ΔΕΚΑΠΕ ΝΘ ΗΜ ΕΡ Η ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ · ΑΡ. 322 · 10.11.93 · ΔΡΧ. 700
ΕΡΕΥΝΑ: ! 'Μ |γΠΠ\' \' Η ΚΒΑΝΤΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΟΓΟΥ
JOHN KENNETH GALBRAITH
Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΗΣ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗΣ (THE CULTURE OF CONTENTMENT) T ο νέο βιβλίο του κορυφαίου αμερικανού οικονομολόγου που προκάλεσε σάλο και συζητήσεις σε όλο τον κόσμο.
Τ ι είναι η "ικανοποίηση" και ποια η κοινωνική ομάδα που την εκφράζει; Γιατί και πώς αυτή η ομάδα διαποτίζει σήμερα με την κουλτούρα της τις αναπτυγμέ νες χώρες, οδηγώντας τες σε καταστάσεις οικονομικής και κοινωνικής αδράνειας; Μ ί α διαπεραστική και ελκυστική ματιά στη σύγχρονη οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα μακριά από περιγραφές ευχάριστων καταστάσεων- ο αντικρατισμός, ο ιδιωτικός τομέας, η οικονομική κερδοσκοπία, η φτώχεια, καθώς επίσης και οι οικο νομίες των Η.Π.Α., της Ιαπωνίας και της Γερμανίας, η εξωτερική πολιτική και η στρα τιωτική εξουσία. Ε ν α από τα πιο σοφά, σαφή και αυθάδη μυαλά της εποχής μας καταθέτει μία οξυ δερκή και έγκυρη εκτίμηση για το πού βαδίζουμε και ποιες θα είναι οι συνθήκες αυτής της πορείας.
Κ Υ Κ Λ Ο
Ο Ρ Ε I
Α Π Ο
ΑΣΚΛΗΠΙΟΥ 154,11471 ΑΘΗΝΑ ΤΗΛ.: 6462716, 6461713 - FAX: 6452570
ΔΙΑΒΑΖΩ: Α. Μεταξά 26, Αθήνα-106 81 Σύνταξη: 33.01.239 Λογιστήριο: 33.01.241 Διαφημίσεις: 33.01.313 Συνδρομές: 33.01.315
Τεύχος 322
10
ΜΟΛΙΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΑΝ Γράφει ο Η. Παπαλέξης
12
Η ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
13
ΕΡΕΥΝΑ Η Κβαντομηχανική και το θέατρο του Παραλόγου. Γράφει η Κυριακή Πετράκου
10 Νοεμβρίου 1993 Τιμή: Λρχ. 700
Ιδρυτής: Περικλής Αθανασόπουλος Διευθυντής: Γιώργος Γαλάντης Αρχισυντάκτης: Ηρακλής Παπαλέξης Σύνταξη: Κατερίνα Γρυπονησιώτη, Βασίλης Καλαμαράς, Ηρακλής Παπαλέξης, Βάσω Σπάθή, Καίτη Τοπάλη. Οικονομικός υπεύθυνος: Βάσω Σπάθή Συνδρομές: Κατερίνα Γρυπονησιώτη Διαφημίσεις: Ηρακλής Παπαλέξης Καλλιτεχνική επιμέλεια: Νένη Ράις Γλωσσική επιμέλεια-Διορθώσεις: Βίκυ Κωτσοβέλου Στοιχειοθεσία-Ηλεκτρονική ΣελιδοποίησηΦίλμς-Μοντάζ: LEGATO Ε.Π.Ε., Χαλκοκονδύλη 9 (πλ. Κάνιγγος), τηλ.: 33.02.055-56 Fax: 36.48.223 Εκτύπωση: Αφοί Τσαλδάρη Ο.Ε., Φυλής 35. Καματερό, τηλ.: 23.18.444 Βιβλιοδεσία: Νικ. Κατριβάνος και Σία Ο.Ε., Στ. Γόνατά 48, τηλ. 57.49.951 Διανομή: Νέο Πρακτορείο Τύπου
24
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ Η Νένα Ευθυμιάδη μιλάει στον Η. Παπαλέξη
Ποίηση Γιώργου Μόραρη: Συνανα στροφές της σιωπής. Γράφει ο Λ. Παπαλεοντίου Πεζογραφία Villiers de Γ Isle-Adam: Σκληρές ιστορίες Γράφει η Τ. Δημητρούλια
Ιδιοκτήτης-Εκδότης: Γιώργος Γαβαλάς & ΣΙΑ Ε.Ε. Κεντρική διάθεση: Αθήνα:
Π Λ Α ΙΣ ΙΟ
Εξώφυλλο: ΓιώργοςΓαλάντης
Πεζογραφία Τάσου Καπερνάρου: Λουτρά Γράφει ο Γ. Πετρόπουλος
37
Βιβλιογραφικό Δελτίο
42
Κριτικογραφία
Δ ελτίο
Α Φ ΙΕ Ρ Ω Μ Α
hi ■0
Ο Δ Η Γ Ο Σ Β ΙΒ Λ ΙΩ Ν
Αρχιτεκτονική Ελένης Φεσσά - Εμμανου ήλ: Κτίρια για δημόσια χρή ση στη νεότερη Ελλάδα, 1827-1992. Γράφει η Ελένη Μαΐστρου
Δοκίμιο Ε. Ν. Μόσχου: Η μεταφυσι κή αγωνία στον Παλαμά Γράφει η Μ. ΛαμπαδαρίδουΠόθου
Θεσσαλονίκη: Βιβλιοπωλείο «Κέντρο του βιβλίου» Λασσάντη 9 τηλ. 237.463
33
Πεζογραφία Κώστα Βαλέτα: Το τρίγωνο της σιαυτής Γράφει ο Διον. Κωστίδης Ποίηση Στέλλα Αλεξοπούλου: Δωρε άν διαδρομή Γράφει η Μ. Τριαντάφυλλου
ΠαντελήςΛέκκας: Εθνικιστική ιδεολογία και παράδοση σεις για τον εθνικισμό
34
Θάνος Λίποβατς: Τα διφο ρούμενα του Εθνικισμού Λίνα Βεντούρα: Ερμηνευτι κά σχήματα της «εθνικής πα ρακμής» στα εγχειρίδια ιστο ρίας (1922-1928) Χριστίνα Κουλούρη: Το έθνος και ο χώρος. Όψεις του ελληνικού εθνικισμού στη διδασκαλία της γεωργαφίας (1880-1914) Πέτρος Θεοδωρίδης: Μερι κές παρατηρήσεις για τους βαλκανικούς εθνικισμούς του 19ου αιώνα Γιώργος Θαλάσσης: Το Σώ μα και το Έθνος Πρόδρομος Γιαννάς: Η ελ ληνική εξωτερική πολιτική ανάμεσα σε δυτικοστρεφείς και εθνικιστές
Ν’ AKQYQ ΚΑΛΑ Γ ΟΝΟΜΑ ΣΟΥ
Σωτήρη Δ ημηιρίου Ν ’ ΑΚΟΥΩ ΚΑΛΑ Τ’ ΟΝΟΜΑ ΣΟΥ Είναι η ιστορία μιας ηπειρώτικης οικογένειας. Από το συνοριακό χωριό Πόβλα στο Περδικάρι της Βορείου Ηπείρου και στο Ελμπασάν της Αλβανίας. Από εκεί, με το προσφυγικό κύμα, στη σύγχρονη Αθήνα. Από γενιά σε γενιά.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣ1ΑΜΠΟΥΣΗΣ
Ε κ τ ο ς Εδ ρ α ς
Βασίλη Τ σιαμπούση ΕΚΤΟΣ ΕΔΡΑΣ
Μια ιστορία περιπτώσεων που παλινδρομούν μέσα στο χρόνο, σε ένα τοπικό πλαίσιο που η στενότητα και η ασφυκτικότητά του δημιουργούν ένα ψυχολογιι κλίμα που βρίσκει το πλησιέστερ ανάλογο του στην ηττοπάθεια κτ το δέος του επαρχιώτη ποδοσφαιριστή, όταν ξεκινά για κρίσιμο εκτός έδρας αγώνα στο κέντρο...
Κωστούλας Μηχροπούλου ΤΟ ΛΟΥΝΑ ΠΑΡΚ ΗΤΑΝ ΚΛΕΙΣΤΟ
το λουνα παρκ ήταν κλειστό
Είναι η Μοίρα όλων ίω ν χαμένων εραστών και της Μνήμης τους. Τελικά σε ένα κύκλο χωρίς όνομα βρίσκονται και χάνονται μαζί. Τα τέσσερα πρόσωπα μιας ιστορίας που γράφεται μαζί και χωριστά στο άδειο λουνα παρκ, το μήνα Σεπτέμβρη.
ΚΕΔΡΟ Σ
Νατάσας Χατζιδάκι ΞΕΝΟΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ Κείμενα - διαπλοκές προσώπων, ιστοριών και καταστάσεων - όπου άλλοτε λάμπουν εκτυφλωτικά και άλλοτε σκοτεινιάζουν ανήσυχα, τα τοπία της ψυχής και του αντικειμενικού κόσμου. «Διηγήματα» γραμμένα με την θριαμβική αίσθηση εισόδου, σε άγνωστη, εράσμια πόλη.
ΚΕΔΡΟΣ το ελληνικό 6ι6λίο
1993
w
Ν Ε Α
Β Ι Β Λ Ι Α
<*■
1993
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΞΕΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ / ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ ΜΠΑΝΑΝΑ ΓΙΟΣΙΜΟΤΟ Kitchen 9
ΝΑΝΏΝ ΓΚΟΡΝΏΜΕΡ Μια ιδιοιροπία ιης φύσης
ΧΟΥΑΝ ΚΑΡΛΟΣ ΟΝΕΤΙ Το ναυπηγείο (Μυθιστόρημα) 9
ΧΟΥΑΝ ΠΕΡΟΥΤΣΟ Οι φυσικές ιστορίες (Μυθιστόρημα)
(Μυθιστόρημα)
9
9
ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΣΑΙΞΠΗΡ Δωδέκατη νύχτα
ΚΙΝΓΚΣΛΕΫ ΕΪΜΙΣ Ένας χοντρός Εγγλέζος (Μυθιστόρημα)
9
ΣΙΜ Εύθυμη Ιατρική 9
ΓΙΑΣΟΥΝΑΡΙ ΚΑΒΑΜΠΑΤΑ K ioto (Μυθιστόρημα)
ΕΜΑ TENANT Το παραμύθι της Εύας (Ηβοπλαστική ιστορία) 9
ΤΡΟΥΜΑΝ ΚΑΠΟΤΕ 'Οταν οι προσευχές εισακούονται (Ένα ημιτελές μυθιστόρημα)
9 ΛΕΚΛΕΖΙΟ Έρημος
ΤΖΟΥΝΙΤΣΙΡΟ ΤΑΝΙΖΑΚΙ Σβάστικα (Μυθιστόρημα) 9
ΤΖΩΝ ΚΕΝΕΝΤΥ ΤΟΥΛ Συνασπισμός ηλιθίων (Μυθιστόρημα)
(Μυθιστόρημα)
9
9
ΝΤΕΪΒΙΝΤ ΧΟΜΕΛ Ηλεκτρικές καταιγίδες
ΧΛΡΟΥΚΙ ΜΟΥΡΑΚΑΜΙ Το κυνήγι του αγριοπρόβατου
(Μυθιστόρημα)
(Μυθιστόρημα)
ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
9
ΕΖΡΑ ΠΑΟΥΝΤ Τα άσματα της Πίζας
ΜΠΕΡΤΟΛΤ ΜΠΡΕΧΤ Διόρθωση παλιών μύθων και άλλες ιστορίες 9
ΣΟΜΕΡΣΕΤ ΜΩΜ Τσάι και ματαιοδοξία (Μυθιστόρημα) 9
ΚΕΕΣ ΝΟΟΤΕΜΠΟΟΜ Η ακόλουθη ιστορία (Μυθιστόρημα)
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΣΤΟΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ ΙΝΤΙΘ ΓΟΥΟΡΤΟΝ Τα χρόνια της αθωότητας 9
ΚΑΖΟΥΟ ΙΣΙΓΚΟΥΡΟ Τ ’ απομεινάρια της μέρας 9
ΛΙΟΝΟΡ ΦΛΕΪΣΕΡ Ήρωας κατά λάθος
Κ ΥΚ ΛΟ Φ Ο ΡΕΙ
ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ
ΖΥΡΑΝΝΑ ΖΑΤΕΛΗ
ΝΕΝΗ ΕΥΘΥΜΙΑΔΗ
ΚΑΙ ΜΕ ΤΟ ΦΩΣ ΤΟΥ ΛΥΚΟΥ ΕΠΑΝΕΡΧΟΝΤΑΙ
ΟΙ ΠΟΛΙΤΕΣ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ
Μ υθιστόρημα σε δ έκα ιστορίες Με την ανεξιχνίαστη περιστροφή που θα ακολουθούσε ένα ηλιοτρόπιο της νύχτας, η τέχνη της Ζ.Ζ. —επαληθευμένη χαρμόσυνα σε αυτό τό τρίτο της βιβλίο, που είναι και το πρώτο της μυθιστόρημα— αποδεικνύει ότι μπορεί κανείς να γράφει σαν να προσπαθεί να λύσει τα μάγια του κόσμου ή σαν να ξορκίζει τη λύση τους.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
Μυθιστόρημα Έ να κατοικημένο κτήριο πρόκειται να ανατιναχθεί. Υποψήφια δράστις μία γυναίκα π ου το παρακολουθεί καθημερινά πίσω από τη βιτρίνα του ανθοπωλείου της. Υποψήφια θύματα άνθρωποι απλοί ή σύνθετοι ή και εξεζητημένοι, που εκπροσωπούν πολύμορφα τη μεσοαστική νοοτροπία. Ω σπου κάποια στιγμή οι υποψ ίες μιας ασυνήθιστης δωδεκάχρονης δίνουν την αφορμή για ένα παιχνίδι παράδοξο.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΚΑΣ ΤΑΝΙ ΩΤΗ
EC
ΝΑΝΟΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ Βιβλιοθήκη της Τέχνης
Η ΖΩΗ Μ ΟΤ Μ ΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ ΕΓΓΥΗΜ ΕΝΗ ΝΑΝΟΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ
ΕΡΒΙΝ ΠΑΝΟΦΣΚΥ Μελέτες Εικονολογίας
Ή ζωή μου μετά θάνατον εγγυημένη
ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗΣ
Γεμ άτα από το στοιχείο του θαυμάσιου, αυτά τα π εζά ποιήματα, στοχασμοί και αφηγήματα, ξανοίγονται επάνω σε σπάνιες και απροσδόκητες προοπτικές της ιστορίας και του μύθου, της γλώ σσας και της ποιητικής τέχνης. ... Ο πιο διακεκριμένος κι αινιγματικός α π ’ τους σύγχρονους Νεοέλληνες ποιητές, γεμ άτος πλατωνική σοφία. ΛΩΡΕΝΣ ΝΤΑΡΕΛ
Ε Κ Δ Ο Σ Ε ΙΣ Ν Ε Φ Ε Λ Η
... Προωθούν το ελληνικό βιβλίο ΑΣΚΛΗΠΙΟΥ 6, ΑΘΗΝΑ 106 80 - ΤΗΛ.: 3607744 - FAX: 3639962
'Υπάρχουν μόνον δύο ή τρία άλλα βιβλία στόν τομ έα της 'Ιστορίας της Τέχνης πού ά σκησαν μιά έπίδραση παρό μοια μέ αυτήν τοΰ «Μ ελέτες Εικονολογίας». Σ ’ αύτό τό έρ γο, ό Έ ρβιν Πανόφσκυ έδειξε ότι ή γνώση του νοήματος ένός έργου τέχνης τοΰ παρελ θόντος, τό κάνει όχι μόνο πιό αποκαλυπτικό, αλλά καί πιό ωραίο. Γιά τόν ορισμό αύτοϋ τοΰ νοήματος ό Πανόφσκυ πρότεινε συγκεκριμένες ιστο ρικές μεθόδους, ύποκείμενες σέ αντικειμενικό έλεγχο. Κι ακόμη, τό βιβλίο δέν είναι μό νον ένας σταθμός στόν τομ έα της 'Ιστορίας της Τέχνης, αλ λά καί των Ε πιστημώ ν τοΰ ’Ανθρώπου γενικότερα. Τό σπάνιο πνεΰμα μέ τό όποιο ό συγγραφέας πραγματεύεται έ να επίσης σπάνιο άντικείμενο γνώσης, καθιστά τήν άνάγνωσή του συναρπαστική δχι μό νον γιά τούς «ειδικούς», άλλά καί γιά ένα πολύ εύρύτερο κοι νό.
ΕΚ ΔΟ ΣΕΙΣ ΝΕΦΕΛΗ
Μαυρομιχάλη 9 - Αθήνα Τηλ. 3 6 0 7 7 4 4 - 3 6 3 9 9 6 2
TONI ΜΟΡΙΣΟΝ
ΑΓΑΠΗΜ ΕΝΗ
Β ιβλία για τη μουσική ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΑΛΟΜΟΙΡΗΣ Η ζωή μου και η τέχνη μου
ΟΤΟ ΚΑΡΟΛΪ Εισαγωγή στη μουσική
ΑΑΡΩΝ ΚΟΠΛΑΝΤ Μουσική και φαντασία
ΑΝΝΑ ΜΑΓΚΝΤΑΛΕΝΑ ΜΠΑΧ Το μικρό χρονικό
ΠΑΟΤΛ ΜΠΕΚΕΡ Η ορχήστρα
ΤΖΩΝ ΜΠΛΑΚΙΝΓΚ Η έκφραση της ανθρώπινης μουσικότητας
ΕΡΙΚ ΣΑΛΤΣΜΑΝ Εισαγωγή στη μουσική του 20οϋ αιώνα
ΛΗΟ ΣΜΙΘ
Η Αγαττημένη, μυθιστόρημα που σου κόβει την ανάσα με την κοφτή και γεμάτη λυρισμό γλώσσα του, δίκαια τοποθετεί την Τόνι Μόρισον στην κορυφή των σύγχρονων συγγραφέων και της απέφερε το N O B E L Λ ογοτεχνίας 1993. Ά κ ρα τος ερωτισμός, γραφή μοντέρνα και αισθησιακή, ατμόσφαιρα όλο μυστήριο, ένα έργο πράγματι σπάνιο του οποίου τις αρετές δεν αφήνει ανεκμετάλλευτες η αριστουργηματική μετάφραση της Έ φης Καλλιφατίδη.
NOBEL ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ 1993 Ε Κ Δ Ο Σ Ε ΙΣ Ν Ε Φ Ε Λ Η Α Σ Κ Λ Η Π ΙΟ Υ 6 -8 , Α Θ Η Ν Α 1 0 6 8 0 , Τ Η Λ .: 3 6 0 7 7 4 4
Σημειώσεις για τη φύση της μουσικής
ΚΡΙΣΤΟΦΕΡ ΣΜΩΛ Μουσική, κοινωνία, εκπαίδευση
ΙΓΚΟΡ ΣΤΡΑΒΙΝΣΚΥ Μουσική ποιητική
ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΙΛΟΠΟΪΛΟΣ Εισαγωγή στην ελληνική πολυφωνική εκκλησιαστική μουσική
ΟΤΜΠΕΡΤΟ ΦΙΟΡΙ Τζο Χιλ, Γούντυ Γκάθρυ Μ πομπ Ντύλαν Ιστορία του λαϊκού τραγουδιού των ΗΠΑ
ΚΩΣΤΑΣ ΧΑΤΖΗΔΟΤΛΗΣ Βασίλης Τσιτσάνης Η ζωή και το έργο του
ΚΩΣΤΑΣ ΧΑΤΖΗΔΟΤΛΗΣ Ρεμπέτικη ιστορία No 1
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΕΤΣΕΤΙΔΗΣ
Το παιχνίδι
μόλις κυκλοφόρησε ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΙΛΟΠΟΤΛΟΣ Ρώσικες επιδράσεις στην Ελληνική Πολυφωνική εκκλησιαστική μουσική
Ε Κ Δ Ο Σ Ε ΙΣ Ν Ε Φ Ε Λ Η
Εκδόσεις Νεφέλη
ΑΣΚΛΗΠΙΟΥ 6, ΑΘΗΝΑ 106 80 ΤΗΛ. 3639962
υγχρονη ZQPZ ΣΑΡΗ Η ΑΝΤΙΠΑΡΟΧΗ
ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΤΡΙΒΙΖΑΣ Ο ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΣ ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΗΣ
απο εκδόσεις
ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΚΑΛΙΟΤΣΟΣ ΤΑ ΓΟΥΡΟΥΝΙΑ
ιεχνια
m
χρηστόςλεςυλλαι
Μ’ WTPIANHL.
Ε Κ Δ Ο Σ Ε ΙΣ
ΠΑΤΑΚΗ ΧΙΛΙΑ α':ϊ0ΡΗ^"”ΊΛ Ρχ
αιακη
ΚΕΝΤΡΙΚΗ Δ ΙΑ Θ ΕΣΗ : Σ. ΠΑΤΑΚΗΣ Α.Ε ΐ Εμμ. Μ πενάκη 161 I 106 78 Α θ ή ν α ·* I Τηλ.: 36.38.362 | I Fax: 36.28.950 ||
y\C 7<-
μουσική ραμμένος στις αρχές too αιώ να Ο κόσμος τη ς Ό π ερ α ς . Εκατό Ό π ερ ες (Μτφ. Δάφνη Ανδρέου, Αθήνα, Στοχαστής, 1993. Σελ. 368) του Φέλιξ Μέντελσον είναι ένας χρήσιμος και συνοπτικός οδηγός για όσους αγαπούν την όπερα αλλά δεν είναι μυημένοι και για όσους θα ήθελαν να ασχοληθούν μ' αυτό το λυρικό είδος που κερδίζει όλο και περισσότερους ακροατές ιδιαίτερα μετά το φαινόμενο της Μαρίας Κόλλας και των σούπερ σταρ της εποχής μας, Καρέρας και Ντομίνγκο. Το βιβλίο του Φ. Μέντελσον, εκφράζοντας τις αισθητικές προτιμήσεις της εποχής του, παρουσιάζει, με σαφή και περιληπτικό τρόπο, την πλοκή τω ν έργων με αναφορά στις κ ύ ρ ιε ς ά ρ ιες, ό π ο υ α υ τέ ς α π α ν τ ώ ν τ α ι, σημειώνει ο συγγραφέας του. Ενώ ο Θάνος Μικρούτσικος επισημαίνει στην εισαγωγή του ότι π ρ ώ το ν α π οτελεί μ αρτυρία μιας ολόκληρης εποχής και δεύτερον, περιλαμβάνει αξίες που είναι πάντα σταθερές ό π ω ς ο Βάγκνερ, ο Βέρντι, ο Στράους, ο Μότσαρτ, ακόμη και ο Μασκάνι... Αν ο Κόσμος της Όπερας γραφόταν σήμερα θα περιλάμβανε βεβαίως κι άλλους τίτλους εκτός α π ' αυτούς που επέλεξε ο Φ. Μέντελσον. Ωστόσο ένα τέτοιο βιβλίο μπροστά στη, σχεδόν, παντελή έλλειψη ανά λογης βιβλιογραφίας στα Ελληνικά, αποτελεί σημαντική προσφορά και πρέπει γι' αυτό να επισημανθεί ιδιαίτερα.
κινηματογράφος ,τι έχω παίξει στην οθόνη από την αρχή ω ς το τέλος είναι I αυτοβιογραφικό, δηλώνει ο Τζακ Νίκολσον, διάδοχος καθώς λέγεται, του Μάρλον Μπράντο. Χαρακτηρίστηκε «φαινόμενο του πιο γνήσιου αμερικανικού σχιζοφρενισμού» επειδή κατά ' καιρούς έχει ενσαρκώσει στο σινεμά ρόλους διάσημου συγγραφέα, σχιζοφρενή δολοφόνου, έγκλειστου σε δημόσιο ψυχιατρείο, διανοούμενου, διανοητικά καθυστερημένου... Στη ζωή και στους ρόλους στον κινηματογράφο του Τζα κ Νίκολσον (Αθήνα, Οδός Πανός, 1993. Σελ. 80. Δρχ. 1.300), είναι αφιερωμένη αυτή η μονογραφία με τη σχετική φιλμογραφία και πλήθος ασπρόμαυρων φωτογραφιών.
χρονικά
ερευνά
ι
ου οφείλεται το γεγονός ότι η κυκλοφορία των αθηναϊκών εφημερίδων τα τελευταία χρόνια σημείωσε πτώση που άγγι ξε το 50%; Στην κρίση της αξιοπιστίας τους, στην κομματική τους εξάρτηση, στην αδυναμία τους να καλυψουν τα ενδια φέροντα της νέας γενιάς αναγνωστών, στην αμφισβητούμε νη ποιότητά τους, στην τιμή τους ή στην επίδραση των ρα διοτηλεοπτικών μέσων; Πάντως όποιοι κι αν είναι οι λόγοι αυτής της πτώσης της κυκλοφορίας των Αθηναϊκών Εφημε ρίδων, το ερώτημα πώς θα ξεπεραστεί αυτή η κρίση παρα μένει έντονο ως τις μέρες μας και βεβαίως αναπάντητο. Ο Α λ έξη ς Ζ α ο υ σ η ς, δημοσιογράφος, και ο Κω /νος Στ ρ α τό ς , επικοινωνιολόγος, στο βιβλίο Ο ι εφ ημερίδες 1974-92 (Αθήνα, Γνώση, 1993. Σελ. 272) εξετάζουν αυτό το φαινόμενο της κρίσιμης πορείας των Αθηναϊκών Εφημε ρίδων με αναλυτικά σχεδιαγράμματα και πίνακες συγκρίνοντάς τους με την κυκλοφορία του επαρχιακού Τόπου. Παράλληλα εξετάζουν την κυκλοφοριακή εξέλιξη κάθε εφημερίδας ξεχωριστά, το ιδιοκτησιακό τους καθεστώς, το αναγνωστικό τους κοινό, την επιρροή τους, τις συνέπειες από τη ραγδαία ανάπτυξη ραδιοφώνου και τηλεόρασης, την αλλαγή σχήματος και τη νέα τεχνολογία της έκδοσής τους. Στο παράρτημα του τόμου οι απόλυτοι αριθμοί που αφορούν στην κυκλοφορία των εφημερίδων, δηλώνουν χωρίς αμφιβολία το μέγεθος της κρίσης. Ίσως η προσέγγιση και η μελέτη από ειδικούς αυτού του εγχειρήματος δίνει κάποιες πρώτες απαντήσεις για τις μελλοντικές εξελίξεις στο χώρο του Τύπου.
ξένη πεζογραφία
ο
11
{Επισημάνσεις.
ε όσους αγαπούν τις αστυνομικές ιστορίες απευθύνεται το μυθιστόρημα της Έ λ ις Πίτερς, Ριγμένος στο λάκκο (Μτφρ. Α. Μανωλιδης. Αθήνα, Αγρω στις, 1993. Σελ. 392. Δρχ. 2.000), πρώτο βιβλίο της σειράς «Ιστορίες σύγχρονου μυστηρίου». Η συγγραφέας θα οδηγήσει σταδιακά τους αναγνώστες της στην ανακάλυψη του δολοφόνου ενός Να ζί εργάτη μετά τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Από τα προσόντα του βιβλίου επισημαίνουμε την επιδεξιότητα στη γραφή της Ε.Π., την καλή μετάφραση και την προσεγμένη τυπογραφική δουλειά. Η.Π.
Μιά 13χρονη (ναι, δεκατριάχρονη) στον Καναδά μάζεψε 1,3 εκατομμύρια υπογραφές ενα ντίον της βίας στην τηλεόραση. Αποτέλεσμα: Θεσμοθετήθηκε ο έλεγχος xat ο περιορισμός της βίας σε τηλεόραση xat κι νηματογράφο! (Απ’ την «ΚΑ ΘΗΜΕΡΙΝΗ» της 17.10.93, σελ. 33). ❖ Υπογραφή ξέρετε να βάζετε; Αφιερώνεται σ’ όσους θέλουν και μπορούν να υψώσουν φωνή υπέρ του περιορισμού της βίας xat της χυδαιότητας. ♦ ❖ ❖ Και στην Υπουργό Πολιτι σμού. Προσωπικά. Με ελπίδα. Disneyland στην Ελλάδα; Την κατασκευή της σ’ έναν ιστορικό χώρο με θέματα από την ελληνική μυθολογία προ τείνει ο Χρήστος I. Κορρές. («ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΤΑΧΥΔΡΟ ΜΟΣ», 21.10.93, σελ. 34). ♦ ·> Το φαντάζεστε; Μερικές ώρες με τους μυθικούς ήρωες στη σπηλιά του Πολύφημου, στο λαβύρινθο, στην «Αργώ», στους σταύλους του Αυγεία... Ποιος θα υλοποιήσει αυτή την ιδέα; ♦ ❖ ♦ ❖ Επίκαιρη υπενθύμιση: «01 ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΙΣ ΠΕΦΤΟΥΝΕ, ΑΛΛΑ ΤΟ ΝΕΦΟΣ ΜΕΝΕΙ» («ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 18.10.93). «ΜΙΑ ΒΡΟΧΗ ΔΕΝ ΜΑΣ ΣΩΖΕΙ» («ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΤΥΠΙΑ», 17.10.93). Άλλος ένας μύθος (ότι «μια βροχή μας σώζει») που καταρ ρέει στην εποχή μας. Λοιπόν, πρέπει πια να σώσουμε οι ίδιοι τους εαυτούς μας. Λ.
ν\ j A KQ^g
γ ο ν
Ο Ο Ο.
i c y u
ο ο ο ο Q
Ο Ο (^ )
Βαγιονάκης - Αθ. Διάλογος - Βύρωνος. Ελευθερουδάκης - Αθ. Ενδοχώρα - Αθ. Εξαρχόπουλος - Αθ. Εστία - Αθ. 'Ηλιος - Δράμα. Ιανός - Θεσσ. Καραβιάς - Ρουσσόπουλος - Αθ. Κενιρί - Λαμία. Λε'σχη του Βιβλίου - Αθ. Λοξίας - Πάτρα. Πειράίκή Φωλιά - Πειραιάς. Πλέθρου - Αθ. Πλήθωυ - Πλ. Αμερικής. Ραγιάς - Θεσσ. Σάκης - Νέα Σμύρνη. Φιλιππότης - Αθ. Χνάρι - Αθ.
Ο
ο Ο
■ Γ ·
ΓΕΡΜ Α Ν Ο Σ Φ.: Η εκτέλεση ΚΑΚΤΟΣ Ζ Α ΤΕΛ Η Ζ.: Και με το φως του λύκου επανέρχονται Κ ΑΣΤΑΝΙΩ ΤΗΣ
Ε ·
ΓΑΛΑΝΑΚΗ Ρ.: Θα υπογράφω Λούΐ ΑΓΡΑ ΜΑΧΜΟΥΝΤΙ ΜΠ. - ΧΟΦΕΡ Ο.: Ποτέ χω ρίς την κόρη μου ΨΥ Χ Ο ΓΙΟ Σ
g g
Κ Ο ΤΖΙΑ Σ Α.: Το σοκάκι ΚΕΔΡΟ Σ
g j g | Μ Ο Υ ΡΣΕΛ Α Σ Κ.: Βαμμένα κόκκινα μαλλιά Κ ΕΔΡΟΣ Α Α ΙΕΝ ΤΕ I.: Επουράνιο σχέδιο Ω ΚΕΑΝΙΔΑ WM
ΓΕΡΜ Α Ν Ο Σ Φ.: Γυναίκα από βελούδο ΚΑΚΤΟΣ Φ ΑΚΙΝΟΣ Α.: Το κάστρο της μνήμης Κ ΑΣΤΑΝΙΩ ΤΗΣ Χ Ω Μ Ε Ν ΙΔ Η Σ X.: Το σοφό παιδί ΕΣΤΙΑ ΑΚ ΡΙΤΑ Ε.: Γόβα στιλέτο ΚΑΚΤΟΣ Μ Α ΡΚ ΕΣ Γκ.: Δώδεκα περιπλανώμενα διηγήματα ΝΕΑ ΣΥΝ Ο ΡΑ Μ Ο ΡΙΣΟ Ν Τ.: Η αγαπημένη Ν ΕΦ ΕΛ Η
Λ!
ΓΊο
προς ανάπτυξη θέμα ' επιχειρεί να συσχετίσει δύο κατά παράδοση δια φορετικούς τομείς της ανθρώπινης κουλτού ρας, οι οποίοι φαινομενι. . κά κατά κανένα τρόπο δεν συνδέονται. Κατά κανένα; Ίσως όχι. Σε μια πρώτη, μόλις προσεκτικότερη ματιά διακρίνεται μια βασική ομοιότητα: στη φιλοσοφία και των δύο υπάρχει η κατάρριψη της αυστηρής αιτιοκρατίας και η κυριαρχία της τυχαιότητας. Τι ομοιότητα μπορεί να έχει η επιστήμη με την τέχνη; Μια πολύ ουσιαστική: και οι δύο προσπαθούν να κατανοήσουν τον κόσμο και να βρουν τον αποτελεσματικότερο τρόπο για να τον εκφράσουν. Συν δέονται με τη φιλοσοφία τόσο ιστορικά όσο και εννοιολογικά και επίσης καθεμιά διαθέτει τη φιλοσοφία της, στην οποία τε λικά μπορούν να αναχθούν οι όποιες ομοιότητες και αναλο γίες, εφ’ όσον οι ιδιαίτεροι φορμαλισμοί τους δημι ουργούν την εντύπωση ότι το χάσμα μεταξύ τους είναι αγε φύρωτο. Θα προσπαθήσουμε να καταδείξουμε τις βασικές ομοιότητες των δύο αυτών προσεγγίσεων της πραγματι κότητας, έστω και αν η συλλο γιστική ενέχει ένα (;) σκοτεινό στοιχείο: για την κατανόηση '
του πράγματος χρησιμοποιεί ται μια ορθολογική-αιτιοκρατική μεθοδολογία για να περιγράφει και να αναλύσει μη αιτιοκρατικές καταστάσεις1. Στη διάρκεια δυόμισι αιώ νων, οι φυσικοί, αρχίζοντας από μάγους - επιστήμονες όπως ο Kepler και ο Κοπέρνικος, χρησιμοποίησαν τη μη χανιστική αντίληψη του κό σμου, παραμερίζοντας τη με ταφυσική και τη διαίσθηση για να δημιουργήσουν ένα σύστη μα αντιλήψεων που σήμερα εί ναι γνωστό με το όνομα κλασι
ματα για έλεγχο της θεωρίας. Το διανοητικό πλαίσιο δημιουργήθηκε κατ’ αρχάς από τον Καρτέσιο2 του οποίου η άποψη για τη φύση σαν τέ λεια μηχανή υποταγμένη σε απαράβατους μαθηματικούς νόμους, υλοποιήθηκε από τον Νεύτωνα. Το κοσμικό-μαθηματικό σύστημα του τελευ ταίου, με τον αυστηρό ντε τερμινισμό των φυσικών φαι νομένων, καθιερώθηκε σαν η ορθότερη ερμηνεία της πραγ ματικότητας. Το σύμπαν έμοια ζε να κινείται όπως ένας ωρο
Η Κβαντομηχανική και το Θέατρο του Παραλόγου κή φυσική. Οι κυριότερες ιδέ ες της προέρχονται από τον Νεύτωνα, ο οποίος δημιούρ γησε μια νέα μαθηματική μέ θοδο, το διαφορικό λογισμό, για να τις εκφράσει, από τη φι λοσοφία του Καρτέσιου, και ει δικά την αντίληψή του για το διαχωρισμό πνεύματος και ύλης και από τη μεθοδολογία του Francis Bacon που περι λαμβάνει πείραμα, θεωρητικά συμπεράσματα και νέα πειρά
λογιακός μηχανισμός που κουρντίστηκε και μπήκε σε λει τουργία από το δημιουργό του, όπου καθετί μπορούσε να προβλεφθεί, αρκεί να υπήρχαν οι σωστές μετρήσεις και αρκε τή υπομονή για να γίνουν οι απαιτούμενοι υπολογισμοί με απλά και κομψά μαθηματικά3. Η άποψη αυτή, που άφηνε ελάχιστα περιθώρια στην ελευθερία ή στην τύχη, δημιούργησε ορισμένα κρίσι
14
χρονικά
--------------------------
γραμμές των αερίων...». Η προσπάθεια κατανόησης σχε τικά με αυτά τα «θεματάκια» ήταν που οδήγησε στην ανα τροπή των πάντων. Η επανά σταση βρισκόταν ante portas, αλλά ο επαναστάτης δεν γνώ ριζε ούτε ο ίδιος το ρόλο του: νόμιζε πως ήταν απλός μεταρ ρυθμιστής. Όταν κατάλαβε τι έκανε ήταν πλέον αργά. Το 1905, ένας υπάλληλος του γραφείου ευρεσιτεχνιών της Βέρνης που λεγόταν Albert Einstein δημοσίευσε τις πρώ τες ανακοινώσεις της Ειδικής Θεωρίας της Σχετικότητας (ισοδυναμία μάζας - ενέργει ας, εξάρτηση μάζας από την ταχύτητα) και το 1915 τη Γενι κή Θεωρία της Σχετικότητας που αφορά στη βαρύτητα. Πα ρόλο που οι θεωρίες αυτές πε ριέχουν μεταξύ άλλων την πρωτότυπη ιδέα ότι ο χώρος και ο χρόνος δεν είναι κάτι το ξεχωριστό αλλά πρέπει να αντιμετωπίζονται σαν μια ενό τητα (από εκεί μέχρι να συμπετο τέλος του 19ου αι. με ράνουμε ότι η κίνηση μέσα την ανακάλυψη των ηλεκτρικών και μαγνητιστο χρόνο είναι δυνατή όπως κών φαινομένων, η Νευτώνειακαι μέσα στο χώρο δεν απέχει πολύ), έχουν ωστόσο λογική θεωρία φάνηκε ανεπαρκής. Τη συνέπεια και δεν έρχονται σε συμπλήρωσαν ικανοποιητικά πραγματική αντίθεση με την οι Maxwell και Faraday, κλασική φυσική, αντίθετα την ξεφεύγοντας από το πλαίσιο ενισχύουν και την εμπλουτί της μηχανικής, η οποία αδυνα τούσε να εξηγήσει τα φαινόμε ζουν. Η πραγματική ανατροπή να αυτά, αλλά παραμένοντας προήλθε από την εξέταση της ατομικής δομής, όταν ο Bohr μέσα στα όρια της λογικής και έκανε ορισμένες αυθαίρετες του ντετερμινισμού. Το 1900 ο παραδοχές, οι οποίες έλυναν κόσμος θεωρήθηκε σχεδόν ερμηνευμένος. Ο λόρδος μεν μερικά προβλήματα, δημι Kelvin δήλωνε με αυ ουργούσαν όμως πλήθος άλ τοπεποίθηση: «H Φυσική έχει λα. Ο Einstein ήταν ακόμα μέ πια λύσει τα θεμελιώδη προ σα σε αυτά και οι εργασίες βλήματα. Από τώρα κι εμπρός του σχετικά με την αλληλεπί δεν θα είναι παρά απλή εφαρ δραση φωτός και ηλεκτρονίου μογή των βασικών νόμων. Μέ που κατέληξε στη στατιστική Bose - Einstein, ήταν που έφε νουν βέβαια μερικά θεματάκια ραν την πλήρη ρήξη με τις που δεν έχομε κατανοήσει κλασικές ιδέες και αποτέλεσαν πλήρως: η κατανομή του μέλανος σώματος, οι φασματικές τον ακρογωνιαίο λίθο της κβα
μα ερωτήματα, όπως αυτό της προκαθορισμένης μοίρας, των οποίων η εξέταση αφέθηκε στους θεολόγους, τους φιλο σόφους, τους καλλιτέχνες και τους αστρολόγους για να ερί ζουν και να προσπαθούν να επιβάλλουν την άποψή τους έστω και με τη βία πολλές φο ρές. Οι ιδέες αυτές δη μιούργησαν ένα τρόπο σκέ ψης και απεικόνισης του κό σμου από τους ανθρώπους, που απόδωσε στο δυτικό πο λιτισμό τα κύρια χαρακτηρι στικά του. Υπήρξαν η βάση του υποδείγματος που κυρι άρχησε στο πλαίσιο του πολι τισμού μας κατά τη διάρκεια των 300 τελευταίων ετών. Και για να μη νομισθεί ότι αυτά αφορούν μόνο τη φυσική θα θυμίσουμε το Διαφωτισμό σαν φιλοσοφική και πολιτική θεω ρία, τις θεωρίες του Freud και τα έργα του Ibsen4.
Σ
ντικής θεωρίας. Στο σημείο αυτό τρόμαξε ακόμα και ο ίδιος και αποσύρθηκε δηλώνο ντας: «Ο Θεός δεν παίζει τον κόσμο στα ζάρια». Κατά μια φήμη ο Bohr του απάντησε: «Μη λες στον Θεό τι να κάνει». Όλα τα επόμενα δεδομένα μέ χρι σήμερα, με κορυφή την επιτυχία του πειράματος του Aspect στο Παρίσι στη δεκαε τία του ’50, όταν οι δύο ενδι αφερόμενοι είχαν πεθάνει, δεί χνουν ότι κερδίζει ο Bohr τουλάχιστον στα περισσότερα σημεία και η θεωρία των κβά ντα ή κβαντομηχανική, φαίνε ται να καλύπτει τα πε ρισσότερα ερωτήματα συ μπεριλαμβανομένων και αυτών της κλασικής φυσικής. Η θεωρία των κβάντα θεμε λιώθηκε στις τρεις πρώτες δε καετίες του 20ού αι. από μια διεθνή ομάδα φυσικών5 που περιλάμβανε τους Max Plane, Albert Einstein, Niels Bohr, Louis de Broglie, Erwin Schrodinger, Wolfgang Pauli, Werner Heisenberg και Paul Dirac. Επηρέαζε κατά τρόπο συγκλονιστικό την άποψη της πραγματικότητας και τα συμπεράσματά της επέφεραν τέ τοια μεταβολή στις κρατούσες αντιλήψεις, ώστε προκάλεσαν ένα ανυπόφορο σοκ. Οι βασι κές της ιδέες, έστω και σε απλή γλώσσα, δείχνουν εύκο λα γιατί.
λα άρχισαν με τις έρευ νες για τη φύση του φω τός. Στο ερώτημα αν πρόκειται για σωμάτιο ή για κύμα, η τελική (;) απάντηση ήταν: και τα δύο. Ο De Broglie αναρωτήθηκε για το ίδιο πράγ μα σχετικά με το ηλεκτρόνιο και η απάντηση, που βασίστη κε σε μαθηματικούς υπολογι σμούς ήταν: και τα δύο6.
Ο
χρονικά Δεν ήθελε πολύ για να φτά σουν στο συμπέρασμα ότι το ίδιο συνέβαινε με το πρωτόνιο και στο επίμαχο ερώτημα: τι ακριβώς είναι η ύλη; Πώς είναι δυνατό να είναι κάτι με καθο ρισμένα όρια και ταυτόχρονα κάτι που εκτείνεται επ’ άπει ρον στο χώρο; Μαζί με την ανακάλυψη ότι το 99,9999% του όγκου του ατόμου είναι κενό, αναπόφευκτα άρχισαν να υποπτεύονται ότι ο σταθε ρός υλικός κόσμος μας έμοια ζε περισσότερο με τη Μάγια των Βουδδιστών7. Ο Bohr (Σχολή της Κοπεγχάγης) δια τύπωσε την αρχή της συμπληρωματικότητας: Τόσο το φως (ηλεκτρομαγνητική ενέρ γεια) όσο και τα λεγάμενα υλι κά σωματίδια, έχουν διπλή φύ ση: κυματική και σωματιδιακή.
πό τη στιγμή εκείνη και στο εξής, κάθε φορά που στη διάρκεια ενός ατομι κού πειράματος οι Φυσικοί έθεταν ένα ερώτημα, η φύση απαντούσε με μια παραδοξολογία. Όσο προσπαθούσαν να απο σαφηνίσουν την κατά σταση, οι παραδοξολο γίες πολλαπλασιάζονταν. Ο Heisenberg γκρίνιαζε: «Είναι δυνατό να είναι τόσο παράλογη η φύση, όσο δείχνουν τα ατο μικά πειράματα όταν αναλύο νται από την κοινή λογική;» και αναστέναζε: «Τι βάσανο...». Τελικά αποδέχτηκε την κατάσταση και έδωσε στην αιτιοκρατία το τελειωτικό χτύπημα, διατυπώνο ντας την αρχή της απροσδιοριστίας ή α β ε β α ιό τ η τ α ς . Αν και το όνο μα είναι από μόνο του
Α
κετά κατατοπιστικό, με απλά λόγια η αρχή λέει ότι όσο μεγαλύτερη βεβαιότητα υπάρ χει ως προς τη θέση ενός σωματιδίου τόσο μεγαλύτερη είναι η αβεβαιότητα ως προς την ταχύτητα και το αντίστρο φο. Το νόημα είναι ότι σε υποατομική κλίμακα η αβεβαι ότητα είναι κάτι εγγενές και απόλυτη αλήθεια δεν υπάρχει. Ισχύει επίσης και στον καθημε ρινό κόσμο (γνωστό ως μακρόκοσμο), αλλά εξαιτίας των μεγάλων τιμών των μετα βλητών (ταχυτήτων και ενερ γειών) είναι αμελητέα. Απλά οι συνέπειές της δεν είναι ορα τές, γι’ αυτό φαίνεται τόσο αλλόκοτη και ξένη. Μολονότι η παρατήρηση αυτή είναι ίσως περιττή, πρέπει να πούμε ότι αβεβαιότητα δεν σημαίνει ότι δεν είναι δυνατό να γνωρί
15
σουμε απολύτως τίποτε, άλλά ότι δεν μπορούμε να τα μά θουμε όλα. Η φύση επιτρέπει να τη γνωρίσουμε μέχρις ενός σημείου - αντιστέκεται και μας μπερδεύει όταν θέλουμε να της αποσπάσουμε τα ύστατα μυστικά της. Αυτό δεν αποτε λεί από μέρους της κάποιου είδους κακεντρέχεια: απλά πί σω από μια φαινομενικά ντετερμινιστική δομή (μακρόκο σμος) ελλοχεύει το τυχαίο άρ ρηκτα δεμένο με αυτήν. Στο μακρόκοσμο, και καθώς οι νό μοι της στατιστικής είναι πα ράδοξα φερέγγυοι, επειδή τα συστήματα αποτελούνται από τρισεκατομμύρια άτομα, οι αποκλίσεις αντισταθμίζο'παι, το άθροισμα των πιθανοτήτων δίνει μία κατά προσέγγιση βε βαιότητα, οπότε οι αναχρονι στικές αντιλήψεις εξακο λουθούν φαινομενικά να ισχύ ουν. Δεν μπορούμε να δούμε την πραγματικότητα όπως ακριβώς είναι, διότι δεν είναι «είναι» αλλά «γί γνεσθαι».
λλά η δυϊκότητα των σω ματιδίων (ταυ τόχρονα σωμάτια και κύματα, ή μάλ λον άλλοτε σωμάτια άλλοτε κύματα) δεν ήταν το μόνο τρομε ρό συμπέρασμα. Το άλλο ήταν η κατάρριψη της αντικειμενικό τητας, που είναι το καμάρι των επιστημό νων και η ανακάλυψη της διαταραχής του παρατη ρούμενου συστήματος από τον παρατηρητή. Σύμφωνα με αυτήν, ένα σύ στημα δεν έχει ανε ξάρτητη υπόστα ση. Μεταβάλλει τη
Α
16
χρονικά
--------------------------
συμπεριφορά του ανάλογα με το είδος της παρατήρησης, οπότε δεν υπάρχει καμία έν δειξη για το πώς συμπεριφέρεται όταν δεν παρατηρείται, ούτε καν αν υπάρ χει8. Οι φυσικοί προχωρούσαν όλο και βαθύτερα μέσα στη Μάγια. Για να μην αοριστολογούμε, όταν επιμένουμε να υπολογίσουμε τη θέση, αυξά νεται η αβεβαιότητα ως προς την ταχύτητα, αν μελετούμε τη σωματιδιακή φύση εξαλεί φονται οι κυματικές ιδιότητες και αντιστρόφως. Στη σύγχρο νη φυσική, στο ατομικό επίπε δο (αλλά το σύμπαν αποτελείται από άτομα), οι αντίθετες έννοιες ενοποιούνται και τα σωματίδια καταστρέφονται αλλά δεν μπορούν να κατα στραφούν, μπορούν να διασπαστούν αλλά παραμένουν αδιάσπαστα, η ύλη είναι συνε χόμενη και ασυνεχής, ενέρ γεια και ύλη εμφανίζονται σαν δύο διαφορετικές όψεις του ίδιου φαινομένου. Όλες αυτές' οι αινιγματικές ιδέες (δεν είναι οι μόνες φυσικά, είναι απλώς ο πυρήνας), απαιτούν τη γλώσ σα των μαθηματικών για να γί νουν κατανοητές. Το κύρος τους προέρχεται ωστόσο από τις απόλυτα επιτυχημένες εφαρμογές, οι οποίες συνιστούν τη σύγχρονη τεχνο λογία, περισσότερο από τα άψογα (και στριφνά) μαθημα τικά τους. Η κβαντική θεωρία, κρινόμενη από τη σκοπιά της κοινής λογικής, περιγράφει τη φύση και τον κόσμο σαν κάτι το παράλογο. Εφόσον ισχύει πάντοτε (έχει επεκταθεί στην αστροφυσική και την κοσμολο γία και η κλασική φυσική εντάσσεται άνετα μέσα της σαν μια επιμέρους περίπτωση) χρειάζεται μια προσεκτικότερη και / ή διεισδυτικότερη ματιά για να ερευνηθεί η πραγμα
τικότητα πίσω από τα φαινόμε να σε κάθε τομέα της ανθρώ πινης γνώσης. Αυτό είναι βέ βαια μια κοινοτοπία... Είμαστε επίσης αναγκα σμένοι να αναφερθούμε στους δύο κλάδους, στους οποίους μοιάζει να έχει εξελιχτεί με την πάροδο του χρόνου η κβαντο μηχανική. Ο ένας, που μας εν διαφέρει περισσότερο εξαιτίας της βαθύτατης συγγένειάς του με τις φιλοσοφικές αντιλήψεις της φαινομενολο γίας και του υπαρξισμού, που βρίσκονται στη βάση του θεά τρου του Παράλογου, είναι ακραία σολιψιστικός: ο παραΟ Αϊνστάιν στο Πρίνστον, 1940
τηρητής είναι ο μόνος παρά γοντας που αποκρυσταλλώνει την πραγματικότητα, μέσα από τον ιστό των δυνατοτήτων των quanta10. Η δεύτερη θεω ρία, που διατυπώθηκε στη δε καετία του ’50 από τον Αμερι κανό Η. Everett και δεν έχει ακόμα πεταχτεί στο καλάθι των αχρήστων, αντίθετα συζη τιέται σοβαρά, είναι η πιο σκανδαλώδης: πρόκειται για τη θεωρία των πολλαπλών κό σμων. Συνοπτικά, από όλες τις δυνατότητες ενός συστήμα τος, αντί να επιλέγεται με τυ χαίο τρόπο μία, υλοποιούνται όλες και συνυπάρχουν σε πα ράλληλους κόσμους, δίχως επικοινωνία μεταξύ τους. Με δύο λόγια, αν διστάζετε ανά μεσα σε δύο ερωτικούς συ ντρόφους και παντρευτείτε τε λικά με τον έναν, σε έναν άλλο κόσμο έχετε παντρευτεί τον άλλον, σε έναν τρίτο και τους δύο και σε έναν τέταρτο όλοι έχουν χωρίσει. Αν η θεωρία αυτή δεν είχε μια προφανή συνάφεια με τον άκρατο πολ λαπλασιασμό προσώπων και αντικειμένων στο θέατρο του Ιονέσκο που εμφανίστηκε την ίδια δεκαετία και ο οποίος κα τά πάσαν πιθανότητα την αγνοούσε, θα απόφευγα και να την αναφέρω. Επειδή αυτές οι θεωρίες μπορεί να φαίνο νται σε όποιον δεν είναι ενημε ρωμένος με Παταφυσική11, επιμένω στην εγκυρότητα των πηγών που χρησιμοποιήθηκαν και που γι’ αυτό το λόγο εκτίθενται παρακάτω, στη βιβλιογραφία.
ναφέραμε ήδη ποια ήταν η αντίληψη του κόσμου στο τέλος του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα. Την ίδια εποχή κυρίαρχη πολι-
Α
χρονικοί τική φιλοσοφία, που υπαγό ρευσε τις πιο δραματικές με ταβολές στη μισή Ευρώπη, ήταν ο αυστηρά ορθο λογικός διαλεκτι κός ματερια λισμός
και εξέX ο ντα αι σθητικά ρεύματα ο ρεαλισ μός και ο ν α τ ο υ ρ α λ ι σμός, όπως θα περίμενε κανένας σε μια ιστορική στιγμή όπου το Σύμπαν ήταν «σχεδόν εντε λώς εξηγημένο». Βε βαίως πάντα υπήρχε ένας κλά δος της φιλοσοφίας που υπο στήριζε τον υποκειμενισμό, που ξεκινούσε όπως και ο αντί θετός του από τις αντινομίες του Καρτέσιου, περνούσε από τον Soren Kierkergaard και έφτανε μέχρι τον Husserl, τον οποίον και θα θεωρήσουμε σαν την καλύτερη αρχή. Η φι λοσοφία του Husserl, που ονο μάστηκε φαινομενολογία12, διαμορφώθηκε την ίδια εποχή με την κβαντομηχανική. Ο Husserl μάλλον την αγνοούσε (καθόλου παράξενο, εφόσον οι ιδέες αυτές δεν ήταν ακόμα γνωστές έξω από έναν κύκλο κορυφαίων φυσικών) γιατί απορρίπτει τις Φυσικές επι στήμες εξαιτίας του θετικι σμού τους13. Ωστόσο η αρχική του πρόθεση δεν ήταν να δι ασαλεύσει τη βεβαιότητα, αλ λά να την αντικαταστήσει με μιαν άλλη, βαθύτερη και ορθό τερη. Χρησιμοποιούσε ένα «υπερβατικό» τρόπο έρευνας
για να αποκαλύψει τις εσωτερι κές δομές του α ν θ ρ ώ π ιν ο υ πνεύματος και να ορί σει τις «καθ ο λ ικ έ ς ουσίες».
νων. νολογία επανέφε ρε το υποκείμενο (στην «υπερβατική του υπόσταση») σε μια προνομιούχα θέση: πηγή και αφετηρία κάθε νοήματος, χω ρίς να αποτελεί μέρος του κό σμου (σ’ αυτό διΐσταται από την κβαντομηχανική, η οποία το περιλαμβάνει αναπόσπα στα). Ο μαθητής του Husserl, Martin Heidegger διαφώνησε στο σημείο αυτό, θεωρώντας τη νόηση μέρος της ύπαρξης (1928). Ο Heidegger διαφωνεί με το δυϊσμό υποκειμένου αντικειμένου και θεωρεί, όπως οι Προσωκρατικοί, ότι το Είναι περικλείει και τα δύο. Το υπο κείμενο είναι απλώς ο χώρος ή το μέσο για να εκδηλωθεί η αλήθεια του κόσμου. (Αν η ανθρωποκεντρικότητα των ιδε ών αυτών προκαλεί μέτρια σύγχυση, θυμίζουμε ότι ο άν θρωπος είναι επίσης ένα κβα ντικό σύστημα, που τυχαίνει να μας ενδιαφέρει περισσότε
17
ρο από άλλα). Ο Sartre επεμ βαίνει εδώ, ο οποίος ο την προμαρξιστική φάση της δημι ουργίας του, ανάμεσα οτα 1929-1950 θέλει να εδραιώσει την κυριαρχία της συνείδησης, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα Ο Ζ. Π. Σαρτρ, σχέδιο του Wiaz Ο Α. Καρό, σκηνοθετεί
την πραγματικότητα του κό σμου13. Φυσικά ξεκινά από τον Καρτέσιο: «Η μελέτη της αν θρώπινης πραγμαακότητας πρέ πει να αρχίζει από το cogito14. Οι ιδέες του είναι πολύ κβαντι κές: «Το σώμα μου συνυπάρ χει με τον κόσμο, εκτείνεται σε όλα τα πράγματα και συγχρό νως συμπυκνώνεται σε ένα και μοναδικό σημείο»... «Το θέμα είναι να συγκροτήσουμε την ανθρώπινη πραγματικότητα σαν ένα ον, που είναι αυτό που δεν είναι και δεν είναι αυτό που είναι ... Η αντικειμενική ύπαρξη της αντανάκλασης αντανακλώντας μας υποχρεώ νει να εννοήσουμε... όχι μιαν ενότητα που να ενέχει τη δυαδικότητα... αλλά μια δυαδικότητα που είναι ενότητα, μια αντανάκλαση που αντανακλά τον ίδιο τον εαυτό της»... «Ο ίδιος ο Husserl ομολογεί πως
18
χρονικά
- -------------------- —
για κάθε erleonis (βίωμα) το γεγονός ότι έχει ιδωθεί συνε πάγεται αια ολοκληρωτική τροποποίησή του»... «Το από λυτο συαβάν, ή το δι’ εαυτόν, είναι τυχαίο στο ίδιο του το εί ναι». Ο Satrre δουλεύει πάνω στις ιδέες των Hegel, Husserl και Heidegger Ο Albert Camus, με μικρό τερη φιλοσοφική κατάρτιση, χρπσιμοποεί τις ίδιες πηγές συν τον Kierkergaard για να γράψει τη βίβλο του Παράλο γου15. Είναι ασφαλώς αυστη ρά αντι-αιτιοκρατικός: «Η πα γκόσμια λογική... η αιτιοκρα τία, οι θεωρίες που εξηγούν τα πάντα, κάνουν τον συνεπή με τον εαυτό του άνθρωπο να γε λάει».
φιλοσοφία των Sartre και Camus16 ονομάστηκε υπαρξιστική. Ο Sartre θε ωρούσε τον εαυτό του φαινομενολόγο αλλά αποδέχτηκε το νέο όνομα. Εδώ μπορούμε να απαλλα γούμε από τη φιλοσοφία, εφό σον οι δύο προαναφερθέντες φιλόσοφοι πέρασαν και ανά πτυξαν τις ιδέες τους σε μυθι στορήματα και θεατρικά έργα, για να δείξουν πληρέστερα τη σχέση που έχουν οι ιδέες αυτές με την πραγματικότητα. Και οι δύο συμφωνούν ότι «πα ράλογο είναι η σχέση του αν θρώπου με τον κόσμο», γιατί ο ίδιος ο κόσμος είναι παράλο γος και μαζί τους συμφωνεί και ο Μ. Esslin, ο οποίος όμως τους αφήνει απέξω (όχι ολότελα) όταν απαριθμεί τους «παράλογους» θεατρικούς συγγραφείς. Έχει τους λό γους του: η φόρμα τους είναι εξαιρετικά λογική και αποδεικνύουν το παράλογο του κό σμου και της ύπαρξης με την κλασική μαθηματική μέθοδο
Η
«υπόθεση - απόδειξη - όπερ έχει δείξαι». Ο A. Hinchcliffe δεν το θεωρεί αυτό σημαντικό και τους περιλαμβάνει (μαζί με τον A. Marleaux) στους δημιουργούς του Παράλογου, σαν πρώτη γενιά, θεωρώντας ως βασικό στοιχείο τις ιδέες και το σπάσιμο της κλασικής17 φόρμας σαν δευτερογενές φαινόμενο18.
| | j
ρισκόμαστε στο Παρίσι αμέσως μετά τη Γερμανική κατοχή. Οι Sartre και Camus είναι τα λαμπερά αστέ | j ρια της Γαλλικής Διανόησης ; αλλά είναι μια εποχή που πολ j λοί ξένοι καλλιτέχνες ζουν και j δουλεύουν στο Παρίσι: ο ' Ρουμάνος Ε. Ionesco, ο Ρώ σος Emigre A. Adamov, ο Ιρλανδός S. Beckett. Μαζί με τον J. Genet θα δημιουργή ο πρώτο μυθιστόρημα του σουν το είδος του θεάτρου Sartre, η Ναυτία θεωρεί που ο Martin Esslin θα ονομά ται (από τον ίδιο και τους σει Θέατρο του Παράλογου, μελετητές του) σανέναν όρο που οι δημιουργοί μυθιστορηματικό δοκίμιο πά του αποδέχονται με επιφύλα νω στο τυχαίο, που ο ήρωας ξη. Η αρχή γίνεται το 1947 με ονομάζει «αμάρτημα του την παράσταση του έργου του υπάρχειν». Ναυτία είναι η αη Genet Οι Δούλες. Ο Genet εί δία που βιώνουμε όταν ναι ένας περιθωριακός ομο συνειδητοποιούμε την από φυλόφιλος με βαρύ ποινικό λυτη έλλειψη αναγκαιότητας μητρώο και εξαιρετικά διανοη εσωτερικής ή εξωτερικής και τικά χαρίσματα21. Στα έργα την παράλογη ελευθερία που του, που μοιάζουν σαν επεξερ χαρακτηρίζει την ανθρώπινη γασία των ιδεών του Sartre για ύπαρξη19. Στο θέατρο του το «είναι που που δεν είναι Sartre, που μας ενδιαφέρει πε αυτό που είναι κ.λπ.» και «την ρισσότερο, οι ήρωες του Κεαντανάκλαση που αντανακλά κλεισμένων των Θυρών και των τον εαυτό της», περνά την Βρώμικων Χεριών όταν προ προσωπική του εμπειρία και το σπαθούν να εξηγήσουν τις όραμα του κόσμου. Δεν χρω πράξεις και τα κίνητρά τους στάει τίποτα (ακόμα) στον διαπιστώνουν ότι είναι ανίκα Sartre: ο σκληρός τύπος του νοι να το κάνουν20. Οι πράξεις υποκόσμου και ο μικροαστός περιμένουν να νοηματοδοτηδιανοούμενος συναντήθηκαν θούν εκ των υστέρων, αλλά (1943) ερχόμενοι από διαφο έτσι γίνεται ύποπτη η εγκυρόρετικούς δρόμους. Η προσω τητα της ερμηνείας. Η συνεί πικότητα και η τέχνη του Ge δησή τους αποτελείται από net γοήτευσαν τον Sartre και ένα κενό που είναι ελεύθεροι συνδέθηκαν στενά. Ο Sartre να το γεμίσουν όπως θέλουν, υπερασπίστηκε δημόσια τον αναλαμβάνοντας όμως την Genet σε μια δύσκολη περί ευθύνη της επιλογής τους: σταση και έγραψε γι’ αυτόν αυτό τους πλημμυρίζει με ένα μια ασυνήθιστα διειδυτική βι ανυπόφορο άγχος. Η ανακά ογραφία22. Αναλύει σ’ αυτήν λυψη του Παράλογου οδηγεί πώς μια υπαρξιακή εμπειρία τον Καλλιγούλα (Camus) στην μετουσιώθηκε σε τέχνη. Στο παραφροσύνη. Θέατρο του Genet οι χαρα κτήρες και οι κοινωνικές κα ταστάσεις έχουν απαλειφθεί
Τ
Β
--------------------------
(αλλά αυτό ισχύει για όλα σχε δόν τα παράλογα έργα) και οι ήρωές του αντιμετωπίζουν το είναι - στον - κόσμο ανάλογα με την τυχαία ύπαρξή τους σ’ αυτόν. Δεν αποδέχονται την ταυτότητά τους και υιοθετούν διάφορες άλλες ταυτότητες και ρόλους, συνήθως προσω ρινά. Μοιάζουν με σωματίδια που αδιάκοπα μεταμορφώνο νται23 το ένα σε άλλο δίχως επαρκή αιτιολογία: τυχαίοι μετασχηματισμοί, άσκοπες δράσεις που όμως έχουν υπαρκτές συνέπειες, αδικαίω τες καταστροφές. Για τον Genet όπως και για τους πε ρισσότερους παράλογους «η ύπαρξη προηγείται της ουσίας»24.
χρονικά
19
| φεια, ο ίδιος ο Ionesco είναι I δητοί σ ’ αυτόν όπως και σε άλ εξαιρετικά σαφής όταν εκθέτει λους, αλλά γίνεται ποιητής για τις ιδέες τις οποίες κατά δή να βάλει σε έναν ορισμό το λωσή του προσπαθεί να περάόραμά του: «Ο καθένας από ' σει στα έργα του. «Όταν γράμας... κάποτε ένιωσε ότι ο κό ! φω προσπαθώ να πω πως μου σμος έχει υπόσταση ονείρου... ' φαίνεται ο κόσμος... χωρίς αρ μας φαίνεται ότι μπορούμε να χιτεκτονική... αλλά το αξεδιά δούμε ανάμεσα από τα πάντα, λυτο άγνωστο... χωρίς χαρα μέσα σε ένα σύμπαν χωρίς κτήρες, αλλά πρόσωπα δίχως διάστημα που αποτελείται μό ταυτότητα (γίνονται σε κάθε νο από λάμψεις και χρώματα». στιγμή το αντίθετο απ’ αυτό Ένας φυσικός θα έλεγε το που είναι, παίρ νουν τη θέση των άλλων και τ’ ανάπαλι... μια συνέχεια δίχως συνέχεια... μια τυχαία σύνθε ση». Κι ακόμα «(το θεατρικό έργο μου) μου στέλνει την ει Ionesco αν και είναι έν κόνα μου, είν’ ένας καθρέ θερμος θαυμαστής του φτης, είναι ανά Camus25, δεν συμπαθεί τον Sartre και τα αισθήματα είκλαση συνείδη σης, ιστορία ναι αμοιβαία26, αλλά δεν ξε πέρα από την φεύγει από τη μοίρα των ιστορία, προς συναδέλφων του: τα έργα του μια βαθύτερη απεικονίζουν αρκετές από τις αλήθεια... στη υπαρξιστικές ιδέες. Στα Θύμα γλώσσα της πι τα του Καθήκοντος ο Σουμπέρ θανότητας και καταδύεται στο υποσυνείδητο, όχι της διαλογιόπου συναντά το απόλυτο κε νό. Ο μελετητής Σ. Ντουκής και αποδει κτικής σκέ μπρόφσκι, αναλύοντας το θέ ψης». Άλλες ατρο του Ionesco το συνδέει υ π α ρ ξ ισ τ ικ έ ς άμεσα με τη Σαρτρική έννοια ίδιο. Το σύμπαν αποτελείται ιδέες του δεν ενδιαφέρουν του Μηδενός: ο άνθρωπος από ακτινοβολίες και μικρές εδώ όπως αυτή όπου ο Μπε(δηλ. η συνείδησή του) είναι κουκίδες ύλης που δεν διαφέ ρανζέ διακηρύσσει ότι ο άν μια «οπή στο υπάρχειν, ένα ον ρουν ουσιαστικά από τις ακτι θρωπος είναι ελεύθερος και που συνειδητοποιεί το τίποτα νοβολίες, κατά μια νεότερη πρέπει να έχει υπευθυνότητα. της ύπαρξής του». Ο άνθρω άποψη μάλιστα είναι «συστροΣταματάμε σε μια πιο ενδιαφέ πος είναι ένα τίποτα επειδή φές του κενού». ρουσα κβαντικά: «Δεν είμαστε διαθέτει ελευθερία εκλογής... ο εαυτός μας. Υπάρχουν μέσα μια μάλλον σταθερή δυνητικόΑ. Adamov συνδεόταν μας δυνάμεις που δεν είναι ού τητα παρά ενεργός ύπαρξη27. προσωπικά αν και όχι πο τε αντιφατικές ούτε μη αντιφα Κάτι παρόμοιο είναι και τα λύ στενά με τους Sartre τικές». Οι περιορισμοί της υποατομικά σωματίδια. και Camus, συνεργαζόταν γλώσσας προκειμένου να εκΑν η έλλειψη ρεαλιστικής στους Tem ps M odernes28 και φράσει μια ανορθολογική φόρμας στα έργα του προκάκατείχε ολόκληρη την υπαρξι πραγματικότητα είναι συνει λεσε την κατηγορία για ασά-
0
Ο
20
χ ρ ο ν ικ ά -------------------------
στική φιλοσοφία. Στην προμαρξιστική του φάση έγραψε έργα σε ελεύθερη φόρμα και με κίνητρα παρόμοια με του Beckett. «Ο σύγχρονος άνθρωπος βρίσκεται μπροστά στο αδιέ ξοδο ότι όποιο μονοπάτι κι αν ακολουθήσει στο ίδιο συμπέ ρασμα καταλήγει: πίσω από τις ορατές της όψεις η ζωή κρύβει ένα νόημα που παρα μένει αιώνια απρόσιτο και αδιάβλητο στο πνεύμα που ψάχνει για την ανακάλυψή του, παγιδευμένο στο δίλημμα πως ενώ γνωρίζει πως είναι αδύνατο να το βρει, είναι εξί σου αδύνατο να παραιτηθεί από την απελπισμένη αναζή τησή του29». Ο μεγάλος αριθμός των δο κιμίων πάνω στο έργο του Beckett εύκολα εξηγείται. Η κατάδυσή του στα βάθη του υποσυνείδητου έφερε στο φως έργα που η πολύσημη λιτότητά τους προκαλεί την ανά λυση. Πολλοί από τους μελε τητές τα εξετάζουν στο φως της υπαρξιστικής θεώρησης. Οι φίλοι του συχνά επισήμαιναν ότι ο υπαρξισμός ήταν το κλειδί της τέχνης του κάτι που ο ίδιος αρνιόταν με τη δικαιο λογία ότι ο κόσμος είναι πιο σύνθετος από όσο τον βλέπει ο Υπαρξισμός. Στην πραγματι κότητα οι σχέσεις του με τον Υπαρξισμό είναι περίπλοκες και δύσκολες να καθορι στούν30. Οι μελετητές του πι στεύουν ότι τα έργα του απει κονίζουν ορισμένες από τις βαθύτερες αντιλήψεις του, σχεδόν μια καλλιτεχνική μετα φορά του Σαρτρικού Σύμπαντος. Οι χαρακτήρες του βρί σκονται σε μια καθαρά Χαϊντεγεριανή κατάσταση: In -der Welt - Sein31. Είναι ελεύθεροι νο επιλέξουν ό,τι θέλουν σε έναν κόσμο εναντιότητας και
μάχης και ταυτόχρονα οι ίδιοι δημιουργούν τον κόσμο και τον εαυτό τους. Είναι δύσκολο να οριστούν: χρειάζονται γι’ αυτό το βλέμμα των άλλων, όπως περιγράφουν ο Sartre και η Κβαντομηχανική.
και στα θεατρικά έργα είναι ο αξεδιάλυτος κόμπος του κατ’ ουσίαν εαυτού και του φαινο μενικού εαυτού, μια ειδική πε ρίπτωση του κατ’ ουσίαν και του φαινομενικού του σύμπαντος34.
Beckett υποστηρίζει ότι ένει να εξεταστεί η γνώ το θέατρό του δεν είναι ση των φιλοσόφων και αντιρεαλιστικό. Θεωρεί, των καλλιτεχνών του Πα ότι, όπως και το θέατρο του ράλογου πάνω στις νέες, τις Ionesco, διαθέτει έναν «ολο τόσο επαναστατικές αντιλή κληρωτικό ρεαλισμό», αυτόν ψεις της επιστήμης, που που περιλαμβάνει το αόρατο αναποδογύριζαν τόσο δραμα όσο και το ορατό, το όνειρο τικά την αντικειμενική-ορθολοκαι το όραμα του καλλιτέχνη γική άποψη για τον κόσμο. μαζί με το τελάρο. Όπως το Από τους φιλοσόφους, οι θέτει λακωνικά: «Το ολικό Heidegger και Husserl που αντικείμενο με τα ελλείποντα ανάπτυξαν παράλληλα τις δι μέρη αντί για το μερικό κές τους κοσμοθεωρήσεις, αντικείμενο»32. Τον απασχολεί μάλλον δεν γνώριζαν τίποτα. η ρννοια του κενού (Void) του Οι Sartre και Camus ήξεραν τίποτα (das Nichts) που καθι ορισμένα πράγματα, αλλά εί στούν παράλογες τις συνηθι ναι αμφίβολο πόσο είχαν κατα σμένες ιδέες περί σημασίας. νοήσει τη σημασία τους. Οι ίδιοι «Η τέχνη είναι η εξήγηση του είχαν καθαρά θεωρητική κα αδύνατου». Ο καλλιτέχνης τάρτιση. Ο A. Koestler, που καλείται να υλοποιήσει το συνδεόταν στενά μαζί τους, εί αδύνατο, το οποίο μόλις χε βαθύ ενδιαφέρον για τις νέ υλοποιηθεί παύει να είναι ο ες επιστημονικές ιδέες και εαυτός του. ήταν προσωπικός φίλος του Schrodinger, ο οποίος του έκανε φροντιστήριο στη μο το δοκίμιό του για τον ντέρνα φυσική. Ο Koestler Proust (1931) κάνει την επηρεάστηκε τόσο ώστε έγρα εξής παρατήρηση: Δεν ψε μερικά βιβλία, συνδέοντας μπορεί να υπάρξει αντικειμενιτις θεωρίες αυτές με διαφορε κή γνώση γιατί «ο παρατηρη τικά γνωστικά πεδία, όπως η τής μολύνει το παρατηρούμε ψυχολογία, η βιολογία και ο νο αντικείμενο με τη δική του αποκρυφισμός35. Ασφαλώς κινητικότητα». Οι ήρωές του τους ενημέρωνε αλλά τον θε είναι όπως ο Hamm «ένα ση ωρούσαν επιπόλαιο36 και ίσως μείο στο κενό, στο σκοτάδι, δεν έδιναν προσοχή. Δεν φαί για πάντα» και ταυτόχρονα η νονται να καταλαβαίνουν πέρα Σαρτρική ιδέα του Άλλου: οι από τις βασικές συλλήψεις αμοιβαίες σχέσεις τους παρά του Einstein ο οποίος, όπως εί το μίσος και την απέχθεια, εί δαμε, επέμενε έστω κι αν μέ ναι αναγκαίες για να νιώθουν χρι τέλους δεν κατόρθωσε να ότι υπάρχουν κι έχουν μια αποδείξει ότι είναι αδύνατο να ταυτότητα33. Το κεντρικό θέμα μην υπάρχει κάποιου είδους τόσο στα μυθιστορήματα όσο ντετερμινισμός. Ο Camus εξε
0
Σ
Μ
--------------------------
γείρεται: «Μου μαθαίνετε πως αυτός ο... κόσμος ξεκινάει από το άτομο και αυτό από το ηλεκτρόνιο... για ένα αόρατο πλανητικό σύστημα όπου τα ηλεκτρόνια περιστρέφονται γύρω από έναν πυρήνα37. Μου εξηγείτε τον κόσμο αυτόν με μια εικόνα... Προτού προλάβω να μάθω την προέλευσή μου αλλάζετε θεωρία. Έτσι, η επι στήμη που ήταν υποχρεωμένη να μου μάθει τα πάντα, κατα λήγει στην υπόθεση, η σαφή νεια βυθίζεται στην αλληγο ρία, η αβεβαιότητα αναλύεται σε έργο τέχνης... Καταλαβαί νω πως η επιστήμη με βοηθάει να συλλάβω και να απαριθμή σω τα φαινόμενα. Δεν μπορεί όμως να με βοηθήσει να κα ταλάβω τον κόσμο...».
χρονικά
21
(«Τι ακριβώς είναι αντικειμε νική πραγματικότητα;») ομο λογεί ότι δεν είναι ο κατάλ ληλος για να αναφερθεί στις επιστήμες. Ο Beckett είχε φι λολογική μόρφωση και μια ομολογημένη αντιπάθεια στις φυσικές επιστήμες38, έτρεφε όμως βαθύ ενδιαφέρον για ορισμένους τομείς των μαθη ματικών όπως το παράδοξο του Ζήνωνα (θεωρία σειρών) και τους ασύμμετρους αριθ μούς, βρίσκοντας σ’ αυτούς τις ρωγμές του ορθολογισμού που οδηγούσαν στο ασύλλη πτο και το άπειρο. Ο Coe ανα λύει τις σχέσεις της τέχνης του Beckett με τη φυσική και τα μαθηματικά και υποστηρίζει ότι είναι απόλυτα συνειδη τές40. Στο ποίημά του W horoscope το Εγώ είναι ο Καρτέσιος, τον οποίο μελετού σε με πάθος, ενώ στο Murphy χει δίκιο. Οι φυσικοί ομο ο Neary περιγράφεται σαν λογούν μετά από χρόνια νευτώνειος. Ο Beckett δεν ότι ούτε αυτοί καταλαβαί νουν τις ίδιες τις θεωρίες συμφωνεί με την ιδέα του πα τους38. Ο Sartre δεν καταπιά ράλογου σαν εξ αρχής ανα τροπή των πάντων αλλά μάλ νεται μ’ αυτές αλλά παραθέτει λον το θεωρεί την δια των με εκτίμηση μια παρόμοια αντιφάσεων της ακραιφνούς άποψη του Merleau-Ponty που δείχνει την άγνοια και των λογικής πορεία στην ευρύτερη δύο37. Ο Ionesco προτού προ πραγματικότητα του ανορθολογισμού, όπως μεταβάλλο χωρήσει για να αναπτύξει με νται οι φυσικοί νόμοι που αφορικές πολύ συγγενείς ιδέες
ρούν τα σωματίδια όταν αυτά πλησιάζουν την ταχύτητα του φωτός, που ήταν οι αντιλήψεις του Einstein. Φαίνεται ότι η επικοινωνία ανάμεσα σε ιδέες που διατυ πώθηκαν την ίδια εποχή ήταν τόσο στοιχειώδης ώστε να μην ανιχνεύεται συγκεκριμένη αλ ληλεπίδραση. Η εξήγηση (που περιέχει φυσικά τη δική της δόση αβεβαιότητας στο βά θος) δίνεται παράλληλα από τον Ionesco και τους κβαντι κούς, σε μια από τις πιο δύ σπεπτες ανακαλύψεις τους που υποστηρίζει ότι μια διατα ραχή ενός συστήματος μπορεί να μεταδοθεί σε ένα άλλο σύ στημα με το οποίο το πρώτο δεν διαθέτει καμιά γνωστή μορφή επικοινωνίας. Ο Ionesco το διατυπώνει καθολικότερα41: «Οι αποκαλύψεις της τέχνης συναντούν στο κορυφαίο ση μείο τους τις αποκαλύψεις της φιλοσοφίας ή των επιστημών, που οι αλήθειες τους, σε δια φορετική έκφραση αλλά ουσιαστικά οι ίδιες, δεν μπο ρούν παρά να επικυρώνονται αμοιβαία»42.
ται όμως πως έχουν οι ερωτήσεις
6. Το 1906 ο J. J. Thomson πήρε το Nobel για την απόδειξη ότι το ηλεκτρόνιο είναι σωματίδιο. Το 1937 το πήρε ο γιός του για την απόδειξη (πειραματική) ότι είναι κύμα. 7. Η ψευδαίσθηση του υλικού κό σμου. Πρβλ. F. Capra Το Ταό και η Φυσική. 8. Στο θέμα αυτό τα περισσότερα βι βλία αναφέρουν το πείραμα με τις δύο οπές, όπου τα ηλεκτρόνια φαί νονται να γνωρίζουν όχι μόνο ποια είναι ανοιχτή ή κλειστή αλλά και αν τα παρατηρούμε ή όχι, οπότε προ σαρμόζουν αναλόγως τη συμπερι φορά τους. Για να μην αναφερθού με και στη νεκροζώντανη γόπα του Schrodinger, προκαλώντας ακόμα μεγαλύτερη σύγχυση. Είναι τα πα ραδείγματα που επαναλαμβάνουν
Ε
Σημειώσεις 1. θυμίζει τη μέθοδο της επανακανονικοποίησης, η οποία παραμερί ζει ορισμένα ενοχλητικά άπειρα που εμφανίζονται στους υπολογι σμούς μεγάλης ακρίβειας, προκειμένου να συμπέσουν οι θεωρητικές με τις πειραματικές τιμές. Αστό στενοχωρούσε τον Paul Dirac: «πα ραλείπουμε κάτι όταν είναι πολύ μι κρό και επομένως αμελητέο, όχι επειδή είναι πολύ μεγάλο και δεν το θέλουμε». Εμείς δεν θα αφήσουμε να μας στενοχωρήσει. 2. Από τον Καρτέσιο ξεκίνησαν πολλά και διάφορα, όπως θα δούμε παρα κάτω. Οι απαντήσεις του δεν ξέ ρουμε αν έχουν αιώνια ισχύ, φαίνε-
3. Πιθανόν σε πολλούς να μη φαίνο νται διόλου απλά, ιδιαίτερα στους μαθητές των λυκείων, είναι όμως, ιδιαίτερα αν συγκριθούν με τα ασή κωτα μαθηματικά της κβαντο μηχανικής. 4. Ο Freud καθιέρωσε ένα ψυχολογι κό χώρο αναφοράς για όλες τις μορφές του διανοητικού εξοπλι σμού. Οι μηχανισμοί του νου υπακούουν σε δυνάμεις διατυπωμένες σύμφωνα με την κλασική μηχανική. Τα έργα του Ibsen έχουν μια παρό μοια ντετερμινιστική δομή. Πρβλ. F. Capra Η Κρίσιμη Καμπή. 5. Κανένας από τους φυσικούς που αναφέρονται εδώ δεν πέφτει κάτω από την κατηγορία των Nobel.
Κυριακή Πετράκου
22
χρονικά
-------------------------
ακούραστα τα περισσότερα βιβλία περί μοντέρνας Φυσικής, εκλαϊκευμένα και μη. 9. Φυσικά, οι «παράλογες αντιλήψεις» και ανακαλύψεις της κβα ντομηχανικής είναι πολύ περισσό τερες, πολλές έχουν εμφανιστεί με ταγενέστερα από τις δύο βασικές ιδέες που αναφέραμε και ορισμένα φαινόμενα έχουν μείνει έξω από τις εξηγήσεις, οπότε μια νέα ανακά λυψη «ποιος ξέρει τι καινούργια πράγματα θα δείξει». Οπότε είναι φανερό ότι η τελευταία λέξη δεν έχει λεχθεί και πορευόμαστε μ’ αυτά που έχουμε. 10. J. Gribbin: Κβαντική Φυσική και πραγματικότητα. 11. Στο έργο του A. Zarry Χειρονομίες και Γνώμες του Δόκτορος Φάουστρολλ η Παταφυσική ορίζεται ως «Η επιστήμη των φανταστικών λύ σεων που συμβολικά αποδίδει στις ιδιότητες των αντικειμένων τα χα ρακτηριστικά του προσώπου τους». Για να τιμηθεί ο δημιουργός της ιδρύθηκε το Κολλέγιο της Παταφυσικής με ηγετικά στελέχη τους Ε. lonosco, R. Queneau, J. Prever, B. Vian και κατά καιρούς επίτιμα μέλη όπως ο Sartre. 12. Η θεωρία του Φέρμι σχετικά με τα ηλεκτρόνια ονομάζεται επίσης φαι νομενολογική. 13. Τ. Eagleton: Εισαγωγή στη θεωρία της λογοτεχνίας. 14. Jean-Paul Satre: Το Είναι και το Μηδέν. Από το ίδιο έργο προέρχο νται και οι υπόλοιπες εντός εισα γωγικών φράσεις. 15. Ο μύθος του Σίσυφου. 16. Ο Heidegger περιλαμβάνεται συ χνά στους Υπαρξιστές αλλά αντί θετα με τον Sartre ουδέποτε το αποδέχτηκε. 17. Εννοείται η σύμφωνη με τις συμ βάσεις της κοινής λογικής και όχι αυτή που απαιτεί πέντε πράξεις και συμμόρφωση με τις Αριστοτέλειες ενότητες. 18. Η Χαρά Μπακονικόλα διερευνά τη σχέση της Σαρτρικής φιλοσοφίας με το θέατρό του στο βιβλίο της Φι λοσοφία και Δραματουργία και με το θέατρο του Παράλογου γε νικότερα στις Οπτικές και Προο πτικές του Δράματος (Πτυχές του
Δράματος στον αιώνα μας). 19. C. Ε. Magny: The duplicity of being. 20. J. Guicharnaud: Man and his acts. J.P. Sartre and A. Camus. 21. H Simone de Beauvoir λέει (Η δύ ναμη της ζωής) ότι δεν θα τον έπαιρνες ποτέ για αυτοδίδακτο. 22. J Ρ. Sartre: Ο Άγιος Ζενέ. 23. Ο περιορισμός του χώρου δεν επέ τρεψε να αναφερθούμε στα quarks, τα σωματίδια που αποτελούν τα προαναφερθέντα σωματίδια και που συνεχώς μετακινούνται, προκαλώντας ατέλειωτους μετασχημα τισμούς. Για να ικανοποιηθεί η θεω ρία της συγχρονικότητας των Jung - Pauli (μια θεωρία που εξέταζε τις συμπτώσεις από φυσική και ψυχα ναλυτική σκοπιά) η ονομασία προ έρχεται από το Finnegan’s Wake του J. Joyce. Είναι γνωστός ο στε νός σύνδεσμος του Beckett με τον Joyce. 24. Περίφημη φράση των Heidegger Sartre που προέρχεται από τον Κίerkergaard. (Μ. Esslin: Mediations. Beckett). 25. A. Hinchcliffe: To Παράλογο. 26. M. Esslin: To Θέατρο του Παρά λογου. 27. «Οι Sartres είναι οι πραγμαπκοί δε σμώτες των πνευμάτων», Ε. Io nesco: Σημειώσεις και Αντισημειώσεις. Ο Sartre ανταποδίδει την απόρριψη. Πιστεύει ότι το θέατρο των Ionesco και Beckett (αν και προτιμά το δεύτερο) είναι αρκετά αόριστο ώστε να επιτρέπει στους αστούς να μη βλέπουν σ’ αυτό το πρόσωπό τους. Sartre: Καταστά σεις II. 28. Το περιοδικό που διεύθυναν οι J. Ρ. Sartre και S. de Beauvoir. 29. «Γιατί πρέπει να ρωτήσουμε, αν δεν υπάρχει τίποτα να εκφράσουμε, καμιά δύναμη να το εκφράσουμε, υπάρχει ωστόσο αυτή η απα ράβατη υποχρέωση να το εκφράσουμε;» Beckett: Transition. 30. L. St. John Butler: Samuel Beckett and the meaning of being. 31. Είναι - στον - Κόσμο. Coe: Beckett. 32. Beckett: Transition (Φιλολογικό πε ριοδικό tou Eugene Jolas. Τρεις διάλογοι πάνω στη μοντέρνα τέχνη όπου ο Beckett συνοψίζει τη φιλο σοφία του γι’ αυτήν). 33. Richard. Ν. Coe: ο.ρ.
34. Βλ. και J. Monot: Η Τύχη και η Ανα γκαιότητα. 35. A. Koestler: Ιανός. Οι Ρίζες της Σύ μπτωσης, Το Φάντασμα στη Μη χανή. 36. S. de Beauvoir: Η Δύναμη των Πραγμάτων. Την ίδια περίπου επο χή (1952) το ημερολόγιο του S. Dali αποκαλύπτει ότι ήταν ενημε ρωμένος και θεωρούσε ότι η αρχή της αβεβαιότητας επικύρωνε κατά ένα τρόπο τις καλλιτεχνικές του συλλήψεις. 37. Ο Μύθος του Σίσυφου. Πρόκειται για το ατομικό μοντέλο του Bohr από τα προβλήματα του οποίου ξε κίνησαν οι τόσο ανορθόδοξες αντι λήψεις της κβαντικής φυσικής. 38. Richard Feynman: Q.E.D. 39. «(Η φυσική) χρησιμοποιεί αδιάφο ρα μηχανικά δυναμικά ή ακόμα και ψυχολογικά πρότυπα, σαν να γινό ταν αδιάφορη - απελευθερωμένη από τις οντολογικές της απαιτήσεις - για τις κλασικές αντινομίες της μηχανικής ή της δυναμικής που προϋποθέτουν μια φύση καθ' αυτήν». Καταστάσεις II. 40. ό.π. 41. ό.π. 42. Στα ρεύματα που κυριάρχησαν με τά τον Υπαρξισμό (Γλωσσολογία, Δομισμός, Σημειωτική) οι συγγρα φείς συχνά αντιπαραβάλλουν την αμφισβήτηση των εννοιών βεβαιό τητα, αλήθεια, πραγματικότητα από την τέχνη και τις θεωρητικές επιστήμες με τον θετικισμό των φυσικών επιστημών, αγνοώντας ότι έχει πάψει να υπάρχει εδώ και πολ λά χρόνια. Θα έπρεπε να καλ λιεργηθεί περισσότερο η Διεπιστημολογία για να γεφυρωθούν πα ρόμοια χάσματα. Εκτός από τη βιβλιογραφία που έχει ήδη αναφερθεί, χρησιμοποιήθηκαν επίσης: Η Φυσική Σήμερα. Τομ. I & II. Εκδ. Παν. Κρήτης. Δ. Κατάκης & Γ. Πνευματικάκης: Πα νεπιστημιακή Ανόργανος Χημεία. Paul Davies: Θεός και μοντέρνα Φυσική. Υπερχορδές: Η θεωρία των πάντων. Alastair Rae: Κβαντομηχανική. Πλάνη ή πραγματικότητα; Stephen Hawking: Το Χρονικό του Χρό-
Νένη Ευθυμιάδη: Οι πολίτες της Σιωπής f ^ έσσερις τρομοκράτες σκοπεύουν να ανατινάξουν μια πολυκατοικία. Απέναντι μια γυναίκα, μέλος της ομάδας, ανοίγει ανθοπωλείο με μοναδικό σκοπό να παρακολουθεί απερίσπαστη τις κινήσεις των ενοίκων: μιας φιλήσυχης οικογένειας, της οποίας η νεα ρή κόρη θα παίξει καταλυτικό ρόλο στην εξέλιξη του μυθιστορήματος, ενός ζεύγους ομοφυλόφιλων που βιώνουν το αδιέξοδο της σχέσης τους, μιας γηραιός ετοιμοθάνα.. της κυρίας και του Πολωνού υπηρέτη της, και του μοναχικού αστυνομικού, τυπικού συμβόλου εξουσίας. Η Νένη Ευθυμιάδη στους Πολίτες της Σιωπής. (Αθήνα, Καστανιώτης, 1993. Σελ. 240. Δρχ. 2.000) αφηγείται τις διαπλεκόμενες ιστορίες όλων αυτών των προσώπων τα οποία εν αγγοία τους ζουν τις τελευταίες τους ημέρες. Παρακολουθεί τις καθημερινές τους δραστηριότητες, τις μύχιες σκέψεις τους, τις συναισθηματικές τους μεταπτώσεις ενώ πα ράλληλα εισβάλλει στον άδυτο κόσμο των τρομοκρατών αποκωδικοποιώντας το νόημα της ύπαρξής τους. Όλα ακολουθούν το δρόμο τους προς τη μοιραία ημέρα της κατα στροφής ώσπου κάποια απρόβλεπτα γεγονότα θα γίνουν η αιτία για την πλήρη ανατρο πή. Ανατροπή της οποίας τις διαστάσεις και το περιεχόμενο δεν αποκαλύπτουμε επειδή αποτελεί το «σασπένς», το μυστικό και τη λύση (;) αυτής της ιστορίας. Για το καινούριο μυθιστόρημα της Νένης Ευθυμιάδη πολλά γράφτηκαν μέχρι σήμερα. Κάποιοι το χαρακτήρισαν πολιτικό θρίλερ, μεταμοντέρνο μυθιστόρημα· άλλοι το ταύτισαν με την τρομοκρατία. Η κριτική εκτός από την ένθερμη υποδοχή που το επιφύλαξε έκανε και αρνητικές επισημάνσεις. Λιγοστοί όμως διέκριναν τις αμφίσημες προθέσεις του.
Τη συνέντευξη πήρε ο Ηρακλής Παπαλέξης Ο δοκιμιακός λόγος, στα προηγούμενα μυθιστορήματα σας συνυπάρχει με το μύθο, κάποιες δε φορές, λόγω έκτασης, λει τουργεί εις βάρος του. Στο τελευταίο σας μυθιστόρημα «Ο ι Πολίτες της Σιω πής» εκτός του ότι εντάσσεται οργανικά στη διή γηση, έχει δραστικά συμπυκνωθεί. Πού οφείλεται αυτή η στροφή στη γραφή σας; Η ΣΤΡΟ Φ Η οφείλεται στην απόφασή μου να γράψω ένα μυθιστόρημα με κυρίαρχο το στοιχείο της ροής και στους «Πολίτες της Σιωπής» ο συγκεκριμένος στόχος επετεύχθη. Ω στόσο και στο μυθιστόρημα αυτό δεν απαρνήθηκα τον δοκιμιακό λόγο, απλώς τον χρησιμοποίησα με εντε λώς διαφορετική τεχνική. Δεν εννοώ μόνο πως
τον «ενέταξα οργανικά στο κείμενο», όπως ήδη παρατηρήσατε, γιατί οργανικά εντεταγμένος στο σύνολο ήταν και στα προηγούμενα βιβλία μου, όμως εκεί υπογράμμιζε ο ίδιος την παρουσία του, σχεδόν αυτοθαυμαζόταν και, πράγματι, συχνά ανάκοπτε τη γρήγορη εξέλιξη της αφήγησης. Στους «Πολίτες της Σιωπής» κατένειμα τον δοκιμιακό λόγο σε μικρότερα τμήματα, τον με ταμφίεσα και τον μεταχειρίσθηκα είτε μέσα από σύντομες παρεμβολές που λειτουργούν μεν, αλλά παραμένουν αθέατες, είτε μέσα από τους συνεχείς αφορισμούς των τρομοκρατών και της δωδεκά χρονης Χ ριστίνας που ενώ στο μυθιστόρημα υπάρχουν σαν σαρκασμός, αυτοσαρκασμόε και σάτυρα, εκτός του μυθιστορήματος θα μπορού
24
συνέντευξη -------------------------------------------------
σαν να η ν ο υ ν εναύσματα για θεωρητικές συζητή σεις ή αναλύσεις. Τώρα, αν ιιε ρωτούσατε γιατί αποφάσισα να υπερασπιστώ εμπράκτως το στοιχείο της ροής, θα σας απαντούσα πως μετά από είκοσι χρόνια θη τείας μου στον γραπτό λόγο, κατενόησα σε μεγά λο βαθμό τα σύγχρονα και νόμιμα αιτήματα του αναγνώστη και συνειδητοποίησα πως η ροή δεν είναι ίσως ο ύψιστος λογοτεχνικός στόχος, αλλά μια απαραίτητη προϋπόθεση. Με άλλες λέξεις, ροή είναι η υπόγεια προπαγάνδα κάθε κειμένου. Π ώ ς εξηγείτε το γεγονός ότι πολλοί κριτι κο ί αλλά και αναγνώστες ανάγουν το ^πρό σχημα» - «κατ’ εμέ» της τρομοκρατίας ως το τελικό ζητούμενο; Πρόκειται για παρα νόηση; Για ανάγνωση σε πρώτο επίπεδο; Ή είναι πράγματι το μείζον ερώτημα του μυθι στορήματος; ΑΣΦΑΛΩ Σ η τρομοκρατία είναι το μυθιστορη ματικό πρόσχημα των «Πολιτών της Σιωπής», ωστόσο παραμένει ένα θέμα προκλητικό και εύ λογα δημιουργεί συγκεκριμένες αναμονές. Ά λλω στε το χρησιμοποίησα ακριβώς επειδή ήταν ιδιαί τερα πρόσφορο για την αντιστροφή της τυποποι ημένης οπτικής, που επιχειρούσα. Νομίζω πως οι περισσότεροι κριτικοί και αναγνώστες αντιλήφθηκαν με τρόπο μοναδικό το παιχνίδι του μυθιστορήματος, σε πολλές μάλιστα περιπτώσεις προχώ ρησαν σε εκδοχές και προε κτάσεις πιο προωθημένες από εκείνες του κειμέ νου, γι’ αυτό και τείνω να πιστεύω πως η μεγαλύ τερη επιτυχία των «Πολιτών της Σιωπής» ήταν ακριβώς αυτή: το ότι προσέφερε ένα υλικό που, μετά το τέλος του μυθιστορήματος, προεκτάθηκε από πολλούς και με ποικίλους τρόπους. Τώρα, το ότι μερικοί κριτικοί και αναγνώστες, παρά τη διαφάνεια των δικών μου προθέσεων, αναζήτησαν την κλασική ανατομία της τρομο κρατίας, δεν την βρήκαν και περιορίσθηκαν στο να εκθειάσουν περιφερειακά στοιχεία του βιβλίου, όπως τη ροή, την αφηγηματική τακτική, το απροσδόκητο τέλος, δεν οφείλεται, κατά τη γνώ μη μου, ούτε σε παρανόηση ούτε σε ανάγνωση πρώτου επιπέδου. Οφείλεται στη συνειδητή ή ασυνείδητη υποστήριξη της τυποποιημένης οπτι κής και λογικής που τα συστήματα μας επιβάλ λουν και που οι «Πολίτες της Σιωπής» αμφισβη τούν. Χαρακτήρισαν το μυθιστόρημά σας μετα μοντέρνο. Συμφωνείτε τελικά με αυτήν την κατηγοριοποίηση;
ΜΑ, αν δεν κάνω λάθος, ο συγκεκριμένος χαρακτηρισμός δεν σημαίνει και κατηγοριοποίηση, αφού ο μεταμοντερνισμός αντιστέκεται στην κατηγοριοποίηση γενικότερα. Ω στόσο, αν δεχθούμε ότι μεταμοντερνιστικό κείμενο είναι εκείνο που, με τον προσήκοντα κάθε φορά τρόπο, ασκεί κριτική στις ιδεολογίες που κατασκεύασαν και συντηρούν τον δυτικό πολιτι σμό, τότε μάλλον θα συμφωνούσα με τον χαρα κτηρισμό που αποδίδεται στους «Πολίτες της Σιωπής», άλλωστε κατά τη διάρκεια της γραφής τους είχα αντίστοιχες επιδιώξεις. Ενδεικτικά ανα φέρω την παρωδιακή αντιμετώπιση της πατριαρχίας, τον κλονισμό των απολύτων ταξινο μήσεων και διαχωρισμών, την υπονόμευση της εξουσίας και των μορφών της, την τελική παράδο ση του μύθου σε εκδοχές. «Οι ήρωές σας χρησιμοποιούν αδιαφοροποίητη γλώσσα». Ρυθμίζετε τη δράση των «Πολιτών της σιω πής» σύμφωνα με την προσωπική σας εκδο χή και όχι με την ενδομυθιστορηματική τους υπόσταση. «Οι χαρακτήρες σας μοιάζουν επίπεδοι και ανολοκλήρωτοι». ΙΙώ ς σχολιάζετε αυτές τις αρνητικές επισημάνσεις της κριτικής για το μυθιστόρημά σας; ΟΣΟ και αν αντηχεί παράδοξο, πάντοτε αισθάνο μαι πως οι δημοσιευόμενες κριτικές με τιμούν, ανεξαρτήτως του περιεχομένου τους. Και ασφα λώς ουδέποτε διατηρούσα την παράλογη αναμο νή πως τα μυθιστορήματά μου θα είχαν καθολική αποδοχή. Δεν θα το επιθυμούσα άλλωστε. Τα έρ γα καθολικής αποδοχής είναι τα ανώδυνα. Ό μω ς, αν θυμάμαι σωστά, οι αρνητικές επιση μάνσεις που μου αναφέρετε παρατέθηκαν από τους γράφοντες μεταξύ άλλων, θετικών, άρα η απομόνωσή τους ίσως οδηγούσε σε καταστρατήγηση του συνολικού κειμένου. Α ν όμως, τελείως τεχνητά, δεχόμουν την απομόνωση, τότε θα πα ρατηρούσα τα εξής: Σε κάποιο βαθμό συμφωνώ και με τις τρεις επισημάνσεις, απλώς διαφωνώ με την ιδεολογία που τις στηρίζει και τις οδηγεί στο να διατυπώνο νται με τρόπο αρνητικό. Στην πρώτη επισήμανση, αφού αντικαταστήσω τη λέξη «ήρωες» με τη λέξη «πρόσωπα», γιατί οι «ήρωες» παραπέμπουν σε μυθοποιήσεις του πα ρελθόντος, θα προσθέσω πως ασφαλώς και τα πρόσωπα των «Πολιτών της Σιωπής» χρησιμο ποιούν γλώσσα συγκλίνουσα, αφού προέρχονται από το ίδιο περίπου κοινωνικό περιβάλλον, έχουν
συνέντευξη 25 ανάλογο μορφωτικό επίπεδο, κατοικούν στην ίδια πόλη, τυχαία και στο ίδιο κτίριο. Άλλωστε ένα από τα αστικά εγκλήματα που καταγγέλλουν οι τρομοκράτες είναι ακριβώς η κοινωνική, άρα και γλωσσική τυποποίηση. Εννοώ πως η σύγκλιση αυτή των γλωσσών είναι ένα από τα βασικά σ η μεία στήριξης του μυθιστορήματος. Η δεύτερη επισήμανση φοβάμαι πως υποκρύ πτει την ιδεαλιστική άποψη της μεταφυσικής αυτονόμησης των προσώπων του μυθιστορήμα τος, αποσιωπώντας το πραγματικό γεγονός της ύπαρξης ενός κατασκευαστή. Ό μ ω ς τόσο η ενδομυθιστορηματική υπόσταση των προσώπων ενός μυθιστορήματος όσο και η δράση τους αναγκα στικά κατασκευάζονται από την εποχιακή εκδοχή του «συγγραφέα» του συγκεκριμένου βιβλίου (δεν εννοώ από το κοινωνικό του πρόσωπο), απλώς το λογοτεχνικό ζητούμενο είναι να αποκτήσει η εκ δοχή αυτή ευρύτητα, πειστικότητα, πολυσημία. Τέλος, η τρίτη επισήμανση σιωπηρά παραπέ μπει στο Νιτσέίκό υπερφίαλο όραμα του υπερανθρώπου, με την αντίστοιχη υποτίμηση των κοινω νικών συνθηκών, αλλά και στην κλασσική φαλλοκεντρική εμμονή όπου όλα (εν προκειμένω οι χαρακτήρες) πρέπει οπωσδήποτε να ολοκληρω θούν, ακόμη και αν στην πραγματική ζωή ολοκλήρωση δεν υπάρχει, παρά μέσα από φαντασιώσεις ή εκλογικεύσεις. Τελικά, αποκωδικοποιώντας δειγματολη πτικά (και πάντα τεχνητά) κριτικές επιση μάνσεις θα συναντήσουμε αναπόφευκτα κά ποια ιδεολογία που αν έχει τάσεις παραδο σιακές, είτε θα συγκρουσθεί με τους «Π ολί τες της Σιωπής» είτε δεν θα τους κατανοή-
Με τα όσα είπατε παραπάνω θεωρώ ότι το επόμενο ερώτημα προκύπτει αβίαστα: Ποια είναι η γνώμη σας για την κριτική της λογοτεχνίας; ΚΡΙΝΟΝΤΑΣ κριτικά αποσπάσματα, δεν θα ήθελα να δημιουργήσω την εντύπωση πως ανήκω στους περιφρονητές ή επικρι τές της κριτικής γενικότερα. Συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Θεωρώ την κριτι κή, θετική ή αρνητική, μέγεθος απαραί τητο για την εξέλιξη της ίδιας της λογο τεχνίας και τάσσομαι ανεπιφύλακτα υπέρ αυτής, υπό τον όρο να μην περιο ρίζεται στον εμπειρισμό, τη θυμοσοφία και την κοινοτοπία, αλλά να εμπλουτί ζεται θεωρητικά και να διευρύνεται ιδεολογι
κά - δηλαδή να εκσυγχρονίζεται και να παρακο λουθεί τη διεθνή σκέψη. Βέβαια και τα επιχειρήματα των επικριτών της δεν στερούνται σοβαρότητας, απλώς κινούνται σε άλλο επίπεδο οπτικής. Έ τ σ ι η κριτική κατηγορείται ό τι ασκεί εξουσία θεμελιωμένη σε αυθαιρεσία, εξουσία που συχνά εξοστρακίζει καινοτόμες προ σπάθειες και, αυτοσυντηρούμενη, συντηρεί πνι γηρά κατεστημένα. Κατά τη γνώμη μου, ο κίν δυνος αυτός περιορίσθηκε με την κατάργηση των «αυθεντιών» του παρελθόντος, που απλώς επιβε βαίωναν τα ισχύοντα κοινωνικά πρότυπα και την επικρατούσα κουλτούρα. Ε νδέχεται επίσης, στην πρακτική της σημερι νής αγοράς, η κριτική καμιά φορά να λειτουργεί με τρόπο καταστροφικό και αυτοκαταστροφικό και τότε ίσως της καταλογίζεται προχειρότητα, αναρμοδιότητα, ακαταλληλότητα, ανεπάρκεια, εμπάθεια, μιμητισμός, ανταλλακτική διάθεση, εκτοπισμός ικανοτέρων συναδέλφων. Ευτυχώς ή δυστυχώς κινούμαι πολύ μακριά των διεργασιών το παραγοντισμού και έτσι, υποτιμώ ντας ίσως μιά κρίσιμη πραγματικότητα, εμμένω στην ένθερμη υποστήριξη της κριτικής και επιδο κιμάζω όλα τα κριτικά κείμενα της σύγχρονης και προωθημένης προβληματικής. Άλλωστε, η σύγ χρονη και προωθημένη
26
συνέντευξη -------------------------------------------------
προβληματική των κριτικών κειμένων είναι ίσως η μόνη ελπίδα επιβίωσης της κριτικής ως ιδεολο γικού παράγοντα στο χώρο του βιβλίου, δεδομέ νου ότι ο ίδιος ρόλος ανατίθεται σταδιακά στις μορφές του μάρκετινγκ. Κ αθώς όλα ανατρέπονται στο τέλος του μυθιστορήματος σας, θέλετε να επισημάνετε την παράλληλη ανατροπή των κοινωνικών ρόλων, να τονίσετε την αφμισημία τους ή θέλετε να αφήσετε τον αναγνώστη να δώσει τις δικές του απαντήσεις; ΓΡΑΦΟΝΤΑΣ τους «Πολίτες της Σιωπής», εκτός άλλων, σκόπευα και να κλονίσω μερικές καθιερω μένες και τυποποιημένες οπτικές και νομίζω πως η αναδίπλωση του μύθου κάνει την πρόθεσή μου εμφανή. Για παράδειγμα, η διεύρυνση ή μετατόπι ση της έννοιας της τρομοκρατίας γίνεται κραυγα λέα στην περίπτωση της δωδεκάχρονης Χ ριστί νας που υποψιάζεται και παρακολουθεί, όμως το νίζεται ιδιαίτερα και στην ασφυκτική αυτάρκεια της τετραμελούς οικογένειας και στην αφελή
επεμβατικότητα του αστυνομικού και στον εγωκε ντρισμό της άρρωστης ηλικιωμένης και στην απάθεια του ζεύγους των ομοφυλοφίλων που εκτρέφεται αισθησιακά από τη θέα της δυστυχίας. Μ έχρις ενός σημείου, δηλαδή, τονίζω την αμφι σ ημία ορισμών και προσδιορισμών που παραδο σιακά σφραγίσθηκαν με μονοδιάστατο τρόπο, συνέπεια όμως της αμφισημίας είναι πως στους «Πολίτες της Σιωπής» και οι ρόλοι εξουσιαζόμενου-εξουσιαστή ή θύτη-θύματος διαρκώς αλλά ζουν σκυτάλη. Φυσικά, μετά την ανατροπή του τέλους που εί ναι και ανατροπή των πάντων, ίσως και του ίδιου του μυθιστορήματος, ο αναγνώστης όχι απλώς καλείται να δώσει τις δικές του απαντήσεις, αλλά καλείται να «γράψει» πάνω στον μύθο που πρότεινα τον δικό του μύθο, ανάλογα με την εκδοχή που θα ενστερνισθεί, αν ενστερνισθεί κάποια και δεν ακολουθήσει το παιχνίδι της αιωνίως αμφίβο λ ης πραγματικότητας. Άλλωστε, με τους «Πολίτες της σιωπής» θέλησα να γράψω ένα «ανοιχτό μυθιστόρημα» που θέτει ως προϋπόθεση τη συμμετοχή του αναγνώστη. □
ΔΙΑΒΑΖΩ
λ
ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
Μ , W
Παρακαταθήκη
X
παλαιών τευχών ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΣΟΛΩΝΟΣ 116 - ΑΘΗΝΑ 106 81 - ΤΗΛ.: 36.27.539, FAX: 36.28.938
κτίρια για δημόσια χρήση στην νεότερη Ελλάδα, 1827-1992 ΕΛΕΝΗ ΦΕΣΣΑ-ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ. Κτίρια για δημόσια χρήση στη νεότερη Ελλάδα, 1827-1992. Αθήνα, Π α π α σ ω τ η ρ ίο υ , 1993. Σελ. 120 (με εικονογράφηση και αγγλι κή περίληψη).
με θέμα «Η Α ρχιτεκτονική του Νεοελληνικού Θε άτρου: 1720-1940». Στο βιβλίο της «Κτίρια για Δημόσια χρήση στη Νεότερη Ελλάδα» η Κα Ε. Φεσσά προσεγγίζει το θέμα της κριτικά επιδιώκοντας να ανιχνεύσει μέ σα από το, κατά κύριο λόγο, κτισμένο έργο που αναλύει, την καταγωγή του δημόσιου κτιρίου στην νεότερη Ελλάδα και τις επιδράσεις που δια μόρφωσαν τις διαφορετικές αρχιτεκτονικές εκ φράσεις του. Μετά από μία σύντομη ανάλυση των χαρακτη ριστικώ ν κτιριακών τύπων του 19ου αιώνα, η συγγραφέας αναλύει και σχολιάζει χρονολογικά να ιδιαίτερο ενδιαφέρον βιβλίο, στη σχετικά τις τάσεις που επηρέασαν το σχεδιασμό των δη ισχνή ελληνική αρχιτεκτονική βιβλιογραφία μόσιων κτιρίων από το 1950 μέχρι σήμερα, και το οποίο απευθύνεται παράλληλα σε ένα αναφέρεται στο έργο αρχιτεκτόνων που χαρακτή ευρύτερο κοινό που προβληματίζεται για την ρισαν με το έργο τους ή την κυρίαρχη παρουσία πόλη, για το περιβάλλον ζωής, για τον άν τους τη νεοελληνική αρχιτεκτονική. Η κριτική θρωπο. Τ α κτίρια για δημόσια χρήση, όπως η παρουσίαση των αρχιτεκτονικών φαινομένων ίδια η συγγραφέας αναφέρει σ τον πρόλογο του βι στον Ελληνικό χώρο, φθάνει μέχρι το 1991, ημε βλίου της είναι «χώροι συλλογικής ζωής και μνή ρομηνία κατά την οποία τμήμα της μελέτης αυτής μης, και αποτελούν κλειδί για την κατανόηση γράφτηκε στα αγγλικά σαν εισαγωγικό κείμενο μιας κοινωνίας, ενός πολιτισμού, ή μιας εποχής». έκθεσης με την οποία η χώρα μας συμμετείχε Το συγκεκριμένο βιβλίο είναι αποτέλεσμα μα στην 5η Biennale Α ρχιτεκτονικής της Βενετίας. κρόχρονης έρευνας της Κας Ε. Φ εσσά1 γύρω από Η παρουσίαση των έργων των τελευταίων χρό τη νεοελληνική δημόσια αρχιτεκτονική, στο πλαί νων έχει περισσότερο χαρακτήρα ιστορικό παρά σιο της γενικότερης ενασχόλησής της με τη θεω χαρακτήρα κριτικό, όπως και η ίδια η συγγραφεύς ρία και την ιστορία της ελληνικής αρχιτεκτονικής αναφέρει, με στόχο την καταγραφή των κυρίαρ του 20ού αιώνα. Μ έχρι σήμερα ένα μεγάλο μέρος χω ν τάσεων στον Ελληνικό αρχιτεκτονικό χώρο, της ερευνητικής δραστηριότητας της συγγραφέως συσχετισμένων με τα αντίστοιχα διεθνή ρεύματα. είναι αφιερωμένο στη συγκέντρωση τεκμηρίων Το ευρύ χρονικό φάσμα που καλύπτει το βιβλίο για το έργο και την προσωπικότητα των αρχιτε της Κας Ε. Φεσσά καθώς και οι αναλυτικές σημει κτόνων της περιόδου αυτής και σχετικές μελέτες ώσεις με βιβλιογραφικές πληροφορίες που της έχουν δημοσιευθεί σε αρχιτεκτονικά ή σε εμπλουτίζουν το κυρίως κείμενο, καθιστούν το βι αυτοτελείς εκδόσεις2, ενώ βρίσκεται υπό έκδοση η βλίο σημαντικό βοήθημα και για σπουδαστές αρδιδακτορική διατριβή της (Ε.Μ .Π. Α θήνα 1990)
Αρχιτεκτονική
ί
28
επιλογή
---------------------------------------------------
χιτεκτονικης και ερευνητές που μπορούν να αξιοποιήσουν το συγκεντρωμένο αυτό υλικό και να
εμβαθύνουν σε επιμέρους θέματα.
Ε λένη Μαΐστρου
Σημειώσεις
1. Η Κα Ελένη Φεσσά-Εμμανουήλ είναι αρχιτέκτων απόφοιτος του Ε.Μ.Π. το 1964, και απέκτησε τον τίτλο διδάκτορος επίσης στο Ε.Μ.Π. το 1990. Είναι γνωστή για την έντονη επιστημονική και συγγραφι κή της δραστηριότητα, τη συμμετοχή της σε διεθνή και ελληνικά συνέδρια και σε οργανωτικές επιτρο πές διεθνών εκθέσεων και εκδηλώσεων. 2. Οι σημαντικότερες από τις πρόσφατες δημοσιεύσεις της είναι: 2.1 Συμμετοχή στην έκδοση «Nikos Valsamakis’ hotel and office buildings» Nikos Valsamakis, London 9H Publications, 1984, σ. 116-137. 2.2 «Αρχιτεκτονική επίσημη και “γοήτρου” στη μετα πολεμική Ελλάδα», Θέματα Χώρου και Τεχνών, 15/ 1984, σ. 34-73. 2.3 «Η ιδεολογική κρίση της νεοελληνικής αρχιτεκτο-
νίκης: 1827-1940», Δελτίο Συλλόγου Αρχιτεκτόνων, Γενάρης-Φλεβάρης 1987, τεύχος 9, σ. 36-9. 2.4 Η ιδεολογική κρίση της νεοελληνικής αρχιτεκτονι κής - Ideological and Cultural Issues in the Archi tecture of Modem Greece: 1827-1949 Αθήνα, 1987 Athens. 2.5 «Εισαγωγή στην ιστορία του νεοελληνικού θεατρι κού χώρου (1835-940)», θέατρο και Χώρος, Αθήνα: Έκδοση του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων 1987. 2.6 «Ζητήματα ιστοριογραφίας και κριτικής της αρχι τεκτονικής στην Ελλάδα», θέματα Χώρου και Τε χνών, 18/1987, σ. 13-21. 2.7 Η αρχιτεκτονική του νεοελληνικού θεάτρου: 17201920 (διδακτορική διατριβή), Αθήνα: Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Σχολή Αρχιτεκτόνων, 1989/99, πολυγραφημένο, 4 τόμοι (1351 σελίδες). -------------------------- ΠΛΑΙΣΙΟ —
Ιϊΐια σπουδαία ανάπλαση γεγονό των και χαρακτήρων, πότε ανάλα φρη και περιγραφική, πότε ζοφε ρή, είναι η καινούρια συλλογή δι ηγημάτων του Κώστα Βαλέτα. Ο συγγραφέας και σ' αυτά τα διηγήματά του δεν κάνει κήρυγμα, δεν προσπαθεί να ασκήσει κριτική στην κοινωνική ζωή, στα κοινωνικά συ στήματα. Ζωγραφίζει -και ζω γραφίζει άριστα- τις τρέχουσες κα ταστάσεις, αλλοπρόσαλλα ή παρά δοξα περιστατικά, παράλογα συμβάντα, ό,τι χαρακτηρίζει τη σύγχρονη ζωή και την αντιφατική ουσία της. Η αναπαράσταση της πραγματικότητας είναι πολύ επι τυχημένη και πολύ ελκυστική για τον αναγνώστη, είτε αναφε'ρεται στις μαφιόζικες ιστορίες της Σικε λίας, τις οποίες φαίνεται πως έχει ζήσει από κοντά ο Κ. Βαλε'τας (Το Τρίγωνο της Σιωπής, Τρεις Γέφυρες), είτε στις περιπέτειες και τα νοσταλγικά ενθυμήματα των προσφύγων του εμφυλίου (Μαύρη Ζωή, Νόστψον Ήμαρ), είτε στις ατελέσφορες προσπάθειες προ σαρμογής, στην άθλια ελληνική πραγματικότητα, γυναικών απ' την Κεντρική Ευρώπη που παντρεύτη καν συμπατριώτες μας (Το Χωρίο Μπελογιάννη, Οι Γερμανίδες Βασί λισσες), είτε, τέλος στις έξοχα εικο-
πεζογραφία ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΛΕΤΑΣ. Το Τρίγωνο της Σιωπής. Διηγήματα. Αθήνα 1993. Σελ. 96. νογραφημένες σκηνές απ' τη ζωή περιθωριακών τύπων της Αθήνας (Υπόγεια Διάβαση). Η γραφή του Κώστα Βαλέτα εί ναι πάντοτε ρεαλιστική, χωρίς να ακολουθεί με επιμονή και σχολαστι κότητα κάποια ιδιαίτερη τεχνική. Είναι αυθόρμητη και ταυτίζεται με τη φορά των διαπιστώσεων και των αισθημάτων του. Από πολλά χρόνια ο Κ. Βαλε'τας υπηρετεί το διήγημα, αυτό το πολύ δύσκολο λο γοτεχνικό είδος. Δεν παρασόρεται από ενδοσκοπικές υπερβολές αν και είναι φανερό ότι γράφει κινού μενος από ανάγκη εσωτερική. Εξωτερικεύει με δύναμη τα συναισθή ματα που τον συγκλονίζουν, πολύ συγκινείται και επηρεάζεται απ' την άδικη μοίρα των ανθρώπων της δεύτερης κατηγορίας, των φτωχών, των καταφρονεμένων, των περιθωριακών. Αλλά δεν υπο δεικνύει, ούτε έμμεσα, λύσεις. Γνωρίζει ότι η ανθρώπινη φύση δεν μεταλλάσσεται, δεν είναι δυνατό να
μεταλλαγεί. Προσβλέπει, λοιπόν, με ανεκτικότητα και κατανόηση στις καταστάσεις που αναπό φευκτα δημιουργούνται. Ξεχωρίζει όμως δείγματα ανθρωπιάς και ψυχικής ευαισθησίας ακόμη και στις κοινωνικές ομάδες που οι ορ γανωμένες (διάβαζε αστικές ή μικροαστικές) κοινωνίες έχουν συ νηθίσει να περιφρονούν και να απορρίπτουν. Απ' την άποψη αυτή χαρα κτηριστικό είναι το διήγημα «Υπό γεια Διάβαση». Ο αναγνώστης, μέ σα από διήγηση άνετη και καλοδουλεμένη, κατανοεί τελικά και δικαιολογεί τους τρόπους σκέψης και ενέργειας μιας περιφρονημένης κοινωνικής ομάδας, των Τσιγγάνων, και με έκπληξη διαπιστώνει τα πλούσια και ανθρωπιστικά τους αι σθήματα. Βέβαια, ηθικά διδάγματα δεν περιλαμβάνονται στην πεζο γραφία του Κώστα Βαλέτα. Ο μύθος όμως και η ροή των διη γημάτων του πολλές φορές οδη γούν τον αναγνώστη σε νοήματα απόμακρα και σε συμπεράσματα επάλληλα που ίσως και ο ίδιος ο συγγραφέας δεν έχει απόλυτα συνειδητοποιήσει κατά την έκταση και το βάθος τους. Δ ιονύ ση ς Κ ω σ τίδ η ς
ετηλογη
29
συναναστροφές της σιωπής ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΟΡΑΡΗΣ. Συναναστροφές της σιωπής. Ποιήματα. Αθήνα, Κ α σ τ α ν ιώ τ η ς , 1991. Σελ. 31.
Ποίηση ποιητική συλλογή του Γιώργου Μ οράρη Σ υ ναναστροφ ές τη ς σιω πής προϋποθέτει ενεργητικό αναγνώστη, ο οποίος καλείται συχνά να αποκρυπτογραφήσει τους συμβολιστικούς κώδικες και να συνθέσει τις παρά ξενες, αποσπασματικές εικόνες των κειμέ νων, για να κατανοήσει, ως ένα βαθμό βέ βαια, το ποιητικό αποτέλεσμα. Το γοητευτι κό και απρόσμενο συνταίριασμα των λέξεων και των εικόνων οδηγούν κάποτε στον ερμητισμό και την ηθελημένη ασάφεια, και ταυτόχρονα υποβάλ λουν σ τον αναγνώστη ποικίλες προσεγγίσεις. Σε αρκετά από τα είκοσι τρία ποιήματα της συλλογής επανέρχεται ένα πλέγμα αντιθέσεων ή και διαλεκτικών σχέσεων ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο, τον έρωτα και την απογοήτευση, το εφή μερο και την αιωνιότητα, το ονειρικό και το πραγ ματικό, το φως και το σκοτάδι, την παιδικότητα και την ωριμότητα κτλ. Α νάμεσα σ ’ αυτά τα αντι θετικά ζεύγη κινείται ο αφηγητής-ήρωας και σκιαγραφεί την κοσμοθεωρία του: πότε επιμένει να νοσταλγεί την παιδική ηλικία και τη μητρική τρυφερότητα, πότε επιζητεί να διαγράψει, θετικά ή αρνητικά τον έρωτα, τη μορφή της αγαπημένης. Άλλοτε επιχειρεί να αγγίξει ένα κόσμο μακρινό, χιμαιρικό, το άπειρο, την αιωνιότητα κι άλλοτε καταλήγει να διαπιστώνει το εφήμερο και το πεπε ρασμένο της ανθρώπινης ύπαρξης, το θάνατο, τη διάψευση. Είναι χαρακτηριστική η προσπάθεια του δημι ουργού να διαγράψει τα όρια του συγκεκριμένου
«
και του πεπερασμένου, του τόπου και του χρόνου, για να κινηθεί πέρα από πρόσωπα και γεγονότα και να αγγίξει τη μαγεία του απόκοσμου, του μα κρινού, του αφηρημένου, του άπειρου και του θαυμαστού. Νοσταλγεί την αιώνια επιστροφή στο παραδεισιακό όραμα της παιδικότητας, τη μήτρα της αιώνιας μητρότητας· επιχειρεί να ψηλαφήσει «την ευωδιά του κόσμου μακρινού», το μυστήριο της αβύσσου, το είδωλο των προσώπων, την ασύλληπτη όψη των πραγμάτων. Αφορμάται λοι πόν από το προσωπικό βίωμα και το συγκεκριμέ νο και την ίδια στιγμή τινάζεται με τη μαγική δύ ναμη του λόγου προς το χώρο του διαχρονικού και του συλλογικού, στον θαυμαστό κόσμο της ποίησης. Η άρτια ποιητική γραφή του Γ. Μοράρη δεν εί ναι δυνατό να χωρέσει σε σχηματοποιημένες ερ μηνείες και αδυνατεί να υπακούσει στην εκλο γίκευση. Ο δημιουργός κατέχει και ελέγχει επαρκώς τα εκφραστικά του μέσα και αξιοποιεί δημι ουργικά ορισμένα διδάγματα της νεότερης λογο τεχνίας: Απελευθερώνει το λόγο του από τυπο ποιημένα εκφραστικά σχήματα, προσδίδει στις λέξεις πολυσήμαντη διαφάνεια και πολυσημία, καθώς συνδυάζει με εκφραστική τόλμη εικόνες απρόσμενες, αταίριαστες, ελλειπτικές, οι οποίες ξαφνιάζουν κάποτε τον αναγνώστη. Δημιουργεί μια ποίηση προσωπική, κατασταλαγμένη, χαμη λόφωνη, φειδωλή σε λόγια αλλά πλούσια σε σιω πές και συνδηλώσεις: Επαφή με το δαίμονα Ά γγιξα μ ε δυο κλαδιά ριζωμένα σ το κεφάλι του τη ν ευωδιά κόσμου μακρινού π ’ αφέθηκα να μ ε σκλαβώσει σ α ν τ η ν τέχνη. Α π ’ α υτή τ η ν αγέρινη δύναμη ψ ηλάφ ησα μόλις το στεφάνι τη ς καταιγίδας. Κ λείνοντας στα μπρά τσα μου τη σάρκα π ’ άνοιξε το φλοιό της κι αναδύθηκε ο κήπος.
30
ετηλογη -------------------------------------------------------
Θ α μπορούσε, ίσως, να διερωτηθεί κανείς αν η επίμονη μορφική επεξεργασία του ποιητικού κει μένου στραγγίζει την παρθενική και πηγαία δρο σιά της έμπνευσης και τείνει να την καταστήσει εγκεφαλική, περιχαρακωμένη στα δεσμά της σκέ ψης και της «κατασκευασμένης» τεχνικής ή απο βλέπει να πυροδοτήσει ελκυστικά λεκτικά σ χή ματα, τα οποία συχνά καταλήγουν σε άγονους λε κτικούς ακροβατισμούς. Ο κίνδυνος είναι εξίσου απειλητικός, όταν ο δημιουργός υπακούει στον αυθόρμητο δυναμισμό της πρώτης έμπνευσης και αφήνει το λόγο του να ξεχυθεί πηγαίος και ακα
τέργαστος. Έ χ ω την εντύπωση ότι ο ποιητής Γ. Μ οράρης κατορθώνει να αποτυπώσει με επιτυχία τη γραφή του: ο λόγος μετουσιώνεται ποιητικά, συμπυκνώνεται με ποιητικές μεταφορές, συμβολιστικές απεικονίσεις και μετωνυμίες· τείνει ολοένα να γίνει συνδηλωτικός, υπαινικτικός, σχεδόν ερ μητικός· καταλήγει να υποδεικνύει τα πράγματα με τη μέθοδο της αφαίρεσης και της υποβολής, αγγίζει την πολυσημία μέσα από τη λαλούσα σιω πή.
Λ εύτερ ης Π α π α λ εο ντίο υ
---------------------------ΙΙΛΑΙΣΙΟ —
Π
«Δωρεάν Διαδρομή» είναι το πρώτο βιβλίο της Στέλλας Αλεξοπούλου που, ωστόσο, έχει μακρό χρονη θητεία στη θεραπεία του ποιητικού λόγου. Τα ποιήματα της συλλογής είναι γραμμένα ανάμεσα στο 1970 και 1987· το ύφος, η αι σθητική, η προβληματική τους κα θώς και η περίοδος συγγραφής τους τοποθετούν την ποιήτρια στην γενιά του 70. Είναι παράξενο πόσο οι Τέχνες ανακαλούν η μία την άλλη, πόσο ένα ποίημα, ας πούμε, μπορεί να ανακαλέσει μια μουσική ή ένα πίνα κα. Η ποίηση της Στέλλας Αλεξοπούλου συχνά θα θυμίσει στον αναγνώστη της την «Κραυγή» του Rodin - τον σπαραγμό και την οδύνη της. Η ποίησή της είναι μια ποίηση σωματική. Η λέξη θραύει τα όρια της σάρκας και εξέρχεται αιμάσσουσα συμπαρασύροντας τε μάχια αναμνήσεων, οδύνες, τραύ ματα και απελπισία. Μια θυμωμένη απελπισία· γεμάτη σαρκασμό και φωτιά. Η ποιήτρια μετατρέπει το σώμα σε λόγο· το γυναικείο σώμα σε λόγο - το μεγαλείο του, την οδύ νη του, τον βιασμό του. Την ποίησή της την γεννά αυτό το κορμί που του δόθηκε η ευλογία και η καταδί κη της γονιμότητας· κορμί που επι θυμεί, ερωτεύεται, γεννάει, εκτρώνει. Τις λέξεις σαν να τις ξεκολλά με
ποίηση ΣΤΕΛΛΑ ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ: Δωρεάν δια δρομή. Αθήνα, Ερμείας, 1991. Σελ. 54. βία από την σάρκα της απογυμνώ νοντας ένα κόσμο όπου: «Μου συνέβη ο εαυτός μου / σαν δυστύχημα / υγρή ελληνική ταινία» / «Μα δεν θέλω να γεράσω εδώ» / «Στριγγλίζει αυτό που χτύπησε και χτυπήθηκε». (Ας προσέξουμε ιδιαί τερα την λέξη αυτό - ακατονόμα στο, σκληρό και σκοτεινό - κλείνει όλη την ποίηση της Στέλλας Αλεξο πούλου). Πουθενά δεν θα συναντή σει ο αναγνώστης αρμονίες και μουσικότητα· οι λέξεις - απλές, κα θημερινές και τραχειές - εκ σφενδονίζονται με σκληρότητα, κά ποτε με βιαιότητα. Η ποιήτρια βιώνει την πραγματι κότητα με σωματικό πόνο. Αυτο χειρία,πένθος, οργή, μια φύση κα τατρεγμένη από το ανθρώπινο χέ ρι, μια ζωή που ξεγελάστηκε και μας ξεγέλασε, οράματα που αυτοκτόνησαν και μεις με θράσος και εθελοτυφλία συμβιώνουμε με τα κουφάρια τους σε τερατικές συζεύ ξεις. Καμιά αναμονή, καμιά ελπίδα. Ένας κόσμος ηχολαλικός και στεί-
ρος, καθορισμένος - αυτό είναι το σύμπαν της Δωρεάν Διαδρομής. Το μάταιο του έρωτα επίσης, ο συμβιβασμός με μια πραγματικότη τα που δεν την ταράζει καμιά έξαρση και κανένα πάθος: «Πώς αδειάζει έξαφνα / η οθόνη από ει κόνα; / Έτσι απότομα κόβεται ο ήχος; / Σε παρακαλώ / Δώσε μου ει κόνα / Δώσε μου ήχο / Στέλνε μου παλμούς». Αυτή η αδυναμία επικοι νωνίας στοιχειώνει την ποίηση της Αλεξοπούλου - αυτά που νιώθουμε και δεν μπορούμε να τα μοιραστού με, μηνύματα που έπαψε πια να μεταδίδει ακόμα και το ένα σώμα στο άλλο, το τραγικό παιχνίδι των φύλων και η εξουσία. Όπως η ίδια λέει χαρακτηριστικά στο ποίημα το «Ζευγάρι», «Μας χωρίζει η απερα ντοσύνη της κοινής μας γλώσσας». Με τον στίχο αυτό, που είναι και ο τελευταίος της συλλογής, η Στέλ λα Αλεξοπούλου ολοκληρώνει την διαδρομή της, αυτήν την Δωρεάν Διαδρομή της, που ξεκίνησε δηλώ νοντας πως η ποίηση είναι καισαρι κή τομή. Είναι αξιοπρόσεκτο πως η ποιήτρια τοποθέτησε με ιδιαίτερη προσοχή τις ποιητικές στάσεις του δρομολογίου της, δηλώνοντας ακό μη και με τη δομή του βιβλίου της τη γεωμετρία της απελπισίας.
Μαρώ Τριανταφύλλου
επάογη
31
σκληρές ιστορίες VILLIERS DE L’ISLE-ADAM. Σκληρές Ιστορίες. Μετ. Γ. Ρά'ίκος. Αθήνα, Δ ε λ φ ί ν ι ,
1993.
Πεζογραφία Βιλιέ ντε Λ ’ Ιλ Α ντάμ είναι γνω στός ως δε ξιοτέχνης του φανταστικού. Ε ίναι γνω στός και για τη «σκληρή ειρωνεία» του, για το σαρκασμό και το ιδιαίτερο ταλέντο του να καταγγέλλει τα τρωτά μιας κοινωνίας, που ελάχιστα έχει αλλάξει έκτοτε. Ο Βιλιέ υπήρξε αριστοκράτης, ξεπεσμένος. Υπήρξε συγγραφέας παραγνωρισμένος. Υπήρξε ορκισμένος εχθρός της μπουρζουαζίας, της βλα κείας, της υποκρισίας και της ανηθικότητάς της. Υπήρξε αντίπαλος του ρεαλισμού - του «επαρχι ωτισμού της λογοτεχνίας» - και υπέρμαχος φλο γερός του υπερ-νατουραλισμού - όπου το υπέρ με τη σημασία της υπέρβασης και ό χι της υπερβο λής. Υπήρξε κλοσάρ εκ πεποιθήσεως, περιμένοντας να ζήσει από το γράψιμο και μόνο. Υπήρξε ανάξιος εραστής. Ό λ ες οι εμπειρίες του μετουσιώνονται σε λόγο χυμώδη και οξύ, σε ιστορίες μικρές όσο και συμπυκνωμένες, σε «σκληρές», «παράξενες» και άλλες ιστορίες. Ο ι Σκληρές Ιστορίες, το πρώτο ολοκληρωμένο έργο του Βιλιέ που κυκλοφορεί στα ελληνικά, αποτελούνται από μια σειρά σύ ντομων διηγημάτων, φανταστικών, προφητικών, άνισων ίσως, πάντω ς σίγουρα εμπνευσμένων. Ο Βιλιέ κάνει φανταστική λογοτεχνία στα χνάρια του Πόε, αλλά με τη σφραγίδα της ιδιαιτερότητάς του, φτιάχνει τον πίνακα της ανθρώπινης α ναλγη σίας, της ανθρώπινης βλακείας. Υμνεί την τέχνη και την αγάπη, τη μοναδική σωτηρία του ανθρώ που, διακηρύσσει την αιω νιότητά τους. Οι Σκληρές Ιστορίες είναι βαθύτατα μυστι κιστικό έργο: πεποίθηση του συγγραφέα αποτελεί το γεγονός ότι η ευτυχία δεν μπορεί να βρεθεί επί της γης. Δεν προτείνει όμως το θάνατο, ο οποίος,
0
σημειωτέον, δεν είναι καθόλου φρικτός στο έργο του - αντίθετα, υπάρχει μια ουδέτερη έως παιγνι ώδης αντιμετώπισή του. Αναμένει και περιγράφει ένα υπερπέραν, πέρα από τη ζωή και το θάνατο, κάτι σ αν τα interm undia των θεών στο Λουκρήτιο, όπου ο άνθρωπος παύει πλέον να υποφέρει και γίνεται ευτυχής εν τη ηρεμία του. Ο Βιλιέ είχε μια σχέση ερωτική με τη γλώσσα. Μ έσα από τη μετάφραση του Γ. Ράϊκου μπορεί ο Έ λ λ η να ς αναγνώ στης να καταλάβει την πολυπλοκότητα του ιδιώματος του Βιλιέ, την πολυμορ φία της έκφρασής του. Ο παδός μέχρις ενός σημεί ου του παρνασισμού, μέσα από τη σύνθεση των πολλαπλών επιπέδων έκφρασης κρατάει τη γυάλι νη παγερότητα του κλασικισμού, την άκαμπτη ομορφιά του. Ο Βιλιέ ντε Λ ’ Ιλ Αντάμ ανήκει στους συγγρα φείς που εν πολλοίς αναγνω ρίστηκαν μετά θάνα τον. Έ ζη σ ε μια δύσκολη ζωή, την έκανε λογοτε χνία και περίμενε υπομονετικά να περάσει στην άλλη όχθη: «οι καλλιτέχνες», έλεγε, «είναι ά ν θρωποι που ανήκουν σ ’ ένα άλλο σύμπαν». Ν α σημειώσουμε δύο πράγματα που μας έκα ναν εντύπωση σε μια τόσο φροντισμένη έκδοση: το γεγονός ότι παραλείπονται άνευ προειδοποιήσεως τρία σημαντικότατα διηγήματα των Ιστο ριών, το γνωστότερο διήγημα της συλλογής, L ’ Intersingne (Το μυστικό σημάδι), ο επίλογος της συλλογής, L’ A nnonciateur (Ο σχολιαστής) και τέλος το έμμετρο C onte d ’ A m our (Ιστορία αγά πης) και η απόδοση των κυρίων ονομάτων, η οποία γίνεται από τη γαλλική εκδοχή τους και γί νεται λανθασμένα: έτσι βλέπουμε τον Ηρόστρατο να γίνεται Ερωστράτης, τον Οράτιο Φλάκο Φλακούς, τον Σέξτο Ταρκύνιο Σέξτους Ταρκουίνο, τον Τιντορέτο Τιντορέ, ενώ τέλος οι γνω στοί Γασκόνοι, το πρότυπο των οποίων υπήρξε ο Ντ’ Α ρντανιάν, γίνονται Φ ασκόνοι. Το σημαντικότερο όμως, είναι ότι έχουμε πολύ Βιλιέ ντε Λ ’ Ιλ Αντάμ, καλομεταφρασμένο, παλλόμενο, ζωντανό και προφητικό στα χέρια μας. Και αναμένουμε τη συνέχεια.
Τιτίκα Δημητρούλια
32
ετηλογη
η μεταφυσική αγωνία στον Παλαμα Ε. Ν. ΜΟΣΧΟΣ. Η Μεταφυσική Αγωνία στον Παλαμά. Αθήνα, Π α π α δ ή μ α ς , 1993. Σελ. 360.
Δοκίμιο
a έργα τέχνης ζουν μέσα σε απέραντη μοναξιά και η κριτική είναι το χειρότερο μέσο για να τα ζυγώσεις. Μ ονάχα η αγάπη μπορεί να τα συλλάβει», γράφει ο R ainer M aria Rilke, και μας δίνει το μέγεθος μιας αλήθειας διαχρονικής και αναμφισβήτη της. Και το νέο βιβλίο του Ε. Ν. Μ όσχου «Η με ταφυσική αγωνία στον Παλαμά» είναι δημιούρ γημα μεγάλης αγάπης. Γράφει ο ίδιος στο «Εξομολογητικό Προοίμιο»: «Το βιβλίο τούτο γράφε ται μέσα μου από πολύν καιρό. Το φέρνω στο μυαλό μου και στην καρδιά μου και το ζυγίζω, το μελετώ, το σταθμίζω, το ονειρεύομαι ως εκπλήρω ση χρέους απέναντι σ ’ έναν ποιητή κορυφαίο της νεοελληνικής γραμματείας που τον μελέτησα και τον αγάπησα πολύ, τον ένιωσα βαθιά όχι μονάχα ως ποιητή αλλά και ως άνθρωπο, ως περίπτωση ψυχής, τον πόνεσα και τον συμπόνεσα... έξω από την αγάπη και χωρίς αυτήν δεν μπορείς να προ σεγγίσεις αποτελεσματικά και γόνιμα το έργο ενός συγγραφέα». Γι’ αυτό και το βιβλίο του Ε. Ν. Μ όσχου είναι αληθινό, μια προσέγγιση ποιητική και ανθρώπι νη, μια εδραίωση νέων διαστάσεων του παλαμικού έργου. Με εμβρίθεια και με οξυδέρκεια ανακατάταξε τις ποιητικές αξίες του Π οιητή και, διεισδύοντας στις μύχιες πηγές της όρασής του, ανέσυρε αλή θειες θαμμένες στο ημίφως της ψυχής, συνειδησι ακές στιγμές της μεγάλης αγωνίας του μπρος στη ζωή, μπρος στο επέκεινα της ζωής, μπρος στο Θεό. Αυτούς τους «ματωμένους σπαραγμούς» του
«I
αφουγκράστηκε, σε εκείνα τα πεδία της ψ υχής και της συνείδησης όπου τρεμολάμπει ροϊκό και αβέ βαιο το πρόσωπο του Θεού και της αμφιβολίας. Κι αυτή τη μεταφυσική αγωνία του, αυτούς τους κόμβους του αίματος του Π οιητή, τους διαχώρισε από το «ωκεάνειο» αντιφατικό και πολυσήμαντο έργο του, για να συνθέσει και να θεμελιώσει τη ζητούμενη διάσταση: Τη χριστιανική πίστη του. Και βέβαια,ένα έργο που δονείται και ριγεί ολό κληρο από το Μυστήριο της ζωής, από το Μ υστή ριο της υπάρξεως, δεν μπορεί παρά να κλείνει στα σκιερά βάθη του το Θεό, ακόμα και αν η ίδια η μεταφυσική αγωνία του δημιουργεί την αμφισβή τηση και την αντιφατική οδύνη. Είναι γνώρισμα των μεγάλων έργων του πνεύματος η αγωνία, αυτή η μεταφυσική αγνωσία, αφού η ανυπέρβατη, γνωστικά, άβυσσος της ζωής μας μόνον προφητι κές και διαισθητικές εξόδους δίνει στο πνεύμα, για να αυτονοηθεί και να κατανοήσει το Α πό λυτο. Άλλωστε, ο Βαλερί λέει κάπου πως κάθε με γάλη ποίηση κλείνει μέσα της τη μεταφυσική αγωνία. Ό μ ω ς αυτό ακριβώς προσδιορίζει και την αξία του βιβλίου του Ε. Ν. Μ όσχου: ότι μέσα από την αντιφατική και οδυνόμενη πορεία του Π οιητή, βρήκε τα σημεία εκείνα που φωτίζουν την αγωνία του, την ανυψώνουν στο φως μιας πίστης βαθιάς και λυτρωτικής. Γιατί τη λυτρωτική ανύψωση ζη τούσε ο Π οιητής στις μυστικές κρίσεις της αγω νίας του, ακόμα και όταν η ψυχή του σπαραζόταν από την εποχή και την αμαρτωλότητα. Στο σημαντικό κεφάλαιο «Ο Κ ασσιανισμός, Α μαρτία και Έ λεος», γράφει ο Ε. Ν. Μ όσχος: «Αυτή η τόσο οριακή συναισθηματική στάση του, που της έδωσε το όνομα “Κασσιανισμός” από το όνομα της περίφημης βυζαντινής υμνογράφου, αποτελεί σίγουρα για τον Π αλαμά μια καθαρά μεταφυσική ενατένιση της ζωής, που τον οδηγεί σε ουσιαστικότερα θρησκευτικά βιώματα... Στο σημείο αυτό έχουμε μια καθαρά θρησκευτική στάση του ποιητή ανεπίγνωστη έστω, αλλά πά ντως στάση απόλυτα και βαθύτατα θρησκευτική». Ύ σ τερ α από το «Εξομολογητικό Προοίμιο»,
---------------------------------------------------------ετπλογη
το βιβλίο περιλαμβάνει τα κεφάλαια: «Η Μεταφυσική Αγωνία», όπου προσδιορίζει με πλα τιά γνώση και εμβρίθεια την έννοια της μεταφυσι κής αγωνίας. Ακολουθεί το κεφάλαιο «Ο Δ ιχα σμός και οι Εσωτερικές Αντιθέσεις», όπου πρ ο βάλλονται οι αντιφατικές δομές και η σπαρασσόμενη πολυμέρεια της ψυχής του Παλαμά. Α κο λουθεί το κεφάλαιο «Η Εσωτερική Ε νότητα του Παλαμικού Έ ργο υ » , όπου δίνεται με αδρές πινε λιές το λυρικό και μαζί επικό πρόσωπο του Π οιη τή, καθώς, μέσα από τις αντιθέσεις, υψώνεται μια συνείδηση πλατιά, καθολική, που αγκαλιάζει ο λό κληρο το Γένος, από τον αρχαίο κόσμο μέχρι τις σύγχρονες περιπέτειες του ελληνισμού, εκείνες που έζησε ώς στις μέρες του. Ακολουθούν τα κεφάλαια: «Σε Αναζήτηση κο σμοθεωρίας», μια πλατιά ανάλυση της εποχής με άξονα τη δίψα του Π αλαμά για κάθε λογής γνώ ση, «Ο Κασσιανισμός, Α μαρτία και Έ λ εο ς» , «Τα θρησκευτικά Π οιήματα», «Τα Π οιήματα της Αγωνίας», «Η Θεϊκή παρουσία», κρυφές πτυχές της ψυχής του Π οιητή, που φωτίζονται από τα πε ρίφημα γράμματά του «Στη Ραχήλ», και τελειώνει
Π συλλογή διηγημάτων του Τάσου Καπερνάρου που επι γράφεται «Λουτρά» περιλαμ βάνει επτά διηγήματα, που περιστρέφονται γύρω από τις θεσμοθετημένες περιθωριακές κοινωνίες (άσυλα, στρατός και μοναστήρια). Οι ήρωές του εί ναι άτομα ανίκανα να αποδράσουν από τη Μοίρα τους και οπωσδήποτε με ελάχιστες δυ νάμεις αντίδρασης απέναντι στις δημιουργουμενες κατα στάσεις. Ό μω ς και μέσα σε αυτήν τους την τραγικότητα δεν παύουν να παρουσιάζουν όλη τη μεγαλοσύνη του πόνου, αντιστεκόμενοι με κάθε πρό σφορο μέσο στον διατατεγμένο τρόπο συμπεριφοράς, αν και κατά βάθος γνωρίζουν τη ματαιότητα της προσπάθειάς τους. Εκείνο που διακρίνει πε ρισσότερο το βιβλίο αυτό του Τάσου Καπερνάρου, είναι η θε-
33
με τα κεφάλαια: «Οι Αξίες της Ζωής», «Τα Ιερά Κείμενα» και «Μ προστά στο Χριστό», ώριμες στιγμές του Ποιητή, όπου «η Ρωμιοσύνη γίνεται συνώνυμη της Χ ριστιανοσύνης» και το σκλαβω μένο Γένος ταυτίζεται με το Χριστό. Α ς θυμηθούμε πως ο Ε. Ν. Μ όσχος, πρόσφατα, εξέδωσε το σημαντικό δοκίμιό του «Η Ενότητα του Ευρωπαϊκού Πνεύματος», που είναι εισαγωγι κό στις μεγάλης πνευματικής αξίας «Τρεις Ο μι λίες» του Τ. Σ. Έ λ ιο τ, που θεμελιώνουν τη συμβί ωση των ευρωπαϊκών λαών στη χριστιανική πί στη. Και λίγο πριν είχε εκδώσει ένα άλλο δοκιμιακό έργο του με ά ξονα και πάλι τη χριστιανική πίστη. Ε ίναι παρήγορο ότι στις ημέρες μας της άρνη σης και της σύγχυσης, σε αυτές τις ταραγμένες ημέρες του βάρβαρου υλισμού και της αθεΐας, ο Ε. Ν. Μ όσχος, δίνει βιβλία γεμάτα από τη «δρόσο του πνεύματος», που ξυπνούν τη χαμένη νο σταλγία της πίστης, τη χαμένη αγρυπνία της ψυχής, την επαναφέρουν στο μεταφυσικό της δέ ος, που είναι δέος και αναζήτηση του Θεού.
Μ α ρ ία Λ α μ π α δ α ρ ίδ ο υ - Π ό θ ο υ
πεζογραφια ΤΑΣΟΣ ΚΑΠΕΡΝΑΡΟΣ. Λουτρά. Αθήνα, Κέδρος, 1992. Σ εΙ 88.
ματολογική πρωτοτυπία. Πράγματι, πολύ σπανίως οι συγγραφείς μας στρέφουν το βλέμμα τους προς τον μικρόκοσμο των κλειστών αυτών κοινωνιών. Αλλά ο Καπερνάρος δεν αρκείται στη μονο διάστατη παρουσίασή τους, μα προχωρά σε μία εις βάθος διερεύνηση μέσα από τις πρά ξεις τω ν ηρώων του. Και κα τορθώνει να μας δώσει ανά γλυφα αρκετές παραμέτρους της ιδιαιτερότητάς τους. Σ' αυτό συντείνουν πολύ η αφη γηματική του ικανότητα, το εντυπωσιακά στρωτό του γράψιμο που αιχμαλωτίζει τον αναγνώστη, η ρεαλιστική γρα
φή και το πικρό χιούμορ του που εντυπωσιάζει. Μια άλλη διάσταση των διη γημάτων αυτών του Τάσου Καπερνάρου είναι ο συγκινη σιακός τους χαρακτήρας. Είναι γραμμένα με πολλή συμπάθεια για όλους όσοι δεν θέλουν να παρασυρθούν από τη φορά των πραγμάτων και να αφεθούν στη ροή τω ν γεγονότων. Γι' αυτό και απευθύνεται σε ανθρώπους που ξέρουν να αγαπούν και να σκέπτονται. Τελικά, βιβλία σαν τα «Λουτρά» του Τάσου Κα περνάρου πιστοποιούν την επερχόμενη άνοιξη της Νεοελ ληνικής πεζογραφίας, που για αρκετό διάστημα φάνηκε βελ τιωμένη ανάμεσα στα πολύτυ μα ιστορικά μυθιστορήματα και τις βιωματικές κατα γραφές ή τις «υπαρξιακές αγωνίες» των δημιουργών της. Γιώργος Πετρόπουλος
Δ
ΙΑΒΑΖΩ. σ ν ^ ε ^ τ ε ν ζ ε ις
Μένη Κουμανταρέα No 1* Δημήτρη Χατζή No 5-6* Γιώργο Ιωάννου No 9* Διονύση Σαββόπουλο No 10* Γαβριήλ Πεντζίκη No 11* Ιάκωβο Καμπανέλλη No 12* Νίκο Σβορώνο No 18* Μέντη Μποσταντζόγλου No 19* Νίκο Πουλαντζά No 27* Αλέξανδρο Κοτζιά No 28* Στρατή Τσίρκα No 29* Ζωή Καρέλλη No 30* Άλκη Ζέη No 33* Γιάννη Τσαρούχη No 42* Τάκη Σινόπουλο No 46* Νίκο Καρούζο No 48* Κ.Θ. Δημαρά No 53 Διδώ Σωτηρίου No 58* Κυριάκο Σιμόπουλο No 59* Κώστα Ζουράρι No 60 Σπάρο Ασδραχά No 61* Εμμανουήλ Κριαρά No 62* Αλ. Φιλιππόπουλο No 63 Καίη Τσιτσέλη No 64* Πέτρο Αμπατζόγλου No 67 Γιάννη Δουατζή No 68 Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ No 71* Λιλίκα Νάκου No 72 Γιώργη Γιατρομανωλάκη No 73 Στρατή Δούκα No 74 Φρέντυ Γ έρμα νο No 77 Νάνο Βαλαωρίτη Νο 79 Γιώργο Χειμωνά Νο 80* Μαντώ Αραβαντινού Νο 81 Τάσο Βουρνά Νο 82 Σταύρο Βαβούρη Νο 85 Ασημάκη Πανσέληνο Νο 88* Κώστα Μητρόπουλο Νο 89 * Τα αντίστοιχα τεύχη έχουν εξαντληθεί
Αρ. Νικολάίδη Νο 90 Δημήτρη Χριστοδούλου Νο 92 Αντώνη Σαμαράκη Νο 93 Κυρ Νο 95 Νικηφόρο Βρεττάκο Νο 97 Γ ιάννη Μανούσακα Νο 99 Ανάστο Παπαπέτρου Νο 99 Αλέξη Σεβαστάκη Νο 99 Ιωάννα - Μπουκουβάλα Αναγνώστου Νο 100 Φίλιππο Δρακονταειδή Νο 102 Νάσο Δετζώρτζη Νο 104-136 Τάσο Αθανασιάδη Νο 105 Jean-Marie Drot No 107 Λίζμπεθ Ζβέργκερ No 108* Θ. Πετσάλη-Διομήδη Νο 109 Ιωάννη Κακριδή Νο 110 Σπύρο Πλασκοβίτη Νο 112 Τάκη Βαρβιτσιώτη Νο 115 Θανάση Βαλτινό Νο 116 Γ ιάννη Δάλλα Νο 117 Νίκο-Αλέξη Ασλάνογλου Νο 118 Δημήτρη Τσαούση Νο 119 Γιώργο Κατσίμπαλη Νο 121 Ιωάννα Καρατζαφέρη Νο 122 Κώστα Μέντη Νο 123 Παναγιώτη Παπαδούκα Νο 124 Αλέκο Σακελλάριο Νο 124 Μανόλη Ανδρόνικο Νο 125 Γ.Θ. Βαφόπουλο Νο 126 Ναταλί Σαρότ Νο 129 Δημήτρη Μαρωνίτη Νο 130 Δημήτρη Παπαδίτσα Νο 133 Νίκο Χουλιαρά Νο 137 Ελένη Βακαλό Νο 139 Χρήστο Γιανναρά Νο 144 Ουμπέρτο Έ κ ο Νο 145 Νίκο Κάσδαγλη Νο 146 Πέτρο Χάρη Νο 161 Δήμητρα Πέτρουλα Νο 165
Παντελή Πρεβελάκη Νο 173 Χριστόφορο Μηλιώνη Νο 186 Χερ Χοκβέρντα Νο 187 Κωνσταντίνο Τρυπάνη Νο 191 Μάνο Χατζιδάκι Νο 196 Σπύρο Ευαγγελάτο Νο 213 Πέδρο Μπάδενας ντε λα Πένια Νο 213 Αλέξανδρο Σχινά Νο 218 Κατερίνα I. Κακούρη Νο 223 Γιεβγένι Γιεφτουσένκο Νο 225 Μελισσάνθη Νο 234 Ντάριο Φο - Φράνκα Ράμε Νο 247 Ανατόλι Ριμπακόφ Νο 251 Κωστή Παπαγιώργη Νο 252 Γ ιώργο Κάτο Νο 253 Γκερτ Χόφμαν Νο 256 Περικλή Σφυρίδη Νο 260 Τέρι Ήγκλετον Νο 263 Χρήστο Μαλεβίτση Νο 266 Δημήτρη Τομπάίδη Νο 268 Έλλη Αλεξίου Νο 269 Ευάγγελο Μόσχου Νο 269 Μίλοραντ Πάβιτς Νο 270 Γεωργία ΔεληγιάννηΑναστασιάδη Νο 272 Γιοχάνες Ίρμσερ Νο 273 Αμος Οζ Νο 282 Δούσαν Κοβάτσεβιτς Νο 283 Πολυξένη ΜατέυΡουσοπούλου Νο 285 Μισέλ Βόλκοβιτς Νο 288 Πασκάλ Μπρυκνέρ Νο 297 Βιντοσάβ Στεβάνοβιτς Νο 298 Βασίλης Γκουρογιάννης Νο 305 Βίκα Δ. Γκιζελή Νο 308 Γ. Γιατρομανωλάκης Νο 313 Ευγένιος Αρανίτσης Νο 315 Ν. Χατζηκυριάκος - Γκίκας Νο 320
εκδόσεις «γνώση» Ιπποκράτους 31, 106 80 Αθήνα - τηλ. 36 20 941, 36 21 194 __________________________ _
_____________________________
ΑΝΑΚΑΛΥΨΤΕ ΤΗΝ ΑΣΥΓΚΡΙΤΗ ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΟΝ ΚΛΑΣΣΙΚΟΝ!
■W-I W VΙ1ΚΛ, ι
*
11
««Μ *
Printa Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΣΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ!
Η ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ των βιβλίων γίνεται με βάση το γνωστό Δεκαδικό Σύστημα Ταξινόμησης, προσαρμοσμένο στην ελληνική βιβλιογρα φία. ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ των περιοδικών δεν περιλαμβάνονται εβδομα διαία έντυπα. ΤΟ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ Δελτίο συντάσσεται με την πολύτιμη συνεργα σία του βιβλιοπωλείου της «Εστίας».
ρ ενικά έργα
Αρ. 322 8 Σεπτεμβρίου 21 Οκτωβρίου 1993 Επιμέλεια: Έφη Απάκη
0 ρησκεία
Τύπος
Γενικά
ΖΑΟΥΣΗΣ Α. - ΣΤΡΑΤΟΣ Κ. Οι εφημερίδες 1974-92. Η αθέ ατη όψη μιας κρίσιμης πορείας. Αθήνα, Γνώση, 1993. Σελ. 266. Δρχ. 3325.
ΒΙΚΕΤΟΣ Ν. X. Η αγιότητα του Χρυστοστόμου Σμύρνης και η μαρτυρία της Εκκλησίας. Αθήνα, Ένωσις Σμυρναίων, 1993. Σελ. 54. Δρχ. 1040.
ψ ι/\οσοφία
ΚΑΡΠΑΘΙΟΣ Ε. I. Εξομολογητική. Τόμος Α'. Θεσσαλονίκη, Πουρναράς, 1993. Σελ. 668. Δρχ. 4160.
Αποκρυφισμός GUENON R Ο συμβολισμός του Σταυρού. Μετ. I. Τρίγκας. Αθήνα, Πεμπτουσία, 1993. Σελ. 178. Δρχ. 2000.
ψ υχολογία
ΣΙΑΜΑΚΗΣ Κ. Ιερωνύμου De viris illustribus. Πηγές και πρό τυπα. Κείμενο-μετ.-σχόλ. Θεσσαλονίκη, Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών, 1992. Σελ. 313. Δρχ. 3640. MIGNE J.-P. Ελληνική Πατρολογία. Τόμος 71. Αθήναι, Κέντρον Πατερικών Εκδόσεων, 1993. Σελ. 1114. Δρχ. 3500.
οινωνικές επιστήμες
Κοινωνική ψυχολογία Γενικά Παιδί και πληθυσμιακές μετακινήσεις. Επιμ. Α. Καλούτση. Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 1993. Σελ. 77. Δρχ. 830. Εφαρμοσμένη ψυχολογία
ΚΟΤΑΡΙΔΗΣ Ν. ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ. Νεοελληνική κοινωνία. Ιστορικές και κρτπκές προσεγγίσεις. Επιμ. Θ. Σακελλαρόπουλος. Αθήνα, Κριτική, 1993. Σελ. 295. Δρχ. 3640.
ΚΑΝΤΑΣ Α. Οργανωτική - βιομηχανική ψυχολογία. Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 1993. Σελ. 197. Δρχ. 2080.
ΚΩΣΤΟΠΟΥΔΟΣ Τ. Ελλάδα. Η άθλια μοίρα ενός ιερού τόπου. Αθήνα, Λογοθέτης, 1993. Σελ. 140. Δρχ. 1560.
38 δελπο------------------------------Πολιτική
Ξ ένες γλώσσες
Επετηρίδα Αμυνηκής και Εξωτερικής Πολιτικής ’93. Η Ελλάδα και ο κόσμος 1992. Αθήνα, ΕΛΙΑΜΕΠ, 1993. Σελ. 444. Δρχ. 4470.
ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΣ ΕΑ Λεξικόν ελληνολαπνικόν. (Επανέκδοση). Αθήνα, Επικαιρότητα. Σελ. 872.
ΒΑΡΒΓΤΣΙΩΤΗΣ I. Μ. Συμνταγματικοί προβληματισμοί. Αθή να, Ελληνική Ευρωεκδοτική, 1993. Σελ. 83. Δρχ. 1560.
0 ετικές επιστήμες
ΠΕΤΡΙΔΗ Θ.Φ. Σύγχρονη ανοιχτή διπλωματία. Αθήνα, Εστία, 1993. Σελ. 374. Δρχ. 5000.
Μαθηματικά
ΠΟΛΥΔΩΡΑΣ Β. Γ. Ερωτήσεις, παρατηρήσεις, σχόλια; Αθήνα, Πιτσιλάς, 1993. Σελ. 190. Δρχ. 1350. LOWY Μ. Το εθνικό ζήτημα από το Μαρξ μέχρι σήμερα. Μετ. Μ. Τζιατζή. Αθήνα, Στάχυ, 1993. Σελ. 122. Δρχ. 1995.
BELL. Ε. Τ.Οι μαθηματικοί. Από τον Lobatchewstky ως τον Cantor. Τόμος Β' Μετ. Ν. Σταματάκης. Ηράκλειο, Πανεπι στημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1993. Σελ. 495. Δρχ. 3430.
Οικονομία
Φυσική
ΜΑΓΕΙΡΟΣ Ε.Φ. Οικονομικά μαθηματικά και αξιολόγηση επενδύσεων. Αθήνα, Gutenberg, 1993. Σελ. 242. Δρχ. 5500.
BORN Μ. Το πείραμα και η θεωρία στη φυσική. Μει. Γ. Γεωργακόπουλος. Αθήνα, Τροχαλία, 1993. Σελ. 43. Δρχ. 620.
ΣΤΑΜΑΤΗΣ Γ. Τεχνολογική εξέλιξη και ποσοστό κέρδους στον Marx. Αθήνα, Κριτική, 1993. Σελ. 400. Δρχ. 4990. Επικοινωνίες ΦΟΣΤΕΡ Ν. Εγκόλπιον του καλού μπλοφαδόρου για τη δημο σιογραφία. Μετ. Γ. Τσαλακός. Αθήνα, Δίαυλος, 1993. Σελ. 109. Δρχ. 780.
Ζωολογία TAYLOR D. Το τέλειο βιβλίο της γάτας. Αθήνα, Προμηθευτι κή, 1993. Σελ. 190. Δρχ. 8200.
J έχνες
Λαογραφία ΒΑΡΒΟΥΝΗΣ Μ. Γ. Σύγχρονοι προσανατολισμοί της ελληνι κής λαογραφίας. Αθήνα, Πορεία, 1993. Σελ. 117. Δρχ. 1245. ΚΟΝΤΑΞΗΣ Κ. Δ. Το θέμα της τρέλας και της κουταμάρας στην ελληνική λαϊκή παροιμία. Ιωάννινα, 1992. Σελ. 110. Δρχ. 1040.
Ζωγραφική ΕΥΑΠΈΛΑΤΟΣ ΚΩΣΤΑΣ. Αθήνα, Art Studio «Est», 1993. Σελ. 47. Διακόμηση
£ κπαίδευση - παιδαγωγική
ΓΚΡΟΣ Γ. Μ. Πετσέτες με στυλ. Μετ. Ε. Λιάπη. Αθήνα, Πάνθηρ, 1992. Σελ. 102. Δρχ. 4990.
Εκπαίδευση
β Δασική φιλολογία
ΑΚΡΓΓΟΠΟΥΛΟΣ Α. Ν. Η ποίηση για παιδιά και νέους. Αθή να, Ηρόδοτος, 1993. Σελ. 235. Δρχ. 3015.
Αρχαίοι συγγραφείς
J1 λώσσα Γενικά ΠΑΠΑΠΑΝΑΠΩΤΟΥ Τ. Δ. Βοήθημα για την ορθή χρήση του κόμματος (,) στην πρόταση και στην περίοδο. Αθήνα, 1993. Σελ. 32. Δρχ. 620.
ΕΠΙΚΤΗΤΟΣ. Εγχειρίδιον. Μετ. Ν. Μ. Σκουτερόπουλος. Αθή να, Στιγμή, 1993. Σελ. 117. Δρχ. 1765. ΜΟΣΧΟΣ. Ευρώπη. Εισ.-μετ. Γ. Γιατρομανωλάκης. Αθήνα, Καρδαμίτσα, 1993. Σελ. 43. Δρχ. 2080. ΠΛΑΤΩΝ. Τιμαίος - Κρπίας. Εισ.-μετ.-σχολ. Ο Περδικίδης. Αθήνα, Κάκτος, 1993. Σελ. 330. Δρχ. 1870. ΠΛΑΤΩΝ. Φαιδρός. Εισ.-μει.-σχόλ. Δ. Δ. Τσιλιβερδής. Αθήνα, Κάκτος, 1993. Σελ. 227. Δρχ. 1245.
------------------------------------------------------------ δελτίο
Μελέτες ΣΤΕΦΟΣ Α.Α. Αρχαία ελληνική γραμματεία. Ερμηνευτικές και διδακτικές δοκιμές. Τόμος Β'. Αθήνα, Πορεία, 1993. Σελ. 262. Δρχ. 2600.
^ ογοιεχνία Ποίηση ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ Ζ. Κοραλλιογενής. Ποιήματα. Λευκωσία, Ανδρέου, 1993. Σελ. 46. ΔΕΛΗΣΑΒΒΑΣ Μ. Π. Προσωπογραφίες. Ποιήματα. Αθήνα, Διογένης, 1993. Σελ. 46. ΕΓΓΛΕΖΟΣ Τ. Στη Γαύδο του Λιβυκού. Γήτεμα. Τόμος Β'. Αθή να, Γαύδος, 1993. Σελ. 197. Δρχ. 2080. ΚΑΨΑΛΗΣ Δ. Αισθηματική αγωγή. Αθήνα, Άγρα, 1993. Σελ. 36. Δρχ. 620.
39
ΡΗΓΟΠΟΥΛΟΣ Α. Η μεταξένια ευαισθησία της αξιοπρέπειας. Μυθιστόρημα. Αθήνα, Ντουντούμης, 1993. Σελ. 323. Δρχ. 1975. ΡΟΥΦΑΝΗ Ε. Το δώρο του φόβου. Αθήνα, Μέδουσα, 1993. Σελ. 193. Δρχ. 2080. ΣΕΧΙΔΟΥ Γ. Η Καλάμιτυ που μισούσε τ’ άλογα. Μυθιστόρημα. Αθήνα, Καστανιώτης, 1993. Σελ. 217. ΣΚΑΡΙΜΠΑΣ Γ. Το θείο τραγί. Αθήνα, Νεφέλη, 1993. Σελ. 145. Δρχ. 1765. ΣΤΑΘΟΓΙΑΝΝΗΣ Π. Το μοβ γοητεύει τα σαλιγκάρια. Αθήνα, Νέα Σύνορα, 1993. Σελ. 141. Δρχ. 1560. GIBSON W. ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ. Gybeipunk. Ανθολογία. Μετ. Θ. Βέμπος. Αθήνα, Εκδόσεις της Γαίας, 1993. Σελ. 181. Δρχ. 1870. ΓΚΩΤΙΕ Θ. Το κακό μάτι. Μετ. Κ. Νικολαΐδου. Αθήνα, Δρα στηριότητα . Σελ. 114. Δρχ. 935. CASARES A. Β. Το όνειρο των ηρώων. Μετ.-σημ. Ν. Πρατσίνης. Αθήνα. Opera, 1993. Σελ. 265. Δρχ. 2390.
ΡΑΛΛΗ-ΥΔΡΑΙΟΥ Μ. Υπέρβαση ζωής. Αθήνα, 1993. Σελ. 156.
KING S. Σάλεμς Λοτ. Μετ. Γ. Αναστοπούλου. Αθήνα, Το Κλει δί, 1993. Σελ. 510. Δρχ. 2285.
ΡΟΥΣΣΟΥ Α. Ανάξια πέτρα σεισμού. Αθήνα, Γκοβόσιης. Σελ. 47.
ΚΟΝΤΟΝ Ρ. Ο Αυτοκράτορας της Αμερικής. Μετ. X. Τσακαλίδου. Αθήνα, Εξάντας, 1993. Σελ. 375. Δρχ. 3120.
Πεζογραφία
BACH R. Ο Γλάρος Ιωνάθαν Αίβινγκστον. Μετ. Γ. Κυπραίος. Αθήνα, Διόπτρα, 1992. Σελ. 144. Δρχ. 1040.
ΑΚΡΙΒΟΣ Κ. Η δοτική ίου χάους. Αθήνα, Νέα Σύνορα, 1993. Σελ. 127. Δρχ. 1350.
Το Κλειδί, 1993. Σελ. 269. Δρχ. 2080.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΠΟΥΛΟΣ Α. Από τη ζωή λίγα απ’ όλα. Αθήνα, Σύγχρονη Γνώμη, 1993. Σελ. 125. Δρχ. 700.
BURNETT W.R. Αντίο Σικάγο. 1928: Το τέλος μιας εποχής. Μετ. Α. Αποστολίδης. Αθήνα, Αγρα, 1993. Σελ. 243. Δρχ. 1870.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΠΟΥΛΟΣ Α. Οδοιπορικό. Αθήνα, Σύγχρονη Γνώμη, 1993. Σελ. 117. Δρχ. 700. ΒΛΑΧΟΣ Α. Σ. Λογοτεχνήματα μικρά. 19...1991. Αθήνα, Πρόσπερος, 1993. Σελ. 138. Δρχ. 2600. ΔΗΜΟΥ Ν. Οδός Μιχαήλ Βόδα. Αφήγηση. Θεσσαλονίκη, Τα Τραμάκια, 1993. Σελ. 45. Δρχ. 520. ΕΥΘΥΜΙΑΔΗ Ν. Οι πολίτες της σιωπής. Μυθιστόρημα. Αθήνα, Καστανιώτης, 1993. Σελ. 239. Δρχ. 2080. ΖΑΤΕΛΗ Ζ. Και με το φως του λύκου επανέρχονται. Μυθιστό ρημα σε δέκα ιστορίες. Αθήνα, Καστανιώτης, 1993. Σελ. 669. Δρχ. 4640. ΚΑΝΕΛΛΗΣ Λ. Ο Κουστό και η βόμβα νετρονίου. Αθήνα, Gutenberg, 1993. Σελ. 206. Δρχ. 1245. ΚΟΡΙΝΗΣ Τ. Ο θάνατος δεν απογειώθηκε. Αθήνα, Νέα Σύ νορα, 1993. Σελ. 222. Δρχ. 830.
ΜΑΜΑΛΙΓΚΑ Μ. Το φάντασμα του Πειρατή. Αθήνα, Guten berg, 1993. Σελ. 79. Δρχ. 620.
ΠΑΤΡΙΚΑΛΑΚΙΣ Φ. Θεράπευαν με τη μουσική. Μυθιστόρημα. Αθήνα, Καστανιώτης, 1993. Σελ. 181.
MONTELLA C. DE. Ινδοκίνα. Μετ. Μ. Παγουλάτου. Αθήνα,
ΝΤΥΡΑΣ Μ. Ο εραστής της Βόρειας Κίνας. Μετ. Σ. Μανέ. Αθή να, Εξάντας, 1993. Σελ. 242. Δρχ. 2080. PRESSBURGER G. Ο νόμος των λευκών διαστημάτων. Μετ. Κ. Καφετζή. Αθήνα, Αλεξάνδρεια, 1993. Σελ. 158. Δρχ. 1660. SIMPSON M.-J. Η κυρία της Βαγδάτης. Γερτρούδη Μπελ (1868-1926). Μετ. Α. Φιλιππάτου. Αθήνα, Νέα Σύνορα, 1993. Σελ. 386. Δρχ. 2285. ΣΤΑΠΛΕΝΤΟΝ Ο. Ο παράξενος Τζων. Μετ. Γ. Γερασάκης. Αθήνα, Αίολος, 1993. Σελ. 211. Δρχ. 1870. ΤΟΓΚΑΟΥΑ Μ. Κυνηγός γυναικών. Μετ. Λ. Μιλιλή. Αθήνα, Δελφίνι, 1993. Σελ. 237. Δρχ. 2390. ΤΣΑΤΟΥΙΝ Μ. Στην Παταγωνία. Μετ. Τ. Κίρκης. Αθήνα, Χατζηνικολάου, 1993. Σελ. 289. Δρχ. 2600. ΦΡΑΝΣ Α. Θαΐς η εταίρα. Ε' έκδοση. Μετ. Λ. Αβαγιανού. Αθή να, Αστάρτη, 1993. Σελ. 189. Δρχ. 1870. ΧΑΞΛΕΪ Α. Κολασμένος χορός. Μετ. Τ. Γαβαλάκη. Αθήνα, Αστάρτη, 1993. Σελ. 287. Δρχ. 3120.
40 δελτίο------------------------------Μελέτες
Ελληνική Ιστορία
Η Μεσοπολεμική πεζογραφία. Από ιον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939). Τόμο ΣΤ-Ζ' Αθήνα, Σοκόλης, 1993. Σελ. 422 + 430. Δρχ. 7800 (ο κάθε τόμος).
ΕΡΓΟΛΑΒΟΣ Σ. Τα Ζαγοροχώρια στις αρχές του αιώνα μας. Ιωάννινα, Ή πειρος, 1993. Σελ. 130. Δρχ. 1245.
ΚΑΡΑΠΑΝΝΗΣ Θ. Αυγή Παπάκου. Γνωριμία με τη ζωή και το έργο της. Αθήνα, Βιβλιογονία, 1993. Σελ. 292. Δρχ. 2080. ΠΑΝΑΠΩΤΟΥ Γ. Α. Ο Γιώργος Παναγουλόπουλος ποιητής του μεταίχμιου. Αθήνα, Σπόνδυλος, 1993. Σελ. 55. ΣΦΥΡΙΔΗΣ Π. Χριστιανόπουλος-Καθάφης. Αποκλίσεις σε βί ους παράλληλους. Μελέτη. Θεσσαλονίκη, Τα Τραμάκια, 1993. Σελ. 74. Δρχ. 725.
ΕΥΑΠΈΛΑΤΟΥ-ΝΟΤΑΡΑ Φ. Σεισμοί στο Βυζάντιο. Από τον 13ο μέχρι και τον 15ο αιώνα. Αθήνα, 1993. Σελ. 182. Δρχ. 3120. ΚΟΛΙΑΣ Τ. Γ. Νικηφόρος Β' Φωκάς (963-969). Αθήνα, Βασιλόπουλος, 1993. Σελ: 152. Δρχ. 4160.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ I. Ν. Τα Γιάννινα του Μεσοπολέμου. Τόμος Δ'. 1921-1922. Ιωάννινα, 1993. Σελ. 270. Δρχ. 2080.
Δοκίμια
ΚΥΡΙΑΚΗΣ Ε. Κ. Βυζάντιο και Βούλγαροι. (7ος-10ος αι.). Αθή να, Βασιλόπουλος, 1993. Σελ. 351. Δρχ. 6240.
ΖΟΥΡΑΡΙΣ Κ. Μισγάγκεια απερινόητη. Δ' έκδοση. Αθήνα, Αρμός, 1993. Σελ. 308. Δρχ. 1870.
ΤΖΙΝΙΕΡΗΣ Σ. Π. Η φασιστική πρόκληση. Αθήνα, Βυζάντιον. Σελ. 367. Δρχ. 3640.
0 έαιρο
ΧΟΥΡΔΑΚΗΣ Α. Γ. Η αγωγή στη Μινωική Κρήτη. Αθήνα, Γρηγόρης, 1993. Σελ. 135. Δρχ. 2700. Παγκόσμια Ιστορία
Έργα ΤΣΕΡΔΑΝΗΣ Π. Δηιάνειρα. Ηρακλής καιόμενος. Αθήνα, Δω δώνη, 1993. Σελ. 135. Δρχ. 1245.
ΣΟΥΗΤΩΝΙΟΣ. Η ζωή των Καισάρων. Γάλβας, 'Οθων, Βπέλλιος. Εισ.-μετ. Π. Ροδάκης. Αθήνα, Παρασκήνιο, 1993. Σελ. 92. Δρχ. 1145.
| σιορία
Τ αξίδια
Γενικά
Ελλάδα
DOSSE F. Η ιστορία σε ψίχουλα. Μετ. Α. Βλαχοπούλου. Ηρά κλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1993. Σελ. 289. Δρχ. 4160.
Μεγάλο οδοιπορικό στην Ελλάδα. Πλήρης οδηγός αξιοθέα των. Αθήνα, Πύρινος Κόσμος, 1993. Σελ. 1183. Δρχ. 8500.
Μαρτυρίες Προσωπικά ημερολόγια μελών των πληρωμάτων των θωρηκτών «Αβέρωφ» και «Ύδρα» (1912-1913). Αθήνα, Νέα Σύνο ρα, 1993. Σελ. 211. Φωτ. Δρχ. 1870. ΚΟΡΜΑΛΗΣ Α. Λ. Αντίσταση στην Βορειοηπειρωτική γη. Β' έκδοση. Αθήναι, Πελασγός, 1993. Σελ. 132. Δρχ. 1350. HANOUM L. Οι σουλτάνες και το αυιοκρατορικό χαρέμι. Μει. Γ. Σιρίγκος. Αθήνα, Νέα Σύνορα, 1993. Σελ. 247. Δρχ. 1870.
Ταξίδια στην Ελλάδα 1993-94. Ετήσιος τουριστικός οδηγός. Αθήνα, 1993. Σελ. 4%. Χάρτ. Δρχ. 2000. ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ Α. Σύρος. Οδηγός για τον επισκέπτη. Αθήνα, Κυκλαδικές Εκδόσεις, 1993. Σελ. 136. Δρχ. 1400. BARTHOLDY J.L.S. Ταξιδιωτικές εντυπώσεις από την Ελλάδα 1803-1804. Απόδ. Φ. Κονδύλη. Αθήνα, Εκάτη, 1993. Σελ. 285. Δρχ. 5200.
H αιδικά
Βιογραφίες
Τέχνες
Who’s who. Επίτομο βιογραφικό λεξικό 1993-94. Αθήνα, Μέτρον, 1993. Σελ. 813. Δρχ. 8320.
ΑΜΑΝΑΤΙΔΟΥ Ε. Ένα καπέλο για τον καθηγητή. Αθήνα, Δελ φίνι, 1993. Σελ. 56. Δρχ. 620.
ΚΟΜΝΗΝΟΣ Μ. Δ. Κασιώτες ναυτίλοι. Αθήνα, 1993. Σελ. 312. Δρχ. 4160.
Ελεύθερα αναγνώσματα
BRION Μ. Αττίλας. Μετ. Κ. Τριαντάφυλλου. Αθήνα, Δημι ουργία, 1993. Σελ. 254. Δρχ. 2700.
ΜΑΡΡΑ Ε. Μυθικά τέρατα. Αθήνα, Γνώση, 1993. Σελ. 75. Δρχ. 1870.
------------------------------- δελτίο 41 ΠΑΠΑΚΟΥ-ΛΑΓΟΥ Α. Η Μακεδονία στο μύθο και τα παρα μυθία. Αθήνα, Πλοηγός Σελ. 133. Δρχ. 1040.
κού Τμήματος της Ποσαδικής 4ης Διεθνούς. Φύλλο 5. Δρχ. 200.
JI εριοδικά
ΛΑΪΚΟΣ ΔΡΟΜΟΣ. Όργανο της Κ.Ε. του Μαρξιστικού-Λενινισηκού Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος. Φύλλο 114. Δρχ. 150. Η ΜΥΚΟΝΙΑΤΙΚΗ. Μηνιαία εφημερίδα από τη Μύκονο. Φύλ λο 54.
ΑΙΓΑΙΟΠΕΛΑΓΤΠΚΑ ΘΕΜΑΤΑ. Διμηνιαίο περιοδικό. Τεύχος 33. Δρχ. 600.
ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ. Τεύχος 1591. Δρχ. 650.
ΑΙΟΛΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ. Δίμηνο περιοδικό ιης μαχόμενης Λο γοτεχνίας. Τεύχος 1-2 (135-136). Δρχ. 1000.
ΝΕΑ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ. Ιδνθήμερη επαναστατική εφημερίδα. Φύλλο 85. Δρχ. 100.
ΑΝΟΙΧΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ. Δίμηνο εκπαιδευτικό περιοδικό. Τεύχος 44. Δρχ. 500.
ΝΕΟ ΕΠΙΠΕΔΟ. Τρίμηνο δελτίο ποίησης και τέχνης. Τεύχος 15-16. Δρχ. 1000.
ΑΝΤΙ. Πολιτικό και πολιτιστική επιθεώρηση. Τεύχη 532, 533. Δρχ. 300.
ΝΟΥΜΑΣ. Επιθεώρηση τέχνης γραμμάτων. Τεύχος 20. Δρχ. 300.
Ο ΑΡΑΜΠΑΣ ΤΟΥ ΑΓΡΙΝΙΟΥ. Φύλλο 24. Δρχ. 200.
ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ. Διπλό τεύχος 69-70. Δρχ. 1000
ΒΑΒΕΛ. Περιοδικό κόμικς. Τεύχος 148. Δρχ. 600.
ΠΑΝΟΡΑΜΑ. Τριμηνιαίο περιοδικό. Φύλλο 27.
ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ. Τεύχος 11.
ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ. Τετράδιο για τα γράμματα και τις τέχνες. Τεύχος 36. Δρχ. 800.
ΔΕΛΤΙΟ ΒΙΒΛΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ. Εξαμηνιαία έκδοση έρευνας Παλαιός και Καινής Διαθήκης. Τόμος 13. Δρχ. 300. ΔΕΛΤΙΟ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ ΝΑΥΠΛΙΟΥ. Μηνιαία έκδο ση του Δήμου Ναυπλιέων. Τεύχος 56. Δρχ. 500. ΔΙΑΒΑΖΩ. Δεκαπενθήμερη επιθεώρηση του βιβλίου. Τεύχος 320. Δρχ. 700. ΕΛΕΥΣΙΣ. Περιοδική πολιτιστική έκδοση λόγου και τέχνης. Τεύχος 1. Δρχ. 520.
ΠΥΛΕΣ. Τριμηνιαία εφημερίδα του μαθητικού συνεταιρισμού του 1/θ Δημοτικού Σχολείου Πυλών Καρπάθου. Φύλλο 11. Ο ΡΑΜΠΑΓΑΣ ΚΙ’ Ο ΣΚΥΛΟΣ. Φύλλο 172. Δρχ. 50. ΡΟΠΤΡΟ ΤΟΥ ΒΟΛΟΥ. Δίμηνη έκδοση. Τεύχος 4. Δρχ. 300. ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ. 40ήμερη περιοδική έκδοση εκπαιδευηκού προβληματισμού. Τεύχος 364. Δρχ. 400.
Η ΕΛΛΗΝΙΔΑ ΤΟΥ 2000. Φύλλο 52.
ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ. Τριμηνιαίο περιοδικό. Τεύχος 5. Δρχ. 1.
ΕΥΘΥΝΗ. Περιοδικό ελευθερίας και γλώσσας. Τεύχος 261. Δρχ. 400.
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ. Δίμηνη επιθεώρηση. Τεύχος 71. Δρχ. 900.
ΗΧΟΣ ΚΑΙ HI-FI. Τεύχος 246. Δρχ. 600. ΙΘΑΚΟΣ. Μηνιότικη εφημερίδα της Ιθάκης. Φύλλο 120.
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΣΚΕΨΗ. Δίμηνη περιοδική έκδοση γραμμάτων και τεχνών. Φύλλο 180.
Κ.ΛΠ. Μηνιαία περιοδική έκδοση πνευματικού προβληματι σμού και γενικής παιδείας. Τεύχος 2. Δρχ. 500.
ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ ΤΩΝ ΑΙΓΎΠΤΙΩΤΩΝ. Όργανο των επαναηατρισμένων Ελλήνων της Αφρικής. Φύλλο 201. Ο ΤΥΠΟΣ. Μηνιαία δημοσιογραφική επιθεώρησις. Τεύχος 39. Δρχ. 1000.
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ. Επιθεώρηση κοινωνικών επιστημών. Τεύχος 30. Δρχ. 500.
INFORMATION. Το περιοδικό του 'Ελληνα manager. Τεύχος 83. Δρχ. 700.
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ. Όργανο του ΕΚΚ(τ), Ελληνι
CYRILLOMETHODIANUM. Tom. XII, 1988. Dm. 8320.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ. Τεύχος 303. Δρχ. 600.
Αρ. 322 Στην Κριτικογραφία περιλαμβάνονται όλες οι επώνυμες βιβλιοκριτι κές και βιβλιοπαρουσιάσεις των ελληνικών εκδόσεων που δημοσι εύονται στον ημερήσιο αθηναϊκό τύπο. Περιλαμβάνονται, επίσης, και κριτικές δημοσιευμένες στον περιοδικό και επαρχιακό τύπο, όσες ήταν δυνατόν να εξασφαλίσουμε ή μας απέστειλαν οι συντά κτες τους.
Δημοσιογραφία ΖαούσηςΑ. - Στρατός Κ.: Οι εφημερίδες 1974-92. (Π. Μπουκάλας, Καθημερινή, 5/10). Φόστερ Ν.: Εγκόλπιο του Καλοό μπλοφαδόρου για τη δημοσι ογραφία. (Δ. Μπουκάλας, Καθημερινή, 5/10).
Φιλοσοφία
24 Σεπτεμβρίου 7 Οκτωβρίου 1993 Επιμέλεια: Μαρία Τρουπάκη
στα Βαλκόνια. (Α.Δ.Λ., Σ. Καργάκος, Οικονομικός Ταχυδρό μος, 7/10). Μπαλιμπάρ Ε.: Τα όρια της δημοκρατίας. (Μ. Μοδινός, Νέα Οικολογία, 107).
Οικονομία
Scheler Μ.: Η θέση του ανθρώπου στον κόσμο. (Ν.Μακρής, Ευ θύνη, 261).
Αλλοίμονος Σ.: Οι πηγές του χρήματος (Ε. Χατζηϊωάννου, Νέα, 28/9). Παυάγος X.: Ο επιχειρηματίας σε κρίση (Α.Χ. Παπανδρόπουλος, Οικονομικός Ταχυδρόμος, 30/9).
Ψ υχολογία
Διαφήμιση
Φονιάνα Ν.: Το άγχος και η αντιμετώπισή του. (ΕΛ. ΠΑΡ, ΝΙΚΗ, 26/9).
Φουκώ Μ.: Η ιστορία της σεξουαλικότητας (Ν. Ντόκας, Ελευθε ροτυπία, 3/10).
θρησκεία ΜπέγζοςΜ.: Το μέλλον
παρελθόντος. (Γ. Μπαλούρδος, ΚΛΠ, 2).
Πολιτική Διαμαντόπουλος Θ.: Το κομματικό φαινόμενο. (Μ. Τσουκαλά, Μεσημβρινή, 27/9). Καφαντάρης Ε.: Σε τροχιά επαγρύπνησης. (Ε. Παραγιουδάκη, Νίκη, 2/10). Συρμόπουλος Γ.: Ο Γόρδιος δεσμός στη Μέση Ανατολή και
Παπαγιαννακόπουλος Κ.: Εξομολογήσεις ενός διαφημιστή. (Σ. Καργάκος, Οικονομικός Ταχυδρόμος, 7/10).
Εκπαίδευση ΔαυΤδ Α.: Οι αταρχές του Εκπαιδευτικού Σχεδιασμοό στο Νεο ελληνικό κράτος, (θ. Γέρου, ΚΛΠ, 2). Δοόκας X.: Το μέλλον είναι η Παιδεία. (Θ. Γέρου, ΚΛΠ, 2). Καραγιάννης Θ.: Παιδαγωγικά πορτρέτα, (θ. Γέρου, ΚΛΠ, 2). Bourdieu Ρ. - Passeron C.: Οι κληρονόμοι, οι φοιτητές, η κουλ τούρα. (Γ.Ε. Διακογιάννης, Νέα, 5/10).
Δαογραφία Αποστολάκης Σ.Α.: Ριζίτικα. (Γ.Π. Σαββίδης, Νέα, 5/10).
---------------------------------------------------------
Οικολογία Ζαλαώρας Ν.: Τα δάση. (Δ. Κωστόπουλος, Καθημερινή, 5/10). Νάισης Λ.: Παμβώτις. (Σ. Κουρουζίδης, Νέα Οικολογία, 107). Σχίζας Γ.: Ο Υμηττός. (Δ. Κωσιόπουλος, Καθημερινή, 5/10).
Υγεία Νιάβου Μ.: Το κάπνισμα στην εφηβεία. (Γ. Σταμαιόπουλος, Αυριανή, 3/10).
Τέχνες Εικόνες της Κρητικής τέχνης. (Κ. Τσαούσης, Έθνος, 3/10). Ζενέλης Π.: Ρεαλισμοί και Εικόνα. (Δ. Τσατσοόλης, Ανif, 30/9). Μαν. Τ.: Πάθος και μεγαλείο του Ρίχαρντ Βάγκνερ. (Μ. Καβροχωριανός, ΚΛΠ, 2). Bellmer Η.: Μικρή ανατομία του σωματικού ασυνειδήτου. (Δ. Τσατσούλης, Αντί, 30/9).
Ποίηση Αναγνωστάκης Μ.: ΥΓ. (Γ. Μπαλούρδος, ΚΛΠ, 2). Γκανάς Μ.: Παραλογή. (Γ. Πλαχούρης, ΚΛΠ, 2). Δέφνερ Ο.: Ένα νυχτολούλουδο για το Μορφέα. (Δ. Κωστιδης, Αιολική Γράμματα, 1-12 (135-36)). Ευθυμίου Π. 1) Κλωστές πολύχρωμες. 2) Ελπίδα, ένα το κρα τούμενο. (Θ.Μ. Πολίτης - X. Σώκου, Ελεύθερος Στερεάς Ελλά δας. 7. 14. 21 9). Ιωαννίδης I.: Έλεος και φόβος. (Ν. Κυτόπουλος, Ριζοσπάστης, 7/10). Καρούζος Κ.: Ψυχή μου διάσπαστη. (Ε. Χωρεάνθη, Ριζοσπά στης, 30/9). Καρούζος Ν.: Τα ποιήματα. (Ε. Αρανίτσης, Ελευθεροτυπία, 6/10). Κατσίμης Σ.: Η στέγη. (Γ. Καραβίδας, Ριζοσπάστης, 30/9). Μουζάκη Μ.: Χλόη Χάριτος. (Ε Ζωγράφου, Ριζοσπάστης, 7/10). Πλαστήρα Α.: Νερό στο πρόσωπο. (Τ. Μενδράκος, Αυγή, 3/10), (Ε. Αρανίτσης, Ελευθεροτυπία, 29/9). Τσουτάκος Ρ.: Εν ημέρα θλίψεως. (Γ. Καραβίδας, Ριζοσπάστης, 7/10). Χαρκιανάκης Σ.Σ.: Σπασμένοι συνειρμοί. (Κ. Βαλαβάνης, Ελεύ θερη Ώρα, 26/9). Τα ποιήματα του Stephane Mallanne. (Γ. Πλαχούρης, ΚΛΠ, 2). Τα δύο αποσιωπημένα Cantos (LXXII - LXX11I) του Έζρα Πάουντ. (Π. Μπουκάλας, Καθημερινή, 28/9).
Πεζογραφία Αρανίτσης Ε.: Λεπτομέρειες για το τέλος του κόσμου. (Δ. Δασκαλόπουλος, Νέα, 28/9). Γαλανάκη Ρ.: Θα υπογράτρω ΛουΙ. (Μ. Θεοδοσοπούλου, Επο χή, 26/9), (Τ. Δημητρούλια, Αντί, 30/9), (Ε. Κοιζιά, Καθημερι νή, 3/10). Γιαλαμάς A.: Ε! Κάτι κάναμε κι εμείς. (Δ. Ζαδές, Τριφυλιακή Εστία, 81-82). Γιατρομανωλάκης Γ.: Ανωφελές διήγημα. (Σ. Τσακνιάς, Λέξη, 116).
δελτίο
43
Ζατέλη Ζ.: Και με το φως του λύκου επανέρχονται. (Ε. Κοτζιά, Καθημερινή, 26/9). Ιωαννίδης Π.: Ανάπλους. (Ρ. Χριστοφόρου, Νέα Εποχή, 2 (219)). Καρακατσάνη Ρ.: Φεγγαριαστήκανε στα Ταμπάχανα. (Λ. Πολενάκης, ΚΛΠ, 2). Λάγκε Ε.: Ο Τενόρος. (Π. Καραβασίλης, ΚΛΠ, 2). Λεονάρδος Γ.: Το κόκκινο σαλόνι της γιαγιάς. (Χρ. Σ., Παρόν, 26/9). Νατσούλης-Λαοπόδη Ε: Ατέλειωτη αγάπη. (Δ. Δρίνιας-Αρήνης, Αιολικά Γράμματα, 1-2 (135-136)). Παπαγεωργίου Κ.: Των αγίων πάντων. (Γ. Παγανός, ΚΛΠ, 2). Ραπτόπουλος Β.: Ο Εργένης. (Β. Χατζηβασιλείου, Ελευθερο τυπία, 6/10). Ρήσου Α.: Η παράδοξη επίσκεψη της Ιοκάστης. (Ε. Ζωγράφου, Ριζοσπάστης, 30/9). Ρούσος Τ.: Ο καιρός της Πίζε. (Κ. Τσαούσης, Έθνος, 27/9). Χρυσοχόου I.: Διηγήματα. (Ν. Παπαδάκης, Αιολικά Γράμματα, 1-2 (135-136)). Whitworth Ε.: Τα εννιά πρόσωπα του Χριστού. (Σ.Α., Δελτίο Βι βλικών Μελετών, 23). Καζανόβα Τ.: Η μονομαχία. (Μ. Φάις, Ελεύθερος Τύπος, 3/10). Κάρλο Α.: Δύο από δύο. (Ε. Παραγιουδάκη, Νίκη, 2/10). Cybeipunk. (Μ. Τσουκαλά, Μεσημβρινή, 4/10). Μπουλγκάκωφ Μ.: Η καρδιά ενός σκύλου. (Δ. Παυλάκου, Αυ γή, 26/9). ΟκρίΜ.: Ο αδηφάγος δρόμος. (Β. Αθανασόπουλος, ΚΛΠ, 2). Πάβιτς Μ.: Το λεξικό των Χαζάρων. (Α. Παπαδάκη, Αυγή, 26/9). Ρενώ Μ.: Ο βασιλιάς πρέπει να πεθάνει. (Χρ. Σ. Παρόν, 3/10).
Μελέτες Δημαράς Κ.Θ.: Δοκίμιο για την ποίηση. (Κ.Π. Μιχαηλίδης, Ευ θύνη, 261). Δημηρούλης Δ.: Το φάντασμα της θεωρίας. (Β. Χατζηβασιλείου, Ελευθεροτυπία, 29/9). Κατσικάδη Ν.: Στην παλίρροια της ποίησης. (Δ. Κωστίδης, Αιο λικά Γράμματα 1-2 (135-36)). Μόσχος Ε.Ν.: Η μεταφυσική αγωνία στον Παλαμά. (Γ. Κότσιρας, Ευθύνη, 261). Νατσούλης Τ.: Το δημοτικό τραγούδι και η μάνα στη δημοτική ποίηση. (ΕΛ. ΠΑΡ, ΝΙΚΗ, 2/10).
Δοκίμια Γραμμαπκάκης Γ.: Η κόρη της Βερενίκης. (Ν. Τσούλιας, ΚΛΠ, 2). Κιτρομηλίδης Π.: Το όραμα της Ελευθερίας στην Ελληνική κοι νωνία. (Δ. Παυλάκου, Αυγή, 3/10). Ραφαηλίδης Β.: Ιστορία (Κωμικοτραγική) του νεοελληνικού κράτους 1830-1974. ΤσιμπλήςΜ.: Το Λυκαυγές του Σίσυφου. (Δ. Ζαδές, Τριφυλλιακή Εστία, 81-82). Τσούρας Ν.: Η άλλη βιοτή. (Δ. Σταμέλος, Ελευθεροτυπία, 29/9).
Παιδικά Γιάκος Δ.: Ο μικρός Ερμής αμαξάς και άλλα διηγήματα. (Ε. Παραγιουδάκη, Νίκη, 2/10). Γραμμένος Μ.: Μέγας Αλέξανδρος. (Ε. Σαραντίτη, Ελευθερο τυπία, 6/10).
44
δελτίο
Καλέυτης Δ.: Ο Μαυροπίνακας. (Γ. Πλ., ΚΛΠ, 2).
Ιστορία Μήλλας Α.: Πρώτη, Αντιγόνη, τα Πριγκηπόνησα. (Κ. Ντελόπουλος, Καθημερινή, 5/10). Boereuten L., κ.ά. Επιμ. Μελέτες για τον εμφύλιο πόλεμο. 1945 - 1949. (Θ. Διαμαντόπουλος, Οικονομικός Ταχυδρόμος, 30/9), (Ν.Κ. Αλιβιζάτος, Βήμα, 26/9). Ράινσμπεργκ Κ.: Γάμος, Εταίρες και παιδεραστία στην Αρχαία Ελλάδα. (Ν. Νιόκας, Ελευθεροτυπία, 3/10). Σεμελέν Ζ.: Άοπλοι μπροστά στο Χίτλερ. (Θ. Διαμαντόπουλος, Οικονομικός Ταχυδρόμος, 7/10).
Μαρτυρίες Μανωλάς Τ.: Ποτέ ξανά. (Κ. Παπαπάνος, Πολιτικά Θέματα,
1/10).
Παπαθανασόπουλος Κ.: Α. Κουμουνδούρος. (Κ. Τσαούσης, Έθνος, 26/9). Πεντελικός Π.: Οι πρωτολάτες. (Δ. Ζαδές, Τριφυλλιακή Εστία, 81-82). Τατάκης Β.: Απομνημονεύματα. (Μ. Θεοδοσοπούλου, Καθημε ρινή, 28/9). Χριστοφής X.: Ημερολόγιο για περαστικούς. (Κ. Τσαούσης, Έθνος, 4/10). Αλτουσέρ Λ.: 1) Το μέλλον διαρκεί πολύ. 2) Τα γεγονότα. (Β. Καραλής, ΚΛΠ, 2).
Ταξιδιωτικά Αθανασιάδης Τ.: Ελεγειακό Οδοιπορικό. (Δ. Ζαδές, ΚΛΠ, 2). Καΐμη Τ.: Ελληνικά τοπία. (Μ. Θεοδοσοπούλου, Εποχή, 3/10).
Εθνικισμός
αναβίωση του εθνικισμού στις ευρωπαϊκές περιοχές που τε λούσαν υπό κομμουνιστικό καθεστώς έδωσε την ευκαιρία σε πολλές συζητήσεις και έρευνες γύρω από τα αίτια που δημι ουργούν τον εθνικισμό και τα προβλήματα που συνεπάγο νται. Η Ελλάδα, ως χώρα της Βαλκανικής, επηρεάζεται άμε σα από τις εθνικιστικές προκλήσεις άλλων κρατών και ανταποκρίνεται με έναν επίσης εθνικιστικό λόγο. Π ολλοί υποστη ρίζουν ότι οι αντιδράσεις της Ελλάδας έχουν πατριωτικό χαρακτή ρα και όχι εθνικιστικό και φροντίζουν μάλιστα να κάνουν μια λιγό τερο ή περισσότερο πειστική διάκριση ανάμεσα στον πατριωτσμό και τον εθνικισμό. Ά λλοι πάλι ισχυρίζονται ότι υπάρχει εθνικισμός στην Ελλάδα, αλλά είναι ξενόφερτος και ότι εισήχθη μετά το 1989. Ά λλοι πάλι δέχονται ότι σε μια μικρή και περιφερειακή χώρα όπως η Ελλάδα ο εθνικισμός ήταν αναπόφευκτος και παρακολουθούν την εξέλιξή του από τη δημιουργία του ελληνικού κράτους. Στα άρθρα που ακολουθούν γίνεται προσπάθεια να αναλυθεί ο εθνικισμός ως φαινόμενο και να διερευνηθούν οι εκφάνσεις του. Συγχρόνως, άλλο τε άμεσα και άλλοτε έμμεσα, διατυπώνονται θέσεις σχετικά με τη δημιουργία, τη λειτουργία και την εκμετάλλευση του εθνικισμού στην Ελλάδα.
Η
Επιμέλεια αφιερώματος: Γιώργος Θαλάσσης
46
αφιέρωμα
εθνικισμός οφείλει, κατά τη γνώμη μου, να νοηθεί ως η διττή προσπάθεια (α) αφενός να συνδεθεί η συγκλονιζόμενη από ραγδαίες ανακατατάξεις κοινωνία με το παρελθόν της και (β) αφετέρου να προδιαγραφούν οι μελλοντικές προοπτικές της εξέλιξής της. Παρά την ποικιλομορφία και την πλαστικότητά της, η εθνικιστική ιδεολογία αποτελεί μια από τις πλέον ολοκληρωμένες απόπειρες από την πλευρά των κοινωνικών υποκει μένων να ανταποκριθούν στην ανάγκη να εξευρεθούν νέες μορφές κοινωνικής συνο χής - δηλαδή, να κατανοήσουν και να λάβουν θέση ως προς τις απαιτήσεις της κοινωνικής αλλαγής. Η λειτουργία αυτή επιτελείται από την έννοια του έθνους, που αποτελεί το πρω ταρχικό σημείο αναφοράς στην εθνικιστική αναζήτηση νέων μηχανισμών για το συντονισμό της κοινωνικής παρουσίας και πράξης. Η προβολή και προσπάθεια εγκαθίδρυσης συγκε κριμένων αξιών, ρόλων και κωδίκων συμπεριφοράς, που απορρέουν από την έννοια του έθνους, έχουν ως κύριο σκοπό να γεφυρώσουν το παλαιό με το νέο, το γενικό με το ειδικό, να τα συνθέσουν σε καινούργια αντίληψη και στάση προς τη ζωή, σε ιδεολογία που θα εί ναι σε θέση να διαμορφώνει και να υποστηρίζει τη νέα (και εν πολλοίς άγνωστη) κοινωνική πραγματικότητα1.
Παντελής Ε. Λεκκας
Εθνικιστική ιδεολογία και παράδοση ε την πολλαπλή επεξεργασία της έννοιας του έθνους, η εθνικιστική ιδεολογία προωθεί την ιδέα (και τη συνακόλουθη πρακτική) ενός νέου κοινοτικού ιδεώ δους, μιας αδελφότητας ατόμων, που, με σταθερά ερείσματα στο παρελθόν, θα αποτελεί τη βάση για το μελλοντικό δια κανονισμό των ανθρώπινων πραγμάτων. Το έθνος παράγεται από το παρελθόν και σκοπεύει στο μέλλον, είναι η υπαρκτή λύση που προσφέρεται από την κλυδωνιζόμενη παραδοσιακή κοινω νία και στοχεύει στην υπέρβαση των προβλημά των του εκσυγχρονισμού. Το έθνος είναι η νέα κοινότητα που η κατάλυση της παραδοσιακής τά ξης πραγμάτων επιβάλλει: ο διττός αυτός προσ διορισμός, υποδηλώνει τη σύνθετη αναφορά του έθνους στο χρόνο (νέα: μέλλον, κοινότητα: πα ρελθόν). Συνεπώς, η εμφάνιση και η απήχηση του φαινομένου του εθνικισμού κατά τους τρεις τε λευταίους αιώνες δεν μπορούν να εξηγηθούν πέρα από τις πολύμορφες επιπτώσεις και τα ποικίλα προβλήματα της εκσυγχρονιστικής διαδικασίας. Ο εκσυγχρονισμός προκαλεί την απόσπαση του ατόμου από τους δεσμούς ασφάλειας της παραδο σιακής κοινότητας και η εξέλιξη αυτή εξαναγκά
ζει το άτομο να αναζητήσει κάποια νέα συλλογικότητα μέσα στην οποία να μπορεί να ενταχθεί και μέσω της οποίας να μπορεί να ορίσει την κοι νωνική του παρουσία και να κατευθύνει αποτελε σ ματικά την κοινωνική του πράξη σε συνθήκες σ υνεχούς αλλαγής. Το έθνος αποτελεί τον ισχυρότερο πόλο έλξης με αυτήν την έννοια, επει δή ακριβώς πρόκειται για το κοινοτικό εκείνο ιδε ώδες που αναπαράγει την αίσθηση της συνέχειας με την παραδοσιακή τάξη των πραγμάτων. Έ τ σ ι εξηγείται και η επιστροφή στο παρελθόν - τάση που χαρακτηρίζει κάθε εθνικιστική ιδεο λογία. Η καλλιέργεια αισθημάτων προσήλωσης στο εξιδανικευμένο παρελθόν είναι πράξη με έντονο λειτουργικό περιεχόμενο: εκφράζει τη νο σταλγία για τη φαντασιακή ασφάλεια της παρα δοσιακής κοινότητας εξαιτίας των κοινωνικών και πολιτισμικών ανακατατάξεων που συντελούνται στο παρόν και εμπρός στο φάσμα του άγνω στου μέλλοντος. Η χρησιμοποίηση της εικόνας του παρελθόντος στο παρόν και η προβολή της στο μέλλον αποτελούν στοιχεία αυτού που ο Μ αρξ χαρακτήρισε σαν «ιδεολογική διαδικασία ιστορικής νεκρομαντείας»2 και που μας βοηθά να συλλάβουμε, στην περίπτωση της εθνικιστικής
---------------------------------------------------- αφιέρωμα
ιδεολογίας, τη σπουδαιότητα των σ υμβολικών και φαντασιακών πτυχών της. Η επίκληση του παρελ θόντος πρέπει λοιπόν να ιδωθεί ως εύλογη ιδεολο γική αντίδραση στις σαρωτικές ανακατατάξεις που η αποσύνθεση της παραδοσιακής κοινότητας προκαλεί. Μπροστά στο νέο και το άγνωστο που το μέλλον προοιωνίζεται, τα κοινωνικά υποκείμε να βρίσκουν καταφύγιο στην ανάπλαση του πα ρελθόντος και, ταυτόχρονα, αντλούν από αυτήν συμπεράσματα για την ερμηνεία του παρόντος και το σχεδίασμά του μέλλοντος. Η απειλούμενη παραδοσιακή τάξη πραγμάτων απαιτεί ενδυνάμω ση της αίσθησης του ανήκειν σε συλλογικό σ χή μα που θα αναιρεί, χάρη ακριβώς στο παρελθοντικό του περιεχόμενο, την ιστορική ασυνέχεια, ενώ, ταυτόχρονα, θα μπορεί να παρέχει κατευθύνσεις για την κοινωνική πράξη, που θα αρμόζουν στις νέες συνθήκες. Η επίκληση λοιπόν του παρελθόντος δεν θα πρέπει να θεωρηθεί διάθεση φυγής από την πραγ ματικότητα. Εάν επρόκειτο για φυγή, τότε η εθνι κιστική ιδεολογία θα έπρεπε να ισοδυναμεί με άκριτη αποδοχή του παρόντος και να οδηγεί σε κοινωνική αδράνεια. Π αρόμοια όμως ερμηνεία της σημασίας του παρελθοντικού ρόλου στην ιδε ολογία θα απέκοπτε διαμιάς τη στενή σύνδεση ανάμεσα στην εικόνα που το κοινωνικό υποκείμε
47
νο έχει για την πραγματικότητα και στην έλλογη και συνειδητή καθοδήγηση των κοινωνικών του πράξεων. Η επιστροφή στο παρελθόν μπορεί, από τη μια πλευρά, να αποτελεί καταφύγιο, είναι όμως, ταυτόχρονα, και εφαλτήριο για δράση. Λει τουργεί, με άλλα λόγια, σαν οδηγός στην εξήγηση του παρόντος και στην ενεργητική στάση απένα ντι στο παρελθόν. Η αποκατάσταση της αίσθη σης της διαταραγμένης συνέχειας δεν σημαίνει λοιπόν απάθεια ή αδράνεια. Η στροφή προς το παρελθόν και η συνακόλουθη ανακατασκευή της ιστορικής συνέχειας ενισχύει την αίσθηση ότι το κοινωνικό υποκείμενο έχει θέση στην πορεία του χρόνου και η αίσθηση αυτή μπορεί κάλλιστα να επιβάλει πρότυπα ενεργητικής συμπεριφοράς ανάλογα με την εικόνα της συνέχειας: έννοιες όπως ιστορικό καθήκον και ιστορικό χρέος αποδεικνύουν αυτήν ακριβώς την ενεργητική διάθεση που απορρέει από τον παρελθοντικό λόγο. Ά ρα η «μυθική λειτουργία» που το παρελθόν επιτελεί στο εσωτερικό της ιδεολογίας μπορεί να έχει άμεσο, πρακτικό και δυναμικό χαρακτήρα. Αφενός δημιουργεί και εξασφαλίζει τη «νέα αλή θεια που θεωρείται πως είναι δεδομένη και πως δεν θα προδώσει [τα κοινωνικά υποκείμενα με το να] εξορκίζει την αβεβαιότητα του παρόντος»3. Αφετέρου μπορεί να αποτελέσει αφετηρία για
48
αφιέρωμα ---------------------------------------------------
δράση παρέχοντας προφητείες για το μέλλον και κώδικες συμπεριφοράς για το παρόν. Στην περί πτωση αυτή έχουμε πράγματι να κάνουμε με ιδεο λογία της πράξης - με υπαρκτό και σημαντικό πα ράγοντα της ιστορικής εξέλιξης.
Γ
| ο έθνος ως κεντρική έννοια της εθνικιστι κής ιδεολογίας εδράζεται δίχως αμφιβολία σε παρελθοντική βάση. Ο εθνικισμός προσ φεύγει αναγκαστικά στην ανάπλαση της ιστορίας μιας ξεχωριστής πολιτισμικής πα ράδοσης και αναλώνει σημαντικές ενέργει< » ες γι’ αυτόν το σκοπό. Ακόμη κι όταν η ανασκάλευση του παρελθόντος δεν αποδίδει άμε σους καρπούς, η εθνικιστική ιδεολογία καταφεύ γει στην εφεύρεση ή, συχνότερα, στην προσάρτη ση και την ιδιοποίηση ιστορικών δεδομένων, για να σφραγίσει λογικά κενά στην απόδειξη της συνέχειας του παρελθόντος με το παρόν. Μ όνον έτσι άλλωστε είναι δυνατόν να παρασχεθεί χρονι κό βάθος στην τεκμηρίωση της εθνικής ιδιαιτερό τητας. Δίχως την ιστορική τεκμηρίωση της μονα δικότητας του έθνους, υπονομεύεται η αξιοπιστία του εθνικισμού σε σχέση με άλλους εθνικισμούς, αλλά διακυβεύεται και η απήχησή του στο ίδιο το εθνικό σώμα στο οποίο κυρίως απευθύνεται. Οι μέθοδοι και τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται σε αυτήν τη διαδικασία ποικίλλουν και δεν είναι της στιγμής να αναφερθώ σε αυτά. Αξίζει όμως να σταθώ στη λειτουργικότητα του παρελθόντος μέ σα στην εθνικιστική ιδεολογία, διερευνώντας το συσχετισμό που επιχειρείται ανάμεσα στα τρία χρονικά μέρη της έννοιας ε'θνος (στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον). Κατά πρώτον, το ανακατασκευασμένο παρελ θόν επιτελεί διάφορες επιμέρους λειτουργίες: ορί ζει την έννοια του έθνους στο χρόνο, παρέχει μέ τρο σύγκρισης ανάμεσα στην τωρινή κατάσταση του έθνους και το υποτιθέμενο παλαιό του μεγα λείο, προβάλλει το μεγαλείο του παρελθόντος στο μέλλον κ.ο.κ. Ο ι λειτουργίες αυτές φανερώνουν πως η εικόνα του παρελθόντος, που αναπλάθεται από τον εθνικισμό, προσπαθεί να υπάρξει στο πα ρόν και να προβληθεί στο μέλλον. Με άλλα λό για, ο παρελθοντικός λόγος καθορίζει την ερμη νεία του παρόντος και προδιαγράφει την έλευση του μέλλοντος. Η ανάπλαση και η εξιδανίκευση του εθνικού παρελθόντος είναι συνεπώς δύο από τις σημαντικότερες πτυχές της επεξεργασίας της έννοιας του έθνους από τον εθνικισμό, ενώ σαφής είναι και ο ρόλος τους σ την παρακίνηση του εθνι κού σώματος σε δράση.
Ό μ ω ς η ίδια η σύλληψη και χρησιμοποίηση του παρελθόντος ως παρελθόντος είναι ενδεικτική μιας κοινωνίας σε μετάβαση. Χαρακτηρίζει, με άλλα λόγια, μια κοινωνία που έχει απαγκιστρωθεί από τα δεσμά της παράδοσης - μια κοινωνία που δεν ζει πλέον μέσα στην παράδοση ασύνειδα, αλ λά που προσπαθεί να ξαναβρεί συνειδητά το χα μένο της παρελθόν. Κοντολογίς, χαρακτηρίζει μιαν άλλη κοινωνία. Αυτό που γίνεται αντιληπτό ως παρελθόν είναι φυσικό να μην υφίσταται πια ως κατάσταση ή τρόπος ζωής. Δεν πρόκειται εδώ για λογοπαίγνιο, αλλά για την ουσία της διάκρι σης ανάμεσα σ την παραδοσιακή και τη σύγχρονη κοινωνία. Η ίδια η έννοια της παράδοσης είναι (μπορεί να είναι μόνον) προϊόν της μη παραδο σιακής κοινωνίας. Η παράδοση ως υπαρκή ή ζώσα κατάσταση (ως το πλέον απλό και φυσικό κα θεστώς κοινωνικής επικοινωνίας και αναπαραγω γής) και όχι σαν έννοια (σαν μνήμη ή σαν νοητική εικόνα) βιώνεται ασύνειδα από τα κοινωνικά υποκείμενα. Η παράδοση θα μπορούσε σχηματι κά να οριστεί ότι είναι η απεριόριστη και αυθόρ μητη επανάληψη πράξεων, που νομιμοποιούνται και επικυρώνονται το ίδιο αυθόρμητα και φυσικά, επειδή ακριβώς η ανέκαθεν ισχύς τους δεν έχει αμφισβητηθεί4.
υπέρβαση της παράδοσης (η απέκδυση, δηλαδή, του παραδοσιακού χαρακτήρα μιας κοινωνίας) αρχίζει όταν η παράδοση γίνεται αντιληπτή ως παράδοση. Η παρά δοση υπάρχει ως κυρίαρχη κατάσταση μό νον σε εκείνες τις κοινωνίες στις οποίες εκλαμβάνεται απλά και ασύνειδα ότι η εί ναι η προαιώνια και αδιαφιλονίκητη τάξη πρα μάτων. Αλλά η αναδρομική συμπύκνωση αντιλή ψεων και πράξεων (ιδεών, ηθών, εθίμων, στάσε ων, ενεργειών κ.λπ.) ως συστατικών της παράδο σης, ο ίδιος ο χαρακτηρισμός τους ως παραδοσια κών, σημαίνουν αυτόματα πως η ζώσα παράδοση έχει πλέον απωλέσει την ισχύ της ως το μόνο και αποκλειστικό κριτήριο για τη νομιμοποίηση της κοινωνικής ζωής. Λογικά, όσο παράξενο κι αν ακούγεται, στις παραδοσιακές κοινωνίες δεν μπο ρεί να γίνεται λόγος για παράδοση. Αυτό συμβαί νει μόνον στις σύγχρονες, μη παραδοσιακές κοι νωνίες, όπου ακόμη και αν η παράδοση χρησιμο ποιείται για να επικυρώσει τη θεμιτή, συμβατική ή αποδεκτή κοινωνική συμπεριφορά, δεν είναι παρά η νοητική αναβίωση ενός θνησιμαίου κοινωνικού καθεστώτος. Στην αναδρομική ανάπλαση και χρησιμοποίη ση της παράδοσης που έχει πια εκλείψει, ο ρόλος
Η
----------------------------------------------------αφιέρωμα
της γενικευμένης παιδείας (με την ευρΰτερη έν νοια) είναι καθοριστικός. Η εκτίμηση αυτού του παράγοντα μας επιτρέπει να αντιληφθούμε πληρέ στερα το σύγχρονο (μη παραδοσιακό) χαρακτήρα των παρελθοντικών αναφορών της εθνικιστικής ιδεολογίας, αλλά και τη στρατηγική θέση των δια νοούμενων στην όλη διαδικασία. Η έλευση της νέας κουλτούρας επιφέρει βαθύτατες ποιοτικές αλλαγές στην ίδια την αντίληψη του χρόνου, επει δή ακριβώς επιτρέπει την άμεση επαφή με αυτό που νοείται πλέον ως παρελθόν. Η παράδοση στις μη σύγχρονες κοινωνίες, όπου η κύρια νόρμα επι κοινωνίας δεν είχε ακόμη αποβάλει τον άμεσο διαπροσωπικό της χαρακτήρα και την κυρίαρχη προφορική της μορφή, συμπεριλάμβανε τα πολιτι σμικά προϊόντα όλων των προηγούμενων γενεών σε αδιάσπαστο από χρονολογικές διακρίσεις σύ νολο, σε ζώσα συλλογική μνήμη. Η υπέρβαση όμως της παράδοσης και η συνακόλουθη γενί κευση του γραπτού λόγου επιτρέπουν όχι μόνον την άμεση επαφή με την πολιτισμική κληρονομιά, αλλά και το χρονολογικό προσδιορισμό των συστατικών της μερών. Ο ι εξελίξεις αυτές καταρ γούν διαμιάς την παλαιό κυκλική αίσθηση του χρόνου και επιβάλλουν τη γραμμική συνείδησή του: η ροή του χρόνου δεν νοείται πλέον ως αενά ως επαναλαμβανόμενη, αλλά προσλαμβάνει τη μορφή εξελικτικής σειράς, δηλαδή μιας αδιάλει πτης διαδικασίας αλλαγών, που οδηγούν από ένα χρονικό σημείο σε άλλο. Στις παραδοσιακές κοι νωνίες, αντιθέτως, ο χρόνος τείνει να μη νοείται ως διαφορά, ούτε βεβαίως να προσμετράται σε επιμέρους χρονικές μονάδες: η προσωρινότητα της καθημερινής ζωής εκφράζεται από τη συγχώ νευση παρελθόντος και παρόντος μέσα στη ζώσα παράδοση. Στη σύγχρονη όμως κοινωνία, ο χρό νος αποκτά ξεχωριστή υπόσταση σαν έννοια, προσδιορίζεται ποσοτικά και καθίσταται έτσι με τρήσιμος και συγκρίσιμος5. Η διάκριση παρελθό ντος και παρόντος είναι, δίχως καμία αμφιβολία, γέννημα και προνόμιο της σύγχρονης κοινωνίας. δώ βρίσκεται και η βάση της ιστορικότητας - μιας έννοιας που επιτρέπει την πολλαπλή επαφή με το παρελθόν, δηλαδή την αντίλη ψη, τη μελέτη και τη χρησιμοποίηση του παρελθόντος χρόνου. Πρόκειται για εξέλι ξη που δεν μπορεί να εξηγηθεί παρά μόνον με την ανάπτυξη της νέας κουλτούρας στη σύγχρονη κοινωνία. Μ ιας κουλτούρας, που τρέπει τις προηγούμενες μεθόδους της άμεσης, προσωπικής, προφορικής μετάδοσης αντιλήψεων και πρακτικών. Ό π ω ς έχει επισημάνει ο Πολ
Ε
49
Ρικέρ, η παγίωση της έμμεσης, εξ αποστάσεως, επικοινωνίας και η συνακόλουθη γενίκευση του γραπτού λόγου καθιστούν, κατά παράδοξο τρόπο, την επαφή με το παρελθόν πολύ περισσότερο άμε ση απ’ ό,τι ήταν στην παραδοσιακή κοινωνία6. Ο «διάλογος» του κοινωνικού υποκειμένου με το ιστορικό του παρελθόν διεξάγεται πλέον απευθεί ας και δίχως τη διαμεσολάβηση τρίτων: όπως λέει χαρακτηριστικά ο Ά ντονι Γκίντενς, «το γράμμα [το κείμενο] παρακάμπτει το φορέα και ομιλεί απευθείας σ τον παραλήπτη του»7. ίδια όμως η ελεύθερη πρόσβαση στο πα ρελθόν, που το «κείμενο» και η γενικευμένη ικανότητα της «ανάγνωσής» του καθι στούν δυνατή, σημαίνει την υπέρβαση της παραδοσιακής κοινωνίας και από μιαν ά λ λη σκοπιά: όπως σημειώνει ο Πόκοκ, «μια γραπτή παράδοση δεν είναι γνήσια παρά δοση»8, αφού το κύρος του γραπτού λόγου δεν εξαρτάται πλέον από τη συνήθεια της επανάλη ψης. Η νέα επαφή με την παράδοση είναι άμεση, επειδή συντελείται χωρίς διαμεσολαβήσεις, επει δή παρακάμπτει την παλαιά, συμβατική και αδια φιλονίκητη διαδικασία επικοινωνίας. Γι’ αυτόν το λόγο όμως καθιστά και την ίδια την παράδοση ανοικτή σε ερμηνείες. Η δυνατότητα διαφορετι κών τρόπων αφομοίωσης, αξιολόγησης και χρη σιμοποίησης της παράδοσης σημαίνει λοιπόν πως η παράδοση δεν είναι πλέον μια, ενιαία, δεδο μένη και αδιαμφισβήτητη, αλλά πως αποτελείται από πολλές επιμέρους αναπλάσεις του παρελθό ντος. Η ζώσα παράδοση αντικαθίσταται έτσι στη σύγχρονη κοινωνία από πολλές (αλληλοσυμπληρούμενες ή αλληλοσυγκρουόμενες, αλλά σίγουρα νεκρές) παραδόσεις. Ε ίναι βεβαίως επόμενο ο κα τακερματισμός αυτός να αντικατοπτρίζεται και στη χρήση του παρελθόντος στο παρόν (με εκτι μήσεις, συγκρίσεις και συμπεράσματα) και στην προβολή του στο μέλλον (με προσδοκίες, στόχους και οραματισμούς). Και, αντιστρόφως, είναι επί σης επόμενο οποιαδήποτε σύγχρονη ανάδειξη ή αναβίωση της χαμένης παράδοσης να σημαίνει, σε μεγάλο βαθμό, τη ριζική ανακατασκευή της. Έ τ σ ι ακριβώς εξηγείται και η δημιουργική επέμ βαση της εθνικιστικής ιδεολογίας στο παρελθόν. Η αναζήτηση του κοινοτικού ιδεώδους στο πα ρελθόν υπογραμμίζει βεβαίως το ρόλο των διανο ουμένων στον εθνικισμό, ενώ ταυτοχρόνως απο καλύπτει την κοινωνική διάσταση της συγκεκρι ανα μένης ιδεολογίας. Ο ι επεξεργασίες της έννοιας του έθνους (ανακάλυψη στο παρελθόν - χρήση στο παρόν - προβολή στο μέλλον) υποδεικνύουν
Η
50
αφιέρωμα ---------------------------------------------------
τη συσπειρωτική, την ενωτική λειτουργία του εθνικισμού με σαφέστατο τρόπο. Η εθνικιστική ιδεολογία προβάλλει την εικόνα της εθνικής κοι νότητας, που θεωρείται ότι έχει βαθιά ερείσματα στο παρελθόν, ως κύριο σημείο αναφοράς για την αντιμετώπιση των προβλημάτων του παρόντος και ως βάση για το σχεδίασμά των οραματισμών του μέλλοντος. Ο ι χρήσεις της έννοιας του χρό νου στην εθνικιστική ιδεολογία αποκαλύπτουν αυτό το κατεξοχήν ενοποιητικό rationale της εθνικιστικής ιδεολογίας: η διάκριση ανάμεσα στις τρεις στιγμές της ιστορίας του έθνους εξυπηρετεί το σκοπό της απώτερης συγχώνευσής τους, σκο πεύει στην τελική άρση της χρονικής διαίρεσης και σ την αποκατάσταση της ιστορικής συνέχειας. Οι τρεις χρονικές όψεις του έθνους στοχεύουν ουσιαστικά στην υπογράμμιση του αδιαίρετου της έννοιας: αυτό που το έθνος ήταν μπορεί να μη ταυτίζεται απόλυτα με αυτό που είναι, όμως ο
εθνικισμός αγωνίζεται για να αποδείξει τη συγγένειά τους και να εξασφαλίσει την ενότητά τους με αυτό που θα είναι. Από ιστορικο-κοινωνιολογική λοιπόν σκοπιά, ο εθνικισμός εμφανίζεται σαν πολύμορφη και πολυεπίπεδη προσπάθεια να γεφυρωθεί το χάσμα ανάμεσα στο παρελθόν (δηλαδή τη διαταραγμένη ή σε αποσύνθεση παραδοσιακή κοινωνία, την παρελθούσα Gemeinschaft) και στο παρόν-μέλλον (δηλαδή την εν εξελίξει και άγνωστη στην έκβα σή της πραγματικότητα ενός εντελώς νέου τύπου κοινωνικής οργάνωσης, μιας Gesellschaft που έχει αρχίσει να προδιαγράφεται). Μ όνον με τον τρόπο αυτό φθάνουμε, νομίζω, στον πυρήνα της εθνικιστικής ιδεολογίας και είμαστε έτσι σε θέση αφενός να εξηγήσουμε τη σύγχρονη εμφάνιση του φαινομένου και αφετέρου να παρακολουθή σουμε την παράλληλη πορεία του με την εκ συγχρονιστική διαδικασία.
Σημειώσεις
1. Βλ., S.N. Eisenstadt, M odernization: Protest and Change, Engleswood Cliffs, N.J.: 1966. σ. 15. 2. K. Marx, «The Eighteenth Brumaire of Louis Bonoparte», στο Surveys from Exile, Harmondsworth: 1973, σ. 147. 3. C. Lefort, «Novelty and the Appeal of Repetition», στο The Political Form s o f Modern Society, Cambridge: 1986, σ. 124. 4. "ζούτο ισχύει παρά την τεράστια ποικιλομορφία των παραδοσιακών κοινωνιών: το κοινό τους χαρακτηρι στικό, η ζώσα παράδοση, συνίσταται ακριβώς στη δια της επαναλήψεως νομιμοποίηση συγκεκριμένων κοι νωνικών πρακτικών. Βλ. σχετ. J.G.A. Pocock, Politics, Language, and Tim e, London: 1972, σ. 255. 5. Τούτο δεν είναι απλώς πολιτισμικό παράγωγο της
σύγχρονης κοινωνίας. Η συνείδηση του χρόνου (η ίδια η έννοια χρόνος, όπως την αντιλαμβανόμαστε και τη χρησιμοποιούμε) εκφράζεται σε όλες τις πτυχές της κοινωνικής ζωής, από την οικονομική πα ραγωγή, μέχρι την πολιτική δράση και την πολιτισμι κή έκφραση. Για την αλλαγή της αίσθησης του χρό νου από την παραδοσιακή στη σύγχρονη κοινωνία, βλ. inter alia, W.E. Moore, Man, Tim e, and Society, New York: 1963 και G. Gurwitch, The Spectrum o f Social Tim e, Dordrecht: 1964. 6. Βλ. P. Ricoeur, «The Model of the Text: Meaningful Action Considered as Text», Social Research, 38 (1971). 7. A. Giddens, C entral Problem s in Social Theory, London: 1979, σ. 204. 8. J.G.A. Pocock, ό.π., σ. 255.
-----------------------------------------------------αφιέρωμα
51
ίναι πρόδηλο ότι ο εθνικισμός αποτε λεί ένα από τα πιο περίπλοκα και αξιολογικώς φορτισμένα θέματα. Θα αρκεσθώ, λοιπόν, στη διατύπωση εννέα σύντομων θέσεων με σκοπό την από πειρα οριοθέτησης της συζήτησης.
Ε
Νίκος Δεμερτζής
Εννέα θέσεις για τον Εθνικισμό* [Τ7| Παρόλο που μελέτες για τον εθνικισμό, τις εθνότητες, τα έθνη κ.λπ. έχουν υπάρξει ήδη από τον περασμένο αιώνα, τα τελευταία μόνο χρόνια η ενασχόληση με τα ζητήματα αυτά εντείνεται στον Δυτικοευρωπαϊκό χώρο. Στη χώρα μας, πα ρά τον πυρετό περί ελληνικότητας, λίγες είναι οι σχετικές συστηματικές μελέτες. Δεν είναι, λοιπόν, τυχαία η σύγχυση που επικρατεί ως προς την εννοιολόγηση των όρων «έθνος», «εθνότητα», «ε θνικισμός», «κράτος-έθνος» και ούτω καθεξής. Ο εννοιολογικός τους προσδιορισμός ποικίλλει ανάλογα, κυρίως, με τη σχολή από την οποία προέρχεται ο εκάστοτε ερευνητής, αλλά και τον ιδιαίτερο επιστημονικό κλάδο που αυτός θερα πεύει. Η επιστημονική ενασχόληση στην Ελλάδα με θέματα του εθνικισμού χρεώνεται και από μια ανισομέρεια: ενώ υπάρχουν αρκετές ικανές ιστο ρικές μελέτες (π.χ. Δημαράς, Σκοπετέα, Κιτσίκης, Βερέμης, Κοφός, Κολιόπουλος κ.ά.), παρου σιάζεται μια ένδεια σε ανάλογες μελέτες από κοι νωνιολόγους, κοινωνικούς ανθρωπολόγους και πολιτικούς επιστήμονες. [ζΓ] Πέρα από την εννοιολογική ασάφεια που χα ρακτηρίζει το σημασιολογικό πεδίο, ο εθνικισμός ως συλλογικό φαινόμενο έχει κάνει αισθητή την παρουσία του εδώ και δύο αιώνες σε πολύ διαφο ρετικά ιστορικο-πολιτισμικά περιβάλλοντα. Το γεγονός αυτό μας υποχρεώνει να δεχθούμε ότι δεν υπάρχει ένας ιστορικός τύπος εθνικισμού, αλλά πολλοί: υπομνηματίζω εδώ απλώς την περίπτωση του αντι-αποικιοκρατικού εθνικισμού της Λ ατινι κής Αμερικής του τέλους του 18ου αιώνα, τον εθνικισμό της Γαλλικής επανάστασης, τον εθνικι σμό της ενοποίησης ορισμένων ευρωπαϊκών χω ρών κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα (π.χ. Γερμανία, Πολωνία, Ιταλία), τον λεγόμενο «αποσχιστικό» εθνικισμό επίσης του 19ου αιώνα, που απετέλεσε παράγοντα διάλυσης της αυτοκρα-
τορίας των Habsburg και της οθωμανικής αυτο κρατορίας, τον εθνικισμό που εκδηλώνεται σε ήδη συγκροτημένα κράτη-έθνη (π.χ. Καναδάς, Ισπανία, Γαλλία, Μ. Βρετανία), τον εθνικοσοσιαλιστικό εθνικισμό του μεσοπολέμου, τον αντιαποικιακό εθνικισμό του 20ού αιώνα, τον Π ανα ραβισμό, τον Παναφρικανισμό, όπως και τον ευρωπαϊκό εθνικισμό που εκδηλώνεται στις μέρες μας. Βεβαίως, πέρα από ορισμένες κοινές παραμέ τρους, οι διάφορες αυτές, και αρκετές ακόμα άλ λες, περιπτώσεις μπορούν να ενταχθούν σε πιο εύ χρηστες συμπεριληπτικές τυπολογίες, όπως π.χ. «αστικός εθνικισμός», «πολιτιστικός εθνικισμός», «εθνικισμός του κέντρου», «περιφερειακός εθνικι σμός» και ούτω καθεξής.
37 ] Είναι σαφές ότι δεν υπάρχει μία και μόνη θε ωρία του εθνικισμού, αλλ’ ούτε και ότι ο εθνι κισμός είναι ένα μεμονωμένο φαινόμενο. Η πολυπλοκότητά του απαγορεύει προνομιακές μονιστικές εξηγήσεις οι οποίες ωστόσο έχουν υπάρξει, παράγοντας ατυχώς αμφίβολης ποιότητας αποτε λέσματα. Ο ι μέχρι τώρα μαρξιστικές, ψυχολογι κές, λειτουργιστικές και επικοινωνιακές προσεγ γίσεις δεν μπορούν από μόνες τους να εξετάσουν ικανοποιητικά, πόσο μάλλον να εξαντλήσουν, το θέμα. Κι αυτό γιατί ο εθνικισμός είναι ένα ολικό κοινωνικο-ιστορικό φαινόμενο που ενέχει ταυτό χρονα πολιτικές, ιδεολογικές, ψυχολογικές και συμβολικές ορίζουσες. [
|~4Τ| Η εθνικιστική έξαρση των τελευταίων χρό νων στην Ευρώπη ήλθε να υπενθυμίσει, με τραγι κό βεβαίως τρόπο, ότι ο εθνικισμός δεν είναι ένα κατ’ εξοχήν πρόβλημα του Τρίτου(;) Κόσμου, αλλ’ ότι εξακολουθεί να αποτελεί αξονική ανα φορά της πολιτικής κουλτούρας και των οικονο μικά ανεπτυγμένων κρατών της Δύσης. Το ότι δεν είχε πριν παροξυνθεί δεν σημαίνει ότι στις Δυτι-
Το κείμενο αυτό είναι εισήγηση του συγγραφέα σε εκδήλωση του Ομίλου Προβληματισμού για τον εκσυγχρονισμό της Ελληνικής Κοινωνίας (16.12.1992) με θέμα: Ρατσισμός, Μειονότητες, Εθνικισμός στην Ελλάδα και στην Ενρώπη.
52
αφιέρωμα ---------------------------------------------------
κές χώρες δεν υπήρχε εθνικισμός. Κάθε άλλο. Απλώς η σύγχρονη αυτή έξαρση μας υποχρέωσε να παρατηρήσουμε εκ του σύνεγγυς ό,τι πριν μό νον το βλέπαμε χωρίς να το συνειδητοποιούμε σε όλη του την έκταση, αν μη τι άλλο. Διότι μέχρι πρόσφατα ο εθνικισμός στη Δύση, εκτός από ορι σμένες εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα μιας αυτοεκπληρούμενης προφητείας, ενέπιπτε στην κατηγορία εκείνη των φαινομένων που τα βλέπουμε χωρίς να τα παρατηρούμε. Ό χ ι μόνο ο πόλεμος σ την πρώην Γιουγκοσλαβία και η διαίρε ση της πρώην Τσεχοσλοβακίας, αλλά και οι εθνορατσιστικές λαϊκιστικές τάσεις της Β. Ιταλίας, οι αποσχιστικές προσπάθειες της Σκωτίας, η αναζω πύρωση της παραδοσιακής αντίθεσης ανάμεσα σε Φλαμανδούς και Βαλλόνους στο Βέλγιο, σημαί νουν ότι ο εθνικισμός με το ένα ή το άλλο πρόση μο και τις περισσότερες φορές, αν όχι πάντα, σε συναλληλία με τον ρατσισμό, ήταν ήδη ανεξάλει πτα παρών στην πολιτική κουλτούρα της Ευρώ πης, και βεβαίως της Ελλάδας, χωρίς όμως να εί μαστε σε θέση μέχρι πρόσφατα να τον εντοπί σουμε ως ζήτημα της δημοσιότητας και της επεί γουσας επιστημονικής ανάλυσης. [57] Α π ό τ ο ν 1 5 ο , τ ο υ λ ά χ ι σ τ ο ν , α ιώ ν α κ α ι μ ε τ ά παρα τηρήθη κε ασυνεχή ς,
σ τη ν
Ευρώπη
α ν τ ι φ α τ ικ ή
και σε
μ ια
α ν ισ ο μ ε ρ ή ς ,
κάθε
π ερ ίπ τ ω σ η
α ν τ ι ο υ σ ι ο κ ρ α τ ικ ή , ω ς π ρ ο ς τ η ν κ α τ ε ύ θ υ ν σ ή τ η ς , δ ια δ ικ α σ ί α ο μ ο γ ε ν ο π ο ί η σ η ς τ ο υ π ο λ υ - ε θ ν ο τ ι κ ο ύ π ο λ ιτ ισ μ ικ ο ύ χώ ρ ο υ κ α ι π ε ιθ ά ρ χ η σ η ς το υ κ ο ιν ω ν ι κ ο ύ σ ώ μ α τ ο ς . Η θ ε λ η μ έ ν α ή / κ α ι α θ έ λ η τ α , η δ ια δ ικ α σ ί α α υ τ ή κ α τ έ λ η ξ ε σ τ η σ υ γ κ ρ ό τ η σ η τ ω ν κ ρ α τ ώ ν -εθ νώ ν ω ς της
φ υ σ ικ ή ς
ν ο μ ιμ ο π ο ιη μ έ ν ω ν β ία ς
εντός
μ ονοπω λητώ ν
ο ρ ιο θ ε τη μ έ ν η ς
ε π ι
κ ρ ά τ ε ι α ς . Γ ν ω ρ ί ζ ο υ μ ε ό τ ι κ α τ ά τ α τ ε λ ε υ τ α ία 2 0 τ ο υ λ ά χ ισ τ ο ν χ ρ ό ν ια η ε ικ ό ν α α υ τή τείν ει ό χ ι ν α α ν τ ι σ τ ρ α φ ε ί τ ε λ ε ίω ς , α λ λ ά ν α π ο λ υ π λ ο κ ο π ο ι η θ ε ί σ τ ο β α θ μ ό π ο υ π α ρ ο υ σ ι ά ζ ο ν τ α ι δ υ ν α μ ι κ έ ς δ ιε ρ γ α σ ίε ς υ π ε ρ ε θ ν ικ ή ς ο λ ο κ λ ή ρ ω σ η ς , μ ε κ υ ρ ιό τ ε ρ η έ κ φ α ν σ η τ η ν Ε Ο Κ . Α υ τ ό β ε β α ί ω ς δ ε ν ε κ φ ρ ά ζ ε ι μ ια μονοσήμαντη
τάση
κατάργησης
του
κρά τους-
έ θ ν ο υ ς . Σ ίγ ο υ ρ α ό μ ω ς εκ φ ρ ά ζει μ ια ν έ α α ν τ ίφ α σ η : α υ τ ή α ν ά μ ε σ α σ τ ο π λ α ν η τ ι κ ό /υ π ε ρ ε θ ν ι κ ό κ α ι
ες της Σοβιετικής Έ ν ω σ η ς και σε χώρες του Συμ φώνου της Βαρσοβίας και ιδιαίτερα ο ταχύτατος τρόπος κατάρρευσης του όλου συστήματος, μας υποχρεώνει να δεχθούμε την άποψη ότι γνωρίζα με τις χώρες αυτές πολύ λιγότερο από ό,τι νομί ζαμε. Π λην ελάχιστων φωτεινών εξαιρέσεων, η καθαυτή κατάρρευση και ο χρονισμός της εξέπληξε τη δυτική κοινή γνώμη αλλά και την ακα δημαϊκή κοινότητα. Το ίδιο και η αναβίωση του εθνικισμού, του αντισημιτισμού και του ρα τσισμού. Ουσιαστικά βεβαίως τα φαινόμενα αυτά δεν έπεσαν ως κεραυνός εν αιθρία. Εμείς δεν είμα στε ή δεν είμασταν σε θέση να τα κατανοήσουμε, όντας θύματα ιδεοτυπικών συγκριτικών διχοτομή σεων. Ό π ω ς παλιότερα η άκαμπτη διάκριση ανά μεσα σε παραδοσιακές και σύγχρονες κοινωνίες συσκότιζε παρά διαφώτιζε την επιστημονική ανά λυση, έτσι και η διάκριση μεταξύ ολοκληρωτικών και δημοκρατικών καθεστώτων λειτουργούσε εν πολλοίς αποτρεπτικά ως προς τη δυνατότητα κα τανόησης των επιμέρους ιδιαιτεροτήτων. [ τ ] Ό σ ο ν αφορά την ιδέα της δημοκρατίας και της έννοιας του πολίτη, στην πολυκύμαντη ιστο ρία του ο εθνικισμός εμφανίζεται με το πρόσωπο του Ιανού. Άλλοτε συνδέθηκε με το πρόταγμα της υπεράσπισης των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη, κι άλλοτε προσαρτήθηκε σε αυταρχι κές στρατηγικές κυριαρχίας. Θ α λέγαμε μάλιστα ότι σε κοινωνίες που χαρακτηρίζονται από ατρο φική κοινωνία πολιτών και απουσία φιλελεύθερης εθνικής παράδοσης, όπως π.χ. στην Ελλάδα, ο εθνικισμός εκδηλώνεται ως μυθική ενότητα συλλογικής μνήμης, αίματος και γλώσσας. Σήμε ρα, το αντι-ή προ-δημοκρατικό αυτό πρόσημο ενεργοποιείται, με αποτέλεσμα την εγκυμοσύνη αυταρχικών τύπων πολιτικής κουλτούρας. Ε ιδι κότερα δε για τις χώρες του πρώην ανατολικού συνασπισμού, θα ήταν λάθος να εξυπονοηθεί ότι η μετα-ολοκληρωτική εποχή θα οδηγήσει εξ ανά γκης σε μη αυταρχικές μορφές πολιτικής και κοι νωνικής οργάνωσης. Ο εθνικισμός που τις διακα τέχει επ’ ουδενί τρόπο εγγυάται την ομαλή μετά βαση στη δημοκρατία.
τ ο τ ο π ι κ ό /ε θ ν ι κ ό σ τ ο ι χ ε ί ο . Η π α γ κ ό σ μ ι α σ χ ε δ ό ν έ ξ α ρ σ η τ ο υ ε θ ν ικ ι σ μ ο ύ σ ή μ ε ρ α π ρ ο κ ύ π τ ε ι , ν ο μ ί ζο υ μ ε, α π ό τ η ν α ντ ίφ α σ η α υτή κ α ι δ ε ν υ π ο δ η λ ώ
[87] Ε ί τ ε ω ς ι δ ε ο λ ο γ ί α , ε ί τ ε ω ς ε γ κ ό σ μ ι α π ο λ ι τ ι κ ή θ ρ η σ κ ε ία ,
ο
ε θ ν ικ ισ μ ό ς
σ χ η μ α τ ίζ ε τ α ι
κ α ι δ ια
ν ε ι ό τ ι τ ο κ ρ ά τ ο ς -έ θ ν ο ς π ν έ ε ι τα λ ο ίσ θ ια , α λ λ ’ ό τ ι
δ ίδ ε τ α ι και μ ε τ η σ υ ν έ ρ γ ε ι α τ η ς σ υ γ κ ε κ ρ ι μ έ ν η ς ,
σ υ ν α ρ θ ρ ώ ν ε τ α ι μ ε υ π ε ρ ε θ ν ικ έ ς σ υ γ κ ρ ο τ ή σ ε ις σ ε
κ ά θ ε φ ο ρ ά , τ ε χ ν ικ ή ς τ η ς επ ικ ο ιν ω ν ία ς. Α ν ο ι ε θ ν ι
μ ια ε π ο χ ή τ α χ ύ τ α τ ω ν ο ικ ο ν ο μ ικ ώ ν κ α ι γ ε ω σ τ ρ α -
κ ι σ μ ο ί τ ο υ 1 9 ο υ α ιώ ν α σ τ η ρ ί χ θ η κ α ν σ τ ο ν έ ν τ υ π ο
τ η γ ι κ ώ ν α ν α κ α τ α τ ά ξ ε ω ν σ ε δ ιε θ ν ή κ λ ί μ α κ α .
λ ό γ ο , τη γ λ ώ σ σ α
[ό 7 | Ό , τ ι σ υ μ β α ί ν ε ι σ ή μ ε ρ α σ ε π ρ ώ η ν Δ η μ ο κ ρ α τ ί
π ο υ κ α θ υ π ό τα ξε κ α τά τ ό π ο υ ς τ η ν π α ν σ π ε ρ μ ία τω ν
δηλαδή
τ η ς τ υ π ο γ ρ α φ ί α ς (η
ο π ο ί α κ α τ ό π ι ν έ γ ι ν ε κ α ι η ε π ί σ η μ η ε θ ν ικ ή γ λ ώ σ σ α
---------------------------------------------------- αφιέρωμα
διαλέκτων και των ιδιολέκτων) οι εθνικισμοί των τελευταίων δεκαετιών του 20ού αιώνα υποστηρίχθηκαν από την ηλεκτρονική επικοινωνία. Αυτό βεβαίως είχε συμβεί και στην περίοδο του μεσο πολέμου. Η διαφορά έγκειται αφενός μεν στο ότι η ηλεκτρονική επικοινωνία που ευνοεί τοπικι σμούς και άλλους εθνικισμούς έχει έναν εξ ορι σμού διεθνή κι υπερεθνικό χαρακτήρα από τεχνι κής και οργανωτικής απόψεως. Αφετέρου δε στο ότι η χρήση της εικόνας και η «ζωντανή» μετάδο ση δραματοποιούν προβλήματα εθνικής ταυτότη τας και συγχρονίζουν τις ενέργειες αποστασιοποιημένων ομάδων. Ταυτόχρονα όμως, θα πρέπει να αναμένουμε και μια μεσοπρόθεσμη απάμβλυνση της επίδρασης των νέων ηλεκτρονικών μέσων ενημέρωσης όσον αφορά το ζήτημα του εθνικι σμού. Και τούτο διότι ο εμπορικός κατ’ αρχήν χα ρακτήρας τους λειτουργεί αντίθετα προς μιας επι μεριστική εθνικιστική λογική, η οποία μακροπρό θεσμα θα έθετε εμπόδια στη διεθνοποίηση και την εξομάλυνση της αγοράς.
53
[971 Ο ελληνικός εθνικισμός εγγράφεται στην πα ράδοση του Λόγου περί ελληνικότητας, ελληνο χριστιανικού πολιτισμού, ρωμιοσύνης κ.λπ. Εντάσσεται σ τον τύπο του «πολιτιστικού» εθνικι σμού που κληροδοτήθηκε και σε άλλες χώρες από το πρότυπο του γαλλικού και γερμανικού (συντη ρητικού) ρομαντισμού. Ενώ όμως ο ελληνικός εθνικισμός του περασμένου αιώνα συνοδεύθηκε από τη χάραξη μιας λίγο ως πολύ συνεπούς (ως προς αυτόν) εξωτερικής και εσωτερικής πολιτι κής, ο σημερινός εθνικισμός αναθερμαίνεται σε μια συγκυρία κατά την οποία οι εσωτερικές αντι φάσεις του συστήματος παρασύρουν τόσο τις λει τουργικές όσο, κυρίως, τις πολιτικές ελίτ σε μια αδυναμία εκτιμήσεως των διεθνών εξελίξεων. Αποτέλεσμα, ο τρέχων εθνικισμός είτε εντέλει να λειτουργεί ως θέαμα και αυτοθέαση του κατατονισμού του κοινωνικού ιστού, είτε ως παγίδα η οποία στην καλύτερη των περιπτώσεων θα οδηγή σει σε περαιτέρω απώλεια του κύρους της χώρας.
54
αφιέρωμα
1 εωρούμε ότι υπάρχουν δύο είδη εθνικισμού που οδηγούν σε εντελώς διαφορετικά . 1 αποτελέσματα. Τον ένα τον ονομάζομε « κ ο ιν ο τικ ό εθνικισμό» (nationalisme U communaliste) και τον άλλο π α τ ρ ιω τ ισ μ ό του σ υ ντά γμ α το ς» (patriotisme de la Π I constitution). Στη νεότερη ευρωπαϊκή ιστορία, αυτές οι δύο μορφές εθνικισμού είχαν ι τις ρίζες τους σε συγκεκριμένες ιστορικές και πολιτισμικές συγκυρίες. Ο διαφωτι
σμός και η γαλλική Επανάσταση, όπως και η αμερικανική επανάσταση, οδήγησαν στην έννοια του δημοκρατικού κράτους δικαίου και των δικαιωμάτων του ατόμου και του πολίτη. Στο πλαίσιο αυτά το έθνος οικοδόμησε μια τ α υ τ ό τ η τ α , η οποία είχε ως στόχο μια κοινωνία πολιτών (societe civile), μια ανοιχτή κοινωνία, στην οποία υπήρχε η ελπίδα ότι οι αντιθέσεις θα έπρεπε να διαμεσολαβούνται μέσα από διαπραγματεύσεις. Στην περίπτω ση αυτή η εθνική ταυτότητα εμπεριέχει και την αναγνώριση της αυτοδιάθεσης των λαών. Το μοντέλο αυτό επικράτησε στις αναπτυγμένες χώρες της δυτ. Ευρώπης και της βόρειας Αμερικής. Ωστόσο είχε και έχει ασθενή σημεία: το κοινωνικό πρόβλημα παρέμεινε άλυτο, όπως επίσης και το θέμα των εθνικών και πολιτισμικών μειονοτήτων. Αυτός ο εθνικισμός απαιτούσε και την αφηρημένη ισότητα και ισοπέδωση ανάμεσα στις διάφορες κοινωνικές και τοπικές ομάδες στο όνομα της καθολικότητας του ορθού Λόγου (raison).
Θάνος Λίποβατς
Τα διφορούμενα του Εθνικισμού πό εδώ ξεπήδησε η αντίδραση στο μοντέλο λιτισμικών διαφορών στους κόλπους της και θεω αυτό, που εκφράσθηκε αρχικά με την παλι ρεί ιδιαίτερα ως εχθρικά στοιχεία τις αλλοεθνείς νόρθωση έπειτα από τη γαλλική επανάστα ομάδες, τους Εβραίους και τους κριτικούς διανο ούμενους. ση. Τ ην ίδια εποχή εμφανίσθηκε στο πλαί σιο αυτής της αντίστασης στη Γερμανία και Αυτά τα δύο μοντέλα ήταν σ’ όλη τη διάρκεια σε όλες τις Χώρες της Ευρώπης, ιδιαίτερα του 19ου αιώνα μέχρι και τη συντριβή του φασι της ανατολικής και της νότιας Ευρώπης, το σμού το 1945, σε ανταγωνισμό ανάμεσά τους. Η ρομαντικό μοντέλο του κοινοτιστικού εθνικισμού. κρίση της δημοκρατίας και του ορθολογισμού Σε αντίθεση με τον πατριωτισμό του συντάγματος, στα τέλη του 19ου αιώνα είχε οδηγήσει στο δυνάο κοινοτιστικός εθνικισμός τόνιζε και τονίζει την μωμα του κοινοτισμού, ο οποίος άλλοτε ταυτί ύπαρξη της φαντασιακής (imaginaire) και αιώνιας σθηκε με τη παραδοσιακή θρησκεία (βλέπε τον μυστικής (mystique) «ουσίας» ενός λαού, που εθνικισμό των ορθόδοξων στις βαλκανικές χώρες αναμεταδίδεται από γενιά σε γενιά μέσα από το αί και τη Ρωσία) και άλλοτε είχε μια καθαρή παγαμα, τη γη, τη γλώσσα, τα ήθη και τα έθιμα. Εδώ νιστική βάση (βλέπε τα σοβινιστικά καθεστώτα). υπάρχει μόνο ένα συλλογικό υποκείμενο, στο Η θέση που υποστηρίζουμε εδώ είναι ότι υπάρχει οποίο τα άτομα και ο ορθός Λόγος είναι υποταγ ένας αριστερός και ένας δεξιός κοινοτισμός (βλέ μένα, ενώ οι χαρισματικοί οδηγοί ενσαρκώνουν το πε το σταλινισμό και το φασισμό ως ακραίες περι «πεπρωμένο» της φυλής. Το αίμα και η γη είναι τα πτώσεις) όπως υπάρχει και ένας αριστερός και δύο φετίχ και είδωλα λατρείας, στα οποία πρέπει ένας δεξιός πατριωτισμός του συντάγματος (βλέ να θυσιάζονται τα άτομα- από την άλλη οι εθνικές πε σοσιαλδημοκρατία και φιλελευθερισμό). αυτές κοινότητες βρίσκονται σε εχθρικό ανταγω Στις δεκαετίες του μεσοπολέμου, η άνοδος του νισμό η μία με την άλλη και έχουν ως στόχο τη φασισμού και του εθνικοσοσιαλισμού, καθώς και «λύτρωση» εκείνων των τμημάτων τους που δεν η μεγάλη ακτινοβολία του ντεσιζιονισμού και του έχουν ακόμα απελευθερωθεί εθνικά. Η κοινότητα βολονταρισμού οδήγησαν στο θρίαμβο του κοι δεν αναγνωρίζει την ύπαρξη ταξικών ή άλλων π ο νοτισμού (και του κορπορατισμού). Βέβαια γι’
Α
---------------------------------------------------- αφιέρωμα
αυτό υπήρξαν ψυχολογικοί και κοινωνικοί λόγοι, όμως οι πρώτοι δεν ανάγονται στους δεύτερους ούτε οι δεύτεροι στους πρώτους. Ο ι κοινωνικοί λόγοι οφείλονταν τότε στις οικονομικές ανακατα τάξεις και τις ψυχολογικές μεταβολές των μικροα στικών στρωμάτων των πόλεων και των χωριών αλλά και της διανόησης. Ό μ ω ς η κρίση που επήλ θε έπειτα από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο είχε ως ένα ορισμένο βαθμό μια ομοιότητα με τη σ η μερινή κρίση στα Β αλκάνια και σ την Ελλάδα. Πρόκειται για μια κρίση που είναι συνέπεια της πίεσης για εκσυγχρονισμό και εκδημοκρατισμό αυτών των χωρών, κρίση που ενέχει εξίσου την ύπαρξη κοινωνικών ανισοτήτων και την κατα στροφή παραδοσιακών αξιών μέσω του κατανα λωτισμού. Μ εγάλα στρώματα του πληθυσμού κα λούνται ν ’ αλλάξουν τρόπο ζωής, συνήθειες και νοοτροπία. Ιδιαίτερα η αμφισβήτηση της παρα δοσιακής ασφάλειας αλλά και κυριαρχίας που ενέχει το πελατειακό σ ύστημα (clientelisme) και η μη παραγωγικότητα του παλαιού, βολικού, κα θεστώτος, οδηγεί πολλούς σε σύνδρομα άμυνας και επιθετικότητας απέναντι σε καθετί, το ατομικιστικό και ορθολογικό. Η εθνική κοινότητα ανα βιώνει εδώ τους μύθους της, τα παραδοσιακά ήθη και έθιμα, επικαλούμενη τη χιλιετή ιστορία, τους εθνικούς αγώνες και ήρωες, το φθόνο αλλά και το
55
θαυμασμό απέναντι στη Δύση, που συνοδεύονται από συναισθήματα κατωτερότητας. Σ ’ όλες τις ορθόδοξες χώρες των Βαλκανίων και αλλού κυριαρχεί σήμερα και πάλι σε πολλούς το αντιδυτικό σύνδρομο ενάντια στον καθολικι σμό και τον προτεσταντισμό. Η κοινωνιολογική ανάλυση της θρησκείας μάς βοηθάει εδώ να καταλάβουμε γιατί η ορθοδοξία είναι ανίκανη μέ χρι σήμερα να προσφέρει εκείνο το πνευματικό πλαίσιο που θα προωθήσει τον εκσυγχρονισμό και το άνοιγμα στις ανάγκες μιας διαφοροποιημέ νης κοινωνίας. Αυτό γιατί είναι εκ φύσεως μια θρησκεία της φυγής από τα εγκόσμια, και εχθρικά ή αδιάφορα προσκείμενη απέναντι στην έννοια του ατόμου, του φυσικού δικαίου και του ορθού Λόγου- πέραν αυτών δε, στηρίζεται επάνω στον κοινοτισμό και ευνοεί το ρόλο των οδηγών (chefs) μέσα στις κοινότητες. επανεμφάνιση της θρησκείας και του κοινοτιστικού εθνικισμού δεν είναι δύσκο λο να εξηγηθεί στη περίπτωση των βαλκα νικών χωρών, εφόσον το κομμουνιστικό καθεστώς το συγκροτούσε ένας αριστερός κοινοτισμός, του οποίου η κατάρρευση αναγκαστικά ευνοεί σε πολλούς την επι στροφή παλαιότερων μορφών κοινοτισμού. Από
Η
56
αφιέρωμα ---------------------------------------------------
την άλλη, στην Ελλάδα, το σοσιαλιστικό κίνημα ήταν από την αρχή ο φορέας αυτού του πνεύμα τος μέσα και από μια τριτοκοσμική ιδεολογία και τον λαϊκισμό. Ο εθνικιστικός κοινοτισμός είναι επικίνδυνος γιατί βασίζεται επάνω στην υστερία των μαζών κα θώς και μιας μερίδας διανοουμένων. Μπορεί να πει κανείς ότι εκεί που δεν υπάρχει ιστορία, υπάρ χει υστερία. Γιατί η ιστορικότητα σημαίνει ακρι βώς την υπέρβαση της υστερίας, δηλ. της φανατι σμένης και παράλογης αντίδρασης σ τις δυσκολίες της συλλογικής ζωής καθώς και της απόρριψης του ορθού Λόγου ως ενός μέσου για την επίλυση των προβλημάτων. Η πίεση των εσωτερικών οικο νομικών και κοινωνικών προβλημάτων μετατίθε ται έτσι φαντασιακά σε «επιβουλές» και «απειλές» των εχθρών από τη Δύση ή τους ανατολικούς γεί τονες και οδηγεί στη συσπείρωση των γραμμών στο εσωτερικό της χώρας και την απώθηση (refoulem ent) των πραγματικών προβλημάτων.
τέλος γίνονται αιχμάλωτοί της, και έτσι δεν μπο ρούν πια να επιτύχουν τους αρχικούς στόχους τους. Έ τ σ ι φθάνουν τότε σ ’ ένα επικίνδυνο σ η μείο όπου δημιουργείται μια κατάσταση πλειοδο σίας (surenchere) και εθνοκαπηλείας από διάφο ρους δημαγωγούς, οι οποίοι εκβιάζουν τους πολι τικούς να κάνουν συμβιβασμούς μαζί του ώσπου να χάσουν οι πολιτικοί στο τέλος το παιχνίδι. Ό τ α ν δημιουργηθεί μια κατάσταση υστερίας των μαζών, έχει ήδη προηγηθεί μια μακρά περίο δος ασυνείδητης ψυχολογικής κρίσης και ανα σφάλειας των ανθρώπων. Τελικά «πληρώνει» κα νείς πάντα για όλες τις αμέλειες και τα σφάλματα του παρελθόντος. Από την άλλη όμως υπάρχει και μια θετικής μορφής κινητοποίηση των μαζών, όπου εκδηλώνεται ένας εθνουσιασμός και μια επι θυμία για εθνική ενότητα και ακεραιότητα, προκειμένου να υπερνικηθούν όχι φαντασιακές αλλά πραγματικές απειλές. Η πολεμική αντίσταση των Ε λλήνων ενάντια στην ιταλική εισβολή το 1940, καθώς και η αντίσταση του ελληνικού και άλλων λαών των Βαλκανίων ενάντια στη ναζιστική και ήμερα ο κάθε λαός των Βαλκανίων υποβλέ φασιστική κατοχή αποτέλεσαν παραδείγματα πει εχθρικά κάθε γείτονά του και επικαλείται αυτής της θετικής μορφής εθνικής κινητοποίη συγκρούσεις και πολέμους που έλαβαν χώρα σης. Βέβαια δεν ξεχνάμε εδώ ότι αυτή η συσπεί πριν 50 ή 600 χρόνια! Αυτό ακριβώς είναι η ρωση δεν απέκλεισε τις εμφύλιες πολιτικές απόρριψη της ιστορικότητας και η αιώνια συγκρούσεις ανάμεσα στις διάφορες οργανώσεις. επαναφορά των ίδιων συγκρούσεων. Τ ον Στόχος των δημοκρατικών πολιτικών ηγετών τραγικό πόλεμο στην πρώην-Γιουγκοσλαβία θα έπρεπε να είναι η υπερνίκηση της εθνικιστικής και την αμοιβαία κλιμάκωση της βίας εκεί, τη δι υστερίας καθώς και η μεταλλαγή της (conversion) καιολογούν αμφότερες οι πλευρές με την ανάγκη σε μια κινητοποίηση με θετικό πρόσημο, δηλ. το για εκδίκηση του γείτονα, η έλλειψη θέλησης για ξεπέρασμα τόσο καταστάσεων απάθειας και μοιτο ξεπέρασμα του παρελθόντος επικρατεί στους ,ρολατρείας, όσο και σοβινιστικής έξαρσης. Βέ λαούς όταν δεν υπάρχουν στους κόλπους τους οι βαια οι δύο αυτές περιπτώσεις βρίσκονται συχνά πολιτικές δυνάμεις που θα προτείνουν μια νέα η μία δίπλα στην άλλη και είναι δύσκολη η διά προοπτική οικονομικού και θεσμικού εκσυγχρονι κριση ανάμεσά τους: άλοτε οι μάζες παρασύρουν σμού και ορθολογισμού, στο πλαίσιο του οποίου τους πολιτικούς και άλλοτε συμβαίνει το αντίθε θ’ απορροφηθούν οι φαντασιώσεις και οι ενέργει το. Αυτό που παίζει καθοριστικό ρόλο εδώ είναι ες των ανθρώπων απο μια δημιουργική και όχι αν και κατα πόσο σε μια χώρα υπήρξε μια παρά καταστροφική εργασία. δοση ορθού λόγου και πατριωτισμού του συντάγ Ολέθριο ρόλο σ ’ ολ’ αυτά παίζουν ορισμένα ματος, γιατί ολ’ αυτά τα στοιχεία λειτουργούν στρώματα διανοουμένων που καλλιεργούν την ανασταλτικά επάνω στον κοινοτισμό και την αναχρονιστική λατρεία της αμετάβλητης και υστερία των μαζών. ομοιογενούς εθνικής κοινότητας, την εξυψώνουν φαντασιακά πάνω απ’ όλες τις άλλες και φανατί έλουμε να τονίσουμε εδώ ότι η Δημοκρατία ζουν έτσι ιδιαίτερα τους νέους. Για τους σώφροδεν συμβιβάζεται με τον κοινοτικό εθνικι νες πολιτικούς και στρατιωτικούς ηγέτες υπάρχει σμό. Τόσο στα Βαλκάνια όσο και στην εδώ ένα δίλημμα: αν θέλουν να βρουν πραγματι Ελλάδα η Δημοκρατία κινδυνεύει από την στικές ειρηνευτικές και αναπτυξιακές λύσεις πρέ αποδιοργάνωση της οικονομίας, της διοί πει να έχουν κερδίσει την εμποστοσύνη των δια κησης και των θεσμών. Ό μ ω ς κινδυνεύει φόρων κοινωνικών στρωμάτων και ομάδων. πριν απ’ όλα από τις ασυνέπειες και την Ό μ ω ς από την άλλη, στο βαθμό που κυριαρχούν ασυνειδησία των πολιτικών και την έλλειψη μιας στην κοινωνία ανεξέλεγκτες καταστάσεις υστε κοινωνίας πολιτών (societe civile). Πρόκειται για ρίας αναγκάζονται και οι πολιτικοί να κάνουν χώρες όπου η έννοια της αξιοπιστίας (fiabilite) συμβιβασμούς με τη «φωνή του λαού», αλλά στο
Σ
--------------------------------------------------- αφιέρωμα
δεν μπόρεσε ποτέ να υπάρξει και αντί τούτου κυριαρχούν η πελατεία και η πατρωνία. Η αξιοπι στία προϋποθέτει ισχυρές κοινωνικές, πολιτικές και πολιτισμικές δυνάμεις που έχουν τη θέληση να επιβάλλουν με κάθε τρόπο μιαν αλλαγή. Μ ιαν αλλαγή εκσυγχρονισμού προς τα εμπρός και όχι αναχρονισμού προς τα πίσω. Υπάρχουν αυτές οι δυνάμεις; Θ α ονομάζαμε το πολιτικό τους ήθος, πατριωτισμό του συντάγματος, και ο τελευταίος μπορεί να υπάρξει σήμερα μόνον μέσα στο πλαί σιο της Ευρώπης και των θεσμών της, ξεπερνώντας έτσι το στενό πλαίσιο του ενός κράτους. Τα διφορούμενα του εθνικισμού προέρχονται έτσι από το γεγονός ότι ο εθνικισμός είναι ένα φαινόμενο ταύτισης και ταυτότητας. Υ πάρχουν πολλών ειδών ταυτίσεις: η φαντασιακή και η συμβολική, που αντιστοιχούν στον κοινοτιστικό εθνικισμό και στον πατριωτισμό του συντάγματος. Ο πρώτος είναι φαντασιακού τύπου γιατί εδώ τα υποκείμενα ταυτί ζονται ανάμεσά τους μέσω της αναφοράς τους σε κοινούς αρχηγούς, κοινές εικόνες και κοινά σύμβολα. Η απόλαυση που βρί σκουν μ’ αυτό τον τρόπο απορρέει από τη σκηνοθεσία φαντασιώσεων και τελε τουργικών παντοδυναμίας, τελειότητας, κυριαρχίας επάνω σε άλλους και αποκλει σμού του Άλλου, της Διαφοράς. Ο δεύτε ρος είναι συμβολικού τύπου γιατί τα υπο κείμενα εδώ ξεπερνούν τον κοινοτισμό αναπτύσσοντας αυτόνομη, ατομική κρίση και ορθό Λόγο, που προσανατολίζεται στη παράδοση υπεράσπισης και κατάκτησης Ελευθεριών (όχι απλά εθνικής ελευ θερίας: ένα «ελεύθερο» έθνος μπορεί να ζει κάτω από τη σκλαβιά του ολοκληρωτι σμού) και Δικαιωμάτων, έτσι όπως αυτά εγγράφονται στο δημοκρατικό σύνταγμα και στη συλλογική μνήμη του εθνικού συνόλου.
57
αυτόνομου υποκειμένου το οποίο μαζί με άλλα, εξίσου αυτόνομα υποκείμενα, συγκροτεί ένα σύ νολο που αποτελεί μιαν αυτόνομη ομάδα κοινωνία πολιτώ ν που έρχεται σε ειρηνική συνδιαλλαγή με μια άλλη εξίσου αυτόνομη κοι νωνία πολιτώ ν με «άλλο όνομα» (άλλο έθνος), αν αυτό είναι το ζητούμενο, τότε έχει και συνέπειες πολιτικής και συμβολικής φύσης. Εξάλλου «αυτονομία» δεν σημαίνει εδώ αυταρέσκεια, αυτάρκεια, εγωκεντρισμό, αλλά την αυτοπαραίτη ση από φαντασιώσεις παντοδυναμίας, κυριαρ χίας, αποκλεισμού του Άλλου, ανωτερότητας ή κατωτερότητας απέναντι του. Το (εθνικό) όνομα δεν μπορεί να γίνεται φετίχ, είδωλο για αυτόνομα άτομα και σύνολα. Εδώ διαφαίνεται πόσο οι Έ λ λ η νες είναι «ρεαλιστές», με το νόημα που έδινε στη λέξη αυτή η μεσαιωνική
φιλοσοφία. Σύμφωνα με αυτήν, οι λέξεις «υπάρ χουν» σαν τέτοιες και εμπεριέχουν την «ουσία» των πρα γμ άτω ν έτσι η ορθή και αποκλειστική λλά το ότι μιλάμε για «διφορούμενα» ση κατοχή και χρήση μιας λέξης σημαίνει και την μαίνει οτι αυτά απορρέουν από την ύπαρξη κυριαρχία του «πράγματος». Εδώ εξακολουθεί της γλώσσας. Α ν η γλώσσα είναι η προϋπό και υπάρχει ακόμα μια μαγική σχέση των ανθρώ θεση κάθε πολιτισμού, από την άλλη τον πων με τον κόσμο. Η αντίθετη άποψη του «νομι σφραγίζει ανεξίτηλα με τα παράδοξα και τις ναλισμού» που επικράτησε στη νεότερη εποχή τε παγίδες της. Μ ια ταυτότητα συμβολικού λικά, υποστηρίζει ότι υπάρχει πάντα μια απόστα τύπου δεν είναι τελικά τιποτ’ άλλο παρά ση ανάμεσα στις λέξεις και τα πράγματα και ότι οι ένα όνομα που το «υιοθετεί» κάποτε μια ομάδα άνθρωποι μπορούν αυτόνομα να χειρίζονται τις (το ίδιο ισχύει με το «βάπτισμα» και για την λέξεις, διαφοροποιώντας τις συνέχεια. Με αυτόν ονομασία των ατόμων). Στην περίπτωση της φατον τρόπο παρεμβαίνουν δημιουργικά στα πράγ ντασιακής ταύτισης όμως, αυτό το όνομα ματα (ή καταστροφικά). Με τη στάση αυτή δι περιβάλλεται από μια φαντασιακή «άλω», μια ευκολύνονται πραγματιστικές λύσεις. Από την «αυλή» εικόνων και φαντασιώσεων. Δηλ. αν το άλλη ξέρομε ότι μια λέξη δεν έχει καθεαυτήν αίτημα του πολιτισμού είναι η ανάπτυξη ενός
Α
58
αφιέρωμα ---------------------------------------------------
«νόημα» παρά μόνον μέσω της διαφοράς της με όλες τις άλλες λέξεις μιας γλώσσας. Αλλά κάθε νόημα μπορεί ν ’ αλλάξει αν προσθαφαιρεθούν καινούριες λέξεις στο υπάρχον σύστημα της γλώσσας. Μ’ άλλα λόγια: αν στη λέξη «Γιάννης» προστε θεί ένας επιθετικός προσδιορισμός, τότε αυτός θα ήταν ικανός να προσδιορίσει σαφώς μια διαφορά ταυτότητας. Ο Γιάννης Φ δεν συγχέει τον εαυτό του με τον Γιάννη Ψ. Δεν θα έρχονταν ποτέ στο μυαλό του Γιάννη Φ να «απειλήσει» το Γιάννη Ψ. γιατί του «εκ/ μι,· το όνομα «Γιάννης», ούτε θα αισθάνεται «απειλούμενος» επειδή ονομάζεται ο άλλος «Γιάννης» Η προσθήκη της Δ ιαφοράς Φ -Ψ αρκεί για να μην υπάρξουν προβλήματα. Αυτή η γλωσσική διαφοροποίηση μπορεί να επαναληφθεί συνέχεια σε όλα τα επίπεδα του λόγου.
βάλλω επάνω του τη δική μου (ασυνείδητη και συνειδητή) επιθετικότητα και του υποβάλλω κακές προθέσεις που δεν έχει. Το ίδιο κάνει συχνά και ο Αλλος: έτσι οδηγούμεθα στο «στάδιο του καθρέ φτη» και στη χειρότερη περίπτωση στην αλληλοεξόντωση. Είναι σαφές ότι ένα έθνος έχει δικαίωμα τόσο στον γεωγραφικό του χώρο όσο και στο όνομά του. Αλλα αυτό δεν σημαίνει ότι η σχέση του με αυτά μπορεί νο τα καταστήσει φετίχ και είδωλα μέσο/ των οποίων περ χαρακώνεται αμυντικά ή επιθετικά εναντία σ ολους τους άλλους, όπως συμβαί νει με έθνη σε περίοδο παρακμής. Η νεοτερικότητα (και η μετανεοτερικότητα) απαιτεί το ξεπέρασμα του φετιχισμού του κοινοτιστικού εθνικισμού και των απολιθωμένων συμβόλωνεικόνων του (γη, αίμα, όνομα). Οι αναλύσεις αυτές επιβεβαιώνονται από το ότι, σύμφωνα με σφυγμομετρήσεις, οι Έ λ λ ηνες λλά το όνομα είναι το πράγμα, μ’ έναν άλλο σήμερα «συγκινούνται» πολύ περισσότερο με το όμως τρόπο απ’ ό,τι νόμιζαν οι ρεαλιστές. Η «όνομα της Μ ακεδονίας» παρά με το κυπριακό επιθετικότητα που αναπτύσσεται σε σχέση πρόβλημα, που είναι ένα «πραγματικό» πρόβλη με κληρονομιές και ονομασίες, υποδηλώνει μα. Ο λόγος είναι, ότι το «όνομα» λειτουργεί εδώ ότι εδώ, πίσω από το «όνομα» κρύβεται το ως πυρήνας μιας φαντασιακής ταυτότητας με «πράγμα». Αλλά ποιο είναι το πράγμα; Ε ί αναφορές σε περασμένα μεγαλεία, που μπορεί ναι η ίδια η υπόσταση του «ομιλούντος σώ όντως να «συγκινήσει» τις μάζες που γυρεύουν ματος». Ο ι διαταραχές στη σχέση ανάμεσα στο μια τέτοια ταυτότητα. Ενώ το κυπριακό έχει περά όνομα και το σώμα παίρνουν ψυχωτικές και σει από δεκαετίες στον κατάλογο των δύσκολων νευρωτικές μορφές. Αλλά οι υποτιθέμενες απειλές υποθέσεων και των χαμένων ευκαιριώ ν εξάλλου από τον Άλλο δεν είναι εκ των προτέρων δεδομέ η Κύπρος δεν αποτέλεσε ποτέ τμήμα της ελληνι νες· γιατί κάθε σχέση μου με τον Άλλο περνάει μέ κής επικράτειας. Ωστόσο κάτω από ορισμένες σα από παρεξηγήσεις και παραγνωρίσεις. Ακόμα συνθήκες, θα μπορούσε το «όνομα της Κύπρου» και όταν υπάρχει ένα στοιχείο πραγματικής απει να κινητοποιήσει τις μάζες πάλι. Ε ίναι σαφές ότι λής, αυτό πάντα «περιτυλίγεται» μέσα σ’ ένα δεν απορρίπτουμε εδώ εκ των προτέρων τις «κινη φαντασιακό πλαίσιο: εγώ δαιμονοποιώ και μεγα τοποιήσεις», αλλά μόνον εκείνες που αναφέρολοποιώ τις διαφορές μου με τον Αλλο. Έ τ σ ι αντί νται σε φαντασιώσεις μεγαλομανίας και οδηγούν να βρω σ' αυτόν τα ορθολογικά και συμβολικά στο γκρεμνό. Εκφράζουμε όμως την υποψία ότι στοιχεία με τα οποία θα μπορούσα να φθάσω σ ’ συνήθως οι μάζες, οι διανοούμενοι και οι «οδη ένα συμβιβασμό μέσω του λέγειν και της αμοιβαί γοί» τους κινητοποιούνται μόνον για φαντασιαας αναγνώρισης του ονόματος, αρχίζω και προ κούς λόγους.
Α Βιβλιογραφία
Ε. Balibar, J. Wallerstein, Race, nation, classe. Les identites ambiguis, Paris, 1988. N. Elias, Die Gesellschaft der Individuen, Frankfurt/M., 1991. R. Girardet. Mythes et mythologies politiques. Paris. 1986. E. Hobsbawm, Nations et nationalisme depuis 1780, Paris, 1990. Th. Lipowatz, Ober kollektive Identifizierungen: die Nation, in: Fragmente no 32/33, Kassel. 1990. θ . Λίποβατς, Η ψυχοπαθολογία του Πολιτικού, Αθήνα, 1990. Θ. Λίποβατς, Θύσεις γιο την πολιτική ψυχολογία των Ελλήνων, στου ίδιου. Ζητήματα πολιτικής ψυχολογίας, Αθήνα, 1991.
Θ. Λίποβατς, Η Ελλάδα, μια διχασμένη ταυτότητα, στου ίδιου. Ζητήματα πολιτικής ψυχολογίας, Αθήνα, 1991. Λ. Ντυμόν, Δοκίμια για τον ατομικισμό, Αθήνα, 1988. Η. Plessner, Die Grenzen der Gemeinschaft, Bonn. 1972. K. Sontheimer. Antidemokratisches Denken in der Weimarer Republik, Miinchen, 1968. Z. Sternhell, Ni droite, ni gauche. L’ ideologic fasciste en France, Paris, 1987. Δ. Χαραλάμπης, Πελατειακές σχέσεις και λαϊκισμός, Αθήνα, 1989.
αφιέρωμα
Σ
59
ε περιόδους ριζικών αλλαγών, αμφισβήτησης και
συγκρούσεων -όπως είναι για την Ελλάδα αυτή που ακολουθεί τη μικρασιατική καταστροφή- η επισήμανση Λίνα Βεντοΰρα και η ερμηνεία στιγμών «εθνικής παρακμής» στο πα ρελθόν αποκτά ιδιαίτερη σημασία γιατί νομιμοποιεί την κατεύθυνση που οφείλει να πάρει η «αναγέννηση»Τ Μέσω της ανάγνωσης των δυσκολιών του παρελθόντος αναζητούνται πα ραδείγματα αντιμετώπισης προβλη μάτων, τρόποι νομιμοποίησης των προτεινόμενων διεξόδων και στηρίγ ματα για την αναζωογόνηση των ελ πίδων. Επιπλέον, σε στιγμές κρίσης -περισσότερο από άλλοτε- οι αντιλή ψεις για το παρελθόν αποτελούν αντικείμενο ιδεολογικής αντιπαράθε σης επειδή επηρεάζουν τους τρόπους σκέψης, τα συστή ματα αξιών και τις πολιτικές και κοινωνικές στάσεις. Σ ’ αυτό το πλαίσιο το μάθημα και τα διδακτικά εγχειρίδια της ιστορίας στο σχολείο μετατρέπονται συχνά σε επίκεντρο συγκρούσεων γιατί συγκαταλέγονται μεταξύ των τρόπων ε λέγχου της εικόνας που σχηματίζει η νέα γενιά για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Μέσα από τη σύντομη και αναγκαστικά σχηματική παρουσίαση της ερμηνείας της «παρακ μής» της αρχαίας Ελλάδας και της Βυζαντινής αυτοκρατορίας σε ορισμένα σχολικά βιβλία ιστορίας της μέσης εκπαίδευσης που κυκλοφορούσαν μετά το 1922, θα σκιαγραφηθεί ο αντίκτυπος των πρόσφατων δεινών στις αντιλήψεις περί του παρελθόντος και η χρήση της ιστορίας στην απόπειρα διαμόρφωσης του μέλλοντος,
Ερμηνευτικά σχήματα της «εθνικής παρακμής» στα εγχειρίδια ιστορίας (1922-1928)
ετά το διχασμό και την ήττα του 1922 και πριν την επιστροφή του Βενιζέλου στην εξουσία το 1928, ενόσω ολοκληρώνονται σε ένα κλίμα έντονων πολιτικών αντιθέσε ων οι διαδικασίες της θεσμικής κατοχύρω σης του νέου πολιτεύματος της αβασίλευ της δημοκρατίας, εγκρίνονται από το υπουργείο Παιδείας δυο νέες σειρές εγχειριδίων ιστορίας για τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση3. Οι συγγραφείς τους ανήκουν σε δύο διαφορετι κούς πολιτικούς και ιδεολογικούς χώρους: μια σειρά συντάσσεται από το βυζαντινολόγο καθη γητή του Πανεπιστημίου Αθηνών, Αδαμάντιο Αδαμαντίου. Ο Αδαμάντιου υπήρξε διώκτης των δημοτικιστών και των κομμουνιστών φοιτητών, ενεργητικός πολέμιος της εκπαιδευτικής μεταρ ρύθμισης και υποψήφιος της «Ενώσεως Βασιλοφρόνων» του I. Μεταξά προς τα τέλη του μεσο πολέμου. Η άλλη σειρά συντάσσεται από το Χ α
ράλαμπο Θεοδωρίδη (σε συνεργασία με τον Α να στάσιο Λαζάρου). Ο Θεοδωρίδης δίδασκε στο Βαρβάκειο και στην Παιδαγωγική Ακαδημία έως το 1926 που εκλέχθηκε καθηγητής της ιστορίας της φιλοσοφίας στο νεοσύστατο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Ή τα ν στέλεχος του Εκπαιδευτι κού Ομίλου και ανήκε στον ιδεολογικό χώρο της αριστερός. Στην κατοχή συμμετείχε στην αντί σταση μέσα από τις γραμμές του Ε.Α.Μ. Κατά τον πρώτο -σύμφωνα με κληρονομημένα ιστοριογραφικά σχή ματα- την παρακμή της αρ χαίας Ελλάδας την προκαλούν οι εμφύλιοι πόλε μοι μεταξύ των ελληνικών πολιτειών, η πολιτική διαίρεση του ελληνικού έθνους καθώς και οι κοι νωνικές έριδες, οι οποίες προκαλούνται από την υπερίσχυση του ατομικού συμφέροντος, την απώ λεια του πατριωτισμού, την εξασθένηση των πα λαιών αρετών και τον ανταγωνισμό των κομμά των. Η ένταση στην αφήγηση, σε συνδυασμό με
60
αφιέρωμα ----------------------------------------------------
το γεγονός ότι η ύπαρξη δημοκρατικού και αρι στοκρατικού «κόμματος» μνημονεύεται για πρώ τη φορά στα κεφάλαια που εξιστορούν την υπο ταγή της Ελλάδας στους Ρωμαίους, φανερώνουν τη νέα συμβολική σημασία του θέματος: τα δύο κόμματα «εφιλονείκουν δια την εξουσίαν» με αποτέλεσμα να συμβεί «θλιβερώτατον φαινόμε νο ν ότι εις όλας σχεδόν τας πόλεις ο ανταγωνι σμός των κομμάτων έγινε τόσον λυσσώδης, ώστε ήτο ανώτερος και από τον πατριωτισμόν. Εκείνο, το οποίο απησχόλει τότε τους πολίτας, δεν ήτο η ελευθερία της πόλεώς των ή της Ελλάδος, α λ λ ’ η επιτυχία της πολιτικής των μερίδος, και αν αύτη δεν ηδύνατο να κατίσχυση άλλως, δεν εδυσκολεύοντο να καλέσουν τους ξένους εναντίον των ε ν τη ιδία πόλει αντιπάλων των [...]. Εις τοιαύτην θλιβερόν κατάστασιν είχε φέρει τότε την Ε λλάδα ο τυφλός ανταγωνισμός των κομμάτων, και ούτος εις το τέλος διηυκόλυνε την υποδούλωσιν αυ τής»4. Η αναφορά στην επίκληση ξένων εναντίον των πολιτικών αντιπάλων παραπέμπει κατά πάσα πιθανότητα στην υποστήριξη των Αγγλογάλλων προς το Βενιζέλο κατά το διχασμό.
Γ
| ην ίδια εποχή «το μίσος των πτωχών ενα ντίον των πλουσίων είχεν απανταχού εξεγερθή. Εις όλας τας πόλεις οι πτωχοί εζήτουν την εξορίαν των πλουσίων και την δια νομήν της περιουσίας των, τα δε κακά αυτά ένστικτα του λαού υπεθάλποντο υπό μερι« > κών φιλοδοξών, οι οποίοι εζήτουν να φθάσουν κατ’ αυτόν τον τρόπον εις την εξουσίαν. [...] Υπό τοιαύτας συνθήκας αι παλαιαί αρεταί των Ε λλήνω ν διεφθείροντο»5. Το αίτημα της διανο μής των μεγάλων περιουσιών στους ακτήμονες κατατάσσεται μεταξύ των «κακών ενστίκτων» του λαού σηματοδοτώντας μια εχθρική στάση απένα ντι σ την αγροτική μεταρρύθμιση που προώθησε η φιλελεύθερη πολιτική παράταξη. Ό τα ν λοιπόν το συμφέρον γίνεται πιο ισχυρό από το καθήκον, όταν το ατομικό συμφέρον υπερισχύει του εθνι κού και όταν το λαό τον οδηγούν ανάξιοι ηγέτες επέρχονται συμφορές. Ό ,τ ι οδηγεί στη διάσπαση και διαίρεση της εθνικής ενότητας και στην αποδυνάμωση του κράτους ή της εξουσίας συμβάλλει στην παρακμή. Πολλοί, συντηρητικοί κυρίως, διανοούμενοι απέδιδαν τη μικρασιατική καταστροφή στις συ γκρούσεις μεταξύ των κομμάτων συνδέοντας τις κοινωνικές και πολιτικές αντιθέσεις με εθνικές συμφορές και την παρακμή. Η συσχέτιση αυτή αποτελούσε, σε πολλές περιπτώσεις, δείγμα μιας συνολικότερης αντίθεσης σε δύο από τα κύρια
αξιώματα της φιλελεύθερης ιδεολογίας και του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, δηλαδή στην ύπαρξη διϊστάμενων συμφερόντων στους κόλ πους του έθνους και στον κομματικό πλουραλι σμό. Εξομοιώνοντας το δημοκρατικό πολίτευμα με την όξυνση των κοινωνικών αγώνων στιγματι ζόταν έμμεσα η νεοσύστατη ελληνική αβασίλευτη δημοκρατία.
I
ντίθετα με την αρχαία Ελλάδα, ο μεσαιωνικός ελληνισμός ανάγεται σε σύμβολο των αγώνων του έθνους και πρότυπο κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης κατά την παράδοση της ρομαντικής ιστοριογραφικής / 1 σχολής. Παρά τους εμφυλίους πολέμους L Α και τα οξυμένα πάθη των Βυζαντινών υπο στηρίζεται ότι «αιτία δε της παρακμής δεν είναι η έλλειψις πατριωτισμού εις το Βυζάντιον, ούτε η έλλειψις καλών βασιλέων. Είναι η νέα εξωτερική κατάστασις, η οποία δημιουργείται περί το Κρά τος»6. Ό τα ν όλοι οι πολιτικοί παράγοντες, ο λα ός, η εκκλησία και ο αυτοκράτορας και όλες οι κοινωνικές τάξεις επιδιώκουν «εν και υψηλόν ιδε ώδες, την συντήρησιν του Ορθοδόξου Κράτους», όταν αυτό «αποτελεί το εθνικόν ιδεώδες»1, όταν οι υπήκοοι είναι πιστοί στην ορθοδοξία και στη μοναρχία και το έθνος ενωμένο κάτω από την αι γίδα ενός ενιαίου κράτους, το κακό και η παρακ μή δεν μπορούν να προέλθουν παρά μόνο από εξωτερικούς -εξω γενείς- παράγοντες. Ο πατριωτισμός, η αυτοθυσία και οι ηθικές αρετές -συστατικά στοιχεία της ακμής- συσχετί ζονται με τη μοναρχία και την ορθοδοξία: Πάνω από 11 αιώνες «οι κάτοικοι της Κωνσταντινουπό λεως, ο Ελληνικός στρατός, ο Αυτοκράτωρ είχον [...] σώσει τον Ελληνισμόν, τον Χριστιανισμόν και τον Ευρωπαϊκόν πολιτισμόν»8. Μια σειρά βα σιλέων του μεσαιωνικού ελληνισμού από το Μέγα Κωνσταντίνο μέχρι τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο αποτελούν αιώνια παραδείγματα σωτή ριον και ηρώων, σύμβολα πατριωτισμού και αυτο θυσίας. Στο Βυζάντιο λοιπόν όπου, κατά το συγ γραφέα, δεν υπάρχουν φαινόμενα ηθικής κατά πτωσης αυτό που προκαλεί την παρακμή είναι οι ταυτόχρονες επιθέσεις πολλών εξωτερικών εχθρών, οι εξωγενείς αντίξοες συνθήκες. Η παρακμή του έθνους πάντως δεν είναι ποτέ τελειωτικό φαινόμενο· πρόκειται για μια προσω ρινή νίκη των δυνάμεων του κακού. Το έθνος ξαναγεννιέται μέσα από τις στάχτες του, αρκεί όλοι οι Έ λ λ η νες να θέσουν εκ νέου τα εθνικά και κρα τικά συμφέροντα υπεράνω των ατομικών υιο θετώντας το παράδειγμα των προγόνων τους: η
JI
II / |
αφιέρωμα
61
Ελλάδα «θα επιτύχη δε τον μέγα ν προορισμόν της, όταν ριζώσει το αίσθημα του καθήκοντος προς το έθνος»9. Π ολλά αποσπάσματα υπογραμ μίζουν την ανόρθωση πόλεων ή κρατών μετά από μια καταστροφή χάρη στην αυτοθυσία όλων και υμνούν την καρτερία και τη διατήρηση της ελπί δας για την τελική σωτηρία της πατρίδας μετά από μεγάλες στρατιωτικές ήττες. Μετά την κατα στροφή των Ρωμαίων στις Κάννες, η Ρώμη «ανηγέρθη από την συμφοράν της με αξιοθαύμαστον καρτερίαν. [...] Ό λο ι ησθάνθησαν την ανάγκην να μ είνουν στενώς ηνωμένοι εναντίον του εχθρού. Α ν τ ί να κατηγορηθή ο ηττηθείς στρατη γός, τουναντίον η Σύγκλητος τον υπεδέχθη εν σώματι και τον ηυχαρίστησε διότι δεν απηλπίσθη δια την σωτηρίαν της πατρίδος. Κ α τ’ αυτόν τον τρόπον η Ρώμη εσώθη κυρίως με το ίδιον αυτής θάρρος και με την ακλόνητον καρτερίαν της να μη απελπισθή δια το μ έλλο ν της [..]. Η υπερήφανος αύτη ανόρθωσις της Ρώμης δεικνύει τι δύναται να κατορθώση εις λαός, ο οποίος εμψυχώ νεται από τον πατριωτισμόν και έχει πεποίθησιν εις το μ έλλο ν του»10. Ο Αδαμάντιου κάνει μάλλον εδώ μια έμμεση αναφορά στη «δίκη των έξι». Ο ι νουθεσίες του έρχονται, λί γα χρόνια μετά το 1922, να τονώ σ ουν το ηθικό των μαθητών, να τους εμψυχώσουν και πάλι με τα αιώνια ιδανικά της ελληνικής φυλής, να τους δείξουν ότι, ακόμα και μετά από μια τέτοια καταστροφή, με πα τριωτισμό, σύνεση και πίστη στο μέλλον, το ελληνικό έθνος μπορεί να ανορθωθεί, εάν είναι ενωμένο.
ξάνονται τα αποσπάσματα που υμνούν την ανυ πέρβλητη συνεισφορά τους στον τομέα του πολι τισμού. Το σχέδιο της εθνικής εξάπλωσης μετατρέπεται σε ελπίδα πολιτισμικής αναγέννησης και κυριαρχίας. Παρόμοιο όραμα θα προτείνει αργό τερα ο I. Μεταξάς με τη θεωρία περί τρίτου ελλη νικού πολιτισμού. Στα εγχειρίδια του Θεοδωρίδη την παρακμή της αρχαίας Ελλάδας επιφέρουν οι πόλεμοι μετα ξύ των πόλεων-κρατών και τα καταστρεπτικά οι-
μμεσα, μέσα από την εικόνα και την αιτιολόγηση της παρακμής και της αναγέννησης στο παρελθόν, προβάλλει το Π μελλοντικό όραμα της ισχυροποίησης του I κράτους, της στιβαρής διακυβέρνησης I I του λαού και της επιβολής ενός συγκεJmm ντρωτικού πολιτεύματος προς αποφυγή ή αντιμετώπιση των διασπαστικών τάσεων. Η πολι τική φιλοσοφία που το διέπει βασίζεται στην έν νοια του καθήκοντος και ό χι του δικαιώματος και αξιολογεί το εθνικό σύνολο σε βάρος του ατόμου. Π αράλληλα μειώνονται οι αναφορές στα στρα τιωτικά κατορθώματα των Ε λλήνων και αυ
κονομικο-κοινωνικά και πολιτισμικά αποτελέσματά τους: «Περί τα μέσα του Α' αιώνος αι πολιτείαι της Ελλάδος ευρίσκονται εις πλήρη αποσύνθεσιν. Οι μακροχρόνιοι πόλεμοι επροξένησαν βαθείαν μεταβολήν. Εις όλη ν την χώραν παρατηρείται φοβερά ελάττωσις του πληθυσμού. [...] οι αγροί ερημώνονται και οι κάτοικοι συγκε ντρώνονται εις τας πόλεις. Ούτω τα κτήματα πε ριέρχονται εις ολίγας χείρας [..] Συνέπεια τούτου είναι η ελάττωσις της παραγωγής και η επάνοδος εις πρωτογονωτέραν ζωήν. [...] Οι μακροίπόλεμοι εις όλας τας πόλεις διήρεσαν τους κατοίκους εις δύο, εις μικράν μειοψηφίαν υπερπλούτων και εις
^
I
62
αφιέρωμα ----------------------------------------------------
το μέγα πλήθος των ακτημόνων. Η κατάστασις αύτη δημιουργεί σοβαρόν κρίσιν και διαρκείς ταραχάς. Ο λαός απαιτεί δικαιοτέραν κατανομήν του πλούτου. Κατά τον Λ' αιώνα γίνεται διαρκώς λόγος περί αποκοπής χρεών, περί διανομής περι ουσίας, περί αναδασμού της γης»η . Δεν καταδικάζεται τόσο η διάσπαση της «εθνικής» συνοχής όσο ο πόλεμος που προκαλεί οικονομική και δημογραφική ερήμωση με αποτέλεσμα τα κτήματα να περιέρχονται στα χέρια λίγων και να αυξάνονται οι ταξικές ανισότητες. Η όξυνση της κοινωνικής ανισότητας αποτελεί σταθερό στοι χείο στην αιτιολόγηση της παρακμής. Με τη χρή ση του επιθέτου «δικαιοτέραν» στο χαρακτηρι σμό του λαϊκού αιτήματος για ανακατανομή του πλούτου νομιμοποιείται έμμεσα και η αγροτική μεταρρύθμιση του μεσοπολέμου. αντίσταση εναντίον των Ρωμαίων και η αφύπνιση της «εθνικής συνειδήσεως» είναι έργο των «φίλων της ελευθερίας», της δη μοκρατικής μερίδας του ελληνικού λαού12. Οι αριστοκρατικοί αντίθετα, όχι μόνον «αποστρέφονται και υπονομεύουν την δημο κρατίαν»13, αλλά, επιπλέον «δεν έπαυον να εργάζονται υπέρ της Ρώμης»1*. Ο ι αιτίες υποταγής των αρχαίων Ελλήνων στους Ρωμαίους δεν αναζητούνται στο δημοκρατικό πολίτευμα αλ λά στις κοινωνικές ανισότητες και στη στάση των αριστοκρατών. Παρόλο που και ο Θεοδωρίδης συσχετίζει το διχασμό με την υποταγή στους ξένους, δεν εξο μοιώνει κάθε κοινωνικοπολιτική αντίθεση με εθνικές καταστροφές. Περιγράφοντας τις ελληνι κές πόλεις-κράτη κατά την περίοδο της υπέρτατης άνθησής τους τον Ε ' π.Χ. αιώνα αναλύονται διε ξοδικά οι αντιθέσεις των δημοκρατικών και των αριστοκρατικών και γίνεται λόγος για την έλλει ψη ενότητας του συνόλου των Ε λλήνων απέναντι στους Πέρσες κατά τους νικηφόρους μηδικούς πολέμους. Ο πατριωτισμός και η ακμή απορρέουν από το δημοκρατικό πολίτευμα και την ελευθερία. Η «κοινωνική» και «πολιτική αναρχία», οι έρι δες και η παρακμή συνδέονται στενά με τη μο ναρχία και το θρησκευτικό φανατισμό· παρουσι άζονται ως δομικά στοιχεία της Βυζαντινής αυτο κρατορίας τα οποία «κατέληγον εις εδαφικός ζη μίας» διότι, την ώρα που η Κωνσταντινούπολη «εταράττετο από εμφύλιους πολέμους, οι εχθροί επωφελούμενοι απόσπων διαφόρους χώρας, το δε κράτος δεν ήτο εις θέσιν ν ’ αντιμετώπιση αυ τούς»15· το κράτος μετατρέπεται σε όργανο στα χέρια της «στρατιωτικής αριστοκρατίας», οι άρ χοντες έχουν «ίδια συμφέροντα και ιδίας διαφο
Η
ράς»1” και «η ιεραρχία της γραφειοκρατίας [...] εί χε συμφέροντα πολλάκις αντίθετα προς τα γενικά συμφέροντα του κράτους»17. Αποτέλεσμα της κα τάστασης αυτής είναι ότι «οι εμφύλιοι ούτοι πόλε μοι έφθειρον τας δυνάμεις της ελληνικής φυλής, ενώ μ έγα μέρος του έθνους έμενεν αδιάφορον δια τας πράξεις και τας τύχας των αρχόντων»13, με αποκορύφωμα την περίοδο πριν την άλωση του 1453 όταν «ο λαός της Κωνσταντινουπόλεως ένε κα των τελευταίων προσπαθειών προς ένω σιν των δύο Εκκλησιών και των εκ τούτων ερίδων είχε τε λείως εξαχρειωθή, κατέστη δε αδιάφορος εις την τύχην του κράτους»19. Σε μ οναρχικά καθεστώτα ο λαός δεν αναπτύσσει πατριωτική συμπεριφοράόταν οι πολίτες δεν έχουν ίσα πολιτικά δικαιώμα τα και δεν υπάρχει πολιτική και πνευματική ελευθερία, όταν οι άρχοντες αποβλέπουν στην ικανοποίηση των δικών τους συμφερόντων και όχι στην προώθηση του εθνικού καλού, επέρχο νται εθνικές συμφορές. Η σύνδεση της δημοκρα τίας με την ακμή του έθνους και της μοναρχίας με την αδιαφορία των πολιτών, την υπερίσχυση ιδιωτικών συμφερόντων σε βάρος των εθνικών και με την υποτέλεια, αντανακλούν τη θέση του Θεοδωρίδη και πολλών άλλων φιλελεύθερων ή αριστερών διανοουμένων απέναντι στα γεγονότα της της εποχής τους. Έ μμεσα, λίγα χρόνια μετά τη μι κρασιατική καταστροφή και την επιβολή της αβα σίλευτης δημοκρατίας, αποδίδονται ευθύνες στη βασιλική παράταξη για την ήττα του 1922. Μέσω της αντίληψης ότι η παρακμή προκαλείται από τις μεγάλες πολιτικές και κοινωνικές ανι σότητες και τους πολέμους αναδεικνύονται ορά ματα για το μέλλον. Προωθούνται έμμεσα οι αξίες της ειρήνης, της δημοκρατίας και της οικο νομικής ανάπτυξης που, σύμφωνα με το Θεοδωρί δη, αυξάνουν το συνολικό πλούτο και την κοινω νική και πολιτική ισότητα20.
ναδιαμορφώνοντας τις υπάρχουσες ερμη νείες του παρελθόντος οι συγγραφείς επιχει ρούν να παρέχουν μια πειστική -κ α ι συγκι νησιακά ικανοποιητική- παρουσίαση και αιτιολόγηση της παρούσας κατάστασης και να επαναπροσδιορίσουν ένα όραμα για το μέλλον μετά την καταστροφή της Μεγάλης Ιδέας και την πολιτειακή αλλαγή. Με το συγκερ σμό διαφορετικών εκδοχών ή επιμέρους στοιχεί ων παλαιότερων ιστοριογραφικών παραδόσεων, με αλλαγές στις αποχρώσεις, στην έμφαση ή την αποσιώπηση, το παρελθόν προσαρμόζεται στις ανάγκες του παρόντος και στις προσδοκίες αντί παλων πολιτικά και ιδεολογικά ομάδων. Μέσω των ερμηνειών της «παρακμής» και της «αναγέν-
Α
αφιέρωμα νησης», μέσω της ανάδειξης «χρυσών εποχών» που λειτουργούν ως σταθερές για τη συλλογική αυτοαξιολόγηση και τη σύγκριση, ορίζονται τρό ποι και στόχοι συλλογικής δράσης, μια κοινή πο ρεία που πρέπει να εκπληρωθεί με την πολιτική παρέμβαση. Η ιστορική αφήγηση με τους μύθους, τα σύμβολα και τις εξηγήσεις που σχηματίζει συμβάλλει στον ορισμό της παρούσας και της μέλλουσας πραγματικότητας21*1234 Σημειώσεις 1. Ρ.Α. Taguieff, «Nationalism? et factions fondamentalistes en France. Mythologies identitaires et ressentiment antimoderne». Vingtieme Siecle, 25,1990, σ. 57. 2. Πληρέστερη ανάλυση των θεμάτων αυτών υπάρχει στη δια τριβή μου: Ε.Κ. Venturas, L ’histoire dans Tcnseignement secondaire en Grice entre lex deux guerres: permanences et innovations, Paris, Universite de Paris 1,1990. 3. Μια σειρά, αυτή του Α. Αδαμαντίου, είχε αρχίσει να συντάσσεται το 1919· ωστόσο η μεγάλη πλειοψηφία των εγχει ριδίων που την αποτελούν πρωτοεκδίδονται από το 1924 έως το 1927. Τα εγχειρίδια και των δυο σειρών εγκρίνονται με ορισμένες τροποποιήσεις καθ’ όλη τη διάρκεια του μεσοπολέμου. Ορισμένα βιβλία της σειράς των X. Θεοδωρίδη και Α. Λαζάρου κυκλοφορούν -έχοντας υποστεί πολλές σημαντικές αλλαγές- έως τη δεκαετία του ’80. Εδώ χρησιμοποιούμε τις πρώτες εκδόσεις με εξαίρεση μια περί πτωση, όπου παραπέμπουμε στην έκδοση που ακολουθεί τη μικρασιατική καταστροφή. 4. Α. Αδαμαντίου, Ιστορία ελληνική και ρωμαϊκή, Αθήνα, Σιδέρης, 1925, σ. 111.
63
5. ό.π., σ. 27-8. 6. Α. Αδαμαντίου, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, Αθήνα, Σιδέρης, ’ 1923, σ. 225. 7. ό.π., σ. 215. 8. ό.π., σ. 84-5. 9. Α. Αδαμαντίου, Νεωτέρα ιστορία ελληνική και ευρωπαϊκή 1204-1924, Αθήνα. Σιδέρης, 1924, σ. 231. 10. Α. Αδαμαντίου, Ιστορία ελληνική. , ό.π., σ. 94. 11. X. θεοδωρίδη, Ιστορία της αρχαίας Ελλάδος, Αθήνα, A I. Ράλλης, 1927, σ. 211-212. 12. Α. Λαζάρου, Ρωμαϊκή ιστορία, Αθήνα, Α.1. Ράλλης, 1927, σ. 112-113. 13. X. Θεοδωρίδη, ό.π., σ. 212. 14. Α. Λαζάρου, ό.π., σ. 113. 15. X. Θεοδωρίδη, Ιστορία ελληνική και ευρωπαϊκή των μέσων χρόνων, Αθήνα, Σιδέρης, 1925, σ. 166. 16. ό.π., σ. 214. 17. ό.π., σ. 166. 18. ό.π., σ. 215. 19. ό.π., σ. 231. 20. Όλα τα εγχειρίδια της σειράς Θεοδωρίδη-Λαζάρου και ιδιαίτερα αυτό της νεότερης ιστορίας υμνούν την οικονομι κή ανάπτυξη, την πρόοδο της επιστήμης και της τεχνολο γίας και γενικότερα τις κατακτήσεις των νεότερων δυτικοευρωπαϊκών κοινωνιών. Βλ. X. θεοδωρίδη, Ιστορία ελληνική και ευρωπαϊκή των νέων χρόνων, Αθήνα, Σιδέρης, 1923. 21. Βλ. για τα θέματα αυτά τα εξής κείμενα του A.D. Smith: a) «Ethnic myths and ethnic revivals». Archives europiennes de sociologie, 2, 1984, σ. 283-305, β) The ethnic origines of nations, Basil Blackwell, Oxford, New York, 1986, γ) «The myth of the “Modern Nation” and the myths of nations», Ethnic and racial studies, 11, 1,1988, σ. 1-26.
ΣΧΟΛΗ ΥΠΕΡΒΑΤΙΚΗΣ ΣΟΦΙΑΣ
Δ ι’ αλληλογραφίας και επικοινωνίας Ή ρθε η ώρα ν ’ απαλλαγούμε από την ΠΑΡΑΝΟΙΑ του ελευθέρου κόσμου' από την Εξουσία του ΣΚΟΤΟΥΣ. Ή ρθε η ώρα να σταματήσουν οι ΠΑΡΑΦΥΣΙΚΕΣ ΔΟΛΟΦΟΝΙΕΣ’ η ΚΑΤΑΛΗΨΗ των ΕΓΚΕΦΑΛΩΝ των ανθρώπων από την Αράχνη του Σατανιάτου. Ή ρθε η ώρα για ένα ΝΕΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΖΩΗΣ υπέρ του Παγκοσμίου λαού. ΣΧΟΛΗ ΥΠΕΡΒ ΑΉΚΗΣ ΣΟΦΙΑΣ Η ατραπός της αλήθειας των ΜΥΣΤΙΚΩΝ ΔΑΣΚΑΛΩΝ όλων των εποχών και όλων των πιθανών κόσμων*για την ΕΚΡΗΞΗ της ΖΩΗΣ, για τη ΝΕΑ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ, για τον φωτισμό, την ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ, την ευδαιμονία' για τη δημιουργία του ΝΕΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ και του ΚΟΣΜΟΥ. Διδάσκει: ανθρώπους, δαίμονες, μαχάτμας και θεούς. . Μόνον για νέους και νέες από 24-40 ετών.
Δ /νση: Γιώργος ΚαμπασακάληςΝικόκλεια Σερρών 62200, τηλ. 0322-41076 τον Απείριο
64 αφιέρωμα Χριστίνα Κουλοΰρη
ια τον ορισμό του έθνους ο ρόλος της γεω γραφίας είναι εξίσου σημαντικός, και πά ντως παραπληρωματικός, μ ’ αυτόν της ιστο ρίας. Η έννοια του εθνικού εδάφους αποτε λεί τη σημαντικότερη ίσως συμβολή της γε ωγραφίας στην απεικόνιση του έθνους, εφό σον μάλιστα το έδαφος, με τη δική του φυσική διάρκεια, συμβολίζει μέσω αιτιοκρατικών συσχετίσεων τη συνέχεια του έθνους. Είναι εξάλλου αυτονόητη η βαρύτητα της έννοιας αυτής για τον αλυτρωτικό εθνικισμό που κυριαρχεί στην Ελλά δα του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα. Πα ρόλο που στην περίπτωση του έθνους-κράτους το έδαφος φαίνεται πως αποτελεί παράμετρο προσδιορισμένη εκ των προτέρων από τα πολιτι κά σύνορα, στην ελληνική περίπτωση το εθνικό έδαφος δεν διαγράφεται από τα σύνορα του κράτους αλλά θεωρείται προϊόν της ιστορίας.
Γ
Το έθνος και ο χώρος Όψεις του ελληνικού εθνικισμού στη διδασκαλία της γεωγραφίας
γεωγραφική επιστήμη δεν είναι ιδιαίτερα εται με τη χώρα που κατοικεί και επισημαίνεται η αναπτυγμένη στην Ελλάδα του 19ου αιώ ε π ίδ ρ α σ η τω ν φ υ σ ικ ώ ν κα ι κ λ ιμ α το λ ο γ ικ ώ ν να· αρκείται στο ρόλο της «θεραπαινίδας» συνθηκών στην ιστορική του πορεία3. της ιστορίας. Μόλις στα τέλη της δεκαε Ο όρ ος «Ε λληνικ ή Χ ερσόνησος», που έχει τίας του 1870, με την έξαρση των άλλων χρησιμοποιηθεί σε σχολικό εγχειρίδιο ήδη από το βαλκανικών εθνικισμών -κ α ι κυρίως του 18504, για να δηλώσει τη Βαλκανική Χερσόνησο, βουλγαρικού- προβάλλεται επιτακτική η εμφανίζεται τώρα για πρώτη φορά σε επίσημο ανάγκη μιας γεωγραφικής διδασκαλίας που δεν θα πρόγραμμα διδασκαλίας. Στα σχολικά εγχειρίδια παρέχει πλέον «έλλιπεστάτην καί άτελεστάτην πε γεωγραφίας του τέλους του 19ου αιώνα η χρήση ριγραφήν τών χωρών εκείνων, έφ’ ών τοσαύτας έχοτου όρου «Ε λ λη ν ικ ή Χ ε ρ σ όνη σ ος» α π οτελεί μεν αξιώσεις»1. Η συγκυρία του γαλλο-γερμανικού σ υνειδητή ιδεολογική επιλογή, που αφ ήνει να πολέμου του 1870 χρησιμοποιείται παραδειγματι εννοηθεί πως το εθνικό έδαφος εκτείνεται πέρα κά: η νίκη των Γερμανών αποδίδεται, μεταξύ άλ από τα όρ ια του ε λλ η νικού κ ρ άτους. Ε πειδή λων, στην ανάπτυξη τόσο της εκπαίδευσης όσο ωστόσο οι εθνικές βλέψεις δεν εντοπίζονται μόνο και της γεωγραφίας στη χώρα τους. Η αναγκαιό σ το χώ ρ ο τη ς Β α λ κ α ν ικ ή ς, χ ρ η σ ιμ ο π ο ιείτα ι τητα της γεωγραφικής παιδείας συνδέεται συνε πα ρ άλλ ηλ α σε προγρ άμμ ατα και εγχειρίδια ο πώς εκείνη τη χρονική στιγμή με την επιδίωξη ό ρ ο ς « ε λ λ η ν ικ ο ί χώ ρ α ι» . Ο ό ρ ο ς α υ τό ς συγκεκριμένων εθνικών στόχων. επιβ άλλεται από το 1886 στη διδασ καλ ία της Ο αντίκτυπος των απόψεων αυτών στο σχολείο γεωγραφίας σε όλες τις βαθμίδες. είναι φανερός από το 1882, όταν η διδασκαλία “ελληνικός δέ χώ ρας λέγοντες έννοοϋμεν ού τη ς γ εω γ ρ α φ ία ς στη μέσ η εκ π α ίδ ε υ σ η 2, ήδη μόνον εκείνος, αΐτινες εινε σήμερον κτήμα τών ελληνοκεντρική, εμπλουτίζεται με δύο νέα στοι Ελλήνων αλλά καί έκείνας, δσαι άνήκουσαι άλλοτε χεία, τα οποία προσδιορίζουν στο εξής τη σχέση ποτέ εις τό ελληνικόν έθνος, έχουσι καί νΰν έτι τούς του ελληνικού έθνους με το χώρο: α') έννοιαπλείστους τών κατοίκων "Ελληνας”5. κλειδί για τη διδασκαλία της γεωγραφίας είναι η Ο μαθητής μαθαίνει συνεπώς ως γεωγραφία «Ελληνική Χερσόνησος», β') ο άνθρωπος συνδέ του έ θ ν ο υ ς του ό χ ι μ ό ν ο τη γε ω γ ρ α φ ία του
Η
--------------------------------------------------- αφιέρωμα
65
ελληνικού κράτους αλλά και των επαρχιώ ν της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στην Ευρώπη και τη Μ. Α σ ία. Η μόνη διά κρ ισ η που γ ίν ετα ι είν α ι μεταξύ «ελευθέρας» κα ι «δο ύ λης» Ε λ λ ά δ α ς, διάκριση που μετά το 1880 αποκτά μεθοδολογική α ξ ία γ ια τη δ ιδ α σ κ α λ ία τη ς γ εω γ ρ α φ ία ς . Η σ χο λ ικ ή γεω γρα φ ία πα ρ έχ ει επο μένω ς, μέσω λεκτικών επιλογώ ν αλλά και με το χάρτη, την εικόνα της ενότητας του εθνικού εδάφους παρά τις υπάρχουσες πολιτικές διαιρέσεις. Η συνέχεια στο χώρο συμπληρώνει τη συνέχεια στο χρόνο έργο εκείνη την εποχή της ιστορίας. Η σχέση του έθνους με το χώρο περιέχει και ένα δεύτερο στοιχείο, εκτός από τον προσδιορι σ μό τω ν ε θ ν ικ ώ ν ο ρ ίω ν : τη ν ε π ίδ ρ α σ η του συγκεκριμένου τόπου στο λαό που τον κατοικεί. Ο σ υ σ χ ε τισ μ ό ς α υ τό ς α π η χ ε ί τις α ρ χ έ ς τη ς γερμανικής γεωγραφικής σχολής, που κυριαρχεί σ τη ν Ε υ ρώ πη του 19ου α ιώ να , κα ι μ ά λ ισ τα εμπλουτισμένες πλέον (από το 1870) με βασικές ιδέες του δαρβινισμού: την έννοια της εξέλιξης
και την έννοια της διατήρησης των ισχυρότερων ειδών στον «αγώνα για την επιβίωση»6. Η καθαρά αιτιοκρατική ερμηνεία του δαρβινι σμού από τη γεωγραφική επιστήμη του τέλους του 19ου αιώνα περιέγραψε ως φυσική επιλογή τη σχέση ανάμεσα στον άνθρωπο και το περιβάλ λον του. Η θεωρία της φυσικής επιλογής εφαρ μόστηκε επίσης σ την περίπτωση των εθνών: η ανάπτυξη των διαφόρων κοινωνιών ερμηνεύθηκε ως απάντηση στις προκλήσεις του περιβάλλοντος κα ι α ν α ζη τή θ η κ ε η ε πα λ ή θευ σ η με ισ το ρ ικ ά παραδείγματα. Το γεγονός ότι το περιβάλλον μπορούσε να αποτελέσει παράγοντα διακρίσεων προσφερόταν προς εκμετάλλευση από πα ντό ς τύπου εθν ικι σμούς. Π ρος τα τέλη του αιώ να αυτό είναι το κυριότερο επιχείρημα όσω ν υποστηρίζουν την α ν ω τερ ό τη τα του ευρ ω πα ϊκ ού π ο λ ιτισ μ ο ύ , ο οποίος αναπτύχθηκε σε εύκρατα κλίματα. Εύκολη και αναπόφευκτη, ήταν η εφαρμογή των θεωριών αυτών σ την ελληνική περίπτωση. Η γη γίνεται έτσι παράγοντας της ελληνικής ιστορίας και το « ε λ λ η ν ικ ό θα ύ μ α » , ο α ρ χ α ίο ς ε λ λ η ν ικ ό ς πο λ ιτισ μ ό ς, απ ο δίδ ετα ι στη διαμόρφ ω σ η του εδάφους και στις κλιματολογικές συνθήκες. Η γεωγραφία εξηγεί και επιβεβαιώνει την ελληνική ανωτερότητα. Από το 1880 λοιπόν, που η «μικρή» Ελλάδα οραματίζεται την επέκταση των συνόρων της, ως το 1914, που ο χάρτης της Βαλκανικής έχει ξανασχεδιαστεί, η σχέση του έθνους με το χώρο απο τελεί κομβικό σημείο του ελληνικού αλυτρωτικού εθνικισμού. Η γεωγραφία στο σχολείο στη ρίζεται στη συμβολική δύναμη του χάρτη των «ελληνικώ ν χωρών», αναρτημένου σε κάποιον τοίχο της σχολικής αίθουσας, αλλά και στη συμ βολική δύναμη του λόγου του σχολικού βιβλίου ή του δασκάλου, που αναλαμβάνουν από κοινού τη δια παιδαγώ γησ η τω ν μελ λόντω ν π ολ ιτώ ν και στρατιωτών.
1. Μ. Δήμιτσας, Πολιτική Γεωγραφία πρός χρήσιν των ελληνικών σχολείων..., Αθήνα 1878, σ.γ. 2. Στην περίοδο που εξετάζουμε, η μέση εκπαίδευση στην Ελλάδα αποτελείται από ένα 3ετές Ελληνικό σχολείο και ένα 4ετές Γυμνάσιο. Η γεωγραφία διδά σκεται μόνο στο Ελληνικό σχολείο ως το 1870, οπό τε εισάγεται η διδασκαλία της στο Γυμνάσιο. Στην πράξη όμως φαίνεται πως η γεωγραφία αρχίζει να διδάσκεται στα γυμνάσια από το 1884. 3. Βλ. την προκήρυξη του διαγωνισμού «προς σύνταξιν διδακτικών βιβλίων της μέσης και κατωτέρας εκπαιδεύσεως» (23 Νοεμβρίου 1882) και το πρόγραμμα
της μέσης εκπαίδευσης (23 Ιουνίου 1884). 4. Σ. Σταθόπουλος, Στοιχειώδης σειρά γεωγραφικών μαθημάτων..., Αθήνα 1850. 5. A. I. Αντωνιάδης, Γεωγραφία τής 'Ελλάδος κα ί των ελληνικών χωρών..., Αθήνα 1888, σ. 1. 6. Πβ. X. Κουλούρη, Dimensions ideologiques de l’historicit6 en Grece (1834-1914), Les manuels scolaires d’histoire et de gSographie, Φραγκφούρτη, Peter Lang, 1992, σ. 423-433. Στο αντίστοιχο κεφάλαιο της μελέτης αυτής (διδακτορικής διατριβής) στηρίζεται εξάλλου και η σύνταξη του παρόντος άρθρου.
66
αφιέρωμα ---------------------------------------------------
I 1· I Η έρευνα των βαλκανικών εθνικισμών και εθνοδόμησης του 19ου αιώνα, σκοντάφτει στο πλήθος των ιστορικών γεγονότων που είναι δομη μένα εθνικά. Τα βαλκανικά έθνη φαίνονται να υπήρχαν πάντα, να σκεπάζονται από την οθωμα νική κατάκτηση, να αφυπνίζονται με είσοδο της αρχής των εθνοτήτων που έρχεται από τη Δόση μαζί με τον διαφωτισμό. Σε αυτό το σχήμα ο εθνι κισμός φαίνεται να εισβάλλει απ’ έξω, από τη Δό ση, για να συναντηθεί με αυτό που ήδη υπάρχει, το έθνος. Ό μ ω ς η υπόθεση της «εθνικής αφύπνισης» εμπεριέχεται στη λογική του εθνικισμού: Η εθνι κιστική ιδεολογία είναι που θεωρεί τα έθνη ως αυθύπαρκτες οντότητες. Η έρευνα σκοντάφτει σε αναχρονισμούς γιατί ο ίδιος ο χρόνος αναχρονίζεται. «Στο γεγονός ενυπάρχει η θεωρία» και η ανάδειξη των ιστορι κών γεγονότων που σημαδεύουν τη βαλκανική ιστορία του 19ου αιώνα είναι ποτισμένη από την κρατική ανασκευή της παράδοσης, την τυποποίη ση, την ιστορικοποίησή της. Ό μω ς, η ερμηνεία των βαλκανικών εθνικισμών δεν μπορεί να είναι η υποκειμενική ερμηνεία του ίδιου του εθνικισμού. Μια συγκριτική ερμηνεία, που προσπαθεί να φέ ρει έννοιες της κοινωνικής θεωρίας στην επανερμηνεία του όγκου του ιστορικού υλικού δεν μπο ρεί παρά να αναδεικνύει τη νεοτερικότητα του
Πέτρος Θεοδωρίδης
Μερικές παρατηρήσεις για τους έθνους, τα τυπικά χαρακτηριστικά του. Σε μια τέ τοια προσπάθεια προσέγγισης ελπίζω να συνει σφέρω με μερικές παρατηρήσεις: |2.α.| Ο ι Βαλκανικοί εθνικισμοί είναι Α νατολικού τύπου1. Στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη η εθνι κιστική ιδεολογία και η εθνοδόμηση δεν συναντά μια ήδη διαμορφωμένη κρατική υποδοχή. Ο εθνι κισμός προηγείται των νέων κρατικών δομών, η πολιτισμική εικόνα, γλωσσική, ιστορική εικόνα του έθνους προηγείται του νέου εθνο-κράτους. Αντίθετα από τον πρωτογενή πολιτικό εθνικι σμό τον βασισμένο στις αντιλήψεις του Ρουσώ, του Βολταίρου, του Σεγιές που σημασιοδοτεί την έννοια του έθνους ως ενεργητική συναίνεση του
κρατικού πληθυσμού σε μια πολιτική τάξη, ο «πο λιτιστικός» εθνικισμός που διαδίδεται στο χώρο της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης αναζητά μια πιο «φυσική» αρχή για το έθνος και από την «τεχνητή» σύμβαση του κοινωνικού συμβολαίου που τη βρίσκει στην «κοινότητα» και τη γλώσσα. Στη ρομαντική πολιτιστική θεώρηση, η εθνοδό μηση δεν ήταν μια εθελοντική-πολιτική διαδικα σία ολοκλήρωσης αλλά ανάπτυξη ενός δεδομέ νου εθνικού πυρήνα, ενύπαρκτου σε κάθε άτομομέλος του έθνους2. |2.β. | Ο ι βαλκανικοί εθνικισμοί ξετυλίγονται στο Χώρο δύο αυτοκρατοριών που βρίσκονται σε αποσύνθεση ή ανασύνθεση. Αυτήν των Αψβούργων και την Οθωμανική. Από τους Βαλκανικούς εθνικισμούς δύο μόνο,
----------------------------------------------------αφιέρωμα
67
σης των υπόλοιπων σλαβικών κυρίως εθνοτήτων της αυτοκρατορίας4. Α ναπτύσσονται αντι-εθνικισμοί από εθνικές γλωσσικές ομάδες που, στερημένες από θεσμοθε τημένα προνόμια, προσπάθησαν να βασίσουν τα δικαιώματά τους στη γλώσσα, τη θρησκεία και άλλες μορφές εθνικής ταυτότητας. Στην αυτοκρατορία των Αψβούργων, λοιπόν, είναι οι επιτυχημένες προσπάθειες εκσυγχρονι σμού που προκαλούν τους εθνικισμούς. Αντίθετα, ο εθνικισμός εισβάλλει σαν ξένο σώ μα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία θρυμματίζο ντας μια σειρά από άτυπες συναινέσεις και τοπι κές ισορροπίες5. Η εθνικιστική πρόκληση κατανοείται από τους Οθωμανούς ως επανάληψη των συνηθισμένων τοπικών εξεγέρσεων, ως δυσαρέ σκεια από τις καταχρήσεις των τοπικών αξιωματούχων. Το Τανζιμάτ εκτός από εκσυγχρονιστική προ σπάθεια υπήρξε και αντιφατική απάντηση στον εθνικισμό. Προκηρύσσει την ισότητα όλων των Οθωμανών ανεξάρτητα από την πίστη τους (Χαττί Σερίφ 1839 - Χαττί Χουμαγιούν 1856), επιβε βαιώνοντας όμως τα δικαιώματα των μειονοτή των μεταχειρίζοντάς τες σαν μιλλέτ - όχι σαν εθνότητες6. Η χρεοκοπία μάλλον των προσπαθει ών μεταρρύθμισης ήταν που προκάλεσε μια σειρά από νέες εθνικές - ή τοπικές - αντιδράσεις παρά η
βαλκανικούς εθνικισμούς του 19ου αιώνα ο βουλγαρικός και ο ελληνικός, αναπτύσσονται στο αποκλειστικό πλαίσιο της Ο θωμανικής Αυ τοκρατορίας. Ο ι Ν οτιοσλάβοι και οι Ρουμάνοι κι νούνται στο χώρο της Ο θωμανικής Αυτοκρατο ρίας, ο εθνικισμός τους είναι κεντρικό κομμάτι του «ανατολικού ζητήματος» και έτσι αντιμετω πίζεται από τη Δύση. Η αυτοκρατορία των Αψβούργων υπήρξε μια σταθερή μονάδα για τη διεθνή κοινότητα μέχρι τον 19ο αιώνα3. Στα τέλη του 18ου αιώνα, η δυνα στεία επιδιώκει με μια σειρά μεταρρυθμίσεις τη βελτίωση της διοικητικής μηχανής που προκαλεί αντιδράσεις που πρωτοαναπτύχθηκαν από τους προνομιούχους Μ αγυάρους ευγενείς και εκφρά στηκε με ιστορικο-εδαφικούς όρους. Μετά την ανάδειξη του Ογγρικού έθνους σε συγκυρίαρχο (1867) ακολουθεί μια προσπάθεια μαγυαροποίη-
υποστήριξη ή η αντίδραση σε αυτές τις μεταρ ρυθμίσεις7... |3.α.| Η Οθωμανική Αυτοκρατορία υπήρξε η τε λευταία «παραδοσιακή» αυτοκρατορία που απέμεινε στην Ευρώπη του 19ου αιώνα. Περιέκλειε μια παραδοσιακή κοινωνία οργανωμένη σε κοι νοτικές, συντεχνιακές, συγγενικές ή οιονεί συγ γενικές κοινωνικές ομαδώσεις όπου το παραδοσι ακό κράτος δεν μπορούσε να διεισδύσει και να παρέμβει αποτελεσματικά. Στην παραδοσιακά οργανωμένη κοινωνία δεν μπορούσε να υπάρξει έθνος με τη νεοτερική έν νοια του όρου. Η «εθνοδόμηση» έχει νόημα μό νο ν ως «διαδικασία με την οποία οι κάτοικοι μιας κρατικής επικράτειας μετατρέπονται σε πιστούς
68
αφιέρωμα ---------------------------------------------------
πολίτες του κράτους»8. Το κράτος που «εθνοδομεί» την «κοινοτική» κοινωνία είναι το «έθνοςκράτος», δηλαδή αυτό που παρεμβαίνει, άμεσα και αποτελεσματικά στις διαδικασίες με τις οποίες τα άτομα παίρνουν μέρος στις διάφορες κοινωνι κές ομάδες. Τα παραδοσιακά κράτη-αυτοκρατορίες είχαν «όρια» αόριστα που μετακινούνταν διαρκώς. Τα νεοτερικά έθνη-κράτη όμως έχουν «σύνορα» χαραγμένα, ευθυγραμμισμένα, καθορι σμένα αυστηρά στο χώρο9 και συγκροτούν ένα σύστημα μόνιμης «διεθνούς τάξης» με άλλα έθνηκράτη. Ο ι πληθυσμοί της Οθωμανικής Α υτοκρατορίας συμμετέχουν σε θρησκευτικές κοινότητες, που αποτελούν και διοικητικές ενότητες (μιλλέτ), αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους με τρόπο μη εθνικό, θρησκευτικό. Ο χώρος σ την παραδοσιακή αυτή κοινωνία είναι «μερικός», «εσωστρεφής», «τοπικός», ενσωματωμένος σε μια σειρά απομο νωμένα νησιά - «κοινότητες» που κινούνται με το δικό τους ρυθμό. Ο χρόνος είναι «ταυτοχρονικός»10 χωρίς διάκριση παρελθόντος και μέλλο ντος, χωρίς την ίδια την έννοια της παράδοσης καθώς «τίποτε δε διαφεύγει από την επιρροή της και τίποτε δεν αντιτίθεται σε αυτήν»11. Το σύμβο λο του νεοτερικού χρόνου, το δημοτικό ρολόι, φθάνει πολύ αργά στο βαλκανικό χώρο της Ο θω μανικής Αυτοκρατορίας... Ο χρόνος ήταν «αγρο τικός» (εποχικός) ή θρησκευτικός, «μοναστι κός»12. Ό μ ω ς η εθνοδόμηση συντελείται με την προ ϋπόθεση της αλλαγής στην έννοια του χώρου και του χρόνου. Με την είσοδο στη νεοτερικότητα ο χώρος γίνεται «άδειος», «γεωμετρικός», «θρυμ ματίζεται»13 και ανα-παράγεται ως ενοποιημένο «διάστημα», με τη δημιουργία συστημάτων επι κοινωνίας, διοίκησης, συγκοινωνίας, κάνοντας δυνατή την αντίληψη ότι οι εθνικές ταυτότητες μπορούν να κατασκευαστούν μέσω γεωγραφικών διαφοροποιήσεων. Ο χρόνος πρέπει να γίνει ημε ρολογιακός, ομοιογενής, συνεχής, γραμμικός, επι τρέποντας την ανάδυση ενός σχήματος που κάνει δυνατή την ιστορική αναδρομή και μελλοντική πρόβλεψη, κάνοντας δυνατή και την ιδέα του έθνους που κινείται «πάνω κάτω στην ιστορία». Το έθνος ως «φαντασιακή πολιτική κοινότητα», «βαθιά οριζόντια συντροφικότητα»14 συν-πληρώνει το κράτος έθνος: Η εθνικιστική ιδεολογία που επιδιώκει την εναρμόνιση της εθνικής και της π ο λιτικής μονάδας15 δεν ανέχεται τα ενδιάμεσα κοι νωνικά μορφώματα, συλλογικότητες, ταυτότητες που μεσολαβούν μεταξύ ατόμου και κράτους, δια σπά τους τοπικούς πατριωτισμούς, τις παραδοσια
κές κοινωνικές ομαδώσεις που συνδέονται με «φυσικά», οικεία, συγγενικά κοινωνικά χαρακτη ριστικά, και τις επανενώνει με βάση τον νέο άδειο χώρο, την κρατική επικράτεια, προσδίδοντας στις νέες ομαδώσεις μια νέα πίστη, αφηρημένη, εκκοσμικευμένη, την «εθνική συνείδηση». Χ ρησιμοποιώντας κυρίως τον έντυπο λόγο, δι ανοούμενοι, εκπαίδευση και άλλοι φορείς ανα λαμβάνουν να διαδώσουν αυτή τη νέα πίστη που αποτελεί, εντέλει, πίστη στο κράτος-έθνος. |3.ρ.| Η επέκταση του νέου συστήματος εθνο κρατών στην Ευρώπη του 19ου αιώνα συγκλίνει με την καθιέρωση και ενός συστήματος νέας μό νιμης ευρωπαϊκής τάξης (πρακτικές συνδιασκέ ψεων για την ειρήνη)16. Η τύχη της Οθωμανικής Α υτοκρατορίας, το «ανατολικό ζήτημα» παίρνει νέα τροπή. Η συρρίκνωσή της συνοδεύεται και από την ομοιογενοποίηση του γεωγραφικού της χώρου που από παραδοσιακός επαναδομείται από τα εθνο-κράτη. Η βαλκανική εθνοδόμηση σήμαινε και την πλήρωση του ανατολικού παραδοσια κού χώρου της Ευρώπης με εθνο-κράτη συμβατά με την ευρωπαϊκή πολιτική, κράτη πλαίσια για τις νέες δικαιακές, κοινωνικές, οικονομικές ολο κληρώσεις. Αυτή η διαδικασία διαφοροποιείται στο χρόνο. Ξεκινά με αργό ρυθμό στα τέλη του 18ου αιώνα, επιταχύνεται όλο και εντονότερα από τον 19ο αιώνα και μετά. Η πρόσληψη της νεοτερικής εθνικιστικής ιδεολογίας γίνεται τμηματικά, με τρόπο ασυνεχή, από πληθυσμούς που, αρχικά, σκέφτονται και δρουν με τους μη κοσμικούς όρους της θρησκευτικής πολιτισμικής κοινό τητας17. Μεταξύ εθνικισμού και ορθόδοξης οικουμενι κής κοινότητας παρουσιάζεται μόνιμη αντινο μία18 στη διάρκεια του 19ου αιώνα. Παράλληλα όμως η νεοτερικότητα και η εθνικιστική ιδεολο γία βρίσκει μια ιδιότυπη αποδοχή από την ίδια αυτή θρησκευτική κοινότητα. Ο ι κοσμικές διαφωτιστικές ιδέες δεν συγκρούονται τόσο έντονα με την Ορθόδοξη εκκλησία όσο οι αντίστοιχες στη Δ ύση19 καθώς η ίδια η Ορθόδοξη κοινότητα λειτουργεί ως μιλλέτ: Η τουρκική κατάκτηση υπο χρεώνει το Ορθόδοξο πατριαρχείο να υιοθετήσει διοικητικές λειτουργίες που οδηγούν στην επικρά τηση του κοσμικού στοιχείου στην ανώτατη γρα φειοκρατία. Το στοιχείο αυτό γίνεται γρήγορα φο ρέας του δυτικού ορθολογισμού. Αντίστροφα, ο αντιδυτικισμός των μοναχών του Αγίου Ό ρ ους συνοδεύεται και από προστριβές και προκαταλή ψεις μεταξύ Βουλγάρων, Σέρβων, Ρουμάνων, Ε λλήνων μοναχών20 που οδηγούν και τον Βούλ-
αφιέρω μα γάρο μοναχό Παΐσιο, τον θεωρούμενο πατέρα του βουλγαρικού εθνικισμού, να γράψει τη Σλαβοβουλγαρική Ιστορία. Αυτή η έντονα κοσμική διάσταση του Ελληνοορθόδοξου Πατριαρχείου εξηγεί εν μέρει και τον ιδιότυπο πανβαλκανικό ρόλο του ελληνικού πρωτο-εθνικισμού. Ο Φαναριώτης Δ. Καταρτζής ισχυριζόταν ότι το ελληνικό «γένος» αποτελούσε ως ένα βαθμό πολιτικό «έθνος» με τη δυτική έν νοια καθώς οι εκκλησιαστικοί του ηγέτες συνδέο νται με την ανώτατη διοίκηση και οι εκκλησιαστι κοί νόμοι είναι έγκυροι21. Παρά την αντινομία του με τον οικουμενικό χαρακτήρα της Ο ρθοδο ξίας, ο Ελληνικός πρωτο-εθνικισμός, ακριβώς γιατί αναπτύσσεται στις ανώτερες θέσεις κύρους της Ελληνορθόδοξης θρησκευτικής ΚοινότηταςΜιλλέτ οικειοποιείται τα οικουμενικά, παμβαλκα νικά χαρακτηριστικά της και παρά την σε περιο ρισμένο χώρο ελληνική εθνοδόμηση δε χάνει το βαλκανικό του κύρος στις αρχές τουλάχιστον και μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα. |4.α.| Μ έχρι τουλάχιστον τα μέσα του 19ου αιώ να, η ομοιογενοποίηση του ευρωπαϊκού χώρου προχωρά σχετικά αργά με τρόπο προοδευτικό. Κυριαρχεί η ρασιοναλιστική ιδέα της «αρμονί ας», της προόδου22, της σύνθεσης των εθνών σε μια νέα παγκόσμια ορθολογική κοινότητα. Η βαλκανική εθνοδόμηση αρχίζει ουσιαστικά να συντελείται με τη σταθεροποίηση των πρώτων εθνοκρατών: της ανεξάρτητης Ελλάδας και της ημιαυτόνομης Σερβίας. Μετά τα μέσα του 19ου αιώνα, προστίθεται η Βουλγαρική και Ρουμανική εθνοδόμηση. Η εθνοδόμηση παίρνει δύο διαστά σεις, την εσωτερική και την εξωτερική: Η εσωτε ρική αφορά ουσιαστικά στη μετατροπή του πα ραδοσιακού χώρου των νέων εθνο-κρατών σε «ε πικράτεια». Με τους ενοποιητικούς κατασταλ τικούς μηχανισμούς της εκπαίδευσης, του εθνικού στρατού, των δικαιακών θεσμών διαλύονται τα παραδοσιακά κοινωνικά μορφώματα, οι «το πικοί» χώροι και χρόνοι, οι τοπικές διάλεκτοι ώστε να επιτευχθεί η «οριζόντια συντροφικότη τα» του έθνους. Με την εξωτερική, οι νέες επε ξεργασμένες (γλωσσικές - ιστορικές) ιδέες των εθνικισμών επαξάγονται στους πληθυσμούς που απομένουν στον παραδοσιακό χώρο: τους «Αλύ τρωτους»23. Η διπλή αυτή διάσταση, κοινή στη βαλκανική εθνοδόμηση, παρουσιάζει ωστόσο και διαφοροποιήσεις, πλεονεκτήματα ή μειονεκτήμα τα, που συνδέονται με δύο πεδία. Το πρώτο αφορά στη σχέση με τη Δύση. - Η βαλκανική εθνδοδόμηση αποτελεί και
69
ένταξη στον νεοτερικό χώρο της Δύσης, στο διε θνές σύστημα εθνο-κρατών. Κοινή είναι η συ νεχής παρουσία της Δύσης στη διαδικασία της βαλκανικής εθνοδόμησης, παρουσία και υλικήπολιτική, οικονομική, στρατιωτική, διπλωματική αλλά και παρουσία ιδεολογική και ως α) πολιτικό-πολιτιστικό πρότυπο και ως β) προτεραιότητα στην οικοδόμηση μιας εξωστρεφούς εικόνας του έθνους που θα στρέφεται προς τη Δύση. Ο νέος τρόπος που τίθεται το πολιτικό ζήτημα της ενσωμάτωσης στη διεθνή τάξη συνδέεται με τη διαρκώς διευρυνόμενη σημασία του ρόλου της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης. Ο ι βαλκανικοί εθνι κισμοί - με πρώτο τον ελληνικό - επιλέγουν τα στοιχεία εκείνα της εθνικής ιδεατής εικόνας που είναι αποδεκτά από το διαφορετικό κάθε φορά ιδεολογικό χρωματισμό των στερεοτύπων της δυ τικής κοινής γνώμης. Έ ν α από αυτά τα στοιχεία ήταν και η γλώσσα. Στο πεδίο αυτό η ελληνική εθνοδόμηση διατηρεί ένα πλεονέκτημα στο πρώ το μισό του 19ου αιώνα καθώς η ανάδειξη του ελ ληνικού έθνους συμπίπτει με το πεδίο της κοινωνικής-ταξικής διαφοροποίησης στους χριστια νικούς πληθυσμούς της Βαλκανικής, που χρωμά τιζε τη διαφορά των εθνικιστικών ιδεολογιών. Και σε αυτό το πεδίο ο ελληνικός εθνικισμός κατέχει μια θέση κύρους, μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα. Η αφετηρία του βρίσκεται σε στρώματα του χρ ι στιανικού πληθυσμού της βαλκανικής με κοινωνι-
70
αφιέρωμα ---------------------------------------------------
κή θέση υψηλή, και με την παραδοσιακή έννοια των θεσμοποιημένων ιεραρχικά κατηγοριών και με τη νέα «οικονομική» έννοια της τάξης. Ο ελ ληνικός εθνικισμός ήταν αστικός, αστ(ε)ακός, που αντλεί το κύρος του και από τη θέση του σ την οργάνωση του Ο ρθόδοξου μιλλέτ και τον «ιερό» χαρακτήρα της ελληνικής γλώσσας, όσο και από τη σταδιακή καθιέρωση της ίδιας αυτής γλώσσας ως μηχανισμού κοινωνικής ανόδου25. Αντίθετα ο Σέρβικός και ο Βουλγαρικός εθνικισμός και εθνο δόμηση υπήρξε «λαϊκός»26, που οφείλεται στην εξαφάνιση (εξισλαμισμό) των γαιοκτημόνων από την οθωμανική κυριαρχία και τη διατήρηση των παραδοσιακών αγροτικών θεσμών. |4.ρ.| Μ έχρι τα μέσα 19ου αιώνα υπάρχει μια αί σθηση «οικονομίας» του χώρου στην Ευρώπη, που τη συνοδεύει η αντίληψη για ιστορικά και μη ιστορικά έθνη. Κοινή πεποίθηση ή ταν ότι ορισμέ νες μικρές εθνότητες δεν είχαν μέλλον σαν ανε ξάρτητες οντότητες27. Τα κριτήρια που επέτρεπαν σε ένα λαό να θεωρηθεί έθνος ήταν η σύνδεση με ένα ήδη υπάρχον κράτος, η ύπαρξη μιας πολιτι στικής ελίτ με μακρόχρονη γραπτή λογοτεχνικήδιοικητική παράδοση, είτε μια αποδεδειγμένη ικα νότητα για κατάκτηση28. Π αράλληλα με την άγνοια της Δύσης για τους υπόλοιπους Βαλκανι κούς λαούς που ταυτίζονται συχνά με τους Έ λ λ η νες συγχέοντας το εθνικό όνομα με το θρησκευτι κό29, η «ιστορικότητα του ελληνικού έθνους ανα γνωρίζεται και από τους υπόλοιπους βαλκανικούς λαούς. Το ελληνικό έθνος θεωρείται ηγετικό έθνος στα Βαλκάνια, ο ελληνικός αλυτρωτισμός συγκεντρώνει τη συμπαράσταση-συμμετοχή των υπόλοιπων βαλκανικών εθνών. Κοινά σχέδια για την «απο-λύτρωση» του παραδοσιακού βαλκανι κού χώρου από τους Τούρκους αναπτύσσονται30. Ο ελληνικός εθνικισμός διατηρεί το κύρος έναντι των άλλων εθνικισμών χάρη στην ελληνορθόδο ξη συνείδηση που μετατρέπει σε ελληνική-εθνική, καθώς και την ελληνική γλώσσα, που ήταν ταυτό χρονα γλώσσα θρησκευτική - ιερή, γλώσσα των ανερχόμενων αστών καθώς και γλώσσα που θαυμάζεται από τη Δύση. Από την άλλη όμως με ριά, ο ελληνικός εθνικισμός είναι αναγκασμένος να επιβεβαιώνει διαρκώς τα στοιχεία από όπου αντλεί το κύρος του, να διασφαλίζει την κυρίαρχη κοινωνική γλωσσική θέση, να επιβεβαιώνει την εικόνα της αναγεννημένης Ελλάδας. 14.γ. | Μετά τα μέσα του 19ου αιώνα η σύγκλιση στον ευρωπαϊκό χώρο ακολουθεί ένα πολύ εντο νότερο ρυθμό. Αμφισβητείται όμως η προοδευτι κή, αρμονική, συνθετική αντίληψη αυτής της ενο
ποίησης31. Η βαλκανική ενοποίηση συμβαίνει με την παράλληλη επιταχυνόμενη διείσδυση των νέ ων «επίσημων εθνικισμών» που συν-πλέκονται με τα «Παν κινήματα». Ο βαλκανικός χώρος γίνεται στενότερος, οι εθνικιστικές ιδεολογίες πολλαπλασιάζονται, αποκλίνουν και αμφισβητείται έντονα ο ρόλος του ελληνικού «ιστορικού» έθνους. Μετά το 1860 (1860-70 περίοδος εξαρχικού σ χί σματος) αναδύεται ο βουλγαρικός εθνικισμός που προκαλεί έκπληξη στους Έ λ λ η νες32. Η βουλ γαρική εθνοδόμηση-εθνικισμός έχει έντονα «αποσχιστικά» χαρακτηριστικά που αφορούσαν ακρι βώς σ την ελληνική πολιτιστική ηγεμονία. Το στοιχείο της κοινωνικής υπεροχής από αρ χικό πλεονέκτημα για την ελληνική εθνικιστική ιδεολογία - εθνοδόμηση χρησιμοποιείται, με την ανάδυση κυρίως του Βουλγαρικού εθνικισμού, ως επιχείρημα αντιπαλότητας33. Αντίθετα με την «οικουμενικότητα» της ελλη νικής γλώσσας, ο βουλγαρικός γλωσσικός εθνι κισμός είχε αμυντικά - χωριστικά χαρακτηριστι κά. Η θρησκευτική διαφοροποίηση (σχίσμα) που υπήρξε και η απαρχή της βουλγαρικής εθνοδόμη σης συνδέει τη γλωσσική με την ταξική αντιπα λότητα και στρέφεται κατά τού αντικληρικισμού των Βαλκάνιων αγροτών που ταύτιζε τη διαφθορά του ανώτερου κλήρου με τους Έ λ λ η νες κληρι κούς. Η σύγκρουση του ελληνικού εθνικισμού με τον βουλγαρικό αλλά και με τους υπόλοιπους βαλκα νικούς εθνικισμούς μετά τα μέσα του 19ου αιώνα, μπορεί να παραλληλισθεί με τη σύγκρουση Μαγυάρων και μη Μ αγυάρων στην αυτοκρατορία των Αψβούργων μετά τον συμβιβασμό (δυαρχία) του 186734. Ο ι αντιεθνικισμοί των υπολοίπων εθνοτήτων της Αυστροουγγαρίας στρέφονται εναντίον της προσπάθειας της «μαγυαροποίησής» τους. Στην Βαλκανική περιοχή η γλωσσική και θρησκευτική υπεροχή του «ιστορικού» ελλη νικού έθνους αμφισβητείται έντονα, νέες ανταγω νιστικές εθνικιστικές διεκδικήσεις αναδύονται. Το Μακεδονικό ζήτημα στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα φανερώνει τις συγκρούσεις που προκαλούνταν από τις προσπάθειες των νέων εθνικών κρατών να ενσωματώνουν τις τοπικές πληθυσμιακές ομάδες στις νέες «φαντασιακές κοινότητες» - έθνη. Η Μακεδονία υπήρξε ο τελευταίος «παραδοσι ακός» χώρος στην Ευρώπη, που συγκεντρώνει στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα τις αντιμαχόμενες διεκδικήσεις πέντε εθνο-κρατών. Ο Ελληνικός εθνικισμός βάσιζε τα ιδεολογικά επι-
αφιέρωμα χειρήματά του στο παραδοσιακό κύρος της εκ κλησίας, της ελληνικής παιδείας και της γλώσ σας, ο Βουλγαρικός στη γλωσσική συγγένεια και τον αγροτικό αντικληρικισμό, ο Σέρβικός στην κάποια συγγένεια της Σερβικής γλώσσας με τις σλαβικές διαλέκτους που ομιλούνται στη Μακε δονία, ο Αλβανικός στην υποτιθέμενη φυλετική συγγένεια, ο Ρουμανικός στις πολιτιστικές-γλωσσικές ομοιότητες κάποιου τμήματος του μακεδο
71
νικού πληθυσμού35. Στην έκπληξη του ελληνικού εθνικισμού από την ανάδυση των άλλων αντιπάλων εθνικιστικών ιδεολογιών και την αμφισβήτηση του ηγεμονικού βαλκανικού του ρόλου διακρίνεται η γενικότερη αμφισβήτηση της ίδιας της έννοιας του «ιστορι κού» έθνους στα τέλη του 19ου αιώνα, η αμφι σβήτηση της προοδευτικής, αρμονικής συν θετικής έννοιας του χώρου και του χρόνου.
Σημειώσεις
1. Για την τυπολογία - έννοια του Ανατολικού Εθνικι σμού βλ. Peter Sugar, External and Domestic Roots of Eastern European Nationalism στο P. Sugar, Ivo Lederer, Washington Press (1969) 1971. 2. Για την πρώιμη επιρροή του «πολιτιστικού» εθνικι σμού στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη βλ. Ρ. Sugar όπ.π., σ. 44, Harm-Hinrich Brandt «The Revolution of 1948 and the Problem of Central European Nationalities» στο Hagen Scnulze (ε) Nation-Building in Central Europe, Berg 1987, σ. 108, 109, 110. Για την εμφάνιση και εξέλιξη του πο λιτιστικού εθνικισμού πρβλ. F.M. Barnad: I.C. Herderon social and political culture, Cambridge, 1969, σ. 53, 54, 55. Πάντως και πολιτιστικές ή και μυστικιστικές εκδοχές του εθνικισμού εμφανίζονται ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα και στον χώρο της Δύσης. Βλ. A. Smith, Nationalism in the Twentith Century, έκδοση M. Robertson, Oxford, 1979, σ. 6-7. 3. Frederick Hertz, Nationality in History and Politics, London 1966, σ. 202, 203. 4. H. Seton-Watson: Nations and States, an Enquiry into the origins of Nations and the politics o f nationalism, London 1985, σ. 103-113. 5. Βλ. John Breilly, Nationalism and the State/London 1985, σ. 103-113. 6. Roderick Davison, Nationalism as an Ottoman problem and the Ottoman response στο William Haddad - William Ochsenwald, Nationalism in a Nont-National state, Ohio 1977. 7. J. Breuilly όπ.π., σ. 113 8. William Bloom: Personal Identity, National Identity and International Relations, Cambridge, 1990, σ. 55. 9. Για τη διαφορά εθνο-κράτους και παραδοσιακής αυτοκρατορίας βλ. A. Giddens, The Nation State and Violence, Polty Press (1985) 1989 ιδίως σ. 49-53. 10. βλ. B. Anderson, Imagined Communities/ Perfections on the Origin and spread of Nationalism, London (1983) 1991, σ. 24. 11. A. Giddens, όπ.π, σ. 12. 12. Βλ. Train Stoianovitch: A Study in Balcan Civilization/New York, 1967, σ. 184, 185. 13. Ανρί Λεφέβρ: Μαρξισμός και Πόλη, Οδυσσέας, 1976, σ. 152. Για τη νεοτερική έννοια του χώρουχρόνου πρβλ. David Harvey, The condition of
Postmodernity, Cambridge 1989, ιδίως σ. 255-259. 14. Anderson, όπ.π., σ. 7 15. Ε. Gellner, Nations and Nationalism, (1983) 1988, σ. 1. 16. Για το διεθνές σύστημα εθνο-κρατών βλ. S. Giddens όπ.π., σ. 170. 17. Έτσι π.χ. χιλιαστικές τάσεις αναπτύσσονται στους Σέρβους και κορυφώνονται στην περίοδο της Γαλλι κής Επανάστασης και των Ναπολεόντιων πολέμων, βλ. Stoianovitch, όπ.π., σ. 147. 18. Βλ. Ρ. Kitromilides, «Imagines Communities and the Origins of the national Question in the Balkans» στο M. Blinhorn, Thanos Veremis (εκ.): Modern Greece, Nationalism and Nationality, Sage Eliamep, 1989, σ.51. 19. βλ. Μαρία Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, Οι Βαλκανι κοί λαοί, εκδ. Βάνιας, Θεσ/νίκη (1987) 1991, σ. 20. 20. Βλ. Στήβεν Ράνσιμαν, Η Μεγάλη Εκκλησία εν αιχ μαλωσία, εκδ. Μπεργάλη, Αθήνα 1979, σ. 670. 21. Βλ. S. Xydis: Modern Greek Nationalism στο Sugar-Lederer: Eastern Nationalism, όπ.π., σ. 224 22. Βλ. Harvey, ό.π., σ. 258 23. Πρβλ. Π. Κιτρομηλίδης, όπ.π., σ. 35 24. Πρβλ. G. W. Clarke (ε), Rediscovering Hellenism, The hellenic intheritance and the English imagination, Cambridge 1983. Αντίστροφα το ενδια φέρον των Δυτικών περιηγητών για τις ελληνικές αρχαιότητες οδηγεί τους πληθυσμούς της ελληνικής επικράτειας σε μυθοποιητικές ταυτίσεις. Βλ. και I. Κακριδή, Οι Αρχαίοι Έλληνες στη Νεοελληνική Παράδοση, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1989, εισαγωγή. 25. Για το κύρος του ελληνισμού στον βαλκανικό χώρο βλ. και Stoianovitch, όπ.π., σ. 148,187,192. 26. βλ. Ρ. Sugar, όπ.π., σ. 46. Ο Sugar προτείνει τη διά κριση των εθνικισμών της Α. Ευρώπης, σε αστικό (τσεχικό), αριστοκρατικό (Πολωνία - Ουγγαρία), λαϊκό (Σερβία - Βουλγαρία), γραφειοκρατικό (Ελλάδα - Ρουμανία). Πρβλ. και Μ. Νυσταζοπούλου - Πελεκίδου, όπ.π., σ. 75: «οι νέες ιδέες που ήλ θαν από τη Δύση στη Σερβία είχαν πιο άμεση επί δραση στα λαϊκά στρώματα... γιατί στη Σερβία δεν υπήρχε η παλιά ηγετική τάξη». 27. Ε. J. Hobsbawm, Nations and Nationalism since 1787, Cambridge (1990) 1991, σ. 35
72
αφιέρωμα ---------------------------------------------------
28. Ε. J. Hobsbawm, όπ.π., σ. 37, 38. 29. Βλ. Κ. Κύρρης, Τουρκία και Βαλκάνια, Εστία 1986, σ. 206. 30. Βλ. Α. Λιάκου, Η Ιταλική Ενοποίηση και η Μεγάλη Ιδέα, Θεμέλιο, 1985, ιδίως 67-89. 31. Βλ. Harvey, οπ.π., ιδίως σ. 260-261. 32. Ο Βουλγαρικός εθνικισμός αναδύεται σε σύντομο χρονικό διάστημα και προκαλεί γρήγορα το ενδια φέρον της δυτικής κοινής γνώμης. Η μετατόπιση του ενδιαφέροντος συνοδεύεται από την αλλαγή των στερεοτύπων για τα «ιστορικά» έθνη μετά τα μέσα του 19ου αιώνα. Πρβλ. Έλλης Σκοπετέα, Η Δύση της Ανατολής, Γνώση, Αθήνα 1992, σ. 77-79: «Οι Βούλγαροι παρουσιάζουν μια πανομοιότυπη εικόνα στην πλειοψηφία των (δυτικών) κειμένων... Αγροτι κός λαός για όλους, με τις κατοχυρωμένες αρετές και τα ελαττώματα του αγροτικού λαού... συγκροτούσαν μια εικόνα μετριότητας... Ξαφνικά οι Βούλγαροι μετατρέπονται σε λαό εξίσου φανταστικό με τους άλ λους...». 33. Ήδη στη «Σλαβοβουλγαρική» ιστορία του πατέρα του Βουλγαρικού εθνικισμού Παΐσιου τα επιχειρή ματα - που αντικρούουν τις κατηγορίες των Ελλή νων (και των Σέρβων) προς τους Βούλγαρους δεί χνουν από τότε εθνικά στερεότυπα (οι Βούλγαροι
θεωρούνται από τους Έλληνες «χυδαίοι» «αγρό τες») αλλά και την αντιστροφή τους (υπερηφάνεια για τον αγροτικό βουλγαρικό εθνικό χαρακτήρα) Περίληψη του έργου του Παίσιου βλ. Maria V. Pundeff, «Bulgarian Nationalism» στο P. Sugar, Ivo Lederer, (ε), όπ.π., σ. 100-103. 34. Με το νόμο περί «εθνοτήτων», το 1868, μόνο ένα έθνος αναγνωριζόταν στην Ουγγαρία, το ουγγρικό έθνος - μόνο αυτό δικαιούται να ασκεί κυριαρχία στην επικράτεια. Στα 1879, η «Πράξη για την εκπαί δευση» κάνει υποχρεωτική τη διδασκαλία της ουγγρικής-μαγυαρικής γλώσσας σε όλα τα πρωτο βάθμια σχολεία. Ούγγροι πολίτες μη-μαγυαρικής μητρικής γλώσσας δικαιούνται και αυτοί ίσα δικαιώ ματα με την προϋπόθεση ότι θα μάθουν την ουγγρι κή γλώσσα και θα θεωρήσουν τον εαυτό τους Ούγ γρο. Βλ. Seton Watson, όπ.π., σ. 164. Για τον παραλ ληλισμό ελληνικού-ουγγρικού εθνικισμού πρβλ. Breuilly, όπ.π. 115. 35. Βλ. Hertz, όπ.π., 240. Για τον εθνικιστικό ανταγωνι σμό στην Μακεδονία το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα πρβλ. Ε. Kofos, «National Heritage and National Identity in Neneteenth and TwentiethCentury Macedonia», στο M. Blinkhorn, T. Veremis (ε), όπ.π., σ. 103-141.
αφιέρωμα
73
σχέση του ανθρώπινου σώματος και του έθνους μπορεί να αναζητηθεί στον ρομαντι σμό, που είναι το γενεσιουργό κίνημα του εθνικισμού. Ο ρομαντισμός διατήρησε τον άνθρωπο στην κεντρική θέση, στην οποία τον είχε τοποθετήσει ο ουρανισμός, με τη διαφορά ότι η ελεύθερη συνείδηση με τις υπερφυσικές δυνατότητες και τις με ταφυσικές διαστάσεις δρα, οραματίζεται και αγωνίζεται για λογαριασμό ενός έθνους. Ο εθνικός ήρωας οδηγεί σε νικηφόρους πολέμους που καταλήγουν στην εθνική ανεξαρτησία ή την εδαφική επέκταση της πατρίδας του. Από την άλλη ο εθνικός ποι ητής καταγράφει με επική διάθεση την ιστορική κληρονομιά του έθνους, τους συνδετικούς κρίκους που εξασφαλίζουν την ομοιογένειά του, τη δόξα και το μεγαλείο που εγγυώνται την υπεροχή του έναντι των άλλων εθνών.
Β
Γιώργος Θαλάσσης
Το Σώμα και το Έθνος στρατιώτης που τραγουδάει δεν είναι ο ώριμος περιγραφή των συστατικών μερών ενός και υπεύθυνος πολίτης, δεν είναι καν άτομο, αλλά έθνους ή των ενοποιητικών στοιχείων που αποτελεί την ενσάρκωση του έθνους του, ο στρα διακρίνουν τα μέλη του δεν μπορεί να γίνει τιώ της και το έθνος είναι ένα και το αυτό, το ίδιο χωρίς αντιφάσεις και χωρίς ιδεαλισμό. Γι’ σώμα, η μία ψυχή. ΓΓ αυτό έχει κάθε δικαίωμα να αυτό και κάθε περιγραφή ή κάθε αναφορά τραγουδάει, γιατί ο πόλεμος είναι η γιορτή του σχετική με το έθνος ανήκει στο χώρο της εθνικισμού. μεταφυσικής. Η ομοιογένεια, η ομοψυχία, η ομοθυμία, η ομοφωνία που είναι τα βασικά Ό μ ο ια θα μπορούσαμε να πούμε πως κάθε εθνι κός ήρωας και κάθε εθνικός ποιητής αποτελούνε χαρακτηριστικά ενός έθνους, οδηγουν στη ενσαρκώσεις του έθνους και συνιστάμενες της μεταφορική παράστασή του ως σώματος. Η πιο ρώμης, του φρονήματος, της παράδοσης και της προσφιλής απόδοση του έθνους είναι ως ενός σώ συνέχειάς του. Ο εθνικός ήρωας και ο εθνικός ματος με μια καρδιά, με μια ψυχή. Το ελληνικό ποιητής, είναι αυτοί που ορίζουν τη δικαιοσύνη, έθνος, ή αλλιώς ο ελληνισμός, η ελληνική φυλή, ο την αλήθεια και την ομορφιά γιατί το εθνικό είναι ελληνικός λαός είναι συχνά υποκείμενο ρημάτων συγχρόνως δίκαιο, αληθινό και ωραίο. Κάθε πα όπως χαίρεται, αγωνιά, πανηγυρίζει, θυμάται, ξύ ρέκκλιση αντιμετωπίζεται ως εθνική προδοσία και πνησε, εορτάζει, αγωνίζεται, πολεμά, δεν ξεχνά, εκδιώκεται. δεν ανέχεται, εκλέγει, αποφάσισε, ανταποκρίθηκε Το σώμα χρησιμοποιήθηκε πάντοτε ως το μέ στο κάλεσμα. Το έθνος, η φυλή, ο λαός είναι ένα σον για την άσκηση της πιο ολοκληρωτικής στοιχείο συμπαγές, ατόφιο, ακέραιο, που δεν επι εξουσίας και ίσως θα λέγαμε της αφομοιωτικής τρέπει καμιά ρωγμή, καμιά διαφοροποίηση στα εξουσίας. ΓΓ αυτό άλλωστε αποτέλεσε θεμελιώδη συστατικά του μέρη. Η ομοιογένεια των κυτ επιδίωξη των θρησκειών ο έλεγχος του σώματος τάρων του συνιστά τη θεμελιώδη φαντασίωση του και ιδιαίτερα των βασικών αναγκών του, σε σχέ εθνικού τέρατος. ση με την τροφή και τον έρωτα. Η επιβολή προ Οι παραστάσεις που έχουμε για τους στρατιώ καθορισμένης νηστείας και ο αυστηρός έλεγχος τες που έφευγαν για το αλβανικό μέτωπο τους θέ της ερωτικής λειτουργίας, η οποία επιτρέπεται μό λουν όλους με το χαμόγελο στα χείλη, με το τρα νον υπό όρους και με τη βασική προϋπόθεση ότι γούδι στα χείλη, ένα σώμα, μια ψυχή. Ο ι σ τρατιώ έχει ευλογηθεί από την εκκλησία μέσω του γάμου, τες που πηγαίνουν να πολεμήσουν χαμογελώντας είναι δύο χαρακτηριστικά στοιχεία της χριστιανι ή τραγουδώντας θυμίζουν μάλλον επιπόλαιους κής εκκλησίας. Αν και ως βασικότερο στοιχείο τυχοδιώκτες, που δεν αναλογίζονται τί αφήνουν ίσως πρέπει να θεωρηθεί η μετάληψη σώματος πίσω τους, που δεν συνειδητοποιούν ότι πηγαί και αίματος του Χριστού, που έχει καταλυτικό χανουν για να σκοτώσουν και να σκοτωθούν. Ο
Η
74
αφιέρωμα
ρακτήρα, γιατί επιδρά ως εμβόλιο που με την αφο μοιωτική του δράση εξομοιώνει τους πιστούς. Στην Παλαιά Διαθήκη εξάλλου ο Θεός απαιτεί από τον Αβραάμ και τη γενιά του να είναι περιτετμημένοι και ορίζει την περιτομή ως το διακριτικό στοιχείο του σώματος που πρέπει να έχουν όσοι πιστεύουν σε αυτόν. Βέβαια σύμφωνα με την πα ράδοση τα μέλη της εβραϊκής θρησκείας είναι όμοια, εφόσον ανήκουν στην ίδια γενιά με κοινό γενάρχη τον Αβραάμ και δεν υπάρχουν διαφορές ως προς τη φυλή ή την εθνότητα. Ωστόσο επι βάλλεται και ένα επιπλέον επίκτητο σωματικό διακριτικό, το οποίο δεν δρα απλώς ως τατουάζ, αλλά άπτεται της ερωτικής λειτουργίας. Σε άλλες θρησκείες η επέμβαση στα γεννητικά όργανα έχει και καθοριστική λειτουργία που φθάνει έως την εξαφάνιση του ερωτισμού. Σε αυτήν την πε ρίπτωση αποδέκτες των περιοριστικών μέτρων εί ναι οι γυναίκες, οι οποίες υφίστανται κλειτοριδεκτομή και μερικές φορές εκτομή και συρραφή όλων των εξωτερικών γεννητικών οργάνων. την Ελλάδα, όπου ο εθνικισμός έχει εγκολπωθεί και τη θρησκεία, έτσι ώστε η Ορθοδοξία να αποτελεί στοιχείο του ελληνι σμού και μερικές φορές να ταυτίζεται με αυτόν, είναι επόμενο η θρησκευτική εξουσία να καταλήγει και εξουσία του εθνικισμού. Πέραν αυτού όμως χρησιμοποιούνται πάρα
Σ
πολλές σωματικές μεταφορές, οι οποίες καθορί ζουν την αφομοιωτική δύναμη ανάμεσα στα μέλη της εθνότητας και την αλληλοεξάρτησή τους ως προς τον χώρο. Για παράδειγμα ο όρος εθνικός δεν περιορίζεται σε οργανισμούς, ενώσεις, σωμα τεία, εταιρείες και επιχειρήσεις, αλλά καταλή γουμε να έχουμε και εθνική αρτηρία, που είναι ένα άλλο όνομα για την επίσης εθνική οδό. Με τον όρο αυτό υπονοείται ότι ολόκληρη η χώρα εί ναι ένα σώμα, ενώ εμείς οι διερχόμενοι είμαστε το αίμα που κυκλοφορεί στις αρτηρίες, τα αιμοσφαί ρια που ανήκουν στην ίδια ομάδα αίματος και που συλλειτουργούμε για την οικονομία του σώ ματος. Γενικώς όμως δεν είναι λίγες οι φορές που η Ελλάδα χαρακτηρίζεται μητέρα ή μάνα, υπονοώ ντας βεβαίως και την ανάλογη σωματική σχέση ανάμεσα στα παιδιά και τη μάνα, η οποία πάντοτε τεκνοποιεί με παρθενογένεση. Μερικές φορές το ρόλο της μητέρας καταλαμβάνει και μικρότερη περιοχή, η ιδιαίτερη πατρίδα, χωρίς αυτό να αλ λοιώνει τον εθνικισμό, γιατί παρά τις τοπικές δια φοροποιήσεις που υπονοούνται, ο εθνικισμός υπερβαίνει τις αντιφάσεις. Στον τόμο διηγημάτων Μητέρα Θ εσσαλονίκη (1970) και ιδιαίτερα στο διήγημα Τοπίο του Είναι ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης ταυτίζει το σώμα του με το τοπίο της Θεσ σαλονίκης και γράφει: Έτσι τώρα, (...) νιώθω να είμαι (...) αυτή ταύτη η έκταση που καταλαμβάνει η πόλη πάνω στην επιφάνεια της γης, καμπυλωμένος σαν τόξο γύρω από τη μητρική θάλασσα, περικλείοντας στη μο ναδική μου γέννηση, απειρία γεννήσεων και θα νάτων. Η ενδοχώρα που αρδεύεται από τους ποταμούς που εκβάλλουν άντικρυ, είναι ο πλα κούντας. (...) Οι πολυκατοικίες είναι το πρόσω πο. Στο βουλεβάρτο ίσαμε το λευκό πύργο από το συντριβάνι ανοίγει το στόμα μου. (...) Στον αυχένα μου πάτησε για να υποτάξει τη θνητή φύ ση στην αλήθεια του Θεού ο Απόστολος των Εθνών. Στο ζερβί μου τον ώμο και στον άλλο βγαίνουν τα ζευγάρια των ερωτευμένων, μέσα στα σύδεντρα ή στα γυμνά που τρέχουν νερά. Στο στήθος μου είναι τ’ αρχοντόσπιτα κι από τη μέση και κάτω τ’ άλλα σπίτια όπου ξημερώνο νται και βραδιάζονται, τρώνε και κοιμούνται οι νοικοκυραίοι. Το σπίτι του γαλατά και του μπαχτσεβάνη είναι πίσω μου. Στη μεριά μου οι κα τοικίες των εργατικών και των ξένων. Με το ’να μου πόδι περπατώ προς τον κάμπο με τα χωριά, με τ’ άλλο μου πόδι φτάνω ίσαμε το ακρωτήριο. Βλέπουμε ότι στον Πεντζίκη η τοπογραφία έχει και αξιολογικό χαρακτήρα και έτσι ενώ τα αρχο
--------------------------------------------------- αφιέρωμα
ντόσπιτα είναι στο στήθος του (στην καρδιά του;), τα σπίτια των εργατικών και των ξένων εί ναι στα μεριά του. Η ταύτιση όμως του σώματος του συγγραφέα με το χώρο της Θ εσσαλονίκης δεν υπάρχει μόνο στον Πεντζίκη, αλλά επα ναλαμβάνεται και στον Γιώργο Ιωάννου. Δέκα χρόνια αργότερα, το 1980, στο Δικό μας Αίμα και ειδικότερα στο διήγημα Μ ε τα Σημάδια της Α πά νω μου ο Ιωάννου γράφει: Παρομοιάζω το σώμα μου με την πόλη αυτή - εί ναι άλλωστε, η γενέτειρά μου και προς αυτήν πά ντοτε κατατείνω. Τόσο τυραννικά διακατέχομαι, ώστε, πράγμα αστείο, ίσως, νιώθω καμιά φορά να χαράζεται η τοπογραφία της απάνω μου, με τα σημάδια της, τα σχήματα και τα χρώματά της. Μεγάλο Καράμπουρνου, ας πούμε, είναι σε όλο της το μεγαλείο η μύτη μου, Μικρό Καρά μπουρνου, Καραμπουρνάκι, το επίμονο πηγούνι μου. Δεν μπορώ να μη θυμηθώ τους στίχους «Πέρα στο Καραμπουρνάκι, είχα ένα νταλγκαδάκι», που έμελπε ο θεόπνευστος ποιητής της. Ελπίζω να μην εννοούσε το πηγούνι μου, αν και όλα να τα περιμένεις. Ό χ ι μόνο γίνεται η ταύτιση σώματος και πό λης, αλλά αντιμετωπίζεται και το ενδεχόμενο ο θεόπνευστος ποιητής, να αναφέρεται στο πηγούνι του Ιωάννου ως Καραμπουρνάκι. Δεν αποκλείε ται μάλιστα να οφείλεται σε αυτό και ο χαρακτηρισμός θεόπνευστος. Για αρκετές σελίδες πάντως συνεχίζει ο Ιωάννου τη λεπτομερή περι γραφή των αντιστοιχιώ ν που διακρίνει ανάμεσα στο σώμα του και το χώρο. Συχνά βέβαια δεν πα ραμένει σε αντιστοιχίες, αλλά προχωρεί σε πλήρη ταύτιση, όπως είδαμε και στο προηγούμενο από σπασμα. Το πόδι μου, η πατούσα μου η δεξιά, είναι η προ βλήτα της Ελευθέρας Ζώνης (...). Πάντως, η φτέρνα μου πατάει γερά στο Κέντρο Διερχομένων, που παραμένει αναλλοίωτο αφότου φύλαγα εκεί σκοπός. «Αν θέλεις να με πεθάνεις, εδώ βά ρα με, τηλεκλυτέ Πριαμίδη». Πάντως, παρά την αποκάλυψη του τρωτού ση μείου, δεν θέλει να πεθάνει, δεν επιδιώκει το θάνα το. Αντίθετα και η αποκάλυψη αυτή είναι μέσον για την αθανασία. Ό π ω ς είπαμε αρχικά ο εθνικός ποιητής ταυτίζεται με το έθνος. Η ταύτιση αυτή όμως δεν εξυπηρετεί μόνο τις επιδιώξεις του έθνους, αλλά και τις φιλοδοξίες του ποιητή. Η ταύτιση δεν οδηγεί μόνο το έθνος στη δόξα, αλλά και τον ποιητή. Στην προκειμένη περίπτωση δεν έχουμε μόνο ταύτιση με το έθνος, με το μεταφυσι
75
κό στοιχείο, αλλά και με το εμπειρικό, τον χώρο. Ο ι προθέσεις του Ιωάννου διατυπώνονται πιο εύ γλωττα, απ’ ό,τι του Πεντζίκη: Είσαι Νύμφη και είμαι Νυμφίος. Και είσαι η γε νέτειρά μου. Εσύ, βέβαια, κάποτε θα ξανανιώσεις (...). Και στον καιρό της νέας δόξας σου (...) μη μας πατικώσεις μες στην ανωνυμία και τη λησμονιά, όπως τόσο καλά ξέρεις, αλλά να μας ξαναθυμηθείς, να μας πεις υιούς σου και να μας εξυψώσεις». Π αρατηρούμε ότι και τα δύο βιβλία στα οποία έγιναν ot παραπομπές έχουν στον τίτλο τους δη λωτικά σωματικής συγγένειας. Μητέρα Θεσσα λονίκη το βιβλίο του Πεντζίκη Το Δικό μας Αίμα το βιβλίο του Ιωάννου. Σ τόχος και των δύο κειμέ νων η έμφαση σε αυτή τη σωματική σχέση. Βέ βαια η σχέση αυτή δεν είναι προνόμιο των συγγραφέων μόνο, αλλά επεκτείνεται σε όλα τα μέλη του ελληνικού έθνους. Αξίζει ίσως να θυμη θούμε το στρατιωτικό εμβατήριο, το σχετικό με τη Ν. Αλβανία. Έχω μια αδελφή, κουκλίτσα αληθινή, τη λ ένε Βόρειο Ήπειρο, την αγαπώ πολύ. Η σχέση, λοιπόν, αίματος και σωματικής ταύτι σης με το χώρο, επεκτείνεται σε κάθε στρατιώτη που υπερασπίζεται τα συμφέροντα του έθνους. Ο στρατιώτης οφείλει να προστατεύσει την τιμή της αδελφής. Ο ξένος που πατάει το έδαφος της αδελ φής χώρας είναι ο βιαστής που πρέπει να τιμωρη-
76
αφιέρωμα ---------------------------------------------------
θεί από τον αδελφό. (Πρβλ. και το διήγημα του Χριστιανόπουλου Ο Χιλιοστής: «Χαίρομαι που καταλάβατε γιατί σας δώσαμε τα όπλα. Για να σκοτώνετε. Να σκοτώνετε τους εχθρούς της πατρίδος και όποιον σας πειράξει την αδερφή (...)»). Η σχέση σώματος και βιασμού είναι εμφανής σε κάθε εδαφική κατάκτηση. Ο κατακτητής βιάζει τη χώρα, τη μάνα ή την αδελφή του εχθρού και έτσι παρεμβαίνει αυτός στη σωματική σχέση του κατακτημένου και την αλλοιώνει, αλλάζει τη ροή του αίματος. Το κατακτημένο έθνος δεν μπορεί να επαίρεται για την καθαρότητα του αίματός του, αφού στις εθνικές του αρτηρίες πια τρέχει και το αίμα του κατακτητή. Από την άλλη ο κατακτητής που βιάζει ενεργεί εν ονόματι της πατρίδας του και του έθνους του. Ολοκληρώνει το καθήκον του, προσδίδει τιμή στη χώρα του και η πράξη του καθαγιάζεται. Ό σ ο καιρό πολεμούσε, περίμενε να έρθει αυτή η στιγμή. Άλλωστε δεν έχει κανείς πα ρά να θυμηθεί τα συνθήματα και τις αναφωνήσεις των επιστρατευμένων του 1974. Αν πάλι η μνήμη δεν μπορεί να ανατρέξει τόσο μακριά, ίσως κανείς να θυμάται την αναφώνηση της νικήτριας των τελευταίων ολυμπιακών αγώ νων «για την Ελλάδα ρε γαμώτο». Θ α μπορούσα
με να αναγνωρίσουμε την αντωνυμία το ως μια με ταβλητή που οριστικοποιείται κάθε φορά που εμ φανίζεται κάποιο εμπόδιο ικανό να ανακόψει την πορεία του έθνους προς τη δόξα. Η εμφάνιση της αντωνυμίας πριν ή μετά το ρήμα δεν αλλοιώνει στο ελάχιστο τη βαρύτητά του. Αφού όμως πρό κειται για τη δόξα της πατρίδας, η πράξη και το ρήμα καθαγιάζονται, γιατί ο κατακτητής βιά ζοντας τιμά την πατρίδα του. Η περιώνυμη πράξη εξουδετερώνει, εξαφανίζει κάθε εμπόδιο και δεν αφήνει κανένα περιθώριο αμοιβαίας ευχαρί στησης. Η περιλάλητη αναφώνηση, καθαγιασμένη πλή ρως, πολιτογραφήθηκε, μπήκε στο στόμα δημο σιογράφων, έγινε στίχος σε τραγούδι του Καρα γκιόζη και με μικρή παραλλαγή έγινε τίτλος άρ θρου του προέδρου του Παιδαγωγικού Ινστιτού του για τη γλώσσα. Και ίσως πρέπει να πούμε ότι η συστολή που έδειξε το υπουργείο Εθνικής Π αι δείας ήταν αμελητέα όταν στις αφίσες που τύπωσε και διένειμε στα σχολεία, αντικατέστησε το ρήμα με αποσιωπητικά. Τα αποσιωπητικά εξακο λουθούσαν να παραπέμπουν, εξαλείφτηκε η λέξη, αλλά η πράξη ήταν εκεί, ως απόλυτα συμβατή με την εθνική παιδεία.
αφιέρωμα
77
κατάρρευση του κομμουνισμού και το τέλος του ψυχρού πολέμου είχαν σαν επακόλουθο τον επαναπροσδιορισμό των ιδεολογικών αξόνων που καθορί ξουν την ελληνική πολιτική σκέψη, τις ελληνικές στρατηγικές, και τις τοπο θετήσεις των κομμάτων. Η αντιπαράθεση Ανατολής-Δύσης που καθόριζε τον εξωτερι κό προσανατολισμό των κρατών της ψυχροπολεμικής περιόδου έχει παύσει να υφίσταται και η αποτυχία του μοντέλου του υπαρκτού σοσιαλισμού έχει επιφέρει καίριο πλήγμα στον τρόπο υλοποίησης των σοσια λιστικών ιδεωδών που υιοθετούσαν σοσια λιστικά και κομμουνιστικά κόμματα. Με λί γα λόγια, ο άξονας αριστερά-δεξιά δεν έχει τον μονοπωλιακό έλεγχο αλλά ούτε αρκεί για να επεξηγήσει και να προσδιορίσει τις θέσεις και επιλογές των πολιτικών κομμά των της μεταψυχροπολεμικής περιόδου.
IΗ
■
Πρόδρομος Μ. Γιαννάς
α·
εξωτερική πολιτική ανάμεσα σε δυτικοστρεφείς και εθνικιστες
ταδείξει τη διαχρονική συνέχεια αυτής της αντι κυρίαρχη αντιπαράθεση αριστεράς-δεξιάς παράθεσης στη νεοελληνική πολιτική ιστορία με είχε τόσο πολύ σημαδέψει την ελληνική μόνο σημείο τομής τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο πολιτική σκέψη της ψυχροπολεμικής οπότε η διαμάχη μεταξύ λαϊκιστών και εκσυγχρο περιόδου που δεν άφηνε περιθώρια για την νιστών μετατράπηκε από διαπαραταξιακή σε ενανάδειξη άλλων ιδεολογικών τοποθετήσε δοπαραταξιακή.2 ων. Με το τέλος του ψυχρού πολέμου Η κατάρρευση του ιδεολογικού πόλου της Ανα διαφαίνονται στον ορίζοντα ιδεολογικά τολής και η εξασθένηση της αριστερός γενι σχήματα και κατηγορίες που προϋπήρχαν και κότερα αντίστοιχα επανέφεραν στα ελληνικά πο υπέβοσκαν την περίοδο του ψυχρού πολέμου. λιτικά κόμματα τάσεις και ρεύματα που ευθυ Αναφερόμαστε στην αντιπαράθεση μεταξύ λαϊκιγραμμίζονται με βάση τις αντιπαραθέσεις λάίκιστικού-εθνικιστικού και εκσυγχρονιστικού-δυτισμού/εκσυγχρονισμού και εθνικισμού/δυτικοκοστρεφούς λόγου. Η αντιπαράθεση αυτή έχει στρέφειας. Η αντιπαράθεση του λαϊκισμού με τον ιστορία και βαρύτητα στην πολιτική σκέψη μιας εκσυγχρονισμό αναφέρεται κυρίως σε συζητήσεις μεταβατικής κοινωνίας όπως της ελληνικής. Ο Ν. για τις εσωτερικές λειτουργίες και αρμοδιότητες Διαμαντούρος και πιο πρόσφατα ο Ν. Μουζέλης του κράτους, τον ρόλο του κράτους στην οικονο έχουν εκφράσει μέσω του δυαδικού σχήματος μία, τη σχέση κράτους-κομμάτων κ.λπ. Η διαχωλαϊκισμός/εσωστρέφεια - εκσυγχρονισμός/ εξωσριστική γραμμή εθνικισμού - δυτικοστρέφειας τρέφεια τις δύο όψεις της νεοελληνικής πολιτικής αφορά περισσότερο την αντιπαράθεση των δύο κουλτούρας.1 τάσεων σε εξωτερικά θέματα.3 Ο Ν. Αλιβιζάτος από την άλλη πλευρά έχει κα
Η
78
αφιέρωμα ---------------------------------------------------
Η επισήμανση των αντιπαραθέσεων αυτών στα ελληνικά πολιτικά κόμματα δεν είναι κάτι και νούριο. Α ρκετοί αναλυτές του δημόσιου βίου έχουν αναφερθεί στην εμφάνιση δύο διαφορετι κών ρευμάτων ή τάσεων στα δύο κυρίαρχα αστι κά κόμματα.4 Παρακάτω θα αποτολμήσουμε, με αφορμή το διάλογο για τα εθνικά θέματα, μια σκιαγράφηση των εθνικιστικών και δυτικοστρεφών τάσεων που συνυπάρχουν και συναγωνίζονται στη Νέα Δ η μοκρατία και στο ΠΑ.ΣΟ.Κ. Θ α αναφερθούμε κυρίως στις τοποθετήσεις των δύο τάσεων: α) στις επιλογές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής για τη Δημοκρατία των Σκοπιών, β) στο συλλαλητή ριο της Θ εσσαλονίκης (14 Φεβρουάριου 1992), γ) στο μποϊκοτάζ των ολλανδικών και ιταλικών προϊόντω ν (Φ εβρουάριο και Μ άρτιο του 1992) και δ) στο ρόλο του Ελληνισμού ευρύτερα. Τόσο οι εθνικιστές όσο και οι δυτικοστρεφείς των δύο κομμάτων απέβλεπαν στον ίδιο στρατη γικό στόχο: την απόρριψη της αναγνώ ρισης του κρατιδίου των Σκοπιών με το όνομα «Μακεδο νία» ή με οποιοδήποτε άλλο παράγωγό του. Δ ιέ φεραν, όμως, στον τρόπο υλοποίησης του στόχου και στον τρόπο ιεράρχησης των ελληνικών επι λογών. Ο ι εθνικιστές παρουσιάζονταν περισσότε ρο κατηγορηματικοί («αμετακίνητοι», «ανυποχώ ρητοι») στο θέμα της ονομασίας ενώ οι δυτικοστρεφείς ήθελαν να εξαντλήσουν όλα τα περιθώ ρια για τη σύμπλευση των κοινοτικών εταίρων με τις ελληνικές θέσεις.
κάτι τέτοιο θα έδινε τη δυνατότητα στο κρατίδιο «να προωθήσει και να εδραιώσει την ανθελληνι κή του συμπεριφορά με σημείο αναφοράς τη Μ α κεδονία».6
ια να αποφευχθεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο, ο κ. Παπαθεμελής δεν θα δίσταζε να ζητήσει την άσκηση ελληνικής στρατιωτικής πίεσης επί των Σκοπιών. Τέλος, ο διαμελισμός των Σκοπιών, κατά την άποψη των δυτικοστρεφών, εγκυμονούσε τους περισσότερους κιν δύνους για την Ελλάδα γιατί θα αναζωπύ ρωνε τους μεγαλοϊδεατισμούς των γειτόνων τ Σκοπιών, ιδιαίτερα δε της Βουλγαρίας, ενώ γ τους εθνικιστές τυχόν διαμελισμός θα έδινε την ευκαιρία στην Ελλάδα να συμμετάσχει σε αυτόν και να αξιώσει ανάλογα ανταλλάγματα. Ο ι δυτικοστρεφείς, με τη σειρά τους, αντέκρουαν στη λο γική της παρέμβασης με το επιχείρημα ότι η Ελλάδα σέβεται τα διεθνή σύνορα και δεν διεκδικεί τίποτα. Η διεκδίκηση εδαφών εκ μέρους της Ελλάδας, όχι μόνον θα έδινε λαβή στους ανθελ ληνικούς κύκλους που δρουν στο εξωτερικό, αλ λά, το σημαντικότερο, θα καθιστούσε δύσκολη την αμυντική προάσπιση της χώρας αφού στο ανατολικό μέτωπο θα προσετίθετο ένα ακόμα, το βόρειο. Ο ι διαφορές εθνικιστών και δυτικοστρεφών επικεντρώθηκαν και σε επιμέρους θέματα τακτι κής σημασίας όπως το μποϊκοτάζ των ολλανδι κών και ιταλικών προϊόντων και το συλλαλητή ριο της Θεσσαλονίκης. Εθνικιστές, όπως για πα θνικιστές και δυτικοστρεφείς διέφεραν επί ράδειγμα ο πρώην υπουργός εξωτερικών και νυν σης στην αξιολόγηση των εναλλακτικών βουλευτής της ΝΔ Αντώνης Σαμαράς, θεωρούσαν σεναρίων με γνώμονα πάντα τα ελληνικά ότι οι δύο αυτές λαϊκές κινητοποιήσεις ενίσχυαν συμφέροντα. Για παράδειγμα, ο δυτικοτην διαπραγματευτική θέση της Ελλάδας στο στρεφής βουλευτής της ΝΔ Μ ιλτιάδης εξωτερικό.7 Έ β ερ τ υποστήριζε ότι συνέφερε περισσότε Ο ι δυτικοστρεφείς είδαν το μποϊκοτάζ ως μια ρο την ελληνική πλευρά η διατήρηση του άφρονα ενέργεια που στρεφόταν ενάντια στα κράτους των Σκοπιών, παρά η ενσωμάτωσή του συμφέροντα κοινοτικών εταίρων και χαρακτήρι σε μια μεγάλη Σερβία, ή, το χειρότερο, ο διαμελισαν το συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης, ως μια σμός του.5 μαζική διαδήλωση που τροφοδότησε έναν εθνικι Η Ελλάδα θα ασκούσε πολιτική και οικονομι σμό που, αν αφήνονταν ανεξέλεγκτος, θα μπο κή επιρροή επί του κράτους των Σκοπιών ως η μό ρούσε να είχε οδηγήσει σε απομονωτισμό και νη ευρωπαϊκή (κοινοτική) και βαλκανική χώρα με αντι-ευρωπαϊσμό. Ο ι εθνικιστές έβλεπαν την εδραιωμένους δημοκρατικούς θεσμούς και ως τό έξαρση αυτή του εθνικισμού στην Ελλάδα ως πος προέλευσης επενδύσεων και άλλων σημα φυσιολογική αντίδραση στην επιχειρούμενη πα ντικών οικονομικών πρωτοβουλιών. Η προοπτική ραχάραξη της ελληνικής πολιτισμικής κληρονο όμως ενός αυτοτελούς, ανεξάρτητου κράτους των μιάς. Από την άλλη πλευρά, δυτικοστρεφείς όπως Σκοπιών θα έβρισκε εντελώς αντίθετο, πάλι για για παράδειγμα ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ Κώστας παράδειγμα, τον εθνικιστή βουλευτή του ΠΑΣΟΚ Σημίτης ερμήνευαν την εθνικιστική έξαρση ως Στέλιο Παπαθεμελή, ο οποίος θα διεκήρυττε ότι έκφραση της αδυναμίας των κατωτέρων εισο-
Ε
Γ
-------------------------------------------------- αφιέρωμα
δημοτικών τάξεων να ανταποκριθούν στις νέες επιταγές που δημιουργεί η σύγκλιση της ελληνι κής οικονομίας με τις υπόλοιπες των κρατώνμελών της ΕΟΚ και να προσαρμο στούν στην εκκολαπτόμενη ευρωπαϊκή πραγματικότητα.8 Το «Μακεδονικό», όπως και η «Μεγά λη Ιδέα» στο παρελθόν, έφερε στο προ σκήνιο τη διαμάχη για τον τρόπο προ σέγγισης του ελληνισμού και της απο στολής του. Τόσο οι δυτικοστρεφείς όσο και οι εθνικιστές ασπάζονται την ιδέα του οικουμενικού ελληνι σμού αλλά την αντιλαμβάνονται με διαφορετικό τρόπο. Οι μεν δυτικοστρεφείς θέλουν να εδραιώσουν στην ευρωπαϊκή (δυτική) συνείδηση τη συνει σφορά του αρχαίου ελληνικού πολιτι σμού και να προβάλουν την αδιάσπαστη συνέχειά του από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας. Εκθέσεις, σεμινάρια, κέντρα έρευνας και προπάντων ο σεβασμός ίδιων των Ελλήνων για την πολι τισμική τους κληρονομιά είναι τα καλύτερα μέσα προβολής του αρ χαίου ελληνικού πνεύματος. Ο ι δε εθνικιστές προτιμούν να τονί ζουν τον οικουμενικό χαρακτήρα της ορθοδοξίας και αντιλαμβάνονται ως ελληνισμό κυρίως τον ελληνισμό των «αλύτρωτων (χαμένων) πατρίδων», δηλαδή τον ελληνισμό της Κωνστα ντινούπολης, της Β. Ηπείρου, της Κύ πρου, της Ίμβρου, της Τενέδου κ.ο.κ. Για τους εθνικιστές, η στάση της Ελλά
19
δας μέχρι τώρα ήταν παθητική. Η προάσπιση και προώθηση του ελληνισμού απαιτεί καταγγελίες, οπότε παρουσιάζεται η ευκαιρία, της Τουρκίας σε ευρωπαϊκά και διεθνή φόρα και δημιουργία ενός ορθόδοξου τόξου ικανού να αντιταχθεί ισλαμοτουρκικό τόξο που προωθεί η Τουρκία στα Βαλκάνια. Έ ν α πρώτο γενικό συμπέρασμα είναι ότι στις περισσότερες περιπτώσεις ένας πολιτι κός που εκφράζεται ως λαϊκιστής στα εσω'ν τερικά θέματα τείνει στην τάση του εθνικισμού στα εξωτερικά θέματα. Από την άλλη πλευρά, ο πολιτικός που επιλέ:ι τον εκσυγχρονισμό στα εσωτερικά θέματα είναι συγχρόνως δυτικοστρεφής στα εξωτερικά. Βεβαίως, θα υπάρχουν ενδιαφέρουσες υβριδικές περιπτώσεις πολιτικού λόγου που θα επιλέγει π.χ. τον εθνικισμό στα εξωτερικά θέματα με τον εκσυγχρονισμό στα εσωτερικά θέματα. Αλλά μάλλον περιπτώσεις σαν αυτή αποτελούν εξαίρεση παρά τον κανόνα. Το δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι όντως έχουμε δύο τρόπους σκέψης και ερμηνείας των εθνικών μας θε μάτων, που φυσικά υποδεικνύουν ρι ζικά διαφορετικές επιλογές και χειρι σμούς για την ελληνική εξωτερική πο λιτική. Το γεγονός όμως ότι οι δύο ιδεολο γικές τάσεις συνυπάρχουν τόσο στο κυβερνών όσο και στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης εγγυάται ότι η αντιπαράθε ση για τα εθνικά θέματα, όσο καυτή και αν φαίνεται μερικές φορές, δεν θα κινηθεί εύ κολα προς τα άκρα.
Σημειώσεις
1. Ρ. Nikiforos Diamandouros, «Politics and Culture in Post-Authoritarian Greece: An Interpretation», αδημοσίευτη εργασία, Αθήνα, 1991. Νίκος Μουζέλης, «Θεσμοί και Πολιτική κουλτούρα», Το Βήμα, 23 Αυγούστου 1992, σελ. Α10-11. 2. Νίκος Αλιβιζάτος, «Θεσμοί και λαϊκισμός», Το Βή μα, 17 Σεπτεμβρίου 1989. 3. Η έννοια του «εθνικισμού» δεν χρησιμοποιείται εδώ απαραίτητα με αρνητική χροιά. Η αρνητική διάστα ση του εθνικισμού μπορεί εύκολα να χαρακτηρισθεί «σωβινισμός». 4. Πέτρος Ευθυμίου, «Ίτε παίδες ελλήνων», Το Βήμα, 9 Φεβρουάριου 1992, σελ. Α9. Νίκος Μαράκης, «Το Κόμμα των Εκσυγχρονιστών και το Κόμμα των
5. 6. 7. 8.
Εθνικιστών», Το Βήμα, 21 Ιουνίου 1992, σελ. Α10. Οι τάσεις αυτές υπάρχουν και στον Συνασπισμό της Αριστερός αλλά τα στενά περιθώρια αυτής της μελέ της δεν επέτρεψαν την ανάλυσή τους. Βλέπε συνέντευξη στον Οικονομικό Ταχυδρόμο, 12 Μαρτίου 1992, σελ. 30. Στέλιος Παπαθεμελής, «Το Μακεδονικό σήμερα και ποιες οι πιθανές εξελίξεις», Το Βήμα, 16 Δεκεμβρίου 1990, σελ. Β12. Νίκος Μαράκης, «Ποιος δεν ήθελε το συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης», Το Βήμα, 16 Φεβρουάριου 1992, σελ. Α7. Συνέντευξη Κ. Σημίτη στην Ελευθεροτυπία, 17 Φε βρουάριου 1992, σελ. 29.
Ε Κ Δ Ο Σ Ε ΙΣ
Δ Ε Λ Φ
ΙΝ Ι^
Μια δυναμική παρουσία στο χώρο του βιβλίου ΜΑΝΟΣ ΚΟΝΤΟΛΕΟΝ
ΑΝΝΑ ΔΟΜΗΝΙΚΟΥ
Αποφάσισα σκοτωσω τον Ερμόλαο
Το χάρτινο σπέρμα
ΚΟΣΤΑΣ ΚΟΝΤΟΔΗΜΟΣ
ΜΗΤΙΟΧ ΑΑΕΞΑΝ^ΡΟΠΟΥΑΟΣ
ΕΑΕΝΗ ΒΟ ΪΣ Κ Ο Υ
Δαίμονες και Δαιμονισμένοι Θεμιστοκλέους 23-25, 106 77 Αθήνα Τηλ. 36.30.955, Fax 6450764
Έ να από τα σπουδαιότερα μυθιστορήματα τής αγγλικής γλώ σσας στην πρώ τη του ελληνική μετάφραση (2 τόμοι, 1 .2 7 0 σελίδες):
©UTi NBERi i
® If?BOS LOTO
• ΓΙΩΡΓΗΣ ΓΙΑΤΡΟΜΑΝΩΛΑΚΗΣ Ανωφελές διήγημα • ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ
Ο ναύτης • ΣΩΤΗΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Ν ’ ακούω καλά τ’όνομά σου • ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΟΤΖΙΑΣ Το σοκάκι • ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΝΙΩΤΗΣ Το ρεπερτόριο του χειμώνα • ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΜΗΛΙΩΝΗΣ Χειριστής ανελκυστήρος • ΚΩΣΤΟΥΛΑ ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ Το λούνα παρκ ήταν κλειστό • ΜΕΝΗΣ ΚΟΥΜΑΝΤΑΡΕΑΣ Η συμμορία της άρπας • ΣΠΥΡΟΣ ΠΛΑΣΚΟΒΙΤΗΣ Το πουκάμισο του καθηγητή • ΑΣΗΜΑΚΗΣ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ Φύλλα ημερολογίου • ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΡΑΠΤΟΠΟΥΛΟΣ Ο εργένης • ΑΡΗΣ ΣΦΑΚΙΑΝΑΚΗΣ Η νόσος των κινέζικων εστιατορίων • ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΙΑΜΠΟΥΣΗΣ Εκτός έδρας • ΝΑΤΑΣΑ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ Ξένοι στην πόλη
Γ. Γενναδίου 3 χηλ. 3 6 .09.712 - 36.02.007