ΔΙΑΒΑΖΩ ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ · ΑΡ. 291 · 8.7.92 · ΔΡΧ. 600
Το Ιστορικό Μυθιστόρημα
ΔΙΑΒΑΖΑ αφιερώματα σε συμμραφεισ
Ο. ντε Μπαλζάκ No 40* Δ. Γληνός No 61* Τ. Τζόυς No 62* Κ. Χατζηαργύρης No 63 Ζ. Ζενέ No 66 Νέοι λογοτέχνες No 69 Αριστοφάνης No 72 Ζ. Πρεβέρ No 73 Μ. ντε Σαντ No 77 Κ.Π. Καβάφης No 78 Χ.Λ. Μπόρχες No 79 Μ. Κούντερα No 80* Μ. Γιουρσενάρ No 81 Α. Κοραής No 82 Κ. Μαρξ No 83* Μ. Βίαν No 85 Νέοι Λογοτέχνες No 87 Κ. Βάρναλης No 88* Τ. Μαν No 90 Φ. Νίτσε No 91 Κ. Θεοτόκος No 92 Ρ. Μπαρτ No 93 Ν. Λαπαθιώτης No 95 Ε. Ροίδης No 96 Ε. Ζολά No 97 Σταντάλ No 98 Μακρυγιάννης No 101 Λουκιανός No 102 Ντιντερό No 103 Τ. Άγρας No 104 I. Βερν No 105 Θ. Καίρης No 106 Παραμυθάδες No 108 Ε. Έσσε No 109 Α. Καμύ No 110 Β. Ουγκό No 111 Ε. Άλαν Πόε No 112 Φ. Κόντογλου No 113 Σ. Μπέκετ No 115 Κ. Πολίτης No 116 Α. Πάλλης No 118 Β. Μαγιακόφσκι No 121 Ε. Ιονέσκο No 122 Μ. Φουκώ No 125 Ζ. Λακάν No 126
Ζ. Πωλ Σαρτρ No 127 Φ. Ντοστογιέφσκι No 131 Ν. X. Λώρενς No 132 Γ.Σ. Έλιοτ No 133 Μ. Ντυράς No 134 Αριστοτέλης No 135 Σ. ντε Μπωβουάρ Νρ 136 Γ. Θεοτοκάς No 137 Φ. Σ. Φιτζέραλντ No 138 Τ. Ουίλιαμς No 139 Α. Κάλβος No 140 Γ. Σεφέρης No 142 Γ. Φλωμπέρ No 143 Ο. Έκο No 145 Α. Δουμάς No 147 Α. Κρίστι No 149 Σ. Φρόυντ No 150 Α. Αρτώ No 151 Ο. Ουάιλντ No 152 Β. Γουλφ No 153 Γ.Β. Γκαίτε No 154 Κ. Καρυωτάκης No 157 Κ. Λεβί-Στρως No 158 Ε. Χέμινγουεϊ No 159 Ζ. Κοκτώ No 160 Μ. Χάιντεγκερ No 161 Β. Ναμττόκοφ No 162 Α. Παπαδιαμάντης No 165 Π. Λεκατσάς No 166 Αίσωπος No 167 Λ. Αραγκόν No 168 Α. Τσέχωφ No 169 Σ. Τσίρκας No 171 Τ. Στάινμπεκ No 173 Όμηρος No 174 Μ. ντε Θερβάντες No 176 Βολταίρος No 177 Ε. Πάουντ No 178 Μολιέρος No 179 Δ. Χατζής No 180 Ε. Ίψεν No 181 Ν. Χάμμετ No 182 Π. Βαλερί No 183 Ζ. Μπατάιγ No 187 Ν. Καζαντζάκης No 190
Θουκυδίδης No 191 Φ.Γ. Λόρκα No 192 Ρ. Τσάντλερ No 193 Ρ. Ράιχ No 197 Ρ. Μούζιλ No 199 Λ. Τολστόι No 200 Π. Ελυάρ No 201 Ζ. Σιμενόν No 202 Γ. ντε Μωπασάν No 204 Γ. Ρίτσος No 205 Α. Ζιντ No 206 Α. Μπρετόν No 207 Μ. Μπρεχτ No 211 Α. Αλεξάνδρου No 212 Δ. Σολωμός No 213 Α. Λουπέν No 218 Φ. Πετράρχης No 218 Τζ. Όργουελ No 226 Τ. Λειβαδίτης No 228 Κ. Ντίκενς No 229 Δάντης No 230 Γκ. Γκ. Μάρκες No 223 Γκ. Απολλιναίρ No 231 Ρ. Βελεστινλής No 235 Σοφοκλής No 243 Κέρουακ No 249 Μαρκ Τουαίν No 252 Γιούκιο Μισίμα No 253 Μοράβια No 256 Μαριβό No 257 Μ. Καραγάτσης No 258 Άρθουρ Μίλλερ No 259 Χένρυ Τζαίημς No 260 Γ. Ξενόπουλος No 265 Γκράχαμ Γκρην No 267 Γ. Σκαρίμπας No 269 Χένρυ Μίλλερ No 273 Ράινερ Μαρία Ρίλκε No 274 I. Καποδίστριας No 275 Γ. Βιζυηνός No 278 Ζαχαρίας Παπαντωνίου No 285 Νόρμαν Μαίηλερ No 286 Μισέλ Τουρνιέ No 287
τα βιβλία της «γνώσης» Μικρή σειρά με μεγάλη φροντίδα από τη «γνώση»
ΤΕΝΤΧΙΟΥΖ ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΠΡΩΙΜΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
,κ
ΑΝΡΙ-ΦΡΕΝΤΕΡΙΚ ΜΠΛΑΝ Τ' ΑΓΡΙΜΙΑ ΠΑΛΕΥΟΥΝ ΣΤΟ ΛΥΚΟΦΩΣ
v f.
ΛΑΡΑ ΚΑΡΝΤΕΛΛΑ
ΛΑΡΑ ΚΑΡΝΤΕΛΛΑ
ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΗ ΛΑΟΥΡΑ
ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΦΟΡΕΣΩ ΠΑΝΤΕΛΟΝΙΑ
ft?
&
ΓΚΟΥΕΡΡΙΝΟ ΤΖΟΡΤΖΕΤΤΙ
& Ά '}
ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΖΩΑ
<fyft?
&
ί® £ % ^ 0 0 8 1 C ΙπποκΡάτους 31, 106 80 Αθήνα Τηλ.: 3620 941 - 3621 194 φ , ~ Για τους Βιβλιοπώλες: Αποκλειστική διάθεση ΔΑΝΑΟΣ Α.Ε. <s> » Μαυρομιχάλη 64, 106 80 Αθήνα, Τηλ.: 3604 161, 3631 975, 3611 054
& «γ νώ σ η
ΓΙΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΟ ΚΑΙ ΑΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
ΒΙΒΛΙΑ ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ ΒΙΒΛΙΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΔΙΑΚΟΠΕΣ Από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΟΤΗ ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΤΕΛΕΙΩΣΕΙ ΤΟ ΝΗΠΙΑΓΩΓΕΙΟ • Παιχνίδια για έξυπνα Σνόρκελ • Παρατηρώ και χρωματίζω • Παίζω με τα χρώματα • Συγκρίνω και σχεδιάζω • Παίζω με τα σχήματα • Το βιβλίο των διακοπών μου (Παίζω καί μαθαίνω)
ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΤΕΛΕΙΩΣΕΙ ΤΗΝ Α ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ • Παιχνίδια με μυστήριο • Παιχνίδια με τελίτσες • Το Βιβλίο των διακοπών μου (Παίζω και μαθαίνω)
ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΤΕΛΕΙΩΣΕΙ ΤΗ Β ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ • Παιχνίδια στο αυτοκίνητο • Παιχνίδια με χρώματα • Το βιθλίο των διακοπών μου (Παίζω και μαθαίνω)
ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΤΕΛΕΙΩΣΕΙ ΤΗΝ Γ ' ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ • Αξέχαστες διακοπές • Το βιβλίο των διακοπών μου (Παίζω και μαθαίνω)
ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΤΕΛΕΙΩΣΕΙ ΤΗΝ Δ ' ΔΗΜΟΉΚΟΥ • Μεγάλα παιχνίδια • Το βιβλίο των διακοπών μου (Παίζω και μαθαίνω)
ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΤΕΛΕΙΩΣΕΙ ΤΗΝ Ε ' ΔΗΜΟΉΚΟΥ • Παιχνίδια στο ταξίδι • Παιχνίδια στον αέρα • Το βιθλίο των διακοπών μου (Παίζω και μαθαίνω)
ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΤΕΛΕΙΩΣΕΙ ΤΗΝ Σ Τ ' ΔΗΜΟΉΚΟΥ • Επιστημονικά και μαγικά τρικ • Επιστημονικά παράδοξα • Το βιθλίο των διακοπών μου (Παίζω και μαθαίνω)
ΖΗΤΗΣΤΕ ΤΑ ΣΤΑ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ: ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΟΤΗ. Ζ. ΠΗΓΗΣ 3. 106 78 ΑΘΗΝΑ. ΤΗΛ.: 360 32 34 - 360.1331
Ε κ δό σεις Κ αςτανιω τη . Η σύγχρονη εκδοτική παρουσία στα ελληνικά γράμματα
Ν Ε Α
Β Ι Β Λ Ι Α
1 9 9 2
Ε ΛΛΗΝΙ ΚΗ Λ Ο Γ Ο Τ Ε Χ Ν Ι Α ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Γιώργος Σκαμπαρδώνης
Γιώργος Αριστηνός
Η Στενωπός των Υφασμάτων (Αιηγήμαια) Μάτι φώσφορο, κουμάντο γερό ίΑιηγήμαια)
Η Καιάβαση ίΑφήγημα/ Χριστίνα Γιατζόγλου
Αντώνης Σουρούνης
0 μικρός Κλούβιος (Αφήγημαι
Υπ’ όμιν της Λίτσας
Βασίλης Γκουρογιάννης
Το ασημόχοριο ανθίζει (Μυδκπόρημα■ Απόστολος Δοξιάδης
Οδηγός μαγειρικής (Μυδκπόρημα} Αχιλλέας Θεοφίλου
Μεθυσμένη ορχήστρα (Μυδκπόρημα) Γιώργος Λεονάρδος
Το κόκκινο σαλόνι της γιαγιάς (Μυδκπόρημα) Πρόδρομος X. Μάρκογλου
Σταθερή απώλεια (Αιηγήμαιαΐ Παύλος Μάιεσις
Ύλη δάσους (Αιηγήμαια) Βασίλης Μπούτος
Γυναίκες στα πάρκα (Αιηγήμαια Δημήτρης Νόλλας
Κρίστη Στασινοποσλου
Επτά φορές στην Αμοργό (Αιηγήμαια) Περικλής Σφυρίδας
Χαράμι (Αιηγήμαια) Διονύσης Χαρπόπουλος
Από εδώ πέρασε ο Κιλρόι Α.Κ. Χριστοδούλου
Το αγκάθι ή Ο Παντελής Βλαστός (Νουβέλα) Π Ο Ι Η Σ Η
Σ»κράτης Κ. Ζερβός
Το κρίνο του τρόμου Αντρέας Καραντώνης
Δεκατετράστιχα
Ο τύμβος κοντά στη θάλασσα (Μυδκπόρημα)
Ματθαίος Μουντές
Κυριάκος Ντελόηουλος
Αθηνά Παηαδάκη
Νηπιοβαπτισμός
Οδός Αρχαίων Ελλήνων (Μυδκπόρημα!
Λέαινα της βιτρίνας
Μαρλένα Πολιτοηούλου
ΓΑ Σιδεράς
Ο ήχος της σαύρας (Αφήγημα)
Το χαμαί
Δημήτρης Ποταμήνος
Γιάννης Τζανετάκης
Χωρικά ύδατα (Μυδκπόρημα;
Με φώτα ερήμου
Τάσος Ροόσσος
Θανάσης Χατζόπουλος
Αγγελόπετρα (Νουβέλα)
Από καταβολής δρόσου
αφιερώματα 59'
Λ ο τ , ν ο α μ ε Ρ > ^ ν ικ Ν ο64* Η Γ ε ν .6 τ ω ''^ η
τΝ ο6 5
ο. ^ ' " ( ^ ' τέχνης Επιθεωρήσω1 * 68 Αγιον
S o
ν°
67
Θέοτρ0 Ν°
S S > 1 Ν° S l n..oW« Ν“ ”
e s
^ -S
s t
ν „75
"
r ^ ? r ,oN i s s s a s s ^ s · ’-
sχ,ούμοΡ^
“” NO
No 126 χιούμορ^ no θεσο“"129 •Βϋζ0νΤ' s s Sλ Παραμύθι S - L ·Ν«.
,.
Νο 141
ιολογία ^*ο° 6ς No “> Γχωσσολον^α ΒφΚίο * *0λοκαίρι ΒφΚία Υ'°
148
* Νο 155
ΜετάφΡ“^
α1 Λογοτι
sS & s rs·
Νο 172
175
s l l S F - · 8 * 2 2 Επικοινωνίας 5 3 : 15 T° vt° , η7ικής Μέαα M a£«jK Κοϋλτουρα Ν« Π0λ’Τ nfec *και Β.ΡΜ° Ν° όό t|ντοπο Νο 198 ^ ,ο κ ο τιές ν ι0 τικ
To ΕΚληνι*6 ΤΤΓ
•
^
5 3 = .* '-
Θμ Ϊ ρ ® *" ηα,δί Ν° 214
σε ΰεματα τηΚεόρα0^ 140 215
!Γ ■ - » «2 ΐγ# & * " β ^ ϊ ν ΐ ή » - ' " ' ’',0 '1” 220
& £ 3ί ^ ΒφΚί° ' Η ° y
~
-
vB^BS0^ 0133 s g S S 5*Νο » 7
„o0K„,i=«“ 2“
ψ υχ°Υλωα
„ « 1 ο ίΜθ2ί9
Ο 241
ΛΠότιε'Ρες f f u 'o 2 *°
y,0 Τ' « “ 5ϊ . ο ό ς « » 24>
ΛιβΚίο *° „, 250 υ 199°
v z s * * * ”* * .'
- w
- ^ r
"•“ νωνική ψυ*” έ0ώτες No ^
» >
r ;
- s i , ? « . «3
SSSS^^SSSSff-·"
fegSSSs H n tP 'tl>'QJ''0'l c OT07 °ιων° μαπς 0 , W,6XP'P« 8S * . » » « N° . Λ Χ »**
ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΤΕΤΡΑΛΟΓΙΑ Οι εκδόσεις δ η μ .ν .π α π α δ η μ α ήδη α π ό τ ο 1982 έχουν παρουσιάσει μια Τ ετ ρ α λ ο γ ία για την ιστορία και τον πολιτισμό του Αρχαίου Ελληνισμού και της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΔΗΜ. ΤΣΙΜΠΟΥΚΙΔΗ
ΔΗΜ. ΤΣΙΜΠΟΥΚΙΔΗ
ΦΙΛΙΠΠΟΣ Β' ΚΑΙ Ο ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΤΟΥ ΡΟΛΟΣ Σελ. 327 με 50 εικόνες και 1 χάρτα σχ. 8°
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ Σελ. 388 με 30 εικόνες σχ. 8°, Β' έκδοση 1989
ΔΗΜ. ΤΣΙΜΠΟΥΚΙΔΗ - Β. ΓΚΑΦΟΥΡΟΦ
ΠΩΛ ΦΩΡ
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Ο Μ ΑΚΕΔΩΝ ΚΑΙ Η ΑΝΑΤΟΛΗ Μετάφραση: Γ. Στεργίου, σελ. 736 με 30 εικόνες και 12 χάρτες σχ. 8°, Β' έκδοση 1992
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΖΩΗ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ Μετάφραση: Γιάννης Αγγέλου, σελ. 400 με 8 εικόνες σχ. 8°
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΗΜ. ΠΑΠΑΔΗΜΑ 1ΠΠΟΚΡΑΤΟΥΣ 8 - ΑΘΗΝΑ 106 78 - ΤΗΛ. 362.73.18 - 364.26,92 - FAX 361.02.71
Πρ. Μεριμέ ΝΟΥΒΕΛΕΣ Βιλλιέ Ντ' Ιλ Αντάμ ΣΚΛΗΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ Εντ. Α. Αμποτ ΕΠΙΠΕΔΟΣ ΚΟΣΜΟΣ Γιοβάννα Το Π αράθυρο Στον Α λλο Τοίχο Κ. Κωνσταντέλλος Το Π άρκο Του Φεγγαριού
Γκ. Ντελέπα Ο Ουίλ.ΦόκνερΤΟ Χ ω ΡΙΟΥΔΑΚΙ Ντ. X. Λόρενς Ο ΠΑΡΑΒΑΤΗΣ Βλ. Ναμπόκοφ ΑΠΟΓΝΩΣΗ Χ .ΤζέιμςΤί ΗΞΕΡΕ Η Μ ε ΪΖΙ
Για παιδιά Αγγ. Βαρελλά Το Φεγγάρι Π α ιζ ε ι .,.Σκακ Μ. Βερέττας η Α γνωστη Μ υθολογία Βιβλίο! ΕΡΩΣ ΚΑΙ ΨΥΧΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΕΛΦΙΝΙ Θεμιστοκλέους 23-25 Αθήνα χηλ.3630955 fax 6450764
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ
Μαυρομιχάλη 39, τηλ. 3601956, 3610445, Αθήνα 10680
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΚΤΟΣ - ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ 57 - ΤΗΛ. 3241200,3241958 - Fax 3241790 CACTUS EDITIONS - 57, PANEPISTIMIOU AV. - TEL. 3241200, 3241958 - Fax 3241790 - ATHENS
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ
1
m
M ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ
\
m ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ
S -
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ
1 ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ
'* Χ Ϊ? Α
ΙΣΤΟΡΙΑ TOY ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ ΣΕ 18 Τ Ο Μ Ο Υ Σ Σ ΤΗ Σ Η Μ Ε Ρ ΙΝ Η Γ Λ Ω Σ ΣΑ ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ 8 ΤΟΜΟΙ ΕΚ ΔΟ ΣΕΙΣ Κ Α Κ Τ Ο Σ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ 52, 3628446 - 3629157 FAX 3241790
ΔΙΑΒΑΖΩ ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ Α. Μ εταξά 26, Αθήνα -
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
106 81
Σύνταξη: 33.01.239 Λογιστήριο: 33.01.241 Διαφημίσεις: 33.01.313 Συνδρομές: 33.01.315
Τεύχος 290 8 Ιουλίου 1992 Τιμή: Λρχ. 600
ΧΡΟΝΙΚΑ ΜΟΛΙΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΑΝ: Γράφει ο Ηρακλής Π απαλέξης Η ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ Δημήτρη Πλάκα: Λογοτεχνικός περίπλους (Γράφει ο Κώστας Χωρεάνθης) ΕΡΕΥΝΑ: - ISBN: Διεθνής Πρότυπος Αριθμός Βιβλίου (Γράφει η Αγλαΐα Π λατάνου) - Για έναν προσδιορισμό του «παιδικού» στη λογοτεχνία και την τέχνη (Γράφει ο Χάρης Σακελλαρίου)
Ιδρυτής: Περικλής Αθανασόπουλος
ΑΦΙΕΡΩΜΑ
Διευθυντής: Γιώργος Γαλάντης Αρχισυντάκτης: Ηρακλής Παπαλέξης Σύνταξη: Κατερίνα Γρυπονησιώτου, Βα σίλης Καλαμαράς, Ηρακλής Παπαλέ ξης, Βάσω Σπάθή, Καίτη Τοπάλη. Οικονομικός υπεύθυνος: Βάσω Σπάθή Συνδρομές: Κατερίνα Γρυπονησιώτου Διαφημίσεις: Ηρακλής Παπαλέξης Σελιδοποίηση-Μοντάζ: Μαρία Ζαχαριουδάκη Γλωσσική επιμέλεια-Διορθώσεις: Βίκυ Κωτσοβέλου
Σοφία Ντενίση: Οι αρχές του ελληνικού ιστορικού μυθιστορήματος Βαγγέλης Α θανασόπουλος: Μυθοπλασία και Ιστορία Ν ένα I. Κοκκινάκη: Ιστορικό μυθιστόρημα και μυθιστορηματοποιημένη βιογραφία - Ο «Βασίλης Λ ά σκος» του Μ. Καραγάτση Δημήτρης Κόκορης: Πριγκιπέσσα Ιζαμπώ: Η θεματική παρέκβαση του 'Αγγέλου Τερζάκη Δημήτρης Μαρωνίτης: Ρέας Γαλανάκη: Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ Πασά - Σημειώσεις Σοφία Ντενίση: Βασική Βιβλιογραφία Ιστορικού Μ υθιστορήματος
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ: Γράφει ο Α π όστολος Ανδρέου ΠΟΙΗΣΗ: Γράφει ο Θ .Δ . Φ ραγκόπουλος ΔΟΚΙΜΙΟ: Γράφει ο Βρασίδας Καραλής ΜΕΛΕΤΗ: Γράφει ο Ν ίκος Χουρδάκης ΙΣΤΟΡΙΑ: Γ ράφει ο Νικ. Δ υκ. Φορόπουλος
Ιδιοκτήτης-Εκδότης: Γιώργος Γαβαλάς & ΣΙΑ Ε.Ε.
Γ ράφει η Ελένη Χωρεάνθη
Αθήνα: «Διαβάζω» Θεσσαλονίκη: Βιβλιοπωλείο «Κέντρο του βιβλίου» Λασσάνη 9 τηλ. 237.463
19 22
28 35 41 44 46 51
ΟΔΗΓΟΣ ΒΙΒΛΙΩΝ
Στοιχειοθεσία: Φωτοκύτταρο Ε.Π.Ε., Υμηττού 219, τηλ. 75.16.333 Φωτογραφίσεις-Μοντάξ: I. Χριστοδουλάκος - I. Κοργιαλάς Ο.Ε., Α. Μεταξά 26, ΤΗΛ./FAX: 33.01.330 Εκτύπωση: Αφοί Τσαλδάρη Ο.Ε., Φυλής 35, Καματερό, τηλ. 23.18.444 Βιβλιοδεσία: Νικ. Κατριβάνος και Σία Ο.Ε., Στ. Γόνατά 48, τηλ. 57.49.951 Διανομή: Νέο Πρακτορείο Τύπου
Κεντρική διάθεση:
12 15 16
ΕΠΙΛΟΓΗ 53 58 62 66 68
ΠΛΑΙΣΙΟ
ΔΕΛΤΙΟ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ
73
ΚΡΙΤΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
78
Εξώφυλλο: Γιώργος Γαλάντης
στο επόμενο «Διαβάζω» Παρουσιάσεις 300 βιβλίων από 70 Εκδοτικούς Οίκους
12/χρονικα
Μ
Ο A I Σ ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΑΝ ΓΡΑΦΕΙ ο Ηρακλής Παπαλέξης
«Οί συγγραφείς τών βορείων κλιμάτων γράφουν τά θερμότερα μυθιστορήματα· ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΚΑΙ Η ΤΙΜΩΡΙΑ δεν θ ’ αφήση οφθαλμούς άδακρυτους»*
«Περί τάς άρχάς 'Ιουλίου, έσπέραν τινά υπερβαλλόντως θερμήν, νέος τις έξήλθεν έκ τού μικρού μετ’ έπίπλω ν θα λάμου, δν κατείχεν ύπό τήν στέγην μεγάλης πεντωρόφου οικίας έν τή όδφ Σ..., καί βρα δέως μέ άναποφάσιστον ήθος διευθύνθη προς τήν γέφυραν Κ...» Θεοδώρου Αοστογέφσκη «Τό έγκλημα καί ή τιμωρία» Μτφρ.: ’Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
«Στις αρχές Ιουλίου, μια πολύ ζεστή μέρα, κατά το βράδυ, έ νας νέος βγήκε α π ’ το δωματιάκι του που του το 'χαν υπε νοικιάσει κάτι νοικάρηδες στην πάροδο Στολιάρνη κατέ βηκε στο δρόμο και προχώρη σε αργά, σάμπως αναποφάσι στος, προς τη γέφυρα Κακοΰσκιν» Φιοντόρ Ν τοστογιέφσκη «Έγκλημα και Τιμωρία» Μτφρ.: Ά ρη ς Αλεξάνδρου
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και Άρης Αλεξάνδρου Έ τσι αρχίζει ένα από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Η παράθεση των δυο μεταφραστικών απόψεων δεν έχει βέβαια σκοπό να αναδείξει την αρτιότερη ή την πλέον δόκιμη. Αλλά να αντιπαρατεθεί η καθαρεύουσα με τη δημοτική γλώσσα και να φανεί ότι η σωστή χρήση της μιας ή της άλλης διαθέτει τη δική της αισθητική, τη δική της πληρότητα και εντέλει τη δική της γοητεία. Εδώ και τριάντα ένα χρόνια η με τάφραση του «Εγκλήματος και Τιμωρίας» από τον 'Αρη Αλεξάν δρου έχει διαβαστεί όσο καμιά άλλη κι έχει δίκαια επαινεθεί. Ό ταν όμως η μετάφραση του ίδιου μυθιστορήματος έχει γίνει από τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, και κυκλοφορεί σε βιβλίο, τότε βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα μεγάλης σημασίας εκδοτικό γεγονός. Η επιλογή της μετάφρασης του «Εγκλήματος και Τιμωρίας» α πό τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη - η πρώτη που έγινε στα ελ ληνικά από τα γαλλικά το 1889 - δείχνει τη βαθιά συγγένεια των δύο συγγραφέων και την επιρροή ενδεχομένως που άσκη σε στην παπαδιαμαντική «Φόνισσα» η ηθική διάσταση του Ρασκολνικώφ ή Ρασκόλνικοβ (κατά τον Άρη Αλεξάνδρου) έτσι ό πω ς την περιγράφει ο Ντοστογιέφσκη. * Αγγελία της εφημερίδας «Εφημερίς» την 11 η Απριλίου 1889 για το μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκη σε συνέχειες, που θα άρχιζε μετά τρεις μέρες, μεταφρασμένο από τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.
χρονικά! 13
Η συμβολή του Εμμανουήλ Ροϊδη Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του Ε. Ροϊδη - αναγράφονται στον πρόλογο της έκδοσης: «Ή ήθική άξια αύτοΰ (Έγκλημα και Τιμωρία) έγκειται πρό πάντων εις τούτο, δτι τήν τιμωρίαν έπεδίωξεν αύτός ό έγκληματίας μεταβάς μετά παρέλευσιν Ικανού χρόνου αύθορμήτως καί ούδενός ύποπτεύοντος αύτόν νά προσφέρη τήν κεφαλήν του είς τόν Εισαγγελέα καί όρμηθείς είς τού το ού μόνον έκ τής τύψεως τού συνειδότος, άλλά καί τής άηδίας πρός τήν ύπόκρισιν καί τό ψεύδος». Η συμβολή δε του Ε. Ροϊδη στη δημοσίευση ενός τόσο δυ σπρόσιτου, στο πλατύ κοινό μιας εφημερίδας, μυθιστορήματος σε συνέχειες φαίνεται επίσης από τα ίδια του τα λόγια: «Τό τοιοΰτον έργον τού Ρώσσου μυθογράφου παρεκινήσαμεν τήν '"Εφημερίδα” νά προτιμήση έλπίζοντες, πλήν τών άλλων, δτι ή τοιαύτη προτίμησις δύναται νά συντελέση είς τήν έκρίζωσιν τής ίκανώς διαδεδομένης παρ' ήμϊν προλήψεως, καθ’ ήν τά φιλολο γικά έργα πρέπει νά διαιρώνται είς τά εύχαριστοΰντα τούς πολ λούς καί τά δυνάμενα νά έκτιμηθώσι παρά τών όλίγων».
Θ. ΔΟΣΤΟΓΕΦΣΚΗ
ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΚΑΙ
Η ΤΙΜΩΡΙΑ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΟΪΔΗ
Προαναγγελίες Η επιμελήτρια της έκδοσης Ευγενία Μακρυγιάννη στο κατα τοπιστικό Επίμετρο του βιβλίου έχει σταχυολογήσει μερικές α πό τις αγγελίες, πριν τη δημοσίευση των σχετικών επιφυλλίδων του ντοστογιεφσκικού μυθιστορήματος (γραμμένες, κατά πά σαν πιθανότητα, από τον ίδιο τον Παπαδιαμάντη), οι οποίες προέτρεπαν και προετοίμαζαν το αναγνωστικό κοινό ως εξής: «ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΚΑΙ Η ΤΙΜΩΡΙΑ ΤΟΥ ΔΟΣΤΟΓΕΦΣΚΗ θα συναρπάση δλων τάς καρδίας» ή «Ούδέποτε τό ένδιαφέρον τού άναγνώστου έκινήθη είς τοιοΰτον βαθμόν, όσον άπό τό μυθιστό ρημα τού Δοστοϊέφσκη ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΚΑΙ Η ΤΙΜΩΡΙΑ. Πόσαι περιπέτειαι καί πόσα αισθήματα!». Το ίδιο συνέβαινε και με την αναγγελία της δημοσίευσης άρ θρου του Ε. Ροϊδη σχετικά με το εγχείρημα: Ο κος Ε. Ροϊδης θά σάς είπή αΰριον έν τη "Έφημερίδι” όποίας άξίας είναι ό ΔΟΣΤΟΓΕΦΣΚΗ καί όποιον τό άριστούργημά του ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΚΑΙ Η ΤΙΜΩΡΙΑ δπερ άρχίζομεν έν τη Έπιφυλλίδι μεθαύριον». Αφού λοιπόν κάμφθηκαν και οι τελευταίες αντιστάσεις και έ γιναν οι απαραίτητες προαναγγελίες, άρχισε η περιπέτεια της μετάφρασης σε εκατόν έξι (106) πεντάστηλες επιφυλλίδες στην «Εφημερίδα» από τις 14 Απριλίου του 1889 ως την 1η Αυγούστου του ίδιου έτους. Μεταφραστικές νύξεις Η μετάφραση του Α. Παπαδιαμάντη, χωρίς να είναι πιστή στο γαλλικό κείμενο, δείχνει τη μεταφραστική του ευσυνειδησία για μια δουλειά που γινόταν σε καθημερινή βάση. Τα κενά που μπορεί ο προσεκτικός αναγνώστης να εντοπίσει δεν οφείλονται σε μεταφραστική αδεξιότητα του Παπαδιαμάντη, αλλά είναι τα ίδια ακριβώς κενά που διαπιστώνονται στη γαλλική μετάφραση του «Εγκλήματος και Τιμωρία», του Derely. Ό σον αφορά τη χρήση της γλώσσας του Παπαδιαμάντη παρατηρείται το εξής
ΙΔΕΟΓΡΑΜΜΑ ΑΘΗΝΑ 1992
θ . ΔΟΣΤΟΓΕΦΣΚΗ. Το έγκλημα και η τιμωρία. Μτφρ.: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Πρόλογος: Εμμανουήλ Ροϊδης. Επίμετρο: Ευγενία Μακρυγιάννη. Αθήνα, Ιδεόγραμμα, 1992. Σελ. 520. Δρχ. 4160.
14/χρονικα
κ
ΥΚΑ0Φ0ΡΗΣΑΝ ΕΝ Σ Υ Ν Τ Ο Μ Ι Α
ενδιαφέρον: Τα λόγια ή οι αφηγήσεις μορφωμένων μεταφέρονται στα ελληνικά στην καθαρεύουσα, έως αρχαΐζουσα, ενώ η γλώσσα, όταν το κείμενο αναφέρεται σε λόγια ή στοχασμούς α πλών ανθρώπων, γίνεται λαϊκότερη, απλούστερη· κι εδώ εστιά ζεται η ιδιαιτερότητα του μεταφραστικού παπαδιαμαντικού ύφους. Οι ιδέες του Φ. Ντοστογιέφσκη για το καλό και το κακό, (ο Φρόυντ τον είχε χαρακτηρίσει ως προσωπικότητα με τέσσερις όψεις: συγγραφέα, νευρωτικό, ηθικολόγο και αμαρτωλό), που προβάλλονται στο μυθιστόρημα και ο καθαρά ιδεολογικός φό νος του Ρασκόλνικοβ, του «πληβείου, φανατικού, ιδεόληπτου, διωγμένου από το πανεπιστήμιο», αναφέρει ο Κωστής Παπαγιώργης στην εξαιρετική μελέτη του για τον Ντοστογιέφσκη, ντύνονται με μιαν άλλη γλώσσα, την παπαδιαμαντική. Όσοι διαβάσουν «Το έγκλημα και η τιμωρία» του Θ. Δοστογιέφσκη θα απολαύσουν μιαν άλλη εκδοχή του ντοστογιεφσκικού λόγου. Κρίμα που οι νέοι σήμερα δεν μπορούν να «εισδύσουν» στον με ταφραστικό αυτό άθλο του μεγάλου Σκιαθίτη πεζογράφου, αλ λά Ούτε - και αυτό είναι το σημαντικότερο - μπορούν να απο λαύσουν το πρωτότυπο έργο του. Εκατόν τρία χρόνια μετά την πρώτη δημοσίευση και ογδόντα ένα χρόνια μετά το θάνατο του Παπαδιαμάντη, η έκδοση της μετάφρασης του «Εγκλήματος και Τιμωρίας» από το «Ιδεόγραμ μα» σε άψογη ομολογουμένως εκτύπωση, αποτελεί αναμφισβήτητα το γεγονός της φετινής χρονιάς.
Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας ΠΑΝ. Ε. ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ. Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα, Πελεκάνος, 1992. Σελ. 554.
Χρήσιμο λεξικό για όσους ασχολούνται με την αρχαία ελληνική γλώσσα. Η πρωτοτυπία του, εκτός των άλλων απαραίτητων ερμηνειών, έγκειται στο ότι κάτω από τα αρχικά λήμματα κατατάσσονται με αλφαβητική σει ρά και σε ετυμολογική βάση, οι λέξεις που πάράγονται από το λήμμα αυ τό και συνοδεύονται με την ερμηνεία του. Στην ετυμολόγηση των λέξεων ακολουθείται η μέθοδος της σαφούς ετυμολογίας, χωρίς να υιοθετούνται ετυμολογίες αμφισβητούμενες ή ασαφείς.
Εγχειρίδιο του νεοελληνικού ρηματικού συστήματος ΑΝΝΑ ΙΟΡΔΑΝΙΔΟΥ. Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 4.500 ρήματα. 235 υποδείγματα κλίσης. Αθήνα, Πατάκης, 1992. Σελ. 392. Δρχ. 1500.
Η ιδιαιτερότητα αυτού του συνοπτικού και χρηστικού εγχειριδίου έγκει ται στη χρησιμοποίηση γλωσσικού υλικού από τον σύγχρονο νεοελληνι κό προφορικό και γραπτό λόγο και στην αξιοποίηση θεωρητικών και ε ρευνητικών δεδομένων σύγχρονων γλωσσολογικών προσεγγίσεων του νεοελληνικού ρηματικού συότήματος. Στο πρώτο μέρος του βιβλίου υ πάρχει κατάλογος των ρημάτων όπου αναφέρονται οι τύποι του Ενεστώ τα και Αορίστου της ενεργητικής φωνής και οι τύποι του Ενεστώτα, Αορί στου και μετοχής Παρακειμένου της παθητικής φωνής. Στο δεύτερο μέ ρος 4.500 περίπου ρήματα αντιστοιχούν σε 235 κλιτικά υποδείγματα, ε νώ στο τρίτο παρατίθενται επιπλέον στοιχεία για 900 ρήματα.
ΑΓΟΡΑ Γου
ΒΙΒΑΙΟΥ από 7 Ιουνίου έως 20 Ιουνίου 1992 Αριστοτέλης-ΑΘ., Αριστοτέλης-Παγκράτι, Βαγιονάκης-ΑΘ., Ελευθερουδάκης-Αθ., ΕνδοχώραΑθ., Εστία-ΑΘ., Κατώι του Βιβλίου-Θεσσ., Κρομμΰδας-Χίος, Λέσχη του Βιβλίου-ΑΘ., Λέσχη του Βιβλίου-Θεσσ., Libro-ΑΘ., Μάτι-Κατερίνη, ΜεθενίτηςΠάτρα, Μποστάνογλου-Πειραιάς, Πλέθρον-Αθ., Ραγιάς-Θεσσ., Σάκης-Νέα Σμύρνη, Φιλιππότης-ΑΘ., Χνάρι-ΑΘ., Ψυχογιός-ΑΘ. Ο πίνακας παρουσιάζει τα εμπορικότερα βιβλία ενός δεκαπενθημέρου, σύμφωνα με τα στοιχεία που μας παραχώρη σαν 20 βιβλιοπώλες απ’ όλη την Ελλάδα, δηλώνοντας ο κάθενας τους τέσσερα βιβλία που είχαν τις περισσότερες που λήσεις στο βιβλιοπωλείο του κατά το διάστημα αυτό. Έτσι κάθε βιβλιοπωλείο δίνει τέσσερις βαθμούς στο βιβλίο που είχε τις περισσότερες πωλήοεις, τρεις βαθμούς στο αμέσως επόμενο, δύο βαθμούς στο τρίτο κατά σειρά βιβλίο, ενώ ένα βαθμό παίρνει το τέταρτο.
ΓΕΡΜΑΝΟΣ ΦΡ.: Γυναίκα από Βελούδο
Κάκτος
ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ Μ.: Τανγκό μες στον καθρέφτη | H Κ —
ΦΙΛΙΠΠΟΤΗΣ
ΕΚΟ ΟΥ.: Τέχνη και Κάλλος στην Αισθητική του Μεσαίωνα Ι
ΑΜΠΑΤΖΟΓΛΟΥ Π.: Μια συνηθισμένη μέρα ΜΟΥΡΣΕΛΑΣ Κ.: Βαμμένα κόκκινα μαλλιά ΝΟΛΛΑΣ Δ.: Ο Τύμβος κοντά στη θάλασσα ΠΙΛΤΣΕΡ Ρ.: Σεπτέμβρης
ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ
ΨΥΧΟΓΙΟΣ
ΖΙΣΚΙΝ Π.: Το καλοκαίρι του κυρίου Ζόμερ ΜΑΝΙΩΤΗΣ Γ.: Ορίστε τα ρόδα, μαμά ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ: Απολογία
ΚΕΔΡΟΣ
ΩΚΕΑΝΙΔΑ
ΧΕΛΕΡ Ε.: Ο Επόμενος Αντρας
ΚΑΚΤΟΣ
ΓΝΩΣΗ
ΚΕΔΡΟΣ
ΨΥΧΟΓΙΟΣ
ΚΕΔΡΟΣ
16/χρονικα
ϊ Ένας αγαπημένος φίλος του περιοδικού έ φυγε πριν από ένα περίπου μήνα. Α πό την πρώτη μας γνωριμία-συνεργασία ο Δημήτρης Πλάκας στάθηκε για όλους εμάς, που εργαζόμαστε για το ΔΙΑΒΑΖΩ, από τους πιο πολύτιμους και πιστούς φίλους. Οι συ στάσεις, οι συμβουλές, οι επισημάνσεις του όχι μόνο μας βοήθησαν, αλλά πολλές φορές απέβησαν σωτήριες για τη συνέχιση του πε ριοδικού. Ακόμη και σοβαρά άρρωστος δεν έπαψε να εκδηλώνει το ενδιαφέρον του με ό ποιο τρόπο μπορούσε και πάντα με μια στά ση αξιοθαύμαστης αξιοπρέπειας ενός ασθε νούς που δεν ήθελε να βαρύνει κανέναν με το πρόβλημά του. Η εικόνα του, με το χέρι έτοιμο να σταμα τήσει τις ευχαριστίες μας και τις εκδηλώ σεις ευγνωμοσύνης, είναι τόσο έντονη, τόσο ζωντανή που μας σταματάει ακόμη και τώ ρα να μην πούμε περισσότερα. Σαν ελάχιστο φόρο τιμής στο χαμένο φίλο δημοσιεύουμε κριτική παρουσίαση του πρό σφατου βιβλίου του· την έγραψε ειδικά για την περίπτωση ο φίλος-συνεργάτης Κώστας Χωρεάνθης. Γ.Γ.
Το α σ υ ν τ έ λ ε σ τ ο σ χ ή μ α ε ν ό ς ττερίττλου ΔΗΜΗΤΡΗ ΠΛΑΚΑ: Λογοτεχνικός περίπλους. Πρόσωπα-Κείμενα-ρεύματα. Δήμος Ηρακλείου. Εκδοτική φροντίδα: Βικελαία Δη μοτική Βιβλιοθήκη. < Σειρά: Φιλολογικές και ιστορικές σπουδές (12)>. Ηράκλειον Κρήτης 1991. Σελ. 403 + 4 λευκές + Ι.8ο μεγάλο. ν κάποτε συνειδητοποιήσουμε ότι το εφήμερο σκήνωμα της ανθρώπινης μοίρας μπορεί να περικλείσει στην υφή του ένα μόριο αιωνιότητας, τότε ο εκπεφρασμένος λόγος έχει για την υπόστα σή μας το βάρος μιας υπερβατικής συμμετοχής. Σε μιαν εποχή, όπου το βεβαρημένο περίβλημα της αναφομοίωτης ύλης περιπλέκεται όλο και πιο πολύ στον σκελετικόν ιστό της καθημερινότητάς μας, το μόνο ρήγμα, που μπορεί να κλονίσει όλη αυτή την υλικήν οικουμένη είναι η διακοπή της ασυνειδητοποίητης ροής και επιφοράς. Και τότε, οι τύψεις αποχτούν το περιεχόμενο μιας σημαντικής (ή παρασημαντικής, αν θέλουμε) και οι ενδοσκοπήσεις το απαιτούμενο φως για την ανίχνευση των αδιαφορημένων μας θησαυρισμάτων. Ωστόσο, στην περιοχή
Α
του πνευματικού γεγονότος, αυτή η εναγώνια ανα ζήτηση είναι το συνεχές και αείρροο περιεχόμενο της κάθε στιγμής και ο πνευματικός άνθρωπος ο φορέας αυτής της μετατόπισης. Κι όταν έχει να επιτελέσει κι έναν παιδευτικό προορισμό, τότε η περί πτωσή του συνιστά την παραδειγματικήν υποτύπω ση εκείνου, που στον αρράγιστο θόλο των αποπρο σανατολισμών επιφαίνεται ως μια φωτεινή αμυχή, που πίσω της ανοίγεται ο γαλάζιος ωκεανός της υ παρξιακής μας πληρότητας. Στον περίπλου αυτού του ευεργετικού χάους, η μόνη ασφαλής πυξίδα εί ναι αυτός ο εκπεφρασμένος λόγος της εσωτερικότητάς μας, η θεϊκή μοίρα της «άκιδνής» μας αναμέ τρησης με το κενό. Στην περίπτωση του Δημήτρη Πλάκα, ο περίπλους της ζωής του διακόπηκε σε μιαν ίσως κρίσι μη στροφή και σε μιαν επίσης κρισιμότερη στιγμή της πνευματικής του ολοκλήρωσης. Είναι, όμως γε γονός, απ’ την άλλη, ότι η .επιλογή των μελετημάτων και κριτικών άρθρων, που συγκέντρωσε στον τόμο αυτόν, συγκροτούν ένα επιβλητικό σύνολο κι ένα ασφαλές έρεισμα, για να ταξιδέψει ακίνδυνα στο ακατάστατο πέλαγο της ανθρώπινης μικροψυ-
χρονικά! 17
Ο Δημήτρης Πλάκας γενυή8ηκε στην Αθήνα το 1928. Σπού δασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και έκα νε μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι (1968-1971) με καθηγη τές τον Μπαρτ, τον Πικόν, τον Μιραμπέλ κ.ά. Υπηρέτησε στη δευτεροβάθμια Εκπαίδευση τα τελευταία χρόνια ως σχολικός σύμβουλος Πειραιά. Πέθανε στις 6 Ιουνίου και κηδεύτηκε στη Σύρο. Δημοσίευσε μελέτες και βι βλιοκρισίες σε εφημερίδες (Το Βήμα κ.ά.) και περιοδικά (Και νούρια Εποχή, Νέα Εστία, Δια βάζω, Τα τετράδια της Ευθύνης κ.ά.). Μια αντιπροσωπευτική Ε πιλογή των δημοσιευμάτων του συγκεντρώνεται σ' αυτό το βιβλίο.
σμού κι ένας οραματισμός, που ξεκινώντας από την αγωνία - αφετηρία και τρόπος ζωής - για την προσέγγιση του λογοτεχνικού εκπεφρασμένου λό γου (όμως, ο εκπεφρασμένος λόγος είναι, κατ’ α νάγκην, και λογοτεχνικός), διανοίγει το πλέγμα της βιωματικής μέθεξης στο ανεβασμένο επίπεδο μιας μεταφυσικής περιοχής και μιας οιονεί θρησκευτικό τητας, πράγμα που ενέχει και τη σύμφυτη ιδιότητα μιας μονιμότητας. Έτσι, η αγωνία, με την οποία ο μελετητής αντιμετώπιζε το λογοτεχνικό φαινόμενο συνιστά και την ουσιαστικότερη πτυχή του κοσμο θεωρητικού υποστρώματος. Κι αυτό συμβαίνει σε μιαν εποχή, όπου οι διάφορες διερευνητικές επι κεντρώσεις. στέκονται μόνο στα σημεία και α γνοούν τον ευρύτερο χώρο, αναλύουν μόνο το μόρ φωμα και όχι το περιεχόμενο, σχολιάζουν περί το γράμμα και αδιαφορούν για το πνεύμα του, εντυπω σιάζονται από κάποια υλικά ψήγματα και μένουν τυ φλοί μπροστά στη ζωοποιούσα ψυχή αυτού του δημιουργημένου κόσμου. Ο Πλάκας πιθανώς να συμπορεύθηκε σε κάποιες ατραπούς μ’ όλην αυτή την εποχιακή κατανάλωση, ωστόσο, πιστεύω πως, τόσο to ένστικτό του όσο και η υπευθυνότητά του ως εκ παιδευτικού λειτουργού, τον απέτρεψαν από τις κα ταναλώσεις ενός παραχρήμα εντυπωσιασμού. Γιατί στην περιοχή τη λογοτεχνική το ζητούμενο είναι πολύ πιο βαθύ και συνάμα πολύ πιο άμεσο, είναι πο λύ πιο απλό και συνάμα πολύ πιο σύνθετο. Η σύζευ ξη αυτών των αντιθέσεων συνιστά κάι την ιδιαιτε ρότητα του πνευματικού ανθρώπου. περίπλους του Πλάκα αρχίζει από κάποιες μα κρινές, αλλά συνάμα και τόσο κοντινές και ζωντανές, αφετηρίες της νεοελληνικής μας λογοτε χνίας και φτάνει ως τις σύγχρονες απολήξεις της, μ’ όλη τη βαριά σκευή που απαιτεί αυτή η διανυσματική πορεία. Γιατί εδώ καλύπτεται ένα χρονικό διά στημα από διακόσια τόσα χρόνια - από τον Κάλβο, που η ποιητική του τόλμη και η γλωσσική του υπέρ βαση δημιούργησαν αυτόν τον απαράμιλλο λυρι σμό, και υστερότερα, σ’ ένα κρίσιμο μεσοδιάστημα, ο μελετητής αντιμετωπίζει τον Ροΐδη και τον Βιζυηνό και τον Παπαδιαμάντη, ξεχωριστές και θεμελια κές μορφές του λογοτεχνικού μας στερεώματος, τον Παλαμά και τον Σικελιανό, κορυφαίες κατορθώ σεις της ποιητικής μας έκφρασης, αλλά και ήσσονες, όπως τον γλυκό λυρικό Λάμπρο Πορφύρα (που όσο κι αν θεωρείται ξεπερασμένος, δεν παύει ν’ α πασχολεί τους μελετητές, πράγμα που σημαίνει πως η ποίησή του περιέχει κάτι το στέρεο), και σε μια κοντινότερη και οικειότερη για την εποχή μας περιοχή, τον Θεοτοκά και τον Παπαδίτσα και τον Καζαντζάκη και τον Πρεβελάκη, ιδιότυπες και ση μαντικές φυσιογνωμίες του λογοτεχνικού μας κό σμου. Και δεν έμειναν έξω από τα διαφέροντά του και παγκόσμιοι συγγραφείς, όπως ο Θερβάντες ή ο Φλωμπέρ ή ο Ιούλιος Βερν ακόμα, καθώς για ένα μεγάλο διάστημα τα λογοτεχνικά μας πράγματα έ βαιναν σε παραλληλία επήρειας με τα ευρωπαϊκά. Κι αυτό καταφαίνεται από τις περισσότερο θεωρη τικές διερευνήσεις του μελετητή σχετικά με τον ρο μαντισμό, τον φουτουρισμό και τον σουρρεαλισμό - κινήματα που επηρέασαν βαθιά την ελληνική λο γοτεχνική δημιουργία (ειδικότερα ο τελευταίος,
Ο
χίας. Ο Πλάκας, στην επαφή του με την έκφραση, δεν είχε τους συνήθεις ενδοιασμούς μιας άγνοιας και τους τολμηρούς ακροβατισμούς ενός εφηβικού θράσους. Η εποπΐεία του ήταν βαθιά και πλατιά, ο κόσμος του (με την πρωταρχική του έννοια, ως αντί θετο του «ακοσμία») είχε πλαστεί από τη στέρεη ύ λη μιας προσεχτικής επιλογής. Κι όσο κι αν, κά ποιες φορές, οι επιλογές μας φαίνονται να μη στη ρίζονται σε υγιή ή σταθερά κριτήρια (και ποιος θα τα καθορίσει τα κριτήρια αυτά μέσα στη ρευστότη τα και τη συμβατικότητα και τη συνθήκη;) μια φορά, στην εναγώνια αναζήτησή μας τα εχέγγυο της ποιοτικής προσέγγισης είναι δεδομένα a priori. Γιατί, ή αγωνίζεται κανείς και αγωνιά και προσπαθεί να σμιλέψει «με καιρό και κόπο» το πνευματικό του πρόσωπο, ή παρασύρεται από τα ρεύματα της επικαιρότητας και παραδέρνει, σαν το λυμένο φύλλο του Arnault ή το κίτρινο του Verlain, από δω κι από κει. Και τότε, μέσα στη «θάλασσα των αιώνων» πού να φανεί και πώς να επιπλεύσει ένα εφήμερο μόρφωμα; Έτσι, και ο λογοτεχνικός περίπλους του Πλάκα διακόπηκε αναγκαστικά, χωρίς ίσως να φτάσει εκεί που η στοχοθεσία του τον οδηγούσε. Κι αυτό λέγε ται εδώ μέσ’ από την προοπτική που ανοίγει ο τυ πωμένος τόμος που έχουμε μπροστά μας. Υπάρχει σ’ αυτόν, πέρ’ από τα δεδομένα της μελέτης και της έρευνας, ένας ευρύτερος ορίζοντας προσανατολι
18/χρονικα που εκφράστηκε μέσ’ από τους εκπροσώπους της λεγάμενης γενιάς του τριάντα), καθώς η ελληνική πνευματική περιοχή δεν αποτελούσε παρά μιαν α πό τις περιχώρους της ευρωπαϊκής μητρόπολης κι εξακολουθεί, εν πολλοίς, ν’ αποτελεί ακόμα, και μόλο που η προσπάθεια, κυρίως μεταπολεμικά, για έναν αυτοδύναμο και ιδιαίτερα προσδιορίσιμο χώ ρο είναι εμφανής. Από τη συσσωμάτωση αυτή δεν ήταν δυνατόν να λείψουν και κάποιες από τις βιβλιοκρισίες του μελε τητή, που έχουν κι αυτές έναν δοκιμιακό χαρακτή ρα - και, βέβαια, δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά, η αγωνιώδης συνεύρεση με το αντικείμενο της με ριμνάς σου δεν σου επιτρέπει μιαν επιδερμική μόνο επαφή, σε βυθίζει μέσα σ’ αυτό, για να μπορέσεις να φέρεις στην επιφάνεια το υποκείμενο βάθος του. Κι εδώ φαίνεται το εύρος των διαφερόντων του με λετητή, καθώς οι βιβλιοκρισίες αυτές περιλαμβά νουν ανόμοια φαινομενικά αντικείμενα στοχασμού, που, όμως, όλα τα συνδέει και τα συνέχει η προβλη ματική του κριτικού και η σύμφυτη μέριμνά του για το πνευματικό φαινόμενο - ιστορία και γραμματο λογία και δοκίμιο και εικαστικά, το παραδοσιακό και το σύγχρονο, το ελληνικό και το ξένο, το κλασι κό και το καθιερωμένο και το ανορθόδοξο - που εί ναι στην ουσία του το ίδιο πράγμα, εκφρασμένο με διαφορετικούς τρόπους στις διάφορες εποχές ή στις αιχμές των καιρών.
λ
*
Ο Πλάκας στα μελετήματά του δεν ξεχωρίζει τη ζωή από το έργο των συγγραφέων, για τους ο ποίους κάνει λόγο - αντίθετα, κάποιες φορές, η ι διαίτερη βιογραφία αποτελεί όχι μόνο το πλαίσιο, αλλά και την αιτιολόγηση ορισμένων χαρακτηριστι κών του λογοτεχνήματος. Και είναι γεγονός ότι το έργο βγαίνει μέσ’ από τη ζωή του δημιουργού και η ζωή'του συμπληρώνεται με το έργο του και αυτό περιγράφει τα όρια της βιοτικής του δυναμικής, ό σο κι αν υπάρχουν περιπτώσεις που τα βιογραφικά στοιχεία είναι ανεπαρκή ή κρίνονται περιττά στην αντιμετώπιση του κατορθωμένου λογοτεχνικού σώ ματος. Ωστόσο, η δημιουργική πορεία και εξέλιξη δεν παύει ν’ αποτελεί βασικό βιογραφικόν όρο, είτε θέλουμε να τη λάβουμε υπόψη είτε όχι. Δεν ξέρω, ίσως το ένστικτο του μελετητή να έβλεπε μακρύτερα και να προσπαθούσε να διαγράψει τον επίγειο βίο ως θεμελιακό συστατικό του πνευματικού. Ο Πλάκας ήξερε πως η ζωή είναι πάνω απ’ όλα, «μέγα καλό και πρώτο». Ο ασυντέλεστος περίπλους της συμπληρώθηκε με το συντελεσμένο πνευματικό του ταξίδι στο πέλαγο της μικρής ανθρώπινης αιω νιότητας, που είναι η έκφραση του βαθύτερου λό γου μας. Κι αυτό δεν είναι λίγο. ΚΩΣΤΑΣ ΧΩΡΕΑΝΘΗΣ
ΔΙΑΒΑΖΩ %* ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
Παρακαταθήκη
%
παλαιών τευχών ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΣΟΛΩΝΟΣ 116 - ΑΘΗΝΑ 106 81 - ΤΗΛ.: 36.10.366, FAX: 36.28.938
χρονικά/19
In ter n a tio n a l S ta n d a rd B ook N u m b e r Δ ι ε θ ν ή ς Π ρ ό τ υ π ο ς Α ρ ιθ μ ό ς Β ιβ λ ίο υ
Το βιβλίο ήταν, είναι και θα παραμείνει μια ανεξάντλητη πηγή μάθησης, έ να aoc ναγώνιστο κέντρο πληροφοριών. Αυτό αποδεικνύεται από το ότι όλες σχεδόν οι πληροφορίες από έρευνες ή κάποια σημαντικά γεγονότα τυπώνο νται ή κατά κάποιο τρόπο ανατυπώνονται κάπου και, φυσικά, καταλήγουν να γίνονται βιβλίο. τσι την τελευταία τριαντακονταετία παρατηρείται ένας σημαντικός πολλαπλασια σμός των βιβλίων, μια διακίνηση αυτών εκτός συνόρων και μια τεράστια επιτάχυνση στις διαδι κασίες εμπορίας, αποθήκευσης και εντοπισμού βιβλιογραφικών πληροφοριών. Αυτοί ήταν οι σημαντικότεροι λόγοι που οδή γησαν πιεστικά τους εκδότες σ’ ένα διεθνές απαριθμητικό σύστημα ελέγχου που να δίνει στο κά θε βιβλίο ένα μοναδικό νούμερο για ακριβή ανα γνώριση τίτλου και έκδοσης. Έ τσι ο Διεθνής Πρότυπος Αριθμός Βιβλίου (ISBN) είναι ο προ σωπικός αριθμός κάθε βιβλίου που καθορίζει την ταυτότητά του. Το ξεκίνημα έγινε στην Αγγλία το 1967, όπου πρωτοσχεδιάστηκε ένα σύστημα αριθμήσεως βι βλίων για την εξυπηρέτηση των βρετανικών εκ δόσεων. Το σύστημα απέδωσε αμέσως καρπούς και σύντομα και άλλες χώρες εφάρμοσαν το εν διαφέρον τους. Γρήγορα δημιουργήθηκε ένα διε θνές πρότυπο σύστημα προορισμένο να καλύψει τις ανάγκες εκδοτών, αλλά και βιβλιοθηκών. Μετά από μια συγκέντρωση των αντιπροσώ πων εκδοτών και βιβλιοθηκών, το 1969, στο Βε ρολίνο, έγινε γενικώς αποδεκτό, και μπήκε σε ε φαρμογή το σύστημα για να ολοκληρωθεί το 1973. Σήμερα η έδρα του Διεθνούς πρακτορείου
Ε
ISBN είναι στο Βερολίνο. Για τη σωστή λειτουργία του συστήματος α παιτείται ένας άρτιος διοικητικός έλεγχος. Γι’ αυτό για την εφαρμογή του έχουν δημιουργηθεί τρία διοικητικά επίπεδα: το Διεθνές, το Τοπικό, των Εκδοτών. α) Το Διεθνές Επίπεδο: βρίσκεται στα χέρια του International Standard Book Agenco στο Βε ρολίνο. Αποτελείται από ένα συμβουλευτικό σώ μα που αντιπροσωπεύει τον Διεθνή Οργανισμό Τυποποίησης, τον κόσμο των εκδοτών και βι βλιοθηκών. Οι βασικές υπευθυνότητες είναι: - Να επιβλέπει και να προωθεί τη διεθνή χρή ση του συστήματος. - Να εγκρίνει την περιγραφή και τη δομή των τοπικών πρακτορείων. - Να βοηθάει την εγκατάσταση και λειτουρ γία των τοπικών πρακτορείων και να δίνει ταυτό τητες εκδοτών σ’ αυτά. β) Το Τοπικό Επίπεδο: Λειτουργεί δια μέσου του τοπικού πρακτορείου κάθε χώρας. Τα τοπι κά πρακτορεία επιδοτούνται συνήθως από τους τοπικούς εκδότες και τις τοπικές εθνικές βιβλιο γραφίες. Βασικά του καθήκοντα έχει: - Διευκολύνει και διοικεί τις υποθέσεις του
20/χρονικά τοπικού πρακτορείου και επικοινωνεί με το Διε θνές ISBN στο Βερολίνο. - Εκδίδει ένα εγχειρίδιο με οδηγίες για τους εκδότες. - Χορηγεί στους εκδότες την ταυτότητά τους και συντάσσει σχετικό μητρώο που διαθέτει σ’ αυτούς και στις υπηρεσίες καταλόγων βιβλίων. γ) Το Επίπεδο Εκδοτών: ευθύνεται για την επι βεβαίωση των ISBN και την εφαρμογή σχετικών κανονισμών. Οι ευθύνες των εκδοτών είναι: - Να παρέχουν στον τοπικό πράκτορα όσο το δυνατόν πιο λεπτομερείς πληροφορίες για το υλι κό που έχουν στην αποθήκη τους, για τις παρού σες και μελλοντικές εκδόσεις τους, ώστε να τους δοθεί ανάλογη ταυτότητα εκδοτών. - Να δώσουν την ταυτότητα τίτλου, έκδοσης σε κάθε βιβλίο. - Να διαθέτουν κατάσταση των εκδόσεών τους με τα νούμερα ISBN και τους τίτλους. Το νούμερο ISBN αποτελείται από 10 ψηφία που χωρίζονται σε 4 μέρη. Προτάσσονται τα αρ χικά ISBN και ακολουθεί ο αριθμός με ποικίλους τρόπους - με παύλες ή διαστήματα ανάμεσα στα 4 μέρη του (η πείρα έχει επιβεβαιώσει τις παύλες σαν σίγουρο και εμφανή τρόπο). Και ας έρθουμε στην ανάλυση των μερών του, που αποδεικνύει και την ουσία της ύπαρξης του. Τα μέρη υποδιαίρεσης δίνουν ένδειξη για: Τοπική Ταυτότητα. Ταυτότητα Εκδότου. Ταυτότητα Τίτλου. Αριθμό Ελέγχου.
Π.χ. Έ χουμε τον Μ έρος 1. Μ έρος 2. Μ έρος 3. Μ έρος 4.
ακόλουθο αριθμό: ΙΣΒΝ 960-03-5964-4 Τοπική Ταυτότητα.--------Ταυτότητα Εκδότου.-----------Ταυτότητα Τίτλου.------------------Ψηφίο Ελέγχου.—-................................. -
Η Τοπική ταυτότητα είναι το πρώτο μέρος και προσδιορίζει τη χώρα, την Εθνική, Γεωγραφική, Γλωσσική ή άλλη ομαδοποίηση των εκδοτών και βέβαια διαφέρει στο μέγεθος από ομάδα σε ομά δα σύμφωνα με την παραγωγή τίτλων κάθε ομάδας. Η Ταυτότητα εκδότου προσδιορίζει ένα συγκε κριμένο εκδότη ενός τοπικού πρακτορείου. Το μέγεθος της ταυτότητας κάθε εκδότη θα είναι διαφορετικό και θα εξαρτάται από την παραγωγή τίτλων κάθε εκδότη, δηλ. ένας εκδότης εάν έχει εκδώσει πολλούς τίτλους βιβλίων θα πάρει μικρό αριθμό ώστε να έχει τη δυνατότητα να πάφει με γαλύτερο αριθμό τίτλων αλλά και το αντίθετο. Π.χ.: ISBN 0-25-218390-7, ISBN 0-718286-08-x Η Ταυτότητα τίτλου αναφέρεται σ’ ένα συγκε κριμένο τίτλο βιβλίου ενός εκδότη. Κάθε έκδοση δε του ίδιου τίτλου, με διαφορετικό δέσιμο, μπο
ρούν να έχουν διαφορετικό αριθμό, επίσης εκδό σεις σε τόμους μπορούν να έχουν ένα κοινό αριθ μό σαν έργο, αλλά και κάθε τόμος μπορεί να έχει τον δικό του αριθμό. Το Ψηφίο ελέγχου αποτελείται μόνο από ένα ψηφίο και προσφέρει έναν αυτόματο έλεγχο στα τυχόν λάθη της αντιγραφής του αριθμού. Ο αυτό ματος έλεγχος γίνεται με τον ακόλουθο υπο λογισμό: Πολ/ζω τα εννέα πρώτα ψηφία από δεξιά προς τα αριστερά ξεκινώντας από το 2-10. Προσθέτω το γινόμενό τους και έχω τον αριθ μό 172, αυτόν τον διαιρώ με τον συντελεστή 11: 172:11 = 15 και υπόλοιπο 7. 0 - 7 1 5 3 - 8 1 0 2 - 4 10 - 9 8 7 6 - 5 4 3 2 0 63 8 35 18 40 4 0 4 Τώρα για να πάρω το ψηφίο ελέγχου αφαιρώ τον συντελεστή αυτόματα με τους Η/Υ και βοηθάει πολύ στην ανακάλυψη νούμερων που έχουν γρα φτεί λάθος. Η εκτύπωση του ISBN στο βιβλίο γίνεται: - Στο πίσω μέρος της σελίδας τίτλου (VER SO) και αν αυτό είναι αδύνατο, στο κάτω μέρος της σελίδας τίτλου. - Στο πίσω μέρος του εξωφύλλου ή του κα λύμματος, σπάνια στη ράχη του βιβλίου. Ό λες οι χώρες έχουν την ευχέρεια να συμμετάσχουν στο σύστημα. Σ’ αυτή τη φάση έχει καθιερωθεί από 50 περί που χώρες, συμπεριλαμβανομένων όλων των χω ρών της ΕΟΚ, η Ελλάδα είναι στα πρώτα στάδια εφαρμογής του συστήματος. Επίσης η UNESCO χειρίζεται το σύστημα για λογαριασμό όλων των διεθνών οργανισμών. Ποια είναι η χρησιμότητα του ISBN Το σύστημα έχει σχεδιαστεί για να διευκολύνει σε παγκόσμια κλίμακα εκδότες, βιβλιοπώλες, χονδρεμπόρους και βιβλιοθήκες. Επίσης όλους τους Οργανισμούς που ασχολούνται με βιβλία ή επεξεργάζονται βιβλιογραφικά δεδομένα σε Η/Υ. Αν και η εφαρμογή του βασίζεται περισσό τερο σε COMPUTER ωστόσο σημαντικά συμ βάλλει και σε χειρόγραφες διαδικασίες. Ας δούμε πώς επιταχύνει τον κύκλο εργασιών σε ποικίλους τομείς η χρήση του ISBN. Πρώτα στις παραγγελίες και τη διακίνηση: η χρήση ενός νούμερου αντί λεκτικής περιγραφής του βιβλίου, βοηθά εκδότες και πελάτες να εξυ πηρετούνται γρηγορότερα. Ο χρόνος και το χρή μα που θα απαιτούσαν επαληθεύσεις, τηλεφωνή ματα, επιστολές, επιστροφές μειώνονται. Η σύγχυση για την ακρίβεια του τίτλου, ειδικά όταν υπάρχει και πρόβλημα ξένης γλώσσας, εξα λείφεται.
χρονικα/21 To ISBN τυπώνεται μαζί μ’ άλλες βιβλιογραφι κές πληροφορίες για κάθε έκδοση, σ’ όλες τις πηγές που αφορούν νέες εκδόσεις, όπως βιβλιο γραφίες, καταλόγους εκδοτών σε τοπικό και διε θνές επίπεδο. Έτσι αυξάνονται οι παραγγελίες και ειδικά για τις συναλλαγές της Ελλάδάς με το εξωτερικό είναι μια προβολή, αφού μέχρι σήμερα βιβλιογραφίες που έκαναν χρήση ISBN δεν πε ριείχαν ελληνικές εκδόσεις. Οι εκδότες προσωπικά από μια δεύτερη άποψη χρήση του ISBN, μπορούν να επωφεληθούν για τα προσωπικά τους αρχεία, αντί να γράφουν τί τλους, καθώς και για την απογραφή του υλικού ή τον έλεγχο των αποθηκών. Ένας τρίτος τομέας είναι οι ωφέλειες των βι βλιοθηκών από το σύστημα. Εκτός από τις πα ραγγελίες ή τις λογιστικές διαδικασίες, είναι ένα στοιχείο τυπωμένο στην κάρτα του δελτιοκατα λόγου, καθώς και στα διεθνή βιβλιογραφικά βοη θήματα. Έ τσι βοηθάει στην παραγγελία τυπωμέ νων καρτών καταλόγου, στην παραγωγή τοπι κών καταλόγων, στο δανεισμό μεταξύ βιβλιοθη κών και τέλος σαν νούμερο ελέγχου, ειδικά όταν οι διαδικασίες είναι με COMPUTER. Ένα άλλο επίπεδο χρήσης, ίσως και το σημα ντικότερο, είναι ότι το σύστημα επιτρέπει στο παρόν ή στο μέλλον τη διεύρυνση των εφαρμο γών με συνδυασμό Η/Υ, ειδικά όταν αυτές απλώ νονται μέσω δικτύων βιβλιοθηκών ή οργα νισμών. Έτσι είναι το κλειδί στην ανάκληση πληροφο ριών για το βιβλίο, τη δημιουργία Τράπεζας δεδο μένων - DATA BASES, το δανεισμό ή απλά το πού βρίσκεται το καθετί. Αυξάνοντας την εξειδίκευση του συστήματος στη γρήγορη και αποτελεσματική επεξεργασία πληροφοριών, οδηγούμαστε στην ανάγκη μιας μεθόδου ηλεκτρονικής ανάκτησης στοιχείων α πευθείας από τα βιβλία ή το SOFTWARE; Η επιτροπή μελέτης που ιδρύθηκε το ’77 για την εξέταση του προβλήματος κατέληξε στο συν δυασμό οπτικού αναγνώστη και ISBN, και το ο νόμασε (ΕΑΝ) EUROPEAN ARTICLE NUMBERING. Ο μηχανικός αναγνώστης δεν είναι άλλος από τον 13ψήφιο αριθμό πόύ συνοδεύει διάφορα αντι κείμενα, σαν αριθμός ελέγχου στην τυποποίηση προϊόντων και που εμφανίζεται κάτω από ένα σχήμα κάθετων γραμμών. Είναι γνωστός σαν: (MRC) MACHINE READ ABLE CODES. Το ΕΑΝ συγχωνεύει το ISBN μέ σα σ’ αυτόν τον αριθμό. Πάνω στα βιβλία το ΕΑΝ ξεκινά με 978, τα δε υπόλοιπα 10 ψηφία εί ναι αυτά του ISBN, με εξαίρεση τον αριθμό ελέγ χου, ο οποίος ξαναΰπολογίζεται, για να λάβει υ πόψη του την πρόσθεση. ΑΓΛΑΪΑ ΠΛΑΤΑΝΟΥ
ΚΩΣΤΑ ΣΤΕΡΓΙΟΠΟΥΛΟΥ
Ο ΗΛΙ ΟΣ ΤΟΥ ΜΕΣΟΝΥΚΤΙΟΥ (1 9 8 3 -1 9 9 1 )
Ε Κ Δ Ο Σ Ε ΙΣ
ΝΕΦΕΛΗ
ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΕΚΔΟΤΩΝ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΩΝ Αραχώβης 61, 106 81 Αθήνα, τηλ.: 33.00.924, fax:. 33.00.926
22/χρονικα
έ ν α ν π ρ ο σ δ ιο ρ ισ μ ό τ ο υ " π α ιδ ικ ο ύ ”
Σε κάθε χώρο, που λόγοι αντικειμενικοί επιβάλλουν τη διερεύνησή του, εί ναι αναγκαίο, πριν από κάθε ενέργεια ή κίνηση, να προσδιορίζεται, με όσο γί νεται μεγαλύτερη ακρίβεια, το αντικείμενο προς το οποίο στρέφεται κάθε φο ρά η έρευνα. Αυτό, εκτός από τ ’ άλλα, προφυλάσσει κι από άσκοπες ενέρ γειες κι αποτρέπει, ως ένα βαθμό, τον κίνδυνο εξαγωγής εσφαλμένων κι έξω από την πραγματικότητα συμπερασμάτων. Και, βέβαια, δεν αποπροσανατολί ζει την επιστήμη από το βασικό προορισμό της: ν’ ανοίγει τους δρόμους για την ορθή γνώση. τις σκέψεις τούτες με οδήγησαν διάσπαρτα δη μοσιεύματα σε περιοδικά ή και σε βιβλία, όπου εκφράζονται απόψεις για το τί είναι αληθινά «παιδι κό» στο χώρο της λογοτεχνίας. Και θ’ άφηνα να πε ράσουν απαρατήρητα όλα τούτα, αν δεν έβλεπα ό τι, από μια τάση που έχουμε οι περισσότεροι να δε χόμαστε ασυζητητί ορισμένα φραστικά κλισέ και να τα μεταφυτεύουμε αβασάνιστα και στους άλλους, οι απόψεις αυτές δεν αναπαράγονταν και δεν ανα τροφοδοτούσαν, σαν εύκολα πιπιλιζόμενη καραμέ λα, και κάποιους νεότερους, που αληθινά εκδηλώ νουν ενδιαφέρον για τη σπουδή αυτού που ονομά ζουμε «Παιδική Λογοτεχνία» ή «Λογοτεχνία για παιδιά», όπως το θέλουν άλλοι. Και πιστεύω πως δε θα είμαι έξω από το θέμα μου, αν στο σημείωμά μου τούτο αναφερθώ και σε θέματα της Τέχνης γενικό τερα - και συγκεκριμένα σε θέματα των εικαστι κών τεχνών, που κι αυτά, σε κάποιο σημείο, συνάπτονται με την Παιδική Λογοτεχνία, όπως άλλωστε το ορίζω από την αρχή. Βέβαια, τούτη η προσέγγισή μου, η οπωσδήποτε σύντομη, θα ήταν περιττή, αν στο χώρο της Παιδι
Σ
κής Λογοτεχνίας είχε αρχίσει ν’ αναπτύσσεται η σχετική σημειολογική έρευνα, που αυτή, κατ’ αντι κείμενο και δικαιοδοσία, θα ήταν σε θέση να μας πει σταθερά και με σαφήνεια ποιο είναι παιδικό και ποιο όχι, τοποθετώντας μας μπροστά στους κώδι κες των σημείων που χαρακτηρίζουν το παιδικό. Α ναγκαστικά, λοιπόν, να περιοριστούμε σε ό,τι τα διαβάσματά μας και η σχετική εμπειρία μας ή ο ψυ χολογικός οπλισμός μας μάς προσφέρει. Και σίγου ρα αρκετός χώρος θ’ αφεθεί για πιο πέρα έρευνες. Ένας λόγος της Σέλμας Λάγκερλεφ, που τον ε πανέλαβε κι ο δικός μάς Γρηγ. Ξενόπουλος, φαίνε ται πως έχει πολύ εντυπωσιάσει μερικούς απ’ ό σους ασχολούνται με την Παιδική Λογοτεχνία. Κι ο λόγος είναι σχεδόν επιγραμματικός: αληθινό παιδι κό λογοτέχνημα είναι εκείνο που αρέσει τόσο στους μεγάλους όσο και στους μικρούς. Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος όχι μόνο είναι πιο κατηγορηματι κός, μα και φαίνεται να παραχωρεί, στο σημείο αυ τό, την προτεραιότητα στους μεγάλους, ανάγοντας μάλιστα την άποψή του και σε «κανόνα». Λέει σχετι κά: «Παιδικό λογοτέχνημα, που δεν αρέσει πρώτα-
χρονικα/23 πρώτα στους μεγάλους, δεν κάνει για παιδιά. Αυ τός είναι ο κανόνας: Δεν πρέπει να δίνουμε στα παι διά παρά κομμάτια που η τέχνη τους, η ποίησή τους, συγκινεί εμάς τους ίδιους. Καλά κομμάτια μό νο για παιδιά δεν υπάρχουν. Ή κομμάτια που θ’ ά ρεσαν μόνο στα παιδιά δε θα ’ταν καλά». («Άπα ντα», τόμος ΙΙος, σελ. 331-332). Ο Ζαχ. Παπαντωνίου είναι πιο συγκαταβατικός και πλησιάζει περισσότε ρο προς την άποψη της Λάγκερλεφ: «Το παιδικό βι βλίο είναι αποτυχημένο, αν δε διαβάζεται με από λαυση από τους μεγάλους» (Από τον προλογισμό του στο «Παγόνι»). Τέτοιες απόψεις και με τρόπο τόσο απόλυτο δια τυπωμένες, με πρώτη ματιά, δείχνουν πως το θέμα έχει αντικριστεί εμπειρικά και με όχι τόση επιστη μοσύνη όση θα απαιτούσαν τα πράγματα. Και τούτο είναι φυσικό, όταν σκεφτεί κανένας ότι τον καιρό που διατυπώθηκαν, η μελέτη της Παιδικής Λογοτε χνίας βρισκόταν ακόμη στα σπάργανα κι ο χώρος της ήταν «ελάχιστα εξερευνημένος», όπως διαπι στώνει κι ο Marc Soriano.1 Κι ακόμα ότι, όπως πάλι παρατηρεί ο ίδιος συγγραφέας, «για πολλά χρόνια, για αιώνες και χιλιετίες, Παιδική Λογοτεχνία δεν υ πήρχε», πως συγχεόταν με τη λογοτεχνία για μεγά λους. Και, από αντικειμενικούς λόγους, δε θα μπο ρούσε να γίνει κι αλλιώς, αφού και «η παιδικότητα είναι μια ιδέα νέα».2 Το παιδί θεωρούνταν σαν μια «μικρογραφία του ανθρώπου», ένας homunculus, κι η παιδική ηλικία σαν «ένα αναγκαίο κακό», απ’ το ο ποίο θα έπρεπε όσο το δυνατό γρηγορότερα ν’ α παλλαγεί. Αφού, λοιπόν, η παιδική ηλικία θεωρούνταν σαν ένα προστάδιο για το ανέβασμα του παιδιού στο ε πίπεδο του ώριμου ανθρώπου, θα έπρεπε και η πνευματική τροφή που του δίνεται να είναι τέτοια που να το προπαρασκευάζει για την άνοδό του στο ανώτερο αυτό επίπεδο. Πιστευόταν ότι το παιδί δια θέτει τις ίδιες πνευματικές και ψυχικές δυνάμεις και λειτουργίες (αίσθηση, αντίληψη, φαντασία, συ ναίσθημα, αφαιρετική, αναλυτική, συνθετική ικανό τητα κ.λπ.) του ενήλικου, αλλά, βέβαια, σε βαθμό μι κρότερο. Οι αντιλήψεις αυτές, όπως ξέρουμε, κρά τησαν για αιώνες κι αιώνες κι ως την εποχή του Ερβάρτου, που, με το διάδοχο του Rein, θεμελίωσσε το «νοησιαρχικό σχολείο» και την «παιδαγωγούσα διδασκαλία». Οι αντιλήψεις όμως αυτές πολεμήθηκαν έντονα από τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώ να κι ανατράπηκαν από τις νεότερες έρευνες μιας σειράς ψυχολόγων και παιδαγωγών, από τον Dewey και τον Kerschensteinez ως τον Piaget και τον Vigotski και τους δικούς μας Μ. Παπαμαύρο, Κ. Σωτηρίου κ.ά.3 Σύμφωνα, λοιπόν, με τις νεότερες απόψεις, το παιδί ακολουθεί μια δυναμική πορεία ανάπτυξης, που περνά από ορισμένα στάδια, από τα οποία, κα τά κανόνα, το επόμενο διαφέρει ριζικά από το προηγούμενο. Δηλαδή αυτή η πορεία ανάπτυξης του παιδιού δεν ακολουθεί μιαν ευθεία γραμμή, με την έννοια ότι το παιδί διαθέτει όλες τις ικανότητες και τις δυνάμεις που έχει ο ενήλικος, αλλά σε μι κρότερο βαθμό, και ότι αυτές μεγαλώνουν κι ενισχύονται σιγά-σιγά με την πάροδο του χρόνου. Α ντίθετα, όπως έχει καταδειχτεί από τις σχετικές έ ρευνες, λειτουργίες που βρίσκονται στο προσκήνιο
σε κάποια συγκεκριμένη ηλικία ατονούν, εκφυλί ζονται ή κι εξαφανίζονται στην επόμενη ή στις επό μενες, ενώ εμφανίζονται άλλες, που δεν υπήρχαν σε προηγούμενα στάδια. Πάνω στα δεδομένα αυτά βασίστηκε, όπως ξέρουμε, και η «Ολική» ή «Ιδεοπτι κή» μέθοδος, που ονομάστηκε και «Μέθοδος Decroly», σχετικά με τη διδασκαλία της «Πρώτης Ανά γνωσης», και που στηρίζει τη μεθοδολογία της στην ολική αντίληψη του παιδιού των 5-7 χρόνων κι όχι στην αναλυτική ικανότητά του που, φυσικά, α πουσιάζει. Το ίδιο συμβαίνει και με το συναισθημα τικό κόσμο του παιδιού, με τη λειτουργία της φα ντασίας του, που ρέπει προς τον ανιμισμό και τον ανθρωπομορφισμό, με το συγκρητισμό που χαρα κτηρίζει τα πρώτα στάδια της ανάπτυξήο του κ.λπ. Ωστόσο, ως εδώ και μισό σχεδόν αιώνα, οι παλιές αντιλήψεις επηρέασαν όχι μόνο τη διδακτική μεθο δολογία στη σχολική πράξη, αλλά και τη στάση των παιδαγωγών και των πνευματικών ανθρώπων απέ ναντι στη λογοτεχνία, με την οποία θα έπρεπε να έρχονται σ’ επαφή τα παιδιά. Η λογοτεχνία θεωρή θηκε ως μια «σκόπιμη» κοινωνική λειτουργία και ως τέτοια έπρεπε να προετοιμάζει τα παιδιά, για να γί νουν ενήλικοι. Και για να γίνουν τέτοιοι αυριανοί ε νήλικοι, όπως θα τους ήθελαν οι σύχρονοί τους ε νήλικοι, θα έπρεπε το λογοτεχνικό υλικό που θα τους προσφερόταν να περνά μέσ’ από ένα φίλτρο ή ένα κόσκινο, που θα κρατούσαν στα χέρια τους οι μεγάλοι, ώστε να ψιλοκοσκινίζεται και να περνά μό νο ό,τι «αρέσει πρώτα-πρώτα στους μεγάλους», ό πως εμφαντικά ζητά ο Ξενόπουλος. Περίεργη, αλήθεια, αντίληψη, που όχι μόνο αγνο εί τα επιστημονικά δεδομένα, αλλά δίνει και μιαν ει κόνα εγωιστικού παραγοντισμού ή καισαρισμού. Σύμφωνα λοιπόν μ’ αυτή, καλό είναι για σένα ό,τι εί ναι καλό για μένα. Και συνακόλουθα: καλό είναι για το παιδί ό,τι αρέσει στους μεγάλους. Δηλαδή «πά ντων χρημάτων», σχετικών με το παιδί, «μέτρον» ό χι «άνθρωπος», όπως το ήθελε ο αρχαίος σοφός, αλαλά ο «ενήλικος». Είναι όμως ο ψυχισμός κι οι πνευματικές-ψυχικές ανάγκες του παιδιού ίδιες μ’ αυτές του ενήλικου; Βέβαια, απ’ όσα στοιχεία μας προσφέρει η Ιστο ρία της Λογοτεχνίας, πλάι στην αποπνικτική σκόπι μη παιδική λογοτεχνία κυλούσε* σαν ζωογόνο πο τάμι, και η αυθόρμητη παιδική λογοτεχνία, που, ό πως λέει ο Soriano, «πηγάζει από μιαν αναγκαία ε πιλογή αυτών των ίδιων των παιδιών μέσ’ απ’ το θεματολόγιο των μεγάλων».4 Η «Ιλιάδα» και η «Οδύσ σεια» ή οι «Χίλιες και μία νύχτες» και όλα τα δη μιουργήματα της λαϊκής μούσας και φαντασίας (τραγούδια, παραμύθια κ.ά.) θα ήταν ανακριβές να ισχυριστεί κανένας ότι είχαν αποκλειστικούς ακρο ατές κι αποδέκτες τους ενηλίκους. Κι ακριβώς επει δή «το θαυμαστό κατέχει μιαν εξέχουσα θέση μέσα στη λογοτεχνία το παρελθόντος», δηλαδή τα σχετι κά λογοτεχνήματα έχουν κάποια «παιδικότητα», εί ναι βέβαιο ότι ένα μέρος απ’ ό,τι προσφερόταν στους μεγάλους το γεύονταν και τα παιδιά. Αλλά πολύ δικαιολογημένα ο Soriano αναρωτιέται: «Αυ τή η παιδικότητα της Τέχνης του παρελθόντος γίνε ται αυτόματα και Τέχνη για την παιδική ηλικία;»5 Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν είναι και τόσο εύκολη. Εύκολη την έκαμαν όσοι αγνοούσαν ότι «το παιδί είναι μια ύπαρξη με ιδιαίτερο ψυχισμό και ει
24/χρονικα δικές ανάγκες».6 Ότι οι μεταμορφώσεις από τις ο ποίες περνά κατά τα διάφορα στάδια της ανάπτυ ξής του μοιάζουν μ’ εκείνες του εντόμου, που η με τάβασή του από το αυγό ως το τέλειο έντομο γίνε ται με «ιστόλυση» κάθε προηγούμενης μορφής του. Ποιος θα μπορούσε να το φανταστεί ότι απ’ την τετατόμορφη κι άσχημη κάμπια θα δημιουργούνταν μέσα στο βομβύκιο η χρυσαλλίδα κι απ’ αυτή η τρα γουδημένη «ωραία» πεταλούδα... Το ίδιο, με πνευ ματική και ψυχική ιστόλυση, συντελείται και η ανά πτυξη του παιδιού. Κι αυτό ισχύει για όλες τις πνευ ματικές και ψυχικές λειτουργίες του. Κι είχε δίκιο ο Malraux, όταν, κάνοντας λόγο για την ικανότητα των παιδιών στη ζωγραφική, έλεγε πως «η τέχνη των παιδιών πεθαίνει με την παιδικότητά τους». Κα θώς μπαίνουν στην ωριμότητα κι αρχίζουν ν’ ανα πτύσσονται άλλες λειτουργίες και δυνάμεις μέσα τους, πεθαίνει, για παράδειγμα, η έννοια της «δια φάνειας» του σχεδίου, αφήνεται πίσω το στάδιο της «ψηλάφησης» και της «συμβολικής έκφρασης» κ.ά. και παίρνουν τη θέση τους ο «οπτικός ρεαλισμός», η αίσθηση της «τρίτης διάστασης», της προοπτικής κ.λπ. Το ίδιο συμβαίνει και με τις λειτουργίες που έ χουν σχέση με τα συστήματα γλωσσικής επικοινω νίας. Μια λογοτεχνία που θέλει να μιλά στις ψυχές των παιδιών πρέπει να έχει υπόψη της ότι η παιδική ηλικία δεν είναι μία και μόνη, από τη γέννηση κι ως την αρχή της εφηβείας, αλλά διακρίνεται σε επιμέρους βαθμίδες, που σε πολλά σημεία διαφέρουν ρι ζικά μεταξύ τους, κι ότι στοιχεία της μιας είναι δυ νατό να μην υπάρχουν στην επόμενη. Οι βασικές α πό τις βαθμίδες αυτές, που ενδιαφέρουν και την Παιδική Λογοτεχνία, είναι: η νηπιακή ηλικία (3ο-7ο έτος), η μαθητική ή σχολική (7ο-12ο ή 10ο έτος) και η προεφηβική (12ο-15ο ή 14ο έτος). Απομονώνοντας μερικά από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της κάθε ηλικίας, όσα αναφέρονται στη σχέση του παιδιού με τη λογοτεχνία και την Τέ χνη, θα βλέπαμε ότι: 1. Στη νηπιακή ηλικία κυριαρχούν: η έξαρση του συναισθήματος του εγώ, με φυσικό επακόλουθο τον εγωκεντρισμό, ο συγκρητισμός7 της σκέψης (κατά τον οποίο όλα τα στοιχεία που προμηθεύουν στη συνείδηση οι αισθήσεις μπερδεύονται, δίχως να είναι ακόμα δυνατό να γίνει κάποια αξιολόγησή τους), η τάση ανθρωπομορφισμού ή, γενικότερα, α νιμισμού, η κυριαρχία της φαντασίας, με απότοκό της τη μυθοπλασία, η συναισθηματική φόρτιση των περιγραφών, η ασάφεια στην αίσθηση του χώρου και του χρόνου κ.ά. 2. Στη μαθητική (ή σχολική) ηλικία σημειώνεται: υποχώρηση του εγωκεντρισμού, εκδήλωση της πε ριέργειας (με ερωτήσεις «γιατί;», «πού;», «πώς;», για το παρελθόν, για τα φαινόμενα της αύξησης και της παραγωγής, τα μετεωρολογικά, τις εξερευνή σεις, τον τρόπο ζωής άλλων λαών, τις κατακτήσεις της επιστήμης και τα επιτεύγματα της τεχνολογίας, τη στρατιωτική και πολιτική ιεραρχία κ.λπ.). Ο συ γκρητισμός παραχωρεί τη θέση του στην ομαδοποί ηση των εμπειριών. Η φαντασία ανοίγει διάλογο με την πραγματικότητα. 3. Στην προεφηβεία ή τη νεανική ηλικία συντελούνται συναισθηματικοί συγκλονισμοί, καθώς αρ
χίζουν ν’ ανεβαίνουν μέσα στον νέο ή τη νέα οι χυ μοί οι σχετικοί με την αναπαραγωγή. Έτσι: σημειώ νεται αντίθεση ή και ρήξη με το περιβάλλον και τά ση επαναστατική, ο προέφηβος γίνεται ευερέθι στος, επιδεικτικός, ματαιόδοξος. Παράλληλα όμως του αρέσει να κάνει συζητήσεις, συλλογισμούς, να εκφέρει κρίσεις, ενδιαφέρεται για τα έντυπα, τον κινηματογράφο, του αρέσουν τα μυθιστορήματα, θαυμάζει το ωραίο, το απολαμβάνει, τον συγκινεί η λυρική ποίηση, η μουσική, η ζωγραφική, του αρέσει ο αθλητισμός, προσπαθεί να εξιχνιάσει τα μυστή ρια του κόσμου. Ρέπει και βυθίζεται στη ρέμβη και την ονειροπόληση - και κάποτε στη μελαγχολία ξυπνά το ενδιαφέρον για το άλλο φύλο και γεν νιούνται μέσα του οι ηθικές και θρησκευτικές ανη συχίες.8 Από τα παραπάνω προκύπτει ότι είναι μάλλον α φελής η άποψη, ότι κατάλληλο για τα παιδιά είναι ό,τι αρέσει στους μεγάλους. Εδώ και αρκετά χρόνια άρχισε να κριτικάρεται η άποψη αυτή, με το σκεπτι κό, ότι «η "απόλαυση” των μεγάλων δεν αποτελεί πάντοτε σίγουρο κριτήριο καταλληλότητας ή επιτυ χίας για το παιδικό βιβλίο. Ο εύπλαστος, ακόμα και άπλαστος, ψυχικός κόσμος του παιδιού δεν επιτρέ πει συνήθως την ισοτιμία ή την ταύτιση των "απο λαύσεων”». Ο «Lucius» λ.χ. του Λουκιανού ή το «Δεκαήμερο» του Βοκακίου ή, ακόμα, «Η φιλοσοφία στο μπουντουάρ» και «Ο δήμιος και το θύμα του» του De Sade, «Η νεαρή μοίρα» του Val0ry, η «Μητέ ρα Θεού» του Σικελιανού, που ο Σεφέρης το θεωρεί ως το «δυσκολότερο ποίημα στην ελληνική γλώσ σα»,10 ο «Πλους αεροστάτου» κι ο «Μέγας ανατολι κός» του Εμπειρικού (το δεύτερο μάλιστα αποτέλεσε μπεστ-σέλερ), ακόμα και κάποιες συγκλονιστι κές τραγωδίες του Σαίξπηρ - ο κατάλογος θα μπο ρούσε να είναι πολύ μακρύς - θα δικαιούνταν κα νένας να ισχυριστεί ότι, επειδή αρέσουν ή κι ενθου σιάζουν τους μεγάλους, θα μπορούσαν είτε να πλησιαστούν είτε ν’ άποτελέσουν ευάρεστο κι εποικο δομητικό ανάγνωσμα για τα παιδιά; «Θα ήταν αφύσικο, εγκληματικό, ακατανόητο, να θέλει κά ποιος να προσφέρει συνειδητά το άσχημο και το κα κό στο παιδικό κοινό», λέει ο Μ. Μερακλής,11 συμ φωνώντας έτσι και με τον Κ. Τσάτσο, που έλεγε ότι δεν έχουμε δικαίωμα να «χώνουμε τ’ άπλυτα της ψυχής μας κάτω απ’ τη μύτη του αναγνώστη».12 Κι ο μεγάλος ίσως μπορέσει ν’ αντέξει στην απόπνοια, το παιδί όμως; Ασφαλώς όχι. Όπως δε θα μπορέσει ν’ αντέξει και τους ισχυρούς ψυχικούς συγκλονι σμούς που προξενούν κάποια λογοτεχνήματα. Ο ευπαθής ψυχικός του οργανισμός θα συνθλίβει, το παιδί θα βλέπει στον ύπνο του εφιάλτες, που θα διαταράξουν την ψυχική του ισορροπία και θα πα ραβλάψουν την ψυχοπνευματική του υγεία. Λόγοι, λοιπόν, ιδιαίτερης συγκρότησης του ψυχι κού κόσμου του παιδιού και της συγκεκριμένης πα ρουσίας ή απουσίας λειτουργιών ή ικανοτήτων κι α δυναμιών του μάς οδηγούν στο συμπέρασμα, ότι το κριτήριο της ικανότητας αφομοίωσης ή αρέσκειας ενός λογοτεχνήματος από τους μεγάλους δεν αρ κεί για το χαρακτηρισμό του ως κατάλληλου και για τα παιδιά. Το αντίθετο μπορεί να ισχύσει και καμιά δεοντολογία δεν το αποκλείει. Αλλ’ αυτό δεν αποδεικνύει τίποτε άλλο απ’ το ότι ένα τέτοιο έργο εί
χρονικα/25 ναι δυνατό να ξυπνά μες στην ψυχή του ενήλικου την κοιμισμένη νοσταλγία για την απωλεσμένη πια γι’ αυτόν παιδικότητα και για τη γοητεία της απλό τητας μέσα σ’ έναν κόσμο τόσο περίπλοκο, σκοτει νό και γεμάτο άγχη και προβλήματα. Σημαίνει, ακό μα, ότι οι ενήλικοι βρίσκουν συχνά ικανοποίηση στα έργα της Παιδικής Λογοτεχνίας - όπως, κάποτε, αρέσκονται να παίζουν και με παιδικά παιγνίδια γιατί, όπως λέει ο ψυχολόγος και ψυχίατρος Bruno Bettelheim, δε γεύτηκαν ίσως στην παιδική τους η λικία τη γοητεία του μαγικού και του παραμυθιού και «είχαν πρώιμα εξαναγκαστεί να γνωρίσουν την πραγματικότητα με τον τρόπο των ενηλίκων».13 Η ανάγνωση παιδικών λογοτεχνημάτων αποτελεί ένα είδος φυγής από τη σκληρή πραγματικότητα που τους περιβάλλει. «Σε περιόδους εντάσεων ή αντι ξοοτήτων ο άνθρωπος ζητά κάποιο στήριγμα, καταφεύγοντας σε ιδέες κι ενασχολήσεις "παιδαριώ δεις”, όπως είναι η ανάγνωση παραμυθιών», λέει και πάλι ο Bettelheim.14 Ο ίδιος, ύστερ’ από μακροχρόνιες έρευνες, διαπι στώνει, ανάμεσα στ’ άλλα, ότι «δεν υπάρχει για το παιδί, καθαρή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στα άψυχα αντικείμενα και στα ζωντανά... Αφού ό,τι κι νείται είναι ζωντανό; το παιδί δικαιούται να πιστεύ ει ότι και ο άνεμος μπορεί να μιλά και ν’ ακολουθεί τον ήρωα... Για την ανιμιστική του σκέψη ότι μόνο τα ζώα αισθάνονται και σκέφτονται, αλλά ακόμα και οι πέτρες είναι ζωντανές, αφού μπορούν να κυ λήσουν σε μια πλαγιά, το ίδιο κι ένα ποτάμι... Αν πούμε σ’ ένα παιδί πως η Γη κολυμπάει μέσα στο διάστημα, σύμφωνα με τους νόμους της παγκό σμιας έλξης, θα πρέπει να παραξενευτεί πολύ. Το παιδί ξέρει, από άμεση πείρα, ότι το καθετί πρέπει να στηρίζεται κάπου ή να κρατιέται από κάπου. Δυ σκολεύεται λοιπόν να συλλάβει μια τέτοια εικόνα και βρίσκει μια θαυμάσια εξήγηση μέσα σε κάποιο μύθο που του διηγούνται και σύμφωνα με τον οποίο η Γη στηρίζεται στη ράχη μιας χελώνας ή ότι την κρατά στον ώμο του κάποιος γίγαντας» (π.χ. ο Ά τλας). Το ίδιο ισχύει και για μια σειρά άλλες αντιλή ψεις του παιδιού και τρόπους θεώρησης του κό σμου, που ο Bettelheim παρουσιάζει αναλυτικά. Ό,τι ξυπνά μέσα στον ενήλικο θεωρητικές ή επι στημονικές ανησυχίες είναι δυνατό ν’ αφήσει εντε λώς αδιάφορο το παιδί. Ο τρόπος λειτουργίας του μυαλού του είναι πολύ διαφορετικός από του ε νηλίκου. Συνοψίζοντας τα παραπάνω, θα λέγαμε ότι «παι δικό» είναι ό,τι ανταποκρίνεται στον ψυχισμό και τις πνευματικές και ψυχικές ανάγκες του παιδιού.
Αυτό σημαίνει ότι η λογοτεχνία που προορίζεται για παιδιά πρέπει να παίρνει υπόψη της ότι: - ο γλωσσικός και γνωσιολογικός πλούτος του παιδιού είναι πολύ περιορισμένος, σε σχέση με του ενηλίκου, και συνεπώς τόσο ο γλωσσικός κώδικας που χρησιμοποιείται όσο και τα γνωστικά στοιχεία για τα οποία γίνεται λόγος πρέπει να παίρνουν, υπό ψη τους τις σχετικές εμπειρίες και δυνατότητες του παιδιού της κάθε βαθμίδας - το παιδί αδυνατεί, κατά κανόνα, να συλλάβει αφηρημένες έννοιες - η φαντασία του παιδιού διαδραματίζει πρω τεύοντα ρόλο στην προσέγγιση της πραγματι κότητας. - ο συναισθηματικός του κόσμος είναι ασταθής κι ευεπηρέαστος - η ανάγκη για χαρά αποτελεί βασική ψυχική α νάγκη του παιδιού - κι από την άποψη αυτή, το χιούμορ αποτελεί οργανικό στοιχείο του παιδικού λογοτεχνήματος. Γενικά, όπως λέει κι ο Soriano, ο κόσμος του παι διού παρουσιάζει μεγάλη αντιφατικότητα: «μεγά λες παρορμήσεις και μικρές δυνάμεις», που ευ νοούν τη δημιουργία του «συναισθήματος κατωτε ρότητας». Το γεγονός εξάλλου, ότι όλα τούτα παραλλάζουν από βαθμίδα σε βαθμίδα, μας οδηγούν στο συμπέ ρασμα, ότι: α) Κατάλληλο για το παιδί είναι ό,τι ανταποκρίνεται στην παιδικότητά του. β) Η παιδικότητα δεν είναι μία, πάγια κι απαράλλαχτη για όλη την περίοδο της παιδικής ηλικίας, αλλά παραλλάζει από βαθμίδα σε βαθμίδα. γ) Συνεπώς η έννοια «Παιδική Λογοτεχνία» κατα λαμβάνει ένα ευρύτατο και ποικιλόμορφο φάσμα και το κάθε λογοτέχνημα εξειδικεύεται κάθε φορά τόσο ως προς το περιεχόμενο όσο και ως προς τη μορφή ανάλογα με τις απαιτήσεις της αναπτυξια κής βαθμίδας των παιδιών, στα οποία απευθύνεται. Έτσι, δεν υπάρχει μια και μόνη Παιδική Λογοτε χνία, αλλά τόσες όσες και οι βαθμίδες απ’ τις ο ποίες περνά κατά την περίοδο της ανάπτυξής του το παιδί. Σπουδή, λοιπόν, της παιδικότητας σημαίνει σπουδή των φάσεων και των σταδίων στην πορεία ανάπτυξης του παιδιού. Και τόσο η λογοτεχνία όσο και η Τέχνη, αν θέλουν να είναι επαρκείς κι επωφε λείς, δεν πρέπει ν’ αγνοούν ή να παραβλέπουν αυ τή την πορεία, με τις ιδιομορφίες και τις πνευματι κές και ψυχικές ανάγκες, που τη συνοδεύουν.
Σημειώσεις
8. Λεπτομερή παρουσίαση των βαθμιδών αυτών, με τα ι διαίτερα χαρακτηριστικά της καθεμιάς, δίνω στο βι βλίο μου «Ιστορία της Παιδικής Λογοτεχνίας», Ζ' έκδο ση, «Φιλιππότης» 1990. 9. Δ. Γιάκου: Ιστορία της ελληνικής Παιδικής Λογοτε χνίας, Αθήνα 1981. 10. Γ. Σεφέρη-Κ. Τσάτσου: «Ένας διάλογος για την ποίη ση», Αθήνα 1975. 11. «Το παιδικό λογοτεχνικό βιβλίο», Σεμινάριο «Κ.Ε.Π.Β.», Αθήνα 1987. 12. Γ. Σεφέρη-Κ. Τσάτσου: όπ.παρ. 13. Bruno Bettelheim: «Psychanalyse des contes de f6es», R. Laffont, Paris 1976. 14. Στο ίδιο.
1. Marc Soriano: «Guide de la Literature Enfantine», «Flammarion», Paris 1959. 2. Στο ίδιο. 3. Κοίτα σχετικά: Μ. Παπαμαύρου «Είκοσι γράμματα στον Έλληνα δάσκαλο» και τα δικά μου «Μιχ. Παπαμαύρος», εκδ. Gutenberg και «Κώστας Σωτηρίου», εκδ. «Κί νητρο» 1991. 4. Στο ίδιο. 5. Στο ίδιο. 6. Στο ίδιο. 7. Από το ρήμα «συγκεράννυμι», που σημαίνει ανακατεύω μαζί διάφορα πράγματα, αναμιγνύω.
ΧΑΡΗΣ ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ
ΜΟΛΙΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕ
στου
γ κ ο β ό σ τ η
Ζωοδόχου Πηγής 21 - τηλ. 3615433
Το Ιστορικό Μυθιστόρημα
Τα τελευταία δέκα περίπου χρόνια παρατηρείται μια άνθιση του ιστορικού μυ θιστορήματος· η επισήμανση ισχύει τόσο για την ευρωπαϊκή παραγωγή αυτού του μυθιστορηματικού είδους όσο και για την ελληνική. Ταυτόχρονα, το ενδια φέρον της φιλολογικής κριτικής στρέφεται και προς την έκδοση, μελέτη, αποτί μηση αλλά και «διόρθωση» απόψεων που κυκλοφορούν στην αγορά των ιδεών, συμβάλλοντας ουσιαστικότερα στην έρευνα. Σίγουρο είναι, επίσης, το γεγονός ότι το ελληνικό ιστορικό μυθιστόρημα έχει αποκτήσει, κατά τους δύο τελευταίους αιώνες, το δικό του αναγνωστικό κοινό: από τον Αυθέντη του Μορέως και την Πριγκηπέσσα Ιζαμπώ μέχρι τον Βίο του Ισμαήλ Φερίκ Πασά και τη Μεγάλη Πλατεία. Τι,είναι όμως το ιστορικό μυθιστόρημα; Σύμφωνα με τον πιο πρόσφατο ορι σμό του Chris Baldick (1990) «ιστορικό είναι το μυθιστόρημα του οποίου η δράση λαμβάνει χώρα σε μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο πολύ πριν από την ώρα που γράφεται (συχνά μια ή δύο γενιές πριν, μερικές φορές αρκετούς αιώνες), και στο οποίο καταβάλλεται κάποια προσπάθεια, ώστε να αναπαρασταθούν πιστά οι συνήθειες και η νοοτροπία της περιόδου. Ο βασικός ήρωάς του - πραγματι κός ή φανταστικός - βρίσκεται στο επίκεντρο αλληλοσυγκρουόμενων πεποιθή σεων μέσα σε μια ευρύτερη ιστορική διαμάχη, της οποίας οι αναγνώστες γνωρί ζουν το αποτέλεσμα». Στο παρόν αφιέρωμα προσπαθήσαμε να καταγράψουμε, με απλό και πειστικό τρόπο, τις αρχές του ελληνικού ιστορικού μυθιστορήματος επισημαίνοντας πλάνες και απορίες· κατόπιν, βασικές πτυχές του προβλήματος όπως είναι η σχέση μυθοπλασίας και ιστορίας, ιστορικού μυθιστορήματος και βιογραφίας, χρησιμοποιώντας ως παραδείγματα ανάλυσης αντιπροσωπευτικά έργα. Τέλος, πρόθεσή μας υπήρξε να ολοκληρώσουμε σημειώνοντας και την παρα γωγή νεότερων ιστορικών μυθιστορημάτων στα οποία η ιδιοτυπία της αφηγημα τικής τεχνικής συνεχίζει τη μυθιστορηματική παράδοση του είδους. Επιμέλεια αφιερώματος: Αντώνης Κάλφας Οι γκραβούρες που κοσμούν το αφιέρωμα είναι του Θεόδωρου Ράλλη.
28!αφιέρωμα
Σοφία Ντενίση
Οι αρχές του ελληνικού ιστορικού μυθιστορήματος --------:------------------------------------------------------ λ
Όταν ο Georg Lukacs αναφέρεται στην ιστορία του μυθιστορήματος, στο θεμελιώδες έργο του The Historical Novel, την περιγράφει σαν ένα μεγάλο ποτάμι, από το οποίο ξεκινούν παραπόταμοι που ακολουθούν για λίγο τη δική τους πορεία, για να ξαναενωθούν με αυτό, μετά από λίγο, και να το ενδυνα μώσουν. νας από αυτούς τους παραπόταμους είναι και το ιστορικό μυθιστόρημα του Scott, το ο Ε ποίο πηγάζει από την παράδοση του μυθιστορή ματος του δέκατου όγδοου αιώνα, ανακαλύπτει τη μεγάλη αξία της ιστορίας για την καλλιτεχνι κή έκφραση, και ξαναενώνεται με το κύριο σώμα του μυθιστορήματος μέσω της επίδρασής του στον Balzac, εμπλουτίζοντας έτσι, το μυθιστόρη μα με νέο υλικό και νέες τεχνικές και ενορά σεις.1 Κάτι αντίστοιχο υποστηρίζει και ο Harry Shaw, σαράντα έξι χρόνια αργότερα, όταν αναφέρεται κι αυτός στο ιστορικό μυθιστόρημα του Scott, το οποίο αποκαλεί κλασικό. Η βασική γραμμή της μυθοπλαστικής εξέλιξης δεν οδηγεί από τον Scott στους συγγραφείς ιστορικών μυθι στορημάτων που τον διαδέχτηκαν, αλλά στους μεγάλους Ευρωπαίους μυθιστοριογράφους, όπως ο Balzac, ο Dickens ακόμη και ο Flaubert. Το ι στορικό μυθιστόρημα, λοιπόν, πρέπει να μελετάται ως σημαντικό και αναπόσπαστο τμήμα της ε ξέλιξης του μυθιστορήματος ως είδους.2 Αυτό γί νεται απόλυτα κατανοητό, όταν εξετάσει κανείς την πορεία του αγγλικού μυθιστορήματος τον δέ κατο ένατο αιώνα. Μια πολύ αντιπροσωπευτική
εικόνα της πορείας αυτής μάς δίνει ένα ανυπό γραφο άρθρο του 1847 στο Frazer’s Magazine. Ο ανώνυμος αρθρογράφος εξηγεί ότι στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα το μυθιστόρημα ως είδος είχε πέσει σε πλήρη ανυποληψία, αφού τα μόνα μυθιστορήματα που κυκλοφορούσαν ήταν τα βιομηχανοποιημένα κατασκευάσματα του Minerva Press, διδακτικά και ηθοπλαστικά, που απευθύ νονταν στα μέσα και κατώτερα στρώματα. Το μυθιστόρημα στο σύνολό του ήταν γνωστό για τον ίδιο λόγο που είναι γνωστό και το... κουνάβι, τη δυσοσμία του. Ό λα αυτά άλλαξαν σε λιγότε ρο από δύο χρόνια χάρη στην εξαιρετική δημοτι κότητα των ιστορικών μυθιστορημάτων του Scott. Η εμφανής σχέση των Waverley Novels με την ιστορία μετέτρεψε τη μέχρι τότε απέχθεια του αναγνωστικού κοινού προς το μυθιστόρημα σε θαυμασμό. Ο όρος ιστορικό μυθιστόρημα ε φευρέθηκε και άρχισε να σημαίνει κάτι σημαντι κό, αφού η εγγενής αξία της Ιστορίας εξουδετέ ρωνε αυτομάτως την ασημαντότητα του μυθιστο ρήματος.3 Το αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία ε νός ευρέος αναγνωστικού κοινού, το οποίο πε ριείχε ανθρώπους όλων των κοινωνικών τάξεων,
αφιερωμα/29 και ζητούσε όλο και περισσότερα μυθιστορήμα τα. Αντίστοιχο ρόλο έπαιξε το ιστορικό μυθιστό ρημα και στη Γαλλία, αν και αρχικά όχι το πρω τότυπο, αλλά οι μεταφράσεις του δημιουργού του είδους Walter Scott. Ό πω ς εξηγεί ο Martyn Lyons στο βιβλίο του Le Triomphe du Iivre, το ιστορικό μυθιστόρημα του Scott έπαιξε ζωτικό ρόλο στη δημιουργία ενός ευρέος αναγνωστικού κοινού και στη Γαλλία. Συνετέλεσε ουσιαστικά στο να πέσουν οι φραγμοί της μόρφωσης και βοήθησε στο να γίνει το μυθιστόρημα οικείο αντικείμενο καθημερινής κατανάλωσης σε όλη τη χώρα. Η τεράστια επιτυχία του ιστορικού μυθιστορήμα τος, αποτέλεσε το πρώτο σημαντικό βήμα για τη δημιουργία μιας εθνικής λογοτεχνικής κουλτού ρας στη Γαλλία.4 ί ακριβώς συνέβη όμως με το ιστορικό μυθι στόρημα στην Ελλάδα του δέκατου ένατου αιώνα; Πότε εμφανίζεται σε πρωτότυπη και πότε σε μεταφρασμένη μορφή, ποιες δεκαετίες κυ ριαρχεί, γιατί καλλιεργείται τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο και τί ρόλο παίζει για την εξέλι ξη του μυθιστορήματος ως είδους στον ελληνικό χώρο, είναι μερικά από τα ερωτήματα, στα ο ποία θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε με το άρθρο αυτό. Είναι γνωστά σε όσους ασχολούνται με την πε ζογραφία ότι οι απαρχές του ελληνικού μυθιστο ρήματος και διηγήματος δεν έχουν τύχει ακόμη ουσιαστικής αναλυτικής μελέτης, που θα καλύ πτει το διάστημα του ελληνικού ρομαντισμού (1830-1880). Αποτέλεσμα της απουσίας αυτής ή ταν η επικράτηση και η παγίωση μέχρι πρόσφατα λανθασμένων απόψεων σχετικά με τις απαρχές της πεζογραφίας μας. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 όμως, που παρατηρήθηκε μια στροφή στην πεζογραφία του περασμένου αιώνα, εκδοτι κή και κριτική, βλέπουμε πως μία-μία αυτές οι λανθασμένες απόψεις καταρρίπτονται. Έτσι, δεν μιλάμε πια για ισχνή αφηγηματική παραγωγή της πρώτης μετεπαναστατικής πεντηκονταε τίας, αφού μια πρώτη καταγραφή μάς έχει ήδη δώσει εκατόν είκοσι εννέα έργα.5 Επιπλέον δεν μιλάμε πια για ανυπαρξία ρεαλιστικού μυθιστο ρήματος πριν από το Θάνο Βλέκα αφού έχουμε τα μυθιστορήματα ιου Παλαιολόγου και τον Πί θηκο Ξουθ του ΠιτΓ.ιπίου.6 Τέλος δεν μιλάμε πλέον για ιστοριοκρατούμενο πεζό λόγο στα χρό νια του ελληνικού ρομαντισμού αφού: γνωρίζου με ότι α) πολλά από τα εογα που μέχρι προσφάτως εθεωρούντο ιστορικά δεν είναι ιστορικά-7 β) ο αριθμός των ιστορικών μυθιστορημάτων σε σχέση προς το σύνολο της μυθιστορηματικής πα ραγωγής είναι περιορισμένος' και γ) οι μυθιστοριογράφοι μας των τριών πρώτ ον μετεπαναστατικών δεκαετιών, στο σύνολό τιυ ς, με την εξαί ρεση του Ραγκαβή στον Αυθέντ,' του Μορέως,
Τ
δεν ενδιαφέρονταν για το ιστορικό μυθιστόρη μα.9 Έτσι, μπορούμε σήμερα να πούμε, μετά α πό εξήντα περίπου χρόνια βεβαιότητας, ότι το πρώτο είδος μυθιστορήματος που αναπτύχθηκε στον ελληνικό χώρο ήταν το ιστορικό, (άποψη που, από όσο γνωρίζω, πρωτοδιατυπώθηκε το 1933 από τον Άγγελο Τερζάκη),10 ότι η ελληνική μυθιστορηματική παραγωγή δεν αρχίζει με το ι στορικό είδος.11 Δεν μπορούμε να θεωρήσουμε ως ιστορικό μυ θιστόρημα, και μάλιστα ως «το πρώτο ιστορικό μυθιστόρημα στον τόπο μας»,12 Το Παλληκάριοντου Samuel Sheridan Wilson (1835), παρ’ όλο που πραγματεύεται ορισμένα σημαντικά συμβά ντα της ελληνικής επανάστασης του ’21, για τον απλούστατο λόγο ότι τα γεγονότα τα οποία περι γράφει εκτυλίσσονται μεταξύ 1821 και 1827 και καθώς γνωρίζουμε το έργο βρισκόταν στο τυπο γραφείο ήδη από το 1833. Αισθάνεται κανείς ότι ο Sheridan Wilson απλώς κατέγραψε κάποια από τα πολύ πρόσφατα συμβάντα της ελληνικής επα νάστασης, τα οποία θεώρησε χρήσιμα για να προσελκύσει τους Έλληνες αναγνώστες του και για να κάνει ευκολότερο το έργο του προσηλυτι σμού τους στον προτεσταντισμό. Δεν υπάρχει Σερ Ουόλτερ Σκοτ
30/αφιερωμα αμφιβολία πως ο Άγγλος συγγραφέας του Παλληκαρ'-ου, γνώριζε πολύ καλά τις συμβάσεις του ιστορικού μυθιστορήματος μία από τις οποίες εί ναι η της χρονικής απόστασης. Απλώς δεν έγρα φε ιστορικό μυθιστόρημα αλλά ένα έργο θρη σκευτικής σκοπιμότητας.13 Γι’ αυτό, υποθέτω, το έργο αποσιωπάται καθ’ όλη τη διάρκεια του δέκατου ένατου αιώνα, ενώ, όπως ξέρουμε, τα ι στορικά μυθιστορήματα είναι σχεδόν τα μόνα τα οποία μνημονεύονται από την κριτική σε κάθε ευκαιρία. Ό σο για τα υπόλοιπα μυθιστορήματα των δύο πρώτων μετεπαναστατικών δεκαετιών, τα οποία έχουν κατά καιρούς χαρακτηρισθεί ιστορικά από διάφορους μελετητές, όπως Ο Λέανδρος του Πα ναγιώτη Σούτσου (1834),14 Ο Εξόριστος του 1831 του Αλεξάνδρου Σούτσου (1835),15 Η Ορφανή της Χίου του Ιακώβου Πιτζιπίου (1839),16 Ο Ζω γράφος του Γρηγορίου Παλαιολόγου (1842),17 Γα Διηγήματα του Ιωάννη Δεληγιάννη (1845),18 Ο Θέρσανδρος του Επαμεινώνδα Φραγκούδη (1847),19 δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να ε νταχθούν στο ιστορικό είδος. Εκτός του ότι για κανένα από αυτά τα μυθιστορήματα δεν ισχύει ο όρος της χρονικής απόστασης, η οποία είναι α παραίτητη για να θεωρηθεί ένα μυθιστόρημα ι στορικό, δεν πρέπει να ξεχνάμε το γεγονός ότι και να ίσχυε δεν θα καθιστούσε το μυθιστόρημα αυτομάτως ιστορικό, αφού υπάρχουν και άλλες συμβάσεις που έπρεπε να τηρηθούν. Έτσι, πριν περάσουμε σε ένα ορισμό του ιστορικού μυθιστο ρήματος και με βάση αυτόν πούμε ποια πιστεύου με ότι είναι τα ιστορικά μυθιστορήματα της πε ριόδου, θα έπρεπε ίσως να εντάξουμε σε μυθιστο ρηματικές κατηγορίες τα παραπάνω μυθιστορή ματα, τα οποία χαρακτηρίσαμε ως μη ιστορικάΟ Λέανδρος και Ο Θέρσανδρος δεν είναι παρά ε πιστολικά μυθιστορήματα- Ο Εξόριστος πολιτι κό σατιρικό- Η Ορφανή της Χίου μυθιστόρημα συναισθήματος (novel of sentiment)·20 Ο Ζωγρά φος ρεαλιστικό· και τέλος από τα Διηγήματα του Δεληγιάννη τα δύο πρωτότυπα Η νύμφη της Αργολίδος και Ο αυτόχειρ είναι και αυτά διηγήματα συναισθήματος. Ό μω ς και αν ακόμη όλα αυτά τα αφηγήματα ήταν ιστορικά, και πάλι οι δύο πρώτες μετεπαναστατικές δεκαετίες δεν θα χα ρακτηρίζονταν ως εποχή του ιστορικού μυθιστο ρήματος, αφού σύμφωνα με τα νέα δεδομένα που προέκυψαν από την έρευνα, τα παραπάνω μυθι στορήματα δεν αποτελούν ούτε το ήμισυ της συ νολικής παραγωγής και το άλλο ήμισυ, άγνωστο μέχρι προσφάτως, φαίνεται να μην περιέχει ούτε ένα ιστορικό μυθιστόρημα.21 ώς ορίζεται όμως ένα ιστορικό μυθιστόρη μα; Το θέμα του ορισμού του ιστορικού μυ θιστορήματος είναι πολύ πιο πολύπλοκο από ό,τι μπορεί κανείς να φανταστεί πριν ασχοληθεί ανα
Π
λυτικά με αυτό. Η παρούσα μελέτη δεν έχει στό χο της τη θεωρητική προσέγγιση του ορισμού του είδους, γι’ αυτό θα αρκεστεί σε κάποιους σαφείς και έγκυρους ορισμούς, οι οποίοι θα μας βοηθή σουν να κρίνουμε ποια από τα μυθιστορήματα της πεντηκονταετίας είναι ιστορικά και ποια όχι. Σύμφωνα, λοιπόν, με το Concise Oxford Dictio nary o f Literary Terms (1990) του Chris Baldick: «ιστορικό είναι το μυθιστόρημα του οποίου η δράση λαμβάνει χώρα σε μια συγκεκριμένη ιστο ρική περίοδο πολύ πριν από την ώρα που γράφε ται (συχνά μια ή δύο γενιές πριν, μερικές φορές αρκετούς αιώνες), και στο οποίο καταβάλλεται κάποια προσπάθεια, ώστε να αναπαρασταθούν πιστά οι συνήθειες και η νοοτροπία της περιόδου. Ο βασικός ήρωάς του - πραγματικός ή φαντα στικός - βρίσκεται στο επίκεντρο αλληλοσυγκρουόμενων πεποιθήσεων μέσα σε μια ευρύτερη ιστορική διαμάχη, της οποίας οι αναγνώστες γνωρίζουν το αποτέλεσμα». Για να ολοκληρώσει τον ορισμό ο Baldick αισθάνεται την υποχρέωση να αντιπαραβάλει το ιστορικό μυθιστόρημα προς αυτό που αποκαλεί ιστορική μυθιστορία (historical romance) ή μυθιστορία "αμφιέσεων” (“ costume” romance), εξηγώντας ότι, ενώ το πρώτο αποπειράται μια σοβαρή μελέτη των σχέ σεων ανάμεσα στην προσωπική μοίρα και την κοινωνική διαμάχη, το δεύτερο τείνει να χρησι μοποιεί τον περίγυρο μιας παλαιότερης εποχής, μόνο ως διακοσμητικό πλαίσιο των κεντρικών η ρώων. Ένας δεύτερος ορισμός, αυτός του Tomas Hagg, βρίσκεται πολύ κοντά στον ορισμό του Baldick. Τον παραθέτω για να έχουμε άλλη μια σύγχρονή μας άποψη για το ιστορικό μυθιστόρη μα. Κατά τον Hagg το "τυπικό ιστορικό μυθιστό ρημα” «τοποθετείται σε μια περίοδο τουλάχι στον μία με δύο γενιές πριν από αυτή του συγγρα φέα και μεταδίδει μια αίσθηση του παρελθόντος ως παρελθόντος· επικεντρώνεται σε πλασματι κούς χαρακτήρες, αλλά βάζει επίσης επί σκηνής, ανακατεύοντας με αυτούς, ένα ή περισσότερα πρόσωπα γνωστά από την ιστορία- διαδραματι ζόμενο σε ένα ρεαλιστικό γεωγραφικό περιβάλ λον, περιγράφει τις συνέπειες (μιας σειράς) πραγ ματικών ιστορικών γεγονότων στις τύχες των χα ρακτήρων είναι - ή δίνει την εντύπωση ότι είναι - αληθινό, όσον αφορά το ιστορικό πλαίσιο. Μπορεί επίσης να στοχεύει στο να επιτύχει μια
αφιερωμα/31 καλλιτεχνικά αληθινή ανασύνθεση της υπό συζήτησιν ιστορικής περιόδου και του τρόπου ζωής της, κάνοντας τους χαρακτήρες τυπικούς εκπρό σωπους της εποχής τους και του κοινωνικού τους περίγυρου. Ένας τέτοιος στόχος ή η επιτυχία της πραγματοποίησής του, δεν αποτελούν προϋπόθε ση, όμως, για την ταξινόμηση [ενός μυθιστορή ματος στο ιστορικό είδος]».22 Επειδή ορισμένοι Έλληνες κριτικοί φαίνεται να υποστηρίζουν πως κάποιες από τις θεωρητι κές αρχές του ιστορικού μυθιστορήματος, και κυρίως εκείνη της χρονικής απόστασης, αντιμε τωπίζονταν διαφορετικά κατά τον δέκατο ένατο αιώνα, θα ήταν πιστεύω, χρήσιμο να δούμε, πώς όριζε η ελληνική κριτική αυτού του αιώνα το εί δος. Γράφει το 1848 ο Α. Διαμαντόπουλος στο άρθρο του "Περί του ορισμού της μυθιστορίας” : «υπάρχουσι και τινά Ρωμανά, Ιστορικά καλού μενα, (ως του Ηλιοδώρου, του Γουολτερσκότου κ.τ.λ.), κατά τα οποία ο ποιητής δεσμεύεται από την Ιστορίαν, τον χρόνον και τον τόπον και οφεί λει να μην παρεκτρέπεται, αλλά πιστώς να περιγράφη την γεωγραφικήν θέσιν του τόπου, όπου η σκηνή αυτού εκτείνεται, και να μην αποδίδη εις τα του δράματος πρόσωπα ήθη ξένα της περιγραφομένης εποχής».23 Έναν δεύτερο, εξίσου ενδια φέροντα ορισμό για το ιστορικό μυθιστόρημα, μας δίνει ο ανώνυμος μεταφραστής του Guy Mannering του Scott στον πρόλογο (1856). Επιση μαίνει ότι ιστορικό λέγεται το μυθιστόρημα «ουχί το περιέχον ιστορικήν αλήθειαν, αλλά το περιγράφον τόπους, ήθη, έθιμα και παραδόσεις εθνι κά μετά τοσαύτης γραφικής αλήθειας, ώστε ο εκλιπών εκείνος κόσμος αναζή υπό την δημιουργι κήν γραφίδα του μεγαλοφυούς ποιητού».24 Αν κοιτάξουμε προσεκτικά τους τέσσερις αυ τούς ορισμούς, παρά τα εκατόν πενήντα χρόνια που χωρίζουν τους δυο πρώτους από τους επόμε νους, θα δούμε πως στην ουσία θίγουν τα ίδια βα σικά σημεία: τον χρόνο («τουλάχιστον μία με δύ ι γενιές πριν από αυτήν του συγγραφέως», «ο πι ιητής [...] δεσμεύεται από [...] τον χρόνον», «ο ε λιπών εκείνος κόσμος»)· τον τόπο («διαδραI ατιζόμενο σε ένα ρεαλιστικό γεωγραφικό περι βάλλον», «πιστώς να περιγράφη την γεωγραφι κήν θέσιν του τόπου») τα ήθη και έθιμα («κατα βάλλεται κάποια προσπάθεια ώστε να αναπαρα σταθούν πιστά οι συνήθειες και η νοοτροπία της περιόδου», «καλλιτεχνικά αληθινή ανασύνθεση [...] ιστορικής περιόδου και του τρόπου ζωής της», «να μην αποδίδη [...] ήθη ξένα της περιγραφομένης εποχής», «το περιγράφον [...] ήθη έθιμα και παραδόσεις εθνικός»)· η ιστορική αλήθεια («είναι - ή δίνει την εντύπωση ότι είναι - αληθι νό, όσον αφορά το ιστορικό πλαίσιο», «ο ποιη τής δεσμεύεται από την Ιστορίαν»). Έτσι, δεν εί ναι πιστεύω, σωστή η άποψη ότι οι Έλληνες συγ γραφείς ιστορικών μυθιστορημάτων του δέκατου
ένατου αιώνα, οι οποίοι βέβαια γνώριζαν τις προϋποθέσεις του είδους έγραφαν ιστορικά μυθι στορήματα παραβλέποντας μία ή και περισσότε ρες από τις συμβάσεις αυτές. Αντίθετα είναι πολύ πιο πιθανό από τη στιγμή που λανθασμένα επι κράτησε η άποψη ότι το πρώτο είδος μυθιστορή ματος που αναπτύχθηκε ήταν το ιστορικό, η κρι τική του εικοστού αιώνα στην προσπάθειά της να εντάξει όλη τη γνωστή μυθιστορηματική παρα γωγή της πεντηκονταετίας σ’ αυτό, να υποστηρί-
Ο
I ΒAΝΩΗ Σ ΤΟΥ
ΟΤΛΛ1ΈΓ -ΣΚΜΤΤΟΓ ΕΕΕΛΛΙΙΝΙΙΘΕΙΣ ΕΚ ΤΟΥ Λ1ΤΛ1ΚΟΥ
ΥΙΙΟ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΛΑΜΠΙΚΕ ΤΟΜΟΣ Α.
3 Φ λ.
; .ι „ . ...
I
ΣΜΤΡΝ1Ι. ΕΚ ΤΟΥ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΥ ΤΙ1Σ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ
1847 ξει ότι οι συγγραφείς του περασμένου αιώνα δεν σέβονταν τις συμβάσεις του ιστορικού μυθιστο ρήματος. Σύμφωνα με τα παραπάνω μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι το πρώτο ελληνικό ιστορικό μυθιστόρημα δεν είναι άλλο από τον Ανθέντη του Μορέως του Ραγκαβή (1850). Άλλωστε και το γεγονός ότι οι πρώτες μεταφράσεις ιστορικών μυθιστορημάτων δεν εμφανίζονται παρά ελάχι στα χρόνια πριν, το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας
32/αφιερωμα τι 1840, ενισχύει τη βεβαιότητα αυτή. Έτσι, το 1846 μεταφράζεται στα ελληνικά η Ιστορία δύο λονύμφων του Manzoni (δεύτερη έκδοση το ο) και ο πρώτος τόμος από τα Ιατρού απομνη μονεύματα του Δουμά.25 Το 1847 έχουμε τη μετά«ρραση του έργου που αποτέλεσε σταθμό στην ιστορία του ιστορικού μυθιστορήματος, τον πο λυθρύλητο Ιβανόη του Walter Scott, καθώς και του δευτέρου τόμου των Ιατρού απομνημονευμά των, ενώ τον ερχόμενο χρόνο δημοσιεύεται ο τρί τος τόμος. Το 1849 μεταφράζονται Οι τρεις σω ματοφύλακες του Δουμά και, τέλος, το 1850 Ο Ριέντζης ο τελευταίος των Ρωμαίων Δημάρχων (δεύτερη έκδοση το 1876) του Bulwer Lytton. Οι μεταφράσεις ιστορικών μυθιστορημάτων θα συ νεχιστούν στις δεκαετίες του 1850, 1860 και 1870 με σταθερότητα, χωρίς ποτέ να αποτελέσουν το μεγαλύτερο ποσοστό της μεταφραζομένης μυθι στορηματικής παραγωγής.26 Ενδεικτικά αναφέ ρω πως από τον πολυγραφότατο Walter Scott, δημιουργό του είδους, μεταφράζονται μόνο τρία ακόμη έργα: Η μνηστή του Λαμερμούρ (1865), Ο Γούϋς Μάννεριγκ (1865) και Κρόμβελλ (1868 δεύ τερη έκδοση 1871) από τον διάδοχό του Bulwer Lytton ισάριθμα έργα τα: Οι αδελφοί (1851), Αι τελευταίοι ημέραι της Πομπηίας (1852· δεύτερη έκδοση 1874) και Εις αυλικός (1875)· από τον πα τέρα του αμερικανικού ιστορικού μυθιστορήμα τος Fenimore Cooper ένα έργο, Ο τελευταίος των Μοίκανών (1865) και από τον Charles Kingsley άλλο ένα, Υπατία ή Νέοι εχθροί υπό αρχαίαν μορφήν (1876). Αντίθετα ο αμφιλεγόμενος ως συγγραφέας ιστορικών μυθιστορημάτων Αλέξαν δρος Δουμάς γνωρίζει τεράστια μεταφραστική ε πιτυχία με πολλαπλές εκδόσεις πλήθους έργων του, «ιστορικών» και μη,27 σε βαθμό που να προκαλέσει την ανησυχία λογίων όπως ο Αλέ ξανδρος Βυζάντιος και ο Άγγελος Βλάχος. Και οι δύο, αλλά και πολλοί άλλοι, εκφράζουν την α νησυχία τους όταν παρατηρούν ότι η γαλλική ι στορία μέσω των μυθιστορημάτων του Δουμά έ χει καταστεί οικεία στον γυναικείο πληθυσμό που τα διαβάζει, ενώ αντίθετα η ελληνική ιστορία λόγω της έλλειψης ικανού αριθμού ιστορικών μυ θιστορημάτων παραμένει άγνωστη.28 ς επιστρέφουμε όμως στη δεκατία του 1850, Α δεκαετία κατά την οποία, όπως έχου με υποστηρίξει, εμφανίζεται το πρώτο ελληνικό ι στορικό μυθιστόρημα· ας εξετάσουμε σύμφωνα πάντα με τους ορισμούς που παραθέσαμε, ποια άλλα πρωτότυπα μυθιστορήματα από τα είκοσι τέσσερα μέχρι σήμερα γνωστά της δεκαετίας αυ τής (εκτός του Αυθέντου του Μορέως) μπορούν να ενταχθούν στο ιστορικό είδος. Το μόνο άλλο μυθιστόρημα που μπορούμε να ονομάσουμε ιστο ρικό είναι Η Τασσώ του Αχιλλέως Λεβέντη που δημοσιεύεται στην Πανδώρα το 1858-59 και ταυ
τόχρονα σε αυτοτελή έκδοση (1858). Η δεκαετία του 1860 παρουσιάζει σαφώς μεγαλύτερο ενδια φέρον από πλευράς πρωτότυπων ιστορικών μυθι στορημάτων και διηγημάτων. Το 1861 έχουμε τρία έργα, το λίγο γνωστό Η Σπάθα της εκδικήσεως του Νικολάου Βουτυρά, το πολύ γνωστότε ρο Η Ηρωίς της Ελληνικής Επαναστάσεως του Στεφάνου Ξένου (δεύτερη έκδοση το 1874)29 και τη Δέσπω της Ηπείρου του Κωνσταντίνου Ράμφου.30 Το επόμενο έτος δημοσιεύονται άλλα τρία ιστορικά αφηγήματα, τα Ιστορικά ελληνικά διη γήματα του Δημητρίου Παπαρρηγόπουλου και Ο Κατσαντώνης και Αι τελευταίοι ημέραι του Αλή Πασά του Κωνσταντίνου Ράμφου.31 Τέσσερα χρόνια αργότερα έχουμε ένα μυθιστόρημα που, μολονότι διαθέτει όλα τα εξωτερικά γνωρίσματα του ιστορικού μυθιστορήματος, δεν θυμίζει σε τί ποτα την υπόλοιπη ιστορική μυθιστορηματική παραγωγή της πεντηκονταετίας. Πρόκειται για την περιβόητη Πάπισσα Ιωάννα του Εμμανουήλ Ροΐδη, που παρ’ όλη τη σατιρική της διάθεση δεν παύει να είναι ιστορικό μυθιστόρημα, αν και ι διόρρυθμο. Τέλος στην τριετία 1867-69 εκδίδονται οι τρεις τόμοι του τελευταίου ιστορικού μυθι στορήματος της δεκαετίας, του Χ αλέτ εφέντη του Κωσταντίνου Ράμφου. Εξετάζοντας συγκριτικά την παραγωγή των ι στορικών αφηγημάτων των δεκαετιών του 1850 και 1860 δεν μπορεί παρά να αναζητήσει κανείς τους λόγους της θεαματικής αύξησής της. Ενδει κτικά αναφέρω, σύμφωνα πάντα με τα έως τώρα στοιχεία, ότι ενώ τη δεκαετία του 1850 έχουμε μόνο δύο ιστορικά μυθιστορήματα σε σύνολο εικοσιτεσσάρων μυθιστορημάτων, δηλ. το ένα δω δέκατο της παραγωγής, στη δεκαετία του 1860 έ χουμε οκτώ ιστορικά αφηγήματα (μυθιστορήμα τα και διηγήματα) σε σύνολο σαράντα ενός αφη γημάτων, δηλ. το ένα πέμπτο της παραγωγής. Πιστεύω πως πίσω από αυτή την άνοδο κρύβεται σε μεγάλο βαθμό η γνωστή επίθεση του 1856 της εφημερίδας Αθηνά εναντίον της Πανδώρας για τη δημοσίευση μεταφράσεων «ανήθικων» μυθι στορημάτων.32 Η επίθεση αυτή είχε ως αποτέλε σμα τη γενικότερη κατακραυγή κατά του μυθι στορηματικού είδους· οι υπερασπιστές του, ακο λουθώντας την πρακτική των Ευρωπαίων, επι στράτευσαν το ιστορικό μυθιστόρημα, που συν δυάζει εμφανώς το ηδύ με το ωφέλιμο, για να πείσουν τους αντιπάλους τους πως δεν πρέπει να α πορρίπτεται το είδος στο σύνολό τού, αλλά να διαχωρίζεται σε κακό που βλάπτει και καλό που ωφελεί. Έτσι από το 1856 και μετά, οι υπερασπι στές του μυθιστορήματος γεμίζουν τον περιοδικό τύπο κάνοντας εκκλήσεις στους συγγραφείς να γράψουν ελληνικό μυθιστόρημα, είδος όπως εί δαμε, ουσιαστικά ανύπαρκτο μέχρι τότε. Θα πρέπει να συμπεράνουμε ότι και Η Τασσώ και τα μυθιστορήματα της δεκαετίας του 1860 αποτε
αφιερωμα/33 λούν ανταπόκριση ορισμένων συγγραφέων σ’ αυ τές τις εκκλήσεις. Μέσα στο διάστημα αυτό θα πρέπει να αυξήθηκε και ο αριθμός των ιστορικών μελετών, χωρίς τις οποίες είναι αδύνατον να γρα φτεί ένα ιστορικό μυθιστόρημα. Και φτάνουμε στη δεκαετία του 1870, τελευ ταία δεκαετία της μελέτης μας. Το 1871 δημο σιεύονται οι Κρητικοί γάροι, ανέκδοτον επεισόδιον της κρητικής ιστορίας επί Βενετών (1570), του Σπυρίδωνος Ζαμπελίου.33 Τον ίδιο χρόνο έ χουμε άλλο ένα μυθιστόρημα που έχει χαρακτηρισθεί ιστορικό, και μάλιστα ως ένα από τα ελά χιστα ιστορικά μυθιστορήματα τα εμπνευσμένα από την αρχαιότητα.34 Πρόκειται για την Ελένη της Μιλήτου του Τιμολέοντος Αμπελά. Όμω ς παρά τον χαρακτηρισμό και τον υπότιτλο του έρ γου, Επεισόδιον της Ελληνικής Ιστορίας, έχω την αίσθηση ότι πρόκειται γι’ αυτό που είδαμε ότι αποκαλείται μυθιστόρημα «αμφιέσεων», αφού στην ουσία παρακολουθούμε μια ερωτική ιστο ρία χωρίς να καταβάλλεται καμία προσπάθεια να μεταφερθούμε στο χρόνο, που ούτως ή άλλως δεν δηλώνεται σαφώς, στον τόπο ή στις συνή θειες της εποχής κατά την οποία διαδραματίζε ται η ιστορία. Αντίστοιχα σχόλια μπορούμε να κάνουμε και για το δεύτερο εμπνευσμένο από την αρχαιότητα μυθιστόρημα, το Δημήτριος Πολιορ κητής του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη (1876). Τα δύο πρώτα μέρη του βιβλίου δεν έχουν σχέση με το ι στορικό μυθιστόρημα, αφού το έργο ξεκινά ως ε πιστολικό και στη συνέχεια γίνεται θεατρικό- μό νο το τρίτο μέρος θα μπορούσε να εκληφθεί ως ι στορικό μυθιστόρημα αν και πλησιάζει περισσό τερο το μυθιστόρημα «αμφιέσεων». Αντίθετα ο Χασάν Αγάς έργο ανωνύμου, του 1876 και αυτό, δεν αφήνει αμφιβολίες ότι είναι ιστορικό μυθιστό ρημα. Το ίδιο ισχύει για την Βασιλική, σουλτάνα Αθηναία του Ε. Μακρή (1878) και, τέλος, για τον πασίγνωστο Αουκή Αόρα του Δημητρίου Βικέλα (1879), με το οποίο κλείνει η περίοδος που με λετάμε. Αν εξετάσουμε, λοιπόν, την παραγωγή των ι στορικών μυθιστορημάτων της δεκαετίας του 1870, βλέπουμε ότι αποτελείται μόνο από τέσσε ρα έργα, που ανεπιφύλακτα μπορούν να εντα χθούν στο ιστορικό είδος, επί συνόλου σαράντα ενός μυθιστορημάτων που είναι η μέχρι σήμερα γνωστή μυθιστορηματική παραγωγή της δεκαεΣημειώσεις 1. Georg Lukacs, The Historical Novel, trans. Hannah and Stanley Mitchell, Merlin Press 1962. 2. Harry Shaw, The Forms o f Historical Fiction, Cornell University Press, 1983, o. 23. 3. «Α question of History», Frazer’s Magazine, in Scott the Critical Heritage, Routledge and Kegan Paul, 1970, 382-4. 4. Martyn Lyons, Le Triomphe du livre, Promodis 1987, 139-40. 5. Βλ. Σοφία Ντενίση, «Για τις αρχές της πεζογραφίας μας», Πολίτης, τευχ. 109, (Νοέμβριος 1990), σ. 60-63. 6. Νάσος Βαγενάς, «Οι αρχές της πεζογραφίας μας», Καθη-
τίας. Συγκριτικά με την προηγούμενη δεκαετία, παρατηρείται αισθητή μείωση. Συνοψίζοντας τα όσα είπαμε παραπάνω, θα λέγαμε τα εξής: α) Το ελληνικό ιστορικό μυθιστόρημα πρωτοεμφανίζεται τη δεκαετία του 1850 με τον Αυθέντη του Μορέως, ενώ την εμφάνισή του έχουν προε τοιμάσει οι μεταφράσεις ιστορικών μυθιστορη μάτων που άρχισαν μόλις λίγα χρόνια πριν. β) Γνωρίζει τη μεγαλύτερή του ακμή τη δεκαε τία του 1860, προφανώς επειδή οι συγγραφείς ανταποκρίθηκαν στις μετά το 1856 εκκλήσεις των λογίων για συγγραφή ελληνικού ιστορικού μυθι στορήματος. γ) Δεν αποτελεί σε καμία δεκαετία το κυρίαρ χο μυθιστορηματικό είδος και πολύ περισσότερο το κυρίαρχο μυθιστορηματικό είδος της πεντη κονταετίας, όπως έχει τόσο συχνά υποστηριχθεί. Αποτελεί μικρό μέρος της συνολικής μυθιστορη ματικής παραγωγής, όμως, ίσως, το πλέον α ξιόλογο. μερινή 28 Αυγούστου και 4 Σεπτεμβρίου 1988· του ίδιου, «Ένας σημαντικός πεζογράφος», Το Βήμα, 3 Δεκεμβρίου 1989. 7. Νάσος Βαγενάς, «Οι αρχές της πεζογραφίας μας» ό.π. Σύμφωνα με τον Βαγενά ένας αριθμός μυθιστορημάτων που είχε επικρατήσει να θεωρούνται ιστορικά πρέπει να αποχαρακτηρισθεί αφού γι’ αυτά δεν τηρείται το κριτήριο της χρονικής απόστασης. 8. Βλ. Σοφία Ντενίση, ό.π. 9. Η εκτενέστατη εισαγωγή του Ά λκη Αγγέλου στον Πολυπαθή δεν αφήνει καμία αμφιβολία γι’ αυτό. Για περισσότε ρες πληροφορίες βλ. «Εισαγωγή», Ο Πολύπαθης Ερμής
34/αφιερωμα 1989, 1-176. 10. «Το νεοελληνικό μυθιστόρημα», Ιδέα 1, 1933, 250. Για το πώς οδηγήθηκε ο Τερζάκης στη διατύπωση μιας τόσο ε σφαλμένης άποψης βλ. Σοφία Ντενίση ό.π. 11. Την άποψη αυτή έχει διατυπώσει άλλωστε ο Νάσος Βαγενάς στα κείμενά του της σημ. 6 καθώς και στο άρθρο του «Οι μύθοι της λογοτεχνικής κριτικής μας» (Το Βήμα, 9 Ο κτωβρίου 1988). 12. Φάνης Μιχαλόπουλος, «Το ιστορικό μυθιστόρημα στην Ελλάδα: Στέφανος Ξένος, Η Ηρωίς της Επαναστάσεως», εφ. 'Εθνος, 30 Ιουνίου 1948. 13. Ό σο για τη φράση του Sheridan Wilson «I have in the press a work which I am preparing, partly from history, partly from fancy» στην οποία βασίζεται ο Δ. Πολέμης στην εισα γωγή της πρόσφατης (1990) δεύτερης έκδοσης του έργου α πό το ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, για να υποστηρί ξει ότι ο συγγραφέας γράφει ιστορικό μυθιστόρημα, η λέξη history, η οποία χρησιμοποιείται αντιθετικά προς τη λέξη fancy, πρέπει να έχει την έννοια της πραγματικότητας και όχι της ιστορίας. (Βλ. Webster’s Dictionary, στο λήμμα hi story, την έννοια: an account of what has happened). Αυτό λοιπόν το οποίο πιστεύω πως εξηγεί ο Sheridan Wilson είναι ότι το υπό εκτύπωσιν έργο είναι ένα κράμα γεγονότων, που έχουν πραγματικά λάβει χώρα, και συμβάντων της φαντα14. Ο Φαίδων Μπουμπουλίδης στην Επετηρίδα Ιδρύματος Νε οελληνικών Σπουδών(3, 1983-84, 286), υποστηρίζει πως το ιστορικό μυθιστόρημα εισάγεται στην Ελλάδα με το έργο αυτό· ακόμη το αναφέρει ως ιστορικό ο Μιχάλης Περάνθης,στο κεφ. «Ιστορικό Μυθιστόρημα» στην ανθολογία της Ελληνικής Πεζογραφίας (1-5, 1966-68, 103). Ο Απόστο λος Σαχίνης το περιλαμβάνει στο κεφ. «Το ιστορικό μυθι στόρημα» του βιβλίου του Το Νεοελληνικό Μυθιστόρημα, 1980, αν και δεν το θεωρεί καθαυτό ιστορικό. 15. Βλ. Σαχίνης ό.π., 50. «Ο Εξόριστος είναι ιστορικό μυθιστό ρημα μόνο από την άποψη πως παρακολουθεί, σχολιάζει και κρίνει πραγματικά πρόσωπα ή γεγονότα μιας περα σμένης εποχής και δημιουργεί την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα του τόπου και του χρόνου». Βλ. και Περάνθη ό.π. 16. Ο Χρήστος Εσπέρας στη μελέτη του Το Μυθιστόρημα, 1940, αναφερόμενος στην Ορφανή της Χίου, γράφει «Το πρώτο νεοελληνικό μυθιστόρημα ήταν ιστορικό»· ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος αν και θεωρεί ότι το μυθιστόρημα βρί σκεται στα όρια του ρομαντικού και του ιστορικού, το πε ριλαμβάνει στον τόμο Το Ιστορικό Μυθιστόρημα της Βασι κής βιβλιοθήκης. Ακόμη ο Σαχίνης το συμπεριλαμβάνει στο κεφ. «Το Ιστορικό Μυθιστόρημα» ό.π.· ο Περάνθης αναφέρεται σε αυτό ως ιστορικό, το ίδιο και ο Κάρολος Μητσάκης στη μελέτη του Ο Ά γγελος Βλάχος και το ιστορι κό μυθιστόρημα, 1988, σ. 17 και στο άρθρο του «Η Ελληνι κή Ιστορική αφηγηματική πεζογραφία του ΙΘ' και Κ' αιώ να», (Παρνασσός τόμ. Λ' 1988, 294), αφού πρώτα υποστη ρίξει, ότι από τα ιστορικά μυθιστορήματα που γράφονται κατά την πρώτη μετεπαναστατική πεντηκονταετία λείπει ένα από τα βασικά γνωρίσματα του ιστορικού μυθιστορή ματος, η χρονική απόσταση. 17. Περάνθης ό.π. Ακόμη συμπεριλαμβάνεται κι αυτό στο κεφ. «Το ιστορικό μυθιστόρημα» του Σαχίνη, μολονότι ο Σαχίνης εξηγεί ότι δεν είναι ιστορικό. 18. Ο Άγγελος Φουριώτης στο άρθρο του «Το νεοελληνικό ι στορικό μυθιστόρημα» Ελληνική Δημιουργία 138, 1953, 542 κάνει δύο λάθη σε σχέση προς το έργο αυτό: α) το αποκαλεί ιστορικό επαναλαμβάνοντας το λάθος που έχει πρωτοκάνει ο Α.Ρ. Ραγκαβής τον περασμένο αιώνα και β) ι σχυρίζεται ότι το έργο αποτελεί την εξελικτική συνέχεια του Αυθέντη του Μορέως, έργου το οποίο έχει γραφτεί έπει τα από αυτό. 19. Περάνθης ό.π. Περιλαμβάνεται στο γνωστό κεφ. του Σαχί νη, όπου υποστηρίζεται ότι «είναι από μιαν άποψη ιστορι κό αφήγημα, αφού δημοσιεύτηκε το 1847 και αναφέρεται στα χρόνια 1821-3», γεγονός που μας μπερδεύει ακόμη πε ρισσότερο. Φαίνεται πως ο Σαχίνης δεν έχει αποφασίσει αν ε'ν ιι σημαντική η χρονική απόσταση για να θεωρηθεί ένα
μυθιστόρημα ιστορικό και αν τελικά είναι σημαντική δεν έχει αποφασίσει πόσα χρόνια πρέπει να παρεμβάλλονται. 20. Χρησιμοποιώ τον όρο μυθιστόρημα συναισθήματος (novel of sentiment) συνειδητά για να αποφύγω τον όρο ρομαντικό μυθιστόρημα (romantic novel) συμφωνώντας με την Marilyn Butler (Romantics Rebels and Reactionaries, 1981, σ. 1), στο ότι «Σύμφωνα με την σύγχρονη κοινή χρήση, ο όρος "ρομαντικό μυθιστόρημα” αναφέρεται σε ένα παρα λογοτεχνικό είδος, σε μια ερωτική ιστορία που πιθανότατα διαδραματίζεται σε ένα φανταστικό περίγυρο, στον οποίο ο αναγνώστης καλείται να ικανοποιήσει τις [...] φαντασιώ σεις του. Η σύγχρονη λόγια έννοια οφείλει να είναι αυστη ρότερη και λιγότερο συγκινησιακή από ό,τι το χυδαίο "ρο μαντικό” , αλλά ακόμη και οι λόγιοι δεν είναι τόσο ακρι βείς στην χρήση του όρου όσο θέλουν να πιστεύουν». 21. Για το μέχρι τώρα γνωστό σύνολο των μυθιστορημάτων των δύο πρώτων δεκαετιών βλ. Σοφία Ντενίση ό.π. σ. 60-61. Χρησιμοποιώ τη φράση «φαίνεται να μην περιέχει», γιατί κάποια από τα μυθιστορήματα της δεκαετίας του 1840 τα γνωρίζουμε μόνο ως τίτλους, οι οποίοι δεν φαίνο νται να δηλώνουν ιστορικά μυθιστορήματα. 22. Tomas Hagg, «Callirhoe and Parthenope: The Beginnings of the Historical Novel», Classical Antiquity 6 (1987) 187. 23. Αποθήκη των ωφελίμων και τερπνών γνώσεων 2 (1848), 245. 24. Βάλτερ Σκοττ, ΓούϋςΜάννεριγκ, Αθήναις, τύποις Π.Α. Σακελλαρίου, 1865, σ.βλ 25. Συμπεριλαμβάνω κάποια από τα μυθιστορήματα του Δουμά, όπως το παραπάνω, στο ιστορικό είδος, αν και οι Γάλ λοι μελετητές του ιστορικού μυθιστορήματος, σημερινοί και παλαιότεροι, δεν αναφέρονται στο έργο του παρά μόνο για να σχολιάσουν το πόσο παραποιεί την ιστορική αλή θεια. Ό μως αφενός γνωρίζουμε πως η ελληνική κριτική του περασμένου αιώνα δεν αμφισβητούσε τα μυθιστορήμα τα αυτά ως ιστορικά (προφανώς γιατί τα θεωρούσε ιστορικώς ακριβή) και αφετέρου σύμφωνα με τις σύγχρονες από ψεις περί ιστορικού μυθιστορήματος η απόκλιση από την ιστορική αλήθεια δεν αποκλείει την κατάταξη στο είδος. Απλώς διακρίνουμε σε «καλά» και «κακά» ιστορικά μυθι στορήματα. 26. Αντλώ τα στοιχεία αυτά από την ανέκδοτη ακόμη εργασία μου, «Κατάλογος αυτοτελώς εκδεδομένων μεταφράσεων ξένων μυθιστορημάτων και διηγημάτων της περιόδου 1830-1880». 27. Για το σύνολο των μεταφρασμένων έργων του Δουμά στα ελληνικά βλ. Μαρία Σ. Ρώτα, «Εκδόσεις του Α. Δουμά στα ελληνικά», Διαβάζω, τεύχ. 147 (Ιούλιος 1986) σ. 47-53. 28. Βλ. Αλέξανδρος Βυζάντιος, «Βιβλιογραφία», Χρυσαλλίς 1 (1863) 56-57 και Άγγελος Βλάχος, «Βιβλιογραφία», Παν δώρα 18 (1867-68) 341. 29. Ο Κάρολος Μητσάκης στον πρόσφατο «Χρονολογικό πί νακα της ελληνικής ιστορικής αφηγηματικής πεζογρα φίας», (Του κύκλου τα γυρίσματα, 1990, σ. 131), λανθα σμένα χρονολογεί την Ηρωίδα της Ελληνικής Επαναστά σεως ως έργο του 1855. 30. Για την Ηρωίδα βλ. την «Εισαγωγή» της Βικτωρίας Χατζηγεωργίου-Χασιώτη της έκδοσης Ουράνη, 1988, σ. 7-27· επίσης Σοφία Ντενίση «Έ νας πατέρας του ιστορικού μας μυθιστορήματος», Δέντρο 47 (1989), σ. 121-124. 31. Το έργο του Παπαρρηγόπουλου συμπεριλαμβάνω στο ιστο ρικό είδος με επιφυλάξεις βασιζόμενη αποκλειστικά στον τίτλο, αφού δεν κατόρθωσα να το βρω ούτε στα Γενικά Αρ χεία του Κράτους ούτε στη βιβλιοθήκη Λευκαδίτη, όπου υ πάρχουν αντίτυπα σύμφωνα με τη βιβλιογραφία Γκίνη-Μέξα. 32. Βλ. αναλυτικά Απόστολος Σαχίνης, «Ο Νικόλαος Δραγούμης ως λογοτεχνικός κριτικός», Ελληνικά 18 (1964) 104 κ.εξ. 33. Το έργο του ιδίου Ιστορικά σκηνογραφήματα (1860) πι στεύω πως λανθασμένα χαρακτηρίζεται ως μυθιστόρημα, αφού δεν είναι παρά εκλαϊκευμένη ιστορία. 34. Βλ. Άγγελος Φουριώτης, «Το νεοελληνικό ιστορικό μυθι στόρημα», Ελληνική Δημιουργία ό.π., σ. 543.
αφιερωμα/35
Βαγγέλης Α θανασόπουλος
Μυθοπλασία και Ιστορία [Η προσπάθεια συγκερασμού του υποκειμενικού με το αντικειμενικό στο έργο του . Πετσάλη-Διομήδη]
Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του έργου του Θανάση ΠετσάληΔιομήδη είναι η παλινδρόμησή του ανάμεσα σε έναν υποκειμενικό και σε έναν αντικειμενικό προσανατολισμό της μυθοπλασίας. Αποτέλεσμα της παλινδρό μησης αυτής υπήρξε η παρουσία τριών συγγραφικών περιόδων που διακρίνονται με τρόπο σαφή μέσα στο έργο του: της πρώτης υποκειμενικής ή αστι κής, της αντικειμενικής ή ιστορικής, και της δεύτερης υποκειμενικής ή φαντα στικής συγγραφικής περιόδου.1 πρώτη υποκειμενική συγγραφική περίοδος εγκαινιάστηκε με τη συλλογή διηγημάτων Μερικές εικόνες σε μια κορνίζα το 1925, και θεω ρείται πως κλείνει το 1943 με τη συλλογή διηγη μάτων Η Κυρία των Τιμών. Ακολουθεί η περίο δος των ιστορικών αφηγημάτων, κατά την οποία η απόφαση του συγγραφέα να στραφεί προς το συλλογικό κορυφώνεται. Η περίοδος αυτή διαρκεί εικοσιπέντε περίπου χρόνια, για να τη διαδε χθεί μια νέα υποκειμενική συγγραφική περίοδος. Ανάμεσα σ’ αυτές τις τρεις περιόδους δεν είναι δυνατό να χαραχθεί μια σαφής χρονολογική οριοθετική γραμμή, δεδομένου ότι το υποκειμενι κό και το αντικειμενικό - πίσω από οποιαδήπο τε εκδήλωση, μορφή ή ονομασία τους - δεν δια
Η
δέχονται το ένα το άλλο με έναν απόλυτα ευδιά κριτο τρόπο, αλλά διαρρέοντας το ένα το άλλο. Απώτερος, ωστόσο, σκοπός του Θ. Πετσάλη υ πήρξε ο συγκερασμός του υποκειμενικού με το αντικειμενικό μέσα στο έργο του. Υπάρχουν μαρτυρίες μέσα σ’ αυτό πως ο σκοπός αυτός υ πήρξε συνειδητός - στην τελευταία, τουλάχι στον, συγγραφική του περίοδο.2 Πέρα, όμως, από τον συνειδητό ή όχι χαρα κτήρα του, αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία εί ναι το γεγονός πως ο σκοπός αυτός υπήρξε ένα γενικότερο μοιραίο αποτέλεσμα της συνεχούς παλινδρόμησης του συγγραφέα ανάμεσα σε αυ τούς τους δύο όρους της μυθοπλασίας του: μέσα στις Διαφάνειες πολλές φορές - αλλά και με έ
36/αφιερωμα ντονο τρόπο - κάνει την εμφάνισή του ο σχετι κός προβληματισμός του συγγραφέα, καθώς και η κάθε φορά επιμέρους προσπάθειά του να στηρι χτεί πότε στον ένα και πότε στον άλλο όρο. Ακραία εκδοχή του πρώτου όρου - του υπο κειμενικού - μέσα στο έργο του υπήρξε, με ευρύ τερη ή στενότερη σημασία, το αυτοβιογραφικό στοιχείο. Ακραία μορφή του δεύτερου όρου του αντικειμενικού - υπήρξε στην ευρύτερη ή στη στενότερη πάλι σημασία του, το ιστορικό στοιχείο. Και στις δύο περιπτώσεις η κατηγορία του πραγματικού ή αληθινού τροφοδοτεί - αλλά, με ρικά, και προσδιορίζει μορφικά - το αφηγηματι κό εγχείρημα του Πετσάλη. Η αναφορικότητα, ε πομένως, αποτελεί τη φανερή, στο ιστορικό μυθι στόρημα, ή την άδηλη - επειδή ο αναγνώστης δεν μπορεί να διακρίνει την αυτοβιογραφική προοπτική με την ευκολία που διακρίνει την ι στορική - στο αστικό μυθιστόρημα, προϋπόθε ση της αφήγησης· αποτελεί το συνειδητό ή ασυ νείδητο προαπαιτούμενο της αφήγησης για τον Θ. Πετσάλη. Την πραγματικότητα, όμως, αυτή πάνω στην οποία ο συγγραφέας αισθάνεται την ανάγκη να στηρίξει τη μυθοπλασία του, δεν προσπαθεί να τη μιμηθεί αλλά να την ενσαρκώσει- αυτή η τάση του προσδιορίζει το χαρακτήρα και τα όρια της μυθοπλασίας του: μόνο ό,τι πραγματικά υπάρ χει, είτε αυτό είναι η Ιστορία, είτε είναι η προσω πική ζωή του - όπως την έζησε ή όπως την προεξέτεινε με τη φαντασία του - αποτελεί τον καμ βά πάνω στον οποίο εξυφαίνεται η διήγησή του. Ο Θ. Πετσάλης ανήκει σε εκείνη την κατηγο ρία των λογοτεχνών που δεν δημιουργούν έναντι και εναντίον - της υπαρκτής εμπειρίας τους, αλλά από τήν ίδια την υπαρκτή εμπειρία τους· γι’ αυτό το λόγο και η μυθοπλασία του στηρίζεται σε στοιχεία αυτής της υπαρκτής εμπειρίας, σε στοι χεία δηλαδή που είναι είτε αυτοβιογραφικό είτε ι στορικά. Αυτός ο τύπος λογοτέχνη δίνει αρχικά την ε ντύπωση πως δεν κατέχεται από την τάση να υπερβεί τη θνητότητα της εμπειρίας - αντίθετα α πό εκείνον που δημιουργεί έναντι αυτής της ε μπειρίας. Στην πραγματικότητα, όμως, δεν συμ βαίνει κάτι τέτοιο, γιατί και στην περίπτωση του πρώτου τύπου λογοτεχνών, αυτή η αίσθηση υπέρ βασης της θνητότητας λειτουργεί στο επίπεδο της προσπάθειάς τους να αποθανατίσουν το θνη τό όχι ξεπερνώντας το, αλλά μορφοποιώντας το, εμψυχώνοντάς το, αναπαράγοντάς το σε ένα άλ λο επίπεδο, εκείνο της αφήγησης, όπου το παρο δικό αποκτά μια σημασία και μια διάρκεια που πριν δεν είχε. Αυτή η αντίληψη διάρκειας του προσωρινού και αθανασίας του θνητού λειτουργεί στον Θ. Πε τσάλη όχι μόνο στις δύο «υποκειμενικές» συγ
γραφικές περιόδους του, αλλά και στην «αντικει μενική», κατά την οποία με τη συγγραφή των ι στορικών μυθιστορημάτων - χωρίς να ξεχνά ε ντελώς την προσωπική διαιώνιση που την υπηρε τεί με τους αυτοβιογραφικούς αφηγηματικούς πυρήνες των ιστορικών μυθιστορημάτων - υλο ποιεί μια νέα γι’ αυτόν αντίληψη της διαιώνισης: εκείνη της συλλογικής, εθνικής ή φυλετικής αθα νασίας που κυριότερη μορφή της αποτελεί η Ι στορία. Την ίδια ανάγκη αισθάνεται ο συγγραφέας και για τους χαρακτήρες του, που δεν προέρχονται από ένα ανώνυμο, απρόσωπο κοινωνικό σκηνι κό, δεν παρουσιάζονται σαν ξένοι, ξεκομμένοι α πό οποιαδήποτε σχέση με κάποιο τόπο, με κά ποιο πρόσωπο ή πράγμα. Αντίθετα, οι χαρακτή ρες του Πετσάλη έχουν όνομα, έχουν οικογενεια κή καταβολή, τοποθετούνται μέσα σε ένα κοινω νικό ή ιστορικό σκηνικό. Αυτή η ανάγκη τοποθέτησης-ένταξης των χα ρακτήρων αντιστοιχεί στην ανάγκη που αισθάνε ται για τον εαυτό του ο ίδιος ο συγγραφέας. Μέσα στο πλαίσιο αυτής της ανάγκης επιχειρείται η στροφή προς το παρελθόν και η αναζήτηση κά ποιων ριζών:3 της οικογένειας (στα αστικά μυθι στορήματα και στην αυτοβιογραφία του), του έ θνους (στα ιστορικά μυθιστορήματα), του ανθρώ πινου είδους (στην Επιστροφή στο μύθο). Αυτή η προσπάθεια ανάκτησης ή πρόσκτησης ενός πα ρελθόντος αποβλέπει στην εξασφάλιση ενός αι σθήματος συνέχειας με το οποίο το άτομο κατα πολεμά την αίσθηση πως βρίσκεται χαμένο μέσα στον άπειρο χρόνο και χώρο, βρίσκοντας το δικό του στίγμα μέσα στις χρονικές και χωρικές συ ντεταγμένες. Σαν πρότυπα λογοτεχνικά μιας τέτοιας προ σπάθειας για ανάκτηση του παρελθόντος ο Θ. Πετσάλης είχε τον Marcel Proust,4 με την περι γραφή της παρακμής και της διάλυσης του τρό που ζωής των Guermantes, τον Thomas Mann,5 που μέσα από την ιστορία της ίδιας του της οικο γένειας στους Buddenbrooks παρουσιάζει την ί δια διαδικασία αποσύνθεσης στη γερμανική α στική τάξη, και τον John Galsworthy που επιχει ρεί κάτι παρόμοιο με το Forsyte Saga.6 Με τη στροφή προς το ιστορικό παρελθόν και το ιστορικό μυθιστόρημα αντίστοιχα, ο Θ. Πε τσάλης έρχεται να ικανοποιήσει και μια λανθάνουσα ροπή του προς την ιστορική επιστήμη που το ενδιαφέρον του γι’ αυτήν ανανεώνεται χάρη στον θείο του Αλέξανδρο Διομήδη που πέρα από τις άλλες δραστηριότητές του υπήρξε και ικανός ιστορικός. Η ικανοποίηση αυτής της ροπής γίνε ται δυνατή επειδή το ιστορικό μυθιστόρημα απο τελεί ένα είδος της εκλαϊκευτικής ιστορικής πα ραγωγής, μια και συνίσταται σε μια διηγηματική και παραστατική παρουσίαση της Ιστορίας, που αναπτύσσεται γύρω από πρόσωπα των οποίων ό
αφιερωμα/37 μως η δράση συχνά αυτονομείται και λειτουργεί σ’ ένα επίπεδο που ο ιστορικός προσδιορισμός του δεν είναι απαραίτητος.7 Η ροπή του Θ. Πετσάλη για την επιστήμη της Ιστορίας υπήρξε αρκετά έντονη8 και παρουσιά ζει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το μελετητή της συγκρότησης του έργου του από τη στιγμή που εί ναι δυνατό - σαν μια υπόθεση εργασίας - να επιχειρηθεί μια ανάγνωση των ιστορικών μυθιστο ρημάτων του ως έργων ενός επίδοξου ιστορικού. Ο τρόπος, άλλωστε, σύνθεσης των ιστορικών μυ θιστορημάτων του βρισκόταν πολύ κοντά σε ε κείνον ενός ιστοριογράφου. Το βασικό στοιχείο συγγένειας ανάμεσα στο μυθιστοριογράφο και στον ιστοριογράφο υπήρξε το αίτημα της μη απομάκρυνσης «κατά το δυνα τό, απ’ την ιστορικήν αλήθεια, όχι μόνο στα γενι κά αλλά και τα καθέκαστα».9 Συνέπεια ένός τέ τοιου αιτήματος για το μυθιστοριογράφο είναι το πρόβλημα της αναλογίας της Ιστορίας και της μυθοπλασίας μέσα στην αφήγηση. «Ή ταν προβλήματα ισορροπίας στις σχέσεις μεταξύ Ιστορίας και Λογοτεχνίας. Συνεχώς είχα μπροστά μου το πρόβλημα να μη παρασυρθώ α πό τη μια εις βάρος της άλλης. Ούτε να ψευτίσω τα διδάγματα της Ιστορίας, την αλήθεια της όση απόμεινε από τις πραγματικές πηγές, από συγγραφείς αυτόπτες μάρτυρες μιας εποχής, και όσα η επιστήμη της Ιστορίας ξεκαθάρισε και καταχώρησε στις «δέλτους» της. Ούτε, από την άλλη, να προδώσω τη Λογοτεχνία, δηλαδή την καθαυτό Τέχνη μου, παραδίδοντας την έ μπνευσή μου και τη φαντασία μου και τη διαί σθησή μου - τη μυστηριώδη ικανότητα φαντα στικής σύλληψης και ανάπλασης γεγονότων και ανθρωπίνων τύπων που έχει ένας πραγματι κός συγγραφέας - στην αυστηρή και μοιραίως ξερή, στεγνή ιστορική αφήγηση, κυρίως με την απουσία περιγραφών και ζωηρών απεικονίσεων,, λ.χ . χρωματιστών λυρικών εξάρσεων, και βε βαίως με αναγραφή μη ιστορικών διαλόγων. Διαλόγων, που εντούτοις αυτοί ζωντανεύουν προπάντων τον καθαρά λογοτεχνικό λόγο. Με άλλα λόγια, μιας και έγραφα ιστορικό μυθιστό ρημα, να μην πέσω στο λάθος να γράψω άθελα, εγώ ο μη ιστορικός, ιστορικό μελέτημα ή δοκί μιο ιστορίας, μήτε από την άλλη πλευρά να γρά ψω ένα παραμύθι που θα απέχει από τα ιστορικά γεγονότα [...] όσο απέχει η αλήθεια από το ψέμα ή πιο σωστά το ψέμα από την αλήθεια.»10
Ο Θ. Πετσάλης δίνει την εντύπωση πως βρήκε ένα τρόπο να λύσει αυτό το πρόβλημα διακρίνοντας τα όρια της δικαιοδοσίας της Ιστορίας από το ένα μέρος, και της μυθοπλασίας από το άλλο: μέσα στα όρια δικαιοδοσίας της πρώτης βρί σκονται τα ιστορικά γεγονότα, ενώ μέσα στα ό ρια της δεύτερης βρίσκεται η ιδιωτική καθημερι νή ζωή των ανθρώπων. «[....] αφού ο χρόνος παρασύρει χωρίς γυρισμό
Η ΟΡΦΑΝΗ
ΤΗΣ ΧΙΟΥ Ή
ο ΘΡΙ4ΜΒ0Ζ ΤΗ* ΑΡΕΤΗΣ ΥΠΟ
ΙΑΚ2ΒΟΥ Γ- Π ΙΤ^Π ΙΟ Υ ΤΕΡΠΝΟΝ ΛΝΛΓΝΟΧΜΑ
II Ε Κ Δ Ο Σ ΙΓ Κ Α Ι Τ Υ Π Ο Ι
UMlTMuniPMlX· 1-ΣΑΛΙΒΕΡΟΥ **
6
•C *f Χτ«β(·ν
140
-Φ « Μ μ » * · »
ανθρώπους, πράματα, πολιτείες και έθνη, πρέ πει να παραδεχτούμε ότι τα πάντα είναι ιστορία. Ο λογοτέχνης που γυρεύει να αναπλάσει μια ι στορική εποχή, μια ώρα ιστορίας, θα πρέπει να ζωντανέψει ανθρώπους και καταστάσεις της ε ποχής εκείνης [...] Δηλαδή θα πρέπει να αντιμε τωπίσει το πρόβλημα της ιδιωτικής ζωής των ανθρώπων εκείνων, πλην όμως, αυτά είναι λε πτομέρειες που η επίσημη ιστορία τις αγνοεί, που οφείλει να τις αγνοεί πέρα από τα αυστηρά εξακριβωμένα και χρονολογικά τεκμηριωμένα. Εκεί σταματά η Ιστορία. Από κει και πέρα μπορεί να κινηθεί το λογοτέ χνημα. Έ τσι συλλογιζόμουν. Και ήθελα ο ανα γνώστης μου, μ’ αυτό τον τρόπο αφήγησης να αισθάνεται πάντοτε τη γη κάτω από τα πόδια του και την πάλλουσα ζωή γύρω του. Τι τάχα φορούσαν οι άνθρωποι που τους βάζω να δρουν κατά την έιιπνευσή μου, τι γλώσσα μιλούσαν, τι έτρωγαν.»11
Με τον Ελληνικό Όρθρο τα προβλήματα της κίνησης του Πετσάλη στα όρια Ιστορίας και μυ θοπλασίας γίνονται πιο ξεκάθαρα, και παράλλη λα οι λύσεις που δίνει σ’ αυτά είναι παραδοσιακά αποδεκτές - αλλά και συμβατικές. Με τον Ελ
38/αφιερωμα ληνικό Όρθρο ο συγγραφέας ζωντανεύει μια ζωή, τη ζωή του Κωλέττη, και η συγγραφική του τέχνη αφήνεται χωρίς επιφυλάξεις στην πειθαρ χία της Ιστορίας και στις ελευθερίες της μυθο πλασίας· στον εμπειρισμό της τήρησης της ιστο ρικής αλήθειας και στην ενόραση της ακατάγρα φης, της καθημερινής ανθρώπινης - δηλαδή της διιστορικής - αλήθειας. Ο σκοπός, πάντως, που ο Θ. Πετσάλης προέταξε για τη συγγραφή των ιστορικών μυθιστορη μάτων του υπήρξε πολύ κοντά σε εκείνους ενός ιστορικού: τη γνωριμία στον ελληνικό λαό της Ι στορίας του ή, πιο σωστά, ενός μέρους της Ιστο ρίας του· ενός μέρους, μάλιστα, της Ιστορίας του που υπήρξε αδιερεύνητο. Ο σκοπός αυτός δεν γίνεται φανερός μόνο από τη δήλωση από τον ίδιο των σχετικών του προθέ σεων,12 αλλά και από τη μέθοδο που ακολούθη σε για τη συγγραφή, που στηρίχτηκε στην εξά ντληση των υπαρχόντων σχετικών πηγών.13 Σ’ αυτή τη φιλοδοξία του ο Θ. Πετσάλης δεν υ πήρξε ούτε υπερβολικός ούτε αυθαίρετος· και τα χρόνια που έχουν μεσολαβήσει τον έχουν δικαιώ σει, μια και η παραδοσιακή αποδοχή της Ιστο ρίας ως γραφής του πραγματικού, ως λόγου της αλήθειας και ως λόγου της γνώσης έχει στις μέ ρες μας κλονιστεί, και η αντίθετη ανάμεσα στη μυθιστορηματική αφήγηση και στην ιστορική α φήγηση δεν θεωρείται απόλυτα νόμιμη στο αφη γηματικό τουλάχιστον επίπεδο.14 Θα ήταν μάλι στα δυνατό να ισχυριστούμε πως η περιγραφή ε νός γεγονότος από τον ιστορικό συνιστά μια πα ραμόρφωση ιστοριογραφική, ανάλογη με την πα ραμόρφωση που υφίσταται ένα ιστορικό γεγονός κατά την αναπαράσταση-ζωντάνεμά του από το μυθιστοριογράφο. Σχετικά με αυτές τις σύγχρονες αντιλήψεις μπορούμε ενδεικτικά να αναφέρουμε την προ σπάθεια του Paul Ricoeur να διαγράψει μια γενι κή θεωρία του αφηγηματικού λόγου, που συμπε ριλαμβάνει και την «αληθινή» αφήγηση των ιστο ρικών και τις «επινοημένες» αφηγήσεις των μυθιστοριογράφων, μέσα από τη δυνατότητα οριοθέτησης της πράξης της αφήγησης που είναι κοινή και στους δύο αυτούς αφηγηματικούς τύπους. Αυτή η προσπάθεια δεν περιορίζεται, όπως θα νόμιζε κανείς, στο επίπεδο του νοήματος, δηλα δή στο πρόβλημα της κοινής δομής της ιστοριο γραφίας και της μυθοπλασίας, στον κοινό τρόπο διάταξης των προτάσεων στο επίπεδο του λόγου. Αντίθετα, προχωρεί και στο επίπεδο της αναφο ράς, δηλαδή στο πρόβλημα αν παρ’ όλες τις εμ φανείς διαφορές στον τρόπο που η Ιστορία και η μυθοπλασία αναφέρονται στην πραγματικότητα - όποια σημασία και αν δίνουμε σ’ αυτόν τον ό ρο - η καθεμιά από αυτές αναφέρεται, με τον δι κό της τρόπο, στο ίδιο θεμελιώδες χαρακτηριστι κό της ατομικής και κοινωνικής μας υπόστασης,
στην «ιστορικότητα», που σημαδεύει το θεμελια κό και ριζοσπαστικό γεγονός ότι κάνουμε Ιστο ρία, ότι είμαστε βυθισμένοι στην Ιστορία, ότι εί μαστε ιστορικά όντα. Με τον τρόπο αυτό, το πρόβλημα τελικά είναι να δειχτεί με ποιο τρόπο η ιστοριογραφία και η μυθοπλασία συμβάλλουν στην περιγραφή και επαναπεριγραφή της ιστορι κής μας συνθήκης, ή, αλλιώς, να δειχτεί η αμοι βαία σχέση ιστορικότητας και αφηγηματικότητας.15 Η αφηγηματοποίηση πραγματικών γεγονότων, γενικά, αποτελεί μια πρωτογενή ανάγκη γιατί η αξία της αφηγηματικότητας απορρέει από μια παρόρμηση για ηθικοποίηση των γεγονότων μέ σω της επένδυσής τους με μια συνέπεια, πληρό τητα και ολοκληρότητα που είναι, βέβαια, φα νταστική: πρόκειται για μια μυθοπλασία, αλλά για μια μυθοπλασία αναγκαστική, που η ανα γκαιότητά της δεν πηγάζει από το συγκεκριμένο, οριστικό και σαφώς προσδιορισμένο του κό σμου, αλλά από τη δική μας αδυναμία να θεω ρούμε τα γεγονότα χωρίς να τα επαναπεριγράφουμε ως μεταξύ τους συνδεόμενα μέσα σε μια η θική τάξη. Με αυτές τις περιγραφές - είτε αυτές συνιστούν ένα έργο ιστορικό, είτε μια μυθοπλα σία16 - προικίζουμε την πραγματικότητα με κά τι που υπερβαίνει το πραγματικό, ή που αποτελεί τον μυστικό πυρήνα του, την απροσδιόριστη ου σία του: προικίζουμε την πραγματικότητα με νόημα.17 Σε ό,τι αφορά τη διευκρίνηση του είδους αυτού του νοήματος είναι, βέβαια, προφανές πως πρό κειται για τη μορφή-νόημα που επιβάλλεται πάνω στο χάος κάποιων γεγονότων μέσω της ένταξής τους σε μια σειρά και τάξη, στη σειρά και την τά ξη μιας «ιστορίας». Με τον τρόπο αυτό η αφηγηματικότητα - στην ιστορική18 ή στη μυθοπλα στική της εκδήλωση - γίνεται ένας τρόπος περι γραφής που μετασχηματίζει τα συμβάντα σε γε γονότα - ιστορικά ή μυθιστορηματικά - απο καλύπτοντας τη δυνατότητά τους να λειτουργούν ως στοιχεία-μέρη ολοκληρωμένων ιστοριών.19 λλο ένα σημείο επαφής του έργου του ιστο ρικού από το ένα μέρος, και του μυθιστοριογράφου από το άλλο, αποτελεί το γεγονός πως και οι δύο δεν ασχολούνται με απλά γεγονότα, αλλά μάλλον με ανθρώπινες πράξεις. Ο Collingwood χαρακτηριστικά έχει πει πως ο ιστο ρικός «δεν ερευνά απλά γεγονότα [...] αλλά πρά ξεις... Πρέπει αυτός πάντα να θυμάται πως το γε γονός υπήρξε μια πράξη».20 Αλλά και οι φιλόσοφοι της Ιστορίας που ανή κουν στη σχολή του Collingwood21 δέχονται ως κύριο έργο του ιστορικού την περιγραφή, εξήγη ση και ερμηνεία παρελθόντων ανθρωπίνων πρά ξεων και ότι στην προσπάθειά του να δώσει μια εξήγηση των πράξεων ο ιστορικός πάντα χρειά
Α
αφιερωμα/39 ζεται μια περιγραφή αυτών των πράξεων. Ο ί διος, άλλωστε, ο Collingwood είχε δεχτεί την ε παρκή περιγραφή της πράξης ως μέσο της αρμόζουσας εξήγησης. Ο συγγραφέας, λοιπόν, ιστορικών μυθιστορη μάτων αυτήν ακριβώς τη λειτουργία της Ιστορίας προσπαθεί να καλύψει: όταν το ιστορικό έργο δεν κατορθώνει να λειτουργήσει και στα δύο αυ τά επίπεδα, όταν αυτό που προσφέρει είναι μια αρχική περιγραφή που δεν φαίνεται πως δεν είναι περιγραφή πράξεων αλλά γεγονότων, τότε ο μυθιστοριογράφος έρχεται να περιγράφει εκ νέου αυτά τα γεγονότα με όρους των ανθρωπίνων πράξεων.22 Η κατανόηση, ωστόσο, μιας ιστορικής περιό δου ή ενός ιστορικού προσώπου ή γεγονότος και η διηγηματική αναπαράστασή του, δεν είναι δυ νατό να συστήσουν μια λειτουργική θεωρία της χρησιμοποίησης της Ιστορίας από το μυθιστόρη μα: πίσω από το δοξαστικό της ιστορικής περιό δου, του ιστορικού προσώπου ή του ιστορικού γε γονότος, αυτό που πραγματικά αλλά και με λανθάνοντα τρόπο εορτάζεται, είναι η ανθρώπινη φαντασία, και πιο συγκεκριμένα το είδος εκείνο της φαντασίας με το οποίο ο άνθρωπος μπορεί να επαναβιώνει μέσα από τη δική του αντίληψη τη ζωή και το πνεύμα άλλων ανθρώπων που έχουν ζήσει πριν από πολλά χρόνια, χωρίς παράλληλα να προσβάλλει ή κακοποιεί αυτό που αποτελεί το ουσιαστικό και, οπωσδήποτε, άφατο μυστήριό τους.23 Αυτό, ακριβώς, είναι το είδος της αναπλαστι κής φαντασίας του Θ. Πετσάλη, έτσι όπως απο καλύπτεται μέσα από τους τρόπους της μυθο πλασίας του, αλλά και όπως περιγράφεται από τον ίδιο.24 Η φαντασία αυτή αποτελεί μια ενέργεια που δεν είναι αφηρημένη, αλλά που επιτρέπει τη δυ ναμική αλληλεπίδραση της σκέψης και του αι σθήματος, αλληλεπίδραση που δεν στηρίζεται τόσο στην αναίρεση των ορίων τους, όσο στο σε βασμό τους. Η στροφή μιας τόσο ζωντανής λει τουργίας προς το παρελθόν θα ήταν δυνατό να θεωρηθεί ως αντίφαση μια και θα μπορούσε κα νείς να ισχυριστεί πως το παρόν αποτελεί κατ’ ε ξοχήν το ιδανικό σημείο συνάντησης και δυναμι κής αλληλεπίδρασης της σκέψης με το αίσθημα. Για να μπορέσει, όμως, κανείς να συνειδητοποιήσει-βιώσει το παρόν με τρόπο ολοκληρωμένο, πρέπει να διατηρεί τη δυνατότητα μιας μη αφηρημένης εξερεύνησης-γνωριμίας-βίωσης του πα ρελθόντος. Το παρελθόν, άλλωστε, έχει πιο έντονα τον χα ρακτήρα του φανταστικού: δύσκολα παραδέχε ται κανείς πως το παρόν του είναι, έστω και μερι κά, φανταστικό- το παρελθόν, όμως, δίνει την εντύπωση πως είναι περισσότερο μυθοπλασία παρά πραγματικότητα. ΓΓ αυτό το λόγο το πα
ρελθόν πρέπει κανείς να μπορέσει να το κάνει α ντικείμενο της φαντασίας του πριν το αισθανθεί ως κάτι υπαρκτό.25 Το γεγονός αυτό εξηγεί την αδυναμία του Θ. Πετσάλη για αφηγηματοποίηση σύγχρονων με αυτόν ιστορικών γεγονότων, όπως έγινε φανερό με τα Δεκατρία Χρόνια: «Με ρώτησαν και με κατέκριναν πολλοί γιατί περιορίστηκα - με συγχωρείτε, εγώ ο εθνικός συγγραφέας των «Μαυρολύκων» και του «Ελ ληνικού Όρθρου» - σε μια τόσο πρόχειρη ανά πλαση της μεγάλης αυτής ώρας του Ελληνι σμού, που έφτασε τότε με τη θαυματουργή παρόρμηση του Βενιζέλου μπρος στις πύλες της Βασιλεύουσας, μπρος στα ερείπια των βυζαντι νών Τειχών της Πόλης, μπρος στα ερείπια της ηττημένης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας των Μ εγάλων Σουλτάνων, πώς δεν σκέφτηκα να ε πεκταθώ, να προσπαθήσω να απλώσω το έργο μου ως τη γνωστή μου - με συγχωρείτε και πά λι - μορφή ενός σύγχρονου έπους - και αφού σκέφθηκα καλά αποκρίθηκα: - Το σκέφθηκα. Το προσπάθησα. Δεν μπό ρεσα. [...] Δεν μπόρεσα γιατί δεν ήταν δυνατό να γίνει, δεν είχε έρθει ακόμη η ώρα να γίνει. Να γίνει έπ ος μια πραγματικά επική εποχή. Για να γεννηθεί το έπος, για να γίνει έπος μια εποχή, πρέπει πρώτα να γίνει θρύλος, να γίνει μύθος [...] όχι δεν ήταν δυνατό να συλλάβει ο νους του ανθρώπου και να μεταπλάσει στην ταραγμένη ψυχή του σε θρύλο και σε μύθο τη δόξα και το μεγαλείο του Ελληνισμού.»26
Η Ιστορία, λοιπόν, που μπορεί αφηγηματικά να αναπλάσει είναι μια Ιστορία-παράδοση, μια Ι στορία νεκρή πια, γραμμένη-καταχωρημένη σε κάποια κείμενα, μια ιστοριογραφία. Ο Θ. Πετσάλης φαίνεται πως θέλει ένα υλικό μισοέτοιμο, ε πεξεργασμένο, όχι βέβαια αφηγηματικά, αλλά σύμφωνα με μια τάξη άλλη, αντικειμενική, επι στημονική - και η πιο συγγενική σχετική τάξη είναι αυτή της Ιστορίας, που κατάγεται, άλλω στε, από το μύθο. Με το ιστορικό μυθιστόρημα ο Θ. Πετσάλης εμφανίζεται να υπηρετεί ένα διπλό σκοπό: σκο πεύει στα ιστορικά γεγονότα κάνοντας με αυτό τον τρόπο Ιστορία, αλλά σκοπεύει και στα εικότα κάνοντας έτσι λογοτεχνία. Κινούμενος ανάμε σα στην Ιστορία καί στη μυθοπλασία- ταλαντεύε ται ανάμεσα στο τί συνέβη από το ένα μέρος, και στο τί θα μπορούσε να συμβεί από το άλλο- τα λαντεύεται ανάμεσα στην ειδική αλήθεια των πραγμάτων από το ένα μέρος, και στις γενικές αιτίες τους από το άλλο27, ανάμεσα στο ιστορι κό και στο αυτοβιογραφικό ή, αλλιώς, ανάμεσα στο αντικειμενικό και στο υποκειμενικό. Με τον τρόπο αυτό, όμως, η διήγησή του μένει συχνά απροσανατόλιστη, και οι συνέπειες αυτής της απροσδιοριστίας του προσανατολισμού γί νονται φανερές στη συχνά μειωμένη αφηγηματι
40/αφιερωμα κή αποτελεσματικότητα των έργων του. Αυτή, ωστόσο, η συχνή αφηγηματική αναποτελεσματι κότητα, αν γίνει δεκτή ως κριτήριο της επιτυχίας του εγχειρήματος του Πετσάλη για συγκερασμό
του υποκειμενικού με το αντικειμενικό, τότε θα διαπιστώσουμε πως αυτή αποτελεί τεκμήριο της γνησιότητας και της ειλικρίνειας αυτού του εν στικτώδους εγχειρήματος του Θ. Πετσάλη.
Σημειώσεις 1. Βλ. Απόστολος Σαχίνης. «Το αφηγηματικό έργο του Θανά ση Πετσάλη-Διομήδη», Νέα Εστία, τ. 1394 (1 Αυγούστου 1985), σ. 979. 2. Βλ. Θ. Πετσάλη-Διομήδη, Διαφάνειες / Η ηλικία της ενό ρασης / Ο τρίτος τόμος της ζωής μου, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», (1988), σ. 15. 3. Βλ. Θ. Πετσάλη-Διομήδη, Διαφάνειες / Οι δρόμοι του Δαί δαλου / Ο πρώτος τόμος της ζωής μου, ό.π., σσ. 62-65, και Αποστάξεις / Επτά δοκίμια, Αθήναι, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 1967, σσ. 35, 55-56, 57. 4. Ο Θ. Πετσάλης ανάμεσα στους άμεσους δασκάλους του συγκαταλέγει τον Marcel Proust· βλ. Διαφάνειες, ό.π., τ. Α', σ. 248. 5. Την επίδραση που άσκησε πάνω του αυτό το έργο του Thomas Mann ο Θ. Πετσάλης αναγνωρίζει στο ίδιο, τ. Β' (Ο μεσοπόλεμος / Ο δεύτερος τόμος της ζωής μου), σσ. 251-252. 6. Βλ. στο ίδιο, σ. 252, όπου ο συγγραφέας αναγνωρίζει την ε πίδραση που είχε πάνω του ο John Galsworthy με το Forsyte Saga. Πρέπει ακόμη να αναφέρουμε πως ανάμεσα στις σχετικά λίγες μεταφραστικές απόπειρές του ο Θ. Πετσά λης μετέφρασε το The Indian Summer of a Forsyte του John Galsworthy, με τίτλο «Το τελευταίο καλοκαίρι», που δημο σιεύτηκε σε συνέχειες στη Νέα Εστία: τ. 23, από αρ. 265 (1 Ιανουάριου 1938), σσ. 37-46 έως αρ. 271 (1 Απριλίου 1938), σσ. 470-476. Μετά δεκατέσσερα χρόνια κυκλοφόρησε και αυτοτελώς: ΤΖων Γκαλσγουόρθυ, Το Τελευταίο Καλοκαί ρι, Μετάφρασις: Θ. Πετσάλη, Αθήναι, Γαλλικοί εκδόσεις Bergadi, (1952). 7. Πβ. Χρυσούλα Βεληγιάννη, «Ιστορία και ιστορικό μυθι στόρημα: Ένα παράδειγμα», Φιλόλογος, 39 (άνοιξη 1985), σσ. 52-53. 8. Βλ. Θ. Πετσάλη-Διομήδη, Αποστάξεις, ό.π., σσ. 38, 70, και Διαφάνειες, ό.π., τ. Γ', σ. 40. 9. Βλ. του ίδιου, Οι Μαυρόλυκοι / Το χρονικό της Τουρκο κρατίας / 1565-1799, Έκδοση στ', Βιβλιοπωλείου της «Ε στίας» χ. χρ„ τ. Α', σ. 21. 10. Του ίδιου, Διαφάνειες, ό.π., τ. Γ', σ. 89. Βλ. και Ο κατακαημένος Τόπος / Χρονικό μιας οικογένειας στον 19ο at., Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», (Αθήνα 1972), σσ. 10 και 16: «[...] τη σκληρή πάλη που έκανα για ν’ απαγγιστρωθώ από τα πολλά διαβάσματα, πριν στρωθώ στο γράψιμο, έτσι που να μη βγάλω μια ιστορική πραγματεία, αλλά ούτε και ν’ απομακρυνθώ βασικά από την ιστορική αλήθεια. (...] Ε πιμένω σ’ αυτό γιατί τούτο είναι ο ύπουλος σκόπελος που απειλεί όποιον πειραθεί να γράψει ιστορικό μυθιστόρημα: να πέσει στη μια υπερβολή ή στην άλλη - στην ιστορική μελέτη ή στο καθαρά φανταστικό αφήγημα μέσα σε απίθα να ιστορικά πλαίσια - και αυτός πρέπει να είναι ο μοι ραίος μόχθος: να ισοζυγίσει τις δόσεις - ιστορικά δεδομέ να και μυθοπλαστική φαντασία.» 11. Του ίδιου, Διαφάνειες, ό.π., τ. Γ', σσ. 92-93. 12. Βλ. Θ. Πετσάλη-Διομήδη, Οι Μαυρόλυκοι, ό.π., τ. Α', σσ. 9-11, και Ελληνικός Όρθρος, ό.π., τ. Α', σσ. 13-15. 13. Βλ. του ίδιου , Οι Μαυρόλυκοι, ό.π., τ. Α', σσ. 22-26, και Διαφάνειες, ό.π., τ. Γ', σσ. 118-122. 14. Βλ. Roland Barthes, «Le discours de l’histoire», Poetique, 49 (Φεβρουάριος 1982), σσ. 13-21. Για τα κοινά σημεία ανάμε σα στην Ιστορία και στη μυθοπλασία ως τρόπων κατανόη σης βλ. Louis Ο. Mink, «History and Fiction as Modes of Comprehension», στο Ralph Cohen (εκδ.), New Directions in Literary History, London Routledge & Kegan Paul, 1974, σσ. 107-124. 15. Βλ. Paul Ricoeur, «La fonction narrative», Etudes
16.
17. 18.
19.
20. 21. 22.
23. 24. 25. 26. 27.
28.
theologiques et religieuses, 54 (1979), σσ. 209-230 (Ελληνική μετάφραση από τον Βαγγέλη Αθανασόπουλο: Paul Ricoeur, Η αφηγηματική λειτουργία, μετάφραση: Βαγγέ λης Αθανασόπουλος, «Θεωρία και μέθοδος» αρ. 4, Εκδό σεις Καρδαμίτσα, Αθήνα, 1990, σσ. 13-87. Σε τί διαφέρει, διερωτάται ο Roland Barthes, η διήγηση πα ρελθόντων γεγονότων - που υπάγεται ήδη από την εποχή των αρχαίων Ελλήνων στην περιοχή της ιστορικής επιστή μης - από τη φανταστική διήγηση έτσι όπως τη συναντού με στο μυθιστόρημα; Βλ. Roland Barthes, ό.π., σ. 13. Και η Marilyn Robinson Waldman θέτει ένα ανάλογο ερώτημα: είναι διαφορετικός, άραγε, ο τρόπος με τον οποίο αφηγού μαστε - ή μιλάμε για - πραγματικά γεγονότα από το ένα μέρος, και για φανταστικά γεγονότα από το άλλο; Βλ. Marilyn Robinson Waldman, «The Otherwise Unnoteworthy Year 711: A Reply to Hayden White», στο W.J. T. Mitchell (εκδ.), On Narrative, Chicago and London, The University of Chicago Press, 1981, σ. 241. Βλ. Louis O. Mink, «Everyman His or Her Own Annalist», στο W. J.T. Mitchell (εκδ.), On Narrative, ό.π., σσ. 234, 238-239. «Θα ’λεγε κανείς πως ο σκοπός του ιστορικού είναι να αφηγείται, όχι να υποδεικνύει- δεν ξέρω, αλλά είμαι βέβαιος πως στην Ιστορία το καλύτερο είδος απόδειξης, το πιο ι κανό να κάνει εντύπωση και να πείσει όλα τα πνεύματα, εκείνο που επιτρέπει την ελάχιστη δυσπιστία και αφήνει τις λιγότερες αμφιβολίες, είναι η πλήρης αφήγηση»: Α. Thierry, Recits des temps merovingiens, Paris, Furne, 1851, τ. II, σ. 227 (αναφέρεται από τον Roland Barthes, ό.π., α. 21). Βλ. Louis Ο. Mink, «Narrative Form as a Cognitive Instrument» στο Robert H. Canary και Henry Koricki (εκδ.), The Writing o f History: Literary Form and Historical Understanding, Wisconsin, Madison, 1978, σ. 132, και Hayden White, «The Narrativization of Real Events», στο W. J. T. Mitchell (έκδ.), ό.π., α. 251. R.G. Collinwood, The Idea o f History, Oxford, Oxford University Press, 1946, σ. 213. «Collingwoodians» τους ονομάζει o William H. Dray, Philosophy o f History, Englewood Cliffs, New Jersey, Princeton University Press, 1964, σσ. 12, 14. Βλ. Elazar Weinryb, «Descriptions of actions and their place in history» στο Yirmiahu Yovel (εκδ.), Philosophy o f History and Action / Papers Presented at the First Jerusalem Philosophical Encounter / December 1974, Dordrecht: Holland, D. Reidel Publishing Company, 1978, σσ. 97-98. Βλ. George Garrett, «Dreaming with Adam: Notes on Imaginary History», στο Ralph Cohen (εκδ.), ό.π., σσ. 261-262. Βλ. Θ. Πετσάλης-Διομήδης, Διαφάνειες, ό.π. τ. Α', σσ. 108, 194, 203· τ. Β', σσ. 133, 252· τ. Γ', σσ. 36, 76-77, 146. Βλ. επίσης Αποστάξεις, ό.π., σσ. 75-76. Βλ. George Garrett, ό.π., σσ. 262-263. Θ. Πετσάλης-Διομήδης, Διαφάνειες, ό.π., τ. Γ', σσ. 142-3. Πβ. Philip Sidney, An Apology for Poetry / The Defence o f Poesy, Geoffrey Shepherd (εκδ.), London, Medieval and Renaissance Library, Nelson, 1965, σ. 107· και Edmund Spencer, The Poetical Works, J.C. Smith και E. De Selincourt (εκδ.), London & Oxford, Oxford University Press, 1912, σ. 408. Αυτή η προβολή του παρόντος στο παρελθόν υφίσταται και στην περίπτωση του ιστοριογράφου, μια και κάθε ιστορική διήγηση είναι, κατ’ αρχήν, αναληπτική και κατασκευάζε ται πάνω στη διάσταση δύο χρόνων, του χρόνου του αντι κειμένου της διήγησης, και του χρόνου της ίδιας της διήγη σης· βλ. Ann Roche, «Histoire-et-Litterature: Un Projet», Litt6rature, 13 (Φεβρουάριος 1974), Paris, Larousse, σ. 25.
αφιερωμα/41
Neva I. Κοκκινάκη
Ιστορικό μυθιστόρημα και μυθιστορηματοποιημένη βιογραφία Ο "Βασίλης Λάσκος” του Μ. Καραγάτση
«Ο μυθιστοριογράφος της Ιστορίας έχει χρέος να μην απιστήσει πέρα για πέρα στο αντικείμενό τον... Λεν μας ενοχλεί αν μια λεπτομέρεια δεν ανταποκρίνεται προς την ιστορική αλήθεια. Μα εξοργίζει τη νοημοσύνη μας, αν η συνολική προβολή του ανθρώπου δεν έχει καμιά αντιστοιχία προς τη νομιζόμενη ιστορική πραγματικότητα, ή προς μιαν άλλη πραγμα τικότητα, που θα μπορούσαμε ν’ αποδεχτούμε χωρίς ισχυρή αντίρρηση... υπάρχουν δηλαδή κάποια σύνορα και στο ιστορικό μυθιστόρημα και στη μυθιστορηματοποιημένη βιογραφία. Κάποιοι ειδολογικοί περιορισμοί που παροχετεύουν τη δημιουργική φαντασία στην αρμόδια κοίτη. Ο πεζογράφος που δεν απιστεί στην ιστορική πραγματικότητα και που κατορ θώνει συνάμα να δώσει αληθινό έργο τέχνης είναι εκείνος που πετυχαίνει περισσότερο το σκοπό του». (Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου: «Εισαγωγή στο μυθιστόρημα και ειδικότερα το ιστορικό μυθιστόρηιια», Βασική Βιβλιοθήκη, τ. 17)
Δεν θα περίμενε κανείς από το ιστορικό μυθιστόρημα ως μυθιστοριοποίηση της Ιστορίας ν ’ αποκαλύπτει βέβαια ιστορικές αλήθειες. Η ίδια η λέξη «μυθι στόρημα» περιέχει μέσα της το «μύθο», που αναμφίβολα βρίσκεται σε άμεσο συσχετισμό με την αντίληψη του συγγραφέα και την υποκειμενική του εποπτεία, δεν είναι παρά η επιφάνεια, στην οποία για να διεισδύσει ο ιστορικός θα πρέπει να κοπιάσει πολύ, αν θελήσει να τη χρησιμοποιήσει ως ιστορικό υλικό. άποψη του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου ότι «ο μυθιστοριογράφος είναι ένας ιστορικός της εποχής του κι εκφράζει την ιστορική του στιγμή σ’ οποιοδήποτε κλάδο του μυθιστορήματος κι αν ανήκει»1, φαίνεται ότι ευσταθεί ως συμπλήρωμα μόνον κι ερμηνεία της ιστορίας. Είναι γεγονός ό τι οι εποχές που έδωσαν μυθιστορήματα κλασι κού τύπου μένουν σε πολλές πλευρές ερμητικά
Η
κλειστές κι «αδιαφώτιστες». Η προσπάθεια ό μως απόδοσης των κοινωνικών συνθηκών μιας ε ποχής με λεπτομέρειες και κάποια πιστότητα στα ιστορικά γεγονότα, όσο κι αν έγινε δημοφι λής, δεν μπορεί παρά να αναχθεί μόνο στη μυθο πλασία. Μια σειρά περιστατικών, η δράση ενός φημι σμένου ανθρώπου, η περιπέτεια ενός τόπου ανή κουν στα αντικείμενα μελέτης της Ιστορίας. Από
42/αφιερωμα τη στιγμή που θα γίνουν αντικείμενο μυθιστορη ματικών επιλογών μπορούν να υποστούν μετα τροπές μέσα από προσθαφαιρέσεις, χρωματι σμούς κι επινοήσεις. Το υποκειμενικό στοιχείο πλαταίνει τα περιστατικά, διευρύνει τη δράση, μεταβάλλει ή συμπληρώνει τις λεπτομέρειες. Η Ι στορία όμως ςίναι ένας αυτόνομος κλάδος γνώ σης και ο γνωστικός της τομέας δεν αποσκοπεί παρά στην ερμηνεία της πραγματικότητας. Η ερ μηνεία δεν θα προέλθει από την απλή παρατήρη ση, αλλά από την άντληση τεκμηριωμένων πλη ροφοριών για το τί ακριβώς συνέβη μέσα από α φηγηματικές πηγές.2 Η διάδοση του ιστορικού μυθιστορήματος ευ νοήθηκε από την ανάπτυξη του ρομαντικού κινή ματος κυρίως το 19ο αιώνα. Στην Ευρώπη αρχί ζει ουσιαστικά από τον Ουόλτερ Σκοτ (1771-1832), που γεννημένος πεζογράφος βρήκε τον προορισμό του καθιερώνοντας το είδος που κρατεί αμείωτο το ενδιαφέρον μεταβάλλοντας την παράδοση και το ιστορικό σε ελκυστική πα ρουσία. «Τα έργα της τέχνης δεν προορίζονται παρά μόνο "κατά συμβεβηκός” να υπηρετήσουν την ιστορική αλήθεια».3 Η ρομαντική πεζογραφία που καλλιεργήθηκε περισσότερο στη Γαλλία θα επηρεάσει ουσιαστι κά και το ελληνικό ιστορικό μυθιστόρημα. Οι πρώτες προσπάθειες δεν θα είναι βέβαια παρά δουλική μίμηση ξένων προτύπων. Οι Έλληνες κλασικοί βρίσκονταν πολύ μακριά χαμένοι στα βάθη των αιώνων σε αντίθεση με τον γαλλικό ρο μαντισμό που είχε πίσω του μια λαμπρή πινακο θήκη κλασικών. Το ιστορικό μυθιστόρημα στην Ελλάδα γίνεται ένας κλάδος της ρομαντικής πε ζογραφίας και θα είχε σίγουρα ταχύτερη εξέλιξη και καλύτερη τύχη αν δεν προσπαθούσε να προ σεγγίσει το «κούφιο ιδανικό της καλλιέπειας», δηλαδή το «δόκιμο γράψιμο σε μια καθαρεύουσα που επιβάλλει αμείλικτα στη δημιουργική φαντα σία την τυραννία της».4 Κι επειδή το είδος δια βαζόταν πάντα με απληστία - πάντα η βιογρα φία μιας εποχής και μιας κοινωνίας που βασίζε ται σε πραγματικά γεγονότα και διανθίζεται με φανταστικά επεισόδια προκαλεί το ενδιαφέρον - συνέχισε να καλλιεργείται ολοένα και πιο υ πεύθυνα, με μεγαλύτερη ευθύνη απέναντι στην Ι στορία αλλά κι απέναντι στην Τέχνη. Ο μυθιστοριογράφος της Ιστορίας, έχοντας α παραίτητα τη δίψα της ιστοριογνωσίας, θα στή σει μπροστά μας όχι την επίσημη όψη που επι βάλλει η Ιστορία και η παράδοση, αλλά το καθημερινότερο, εκείνο που θα χρωματίσει το ιστορι κό με την ευλυγισία και τη χάρη που θα του προσδώσει ο καλλιτέχνης του λόγου. Και αν το ιστορι κό μυθιστόρημα «δεν καταντήσει στην επιφυλλι δογραφία και λόγω των εσωτερικών του συστατι κών και λόγω της στοργής που του δείχνει η κοινή περιέργεια»5, μπορεί άνετα να πετύχει την
αυθεντικότητα στην αφήγηση και να μεταδώσει τη βαθύτερη εκείνη συγκίνηση που μόνο ο προ σωπικός τόνος πετυχαίνει. Η φαντασία και η θέ ληση να βιογραφήσει μιαν εποχή έκανε για παρά δειγμα τον Θανάση Πετσάλη-Διομήδη να βρει το πεπρωμένο του μέσα στο ιστορικό μυθι στόρημα.6 Μ. Καραγάτσης, μαθητής της Γαλλικής σχολής του μυθιστορήματος, εισηγητής του αστικού μυθιστορήματος στην Ελλάδα και εκ φραστής του αστικού ανασχηματισμού της επο χής, υπήρξε για πολλούς ο «νατουραλιστής του αισθητισμού» - έκφραση παρεξηγημένη για τον πολυδιάστατο λογοτέχνη που δεν ακολούθησε καμιά αισθητική σχολή, δεν αποδέχτηκε ορισμέ νους τρόπους, δεν υιοθέτησε ένα αμιγές ύφος. Άλλοι διακρίνουν στο έργο του την κραυγή της απελπισίας, την «απόγνωση που τον βάζει στο χείλος του χάους, στα τελευταία όρια του κό σμου».7 Για πολλούς παραμένει «ο ευρωπαίος της λογοτεχνίας μας».8 Η ρεαλιστική του πεζογραφική εργασία ενοχλεί τόσο τους δεξιάς από χρωσης σχολιαστές του έργου του, που επιμέ νουν να βλέπουν στο πρόσωπό του τον «κυνικό αρνητή του ανθρώπινου μεγαλείου»9, όσο και τους αριστερούς10 που δεν αποδέχονται την «ά τοπη συνήθεια να ελαφραίνει και να γελοιοποιεί πράγματα σοβαρότατα...». Μια πρόχειρη πρώτη απάντηση σ’ όλες αυτές - τις ατεκμηρίωτες επικρίσεις θα ήταν ότι ο Καραγάτσης, όπως και ο Μπαλζάκ ή ο Ζολά στη Γαλλία, έμπασε, μέχρι ένα σημείο στην Ελληνική λογοτεχνία τις σχέ σεις και τις δυνάμεις που δημιουργούνται γύρω α πό το χρήμα και την ύλη και ό,τι τα παρακολου θ εί (όνομα, κληρονομιές, αξιώματα, εξουσία). Ο ματεριαλισμός του είναι χωρίς Μαρξ και Λένιν και διατρέχεται συχνά από αναλαμπές Θεού. Οι τύποι του, λογικό επακολούθημα όλων αυτών, εί ναι πολλές φορές ανοιχτόχεροι και μεγαλόψυχοι, αλλά και σκληρότατοι ανταγωνιστές.11 Η αντι νομία του ήθους του συγγραφέα δεν είναι πάντα ευεξήγητη.12 Κι ενώ ο Τερζάκης ανήκοντας στην ίδια γενιά περιγράφει πρόσωπα της παρακμής που δεν θα είχαν δύναμη ούτε για την ίδια την α πελπισία, ο Μ. Καραγάτσης με το έργο του δίνει μια μεγάλη σύνθεση, ένα πίνακα ηθών στον τόπο μας, κατά την περίοδο 1919-1930, διακρίνοντας τους δυνατούς όχι στα πρόσωπα εκείνων που κά νουν ηρωικές πράξεις, αλλά ανάμεσα σ’ εκείνους που επιβιώνουν. Ο ρεαλισμός του όμως δεν απο κλείει την τρυφερότητα και τις ανθρώπινες στιγ μές που δεν απουσιάζουν από κανένα έργο του. Στη μυθιστορηματική βιογραφία «Βασίλης Λά σκος», γραμμένη στα 1948, ο συγγραφέας περι γράφει τη δράση του αντιπλοίαρχου Βασιλείου Λάσκου (1899-1943), απόφοιτου της Σχολής Ναυ τικών Δοκίμων, πλωτάρχη το 1933, που απο
Ο
αφιερωμα/43 στρατεύτηκε εξαιτίας της συμμετοχής του στο κίνημα του ’35. Ο Λάσκος πήρε μέρος στη Μικρασιατική εκ στρατεία, στην επανάσταση του ’22, του ’24 και του ’35. Στα 1925 έγινε υπασπιστής του Θ. Πάγκαλου... «Η δικτατορία του Παγκάλου είναι μια από τις τραγελαφικότερες σελίδες της ελληνικής ιστο ρίας. Αλλά δεν πρόκειται να μιλήσουμε εδώ γι’ αυτό. Εμάς μας ενδιαφέρει ο Βασίλης Λάσκος, που τότε ήταν "παράγων” της πολιτικής ζωής. Επί πλέον ήταν και πατριώτης, κάτι παραπάνω, οικογενειακός φίλος του δικτάτορα. Ο Λάσκος πίστεψε στην αξία του Πάγκαλου. Κι ο Πάγκα λος στην ικανότητα του Λάσκου. Έτσι, από κοι νού συμφέροντος ορμώμενοι αμφότεροι, συνέδε σαν την τύχη τους τηρουμένων βέβαια των ανα λογιών - ή μάλλον των δυσαναλογιών».13 Σαν υπασπιστής του Πάγκαλου ο Λάσκος επέβαινε στα 1925 του τορπιλοβόλου «Πέργαμος», με το οποίο κινήθηκε ο Πάγκαλος από τις Σπέ τσες. Στο κίνημα όμως του ’35 ο Λάσκος διέφυγε στη Δωδεκάνησο κι από κει στη Νάπολη της Ιτα λίας. Ο Καραγάτσης περιγράφει τους δισταγμούς του ήρωά τού ν’ ανακατευτεί στο κίνημα αυτό, α φού ήταν κάτι που δεν πίστευε... «... η πείρα είχε πείσει τον τίμιο κι ανιδιοτελή Λάσκο - τον αγνό Έλληνα - πως η κυβέρνηση που έχει την έγκρι ση του λαού - όσο άσχημα κι αν δ ι ο ικ ε ίε ίν α ι προτιμότερη από εκείνη που αντιπροσωπεύει μό νον τις φιλοδοξίες μερικών στρατιωτικών, όσο καλά κι αν διοικούν. Μ’ άλλα λόγια ήταν αγνός δημοκράτης».14 «... ο Λάσκος ανακατεύτηκε α πό κακώς εννοούμενο φιλότιμο και υποχρέωση προς τους πολιτικούς ομοϊδεάτες συναδέλφους του. Μια όμως και πήρε την απόφαση την εκράτησε μέχρι τέλους. Κάτι παραπάνω: ενέργησε, προσπάθησε, κιντύνεψε περισσότερο από κάθε άλλον. Και στο τέλος χαράμισε την κοινωνική*12345678
σταδιοδρομία του. Έπρεπε να έλθει ο πόλεμος για να εξιλεωθεί. Και πάλι, ύστερα από χίλια βά σανα, προσπάθειες, πικρίες, απογοητεύσεις...»15 Στον πόλεμο του ’40 ο Λάσκος είχε ανακληθεί ως έφεδρος πλωτάρχης και υπηρετούσε στη Διεύθυνση Νηοπομπών. Το Δεκέμβριο του ’41 διέφυγε στη Μέση Ανατολή και προάχθηκε σε αντιπλοίαρχο (1942). Οι επιτυχίες έρχονταν η μια μετά την άλλη - η τελευταία πράξη στο υποβρύ χιο «Κατσώνης» που πλήγηκε από γερμανικό αν θυποβρυχιακό σκάφος (κορβέττα) στα ανοιχτά της Σκιάθου. Ο Καραγάτσης δίνει με ιδιαίτερη δραματικότητα την τελευταία πολεμική του δρά ση και τον ηρωικό κι αποθεωτικό θάνατό του. «Ο θαλασσινός Λάσκος ήταν το πρόσωπο που του προκάλεσε το ενδιαφέρον. Γιατί, όπως διαφαίνεται σε πολλά έργα του Καραγάτση, η θά λασσα ήταν το στοιχείο που περισσότερο τον τραβούσε, πιότερο τον ενέπνεε, γι’ αυτό και πολ λές σελίδες των έργων του είναι διαποτισμένες α πό την αρμύρα του υγρού αυτού στοιχείου».16 Ο Λάσκος στην αφήγηση του Καραγάτση εκφράζει την αγωνία του σύγχρονου ανθρώπου, του ηττημένου της ζωής. Γίνεται η αλήθεια που ξεπηδά α πό «μια κοινωνία ψευδούς εμφανίσεως, τυπικής σεμνοτυφίας, ακράτου σοβαροφάνειας· μια κοι νωνία μικροαστή και κρυπτομανή».17 Με τον α φηγηματικό λόγο που τέρπει αλλά παράλληλα προβάλλει τους κοινωνικούς νόμους, όσο κι αν ξενίζουν με την αμείλικτη πραγματικότητά τους, ο Καραγάτσης υιοθετεί στο έργο του μια στάση «περισσότερο ή λιγότερο κριτική, αναιρετική ή και αιρετική, αντιρρητική, ανατρεπτική, πολεμι κή, μαχητική ακόμα κι επαναστατική».18 Ο Βασίλης Λάσκος αντάρτης, θαλασσόλυκος, μα και γλεντζές, ηδονιστής που αγάπησε και πιο πολύ αγαπήθηκε, πραγματοποίησε τελικά το με γάλο κι υποσυνείδητο όνειρο της ζωής του, να πεθάνει πολεμώντας. 9.
Σημειώσεις 1. Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου «Το μυθιστόρημα και ειδικότερα το ιστορικό μυθιστόρημα», Βασική Βιβλιοθήκη, τ. 17, Ζαχαρόπουλος, σελ. ζ' 2. Οι Charles V. Langlois και Charles Seignobos στο «Introduction aux etudes historiques» που συνοδεύτηκε από τα κριτικά σχόλια του Ferdinand Lot στο «Le Moyen age» (1898) τόνισαν ότι Ιστορία δεν είναι επιστήμη της παρατή ρησης, αλλά επιστήμη που διδάσκει πώς να αντλεί κανείς από αποσπασματικές, αρχειακές και αφηγηματικές πηγές μερικές τεκμηριωμένες πληροφορίες για το τί ακριβώς 3. 4. 5. 6. 7. 8.
Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου, ώς ανωτ. σελ. θ'. Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου, ως ανωτ. σελ. ιστ'. Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου, ως ανωτ. σελ. λα'. Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου, ως σελ. λβ’. Δημ. Τσάκωνα «Η γενιά του 30», Κάκτος, 1989, σελ. 58 Ι.Μ. Χατζηφώτης «Κριτικά φύλλα», Αθήνα, 1971, τ. Α', τεύχ. 1
Ι.Μ. Χατζηφώτης «Των οικιών ημών εμπιπραμένων» στα Φιλολογικά χρονικά, Αθήνα, 1944 τ. Α', τευχ. 5 σσ 278-279 10. Μ. Αναγνωστάκη, Βιβλιοκρισία στην «Κριτική», Θεσσα λονίκη, 1960, τευχ. 9, σελ. 103-107 και Τάσου Βουρνά «Το ’21 και η πεζογραφία μας» στα «Ελεύθερα Γράμματα», Α θήνα 1948, Μάρτης, σελ. 25. 11. «Ο πολιτικός Καραγάτσης και η πανανθρώπινη παλίρ ροια» άρθρο Παν. Φωτέα στο τετράδιο της Ευθύνης «Επα νεκτίμηση του Μ. Καραγάτση», σελ. 98 12. Άρθρο μου στο αφιέρωμα του περιοδ. «Διαβάζω», τ. 258, «Η αντινομία του ήθους στον Μ. Καραγάτση». 13. Μ. Καραγάτση «Βασίλης Λάσκος», εκδόσεις Εστίας, σελ. 79 14. Μ. Καραγάτση «Βασίλης Λάσκος», εκδόσεις Εστίας, σελ. 128-129 15. Μ. Καραγάτση «Βασίλης Λάσκος», εκδόσεις Εστίας, σελ. 137 16. Νίκου Τουτουντζάκη «Ο Καραγάτσης», Ιωνία, Αθήνα, 1978, σελ. 232 17. Γ. Νεγρεπόντη, στο περιοδ > «Γραφή», τ. 12, σελ. 447. 18. Γ. Νεγρεπόντη, στο περιουικό «Γραφή», τ. 12, σελ. 447.
44/αφιερωμα
Δημήτρης Κόκορης
Πριγκιπέσσα Ιζαμπώ: Η θεματική παρέκβαση του ___ 'Αγγέλου Τε ρζά κη;___
Ο Ά γγελος Τερζάκης σχετικά ενωρίς1 θεωρήθηκε βασικός Εκπρόσωπος του μυθιστορήματος της γενιάς του ’30, δηλαδή μιας πεζογραφίας που αναπλάθει το κλίμα, τις αναζητήσεις, τις ιδεολογικές κατευθύνσεις και τις κοινωνι κές ζυμώσεις της μεσοπολεμικής και της μεταπολεμικής Ελλάδας. Τερζάκης, βέβαια, ως συγγραφέας διακρίνεται και για τη φιλοσοφική του διάθεση, αλλά και για την ψυχολογική προσέγγιση των η ρώων του. Μπολιάζει έτσι και με αξιόλογα προ σωπικά στοιχεία τον ρεαλισμό, που διέκρινε γε νικά τους πεζογράφους της γενιάς του.2 Αφετηρία της λογοτεχνικής διαδρομής του εί
Ο
ναι οι «Δεσμώτες» (1932) και ακολουθεί η «Μενεξεδένια πολιτεία».3 Και τα δυο αυτά μυθιστορή ματα έχουν επαφή με το κοινωνικό «γίγνεσθαι» της εποχής. Οι ήρωες είναι μεσόκοποι μικροα στοί με «παραδοσιακή» ιδεολογία και νέοι, οι ο ποίοι, ιδίως στους «Δεσμώτες», νιώθουν απογοη τευμένοι, παρακμασμένοι, όντας ανίκανοι να
αφιερωμα/45 δραστηριοποιηθούν και να αλλάξουν ριζικά τη ζωή τους. Σαφέστατα όμως, διακρίνουμε μια δια φορά μεταξύ των δυο μυθιστορημάτων: Το πρώ το αναδύει εξ ολοκλήρου απογοήτευση, δυστυ χία, πικρία, ενώ το δεύτερο τελειώνει αίσια και ελπιδοφόρα. Έκδηλη είναι πάντως η σχέση των δυο μυθιστορημάτων με κοινωνικές καταστά σεις, που εγγίζουν τους αναγνώστες του Τερζάκη, αλλά και μπορούν άμεσα να ελεγχθούν από αυτούς. Η «Πριγκιπέσσα Ιζαμπώ» δημοσιεύεται σε συ νέχειες στην εφημερίδα «Καθημερινή» το 1938.* 1234 Μυθιστόρημα ογκώδες, που αναπτύσσεται σε με σαιωνικό πλαίσιο και διαπλέκει στα όριά του ιπ πότες, γενναίους πολεμιστές, πριγκίπισσες, ευγε νικά αρχοντόπουλα που έχουν ξεπέσει, σκλη ρούς Φράγκους ηγεμόνες, ραδιουργίες, δυνατές ερωτικές ιστορίες, πειρατές και άφθονες μάχες. Από την «Πριγκιπέσσα Ιζαμπώ» λείπει η μελετη μένη διάρθρωση της «Μενεξεδένιας πολιτείας»· οι πλατειασμοί και οι λεπτομερείς - όχι, όμως, πάντα ουσιώδεις - περιγραφές αφθονούν. Αποτολμώντας μια σύντομη παρέκβαση, ας σημειώσουμε ότι τα πεζογραφήματα του Τερζάκη, που ακολούθησαν την «Πριγκιπέσσα Ιζαμπώ» - «Η παρακμή των Σκληρών» (1943), «Η στοργή» (1944), «Δίχως Θεό» (1951) - επανέρ χονται σε θεματολογία σχετική με την τότε κοι νωνική πραγματικότητα, στοιχείο που διέκρινε τον συγγραφέα και στο ξεκίνημά του. Παρατηρώντας τις χρονολογίες δημοσίευσης, εύκολα διαπιστώνουμε ότι η «Πριγκιπέσσα Ιζαμπώ» γράφτηκε και δημοσιεύτηκε στην περίοδο της μεταξικής δικτατορίας. Ή ταν όμως η δικτα τορία και τα αυτονόητα παρεπόμενά της (λογο κρισία, πειθαναγκασμός λογοτεχνών για ενα σχόληση με συγκεκριμένα θάματα) ο μοναδικός λόγος που έστρεψε τον Τερζάκη στη δημιουργία ενός ιστορικού μυθιστορήματος, που τόνιζε τη γενναιότητα των προγόνων, το ένδοξο μεγαλείο του παρελθόντος και ουσιαστικά διακρινόταν α Ση μειώσεις 1. Σε άρθρο του, που δημοσιεύεται το 1933, δηλώνει εμφατικά: «Το μυθιστόρημα ανήκει κατ’ εξοχήν στην εποχή μας» (Το νεοελληνικό μυθιστόρημα, περιοδικό Ιδέα, Α ', 1933, σελ. 245). 2. Ο Mario Vitti σημειώνει για τον Τερζάκη: «Όσο για την α φηγηματική τέχνη, ένα αίσθημα περιπέτειας που ξεφεύγει α πό τον πραγματικό ρεαλιασμό ,και αφήνει ελεύθερο τον ψυ χισμό» (Η γενιά του τριάντα. Ιδεολογία και μορφή, Αθήνα, Ερμής, 51989, σελ. 299). 3. Πρώτη δημοσίευση το 1936 στο περιοδικό «Τα Νέα Γράμμα τα», σε συνέχειες. Σε τόμο εκδίδεται το 1937. 4. Σε τόμο εκδίδεται το 1945. 5. Vitti, ό.π. σελ. 306. 6. Οι δυο άλλοι σημαντικοί λόγοι ήταν: α) Η τάση για αναζήτηση της ελληνικότητας, που ωθούσε τους λογοτέχνες στην ενασχόληση με κάθε μορφή του πα ρελθόντος (βλ. Τζιόβας Δημήτρης, Οι μεταμορφώσεις του ε-
πό έντονο εθνικισμό; Η δικτατορία ήταν μια αιτία, όχι όμως η μονα δική. Ας θυμηθούμε ότι το πρώτο μυθιστόρημα του Τερζάκη είναι πλημμυρισμένο από ηττοπά θεια και απογοήτευση. Το ελπιδοφόρο τέλος του δεύτερου μυθιστορήματος αποτελεί άνοιγμα μιας πιο αίσιας προοπτικής. Η «Πριγκιπέσσα Ιζαμπώ» είναι η άλλη όψη του νομίσματος της αί σιας προοπτικής, που βρίσκεται όχι με την ψηλά φηση του περίπλοκου παρόντος, αλλά με την κα ταβύθιση στο λαμπρό παρελθόν της φυλής. Ο Mario Vitti συμπεραίνει: «Ο ένας τρόπος από δρασης ήταν να μην εγκαταλείψει ο Τερζάκης το μικροαστικό υπόγειο, αλλά να δώσει τρόπο να δραπετέψουν από αυτό οι νέοι άνθρωποι που έ χουν εσωτερική υγεία και αυθόρμητη πίστη (’Ή μενεξεδένια πολιτεία”...). Ο άλλος τρόπος ήταν η προσφυγή στο θρυλικό και μακρινό παρελθόν ("Η Πριγκιπέσσα Ιζαμπώ”)».5 Η μεταξική δικτατορία, πάντως, ήταν ένας α πό τους λόγους,6 για τους οποίους σημαντικοί Έλληνες πεζογράφοι στράφηκαν σε θεματολογία κοινωνικά και πολιτικά ανώδυνη, παρ’ όλο που στο προγενέστερο έργο τους δεν προοιωνιζόταν κάτι τέτοιο. Για παράδειγμα, ο Στρατής Μυριβήλης γράφει το «Ο Βασίλης ο Αρβανίτης». 7 Ο Παντελής Πρεβελάκης δημοσιεύει «Το χρονικό μιας πολιτείας» (1937) και το «Ο θάνατος του Μέδικου» (1939). Το «Δαιμόνιο» του Γιώργου Θεοτοκά δημοσιοποιείται το 1938, και το ίδιο έτος βλέπει το φως της δημοσιότητας η νεοτερική τεχνοτροπικά «Eroica»Hτου Κοσμά Πολίτη. Πολ λά, λοιπόν, από τα έργα των Ελλήνων πεζογράφων αυτής της περιόδου - ανεξάρτητα από την καλλιτεχνική επιτυχία τους - έχουν θέματα, τα οποία αντλούνται από το παρελθόν σε όλες του τις εκφάνσεις (λαϊκή παράδοση, ιστορία, εθνικοί αγώνες, εφηβεία) και δεν σχετίζονται άμεσα με το τότε παρόν. Σ’ αυτή την τάση μπορεί να ε νταχθεί και η «Πριγκιπέσσα Ιζαμπώ» του 'Αγγέ λου Τερζάκη. θνισμού και το ιδεολόγημα της ελληνικότητας στο μεσοπό λεμο, Αθήνα, Οδυσσέας, 1989). β) Το σφάλμα πολλών «αστών» διανοουμένων να πιστεύουν πως η «πνευματική ζωή» πρέπει να βιώνεται αποκαθαρμένη από πολιτικά στοιχεία (βλ., για παράδειγμα, Τσάτσος Κων/νος, «Η θέση της ιδεοκρατίας στον κοινωνικό αγώ να». Ιδέα, Α', 1933, σ.σ. 361-366). Ηταν και αυτός ένας παράγων, που οδήγησε σε θέματα που δε σχετίζονταν με το τότε κοινωνικό «γίγνεσθαι». 7. Πρώτη δημοσίευση στην εφημερίδα «Η πρωία» το 1934. Το αφήγημα, περαιτέρω επεξεργασμένο και προικισμένο με πε ρισσότερα λαϊκά στοιχεία, δημοσιεύεται στο «Γαλάζιο βι βλίο» το 1939. 8. Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό «Τα Νέα Γράμματα» σε εννέα συνέχειες. Ας διευκρινιστεί ότι ο Τερζάκης, στα όρια του παρόντος ση μειώματος, ενδιαφέρει ως μυθιστοριογράφος και όχι ως συγ γραφέας θεατρικών έργων και δοκιμίων.
46/αφιερωμα
Δημήτρης Μαρωνίτης
Ρέας Γαλανάκη: Ο βίος τον Ισμαήλ Φερίκ Πασά Spina Nel Cuore
Σημειώσεις
Το βιβλίο της Ρέας Γαλανάκη δεν χρειάζεται σύσταση. Είναι ήδη γνωστότο αποδέχθηκαν πολύ ευνοϊκά ή και με ενθουσιασμό κοινό και κριτική. Σύστα ση χρειάζονται καλά βιβλία που παραμένουν ή κινδυνεύουν να παραμείνουν απαρατήρητα και ασχολίαστα. στόσο το πρώτο σχόλιο που θα όφειλε να κάνει κάποιος κριτικός για το μυθιστόρημα της Ρέας Γαλανάκη αφορά στις σχέσεις βιβλίου, αναγνώστη και διαμεσολαβητών. Συχνά οι σχέ σεις αυτές δεν είναι αρμονικές: οι αντιδράσεις, θετικές ή αρνητικές, αναγνώστη και διαμεσολα βητών αφίστανται. Και το κρίσιμο ερώτημα εί ναι: γιατί και πώς. Ίσω ς χρειάζεται να πω ποιους κατατάσσω στην κατηγορία των διαμεσολαβη τών: τον εκδότη, τον βιβλιοπώλη, τους δημοσιο γράφους και βέβαια τους κριτικούς του ημερή σιου και περιοδικού τύπου- τέλος, τους εκπρο σώπους της πανεπιστημιακής κοινότητας που α σχολούνται με τις τέχνες και τα γράμματα. Στο εσωτερικό αυτής της δέσμης διαμεσολαβητών υ πάρχουν βέβαια ουσιώδεις διαφορές, όλοι μαζί
Ω
εντούτοις ποδηγετούν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, το γούστο του αναγνώστη: το καλλιερ γούν ή το υπονομεύουν- το ενισχύουν ή το στρε βλώνουν- κάποτε και το εκμηδενίζουν. Στην πε ρίπτωση ωστόσο του μυθιστορήματος της Ρέας Γαλανάκη οι κάθε λογής διαμεσολαβητές έπαι ξαν ικανοποιητικά το ρόλο τους. Εντούτοις ενόψει αυτών των διαμεσολαβητών και του διαμεσολαβητικού ρόλου, θα άξιζε πι στεύω τον κόπο να επιχειρηθεί τώρα ένα μικρό τεστ στους πραγματικούς αναγνώστες του βι βλίου της Ρέας Γαλανάκη για να διαπιστωθούν: α) οι άμεσες αντιδράσεις τους, εκφρασμένες όχι μόνον με δείχτη την αγορά του βιβλίου- β) η όρε ξή τους να στηρίξουν την κρίση τους με κάποια επιχειρήματα.
αφιερωμα/47 Παρά ταύτα, μια και αναδέχθηκα τον ρόλο του εισηγητή, θα πρέπει να συντάξω και να εκφράσω δικές μου αντιδράσεις απέναντι στο μυθιστόρη μα της Ρέας Γαλανάκη, αντιδράσεις όμως που δεν θα είναι εντελώς αυθόρμητες· αφού εξαρτώνται, ενμέρει τουλάχιστον, από την ιδιότητά μου ως φιλολόγου. Παίζοντας, λοιπόν, αυτόν τον κά πως εντεταλμένο και άχαρο ρόλο, προτείνω να ε
κτιμήσουμε τον Βίο του Ισμαήλ Φερίκ Πασά με τρία κυρίως μέτρα: την τυπολογία του, την αφη γηματική του τέχνη και, τέλος, την ιδεολογική του ταυτότητα. Θα εξηγήσω αμέσως τι εννοώ. II
νδιαφέρει ίσως, πριν απ’ όλα, να χαρακτηρί σουμε τυπολογικά τον Βίο του Ισμαήλ Φερίκ Πασά, να απαντήσουμε δηλαδή στο εξής ερώτη μα: σε ποιον τύπο μυθιστορήματος ανήκει. Η τυ πολογική αυτή ένταξη δεν γίνεται μόνον για λό γους γραμματολογικής ταξινόμησης, αλλά κυ ρίως επειδή έτσι μόνον μπορεί να εκτιμηθεί η ό ποια πρωτοτυπία του συγκεκριμένου μυθιστορή ματος. Γιατί, όσο και να φαίνεται περίεργο, στη λογοτεχνία (και στις τέχνες γενικότερα) η πρω τοτυπία ελέγχεται μέσα στην κοινοτυπία και μέ σω της κοινοτυπίας. Στον βαθμό, λοιπόν, που θα μέναμε προσηλω μένοι σε μια παραδοσιακή και ασφαλώς σχημα τοποιημένη τυπολογική διάκριση, που μοιράζει τα μυθιστορήματα σε ιστορικά και σε πλασματι κά (ή φανταστικά), θα είμασταν μάλλον υποχρε ωμένοι να θεωρήσουμε ότι ο Βίος του Ισμαήλ Φε ρίκ Πασά ανήκει στον τύπο του ιστορικού μυθι στορήματος· αφού τόσο ο θεματικός πυρήνας του βιβλίου παραπέμπει σαφώς στην Κρητική Ε πανάσταση του 1866-68, όσο και οι βασικοί ήρωες (ο Ισμαήλ, ο Ιμπραήμ και όχι μόνον) αποτε λούν μυθιστορημένα είδωλα ιστορικών προσώπων.
Ε
Κι ωστόσο το χρέος του φιλολόγου δεν σταμα τά εδώ. Γιατί καθώς η ιστορία του ιστορικού μυ θιστορήματος είναι μακρά στα ελληνικά, ελληνι στικά, μεσαιωνικά και νεοελληνικά γράμματα (αν για λόγους οικονομίας χρόνου αγνοήσουμε τα ξένα πρότυπα), περιέχει στο εσωτερικό της ά φθονες και μεταξύ τους διακρινόμενες κατηγο ρίες. Ας τις ονομάσουμε «μήτρες». Οπότε το ε ρώτημά μας εξειδικεύεται και η απάντηση γίνε ται δυσκολότερη: σε ποιου είδους «μήτρα» ιστο ρικού μυθιστορήματος ανάγεται ο Βίος του Ι σμαήλ Φερίκ Πασά-, Σίγουρα όχι σ’ εκείνην που παρήγαγε το νεοελ ληνικό ιστορικό μυθιστόρημα του περασμένου αιώνα· μήτε και στην άλλη από όπου βγήκαν μεσοπολεμικά και μεταπολεμικά μυθιστορήματα, που έγιναν γνωστά και διαβάστηκαν πολύ (η Πριγκιπέσσα Ιζαμπώ λ.χ. του Τερζάκη ή Οι Πανθέοι του Τάσου Αθανασιάδη - για να μείνω μό νον σε δύο παραδείγματα)· αλλά ούτε και στη σαφώς πιο μοντέρνα μήτρα που μας έδωσε πρό σφατα τη Μεγάλη Πολιτεία του Νίκου Μπακόλα. Κι ωστόσο κάποια μητρική ρίζα θα αναγνώριζε κάποιος ανάμεσα στην Ιστορία του Γιατρομανωλάκη και στον Βίο του Ισμαήλ Φερίκ Πασά συγγένεια η οποία δεν θα πρέπει να θεωρηθεί τυχαία. Δεν πρόκειται να επιμείνω στον τυπολογικό αυτό χάρτη, που ενδέχεται να αποδειχθεί και πραγματικός λαβύρινθος. Θα συνεχίσω, λοιπόν, με άλλης τάξεως κριτήρια κι επιχειρήματα, προκειμένου να εντοπιστεί η ιδιάζουσα ιστορική κα ταγωγή και φύση του βιβλίου της Ρέας Γα λανάκη. Καταρχήν να πω ότι η προσκόλληση ή η απο κόλληση ενός μυθιστορήματος από την ιστορία εξαρτάται από κάποιες κρίσιμες επιλογές. Θα α ναφέρω τις π ροχειρότερες: Πόσο πίσω ανατρέχει ένα ιστορικό μυθιστόρη μα; στην αρχαιότητα, στον Μεσαίωνα, στον προ επαναστατικό, στον μεταεπαναστατικό μας βίο; στις αρχές ή στα μέσα του αιώνα μας; φτάνοντας
48/αφιερωμα ως το χθες; Αυτή η «απόσταση» παίζει κάποτε βασικό ρόλο για τον χαρακτήρα και την ταυτό τητα ενός ιστορικού μυθιστορήματος, στον βαθ μό που παραλλάσσει την επαφή του αφηγητή και του αναγνώστη με το ιστορικό του υλικό. Στην περίπτωση πάντως της Ρέας Γαλανάκη και του Βίου του Ισμαήλ Φερίκ Πασά μπορούμε να ισχυ ριστούμε ότι η κρίσιμη απόσταση είναι μέση: ού τε πολύ κοντινή ούτε όμως και πολύ μακρινή. Το σημαντικότερο ωστόσο στη συγκεκριμένη περίπτωση βρίσκεται στη σύσταση της μυθιστο ρηματικής ανθρωπογεωγραφίας. Στο βιβλίο της Ρέας Γαλανάκη ο ανθρωπογεωγραφικός άξονας είναι διπλός: η Κρήτη και η γλώσσα της αφενός· η Κάτω Αίγυπτος και η δική της γλώσσα αφετέ ρου. Η οικειότητα της πεζογράφου με τον πρώτο ανθρωπογεωγραφικό κύκλο αποδείχνεται άμεση· η σχέση της με τον δεύτερο είναι μάλλον μείγμα αυτοψίας και φαντασίας. Σ’ αυτό λοιπόν το κρί σιμο μεταίχμιο φαίνεται να ισορροπεί η Ρέα Γαλανάκη στο νέο της βιβλίο - και σε τούτο το ση μείο η πρόοδός της από τα Τρία ομόκεντρα Διη γήματα, προπάντων από το πρώτο, κατά τη γνώ μη μου και το καλύτερο, είναι προφανής. Πάντως αν συμφωνήσουμε ότι, όσο περισσεύει η φαντασία του αφηγητή στη μόρφωση της μυθι στορηματικής του ύλης, τόσο και η απόκλιση α πό το ιστορικό μυθιστόρημα γίνεται μεγαλύτερη, διαπιστώνουμε ότι στο βιβλίο της Γαλανάκη γνώση (καλύτερα: αυτογνωσία) και φαντασία ι σοφαρίζουν - θυμίζω ότι η Ρέα Γαλανάκη κατά γεται από την Κρήτη: έζησε εκεί τα παιδικά και τα γυμνασιακά της χρόνια. Υπάρχουν ιστορικά μυθιστορήματα που, πα ρακολουθώντας τις εντολές της παραδοσιακής ι στοριογραφίας, κινούνται σε μεγάλη έκταση μάλλον οριζοντίως: συνδέουν γεγονότα και πρό σωπα μεταβάλλοντάς τα σε ιστορικά δρώμενα και ιστορικούς δρώντες· συσχετίζουν δηλαδή ι στορικές μορφές - επώνυμες ή ανώνυμες - και τις καθιστούν μυθιστορηματικά είδωλα. Το σύνηθες προϊόν μιας τέτοιας εκτατικής μεθόδου εί ναι αυτό που ονομάζεται: μυθιστορηματική τοι χογραφία. Στο βιβλίο της Ρέας Γαλανάκη ο μυθιστορημα τικός χρόνος είναι μάλλον περιορισμένος. Θα τον έλεγα βιολογικό, στον βαθμό που συμπίπτει με τον βίο του μυθιστορηματικού ήρωα· αντιστοίχως ευσύνοπτος είναι και ο μυθιστορηματικός χώρος, ο οποίος ορίζεται από δύο πόλους: τη γε νέτειρα γη και τον τόπο της εξορίας. Με το διπλό αυτό κριτήριο ο Βίος του Ισμαήλ Φερίκ Πασά παίρνει τις αποστάσεις του τόσο α πό την ιστοριογραφική διήγηση όσο και από τα παραδοσιακά ιστορικά μυθιστορήματα. Το κυριότερο όμως διακριτικό σημείο στο κρίσιμο αυ τό κεφάλαιο αναγνωρίζεται αλλού: μίλησα για ο ριζόντια κίνηση και σύνταξη πολλαπλών γεγονό
των και μορφών που χαρακτηρίζουν τις ιστορι κού τύπου τοιχογραφίες· ωστόσο η μέθοδος της Ρέας Γαλανάκη στο δικό της μυθιστόρημα είναι, για να το πω έτσι, κάθετη - θα την ονόμαζα ανασκαφική, γενικότερα αρχαιολογική. Η μέθοδος αυτή ασκήθηκε ήδη με επιτυχία στο πρώτο από τα Τρία ομόκεντρα διηγήματα· Τώρα προάγεται και θριαμβεύει. Από την ανασκαφική πάντως αυτή επιμονή προκύπτουν αρχαιολογικά ευρήματα που διαφέ ρουν πραγματολογικά και μορφικά από τα ευρή ματα της ιστορικής τοιχογραφίας: ανασύρονται δηλαδή προπάντων σπαραγμένα σκεύη και συντριμμένα σώματα, τα οποία μάλιστα δεν ενδί δουν στον πειρασμό της εύκολης συμπλήρωσης. Έτσι η πραγματολογία και η ανθρωπολογία στο βιβλίο της Ρέας Γαλανάκη δίνουν την αίσθηση ε νός αρχαιολογικού τοπίου με σκαμμένους λάκ κους· αρχαιολογικό νεκροταφείο, όπου ξαφνικά σαλεύουν και μιλούν, πίνοντας αίμα, νεκροί με σακατεμένα μέλη, τοπία που βούλιαξαν πριν από χρόνια, καρποί ξεροί και φρυγανισμένοι, σπίτια και δρόμοι που ο χρόνος τα κατέλυσε. Από την άποψη αυτή δικαίως ο Μιχάλης Κοπιδάκης έ γραψε στο κριτικό σημείωμα για τον Βίο του Ι σμαήλ Φερίκ Πασά, ότι θα πρέπει να διαβαστεί αντικριστά με την οδυσσειακή «Νέκυια». Το κα λό είναι ότι η παραπομπή αυτή στον πάνω και στον κάτω κόσμο της Οδύσσειας πραγματο ποιείται στο βιβλίο της Ρέας Γαλανάκη με τρόπο εξαιρετικά διακριτικό. Τέλος στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα που συ ζητούμε, εύκολα αναγνωρίζεται μια κλίμακα, που μας ανεβάζει από την ιστορία στον μύθο και από τον μύθο στη μυθοποίηση. Δεν θα εξηγήσω τι ακριβώς σημαίνουν οι τρεις βαθμίδες της κλί μακας αυτής· το επιχείρησα αλλού σχολιάζοντας την ποιητική συλλογή της Τζένης Μαστοράκη: Μ ’ ένα στεφάνι φως [βλέπε σχετική διάλεξη.]. Θα προσθέσω μόνον σ’ εκείνες τις αναλυτικές παρατηρήσεις ένα υστερόγραφο, που ταιριάζει, νομίζω, καλά στη μυθολογική και μυθοποιητική τέχνη της Ρέας Γαλανάκη. Παραπέμπω λοιπόν στα ιστορικά ποιήματα του Καβάφη, όσα αφορμώνται από μια περιθωριακή μικρο-ιστορική πη γή, για να μετασχηματίσουν τα μισοσβησμένα ί χνη της σε ποιητικό μύθο. Ό σο ιστορικά λοιπόν είναι τα ποιήματα αυτής της κατηγορίας του Κα βάφη, άλλο τόσο ως ιστορικό μπορεί να εκτιμηθεί και το συζητούμενο μυθιστόρημα της Ρέας Γαλανάκη. Ό πω ς κι αν έχει το πράγμα, όποιος θα ήθελε με μια και μόνον φράση να επιγράψει τον μύθο που μυθοποιεί το βιβλίο της Γαλανάκη, θα μπορούσε να καταλήξει ίσως στην εξής επι γραφή: «Αναζήτηση και Νόστος του Ισμαήλ Φε ρίκ Πασά».
αφιερωμα/49 III αι προχωρώ σε κάποιρυς χαρακτήρες της α φηγηματικής τέχνης, που δένουν το μυθι στόρημα αυτό. Ήδη η μετάπλαση της ιστορίας σε μύθο και του μύθου σε μυθοποίηση σηματοδο τεί ένα καίριο χαρακτηριστικό της αφηγηματι κής άσκησης που επιχειρεί με το βιβλίο της αυτό η Ρέα Γαλανάκη. Θα επιμείνω τώρα σε κάποια, περισσότερο έκτυπα, σήματα της διηγητικής της τέχνης. Το ένα αφορά στον τρόπο που συνείρονται τα μυθιστορηματικά δρώμενα στον άξονα του αφη γηματικού χρόνου. Με δεδομένο ότι στην ιστορι κή διατριβή η σύνταξη της ιστορικής ύλης ακο λουθεί κατά κανόνα τη χρονογραφική τάξη (ό,τι προηγήθηκε προτάσσεται, ό,τι έπεται ακολου θεί), μπορούμε να διακρίνουμε τα ιστορικά μυθι στορήματα (παλιά, μέσα και νεότερα) σε δυο βα σικές κατηγορίες: σ’ εκείνα που συντάσσουν τον μύθο τους στον άξονα της χρονολογικής ακολου θίας (κορυφαίο παράδειγμα: η Ιλιάδα) και σε όσα την ανατρέπουν με τη μέθοδο της παλινδρόμη σης (πρότυπο: η Οδύσσεια). Στο μυθιστόρημα της Ρέας Γαλανάκη δεν α σκείται ούτε η πρώτη ούτε η δεύτερη συντακτική μέθοδος. Φαινομενικά η ύλη διατάσσεται με χρο νολογική συνέπεια και συνέχεια - αλλά μόνον φαινομενικά. Γιατί στην πραγματικότητα ολό κληρο το βιβλίο είναι γραμμένο από τη σκοπιά του τέλους του. Ο αφηγητής, γνωρίζοντας από την αρχή την α πόληξη του μύθου, επιχρωματίζει, ήδη από την πρώτη φράση του μυθιστορήματος, τη διήγησή του με αυτήν την πρόγνωση του τέλους. Επομέ νως: αν η αναδρομική μέθοδος, ως συντακτικός τρόπος, δεν προβάλλεται στην επιφάνεια της α φήγησης, λανθάνει στο υπέδαφος της. Και κάτι ακόμη: η τακτική της οπισθοδρόμησης ή και της προδρομικής προβολής, ενώ δεν επηρεάζει τα μεγάλα κεφάλαια της διήγησης, αναγνωρίζεται στα μέρη, στα μερίδια και στα μόριά της. Αληθινά θα άξιζε τον κόπο να ιχνογραφηθεί συστηματικά αυτό το σύνθετο πλέγμα του αφη γηματικού χρόνου, το σταυρωτό δίχτυ, μέσα στο οποίο σπαρταρά η διήγηση της Ρέας Γαλανάκη. Εγώ απλώς υπαινίχθηκα την ύφανσή του- και υ ποσημειώνω τώρα ότι μία από τις μεστότερες α ρετές του μυθιστορήματος βρίσκεται ακριβώς στον τρόπο που χειρίζεται η συγγραφέας τον α φηγηματικό χρόνο. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τον χειρισμό του αφηγηματικού χώρου - αλ λά στο θέμα αυτό δεν θα επιμείνω. Προχωρώ, λοιπόν, σε μιαν άλλη, εξίσου κρίσιμη κατά τη γνώμη μου, ρίζα της αφηγηματικής τεχνικής, ό που ριζώνει καλά το μυθιστόρημα αυτό της Ρέας Γαλανάκη. Η μυθιστορηματική παράδοση έχει κληροδο
Κ
ΠΑΥ ΛΟ Υ ΚΑΛΛΙΓΑ
ΘΑΝΟΣ ΒΛΕΚΑΣ Μ Υ Θ ΙΣ Τ Ο Ρ ΙΑ
Γ. Τ ΪΟ Κ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ
ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ “ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΔΑΚΗΣ,, ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
1923 τήσει ήδη τρεις διακεκριμένους τρόπους με τους οποίους ο αφηγητής επεμβαίνει στην άρθρωση της διήγησής του: ο ένας είναι άμεσος (αναλαμ βάνει ο ίδιος όλο το βάρος του διηγητικού ρόλου και σε τριπρόσωπη συνεχή διήγηση αφηγείται δρώμενα, περιγράφει το πλαίσιό τους και εγγρά φει, σε πλάγιο πάντα τρόπο, τους διαλόγους και τους μονολόγους των μυθιστορηματικών προσώ πων - αυτή λ.χ. είναι η μέθοδος του Γιατρομανωλάκη στη γνωστή Ιστορία του)· ο άλλος τρό πος παίρνει την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση (κάποιο μυθιστορηματικό πρόσωπο - συνήθως: ο πρωταγωνιστής - διεκπεραιώνει το σύνολο της διήγησης σε λόγο πρωτοπρόσωπο, εν είδει αυτοβιογραφίας ή και ημερολογίου - οι μεγάλοι «Απόλογοι» της Οδύσσειας ακολουθούν αυτόν τον τρόπο)· τέλος η μυθιστορηματική διήγηση κάποτε καταφεύγει στο σχήμα της επιστολογρα φίας (το σύνολο της αφήγησης μοιράζεται σε δύο πρόσωπα που αλληλογραφούν μεταξύ τους). Στο μυθιστόρημα της Ρέας Γαλανάκη οι τρεις αυτοί διακεκριμένοι τρόποι της αρθρωμένης α φήγησης συμβάλλονται- ο ένας κατά κάποιον τρόπο διαδέχεται τον άλλο: στο πρώτο μέρος ο καθολικός τρόπος της διήγησης ανατίθεται στον παντογνώστη αφηγητή - μέσα από το δικό του μάτι κοιτάζουμε τα πάντα· κάπου στη μέση του μυθιστορήματος εισβάλλει η μέθοδος της επιστο λογραφίας - τα δυο αδέλφια (ας πούμε ο εξωμό της στην Αίγυπτο και ο συνωμότης στην Αθήνα) αλληλογραφούν για πρώτη φορά ύστερα από τον παιδικό τους χωρισμό και αναγνωρίζονται αμοι-
50/αφιερωμα βαίως, για να μη συναντηθούν ωστόσο ποτέ πρόκειται ίσως για το κορυφαίο μέρος του μυθι στορήματος· τέλος η εκστρατεία του Ισμαήλ στην Κρήτη, ο νόστος του ήρωα, προσφέρεται σε πρωτοπρόσωπη, ημερολογιακή μορφή - αφηγη ματικός ελιγμός πράγματι απροσδόκητος, και θα έλεγα απερίφραστα: ιδιοφυής. Κλείνοντας το σύντομο αναγκαστικά κεφά λαιο για την αφηγηματική τεχνική του βιβλίου, θα ήθελα, με επιγραφικό έστω τρόπο, να σημειώ νω ότι και η γραφή του είναι μεικτή· αφαιρετική και ποιητική, όταν διηγείται ο αφηγητής· δραμα τική, όταν και όπου αλληλογραφούν τα δύο α δέλφια· πεζογραφικότερη, όταν η διήγηση παραδίδεται στον Ισμαήλ. Γιατί το μυθιστόρημα αυτό της Ρέας Γαλανάκη - όπως εξάλλου και τα Τρία ομόκεντρα Διηγήματα - αρνείται να στεγανο ποιήσει και να απομονώσει τη γλώσσα της ποίη σης από την πεζογραφική γλώσσα. Εδώ εξάλλου ανιχνεύεται και η γλωσσική του ιδιοτυπία, η ο ποία σπανίως αστοχεί - με την εξαίρεση ίσως των πρώτων σελίδων του βιβλίου, όπου η ποιητι κή αφαίρση και η προσφυγή σ’ ένα είδος γλωσσι κού μπαρόκ δημιουργούν στον αναγνώστη κά ποιαν αμηχανία. IV
ένει να πω λίγα πράγματα και για την ιδεο λογική ταυτότητα του μυθιστορήματος. Να θυμίσω πρώτα μια διαδεδομένη προκατάλη ψη, που δεν είναι ωστόσο και ολότελα αβάσιμη: με αφορμή κυρίως το μεταεπαναστατικό μυθι στόρημα του περασμένου αιώνα, ο πεζογραφικός αυτός τύπος κατηγορήθηκε για φυγόκεντρη και φυγόδικη διάθεση του συγγραφέα από την οδυνη ρή πραγματικότητα: του παρόντος ή του άμεσου παρελθόντος. Σε αντίθεση δηλαδή προς το νατουραλιστικό μυθιστόρημα, οι πατέρες του ιστο ρικού μυθιστορήματος θεωρήθηκαν χοντρικά: αντικοινωνικοί και απολιτικοί. Ανάλογες ενστά σεις διατυπώθηκαν και για το μεσοπολεμικό ι στορικό μυθιστόρημα του αιώνα μας: λ.χ. την Πριγκιπέσσα Ιζαμπώ του Τερζάκη, που η συγ γραφή της συμπίπτει με τα χρόνια της μεταξικής δικτατορίας. Σήμερα η προκατάληψη αυτή έχει ασφαλώς υ ποχωρήσει, αλλά δεν μηδενίστηκε. Και από την άποψη αυτή ο Βίος τον Ισμαήλ Φερίκ Πασά θα μπορούσε να εξαναγκαστεί σε ένα είδος απολο γίας. Ό μω ς μόνον μια απόλυτα σχηματική, και ασφαλώς χοντροκομμένη, χρήση αυτού του μέ τρου, είναι δυνατόν να προσβάλει το υπό συζήτη ση βιβλίο. Γιατί το μυθιστόρημα της Ρέας Γαλανάκη, με τρόπο έστω έμμεσο αλλά λογοτεχνικά δραστικό, θίγει καίρια προβλήματα - κοινωνικά και πολι
Μ
τικά - της νεοελληνικής ιστορίας, επικεντρωμέ να στο δραματικό νησί της Κρήτης, όπου για τέσ σερεις αιώνες διασταυρώθηκαν οι Βενετσιάνοι, οι Μωαμεθανοί και οι Έλληνες· και όπου συγκρούστηκαν τα συμφέροντα του τόπου και οι ίντρι γκες των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων. Βε βαίως οι αναφορές στον κοινωνικό αυτόν και πο λιτικό περίγυρο γίνονται, και ευτυχώς, με μεγάλη διακριτικότητα: κατά κανόνα μετασχηματίζο νται, καθώς προβάλλονται και επιβάλλονται στον ανθρωπογεωγραφικό κόσμο του μυθιστορή ματος, ορίζοντας και τη δραματική του μοίρα. Με δυο λόγια: η κοινωνιογνωσΐα στο βιβλίο της Γαλανάκη μεταβάλλεται σε ανθρωπογνωσία, θα έλεγα μάλιστα σε μια ανθρωπογνωσία που είναι συγχρόνως συγκυριακή και αρχετυπική. Η δεύτερη πιθανή ιδεολογική προκατάληψη θα προερχόταν από την αντίθετη μεριά, αν κάποιος βιαζόταν να χαρακτηρίσει τον Βίο του Ισμαήλ Φερίκ Πασά πατριωτικό μυθιστόρημα ή και τοπικιστικά σοβινιστικό, καθώς επικεντρώνεται στις τύχες της Κρήτης στο δεύτερο μισό του περασμέ νου αιώνα. Να το συσχετίσει έστω, αν όχι με τον Π απαφλέσια του Σπύρου Μελά, πάντως με τον Καπετάν Δ.ιχάλη του Νίκου Καζαντζάκη. Ό μω ς μιο τέτοια υπόθεση θα στηριζόταν σε κατάφωρη παρεξήγηση αυτού του μυθιστορήμα τος, που δοκιμάζει - και το κατορθώνει - ακό μη και στα πιο κρίσιμα σημεία του να ζυγίζει το διπλό δίκιο με αντικειμενικότητα και αμεροληψία. Το βιβλίο στην πραγματικότητα δεν μοιρά ζεται σε εχθρούς και φίλους - αυτήν εξάλλου τη μανιχαϊκή διαίρεση την αίρει εξ ορισμού η διπλή ταυτότητα του Ισμαήλ - η γενετική και η επί κτητη. Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται και η δραματι κή αιχμή αυτού του ήρωα που είναι, για να το πω έτσι: δίτοπος, διώνυμος και δίφυλος. Και τώρα μια τελευταία παρατήρηση που σπρώχνει πέρα τις κακόπιστες και τις καλόπι στες ακόμη προκαταλήψεις. Πιστεύω ότι το βα θύτερο ιδεολογικό ίχνος, που αναγνωρίζεται χα ραγμένο στον πάτο του μυθιστορήματος, είναι κι αυτό διπλό και δίδυμο: αφενός το θέμα του νό στου συνδέεται άρρηκτα με το θέμα του θανάτου· ο νόστος-θάνατος λοιπόν και ο θάνατος-νόστος, κατά το πρότυπο της ομηρικής Οδύσσειας, ορί ζει τον κρυφό ιδεολογικό άξονα της μυθοποίησης από την αρχή ως το τέλος του βιβλίου. Το άλλο ίχνος παραπέμπει σε μια τριπλή μήτρα όπου γε νέτειρα πατρίδα, γονική μητέρα και μητρική γλώσσα συμπίπτουν. Χώμα πατρίδας, σώμα μά νας, μνήμη γλώσσας· αυτά τα τρία στοιχεία καταποντίζονται στο υποσυνείδητο του Ισμαήλ, ό ταν διαπρέψει στην Αίγυπτο. Για να αναδυθούν από τον πάτο της συνείδησης οι τρεις αυτές κα ταβολές, που τελικά είναι μία, ο ήρωας πρέπει να επιστρέφει στη γενετική του μήτρα και να πεθάνει.
αφιερωμα/51
Σοφία Ντενίση
Βασική Βιβλιογραφία Ιστορικού Μυθιστορήματος
Ελληνική Κωνσταντίνος Ν. Ρόδος, Ο Στέφανος Ξένος και το ι στορικόν μυθιστόρημα, Εν Αθήναις 1917, σσ. 64. Ά γγ ελος Τερζάκης, «Το νεοελληνικό μυθιστόρημα», Ιδέα 1 (1933) 250 κ.εξ. Φάνης Μ ιχαλόπουλος, «Το ιστορικό μυθιστόρημα στην Ελλάδα. Στέφανος Ξένος: Η Ηρωίς της Επαναστάσεως», εφ. Έθνος, 30 Ιουνίου 1948. «Το ιστορικό μυθιστόρημα», Ελληνική Δημιουργία 138 (1953) 515-559. Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, Το ιστορικό μυθιστόρη μα,Αθήνα 1955, σσ. 341. Απόστολος Σαχίνης, Το ιστορικό μυθιστόρημα, Αθήνα 1957, σσ. 172. Α πόστολος Σαχίνης, Το νεοελληνικό μυθιστόρημα, Αθήνα 1958, σσ. 314. Μιχάλης Περάνθης, «Ιστορικό μυθιστόρημα», Ελληνι κή Πεζογραφία, Αθήνα 1966-68, σσ. 102-62. Mario Vitti, Ιδεολογική λειτουργία της ελληνικής ηθο γραφίας, Αθήνα 1974, σσ. 155. Ν όσος Βαγενός, «Οι αρχές της πεζογραφίας μας», Κα θημερινή, 28 Αυγούστου και 4 Σεπτεμβρίου 1988. Κάρολος Μητσάκης, Ο Άγγελος Βλάχος και το ιστορι κό μυθιστόρημα, Αθήνα 1988, σσ. 80. Κάρολος Μητσάκης, «Η ελληνική ιστορική αφηγημα τική πεζογραφία του ΙΘ' και Κ' αιώνα», Παρνασ σός 30 (1988) 288-300. Αναδημοσιεύεται στο βιβλίο του Κάρολου Μητσάκη Του κύκλου τα γυρίσματα, Αθήνα 1991, σσ. 107 24. Σοφία Ντενίση, «Για τις αρχές της πεζογραφίας μας», Πολίτης, τευχ. 109 (Νοέμβριος 1990), σσ. 55-63. Κάρολος Μητσάκης, «Θεματολόγιο της ελληνικής ι στορικής αφηγηματικής πεζογραφίας» (σσ. 125-30) και «Χρονολογικός πίνακας της ελληνικής ιστορι κής αφηγηματικής πεζογραφίας» (σσ. 131-36) Του κύκλου τα γυρίσματα, ο.π.
John Ο Hayden ed., Scott, The Critical Heritage, London: Routledge & Kegan Paul, 1970, σσ. 554. Πρόκειται για άρθρα γραμμένα μεταξύ 1805 και 1833. Louis Maigron, Le Roman historique a I ’Epoque romantique, Paris, Hachette, 1898, σσ. 442. Herbert Butterfield, The Historical Novel, Cambridge: at the University Press: 1924, σσ. 113. Georg Lukacs, The Historical Novel, transl. by Hannah and Stanley Mitchell, London, Merlin Press, 1962, σσ. 363. Πρώτη έκδοση στα ρωσικά 1936-7. Avrom Fleishman, The English Historical Novel, from Walter Scott to Virginia Woolf, Baltimore 1971, σσ. 262. James C. Simmons, The Novelist as Historian, Essays on the Victorian Historical Novel, The Hague-Paris, Mouton 1973, σσ. 66. Andrew Sanders, The Victorian Historical Novel 1840-1880; London, The Macmillan Press, 1978, σσ. 264. David Brown, Walter Scott and the Historical Imagination, London, Routledge and Kegan Paul, 1979, σσ. 239. Harry Shaw, The Forms o f Historical Fiction, Ithaca and London, Cornell University Press, 1983, σσ. 257. George Dekker, The American Historical Romance, Cambridge University Press, 1987, σσ. 376. Claudie Bernard, Le Chouan romanesque, Presses Universitaires de France, 1989, σσ. 324. John MacQueen, The Rise o f the Historical Novel, Edinburgh, Scottish Academic Press, 1989, σσ. 292.
ΣΎΓΧΡΟΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ για ΠΑΙΔΙΑ και πα ΝΕΟΥΣ • Τα στενά παπούτσια •Ό ταν ο ήλιος... • Οι νικητές • Κόκκινη κλωστή δεμένη... • Ο θησαυρός της Βαγίας • Το ψέμα • Τα γενέθλια • Τα Χέγια • Το παραράδιασμα • Κρίμα κι άδικο
• • • • • •
Για την άλλη πατρίδα Σπίτι για πέντε Ο μικρός αδελφός Στο τσιμεντένιο δάσος Λάθος, κύριε Νόιγκερ Τραγούδι για τρεις
• • • •
Παιχνίδι χωρίς κανόνες Πριν από το τέρμα Εμένα με νοιάζει Ο μικρός μπουρλοτιέρης
• • • •
Οι τελευταίοι ήρωες Το διπλό ταξίδι Το αίνιγμα της πέτρινης γενειάδας Το αυγό της έχιδνας
• Τα μαγικά μαξιλάρια
• Η περιπέτεια της Περιπέτειας
• Η γιαγιά μου η μάγισσα
• Ο κύριος των ελεφάντων
• Λόελλα, η κόρη του Μπαμπά Μπέρτα
• Ο Παρασκευάς ή η πρωτόγονη ζωή
• Ο πόλεμος της Αντιγόνης
•Ό λ γα
I_________Ζ Η Τ Η Σ Τ Ε Τ Α Β Ι Β Α ΙΑ ΣΕ Ο Λ Α Τ Α Β Ι Β Α ΙΟ Π Ω Α Ε Ι Α _________ | ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ: Σ. ΠΑΤΑΚΗΣ Α.Ε. ΕΜΜ. ΜΠΕΝΑΚΗ 16, 106 78 ΑΘΗΝΑ, ΤΗΛ. 3638362. FAX 3628950
mm ε
j t i
J o y n
γραφειοκρατία και εκπαίδευση TORSTEN HUSEN: Η αμφισβήτηση του σχολείου. Μια συγκριτική μελέτη για το σχολείο και το μέλλον του στις δυτικές κοινωνίες. Μετ. Παν. Σ. Χατζηπαντελή. Αθήνα. Π ρ ο τά σ ε ις , 1991. Σελ. 260.
Torsten Husen (1916-) δίδαξε στο πανεπιστήμιο του Lund Εκπαιδευτική Ψυχολογία από το 1953. Διετέλεσε πρόεδρος της «Διεθνούς Ένωσης Αξιολόγησης των Εκπαιδευτικών Αποτε λεσμάτων (Ι.Α.Ε.Ε.Α.), του «Ινστιτούτου Εκπαιδευτικού Σχεδιασμού» στο Παρίσι και από το 1986 της «Διεθνούς Ακαδημίας της Εκπαίδευσης». Είναι σύμβουλος στον Ο.Ο.Σ.Α. και στη Διεθνή Τράπεζα και υπήρξε μέλος πολλών ομάδων εργασίας της UNESCO. Είναι μέλος της Εθνικής Ακαδημίας Εκπαιδεύσεως των Η.Π.Α., της Βασιλικής Ακαδημίας Επιστημών της Σουηδίας, της Ακαδημίας της Φινλανδίας και της Αμερικανικής Ακαδημίας Τε χνών και Επιστημών. Ή ταν επικεφαλής της συντακτικής επιτρο πής της Διεθνούς Εγκυκλοπαίδειας της Εκπαίδευσης και μέλος στις συντακτικές επιτροπές πολλών περιοδικών. Έγραψε 50 βι βλία και 1.000 περίπου άρθρα. Μεταξύ των βιβλίων του αναφέρου με: Differentiation and Guidance in the Conprehensive School (1959), Education in the year 2.000 (1971), The Learning Society (1974), The Learning Society Revisited (1986). Η μελέτη αυτή, όπως o Husen σημειώνει, αφορά το σχολείο ως θεσμό στις βιομηχανικά αναπτυγμένες κοινωνίες και έχει τρεις στόχους: «1. Να εντοπίσει τα συμπτώματα της «θεσμικής ασθέ νειας» που αντιμετωπίζει ιδιαίτερα η δευτεροβάθμια εκπαίδευση, και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού· 2. Να διαγνώσει τα αίτια της ασθένειας· και 3. Να ερευνήσει τις θεσμικές αλλαγές που θα μπο ρούσαν να βελτιώσουν την κατάσταση. Η προσέγγιση (είναι) κυ ρίως αναλυτική· γι’ αυτό δόθηκε έμφαση στους δύο πρώτους στόχους». Ο Husen αξιοποίησε ένα μεγάλο αριθμό ερευνών και εκθέσεων που έχουν γίνει και συνταχθεί από εθνικούς και διεθνείς οργανι σμούς για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Ενδεικτικά αναφέρουμε τις έρευνες και εκθέσεις της Ομάδας για τη νεολαία της Επιστημο νικής Συμβουλευτικής Επιτροπής του Προέδρου (των Η.Π.Α.) (1974), του Ο.Ο.Σ.Α., της Διεθνούς Ένωσης Αξιολόγησης των Εκ παιδευτικών Αποτελεσμάτων, του Γραφείου για την Εκπαίδευση των Η.Π.Α., του Οργανισμού Rand Corporation (1976), του Διε θνούς Γραφείου Εργασίας, της UNESCO, της Επιτροπής U68 στη Σουηδία, της Επιτροπής Carnegie για την Ανώτερη Εκπαίδευση,
Ο
εκπαι οευ f fn
54/επιλογη του Συμβουλίου Εκπαιδευτικών Ερευνών της Σκωτίας, της Ένω σης Προοδευτικής Εκπαίδευσης, της Επιτροπής Plauden (Αγγλία, 1967) της H.M.S.O. κ.ά. μελέτη αυτή του Husen αποτελείται από τα ακόλουθα εννέα κεφάλαια: 1. Εισαγωγή: Η «κρίση» και τα συμπτώματά της. Ο σ. υποστηρίζει πως ο «όρος "κρίση” θα φαινόταν πιο κατάλλη λος για να χαρακτηρίσει τη σχέση ανάμεσα στο σχολείο και την κοινωνία, παρά να περιγράφει τα προβλήματα που υπάρχουν μέσα στο σχολείο. Τα περισσότερα σημερινά προβλήματα της θεσμικής εκπαίδευσης, όπως για παράδειγμα τα οικονομικά, αντιστοιχούν σε ανάλογα προβλήματα άλλων κοινωνικών θεσμών» (σ. 37). Στο κεφάλαιο αυτό ο Husen καταλήγει σε τρεις λόγους για να ερμηνεύ σει το γεγονός ότι τα σχολεία και τα πανεπιστήμια έγιναν κατά τη δεκαετία του 1960 πεδίο κοινωνικών και πολιτικών συγκρούσεων: α) Η αύξηση των δαπανών για την εκπαίδευση, με ρυθμό διπλάσιο από αυτόν της αύξησης του Α.Ε.Π., προκάλεσε «αύξηση των α παιτήσεων για υπευθυνότητα στη διαχείριση των πόρων, για ριζική επαναξιολόγηση και αναμόρφωση του όλου συστήματος και για κοινωνικό έλεγχο, με όλες τις πολιτικές διαφωνίες που συνεπάγε ται αυτός», β) Η εκπαίδευση θεωρούνταν μέσο για την απόκτηση' ευκαιριών για προώθηση της επαγγελματικής σταδιοδρομίας. Ο α ριθμός των μαθητών-τριών αυξήθηκε και ο ανταγωνισμός για την πρόσβαση στην ανώτερη βαθμίδα έγινε σκληρότερος. «Η ιδεολο γία της ισότητας των ευκαιριών στην εκπαίδευση έδωσε ώθηση στις φιλοδοξίες γονέων και παιδιών από κοινωνικά στρώματα που μέχρι τότε δεν είχαν πρόσβαση στην ανώτερη εκπαίδευση. Οι φιλο δοξίες αυτές εν μέρει αναχαιτίστηκαν, σε ένα περιβάλλον έντονου ανταγωνισμού, στο οποίο συνήθως πετυχαίνουν αυτοί που πλεονε κτούν ως προς το οικογενειακό μορφωτικό υπόβαθρο», γ) «Η πα ραδοσιακή γραφειοκρατική και ιεραρχική διοίκηση και διακυβέρ νηση του εκπαιδευτικού συστήματος ήρθε σε σύγκρουση με το αί τημα για συμμετοχή των μαθητών και των γονέων» (σ. 35).
Η
Επικρίσεις εναντίον των σχολείου ως θεσμού. Στο κεφάλαιο αυ τό ο Husen παρουσιάζει τις επικρίσεις που εκφράστηκαν και τα ζη τήματα που διατυπώθηκαν από ριζοσπάστες και συντηρητικούς κριτικούς: Από τη μια οι πολιτικοί ριζοσπάστες, κατά το σ., απο τελούνταν από δύο ομάδες τους «νεο-ρουσσωϊστές» (I. Illich, Ρ. Goodman) και τους νεομαρξιστές (S. Bowles, Μ. Carnoy, Η. Levin, Η. Gintis). Οι πρώτοι στην κριτική τους κατευθύνονταν εναντίον του σχολείου ως θεσμού και υποστήριζαν ότι: α) το σχολείο τόσο στις καπιταλιστικές, όσο και στις σοσιαλιστικές κοινωνίες, είναι ένα καταπιεστικό και μονοπωλιακό εργαλείο»· β) Το σχολείο «στη σημερινή εξειδικευμένη και καταναλωτική κοινωνία, χρησι μοποιείται για τη χειραγώγηση των ανθρώπων»· γ) «Το σχολείο ει δικά στον τρίτο Κόσμο, εξυπηρετεί μόνο την ελίτ του τριτογενή το μέα, ενώ υποβαθμίζει εκείνους που εργάζονται στους παραδοσια κούς τομείς· ενισχύει το αξιοκρατικό στοιχείο της κοινωνίας, παίρνοντας μέρος στην κατασταλτική τελετουργία της κοινωνι κής ανόδου». Οι δεύτεροι - οι νεομαρξιστές - δεν συμπίπτουν μεταξύ τους. Ωστόσο επιχειρούν να επανεκτιμήσουν την ιστορία της υποχρεωτικής εκπαίδευσης και να διαμορφώσουν μια ολοκλη ρωμένη θεωρία των σχέσεων της εκπαίδευσης με την κοινωνία. Υ ποστηρίζουν ότι: α) Το «σύστημα της θεσμικής εκπαίδευσης, σύμ φωνα με την αρχή της αντιστοιχίας, δημιουργείται για να αναπα ράγει την υπάρχουσα κοινωνική και οικονομική τάξη»· β) «Η "τεχνοκρατική-αξιοκρατική” ιδεολογία της ισότητας ευκαιριών
επιλογή!55 στην εκπαίδευση λειτουργεί σαν ένα είδος όπιου για το λαό»· γ) «Το σχολείο, ως θεσμός, αντιμετωπίζεται ως σύνδεσμος μεταξύ της οικονομικής και κοινωνικής δομής, από τη μια μεριά, και του πνευματικού κόσμου των παιδιών από την άλλη. Το κοινό, δημό σιο σχολείο είναι προϊόν της καπιταλιστικής εποχής. Βοήθησε στο μετασχηματισμό της κοινωνίας από τη φεουδαρχική στην καπιτα λιστική της μορφή»· δ) «Μια ριζοσπαστική θεωρία της εκπαιδευτι κής μεταρρύθμισης είναι βιώσιμη μόνο όταν οραματίζεται μια απε λευθερωτική και ίση εκπαίδευση, που υπηρετεί - και υπηρετείται από - ένα ριζοσπαστικά διαφοροποιημένο πλέγμα κοινωνικών σχέσεων στην παραγωγή», (σ. 31) Από την άλλη οι συντηρητικοί επικριτές κατά τον Husen υπο στήριζαν ότι: α) «Η διεύρυνση της πρόσβασης στα εκπαιδευτικά ιδρύματα της δευτεροβάθμιας και της ανώτερης εκπαίδευσης προκάλεσε πτώση του επιπέδου των σπουδών»· β) «Δεν υπάρχει πνευ ματική αυστηρότητα και πειθαρχία, λόγω της απουσίας κινήτρων, όπως είναι οι βαθμοί και οι ανταγωνιστικές εξετάσεις, καθώς και λόγω του γεγονότος ότι δίνεται μεγαλύτερη έμφαση στη συναισθη ματική ισορροπία και στην ανάπτυξη της κοινωνικότητας απ’ ό,τι στα γνωστικά αποτελέσματα»· γ) «Τα προικισμένα παιδιά παραμελούνται λόγω του δογματικού ισοπεδωτισμού, σύμφωνα με τον οποίο δεν υπάρχουν εγγενείς ανθρώπινες διαφορές, ούτε, κατά συ νέπεια, λόγος να διαφοροποιηθούν οι πιο ικανοί από τους λιγότερο ικανούς μαθητές»· δ) «Η εκπαίδευση που ήταν προσανατολισμένη προς την αγορά εργασίας παραχώρησε τη θέση της σε μια εκπαί δευση που είναι προσανατολισμένη προς την ισότητα και η οποία υπερτονίζει τον ρόλο του κηδεμόνα που έχει το σχολείο.» (σ. 40). Να παρατηρήσουμε εδώ ότι ο Husen περιορίζεται στους «νεομαρξιστές» της Β. Αμερικής και της Βρεττανίας, ενώ απουσιάζουν οι α ναφορές π.χ. στη «Γαλλική Σχολή». Θεσμική εκπαίδευση: Ιστορικές ρίζες και εξέλιξη. Στο κεφάλαιο αυτό ο Husen επιχειρεί να προσδιορίσει και να καταγράψει τα χα ρακτηριστικά του σχολείου όπως αυτά εμφανίστηκαν κατά τη διάρκεια των τελευταίων εκατό πενήντα ετών: α) Η παρακολούθη ση των μαθητών-τριών β) Τα όρια ηλικίας για τη φοίτηση στο σχο λείο. Ενδιαφέρον και αποκαλυπτικό για την ηλικία των μαθητών είναι το βιβλίο του Ρ. Aries, L ’enfant et la vie familiale sous l ’Ancien Regime, Editions du Seuil, 19732 (δυστυχώς στην ελληνική έκδοση, Γλάρος 1990, τα κεφάλαια για τη σχολική ζωή είναι συντομευμένα και περιορίζονται στα συμπεράσματα)· γ) Το μοντέλο της «μετω πικής» διδασκαλίας που επικράτησε σταδιακά· δ) Το αναλυτικό πρόγραμμα για κάθε τάξη, με τη σημερινή του μορφή· ε) Το μέγε θος της βασικής μονάδας, τοπικό σχολείο ή κτιριακό συγκρότη μα· στ) Το μέγεθος του συστήματος, δηλ. ο αριθμός των σχολείων που ανήκουν στην αρμοδιότητα είτε τοπικών-περιφερειακών αρ χών, είτε των εθνικών αρχών· ζ) Οι σκοποί του σχολείου, που στα διακά έχουν διευρυνθεί· η) Το αυξανόμενο μέγεθος του συστήμα τος και των υποσυστημάτων του, όπως και η πολυπλοκότητα των λειτουργιών του· θ) Η εποπτεία που σταδιακά έγινε πιο αυστηρή και οι λειτουργίες πιο ομοιόμορφες, τυποποιημένες και άκαμπτες (σ.σ. 59-62). Πρόσφατες αλλαγές και τάσεις. Ο Husen καταγράφει και αναλύ ει στο κεφάλαιο αυτό τις ακόλουθες κύριες αλλαγές που επηρεά ζουν το σχολικό θεσμό: α) Η αύξηση με πολύ μεγάλους αριθμούς στις δεκαετίες 1950-1960 των μαθητών στη δευτεροβάθμια και τρι τοβάθμια εκπαίδευση· β) Η ανεπτυγμένη βιομηχανική και μεταβιο
ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ 67-68 ’Αφιέρωμα στον Ά ν δ ρ έ α Κάλβο
56/επιλογη μηχανική κοινωνία τείνει να γίνεται όλο και πιο αξιοκρατική. Στο σημείο αυτό να σημειώσουμε την παρατήρηση του Μ. Carnoy (Κράτος και πολιτική θεωρία, Οδυσσέας, Αθήνα 1990) ότι η έννοια της αξιοκρατίας φτάνει στη λογική της κορύφωση στο μοντέλοθεωρία του κοινωνικού κορπορατισμού που αντιτάσσεται στον πλουραλισμό. «Η αξιοκρατία παίζει καθοριστικό ρόλο σ’ αυτό το μοντέλο όσον αφορά την κατανομή της εξουσίας στην κοινωνία, με την προϋπόθεση ότι η εξουσία πρέπει να κατανέμεται σύμφωνα με τη γνώση και όχι την ιδιοκτησία (όπως συμβαίνει στο κλασικό φιλελεύθερο μοντέλο)» (σ. 350)· γ) Η εκπαίδευση και η έρευνα από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 εθεωρείτο ότι συμβάλλουν σε ση μαντικό βαθμό στην οικονομική ανάπτυξη· δ) Η ανάπτυξη της ε ξαιρετικά ειδικευμένης έρευνας που περιγράφτηκε με τον όρο «έ κρηξη της γνώσης»· ε) «Οι νέοι σήμερα περνούν τα χρόνια της εφη βείας τους στο σχολείο έχοντας πολύ μικρή επαφή με τους μεγά λους και τον κόσμο της εργασίας»· στ) «Το σχολείο δεν έχει πια το μονοπώλιό της μετάδοσης της γνώσης»· ζ) «Η θεσμική εκπαί δευση τείνει να επεκτείνεται κατά περιόδους σε ολόκληρη τη διάρ κεια της ζωής»· η) «Ο ρόλος του εκπαιδευτικού αλλάζει»· θ) «Οι σχολικές μονάδες έγιναν πολύ μεγαλύτερες σε όλες τις βιομηχανι κές χώρες». Η αύξηση των μεγεθών του εκπαιδευτικού συστήμα τος επεκτάθηκε και στον οργανωτικό μηχανισμό του.
Επανόρθωση
Στο προηγούμενο τεύχος του «Διαβάζω» (αφιέρωμα στο Σε Εκπαίδευση και ισότητα. Στο κεφάλαιο αυτό ο Husen παρουσιά νάριο) το αρχικό κείμενο του ζει και συζητά τις απόψεις των Φονξιοναλιστών και των κλασικών Γιάννη Σολδάτου καταλάμβανε του φιλελευθερισμού για την εκπαίδευση και το ζήτημα της ι διπλάσια έκταση· στο δεύτερο μέρος του αναλυόταν η ταινία σότητας. του Ν. Παναγιωτόπουλου Με λόδραμα; Έτσι δικαιολογείτο ο Έπεσε το «επίπεδο»; Το ερώτημα ή η διαπίστωση είναι σ’ ό- τίτλος Παράλληλη μελοδραμα λους/-ες γνωστά. Ο Husen σημειώνει ότι «το ενδιαφέρον για την τική δράση. Για λόγους οικονο πτώση του επιπέδου των σπουδών εκδηλώνεται όταν τα εκπαιδευ μίας η σύνταξη του περιοδικού τικά συστήματα μεταβάλλονται, και ειδικά όταν διευρύνονται οι δημοσίευσε μόνο το πρώτο μέ ευκαιρίες για την περαιτέρω εκπαίδευση» Και σχολιάζει: «Το «επί ρος αφήνοντας τον ίδιο τίτλο πεδο των σπουδών» είναι, πράγματι, μία έννοια του παιδαγωγικού που έτσι φαντάζει άστοχος. Θα φολκλόρ που από παλιά ήταν ιδιαίτερα αγαπητή, σε τέτοιο σημείο ταίριαζε ενδεχομένως ο τίτλος που να θεωρείται ως σχεδόν μεταφυσικά δεδομένη» (σ. 132). Ο Σεναριακή ανάλυση ενός μελο Husen επιχειρεί να ορίσει την υπόσταση του όρου κατά δύο έν δράματος στον ελληνικό κινη νοιες: «Πρώτον, το επίπεδο συνδέεται με τους σκοπούς που τίθεν ματογράφο της δεκαετίας του ται σε έναν ορισμένο τύπο σχολείου, σύμφωνα με το αναλυτικό του ’60. πρόγραμμα. (...) Δεύτερον, ο βαθμός στον οποίο ένας δεδομένος τύπος σχολείου εκπληρώνει τους σκοπούς του αναλυτικού προ γράμματος μπορεί να απεικονιστεί με απλές στατιστικές, όπως η μέση ηλικία στην οποία τα παιδιά μαθαίνουν ανάγνωση» (σ. 132). Γραφειοκρατικοποίηση και εσωτερικές συγκρούσεις. Για το κε φάλαιο αυτό θα αναφερθούμε ειδικά παρακάτω. Θα περιοριστούμε εδώ να αναφέρουμε τα σημαντικότερα θέματα που απασχολούν τον Husen: τα χαρακτηριστικά της γραφειοκρατίας. Τα οργανωτι κά πρότυπα της εκπαίδευσης, τα οποία προσδιορίζει σε τρία: το γραφειοκρατικό, το τεχνοκρατικό μοντέλο και το μοντέλο των αν θρωπίνων σχέσεων. Πώς αναπτύσσεται η γραφειοκρατία στην εκ παίδευση. Οι συνέπειες της γραφειοκρατίας για τους εκπαιδευτι κούς και τους μαθητές. «Λύσεις» για το πρόβλημα της υπερβολι κής γραφειοκρατίας. Η διάσταση ανάμεσα στο στόχο της ισότη τας και τις ταξινομικές λειτουργίες του σχολείου. Αντιφάσεις ανά μεσα στη ρητορεία των στόχων και τις διοικητικές ρυθμίσεις.
επιλογη/57 Δευτεροβάθμια εκπαίδευση και «προετοιμασία για τη ζωή». Ο Husen επανέρχεται στη διαπίστωση ότι «τα σχολεία σχεδιάστηκαν κάποτε σε μία «κοινωνία φτωχή σε πληροφορίες», με σκοπό να παρέχουν κάποιες απαραίτητες έμμεσες εμπειρίες. Οι συνθήκες αυτές άλλαξαν ριζικά στην εποχή μας (...). Και ακόμη ότι «η τάση προς τον ατομισμό ενισχύεται από το ρόλο του σχολείου ως μηχα νισμού διαλογής για τον χώρο της εργασίας». Η αυξανόμενη ση μασία για τους τίτλους σπουδών και το επίπεδο της θεσμικής εκ παίδευσης, που είναι απαραίτητα για την απασχόληση, έχει αυξή σει τον ανταγωνισμό και την ισχύ του θεσμού της εκπαίδευσης (σ. 183-186). Ο Husen παρουσιάζει ορισμένα χαρακτηριστικά του με ταβαλλόμενου συστήματος αξιών και ορισμένα στοιχεία για την κουλτούρα των νέων τα οποία αμφισβητήθηκαν (στοιχεία από την μελέτη Youth: Transition to Adulthood). Μετασχηματίζοντας το σχολείο για τις επόμενες δεκαετίες. Στο κεφάλαιο αυτό όπως δηλώνει ο Husen «δεν φιλοδοξεί να προτείνει κάποιο σχέδιο μεταρρύθμισης. Επιχειρεί, όμως, με πνεύμα μετριο φροσύνης να προτείνει μέτρα για το ξεπέρασμα ή την ανακούφιση της "θεσμικής ασθένειας” ». Αποδέχεται τη διαπίστωση πως «οι ελπίδες ότι το σχολείο θα λειτουργούσε ως ο Μέγας Εξισωτής δεν υλοποιήθηκαν, ούτε με τον τρόπο, ούτε στο βαθμό που αναμενόταν (...) Αντί να είναι ο Μέγας Εξισωτής έγινε ο Μέγας Μηχανι σμός Διαλογής». Ποιο μέλλον μπορούμε να προβλέψουμε για το θεσμό του σχολείου; είναι το ερώτημα σε μία από τις τελευταίες ε νότητες αυτού του κεφαλαίου (σ. 234-239). Ο Husen συμπυκνώνει σε τρεις προτάσεις τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν για τη λύση των προβλημάτων του σημερινού σχολείου: α) Γραφειοκρατία και συγκεντρωτισμός εναντίον της δημοκρατικής συμμετοχής στην εκπαίδευση· β) Σύνδεση της εκπαίδευσης με την εργασία- γ) ομοιο μορφία σε αντίθεση με την πολυμορφία στις εκπαιδευτικές παρο χές. Μαζί με την καταγραφή ορισμένων κυρίαρχων και ειδικότε ρων ζητημάτων καταλήγει: «Η εκπαίδευση δεν λειτουργεί σε κοι νωνικό κενό. Οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις δεν μπορούν να υ ποκαταστήσουν τις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις. Οι πρώτες πρέπει να αποτελούν τμήμα των δεύτερων, αν θέλουμε τα αποτελέσματά τους να διαρκούν» (σ. 246). Husen θέτει ορισμένα κυρίαρχα ερωτήματα: Θα συνεχιστεί η διαδικασία της συγκέντρωσης και ο επεκτατισμός των κε ντρικών γραφειοκρατιών; Μπορεί να αντιστραφεί αυτή η διαδικα σία και με ποιες πολιτικές ενέργειες; Τι είδους συγκρούσεις μπο ρούμε να προβλέψουμε ανάμεσα στη γραφειοκρατική και συγκε ντρωτική διοίκηση από τη μια μεριά και τη συμμετοχική δημοκρα τία από την άλλη; (σ. 236) Τα ερωτήματα αυτά οδηγούν στο να α ναλυθεί το φαινόμενο του γραφειοκρατισμού και της γραφειοκρα τίας. Στην ανάλυσή του ο Husen (κεφ. 7) υιοθετεί τις αναλύσεις του Μ. Βέμπερ και ορίζει τη γραφειοκρατία «ως θεσμοποιημένο ορθο λογισμό, ομοιομορφία διαδικασιών και ιεραρχικά κατανεμημένη εξουσία, (που εμφανίστηκε ως επακόλουθο τής μαζικής εκπαίδευ σης». Για την ανάλυση να σημειώσουμε την άποψη του Ν. Πουλαντζά για το γραφειοκρατισμό - που συνήθως αποσιωπάται: «Με τον όρο γραφειοκρατισμός, εννοούμε ένα ιδιαίτερο τρόπο οργάνω σης και λειτουργίας του κρατικού μηχανισμού, που στην περίπτω ση του καπιταλιστικού κράτους έχει την ίδια έκταση με την ειδική γραφειοκρατική κατηγορία» (πολιτική εξουσία και κοινωνικές τά ξεις, τόμ. β ). Ο Husen στην ανάλυσή του προχωρεί στη θεώρηση του γραφειοκρατικού φαινομένου με βάση την έννοια της δυσλει-
Ο
ΑΝΑΛΑΜΒΑΝΩ υπεύθυνες με ταφράσεις Ιταλικών. Τηλ. 68.78.720. Κα Σπανού.
58/επιλογή τουργίας που εισήγαγαν ον Φονξιοναλιστές (Μ. Crozier, R. Κ. Merton). Η ανάλυση αυτή οδηγεί έμμεσα στη διάκριση δυσλειτουργικής και λειτουργικής γραφειοκρατίας. Σε ό,τι αφορά τη γραφειο κρατία ως κοινωνική ομάδα, ο Husen και σ’ αυτή την περίπτωση αποδέχεται τις παρατηρήσεις του Μ. Βέμπερ. Ό τι η ομάδα αυτή με τη συγκρότησή της εκφράζει το υποκείμενο-δημιουργό της πο λιτικής εξουσίας και το υποκείμενο της πολιτικής εξέλιξης, στο βαθμό που παρουσιάζεται «σαν υποκείμενο-δημιουργός αυτών των κανόνων συμπεριφοράς στο πολιτικό επίπεδο». Αυτές οι αναλύ σεις και παραδοχές οδηγούν τον Husen να συζητά «"Λύσεις” για το πρόβλημα της υπερβολικής γραφειοκρατίας», δηλ. της δυσλειτουργικής γραφειοκρατίας, μιας «παθολογικής» λειτουργίας. Πράγμα που σημαίνει ότι υφίσταται πρόβλημα μόνο σ’ αυτές τις ε ξαιρετικές περιπτώσεις. Ό μω ς η γραφειοκρατία - και ο γραφειοκρατισμός - δεν πρέπει να ερευνάται και να αναλύεται στην περί πτωσή της δυσλειτουργικής τους εκδοχής. Και αυτό γιατί είναι στοιχείο του κρατικού μηχανισμού του καπιταλιστικού κράτους. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία σήμερα που οι μακροπρόθεσμοι σχεδιασμοί και προγραμματισμοί, οι εξειδικεύσεις κ.λπ. αποφασίζονται στα ανώτερα κλιμάκια και επιτελεία της διοίκησης. Τα ανώ τερα κλιμάκια και επιτελεία της διοίκησης έχουν αναλάβει σήμερα το ρόλο της οργανώτριας δύναμης των κοινωνικών σχέσεων και του κοινωνικού προγραμματισμού. Στο κεφάλαιο αυτό ο Husen καταγράφει και ορισμένες ενδιαφέ ρουσες διαπιστώσεις που φαίνεται να έχουν γενικότερη ισχύ: α) Ό τι «η διαδικασία της ανάπτυξης της γραφειοκρατίας προσέφερε στους εκπαιδευτικούς πλεονεκτήματα στο αίτημα για αυξημένο ε παγγελματισμό. Δημιουργήθηκαν προοπτικές σταδιοδρομίας στη διοικητική ιεραρχία»· β) «Ένα χαρακτηριστικό του γραφειοκρατι κού συστήματος είναι η αντίσταση στις μεταρρυθμίσεις. Οι μεταρ ρυθμίσεις παρέχουν ένα περιθώριο καινοτομίας, ταυτόχρονα ό μως, και ιδιαίτερα όταν γίνονται με πρωτοβουλία εκ των άνω, συ νεπάγονται ένα περιθώριο αβεβαιότητας». Η συμβολή του Husen στο θέμα αυτό είναι ότι επιχειρεί να τοποθετήσει συγκεκριμένα το γραφειοκρατικό φαινόμενο στον τομέα της εκπαίδευσης στις δυτι κές κοινωνίες. Πράγμα που δεν είναι συνήθες στη σχετική βιβλιο γραφία. ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ ΑΝΔΡΕΟΥ
ο σπαραγμός του ποιητή και το παιγνίδι r-r~A ΝΙΚΟΥ ΦΩΚΑ: Η παρτούζα (ή ένα κλείσιμο ματιού). Έμμετρο αφηηματικό ποίημα. Αθήνα, Ε σ τ ία , 1991.
ποτελεί εμπεδωμένη γνώμη μου, που την έχω εκφράσει και εγγράφως, σε πολλά κριτικά μου κείμενα, πρόσφατα ή παλιότερα, από αφορμή κρίσεων άλλων ποιητικών συλλογών πλείστων ποιητών, που δημοσίευσα σε πέντε τουλάχιστον διάφορα άλλα πε ριοδικά, πως ο Νίκος Φωκάς είναι ένα από τα τρία πρώτα, αν όχι και το πρώτο, ποιητικό ανάστημα που ζει στις μέρες μας. Και, με τά το θάνατο του Βρεττάκου, και τον τόσο πρόωρο χαμό του Νί
Α
ποι
n<rη
επιλογη/59 κου Καρούζου (αχ, αυτές οι θρυμματισμένες ποιητικές καρδιές των πεθαμένων ποιητών, ω Δούκαρη!), η θέση του Νίκου Φωκά, το λέω αδίστακτα, θα βρισκότανε κάτω από το στέγαστρο της Α καδημίας. Φοβάμαι πως, σε τούτη τη χώρα, αυτό δεν θα γίνει ποτέ. Το γιατί, δεν είναι δυσεξήγητο, και δεν αφορά μόνο την ακαδημαϊ κή νοοτροπία. Το αίτιο θα είναι το τελευταίο ποιητικό του βιβλίο. Και είναι κρίμα, γιατί είναι το σημαντικότερο ποιητικό βιβλίο που βγήκε φέτος - δηλαδή πέρυσι. Η «Παρτούζα» θαρρείς πως είναι καμωμένο να τρέψει σε φυγή τους ακαδημαϊκούς μας, αυτό το «κλείσιμο του ματιού». Θυμωμένο, σκανδαλοποιό, μαστιγωτικό, σκαμπρόζικο, δηκτικό, σατιρικά οργίλο, είναι κάτι μεταξύ της σιαγόνος του όνου στα χέρια του Σαμψών και του σπαθιού του Ζήγκφρηδ. Αλλά πολύ περισσότερο από όλα τούτα, είναι ένα βι βλίο ποίησης που αμφιβάλλω αν θα έχω την τύχη, όσο ακόμα εγώ θα ζήσω, να ξαναδώ στον τόπο μας. ι θέλετε και δεν έχει; Τα ’χει όλα. Μεταμοντερνισμό; είναι ένα πρότυπο, αξεπέραστο τεχνούργημα. Κυνισμό; Τόνους από δαύτο. Φραγγέλιο; Μόνο σε μερικά από τα πιο οργισμένα «Σατιρι κά Γυμνάσματα» του Παλαμά μπορεί να βρούμε τέτοια κοινωνική κριτική. Πρώτιστα όμως, είναι ένα πραγματικό «Narrative poem», εξιστορικό ποίημα, στην καλύτερη παράδοση εκείνων που φτιά χτηκαν στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα, από τον «Κουρσά ρο» μέχρι τον «Ρουσλάν». Και όπως και κείνα, είναι ένας ποιητι κός, στιχουργικός και μετρικός άθλος. Ας μη γελαστούν από το αθυρόστομο όσο και παιγνιώδες λεξιλόγιό του οι τυπολάτρες της σεμνοτυφίας και οι ταρτούφοι της υποκρισίας. Είναι υψηλή, και για τούτο απόλυτα ηθική ποίηση. Με κανέναν τρόπο δεν είναι κάτι σαν τον «μεταθανάτιο Εμπειρικό», όπως άκουσα να λέγεται τις προάλλες. Γιατί, πέρα και πάνω από όλες τις επιφυλάξεις, πρόκει ται πράγματι, πριν απ’ όλα, ένα βιβλίο ενός μεγάλου ποιητή.
Τ
νήκει στην ευτυχισμένη πράγματι εκείνη γενιά των επιγόνων που εκληρονόμησαν, από τη γενιά του τριάντα, ένα έτοιμο, Α και πλούσια στρωμένο, τραπέζι. Άλλοι είχανε κοπιάσει γι’ αυ τούς, άλλοι αγωνίστηκαν να κόψουν ένα μονοπάτι σε λόχμες, να πελεκήσουν σκαλιά σε βράχους, να αποσκορακίσουν το ανεντελές από το καίριο στην ποίηση. Το εδεσματολόγιο ήτανε χορταστικό: ιδού ο Σεφέρης με τις λεπτές, ιριδόχροες, εσωτερικές του αποτιμή σεις, ο Ελύτης με την επέλαση της λυρικής του έπαρσης, ο Ρίτσος, τοξευτής του άδικου της κοινωνίας τόσο, ώστε να φτάνει να αδικεί και τους ίδιους τους στίχους του. Νάτος, ο αδίστακτος και ατίθα σος Εγγονόπουλος, ο ανίερος εικονοκλάστης Εμπειρικός, ο λε πταίσθητος Αλέξανδρος Μπάρας - ο αδικημένος. Να και τόσοι άλλοι, πιο ελάσσονες, και συνεπώς πιο πολλοί, από τον χριστεπώ νυμο Παπατσώνη μέχρι τον ελεγειακό Σαραντάρη, είναι πολλοί, είναι πολλοί. Στο φαγοπότι τέτοιων εδεσμάτων επιδόθηκε με ζέση η λεγάμενη «πρώτη μεταπολεμική γενιά», κακομαθημένοι κληρο νόμοι μιας κυβωτού με θησαυρούς, και τους κατέφαγαν όλους, δί χως να τους χωνέψουν, και τους διασπάθησαν δίχως να τους χαρούν. (Ανήκω και εγώ σε τούτη τη γενιά και νομιμοποιούμαι να έ χω τούτη τη γνώμη, γιατί έτσι έκανα και εγώ). λοι μας, ακόμα και οι καλύτεροι, Αναγνωστάκης, Βαλαωρίτης, Βακαλό (να συνεχίσω τη συνέχεια του αλφαβητικού τούτου κατάλογου; Άπαγε!) είμαστε άθλιοι χρεώστες τούτης της τροφής, καταχραστές αυτών των τροφείων. Από κάπου, φάγαμε. Και φυσικά, το αρνούμαστε εμμανώς. Αλλά είναι τόσο εμφανείς οι
Ο
60/επιλογή καταγωγές μας! Όλοι, πλην ενός, είναι τρόφιμοι τούτου του στρω μένου τραπεζιού. Με μια μοναδική εξαίρεση, και αυτό πλειστάκις το έχω αναγράψει - τον Νίκο Φωκά. Είναι ο μόνος που δεν χρω στάει τίποτα στον «ιδιότυπο ελληνικό Μοντερνισμό», ο μόνος που παρουσιάζεται αυτοφυής και αυτόνομος στην περιοχή μας. Το αν έχει άλλους, εξωτερικούς, προγόνους αποτελεί πρόβλημα για συ ζήτηση, μια που παρθενογένεση δεν υπάρχει στην τέχνη. Αλλά ε δώ, σε μας, ο Φωκάς είναι το παιδί δίχως πατέρα. Ενώ στους άλ λους! να πούμε Σινόπουλο; νάτος ο Σεφέρης! να πούμε Λειβαδίτη; νάτος ο Ρίτσος! να πούμε Κακναβάτο; νάτος ο Εγγονόπουλος! να πούμε Λίκο; νάτος ο Εμπειρικός! να πούμε Σαχτούρη, νάτος ο Ελύτης! Ο διατροφέας είναι παρών και λιγότερο ή περισσότερο ευχερώς αναγνωρίσιμος στο έργο τους, και μπορεί κιόλας μερικοί να σεμνύνονται και για τούτο. Αλλά στον Φωκά δεν υπάρχει έστω και ένα δυσδιάκριτο ίχνος τέτοιων οφειλών. Ο Φωκάς έγραψε τα πράγματι τόσο αξιομνημόνευτα και απομνημονεύσιμα ποιήματα, εντελώς μακριά από κάθε διδάσκαλο, δίχως να υπάρχει η ανάσα της υπαγόρευσης κάποιου προγενέστερου που να σέρνεται πάνω στο χαρτί του. Η ποίησή του είναι αχρεώσιμη, και για τούτο τόσο πρωτότυπη. ην πρωτοτυπία τούτη τη σπρώχνει στην «Παρτούζα» μέχρι το μη περαιτέρω. Ήδη, η σύλληψη της μορφής, η θεματολογία, η πνοή και η εκτέλεση είναι παροιμιωδώς αχρεώστητη. Αισθάνο μαι τυχερός που είδα και άκουσα την πρώτη μορφή τούτου του ποι ήματος στις αρχές της δεκαετίας του ογδόντα στο σπίτι του καλοθύμητου Κίμωνα Φράιερ, στις ποιητικές παρουσιάσεις που τότε έ κανε στο δωματιάκι της ταράτσας της οδού Καλλιδρομίου. Ήδη, από τότε είχαν σημειώσει πως ο Φωκάς επιχειρούσε τη στοιχειοθέτηση μιας διαμαρτυρτυρίας που να μην περιορίζεται μόνο σε κραυ γές, αλλά να δίνει και το πρότυπο λύσης του ίδιου του θυμού του. Γιατί ο Φωκάς πρώτος απ’ όλους είχε διαγνώσει πως υποφέραμε από μια στιχοπλημμύρα από αδέξιους ή και απλώς κακούς στί χους που έφτιαξαν οι πιο ατάλαντοι και πιο κακοί πλαστογράφοι από τους σπάταλους κληρονόμους του Μοντερνισμού. Γιατί οι κληρονόμοι τούτοι με τη σειρά τους δημιούργησαν περαιτέρω επι γόνους, που, μη έχοντας καν την παιδεία των προηγουμένων, πή ραν την ευκολία γραφής του ελεύθερου στίχου σαν μια άδεια οπλοφορίας και επιδόθηκαν σε βάρβαρους πολυβολισμούς λέξεων δί χως κανόνες ή νομοτέλειες, δημιουργώντας το αδιέξοδο του τυφλοσόκακου, στο οποίο δυστυχώς βρίσκεται η ποιητική παραγωγή μας σήμερα. Στο προεισαγωγικό του σημείωμα, ο ποιητής Φωκάς υποσημειώνει τούτη την οργή του λέγοντας πως η ανία του από τη σύγχρονη ποίηση μετατρέπονταν σε πραγματική αγωνία για το μέλλον της ποίησης τούτου του τόπου. Γιατί στο όνομα της ελευθε ρίας του στίχου έγιναν, για να θυμηθούμε τη Μαντάμ Ρολλάν, πολ λά εγκλήματα.
Τ
τσι, το παιγνιώδες κρύβει τον αληθινό σπαραγμό του ποιητή, και εκτρέφει την ανάγκη να δοθεί ένα ηχηρό ράπισμα - οι δυσμαθείς μαθητές άλλωστε μόνο με χαστούκια εμάθαιναν άλλοτε γράμματα! - σε όσους είχαν πάρει τα εδέσματα της τράπεζας της γενιάς του τριάντα και τα είχαμε κάνει εμέσματα, δυστυχώς. Εί ναι, λοιπόν, σπαρακτική η φωνή της διαμαρτυρίας. Αλλά και είναι μια - για να θυμηθούμε και το ποδόσφαιρο - μια «κόκκινη κάρ τα». Για τούτο και ο δεκαπεντασύλλαβος και η ρίμα. Φτάνει πια, αδηφάγοι χαροκόποι της τρίτης ή τέταρτης μεταπολεμικής γενιάς, θυμηθείτε πως η ποίηση έχει και την τεχνική της και την τεχνουρ-
Ε
επιλογή!61 για της, που αυτή τουλάχιστον τρέπει σε φυγή τους αδέξιους πά ντως, αν όχι και τους ατάλαντους! Και, για να έχει το μάθημα ακό μα μεγαλύτερη απόδοση, νά και η θεματική του επιλογή που θα του προσδώσει οπλισμό σαν ένα κροτούν πυροβόλο στη διαμαρτυ ρία αυτή. Η λαγνολογία και ο σεξουαλισμός κάνει τούτο το ποίημα εκρηκτικό. Τι μάθημα! Και με το δίδαγμά του, εξαγνίζεται και η αδολεσχία του και οι περιγραφές των οργίων. 'Αλλωστε, ο αληθινός πυρήνας του έργου βρίσκεται πέρα και έξω από τα σπαρταρίσματα του ερω τισμού: βρίσκεται στο κεφάλαιο δεκαπέντε, που έχει τίτλο «Διάλε ξη για την Ελλάδα» όπου η ελεεινότητα της ελλαδικής πραγματι κότητας ανεβάζει τους τόνους του Φωκά σε ύψη ιουβενάλεια. Ψηλά πάνω απ’ την Αττική, πετάς με τ ’ αεροπλάνο κι όλα είναι αγνά κάθε βουνό και κάθε λιμανάκι μα κάτω! η πίκρα, ο κυνισμός, η ματαιωμένη ελπίδα, κάτω η Σταδίου, η Αχαμνών, η Εμμανουήλ Μπενάκη. Έξω από πόρτα αν περνάς σε διάδρομο ή σε δρόμο, μέσα θα διαπληκτίζονται σ ’ αχρεία πάντα γλώσσα για χρήματα θάναι ο καβγάς όπου σταθείς και ακούσεις, για μπάζα, μάσα και λεφτά, για «πόσα» και για «τόσα». Ανασφαλείς για χρήματα, δουλοπρεπείς για θέσεις γινόμαστε απ’ αντίδραση θρασείς και βωμολόχοι Βρίζουν ανεύθυνα οι Ρωμιοί και βλαστημούν σα βόθροι αλλά την κρίσιμη στιγμή δεν έχουν «ναι» ή «όχι»! τσι, πέρα από το σκαμπρόζικο, δίχως καν το δεκανίκι της πιο απερίφραστης αθυροστομίας, η «Παρτούζα», είναι το σπουδαιότερο δείγμα γραφής μιας εποχής που ξέπεσε στον πιο βδελυρό εναγκαλισμό μιας αδίστακτης ευωχίας. Στην έσχατη δε καετία τούτου του αιώνα, η σωστή αντίδραση εναντίον μιας παρακμιακής ιδεολογίας του ευδαιμονισμού, είναι η δαιμονιώδης σιγουριά πως όλα είναι τόσο παροδικά, και τόσο ματαίως επανα ληπτικά, όσο και η κατάχρηση της γενετήσιας πράξης. Αλλά, όπως είπα και παραπάνω: Ακαδημία, γιοκ. Είναι ένα βι βλίο επομένως ύψιστου θάρρους, αυτό που συνειδητά θέτει τον Φω κά εκτός θόλου. Δεν ξέρω τι άλλο θα μείνει από τούτη τη γενιά των επιγόνων - ο «Μαξ» του Σινόπουλου, οι «τελευταίοι των τελευ ταίων που θα γραφούν» στίχοι του Αναγνωστάκη, ο «Τρελός Λα γός» του Σταχτούρη, ο «Σίσσυφος» του Κότσιρα, ναι, ίσως όχι. Αλλά πέρα από την πεοπληξία του έργου του Φωκά, με την από λαυση να εναλλάσσεται με τη φρίκη, αυτοί οι στίχοι, εμένα τουλά χιστον, πάντα θα με καταδιώκουν:
Ε
Του οφθαλμοπόρνου η μοναξιά στην κορυφή μιας σκάλας, όταν με μάτι φλογερό, μάτι Εωσφόρου ή Γρύπα, μες στα σκοτάδια τ ’ άξενα που τον περιτυλίγουν. Αλλά... Ένας συστηματικός αντιρρησίας θα μπορούσε να αντι προτείνει πως δυόμισι χιλιάδες στίχοι ίσως είναι υπερβολικοί για να δοθεί ένα μήνυμα και ένα μάθημα. Είναι οι ίδιοι που είπανε τα ίδια πράγματα για όλα τα πολύστιχα ποιήματα, από τον καιρό του Μπάυρον ή του Πούσκιν, και γενικώς για κάθε αφηγηματικό ποίη μα. Άλλοι, θα πουν πως η στιχουργία καμιά φορά, ιδίως με τη ρί μα, εκβιάζει την τροπή του στίχου ανοίγοντας την ψαλίδα ανάμε σα από το επιδιωκόμενο και το συντελούμενο αποτέλεσμα. Τέλος,
ΑΝΑΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΙ δακτυ λογραφήσεις κειμένων σε Η/Υ. Τηλ. 93.73.345. Κα Βουγιουκλάκη.
62/επιλογη άλλοι μπορεί να παρατηρήσουν πώς η εκτίναξη της ποίησης του κειμένου, υπονομεύει τις προθέσεις του ποιητή. Και παραμένει το ερώτημα, πόσο, λένε οι αντιρρησίες, αυτό το πράγμα δεν είναι ένα παίγνιο και μια άσκηση δεξιοτεχνίας με τους ακκισμούς της. Θεω ρώ ότι οι αντιρρήσεις αυτές είναι νόμιμο να εκφρασθούν, αλλά πρέπει να απορριφθούν. Το γιατί, το είπα κιόλας πιο πάνω. Θ.Δ. ΦΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΣ
αποσταγμένη ουσία της πορείας στην τέχνη MARGUERITE YOURCENAR: Μίσιμα ή το όραμα του κενού. Μετάφραση Ιωάννα Χατζηνικολή. Αθήνα, Χ α τζ η ν ικ ο λ ή , 1990.
α περισσότερα έργα της Yourcenar έχουν τον διερευνητικό τό νο του δοκιμίου. Πίσω από το μύθο, την πλοκή μιας ενδιαφέ Τ ρουσας ιστορίας, τις αποκαλύψεις ή τις αποσιωπήσεις της, κρύβε ται μια απορία κι ένα ερώτημα, η ευδιάκριτη σκοπιμότητα της πα ραβολής. Είναι αλήθεια πως η Yourcenar είχε πέσει θύμα της γαλ λικής της παράδοσης· μιας παράδοσης μεγάλων δημιουργών και μέτριων δημιουργημάτων. Και είναι επίσης αλήθεια πως η ίδια είχε κατανοήσει τους περιορισμούς αυτούς και προσπάθησε με κάθε μέσον να τους αποφύγει. Γι’ αυτήν, η ανακάλυψη διαφορετικών πολιτισμών δεν ήταν απλώς το εξωτικό τοπίο μιας απόδρασης, ο παράδεισος των αισθησιακών καταχρήσεων και η αισθητιστική α πόλαυση ενός κορεσμένου από πλήξη αστού. Αλλά και η πατρίδα της, δεν ήταν η Γαλλία του Marcel Proust και του Andre Gide, μο λονότι η παρουσία τους στο έργο της είναι πρόδηλη. Η Yourcenar είχε ανακαλύψει μια πατρίδα στην οποία οι εκκεντρισμοί της πρω τοπορίας ήταν ένα μάλλον περιθωριακό φαινόμενο, που συγκινούσαν κυρίως χάρη στις σκοτεινές διατυπώσεις μιας απροβλημάτιστης αφέλειας. Yourcenar απέδειξε πως η Γαλλία δεν είναι παρακμασμένο Βυζάντιο, ούτε ένας Hegel της πιο νεφελώδους θεωρητικολο γίας· και φανέρωσε, προσέτι, πως η χώρα της δεν κατοικούνταν μόνο από καθυστερημένους εφήβους και ετεροχρονισμένους Βέρθερους, αλλά από ώριμους ανθρώπους, που μπορούσαν να συλλάβουν με ευαισθησία το μυστήριο της ύπαρξης και να το μυθοποιή σουν, χωρίς να καταφύγουν στις κρυπτο-ορθολογιστικές απομυθεύσεις του υπαρξισμού. Για τούτο κι έμεινε τόσο μόνη, χωρίς συ νεχιστές του μηνύματός της, ξεχνώντας βεβαίως τις θλιβερές πα ρωδίες τύπου Χουριέμ, που απευθύνονται περισσότερο σε ηδονο βλεψίες και λιγότερο σε αναγνώστες. Η Γαλλίδα συγγραφέας ήταν από τους λίγους δημιουργούς που κοίταξε άλλους πολιτισμούς με θαυμασμό και πνεύμα μαθητείας. Και αγωνίστηκε να συνθέσει σε ένα καινούριο επίπεδο την ευρω παϊκή ευαισθησία με την ανατολίτικη πνευματικότητα, να ανακα λύψει με άλλα λόγια την ενότητα λογικής σκέψης και μυστικής ε μπειρίας. Μέσα στην αναζήτησή της αυτή ήρθε σε επαφή με τον Ελληνισμό πρώτα, που μέχρι σήμερα είναι μια γέφυρα συνάντησης των δύο νοοτροπιών. Τα Απομνημονεύματα του Αδριανού είναι πε ρισσότερο το βιβλίο ενός ελληνιστή στωϊκού και λιγότερο η αυτό-
Η
1 °κ ,
Ρ'ο
εττιλογη/63 μυθοποίηση ενός ρωμαίου αυτοκράτορα. Τα Διηγήματα της Ανα τολής αποτελούν μια εκ νέου εξόρμηση στον χώρο αυτό. Με την Άβυσσο νιώθεις ωστόσο πως κάτι καινούριο έχει εισχωρήσει στο ελληνορωμαϊκό στερέωμα της δημιουργίας της· σε πολλά σημεία νομίζεις πως διαβάζεις το συναξάρι ενός βουδιστή καλόγερου, ή μια πραγματεία περί Ζεν, και λιγότερο τη βιογράφηση ενός αλχημιστή του μεσαίωνα. Η Yourcenar πέρασε στην ανατολή αφού βυθί στηκε στις ρίζες της δυτικής νοοτροπίας- εκεί ανακάλυψε το κοινό υπόβαθρο των δύο πολιτισμών και αναγνώρισε την ταυτότητα των ερωτημάτων τους. τα περισσότερα έργα τής Yourcenar υπάρχει ένα κρυφό υπό στρωμα αλληγορίας, μια μυητική ασκητική, που αποσκοπεί στο να οδηγήσει έναν τυφλό αναγνώστη σε έναν αποκεκρυμμένο πυρήνα γνώσης. Δεν είναι άλλωστε άσχετο το γεγονός ότι πολλές σελίδες της έχουν χαρακτηριστεί ως γνωστικά κείμενα. Η Yourcenar, απαυδισμένη από τις ακροβασίες των συμπατριωτών της, εκπατρίστηκε θεληματικά. Και τοποθέτησε την πατρίδα της πιο πολύ στο χρόνο παρά στο χώρο· τη βίωσε ως μία σύνθεση των προσπαθειών του οικουμενικού ανθρώπου να υπάρξει και να εκτυλίξει την υπαρκτική του δυνατότητα μέσα στα παραδομένα σχή ματα του πολιτισμού. Η Γαλλία με την παράλογη και φετιχιστική λατρεία των νεοτερισμών έμοιαζε με έναν πρωτόβγαλτο έφηβο ποι δεν μπορεί να ξεχωρίσει το ένστικτο από την αγάπη και που θεωρεί τον εγωκεντρισμό του ως ύψιστη αλληλεγγύη των όντων. Για τούτο και τα σημαντικότερα δοκίμια της Yourcenar αναφέρονται σε ξένους δημιουργούς τους οποίους με πολύ μεγάλη στορ γή προσπαθεί να δει μέσα στον φυσικό τους χώρο. Μπορούμε να πούμε πως όταν μιλά για Ευρωπαίους συγγραφείς η επιτυχία της εί ναι αδιαμφισβήτητη. Το δοκίμιό της για τον Καβάφη είναι από τα καλύτερα κείμενα που έχουν γραφτεί γΓ αυτόν, αν όχι το καλύτε ρο. Η Yourcenar έχει μια περίεργη ευστοχία στην ανασύνθεση της δημιουργικής πορείας ενός συγγραφέα. Ξέρει τί πρέπει να παραμε ρίσει, τί δεν πρέπει να αναφέρει, τί είναι δευτερεύον για τον ίδιο τον συγγραφέα· η μυθοπλαστική της δεξιοτεχνία επίσης της δίνει τη δυνατότητα να μεταπλάσει τις αποσπασματικές και χωρίς ειρμό πληροφορίες σε μέρη ενός συνόλου, σε μια καινούρια σύνθεση λό γου. Τα έργα ενός συγγραφέα αποτελούν κρυσταλλώσεις μιας πο ρείας· σηματοδοτούν μιαν εξέλιξη την οποία η τέχνη απεικονίζει αμυδρά, όσο επαρκεί βεβαίως η σχετική ικανότητα του συγκεκριμέ νου συγγραφέα.
Σ
ίναι φανερό πως ή Yourcenar δεν τρέφει αυταπάτες για το χα ρακτήρα και τη λειτουργικότητα της τέχνης. Στις συζητήσεις της με τον Mathieu Gallieu, αφήνει να διαφαίνεται μέσα από τη μει λίχια αποδοχή της μοίρας, εκείνη η μελαγχολία που χρωματίζει τα λόγια των ανθρώπων εκείνων που, μολονότι βλέπουν τη ματαιότη τα της προσπάθειας, δεν σταματούν να προσπαθούν. Η τέχνη, λέει κάπου η Yourcenar, είναι το αποτύπωμα των ποδιών μας στην άμ μο - όσο κι αν αυτή η εικόνα μοιάζει εντελώς παρωχημένη στις μέρες μας. Μολοντούτο, η τέχνη δεν είναι λογοπαίγνιο ούτε ναρκισσευόμενος ρεμβασμός. Είναι μαρτυρία ζωής κι, επομένως, μια πρώτη μορφή θεολογίας. Αυτήν ακριβώς τη μαρτυρία και, κατ’ επέκταση, τη θεολογία ε πιχειρεί να υποτυπώσει σε όλα σχεδόν τα δοκίμιά της. Εδικώς με τον Μίσιμα ή το όραμα του κενού, η Yourcenar επιχειρεί να περά σει από τον κύκλο του δυτικού ελληνοχριστιανικού πολιτισμού και να αντιμετωπίσει μιαν εντελώς διαφορετική στάση ζωής και καλ-
Ε
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΓΙΟΤΡΣΕΝΑΡ
ΜΙΣΙΜΑ Ή ΤΟ ΟΡΑΜΑ ΤΟΤ ΚΕΝΟΥ
64/επιλογη λιτεχνική σκοπιμότητα. Είναι βέβαια ενδεικτικό το γεγονός ότι διαλέγει τον Μίσιμα, τον πιο δυτικό από τους Ιάπωνες συγγραφείς. Αλλά αυτό ακριβώς τη διευκολύνει να δει με ευαισθησία και λεπτό τητα το καίριο μυστικό του Ιάπωνα συγγραφέα- τη σύγκρουση δυ τικής σκέψης και ιαπωνικής νοοτροπίας, την τρομερή καταστρο φή της δεύτερης από την πρώτη και τελικώς, την αγωνιώδη προ σπάθεια του Μίσιμα να ξαναδώσει στη γλώσσα, τον πολιτισμό και την πατρίδα του σύγχρονη μορφή και διαρκή αξιολογική βα ρύτητα. Βέβαια, ο Μίσιμα είναι απλώς ένας ανολοκλήρωτος συγγραφέ ας- απόλυτα απορροφημένος από τον εαυτό του και βασανιζόμε νος από ένα εξαντλητικό αίσθημα φαλλικής κατωτερότητας, κα τορθώνει εντούτοις, ειδικά στην τετραλογία του Η θάλασσα της γονιμότητας, να δει την τέχνη όχι σαν μια μέθοδο ψυχοθεραπείας αλλά σαν μια μεγάλη υποθήκη προς τη δική του παράδοση κι, επο μένως, προς την ανθρωπότητα. Αλλά και αυτή του η ανακάλυψη έγινε με έναν πολύ περίεργο τρόπο- όχι με τη νηφαλιότητα του γνώ στη και του απόλυτου άρχοντα, αλλά με το ζηλωτισμό και το μέ νος του νεοφώτιστου. Ο Μίσιμα ήταν η ιαπωνική παράδοση - αλ λά αυτό δεν το γνώριζε ο ίδιος. Για τούτο κατέληξε στο κήρυγμα και στην πιο πρωτογενή και ακατέργαστη μορφή δράσης, τον φα νατισμό. Η αυτοκτονία του δεν ήταν βεβαίως θεατρινισμός, όπως τόσοι μικρόψυχοι τον κατηγόρησαν- δεν ήταν όμως πράξη εθνικής αυτογνωσίας. Οι συμπατριώτες του δεν ευαισθητοποιήθηκαν- πιο πολύ φοβήθηκαν, αφού η εκκεντρικότητα του ενός μπορεί να κα ταστρέψει και την ευγενέστερη υπόθεση. Ταυτόχρονα, η αυτοκτο νία του έδειξε καθαρά πως η απελπισία είναι χαρακτηριστικό ενός ανθρώπου που δεν έχει κατανοήσει με πληρότητα την παράδοσή του και που δεν γνωρίζει τα δικά του φυσικά όρια μέσα στη συνολι κή της ροή. Yourcenar προσπαθεί να είναι δίκαιη μαζί του- να τον δει, ό πως είπαμε, μέσα στο χώρο των δικών του προθέσεων και φι λοδοξιών. Και θεωρεί πως η καλλιτεχνική του προσπάθεια ολο κληρώνεται με το θάνατό του και τον τρόπο που ο ίδιος τον προε τοίμασε. Τα βιβλία του Μίσιμα ήταν κατά τη Yourcenar πρελούδια του θανάτου του, ασκήσεις θανάτου και μελέτες πάνω στη μορφή του. Η μελέτη όμως αυτή και η προετοιμασία προσδίδουν μια δυ νατή αίσθηση τεχνητότητας στα κείμενά του. Από όλο το έργο του Μίσιμα λείπει η φυσικότητα. Οι χαρακτήρες του και ο γενικός τό νος της γραφής του αποτελούνται από διαδοχικά κομμάτια μανιεριστικών τοιχογραφιών. Η μεγαλύτερη προσπάθεια του Μίσιμα καταναλώθηκε στο να ανακαλύψει τον εαυτό του- να υπερβεί την ανασφάλεια του ανδρισμού του, τον τρόμο του μπροστά στο φαλ λό της λευκής φυλής και τη φοβία του κατά του μηχανικού τέρα τος του αμερικανισμού. Ό ,τι κατάφερε μέσα σε αυτόν τον αγώνα δεν είναι λίγο, αλλά ταυτόχρονα συνιστά και την καταγραφή μιας ατελέσφορης ματαιοπονίας. Για τούτο και η Yourcenar τον αντιμετωπίζει με πολλή ευγένεια και με την ευλάβεια που δείχνουμε μπροστά στο μόχθο των μεγά λων αποτυχιών. Έτσι, αποφεύγει οποιαδήποτε μορφή λογοτεχνι κής κριτικής και επιτήδειας αξιολόγησης. Το ξέρουμε πολύ καλά πως η λογοτεχνική κριτική είναι, στην πολιτική της, μια άσκηση επιτηδειότητας- επαινούμε ό,τι μας ταιριάζει και μας δικαιώνω. Ό ταν όμως έρχεται η ώρα να δούμε το έργο ως μαρτυρία ζωής, τό τε όλα τα ερμηνευτικά σχήματα μοιάζουν οδηγίες για αρχάριους και ψελλίσματα επαγγελματιών μπροστά <ώ ένα όραμα που τους εκμηδενίζει. Και αυτό είναι το μυστικό της λογοτεχνικής κριτικής
H
της Yourcenar, αν και ο όρος λογοτεχνική κριτική μειώνει απογοητευτικά την τομότητα του λόγου της. Η Yourcenar δεν ασχολείται με λογοτεχνικά είδη, αλλά με πολι τισμούς· δεν βλέπει τη λογοτεχνία ως άσκηση δεξιοτεχνίας, ως φι λοφρόνηση και διανοητική ξιπασιά. Ο Μίσιμα γι’ αυτήν ήταν κάτι περισσότερο απ’ ό,τι ο ίδιος μπορούσε να αντιληφθεί. Ό σο κι αν αυτό δεν είναι δικαίωση, είναι αναμφίβολα μια προϋπόθεση για να καταλάβουμε πως η λειτουργία της τέχνης σε μια εποχή που όλα συμβάλλουν στην αχρήστευσή της είναι πολύ σημαντικότερη απ’ όσο φαίνεται. Η πτώση των ιδεολογιών ήταν μια φοβερή πτώση των ψευδαισθήσεων. Τώρα, μπορούμε να αντικρύσουμε την ύπαρ ξη μέσα στο δικό της φως, με το σεβασμό που αρμόζει στα θεία και την ευλάβεια που μεγαλύνει την ομορφιά. Και μέσα σε αυτή την προσπάθεια που η Yourcenar μάντεψε, ήδη, ενώ ζούσε στην εποχή της μισαλλοδοξίας, η δική της συμβολή υπόσχεται και προκαθορί ζει τη συνέχεια. ίμαστε τυχεροί που ένα τέτοιο κείμενο μεταφράστηκε στα ελ ληνικά- όσο και αν αμφιβάλλουμε για την ευστοχία μερικών επιλογών της μεταφράστριας και τη λειτουργική απόδοση των κυ κλικών εκφράσεων της Yourecenar, μπορούμε αναμφίβολα να νιώσουμε το μήνυμα ενός κριτικού λόγου που δεν επιδίωξε να υποσκε λίσει τη λογοτεχνία, αλλά συνέχισε το ρυθμό της και τη θεματική της ανέλιξη. Ίσω ς, ο καλύτερος τρόπος να κρίνεις τη λογοτεχνία είναι να συνεχίζεις τη λογική της· να προεκτείνεις τη συνθετική της δύναμη προβάλλοντάς την πέρα από το τυπωμένο χαρτί πάνω στη ρευστότητα της ανθρώπινης παρουσίας. Και τελικά να βλέπεις πως το όραμα του κενού δεν είναι τελικά και τόσο άδειο, αφού ενοικείται από τη φιλία όλων των προσώπων που, σε κάποια στιγ μή, μας παρηγόρησαν. Έτσι, λειτουργεί η σύμμιξη της δεκτικότητας της Yourcenar και της καταγραμμένης ευαισθησίας του Μίσιμα. Μέσα ωστόσο στο νέο κείμενο που παράγεται, ο διαχωρισμός τους είναι εντελώς αδύ νατος. Δεν μπορούμε να κατανοήσουμε πού τελειώνει η δική της ενόραση και πού αρχίζει η δική του πραγματικότητα· και τέλος, με ποιο πνευματικό μηχανισμό ο λόγος του ενός γονιμοποιεί εκείνον του άλλου. Το κριτικό δοκίμιο της Yourcenar για τον Μίσιμα είναι η επιτομή των μυθιστορημάτων της, η αποσταγμένη ουσία της δι κής της πορείας στην τέχνη· και ταυτόχρονα είναι η αναγωγή των δικών του μυθιστορημάτων σ’ ένα αρχέτυπο σχήμα όπου η οντολο γική του μαρτυρία αποκαθαίρεται από την ακοινώνητη εγωπάθειά του. Και σε αυτό το επίπεδο, ο αναγνώστης μόνο με το θαυμασμό μπορεί να εξαρθεί, το μόνο αίσθημα που θα τον βοηθήσει να δια κρίνει πίσω από τον γραπτό λόγο το άγραπτο μυστήριο των υπάρ ξεων που τον περιβάλλει.
Ε
ΒΡΑΣΙΔΑΣ ΚΑΡΑΛΗΣ
ΓΙΩ ΡΓΗ ΚΡΟΚΟΥ: Η μεγάλη Ιστορία. Νέοι Α κρίτες. Εικονογράφηση: Έφη Παπασυριοπούλου. Αθήνα. Ακρίτας, 1990. Σελ. 78. Ο Γιώργπς Κρόκος είναι ένας τγολυγραφότατος συγγραφέας, που έ χει ασχοληθεί αποκλειστικά με τη λογοτεχνία για παιδιά. Η παρουσία του στο χώρο του βιβλίου για παι διά καλύπτει ένα πολύ μεγάλο χρο νικό διάστημα, εκτός από την προ σφορά του από το ραδιόφωνο, αλ λά και στο σχολείο. Τα κείμενά του στο σύνολό τους χαρακτηρίζονται από μια τρυφερό τητα, αγνότητα, αυθορμησία και α γάπη προς το παιδί και τον άνθρω πο σε σχέση πάντα με το περιβάλ λον και τη φύση, την ιστορία και τον πολιτισμό, τις διανθρώπινες σχέσεις. Έχει ασχοληθεί με όλα τα είδη του γραπτού λόγου, πάντα σε σχέ ση με το παιδί. Με τη «Μεγάλη ιστο ρία» έρχεται να προσθέσει ένα ακό μα καλό βιβλίο στα τόσα άλλα. Πρόκειται για ένα σύντομο ιστορικό μυθιστόρημα που αναφέρεται στη Χίο τον καιρό της Τουρκοκρατίας. Σ’ αυτή την πολύ ανθρώπινη ιστο ρία μάς αφηγείται με τρόπο απλό και φυσικό τη συγκινητική ιστορία της φιλίας ενός Έλληνα Χιώτη, του Γιώργαρου, και ενός Τούρκου, του Γιουσούφ, που ήταν τόσο δυνατή και αληθινή, παρά τις φυλετικές και τις θρησκευτικές διαφορές τους, ώ στε να μη διστάζουν να θυσιαστούν ο ένας για τον άλλο, γιατί η φιλία τους ήταν θεμελιωμένη στην αγά πη, που ενώνει τους ανθρώπους κι όλους τους λαούς της γης. Την α φήγηση πλαισιώνει και κοσμεί η καλλιτεχνική εικονογράφηση, που τείνει να ξεφύγει από τα αυστηρά περιγράμματα των μορφών και των χώρων, κινείται ελέυθερα και δίνει μια δραματικότητα στα εικονιζόμενα, που αγγίζουν στην έκφραση το τραγικό.
ΕΛΕΝΗ ΧΩΡΕΑΝΘΗ
66!επιλογή
Άγιος της Εκκλησίας ο Παπαδιαμάντης Π.Β. ΠΑΣΧΟΥ: Παπαδιαμάντης-Μνήμη δικαίου μετ’ εγκωμίων. Αθήνα, Α ρμό ς, 1992. Σελ. 261.
κ. Π.Β. Πάσχος στο βιβλίο του για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, με κομψότητα και άψογη συνάμα θεολογική και φιλο λογική τεκμηρίωση, προβάλλει την άποψη για ανακήρυξη του με γάλου τέκνου της Σκιάθου ως Αγίου της Εκκλησίας μας! Η έμμε σα διατυπωμένη πρόταση του καθηγητή Πάσχου θα ήταν ευχής έρ γου, εάν απασχολούσε επίσημα την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος. Αυτό θα ήταν δείγμα ελπιδοφόρο γιατί ο καιρός μας εί ναι πολύ ταραγμένος και ο ορίζοντας της Ορθοδοξίας αναγκαίος! Ποιος ήταν όμως ο Αλεξ. Παπαδιαμάντης ως άνθρωπος και ως λογοτέχνης; Τι αντιπροσωπεύει στην εκκλησιαστική μας παράδο ση και στη γραμματολογία μας; Ποιές ήσαν οι πηγές απ’ όπου ά ντλησε τα θέματά του και ποιές αξίες προβάλλονται μέσα από το έργο του; Πως αντίκρυσε τους ανθρώπους, τα πάθη και τους έρω τές τους; Αυτά είναι τα ερωτήματα που απαντά, μέσα από τα κείμενα που απαρτίζουν το βιβλίο του, ο κ. Πάσχος. Αλλά πριν δώσουμε μια συνοπτική περιγραφή της μορφής του Παπαδιαμάντη - έτσι όπως μας την παραδίδει ο Π.Β. Πάσχος ας δούμε τα περιεχόμενα του βιβλίου.
Ο
την πρώτη ενότητα γίνεται συνοπτική - πλην ουσιαστικήβιογραφική αναφορά (εν είδει συναξαριού) για τον Αλεξ. Παπαδιαμάντη. Στη δεύτερη με τίτλο: «Πνευματικοί προσεγγίσεις», εξετάζεται η θέση του Παπαδιαμάντη στο Σώμα της Εκκλησίας και την παράδοση του Ελληνισμού. Στην τρίτη ενότητα διερευνάται το φλέγον θέμα: ο ερωτικός Παπαδιαμάντης. Στην τέταρτη: ο Παπαδιαμάντης ως ποιητής. Στην πέμπτη ενότητα: ως ψάλτης της Ορθοδοξίας. Η έκτη ενότητα περιλαμβάνει τα «Παπαδιαμάντεια», που είναι υμνογραφικά σχεδιάσματα «ποιηθέντα» από τον Π.Β. Πάσχο, τα οποία σε μια πιθανή ανακήρυξη του κυρ-Αλέξανδρου ως Αγίου θα μπορούν να ψάλλονται στις εκκλησίες την 3η Ιανουά ριου κάθε έτους, ημέρα αφιερωμένη στη μνήμη του. Η έβδομη ενό τητα περιλαμβάνει έξι νεοτερικά ποιήματα του Π.Β. Πάσχου αφιε ρωμένα στον Παπαδιαμάντη και η όγδοη, ένα ανθολόγιο κειμένων του μεγάλου τέκνου της Ορθοδοξίας. Από τη διάρθρωση του εγχειριδίου μπορούμε να καταλάβουμε, ότι αυτό δεν είναι μια ψυχρή φιλολογική εργασία, αλλά μια εργα σία που συνταιριάζει την επιστημοσύνη με τα προσωπικά συναι σθήματα. Αυτά, κυρίως, τα δεύτερα, καθώς ξεχειλίζουν, κάνουν το βιβλίο ν’ αναδύει άρωμα πνευματικό και να καθίσταται πολύτι μο στην Παπαδιαμάντεια βιβλιογραφία!
Σ
Παπαδιαμάντης κατά τον κ. Πάσχο είναι αναπόσπαστος α πό την Ορθοδοξία και τον Ελληνισμό. Ό λος του ο βίος ήταν στραμμένος προς αυτές και εμπνεόμενος απ’ αυτές τις αξίες. Γράφει χαρακτηριστικά: « Ό Παπαδιαμάντης δέν είναι ούτε άρχαιόπληκτος παγανιστής, ούτε φανατικός βυζαντινός, ούτε μεταβυζα ντινός. Είναι άκέραιος Έλλην καί άκέραιος ’Ορθόδοξος, όπως αύτά τά δύο ένώνονται μέσα εις τήν έλληνορθοδοξίαν καί όχι εις άνόμους συζεύξεις τύπου έλληνοχριστιανικοϋ πολιτισμού! Ζεϊ τήν
Ο
ns
Ελλάδα όρθοδόξως καί τήν ’Ορθοδοξίαν μέ έλληνικήν εύπρέπειαν καί έλληνικόν μέτρον.» (σελ. 42-43): Έζησε ζωή ταπεινή, δίχως ποτέ να τον κυριεύσει η φιλολογική ματαιοδοξία. Πένητας και σε μνός - παρά την αναγνώρισή του από την αθηναϊκή κοινωνία της εποχής του - έκαμνε παρέα με ανθρώπους του λαού, που όμως ήξευραν να τηρούν και να βιώνουν την Παράδοση. Στα εντυπωσιακότερα από τα έργα του οι άνθρωποι που διερευνώνται είναι γεμάτοι πάθη και υφαίνουν τραγωδίες γύρω τους. Σ’ αυτό ο κυρ-Αλέξανδρος ομοιάζει με το άλλο μεγάλο τέκνο της Ορ θοδοξίας τον Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι που τόσον ενωρίς μετάφρα σε το έργο του «Έγκλημα και Τιμωρία». Η αμαρτία είναι μια στα θερά που χαρακτηρίζει πολλούς από τους «ήρωές» του. Γράφει ο δοκιμιογράφος: «Τήν άγωνίαν διά τήν άμαρτίαν καί τήν έλλειψιν τής μετάνοιας θά τήν συναντήσωμεν συχνά είς τά διηγήματα τοΰ Παπαδιαμάντη - είτε εύθέως είτε εμμέσως έκφραζομένην τήν άλ λην όμως, τήν λεγομένην μεταφυσικήν άγωνίαν, τήν όποιαν μερι κοί άναζητοΰν είς τάς σελίδας του, δέν θά τήν εϋρωμεν, διότι άπλούστατα δέν ύπάρχει». (σελ. 60). Ο άνθρωπος, μοιάζει να πι στεύει ο Παπαδιαμάντης, δεν είναι εξ ορισμού καλός. Το καλό το αποχτά μόνο δια της ψυχικής ασκήσεως, της εγκράτειας, της αφο σίωσης και της πίστης. Ο άνθρωπος - η ψυχή του ανθρώπου είναι ένα καμίνι παθών, που όμως με γνώμονα την Ορθοδοξία και την Ελλάδα μπορεί να μεταμορφωθεί σε παράδεισο! Και για τον έ ρωτα, τί πιστεύει ο άγιος αυτός συγγραφέας, που όχι λίγοι, τον εκατηγόρησαν ως «ερωτύλο;» Στο ερώτημα αυτό απαντά διεξοδικά μέσα από το κείμενό του: «Ο λυρικός νοσταλγός ή ο ερωτικός Παπαδιαμάντης», ο κ. Πάσχος. «... πρέπει νά πούμε», γράφει, «πώς τα έρωτικά άμαρτήματα τού συγγραφέα μας μάλλον βρίσκονται στό στάδιο τής έπιθυμίας καί τοΰ πειρασμού, άλλά έκεϊνος, μέ τήν όρθόδοξην εύαισθησία του, τά μεγαλοποιεί,, τά αισθάνεται βαριά καί συντριπτικά, καί δέεται γιά τή θεραπεία καί τήν άνωθεν συγχώρεση»· και λίγο παρακάτω συμπληρώνει: «γιατί καί ό Παπαδιαμάντης άγάπησε καί δέν ήταν άπάνθρωπος καί άνέραστος, μά «κατέστειλε τό πάθος, έπραύνθη, κατενύγη, έκλαυσε κ’ έφάνη ήρως είς τόν έρωτά του.» (σελ. 102) πως ετόνισα και στην αρχή του κειμένου μου, ο κ. Π.Β. Πά σχος εμμέσως κάνει μια πρόταση για ν’ αναγνωριστεί ως Ά γιος της Ορθοδοξίας ο Παπαδιαμάντης: «τόσα χρόνια, τώρα, γρά φει, διδάσκοντας 'Υμνολογία καί Αγιολογία στό Πανεπιστήμιο, ξέρω καλά πώς ή άναγνώριση (...) τής άγιότητας ένός πιστού ξεκι νάει πάντα άπό τό λαό τοΰ Θεού καί άπό τή συνείδηση τοΰ έκκλησιαστικοΰ πληρώματος, καί όχι άπό κάποια έκκλησιαστική διοι κητική κορυφή (...), ή οποία έρχεται τελευταία νά έγκρίνει τήν έ νταξη τοΰ νέου Αγίου στό χορό των Αγίων καί στό έπίσημο Ε ορ τολόγιο τής ’Ορθοδόξου Εκκλησίας, διαπιστώνοντας κ’ έξαγγέλ λοντας τήν άγιότητα τοΰ ίεροΰ προσώπου. Και είναι μέν σέ όλους γνωστό, πώς (...) τό μέγα πλήθος των Νεοελλήνων θεωρεί άγιο των Γραμμάτων τόν Παπαδιαμάντη...» (σελ. 13-14) Ας ελπίσουμε ότι η πρόταση του κ. Πάσχου θ’ ακουστεί και θα μελετηθεί από τους θεσμικά αρμόδιους. Τελειώνοντας αυτό το κείμενο πρέπει ν’ αναφερθούμε στην πλούσια εικονογράφηση του βιβλίου, η οποία συμβάλλει ενδελε χώς στην όλη πνευματική του παρουσία.
Ο
ΝΙΚΟΣ I. ΧΟΥΡΔΑΚΗΣ
68/επιλογή
πορεία προς τους πολιτισμούς της "Μεγάλης Ελλάδας 55 και της Ανατολής ΕΠΑΜ. Α. ΒΡΑΝΟΠΟΥΑΟΥ: Οδοιπορικό στη Μεγάλη Ελλάδα, Οδοιπορικό στη Συρία..., Αθήνα, 'Εκδοση Ε τα ιρ ε ία ς Ευβοϊκώ ν Σπουδών, 1989. Οδοιπορικό στην Ιορδανία, Οδοποιρικό στο Ιράκ. Αθήνα, Κ έντρ ο Έ ρευνας κα ι Μ ελ έ τη ς Ελ λη ν ισ μο ύ, 1991.
ην αναζήτηση του ελληνικού στοιχείου από τα μέρη που σήμε ρα φιλοξενούν αρχαιολογικά μνημεία των Ελλήνων επιχειρεί με μεγάλη επιτυχία ο Δρ. Ιστορικός-Αρχαιολόγος Επαμ. Α. Βρανόπουλος. Βέβαια ο συγγραφέας δεν περιορίζεται μόνο στο στοι χείο αυτό, αλλά συνολικά παρουσιάζει ό,τι υπάρχει μέσα στον γε ωγραφικό χώρο, ακολουθώντας τις συνεκτικές των Ιστοριογεωγραφικών όρων που απαρτίζουν σήμερα τα κράτη αυτά. Η περι πλάνηση του αναγνώστη, με ό,τι η αφαιρετική ικανότητα του συγ γραφέα και ο αφηγηματικός λόγος διέσωσε, είναι αρκετή για να κατατοπίσουν και τον πλέον απαιτητικό μελετητή των πολιτισμών αυτών, που οι πρώτοι Έλληνες πλησίασαν, μελέτησαν, μιμήθηκαν για να μεγαλουργήσουν αργότερα με τον πολιτισμό τον δικό τους, που στάθηκε αλώβητος στο πέρασμα του χρόνου. Το πλησίασμα της «Μεγάλης Ελλάδας», της Νότιας Ιταλίας και της Σικελίας, δε θα ξαφνιάσει, αφού οι ελληνόφωνοι της Απουλίας και της Καλαβρίας, θα ζωντανέψουν τις μνήμες και με περηφάνεια θα καυχηθούν, ότι είναι απόγονοι των Ελλήνων, εκείνων που πριν από τόσους αιώνες είχαν εγκατασταθεί εκεί, ιδρύοντας τις περίφη μες αποικίες τους. Δε θα εκπλαγεί ο επισκέπτης αν ανεβεί την ο ρεινή Καλαβρία και τα χωριά του Σαλέντο και ακούσει τις αρχαιο ελληνικές λέξεις και εκφράσεις στον καθημερινό λόγο και διακρί νει την ελληνική παράδοση, που εδώ και 27 αιώνες στέκει μέχρι σήμερα ζωντανή. Για τον Έλληνα ταξιδιώτη η περιήγηση αυτή θα σταθεί σταθμός αναβαπτίσεως, γιατί οι αψευδείς μάρτυρες, τα μνημεία της τέχνης που δημιούργησαν εκεί οι αρχαίοι Έλληνες τον έβδομο και έκτο αιώνα, στέκουν περήφανα απομεινάρια μιας ένδοξης εποχής.
Τ
ο βιβλίο (σσ. 5-156) σύμφωνα με τον πίνακα περιεχομένων, με τά τον πρόλογο, αποτελείται από δέκα κεφάλαια που εκτός α πό τη Χερσόνησο του Ταλέντο και τον Κόλπο του Τάραντα, εξετά ζονται με κάθε λεπτομέρεια η Καλαβρία, ολόκληρη η Σικελία, η Νοτιοδυτική Ιταλία και η Νάπολη με'τις ελληνικές ονομασίες των πόλεων, που μέχρι σήμερα διατηρούν τα ονόματά τους από τότε που ως αποικίες κτίστηκαν. Μέσα στα περιορισμένα όρια του χώ ρου, ο συγγραφέας δεν μπόρεσε να επεκταθεί περισσότερο, ώστε να μας παρουσιάσει και περισσότερα για το ελληνικό στοιχείο που μεγαλούργησε στην Κάτω Ιταλία και δημιούργησε την ιστορική συνέχεια και τη θετική του συμβολή στην εξέλιξη της Ευρώπης. Ο ελληνισμός της Μ. Ελλάδας μαζί με τη ζωτικότητα των Ελλήνων στον Μεσογειακό χώρο, σταθεροποίησαν την ανάπτυξη του εμπο ρίου και της ναυτιλίας και μετέδωσαν τα επιτεύγματα του ελληνι κού πολιτισμού και προς άλλους λαούς. Στο Παράρτημα (σσ. 136-146) ο συγγραφέας μας παρουσιάζει μια εισήγησή του που έγινε στο διεθνές συνέδριο για τους ελληνόφωνους της Ν. Ιταλίας τον Ο-
Τ
10Τ
°Ρ.
ι α
επιλογη/69 κτώβριο του 1987 στο Μαρτάνο (πρωτ. των χωριών του Σαλέντο), όπου ο αναγνώστης μπορεί να παρακολουθήσει την ιστορική ανα δρομή των σημερινών ελληνοφώνων της Νοτίου Ιταλίας. Το έργο συνοδεύεται από πλούσια εικονογραφία, η οποία ανάγλυφα μ α ς χαρίζει ό,τι μέχρι σήμερα σώζεται. Η όλη εργασία «κλείνει» με τη βιβλιογραφία και το Γενικό Ευρε τήριο (σσ. 148-153). ξενάγηση, την οποία με τόση επιτυχία κάνει ο συγγραφέας στα «Οδοιπορικά» του, με τη ζωντανή περιπλάνηση του ίδιου στους χώρους αυτούς και με το έμπειρο μάτι του αρχαιολόγου που ξέρει να ξεδιαλύνει την ομορφιά της αρχαιότητας, βοηθά τον επι σκέπτη και όποιο θέλει να γνωρίσει τα μέρη αυτά, που είναι γεμάτα από μνήμες αρχαίων Πολιτισμών. Στη Συρία ο επισκέπτης θα γνω ρίσει, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει και ο συγγραφέας «τη δεύ τερη (άγνωστη) Μεγάλη Ελλάδα» με τον Ελληνικό αποικισμό, τις Ελληνιστικές και Βυζαντινές διεισδύσεις και γενικότερα την επί δραση του αρχαίου ελληνικού πνεύματος στα Αρχαιολογικά κτίσματα που υπάρχουν μέχρι σήμερα. Ιδιαίτερη μνεία γίνεται για τα χριστιανικά χωριά και τις Ορθόδοξες χριστιανικές εκκλησίες που υψώνονται με μεγαλοπρέπεια, υπενθυμίζοντας τους ένδοξους Βυ ζαντινούς χρόνους. Η μονή του Αγίου Γεωργίου, του Συμεών του Στυλίτη, οι άλλοι χριστιανικοί ναοί και τα ερείπια των εκατό και πλέον νεκρών πόλεων που είναι εγκατεσπαρμένα στην άμμο της ε ρήμου, αποτελούν το πλέον χειροπιαστό δείγμα της φροντίδας του Βυζαντινού κράτους της εποχής εκείνης. Οι μεγάλες πόλεις Δαμα σκός και Αντιόχεια, πάλαι ποτέ αξιόλογα κέντρα του αρχέγονου χριστιανισμού, εξακολουθούν να δεσπόζουν ως σύμβολα, αφού ο μεγάλος αριθμός των Ορθοδόξων, των Ρουμ Ορτοντόξ φθάνουν σήμερα περίπου τις 700.000 χωρίς τους αιρετικούς Μονοφυτίτες, Νεστοριανούς, Μονοθελήτες, οι οποίοι αποτελούν μικρή μειοψη φία. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε τους φιλελληνικούς πληθυ σμούς σε μερικά χωριά, όπως στη Σεντάγια και στο Μπλουν Νταν, όπου καυχιώνται για την καταγωγή τους από τους Βυζαντινούς και έχουν και στα σπίτια τους εικόνες Βυζαντινών αυτοκρατόρων ή τον δικέφαλο αετό πάνω στο εικονοστάσι τους. Η Συρία κατά διαστήματα δέχθηκε στο έδαφός της, λόγω της θέσης της, πολλούς λαούς όπως Αιγυπτίους, Ασσυρίους, Βαβυλω νίους, Πέρσες, Έλληνες, Ρωμαίους, Βυζαντινούς, Άραβες, Τούρ κους, Σελτζούκους και Οθωμανούς, Μαμελούκους και Γάλλους, οι οποίοι και άφησαν έκδηλα τα ίχνη τους. Ο συγγραφέας με εμπι στοσύνη μας περιγράφει τα πάντα κατά περιόδους διανθίζοντας το κείμενό του με αντιπροσωπευτικές φωτογραφίες μέχρι και τη ση μερινή εποχή. Το σύγχρονο ξενοδοχείο της Δαμασκού και η ανα μνηστική φωτογραφία των ελληνοφώνων παιδιών του χωριού Χαμιντιέ δεσπόζουν στο έβδομο κεφάλαιο του βιβλίου (σ. 81).
Η
ην ίδια ικανοποίηση θα νιώσει ο αναγνώστης και με την ξενά γηση στο τρίτο κατά σειρά «Οδοιπορικό» στο Ιράκ, τη Μεσο Τ ποταμία, την κοιτίδα του Πολιτισμού, τη χώρα που διασχίζουν οι ποταμοί Τίγρης και Ευφράτης, στη χώρα που αναπτύχθηκαν οι πο λιτισμοί των Σουμερίων, Βαβυλωνίων, Ασσυριών και είναι εγκατε σπαρμένες οι Σουμερικές, Βαβυλωνιακές, Ασσυριακές, Ελληνι κές, Παρθικές και Αραβικές αρχαιότητες. Με επιβλητικότητα δε σπόζουν ακόμα ανάμεσα στις νέες πόλεις η Ουρ, Ουρούκ, Εριντού, Βαβυλώνα, Νινευΐ, Ασσούρ, Νιμρούδ, Σελεύκεια, Γαυγάμηλα, Χ ύ τρα, Βαγδάτη, Μοσούλη, Βασόρα, γιομάτες αρχιτεκτονικά υπο λείμματα μιας ένδοξης εποχής. Οι διάφορες ανασκαφές έφεραν σε
70/επιλογη φως πολιτισμούς που αναπτύχθηκαν στη χώρα από την 4η και 3η χιλιετία, ή και ενωρίτερα, και που είναι συνδεδεμένοι με τις θρη σκευτικές πεποιθήσεις των λαών της εποχής. Η κοινωνική ζωή που με βραδύ ρυθμό αναπτύσσεται, θα καταστεί αργότερα τρόπος ζωής αφού η κοινή τοπική λατρεία δημιουργεί τους συνεκτικούς δεσμούς στα μέλη της. ο βιβλίο (σσ. 149) χωρίζεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος με τά τον πρόλογο και την εισαγωγή (σσ. 9-15) περιγράφονται τα κύρια χαρακτηριστικά της συνθέσεως του Ιρακινού Κράτους από τους προϊστορικούς χρόνους μέχρι και σήμερα με τις διακυμάν σεις και τις επιδράσεις των διαφόρων λαών και πολιτισμών τους. Η παράγραφος 12 με τον τίτλο: «Ελληνικό παρελθόν και επίδραση ελληνισμού» (σσ. 38-42) μας δίνει μια γενική εικόνα επικοινωνίας των Ασιατικών λαών με τη δυναμικότητα του ελληνισμού και απαριθμούνται τα σημεία του γεωγραφικού χώρου που έζησαν και έ δρασαν οι απόγονοι του Μ. Αλεξάνδρου. Στο δεύτερο μέρος που καταλαμβάνει και τις περισσότερες σελί δες του βιβλίου γίνεται η περιγραφή των 24 παλαιών και νέων πόλε ων του Ιράκ (σσ. 45-130) και ζωντανεύουν ο ένας μετά τον άλλο οι πολιτισμοί των λαών. Ο πληθυσμός του Ιράκ υπερβαίνει τα 16 εκατομύρια κατοίκους από τους οποίους το 95% το αποτελούν Μου σουλμάνοι και από αυτούς το 60% περίπου είναι Σιίτες. Η πρωτεύ ουσα Βαγδάτη κτισμένη στις όχθες του τίγρη ποταμού από το 762 μ.Χ. δεσπόζει στη διασταύρωση των οδών που ένωναν τη Μεσό γειο με την Κεντρική και Νότια Ασία, ο πληθυσμός της φθάνει τα 4 εκατομμύρια. Είναι η πόλη των παραμυθιών, του Χαρούν Αλ Ρασίντ και των χιλίων και μιας νυκτών. Ο ιδρυτής της Αλ Μανσούρ χρησιμοποίησε σοφούς μηχανικούς που φιλοξενούσε στην αυλή του. Η μελέτη του κειμένου ολοκληρώνεται με την πλούσια εικονο γράφηση, τα αναλυτικά ευρετήρια και τη σχετική βιβλιογραφία.
Τ
ο τέταρτο, κατά σειρά, από τα βιβλία τού κ. Βρανόπουλου, εί ναι το «Οδοιπορικό» στην Ιορδανία (σσ. 147), όπου και εδώ ο Τ συγγραφέας επικεντρώνει τις αναζητήσεις του και πάλι στο ελληνι κό στοιχείο, που συνέδεσε τις τύχες του με τον γεωγραφικό χώρο της χώρας. Τα επιβλητικά μνημεία των ελληνιστικών χρόνων είναι ικανά να σταθούν αψευδείς μάρτυρες πέραν των γνωστών ελληνι στικών πόλεων που μέχρι σήμερα δεσπόζουν παρά τις επιδράσεις που δέχθηκαν δια μέσου των αιώνων. Στο πρώτο μέρος του βιβλίου (σσ. 7-33), μας κατατοπίζει σε γε νικές γραμμές σε ό,τι έχει να παρουσιάσει η χώρα στην ιστορική της διαδρομή, αφιερώνοντας εκτός από τον πρόλογο και άλλες παραγράφους που αναφέρονται στις σχέσεις των Ελλήνων από την εποχή του Χαλκού μέχρι και τους Βυζαντινούς χρόνους. Επισημαίνονται η Αντιόχεια (Γέλασα), η Πέτρα, τα Γάδαρα, η Πέλλα, το Δίον, η Φιλαδέλφεια (Αμμάν), η Ίππος καθώς και τα φρούρια ΑλΡαμπάντχ και Καράκ κ.ά. που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον Έλληνα επισκέπτη. Στο δεύτερο μέρος (σσ. 34-131) εξετά ζονται αναλυτικά οι πόλεις και τα μνημεία τους, τα οποία μέχρι σήμερα ανθίστανται στο χρόνο και δεσπόζουν στη Χώρα! Η Πέλ λα που έκτισε ο Μ. Αλέξανδρος, ο ναός του Δία και της Αρτέμιδας στην Αντιόχεια, η Βυζαντινή πόλη Θάντια (σημερινή Umm Α1 Jimal, δηλαδή Μητέρα των Καραβανιών) με τα ερείπια της πύλης και του ναού και τα υπολείμματα των βυζαντινών φρουρίων, που είχαν κτισθεί τότε σαν προμαχώνες για την αντιμετώπιση των ε χθρικών επιδρομών. Η εδραίωση της χριστιανικής θρησκείας μαρτυρείται με τα χριστιανικά μνημεία που σώζονται στη Μεδεβά και
ΕΛΕΝΗΣ ΔΙΚΑΙΟΥ: Τα κοριτσάκια με τα ναυτι κά. Εικονογράφηση: Έλ λη Σολομωνίδου-Μπαλάνου. Αθήνα, Ακρίτας, 1991. Β' έκδοση. Σελ. 118. Αν και πρωτοφανέρωτη η Ελένη Δικαίου, αρθρώνει ένα σωστό λόγο και δίνει μια συναρπαστική, όσο και τρυφερή ιστορία με πρωταγωνί στριες τις δίδυμες αδελφές: τη Μαρίτσα και το Κατινάκι. Μια ιστορία συγκινητική, Βασισμένη στις ανα μνήσεις των ξεριζωμένων της Ιω νίας, αλλά και στα Βάσανα που πέ ρασαν οι πρόσφυγες από τη Μ. Α σία, ώσπου να ριζώσουν στην, αφι λόξενη και εχθρική συχνά, γη της μάνας Ελλάδας. Μεσ' από τα μάτια των δυο κοριτσιών και όλων όσων είναι γύρω τους περνάει όλη η ζωή των προ σφύγων και μέσ' από την πολυτά ραχη, περιπετειώδη αυτή ζωή, πα ρακολουθούμε και μεις την τραγω δία που έζησαν, αλλά δεν υπέκυ ψαν. Με πείσμα, θάρρος, πίστη και καρτερία άντεξαν, γιατί τους δυνά μωνε πάντα η ελπίδα, που στηρίζει τη σταθερή απόφασή τους να μην αλλάξουν ποτέ, να μη ξεχάσουν και να περιμένουν το ξημέρωμα, την ε πιστροφή στην πατρίδα. Η εικονογράφιση της κ. Σολομωνίδου-Μπαλάνου είναι αξιοπρόσεχτη: ζωντανή και με κίνηση, παρα στατική, καθαρή στις λεπτομέρειές της, χαρακτηριστική για την επιλο γή του καίριου και του σημαντικού. Αρμονικά δεμένα είναι τα εικονιζόμενα σύνολα, ώστε να δίνουν κάθε φορά και την όλη ατμόσφαιρα του χώρου. Ασπρόμαυρη, δυναμική και αποδίδει καθαρά τις σκηνές της ευ τυχισμένης ζωής, όπως και κείνες του τρόμου, της αγωνίας και της ερήμωσης.
Ε.Χ.
επιλογη/71 τον ελληνορθόδοξο ναό του Αγίου Νικολάου, που υψώνεται στην Άκαμπα. Παλαιότερα υπήρξε και επισκοπική έδρα, όπως αναφέρεται στα κείμενα της Δ' Οικουμενικής Συνόδου της Χαλκηδόνας. Η σύγχρονη Ιορδανία εντυπωσιάζει με την πρωτεύουσά της, το Αμμάν, και με τα ωραία κτίσματά της. Το Μουσείο της πόλεως ε κτός των άλλων έχει να επιδείξει και τα χειρόγραφα της Νεκρής Θάλασσας που ανακαλύφθηκαν το 1947 στο Khirdat Qumram λίγα χιλιόμετρα νότια της Ιεριχούς από δυο βοσκούς τυχαία. Στο ίδιο μέρος βρέθηκαν και νομίσματα του Ηρώδη του Μεγάλου. Και «κλείνει» την όλη ξενάγηση της Ιορδανίας ο συγγραφέας με την παράγραφο «Οι Ρουμ Ορτοντόξ (Ελληνορθόδοξοι)» (σσ. 130-131), όπως ονομάζονται και εδώ και στη Συρία οι ελληνορθόδοξοι που μέχρι σήμερα διατηρούν τη βυζαντινή παράδοση. Στις σελίδες 132-142 περιλαμβάνονται τα ευρετήρια ονομάτων και Τόπων. ΝΙΚ. ΛΥΚ. ΦΟΡΟΠΟΥΛΟΣ
πομενοΔΙΑΒΑΖΩ Π α ρ ο υ σ ιά σ ε ις 3 0 0 β ιβ λ ίω ν α π ό 7 0 ε κ δ ο τ ικ ο ύ ς ο ίκ ο υ ς Γράφουν οι:
Ζωή Βαλάση Τιτίκα Δημητρούλια Βασίλης Καλαμαράς Αγγελική Κώττη Αναστασία Λαμπρία Νίνος-Φενέκ Μικελίδης Αμάντα Μιχαλοπούλου Χρίστος Παπαγεωργίου Θοδωρής Πέρσης Μισέλ Φάις
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΠΟΥ ΣΙΓΟΥΡΑ ΘΑ ΣΥΖΗΤΗΘΕΙ O O O U C ΕΥΤΥΧΗΙ.ΜΠΠ3ΕΑΚΗ
Η
ένα φάντασμα πλανιέται
θ
· 0
Η Η 0
0
0
0
Κυκλοφορεί σε όλα τα βιβλιοπωλεία
Ευτ. Μπιτσάκη Ένα φάντασμα πλανιέται • Γιατί xat πώς κατέρρευσε ο «υπαρκτός σοσιαλισμός»; • Ποιες οι αιτίες της κρίσης του ΚΚΕ και της ελληνικής Αριστεράς; • Πού πηγαίνει η ανθρωπότητα στην εποχή της «αμερικανικής ειρήνης»;
ήχος · εικόνα · κείμενο · βιβλία και κασετες Ο άνθρωπος που έλεγε 0X1
* m ? S *
f t
W *
f *
κυκλοφορούν σε όλα τα βιβλιοπωλεία
* Η tKuUufclC####—
853 Η Σ Τ Α Χ Υ ™ ^ -
Πέντε παραμυθία του Σ Ω Τ Η Ρ Η Χ Α Τ Ζ Α Κ Η Τ α ζω γράφ ισε η Ε Ρ Σ Η Α Ρ ΙΝ Η Τ α διαβάζουν η ΟΑΓΑ Σ Τ Α Υ Ρ Α Κ Α κα ι ο συ γγρ α φ έα ς
1 1
1 I
δελτιο/73
δελ Τ1 ο
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ Δελτίο συντάσσεται με την 20 Μαΐου πολύτιμη συνεργασία του βιβλιοπωλείου της «Ε2 Ιουνίου 1992 στίας», τη διεύθυνση και το προσωπικό του ο ποίου ευχαριστούμε θερμά. Η ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ των βι βλίων γίνεται με βάση το Λ ^ f γνωστό Δεκαδικό Σύστημα I J * I J Α. % Ταξινόμησης, προσαρμο- Γ| Γ| \ σμένο στην ελληνική βι- ” ν ^ βλιογραφία. Επιμέλεια: ΣΕ ΚΑΘΕ κατηγορία βιβλίων προηγούνται αλ Έ φ η Απάκη φαβητικά οι Έλληνες συγγραφείς και ακολου θούν οι ξένοι. Η ΚΑΤΑΤΑΞΗ των ξένων συγγραφέων γίνεται σύμφωνα με το ελληνικό αλφάβητο. ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ των περιοδικών δεν περιλαμβάνονται εβδομαδιαία έντυπα. ΓΙΑ ΤΗΝ ακόμη μεγαλύτερη πληρότητα του Δελτίου, παρακαλούνται οι εκδότες να μας στέλνουν έγκαιρα τις καινούριες εκδόσεις τους.
1 f 1(1> γρα (plKO
291
ΓΕΝΙΚΑ ΕΡΓΑ
Αποκρυφισμός
Οδηγοί
MARRS Τ. Νέα εποχή. Τα απόκρυφα μυστικά της. Μετ. Λ. Ανδρεάδης. Θεσσαλονίκη, Μπίμπης. Σελ. 280. Δρχ. 1870.
Αθήνα Πειραιάς προάστια. Νέος οδηγός. Αθήνα, Φάρος, 1992. Σελ. 236. Δρχ. 2080.
ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ
Λευκώματα Η κρυφή ζωή των αστών. Ερωτικές καρτ-ποστάλ από τον 19ο αιώνα. Κείμενο: Νίκος Δήμου. Αθήνα, Μπρατζιώτη, 1992. Σελ. 90. Δρχ. 4160. ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Γενικά Αφιέρωμα στον Κωνσταντίνο Δεσποτόπουλο. Αθήνα, Παπαζήσης, 1991. Σελ. 383. Δρχ. 3120. ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ Κ. Χέγκελ. Μετ. Γ. Φαράκλας. Α θήνα, Εναλλακτικές Εκδόσεις, 1992. Σελ. 145.
Γενικά Κείμενα εξελικτικής μυχολογίας. Τόμοι Α' + Β' + Γ'. Μετ. Ε. Χουρτζαμάνογλου. Αθήνα, Gutenberg, 1992. Σελ. 214 + 236+194. Δρχ. 2080 (ο κάθε τόμος)
74!δελτίο Εφαρμοσμένη μυχολογία ΑΡΣΕΝΗΣ. Ίμερος. Αθήνα, 1991. Σελ. 124. Δρχ. 5200. ΓΙΟΥΝΓΚ Κ.-ΑΝΤΛΕΡ Α.-ΦΡΟΫΝΤ Σ. Ο γάμος ως μυχολογική σχέση. Μετ. Μ. Αγγελίδου - Κ. Λιάπτση - Γ. Βαμβαλής. Αθήνα, Επίκουρος, 1992. Σελ. 69. Δρχ. 830.
ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ-ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ Παιδαγωγική Βαρηκόία-κώφωση στην παιδική και εφηβική ηλικία. Πρακτικά Συνεδρίου. Τόμος Α' Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 1991. Σελ. 300. Δρχ. 2600.
Παραμυχολογία
Εκπαίδευση
ΠΕΝΗΣ Δ. Extrasense. Αθήνα, 1992. Σελ. 112. Δρχ. 1040.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΠΟΥΛΟΣ Α. Εκπαιδευτικοί εκσυγχρο νισμοί. Πάτρα, Αχαϊκές Εκδόσεις, 1992. Σελ. 123.
ΘΡΗΣΚΕΙΑ
ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΣ Η.Σ. Αρχαιοελληνικός λόγος και σύγχρονη εκπαίδευση. Αθήνα, Γκοβόστης, 1992. Σελ. 144.
Γενικά
ΘΕΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ
ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ Π.Β. Η Ορθοδοξία στο σταυροδρό μι. Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 1992. Σελ. 214. Δρχ. 1870. ΚΟΥΤΣΟΥΚΗΣ Δ. Η χαμένη γνώση της Βίβλου. Γέ νεση: Τόμος Α' Αθήνα, Καστανιώτης, 1992. Σελ. 424. Δρχ. 3120.
Φυσική FIROR J. Η ατμόσφαιρα αλλάζει. Μετ. Ε. Ιωαννίδου. Αθήνα, Κωσταράκης, 1992. Σελ. 172. Δρχ. 2030.
ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ Ρύπανση περιβάλλοντος Γενικά ΧΡΙΣΤΟΦΙΔΗΣ Γ.Α. Ασφαλιστικό ερμηνευτικό λεξι κό. Αγγλοελληνικό-ελληνοαγγλικό. Λευκωσία, Α σφαλιστικό Ινστιτούτο Κύπρου. Σελ. 528. Δρχ. 15600.
Πολιτική Η σύγχρονη βαλκανική κρίση. Αθήνα, Α/Συνέχεια. Σελ. 95. Δρχ. 830.
Δίκαιο
ΒΑΛΚΑΝΑΣ Γ. Ρύπανση περιβάλλοντος. Επιστήμη και τεχνική αντιμετώπιση. Αθήνα, Παπαζήσης, 1992. Σελ. 461.
ΚΑΑΣΙΚΗ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ Αρχαίοι συγγραφείς ΗΡΟΔΟΤΟΣ. Ιστορία. Τόμοι A' + Β' + Γ' + Δ' -Ι Ε' + ΣΤ' + Ζ' + Η' + Θ'. Μετ. Β. Αναστασοπούλου-Χ. Τσάκα. Αθήνα, Κάκτος, 1992. Βιβλία 9. Δρχ. 1245 (το κάθε βιβλίο).
ΒΑΜΒΟΥΚΟΣ Α. Τρομοκρατία και διεθνές δίκαιο. Αθήνα, Παπαζήσης, 1991. Σελ. 267. Δρχ. 3120.
Μελέτες
ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ Π.Γ. Το νομικό σύστημα προστασίας του θαλασσίου περιβάλλοντος της Μεσογείου κατά της ρύπανσης.· Αθήνα, Παπαζήσης, 1992. Σελ. 231. Δρχ. 2080.
ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ Β. Ιουβενάλης. Εισαγωγή στην ε ποχή, στο βίο και στο έργο του μεγάλου σατιρικού. Θεσσαλονίκη, Κωνσταντινίδης, 1991. Σελ. 327. Δρχ. 3000.
ΣΚΑΛΙΔΗΣ Λ.Γ. Νομοθετήματα γενικού εμπορικού δικαίου. Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 1992. Σελ. 190.
Οικολογία BROWN Μ.-MAY J. Η ιστορία της Greenpeace Α θήνα, Καστανιώτης, 1992. Σελ. 191. Δρχ. 4160.
δελτιο/75 ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
ΚΟΡΔΟΣΗ Α. Ποιος, αν φώναξα. Νουβέλεςδιηγήματα. Θεσσαλονίκη, Α.Σ.Ε. Σελ. 150.
Γενικά
ΚΟΣΜΟΠΟΥΛΟΣ Π.Δ. Περασμένα και τωρινά. Κα λαμάτα, 1992. Σελ. 249.
ΦΛΩΜΠΕΡ ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. Το λεξικό των κοινών τύ πων. Εισ.-μετ. Τ. Τσαλίκη-Μηλιώνη. Δίγλωσση έκδο ση. Αθήνα, Σοκόλης, 1992. Σελ. 196.
ΝΟΛΛΑΣ Δ. Ο τύμβος κοντά στη θάλασσα. Μυθι στόρημα. Αθήνα, Καστανιώτης, 1992. Σελ. 130. Δρχ. 1560.
Ποίηση
ΣΚΑΝΔΑΛΗΣ X. Κοντά στους Γλυκήδες. Ιωάννινα, Ζωσιμαία Κεντρική Βιβλιοθήκη, 1991. Σελ. 115. Δρχ. 1040.
Ποιήματα. Επιλογή από το έργο του Θεόκλητου Καριπίδη. Θεσσαλονίκη, 1992. Σελ. 43. ΑΙΘΙΚΟΣ Φ. Ωδή στο δέντρο της αυλής μας. Ποίη ση. Αθήνα, Καρανάσης, 1992. Σελ. 31. ΒΑΛΒΗΣ Ξ.-Χ. Για αγγέλους που ρίξαμε. Αθήνα, 1992. Σελ. 63. ΔΑΡΑΚΗ Ζ. Κοιμήθηκα η αχάριστη. Αθήνα, 'Yyiλον/Βιβλία, 1992. Σελ. 85. Δρχ. 830. ΖΟΥΡΟΥ Λ. Χνάρια χορού. Αθήνα, Ελεύθερος Τύ πος, 1992. Σελ. 44. ΚΑΛΒΟΣ Α. Ωδές. Αθήνα, Ωρόρα, 1992. Σελ. 208. Δρχ. 500. ΚΑΝΔΥΛΑΣ Θ. Μαγδαληνή η ταξιδιώτις του λευ κού. Αθήνα, Περίπλους, 1992. Σελ. 53. Δρχ. 830. ΚΟΥΓΕΑΣ Β. Όλο και πιο λίγες. Αθήνα, Κέδρος, 1992. Σελ. 52. ΣΤΑΜΗΣ Ν. Ποιήματα, Πάτρα, Αχαϊκές Εκδόσεις, 1992. Σελ. 79. Δρχ. 1040. ΥΦΑΝΤΗΣ Γ. Αρχαία Έδδα. Αθήνα, Ερατώ, 1991. Σελ. 54. ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑΚΗ Ν. Σκηνικό επιβεβαίωσης. Αθή να, Σμίλη, 1991. Σελ. 38. ΧΥΤΗΡΟΓΛΟΥ Κ. Θωπείες ονείρου. Ποιήματα. Α θήνα, Περγαμηνή, 1992. Σελ. 43. BERNHARD Τ. Χαίρε Βιργίλιε. Ποίημα. Θεσσαλο νίκη, Διαγώνιος, 1992. Σελ. 99.
ΚΟΝΡΑΝΤ Π. Έμελιν. Μετ. Β. Μάστορη. Αθήνα, Ψυχογιός, 1992. Σελ. 166. Δρχ. 1245. ΚΡΙΣΤΙ Α. Στο τέλος έρχεται ο θάνατος. Μετ. X. Κοντοθεοδώρου. Αθήνα. Ερμείας. Σελ. 268. Δρχ 2080. ΚΡΙΣΤΙ Α. Τα Χριστούγεννα του Ηρακλή Πουαρώ. Μετ. Κ. Αλεξανδράτου. Αθήνα, Ερμείας. Σελ. 310 Δρχ. 2080. ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ. Αληθινή ιστορία. Μετ. Δ. Καλοκύρης. Αθήνα, Ύμιλον/Βιβλία, 1992. Σελ. 110. Δρχ. 1200. MOORE L. Αναγράμματα. Μετ. Α. Βαλαβάνη. Αθή να, Aquarius, 1992. Σελ. 257. Δρχ. 1870. ΜΟΥΡΚΟΚ Μ. Ίδε ο άνθρωπος. Νουβέλα. Εισ.-μετ. Γ. Ανδρέου. Αθήνα, Απόπειρα, 1992. Σελ. 83. Δρχ 1040. ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ Φ. Αίνιγματική αυτοκτονία. Μετ. Γ. Σημηριώτης. Αθήνα, Κοροντξή, 1992. Σελ. 98. Δρχ. 725. ΟΥΓΚΩ Β. Η τελευταία μέρα ενός κατάδικου. Μετ. Κ. Σημηριώτης. Αθήνα, Κοροντξή. Σελ. 116. Δρχ 725. SZCZYPIORSKI Α. Η ωραία κυρία Ζάϊντενμαν. Μετ. Μ. Γεωργουσοπούλου. Αθήνα, Aquarius, 1992. Σελ. 259. Δρχ. 1870. ΦΙΤΖΕΡΑΛΝΤ Ζ. Ψήγματα. Εισ.-μετ. Μ. Διάφα. Θεσ σαλονίκη, Μάγια, 1992. Σελ. 148. Δρχ. 1765.
Πεζογραφία
Χρονογραφία
ΓΩΤΗΣ Κ.Γ. Ένα γράμμα απ’ τα παλιά... Αθήνα, 1992. Σελ. 63. ΓΩΤΗΣ Κ.Γ. Συνάντηση με τ’ όνειρο. (Νουβέλασυλλογή). Αθήνα, 1991. Σελ. 95. ΚΟΝΤΟΠΟΥΛΟΣ Α. Το ημερολόγιο της Ανδρομέ δας. Πάτρα, Αχαϊκές Εκδόσεις, 1992. Σελ. 91.
ζ,ΗΝΤΑΡΑΣ Π.Ν. Καλειδοσκόπιο. Χρονογραφήμα τα. Αθήνα, Βιβλιογονία, 1992. Σελ. 189.
Ευθυμογραφικά ΘΩΜΑΣ Γ. Ευτράπελα ιστορήματα του Πηλίου. Βό λος, Ώρες, 1992. Σελ. 243. ΠΑΠΑΘΕΜΕΛΗΣ Σ. Σάτιρα και πολιτική. Θεσσαλο νίκη, Παρατηρητής, 1992. Σελ. 190. Δρχ. 1870.
Μελέτες ΓΕΡΟΝΤΑΣ Δ.Α. Δημήτριος Γρ. Καμπούρογλου. Β' έκδοση. Αθήνα, Καραβίας, 1992. Σελ. 130.
76/δελτιο HOKWERDA Η. Tussen Verleden en Toekomst. Groningen, Styx, 1991. Pag. 515.
ΘΕΑΤΡΟ
σης. Αθήνα, Ελλοπία, 1992. Σελ. 285. Δρχ. 2080. Φ1ΛΑΝΙΩΤΗΣ-ΧΑΤΖΗΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ Τ. Το ηφαί στειο του Αίμου. Αθήνα, Εναλλακτικές Εκδόσεις, 1992. Σελ. 178. Δρχ. 1560.
Έργα________________________________
ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΠΕΤΑΝΑΚΗΣ Η. Ο γενικός γραμματέας - Η βεγγέρα - Το γεύμα του Παπή. Αθήνα, Δωδώνη, 1992. Σελ. 212. Δρχ. 2080. ΜΙΣΙΤΖΗΣ Δ. Ο Φιάκας. Ο δουξ της βλακείας. Αθήνα, Δωδώνη, 1992. Σελ. 143. Δρχ. 1870. ΣΟΛΩΜΟΥ-ΞΑΝΘΑΚΗ Β. Το γράμμα. Αθήνα, Χατζηνικολή, 1992. Σελ. 97. Δρχ. 1300. ΤΑΓΚΟΠΟΥΛΟΣ Δ. Οι αλυσίδες. Αθήνα, Δωδώνη, 1992. Σελ. 179. Δρχ. 1870. ΧΟΡΝ Π. Το φιντανάκι. Αθήνα, Δωδώνη, 1992. Σελ. 141. Δρχ. 1870. COPI. Μια ανώφελη επίσκεμη. Θέατρο. Μετ. Μ. Κιτσοπούλου. Θεσσαλονίκη, Ιώδιο, 1992. Σελ. 80. ΝΤΕΛΕΝΤΑ Γ. Ο κισσός. Μετ.-εισ. Β. Τριαντάφυλ λου. Αθήνα, Δελφίνι, 1992. Σελ. 223. Δρχ. 2080.
ΙΣΤΟΡΙΑ Μαρτυρίες ΧΟΡΤΟΝ Τ. Αναφορικά με την Τουρκία. Μετ. Ο. Μαύρου. Αθήνα, Νέα Σύνορα, 1992. Σελ. 243. Δρχ. 1980.
Ελληνική Ιστορία ΒΟΥΓΙΟΥΚΑ Μ.-ΧΡΟΝΟΠΟΥΛΟΥ Ν. Οδωνυμικά του Ναυπλίου. Αθήνα, Δήμος Ναυπλιέων, 1991. Σελ. 213. Δρχ. 2080. ΔΕΣΠΟΤΟΠΟΥΛΟΣ Α.Ι. Η συμβολή της Ελλάδος στην έκβαση των δύο Παγκόσμιων Πολέμων. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1992. Σελ. 159. ΚΑΚΑΛΟΣ Ν.Χ. Το Λιτόχωρο κατά την Επανάσταση του 1878 και ο Ευάγγελος Κοροβάγκος. Κατερίνη, Δήμος Λιτοχώρου, 1992. Σελ. 110. ΚΑΡΟΥΛΑΣ Γ.Λ. Κορινθιακές ιστορικές μνήμες. Κιάτο, 1992. Σελ. 192. Δρχ. 2080. ΜΙΧΕΛΗ Λ. Προσφύγων βίος και πολιτισμός. Αθή να, Δρώμενα, 1992. Σελ. 280. Δρχ. 4680. ΤΣΑΝΤΑΡΙΔΗΣ Γ. Η ιστορία της Κέρκυρας. Αθήνα, Ελληνοεκδοτική, 1992. Σελ. 263. Δρχ. 3120.
Παγκόσμια Ιστορία ΑΓΤΖΙΔΗΣ Β. Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένω-
Παγκόσμια ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ Α.-ΚΩΤΟΥΛΟΠΟΥΛΟΥ-ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ Β. Γεωγραφία Ελλάδας-ΕυρώπηςΠαγκόσμια. Αθήνα, Νικόδημος, 1991. Σελ. 342. Δρχ. 3120.
ΠΑΙΔΙΚΑ Γνώσεις ΤΣΙΠΗΣ Κ.-ΖΑΡΑΜΠΟΥΚΑ Σ. Τα άτομα έτσι που να τα καταλαβαίνει και ο γάτος! Αθήνα, Κέδρος, 1992. Σελ. 44.
Ελεύθερα αναγνώσματα ΒΑΡΕΛΑ Α. Καλοκαιρινά Β' Δημοτικού. Αθήνα, Πατάκης, 1991. Σελ. 144. ΓΚΕΡΤΣΟΥ-ΣΑΡΡΗ Α. Απ’ το ένα ώς το δέκα. Γ' έκ δοση. Αθήνα, Κέδρος, 1992. Σελ. 60. ΓΡΥΠΑΡΗΣ Π. Τα παραμύθια της οδού Μερικούρ. Μετ. Τ. Καραγιώργη. Αθήνα, Κέδρος, 1992. Σελ. 173. ΔΗΜΑΚΗ Α. Το τραγούδι των γάτων. Αθήνα, Gutenberg, 1992. Σελ. 153. Δρχ. 900. ΚΑΡΘΑΙΟΥ Ρ.-ΜΑΝΟΥ-ΠΑΣΣΑ Κ.-ΔΗΜΟΣ Θ. Χα ρούμενες διακοπές. Αθήνα, Πατάκης, 1991. Σελ. 208. ΜΑΣΤΟΡΗ Β. Στο Γυμνάσιο. Αθήνα, Πατάκης, 1992. Σελ. 144. Δρχ. 820. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ Κ.Ν..100 μύθοι του Λαφοντέν. Τόμοι Α' + Β'. Αθήνα, Gutenberg, 1992. Σελ. 175 + 190. Δρχ. 1000 (ο κάθε τόμος). ΠΑΠΑΜΟΣΧΟΥ Η. Το πέρασμα της γάτας. Αθήνα, Πατάκης, 1992. Σελ. 128. Δρχ. 750.
δελτιο/77 ΠΕΤΡΟΒΙΤΣ-ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΥ Λ. Τραγούδι για τρεις. Α8ήνα, Πατάκης, 1992. Σελ. 112. Δρχ. 1180. ΣΑΡΗ Ζ. Κόκκινη κλωστή δεμένη. Αθήνα, Πατάκης, 1992. Σελ. 120. Δρχ. 850. ΣΑΡΗ Ζ. Τα στενά παπούτσια. Αθήνα, Πατάκης, 1992. Σελ. 168. Δρχ. 850. ΣΚΙΑΔΑΣ Ν. Δέκα μικροί ταξιδιώτες. Αθήνα. Gutenberg, 1992. Σελ. 154. Δρχ. 800. ΤΡΙΒΙΖΑΣ Ε. Η ζωγραφιά της Χριστίνας. Αθήνα, Ψυ χογιός, 1992. Σελ. 247. Δρχ. 1450. ΤΡΙΒΙΖΑΣ Ε. Οι πειρατές της καμινάδας. Αθήνα, Ψυχογιός, 1992. Σελ. 241. Δρχ. 1450. ΧΑΤΖΗΑΝΑΓΝΩΣΤΟΥ Τ. Η φλόγα της νιότης. Α θήνα, Άγκυρα, 1992. Σελ. 229. ΨΑΡΑΥΤΗ Λ. Οι τελευταίοι ήρωες. Αθήνα, Πατά κης, 1992. Σελ. 112. Δρχ. 750. ΕΜΙΝΕΣΚΟΥ Μ. Ο Δακρυγέννητος. Μετ. Γ. Αναγνωστόπουλος. Αθήνα, Gutenberg, 1992. Σελ. 88. Δρχ. 600. ΚΟΛΛΟΝΤΙΚ. Οι περιπέτειες του Πινάκιο. Μετ. Μα ρία Γραμματικού. Αθήνα, Πατάκης, 1992. Σελ. 208. Δρχ. 870. ΜΠΡΙΖΑΚ Ζ. Όλγα. Μετ. Μ.-Χ. Αναστασιάδου. Αθή να, Πατάκης, 1991. Σελ. 50. ΣΤΑΝΕΦ Ε. Η Τραμπακούλα και ο Γοργοπόδης. Μετ. Σ. Κεφάλα. Αθήνα, Gutenberg, 1992. Σελ. 111. Δρχ. 550. Π ΕΡΙΟ Δ ΙΚ Α _________ __________________ ΑΡΧΕΙΟΝ ΕΥΒΟΪΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ. Αφιέρωμα στον Τάσο Ζάππη. Τόμος ΚΗ', 1988-1989. Δρχ. 4680. ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ. Τεύ χος 1. Δρχ. 1040. ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ. Τόμος 12ος, 1992. Δρχ. 1560. ΓΥΝΑΙΚΑ. Το κλασικό γυναικείο περιοδικό. Τεύχος 1084. Δρχ. 600. ΔΙΑΒΑΖΩ. Δεκαπενθήμερη επιθεώρηση του βι βλίου. Τεύχος 288. Δρχ. 600. ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ. Τριμηνιαίο περιοδικό. Τεύχος 25. Δρχ. 500. ΕΝΔΟΧΩΡΑ. Τεύχος 25. Δρχ. 250.
ΕΠΙΚΕΝΤΡΑ. Τριμηνιαία έκδοση. Τεύχος 69. Δρχ. 1000. ΙΛΙΣΟΣ. Έρευνα - φιλοσοφία - τέχνη. Τεύχος 205. Δρχ. 400. ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ. Τεύχος 287. Δρχ. 600. ΙΣΤΟΣ. Μηνιαίο περιοδικό. Τεύχος 6. Δρχ. 600. ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ. Τεύχος 1559. Δρχ. 500. ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ. Τριμηνιαία έκδοση. Τεύχος 32. Δρχ. 800. ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ. Λογοτεχνικό περιοδικό. Τεύχος 16. Δρχ. 800. ΠΟΡΦΥΡΑΣ. Τριμηνιαίο περιοδικό. Τεύχος 60. Δρχ. 500. ΤΕΥΧΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ. Εξαμηνιαίο περιοδικό. Τεύχος 9. Δρχ. 1040. Ο ΤΥΠΟΣ. Μηνιαία δημοσιογραφική επιθεώρηση. Τεύχος 23. Δρχ. 1000 MEDIA VIEW. Το περιοδικό για τα ΜΜΕ και τη δια φήμιση. Τεύχος 2. Δρχ. 600.
Οι Εκδόσεις Όμβρος, πρόσφατα κυκλοφόρησαν την ποιητική συλ λογή της Αννας Χρονοπούλου Δοντά : ΔΟΝΗΣΕΙΣ -ΗΧΟΧΡΩΜΑΤΑ Η ποιήτρια γεννημένη στην Αθήνα και κάτω από την επιρ ροή τριών μεγάλων διδασκάλων της: του Γιάννη Τσαρούχη, του Νίκου Εγγονόπονλου και του Γιάννη Ρίτσου, στάθηκε αντάξια μαθήτριά τους. Στους στίχους της συλλογής αυτής, όπου όπως μας λέει η ίδια "προσπάθησε να μοιραστεί με τον άγνωστο διαβάτη ό,τι συνέλεξε -με μέγιστη φροντίδα- στον κήπο της ζωής της , επιτυγχάνει με συνέπεια και αυστηρότητα να δονήσει και να περιλούσει με ήχους και χρώματα τον αναγνώ στη, μια και η γραφή της ξεφεύ γει από τα στενά πλαίσια του Εγώ και προχωρώντας γίνεται Εσύ, Αυτός, Όλοι μας. Οι 87 στίχοι της Άννας Χρονοπούλου-Δοντά, κοσμούνται από πέντε πίνακες της γλύπτριας Ασπασίας Παπαδοπεράκη και συνθέτουν μαζί με την καλαίσθη τη έκδοση ένα άξιο βιβλίο.
78/δελτιο
Στην Κριτικογραφία περιλαμβάνονται όλες οι ε πώνυμες βιβλιοκριτικές και βιβλιοπαρουσιάσεις των ελληνικών εκδόσεων που δημοσιεύονται στον ημερήσιο αθηναϊκό τύπο. Περιλαμβάνονται, επίσης, και κριτικές δημοσιευμένες στον περιο δικό και επαρχιακό τύπο, ό σες ήταν δυνατόν να εξα σφαλίσουμε ή μας απέστειλαν οι συντάκτες τους. Για κάθε βιβλίο σημειώνονται, μέσα σε παρένθεση: το όνο μα του κριτικού και ο τίτλος του εντύπου, καθώς και η ημέρα δημοσίευσης της κριτικής αν πρό κειται για εφημερίδα, ή ο αριθμός έκδοσης αν πρόκειται για περιοδικό έντυπο.
δ ε λ ι ο
τ
2 4 Μ αΐου 6 Ιουνίου 1992
κριτικό ΥΡα φια 29ΐ
Φιλοσοφία Νίτσε Φ.: Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα (Κ. Παπαπάνος, Πολιτικά θέματα, 5/6) Ράμφος Σ.: Φως ιλαρόν (Θ. Διαμαντόπουλος, Οικο νομικός Ταχυδρόμος, 28/5) Ψυχολογία Βοσκιάδου Σ.: Κείμενα εξελικτικής μυχολογίας (Ν. Ντόκας, Ελευθεροτυπία, 31/5), (Κ. Τσαούσης, Έ θνος, 1/6) Πολιτική Φωτόπουλος Τ.: Ο πόλεμος στον Κόλπο (Θ. Διαμαντόπουλος, Οικονομικός Ταχυδρόμος, 28/5), (Θ. Καλόμαλος, Διαβάζω, 288) Jouve Ε.: Ο τρίτος κόσμος (Δ. Παυλάκου, Αυγή, 31/5) Κοινωνιολογία Ατομικισμός. «Η Μεγάλη Επιστροφή» (Α9. X. Παπανδρόπουλος, Οικονομικός Ταχυδρόμος, 28/5) Οικονομία Σακελλαρόπουλος Θ.Δ.: Θεσμικός μετασχηματισμός και Οικονομική ανάπτυξη (Α.Δ. Παπαγιαννίδης, Οι κονομικός Ταχυδρόμος, 28/5)
Επιμέλεια: Μαρία Τρουπάκη
Λαογραφία Μπερερής Μ.: Το δημοτικό τραγούδι στα χωριά του Κάτω Ασπροποτάμου (Αχελώου) (Π. Μπουκάλας, Καθημερινή, 2/6) Παπάκου Α.: Ελληνικά Παραμύθια (Π. Νικολοπούλου, Ριζοσπάστης, 28/5) Τέχνες Γεωργουσόπουλος Κ.: Προσωπολατρεία (Κ. Τσαού σης, Έθνος, 24/5) Δρόσος Ν.Γ.: Λ.Β. Μπετόβεν, η ξωή, το έργο, η επο χή του — Φιντέλιο (Σ. Τσώνος, Καθημερινή, 2/6) Krautbeinier R.: Παλαιοχριστιανική και Βυζαντινή αρχιτεκτονική (Α. Γιακουμάτος, Βήμα, 31/5) Berard V.: Ακολουθώντας το πλοίο του Οδυσσέα (Κ. Ντελόπουλος, Καθημερινή, 26/5) Russak Η.: Αρχιτέκτονες της Νεοκλασικής Αθήνας (X. Κιοσσέ, Βήμα, 31/5) Ταμπόρι Λ.: Φιλιά στο σινεμά (Η. Παπαλέξης, Δια βάζω, 288)
δελτιο/79 Ποίηση
Μελέτες
Ασίκης Θ.: Εκ των ενόντων (Δ. Παυλάκου, Αυγή, 24/5) Δημητριάδης Δ.: Χωρίς σύνορα (Δ. Ζαδές, Εξόρμη ση, 31/5) Καραβασίλης Π.: Η νέα βία (Δ. Γιάκος, Εξόρμηση, 24/5) Κισκύρας Π.Α.: Μαρτυρική κατάθεση (Δ. Γιάκος, Ε ξόρμηση, 24/5) Ρίτσος Γ.: Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα (Α. Παπαδάκη, Αυγή, 31/5)
Μηλιώνης X.: Με το νήμα της Αριάδνης (Δ. Τσατσούλης, Αντί, 29/5) Πάτσιου Β.: Τα πρόσωπα του παιδιού στην πεζογρα φία (1880-1930) (Δ. Τσατσούλης, Αντί, 29/5)
Πεζογραφία Αμπατζόγλου Π.: Μία συνηθισμένη μέρα (Β. Χατζηβασιλείου, Ελευθεροτυπία, 27/5), (Δ. Κούρτοβικ, Νέα, 5/6) Δρόσου Ε.: Απότομα (Ν. Ντόκας, Ελευθεροτυπία, 31/5) Καζαντζάκης Ν.: Μέγας Αλέξανδρος (Σ.Ι. Αρτεμάκης, Ημερήσια, 7/6) Μίχος Α.: Στη λατρεία της Αρτέμιδος (Κ. Παπαπάνος, Πολιτικά Θέματα, 5/6) Νόλλας Δ.: Ο τύμβος κοντά στη θάλασσα (Κ. Τσαού σης, Έθνος, 31/5), (Ν. Ντόκας, Ελευθεροτυπία, 24/5). Σκαμπαρδώνης Γ.: Η στενωπός των υφασμάτων (Μ. Θεοδοσουπούλου, Εποχή, 24/5), (Ε. Κοτζιά, Καθη μερινή, 31/5) Σωτηροπούλου Ε.: Χοιροκάμηλος (Ν. Ντόκας, Ελευ θεροτυπία, 31/5) Μοράντε Ε.: Το νησί του Αρτούρο (Κ. Τσαούσης, Έ θνος, 1/6) Φώουλς Τ.: 1) Εβένινος πύργος 2) Ο Συλλέκτης (Μ. Θεοδοσοπούλου, Εποχή, 31/5)
Δοκίμια Βέλτσος Γ.: Το βέλτιστο επιχείρημα (Γ. Σταματόπουλος, Αυριανή, 24/5) Παπαγιαννόπουλος Τ.: Ο πόλεμος, οι άνθρωποι, η ζωή (Κ. Παπαπάνος, Πολιτικά Θέματα, 5/6) Baudrillard J.: Η έκσταση της επικοινωνίας (Δ. Τσα τσούλης, Αντί, 29/5)
Παιδικά Σωτηράκου Π.: Το φουστάνι της Κλεοπάτρας (Μ. Κοντολέων, Αυγή, 24/5)
Ιστορία-Μαρτυρίες Κοραή «Άτακτα» (Γ.Μ. Ζησιμόπουλος, Διαβάζω, 288) Μητσοτάκη Ζ.: Ο δημοσιογράφος Ελευθέριος Βενιζέλος στα χρόνια της Κρήτης (Μ. Παπαδοπούλου, Βήμα, 24/5) Παπακωνσταντίνου Μ.: Μια βορειοελλαδική πόλη στην Τουρκοκρατία, (X. Κιοσσέ, Βήμα, 24/5)
Περιοδικές Εκδόσεις Αριάδνη. Τόμ. Ε! (Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Καθη μερινή, 2/6)
Γραφτείτε συνδρομητές Συνδρομές εσωτερικού και Κύπρου Ετήσια 12.000 - Σπουδαστική 11.000 δρχ. Εξάμηνη 6.500 - Σπουδαστική 5.500 δρχ. Οργανισμών, Τραπεζών, Ιδρυμάτων 14.000 δρχ. Συνδρομές εξωτερικού Ετήσια 90 δολ. (ΗΠΑ) Σπουδαστική Ετήσια 85 δολ. Ιδρυμάτων, Βιβλιοθηκών 105 δολ. Τα παλιά μηνιαία τεύχη κοστίζουν 1000 δρχ., τα δεκαπενθήμερα 600 δρχ. και τα διπλά 1000 δρχ. Εμβάσματα στη διεύθυνση: Κατερίνα Γρυπονησιώτου Α. Μεταξά 26, Αθήνα - 106 81
ΠΕΤΡΟΣ ΚΥΠΡΙΩΤΕΛΗΣ Τα Καρταλέικα (αφηγήματα)
Μιά σελίδα του βιβλίου: Φίλοι Γάλλοι αναγνώστες, δεν είναι τυχαίο ότι ο Βασίλης Βασιλικός, ο γνωστός σας Έλληνας συγγραφέας του "Ζ", στις αρχές της δεκαετίας του ’50, μόλις δεκαοχτώ χρονών, ξεκίνη σε την οδοιπορία του από το Βουνό των Κενταύρων, γράφο ντας τη "Διήγηση του Ιάσονα", που χαιρετίστηκε μ ενθουσια σμό από τους κριτικούς της εποχής, που στο πρωτόλειο του μαθητή-λογοτέχνη είδαν έναν άξιο συνεχιστή της τέχνης και της φιλοσοφίας του Andre Gide που συνοψίζονται σε τούτη τη "θέση": στο πέρασμά σου να ρίχνεις πάντοτε σπόρους, ποτέ ρίζες. Η εξέλιξη δικαίωσε τους οξυδερκείς κριτικούς. Ο Βασιλι κός πορεύτηκε χωρίς να πιάσει πουθενά ρίζες. Λαμπράκηδες, συγκρότημα Λαμπράκη, εξερευνητής των ΗΠΑ, Εκτός των τει χών (χούντα), Εντός των τειχών ("Υποθήκες ΠαπαδόπουλουΠαττακού", αν δεν το ξέρετε το κόκκινο Βιβλιαράκι, με λόγους των παραφρόνων δικτατόρων, πουλήθηκε τόσο, όχι σαν ψωμί ή σαν παντεσπάνι, ώστε από τα έσοδα των πωλήσεών του θα μπορούσαν να διατρέφονται και να συντηρούνται, στις φυλα κές Κορυδαλλού, μέχρι σήμερα, οι ηγέτες του Πραξικοπήματος, νομίζω πως αυτό θα ήταν πιό σωστό, έργο δικό τους ήταν και δεν καταλαβαίνω γιατί να καρπωθεί τόσα οφέλη ο ανθολό γος, εκτός αν τους δίνει ποσοστά, τίποτα δεν γράφτηκε σχετι κά, παραμένει ένα φιλολογικό μυστήριο, κανένας δεν ασχολή θηκε μ αυτό), Bella Italia, Φόκο ντ αμόρε, αμόρε ντι PASOK, σταθμοί μιας πορείας υποδειγματικής σταθερότητας, φύλλα κι αγγελιάσματα και πηγάδια βαθιά και άπατα, φωτογραφίες που ξεθωριάζουν και σβήνουν, χάνονται, η συλλογική μνήμη των Ελ λήνων δεν φαίνεται να ενοχλείται με ανάλογες πορείες.
Στα κεντρικά βιβλιοπωλεία Εκδόσεις ΠΥΛΗ Ά γρ α ς 39, 116 35 Αθήνα, τηλ. 7223840
Β Ι
Β
G Σ
Ο Λ
Λ
Ι
U
T
Ω Ν
Ο Σ
Ο E
Π
N
Ω B
Λ
Ε
E
1 0 3 - Τ Η
Ι
R
Ο G
Λ. - F A X
36 00 127
2 >€
Τ α ξινομ η μ ένα και γ ια κάθε βαθ μίδα της Ε κπ α ίδευσ η ς, θα βρείτε στο χώ ρο μας όλα τα β ιβλία ό λ ω ν των Ε κδοτικώ ν Ο ίκων. * Α κ ό μ η , θ ’ ανα κ α λύψ ετε μια π λού σ ια συλλογή λογοτεχνικώ ν βιβλίω ν, π ε ζο γ ρ α φ ία ς γ ια π α ιδ ιά κ αι νέο υ ς, π εριοδικώ ν -ε λ λ η ν ικ ώ ν και ξ έ ν ω ν - , όπ ω ς επίσης ειδικά τμήματα με βιβλία Ιατρικής, Ο ικ ονομ ία ς και ηλεκτρονικώ ν υπ ολογιστώ ν, καθώ ς και όλες τις εκδόσ εις του οεδβ και του Ε υ γενιδ είου Ιδρύματος. * Ζ ητήστε του ς κ α τα λόγου ς των Ε κδόσεώ ν μας. Ε κτός α π ό τον υ π ά ρ χο υ ν κι οι εξής: 0 ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ
γ ε ν ικ ό .
0 ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΥ
0 ΦΙΛΟΛΟΓΟΥ
0 ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
0 ΦΥΣΙΚΟΥ-ΧΗΜΙΚΟΥ
0 ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ
0 ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
Τ έλ ο ς, ιδιαίτερα κ ατατοπιστικά είνα ι τα α να λυ τικ ά φ υ λλ ά δ ια γ ια κάθε εκδοτικό π ρόγρ αμ μ α του Ο ίκου μας. * Μ π ορ είτ ε ν ’ α γορά σετε τα βιβλία π ου σα ς ενδ ια φ έρ ου ν κ α ι με πιστω τι κές κάρτες (diners, εθνοκαρτα, εμποροκαρτα).
| ΛΕΙΤΟΥΡΓΕΙ ΤΜΗΜΑ ΑΝΤΙΚΑΤΑΒΟΛΗΣ ΓΙΑ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Σ
0
Λ
G
Β
Ω
U
Ι
Β
Ν
0
Σ
Τ
Λ
103
Ε
Ι
Ο
-
Ν
Π
Τ
Η
Λ, - F
Β
Ω
Α
Ε
Λ
X
36 00 127
R
Ε
Ι
|
Ο
Κ υ κλο φ ο ρ εί το νέο βιβλίο
ΗΗ
ΒΑΓΓΕΛΗ
ΡΑΠΤΟΠΟΥΛΟΥ
Γ. Γενναδίου 3
ΡαΟΥληι
ρμ τ οπ°υ
Α Υ ΤΟ Κ ^ΓΟ ΡΙ ΒΑΓΓΕΛΗ ΡΑΠΤΟΠΟΥΛΟΥ Η αυτοκρατορική μνήμη του αίματος Ο ίδιος άνθρωπος ζει έναν μεγάλο, ρ ο μ α ν τ ικ ό και κυρίως τραγικό έρωτα· κολυμπάει σε μια θάλασσα από σκανδαλιστικούς, ε ιρ ω νικ ο ύ ς και σχεδόν αχρείους έρωτες· και τέλος επιχειρεί να διανοηθεί τι σημαίνει να είσαι, σήμερα, Έ λληνας και ταυτόχρονα π ο λ ίτ η ς του «παγκόσμιου χωριού»!
A lM A T O r
ί7ο/ο$
ι qx['o π ο ν
ίιμ.«3(.
Άλλα βιβλία του ΚΟΜΜΑΤΑΚΙΑ
Βαγγέλη Ραπτόπουλου
ΔΙΟΔΙΑ ΤΑ ΤΖΙΤΖΙΚΙΑ