με ταξύ των δύο αυτών διαγνώσεων τίθεται πράγμα τι το θέμα της τρέλας μέσα στο έργο του Νίτσε. Αν οι πόνοι του 1880 υπήρξαν καθαυτό νευρολογικοί, δεν θα μπορούσε να υπάρξει επίδραση της αρρώστιας στο έργο του. Αντίθετα αν πρόκειται
λές που γνώρισε στη ζωή του, συνέχισε να γράφει με τον αδελφό του χωρίς να βγάλει την ασθένειά του στα μυθιστορήματά του παρά μονάχα σαν κάτι το ανομολόγητο (le non-dit) σ’ αυτό το άλλο μυθιστόρημά τους που ήταν η «Εφημερίδα». Τε λικά όπως ο ίδιος σημειώνει τον Μάρτιο του 1868
Στα 44 χρόνια του ο Νίτσε κάνει συχνά γελοιότητες. Ξεσπά σε γέλια, άλλοτε σε κλάματα και \ κάνει ασταμάτητα γκριμάτσες. Λίγο αργότερα θεωρεί τον εαυτό του βασιλιά της Πρωσίας. Η διάγνωση είναι: γενική παραλυσία, το τελευταίο στάδιο της σύφιλης.
για γενική παραλυσία, το έργο του Νίτσε θεωρεί ται έργο ενός τρελού. Υπάρχει όμως και μια τρί τη διάγνωση ως προς το παρελθόν της οικογέ νειας Νίτσε: Ο Ε. Kretchmer στο έργο του «οι άν θρωποι του πνεύματος» σημειώνει τα χαρακτηρι στικά της οικογένειας Νίτσε, καθορίζοντάς τη σαν ομάδα παλιών οικογενειών και θεωρώντας την ως μια πολύ κλειστή κάσΐα που για να διαφυλάξει τα χαρακτηριστικά της πραγματοποιούσε γάμους μεταξύ συγγενών εξ αίματος. Όποια κι αν είναι πάντως η πραγματική φύση της κατάρρευσης του Νίτσε, καμιά διάγνωση δε θα μπορούσε να θεωρήσει έστω και μέρος του έρ γου του σαν μια παραγωγή παραληρήματος στε ρούμενου σημασίας. Ανάλογη περίπτωση με αυτή τόυ Νίτσε είναι και ο Ζυλ ντε Γκονκούρ, ένας απ’ τους περίφη μους αδελφούς Goncourt. Καταβεβλημένος από σταδιακή γενική παραλυσία, συνέπεια μιας σύφιλής που του μετέδωσε μια γυναίκα άπό τις Λολ-
υποφέρει στ’ αυτιά του περισσότερο απ’ οπουδή ποτε αλλού. Σε λίγο δεν θα μπορεί πλέον να κοι μηθεί. Αργότερα η ασθένειά του θα τον κερδίσει ολοκληρωτικά. Χάνει τη μνήμη του, ξεχνά πως έγραψε βιβλία και χάνει τον έλεγχο των κινήσεών του. Τελικά πεθαίνει στις 20 Ιουνίου του 1870. Οι αποδεσμευμένες διάνοιες, από τις μόνιμες ασθένειές τους, όλων αυτών των ανθρώπων, στράφηκαν προς την τέχνη αντλώντας κουράγιο από τις φυσικές τους ικανότητες, τη μεγαλοφυία και το ταλέντο. Πρόκειται για μια μάχη ενάντια στο θάνατο που κατά τον Τόμας Μαν είναι δείγ μα γενναιότητας και αδέσμευτης σκέψης. Η καλλιτεχνική ζωή είναι κίνδυνος. Για την επιτυ χία της απαιτεί μια άσκηση που υπερασπίζεται τη δημιουργική κρίση και μια βοήθεια από αντι κειμενικές προϋποθέσεις εργασίας που χωρίς αυ τές δεν υφίσταται έργο τέχνης. Απόδοση: Ιάσων Λάιος
Β
Ι G
Σ
Ο
Β
Λ
U Λ
Ι
T Ω
Ν
Ο
Ο E
Σ
1 03
Π
Ω
N
B
-
Τ Η
Λ
Ε
E
R
Λ.
- F A
Ι
Ο G
X
36 00 127
Ταξινομημένα και για κάθε βαθμίδα της Εκπαίδευσης, θα βρείτε στο χώ ρο μας όλα τα βιβλία ό λ ω ν των Εκδοτικών Οίκων. *
Ακόμη, θ’ ανακαλύψετε μια πλούσια συλλογή λογοτεχνικών βιβλίων, πεζογραφίας για παιδιά και νέους, περιοδικών —ελληνικών και ξέ ν ω ν -, όπως επίσης ειδικά τμήματα με βιβλία Ιατρικής, Οικονομίας και ηλεκτρονικών υπολογιστών, καθώς και όλες τις εκδόσεις του ο ε δ β και του Ευγενιδείου Ιδρύματος. *
Ζητήστε τους καταλόγους των Εκδόσεών μας. Εκτός από τον υπάρχουν κι οι εξής: 0 ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ
0 ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΥ
0 ΦΙΛΟΛΟΓΟΥ
0 ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
0 ΦΥΣΙΚΟΥ-ΧΗΜΙΚΟΥ
0 ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ
γ ε ν ικ ό ,
Γ φ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
Τέλος, ιδιαίτερα κατατοπιστικά είναι τα αναλυτικά φυλλάδια για κάθε εκδοτικό πρόγραμμα του Οίκου μας. *
Μπορείτε ν ’ αγοράσετε τα βιβλία που σας ενδιαφέρουν κ α ι με πιστωτι κές κάρτες ( d i n e r s , ε θ ν ο κ α ρ τ α , ε μ π ο ρ ο κ α ρ τ α ).
|
Σ
Λ Ε ΙΤ Ο Υ Ρ Γ Ε Ι ΤΜ Η Μ Α
0
Λ
Ω
U
Β
Ι
Β
Ν
0
Α Ν Τ ΙΚ Α Τ Α Β Ο Λ Η Σ
Σ
Τ
Λ
103
Ε
Ι
Ο
Τ
Ν
Π
Η
Γ ΙΑ Ο Λ Η Τ Η Ν
Λ.
- F
Β
Ω
A
Ε
Λ
ΕΛΛΑΔΑ
X
R
Ε
Ι
36 00 127
G
Ο
|
περιφέρεια, κράτος και πολιτική ν^Λ
ΝΤΟΡΑΣ Ν. ΚΟΝΣΟΛΑ: Πολιτιστική δραστηριότητα και κρατική πολιτική στην Ελλάδα. Η περιφερειακή διάσταση. Αθήνα, Π α π α ζ ή σ η , 1990. Σελ. 150.
έματα περιφερειακής ανάπτυξης και περιφερειακής πολιτι κής δεν εμφανίζονται συχνά στην ελληνική βιβλιογραφία. Το ίδιο συμβαίνει και με την πολιτιστική πολιτική. Η μελέτη της Ντά ρας Κόνσολα «Πολιτιστική δραστηριότητα και κρατική πολιτική στην Ελλάδα. Η περιφερειακή διάσταση» επιχειρεί - κι αυτή είναι ασφαλώς η πρωτοτυπία της - να εξετάσει τα δυο αυτά ζητήματα στο βαθμό που συνδέονται, από θεωρητική και κυρίως από εμπει ρική άποψη. Η εργασία της κ. Κόνσολα αποτελεί διευρυμένη μορφή (εμπλου τισμένη με πολλαπλάσια εμπειρικά δεδομένα και θεωρητικές ανα φορές) μιας μελέτης που ανατέθηκε το 1987 από το Υπουργείο Ε θνικής Οικονομίας στο Ινστιτούτο Περιφερειακής Ανάπτυξης του Παντείου Πανεπιστημίου. Ο βασικός της στόχος, στη διευρυμένη της αυτή μορφή, είναι η αποτίμηση της πολιτιστικής δραστηριότη τας στην περιφέρεια και της κρατικής πολιτικής που ασκήθηκε για την προώθησή της κατά την περίοδο 1983-87. Η μελέτη βασίζεται σε ένα θεωρητικό πλαίσιο, ένα μοντέλο, το οποίο περιλαμβάνει ο ρισμένες αξιολογικές και εννοιολογικές επιλογές. Οι επιλογές αυ τές κατευθύνουν την εμπειρική καταγραφή - η οποία αποτελείται από πραγματική πληθώρα στοιχείων - και επιβάλλουν στο τέλος την άρθρωση μιας πρότασης για τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων περιφερειακής πολιτιστικής πολιτικής.
Θ
ο πρώτο κεφάλαιο της μελέτης αναφέρεται στην περιφερειακή διάσταση της πολιτιστικής πολιτικής. Στο κεφάλαιο αυτό πα Τ ρουσιάζεται το θεωρητικό πλαίσιο της μελέτης και γίνεται συνο πτική αναφορά στις έννοιες που το συγκροτούν, έννοιες όπως η πολιτιστική δημοκρατία, η πολιτιστική επίδραση και η πολιτιστι κή ταυτότητα. Στο δεύτερο κεφάλαιο γίνεται επισκόπηση του πολιτιστικού προγραμματισμού στην Ελλάδα και παρουσίαση της πολιτιστικής δράσης στην περιφέρεια και της αντίστοιχης κρατικής πολιτικής για το θέατρο, τη μουσική, τις εικαστικές τέχνες, το βιβλίο, τα πο λιτιστικά κέντρα κ.ά. Ιδιαίτερο δε ενδιαφέρον έχουν οι πίνακες που ομαδοποιούν τα στοιχεία για την πολιτιστική δραστηριότητα στην περιφέρεια.
π %
ΤΙ
κη
52/επιλογη Το τρίτο κεφάλαιο έχει ως τίτλο: Διαπιστώσεις και συμπερά σματα. Εδώ η συγγραφέας προχωρεί στο σχολιασμό των στοι χείων που παρέθεσε στο προηγούμενο κεφάλαιο και στην εξαγωγή συμπερασμάτων. Τα συμπεράσματα αυτά εντοπίζουν μια σειρά προβλημάτων, από την ανυπαρξία πολιτιστικής υποδομής στην περιφέρεια ως τις αδυναμίες της κρατικής περιφερειακής πολιτι κής στον τομέα αυτό. Στο τέταρτο και τελευταίο κεφάλαιο γίνεται αναφορά στον τρό πο οργάνωσης, σε διοικητικό κυρίως επίπεδο, της περιφερειακής πολιτιστικής πολιτικής σε διάφορα ευρωπαϊκά κράτη, και προτείνεται τελικά για την Ελλάδα, ένα διοικητικό πρότυπο που εξυπη ρετεί τις αρχές που παρατέθηκαν στο πρώτο κεφάλαιο. Το βιβλίο περιλαμβάνει ακόμα μια σειρά από χάρτες που απει κονίζουν την πολιτιστική υποδομή κατά περιφέρεια της χώρας.
ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΚΡΑΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Η ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ
ίνεται κατανοητό ότι το θέμα που πραγματεύεται η κ. Κόνσο λο είναι ιδιαίτερα σημαντικό και πολύπλευρο. Δεδομένου του γεγονότος αυτού είναι αξιοπρόσεκτο ότι η συγγραφέας αναπτύσσει τη συμπαγή επιχειρηματολογία της σε λιγότερες από 150 σελίδες (μαζί με τους πίνακες και τους χάρτες). Βεβαίως η επιχειρηματο λογία αυτή περιορίζεται, σε μεγάλο βαθμό, στα αυστηρά όρια του θεωρητικού-εννοιολογικού πλαισίου που υιοθετείται ευθύς εξαρ χής. Ο κλειστός χαρακτήρας αυτού του πλαισίου και - κυρίως το γεγονός ότι η μελέτη - στην αρχική της έστω μορφή - παραγ γέλθηκε από κρατικό φορέα είναι δύο στοιχεία που κάνουν αισθη τή την παρουσία τους σε πολλά σημεία του κειμένου, ιδιαίτερα δε στο τελευταίο κεφάλαιο όπου οι προτάσεις περιορίζονται σε ένα στενό διοικητικό επίπεδο.
Γ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΑΥΡΑΚΑΚΗΣ
η περιπέτεια του φιλελευθερισμού στην Ελλάδα t-r -i 'L^ ~ i
Ο Φ ιλ ε λ ε υ θ ε ρ ι σ μ ό ς σ τ η ν Ε λ λ ά δ α . ( Σ υ λ λ ο γ ι κ ό ς Τ ό μ ο ς ) . Α θήνα, Β ιβ λ ι ο π ω λ ε ί ο ν τ η ς Ε σ τ ί α ς , 1991. Σ ε λ , 273.
φιλελευθερισμός στην Ελλάδα ως κοινωνικό και οικονομικό σύστημα ή τρόπος σκέψης δεν κατάφερε να ριζώσει, με απο τέλεσμα το κράτος να είναι αυτό που ανέλαβε να διαμορφώσει τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες. Ο συλλογικός τόμος που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις της «Ε στίας» και περιέχει τις επεξεργασμένες εισηγήσεις που παρουσιά στηκαν, το Σεπτέμβριο του 1990, στα πλαίσια διεθνούς συνεδρίου που οργάνωσε το ίδρυμα Friedrich Naumann, έρχεται να συμβάλει στη συστηματική μελέτη της φιλελεύθερης ιδεολογικής σκέψης. Στην Ελλάδα πολλά έχουν λεχθεί και γραφτεί για το φιλελευθερι σμό. Γεγονός είναι ότι ο καθένας ήθελε να φέρει το φιλελευθερι σμό στα μέτρα του. Τη φιλελεύθερη θεωρία και πρακτική στην πολιτική και στην κοινωνία της Ελλάδος επιχειρούν να αναλύσουν με τις μελέτες
Ο
"%
ΤΙ
ΚΗ
επιλογη/53 τους οι: Ronald Meinardus (διευθυντής του ιδρ. Fr. Naumann στην Αθήνα) - Ο φιλελευθερισμός στο πέρασμα του χρόνου. Ο καθ. του ΕΜΠ Θεοδόσης Τάσιος: Πρακτικές συνέπειες της υποστασιακής ανάγκης για ελευθερία, ο καθ. του Παν. Αθηνών Νικηφ. Διαμαντούρος: Ο ελληνικός απελευθερωτικός αγώνας του 1821 - Μια φιλελεύθερη επανάσταση; Ο καθ. του Παν. Αθηνών Πασχάλης Κιτρομηλίδης: Η επιρροή της ευρωπαϊκής πολιτικής σκέψης στην α νάπτυξη του φιλελευθερισμού στην Ελλάδα. Ο επίσης καθ. του Παν. Αθηνών Κων/νος Σβολόπουλος: Εθνικισμός και φιλελευθερι σμός - Οι φιλελεύθεροι στην Ελλάδα και η «Μεγάλη Ιδέα». Ο καθ. του Παν. της Ζυρίχης Παύλος Τζερμιάς: Οι φιλελεύθεροι στην Ελλάδα και ο εμφύλιος πόλεμος. Ο πρύτανης του Παν. Αθη νών Πέτρος Γέμπτος: Οικονομική ελευθερία και φιλελεύθερη πολι τική στην μεταπολεμική Ελλάδα. Ο καθ. του Παν. της Οξφόρδης: Η «Ένωση Κέντρου» - οι φιλελεύθεροι στην εξουσία; Ο καθ. της Παντείου Θανάσης Διαμαντόπουλος: «Ένωση Κέντρου» - Κόμ μα αρχών ή ομάδα εξουσίας; Ο Ευάγ. Αραμπατζής: Η εξέλιξη των κομμάτων του κέντρου στην Ελλάδα. Ο Γιάννης Τζαννετάκος: Οι φιλελεύθεροι της Ελλάδος και η Δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967: Αντίσταση ή πολιτική αποχή; Σωτήρης Ρίγος: Το πρόβλημα της ελευθερίας στο Σύνταγμα του 1975. Ο καθ. του Παν. Αθηνών Θάνος Βερέμης: Η παρακμή του Κέντρου μετά το 1974. Ο καθ. Νικ. Βεντούρης: Μορφολογικές πτυχές της νεοελληνικής πολιτι κής κουλτούρας: Εκλογική συμπεριφορά, κομματικοί προσανατο λισμοί και ανακατατάξεις των κομματικών δομών μετά το 1974. Ο πολιτικός επιστήμων Δημ. Κατσούδας: Συντηρητισμός και/ή φιλελευθερισμός; Η ιδεολογική εξέλιξη της Νέας Δημοκρατίας. Ο οικονομολόγος Αθ. Παπανδρόπουλος: Η φιλελεύθερη διάσταση στα προγράμματα των κοινοβουλευτικών κομμάτων. Και τέλος ο πολιτικός επιστήμων Δημ. Δημητράκος: Η τομή Δεξιάς και αρι στερός: Μύθος και πραγματικότητα. Υπάρχει στην Ελλάδα διαμορφωμένη μια φιλελεύθερη ιδεολογι κή σκέψη; Στο κεντρικό αυτό ερώτημα επιχείρησαν ν’ απαντήσουν οι ειδικοί που συμμετέχουν στον συλλογικό τόμο για τον Φιλελευ θερισμό στην Ελλάδα. ΣΩΤΗΡΗΣ ΝΤΑΛΗΣ
δείγμα ποιητικής ακεραιότητας ν -*’Λ
Α Ν Α Σ Τ Α Σ Η Β Ι Σ Τ Ω Ν ΙΤ Η : Ο ι Κ ή π ο ι τ η ς Σ ε λ ή ν η ς . Α θ ή ν α , Ρ ό π τ ρ ο ν , 1990. Σ ε λ . 52. « Ό τ α ν η σ κ έ ψ η ε ρ ε ιπ ώ ν ε ι τα μ ε σ ο δ ι α σ τ ή μ α τ α τ ι ν α ’ναι η ισ το ρ ία - ο κ α κ ό ς μ ύ θ ο ς , ά λ γ ε β ρ α τ ω ν π α ρ α ν ο ϊκ ώ ν σ τ α σ π ο υ δ α σ τ ή ρ ια »
(Αναστάσης Βιστωνίτης, Τ ο φ ά ν τ α σ μ α τ ο ν Μ α ρ ά )
Αναστάσης Βιστωνίτης ανήκει στους αυθεντικότερους ποιη τές που εμφανίστηκαν στον τόπο μας στις αρχές της δεκαε τίας του ’70. Πολύτροπος, οραματικός, οξυδερκής καλλιεργεί συ στηματικά μία κεντρομόλο, συμπαγή γραφή, ικανή να ελέγχει α ποτελεσματικά ένα ποικιλόμορφο, δυναμικό υλικό. Παράλληλα είναι εξοικειωμένος σε μεγάλο βαθμό με τα δρώμενα στην καλλιτε-
Ο
ποι
54/επιλογη χνική σκηνή της Δύσης, ζώντας κατά καιρούς στο εξωτερικό, κυ ρίως στις ΗΠΑ, γεγονός που του επιτρέπει να εποπτεύει με πληρέ στερο τρόπο το πολυσχιδές φαινόμενο της σύγχρονης λογοτεχνι κής παραγωγής. Ο Ανάστασης Βιστωνίτης από τότε που πρωτοεμφανίστηκε στο χώρο της ποίησης έως σήμερα παραμένει ένας στυλίστας. Το σύ νολο του έργου του χαρακτηρίζεται από μιαν ιδιάζουσα ρηματική συνέπεια. Ο ρυθμός σέβεται τις διακυμάνσεις της σκέψης του και αντιστρόφως. Οι βιωματικές εκφορές δεν παραληρούν, η πρόσλη ψη του πραγματικού γίνεται διακριτικά. Διαμορφώνοντας προο δευτικά την προσωποπαγή του μυθολογία, ο Αναστάσης Βιστωνί της αποκλείει κατηγορηματικά ό,τι είθισται να αποδέχονται αβα σάνιστα και κατά κόρον, οι πολλές μετριότητες που γράφουν. Η συγκεκριμένη αυτή εκλεκτική αντίληψη/πράξη διακρίνει την όλη συγγραφική του στάση τα τελευταία είκοσι χρόνια. ι «Κήποι της Σελήνης» περιέχουν είκοσι πολύστιχα κατά κα νόνα ποιήματα. Είναι η έβδομη ποιητική του συλλογή. Προηγήθηκαν: «Μετοικεσία» 1972, «Ανιχνευτής» 1974, «Alone - ποιή ματα στον Ε.Α. Poe» 1975, «Τέφρες» 1980, «Έδαφος» 1981 και η πυκνή ποιητική πρόζα «Καταγωγή» το 1984. Η προσέγγιση και η ενδόμυχη κτήση ενός άλλου, μεταβατικού τοπίου, διαυγέστερου και ακμαιότερου αισθητικά, η αναίρεση της θρυλούμενης ετερονο μίας των όντων και των πραγμάτων, η πανηγυρική επιβεβαίωση των ποιητικών αληθειών, που φιλοδοξούν να αναστήσουν τον Προ μηθέα που κοιμάται μέσα στον άνθρωπο και η απεμπλοκή της νόη σης από τα σαθρά προτάγματα μιας αυταρχικής υπερδομής απο τελούν τα σημαντικότερα αιτήματα της ποίησης που ευδοκιμεί στους «Κήπους της Σελήνης». Η εκφραστική είναι σαφώς αντισυμβατική. Η περιπέτειά μας ανάμεσα στις Συμπληγάδες μιας α πάνθρωπης, εκφυλιστικής ιστορίας αποδίδεται με πρωτότυπο, α ποσπασματικό τρόπο. Επαγωγικά φτάνουμε στο ζητούμενο, στην επανάκτηση δηλαδή ενός οριακού, πνευματικού βίου. Οι «Κήποι της Σελήνης» είναι μια σειρά διαλόγων με τη Μούσα. Ο ποιητής ξέρει τι θα της ζητήσει, ξέρει, επίσης, τι θα της αποκριθεί. Η ισορροπία των κειμένων οφείλεται σ’ αυτήν ακριβώς την έν δειξη του σεβασμού αλλά και της εμπιστοσύνης που τρέφει ο ποιη τής για τη θεά του. Παραθέτω ενδεικτικά την πέμπτη και την έκτη στροφή από το πρώτο ποίημα του βιβλίου, που έδωσε τον εύλογο τίτλο του στη συλλογή:
Ο
«Κοίταζα το φεγγάρι που ανέβαινε στον ουρανό, δίσκος του χρόνου γεμάτος εγκοπές, μάτι που δραπέτευσε από μια χώρα τυφλών αυτό θα πει την ιστορία απόψε. Στη μια πλευρά του ανέμου η θάλασσα κι από την άλλη σαρωμένα υψίπεδα· μέσα στη θάλασσα το παρελθόν ανατέλλει και δύει. Δεν ξέρω αν είναι η λάμψη πιο γρήγορη από τον αέρα. Η πέτρα του κήπου μιλάει στο χόρτο και το φεγγάρι ανεβαίνοντας σκορπάει ασημένιους κάλυκες στις σκοτεινές γωνίες. Παίζοντας με το φως στα μάτια μας μίκρυνε ο κόσμος». ρομαντικές καταβολές του Αναστάση Βιστωνίτη είναι εμφα οι φιλοδοξίες του συγγνωστές. Στον πολυπράγμονα χοΟ ινείς,
ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ από τα Γαλλι κά, Εμπορική Αλληλογραφία. Άριστη γνώση της γλώσσας και πολύχρονη προϋπηρεσία σε εξαγωγικό τμήμα Τράπεζας. Τηλ. 6420439.
επιλογη/55
θ
Αναστάσης Βιστωνίτης θέλει να διευκρινίσει τη ζωή, να μα ταιώσει το χάος που τον περιβάλλει: η υπέρβαση του φυσικού χρόνου είναι αναγκαία. Η ελευθερία είναι εν τέλει υπόθεση εσωκειμενικής πληρότητας: «Η νύχτα είναι εικόνα των ματιών,/βαθιά α πό τις κόρες τους πετιέται, /σκεπάζει τα βουνά, βάφει τη θάλασ σα,/βγαίνει από το βυθό και τραγουδάει» (από το ποίημα «Έπεσε βροχή...»). Η ποίηση συνδέεται άλλη μια φορά με τη μεγάλη αγω νία του ανθρώπου που επιμένει να αμφισβητεί με σθένος τις ψευδε πίγραφες εντολές, τα επιθετικά ιδεολογήματα μιας πανίσχυρης τά ξης πραγμάτων. Στο πέμπτο ποίημα της συλλογής, την «Ευρυδί κη», ακούμε τον ηρωικό μονόλογο ενός παρα-ιστορικού προσώ που, που δεν ξέρει τι θα πει σήψη. Η έπαρσή του είναι βέβαια δι καιολογημένη. Η φωνή έρχεται από πολύ μακριά, από τα βαθύτε ρα στρώματα της κοσμικής ψυχής. Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι χαρακτηριστικό και πιστοποιεί μ’ επάρκεια τα προαναφερθέντα: «Εδώ μόνο το όνομά μου θα κρατήσω/σαν ένα παλιό κι α γέραστο έμβλημα·/πριν γίνω σκιά μες στις σκιές/με την εικόνα μου θα σημαδέψω τη μέρα,/με την εικόνα μου θα ραπίσω τον άνεμο/και το τραγούδι μου αράγιστο θα υπάρξει,/θα στήσει μια μεγά λη γέφυρα από φως/να κατεβεί αυτός που αγάπησα/κι ύστερα ν' ανεβεί αντίστροφα/προς τ ’ άστρα./Είμαι η Ευρυδίκη,/εικόνα των περασμένων,/ένα πρόσωπο που φεύγει συνεχώς,/ο τέλειος κα θρέφτης». Η υψηλή απόδοση του λόγου, σε-όλη την έκταση της συλλογής, η εγρήγορση του ποιητικού ήθους, η διάταξη της ύλης και η προ σεγμένη τυπογραφική εμφάνιση, που είναι ένα ακόμη δείγμα της καλής δουλειάς που κάνουν οι εκδόσεις «Ρόπτρον», καθιστούν
θ
ρό των καιροσκόπων «δημιουργών» της εποχής μας, που παρα παίει μεταξύ αφασίας και φιλολογικής αδολεσχίας, ο ποιητής αντιπαραθέτει τη δική του, αυτάρκη λεκτική οικονομία. Επανα προσδιορίζοντας το ποιητικό δράμα, δηλαδή την καταστροφή των στεγανών που επιμένουν να απομονώνουν το αδιάφθορο Ιδεατό α πό το ανεδαφικό Υλικό, προκειμένου να επικυριαρχήσει οριστικά το πρώτα, ο Αναστάσης Βιστωνίτης κατορθώνει να διατυπώσει τον καίριο λόγο. Ot εύκαμπτες κλειδώσεις των στίχων του παρέ χουν τη δυνατότητα να αποτυπώνει με εξαιρετική ενάργεια και κα θαρότητα ακαριαία διανοήματα, παράδοξους αλλά ουσιώδεις συ νειρμούς και αιφνίδιους κατοπτρισμούς του φαντασιακού. Η ρητο ρεία διαθέτει αναμφίβολα στην προκειμένη περίπτωση το προσόν να παρακολουθεί και να ανταποκρίνεται άνετα με τη σειρά της στις υψηλές ταχύτητες με τις οποίες πραγματώνεται η μετάλλαξη, πότε βίαια πότε όχι, της λεγάμενης αντικειμενικότητας σε ποιητι κή, άδολη εικόνα. Οι περισσότεροι στίχοι στους «Κήπους της Σε λήνης» είναι πυρακτωμένοι. Οι κρίσιμες συλλήψεις επ’ ουδενί μέ νουν ανενεργείς, οι ετερόκλητες αποχρώσεις/εκλάμψεις από το χώρο του υποσυνείδητου μετουσιώνονται διεξοδικά σε σώμα γρα φής. Δειγματοληπτικά: «Κι η νύχτα, καταργώντας τα όρια,/ο μόνος δρόμος για να βγεις από τον κλοιό, από τη δεσποτεία της μέρας./Τώρα που ανθίζουν τα νερά,/τώρα που η λάσπη μαύρο φυτώριο/όπου μεγαλώνει ο ί σκιος των άστρων,/όπρυ γλιστρούν οι βάρκες του φεγγαριού,/ η σκέψη τρέχει πιο γρήγορα α π’ το μάτι/αποικίζοντας τις χώρες του νου. [...] Μες στους σπινθήρες μεγάλωσα, έγινα άντρας./Με το σπινθήρα εξορκίζω το φόβο./Ρινίσματα από φως διασχίζουν τη νύ χτα,/αρώματα από φως ανοίγουν το χώρο./Αρώματα, ονόματα, μετέωρα, σηματοδότες/που συναιρούνται - εδώ. Που αναιρού νται» (από τη «Βιογραφία»).
Ο
Κεντρική Διάθεση: Βιβλιοπωλείο «Σελάνα» Σίνα 38, 106 72 Αθήνα, τηλ. 3638262
56/επιλογη τους «Κήπους της Σελήνης» ένα από τα αρτιότερα ποιητικά βιβλία που κυκλοφόρησαν τον τελευταίο καιρό. ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ
ποίηση της οδύνης νγ\
Για τ η Μ α ρ ία . Π ο ίη σ η . Θ ε σ σ α λ ο ν ί κ η , Κ ώ δ ι κ α ς , 1991. Σ ε λ . 28.
ν «η υποχρέωση να ζεις όταν έχεις χάσει κάποιον που αγαπάς πιο πολύ από τον εαυτό σου» είναι το λιγότερο δυσβάσταχτη, η παρόρμηση να μεταλλάξεις με την ποιητική τέχνη το σκληρότε ρο ανθρώπινο βίωμα είναι κυριολεκτικά συνταρακτική, μοιάζει με κραυγή μέσα στο άφωτο σόμπαν που ξερριζώνει την ίδια την ύπαρ ξη. Ο χώρος του θανάτου αδιείσδυτος πάντα και σκοτεινός, απρο σπέλαστος στην ανθρώπινη νοημοσύνη, αποκαλύπτει μονάχα τον πόνο ως φανέρωμα του μύχιου μυστηρίου της ύπαρξης. Μάταια ο άνθρωπος του πόνου αναζητεί ένα μονάχα θραύσμα φωτός προκειμένου ν’ αποκαλύψει και ν’ αποκαλυφθεί - η αλήθεια της στέρη σης γίνεται αμείλικτη και η αναζήτηση λειτουργεί μόνο ως άρνηση της αδήριτης αλήθειας του θανάτου, άρνηση εσωτερική. Η αποδοχή της ιδέας του θανάτου, το άλυτο φιλοσοφικό ζήτη μα, φαντάζει ως το αναπότρεπτο που για να γίνει παραδεκτό πλά θεται από τη φαντασία και το συναίσθημα. Την ιδέα του θανάτου δεν τη διαπερνά το ανθρώπινο, τη μεταλλάσσει μονάχα η φαντα σία σε στενή συνάφεια με την εσωτερική, πνευματική ζωή. Ο άν θρωπος, που καλείται να βιώσει την αλήθεια της στέρησης του αν θρώπου, επιστρατεύει την όλη ποιότητα της προσωπικότητάς του προκειμένου να σταθεί μπροστά στο αναπότρεπτο. Η γνώση του γίνεται πηγή στο σκαλοπάτι της βαθιάς οδύνης και του προσφέρει μπροστά στο αμείλικτο την αξιοπρεπή στάση, τον συμφιλιώνει με την ίδια την αποδοχή.
Α
τη λύτρωση μπορεί κανείς να οδηγηθεί και από τη χριστιανική εγκαρτέρηση - ο άνθρωπος που συνέχεται από την ιδέα της αθανασίας γίνεται ψυχρότατα γαλήνιος. Ό ταν έχεις νεκρώσει τα εγκόσμια είναι εύκολο να επαφίεσαι στην ιδέα της αθανασίας πρόκειται για μια θεώρηση της ζωής μέσα από την οπτική του θα νάτου. Όταν όμως υποχρεώνεσαι να αποδεχτείς τη φρίκη του αν θρώπινου κενού, της απουσίας εκείνου που για σένα αποτελούσε τη ζωή κι όλη τη μυστηριακή της πραγματικότητα δεν γαληνεύεις ούτε από την ιδέα της αθανασίας. Δεν απομένει παρά η απόλυτη σιωπή που θα καλύψει με το μανδύα της ακόμα και τον ήχο της αναπνοής. Στο απόλυτο της σιγής η μάνα μετουσιώνει την έλλειψη του παι διού της σε γραφή, σε στίχους ανυπόγραφους, προσωπικά γράμμα τα στην απουσία της ίδιας της της ζωής, αδελφώνεται με τις ρίζες της φύσης κι ανεβαίνει στο στερέωμα. Γράφει υποταγμένη στην α νάγκη της επικοινωνίας με τη Μαρία που την αναζητεί υπνωτισμέ νη στο τέρμα μιας επίπεδης γης, σε χώρους που την αγνοούν κι ας ξέρει πως η γη δεν είναι επίπεδη και πως όλοι οι δρόμοι οδηγούν στο άπειρο. Η μάνα γράφει ανυπόγραφα γιατί «δεν ζητεί αθάνατον κλέος και μνήμη», για μια Ιδέα γράφει, τη Μαρία που έγινε η ιδέα
Σ
ποι <rn
επιλογη/57 της ωραιότητας. Γράφει έχοντας πια συνειδητοποιήσει την αλήθεια αυτή κινούμενη μέσα σε κόσμους ψυχικού φωτός πολύ νοσταλγικούς χωρίς - αλίμονο - να λυτρώνεται. Υπάρχουν κάποιοι χώροι που δεν ζητούν δόξα, επευφημίες και χειροκροτήματα, ούτε καν ψιθύρους επιτρέπουν. Τους καλύπτει μονάχα ένα άρωμα, μια ευω διά που αφήνει η ποίηση, το βογκητό της έκστασης που γίνεται γραφή γιατί «και η γραφή είναι θάνατος». καιρός θολώνει στη μνήμη μέρα τη μέρα τα πρόσωπα που χά νονται - για όλους γίνεται αυτό έξω από τη μάνα που καλεί το παιδί της μέσα στη νύχτα, που το αναγνωρίζει σαν ουρανόλιθο «που επέστρεψε στη γη την πατρική να φωτίσει κι άλλους γαλα ξίες». Εκείνη όμως «αντί να δρασκελίζει τους γαλαξίες περπατά με το κεφάλι σκυφτό/και ικετεύει τη μάνα γη να τη δεχτεί/για να γίνουν πιο πράσινες οι τριανταφυλλιές/στον τάφο του παιδιού της». Όποιον δρόμο κι αν ακολουθήσει η μητρική ψυχή στο βάθος την περιμένει το παιδί της. Δεν έχει ανάγκη... πνευματιστή για να ’ρθει σε επαφή μαζί του: «πού να ξέρει ο άμοιρος/πως δεν χρειαζόμαστε μεσάζοντες και πνευματοκάπηλους/πως το σώμα μου έχει ξαναγίνει η κατοικία σου/πως όσο ζω σ' αυτή τη διάσταση του χρόνου/θα ζεις κι εσύ μαζί μου». Το μεγαλείο του πόνου γίνεται στίχος, μελωδία ουράνια. Από το χαμό ενός παιδιού, του Άλκη, βγήκε «Ο Τάφος», το αριστουργηματικό εκείνο ελεγείο του Κωστή Παλαμά. «Ένα βάρος μου σκορπάς/μου διώχνεις μια κακία/μ' ανυψώνει ο πόνος σου/και μούγινε θρησκεία». Και η μητέρα της Μαρίας προσθέτει πονεμένους στίχους ακόμα κι «όταν οι πλανήτες ξαναβρήκαν το δρόμο τους τόσο που δεν ξέ ραμε αν το φως τους ήταν χρώμα ή ήχος»... Τα δεκαεννιά χρόνια της Μαρίας Σαμαρά έγιναν δεκαεννιά τρα γούδια σ’ έναν καλαίσθητο τόμο των εκδόσεων «Κώδικας» της Θεσσαλονίκης. Ποιήτρια η Μάνα, η αιώνια Μητέρα που σ’ όλες τις εποχές ξεπερνά την ανθρώπινη διάσταση, γίνεται η κιβωτός στην οποία κατοικεί πάντα το παιδί της, η Μαρία, που τώρα πια ακούει στο όνομα «Μακαρία» και «ζει στο μαγικό θέατρο του σύμπαντος».
Ο
NENA I. ΚΟΚΚΙΝΑΚΗ
ιστορία της ελληνικής παιδικής λογοτεχνίας r -γ-λ
Λ Η Μ Η Τ Ρ Η Π Α Κ Ο Υ : Ι σ τ ο ρ ία τ η ς ε λ λ η ν ι κ ή ς π α ιδ ι κ ή ς λ ο γ ο τ ε χ ν ία ς . Α θ ή ν α . Δ η μ . Ν . Π α π α δ ή μ α ς , 1991. Σ ε λ . 199.
αιδική λογοτεχνία - για να αποτολμήσουμε έναν, οπωσδή ποτε συμβατικό, ορισμό, - είναι τα αισθητικά δικαιωμένα κείμενα των ενηλίκων, που απευθύνονται στο παιδί και μπορούν να του μεταδώσουν, μαζί με την αισθητική συγκίνηση, μόρφωση και γενικότερη παιδεία. Στην ίδια κατηγορία κανονικά περιλαμβά νονται και τα βιβλία για την προσχολική ηλικία, π.χ. τα παραμύ θια, που διαβάζουν στα παιδιά οι μεγαλύτεροι. Η παιδική λογοτεχνία, συνδυαστικά ως τέχνη και ως μέσο αγω γής, άρχισε να αναπτύσσεται με την κατανόηση της ιδιαίτερης φύ-
Π
Για την Μαρία
ΚκΑόοκς KUA1KAI
58/επιλογη σης του παιδιού από τους Ευρωπαίους παιδαγωγούς, στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Ως τότε τον (αναγνωστικό, κυρίως) ρόλο της αναπλήρωναν έργα της λογοτεχνίας για ενήλικες, συνήθως δια σκευασμένα κατάλληλα και συντομευμένα. Για τους λόγους αυ τούς το περιεχόμενο της συμβατικής εκείνης παιδικής λογοτε χνίας υπήρξε συχνά καθαρά θρησκευτικό, ηθικοπλαστικό, έντονα διδακτικό. Η συνεχής ανάπτυξη των επιστημών της αγωγής διαφοροποίησε τις σχέσεις του παιδιού με την παιδική λογοτεχνία, αλλάζοντας σταδιακά και την τελευταία. Έτσι από το παιδί-αναγνώστη της λογοτεχνίας γίνεται η μετά βαση στο παιδί-θέμα και παιδί-ήρωα της λογοτεχνίας, που αποκτά την αυτοτέλειά της, ως παιδική λογοτεχνία. ελληνική παιδική λογοτεχνία της πρώιμης εποχής είναι ελά χιστη και πάντως με σαφέστατα τα ηθικοπλαστικά χαρακτη ριστικά, κάτι που προσδιορίστηκε όχι μόνο από την ανυπαρξία ε πεξεργασμένων παιδαγωγικών συστημάτων, αλλά, πιο γενικά, α πό την έλλειψη συστηματικής παιδείας στα 150 χρόνια της ύστε ρης Τουρκοκρατίας. Στην ανάπτυξή της, κατά τις αρχές του 20ού αιώνα, επηρεάστη κε σημαντικά από το πνεύμα του φιλελεύθερου αστισμού της επο χής και, αναπόφευκτα, από «εισαγόμενες» παιδαγωγικές και γενι κότερα ιδεολογικές αντιλήψεις, που καλλιεργούσαν μονοδιάστα τα το πρότυπο του «ενάρετου ανθρώπου», προβάλλοντας ως παιδίπρότυπο ένα νοητικό ίνδαλμα, που επιβλήθηκε και ως ήρωας των παιδικών αναγνωσμάτων.1 Υπήρξαν και αποκλίσεις ή εξαιρέσεις. Εδώ προέχει η αναφορά στο γραμμένο με τη συνεργασία παιδαγωγού (του Αλ. Δελμούζου) και λογοτέχνη (του Ζαχ. Παπαντωνίου) βιβλίο «Τα ψηλά βουνά», που θεωρήθηκε σταθμός για τα σχολικά βιβλία και για την ελληνι κή παιδική λογοτεχνία γενικά. Μια διαφορετική ψυχοκοινωνιολογική τάση στην ελληνική παι δική λογοτεχνία εκδηλώθηκε μόλις πρόσφατα, από τη μεταπολί τευση του 1974 και εξής. Ξεκινάει με αφετηρίες τα διεθνή πορίσμα τα της ψυχοπαιδαγωγικής επιστήμης, αλλά και τα δεδομένα μιας κοινωνικής ανατοποθέτησης και αναθεώρησης των διαφόρων καλλιτεχνικών τάσεων. Οι νέοι συγγραφείς παίρνουν μια εντελώς καινούρια τοποθέτηση απέναντι στο παιδί και τα προβλήματά του, στους γονείς, στην οικογένεια, στους κοινωνικούς προβληματι σμούς και, γενικά, στη στάση απέναντι στο καλό και στο κακό.2
Η
«Ιστορία της ελληνικής παιδικής λογοτεχνίας» (πρώτη έκδο ση: 1977) του Δημήτρη Γιάκου, ακάματου κριτικού και μελε τητή της νεοελληνικής λογοτεχνίας εν γένει (και δημιουργού επί σης), αποτέλεσε την πρώτη με τρόπο φερέγγυο τεκμηριωμένη θεώ ρηση της διαδρομής της από το 19ο αιώνα ως τις μέρες μας. Το βιβλίο (που το βράβευσε η Ακαδημία και χρησιμοποιείται ως βασικό εγχειρίδιο στη διδασκαλία της παιδικής λογοτεχνίας σε Α.Ε.Ι.) αποτελείται από πέντε κεφάλαια και μία διεξοδική και κα τατοπιστική εισαγωγή. Εικόνες και φωτογραφίες λογοτεχνών, αυτογράφων τους, βιβλίων και περιοδικών πλαισιώνουν ευάρεστα το κείμενο και υπογραμμίζουν τη φροντίδα τεκμηρίωσης του συγ γραφέα. Στην εισαγωγή συζητούνται οι όροι «παιδική λογοτεχνία» και «παιδικό βιβλίο» και η θέση και η σχέση των ενηλίκων με τα αντί-
Η
επιλογη/59 κείμενα αυτά, είτε ως παραγωγών λογοτεχνίας, είτε ως αναγνω στών. Η τοποθέτηση του συγγραφέα της Ιστορίας προσδιορίζεται από τη γνωστή φράση της Σέλμα Λάγκερλεφ: «το παιδικό λογοτέ χνημα είναι αληθινό όταν αρέσει τόσο στους μεγάλους, όσο και στους μικρούς». Ανάλογα κριτήρια είχε θέσει και ο Γρηγόριος Ξενόπουλος - σε σχετική αναφορά του στα παραμύθια του Άντερ σεν - , ή ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου προλογίζοντας «Το παγώνι» του: «Για να δώσουμε το βιβλίο τούτο, ξεκινήσαμε από την αρχή πως το παιδικό βιβλίο είναι αποτυχημένο, αν δεν διαβάζεται με α πόλαυση από τους μεγάλους». τα δύο πρώτα κεφάλαια του βιβλίου του ο κ. Γιάκος παρου σιάζει την ελληνική παιδική λογοτεχνία του 19ου και του 20ού αιώνα. Έτσι εξετάζει τη συμβολή πολλών λογοτεχνών που έγρα ψαν για το παιδί, όπως είναι ο Γιάννης Βηλαράς, ο Α.Ρ. Ραγκαβής, ο Ηλίας Τανταλίδης, ο Αλέξανδρος Κατακουζηνός, ο Λέων Μελάς, κ.ά., και αξιολογεί ειδικότερα την προσφορά προσώπων που, στον ένα ή στον άλλο τομέα, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, περισσότερο συνειδητά ή κατά τη «φορά» του έργου τους, αναδείχθηκαν στους κυριότερους εκπροσώπους του παιδικού λογοτεχνή ματος: Γεώργιος Βιζυηνός, Αριστοτέλης Κουρτίδης, Γρηγόριος Ξενόπουλος, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ζαχαρίας Παπαντωνίου, Πηνελόπη Δέλτα, Αλέξανδρος Πάλλης, Στέλιος Σπεράντσας, Πέ τρος Χάρης, Μιχαήλ Στασινόπουλος, Βασίλης Ρώτας, Έλλη Αλε ξίου, Αντιγόνη Μεταξά και άλλοι. Τη δέουσα σημασία αποδίδει και στο μακροβιότερο και αξιολογότερο παιδικό περιοδικό που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα, την «Διάπλασιν των Παίδων» (1897-1948), που, υπό την αρχισυνταξία του Γρ. Ξενόπουλου, αποτέλεσε το φυτώριο πολλών νέων, κάποτε μάλιστα και σημαντικών μετέπειτα, λογοτεχνών. Ειδική αναφορά γίνεται και σε μεταφρά σεις ξένων παιδικών λογοτεχνημάτων, που δημοσιεύτηκαν σε πε ριοδικά (κυρίως στη Διάπλαση), αλλά και σε ξεχωριστούς τόμους, από γνωστούς λογοτέχνες, παρέχοντας μια πρώτη, πολύ χρήσιμη εικόνα των καταβολών της παιδικής μας λογοτεχνίας. Στο τρίτο κεφάλαιο ο συγγραφέας αναφέρεται στα άλλα σημα ντικά ελληνικά παιδικά περιοδικά που κυκλοφόρησαν στην Ελλά δα, στην Αίγυπτο και στην Κύπρο, στο τέταρτο κεφάλαιο δίνει στοιχεία για τις μελοποιήσεις παιδικών ποιημάτων, συντάσσοντας, και στην περίπτωση αυτή, ένα χρήσιμο κατάλογο για τους ερευνητές του θέματος.
Σ
το πέμπτο κεφάλαιο επισκοπείται η εικοσαετία 1970-1990 της ελληνικής παιδικής λογοτεχνίας, με αναφορά, κυρίως, σε πραγματολογικό «υλικό», που δίνει παραστατικά το μέτρο της προόδου που έχει συντελεσθεί σ’ αυτό το οπωσδήποτε αργά ανοιγ μένο «μέτωπο» της παιδικής λογοτεχνίας: καθιέρωση (από το 1977) ετήσιου βραβείου της Ακαδημίας Αθηνών για έργο παιδικής λογοτεχνίας, θεσμοθέτηση ετήσιου κρατικού βραβείου παιδικής λογοτεχνίας (1989), οργάνωση εθνικών και διεθνών συνεδρίων παι δικής λογοτεχνίας, ειδικά περιοδικά και οργανώσεις για τη διάδο ση και την έρευνα του παιδικού βιβλίου, συγγραφή νέων διδακτι κών βιβλίων για το γλωσσικό μάθημα στα σχολεία μας, προσπά θεια ευαισθητοποίησης των δασκάλων προς το αντικείμενο με τη διδασκαλία της ιστορίας και της θεωρίας της παιδικής λογοτε χνίας στα Α.Ε.Ι., συγγραφή (εξειδικευμένων) διδακτορικών δια τριβών στα Πανεπιστήμια, επανεκδόσεις σημαντικών έργων παι δικής λογοτεχνίας, όπως «Το παγώνι» του Παπαντωνίου. Επιση μαίνει ακόμα έργα μειζόνων συγγραφέων «για μεγάλους», που ό-
Σ
ΚΥΡΙΑ με μεταφραστική πείρα αναλαμβάνει υπεύθυνα μετα φράσεις από τα Γερμανικά. Τηλ. 3630201
60!επιλογή μως μπορούν κάλλιστα να αποτελέσουν παιδικά και εφηβικά ανα γνώσματα, π.χ. του Γεωργίου Βιζυηνού, του Ιωάννη Κονδυλάκη, της Έλλης Αλεξίου, του Νίκου Καζαντζάκη (έγραψε και δύο ιστο ρικά μυθιστορήματα ειδικά για παιδιά), του Κώστα Βάρναλη, του Γιάννη Ρίτσου, του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου κ.ά. Σ’ ένα κριτικότερο επίπεδο εντοπίζει και αξιολογεί τα χαρακτηριστικά γνωρίσμα τα του ελληνικού παιδικού λογοτεχνήματος της πρόσφατης περιό δου, τη νέα θεματολογία του (έμπνευση από την τεχνολογική επο χή, κοινωνικά αδιέξοδα, ανθρώπινες σχέσεις, αστυφιλία), τη συμ βολή του στην εξιστόρηση των εθνικών και λαϊκών αγώνων, την έκφραση της αγωνίας των συγχρόνων Ελλήνων λογοτεχνών παιδι κής λογοτεχνίας για τα δεινά της σημερινής κοινωνίας (ναρκωτι κά, ανθρώπινη εκμετάλλευση, μόλυνση του περιβάλλοντος κ.λπ.), τέλος ψέγει ορισμένους, κατά τη γνώμη του, «ερασιτεχνισμούς», λαϊκισμούς και παραλείψεις στον τομέα της συγγραφής και της κριτικής της σύγχρονης παιδικής λογοτεχνίας, ασκώντας αυστη ρό, ίσως, και επώνυμο έλεγχο. Στο βιβλίο παρατίθεται διεξοδική παλαιότερη και σύγχρονη βι βλιογραφία και δίνεται εκτενές ευρετήριο κυρίων ονομάτων, λογο τεχνικών έργων κ.λπ.
«Ιστορία της ελληνικής παιδικής λογοτεχνίας» του κ. Δημ. Γιάκου αποτελεί μία έγκυρη θεώρηση και παρουσίαση της Η παιδικής λογοτεχνίας ως βασικού πλέον μέρους της νεοελληνικής λογοτεχνίας που ανταποκρίνεται στα αιτήματα των καιρών με την ιδιαίτερη τέχνη και την προβληματική της. Και αναμφισβήτητα εί ναι ένα πολύ χρήσιμο και αναγκαίο εργαλείο στους μελετητές και γενικά τους ενδιαφερόμενους για την ιστορία της ελληνικής παιδι κής λογοτεχνίας. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΔΗΜ. ΜΑΛΑΦΑΝΤΗΣ
Σημειώσεις 1. Πβ. Χρήστος Φράγκος: «Ο ψυχικός κόσμος του παιδιού και το παιδικό βιβλίο». Περιοδ. «Διαβάζω», αρ. 94, 16 Μαΐου 1984, σελ. 49-50 (αφιέρωμα στο Παιδικό βιβλίο). 2. Ό .π., σελ. 51-53.
Τα νέα μας τηλέφωνα είναι: Σύνταξης: 3301239 (αντί του 3640487) Λογιστηρίου: 3301241 (αντί του 3640488) Διαφημίσεων: 3301313 (αντί του 3642789) Συνδρομών: 3301315 (αντί του 3642765)
ΙΑΒΑΖΩ
Πληροφορούμε, το αναγνωστικό μας κοινό τα τηλέφωνα του περιοδικού άλλαξαν.
επιλογη/61
η γλωσσική ιδιαιτερότητα ενός νησιωτικού λαού Τ ό Χ ια κ ό ν Γ λ ω σ σ ά ρ ιο ν ή το ι ή έ ν Χ ίω λ α λ ο υ μ έ ν η γ λ ώ σ σ α μ ε τ ά τ ιν ω ν
λ-Χ-Χ ε π ιγ ρ α φ ώ ν α ρ χ α ίω ν τ ε κ α ί ν έ ω ν κ α ί τ ο ΰ χ ά ρ τ ο υ τ ή ς ν ή σ ο υ . Σ υ ν έ γ ρ α ψ ε ν Α .Γ . Π Α Σ Π Α Τ Η Σ . Ε ν Α θ ή ν α ι ς , ε κ τ ο υ τ υ π ο γ ρ α φ ε ίο υ τ ω ν Α δ ε λ φ ώ ν Π ε ρ ρ ή , 1988. Β ιβ λ ιο π ω λ ε ίο Δ ιο ν υ σ ίο υ Ν ό τ η Κ α ρ α β ία < Β ιβ λ ιο θ ή κ η ι σ τ ο ρ ι κ ώ ν μ ε λ ε τ ώ ν 241 > , Α θ ή ν α M C M L X X X X (1 9 9 0 ), σ ε λ . 430. 8ο .
ε τα γλωσσικά της Χίου ασχολήθηκαν όχι λίγοι επιστήμονες ερευνητές κατά καιρούς, που οι καρποί των μελετών και ε ρευνών τους φανερώνουν πως ο λεξιλογικός, φωνητικός και μορφολογικός πλούτος της γλώσσας του φωτεινού νησιού1 του Αι γαίου, καθώς και η δομική και λειτουργική της σύσταση είναι πράγματα σημαντικά και ενδιαφέροντα, τη στιγμή που τα άλλα μεγάλα γειτονικά νησιά, η Λέσβος στα βόρεια και η Σάμος στα νό τια, παρουσιάζουν μια τελείως διαφορετική διαλεκτική εκφορά που τα συνάπτει, γλωσσικά, με τις ηπειρωτικές διαλεκτικές ομά δες - αντίθετα η Χίος, περισσότερο ιωνική, είναι μια γλωσσική προέκταση των μικρασιατικών ελληνικών ιδιωμάτων. Και δεν εί ναι μόνο αυτός ο γλωσσικός πλούτος, που καθιστά τη νήσο άκρως ενδιαφέρουσα, είναι ότι οι διαφορές οι γεωμορφολογικές - που ο πωσδήποτε επιδρούν στις ιστορικές και πολιτιστικές και οικονομι κές - που σ’ αυτήν παρουσιάζονται αρκετά έντονες, έχουν επηρε άσει και το γλωσσικό ιδίωμα στα διάφορα τμήματά της: διαφορε τικά, για παράδειγμα, διαλέγονται στο νότιο τμήμα (Κατωχώρα ή Μαστιχόχωρα) και διαφορετικά στο βόρειο (Πανώχωρα ή Βορειόχωρα) όπου διατηρείται, σε αξιοσημείωτο βαθμό, η προσωδιακή εκφορά. Αλλά και στα ίδια τα τμήματα, από χωριό σε χωριό (έστω κι αν η απόσταση που τα χωρίζει είναι μικρή), η διαφορά είναι έ ντονη: διαφορετικά μιλούν οι κάτοικοι της Καλαμωτής (Καλαμωτούσοι) από τους κατοίκους των Πατρικών (Πατρικούσους) και διαφορετικά και από τους δυο τους οι κάτοικοι του Πυργιού (Πυργούσοι) - μια χαρακτηριστικά αρχαϊκή προσφορά, που εντυπώ σιασε τον Ψυχάρη.2 Κι ακόμα, διαφορετικά οπωσδήποτε μιλούν οι κάτοικοι των Καρδαμύλων (Καρδαμυλίτες) από κείνους των Καμπιών ή της Συκιάδας (Συκιαδιώτες) ή οι κάτοικοι της Βολισσού (Βολισσιανοί) από τους κατοίκους των Κουρουνίων (Κουρουνιώτες). Αυτές οι διαφορές - που για να ερμηνευθούν χρειάζεται ίσως μια μακροχρόνια σπουδή της εξελικτικής ιστορικής ιδιαιτε ρότητας κάθε κώμης, οικισμού ή και οικογενειακού πυρήνα ακό μα (δεν είναι παρά ένα είδος «μυστικών γλωσσών» που άκμασαν σε περιόδους απομόνωσης, όπου τα αρχαϊκά στοιχεία, χωρίς να συμβάλλουν στη γλωσσική εξέλιξη, απετέλεσαν τη φυσική κατο χύρωση της ιδιαιτερότητας) - αυτές οι διαφορές, λοιπόν, συνα στούν και ένα διαφορετικό πολιτιστικό υπόστρωμα και συγχρόνως μια κοινή παράδοση που συνέχει και υποβαστάζει, σαν έδαφος, τις επιμέρους εκδηλώσεις και ενοποιεί τις ιδιαιτερότητες. Ο γλωσσι κός πλούτος του νησιού είναι από τα σημαντικότερα κληρονομήματα και μια από τις μεγαλύτερες και απαρασάλευτες αποδείξεις της αδιάσπαστης ιστορικής συνέχειας της νήσου μέσα στους ελλη νικούς της αιώνες.
Μ
62/επιλογή ρώτος στα νεότερα χρόνια ασχολήθηκε με τα γλωσσικά της Χίου ο Αδαμάντιος Κοραής στα περιλάλητα «Ά τακτά» του (τόμ. 1-5, Παρίσι 1828-1835), από τα οποία όλος ο τρίτος τόμος εί ναι η γνωστή «Χιακής άρχαιολογίας ΰλη», ενώ οι παρατηρήσεις του σοφού για τη γλώσσα της ιδιαίτερης πατρίδας του είναι σκορ πισμένες στους υπόλοιπους τόμους. Οι παρατηρήσεις του Κοραή, άλλοτε εύστοχες άλλοτε λανθασμένες, άλλοτε με υψηλές επιστη μονικές διάρσεις και άλλοτε αφελείς, επηρέασαν αποφασιστικά τη μελέτη των γλωσσικών φαινομένων της νεοελληνικής. Ύστερ’ α πό τον Κοραή, ο Αλέξανδρος Πασπάτης ενδιαφέρθηκε για τα λεξι λογικά της πατρίδας του - και οι δυο, βέβαια, μέσα σ’ ένα πνεύ μα, που αν δεν είχε έναν ερασιτεχνικό χαρακτήρα, δεν είχε, όμως, μιαν επιστημονική συστηματοποίηση. Εκείνος που έθεσε σφραγί δα επιστημοσύνης στη μελέτη των γλωσικών ιδιωμάτων της Χίου είναι ο Hubert Pernot (1870-1946), που οι φωνολογικές του έρευνες και οι επιστημονικές του καταγραφές, σ’ ένα υψηλό επίπεδο, έμει ναν, δυστυχώς, χωρίς συνέχεια.3 Ύστερ’ από τον Pernot (δεν α ναφέρω τον Ψυχάρη, γιατί και μ’ όλη την επιστημοσύνη του, είδε τη γλώσσα κυρίως μέσ’ από τη διάθλαση του νομοθέτη και όχι του μελετητή του φαινομένου της) η ασχολία με τα γλωσσολογικά της νήσου πήρε έναν χαρακτήρα περισσότερο σχολιασμού παρά δη μιουργικής σύνθεσης. Δεν αμφισβητεί κανείς κι αυτής της προ σπάθειας τη συμβολή κι εδώ θα πρέπει ν’ αναφέρουμε το όνομα του Στυλιανού Βίου, καθώς και του Κωνσταντίνου Αμάντου, που οι γλωσσολογικές τους εργασίες καλύπτουν εκτεταμένο πεδίο προ σέγγισης. Ωστόσο, εκείνο που λείπει - κι όχι μόνο για τη Χίο, ό που η επιστημονική προϊστορία είναι πια εδραιωμένη - αλλά για ολόκληρο τον ελληνικό χώρο, είναι μια συστηματική φωνολογική (εν πρώτοις) έρευνα της λαϊκής λαλιάς και ύστερα μια δομική και λειτουργική μελέτη της εκφοράς της. Κι αν κάποτε γίνει μια τέτοια έρευνα και αποκρυσταλλωθούν τα συμπεράσματά της, τότε, η ει κόνα που έχουμε σχηματίσει μιας γλώσσας με τη συμβατική γραμ ματική του σπουδαστηρίου, θα καταρρεύσει. Ας το ξαναπούμε γι’ άλλη μια φορά: η γλώσσα είναι φαινόμενο φυσικό, ο γλωσσολόγος μελετά το φαινόμενο αυτό, όπως ο φυσικός επιστήμονας. Δεν είναι νομοθέτης, προσπαθεί να διατυπώσει τους νόμους που διέπουν τη λειτουργία του και όχι να ορίσει ο ίδιος νόμους. Δυστυχώς, εδώ η πρώτη πλάνη και η εσχάτη συναντιώνται, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ξανά γλωσσικό ζήτημα χωρίς ουσιαστικό λόγο. Ο λα ός έχει τη γλώσσα του, τη μεταχειρίζεται, τη μεταφέρει, την πλάθει και την αλλάζει - είναι ο δημιουργός της και ο φορέας της εξέλι ξής της, κι ούτε παίρνει μυρουδιά από τις διενέξεις, τα κονταρο χτυπήματα και τα πάθη των γραμματικών και των ασπαλάκων του σπουδαστηρίου. Ωστόσο, από τη στιγμή που όλη αυτή η δημιουργημένη περιπλοκή έχει την επίδρασή της στο σχολείο, όπου η γλώσσα πιστεύεται πως πρέπει να διδάσκεται όχι στη φυσική της λειτουργικότητα και την ατόφια της δομή, αλλά πάνω στα προκα θορισμένα σχήματα της γραμματικής επιστήμης, οπωσδήποτε ο λαός επηρεάζεται και παρατηρείται το φαινόμενο της «αγραμμα τοσύνης» που είναι, φυσικά, άσχετο από την κατοχή της γλώσσας. Από κει και πέρα, όλα τα θλιβερά επακόλουθα της λογιοσύνης του δημοτικισμού συσσωρ^ί^ιν τα σύννεφά τους στο γλωσσικό μας ο ρίζοντα. Δυστυχώς, γι’ άΙΧή- μια φορά και μ’ όλη την καθιέρωση της δημοτικής, που θα ’πρεπε να ενώσει, ως εθνική γλώσσα, η ιδε ολογική εκμετάλλευση εξακολουθεί να ταλαιπωρεί και να φέρνει τα ζημιογόνα της αποτελέσματα σ’ ένα από τα αρχαιότερα και τα πιο ζωντανά εκφραστικά όργανα της Ευρώπης. Και είναι κρίμα,
Π
ΤΙΙ ΧΙΛΚΙΙΛ Γ.\ί!ΪΪΛΙΊ<Ι.\
’φ
επιλογη/63 γιατί δεν έχουμε ανάγκη απ’ αυτήν την ταλαιπωρία - ποτέ δεν την είχαμε ανάγκη - αλλά από μια προώθηση μακράς πνοής, που θα δώσει επιτέλους μιαν ουσιαστική πρόοδο στον τόπο. ο «Χιακόν Γλωσσάριον» του Αλεξάνδρου Πασπάτη, Χίου για Τ τρού στην Κωνσταντινούπολη, εκδόθηκε στην Αθήνα το 1888,4 σε μιαν εποχή όπου η προσπάθεια να καταδειχθεί μέσ’ από τα ζωντανά πολιτιστικά φανερώματα η αδιάσπαστη συνέχεια του Ελληνισμού ήταν αρκετά έντονη, είχε ωστόσο και τις αρνητικές της επιπτώσεις όχι στο ίδιο το ζητούμενο (σ’ αυτό αντίθετα ση μείωσε περιφανή επιτυχία), αλλά στην όλη μέθοδο που το ζήτημα αντιμετωπίστηκε. Κι αυτό γιατί ιδώθηκε όχι με την αμεσότητα που η μελέτη των φανερωμάτων αυτών επέβαλλε (και επέσυρε), αλλά μέσ’ από τη λογιοσύνη εκείνων που μελετούσαν τα φανερώματα αυτά. Ο Πασπάτης ήταν ένας απ’ αυτούς και ήταν φυσικό ή μάλ λον αναγκαίο να επηρεαστεί από το συντριπτικό κύρος του συμπα τριώτου του Κοραή και ειδικότερα για θέματα γλωσσικά. Έτσι, παρατηρεί κανείς, και μ’ όλο τον εκπεφρασμένο του σεβασμό προς το μορφολογικό τύπο της λέξης ή της έκφρασης, την προσπάθειά του να «διορθώσει» (κατά το πρότυπο του δασκάλου του) και να παρουσιάσει «ελληνικότερα» πολλές λέξεις από τη διάλε κτο του πατρογονικού του νησιού αφού σύμφωνα με τη θεωρία του Κοραή η γλώσσα μας μέσα στους αιώνες της δουλείας «εκβαρβα ρώθηκε» και «εκχυδαΐστηκε», λοιπόν, έχει ανάγκη από καθαρι σμό και αποκατάσταση - κι αυτό είναι έργο και υποχρέωση των λογίων, των «φωτισμένων» ανδρών του Γένους. Μέσα σ’ αυτή την εκ των προτέρων σχηματισμένη θεωρία, είχε παραβλεφθεί το σημαντικότερο στοιχείο που χαρακτηρίζει μια ζωντανή γλώσσα: η εξέλιξη, και κοντά σ’ αυτήν και όλα τα φαινόμενα που συναρτώνται μ’ αυτήν, όπως η απλοποιητική τάση, η εξομάλυνση των μορφολογικών και τυπικών ιδιαιτεροτήτων, η διαπίδυση των γλωσ σών, η ενσωμάτωση ξένων λέξεων, τα αντιδάνεια και πλήθος άλ λα. Ο κοραϊσμός φοβήθηκε τη μόλυνση της γλώσσας από τα φυσι κά φαινόμενα που η ίδια παράγει και που χωρίς αυτά παύει να λει τουργεί. Η γλώσσα του Κοραή (και όλων των λογίων και «νομοθετών») ήταν μια γλώσσα συμβατική που δεν εδραζόταν πάνω στην πραγματικότητα και φυσικά με την επιρροή της έβλαψε τη φυσική λαλιά και την κατέστησε μιαν αλειτούργητη συνθήκη. Μπροστά της ο λαός έμεινε αμήχανος και όπου προσπάθησε να τη μιμηθεί παρουσίασε ένα έκτρωμα γλωσσικό - παράδειγμα Κασομούλη· ό που έμεινε ανεπηρέαστος, έδωσε ένα λόγο ατόφιο και γιομάτο από φυσική δύναμη και κίνηση, αριστουργηματικό - παράδειγμα Μακρυγιάννη. Απ’ την άλλη, ο Πασπάτης ακολουθεί πιστά τις ετυμολογικές διερμηνεύσεις του Κοραή, τις ερμηνευτικές του παρατηρήσεις και τους φιλολογικούς του σχολιασμούς καταφεύγοντας έτσι, για κάθε δυσκολία, στην κατακυρωμένη του αυθεντία. Εκείνο όμως που θε ωρήθηκε για την εποχή του θετικό στην προοπτική του χρόνου α ποδείχθηκε αρνητικό - ωστόσο δε θα ’θελα να επιμείνω πάνω σ’ αυτό. Αν σήμερα η γλωσσολογική καταγραφή του Χιώτη γιατρού έχει να μας μεταφέρει ένα μήνυμα, αυτό νομίζω είναι το χρέος μας να σκύψουμε με αγάπη πάνω από τα πολιτιστικά μορφώματα του λαού και να τα μελετήσουμε και να τα αξιοποιήσουμε όσο μπορού με μέσα στη σημερινή τεχνολογική ισοπέδωση. Γιατί - κακά τα ψέματα - η τεχνολογία επιφέρει τις ισοπεδωτικές της ανέσεις και την ομοιομορφία των τυποποιήσεών της με τρόπο ακαταμάχητο (και προς τι ν’ αντιταχθεί κανείς στην ευκολία του και την άνεσή του;) και είναι πράγμα που δε σταματά ούτε μπορεί ή πρέπει κα-
Ψ Ε Υ Α Α ΙΣ Θ Η Σ Ε ΙΣ Τ Η Σ Σ Υ Ν Ε Ρ Γ Α Σ ΙΑ Σ Ε Υ Ρ Ω Π Η Σ Κ Α Ι Τ Ρ ΙΤ Ο Υ Κ Ο Σ Μ Ο Υ : L O M E IV . Σ υ λ λ ο γ ικ ό ς τ ό μ ο ς. Ε π ιμ . Σ . Μ ά π π α . Α θ ή ν α , Ε ξά ν τα ς, F o ru m τω ν Δ ε λ φ ώ ν . Σ ε λ . 505.
Η Λομέ είναι η πρωτεύουσα του Τονγκό στην οποία έγιναν οι συμ φωνίες ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα και τις χώρες της Αφρι κής, της Καραϊβικής και του Ειρηνι κού. Τι είναι όμως η Λομέ, σε τι δια φοροποιείται από τους άλλους θε σμούς συνεργασίας Βορρά-Νότου; Πρόκειται για μοντέλο «συνεργα σίας στην ανάπτυξη» ή για διαιώνι ση των αποικιακών σχέσεων; Στα ε ρωτήματα αυτά επιχειρούν να α παντήσουν Έλληνες και ξένοι ειδι κοί που συναντήθηκαν στα πλαίσια του Forum των Δελφών στο Ναύ πλιο στις 8-13 Νοεμβρίου 1989. Στο πρώτο μέρος του τόμου επιχειρείται ένας απολογισμός των συμφωνιών από τους Κ. Κομελιό (Εισαγωγή σε μια συλλογιστική προοπτικής), Ζ. Γκρελέ (Η διαδικα σία προσαρμογής στις αφρικανικές χώρες νότια της Σαχάρας. Προοπτι κές για τη συνεργασία ΕΟΚ-ΑΚΕ), Κ. Στήβενς (Οι συμβάσεις ΛΟΜΕ: από τη νέα διεθνή οικονομική τάξη στα δάνεια δομικής προσαρμογής), Ρ. Μαϊέ - Μ.Φ. Ζαρέ (Δομική προ-
64/επιλογη νείς να το σταματήσει. Εκείνο που πρέπει να γίνει είναι να προσπα θήσει κανείς να περισώσει ό,τι μπορεί να περισωθεί - και είναι, θαρρώ, πολλά αυτά που μπορούν ακόμα. Πασπάτης θησαυρίζει στο «Γλωσσάριόν» του πλήθος λέξεων (δεν πρόκειται, βέβαια, για μια συστηματική καταγραφή για παράδειγμα, η καταγραφή του αγνοεί το γλωσσολογικό πλού το των Βορειοχώρων, με τις αρχαϊκές μορφές των λέξεων και εν επιγνώσει (σελ. 25), και πλείστες όσες λέξεις δεν καταχωρίζει από την πόλη και τον Κάμπο, περιοχή με περιβόλια εσπεριδοειδών νό τια της Χώρας) και για την καθεμιά έχει να πει αρκετά πράγματα, σε πολλές περιπτώσεις το λήμμα αποτελεί μια μικρή πραγματεία όπου ο γλωσσολογικός της χαρακτήρας ενισχύεται με επιχειρήμα τα ιστορικά και λαογραφικά και όπου η κατακύρωση της ερμη νείας ή της ετυμολογίας της λέξης γίνεται με την παράθεση δημοτι κών τραγουδιών, λαϊκών εγγράφων ή λαϊκών εκφράσεων, ώστε μέ σα στο συμφραστικό της περιβάλλον να αναδεικνύει την ιδιαίτερη εννοιολογική της απόχρωση γιατί, όπως λέει ο ίδιος (σελ. 28): «ή ξηρά έκάστης λέξεως έτυμολογία πάντας δέν πείθει». Έτσι, η ερ γασία του πολύ απέχει από την εξακριβωμένη αλλά ψυχρή επιστη μονική καταγραφή και μπορεί, βέβαια, να μη συνιστά ένα πρότυ πο, είναι όμως μια έρευνα που έγινε με αγάπη και πάθος προς την ιδιαίτερή του πατρίδα. Κι αυτό είναι πολύ σημαντικό, τη στιγμή που η αγάπη αυτή αναπληρώνει εκείνο που στην εποχή του ήταν ακόμα σε εμβρυακή μορφή για τα ελληνικά επιστημονικά δε δομένα. Μέσα λοιπόν σ’ αυτό το γλωσσολογικό θησαύρισμα του λόγιου γιατρού μπορεί κανείς να δει πλήθος λέξεων που έρχονται απευ θείας από την αρχαιότητα και που ο ίδιος ακόμα απορεί για τη χρήση τους στην καθημερινή ομιλία του λαού και τη διάσωσή τους μέσα στα έγγραφα και τα κατάστιχα που είχε την τύχη ν’ ανακαλύ ψει - ο λόγιος, που πίστευε στον εκβαρβαρισμό της γλώσσας, ή ταν φυσικό να μην μπορεί να ερμηνεύσει το φαινόμενο. Λέξεις ό πως βήσσαλο ( = κεραμίδι, πλίνθος κ.τ.ό.), βοΰς (ο), δεΐπνος (ο), δρομί ( = δράγμα,από το δράττω), δγχερι ( = η λαβή του αρότρου), καταλιμπάνω ( = εγκαταλείπω, αφήνω), κύπειρσς ( = κύπερη, ά γριο αρωματικό φυτό), μαλαθρόγη (= μαλακό, ευκολόσκαπτο χώ μα), πιμπάλλω ( = σπρώχνω τα τριμμένα στάχυα στο αλώνι), πιπράσκω ( = πουλώ), σκιάδιο ( = κάλυμμα κεφαλιού), στερκτός (= ο που πρέπει ν’ αγαπηθεί, να γίνει αποδεκτός), ταχύ (= αύριο πρωί), φάτνη ( = παχνί), χιμέρι ή χιμάρι ( = η στείρα αίγα [Χίμαι ρα!]), ψαθούρι ( = λεπτή ζύμη [ψαθαρός!]) και πλήθος ακόμα, δια τηρήθηκαν στα χείλη του λαού από τις πανάρχαιες γλωσσικές του εμπειρίες και είναι κρίμα που ο Πασπάτης δεν θησαύρισε κι άλλες ακόμα, όπως για παράδειγμα: βολύθι ( = άγουρο σύκο, ο δλυνθος!), δμπηλος (τοίχος = ο στερεωμένος με λάσπη, σε αντίθεση με τον ξεροτρόχαλο), εϋρεια (= εκτεταμένη επιφάνεια αγρού, κυρίως στα Βορειόχωρα, όπου η πεδινή έκταση, έστω και περιορισμένη, είναι ανύπαρκτη - ωστόσο ο Πασπάτης θησαυρίζει τη λέξη ως εύριά και της δίνει εσφαλμένη ετυμολογία και ερμηνεία), θρηνάκι (= το εργαλείο που γίνεται το «ξανέμισμα» του σιταριού, το ομηρι κό άθηρηλοιγός!), νειάμα (το = νεοσκαμμένσ χωράφι, στον Όμη ρο, νηός!), σιούνι (= τρυφερό κλωνάρι λυγαριάς, το ομηρικό οίσύινος!). Βέβαια δεν είναι μόνο αρχαίες λέξεις (που δείχνουν την αδιά σπαστη συνέχεια της ελληνικής φυλής που κατοικεί στη νήσο από τα πανάρχαια χρόνια5), που ελλειματικά καταγράφονται, είναι και λέξεις από τη βυζαντινή εποχή (όπως αλλάγιν, κολλίκιν, αρετούσα, βουτζουβίδιν, ελάδιν, καβάδιν, καβούλιν, μοσχσκάρφιν,
Ο
σαρμογή, μεγέθυνση και κατανομή: Το παράδειγμα της Ακτής του Ελε φαντοστού). Κριτική των Δυτικών Οικονομι κών εννοιών τιτλοφορείται το δεύ τερο μέρος του βιβλίου. Σ’ αυτό γράφουν: Α, Νικολάι (Οι χώρες ΑΚΕ, οι ΝΒΧ, οι μετατοπιζόμενοι και οι άλλοι ή οι τριτοκοσμικές ατυχίες της ανάγκης, της φιλοτιμίας και της ηδονής), Κ. Κομελιό (Αποδοτικότητα και Κοινωνία: σημειώσεις για τα κριτήρια ορθολογικότητας της εμπορευματικής οικονομίας), Ρ. Μαϊέ (Το κοινοτικό σύστημα των δι καιωμάτων και υποχρεώσεων στην Αφρική), 1. Θεοδωρίδης (Η οικονο μική οθρολογικότητα: Αφιβολίες και βεβαιότητες). Ιδιαίτερο ενδιαφέ ρον παρουσιάζει και η τρίτη ενότη τα όπου θίγεται ένα πολύ σημαντι κό τρίπτυχο σχέσεων (Επικοινωνία, Πολιτισμός, Μετανάστευση) από τους: Ε. Ενρικές, Μ. Κ.Ωλάς, Σ. Μάππα, Ζ. Κσστά-Λασκσύ. Προς μια επιστημονική σύμπρα ξη ανάμεσα στην ΕΟΚ και τις χώρες του Τρίτου Κόσμου του Δ. Ραπακούλια και Υπανάπτυξη, Κρίση και προσαρμοσμένες τεχνολογίες του Μιχ. Μοδινού είναι οι δύο εισηγή σεις που καλύπτουν το τέταρτο μέρος. Στο πέμπτο μέρος γράφουν οι: Μ. Κουλιμπαλί (Είναι εφικτή μια νέα προσέγγιση της ανάπτυξης της Α φρικής), Η. Γιαννίρης (Διαφυγές στο σύστημα ΔΟΜΕ), Αλ. Λιπιέτς (Για ένα μετριοπαθή διεθνισμό), Κ.
επιλογη/65 βλαττίν, λουραδάτον, νοτάριος, παγκάριν, ρινάκιν, ψυχοπάνιν) λέξεις με προέλευση ιταλική (για παράδειγμα, καφακιούρος ή καβαρκούρος = κράχτης για να παρασύρει στην παγίδα άλλα πε ραστικά πουλιά, μαγκιαούρα = το παχνί, κάντερα = το συρτάρι, πουντί = στοά στα Μαστιχόχωρα, με τη μεσαιωνική αρχιτεκτονι κή, προφονή = η πρώτη εβδομάδα της Αποκριάς) ακόμα με προέ λευση τουρκική (όπως βεκίλης, δηβάς, κιούπι, λαχούρι, μαχραμάς, μπουγιουρντί, σούλφιν, ταχρήλιν, χουζέτι) κι ακόμα λέξεις μιας λαϊκής σύνθεσης (όπως, αχεροτσούβαλο, βουβαλόπετσο, ζα χαροκαντιοζυμωτός, πικροκάταρη [μάνα], καντηλοκατηβάζω). Λείπουν ακόμα και λέξεις που επιχωριάζουν στη νήσο, όπως για παράδειγμα ασγαβάδα ( = σβούρα), λιλιγκιά ( = είδος μικρής σφή κας), ούριος ( = άμυαλος, ανόητος), παραντουρώ ( = παραπατώ), τσίκουδο ( = καρπός της τσικουδιάς, δέντρου του γένους πιστακία, η τέρμινθος που, ώριμος, τρώγεται από τους κατοίκους της Χώρας και του Κάμπου και των Καμποχώρων με ειδικό τρόπο και από τον οποίο εξάγεται το τσικοδόλαδο, κατάλληλο για τα σπιτι κά γλυκά), ψάρα (= μικρό ψωμί, που γίνεται από το περίσσεμα της ζύμης λέγεται και παύλος) κι αυτό δείχνει πως η συναγωγή του Πασπάτη είχε, βέβαια, έναν ερασιτεχνικό χαρακτήρα, μολαταύτα θέ τει μια πρώτη και γι’ αυτό σημαντική βάση για παραπέρα έρευνα, καταγραφή και συστηματοποίηση - αλλά αυτά δεν μπορούν να γίνουν από έναν άνθρωπο όσο χαλκέντερος και να είναι, χρειάζε ται συλλογική εργασία. Γιατί, ο Πασπάτης, όπως ο ίδιος ομολογεί στον πρόλογό του, για να καταγράψει το γλωσσάριό του επισκέφθηκε αρκετά από τα χωριά της νήσου, με τα ολωσδιόλου πρωτό γονα μέσα της εποχής (που τα χρησιμοποίησαν κι άλλοι πριν ή και μετά και μας άφησαν λαμπρές περιγραφές, όπως ο G. Deschamps, ο Ψυχάρης, ο Pernot...) από απόγκρεμα μονοπάτια και επικίνδυ νες ατραπούς, όταν ακόμα η Χίος ήταν υπό τουρκική κατοχή και η περιγραφή του είναι ακριβής και όχι χωρίς λογοτεχνικές αρε τές κι αυτό δείχνει γΓ άλλη μια φορά πως η αγάπη για το γενέθλιο τόπο παραμερίζει όλες τις δυσκολίες και τις αντιξοότητες - πι στεύω, ακριβώς, πως η αντίσταση των πραγμάτων δυναμώνει την παρόρμηση (αντίθετα με το σημερινό ευδαιμονισμό έχουν εξασθενήσει και οι εσωτερικές μας αντιστάσεις).
Β
έβαια, σε αρκετά σημεία δηλώνει την αμηχανία του - άλλη μια ένδειξη της ειλικρίνειάς του - και την αδυναμία του να ερμηνεύσει ή να ετυμολογήσει, καθώς οι σοφοί στους οποίους εμπι στεύεται να τον χειραγωγήσουν (Κοραής, Σωμαβέρας, Μέρσιος, Δουκάγγιος, Ησύχιος) δεν του προσφέρουν ικανοποιητική βοή θεια. Και βέβαια δε σημαίνει πως η ερμηνεία που δίνει ή η ετυμολο γία που διατυπώνει απέχει πολύ από την αλήθεια - ωστόσο, στα ζητήματα αυτά είναι γνωστό πως οι μελετητές και ερευνητές δε συμφωνούν πάντα και παντού. Σε αρκετές περιπτώσεις έχει ελέγ ξει τις ετυμολογίες και ερμηνείες του Πασπάτη ο Αθανάσιος Σα λιάρης στα γλωσσικά του μελετήματα, που δημοσιεύτηκαν κατά καιρούς στη «Χιακή Επιθεώρηση (1963-1975), όπως έχει ελέγξει και σχετικές του Αμάντου, του Ανδριώτη, του Φιλήντα, του Ξανθουδίδη και άλλων.6 Βέβαια ο έλεγχος αυτός δεν παραβλέπει τη σημαντική συμβολή του Πασπάτη στην περιοχή της γλωσσικής ε πιστήμης - σε τελευταία ανάλυση, τα λάθη των προγενεστέρων γίνονται αλήθειες για τους επιγενομένους κι έτσι προχωρεί και εξε λίσσεται η επιστήμη, γι’ αυτό και ο έλεγχος είναι επιβεβλημένος. Η αδυναμία του γιατρού να ερμηνεύσει τα γλωσσικά φαινόμενα δεν αμαυρώνει τη σημαντικότητα της προσφοράς του. Ίσω ς, λοι πόν, είναι συγχωρητέο κι εδώ να γίνει ένας ολωσδιόλου επιλεκτι-
Κομελιό (Για ένα νέο διεθνή πολιτι κό στοχασμό). Στον ενδιαφέροντα τόμο του Forum εξετάζονται τα βασικά ερω τήματα που δεν παίρνει υπόψη της η Λομέ, αναζητείται η πλέον κατάλ ληλη μέθοδος για την κατανόηση και ανάλυση των σύγχρονων κοινω νιών μέσα στη διαφορετικότητά τους, αναζητούνται τα σφάλματα στην ανάλυση των ευρωπαϊκών κοι νωνιών οι οποίες συχνά εμφανίζο νται ίδιες σαν ένα παγκόσμιο μοντέ λο ανάπτυξης. Ποιο είναι το όραμα της Αριστε ρός για μια συνεργασία ΒορράΝότου και μια παγκοσμιότητα που να σέβεται τη διαφορά; Πώς τόσο ξεχωριστές κουλτούρες όπως η ευ ρωπαϊκή και η αφρικανική μπορούν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους; Στα καθοριστικά αυτά ερωτήματα επιχειρούν ν' απαντήσουν οι ειδικοί αναλυτές αυτού του τόμου, δίνο ντας μια γενική εικόνα των ερωτη μάτων που θέτει η ΛΟΜΕ. Στο βι βλίο αυτό εξετάζονται οι δυτικές οι κονομίες μέσα από μια θεωρητική ανάλυση στην οποία λαμβάνεται ι διαίτερα υπόψη η πολιτιστική συνισταμένη των οικονομικών συστημά των. Επίσης ένα μεγάλο μέρος της συζήτησης αφιερώνεται στην ανά λυση των πολιτικών προβλημάτων που τίθενται για την Ευρωπαϊκή Α ριστερά από τη συνεργασία Ευρω παϊκής Κοινότητας και χωρών ΑΚΕ.
ΣΩΤΗΡΗΣ ΝΤΑΛΗΣ
66/επιλογή κός σχολιασμός κάποιων λημμάτων του «Γλωσσάριου»: άδιαφόρετον: ο Πασπάτης ερμηνεύει: «τό μή ένδιαφέρον». Το επιθ. όμως λέγεται και στα τρία γένη (αδιαφόρετος-η-ο) και δε ση μαίνει μόνο το μη ενδιαφέρον, αλλά και εκείνον που δεν προσφέρει κέρδος (διάφορο) επομένως τον ανώφελο', τον ζημιογόνο. - βαϊλίζω: «ύπηρετώ ώς βάιλος, ύπηρέτης». Ωστόσο, στα Βορειόχωρα χρησιμοποιείται το ρήμα στην περίπτωση που κάποιος προσέχει μικρό παιδί, του οποίου οι γονείς είναι απασχολημένοι (κυρίως ό ταν οι αγροτικές εργασίες απαιτούν εργώδη προσπάθεια). Έκφρα ση: Βαϊλίζω τον μικρόν. Γαλανοφρυδοΰσα: «ή έχουσα γαλανά όφρύδια». Έπίθετον άκομψον, ή μάλλον παρά φύσιν λεγόμενον. Πι θανόν έννοοΰσι τήν γαλανομάταν». Το επίθετο δεν είναι καθόλου άκομψο κι ούτε φυσικά εννοούν τη γαλανομάτα, αλλά τη γατανοφρυδούσα, που έχει φρύδια σαν γαϊτάνι, γραμμένα. - δρομίτικες πέτραι: «κατάλληλοι εις έπίστρωσιν δρόμων. Τό έπίθετον δρομιτικός δέν εύρίσκεται έν τοΐς λεξικοΐς». Η λέξη δε λέγεται μόνο για τις πέτρες, αλλά και για τα τούβλα και εννοεί όχι το είδος της πέ τρας αλλά τον τρόπο που χρησιμοποιείται στο χτίσιμο (και όχι μό νο για την επίστρωση των δρόμων) και σημαίνει την τοποθέτηση στο μήκος του τοίχου ενώ στην περίπτωση που τοποθετείται κατά πλάτος (εγκάρσια) λέγεται μπατικιά (πέτρα), μπατικό (τούβλο). δραπέτι: «Δριμύ ώς όξος. Ή σύχ. "δραπέτης, φυγάς” . Τίνα συγγέ νειαν έχει ή λέξις αϋτη κοινή έν άπασι τοΐς χωρίοις μετά τής Ε λλη νικής αγνοώ». Φυσικά δεν έχει καμιά συγγένεια, αφού το δραπέτι (ή δρασπέτι) προέρχεται από το ομηρικό ρήμα τραπέω ( = θλίβω, πατώ στους ληνούς τα σταφύλια). - έμπολον: «έρημον άκαλλιέργητον άτείχιστον χωράφιον. ’Αγνοώ τήν έτυμολόγίαν». Προφανώς η λέξη προέρχεται από το ρήμα έμβάλλω, έμβολος, έμβολή. Έμπολος στα χωριά δεν είνα παρά ο χώρος όπου εμβάλλουν όλοι οι δρομίσκοι του χωριού - δηλαδή το κεντρικό του σημείο. Εμπολή, είναι και ο τόπος που εμβάλλουν πηγές (υπάρχει τοπωνύμιο στα Βορειόχωρα και η Αμπολή γνωστή ανεβάλλουσα, στον κόλπο του Παντουκειού). Εφόσον, λοιπόν, πρόκειται για χωράφι είναι αυτό που σαν τον έμπολο είναι κοινόχρηστο, καθώς παραμένει παρατη μένο, απερίφραχτο. - ίγιός: «οϋτω πολλάκις καλείται ό υιός». Ο λόγιος εδώ δεν μπόρεσε να δει ότι πρόκειται για την ίδια λέξη, μό νο που ο λαός ανέπτυξε τον ευφωνικό φθόγγο ανάμεσα στους φωνήντες (βλ. το γ-αίμα, α-γ-έρας, μπα-γ-ούλο κ.ά.) - καθολικός: «Ή σ. "Καθολικά, συγγενικά, Λάκωνες” . Χρηστός, κόσμιος. Ή λέξις εύρίσκεται έν άπασι τοΐς συναλλάγμασι των νοτίων καί βο ρείων χωρίων - "Δημήτριος καί ή σύμβιος αυτού Μαρία έχοντες θυγατέραν ένώμω τή είλικήα θέλοντες συζεύξε αύτήν άνδρι νομίμο καί καθολικώ μετά τού ύοΰ τού Κοςταντή ώνοματι». Απ’ ότι εξάγε ται από τον Ησύχιο και από το έγγραφο, καθολικός δε σημαίνει χρηστός, κόσμιος, αλλά πραγματικός, αληθινός, γνήσιος γιος των γονέων του, όχι προερχόμενος από έναν πρώτο ενδεχομένως γάμο του ενός απ’ τους δυο, δηλ. προγονός. Φράση: Αυτή είναι η καθολικιά του μάνα - δηλ. δεν είναι μητριά, είναι πραγματική μητέρα. - Κοίλα: «κόλπος τής άνατολικής παραλίας τής Χίου καί πρός βορράν τής Χώρας». Όμω ς τα Κοίλα δεν είναι κόλπος, είναι πολί χνη πάνω από τον κόλπο της Λαγκάδας (πιθανώς αυτόν εννοεί ο Πασπάτης, η πρωταρχική κοιτίδα των κατοίκων της Κοιδιάντας, της Συκιάδας, των Καρδαμύλων και του Βροντάδου. Πανάρχαιο πόλισμα (αναφέρεται στον Ηρόδοτο, VI 26 «έν Κοίλοισι καλεομένοισι τής Χίης χώρης»), καταστράφηκε από πειρατική επιδρομή κατά τα μέσα του 16ου αι., οπότε οι κάτοικοί του σκόρπισαν - ό σοι δεν πιάστηκαν αιχμάλωτοι - στις γύρω περιοχές όπου ίδρυ σαν τα προαναφερόμενα πολίσματα. Οι κάτοικοι της Κοιδιάντας
επιλογη/67 άρχισαν, εδώ κι εκατό χρόνια περίπου να κατεβαίνουν στην παρα λία του κόλπου, οπότε το 1949, ύστερ’ από φονικές μάχες που έγι ναν εκεί κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, οι κάτοικοι εγκατέλειψαν ολοκληρωτικά την πολίχνη κι εγκαταστάθηκαν στη Λαγκάδα, που είναι σήμερα ένα από τα ωραιότερα χωριά της Χίου και ένα α πό τα τρία επιθαλάσσια - τα άλλα είναι ο Καταρράκτης και το Μάρμαρο Καρδαμύλων. - μίσπιλα μίσπιλα: «μικρά κομμάτια. ’Ήκουσα τήν άκόλουθον φράσιν εν τώ βορείω χωρίω τών Καρδα μύλων: "Μίσπιλα μίσπιλα τά έκαμες” . ’Αγνοώ τήν έτυμολογίαν τής λέξεως». Μίσπιλα, ωστόσο είναι τα πίσπιλα, καρποί της πισπιλιάς, αγριαχλαδιάς (και όνομα χωριού, Πισπιλούντα). Ο Πασπάτης ερμηνεύει τη λέξη με τη μεταφορική της, προφανώς σημα σία, γιατί τα πίσπιλα είναι πραγματικά μικροί, άχρηστοι καρποί. - νυφικάτο τό: «νυμφικόν φόρεμα, τό όποιον ό γαμβρός προμη θεύεται διά τόν γάμον του. Έλλ. Νυμφικός, άνήκων εις τήν νύμ φην, κοινώς νυφιάτικος. Νυμφικός, νυμφικάτος, ώς καθαρός, καθαράτος». Ωστόσο, νυφικάτος σημαίνει και το χορό που χορεύει η νύφη, ανοίγοντας τη νυμφική πανδαισία. - πεταχτάρι: «είδος άλιευτικοΰ δικτύου ριπτομένου έκ τής λέμβου». Λέγεται, όμως, και για το χάρτινο αετό που πετούν τα παιδιά στην περίοδο της Μεγά λης Σαρακοστής - στη Χίο και, άστρο, από το σχήμα, προφα νώς. - ψωμόσυκα: «σύκα άργά ώριμάζοντα». Ό μω ς η ονομασία έχει σχέση με το μέγεθος και όχι με το χρόνο που ωριμάζουν τα σύ κα αυτά (που ο Πασπάτης, αναλογικά τα συνδέει με τα στρουνέλια, είδος μικρών νοστιμότατων σύκων, που ωριμάζουν στις αρχές του φθινοπώρου και ετυμολογεί ως «ύστερινούλια» - τελευταία). Ψωμόσυκα, σύκα μεγάλα σαν ψωμιά και είναι πραγματικά. κατό χρόνια ύστερ’ από το θάνατο του Αλεξάνδρου Πασπάτη (1891),7 το να συμπεριληφθεί το «Χιακόν Γλωσσάριον» στη γνωστή σειρά των αναστατικών εκδόσεων του Βιβλιοπωλείου Δ.Ν. Καραβία, που περιλαμβάνουν ιστορικές μελέτες και μονογραφίες για τον τόπο και το λαό, είναι μια απόδειξη της αξίας του έργου και της αδιαφιλονίκητης προσφοράς του Χιώτη λόγιου γιατρού. Ι διαίτερα οι Χίοι θα αισθανθούν αυτή την αξία και νομίζω πως μ’ ένα έργο που αφορά στη νήσο και παίρνει έτσι έναν πανελλήνιο χα ρακτήρα, οι διαστάσεις της πολιτιστικής προσφοράς της ιδιαίτε ρης πατρίδας τους ευρύνονται και δυναμώνουν. Και όπως λέμε σε ανάλογη περίπτωση στη Χίο: «Κάμε το καλό και ρίξ’ το στο γιαλό». Κάπου θα πιάσει.
Ό Παραβάτης" είναι η σύντομη ιστορία ενός έρωτα, καταδικασμένου εξαιτίας της δειλίας του ήρωα, ενός 38χρονου μουσικού, που δε φοβάται να πεθάνει αλλά να ζήσει. "0 Παραβάτης" είναι η μελέτη μιας ερωτικής σχέσης, γραμμέ νη με σχεδόν αφόρητη ένταση.
Ε
ΚΩΣΤΑΣ ΧΩΡΕΑΝΘΗΣ
Σημειώσεις 1. Βλ. Hubert Pernot, Η νήσος Χίος, μετάφραση Κ. Χωρεάνθη, Αθήνα, έκδοση «Χίος, Ημερολόγιο», 1981, ο. 181: «Αποχωρίστηκα με θλίψη απ’ αυτόν (το γερο-Λαζή), κι όταν σκέφτομαι τώρα την ολοφώτεινη νήσο και τα δυο καλοκαίρια που πέρασα εκεί, σ’ αυτόν πάει προθυμότερα η ενθύμησή μου...» 2. Βλ. «Το ταξίδι μου», Βιβλιοεκδοτική, Αθήναι 1955, σ. 111: «Ό χι, Πυργουσάκια μου, δεν είμαι ο μπέης, και ο Μαχμούτης το ξαίρει· δεν είμαι κυπαρίσσι και μεγα λεία δε γυρεύω. Είμαι χωριατόπουλό σαν κι εσάς και τα χωριάτικα μου αρέσουνε. Η προφορά σας μου γλυκοχαδέβει ταφτιά και καμαρώνω τις φορεσιές σας...» 3. Ο Pernot έκαμε φωνολογικές έρευνες στη Χίο τα καλοκαίρια του 1898 και 1899. Καρπός αυτών των ερευνών του είναι το τρίτομο έργο: «Etudes de Linguistiques Νέο-Hellenique.I.Phonetique de Parleurs de Ohio» σε τρεις τόμους (ο πρώτος 1907, οι άλλοι δύο 1946). Κατέγραψε ακόμα δημοτικές μελωδίες της Χίου (βλ. φωτομηχανική τους αναπαραγωγή από το Ομήρειο πνευματικό κέντρο του Δήμου Χίου,
βγαίνουν από μια ατέλειωτη σειρά κολίγων, μια ράτσα από τη γη καμωμένη κι όμως δίχως ρίζες, σαν τον ιξό. Δεν χρωστά ει τίποτε στη γη, δεν της δίνει τίποτε και δεν παίρνει τίποτα σε αντάλλαγμα. Μεγέθυνέ τους και θα ’χεις πολιτικάντηδες εκμεταλλευτές και απατεώνες και άτιμους γραφειοκράτεςμίκρυνε την προοπτική και θα ’χεις μούχλα στο τυρί που αργά μα σταθερά απλώνεται."
m m m m e m m m m is m ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΕΛΦΙΝΙ:
Θεμιστοκλέους 23-25, 106 77, Αθήνα Τηλ: 3630955,FAX: 3636658 ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ:
"Πρόοδος” Μεσολογγίου 5, Τηλ. 3621001 - 3630889 FAX: 3629207
68/επιλογη 1990 (με μετάφραση της σχετικής αναφοράς προς τον Υπουργό Παιδείας της Γαλ λίας από τον υποφαινόμενο). Κι ακόμα οι ταξιδιωτικές του εντυπώσεις από τη νή σο, στο βιβλίο του «Η νήσος Χίος», που αναφέρθηκε στη σημ. 1 4. Εκτός από τό «Χιακόν Γλωσσάριον» ο Πασπάτης έγραψε ιστορικές μελέτες και μονογραφίες: «Βυζαντινοί μελέται» (1877), «The English of the devised New Testament», «Τα βυζαντινά ανάκτορα και τα πέριξ ιδρύματα» (1885), «Πολιορκία και άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Τούρκων» (1890). Έγραψε ακόμα τη σπουδαιότατη και μοναδική για την εποχή του μελέτη: «Etudes sur les Tchinganinis ou Bohimiens de TEurope Ottoman» (1870), έργο που επηρέασε τον Παλαμά στη σύλληψη της μορφής του Γύφτου στο «Δωδεκάλογο». 5. Βλ. λ.χ. στον Fustel de Coulanges «Η νήσος Χίος, ιστορικό υπόμνημα», μετάφραση Κ. Χωρεάνθη, εκδόσεις Α. Καραβία, Αθήνα 1977, σελ. 44: 4. Εκτός από το «Χιακόν Γλωσσάριον» ο Πασπάτης έγραψε ιστορικές μελέτες και μονογραφίες: «Βυ ζαντινοί μελέται» (1877), «The English of the devised New Testament», «Τα βυζαντι νά ανάκτορα και τα πέριξ ιδρύματα» (1885), «Πολιορκία και άλωσις της Κωνσταν τινουπόλεως υπό των Τούρκων» (1890). Έγραψε ακόμα τη σπουδαιότατη και μο ναδική για την εποχή του μελέτη: «Etudes sur les Tchinganinis ou Bohimiens de TEurope Ottoman» (1870), έργο που επηρέασε τον Παλαμά στη σύλληψη της μορ φής του Γύφτου στο «Δωδεκάλογο». 5. Βλ. λ.χ. στον Fustel de Coulanges «Η νήσος Χίος, ιστορικό υπόμνημα», μετάφραση Κ. Χωρεάνθη, εκδόσεις Α. Καραβία, Αθήνα 1977, σελ. 44: «Από την εποχή που ε γκαταστάθηκαν οι Έλληνες μέχρι τις μέρες μας, ο λαός της νήσου δεν έχει αλλά ξει. Πέρασε όλες τις φάσεις της ελευθερίας και της υποταγής· κυριαρχήθηκε από πολύ διαφορετικούς καταχτητές· τρεις φορές διώχτηκε ολοκληρωτικά από τη νή σο. Καταδιωγμένος, ξαναγύρισε πάντα· υποδουλωμένος, διαιωνίστηκε. Οι ξένες κυριαρχίες δεν έφεραν ποτέ αρκετούς ξένους για να αλλοιώσουν τη φυλή». Βλ. α κόμα, σελ. 45-46: «Το αρχαίο λοιπόν ιδίωμα υπήρχε σε πείσμα όλων των μεταβο λών και της δουλείας. Οι παραλλαγές του είναι αυτές που ο χρόνος φέρνει σ’ όλες τις γλώσσες, που τις αλλοιώνει αλλά δεν τις εκφυλίζει. Δεν πρέπει να μας εκπλήσ σει που η σημερινή ελληνική διαφέρει από την αρχαία, αλλά το γεγονός πως δεκα πέντε αιώνες επέφεραν τόσο λίγες αλλαγές». 6. Οι μελέτες του Αθανασίου Σαλιάρη περιλαμβάνονται στους τόμους: 1 (1963) 62-66· 218-224, 3 (1965) 31-38, 6 (1968) 67-80, 7 (1969) 21-37· 88-102, 8 (1970) 30-45· 85-97, 9 (1971) 66-77, 11 (1973) 122-134· 165-177, 12 (1974) 6-19. Αξιόλογες συμβολές στη μελέτη του χιακού γλωσσάριου. 7. Ο Αλέξανδρος Γ. Πασπάτης γεννήθηκε στη Χίο το 1814. Το 1822, με την κατα στροφή της νήσου, τον απήγαγαν Τούρκοι, παιδί οχτώ χρονώ, κι εκτέθηκε σκλαβόπουλο στο σκλαβοπάζαρο της Σμύρνης, όπου φιλάνθρωποι Αμερικανοί φρόντι σαν να μην κακοποιηθεί. Εκεί τον αγόρασε η ίδια του η μητέρα που εγκαταστάθη κε έκτοτε στην Κωνσταντινούπολη. Το 1831 αποφοίτησε από το Αμερικανικό κο λέγιο Άμχερστ. Στη συνέχεια έκανε ιατρικές σπουδές στο Παρίσι και στην Πίζα και εξάσκησε το επάγγελμα του γιατρού στην Κωνσταντινούπολη όπου επέδειξε, παράλληλα, σημαντική φιλανθρωπική, πολιτιστική και ιδίως εθνική δράση. Ήταν από τους ιδρυτές του περίφημου «Ελληνικού Φιλολογικού συλλόγου» (1861) και επιδόθηκε με πάθος στις ιστορικές του μελέτες. Πιθανώς το 1886 επισκέφθηκε τη γενέθλια νήσο και σύναξε υλικό για το γλωσσάριό του. Από το 1879 είχε εγκατα σταθεί στην Αθήνα, αφού είχε σταματήσει να εξασκεί το επάγγελμά του όπου και πέθανε, το 1891.
σχολιάζοντας τους προφήτες t-VA
UMBERTO ECO: Η Α π ο κ ά λ υ ψ η το υ Ιω ά ν ν η . Ε κ δ ο τ ι κ ό ς Ο ρ γ α ν ι σ μ ό ς Θ ε σ σ α λ ο ν ί κ η ς , 1989, Β' Έ κδοση 1991, ρισ τ’ σελ. -Ιένθετο φυλλάδιο μ ε 30 Μ ινιατούρες από την Εθνική Βιβλιοθήκη της Μαδρίτης.
ια ενδιαφέρουσα όσο και καλαίσθητη έκδοση αποτελεί το σχόλιο αυτό του γνωστού σημειολόγου Ουμπέρτο Έκο πάνω στο έργο του Ισπανού μοναχού Beato της Liebana που έζησε στα μέσα του 8ου αιώνα μ.Χ. και σχολίασε την Αποκάλυψη του Ιωάν νη. Πρόκειται για τον πρώτο σχολιασμό του Οράματος της Πάτμου, γεγονός που θα επιφέρει σημαντικές συνέπειες στους μετέπειτα αιώνες καθώς η κινδυνολογία για το τέλος του κόσμου κατα-
Μ
Τε3
επιλογη/69 κλύζει τη σκέψη των ανθρώπων όσο πλησιάζει το έτος Χίλια. Το ογκωδέστατο σχόλιο του Beato σε άθλια λατινικά συνοδεύτηκε α πό μινιατούρες μοζαραβικής τεχνικής με στόχο την καλύτερη κα τανόηση, μέσω της οπτικής ερμηνείας, του σχολίου από τον άν θρωπο του Μεσαίωνα. Τα αντίγραφα του έργου αυτού θα γνωρί σουν υπερβολική επιτυχία και θα κυκλοφορούν με διαφορετικές αριστουργηματικές μινιατούρες για να παραμείνουν γνωστά ως «be ad», εκ των οποίων ο πιο όμορφος θεωρείται αυτός της Εθνικής Βι βλιοθήκης της Μαδρίτης που παρουσιάζει το σχόλιο του Έκο. Ο Έκο δέχτηκε να σχολιάσει το σχόλιο του Beato πάνω στην Α ποκάλυψη καθώς και τις μινιατούρες. Το κείμενο, όμως, που δη μιούργησε το «Παλίμψηστο στο Beato» αποτελεί ένα πραγματικό δοκίμιο όχι μόνο πάνω στο Μεσαίωνα σε σχέση με τις αποκαλυψιακές θεωρίες αλλά και σχόλιο πάνω σ’ αυτήν την ίδια την Απο κάλυψη του Ιωάννη. Μεριμέ είναι ο "δεύτερος Βολταίρος" της γαλλικής λογοτεχνίας.Του λείπει όμως η δική του αισιοδοξία και αγαπάει περισσότερο τη σκοτεινή πλευ ρά των πραγμάτων αλλά και το πάθος σε όλες τις όψεις και σ' όλες τις εντάσεις του. Ετσι, πλησιάζει περισσότερο τον αναγνώστη, τον εισάγει στο δικό του ταραγμένο, παράξενο κόσμο.
Έκο θα διαπιστώσει αρχικά ότι το ίδιο το Ό ραμα της ΠάΟ τμου ως κείμενο χαρακτηρίζεται από μια δομή διχοτομική και σνγρονσιακή, γεγονός που αντανακλάται τόσο στο σχόλιο του Beato όσο και στις μετέπειτα επιδράσεις όχι μόνο σε θεολογικό ή φιλοσοφικό επίπεδο αλλά και καθαρά κοινωνικό. Πράγματι, η ε κμετάλλευση των ερμηνειών της Αποκάλυψης μετά το σχόλιο του Beato σε συνδυασμό με τον τρόμο του Έτους Χίλια και την πείνα, τους πολέμους και την πανώλη που ενσκήπτουν στην Ευρώπη κα τά τον 9ο αιώνα, που όλα μαζί συμβολίζουν για τον απλό άνθρωπο τα προμηνύματα της έλευσης του τέλους, μπορούν να δικαιολογή σουν την τεράστια απήχηση που γνωρίζει το έργο αυτό όχι μόνο τους προηγούμενους αλλά και τους αιώνες που έπονται του κρίσι μου 10ου αιώνα. Η Αποκάλυψη, μέσα από την πληθώρα των συμ βόλων της που για τον Μεσαιωνικό άνθρωπο παραπέμπουν κάτω από διαφορετικές ερμηνείες πάντα στο Θεό, αλλά και μέσα από τη δεκτικότητά της για πολλαπλές ερμηνείες, μεταβάλλεται σύντομα σε όργανο αμφισβήτησης οποιοσδήποτε καθιερωμένου νοήματος. Έτσι, μετά το Χίλια, θα ερμηνευθεί, θα εμπνεύσει, θα χρησιμοποι ηθεί και θα γίνει η αφορμή να οργανωθούν οι πλέον παράδοξες αι ρετικές ομάδες ή κινήματα που θα ανανεώνονται κατά τη διάρκεια όλων των επερχόμενων αιώνων που τα αμφίσημα χαρακτηριστικά και διεκδικήσεις τους χρήζουν ιδιαίτερης κοινωνικο-ιστορικής με λέτης, μια και σε πολλά από αυτά δεν λείπουν οι κοινωνικές διεκ δικήσεις αλλά και ο μεσσιανικός χαρακτήρας: συμμορίες του Tanchelmo, του Eudo de Stella, η αίρεση του Gioacchino de Fiore, οι αναβαπτιστές, τα κινήματα των αυτομαστιγούμενων, οι begardi, ο αποκαλυψιακός χιλιασμός τους Thomas Mimi^er, οι κουάκεροι, οι γιανσενιστές, οι ριβαϊβαλιστές, οι τρεμ< υλιάρηδες ως τους περφεξιονιστές του 19ου αιώνα. έσα, επομένως, από την προσέγγιση του Έκο, η ίδια η ΑΠΟ ΚΑΛΥΨΗ, ως κείμενο, αναδεικνύεται σε μόνιμο πρότυπο της αναμονής μιας καταστροφής αλλά και μιας ελπίδας για μετα μόρφωση, για αλλαγή του κόσμου. Αποτελεί το μόνιμο πρότυπο ό λων αυτών των αιώνων της σύγκρουσης που διατρέχει ολόκληρη την ανθρώπινη ιστορία και μυνο κάτω από αυτό το πρίσμα μπορεί να γίνει κατανοητή η επίδραση που άσκησε το κείμενο του σχολια σμού της από τον μοναχό Beato. Παράλληλα, το εικαστικό μέρος της, οι μινιατούρες που τη συ νόδεψαν, δημιούργησαν τη δική τους παράδοση. Οι διαφορετικές σειρές από μινιατούρες που συνόδευαν το κείμενο στα πολλαπλά του αντίγραφα δεν μπόρεσαν πάντοτε να ακολουθήσουν την υπερ-
Μ
Τι συμβαίνει όταν ένα Τετράγωνο υιοθετεί τη μέθο δο της "καθολικής αμφιβολίας" του Καρτέσιου προκειμένου ν' αποκαλύψει την αλήθεια του Κόσμου όλων των Διαστάσεων; Ο Edwin A. Abbott μας ξεναγεί στον "Επίπεδο Κόσμο" του, αλλά και πέρα απ' αυτόν, ανα λαμβάνοντας πλήρως την ευθύ νη γι' αυτήν την "πολυδιάστατη" \
A'WwV'Ss· '
-I' '
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΕΛΦΙΝΙ:
Θεμιστοκλέους 23-25, 106 77, Αθήνα Τηλ: 3630955,FAX: 3636658 ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ:
"Πρόοδος" Μεσολογγίου 5, Τηλ. 3621001 - 3630889 FAX: 3629207
70!επιλογή φορτωμένη ερμηνεία του Beato και υιοθέτησαν συχνά μια ελεύθερη ερμηνεία ανάλογη με τις παραπομπές που διέθετε ο ίδιος ο καλλι τέχνης. Αυτό, ωστόσο, δεν εμπόδισε τις μοζαραβικές μινιατούρες να ασκήσουν σημαντική επίδραση στη ρομανική γοτθική γλυπτική που κοσμεί τους ναούς της εποχής και που η θεματική της αποδεικνύει επίσης την άμεση επιρροή της ίδιας της Αποκάλυψης. Κι α κόμη, οι μοζαραβικές μινιατούρες θα επιβιώσουν στην τέχνη και όταν ακόμα τα αποκαλυψιακά θέματα θα χαρακτηρίζουν μόνες τις κάποιες αιρετικές και περιθωριακές ομάδες που αναφέρθηκαν. Ο Έκο, σχολιάζοντας το σχόλιο του Beato για την Αποκάλυψη, αποδεικνύει την επίδραση του κειμένου πάνω στη μεσαιωνική σκέ ψη και συμπεριφορά αναδεικνύοντας ταυτόχρονα το ίδιο το κείμε νο ως κόσμο. Το «Παλίμψηστο στον Beato» που αποτελεί το πρώτο μέρος του βιβλίου ακολουθεί ένα δεύτερο μέρος με «Σχόλια στις εικόνες», οι οποίες σε μια άψογη καλλιτεχνική απόδοση συγκεντρώνονται σ’ έ να ειδικό ένθετο βιβλιαράκι. Ένα τρίτο, τέλος, μέρος περιλαμβά νει τον «Πίνακα Εικόνων» όπου τη μικρογραφία της καθεμιάς μι νιατούρας συνοδεύει το αντίστοιχο απόσπασμα από την Αποκάλυ ψη το οποίο εικονογραφεί. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΣΑΤΣΟΥΛΗΣ
Δ ύ ο π α ρ α μ ύ θ ια γ ια π α ι δ ιά από 8 μ έ χ ρ ι... 108 ετώ ν , γρα μμένα με π ρ ω το τυ π ία κ α ι χ ιο ύ μ ο ρ από τ ο ν ΣΩ ΤΗ ΡΗ Χ ΑΤΖΑΚΗ , ε ικ ο ν ο γ ρ α φ η μ έ ν α μ ε αγάπ η από τ η ν ΕΡΣΗ ΔΡΙΝΗ
OBSESS Κεντρική διάθεση: ΠΡΟΟΔΟΣ Μεσολογγίου 5, 10681 Αθήνα Τηλ. 3621001, FAX 3629207
δελτίο 171
δελ τ ι ο
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ Δελτίο συντάσσετω με την 1 Ιανουάριου πολύτιμη συνεργασία του βιβλιοπωλείου της «Ε 18 Ιανουάριου 1992 στίας», τη διεύθυνση και το προσωπικό του ο ποίου ευχαριστούμε θερμά. Η ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ των βι βλίων γίνεται με βάση το γνωστό Δεκαδικό Σύστημα Ταξινόμησης, προσαρμο σμένο στην ελληνική βι βλιογραφία. Επιμέλεια: ΣΕ ΚΑΘΕ κατηγορία βιβλίων προηγούνται αλ Έφη Απάκη φαβητικά οι Έλληνες συγγραφείς και ακολου θούν οι ξένοι. Η ΚΑΤΑΤΑΞΗ των ξένων συγγραφέων γίνεται σύμφωνα με το εΜηνικό αλφάβητο. ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ των περιοδικών δεν περιλαμβάνονται εβδομαδιαία έντυπα. ΓΙΑ ΤΗΝ ακόμη μεγαλύτερη πληρότητα του Δελτίου, παρακαλούνται οι εκδότες να μας στέλνουν έγκαιρα τις καινούριες εκδόσεις τους.
βιβλίο γρα φικό 28ΐ
ΓΕΝΙΚΑ ΕΡΓΑ
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
Βιβλιογραφία
Μεταφυσική
ΚΟΥΡΕΡΗΣ Γ.Ν.-ΒΟΥΡΛΙΩΤΗΣ Μ.Α. Συμβολή στη σαμιακή βιβλιογραφία. Αδήνα, Καραβίας, 1991. Σελ. 125. Δρχ. 1560.
ΦΩΤΕΙΝΟΣ Κ. Εισαγωγή στη μεταφυσική ανάπτυξη. Τόμος Α'. Αδήνα, Στάχυ, 1991. Σελ. 259. Δρχ. 2910.
ΛΑΠΠΑ-ΖΙΖΗΚΑ Ε.-ΡΙΖΟΥ-ΚΟΥΡΟΥΠΟΥ Μ. Κα-
ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ
Μπενάκη (10ος-16ος αι.). Αδήνα, 1991. ΣεΛ. 367 + φωτ. χειρογρ. Δρχ. 15.000 Βιβλιοθηκονομία Οδηγός Βιβλιοθηκών Ελλάδος. Αδήνα, Βιβλιεμπο ρική, 1991. Σελ. 166. Δρχ. 2080. Τύπος ΚΟΜΙΝΗΣ Λ. Τα μυστικά της δημοσιογραφίας. 2. Ε φαρμοσμένη δημοσιογραφία. Αδήνα, Καστανιώτης, 1991. Σελ. 469. Δρχ. 5200.
Γ ενικά JAFFE A. C.G. Jung: Λόγος και εικόνα. Μετ. Κ. Ζάρρας. Αδήνα, Ιάμβλιχος, 1991. Σελ. 238. Δρχ. 5200.
72!δελτίο Εφαρμοσμένη μυχολογία ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΣ Σ.Α. Ψυχοπαθολογία της τρίτης ηλικίας. Αθήνα, Γρηγόρης, 1991. Σελ. 150. Δρχ. 1650. Παραμυχολογία AMOUR A. Το μέλλον στα χέρια σας. Μετ. Ν. Τσαγκάρη. Αθήνα, Το Κλειδί, 1991. Σελ. 228. Δρχ. 2080. ΘΡΗΣΚΕΙΑ Γ ενικά Άγιος Μάξιμος ο Γραικός ο φωτιστής των Ρώσων. Μετ.-επιμ. Ιερά Μονή Οσίου Γρηγορίου Αγίου Ό ρους. Αθήνα, Αρμός, 1991. Σελ. 170. Δρχ. 830. Ο βίος του Αγίου Σίμωνος του Αθωνίτου. Άγιον Ό ρος, Ακρίτας, 1991. Σελ. 68. Δρχ. 620. Πρακτικά Θεολογικού Συνεδρίου. Θεσσαλονίκη, Ιε ρά Μητρόπολις Θεσσαλονίκης, 1991. Σελ. 679. Δρχ. 5200. ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ ΦΩΤΗΣ. Γίγαντες ταπεινοί. Αθήνα, Ακρίτας, 1991. Σελ. 246. Δρχ. 1455. Ιερά κείμενα Η Καινή Διαθήκη. Κείμενο-μεταγλώτηση. Αθήνα, Βίβλος, 1991. Σελ. 715. Δρχ. 3120. ΠΑΛΟΥΚΑΣ Π.Α. Αποκαλυπτική και επιστημονική αξιοπιστία της Αγίας Γραφής και η μεταμορφωτική της δύναμη. (Ανάτ.). Αθήναι, 1991. Σελ. 61. Δρχ. 200. ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ Κοινωνιολογία ΤΣΙΛΙΧΡΗΣΤΟΣ ΝΙΚΟΣ. Ναρκωτικά. Όχι, η Ιθάκη δεν είναι εδώ... Αθήνα, Καστανιώτης, 1991. Σελ. 166. Δρχ. 1560. ΤΣΟΥΚΑΛΑΣ Κ. Είδωλα πολιτισμού. Αθήνα, Θεμέ λιο, 1991. Σελ. 595. Δρχ. 4365. Πολιτική ΡΟΥΣΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ. Κομμουνισμός τέλος; Ή η αρχή της ιστορίας. Αθήνα, Στάχυ. Σελ. 310. Δρχ. 2800. ΧΡΥΣΟΜΑΛΛΗΣ Μ.Δ. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και οι κοινοτικές διαθεσμικές σχέσεις μετά την ε νιαία ευρωπαϊκή πράξη. Θεσσαλονίκη, Παρατηρη τής, 1991. Σελ. 352. Δρχ. 3950. *
ΝΤΕΛΟΡ ΖΑΚ. Η ευρωπαϊκή πρόκληση. Εισ-επιμ. Β.Π. Μαθιόπουλος. Μετ. I. Λαμπρινάκου-Γ. Μητροπούλου-Κ. Στουμπιάδης. Αθήνα, Δημοσιο γραφικός Οργανισμός Λαμπράκη, 1992. Σελ. 184. Δρχ. 1500. Οικονομία ΠΑΠΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ Δ. Χρηματιστήριο και υπομήφιος επενδυτής. Αθήνα, Γαλαίος, 1991. Σελ. 178. Δρχ. 2700. ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ Α. Πόθεν έσχες. (Τεκμή ρια). Αθήνα, Κάλβος, 1991. Σελ. 118. Δρχ. 1040. Επικοινωνίες KRAUS ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ. Η κουλτούρα των μέσων. Μετ. Α. Λυκιαρδοπούλου κ.ά. Αθήνα, Αλεξάνδρεια, 1991. Σελ. 301. Δρχ. 2495. BELL G. Η τεχνική των ομιλιών. Απόδ. Κ.Ρ. Παραπαντάκη. Αθήνα, Γαλαίος, 1991. Σελ. 149. Δρχ. 1900. Δημόσιες σχέσεις ΓΚΟΜΠΛΙΑΣ Κ. Διαφημίζοντας. Αθήνα, 1991. Σελ. 447. Δρχ. 5200. ΠΙΠΕΡΟΠΟΥΛΟΣ Γ. Δημόσιες σχέσεις. Θεσσαλο νίκη, University Studio Press, 1991. Σελ. 229. Δρχ. 2495. ΤΣΑΚΙΡΗΣ Γ. Πωλήσεις. Μια ανθρώπινη δύναμη. Β' έκδοση. Τόμοι Α' + Β' + Γ'. Αθήνα, SSI, 1991. Σελ. 206+174 + 204. Δρχ. 18.720 (οι τρεις τόμοι). Λαογραφία ΜΑΡΙΝΗ Μ.Δ. Η Μενιδιάτικη λαϊκή φορεσιά. Αχάρνες, 1989. Σελ. 164. Δρχ. 2500 ΠΑΥΛΗ-ΚΟΡΡΕ Μ.-ΣΠΑΝΟΥΛΗ Ρ. Τσιγγάνες. Μύθοι, έθιμα, παραδόσεις. Αθήνα, Ολκός, 1991. Σελ. 149. Δρχ. 7800.
δελτιο/73 ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ-ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
Φυσική
Παιδαγωγική
COVENEY P.-HIGHFIELD R. Το βέλος του χρόνου. Μετ. Τ. Κυπριανίδης. Αθήνα, Κάτοπτρο, 1991. Σελ. 526. Δρχ. 4570.
ΚΑΡΑΠΕΤΣΑΣ Α.Β. Η δυσλεξία στο παιδί. Διάγνω ση και θεραπεία. Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 1991. Σελ. 110. Δρχ. 1245. ΜΠΕΤΕΛΧΑΙΜ Μ. Διάλογοι με τις μητέρες. Μετ. Γ. Αναστοπούλου. Αθήνα, Γλάρος, 1990. Σελ. 281. Δρχ. 1560. Εκπαίδευση ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΣ Η.Λ. Λογοτεχνία και παιδεία. Α θήνα, Γκοβόστης, 1991. Σελ. 95. Δρχ. 620. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ Α. Η θεωρία της μουσικής. Αθή να, Gutenberg, 1991. Σελ. 217. Δρχ. 3640.
Φυτολογία ΚΑΒΒΑΔΑΣ Δ.Σ. Εικονογραφημένον βοτανικόνφυτολογικόν λεξικόν. Τόμοι 9. Αθήνα, Πήγασος. Δρχ. 67.600 (οι 9 τόμοι). Ζωολογία LACY L.L. Αστρολογία για σκύλους. Μετ. Λ. Δημητρίου. Αθήνα, Ελληνική Ευρωεκδοτική, 1991. Σελ. 130. Δρχ. 1560. ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ
HUSEN Τ. Η αμφισβήτηση του Σχολείου. Μετ. Π.Σ. Χατζηπαντελή. Αθήνα, Προτάσεις, 1991. Σελ. 260. Δρχ. 2280.
Τεχνολογία
ΓΛΩΣΣΑ
MOSELEY Μ. Windows 3.0 pocket guide. Μετ. Σ· Γκίκας. Αθήνα, Anubis, 1991. Σελ. 228.
Γ ενικά ΚΑΛΙΟΡΗΣ Γ.Μ. Η ξύλινη γλώσσα. Αθήνα, Αρμός. Σελ. 254. Δρχ. 1870. ΤΖΕΝΟΣ Α. Γένεση και οργάνωση της γλώσσας και της σκέμης των Ελλήνων. Αθήνα, Τροχαλία. Σελ. 399. Δρχ. 3015. Ελληνική γλώσσα ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ Α.Ε. Οι ελληνικές λέξεις στην αγγλική γλώσσα. Θεσσαλονίκη, 1991. Σελ. 398. Δρχ. 5200. Ξένες γλώσσες FERRIZ Α.Μ. Σύγχρονο ισπανο-ελληνικό και ελληνο-ισπανικό λεξικό. Αθήνα, Ολυμπία, 1992. Σελ. 461. Δρχ. 2080.
ΤΕΧΝΕΣ Πολεοδομία ΜΑΡΜΑΡΑΣ Μ.Β. Η αστική πολυκατοικία της μεσοπολεμικής Αθήνας. Αθήνα, Πολιτιστικό Τεχνολογι κό Ιδρυμα ΕΤΒΑ, 1991. Σελ. 324. Δρχ. 3120. ΠΑΠΑΔΑΤΟΥ-ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ X. Εξέλιξη του σχεδίου πόλεως των Πατρών 1829-1989. Πάτρα, Α χαϊκές Εκδόσεις, 1991. Σελ. 58. Δρχ. 1560. Ζωγραφική ΓΡΑΜΜΑΤΟΠΟΥΛΟΣ Κ. Ζωγραφική-χαρακτική. Α θήνα, Τουμπής, 1991. Σελ. 168. Δρχ. 16640. ΖΙΑΣ ΝΙΚΟΣ. Φώτης Κόντογλου. Ζωγράφος. Αθήνα, Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, 1991. Σελ. 539. Δρχ. 14560. ΝΑΒΡΟΖΙΔΟΥ Ε. Σε φόντο κόκκινο. Κέα, Βουρκαριανή, 1991. Σελ. 44. Δρχ. 2080. ΚΛΑΣΙΚΗ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ Αρχαίοι συγγραφείς ΙΠΠΟΚΡΑΤΗΣ. Παραγγελίαι-Αφορισμοί (συμβου λές). Αθήνα, Κάκτος, 1991. Σελ. 137. Δρχ. 935. Ομήρου Οδύσσεια. Ραμωδία ζ. Μετ.-επιλ. Δ.Ν. Μαρωνίτης. Αθήνα, Στιγμή, 1991. Σελ. 44. Δρχ. 1560.
74/δελτίο ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Ποίηση Η ετήσια ανθολογία των εκατό. Ανέκδοτα ποιήματα. Αθήνα, Δαυλός, 1991. Σελ. 142. Δρχ. 3120. ΑΣΛΑΝΟΓΛΟΥ Ν.-Α. Ωδές στον πρίγκηπα. Αθήνα, Ύμιλου/Βιβλία, 1991. Σελ. 24. Δρχ. 620. ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ. Τα ποιήματα. Τόμος Γ'. Αθήνα, Τρία Φύλλα, 1991. Σελ. 431. Δρχ. 4160. ΕΛΥΤΗΣ Ο. Η ποδηλάτισσα. Αθήνα, Εστία, 1991. Σελ. 20. Δρχ. 1300. ΚΟΛΥΜΒΑ Κ. Εικόνες από την έρημο. Αθήνα, Πα νόραμα, 1991. Σελ. 45. Δρχ. 1040. ΜΑΥΡΟΕΙΔΗ-ΠΑΠΑΔΑΚΗ Σ. Άρατε πύλας. Αθή να, Εταιρεία Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορι κού Αρχείου, 1991. Σελ. 91. Δρχ. 1040. ΜΠΑΛΤΑ Ε.Ν. Απουσίες. Αθήνα, Διάττων, 1991. Σελ. 69. Δρχ. 1040. ΧΑΡΙΑΤΗ-ΣΙΣΜΑΝΗ ΚΑΤΕΡΙΝΑ. Δύο Ζακυνθινά σαλόνια όπως τα είδε ο Στάθης Χαριάτης το 1925. Αθήνα, Εστία, 1991. Σελ. 268. Δρχ. 3900. Πεζογραφία Τα παραμύθια της Χαλιμάς. Τόμος Γ'. Αθήνα, Ερ μής, 1991. Σελ. 368. Δρχ. 1560. Το διήγημα της Αντίστασης. Ανθολογία. Τόμος Α'. Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1991. Σελ. 366. Δρχ. 2600. ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ Α. Ο Μέγας Ανατολικός. Μέρος Γ, τόμοι Α' + Β'. Αθήνα, Άγρα, 1991. Σελ. 231 + 213. Δρχ. 6240 (οι δύο τόμοι). ΑΣΛΑΝΟΓΛΟΥ Ν.-Α. Ταξιδεύοντας στη δροσερή νύχτα. Αθήνα, Ύμιλον/Βιβλία, 1991. Σελ. 94. Δρχ. 1040. ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΥ ΗΡΩ. Ιστορίες ενός θαμμένου κρίκου. Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 1991. Σελ. 311. Δρχ. 1975. ΚΩΤΣΙΑΣ Τ. Περιστατικό τα μεσάνυχτα. Διηγήματα. Αθήνα, Κέδρος, 1991. Σελ. 186. Δρχ. 1350. ΛΕΛΕΚΟΥ-ΤΑΤΑΚΗ Δ. Κλωθώ. Αθήνα, Σμυρνιωτάκης. Σελ. 439. Δρχ. 2600. ΜΟΣΧΟΝΑΣ Α.Γ. Τότε... Εικόνες του '50-’57. Αθή να, Ελληνική Ευρωεκδοτική. Σελ. 173. Δρχ. 1040. ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ Ν. Άπαντα. Ο Σκέλεθρας. Και άλλα διηγήματα. Αθήνα, Κέδρος, 1991. Σελ. 291. Δρχ. 1765. ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Β. Το σενάριο. Μυθιστόρημα. Αθήνα, Καστανιώτης, 1991. Σελ. 147. Δρχ. 1560.
ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ Κ. Ιστορία μιας νύχτας ατέλειω της... Αθήνα, Το Ποντίκι, 1991. Σελ. 92. Δρχ. 520. ΠΑΠΑΚΩΣΤΑΣ Δ. Πέντε κείμενα. Αθήνα, Ρόπτρου, 1991. Σελ. 44 + Εικ. Δρχ. 1040. ΣΙΓΜΑ Σ. Ο λυπημένος ερωδιός. Αθήνα, Σμίλη, 1991. Σελ. 296. Δρχ. 1870. ΣΚΑΡΟΣ Ζ. Αλλαγή συνθηκών. Αθήνα, Σύγχρονη Ε ποχή, 1991. Σελ. 138. Δρχ. 2080. ΤΕΣΣΗ Ε. Ανατολικά τ’ Αρχιπελάγου. Μυθιστόρημα. Αθήνα, Κέδρος, 1991. Σελ. 303. Δρχ. 1800. ΦΩΤΙΑΔΟΥ-ΜΠΑΛΑΦΟΥΤΗ Γ. Παλιού ουρανού χαλάσματα. Διηγήματα. Αθήνα, Γκοβόστης, 1991. Σελ. 63. Δρχ. 830. ΧΑΤΖΗΣ Γ.-ΤΕΡΖΟΠΟΥΛΟΣ Μ. Γιαγκούλας. Λή σταρχοι του Ολύμπου. Κατερίνη, Μάτι, 1991. Σελ. 602. Δρχ. 2900. ΑΜΠΟΤ Ε.Α. Επίπεδος κόσμος. Μετ. X. Παπαγεωργίου. Αθήνα, Δελφίνι, 1991. Σελ. 175. Δρχ. 1040. ΓΚΡΕΙΒΣ Ρ. Το γραμματόσημο της Αντίγκουα. Μετ. Τ. Δαρβέρης. Αθήνα, Μέδουσα, 1991. Σελ. 338. Δρχ. 2.285. ΚΑΘΕΡ Γ. Μια χαμένη κυρία. Μετ. Τ. Γαβαλάκη. Α θήνα, Αστάρτη, 1991. Σελ. 162. Δρχ. 1140. ΚΑΛΑΣΟ Ρ. Οι γάμοι του Κάδμου και της Αρμονίας. Μετ. Γ. Κασαπίδης. Αθήνα, Γνώση, 1991. Σελ. 483. Δρχ. 2700. ΚΑΣΑΡΕΣ Α.Μ. Ημερολόγιο του πολέμου των χοί ρων. Μετ. Κ. Ρούφου. Αθήνα, Άγρωστις. Σελ. 221. Δρχ. 1870. ΛΟΡΕΝΣ Ν.Χ. Ο παραβάτης. Μετ. Σ. Τριανταφύλλου. Αθήνα, Δελφίνι, 1991. Σελ. 300. Δρχ. 2285. ΜΑΛΕΡΜΠΑ Λ. Το υγρό πυρ. Μετ. Λ. Ταχμαξίδου. Αθήνα, Νεφέλη, 1991. Σελ. 306. Δρχ. 1870. ΝΑΜΟΡΑ Φ. Η ήρα και το στάρι. Μετ. Ν. Σιδέρη. Α θήνα, Χατζηνικολή, 1991. Σελ. 220. Δρχ. 2100. DICK Ρ.Κ. Τριγυρίζοντας σε μικρό τόπο. Μετ. Μ. Λώμη. Αθήνα, Μέδουσα, 1991. Σελ. 325. Δρχ. 2285.
δελτιο/75 ΟΜΠΕΡΣΚΙ Γ. Παιδικά χρόνια. Μετ. Μ. Ιωαννίδου. Αδήνα, Δωρικός, 1991. Σελ. 125. Δρχ. 935. ΠΕΡΕΚ ΖΩΡΖ. Το υποσυνήδες. Μετ. Δ. Ζορμπαλάς. Αδήνα, Χατξηνικολή, 1991. Σελ. 94. Δρχ. 700. ΠΙΤΕΡΣ Ε. Ο λεπρός του αγίου Ζίλιου. Μετ. Ε. Μπονάτσου. Αδήνα, Άγρωσπς, 1991. Σελ. 308. Δρχ. 1560. ΦΟΚΝΕΡ ΟΥΙΛΙΑΜ. Το χωριουδάκι. Μετ.-εισ. Γ. Παπαδογιάννης. Αδήνα, Δελφίνι, 1991. Σελ. 520. Δρχ. 3380. HELLER J. Για φαντάσου. Μετ. Ε. Καλιγά-Φ. Κάραμποτ. Αδήνα, Γκοβόστης, 1991. Σελ. 430. Δρχ. 4680. Μελέτες ΚΑΨΑΣΚΗΣ Σ. Η ιδεολογική και πολιτική διαμόρ φωση του Διονύσιου Σολωμού (1818-1838). Αδήνα, Κέδρος, 1991. Σελ. 286. Δρχ. 2080. Δοκίμια ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΣ Ν.Α. Η πολιτική σημασία του βλακός. Αδήνα, Πολιτικά Θέματα, 1991. Σελ. 109. Δρχ. 1040. ΚΑΛΟΚΥΡΗΣ Δ. Ποικίλη ιστορία. Αδήνα, 'Yyiλον/Βιβλία, 1991. Σελ. 205. Δρχ. 1560. ΜΑΓΚΛΙΒΕΡΑΣ Δ.Κ. Επί του προσώπου της γης. Δοκίμια. Αδήνα, Οι Εκδόσεις των Φίλων, 1991. Σελ. 111. Δρχ. 1040. ΤΩΜΑΔΑΚΗΣ Ν.Β. Νεοελληνικά. Δοκίμια και μελέται. Τόμος Γ'. Εν Αδήναις, 1992. Σελ. 412. Δρχ. 3120. ΘΕΑΤΡΟ Γ ενικά ΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΣ X. Κουκλοδεατρικά... και όχι μόνο! Πάτρα, Αχαϊκές Εκδόσεις, 1991. Σελ. 82. Δρχ. 1040. ΚΥΠΑΡΙΣΣΗΣ Π. Βεάκης. Για την ιθαγένεια στην υ ποκριτική. Αδήνα, Ρόπτρου, 1991. Σελ. 115 + φωτ. Δρχ. 1245.
Αρχαίο δράμα ΑΙΣΧΥΛΟΣ. Πέρσαι. Μετ. Τ. Ρούσσος. Αδήνα, Κά κτος, 1991. Σελ. 127. Δρχ. 935. ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ. Αχαρνής. Μετ. Τ. Ρούσσος. Αδή να, Κάκτος, 1991. Σελ. 162. Δρχ. 935. ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ. Εκάβη. Μετ. Τ. Ρούσσος. Αδήνα, Κά κτος, 1991. Σελ. 133. Δρχ. 935. ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ. Ρήσος. Μετ. Τ. Ρούσσος. Αδήνα, Κά κτος, 1991. Σελ. 124. Δρχ. 935. ΠΛΑΤΩΝ. Απολογία Σωκράτους. Μετ. Η. Ανδρεά δη. Αδήνα, Κάκτος, 1991. Σελ. 100. Δρχ. 935. ΠΛΑΤΩΝ. Συμπόσιον (για τον έρωτα). Μετ. Η. Αν δρεάδη. Αδήνα, Κάκτος, 1991. Σελ. 191. Δρχ. 1245 Έ ργα___________________________________ ΑΣΛΑΝΟΓΛΟΥ Ν.-Α. Θάλασσα και συγχρονισμός. Αδήνα, Ύμιλον/Βιβλία, 1991. Σελ. 29. Δρχ. 620. SHAKESPEARE W. Οδέλλος ο μαύρος της Βενε τίας. Μετ. Δ. Δημητριάδης. Αδήνα, Εστία, 1991. Σελ. 187. Δρχ. 1500. Μελέτες ΞΑΝΘΑΚΗ-ΚΑΡΑΜΑΝΟΥ Γ. Παράλληλες εξελί ξεις στη μετακλασική τραγωδία και κωμωδία. Β' έκ δοση. Αδήνα, 1991. Σελ. 125 + εικ. Δρχ. 1560. ΙΣΤΟΡΙΑ Γ ενικά ΔΙΓΚΑΒΕΣ Κ. Ελληνικό και διεδνές Αλμανάκ. Θεσ σαλονίκη, Αλμανάκ, 1991. Σελ. 464. Δρχ. 2285. Μαρτυρίες ΑΝΔΡΟΥΚΑΚΗΣ Δ. Σταύρωση ηρώων. Αδήνα, 1991. Σελ. 588. Δρχ. 3120. ΒΑΦΟΠΟΥΛΟΣ Γ.Θ. Σελίδες αυτοβιογραφίας. Τό μος Ε': Ύστερα από δέκα επτά χρόνια. Θεσσαλονί κη, Παρατηρητής. Σελ. 372. Δρχ. 2600. ΜΑΡΜΑΡΙΔΗΣ Γ. Παύλος Μπακογιάννης. Το τίμη μα της Δημοκρατίας. Αδήνα, 1992. Σελ. 332. Δρχ. 1870. ΡΟΥΣΣΟΣ X. Προς σωφρονισμόν. Μαρτυρία. Αδή να, Εκδόσεις Του Εικοστού Πρώτου, 1991. Σελ. 195. Δρχ. 1560. ΝΤΕΪΒΙΣ Μ.-ΤΡΟΥΠ Κ. Μάιλς. Αυτοβιογραφία. Μετ. Μ. Μασσάρου. Αδήνα, Σέλας, 1991. Σελ. 510. Δρχ. 3640.
76/δελτιο Βιογραφίες
Παγκόσμια Ιστορία
ΜΑΤΣΑΣ Ν. Αν δεις τον Κυρ-Αλέξανδρο... Η «άλλη» βιογραφία του Παπαδιαμάντη. (Χωρίς εκδοτικά στοιχεία). Σελ. 156. Δρχ. 1400. ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ. W.A. Mozart. Ευρωπαίος μουσικός. Αθήνα, Ίδρυμα Γ. Αγγελίνη, 1991. Σελ. 45. Δρχ. 750.
WOODWARD Β. The commanders. Έτσι αποφασίστηκε η εισβολή στον Παναμά. Μετ. Η. Βεργίτσης. Α θήνα, Το Ποντίκι, 1991. Σελ. 232. Δρχ. 1245. WOODWARD Β. The commanders. Έτσι αποφασίστηκε ο πόλεμος στον Κόλπο. Μετ. Η. Βεργίτσης, Α θήνα, Το Ποντίκι, 1991. Σελ. 284. Δρχ. 1245.
Ελληνική Ιστορία
ROJO Α. Ημέρες πολέμου. Μετ. Κ. Καμαμπέλη. Α θήνα, Κριτική, 1991. Σελ. 406. Δρχ. 2285.
Α' Συμπόσιος Ιστορίας-Λαογραφίας Βορείου Αττι κής. Πρακτικά. Αχαρνές, 1989. Σελ. 342. Δρχ. 2200. ΚΑΛΟΓΡΑΝΗΣ Χ.Ι. Οι Μενιδιάτες. Αθήνα, 1990. Σελ. 235. Δρχ. 1500. ΚΑΛΟΥΜΕΝΟΣ Δ. Η σταύρωση του Χριστιανισμού. Β' έκδοση. Αθήνα, 1991. Σελ. 254. Δρχ. 5200. ΛΟΥΚΟΣ Χ.-ΣΑΜΙΟΥ Δ. Οικονομικές συμπεριφο ρές, μυχολογία και βιοτικό επίπεδο ενός Συριανού τοκιστή: Σ.Δ. Ρήγας. Αθήνα, Μνήμων, 1991. Σελ. 232. Δρχ. 2080. ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ Γ.Ι. Η ιστορία του νομού Φωκίδος. Αθήνα, 1991. Σελ. 283. Δρχ. 2080. ΣΩΤΗΡΙΟΥ Σ.Ν. Μακεδονικό: Η επανάσταση στη λογική. Αθήνα, Ελληνική Ευρωεκδοτική. Σελ. 141. Δρχ. 1350. ΤΡΑΚΟΣΑΣ Α.Α. Αναλαμπές του Μικρασιατικού Ο λέθρου και ανταύγειες του Σκιαθίτικου λαϊκού πολι τισμού 1710-1990. Τόμος Β'. Αθήνα, Βυζάντιο, 1991. Σελ. 347. Δρχ. 2080. ΛΥΤ X. Στην Αθήνα του 1847-1848. Ένα ανέκδοτο ημερολόγιο. Μετ.-επιμ. Α. ΠαπανικολάουΚρίστενσεν. Αθήνα, Ερμής, 1991. Σελ. 284. Δρχ. 2080. ΓΚΑΦΟΥΡΟΦ Β.-ΤΣΙΜΠΟΥΚΙΔΗΣ ΔΗΜ. Αλέξαν δρος ο Μακεδών και η Ανατολή. Β' έκδοση. Μετ. Γ. Στεργίου. Αθήνα, Παπαδήμας, 1992. Σελ. 736. Δρχ. 4100.
ΤΑΞΙΔΙΑ Ελλάδα ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ Θ. Οδοιπορώντας σε ελληνικά βουνά. Αθήνα, Νεφέλη, 1991. Σελ. 110. Δρχ. 1560. ΠΑΙΔΙΚΑ Ελεύθερα αναγνώσματα ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ Δ. Σαλιγκαροκαμώματα και λουλουδοκεφτέδες. Αθήνα, 1991. Σελ. 63. Δρχ. 1000. ΚΑΡΙΖΩΝΗ-ΧΕΚΙΜΟΓΛΟΥ Κ. Ο Σαίξπηρ σε 7 + 2 παραμύθια. Αθήνα, Ερμής, 1991. Σελ. 111. Δρχ. 1460. ΛΑΔΑ ΕΦΗ. Χριστουγεννιάτικο δώρο. Αθήνα, Καστανιώτης, 1991. Σελ. 32. Δρχ. 1455. ΧΑΤΖΑΚΗΣ Μ. Ο άνθρωπος που έλεγε όχι. Αθήνα, Στάχυ, 1991. Σελ. 24. Δρχ. 1040. ΚΙΦΕΡ Ε.Γ. Ένα ξυπόλητο αγγελάκι. Μετ. Ν. Σιδέρη. Αθήνα, Δωρικός, 1991. Σελ. 63. Δρχ. 830. HAHN J.G. Ελληνικά παραμύθια. Επιλ.-μετ. Δ. Κούρτοβικ. Αθήνα, Opera, 1991. Σελ. 209. Δρχ. 1870. Σχολικά ΠΟΛΥΔΟΥΡΗΣ Β. Η αριθμητική των ακεραίων. Μέ ρος Α'. Αθήνα, Δωδώνη, 1991. Σελ. 218. Δρχ. 2080. ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ ΑΝΙΧΝΕΥΣΕΙΣ. Τρίμηνη έκδοση του Συλλόγου Ερ γαζομένων Τράπεζας Μακεδονίας-Θράκης. Τεύχος 3. ΑΝΤΙ. Δεκαπενθήμερη πολιτική και πολιτιστική επι θεώρηση. Τεύχος 484. Δρχ. 250. ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΚΙ ΕΜΕΙΣ. Περιοδικό της Πανελλτ ν,σς Ομοσπονδίας Εκδοτών Βιβλιοπωλών. Τεύχος 1 (104).
δελτιο/77 ΓΥΝΑΙΚΑ. Το κλασικό γυναικείο περιοδικό. Τεύχος 1079. Δρχ. 600. ΔΑΥΛΟΣ. Μηνιαίο περιοδικό. Τεύχος 121. Δρχ. 600. ΔΙΑΒΑΖΩ. Δεκαπενθήμερη επιθεώρηση του βι βλίου. Τεύχος 278. Δρχ. 600. ΔΙΕΘΝΗΣ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ. Διμηνιαίο περιοδικό. Τεύχος 10. Δρχ. 500. ΕΠΙΓΝΩΣΗ. Τεύχος 40. ΕΠΟΠΤΕΙΑ NEWSLETTER. Τεύχος 16. ΕΥΘΥΝΗ. Περιοδικό ελευθερίας Kat γλώσσας. Τεύ χος 241. Δρχ. 350. ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ. Μηνιαία λογοτεχνική εφημε ρίδα. Φύλλο 11. Δρχ. 150. ΗΧΟΣ ΚΑΙ HI-FI. Τεύχος 226. Δρχ. 500. ΙΑΤΡΙΚΗ. Μηνιαία έκδοση Εταιρείας Ιατρικών Σπου δών. Τόμος 60, τεύχος 6. ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ. Τριμηνιαίο περιοδικό. Τεύ χος 23. ΚΡΗΤΙΚΑ ΕΠΙΚΑΙΡΑ. Φύλλο 229. Δρχ. 300. ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Ο ΠΟΛΙΤΙ ΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ. Τεύχος 1. Δρχ. 520. ΜΠΕΣΑ. Ιστορικά-λαογραφικά-γλωσσικά-σύγχρονα θέματα. Τεύχος 18. ΝΕΑ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ. Τεύχος 87. Δρχ. 400. ΝΕΟ ΕΠΙΠΕΔΟ. Τρίμηνο δελτίο ποίησης και τέ χνης. Τεύχος 11-12. Δρχ. 500. ΠΑΝΟΡΑΜΑ. Τριμηνιαίο περιοδικό. Τεύχος 20. ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ. Φύλλα λόγου τέχνης και πολι τιστικής καλλιέργειας. Τεύχος 47-48. Δρχ. 300. ΠΟΡΕΙΑ ΒΟΡΕΙΑΣ ΑΤΤΙΚΗΣ. Δεκαπενθήμερη εφη μερίδα. Φύλλο 15. ΠΟΡΦΥΡΑΣ. Τριμηνιαίο περιοδικό. Τεύχος 59. Δρχ. 520. ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΣΚΕΨΗ. Δίμ,ινη περιοδική έκδοση. Φύλλο 170. ΤΙ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ. Θεωρητικό και πολιτικό περιοδι κό του Εργατικού Ανπϊμπεριαλιστικού Μετώπου Ε.Α.Μ. Τεύχος 1. Δρχ. 350. ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ. Τριμηνιαία έκδοση. Τεύχος 66. Δρχ. 725. ΦΩΚΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ. Ετήσια έκδοση. Τόμος Γ', τεύ χος 3. Δρχ. 1000. MARKETING AGE. Το περιοδικό του σύγχρονου marketing. Τεύχος 2. Δρχ. 2000. DE BELLO CIVILI. Περιοδική έκδοση. Τεύχη 1 και 2.
ΝΙΚΟΥ ΜΟΥΛΑΚΑΚΗ
ΕΡΩΤΙΚΟ ΑΙΓΑΙΟ ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ - ΣΑΠΦΩ ΑΛΚΑΙΟΣ - ΑΝΑΚΡΕΩΝ ΕΙΧΑΓΩΓΗ-ΚΕΙΜΕΝΟ- ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
«Η ωραιότερη μέχρι σήμερα ανάπλαση των αρχαίων “Λυρικών” ποιητών» εκδόσεις
GUTENBERG
ςολ ω ν ος ιο 3
Διεύθυνση συγγραφέα: Κυμοθόης 2, 172 36 Υμηπός, S 97.38.342
Π. ΣΕΪΤΑΝΙΔΗ ΤΑ ΤΕΤΡΑΔΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ
ΣΤΑ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ: «ΚΕΔΡΟΣ» Γ. Γενναδίου 3 «ΕΣΤΙΑ» Σόλωνος 60 «ΠΛΗΘΩΝ» Κνωσού 20 και Λευκωσίας - πλατ. Αμερικής
Στην Κρηικογραφία περιλαμβάνονται όλες οι ε πώνυμες βιβλιοκριτικές και βιβλιοπαρουσιάσεις των ελληνικών εκδόσεων που δημοσιεύονται στον ημερήσιο αθηναϊκό τύπο. Περιλαμβάνονται, επίσης, και κριτικές δημοσιευμένες στον περιο δικό και επαρχιακό τύπο, ό σες ήταν δυνατόν να εξα σφαλίσουμε ή μας απέστειλαν οι συντάκτες τους. Για κάθε βιβλίο σημειώνονται,, μέσα σε παρένθεση: το όνο μα του.κριτικού και ο τίτλος του εντύπου, καθώς και η ημέρα δημοσίευσης της κριτικής αν πρό κειται για εφημερίδα, ή ο αριθμός έκδοσης αν πρόκειται για περιοδικό έντυπο.
ελ ι ο
5 Ια νο υά ρ ιο υ 1992 14 Ια νο υά ρ ιο υ 1992
κριτικό γρα φια 2βι Ε πιμ έλ εια : Μ αρία Τ ρ ο υπ ά κη
Φιλοσοφία
Εκπαίδευση
Koure Α.: Φιλοσοφία και Πολιτεία (Γ. Σκαρπέλος, Διαβάζω, 278)
Φρειδερίκου Α. - Φολερού-Τσερούλη Φ.: Οι δά σκαλοι του Δημοτικού Σχολείου (Μ. Ζ. Κοπιδάκης, Βήμα, 5/1)
Δημοσιογραφία
Οικολογία
Κομίνης Λ.: Εφαρμοσμένη δημοσιογραφία (Α. Γριμάνπ, ΕΝΑ, 8/1)
Ακό Π.: Ιστορία της Οικολογίας (Π. Μπουκάλας, Κα θημερινή, 14/1) Γκουαταρί Φ.: Οι τρεις Οικολογίες (Π. Μπουκάλας, Καθημερινή, 14/1) Το μανιφέστο των Οικοσοσιαλιστών (Π. Μπουκάλας, Καθημερινή, 14/1)
Κοινωνιολογία Καρζής Θ.: Η γυναίκα στους μακρινούς πολιτισμούς (Π. Δαράκη, Ριζοσπάστης, 9/1) Τσουκαλάς Κ.: Είδωλα πολιτισμού (Κ. Τσαούσης, Έ θνος, 16/1) Δίκαιο Γεωργιάδης Α. Σ. Εμπράγματο Δίκαιο 1. (Σ. Σπέντξας, Καθημερινή, 10/1) Biscardi Α.: Αρχαίο Ελληνικό Δίκαιο (Α. Στεφάνής, Διαβάζω, 278)
δελτιο/79 Τέχνες___________________________________ Ζίας Ν.: Φ. Κόντογλου (Κ. Τσαούσης, Έθνος, 5/1) Κυρ.: Με καμία κυβέρνηση (Η. Παπαλέξης, Διαβά ζω, 278) Μητρόπουλος Κ.: Τα άγρια μωρά (Η. Παπαλέξης, Διαβάζω, 278) Γλώσσα Καργάκος Σ.: Αλεξία, γλωσσικό δράμα με πολλές πράξεις (Κ. Τσαούσης, Έθνος 12/1) Λογοτεχνία
Άπαντα Σαίξπηρ Ο.: Άπαντα (Γ. Ματξουράνης, Αυγή, 5/1) Ποίηση Βαρόπουλος Α.: Οι πλανόδιες βροχοπτώσεις (Γ. Καραμητσόπουλος, Ρίζα, 8-9) Καρούσος Α: Στη Βαρβάρα (Κ. Παπαπάνος, Πολιτι κά θέματα, 10/1) Καμάλης Δ.: Υπό κλίμακα (Α. Μπερλής, Καθημερι νή, 14/1) Λαξαρίδης Σ.: Λαίμαργο βλέμμα (Γ. Πατίλης, Πλα νόδιον, 15) Λάσκαρης X.: Σύντομο βιογραφικό (Γ. Σφυρίδης, Το Τραμ, 17-18) Μιστριώτη Μ.: Στις φλέβες του χρόνου (Γ. Παπαστάμος, Το Σχολείο και το σπίτι, 1(349)) Μοναχός Νικόδημος.: Τα άπαντα της στιγμής (Ν. Λε βέντης, Πλανόδιον, 15) Μπέη Λ.: Οι Μονωδοί (Γ. Κάτος, Το Τραμ, 17-18) Παγουλάτος Α.: Όργια και εμπόδια (Δ. Στεργιόπουλος, Το τραμ, 17-18), (Μ. Ταταλίδης, Εποχή, 12/1) Παπακωνσταντίνου Ν.Δ. Αετειάδα (Τ. Αντωνίου, Ρί ζα, 8-9) Ρώσσης Γ. Σ.: Σκιές στους λόφους (Γ. Πατίλης, Πλα νόδιον, 15) Σαχτούρης Μ.: Καταβύθιση (Ν. Λάξαρης, Πλανό διον, 15) Συρμακέξη Π.: Πρώτη χρονιά στο Νηπιαγωγείο (Ν. Λεβέντης, Πλανόδιον, 15)
Φωτίου-Βλάχου Μ.: Στοχαστής των ανέμων (Δ. Παυλάκου, Αυγή, 5/1) Χωρεάνθης Κ.: Ταμείον Ανέμων (Σ. Κυλάφης, Το Σχολείο και το Σπίτι, 1 (349). Πεζογραφία Γονατάς Ε.Χ.: Η προετοιμασία (Μ. Φάις, Ελεύθερος Τύπος, 5/1) Δεληγιώργη Α.: Ιστορίες μιας ελάχιστης εποχής (Σ. Τσακνιάς, Η Λέξη, 106) Θεοδωρόπουλος Τ.: Το αδιανόητο τοπίο (X. Παπαγεωργίου, Αυγή,. 12/1) Καββαδίας Ν.: Φόβος και Ελπίδα (Β. Χατζηβασιλείου, ΑΝΤΙ, 10/1) Καρυπίδης Γ.: Πρωταθλητής καταδύσεων (Β. Χατζηβασιλείου, Ελευθεροτυπία, 8/1) Κώτσιας Τ.: Περιστατικό τα μεσάνυχτα (Ν. Ντόκας, Ε λευθεροτυπία, 12/1) Μεγαπάνου Α.: Η γκρίζα πέτρα (Ν. Ντόκας, Ελευθε ροτυπία, 12/1) Μιχαηλίδης Γ.: Τα φονικά (X. Παπαγεωργίου, Το Τραμ, 17-18) (Γ. Ξενάριος, Η λέξη, 106) Ναρ Α.: Σε αναζήτηση ύφους (Μ. Κοντολέων, Το Τραμ, 17-18) Παπαϊωάννου Κ.: Ιστορίες μιας νύχτας ατέλειωτης (Κ. Τσαούσης, Έθνος, 16/1) Παπαστάμος Γ.: Ο ιππότης της Ανεμόπορτας (Δ. Γιάκος, Το Σχολείο και το Σπίτι, 1(349)) Ριτσώνης Κ.: Οι τσίλιες και άλλα μικρά πδζά (Μ. Κο ντολέων, Το Τραμ, 17-18) Ρούσκας Γ.: Το παράπονο του παιδιού (Δ. Κουτσουλέλος, Το Σχολείο και το Σπίτι, 1(349)) Τριανταφυλλόπουλος Ν.Δ.: (Επιμ.) Με τον τρόπο του Παπαδιαμάντη (Ν. Ντόκας, Ελευθεροτυπία, 5/1) Τσούχλαρη Ε.: Αν ξαναγύριζαν τα χρόνια (Κ. Παπα πάνος, Πολιτικά Θέματα, 10/1) Κούντερα Μ.: Η Αθανασία (Α. Λ., Μεσημβρινή, 1/1) Λέσινγκ Ν.: Το καλοκαίρι πριν από το σκοτάδι (Μ. Θεοδοσοπούλου, Εποχή, 12/1) Λόρενς Ν. X.: Ο παραβάτης (Ε. Χουζούρη, ΕΝΑ, 15/1) Μέλβιλ X.: Μόμπυ Ντικ (Μ. Φάις, Ελεύθερος Τύπος, 5/17 Ντελίλλο Ν.: Λευκός θόρυβος (Τ. Μενδράκος, ΑΝΤΙ, 10/1)
Ρενώ Μ.: Επιτάφιοι αγώνες (Κ. Κοκκορογιάννης, Ι στορία Εικονογραφημένη, 282) Φερλιγκέτι Λ.: Έρωτας τις Μέρες της Οργής (Γ. I. Μπαμπασάκης, Επτάμισι, 17/1) Μελέτες Αντωνίου Τ.: Τωρινά και χαμένα πρόσωπα (Θ. Μ. Πολίτης, Ρίζα, 8-9) Ζαφειριού Λ.: Η νεότερη Κυπριακή Λογοτεχνία (Γ. Κουβαράς, Διαβάζω, 278)
80/δελτίο Πάτσιου Β.: Τα πρόσωπα του παιδιού στην πεζογρα φία. 1880-1930. (Δ. Παυλάκου, Αυγή, 12/1) Ricoeur Ρ.: Η αφηγηματική λειτουργία (Δ. Τσατσούλπς, ΑΝΤΙ, 10/17 Δοκίμια Adorno Τ.: Minima Moralia (Ε. Αρανίτσης, Ελευθε ροτυπία, 8/1) Eco U.: Σημειώματα (Δ. Τσατσούλης, ΑΝΤΙ, 10/1) Η κουλτούρα των Μέσων (Γ. I. Μπαμπασάκης, Επτάμισι, 10/1) Παιδικά Παναγιωτοπούλου Λ.: Έναν μπαμπά για μένα (Α. Κώττη, Ριζοσπάστης, 9/1) Θεατρικά έργα
Ιστορία Γιαννακόπουλος Κ.: Ο Αυτοκράτωρ Μιχαήλ (Η') Παλαιολόγος και η Δύσις (Α. Γ. Σαββίδης, Μεσημβρι νή, 17/1) Κουτσάφτη Ζ.: Η εθνική Αντίσταση στη Λευκάδα (Δ. Σταμέλος, Ελευθεροτυπία, 8/1) Θωμάς Γ.: Η ανέκδοτη χωρογραφία της Ανατολικής Θεσσαλίας από τον Γ. Κωνσταντά (Σ. Παρασκευόπουλος, Το Σχολείο και το Σπίτι, 1 (349) Αουκόπουλος Δ.: Θέρμο και Απόκουρο (Δ. Γεωργοβασίλης, Ρίζα, 8-9) Παπανικολάου Λ.: Κοινωνική ιστορία της ελληνικής επανάστασης του 19ου αιώνα. (Θ. Παπαρήγας, Ριζο σπάστης, 16/1) Πόλέμης Δ. I.: Ιστιοφόρα της Άνδρου (Δ. Σταμέλος, Ελευθεροτυπία, 8/1) Σλουμπερζέ Γ.: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος (Α. Γ. Σαββίδης, Μεσημβρινή, 17/1)
Βαριάς Γ.: Οι πίθηκοι (Κ. Παπαπάνος, Πολιτικά Θέ ματα, 10/1) Βιογραφίες Μάτσας Ν.: Αν δεις τον Κυρ Αλέξανδρο... (Ν. Ντόκας, Ελευθεροτυπία, 5/1)
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΠΑΤΑΚΗ
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ ΖΩΡΖ ΣΑΡΗ Τ ώ ρ α ό λ α α π ό τ ι ς ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΤΑΚΗ ΝΕΑΝΙΚΑ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ • Τα στενά παπούτσια «Όταν ο ήλιος... · Οι νικητές · Κόκκινη κλωστή δεμένη... • Ο Θησαυρός της Βαγίας · Το ψέμα · Τα γενέθλια · Τα Χέγια • Το παραράδιασμα · Κρίμα κι άδικο
• Η αντιπαροχή ΘΕΑΤΡΙΚΑ ΚΑΙ ΒΙΒΛΙΑ ΜΕ ΠΟΛΥΧΡΩΜΗ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΣΗ • Το τρακ · Το γαϊτανάκι · Η σοφή μας η δασκάλα ΒΙΒΛΙΑ ΓΙΑ ΜΙΚΡΑ ΠΑΙΔΙΑ Σειρά: Η κυρία Κλοκλό (8 τίτλοι) · Σειρά: Ο Τότος και η Τοτίνα (8 τίτλοι)
|
ΖΗΤΗΣΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΣΕ ΟΛΑ ΤΑ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ
|
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ: Σ. ΠΑΤΑΚΗΣ Α.Ε. ΕΜΜ. ΜΠΕΝΑΚΗ 16, 106 78 ΑΘΗΝΑ, ΤΗΛ. 3638362, FAX 3628950
εκδόσεις
ΦΚΕΔΡΟΣ
r. Γενναδίου 3- τη*. 3C.02.007