αστυνομική Λογοτεχνία
ΑΡ1Θ. 86 · 25.1.84 ·,ΔΡΧ. 120
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ «ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ- ΠΡ. ]
πύρινο: cosmos ΒΙΒΛΙΑ - ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΑΡΧΑΙΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΘΡΗΣΚΕΙΕΣ - ΙΕΡΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΓΙΟΓΚΑ - ΙΝΔΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΙΔΕΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΙΠΠΟΚΡΑΤΟΥΣ 16 ΤΗΛ. 3602883
ΚΡΙΣΤΟΦΕΡ ΣΜΩΛ
ΕΡΙΚ ΣΑΛΤΐΣΜΑΝ
Μουσική Κοινωνία Παιδεία
Εισαγωγή στή μουσική τοΰ 20ου αιώνα
Μετάφρ. Μ. Γρηγορίου
Μετάφρ. Γ. Ζερβός
εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ Μαυρομιχάλη 9. ’Αθήνα 10679 Τηλ. 3607744 - 3639962
\ ____________________ ________________________ s
«Για παιδιά και νέους» 1Έλληνες δεν διαβάζουν. Δεν εί ναι ένας αφορισμός. Είναι ένα συμπέρασμα. Και πάλι, όχι βαθυστόχα στων αργόσχολων, αλλά ερευνών και σφυγμομετρήσεων που γίνονται κατά καιρούς όχι για να χρησιμεύσουν τα στοιχεία αυτά που έρχονται στο φως σε κάτι, αλλά για να πληροφορηθούν όσοι διαβάζουν τις εφημερίδες και τα περιοδικά - ποιες είναι οι σχέσεις του Νεοέλληνα με το διάβασμα. Το πώς εί ναι δυνατόν μια έρευνα που περιορί ζεται σε μερικές εκατοντάδες κατοί κους της χώρας αυτής, να είναι αξιοσέβαστη, είναι μια ιστορία που αφορά τους τρόπους που διεξάγονται οι έρευνες αυτές. Η ρετσινιά όμως μέ νει: «Οι Έλληνες δεν διαβάζουν!» Αν δεχθούμε πως πρόκειται για μια αποστροφή-συμπέρασμα κι όχι για έναν ισχυρισμό, θα πρέπει να ελαφρώσουμε κάπως τους κατηγορούμενους. Γιατί δεν διαβάζουν; Πόσο θα έπρεπε να διαβάζουν; Πόσοι από όσους ξέρουν να διαβάζουν -γνωρίζουν δηλαδή ανά γνωση- δεν διαβάζουν; Πόσοι δεν γνωρίζουν ανάγνωση -αυτούς τους λέμε αναλφάβητους- καθόλου και όμως κατηγορούνται άδικα; Και το κυριότέρο: μήπως δεν φταίνε οι Έλλη νες που δεν διαβάζουν αλλά όσοι δεν φρόντισαν να τους μάθουν να διαβά
0
ζουν; Μήπως το κακό -η κακή αρχήβρίσκεται στα σχολικά θρανία; Εκεί τα παιδιά καταναγκάζονται να διαβάζουν τα σχολικά τους βιβλία όπου και ο τρόπος και η ποιότητά τους δημιουρ γούν τις πρώτες αναστολές για διάβα σμα. Μέχρι πρόσφατα -κ ι ακόμη το κακό δεν παρήλθε- το διάβασμα εξω σχολικών βιβλίων εδιώκετο. Η διδα σκαλία της παιδικής λογοτεχνίας στις παιδαγωγικές ακαδημίες μόλις τελευ ταία έγινε μάθημα. Ποιος θα δίδασκε λοιπόν τα παιδιά να διαβάζουν βιβλία άλλα από τα υποχρεωτικά του σχολεί ου; Μήπως λοιπόν είναι άδικη η κατη γορία πως το διάβασμα και οι Έλληνες δεν έχουν καλές σχέσεις; ΧΕΔΟΝ ακόμη, με την πληθώρα των παιδικών βιβλίων, η προσέγγι ση των παιδιών προς αυτά τα οχήματα της χαράς, είναι δύσκολη. Παραμένει προνόμιο των λίγων παιδιών η δυνατό τητα να αποκτήσουν και να διαβάσουν ό,τι αποτελεί για τα ξένα παιδιά κοινή υπόθεση. Πού είναι οι σχολικές κι οι παιδικές βιβλιοθήκες; Στις προθέσεις μας. Έτσι, το παιδικό βιβλίο βρίσκεται ουσιαστικά στη διάκριση όχι αποκλει στικά των συγγραφέων και οργάνων διάδοσης της ανάγνωσης, αλλά των συγγραφέων και των οργάνων παρα-
Σ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ
γωγής, των εκδοτών, και των μεταπρα τών, των βιβλιοπωλείων, κι όχι των βι βλιοθηκών, οι οποίες δεν διεδραμάτισαν ποτέ κανένα ρόλο στον τόπο μας. ΠΑΡΧΕΙ μια άνθηση του παιδικού βιβλίου τον καιρό αυτό. Πρόκειται για μια άνθηση εμπορική, θεματογραφική και ιδεολογική. Η εικόνα έχει αλ λάξει τα τελευταία χρόνια. Η αισθητι κή του παιδικού βιβλίου έχει βελτιω θεί κατά πολύ, άσχετα με την φαντα σμαγορική του εμφάνιση η οποία δεν συμβαδίζει πάντοτε με την καλλιτεχνι κή ποιότητα. Ο αριθμός των συγγρα φέων οι οποίοι επιδίδονται στο είδος με επιτυχία, έχει αυξηθεί. Παλαιοί και νέοι εκδότες έχουν ρίξει το βάρος τους στην κυκλοφορία βιβλίων για παιδιά, άλλοτε αξιόλογων κι άλλοτε όχι. Οι πάγκοι των βιβλιοπωλείων φω σφορίζουν από τα πολύχρωμα εξώ φυλλα. Μένει βέβαια το πρόβλημα της επιλογής. Ποιος μπορεί να διαλέξει το καλό βιβλίο; Ο γονιός; Ο πωλητής; Με ποια κριτήρια; Στο τέλος επιβάλλεται η άποψη «βιβλίο νάναι, και ό,τι νάναι». Αλήθεια, είναι τόσο καθυστερημένη η διακίνηση, τόσο μικρός ο αριθμός των παιδιών που μπορούν να έχουν ένα βι βλίο, που σε αντιστάθμισμα της προσ φοράς των φτηνών εντύπων του περί πτερου, το βιβλίο μοιάζει με θείο δώ ρο.
Υ
ΚΟΜΗ, αυτήν την εποχή το βιβλίο για παιδιά είναι υπόθεση ευθύνης την οποία έχουν οι εκδότες. Η ζήτηση -ειδικά τις γιορτές- είναι μεγάλη: το παιδικό βιβλίο έχει καλή αγορά. Η ευ θύνη όμως όσων ασχολούνται με τη συγγραφή και την παραγωγή του, είναι μεγαλύτερη. Η ευαίσθητη παιδική ψυ χή μπορεί μ’ ένα βιβλίο να νιώσει μια γνήσια χαρά και τέρψη. Μπορεί όμως να υποστεί κι αμέτρητων άλλων ειδών επιρροές. Ένας συνεπής εκδότης λο γαριάζει το στοιχείο αυτό και προ γραμματίζει την παραγωγή του σε πλαίσια όπου η παιδαγωγική, η ιδεολο γία, η πληροφόρηση, η χαρά, η αισθη τική καλλιέργεια, είναι στοιχεία όχι απλώς παρόντα, αλλά και δημιουργικά. Βρίσκονται εκεί. Κάνει τις επιλογές των συνεργατών του, των έργων τους, των ειδικών που θα επιμεληθούν τις εκδόσεις.
Α
ΑΠΟΤΕ, στις ιστορίες της παιδικής λογοτεχνίας θα πρέπει να γίνει λόγος για τη συμβολή των εκδοτικών οίκων στη διαμόρφωση και τη διάδοσή της. Με τον ίδιο τρόπο που μιλάμε για το έργο ενός συγγραφέα και για το ρόλο που έπαιξε στη λογοτεχνία της χώρας του, θα πρέπει να σταθούμε -α ν υπάρχει τέτοια περίπτωση- και στη συμβολή του εκδότη. Περίπου εκατό ονόματα Ελλήνων συγγραφέων
Κ
και κάπου τριάντα τόσα ξένων, βρί σκονται στον τελευταίο κατάλογο του ΚΕΔΡΟΥ κάτω από την κατηγορία βι βλία «Για παιδιά και νέους». Είναι οι συγγραφείς που βιβλία τους κυκλοφο ρούν αυτή τη στιγμή στα βιβλιοπωλεία όλης της χώρας. Άλλα ονόματα -κα ι υπάρχουν κι άλλα- δεν φαίνονται, για τί τα βιβλία τους αυτή τη στιγμή έχουν εξαντληθεί. Πρόκειται για έναν αριθμό συγγραφέων πολύ σεβαστό. Ο αριθ μός των βιβλίων των Ελλήνων συγγρα φέων φτάνει στον 217. Πρόκειται για δείκτες οι οποίοι αποκαλύπτουν το ενδιαφέρον του ΚΕΔΡΟΥ για το παιδι κό βιβλίο. Θα ήταν όμως κενό περιε χομένου το νούμερο αν μόνο η αριθ μητική ισχύς ήταν ο στόχος του. Ο ΚΕ ΔΡΟΣ τα τελευταία χρόνια έχει δια δραματίσει ένα σημαντικό ρόλο στην παραγωγή και διάδοση του καλού παι δικού βιβλίου, δίνοντας την ευκαιρία σε νέους συγγραφείς και εικονογράφους, αλλά έχοντας ταυτόχρονα εξα σφαλίσει τη συνεργασία και παλαιότερων. Ίσως, δεν θα ήταν υπερβολικό να γραφεί πως σήμερα στο παιδικό βιβλίο είναι Ο εκδότης. Με τις επιλογές που το επιτελείο του εξασφαλίζει, σε συγ γραφείς και τίτλους, ο ΚΕΔΡΟΣ προώ θησε την υπόθεση του παιδικού βι βλίου. (Θα πρέπει εδώ να ανοίξει μια παρένθεση: πολλές φορές σχολιάστη κε το γεγονός πως σε εκπομπές στο ραδιόφωνο και σε προγράμματα της τηλεόρασης, οι καλεσμένοι ήταν απο κλειστικά συνεργάτες του ΚΕΔΡΟΥ. Αυτό είναι μία αλήθεια η οποία δεν αποκαλύπτει τίποτα άλλο παρά ότι ο κύκλος των συνεργατών του είναι τό σο μεγάλος και ο αριθμός των εκδόσεών του τόσο ακόμη μεγαλύτερος που τα ποσοστά της εμφάνισής τους είναι σε αναλογία αυτά που ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα: Ο ΚΕ ΔΡΟΣ εκδίδει περισσότερους συγγρα φείς από οποιονδήποτε άλλο εκδότη
και ο αριθμός των εκδόσεών του είναι ο μεγαλύτερος που εμφανίζεται σε οποιονδήποτε κατάλογο. Αυτή είναι η αλήθεια, και για όσους δεν την γνωρί ζουν, η απάντηση). ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ του τελευταίου Γε νικού Καταλόγου (4ο τρίμηνο 1983), φέρνει στην επιφάνεια κι ένα ακόμη στοιχείο, πολύ σημαντικό: πολ λοί τίτλοι παιδικών βιβλίων έχουν κά νει πολλές εκδόσεις, ένα χαρακτηρι στικό της επιτυχίας που σημειώνουν, γιατί καθόλου δε σημαίνει πως ένας κατάλογος «φουσκωμένος» με τίτ λους, είναι και εύρωστος. Η επιτυχία ορίζεται από τον αριθμό των εκδό σεων ενός τίτλου κι ακόμη από την συχνή εμφάνιση ενός συγγραφέα με νέα έργα του. Ακόμη, θα πρέπει να σταθεί κανείς στο γεγονός πως συγ γραφείς με καταξιωμένο έργο «για με γάλους», στον ΚΕΔΡΟ δοκίμασαν το ταλέντο τους και στη λογοτεχνία για παιδιά: Γιάννης Ρίτσος, Πέτρος Αμπατζόγλου, Πέπη Δαράκη, Γιώργος Ιωάννου, Παντελής Καλιότσος, Τατιάνα Μιλλιέξ, Γιάννης Μανούσακας, Γιάν νης Νεγρεπόντης, Παυλίνα Παμπούδη, Έλλη Παπαδημητρίου, Χάρης Σακελλαρίου, Διδώ Σωτηρίου.
Η
ΠΟ τους συγγραφείς που έχουν αφήσει το όνομά τους στην παιδι Α κή λογοτεχνία από παλιότερα χρόνια, σημειώνουμε μερικούς: Έλλη Αλε ξίου, Ελένη Βαλαβάνη, Γεωργία Δεληγιάννη-Αναστασιάδη, Άλκη Ζέη, Φανή Παπαλουκά, Ελένη Περάκη, Δημήτρης Ραβάνης-Ρεντής, Κίρα Σίνου, Νίτσα Τζώρτζογλου, Πιπίνα Τσιμικάλη, Δανάη Τσουκαλά. Από τη νεότερη γενιά: Ζωή Βαλάση, Άννα Γκέρτσου, Μαρούλα Κλιάφα, Αργυρώ Κοκορέλη, Γεωργία Λεράκη, Μάρω Λοΐζου, Ειρήνη Μάρρα, Βούλα Μάστορη, Γιώργος Μαρίνος, Ειρήνη Νάκου, Μυρτώ Νίλσεν, Αθηνά
Παπαδάκη, Άννα Σαφιλίου, Σούλη Σουρή, Σπύρος Τσίρος, Ευγενία Φακίνου, Θέτη Χορτιάτη. ΥΓΓΡΑΦΕΙΣ οι οποίοι εμφανίζονται στον κατάλογο με πολλά βιβλία τους: Ελένη Βαλαβάνη (5), Ζωή Βαλάση (4), Σοφία Ζαραμπούκα (24), Άλκη Ζέη (6), Μαρούλα Κλιάφα (4), Γεωργία Λεράκη (4), Μάρω Λοΐζου (5), Γιώργος Μαρίνος (5), Ειρήνη Μάρρα (4), Βούλα Μάστορη (4), Ζωρζ Σαρή (15), Κίρα Σίνου (5), Άννα Σαφιλίου (6), Πιπίνα Τσιμικάλη (4), Σπύρος Τσίρος (6), Δανάη Τσουκαλά (8).
Σ
Β ΙΒΛΙΑ με πολλές εκδόσεις:
Της
Άλκης Ζέη: Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου (11 εκδόσεις), Το καπλάνι της βιτρίνας (11), Ο θείος Πλάτων (5), Κοντά στις ράγες (5), Τα ξύλινα σπα θιά, του Παντελή Καλιότσου (7), Η ηλιαχτίδα, της Μαρούλας Κλιάφα (3). Του Αλέξη Κυριτσόπουλου: Το παρα μύθι με τα χρώματα (4), Ένα παραμυθάκι για χειμώνα και καλοκαίρι (4). Μι κρές ιστορίες, της Ειρήνης Νάκου (3), 15 παραμύθια, του Γιάννη Νεγρεπόντη (3). Δεκαπέντε κάπως περίεργα παρα μύθια, της Παυλίνας Παππούδη (3). Της Ζωρζ Σαρή, Όταν ο ήλιος... (13), Κόκκινη κλωστή δεμένη (4), Ο θησαυ ρός της Βαγίας (14), Το ψέμα (15), Τα γενέθλια (11). Στη χώρα των μαμούθ, της Κίρας Σίνου (3), Μέσα στις φλό γες, της Διδώς Σωτηρίου (3), Τα παρα μύθια της Νεφέλης, της Δανάης Τσου καλά (4). Ι εικονογράφοι -τακτικοί συνερ γάτες του ΚΕΔΡΟΥ- οι οποίοι έδωσαν πραγματικά μια νέα ώθηση στην αισθητική άνοδο του παιδικού βι βλίου, η Σοφία Ζαραμπούκα και ο Αλέξης Κυριτσόπουλος, πλαισιώνονται από άλλους άξιους συναδέλφους τους, όπως: η Τζούλια Ανδρειάδη, ο
Ο
ΚΕΛΡΟ£
Διονύσης Βαλάσης, η Τζένη Δρόσου, η Νίνα Σταματίου, ο Νίκος Μαρουλάκης, η Λύδια Σαρρή, η Λουίζα Μοντεσάντου, η Σούλη Σουρή, κ.ά. ερικά από τα ξένα βιβλία τα οποία μεταφράστηκαν, ανήκουν στους: Χοσέ Μάουρο ντε Βασκονσέλος, Γεβγένι Βελτιστόβ, Ντόρα Γκαμπέ, Μ. Θερβάντες, Τομίκο Ινούι, Κ. Σ. Λιούις, Αζίζ Νεσίν, Γιούρι Ντμήτριεφ, Αλ. Πούσκιν, Τζάνι Ροντάρι, Αλέξη Τολστόι, Τζ. Τόλκιν, Έντουαρντ Φέντον, Ανρί Τρουαγιά, με μεταφραστές όπως η Άλκη Ζέη, ο Γιάννης Ρίτσος, η Ζωρζ Σαρή, ο Κώστας Βάρναλης, η Τζένη Μαστοράκη, η Κίρα Σίνου, ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, η Νίτσα Χαρβάτη, η Λήδα Μοσχονά, η Χρ. Δεληγιάννη, η Α. Γαβριηλίδη, κ.ά.
Μ
ΚΕΔΡΟΣ έδωσε μια γερή ώθηση στο παιδικό βιβλίο, ελληνικό και ξένο. Η συμβολή του ορίζεται από τις ευκαιρίες που έδωσε στους νέους συγγραφείς, την ενθάρρυνση για μια διεύρυνση της θεματογραφίας, την ενίσχυση της άποψης πως η ιδεολογία και τα σύγχρονα προβλήματα μπορούν και πρέπει να περνούν στην παιδική λογοτεχνία -αρκεί η τελευταία να μην αποστερείται τους όρους της καλλιτε χνικής δημιουργίας-, τη διάθεση να προβάλλει καλλιτέχνες-εικονογράφους με τολμηρές ιδέες οι οποίες οδήγησαν ήδη σε επιτεύγματα. Το επι τελείο του γνωρίζει πολύ καλά τους σκοπέλους, τις αναστολές και τις ποι κίλες δυσκολίες και έχει συναίσθηση των αδυναμιών του. Επειδή όμως τις γνωρίζει, προσπαθεί να βρίσκει συνε χώς τρόπους για να προωθεί το πρό γραμμά του με περισσότερη επιτυχία και λιγότερες αποτυχίες. Οι αναγνώ στες, εδώ οι μικροί αναγνώστες, έχουν ταυτίσει το καλό γι’ αυτούς βι βλίο με τον ΚΕΔΡΟ.
Ο
Γραφτείτε συνδρομητές Εσωτερικού Απλή »
(15 τευχών): (25 τευχών):
1.600 δρχ. Σπουδαστική* (15 τευχών): 1.500 δρχ. 2.500 δρχ. » (25 τευχών): 2.300 δρχ.
Οργανισμών, Τραπεζών, Ιδρυμάτων (25 τευχών): 3.000 δρχ.
Εξωτερικού Απλή (15 τευχών): Απλή (25 τευχών): Σπουδαστική* (15 τευχών): Σπουδαστική* (25 τευχών): Σχολών Βιβλιοθηκών Ιδρυμάτων (25 τευχών):
* Οι σπουδαστές μέσης, ανώτερης και ανώ τατης εκπαίδευσης γράφονται συνδρομητές με την επίδειξη ή την αποστολή φωτοτυπίας της σπουδαστικής τους ταυτότητας ή της αστυνομικής (αν είναι μαθητές).
Δολ. ΗΠΑ
Κύπρος 22 34 20 31
Ευρώπη 25 39 23 36
Αμερική Ασία Αφρική 28 44 26 41
Αυστραλία 31 50 30 47
40
45
50
56
Εμβάσματα στη διεύθυνση: Κατερίνα Γρυπονησιώτου περιοδικό «Διαβάζω» Ομήρου 34 Αθήνα 106 72
Συμπληρώστε τη σειρά Τιμή μηνιαίων τευχών: 150 δρχ. (διπλών 230 δρχ.) Τιμή δεκαπενθήμερων τευχών: 120 δρχ. Τα παλιά τεύχη του «Διαβάζω» μπορείτε ή να τα αγοράσετε από τα γραφεία του περιοδικού ή, αν μένετε στην επαρχία, να ζητήσετε να σας τα στείλουμε με αντικαταβολή.
ΔΙΑΒΑΖΩ ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
Ομήρου 34, Αθήνα - 106 72 Σύνταξη: 36.40.487 Λογιστήριο: 36.40.488 Διαφημίσεις: 36.26.910
Τεύχος 86
Π Ε Ρ ΙΕ Χ Ο Μ Ε Ν Α
25 Ιανουάριου 1984 Τιμή: Δρχ. 120 Εκδότης: Ά ννα Πετρίδου Ιδρυτής: Περικλής Αθανασόπουλος Διευθυντής: Γιώργος Γαλάντης Αρχισυντάκτης: Νίκος Στεφανάκης Σύνταξη: Σοφία Γεμενάκη, Δημήτρης Δεληπέτρος, Θεοδώρα Ζερβού, Βασίλης Καλαμαράς, Κώστας Καλημέρης, Ηρα κλής Παπαλέξης, Βάσω Σπάθή, Μαρία Στασινοπούλου, Ελένη Στεφανάκη Γραμματεία Σύνταξης: Γιώργος Σαρηγιάννης Οικονομικός υπεύθυνος: Βάσω Σπάθή Διαφημίσεις: Ηρακλής Παπαλέξης Σελιδοποίηση-Μοντάξ: Νένη Ράις Στοιχειοθεσία: Φωτοκύτταρο ΕΠΕ, Υμηττού 219, τηλ. 75.16.333 - 75.14.958. Διαφάνειες εξωφύλλου: Δ. Π. Αγγελής, Πειραιώς 1, τηλ. 32.44.325 Φωτογραφίσεις-Μοντάξ: I. Χριστοδουλ ά κο ς- I. Κοριαλιάς Ο.Ε., Α. Μεταξά 26, τηλ. 36.41.134 Εκτύπωση: Αφοί Τσαλδάρη Ο.Ε., Φυ λής 35, Καματερό, τηλ. 26.10.918 Βιβλιοδεσία: Νικ. Κατριβάνος και Σία G.E., Στ. Γόνατά 48, τηλ. 57.49.951 Διανομή: Νέο Πρακτορείο Τύπου Κεντρική διάθεση: Αθήνα: Πομώνης Διονύσιος Ζαλόγγου 1 τηλ. 36.20.889 Πειραιάς: -Βιβλιοπωλείο «Κιβωτός» Δραγάτση 1 Θεσσαλονίκη: Βιβλιοπωλείο Μ. Κοτζιά και Σία Τσιμισκή 78 τηλ. 279.720, 268.940 Κύπρος: Πρακτορείο βιβλίου Χρ. Ανδρέου και Σία Ρηγαίνης 64 Λευκωσία Υπεύθυνος τυπογραφείου: Βαγγέλης Πο νώσόπουλος, Υμηττού 219 Εξώφυλλο: Γιώργος Γαλάντης
ΧΡΟΝΙΚΑ ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ ΡΕΠΟΡΤΑΖ: Ποιος θυμάται τη «Μάσκα» (Γράφει ο Χρ. Αγγελάκος) Η ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
8 10 12
ΑΦΙΕΡΩΜΑ Δημήτρης Χανός: Η προέλευση και η πορεία της αστυνομικής φίλολόγιας μέσα από τα λαϊκά περιοδικά και φυλλάδιά Στάθης Βαλούκος: Ιστορίες με ντετέκτιβ στη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο Αλέξανδρος Ζήρας: Η τέχνη του φόνου και η τεχνική της αφήγησής
14 26 32
Βαγγέλης Παραμπούκης: Ο ψευτοπροβληματισμός του κυρίαρχου αστυνομικού αφηγήματος Βασίλης Σπηλιόπουλος: Ανιχνεύοντας τον κόσμο τοιJ Γιάννη Μαρή Βασίλης Ραφαηλίδης: Η ηθική χρησιμοποίηση του φόνου στο αστυνομικό μυθιστόρημα
36 39 46
ΟΔΗΓΟΣ ΒΙΒΔΙΩΝ ΕΠΙΛΟΓΗ ΔΙΚΑΙΟ: Γράφει ο Γ. Μ. Παπαχατζής ΠΟΙΗΣΗ: Γράφει ο Γ. Κ. Καραβασίλης ΜΕΛΕΤΕΣ: Γράφει ο Βαγγέλης Κάσσος
49 52 54
ΠΛΑΙΣΙΟ: Γράφει ο Β. Παγκουρέλης
51
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ Η νεοελληνική λογοτεχνία στη μέση εκπαίδευση
58
ΔΕΛΤΙΟ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ
69
ΚΡΙΤΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
77
στο επόμενο «Διαβάζω»
συνεντεύξεις με 17 νέους λογοτέχνες
ΧΡΟΝΙΚΑ Δημιουργία βιβλιογραφικού αρχείου ΤΟ Ίδρυμα Ερευνών για το Παιδί, ένας από τους στόχους του οποίου είναι η υποβοήθηση της μελέτης όλων των θεμάτων που έχουν σχέση με το παιδί, με την ιστορία της παιδι κής ηλικίας στην Ελλάδα και με τις στάσεις και αντιλήψεις της ελληνικής κοινωνίας- απέναντι στο παιδί, άρχισε μετά την ίδρυσή του τη δημιουργία ενός βιβλιογραφικού αρχείου με όλες τις δημοσιεύσεις που έχουν σχέση με την τρυφερή αυτή ηλικία. Τα λήμματα που έχουν ώς τώρα συλλεγεί και ταξινομηθεί είναι πε ρισσότερα από 20.000. Ενώ συνεχίζε ται η συγκέντρωση των λημμάτων το ίδρυμα προχωρεί στην κωδικοποίηση και ταξινόμησή τους με τη βοήθεια ηλεκτρονικού υπολογιστή, ώστε το σημαντικό αυτό πληροφοριακό υλικό να γίνει εύχρηστο. Στο επόμενο στάδιο αυτή η τράπε' ζα πληροφοριών για το παιδί θα συν δεθεί με τα αντίστοιχα διεθνή κέντρα. Έτσι θα δημιουργηθούν οι προϋποθέ σεις για την ολοκλήρωση ενός πραγ ματικού Κέντρου Τεκμηρίωσης για το Παιδί σύμφωνα με τις διεθνείς προ διαγραφές. Στο στάδιο αυτό η χρήση του πλη ροφοριακού υλικού περιορίζεται στους συνεργάτες του ιδρύματος, όταν όμως ολοκληρωθεί η ηλεκτρονι κή επεξεργασία και ταξινόμηση, το υλικό αυτό θα είναι προσιτό σε οποιοδήποτε ερευνητή.
Πειραματικό πρόγραμμα για την τυπογραφία ΤΟ Φεβρουάριο το Κέντρο Μελετών και Αυτομόρφωσης ξεκινά ένα πειρα ματικό πρόγραμμα διάρκειας 8 μηνών με 30 άνεργους νέους και νέες 18-25 χρονών, με στόχο την εντελώς δω ρεάν προετοιμασία τους για το χώρο των εκδόσεων και της τυπογραφίας. Το πρόγραμμα δεν προβλέπει απλά
προ λεγο μένα και μόνο τη διδασκαλία γνώσεων και τεχνικών του επαγγέλματος. Οι νέοι που θα συμμετέχουν θα αποκτήσουν ή θα τελειοποιή σουν, αφενός, τις απαραίτητες γνώ σεις των διαφόρων τυπογραφικών τε χνών, σε ανοιχτούς κύκλους μάθησης και μέσα από επισκέψεις εργασίας σε ατελιέ, τυπογραφεία, εφημερίδες και περιοδικά· αφετέρου, θα επεξεργα στούν από κοινού μορφές συλλογικής σκέψης και δράσης· θα διερευνήσουν συλλογικά το κύ κλωμα των εκδόσεων και της τυπο γραφίας· θα προβληματιστούν πάνω στο ρό λο και τη σημασία του εντύπου ως μέ σου έκφρασης και επικοινωνίας, τυ πώνοντας ταυτόχρονα το δικό τους πειραματικό έντυπο. Σχετικές πληροφορίες παρέχονται στους ενδιαφερόμενους στα τηλέφω να 3246937 και 3215680.
Βιογραφικό λεξικό και ζωολογία Ο ΘΟΡΥΒΟΣ που προξένησε η διαφη μιστική εκστρατεία για τη νέα εγκυ κλοπαίδεια που κυκλοφόρησε η Εκδο τική Αθηνών, μας έκανε στην αρχή επιφυλακτικούς γ ι’ αυτή την έκδοση, αν και υπήρχαν εγγυητές για την ποιότητά της όπως οι καθηγητές Ελέ νη Αρβελέρ, Μανώλης Ανδρόνικος και Γιώργος Κουμάντος. Όταν όμως έφτασαν στα χέρια μας οι δύο τόμοι της σειράς, διαπιστώσα
με ότι η εφαρμογή των όσων σχεδιά σανε οι υπεύθυνοι της έκδοσης είχε ένα εξαιρετικό αποτέλεσμα. Οι δύο τόμοι που έχουν κυκλοφο ρήσει μέχρι σήμερα είναι: ένας από τους οκτώ της σειράς Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό κι ένας από τις θετι κές επιστήμες. Η εγκυκλοπαίδεια αυτή, που έχει το προσόν να συνδυάζει σε δύο κατατά ξεις την ύλη της -σε αλφαβητική και θεματική- μας εντυπώσιασε με τους μέχρι τώρα τόμους της για την αρτιό τητα της έκδοσης, ιδιαίτερα στο Παγ κόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, και μας έκανε να σκεφτούμε πόσο χρήσιμη εί ναι όχι μόνο σε μαθητές, σπουδαστές και φοιτητές αλλά και σε οποιονδήποτε απλό μελετητή και ερευνητή·. Έχει τον τίτλο Εκπαιδευτική Ελληνική Εγ κυκλοπαίδεια και φέρνει την υπογρα φή του εκδοτικού οίκου που μέχρι τώρα έχει εκδώσει τους Θησαυρούς του Αγίου Όρους, την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους και άλλες εκλε κτές σειρές.
Φασίστας κι ο Κοραής; ΤΟ να προσθέτεις χιτλερικό μουστά κι, σβάστικα και να σχεδιάζεις καπέλο των ναζί σ’ ένα οποιοδήποτε άγαλμα, είναι μια εύκολη πράξη που δίνει το φασιστικό χαρακτηρισμό στην προσω πικότητα που παρουσιάζει το άγαλμα και ταυτόχρονα εκφράζει τις πολιτι κές σου απόψεις. Για δεύτερη φορά μέσα στο ’83 το άγαλμα του Κοραή που βρίσκεται στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου δέχτη κε το βανδαλισμό κάποιων «τολμη ρών» και ανίδεων μαζί ,Ελλήνων, για να κλείσει έτσι η επετειακή χρονιά του Κοραή όπως ξεκίνησε (στις αρχές του χρόνου κάποιοι ευαίσθητοι Έλλη νες σπάσανε το χέρι του αγάλματος). Το γεγονός αυτό αντιμετωπίστηκε χλιαρά από την ημερήσιο τύπο, γιατί, φαίνεται, ο Κοραής δεν διεκδικείται ούτε εκφράζει τη συνέχεια κανενός παράγοντα. Για τον επαναστάτη των γραμμάτων και μαχητή της ελευθε ρίας δεν ενδιαφέρθηκε κανείς. Ποιος ξέρει, μετά από άλλα 150 χρόνια κάτι μπορεί να γίνει.
χρονικα/9
Μια δίκη στη Χαλκίδα «ΓΙ’ αυτό σας φωνάζω “ καθήκια” όλους εδώ μέσα. Από εκείνο το γου ρούνι με τη μεγάλη κοιλιά που λέγε ται “ διοικητής” μέχρι το τελευταίο “ μπατσάκι” που υπάρχει εδώ μέσα. Γι’ αυτό σας λέω ότι μπορώ να σας βλέ πω να σέρνεστε κι εγώ να γελάω. ΓΓ αυτό συνέχεια με ρωτούσατε γιατί γε λάω. (...) Καμμιά αστυνομία δεν μπο ρεί να σβήσει το χαμόγελό μας...» Αυτό είναι το επίμαχο απόσπασμα από ένα διήγημα που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Μια απόπειρα στη Χαλκίδα» το Μάρτη του 1983. Το υπέ γραφε μια κοπέλα με το μικρό της όνομα, Σούλα. Δεν αναφερόταν σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο και προσπαθούσε να κάνει μια διηγηματική ανάπλαση προφανώς κάποιας εμ πειρίας που είχε σε κάποιο αστυνομι κό τμήμα. Ο διοικητής της χωροφυλα κής και τέσσερις ακόμα χωροφύλακες αισθάνθηκαν να θίγονται από το δη μοσίευμα και έκαναν μήνυση στον εκ δότη του περιοδικού Ανδρέα Ρουμε λιώτη και στη Σούλα, που ανακάλυ ψαν το επίθετό της, γιατί πριν από μέ ρες είχε περάσει από το κρατητήριο κάποια Σούλα Πεππέ. Κατά τη δίκη, που έγινε στις 28 Νοέμβρη στη Χαλκίδα, και αφού δό θηκαν οι απαραίτητες εξηγήσεις από τους κατηγορούμενους, το δικαστή ριο τους αθώωσε -αν και ο εισαγγε λέας είχε αντίθετη γνώμη... Η υποκρισία στο μεγαλείο της! Αποκαταστάθηκε η τιμή, η υπόληψη και το κύρος της αρχής με τη δήλωση που έκαναν οι δικηγόροι Τάκης Παππάς, Ν. Κωσταντόπουλος και Σπύρος Φυτράκης, ότι οι κατηγορούμενοι δεν είχαν πρόθεση να εξυβρίσουν πρόσω πα και αρχές αλλά να κριτικάρουν πράξεις, θεσμούς και γεγονότα που δημιουργούνται από την αστυνομία και τα όργανά της και πολλές φορές έχουν γίνει γνωστά και έχουν γραφτεί και καταγγελθεί από τους παθόντες. Αυτό δεν το αμφισβητεί κανένας. Η νεότερη και η πρόσφατη ιστορία έχει να επιδείξει πολλά τέτοια παραδείγ ματα. Η υπόθεση αυτή φέρνει στο φως ένα κλίμα που επικρατεί ακόμα στην επαρχία, όπου οι νέοι, κι όταν θέλουν να ξεφύγουν από τη μιζέρια της επαρχιώτικης θλίψης και στέρησης, κι όταν θέλουν να εκφραστούν, βρί σκουν μπροστά τους το χωροφύλακα, τον παπά, τον εισαγγελέα... Το περιοδικό «Μια απόπειρα στη Χαλκίδα» είναι από τα πιο ενδιαφέ ροντα που κυκλοφορούν στην επαρ χία, έχει συσπειρώσει αρκετούς νέους στη Χαλκίδα και προσπαθεί να
τους ενεργοποιήσει πάνω στη ζωή και στα προβλήματά τους. Να τους βγά λει από τα ναρκωτικά, τις καφετέριες και την παθητικότητα -και αυτό φαί νεται είναι που ενόχλησε. Καμιά αστυνομία δεν μπορεί- να σβήσει το χαμόγελό μας, έγραψε η Σούλα. Και κάποιοι άλλοι φώναζαν παλιότερα «ένα γέλιο θα σας θάψει». Ας αρχίσουμε να γελάμε όλοι μαζί λοι πόν. Φαίνεται ότι το τρανταχτό γέλιο τρομοκρατεί και πανικοβάλλει τους κρατούντες... Τις πληροφορίες για το περιστατικό μάς έδωσε ο Δημήτρης Παπαχρήστος.
Παρεμβάσεις της Ελλάδας στα γαλλικά ΦΑΙΝΕΤΑΙ ότι η πολιτική ιστορία της Ελλάδας άρχισε να ενδιαφέρει πολ λούς ξένους συγγραφείς και εκδότες. Σ’ αυτό το συμπέρασμα καταλήγου με βλέποντας τις ξενόγλωσσες εκδό σεις με ελληνικά θέματα που έρχον ται στο περιοδικό μας για να καταγραφούν στο βιβλιογραφικό δελτίο. Αυτή τη φορά ο λόγος είναι για μια άρτια και επιστημονικά τεκμηριωμένη έκδοση, το βιβλίο του Γιάννη Μουρέλου «L’intervention de la Grece dans la Grande Guerre». Πρόκειται για μια αναλυτική εξέτα ση του διεθνούς διπλωματικού πλαι σίου μέσα στο οποίο εκτυλίχθηκε η τελευταία φάση του ελληνικού ζητή ματος κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πό λεμο. Βασισμένο στο, άγνωστο μέχρι στιγμής, προσωπικό αρχείο του ύπα του αρμοστή των ξένων δυνάμεων στην Ελλάδα, Σαρλ Ζονάρ, και στα αρ χεία των υπουργείων Εξωτερικών Γαλλίας και Ελλάδας, έχει να προσθέ σει πολλά νέα στοιχεία για την εκθρόνιση του Κωνσταντίνου, την επίσημη είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο και την έκρηξη και επέκταση του βενιζελικού κινήμάτος στη Θεσσαλονίκη.
Κέντρο Βιβλίου και Επικοινωνίας ΜΙΑ ενδιαφέρουσα έκθεση εγκαινιά στηκε στα μέσα του Δεκέμβρη με έρ γα κληρικών και μοναχών καλλιτε χνών. Η οργάνωση έγινε από την Αρ χιεπισκοπή Αθηνών στο «Κέντρο Βι βλίου και Επικοινωνίας». Το πενταόροφο οίκημα που βρίσκεται στην οδό Καπλανών 6 και Σίνα θα στεγάζει τις πολιτιστικές και άλλες δραστηριότη τες της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδας και έχει στό χο να προβάλλει το πνευματικό και κοινωνικό έργο της Εκκλησίας και να συμβάλλει καλύτερα στην επικοινω νία με όλους τούς ενδιαφερόμενους και το κοινό.
Διορθώσεις Στο άρθρο του Αλ. Κόντου «Ο Μαρξ και οι αρχαίοι», που δη μοσιεύσαμε στο τεύχος μας αριθ. 83, θα πρέπει να γίνουν ορισμένες διορθώσεις. Έτσι, στη σελ. 27, σημ. 13j αναφέρεται ότι ο τάφος του Κ. Μαρξ βρίσκεται στο Kentish Town, ενώ πράγματι βρίσκεται στο Highaite. Στην ίδια σελίδα (στήλη β \ στίχος 33) το επίθετο θρησκευτικός μπήκε κατά λά θος στη θέση του ορθού θηρευ τικός. Τέλος, στη σελ. 28 (στήλη α \ στίχος 5) το κείμενο μέσα στα εισαγωγικά πρέπει να δια βαστεί: «Και υπάρχει ένα άλλο είδος κτητικής...»
ΑΒΕΕΕΛ BAR oncuoinnou 15'· κοίλωνακι · 722663$
10/χρονικα
Ποιος θυμάται τη «Μάσκα Πώς άρχισαν οι έλληνες αναγνώστες να ενδιαφέρονται για την αστυνομική λογοτεχνία και πώς το είδος μεταφυτεύτηκε στη χώρα μας; Πώς ξεκίνησε η εγχώρια παραγωγή αστυνομικών περιπετειών και από ποιους στελεχώθηκε; Η ιστορία είναι σήμερα πολύ παλιά και μοιάζει τελειωμένη. Για να απαντήσουμε στα ερωτήματά μας βρήκαμε τον Απόστολο Μαγγανάρη, εκδότη του περιοδι κού «Μάσκα», που υπήρξε για ένα διάστημα το αγαπημένο ανάγνωσμα ενός μεγάλου όσο και διαφορετικού στη σύνθεσή του κοινού. Ο αρχισυντάκτης της «Μάσκας», και για μια εποχή εκδότης της, μας τονίζει τη διαφορά του αστυνομι κού μυθιστορήματος από την αστυνομική περιπέ τεια. Το πρώτο είναι λογοτεχνικό είδος, δύσκολο στη συγγραφή του και απαιτεί την οξυμένη σκέψη του συγγραφέα και την πνευματική εγρήγορση τόυ αναγνώστη. Χαρακτηριστικοί εκπρόσωποι του αστυ νομικού μυθιστορήματος ο Ά ρθουρ Κόναν Ντόυλ, ο Ζωρζ Σιμενόν, ο Έντγκαρ Ουάλλας, η Άγκαθα Κρίση, ο Βαν Ντάυν και άλλοι. Στην Ελλάδα το αστυνομικό μυθιστόρημα δεν βρήκε πρόθυμους συγγραφείς, ενώ προτιμήθηκε από κοινό και δημιουργούς το είδος της αστυνομι κής περιπέτειας, που ανήκει στην παραλογοτεχνία και βασίζεται στη δράση και το δυναμισμό του ήρωα. Ιστορίες δράσης, λοιπόν, και αστυνομικές περιπέτειες δημοσίευε κατά κόρον η «Μάσκα», που πρωτοεκδόθηκε το 1935 και ξανά το 1945. Αργότε ρα το ’55 και το '56. «Η ιδέα μου να εκδώσω ένα αστυνομικό περιοδι κό», μας λέει ο Απόστολος Μαγγανάρης, «ανάγεται
στα μαθητικά μου χρόνια, στην Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης, όταν διάβαζα με μανία τα φυλλάδια με τις περιπέτειες των Σέρλοκ Χολμς, Νατ Πίγκερτον και Νικ Κάρτερ. Προσωπικά με συγκινούσαν πάντα οι αστυνομικές ιστορίες με δράση κι όχι τόσο αυτές που ήταν αποκυήματα του νου, και προτιμούσα τον Ντέτεκτιβ X, ο οποίος ξεκαθάριζε δυναμικά τις υποθέσεις που του είχαν ανατεθεί, από τον Σέρλοκ Χολμς, ο οποίος έλυνε τα μυστήρια με τρόπους εγ κεφαλικούς». - Η ονομασία , του περιοδικού, «Μάσκα», πώς προέκυψε; - Ο τίτλος «Μάσκα» βγήκε από τη σύνθεση των αρχικών συλλαβών δύο ονομάτων του δικού μου, ΜΑγγανάρης, και ενός φίλου δημοσιογράφου, του Βησσαρίωνα ΣΚΑλαίου, ο οποίος μου είχε προτείνει πολύ πριν να βγάλουμε ένα περιοδικό με αυτό τον τίτλο: ΜΑΣΚΑ. Η επιχείρηση εκείνη δεν έγινε ποτέ και η μυστηριώδης λέξη χρησιμέυσε σαν τίτλος στο καινούριο περιοδικό που πρωτοεκδόθηκε από τους Δημήτρη και Γιάννη Σαλλίβερο. Μας πήγαινε πολύ,
χρονικα/11
γιατί η μάσκα ήταν ένα εξάρτημα που μεταχειρίζον ταν οι γάλλοι και οι άγγλοι αστυνομικοί συγγρα φείς, φορώντας την στους ήρωές τους, ντετέκτιβς ή κακοποιούς. - Αρχίσατε μεταφράζοντας κάποια αντίστοιχα συγκεκριμένα περιοδικά και κάποια πετυχημένα στην αγορά βιβλία; - Ναι, αν και τότε δεν κατείχα πώς βγαίνει ένα αστυνομικό περιοδικό και φυσικό ήταν, τόσο εγώ όσο και οι συνεργάτες μου, να κάνουμε σφάλματα. Για παράδειγμα, δεν δίναμε όση σημασία έπρεπε στα ονόματα των ηρώων και των συγγραφέων τους. Τον Σάιμον Τέμπλαρ, ήρωα της σειράς «Ο Άγιος», τον κάναμε Σιμόν Τέκλαρ, τον Secret Agent X τον μεταφράσαμε σαν Ντέτεκτιβ X, και τον Ν τέτεκτιβΦάντασμα από Κλάξγουωρθ τον ονομάσαμε Ρεξ. Στη συνέχεια ερχόντουσαν οι αμερικάνικες ταινίες με τους ίδιους ήρωες και το κοινό έβλεπε ότι ο ντέτεκτιβ δεν λεγόταν Ρεξ αλλά Κλάξγουωρθ. Η ίδια άλλωστε η λέξη ντέτεκτιβ είναι λανθασμένη, γιατί στα γαλλικά ο όρος είναι «ντεντεκτίβ», οι Εγγλέζοι τον προφέρουν «ντιντέκτιβ». Καταλαβαίνετε λοι πόν πως η λέξη που χρησιμοποιούμε ακόμα και σή μερα είναι στραβή και η ιστορία του λάθους ξεκι νάει από εκείνα τα χρόνια. - Οι αναγνώστες έδειξαν ιδιαίτερη αδυναμία σε κάποιους συγγραφείς; Εσείς ποιους προτιμούσατε; - Για τους έλληνες αναγνώστες της εποχής δεν έπαιξαν ποτέ ρόλο οι συγγραφείς. Ενδιαφερόντου σαν μόνο για τους ήρωες, που τους γοήτευαν με τη μαγεία και τον ηρωισμό της δράσης. Πρώτος στην προτίμησή τους ήταν ο Ντέτεκτιβ X. Ο ίδιος, μαζί με τον Άγιο, και το Λωποδύτη-Φάντασμα, με γοή τευαν κι εμένα, και γι’ αυτούς έγραψα και δικές μου περιπέτειες, άσχετες από το πρωτότυπο. - Ποιοι άλλοι έλληνες συγγραφείς και δημοσιο γράφοι δούλεψαν στη «Μάσκα», είτε μεταφράζον τας είτε γράφοντας δικές τους αστυνομικές περι πέτειες; - Καλοί μεταφραστές ήταν ο Βασίλης Ηλιόπουλος, που δημοσίευε με το ψευδώνυμο Λουξ, ο Λευτέρης Αγνίδης, ο Βασίλης Κοχλατζής. Επίσης ο Τά σος Αυλωνίτης, που άρχισε από μεταφραστής αυ τοτελών αστυνομικών περιπετειών με το «Λωποδύ τη-Φάντασμα», όπως δημοσιεύονταν στο γαλλικό περιοδικό «Ric et Rac». Ο «Λωποδύτης-Φάντασμα» είχε τόση επιτυχία που είπα στον Αυλωνίτη να συ νεχίσει τις ιστορίες μόνος του, στο ύφος του πρω τότυπου. Ο Γιώργος Τσουκαλάς ανέλαβε να γράφει τις περιπέτειες του Ντέτεκτιβ X. Άλλοι, που εξελί χθηκαν από μεταφραστές σε συγγραφείς, γιατί έμαθαν πια τα κλειδιά της πλοκής και του μυστη ρίου μιας αστυνομικής ιστορίας, ήταν ο Στέλιος Ανεμοδουράς με την «Αράχνη», ο Γιώργος Μαρμαρίδης, η κριτικός του θεάτρου Ειρήνη Καλκάνη με τις περιπέτειες του Τομ Μιξ, η Γεωργία Δεληγιάννη-Αναστασιάδου που έγραφε τις ιστορίες του Ζορρό, ο Ηλίας Μπακόπουλος και ο Νίκος Τσεκούρας. Ό λα αυτά τα αναγνώσματα βέβαια δημοσιεύονταν με τις υπογραφές των ξένων δημιουργών τους, που ήταν κατ’ όνομα μόνον, ενώ οι αληθινοί συγγρα φείς, όπως τους προανέφερα, έμπαιναν στο τέλος του κειμένου κι έπαιρναν την ευθύνη της απόδο-
Απόστολος Μαγγανάρης, δημιουργός τον περιοδικού «Μάσης. Ένας που δεν τον δημιούργησα εγώ αλλά προϋπήρχε εμού, ήταν ο λόγιος συγγραφέας Ορφεύς Καραβίας, που χρησιμοποιούσε το ψευδώνυ μο Φέλιξ Καρ. Άλλος ήταν ο Γιάννης Μαρής, του οποίου τα κοινωνικά μυθιστορήματα είχαν πάντα ένα αστυνομικό χρώμα. Αυτός είχε ποιότητα, όπως και ο Νίκος Μαράκης με τις δικές του ιστορίες για ,την ιταλογερμανική κατοχή. - Γιατί, κατά τη γνώμη σας, δεν υπάρχει σήμερα μια αντίστοιχη σε έκταση παραγωγή αστυνομικών αναγνωσμάτων; Πού οφείλεται η κάμψη; - Η εποχή των ηρώων αυτών είναι πιά ξεπερα σμένη, γιατί ό,τι χρησιμοποιούνταν τότε σαν προϊόν της πιο εξωφρενικής φαντασίας, έγινε σήμερα πραγματικότητα. Ακόμα και στην Αμερική σταμάτη σε η έκδοση τέτοιων περιοδικών και οι αστυνομικοί συγγραφείς δεν υφίστανται πια. ΖωρζΣιμενόν
ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΓΓΕΛΑΚΟΣ
Η ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ]
Από 28 Δεκεμβρίου έως 10 Ιανουάριου
A
1. Ν. Γκατζογιάννη: Ελένη (Ελληνική Ευρωεκδοτική) 2. Κυρ: Καστρί, ενταύθα (Κάκτος)
*
3. Φ. Μπιούμπι: Η τελευταία -παράσταση (Εξάντας)
Λ
\ Ρόμβος-Αθ.
·.
Μεθενίτης - Πάτρα
Λ »*
Λ Λ
Λ **
* Λ
4. Τζωρτζ Όργουελ: 1984 (Κάκτος)
*
A.
5. Μ. Δούκα: Η πλωτή πόλη (Κέδρος) 6. Μακρυγιάννη: Οράματα και θάματα (Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης)
1
Σύγχρονη Εποχή
j
I
ί Κοτζιά - Θεσ.
Λέσχη του Βιβλίου - Αθ.
Εστία-Αθ.
[ Κατώι του Βιβλίου - Θεσ.
Ελευθερουδάκης - Αθ.
Ενδοχώρα - Αθ.
j | j j Δωδώνη - Αθ.
|
j Γνώση - Αθ.
Δοκιμάκης - Ηράκλειο
j
| | | | | | |
Β ΙΒ Λ ΙΑ
Γεωργίου - Θεσ.
Επειδή όμως είναι τεχνικά αδύνατο να δημοσιεύονται όλα τα βιβλία που αναφέρουν οι βιβλιοπώλες, ο πίνακας περιλαμβάνει τελικά εκείνα τα βιβλία που δηλώθηκαν από δυο του λάχιστον βιβλιοπώλες. Οσο για το ενδιαφέρον και την ποιότητα των βιβλίων του πίνακα, σκόπιμο είναι να συμβου λεύεστε τις σελίδες της «Επιλογής».
Αριστοτέλης - Αθ.
Ο παρακάτω πίνακας παρουσιάζει τα εμπορικό τερα βιβλία ενός δεκαπενθήμερου, σύμφωνα με τα στοιχεία που μας παραχώρησαν δεκαπέντε βιβλιοπώλες απ’ όλη την Ελλάδα, δηλώνοντας ο καθένας τους τα τρία βιβλία που είχαν τις πε ρισσότερες πωλήσεις στο βιβλιοπωλείο του κα τά το διάστημα αυτό. Έτσι, το βιβλίο με τις μ ε γαλύτερες πωλήσεις σημειώνεται με τρεις α στε ρίσκους (*%), το αμέσως μετά με δυο (* *) και το τελευταίο με έναν (*).
Λ
*
**
.
**
**
Λ
7. Κ. Μητρόπουλου: Της αλλαγής (Γκούτεμπεργκ) 8. Γ. Ιωάννου: 0 τρίτος δρόμος 83 (Καστανιώτης)
Σημείωση: Στο βιβλιοπωλείο Σύγχρονη Εποχή - Αθ. το βιβλίο που είχε τις περισσότερες πωλήσεις ήταν: Ν. Κοτζιά: Τρίτος δρόμος (Σύγχρονη Εποχή)
Βιβλιοπωλείο «ΠΑΡΑΜ ΕΤΡΟΣ» Μέτωνος 62, Χολαργός 1η παράλληλος της Μεσογείων,
& • Κάτι νέο στο χώρο του βιβλίου • Αναγνωστήριο • Παιδική γωνιά ι
· Αυστηρή επιλογή βιβλίων · Εκπτώσεις · Ειδικές προσφορές
Ένα βιβλιοπωλείο στο Χολαργό που θα το ζήλευε το κέντρο ΚΑΛΕΝΤΗΣ ΚΑΙ ΣΙΑ Ε.Ε. Γραφεία: Κολοκοτρώνη 15, τηλ. 32.34.270
Αστυνομική λογοτεχνία
Μια από τις κατηγορίες βιβλίων που έχουν τη μεγαλύτερη ζήτηση στον τόπο μας, όπως καί σε πολλά άλλα μέρη, είναι τα βιβλία της αστυνομικής λογοτεχνίας ή αστυνομικά, όπως συνηθίσαμε να τα λέμε. Τα αστυνομικά βέβαια δεν τα βρίσκει κανείς εύκολα σε βιβλιοπωλεία και δημόσιες βιβλιοθήκες, αλλά η παρουσία τους είναι έντονη στα καταστήματα ψιλικών και στα περίπτερα. Το παραμελημένο αυτό από τους εκδότες, μεταφραστές και μελετητές βιβλίο άρχισε τον τελευταίο καιρό να προκαλεί την προσοχή. Τα έργα των χαρακτηριστικότερων εκπροσώπων του είδους επανεκδίδονται σαν σοβαρά δείγματα λογοτεχνίας. Περιορισμένες όμως παραμένουν οι μελέτες που γράφτηκαν γι’ αυτά και λίγοι οι μελετητές που ασχολήθηκαν συστηματικά με αυτό το αντικείμενο. Έτσι και μεις, σαν ντετέκτιβ, ανακαλύψαμε όχι τους δολοφόνους αλλά ορισμένους από τους λιγοστούς Έλληνες που έχουν ασχοληθεί και προβληματιστεί με το αστυνομικό μυ θιστόρημα, και με τα κείμενά τους θα φέρουν τους αναγνώστες μας σε μια πρώτη προσέγγιση με την αστυνομική λογοτεχνία. Το αφιέρωμα επιμελήθηκε ο Γιώργος Γαλάντης
14/αφιερωμα
Δημήτρης Χανός
Η προέλευση και η πορεία της αστυνομικής φιλολογίας μέσα από τα λαϊκά περιοδικά και φυλλάδια Εκείνο που χαρακτηρίζει μια αστυνομική νουβέλα ή ένα διήγημα είναι το μυστή ριο. Αλλά τι είναι στ’ αλήθεια το μυστήριο; Τα σχετικά λεξικά μας δίνουν την εξήγηση ότι κάθε τι το ακατανόητο για την ανθρώπινη σκέψη ή κάτι που το αγνοούν πολλοί, είναι μυστήριο. Ένα έγκλημα, λοιπόν, όπως και κάθε σκοτεινή και ύποπτη περίπτωση, αποτελεί ένα μυστήριο. Οι συζητήσεις, οι υποθέσεις και οι έρευνες, γενικά, που προβληματίζουν ένα άτομο που επιδιώκει με κάθε δυνατό μέσο να λύσει ή τουλάχιστο να διαλευκάνει ένα μυστήριο, νομίζω πως εξηγούν αυτή την έννοια. Κι έτσι έχουμε μια αστυνομική υπόθεση, μια αστυνομική νουβέ λα και πιο πλατιά την αστυνομική φιλολογία. Πολλοί, κυρίως διανοούμενοι, δί νουν έναν άλλο χαρακτηρισμό στην αστυνομική φιλολογία. Την αποκαλούν παρα φιλολογία και μερικοί άλλοι -άσχετοι με το θέμα, θα έλεγα- την αγνοούν εντελώς. Ας μου επιτραπεί να δώσω εδώ μιαν απάντηση, μια για πάντα, χωρίς να έχω καμιά πρόθεση να ξέφύγω από την αντικειμενική πλευρά του θέμα τος, με μια απλή ερώτηση: Ποιος συγγραφέας, οποιασδήποτε εποχής, πούλησε περισσότερα αν τίτυπα βιβλίων μυστήριον και μεταφράστηκε σε όλες τις γλώσσες του κόσμου; Η απάντηση είναι πολύ απλή, αλλά την αναφέρω για κείνους που την αγνοούν: Η Ά γκαθα Κρίστι, που ξεπέρασε τα 300.000.000 (!) αντίτυπα. Ακόμα, πριν μπω στο κυρίως θέμα μου, θέλω να ξεκαθαρίσω, για μια ακόμα φορά, ότι το εί δος αυτού του αναγνώσματος δε λέγεται αστυνο μική παραφιλολογία, αλλά άπλά και καθαρά: φι λολογία μυστηρίου, όπως πολύ σωστά χαρακτη ρίζεται στη χώρα που άκμασε περισσότερο: την Αμερική.
Η δραστηριότητα στην Αμερική Η λογοτεχνία μυστηρίου έχει ιστορία ενός αιώνα περίπου και υπάρχουν πολλές εκδοχές και εικα σίες για το πότε ακριβώς άρχισε και πώς, κι ακόμα, ποιος διεκδικεί το προνόμιο του... πρώ του διδάξαντος! Η αλήθεια είναι ότι το «είδος» ξεκίνησε με τη μορφή φυλλαδίων στα μέσα περίπου του περα σμένου αιώνα και λίγο αργότερα στις επιφυλλί δες των εφημερίδων της Αμερικής και της Ευρώ πης. Κάπου εκεί, γύρω στο 1835 και 1838, μερι κοί αμερικανοί εκδότες κυκλοφόρησαν τα πρώτα λαϊκά φυλλάδια με διάφορα αναγνώσματα και κυρίως γουέστερν.
αφιερωμα/15
Ό σ ο για το ποιος είναι ο πρώτος «διδάξας», θα αγνοήσουμε την τραγωδία του Σαίξπηρ (1564-1616) με το δολοπλόκο Ιάγο του, θα στα ματήσουμε για λίγο στον Ιούλιο Βερν (18281905), που έγραψε τη νουβέλα «Το μυστηριώδες έγκλημα», κανονικά, καθαρά, αστυνομικό, όπως το ίδιο θα κάνουμε με τον Έντγκαρ Ά λαν Πόε (1809-1849), που έγραψε φανταστικά έργα, αλλά και το «Έγκλημα της οδού Μοργκ», που είναι διήγημα μυστηρίου. Ο χώρος μου είναι σχετικά περιορισμένος και θα προσπαθήσω να δώσω μια γενική εικόνα του θέματος, που και μεγάλο είναι και ανεξάντλητο. Κανονικά, ωστόσο, τα λαϊκά περιοδικά ξεφύ τρωσαν στην Αμερική, στις αρχές του αιώνα μας, αλλά η δημιουργική περίοδός τους μπορεί να τοποθετηθεί μέσα στις δεκαετίες 1920 ώς 1940 και πιο συγκεκριμένα ανάμεσα στους δύο παγ κόσμιους πόλεμους. Στην περίοδο αυτή γεννήθη καν οι ιδιωτικοί ντετέκτιβ, οι μασκοφόροι εκδι κητές, που τα κατορθώματά τους ενθουσίασαν το αναγνωστικό κοινό της Αμερικής και ανέβα σαν την κυκλοφορία των περιοδικών όπου δημο σιεύονταν σε αστρονομικά νούμερα. «Στα 1920 πολύ λίγοι ήξεραν κάτι σχετικά με τα λαϊκά περιοδικά Pulps», γράφει ο Henry Stieger, πρόεδρος της μεγαλύτερης εκδοτικής εται ρείας «Popular Publications», που έδωσε τα πε ριοδικά «Αράχνη» (Spider), «Πράκτορας 5» (Operator 5) και τόσα άλλα. «Αλλά ούτε κι εγώ ο ίδιος είχα την παραμικρή ιδέα. Μόλις είχα απο φοιτήσει από το Πρίνστον και συνέχιζα τις σπουδές μου στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Στο σταθμό του Βερολίνου, περιμένοντας το τρέ νο για το Παρίσι, αγόρασα από ένα κιόσκι το περιοδικό “Detective Story” και ένα άλλο με μια νουβέλα του Άρθουρ Κόναν Ντόυλ, “Το σκυλί του Μπάσκερβιλ” , λογαριάζοντας μ’ αυτά να διαβάσω και να μπορέσω να κοιμηθώ στη διάρκεια του ταξιδιού μου. Το καταπληκτικό φαινόμενο για μένα ήταν ότι όχι μονάχα δεν κοι μήθηκα, αλλά ρούφηξα κυριολεκτικά το περιε χόμενό τους ·και φτάνοντας στο Παρίσι αναρω τήθηκα πώς δεν ήξερα τίποτα προηγουμένως γι’ αυτά. Θα μπορούσα να κερδίσω πολλά χρήματα ξεκινώντας μια επιχείρηση και εκδίδοντας παρό μοια περιοδικά στην Αμερική. Πραγματικά, μπήκα γρήγορα στη δουλειά αυτή, πριν ακόμα δημιουργήσω τη φίρμα “Popular Publications” (Λαϊκές Εκδόσεις), που για πολλά χρόνια πραγ ματοποίησε τεράστια κέρδη. Έτσι, δανείστηκα 5.000 δολάρια από τον πατριό μου και άρχισα τις εκδόσεις. Είκοσι πέντε χρόνια αργότερα, εί χαμε γίνει κολοσσοί στον εκδοτικό τομέα. Και πραγματικά, τα λαϊκά εκείνα περιοδικά με αστυ νομικά αναγνώσματα αποτελούσαν αληθινή
Χαρακτηριστική μακέτα από την εικονογράφηση των λαϊκών περιοδικών Pulps της εποχής
πνευματική τροφή για τους Αμερικανούς. Τα ονόματα του Χάρυ Τρούμαν, προέδρου της Αμε ρικής, και του Αλ Καπόνε, αρχηγού του υποκό σμου, φιγουράριζαν πρώτα στη λίστα των φανα τικών συνδρομητών μας. Και πρέπει να δεχτούμε ότι παρόλο που τα περιοδικά μας έγραφαν ιστο ρίες για εγκλήματα και ανθρωποκυνηγητά, ήταν καθαρά και νόμιμα, αφού οι ηρωίδες, στις περιπέτειές τους, δεν δέχονταν από τους αντίστοι χους ήρωες τίποτα παραπάνω από ένα αθώο φι λί... ακόμα, αμφιβάλλω αν μερικοί από τους πο λυάριθμους αναγνώστες μας ήξεραν... πώς ακρι βώς γεννιέται ένα μωρό...». Τα παραπάνω γράφει ο συγγραφέας Ρον Γκούλαρντ στο βιβλίο του: «Φτηνοί θρύλοι Ανεπίσημη ιστορία των λαϊκών περιοδικών». < Τα θρυλικά, λοιπόν, Pulps, που από τώρα θα τα αναφέρουμε με τον όρο λαϊκά περιοδικά, αποτελούσαν την κυριότερη ψυχαγωγία για κάμποσα εκατομμύρια Αμερικανούς. Ή ταν σαν να είχαν μπροστά τους μια νοερή οθόνη τηλεόρασης και με τη φαντασία τους γέμιζαν το χώρο της οθόνης με την εικόνα, φανταστικά, της ιστορίας που διάβαζαν. Αργότερα -συγκεκριμένα γύρω στα 1940- πήραν τη θέση τους τα κομψά βιβλία τσέπης και η τηλεόραση. Στα σημερινά βιβλία τσέπης δεν υπάρχει η πλούσια εικονογράφηση που έδιναν τα λαϊκά περιοδικά, που βοηθούσε τον αναγνώστη να εν
16/αφιερωμα
σαρκώνει -κατά κάποιον τρόπο- τους ήρωές του. «Και το χειρότερο από τα λαϊκά εκείνα πε ριοδικά, που είχαν σχήμα, περίπου, 17 x 24 εκα τοστά και 100 με 128 σελίδες, είναι καλύτερο από ένα σημερινό βιβλίο τσέπης, σε μια δίκαιη σύγκριση μεταξύ τους», επιμένουν πολλοί αμερικανοί αναγνώστες της εποχής εκείνης. Κάνοντας μια σύγκριση ανάμεσα στους ανα γνώστες εκείνης της εποχής, που διάβαζαν τα λαϊκά περιοδικά του είδους, και τους τωρινούς, μπορούμε να δούμε τη διαφορά και ν’ αποκομί σουμε αρκετά συμπεράσματα. Στα 1830 οι Ηνωμένες Πολιτείες, με πληθυσμό 13 εκατομμύρια, είχαν περισσότερες εφημερίδες από την Ευρώπη και σ’ αυτές εμφανίστηκε η πρώτη μορφή του λαϊκού αναγνώσματος. Το με γαλύτερο πρόβλημα ήταν το υψηλό κόστος του τυπογραφείου, του χαρτιού και της διανομής. Και πραγματικά, πριν κατασκευαστούν τα πρώ τα ατμοκίνητα τυπογραφικά πιεστήρια και πριν αρχίσει ο συναγωνισμός των σιδηροδρόμων, η εκτύπωση και η διανομή των λαϊκών φυλλαδίων για το πλατύ αναγνωστικό κοινό ήταν αδύνατη. Το 1833 κατοικήθηκε το Σικάγο και στα 1871 καταστράφηκε συθέμελα από τη μεγάλη πυρκα γιά, αφήνοντας 300.000 άστεγους. Ό ταν χτίστη κε πάλι κι άρχισε να ξαναβρίσκει την ομαλή πο ρεία του, είχαν περάσει κιόλας 20 χρόνια. Αναφέρω το Σικάγο, γιατί θεωρείται η πρώτη πόλη με τα περισσότερα τυπογραφεία σ’ ολόκλη ρο τον κόσμο και εδώ άρχισαν να εκτυπώνονται τα περισσότερα περιοδικά από τον περασμένο αιώνα ώς σήμερα. Με την αύξηση του πληθυσμού εμφανίστηκαν, σαν φυσικό επακόλουθο, οι πρώτες συμμορίες κακοποιών. Το αναγνωστικό κοινό άρχισε να διαβάζει με ενδιαφέρον, στις εφημερίδες, τις ιστορίες πραγ ματικών εγκλημάτων και ληστειών που γίνονταν στο Σικάγο, και μερικοί εκδότες, προσπαθώντας να εκμεταλλευτούν την περίσταση, άρχισαν να εκδίδουν και να κυκλοφορούν μερικά περιοδικά με περιπέτειες, αστυνομικά και γουέστερν ανα γνώσματα λαϊκής μορφής. Η αγορά για το είδος της φιλολογίας μυστηρίου άρχισε ν’ ανοίγει και οι προοπτικές για το μέλλον διαγράφονταν εν θαρρυντικές. Ο Άλαν Πίνκερτον, το Πρακτορείο Ιδιωτικών Ντετέκτιβ, που ιδρύθηκε στα 1850 και που λει τουργεί ώς σήμερα στο Σικάγο, επηρέασε πολ λούς συγγραφείς, τότε, να γράψουν φτηνές αστυνομικές νουβέλες και διηγήματα. Αυτή, λοιπόν, ήταν η αρχή. Γιατί το παραπά νω πρακτορείο κυκλοφόρησε ένα βιβλίο με πραγματικές υποθέσεις από τα αρχεία του. Στο
εξώφυλλο του βιβλίου, σαν σήμα, ήταν ζωγραφι σμένο ένα ορθάνοιχτο μάτι και η χτυπητή λεζάν τα: «Διαρκώς αγρυπνούμε». Το βιβλίο είχε τέ τοια επιτυχία που προβλημάτισε, πραγματικά, πολλούς εκδότες. Στα 1880 ο εκδότης Φρανκ Μάνσυ εκδίδει το πρώτο περιοδικό με 8 σελίδες, σε γυαλιστερό λευκό χαρτί, δίνοντας σε συνέχειες δύο λαϊκά αναγνώσματα: «'Ενα γενναίο παιδί αγωνίζεται για ένα θησαυρό» με συγγραφέα τον Οράτιο Άλγκερ και το επίσης περιπετειώδες μυθιστόρη μα «Νικ και Νέλυ» του συγγραφέα Έντουαρντ Σ. Έλις. Το όνομα του περιοδικού ήταν «Argo sy» και αποτέλεσε τον πρόδρομο του λαϊκού πε ριοδικού μυστηρίου. Φυσικά, το περιοδικό εκτυπωνόταν σε γυαλι στερό χαρτί (Slick), που είναι εκ διαμέτρου αντί θετο με το φτηνό (Pulp), όπως όλα τα έντυπα και βιβλία της εποχής, με τιμή κάπως απρόσιτη στον αναγνώστη. Η μεγάλη εκδοτική εταιρεία Street and Smith, που από το 1850 ασχολείται με τις εκδώσεις, ακολουθεί -στα 1889- τη μέθοδο του Φρανκ Μάνσυ και αποφασίζει να εκβιάσει φτηνά λαϊκά περιοδικά. Έτσι, εκδίδει το περιοδικό «Νικ Κάρτερ», που απευθύνεται περισσότερο σε παι διά, αλλά και που είναι το πρώτο περιοδικό που καθιερώνει μόνιμο αστυνομικό ήρωα στα αναγνώσματά του. Ο Νικ Κάρτερ υπήρξε ο πρωτοπόρος των ιδιωτικών ντετέκτιβ και με τα χρόνια, ακολου θώντας το παράδειγμά του κι άλλοι εκδότες, πα ρουσιάζουν λαϊκά περιοδικά με φανταστικούς ιδιωτικούς αστυνομικούς: Σαμ Σπέιντ, Ρέις Γουίλιαμς, Νταν Τάρνερ, Μπιλ Τόλιβερ, Τζιλ Βέιν, Τζόνυ Λίντελ, Μάικ Χλάμερ, Νίρο Γουλφ, Τσετ Λάσεϊ κι ένα σωρό άλλους. Ο Νικ Κάρτερ ήταν ο πιο σκληρός ντετέκτιβ, μπροστά στους προηγούμενους «νερόβραστους» ήρωες, παρόλο που απευθυνόταν περισσότερο σε παιδιά. Στά 1890 ο Νικ Κάρτερ κυκλοφόρησε ως ε βδομαδιαίο περιοδικό και παρουσιαζόταν σαν άσος στις μεταμφιέσεις. Αργότερα -τελευταία- ο Νικ Κάρτερ κυκλοφόρησε, και κυκλοφορεί ακό μα, σε μοντέρνα βιβλία τσέπης και σκοτώνει σαν επαγγελμάτίας... χασάπης! Για ένα μεγάλο διάστημα, τα φτηνά περιοδικά με άσους ήρωες αστυνομικούς έκαναν χρυσές δουλειές. Τα περιοδικά που μιμήθηκαν το «Ar gosy» και το «All-Story», στο χώρο των λαϊκών περιοδικών συναγωνίστηκαν τον Φρανκ Μάνσυ. Έτσι, τα περιοδικά «Adventure» (Περιπέτεια), «Short Stories» (Μικρές Ιστορίες), «Blue Book» (Μπλέ Βιβλίο), «Popular» (Λαϊκό) και «Top-
αφιερωμα/17
Notch» (Αιχμή) παρουσίασαν στους αναγνώστες τους μια ποικιλία από ηρωικές περιπέτειες, με αστυνομικούς, λεγεωνάριους, εξερευνητές, καουμπόηδες, πειρατές και άλλους ήρωες. Μερικά από. τα λαϊκά περιοδικά κρατήθηκαν και ακολούθησαν το γνωστό δρόμο των άλλων Pulps. Στα 1896, ο εκδότης Φρανκ Μάνσυ, π ι στεύοντας ότι μια νουβέλα άξιζε περισσότερο από το χαρτί πάνω στο οποίο θα τυπωνόταν, άλ λαξε το περιοδικό «Argosy», από παιδικό που ήταν, σε περιοδικό ποικίλης ύλης -όπως θα λέ γαμε σήμερα-, παίρνοντας τον όρο από τα ελλη νικά περιοδικά του είδους, και έδωσε διηγήματα και ιστορίες με περιπέτειες κάθε μορφής. Έτσι, δημιουργήθηκε το πρώτο λαϊκό περιοδικό Pulp, με σελίδες αξάκριστες ολόγυρα, φτηνό χαρτί εφημερίδας και πολύ χαμηλή τιμή (5 σεντς). Θα χρειαστεί νά κάνουμε τώρα μια παρένθε ση, για να δώσουμε μερικά στοιχεία για το μεγά λο εκδότη Φρανκ Μάνσυ (Frank Mansey). «Ο Μάνσυ δεν ήταν ένας μεταρρυθμιστής, ού τε ιδεαλιστής και δεν ενδιαφερόταν για το σκοπό ή την επίδραση που μπορεί να είχαν οι εκδόσεις του» γράφει το βιογραφικό λεξικό. Και συνεχί ζει: «Το πάθος του ήταν ν’ ανακαλύπτει ή να αγοράζει επιχειρήσεις περιοδικών και αργότερα εφημερίδων που θα του απόδιναν χρήματα. Αν ένα από τα περιοδικά του δεν πήγαινε καλά, το έκλεινε κι άρχιζε ένα καινούριο, χωρίς να δίνει σημασία στις προτιμήσεις του αναγνωστικού κοινού... Ξεκίνησε δημιουργώντας φτηνά περιο δικά και λίγο λίγο πέρασε στα καλύτερα, για να καταλήξει σε ημερήσιες εφημερίδες». Αυτός ήταν, λοιπόν, ο μεγάλος εκδότης Φρανκ Μάνσυ, που παρά το γεγονός ότι ήταν ο πρώτος δη μιουργός του είδους, δεν άφησε πίσω του καμιά υπόληψη για το έργο του. ____ ___ Έ να ακόμα περιοδικό που κυκλοφόρησε στα
1896 ήταν το «Tip-Top Weekly» (Εβδομαδιαίο Τιπ-Τοπ), που διατηρήθηκε περίπου δύο δεκαε τίες. Στα 1902 κυκλοφόρησε το εβδομαδιαίο λαϊκό περιοδικό «Wild West Weekly», με περιπέτειες από το άγριο Γουέστ, όπως λέει και ο τίτλος του. Σύμφωνα με τον Ρον Γκούλαρντ, που στα 1972 έγραψε το χαρακτηριστικό βιβλίο «Cheap Thrills» (Φτηνοί Θρύλοι), σχετικά με την ιστορία και την εξέλιξη των λαϊκών περιοδικών, τοποθε τεί τα φτηνά αυτά περιοδικά ανάμεσα στους δύο παγκόσμιους πολέμους (1920-1940). Σ’ εκείνα τα χρόνια, που αποτελούν τη χρυσή εποχή των λαϊ κών περιοδικών και που απ’ αυτά καθιερώθηκε πια η αστυνομική φιλολογία ή φιλολογία μυστη ρίου, γεννήθηκαν οι ιδιωτικοί ντετέκτιβ και οι μασκοφόροι εκδικητές, όπως προανέφερα. Ο βετεράνος συγγραφέας Lester Dent, που έδωσε πολλές νουβέλες στο φημισμένο περιοδικό τεράστιας κυκλοφορίας «Black Mask» (Μαύρη Μάσκα), έγραψε εκατό περιπέτειες μεγάλου μή κους (νουβέλες για τους Αμερικανούς) με ήρωα τον Ντοκ Σάβατζ. Μεταπολεμικά το περιοδικό «Περιπέτεια», των εκδόσεων Απόλ. Παπαδημητριού, δοκίμασε σ’ ένα τεύχος τον ήρωα, με το όνομα Δρ. Άγριος, αλλά δεν έπιασε, μάλλον από κακή με τάφραση του ονόματος του ήρωα Ντοκ Σάβατζ, που ναι μεν στα αγγλικά σημαίνει Δρ. Άγριος, αλλά δε μεταφράζεται, αφού είναι όνομα. Οι εκδότες Street & Smith εκδίδουν στα 1903 το περιοδικό «Popular Magazine» (Λαϊκό Περιο δικό). Ακολουθούν άλλοι εκδότες και στα 1905 αρχίζουν να εκδίδουν περιοδικά με λαϊκά φαν ταστικά αναγνώσματα, εκτυπωμένα σε φτηνό χαρτί εφημερίδας και χαμηλή τιμή.
18/αφιερωμα Στα 1907, το περιοδικό «Argosy» εξασφαλίζει 500.000 (!) αναγνώστες, δημοσιεύοντας αστυνο μικά φανταστικά διηγήματα, με τιμή τεύχους επίσης χαμηλή. Την ίδια περίπου εποχή ακολουθούν οι τρομε ρές ασθένειες που θέρισαν χιλιάδες ψυχές, με αποτέλεσμα να μειωθεί η κυκλοφορία των λαϊ κών περιοδικών. Στα 1910 ο Φρανκ Μάνσυ εκδίδει το περιοδι κό «Top-Notch» κι αμέσως ακολουθούν οι εκδό τες Street & Smith με τα περιοδικά «Love Sto ries», «Detective Story», «Western Story», «Sea Stories» και «Sport Stories». Ήταν η εποχή που στη Νέα Υόρκη έφτασαν μισό εκατομμύριο αλλοδαποί μετανάστες, διπλα σιάζοντας τον πληθυσμό της σε ένα εκατομμύ ριο. Και τότε οι εκδότες, για να διατηρήσουν τα περιοδικά τους, αρχίζουν το συναγωνισμό μετα ξύ τους και αναγκάζονται να βελτιώσουν την εμ φάνιση των περιοδικών και να δώσουν καλύτερη ποιότητα ύλης. Τότε, βλέπουμε να παρουσιάζονται στις σελί δες των λαϊκών περιοδικών συγγραφείς αναγνω ρισμένου διεθνώς κύρους, όπως ο Rudyard' Ki pling, ο Stephen Crane, ο Joseph Conrad, o Ar nold Bennett, o Mark Twain και ο H. G. Wells. Από τα λαϊκά περιοδικά εκείνης της εποχής, το περιοδικό «ΑΠ-Story» του Φρανκ Μάνσυ τρα βούσε περισσότερο το αναγνωστικό κοινό, ακο λουθούμενο από το «Argosy». Στα τέλη του 1910, ο εκδότης Butterick εκδίδει •το περίφημο περιοδικό «Adventure», με συγγρα φείς τον Harold Camp, που έγραψε πολλές εξω τικές περιπέτειες, τον Talbot Mundy, που έγρα ψε ένα μεγάλο αριθμό περιπετειών με ήρωα τον Πειρατή της Σαμοθράκης, τον George Santez, σπεσιαλίστα στις περιπέτειες από τη Λεγεώνα των Ξένων; τον Arthur Ο. Field, με περιπέτειες για τις χαμένες φυλές στις ζούγκλες του Αμαζό νιου, τον Η. Bedford Jones, τον Τ. Sampson Mil ler, τον Rafael Sabatini (που έγραφε και το Κάπταιν Μπλουντ ή Μπλαντ), τους F. St. Mars, Romain Η. Lower-Milk και τους απόστρατους αξιωματικούς συγγραφείς Calvin Carter, George Warburton Lewis, George Brydges Rodney, George Fielding Eliot, Rafael de Nogales και Malcom Wheeler Nicholson. To περιοδικό «Popular Magazine» της εκδοτι κής εταιρείας Street & Smith δημοσίευσε διηγή ματα και νουβέλες των συγγραφέων Rex Beach, Jack London, John Buchan και Elmer Davis. To περιοδικό «Complete Story» (πρώην People’s) εί χε το συγγραφέα Frank Packard. Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος που ακολούθη
σε έκανε όλα τα περιοδικά να υποφέρουν από, την έλλειψη χαρτιού και ν’ αργήσουν να συνέλθουν. Το περιοδικό «Νικ Κάρτερ» κυκλοφόρησε με ανανεωμένο και εκμοντερνισμένο κάπως τον ήρωά του και μαζί του κυκλοφόρησαν τα περιο δικά «Western Story» και το εβδομαδιαίο «New Bufallo Bill». Ο «μεγάλος» Μάνσυ κυκλοφόρησε το «Cavalier» και συγχώνεψε τα δύο περιοδικά του «Argosy» και «All-Story» σε ένα, για ένα χρόνο (1920), αλλά γρήγορα ξαναγύρισε στον παλιό τίτλο «Argosy».
Με τη λήξη του πολέμου τα λαϊκά περιοδικά ξανακέρδισαν έδαφος και εμφανίστηκαν ένα σω ρό καινούρια. Επίσης, εμφανίστηκαν και μερι κοί άγγλοι συγγραφείς στα περιοδικά «Popular», «Blue Book» και «Adventure». Ανάμεσά τους, την πρώτη θέση διεκδίκησε αμέσως ο Edgar Wal lace, που τα έργα του καθιερώθηκαν σαν κλασι κά στην παγκόσμια λογοτεχνία μυστηρίου. Αυτά, λοιπόν, αποτέλεσαν μια απαρχή -θα έλεγα- για να ξεφυτρώσουν, με τον καιρό, πολλά άλλα περιοδικά, με διαφορετικούς τίτλους το καθένα, ώσπου πέθαναν όλα, σχεδόν, από φυσι κό θάνατο, στα 1950. Και λέμε σχεδόν, γιατί με ρικά απ’ αυτά διατηρήθηκαν ώς τα 1956, αλλά εκδίδονταν μονάχα τέσσερις φορές το χρόνο. Ανάμεσα σ’ αυτά ήταν το «G-Men Detective», το «Phantom Detective» και το «Texas Rangers», με νουβέλες των γνωστών ηρώων Νταν Φόουλερ, Ντετέκτιβ Φάντασμα και Τζιμ Χάτφιλντ, που αγαπήθηκαν τόσο πολύ από τους έλληνες ανα γνώστες στο παλιό περιοδικό «Μάσκα». Ή ταν η εποχή που οι αμοιβές των τυπογρά φων -που τότε είχαν οργανωθεί σε εργατικά συνδικάτα- ανέβηκαν σε τρομακτικά ύψη (αύξη ση ημερομισθίων 70%), γεγονός που ανάγκασε όλα τα περιοδικά Pulps να κλείσουν, μια και δεν μπορούσαν να διατηρήσουν τη χαμηλή τους τιμή, που ήταν προσιτή στη μεγάλη λαϊκή μάζα των αναγνωστών. Άλλες δύο σοβαρές αιτίες ήταν η πρόοδος στα προγράμματα της τηλεόρασης και τα πολυτελή πια βιβλία τσέπης, για να μην ανα φερθώ και στα πολυάριθμα comics, που συνετέλεσαν κι αυτά στην πτώση και το θάνατο των λαϊκών περιοδικών. Ο δημοσιογράφος Τόνυ Γκούντστοουν, στο βι βλίο του «The Pulps» (1970) αρχίζει έτσι τον πρόλογό του: «Στην περίοδο 1920-1953 οι νεαροί Αμερικανοί κλείνονταν κρυφά πίσω από /τις πόρτες των λουτρών τους για να διαβάσουν τις συγκλονιστικές περιπέτειες των αγαπημένων τους ηρώων, που τους πρόσφεραν τόσο πλούσια τα λαϊκά εκείνα περιοδικά και που τα απαγό-
αφιερωμα/19
ρευαν οι γονείς, τα καταδίκαζαν οι δάσκαλοι και τα αγνοούσαν οι κριτικοί». Είναι, λοιπόν, γεγονός ότι τα λαϊκά περιοδικά εκείνης της εποχής αποτελούσαν την πνευματική τροφή της αμερικανικής νεολαίας και την εξέλι ξη ενός καινούριου είδους: του φανταστικού και αστυνομικού αναγνώσματος (μυστηρίου) που ξε φύτρωσε στις αρχές του αιώνα μας. Σύμφωνα με ένα άρθρο σχετικά με τα Pulps που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Play Boy» «τα περιοδικά εκείνα δημοσίευαν όμορφες και συ ναρπαστικές περιπέτειες, που για μια ολόκληρη γενιά γοήτευσαν κυριολεκτικά την αμερικανική νεολαία». Και στ’ αλήθεια, τα λαϊκά εκείνα περιοδικά συγκίνησαν ανθρώπους από κάθε τάξη και οι τίτλοι τους ανεβαίνουν σε εκατοντάδες: «Ίσκιος», «Ντοκ Σάβατζ», «Ντετέκτιβ X», «Πράκτορας 5», «Άνθρωπος Αράχνη», «Ντετέκτιβ Φάντασμα», · «Μασκοφόρος Ντετέκτιβ», «Παράξενες Ιστορίες» και «Μαύρη Μάσκα» εί ναι μονάχα ελάχιστοι απ’ αυτά. Υπήρχαν άλλα, όπως τα Γουέστερν, με ήρωες τον Καβαλάρη με τη Μάσκα (Γουέην Μόργκαν), Τζιμ Χάτφιλντ (Γερόλυκος), Ρίο Κιντ (Μπομπ Πράιορ), Γεράκι (Γουάλτ Σλέηντ), Ζορό (Αλε πού), Στηβ Ρηζ και τόσους άλλους, που κατά κτησαν το ενδιαφέρον των πολυάριθμων ανα γνωστών τους. Στο καλλιτεχνικό λίκνο της αμερικανικής τέ χνης και φιλολογίας, τα Pulps -όπως τα αποκαλούν μέχρι σήμερα- πρόσφεραν πολλά αριστουρ γήματα αλλά και αρκετές κακοτεχνίες. Τα καλύτερα γράφτηκαν από όσους της πένας όπως τους Edgar Rice Buppows, Max Brand, Dashiel Hammett, Norman Daniels, Robert Les lie Bellem, G. T. Flemming Roberts, Leslie Charteris και άλλους γνωστούς συγγραφείς που προσελκύστηκαν από τα λαϊκά περιοδικά εκείνα, σε κάθε μορφή λογοτεχνίας, στα σκοτεινά .χρόνια της οικονομικής κρίσης που μάστιζε την Αμερι κή, επειδή οι εκδότες τους πλήρωναν, τότε, σχε τικά καλές αμοιβές. Ακόμα, φημισμένοι συγγραφείς όπως ο Tenessee Williams, ο Mackinlay Kantor και o Philip Wallie βρήκαν μια αγορά για τις νουβέλες τους, στα πρώτα δύσκολα χρόνια της καριέράς τους, στα λαϊκά περιοδικά.
Στα 1930, οι εκδότες Street & Smith ζητούσαν εκφωνητή για να διαβάζει αστυνομικές ιστορίες από το περιοδικό τους «Story» στην ομώνυμη ραδιοφωνική εκπομπή τους. Ο εκφωνητής βρέ θηκε κι ύστερα από πολλές σκέψεις τον βάφτι
σαν Ίσκιο. Το πραγματικό του όνομα ήταν Τζέημς Λάκαρτον, μιλούσε με μυστηριώδη και υπόκωφη φωνή και συνήθιζε να θέτει στους ακροατές του το ερώτημα: «Ποιος ξέρει ποιες σατανικές σκέψεις παραμονεύουν ύπουλα μέσα στις ανθρώπινες καρδιές». Με τον καιρό, οι ακροατές, σχεδόν ασυναί σθητα, άρχισαν να απαντούν αστεία: - Ο Ίσκιος ξέρει. Αυτό έγινε ένα διαφημιστικό σλόγκαν στην εκ πομπή και πολύ γρήγορα το όνομα του Ίσκιου κυκλοφορούσε από στόμα σε στόμα σαν τσίκλα. Οι εκδότες Street & Smitfi κατάλαβαν ξαφνι κά ότι είχαν αποκτήσει ένα δημοφιλή ήρωα, από τον οποίο θα μπορούσαν να θησαυρίσουν. Έτσι, ανακάλυψαν ένα δημοσιογράφο, ερασιτέχνη τα χυδακτυλουργό, από τη Φιλαδέλφεια. Ο νεαρός δημοσιογράφος λεγόταν Γουάλτερ Γκίμπσον και ώς τότε ήταν ο συγγραφέας-φάντασμα των ταχυ δακτυλουργών τής εποχής, Χουντίνι, Μπλάκστον και- Θέρστον. Ο Γκίμπσον έγραφε τότε στο περιοδικό «True Story» (Αληθινή Ιστορία), που κυκλοφορούσε στη Φιλαδέλφεια με μέτρια κυκλοφορία. Ο ίδιος ο Γκίμπσον παραδεχόταν ότι δεν είχε διαβάσει πολλά περιοδικά Pulps. «Ιδιαίτερα μου άρεσε ο Αρσέν Λουπέν του Μορίς Λεμπλάν», λέει ο ίδιος.
20/αφιερωμα Σ’ αυτόν ανέθεσαν τη δημιουργία του Ίσκιου και έτσι έγραψε την πρώτη «φορμουλαρισμένη» νουβέλα «Ο ζωντανός ίσκιος» με το καλλιτεχνι κό όνομα που κατασκεύασαν οι εκδότες του, το Maxwell Grant. Το περιοδικό ξεκίνησε σαν τριμηνιαίο, όπως τα περισσότερα περιοδικά στην Αμερική, τότε, και γρήγορα έγινε μηνιαίο και αργότερα δεκα πενθήμερο. Στα τέλη του 1936 ο Γουάλτερ Γκίμπσον είχε γράψει 112 περιπέτειες-νουβέλες, σε μήκος βι βλίου, με το ψευδώνυμο Μάξγουελ Γκραντ, και στα 1949 έφτασε τις 283! Ο ίδιος, όταν τον ρώτησα, πίστευε ότι θα μπο ρούσε να γράψει περισσότερες με τον ίδιο ήρωα, πράγμα πολύ δύσκολο για άλλους συγγραφείς. Περιπέτειες του Ίσκιου -που έγινε τότε της μόδας- έγραψε κι ο συγγραφέας Τέοντορ Τίνσλεϊ, γνωστός από το περιοδικό «Black Mask», και ο Λέστερ Ντεντ. Δώδεκα νουβέλες του Ίσκιου έγραψε, επίσης, ο συγγραφέας Μπρους Έλιοτ, που ήταν κι αυτός ερασιτέχνης ταχυδα κτυλουργός, αλλά χρησιμοποίησε τον ήρωα Λάμοντ Κράνστον ως ερασιτέχνη ιδιωτικό ντετέκτιβ. Στα 1948 οι εκδότες Street & Smith αναγκά στηκαν να ξανακαλέσουν τον Γκίμπσον, που για άγνωστους λόγους είχε φύγει από το περιοδικό για ένα διάστημα, να ξαναγράψει Ίσκιο, αλλά ύστερα από 5 τεύχη το περιοδικό έκλεισε (καλο καίρι του 1949, τεύχος No. 324 και τίτλος «Τα μάτια που ψιθύριζαν»). Αργότερα, μεταξύ 1970-1980 και σήμερα κυ κλοφορούν οι παλιές περιπέτειες του Ίσκιου σε κομψά βιβλία τσέπης και έχουν, σχετικά, καλή κυκλοφορία.
Ντοκ Σάβατζ, Αράχνη κοα Ντετέκτιβ Φάντασμα Πολύ πριν αρχίσει να χάνει, κυκλοφοριακά, έδαφος το περιοδικό «Ίσκιος», οι εκδότες Street & Smith ετοίμαζαν άλλα περιοδικά με παρόμοιους ήρωες. Στα 1933 εκδίδουν το περιοδικό «Ντοκ Σά βατζ» και το περιοδικό «Νικ Κάρτερ». Εδώ εμ φανίζεται ένας καινούριος συγγραφέας του Νικ Κάρτερ, ο Ρίτσαρντ Γουόμσερ, που έγραφε τον ήρωα με το ψευδώνυμο Νικ Κάρτερ. Συγγραφέας του περίφημου περιοδικού «Ντοκ Σάβατζ», που θεωρείται το δημοφιλέστερο και ο ήρωάς του έγινε, σχεδόν, εθνικό είδωλο των Αμερικανών την εποχή εκείνη, είναι ο βετεράνος Λέστερ Ντέντ, που έγραψε τις 100 από τις 181 συνολικά νουβέλες του ήρωα -δημοφιλέστερου μετά τον Ίσκιο. Τις υπόλοιπες έγραψαν οι Νόρ
μαν Ντάνιελς, Ά λαν Χάθγουεϊ και Γουίλιαμ Μπόγκαρτ. Στα 1936, οι ίδιοι εκδότες εκδίδουν το περιο δικό «The Whisperer» (Ο Ψιθυριστής), με ήρωα κάποιον Τζέημς Γκόρντον ή Αγριόγατο ή το Μα κρύ Χέρι του Νόμου και συγγραφείς του τον Νόρμαν Ντάνιελς στην περίοδο 1936-1940 και τον Ά λαν Χάθγουεϊ στην περίοδο 1940-1942. Στα 1939 εκδίδουν το περιοδικό «Avenger» (Εκδικητής), με συγγραφέα τον Paul Ernst, που έγραφε με το καλλιτεχνικό όνομα Kenneth Ro-' berson, που ήταν ήδη δοκιμασμένο και πολύ γνωστό από τον ήρωα Ντοκ Σάβατζ. Στα 1933 η εκδοτική 'εταιρεία Popular Publica tions μπαίνει στον εκδοτικό στίβο των άσων ηρώων μυστηρίου με το εμπορικότατο -όπως αποδείχτηκε- περιοδικό «Spider» και ήρωα τον Ρίτσαρντ Γουέντγουερθ ή Άνθρωπο Αράχνη και Τίτο Καλιέπι, που οι έλληνες αναγνώστες γνωρί ζουν με το βαφτιστικό Γκόρντον Ρεξ, που έδωσε για ευκολία ο Απόστολος Μαγγανάρης στο πε ριοδικό του, τη «Μάσκα». Συγγραφέας είναι ο Norvel Page, πίσω από το ψευδώνυμο Γκραντ Στόκμπριτζ, αλλά τις δυο πρώτες νουβέλες έγραψε ο Ρ. Τ. Μ. Σκοτ, που ήρθε σαν μετανάστης από τον Καναδά και είχε γράψει(νουβέλες και διηγήματα του ήρωα Σμιθ (Μυστικού Πράκτορα). Το πραγματικό όνομα του συγγραφέα ήταν Ρέτζιναλντ Τ. Μαίντλαντ. Πολλοί αναγνώστες και κριτικοί της εποχής, στα 1920, έβρισκαν τον Μυστικό Πράκτορα Σμιθ καταπληκτικό. Ένας από τους ελάχιστους επι κριτές του Σκοτ ήταν ο τότε αφανής κι αργότερα τόσο διάσημος συγγραφέας Ντάσιελ Χάμετ, που είπε ότι τα διηγήματα του Σκοτ έχουν κάποια μηχανική και παράλογη πλοκή... Άλλος ανταγωνιστής του Ίσκιου ήταν ο Ντετέκτιβ Φάντασμα, με το ομώνυμο περιοδικό των εκδόσεων Thrilling, που ντεμπουτάρισε το Φε βρουάριο του 1933. Τα πρώτα 11 τεύχη του περιοδικού φέρουν ως συγγραφέα τον ανύπαρκτο στην πραγματικότητα Τζ. Γουέημαν Τζόουνς και αργότερα, σταθερά ώς το τέλος, Ρόμπερτ Γουάλας. Το περιοδικό έπιασε τόσο καλά στην αγορά, ως μηνιαίο, που συνεχίστηκε με επιτυχία ώς το καλοκαίρι του 1953! Ο Leo Margoulis -πιθανά ελληνικής καταγω γής-, διευθυντής σύνταξης όλων των εκδόσεων Thrilling Publications (Θρυλικές Εκδόσεις), δε θυμόταν πώς ακριβώς είχε σκαρώσει τα δύο πα ραπάνω ψευδώνυμα. Θετικό είναι, πάντως, ότι το Ρόμπερτ Γουάλας κατασκευάστηκε ώστε να μοιάζει λίγο στο όνομα του Έντγκαρ Γουάλας ή Ουάλας, όπως τον ξέρουμε στην Ελλάδα. Πρώτος συγγραφέας του Ντετέκτιβ Φάντασμα φέρεται ο Ντ’ Αρσύ Λ. Τσάμπιον, που ήταν δη
αφιερωμα/21 μοσιογράφος (αστυνομικός ρεπόρτερ) και κυνη γούσε πραγματικά εγκλήματα για την εφημερίδα που δούλευε και χιουμοριστικές επιφυλλίδες. Ά λλοι συγγραφείς του Φάντασμα ήταν οι Ρόμπερτ Σίντνεϋ Μπόουεν, Νόρμαν Ντάνιελς, Ανατόλ Φρανς Φέλντμαν και Γ. Τ. Μπάλαρντ. Πάν τως, οι πρώτες σε ποιότητα νουβέλες του ήρωα αποδίδονται στον Νόρμαν Ντάνιελς.
Τα άλλα περιοδικά Άλλο περιοδικό της ίδιας εκδοτικής εταιρείας ή της εταιρείας των μεγάλων επιτυχιών ήταν και το περιοδικό «The Black Book Magazine» με ήρωα τον Άντονυ Κούην (Νυχτερίδα) και .συγ γραφέα τον Νόρμαν Ντάνιελς, πίσω από το καλ λιτεχνικό όνομα G. Wayman Jones. Το περιοδικό, που άρχισε την καριέρα του πο λύ πιο πριν, παρουσίασε τον ήρωα Άντονυ Κούην στο τεύχος του ,Ιουλίου 1939, ως κεντρικό θέμα, με την πρώτη περιπέτεια-νουβέλα, «Το Σή μα της Νυχτερίδας» (The Brand of the Black Bat). Σημειώνω πως επειδή εξακολουθώ να ανή κω στο «κύκλωμα» των φανατικών Αμερικανών φίλων των Pulps, έκανα δύο ανατυπώσεις στα αγγλικά των δυο πρώτων περιπετειών της «Νυ χτερίδας», μια του «Ντετέκτιβ Φάντασμα», μια του «Αράχνη» και μια του «Πράκτορα 5» ειδικά για τους φίλους αναγνώστες των παλιών Pulps στην Αμερική. Ελπίζω, μάλιστα, να την εκδώσω μεταφρασμένη γρήγορα και στα ελληνικά. Η λέξη μασκοφόρος άρεσε πολύ στον Μαργκούλις και άρχισε να λανσάρει μασκοφόρους ήρωες με τα ομώνυμα περιοδικά: «Masked De tective» (Μασκοφόρος Ντετέκτιβ), «Masked Ri der Western» (Μασκοφόρος Καβαλάρης), γνω στό στους έλληνες αναγνώστες ως Γουέην Μόργκαν από το περιοδικό «Μάσκα». Ο Μασκοφόρος Καβαλάρης άρχισε να κυκλο φορεί στα 1936, με συγγραφείς τον Λόρενς Κήτιγκ, τον Ό σκαρ Φριέντ, τον Τομ Κάρυ, τον Ντόναλντ Μπέιν Χόμπαρτ και μερικούς άλλους που έγραφαν με τα πραγματικά τους ονόματα. Ο Μασκοφόρος Ντετέκτιβ άρχισε το φθινόπω ρο του 1940, με συγγραφέα τον Σ. Κ. Μ. Σκάνλον (ψευδώνυμο, ενώ πραγματικός συγγραφέας του ήταν ο πολυγραφότατος Νόρμαν Ντάνιελς). Έ να άλλο περιοδικό του Μαργκούλις, «The Ghost» (Το Φάντασμα), είχε μικρή καριέρα, με συγγραφέα τον Τζ. Φλέμινγκ Ρόμπερτς. Είχα γράψει ένα γράμμα για να στείλω στον Μαργκούλις, τότε που ζούσα στην Αμερική, ζη τώντας του διάφορες πληροφορίες γύρω από τα Pulps, αλλά δεν πρόλαβα να το στείλω, γιατί την ίδια μέρα πληροφορήθηκα από την τηλεόραση
ότι πέθανε. Ή ταν Δεκέμβριος του 1975 και τότε ήταν αρχισυντάκτης στο μηνιαίο περιοδικό «Mi ke Shane».
Ο Φεγγαροκέφαλος και οι άλλοι Ο Φρέντερικ Ντέηβις, συγγραφέας του Φεγγαροκέφαλου (The Moon Man) στο περιοδικό «Ten Detective Aces» (Δέκα Ντετέκτιβ Ά σοι), είπε τελευταία για το δημιούργημά του: «Δεν θυμά μαι με ακρίβεια πώς μου ήρθε η ιδέα να δη μιουργήσω τον Φεγγαροκέφαλο, αλλά την εποχή εκείνη η ανακάλυψη του γυαλιού Argus, με τη μονόπλευρη ορατότητα, ήταν κάτι καινούριο, κι εγώ έψαχνα πάντα για καινούριες ιδέες. Έτσι δημιούργησα τον Φεγγαροκέφαλο, κι επειδή μου άρεσε, τον συνέχισα για μερικά χρόνια...». Μερικά περιοδικά με ήρωες εκδικητές προσ πάθησαν ν’ ανταγωνιστούν τον «Ά γιο» του Λέσ λι Τσάρτρις, που είχε επιβληθεί σαν συγγραφέας μυστηρίου με τη μεγάλη νουβέλα του «Ο Ά γιος στη Νέα Υόρκη». Τότε, οι εκδότες της εταιρείας Popular Publica tions εκδίδουν το περιοδικό «Captain Satan», με πολύ μικρή καριέρα, στις αρχές του 1938. Γύρω στα 1936 κυκλοφόρησε το πρώτο περιο δικό του είδους με μια ηρωίδα γυναίκα: «Η κυ ρία με το ντόμινό» ή Έλεν Πάτρικ, στο περιοδι κό «Mystery Adventure» (Μυστηριώδεις Περιπέ τειες ή Περιπέτειες Μυστηρίου). Και το περιοδι κό αυτό είχε, επίσης, μικρή καριέρα και ήταν ένα από τα πολλά της εταιρείας Thrilling Publica tions.
22/αφιερωμα ' Τον Απρίλιο του 1940, στο περιοδικό «Double Detective» (Διπλός Ντετέκτιβ), εμφανίστηκε ο ήρωας Γκρην Λάμα (Πράσινος Λάμα), με συγ γραφέα τον Ρίτσαρντ Φόστερ. Άλλος ήρωας ήταν ο Τζιμ Άντονυ, στο πε ριοδικό «Super Detective» των εκδόσεων «Tro jan» Publishing Corporation, του εκδότη Φρανκ Άρμερ. Οι βετεράνοι συγγραφείς Ρόμπερτ Λέσ λι Μπέλεμ και Γ. Τ. Μπάλαρντ έγραψαν τις πε ριπέτειες πίσω από το καλλιτεχνικό όνομα John Grang. Οι ίδιοι συγγραφείς έγραψαν μια σειρά από νουβέλες-περιπέτειες με ήρωα έναν Κινέζο: Δρ. Κάποιος (Dr Who). Ό πω ς είπαμε παραπάνω, ο Λέστερ Ντεντ έγραψε εκατό περιπέτειες με ήρωα τον Ντοκ Σάβατζ, πίσω από το καλλιτεχνικό όνομα Κένεθ Ρόμπερσον. Ό ταν κάποιος ρεπόρτερ ζήτησε, κά ποτε, από το συγγραφέα να του περιγράψει τον ήρωα, ο Ντεντ του απάντησε: «Έχει τις ιχνηλατικές ικανότητες του Σέρλοκ Χολμς, τα μούσκουλα και την ευλυγισία του Ταρζάν και τα ηθικά χαρίσματα του Χριστού!» Ο Ντοκ Σάβατζ, που όπως είπαμε έρχεται σε δημοτικότητα μετά τον Ίσκιο και όλες οι νουβέ λες του αναδημοσιεύτηκαν σε κομψά βιβλία τσέ πης, είχαν αξιοσημείωτη επιτυχία για ένα φαν ταστικό ήρωα που το άστρο του έσβησε από και ρό. Άλλο περιοδικό με ψηλό κασέ ήταν ο «Πρά κτορας 5» (Operator 5) με συγγραφέα τον Φρέντερικ Ντέηβις, πίσω από το καλλιτεχνικό όνομα Κέρτις Στηλ (Curtis Steel). Ας αφήσουμε, όμως, τον ίδιο να μας μιλήσει για το δημιούργημά του: «Η βασική ιδέα του Πράκτορα 5 ανήκει στον εκ δότη Χένρυ Στίγκερ ή στον αρχισυντάκτη Ρότζερ Τέρυλ ή και στους δύο μαζί. Ο ήρωας έπρεπε να σώζει τις Ηνωμένες Πολιτείες από κάποια καθο λική καταστροφή, σε κάθε μηνιαία περιπέτειά του. Ό ταν μου ανάθεσαν να γράψω τη σειρά, είχαν κιόλας έτοιμο το εξώφυλλο της πρώτης νουβέλας, που παρουσίαζε το Λευκό Οίκο να τι νάζεται στον αέρα! Έτσι, έγραψα την πρώτη νουβέλα-περιπέτεια του Πράκτορα 5, βλέποντας την παράσταση του εξώφυλλου. Οι χαρακτήρες, οι ιδέες, η πλοκή και τα τρυκ είναι δικά μου δη μιουργήματα». Την ίδια περίοδο με τον «Πράκτορα 5» κυκλο φόρησε το περιοδικό του Μαργκούλις «G-Men Detective», με ήρωα τον Νταν Φόουλερ, πράκτο ρα του FBI, ή όπως το ξέρουμε από το περιοδικό «Μάσκα» σαν Ο.Γ.Α. (Ομοσπονδιακό Γραφείο Αναζητήσεων), με μια αλυσίδα συγγραφείς και πρωτοπόρο πάντα τον Νόρμαν Ντάνιελς. Ακόμα ένα περιοδικό με καλή κυκλοφορία ήταν το «Secret Agent “X ”» (Ντετέκτιβ X), με
συγγραφέα τον Πολ Τσάγκουικ, που έγραψε τις περιπέτειες με το καλλιτεχνικό όνομα Μπραντ Χάουζ. Ο ίδιος συγγραφέας έγραψε μερικές νουβέλες και σε διάφορα άλλα λαϊκά περιοδικά, αλλά δεν υπάρχουν πουθενά τα ίχνη του. Θα τον αποκαλέσω συγγραφέα-φάντασμα που εξαφανίστηκε σαν τον ήρωά του, ανώνυμος και χωρίς αναγνω ριστικό στοιχείο πίσω του. Ο ίδιος συγγραφέας έγραψε πολλές περιπέτειες του ήρωα Γουέντ Χάμοντ. Για δύο χρόνια έκανα έρευνες στην Αμερι κή και δεν άφησα πληροφορία που να μην την εξετάσω, αλλά δυστυχώς δεν κατάφερα τίποτα, γιατί πάντα συναντούσαν μπροστά μου έναν αδιαπέραστο τοίχο. Ο Πολ Τσάγκουικ παραμένει ένας άγνωστος «X», ακριβώς όπως ο ήρωάς του. Ά λλα περιοδικά με γνωστούς στην Ελλάδα ήρωες ήταν το «Texas Rangers», με ήρωα τον Γε ρόλυκο και συγγραφέα τον Τζάκσον Κόουλ (Α. Leslie), και το «Thrilling Western», με ήρωα τον Γουάλτ Σλέηντ και συγγραφέα τον Μπράντφορτ Σκοτ (A. Leslie). Επίσης, τα περιοδικά «The Rio Kid Western» με ήρωα τον Μπομπ Πράιορ και μια ομάδα συγ γραφέων με επικεφαλής τον Τομ Κάρυ (ψευδώ νυμο κι αυτό του Α. Λέσλι) και το «Ranger Ri ders» με ήρωα τον Στηβ Ρηζ και συγγραφείς τους παραπάνω. Έ νας ακόμα συγγραφέας περιπετειών γουέστερν, μετά τον Μαξ Μπραντ, ήταν ο Έρνεστ Χέικοξ, που γεννήθηκε στο Πόρτλαντ και για ένα μεγάλο διάστημα υπηρέτησε ως εθνοφρου ρός στα μεξικανικά σύνορα (1916). Θα ήταν πραγματικά παράλειψη να άφηνα έξω το μεγάλο περιοδικό «The Black Mask» (1920-1940), στο οποίο συνεργάστηκαν πολλοί φημισμένοι συγγραφείς, όπως ο Ντάσιελ Χάμετ, του οποίου το «Γεράκι της Μάλτας» δημοσιεύτη κε σε συνέχειες με άλλες νουβέλες του, στην πε ρίοδο 1926-1936, στο περιοδικό αυτό. Στο ίδιο περιοδικό συνεργάστηκαν οι Ερλ Στάνλεϋ Γκάντνερ, Φρέντερικ Νίμπελ, Τζωρτζ Χάρμον Κοξ, Λέστερ Ντεντ, Ρέημον Τσάντλερ, Κάρολ Τζον Ντέηλυ, Φρανκ Γκρούμπερ, X. Λ. Μέμκεν, Τζωρτζ Τζην Νάθαν και Χόρας Μακόυ. Ο γνωστός από το περιοδικό «Μάσκα» Νταν Τάρνερ, του συγγραφέα Ρόμπερτ Λέσλι Μπέλεμ, που άρχισε την καριέρα του στα 1935 στο περιο δικό «Spicy Detective», αργότερα εμφανίστηκε στο περιοδικό «Hollywood Detective». Ο Ρόμπερτ Λέσλι Μπέλεμ στα 1950 που έκλει σαν τα περισσότερα λαϊκά περιοδικά, άρχισε να γράφει σενάρια για τη μεγάλη και τη μικρή οθό νη. Η γνωστή τηλεοπτική σειρά «FBI» είναι δική του. Έ νας άλλος συγγραφέας, ο Ρόμπερτ Χά-
αφιερωμα/23 ουαρντ από το Τέξας, άρχισε από πολύ νέος να γράφει νουβέλες για τα λαϊκά περιοδικά, ενώ ταυτόχρονα ήταν κι ο ίδιος φανατικός αναγνώ στης τους. Η μεγαλύτερη εργασία του δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Weird Tales» (Παράξενες Ιστορίες). Στα 1928 παρουσίασε ένα φανταστικό ηρώα, τον Σόλομον Κέην, πουριτανό τυχοδιώκτη του 16ου αιώνα. Χώρο πλοκής διάλεξε την Αφρική και είναι φανερό πως επηρεάστηκε από τις περι πέτειες του Ταρζάν που διάβαζε. Έγραψε περίπου 12 νουβέλες με τον ήρωα Κέην, ενώ στα 1922 είχε παρουσιάσει έναν άλλο του ήρωα, τον Βάρβαρο Κόναν, στο ίδιο περιο δικό. Στα 1936 ο Χάουαρντ αυτοκτόνησε, σε ηλικία 30 χρόνων, αλλά οι νουβέλες του άρχισαν να ξανακυκλοφορούν με επιτυχία από το 1970, σε βι βλία τσέπης. Τελευταία, μάλιστα, είδαμε και την ομώνυμη ταινία του.
γα χρήματα που κέρδιζαν δεν τους επέτρεπαν ούτε να συντηρηθούν. Τότε άρχισαν να στρέφον ται στα περιοδικά πολυτελείας με γυαλιστερό χαρτί και καλύτερη τιμή, ενώ άλλοι έκλεισαν. Πολλοί από τους συγγραφείς εκείνους που μας έδιναν τόσο όμορφα και συναρπαστικά αναγνώ σματα πέθαναν. Οι λίγοι που απόμειναν, είναι ηλικιωμένοι και αρνούνται να θυμηθούν και να μιλήσουν για τις μέρες εκείνες που έγραφαν νου βέλες με 1 σεντς τη λέξη. Ο μόνος που έμεινε πιστός και ζωντανός αγω νιστής, είναι ο Γουάλτερ Γκίμπσον, που πρωτο στατεί σε κάθε κδήλωση που γίνεται σήμερα στην Αμερική από φίλους, φανατικούς αναγνώ στες και συλλέκτες εκείνης της ανεπανάληπτης εποχής, όπως την αποκαλούν οι ίδιοι, σε μια πραγματικά αξιοσημείωτη προσπάθεια να ξανα ζωντανέψουν το χαμένο θρνλοΐ
Η δραστηριότητα στην Ευρώπη Το τέλος των Pulps Τα λαϊκά περιοδικά δημοσίευαν φανταστικές ιστορίες, πολλά χρόνια πριν πάρουν τη σημερινή ονομασία «ιστορίες επιστημονικής φαντασίας». Παράδειγμα έχουμε τα βιβλία του Edgar Rice Burrows, με χώρο πλοκής τον πλανήτη Άρη, που άρχισαν να εμφανίζονται στα περιοδικά «Argosy» και «Blue Book». Τα τελευταία λαϊκά περιοδικά που φάνηκαν στην αγορά, πριν αρχίσει να σβήνει η εποχή τους, ήταν τα «Dr Death» (Δρ Θάνατος), «The Wizard» (Ο Μάγος), «Foreign Legion» (Λεγεώνα των Ξένων), «Big Chief Western» (Μεγάλος Αρ χηγός Γουέστερν) με ινδιάνικες ιστορίες και «Zeppelin Stories» (Ιστορίες σε Ζέπελιν). Και, ξαφνικά, μια μέρα πέθαναν όλα! Λίγοι μπορεί να το παρατήρησαν, αλλά η αλή θεια είναι πως τα λαϊκά περιοδικά Pulps χάθη καν ύστερα από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, μετά το τέλος του Χίτλερ και την ατομική βόμβα στη Χιροσίμα. Στα 1946 υπήρχε ακόμα ένα μεγάλο αναγνω στικό κοινό στα λαϊκά περιοδικά, αλλά αυτό το ίδιο αναγνωστικό κοινό άρχισε να έχει απαιτή σεις. Ήθελε καλύτερο σχήμα στα περιοδικά και μοντέρνες προσαρμογές. Ο Δεύτερος Παγκό σμιος Πόλεμος, που είχε τελειώσει, είχε φέρει καινούριες εφευρέσεις και επαναστατικές αλλα γές σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Τα εικονογραφημένα κόμικς και η τηλεόραση άρχισαν να δίνουν το ίδιο, περίπου, είδος περιπέτειας. Οι εκδότες αντιμετώπιζαν το τυπογραφικό κό στος (αύξηση 72%) από το 1944-1947, και τα λί
Την ίδια περίπου εποχή άρχισαν να κυκλοφο ρούν και στην Ευρώπη -Αγγλία, Γαλλία και λίγο αργότερα στην Ιταλία, Ελλάδα και άλλες χώρεςτα πρώτα φυλλάδια και υποτυπώδη περιοδικά με διάφορα μυθιστορήματα. Για την ιστορία, αναφέρω πάλι τον αμερικανό εκδότη Norman L. Munro, που στην περίοδο 9 Απριλίου 1883 έως 9 Σεπτεμβρίου 1899 κυκλο φορούσε με 5 σεντς το εβδομαδιαίο περιοδικό «Cap. Collier Library» με αστυνομικές νουβέλες. Το περιοδικό άλλαξε πολλούς τίτλους και δημο σίευε κυρίως νουβέλες του γάλλου συγγραφέα Emile Gaboriau. Ο Γάλλος Εμίλ Γκαμποριό διεκδικεί και τον τίτλο του πρώτου συγγραφέα μυστηρίου που είχε μόνιμο ήρωα, τον αστυνόμο Λεκόκ. Μυθιστόρημα του Γκαμποριό δημοσίευσε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το περιοδικό «Θεα τής», σε συνέχειες, στα 1937, και η εφημερίδα «Βραδυνή» σε εικονογραφημένα «στριπς» στην περίοδο 1979-1980. Μερικοί υποστηρίζουν ότι ο Charles Dickens (1812-1870) έγραψε το πρώτο αστυνομικό μυθι στόρημα το 1870. Το μυθιστόρημα λεγόταν «Το μυστήριο \ου Έντγουιν Ντρουντ» και τα πρώτα έξι κεφάλαια που πρόλαβε να γράψει, πριν πεθάνει, φανέρωναν ότι θα γινόταν ένα κλασικό αριστούργημα. Φυσικά, αναφέρεται ένας αριθ μός συγγραφέων που προσπάθησαν να συνεχίσουν το έργο και να το τελειώσουν, αλλά, τελι κά, βγήκε μια μετριότητα. Στη Γαλλία, ένα σωρό άλλοι έγραφαν σε φυλ λάδια και στις επιφυλλίδες των εφημερίδων πε ριπετειώδη μυθιστορήματα, που περίκλειαν μέσα
24/αφιερωμα
Αριστείδης Κυριάκός
τους και το στοιχείο του μυστηρίου, αλλά έμει ναν άσημοι. Αναφέρω μερικά ονόματα, για την ιστορία: Ζυλ Μαρύ, Πονσόν ντυ Ταράιγ, Πωλ Φεβάλ, Σαρλ Μερουβέλ, Εμίλ Ρίσμπουργκ και μερικοί άλλοι. Και ήταν ο Άγγλος σερ Arthur Conan Doyle (1859-1930) που εμφανίστηκε το 1887 με το πρώ το έργο του, «Dreamland and Ghostland» για ν’ ακολουθήσουν τα «Mysteries and Adventures» (1889), «The captain of the polestar and other ta les» (1890), «My friend the murderer and other mysteries and adventures» (1893) και τόσα άλλα ώσπου να δημιουργηθεί ο Σέρλοκ Χολμς, με το έργο «Α scandal in Bohemia», που ήταν το πρώ το του διήγημα και δημοσιεύτηκε στο περίφημο περιοδικό «The Strand», για ν’ ακολουθήσουν τόσα άλλα, που όλα είναι γνωστά και σε μας. Την ίδια περίπου περίοδο, ο Όσκαρ Γουάιλντ γράφει «Το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέυ», επί σης μυστηρίου, αλλά περισσότερο φαντασίας (1891). Ώστε, η πρώτη μικρή νουβέλα του Ντόυλ δη μοσιεύτηκε στα 1891 στο περιοδικό πού προανέφερα και λεγόταν «Έ να σκάνδαλο στη Βοημία». Στη Γαλλία εμφανίζεται τότε ο Γκαστόν Λερού με το «Μυστήριο του κίτρινου δωματίου» και αστυνομικό ήρωα τον Ρουλταμπίλ και ο Μωρίς Λεμπλάν (1864-1941) με ήρωα τον Αρσέν Λουπέν στα 1906. Προηγήθηκαν ο Ευγένιος Σύη με το έργο του «Τα μυστήρια των Παρισίων», ο Πονσόν ντυ Ταράιγ με τον διαβόητο «Ροκαμβόλ» και μερικοί άλλοι ασήμαντοι. Οι σωστοί, ορθόδοξοι συγγραφείς έργων μυ στηρίου εμφανίστηκαν στις αρχές του αιώνα μας. Τότε το μυθιστόρημα άρχισε να μπαίνει σε σωστά καλούπια και να εμφανίζονται συγγρα φείς του κύρους των: Ά γκαθα Κρίστι, Φίλιπ Όπενχαϊμ, Σαξ Ρόμερ, Έ . Γουάλας και αργότε
ρα του Ζωρζ Σιμενόν και τόσων άλλων που έγι ναν φίρμες διεθνώς. Ο Σαξ Ρόμερ δημιούρησε τον διαβόητο, δια βολικό ήρωά του, Φου Μαντσού, που πραγματι κά εντυπώσιασε το αναγνωστικό κοινό διεθνώς. Οι Γάλλοι Πιερ Σουβέστρ και Μαρσέλ Αλαίν δημιουργούν ένά μασκοφόρο ήρωα κακοποιό, τον διαβόητο Φαντομά, που και αυτός είναι γνωστός σε όλο τον κόσμο. Στην Ελλάδα οι ήρωες αυτοί, αλλά και οι συγ γραφείς τους, έγιναν γνωστοί από τα δύο γνω στά περιοδικά «Μυστήριο» (1935-1937) και «Μάσκα» (1935-1938) του Απόστολου Μαγγανάρη· Στην Ελλάδα, κυκλοφόρησαν σαν πρώτα αστυνομικά βιβλία μυστηρίου τα: «Η μαύρη χειρ», «Η μαύρη χειρ στην Ευρώπη», «Η μαύρη χειρ στην Αμερική», «Η μαύρη χειρ στο Λονδί νο», με ήρωα τον Νατ Πίνκερτον και συγγραφέα κάποιον Τζακ Ρόμπερτ Αάιονς, πολλές περιπέ τειες του Νατ Πίνκερτον, του Σέρλοκ Χολμς, του Νικ Κάρτερ και μερικών άλλων -κατασκευάσμα τα ελλήνων συγγραφέων- και «Τα μυστήρια της Νέας Υόρκης» του Πιερ Ντεκουρσέλ, «Το σταχτί αυτοκίνητο» του Ζαν Φλορέιγ, το «Ραβεγκάρ» του Γκυ ντε Τεραμόν, όλα του Μαρσέν Αλαίν και του Μωρίς Λεμπλάν και μερικά όπως «Η Συμμορία της Μαύρης Μάσκας», «Ο Ζιγκομάρ», «Η Συμμορία του Μαύρου Στιλέτου», «Η Μυ στηριώδης Συμμορία του Φάντε-Κούπα» και με ρικά ελληνικά του Αριστείδη Κυριάκού: «Ο Μαύρος Αρχιληστής και ο Φον Κολοκοτρώνης», «Ο Μαύρος Αρχιληστής στο Παρίσι», «Ο Μαύ ρος Αρχιληστής στην Αμερική», «Ο θάνατος του Μαύρου Αρχιληστή» και «Η ανάσταση του Μαύ ρου Αρχιληστή» (που μάλλον την έγραψε ο Ηλ. Οικονομόπουλος, γιατί στο μεταξύ είχε πεθάνει ο Κυριάκός), ο «Σέρλοκ Χολμς και η κόρη των κεραυνών» του Γιάννη Σκουτερόπουλου. Έ τσι οι Έλληνες, ακολουθώντας το ρεύμα της Ευρώπης και της Αμερικής, έμαθαν να διαβά ζουν αστυνομικά μυθιστορήματα; που πολλά απ’ αυτά ήταν μάλλον κατασκευάσματα και παρω δίες. Αργότερα, και συγκεκριμένα μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, το βιβλίο μυστηρίου εκμοντερνίστηκε, πήρε τη σωστή φόρμα του και μπήκε σε κάθε σπίτι, αφού είχαν ξεκαθαρίσει οι συγ γραφείς που είχαν γερή πένα. Στην Κατοχή, κάποιος εκδότης με τη φίρμα «Άρκτος» κυκλοφόρησε μερικά βιβλία τύπου τσέπης, δηλαδή σε μικρό σχήμα. Ή ταν τα βι βλία: «Περιπέτειες» του Έλερυ Κούην, «Έ να άλλοθι δέκα, λεπτών» του Άρμστρονγκ Σώου, «Ά σος Πίκα» του Χένρυ Χολτ, «Ο δολοφόνος κατοικεί στο 21» του Στάνισλαβ Στήμαν και «Ο
αφιερωμα/25
Ά γιος και η παρέα του» του Λέσλι Τσάρτρις, που το ανάγγειλε, αλλά... δεν το κυκλοφόρησε, για άγνωστους λόγους. Ωστόσο, ο φίλος Απόστολος Μαγγανάρης δεν άφησε παραπονεμένους τους φίλους του είδους και κυκλοφόρησε δύο περιοδικά εβδομαδιαία, μυστηρίου, σαν συνέχεια της «Μάσκας», την «Αράχνη» πρώτα με 34 τεύχη και τον «Άσσο» μετά με 24 τεύχη. Μετά το τέλος του πολέμου, τα βιβλία μυστη ρίου στην Ευρώπη οργίασαν κυριολεκτικά και η κυκλοφορία τους ανέβηκε σε τρομακτικά επίπε δα. Στην Ελλάδα τα πρώτα βιβλία τσέπης παρου σίασε και πάλι ο Απόστολος Μαγγανάρης με τα «Μοντέρνα Έργα» της προπολεμικής «Μά σκας». . Ακολούθησαν πολλοί άλλοι, με προπομπό τη σειρά τσέπης του Πεχλιβανίδη, που κυκλοφόρη σε 76 βιβλία τσέπης μυστηρίου και μερικά άλλα περιπετειώδη και αισθηματικά. Στο δικό μας χώρο, έχουμε να παρουσιάσουμε κι εμείς αρκετούς συγγραφείς του είδους που αρχίζουν από το τέλος του περασμένου αιώνα, όπως ο Ραγκαβής με το έργο του «Συμβολαιο γράφος», ο Παπαδιαμάντης με τη «Φόνισσα», ο Βουτυράς, ο Καραγάτσης και άλλοι λογοτέχνες μας.
Ωστόσο, ο πρώτος που έγραψε φορμουλαρισμένο μυθιστόρημα μυστηρίου, με μόνιμο ηρώα τον «αθέατο ντετέκτιβ» Μάρτιν Μπεγκ, ήταν ο γιατρός και δημοσιογράφος Ορφέας Καραβίας, που έγραφε με το καλλιτεχνικό όνομα Φέλιξ Καρ και που έζησε κάποιο μεγάλο διάστημα στην Αμερική. Ένα αστυνομικό μυθιστόρημα μυστηρίου δη μοσίευε και η Ελένη Βλάχου στην προπολεμική «Καθημερινή» με τίτλο «Το μυστικό της ζωής του Πέτρου Βερίνη». Άλλοι έλληνες συγγραφείς που έγραψαν αστυνομικά μυθιστορήματα μυστηρίου είναι ο Νίκος Μαράκης (1904-1973), που έγραψε ανα ρίθμητα μυθιστορήματα και περιπέτειες της ηρωίδας Φρόιλαϊν Γκοστ -δημιούργημά του-, ο αμίμητος Γιάννης Μαρής (Τσιριμώκος - 19181979), δημιουργός του κοσμοπολίτικου μυθιστο ρήματος μυστηρίου στην Ελλάδα, ο συμπαθέστα τος Χρήστος Χαιρόπουλος, ο Νίκος Φώσκολος, ο φίλος Γιάννης Β. Ιωαννίδης, που καταπιάστη κε με επιτυχία σε όλα τα είδη του γραπτού λό γου, ο Γιώργος Τσουκαλάς, ο Ηλίας Μπακόπουλος, ο Γιάννης Καμπούρης, ο Ανδρόνικος Μαρκάκης, ο Τάκης Παπαγεωργίου, ο αείμνηστος φί λος Νίκος Ρούτσος, ο Ντίνος Κόκκινης, ο Ανδρέας Κουβελογιάννης, η Αθηνά Κακούρη, ο Περ. Γεωργολάκος και ο υποφαινόμενος.
1984 μια χρονιά αφιερωμένη στην αρχαία τραγωδία σατυρικό δράμα και κωμωδία
ΘΕΑΤΡ IKOS □ Ρ ΓΑ Ν ΙΣ Μ Ο Ξ
ΚΥΤΤΑΡΟ Για παρακολούθηση σεμιναρίων πληροφορίες 136.27.326 10-1 π.μ., 6-8 μ.μ.
26/αφιερωμα
Στάθης Βαλούκος
Ιστορίες με ντετέκτιβ στη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο Χωρίς να ξεπεράσονμε εύκολα τον κίνδυνο τον «απλοϊκού» που ενεδρεύει σε κάθε απόπειρα ταξινόμησης μπορούμε να διακρίνουμε στην εξέλιξη της αστυνομικής φιλολογίας τρία χαρακτηριστικά στάδια: α) τις ιστορίες με ντετέκτιβ (detective sto ries), 6) τις νουβέλες τον εγκλήματος (crime novel) και γ) το κατασκοπικό μυθι στόρημα. Το κάθε ένα από αυτά τα στάδια αναπτύχθηκε και αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη χρονική πε ρίοδο, την οποία και αντανακλά ιδεολογικά και πολιτιστικά. Αυτό οφείλεται στο ότι η αστυνομι κή λογοτεχνία είναι η κατ’ εξοχήν «καταναλώσι μη» λογοτεχνία, στενά συνδεδεμένη με τα κελεύσματα της αγοράς και υποχρεωμένη να παρακο λουθεί τις προτιμήσεις του «μέσου» πολίτη, αφού σ’ αυτόν απευθύνεται και απ’ αυτόν αντλεί την ευρωστία της. Παρότι αυτό το άρθρο στοχεύει και αναφέρεται στο πρώτο από τα τρία προαναφερόμενα στάδια, θα προσπαθήσουμε να σκιαγραφήσουμε γρήγορα αυτή την εξέλιξη, όπως χαράχτηκε από τα πρώτα αστυνομικά μυθιστορήματα του Πόε μέχρι τα κατασκοπικά του Γιαν Φλέμινγν , και τη μετάλλαξη του κεντρικού ήρωα από έναν ορθολογιστή σκεπτόμενο ντετέκτιβ σ’ έναν δυναμικό «κρατικό» αστυνομικό, πράκτορα αν προτιμάτε, που χρησιμοποιεί με την ίδια ευχέρεια τόσο το μυαλό του όσο και το τέλεια γυμνασμένο σώμα
Οι τρεις «περίοδοι» του αστυνομικού μυθιστορήματος Το πρώτο αστυνομικό διήγημα γράφτηκε το 1841
και ήταν «Η διπλή δολοφονία της οδού Μοργκ» του Έντγκαρ Ά λαν Πόε. Ήδη σ’ αυτό μπορού με ν’ αναγνωρίσουμε τα δύο βασικά συστατικά ενός αστυνομικού κοκτέιλ, δηλαδή: α) έναν πε ρίεργο φόνο και β) έναν άνθρωπο που με μια σειρά συλλογισμών φωτίζει το μυστήριο. ' Η συνταγή αποδείχτηκε θαυμάσια. Ό σα χρό νια κι αν περάσανε, παρέμεινε αναλλοίωτη και πάντα χρυσοφόρα. Στη γρήγορη εξέλιξη του εί δους βοήθησε ένας αποτυχημένος οφθαλμίατρος, που στο χρονικό διάστημα μεταξύ δύο επισκέ ψεων των πελατών του σκάρωνε αστυνομικά αι νίγματα για να περνά την ώρα του, και μία κα ταπιεσμένη λονδρέζα νοικοκυρά, που χάραξαν με το έργο τους ολόκληρη την πρώτη, εξελικτική περίοδο των αστυνομικών μυθιστορημάτων, για τα οποία επικράτησε η ονομασία «detective sto ries». Στα τυπικά δείγματα του είδους, το ενδιαφέ ρον του αναγνώστη κεντράρεται στο κλασικό ερώτημα-αίνιγμα «ποιος είναι ο δολοφόνος». Σ’ αυτές τις περιπτώσεις υπάρχει συνήθως ένας ντετέκτιβ-καταλύτης που συγκεντρώνει και συ στηματοποιεί τις σπαρμένες ενδείξεις με τέτοιο τρόπο, ώστε να συμπληρώνει με τη μέθοδο του παζλ το πορτρέτο του δολοφόνου. Στην πραγμα τικότητα το τελευταίο κομμάτι του παζλ και το πιο χαρακτηριστικό, θα πρέπει να τοποθετηθεί, αν είναι δυνατόν, την ώρα που ο αναγνώστης
αφιερωμα/27 ετοιμάζεται να κλείσει το βιβλίο, βέβαιος για την ,ενοχή κάποιου, παρασυρμένος από τη μαγική ει κόνα που ώς εκείνη τη στιγμή έστηνε ο συγγρα φέας στρέφοντας τις υποψίες του σε λάθος πρό σωπο. Η διάδοση αυτού του μοντέλου είναι καθορι στική, στο επίπεδο της πλοκής και της μεθοδο λογίας της αφήγησης, για όλες τις αστυνομικές ιστορίες που εντάσσονται σ’ αυτή την περίοδο. Η «μπελ-επόκ», ο ορθολογισμός και ο θρίαμ βος της επιστημονικής μεθοδολογίας και της λο γικής, η πίστη του κόσμου σε κάποιες ηθικές αξίες, η δημιουργία αστικών κέντρων και η με γάλη κοινωνική κινητικότητα χαρακτηρίζουν αυτή την περίοδο της άνθισης του αστυνομικού και αντικατοπτρίζονται με εύκολα αναγνώσιμο τρόπο μέσα σ’ αυτό. Για τους φανατικούς των χρονολογιών μπορούμε να την περικλείσουμε ανάμεσα στο 1841, χρονιά που γράφτηκαν, όπως προαναφέρθηκε, τα «Εγκλήματα της οδού Μοργκ», και στις αρχές της δεκαετίας του ’30, όταν ξέσπασε η μεγάλη οικονομική κρίση. Αυτό βέβαια δε σημαίνει πως δεν υπάρχουν μεταγενέ στερα έργα πάνω σ’ αυτό το μοντέλο. Οπωσδή ποτε όμως δεν προσθέτουν τίποτα περισσότερο και παραμένουν πετυχημένες ή όχι ασκήσεις ύφους.
Η αμερικάνικη αστυνομική νουβέλα Στο μεταξύ, η εμπιστοσύνη στην εμπειρική μεθο δολογία και γενικότερα στον ορθολογισμό, που ήταν το κύριο διανοητικό κλίμα επώασης συνει δήσεων ώς τα χρόνια του οικονομικού κραχ, υποχωρεί μπροστά στη θύελλα που έρχεται από την Αμερική. Ατέλειωτες στρατιές ανέργων, πεί να κι απελπισία, άνθρωποι που νοικιάζουν δω μάτιο σε ξενοδοχείο για να πηδήξουν από το πα ράθυρο, γκαγκστερισμός και ηθική διαφθορά, σχηματοποιούν τις νέες συνειδήσεις, που φυσικά δεν ήταν, δυνατό να ικανοποιούνται από τους συλλογισμούς της ακροβατικής τσιρκολάνικης ακρίβειας του Χολμς ή του Πουαρώ. Ο Ντάσιελ Χάμετ είναι το καινούριο όνομα που ανταποκρίνεται στα κελεύσματα των καιρών και δημιουργεί μόνος του, ανάμεσα στα ατέλειω τα μεθύσια του, τον τύπο του σκληροτράχηλου ιδιωτικού ντετέκτιβ και όλη την καινούρια σχολή της «crime novel» που κυριαρχεί στην αστυνομι κή φιλολογία της επόμενης εικοσιπενταετίας. Έτσι, ενώ στις «detective stories» η λύση δίνεται μέσα από μια προσεκτικά διατυπωμένη σκέψη και την τακτοποίηση των ενδείξεων σε ένα λογι κό σύστημα, εδώ η δράση του ιδιωτικού ντετέκτιβ, που με ένα πιστόλι στο χέρι διερευνά τις
Έντγκαρ Ά λα ν Πόε (1809-1849)
πιο μυστικές πτυχές της'υπόθεσης, αποκτά ένα ιδιαίτερο βάρος για την ίντριγκα. Πολλές φορές μάλιστα η ανάμιξή του είναι τό σο καθοριστική, ώστε να θεωρείται από την επί σημη αστυνομία σαν ο βασικός ύποπτος. Το θράσος, η. δύναμη και ο περιφρονητικός τρόπος με τον Οποίο αντιμετωπίζει τους αστυνομικούς παίζοντας μαζί τους ένα διασκεδαστικό για τον αναγνώστη παιχνίδι απόκρυψης στοιχείων, βοή θησαν πολύ στη δημοτικότητα των κεντρικών ηρώων αυτής της περιόδου. Η «crime novel», αφού άκμασε στα χρόνια του πολέμου, βοηθώντας και βοηθούμενη από το κι νηματογραφικό της παράρτημα, το «φιλμνουάρ», άρχισε να σβήνει στα δύσκολα χρόνια της μακαρθικής μισαλλοδοξίας που ακολούθη σαν. Η περίοδος του ψυχρού πολέμου και των πυρηνικών ανταγωνισμών κυοφόρησαν και έδω σαν αποφασιστική ώθηση στο διάδοχο σχήμα, που είναι το κατασκοπικό μυθιστόρημα, όπως πλάστηκε και μορφοποιήθηκε μέσα σε μια σειρά αναγνωσμάτων ενός καινούριου νουβελίστα, του Γιαν Φλέμινγκ. Ο Φλέμινγκ είχε την καλή ιδέα να πλάσει έναν «κρατικό» αστυνομικό, με επίσημη άδεια για απεριόριστους φόνους, και να μεταφέρει το πε δίο δράσης στα διπλωματικά και στρατιωτικά παρασκήνια των ανταγωνισμών των δύο υπερδυνάμεων. Έτσι, ο απλοϊκός μανιχαϊσμός του Ντόυλ βρίσκει τον πραγματικό του προορισμό στο κατασκοπικό μυθιστόρημα, όπου η αιώνια διαμάχη μεταξύ των δυνάμεων του «καλού» και του «κακού» μεταφέρεται στο επίπεδο της σύγ κρουσης των δυνάμεων της «ελευθερίας» και του «σκότους». Τώρα το ιδιωτικό έγκλημα έδωσε τη θέση του στο δημόσιο ή, για να μιλήσουμε ακρι βέστερα, στα «εγκλήματα ιδεών» και ο καινού ριος ήρωας, ο Τζέημς Μποντ, δε μισθώνεται από
28/αφιερωμα ένα γεροπαραλή με νέα και σαγηνευτική γυναίκα για να τους προστατεύει από κάποιον εκβιαστή που ξεφυτρώνει από το σκοτεινό παρελθόν, αλ λά από έναν κρατικό «αμυντικό» οργανισμό με προορισμό να σώσει τους λαούς από την κατα στροφική μανία τρελών επιστημόνων ή κακούρ γων πολιτικών που συνωμοτούν σε βάρος των δημοκρατικών θεσμών. Ο καινούριος τύπος του πράκτορα έχει κληρο νομήσει το κοφτερό μυαλό του ντετέκτιβ της πρώτης περιόδου και την αποφασιστικότητα και την ικανότητα για δράση του ιδιωτικού ντετέκτιβ. Η επιτυχία του μίγματος υπήρξε εκπληκτι κή και σημάδεψε ολόκληρη την πορεία της αστυ νομικής φιλολογίας'μέχρι τις μέρες μας.
Σέρλοκ Χολμς ο πρώτος ντετέκτιβ Για να επιστρέφουμε στο σημείο εκκίνησης του άρθρου, που κύριο αντικείμενό του είναι η πρώ τη περίοδος της αστυνομικής λογοτεχνίας και ταυτόχρονα η αντανάκλαση του ειδώλου της στην κινηματογραφική οθόνη, πρέπει να επισημάνουμε ότι αν και ο πρώτος μυθιστορηματικός ντετέκτιβ είναι ο ιππότης Dupin, που τον πρωτοσυναντούμε στο έργο του Πόε, αναμφισβήτητος
γενάρχης του είδους θεωρείται ο Κόναν Ντόυλ, από την πένα του οποίου δημιουργήθηκε το τυ πικό αρχέτυπο του ήρωα ερευνητή αστυνομικών προβλημάτων. Ο Σέρλοκ Χολμς ενσαρκώνει το άψογο μοντέλο ενός εκπληκτικού, σχεδόν ιδιο φυούς παρατηρητή, που τακτοποιεί τα διάσπαρ τα στοιχεία σε μια γραμμική ενότητα, αποκαθιστώντας τη λογική τάξη των πραγμάτων. Έτσι, η λύση του προβλήματος δεν είναι παρά μια απλή επανατοποθέτηση των δεδομένων, που ελέγχονται με τη σιδερένια λογική ενός σκακι στή. Αφού δημιουργήσει το ματ, δεν έχει παρά να το αναγγείλει στον αντίπαλό του και φυσικά να το εκτελέσει. Η παραδοσιακή εικόνα του ήρωα του Κόναν Ντόυλ δεν οφείλεται τόσο στη φαντασία του δη μιουργού του, όσο σε μια σύμπτωση. Ο Ντόυλ περιγράφει τον Χολμς σαν έναν ψιλόλιγνο άν θρωπο με μεγάλη κορακίσια μύτη και δύο μικρά μάτια, πολύ κοντά το ένα στο άλλο. Ό ταν το περιοδικό «Strand Magazine», στο οποίο απευ θύνθηκε ο Ντόυλ, αποφάσισε να εκδώσει τις πρώτες ιστορίες του θρυλικού ντετέκτιβ, ανέθεσε σε έναν φημισμένο σκιτσογράφο της εποχής, τον Σίντνεϋ Πέητζετ, να τις εικονογραφήσει. Ο Πέητξετ ένιωσε μιαν αποστροφή για τον «λογοτεχνι κό» Σέρλοκ, ίσως και για τις ίδιες τις ιστορίες του Ντόυλ, και, αυθαίρετα, επέλεξε σαν μοντέλο
Η Αγκάθα Κρίστι στον κινηματογράφο 1928: The passing of Mr Quinn (To πέρασμα του κ. Κουήν), σκ. Τζούλιους Χάγκεν 1931: Alibi (Το άλλοθι), σκ. Λέσλι Χίσκοτ 1932: Black coffee (Μαύρος καφές), σκ. Λέσλι Χί σκοτ 1934: Lord Edware dies ( Ο θάνατος του λόρδου Έντγουερ), σκ. Χένρυ Έντουαρντς 1937: Love from a stranger (Αγάπη από έναν ξένο), σκ. Ρόουλαντ Λη. 1945: And then there were none (Και μετά δεν έμεινε κανένας - ε.τ. Δέκα μικροί νέγροι), σκ. Ρενέ Κλαιρ. 1947: A stranger passes (Ένας ξένος πέρασε), σκ. Ρίτσαρντ Γουόρφ 1958: Witness for the prosecution (Μάρτύς κατηγο ρίας), σκ. Μπίλυ Γουάιλντερ. 1959: The spider’s web (Ο ιστός της αράχνης), σκ. Γκόντφρε Γκρέησον 1961: Murder shesaid (ε.τ. - Το έγκλημα του εξπρές 13), σκ. Τζωρτζ Πόλοκ 1963: Murder at the gallop (ε.τ. - Η δεσποινίς ντε-
τέκτιβ), σκ. Τζωρτζ Πόλοκ 1964: Murder ahoy (ε.τ. - Το μυστήριο των 4 κλη ρονόμων), σκ. Τζωρτζ Πόλοκ 1965: Murder most foul (ε.τ. - Ο δολογόνος γύρισε τη νύχτα), σκ. Τζωρτζ Πόλοκ 1966: Ten little indians (Δέκα μικροί νέγροι), σκ. Τζωρτζ Πόλοκ 1967: The alphabet murders (ε.τ. - Μεσάνυχτα στο Πικαντίλι), σκ. Φρανκ Τάσλιν 1972: Endless night (ε.τ. - Σαμπάνια για δύο μετά την κηδεία), σκ. Σίντνεϋ Γκίλιατ 1974: Murder on the Orian Express (Έγκλημα στο Οριάν Εξπρές), σκ. Σίντνεϋ Λιούμετ 1975: And then there were none (ε.τ. - Δέκα μικροί νέγροι), σκ. Πήτερ Κόλινσον 1978: Death on the Nile (Θάνατος στο Νείλο), σκ. Τζων Γκιλέρμίν 1981: The mirror cracked (ε.τ. - Στον καθρέφτη εί δα τον δολοφόνο), σκ. Γκάυ Χάμιλτον 1982: Evil under the sun (ε.τ. - Δύο εγκλήματα κά τω από τον ήλιο), σκ. Γκάυ Χάμιλτον
αφιερωμα/29
το μικρό του αδελφό Γουώλτερ. Με ελάχιστες διορθώσεις, που εμφανίστηκαν στα τεύχη των επόμενων δύο τριών μηνών, η καρικατούρα του Γουώλτερ Πέητζετ αποτέλεσε το πρόπλασμα ολόκληρης της θεατρικής και κινηματογραφικής μυθολογίας του Σέρλοκ Χολμς. Η εικονογράφηση στάθηκε πολύ επιτυχημένη και, σε συνδυασμό με τις ιστορίες του Ντόυλ, πρόσθεσε τόσους αναγνώστες στο περιοδικό, ώστε όταν, λίγα χρόνια αργότερα, ο ηθοποιός Γουίλλιαμ Γκιλέητ αποφάσισε να ανεβάσει σ’ ένα νεοϋορκέζικο θέατρο μια θεατρική μορφή των περιπετειών του θρυλικού ντετέκτιβ, εμεινε απόλυτα πιστός στα σκίτσα του Πέητζετ για όλους τους χαρακτήρες και φυσικά και για τον κεντρικό, τον οποίο κράτησε για τον εαυτό του. Μια λεπτομέρεια: Έμοιαζε τόσο πολύ με την κα ρικατούρα του Χολμς, ώστε αυτός ήταν και ένας από τους λόγους που αποφάσισε να ανεβάσει το έργο. Η μεγάλη του επιτυχία συνετέλεσε στην οριστική καθιέρωση στη συνείδηση του κοινού της εικόνας του ντετέκτιβ με την «robe de chambre», και οι πολλές βουβές ταινίες μικρού μή κους που ακολούθησαν σταθεροποίησαν ώς το όριο της παρωδίας τον τύπο που βγήκε από το πενάκι του σχεδιαστή του «Strand Magazine».
Οι ταινίες του Σέρλοκ Χολμς Είναι πολύ δύσκολο να μιλήσουμε για το σύνολο της παραγωγής ταινιών που αναφέρονται στον ήρωα του Ντόυλ και τοποθετούνται χρονικά στην περίοδο 1900-1927. Αυτές οι ταινίες περιο ρίζονταν στην εικονογράφηση μιας σκηνής δρά σης, σχεδόν όπως κανείς φιλμάριζε εκείνη την εποχή το θάνατο της Μαργαρίτας Γκωτιέ ή τον εφιαλτικό ύπνο του Ρασκόλνικωφ. Και εδώ όμως η εκλογή των ηθοποιών που υποδύθηκαν τον Χολμς επηρεάστηκε τόσο πολύ από τη ζω γραφική επίδραση, ώστε το σκίτσο του Πέητζετ ήταν που οδήγησε στην εκλογή του Μπέηζιλ Ράθμποουν, ενός πολύ καλού ηθοποιού του λονδρέζικου θεάτρου, για να παίξει σε μια αντίστοι χη σειρά ταινιών μεσαίου μήκους. Η περίοδος που ακολούθησε μετά την εμφάνι ση του ήχου στον κινηματογράφο δεν πρόσθεσε στην κινηματογραφική φιλολογία τίποτα νεότε ρο, εκτός ίσως από έναν περισσότερο σεβασμό στα λογοτεχνικά κείμενα του Ντόυλ. Η τυπο ποίηση της κινηματογραφικής αφήγησης, από το άλλο μέρος, είναι τόσο απόλυτη, ώστε η παρακο λούθηση αυτών των φιλμ σήμερα να είναι μια τρομερά πληκτική υπόθεση. Στην πλεισψηφία αυτών των ταινιών ο Σέολοκ Χολμς, καθισμένος
Σκηνή από την κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήμα τος της Αγκάθα Κρίστι «Έγκλημα στο Οριάν Εξπρές»
αναπαυτικά στην αγαπημένη του πολυθρόνα, στο σπίτι του στην Baker Street, διαβάζοντας μια εφημερίδα και καπνίζοντας την κλασική του πίπα, δέχεται την επίσκεψη ενός αγνώστου ο οποίος τον παρακαλεί για τη λύση ενός αστυνο μικού αινίγματος και του εκθέτει τα δεδομένα. Ο Χολμς, συντροφιά με τον πιστό του φίλο Γουάτσον, αναχωρεί από την Baker Street και κάνει μια επιτόπια έρευνα, που τον οδηγεί στην επισή μανση κάποιων λεπτομερειών, που αποτελούν το κύριο υλικό μιας πολύπλοκης και σκληρής συλ λογιστικής, που οδηγεί στη λύση του μυστηρίου. Κάπου ενδιάμεσα ο Χολμς δίνει τις απαραίτητες εξηγήσεις στον έκπληκτο Γουάτσον ή παίζει για λίγο βιολί, ξεκουράζοντας τα νεύρα του ή τιθασεύοντας τις σκέψεις του. Σημαντικές αλλαγές σ’ αυτό τον τύπο κινημα τογραφικής αφήγησης έφερε η γνωστή σειρά τη λεοπτικών ταινιών της Universal, στα χρόνια του πολέμου (1941-45), που κάπως αυθαίρετα βέ βαια τοποθετεί τη δράση του Χολμς σε κατασκο πευτικά πλαίσια, φέρνόντάς τον αντιμέτωπο με κατασκόπους των ναζί. Η σχετική επιτυχία του τολμήματος και η πολύ καλά αμειβόμενη ελευθε ρία της φαντασίας των χολυγουντιανών σεναριο γράφων έστρεψε τον κινηματογράφο σε νέες απί θανες δυνατότητες συγκρούσεων του ήρωα με πρόσωπα που αγνοούσε η πένα του Κόναν Ντόυλ, αλλά και η λογική του. Ο μεταπολεμικός κινηματογραφικός Σέρλοκ Χολμς οδηγήθηκε μ’ αυτό τον τρόπο, σταδιακά, σε μια ξεθυμασμένη καρικατούρα του αρχέτυπου του Κόναν Ντόυλ. Έτσι, τον βρίσκουμε κατά καιρούς αντιμέτωπο με τον Φρόυντ, τον Τζακ τον Αντεροβγάλτη, τον Δράκουλα, τον μίστερ Χάυντν, τον Καρλ Μαρξ (!) και ακόμα τον Θεό δωρο Ρούζβελτ, πάντως πριν γίνει ακόμη πρόε δρος των Η.Π.Α. Η σάτιρα και η παρωδία καλύ ψανε το παρελθόν του ήρωα, με τον ίδιο τρόπο
30/αφιερωμα
Η Μάργκαρετ Ράόερφορντ, ιδανική ερμηνεύτρια της αγαπημένης ηρωίδας της Κρίστι, Μις Μαρπλ
που ο χρόνος εξαφανίζει από γης τις νεκρές πόλεις. Σήμερα κινηματογραφικά έχει σβήσει, πάντα το μυστήριο και την ατσάλινο συλλογισμό και την παρατη ρητ ικότητα.
το πρόσωπο της ο Σέρλοκ Χολμς αλλά συμβολίζει περιπέτεια, τον απαστράπτουσα
Η Αγκάθα Κρίστι κι ο Ηρακλής Πουαρώ Αντίθετα με τις απιθανότητες με τις οποίες τα τελευταία χρόνια οι σεναριογράφοι συνόδεψαν τις περιπέτειες του Σέρλοκ Χολμς, το έργο της Αγκάθα Κρίστι γνώρισε περισσότερο σεβασμό στις κινηματογραφικές του διασκευές. Είναι δύ σκολο να πει κανείς αν αυτό οφείλεται σ’ ένα αυξημένο «λογοτεχνικό κύρος» που ενδεχόμενα έχει η διάσημη Αγγλίδα «Λουκρητία Βοργία» ή στο ότι η δημοτικότητα των ηρώων της ποτέ δεν άγγιξε τα επίπεδα που ευνοούν και προτρέπουν μια οικονομική σκύλευση. Ό πω ς και νά ’ναι, πρέπει να επισημάνουμε αμέσως ότι η Κρίστι βελτίωσε πολύ το μοντέλο του παραδοσιακού αστυνομικού μυθιστορήματος των «detective sto ries», αποτελώντας κατά κάποιον τρόπο μια φυ σική συνέχεια του Κόναν Ντόυλ. Θεματολογικά, στο έργο της βρίσκουμε και τους τρεις κύριους αφηγηματικούς άξονες που χαρακτηρίζουν τις «detective stories», δηλαδή τα «μυστήρια των κλειστών δωματίων», τις «εξαφανίσεις πολύτι μων αντικειμένων» και τις «δολοφονίες πάθους ή συμφέροντος», επεξεργασμένα στις τελειότερες ώς εκείνη την εποχή λογοτεχνικές τους φόρμες. Ο Ηρακλής Πουαρώ, ο βέλγος ντετέκτιβ με την ξέχειλη ματαιοδοξία και την ιριδίζουσα σκέ
ψη, αποτελεί την πιο σημαντική συμβολή της στην ιστορία του αστυνομικού μυθιστορήματος. Τον εμπνεύστηκε από μια κατασκήνωση βέλγων προσφύγων που βρισκόταν απέναντι από το σπί τι της στο Λονδίνο, στα χρόνια του πολέμου. Εξωτερικά είναι ένας ασήμαντος ανθρωπάκος που όλη του η κοκεταρία εξαντλείται στην προσ πάθεια να διατηρήσει την άψογη γραμμή του μουστακιού του, και διατηρεί μια ατσαλάκωτη, αν και κάπως παλιομοδίτικη, ευγένεια. Στον κινηματογράφο πέρασε με τη μορφή του Πήτερ Ουστίνωφ σε δύο ταινίες πρόσφατης πα ραγωγής («Θάνατος στο Νείλο», «Δύο εγκλήμα τα κάτω από τον ήλιο») και του Άλμπερτ Φίνεϋ, που είναι και ο πρώτος διδάξας (όσο και να φα νεί περίεργο, αυτό έγινε μόλις το 1974 στην κλα σική πια ταινία του Λιούμετ «Έγκλημα στο Οριάν Εξπρές»), Αυτές οι ταινίες αποτελούν μια τυπική κινηματογραφική τριλογία του έργου της Α. Κρίστι, με όλα τα χαρακτηριστικά του γνωρί σματα. Ένα μεγάλο πλήθος υπόπτων, που ο κά θε ένας από αυτούς έχει τελικά κάποιο λόγο να κάνει το φόνο, και το διανοητικό σλάλομ του Πουαρώ, ανάμεσα σε χίλιες δυο, σπαρμένες δε ξιά κι αριστερά λεπτομέρειες και λανθασμένες ενδείξεις. Οι φαινομενικά πιο ασήμαντες από αυτές, κάποια αποτσίγαρα σ’ ένα σταχτοδοχείο ή ο ακριβής προσδιορισμός του σφυρίγματος ενός τρένου, πυροδοτούν μια μικρή σειρά αλυσι δωτών εκρήξεων «λογικής» που γίνονται «ερή μην» του θεατή, μέσα στο κρανίο του δαιμόνιου ντετέκτιβ, μέχρι την τελική λύση, που θα παρου σιαστεί με την τελετουργία μιας ταχυδακτυλουρ γικής επίδειξης. Ό λοι οι ύποπτοι συγκεντρώ νονται σε μια μεγάλη αίθουσα και ο Πουαρώ ξε διπλώνει μπροστά στα μάτια τους και στα μάτια των θεατών μια πολύχρωμη και θαυμαστή σειρά
αφιερωμα/31
συλλογισμών, που εντοπίζουν το δράστη με την ακρίβεια σκοπευτικού βέλους.
Η Μις Μαρπλ Περισσότερό τυχερή κινηματογραφικά από τον Πουαρώ η Μις Μαρπλ γνώρισε μια ιδανική ερμηνεύτρια στο πρόσωπο της Μάργκαρετ Ράδερφορντ, που χάρισε στην αγαπημένη ηρωίδα της Κρίστι μια μεγάλη και σταθερή δημοτικότητα, όπως έδειξε μια σειρά ταινιών που γυρίστηκαν στο διάστημα μεταξύ των χρόνων 1961-1967, από το σκηνοθέτη Τζωρτζ Πόλοκ. Οι ανάλαφροι χιουμοριστικοί τόνοι, το οπωσδήποτε κωμικό «φυζίκ» της Ράδερφορντ και ο απλοϊκός σεβα σμός της αξιοπρεπούς γεροντοκόρης που απο πνέει, πέρασαν στην οθόνη με μεγάλη επιτυχία σε τρεις τουλάχιστον ταινίες («Η δεσποινίς ντετέκτιβ», το «Έγκλημα του Εξπρές 13» και «Το μυστήριο των 4 κληρονόμων») που χαρακτηρί ζονται υποδείγματα αστυνομικής κωμωδίας. Στη συνέχεια διακρίνεται κάποια τυποποίηση αλλά ο θάνατος της Ράδερφορντ έβαλε τέλος σε όλη αυ τή την ιστορία. Η ίδια η Κρίστι δεν θέλησε να δοθεί συνέχεια σ’ αυτή τη σειρά ταινιών τιμών τας τη μνήμη της και αναγνωρίζοντας ότι δύσκο λα θα μπορούσε να βρεθεί αντικαταστάτριά της,
παρότι οι δελεαστικές προτάσεις των παραγω γών περιελάμβαναν ονόματα όπως της Μάγκυ Σμιθ ή της Έλσα Λάντσεστερ, ηθοποιών πού η εκτίμηση της Κρίστι προς το πρόσωπό τους ήταν δεδομένη. Αξίζει ωστόσο να παρατηρήσουμε ότι ούτε ο Πουαρώ ούτε η Μις Μαρπλ υπάρχουν στο δημο φιλέστερο από τα μυθιστορήματα της Κρίστι, το περίφημο «And then there were none», που γνώ ρισε πολλές θεατρικές διασκευές σε όλα τα ευ ρωπαϊκά κράτη και τρεις κινηματογραφήσεις, από τις οποίες η μια κλασική, που την υπογρά φει ο Ρενέ Κλαιρ. Ο Κλαιρ υστερεί κάπως στο ρυθμό και τη δημιουργία σασπένς, αλλά οι ήρωές του είναι ολοκληρωμένοι χαρακτήρες, ενώ η πλαστική κινηματογράφηση είναι δεδομένη, όπως σε όλες τις ταινίες του μεγάλου γάλλου δη μιουργού. Οι άλλες δύο διασκευές ρίχνουν το βάρος τους στη δημιουργία μιας αστυνομικής πλοκής με μια επαγγελματική καλλιγραφία και στηρίζονται στα μεγάλα ονόματα του καστ, που καλύπτουν με τη λουστραρισμένη τους επιφάνεια τις όποιες αδυ ναμίες, παρ’ ότι η βερσιόν του Τζωρτζ Πόλοκ δεν στερείται ικανοποιητικού ρυθμού και του ιδιότυπου χιούμορ που τον διακρίνει και το οποίο διαποτίζει όλη την ταινία σε πολύ ανάλα φρους τόνους.
ΝΕ ΟΕΛΛΗΝΙ ΚΑ
ΚΕΙΜΕΝΑ
Μόλις κυκλοφόρησαν τρία άγνωστα κείμενα κορυφαίων Ελλήνων
Αργιίρης Εφταλιώτης
Ιάκωβος Πολυλάς
Η μαζώχτρα
Τα τρία φλωρώ
lilflCl |a παρατηρητής
2
32/αφιερωμα
Αλέξανδρος Ζήρας
Η τέχνη του φόνου και η τεχνική της αφήγησής του Το 1932 ένας υπάλληλος της Dabney Oil, μίας εταιρείας που εκμεταλλεύεται τα κοιτάσματα πετρελαίου της Καλιφόρνια, απολύθηκε. Ήταν σαραντατεσσάρων χρόνων. Γεννημένος στο Σικάγο, το 1888, και μετά από σπουδές στην Ιρλανδία, τη χώρα καταγωγής της μητέρας του, γυρίζει και πάλι στις Η.Π.Λ. για να καταπια στεί με όλα τα επαγγέλματα. Γλεντζές και αθυρόστομος, καταλήγει να είναι παν τού ανεπιθύμητος. Ονομάζεται: Ρέημοντ Τσάντλερ. Αν από τη ζωή και τη μοίρα του Ντάσιελ Χάμετ δε λείπει ούτε το μυστήριο ούτε και η ποικιλία, η ζωή του Τσάντλερ δεν έχει να μας δείξει τίποτα το εξαιρετικό, ώς τη στιγμή εκείνη όπου, με την πλάτη στον τοίχο, βρέθηκε στην ανάγκη να ανα ζητήσει τη σωτηρία -ή μήπως και το χαμό;- του ττή λογοτεχνία. Κατά τα άλλα ο προσωπικός «φάκελός του μοιάζει αρκετά με τους φακέλους τόσων χιλιάδων άλλων παιδιών που γεννήθηκαν από ευρωπαίους μετανάστες και που -από νεα>οί ακόμα- ρίχτηκαν στις τέσσερις γωνιές των ί.Π .Α ., για να καταβροχθιστούν από τις παρά:>μες δουλειές, το αλκοόλ και τον καρκίνο. χ'Εζησα τη ζωή μου στην κόψη του κενού», «έγραφε ο Τσάντλερ σ’ ένα από τα τελευταία του οάμματα. Για να ζήσει αναγκάστηκε να μάθει υτό το καινούριο επάγγελμα: συγγραφέας. Θα σ χ ίσ ε ι με διηγήματα και νουβέλες που δημοσι’ονται στη «Μαύρη Μάσκα», σ’ αυτό το φυτώ,ο των «σκληρών», όπου ήδη έχει εμφανιστεί ο
Χάμετ. Ο Τσάντλερ απομυζά τον Χάμετ στην κυριολεξία, όπως απομυζά και τους μεγάλους προδρόμους του μυθιστορήματος φαντασίας, τον Πόε, τον Χόουθορν, κι ακόμα τους σύγχρονους αμερικανούς κλασικούς που είδαν στην έκφραση της βίαιης ζωής το κοινωνικό της υπόστρωμα: τον Θ. Ντράιζερ και τον Σέργουντ Άντερσον. «Να μιμείστε· είναι ο μόνος δυνατός τρόπος για να μάθετε να γράφετε», ακούμε την προτροπή του ίδιου του Τσάντλερ. Με την πίπα στο στόμα, τα γκρίζα φανελένια παντελόνια και το τουήντ κοστούμι του, έχει πε ρισσότερο το παρουσιαστικό ενός καθηγητή. Η φανατική επιμονή του για την άψογη συντακτική δομή και την πειστική υφολογική διατύπωση μαρτυρούν το φιλόλογο, τον ερευνητή της λατι νικής και της ελληνικής γραμματείας που περ νούσε τις μέρες των φοιτητικών χρόνων του στα
αφιερωμα/33
ψυχρά σπουδαστήρια των βρετανικών κολεγίων. Ωστόσο δυσανασχετεί: «Είμαι ένας σνομπ δια νοούμενος που έχει προσηλωθεί με πείσμα στην αμερικάνικη αργκό, κι αυτό γιατί έχω ανατραφεί κυρίως με τα λατινικά και τα ελληνικά». Μέσα σε τρεις μήνες, με πυρετώδη ρυθμό, γράφει το πρώτο του μυθιστόρημα, τον «Μεγάλο ύπνο» (1939). Ο Τσάντλερ είναι τώρα πενήντα χρόνων, όσο περίπου είναι και ο Φίλιπ Μάρλοου, αυτός ο βαριεστημένος και σαρκαστής ιδιωτικός αστυνομικός που παίρνει σάρκα και οστά στον «Μεγάλο ύπνο», αλλά που δεν είναι παρά ή οριακή απόληξη των διαδοχικών πορ τρέτων που σχεδίαζε ο Τσάντλερ: του Τζον Ντάλμας, του Τεντ Καρμέηντι, του Τζόνι Ντέρας. Ο Μάρλοου, έτσι όπως περιγράφεται, μοιά ζει στο δημιουργό του: «Μιλάει όπως μιλάει ένας άντρας της εποχής του, μ’ ένα χιούμορ σκληρό, με την αίσθηση του γελοίου, την αηδία για κάθε προσποίηση και την περιφρόνηση για κάθε μικροπρέπεια». Ο πρόδρομος είναι αναμφίβολα ο Ντάσιελ Χάμετ. Αυτό που έχει επινοήσει και που είναι κάτι το καινούριο και ταυτόχρονα ριζοσπαστικό για τη λογοτεχνία της Αμερικής είναι, πριν απ’ όλα, μια διαφορετική στάση απέναντι στην ίδια τη γραφή. Στα καλύτερα μυθιστορήματά του, όπως στο «Γεράκι της Μάλτας» ή στον «Κόκκινο θερι σμό», ο Χάμετ διαλέγει έναν κοφτό, ασθματικό αλλά και διαυγή τρόπο, για να περιγράφει ένα περιστατικό, να δραματοποιήσει μια συνομιλία. Η βία, η ένταση, ο φόβος, η αγωνία τονίζονται μέσα από τις σύντομες φράσεις και προτάσεις. Το παράδοξο ωστόσο είναι πως οι συναισθημα τικές αυτές καταστάσεις υποκινούν τον αναγνώ στη χωρίς την ανάλογη σύμπραξη του μυθιστο ρηματικού χαρακτήρα. Η σε πρώτο πρόσωπο αφήγηση του ιδιωτικού αστυνομικού στο έργο «Το κορίτσι με τα ασημένια μάτια» παίρνει μάλ λον τη μορφή μιας απρόσωπης αναφοράς, λες και ο «πρωταγωνιστής» κινείται σε δυο επίπεδα: τον παρακολουθούμε, έτσι, να συμμετέχει, να μπλέκεται στην περιπέτεια, να ψάχνει για να βρει την κρυμμένη αλήθεια, ενώ, παράλληλα, μ’ έναν τρόπο που η κινηματογραφική ορολογία θα τον ονόμαζε off, δηλαδή εκτός δράσης και έξω από την. εικόνα, ακούμε τη φωνή του να σχολιά ζει αυτά που γίνονται εκείνη ακριβώς τη στιγμή και στα οποία, όμως, ο ίδιος δίνει τον τόνο. Ο Ρέημοντ Τσάντλερ εισάγει σ’ αυτή τη δυναμι κή πρόζα, που είναι σφιχταγκαλιασμένη με τη δράση, μια συγκίνηση που δεν υπήρχε στον Χά μετ, μια μορφή μελαγχολίας και απελπισίας που
δε μεταδίδεται στον αναγνώστη, παρά μόνο σαν μια στωική αντιμετώπιση των δυσκολιών που έχει ο ήρωας μπροστά του. Ας μη γελιόμαστε, ο Μάρλοου παίζει το κεφάλι του για μια αβέβαιη, συχνά, αμοιβή. Στην ουσία, θά ’λεγα πως δεν τον ενδιαφέρει ούτε και αυτό το χρηματικό όφε λος. Ό ,τ ι τον προσελκύει είναι η περιπέτεια, η δράση, γιατί είναι ένας άνθρωπος, όπως λέει και ο Τσάντλερ, «που του ταιριάζουν οι περιπέτειες. Η ευστροφία του μπορεί να μας ξαφνιάζει, του ανήκει όμως δικαιωματικά γιατί ακριβώς ανήκει στον κόσμο όπου μέσα του ζει». Σε μια άλλη εποχή θα μπορούσε ο Μάρλοου να ήταν πιονέρος των λιβαδιών στη Δύση, ήρωας του αμερικάνικου επεκτατισμού ή κυνη γός των Ινδιάνων. Τώρα που κοντεύει να γίνει απόμαχος, έχει φτάσει στα όρια των υποθετικών συνόρων μιας χώρας- στην Καλιφόρνια, εκεί παίζεται η τελευταία πράξη μιας περιπέτειας που φαίνεται πως έχει αρχίσει από παλιά -αν και ο Τσάντλερ δεν μας εκμυστηρεύεται ποτέ το παρελθόν του Μάρλοου: το μόνο που ξέρουμε γι’ αυτόν είναι το παρόν του. Η Καλιφόρνια, στα μυθιστορήματα του Τσάντλερ, όχι μόνο παίρνει τις διαστάσεις μιας «μυθικής πολιτείας» αλλά και γίνεται ο τόπος όπου συμπυκνώνονται τα χαρακτηριστικά της σύγχρονης αμερικάνικης ζωής: η άνιση κατανομή του πλούτου, οι κολοσ σιαίες επιχειρήσεις, ο αδυσώπητος και μοναχι κός αγώνας για επιβίωση, το γάντζωμα από το παρόν και η μυθοποίηση του «τώρα», ο φόβος και η ανασφάλεια για το αύριο, που, εδώ, εμφα νίζονται κάτω από ένα άλλο όνομα, το όνομα που ούτε ο Χόουθορν, ούτε ο Πόε, ούτε ο X. Τζέημς τόλμησαν να προφέρουν άμεσα: 6ία. Ο Φίλιπ Μάρλοου είναι ο οριακός μάρτυρας και απολογητής αυτής της βίας, που αναδύεται από τις ομοιόμορφες προσόψεις των πολυκατοι κιών του Χόλυγουντ, που καιροφυλακτεί στις σκοτεινές γωνιές των απόμερων δρόμων, στις παρκαρισμένες σεντάν, στις φαινομενικά γαλή νιες επαύλεις των πλουσίων, στις πλατιές λεωφό ρους του Λος Άντζελες που είναι λουσμένες στο ουδέτερο φως των λαμπτήρων «νέον». Κάπου εδώ μπορούμε να διακρίνουμε τον κουρασμένο ίσκιο του Φίλιπ Μάρλοου, τα αρχέ τυπο του σκληρού άντρα που έθρεψε τη φαντα σία των φανατικών του θρίλερ και που, σαν μύ θος, ξεπέρασε το μύθο του δημιουργού του. Ο ίδιος 0 Τσάντλερ έδινε δέκα χρόνια ζωής στα βι βλία του, επιμένοντας ότι ήταν απλώς «ένας τύ πος που είχε ανεβάσει την αξία μερικών διηγη μάτων του σωρού». Ακόμα κι αν δεχτούμε τη γνώμη του σαν έκφραση μετριοφροσύνης, μήπως η προπολεμική κοινωνία του εγκλήματος και ο χρονικογράφος της είναι, σήμερα, πράγματα ξε-
34/αφιερωμα περασμένα; Σίγουρα η ωμότητα, η βρομιά, το αναποδογύρισμα των συμβατικών κανόνων της ηθικής, όσα κυριαρχούν στο προσκήνιο ή εν νοούνται υπαινικτικά στο παρασκήνιο των ιστο ριών του Τσάντλερ, έχουν πολλαπλασιαστεί σε σχέση με την εποχή του Μάρλοου. Τα σκηνικά έχουν αλλάξει· η τεχνική του φόνου έχει αναμφί βολα εξελιχθεί. Υπάρχουν όμως συγκεκριμένοι λόγοι πίσω από την ικανότητα του Τσάντλερ να παράγει έργα υψηλής στάθμης, έργα που γοη τεύουν από χρόνο σε χρόνο και από γενιά σε γε νιά. Είναι η μοίρα κάθε συγγραφέα που θέλει να είναι αληθινός ως προς αυτό που βλέπει, που σκέφτεται και καταλαβαίνει από τον κόσμο. Ανεξάρτητα από ιδεολογίες και κοινωνικά συ στήματα, είναι αυτό που προικίζει το έργο του με ένα είδος διάρκειας.
Θά ’λεγε κανείς πως είναι αδύνατο να γίνει πιο απλή και στοιχειώδης περιγραφή των γεγονότων από αυτή που εγκαινίασαν ο Ντάσιελ Χάμετ και ο Ρέημοντ Τσάντλερ. Η μεγάλη τομή που δημιουργήθηκε στην εξέλιξη του μυθιστορήματος από τις αστυνομικές ιστορίες δεν είναι βέβαια η μεταφορά της εγκληματικής πράξης από τα βικτοριανά σαλόνια στους ανώνυμους δρόμους. Είναι η βίαιη και τολμηρή είσοδος μιας γλώσσας που ώς τότε ήταν απωθημένη από τους συγγρα φείς στο περιθώριο για λόγους σεμνοτυφίας. Ακριβώς αυτή τη γλώσσα ο Τσάντλερ, περισσό τερο κι από τον Χάμετ, την κάνει κυρίαρχο ιδίω μά του, αντλώντας την από το περιορισμένο σε πλούτο αλλά ακαριαίο σε ακρίβεια λεκτικό των ανθρώπων που ζουν και δρουν στον υπόκοσμο, στα γεμάτα καπνούς μπαρ, στις χαρτοπαικτικές λέσχες. Είναι η αργκό, η γλώσσα μιας κουλτού ρας χωρίς διφορούμενα, που, με την αρχιτεκτόνησή της από τον Τσάντλερ, απαλλάσσεται από κάθε συναισθηματικό φορτίο και λάμπει μ’ αυτή την ψυχρή της διαύγεια. Αυτή η απολέπιση της γλώσσας δεν μπορεί παρά να συνδυάζεται με τη σμίκρυνση, ώς το απολύτως ελάχιστο, των συναισθημάτων και των εσωτερικών συλλογισμών των μυθιστορηματικών χαρακτήρων. Ό λοι τους είναι «μετρημένοι στα λόγια», ευθύβολοι· πολλές φορές αρκεί μια μόνο λέξη ή ένα απλό νεύμα για να γίνουν κατανοη τοί. 'Ενας ολόκληρος κώδικας ζωής, που έχει
διαμορφωθεί στις λαϊκές συνοικίες των μεγάλων πόλεων, στους κακόφημους «πίσω δρόμους» και που είναι κοινός τόπος για τους Πορτορικάνους, τους Ιρλανδούς, τους Ιταλούς μετανάστες, όσο και για τους χθεσινούς κατοίκους των μικρών επαρχιακών πόλεων του αμερικάνικου Νότου, εκφράζεται και εξυπηρετείται, με τον πιο αριστουργηματικό τρόπο, από αυτή τη βίαιη αίσθη ση ζωής που διαπνέει, από την αρχή ώς το τέλος, τις ιστορίες του Τσάντλερ. Ο μύθος είναι απλούστατος στη βάση του, σχε δόν υποτυπώδης. Η δύναμη και το ενδιαφέρον της αφήγησης βρίσκονται στον τρόπο με τον οποίο αναπαρασταίνονται οι πράξεις και οι συμπεριφορές των χαρακτήρων του Τσάντλερ. Τα κίνητρα των φόνων τις περισσότερες φορές είναι γελοία, ανόητα- και σαν τέτοια όμως αντι μετωπίζονται με κάθε σοβαρότητα από τον Φίλιπ Μάρλοου και το δημιουργό του. Ο ιδιωτικός αστυνομικός επαναλαμβάνει πάλι και πάλι την ίδια διαδρομή, συλλέγοντας ψήγματα στοιχείων στην αρχή, απλές υποθέσεις άλλοτε, υφαίνοντας σιγά σιγά το νήμα που θα τον βγάλει απ’ το λα βύρινθο, όταν ο αναγνώστης (όπως και ο εργο δότης του Μάρλοου) έχει μείνει με την εντύπωση ότι οι ικανότητες του «ιδιωτικού» είναι περιορι σμένες. Μας υπενθυμίζει ο Τσάντλερ: «Η μοναδική αιτία ύπαρξης του αστυνομικού μυθιστορήματος είναι η βαθμιαία απογύμνωση των χαρακτήρων του». Είκοσι και περισσότερα χρόνια από το θάνατό του εξακολουθούμε να θαυμάζουμε τον ιδιοφυή τρόπο με τον οποίο έδωσε ζωή σ’ ό,τι μια ολό κληρη στρατιά άλλων συγγραφέων του είδους θα ήταν ικανοποιημένοι ν’ αφήσουν πίσω τους σαν απλό σχεδίασμα. Οι προαγωγοί και οι φονιάδες, τ’ αφεντικά και οι μοιραίες ερωμένες τους, οι τύ ποι που πήραν την κάτω βόλτα και οι αστυνομι κοί που χρηματίζονται, όλα τα στοιχεία του υπόκοσμου της αμερικάνικης κοινωνίας των με γάλων πόλεων, αυτής που ονομάστηκε από το συγγραφέα bay city, απεικονίστηκαν με το χιού μορ ενός Ντίκενς, την οργή ενός Μπλέηκ και την ήρεμη απελπισία ενός Φώκνερ. Αν και από μια πρώτη ματιά παρουσιάζονται σαν μονοδιάστα τες, χάρτινες φιγούρες, οι χαρακτήρες του Τσάν τλερ πάντα μας φυλάνε εκπλήξεις. Είναι αδύνα το να τους προσδιορίσουμε από την αρχή· οι λο γαριασμοί μας μαζί τους εξοφλούνται με την πρόοδο της αφήγησης, κι αυτό γιατί ο Τσάντλερ δε μας συντρέχει με καμιά αναλυτική περιγραφή. Αναγκαζόμαστε να δανειστούμε το μάτι και το αυτί του Μάρλοου, ανιχνεύοντας έτσι την κρυμ μένη αλήθεια όχι από αυτά που λέει ένας παντο
αφιερωμα/35
γνώστης αφηγητής αλλά από αυτά που ακούγονται ως διάλογοι -ο ι ευθύβολες, λιτές και λακωνι κές φράσεις- ή από τις εξωτερικευμένες αντι δράσεις των χαρακτήρων που πολλές φορές αποτυπώνονται στα πρόσωπά τους, μ’ ένα σκίρτημα του στόματος, μ’ ένα φευγαλέο βλέμμα ή με μια κίνηση του χεριού πάνω στο μέτωπο. Η διαδικα σία αυτή, ο ψυχρός αντικειμενισμός που κατα γράφει αδυσώπητα, σαν κινηματογραφική μηχα νή λήψεως, δημιούργησε και μια καινούρια αφη γηματική τεχνική, όπου ο προσδιορισμός του ψυχολογικού πορτρέτου ολοκληρώνεται πα ράλληλα με την εξωτερική δράση. Είναι η περί φημη διαδικασία της αποφλοίωσης του μυθιστο ρηματικού χαρακτήρα μέσα από τις συγκρούσεις που έχει με το περιβάλλον του, με έναν κόσμο πραγματικό, όπου «η δολοφονία ενός ανθρώπου δεν είναι ασφαλώς αστείο πράγμα». Η επιμονή του Τσάντλερ να δώσει μια πραγ ματικότητα «αντικειμενική» είναι συνέπεια της πρόθεσής του να συλλάβει με τη μεγαλύτερη δυ νατή ακρίβεια το ύφος και τη διάλεκτο της επο χής του. Μια τέτοια πραγματικότητα όμως, φαι νομενικά ουδέτερη, απεικονίζεται και λειτουργεί σε δυο τεμνόμενα επίπεδα: ο Φίλιπ Μάρλοου παίρνει μέρος στη δράση και παράλληλα βλέπει τον εαυτό του ενώ δρα· ο αναγνώστης παίρνει μέρος στο ψάξιμο της επιμέρους αλήθειας ενώ, παράλληλα, βλέπει να συναρμολογείται μπροστά του, κομμάτι κομμάτι, η θεμελιώδης αλήθεια της συλλογικής ζωής του υπόκοσμου: η βίαιη δράση, η μόνη δυνατή απάντηση για την κοινωνική αδι κία, τη μονομέρεια του νόμου, τη φτώχεια και το φόβο της φυλακής. Αν υπάρχει μια κυρίαρχη ηθική στάση στο έργο του Τσάντλερ, πέρα από τις συμβατικές αρχές οποιασδήποτε εποχής, η στάση αυτή βρίσκει την έκφρασή της στην εντιμότητα του ήρωά του. Με γνώμονα αυτή την αξία βλέπει τους πλούσιους, που του αναθέτουν δουλειές, σαν ηλίθιους, κε νόδοξους, μικροπρεπείς, πανικόβλητους, όταν βρίσκονται έξω από τις ασφαλιστικές δικλείδες που τους παρέχει ο νόμος. Από την άλλη μεριά, είναι η ίδια ηθική στάση που τον κάνει να βλέπει τους μισθωμένους φονιάδες με κάποιο ίχνος συμπάθειας. Τους σκοτώνει, γιατί αλλιώς θα σκοτωθεί ο ίδιος· όμως, σαν άγγελος εξολοθρευ τής, δεν τρέφει γι’ αυτούς καμιά αντιπάθεια, κα νένα μίσος. Στην ουσία, μάλιστα, το ενδιαφέρον του Τσάντλερ σ’ αυτούς είναι στραμμένο. Τον απασχολεί ο φονιάς, όχι μόνο γιατί είναι άνθρω πος της δράσης αλλά και γιατί σ’ αυτόν βρίσκει τα κατάλοιπα ενός κόσμου όπου κυριαρχούσε ο άγραφος νόμος της συντροφικότητας και της συναδελφοσύνης. Μποοεί να είναι τα μυθιστορή-
ματά του γεμάτα πτώματα, σφαίρες και απειρα μπουκάλια ουίσκι. Ό μω ς αυτά είναι μόνο προσ χήματα, γιατί αυτό που τον νοιάζει στο βάθος είναι ο λόγος που κάνει κάποιον νά αψηφήσει τους θεσμούς της ανθρώπινης κοινότητας, με μια παράβαση αίματος. Ο κόσμος του Τσάντλερ δεν ήταν καθόλου παραδεισένιος, ούτε και δίκαιος. Ο κόσμος του Φίλιπ Μάρλοου είναι κι αυτός βρόμικος· όμως ο Μάρ λοου ούτε παραβλέπει τη δυσωδία ούτε και συμ μετέχει σ’ αυτήν. Ξέρει πως γύρω του πυκνώ νουν η διαφθορά, οι αβυσσαλέες φιλοδοξίες, η συναλλαγή, ωστόσο ποτέ δε θα τον δούμε να Παίζει το ρόλο του τιμητή της κοινωνικής ηθι κής. Αν θέλει να εντοπίσει κάποια κρυμμένη αλήθεια, αυτό γίνεται χωρίς να περιμένει κάποιο προσωπικό κέρδος ή χωρίς να πιστεύει σε κ ποια αφηρημένη έννοια δικαιοσύνης. Παίρνει τ νόμο στα χέρια του γιατί, σε κάποια στιγμή, έρ χονται οι άνθρωποι και χτυπούν την πόρτα τού σκονισμένου γραφείου του, όπου σπάνια μπαίνει ο ήλιος μέσα από τα κατεβασμένα στάρια, και τον παρασύρουν σ’ ένα παιχνίδι αίματος. Από εκεί και πέρα, το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να παίξει καλά το παιχνίδι του, αδιάφορο αν βγει χαμένος ή κερδισμένος. Είναι- μια δουλειά κι αυτή, η μόνη που ξέρει, κι αν την κάνει πρέ πει να την κάνει καλά. Με τον πικρόχολο, στυ φό, κουρασμένο και σκληρό τρόπο του μοιάζει μ’ έναν ιδιόρρυθμο ιππότη που αγωνίζεται να επιβάλει τις αξίες του, σ’ έναν κόσμο όπου η ιπ ποσύνη έχει χάσει την ευγένειά της.
■ Το κείμενο είναι μια σύνθεση αποσπασμάτων από ομοτι.Λη με λέτη, με θέμα το αμερικάνικο αστυνομικό μυθιστόρημα, που θα εκόοθεί προσεχώς. Μερικά από τα ένθετα στο κείμενο απο σπάσματα προέρχονται από το δοκίμιο του Ρ. Τσάντλερ «Η απλή τέχνη του φόνου», σε μετάφραση Μαίρης Μπότσα - Βα σίλη Τσιμπούκη, δημοσιευμένο στο Περιοδικό, αρ. 3 και 4, Ιανουάριος-Απρίλιος 1981.
36/αφιερωμα
Βαγγέλης Παραμπούκης
Ο ψευτοπροβληματισμός του κυρίαρχου αστυνομικού αφηγήματος Ο όρος «αστυνομικό αφήγημα» αποτελεί σήμερα μέρος τον καθημερινού λεξιλο γίου της κοινωνίας μας. Πράγματι, κάθε περίπτερο, σχεδόν, περιλαμβάνει ανάμε σα στα έντυπα που πουλά, αναγνώσματα αυτού του είδους. Είναι περίπου αδύνα το να διασχίσεις κάποιο δρόμο χωρίς να πέσει το μάτι σου σε βιβλία τσέπης με τη λέξη «αστυνομικό» στο εξώφυλλό τους. Από την άλλη μεριά, δεν περνά εβδομάδα χωρίς να παιχτεί κάποια αστυνομική ταινία στους κινηματογράφους των διαφό ρων πόλεων. Υπάρχουν μάλιστα αίθουσες οι οποίες ειδικεύονται σε τέτοιες ται νίες. Στην τηλεόραση, δεν έχουμε μόνο πολλές αστυ νομικές ταινίες· το είδος αυτό έχει από πολύ καιρό ανέλθει στην κατηγορία των σήριαλ και η δημοτικότητα του είναι πρωτοφανής. Αλλά εκεί όπου φαίνεται καθαρότερα η τεράστια μαζική υποστήριξη του «αστυνομικού» είναι τα περιοδι κά «ποικίλης ύλης» (Ρομάντσο, Φαντάζιο, Γυναίκα κλπ.): ένα από τά βασικότερα συστατικά της ύλης τους είναι το «αστυνομικό διήγημα» ή το «αστυνομικό μυθιστόρημα σε συνέχειες». Τι είναι, λοιπόν, το «αστυνομικό»; Ολοφάνε ρα, πρόκειται για ένα αφηγηματικό είδος, και στο σημείο αυτό δεν διαφέρει καθόλου από τα υπόλοιπα αφηγηματικά είδη. Το διακρίνουν, ωστόσο, ορισμένα χαρακτηριστικά τα οποία το ξεχωρίζουν από τα υπόλοιπα. Μόνο μια μελέτη αυτών των χαρακτηριστικών θα μας επιτρέψει να το κατανοήσουμε. Όσο θα το αντιμετωπίζου με σύμφωνα με στοιχεία που δεν αποτελούν βα σικά αφηγηματικά χαρακτηριστικά του, θα συ νεχίζει να παραμένει ακατανόητο.
Το κυρίαρχο στοιχείο του αστυνομικού αφηγή ματος είναι, μπορούμε να πούμε, η. ερώτηση. Ολόκληρη η αφήγηση δείχνει να εξελίσσεται μέ σα από ερωτήσεις, οι οποίες απαιτούν μιαν απάντηση, για να γίνει δυνατή η ολοκλήρωσή της. Στο μυαλό του αναγνώστη κυριαρχεί συνέ χεια αυτή ή η άλλη ερώτηση σχετικά μ’ αυτό ή το άλλο θέμα του αφηγήματος, κι όλες αυτές οι ερωτήσεις συμπυκνώνονται στη μία και μοναδι κή, στην κατεξοχήν ερώτηση του «αστυνομικού»: «Ποιος είναι ο ένοχος;» Ο τρόπος με τον οποίο γίνεται το πέρασμα από τη μία ερώτηση στην επόμενη, δηλαδή ο τρόπος με τον οποίο δίνεται η απάντηση η οποία θα οδηγήσει στην επόμενη ερώτηση, είναι η λογι κή σκάφη. Κι αυτό είναι που συνιστά τον προ βληματισμό του αναγνώστη· μ’ άλλα λόγια, τη διανοητική εργασία του. Μέσα από τις αλλεπάλ ληλες ερωτήσεις και τις απαντήσεις που δίνονται σ’ αυτές, ο αναγνώστης, πραγματοποιεί κάποια διανοητική εργασία, η οποία θα τον οδηγήσει
αφιερωμα/37
στην τελική απάντηση της πρώτης και θεμελια κής ερώτησης. Το αστυνομικό αφήγημα δεν εξελίσσεται μόνο μέσα από μια διαδοχή ερωτήσεων και απαντή σεων. Δεν έχουμε να κάνουμε δηλαδή μ’ ένα κα θαρό μαθηματικό πρόβλημα λογικής. Το αστυνο μικό αφήγημα έχει την ανάγκη κάποιου φορέα αυτού του προβληματισμού, την ανάγκη ενός χα ρακτήρα. Ο χαρακτήρας αυτός είναι ο ντετέκτιβ. Κι αυτό αποτελεί το δεύτερο βασικό αφηγηματι κό χαρακτηριστικό του «αστυνομικού». Το σημαντικό με το χαρακτηριστικό αυτό είναι ότι συνιστά τον συνδετικό κρίκο του αφηγήμα τος με τον αναγνώστη. Ο ντετέκτιβ δημιουργεί με τον αναγνώστη μια σχέση ταύτισης, η οποία βρίσκεται σε άμεση σχέση με το πρώτο χαρακτη ριστικό, την κυρίαρχη ερώτηση του αφηγήματος: και οι δύο αναζητούν την απάντηση, ο προβλη ματισμός είναι κοινό στοιχείο τους. Τι συμβαίνει όμως εδώ; Η ταύτιση αυτή είναι μια σχέση ιε ραρχίας: ο ντετέκτιβ που θέτει τις ερωτήσεις, αυτός δίνει και τις απαντήσεις· και το πιο ση μαντικό, η αφήγηση προχωρεί μέσα από τον δικό του προβληματισμό. Μ’ άλλα λόγια, ο ντετέκτιβ κατευθύνει και καθοδηγεί τη διανοητική εργα σία του αναγνώστη· σε τέτοιο βαθμό ώστε να ανατρέπει τον ισχυρισμό ότι υπάρχει πράγματι κάποιος προβληματισμός απ’ τη μεριά του ανα γνώστη. Αυτό που υπάρχει δεν είναι παρά μια επίφαση διανοητικής εργασίας: ένας ψευτοπροβληματισμός. Το ερώτημα που τίθεται μπροστά μας τώρα εί ναι το ακόλουθο: Πώς καταφέρνει το αστυνομι κό αφήγημα να κρύψει αυτό τον ψευτοπροβληματισμό και να τον παρουσιάσει κατόπιν σαν ουσιαστικό προβληματισμό του αναγνώστη; Ή , αλλιώς, πώς επιτυγχάνεται αυτή η ασυνείδητη αφήγηση, το κρύψιμο της καθοδήγησης του προ βληματισμού του αναγνώστη από τον ντετέκτιβ; Για ν’ απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό, πράγ μα που αποτελεί βασικό σκοπό της παρούσας ανάλυσης, πρέπει να μιλήσουμε και για το τρίτο βασικό αφηγηματικό χαρακτηριστικό του «αστυ νομικού». Πρόκειται για τα λεγάμενα «σημεία ανάπαυλας» και βρίσκονται, όπως θα δούμε, σε στενή σχέση με τα χαρακτηριστικά που αναφέ ραμε παραπάνω. Τα «σημεία ανάπαυλας» είναι τα μέρη της αφή γησης που δείχνουν να μην έχουν σχέση με τον «προβληματισμό» του «αστυνομικού». Είναι τα σημεία που παρεμβάλλονται ανάμεσα στις ερω τήσεις και τις απαντήσεις και δημιουργούν την εντύπωση ότι αποτελούν «διαλείμματα» στη δή θεν εξαντλητική διανοητική εργασία που απαιτεί
το είδος του αφηγήματος που εξετάζουμε. Με δυο λόγια, είναι όλα εκείνα τα μέρη της αφήγη σης που διακρίνουν το αφήγημα από ένα πρό βλημα μαθηματικής λογικής (ερώτηση-λογική ανάλυση-απάντηση). Ο ,ήρωας των «σημείων ανάπαυλας» είναι ο ντετέκτιβ. Ό χ ι πια ο ντετέκτιβ που είναι φορέας κάποιου προβληματισμού -κ ι αυτό είναι που τα διακρίνει από την υπόλοιπη αφήγηση- αλλά αυ τό το ίδιο το πρόσωπο του ντετέκτιβ. Τα σημεία αυτά αποτελούν μια προσπάθεια «ανθρωποποίη σης» του ντετέκτιβ. Συνίστανται από περιγραφές πράξεων που είναι αναπόσπαστα κομμάτια της καθημερινής ζωής ενός ανθρώπου: είναι τα ση μεία όπου ο ντετέκτιβ τρώει, πίνει, ντύνεται, υποφέρει, πονεί, ερωτεύεται. Έτσι, δημιουργείται στον αναγνώστη η εντύπωση ότι έχει μπρο στά του όχι μόνο ένα «ζωντανό» άνθρωπο (ενώ πρόκειται απλώς για έναν αφηγηματικό χαρα κτήρα) αλλά, κι αυτό είναι το ουσιαστικό εδώ, έναν «όμοιο» του. Μπορούμε, λοιπόν, να πούμε ότι τα «σημεία ανάπαυλας» προσδίδουν στον ντετέκτιβ μια δεύ τερη ιδιότητα: την ομοιότητα με τον αναγνώστη. Η ιστορική εξέλιξη του αστυνομικού αφηγήμα τος χαρακτηρίζεται από την ολοένα και συχνότε ρη εμφάνιση των «σημείων ανάπαυλας». Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα την ανατροπή της σχέσης που διέπει τις δύο βασικές λειτουργίες του χαρα κτήρα του ντετέκτιβ: η έμφαση περνά σιγά σιγά στην προβολή της «προσωπικότητας» του τελευ ταίου.
38/αφιερωμα
Σκηνή από το έργο του Ζυλ Ντασέν «Ριφιφί»
μια «έμφυτη επιθυμία» για το χρήμα και γενικό τερα γι’ αυτό που αποκαλούμε ντόλτσε βίτα. Έχουμε, δηλαδή, να κάνουμε μ’ έναν έντονο οικονομισμό όπου καταρρακώνονται κυριολεκτικά και γελοιοποιούνται η κοινωνιολογία και, ακόμη περισσότερο, η ψυχανάλυση. Έτσι, οι χαρακτή ρες εμφανίζονται απολιθωμένοι σε μια κατάστα ση η οποία κρύβει επιμελώς την αντιφατικότητα του ανθρώπου που ζει σε μια κοινωνία όπως αυ τή που γέννησε και συντηρεί το αστυνομικό αφή γημα. Είναι πλέον φανερό ότι ο ισχυρισμός πως το αστυνομικό αφήγημα δεν προσφέρει στον ανα γνώστη παρά έναν ψευτοπροβληματισμό δεν εί ναι αστήρικτος. Ό πω ς είδαμε, ο «προβληματι σμός» αυτός, ^που προσφέρεται σαν το «πρότυπο για την επιτυχία στη ζωή», δεν ξέρει τίποτε από τις έννοιες που χαρακτηρίζουν τον αναγνώστη του· έννοιες που αποτελούν συστατικά της καθη μερινής του ζωής: το άγχος της ανεργίας, η οικο γενειακή πίεση για τη λεγάμενη αποκατάσταση, η επιθυμία για μια σωστή ερωτική σχέση, για μια πιο ανθρώπινη ζωή.
Ο ντετέκτιβ αρχίζει ν’ αποκτά γνωρίσματα που ανατρέπουν το χαρακτήρα της καθημερινό τητας των ενεργειών του και, στο βαθμό αυτό, ξεπερνά την «ομοιότητά» του με τον αναγνώστη: μετατρέπεται, τώρα, σ’ ένα είδος πρότυπον γι’ αυτόν είναι όμορφος, γοητευτικός, κομψός, δυ ναμικός, γεμάτος αυτοπεποίθηση και, πάνω απ’ όλα, «επιτυχημένος» - ο κόσμος μας είναι δικός του. Με δυο λόγια, προβάλλει σαν ο άντρας της σύγχρονης δυτικής κοινωνίας. Θα νόμιζε κανείς ότι αυτή η διαπίστωση αναι Η σύντομη αυτή ανάλυση θα διέπραττε ένα με ρεί την «ομοιότητά» του με τον αναγνώστη. γάλο σφάλμα αν άφηνε να συνεχιστεί η εντύπω Ωστόσο, μολονότι ο ντετέκτιβ μεταβάλλεται σε ση που επικρατεί σήμερα για το αστυνομικό κάτι «ανώτερο» από τον τελευταίο, εντούτοις αφήγημα: η εντύπωση της ισοπέδωσης, της θεώ συνεχίζει ν’ αποτελεί φορέα αυτού που ονομά ρησης ότι «όλα τα αστυνομικά είναι το ίδιο». Η σαμε προβληματισμό, δηλαδή της «αναζήτησης παρούσα μελέτη μας δίνει τη δυνατότητα να δια του ενόχου». Κι αυτό συντελεί στη συνέχιση της κρίνουμε ορισμένα έργα του είδους αυτού τα ταύτισης του αναγνώστη με το χαρακτήρα αυτό. οποία όχι μόνο ξεπερνούν αυτό τον ψευτοπροΗ εντύπωση της «ομοιότητας» παραμένει κυ ρίαρχη, κρυμμένη όπως είναι μέσα στα «σημεία . βληματισμό αλλά και τον ανατρέπουν χρησιμο ανάπαυλας», τα οποία εμφανίζονται ως ασήμαν ποιώντας τα ίδια ακριβώς αφηγηματικά χαρα τα αφηγηματικά μέρη (σε σύγκριση με τα «ση κτηριστικά με τα οποία ασχοληθήκαμε εδώ (και που αποτελούν την τεράστια πλειοψηφία). Τα μεία προβληματισμού»). έργα των Ρέημοντ Τσάντλερ και Τζέημς Μ. Κέην αποτελούν χαρακτηριστικά δείγματα αυτής της ανατροπής, δείγματα αυτού που θα ονομάζαμε Η στενή σχέση ανάμεσα στον ντετέκτιβ-φορέα ουσιαστικό προβληματισμό. Και δεν είναι τα μόκαι στον ντετέκτιβ-πρόσωπο έχει ως αποτέλεσμα να μεταφέρεται η αίγλη που περιβάλλει τώρα το Σε κάποια άλλη μελέτη μας θ’ ασχοληθούμε με χαρακτήρα του ντετέκτιβ στον λεγόμενο «προ βληματισμό» του αστυνομικού αφηγήματος. Με τα έργα του είδους αυτού. Ο περιορισμένος χώ τον τρόπο αυτό, ο «προβληματισμός» αυτός εμ ρος μας αναγκάζει να σταματήσουμε στο σημείο φανίζεται σαν το κατεξοχήν πρότυπο του τρό αυτό, κλείνοντας έτσι την ενότητα που έχει να κάνει με τα αστυνομικά αφηγήματα που κυριαρ πον σκέψης στη σημερινή κοινωνία. Ποιος είναι, όμως, αυτός ο τρόπος σκέψης που επιδεικνύει χούν σήμερα στην κοινωνία μας. Θα ήταν, ωστό τον εαυτό του τόσο φιλόδοξα; Που καταφέρνει σο, μεγάλη ικανοποίηση για μας αν η σύντομη να τον «θαυμάζουν» τόσα εκατομμύρια αναγνώ αυτή μελέτη έδινε στον αναγνώστη τη δυνατότη τα να συνεχίσει ο ίδιος την προσπάθεια αυτή, στες; Το κυρίαρχο στοιχείο, το στοιχείο που αποτε επιλέγοντας συνειδητά πια εκείνα τα αστυνομικά λεί τη βάση της συλλογιστικής την οποία τόσο αφηγήματα που δεν τον ξεγελούν μ’ έναν δήθεν έντεχνα περνά το αστυνομικό αφήγημα στον προβληματισμό μα που τον αντιμετωπίζουν αναγνώστη, είναι η εξύψωση του χρήματος σε όπως αρμόζει σ’ έναν άνθρωπο που θέλει να κα μια θέση μοναδικότητας·, μόνο αυτό έχει σημα τανοήσει την κοινωνία μέσα στην οποία ζει. σία στην κοινωνία: οι χαρακτήρες διέπονται από
αψιερωμα/39
Βασίλης Σπηλιόπουλος
Αν ιχνεύ όντας τον κόσμο του Γιάννη Μαρή
Γιάννης Μαρής (Γ. Τσιριμώκος)
Σε μια προσπάθεια προσέγγισης του αστυνομικού μυθιστορήματος του Γ. Μαρή, ανακύπτει αμέσως ένα πρόβλημα σχετικό με το πλήθος των έργων του, που, μη εντασσόμενα σ’ ένα και μοναδικό αρχέτυπο αστυνομικής πλοκής, καθιστούν δύ σκολο το εγχείρημα για τον γράφοντα. Έτσι, με τη συμφωνία του εκδότη, και κάτω από την πίεση του περιορισμένου χώρου, αποφασίσαμε τούτη η προσέγγιση να ξεκινήσει με το « Έγκλημα στο Κολωνάκι». Το βιβλίο αυτό είναι ίσως ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματα του Γ. Μαρή, ενώ παράλληλα συγκεντρώνει και αρκετά από τα βασικά χαρα κτηριστικά της «γραφής» του συγγραφέα. Έτσι, διαλέγοντάς το σαν αντιπροσωπευτικό δείγμα, θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε το συγκε κριμένο μυθιστόρημα τόσο καθαυτό, όσο και σε σύγκριση με την υπόλοιπη δουλειά του Γ. Μαρή, στο βαθμό που διαφοροποιείται απ’ αυτήν ή την επιβεβαιώνει. Ο Μαρής γράφει το μεγαλύτερο μέρος του έρ γου του στα χρόνια μεταξύ 1950-1970. Ζώντας πολλαπλά το κλίμα της εποχής σαν δημοσιογρά φος και έχοντας ο ίδιος μια ενεργητική συμμετο χή στο πρόσφατο παρελθόν1 γνωρίζει καλά την κατάσταση των πραγμάτων. Σε μια κοινωνία που βγαίνει καταπονημένη από την Κατοχή και τον Εμφύλιο, με φανερά ακόμη τα τραύματά της, με μεγάλες μάζες πληθυσμού που ζουν έντονα οικονομικά προβλήματα· τότε που οι δεσμοί της γειτονιάς και της οικογένειας είναι ακόμα ισχυ ροί και αναντίρρητοι, σαφώς γεννιέται το πρό βλημα: Ποιο αστυνομικό μυθιστόρημα; Ο Μαρής ήξερε ότι σ’ αυτόν το συγκεκριμένο χωρόχρονο το αστυνομικό μυθιστόρημα είχε πρόβλημα επαφής με την πραγματικότητα. Μι λώντας κανείς για σπείρες, συμμορίες και γενικά έναν εγκληματικό υπόκοσμο, θα βρισκόταν έξω
από την ελληνική πραγματικότητα. Από την άλλη, η ανάπτυξη του εγκλήματος στον οικείο και αντιπροσωπευτικό χώρο της αθηναϊκής _γειτο νιάς θα οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια στη δημιουργία ενός «μαύρου» κοινωνικού μυθιστο ρήματος με πολλαπλά νεορεαλιστικά στοιχεία και με μια αναπόφευκτα έντονη κοινωνική κριτι κή, που θα ξεπερνούσε κατά πολύ το αστυνομικό περίγραμμα (ας θυμηθούμε εδώ την εκδοχή του «Ossessione» του Βισκόντι και των πρώτων ται νιών του Παζολίνι). Συνειδητοποιώντας λοιπόν το γεγονός ότι το έγκλημα, αποκλειστικά στο αστυνομικό επίπεδο, όσο τελοσπάντων μπορεί να οριοθετηθεί, είναι τελικά μια «πολυτέλεια» στο χωρόχρονο της επο χής, επιλέγει σαν χώρο δράσης τη νεόπλουτη με ταπολεμική αθηναϊκή κοινωνία. Έναν κόσμο απαλλαγμένο από την τύρβη της καθημερινότη τας, από το βραχνά της επιβίωσης, που ζει σε αστραφτερό περιβάλλον, κινείται με επιβλητικά αυτοκίνητα και φέρει κομψά εξευρωπαϊσμένα ονόματα. Έναν κόσμο που ο Μαρής γνωρίζει καλά ότι για τους «εκτός των τειχών» είναι ένας κόσμος μυθικός, απίθανα επιθυμητός και ενδό μυχα μισητός. Έ νας ζωγράφος βρίσκεται δολοφονημένος. Κύ ριος ύποπτος, ένας φίλος με του οποίου τη γυ-
40/αψιερωμα
ναίκα είχε σχέσεις το θύμα. Ό λ α δείχνουν «κα θαρά» σ’ αυτή την υπόθεση. Ο αστυνόμος Μπέκας αρχίζει ανακρίσεις. Στο παιχνίδι μπλέκεται και ο γιος του πιθανού ενόχου, που επιστρέφει από την Ευρώπη και προσπαθεί να αποδείξει την αθωότητα του πατέρα του. Από τις δικές του έρευνες θα αποκαλυφθούν οι σχέσεις του δολο φονημένου ζωγράφου με μια σπείρα ναρκωτι κών, καθώς και το σκοτεινό παρελθόν του στη διάρκεια της Κατοχής. Σιγά σιγά στην ιστορία μπαίνουν και άλλα πρόσωπα, όπου για διαφορε τικές αιτίες ο καθένας θα μπορούσε να είχε κά νει αυτό το φόνο. Τα πράγματα όμως μπερ δεύονται ακόμα περισσότερο όταν ένας ένας οι ύποπτοι δολοφονούνται. Τέλος, για να μη μακρηγορούμε, ένοχος όλων αυτών των εγκλημάτων αποκαλύπτεται ότι είναι ο ίδιος ο ζωγράφος. Ναι, ο ζωγράφος· το πρώτο υποτιθέμενο θύμα, που στην πραγματικότητα εί χε βάλει στη θέση του το πτώμα ενός άλλου.
° χώρος
||||
|||
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ή δη από την πρώτη σελίδα βρισκόμαστε στο θαυμαστό κόσμο: «Ο Καρνέζης σηκώθηκε από το κρεβάτι του και πέρασε πάνω από τη μεταξω τή πιτζάμα του μια χοντρή ρόμπα από εγγλέζικο ύφασμα. Πίνακες καλοδιαλεγμένοι στόλιζαν τους τοίχους, το παχύ χαλί έσβηνε τον ήχο από τα βήματα, ενώ μικρά κομψοτεχνήματα, τοποθε τημένα όπου ταίριαζε, έδειχναν πως μέσα σ’ αυ τό το διαμέρισμα ο πλούτος συνεβάδιζε με το καλό γούστο» (σελ. 1).
Αυτή η πρώτη περιγραφή ενός πολυτελούς κολωνακιώτικου δωματίου, με λέξεις διαλεγμένες με ακρίβεια, που μας μεταφέρουν σ’ ένα σύννεφο χλιδής και άνεσης, ξεπερνά την απλή περιγραφή ενός διαμερίσματος και παραπέμπει σ’ έναν ευ ρύτερο χώρο- εκείνο των αστών. Η αναφορά σε τούτο τον κόσμο είναι ένα μοτίβο που επανέρχε ται συνέχεια στις αφηγήσεις του Μαρή, ο οποίος συστηματικά, σε όλα του τα μυθιστορήματα, υπογραμμίζει τα σημαίνοντα στοιχεία του χώ ρου, μέχρι υπερβολής. Η περιγραφή αυτή άλλοτε δίνεται από τον ίδιο το συγγραφέα και άλλοτε από έναν ήρωα, που όντας «εκτός» αυτού του χώρου εντυπωσιάζεται, διερμηνεύοντας έτσι και την ανάλογη στάση του μέσου αναγνώστη της εποχής. Έ ναν τέτοιο ρόλο διεκπέραιώνει συνήθως και ο αστυνόμος Μπέκας. Είναι, πράγματι, ένας χώρος «αρυτίδωτος» επιφανειακά. Έ νας χώρος διεθνοποιημένος στις συνήθειες και τους «κώδικές» του, όπου κυκλο φορούν άνθρωποι κομψοί με φίνα ονόματα (Ζανέτ, Νάσος, Τζώνυ). Τα επαγγέλματά (;) τους και οι δημόσιες σχέσεις τους τονίζουν το μύθο τους· επιχειρηματίες, μποέμ εισοδηματίες, ζιγκο λό, καλλιτέχνες, όλοι γνωστά ονόματα της αθη ναϊκής κοινωνίας, κέντρα ενδιαφέροντος για τις κοσμικές στήλες των εφημερίδων. Πρόσωπα που ανακυκλώνονται μεταξύ Συντάγματος και Πλα τείας Κολωνακίου, γοητευτικών ξενυχτάδικων και πολυτελών καμπαρέ. Τούτος όμως ο κόσμος είναι διεφθαρμένος. Οι εκπληκτικές γυναίκες έχουν εραστές και πολύ πιθανόν να είναι μπλεγμένες σε φονικά, οι ωραί οι αθλητικοί άντρες που φορούν ένα καλοραμμέ νο εγγλέζικο κουστούμι είναι τουλάχιστον αντι παθείς: «Φορούσε βραδινό κοστούμι θαυμάσια ραμμένο. Το πουκάμισό του είχε μιαν άσπιλη λευκότητα. Τα μαύρα του μαλλιά, ελαφρά κυμα τιστά, στόλιζαν ένα μελαχρινό, ωραίο πρόσωπο. Κάτι όμως στην εμφάνισή του ενοχλούσε. (...) Και στο όμορφο πρόσωπό του, που τη μελαμψότητά του την τόνιζαν δυο σειρές κατάλευκα δόν τια, έπαιζε ένα χαμόγελο, που δε φανέρωνε κα λοσύνη» (σελ. 27). Ο Μαρής είναι άτεγκτος μ’ αυτό τον κόσμο· με αφορμή κάποιο έγκλημα διατυπώνει μια έμμεση, πλην σαφή κριτική σε όλο τον περίγυρο. Μια κριτική που οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι εκφράζεται με όρους ηθικολογικούς και ποτέ τα ξικούς. Η εισαγωγή του αναγνώστη από το συγ γραφέα σ’ αυτό το χώρο-ταμπού, όπου η οικονο μική ευμάρεια ταυτίζεται σχεδόν με τη διαφθο ρά, σ’ ένα δεύτερο επίπεδο καταλήγει σε μια επιβεβαίωση της παραδοσιακής μικροαστικής τάξης με όλη τη συνακόλουθη οικονομική της μιζέρια.
αφιερωμα/41
Η έξοδος των αστών από αυτό τον κόσμο είναι κατά κανόνα αδύνατη. Οι σχέσεις τους με αν θρώπους έξω από την τάξη τους γίνονται σε δύο περιπτώσεις: Ή με τον υπόκοσμο που χρησιμο ποιούν σαν όργανό τους ή με κάποιον από το μικροαστικό χώρο της καθημερινότητας. Σ’ αυτή τη δεύτερη περίπτωση ένα πρόσωπο -γιατί πρό κειται πάντοτε για ένα- μπαίνει στην ιστορία σαν το υγιές αξιομίμητο πρότυπο. Είναι συνήθως κάποιος υπάλληλος, με όλα τα σημεία της μικροαστικής του καταγωγής: πεζό όνομα, αδέξιους τρόπους, χαρακτηριστική έλλει ψη άνεσης, με μια μίζερη χωρίς αναλαμπές ζωή, με κάποιο πενιχρό μισθό- μια συνολικά «γκρίζα» προσωπικότητα, αλλά ένας άνθρωπος ακέραιος, με ηθικό χαρακτήρα. Η εισβολή του στον «άλλο» χώρο γίνεται συνήθως εξαιτίας μιας γυναίκας, και μέσα από μια διαβολική σύμπτωση (κάποιο λάθος τηλέφωνο, μια συζήτηση που διαρρέει).2 Κινούμενος από έναν αιωρούμενο ερωτισμό για τούτη τη μυστηριώδη, γεμάτη διφορούμενα γυ ναίκα, στοιχεία που την καθιστούν αυτόματα «μοιραία», και παράλληλα από τις παραδοσια κές ηθικές αρχές (δεδομένες κατά Μαρή για τον «μέσο» κόσμο), αυτός ο «γκρίζος» τύπος κατα δύεται στα τάρταρα, τα βάζει με τον υπόκοσμο και τελικά δεν τα καταφέρνει καθόλου άσχημα. Εδώ πρέπει να τονίσουμε ότι γενικά οι ήρωες του Μαρή δεν υπερισχύουν λόγω σατανικής ευ7 φυίας ή δύναμης -άλλωστε τούτος ο ήρωας δεν διαφέρει και πολύ από τον αναγνώστη- απλώς το. δικαιούται, ή είναι, αν θέλετε, η νίκη της ηθι κής. Το έπαθλο σ’ αυτή τη νικηφόρα πορεία εί ναι συνήθως αυτή η ίδια η γυναίκα, και παραπέ ρα, μέσω αυτής, η αναρρίχηση του ήρωα στην «άλλη» τάξη.3 Στο «Έγκλημα στο Κολωνάκι» κύριος ήρωας είναι ο γιος του υπόπτου, που προσπαθεί να αποδείξει την αθωότητα του πατέρα του (στην οποία βεβαίως δεν πιστεύει κανείς). Ας δούμε πώς περιγράφει ο Μαρής την πρώτη εμφάνιση του θετικού του ήρωα: «Ο Δέλιος κοίταξε με συμπάθεια το Δημήτρη. Το καθαρό ηλιοψημένο πρόσωπο, τα φωτεινά μάτια, το πλατύ μέτωπο, κέρδιζαν αμέσως τη συμπάθεια. Ήταν φανερό: Ανήκε ο γιος του χρηματιστή στην κατηγορία εκείνων των γενναίων χαρακτήρων που μπορεί κανένας να στηρίζεται απάνω τους» (σελ. 31). Στοιχεία που διαγράφουν αδρά τους χαρακτή ρες και είναι για τον αναγνώστη ακλόνητα και αντικειμενικά, αφού παρουσιάζονται σαν εκτι μήσεις ενός τρίτου. Τούτος λοιπόν ο ήρωας αρχίζει ένα κυνηγητό για τη σύλληψη του πραγματικού δράστη. Πέντε πρόσωπα είχαν λόγους να δολοφονήσουν το ζω γράφο. Έ να απ’ αυτά, μια νεαρή γυναίκα, η
Μυρτώ. Το θύμα είχε «καρφώσει» τον πατέρα της στη διάρκεια της Κατοχής. Ο Μαρής σκιαγραφεί αυτό το πρόσωπο με μια τεχνική που συνίσταται στη μυθοποίησή του, βά ζοντας να μιλάνε άλλοι γι’ αυτό, στριφογυρίζον τας γύρω της χωρίς να την πλησιάζει: «Την είδε όρθια πίσω από ένα γραφείο. Φορούσε μια άσπρη απλή μπλούζα από ποπλίνα και είχε τα μαύρα ίσια μαλλιά της δεμένα πίσω. Ή ταν μελα χρινή, μ’ ένα χρώμα γινομένου σταριού.4 Ο Δημήτρης ξεχάστηκε κοιτάζοντάς την. (...) Θα μπο ρούσε να σκοτώσει; Το σοβαρό της ύφος, το βα θύ βλέμμα της, η αυστηρή προσήλωση στη δου λειά της έλεγαν “ναι”» (σελ. 41). Και φυσικά δεν είναι η Μυρτώ ένοχος, και φυσικά θα αναπτυχθεί ένας έρωτας μεταξύ τους. Ο Μαρής φορτίζει πολλαπλά τις καταστάσεις, ξέρει ότι το κρεσέντο είναι η σύμπτωση του έρω τα με το παιχνίδι της ζωής και του θανάτου, η σύμπτωση του σασπένς και της μεγάλης ερωτικής στιγμής. Μέσα στο έντονα δραματικό κλίμα όπου ο νεαρός συγκρούεται με τον υπόκοσμο, παίζοντας τη ζωή του κορώνα-γράμματα, σ’ έναν κόσμο διεφθαρμένο ή διφορούμενο, αναπτύσσεται ένα αίσθημα ειλικρινές μα και βαθύτατα παραδοσια κό. Μια σχέση που για τον Μαρή είναι ίσως το μοναδικό σωσίβιο, σ’ έναν κόσμο που οι ηθικές αξίες χάνουν το νόημά τους και το χρήμα διαφθείρει τις συνειδήσεις. Κάποιες άλλες φορές τούτος ο έρωτας, όπως είπαμε και προηγουμένως, κεραυνοβόλος ή ανε-
42/αφιερωμα
ξήγητος ίσως, είναι ο αποφασιστικός λόγος για την εμπλοκή του ήρωα σε μια βρόμικη ιστορία. Γιατί, πράγματι, οι ήρωες του Μαρή πρέπει να έχουν λόγους για να μπλεχτούν σ’ αυτές τις ιστο ρίες. Και το κίνητρό τους βέβαια δεν είναι τό χρήμα. Έτσι άλλωστε διαφοροποιούνται και από το αρχέτυπο της αμερικάνικης ντεντεκτιβίστικης ιστορίας. Εδώ τον ήρωα τον αφορά άμεσα η ιστορία, ή είναι μια στάση που υπαγορεύεται από κάποιες ηθικές αρχές, ή έτσι τέλος πάντων, προσπαθών τας να ξεφύγει ατίό μια καθημερινή ρουτίνα. Το χρήμα δεν είναι σοβαρός λόγος για να παίξει κα νείς τη ζωή του. Αυτό βέβαια δίνει έναν τόνο αλτρουισμού σ’ όλη την ιστορία, βγάζοντάς την «έξω» από έναν κόσμο αθεράπευτα υλιστικό. Και εδώ ίσως πρέπει να συσχετίσουμε και τη στάση των προσώπων σε μια παρελθούσα περίο δο. Και μιλάμε βεβαίως για την περίοδο της Κα τοχής. Στα περισσότερα μυθιστορήματα του Μα ρή οι ήρωες έχουν κάποια σχέση με εκείνη την εποχή· είτε είχαν συμμετάσχει στην αντίσταση, οπότε αναντίρρητα είναι με το νόμο, είτε ήταν προδότες και μαυραγορίτες, οπότε εξ ορισμού είναι οι «κακοί» και ίσως και οι ένοχοι. Αυτό θα μπορούσε να ήταν και ένα «σκονάκι» στα χέρια του αναγνώστη για την ανακάλυψη του δολοφό νου. Ακόμα και ατόφια την πρώτη ύλη έχει δώσει εκείνη η εποχή σε κάποια βιβλία, με θέμα την αναζήτηση ενός κατοχικού θησαυρού, ή ένα κυ νηγητό ανάμεσα σε Ισραηλίτες πράκτορες και φυγόδικους ναζιστές. Και αυτό ίσως γιατί ο απόηχος των γεγονότων ήταν ακόμα έντονος, ίσως γιατί και ο ίδιος ο συγγραφέας είχε πάρει μέρος στην αντίσταση. Το σίγουρο πάντως είναι ένα: η εποχή εκείνη αποτελεί τη λυδία λίθο για τον έλεγχο των συνειδήσεων και των χαρακτή ρων. Έ να άλλο σημείο που πρέπει να υπογραμμι στεί εδώ είναι η αντρική φιλία στο χώρο των διωκτών του εγκλήματος, σε αντίθεση με την αν τίστοιχη σχέση στο χώρο των παρανόμων. Ο χώ ρος της παρανομίας απογυμνώνεται από κάθε συναίσθημα· εκεί που βασιλεύει το έγκλημα και η δολοπλοκία, τίποτα της προκοπής δεν μπορεί να σταθεί. Οι ισορροπίες είναι λεπτές, κάθε στιγμή ανατρέψιμες· η δολοφονία του παλιού συνεργάτη μπορεί να. συμβεί ανά πάσα στιγμή, χωρίς πολλή σκέψη. Οι χαρακτήρες είναι απόλυ τοι, χωρίς αντιφάσεις, σχεδόν μεταφυσικοί, ακραίοι, άσπρο-μαύρο. Αντίθετα, το προνόμιο της φιλίας και της αλ ληλεγγύης ανήκει στο χώρο του «φωτός». Εδώ οι άνθρωποι, προικισμένοι με μια σπάνια οξυδέρ κεια, μπορούν με μια ματιά να εκτιμήσουν τον
άλλο, και αμέσως να νιώσουν μια έντονη φιλία γι’ αυτόν. Βεβαίως τούτο το γεγονός λειτουργεί πολυεπίπεδα. Και πρώτα σ’ ένα επίπεδο πρακτι κό, όπου ο ήρωας, μπλεγμένος σε μια υπόθεση όπου μάλλον περιττεύει η αστυνομία και η δημο σιότητα, έχει οπωσδήποτε ανάγκη από κάποιους συντρόφους. Δεν είναι τυχαίο ότι ένας απ’ αυ τούς είναι σχεδόν πάντα δημοσιογράφος, δηλα δή άνθρωπος με γνωριμίες, πείρα και προσβά σεις, που προχωρεί την ιστορία φέρνοντας κά ποιες απαραίτητες πληροφορίες για την προώθη ση της δράσης. Όμως τούτη η σχέση ξεπερνά σαφώς τους πρακτικούς λόγους που προαναφέραμε και ανά γεται σ’ ένα πρότυπο ομάδας, όπου τα μέλη της, απαλλαγμένα από οποιαδήποτε ηθική «σκιά», αναπτύσσουν στον υπερθετικό βαθμό μια αμοι βαία σχέση εμπιστοσύνης και αλληλεγγύης, όπου, πρέπει να το πούμε, συνήθως αποκλείον ται: οι γυναίκες.
Πυρ, γυνή...
•
·
Η γυναίκα στα έργα του Μαρή είναι ένας από τους μοχλούς που βάζουν σε κίνηση την ίντριγ κα, δημιουργούν το μυστήριο και κινούν τους μηχανισμούς ενός άλογου πάθους. Η παρουσία της είναι αναντίρρητα καταλυτική και γι’ αυτό επικίνδυνη. Βέβαια σε κάθε περίπτωση υπάρχει ένας «τύ πος» γυναίκας θετικός, όπως η περίπτωση της Μυρτώς στη συγκεκριμένη ιστορία, ή σχεδόν θε τικός. Σ’ αυτή τη δεύτερη περίπτωση ανήκει το αρχέτυπο όπου μια αινιγματική γυναίκα μπαίνει στην ιστορία κουβαλώντας ένα «παρελθόν», όπου βέβαια εκεί εντοπίζονται και οι δικές της ευθύνες. Τούτο λοιπόν το πρόσωπο, μέσα από την εξέλιξη της ιστορίας, υποβαλλόμενο σε μια διαδικασία, ας πούμε, «καθαρμού» δίνοντας χει ροπιαστά στοιχεία μετάνοιας και με τη βοήθεια βεβαίως του θετικού «ήρωα», καθίσταται ικανό να ξεπεράσει το «κακό» παρελθόν του και να αναχθεί τελικά σε θετικό τύπο. Εδώ εντάσσονται και περιπτώσεις όπου η γυναίκα έχει φτάσει στον απόλυτο ηθικό ξεπεσμό, πόρνη ούσα, ή συνεργός σε κάποια παρανομία. Ο Μαρής όμως πάντα φροντίζει να υπάρξουν από την αρχή κάποια σημάδια-ενδείξεις γι’ αυτά τα πρόσωπα. Έ να μελαγχολικό βλέμμα, ένα χεί λι που τρέμει όταν αναγκάζεται να πει κάποιο ψέμα στον ήρωα, είναι σημάδια αλάθευτα που τεκμηριώνουν τη μετέπειτα εξέλιξή τους. Από κει και πέρα όμως στο «βάθος» της ιστο ρίας κινούνται γυναίκες επικίνδυνες, εντυπω σιακά όμορφες, που κρύβουν φοβερά μυστικά·
αψιερωμα/43
«Το θαυμάσιο γόνα το πρόβαλε από το δαντελένιο πενιουάρ. Ο Μπέκας έ σκυψε. ..»
γυναίκες που ζουν τη μεγάλη ζωή, με μια ερωτι κή ελευθερία καταπληκτική για την εποχή τους, πράγμα που δίνει στο Μαρή την ευκαιρία για αισθαντικότατες περιγραφές γυμνών γυναικείων κορμιών. Ένας «νόμιμος», ας πούμε, τρόπος για το μπόλιασμα της αστυνομικής ιστορίας με πι κάντικες νότες, πού κι αυτές όμως γρήγορα αναιρούνται, γυρίζοντας σε μια κριτική των ηθών.
Ο αστυνόμος Μπέκας
·
·
Πράγματι, τι θα ήταν οι αστυνομικές ιστορίες του Γ. Μαρή χωρίς αυτόν το μεσόκοπο, κοντόσωμο, παχύ αστυνομικό που πλησιάζει στη σύν ταξη (στα τελευταία μάλιστα μυθιστορήματα εί ναι ήδη συνταξιούχος που ανακαλείται εκτάκτως ή αυτοβούλως σε δράση). Αυτός ο «τύπος» δεν έχει τίποτα κοινό με τον προηγούμενο κόσμο. Ό ταν μάλιστα εισβάλλει σ’ αυτόν για κάποια ανάκριση, τα πράγματα αγγίζουν τα όρια της κωμωδίας. Ο Μαρής τότε υπερτονίζει τη χοντροκοπιά και την αδεξιότητα του ήρωά του σε σχέση με τους αστούς. Πολλές φορές διαβάζουμε τις σε πρώτο πρό σωπο σκέψεις που κάνει ο ύποπτος όταν ανοίγοντας την πόρτα του βλέπει για πρώτη φορά τον μεσόκοπο αστυνομικό με το παλαιομοδίτικο σακάκι.
Ο Μπέκας είναι ένας κοινός τύπος που δεν τόν πιάνει το μάτι σου, απλά είναι λίγο πιο έξυ πνος, λίγο πιο τολμηρός από τον καθένα. Εκείνο που βαραίνει ιδιαίτερα σ’ αυτόν είναι η διαίσθη σή του, μια διαίσθηση αλάνθαστη. Εκεί που οι συνάδελφοί του και ο προϊστάμενός του βλέπουν μια «καθαρή» περίπτωση, ο αστυνόμος οσμίζε ται κάποια κενά, κάτι δεν του στέκεται καλά. Ξέρει ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο καθαρά όσο δείχνουν, η πραγματικότητα είναι ένα μπερ δεμένο κουβάρι που θέλει πολλή δουλειά και σκέψη για να το ξεμπερδέψεις. Κάποιες πρωτο βουλίες που παίρνει τον φέρνουν σε σύγκρουση με τους προϊσταμένους του (εκπροσώπους μιας γραφειοκρατικής νοοτροπίας). Είναι στιγμές που και ο ίδιος αμφιβάλλει για τις επιλογές του, ο αναγνώστης όμως είναι σίγουρος- μπορεί να βασίζεται στον Μπέκα. Τούτος ο χαρακτήρας είναι φανερό ότι δεν έχει καμιά σχέση ούτε με τον ντεντέκτιβ Φ. Μάρλοου, ούτε με τον κοσμοπολίτη Τζαίημς Μποντ, που κυκλοφορεί με εκείνο το πολύπλοκο αυτοκί νητο. Ο Μπέκας κάνει μια ήρεμη ζωή, είναι χρό νια παντρεμένος με μια συμπαθητική παχουλή γυναίκα, ζει σε μια λαϊκή γειτονιά, κυκλοφορεί με το λεωφορείο, και όταν αναγκάζεται να πάρει ταξί, κοιτάζει πρώτα την τσέπη του- ξέρει ότι εί ναι πολυτέλεια γι’ αυτόν. Ναι, ο αστυνόμος κά νει μια συντηρητική ζωή,5 όπως και οι περισσό τεροι Έλληνες εκείνη την εποχή. Ο Μαρής το
44/αφιερωμα
ξέρει και γι’ αυτό φορτίζει κατάλληλα τον ήρωά του. Η σύγκρουση της ηθικής του Μπέκα με τον κόσμο των πλουσίων είναι μια μάχη ανάμεσα στις παλιές αρετές και τα καινά δαιμόνια. Μια μάχη που ο αστυνόμος, που αντιπροσωπεύει πια ένα πολιτιστικό πρότυπο, την κερδίζει και έξω από το μύθο, στο επίπεδο του αναγνώστη. (Και εδώ θα μπορούσε ίσως να μπει το ερώτημα: Τι επενδύει ο Μαρής σε τούτο τον τύπο, πόσο δη λαδή ο Μπέκας είναι η «άποψη» του συγγρα φέα;) Και βέβαια κερδίζει ο αστυνόμος, ίσως γιατί δεν είναι ο αντιπροσωπευτικός τύπος του «μπάτσου», ο γνήσιος εκπρόσωπος ενός βίαιου κατα σταλτικού μηχανισμού. Αντίθετα, έχει τις ευαι σθησίες του και διατηρεί κάποια ιδιαίτερα προ σωπικά χαρακτηριστικά που κάθε στιγμή παρα πέμπουν σ’ έναν οικείο τύπο. Βέβαια συχνά βα ραίνει την τσέπη του ένα πιστόλι, που το χρησι μοποιεί όμως σπάνια, όταν κινδυνεύει κάποιος· τότε πράγματι δεν διστάζει ο Μπέκας, πυροβο λεί.
Η ατμόσφαιρα - Η τεχνική Αν όλα τα παραπάνω μπορεί να είναι ταυτόχρο να και μια πιθανή ερμηνεία της εξαιρετικής για το είδος κυκλοφοριακής επιτυχίας των βιβλίων του Γ. Μαρή, εκείνο που επικαθορίζει, πάνω
από οποιεσδήποτε κοινωνικές αναφορές, την ποιότητα (που στο αστυνομικό είδος συμπίπτει συνήθως και με την εκδοτική επιτυχία), είναι η τεχνική και η ατμόσφαιρα. Είναι η διάρκεια της εκκρεμότητας, το τι στοιχεία θα δοθούν στον αναγνώστη για να είναι «μέσα» στο παιχνίδι, μέ σα από ποιους δαιδάλους θα οδηγηθεί στη λύση, μαζί ή όχι με τον ήρωα, η έλλειψη στην αφήγη ση, η αποφυγή του κινδύνου του ψυχολογισμού που γυροφέρνει τη δομή του αστυνομικού, το «πότε», το «τι» και το «πώς», που θα καθορί σουν στο παιχνίδι τη σταδιακή μετάβαση από το «κρυφό» στο «φανερό»· αυτά είναι τα βασικότε ρα ίσως στοιχεία για την επιτυχία του εγχειρή ματος που λέγεται αστυνομικό μυθιστόρημα. Ο Μαρής6 τούτο τον πολύπλοκο μηχανισμό φαίνεται να τον γνωρίζει καλά. Οι πρώτες κιό λας σελίδες κάθε μυθιστορήματος διαγράφουν λιγόλογα, αλλά με σήματα αδιάψευστα, τους χα ρακτήρες, τις σχέσεις τους με το χώρο, και πα ράλληλα το ξέσπασμα του απροσδόκητου που θα τροφοδοτήσει την εξέλιξη της ιστορίας. Στο «'Εγκλημα στο Κολωνάκι» το γεγονός εί ναι ένας φόνος. Η εισαγωγή ταυτίζεται με την αναμονή ενός ζωγράφου που περιμένει ένα φίλο. Το σκηνικό είναι δεδομένο, το πολυτελές διαμέ ρισμα, η σκοτεινή ώρα λίγο μετά τα μεσάνυχτα, οι έρημοι δρόμοι μετά τη βροχή που αντανα κλούν τα φώτα, ο αέρας που πολλαπλασιάζει τους ίσκιους -ατμόσφαιρα αναμονής. Ώ ς την εί σοδο του νυχτερινού επισκέπτη η αφήγηση συγ κεντρώνεται στο σαλόνι που περιμένει ο ζωγρά φος. Με το πρόσχημα όμως ενός καινούριου προσώπου, μιας μικρής υπηρέτριας, η αφήγηση μεταφέρεται στο δωμάτιό της. Είναι το πρόσωπο που θα ανακαλύψει την άλλη μέρα το πτώμα, ολοκληρώνοντας έτσι και τη συμμετοχή του στην ιστορία. Το απαραίτητο συμπλήρωμα τούτης της πρώτης σκηνής, την ελλείπουσα ψηφίδα, το φό νο, ο αναγνώστης θα τη μάθει στο τέλος της ιστορίας. Είναι ένα τέχνασμα που συχνά χρησιμοποιεί ο Μαρής, την εγκατάλειψη δηλ. του χώρου δράσης λίγο πριν συμβεί το καθοριστικό γεγονός, με πρόσχημα το πέρασμα κάποιου, ίσως και άσχε του με τη δράση, προσώπου. Πράγματι, ο Μα ρής δεν δίνει ποτέ ολοκληρωμένο το γεγονός ενός φόνου, τη γνώση του ποιος είναι ο ένοχος, πράγμα που θα μετέφερε το «παιχνίδι» στην πα ράλληλη δράση κυνηγού-θηράματος, όπου το εν διαφέρον θα συγκεντρωνόταν στη διαδικασία της σύλληψης του ενόχου και όχι στο «ποιος;». Έτσι που ο αναγνώστης θα ήξερε τα πάντα από την αρχή και μένοντας «απέξω» θα παρακολου θούσε τις κινήσεις και στους δυο αντίπαλους χώ ρους. Αντίθετα, εδώ είναι «μέσα» στο παιχνίδι,
αψιερωμα/45
ψάχνει μαζί με τον «καλό», κάνει συνεχώς υπο θέσεις, πέφτει σε αντιφάσεις, δοκιμάζει τις υπο ψίες του. Ξαναγυρίζοντας όμως στη νυχτερινή αναμονή ο συγγραφέας μας δίνει ένα σημαντικό στοιχείο. Ο ζωγράφος, κοιτώντας από το παράθυρο, βλέ πει στο δρόμο μια σκιά που παραμονεύει. Τη βλέπει όμως ή είναι απλά μια ιδέα του; Είναι ένα στοιχείο που θα αιωρείται στη μνήμη του αναγνώστη, από την τρίτη κιόλας σελίδα, και όταν οι άλλοι θα είναι σίγουροι, αυτός θα ξέρει ότι τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Είναι μια τακτική που ακολουθεί με περίσσια προσοχή ο Μαρής, η αναφορά συνήθως σε κά ποια άσχετα εκ πρώτης όψεως γεγονότα, που γονιμοποιούνται αργότερα, στην εξέλιξη της δρά σης, προπληροφορώντας τον αναγνώστη ή υποψιάζοντάς τον. Το συνηθέστερο είναι η γνώση των στοιχείων της υπόθεσης να γίνεται ταυτό χρονα από τον βασικό ήρωα και τον αναγνώστη. Σπανιότερα χρησιμοποιεί σαν τακτική το ξά φνιασμα. Χαρακτηριστική περίπτωση το «Χαμό γελο της Πυθίας», όπου μόνο στις τελευταίες σε λίδες καταλαβαίνει κανείς τι συνέβαινε μέχρι τό τε. Αυτό όμως το ξάφνιασμα, που προϋποθέτει απόκρυψη ενός βασικού τμήματος της ιστορίας, ποτέ δεν θέτει «εκτός» τον αναγνώστη. Απλώς του επιφυλάσσεται στο τέλος η απροσδόκητη αποκάλυψη και ενός άλλου επιπέδου, που επα νερμηνεύει όλα τα προηγούμενα, επανατοποθετώντας τα με έναν καινούριο τρόπο. Και εδώ πρέπει να πούμε ότι ο Μαρής αφηγείται την ιστορία καταγράφοντας την πορεία των διωκτών του εγκλήματος. Οι κινήσεις των υπό πτων συντελούνται εκτός κειμένου, στο σκοτάδι, πίσω από κλειστές πόρτες. Κάποια αποσπάσμα τα μόνο αυτών των κινήσεων δίνονται από το συγγραφέα, χωρίς να περάσουν από το βλέμμα του Μπέκα. Αποσπάσματα που όντας μέρος του
όλου είναι διφορούμενα και προωθούν τη δράση στο επίπεδο του αναγνώστη, υπογραμμίζοντάς του κάποτε και την προνομιακή του θέση. Έ να άλλο, επίσης κοινό, σημείο ανάμεσα στη «λογική» του Μαρή και την αγγλική-γαλλική αστυνομική σχολή, είναι η συσσώρευση πολλών υπόπτων, σαν μια πρώτη δυσκολία εντοπισμού του ενόχου, και κατόπιν η σταδιακή απαλλαγή του ενός μετά τον άλλο (απαλλαγή που κάποιες φορές ταυτίζεται και με τη δολοφονία τους). Ό λη αυτή η πορεία, που παρακολουθούμε βήμα βήμα, συνήθως ολοκληρώνεται με ένα αναπάντε χο φινάλε, όπου αποδεικνύεται ότι ο ένοχος ήταν το πιο απίθανο πρόσωπο. Ας θυμηθούμε ότι στους «10 μικρούς νέγρους» της Αγκάθα Κρίστι και στο «Έγκλημα στο Κολωνάκι» ο ζη τούμενος δολοφόνος δεν ήταν άλλος από (ένα) το υποτιθέμενο θύμα. Ό μω ς αυτή η διαδικασία όπου το θύμα, μέσα από διάφορους δαιδάλους, θα αποδειχτεί και δολοφόνος, δεν μπορεί παρά να χαρακτηρίζεται από μια εγκεφαλικότητα που κάποιες φορές φαντάζει και εξυπνάδα και που δεν θα μπορού σε να πει κανείς ότι είναι από τις καλύτερες πε ριπτώσεις αστυνομικού μυθιστορήματος. «Το ιδανικό μυστήριο θα ήταν κάτι που θα το διάβα ζες αν έλειπε το τέλος» (Raymond Chandler, από τη μικρή μελέτη του «Η απλή τέχνη του φόνου»). Βέβαια, ο συγγραφέας πετυχαίνει το στόχο του, να ξαφνιάσει και να εντυπωσιάσει το κοινό του παρουσιάζοντάς του έναν κόσμο γεμάτο ίν τριγκες, όπου όλα τρίζουν και οι δολοφόνοι εί ναι παντού. Το αφιέρωμα όμως στο Γιάννη Μαρή πρέπει να τελειώνει. Ας τραβήξουμε γρήγορα το τελευ ταίο πτώμα, ας σκουπίσουμε το χαλί από κά ποιες σταγόνες αίμα. Ή δη κάποιος ανεβαίνει τις σκάλες, σε λίγο ο αστυνόμος Μπέκας θα χτυπή σει την πόρτα... μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Είναι εκείνο που του υπενθυμί ζει συνεχώς ότι ο καιρός ηερνά και ο Μπέκας μένει πίσω. Ο Μαρής δεν μπορεί να κλείσει τα μάτια στο γεγονός ότι ο ήρωάς του μένει στο περιθώριο μιας κοινωνίας που εξελίσ-
Σημειώσεις: 1. Μια ενδιαφέρουσα αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο από τον Μαρή υπάρχει στο «ΑΝΤΙ», τ. 135179. 2. Έ να τέτοιο μοντέλο αναπτύσσεται αριστονργηματικά, μέσα σε μια ατμόσφαιρα δανεισμένη από το φιλμ-νουάρ, στην ει σαγωγή στο «Νυχτερινό τηλεφώνημα». 3. Μια επανάληψη, αν θέλετε, του οικουμενικού μυθικού αρ χέτυπου που ο «ξένος» σώζει την αρχοντοπούλα από ένα μεγάλο κίνδυνο, την παντρεύεται και μα ζί κερδίζει και το βασίλειό της (Π. Λεκατσάς, «Μητριαρχία» και «Λαβύριν θος», εκδ. Καστανιώτη). 4. Εδώ πρέπει να υπογραμμίσουμε τη σημασία των επιλογών άσπρη, απλή μπλούζα, σοβαρό ύφος, βαθύ βλέμμα. Ά έξεων-αημείων που δηλώνουν αδιάψευστα τα βαθύτερα χα ρακτηριστικά του προσώπου. 5. Έ να σημείο μέ σημασία. Ο Μπέκας έχει μια κόρη που άπό μυθιστόρημα σε μυθιστόρημα μεγαλώνει. Μ αζί της ο αστυ νόμος έχει ένα συνεχές πρόβλημα επικοινωνίας (μέρος βε βαίως ενός γενικότερου). Είναι ή εισβολή των νέων ιδεών
6.
Πάλι από το «ΑΝΤΙ», τ. 135179 σταχυολογούμε: «...Για μέ να η αστυνομική πλοκή είναι το πρόσχημα για να κερδίσω το ενδιαφέρον του αναγνώστη και από κει και πέρα αυτό που μ ’ ενδιαφέρει είναι η ατμόσφαιρα, οι χαρακτήρες, το περιβάλλον και οι ανθρώπινες σχέσεις. (...) Γι' αυτό αρέ σουνε όταν τα διαβάζουν πολλοί, είναι ίσως γιατί μέσα στους ήρωες αυτούς ο αναγνώστης μπορεί να συναντήσει πρόσωπα πιθανά, όπως κάποιο φίλο του, θείο του τάδε κλπ. Δηλαδή, κοιτάξτε να δείτε, δεν πιστεύω βέβαια ότι εί ναι "υψηλή" λογοτεχνία, αλλά... Οι ήρωες δεν είναι απόλυ τα δημιουργήματά μας, τον δημιουργεί οπωσδήποτε ο συγ γραφέας, αλλά μετά τον οδηγεί ο ήρωάς του. (...) Γι’ αυτό σας λέω ότι το αστυνομικό μυθιστόρημα δεν γράφεται αλλά συλλαμβάνεται. Εδώ είναι “μαθηματικά", πρέπει να ξέρεις απολύτως πού το πας».
46/οφιερωμα
Βασίλης Ραφαηλίδης
Η ηθική χρησιμότητα του φόνου στο αστυνομικό μυθιστόρημα Αν πιστέψουμε το λεξικό, που σπανιότατα λέει ολόκληρη την αλήθεια για λέξεις φορτωμένες με ενοχές πανάρχαιες και ιστορικά καθορισμένες, η αστυνομία είναι το «σώμα» εκείνο που φροντίζει για την επιβολή του νόμου στο άστυ. Μια τέτοια αφοριστική ερμηνεία προϋποθέτει δεδομένη τη δικαιοσύνη του νόμου, καθώς και την εντιμότητα των «οργάνων» που εντέλλονται να τον εφαρμόσουν. Ωστόσο, ούτε το «δίκαιο του νόμου» ούτε, πολύ περισσότερο, η εχεφροσύνη και το ήθος των «οργάνων» που εντέλλονται να επιβλέψουν την εφαρμογή του αποτελούν επαρκείς εγγυήσεις για την κοινωνική ωφελιμότητα της αστυνομίας, η σκοπιμότητα ύπαρ ξης της οποίας πρέπει, ως εκ τούτου, να τεθεί εν αμφιβάλω. ϋκτος απο τους «φίλους της αστυνομίας», που είναι μια ιδιάξουσα περίπτωση μαζοχισμού, κα νείς ομαλός άνθρωπος δεν θα ήταν δυνατό να συμπαθεί την αστυνομία. Ό χ ι γιατί είναι πάντα άδικοι οι νόμοι για την τήρηση των οποίων φροντίζει η αστυνομία, αλλά διότι η άρνηση εί ναι πάντα ισχυρότερη από την κατάφαση και συνεπώς η «αμαρτία», που είναι μια παρέκκλιση από τα κοινά ισχύοντα, δεν θα πάψει ποτέ να ασκεί τη γοητεία της: Ό λοι εφαρμόζουν κάποι ους νόμους αλλά όλοι θά ’θελαν να τους παρα βούν, έστω και μόνο για τη χαρά της παράβα σης, όπως θά ’λεγε ο Ζωρζ Μπατάιγ. Ό πω ς και νά ’ναι, θά ’λεγε ψέματα αυτός που θα ισχυριζό ταν πως εφαρμόζει τους νόμους με αγαλλίαση -εκτός κι αν είναι ανώμαλος, γιατί η χαρούμενη υποταγή στο νόμο σίγουρα είναι η πιο σοβαρή ανωμαλία που θα μπορούσε να υπάρξει. Ό ι παραβάτες, απ’ τον Ιούδα μέχρι τον Ιουλιανό κι απ’ αυτόν μέχρι τον Λένιν, έπαιξαν έναν πολύ σοβαρό ρόλο στην ιστορία με την άρ-
νησή τους να αποδεχτούν τη μέχρι τις μέρες τους ισχύουσα και επιβεβλημένη «αλήθεια». Συνεπώς, οι παραβάτες είναι εντελώς αναγκαίοι για να κι νηθεί προς τα μπρος η ιστορία, που πρέπει να ξεπεραστεί οπωσδήποτε με την ανθρώπινη επέμ βαση, όπως θά ’λεγε ο Μαρξ. Μ’ αυτή την έν νοια, κάθε επανάσταση δεν είναι παρά μια πα ράβαση, και στην περίπτωση ήττας της επανά στασης, η μοίρα των ηττημένων επαναστατών εί ναι προκαθορισμένη. Θα καούν στην πυρά οπωσδήποτε από τους «καλούς νοικοκυραίους», η καλοσύνη των ρποίων έχει, βέβαια, κάποια όρια: εκείνα που ορίζει το ταξικό τους συμφέ ρον. Ό λοι οι «εγκληματίες», μικροί και μεγάλοι, είναι παραβάτες, ο καθένας με τόν τρόπο του. Μπορεί η επανάστασή τους να είναι πέρα για πέρα άσκοπη, αλλά δεν παύει να είναι μια «κατά μόνας» εξέγερση, κι αυτός είναι ο λόγος της κρυ φής και ανομολόγητης συμπάθειας που κάθε ομαλός άνθρωπος θα έπρεπε να δείχνει γι’ αυ-
αφιερωμα/47
τούς τους «ανώμαλους» που πάνε κόντρα στο νόμο, δηλαδή κόντρα στα κοινά ισχύοντα, κυ ρίως όταν η παράβαση αναφέρεται σε θεσμούς αυτόχρημα ηλίθιους και καταστροφικούς, όπως η ιδιοκτησία, την οποία, ως γνωστόν, οι κλέφτες δεν σέβονται καθόλου. Και, βέβαια, κανείς δεν θα μπορούσε να κατηγορήσει τους κλέφτες για τούτη τους την ασέβεια. Το πολύ που θα μπο ρούσε να κάνει είναι να ασκήσει μια κριτική για τον λανθασμένο τρόπο που επέλεξαν για να κά νουν φανερή την ασέβεια. Ο όρος «αστυνομικό μυθιστόρημα» είναι λανθα σμένος, τουλάχιστον κατά το μισό. Διότι τουλά χιστον οι μισοί από τους ήρωες αυτών των μυθι στορημάτων δεν είναι αστυνομικοί, αλλά «εγ κληματίες», ή μάλλον «παραβάτες», σύμφωνα με την ορολογία που υιοθετήσαμε παραπάνω. Έ νας πιο σωστός όρος θα ήταν «μυθιστόρημα της παράβασης», αν και δεν χαρακτηρίζει με σα φήνεια το είδος. Λίγο ώς πολύ, όλες οι αφηγη ματικές τέχνες ασχολούνται με την παράβαση, κι όλα τα μυθιστορήματα παραβάτες έχουν σαν ήρωες: Δεν μπορεί να υπάρξει σύγκρουση, και συνεπώς.δραματική κατάσταση, χωρίς τουλάχι στον μια παράβαση που θα ενεργοποιήσει το μύ θο. Έ νας άλλος όρος, πιο σωστός απ’ τον εν χρήσει μονοσήμαντο, θα μπορούσε να είναι «αστυνομικό-εγκληματικό μυθιστόρημα». Το ενωτικό ανάμεσα στις δυο λέξεις είναι αναγκαίο προκειμένου να γίνει φανερή αφενός η στενή συνάφεια ανάμεσα στον αστυνομικό και τον εγκληματία και αφετέρου η ισοδύναμη παρουσία στο πεδίο της σύγκρουσης δυο αντίρροπων δυνάμεων: του νόμου που προστατεύει τα κεκτημένα και της παράβασης του νόμου που ανατρέπει την επιβε βλημένη ισορροπία. Σε τελική ανάλυση, το αστυ νομικό μυθιστόρημα δεν είναι παρά μια μετωνυμία του πυγμαχικού αγώνα, όπου ο ένας από τους δυο αντιπάλους είτε πέφτει νοκ-άουτ με έναν φόνο είτε χάνει στα σημεία. Συνήθως αυτός που χάνει είναι ο παραβάτης. Ωστόσο, παρά το γεγονός πως γνωρίζουμε την έκβαση του αγώνα πριν καν αρχίσει, τον παρακολουθούμε με εν διαφέρον γιατί, σαν γνήσιοι φίλαθλοι, ενδιαφε ρόμαστε περισσότερο για τον αγώνα και λιγότε ρο για τη νίκη. Το αστυνομικό μυθιστόρημα, συνεπώς, είναι φορμαλιστικό απ’ την ίδια του τη φύση, και ηθι κολόγε,ί μόνο όταν ο κακός συγγραφέας είναι επιπλέον και αδιόρθωτα χριστιανός, ώστε να νιώθει θεόθεν επιτακτική την ανάγκη να καταδι κάσει οπωσδήποτε το «κακό», αδιαφορώντας για το γεγονός πως το κακό είναι απολύτως αναγκαίο προκειμένου να λειτουργήσει αποτελε
σματικά το καλό, πράγμα που θα μπορούσε να το βεβαιώσει και ο έσχατος ιεροκήρυκας, κι ας μην ένιωσε ποτέ την ανάγκη να προστρέξει στην επικουρία του Σπινόζα. Ο κακός του αστυνομικού μυθιστορήματος δεν είναι, απλά, ένας «κακός άνθρωπος». Είναι ο κακός. Δηλαδή ο δολοφόνος. Δεν υπάρχει αστυ νομικό μυθιστόρημα χωρίς τουλάχιστον ένα φό νο, κι αυτός ο φόνος, που συνήθως γίνεται στην αρχή, λειτουργεί στη δράση σαν καταλύτης: εί ναι το «μοτέρ» της μυθοπλασίας. Αυτή, ακρι βώς, είναι η ειδοποιός διαφορά του αστυνομικού μυθιστορήματος από το εν γένει μυθιστόρημα: Ο φόνος ή η απόπειρα φόνου δεν είναι ένα ηθικά βαρημένο γεγονός, όπως στο «Έγκλημα και τι μωρία» του Ντοστογιέφσκι, για παράδειγμα, αλ λά μια πράξη τελεσμένη εν ψυχρώ και βάσει σχε δίου. Μ’ άλλα λόγια, ο δολοφόνος του αστυνομικού μυθιστορήματος δεν είναι ο ταλαίπωρος δολοφό νος του κοινού δικαίου, π.χ. ο συζυγοκτόνος, αλλά η ίδια η ενσάρκωση του κακού στην πιο καθαρή και απόλυτη μορφή. Αυτό σημαίνει πως το αστυνομικό μυθιστόρημα είναι μανιχαϊστικό από την ίδια του τη φύση, και μόνο στην πα ραλλαγή του «μαύρου μυθιστορήματος» χάνεται ο μανιχαϊσμός και οι τύποι που υπηρετούν την πλοκή γίνονται χαρακτήρες που τώρα υπηρετούν ένα δράμα βαθιά, βαθύτατα ανθρώπινο. Αυτή η χαρακτηρολογία και η στοχαστική διάθεση είναι που κάνουν τον Ντάσιελ Χάμετ, τον Ρέημοντ Τσάντλερ και την Πατρίτσια Χάισμιθ να ξεχωρί ζουν απ’ όλους τους άλλους μυθοπλόκους, και κυρίως α π’ την Αγκάθα Κρίστι, που η ικανότητά της περιορίζεται στο να κατασκευάζει έξοχα σταυρόλεξα, όπου ο αναγνώστης καλείται να γε μίσει τα κενά τετράγωνα της τρύπιας λογικής με μια ορισμένη σειρά, προκειμένου να «μαντέψει το δολοφόνο». Σκηνή από το έργο τον Μπράιαν ντε Πάλμα «Προετοιμασία για έγκλημα»
48/αφιερωμα Ό μως, στο καλό αστυνομικό μυθιστόρημα, που το υπηρέτησαν ιδιοφυίες σαν τον Ντάσιελ Χάμετ, αυτό που ενδιαφέρει δεν είναι η επισή μανση του δολοφόνου απ’ τον ντέτεκτιβ, συνε πώς κι απ’ τον αναγνώστη που παρακολουθεί τον ντέτεκτιβ που παρακολουθεί τους ύποπτους, αλλά η «απλή τέχνη του φόνου», όπως λέει ο Τσάντλερ σ’ εκείνο το εκπληκτικό του σύντομο δοκίμιο. Πράγματι, δεν υπάρχει τίποτα πιο απλό απ’ το φόνο. Για να γίνεις δολοφόνος το μόνο που χρειάζεται είναι να πατήσεις μια σκανδάλη ή να κατεβάσεις με δύναμη ένα στιλέτο. Πρόκειται για μια πράξη εντελώς στοιχειώδη αλλά οριακή: Αυτή η μίνιμαλ ενέργεια έχει σαν συνέπεια τη μάξιμουμ αποδιοργάνωση, που είναι η κατα στροφή της ζωής. Συνεπώς, το αστυνομικό μυθι στόρημα είναι σουρεαλιστικό... χωρίς να το ξέ ρει, και τούτος ο σουρεαλισμός είναι πολύ προ γενέστερος του Μπρετόν. Ο δολοφόνος του αστυνομικού μυθιστορήμα τος θα μπορούσε να είναι ένας «τρελός δολοφό νος». Όμως κατά κανόνα δεν είναι. Γιατί αν ήταν, δεν θα μιλούσαμε, πια,, για σουρεαλισμό αλλά για ψυχοπαθολογία, που τροφοδοτεί ακατάπαυστα το γκραν-γκινιόλ, όχι όμως και τό κα λό αστυνομικό μυθιστόρημα. Το αστυνομικό μυ θιστόρημα είναι γνησίως σουρεαλιστικό στο μέ τρο πού αποκαλύπτει τον πολύπλοκο κρυφό μη
χανισμό που οδηγεί κάποιον στην «απλή τέχνη του φόνου», που τελικά γίνεται απελπιστικά πο λύπλοκη, όταν αυτό που μας ενδιαφέρει δεν εί ναι η πράξη του φόνου αλλά τα κίνητρα της δο λοφονίας, που μόνο ένας περί τα πάντα πλην του «γράμματος του νόμου» αδαής δικαστής θα μπορούσε να τα περιγράψει με μια εξοργιστικά επιπόλαιη ευκολία. Ο δολοφόνος, λοιπόν, δεν είναι ένα τυχαίο πρόσωπο. Είναι ένας «ήρωας», κι όχι μόνο με τη μυθιστορηματική έννοια. Βέβαια, είναι ένας «αρνητικός ήρωας», αλλά τούτη η αρνητικότητα δεν σημαίνει τίποτα σ’ ένα διαλεκτικό ηθικό σύ στημα που ενσωματώνει οργανικά το κακό σαν αναγκαίο παραπλήρωμα του καλού. Έχουμε ανάγκη από δολοφόνους προκειμένου να αισθα νόμαστε εξ αντιδιαστολής καλύτεροι εμείς οι «καλοί», που δεν θα ξέραμε πώς να ονομάσουμε την καλοσύνη μας χωρίς την άρνησή της. Το αστυνομικό μυθιστόρημα, όπως βαφτίσαμε συμ βατικά το μυθιστόρημα που περιστρέφεται γύρω από την «απλή τέχνη του φόνου», παρέχει στον αναγνώστη του ένα σταθερό σημείο αναφοράς για τη δική του καλοσύνη, ή μάλλον γι’ αυτό που νομίζει για δική του καλοσύνη μέχρις αποδεί,ξεως του εναντίου, στην περίπτωση που η καταναγκαστική ηθική, η έξωθεν επιβεβλημένη, δεν αποδειχτεί ισχυρός προστατευτικός θώρακας για τη συμπιεσμένη κακότητα.
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ Κυκλοφόρησε Νίκου Κοτζιά Ο «ΤΡΙΤΟΣ ΔΡΟΜΟΣ» του ΠΑΣΟΚ Κριτική με βάση τη μαρξισπκή-λενινιστική ανάλυση της ελληνικής πραγματικότητας Sκ*Ρί!5£ p o m i, ΤΟΤ
Από τα θέματα του βιβλίου: Μικροαστικός σοσιαλισμός-σοσιαλρεφορμιομός. Είναι μαρξιστική η «μαρξιστική» μέθοδος του ΠΑΣΟΚ; Η κοινωνική σύν θεση του ΠΑΣΟΚ. Η θεωρία «Μητρόπο λης - περιφέρειας». Μορφές περάσματος. Κοινωνικοποίη ση. Αποκέντρωση. Δημοκρατικός προ γραμματισμός κ.ά.
I ΕΚΔΟΣΕΙΣ Ι Ι Β ζ ω ο δ ό χ ο ο Πη^ ^ . /
ΟΔΗΓΟΣ ΒΙΒΛΙΩΝ
επιλογή η δυνατότητα χρησιμοποίησης της δημοτικής σε κείμενα νομικά Η δημοτική στη νομική 'πράξη. Μελέτες-κείμενα-αποφάσεις. Τεκμή ρια Συνταγματικού Δικαίου, τόμ. 6'. Αθήνα, Σάκκουλας, 1982. Σελ. 398. Σ ’ έναν επιμελημένο τόμο από 398 σελίδες ο καθηγητής κ. Γ. Παπαδημητρίου, ο δικηγόρος κ. Κων. Γ. Γιαννόπουλος και οι εφέτες κ.κ. Βοϊκλής, Ματθίας και Ρήγος έχουν συγκεντρώσει, με πολλή επιμέλεια και με υπευθυνότητα, κείμενα που δηλώνουν και επιση μαίνουν τη διείσδυσή της ομιλούμενης νεοελληνικής (δημοτικής) στον νομικό χώρο. Τα κείμενα αυτά -άλλα παλαιότερα κι άλλα περισσότερο πρόσφατα- θα μπορούσε να τα κατατάξει κανείς σε μελέτες σχετιζόμενες με τη δυνατότητα χρησιμοποίησης της δημο τικής σε κείμενα νομικά, αφενός, κι αφετέρου σε δείγματα μετα γλώττισης νομοθετικών κειμένων στη δημοτική ή τέλος σε κείμενα δικαστικών αποφάσεων στη ζωντανή, ομιλούμενη γλώσσα του λαού. Ο τόμος αυτός, εξαιρετικά χρήσι μος για κάθε φωτισμένο και προο δευτικό νομικό -ανεξάρτητα αν υπηρετεί σε νομοτεχνική κυβερνη τική υπηρεσία ή είναι δικαστής και είσηγείται κείμενα δικαστικών αποφάσεων στον πρόεδρο του δι καστηρίου του ή τέλος είναι θεω ρητικός (καθηγητής ή γενικότερα συγγραφέας νομικών διατριβών)-, αποτελεί τον β' τόμο μιας σειράς εκδόσεων που τη διευθύνουν (με
τον γενικό τίτλο «Τεκμήρια συν ταγματικού δικαίου») οι καθηγητές πανεπιστημίου κ.κ. Αριστόβουλος Μάνεσης, Δ. Θ. Τσάτσος, Γ. Παπαδημητρίου και Αντώνης Μανιτάκης. Πολύ κατατοπιστικοί για το περιεχόμενο της λαμπρής αυτής συλλεκτικής εργασίας είναι κάι.οι δυο «Πρόλογοι» σ’ αυτό τον τόμο, γραμμένοι -το καλοκαίρι του 1982από τον φιλόλογο καθηγητή κ. Μα νώλη Κριαρά (Θεσσαλονίκη) κι
από τον συνταγματολόγο καθηγητή κ. Αριστόβουλο Μάνεση (Αθήνα). Αν λάβει κανείς υπόψη ότι οι οπαδοί της καθαρεύουσας θεωρού σαν ως απόρθητο οχυρό της τα νο μικά κείμενα, και μάλιστα έως πριν σχεδόν μια δεκαετία, μπορεί να συμπεράνει για το βαθμό προόδου που έγινε -ιδίως από τη δημοσίευ ση του συντάγματος του 1975 και πέρα- στις γενικές των νομικών μας σκέψεις και αντιλήψεις για την παραδοχή της νεοελληνικής ως κα τάλληλης για κείμενα νομικά. Σε παλαιότερα χρόνια ο δικαστής που θα τολμούσε να υποβάλει σχέδιο αποφάσεως σε δημοτική στον πρόεδρό του για υπογραφή, κινδύ νευε να αποδοκιμαστεί κι ακόμα και να αντιμετωπίσει πειθαρχική του δίωξη. Κι ο θεωρητικός (συγ γραφέας) που θα είχε το θάρρος να εκδώσει μια μονογραφία νομική ή μια οποιαδήποτε νομική πραγμα τεία σε δημοτική γλώσσα θα απο θαρρυνόταν οριστικά και απόλυτα από τους αρχαιοτέρους του γλωσ-
50/οδηγος σαμύντορες κριτές μιας οποιοσδή ποτε πανεπιστημιακής σχολής ως προς τη συνέχιση μιας του προσπά θειας για ακαδημαϊκή σταδιοδρο μία ή και για την απλή λήψη του διδακτορικού του διπλώματος. Ό σ ο για τα νομοθετικά κείμενα, η τυχόν σύνταξη των προσχεδίων κα νονιστικών διαταγμάτων ή νομο σχεδίων στη δημοτική ήταν έως πρόπερσι κι εξ αντικειμένου δυσχε ρέστατη αν όχι αδύνατη -οσοδήποτε επίμονες κι αν ήταν οι εντολές ενός δημοκράτη δημοτικιστή υπουργού κι οσοδήποτε κι αν ήταν καλοπροαίρετες . οι προσπάθειες 'του συντάκτη του κειμένου νομοτέ χνη- επειδή έλειπε έως τα τελευ ταία χρόνια η προπαίδευση των ανωτέρων υπαλλήλων των δημο σίων υπηρεσιών στον χειρισμό της νεοελληνικής γλώσσας. Τώρα ευτυχώς η δυνατότητα της «ορθής» και «προσεγμένης» χρήσεως της δημοτικής σε νομικά κεί μενα αρχίζει να διαφαίνεται σε πο λυάριθμες περιπτώσεις, τόσο στους συγγραφείς όσο και στους δικαστές και στους νομοτέχνες (σε κανονι στικά κείμενα πολιτικής εξουσίας). Ο κρινόμενος τόμος εμπεριέχει ποικίλα δείγματα καλής και σω στής χρησιμοποιήσεως της δημοτι κής σε νομοθετικά μεν κείμενα από τη σελ. 251 και πέρα, σε κείμενα δε δικαστικών αποφάσεων απ’ τη σελ.
281 και επ. Μεταξύ των τελευταίων είναι και σημαντικός αριθμός απο φάσεων του Συμβουλίου της Επι κράτειας, όπως π.χ. η 723 του 1982 (εισηγητής Κ. Κακούρης), η 2336 του 1980 (εισηγητής Β. Μποτόπουλος) και άλλες (σελίδες 306 επ. του κρινόμενου εδώ τόμου). Επίσης στις σελ. 322 επ. του τόμου συναν τά κανείς και αποφάσεις άλλων δι καστηρίων (πολιτικών και διοικη τικών) διατυπωμένες με επιτυχία στη νεοελληνική μας γλώσσα. Χαρακτηριστικό είναι με πόση προσοχή στα κείμενα των αποφά σεων αυτών αποφεύγονται οι ακρότητες (π.χ. ευθύς ανωτ. στη σελ. 333 «καθυστέρηση της παραδόσεως» και όχι «καθυστέρηση της παράδοσης» και αλλού πάλι «αίτη ση ακυρώσεως» και όχι «αίτηση ακύρωσης», μ’ έναν τρόπο που δεί χνει μιαν ενσυνείδητη χρήση της νεοελληνικής σε δικαστικά κεί'μενα με την πρέπουσα προσοχή. Γιατί κι οι υπερβολές στη (δήθεν) απλούστευση της γλώσσας θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε δυσάρεστα ή και σε αφόρητα αισθητικά ακούσματα και να ζημιώσουν τη γλωσσική μας πρόοδο στον τομέα των νομικών κειμένων, αντί να διευκολύνουν την πρόοδο αυτή. Παράδειγμα η «απειθάρχητη» χρήση της δημοτι κής στα δύο τηλεοπτικά μας κανά λια.
Από τα παλαιότερα (και πιο «δη μιουργικά» κείμενα που έχουν περιληφθεί στην εδώ κρινόμενη συλ λεκτική εργασία είναι και η «Δια κήρυξη» μιας ομάδας δημοτικιστών νομικών (σελ. 377 του τόμου) υπογραφόμενη την 29 του Απρίλη 1943 από πολλούς αξιόλογους της επο χής εκείνης καθηγητές πανεπιστη μίου, κορυφαίους δικηγόρους και νεότερους νομικούς. Μεταξύ αυ τών οι αείμνηστοι Κωνστ. Τριανταφυλλόπουλος, Αλέξ. Σβώλος, Χρ. Πράτσικας, Εμμ. Μιχελάκης, Αρι στείδης Σκληρός, Αγνή Ρουσοπούλου. Από τους επιζώντες -που έχο με το ευτύχημα να τους έχομε δί πλα μας- οι κ.κ. Γρηγ. Κασιμάτης, Στέλιος Σπετσάκης, Δημ. Δεληβάνης, Εμμ. Βουζίκας, Ξ. Ζολώτας και πολλοί άλλοι. Η «Διακήρυξη» είχε εξαγγείλει τότε, το 1943, την ίδρυση «Ομάδας Δημοτικιστών Νομικών» με σκοπό να εργαστεί για την καθιέρωση της δημοτικής στην επιστήμη και ειδικότερα στα νομικά κείμενα (είτε επιστημονικά είτε κανονιστικά-νομοθετικά κλπ.) Η «Διακήρυξη» είναι δημοσιευ μένη στον 25ο τόμο του «Νομικού Βήματος» (1977), στις σελ. 496 επ. και από εκεί την πήραν οι επιμεληθέντες της εκδόσεως τούτου του τό μου. Ανάλογη άμιλλα (για δημόσιες
ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕ
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ..-
I ^
a
—■ -- „
ΔΙΑΛΟΓΟΣ Π Α ΤΟΝ ΑΝΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟ Κλ Α ιΙ ΤΟ «ΝΕΟΟΡΘΟΔΟΞΟ ΡΕΥΜΑ» -W - ο tv « ncuvr.uuauavr cxnutif
V .J l L JL J l j L
Μ* του4! Δ· Καράγιωργα, A. Μπαγιόνα Α. Αντωνακόπουλου: Ο χαρακτήρας του καίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Τ. Λουγγή: Η προφεουδαρχική περίοδος Βυζάντιο. Α. Αργυροκαστρίτη: Γενετική μηχανική Α. Βρέττα-Πανίδη Ktn Λ. Κοιλιάρη - Μιχαηλίδη: Τα παιδιά των μεταναστών στις τάξεις υποδοχής. Ν. Νίκογλου: Η παραγωγικότητα στη ΔΕΗ Χρ. Φράγκου: Τρεις περιπτώσεις εφαρμογής της μαρξιστικής θεωρίας στα σχολεία Π. Κόκκοτα: Ιστορική ανασκόπησή της δι δασκαλίας των Φυσικών στη Μέση Εκπαίδευση Κ. Χατζηαργύρη: Οι τριμερείς ρυθμίσεις στην ιστορία του Κυπριακού προβλήματα τι
οδηγος/51 υπηρεσίες αυτή τη φορά) για μεταρρυθμιστική και προοδευτική επίδοση συνιστούσε και η υπηρε σιακή εγκύκλιος του υπουργού Προεδρίας Κυβερνήσεως κ. Γεωργ. Ράλλη (1977) που περιελήφθηκε επίσης στις σελ. 380 επ. του εδώ κρινόμενου τόμου. Η εγκύκλιος' απευθυνόταν στις διευθύνσεις διοι κητικού των υπουργείων και προο ριζόταν για τις διοικητικές υπηρε σίες του κράτους, για τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και γε νικότερα για τις δημόσιες υπηρε σίες και τους οργανισμούς του δη μόσιου τομέα, καθώς θα λέγαμε σήμερα. Έ να άλλο πιο πρόσφατο κείμε νο, που συναντά κανείς στον ίδιο τόμο, είναι η εγκύκλιος (1982) του τότε υπουργού Δικαιοσύνης (σελ. 385 επ. του τόμου) για την καθιέ ρωση της δημοτικής στη δικαστική και στη συμβολαιογραφική πράξη. Πολύ χαρακτηριστικό κι εμπλου τισμένο με «γραφικές» εικόνες παλαιότερης δημόσιας ζωής και με ενδιαφέρουσες λεκτικές εκφράσεις είναι το κείμενο (1977) του Χρ. Χρηστίδη «Η νεοελληνική στα νο μικά» που έχει δημοσιευθεί στις σελ. 227 επ. του τόμου. Συνοδεύε ται από πολύ χρήσιμα, θά ’λεγε κα νείς «πολύτιμα», «αυθεντικά» ση μειώματα (υπομνηματισμούς - σελ. 246-250), με αδιαμφισβήτητη αξία -είτε ιστορική είτε και τώρα πολύ ουσιαστική- για περιστατικά που συνδέονται π.χ. με το σύνολο έργο του Μανόλη Τριανταφυλλίδη ή με το έργο των Δ. Ταγκόπουλου, Αχιλλέα Τζάρτζανου κλπ. ή με γε γονότα πειθαρχικής δίωξης πρωτο πόρων κι εύψυχων δικαστών, όπως ο αλησμόνητος Ξεν. Στελλάκης, που πριγ από πολλά χρόνια (ο Στελλάκης το 1901) είχαν συντάξει σε δημοτική γλώσσα κείμενα δικα στικών αποφάσεων. Καθώς είναι γνωστό, το όνομα του Χρ. Χρηστί δη έχει μείνει συνδεμένο με τις χρη σιμότατες ιδίως «μεταγραφές» του νομικών κειμένων καθαρεύουσας στη δημοτική (έτσι συντάχθηκαν συνταγματικά κείμενα, κώδικες κλπ.). Πολύ ενδιαφέροντα εξάλλου εί ναι το άρθρο του Ε. Κριαρά, ομό τιμου καθηγητή στο «Αριστοτέλειο» Πανεπιστήμιο, «Η δημοτική στη νομοθεσία και στη δικαιοσύνη» (σελ. 119 επ. του τόμου), η μελέτη του ακαδημαϊκού Γεωργ. Μιχαηλίδη-Νουάρου «Η δημοτική γλώσσα
στη νομική ζωή» («Νέα Εστία» 1976 - σελ. 161-176 του κρινόμενου εδώ τόμου), η μελέτη του καθηγητή Δημ. Ευρυγένη «Νεοελληνική και Δίκαιο» («Αρμενόπουλος» 1976 σελ. 99-112 του τόμου) και τόσες άλλες... Η παλιά πεποίθηση των οπαδών της καθαρεύουσας ότι η δημοτική δεν είναι ικανή να εκφράσει με ακριβολογία τις ποικίλες εννοιολογικές «αποχρώσεις» των καθιερω μένων νομικών «όρων» ή ότι δεν συμβιβάζεται με την απαραίτητη σαφήνεια στη λεκτική των νομικών σχέσεων είναι πια ξεπερασμένη. Οι πιστοί στην καθαρεύουσα νομικοί αρκούνται τώρα στο να τονίζουν την «ομορφιά» των κειμένων της καθαρεύουσας, την ωραιότητα του «ρέοντος νομικού λόγου» και την πολύτιμη ιστορική της παράδοση με τους καθιερωμένους και παρα δεγμένους λεκτικούς νομικούς «όρους». Η ακριβολογία κι η σαφήνεια στη διατύπωση κερδίζονται, αρκεί ν α γίνεται «προσεγμένη» και «σωστή» χρήση της νομικής δημοτικής γλώσσας, χωρίς «βεβιασμένες» εκ φράσεις και χωρίς ακρότητες. Η δημοτική ενός νομικού κειμένου δεν μπορεί φυσικά να είναι η ίδια με τη δημοτική του λογοτέχνη. Ο ποιητής μπορεί να γράψει τον στί χο «τα λούλουδα της άνοιξης», αλ λά το υπουργείο Προεδρίας διατη ρεί στην επίσημη του κράτους μας εφημερίδα τον τίτλο «Εφημερίς της Κυβερνήσεως». Εξάλλου ορισμένοι «τεχνικοί» νομικοί «όροι» προερ χόμενοι από τη «λογία νομοτεχνική παράδοση» είναι στα νομικά κείμε να αναντικατάστατοι, παρ’ όλη την επικράτηση της νεοελληνικής στη νομική γλώσσα, που όλοι μας οι οπαδοί της δημοτικής την ευχόμα στε και την επιθυμούμε. Οι «όροι» αυτοί είναι π.χ. «ο ενάγων», «ο εκκαλών», «ένδικη διένεξη υπό διά σκεψη» (ή «εκκρεμής σε διάσκε ψη»), «δεδουλευμένοι τόκοι» κλπ. Κι ένα ισχυρό θεμέλιο για να κρί νει κανείς αν είναι «προσεγμένή» και «πειθαρχημένη» η φραστική διατύπωση του δημοτικιστή νομι κού (ασφαλής βάση για την πιο επιτυχή λεκτική έκφραση) είναι η γλωσσική διατύπωση που χρησιμο ποιούν συνδιαλεγόμενοι μεταξύ τους οι μορφωμένοι δικηγόροι και δικαστές, οι «καλλιεργημένοι» νο μικοί. ΓΕΩΡΓ. MIX. ΠΑΠΑΧΑΤΖΗΣ
πλαίσιο Γ ...... ..... ΝΙΚΟΛΑ ϊ · ΤΟΝΤΟΡΟΦ: Σύντομη ιστορία της Βουλγαρίας. Αδήνα, Νέα Σύνορα, 1983. Σελ. 173. ΜΙΑ περιληπτική παρουσίαση της ιστορίας της χώρας του δίνει σ' αυτό το βιβλίο ο βούλγαρος ιστορικός Νικολάι Τοντόροφ, γνωστός και από μια ομιλία του φέτος στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων, με συνομιλητή του τον Παν. Κανελλόπουλο. (Η ομιλία παρατίθεται στο τέλος της έκδοσης.) Και το βιβλίο του -με αρκετά στοιχεία φιλελληνικού πνεύματος- είναι μια ωφέλιμη βοήθεια στη σύσφιγξη των δεσμών ανάμεσα στις δύο χώρες, σύσφιγξη που στηρίζεται στη γνώση και τον αμοιβαίο σεβασμό των απόψεων και των δύο πλευρών.
ΗΛΙΑΣ ΓΚΡΗΣ: Εχδριχό τοπίο. Αδήνα, Σ. I. Ζαχαρόπουλος, 1983. Σελ. 31. ΜΕ έναν ποιητικό λόγο οραματικό, που δεν ξεπέφτει στη ρητορεία, αλλά δεν διαφεύγει εύκολα και από τη μεγαλοστομία, ο Ηλίας Γκρης στις συνθέσεις τού «Εχθρικού τοπίου» προσφεύγει στην «Αποκάλυψη» του πληγωμένου χώρου για να αντιδιαστείλει την έννοια του σκεπτόμενου «εγώ». Η συνεχώς προβαλλόμενη εικόνα του ζόφου παίρνει έτσι τις διαστάσεις ιστορικής
1
52/οδηγος
την ποιητική ενατένιση της θάλασσας σε εικονιστικά ερωτικά κομψοτεχνήματα από
ΤΑΣΟΥ ΚΟΡΦΗ: Ποιήματα. Αθή να, Πρόσπερος, 1983. Σελ. 192. Δυο μεγάλες σε έκταση ποιητικές συλλογές, το «Ημερολόγιο» και τα «Εργόχειρα», απαρτίζουν τη συγκεντρωτική έκδοση της συλλο γής «Ποιήματα» του Τάσου Κόρφη, που διανύουν το διάστημα μιας εικοσιπενταετίας περίπου. Η πρώτη χωρίζεται σε τέσσερα μέ ρη και η δεύτερη σε τρία. Στο «Ημερολόγιο» οι δεσμοί με τους μεσοπολεμικούς τόνους είναι αμεσότεροι, τόνους ποιητών ελάσσονος βεληνεκούς. Κυριαρχεί το ερωτικό στοιχείο, η βίωση της θά λασσας, ο νόστος του σπιτιού, της παιδικής ηλικίας, η μνήμη διαφό ρων αγαπημένων αντικειμένων που διασώζεται μέσα από την ηρεμία της φωνής και τον ψίθυρο. Ο τόνος γίνεται οξύτερος όπου ταυτόχρονα το ποίημα απλώνεται σε λίγους στί χους, και η θάλασσα εισχωρεί και στις στεριανές ώρες του ποιητή: «Υπάρχει κάποια μικρή γωνιά στο κρεβάτι / που μπορούμε ακόμα να ονειρευόμαστε, / όταν η θάλασσα ορμάει, χωρίς φραγμούς, στο δω μάτιο / και πρέπει να λύσεις τους κάβους, να ορτσάρέις στον άνεμο / για να σωθείς». Στην υποσυλλογή «Μνήμες πλοίων» η έμπνευση έχει σαν αφορμή της τα παλιά σκαριά που έχουν ζήσει τόσα και τόσα. Ο ποιητής τα εμψυχώνει, τους δίνει άλλες προεκτάσεις, φτάνει μέσ’ απ’ αυτά σε απόψεις γενικότερες για τη ζωή, κι εδώ η προσφορά του’είναι
διαφορετική από κείνη των ομοτέ χνων του που τους συνεπαίρνει ο κόσμος της θάλασσας, όπως π.χ. του Καββαδία: «Να θέλεις πάντα να ξεπεράσεις τον εαυτό σου, / ανοίγοντας, κάθε μέρα, και πε ρισσότερες στροφές, / παλεύοντας, κάθε μέρα, με τους πιο σφοδρούς τυφώνες, / μηχανή που βιάζεται να υπερβάλει τις προδιαγραφές της, / ήρωας, εύκολο θήραμα για τις ενέδρες της φθοράς. // Κι απέναντι στο λυσσασμένο βογγητό σου, το γέλιο των ψαράδων / τα κορμιά τους ψημένα, στις πυρκαγιές των ηλιαχτίδων, / τα παραγάδια τους φουνταρισμένα με τις άγκυρες της υπομονής, / οι ψαροπούλες τους αραγμένες τεμπέλικα, στο ίδιο μου ράγιο. // Απέναντι στο λυσσασμένο βογγητό σου, η γόνιμη εγκαρτέρη ση της φύσης». Στην τελευταία υποενότητα του «Ημερολογίου» ο Κόρφης δείχνει και τις ικανότητές του στην ποιητι κή πρόζα, όπου η θεματογραφία του σχεδόν εξ ολοκλήρου αφιερώ νεται πάντα με ήρεμη ενατένιση στη θάλασσα που του χαρίζει τη
δυνατότητα για απογείωση προς ακόμα πιο ευρείς χώρους. Οπωσδήποτε στα «Εργόχειρα» η άνοδος του Κόρφη είναι χαρακτη ριστική και κάπως απότομη. Έχοντας μεστώσει και κατασταλά ξει, εκμεταλλευόμενος στο ακέραιο την επαφή του με τόπους και αν θρώπους, αλλά και σαφώς περιορι σμένος από την αυστηρότητα της εικονιστικής ποίησης, ο Κόρφης μας δωρίζει πολλά έξοχα κομψοτε χνήματα που στέκεται αδύνατο να τα προσπεράσεις, όπως το «Κυπα ρίσσι»: «Άτρωτο απ’ τη φωτιά, στ’ άδειο, παλιό νεκροταφείο / στάθη κε'το κυπαρίσσι. / Ευθύ και μαύρο κι επιβλητικό / μ’ ένα σωρό παλιά ψηφία, αξέχαστα / γραμμένα στο κορμί του, που όσο μεγάλωνε / μα ζί του τά ’παίρνε στα ύψη. Σαν ποιητής / το κυπαρίσσι στάθηκε μέσ’ στη φωτιά»· ή εκείνο το «Της βροχής», που θυμίζει, χωρίς να χά νει την ιδιοτυπία του, κομμάτια από τα «Lustra» του Έζρα Πάουντ: «Ανάλαφρη στάθηκες μες στη βροχή. Έβρεχε ακόμα σ’ έρη μους δρόμους, άξενης πόλης. / Ό λα κλεισμένα ή τρέχοντα. Πάνω απ’ το στέγαστρο αγέρας. // Ανά λαφρη: γλάρος σε θάλασσα, στάθη κες / μες στη βροχή. Φορούσες / ένα ψιλό, κίτρινο -του κινδύνουαδιάβροχο μόνο. / Τα χέρια σου /
οδηγος/53 κρατούσαν το μουσκεμένο καπέλο, σαν τους οπτήρες που ερευνούν / για ένα σημάδι καπνού σ’ αξημέ ρωτη νύχτα. // Ανάλαφρη μες στη βροχή που έθαβε τα ξερά φύλλα στάθηκες, τινάζοντας / το νερό σαν το πουλί, έτοιμη να πνιγείς ή να πετάξεις». Ό λη η θεματογραφία της προη γούμενης συλλογής έχει εμπλουτι στεί και ξαναβαφτιστεί εδώ. Η ελε γεία περνά ευτυχισμένες στιγμές με το κοντράστο της, τη γιορτή της ζωής: «Ω, κοίταξε, επιστρέφουν / ανοίγοντας τα κλειστά παράθυρα, ποτίζοντας τα ξερά λουλούδια / αφήνοντας τη θάλασσα, τον ήλιο στην πόρτα τους. / Τόση πολλή ομορφιά πώς να χωρέσει / σε λίγα, δωμάτια; // Ω, κοίταξε, έρχονται, πάλι, να κλέψουν / την έρημη πόλη μας. Με κορδέλες και φτιασίδια / και χαριτωμένα αιδοία, στην άβυσ σο / που ανθίσαμε. // Κρατηθείτε μακριά. Μοσχοβολάει / για μας εδώ το χιόνι». Ή κάποτε η έξαρση ηχεί εκκωφαντικά, όπως στο «Κα τάστρωμα»: «Πόσο απελπισμένη απομένει η θάλασσα / όταν βρέχει και τα φώτα χάνονται / απ’ τις ακτές, ο ουρανός κατεβαίνει / τα καράβια σφυρίζουν / χωρίς συν τροφιά. Πόσο / γρήγορα κλείνουν τα μπαρ κι ανοίγουν / κι αρπάζουν τα σπίτια: Η φωτιά στο μισόσβηστο / τζάκι, το αναμμένο κερί που φοβάται, το γράμμα / σε ποιον να σταλεί; / Νύχτα έρχεται· κοίτα η βροχή την ξεπλένει / κι οι δρόμοι φεγγίζουν στις λάμπες του δρόμου.
/ Εκεί θα με βρεις, στο κατάστρω μα, εκεί θα με βρεις να επιμένω / με πρόσωπο υγρό σαν τα χείλη σου, μ’ αχόρταγα μάτια / για ωραία κορ μιά που ανασταίνουν μοιραίους χαμούς». Μια ποίησή, συμπερασματικά, που οριοθετεί δυο περιόδους, όπου σαφώς υπερισχύει η δεύτερη, αλλά που η θεματογραφία της παραμένει προς το παρόν αναλλοίωτη και ανεξάντλητη, αφού απ’ τη φύση της είναι τέτοια. Ο ποιητής κατά βάθος έχει κασταλάξει στη μη «κα ταραμένη» άποψη της θάλασσας και των ανθρώπων της, έστω κι αν ορισμένες φορές δεν είναι δυνατόν να την αποφύγει. Έτσι το παιχνίδι της νοσταλγίας και η ουσιαστική του γνωριμία κι επαφή με τα πράγ ματα και τον κόσμο λειτουργεί με βάση το υγρό στοιχείο με τους ατέ λειωτους συμβολισμούς και τις αλήθειες του. Αλλά πέρα από τη θάλασσα ξεπροβάλλει ένα υγιέστα το ερωτικό ένστικτο, διαυγέστατο, που υλοποιείται πολλές φορές έξο χα και χάρη στην εικονιστική τε χνική που ο Κόρφης χειρίζεται με μαεστρία. Σ ’ αυτή την εναλλαγή της θάλασ σας και της γυναίκας, ο Κόρφης ζει πολλές από τις ευτυχισμένες στιγ μές της τέχνης του, στιγμές που συμβάλλουν αποφασιστικά στη διαμόρφωση του πολύπλοκου και πλουσιότατου σε συνδυασμούς ψη φιδωτού της νεότερης ποίησής μας. Γ. Κ. ΚΑΡΑΒΑΣΙΛΗΣ
Εσείς
περάσατε
καταγραφής του ελληνικού τόπου, ενώ η μοναδικότητα του ατόμου-καταγραφέα εμφανίζεται σαν λύση χωρίς δυνατότητα επέμβασης. Θέση, που, τελικά, είναι | ενδιαφέρουσα για μεγαλύτερη ανάλυση...
ΡΗΓΙΝΟΣΔ. ΘΕΟΧΑΡΗΣ: Αρχαία και βυζαντινή οικονομική ιστορία. Αδήνα, Παπαζήσης, 1983. Σελ. 218. ΜΕ συνοπτικό (όχι όμως και επιδερμικό) τρόπο το κείμενο του καθηγητή της ΑΣΟΕΕ Ρηγίνου Θεοχάρη παρουσιάζει έναν «χάρτη» της ιστορίας τής οικονομικής ζωής στους κυριότερους λαούς της Μεσογείου και της Ασίας κατά τους αρχαίους χρόνους, καθώς και του Βυζαντίου αργότερα. Βέβαια, το βιβλίο δεν έχει φιλοδοξίες αναλυτικού συγγράμματος (προορίζεται περισσότερο για τις ανάγκες διδασκαλίας σχετικού μαθήματος), όμως είναι αρκετά βοηθητικό και για όποιον θα ήθελε νά βρει τις πρώτες πληροφορίες για τόπους και φυλές ελάχιστα γνωστές (όπως οι Σουμέριοι, οι Φοίνικες κ.ά.).
από την... ΚΙΒΩΤΟ;
βιβλία χ α ρ τ ι κ ά
παιχνίδια
Δραγάτση 1 - Πειραιάς
ΡΙΖΟΣ ΜΠΟΚΟΤΑΣ: Έ ταιχάδηκε ο Άρης. Αδήνα, Γλάρος, 1983. Σελ. 168. ΜΕ αφηγηματικό τρόπο και βασισμένος τόσο σε προσωπική γνώση όσο και σε διάφορες μαρτυρίες, ο Ρίζος Μπόκοτας αναπαριστά τις
54/οδηγος
μικρή γέφυρα πάνω από την άβυσσο ΑΛΕΞ. ΑΡΓΥΡΙΟΥ: Διαδοχικές αναγνώσεις ελλήνων υπερρεαλι στών. Αθήνα, Γνώση, 1983. Σελ. 262. Ο κ. Αλέξ. Αργυρίου ανήκει στο, μάλλον σπάνιο, είδος των κριτι κών που ξέρουν άριστα την «κηπουρική τέχνη», την τέχνη δηλαδή του κλαδέματος, του ξεριζώματος, της καλλιέργειας γενικά του κήπου, που στην προκειμένη περίπτωση είναι η ελληνική ποίηση. Και για να έχει κάποιος κριτικός τέτοια χαρίσματα, θα πρέπει πριν απ’ όλα να έχει πάντοτε μπρος στα μάτια του όλη την εποπτεία του κήπου. Ο κ. Αργυρίου έχει αυτή τη γενική εποπτεία. Περιδιαβάξει μέσα σ’ έναν κήπο που γνωρίζει και τις πιο αθέατες γωνιές του. Έ νας αυστηρός κηπουρός που πονά πραγματικά τα άνθη. Ίσως, βέβαια, κατά τη «διευθέτη ση» του κήπου, να κινείται σ’ ένα ασφαλές πεδίο, μια και τα άνθη που αναλαμβάνει να φροντίσει εί ναι από τα πιο ανθεκτικά ή από τα πιο εύοσμα ή από τα πιο ευειδή. Ό μως, ο κ. Αργυρίου είναι ένας ωφέλιμος κριτικός. Την αξία της κηπουρικής του δεν τη χρωστά τό σο στην ποιότητα των ανθέων, όσο στην ίδια τη δουλειά του. Δρα πάντοτε προς δύο κατευθύνσεις:1 προς το κοινό, προετοιμάζοντας το έδαφος κατανοήσεως, εξηγώντας και τοποθετώντας τα έργα, και προς το δημιουργό, μετέχοντας στη δημιουργία, ' παλεύοντας με τις ίδιες τις ύλες του ποιητή, εισχω ρώντας εκεί όπου εκείνος κινείται από ένστιχτο. Αποκομίζει όμως κανείς την εν τύπωση, διαβάζοντας τα κείμενα του κ. Αργυρίου, ότι ναι μεν απευ θύνονται προς τους αναγνώστες και προς το δημιουργό, έχουν όμως έναν έντονο προσανατολισμό προς τη μεριά του δημιουργού. Ανάμεσα στους δύο ακροατές ο κ. Αργυρίου φαίνεται να προτιμά το δημιουργό κατ’ αρχήν και κάπου κάπου να γυρίζει προς το μέρος του αναγνώ στη και ν’ απαντά σε μερικές. αναγκαίες ερωτήσεις. Κυριαρχεί λοιπόν η συνομιλία
κριτικού-δημιουργού στα κείμενα του κ. Αργυρίου. Είναι ένα εγχεί ρημα που μάλλον λίγοι κριτικοί θα αποτολμούσαν. Γιατί προϋποθέτει τόσο ισχυρή «ποιητική προδιάθε ση» εκ μέρους του κριτικού, όσο ισχυρή είναι και η προδιάθεση του ίδιου του ποιητή. Και γνώση ασφαλώς. Ο αναγνώστης λοιπόν δεν έχει άλλη εκλογή από το να παρακο λουθήσει τη συνομιλία κριτικούποιητή. Πρέπει να προσέλθει πληροφορημένος, γιατί μόνο τότε πρό κειται πραγματικά να χαρεί αυτή τή συνομιλία. Ο κ. Αργυρίου, που μάλλον πρέ πει να νιώθει αποστροφή προς τη φιλολογική μέθοδο ανάλυσης και που επιδίδεται σε μια σχεδόν «μυ θιστορηματική» παρουσίαση του εκάστοτε θέματος, είναι ένας πολύ γλαφυρός «συζητητής». Τα γραπτά του δεν διακρίνονται μόνο για τις πολύ ενδιαφέρουσες -κ α ι πολύ κα θοριστικές- τοποθετήσεις του, διακρίνονται εξίσου για τη γραφή τους. Διαβάζει κανείς τα κείμενά του με την ίδια ευχαρίστηση που θα διάβαζε ένα καλό διήγημα ή ένα καλό ποίημα. Και αυτό δεν είναι υπερβολή. Αν, διαβάζοντας ένα καλό διήγημα ή ένα καλό ποίημα, αισθανόμαστε ότι κάτι κερδίσαμε,
ότι μάθαμε κάτι που μόνοι μας πο τέ δε θα ανακαλύπταμε, διαβάζον τας τα κείμενα του κ. Αργυρίου, φεύγει κανείς με το ίδιο περίπου κέρδος, έχοντας ταυτόχρονα εν νοήσει και την ταυτότητα αυτού του κέρδους. Το βιβλίο «Διαδοχικές αναγνώ σεις ελλήνων υπερρεαλιστών» έχει προκύψει, όπως μας προειδοποιεί και ο . ίδιος ο συγγραφέας του, αθροιστικά: κριτικές και άρθρα για τα έργα της Μέλπως Αξιώτη, του Νίκου Γκάτσου, του Νίκου Εγγονόπουλου, του Οδυσσέα Ελύτη, του Ανδρέα Εμπειρικού, του Έ κτορα Κακναβάτου, του Δημήτρη Παπαδίτσα, του Νικήτα Ράντου, του Μίλτου Σαχτούρη, του Θεόδω ρου Ντόρρου. Φυσικά, ο ελληνικός υπερρεαλι σμός δεν συγκαταλέγει μόνο αυτά τα ονόματα στις γραμμές του. Το βιβλίο όμως του κ. Αργυρίου, όπως το υπονοεί και ο τίτλος, δεν είναι ένα εξαντλητικό δοκίμιο πά νω στον ελληνικό υπερρεαλισμό, είναι ένα συμπίλημα επιμέρους ερ γασιών. Οι εργασίες αυτές του κ. Αργυρίου ίσως να υποδηλώνουν αυτόματα ότι είναι προϊόντα και προσωπικών προτιμήσεων, σε κάθε περίπτωση όμως απαρτίζουν ένα ευρύτατο φάσμα του ελληνικού υπερρεαλισμού. Το ότι το βιβλίο αυτό δεν είναι μια συνολική εργασία «εκ προμελέ της», δεν σημαίνει ότι είναι κιόλας ένα τυχαίο ανθολόγιο κριτικών μελετημάτων. Πράγματι, όπως είπα με ευθύς εξαρχής, ο κ. Αργυρίου έχει τη γενική εποπτεία του θέμα τος, και αυτό έχει σαν συνέπεια τη δημιουργία ενός αόρατου συνεκτι κού υλικού, που δένει τα επιμέρους μελετήματα και που προσδίδει στο
οδηγος/55
Αλέξανδρος Αργυρίου
βιβλίο τη φυσιογνωμία ενός ομοιο γενούς και συγκροτημένου συνό λου. Εκτός από τα φιλολογικά του χαρίσματα, το βιβλίο αυτό αποδεικνύει κάτι άλλο, πιο καθοριστικό ίσως για έναν κριτικό της λογοτε χνίας: αποδεικνύει το πόσο ευεργε τικές είναι η νηφαλιότητα και η καλή προαίρεση. Βέβαια, κάθε κριτικός έχει τις προτιμήσεις του και τις αδυναμίες του. Μόνο όμως η νηφαλιότητα και η καλή προαί ρεση μπορούν ν’ απαλύνουν το χρώμα των προτιμήσεων και να εξασφαλίσουν ένα πνεύμα δικαιο σύνης. Στο κείμενό του για τον Νικήτα Ράντο, αυτό τον πρωτοπόρο διανοητή, ο κ. Αργυρίου παραθέτει ένα απόσπασμα μιας κριτικής που είχε γράψει ο Αντρέας Καραντώνης για τον Νικήτα Ράντο. Είναι ένα ακόμη αποδεικτικό στοιχείο της χρησιμότητας της νηφαλιότη τας στο έργο του κριτικού. Η έξαρ ση κακεντρέχειας και μονόχνωτης πολιτικής που διακρίνει τον Καραντώνη έχουν μειώσει (και θα μειώνουν μακροπρόθεσμα) αφάν ταστα τη φιλολογική του κατάρτι ση και προσφορά. Το κειμενάκι αυτό, που παραθέτει ο κ. Αργυ ρίου, πόσο ξένο μοιάζει μέσα στο περιβάλλον του βιβλίου! Ασφαλώς, γι’ αυτό δεν φταίει μόνο η διαφορά ιδιοσυγκρασίας, που είναι και η πιο σημαντική, ανάμεσα στους δυο κριτικούς, φταίει και η διαφορά τοποθέτησης μέσα στο γενικό κλίμα του υπερρεαλισμού. Ο κ. Αργυρίου είναι εξοικειωμένος, ο Καραντώνης μάλλον «παρείσακτος». «Παρείσακτοι» όμως υπήρξαν πολλοί διανοούμενοι και της αρι στερός και της δεξιάς, πόυ βιάστη καν ν’ απορρίψουν τον υπερρεαλι
σμό, επειδή κυρίως δεν μπόρεσαν να εννοήσουν πού ήταν το μήνυμα που πρότεινε η μέθοδος της αυτό ματης γραφής. Ά λλοι (όπως ο Μάρκος Αυγέρης ή ο Κων/νος Τσάτσος) υποστήριζαν ότι. η συνεί δηση δρα ως ενιαίο σύνολο και γι’ αυτό δεν πρέπει να απομονώνεται το υποσυνείδητο και να δρα αυτοτελώς, άλλοι πάλι (όπως ο κορυ φαίος Ά ρης Αλεξάνδρου) έβλεπαν στην απελευθέρωση του ασυνείδη του χώρου της ψυχής βέβαιη την καταδυνάστευση του συνειδητού.2 Πολύ ορθά, από τη μεριά του, ο κ. Αργυρίου παρατηρεί ότι και για .τους συνεπέστερους υπερρεαλιστές η αυτόματη γραφή ήταν ένας πει ραματισμός, αφού αυτοί οι ίδιοι, σε ένα δεύτερο στάδιο εργασίας, την επρόδιδαν, κάνοντας επιλογή του υλικού που ανέβαινε από το ασυνείδητο στην επιφάνεια. Η αυτόματη γραφή ήταν, όπως το ομολογούν και οι ίδιοι οι υπερ ρεαλιστές,3 ένα πρώτο βήμα, ένα πρώτο χτύπημα για να αναβρύσει το υποσυνείδητο. Η απελευθέρωση του υποσυνείδητου δεν σημαίνει, ούτε για τους πιο ακραιφνείς, κα μιά καταδυνάστευση. Σημαίνει απλώς μια εξίσωση των ρόλων που παίξουν στην περιοχή της τέχνης -κ α ι όχι μόνο- οι δύο εκφάνσεις της ψυχής. Πρόκειται για μια δια πίδυση του πραγματικού και του ονείρου.4 Τουλάχιστον αυτό αποδεικνύει η προσαρμογή αυτής της μεθόδου στην ελληνική υπερρεαλιστική ποίηση. Και για να μην περιορι στούμε στην περίπτωση του Ελύτη, που θεωρείται, και που είναι πράγ ματι, από τους πιο μετριοπαθείς του κινήματος, ας αναρωτηθούμε πιο είναι το «ποσοστό» ονείρου που εκπηγάζει κατευθείαν από το υποσυνείδητο στα ποιήματα του Εγγονόπουλου ή του Εμπειρικού. Δεν νομίζω ότιακόμη και αυτές οι, ας πούμε, ακραίες περιπτώσεις υπερρεαλιστών δικαιολογούν τους φόβους περί κηδεμονίας του ασυ νείδητου ή περί τεμαχισμού της ψυχής. Ό πω ς παρατηρεί ο κ. Αρ γυρίου, ο βασικός στόχος των υπερρεαλιστών ήταν να «σπάσουν το φράγμα της έμφυτης υποκρισίας της συνείδησης». Είναι βέβαιο πως τα κατάφεραν. Και αυτό ήταν μάλ λον το σημαντικότερο κατόρθωμά τους. Τουλάχιστο το σημαντικότε ρο κατόρθωμα της ελληνικής υπερ ρεαλιστικής ποίησης.
τελευταίες μέρες του πρωτοκαπετάνιου του ΕΛΑΣ Άρη Βελουχιώτη, πριν το θάνατό του, τον Ιούνη του 1945. Περισσότερο σαν προσκύνημα και λιγότερο σαν ντοκουμέντο, το βιβλίο δίνει τις προσωπικές απόψεις του συγγραφέα πάνω στα ερωτηματικά που κυκλώνουν ακόμη την υπόθεση. Συγχρόνως όμως αποδίδει ευθύνες και θέτει και νέα ερωτηματικά, προκαλώντας μια παραπέρα έρευνα, και για τα ίδια τα γεγονότα και για το πολιτικό τους ιθιόστρωμα.
Τ. Σ. ΜΙΛ - Φ. ΕΓΚΕΛΣ-Α. ΜΠΕΜΠΕΛ-Α. ΑΝΤΛΕΡ-Γ. ΖΙΑΜΠΟΥΡΓΚ-Ρ. ΣΑΙΝΤΕΜΠΕΡΓΚ: Η αξία της γυναίκας. Μετ. Δημ. Κωστελένος Μαρίνα Λώμη. Αθήνα, Γλάρος, 1983. Σελ. 152. ΑΛΛΟ ένα βιβλίο, πάνω στο γυναικείο ζήτημα, με πολύ ενδιαφέροντα κείμενα, που αρχίζουν από τα μέσα περίπου του περασμένου αιώνα (όταν φούντωνε η κίνηση για την κοινωνική και πολιτική απελευθέρωση του καταπιεσμένου γυναικείου φύλου) και καταλήγουν στις σύγχρονες μέρες (οπότε ο αγώνας για την ισότητα των δύο φύλων παίρνει τις πραγματικές του διαστάσεις). Τα κείμενα των έξι φιλοσόφων, κοινωνιολόγων και ψυχολόγων ερευνούν το θέμα από διάφορες πλευρές συμβάλλοντας έτσι στη διαμόρφωση.μιας νέας τοποθέτησης των δύο φύλων, μεταξύ τους και με το κοινωνικό σύνολο.
ΒΑΤΟΣ ΠΑΓΚΟΥΡΕΛΗΣ
56/οδηγος Γιατί το υπερρεαλιστικό κίνημα στην Ελλάδα υπήρξε πράγματι μο νοδιάστατο- η απελευθέρωση του υποσυνείδητου καρποφόρησε ή μάλλον της επιτράπηκε να καρπο φορήσει μόνο στην περιοχή της τέ χνης. Για τον υπερρεαλισμό όμως, όπως πολύ ορθά παρατηρεί η κ. Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου,5 το πρόβλημα δεν ήταν να ελευθερωθεί ο στίχος, αλλά ο άνθρωπος. Και φυσικά η απελευθέρωση, η κοινω νική απελευθέρωση του ανθρώπου, ελάχιστα μπορεί να προσδοκά από τήν απελευθέρωση του στίχου. Για να χρησιμοποιήσω πάλι τα λόγια της κ. Αμπατζοπούλου,6 την πολιτική δραστηριοποίηση των γάλλων υπερρεαλιστών δεν θα πρέ πει να την ερμηνεύουμε σαν απλή ένδειξη του ενδιαφέροντος μιας ομάδας καλλιτεχνών για την πολι τική, αλλά σαν μια πλευρά, και μά λιστα από τις πιο σημαντικές του κινήματος. Τα πολιτικού χαρακτή ρα κείμενα, μανιφέστα, διαμαρτυ ρίες, δηλώσεις κλπ. που συνέταξε η ομάδα είναι τόσο πολλά, ώστε να συμπεραίνει κανείς ότι η πολιτική ιαποτελούσε κύριο θέμα και επίκεν τρο ενδιαφέροντος στις καθημερι νές συναντήσεις της ομάδας. Αντίθετα, οι έλληνες υπερρεαλι στές, στην πολιτική ζωή τους, δεν υπήρξαν, στην πλεισψηφία τους, ποτέ επαναστάτες. Ο κ. Αργυρίου αποδίδει αυτή τη διαφορά, μεταξύ ελληνικού και γαλλικού υπερρεαλισμού, στο ότι οι καταστάσεις της Ελλάδας και της Γαλλίας δεν υπήρξαν ομόλογες κατά το μεσοπόλεμο, στο ότι το ελ ληνικό καθεστώς δεν ανεχόταν ελευθερίες, στο ότι το ελληνικό πνευματικό κοινό δεν είχε ανοιχτές ευαισθησίες εκείνα τα χρόνια. Μα ο ελληνικός και ο γαλλικός υπερρεαλισμός δεν υπήρξαν ομό λογοι ούτε στο καθαυτό καλλιτε χνικό επίπεδο. Ούτε θα είχε κανείς την «αξίωση» να αναζητεί αντι στοιχίες στο πολιτικό επίπεδο. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι ο υπερρεαλισμός δεν ήταν ένα κίνη μα καλλιτεχνικό, ή τουλάχιστον δεν ήταν ένα κίνημα μόνο καλλιτεχνι κό. Αυτό απορρέει αναγκαστικά από τα μανιφέστα, αλλά και από τη συνεπή «πολιτεία» των συντα κτών τους. Ή ταν ένα κίνημα ξεκά θαρα επαναστατικό, με βαρύ ηθικό αντίκτυπο, οπωσδήποτε εχθρικό προς την τρέχουσα ηθική της αστι κής τάξης. Αλλά και τις δομές του
αστικού καθεστώτος. Αυτή η στοιχειώδης εχθρότητα, προϋπόθεση του επαναστατικού χαρακτήρα του κινήματος, δεν χα ρακτηρίζει τους εκφραστές του ελ ληνικού υπερρεαλισμού. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο Νικήτας Ράντος και ο Νίκος Εγγονόπουλος, δύο από τα πλέον «άτακτα παιδιά» του ελληνικού υπερρεαλισμού, πα ραγκωνίζονται ή ακόμη γίνονται αντικείμενα χλευασμού εκ μέρους «μιας ομήγυρης που δεν ήξερε κα λά καλά γιατί είχε εξεγερθεί», όπως παρατηρεί ο ίδιος ο κ. Αργυ ρίου. Δεν είναι επίσης τυχαίο το γεγονός ότι το όργανο αυτής της ομήγυρης, το περιοδικό «Νέα Γράμματα», βήμα του ελληνικού υπερρεαλισμού, κατορθώνει να συ νυπάρξει με τον ελληνικό φασισμό. Κι αυτό συμβαίνει όχι επειδή οι συνεργάτες του περιοδικού δεν εί ναι ηθικά εχθροί με τη δικτατορία του Μεταξά, αλλά επειδή αρνούνται να εκφραστούν με μανιφέστα ή άλλες δραστηριότητες πολιτικού χαρακτήρα, επειδή περιορίζονται σ’ έναν υπερρεαλισμό απογυμνωμέ νο από τα πλατύτερα συνθήματά του, που ορίζει στον εαυτό του τ η ' μοίρα μιας «ποιητικής» σχολής, γι’ αυτό και μιλά μόνο γι’ αυτόματη γραφή και υποσυνείδητο.7 Εσφαλμένα λοιπόν ο κ. Αργυ ρίου τοποθετεί το ερώτημα «πώς είναι δυνατό να προσάψει κανείς τη μομφή σ’ έναν έλληνα υπερρεα λιστή ότι το έργο του υπηρετεί την ιδεολογία της Δεξιάς του μεσοπο λέμου και του μεταπολέμου, από το γεγονός ότι το έργο αυτό δεν έχει πολιτική διάσταση». Το θέμα δεν είναι ν’ απαντήσου με άν και πόσα ψήγματα πολιτικής διάστασης έχει το έργο του Breton. Γιατί εδώ, έντεχνα ή ίσως υποσυ νείδητα, υφέρπει η υπόνοια της «στράτευσης», αυτής της βολικής πεπονόφλουδας. Η επαναστατικότητα των γάλλων υπερριο/.ιστών, η πολιτική τους στάση εγγράφεται καταρχήν στο όλο ηεύμα του κι νήματος, αλλά π'ναι κάτι ξεχωρι στό από την τέχνη τους. 'Οπως γράφει ο Μπενζαμέν Περέ, ένας από του' πιο συνεπείς επαναστάτες του κινήματος, στο κείμενό του «Le dcslionneur des poetes»8 (1945), ο ποιητής, στο χώρο της ποίησης θα πρέπει να πολεμήσει με τα δικά της και μόνο μέσα και στο χώρο της κοινωνικής δράσης με τ’ αντίστοι χα, δίχως ποτέ του να μπερδεύει τα
δυο πεδία· αλλιώς κινδυνεύει να δυναμώσει αυτή τη σύγχυση που πρέπει να διαλυθεί και, το κυριότερο, να πάψει νά ’ναι ποιητής, δη λαδή επαναστάτης. Το χρέος του ποιητή είναι λοι πόν, σύμφωνα με τις διακηρύξεις και των εμπνευστών του κινήμα τος, να πολεμά σ’ όλα τα μέτωπα και όχι να εγκλωβίζεται μονάχα σε εξάρσεις αισθητικού χαρακτήρα, που ασφαλώς εξυπηρετούν την αστική τέχνη, φρεσκάροντας και δυναμώνοντας τα εκφραστικά της μέσα. Η ποίηση δεν είναι αποκλειστικά ένα γραπτό δημιούργημα, μια δια δοχή εικόνων και ήχων, αλλά τρό πος ζωής.9 Και ασφαλώς, απ’ τον τρόπο ζωής, από τη στάση απέναν τι στη ζωή, εκπηγάζει η επανάστα ση ή ο εφησυχασμός μέσα στα κλουβιά του αστικού καθεστώτος. Α π’ τον τρόπο ζωής θα εμποτιστεί, όπως είναι φυσικό, μυστικά, αλλά ανεπανόρθωτα και το όποιο γρα πτό δημιούργημα. Το θέμα της επαναστατικής δρά σης, της στάσης απέναντι στο Κ. Κ. Γαλλίας, υπήρξε η αφορμή μιας διαρκούς διαμάχης μεταξύ των ίδιων των υπερρεαλιστών. Όμως, αν υπήρξε ποτέ στην ομάδα, μέσα σ’ όλες τις αλλαγές και τις αποχω ρήσεις, μια σταθερή πεποίθηση, εί ναι αυτή: ότι η ποίηση αναφέρεται στη μοίρα του ανθρώπου στο σύνο λό της, ότι δεν είναι μια οποιαδή ποτε δραστηριότητα, αλλά μια δραστηριότητα που ενδιαφέρει τον άνθρωπο ολόκληρο.10 Αυτή η πεποίθηση είναι βέβαια σχεδόν ανύπαρκτη για τους έλλη νες υπερρεαλιστές. Αυτοί περισσό τερο γοητεύτηκαν από την ανανέω ση που έφερνε το υπερρεαλιστικό κίνημα στην τέχνη και όχι από τις εχθρικές διαθέσεις του εναντίον του ισχύοντος κοινωνικού καθε στώτος. Γράφέι ο Οδυσσέας Ελύτης:11 «Ζητώντας νά ’μαστέ σ’ αδιάκοπη επαφή με το ρίγος της ζωντάνιας του πνεύματος, δεν ήτανε δυνατόν παρά να κλίνουμε κατά κει που κείνο εκπορευότανε πλουσιότερα». Προς το υπερρεαλιστικό κίνημα δηλαδή. Γράφει ο «εισηγητής» του υπερ ρεαλιστικού κινήματος, ο Αντρέ Μπρετόν:12 «Ν’ αλλάξουμε τον κό σμο, είπε ο Μαρξ, ν’ αλλάξουμε τη ζωή, είπε ο Ρεμπώ, αυτές οι δυο επιταγές για μας δεν αποτελούν
οδηγος/57 παρά μία». Ίσως η παραπάνω αντιπαράθε ση να είναι αυθαίρετη. Δείχνει όμως αμυδρά ποια ήταν η ρότα του υπερρεαλιστικοί) κινήματος που πρότειναν οι εμπνευστές του και ποια κατέληξε νά είναι για τους έλληνες εκφραστές του. Καθώς ση μειώνει ο Albert Camus,13 η αρχική πρόθεση των υπερρεαλιστών ήταν να τα ξαναρχίσουν όλα από την αρχή. Φαντάζομαι ότι παρόμοια πρόθεση δύσκολα μπορεί να χρεω θεί στους έλληνες υπερρεαλιστές. Ό πω ς είπαμε πιο πάνω, ο επα ναστατικός χαρακτήρας του υπερ ρεαλιστικού κινήματος έχει πολύ βαθιές ηθικές καταβολές. Ο Μπρετόν, στις κρίσεις του για διάφορα έργα, έδινε προτεραιότητα στην ηθική άποψη. Και μάλλον δεν είχε άδικο, γιατί, όπως παρατηρεί ο Ferdinand Alquie,14 η αληθινή ομορφιά είναι πάντοτε ηθική και μας αποκαλύπτει τι πρέπει να είναι ο άνθρωπος. Ακριβώς αυτές τις ηθικές κατα βολές επιχείρησε να σφετεριστεί η αστική τέχνη στην Ελλάδα, Και φαίνεται πως δεν τα κατάφερε και άσκημα. Με το νέο αίμα εμφανί στηκε σφριγηλή, πιο σφριγηλή ασφαλώς από την τέχνη του σοσια λιστικού ρεαλισμού, όπου είχε εγ κλωβιστεί μεγάλο μέρος της αρι στερός, αδυνατώντας να ξεχωρίσει ότι το ανατρεπτικό σφρίγος του υπερρεαλισμού άρμοζε ν’ ανήκει περισσότερο σ’ αυτήν, ότι ακόμη η ηθική εμβέλεια της υπερρεαλιστι κής τέχνης θα είχε βιωσιμότητα μο νάχα αν εκφραζόταν απ’ αυτήν. Γιατί, στην περίπτωση αυτή, το ηθικό σφρίγος του υπερρεαλισμού δεν θα διάλεγε την ανακαίνιση, αλ λά το γκρέμισμα, Η κ. Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, που έχει εντρυφήσει με πε ρισσή αγάπη στο φαινόμενο του υπερρεαλισμού και που έχει απο δώσει με ευθύνη και δικαιοσύνη τα πράγματα, παρατηρεί με δύσκολα κρυμμένη πικρία ότι ο υπερρεαλι σμός, ποίηση επαναστατική, στην Ελλάδα κατέληξε να γίνει ποίηση αστική. Θα ήθελα να προσθέσω το εξής: Η θεμελιώδης διαφορά μετα ξύ γαλλικού και ελληνικού υπερ ρεαλισμού συνίσταται στο ότι ο μεν γαλλικός υπερρεαλισμός ήταν ένα επαναστατικό κίνημα που χρησιμο ποίησε τη λογοτεχνία, ενώ ο ελλη νικός ήταν μια λογοτεχνική σχολή που χρησιμοποίησε την επανάστα
ση, ή μάλλον μία μόνο άποψη της επανάστασης, την αυτόματη γρα φή, την εξέγερση δηλαδή του υπο συνείδητου. Ίσως να έχουμε εξοκείλει από την εξέταση του συγκεκριμένου βι βλίου. Πιστεύουμε όμως στη γνώμη του κ. Αργυρίου πως η κριτική ού τε αποδεικνύει ούτε νομοθετεί. Πι στεύουμε όμως επίσης ότι η κριτική διαπιστώνει και αναλύει. Εκείνα που νομοθετούν θα πρέπει να είναι τα ίδια τα έργα. Αλλά η κριτική έχει το δικαίωμα να διαπιστώνει αν τα έργα αυτά νομοθετούν μέσα σε πνεύμα δικαιοσύνης. Θα άξιζε σίγουρα τον κόπο να αναφερθεί κανείς μ.ε λεπτομέρειες στις επιμέρους διαπιστώσεις του κ. Αργυρίου. Αλλά είναι βέβαιο πως θ’ αδικούσε το ευπροσήγορο ύφος του συγγραφέα. Το έργο του πρέ πει να διαβαστεί ολόκληρο και όχι να τύχει μιας περιληπτικής παρου σίασης. Μου άρεσε πάρα πολύ η παρατή ρησή του για το έργο του Ελύτη.· Λέει ότι, στον Ελύτη, όλα φαίνον ται να ικανοποιούνται σε μια στιλ πνή επιφάνεια, σαν να γεννήθηκαν με μια μόνο αίσθηση: του ματιού. Σε ένα κριτικό σημείωμα που το έγραψε το 1982 για το τελευταίο βι βλίο του ποιητή («Τρία ποιήματα με σημαία ευκαιρίας») υποστηρίζει ο κ. Αργυρίου ότι αν δεν είχε υπάρξει ο υπερρεαλισμός, θα τον είχε εφεύρει (ο Ελύτης)! Νομίζω ότι αυτό είναι κάπως υπερβολικό. Ήδη, ο ίδιος ο κ. Αρ γυρίου σ’ ένα άρθρο που είχε γρά ψει το 1976 για τον Ανδρέα Εμπει ρικό, σημειώνει ότι ο Ελύτης ανή κει στο κέντρο (έκφραση δανεισμέ νη από την πολιτική) του υπερρεα λιστικού κινήματος ή ότι ήταν και παραμένει κατ’ επιλογήν υπερρεα λιστής. Αυτή η δεύτερη εκτίμηση (1976) μου φαίνεται πολύ πιο πειστική από την πρώτη (1982). Ο Ελύτης βρίσκεται πιο κοντά στην παράδο ση από όλους τους άλλους υπερ ρεαλιστές, γι’ αυτό και η ποίησή του είναι πιο προσιτή και «ανα γνωρίσιμη» απ’ ό,τι των άλλων υπερρεαλιστών. Είναι βέβαιο πως ο υπερρεαλι σμός προσέφερε πολλά στην εκρη κτική αυτή ποιητική φυσιογνωμία. Του δώρισε τις πιο βαθιές κοίτες, για να διοχετεύσει τη . λάβα του. Τέτοια διέξοδο ίσως να μην του εί χε δώσει ποτέ κανένα ρεύμ,α, ο
συμβολισμός λ.χ., που έτσι έχασε έναν καλό ποιητή, για να κερδίσει ένα μεγάλο ο υπερρεαλισμός. Θα ήθελα να τελειώσω με μια ακόμη -πολύ σημαντική κατά τη γνώμη μου- παρατήρηση του κ. Αργυρίου. Λέει ότι ένα εύστοχο αποτέλεσμα ποτέ δεν επιτυγχάνε ται αν δεν υπάρχει αντίστοιχο συγ κινησιακό υπέδαφος. Δίχως αυτό, μένει ακάλυπτη η δεξιοτεχνία. Η παρατήρηση αυτή έχει γενικότερη αξία, αλλά ειδικότερα υπερασπίζε ται και την υπερρεαλιστική ποίη ση, που πολύ άδικα κατηγορήθηκε για συγκινησιακή ξηρασία. ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΚΑΣΣΟΣ
Σημειώσεις: 1. Από ένα γράμμα του ίδιου του κ. Αργυρίου, που δημοσιεύτηκε στην «Επιθεώρηση Τέχνης», τεύχος αριθ. 43, Ιούλιος 1958, σελ. 56-59. 2. Βλ. περιοδ. «Ηριδανός», τεύχος 4, Φλεβ. -Μάρτης 1976 (αφιέρωμα στον ελληνικό υπερρεαλισμό). 3. Βλ. a) C. W. Ε. Bigsby, «Νταντά και σονρρεαλισμός», μτφρ. Ελένης Μοσχονά, στη σειρά Η γλώσσα της Κριτικής, Ερμής 1974, 6) Maurice Nadeau, «Η ιστορία του σουρρεαλισμού», μετφρ. Αλεξάν δρας Παπαθανασοπούλου, Πλέθρον 1978, γ) Τριστάν Τζαρά, «Ο υπερρεαλι σμός και ο μεταπόλεμος», μτφρ. Στ. Ν. Κουμανούδη, Ύψιλον 1979. 4. Βλ. εισαγιογή Ελένης Μοσχονά στο έργο του Αντρέ Μπρετόν «Μανιφέ στα του σουρρεαλισμού», μτφρ. Ε. Μ., Δωδώνη 1972. 5. Βλ. Φραγκίσκης Αμπατζοπούλου, «... δεν άνθησανματαίως» (ανθολο γία υπερρεαλισμού), Νεφέλη 1980, καθώς και το πολύ ενδιαφέρον άρ θρο της ίδιας στο αφιέρωμα του περ. «Ηριδανός», ό.π. 6. Ό .π. 7. Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, ό.π. 8. Βλ. τη μετάφραση της Φρ. Αμπα τζοπούλου στο «... δεν άνθησαν μα ταίως». 9. Βλ. Τριστάν Τζαρά, «Ο υπερρεαλι σμός και ο μεταπόλεμος». 10. Βλ. Maurice Blanchot, «Σκέψεις για τον υπερρεαλισμό» (από το βιβλίο «La part du jeu»), στο αφιέρωμα του περιόδ. «Ηριδανός», σε μτφρ. του Δημήτρη Ραυτόπουλου. 11. Βλ. Ανοιχτά χαρτιά, «Τέχνη - Τύχη - Τόλμη», σελ. 101-121, Αστερίας 1974. 12. Βλ. «Position politique du surrialisme», S'agittaire 1935. 13. Βλ. «L’homme revolte», σελ. 112125, εκδ. Gallimard 1951. 14. Βλ. Alquie, «Philosophie du surrealisme», εκδ. Flammarion 1977.
58/συνεντευξη
Η νεοελληνική λογοτεχνία στη μέση εκπαίδευση
Εφέτος παραδόθηκαν στους μαθητές τα «Κείμενα νεοελληνικής λογοτεχνίας» της γ ' λυκείου. Έτσι ολοκληρώνεται μια προσπάθεια που άρχισε πριν από οκτώ χρόνια. Έ ξι βιβλία, ένα για κάθε τάξη, έχουν αντικαταστήσει τα παλιά «νεοελληνικά αναγνώσματα». Α π ό την αρχή μέχρι το τέλος η ίδια ομάδα (συμπληρωμένη με τον κ. Γ. Παπακώστα για τα βιβλία της β ' και της γ 'λ υ κ είο υ ) εργάστηκε με θαυμαστό συλλογικό συντονισμό για να φέρει σε πέρας to έργο. Τα «Κείμενα νεοελληνικής λογοτεχνίας», μια σειρά σχολικών βιβλίων. Κ αι όμως ένας σταθμός στην ιστορία της πνευματικής μας ζωής. Για πρώτη φορά μεθοδικά και σε όλο της το φάσμα η λογοτεχνία, η λογοτεχνία μας, στο μέσο σχολείο. Για να έχομε μια εικόνα των διαδικασιών που επέλεξε η ομάδα των ανθολόγω ν για το έργο της, των στόχων και των επιδιώξεων των
βιβλίων που συνθέσανε, καλέσαμε κοντά μας το Νίκο Γρηγρριάδη, τον Τάκη Καρβέλη, το Χριστόφορο Μηλιώνη, τον Κώστα Μ παλάσκα, το Γιώργο Π αγανό και το Γιάννη Παπακώστα. Ό λ ο ι τους φιλόλογοι, μελετητές της λογοτεχνίας μας και εκπαιδευτικοί λειτουργοί με πλούσια θεωρητική κατάρτιση, μακρόχρονη εκπαιδευτική πείρα και ειδικό πάνω στο μάθημα των νέων ελληνικών ενδ ια φ έρ ο ν κι επιπλέον οι δύο, ο Ν ίκος Γρηγοριάδης και ο Τάκης Καρβέλης, ποιητές κι ο Χριστόφορος Μηλιώνης πεξογράφος, εκπροσωπούν, θα λέγαμε, τη λογοτεχνική συντεχνία. Η ομάδα των ανθολόγων, που πλαισίωσε τα κείμενα με εισαγωγές, γλωσσάρια, βιογραφικά σημειώματα, ερωτήσεις, πρόθυμα δέχτηκε να απαντήσει στις ερωτήσεις μας. Τους ευχαριστούμε θερμά. Δ. Π Λ Α Κ Α Σ
συνεντευξη/59
Κύριε Μπαλάσκα, πώς ξεκίνησε η αλλαγή στο μάθημα των νέων ελληνικών και ποιοι παράγοντες τη διαμόρφωσαν; ΟΠΩΣ ξέρετε, κύριε Πλάκα, η ελληνική εκπαί δευση πήρε από την αρχή, για λόγους που και η απλή αναφορά τους θα μας πήγαινε μακριά, έναν προσανατολισμό αρχαιοκεντρικό. Η νεοελ ληνική ζωή, ο νεοελληνικός πολιτισμός, η λαϊκή παράδοση έμειναν για πολύ καιρό ο φτωχός απόγονος. Σ’ αυτή την αντίληψη εντάσσεται και η ιστορία του μαθήματος των νέων ελληνικών. Οι πιο προχωρημένοι φιλόλογοι της εκπαίδευσης από καιρό είχαν διαπιστώσει ότι τα «Νεοελληνι κά αναγνώσματα» δεν ήταν σε θέση να ανταποκριθούν στις νέες εκπαιδευτικές ανάγκες της ελ ληνικής πραγματικότητας. Με τις ραγδαίες όμως εξελίξεις που ακολούθησαν την πτώση της δι κτατορίας, το ζήτημα φαίνεται πως είχε πια ωρι μάσει. Στις περιπτώσεις αυτές καθοριστικός πα ράγοντας για την αλλαγή είναι βέβαια η πολιτι κή βούληση. Κατά καλή τύχη, την πολιτική βού ληση στα εκπαιδευτικά πράγματα τότε την εξέφραζε* και ώς ένα βαθμό τη διαμόρφωνε, ο Αλέ ξανδρος Καρανικόλας, πρόεδρος του ΚΕΜΕ, που μόλις είχε δημιουργηθεί (είμαστε στο 1976). Ο Καρανικόλας ήταν άνθρωπος με ανοιχτό μυα λό και με ισχυρή θέληση και ήταν ένας από τους πιο στενούς συνεργάτες του Παπανούτσου στη μεταρρύθμιση του 1964-65. Αυτός λοιπόν ρώτησε προς κάθε κατεύθυνση (στην ΟΛΜΕ και σε άλ λους φορείς και άτομα) ζητώντας να του υποδεί ξουν κατάλληλα πρόσωπα με τα οποία θα μπο ρούσε να γίνει πράξη μια ανανέωση στα νέα ελ ληνικά. Φαίνεται πως οι πληροφορίες του συνέκλιναν σε μας. Μας ανακοίνωσε λοιπόν την πρό θεσή του και μας κάλεσε να συζητήσουμε το θέ μα. Προηγουμένως εμείς, που γνωριζόμασταν λί γο πολύ. μεταξύ μας, συναντηθήκαμε στο σπίτι του Μηλιώνη, θυμάμαι, και μείναμε σύμφωνοι στο γενικό σχεδιασμό και στις βασικές αρχές για την ουσιαστική ανανέωση του μαθήματος. Ό λα αυτά τα συζητήσαμε με τον Καρανικόλα, συμ φωνήσαμε και αρχίσαμε τη δουλειά, δουλεύον τας παράλληλα και στα σχολεία μας τις μισές μέ ρες.
γοτεχνικά κείμενα ποιοτικά αξιόλογα, όχι μόνο παλιά αλλά κυρίως νεότερα και σύγχρονα, χωρίς ιδεολογικές ή άλλες προκαταλήψεις και χωρίς τη στενή αντίληψη του σχολικού «φρονηματισμού». Επειδή η επιλογή αυτή ήταν πολύ υπεύθυνη δου λειά, αποφασίσαμε να στείλουμε επιστολές σε όλους τους -κατά τεκμήριο- πνευματικούς αν θρώπους του τόπου μας ζητώντας τους να υπο δείξουν και αυτοί κείμενα αξιόλογα που κατά τη γνώμη τους θα έπρεπε να ανθολογηθούν στα σχολικά βιβλία. Στείλαμε πάνω από εκατό επι στολές (με την υπογραφή του Καρανικόλα βέ βαια, που είχε και την εποπτεία της δουλειάς) και λάβαμε εικοσιπέντε περίπου απαντήσεις, αρ κετές από τις οποίες μας βοήθησαν στην αναζή τηση του «στίγματος». Άλλη αρχή ήταν η συμβολή στη διδασκαλία.
Οι βασικές αρχές του σχεδιασμού ήταν να επιλεγούν σε μια πρώτη φάση λογοτεχνικά κείμενα ποιοτικά αξιόλογα όχι μόνο παλιά αλλά κυρίως νεότερα και σύγχρονα, χωρίς ιδεολογικές ή άλλες προκαταλήψεις και χωρίς τη στενή αντίληψη του σχολικού φρονη ματισμού.
Ποιες ήταν οι βασικές αρχές του σχεδιασμούς σας και πώς εργαστήκατε σε μια προσπάθεια που φαίνεται τουλάχιστο ότι είναι συλλογική;
Αυτή έγινε με τα εισαγωγικά σημειώματα, το υποσελίδιο λεξιλόγιο και κυρίως τις ερωτήσεις, που δίνουν μια κοινή κατεύθυνση στη διδασκα λία. Βάλαμε επίσης στο τέλος κάθε κειμένου το βιογραφικό σημείωμα του συγγραφέα, που είναι σκόπιμα σύντομο. Δε θέλαμε να πάρει το μάθη μα ούτε γνωσιοκεντρικό ούτε πληροφοριακό χα ρακτήρα. Θελήσαμε μέσω του κειμένου να κά νουμε τα παιδιά να χαρούν και να αγαπήσουν το καλό ανάγνωσμα. Λοιπόν όλη αυτή η δουλειά έγινε από όλους. Ό λα τα κείμενα και οι επεξερ γασίες πέρασαν από όλους. Ακόμα και η εικονο γράφηση, που απέβλεπε στη διεύρυνση της αι σθητικής καλλιέργειας, έγινε με επιλογή συλλο γική.
Η ΔΟΥΛΕΙΑ είναι πραγματικά συλλογική, ίσως από τις σπάνιες για την Ελλάδα περιπτώσεις συλλογικότητας. Οι βασικές αρχές του σχεδιασμού ήταν: Να επιλεγούν σε μια πρώτη φάση λο
Γενικός τίτλος των βιβλίων είναι «Κείμενα νεοελληνικής λογοτεχνίας», ενώ ο προη γούμενος ήταν «Νεοελληνικά αναγνώσμα τα». Ποια διαφορά υπάρχει;
60/συνεντευξη
Ο ΟΡΟΣ «αναγνώσματα» είναι πόλύ ευρύς και μένει τελικά ακαθόριστος και ανεξέλεγκτος. Πε ριέχει ένα πλήθος από ετερόκλητα πράγματα. Αντίθετα, στα «Κείμενα νεοελληνικής λογοτε χνίας» υπάρχει βάση: η λογοτεχνία. Υπάρχει ευ ρύτερος μορφωτικός σκοπός που ταυτίζεται με το «σκοπό» της λογοτεχνίας. Υπάρχει κριτήριο: η γραμματολογική αναγνώριση και η ποιότητα της τέχνης. Έχουμε να κάνουμε λοιπόν με πραγ ματικό μορφωτικό αγαθό και όχι με ψεύτικες δή θεν φρονηματιστικές σκοπιμότητες. Κύριε Παγανέ, ποιοι λόγοι σας οδήγησαν να κατατάξετε τα κείμενα στα βιβλία της α' και β' γυμνασίου σε θεματικές ενότη τες, κατάταξη που μοιάζει να συγγενεύει με εκείνη των παλιών βιβλίων; Η ΕΡΩΤΗΣΗ σας μου δίνει την ευκαιρία να διευκρινίσω ορισμένα πράγματα, που, ίσως, δεν έγιναν όσο έπρεπε κατανοητά και έδωσαν λαβή σε ορισμένες παρερμηνείες. Λόγοι καθαρά παι δαγωγικοί, με την ευρύτερη σημασία του όρου, μας προσανατόλισαν σ’ αυτή τη λύση. Το ζήτημα μας απασχόλησε πολύ σοβαρά. Είχαμε δυο δυ νατότητες: 1) την ιστορική γραμματολογική κα τάταξη της ύλης, που θα μπορούσε να συνδυα στεί εσωτερικά και με μια ειδολογική ταξινόμηση
Η γλωσσική επάρκεια ελάχιστα βοηθάει στη λογοτεχνική επάρκεια, γιατί η λογοτεχνία είναι ένα δευτέρου βαθμού σημειωτικό σύστημα που πρέπει να κατακτηθεί με την εμπειρία και τη διδαχή. (χωριστά δηλαδή η ποίηση, η πεζογραφία, το θέατρο)· και 2) τη θεματική κατάταξη, που θα συγκέντρωνε γύρω από ένα θεματικό κέντρο κεί μενα που ανήκουν σε διάφορες εποχές και δια φορετικά είδη. Ας πάρουμε ένα παράδειγμαστην ενότητα IX Ο καημός της ξενιτιάς, της β' γυμνασίου (σσ. 167-180), εντάχτηκαν τέσσερα δημοτικά τραγούδια από διαφορετικές περιοχές της χώρας, δυο διηγήματα του Εφταλιώτη, ένα ποίημα του Μαβίλη και δυο νεότερα ποιήματα, του Σεφέρη και του Βρεττάκου. Η ιστορική κατάταξη, βέβαια, είναι συστημα τικότερη από την άποψη ότι παρέχει μια εξελι κτική εικόνα της λογοτεχνίας και δίνει τη δυνα
τότητα στο μαθητή να παρακολουθήσει τις διά φορες φάσεις της. Δεν είναι όμως κατάλληλη για παιδιά 12-13 ετών. Υπήρχε το πρόβλημα της ιε ράρχησης των στόχων: τι επιδιώκουμε με το μά θημα σ’ αυτή τη φάση της ηλικίας; Να αποκτή σουν οι μικροί μαθητές γνώσεις φιλολογικές, γνώσεις δηλαδή τεχνικές, ή να επικοινωνήσουν με τη λογοτεχνία και να γνωρίσουν μέσω των κειμένων τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο άνθρωπος, ο σύγχρονος και ο παλιότερος, πλου τίζοντας μ’ αυτό τον τρόπο την εμπειρία και την πνευματικότητά τους και αναπτύσσοντας την ευ αισθησία τους; Υπήρχε κίνδυνος με τον ιστορισμό να δώσουμε ένα διδακτικό υλικό απροσπέλαστο και δύσπε πτο για την ηλικία τους και έξω από τα ενδιαφέροντά τους, που ήταν φόβος να τους προκαλέσει την απέχθεια, για τη λογοτεχνία. Ας δούμε το θέμα ειδικότερα: μέ την ιστορική κατάταξη θα προσκρούαμε σε ανυπέρβλητες γλωσσικές δυσκολίες για κείμενα παλιότερων εποχών, καθώς και για κείμενα της καθαρεύου σας, με την οποία δεν έχουν καμιά εξοικείωση τα παιδιά αυτής της ηλικίας. Γι’ αυτό, όπως θα πα ρατηρήσατε, ήμαστε ιδιαίτερα προσεχτικοί στην επιλογή των παλιότερων κειμένων (μεταβυζαντι νών π.χ. και κειμένων της καθαρεύουσας). Τέ τοια κείμενα κάνουν την εμφάνισή τους, σε ένα μικρό αριθμό, στα Κ.Ν.Λ. της γ ' γυμνασίου, όπου και η κατάταξη είναι ιστορική. Έ να άλλο βασικό πλεονέκτημα της μεθόδου που προτιμήσαμε είναι ότι μπορούν οι μαθητές να δουν το ίδιο θέμα σε μια πολύπλευρη θεώρη ση μέσα από κείμενα διαφορετικών εποχών και τόπων. Ακόμη παρέχει τη δυνατότητα στους μα θητές αυτή η αντιμετώπιση να πλουτίσουν την εμπειρία τους πάνω σε κύκλους θεμάτων, ώστε να διευκολυνθούν και στο γραπτό λόγο, στην έκ θεση δηλαδή, και αυτή τη δυνατότητα, όπως μα θαίνω, την εκμεταλλεύονται ορισμένοι συνάδελ φοι. Έρχομαι τώρα στο δεύτερο σκέλος της ερώτη σής σας, στη «δήθεν» ομοιότητα με τα παλιά βι βλία. Δεν πρέπει να συγχέονται οι μικρές θεμα τικές ενότητες των Κ.Ν.Λ. με τη διαίρεση της ύλης των παλιών «Νεοελληνικών αναγνωσμά των», που ήταν εντελώς εξωτερική και σχηματι κή. Θυμάστε περίπου τη διαίρεση: Από τον θρη σκευτικόν βίον - Εθνικός βίος - Κοινωνικός βίος - Η φύσις κτλ. Υπήρχαν πέντε έξι μεγάλες συμ βατικές ενότητες. Στα Κ.Ν.Λ. τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά, καθώς και ο προβληματι σμός. Η διαίρεση σε θεματικές ενότητες ούτε μη χανική είναι ούτε έγινε a priori. Προέκυψε από τα ίδια τα κείμενα. Πρώτα δηλαδή έγινε η επιλο γή των κειμένων με κριτήρια ποιοτικά και παι-
συνεντευξη/61
δαγωγικά (κατά πόσο δηλαδή τα κείμενα από άποψη γλωσσική και διδακτική προσψέρονται στις αντιληπτικές ικανότητες της ηλικίας των μα θητών, και κατά δεύτερο λόγο αν ανταποκρίνονται στα ενδιαφέροντά τους). Έτσι, όπως θα εί δατε, οι ενότητες για το καθένα από τα δυο βι βλία αυτά είναι 16 και περιέχει καθεμιά, κατά μέσο όρο, 6 κείμενα. Και πρέπει να τονίσω πάλι στο σημείο αυτό, για να ξεκαθαρίσουμε το ζήτη μα, ότι τα ίδια τα κείμενα από το περιεχόμενό τους και μόνο μας προσανατόλισαν εκ των υστέ ρων σ’ αυτή την ταξινόμηση. Το ότι δόθηκε πάλι έμφαση στο περιεχόμενο, είναι κι αυτό μια επιλογή που ανταποκρίνεται.σε κριτήρια παιδαγωγικά. Σ’ αυτή την ηλικία είναι το θέμα που προσελκύει το μαθητή περισσότερο, ενδιαφέρεται πιο πολύ για τη συναισθηματική ταύτιση. Γι’ αυτό και οι ερωτήσεις είναι κυρίως ερωτήσεις κατανόησης και απλές ερωτήσεις κρί σης, ενώ οι καθαρά λογοτεχνικές-μορφολογικές, είναι λιγότερες; Υπήρξε και στο σημείο αυτό κά ποια ιεράρχηση. Τώρα που βλέπετε όλο σας το έργο τελειωμένο, έχετε να προτείνετε άλλες θεμα τικές ενότητες; ΝΟΜΙΖΩ ότι, ύστερα από την προηγούμενη απάντηση, δεν προκύπτει τέτοια δυνατότητα. Στα δυο αυτά βιβλία ώς το 1982, μόνο έμμεσα περνούσε η αντιστασιακή λογοτεχνία μέσα από δυο τρία κείμενα (ένα μικρό ποίημα του Σικελιανού, ένα απόσπασμα από το Οδοιπορικό τον ’43 του Μπεράτη, καθώς και ένα απόσπασμα από τα Φύλλα Κατοχής της Ιωάννας Τσάτσου). Πέρυσι, μετά την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης, προστέθηκε στην ενότητα Το 1940 - Η Κατοχή και ο τίτλος Η Αντίσταση (και στο δυο βιβλία), και πλουτίστηκαν τα βιβλία με αντιστασιακά
κείμενα του Σικελιανού, του Δημ. Χατζή και της Έλλης Παπαδημητριού. Ίσως θα μπορούσαν να εμπλουτιστούν με νέα κείμενα ορισμένες ενότητες. Σκέπτομαι ότι η ενότητα X I Προβλήματα της σύγχρονης ζωής π.χ., της β' γυμνασίου, θα μπορούσε να περιλάβει περισσότερα κείμενα για το οικολογικό, αλλά με την προϋπόθεση ότι θα υπήρχαν κατάλληλα λογοτεχνικά κείμενα για το θέμα αυτό. Και μια και θίξαμε το θέμα της καταλληλότητας, αυτό,
Ολόκληρη αυτή η σειρά θα καταξιωθεί αν το σχετικό μάθημα καταλάβει τη θέση που του αρμόζει στο αναλυτικό πρόγραμμα της μέσης εκπαίδευσης και κυρίως αν το σχετικό μάθημα αποτελέσει αντικείμενο εξετάσεως για τα ΑΕΙ, τουλάχιστον στη Δέσμη Γ', τη φιλολογική. σε σχέση με ένα βιβλίο σχολικό, συναρτάται πάντοτε και με τις δυνατότητες που παρέχει το ίδιο το κείμενο γα να διδαχτεί στην τάξη. Είναι λάθος να θεωρούνται τα βιβλία ως ανθολόγια. Δεν είναι αυτός ο στόχος τους. Υπάρχουν προ διαγραφές που περιγράφονται στα ισχύοντα αναλυτικά προγράμματα, τις οποίες είναι υπο
62/συνεντευξη
χρεωμένοι να τηρούν οι συντάκτες των σχολικών βιβλίων. Γι’ αυτό και όποιος πρόκειται να κρίνει ένα σχολικό βιβλίο, πρέπει να μελετήσει πρώτα το αναλυτικό πρόγραμμα, το οποίο και καθορί ζει την περιοχή μέσα στην οποία μπορούν να κι νηθούν οι συντάκτες ενός βιβλίου. Μόνο έτσι θα μπορούσε να σχηματίσει μια κρίση αντικειμενι κότερη. Κύριε Καρβέλη, με ποια κριτήρια έγινε η σύνθεση της ύλης των «Κειμένων νεοελλη νικής λογοτεχνίας» της γ' τάξης του γυ μνασίου; ΓΙΑ τη σύνθεση της ύλης των Κ.Ν.Λ. της γ ' τά ξης του γυμνασίου είχαμε υπόψη μας τα εξής δε δομένα: Στην γ ' τάξη τόυ γυμνασίου (σύμφωνα με όσα ίσχυαν το 1976) ο μαθητής τελείωνε την πρώτη βαθμίδα της εκπαίδευσης και με το απολυτήριο που θα έπαιρνε μπορούσε να σταματήσει. Επι βαλλόταν, επομένως, τελειώνοντας το γυμνάσιο, να μην έχει αποθησαυρισμένα στο μυαλό του κείμενα και συγγραφείς μόνο, αλλά ν’ αποκτήσει και τη δυνατότητα να τους τοποθετεί μέσα στο χρόνο jcai ιδιαίτερα μέσα στην εποχή που έζησε ο κάθε συγγραφέας. Σκεφτήκαμε, λοιπόν, πως θα ήταν σκόπιμο ο μαθητής να πάρει ορισμένα στοιχεία βασικά για την ιστορική διαδρομή της νεοελληνικής λογοτε χνίας. ΓΓ αυτό και η κατάταξη της ύλης έγινε με βάση τις περιόδους της νεοελληνικής, λογοτε χνίας και στην αρχή κάθε περιόδου προηγήθηκε ένα συνοπτικό και κατατοπιστικό εισαγωγικό
Έ πρεπε να υπάρχει ένας πλούτος θεμάτων αλλά και ιδεολογική ευρύτητα χωρίς ακραίες θέσεις. σημείωμα. Ιδιαίτερη προσπάθεια καταβλήθηκε, ώστε το βάρος να πέσει στην ανθολόγηση κειμέ νων της σύγχρονης λογοτεχνίας μας - με την ευ ρύτερη όμως κάπως έννοια του όρου. Έτσι, σε 411 σελ. έχουμε τις εξής αναλογίες: για το δημοτικό τραγούδι σελ. 38· για την περίοδο από 1000-1880 σελ. 106· για τήν περίοδο από 1880-1960 σελ. 267. Έτσι θα ολοκληρωθεί η μόρφωση του μαθητή που θα σταματήσει τη φοίτησή του και η προπαρασκευή του μαθητή που θα συνεχίσει τη σπου δή του στο λύκειο.
Κύριε Γρηγοριάδη, ξεφυλλίζοντας τα βι βλία της α' και β' γυμνασίου διαπιστώ νουμε ότι περιλαμβάνονται κείμενα για τα οποία είχε ληφθεί μέριμνα να ανταποκρίνονται στην ηλικία και την αντιληπτική ικανότητα των μαθητών. Αλλά βλέπω ότι τελικά τα δυο βιβλία είνα ένα πλούσιο αν θολόγιο της λογοτεχνίας. Ποιος είναι ο στόχος αυτών των κειμένων που απευθύ νονται σε μια ηλικία που την αναγνωστική της διάθεση την καλύπτει ακόμη αυτό που ονομάζουμε «παιδική λογοτεχνία»; ΠΡΑΓΜΑΤΙ, τα βιβλία αυτά αποτελούν ένα πλούσιο ανθολόγιο της λογοτεχνίας. Και δεν μπορούσε να συμβεί αλλιώς, αφού αυτός ήταν ο στόχος μας: να επιλέξουμε κείμενα που να ανταποκρίνονται στις δεκτικές ικανότητες και τα εν διαφέροντα των μαθητών και με αυτά να τους μυήσουμε στη λογοτεχνία. Οι μαθητές βέβαια δεν έρχονται στο γυμνάσιο χωρίς κάποια γεύση της λογοτεχνίας. Στις δυο τελευταίες τάξεις του δημοτικού δεν περιορίστη καν σ’ αυτό που ονομάζουμε «παιδική λογοτε χνία»· έχουν έρθει σε επαφή με κείμενα παρό μοια με αυτά που περιέχονται στα Κ.Ν.Λ. του γυμνασίου (μέσα από τα αναγνωστικά τους και κυρίως μέσα από τα ανθολόγια). Εξάλλου πολλά κείμενα παιδικής λογοτεχνίας δε διαφέρουν πά ρα πολύ από δόκιμα λογοτεχνήματα. Αυτό δεί χνει ότι τα βιβλία μας έχουν κάποια ερείσματα. Αλλά ακόμη κι αν τα θεωρούσαμε ότι διαφέρουν ποιοτικά από αυτά που διδάχτηκαν στο δημοτι κό, δεν υπάρχει λόγος να ανησυχούμε. Κάποτε έπρεπε να μυηθούν στη λογοτεχνία. Τα κείμενα είναι λογοτεχνικά, όπου χρη σιμοποιείται ιδιαίτερος γλωσσικός κώδι κας. Νομίζετε ότι τα παιδιά σ’ αυτή την ηλικία έχουν ολοκληρώσει τη γλωσσική τους παιδεία ή έχουν κατακτήσει τον κό σμο των αισθητών και των νοητών, όπως τα παρέχει η γλώσσα ως μέσο επικοινω νίας, για να γνωρίσουν πια αυτό το ξεχω ριστό ιδίωμα της λογοτεχνίας; ΠΑΝΩ σ’ αυτό το θέμα, η γνώμη μου είναι -την έχω τονίσει και αλλού- ότι ο άνθρωπος έχει γλωσσική επάρκεια πολύ πριν διδαχτεί συστημα τικά τη γλώσσα με τη γραμματική και το συντα κτικό. Θέλω να πω ότι έχει ήδη κατακτήσει τους κανόνες της γλώσσας (της γλώσσας φυσικά που μιλά), γιατί εφαρμόζει στην πράξη της επικοινω νίας έναν καταπληκτικό θησαυρό από συνειδη τές και ασυνειδητοποίητες γνώσεις. Χωρίς αυτή την ακριβή γνώση, αυτή την -α ς την πούμε έτσι-
συνεντευξη/63
«εσωτερικευμένη γραμματική», θα ήταν αδύνατη η πράξη της επικοινωνίας. Αυτό φυσικά δε σημαίνει ότι η συνειδητή εκ μάθηση της γλώσσας, η συστηματική διδασκαλία της, είναι περιττή. Είχαμε ήδη προτείνει, τον καιρό που «συγγράφαμε» τα Κ.Ν.Λ., να γρα φτούν παράλληλα και βιβλία γλωσσικής διδα σκαλίας, ώστε τα Κ.Ν.Λ. να έμεναν αποκλειστι κά βιβλία για μύηση των μαθητών στη λογοτε χνία και μόνο έμμεσα βοηθητικά της γλωσσικής καλλιέργειας. Η πρότασή μας εκείνη μόλις τώρα άρχισε να υλοποιείται με τη συγγραφή βιβλίων γλωσσικής διδασκαλίας, που γράφονται από μια ομάδα της Θεσσαλονίκης με την επίβλεψη» του συμβούλου του ΚΕΜΕ Δ. Τομπαϊδη. Στόχος μας, επομένως, των Κ.Ν.Λ. ήταν: μύηση στη λο γοτεχνία. Κα.ι αυτή, έχω τη γνώμη ότι δεν έχει άμεση σχέση με τη συστηματική εκμάθηση της γλώσσας. Γίνεται, όπως και στην περίπτωση της γλώσσας, με την εμπειρία. Θέλω να πω ότι, όπως υπάρχει μια εσωτερικευμένη γραμματική της γλώσσας, που ο μαθητής την κατέχει εμπειρικά, έτσι υπάρ χει και μια γραμματική της λογοτεχνίας που αποκτιέται με την επαφή μας με τα λογοτεχνικά κείμενα. Και όπως μπορούμε να διδάξουμε πιο πέρα τη γλώσσα, το ίδιο μπορούμε να κάνουμε και με τη λογοτεχνία. Μόνο που δεν πρέπει να συγχέουμε την εκμάθηση της γλώσσας με την εκ μάθηση της λογοτεχνίας. Η γλωσσική επάρκεια ελάχιστα βοηθάει στη λογοτεχνική επάρκεια, γιατί η λογοτεχνία είναι ένα δευτέρου βαθμού σημειωτικό σύστημα, που πρέπει να κατακτηθεί με την εμπειρία και τη διδαχή. Η εξοικείωση με το «ιδίωμα» της λογοτεχνίας γίνεται σταδιακά: η προσέγγιση ενός λογοτεχνήματος διευκολύνει την προσέγγιση του επόμενου κ.ο.κ. Έ τσι ο μα θητής μαθαίνει εμπειρικά και ασυνείδητα «τη γραμματική της λογοτεχνίας».
Κύριε Παπακώστα, τα βιβλία της α ' και β' λυκείου παρουσιάζουν τα κείμενα σε ιστορική-γραμματολογική σειρά. Ξεφυλλίζον τας όμως τα βιβλία είδα μια ιδιάζουσα κατανομή των περιόδων. Ποιοι λόγοι σας οδήγησαν σ’ αυτή την κατανομή; ΜΕ τον όρο «ιδιάζουσα κατανομή» εννοείτε προφανώς το γεγονός ότι τα βιβλία αυτά περι λαμβάνουν κείμενα που ανήκουν σε διαφορετι κές περιόδους. Πράγματι, στο βιβλίο της α' λυ κείου -για ν’ αρχίσουμε απ’ αυτό-, στο πρώτο μέρος καταχωρίζονται κείμενα που χρονικά ανή κουν στη μεγάλη περίοδο που παρεμβάλλεται ανάμεσα στο 10ο αιώνα και την Επτανησιακή
5ο τεύχος - έκτακτο αφιέρωμα ΑΝΑΚΗΡΥΞΗ «ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ»
■ Αφιέρωμα στις Π ΟΛΥΕΘΝ ΙΚΕΣ ΕΠ ΙΧ ΕΙΡΗ ΣΕΙΣ ■ Ευαγγελικές εξουσίες και ατομικές ελευθερίες ■ Το δικαίωμα των διαδηλώσεων και η παρακώλυση των συγκοινωνιών ■ Πολιτικός λόγος και πολίτευμα Ανατυπώθηκαν τα εξαντλημένα: 1) 2) 3) 4)
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟ ΤΟΠΙΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ ΕΡ ΓΑ ΣΙΑ Κ ΕΣ ΣΧ ΕΣΕΙΣ ΙΣΟΝΟΜ ΙΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΦΥΛΩΝ
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ: ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΠΡ. ΚΟΡΟΜΗΛΑ 38 ΤΗΛ. 264.958 ΑΘΗΝΑ ΔΙΔΟΤΟΥ 39 3600658
64/συνεντευξη Σχολή, στο δεύτερο κείμενα από τη λεγάμενη «γενιά του ’30». Το βιβλίο της β' λυκείου, αντί θετα, καλύπτει, όσο αυτό ήταν δυνατό, την Επτανησιακή Σχολή, τη λεγάμενη «γενιά του ’80» ώς τη Μικρασιατική Καταστροφή κι ακόμα την πρώτη μεταπολεμική γενιά. Είναι φανερό ότι και στα δυο βιβλία ανάμεσα στη μια περίοδο και στην άλλη μεσολαβεί κάποιο κενό, άλλοτε μικρότερο κι άλλοτε μεγαλύτερο, που όντως διασπά την ιστορική-γραμματολογική παρουσίαση της νέας ελληνικής λογοτεχνίας, αλ λά αυτό δεν έγινε τυχαία· υπαγορεύτηκε από κά ποιες βασικές παιδευτικές ανάγκες, που σχετί ζονται άμεσα με τα ενδιαφέροντα του παιδιού και που η ομάδα εργασίας δεν μπορούσε να μην τις λάβει υπόψη. Ο μαθητής δηλαδή της ηλικίας των 16 και 17 χρόνων ενδιαφέρεται περισσότερο για τα νεότερα πράγματα και λιγότερο για τα παλαιότερα, γι’ αυτό και αν το ένα βιβλίο πε ριείχε μόνο νεότερα κείμενα και το άλλο μόνο παραδοσιακά, η προτίμηση των μαθητών θα στρεφόταν αποκλειστικά προς το πρώτο. Ο στό χος όμως του αναλυτικού προγράμματος είναι η αξιοποίηση ολόκληρου του φάσματος της νέας ελληνικής λογοτεχνίας, κι αυτό το εξασφαλίζει η συμπόρευση στο ίδιο βιβλίο του παραδοσιακού με το σύγχρονο.
και για το έργο τους. Αρκετοί από τους σύγχρο νους λογοτέχνες μας είπαν πως δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που δέχτηκαν τηλεφωνήματα ή επισκέψεις μαθητών στο σπίτι τους για να τους γνωρίσουν καί να κουβεντιάσουν μαζί τους κι ακόμα να τους παρακαλέσουν να επισκεφτούν το σχολείο τους· δεν είναι επίσης σπάνιες ol πε ριπτώσεις που ομάδες μαθητών αναλαμβάνουν την παρουσίαση μέσα στην τάξη αντιπροσωπευ τικών έργων νεοελλήνων λογοτεχνών. Ό λα τού τα, όσο κι αν κάποτε έχουν επιφανειακό χαρα κτήρα, δεν παύουν να προκαλούν και βαθύτερο ενδιαφέρον για ουσιαστικότερη αναστροφή με τα ίδια τα κείμενα. Ό λ α τούτα σημαίνουν πως ο μαθητής τελειώ νοντας το λύκειο έχει αποκτήσει πλούσιες γνώ σεις γύρω από τη νέα ελληνική φιλολογία και νο μίζω πως ολόκληρη αυτή η σειρά θα καταξιωθεί αν το σχετικό μάθημα καταλάβει τη θέση που του αρμόζει στο αναλυτικό πρόγραμμα της μέσης εκπαίδευσης και κυρίως αποτελέσει αντικείμενο εξετάσεως για τα ΑΕΙ, τουλάχιστον στη Δέσμη Γ', τη φιλολογική.
Νομίζετε ότι η ανθολόγηση των κειμένων οδηγεί το παιδί στο βιβλιοπωλείο;
ΕΙΧΑΜΕ να παρουσιάσουμε, σύμφωνα με τις προδιαγραφές των αναλυτικών προγραμμάτων, τη νέα ελληνική λογοτεχνία από τις αρχές της ώς τις μέρες μας, ώστε οι μαθητές να αποχτήσουν μια εποπτεία της, να παρακολουθήσουν την εξέ λιξή της και να γνωρίσουν μερικά από τα. πιο αντιπροσωπευτικά κείμενα. Επίσης στοιχεία από την ευρωπαϊκή και την παγκόσμια λογοτεχνία. Ως τελευταίο όριο για την επιλογή των συγ γραφέων της νέας ελληνικής λογοτεχνίας θέσαμε το 1960 (πρώτη εμφάνιση), που είναι λίγο πολύ παραδεκτό ότι αποτελεί και την αρχή της λεγά μενης δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς. Αυτό το θεωρήσαμε αναγκαίο, για να έχει η επιλογή, όσο γινόταν, λιγότερο υποκειμενικό χαρακτήρα και μεγαλύτερη εγκυρότητα. Έπρεπε δηλαδή να υπάρχει κάποια χρονική απόσταση, είκοσι περί που ετών, για να εξασφαλίζεται ικανοποιητική κριτική και γραμματολογική κάλυψη. Άλλοι πι θανόν να έκαναν διαφορετική επιλογή προσώ πων, ιδιαίτερα στους νεότερους. Αλλά σ’ αυτές τις περιπτώσεις ποιος μπορεί να πει ότι δικαιού ται να έχει τον τελευταίο λόγο; Εμείς εκείνο που φροντίσαμε ήταν να. κατοχυρώνεται η επιλογή μας από την έγκυρη βιβλιογραφία. Ως προς την επιλογή των κειμένων: Εκτός από την αντιπροσωπευτικότητα, λάβαμε υπόψη ότι τα κείμενα αυτά έπρεπε να είναι «διδάξιμα», να λειτουργούν, όπως λέμε, μέσα στην τάξη. Ας μην
ΝΑΙ, η αμεσότητα που παρουσιάζουν τα βιβλία αυτά όχι μόνο δεν αφήνει αδιάφορους τους μα-
Τα βιβλία χρειάζονται καλόπιστη κριτική από αρμόδιους (δηλαδή φιλόλογους και εκπαιδευτικούς) και κυρίως χρειάζονται συστηματική παρακολούθηση στη λειτουργία τους μέσα στο σχολείο. θητές, αλλά τους κεντρίζει το ενδιαφέρον ώστε να γνωρίσουν περισσότερα πράγματα τόσο για τους συγγραφείς -όταν μάλιστα συμβαίνει κά ποιοι απ’ αυτούς να ζουν και να κινούνται ανάμεσά τους (τους βλέπουν στο δρόμο, στην τηλεό ραση, στις εφημερίδες και στα περιοδικά)- όσο
Κύριε Μηλιώνη, ποια ήταν τα κριτήριά σας για την επιλογή των κειμένων, ιδιαίτε ρα στα βιβλία του λυκείου;
συνεντευξη/65
ξεχνάμε -μερικοί το ξεχνούν- ότι τα Κ.Ν.Λ. δεν είναι ανθολόγια για ελεύθερη ανάγνωση, αλλά διδακτικά βιβλία. Έπρεπε ακόμη να υπάρχει σ’ αυτά ένας πλούτος θεμάτων, αλλά και ιδεολογι κή ευρύτητα χωρίς ακραίες θέσεις που θα προκαλούσαν διδακτικά ή παιδαγωγικά προβλήμα τα. Κι ας μην ξεχνάμε ότι οι αντιλήψεις ποικίλ λουν. Τις αντιλήψεις αυτές (είτε πολιτικές είτε αντιλήψεις περί ηθών) δε θα ήταν ούτε ορθό, ούτε φρόνιμο, ούτε σκόπιμο να τις παραβιάζουν με τρόπο βάναυσο τα σχολικά βιβλία. Φυσικά ένα απολυταρχικό πολιτικό καθεστώς θα αδια φορούσε για όλα αυτά και θα επέβαλλε και δια φορετικές επιλογές. Μερικοί το ονόμασαν αυτό λογοκρισία. Ανοη σίες και ανευθυνότητες. Πρόκειται αντίθετα για παιδαγωγική και πολιτική ευθύνη. Το αντίθετο θα ήταν ασύγγνωστη επιπολαιότητα. Στη β' λυκείου ολοκληρώθηκε η επισκόπη ση της νέας ελληνικής λογοτεχνίας. Ποιες αρχές καθόρισαν τη συγκρότηση του βι βλίου της γ ' λυκείου;
μαθητές θα έρθουν σε επαφή όχι μόνο με έργα πιο σύνθετα, αλλά και με πιο σύνθετα προβλή ματα που τα έργα αυτά θέτουν. Είναι: «Η Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη, «Ο Μοσκώβ Σελήμ» του Βιζυηνού, «Η τιμή και το χρήμα» του Θεοτόκη, «Ο Γιούγκερμαν» του Καραγάτση και «Η Αργώ» του Θεοτοκά. Καλό θα ήταν βέβαια να διέθετε το υπουργείο και εκδόσεις αυτοτελών έρ γων που οι μαθητές θα τα μελετούσαν παράλλη λα με τη διδασκαλία των Κ.Ν.Λ., αφού μάλιστα οι σχολικές βιβλιοθήκες είναι ή ανύπαρκτες ή υποτυπώδεις. 2. Κείμενα χαρακτηριστικών εκπροσώπων της μεταπολεμικής λογοτεχνίας, με όριο πάλι τα χρό νια γύρω στα 1960, για τους λόγους που ανάφερα πιο πάνω. 3. Δοκίμια που αναφέρονται σε ποικίλα και βασικά προβλήματα της εποχής μας, σύγχρονα ή που εξακολουθούν να απασχολούν το σύγχρονο άνθρωπο. 4. Ξένη λογοτεχνία του 20ού αιώνα, από την Αγγλία (Έλιοτ), Γαλλία (Καμύ, Σαρτρ, Ελυάρ), Γερμανία (Μπρεχτ, Μπελ), ΗΠΑ (Ντος Πάσσος, Πάουντ), Ισπανία (Λόρκα), Ρωσία (Μαγιακόφσκι, Σολόχοφ), Τσεχοσλοβακία (Κάφκα) και Χι λή (Νερούντα).
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ, στη β' λυκείου ολοκληρώνεται η παρουσίαση της νέας ελληνικής λογοτεχνίας από τις αρχές της ώς τις μέρες μας. Αυτό μας Κύριε Μηλιώνη, στο βιβλίο της γ ' λυκείου έδωσε τη δυνατότητα στην γ ' τάξη να κάνουμε παρατηρώ ότι έχετε φιλοξενήσει πολλά ορισμένες ανακεφαλαιώσεις και να επιδιώξουμε δοκίμια. Ποιοι λόγοι υπαγόρευσαν αυτή μια σύνδεση της διδασκαλίας των κειμένων με το την προτίμηση; μάθημα της έκθεσης, όπως θα σας εξηγήσω. Το βιβλίο λοιπόν της γ ' λυκείου περιέχει: ΕΔΩ θα μου επιτρέψετε να δώσω κάπως λεπτο 1. Κείμενα κορυφαίων ποιητών μας και πεζογράφων ώς το 1940. Στην ενότητα αυτή θα θέλα μερέστερες εξηγήσεις: Έ νας από τους βασικούς με να υπογραμμίσουμε την παρουσίαση μεγαλύ στόχους του βιβλίου είναι να συνδέσει τη διδα τερων σε έκταση αφηγηματικών έργων (νουβέλες σκαλία των κειμένων με το μάθημα ,της έκθεσης. και μυθιστορήματα) που γίνεται με επιλογή χα Είναι γνωστό ότι στο λύκειο, στο μάθημα της έκ ρακτηριστικών αποσπασμάτων και ενδιάμεσες θεσης, αλλά και στις εξετάσεις για τα ΑΕΙ, κα 'συνδετικές περιλήψεις. Με τον τρόπο αυτό οι λούνται οι μαθητές να αναπτύξουν τις προσωπι
66/συνεντευξη
κές τους απόψεις πάνω σ’ ένα θέμα και να τις κατοχυρώσουν με πειστική επιχειρηματολογία. Αλλά για να ανταποκριθούν σ’ αυτό το αίτημα, είναι ανάγκη να γνωρίζουν τις απαιτήσεις του δοκιμιακού λόγου και να έχουν προβληματιστεί αρκετά πάνω σε βασικά θέματα της σύγχρονης ζωής. Γι’ αυτό, κάτω από κάθε δοκίμιο υπάρ χουν παρατηρήσεις σχετικές με την'τεχνική του, αλλά και ασκήσεις και ερωτήματα για γραπτές εργασίες, που αναφέρονται σε θέματα που προ κύπτουν από το κείμενο, ή που σχετίζονται μ’ αυτό, και καλύπτουν ένα ευρύ πεδίο προβλημα τισμού. Παρόμοιες εργασίες υπάρχουν και στα περισσότερα αφηγηματικά κείμενα, ιδίως στα εκτενή, καθώς και σε αρκετά ποιήματα, που θεωρήθηκαν πρόσφορα γι’ αυτό το σκοπό. Έτσι οι μαθητές θα καλούνται να αναπτύξουν θέματα που έχουν προκύψει από την επεξεργασία των κειμένων και δε θα αιφνιδιάζονται με ζητήματα που ίσως δεν τους έχουν ποτέ απασχολήσει. Εί ναι ένα πρώτο βήμα για την αντιμετώπιση τον προβλήματος. Από τα περιεχόμενα της γ ' λυκείου απου σιάζει εντελώς το ελληνικό θέατρο -κάτι διάβασα κιόλας, μάλλον πρόσφατα, σ’ ένα άρθρο εφημερίδας. Πώς το δικαιολογείτε; ΑΥΤΟ είναι αλήθεια -από ξένο υπάρχει ο Μπρεχτ. Εμπόδιο στάθηκε η πείρα μας από τα προηγούμενα βιβλία, όπου δυσκολευτήκαμε πο λύ ν’ απομονώσουμε σκηνές από τα νεοελληνικά θεατρικά έργα. Δεν ξέρουμε, κι η ανθολόγηση του νεοελληνικού θεάτρου στα προηγούμενα βι βλία ώς ποιο βαθμό είναι επιτυχημένη. Έπειτα το θεατρικό κείμενο -ιδίως όταν είναι αποσπα σματικό- δύσκολα λειτουργεί μέσα στην τάξη. Από μια τυπική λοιπόν λύση, προτιμήσαμε την παράλειψη, αφού άλλωστε αρκετά δείγματα του νεοελληνικού θεάτρου δόθηκαν σε προηγούμενες τάξεις.
Κύριε Παγανέ, τα βιβλία σας περιλαμβά νουν και αποσπάσματα από πιο εκτεταμέ να έργα (μυθιστορήματα, μεγάλα διηγήμα τα ή νουβέλες). Κάποτε τα αποσπάσματα αυτά παρουσιάζονται αποκομμένα, δε δί νουν δηλαδή συνολική εικόνα του έργου και μπορούν να διδαχτούν αυτόνομα. Άλλοτε όμως είναι αντιπροσωπευτικές σελίδες του έργου από το οποίο αποκόπη καν. Ποια είναι η διδακτική διαδικασία για τα έργα αυτά; ΜΕ την πεζογραφία, ξέρετε, υπάρχει πάντα το
πρόβλημα της έκτασης του κειμένου. Το σύντομο διήγημα δεν μπορεί να καλύψει πάντοτε τις ανάγκες, γιατί υπάρχουν πεζογράφοι που έγρα ψαν μόνο μυθιστορήματα ή μόνο μεγάλα διηγή ματα. Αλλά ακόμη, αν θέλετε, το σύντομο διήγη μα μπορεί να μην είναι πάντοτε αντιπροσωπευ τικό δείγμα της δημιουργίας ενός πεζογράφου. Γι’ αυτό και η καταφυγή σε αποσπάσματα είναι επιβεβλημένη. Φροντίσαμε όμως να έχει το από σπασμα μια δική του ενότητα, ώστε να μπορεί να διδαχτεί σαν να ήταν ολοκληρωμένο κείμενο. Κι αυτό, νομίζω, το πετύχαμε ώς ένα σημείο. Πάντοτε όμως στα εισαγωγικά σημειώματα δί νουμε, ακόμη και για τα βιβλία της α' και β' γυ μνασίου, σε πολύ γενικές γραμμές την υπόθεση είτε όλου του έργου, είτε ώς το σημείο που αρχί ζει το συγκεκριμένο απόσπασμα. Φροντίσαμε ακόμη η αναλογία των διηγημάτων να είναι με γαλύτερη σε σχέση με τα αποσπάσματα. Έρχομαι τώρα σ’ αυτό που αποκαλέσατε «αν τιπροσωπευτικές σελίδες του έργου», στη διδα σκαλία δηλαδή του μυθιστορήματος. Διδασκα λία εκτενέστερων έργων προβλέπεται από το αναλυτικό πρόγραμμα της γ ' λυκείου. Γι’ αυτό και στο βιβλίο της τάξης αυτής ανθολογούνται για πρώτη φορά αποσπάσματα από πέντε έργα της ελληνικής πεζογραφίας, που δένονται μετα ξύ τους μέ συνδετικές περιλήψεις και χρήσιμες εισαγωγές, που αναφέρονται καθεμιά στο συγκε κριμένο έργο. Τους τίτλους των έργων αυτών ανέφερε ο κ. Μηλιώνης. Ό π ω ς παρουσιάζονται τα κείμενα αυτά στο βιβλίο, δίνουν μια, κατά το δυνατόν, συνολική εικόνα του έργου. Γι’ αυτό πρέπει να διδάσκονται σαν να ήταν ολοκληρω μένα μυθιστορήματα, ύστερα από προπαρασκευή των μαθητών, στους οποίους δίνεται κά ποια άνεση χρόνου να προετοιμαστούν στο σπίτι τους. Η προετοιμασία τους βασίζεται στις ερω τήσεις και ασκήσεις του βιβλίου, καθώς και σε όσες υποδείξεις κρίνει απαραίτητες ο συνάδελ φος που θα διδάξει. Επειδή όμως δεν ενδιαφέρουν τους αναγνώ στες σας ειδικές διδακτικές οδηγίες του μυθιστο ρήματος, δεν είναι σκόπιμο να τις συμπεριλάβουμε εδώ. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να καταφύγει σε ειδικές εργασίες που έχουν δημοσιευ-
Κύριε Καρβέλη, παρατήρησα ότι επιλέγε τε κατά κανόνα κορυφώσεις και όχι ρεύ ματα λογοτεχνικά, που συνδέουν την ελ ληνική λογοτεχνία με την ευρωπαϊκή (ρο μαντισμός, συμβολισμός κτλ.). Ποιοι λό γοι σας υπαγορεύουν αυτή την επιλογή, που σήμερα εγκαταλείπεται;
συνεντευξη/67
ΑΥΤΟ είναι σωστό, όπως σωστό είναι, επίσης, να κρίνουμε τη δική μας προσπάθεια με βάση τα δεδομένα και, κυρίως, την υποδομή της ελληνι κής παιδείας, που επέβαλε αυτή την επιλογή. Τα δεδομένα, λοιπόν, ήταν τα εξής: Πρώτο: Ανάλογη προσπάθεια δεν είχε γίνει στο παρελθόν στη μέση εκπαίδευση. Ο μαθητής γνώριζε το συγγραφέα διαβάζοντας κι ερμη νεύοντας κάποιο κείμενό του, αλλά δε μάθαινε τίποτε για την εποχή, την περίοδο και το λογοτε χνικό ρεύμα, που πιθανώς ακολούθησε και τον εξέθρεψε. Τι έπρεπε να κάνουμε εμείς; Αυτή την άμορφη ύλη, που στοιβαζόταν στο μυαλό του μαθητή, έπρεπε να τη μορφοποιήσουμε και να την ταξινομήσουμε. Αυτό όμως μόνο με την κα τάταξη της ύλης σύμφωνα με την ιστορική δια δρομή της νεοελληνικής λογοτεχνίας μπορούσε να γίνει. Δεύτερο: Η ανυπαρξία αυτής της κατανομής σύμφωνα με την ιστορική διαδρομή της λογοτε χνίας μας, δημιούργησε κι ένα τεράστιο κενό στη διδασκαλία της: τα λογοτεχνικά ρεύματα (ρο μαντισμός, κλασικισμός, ρεαλισμός, νατουραλι σμός, συμβολισμός, παρνασσισμός, υπερρεαλι σμός), που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρ φωση της ποίησης και της πεζογραφίας μας, αγνοούνταν. Αυτό, φυσικά, αποδυνάμωνε την ερμηνευτική προσέγγιση των κειμένων, ιδιαίτερα στις τάξεις του λυκείου. Έπρεπε λοιπόν να κά νουμε ό,τι δεν είχε γίνει, να περάσουμε δηλαδή από εκεί που οι ευρωπαϊκές χώρες έχουν περά σει για να μπορούν σήμερα ν’ ασχολούνται όχι τόσο με κορυφαίες στιγμές της λογοτεχνίας, αλ λά με τις ελάσσονες. Αυτό για μας, με τις σημε ρινές συνθήκες, θα ήταν ένα πήδημα στο κενό.
Κύριε Μηλιώνη, ποια είναι η υποδοχή των βιβλίων και τι είδους αντιδράσεις είχατε; Και πρώτα πρώτα από τους μαθητές· και τους καθηγητές. ΟΣΟ μπορούμε να ξέρουμε, τα Κ.Ν.Λ. έγιναν δεκτά με πολλή αγάπη από την πλειονότητα των συναδέλφων και ιδιαίτερα των μαθητών. Κά ποια ανησυχία προκάλεσε η σύγχρονη λογοτε χνία και ιδιαίτερα η μοντέρνα ποίηση, για την οποία αρκετοί ίσως βρέθηκαν ανέτοιμοι. Αλλά τι μπορούσαμε να κάνουμε; Να ακυρώσου με τη σύγχρονη λογοτεχνία; Έχουμε όμως τη γνώμη ότι αυτή η ανησυχία τελικά γίνεται γόνιμη, όσο κι αν προς το παρόν η πρώτη βοήθεια αναζητείται στα «λυσάρια». Παράλληλα όμως βλέπουμε να αυξάνει η εκδοτική κίνηση και η κυκλοφορία βιβλίων θεωρητικών για τη λογοτεχνία. Αυτά βέβαια από τις επαφές μας με τους συ-
Από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ Τα βιβλία του Δη μ. Χατζή: Το διπλό βιβλίο Μυθιστόρημα Οι ανυπεράσπιστοι Διηγήματα Σπουδές Διηγήματα ★
Το νέο βιβλίο του Κωστή Μοσκώφ: Η ΠΡΑΞΗ ΚΑΙ ΣΙΩΠΗ Τα όρια του έρωτα και τα όρια της ιστορίας Δοκίμια ★
Τα δύο νέα μυθιστορήματα του Γιάννη Μανούσακα: Η ΒΡΑΒΕΨΗ και Ο ΜΠΑΡΜΠΑ-ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΤΟ ΣΟΒΙΕΤ
68/συνεντευξη ναδέλφους στα σχολεία και σε διάφορα σεμινά ρια. Αλλά και σε εφημερίδες και περιοδικά γρά φτηκαν αρκετές κριτικές πολύ θετικές (Βήμα, Νέα, Καθημερινή, Δελτίο της ΟΛΜΕ, Αργώ, Θούριος, Διαβάζω -και αλλού που ίσως μου διαφεύγουν αυτή τη στιγμή). Φυσικά διατυπώ θηκαν και αντιρρήσεις καλόπιστες και συζητήσι μες. Δεν έλειψαν όμως και οι περιπτώσεις όπου η εμπάθεια ήταν έκδηλη ή που έφτασε στα όρια της λασπολογίας. Φυσικά δεν αξίζει τον κόπο να ασχοληθούμε μ’ αυτά. Τα βιβλία χρειάζονται κα λόπιστη κριτική από αρμόδιους (δηλαδή φιλόλο γους και εκπαιδευτικούς) και κυρίως χρειάζον ται συστηματική παρακολούθηση στη λειτουργία τους μέσα στο σχολείο. Ποια κείμενα διδάσκον ται, ποια αποφεύγονται, ποια δημιουργούν προ βλήματα και τι είδους. Και έπειτα να γίνουν οι απαραίτητες αναμορφώσεις. Αλλά αυτά είναι πολυτέλειες για τον τόπο μας. Όσο για μας, δεν έχουμε καθόλου τη γνώμη πως πετύχαμε το άριστο -και ποιο είναι αυτό; Πιστεύουμε όμως ότι ανεβάσαμε τον πήχυ πολύ πιο ψηλά από κει που βρισκόταν. Στο εξής όποιος επιχειρήσει να τον
Η προσωπική άποψη του καθενός μας σ’ ένα συγκεκριμένο θέμα περνούσε από το λεπτομερειακό έλεγχο της ομάδας, που κατέληγε σε μια θέση συλλογική. Έτσι και τα βιβλία έπαιρναν ένα χαρακτήρα αντικειμενικότητας. υπερπηδήσει θα πρέπει να καταβάλει πολύ πε ρισσότερη προσπάθεια. Και οι λογοτέχνες; Πώς τα δέχτηκαν; ΝΟΜΙΖΩ πως γενικά πρέπει να είναι ευχαρι στημένοι. Ποτέ άλλοτε δεν είχε εκδηλωθεί τέτοιο ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία -και για τα σχολι κά βιβλία της λογοτεχνίας... Βέβαια μας τηλε φώνησαν και μερικοί για να μας εκφράσουν την πίκρα τους ή την οργή τους, που δεν ανθολογή θηκαν. Αλλά, επαναλαμβάνουμε, τα κείμενα έπρεπε να ανταποκρίνονται και σε διδακτικούς όρους. Και κάτι ακόμα: Οι μισόί από μας δικαι ούμαστε να διεκδικούμε μια θέση στη νεοελληνι κή λογοτεχνία. Ποιος μπορεί να μας αρνηθεί αυ
τό το δικαίωμα; Αποκλείσαμε όμως από την αρ χή τα δικά μας έργα, ακριβώς για να μπορούμε να είμαστε πειστικοί. Δεν ξέρω πόσοι θα είχαν το κουράγιο να το κάνουν -εννοώ απ’ αυτούς που διαμαρτύρονται. Και οι γυναίκες; ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΩ πού το πάτε. Αστεία πράγμα τα. Ανθολογούμε, αν καλά θυμάμαι, 32 γυναί κες. Από αυτές οι 22 ανθολογούνται για πρώτη φορά. Νομίζω πως αναλογικά μείνανε έξω πε ρισσότεροι άντρες παρά γυναίκες. Κύριε Μπαλάσκα, υπάρχουν προδιαγρα φές παιδαγωγικής φύσης που συνέβαλαν στην αξιολόγηση και την επιλογή των κει μένων; Υπάρχουν ταμπού απαγορευτικά με τα οποία εσείς ίσως δε συμφωνείτε αλ λά ήσασταν υποχρεωμένοι να τα λάβετε υπόψη; ΟΠΩΣΔΗΠΟΤΕ, φτιάχνοντας ένα σχολικό βι βλίο όπως τα Κ.Ν.Λ., αισθάνεσαι ότι μπαίνεις σε έναν εξαιρετικά δύσκολο και υπεύθυνο ρόλο. Το βιβλίο αυτό απευθύνεται σε όλα τα ελληνό πουλα και εισχωρεί σε κάθε ελληνικό σπίτι, όπως η τηλεόραση. Αλλά ενώ στην τηλεόραση μπορείς να γυρίσεις το κουμπί ή και να την κλείσεις, στο σχολικό βιβλίο αυτή η δυνατότητα δεν υπάρχει, γιατί επιβάλλεται υποχρεωτικά. Ά ρα πρέπει να κερδίσει το κοινό του και να μην το απωθήσει, να γίνει γενικά αποδεκτό με την τι μιότητα και την εγκυρότητά του. Ταυτόχρονα πρέπει να προωθεί ορισμένα θέματα για τα οποία η πολιτεία δεν είναι ακόμα έτοιμη (π.χ. η Εθνική Αντίσταση παλιότερα ήταν, ακόμη «ταμ πού» και έπρεπε να περάσει έμμεσα) και μάλιστα να τα παρουσιάζει με κατάλληλο τρόπο, σύμφω να με τον υποθετικό μέσο όρο της αντιληπτικό τητας σε κάθε ηλικία. Φτιάχνοντας λοιπόν.τα βι βλία, όλα αυτά τα είχαμε συνεχώς υπόψη. Το ίδιο άλλωστε κάνει και ο καλός δάσκαλος σε κά θε διδασκαλία του. Γι’ αυτό και η προσωπική άποψη του καθενός μας σε ένα συγκεκριμένο θέ μα περνούσε από το λεπτομερειακό έλεγχο της ομάδας, που κατέληγε σε μια θέση συλλογική. Έτσι και τα βιβλία έπαιρναν ένα χαρακτήρα «αντικειμενικότητας». Αυτό δε σημαίνει βέβαια ότι η δική μας αντικειμενικότητα ήταν πάντα αποδεκτή και από τους άλλους, από τις επιτρο πές κρίσης λογουχάρη. Πολλές φορές χρειάστη καν δύσκολοι αγώνες, στο παρελθόν ιδιαίτερα. Και ίσως είναι εδώ η θέση να πούμε ότι στους αγώνες αυτούς αλλά και σε όλη την πορεία της δουλειάς μας είχαμε πάντα αμέριστη τη συμπα ράσταση του οργανωμένου κλάδου, της ΟΛΜΕ.
ΔΕΛΤΙΟ S j S S S : 1983 β ι β λ ι ο γ ρ α φ ι κ ό δ ε λ τ ίο α ρ ιθ . 86 • Το Βιβλιογραφικό Δελτίο σνντάσσεται με την πολύτιμη συνερ γασία τον βιβλιοπωλείου της «Εστίας», τη διεύθυνση και το προσωπικό τον οποίου ευχαρι στούμε θερμά. • Η ταξινόμηση των βιβλίων γίνε ται με βάση το γνωστό Δεκαδικό Σύστημα Ταξινόμησης, προσαρ μοσμένο στην ελληνική βιβλιο γραφία. • Σε κάθε κατηγορία βιβλίων προηγούνται αλφαβητικά οι έλ-
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΝΤΕΛΟΠΟΥΛΟΣ ΚΥΡ. Νίκος Καββαδίας. Βιβλιο γραφία 1928-1982. Αθήνα, Ελληνικό Λογοτεχνικό και
Επιμέλεια: Έφη Απάκη
ληνες συγγραφείς και ακολου θούν οι ξένοι. • Η κατάταξη των ξένων συγγρα φέων γίνεται σύμφωνα με το ελ ληνικό αλφάβητο. • Στην κατηγορία των περιοδικών δεν περιλαμβάνονται εβδομαδι αία έντυπα. • Για την ακόμη μεγαλύτερη πλη ρότητα του Δελτίου, παρακαλούνται οι εκδότες να μας στέλ νουν έγκα,ιρα τις καινούριες εκ δόσεις τους.
Κασίιιτι - Φώττίί Τεοίΐάκτκ. Αθύνα. Praxis. 1983. Σελ. 187. Δρχ. 320.
ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ
Το ημερολόγιο του 1984. Χάρτης, 1984. Δρχ. 160.
ΠΙΝΤΕΡΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ. Συντροφικότητα και αυτονο μία. Αθήνα, Θυμάρι, 1983. Σελ. 125. Δρχ. 200.
ΛΑΔΗΣ ΦΩΝΤΑΣ. Το καλαντάρι της γνώσης. 1984. Ζωγραφική Τατιάνα Βολανάκη. Αθήνα, Γνώση, 1983. Μακεδονικόν ημερολόγιον 1984 εικονογραφημένον. Θεσσαλονίκη, 1983. Σελ. 310. Δρχ. 500.
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΓΕΝΙΚΑ ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ ΧΡΗΣΤΟΣ. Κριτικές παρεμβάσεις. Αθήνα, Δόμος, 1983. Σελ. 134. Δρχ. 250. ΚΟΥΜΑΚΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ. Εισαγωγή στη φιλοσοφία. Αθήνα, Εστία, 1984. Σελ. 204. Δρχ. 400. LAIG R. D. - COOPER D. G. Λόγος και βία. Δέκα χρόνια φιλοσοφίας του Σαρτρ. 1950-1960. Μετ. Λένα
ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΚΟΙΝ ΩΝΙΟΛΟΓΙA ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗ ΜΩΝ. Τοπική αυτοδιοίκηση και κοινωνικός μετασχη ματισμός. Δημόσια συζήτηση. Αθήνα, Αιχμή, 1983. Σελ. 70. Δρχ. 150. ΚΟΥΚΟΥΛΕΣ ΓΙΩΡΓΟΣ Φ. Για μια ιστορία του ελ ληνικού συνδικαλιστικού κινήματος. Αθήνα, Οδυσσέας, 1983. Σελ. 258. ΛΑΜΠΙΡΗ-ΔΗΜΑΚΗ ΙΩΑΝΝΑ. Η ελληνική κοινω νία στη φοιτητική συνείδηση. Αθήνα, Οδυσσέας, 1983. Σελ. 250. Δρχ. 280.
70/δελτιο
ΝΙΚΟΔΟΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Θ. Η πρόληψη του εγκλή ματος. Αθήνα, 1983. Σελ. 74. Δρχ. 100. MAPS - ΕΝΓΚΕΛΣ - ΛΕΝΙΝ. Για το γυναικείο ζήτη μα. Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1983. Σελ. 239. Δρχ. 300. ΒΙΝΚΛΕΡ ΑΡΝΟ. Πλουραλισμός, «μοντέλο» της αντε πανάστασης. Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1983. Σελ. 153. Δρχ. 150. SIMMEL GEORGE. Δοκίμια κοινωνιολογίας. Μετ. Μανώλης Μαρκάκης. Αθήνα, Αναγνωστίδης. Σελ. 344. Δρχ. 500.
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΣ ΝΙΚΟΣ. Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση 1922-1974. Ό ψεις της ελληνικής εμπειρίας. Ιστορική Βιβλιοθήκη. Αθήνα, Θεμέλιο, 1983. Σελ. 728. Δρχ.
λης των σύγχρονων ιδίεών. Αθήνα, Φιλιππότης, 1983. Σελ. 110. Δρχ. 230.
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ-ΠΑΙΔ/ΓΙΚΗ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΚΑΛΥΒΑ ΕΛΠΙΔΑ - SCHLAPFER Ε. - HEINIGER U. Ποιος είναι ο πρώτος δάσκαλος των παιδιών. Αθή να, Κοροντζή, 1983. Σελ. 150. Δρχ. 200. ΚΟΚΟΡΕΛΗ ΑΡΓΥΡΩ. Πώς ήρθα στον κόσμο. Εικο νογράφηση: Ά ννα Χριστοπούλου. Αθήνα, Κέδρος, 1983. Δρχ. 400.
1000.
ΒΕΡΕΜΗΣ ΘΑΝΟΣ. Οι επεμβάσεις του στρατού στην ελληνική πολιτική 1916-1936. Αθήνα, Οδυσσέας, 1983. Σελ. 394.
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
ΚΟΤΖΙΑΣ ΝΙΚΟΣ. Ο «τρίτος δρόμος» του ΠΑΣΟΚ. Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1983. Σελ. 509. Δρχ. 500.
ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗΣ ΛΟΥΚΑΣ Θ. Συνδικαλιστική εκ παίδευση και ινστιτούτα εργασίας (Ευρώπη-Ελλάδα). Γ' έκδοση. Αθήνα, Αιχμή, 1983. Σελ. 246. Δρχ. 380.
ΜΑΡΙΝΟΣ Γ. - ΚΑΣΙΜΑΤΗΣ Γ. - ΜΑΓΚΑΚΗΣ Γ. Α. - ΡΟΖΑΚΗΣ X. - ΠΑΠΑΣΠΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ Σ. ΠΑΝΟΥ Σ. Για την ποιότητα της δημοκρατίας μας. Αθήνα, Καστανιώτης, 1983. Σελ. 85. Δρχ. 150.
ΝΟΥΤΣΟΣ ΜΠΑΜΠΗΣ. Διδακτικοί στόχοι και ανα λυτικό πρόγραμμα. Αθήνα, Δωδώνη, 1983. Σελ. 84. Δρχ. 200.
ΣΤΕΦΑΝΑΚΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ. Η γλώσσα της αλλαγής. Πρόλογος: Θανάσης Κανελλόπουλος. Αθήνα, Εστία, 1983. Σελ. 130. Δρχ. 250. ΑΝΤΡΟΠΟΦ Γ. Β. Ο λενινισμός φωτίζει το δρόμο μας. Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1983. Σελ. 406. Δρχ. 400.
ΦΛΟΥΡΗΣ ΓΕΩΡΓ. Σ. Αναλυτικά προγράμματα για μια νέα εποχή στην εκπαίδευση. Αθήνα, Γρηγόρης, 1983. Σελ. 280. Δρχ. 750.
ΠΑΙΔΙΚΑ
ΑΡΤΩ ΑΝΤΟΝΕΝ, Τα επαναστατικά μηνύματα. Μετ. Λητώ Λάσκου. Αθήνα, Μπογιάτης, 1983. Σελ. 155. Δρχ. 250.
ΕΛΕΥΘΕΡΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΛΑΜΠΟΣ ΚΩΣΤΑΣ. Εξάρτηση, προχωρημένη υπα νάπτυξη και αγροτική οικονομία της Ελλάδας. Αθήνα, Αιχμή, 1983. Σελ. 517. Δρχ. 850. ΜΕΤΣΕΦ ΣΤΕΦΑΝ. Σύγχρονες αστικές οικονομικές θεωρίες. Μετ. Νίκος Χίος - Σταύρος Αθανασιάδης. Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1983. Σελ. 311. Δρχ. 400.
ΑΒΕΡΩΦ-ΙΩANNOY ΤΑΤΙΑΝΑ. Μαθαίνοντας τα παιδιά να συνεργάζονται. Αθήνα, Θυμάρι, 1983. Σελ. 190. ΒΟΥΔΟΥΡΟΓΛΟΥ ΜΑΡΙΑ. Οικογένεια Κουτορνίθι κάτω στο γιαλό. Αθήνα, Αποσπερίτης, 1983. Σελ. 30. Δρχ. 200. ΒΟΥΔΟΥΡΟΓΛΟΥ ΜΑΡΙΑ. Οικογένεια Κουτορνίθι. Μια νύχτα... μα τι νύχτα. Αθήνα, Αποσπερίτης, 1983. Σελ. 32. Δρχ. 200.
ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ
ΓΙΑΛΟΥΡΑΚΗ ΣΟΦΙΑ. Τα κατορθώματα του Ηρα κλή. Μυθολογία. Αθήνα, Πανεπιστημιακός Τύπος. Δρχ. 350.
ΔΙΖΙΚΙΡΙΚΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ. Η αισθητική της ρωμιοσύ νης. Το δημοτικό τοανούδι κάτω από το φως της πά
ΓΚΟΥΔΑΣ ΧΡΗΣΤΟΣ. 100 μικρά τραγουδάκια για μικρά παιδάκια. Αθήνα, Άγκυρα, 1983. Σελ. 122. Δρχ. 350.
δελτιο/71 ΛΟΪΖΟΥ ΜΑΡΩ. Ο γκαφατζής ο Χανς. Σκίτσα Νίκος Μαρουλάκης. Αθήνα, Κέδρος, 1983. Σελ. 84. Δρχ. 300. ΛΟΪΖΟΥ ΜΑΡΩ. Το.μούσι του κάντε. Σκίτσα Νίκος Μαρουλάκης. Αθήνα, Κέδρος, 1983. Σελ. 81. Δρχ. 500. ΜΑΡΟΥΛΑΚΗΣ ΝΙΚΟΣ. 365 μύθοι. Τόμοι A ' + Β' + Τ'. Θεσσαλονίκη, 1984. Σελ. 47 + 47 + 47. Δρχ. 400 + 400 + 400. Η μικρή μου ζωολογία. Ζώα του δάσους και του νε ρού. Επιμέλεια Αγγελική Βαρελλά. Χρυσός Τύπος. Σελ. 91. Δρχ. 450.
χρονης επιστήμης (1300-1800). Μετ. Ιορδάνης Αρζόγλου - Αντώνης Χριστοδουλίδης. Αθήνα, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1983. Σελ. 237. Δρχ. 400.
ΦΥΣΙΚΗ ΚΑΒΑΣΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ. Η αντιφατικότητα είναι η κίνηση και η υλικότητα. Αθήνα, Δωδώνη, 1983. Σελ. 72. Δρχ. 200.
Η μικρή μου ζωολογία. Κατοικίδια ζώα και πουλιά. Επιμέλεια Αγγελική Βαρελλά. Χρυσός Τύπος. Σελ. 91. Δρχ. 450. ΜΠΕΛΕΓΡΗΣ ΑΝΕΣΤΗΣ. Βαρκούλα της ειρήνης. Αθήνα, Δωρικός, 1983. Σελ. 24. Δρχ. 300.
ΕΦΑΡΜΟΣΜ. ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ
ΝΑΚΟΥ ΕΙΡΗΝΗ. Γιατί όχι; μαζί με το λύκο! Αθήνα, Κέδρος, 1983. Σελ. 44. Δρχ. 400. ΣΠΥΡΗ ΙΩΑΝΝΑ. Χάιντι. Ελληνική απόδοση Μά ριος Βερέττας. Αθήνα, Χελώνα, 1983. Σελ. 126. Δρχ, 550. ΣΤΡΑΝΗ ΛΕΝΕΤΑ. Ο κόκκινος φιόγκος του Προ. Ζωγραφιές Δημήτρης Μάζης. Αθήνα, Δωρικός, 1983. Σελ. 37. Δρχ. 400.
ΥΓΙΕΙΝΗ ΜΠΙΝ ΧΟΥ. Η άσκηση της αναπνοής. Μετ. Πέτρος Κουρόπουλος - Ά γις Φλωράς. Αθήνα, Κέδρος. Σελ. 87. Δρχ. 200.
ΤΡΙΒΙΖΑΣ ΕΥΓΕΝΙΟΣ. Ο χιονάνθρωπος και το κορί τσι. Εικονογράφηση Αλέξης Κυριτσόπουλος. Αθήνα, Κέδρος, 1983. Σελ. 104. Δρχ. 1100. MORIC RUDO. Ιστορίες του δάσους. Μετ. Ντίνα Σιδέρη - Κώστας Ασημακόπουλος. Αθήνα, Δωρικός. Σελ. 153. Δρχ. 600.
ΤΕΧΝΕΣ
ΝΤΡΥΟΝ ΜΩΡΙΣ. Τιστού ο πρασινοδάχτυλος. Μετ. Ζωρζ Σαρή. Αθήνα, Κέδρος, 1983. Σελ. 182. Δρχ. 400. ΠΡΕΒΕΡ ΖΑΚ. Ιστορίες για άτακτα παιδιά. Μετ. Σάντρα Βρέττα. Θεσσαλονίκη, Επιλογή, 1983. Σελ. 62. Δρχ. 130. ΠΡΕΒΕΡ ΖΑΚ. Μύθοι για άτακτα παιδιά. Μετ. Ν. Καρσαλιάκος. Αθήνα, Κέδρος, 1983. Σελ. 85. Δρχ. 300. RIPPON ANGELA. Βικτώρια Πλαμ. Αθήνα, Γιοβά, 1983. Σελ. 26. Δρχ. 240. ΣΑΝΤΟΡ ΦΟΝΤΟΡ. Τσίπι ο νάνος γίγαντας. Μετ. Κάλλια Χατζηγιάννη. Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1983. Σελ. 151. Δρχ. 300.' ΣΤΟΟΥΝ ΜΠΕΡΝΑΡΝΤ. Ποντικοσταθμός πρώτων βοηθειών. Μετ. Σοφία Ζαραμπούκα. Αθήνα, Διά γραμμα. Δρχ. 230.
ΓΕΝΙΚΑ Κύπριοι καλλιτέχνες. Λευκωσία, Ανδρέου, 1983. Σελ. 255. Δρχ. 2500. ΣΠΗΤΕΡΗΣ ΤΩΝΗΣ. Η τέχνη στην Ελλάδα μετά το 1945. Αθήνα, Οδυσσέας, 1983. Σελ. 150. ΜΠΡΕΤΟΝ ΑΝΤΡΕ. Τι είναι ο σουρρεαλισμός. Μετ. Σπύρος Ηλιόπουλος. Αθήνα, Ελεύθερος Τύπος, 1983. Σελ. 205. Δρχ. 320. READ HERBERT. Η τέχνη σήμερα. Μετ. Δημοσθέ νης Κούρτοβικ. Αθήνα, Κάλβος, 1984. Σελ. 168. Δρχ. 400.
ΘΕΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ
ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
—
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ ΑΡΗΣ. Τα παλαιά αθηναϊκά σπίτια. Αθήνα, Πολύτυπο, 1983. Σελ. 146. Δρχ. 1000. ΜΕΤΑΞΑΣ ΓΙΩΡΓΟΣ. Ο καθημερινός χώρος. Αντι παραθέσεις, αριθ. 5. Αθήνα, Κομμούνα. Σελ. 98. Δρχ. 250.
---------------------------------------------------------------
ΓΕΝΙΚΑ _____________________________________________ BilTTERFIELD HERBERT. Η καταγωγή της σύγ-
72/δελτιο
ΠΟΛΕΟΔΟΜ ΙΑ
ΧΙΟΥΜΟΡ
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ-ΣΥΜΕΩΝΙΔΟΥ ΠΑΡΥΣΑΤΙΣ. Η αγορά αστικού εδάφους στο παράδειγμα της Θεσσα λονίκης. Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 1983. Σελ. 365. Δρχ. 800.
ΚΕΡΑΣΙΔΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ. Ιστορίες για Πόντιους. Θεσσαλονίκη, Εγνατία, 1983. Δρχ. 100. MORDILLO. ... και πάσης' Ελλάδος. Αθήνα, Τα Ωραία Βαλκάνια. Δρχ. 350.
ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ
ΕΝΑΣΧΟΛΗΣΕΙΣ ΓΚΡΙΤΣΗ-ΜΙΛΛΙΕΞ ΤΑΤΙΑΝΑ. Το παραμύθι του Κκάσιαλου. Αθήνα, Κέδρος, 1983. Σελ. 69. Δρχ. 400. ΜΑΥΡΟΜΜΑΤΗΣ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ. Μορφοπλαστι κές και τεχνικές αναζητήσεις της ελληνικής χαρακτικής 1892-1982. Δημοτική Πινακοθήκη Ρόδου, 1983. Σελ. 221.
ΣΥΛΛΟΓΕΣ
ΜΑΥΡΟΜΜΑΤΗΣ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ. Μπέλλα Ραφτοπούλου. Ελεύθερα σχέδια από ελληνικά αγγεία για τις δελφικές γιορτές 1925-1927. Αθήνα, 1983. Σελ. 164.
PYLARINOS 1983-4. ΙΒ' έκδοση. Σελ. 446. Δρχ. 650.
ΜΑΥΡΟΜΜΑΤΗΣ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ. Η χαρακτική και η ζωγραφική του Δημήτρη Γαλάνη, 1879-1966. Αθήνα, 1983. Σελ. 605.
ΚΛΑΣΙΚΗ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ
ΠΑΓΩΝΗΣ ΚΩΣΤΑΣ. Τοποϊχνογραφήματα. Αθήνα, 1983. Δρχ. 400. Τόπος και εικόνα. Χαρακτικά ξένων περιηγητών για την Ελλάδα. Τόμος Ε '. Αθήνα, Ολκός, 1983. Σελ. 215. Δρχ. 2000.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΤΙΑ. Θέμα για παλιό διήγημα. Μικρό οδοιπορικό με φωτογραφίες. Αθήνα, Φιλιππότης, 1983. Σελ. 79. Δρχ. 330. Παλιές φωτογραφίες 1900-1950 από Βαρνάβα-Κάλαμο-Καπανδρίτι-Κιούρκα-Μικροχώρι-Πολυδένδρι. Καπανδρίτι, 1983. Δρχ. 300.
ΜΕΛΕΤΕΣ ΕΥΣΤΡ ΑΤΙ ΑΔΗΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ. Ένας φωτισμός Οιδίποδα Τύραννου. Ερμηνεία Φιλοκτήτη. Αθήνα, Γρή γορης, 1984. Σελ. 307. Δρχ. 600. ΛΥΠΟΥΡΛΗΣ Δ. Αρχαία ελληνική μετρική. Μια πρώτη προσέγγιση. Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 1983. Σελ. 229. Δρχ. 400.
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΓΕΝΙΚΑ
ΜΟΥΣΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ ΜΙΚΗΣ. Ανατομία της μουσικής. Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1983. Σελ. 227. Δρχ. 400. Παιδικός οδηγός για γνωριμία με τη μουσική. Μετ. Φοίβος Αρβανίτης. Πρόλογος Μάνος Χατζιδάκις. Αθήνα, Διάγραμμα, 1984. Σελ. 43. Δρχ. 400. ΡΟΛΛΑΝ ΡΟΜΑΙΝ. Γκαίτε και Μπετόβεν. Μετ. Γ. Τουρνάισεν. Αθήνα, Γκοβόστης. Σελ. 158. ΣΑΛΤΣΜΑΝ ΕΡΙΚ. Εισαγωγή στη μουσική του 20ού αιώνα. Μετ. Γιώργος Ζερβός. Αθήνα, Νεφέλη, 1983. Σελ. 326. Δρχ. 450.
ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΗΛΙΑΣ X. Παρα κείμενα. Αθήνα, Κέδρος, 1983. Σελ. 228. Δρχ. 450. ΣΤΕΦΑΝΟΠΟΥΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ. Alter ego. Τα χρονογραφήματα της Εστίας. Αθήνα, Σιδέρης, 1984. Σελ. 164. Δρχ. 350. ΧΡΗΣΤΑΚΗΣ ΛΕΩΝΙΔΑΣ. Χάος και κουλτούρα. Αθήνα, Απόπειρα, 1983. Σελ. 89. Δρχ. 180. ΜΠΑΡΟΟΥΖ ΟΥΙΔΙΑΜ. Ο ΑΠουκ είναι εδώ. Μετ. Γιώργος Γούτας. Ξένη Λογοτεχνία, αριθ. 8. Αθήνα, Ελεύθερος Τύπος, 1983. Σελ. 73. Δρχ. 130. ΜΠΑΡΟΟΥΖ ΟΥΙΔΙΑΜ. Blade Runner. Μια ταινία.
δελτιο/73
Μετ. Γιώργος Γούτας. Αθήνα, Απόπειρα, 1984. Σελ. 79. Δρχ. 180. ΜΠΑΡΟΟΥΖ ΟΥΙΛΙΑΜ - ΠΕΛΙΕ ΚΛΩΝΤ - ΒΑΪΣΝΕΡ ΚΑΡΑ. Σε ποιον ανήκει λοιπόν η θανατηφόρος TV? Μετ. Δημήτρης Αρβανίτης. Ξένη Λογοτεχνία, αριθ. 7. Αθήνα, Ελεύθερος Τύπος, 1983. Σελ. 40. Δρχ. 75. ΣΤΑΝΤΑΛ. Αναμνήσεις εγωτισμού. Εισαγωγήμετάφραση-σημειώσεις Τίτος Πατρίκιος. Αθήνα, Γνώ ση, 1983. Σελ. 345. Δρχ. 650.
Αθήνα, Καστανιώτης, 1983. Σελ. 119. Δρχ. 250. ΜΠΟΥΡΜΠΟΥΛΗΣ ΜΙΧΑΗΛ. Το χρονικό δύο νή σων. Αθήνα, Κείμενα, 1983. Σελ. 30. ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ. Επιλογή Β'. Ποιή ματα. Αθήνα, Καστανιώτης, 1983. Σελ. 193. ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΥ ΓΑΛΑΤΕΙΑ. Είμαι μια σάλπιγγα. Αθήνα, Θουκυδίδης, 1983. Σελ. 96. Δρχ. 200. ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ ΜΑΡΙΑ. Καταθέσεις. Ποιήματα. Αθήνα, Βασιλόπουλος, 1983. Σελ. 70. 1 ΠΑΠΑΣΩΖΟΜΕΝΟΥ-ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ ΤΣΑ. Επαλήθευση. Λευκωσία, 1983. Σελ. 36.
ΠΟΙΗΣΗ ΑΙΛΙΑΝΟΥ ΕΦΗ. Θάλασσα Κυθήρων. Ποιήματα. Αθήνα, Οι Εκδόσεις των Φίλων, 1983. Σελ. 62. Δρχ. 150. ΑΛΕΞΑΚΗΣ ΟΡΕΣΤΗΣ. Η λάμψη. Αθήνα, Κείμενα, 1983. Σελ. 60. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΑΡΗΣ. ΟΗ! Σχέδια Άγγελος Καμπάνης. Αθήνα, Θεμέλιο, 1983. Σελ. 22. Δρχ. 150. ΑΛΕΞΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗΣ. Παιδικός απόπλους. Αθή να, Διογένης, 1983. Σελ. 86. Δρχ. 200. ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ. Λόγια παραμο νής που έγραφα στην Αλίκη. Αθήνα, Δόμος, 1983. ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΤΑΚΗΣ. Επιγράμματα. Αθήνα, Imago, 1983. Σελ. 99. ΑΠΟΣΤΟΛΑΤΟΣ ΜΑΚΗΣ. Μηχανοκρατία. Ποίηση. Ζωγραφική Ρίτα Νικήτα. Αθήνα, Ομπρέλα, 1983. Σελ. 96. Δρχ. 300. ΒΟΥΚΕΛΑΤΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Ανθολογία λευκαδίων ποιητών. 1787-1983. Αθήνα, Λευκαδίτικη Εστία, 1983. Σελ. 269. Δρχ. 450. ΒΟΥΡΛΑΚΗΣ ΚΩΣΤΑΣ. Αλλού φέγγω. Ποιήματα. Αθήνα, Καστανιώτης, 1983. Σελ. 61. ΓΕΩΡΓΙΤΣΗ ΛΙΝΤΑ, Ποιήματα. Αθήνα, Φιλιππότης, 1983. Σελ. 44. ΘΕΟΦΙΛΗ ΚΑΤΕΡΙΝΑ Ν. Σχιζοφρενής πολίτης. Αθήνα, Κοροντζή, 1983. Σελ. 46. Δρχ. 100. ΚΑΡΑΝΤΩΝΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ. Περιστατικά. Θεσσαλονί κη, Μπαρμπουνάκης, 1983. Σελ. 95. ΚΑΤΣΙΝΗΣ ΜΗΤΣΟΣ. Ειρηνικά. Αθήνα, 1983. Σέλ. 94. Δρχ. 300. ΚΟΥΤΣΟΧΕΡΑΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Ο Σαρωνικός. Αθήνα, Εστία, 1984. Σελ. 68. Δρχ. 150. ΚΡΑΓΚΑΡΗΣ ΔΙΟΝΥΣΗΣ. Ο κάμπος απλούται επι κλινής. Αθήνα, «Α. Καρκαβίτσας», 1983. Σελ. 50. ΛΥΜΠΕΡΑΚΗ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ. Ερωτικά. Αθήνα, Ερ μής, 1983. Σελ. 119. Δρχ. 240. ΜΑΣΣΟ Υ-ΓΙΩΤΗ ΡΕΝΑ. Έπιασε η βροχή φωτιά. Σελ. 109. ΜΟΥΝΤΕΣ ΜΑΤΘΑΙΟΣ. Η αντοχή των υλικών. Ποιήματα. Β' έκδοση. Νεοελληνική Ποίηση, αριθ. 15.
ΤΙ-
ΠΥΡΠΑΣΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ. Πειραιώτικα. Ποιήματα. Πειραιάς, 1983. Σελ. 46. Δρχ. 150. ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ ΗΛΙΑΣ. Εσπερινός απόλογος. Αθή να, 1983. Σελ. 71. Δρχ. 150. ΣΤΕΡΙΑΔΗΣ ΒΑΣΙΛΗΣ. Το χαμένο κολιέ. Αθήνα, Κέδρος, 1983. Σελ. 52. Δρχ. 150. MASTROIANNI FELICE. Poesie. Atene, Delphica Tetradia, 1983. P. 285. Drs. 300. BLAKE WILLIAM. Ποιήματα. Μετ. Ανδρέας Αγγελάκης. Αθήνα. Καστανιώτης. 1983. Σελ. 75. Δρχ. 200.
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ ΑΓΓΕΛΟΥ ΕΛΛΗ και ΓΙΑΝΝΗΣ. Των Χριστουγέν νων. Διηγήματα απ’ όλο τον κόσμο. Αθήνα, Εστία, 1983. Σελ. 180. Δρχ. 280. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟΣ ΜΗΤΣΟΣ. Φύλλα-φτερά. Διηγήματα. Αθήνα, Πολύτυπο, 1983. Σελ. 269. ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΚΩΣΤΑΣ. Η γενιά των αιχμα λώτων. Μυθιστόρημα. Αθήνα, Καστανιώτης, 1983. Σελ. 198. Δρχ. 400. ΒΛΑΣΤΟΣ ΠΕΤΡΟΣ. Στον ίσκιο της συκιάς. Αθήνα, Επικαιρότητα, 1983. Σελ. 117. Δρχ. 250. ΒΟΓΙΑΤΖΟΓΛΟΥ ΣΤΕΛΛΑ. Σκόνη κόλλησε στ’ αφτιά μας. Αθήνα, Νέα Σύνορα, 1983. Σελ. 269. Δρχ. 480. ΔΕΛΤΑ Π. Σ. Το γκρέμισμα. Ιστορικό μυθιστόρημα. Αρχείο της Π. Σ. Δέλτα, Τόμος Ε \ Αθήνα, Ερμής, 1983. Σελ. 296. Δρχ. 500. ΕΥΘΥΜΙΑΔΗ ΝΕΝΗ. Αθόρυβες μέρες. Πεζογραφία. Αθήνα, Εστία, 1983. Σελ. 255. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ. Τα παιδιά των πελαργών. Μυθιστόρημα. Αθήνα, Επικαιρότητα, 1983. Σελ. 213. Δρχ. 300. ΚΑΚΙΣΗΣ ΣΩΤΗΡΗΣ. Τρόμος στο κολλέγιο. Αθήνα, Καστανιώτης, 1983. Σελ. 170. Δρχ. 200. ΚΑΡΑΣΤΑΘΗΣ ΚΩΣΤΑΣ Β. Λύση ανάγκης. Διηγή ματα. Αθήνα, Φιλιππότης, 1983. Σελ. 94. Δρχ. 200. ΚΑΤΣΙΡΕΛΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Κ. Στάση Μαυρομά τη. Β ' έκδοση. Αθήνα, Δωρικός, 1983. Σελ. 117. Δρχ. 250.
74/δελτιο ΚΟΝΔΥΛΑΚΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Η πρώτη αγάπη. Νεοελ ληνικά Κείμενα, αριθ. 1. Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 1983. Σελ. 134.. Δρχ. 250.
ΜΑΙΣΤΡ ΞΑΒΙΕ ΝΤΕ. Ταξίδι στο δωμάτιό μου. Μετ. Βούλα Λούβρου. Αθήνα, Εκκρεμές, 1983. Σελ. 122. Δρχ. 200.
ΛΟΡΕΝΤΖΑΤΟΣ ΖΗΣΙΜΟΣ. Στου τιμονιού το αυλά κι. Αθήνα, Δόμος, 1983. Σελ. 156.
ΜΑΚΛΑΙΗΝ ΣΙΡΛΕΫ. Δίψα για ζωή. Μετ. Μανίνα Ζουμπουλάκη. Αθήνα, Κάκτος, 1983. Σελ. 287. Δρχ. 400.
ΜΑΥΡΟΥΔΗΣ ΚΩΣΤΑΣ. Με εισιτήριο επιστροφής. Πεζογραφία. Αθήνα, Εστία, 1983. Σελ. 121. ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ ΚΩΣΤΟΥΛΑ. Η μεγέθυνση. Διη γήματα. Αθήνα, Κέδρος, 1983. Σελ. 144. Δρχ. 300. ΜΠΑΛΜΠΟΥΖΗ Ζ. Ε. Υπαίθρια λύχνα. Λάρισα. Σελ. 109. Δρχ. 300. ΠΟΛΥΛΑΣ ΙΑΚΩΒΟΣ. Τα τρία φλωριά. Νεοελληνι κά Κείμενα, αριθ. 3. Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 1983. Σελ. 124. Δρχ. 250. ΡΟΔΟΠΟΥΛΟΥ-ΡΟΖΟΥ ΣΟΥΛΑ. Τα σαράντα κό σκινα. Ιστορικό μυθιστόρημα. Αθήνα, Δρυμός, 1984. Σελ. 127. Δρχ. 200. ΡΩΝΤΑ ΝΤΕΝΙΖ. Τα παραμύθια της μοίρας. Ρώντα. Σελ. 224.
ΜΑΛΑΜΟΥΝΤ ΜΠΕΡΝΑΡΝΤ. Η τελευταία χάρη. Μετ. Γιάννης Κωστόπουλος. Αθήνα, Ψυχογιός, 1983. Σελ. 186. Δρχ. 300. MAN ΤΟΜΑΣ. Ο Μάριο και ο μάγος. Μετ. Σταύρος Αντωνίου. Σύγχρονη Λογοτεχνία. Αθήνα, Υάκινθος, 1983. Σελ. 65. Δρχ. 130. ΜΙΧΑΪΛΟΦ ΠΑΒΕΛ. Προσγείωση 'στις φωτιές. Διη γήματα. Μετ. Γεράσιμος Μπεβεράτος. Αθήνα, Σύγ χρονη Εποχή, 1983. Σελ. 134. Δρχ. 280. ΜΠΑΚ ΠΕΡΑ. Ο νέος χρόνος. Μετ. Τάσος Θεοδωρίδης. Τα Άγνωστα Νόμπελ της Λογοτεχνίας, αριθ. 8. Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής. Σελ. 272. Δρχ. 350.
Αθήνα,
ΜΠΑΡΟΟΥΖ ΟΥΙΛΙΑΜ. Λιθόστρωτοι κήποι. Μετ. Νίκος Μπαλής. Αθήνα, Απόπειρα, 1983. Σελ. 61. Δρχ. 140.
ΣΑΡΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ ΘΟΔΩΡΟΣ. 300 τρόποι θανά του. Σύγχρονη Ελληνική Λογοτεχνία. Αθήνα, Υάκιν θος, 1983. Σελ. 129. Δρχ. 220.
ΜΠΕΚΕΤ ΣΑΜΟΥΕΛ. Συριγμοί. Μετ. ' Θανάσης Γεωργιάδης. Τα Άγνωστα Νόμπελ της Λογοτεχνίας, αριθ. 6. Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής. Σελ. 82. Δρχ. 250.
ΣΑΒΒΙΔΗΣ ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ. Η χαμένη. Οδυσσέας, 1983. Σελ. 102. Δρχ. 170.
ΣΟΥΡΟΥΝΗΣ ΑΝΤΩΝΗΣ. Οι συμπαίχτες. Δ ' έκδο ση. Αθήνα, Νέα Σύνορα, 1983. Σελ. 148. Δρχ. 280. ΣΟΥΡΟΥΝΗΣ ΑΝΤΩΝΗΣ. Τα τύμπανα της κοιλιάς και του πολέμου. Αθήνα, Νέα Σύνορα, 1983. Σελ. 110. Δρχ. 280. ΤΑΤΣΟΠΟΥΛΟΣ ΠΕΤΡΟΣ. Οι ανήλικοι. Β' έκδοση. Σύγχρονη Ελληνική Λογοτεχνία. Αθήνα, Υάκινθος, 1983. Σελ. 151. Δρχ. 230. «...της Ελλάδος φρουρός...». Μεταπολεμικά αφηγήμα τα του στρατού και της θητείας. Λογοτεχνία. Θεσσα λονίκη, Επιλογή. Σελ. 159. Δρχ. 330. ΤΣΑΚΙΡΗΣ ΣΤΑΥΡΟΣ. Αγιασθήτω το όνομά σου λοι πόν. Αθήνα, Επικαιρότητα, 1983. Σελ. 95. Δρχ. 200. ΧΡΥΣΟΒΙΤΣΑΝΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ. Η συνέχεια στο επόμε νο. Σύγχρονη Ελληνική Λογοτεχνία. Αθήνα, Υάκιν θος, 1983. Σελ. 112. Δρχ. 200. ΓΚΟΛΟΝ ΣΕΡΖΑΝ. Αγγελική. Η Μαρκησία των Αγ γέλων. Βιβλίο Α'. Μετ. Ξ. Χατζηγρηγόρη. Αθήνα, Ερμείας, 1983. Σελ. 163. Δρχ. 160. ΓΚΡΗΝ ΓΚΡΑΧΑΜ. Μονσινιόρ Κιχότης. Μετ. Γιάν νης Κωστόπουλος. Αθήνα, Ψυχογιός, 1983. Σελ. 208. Δρχ. 300. ΖΙΝΤ ΑΝΤΡΕ. Θησέας. Μετ. Δάφνη Πετρίδου. Τα Άγνωστα Νόμπελ της Λογοτεχνίας, αριθ. 7. Θεσσαλο νίκη, Παρατηρητής, 1983. Σελ. 84. Δρχ. 250. CARROLL LEWIS. Οι περιπέτειες της Αλίκης στη χώρα των θαυμάτων. Μετ. Μένης Κουμανταρέας. Αθήνα, Ερμείας, 1983. Σελ. 202. Δρχ. 400. ΛΟΤΜΑΝ ΕΪΛΗΝ. Δυναστεία. Μετ. Μανίνα Ζουμπουλάκη. Αθήνα, Κάκτος, 1984. Σελ. 280. Δρχ. 300.
ΒΙΒΟ ΡΑΟΥΛ ΒΑΛΝΤΕΣ. Ο Λουίς και ο Τζον στο Μοραθάν. Μετ. Μαρία Χατζηγιάννη. Αθήνα, Σύγχρο νη Εποχή, 1983. Σελ. 141. Δρχ. 180. ΝΤΑΡΙΟ ΡΟΥΜΠΕΝ. Φανταστικά διηγήματα. Μετ. Αγγελική Βασιλάκου - Βασίλης Λαλιώτης. Συλλογή, αριθ. 4. Αθήνα, Ερατώ, 1983. Σελ. 126. Δρχ. 200. DOYLE ARTHUR CONAN SIR. Σέρλοκ Χολμς. To σήμα των τεσσάρων. Μετ. Ά ννα Αντωνίου. Αθήνα, Ά γρα, 1983. Σελ. 217. Δρχ. 350. ΣΟΥΑΖΥ ΜΑΡΙΖ. Έ να μνήμα με τα κορίτσια. Β' έκ δοση. Μετ. Θάνος Βρυσούλας. Συλλογή, αριθ. 3. Αθή να, Ερατώ, 1983. Σελ. 204. Δρχ. 300. ΧΑΝΤΚΕ ΠΕΤΕΡ. Η αγωνία του τερματοφύλακα τή στιγμή του πέναλτι. Αφήγημα. Μετ. Αλέξανδρος Ίσαρης. Αθήνα, Εκκρεμές, 1983. Σελ. 160. Δρχ. 250. ΧΑΞΛΕΫ ΑΛΝΤΟΥΣ. Μετά από πολλά καλοκαίρια. Μετ. Ελένη Μαύρου. Αθήνα, Νεφέλη, 1983. Σελ. 334. Δρχ. 450. ΧΑΡΝΤΥ ΤΟΜΑΣ. Η Τες των ντ’ Υρμπερβίλ. Μετ. Σπάρτη Γεροδήμου. Τόμοι Α ' + Β'. Αθήνα, Ερμείας, 1983. Σελ. 315 + 216. Δρχ. 600 + 400. HATANO ISOKO και ICHIRO. Το παιδί της Χιροσί μα. Μετ. Γιάννης Γ. Θωμόπουλος. Αθήνα, Μίνωας. Σελ. 177. Δρχ. 320. ΧΙΚΜΕΤ NAZIM. Το ερωτευμένο σύννεφο. Μετ. Έ ρα Σαββαίδου. Αθήνα, Ύψιλον/Βιβλία, 1983. Σελ. 126. Δρχ. 250. ΨΑΡΑΥΤΗ ΛΙΤΣΑ. Στα βήματα του σαμοθηρίου. Νεανική Βιβλιοθήκη, αριθ. 26. Αθήνα, Καστανιώτης, 1983. Σελ. 171. Δρχ. 300.
δελτιο/75
ΒΙΟΓΡΑΦΙΕΣ ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ. Αυτοβιογραφία. Μετ. Πόπη Θεοδωράτου. Αθήνα, Γνώση, 1983. Σελ. 199. Δρχ. 300.
Μ ΕΛΕΤΕΣ
ΝΤΥΚΑΣ ΙΖΙΝΤΟΡ. Ποιήματα I, II. Μετ. Γιάννης Δ. Ιωαννίδης. Αθήνα, Ύψιλον/Βιβλία, 1983. Σελ. 123. Δρχ. 200. ORWELL GEORGE. Ο Τολστόη, ο Βασιλιάς Ληρ και ο τρελός. Μετ. Νίνα Μπάρτη. Αθήνα, Γνώση, 1983. Σελ. 53. Δρχ. 180.
ΘΕΑΤΡΟ
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟΣ ΜΗΤΣΟΣ. Μια συνάντηση. Σεφέρης-Μακρυγιάννης. Αθήνα, Πολύτυπο, 1983. Σελ. 149.
ΕΡΓΑ
ΚΟΠΙΔΑΚΗΣ Μ. Ζ. «Αριάδνη», μια σπουδή στον ερωτικό Σεφέρη. Επιμ. Ά ντεια Φραντζή. Νεοελληνι κές Ψηφίδες, αριθ. 3. Αθήνα, Πολύτυπο, 1983. Σελ. 53. Δρχ. 120.
Αισχύλου. Επτά επί Θήβας. Μετ. Γιάννης Τσαρούχης. Αθήνα, Κέδρος, 1983. Σελ. 64. Δρχ. 250.
ΛΑΔΙΑ ΕΛΕΝΗ. Ποιητές και Αρχαία Ελλάδα (Σικελιανός-Σεφέρης-Παπαδίτσας). Αθήνα, Οι Εκδόσεις των Φίλων, 1983. Σελ. 157. Δρχ. 250. ΜΑΚΡΗΣ ΝΙΚΟΣ. Μεταφυσική του πνεύματος της παιδικότητας. Αθήνα, Δωδώνη, 1983. Σελ. 222. Δρχ. 400.
ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ Θ. Θεατρικά μονόπρα κτα. Οι δύο φάκες. Οι σύντροφοι. Αθήνα, 1983. Σελ. 76. Δρχ. 150.
ΙΣΤΟΡΙΑ
ΜΟΤΣΙΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Δομική ανάλυση ποιητικών κειμένων. Αθήνα, 1983. Σελ. 122. ΝΤΕΛΟΠΟΥΛΟΣ ΚΥΡ. - ΚΑΪΡΗ ΜΑΡΙΑ Μ. Καβάφη γεωγραφικά. Αθήνα, Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο, 1983. Σελ. 87.
ΓΕΝΙΚΑ
Ξενάγηση στη Μαρία Π. -Ράλλη. Τόμος Β'. Αθήνα. Ζελ. 231. Δρχ. 350.
FONTBRUNE JEAN-CHARLES DE. Νοστράδαμος ο ιστορικός και προφήτης. Μετ. Δημήτρης Δαλιάνης. Μικρή Βιβλιοθήκη / Ιστορικά Θέματα, αριθ. 6. Αθήνα, Νέα Σύνορα, 1983. Σελ. 191. Δρχ. 250.
ΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ I. Μ. Τα πρόσωπα και τα κείμενα. Τόμος Ε ': Ο λυρικός λόγος. Β' έκδοση. Αθή να, Οι Εκδόσεις των Φίλων, 1983. Σελ. 102. Δρχ. 300. ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΔΗΜ. Κ. Κριτική του βι βλίου. Σειρά Γ'. Αθήνα, 1983. Σελ. 254. Δρχ. 400. ΠΛΑΤΗΣ Ε. Ν. Κριτικοί προβληματισμοί. Τόμος Α ': Πεζογραφήματα. Αθήνα, Οι Εκδόσεις των Φίλων, 1983. Σελ. 138. Δρχ. 220. ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ ΧΑΡΗΣ. Η παιδική λογοτεχνία στην Αντίσταση. Πρώτο σχεδίασμα. Αθήνα, Σύγχρονη Επο χή, 1983. Σελ. 96. Δρχ. 150. ΤΕΡΖΑΚΗΣ ΑΓΓΕΛΟΣ. Έ νας μεταβαλλόμενος κό σμος. Δοκίμια. Δοκίμια Ζ '. Αθήνα, Οι Εκδόσεις των Φίλων, 1983. Σελ. 283. Δρχ. 400. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΟΣ AIM. Ειδωλολάτρες και ειδωλομάχοι. Κριτικά κείμενα. Έ ργα, Θ '. Αθήνα, Οι Εκδόσεις των Φίλων, 1983. Σελ. 200. Δρχ. 300. ΕΛΙΟΤ Τ. Σ. Δοκίμια για την ποίηση και την κριτική. (1919-1961 - επιλογή). Μετ. Στέφανος Μπεκατώρος. Σελ. 355. Δρχ. 850. Κάφκα. Εκατό χρόνια από τη γέννησή του. Κείμενα της Μεθορίου, αριθ. 8. Αθήνα, Ευθύνη, 1983. Σελ. 214. Δρχ. 350.
ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΑΔΕΛΦΟΤΗΣ ΜΙΚΡΟΧΩΡΙΤΩΝ «Η ΜΕΤΑΜΟΡ ΦΩΣΗ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ». Μνήμη και χρέος. Αθήνα, 1983. Σελ. 223. Δρχ. 500. ΔΟΥΑΤΖΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ Κ. Εθνική Αντίσταση. Ημε ρολόγιο καπετάν Ό θρυ. Μαρτυρίες αγωνιστών. Τόμοι A + Β'. Αθήνα, Αιχμή, 1983. Σελ. 1278. Δρχ. 1400 (οι δύο τόμοι). ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ ΣΠΥΡΟΣ. Πεθαίνοντας στην Κύ προ. Αθήνα, Επιφανίου, 1984. Σελ. 265. Δρχ. 600. ΠΑΡΑΣΧΟΣ ΚΩΣΤΑΣ. Η απελευθέρωση. Αθήνα, Ερμής, 1983. Σελ. 127. Δρχ. 350.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΕΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ. Λόρδος Βύ
76/δελτιο
ρων. Η ζωή και το έργο του. Αθήνα, Γιαλλελής, 1983. Σελ. 315. Δρχ. 800. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ. Ναπολέων Βοναπάρτης. Αθήνα, Γιαλλελής, 1983. Σελ. 182. Δρχ. 400.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
ΑΛΛΕΣ ΧΩΡΕΣ ΜΑΛΑΜΑΣ ΛΑΜΠΡΟΣ. Τουριστική Βουλγαρία. Γιάννινα, Ελεύθερο Πνεύμα. Σελ. 352. Δρχ. 500. ΦΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΣ ΙΠΠΟΚΡΑΤΗΣ. Στην Αυστρα-ι λία. Η χώρα. Το ταξίδι μου. Αθήνα, 1983. Σελ. 73. Δρχ. 200.
ΔΗΜΟΣ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ. Έκθεσις της Κεντρικής Επι τροπής Διαπιστώσεως Ωμοτήτων εν Κρήτη. Ηράκλειο, 1983. Σελ. 107.
ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ
ΘΩΜΑΣ ΓΙΩΡΓΟΣ. Ο πηλιορίτης οπλαρχηγός Γιώργης Ζορμπάς. (1788-1856). Βόλος, 1983. Σελ. 386. Δρχ. 800.
ΑΓΩΝΙΣΤΗΣ. Δεκαπενθήμερη έκδοση της νεολαίας ΠΑ.ΣΟ.Κ. Φύλλο 175. Δρχ. 30.
ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Το, βυζαντινό κράτος. Κρατική οργάνωση, κοινωνική δομή. Αθήνα, Ερμής, 1983. Σελ. 228. Δρχ. 400. ΛΑΖΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ Δ. Έλληνες στα λαϊκά απελευθε ρωτικά κινήματα. Αθήνα, Αλεβιζόπουλος, 1983. Σελ. 293. Δρχ. 400. ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Δ. Η μυστική συνέλευσις της Βοστίτσας. (26-30 Ιανουάριου 1821). Αθήναι, 1983. Σελ. 335. Δρχ. 600. ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ ΙΩΑΝΝΗΣ Γ. Ιστορικές στιγμές. Τόμος Γ'. Λάρισα, 1983. Σελ. 133. Δρχ. 300. ANDREWES ANTONY. Αρχαία ελληνική κοινωνία. Μετ. Ανδρέας Παναγόπουλος. Αθήνα, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1983. Σελ. 420. Δρχ. 500. ΜΠΟΝΑΡ ΑΝΤΡΕ. Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός. Τόμοι A ' + Β' + Γ'. Μετ. Δημήτρης Θιβιδόπουλος. Αθήνα, Θεμέλιο, 1983. Σελ. 250 + 327 + 390. Δρχ. 400 + 500 + 600.
ΑΝΤΙ. Δεκαπενθήμερη πολιτική επιθεώρηση. Τεύχη 249, 250, 251. Δρχ. 50. ΒΑΛΚΑΝΙΚΑ ΣΥΜΜΕΙΚΤΑ. Τεύχος 2. ΓΡΑΦΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ. Τεύχη 21-22-23-24. ΓΥΝΑΙΚΑ. Το περιοδικό της ελληνικής οικογένειας. Τεύχος 884. Δρχ. 80. ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΟΣ ΠΟΛΙΤΗΣ. Τεύχος 5. Δρχ. 80. ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ. Έκδοση λόγου και τέχνης. Τεύχος 3. Δρχ. 120. ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ. Φύλλο 52. Δρχ. 1.50. ΔΙΑΒΑΖΩ. Δεκαπενθήμερη επιθεώρηση του βιβλίου. Τεύχος 84. Δρχ. 100. ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ. Τεύχος 5. Δρχ. 400. ΔΩΜΑ. Περιοδική έκδοση για τις τέχνες του λόγου. Τεύχος 2. ΕΘΝΟΓΡΑΦΙΚΑ. Ίδρυμα. Τόμος 3.
ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ. Η Γαλλική Επανάσταση. Αθήνα, Γιαλλελής, 1983. Σελ. 389. Δρχ. 800. ΜΑΤΙΕ ΑΜΠΕΡ. Ιστορία της Γαλλικής Επανάστασης. Τόμοι Α ' + Β ' + Γ'. Μετ. Κ. Μεραναίος. Αθήνα, Γκοβόστης. Σελ. 165 + 175 + 186.
ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ-ΤΑΞΙΔΙΑ
Πελοποννησιακό
Λαογραφικό
ΕΠΟΠΤΕΙΑ. Τεύχος 86. Δρχ. 250. ΕΚΚΥΚΛΗΜΑ. Τρίμηνη επιθεώρηση για το θέατρο. Τεύχος 1. Δρχ. 200. ΕΚΦΡΑΣΙΣ. Φύλλο 36. Δρχ. 20. ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ. Τεύχος 34. Δρχ. 70. ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗ. Ιστορία-κοινωνιολογία-λογοτεχνία. Τεύχος 1. Δρχ. 200. ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΣΚΕΨΗ. Τεύχη 14, 15. Δρχ. 150. ΕΥΘΥΝΗ. Φυλλάδιο νεοελληνικού προβληματισμού Τεύχος 144. Δρχ. 200. Η ΛΕΞΗ. Ελληνική και ξένη λογοτεχνία. Τεύχος 2930. Δρχ. 200.
ΕΛΛΑΔΑ
ΜΑΖΙ - TOGETHER. Τεύχος 14. Δρχ. 25. Η ΜΑΧΗ. Φύλλο 72. Δρχ. 20.
Ζάκυνθος ’83. Σελ. 145. Δρχ. 450.
ΜΟΥΣΙΚΗΣ... ΠΡΑΞΗ. Περιοδική έκδοση. Άνοιξη ’83. Δρχ. 100.
δελτιο/77 14 Δεκεμβρίου27 Δεκεμβρίου 1983
κριτικογραφία
Επιμέλεια: Μαρία Τρουπάκη
Στην Κριτικογραφία περιλαμβάνονται όλες οι επώνυμες βιβλιοκριτικές που δημοσιεύονται στον ημερήσιο αθηναϊ κό τύπο. Περιλαμβάνονται, επίσης, και κριτικές δημοσιευμένες στον περιοδικό και επαρχιακό τύπο, όσες φυσικά φροντίζουν να μας στέλνουν οι συντάκτες τους. Για κάθε βιβλίο σημειώνονται, μέσα σε παρένθεση: το όνομα του κριτικού και ο τίτλος του εντύπου (βλ. Υπόμνημα), καθώς και η ημέρα δημοσίευσης της κριτικής, αν πρόκειται για εφημερίδα, ή ο αριθμός έκδοσης, αν πρόκειται για περιοδικό έντυπο.
Υ π όμ νη μ α ΚΡΙΤΙΚΟΙ ΑΑ: Α. Αργυρίου ΑΘ: Π. Αθηναίος ΑΠ: Α. Παπαδάκη ΑΦ: Α. Φουριώτης BA: Β. Αγγελοπούλου ΒΠ: Βάιος Παγκουρέλης ΓΜ: Γ. Ματζουράνης ΔΚ: Δ. Κονιδάρης ΓΠ: Γ. Παναγιώτου ΔΓ: Δ. Γιάκος ΔΖ: Δ. Ζαδές ΔΠ: Δ. Παπακωνσταντίνου ΔΣ: Δ. Σιατόπουλος ΕΑ: Ε. Αρανίτσης ΕΖ: Ε. Ζωγράφου ΕΠ: Ε. Παμπούκη ΕΡ: Έ Ρόζος EM: Ε. Μόσχος ZB: Ζ. Βαλάση ΘΠ: Θ. Μ. Πολίτης ΚΑ: Κ. Ανδρόνικός ΚΔ: Κ. θ . Δημαράς ΚΕ: Κ. Εμονίδης ΚΛ: Κ. Λάμψα ΚΝ: Κ. Ντελόπουλος ΚΡ: Κ. Ρούφου ΚΣ: Κ. Σταματίου ΚΤ: Κ. Τσαούσης ΚΧ: Κ. Χρυσάνθης ΜΠ: Μ. Παπαδοπούλου ΝΜ: Ν. Μπούτβας ΝΠ: Ν. Παπανδρέου ΟΠ: Ο Παρατηρητής ΠΑ: Α. Παπανδρόπουλος
ΠΛ: Π. Λινάρδος-Ρυλμόν ΠΜ: Π. Μηλιώρη ΠΠ: Π. Παγκράτης ΣΔ: Σ. Δρακοπούλου ΣΤ: Δ. Σταμέλος ΤΘ: Τ. Θεοδωρόπουλος ΤΛ: Τ. Λειβαδίτης ΤΜ: Τ. Μενδράκος ΤΡ: Κ. Τρίγκου ΤΣ: Σ. Τσακνιάς ΦΤ: Φ. Τριάρχης XX: X. Χειμώνας ΕΝΤΥΠΑ ΑΗ: Απογευματινή ΑΚ: Ακρόπολις ΑΝ: Αντί ΑΠ: Απανεμιά ΑΥ: Αυγή ΒΟ: Βορειοελλαδικά ΒΡ: Η Βραδυνή Π : Γιατί ΓΤ: Γράμματα και Τέχνες ΔΓ: Διαγώνιος ΔΙ: Διαβάζω ΔΑ: Διάλογος ΔΠ: Δεκαπενθήμερος Πολίτης ΕΒ: Εμείς και το Βιβλίο Ε θ : Έθνος ΕΛ: Ελευθεροτυπία ΕΚ: Ελικώνας ΕΟ: Εποπτεία ΕΠ: Επίκαιρα ΕΣ: Ελεύθερος (Στερ. Ελλ.)
ΕΨ: Επιστημονική Σκέψη ΕΩ: Ελεύθερη 'Ωρα ΗΜ: Ημερήσια ΗΧ: Ήχος και Hi-Fi ΘΟ: Θούριος ΚΑ: Καθημερινή ΚΛ: Κυπριακός Λόγος CO: Cosmopolitan ΛΕ: Η Λέξη ΜΕ: Μεσημβρινή ΝΕ: Τα Νέα ΝΣ: Νέα Εστία ΟΙ: Οικολογία και Περιβάλλον . ΟΠ: Οδός Πανός ΟΤ: Οικονομικός Ταχυδρόμος ΠΑ: Πάνθεσν ΠΘ: Πολιτικά Θέματα ΠΚ: Πνευματική Κύπρος ΠΟ: Πολίτης ΠΡ: Πόρφυρας ΡΙ: Ριζοσπάστης ΣΕ: Σύγχρονη Εκπαίδευση ΣΘ: Σύγχρονα Θέματα ΣΚ: Σκιάθος ΣΛ: Συλλεκτικός Κόσμος ΣΠ: Σπουδές ΣΣ: Σύγχρονη Σκέψη ΣΥ: Συμβολή ΤΑ: Ταχυδρόμος ΤΕ: Τριφυλιακή Εστία ΤΟ: Τομές ΤΤ: Τετράγωνο ΦΣ: Φιλολογική Στέγη ΧΑ: Χάρτης ΧΡ: Η Χριστιανική
Γενικά έργα
θρησκεία
Διδασκάλου I.: Η πρώτη εγκυκλοπαίδεια της Θεσσαλονίκης και ο γενικός διευθυντής της λογοτέχνης και κριτικός Τάκης Π. Γκοσιόπουλος (ΦΤ, ΒΟ, 22-23) Μηναίδης Σ.: Βιβλιογραφία συνταγματικού δικαίου (Α.Δ.Π ., ΟΤ, 15/12) Ντελόπουλος Κ.: Νίκος Καββαδίας, βιβλιογραφία 1928-1982 (ΒΠ, ΔΙ, 83) Χαλκιοπούλου Μ.: Βιβλιογραφία νεοελληνικών ποιητικών ανθολογιών (Ν. Κάμπος, Ομπρέλα, 11)
Παρασκευαίδης X.: Ιστορική και κανονική θεώρησις του παλαιοημερολσγητικού ζητήματος κατά τε την γένεσιν και την εξέλιξιν αυτού εν Ελλάδι (Γ. Παπαθανασόπουλος, ΕΟ, 85)
Φιλοσοφία Κελεσίδου-Γαλανού Α.: Η έννοια της σωτηρίας στην πλατωνι κή πολιτική φιλοσοφία (Γ. Μιχαηλίδης-Νουάρος, Φι λοσοφία, 12) Μεραναίος Κ.: Η γέννηση της φιλοσοφίας (Α. ΚελεσίδουΓαλανού, Φιλοσοφία, 12)
Κοινωνιολογία Τσαούσης Δ. Γ.: Η κοινωνία του ανθρώπου (ΒΠ, ΔΙ, 83) Ντάγκλαε Ν. - Σπίνκερ Π.: Σεξουαλικά μυστικά (ΓΜ. ΑΥ, 25/ 12) Σβάρτσερ Α.: Η μικρή διαφορά και οι μεγάλες της συνέπειες (Μ. Μιστριώτη, Ομπρέλα, 11)
Πολιτική Στεφανάκης Γ.: Η γλώσσα της αλλαγής (Θ. Κανελλόπουλος, ΚΑ, 15/12)
78/δελτιο Δίκαιο Μιχαηλίδης-Νουάρος Γ.: Ζωντανό δίκαιο και φυσικό δίκαιο (Γ. Βλάχος, Φιλοσοφία, 12)
Σημειολογία Eco U.: Η σημειολογία στην καθημερινή ζωή (ΚΣ, ΝΕ, 17/12) Μάρκους Σ.: Σημεία για τα σημεία (ΚΣ, ΝΕ, 17/12) Μπαρτ Ρ.: Η επικράτεια των σημείων (ΚΣ, ΝΕ, 17/12)
θετικές και εφαρμοσμένες επιστήμες Ηλεκτρονική επανάσταση (ΑΘ, ΕΩ, 11/12) Μπερνάρ Ζ.: Ο άνθρωπος αλλάζει τον άνθρωπο (ΓΜ, ΑΥ, 25/ 12)
Τέχνες Βεντούρας Π.: Το ηχείο της νύχτας (Γ. Κυριακόπουλος, Ήχος και Hi-Fi, 128) Γκιόκας Π.: Ο Καραγκιόζης στη χώρα των θαυμάτων (ΚΤ, ΕΘ, 25/12) Θεόδωρος Πανταλέων (ΚΤ, ΕΘ, 14/12), Ιωάννου Γ.: Ο Ευρωπαίος (ΑΘ, ΗΜ, 16/12), (ΚΤ,ΕΘ, 25/12) Καλαμάρας Α.: Μην πατάτε το πράσινο (ΚΤ, ΕΘ, 25/12) ΚΥΡ: Καστρί. Ενταύθα (ΚΤ, ΕΘ, 25/12) Μαυρομμάτης Ε.: Η χαρακτική και η ζωγραφική του Δημήτρη Γαλάνη 1879-1966 (Α. Καλογεροπούλου, ΚΑ, 15/12) Παπαδάκης Μ.: Ελένη Παπαδάκη (Μ. Καραβία, ΚΑ, 22/12) Παπανδρέου Ν.: Ο Ίψεν στην Ελλάδα (Ν. Γ. Δαββέτας, Εκ κύκλημα, 1) Σούμας Θ.: Κινηματογράφος και σεξουαλικότητα (Α. Τσαγκαρουσιάνος, ΑΥ, 21/12) Σταμέλος Δ.: Η νεοελληνική λαϊκή τέχνη (ΦΤ, ΒΟ, 22-23) Κολέσοφ Λ.: Η τέχνη του κινηματογράφου (ΓΜ, ΑΥ, 25/12) Λιουίς Μπονιουέλ (ΓΜ, ΑΥ, 25/12) Σιούτκεβιτς Σ.: Μοντέλα πολιτικού κινηματογράφου (ΓΜ, ΑΥ, 25/12) Χίλτον Τ.: Πικάσο (Τ. Σπητέρης, ΔΙ, 83) Χίτσκοκ (ΚΤ, ΕΘ, 14/12)
Γλώσσα Μαρωνίτης Δ. Ν.: Χωρίς ανεμόσκαλα (Μ. Δήτσα, ΔΠ, 4) Γιάκομπσον Ρ.: Τα μεγάλα ρεύματα της γλωσσολογίας (ΚΣ, ΝΕ, 17/12)
Ποίηση Ανδρουλάκη Η.: Παραμυθόνειρο (ΦΤ, ΒΟ, 22-23) Αντωνιάδης Λ.: Ημερομηνίες (Ν. Γεωργιάδης, Νέα Εποχή, 160-161) Αντωνιάδου Σ.: Πρώτη φορά (ΦΤ, ΒΟ, 22-23) Βλαχοδημήτρης Θ.: Ανθρώπινο μέγεθος (ΔΖ, ΤΕ, 54) Βουρλάκος Γ.: Ερωτικά (Ρ. Δώρου, Δρόμος, 3) Γιαννόπουλος Τ.: Επάνοδος (Π. Κυριαζής, Φύση και Ζωή, 52) Γκιμοσούλης Κ.: Ο ξυλοκόπος πυρετός (Ν. Κάμπος, Ομπρέλα, Ή) Γρηγοριάδης Γ.: Το μαβροκίτρινο αρνί (Κ. Τερζής, Ήχος και Hi-Fi, 128) Δάγλας Γ.: Η μέρα των φωταγωγών (Ρ. Δώρου, Δρόμος, 3) Δημητριάδης Δ.: Χωρίς σύνορα (ΦΤ, ΒΟ, 22-23) Καβάφης Κ. Π.: Τα αποκηρυγμένα (ΚΣ, ΝΕ, 24/12) Κακίσης Σ.: Σάηλεντ γούμαν (Σ. Τσαγκαρουσιάνος, ΑΥ, 21/ 12) Κακλαμανάκη Ρ.: Ποιήματα 1967-1977 (Ν. Κάμπος, Ομπρέλα, 11), (Μ, Γ. Μερακλής, ΔΙ, 83) Καλλιαντά-Γαλλιού Μ.: Αντιθέσεις (ΦΤ, ΒΟ, 22-23) Καλογερόπουλος Ν. Α.: Στροφές και αντιστροφές (ΔΣ, ΒΡ, 20/12)
Καραμολέγκου Δ.: Κίνηση στο αδιέξοδο (Ρ. Δώρου, Δρόμοο 3 Καρασούλη-Γεωργίου Μ.: Φεγγαρόφωτοι δρόμοι (ΦΤ, ΒΟ 22-23 Κατσιγιάννης X.: Μπουκάλια στη θάλασσα (ΦΤ, ΒΟ, 22-23) Κιντζονίδης Α.: Ανταύγειες μέσα στο σύθαμπο (ΦΤ, ΒΟ, 22 23 Κοντός Γ.: Το χρονόμετρο (Κ. Αυγερινός, Δρόμος, 3) Κουτσιμπέλας Β.: Πίνακες σε γαλάζιο χρώμα (Ν. I. Μπούσου λας, ΒΟ, 22-23 Κυπριάδου Α.: Νυχτοπερπατήματα (ΔΖ, ΤΕ, 54) Λάγκε Ε.: D.N.A. (Γ. Καραβίδας, Δρόμος, 4) Λαδάς X.: Προσφορές (ΦΤ, ΒΟ, 22-23) Λαμπρέλης Δ.: Έσοπτρος (Δ. Κονιδάρης, ΠΡ, 20) Λασκαρίδης Λ.: Παλιοί και σύγχρονοι ρυθμοί (ΦΤ, ΒΟ, 22 23 Λιδωρίκης Α.: Κραυγή σε 24 τόνους (ΑΘ, ΗΜ, 16/12) Ματθαίου Η.: Ανθολογία ισπανικής ποίησης (Μ. Αποστολά τος, Ομπρέλα, 11), (ΒΠ, ΔΙ, 83 Μαυρίδου Ε.: Παλμοί του γένους (ΦΤ, ΒΟ, 22-23) Μουρκάκου Ε.: Το τραγούδι της ξενιτειάς (ΦΤ, ΒΟ, 22-23) Μπελεγρής Κ.: Μονσέρτο για σκοποβολή (Σ. Κατσίκας, Δρό μος, 3 Νατσούλης Τ.: Αναδρομές (ΦΤ, ΒΟ, 22-23) Νικολαίδης I. Α.: Διαβάσεις στην άσφαλτο (ΦΤ, ΒΟ, 22-23) Ντάλιας X.: Το άλλο τετράδιο (Δ. Κονιδάρης, ΠΡ, 20) Παναγιωτούνης Π.: Φωταγωγημένο Αιγαίο (ΦΤ, ΒΟ, 22-23) Παπαγιάννης Β.: Χειμερινή έξοδος (Π. Παγκράτης, ΠΡ, 20) Παπούλιας Γ.: Μονομαχία με τη σιωπή (ΦΤ, ΒΟ, 22-23) Παυλέα Ρ.: Καρφωμένα ελάφια (ΦΤ, ΒΟ, 22-23) Παυλέας Σ.: Τ’ όνομά μας ήταν ενοχή (ΦΤ, ΒΟ, 22-23) Πέππας Δ.: Το μισό της φωτιάς (Σ. Κατσίκας, Δρόμος, 3) Πολιτάρχης Γ.: Μικρασία (ΔΖ, ΤΕ, 54) Ρίτσος Γ.: Το χορικό των σφουγγαράδων (Σ. Κατσίκας, Δρό μος, 3; Σαβίνα Ζ.: Ακροβάτες (Γ. Καραβίδας, Δρόμος, 4) Σεραμέτη-Βεΐκου Κ.: Φωτοσκιάσεις (ΦΤ, ΒΟ, 22-23) Σιδέρης Ν.: Γκο (ΑΘ, ΕΩ, 12/12) Σιδηρόπουλος Ο.: Όμηρος 1947 (ΦΤ, ΒΟ, 22-23) Σιέτος Γ.: Συνειδησιακή πορεία (ΘΠ, ΕΣ, 10/12) Σταματόπουλος Γ.: Δοκιμή (Ν, Κάμπος, Ομπρέλα, 11) Ταγκαλάκη Ε.: Λάουντα (ΦΤ, ΒΟ, 22-23) Τυπάλδος Ν. Β.: Παναγιές της Κρήτης (I. Α, Νικολαίδης, ΒΟ. 22-23) Φουσκαρίνης Α.: Συμπληγάδες πέτρες και άλλα συναφή (ΦΤ ΒΟ, 22-23) Χαρίτος Ν.: Ανταύγειες (ΦΤ, ΒΟ, 22-23) Χρυσάνθης Κ.: Η ευτυχία της γης (Ν. Κάμπος, Ομπρέλα, 11) Καγιάμ Ο.: Ρουμπαγιάτ (ΓΜ, ΑΥ, 25/12) Morrison J.: Σημειώσεις για την όραση (Ν. Πολίτης, Ήχος και Hi-Fi, 128) Ποιητική ανθολογία dada (ΑΘ, ΗΜ, 16/12) Τσάτσι Α.: Ποιητική πορεία (Ν. Κάμπος, Ομπρέλα, 11) Τσέρτα-Σκαμάκα (Ν. Κάμπος, Ομπρέλα, 11) Τσου Λ.: Τάο Τε Κινγκ (ΓΜ, ΑΥ, 25/12)
Πεζογραφία
Βαρδουλάκης Γ.: Οι ρίζες του κόσμου (ΦΤ, ΒΟ, 22-23) Ζαφειριού Λ.: Οι συμμορίτες (Π. Παιονίδης, Νέα Εποχή, 160161) Ζιτσαία X.: Βιωμένος λόγος (Ε. Παλαιολόγου-Πετρώνδα, Νέο • Εποχή, 160-161 Ιωακειμίδης Β.: Είκοσι χιλιάδες μέρες (Σ. Κατσίκας, Δρόμος 3 Καρράς Σ.: Ο λοχίας Λομπάρντι (ΑΘ, ΗΜ, 23/12) Κοντέα Ρ.: Το φιδοτόμαρο (Ν. Κάμπος, Ομπρέλα, 11) Κοντολέων Μ.: Κι η σιδερώστρα έκοβε την τηλεόραση στα δυο (Ν. Κάμπος, Ομπρέλα, 11 Λαδιά Ε.: αποσπασματική σχέοτη (Ν. Κάμπος, Ομπρέλα, 11) (I. Μ. Χατζηφώτης, ΔΙ, 83 Λαμπρινού Μ.: Ερήμην (ΦΤ, ΒΟ, 22-23)
δελτιο/79
Μάτσας Ν.: Τ’ απομνημονεύματα του Διογένη (ΑΘ, ΗΜ, 18/ Μήτσορα Μ.: Σκόρπια δύναμη (ΤΜ, ΕΠ, 15/12) Οικονομίδου Μ.: Γι’ ανθρώπινες φωνές και τρομπέτα (ΦΤ, ΒΟ, 22-23) Ρηγόπουλος Α.: Ξαφνικό τον είπανε τρελό (Ν. Κάμπος, Ομ πρέλα, 11) Σκούρτης Γ.: Το μυθιστόρημα μιας δολοφονίας (ΚΤ, ΕΘ, 14/ 12) Σπανόπουλος Γ.: Δέκα «εμπιστευτικά» διηγήματα (Δ Ζ,ΤΕ.54) Σπαρτάλης Δ.: Αναζητώντας τ’ άστρο (ΦΤ, ΒΟ, 22-23) Τσάτσου I.: Καταγραφή (ΔΣ, ΒΡ, 20/12) Τσελεπίδης Π.: Μάρθα (ΦΤ, ΒΟ, 22-23) Χατζηαργύρης Κ.: Μειδιάματα και αγωνίες (ΒΠ, ΔΙ, 83) Βίαν Μ.: Η γούνινη ωρίτσα (ΓΜ, ΑΥ, 25/12) Γκαρσία-Μάρκες Γ.: Η κακιά ώρα (ΑΘ, ΕΩ, 18/12) Καιρόλ Ζ.: Τα παιδιά της παλίρροιας (ΓΜ, ΑΥ, 25/12) Καρντινάλ Μ.: Με το κλειδί στην πόρτα (ΓΜ, ΑΥ, 25/^2) Κόρντα Μ.: Το τίμημα της προδοσίας (ΑΘ, ΕΩ, 11/12) Λιόσα Μ.: Απρόσμενη επίσκεψη (ΒΠ, ΔΙ, 83) Λόντον Τζ.: Πειρατικές ιστορίες (ΑΘ, ΗΜ, 23/12) Μπέργκμαν I.: Σκηνές από ένα γάμο (Σ. Κατσίκας, Δρόμος, 3) Σέλντον Σ.: Κυρίαρχος του παιγνιδιού (ΘΠ, ΟΤ, 22/12) Σταντάλ: Αναμνήσεις εγωτισμού (Στ. Π ., ΕΝΑ, 22/12) Τοπάλοβ Κ.: Μη φοβάσαι ανθρωπάκο (ΑΘ, ΕΩ, 18/12) Χέρριοτ Τ.: Αν μπορούσαν να μιλήσουν (ΑΘ, ΕΩ, 18/12), (ΘΠ, ΟΤ, 22/12)
Παιδικά Αλμπανοπούλου I.: Χόπιτι-Χόπιτι-Χοπ (ΑΠ, ΑΥ, 23/12) Γουδέλη Μ.: Ζώα και φυτά (ΑΘ, ΕΩ, 18/12) Κυριτσοπούλου Ζ. Ν.: Η Ζωίτσα (ΑΠ, ΑΥ, 23/12) Λαμπροπούλου-Καραμήτσου Μ.: Η φύση μέσα στους 4 τοί χους (Ν. Κάμπος, Ομπρέλα, 11) Λυσιώτης Ξ.: Τραμπαλίσματα (ΦΤ, ΒΟ, 22-23) Ντελόπουλος Κ.: Ο Ά κης και οι άλλοι (BA, ΚΑ, 22/12) Παλαιολόγου-Π^τρώνδα Ε.: Στο κάστρο της νεράιδας μουσι κής (ΑΠ, ΑΥ, 23/12)' Παναγιωτόπουλος Κ.: Έ ξι κόκκινες ιστορίες με ουρά (ΚΤ, ΕΘ, 28/12) Πατεράκη Γ.: Περιπέτεια στο μεγάλο δάσος (ΚΤ, ΕΘ, 28/12) Πλαστήρα Α. - Φλώρου Λ.: Ιστορίες μικρές και λίγο πιο μεγά λες (ΤΜ, ΕΠ, 22/12) Ρώντα Ν.: Τα παραμύθια της μοίρας (ΚΤ, ΕΘ, 28/12) Σακελλαρίου X.: Ανθολογία ελληνικού παιδικού διηγήματος (ΚΤ, ΕΘ, 28/12) Γκριμμ: Ο Κοντοδαχτυλάκης. Η Χιονάτη (ΚΤ, ΕΘ, 28/12) Μπάρκλεμ Ζ.: Βατομουριά (ΚΤ, ΕΘ, 28/12) Σαντοβεάνου Μ.: Το μαγεμένο δάσος (ΑΠ, ΑΥ, 23/12) Χατάνο I. και I.: το παιδί της Χιροσίμα (ΚΤ, ΕΘ, 28/12)
Μελέτες Λξιώτη Μ.: Μια καταγραφή στην περιοχή της λογοτεχνίας κι άλλα κείμενα (Μ. Δήτσα, ΔΠ, 4) Δεσποτόπουλος Κ.: Μελετήματα πολιτικής φιλοσοφίας (ΑΘ, ΕΩ, 11/12) Καβάφης Κ. Π.: Ανέκδοτα σημειώματα ποιητικής και ηθικής (ΚΣ, ΝΕ, 24/12) Κύκλος Καβάφη (ΚΣ, ΝΕ, 24/12) Λεύκωμα Καβάφη 1863-1910 (ΚΣ, ΝΕ, 24/12) Λυγίζος Μ.: Προβληματισμοί στην ποίηση (ΔΖ, ΤΕ, 54) Μητσάκης,Κ.: Το έμψυχον ύδωρ (ΑΘ, ΗΜ, 23/12) . Ξύδης Θ.: Κωστής Παλαμάς (Θ.Δ. Φραγκόπουλος-,.Ιν(Ε, 27/12) Σακελλαρίου X.: Παθολογία της πνευματικής ζωής (Θ. Δ. Φραγκόπουλος, ΔΙ, 83) Σταφυλάς Μ.: Νικηφόρος Βρεττάκος (ΓΜ, ΑΥ, 15/12) Τριανταφυλλόπουλος Ν. Δ.: Το δίχτυ και το μέλι (Ν. Κάμπος, Ομπρέλα, 11) Τσούρας Α.: Ιφιγένεια Χρυσοχόου (ΦΤ, ΒΟ, 22-23) Χάρης Π.: Ο άνθρωπος κι ό ίσκιος του (ΘΠ, ΕΣ, 21/12)
~ ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΣ I —1" Καλέντης & Σία Ε.Ε. Κολοκοτρώνη 15 - 1ος όροφος Τηλ.: 32.34.270 - 32.31.781 10562 ΑΘΗΝΑ Βιβλιοπωλείο: Μέτωνος 62 - ΧΟΛΆΡΓΟΣ
k /W
ΜΟΛΙΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΑΝ
m ΓΚΥΣΤΑΒ ΦΛΩΜΠΕΡ
Αλληλογραφία
. Μετά από πολλά καλοκαίρια
W
ΝΕΦΕΛΗ
ΝΕΕΒΛΗ
ΓΚΥΣΤΑΒ ΦΛΩΜΠΕΡ ’Αλληλογραφία
ΑΛΝΤΟΥΣ ΧΑΞΛΕΥ Μετά από πολλά καλοκαίρια
εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ Μαυμομιχάλη 9. ■Αθήνα 10679 Τηλ. 3607744 - 3639962
V ______________
_______y
80/δελτιο
Γιουρσενάρ Μ.: Κριτική παρουσίαση του Κωνσταντίνου Καβάφη (ΚΣ, ΝΕ, 24/12) Ντελέζ Ζ.: Ο Προυστ και τα σημεία (ΚΣ, ΝΕ, 17/12)
μικρές αγγελίες
Δοκίμια Βέλτσος Γ.: Αντικείμενα (ΚΣ, ΝΕ, 17/12) Δήμου Ν.: Οι νέοι Έλληνες (Δ. Λάμπρου, Δαυλός, 24) Δρακόπουλος Ιϊ.: Θητεία (Ν. Κάμπος, Ομπρέλα, 11) Μαρίνος Γ.: Για μια αλλαγή στο καλύτερο (ΠΑ, ΕΟ, 85) Μάφι Μ.: Underground (Σ. Μαντζάνας, Ήχος και Hi-Fi, 128)
ΥΠΕΥΘΥΝΕΣ μεταφράσεις, από αγγλικά σε ελληνικά, και αντίστροφα, από πεπειραμένη καθηγήτρια αγγλικών και πτυχιούχο αρχαιολογίας. Τηλ. 75.21.039. *
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ με φροντιστη ριακή πείρα παραδίδει μαθή ματα φυσικής, χημείας και μαθηματικών σε μαθητές γυ μνασίου, λυκείου και υποψή φιους ανωτέρων και ανωτάτων σχολών. Τηλ. 45.21.821.
Μ ΖΗΤΕΙΤΑΙ κριτικός μεταφρά σεων που να έχει βρει καλή τη μετάφραση ενός άλλου. Ο ευ ρών αμειφθήσεται. Τηλεφωνή στε Θ. Δ. Φραγκόπουλο, 36.30.606 (υπάρχει και αυτόμα τος).
* ΕΡΕΥΝΗΤΗΣ παρακαλεί να τον βοηθήσετε. Αν διαθέτετε στην προσωπική σας βιβλιοθή κη θεατρικά έργα του ελληνι κού εργατικού δράματος της περιόδου 1900-1940 επικοινω νήστε με το «Διαβάζω», στο 36.26.910, ή στο 0651/30.515.
θεατρικά έργα Δημητριάδης Δ.: Η νέα εκκλησία του αίματος (Σ. Τσαγκαρουσιάνος, ΑΥ, 21/12) Πρεβελάκης Π.: Τα χέρια του ζωντανού θεού (ΑΘ, ΕΩ, 11/12)
Ιστορία-Μαρτυρίες-Βιογραφίες Αλισανδράτος Γ.: Κοσμάς ο Αιτωλός (Ε. ΠαλαιολόγουΠετρώνδα, Νέα Εποχή, 160-161) Βακαλόπουλος Α.: Ιστορία της Θεσσαλονίκης (ΦΤ, ΒΟ, 2223) Βρανόπουλος Ε.: Η επιστροφή των ελγίνειων (ΣΚ, Ελεύθερη Γνώμη, 18/12) Καξαντζάκη Ε.: Μαχάτμα Γκάντι (ΔΣ, ΒΡ, 20/12) Καιροφύλας Γ.: Η Αθήνα της μπελ-επόκ (ΚΤ, ΕΘ, 14/12) Καρταλαμάκης Η.: Ελληνικά φτερά (Γ. Καράγιωργας, ΚΑ, 22/ 12) Κούκκου Ε.: Ιστορία των Εφτανήσων από το 1797 μέχρι την αγγλοκρατία (Ν. Κάμπος, Ομπρέλα, 11) Κρανιδιώτης Γ. - Τενεκίδης Γ.: Κύπρος (W., ΟΤ, 22/12) Λίτσας Φ.: Κορώνη (Ν. Κάμπος, Ομπρέλα, 11) Μεγάλοι πολιτισμοί (ΓΜ, ΑΥ, 25/12) Ντεκόσης Π.: Τεπελένι (Ν. Κάμπος, Ομπρέλα, 11) Σαράντης Θ.: Το χωριό Περιβόλι Γρεβενών (ΦΤ, ΒΟ, 22-23) Σφραγίδες ελευθερίας (ΑΘ, ΗΜ, 23/12) Φάτσης Γ.: Πολυτεχνείο ’73 (ΑΘ, ΗΜ, 16/12) Χρονόπουλος Δ.: Η ανεξαρτησία μας και οι ξένοι (Σ. Τσίρος, ΚΑ, 22/12) Χρυσοχόου I.: Ξεριζωμένη γενιά (ΑΘ, ΗΜ, 23/12) .
Ταξιδιωτικά Βασιλείου I.: Αναζητώντας τη Μεγάλη Ελλάδα (ΑΘ, ΗΜ, 16/ 12)
Περιοδικά Δίκαιο και Πολιτική (Α.Δ.Π., ΟΤ, 22/12) Καλυμνιακά Χρονικά, τ. γ ' (W., ΟΤ, 15/12)
ΟΘΟΝΗ ΤΡΙΜΗΝΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΘΕΩΡΙΑΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗΣ
(Κάθε λέξη στις «μικρές άγγελίες» στοι χίζει ΙΟ μόνο δρχ.)
Σ υμ π λη ρ ώ σ τε τή σειρά τώ ν ά φ ιερ ω μ ά τω ν τού
ΑΙΑΒΑΖΩ
Οι επίγονοι του Φρόυντ (N o 65) Κωνσταντίνος Θεοτόκης (N o 14) Ζαν Ζενέ (No 66) Βιβλία για παιδιά (No 24) Επιθεώρηση Τέχνης (N o 67) Γυναικείος λόγος (No 36) Ά γ ιο ν Ό ρ ο ς (N o 68) Γκέοργκ Λούκατς (No 41) Νέοι λογοτέχνες (No 69) Τα διδακτικά βιβλία της μέσης Γερμανόφωνο θέατρο (No 70) εκπαίδευσης (No 47) Σημειωτική (No 71) Φράντς Κάφκα (No 50) Αριστοφάνης (No 72) Νέοι λογοτέχνες (N o 50) Ζακ Πρεβέρ (No 73) Νίκος Καζαντζάκης (N o 51) Μικρασιατικός ελληνισμός (N o 74) Μαρσέλ Προυστ (N o 52) Λογοτεχνία και κινηματογράφος (N o 75) Ουίλλιαμ Φώκνερ (No 54) Ιταλική λογοτεχνία (No 76) Αγγλική λογοτεχνία (No 56) Μαρκήσιος ντε Σαντ (No 77) Σοβιετική λογοτεχνία (N o 57) Κ. Π. Καβάφης (No 78) Αντίσταση κα ι λογοτεχνία (No 58) Λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία (No 59) X. Λ. Μπόρχες (No 79) Μίλαν Κούντερα (No 80) Ονορέ ντε Μπαλζάκ (No 60) Μαργκεριτ Γιουρσενάρ (N o 81) Δημήτρης Γληνός (No 61) Αδαμάντιος Κοραής (N o 82) Τζέημς Τζόυς (No 62) Κώστας Χατζηαργύρης (No 63) Καρλ Μ αρξ (No 83) Σύγχρονα ολλανδικά γράμματα (No 84) Η γενιά των μπήτνικ (N o 64)
Μην ξεχνάτε τις Μένη Κ ουμανταρέα(Νο 1) Γιώργο Ιωάννου (No 9) Διονυση Σαββόπουλο (No 10) Γαβριήλ Πεντζίκη (N o 11) Ιάκωβο Καμπανέλλη (No 12) Νίκο Σβορώνο (No 18) Μέντη Μποσταντζόγλου (No 19) Ν ίκο Πουλαντζά (No 27) Αλέξανδρο Κοτζιά (No 28) Στρατή Τσίρκα (No 29) Ζωή Καρέλλη (No 30) Ά λ κ η Ζέη (No 33) Γιάννη Τσαρούχη (No 42) Τάκη Σινόπουλο (N o 46) Νίκο Καρούζο (N o 48) Κ. Θ. Δημαρά (N o 53) Διδώ Σωτηρίου (No 58)
συνεντεύξεις με τους: Κυριάκο Σιμόπουλο (Ν ο 59) Κώστα Ζουράρη (Νο 60) Σπύρο Ασδραχά (Νο 61) Εμμανουήλ Κριαρά (Ν ο 62) Αλ. Φιλιππόπουλο (Νο 63) Καίη Τσιτσέλη (Ν ο 64) Πέτρο Αμπατζόγλου (Ν ο 67) Γιάννη Δουατζή (Νο 68) Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ (Ν ο 71) Λιλίκα Νάκου (Νο 72) Γιώργη Γιατρομανωλάκη (Ν ο 73) Στρατή Δούκα (Ν ο 74) Φρέντυ Γερμανό (Νο 77) Νάνο Βαλαωρίτη (Ν ο 79) Γ ιώργο Χειμωνά (Ν ο 80) Μαντώ Αραβαντινού (Νο 81) Τάσο Βουρνά (Ν ο 82)
Χ α ρ ε ίτ ε τ ο ν τό π ο μ α ς
Μακρυνίτσα
Η ΕΛΛΑΔΑ ΜΑΣ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ ΑΣ ΠΑΨΟΥΜΕ ΝΑ ΨΑΧΝΟΥΜΕ ΑΛΛΟΥ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΚΟΝΤΑ ΜΑΣ Μήπως αυτό που ψάχνουμε έξω βρίσκεται κοντά μας; Τρέχουμε από χώρα σε χώρα. Αλλάζουμε κάθε τόσο αεροπλάνα και τραίνα και πλοία. Το διαβατήριό μας γέμισ ε σφραγίδες σ’ όλες τις γλώσσες. Στις μνήμες μας στριμώχνονται πρόσωπα και βαλίτσες. Είμαστε συνέχεια σε αναχώρηση. Τώρα, επιστροφή. Καιρός να σταματήσουμε για λίγο εδώ. Καιρός να γνωρίσουμε τη χώρα μας. Την πιο όμορφη χώρα του κόσμου... ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΜΑΣ. Η Ελλάδα μας περιμένει. Κι έ χει να μας δώσει πολλά περισσότερα απ’ αυτά που ψάχνουμε αλλού. Η Ελλάδα έχει τα πάντα.
Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού Αμερικής 2, Αθήνα, τηλ. 32.23.111/9