Gutenberg Σόλωνος 103-Τηλ.3600.127. 3629.402 ΕΥΤΥΧΗ ΜΠΙΤΣΑΚΗ
ΚΑΡΛ1 ΜΑΡΞ
ΑΔΑΜΑΝΤΙΟΥ ΚΟΡΑΗ ΑΪΎΟΣΧΕΛΙΟΙ ΣΤΟΧΑΣΜΟΙ-ΓΝΩΜΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΥΠΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΥΠΟΓΡΑΦΙ. _ΚΑΙ ΤΟ ΥΣΤΑΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
0 ΘΕΩΡΗΤΙΚΟΣ ΤΟΥ ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΑΤΟΥ
^3
ΛΕΪΙΚΟΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
°Ι ΚΜ5ΙΚΟΙ ΤοΥ .
ΓΙΑ ΤΗ Λ Α [> χΑ ΙΑ
W A /v A
ΧΡΗΣΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ
χ \Ρ \ >t C t t
.Λ .»"*1*
1
ΔΙΑΒΑΖΩ ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
Ομήρου 34, Αθήνα - 106 72 Σύνταξη: 36.40.487 Λογιστήριο: 36.40.488 Διαφημίσεις: 36.26.910
Τεύχος 93
Π Ε Ρ ΙΕ Χ Ο Μ Ε Ν Α
2 Μαΐον 1984 ΧΡΟΝΙΚΑ
Τιμή: Δρχ. 120 Εκδότης: Άννα Πετρίδου
ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ 4 ΔΙΑΛΟΓΟΙ: Γράφουν οι Λεωνίδας Ρήγας και Δημοσθένης Κούρτοβικ 6 Η ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ 8
Ιδρυτής: Περικλής Αθανασόπουλος Διευθυντής: Γιώργος Γαλάντης Αρχισυντάκτης: Νίκος Στεφανάκης Σύνταξη: Κατερίνα Γρυπονησιώτου, Δημήτρης Δεληπέτρος, Θεοδώρα Ζερ βού, Βασίλης Καλαμαράς, Ηρακλής Παπαλέξης, Γιώργος Σαρηγιάννης, Βάσω Σπάθή, Μαρία Στασινοπούλου, Καίτη Τοπάλη Γραμματεία Σύνταξης: Γιώργος Σαρηγιάννης Οικονομικός υπεύθυνος: Βάσω Σπάθή Διαφημίσεις: Ηρακλής Παπαλέξης Σελιδοποίηση-Μοντάξ: Νένη Ράις
ΑΦΙΕΡΩΜΑ Philippe Sollers: Για τον Μπάρτ Bernard Dort: Μπαρτ, πρόκληση στο θέατρο Louis-Jean Calvet: Μπαρτ. Το προ και το μετά Raymond Bellour: Η ελευθέρωση Stephen Heath: Αλλάζοντας γλώσσα Είκοσι λέξεις-κλειδιά για το Ρ. Μπαρτ
10 11 14 18 24 27
ΟΔΗΓΟΣ ΒΙΒΛΙΩΝ ΕΠΙΛΟΓΗ
Στοιχειοθεσία: Φωτοκύτταρο ΕΠΕ, Υμηττού 219, τηλ. 75.16.333 - 75.14.958. Διαφάνειες εξωφύλλου: Δ. Π. Αγγελής, Πειραιώς 1, τηλ. 32.44.325 Φωτογραφίσεις-Μοντάξ: I. Χριστοδουλάκος - I. Κοριαλιάς Ο.Ε., Α. Μεταξά 26, τηλ. 36.41.134 Εκτύπωση: Αφοί Τσαλδάρη Ο.Ε., Φυ λής 35, Καματερό, τηλ. 26.10.918 Βιβλιοδεσία: Νικ. Κατριβάνος και Σία Ο.Ε., Στ. Γόνατά 48, τηλ. 57.49.951 Διανομή: Νέο Πρακτορείο Τύπου Κεντρική διάθεση: Αθήνα: Πομώνης Διονύσιος Ζαλόγγου 1 τηλ. 36.20.889 Πειραιάς: Βιβλιοπωλείο «Κιβωτός» Δραγάτση 1 Θεσσαλονίκη: Βιβλιοπωλείο Μ. Κοτξιά και Σία Τσιμισκή 78 τηλ. 279.720, 268.940
ΠΟΛΙΤΙΚΗ: Γράφει η Μαρία Ρεποΰση ΠΟΙΗΣΗ: Γράφουν οι Θ. Δ. Φραγκόπουλος, Έλενα Χουζούρη και Π. Α. Σινόπουλος ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ: Γράφουν ο Γ. Κ. Καραβασίλης και ο Μάνος Κον τολέων ΜΕΛΕΤΕΣ: Γράφει ο Χρίστος Μακρής ΘΕΑΤΡΟ: Γράφει η Λιζιάνα Δελβερούδη
'45
ΠΛΑΙΣΙΟ: Γράφει ο Β. Παγκουρέλης
47
λο^\7Γύ1ΐ9ΒαγγέληςΠαπαθα'
Εξώφυλλο: Γιώργος Γαλάντης
55 59 62
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ Αντώνης Σαμαράκης: Ο συγγραφέας οφείλει να είναι η φωνή αυ τών που δεν έχουν φωνή
64
ΔΕΛΤΙΟ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ
73
ΚΡΙΤΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
78
.................- —................
...............
στο επόμενο «Διαβάζω»
ν“
48
αφιέρωμα στο βιβλίο για παιδιά
ΑΒΕΕΕΛ
ΜΕΓΑΛΟΙ ΚΛΑΣΙΚΟΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ
ΒΑβ σπευσιηηου 15 · κολωνακι · 7228635
ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΘΕΜΑΤΑ ΑΦΙΕΡΩΜΑ: ΤΟΠΙΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ-ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ • Εισαγωγή • Π. Παπαγιάννη: Η επιτροπή του νέου καταστατικού χάρτη αυτοδιοίκη σης και το έργο της • Π. Μαΐστρου: Για το άνοιγμα του δρόμου προς τον σοσιαλιστικό μετα σχηματισμό • Σ. Καράγιωργα: Μορφές συλλογικής ιδιοκτησίας και σοσιαλιστικής δια χείρισης • Μ. Παπαγιαννάκη: Τοπική αυτοδιοίκηση «ίδιοι πόροι» και πολιτική α πεμπλοκή • Α. Δοξιάδη: Τα όρια του κοινωνικού Τομέα • θ . Γιαλύρη: Προϋποθέσεις για μια ουσιαστική τοπική αυτοδιοίκηση με ταυτόχρονη διασφάλιση των όρων για μια ουσιαστική λαϊκή συμμετοχική διαδικασία • Α. Βρυχέα: Για το χτισμένο περιβάλλον και τη διαμόρφωσή του. Ανάγκη για ορισμούς - επαναπροσδιορισμούς - ανάγκη διατύπωσης ενός προ βλήματος • Γ. θεοδοσόπουλου: Λαϊκή συμμετοχή και μαζικά μέσα ενημέρωσης • θ . Χαλατσή: Η συμβολή των θεσμών λαϊκής συμμετοχής στην προώθηση τοπικών πρωτοβουλιών • Γ. Κλάδου: Η τοπική αυτοδιοίκηση μπροστά σ’ ένα σταυροδρόμι • Κ. Κουρκούτη: Για μια αναβαθμισμένη τοπική αυτοδιοίκηση • Ν. Πετράκη: Η λαϊκή συμμετοχή στην Κρήτη • θ . Καλαφάτη: Λευκάδα 1975-1983 —Μορφές αυτοδιοικητικής παρέμβα σης στην αναπτυξιακή διαδικασία • Σπ. Αρσένης: Το χρονικό ενός δημοψηφίσματος ή πότε πρέπει να λέμε την αλήθεια στο λαό • Αν. Σεφερλής: Ο δρόμος της Αράχωβας. Η περίπτωση του κοινωνικού κινήματος της Αράχωβας • Γ. Χαϊδόπουλος: Μια ανώνυμη Πλατεία στα προσφυγικά της Κοκκινιάς. Ένα δείγμα συλλογικής παραγωγής Δημοσίου Χώρου στην οδό Βρυού• θ . Μητσόπουλος: Οι πατριωτικές οργανώσεις των ξενιτεμένων σαν πα ράγοντας ανάπτυξης της Αρκαδίας • Δ. Κράγκαρης: Διάλογος: η εμπειρία ενός περιοδικού για ένα άλλο • Σ. Γαρδέλη - Μ. Δανέζης: Εκπαίδευση και λαϊκή συμμετοχή • Α. Ρήγος: Ελεύθερα ανοικτά Πανεπιστήμια μια πολιτιστική πρόταση πρόκληση με πολλαπλές δυνατότητες • Φ. Μαυρουδής: Ο ρόλος του δημοτικού συμβούλου • X. Μαρτίνος: Τοπικές αναπτυξιακές πρωτοβουλίες στη Βρετανία Βιβλιοκριτική: Η θεωρία του Νίκου Πουλαντξά .................................... Επιστολές .................................................................................................
Κυκλοφορεί το 20ό τεύχος
Α.Θ. ΨΥΧΟΓΙΟΣ Μαυρομιχάλη 1 36.02.535-36.18.654·
Συμπληρώστε τή σειρά των άφιερωμάτων του
ΔΙΑΒΑΖΩ
Κωνσταντίνος Θεοτόκης (No 14) Βιβλία για παιδιά (No 24) Γυναικείος λόγος (No 36) Γκέοργκ Λούκατς (No 41) Τα διδακτικά βιβλία της μέσης εκπαίδευσης (No 47) Φραντς Κάφκα (No 50) Νέοι λογοτέχνες (No 50) Νίκος Καζαντζάκης (No 51) Μαρσέλ Προυστ (No 52) Ουίλλιαμ Φώκνερ (No 54) Αγγλική λογοτεχνία (No 56) Σοβιετική λογοτεχνία (No 57) Αντίσταση και λογοτεχνία (No 58) Λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία (No 59) Ονορέ ντε Μπαλζάκ (No 60) Δημήτρης Γληνός (No 61) Τζέημς Τζόυς (No 62) Κώστας Χατζηαργΰρης (No 63) Η γενιά των μπήτνικ (No 64) Οι επίγονοι του Φρόυντ (No 65) Ζαν Ζενέ (No 66) Επιθεώρηση Τέχνης (No 67) Ά γιον Ό ρος (No 68)
Νέοι λογοτέχνες (No 69) Γερμανόφωνο θέατρο (No 70) Σημειωτική (No 71) Αριστοφάνης (No 72) Ζακ Πρεβέρ (No 73) Μικρασιατικός ελληνισμός (No 74) Λογοτεχνία και κινηματογράφος (No 75) Ιταλική λογοτεχνία (No 76) Μαρκήσιος ντε Σαντ (No 77) Κ. Π. Καβάφης (No 78) X. Λ. Μπόρχες (No 79) Μίλαν Κούντερα (No 80) Μαργκερίτ Γιουρσενάρ (No 81) Αδαμάντιος Κοραής (No 82) Καρλ Μαρξ (No 83) Σύγχρονα ολλανδικά γράμματα (No 84) Μπορίς Βίαν (No 85) Αστυνομική λογοτεχνία (No 86) Νέοι λογοτέχνες (No 87) Κώστας Βάρναλης (No 88) Νεοελληνικό θέατρο (No 89) Τόμας Μαν (No 90) Φρειδερίκος Νίτσε (No 91) Κωνσταντίνος Θεοτόκης (No 92)
Ομήρου 34 106 72 - Αθήνα τηλ. 36.40.488 - 36.40.487 - 36.26.910
ΧΡΟΝΙΚΑ «Δημήτρης Γληνός» ΕΝΑΣ χρόνος συμπληρώθηκε από τη δημιουργία του Κέντρου Πολιτισμού «Δημήτρης Γληνός». Το κέντρο αυτό που την περσινή χρονιά αφιέρωσε τκ περισσότερες εκδηλώσεις του στι Δημήτρη Γληνό, οργάνωσε συμπόσιι με τίτλο «Ο αρχαίος υλισμός - 2.50C χρόνια από τη γέννηση του Δημόκρι του», από τις 5 ώς τις 7. Απριλίου. Ο διευθυντής του κέντρου, Μανώ λης Γιώτης, ανάγγειλε ότι μεθο δεύονται εκδηλώσεις, ώστε κάθε μέ ρα της εβδομάδας να είναι αφιερωμέ νη σ’ έναν ξεχωριστό τομέα και ότι από τις 7 ώς τις 10 Ιουλίου το ίδιο πο λιτιστικό κέντρο διοργανώνει στο Πε δίο του Άρεως μεγάλη εκδήλωση με θέμα την ειρήνη, όπου θα πάρουν μέ ρος νέοι δημιουργοί που έχουν ασχο ληθεί με το θέμα αυτό σ’ όλους τους τομείς της τέχνης.
65 χρόνια δημοσιογραφία ΝΑ υπηρετείς τη δημοσιογραφία σε καθημερινή βάση, να εκδίδεις και να διευθύνεις περιοδικά, να συμμετέχεις στην ίδρυση συνδικαλιστικών οργά νων και μετά απ’ όλα αυτά το λίγο ελεύθερο χρόνο σου να τον αφιερώ νεις στην ποίηση, δεν είναι συνηθι σμένο πράγμα. Ο Απόστολος Μαγγανάρης όμως μπόρεσε να συνδυάσει, επί 65 χρόνια και με επιτυχία, όλες αυτές τις δρα στηριότητες, όσα δηλαδή υπηρέτησε στο χώρο της δημοσιογραφίας και της λογοτεχνίας. Αυτή τη μακροχρόνια προσφορά τί μησε η Ένωση Συντακτών Περιοδικού Τύπου, στα γραφεία της, στις αρχές Απριλίου. Παρόντες στον εορτασμό πολλοί βετεράνοι από το χώρο της δη μοσιογραφίας, έδιναν την εντύπωση οικογενειακής συγκέντρωσης. Οι λίγοι νεότεροι που παραβρέθηκαν, άκουσαν τους παλιούς δημοσιογράφους νο θυμούνται ευχάριστες στιγμές που έζησαν στη διάρκεια της θητείας τους στο δημοσιογραφικό χώρο. Παραβρέθηκαν, ανάμεσα σ ’ άλλους
προ λεγο μένα οι Θηβαΐδης, Μ. Γάλλιας, Πωλ Μενεστρέλ, Γ. Μπουκουθάλας και Ν. Τσεκούρας. Ο γενικός γραμματέας της ΕΠΤ Τάκης Ψαράκης αναφέρθηκε στην προσφορά του τιμώμενου και την προσπάθεια που έχει ξεκινήσει από τους κυρίους Αναγνωστόπουλο και Χανό να συλλέξουν και να καταγρά ψουν όλα τα έντυπα που κατά καιρούς εξέδωσε ή διεύθυνε ο Μαγγανάρης υπολογίζεται ότι έχει εκδώσει 22 πε ριοδικά, ανάμεσά τους βέβαια και τη θρυλική «Μάσκα». Ο κ. Ψαράκης, όταν εξήρε το. έργο του Μαγγανάρη στη δημιουργία των ΕΣΗΕΑ και ΕΠΤ, δεν παρέλειψε να το νίσει την αναγκαιότητα της ίδρυσης μιας ομοσπονδίας που θα στεγάζει τους συντάκτες εφημερίδων και πε ριοδικών.
Διαφύλαξη του μεταφραστικού έργου ΣΥΧΝΑ μέχρι σήμερα κριτικές που αφορούν μεταφράσεις ξένων βιβλίων ή θεατρικών έργων σταματούν στο σημείο της κακής απόδοσης εννοιών, και καμιά φορά λέξεων, που γίνονται κατά τη μεταφορά του έργου από τη γλώσσα που γράφτηκε στα ελληνικά. Τα προβλήματα πολλαπλασιάζοντας όταν η μετάφραση γίνεται από μια δεύτερη γλώσσα, δηλαδή έχει μετα φερθεί ένα ρωσικό έργο στα αγγλικά, κι εμείς το μεταφράζουμε από τη δεύτερη γλώσσα, συσσωρεύοντας κα μιά φορά στην απόδοσή του προβλή ματα και ιδιωματισμούς που δε θα εί χε η άμεση μετάφρασή του. Από μέρους των μεταφραστών ανα λαμβάνεται τελευταία μια προσπά
θεια για την επίλυση αυτών των προ βλημάτων. Διάφορες μεταφραστικές ομάδες κινήθηκαν με σκοπό να προ βάλουν αιτήματα και διεκδικήσεις τους, τελευταίους μήνες. Έτσι, πρόσ φατα ιδρύθηκε η Ελληνική Εταιρεία Μεταφραστών Λογοτεχνίας με σκοπό την προβολή και διάδοση της ελληνι κής λογοτεχνίας -και βασικά της νεό τερ η ς- στο εξωτερικό, τη συμβολή για τη μετάφραση και έκδοση καλών ξένων λογοτεχνικών έργων στην Ελ λάδα, την προφύλαξη του αναγνωστι κού κοινού από μεταφραστικές κακο ποιήσεις άξιων έργων (ποια μεθόδευση άραγε θα ακολουθηθεί για την επί τευξη αυτού του σκοπού;) και την προώθηση των επαγγελματικών θεμά των των μεταφραστών της λογοτε χνίας και κυρίως του θεάτρου. Για το τελευταίο και τα ζητήματα των μεταφραστών που ασχολούνται με θεατρικά έργα, η νέα εταιρεία έχει σκοπό την οργάνωση διεθνούς συνε δρίου στη χώρα μας. Στις αρχαιρεσίες που έγιναν εκλέ χτηκε διοικούσα επιτροπή που την αποτελούν οι; Βιτσαξής (πρόεδρος), Ιουλία Ιατρίδη και Σπηλιωτόπουλος (αντιπρόεδροι), Ασημακόπουλος (γεν. γραμματέας), Πλάτων Μουσαίος (τα μίας), Καρ. Μητσάκης (κοσμήτορας), Ζερ. Μαμαλάκη (έφορος) και Ρίτα Μπούμη-Παπά και Αγλαΐα Μητροπούλου (σύμβουλοι).
Συνάντηση για το βιβλίο ΜΙΑ καλή πρωτοβουλία είχε το Υπουργείο Πολιτισμού και Επιστημών, που κάλεσε σε σύσκεψη τους εκπρο σώπους λογοτεχνικών εταιρειών και συλλόγων εκδοτών και τους διευθυν τές πολιτιστικών περιοδικών της Αθήνάς και της Θεσσαλονίκης (ανάμεσα σ’ αυτά και του «Διαβάζω»). Στη σύσκεψη, που έγινε υπό την προεδρία της υπουργού Μελίνας Μερκούρη, πήραν μέρος ο γενικός γραμματέας του υπουργείου Κ. Αλαβάνος, ο διευθυντής του Τμήματος Γραμμάτων Γ. Θηβαίος και άλλοι υπη ρεσιακοί παράγοντες. Οι προτάσεις που ακούστηκαν από όσους συμμετείχαν είχαν στόχο την καλύτερη μεθόδευση της ενίσχυσης, της προβολής κάι της διάδοσης του
χρονικα/5
; ~ ϊ8424885-.
ΕΛΛΑΔΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ
αποτελέσματα σε σύντομο χρόνο.
Ιερά Οδός
ssssa* κυκλοφοριακές α νάγκες. πόδιση των εργασιών θεωρούν ευθύ νη τους απέναντι στην ιστορία και ότι αυτή η εργασία κηλιδώνει την υπόί αναφέρουμε ορισμένες τις προσωπικότητες που tv έκκληση: Μανώλης κος Σβορώνος, Γιώρ γο ς' Μυλωνάς, Ν. ΧατζηκυριάκοςΓκίκας, Σέμνη Καρούζου, Π. Ζέπος, Μ. Σακελλαρίου και Σ. Κυδωνιάτης.
της ασιράί ας αρχαίος δρό] από ένας ι , ; ολόκληρος Y8f βολα, από μνήμες και [ και καμιά υπηρεσία δ καίωμα να θεωρεί τη ιδιωτική της υπόθεση»
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ ΑΘΑΝ. ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ Μ ανρομιχάλη 15 Τηλ. 36.07.876 - 36:35.223
δ ιά λ ο γ ο ι Ό λα τα γράμματα, που απευθύνονται αποκλειστικά στο «Διαβάζω» και που παρουσιάζουν κάποιο γενικότερο εν διαφέρον, δημοσιεύονται είτε ολόκληρα (εφόσον είναι σύντομα) είτε αποσπασματικά (εάν είναι εκτενή). Για το λόγο αυτό, παρακαλούνται οι αναγνώστες που μας γρά
Οι κορυφαίοι και η πύλη Αγαπητοί συνάδελφοι του «Δια βάζω», Το καλογραμμένο μελέτημα του ιστορικού και λογοτέχνη (μα και παλιού μου φίλου) Τάσου Βουρνά με τίτλο «Κώστας Βάρναλης, το πνευματικό και το αν θρώπινο πορτρέτο του» στο σχε τικό αφιέρωμα του περιοδικού σας στον ποιητή γιά τα εκατό χρόνια από τη γέννησή του («Διαβάζω» αριθ. 88/22.2.84) αρ χίζει με μια γνώμη του μελετητή, που τον υποχρεώνει να δηλώσει ευθύς αμέσως ότι αυτή η γνώμη του δεν είναι παραδοξολογία. Τόσο πολύ είναι αναπάντεχη για τον αναγνώστη. Δηλαδή είχε πει για πρώτη φορά το 1956 και ξανάπε τώρα στο άρθρο του, όπως ξέρετε, αυτά εδώ: «...Από τους τρεις' μεγαλύτε ρους πεζογράφους της νεότερης Ελλάδας οι δύο είναι ποιητές. (...) Ο Σολωμός με τη “ Γυναίκα της Ζάκυνθος” και ο Βάρναλης με την “ Αληθινή απολογία του Σωκράτη” καθορίζουν τις συντε ταγμένες του πεζού μας λόγου. Ο τρίτος μεγάλος είναι ένας καθαρευουσιάνος, θεωρητικός ωστόσο της δημοτικής, ο Εμμα νουήλ Ροΐδης, με την “ Πάπισσα Ιωάννα” του». Ούτε η θέση που δίνει στο Βάρναλη για το πεζογραφικό του έργο ούτε η θέση που δίνει στο Ροΐδη για την «Πάπισσα Ιωάννα» θα με παρακινούσαν να πω δημό
φουν να είναι όσο πιό σύντομοι μπορούν και να σημειώ νουν το πλήρες ονοματεπώνυμο και την ακριβή διεύθυνσή τους. Πάντως, για να δημοσιευθεί ένα γράμμα, πρέπει νά 'χει φτάσει στα γραφεία του περιοδικού τουλάχιστον τρεις εβδομάδες πριν από την ημέρα κυκλοφορίας του τεύχους.
σια οποιαδήποτε αντίρρησή μου, αν δε στένευε τόσο πολύ το χώ ρο για τους κορυφαίους νεοέλ ληνες πεζογράφους, ώστε να μη χωράει τέταρτος. Γιατί και το Βάρναλη και το Ροΐδη τους σέ βομαι βαθύτατα και το έργο τους τ ’ αγαπάω πολύ. Ειδικότερα σή μερα με την επέτειο των εκατό χρόνων μιλάω για το Βάρναλη, που η πολιτεία τον αγνόησε και δεν του άνοιξε την πόρτα να μπει στην Ακαδημία, όπως δεν την άνοιξε και στους άλλους δυο μεγάλους: το Σικελιανό και τον Καζαντζάκη. Η αντίρρησή μου λοιπόν περιο ρίζεται στην τσιγκουνιά του Βουρνά να μην ανοίξει περισ σό τερο το χώρο της κορυφής, γε γονός’ που τον οδήγησε σε μια θεμελιώδη παράλειψη, εκούσια βέβαια: άφησε απέξω τον Αλέ ξανδρο Παπαδιαμάντη. Δεν ξέρω με ποιο κριτήριο είδε ο Βουρνάς το έργο του κορυφαίου έλληνα διηγηματογράφου και πίστεψε ότι δεν περνάει στο χώρο που φύλαξε για τους καλύτερους του πεζού λόγου, αλλά εγώ είμαι σύμφωνος με τη γνώμη που επι κρατεί, ότι δηλαδή ο νεοελληνι κός πεζός λόγος χωρίς τον Παπαδιαμάντη χάνει ένα βασικό γνώρισμα της φυσιογνωμίας του. Είναι ανάγκη να θυμίσω ότι όλο το υλικό του έργου του Παπαδιαμάντη έχει αντληθεί από την ελ ληνική ζωή, από τον ελληνικό χώρο, από την ελληνική παράδο ση κι έχει αποδοθεί με τρόπο ανεπανάληπτο στα κείμενά του; Ο Ροΐδης πάλι είναι αναμφι σβήτητα ένας άριστος τεχνίτης
του λόγου, φοβερός σκώπτης, ένας στυλίστας με φράση λιτή και παραστατική. Ήταν ένα φω τεινό μυαλό, που σημάδεψε με την παρουσία του την εποχή του. Αλλά η «Πάπισσα Ιωάννα» έχει ένα τέτοιο θέμα, θέμα ξενικό, που του λείπουν, φυσικά, τα στοιχεία της Ρωμιοσύνης. Κι η γλώσσα του Ροΐδη, παρ’ όλο το νεύρο της, είναι η τυπική καθα ρεύουσα. Αντίθετα του Παπαδιαμάντη, αν και καθαρεύουσα κι αυτή, είναι ιδιόμορφη, ευέλικτη, ποιητική, μια γλώσσα που ανα πνέει. Προχωρώ παραπέρα. Αν από αίσθημα δικαιοσύνης για τους νεοέλληνες πεζογράφους φάρ δαινα ακόμη κάμποσο το χώρο της κορυφής για να πατήσει εκεί κι ο Βιζυηνός για τα ωραιότατα ψυχογραφικά διηγήματά του (ας θυμηθούμε τα έξοχα κείμενα: «Το μόνον της ζωής του ταξίδιον», «Το αμάρτημα της μητρός μου» κ.ά.),πιστεύω ότι με τη γνώ μη μου αυτή θα συμφωνούσαν πρόθυμα κι άλλοι, γιατί στα διη γήματα του Βιζυηνού υπάρχει η τουρκοκρατούμενη Ελλάδα του περασμένου αιώνα δοσμένη με τρόπο ζωντανό, προσωπικό κι υποβλητικό. Κι ακόμη και χαριτω μένο. Στο χώρο της κορυφής, που μεγάλωσε κιόλας τόσο, ένας ακόμη, νομίζω, πρέπει ν ’ ανεβεί για να μην αδικηθεί: g Μυριβήλης. Κι αυτός επίσ ης 'είναι άρι στος στυλίστας και ξέρει τη δη μοτική τόσο καλά όσο κι ο Βάρ ναλης. Ά λλο θέμα είναι ότι ο Βάρναλης αξιοποιεί την έννοια
χρονικα/7 της δημοτικής λέξης -κυρ ίω ς στην πο ίη ση - ίσαμε τ’ ακρότατα όριά της. Η γλώσσα του Μυριβήλη είναι γνήσια δημοτική και ταυ τόχρονα ποιητική. Είναι μια γλώσσα πλούσια, καλαίσθητη και ξεκούραστη, που τη δέχεσαι χω ρίς αντίρρηση. Τώρα που μαζεύτηκαν στην κο ρυφή έξι, μπορεί να μας φαίνον ται πολλοί. Το μέτρο της αξίας όμως δεν το έφτιαξα εγώ. Τό ’φτιάξε ο Βουρνάς. Άνο ιξε την πύλη τόσο ώστε να περνάνε ο πεζογράφος Βάρναλης κι ο Ροΐδης. Κι από στενότερη όμως πύ λη θα περνούσε πρωτύτερα ο Παπαδιαμάντης. Πολύ φιλικά Λεωνίδας Ρήγας Αλκέτου 22 A 11633-Αθήνα
«Απάντηση σε... ψυχαγωγικώς δογματίζοντα κριτικό Στο προηγούμενο τεύχος του “ Δ ” ο κ. Ραφαηλίδης μας ανακοί νωσε ότι θα εξακολουθήσει να είναι εστέτ και υποστηρικτής ενός άκαμπτου μαρξισμού για... ψυχαγωγικούς λόγους. Αυτή η αποκάλυψη δίνει την κολακευτι κότερη (για τον κ. Ρ.) εξήγηση στη διασκεδαστική απάντηση που έδωσε στο σχόλιό μου για την Κριτική του στο βιβλίο του Ζ. Κρακάουερ “ Θεωρία του κινημα τογράφου” . Διότι, αν το κείμενό του κριθεί σ’ οποιοδήποτε άλλο επίπεδο εκτός από το ψυχαγωγι κό, το συμπέρασμα θα είναι συν τριπτικό για τον κ. Ρ., που οπωσ δήποτε αξίζει καλύτερη μεταχεί ριση απ’ όσο τα γραφόμενά του... Αν οι εκατοντάδες φιλοσοφικά βιβλία, που έμμεσα καυχιέται πως έχει διαβάσει ο κ. Ρ., του ενέπνευσαν εξισώσεις του τύπου θετικισμός = χριστιανισμός = λαϊκισμός, τότε είναι προτιμότε ρο να πάψει να διαβάζει. Εγώ, με την ταπεινή μου παιδεία (που πάντως δεν είναι δημοσιογραφι κής προέλευσης) αδυνατώ να τον παρακολουθήσω σε τέτοιες χιουμοριστικές επιδόσεις, που
κάνουν να γελάνε ώς και οι... κι νηματογραφικές κότες! Ο Γιόρις Ίφενς λεγόταν Γιόρις Ίφενς, και δεν μπορώ βέβαια να επικριθώ επειδή απέδωσα σωστά το όνομά του. Το είδος αυτού του παραδείγματος με κάνει να υποψιασθώ τι εννοεί ο κ. Ρ. μι λώντας για “ κάποια λάθη στη φωνητική απόδοση ονομάτων” . Διότι, αν επρόκειτο μόνο για τον Marey και τη Marie Seton (η δεύ τερη, με σαφώς γαλλικό όνομα, είναι απλώς βιογράφος του Αϊζενστάιν, πράγμα που βέβαια δεν αρκεί για να της εξασφαλίσει θέση στην ιστορία του κινηματο γράφου), τι πιο απλό και ξεκάθα ρο από το να επισημάνει ο κ. Ρ. εξαρχής αυτά τα συγκεκριμένα λάθη, αντί να δημιουργεί εντυ πώσεις αοριστολογώντας; Κι ένα τελευταίο: Δεν πολύ κα τάλαβα τον υπαινιγμό του κ. Ρ. για ηθικές ανεπάρκειες “ κάποιων χοντροκέφαλων τάχα μη δογμα τικών” . Αν πάντως εννοεί ότι εί ναι ένδειξη ηθικής επάρκειας το να έχει πάρει κανείς υποτροφία από την περιβόητη “ Φορντ” , ε! τότε ομολογώ πως με κόλλησε στον τοίχο... Δημοσθένης Κούρτοβικ»
Διορθώσεις Παρά την προσπάθεια μας να περιορίζουμε όσο γίνεται τα τυ πογραφικά λάθη, μερικές φορές μας ξεφεύγουν αρκετά, και μά λιστα σημαντικά. Έτσι, στο τεύχος μας 90 (αφιέρωμα στον Τόμας Μαν), στο γράμμα του κ. Νίκου Πετασάκη με τίτλο «Πώς θα μπει το βιβλίο στο σπίτι του Έλληνα» (σελ. 4, στηλη α', αρ χή) το «καθ’ όλα επίκαιρο σχό λιο του κ. Γιάννη Σακιώτη» έγι νε «καθόλου επίκαιρο». Ακόμη, στη σελ. 39, στο άρθρο «Ο Βισκόντι και ο Τόμας Μαν» (στή λη β', τελευταία παράγραφος) «Οι κολασμένοι» έγιναν «Οι κα λεσμένοι»... Ζητούμε συγγνώμη.
Συμπληρώσεις
Βιβλία που δεν αναφέρθηκαν στη σύντομη βιβλιογραφία των αφιερωμάτων στους Βάρναλη και Τόμας Μαν: Βάρναλης Αριστοφάνης. Ιππής - Νεφέλες. Μετ. Δ. Φωτιάδης - Κ. Βάρνα λης. I. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα, χ.χ. Σελ. 321. Αριστοφάνης. Ειρήνη - Πλού τος. Μετ. Κ. Βάρναλης. I. Ζα χαρόπουλος, Αθήνα, χ.χ. Σελ. 155. Ξενοφών. Απομνημονεύματα. Τόμ. Α'. Μετ. Κ. Βάρναλης. I. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα, χ.χ. Σελ. 86. Ξενοφών. Απομνημονεύματα. Τόμ. Β'. Μετ. Κ. Βάρναλης. I. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα, χ.χ. Σελ. 153. Γκνστάβ Φλωμπέρ. Ο πειρα σμός του Αγίου Αντωνίου. Μετ. Κώστας Βάρναλης. Επιμέλεια Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου. Αθήνα, 1977. Σελ. 211 + 32 ει-
Τόμας Μαν Θάνατος στη Βενετία - Τόνιο Κραίγκερ. Μετάφραση Δ. Διβάρη. Πάπυρος- Γραφικαί Τέχναι Α.Ε. Αθήναι <1974>). Σελ. 180. Ο Μάριο και ο Μάγος - Ο μι κρός κύριος Φρήντεμαν. Μετ. Φώτης Βασινιώτης. Πρόλογος Ευγένιος Αρανίτσης. Ερατώ, Αθήνα, 1982. Σελ. 152. Ο Φρόυντ και το μέλλον. Μετά φραση Στάθη Φερεντίνου. Εκ δόσεις Γκοβόστη, Αθήνα, χ.χ. Σελ. 50. Ο εκλεκτός. Μετ. Στέλλας Βουρδουμπά. Παϊρίδης, Αθή να, χ.χ. Εξάλλου, «Ο θάνατος στη Βενε τία» που εκδόθηκε από το Δί φρο, έχει μεταφραστεί από τη Μ. Λ. Κωνσταντινίδη.
Η Α ΓΟ Ρ Α ΤΟ Υ Β ΙΒ Λ ΙΟ Υ
Από 4 έως 17 Απριλίου
Ο παρακάτω πίνακας παρουσιάζει τα εμπορικό τερα βιβλία ενός δεκαπενθήμερου, σύμφωνα με τα στοιχεία που μας παραχώρησαν δεκαπέντε βιβλιοπώλες α π ’ όλη την Ελλάδα, δηλώνοντας ο καθένας τους τα τρία βιβλία που είχαν τις πε ρισσότερες πωλήσεις στο βιβλιοπωλείο του κα τά το διάστημα αυτό. Έτσι, το βιβλίο με τις μ ε γαλύτερες πωλήσεις σημειώνεται με τρεις αστε ρίσκους (&), το αμέσως μετά με δυο (**) και το τελευταίο με έναν ( * ).
;
!
Libro - Αθ.
<
< Πλέθρον - Αθ.
6
m
Μεθενίτης - Πάτρα
°
CD
Κοτζιά - Θεσ. *
Ενδοχώρα - Αθ.
<
Κατώι του Βιβλίου - Θεσ. |
j
|
| Ελευθερουδάκης - Αθ.
Δωδώνη - Αθ.
Δοκιμάκης - Ηράκλειο
Γρηγόρης-ΑΘ.
■ Αίολος - Αθ. 1. Β. Μαθιόπουλου: Θα χάσουμε την Κύπρο; (Νέα Σύνορα)
Γεωργίου - Θεσ.
Β ΙΒ Λ ΙΑ
\
Επειδή όμως είναι τεχνικά αδύνατο να δημοσιεύονται όλα τα βιβλία που αναφέρουν οι βιβλιοπώλες, ο πίνακας περιλαμβάνει τελικά εκείνα τα βιβλία που δηλώθηκαν από δύο του λάχιστον βιβλιοπώλες. Όσο για το ενδιαφέρον και την ποιότητα των βιβλίων του πίνακα, σκόπιμο είναι να συμβου λεύεστε τις σελίδες της «Επιλογής».
Ο.
Λ
2. Ν. Γκατζογιάννη: Ελένη (Ελληνική Ευρωεκδοτική) 3. Δ. Μαρωνίτη: Η ποίηση του Σεφέρη (Ερμής) 4. Α. Ανδριανόπουλου: Αλλαγή πορείας (Ελληνική Ευρωεκδοτική) 5. Μ. Δούκα: Η πλωτή πόλη (Κέδρος) β. Θ. Καστανάκη: 0 Χατζή Μανουήλ (Εστία)
Λ
7. 0 Καβάφης και οι νέοι (Θεμέλιο)
**
Σημείωση: Στο βιβλιοπωλείο Γρηγόρη το βιβλίο που είχε τις περισσότερες πωλήσεις ήταν: Σταυρός και Ανάσταση (Ακρίτας). Στό βιβλιοπωλείο Δοκιμάκη - Ηράκλειο: Γ. Γιατρομανωλάκη: Ιστορία.Στο Πλέθρον: Βάιντα (Πλέθρον). Στη Σύγχρονη Εποχή: Ε. Παππά: Οι αρχαίοι συγγραφείς στο Κεφάλαιο του Μαρξ (Σύγχρονη Εποχή).
Εσείς
περάσατε
από
την... ΚΙΒΩΤΟ;
βιβλία
χαρτικά
π α ι χ ν ί δ ι α
Δ ρ α γ ά το η 1 - Π ειρ αιάς
Ο Ρολάν Μπαρτ μέσ’ από τα κείμενά του Στη γνωστή σειρά των εκδόσεων Seuil «Συγγραφείς αυτοπαρουσιάζονται» ο Ρολάν Μπαρτ δημοσιεύει το βιβλίο Ρολάν Μπαρτ από τον Ρ. Μπ., βιβλίο που έγραφε ο ίδιος κάνοντας έτσι για πρώτη φορά πράξη την αυτοπαρουσίαση. Ο Μπαρτ πέρασε από τα κείμενα πολεμικής και κοινωνιολογικής κριτικής των Μυθολογιών στη σημειολογία (Κριτικά δοκίμια) και το στρουκτουραλισμό (Σύστημα της μόδας) για να φτάσει στην Απόλαυση του κειμένου: Κρατήθηκε κατά καιρούς από τη θεωρία για νά ’χει πάντα τη δυνατότητα να επιστρέφει στην ευτυχία της γραφής, στην ηδονή της λέξης και της φράσης. Σπανίζουν στις μέρες μας οι κριτικοί που αγαπούν το διάβασμα, οι συγγραφείς που αγαπούν το γράψιμο, έστω κι αν η στάση τους αυτή δε σφραγίζεται από καμιά βεβαιότητα -ξέρουμε άλλωστε πως ο Ρολάν Μπαρτ δε σταμάτησε να καταγγέλλει την αλαζονεία του λόγου της επιστήμης, της κοινής γνώμης και της στράτευσης. Στο παρόν αφιέρωμα δημοσιεύονται κείμενα που αναφέρονται τόσο στην πορεία του Μπαρτ όσο και σ’ άυτήν των αναγνωστών του: Παράδειγμα ο Stephen Heath, που έμαθε γαλλικά για να διαβάζει Μπαρτ. Ο Heath μας προσφέρει ένα από τα καλύτερα και σαφέστερα κείμενα που γράφτηκαν ποτέ για το συγγραφέα μας. Δίνουμε ακόμη μια συνέντευξη του ίδιου του Μπαρτ γύρω από είκοσι λέξεις-κλειδιά. Τέλος, διαλέξαμε να εγκαινιάσουμε το αφιέρωμά μας μ ’ ένα κείμενο του Φιλίπ Σολλέρς Για τον Μπαρτ. Ο Σολλέρς από το 1971 ήδη υποστήριζε αυτό που μερικά χρόνια αργότερα έμοιαζε αυταπόδεικτο: ο Μπαρτ είναι ένας από τους μεγαλύτερους λογοτέχνες της εποχής μας. Και ο χρόνος που κύλησε από το 1980 (χρονιά του τραγικού θανάτου του Μπαρτ) δεν έπαυσε να ενισχύει αυτή τη βεβαιότητα.
10/αφιερωμα
Philippe Sollers
Γ ια τον Μπαρτ Με τι θα αντιστοιχούσε άραγε μια ηθική της λο γοτεχνίας; Με την ασφυκτικότερα επιτηρούμενη και την πιο απελπιστική θέση στην οποία μπορεί να βρεθεί κάποιος. Μια θέση που δεν εξασφαλί ζει πρόσβαση σε καμιά συμμερίσιμη αλήθεια, σε καμιά υπέρβαση· που δεν εισάγει σε καμιά κοι νότητα -αφού όλες οι κοινότητες θεμελιώνονται . στην απώθηση αυτής της απαρασάλευτα μοναδι κής (σαν την ερωτική) πράξης- που δεν μπορεί να υποταχθεί σε κανένα δόγμα, σε κανένα κοι- _ νωνικοπολιτικό οικογενειακό μυθιστόρημα, σε καμιά ομαλότητα, ούτε καν στην ομαλότητα της ανωμαλίας. Ηθική της λογοτεχνίας λοιπόν πρέ πει να λογίζεται η διαφορά που ενυπάρχει και στον παραμικρό λόγο -μια διαφορά ανεπιβε βαίωτη, κενή και ωστόσο σταθερότατη. Που ποτέ δεν είναι ταυτόσημη δυο φορές στη σειρά. Που είναι δυσάρεστη εκ περιτροπής στους πάντες, δηλαδή, στο τέλος τέλος, στη με ταφυσική. Μέσα στη σιωπή της λογοτεχνίας, η φωνή του υπερεγώ ηχεί τρεμουλιαστή· η έμφαση δεν ακούγεται- η πεποίθηση φαντάζει βλακώδης, η γνώση υποθετική, η αμφιβολία ξέθωρη. Ό ,τι σκεφτόμαστε γι’ αυτήν κείται πάντα παράμερα. Μέσα της χαίρεται κάτι που δεν έχει τίποτα το καθολικό ή μυστικό. Αυτό που χαίρεται είναι ακριβώς η μη εξουσία ως αυτό που είναι. Η ηθι κή της λογοτεχνίας (αυτή λογουχάρη που βλέ πουμε να ανακύπτει μέσ’ από ένα αυστηρό και συνάμα πολύ ελεύθερο παιχνίδι στις περιπτώσεις Κάφκα και Τζόυς) είναι κρατική υπόθεση. Τα κράτη, άλλωστε, δε γελιούνται επί του προκειμένου. Ο Κάφκα συνοψίζει την πραγματικότητα αυτή ως εξής: ο Θεός δε θέλει να γράφω, εγώ όμως οφείλω να το κάνω. Η λογοτεχνία δεν οικοδόμεί τίποτα, καμιά ορ θοδοξία, καμιά σχολή. Η λογοτεχνία συμβαίνει κατά τύχη. Είναι μια πατρότητα άσκοπη. Και, φυσικά, μια αιμομιξία. Γι’ αυτό ακριβώς η κατά στασή της αποδίδεται με το γιατί όχι. Γιατί όχι ο μυστικισμός και η επιστήμη, το καλό και το κα κό, ο νόμος και η διαστροφή, η γνώση και η
άγνοια; Γιατί όχι ο Σαντ και ο Λογιόλα; Γιατί όχι, τελικά, και η ριζική απουσία λογοτεχνίας, αν είναι με την παρουσία της να καταντήσει τυ πικό και θεσμός; Η ηθική της λογοτεχνίας προ χωρεί μέσ’ από την αντίφαση: μια ατέλειωτη ει ρωνεία κάτω από μια μάσκα διακριτικότητας. Τι είναι ο συγγραφέας; Κάποιος που ο φιλό σοφος τον φθονεί, ο λόγιος τον ονειρεύεται, ο ψυχαναλυτής τον συζητά, ο ηγεμόνας τον εξορί ζει ή τον περιορίζει, ο υστερικός τον μισεί λυσ σαλέα (ο υστερικός δε θέλει να γράφονται τα πράγματα, και δη με αστείο τρόπο), ο παρανοϊ κός περνά τον καιρό του συλλαμβάνοντάς τον νοερά, ο μανιοκαταθλιπτικός τον μιμείται, ο διε στραμμένος τον νοσταλγεί. Κι όμως ο συγγρα φέας δε θα άλλαζε αυτή την απουσία θέσης που τον χαρακτηρίζει ούτε με μια αυτοκρατορία. Κι ασφαλώς ούτε και με το χρήμα. Παράδειγμα ο Τζόυς: Η μαικήνας του θέλει να τον στείλει να ψυχαναλυθεί. Αυτός κάνει τον κουφό. Εκείνη του κόβει το επίδομα. Αυτός βρίσκει τότε μιαν άλλη, που επίσης πιστεύει πως ο συγγραφέας μας πρακτικά δε διαβάζεται, αλλά, πού ξέρεις, μπορεί... Κι όλα τούτα εν ψυχρώ. Ο συγγραφέας ενσαρκώνει την άλλη όψη της ερώτησης από πού βγαίνουν τα παιδιά; Στήν πε ρίπτωσή του το ερώτημα είναι: πώς γίνεται κάτι τέτοιο; Λέω, θα το προσέξατε, ο συγγραφέας κι όχι «ο καλλιτέχνης». Χρειάστηκε πολύς καιρός για να αντιληφθούμε ότι η γλώσσα, ως κώδικας, είναι εντελώς άλλο πράγμα. Γι’ αυτό υπάρχουν και τόσο λίγοι συγγραφείς (και μ’ αυτό τον τρό πο). Εν ολίγοις μίλησα για τον Μπαρτ. Που ανέλα βε αυτό το ανέφικτο καθήκον. Το καθήκον που δεν έχει τίμημα: επανάληψη, ετερότητα, απόλαυ ση, θάνατος. Πρότεινα να τον ονομάσουμε υλι στή. Με την έννοια πως υλιστής είναι αυτός που δεν πρόκειται ποτέ να ομολογήσει. Copyright: Magazine Litteraire Μετάφραση: Βασίλης Παπαβασιλείου
Πρόκληση στο θέατρο Σημαδιακή χρονολογία στη ζωή τον Ρολάν Μπαρτ: το 1954, το Berliner Ensemble παρουσιάζει στο Παρίσι τη Μάνα Κουράγιο. Ο Μπαρτ δε θα πάψει να διατηρεί μια ζωντανή, ουσιαστική σχέση με τη σκέψη και το έργο του Μπρεχτ.
Είμαστε στα 1953. Τον Μπαρτ τον ξέρω μόνο από κάποια άρθρα του δημοσιευμένα πριν από αρκετό καιρό στην Combat. (Ή ταν η σειρά με τίτλο «Για μια πραγματική γλώσσα» που δημο σιεύτηκε το Νοέμβρη-Δεκέμβρη του 19501 και λί γο αργότερα ενσωματώθηκε στό Βαθμό μηδέν της γραφής.) Τα: κείμενα αυτά, σύντομα, πυ^νά, διαυγή, εξέπεμπαν έναν καινούριο ήχο μέσα σ’ εκείνη την εποχή της φλυαρίας και της κραυγαλεότητας. Θυμάμαι επίσης μιά ωραία μελέτη για τον Ζαν Καιρόλ, ηου τα μυθιστορήματά του τα είχα ήδη αγαπήσει -αν και στην περίπτωσή του σωστότερο θα ήταν να μιλάμε για «γραφή» κι όχι για μυθιστόρημα-, δημοσιευμένη το Μάρτιο του 1952 στό Esprit με τίτλο «Ο Ζαν Καιρόλ και τα μυθιστορήματά του». Κανένα από τα κείμενα που προανέφερα δεν είχε την παραμικρή σχέση με το θέατρο. Μάλιστα ο Μπαρτ μου φαινόταν να βρίσκεται στους αντίποδες του θεάτρου. Έμοιαζε ριζικά ξένος προς τον παθιασμένο λό γο των σαρτρικών ηρώων (τό Ο διάβολος και ο καλός θεός είχε πρωτοπαιχτεί τότε κοντά, το 1951 συγκεκριμένα), αλλά και τις φανφάρες που καλούσαν ένα νεανικό και θερμό κοινό να σκαρ φαλώνει κάθε βράδι στον ιερό λόφο του Chaillot -όπου η έδρα του Τ.Ν.Ρ. [Εθνικό Λαϊκό Θέα τρο], Την εποχή αυτή, λοιπόν, διαβάζω στο πρώτο τεύχος των Lettres Nouvelles (Μάρτιος 1953) το άρθρο του Μπαρτ με τίτλο «Ο πρίγκιπας του Χόμπουργκ στο Τ.Ν.Ρ.». Η έκπληξη που νιώθω προέρχεται από το ότι ο Μπαρτ δε μιλά για το έργο αλλά για το θέαμα («Ο πρίγκιπας τον Χόμ
πουργκ του Κλάιστ είναι απλώς ένα έργο, ενώ. ο πρίγκιπας τον Χόμπουργκ του Βιλάρ είναι ένα θέαμα». «Θέαμα» σημαίνει: «όχι συνάθροιση συμβάντων και ειδών φροντιστηρίου γύρω από ένα κείμενο θεοποιημένο σύμφωνα με την τε λείως αστική παράδοση λατρείας-της λογοτε χνίας (χρειάζεται να θυμίσουμε ότι ο όρος λογο τεχνία χρονολογείται μόλις και μετά βίας από την περίοδο της επανάστασής μας;), αλλά αι σθητή ιδέα μιας δεδομένης ιστορικής πράξης, που επιβάλλει την πλαστικότητά της σ’ όλες τις αισθήσεις του κοινού και την κατανέμει εξίσου στο κείμενο, το χώρο, τα υλικά, τις κινήσεις κλπ.». Έτσι ο Μπαρτ ανασκευάζει όλες τις κοι νωνιολογικές μας προκαταλήψεις της τότε επο χής: Τοποθετεί τη «λαϊκότητα» του θεάτρου του Βιλάρ όχι στο επίπεδο της «κοινωνιολογίας» (διάβαζε: της σύνθεσης του κοινού), αλλά σ’ αυ τό των «προθέσεών» του -δηλαδή στη «σχέση που οδηγεί από τη σκηνή στο θεατρικό έργο, αν τίθετα από το αστικό θέατρο, όπου η σκηνή δεν είναι ποτέ τίποτε περισσότερο από ένα αξεσουάρ του έργου». Ο Μπαρτ εκφράζει έτσι όλη την ου σία του θέματος. Μια κοπερνίκεια ανατροπή έχει συντελεστεί. Το' θέατρο δεν αντιμετωπίζεται πια σαν μια λιγότερο ή πες ,σσότερο τολμηρή, λι γότερο ή περισσότερο λαμπρή εκτέλεση ενός προϋπάρχοντος κειμένου, αλλά σαν ίδρυση ενός χώρου παιδιάς και νοήματος, σαν μια πράξη υλική και συνάμα κοινωνική, πυκνή και ταυτό χρονα διάφανη. Σαν επινόηση, εν ολίγοις, μιας νέας διανοητότητος. Δεν άργησα να γνωρίσω προσωπικά τον
12/αφιερωμα
«Μάνα Κουράγιο» του Μπρεχτ: «Ο Μπρεχτ ήταν ένας μαρξι στής που είχε στοχαστεί πάνω στις λειτουργίες του σημείου, πράγμα σπάνιο»
Μπαρτ. Πολύ γρήγορα γίναμε φίλοι. Ο Ρομπέρ Βουαζέν ετοίμαζε τότε, στην Arche, την έκδοση του περιοδικού Thedtre Populaire [Λαϊκό Θέα τρο] (που την πρώτη συντακτική του επιτροπή αποτέλεσαν οι Ρολάν Μπαρτ, Γκυ Ντυμύρ και Μορβάν Λεμπέσκ). Για το πρώτο τεύχος έδωσα ένα «σημείωμα». Και πολύ σύντομα ο Μπαρτ κι εγώ γίναμε συνένοχοι-θεατές. Είχαμε τότε τον Βιλάρ, τον Πλανσόν. Την ανακάλυψη του δεύτε ρου τη χρωστούμε στον Αντάμοφ: Μαζί ταξιδέ ψαμε στη Λυόν για να δούμε τον Καθηγητή Ταράν καί τή Σπασμένη στάμνα, του Κλάιστ στο βά θος μιας στοάς όπου φώλιαζε το Θέατρο της Κωμωδίας, «ένα καλό μικρό θέατρο» σύμφωνα με τον τίτλο που έδωσε ο Μπαρτ στο κείμενο που του αφιέρωσε στο France-Observateur, το Μάιο του 1954. Πάνω απ’ όλους όμως στεκόταν η μορ φή του Μπρεχτ: Η Μάνα Κουράγιο του Berliner Ensemble, στο Παρίσι, τον Ιούνιο του 1954 -αυ τό το «κεφαλαιώδες θέατρο» (όπως τιτλοφόρησε ο Μπαρτ το άρθρο που έγραψε γι’ αυτό). Από τότε ο Μπαρτ τό ’πε και το ξανάπε πολ λές φορές: Η παράσταση αυτή της Μάνας Κου ράγιο εκπλήρωνε, ξεπερνώντας τις μάλιστα, τις προσδοκίες που αόριστα έτρεφε, τρέφαμε τότε για το θέατρο. Το θέαμα του Berliner Ensemble δεν πραγματοποιούσε μόνο τη σύζευξη του
«μαρξιστικού λόγου [με] τη σημασιολογική σκέ ψη: [Ο Μπρεχτ] ήταν ένας μαρξιστής που είχεσυλλογιστεί τις λειτουργίες του σημείου -πράγ μα σπάνιο»,2 αλλά επιπλέον τεκμηρίωνε πλήρως αυτό που για μας (κι εδώ θα πρέπει να παραδε χτώ ότι το γούστο του Μπαρτ έπαιξε καθοριστι κό ρόλο) θεμελίωνε παράδοξα τη γοητεία του θεάτρου: λιτότητα θεάματος (οικονομία των ση μείων που συμβάδιζε με τον πλούτο, τη χλιδή θά ’λεγα των υλικών μέσων: το Berliner Ensemble κουβάλησε μαζί του την τουρνέτα του μ’ όλο που τη χρησιμοποιούσε ελάχιστα στη διάρκεια της παράστασης), συνεχής και έμμονη άρνηση της θεατρικής υστερίας, πριμοδότηση της αφήγησης σε βάρος του δράματος, της εξέλιξης σε βάρος των συγκρούσεων -κοντολογίς, μια διάθεση γρα φής, και όχι σύνθεσης εικόνων. Επρόκειτο, όπως είπαμε, για την τέλεια αντί θεση προς το αστικό θέατρο, το οποίο πρότεινε μόνο παχύρρευστα υλικά, πληθωρισμό σημείων και εκφράσεων και ήταν παλιλλογικό μέχρι ναυ τίας. Από την άλλη μεριά, το μπρεχτικό θέατρο επιβαλλόταν μέσα απ’ αυτό που ο Μπαρτ χαρα κτήρισε αργότερα «διακριτικότητα»: «όχι το ραφινάρισμα των χρωμάτων ή η πλαστικότητα των κινήσεων (στοιχεία που τα συναντούμε και σε αρ κετά άλλα σύγχρονα θεάματα), αλλά ένας κώδι κας τόσο σαφής και αυστηρός που προσδίδει στο θέαμα κάτι το εκθαμβωτικό και έντονο ταυτό χρονα».3 Η κρίση αυτή όμως ίσως να μην ισοδυναμεί με απλή αντιπαράθεση μιας θεατρικής πρακτικής με μιαν άλλη. Ίσως να σημαίνει κάτι παραπάνω: ότι ζητούμε από το θέατρο τα αδύ νατα. Θέλω να πω ότι του ζητούμε να είναι πάν τα κάτι που δεν μπορεί να είναι παρά μόνο κατά μικρά διαστήματα, βάζοντάς το έτσι μπροστά σε μια απαίτηση στην οποία ουδέποτε θα μπορούσε να ανταποκριθεί απόλυτα. Φαινομενικά τούτη η απαίτηση ήταν εκ διαμέτρου αντίθετη μ’ εκείνην που είχε διατυπώσει πριν από λίγα χρόνια ο Αρτώ, αλλά δεν έπαυε να είναι εξίσου ριζοσπαστι κή. Ο Μπαρτ ονειρευόταν μία θεατρική, παρά σταση που θά ’φτάνε στο σημείο να έχει την ακρίβεια και τη διαφάνεια της γραφής, χωρίς να την αντιγράφει ούτε να τη μιμείται. Ζητούσε από το θέατρο να του δώσει την ύλη μεταποιημένη σε σημεία. Ζητούσε να μεταστοιχειωθούν σε ιδεο γράμματα τα συστατικά του θεάτρου: υλικά, σώ ματα, φωνές. Κι αυτό το βρήκε πολύ αργότερα, στο χώρο του ιαπωνικού θεάτρου, και συγκεκρι μένα στο Μπούνρακου: «Αυτό που εξωπετιέται από τη σκηνή είναι η υστερία, δηλαδή το ίδιο το θέατρο· κι εκείνο που μπαίνει στη θέση της είναι η αναγκαία για τη διεξαγωγή του θεάματος δρά ση: η εργασία υποκαθιστά την εσωτερικότητα [...]. Στο Μπούνρακου η μαριονέτα δεν κρατιέ ται από κανένα νήμα. Ούτε νήμα, συνεπώς ούτε αλληγορία, αλλά ούτε και μοίρα· μια που η μα
αφιερωμα/13 ριονέτα δεν πιθηκίζει πια το ανθρώπινο πλάσμα, κι ο ίδιος ο άνθρωπος παύει να είναι μια μαριονέτα στα χέρια της θεότητας, το μέσα δεν κατευ θύνει πια το έξω».4 Η απαίτηση αυτή ήταν υπερβολική για το θέα τρό μας. Επί πέντε χρόνια και πάνω, από το 1954 ίσαμε το 1960 περίπου, ο Μπαρτ δεν έπαψε να αντιπαραθέτει στο θέατρο αυτό (από τις στή λες του Thiatre Populaire) το όνειρο -που μερι κές φορές κόντεψε να γίνει πραγματικότητα ενός θεάτρου χωρίς υστερία, σφραγισμένου από μια αυτοκυριαρχημένη και ήρεμη εξωτερικότη-
τα. Έπειτα, διάλεξε να κυνηγήσει το όνειρο αυ;τό μέσα στην ίδια την πραγματικότητα (σωστότε ρα: τη «γραπτή» πραγματικότητα -αρχίζοντας από τη μόδα). Στοιχηματίζω πως όταν σήμερα ο Μπαρτ ξαναγυρίζει, κατά τύχη, στο θέαμα, δε θα μπορεί ν’ αναγνωρίσει σ’ αυτό το δικό του θέατρο ούτε να βρει εκεί την πηγή-μιας απόλαυ σης.
Copyright: Magazine Litteraire Μετάφραση: Βασίλης Παπαβασιλείου
Σημειώσεις: 1.
2. Βλ. «Απαντήσεις» του Ρολάν Μπαρτ στο Tel Quel, αρ. 47, φθινόπωρο 1971, σ. 95. Α ντί για τη «Βιβλιογραφία Μπαρτ» που δημοσιεύεται στο τεύχος 47 του Tel Quel και είναι ελλιπέστατη προτιμότερο 3. Βλ: το σύντομο (ατιτλοφόρητο) κείμενο του Ρολάν Μπαρτ να συμβουλευτεί κανείς τη βιβλιογραφία που περιλαμβάνε στο ειδικό τεύχος του Esprit: «Το θέατρό μας -σύγχρονο ται στο βιβλίο του Stephen Heath: Vertige du deplacement. θέατρο και λαϊκό κοινό», Μάιος 1965, σ. 836. Lecture de Barthes, σειρά «Digraphe», Fayard, Παρίσι, 4. Βλ. Η επικράτεια των σημείων, ελ. έκό. Ράππας, μτφ. Κα τερίνα Παπαϊακώβου, σ. 78-79. 1974.
ϋm /
ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΑΙΡΟΥ ΜΑΣ
ψ Μ ΛψΛ Μζ) λ
Ι ζ βιβλία του ΡΟΔΑΝ ΜΠΑΡΤ ΡΟΛΑΝΜΠΑΡΤ αποσπασματα χου ερωτικού
Φ&
ί-11' 1\ ΜΙΙΛΙΊ
1111111
Μυθολογίες Μάθημά
1
1
αποσπάσματα του ερω τικού λόγου
if
Λ*
.... ΡΟΛΑΝ ΜΠΑΡΤ από τον Ρ. Μπ.
Ε9
ΡΟΛΑΝ ΜΠΑΡΤ η απόλαυση του κ είμ ε ν ο υ
Μ υθολογίες Μ άθημα
1954-19&4 ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ ...δημιουργούμε αναγνώστες
Γ Γενναδίου 6 - Τηλ.: 36.15.783
14/αφιερωμα
L ouis-Jean C alvet
Μπαρτ: TO 71QO
και το μετά (στρουκτουραλ Η σκέψη τον Ρολάν Μπαρτ, από την εποχή που ο συγγραφέας ανακάλυψε το σύστημα τον σημείου που είχε θεσπίσει ο Σωσύρ, στηρίχτηκε διαδοχικά σ’ αυτά τα δύο συστήματα. Συστήματα πλούσια, που συνετέλεσαν, κοντά στ’ άλλα, στη νέα θεώρηση θεμάτων όπως ο Μπαλζάκ, ο Ρακίνας και η μόδα. Το επιστημονικό οδοιπορικό του Ρολάν Μπαρτ μοιάζει ν’ αποτελεί πρόκληση για τον κριτικό μελετητή, ο οποίος δυσκολεύεται ώρες ώρες να διακρίνει την κατευθυντήρια γραμμή, τον άξονά του μέσα σ’ ένα δάσος ποικίλων αναφορών, δα νείων και επιρροών. Ωστόσο θα ήταν πολύ πιθα νό να διακινδυνεύσει να ξεχωρίσει κάποιος δύο σταθερές εντελώς διαφορετικής τάξης. Πρώτη είναι η επιστήμη από την οποία εμπνεύστηκε μια εποχή ο Μπαρτ, για να την υποστηρίξει καί να την ενσωματώσει κατόπιν στη σημειολογία που επεξεργάστηκε: η γλωσσολογία. Δεύτερη έρχεται μια σχολή σκέψης που περικαλύπτει τη γλωσσο λογία και ταυτόχρονα την υπερβαίνει: ο στρου. κτουραλισμός. Όμως και οι διακρίσεις αυτές μπορεί να μη σημαίνουν τίποτε, γιατί, αν δε χτούμε πως υπάρχει ένας χώρος σκέψης που ονομάστηκε «στρουκτουραλισμός στη γλωσσολο γία», ο Μπαρτ βρίσκεται, από πολλές απόψεις, σε σχέση «παρέκκλισης» ως προς αυτόν, όπως θά ’λεγε ο Λυοτάρ, Ο Μπαρτ αρχίζει να κορφολογεί το στρου κτουραλισμό μέσ’ από συναντήσεις και διαβά
σματα: Γκρεϊμάς,'Μπρόνταλ (από τον οποίο δα νείζεται την έννοια βαθμός μηδέν, πρώτη εισβο λή δομολογικού στοιχείου στο έργο του), Σωσύρ, Χέλμσλεφ, Γιάκομπσον... Αργότερα ανακαλύ πτει μια πληρέστερη διατύπωση των σχετικών θέσεων στο έργο του Μαρτινέ, όπου αναφέρεται κατά κόρον στα Στοιχεία σημειολογίας (1964) έργο που ο τίτλος του θυμίζει ολοφάνερα τα Στοιχεία γενικής γλωσσολογίας (1960). Παρακο λουθώντας εκ του σύνεγγυς τούτα τα ερανίσμα τα, θα μπορούσαμε να περιοδολογήσουμε τις σχέσεις του Μπαρτ με την έννοια δομή. Έχουμε πρώτα πρώτα το κείμενο «Ο μύθος σήμερα», το οποίο αποτελεί κατακλείδα και ταυ τόχρονα θεωρητικό βάθρο των Μυθολογιών (1957). Εδώ ο Μπαρτ, αντλώντας από τον Σω σύρ την έννοια σημείο και από τον Χέλμσλεφ το ζεύγος καταδήλωση!συνδήλωση, προσπαθεί- να δείξει πως ο μύθος είναι ένα μήνυμα, χωρίς όμως να κατορθώνει να οικειωθεί τον κώδικα του οποίου παραγωγή υποτίθεται ότι είναι το μήνυ μα αυτό. Το θεωρητικό εργαλείο που θα του επι τρέψει να εντοπίσει τον κώδικα αυτό, θα το ανα
αφιερωμα/15 καλύψει το 1963 -σ ’ ένα κείμενο με τίτλο «Η στρουκτουραλιστική δραστηριότητα», που θα συμπεριληφθεί στον τόμο Κριτικά δοκίμια. Πρό. κειται για την αντίθεση ή το διακριτικό γνώρι σμα του σημείου, δηλαδή την αξία, που εισάγει στην κατεύθυνση του παραδείγματος. Με την ορμή που αποκτά έτσι η σκέψη του Μπαρτ θά ’ρθουν μετά τα Στοιχεία σημειολογίας, που θα θεωρηθούν κάτι σαν μανιφέστο της δομικής ση μειολογίας, πράγμα που εξηγεί και την απηχησή τους (το τεύχος της επιθεώρησης Communica tions στο οποίο δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά επανεκδίδεται αδιάκοπα εδώ και δέκα χρόνια). Εδώ αναφερόμαστε σ’ ένα σύνολο θεωρητικών κειμένων περί σημειολογίας, ενώ κανονικά θά ’πρεπε να αναρωτηθούμε γιατί είναι στρουκτου ραλιστική η σημειολογία του Ρολάν Μπαρτ -ή, μ’ άλλα λόγια: πού εντοπίζεται στη σφαίρα της πρακτικής του αυτό το «ομοίωμα» του περιγεγραμμένου αντικειμένου που στοιχειοθετεί, κατά τη γνώμη του, η στρουκτουραλιστική δραστηριό τητα; Η απάντηση είναι: πρώτα πρώτα στη συ νάρθρωση ή την αρθρολογία, δηλαδή αυτή την επιστήμη του μερισμού που προτείνει στα Στοι χεία και εφαρμόζει έκτοτε παντού. Ίχνη της ανακαλύπτουμε ακόμη και σε δείγματα κειμενικής ανάλυσης όπως το SIZ π.χ., αλλά βασικά στο βιβλίο Σύστημα της μόδας. Αν υποθέσουμε ότι υπάρχει ένας κώδικας που τον βαφτίζουμε «γραπτό ένδυμα», πώς θα απομονώσουμε τις διάφορες ενότητες που συνιστούν μήνυμα στο πλαίσιο του κώδικα αυτού; Ή , για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι, πώς θα αρθρώσουμε το μήνυ μα: Κάρντιγκαν σπορ ή αμπιγιέ ανάλογα με το αν ο γιακάς είναι ανοιχτός ή κλειστός; Στο μήνυ μα αυτό ο Μπαρτ εντοπίζει δύο εκφερόμενα:
σε μια ελάχιστη ενότητα στην οποία βασίζονται οι πέντε κώδικες που συνιστούν το σημαινόμενο του κειμένου. Λεξία και μήτρα αντλούν την υπόστασή τους από τις αντιθέσεις που διατη ρούν με άλλες λεξίες και μήτρες στη βάση του παραδειγματικού άξονα. Δεν πρόκειται για αυ θύπαρκτες οντότητες· η αξία τους είναι διαφοροποιητικής τάξης. Σ’ αυτή τη βραχύτατη σύνο ψη των θέσεων του Μπαρτ μπορούμε να ανα γνωρίσουμε τις ίδιες τις βάσεις της δομικής ανά λυσης. Ό μω ς η δομική ανάλυση δεν προσδιορίζεται μόνο από την κλασματοποίηση και την οργάνω ση των αρθρωτικών ενοτήτων, αλλά και από το θεωρητικό κριτήριο βάσει του οποίου γίνεται και η κλασματοποίηση και η οργάνωση. Έτσι η δομική γλωσσολογία στις περιπτώσεις Μαρτινέ, Μπούισενς, Μουνέν λειτουργεί συναρτήσει ενός πρωταρχικού κριτηρίου καταλληλότητας που επιτρέπει και την κλασματοποίηση και την οργά νωση. Το κριτήριο αυτό είναι η επικοινωνία. Έτσι μπορούμε, λόγου χάρη, κατ’ αρχάς, να ξε χωρίσουμε τη φωνολογία από τη φωνητική, δη λαδή τις κατάλληλες από τις μη κατάλληλες φωνικές διαφορές, από τη σκοπιά της επικοινωνίας: Η διαφορά ανάμεσα στους ήχους /ρ/ και /r/ είναι διακριτική αφού μας επιτρέπει να διαφοροποιή σουμε το /pa/ από το /ra/ αλλά η διαφορά ανάμε σα στο / γ/ και το /R/ (r συρτό) δεν είναι, γιατί η λέξη rat παραμένει η ίδια, από τη σκοπιά της επικοινωνίας, όπως κι αν την προφέρεις -με. r συρτό ή τραυλό. Ό λα τούτα λέγονται εδώ για να θυμίσουμε απλώς ότι η δομική γλωσσολογία δεν ταυτίζεται με τον στρουκτουραλισμό αλλά με έναν ορισμένο στρουκτουραλισμό που βασίζεται σ’ ένα κριτήριο καταλληλότητας.
- κάρντιγκαν σπορ όταν ο γιακάς είναι ανοι χτός, - κάρντιγκαν αμπιγιέ όταν ο γιακάς είναι κλειστός. „ Τα εκφερόμενα αυτά συνδέονται μεταξύ τους μέσω μιας μετατροπής: το πέρασμα από το ανοι χτό στό κλειστό συνεπάγεται πέρασμα από το σπορ στο αμπιγιέ. Ο γιακάς είναι η βάση αυτής της σημασιοδότησης (σπορ/αμπιγιέ), ενώ το κάρντιγκαν αποτελεί το αντικείμενό της. Βλέπουμε λοιπόν ότι το εκφερόμενο αποτελείτάι από το αντικείμενο της σημασιοδότησης (Α), τη βάση της (Β) και μια μεταβλητή (Μ). Μπορούμε λοι πόν να απεικονίσουμε το εκφερόμενο σαν μια μήτρα του τύπου Α.Β.Μ. Βασική ενότητα, λοι πόν, του λόγου της μόδας είναι η μήτρα, ενώ τα εκφερόμενα αποτελούν συναρτήσεις των μετα σχηματισμών της. Περίπου το ίδιο ισχύει και στην κειμενική ανάλυση. Η έννοια λεξία, που εμφανίζεται με αφορμή τον Μπαλζάκ (S !Ζ), αντιστοιχεί κι αυτή
Ο σημειολογικός στρουκτουραλισμός του Ρο λάν Μπαρτ θα βρεθεί σε σχέση διαφοράς και αμ φισβήτησης ως προς το στρουκτουραλισμό αυ τόν. Η έννοια της επικοινωνίας, η τόσο προσφι λής στους γλωσσολόγους, θα υπερακοντιστεί από μιαν άλλη: την άρθρωση της σημαίνουσας διαδικασίας σε δύο επίπεδα (καταδήλωση και συνδήλωση). «Ή καταλληλότητα που έχει επιλεγεί από τη σημειολογική έρευνα, εξ ορισμού αφορά τη σημασία των αναλυομένων αντικειμέ νων: εξετάζουμε τα αντικείμενα αποκλειστικά από τη σκοπιά του νοήματος που κατέχουν.»1 Χρειάζεται μήπως να υπογραμμίσουμε αυτό το κατέχουν που παίρνει εδώ τη θέση του μεταδί νουν, Τούτη η αλλαγή προοπτικής, που έχει καί ρια σημασία για το μέλλον της σημειολογίας, θα προκαλέσει βίαιες επιθέσεις εκ μέρους των ορθό δοξων δομικών γλωσσολόγων. Θυμίζοντας ότι ο Έ ρικ Μπούισενς, ο πρώτος γλωσσολόγος που έθιξε σημειολογικά προβλήματα, έγραφε «Ή ση μειολογία απορεί να οριστεί ως σπουδή των τρό-
16/αφιερωμα τα. Οι συνδηλώσεις σηματοδοτούν την εισβολή του κοινωνικού στο γλωσσολογικό πεδίο, της ση μασίας στην επικοινωνία, της ιδεολογίας στο λό γο, που κάποιοι γλωσσολόγοι θεωρούσαν ώς τό τε -κακώς- «ουδέτερο». Το μπαρτικό εγχείρημα άλλωστε -ω ς όλον- μπορεί να ιδωθεί σαν κυνήγι της ιδεολογίας κάτω από τα ποικίλα προσωπεία της -ό,τι ο ίδιος ονομάζει «πλαστές ενδείξεις», «αυτονόητο», «δόξα». Μ’ άλλα λόγια ο Μπαρτ ανιχνεύει το πολιτισμικό που θέλει να περνιέται για φυσικό, το ιστορικό που φορά τη μάσκα του αιώνιου.
Το λεξιλόγιο της μόδας
πων επικοινωνίας, δηλαδή των μέσων που μετα χειριζόμαστε για να επηρεάσουμε τον άλλον, ο οποίος και αναγνωρίζει τη λειτουργία τους*,2 ο Ζωρζ Μουνέν διερωτάται με μια ύποπτη επιμονή μπροστά σε κάθε πρόταση του Μπαρτ «υπάρχει πρόθεση επικοινωνίας;» ή « πώς θ’ αποδείξουμε ότι υπάρχει πρόθεση επικοινωνίας;»3. Πράγματι, η κυριότερη μομφή που απευθύνε ται στον Μπαρτ είναι ότι η εργασία του δεν κι νείται πραγματικά στο σημειολογικό πεδίο (που ορίζεται εκ των προτέρων με βάση την έννοια' της επικοινωνίας). Οι επικριτές του υποστηρί ζουν ότΙ, με τις μελέτες του στο χώρο των συνδη λώσεων, ο Μπαρτ οικοδομεί ένα είδος σημειολο γίας της σημασίας. Πρόκειται, μας λένε, για μια «έρευνα εντελώς νόμιμη..., που θα ήταν όμως σωστότερο να χαρακτηριστεί κοινωνική •ψυχολο γία ή ψυχοπαθολογία ή ακόμη και κοινωνική ψυχανάλυση».4 Εδώ θα άξιζε να αναφέρουμε τον Σωσύρ: «Μπορούμε λοιπόν να νοήσουμε μια επιστήμη πον μελετάει τη ζωή των σημείων μέσα στην κοινωνική ζωή. Η επιστήμη αυτή θ’ αποτε λούσε μέρος της Κοινωνικής Ψυχολογίας και κα τά συνέπεια της Γενικής Ψυχολογίας· θα την ονομάσουμε Σημειολογία».5 Χωρίς να θέλουμε να προσκολληθούμε στη σωσυριανή vulgata και να γίνουμε θεματοφύλακές της, δεν μπορούμε να μη σημειώσουμε ότι είναι παράδοξο ένας ορθό δοξος σωσυριανός σαν τον Μουνέν να προσά πτει στον Μπαρτ ότι αναλαμβάνει κατά βάθος όσα ο Σωσύρ ορίζει ως καθήκοντα της σημειολο γίας. Ή πολεμική αυτή παρουσιάζει περιορισμέ νο ενδιαφέρον -συγκεκριμένα στο βαθμό που μας αποκαλύπτει φωτογραφικά και μας επιτρέ π ε ι να συλλάβουμε την πορεία που οδηγεί τον Μπαρτ -με βάση το ζεύγος καταδήλωση/ συνδή λωση- στον σαφή εντοπισμό του βαθιά κοινωνι κού status που διέπει τα σημειολογικό συστήμα
Μ’ όλα αυτά ορίζεται το προ του Μπαρτ, δη λαδή οι επιρροές και τα δάνεια βάσει των οποίων ο ίδιος συγκρότήσε σιγά σιγά τα προσω πικά αναλυτικά του εργαλεία. Ο εξοπλισμός αυ τός σημαδεύεται έντονα από τις συμβολές των γλωσσολόγων, αλλά και από τις μελέτες του συγ γραφέα πάνω στο θέατρο, από τον Μπρεχτ πιο συγκεκριμένα, που τον γοήτευσε. Ο Μπρεχτ ήταν, για τον Μπαρτ, ο πρώτος μαρξιστής που στοχάστηκε πάνω στις λειτουργίες του σημείου. Ωστόσο εξίσου σημαντικό είναι να ρίξουμε μια ματιά στο μετά τον Μπαρτ, δηλαδή στη σημειο λογία που καλλιεργείται σήμερα κάτω από διά φορες ονομασίες. Η σημειολογία αυτή απορρέει εν μέρει από τον Μπαρτ -με την έννοια ακριβώς που κι ο ίδιος διαφοροποιήθηκε ως ατομική πε ρίπτωση, παρεκκλίνοντας από μιαν ορισμένη δο μική γλωσσολογία. Άλλωστε ο Μπαρτ έχει πλήρη συνείδηση της πραγματικότητας αυτής: «Μπορεί η γλωσσολο γία να διαμόρφωσε το επιχειρησιακό πλαίσιο για τη σημειολογία, αλλά οι διαφοροποιήσεις και οι εμβαθύνσεις στο χώρο της τελευταίας οφείλονται, στις συμβολές και άλλων κλάδων της θεωρίας, άλλων σχολών σκέψης, και εν τέλει άλλων απαι τήσεων: εθνολογία, φιλοσοφία, μαρξισμός, ψυ χανάλυση, θεωρία του κειμένου (κι είναι λάθος να “ανάγουμε” τους κλάδους αυτούς στη σημειο λογία με το πρόσχημα πως είμαστε “σημειολόγοι” : υπάρχει μια γενική εξάρθρωση που κατα τείνει σε κάτι άλλο)».6 Πράγματι, στον τομέα της μελέτης των σημαινουσών πρακτικών εμφανίζε ται μια εγκαρδιότητα που σαφέστερη εκδήλωσή της είναι αναμφισβήτητα η σύγκλιση της ψυχα νάλυσης με τη σημειολογία. Ένα ωραίο παρά δειγμα μας δίνει ο Ζαν-Φρανσουά Λυοτάρ μελε τώντας τρεις πολιτικές αφίσες (δύο από τη ρωσι κή επανάσταση και μία από το γαλλικό Μάη του ’68).7 Αναφερόμενος σαφώς στην ανάλυση της αφίσας που, επιχειρεί ο Μπαρτ στη «Ρητορική της εικόνας» (1964), ο Λυοτάρ προσπαθεί να εν τοπίσει την ανάδυση της ώσεως, του πόθου στο πλαστικό πεδίο, και να διατυπώσει μια κριτική της ιδεολογίας μέσ’ από τη μελέτη ενός «πολιτι κού ασυνείδητου» του οποίου σύμπτωμα θεωρεί
αφιερωμα/17 την αφίσα. Όμως ένα πολύ πιο συστηματικό και εξελιγμένο παράδειγμα της μετά τον Μπαρτ φάσεως μας παρέχουν οι εργασίες της Τξούλια Κρίστεβα. Στην Επανάσταση της ποιητικής γλώσσας (1974) και στην παρέμβασή της στο συμπόσιο με θέμα Ψυχανάλυση και πολιτική (1973) η Κρίστεβα μεταχειρίζεται δύο συμπληρωματικές έν νοιες: φαινο-κείμενο και γενο-κείμενο. Το φαινο-κείμενο (ή συμβολικό) είναι το γλωσσικό σύ στημα, δηλαδή ένα σύνολο συντακτικών, φωνο λογικών και σημασιολογικών καταναγκασμών. Το γενο-κείμενο (ή σημειωτικό) είναι η «ώση» που η εισβολή της στο φαινο-κείμενο εκφράζεται γλωσσικά: ρυθμός, τονισμός, λεκτικοί μετασχη ματισμοί κλπ. Η σύγκλιση του σημειωτικού με το συμβολικό επιτρέπει στην Κρίστεβα να μελετήσει ιδιαίτερα την ποιητική παραγωγή. Σήμερα όμως θα μπορούσε να μας δώσει την ευκαιρία να προ χωρήσουμε ακόμη παραπέρα: η επαναστατική . έκφραση (αφίσες, συνθήματα, τραγούδια) καθώς και τα περισσότερα από τα θέματα που ανέλυσε ο Μπαρτ την εποχή των Μυθολογιών προσφέρονται για μια τέτοια προσέγγιση. Δε σκοπεύω να επιμείνω περισσότερο εδώ σχετικά με την ερευνητική κατεύθυνση που προανέφερα. Απλώς την επισημαίνω ως παρά δειγμα της μπαρτικής παραγωγικότητας. Γιατί τούτο το μετά τον Μπαρτ δαχτυλοδειχτεί τη βα θιά γόνιμη διάσταση της σκέψης.και του έργου του. Μέσ’ από την ελικοειδή του κίνηση, τις αναζητήσεις του προς κάθε κατεύθυνση, το μπαρτικό corpus ήταν ήδη ερεθιστικό, διεγερτι κό, προκλητικό για άλλες δημιουργίες: μας ωθούσε να πάμε παραπέρα. Και τούτο το παρα πέρα τό ’χουμε ήδη μπροστά μας, σαν γέννημά του. Ο Μπαρτ είχε πει κάποτε πως τοποθετούσε τον εαυτό του «στην οπισθοφυλακή της πρωτο πορίας». Τούτη η πρωτοπορία, από τη μεριά της (όποιες επιφυλάξεις κι αν γεννά αυτή η αμφιλε γόμενη έκφραση), δεν έχει πάψει να αυτοτοποθετείται σε σχέση με τον Μπαρτ. Copyright: Magazine Litteraire Μετάφραση: Βασίλης Παπαβασιλείου Σημειώσεις: 1. Μπαρτ, «Στοιχεία σημειολογίας», ελ. έκό. στον τόμο Κείμε να σημειολογίας, Νεφέλη, μεταφρ. Κωστής Παπαγιώργης, σ. 132. 2. Buyssens, la Communication et l’articulation linguistique, o.
U.
3. Mounin, Introduction a la communication, a. 12 και 16. 4. Στ. ιδ„ σ. 195. 5. Saussure, Μαθήματα γενικής γλωσσολογίας, ελ. εκό. Παπαζήαης, μεταφρ. Φ. Δ. Αποστολόπουλος, σ. 45. 6. Tel Quel, αρ. 47, σ. 90. 7. «Πολιτικός χώρος και πλαστικός χώρος», στο Derive a partir de Marx et Freud.
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ ©ΕΣ/ΝΙΚΗ «ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ» ΤΗΛ. 264.958 ΑΘΗΝΑ «ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ» ΔΙΔΟΤΟΥ 39
18/αφιερωμα
R aym ond B ellour
Η ελευθέρωση Δομή, σημαίνον: ο Μπαρτ αντιμετωπίζει σήμερα κάπως δύσπιστα τις λέξεις αυτές, που έχουν φθαρεί από την υπερβολική και αλόγιστη χρήση. Αυτή που μένει, στα σίγουρα, είναι η απόλαυση του κειμένου, το ηδονικό κείμενο. Μια επανάσταση για την ανάγνωση και τη γραφή.
«Έχω μιαν αρρώστια: βλέπω τη γλώσσα» (Ρολάν Μπαρτ από τον Ρ. Μπ., ελ. έκδ. Ράππας. Μτφ. Φλοράνς Πουανιάν, σελ. 185)
Το πρωί μια φίλη μόυ διηγείται τ’ όνειρο που είδε. «Ήταν κάτω από κάτι που έμοιαζε με θόλο. Μπήκε ο Μπαρτ για το σεμινάριό του. Κάθησε, άπλωσε τα πόδια του πάνω στο τραπέζι. Φορούσε κάτι ψυχεδελικά ρούχα που συνέχεια άλλαζαν χρώματα. Είπε: “Αυτό θα πει απόλαυ ση του κειμένου”». Η εικόνα αυτή εκφράζει πεν τακάθαρα την πραγματικότητα του «κειμένου». Κείμενο είναι κάτι απλωμένο πάνω στο σώμα, που το καλύπτει και εκπέμπει τα ενορμητικά κύ ματά του. Σήμερα το σώμα είναι, για τον Μπαρτ, ένα είδος γενικευμένης μεταφοράς του κειμένου, «σημαίνον που καταλαμβάνει τη θέση κάθε σημαινομένου. Αυτή η λέξη εμφανίστηκε στο έργο του σιγά σιγά. Κρύφτηκε πρώτα πίσω από την αρχή της άλήθειας (της Ιστορίας), σε συνέχεια πίσω από την αρχή της εγκυρότητας (των συστημάτων και των δομών)· τώρα ξεδι πλώνεται- αυτή η λέξη-μάνα, είναι η λέξη “σώ μα”» (Ρολάν Μπαρτ..., σελ. 148). Τούτη η εικό να ανακαλεί, απ’ την άλλη μεριά, «τό σπανιότε ρο κείμενο, αυτό που δεν περνά από το γραπτό» («Στο Σεμινάριο», 49). Ο Μπαρτ αναφέρεται στην ουτοπία αυτών των στιγμών που διαφαίνονται μέσ’ από το Σεμινάριο. «'Ενας ορισμένος τρόπος συνύπαρξης μπορεί να επιτύχει την εγ γραφή της σημαινότητας: υπάρχουν συγγραφείς χωρίς βιβλίο (και ξέρω τέτοιους συγγραφείς), υπάρχουν κείμενα που δεν είναι προϊόντα αλλά πρακτικές. Μπορεί μάλιστα να λεχθεί ότι το έν δοξο κείμενο θα είναι κάποτε μια αμιγής πρακτι κή» (στο ίδιο). Πρόκειται για το όνειρο του Μαλλαρμέ που αναφέρεται στην ακραία κόψη
της ουτοπίας του βιβλίου. Την ουτοπία αυτή την υποδέχεται ο Μπλανσό και την αναδιατυπώνει ο Μπαρτ: «Το κείμενο μετέχει με τον τρόπο του σε μια κοινωνική ουτοπία. Πριν από την ιστορία (κι αν υποθέσουμε πως η τελευταία δεν επιλέγει την οδό της βαρβαρότητας), το κείμενο επιτυγ χάνει, αν όχι τη διαφάνεια των κοινωνικών σχέ σεων, τουλάχιστον αυτήν των γλωσσικών σχέ σεων» («Από το έργο στο κείμενο», 232).
Στο βιβλίο για τον Michelet η απόλαυση του κει μένου ακτινοβολεί με μια φρεσκάδα και ένταση που προμηνύουν τη θεωρία που θά ’ρθει. Πρώτη ενδειξη της απόλαυσης: το βιβλίο διαψεύδει το πρόγραμμα· αντί να εκπληρώσει την «ιστορία της λογοτεχνικής γλώσσας» που είχε προαναγ γελθεί στο Βαθμό μηδέν της γραφής, βυθίζεται στην πυκνότητα ενός ύφους. Δεύτερη ένδειξη: η μεγαλοπρεπής εμφάνιση του σώματος. «Ο ιστο ρικός όγκος δεν είναι, για τον Μισελέ, ένα παζλ που πρέπει να ανασυντεθεί αλλά ένα σώμα που πρέπει ν’ αγκαλιαστεί σφιχτά» (Michelet, 73). Πανομοιότυπα, η μάζα του κειμένου του Μισελέ είναι, για τον Μπαρτ, ένα σώμα προς περίπτυξη: ένα σώμα-γλώσσα. Ενδίδει στη γοητεία μιας ύλης, μόλο που αποσπάται απ’ αυτήν, αφού την οργανώνει και την κατανέμει. Το «θέμα», επα ναληπτικό, ουσιώδες, αναγώγιμο επιδέχεται αναγωγή -λέει ο Μπαρτ- σ’ έναν έσχατο όρο που, αυτός, δεν μπορεί να αναχθεί σε τίποτε («Ο βάρβαρος, το παιδί, είναι θέματα που μπορούν να αναχθούν στην επιλογή μιας υγρής, πηχτής ζέστης» [Μ., 159]). Ο Μπαρτ εκφράζεται εδώ με όρους δομής προπορευόμενος έτσι από τους πε ρισσότερους συγχρόνους του («Ο λόγος του Μι-
αφιερωμα/19 σελέ είναι ένα πραγματικό κρυπτόγραμμα. Του χρειάζεται ένα διάπλεγμα αποκρυπτογράφησης κι αυτό το διάπλεγμα είναι η ίδια η δομή του έργου» [Μ., 180]). Το βιβλίο του, λοιπόν, μπορεί να θεωρηθεί διπλά προφητικό: Γιατί δομή δεν είναι παρά αυτή η γλωσσική διαδρομή που επι χειρεί ο Μπαρτ διαμέσου του κειμένου του Μισελέ, χωρίς ποτέ να κατορθώνει να το αναγάγει σε κάτι άλλο. «Θεματική ενότητα, αλλά και κι νούμενο δίκτυο», λέει πολύ σωστά ό Stephen Heath. Έτσι, όλα τα στοιχεία του βιβλίου αυτού δημιουργούν μια λεπτή άίσθηση διανοητικής μυ θοπλασίας (πράγμα που δεν επηρεάζει διόλου την αλήθεια ή μάλλον την εγκυρότητά του) που υποστηρίζεται από μιά λίγο πολύ οσμωτική στο χαστική κίνηση ανάμεσα στο σχόλιο και το κεί μενο. Έχουμε πρώτα απ’ όλα την τέχνη του μοντάζ, που αντιπαραθέτει και συναρμόζει κεφάλαιο με κεφάλαιο τα δύο κείμενα, του Μπαρτ και του Μισελέ. Μετά βλέπουμε την αποσπασματικότητα του κειμένου, που ανοίγει και κλείνει αδιάλει πτα μέσα σ’ ένα παιχνίδι συνδέσεων-αποσυνδέσεων ανάμεσα στις θεματοποιήσεις («Από τό τε, πράγματι, δεν έπαψε να χρησιμοποιεί τη σύν τομη γραφή: μικροί πίνακες των Μυθολογιών και της Επικράτειας των σημείων, άρθρα και πρόλογοι των Κριτικών δοκιμίων, λεξίες του 5/ Ζ, παράγραφοι με τίτλους του Michelet, αποσπά σματα του «Sade II» και της Απόλαυσης του κει μένου (...) καθώς του αρέσει να βρίσκει, να γρά φει ξεκινήματα, έχει την τάση να πολλαπλασιά ζει αυτή την ευχαρίστηση: νά γιατί γράφει απο σπάσματα: τόσα αποσπάσματα, τόσα ξεκινήμα τα, τόσες απολαύσεις» [Ρολάν Μ παρτ..., 107108], Ύστερα είναι αυτό το ανακάτεμα των ει δών λόγου, η μίξη των γλωσσικών επιπέδων και των λεκτικών -στοιχεία που μετέχουν βαθύτατα στη διεστραμμένη ατομικότητα της γραφής του Μπαρτ, υπονομεύοντας τη διαφάνεια και την κλασικότητα της φράσης του. Τέλός, είναι η ακατάπαυτη μεταφορικότητα που διέπει την κί νηση τούτης της γραφής («Ο “διαλογισμός”, κοντολογίς, αποτελείται από μιαν αλληλουχία μεταφορών: παίρνει ένα φαινόμενο [τη συνδήλω ση, το γράμμα Ζ] και το υποβάλλει σ’ έναν κα ταιγισμό απόψεων αυτό που παίρνει τη θέση επιχειρηματολογίας είναι το ξεδίπλωμα μιας ει κόνας: ο Michelet “τρώει” την ιστορία- επομέ νως τη “βοσκάει” - επομένως “βαδίζει” μέσα της κλπ.: καθετί που συμβαίνει σ’ ένα ζώο που βό σκει θα εφαρμόζεται έτσι στον Michelet: η μετα φορική εφαρμογή θα έχει το ρόλο μιας εξήγη σης» [Ρολάν Μπαρτ..., 174]). Από τον Michelet και μετά ο Μπαρτ γίνεται ο συγγραφέας που «επινόησε τη γραφή-σεκάνς, το εύκαμπτο μον τάζ, τη ρευστή πρόζα, τη μουσική ταξινόμηση,
«Απολαμβάνω συνεχώς, δίχως τέλος, δίχως τέρμα, τη γραφή σαν μια λογοτεχνική παραγωγή»
την παλλόμενη ουτοπία της λεπτομέρειας, μια στέρεη βάση για έναν επιτέλους ανεκτό (διακρι τικό) μετασχηματισμό των ανθρώπινων σχέσεων, το συντακτικό σατόρι, την εισβολή της γλώσσας στη σφαίρα της αλήθειας της γλώσσας» (Σολλέρς, T.Q., 26). Η σημειολογική περιπέτεια που εγκαινιάζεται, για τον Μπαρτ, με το τελευταίο κομμάτι των Μυ θολογιών παίζει ένα αξιοθαύμαστα διαλεκτικό ρόλο στη συγκρότηση του κειμένου -της γραφής αλλά και της ανάγνωσης- ως αντικειμένου από λαυσης. Το γλωσσολογικό πρότυπο εισφέρει στην ανάλυση ένα ακριβές εργαλείο, ικανό να στηρίζει αφενός την ιδεολογική κριτική των Μυ θολογιών και αφετέρου τις ενδοκειμενικές ανα λύσεις που είναι απαραίτητες για την οικοδόμη ση της λογοτεχνικής επιστήμης-που προτείνει ο Βαθμός μηδέν της γραφής. Ο Μπαρτ -το είπε κατ’ επανάληψη- γοητεύτηκε από το όνειρο της επιστημονικότητας του οποίου κυριότερες μαρ τυρίες είναι τα έργα Το σύστημα της μόδας, Στοιχεία σημειολογίας, Η δομική ανάλυση της διήγησης. Πειραματίστηκε, λοιπόν, απόλυτα ο ίδιος πάνω στη μεθοδολογία που εισηγήθηκε -αυτός κυρίως, πλάι σε κάποιους άλλους. Ο πει ραματισμός του έγινε με προσοχή, ακρίβεια καί κέφι: «Για κάμποσο καιρό είχε ενθουσιαστεί με το δυαδικό σύστημα. Το δυαδικό σύστημα ήταν γι’ αυτόν ένα πραγματικό ερωτικό αντικείμενο. Αυτή η ιδέα, δεν νόμιζε πως θα σταματούσε πο τέ να είναι αντικείμενο εκμετάλλευσης. Το ότι μπορούμε να πούμε τα πάντα με μια μόνο διαφο ρά, του προξενούσε ένα είδος χαράς, ένα συνε χές ξάφνιασμα» (Ρολάν Μπαρτ...·, 59-60).
20/αψιερωμα «Όπως ο αθλητής χαίρεται για τα καλά ανακλα στικά του, έτσι και στον σημειολόγο αρέσει να αντιλαμβάνεται βαθιά τη λειτουργία ενός παρα δείγματος. Διαβάζοντας τον Μώνσή του Φρόυντ, χαίρεται που ανακαλύπτει το καθαρό ελατήριο του νοήματος· η χαρά είναι ακόμα πιο έντονη, αφού πρόκειται εδώ για την αντίθεση δύο απλών γραμμάτων, που κυβερνά όλο και πιο στενά την αντίθεση δύο θρησκειών, των Αμών/ Ατών: όλη την ιστορία του ιουδαϊσμού στο πέ ρασμα από το “μ” στο “τ”». (Ρολάν Μπαρτ..., 176). Όμως η απόλαυση αυτή, που ενισχύεται εκα τό τοις εκατό από την κοινωνικοπολιτική προο πτική μιας ιδεολογικής κριτικής (πρόκειται για την «ηθική του σημείου»), έχει και την ανάποδη όψη της. Ο λόγος της επιστήμης, που αντιμάχε ται τη δόξα (δόξα: «η κοινή γνώμη, το πνεύμα της πλειονότητας, η μικροαστική συναίνεση, η φωνή της φύσης, η βία της πρόληψης» [Ρολάν Μπαρτ..., 54]), μεταβάλλεται τάχιστα σε «επινίκειο λόγο», σε «κακή αξία της γλώσσας»: Είναι η στιγμή που εκδηλώνονται οι «αλαζονείες της επιστήμης». Πράγματι η επιστήμη δεν μπορεί να ανταποκριθεί στον πόθο της γραφής που η ανάλυση εν τοπίζει μέσα στο αντικείμενο, ιδίως όταν το αν τικείμενο αυτό είναι ένα λογοτεχνικό κείμενο, ούτε όμως και να αναδεχτεί τον πόθο αυτό. Η μη αναδοχή του πόθου της γραφής σημαίνει πως αποκλείεται εξ ορισμού η (κατά μεταβίβαση) κριτική του. Κριτική και έργο είναι δύο μεγέθη που στέλνουν το ένα στο άλλο την παράκαιρη ει κόνα του πόθου που τα συνιστά αμφότερα και μάλιστα το ένα διά του άλλου. Γι’ αυτό το λόγο ακριβώς η κριτική αντιτίθεται στην επιστήμη, τη στιγμή που η ίδια είχε πιστέψει πως μπορούσε και όφειλε να εκπληρώσει το πρόγραμμα της επι στήμης. Διαπιστώνουμε εδώ τη σαφή εισβολή της ψυχανάλυσης στο πεδίο της λογοτεχνικής κριτικής και της επιστήμης του λόγου. Η ψυχα νάλυση, ως επιστήμη του υποκειμένου, και η λακανική ψυχανάλυση ειδικότερα, ως πραγματική γλωσσολογία της επιθυμίας, αφενός προσφέρουν τα όπλα για μια κριτική του σημειολογικού θετι κισμού και αφετέρου ανοίγουν το δρόμο για μια ενεργό κριτική. Όμως ούτε η μία ούτε η άλλη υποτάσσουν το έργο ή το κείμενο: Καμιά αρχή δεν μπορεί να υποτάξει το κείμενο στο νόμο της. Το κείμενο είναι κάτι ιδιαίτερο· η ιδιαιτερότητά του έγκειται στον πολλαπλό, τον «πληθυντικό» χαρακτήρα του. Ήδη, στο βιβλίο Περί Ρακίνα, που μαρτυρεί έντονα την εισβολή της ψυχανάλυ σης στο κριτικό πεδίο, ο Μπαρτ δεν ισχυρίζεται πως εφαρμόζει αλλά πως «δοκιμάζει» την ψυχα νάλυση. Η έννοια της «δοκιμής» είναι βασική: εγγυάται την αμφίπλευρη αυτονομία του έργου
και του σχολίου, του κειμένου ως προς τον εαυτό του. Εγγυάται επίσης το χαρακτήρα της μυθο πλασίας που όλο και συστηματικότερα θα επικαθορίζει την κριτική πρακτική του Μπαρτ, ο οποίος, αφού ονειρεύτηκε ως ουτοπία την επι στήμη της λογοτεχνίας, τη βιώνει πλέον ως μετα φορά. Η πρακτική της γραφής δε λογοδοτεί πα ρά μόνο στον εαυτό της. Η επιστημονική μεταφορικότητα έχει μεγάλη σημασία. Από τη .μια μεριά, εγγράφει τη γνώση που μεταφέρεται από τη γραφή στη σύνολη δια λεκτική διαδικασία της θεωρητικής έρευνας. Από την άλλη, συνιστά μια πολλαπλή και στο διηνεκές πολλαπλασιαζόμενη δυνατότητα της κριτικής φαντασίας. Η μεταφορικότητα ανα πτύσσεται μέσα στο κείμενο ως μέθοδος και ταυ τόχρονα ως διαστροφή. Ως μέθοδος: «Ο κίνδυ νος της μεθόδου (μιας έμμονης καθήλωσης στη μέθοδο): Η ερευνητική εργασία πρέπει να ανταποκρίνεται σε δύο ζητήσεις. Πρώτη έρχεται μια ζήτηση ευθύνης: Η εργασία πρέπει να επαυξάνει τη διαύγεια, να αποκαλύπτει τις συνεπαγωγές μιας διαδικασίας, τα άλλοθι μιας γλώσσας, να συνιστά, κοντολογίς, μια κριτική (ας θυμίσουμε για άλλη μια φορά ότι κριτικάρω σημαίνει θέτω σε κρίση). Η μέθοδος στην προκειμένη περίπτω ση είναι αναπόφευκτη, αναντικατάστατη, όχι για τα “αποτελέσματά” της, αλλά ακριβώς -ή αντιθέτως- γιατί υλοποιεί τον ύψιστο βαθμό αυτοσυνειδησίας μιας γλώσσας που δεν ξεχνά τον εαυτό της. Η δεύτερη ζήτηση, όμως, είναι τε λείως άλλης τάξεως: Είναι η ζήτηση της γραφής, ενός χώρου δηλαδή όπου η επιθυμία διασπείρεται και ο νόμος εξοστρακίζεται. Πρέπει λοιπόν, μια ορισμένη στιγμή, να στραφούμε εναντίον της μεθόδου, ή τουλάχιστον να την αντιμετωπίσουμε όχι ως μία προνομιούχα θεμελιακή αρχή, αλλά ως μία από τις φωνές του πληθυντικού, ως μία όραση, κοντολογίς ως θέαμα συναρμοσμένο με το κείμενο, το κείμενο που είναι, σε τελική ανά λυση, το μόνο “αληθινό” αποτέλεσμα κάθε έρευ νας» (T.Q., 10). Ως διαστροφή: Με την ταξινο μική φαντασία (οι απαριθμήσεις, οι πίνακες, οι δείκτες, από το Σύστημα της μόδας μέχρι το Ρο λάν Μπαρτ από τον Ρ. Μ π., αποτελούν σημαίνουσες χιονοστιβάδες, επιστημονικές παραμιμήσεις λογοτεχνικών ταξινομήσεων που καλύπτουν ένα φάσμα από τον Όμηρο ώς τον Μέλβιλ)· με τα ορθολογικά χάσματα που δημιουργούν ένα εί δος παρωδιακών, κατά το μάλλον ή ήττον, ορο σειρών πάνω στην κειμενική επιφάνεια. Εδώ πριμοδοτείται η γλωσσολογία και κυρίως η ρη τορική, εξυπηρετούμενη από τα απειράριθμα σχήματά της, τα αδελφά του δίδυμου ζεύγους μετωνυμία-μεταφορά. Πρόκειται για μια ατέρμονα απόλαυση. Καμιά ευκαιρία δεν αφήνεται ανεκμετάλλευτη, καμιά ευκαιρία για πρόκληση,
αφιερωμα/21
παρέκκλιση,.επινόηση, παράθεση: «Λες και τα ρολόγια τσέπης σημαδεύουν τις ώρες κινούμενα από μια ωροδεικτική ικανότητα, χωρίς να χρειά ζονται δείχτες. Λες και οι μύλοι αλέθουν τους σπόρους χάρη σε μια θραυστική ιδιότητα, χωρίς να χρειάζονται καθόλου τις μυλόπετρες» (Λάιμπνιτς, ΑΚ)· με την αποσπασματικότητα που ει σάγουν αφεαυτών η διεστραμμένη γλωσσολογική κλασματικότητα και· η σειραϊκότητα του σχολια σμού (παράδειγμα εκθαμβωτικό: οι 561 λεξίες του S/Z)· τέλος με την παιδιά (υπό τη διπλή ση μασία του όρου) που εισάγει στο χώρο των εν νοιών των άλλων, χώρο που οικειοποιείται ως υλικό επιθυμώντας να καταστεί η ίδια ένας «θά λαμος αντηχήσεων» ως προς τα συστήματα που την περιβάλλουν: «Δεν μπορούμε συγχρόνως και να εμβαθύνουμε και να επιθυμούμε μια λέξη: σ’ αυτόν, η επιθυμία της λέξης υπερτερεί, αλλά ένα μέρος της απόλαυσης αυτής είναι ένα είδος δογ ματικής δόνησης» (Ρολάν Μπαρτ..., 87).
Κανείς δε μίλησε όπως αυτός για το συγγραφέα. Ίσως μόνο ο Μπλανσό, με το λόγο του τον χωρίς ρωγμές και κριτική εξωτερικότητα. Και ο Φουκώ επίσης, ο οποίος, σαν τον Μπαρτ, υπέστη αυ τή την τόσο έμμονη πίεση του στοχασμού του Μπλανσό και συναισθάνθηκε βαθιά τι διακυ,βευόταν στο κριτικό πεδίο με άξονα το όνομα συγγραφέας (ιδιαίτερα στο θαυμάσιο κείμενο με τίτλο «Τι είναι ο συγγραφέας;»). Συγγραφέας: η τάρτα με κρέμα της βιογραφικής κριτικής. Θυμάμαι, την εποχή που δούλευα πάνω στις Μπροντέ, τη λύσσα αλλά και τον έκ πληκτο θαυμασμό μου μπροστά σε εκφράσεις κατά κόρον επαναλαμβανόμενες, του τύπου: η Έμιλυ κάνει αυτό, η Σαρλότ σκέφτεται ότι, η Ά ννα φαντάστηκε, ο Μπράνγουελ πρέπει να ήθελε. Σαν να ήταν όλ!α αυτά αληθινά, σαν να
επρόκειτο τα πρόσωπα τούτα να μπουν στο δω μάτιο και ν’ αρχίσουν να μας μιλούν, πρόσωπα κατευθείαν βγαλμένα από τα βιβλία και τις ζωές τους, πρόσωπα που εμείς τάχα είμαστε ικανοί να τα κάνουμε να μιλούν, πρόσωπα που δεν είναι αυτό που είναι: πλάσματα φαντασίας. Κι όμως ο κριτικός λόγος δεν μπορεί να ξεπεράσει το συγ γραφέα, το όνομα και το βίο του. Και φτάνουμε έτσι σ’ αυτή την οικειότητα που η παλαιό κριτι κή μεταχειρίζεται με όλη τη χυδαιότητα που της οφείλεται. Κι όμως, απλώς θα πρέπει να ξαναβρούμε την οικειότητα που λέγαμε στο τέρμα μιας διαδρομής που τη διαφθείρει (κυριολεκτι κά) και την αποδέχεται ολοκληρωτικά ως αλή θεια τη στιγμή που δεν είναι παρά πλασματικότητα. Αυτό ακριβώς κάνει ο Μπαρτ. Αποδεχόμενος πλήρως το ερώτημα που θέτει ο Μπλανσό τόσο σωστά, σ’ ένα τόσο ακριβές συναπάντημα, στο κείμενο εκείνο όπου κατατάσσει το Βαθμό μηδέν της γραφής στα «ελάχιστα βιβλία όπου είναι εγ γεγραμμένο το μέλλον των γραμμάτων». «Ποιος όμως μιλά εδώ; Μιλά μήπως ο ΐίρουστ, ο Προυστ που ανήκει στον κόσμο, ο Προυστ με τις πεζές κοινωνικές φιλοδοξίες, τις ακαδημαϊκές κλίσεις, ο θαυμαστής του Ανατόλ Φρανς, ο κοσμικογράφος της Figaro; Ή μήπως μιλά ο Προυστ ο βιτσιόζος, αυτός που διάγει μια ανώ μαλη ζωή και χαίρεται να βασανίζει αρουραίους; Ή είναι, πάλι, ο Προυστ ο ήδη νεκρός, ο ακίνητος και παραχωμένο^, που οι φίλοι του δεν αναγνωρίζουν πια, ο Πρι υστ ο ξένος προς τον εαυτό του, αυτός που έχει αποβεί απλώς ένα χέ ρι που “γράφει κάθε μέρα, κάθε ώρα, με κάθε καιρό” , ένα χέρι εκτός χρόνου που δεν ανήκει πια σε κανέναν; Λέμε Προυστ, αλλά αισθανόμα στε πως αυτός που γράφει είναι κάτι τελείως άλ λο, όχι μόνο κάποιος άλλος, αλλά η ίδια η απαί τηση της γραφής, μια απαίτηση που μεταχειρίζε-
22/αφιερωμα ται το όνομα Προυστ αλλά δεν εκφράζει τον Προυστ, ή μάλλον που τον εκφράζει μόνο στο βαθμό που τον απαλλοτριώνει, καθιστώντας τον άλλον». Από τον Michelet ήδη ο Μπαρτ δικαιο λογείται με συντομία για το ότι μπορεί να λέει «Μισελέ» χωρίς να αναλαμβάνει τη φανταστική πληρότητα του προσώπου: «Να ξαναβρούμε τη δομή μιας ύπαρξης (δε λέω μιας ζωής)». Στο Πε ρί Ρακίνα ο συγγραφέας γίνεται αυτό το σχεδόν απρόσωπο σημείο που οροθετεί το έργο. Το έρ γο, πάλι, αντιμετωπίζεται ως πεδίο επιχειρή σεων για μία γλωσ^'κή στρατηγική, για μια ανά πτυξη μορφών και δυνάμεων. Το Κριτική καί αλήθεια επικυρώνει το θεωρητικό θάνατο του συγγραφέα. «Η επιστήμη της λογοτεχνίας συν δυάζει αναγκαστικά το λογοτεχνικό έργο, μόλο που είναι ενυπόγραφο, με το μύθο, που δεν εί ναι. (...) Συγγραφέας και έργο αποτελούν απλώς την αφετηρία μιας ανάλυσης που ορίζοντά της έχει μια γλώσσα. Δεν μπορεί να υπάρξει επιστή μη του Δάντη, του Σαίξπηρ ή του Ρακίνα. Το μόνο που μπορεί να υπάρξει είναι μια επιστήμη του λόγου» (Κ.Α., 59-61). Αλλά «η κριτική δεν είναι επιστήμη» (Κ.Α., 63) και πρέπει η ίδια να βιώσει τούτη την εξαφάνιση του συγγραφέα μέ σα στο κείμενο, ώστε να μπορέσει να τον ξανάβρεί στην πραγματική του θέση, μετατοπισμένο, παρακείμενο, έκκεντρο, αθεράπευτα παρόντααπόντα. Μια τέτοια δοκιμή εξοβελισμού είναι το SIZ. Στο βιβλίο αυτό ο Μπαλζάκ εξαφανίζεται (μάλιστα ως σημαίνον μέσω του Ζ του ευνουχι σμού, «αυτού του Ζ που υπάρχει μέσα στο όνομα του Μπαλζάκ» [S/Z, 113]), για να ανακαλυφθεί, στο τέλος, σαν απλό αντικείμενο ενός κώδικα από τους πολλούς που η συγκεκριμένη ανάγνωση μπόρεσε ανώδυνα να παραμερίσει. «Ο ίδιος ο συγγραφέας -θεότητα κάπως πεπαλαιωμένη της παλαιός κριτικής- μπορεί ή θα μπορέσει κάποτε ν’ αποτελέσει ένα.κείμενο σαν όλα τ’ άλλα. Προς το σκοπό αυτό αρκεί ν’ αρνηθούμε να δούμε το πρόσωπό του σαν υποκείμενο, υπόβαθρο, ρίζα, εξουσιαστική αρχή, πατέρα από τον οποίο απορρέει το έργο του μέσω της οδού που ονομά ζεται ρκφραση. Και να τον αντιμετωπίσουμε τον ίδιο σαν ένα επιπλέον πλάσμα του χαρτιού και τη ζωή του σαν μια βιο-γραφία (με την ετυμολο γική έννοια ,του όρου), δηλαδή σαν μια γραφή χωρίς αναφερόμενο, σαν υλικό μιας συνάφειας κι όχι μιας γενεαλογίας.' Το κριτικό διάβημα (αν βέβαια μπορούμε να μιλούμε σ’ αυτή την περί πτωση για κριτική) θά ’χει στόχο τότε να αντι στρέφει την εικόνα-ντοκουμέντο του συγγραφέα σε άπιαστη, ανεύθυνη μυθιστορηματική μορφή αιχμαλωτισμένη μέσα στο πληθυντικό του ίδιου του κειμένου του. Την περιπέτεια που αποτελεί η εργασία αυτή μας τη διηγήθηκαν ήδη όχι οι κρι τικοί αλλά κάποιοι συγγραφείς και πάλι, όπως ο Προυστ και ο Ζαν Ζενέ» (S/Z, 217).
Από την εποχή εκείνη κι έπειτα ο συγγραφέας επιστρέφει μέσ’ από την «απόλαυση του κειμέ νου». «Επιστροφή φιλική», ένδειξη μιας συνύ παρξης: «Όταν το “λογοτεχνικό” κείμενο (το βιβλίο) μεταναστεύει στη ζωή μας, όταν μια άλ λη γραφή (η γραφή του άλλου) κατορθώνει να συγγράφει αποσπάσματα της δικής μας ύπαρξης (...). Ο συγγραφέας που βγαίνει από το κείμενό του και μπαίνει στη ζωή μας δεν έχει ενότητα. Είναι ένας απλός πληθυντικός γοητείας» (Σ.Φ.Λ., 12-13). Μ’ αυτό τον τρόπο αποκτά ακρίβεια, όχι πληρότητα, η γλώσσα που ανα πτύσσουμε προς τους άλλους αλλά και προς τον εαυτό μας, από την ώρα που ζούμε σ’ έναν κό σμο που κυριαρχείται από τη φαντασία και την παραγωγή βιβλίων. «Όπου κι αν ταξιδεύουμε, με κάθε ευκαιρία, όπου νιώθουμε πόθο, όρεξη, κούραση, καταπίεση, μπορούμε να ρωτήσουμε τον Φουριέ και να αναρωτηθούμε: Τι θά ’λεγε εκείνος στην περίπτωση αυτή; Πώς θα φερόταν σ’ αυτό το χώρο, πώς θα τά ’βγάζε πέρα μ’ αυτή την περιπέτεια;» (Σ.Φ.Λ., 85). Ο Μπαρτ μπορεί πια να γίνει για τον εαυτό του ένα «πλάσμα του χαρτιού». Γράφει το Ρολάν Μπαρτ από τον Ρ. Μπ. προσφέροντας και απε λευθερώνοντας, από το «εγώ» στο «αυτός», την αναστρέψιμη εικόνα ενός ανθρώπου που η ζωή του θά ’θελε με τρόπο ιδανικό να διαλυθεί μέσα στην ουτοπία του κειμένου. Μια ουτοπία που εί ναι η αδηφάγος πραγματικότητα αυτής της ζωής. ** «Στην αρχή του έργου, η σκοτεινιά των κοινωνι κών σχέσεων, η ψεύτικη φύση· ο πρώτος κλονι σμός είναι επομένως η αποφενάκιση (Μυθολο γίες)· κατόπιν, καθώς η αποφενάκιση ακινητοποιείται ως επανάληψη, πρέπει τώρα αυτή να μετατοπιστεί: η σημειολογική επιστήμη (δεκτή τότε ως αυταπόδεικτη) προσπαθεί να κλονίσει, να ζωογονήσει, να οπλίσει τη χειρονομία, τη μυ θολογική στάση, δίνοντάς της μια μέθοδο· αυτή η επιστήμη με τη σειρά της μπερδεύεται μέσα σ’ ένα ολόκληρο φανταστικό: την επιθυμία για μια σημειολογική επιστήμη διαδέχεται η επιστήμη (συχνά πολύ σκοτεινή) των σημειολόγων πρέπει επομένως να αποκοπούμε απ’ αυτήν, να εισαγά γουμε, σε τούτο το λογικό φανταστικό, το σπόρο της επιθυμίας, τη διεκδίκηση του σώματος: έχου με τότε το κείμενο, τη θεωρία του κειμένου. Αλ λά και πάλι το κείμενο κινδυνεύει να πήξει: επα ναλαμβάνεται, κερματίζεται σε θαμπά κείμενα, που μαρτυρούν μιαν απαίτηση να διαβαστούν, όχι μια επιθυμία ν’ αρέσουν: το κείμενο τείνει να εκφυλιστεί σε σαλιάρισμα. Ποιο δρόμο να πάρω; Σ’αυτό το σημείο βρίσκομαι» (Ρολάν Μπαρτ...,
αφιερωμα/23
82). Η βασική ιδιότητα του Μπάρτ είναι, ίσως, αυτή η ταλάντευση, αυτή η αβεβαιότητα. «Ίλιγ γο της μετατόπισης» τη χαρακτήρισε πολύ σωστά ο Stephen Heath. Δεν αντιφάσκει προς τη μόνι μα σαφή και τέλεια λειτουργική στρατηγική της σκέψης, της εργασίας του. Αποτελεί μάλιστα, θα λέγαμε, την εγγύηση, όχι τη διανοητική αλλά την παραγωγική, δηλαδή την εγγεγραμμένη στο σώ μα, ενός ιστορικού, πολιτικού, εννοιολογικού σπαραγμού. Κι έχει να κάνει με τη σχέση τριών όρων: το κείμενο είναι ο ένας και οι άλλοι δύο -που στηρίζουν τον πρώτο στο διάβα των σελί δων- το σημαίνον και το συμβολικό. Από τη μια μεριά έχουμε την αίσια, παιγνιώδη, ανεπιφύλα κτη κατάφαση προς το κείμενο, το σημαίνον, το συμβολικό. Από την άλλη, για μια στιγμή, εμφα νίζεται μια απορία ως προς το συμβολικό: «Μια λεπτή λουρίδα φωτός ν’ αναζητήσει όχι άλλα σύμβολα αλλά την ίδια τη σχισμή του συμβολι κού» (Επικράτεια των σημείων, ελ. έκδ. Ράππα. Μτφ. Κατερίνα Παπαϊακώβου, σ. 10). «Ό χι ν’ αλλάζουμε ή να εζαγνίσουμε τα σύμβολα, αλλά να αμφισβητήσουμε το ίδιο το συμβολικό» («Η μυθολογία σήμερα», 615). «Και φαντάζομαι τότε (αλλά πρόκειται μόνο για φαντασία) ότι η σε ξουαλικότητα, έτσι όπως μιλάμε και όσο μιλάμε γι’ αυτήν, είναι προϊόν της κοινωνικής καταπίε σης, της κακής ιστορίας των ανθρώπων, κοντο λογίς ένα αποτέλεσμα του πολιτισμού. Κατά συ νέπεια, θα ήταν δυνατό η σεξουαλικότητα, η δι κή μας σεξουαλικότητα, να καταργηθεί, να πα ραγραφεί, να εκμηδενιστεί, χωρίς απώθηση, μέ σω της κοινωνικής απελευθέρωσης: πάει ο Φαλ λός!» (Ρολάν Μπαρτ..., 189-190). (Φαλλός: το θεμέλιο σημαίνον του συμβολικού στη λακανική ψυχανάλυση). Σημαίνον και κείμενο είναι μέσα κατάλληλα για να μεταφέρουν αυτή την αμφι σβήτηση του συμβολικού ή απλώς και μόνο μπο
ρούν να την υποδυθούν, με την υποταγή τους, σε τελική ανάλυση, στο πρότυπό του βιβλίου; Αν πάλι το κείμενο κινδυνεύει αναγκαστικά να πή ξει, δεν είναι πιθανό, έστω κι αν διασπείρονται μέσα του όλοι οι κώδικες, να καταστεί ένας υπέρτατος κώδικας που τροφοδοτείται από την κατάργηση όλων των άλλων; Νά τι συλλαμβάνω, ίσως κακώς, αλλά και μην ξέροντας πώς ν’ ανα πτύξω την εντύπωσή μου, μέσα σ’ αυτές τις φρά σεις τού Μπαρτ.
Αν πρέπει να ευχαριστήσουμε για κάτι τον Μπαρτ είναι που δεν έπαψε, μέσ’ από μια αυ στηρή, υπομονετική, φιλική, ερωτική στράτευση, να προσπαθεί να μας δώσει τα κλειδιά για τους κώδικες. Κάνοντάς το αυτό μας απελευθέρωνε. Τούτο έχει να κάνει με την καθοριστική -για τον Μ παρτ- σχέση ανάμεσα σ’ αυτό που αποκαλεί «ηθικότητα» (όχι ηθική) και την απόλαυση. Από κει και πέρα ο καθείς μπορεί να τραγουδήσει «κατά το κέφι του». g Copyright: Magazine Litteraire Μετάφραση: Βασίλης Παπαβασιλείου
24/αφιερωμα
S tephen H e ath
Αλλάζοντας γλώσσα Ο Stephen Heath άλλαξε γλώσσα, πέρασε από την αγγλική στη γαλλική, για να διαβάσει Μπαρτ και να τον σχολιάσει. Εδώ μας εξιστορεί αυτή τη ρήξη και μας λέει ακόμη τι σημαίνει «διαβάζω Μπαρτ». Κάθε φορά που γράφω μου συμβαίνει να αλλά ζω γλώσσα, να περνώ από την αγγλική στη γαλ λική (με δυσάρεστη συνέπεια τη στυγνή αδυνα μία να επιστρέφω σώος στην πρώτη). Κι αυτό όχι τόσο γιατί είχα την τύχη να είμαι «εκ «ρύ σεως» δίγλωσσος (διγλωσσία αποκτημένη στα πρώτα παιδικά χρόνια) ούτε γιατί μου ζητήθηκε ως πανεπιστημιακό ανδραγάθημα (η γαλλική ήταν για μένα ένας χώρος εκτός ζητήσεως, ξένος προς το θεσμό, που δε μου πρόσφερε κανένα κα ταφύγιο πέρα απ’ αυτό των υλικών αποτελεσμά των, των μαγνητισμών της), αλλά (άκαιρη γητειά που δεν παύει να με βγάζει απ’ τα νερά μου) υπό την αιγίδα μιας ορισμένης εργασίας, μιας ορι σμένης απόλαυσης, δηλαδή τελικά (έκφραση μάλλον ατυχής: το ζήτημα είναι να ξεμπερδεύου με με τις τελικές αθροίσεις) υπό την αιγίδα μιας εμπειρίας της γλώσσας. Δεν είναι λοιπόν που ζυγιάζομαι ανάμεσα στις δύο γλώσσες (καθησυχαστικό μέτρο της ισορροπημένης επιλογής), εί ναι, αντίθετά, που δε σταματώ να αποχωρίζο μαι τους έλικες της αποσυναρμογής τους, να βλέ πω εκεί μέσα τον εαυτό μου παραμερισμένο («ισορροπημένο» μέσ’ από την άμετρη καταφυγή στη γλώσσα). Οι ρίζες χάνονται (αρχή της γρα φής). Οι λέξεις έρχονται και ξανάρχονται σαν ισάριθμες αισθησιακές, ακαριαίες αστραπές, γε μάτες ιστορίες (δουλεύω σε μια νέα γλώσσα ση μαίνει ανακαλύπτω σώματα στιλβουσών λέξεων, ακτινοβόλα βάθη -χωρίς «βυθό»- πλήθους κατη γορημάτων), κατάφορτες από εκτροπές επιθυ μιών. Οι φράσεις εγκαινιάζουν τολμηρές περιπέ τειες (η τύχη είναι η ώση του σημαίνοντος), απο πλανούν. Δεν ξέρεις πού βρίσκεται η γλώσσα που δανείζεται πάντα άλλους δρόμους, που σε σαστίζει, που καταργεί την αρμονία του εγώ. που παραχαράσσει το τυπικό του πρώτου ενικού αφαιρώντας του κάθε πανηγυρικό τερτίπι (όχι
λόγω ενός πρωτογενούς νοήματος, αλλά μέσω της ηδονής της). Κι όλα τούτα -την ηθική ενός τέτοιου, ξεκινήματος- μου τα δίδαξε κυριολεκτι κά ο Μπαρτ: ακούγοντάς τον στο σεμινάριο θέ λησα τη γαλλική, τη γλώσσα. Η αναφορά σ’ αυτή την ταπεινή, υποκειμενική εμπειρία (με την προϋπόθεση ότι λέγοντας υπο κειμενική εδώ εννοούμε κάτι «που αγγίζει τη δί κη του υποκειμένου») θα ήταν καταχρηστική. Πρόκειται πάντως για μια εμπειρία που ανταποκρίνεται στην πίεση των έργων του Μπαρτ, που συνιστούν μια διηνεκή μύηση στη γλώσσα, στα γλωσσικά συστήματα. 'Αλλωστε και η σημειολο γία δεν υπήρξε γι’ αυτόν μια στιγμή στη διαδικα σία αυτής της μείζόνος μετατοπίσεως, πρόσβαση στις γλώσσες, στην απόλαυση του κειμένου; Πρόσβαση, απόλαυση: έχουμε εδώ τη διακύβευση, την κατάχρηση του κειμένου και της ανά γνωσής του (αυτήν την παραγωγή που διαμορ φώνει το πεδίο της εργασίας του Μπαρτ, το άνοιγμά του): Επιθυμία να βρεθείς αντίκρυ ξεκι νώντας από την ίδια σου τη γλώσσα (ανατροπή λοιπόν των κωδίκων του «ιδίου»), απόφαση ν’ αλλάξεις γλώσσα μέσα στην ίδια γλώσσα (στοί χημα πολύ δυσκολότερο από το να μην αλλάξεις παρά μόνο γλώσσα). Το κείμενο είναι ο Φλωμπέρ που αντιτίθεται στην ενσφήνωση της «ευ νουχισμένης γλώσσας», είναι αυτή η αποζημίωση της γλώσσας που είχε κινήσει ο Μαλλαρμέ, είναι ο μέχρις εσχάτων πόλεμος της γλώσσας του Τζόυς: κοντολογίς είναι το κουράρισμα της γλώσσας. «Όλα συμβαίνουν με τέτοιο τρόπο σαν να ήμουν υποχρεωμένος να υποβάλω σε μια ριζική θεραπεία τα γαλλικά. Και, κατά συνέ πεια, τον εαυτό μου» (Σολλέρς). Ένα παρόμοιο «κουράρισμα» (όπου η γλώσσα γίνεται ο παραλήπτης του κειμένου, τόπος μιας ατέλειωτης συνέντευξη;) συνιστά το φορτίο της
αφιερωμα/25 γραφής του Μπαρτ, την πίεση των κειμένων του που λέγαμε. Πρέπει να κινήσεις τη γλώσσα, να την υπερκεράσεις. Πρέπει να τη μετατοπίσεις, να μετατοπιστείς κι εσύ μέσα της, να κάνεις εν τός της το μακρύ ταξίδι -«ταξίδι του σώματος (του υποκειμένου) διαμέσου της γλώσσας». Η Επικράτεια των σημείων είναι εν μέρει το βιβλίο ενός τέτοιου ταξιδιού, «απέναντι» προεξοχή της γλώσσας: «Όνειρο: να γνωρίζεις μια ξένη (παρά ξενη) γλώσσα κι όμως να μην την καταλαβαίνεις. Να διακρίνεις μέσα της τη διαφορά χωρίς ωστό σο ποτέ η διαφορά αυτή να γίνεται αντικείμενο οικειοποιήσεως από την επιπόλαιη κοινωνικότη τα της γλώσσας, την επικοινωνία, τη χυδαιότη τα. Να γνωρίζεις, διαθλασμένες θετικά μέσα σε μια νέα γλώσσα, τις μη δυνατότητες της δικής μας. Να διδάσκεσαι τη συστηματική του αδια νόητου. Να αποδομείς το “πραγματικό” μας υπό την επήρεια άλλων αποτμήσεων, άλλων συντά ξεων. Να ανακαλύπτεις πρωτοφανείς θέσεις του υποκειμένου στη διαδικασία της εκφοράς, να με ταθέτεις την τοπολογία του. Κοντολογίς, να κα ταδύεσαι στο αμετάφραστο, να αισθάνεσαι το τράνταγμά του χωρίς διόλου να το αμβλύνεις...» Λιποταξία του «πραγματικού», θέσεις παρα δεκτές (επιβεβλημένες). Έγνοια να ξαναβρείς την απόλαυση της γλώσσας, την αλήθεια της -«υπάρχει μια γλωσσική απόλαυση της ίδιας στόφας, της ίδιας ύφανσης με την ερωτική από λαυση, κι αυτή η απόλαυση της γλώσσας είναι η αλήθεια της»-, να φτάσεις στη διαστροφή της γλώσσας: «Οι Γάλλοι εγκαταλείπουν τη γλώσσα
τους, και δεν εννοώ βέβαια τη γλώσσα ως κανο νιστικό σύνολο ευγενών αξιών (σαφήνεια, κομ ψότητα, ακρίβεια) -πράγμα για το οποίο ελάχι στα ανησυχούμε, αφού πρόκειται για θεσμικές αξίες-, αλλά τη γλώσσα ως πεδίο απόλαυσης και ηδονής, ως τόπο όπου η γλώσσα εργάζεται άσκοπα, δηλαδή ως τόπο διαστροφής». Η γραφή του Μπαρτ παράγεται ως το ακατάπαυτα άσκο πο, παρεκκλίνοντας από τη βολευτική κοινωνι κότητα: «μόνο ένα αντικείμενο υπάρχει στο οποίο δεν έπαψα να επενδύω τον πόθο μου: η γλώσόα -η γλώσσα είναι το δικό μον αντικείμενο μικρό α». Επένδυση ενός τέτοιου πόθου, η γραφή (με την παρούσα έννοιά της) αποβαίνει λοιπόν η ελευθερία της γλώσσας («η γραφή μπορεί να κά νει τα πάντα σε μια γλώσσα και, πρώτα και κύ ρια, αυτό: να της αποδώσει την ελευθερία της»). Την ελευθερία αυτή όμώς δεν την αποκτάς με μια απλή κίνηση του χεριού (δεν είναι «εδώ για να την αδράξεις»). Πρέπει να τη χτίσεις, να την παραγάγεις. (Ακόμη κι αν αλλάζεις γλώσσα, η ελευθερία που κερδίζεις δεν είναι εύκολη υπόθε ση: πρέπει να προσέξω, π.χ., να μην περιπέσω στη θέση του «ξένου που γράφει γαλλικά», χω ρίς, από την άλλη μεριά, να στριμώξω τον εαυτό μου μέσα στο' φαντασιακό του τύπου «γράφω σαν Γάλλος». Οι ασφυχτικοί ρόλοι σε περιμέ νουν συνεχώς στη γωνία.) Ιδού η διδασκαλία του Μπαρτ, η εργασία του κειμένου. Ας θυμίσουμε εδώ την αηδία που τρέφει ο
«Αντιστρέψτε την εικόνα: τίποτα περισσότερο, τίποτα άλλο, τίποτα»
26/αφιερωμα Μπαρτ για το πισσώδες, την αποκαρδίωσή του μπροστά σε ό,τι έχει να κάνει με στερεότυπα, γραφοσύνη, κοινωνιολεκτικούς ιμπεριαλισμούς: γλώσσες ευήθεις, ισοπεδωμένες από τον χοντρο κομμένο ρεαλισμό, τις φυσικές, «φωνητικές» (όπως θά ’λεγε ο Μπρεχτ) αναπαραστάσεις τους. Κατασκευές κολλαριστές, υπό επιτήρηση, ρυθμι στικές της σημειωτικής δόνησης του σώματος, που αναχαιτίζουν τη διαδρομή της και την κα τευνάζουν. Πολιτικοί λόγοι -αυτές οι πηγμένες γλώσσες- που αποκλείουν την επιθυμητική δια δικασία του γλωσσικού υποκειμένου («πολιτική δεν είναι αυτό: όλες οι γλώσσες μείον μία, τη γλώσσα του πόθου;»). Ρήτρες υποχρεωτικές, λέ ξεις με αντίκρισμα, χωρίς την επίκληση οποιοσ δήποτε πιθανού παιχνιδιού, χωρίς καμιά ανά παυλα (οι ρυθμικές παύσεις μιας μουσικής φρά σης, τα λευκά διαστήματα ενός βιβλίου). Μέσα στον πόλεμο των γλωσσών -συμπλοκές μεταξύ νοημάτων, αγώνες για την ηγεμονία- το κείμενο δεν έχει τόπο, επέρχεται μόνο ως μετατόπιση, ως κενή και πληθυντική τριβή της γλώσσας (διόλου παράδοξο: το κενό δεν είναι αντίπαλος του πλη θυντικού αλλά της συγκρότησης), ως ανήκουστη θέση. Η ακριβής εικόνα -που υπακούει άρα στην τόσο σημαντική για τον Μπαρτ αξία που είναι η λεπτότητα- είναι η εικόνα του γκιπούρ, της δαντέλας που έχει ως μόνο φόντο μια βροχή από φίνα αζούρ, από απειροελάχιστα κινητά σώματα: «μια κλιμάκωση σημαινόντων όπου δεν μπορείς πια να διακρίνεις κανένα γλωσσικό βά θος». Αλλαγή γλώσσας, ελευθερία της γλώσσας, νέα γλώσσα. Γραφή είναι αυτό που πρέπει να επι νοηθεί, «η ιλιγγιώδης ρήξη με το παλαιό συμβο λικό σύστημα, η μετάλλαξη μιας ολόκληρης γλωσσικής περιοχής». Όμως η επινόηση δεν ξε κινά από το κενό· το είπαμε ήδη: πρέπει να φτά σεις σ’ αυτήν. Υπάρχει εδώ αυτό το πρόβλημα του αύριο που ο Μπαρτ συνέλαβε μέσα στη μισελετική προοπτική της γλώσσας του λαού -«Γεν νήθηκα λαός, είχα το λαό μέσα στην καρδιά μου... Όμως η γλώσσα του, ω! η γλώσσα του μού ήταν απρόσιτη. Δεν μπόρεσα να τον κάνω να μιλήσει». Ο λαός, για τον Μισελέ, εξέφραζε τη μακρινή ελπίδα πως θα μπει ένα τέρμα στον 'πόλεμο των γλωσσών, αντιπροσώπευε την κοι νωνική ουτοπία μιας γλώσσας χωρίς διαχωρι σμούς (χωρίς βίαια πλήγματα). Ήδη σήμερα, αλλά ακόμη και αύριο το πρόβλημα θα είναι η εγκαθίδρυση μιας λαϊκής γλώσσας (που είναι πράγμα τελείως άσχετο με οποιαδήποτε απλοποιητική αξίωση: το ζήτημα είναι να δοθεί μια γλώσσα στην ηδονή, να ξαναβρούμε τη γλώσσα ως πεδίο απόλαυσης κόντρα στην εγκατάλειψη και το περιφρονητικό μπαστάρδεμα της μαζικής κουλτούρας), μιας γλώσσας που, μέσα στη σημε
ρινή μας κοινωνία, δε θα μπορούσε να ισοδυναμεί παρά με τον ατέρμονα ίλιγγο της μετατόπι σης: «Προσπαθούμε με την αστική γλώσσα, τα ρητορικά σχήματα, τους συντακτικούς τρόπους, τις λεκτικές αξίες της, να δημιουργήσουμε μια νέα τυπολογία της γλώσσας: ένα νέο πεδίο όπου το υποκείμενο της γραφής και της ανάγνωσης δε θά ’χουν ακριβώς την ίδια θέση. Αυτή είναι όλη η εργασία της νέας εποχής». Αναχρονιστικό κα θήκον (τυφλή στιγμή των ρυθμισμένων συστημά των), καθήκον άχαρο (εντεύθεν των συνθημά των). Ατοπία του μέλλοντος του παρελθόντος, της γλώσσας μέσα στη γλώσσα (η Απόλαυση του κειμένου είναι ο απολογισμός αυτής της δύσκο λης, πολυσύνθετης περιόδου). Απρόβλεπτη οι κονομία (που όμως το κείμενο την εικονίζει, τη μαντεύει) που κυκλοφορεί συνεχώς: «πριν από την ιστορία (αν υποθέσουμε πως αυτή δεν επιλέ γει την οδό της βαρβαρότητας), το κείμενο εκ πληρώνει αν όχι τη διαφάνεια των κοινωνικών, τουλάχιστον αυτήν των γλωσσικών σχέσεων. Εί ναι ο χώρος όπου καμιά γλώσσα δε χωρίζεται από την άλλη, όπου οι γλώσσες κυκλοφο ρούν...». «Το ριζικά νέο (η νέα γλώσσα) δεν μπορεί να είναι παρά ο πλουραλισμός του πα λαιού: δεν υπάρχει δύναμη ανώτερη από το πλη θυντικό». Η δύναμη του πληθυντικού κινεί το κείμενο του Μπαρτ, το νόημα των γραπτών του, την ανάγνωσή μας. Το διάβασμα, στην περίπτωση του Μπαρτ, δεν ισοδυναμεί με σχέση γνώσης, με εγγυημένη τοποθέτηση, αλλά -και αυτό επίσηςμε μία μετατόπιση -του σώματος μέσα στην πα ραγωγή της γραφής, του κειμένου μέσα στη ζωή. Λέτε ο Μπαρτ να είναι για μας ό,τι είναι γι’ αυ τόν ο Προυστ: μια κυκλική ανάμνήση; Ξέρω πως ο Μπαρτ είναι ένα είδος διαρκούς λεξικού (το λεξικό είναι η εικόνα ακριβώς του ατέρμονος, του χωρίς αντιστήριγμα κειμένου: που κυκλοφο ρεί) που δεν παύουμε να συμβουλευόμαστε μέσ’ από το σύνολο ιστό της ζωής, να το συναντούμε σύμφωνα με τον τρόπο του «συζήν» -«όταν το “λογοτεχνικό” κείμενο (το βιβλίο) μεταναστεύει στη ζωή μας, όταν μια άλλη γραφή (η γραφή του άλλου) κατορθώνει να συγγράφει αποσπάσματα της καθημερινότητάς μας, κοντολογίς όταν παράγεται μια συν-ύπαρξη». Δεν'είναι ζήτημα επί δρασης, συστήματος, προγράμματος, επανάλη ψης. Απλώς, κάθε ώρα και κάθε στιγμή, ο Μπαρτ υπερισχύει, μας συνοδεύει, μας στρέφει στην καινοτομία του κειμένου, μας αλλάζει τη γλώσσα.
Copyright: Magazine Litteraire Μετάφραση: Βασίλης Παπαβασιλείου
αφιερωμα/27
Είκοσι
λέξεις-κλειδιά
για τον 7^ 1^ 7'Ρολάν Μπαρτ
Μια συζήτηση με τον Jean-Jacques Brochier Μιλώντας για τα παλιά θέματα -αναλογία, δόξα, σημείο- αλλά και για τα σημερι νά -όπως η απόλαυση τον κειμένου, τα αποσπάσματα τον Ο Ρολάν Μπαρτ από τον Ρ. Μ π.-, ο Ρολάν Μπαρτ μας δίνει είκοσι λέξεις-κλειδιά καθώς και τα ονόμα τα κάποιων συγγραφέων που είχαν και εξακολουθούν να έχουν μεγάλη σημασία γι' αυτόν.
Η εισβολή της λέξης «απόλαυσης Η λέξη απόλαυση, γύρω από την οποία στρέφονται τα σημερινά σας γραπτά, εμ φανίζεται στο λεξιλόγιό σας αρκετά πρόσ φατα. Η ΛΕΞΗ αυτή εμφανίστηκε θά ’λεγα.για λόγους τακτικής. Είχα την αίσθηση πως η σημερινή δια νοητική γλώσσα υποτάσσεται πολύ εύκολα σε ηθικολογικές προσταγές που αποποιούνται κάθε έννοια ηδονής. Από αντίδραση, λοιπόν, θέλησα να επαναφέρω τη λέξη αυτή στο προσωπικό μου πεδίο, να μην τη λογοκρίνω, να την αποδεσμεύ σω, να την απο-απωθήσω. Μια κίνηση τακτικής στη σφαίρα των ιδεών βρίσκει καθ’ οδόν εξηγήσεις, περιβάλλεται με αι
τιολογίες. Ο πρώτος λόγος, λοιπόν, είναι πως, σε υποκειμενικό επίπεδο, αποδίδω κάποια ση μασία σε ό,τι θα μπορούσε να ενταχθεί στην κα τηγορία (για να μεταχειριστώ μια κάπως παρω χημένη λέξη) του ηδονισμού, και ιδιαίτερα στο θέμα της τέχνης του ζην. Είναι πράγματα που τα έχω ήδη τονίσει με τρόπο έμμεσο, όπως λογουχάρη όταν αναφέρθηκα στη σχέση του Μπρεχτ με τα πούρα. Άλλωστε, σε όλο το έργο του Μπρεχτ, που δεν μπορεί να μη θεωρηθεί γνήσια μαρξιστικό, η απόλαυση } αίρει μεγάλης υπολήψεως. Έχουμε λοιπόν, σε ό,τι με αφορά, την ανάλη ψη ευθύνης απέναντι σ’ έναν ορισμένο ηδονισμό, την επάνοδο μιας φιλοσοφίας υποτιμημένης και απωθημένης επί αιώνες. Για την υποτίμηση και την απώθηση αυτή ευθύνεται πρώτα πρώτα η χριστιανική φάση. Σε μια επόμενη φάση τη σκυ
28/αψιερωμα τάλη την πήρε η θετικιστική, ρασιοναλιστική ηθική και κατόπιν μια ορισμένη μαρξιστική ηθι κή.' Δυστυχώς στην τελευταία φαίνεται να ανή κει και πάλι η σχετική πρωτοβουλία, στις μέρες μας.
λώντας αυτό το ξόδεμα του εγώ που χάνει τον εαυτό του. Το θέμα της ηδονής άπτεται άλλων θεμάτων, όπως είναι π.χ. όχι το καθαυτό ναρκωτικό αλλά το «ναρκογόνο» ή ορισμένες μορφές διαστροφής.
Μια δεύτερη δικαιολογία για την ανάδυση ή την επιστροφή της λέξης «απόλαυση» είναι ότι αυτή μας επιτρέπει να διερευνήσουμε ώς ένα βαθμό το χώρο του ανθρώπινου υποκειμένου. Προσπαθώντας να κάνουμε κάποιο διαχωρισμό ανάμεσα στην «απόλαυση» και την «ηδονή», θέ τοντας αυτό καθαυτό το πρόβλημα της ηδονής-, συναντούμε μια πολύ επίκαιρη θεματική. Μια θεματική που τη γνωρίζει πολύ καλά η -ψυχανά λυση, και ενδιαφέρει τη λεγάμενη πρωτοπορία.
Χωρίς να θέλουμε να σας κάνουμε βαθμο λογητή, αν σας ζητούσαμε να μας αναφέ ρετε κάποια κείμενα ηδονής, σε ποια θα πήγαινε ο νους σας;
Συσχετίζετε αλλά και συχνά αντιδιαστέλ λετε τις έννοιες «απόλαυση» και «ηδονή». Η ΑΝΤΙΘΕΣΗ «απόλαυση/ηδονή» είναι μια από τις εσκεμμένα τεχνητές αντιθέσεις που ανέκαθεν μου άρεσαν παρά πολύ. Πολλές φορές επιχείρη σα να πλάσω τέτοιες αντιθέσεις: π.χ., «γραφή» και «γραφοσύνη», «καταδήλωση» και «συνδήλω ση». Πρόκειται για αντιθέσεις που δεν πρέπει να τις παίρνουμε κατά γράμμα, ψάχνοντας π.χ. να βρούμε αν το τάδε κείμενο ανήκει στην τάξη της απόλαυσης ή της ηδονής. Οι αντιθέσεις αυτές απλώς διευκολύνουν τις εκχωματώσεις, σε βοη-, θούν να πας παραπέρα -κοντολογίς σε βοηθούν να μιλάς και να γράφεις. Παρ’ όλα αυτά, η διαφορά ανάμεσα στις δύο λέξεις είναι πραγματική, και δεν είμαι ο μόνος που το υποστηρίζει. Η απόλαυση συνδέεται με ένα συγκροτημένο εγώ, μ’ ένα συγκροτημένο υποκείμενο που βρίσκει την επιβεβαίωσή του σε αξίες όπως η άνεση, η ακμή, η βολή -κατά τη γνώμη μου εδώ εντάσσεται ο τομέας της ανάγνω σης των κλασικών. Αντίθετα, ηδονή’λέγεται το σύστημα ανάγνωσης ή εκφοράς μέσω του οποίου το υποκείμενο δε συγκροτείται αλλά, απεναν τίας, χάνεται, δοκιμάζοντας αυτή την εμπειρία της δαπάνης που είναι, στην κυριολεξία, η ηδο νή. Αν επιχειρούσαμε να σχηματίσουμε πρόχειρα μια βεντάλια στην οποία να εντάξουμε τα κείμε να σύμφωνα με τις δύο αυτές κατηγορίες, θα διαπιστώναμε αναμφίβολα ότι η συντριπτική πλειοψηφία των κειμένων που γνωρίζουμε και αγαπούμε είναι, σε γενικές γραμμές, κείμενα απόλαυσης. Αντίθετα, τά κείμενα ηδονής είναι ελάχιστα -χωρίς να αποκλείεται να ανήκουν ταυτόχρονα και στην κατηγορία της απόλαυσης. Τα κείμενα ηδονής λοιπόν μπορεί να μη μας αρέ σουν, μπορεί και να μας προσβάλλουν, αλλά αυ τό που πετυχαίνουν, έστω και αστραπιαία, είναι να μας αλλάζουν, να μας μεταποιούν, προκα-
ΣΕ κείμενα της λεγάμενης πρωτοπορίας, δηλαδή σε κείμενα που δεν ανήκουν στην περιοχή της αληθοφάνειας. Από τη στιγμή που ένα κείμενο παραμένει υποταγμένο σε κάποιον κώδικα αλη θοφάνειας, όσο εμπρηστικό κι αν είναι -κ ι εδώ σκέφτομαι π.χ. τον Σαντ- (μπορεί νά μας περ νούσε απ’ το μυαλό να κατατάξουμε τον Σαντ στα κείμενα ηδονής, κι αυτό όντως συμβαίνει από πολλές απόψεις, όχι βέβαια επειδή μιλά για την ηδονή, αλλά λόγω του τρόπου που το κάνει), όμως, παρ’ όλα αυτά, το σαδικό κείμενο, υποτασσόμενο, λόγω των καταναγκασμών της επο χής, στον κώδικα της αληθοφάνειας, παραμένει τελικά στην κατηγορία των κειμένων απόλαυσης. Το κείμενο ηδονής πρέπει να ανήκει εν μέρει στη σφαίρα . μιας ορισμένης μη αναγνωσιμότητας. Πρέπει να μας δονεί όχι μόνο στο επίπεδο των εικόνων και της φαντασίας μας αλλά και σ’ αυτό της ίδιας της γλώσσας. Ά ρ α η ηδονή θα πρέπει να χαρακτηρίζει, π.χ., τα κείμενα του Σέβερο Σάρντούι. ΑΠΟΛΥΤΩΣ. Τα κείμενα του Σολλέρς επίσης. Ωστόσο είναι δύσκολο να το αναπτύξουμε, για τί, ενώ για το κείμενο απόλαυσης μπορούμε να φανταστούμε κάποια αισθητικά κριτήρια, τα αν τίστοιχα κριτήρια παραμένουν σκοτεινά σε σχέ ση με τα κείμενα ηδονής. Κι όταν μάλιστα ο χρόνος έχει την τάση να μεταφέρει τα κείμενα από την πλευρά της ηδονής στην πλευρά της απόλαυσης. ΣΩΣΤΑ. Η κουλτούρα έχει τη δυνατότητα να αφομοιώνει. Η αφομοίωση είναι ο μέγας νόμος της ιστορίας.
Αναλογία, φύση, φαντασιακό Υπάρχει μια ακολόυθία που, κατά τα φαι νόμενα, μισείτε ιδιαίτερα. Είναι η ακο λουθία «αναλογία, φύση, φαντασιακό».
αφιερωμα/29 ΟΝΤΩΣ, έτσι, αισθάνομαι για την αναλογία και τη φύση. Κι αυτό δεν είναι κάτι καινούριο. Ανέ καθεν εχθρευόμουν τις αναλογικές μορφές της σκέψης και της τέχνης. Ακριβώς για τον αντίθε το λόγο αγάπησα τόσο πολύ, αν μπορεί κανείς να το πει έτσι, το γλωσσικό σημείο -εννοώ όταν ανακάλυψα, διαβάζοντας τον Σωσύρ, πριν από πολύν καιρό, ότι καμιά αναλογία δε χαρακτηρί ζει το γλωσσικό σημείο, ότι καμιά σχέση ομοιό τητας δεν υφίσταται ανάμεσα στο σημαίνον και το σημαινόμενο. Κι αυτό είναι ένα στοιχείο που με έδεσε από τότε πολύ με το γλωσσικό σημείο και όλες τις μεταμορφώσεις του, στη γραπτή φράση, το κείμενο κλπ. Μπορούμε να προχωρήσουμε περισσότερο την ανάλυση και να συνειδητοποιήσουμε έτσι ότι η αποκήρυξη της αναλογίας ισοδυναμεί στην πρά ξη με αποκήρυξη του «φυσικού», της ψευδοφύ σης. Ο κοινωνικός, κομφορμιστικός κόσμος στη ρίζει ανέκαθεν την αντίληψή του για τη φύση στο γεγονός ότι τα πράγματα μοιάζουν μεταξύ τους. Παράγεται έτσι μια τεχνητή και ταυτόχρο να κατασταλτική ιδέα της φύσης που ονομάζεται «φυσικό». Ο κοινός νους κρίνει πάντα «φυσικό» αυτό που μοιάζει μέ τον εαυτό του. Έτσι λοιπόν από την αναλογία πέρασα εύκολα στο θέμα του «φυσικού», «αυτού που θεωρείται φυσικό από τον περισσότερο κόσμο». Κι αυτό είναι ένα από τα παλιότερα θέματά μου, αφού τροφοδοτεί ήδη τις Μυθολογίες, που θέλουν να είναι μια κα ταγγελία του «αυτονόητου». Πρόκειται επίσης για θέμα μπρεχτικό: «Κάτω απ’ τον κανόνα να βρίσκετε την κατάχρηση». Κάτω λοιπόν από το φυσικό, να βρίσκετε την ιστορία, ό,τι δεν είναι φυσικό- να ανακαλύπτετε τις καταχρήσεις. Όσο για το φαντασιακό, είναι όρος πιο πρόσ φατος, που χρησιμοποιείται σήμερα μάλλον με τη λακανική και όχι με τη μπασελαριανή έννοια. Ούτε με τη σαρτρική. ΑΣΦΑΛΩΣ ούτε και με τη σαρτρική, αν και θα ήταν αρκετά ενδιαφέρον και θά ’πρεπε μια μέρα να ξαναγυρίσουμε σ’ αυτά τα πρώτα κείμενα του Σαρτρ, που τα ξεχάσαμε τελείως και που πι στεύω ότι κουβαλούν μέσα τους ένα μεγάλο πλούτο. Θα πρέπει να ξαναδούμε το σαρτρικό ζήτημα. Πιστεύω άλλωστε πως αυτό θα γίνει από μόνο του. Το περιεχόμενο που δίνει ο Λακάν στο «φαντασιακό» έχει πολύ μεγάλη σχέση με την αναλο γία, την αναλογία ανάμεσα στις εικόνες, αφού το φαντασιακό είναι ακριβώς η κλίμακα του υποκειμένου όπου έχουμε την προσκόλληση στην εικόνα και την εκδήλωση της συμφυίας μεταξύ σημαίνοντος και σημαινομένου. Ξαναβρίσκουμε εδώ το θέμα της αναπαράστασης, της απεικόνι
«Η κουλτούρα αφομοιώνει. Η αφομοίωση είναι ο μέγας νόμος της ιστορίας»
σης, της ομοιογένειας των εικόνων και των προ τύπων. Σ’ αυτή τη σκέψη εσείς αντιπροτείνετε τη σκέψη του σημαίνοντος. ΠΡΕΠΕΙ να κουμπωνόμαστε λιγάκι όταν αναφε ρόμαστε στη λέξη αυτή, γιατί ήδη έχει αρχίσει να φθείρεται. Ενδιαφέρομαι πάντως, αν όχι για το σημαίνον, για το φαινόμενο που αποκαλείται σημαινότητα. Η σημαινότητα είναι ένα καθεστώς νοήματος, ασφαλώς, ένα καθεστώς όμως που δε φυλακίζεται μέσα σ’ ένα σημαινόμενο, ένα καθε στώς όπου το υποκείμενο, όταν ακούει, μιλά, γράφει, ή ακόμη και στο επίπεδο του εσωτερικού κειμένου, προχωρεί πάντα από σημαίνον σε ση μαίνον, διαμέσου του νοήματος, χωρίς να το πε ριχαρακώνει ποτέ. Ενώ, αντίθετα, η αναλογία κλείνεται στον εαυτό της, δικαιολογώντας το κλείσιμό της αυτό με την επίκληση της ταυτότη τας των δύο μερών του σημείου. ,
Το α π όσπ ασ μ α , η υπα γόρευση, το χαϊκου Η προτίμηση αυτή για τη σημαινότητα δε συνδέεται με κάποιες άλλες που εκδηλώ νετε, όπως π.χ. για το απόσπασμα, τα ξε κινήματα, το χαϊκού;
30/αφιερωμα θεση μόνο πως ο «αναρχισμός» δε θα απέβαινε το σημαινόμενο αυτού του συστήματος. Το πρό βλημα μ’ αυτό το σύστημα μορφών είναι πώς θα αποτρέψεις το «πήξιμό», τη στερεοποίησή τους. Ίσως -η θέση αυτή είναι κάπως παράδοξη σε σχέση με το ύφος της πρωτοπορίας- ο καλύτερος τρόπος να εμποδίσεις αυτή τη στερεοποίηση εί ναι να υποκριθείς ότι παραμένεις στο εσωτερικό ενός φαινομενικά κλασικού κώδικα, να διατηρή σεις τις επιφάσεις μιας γραφής υποταγμένης σε κάποια υφολογικά θέσφατα και να φτάσεις έτσι στη διάρρηξη του τελικού νοήματος μέσα από μια μορφή που δεν είναι θεαματικά αναρχούμενη και αποφεύγει την υστερία. Η ζαβολιά της γραφής, λοιπόν, μετά τη ζαβολιά της ιστορίας. ΜΑΛΙΣΤΑ. Δεν ξέρω αν παράγεται κάτι τέτοιο στα γραπτά μου. Όμως αν επιθυμούσα κάτι, θα ήταν αυτό.
«Σ’ όλο το έργο τον Μπρεχτ, που δεν μπορεί να τον αμφισβη τήσει κανείς τον αυθεντικά μαρξιστικό του χαρακτήρα, η από λαυση χαίρει μεγάλης υπολήφεως»
Η ΠΡΟΤΙΜΗΣΗ για το απόσπασμα είναι για μένα μια έφεση πολύ παλιά που ενεργοποιήθηκε ξανά με το Ο Ρολάν Μπαρτ από τον Ρ. Μπ. Ξα ναδιαβάζοντας τα βιβλία και τα άρθρα μου, πράγμα που δε μου είχε συμβεί ποτέ στο παρελ θόν, διαπίστωσα ότι έγραφα ανέκαθεν μ’ έναν τρόπο συντομογραφικό θα λέγαμε, στηριζόμενος σε αποσπάσματα, μικρούς πίνακες, τιτλοφορη μένες παραγράφους, επιδιδόμενος στην αρθρογραφία -μάλιστα ένα φεγγάρι έγραφα μόνο άρ θρα, καθόλου βιβλία. Τώρα λοιπός συστηματο ποιείται αυτή η προτίμησή μου για'‘τη σύντομη μορφή. Αν δούμε τα πράγματα από τη σκοπιά μιας ιδεολογίας ή αντιιδεολογίας της μορφής, θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι το απόσπασμα αντιστρατεύεται αυτό που θα ονόμαζα μανδύα -εν νοώ τη διατριβή, το λόγο που χτίζουμε με την προοπτική να δώσουμε ένα τελικό νόημα σε ό,τι λέμε, πράγμα που ήταν ο κανόνας της ρητορικής στα παλιά χρόνια. Απέναντι στο μανδύα του οικοδομημένου λόγου το απόσπασμα συμπεριφέρεται ως ταραξίας, ως κάτι ασυνεχές που προκαλεί ένα είδος κονιορτοποίησης των φράσεων, των ει κόνων, των σκέψεων, που καμιά τους πια δεν «πήζει» οριστικά. Πρόκειται, δηλαδή, κατά κάποιον τρόπο, για μια αναρχική γραφή. ΘΑ ήμουν ευτυχής να ήταν έτσι, με την προϋπό
Κι όμως είναι δύο εντελώς συγκροτημένα ύφη που φαίνεται να σας αρέσουν πολύ, η υπαγόρευση και το χαϊκού. ΣΤΟ Ρολάν Μπαρτ από τον Ρ. Μπ. υπάρχουν πράγματι κάποιες «υπαγορεύσεις». Η υπαγόρευ ση είναι ένα πρόβλημα που με απασχόλησε πολύ. Όταν ήθελα να διηγηθώ μιά παιδική ανάμνηση, το πράγμα έπαιρνε, χωρίς να το επιδιώκω, μια ορισμένη μορφή γραφής που είναι, σε γενικές γραμμές, η σχολική γραφή, αυτή στην οποία μας έχουν συνηθίσει, η μορφή της υπαγόρευσης ή της έκθεσης. Ο φυσικός λόγος της ανάμνησης είναι ο σχολικός λόγος, ο λόγος της υπαγόρευσης. Αντί να αποκλείσω τελείως αυτό τον τρόπο έκφρασης, αποφάσισα να τον αναλάβω, να διατυπώσω από καιρού εις καιρόν κάποιες υπαγορεύσεις, να βά λω στον εαυτό μου κάποια θέματα εκθέσεων. Σαν να πρόσφερα δηλαδή ο ίδιος ένα κομμάτι επιλεγμένο, υποψήφιο να ενταχθεί σε μια μελ λοντική σχολική ανθολογία. Κι αυτό μπορεί να φαίνεται αλαζονικό εκ μέρους μου, όμως εγώ το έκανα μ’ ένα πνεύμα εντελώς παιχνιδιάρικο, δί χως να μου περνά απ’ το μυαλό ότι θα συμπεριληφθώ μια μέρα σε κάποιο εγχειρίδιο γαλλικής. Έτσι, σε κάποια αποσπάσματα του Ο Ρολάν Μπαρτ από τον Ρ. Μπ. έβαλα εμμέσως -ελπίζω όμως ότι το πράγμα θά ’ναί φανερό-εισαγωγι κά. Αποφύγατε όμως επιμελώς να προχωρήσε τε σε παραμιμήσεις υπαγορεύσεων. ΠΟΛΥ σωστή η παρατήρησή σας, Δε θέλησα να κάνω παραμιμήσεις. Όταν άρχισα να σχεδιάζω
αφιερωμα/31 αυτό το βιβλίο, σκέφτηκα να παραμιμηθώ τον εαυτό μου, κάνοντας λογοτεχνική κριτική σε κά ποιον που κατά σύμπτωση ήμουν εγώ. Έπειτα όμως διαπίστωσα ότι, αφού είχε περάσει ο αρχι κός ενθουσιασμός γι’ αυτό το σχέδιο της πλάκας ή σχέδιο-γκαγκ, το πράγμα δεν τραβούσε, κι άρ χισα να δυσφορώ. Τι τα θέλετε, μπορεί να μην έχω ταλέντο στην παρωδία. Από τη στιγμή λοιπόν εκείνη το σχέδιό μου εξελίχθηκε και αρνήθηκα τη ρητή παραμίμηση, μένοντας ωστόσο πάντα σ’ ένα χώρο αόριστα παραθεματικό, διακειμενικό. Το χαϊκού είναι κάτι άλλο: Είναι το ουσιώδες, το μουσικό γίγνεσθαι του αποσπάσματος. Το συ νάντησα με την ιστορική, την πραγματική του j μορφή ταξιδεύοντας στην Ιαπωνία. Είναι μια μορφή για την οποία τρέφω βαθύ θαυμασμό, που σημαίνει ότι την ποθώ βαθιά. Σήμερα, όταν φαντάζομαι πως γράφω άλλα πράγματα, τα πε ρισσότερα είναι στον τύπο του χαϊκού. Το χαϊκού είναι μια μορφή πολύ σύντομη, που όμως, αντίθετα από το απόφθεγμα -μορφή εξίσου σύν τομη-, χαρακτηρίζεται από θαμπάδα. Δεν παρά γει νόημα αλλά ταυτόχρονα δεν ανήκει στο χώρο τόυ μη νοήματος. Μονίμως το ίδιο πρόβλημα, βλέπετε: Να μην αφήσουμε το νόημα να πήξει αλλά και να μην το εγκαταλείπουμε τελείως, «Στον τομέα της γλωσσολογίας ήμουν πάντα ένας ερασιτέχνης» γιατί έτσι θα υπήρχε ο κίνδυνος να περιπέσουμε στο χειρότερο νόημα, το νόημα του μη νοήματος. είχε κάποτε ελκύσει. Σήμερα με χωρίζει από τη Στο Ο Ρολάν Μπαρτ από τον Ρ. Μπ. υπάρ γλωσσολογία το γεγονός ότι αυτή, που θέλει να χουν πράγματα που μοιάζουν με χαϊκού αλλά δε περνιέται για επιστήμη της γλώσσας, μένει προσδιατυπώνονται διόλου σε ποιητική φόρμα. Είναι κολλημένη, με τρόπο σχεδόν αναλογικό ή φαντατο τμήμα που ονόμασα «αναμνήσεις»: αναμνή σιακό, σε μια μεταγλώσσα επιστημονικού τύπου σεις από τα παιδικά χρόνια και τη νιότη μου, και τοιουτοτρόπως επανασυνδέεται με τον κό δοσμένες μία, δύο ή τρεις φράσεις το πολύ, που σμο του σημαινομένου. Σήμερα αμφισβητώ στη έχουν το χαρακτηριστικό -τουλάχιστον το ελπί γλωσσολογία, όπως και στις άλλες κοινωνικές ή ζω, ξέροντας ότι είναι πολύ δύσκολο να το επι ανθρωπιστικές επιστήμες, την ικανότητά τους να τύχει κανείς- της απόλυτης θαμπάδας, που δεν ελέγξουν τους όρους εκφοράς, τις συνθήκες του έχουν στερεοποιηθεί. λόγου τους. Το χαϊκού ισοδυναμεί κατά κάποιον τρόπο με Στις μέρες μας όμως δύσκολα μπορείς να αποαντι-υπαγόρευση. Γι’ αυτό λοιπόν μου φάνηκε φύγεις αυτό τον έλεγχο της εκφοράς. Βλέπετε νόμιμο να ζευγαρωθούν οι δύο αυτές έννοιες. εδώ και τριάντα χρόνια ξέρουμε πολύ καλά πως η εκφορά διέπεται από δύο αρχές που παλαιότερα τις αγνοούσαμε: από τη μια είναι η ιδεολο Οι τρεις αλαζονείες γία, η συνείδηση της ιδεολογίας, και από την άλ λη το ασυνείδητο και, θα μπορούσα να πω, η συ νείδηση του ασυνείδητου. Σήμερα το πρόβλημα Μιλάτε κάπου για τις τρεις αλαζονείες: της δόξας (γνώμη, συναίνεση), της επιστή του οποιουδήποτε εκφερόμενου, του οποιουδήποτε λόγου δεν αντιμετωπίζεται αν δε ληφθούν μης και του στρατευμένου. Όμως και η γλωσσολογία είναι επιστήμη, και μάλιστα υπόψη αυτές οι δύο αρχές. Όμως και οι δύο ξε επιστήμη που έπαιξε ρόλο πυξίδας για τη φεύγουν εξ ορισμού από τη λαβή του υποκειμέ νου που γράφει. Το υποκείμενο αυτό δεν ξέρει σκέψη και την πορεία σας. και πολύ καλά μέσα σε ποια ιδεολογία κολυμπά ΠΟΛΥ σωστό. Το πρώτο όμως που θα είχα να και αγνοεί, βέβαια, το ασυνείδητό του. παρατηρήσω είναι ότι δεν ήμουν πάντα εξίσου Το πρόβλημα των επιστημών του ανθρώπου αδιάλλακτος ως προς την αλαζονεία της επιστή είναι ότι αγνοούν αυτές τις δύο αρχές. Αλλά, αν μης. Η επιστήμη, ή μάλλον, επιστημονικότητα, με μου επιτρέπετε το λογοπαίγνιο, το φυσιολογικό
32/αφιερωμα θα ήταν να τις παραγνωρίζουν, ενώ φυσιολογικό δεν είναι να τις αγνοούν. Εδώ όμως έχουμε να κάνουμε μ’ ένα πρόβλημα γενικής ιστορίας: Δε γίνονται όλα μονομιάς. Και η απόστασή μου από τις γλωσσικές, ακόμη και τις σημειολογικές επιστήμες, δε σημαίνει από σταση και από τους ανθρώπους που τις ασκούν. Ας πούμε ότι, προσωπικά, δεν έχω πια κίνητρα να διατυπώσω ένα γλωσσολογικό λόγο σύμφωνο με τα ορθόδοξα πρότυπα. Όπως και να το κά νουμε, στον τομέα της γλωσσολογίας υπήρξα πάντα ερασιτέχνης. Αυτή η στάση δυσπιστίας απέναντι στην επιστήμη δε θυμίζει κάπως τον Σαρτρ, ο οποίος, μόλο που δεν εκφράζεται ποτέ ανοιχτά, κρατά μια χαρακτηριστική από σταση από την επιστήμη; ΤΗΝ εποχή που άρχισα να γράφω, μετά τον πό λεμο, πρωτοπορία ήταν ο Σαρτρ. Το συναπάνΐημά μου με τον Σαρτρ ήταν πολύ· σημαντικό για μένα. Η δοκιμιακή γραφή του ανέκαθεν έκανε κάτι παραπάνω από το να με ελκύει (άλλωστε η λέξη αυτή είναι ανόητη): με άλλαζε, με παρέσυ ρε, σχεδόν με πυρπολούσε. Ο Σαρτρ δημιούργη σε πράγματι μια νέα γλώσσα στον τομέα του δο κιμίου, μια γλώσσα που με εντυπώσιασε πολύ. Ωστόσο η καχυποψία του Σαρτρ απέναντι στην επιστήμη προερχόταν από τον ορίζοντα μιας φαινομενολογικής φιλοσοφίας, μιας φιλοσοφίας του υπαρξιακού υποκειμένου, ενώ η δική μου τροφοδοτείται πολύ περισσότερο, τουλάχιστον «Πού αρχίζει η γραφή; πού αρχίζει η ζωγραφική;»
προς το παρόν, από μια ψυχαναλυτική γλώσσα. Μα και η ψυχανάλυση είναι φιλοσοφία του υποκειμένου. ΓΙ’ αυτό ακριβώς σας ξαναλέω πως ο σαρτρισμός θα πρέπει να επανεξεταστεί, για να μην πούμε ξαναγραφτεί, με την τσομσκιανή έννοια του όρου. Αναφερθήκατε στην αλαζονεία της επι στήμης και του στρατευμένου. Ο Τσόμσκυ ακριβώς είναι ένας άνθρωπος που θέλει να συνδυάσει τις δύο ιδιότητες, του επι στήμονα και του στρατευμένου. ΔΕ συμπαθώ ιδιοσυγκρασιακά τον Τσόμσκυ. Βεβαίως τον θαυμάζω -είναι προφανές. Όμως ο γλωσσολόγος που συμπαθώ βαθιά είναι ο Μπεν βενίστε. Χρωστάμε πολλά στον Σωσύρ, τον Γιάκομπσον και άλλους. Τελικά, όμως, οι άνθρωποι που μας εντυπωσιάζουν πραγματικά είναι πολύ λίγοι. Για μένα τέτοιος ήταν ο Σαρτρ. Ήταν ο Μπρεχτ -και εξακολουθεί να είναι· ο δεσμός μου με τον Μπρεχτ είναι πάντα πολύ ζωντανός. Και ήταν και ο Μπενβενίστε. Μήπως γιατί, κοντά στ’ άλλα, υπάρχει στον Μπενβενίστε ένα στοιχείο μυθιστορη ματικό, κάτι που θα το χαρακτηρίζαμε ει σβολή της φαντασίας στο πεδίο της φιλο λογίας; Άλλωστε το Ονόματα παραγόν των και ονόματα πράξεων στην ινδοενρωπαϊκή μπορεί να χαρακτηριστεί έξοχο μυ θιστόρημα. ΤΟ πολύ ωραίο στον Μπενβενίστε είναι ότι δεν είναι μόνο ένας σοφός στο χώρο της γλώσσαςσημειωτικού συστήματος ή της γλωσσικής λει τουργίας· είναι σοφός σε επίπεδο γλωσσών. Ο Μπενβενίστε ήρθε αντιμέτωπος με τις γλώσσες. Και οι γλώσσες είναι πολύ πιο σημαντικές από τη γλώσσα-σύστημα. Ο Μπενβενίστε αντιμετώπι σε τα πράγματα πολύ συγκεκριμένα, μέσ’ από λέξεις και ονόματα. Εξ ου κι αυτή η μυθιστορη ματική, θα λέγαμε, διάσταση του έργου του. Κάτι άλλο σημαντικό είναι ότι ο Μπενβενίστε διαθέτει ένα ύφος και μια γραφή -τόσο σε επίπε δο σκέψης όσο και μορφής- πολύ υψηλής κλάσεως. Δεν έχουμε να κάνουμε εδώ με τη γραφοσύνη του σοφού που απλώς μας ανακοινώνει τις σκέψεις του. Υπάρχει μια ειδική σχέση ανάμεσα στο σώμα του Μπενβενίστε, ακόμα κι όταν το σώμα τούτο αγωνίζεται να φανεί απόν, και σ’ αυτό που γράφει, στον τρόπο που γράφει. Μ’ αρέσει πολύ στον Μπενβενίστε αυτός ο συνδυα σμός της φλόγας με τη διακριτικότητα, η πλήρης απουσία διανοητικής χυδαιότητας, το τακτ, όλες
αφιερωμα/33 αυτές οι αισθητικές αξίες που με γοητεύουν αφάνταστα. Άλλωστε, τον ίδιο κατάλογο αξιών, λίγο πολύ, συναντούμε και στον Μπρεχτ. Κι αφού η συνομιλία μας προορίζεται να δη μοσιευτεί, πιστεύω ότι πρέπει, ότι οφείλω να πώ και τούτο: Κάποιοι από μας νιώθουμε σκανδαλι σμένοι μπροστά στην κατάστασή του Μπενβενίστε. Είναι σήμερα ένας άνθρωπος πολύ άρρω στος που ξει την αρρώστια του μέσα σε πολύ δύ σκολες υλικές συνθήκες. 'Ενας άνθρωπος για τον οποίο η κουλτούρα των ημερών μας, τόσο η επίσημη όσο και αυτή του συρμού, δε δείχνει το παραμικρό ενδιαφέρον. Κι ας πρόκειται, αναμφισβήτητα, για έναν από τους μεγαλύτε ρους σοφούς της σημερινής Γαλλίας. Η κατάστα σή του, επειδή δεν περιορίζεται στη σωματική κατάπτωση -τον έπληξε πριν από 4-5 χρόνια μια ασθένεια τρομερή, ιδίως για έναν άνθρωπο της γλώσσας- θά ’πρεπε να μας γεμίζει ντροπή όλους.
Ονόματα προσώπων, προσωπικές αντωνυμίες Ενδιαφέρεστε πολύ και αποδίδετε μεγάλη σημασία στα κύρια ονόματα. Να φταίει άραγε η στενή σας σχέση με τον Προυστ; ΚΙ εδώ επίσης έχουμε να κάνουμε μ’ ένα θέμα αρκετά παλιό. Ναι, το μόνο κείμενο που έγραψα για τον Προυστ αναφέρεται στα κύρια ονόματα. Ο ίδιος ο Προυστ είχε μια ολόκληρη φιλοσοφία για τα κύρια ονόματα. Το γεγονός είναι πως, προσωπικά, έχω μια σχέση με τα κύρια ονόματα που μου φαίνεται αινιγματική, μια σχέση που ανήκει στην τάξη της σημαινότητας, της επιθυ μίας και, ίσως, της ηδονής. Η ψυχανάλυση ασχολήθηκε πολύ με τα προβλήματα αυτά, και ξέρουμε πολύ καλά ότι το κύριο όνομα θεωρεί ται, αν μπορώ να το πω έτσι, η βασιλική οδός του υποκειμένου και του πόθου. Αυτό το ερωτι κό και συνάμα αινιγματικό δέσιμο εγώ προσωπι κά αισθάνομαι πως το έχω με τα κύρια ονόματα των παιδικών μου χρόνων. Τα χρόνια αυτά κα θώς κι ένα μέρος της εφηβείας μου τα πέρασα στους κόλπους της αστικής τάξης μιας επαρχια κής κωμόπολης, συγκεκριμένα της Μπαγιόν. Εί χα πάντα στενή σχέση με τα ονόματα των αστι κών οικογενειών της Μπαγιόν, ονόματα που μου ξυπνούσαν το ενδιαφέρον, με διασκέδαζαν, με διέγειραν, τόσο με τις συνηχήσεις και την καθα ρή, ποιητική φωνητικότητά τους όσο και με την ιστορικοκοινωνική τους φόρτιση. Δεύτερο σημείο ενδιαφέροντος: Όταν διαβά ζω μυθιστορήματα, και δη παλιά, ή απομνημο
« Όσο βαθύ ενδιαφέρον τρέφω για την πολιτική άλλο τόσο βα θιά είναι η αδιαλλαξία μου απέναντι στον πολιτικό λόγο»
νεύματα, ευαισθητοποιούμαι ιδιαίτερα απέναντι στα κύρια ονόματα. Πολλές φορές μάλιστα μου πέρασε από το νου ότι η επιτυχία ενός μυθιστο ρήματος έγκειται στην επιτυχία της ονοματοθε σίας του. Απόδειξη ότι γράψατε ένα άρθρο για τον Πιερ Λοτί με τίτλο Το όνομα Αζιγιαόέ. ΑΖΙΓΙΑΔΕ είναι ένα θαυμάσιο όνομα-εύρημα. Ας περάσουμε από τα ονόματα προσώπων στις αντωνυμίες. Στο τελευταίο σας βιβλίο υπάρχει ένα παιχνίδι, ένα πολύ επιδέξιο πέρασμα από τον «Ρ. Μπ.» στο «εγώ». Στην τάδε φράση με υποκείμενο τριτοπρόσωπο, τον Ρ. Μπ.,..εμφανίζεται τελείως φυσικά ένα κτητικό επίθετο σε πρώτο πρόσωπο. ΣΤΟ Ρολάν Μπαρτ από τον Ρ. Μπ. υπάρχουν τέσσερα πεδία: το «εγώ», το «αυτός» (μιλώ για τον εαυτό μου λέγοντας «αυτός»), τα αρχικά μου «Ρ. Μπ.», και, τέλος, μερικές φορές, μιλώντας πάντα για μένα, λέω «εσείς». Σε ένα από τα απο σπάσματα του βιβλίου έδωσα κάποια εξήγηση για το θέμα αυτό. Η εξήγηση όμως είναι πάντα φανταστική κατά το μέγιστο βαθμό, γι’ αυτό και δεν εξαντλεί απόλυτα το θέμα. Στον αναγνώστη εναπόκειται να προχωρήσει πιο πέρα από μένα.
34/αφιερωμα Σε γενικές γραμμές μπορούμε να πούμε ότι η αντωνυμία «εγώ» είναι πράγματι η αντωνυμία του φαντασιακού, του ψυχικού εγώ. Κάθε φορά που λέω ,«εγώ» μπορώ να έχω την επιβεβαίωση -πράγμα που συμβαίνει κι αυτή τη στιγμή άλλω στε- ότι βρίσκομαι μέσα στο φαντασιακό. Θέλη σα να υφάνω κάτι σαν κυματοειδές πέπλο μ’ όλες αυτές τις αντωνυμίες, για να γράψω ένα βι βλίο που είναι πράγματι το βιβλίο του φαντασιακού. Ενός φαντασιακού όμως που προσπαθεί να ξηλωθεί (όπως ακριβώς ξηλώνεται ένα κομ μάτι ύφασμα), να ξεφτίσει, να κουρελιαστεί, μέσ’ από νοητικές δομές που δεν ανήκουν πια μόνο στο φαντασιακό, χωρίς όμως αυτό να ση μαίνει ότι στοιχειοθετούν τη δομή της αλήθειας. Στήθηκε έτσι κάτι σαν πήγαιν’-έλα, με μια κίνη ση που θυμίζει κάπως την κίνηση Brown, ανάμε σα σε διάφορες νευρωτικές δεσπόζουσες. Το «εγώ» είναι η αντωνυμία του φαντασιακού. Το «αυτός», που μεταχειρίζομαι πολύ συχνά, εί ναι η αντωνυμία της απόστασης. Μπορεί κανείς να την εκλάβει με πολλούς τρόπους -εδώ τον πρώτο και τελευταίο λόγο έχει ο αναγνώστης. Είτε σαν ένα είδος έμφασης (περνιέμαι για τόσο σπουδαίος ώστε μιλώντας για τον εαυτό μου λέω «αυτός»), είτε σαν ένα είδος ταπείνωσης (όταν λέω «αυτός» μιλώντας για κάποιον είναι σαν να τον παραγράφω, να τον μειώνω, να τον θανατώ νω σχετικά). Υπάρχει ακόμη η πιθανότητα -π ο λύ αισιόδοξη υπόθεση κάνουμε, αλλά ας την προφέρουμε- να δει κάποιος το «αυτός» από μπρεχτική σκοπιά, ως το «αυτός» της απόστα σης, ώς ένα επικό «αυτός» μέσα στο οποίο αυτοκριτικάρομαι. Όσο για το «εσείς», κι εκεί έχουμε δύο ερμη νευτικές πιθανότητες. Σπάνια λέω «εσείς» στον εαυτό μου. Εν πάση περιπτώσει όμως μου συμ βαίνει κι αυτό σε δυο τρεις συγκεκριμένες περι στάσεις. Το «εσείς» μπορεί να θεωρηθεί αντωνυ μία της μομφής, της αυτοκατηγορίας, κάτι σαν αποσυνθεμένη παράνοια. Μπορεί όμως και να εκληφθεί ως τρόπος περισσότερο εμπειρικός, αφελέστερος. Κάτι σαν το «εσείς» του Σαντ, εν νοώ το «εσείς» που ο Σαντ μεταχειρίζεται σε κά ποιες σημειώσεις. Πρόκειται για το «εσείς» του χειριστή της γραφής που τείνει -νεοτερικό και ιδοφυές φαινόμενο για κείνη την εποχή- να απο συνδέσει το γραφέα άπό το υποκείμενο. Το «Ρ. Μπ.», τέλος, δεν παίζει και τόσο σπου δαίο ρόλο. Εμφανίζεται κυρίως σε φράσεις όπου το «αυτός» θα ηχούσε διφορούμενα. Μήπως το «Ρ. Μπ.» ορίζει, με τρόπο κά πως ρητορικό, το πρόσωπο πίου θυμάται τον εαυτό του; Μήπως, δηλαδή, έχουμε να κάνουμε με την πηγή του πλάγιου λόγου: ο Ρ. Μπ. έλεγε πως...
ΜΙΑ και το θέμα ανάγεται στη σφαίρα της φρα στικής μουσικής, μπορώ να πω ότι όντως λει τουργεί εδώ το μεταίσθημα του ωραιότατου κει μένου που είχε γράψει για μένα ο Φιλίπ Σολλέρς στο Tel Quel, με τίτλο «Ρ. Μπ.».
Ο ερασιτέχνης Μια άλλη λέξη που επισήμανα είναι ο «ερασιτέχνης», λέξη που συναντούμε πολύ συχνά στον Ροζέ Βάγιάν. Τι είναι για σας ο ερασιτέχνης; ΤΟ θέμα αυτό με ενδιαφέρει πολύ. Μπορώ να το δω, κατ’ αρχάς, πρακτικά και εμπειρικά. Όταν έχω λίγο ελεύθερο χρόνο ασχολούμαι κάπως με τη μουσική ή τη ζωγραφική, αναλαμβάνοντας πλήρως τον τίτλο του απλού ερασιτέχνη. Το τε ράστιο* συν της ερασιτεχνικής συνθήκης είναι ότι δεν εμπεριέχει διόλου φαντασιακό ή ναρκισσικό χαρακτήρα. Ό ταν δουλεύω ένα σχέδιο ή ένα χρωματικό συνδυασμό ως ερασιτέχνης, δε με νοιάζει το imago, η εικόνα δηλαδή που θα'δώσω για τον εαυτό μο:: φτιάχνοντας το σχέδιο ή τη ζωγραφιά. Πρόκειται λοιπόν για μια απελευθέ ρωση, και μάλιστα θά ’λεγα πολιτισμικού χαρα κτήρα, που θα μπορούσε κανείς να την ενσωμα τώσει σε μια ουτοπία τύπου Φουριέ -σ ’ έναν πο λιτισμό όπου οι άνθρωποι ενεργούν χωρίς να νοιάζονται για την εικόνα που θα προκαλέσουν στους άλλους. ' Το θέμα αυτό, που είναι πολύ σημαντικό σε επίπεδο πρακτικής, το θεωρητικοποιώ στο βαθ μό που μπορώ να διανοηθώ μια μέλλουσα κοι νωνία απαλλαγμένη τελείως από αλλοτριωτικά δεσμά, μια κοινωνία όπου, όσον αφορά τη γρα φή, θα αναπτύσσονται μόνο ερασιτεχνικές δρα στηριότητες. Ιδιαίτερα στο χώρο του κειμένου. Οι άνθρωποι θα γράφουν, θα παράγουν κείμενα για προσωπική ευχαρίστηση, θα καρπώνονται την ηδονή της γραφής δίχως να νοιάζονται για την εικόνα που μπορεί να γεννούν στους άλλους. Ποια είναι η σχέση σας με τη μουσική; Λετε: ασχολούμαι με τη μουσική ερασιτεχνι κά, αλλά είναι γνωστό ότι το πιάνο απαι τεί τακτική εξάσκηση, συνεχή προσπά θεια. ΕΚΑΝΑ πιάνο όταν ήμουν παιδί. Η αδερφή του πατέρα μου, που έμενε στην Μπαγιόν, ήταν δα σκάλα πιάνου. Έζησα λοιπόν μέσα σε μια μου σική ατμόσφαιρα. Έκτοτε όμως δεν ξαναδούλεψα. Έτσι δεν έχω καθόλου τεχνική ούτε ταχύτη τα. Απλώς συνήθισα από πολύ μικρός να διαβά ζω μετρώντας με τα δάχτυλά μου. Ξέρω λοιπόν
αφιερωμα/35 να διαβάζω, όχι όμως και να παίζω. Κι αυτό, φυσικά, δεν ενοχλεί όταν πρόκειται για ερασιτε χνικές δοκιμές. Πάντως, μέσ’ από πολύ αργά tempi και φάλτσες νότες, μπορώ να πω ότι αγγί ζω την υλικότητα του μουσικού κειμένου, αφού αυτό, περνά μέσ’ από τα δάχτυλά μου. Ο αισθη σιασμός που ενυπάρχει στη μουσική δεν είναι απλώς ακουστικός, αλλά και μυϊκός. Ο ερασιτέχνης δεν είναι ο κοινός καταναλω τής. Ανάμεσα στο σώμα του ερασιτέχνη και την τέχνη υπάρχει μια σχέση πολύ στενή, πολύ πα ρούσα. Αυτό είναι iO πιο ωραίο στοιχείο. Μπο ρώ μάλιστα να πω ότι εδώ βρίσκεται το μέλλον. Φτάνουμε όμως έτσι σ’ ένα πρόβλημα πολιτι σμού, Η τεχνική εξέλιξη και η ανάπτυξη της μα ζικής κουλτούρας επιταχύνουν τρομερά το δια ζύγιο ανάμεσα στους εκτελεστές και τους κατα ναλωτές. Είμαστε μια κοινωνία καταναλωτών, θά ’λεγα παίζοντας με τη στερεότυπη έκφραση, κι όχι μια κοινωνία ερασιτεχνών. Η ιστορία ξετυλίγεται μέσ’ από αντίκτυπους και απροσδόκητα -βλέπε την περίφημη κωδω νοειδή καμπύλη των στατιστικολόγων. Υπήρξαν αλλοτριωμένες εποχές (μοναρχικές ή και φεου δαρχικές κοινωνίες) κατά τις οποίες είχε ανα πτυχθεί ένας γνήσιος ερασιτεχνισμός στους κόλ πους των ιθυνουσών τάξεων. Κάτι τέτοιο θά ’πρεπε να ξαναβρούμε, σ’ έναν άλλο όμως χώρο της κοινωνικότητας, έξω από οποιαδήποτε «ελίτ». Προς το παρόν πάντως βρισκόμαστε στο κοίλον της καμπύλης. Γι’ αυτό μιλάτε κάπου για τη (διακριτική) γοητεία της αστικής κουλτούρας. Επειδή η κουλτούρα είναι μόνον αστική. ΥΠΑΡΧΕΙ και μια μικροαστική κουλτούρα, που είναι στην πραγματικότητα μια ευτελισμένη αστική κουλτούρα -πράγμα ιστορικά φυσιολογι κό.
Η πολιτική Ποια είναι η θέση της πολιτικής; Στα γρα πτά σας η σχέση σας με την πολιτική εμ φανίζεται άκρως διακριτική. ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΗ αλλά έμμονη. Κατ’ αρχάς πρέπει να κάνω ένα διαχωρισμό που θα σας φανεί ίσως επιπόλαιος, αλλά είναι για μένα ζωντανός: Ά λ λο «η» πολιτική κι άλλο «το» πολιτικό. Το πολι τικό είναι, κατά τη γνώμη μου, θεμελιακό καθε στώς της ιστορίας, της σκέψης, του ό,τι γίνεται, του ό,τι λέγεται. Είναι η ίδια η διάσταση του πραγματικού. Η πολιτική είναι κάτι άλλο: η φά ση κατά την οποία το πολιτικό μεταβάλλεται σε
«Αντοσκηνοθετήθηκα ως μυθιστορηματικό πρόσωπο»
αναμάσημένο λόγο, σε λόγο της επανάληψης. Όσο βαθύ λοιπόν είναι το ενδιαφέρον μου και το δέσιμό μου με το πολιτικό άλλο τόσο βαθιά είναι η αδιαλλαξία μου, θά ’λεγα, απέναντι στον πολιτικό λόγο. Όπως καταλαβαίνετε* η θέση μου δεν είναι και τόσο άνετη. Νιώθω κάπως δι χασμένος και ένοχος. Σκέφτομαι όμως πως δεν είμαι μόνος, πως σήμερα οι περισσότεροι άνθρω ποι ή, εν πάση περιπτώσει, οι περισσότεροι δια νοούμενοι έχουν σχέσεις ενοχής με το πολιτικό. Ένα από τα κυριότερα καθήκοντα μιας σημερι νής πρωτοπορίας θα ήταν να αντιμετωπίσει σε βάθος το πρόβλημα της ενοχής του διανοούμε νου απέναντι στην πολιτική. Το θέμα είναι πολύπλοκο, γιατί αυτή η δια λεύκανση δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο με τη βοήθεια μιας διαλεκτικής μεθόδου: το ζήτημα δεν είναι να καταργήσουμε την πολιτική προς όφελος μιας σκέτης απολιτικοποίησης. Αντίθε τα, το ζητούμενο είναι ένας μη ταυτολογικός τρόπος παρουσίας μέσα στο λόγο του πολιτικού. Οι δικοί μου δρόμοι είναι εμφανώς διακριτι κοί, σκοτεινοί. Προσωπικά επιδιώκω κάτι που θα το ονόμαζα αποπληθωρισμό, με την έννοια ότι νιώθω να με περισφίγγει και να με απειλεί ο πληθωρισμός του πολιτικού λόγου. Η πολιτική όμως δεν είναι μόνο λόγος αλ λά και πρακτική δραστηριότητα.
36/αφιερωμα ΜΕΓΑ πρόβλημα αυτό που θίγετε: Είναι πράγ ματι δραστηριότητα η πολιτική; Δεν είναι μόνο λόγος;
Διαβάζοντας τις Μυθολογίες έχεις την αί σθηση πως βρίσκεσαι απέναντι σε κείμενα ευθέως πολιτικά. Και δεν αναφέρομαι μό νο στο άρθρο για τον Πουζάντ, αλλά και στα άρθρα για την Μπαρντό και τη Σιτροέν D.S. Όμως στα κατοπινά γραπτά σας το πολιτικό πλαίσιο γίνεται όλο και διακριτικότερο και συνάμα απειλητικότε ρο. Ο Michelet πάλι συνδέεται αφεαυτοΰ με το πολιτικό, ακόμη και με την πολιτική. ΜΟΛΟ που προσωπικά υποτίμησα την πλευρά του αυτή -την ιδεολογία του, θέλω να πω. Κι όμως λέτε ότι ολοκληρώσατε την τοπο θέτησή του μέσα σε μια σελίδα, την πρώτη του βιβλίου. ΔΕΝ πρόκειται για μια από τις καλύτερες επιδό σεις μου. Στο Ρολάν Μπαρτ από τον Ρ. Μπ. το πο λιτικό μοιάζει νά ’ναι συνεχώς παρόν, αλ λά κρυμμένο, ως επιθετική δυνατότητα. ΝΑΙ, ως λόγος. Είναι τελείως άσχετο με τυχόν αμφιθυμικές πρακτικές επιλογές που μπορεί να κάνει ένας Γάλλος στην καθημερινή του ζωή σή μερα. Αυτό που με αφορά είναι η σχέση με το λόγο. Αν σημειώνεται εξέλιξη, αν το πρόβλημα γίνεται πιο περίπλοκο, είναι γιατί, όταν έγραφα τις Μυθολογίες, ο αλαζονικός λόγος προερχόταν αποκλειστικά από τη δεξιά, που είχε όλα τα χα ρακτηριστικά μιας δεξιάς. Σήμερα όμως παρα τηρούμε μια διολίσθηση της αλαζονείας προς τα αριστερά. Υπάρχει ένας αλαζονικός αριστερός λόγος -φαινόμενο που συνιστά το κέντρο του προσωπικού μου προβλήματος. Είμαι διχασμέ νος ανάμεσα στην τοποθέτησή μου σ’ ένα συγκε κριμένο πολιτικό χώρο και τις επιθέσεις λόγου που εισπράττω από την πλευρά του χώρου αυΚι όμως, αν μείνουμε στην εποχή των Μυ θολογιών, εποχή κατά την οποία είχαμε τις διαγραφές διανοουμένων όπως ο Εντγκάρ Μορέν από το κομουνιστικό κόμμα, θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι ο σταλι νικός λόγος ήταν τότε πολύ ισχυρότερος απ’ ό,τι σήμερα. ΠΡΑΓΜΑΤΙ. Σήμερα συναντάς μεγαλύτερη αλα
ζονεία λόγου στον αριστερισμό παρά στον κο μουνισμό. Αλλά επιτρέψτε μου να πω ότι αυτό δε σημαίνει ότι πάμε καλύτερα. Σημαίνει απλώς ότι η κομουνιστική γλώσσα περνά σιγά σιγά στην πισσώδη γλώσσα της «δόξας», του φυσικού, του αυταπόδεικτου, του κοινού νου, του «αυτονόη του». Είμαστε ακόμη πιασμένοι ανάμεσα σ’ αυ τές τις δύο γλώσσες-που τον τρόπο κυριαρχίας τους τον περιέγραψα αναφερόμενος στη βασι λεία της μιας και το θρίαμβο της άλλης. Είμαστε πιασμένοι ανάμεσα σε μια βασιλεία κι ένα θρίαμβο, πράγμα που καθιστά περίπου ακατοί κητο το χώρο του παρόντος. Εξ ου και η μετατόπιση πολλών αριστε ρών προς τη δεξιά. Η δεξιά, ως χώρος, κατοικείται ευκολότερα. ΒΕΒΑΙΩΣ, αλλά εγώ δεν επιθυμώ κάτι τέτοιο. Προτιμώ τη δυσχέρεια του κατοικείν από την ασφάλεια της κατοικίας. Το πραγματικό μαύρο πρόβατο, όμως, εί ναι η «δόξα», και η εισβολή της απόλαυ σης θα λέγαμε πως συνιστά μια νέα επίθε ση εναντίον της. ΕΤΣΙ είναι. Όταν η «δόξα» εμφανίζεται ως λο γοκρισία της απόλαυσης και της ηδονής, η επί θεση εναντίον της αναδιπλασιάζεται από μια ηδονική ώση και ξεσπά σ’ αυτή την αν όχι βίαιη, πάντως πεισματική μανία εναντίον της συναίνεσης, της γνώμης των πολλών.
Η ανάγνωση Κάτι που με εκπλήσσει είναι ότι είστε από τους ελάχιστους κριτικούς που τολμούν να πουν «αγαπώ το διάβασμα». ΔΕ θά ’θελα να σας βγάλω απ’ την ψευδαίσθηση που σχηματίσατε, μόλο που δεν πρόκειται ακρι βώς για κάτι τέτοιο. Πράγματι, αγαπώ το διάβα σμα. Αλλά δεν είμαι κανένας μέγας αναγνώστης, είμαι μάλλον ένας αναγνώστης απλοϊκός. Με την έννοια ότι βιάζομαι να σχηματίσω ένα μέτρο απόλαυσης. Αν ένα βιβλίο μου φέρνει πλήξη, έχω το απαραίτητο θάρρος ή τη λιγοψυχιά να το παρατήσω. Όσο πάει απελευθερώνομαι από ίποιοδήποτε υπερεγώ απέναντι στα βιβλία. Ετσι πιάνω στα χέρια μου μόνο όσα μ’ αρέσει m πιάσω. Το αναγνωστικό μοιΓδιαιτολόγιο δεν έχει χα ρακτήρα τακτικής και ήπιας καταπόσεως. Αν ένα βιβλίο μου φέρνει πλήξη, το παρατώ' αν, αν τίθετα, με διεγείρει, έχω την τάση να διακόπτω ■
αφιερωμα/37 την ανάγνωσή του για να σκέφτομαι με αφορμή αυτό. Πρόκειται για έναν τρόπο ανάγνωσης ενόψει μιας εργασίας. Είμαι ανίκανος και δεν έχω καμιά διάθεση να συνοψίσω και να αποδελτιώσω ένα βιβλίο σβήνοντας τον εαυτό μου. Αντίθε τα, και ικανός είμαι και μεγάλη όρεξη έχω να απομονώνω φράσεις ή άλλα στοιχεία-γνωρίσματα του βιβλίου για να τα καταπίνω κατό πιν ασυνεχώς. Ασφαλώς η στάση μου δεν είναι ορθή με φιλολογικά κριτήρια, άφού ισοδυναμεί με παραμόρφωση του βιβλίου προς ίδιον όφελος. Λέτε κάπου πως γράφετε βιβλία μόνον «επί παραγγελία». Ισχύει αυτό και για την Απόλαυση του κειμένου·, ΟΧΙ, είναι μια εξαίρεση. Δε μου το ζήτησε κα νείς, και το θέμα το βρήκα μόνος μου -αυτό άλ λωστε φαίνεται. Εκείνο που ήθελα να πω είναι ότι η παραγγελία πολύ συχνά βοηθά και ότι, για μεγάλο χρονικό διάστημα, έγραφα επειδή μου ζητούσαν κείμενα. Το μόνο κείμενο που δε. μου ζητήθηκε ήταν το πρώτο, που έδειξα στο Ναντό, με τη μεσολάβηση κάποιου φίλου. Από κει και πέρα πάντοτε μου ζητούσαν, λίγο πολύ, είτε κεί μενα είτε θέματα. Σήμερα όμως τα πράγματα έχουν αλλάξει. Νιώθω την παραγγελία να με πνίγει κάπως, κι έχω περισσότερη διάθεση να γράφω βιβλία που γεννιούνται μέσα μου, από τον εαυτό μου. Για την απόλαυση του να τα γράφω, να τα φασονάρω, να τα σφυρηλατώ, όπως θα λέγαμε μιλώντας ετυμολογικά-
Η εξοχή, γο καφενείο Στο Ρολάν Μπαρτ από τον Ρ. Μπ. μιλάτε για την εξοχή. Προσωπικά, ίσως από έλ λειψη φαντασίας, δεν μπορώ να σας διανοηθώ καθόλου σ’ αυτό το χώρο. ΕΧΕΤΕ δίκαιο και άδικο, αναμφισβήτητα. Λέτε ότι η διάταξη των αντικειμένων -γραφείο, πιάνο, πένες- είναι η ίδια όπως και στο Παρίσι. Όμως το περιβάλλον εί ναι τόσο διαφορετικό. ΚΑΘΕ άλλο. Στη νοτιοδυτική Γαλλία ζω σε μο νοκατοικία. Η εξοχή είναι η μονοκατοικία. Και η αντίθεση δε βρίσκεται ανάμεσα στην πόλη και την εξοχή, αλλά ανάμεσα στο διαμέρισμα και τη μονοκατοικία. Αυτό δε σημαίνει πως δεν υπάρ χει για μένα το περιβάλλον (σημειώστε ότι αγα πώ ιδιαίτερό το φως της νοτιοδυτικής Γαλλίας).
«Το ψωνιστήρί είναι το ταξίδι του πόθου»
Ένας από τους πιο σημαντικούς χώρους για σας είναι το καφενείο. ΕΙΝΑΙ ο χώρος των ραντεβού μου. Μ’ αρέσει το καφενείο γιατί είναι ένας χώρος σύνθετος. Όταν βρίσκομαι στο καφενείο γίνομαι τελείως συνένο χος μ’ όσους κάθονται στο ίδιο τραπέζι μ’ εμένα, είμαι όλος αυτιά απέναντι σ’ ό,τι μου λένε. Ταυ τόχρονα όμως, όπως στην περίπτωση του κειμέ νου, του παραγράμματος, της στερεοφωνίας, υπάρχει ολόγυρά μου ένα πεδίο αντιπερισπα σμού, άνθρωποι που μπαινοβγαίνουν. Παράγεται έτσι ένας μυθιστορηματικός κρότος. Είμαι πολύ ευαίσθητος στη στερεοφωνία του καφενεί ου. Αντίθετα, εξοχή σημαίνει μοναξιά. Το ιδεώδες είναι να φτάνεις στην εξοχή για ένα-δυο μήνες, κουβαλώντας μαζί σου μια καλά προετοιμασμέ νη διανοητική εργασία, ώστε να μπορείς ναύτην ξύνεις λίγο λίγο σαν δημόσιος υπάλληλος ή οδο καθαριστής. Όμως και η εξοχή είναι χώρος διάλυσης. Εσείς ο ίδιος μιλάτ<· για όλες αυτές τις μικροκινήσεις -το φό/ωμα ενός φρούτου, η ενατένιση ενός φυτού- που σας αποσπούν από τη δουλειά σας. Η ΕΡΓΑΣΙΑ είναι πάντα οχληρή. Αυτό δεν πρέ πει να το ξεχνάμε.
38/αφιερωμα
Το μυθιστορηματικό Σημείωσα μια φράση όπου λέτε: «Θεωρώ τον εαυτό μου όχι κριτικό αλλά μυθιστοριογράφο, συγγραφέα όχι μυθιστορημά των, αλλά του μυθιστορηματικού. Μ’ αρέ σει το μυθιστορηματικό, αν και ξέρω ότι το μυθιστόρημα έχει πεθάνει».
«Ο Ρολάν Μπαρτ κάνει ακριβώς αυτό που λέει πως κάνει ο Michelet»
«Ο Φουριέ διατύπωσε εμμέσως την επιθυμία της ιστορίας και κατά τούτο είναι ταυτόχρονα ιστορικός και νεοτερικός: ιστορι κός μιας επιθυμίας»
ΤΟ μυθιστορηματικό είναι ένας τρόπος λόγου δομημένος όχι σύμφωνα με τους κανόνες μιας ιστορίας. Είναι ένας τρόπος δήλωσης, επένδυ σης, ενδιαφέροντος για το καθημερινό πραγμα τικό, για τα πρόσωπα, για ό,τι συμβαίνει στη ζωή. Ο μετασχηματισμός του μυθιστορηματικού σε μυθιστόρημα μου φαίνεται πολύ δύσκολη δουλειά. Δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου να επεξεργάζεται ένα αφηγηματικό αντικείμενο που να το διαπερνά μια ιστορία, με πάρατατικούς, αόριστους και πρόσωπα λίγο πολύ ψυχο λογικά συγκροτημένα. Είναι κάτι που δε θα το κατάφερνα ποτέ. Κατά- τούτο το μυθιστόρημα φαντάζει στα μάτια μου ανέφικτο. Ταυτόχρονα όμως έχω πολλή όρεξη να προωθήσω, στο χώρο της εργασίας μου, τη μυθιστορηματική εμπειρία, τη μυθιστορηματική εκφορά. Δε γράψατε ποτέ μυθιστόρημα ή κάποιο ξεκίνημα μυθιστορήματος; ΕΙΛΙΚΡΙΝΑ όχι, ποτέ. Λέγατε ότι κάθε βιογραφία είναι μυθιστο ρηματική, ένα μυθιστόρημά που δεν τολμά να πει τ’ όνομά του. Μήπως και η βιογρα φία με τίτλο Ρολάν Μπαρτ από τον Ρ. Μπ. είναι κι αυτή ένα μυθιστόρημα; ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ είναι. Βιογραφία δεν είναι. Ο ελιγμός είναι διαφορετικός. Πρόκειται για ένα διανοητικό μυθιστορηματικό. Πρώτα πρώτα, πολλά αποσπάσματα αναφέρονται σ’ αυτό που θα χαρακτηρίζαμε μυθιστορηματική επιφάνεια της ζωής. Από την άλλη μεριά, μέσα στα απο σπάσματα αυτά εκτίθεται ένα φαντασιακό, δη λαδή ο ίδιος ο λόγος του μυθιστορήματος. Αυτοσκηνοθετήθηκα ως μυθιστορηματικό πρόσωπο που δεν έχει όμως, θά ’λεγες, κύριο όνομα, και που δε θα μπορούσε να του τύχει μια περιπέτεια καθαυτό μυθιστορηματική. Είναι μάλλον μυθιστορηματικός παρά διανοη τικός λόγος, γι’ αυτό και δέχεται στιγμές στιγμές να εμφανίζεται κάπως αμβλύνους. Με την έν νοια ότι δεν έχουμε να κάνουμε μ’ ένα διανοού μενό υποκείμενο που ταυτίζεται με ό,τι εκφέρει,
αφιερωμα/39 αλλά μ’ ένα άλλο, μυθιστορηματικό υποκείμενο, που δέχεται κάποτε κάποτε να εκπέμπει ιδέες ή κρίσεις που το διανοούμενο ομόλογό του τις θεωρεί κάπως βλακώδεις -τις εκπέμπει γιατί εί ναι μέρος του φαντασιακού του. Και χωρίς να το λέει.
θιστορήματα. Αυτό μ’ αρέσει στον Σαντ, κι όχι τόσο η παράνομη πλευρά του, μόλο που καταλα βαίνω τη σημασία της. Μ’ αρέσει ο Σαντ ως συγ γραφέας, όπως μ’ αρέσει και ο Προυστ.
Η βλακεία κατέχει μια περίεργη θέση στο σύμπαν σας. Θα λέγαμε πως βρίσκεται παντού και πουθενά, πως είναι κάτι σαν Θεός για σας.
ΚΑΘΕ φορά που τον διαβάζω ή τον ξαναδιαβά ζω νιώθω όχι το θαυμασμό π;ου θα μπορούσε να αισθανθεί κάποιος μπροστάί στον ιδρυτή μιας vulgata πολύ σημαντικής για το πολιτικό παιχνί δι του καιρού μας, αλλά εκείνον που μας γεννιέ ται μπροστά σ’ έναν άνθρωπο που επιχείρησε μια τομή στο πεδίο του λόγου, της αγορευτικής. Σε κάθε σελίδα του Μαρξ υπάρχει μια περιστρο φή, εμφανίζεται κάτι απροσδόκητο και διαφωτιστικό που ξεπερνά ακόμη και τα πλαίσια του συ στήματος, και σ’ αυτό είμαι πολύ ευαίσθητος.
ΑΣ ελπίσουμε -για το καλό του Θεού- πως δεν ισχύει και το αντίστροφο. Πράγματι νιώθω με γάλη έλξη απέναντι στη βλακεία. Και ταυτόχρο να μια μεγάλη ναυτία, εννοείται. Είναι πολύ δύ σκολο να μιλήσεις για τη βλακεία, επειδή ο λό γος της βλακείας είναι ένας λόγος από τον οποίο δεν μπορείς να βγάλεις εύκολα τον εαυτό σου απ’ έξω. Δε λέω πως δεν μπορείς να τον βγάλεις σε καμιά περίπτωση -κάτι τέτοιο θα ήταν κακό πιστο-, λέω πως δεν μπορείς να τον βγάλεις εύ κολα. Το ξέρουμε αυτό πολύ καλά από την εποχή του Φλωμπέρ. Η στάση του Φλωμπέρ απέναντι στη βλακεία ήταν πολύ σύνθετη. Φαινομενικά κριτική, αλλά ψευδεπίγραφα κριτική, αυτό είναι φανερό. Μια στάση ενοχλημένη θα λέγαμε. Ό πω ς και νά ’χει, τρόπος ύπαρξης της βλα κείας είναι ο θρίαμβος. Εναντίον της δεν μπο ρείς να κάνεις το παραμικρό. Μπορείς μόνο να την εσωτερικεύσεις, να τη χειριστείς εντός σου σε ομοιοπαθητικές δόσεις -οι υπερβολικές δό σεις πρέπει οπωσδήποτε να αποφεύγονται. Οι Μυθολογίες όμως ήταν από την αρχή μέχρι το τέλος μια επίθεση εναντίον της βλακείας. ΕΠΕΙΔΗ οι Μυθολογίες, για τους ιστορικούς λόγους που προανέφερα, στηρίζονταν σε μια πο λύ πιο απλή πολιτική ή αντιιδεολογική συνείδη ση·
Κάποια σημαντικά ονόματα Ο Σαντ; ΝΑΙ, και μάλιστα για ένα λόγο πολύ άμεσο: Μ’ αρέσει να διαβάζω Σαντ. Ίσως να μην τον δια βάζω όπως πρέπει, αλλά ποιος ξέρει πώς πρέπει να διαβάζεται ο Σαντ; Εγώ πάντως τον διαβάζω με πολύ μυθιστορηματικό τρόπο. Βρίσκω πως εί ναι ένας πολύ μεγάλος συγγραφέας, με την κλα σική έννοια του όρου, που έφτιαξε υπέροχα μυ
Ο Μαρξ;
Ο Μπρεχτ; Ο ΜΠΡΕΧΤ ναι. Μπορώ να πω ότι αγάπησα πολύ τα θεατρικά του έργα, ακόμη περισσότερο όμως τα καθαρά στοχαστικά του κείμενα. Τελευ ταίο στη σειρά από τα κείμενα αυτά, τα Γραπτά για την πολιτική και την κοινωνία, που μεταφράότηκαν πριν από 4-5 χρόνια, είναι ένα έξοχο βι βλίο. Ακριβοδίκαιο και βίαιο ταυτόχρονα. Είναι το κείμενο που με προκαλεί συνεχώς να το τσιτάρω. Γράφοντας το Ρολάν Μπαρτ από τον Ρ. Μπ. ένιωσα κάποια στιγμή πως δεν είχα αρκετά πράγματα να πω κι άρχισε τότε να μου περνά από το νου -έστω και ως φαντασίωμα- να πα ρεμβάλλω χωρία από τον Μπρεχτ. Τον Μπρεχτ τον ανακάλυψα το ’54, όταν ήρθε το Berliner Ensemble στο Παρίσι για να παρου σιάσει τη Μάνα Κουράγιο στα πλαίσια του Θεά τρου των Εθνών. Μας θυμάμαι, τον Μπερνάρ Ντορτ κι εμένα, στο θεωρείο του θεάτρου Σάρα Μπερνάρ, νά ’χουμε κυριολεκτικά πυρποληθεί από την παράσταση. Όμως, πρέπει να το πω ευ θύς αμέσως, όχι μόνο απ’ αυτήν αλλά κι από τις είκοσι αράδες του Μπρεχτ που δημοσιεύονταν στο πρόγραμμα. Ποτέ δεν είχα διαβάσει μια τέ τοια γλώσσα πάνω στο θέατρο και την τέχνη. Τι χαρακτήρα είχε αυτή η ανακάλυψη; ΕΙΝΑΙ μια ανακάλυψη που εξελίχθηκε. Κατ’ αρχάς με συνεπήρε η συμμαχία ανάμεσα σε μια άκρως εγρήγορη, ενήμερη, σταθερή μαρξιστική σκέψη και σε μια αίσθηση της απόλαυσης, των μορφών, των χρωμάτων, των φωτισμών, των υφασμάτων -μια έξοχα στοχαστική αίσθηση όλης της υλικότητας της τέχνης. Το αποτέλεσμα αυ τών των δύο καταναγκασμών πρόβαλε στα μάτια σαν το πράγμα που πρέπει να φτιάξουμε, το αν τικείμενο που πρέπει να ποθήσουμε. Έπειτα
40/αφιερωμα
«Έχω δύο χώρους δουλειάς, έναν οτο Παρίσι, τον άλλο στην εξοχή. Κανένα κοινό αντικείμενο, Ωστόσο, οι τόποι αυτοί είναι ταυτόσημοι. Γιατί; Διότι η διάταξη των εργαλείων είναι η ίδια. Η ταυτότητα»
διάβασα άλλα κείμενα του Μπρεχτ και ανακάλυ ψα αυτή την ηθική της απόλαυσης και ταυτόχρο να της διανοητικής επαγρύπνησης, της ευθύνης εν ολίγοις, που δεν περνούσε για νεκρός χρόνος του πάθους και δεν ξέπεφτε ούτε στην ανθρωπι στική ούτε στην αυθόρμητη γλισχρότητα. Τέλος υπάρχει στον Μπρεχτ και η πονηρή πλευρά πλάι σε μιαν άλλη που θα μπορούσαμε να τη χαρακτηρίσουμε -η λέξη έχει άλλη συνδή λωση- κινέζικη. Δε βλέπετε κι εσείς, όπως και πολλοί άλ λοι, τον Μπρεχτ περιοριστικά, δηλαδή μό νο ως θεατρικό συγγραφέα; ' ΟΧΙ. Για μένα είναι ένας πολύ μεγάλος συγγρα φέας ιδεών. Στα Γραπτά για την πολιτική και την κοινωνία υπάρχουν χίλιοι δυο τύποι δοκι μίων. Δηλαδή όχι μόνο διατριβές, αλλά και κομ μάτια διαλόγων, σχέδια, προαγγελτικά κείμενα, σημειώσεις. Κοντολογίς, ένα σώμα ολοζώντανο. Δηλαδή, τελικά ο Σαρτρ είχε άδικο όταν υποστήριξε, στη δεκαετία του ’50, ότι μό νον ένας μαρξιστής ήξερε να διαβάζει, ο Λούκατς; Κατά τη γνώμη σας πλάι σ’ αυ τόν είναι και ο Μπρεχτ; ΠΡΟΦΑΝΩΣ. Για τον Λούκατς δεν έχω να πω πολλά, δεν τον γνωρίζω πολύ καλά και δε με τραβά τόσο πολύ. Τελικά τα κριτήρια δεν είναι συστηματικά. Υπάρχει, θά ’λεγα, μια αισθητική της διάνοιας, που εγώ την αναλαμβάνω απολύ τως.
Ζιντ Στο Ρολάν Μπαρτ από τον Ρ. Μπ. λέτε ότι
ο Ζιντ υπήρξε για σας η «Ursuppe», το πρώτο λογοτεχνικό σας ρόφημα. ΔΕ γίνεται πια πολύς λόγος για τον Ζιντ. Κι όμως ο Ζιντ υπήρξε κάτι πολύ σημαντικό για μέ να όταν ήμουν νέος. Πράγμα, φυσικά, που με απέτρεψε από άλλες συναντήσεις: Δεν είχα λο γοτεχνικές επαφές με το σουρεαλισμό, λόγου χά ρη, ενώ είχα πάρα πολλές με τον Ζιντ. Και δια τήρησα πάντα μεγάλη συμπάθεια προς το πρό σωπό του. Υπάρχει ένα τουλάχιστον μεγάλο βι βλίο, ένα νεοτερικό μεγάλο βιβλίο του Ζιντ, τα Έλη, που θά ’πρεπε να επαναξιολογηθεί από τα υποκείμενα των νέων καιρών. Είναι και το Ημε ρολόγιό του, που το αγαπούσα ανέκαθεν πάρα πολύ, κείμενο που συνδέεται με θέματα που με απασχολούν: η αυθεντικότητα που αυτοκαταλύεται, η πανούργα αυθεντικότητα που παύει να είναι αυθεντικότητα. Η θεματική του Ημερολο γίου βρίσκεται πολύ κοντά στη θεματική των αποσπασμάτων του Ρολάν Μπαρτ από τον Ρ. Μπ.
Η κριτική Για να επανατοποθετήσουμε κάπως τα πράγματα. Είχατε γράψει μια σειρά προ λόγους στα έργα του Ρακίνα, που τους συγκεντρώσατε, με μια εισαγωγή, σ’ έναν τόμο με τίτλο Περί Ρακίνα. Τότε κάποιος καθηγητής της Σορβόννης, συγγραφέας μιας διατριβής επίσης περί Ρακίνα, έγρα ψε ένα λίβελο εναντίον ορισμένων προσώ πων και κυρίως εναντίον σας με τίτλο Νέα κριτική ή νέα αήθεια, που εκδόθηκε από τον Pauvert. Του απαντήσατε μ’ ένα κείμε νο με τίτλο Κριτική και αλήθεια. Πέρα από το γεγονός ότι ο Πικάρ είχε γράψει
αφιερωμα/41 μια ογκώδη ιστορική διατριβή για τον Ρακίνα που τη διάβασαν ελάχιστοι ενώ το δικό σας βιβλίο το διάβασε όλος ο κόσμος, ποιο νομίζετε ότι ήταν το πραγματικό αν τικείμενο αυτής της πολεμικής; ΕΙΝΑΙ μια πολύ παλιά ανάμνηση όλα αυτά. Για να μιλήσω αντικειμενικά και, αν μπορώ να το πω, ιστορικά, μόλο που η λέξη ιστορία είναι πο λύ μεγάλη για μια υπόθεση τόσο μικρή, μου φαί νεται πως το αντικείμενο της διακυβεύσεως είχε πρώτα απ’ όλα χαρακτήρα στενά πανεπιστημια κό! Ασφαλώς με τους προλόγους μου για τον Ρακίνα συντελούσα στην εισαγωγή ενός νέου λεξι λόγιου -γιατί βασικά περί ζητήματος ορολογίας επρόκειτο- στις μελέτες των φοιτητών της Σορ βόννης. Ο καθηγητής απηύδησε κάποια στιγμή με το λεξιλόγιο αυτό. Υπήρξε αναμφισβήτητα από την πλευρά του ένα αίσθημα μισαλλοδοξίας ευεξήγητο: ο ερεθισμός που νιώθεις όταν βλέπεις μια γλώσσα νά ’ρχεται και να ξανάρχεται μαζικά στο προσκήνιο. Νομίζω ότι ο λίβελος του προικισμένου κατά τα άλλα καθηγητή είχε ως αφορμή αυτό το είδος προσωπικής μισαλλοδοξίας που του γεννήθηκε βλέποντας να επανέρχεται ακατάπαυτα στις δια τριβές περί Ρακίνα ένα λεξιλόγιο που δεν ήταν -και εδώ, πρέπει να το πούμε, η πανεπιστημιακή διακύβευση ντουμπλάρεται με μια ιδεολογικήτο λεξιλόγιο της συνήθους κριτικής των μεγάλων έργων του παρελθόντος. Διότι αυτή η συνήθης κριτική εξακολουθούσε να έχει είτε τη μορφή της ιστορικολογοτεχνικής θετικιστικής κριτικής των πηγών και των επιρροών είτε τη μορφή της αι σθητικής κριτικής. Στην τελευταία κατηγορία ανήκει και η περίπτωση του συγκεκριμένου κα θηγητή, ο οποίος, στους προλόγους του για το θέατρο του Ρακίνα στις εκδόσεις Pleiade, επιχεί ρησε μια αισθητική κριτική αποτίμηση σχεδόν
«Τα μάτια, όχι το βλέμμα, η σχισμή, όχι ηψνχή»
βαλεριανού τύπου. Τέλος, υπήρχε και μια άλλη μορφή κριτικής που είχε να κάνει μόνο με μια τελείως ξεπερασμένη σήμερα ψυχολογία, αφού δεν έπαιρνε διόλου υπόψη της την ψυχανάλυση. Μέσα σ’ αυτή την κάπως φτιαχτή μονομαχία έβλεπες να αναπτύσσεται η κλασική πάλη του παλιού με το καινούριο. Το καινούριο, σε μια εκδοχή μετριοπαθή θά ’λεγα, ήταν η γλώσσα που διατύπωνα με αφορμή κείμενα τόσο κλασικά σαν τα έργα του Ρακίνα. Μια γλώσσα που δεν ανήκε στην περιοχή της ψυχολογικής ή αισθητικίζουσας κριτικής αλλά ούτε και σ’ αυτήν της κριτικής των πηγών. Όμως η ψυχαναλυτική κριτική δεν είχε κάνει ήδη την είσοδό της στη σφαίρα των πανεπιστημιακών ηθών χάρη σε ανθρώ πους όπως ο Σαρλ Μορόν π.χ.; ΒΕΒΑΙΩΣ. Αλλά στο Περί Ρακίνα συναντούσες δύο γλώσσες, δύο επιστημολογίες, αν θέλετε, για να μεταχειριστούμε κι εμείς μεγάλα λόγια: Αφε νός την ψυχαναλυτική γλώσσα, ή τουλάχιστον την απλουστευμένη εκδοχή της, και αφετέρου μια δομολογική απόπειρα. Η δομική γλώσσα εί χε αρχίσει να περνά στη σφαίρα της κριτικής κι εγώ είχα αναλύσει τα πρόσωπα του Ρακίνα όχι με όρους ψυχολογικούς, αλλά παίρνοντας υπόψη τη θέση τους στο χώρο μιας δομής -σχέση κύ ρους, υποταγής κλπ. Υπήρχαν λοιπόν αυτά τα δύο στοιχεία που, κατά τον καθηγητή της Σορ βόννης, ήταν κακώς του συρμού: η ψυχαναλυτι κή και η στρουκτουραλιστική γλώσσα. Η ψυχανάλυση είχε δικαίωμα να εισέλθει στα πανεπιστήμια μέσω ανθρώπων όπως ο Μόρόν, γιατί απλούστατα η ψυχανάλυση του Μορόν ήταν παλαιική, ορθόδοξη σε σχέση με τις πρώτες απόπειρες ψυχαναλυτικής λογοτεχνικής κριτι κής. Ήταν μια ψυχανάλυση που συνέδεε βασικά
42/αφιερωμα το έργο με τα πρώτα παιδικά χρόνια του συγ γραφέα. Εφόσον την κριτική δεν την απασχο λούσε παρά μόνο η βιογραφία του συγγραφέα και η παιδική του ηλικία, εφόσον στο πεδίο ερ γασίας της δεν εισχωρούσε τίποτε άλλο, η Σορ βόννη δεν είχε καμιά αντίρρηση να δώσει τη συγκατάθεσή της. Αντίθετα, η στρουκτουραλιστική κριτική (όπως αυτή του Γκολντμάν, π.χ., η τόσο απομα κρυσμένη, κατά τα άλλα, από τις δικές μου αντι λήψεις) ήταν αντικείμενο εχθρικής και περιφρο νητικής μεταχείρισης. Αναρωτιέμαι μάλιστα αν το πανεπιστήμιο δε σοκαρίστηκε περισσότερο από. τη στρουκτουραλιστική ή προ-στρουκτου ραλιστική πλευρά του Περί Ρακίνα παρά από ργν ψυχαναλυτική ομόλογό της. Ό λα αυτά φαίνονται πράγματι σήμερα κάπως πεπαλαιωμένα. Δεν μπορεί κανείς να φανταστεί ότι στις μέρες μας είναι δυ νατό να διατυπωθούν ανάλογες ενστάσεις. ΑΣΦΑΛΩΣ. Ωστόσο, κι αυτό ξεπερνά το πρό σωπο του Πικάρ όπως και το δικό μου, ο καθη γητής της Σορβόννης είναι ένα τυπικό σχήμα που πάντα ενδέχεται να επιστρέψει, έστω και με άλ λη μορφή.
Η Ιαπωνία Λέτε ότι, απ’ όλα σας τα βιβλία, το «ευτυ χέστερα γραμμένο» είναι αυτό που αναφέρεται στην Ιαπωνία, δηλαδή Η επικράτεια των σημείων, που εκδόθηκε στη σειρά του Skira Les senders de la creation. ΠΡΑΓΜΑΤΙ επέτρεψα στον εαυτό μου να το πει αυτό. Γιατί; Διότι δε θεωρώ απαγορευμένο να λες τι σκέφτεσαι για τα βιβλία που γράφεις. Όταν μάλιστα οι πολύ λεπτοί συναισθηματικοί δεσμοί που έχεις μαζί τους δεν καλύπτονται αναγκαστικά από την προβολή που σου κάνουν οι κριτικοί καθώς και οι άνθρωποι του περιβάλ λοντος σου. Έτσι μπορώ να πω ότι δεν έχω πολύ στενούς, προσωπικούς, σωματικούς δεσμούς μ’ ένα αρκετά γνωστό βιβλίο μου όπως ο Βαθμός μηδέν της γραφής, αλλά ούτε και με τις Μυθολο γίες, Αντίθετα έχω βαθύ δεσμό μ’ ένα βιβλίο για το οποίο έχει γίνει λιγότερος λόγος, το Michelet αυτοβιογραφούμενος. , Για την Επικράτεια των σημείων μπορώ να πω ότι ένιωθα μια ανόθευτη απόλαυση, χωρίς άγ χος, χωρίς παρέμβαση του imago, όταν έγραφα το βιβλίο. Το δήλωσα αυτό στο απόσπασμα που
αναφέρεται με μια διακριτική σημείωση που δε θά ’θελα να υπερβώ εδώ τη διακριτικότητά της: Η ευτυχία μου αυτή βρισκόταν σε συνάφεια με την ευτυχία της σεξουαλικότητας, με την αίσια σεξουαλικότητα που συνάντησα περισσότερο από οπουδήποτε αλλού στην Ιαπωνία. Και πι στεύω πως έχω δίκαιο να συσχετίζω αυτά τα δύο πράγματα. Μου φαίνεται πως είστε κάπως ασιατικός, πως υπάρχει μια συγγένεια ανάμεσα σ’ εσάς και τον τρόπο ζωής της Ιαπωνίας. ΠΡΑΓΜΑΤΙ είναι κάτι που με έλκει πάρα πολύ. Ξαναβρίσκουμε έτσι, και σε τούτο το σταυρο δρόμι, τον Μπρεχτ, αφού αυτός ήταν ένας από τους πρώτους δυτικούς που ενδιαφέρθηκαν για το κινέζικο θέατρο, σε μια εποχή μάλιστα που η Κίνα δεν ήταν καθόλου της μόδας. Η Επικράτεια των σημείων είναι ένα από τα ελάχιστα κείμενά σας (το άλλο είναι το δοκίμιο για τον Φουριέ) όπου μιλάτε για την τροφή, όπου δεν υπάρχει θεωρία αλλά μια άκρως αισθησιακή περιγραφή των φα γητών. ΣΩΣΤΟ. Η Ιαπωνία με απελευθέρωσε σε μεγάλο βαθμό στο επίπεδο της γραφής προσφέροντάς μου' αφορμές για πολύ καθημερινά θέματα, τα οποία, αντίθετα με εκείνα των Μυθολογιών, εί ναι αίσια χρωματισμένα. Επειδή, βλέπετε, στην Ιαπωνία η καθημερινότητα έχει αισθητικοποιηθεί. Τουλάχιστον εγώ έτσι τη συνέλαβα, και ως τέτοια με γοήτευσε. Η τέχνη του ζην είναι ένα θέμα πολύ σπουδαίο για μένα, ένα θέμα στο οποίο θά ’θελα κάποια μέρα να επανέλθω, χωρίς να ξέρω ακόμη με ποια μορφή. Εντάσσεται το θέμα αυτό σε μια σφαιρικά ασιατική αισθητική της απόστασης, της διακριτικότητας, ενός ορι σμένου κενού και ταυτόχρονα ενός λεπτού αι σθησιασμού. Πρόκειται, αν θέλετε, για την αρχή της λεπτότητας που διατύπωσε ο Σαντ. Από την άλλη μεριά, η φρενιτιώδης, υπερεκβιομηχανισμένη Ιαπωνία δεν εμφανίζε ται καθόλου-στο βιβλίο σας. ΕΧΕΤΕ δίκαιο, αλλά δεν ισχυρίστηκα ποτέ ότι το βιλβίο μου αποτελεί φωτογραφία της Ιαπω νίας. Λογοκρίνατε, σε ό,τι σας αφορά, την πλευρά αυτή. ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ για την αρχή της διαδικασίας της αποκόλλησης, που επιταχύνθηκε με την Απόλαυ ση του κειμένου.
αψιερωμα/43 Στη συγκεκριμένη περίπτωση έπαιξε ρόλο και η απόλαυση του δεδομένου χώρου. ΠΕΡΑΣΑ πάντα πολύ καλά στα ταξίδια μου στην Ιαπωνία. Η ζωή μου έμοιαζε κάθε φορά με ζωή εθνολόγου, χωρίς την κακοπιστία όμως που χαρακτηρίζει κατά κανόνα το δυτικό εθνολόγο που πάει να εξετάσει αφ’ υψηλού συμπεριφορές που του είναι ξένες. Μάλιστα εκεί κάτω ανέπτυ ξα συμπεριφορές αντίθετες από το χαρακτήρα μου, επέδειξα ενεργητικότητα που δε θα την είχα εδώ: σουλάτσα νυχτερινά σε μια τεράστια πόλη, τη μεγαλύτερη του κόσμου, που ήταν τελείως άγνωστη για μένα, και από τη γλώσσα της δεν σκάμπαζα γρυ. Κι όμως μονίμως ένιωθα τελείως άνετος. Τέσσερις η ώρα το πρωί, σε γειτονιές απόμερες, ένιωθα ευτυχισμένος -κάθε φορά. Ενώ αν ήταν να πάω, λόγου χάρη, την ίδια ώρα στο Μπανιολέ, θα πήγαινα βέβαια, αλλά σίγου ρα δε θά ’νιωθα την ίδια έλξη. Όσο για τα πράγματα που με ενδιέφεραν στην Ιαπωνία -γ ι’ αυτό και αναφέρομαι στην περί πτωση του εθνολόγου- καραδοκούσα σταθερά τις πληροφορίες που θα μπορούσα να εισπράξω, και δεν υποτιμούσα καμιά απ’ αυτές. Μου μι λούσαν για κάποιο μέρος που πιθανώς θα με ερέθιζε έστω και αόριστα κι εγώ δεν τό ’βαζα κάτω ώσπου να το ανακαλύψω. Είναι η στάση του εθνολόγου αυτή: η εξερεύνηση που άγεται και φέρεται από την επιθυμία. Άλλωστε εσείς ο ίδιος λέτε πως είστε εθνολόγος σε χώρους που ονομάζονται Ρακίνας, Σαντ, Προυστ. ΣΤΟ απόσπασμα που υπαινίσσεσθε μιλώ με δυο λόγια για τα καλά της εθνολογίας. Ό χ ι της εθνολογίας των πρωτόγονων λαών, για την οποία δεν υπάρχει πια έδαφος να αναπτυχθεί (γι’ αυτό άλλωστε κι έχει ξοφλήσει), αλλά της εθνολογίας των νέων καιρών ή της μεγαλούπο λης ή και της Γαλλίας ακόμη (την τελευταία την εγκαινίασε ο Μισελέ). Ο Προυστ, ο Σαντ, ο Ρα κίνας είναι φυλές, κοινωνίες.
Το ψωνιστήρι Θά ’θελα να μας δίνατε έναν ορισμό αυτής της υπέροχης λέξης -ψωνιστήρι- που συ ναντούμε τόσο συχνά στο Ρολάν Μπαρτ από τον Ρ. Μπ. ΜΙΛΩΝΤΑΣ γι’ άυτήν. ίσως καταφέρω να την ορίσω. Πρόκειται για ένα θέμα πολύ σημαντικό για μένα. Το ψωνιστήρι είναι το ταξίδι του πό
θου. Είναι το σώμα σε κατάσταση συναγερμού, αναζήτησης σε σχέση με τον ίδιο του τον πόθο. Έπειτα, το ψωνιστήρι συνεπάγεται μια χρονικότητα, μέσα στην οποία η έμφαση πέφτει στη συ νάντηση, στην «πρώτη φορά». Σάμπως δηλαδή η πρώτη συνάντηση να διέθετε ένα πρωτοφανές προνόμιο: να ήταν έξω από κάθε επανάληψη. Ένα καταραμένο θέμα για μένα είναι η επανά ληψη, η ταυτολογία, το στερεότυπο, το φυσικό ως επανάληψη. Το ψωνιστήρι είναι το αντιφυσικό, η αντι-επανάληψη. Η πράξη του ψωνιστηριού είναι μια πράξη που επαναλαμβάνεται αλλά το περιεχόμενό της είναι μια απόλυτη πρω τιά. Γι’ αυτό ακριβώς το ψωνιστήρι είναι έννοια που μπορώ θαυμάσια να μεταφέρω από το χώρο της ερωτικής αναζήτησης, όπου έχει τις ρίζες της, σ’ αυτόν της έρευνας των κειμένων ή των μυθιστορηματικών στοιχείων -σε ό,τι προσφέρεται στην έκπληξη της «πρώτης φοράς». Το ψωνιστήρι του κειμένου είναι κι αυτό πολύ αισθησιακό. ΒΕΒΑΙΩΣ, κι έχει να κάνει με τη σύλληψη των φράσεων, των παραθεμάτων, των διατυπώσεων, των αποσπασμάτων. Με το θέμα της συντομογραφίας, επίσης, είναι προφανές. Προσπαθών τας να διατυπώσω αυτή τη σύντομη, αποσπα σματική γραφή μπαίνω στην κατάσταση του συγ γραφέα που ο αναγνώστης πρόκειται να τον ψωΟ Ρολάν Μπαρτ στο Μίντελμπουργκ, το 1957
44/αφιερωμα νίσει. Είναι η ευτυχία της τύχης, αλλά μιας τύ χης πολύ ηθελημένης, μελετημένης -μιας τύχης «στημένης» κοντολογίς.
Η διαστροφή Μού ’ρχεται στο νου η φράση σας: «Η ' διαστροφή, απλούστατα, φέρνει ευτυχία».
όπου διατυπώνεται η ευχή για μια αποτμημένη γραφή). Από τη στιγμή μάλιστα που, ψυχαναλυ τικά, η διαστροφή αποσυνδέεται άπό τη νεύρω ση, η φροϋδική σκέψη υπογραμμίζει το γεγονός ότι ο διεστραμμένος είναι, τελικά, ευτυχής. Ό ,τι έγραψα από το βιβλίο για την Ιαπωνία ίσαμε κάποια αποσπάσματα του Ρολάν Μπαρτ από τον Ρ. Μπ. βρίσκεται στον αστερισμό ενός είδους διεστραμμένης γραφής.
ΑΠΛΟΥΣΤΑΤΑ.
Η διαστροφή είναι η αρχή της απόλαυσης.
Πέρα από την αντίθεση διαστροφή / απλούστατα, τι σημαίνει για σας «δια στροφή»; ΣΤΟ απόσπασμα στο οποίο αναφερθήκατε, η λέ ξη «διαστροφή» εμφανίζεται μετά από δύο υπαι νιγμούς για το χασίς και την ομοφυλοφιλία. Πράγμα που σημαίνει πως η «διαστροφή» δεν έχει εδώ την ακρίβεια ψυχαναλυτικής έννοιας για την ψυχανάλυση, τα ναρκωτικά δε θα μπο ρούσαν να καταταγούν στις διαστροφές. Δια στροφή χαρακτηρίζεται η αναζήτηση μιας από λαυσης που δεν είναι αποδοτική με κριτήρια κοινωνικής σκοπιμότητας ή σκοπιμότητας του ανθρώπινου είδους. Π.χ. η ερωτική απόλαυση που δε λογιστικοποιείται ενόψει της αναπαρα γωγής του είδους. Είναι η τάξη των ηδονών που ασκούνται ασκόπως. Το θέμα της δαπάνης, αν θέλετε. Πάντως ο όρος, μέσα στη γενικότητά του, θα μπορούσε να προσλάβει εκ νέου μια ειδική ψυ χαναλυτική χροιά. Για τη φροϋδική σκέψη, λό γου χάρη, μια από τις κυριότερες διαστροφές εί ναι ο φετιχισμός (θέμα που ξεμυτίζει στο σημείο
Η ΔΙΑΣΤΡΟΦΗ, μέσα από τον κόμβο του φετιχισμού, συνεπάγεται μια ιδιαίτερη σχέση με τη μητέρα. Εδώ ξεπροβάλλει ένα άλλο θέμα που σήμερα με ενδιαφέρει πολύ, το θέμα του φαντασιακού. 'Αλλωστε το Ρολάν Μπαρτ... αποτελεί κατά κάποιον τρόπο σημείο άρθρωσης μιας σκέ ψης του φετιχισμού με μια σκέψη του φαντασιακού. Γι’ αυτό και τελικά θα μπορούσε να πει κα νείς ότι το Ρολάν Μπαρτ από τον Ρ. Μπ. είναι πιο αγνό βιβλίο από την Απόλαυση τον κειμένου -στο μέτρο που για το πρώτο το κεντρικό πρό βλημα δεν είναι η ηδονή, αλλά η εικόνα, το φαντασιακό. Σήμερα ενδιαφέρομαι γι’ αυτό το πεδίο του φαντασιακού που σκηνοθέτησα για πρώτη φορά στο Ρολάν Μπαρτ από τον Ρ. Μπ. Κι αρχίζω στη Σχολή Ανωτάτων Σπουδών ένα σεμινάριο για τον ερωτικό λόγο, ο οποίος, κατά τη γνώμη μου, συνδέεται πολύ σαφέστερα με όλα αυτά τα προ βλήματα του φαντασιακού. Copyright: Magazine Litteraire Μετάφραση: Βασίλης Παπαβασιλείου
Έ ργα του Ρολάν Μπαρτ στα ελληνικά Ο βαθμός μηδέν της γραφής. Μετ. Κώστας Παπαγεωργίου. Αθήνα, Εκδόσεις 70, 1971. Σελ. 100. Κριτική κάι αλήθεια. Μετ. Θέμης Μπανούσης. Αθήνα, Καστανιώτης, 1972. Σελ. 79. Σαντ-Φουριέ-Λογιόλα. Μετ. Ιωάννα ΕυσταθιάδουΛάππα. Επιχειρήματα, αριθ. 5. Αθήνα, Άκμων, 1978. Σελ. 216. Μυθολογίες-Μάθημα. Εναρκτήρια παράδοση στην έδρα της Φιλολογικής Σημειολογίας της Λογοτε χνίας στο College de France. Μετ. Καίτη Χατζηδήμου - Ιουλιέττα Ράλλη. Αθήνα, Ράππας, 1979. Σελ. 265.
Η απόλαυση του κειμένου. Μετ. Φούλα Χατζιδάκη - Γιάννης Κρητικός. Αθήνα, Ράππας, 1980. Σελ. 110.
Η επικράτεια των σημείων. Μετ. Κατερίνα Παπαίακώβου. Αθήνα, Ράππας, 1983. Σελ. 143. Αποσπάσματα του ερωτικού λόγου. Μετ. Βασίλης Παπαβασιλείου. Αθήνα, Ράππας, 1983. Σελ. 279.
Ο Ρολάν Μπαρτ από τον Ρολάν Μπαρτ. Μετ. Φλοράνς Πουανιάν. Προβλήματα του καιρού μας. Αθήνα, Ράππας, 1983. Σελ. 220.
ΟΔΗΓΟΣ ΒΙΒΛΙΩΝ
επιλογή η γυναικεία απελευθέρωση και το όραμα του σοσιαλισμού ΣΙΛΑ ΡΟΟΥΜΠΟΘΑΜ - Λ ΥΝ ΣΗΓΚΑΛ - ΧΙΛΑΡΥ ΓΟΥΕΪΝΡΑΐΤ: Πέρα από τον κατακερματι σμό. Φεμινισμός και η οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Μετ. Νανά Τσόγκα. Αθήνα, Θεωρία, 1983. Σελ. 228.
Το βιβλίο κάνει την εμφάνισή του στα τέλη του 1979 στην Αγγλία. Η εποχή που κυκλοφορεί βρίσκεται σε άμεση σχέση με το περιεχό μενό του και την πολιτική πρόταση που διατυπώνει. Το γυναικείο κίνημα στην Αγγλία, πλούσιο σε εμπειρίες και προβληματισμούς, βγαίνει μέσα από τη δεκαετία ’69-’79 ενισχυμένο σε θέσεις, μαζικό και ικανό να διατυπώνει προτάσεις. Παράλληλα όμως ένα ερώτη μα φαίνεται να προβάλλει από τους κόλπους του, που έχει σχέση με την παραπέρα πορεία του, τις συνεργασίες του, τη στρατηγική του στον αγώνα για τη γυναικεία απελευθέρωση και το όραμα του σοσιαλισμού. Το ερώτημα αυτό βρίσκεται σε άμεση σχέση και με τις τελευταίες εξελίξεις της εποχής στην Αγγλία. Το Μάη του 1979 το Εργατικό Κόμμα χάνει τις εκλογές με τους λιγότερους ψήφους που έχει πάρει από το 1931 και οι Τόρυδες σχημα τίζουν κυβέρνηση με τη Θάτσερ. Οι συντηρητικές δυνάμεις παρου σιάζονται ενισχυμένες σε βάρος της επιρροής της σοσιαλιστικής πολιτι κής και οι κοινωνικές παροχές του
κράτους προνοίας παίρνουν το δρόμο της αναίρεσής τους. Η οικο νομική κρίση, η ανεργία, που ξεκι νά από τις γυναίκες και τους νέους, επιταχύνουν τις διαδικασίες μέσα στο γυναικείο κίνημα, που φαίνεται να ψάχνει τις δικές του απαντήσεις. Οι συγγραφείς του βιβλίου είναι και οι τρεις σοσιαλίστριες φεμινί στριες. Ανήκουν δηλαδή στις so cials womens, τάση του γυναικείου
κινήματος στην Αγγλία όπου οι διεργασίες αυτού του είδους είναι πιο έντονες. Το βιβλίο χωρίζεται σέ 3 άρθραμέρη, όσες και οι συγγραφείς του. Στο α' μέρος, που έχει τον τίτλο «Το γυναικείο κίνημα και η οργά νωση για σοσιαλισμό», η Σίλα Ρόουμποθαμ θεωρητικοποιεί τα προβλήματα της σοσιαλιστικής ορ γάνωσης μέσα από την κριτική μα τιά μιας φεμινίστριας που συμμετέ’χει ενεργά στο φεμινιστικό κίνημα της χώρας της, παράλληλα όμως μέσα από τις εμπειρίες της από αριστερές ομάδες και οργανώσεις. Είναι, κατά τη γνώμη μου, το πιο ενδιαφέρον μέρος του βιβλίου. Η Ρόουμποθαμ, γνωστή στην Ελλάδα από προηγούμενα έργα της, ανα λύει και διατυπώνει αριστουργηματικά την πρόκληση του φεμινι σμού στον τρόπο που είναι ιστορι κά οργανωμένη η αριστερά. Ο τρό πος σύλληψης της θεωρίας με τον αποκλεισμό των γυναικών από
46/οδηγος όλες τις έννοιες κι giro τον ορισμό της κουλτούρας πρυ επικρατεί, ο τεχνητός διαχωρισμός ανάμεσα στη δουλειά και στην καθημερινή ζωή και η προτεραιότητα διαμόρφωσης της συνείδησης στο χώρο της δου λειάς, η χειραγωγική προσέγγιση της ιστορίας με την παράλληλη εξαφάνιση οποιοσδήποτε γυναι κείας συμβολής, η ικανότητα να κατατάσσονται ol αναφορές σε κα τηγορίες, και ανάλογα να ξορκί ζονται ή όχι, η δύναμη να κολλάς ετικέτες, το μοντέλο του «επανα στάτη» που διαμορφώνεται είναι ζητήματα που φωτίζονται μέσα από τους προβληματισμούς του γ.κ. και φωτίζουν με τη σειρά τους την κοινωνία που η αριστερά ορα ματίζεται. Η Σίλα· Ρόουμποθαμ επιμένει πως οι «prefigurative forms», οι τρόποι της οργάνωσης της μαρξι στικής αριστερός προϊδεάζουν για τη μορφή του σοσιαλισμού, και ανατρέχοντας στην εποχή του ου τοπικού σοσιαλισμού βλέπει τις
ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ Τ ό λ ίγ ο τοΰ κ όσ μ ου
κική
go
δημουλά
Λ ίγ ο g o Cj κ ό α μ ο υ
εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ Μαυρομιχάλη 9. ’Αθήνα 10679 Τηλ. 3639962 - 3607744
V.__________________ _>
ομοιότητες ανάμεσα σε κείνες τις μορφές οργάνωσης και σ’ αυτές των νέων κινημάτων και διαπιστώ νει τις αλλαγές που έφερε η εμφά νιση του μαρξισμού-λενινισμού στις μορφές οργάνωσης της αριστε ρός στην κατεύθυνση της υποβάθμισης της ανθρώπινης προσωπικό τητας. Κάτω απ’ αυτή τη λογική, περνά στην κριτική της δομής των κομμά των και οργανώσεων της αριστε ρός, φωτίζοντας το δημοκρατικό συγκεντρωτισμό σαν το εργαλείο για την καταστολή της αντιπολί τευσης μέσα στο κόμμα, τις σχέσεις ηγεσίας και βάσης, βάσης και οπα δών σαν μέσο επικράτησης των απόψεων της ηγεσίας, το ρόλο των επαγγελματικών στελεχών σαν επαγγελματισμό ξεκομμένο από την άμεση πολιτική πρακτική και αναγκαίο για τη διατήρηση των μύ θων, την ορθότητα του κόμματος που δρα συλλογικά σαν λενινιστική ταχυδακτυλουργία για την αποφυ γή οποιοσδήποτε σύγκρουσης ανά μεσα στις διάφορες ομάδες που λειτουργούν μέσα στο. κόμμα της εργατικής τάξης, την άποψη της ηγεμονίας του κόμματος της εργα τικής τάξης σαν το μέσο χειραγώ γησης των κινημάτων που δρουν ανεξάρτητα από το κόμμα. Η κριτική αυτή φαίνεται να στη ρίζεται, αν όχι αποκλειστικά, του λάχιστον αποφασιστικά, από τη μια στο λενινιστικό-σταλινικό μον τέλο οργάνωσης, από την άλλη στο τροτσκιστικό. Και εδώ' είναι το αδύνατο σημείο της κριτικής της. Η παράδοση του τροτσκισμού στην Αγγλία και οι εμπειρίες της Σίλα Ρόουμποθαμ από τις οργανώσεις της επαναστατικής αριστερός την οδηγούν στην υποτίμηση της ευρωκομουνιστικής άποψης για τον τρό πο οργάνωσης και τη σχέση με τα αυτόνομα κινήματα. Χωρίς να ση μαίνει πως τα ευρωκομουνιστικά κόμματα έχουν να παρουσιάσουν μια διαφορετική εικόνα απ’ αυτήν που περιγράφεται στο κείμενο της Ρόουμποθαμ, έχουν αμφισβητήσει το λενινιστικό και σταλινικό μοντέ λο οργάνωσης δίνοντας έμφαση στα ζητήματα της δημοκρατίας και του πλουραλισμού, έχουν ανοίξει το θέμα της αυτονομίας των νέων κινημάτων και έχουν δεχτεί τουλά χιστον θεωρητικά τη διεύρυνση της πολιτικής που έφεραν τα νέα κινή ματα. Η κριτική της Ρόουμποθαμ στην
ευρωκομουνιστική άποψη, αν και δέχεται πως εμπεριέχεται σ’ αυτήν μια διαφορετική προσέγγιση στο θέμα των σχέσεων κόμματος και κι νημάτων, είναι κριτική που βασίζε ται στην αμφισβήτηση αυτής κα θαυτής της προσέγγισης που εκτιμά σαν κατ’ αρχήν θετική. Στο β' μέρος, που έχει τον τίτλο «Μια τοπική εμπειρία», η Λυν Σήγκαλ περιγράφει τους κινδύνους της απομόνωση?* που ενυπάρχουν τόσο στη δραστηριότητα της γυναι κείας κοινότητας όσο και στην απομονωμένη τοπική δράση αρι στερών ομάδων που δεν έχουν ευ ρύτερους πολιτικούς δεσμούς. Οι εμπειρίες της είναι εμπειρίες μιας φεμινίστριας που συνάντησε την αριστερά μέσα από την ένταξή της στο γυναικείο κίνημα και προέρ χονται συγκεκριμένα από τις προσ πάθειες φιλελεύθερων μαρξιστών και αναρχικών, στις αρχές του 70, να σχηματίσουν οργανώσεις χωρίς ιεραρχικά σχήματα. Δείχνει τις ομοιότητες και τις σχέσεις ανάμεσα στο φιλελεύθερο μαρξισμό και στο φεμινισμό, με έμφαση στις έννοιες της αυτονομίας, των προσωπικών σχέσεων, στη λογική της απόρρι ψης των πρωτοποριών, στην ανα γκαιότητα της οργάνωσης γύρω α πό την προσωπική καταπίεση του κάθε ανθρώπου και της άμυνας ενάντια στην ανθρώπινη αυτο-υποβάθμιση. Περιγράφει την προσωπική της εμπειρία από τις δραστηριότητες των γυναικείων ομάδων της περιο χής που ζει και την ανάμιξή της σε τοπικά ζητήματα μέσα από τη δη μιουργία μιας τοπικής εφημερίδας, για να καταλήξει τονίζοντας τα αδιέξοδα των προσπαθειών και την ανάγκη της για ένταξη σε αριστερή οργάνωση. Η Λυν Σήγκαλ μετά από οχτώ χρόνια σ’ αυτό το κίνημα νιώθει πολιτικά περιορισμένη από την ένταξή της στο γυναικείο κίνη μα και προσχωρεί σε μια αριστερή οργάνωση οργανωμένη σε εθνικό επίπεδο. Η απόφασή της αυτή έρ χεται σαν συνέπεια της διαπίστω σης που κάνει για την .πολιτική των αριστερών ομάδων σαν πιο ικανών να «παράγουν μια έννοια του κό σμου.σαν συνόλου», σε αντίθεση με την πολιτική του γυναικείου κινή ματος, που φωτίζει τα ζητήματα μέσα από την καταπίεση στην κα θημερινή ζωή. Η διαπίστωση αυτή ερμηνεύεται από τη Λυν Σήγκαλ σαν αντανάκλαση της παραδοσια-
οδηγος/47 κής διαίρεσης ανάμεσα στη γυναι κεία ενασχόληση για τον άνθρωπο και τα συναισθήματά του και την ενασχόληση των ανδρών γύρω από θέματα που αφορούν τον τεράστιο κόσμο. Τα συμπεράσματά της πάνω στα οποία στηρίζει την ένταξή της, οι κρίσεις της για τα κενά και τα αδιέξοδα της φεμινιστικής πολιτι κής και της πολιτικής των τοπικών ομάδων φαίνονται να υποτιμούν τόσο τη φεμινιστική θεωρία για την ερμηνεία του κόσμου με βάση το φυλετικό καταμερισμό της κοινω νίας όσο και την ανάλυσή του α' μέρους του ίδιου βιβλίου.
γράφτηκαν επίσης σε πολλά γυναι κεία περιοδικά και στο «Marxism Today», το θεωρητικό περιοδικό του ΚΚ Αγγλίας. Στο διάλογο που άνοιξε μετά την έκδοση του βιβλίου επισημάνθηκαν οι δυσκολίες για την υλοποίηση της πολιτικής πρότασης του βιβλίου και σε πρακτικό και σε θεωρητικό επίπεδο. Η αναποτελεσματικότητα . μιας τέτοιας συμμαχίας δυνάμεων και πολύ περισσότερο το ζήτημα της πατριαρχίας που προσπαθεί να παρακάμψει είναι, κατά τη γνώμη μου, τα κεντρικά σημεία αυτής ης συζήτησης.
Η ιστορικά διαμορφωμένη αντί θεση των φύλων και η αντανάκλα σή της στις ανθρώπινες σχέσεις μέ Στο γ ' μέρος, η Χίλαρυ Γουεϊνράιτ σα και έξω από τις αριστερές ομά διατυπώνει την πολιτική πρόταση δες, με τη σύγχρονη υποβάθμιση σε που βγαίνει σαν συμπέρασμα και όλα τα επίπεδα του γυναικείου φύ από τα δύο πρώτα μέρη του βι λου, επιβάλλουν, κατά την άποψή βλίου. Στο κείμενό της με τίτλο αυ μου, την ύπαρξη ενός αυτόνομου τόν του βιβλίου, αφού αναλύει γυναικείου κινήματος, με τη δική τους πολιτικούς σχηματισμούς που του θεωρία και πρακτική, που να υπάρχουν και ασκεί κριτική για φωτίζει τα σημερινά προβλήματα την αδυναμία τους να ανανεώσουν του ανθρώπου με τη δική του οπτι το όραμα του σοσιαλισμού και για κή και να συμβάλλει έτσι με τον την αναποτελεσματικότητά τους να καλύτερο τρόπο, μέσα από συγ εμπνεύσουν ακόμα και τους ίδιους κρούσεις ή συνεργασίες, στην κα τους οπαδούς και τα μέλη τους, τεύθυνση βαθιών αλλαγών στις συ προτείνει τη συμμαχία ανάμεσα σε νειδήσεις και στον τρόπο ζωής, με φεμινιστικές και αριστερές τοπικές τελικό στόχο την απελευθέρωση ομάδες στην κατεύθυνση της δη μιουργίας μιας σοσιαλιστικής ορ ’ του ανθρώπου. Γιατί, όπως λέει και η Ρόουμποθαμ στην αρχή «το γάνωσης σε εθνικό επίπεδο, ικανής κίνημα για την απελευθέρωση των να ενσωματώσει στην πολιτική της γυναικών είναι μέρος της δημιουρ τα στοιχεία της φεμινιστικής θεω γίας μιας κοινωνίας όπου δε θα ρίας και πράξης συνδυασμένα με υπάρχουν μορφές κυριαρχίας. Αυ ό,τι καλύτερο έχει δώσει το εργατι τή η διαδικασία δεν μπορεί να δια κό κίνημα και άλλα νέα κινήματα. χωριστεί από τη διαδικασία χτισί Η Χίλαρυ Γουεϊνράιτ συμπυκνώνει ματός της». έτσι σ’ αυτό το γ ' μέρος τις δύο Η πολιτική πρόταση του βιβλίου προηγούμενες εμπειρίες του βι ήταν ουσιαστικά και πρόταση διάβλίου μαζί με τη δική της, που εί λυσης-διάχυσης των φεμινιστικών ναι μακρόχρονη, στις αριστερές ομάδων μέσα σε σοσιαλιστικές, ομάδες και στο γυναικείο κίνημα. πράγμα που ερχόταν σε αντίθεση με βασικές θεωρητικές επεξεργα Το βιβλίο αμέσως μετά την έκδοσή σίες του γυναικείου κινήματος και του προκάλεσε πολλές αντιδράσεις με τη θέληση των ίδιων των γυναι και συζητήσεις, κύρια ανάμεσα κών, γι’ αυτό και δεν υιοθετήθηκε στις φεμινίστριες αλλά και στις ποτέ. Ανεξάρτητα όμως απ’ αυτό, αριστερές ομάδες. Για να συζητη το βιβλίο έγινε το επίκεντρο συζη θούν όλα τα προβλήματα που άνοι τήσεων στην Αγγλία για το εξαιρε ξε το βιβλίο με την πρόταση που τικό ενδιαφέρον που παρουσιάζει κάνει, οργανώθηκε μια συνάντηση στη σύλληψη, ανάλυση και κριτική στο Ληντς του Λονδίνου τον Αύ των μορφών οργάνωσης της αρι γουστο του ’80. Αποτέλεσμα της στερός και τον τρόπο που αυτές οι συνάντησης αυτής και της συζήτη μ’όρφές προαναγγέλλουν το είδος σης που άνοιξε ήταν και η έκδοση του σοσιαλισμού που θέλουν να δελτίων για την ανταλλαγή των φτιάξουν. απόψεων ανάμεσα στις διαφορετι κές ομάδες. Άρθρα για το βιβλίο ΜΑΡΙΑ ΡΕΠΟΥΣΗ
π λ α ίσ ιο ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΟΥΚΟΥΛΕ: Για μια ιστορία του ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος. Αθήνα,
Οδυσσέας. Σελ. 258. Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Κουκουλές, στο βιβλίο του, δεν «γράφει» ιστορία. Προχωρεί πιο βαθιά, στην υποδομή της γραφής της ιστορίας (και ειδικά της ιστορίας του νεότερου ελληνικού συνδικαλισμού), προσφέροντας μεθόδους και πηγές για να γίνει στη συνέχεια πάνω σε στερεότερες βάσεις -από τον ίδιο ή από άλλους- η ιστορική έρευνα που θα συντεθεί σε ιστορική καταγραφή. Και από αυτή τη σκοπιά το βιβλίο του είναι μεγάλο απόκτημα στην προσπάθεια ορθολογιστικής ανάπτυξης της ιστορικής έρευνας και καταγραφής, καθώς μπορεί να αποτελέσει παράδειγμα και για άλλους χώρους.
ΕΛΕΝΑΣ ΧΟΥΖΟΥΡΗ: 'Ερωτος μάθος. Αθήνα, Καστανιώτης, 1983. Σελ. 37. Η ΠΟΙΗΣΗ της Έλενας Χουζούρη περιπλανιέται σε άγριους εσωτερικούς χώρους, όπου τα πληγωμένα τοπία της μοναξιάς, της επιθυμίας, της υπερβατικής αδυναμίας και της απελπισμένης δύναμης στοιχειώνουν το δέσιμο με το είναι και το συνυπάρχειν. Έτσι, ο έρωτας -μα είναι ερωτικός ο λόγος;- μοιάζει κραυγή αγωνίας, με νύχια ματωμένα να γραντζουνίζουν τουτ τοίχους και τη σάρκα ώς
48/οδηγος
«η σκοτεινή και η φωτεινή όψη του φεγγαριού» ΖΕΦΗΣ ΔΑΡΑΚΗ: Το μοναχικό φάντασμα της Λένας Όλεμ - Θά λεια. Ποίηση, αριθ. 9. Αθήνα, Εστία, 1982. Σελ. 52.
Το ότι η ποίηση στα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα γράφεται κυ ρίως από γυναίκες, είναι ένας κοινός τόπος που έχει αρκούντως ήδη υπογραμμιστεί. Με επικεφαλής την κ. Μελισσάνθη και την κ. Ζωή Καρέλλη, και συνεχίζοντας με τόσες άλλες ποιήτριες που πρωτοπαρουσιάστηκαν γύρω στο 1953, χρονιά άλλωστε πολλαπλά σημαδιακή, για τη μεταπολεμική μας λογοτεχνία, η γυναικεία ποίηση έχει πολλά επιτεύγματα να επιδείξει. Και οι τρεις σχολές που διαμορφώ θηκαν τούτα τα χρόνια, η ποίηση της ήττας και της αντιήττας, η ποίηση της ονειρικής φυγής και η ποίηση των εσωτερικών αποτιμή σεων—γιατί είναι αστείο πια να μι λάμε για ομαδοποιήσεις με το σύ στημα της «γενιάς», που τόσα ολι σθήματα έχει προξενήσει στην κρι τική μας- και οι τρεις λοιπόν αυτές σχολές που άνθισαν ταυτόχρονα, γυναίκες έχουν να επιδείξουν στην πρωτοπορία τους και στις κορυφώ σεις τους. Ανάμεσά τους, η θέση της Ζέφης Δαράκη είναι ταυτόχρο να ακλόνητα εμπεδωμένη και πολύ παραδειγματική. Μέ το τελευταίο αυτό θέλω να πω πως η εξέλιξη της ποιητικής της γραφής είναι ένα μα θηματικό παράδειγμα, μια σύνοψη ιστορική, για το πώς άρχισε, πού τράβηξε και τι αποτέλεσμα είχε η συστηματική προσπάθεια της Δα ράκη σχετικά με την ποίηση, που την έφερε τόσο στην καταξίωση, όσο και στην αέναη κίνηση για την αναζήτηση τρόπων για την τελειο ποίηση της ποιητικής της.
Από το 1954, όταν βγάζει την πρώτη της εφηβική ποιητική συλ λογή, μέχρι το 1983, οπότε εκδίδεται η πιο πρόσφατή της, η Ζέφη Δαράκη τυπώνει έναν σεβαστό αριθμό από ποιητικά βιβλία -δεκα πέντε τον αριθμό. Αυτό σημαίνει, ένα ποιητικό βιβλίο κάθε δεύτερο χρόνο -μια επιβλητική προσφορά. Βέβαια, καθώς προχωράει κανείς τη ζωή του, αλλάζει ψυχολογία, αλλάζει χαρακτήρα -επομένως, αυ τές οι αλλαγές αναπόφευκτες όσο και σωστικές -αλίμονο κανείς αν έμενε στη μονοτονία της μιας και μόνο χορδής. Ο ποιητικός τόνος των νέων είναι συνήθως οξύς, βια στικός, έχει έπαρση και πάσχει από κάποια αισθηματική υπερτροφία. Είναι βέβαιος για την παντογνωσία του. Καθώς περνούν τα χρόνια, και συσσωρεύονται βιώματα, δοκι μασίες, πίκρες, εξάρσεις, καταβα ραθρώσεις, ελπίδες και αμφιβο λίες, η ποίηση, που είναι και αυτή, όπως κάθε το ανθρώπινο, επιδεκτή μαθήσεως, γίνεται και πιο ώριμη, πιο, αν μπορεί να το πει κανείς,
σοφή. Εδώ, σε τούτα τα χρόνια της αυτογνωσίας, είναι που το βίωμα γίνεται ποίημα και όχι, όπως στη νεότητα, που το ποίημα γίνεται βίωμα. Και, κυρίως, φουντώνει η απαίτηση για επικοινωνία, για εν τελή εκφραστικότητα. Ο ποιητής πρέπει να γίνει αιτία μιας μέθεξης του αναγνώστη. Δεν αρκεί να μπο ρέσει να εκφράσει αυτό που θέλει, πρέπει να είναι βέβαιος πως το μή νυμά του λειτούργησε σωστά, πως δημιούργησε ένα κοινό που να τον κατανοεί, να τον νιώθει, να τον καταλαβαίνει. Στη νεότητα, η μο ναξιά του ποιητή δεν επιφέρει ανα στολές στη δημιουργικότητά του, στα μετέπειτα χρόνια όμως ο ποιη τής στομώνει, σαν νομίζει πως λει τουργεί στο κενό. Αυτό άλλωστε είναι και το πραγματικό μαρτύριο του ποιητή στον τόπο μας. Οποια δήποτε αναγνώριση δεν είναι τρο φή για φιλοδοξία αλλά απόδειξη της σωστής του λειτουργικότητας και γι’ αυτό είναι τόσο λαίμαργος για κάποια επιβεβαίωση. Ό χι από λόγους ευτελείας, όπως νομίζουν ίσως ανίδεοι τρίτοι, μα επειδή μό νον έτσι αποκτά την παρηγοριά πως όλη αυτή η ανεξόρυξη, η ερ γώδης εκσκαφή των σπλάχνων του, αποβαίνει χρήσιμη. Παίγνιο ανά μεσα στις δύο φοβερές αυτές μαι νάδες της ποιητικής συνείδησης, της μεγίστης έπαρσης -σαν βρίσκε ται στην κατάσταση της έμπνευ
οδηγος/49 σης- και στην πιο καταβαραθρωτική αμφιβολία -σαν περιμένει αγωνιωδώς τον απόηχο μιας επιβε βαίωσης πως το μήνυμά του βρήκε τον ποθητό του δέκτη- ο ποιητής σφαδάζει καρφωμένος σε έναν ανήλεο σταυρό. Αν σε αυτό κανείς προσθέσει την αγωνία στην αναζή τηση των κατάλληλων τρόπων της εκφραστικής και της αναζήτησης του αυθεντικού προσώπου, τού εγώ του ίδιου του ποιητή μέσα στους στίχους που κυοφορεί, μπο ρεί να καταλάβει το μέγεθος της υπαρξιακής αγωνίας που εγκλείεται μέσα στον όρο «ποιητής». Και αν προσθέσει κανείς σε τούτους τους δυσβάστακτους όρους ζωής και το ίδιο το γεγονός των μειονε κτημάτων, σε μια κοινωνία ανδροκρατούμενη, να είσαι και γυναίκα, ποιήτρια, αντιλαμβάνεται τι ογκώ δες ποσό μόχθου απατείται για κά θε επιδίωξη, για κάθε επίτευγμα μιας; ποιήτριας στον τόπο μας. Η' ποίηση της Ζέφης Δαράκη εί ναι τόσο προκαθορισμένη από τις βασικές τούτες εμπειρίες, που απο τελούν ένα είδος «πουργκατόριο» γι’ αυτήν, ώστε θέλησα να δώσω μιαν έκταση στην περιγραφή τους κάπως μεγαλύτερη. Η ποίηση της Ζέφης Δαράκη εί ναι, άλλωστε, μια ποίηση που διε ρευνά τις διανθρώπινες σχέσεις με όλα τους τα σχετικά βάραθρα. Δη λαδή μια ποίηση, κυρίως, ιδεών, με κύριο φορέα την εικόνα, όχι το συ ναίσθημα. Έτσι η εικόνα όμως δεν έχει καμιά στατικότητα, δεν είναι μια εικόνα-άγαλμα, μια πετρωμένη ομορφιά, αλλά μια εικόνα όλο. κί νηση, που προχωράει σπαραχτικά, μέσα στην υπερβολή, διεισδύοντας μέχρι το βάθος, σαν ένα μαχαίρι κοφτερό ή ένα φάσγανο, ως μέσα στην ουσία των διανθρώπινων σχέ σεων, μέσα σε όλη τη δραματικότητα της πάντοτε ανεντελούς ανάμε σα σε δυο έστω και μόνον ανθρώ πινες υπάρξεις επικοινωνίας. Έτσι, ο διχασμός της ποιήτριας ανάμεσα σε δυο καθαρτήριες καθο ριστικές μορφές, όπως αυτές φαί νονται από τη μια στην ποιητική της συλλογή «Τα αόριστα γεγονό τα» και «Το μοναχικό φάντασμα της. Λένας Όλεμ», τη μορφή του πομπού μιας λύπης και τη μορφή ενός δέκτη, ενός φόβου, δεν είναι παρά μια αναζήτηση ενός και του ίδιου υπαρξιακού της προσώπου. Μια αγωνία για τη μοίρα του εύ φλεκτου, του εύθρυπτου, του ανα
λώσιμου ανθρώπου μέσα ακόμα και σε μια κάθετη βεβαιότητα, που είναι η πληρότητα της μοναξιάς όσο και της συμμέθεξης του έρωτα. Είναι ενδεικτικό πως ο έρωτας για τη Ζέφη Δαράκη δεν έχει τίποτε το λυτρωτικό. Η μέθη του είναι φάρ μακο και φαρμάκι. Είναι κατάρα και ευλογία ταυτοχρόνως, επειδή μήτε χωρίς αυτή την ερωτική πλη ρότητα δεν μπορείς να ζήσεις αλλά μήτε μπορείς να αποφύγεις τον αυτοπνιγμό σου μέσα σε αυτόν. Έτσι, ο βυθός μιας αδιέξοδης ■ψυχικής εμπειρίας αποκαλύπτεται, με μέσα που ανάγονται στον Στέππενβολφ του Hesse, μέσα σε μιαν απολιθωτική, μεδουσιακή έκσταση. Με αυτή την έννοια, κάποια φοβε ρή βεβήλωση δημιουργείται στο έρ γο του Θεού και η ιεροσυλία τούτη της ψυχής τυραννάει μετέπειτα με τη μεταμέλεια όλη την ύπαρξη της ποιήτριας δηλητηριάζοντάς την. Ναι, και τι λοιπόν απομένει μετά από αυτά, ένας πολύπλοκος αν θρώπινος διχασμός, «η σκοτεινή και η φωτεινή όψη του φεγγαριού» όπως θα πει η ίδια. Ακόμα και το πρόσωπο της ποιήτριας, η περσόνα που βρίσκεται πίσω από τους στί χους της, σκιάζεται στο τέλος, ανα μιγνύεται με το πρόσωπο του «άλ λου», που γίνεται αντικείμενο ερω τομίσους. Γίνεται ο αγαπημένος εχθρός, ο εχθρικός αγαπημένος. Το συγκεκριμένο πρόσωπό του πα ραλλάζει μέσα στις χορεύουσες αναλαμπές μιας παραπειστικής φωτιάς. Ημίφως -άλλοτε δίνει τα χαρακτηριστικά του αρχάγγελου στον άλλον, άλλοτε του δαίμονα. Καμιά φορά οι εναλλαγές αυτές διαρκούν κλάσματα του δευτερολέ πτου. Μια βαλπουργική διάθεση, το συγκεκριμένο πρόσωπο δεν μας επιτρέπει, δεν μας αφήνει να το ανακαλύψουμε. Ζούμε με κάποιον που η ταυτότητά του γίνεται απα τηλή, σαν ένα πρόσωπο με πολλά διαβατήρια που μπορεί να είναι σπιούνος ή σωτήρας μας ή και τα δυο. Μέσα σε μια φανταστική, υπερκόσμια πλάστιγγα φαρμακεί ου, .συμπαντιακών όμως διαστά σεων, όπου η ψυχή ακριβοζυγίζεται κάθε στιγμή και αποδείχνεται λειψή, και πάλι σωστή, και πάλι λειψή, ενώ το παραμικρό λάθος στη ζυγαριά τούτη μπορεί να απο βεί θανάσιμο. Ένας διχασμός που εκτρέφει όλες τις τυραννικές ενοχές
την πιο βαθιά τους ψύχα, με το ένστικτο της σκέψης. Και το μέταλλο των κομματιών αφήνει τα χνάρια του πάνω στο χαρτί των νεότερων ελληνικών ποιητικών φωνών.
ΝΙΚΟΥ ΜΑΚΡΗ: Π αιδεία του μυστηρίου.
Αθήνα, Συντροφιά, 1983. Σελ. 115. ΣΤΙΣ αφετηρίες της σκέψης του υπαρξιακού φιλόσοφου Γκαμπριέλ Μαρσέλ (και ειδικότερα στη σύνδεση μυστικής αλήθειας και οντολογικής μαρτυρίας, που εξέφρασε ο Μαρσέλ) · αναφέρεται το δοκίμιο του Νίκου Μακρή, το οποίο αποτέλεσε και τη διδακτορική του διατριβή στη Σορβόννη. Η μυστική αλήθεια του Μαρσέλ συναντά το χριστιανικό πνεύμα, σε μια σύγχρονη φιλοσοφική θεώρηση της θεολογικής σκοπιάς. Με αποτέλεσμα να !επιδεικνύεται στο μελέτημα -με επιστημονικότητα- η οδός προς το υπερβατικό που κατέγραψε ο γάλλος διανοητής... ΓΚΕΟΡΓΚ ΖΙΜΜΕΛ: Δοκ ίμια κοινωνιολογίας.
Μετ. Μαν. Μαρκάκης. Αθήνα, Αναγνωστίδης. Σελ. 337. ΞΕΧΩΡΙΣΤΗ μορφή στην εξέλιξη της κοινωνιολογίας ο Ζίμμελ, άσχετα με τις έντονες επικρίσεις από νεότερους επιστήμονες για τις θέσεις και απόψεις του. Και άφησε ένα μεγάλο έργο, που αν δεν συγκροτεί ολοκληρωμένη θεώρηση του ατόμου και του συνόλου και της διαδρομής της σχέσης τους, τουλάχιστον δίνει καίριες αναγνώσεις του κοινωνικού γίγνεσθαι. Γι’ αυτό και η έκδοση τούτη με βασικά κείμενα του Ζίμμελ είναι πραγματικά πολύ σημαντική (αφού είναι έκδοση
50/οδηγος
Ζέφη Δαράκη
και όλες τις απολυτρωτικές ανα κουφίσεις. Μια ασπαίρουσα τιμωρία που βασανιστικά επιβάλλει στον εαυτό της η ποιήτρια, μέσα στην ανασφάλειά της για το κάθε τι. Ανάμεσα στην ενοχή και στη λύτρωση, ένα μακρύ σκοινί, αυτό που τις ενώνει και τις κάνει το ίδιο άχρηστες, σπαρταράει μια υπέροχη ποιητική συνείδηση που τη φιμώνει η φιλα λήθεια. Σκοτεινή η πύλη της ζωής που οδηγεί στην ποιητική δημιουρ γία. Το μακρινό πέρασμα των ίσκιων που δεν γίνεται μήτε να τους περιγράφεις και μήτε καλά καλά να τους δεις. Η μεταφυσική ενός Σαίρεν Κίρκεγκωρ όλο ακρω τηριασμούς και κομμένες γλώσσες. Δεν ήτανε πάντα έτσι φτιαγμένη η ποίηση της Ζέφης Δαράκη. Οι τρεις πρώτες συλλογές της, καθαρά εφηβικές (1954 «Εσπερινοί περίπα τοι», 1956 «Η φύση», 1958 «Λυρι κοί στοχασμοί»), φανερώνουν μια πληθωρική αισθαντικότητα, μια ανεπιτήδευτη χάρη, κάτι το αχόρ ταγα βαθύ αλλά βέβαια περιτυλιγμένο μέσα σε πολλή αναφομοίωτη ακόμα επίδραση νεανικών διαβα σμάτων, μια ταλάντευση ανάμεσα σε ένα έντονο θρησκευτικό βίωμα και σε έναν παγανιστικό πανθεϊσμό, μια σύζευξη αρκετά κοινή σε νεα νικές υπάρξεις με μεταφυσικές ανησυχίες. Από το «Τραγούδι των νέων καιρών», 1960, η ποίησή της κλίνει στις θρησκευτικές της ανα ζητήσεις που επιμένουν και σε έναν βαθύ κοινωνικό χαρακτήρα, μια στρατευμένη αριστερόφρονη χροιά. Ωστόσο, μήτε τούτη είναι η οριστι κή της μεταστάθμευση- κάθε άλλο. Η πιο αποφασιστική περίοδος για την ποίησή της τυχαίνει -και αυτό,
νομίζω, έχει και μια βαθύτερη ιστορική σημασία- να συμπίπτει με την καταραμένη επταετία 19671974. Πέντε συλλογές σε τούτο το διάστημα. Με τους πολύ εύγλωτ τους τίτλους: «Μεταπτώσεις» 1967, «Διαβάσεις» 1969, «Εμπλοκή» 1971, «Ο κήπος με τα εγκαύματα» 1973 και «Έκλειψη» 1974. Ποίηση που φέρνει το διαποίκιλμα της. κρυπτογραφικότητας, που δεν θέ λει να είναι διαμαρτυρική, αλλά που δεν μπορεί να είναι τίποτα άλ λο από μια διαμαρτυρία για τις τα λαιπωρίες της κακοποιημένης μας περηφάνειας μέσα σε τόσες και τό σες αγροίκες ταπεινώσεις. Το κατακάθι όμως αυτών των ταπεινώσεων ζει κ α ι1φαρμακώνει κάθε αίσθηση χαράς' Έτσι, τα ποιητικά της βιβλία της επόμενης τετραετίας (1975-1979) έχουν κά ποιο ανεξίτηλο στίγμα, γράφονται κάτω από τη συζυγία ενός ζεύγμα τος που είναι δυό συναισθήματα που αλληλοτρέφονται και αλληλομεγαλώνουν, η λύπη και ο φόβος. Στον «Αρχάγγελο καθρέφτη» (1976), ένα βαθύ, συνθετικό, πολυ διάστατο και καλειδοσκοπικό πο λύστιχο ποίημα τριανταέξι σελί δων, επιχειρείται ένας απολογι σμός, μια απογραφή, μια κατάρτι ση ενός ισοζυγίου συμβάντων, όπου μετριούνται οι απώλειες σαν κέρδη εμπειριών και οι ωφέλειες σαν χασούρες συνειδήσεων. Η απογραφή τούτη πάει μακριά, αρχιγάει από τα χρόνια των σπαταλημένων ονείρων της κατοχικής αντί στασης και του φοβερού τιμήματος που πληρώθηκε για τούτα τα όνει ρα και φτάνει μέχρι την ντροπή για τόσο χαμό, για τόση ευπιστία, για τόσες παιδικές αυταπάτες, ακόμα και όταν είμαστε πια κάτι καταπληγιασμένοι στρατοκόποι που δεν μάθαμε, παρ’ όλ’ αυτά, τις αξίες που ήτανε έτοιμη να μας δώσει μέ την καρτερία της η ίδια η ζωή. Από το 1978 και ύστερα παρου σιάζονται τα μεστότερα και πιο βασικά επιτεύγματα της ποιήτριας. Το 1978 «Ο λύκος του μεσονυ χτιού», το 1980 «Τα αόριστα γεγο νότα», το 1982 «Το μοναχικό φάν τασμα της Λένας Όλεμ» και η «Θάλεια». Στο «Μοναχικό φάντα σμα της Λένας Όλεμ» περιγράφεται με δυνατές νοηματικές εικόνες η βασανιστική εσωτερική πορεία της ποιήτριας από την παιδικότητα μιας ανωριμότητας στην ελπίδα
' μιας λυτρωτικής ωρίμανσης. Η «Θάλεια», που υπάρχει στο δεύτε ρο μέρος του βιβλίου, είναι ένα συνθετικό αντιπολεμικό ποίημα που θα έλεγα πως συχνά το χαρα κτηρίζει μια αρρενωπή ομορφιά και γοητεία, πάντα με την εμπλοκή προβληματικών ανθρώπινων σχέ σεων που το βυθό τους αναταράζει και καθορίζει πάντα το ερωτικό στοιχείο. Αλλά μέσα στο χυτήριο αυτό του πόνου και της ανάγκης, μέσα στην υψικάμινο αυτή που τή κονται τα μέταλλα μιας ολόκληρης ζωής, πώς να παρακολουθήσεις πια έναν ποιητή χωρίς κι εσύ ο ίδιος να πυρποληθείς; Πρόκειται για αναβαθμούς απελπισίας και ανίχνευσης 'της ψυχικής ζωής που δεν αντέχει η οποιαδήποτε ανάλυ ση. Αν σε κάτι είναι αξεπέραστη η ποίηση της Ζ. Δαράκη το οφείλει επίσης στην απόλυτη γνησιότητα, μια αφοπλιστική φιλαλήθεια, όπου παρουσιάζονται ταυτόχρονα τα αί τια και τα αιτιατά, το ερέθισμα και το αποτέλεσμα, η μαχαιριά και το τραύμα. Θα ήθελα να τελειώσω τούτη την εισαγωγή στην ποίηση της Ζέφης Δαράκη παραθέτοντας ένα από σπασμα από το «Μοναχικό φάντα σμα της Λένας Όλεμ»: «...Υπάρχει μια απόλυτη μοναξιά γύρω απ’ τον τρόμο / Κι όμως είναι αυτή η ίδια που μου φόρεσε ένα παραμελημένο φόρεμα / καθώς με μάτια ανόρεχτα σαν μισογάλανα στυπόχαρτα από τόσες και τόσες απορροφήσεις ημε ρών / αποτυπώνω τώρα μέσα μου / το τελευταίο φως του κόσμου / Φως κατάξανθο των βημάτων που δεν διασταυρώθηκαν ποτέ / παλιά κλειδαριά η σκουριασμένη φωνή / η ίδια που άλλοτε αναστάτωνε τους κήπους / και τους μοναχικούς εξο χικούς δρόμους της νεότητάς μου / Περιμένοντας έπεσε η γέφυρα... / Και η θάλασσα γριά υπολογίστρια τραβήχτηκε στα σκοτεινά του φεγ γαριού / Είναι κανείς εδώ; / Ακόμη έτρεμα από τα ρίγη ενός άγνωστου χρόνου. Και σαν ξένα τα ίχνη της φωνής μου / Και / όμως εγώ είμαι πάντα εδώ... / μου αποκρίθηκε ξάφνου μια ολόσωμη σκιά θριαμ, βεύοντας την ολιγοπιστία μου / και λυγίζοντας μ’ ένα τρυφερό και συ νάμα εκφοβιστικό τρόπο / προς το μέρος μου τη φωνή της... / Μέσα' στην ποίηση όμως είναι σκοτει νά...» Θ. Δ. ΦΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΣ
οδηγος/51
\\o *
αναζήτηση του χαμένου όλου ΠΑΝΟΥ Κ. ΘΑΣΙΤΗ: Σχιστολιθικά. Αθήνα, Κέδρος, 1983. Σελ. 35.
Η μνήμη, αιμάσσουσα πληγή σ’ ολόκληρο, σχεδόν, το ποιητικό σώμα του Πάνου Θασίτη, έρχεται να διασταλεί μέχρι τα πιθανά όριά της στο τελευταίο βιβλίο του, «Σχιστολιθικά», αγγίζοντας τις πτυχώσεις μιας ιστορίας μακρόσυρτης και στιγματισμένης από μύ θους, φαντάσματα και οράματα. Ο ποιητής στήνει το σκηνικό του, στο πρώτο μέρος του βιβλίου του, που φέρει τον ίδιο με τον γενικό τίτλο της συλλογής, στη Θεσσαλο νίκη, πόλη συλλέκτη της νεανικής και εντεύθεν μνήμης του, σε κά ποιες υγρές γενέτειρες, «χαμένες πατρίδες», ή ακόμη σε περιοχές δύ σβατες, κακοτράχαλες και έμπυες για όσους αποπειράθηκαν το όρα μά τους -όπως Φλώρινα, Κοζάνη, Πρέσπα, Κατερίνη... Ανασκάπτοντας το χώρο και το χρόνο, συνδιαλέγεται μαζί τους, ταυτιζόμενος αλλά και αποστασιο ποιούμενος, στην πρώτη ποιητική σύνθεση που τιτλοφορείται «Ανασκαφή» και με υπότιτλο «Οδός Εγνατίας». Εδώ, μέσά και πάνω από το δρόμο -μύθο και πραγματι κότητα, παρελθόν και παρόν- το συλλογικό ιστορικό γίγνεσθαι διαθλάται μέσα από το ατομικό σε πολλαπλά επίπεδα αναφοράς. Έτσι η pax romana συναντά την pax americana και η μνήμη αιμορραγεί ακατάπαυτα για να απολιθωθεί τελικά στη φαινομενική ακι νησία του δρόμου που έμαθε να χωνεύει τα πάντα αλλά και να χω νεύεται απ’ αυτά. Όπως, άλλωστε, το έμαθε και, ο ίδιος ο ποιητής μέ σα από την προσωπική του βίωση
και δήωση, καθώς το παρόν δεν έχει παρά να του περισώσει εικόνες αποστεωμένες και κινήσεις με ταλλικές. Και η ανασκαφή συνεχίζεται στους «Συντρόφους», μόνιμο ση μείο αναφοράς της ποίησης του Θασίτη: «Όπου και να κοιτάξουμε ραγίζ’ η εικόνα και πηδά το αίμα των συντρόφων». Ο ποιητής, έχον τας περισυλλέξει και ενσωματώσει την οδύνη της υπέρβασης της πρόσφατης ιστορίας του τόπου, αντικρίζει τους παλιούς συντρό φους και συνοδοιπόρους του, πέρα από οτιδήποτε καθημερινό και τα κτοποιημένο, σε όποιες συμβάσεις του καιρού, ντύνοντάς τους με τα χρώματα της κάθαρσης και της θέωσης: «Τόσοι φίλοι χαμένοι στους σχιστόλιθους να γυρίζουν στον ύπνο μας αθώοι μές στ’ άσπρο Μην αντέχοντας όμως ο ποιητής τους όποιους συμβιβασμούς, συνε πής στις υπερβάσεις του, επιμένει στην ιδέα της δίκης: «Κι όμως η θάλασσα θά ’ρθει και θα δικάσει. Ό ,τι ο καιρός κι ο δόλος συνάζου νε με υπομονή θα καταποντιστεί». Αλλά η βασική αγωνία του ποιητή είναι η αναζήτηση του χαμένου όλου. Αγωνία που γίνεται υποδό-
«υποδομής») ανάμεσα στις τόσες άλλες που καλύπτουν τον κοινωνιολογικό χώρο. ΔΗΜΟΣΘΕΝΗ ΜΠΟΥΚΗ: Τα «ναρκωτικά» σήμερα.
Πειραιάς, 1983. Σελ. 208. ΕΝΑΣ ιατροδικαστής είναι από τους πιο αρμόδιους να μιλήσει για τα ναρκωτικά. Και ακριβώς ' ιατροδικαστής είναι ο συγγραφέας αυτού του βιβλίου, που κυκλοφόρησε σε 6' έκδοση και στο οποίο παρουσιάζεται το πρόβλημα των ναρκωτικών από την πρακτική και άμεση πλευρά του, συνεισφέροντας έτσι στην απομυθοποίησή του. (Άλλωστε, σε μεγάλο βαθμό το πρόβλημα των ναρκωτικών είναι πρόβλημα σωστής πληροφόρησης, τόσο των ίδιων των ναρκομανών, όσο και του περίγυρού τους, και προς αυτή την πλευρά είναι η πιο σημαντική συμβολή του βιβλίου.) ΣΑΚΗ ΠΑΠΑΔ ΗΜΗΤΡΙΟ Υ: Τό «άλλο» πιάνο.
Θεσσαλονίκη, «Συν και πλην», 1983. Σελ. 71. ΤΟ «άλλο» πιάνο είναι πραγματικά μια «άλλη» προσέγγιση αυτού του μουσικού οργάνου. Προσέγγιση παράδοξη, αναρχική, αν σκεφτεί κανείς τα καθιερωμένα. Εδώ το πιάνο είναι όργανο που βγάζει ήχους με κάθε μεταχείριση και όχι μόνο με την ευγενική επαφή των δακτύλων και των πλήκτρων. Βέβαια (όπως δείχνουν και οι σχετικές φωτογραφίες του Ά ρι Γεωργίου), πάντοτε τα χέρια παίζουν ένα μεγάλο ρόλο, τον κυριότερο, αλλά δεν αποκλείονται και τα υπόλοιπα μέλη του σώματος, όπως δεν
52/οδηγος ρια κραυγή: «Ό ,τι χάθηκε να ξαναγίνει ολόκληρο στην αγκαλιά των θεών». Στ’ «Αδέσποτα», τίτλο του 6' μέ ρους του βιβλίου του Πάνου Θασίτη, ο ποιητής θραυσματοποίεί την
ποιητική του, προσπαθώντας να μιλήσει με εικόνες σύγχρονες: «Τίς νύχτες χύνεις στα μάτια σου αλου μίνιο λάμπεις στις πίστες'φθοριού χα». Χωρίς όμως να ξεφεύγει από τις υπερβάσεις που του επιβάλλει η
μνήμη του: «Το φεγγάρι βγαίνει από την Τουρκία./ Πες μας για τους χαμένους Έλληνες σελάνα./ Παίδες, μητέρες, φίλους./ Το φεγ-; γάρι ξαναβγαίνει απ’ την ΤουρΕΛΕΝΑ ΧΟΥΖΟΥΡΗ
ΟΟ
χα μαγνηχικα πεδία λειμώνων και κωμοπόλεων* ΔΙΟΝΥΣΗ ΚΡΑΓΚΑΡΗ: Ο κάμ πος απλούται επικλινής. Αεχαινά Ηλείας, εκδόσεις «Ανόρέας Καρκαβίτσας», 1983. Σελ. 58.
Κάποτε συνηθίζουν οι λόγιοι να ξεχωρίζουν τους συγγραφείς σε «συγγραφείς της πρωτεύουσας» και σε «συγγραφείς της επαρ χίας». Άλλοτε όμως -συχνά ίσως- αυτές οι έννοιες, από γεωγρα φικές που είναι, δέχονται μια αξιολογική φόρτιση. Σ’ αυτή την περίπτωση, οι πρώτοι συγγραφείς θεωρούνται συγκροτημένοι, ενώ οι συγγραφείς της επαρχίας περιθωριακοί. Νά όμως που, με το πρώτο κιόλας βιβλίο του, ο Διονύσης Κράγκαρης έρχεται να προστεθεί στους λίγους εκείνους συγγραφείς μας που, ενώ ζουν στην επαρχία, η ποιητική τους εργασία παράγει προϊόντα κα τάλληλα για την πανελλήνια αγορά. Με το βιβλίο του αυτό ο ποιητής δε σου δίνει την εντύπωση πως είναι πρωτόπειρος. Φαίνεται πως την προϊστορία των γραφτών του φρόντισε να την καταποντίσει «εις την σκοτεινήν λίμνην του φράγμα τος» (σ. 13) της Ηλείας. Και τώρα, με το πρώτο του αυτό βιβλίο, «την στιγμήν αυτήν ακριβώς, εισέρχεται
εις τον κάμπον» (σ. 8) των γραμμά των μας με μια αδρή φυσιογνωμία. Εδώ, χωρίς να έχω πρόθεση να κά μω αξιολόγηση, θα αναφέρω μια σύμπτωση: Μεγάλη αθηναϊκή εφη μερίδα αφιέρωσε ολόκληρη σελίδα της στο Γιάννη Σκαρίμπα, που πέθανε τώρα τελευταία, σ’ αυτό τον πρόδρομο του υπερρεαλισμού στην
Ελλάδα, που εξαιτίας του η επαρ χιακή Χαλκίδα, στο χώρο των , γραμμάτων, ήταν κομμάτι της πρω τεύουσας. Στην ίδια ακριβώς σελί δα αναγγελλόταν η έκδοση του πρώτου βιβλίου ενός υπερρεαλιστή ποιητή που ζεί κι αυτός στην επαρ χία, του Διονύση Κράγκαρη. Το βιβλίο του ο ποιητής το χωρί ζει σε τρεις ενότητες: «Ο κάμπος απλούται επικλινής», «Ημερολό γιο» και «Ερωτικά». Σε μια από τις τελευταίες σελίδες, που ο ποιητής την τιτλοφορεί «Σημειώσεις», γρά φει: «‘‘Ο κάμπος απλούται επικλι νής” αφιερώνεται στους Ανδρέα Καρκαβίτσα και Ανδρέα Εμπειρι κό, στον πρώτο λόγω κοινής κατα γωγής και θεματογραφίας, στο δεύτερο δε λόγω της κοινής γλώσ σας». Ας δούμε, λοιπόν, το πρώτο
οδηγος/53 ποίημα της συλλογής, που ο τίτλος του, «Ο κάμπος απλούται επικλι νής», έγινε και τίτλος του βιβλίου. Ο ποιητής προτάσσει το εξής κεί μενο του Ανδρέα Καρκαβίτσα, από τη «Λυγερή»: «...Ο κάμπος ηπλούτο επικλινής, ολίγον ομαλός όμως, καταπράσινος, με ολίγα σφερδού κλια εδώ κι εκεί, με μίαν αγραπιδιάν εις την μέσην, απεριορίστως εις το βλέμμα των θεατών...». Και ακολουθεί το ποίημα: «Ο κάμπος απλούται επικλινής, βεβα ρημένος ήδη με τρεις η τέσσερις διαδρόμους προσγειώσεως βομ βαρδιστικών, ενώ ρομαντικοί οικοδέσποιναι βαθμοφόρων εκθέτουν τα κάλλη των εις τους ευφόρους λειμώνας, εν μέσω τρακτέρ και άλ λων εκσκαπτικών μηχανημάτων, φυτοφαρμάκων, ψυχοφαρμάκων... Εις τας πλακοστρώτους πλατείας των κωμοπόλεων, μία ή δύο το πο λύ προτομαί, τέμνουν καθέτως την οριζόντιον ισοπέδωσιν. εις το σημείον ακριβώς που συναντώνται ο αχαλίνωτος νεοπλουτισμός, διατελών μονίμως εν στύσει, με την ωχράν και εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσαν αριστοκρατίαν του παρελθόντος...» Καθαρά φαίνεται, από την αντι παράθεση των δύο κειμένων, πως ο ποιητής ξεκινά την έμπνευσή του από μια πρόταση του Καρκαβίτσα, γιά να προχωρήσει στη δική του, την τελείως προσωπική ανάπτυξη. Το μόνο κοινό με τον Καρκαβίτσα είναι ίσως ούτε η θεματογραφία, αλλή η τοπογραφία: Έχουν κοινή πηγή για το θέμα τους την ηλειώτικη γη και, ιδιαίτερα, τη γη των Λεχαινών και της Αντραβίδας. Ο ποιητής περιγράφει το ίδιο τοπίο, αλλά με τη σημερινή υλικοκοινωνική μορφή του, την τόσο διαφορετι κή, και από τη δική του αισθητική οπτική γωνία. Νά και ένα άλλο ποίημα, «Τα ξηραντήρια», όπου μας μιλάει για τα μηχανήματα που ξεραίνουν το φρεσκοθερισμένο αραποσίτι (ήγουν καλαμπόκι στην αθηναϊκή) του ηλειώτικου κάμπου: «Στους απέραντους αγρούς υψώνονται σφριγηλοί οι θύσανοι του αραβοσί του; του απολύτου οι φαντασιώ σεις ποτίζονται από του απύθμε νου πηγαδιού το φοβερό νερό, όπως τα όνειρα τρέφονται από τους κραδασμούς της ψυχής και ενώ οι ψυχασθενείς εμβάλλονται σε ταχύπλοα ασθενοφόρα, τα λουμ-
πούκια αποξηραίνονται εις εύφλε κτα ξηραντήρια, -μετατρεπόμενα σε μυριάδες κλωνιά, ροδιά μου εσύ τετράκλωνη». Τον ηλειώτικο χώρο θα συναντή σουμε και στα άλλα ποιήματα του βιβλίου, που έχουν τα ίδια υλικοκοινωνικά κσι αισθητικά στοιχεία. Αλλά εκτός από την ηλειώτικη τοπογραφία και την ηλειώτικη κοι νωνική και υλικοοικονομική κατά σταση, συναντούμε στο βιβλίο αυτό και άλλο πολιτιστικό στοιχείο της περιοχής: το γλωσσικό. Η τοπική γλώσσα μπαίνει στην ποίηση του Κράγκαρη με λέξεις όπως: «η μούτελη» (η σάπια λάσπη, η ιλύς, σ. 10), «η σάλτσενη» (έκταση παρα θαλάσσια, αρμυρή, σ. 16), «.ο έμπος» (ξαφνική κακοκαιρία, σ. 14) Ας έρθουμε τώρα να δούμε ποια σχέση έχει η ποίηση του Κράγκαρη με εκείνη του Εμπειρικού. Και πρώτ’ απ’ όλα η γλώσσα. Τόσο στα δείγματα που παραθέτω εδώ, όσο και σ’ ολόκληρο το βιβλίο του, ο ποιητής ακολουθεί το γλωσσικό πρότυπο του Εμπειρικού, που κι νείται από καθαρεύουσα μέχρι κοι νή νεοελληνική. Όσο για τη στιχουργική, ο ποιη τής ακολουθεί τον πρώτο Εμπειρι κό των εξορμήσεων με την «Υψικά μινο»: 'Οχι μόνο καταργεί το μέ τρο, αλλά και καταχωρεί καταλο γάδην τις προτάσεις του ποιήμα τος. Δεν τον συγκινεί το παράδειγ μα της συνέχειας του Εμπειρικού με την «Ενδοχώρα», όπου κυριαρ χεί, με κάποιες εξαιρέσεις, ο ιαμβι κός στίχος. . Αντίθετα, κατά την ανάπτυξη του θέματός του, ο ποιητής ακο λουθεί την τεχνική την μετά την «Υψικάμινο». Έχει κάποιον νοη-' ματικό άξονα το κάθε ποίημά του. Θα πρέπει μάλιστα να τονίσω πως προχωρεί αρκετά πιο πέρα. Ιδού, για δείγμα, ένα κομψοτέχνημα:· «Τα βρέφη δίπλα στη θάλασσα εί ναι ξόβεργες κολλημένες στον ου ρανό, πιάνουν τα κύματα ένα ένα και τα εξαφανίζουν. Με τραγούδια απαλά σμίγουν με το άπειρο. Κι εί ναι μέσα στο κύμα της απέραντης θάλασσας» (σελ. 43) Τέλος, η θεματογραφία του ποιη τή, καθώς έδειξα πιο πάνω, στη σύγκριση με τον Καρκαβίτσα, είναι άσχετη και μ’ εκείνη του Εμπειρι κού. Ο ποιητής μάς παρουσιάζεται
αποκλείονται και τα υπόλοιπα μέρη του πιάνου. Έτσι, το «άλλο» πιάνο ζωντανεύει...
ΜΗΤΣΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟΥ: Μ ια συνάντηση. Αθήνα, Πολντνπο, 1983. Σελ. 149. ΜΙΑ σειρά από σχόλια και σημειώσεις, που συνθέτουν μια σοβαρή ανάλυση της σκέψης του Σεφέρη (σε συσχετισμό με το πλησίασμα στον Μακρυγιάννη), είναι το περιεχόμενο τούτου του βιβλίου του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου. Ο συγγραφέας, με λόγο απλό και άμεσο, ιχνηλατεί τη «βίωση» του ποιητή στην παράδοση, μια βίωση η οποία συναντά τον αγωνιστή διαμορφώνοντας μια σύγχρονη ελληνική συνείδηση. Και σημειώνει τα περιθώρια του «ρίγους» της, πέρα από τη γνώση και τη λογοτεχνική ή φιλολογική συγκίνηση. Α .Φ Ρ Α Ν Σ -Ζ . Μ ΩΡΕΑΣ-Π. ΜΠΟΥΡΝΤ: Τα πρώτα όπλα του συμβολισμού.
Μετ. Έκτορας Πανταζής. Αθήνα, Γνώση, 1983. Σελ. 74. ΚΑΤΩ από τον ηχηρό τίτλο του βιβλίου κρύβεται ουσιαστικά η γαλλική έκδοση του 1889, με το «μανιφέστο» του συμβολισμού και τις αντιδράσεις σ’ αυτό. Δράστης-κατά κύριο λόγοτου μανιφέστου ο Ζαν Μωρεάς (ο έλληνας ποιητής Γιάννης Παπαδιαμαντόπουλος), που «οριοθέτησε το κίνημα των συμβολιστών, έστω κι αν στη συνέχεια -στον πρόλογο της έκδοσης- «απάλυνε» τον τόνο του. Όμως, ακόμη πιο σημαντικό είναι το συμπεριλαμβανόμενο σχολιαστικό κείμενο του
54/οδηγος
ssr-
ζωή της Ηλείας την πριν απο τον Δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Ίσως θέλει να δείξει ορισμένες χαρακτη ριστικές πτυχές της ηλειώτικης κοι νωνίας, την εποχή που ξεκινούσε την υπερρεαλιστική γραφή του ο Εμπειρικός, σαν αντιπαραβολή στη σημερινή κοινωνική και πολιτιστι κή πραγματικότητα της Ηλείας, την οποία μας παρουσιάζει ένας επίγονος του πρωτοπόρου ποιητή.
Ο Κράγκαρης έδειξε πως λισε και από τους δύο δαι του, παρουσιάζοντας τις δικές λύσεις στην επιλογή και επεξεργα σία της ποιητικής πρώτης ύλης. Έτσι λοιπόν, βοηθημένος από τον Καρκαβίτσα, οδηγήθηκε σε κάποια κοιίνωνιογραφία, όπως μας^ την τρόπο, κατάφερε να γίνει ο πρώτος -αν δεν κάνω λάθος- που εισάγει στον υπερρεαλισμό το δεσμό με συγκεκριμένον επαρχιακό χώρο, μαζί με τα πολιτιστικά και τα χα ρακτηριστικά γλωσσικά του στοι χεία, αποδεσμεύοντας έτσι τη γρα φή του από την υπερρεαλιστική κληρονομιά των γεωγραφικών πε-
Π. Α. ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ
Τελειώνοντας ίσως πρέπει \ μειώσω πως ο επιμελητής το βλίου Γιώργος Γιώτης έχει πρ
οδηγος/55
Ανατόλ Φρανς, που αφήνοντας πίσω αντιλήψεις και οριοθετήσεις δίνει μερικές καίριες παρατηρήσεις για τα λογοτεχνικά πράγματα εκείνου του καιρού. ΑΛΕΞΗ ΣΑΒΒΙΔΗ: Γεώργιος Σφραντζής (Φραντζής). Αθήνα, Βιβλιοπωλείο των Βιβλιόφιλων, 1983. Σελ. 47.
κάτω από το χιόνι ΚΩΣΤΑ ΜΑΥΡΟΥΔΗ: Με εισιτήοιο επιστροφής. Πεζογραφία. Αθή να, Εστία, 1983. Σελ. 121.
Όα αδικούσε ίσως κανείς τον Κώστα Μαυρουδή αν τον κατέτασσε στους (υπάρχουν σήμερα πια;) επιγόνους του αισθητισμού. Όχι βέβαια γιατί ο αισθητισμός δεν έγραψε την ιστορία του και δεν άφησε στις καλύτερές του στιγμές βαθύ αποτύπωμα, όπως και πολλά κληρονομικά στοιχεία που άντεξαν στο χρόνο ή μπόλιασαν καινού ρια κινήματα στην τέχνη, αλλά γιατί ο συγγραφέας του ημερολογια κού «Με εισιτήριο επιστροφής» ξέρει ότι το ρεύμα αυτό έχει κυλήσει ανεπιστρεπτί. Ξέρει όμως ο ίδιος να παίρνει έξυ πνα μια αριστοκρατική ή και αριστοκρατίξουσα θέση απέναντι στα πράγματα για να αποστασιοποιηθεί, ή δήθεν για να αποστασιοποιηθεί απ’ αυτά, κι ακόμα ξέρει να αν τλεί από πολλές περασμένες σχολές κι από τον αισθητισμό δέσμες κατακτήσεων που δεν έχουν φθαρεί του λάχιστον ανεπανόρθωτα. Έτσι ανακαλύπτει τους δεσμούς του με τα πράγματα, κρίνει αυτή τη σχέση, παρουσιάζει τις μεταξύ τους αντιστοιχίες και τις αόρατες δια συνδέσεις τους με τη ζωή μέσα από ένα λόγο που ξέρει να ξεγελά με την κατ’ επίφασιν πόζα, αλλά ο στόχος παραμένει καυτός και ευάλωτος. Η μνήμη λοιπόν κατά κύριο λόγο εξωτερικεύεται και με τον αισθητικό αναρχισμό του Μαυρουδή. Ακόμα θα μπορούσε κανείς να διακρίνει, μέσ’ από τη συγκεκριμένη γοητεία της γραφής, ένα μυθιστόρη
μα χωρίς ραχοκοκαλιά. Το τι περί που θέλει να δώσει τώρα αυτή η γρα φή μας το λέει κάπου ο ίδιος: «Κάτι που θα ονόμαζα αποκλειστική ταυ τότητα του ευρωπαϊκού αστικού χώ ρου και ήθος του ιστορικού του χρό νου. Αποκαλύπτοντας τις άπειρες αποχρώσεις του, με τις οποίες μπο ρεί να τροφοδοτεί και τον απλούστερο μύθο, κατανοείς την ανεξάν τλητη σημασία του»· ή στη σελίδα 63: «Πρωθύστερο: Η σχέση μου μαζί σου έχει ήδη ένα ήθος παρωχημένου φωτογραφικού χρόνου»· κι αλλού δυο απ’ τα κλειδιά αυτής της στά σης: «Το ταξίδι μας θα τελειώσει. Υποψιάζεσαι όμως τι θα σημαίνει αυτή η ασήμαντη εικόνα αργότερα, καθώς στη μνήμη γεννιέται το και νούριο αντικείμενο και η αλήθεια του;» ή «Να αναδειχθεί λοιπόν η επαγωγική λειτουργία της λεπτομέ ρειας. Το μικρό σημείο να γίνεται πυκνό, πολυσήμαντο, παραγωγικό.
ΣΤΗ μονογραφία τούτη του Αλ. Σαββίδη παρουσιάζεται η ζωή και η δράση του «ιστορικού της Αλώσεως» Γεωργίου Σφραντζή (ο οποίος είναι ίσως περισσότερο γνωστός σαν Φραντζής στους σύγχρονους). Τεκμηριωμένη πάνω στα ίδια του τα κείμενα, αλλά καί σε μελετήματα νεότερων ιστορικών, η μονογραφία προσφέρει μια ολοκληρωμένη αν και συνοπτική εικόνα του βυζαντινού ιστοριογράφου, ενώ οι διάφορες παραπομπές και η βιβλιογραφία που ακολουθεί αποτελούν ισχυρό βοήθημα για όσους θέλουν να ψάξουν περισσότερο.
ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΡΑΜΑΑΑΚΗ: Στη θάλασσα των θαλασσινών.
Θεσσαλονίκη, 1983. Σελ. 143. Η ΠΗΓΑΙΑ διάθεση αναβλύζει στη συλλογή αυτή των διηγημάτων του Γιώργου Καραμαλάκη. Θαλασσινός ο ίδιος, παίρνει τα σχήματα των ανθρώπων της θάλασσας και τα ζωντανεύει, αλλά με μια υπόκωφη -αν και συνεσταλμένη- δραματικότητα που δίνει στα κείμενα μια υπόσταση πέρα από την απλή μεταφορά γεγονότων πραγματικών ή φανταστικών. Έτσι, γίνεται πιο ανάγλυφη η ιδιότυπη εικόνα του φωτός και του σκοταδιού, η οποία
56/οδηγος
Κώστας Μανρουόής
Να είναι το προσφορότερο μέσο για να δηλώνεται και να χρωματίζεται το ζητούμενο, γιατί έτσι, αυτό το τελευταίο θα είναι όχι νοηματικά προσβάσιμο, αλλά κυρίως διακριτι κό και προσεγγίσιμο». Σ’ αυτό λοιπόν το αποσπασματικό μυθιστόρημα, το άλλοθι του ημερο
λογίου διευκολύνει τη σύλληψη και την καταγραφή ορισμένων καίρια ποιητικών ως επί το πλείστον στιγ μών που άλλοτε φιξάρονται σαν μι κροί μύθοι μιας έμπειρης γνώσης κι άλλοτε σαν αποχρώσεις εντυπώ σεων μιας δοκιμασμένης ευαισθη σίας. Οπωσδήποτε όμως μύθοι και αποχρώσεις σε πολλά σημεία συνυ πάρχουν. Θά ’θελα όμως να επισημάνω με ρικούς από τους πυρήνες των κεφα λαίων. Έτσι στο «Με εισιτήριο επι στροφής» θίγονται, αλληλοφωτίζονται και αλλήλοκρύβονται η σχέ ση του χρόνου και του θανάτου, η αναίρεση με την πλαστογράφηση του χρόνου, η νοσταλγία με την ονει ροπόληση, προβολές ζωής και θα νάτου, ο πόθος διαιώνισης της στιγ μής με καθημερινά στιγμιότυπα, φυ σιογνωμίες, ερωτικές στιγμές, κοχλάζουσες ή ξεθωριασμένες μνήμες. Κι ακόμα υπεισέρχονται, στηρίζον τας το οικοδόμημα ντυμένες με τον ποιητικό μανδύα, πολύ ενδιαφέρου σες σημειώσεις λογοτεχνίας, αισθητικής-ποιητικής, πολιτικής, που κά
ποτε μεταβάλλεται σε ποίηση και διαλύεται, καθώς και παρατηρήσεις από προσωπικά διαβάσματα. Δε δι στάζει τέλος να παραθέτει ξένες γνώμες ή περιστατικά που βρίσκον ται στο πνεύμα του βιβλίου και πε τυχαίνει να μην ενοχλεί. Στη συγκεκριμένη ημερολογιακή πρόζα, που κάποτε δεν ξεφεύγει από την εγκεφαλικότητα, την ανεκ δοτολογία και τη φιλολογικότητα, όσο ο τόνος γίνεται χαμηλόφωνος κι εξομολογητικός και η ευρηματικότητα ταυτίζεται με την ουσία, τη λι τότητα και την ακρίβεια, τόσο η γό νιμη απομόνωση φαίνεται να λει τουργεί έτσι όπως κάτω από το χιόνι τα πράγματα παραμένουν ζεστά και περιμένουν με την πρώτη ηλιαχτίδα να το υπονομεύσουν. Και νά το παράδειγμα: «Φωτο γραφία στο Παρί-Ματς. Είναι εκτέ λεση στην Τεχεράνη. Το σώμα έχει γείρει στον πάσσαλο. Άστραψε το ρολόι του εκτελεσμένου, απ’ το φλας». Γ. Κ. ΚΑΡΑΒΑΣΙΛΗΣ
μυθιστόρημα ατμόσφαιρας και ψυχαγωγίας ΓΚΡΑΧΑΜ ΓΚΡΗΝ: Ουσία και βάθος. Μετ. Βαγγέλης Κατσάνης. Αθήνα, Ψυχογιός, 1983. Σελ. 354.
Η μοναξιά. Ουσία και βάθος της. Και να την περιγράφουν η βρο χή και η αφόρητη ζέστη των τροπικών κλιμάτων η συνύπαρξη μ’ ανθρώπους καταδικασμένους στην πλήξη της αποικίας- η καθημε ρινότητα -κραυγή θανατηφόρας ανίας- κάποια καράβια που περ νούν-έρχονται και φεύγουν- χωρίς ποτέ να φανερώνουν τα μυ στικά, τα λαθραία φορτία τους κι ο πόλεμος να υπενθυμίζεται -μοναχά να υπενθυμίζεται- από κωδικοποιημένα τηλεγραφήματα και ναυαγούς -θύματα εν δυνάμει προϋπάρχοντα του συμβάντος.
οδηγος/57 Κάπως έτσι είναι ο χώρος. Και μέ σα του να βιώνεις το πάθος σου και την άγνοιά σου. Και να προσ παθείς να συνταιριάσεις τον έρω τα, την πίστη, τα όνειρα, την τιμιό τητα, το καθήκον. Μια προσπάθεια που, με μαθη ματική βεβαιότητα, θα σε οδηγήσει στην εξάντληση, στην παραίτηση -όχι στην παραίτηση, δε θα φτά σεις ώς εκεί αν αποφασίσεις την «εθελούσια έξοδό». Μια απόφαση -η μόνη- που θα σου δώσει μια αίσθηση δράσης, καθώς θα σε εξακοντίζει στην υπέρτατη μοναξιά -κάποιοι θα την έλεγαν ανυπαρξία. Το μυθιστόρημα του Γκράχαμ Γκρην έχει πάνω σ’ αυτό το γενικό πλάνο στηριχτεί. Και θέλω να τονί σω το χαρακτηρισμό «γενικό». Για τί δεν είναι εύκολο -στην ουσία εί ναι αδύνατον- να περιγράφεις, έτσι με λίγες λέξεις, μυθιστόρημα τέτοιας εμβέλειας. Άλλωστε ο Γκρ. Γκρ. ανήκει στους συγγραφείς εκείνους που πιο πολλά λένε -ή υπονοούν- με μια λέξη, με μια φράση, παρά μ’ ολόκληρο κεφά λαιο. Αλλά, συνάμα, κρατιέται στα πλαίσια μιας παραδοσιακής -ακα·: δημαϊκής πιο σωστά- δομής και προσέχει, τονίζει τη λεπτομέρεια και στη συνέχεια τη χρησιμοποιεί για να δημιουργήσει την ιδιαιτερό τητα της αφήγησής του, τη διεισδυ τικότητα της περιγραφής του, την ευστοχία της ψυχογραφίας του και τη μαγεία της ατμόσφαιράς του. Μια αγγλική αποικία, κάπου στις αχτές της Δυτικής Αφρικής. Τον καιρό του πολέμου. Αυτός εί ναι ο χωροχρόνος. Ό χι, βέβαια, τυχαία επιλεγμένος. Η αποικία έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας επαρ χίας, συν μια αίσθηση αποκοπής, συν τη γνώση της ξενιτιάς. Και οι άποικοι -τι άλλο θά ’ναι;κάποιοι μισοξεχασμένοι δημόσιοι υπάλληλοι και κάποιοι όχι ιδιαίτε ρα φιλόδοξοι τυχοδιώχτες και με ρικοί που έχουν χαθεί, που δεν έχουν ανακαλύψει τους δρόμους της επικοινωνίας, της επιτυχίας, της ουσιαστικής δράσης. Ακόμα κι ο πόλεμος -κρετσέντο της ανθρώ πινης παρανοϊκότητας- δεν υπάρ χει γι’ αυτούς άμεσα, μα μοναχά σαν κάποιος κίνδυνος υπαρχτός αλλά απόμακρος -εξουσιαστής απρόσωπος και νεφελώδης. Και η υπόθεση του βιβλίου; Τα
συγκεκριμένα γεγονότα που στηρί ζουν το μύθο του; Με δυο λόγια: ένα ιψενικό τρί γωνο. Ναι, διαβάσατε σωστά, αλλά καταλάβατε λάθος. Γιατί σ’ αυτό το βιβλίο δεν είναι ο μύθος που προέχει, όσο κι αν έχει στέρεα και παραδοσιακά χτιστεί. Είναι ο άν θρωπος μέσα στα γεγονότα. Είναι το άτομα δίπλα κι απέναντι στ’ άλ λα άτομα. Είναι το δημιούργημα του Θεού σ’ εξάρτηση, αλλά και σε συνομιλία, με τον ίδιο το δημιουρ γό του. Είναι, τέλος, το καθήκον -υπέρτατη έκφραση έρωτα, συνεί δησης, επαγγελματικότητας, πί στης. Ένας άντρας στην καμπή της επαγγελματικής και βιολογικής τροχιάς του. Αυτός είναι ο κεντρι κός ήρωας. Αστυνομικός. Η πιθανότητα επι κοινωνίας με τις ανθρώπινες εκ φράσεις τις πιο υπόγειες και η δυ-' νατότητα περιφρούρησης του κα θήκοντος -σαν μια από τις εκφρά σεις της κοινωνίας- ήταν που τον οδήγησαν σ’ αυτό το επάγγελμα. Βαθμός: υποδιευθυντής. Με την αξία του. Και το τελευταίο στάδιο αναγνώρισης -αυτό του διευθυντήτου το αρνιούνται. Κάποιοι απρό σωπα κρίνοντας και με ωφελιμιστι κή στενότητα αποφασίζοντας. Εκείνος -τον λένε Σκόμπι- το δέ χεται, το καταλαβαίνει, μπορεί να το ξεπεράσει. Η γυναίκα του όμως; Αυτή η γυναίκα -η άχρωμη, με τις στείρες φιλολογικές ευαισθησίες, με τις χριστιανοκαθολικές τυπολα τρίες και τις ανάγκες κοινωνικής ανόδου- αυτή η γυναίκα -όχι!- δεν τον καταπιέζει. (Δεν τον καταπιέ ζει;) Είναι ο ίδιος που αισθάνεται υπεύθυνος για το τωρινό της το πρόσωπο, αυτό το πρόσωπο που για να υπάρξει έχει την ανάγκη αυ τής της κοινωνικής ανόδου, α ναγκαστικά περασμένης μέσα από την αντίστοιχη επαγγελματική πο ρεία του άντρα της. Αν -σκέφτεται ο ταγματάρχηςτην είχε αφήσει λεύτερη να ενεργεί και ν’ αποφασίζει, τότε η ζωή τους -όχι μόνο η ζωή της- θά ’ταν δια φορετική, τότε εκείνη θά ’χε κα τορθώσει να εκπληρώσει κάποια όνειρα. Όμως δεν την είχε αφήσει. Η κοινή ζωή τους σχεδιάστηκε και χτίστηκε απ’ αυτόν. Είναι, λοιπόν, υπεύθυνος απέναντι της. Πρέπει να τη βοηθήσει να ξεπεράσει την πίκρα, να ξεφύγει από το προσω-
βαραίνει πάνω στη μοίρα και τις πράξεις των ναυτικών και του «αποκλεισμένου» κόσμου
ΓΙΑΝΝΗ ΚΟΥΤΣΟΧΕΡΑ: Ο Σαρωνικός. Αθήνα, Εστία, 1984. Σελ. 68. Η ΠΟΙΗΣΗ του Γιάννη Κουτσοχέρα έχει μόνιμα έναν επικό χαρακτήρα. Στη νέα του αυτή συλλογή όμως, χωρίς να χάνεται τούτος ο χαρακτήρας, υποχωρεί. Και προωθείται ένα ύφος μνήμης και ευαισθησίας, που σε συνδυασμό με την υπάρχουσα μεγαλοσύνη δίνει ευρύτερες διαστάσεις στο λόγο για να ανταπεξέλθει και στην ευρύτητα της σύλληψης. Μιας σύλληψης με ασφαλέστατο ελληνοκεντρικό προσανατολισμό, τοποθετημένο έξω από τα σύνορα του συγκεκριμένου χρόνου, όσο κι αν τα βασικά κίνητρα προέρχονται από την αρχαιότητα... ΚΩΣΤΑ ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ: Το δέντρο που χορεύει.
Αθήνα, Καστανιώτης, 1983. Σελ. 229. ΣΤΟ καινούριο του αυτό μυθιστόρημα ο Κώστας Ασημακόπουλος βυθίζεται σε μια εποχή η οποία έχει μεγάλο ιστορικό ενδιαφέρον, αλλά ελάχιστα δείχνει να εμπνέει τη σύγχρονη λογοτεχνία: τα μετεπαναστατικά χρόνια, οπότε διαμορφώθηκε και το νεότερο ελληνικό κράτος. Crσυγγραφέας παρακολουθεί τις γενεές των ηρώων τ;αυ, απλών ανθρώπων της «απελευθερωμένης» επαρχίας, και οι χαρακτήρες και οι αντιδράσεις τους -μέσα κι έξω από την οικογένεια- μοιάζουν
58/οδηγος πικό της τέλμα. Μ’ ένα ταξίδι. Πο λυέξοδη γιατρειά, μα αναγκαία. Ευθύνη και καθήκον απέναντι στη σύζυγο. Στην εκπλήρωση τους θα θυσιάσει τα αντίστοιχα απέναντι στη δουλειά του. Θα δανειστεί χρήματα από το λαθρέμπορο που καταδιώκει και..! Λοιπόν, σταματώ. Δεν μπορώ -είναι κάτι σαν ιεροσυλία- να προσπαθώ ν’ αφηγηθώ μέσα σε τρεις τέσσερις σελίδες το πάθος που ο Γκρ. Γκρ. τό ’χει, απλώσει σε τριακόσιες πενήντα. Τριακόσιες πενήντα απαραίτητες σελίδες. Κι έπειτα όλα τα πρόσωπα του βιβλίου δένονται μεταξύ τους με νήματα λεπτά, με κόμπους πολύ πλοκους- υπάρχουν και λειτουρ γούν σαν θύματα και θύτες. Είτε είναι η σύζυγος που ακροβατεί στα όρια της -ψύχωσης και της τυπολα τρίας. Είτε είναι η ερωμένη που αναζητά τον πατέρα και το σύν τροφο, τη σιγουριά μιας ταυτότη τας και το αμφισβητούμενο μιας περιθωριακής παρουσίας. Είτε εί ναι ο Σύρος λαθρέμπορος που συν ταιριάζει -με ανατολίτικη πονηριά και ήδυπάθεια- τη φιλία και την προδοσία. Είτε είναι ο μυστικός πράχτορας που αυτοπεριορίζεται στους άχαρους ρόλους του αντίζη
λου και του καταδότη, έτσι όπως ο ιερέας πεισματικά κρατιέται στη μοναξιά των ιερών κανόνων. Είναι και κάποιοι κρατικοί υπάλληλοι που έχουν παραδεχτεί τη διαμονή τους σ’ απο ωπα δω μάτια ξενοδοχείων κι έχοί-ν ανακα λύψει τη διασκέδαση στο κυνήγι κατοικίδιων εντόμων -στην αποι κία η μητρόπολη υπενθυμίζει την παρουσία της μέσα από ένα παιχνί δι, μόνο που η αλεπού έχει δανεί σει το ρόλο της στην κατσαρίδα και το σκηνικό έχει μετατραπεί από δάσος σε λερωμένο τοίχο. Είναι κι ο ντόπιος πληθυσμός, ευνουχισμένος κι όμως εκδικητι κός, πιστός κι όμως, πάντα, έτοι μος να προδώσει. Είναι, τέλος, ο ίδιος ο ταγματάρ χης Σκόμπι, που δεν αποφασίζει να πληγώσει και που αδυνατεί να συνταιριάσει το χρέος απέναντι στο Θεό μ’ εκείνο που αφορά κά ποια πρόσωπα και που στέκεται άβουλος -άβουλος μέχρι την εγκλη ματική συνενοχή- και που τελικά αποφασίζει την κάθαρση-λύση, ακραία πράξη διαμαρτυρίας, πα ραίτησης, καθήκοντος, ασέβειας -όλα μαζί και τα τέσσερα. Και δεν είναι το χώμα που θα σκεπάσει το κορμί του, αλλά η μοναξιά και η
λήθη. Ό λα αυτά τα πρόσωπα -και κάμποσα άλλα- κάτω από μια μο νότονη βροχή που πέφτει σε τσίγκινες στέγες, άλλοτε σε υγρή, αφόρη τη ζέστη -ιδρώτα πάνω στην επι δερμίδα και νάρκη πάνω στις κινή σεις του μυαλού- κι άλλοτε μέσα στο μισοσκόταδο της υποχρεωτικής συσκότισης, όμοιας με τ' άλλο το μισόφωτο, αυτό που περιγράφει την έλλειψη επικοινωνίας, ενώ γύρω τα κουνούπια βουίζουν, τα ποντίκια τρέχουν και οι αμυχές εγκυμονούν θανατηφόρες μολύνσεις. Είναι ένα μυθιστόρημα ατμό σφαιρας .και ψυχογραφίας. Ένα κείμενο που ανιχνεύει τους πυρή νες της ύπαρξης καθώς ερωτοτρο πεί με τις αντανακλάσεις της επι δερμίδας. Ο Βαγγέλης Κατσάνης κατάφερε να μεταβιβάσει όλα αυτά τα στοιχία στη γλώσσα μας, να κρατήσει ανέπαφο το συγγραφικό ύφος του Γκρ. Γκρ. και παράλληλα να μας χαρίσει μια άψογη, όσο και ελκυ στική λογοτεχνική γραφή, που τη χαρακτηρίζουν η πλαστικότητα, το σφρίγος, η ευαισθησία και το μεΜΑΝΟΣ ΚΟΝΤΟΛΕΩΝ
Γιάννη Σπανδωνή
ΘΡΗΝΟΣ A ' Βραβείο Παρνασσού Ένας σκλάβος διη γείται την αρπαγή των μαρμάρων του Παρθενώνα και το στοίχειωμα της Μαρμαρωμένης Βασιλοπούλας, της Καρυάτιδας, που την κουβάλησαν στα ξένα. Κάτω απο τη ν πένα το υ Γ. Σπανδωνή ζω ντανεύει ένας παλιός αθηναϊκός θρύλος ϊτου ασκεί μια μυστικιστική f φ ετιχιστική γο η τεία στους Νεοέλληνες.
I
Ε Κ Δ Ο Σ Ε ΙΣ Κ Α Λ Ε Ν Τ Η Κολοκοτρώνη 15 - 1ος όροφος Τηλ. 32.34.270
οδηγος/59
δομική ανάλυση ποιητικών κειμένων ΓΙΑΝΝΗ ΜΟΤΣΙΟΥ: Δομική ανά λυση ποιητικών κειμένων. Αθήνα, 1983. Σελ. 122.
Από τις πανεπιστημιακές παραδόσεις του κ. Γιάννη Μότσιου πρόκυψε το παρουσιαζόμενο βιβλίό, για το οποίο σπεύδω να σημειώ σω πως δεν μπορεί να θεωρηθεί σαν μια απλή χρησιμοποίηση ή απλή μεταφορά απ’ έξω μιας σύγχρονης μεθόδου επιστημονικής ανάλυσης νεοελληνικών κειμένων απροσάρμοστη στην ελληνική ή ίσως και περιττή για τη νεοελληνική φιλολογία, αλλά σαν κάτι το καινούριο γι’ αυτήν. Ας σημειώσω ακόμη ότι η καταγωγή της δο μικής ανάλυσης ανάγεται στη Δύση.
(άρα γίνονται και αντιπροσωπευτικές) με ψηφίδες της εθνικής τοιχογραφίας.
ΣΩΤΗΡΗ ΚΑΚΙΣΗ: Τρόμος στο κολλέγιο.
Αθήνα, Καστανιώτης, 1983. Σελ. 167. Ο ΣΩΤΗΡΗΣ Κακίσης ξέρει να «εκπλήσσει» με τα πηδήματα του λόγου και της φαντασίας του. Κάτι που κάνει και σε τούτο το βιβλίο με τα σκόρπια κείμενα, που έχουν σαν κοινό τους παρονομαστή την ατομική του περιπέτεια μέσα στον κόσμο των βιβλίων και του θεάματος, με συνοδοιπόρο κάποιο υπόκωφο χιούμορ, τελείως·. προσωπικό. (Η ατομικότητα όμως ξεπερνιέται γρήγορα χάρη στην «έκπληξη», τη γοητεία της γραφής και ίσως του «θράσους». Και ο «Τρόμος στο κολλέγιο» απλώνεται...) '
Ψωμί και
Όπως ακριβώς συμβαίνει στη χη μεία, όπου σταθερές και απαρασά λευτες σχέσεις στοιχείων της ύλης δίδουν τα ίδια ακριβώς και όχι άλ λα σώματα, το ίδιο ακριβώς και στα κείμενα, και ιδιαίτερα βέβαια εδώ τα ποιητικά, αφού πρόκειται για δομική ανάλυση ποιητικών κει μένων, η οποιαδήποτε μεταβολή σε οποιοδήποτε, και το ελάχιστο, στοιχείο της εξωτερικής λεγόμενης -η οποία δεν είναι μόνο λεγόμενη,. αλλά συνάμα και πραγματικά ου σιαστική- μορφής του ποιήματος δεν διαφοροποιεί απλώς το αρχικό ποίημα, αλλά άρδην το μεταβάλλει μέχρι σημείου ακόμη και κατα στροφής του. Και εννοούμε μ’ αυτό όχι απλώς την εξωτερική του μορ φή αλλά μαζί με την εξωτερική και την εσωτερική, νοηματική, ιδεολο γική κλ., κλ. Διότι εξωτερική μορ φή και (εσωτερικό) περιεχόμενο εί ναι μια και ενιαία και αδιάσπαστη ενότητα, όπως αποδεικνύεται
ιδιαίτερα από τη «Δομική ανάλυ ση» του κ. Γ. Μότσιου. Ο κ. Γ. Μ. επισημαίνει στον πρόλογό του ότι τα ποιητικά κείμε να που αναφέρονται στο βιβλίο του «γίνονται αντικείμενο δομικής φι λολογικής ανάλυσης για πρώτη φο ρά», προφανώς για παράδειγμα και για να κατανοηθεί ο στόχος του βιβλίου, και αφού μιλήσει για τα επιστημονικά εργαλεία που σή μερα πρέπει να χρησιμοποιεί ο νεοελληνιστής, δίδοντας ιδιαίτερη έμφαση στη γλωσσολογία, βάζει το στόχο της έρευνάς του στο σωστό κανάλι με το καίριο ερώτημα: «Γιατί αυτό το κείμενο είναι ποιη τικό και όχι πεζογραφικό, όχι επι στημονικό ή απλώς μη λογοτεχνι κό. Πώς, με ποιον τρόπο και γιατί είναι έτσι οικοδομημένο αυτό ή το άλλο κείμενο, ποιο είναι το μήνυμα ή τα μηνύματα, οι εντυπώσεις, οι συγκινήσεις, ποιος είναι ο ουσια στικότερος στόχος της δημιουργίας
τριαντάφυλλα. Μετ. Μαρίνα Αώμη. Αθήνα, Γλάρος, 1983. Σελ. 205.
ΑΛΛΗ μια συλλογή από κείμενα και αποσπάσματα κειμένων, διαφόρων -γυναικών- συγγραφέων, με «ιστορική» σημασία για το φεμινιστικό κίνημα και όλη τη διαδρομή των γυναικείων αγώνων για απελευθέρωση και ισότητα. Η ποικιλία τους είναι μεγάλη και ορισμένα είναι πραγματικά πολύ σημαντικά και τώρα, ενώ αντίθετα υπάρχουν και άλλα που η σημερινή τους αξία δεν είναι πια μεγάλη, τουλάχιστον κάτω από ένα πιο ψύχραιμο βλέμμα. (Πάντως, αυτό δε μειώνει την αναγκαιότητα παρουσίασής τους...)
ΒΑ ΤΟ Σ ΠΑΓΚΟΥΡΕΛΗΣ
60/οδηγος και της ύπαρξής τον;» (Γ. Μ., σ. 9, υπογράμμιση X. Μ.)· Επισημαίνει ότι η «καλλιτεχνικότητα» του ποιη τικού κειμένου είναι απαραίτητη, αφού χωρίς αυτήν είναι ανεπαρ κείς και ατελείς και οι άλλες λει τουργικότητες του, ιδεών ηθικής, φιλοσοφίας, πολιτικής κλ., όπως άλλωστε συμβαίνει με όλες τις μορ φές της τέχνης, και έστω σαν μέγα παράδειγμα ο Παρθενώνας, για τον οποίο μπορεί ο καθένας να κα ταλάβει τι θά ’ταν ή τι θ’ άξιζε χω ρίς την «καλλιτεχνικότητά» του, παρ’ όλα όσα πλούσια μυθολογικά, ιστορικά, ηθικά και θρησκευτικά στοιχεία περιλαμβάνει. Αφού έτσι, και ύστερα από σύν τομη αναδρομή στις παλαιότερες μορφές φιλολογικής έρευνας, επι σημαίνει ο κ. Γ. Μ. την επιστημονι κή αρχή «της ολότητας και της ακε ραιότητας του λογοτεχνικού κειμέ νου», δίδει τη δεύτερη αρχή, της «ιεράρχησης» των στοιχείων και των επιπέδων της δόμησης. Σύμ φωνα μ’ αυτήν, τα στοιχεία της ποιητικής δημιουργίας, ενώ το κα θένα παίζει τον δικό του ρόλο, ταυτόχρονα έχουν και μια μοναδι κά δική τους διάταξη. Εξάλλου, πάνω στο διανοητικό και συγκινη σιακό επίπεδο η ποίηση απαιτεί μεγάλη λακωνικότητα με άμεση επίπτωση την ανάλογη περιεκτικό τητα και συμπύκνωση εννοιών, συ ναισθημάτων και φαντασίας και επομένως μεγάλη εκτόπιση των αφηγηματικών στοιχείων, με τελική κατάληξη αποκλειστικά λυρικές φόρμες (αδιανόητη δυνατότητα για την πεζογραφία, εκτός αν γίνει, δηλ. μετατραπεί σε, ποίηση). Έτσι όμως καταντά η λυρική ποίηση να υπάρχει και να λειτουργεί σε πολ λαπλά επίπεδα και επομένως να επιδέχεται περισσότερες ερμηνείες. «Η ειδική» αυτή «οργάνωση σε όλα τα επίπεδα είναι ένα από τα κύρια γνωρίσματα της ποίησης», σημειώ νει ο Γ. Μ., και προσθέτω κι εγώ: και ο κύριος στόχος της «Δομικής ανάλυσης των ποιητικών κειμέΕπισημαίνει ότι στίχος και στρο φή σαν στοιχεία ποιητικής δομής και σε συνάρτηση με το περιεχόμε νο φυσικά παρουσιάζουν χάσματα που τα προσπερνά σαν άλλος Πή γασος η φαντασία, η διαίσθηση και το υποσυνείδητο ή καλύτερα, θά ’λεγα εγώ, τα συμπληρώνει από το δικό του ψυχοδιανοητικό και λυρι
κό περιεχόμενο ο αναγνώστηςακροατής κι έτσι γίνεται «πολύτρο πος» ο ποιητικός λόγος και παρου σιάζεται με πολλαπλότητα διανοη τικών και συγκινησιακών επιπέ δων. Μιλάει ύστερα για τη «φυσική γλώσσα και την ποίηση», κάνοντας μάλιστα και διαστολή ανάμεσα στις φυσικές (εθνικές), τεχνητές και υστερογενείς γλώσσες, και εκθέτει τα αναγκαία για τη γένεση και εξε λικτική πορεία της λογοτεχνίας, επιμένει στην έννοια του απλού, εντελώς διαφορετικού από το απλοϊκό, στην τέχνη, «φαινόμενο κατά πολύ πιο περίπλοκο και μετα γενέστερο από την έννοια της σύν θετης δόμησης», και σημειώνει διά φορα «είδη μελετών του ίδιου ποιητικού κειμένου» (του Βηλαρά το «Πουλάκι ξένο»), για να καταλήξει στο κύριο ερώτημα «γιατί ετούτο ή εκείνο το κείμενο είναι πράγματι έργο Τέχνης, έργο της Λογοτεχνίας» (υπογράμμιση X. Μ.). Μπαίνοντας στο κύριό θέμα της «Δομικής ανάλυσης ποιητικών κει μένων», και συγκεκριμένα στο πρώτο μέρος της, που καλύπτει τα εξωτερικά στοιχεία (ενώ η εισαγω γή καλύπτει και το δεύτερο και το τρίτο μέρος, όπως απαιτούσαν οι πανεπιστημιακές παραδόσεις, απ’ όπου, είπαμε, πρόκυψε το βιβλίο), εξετάζει το ρόλο που παίζουν η επανάληψη και οι παραλληλισμοί ευθύς ως ενταχθούν στην ποίηση, οπότε γίνονται ένα περίπλοκο σύ στημα σχέσεων και συγκρίσεων και αντιπαραβολών κλ. και μια συνε χής κλιμάκωση της έντασης για να καταλήξουν στο επιδιωκόμενο από τον ποιητή αποτέλεσμα. Χρησιμο ποιεί για παραδείγματα ένα μοιρο λόι των Πυγμαίων και το δικό μας δημοτικό «Στο παρεθύρι κάθεται η πεθερά κι η νύφη», όπου φαίνεται καθαρά ότι οι επαναλήψεις και οι παραλληλισμοί σαν απόκλιση σε επίπεδο γλωσσικής μορφής κατα λήγουν στο αποτέλεσμα που επι διώκει ο ποιητής, και που δεν είναι άλλο από την απόκλιση από το μοι ραίο και κανονικό και γενικά πα ραδεκτό σε επίπεδο περιεχομένου (Β. Π.). Το κεφάλαιο αυτό κρίνω από τα αξιολογότερα. Για την «προέλευση, φύση και λειτουργικό ρόλο της ομοιοκαταλη ξίας» συμπλέκει του μεγάλου ρώσου ποιητή Μαγιακόφσκι με τις δι κές τού απόψεις ο κ. Γ. Μ. , όντας
οδηγος/61 ποιητής και ο ίδιος. Δίδει έμφαση στις απροσδόκητες ρίμες (κάτι σαν το γνωστό παρά προσδοκίαν σχή μα), στο ότι η επανάληψη πάντα εννοεί και διαφορά, ότι σύμπτωση σε ένα επίπεδο υπογραμμίζει τη μη σύμπτωση σε άλλο, ότι η κάθε ηχη τική επανάληψη είναι φορέας διορ γανωτικής λειτουργίας στη μετρική σύνθεση του ποιήματος, πράγμα που βρίσκει κανείς στις ηχητικές επαναλήψεις της αρχής, του μέσου και του τέλους των βυζαντινών εκ κλησιαστικών ύμνων, με θαυμαστό αποκορύφωμα τον «Ακάθιστον ύμνον», και φέρνει παραδείγματα από το Βάρναλη, τον Καβάφη και τον Ελύτη, δείχνοντας τον βαθύτα το ρόλο που παίζει στη συνολική (όχι δηλ. μόνο εξωτερική μορφή) της ποίησης η ομοιοκαταληξία. Συγγενικά είναι’ όσα αναφέρει για τη «φθογγολογική οργάνωση του ποιητικού λόγου», διότι μ’ αυ τά η «Δομική ανάλυση ποιητικών κειμένων» ανάγεται σε πιο λεπτεπί λεπτο επίπεδο, ως προς τα εξωτε ρικά, και σε άμεση βέβαια συνάρ τηση με τα εσωτερικά στοιχεία. Διότι μ’ αυτά δένεται οργανικά με τη μορφή και το περιεχόμενο της ολότητας... Ύστερα ακολουθεί η «οπτική-γραφική εικόνα του ποιη τικού έργου», που κατά βάθος προέρχεται από τα έγκατα βάθη της δημιουργού ποιητικής ψυχής, όπως βγαίνει ξεκάθαρα από το κεί μενο του σχετικού κεφαλαίου. Το κεφ. πάλι που αναφέρεται στο «ρυθμό στην ποίηση» είναι και αυτό από τα πιο σημαντικά και εν διαφέροντα. Ο ρυθμός -άλλος για κάθε ποίημα του ίδιου ποιητή- εί ναι μέσα στον ποιητή κάτι το ζων τανό και αποφασιστικό για την ποιητική του σύνθεση, κάτι το κρί σιμο και ταραχώδες, και για το λό γο αυτό δεν χωρεί σε ορισμούς. Εί ναι κάτι σαν τον Πρωτέα, και με τις ανάλογες ψυχόρμητες εντάσεις του συντελεί στη διαμόρφωση του ποιητικού γεγονότος. Αξιόλογα εί ναι όσα ο κ. Γ. Μ. παίρνει από το Μαγιακόφσκι για νά δώσει τη ροή και δράση μάλλον, παρά τον ορι σμό του ρυθμού, για την ποιητική δημιουργία, για να παρατηρήσει ο ίδιος ύστερα ότι μ’ αυτόν ο ποιητής «πετυχαίνει την εξίσωση του άνισου, την αποκάλυψη της ομοιότη τας στο διαφορετικό, τον καθορι σμό των διαφορών στα παρόμοια». Ως προς τη «σχέση μέτρων και
ποιητικού ρυθμού», εκτός από άλ λα, αφού επισημάνει την «οξεία αντίθεση ανάμεσα στην ελευθερία ανάπτυξης της έννοιας, του αισθή ματος, της συγκίνησης κλ. και στο τυποποιημένο μέτρο», αποκαλύ πτει ότι αυτή την αντίθεση «ο ποιη τής την ξεπερνά με παραβιάσεις σε επίπεδο μέτρων και με περιορι σμούς στην ελευθερία της έκφρα σης». Κι εδώ φαίνεται γιατί είναι συνεχής η ανανέωση του ρυθμού και συνεχής επομένως η επίδρασή του η ανανεωτική πάνω στα μέτρα. Ακριβώς γι’ αυτό το'λόγο νιώθει κανείς διαφορετικό το 15σύλλαβο π.χ. σε διαφορετικούς ποιητές. Συ νεχίζοντας τις παρατηρήσεις και κρίσεις του ο κ. Γ. Μ. πάνω στη σχέση των μέτρων και του ποιητι κού ρυθμού φθάνει ώς το «ρυθμό της καλλιτεχνικής πεζογραφίας». Ως γενικά δε παραδείγματα εφαρ μογής των παρατηρήσεών του χρη σιμοποιεί του Χριστόπουλου το ποίημα «Βαρελοθήκη» και του Σο λωμού «Την ημέρα της Λαμπρής» και «Την καταστροφή των Ψαρών, όπου δείχνει πως ο αναγνώστηςακροατής βγαίνει «από την κατά σταση της αυτοματοποιημένης ανα μονής» κι έτσι εκπλήσσεται και επομένως και δέχεται ενεργητικό τερο και ευεργετικότερο και πλου σιότερο το ποιητικό αποτέλεσμα. Ιδιαίτερα αναλυτικός είναι στο ποίημα του Βάρναλη «Έ νας-Ό λοι» και εξίσου στο «Άξιον εστίν» του Ελύτη, ποιήματα στα οποία φαίνεται πόσο καταλυτικός είναι ο ρυθμός πάνω στα μέτρα και ύστερα βέβαια στο σύνολο του καθενός ποιήματος, όπου φαίνεται καθαρά -ιδίως στο «Άξιον εστίν»- η βαθύ τατη αναταραχή και ανακατάταξη που επέφερε στα μέτρα και τους στίχους, ώστε να τα κάμει πολυ ποίκιλα, ο ρυθμός, που ισχυρός και ακράτητος αναδυότανε από τα έγκατα βάθη του ποιητικού ηφαι στείου του Ελύτη με τη δράση καταλύτη πάνω στα υπόλοιπα «εξω τερικά στοιχεία» και επομένως και τα «εσωτερικά» της ποίησής του. Για τα οποία υπόλοιπα, και για όλα τα άλλα υπόλοιπα, θα μας επι τρέψει ο αναγνώστης να τον παρα πέμπουμε στην ίδια τη «Δομική ανάλυση» του κ. Γιάννη Μότσιου.
Α. ΒΟΥΓΙΟΥΚΑ: Μέθοδος σχεδίου μόδας Α Β . Θεσσαλονίκη, 1983. Σελ. 206 + γνώμονας.
ΑΠ’ Ο,ΤΙ φαίνεται από τη μέχρι σήμερα παρουσία της στο βιβλιογραφικό χώρο, η κυρία Βουγιούκα σκοπεύει να καλύψει τα περισσότερα ενδιαφέροντα στο χώρο της μόδας, είτε αυτά προέρχονται από θεωρητικές είτε από πρακτικές ανάγκες. Το πρόσφατο βιβλίο της είναι μια μέθοδος εύκολη και γρήγορη για τη διδασκαλία του σκίτσου, η οποία θα εξυπηρετήσει όχι μόνο τον εμπνευσμένο καλλιτέχνη αλλά και τον τεχνικό, για να έχουν ένα σχεδιαστικό κώδικα επικοινωνίας. Από τα πιο ενδιαφέροντα κεφάλαια του βιβλίου είναι τα τμήματα ρούχου, όπου, με πολύ ξεκαθαρισμένο τρόπο, παρελαύνουν καπέλα, γιακάδες, μανίκια, ζώνες, ζακέτες, φούστες κλπ. σ’ όλη τους την ποικιλία. Το βιβλίο, που συνοδεύεται από ένα γνώμονα σχεδίου μόδας για το στήσιμο και τη μεταφορά των αναλογιών του μοντέλου στο χαρτί, έχει πολλές χρήσιμες πληροφορίες και για εκείνους που δε θα ενδιαφέρονταν μόνο . να σχεδιάσουν, ιδιαίτερα το τέταρτο μέρος του βιβλίου, που αναφέρεται στα χρώματα, στα είδη των υφασμάτων, στο καθάρι σμα των λεκέδων και στην οργάνωση μιας γκαρνταρόμπας για τις απαιτήσεις και τις ατέλειες του σώματός μας. Ένα στοιχείο πού δε θα άξιζε να αναφερθούμε, αν το βιβλίο ακριβώς δεν ενδιαφερόταν για το σχέδιο μόδας, είναι το σχεδίασμα των προσώπων, που εξακολουθεί να παρουσιάζει τις ίδιες αδυναμίες που έχουμε εντοπίσει και άλλη φορά σε βιβλίο της κυρίας Βουγιούκα. Γ. ΓΑΛΑΝΤΗΣ
ΧΡΙΣΤΟΣ I. ΜΑΚΡΗΣ
62/οδηγος
το θέατρο της αστικής πνευματικής αναγέννησης του 19ου αιώνα Μ. Μ. ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ: Το κωμειδύλλιο και το θέατρο της αστι κής πνευματικής αναγέννησης τον 19ου αιώνα. Αθήνα, Σοκόλης, 1983. Σελ. 148.
Το κωμειδύλλιο, θεατρικό είδος που ήκμασε και παρήκμασε στην αθηναϊκή σκηνή την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα, φαίνεται να έχει μονοπωλήσει πρόσφατα το ενδιαφέρον των μελετητών της ιστορίας του νεοελληνικού θεάτρου: Στην περιορισμένη βιβλιο γραφία της έχουν προστεθεί σημαντικές μονογραφίες για το κωμειδύλλιο, ενώ δεν φανερώνεται αντίστοιχος ζήλος για άλλα θέμα τα τα οποία έχουν ελάχιστα ερευνηθεί. Ο τίτλος «Το κωμειδύλλιο» στο εξώφυλλο του βιβλίου του κ. Μ. Μ. Παπαϊωάννου μας «εξαπατά»: δεν πρόκειται εδώ για μια εργασία κεντρωμένη στο κωμειδύλλιο, αλλά (όπως εξάλλου σημειώνεται και στη σελίδα τίτλου) για μια ανάλυση στοιχείων που «αφορούν στο θέα τρο της αστικής πνευματικής ανα γέννησης του 19ου αι.». Ο συγγραφέας θέλησε να σκια γραφήσει τη θεατρική ζωή της Αθήνας, από το 1870 και μετά: τα θεάματα, το κοινό, την προέλευση και τη σύνθεσή του. Παρουσιάζει το έργο ή τμήμα του έργου ορισμέ νων θεατρικών συγγραφέων (Σπ. Ν. Βασιλειάδη, Στ. Ξένου, Δ. Κόκ κου, Δ. Κορόμηλά, Γρ. Ξενόπουλου, Η. Καπετανάκη, Γ. Καμπύση), τις απόψεις τους για το θέα τρο και την προσδοκώμενη αναγέν νησή του. Σχόλια δημοσιογράφων της εποχής πλαισιώνουν τα παρα πάνω θέματα δίνοντας μια εικόνα της ζωής, των αντιλήψεων, των κοινωνικών, πολιτικών και οικονο μικών προβλημάτων.
Ο κ. Παπαϊωάννου έχει συλλέξει, οπωσδήποτε με επίπονη έρευ να, και παραθέτει σειρά αθησαύρι στων κειμένων, πολύτιμων για την ιστορία του νεοελληνικού θεάτρου, αλλά και για την ιδεολογική τοπο θέτηση και τις απόψεις τών συγ γραφέων: Το κείμενο του Σπ. Βασιλειάδη όπου κατηγορείται η εξουσία μεταξύ άλλων και για τη χαριστική πολιτική της έναντι των ξένων θιάσων (σ. 18-19), το ρεπορ τάζ του Στ. Ξένου όπου γίνεται λε πτομερής περιγραφή των θεαμάτων του έτους 1883, του κοινού στο οποίο απευθύνονται, και συγχρό νως καυστική κριτική της κοινωνι κής και πολιτικής ζωής, που παρα μελεί τα σοβαρά προβλήματα της εθνικής ανασυγκρότησης για να στραφεί σε διασκεδάσεις χαμηλού επιπέδου (κεφ. III-IV). Όσον αφορά στην προσέγγιση των έργων, ο συγγραφέας θέλησε να δώσει, με την επιλογή και την ανάλυσή τους, απάντηση στο ερώ τημα: Ήταν το θέατρο της εποχής του X. Τρικούπη «υπερασπιστής
των λαϊκών συμφερόντων», «επα ναστατικό ως προς το κοινωνικό περιεχόμενο»; (σ. 81). Διστάζει, ωστόσο, μπροστά στην τελική απο τίμηση των δεδομένων και δεν προ χωρεί σε διατύπωσή σαφών συμπε ρασμάτων. Έτσι, δεν αποδεικνύεται αν το κωμειδύλλιο είναι προο' δευτικό ή αντιδραστικό (αφού ο κ. Παπαϊωάννου διατηρεί αυτή τη δι πολική οπτική). Επικρίνονται, κα τά κάποιον τρόπο, οι συγγραφείς κωμειδυλλίων διότι οι ήρωές τους που ανήκουν σε εργατικά κοινωνι κά στρώματα δεν έχουν ταξική συ νείδηση, εφόσον δεν προβάλλουν αιτήματα της τάξης τους από σκη νής, τη στιγμή που ο κ. Παπαϊωάννου παραδέχεται την περιορισμένη διαμόρφωση ταξικής συνείδησης στην εργατική τάξη του 1890 (σ. 90-91), την αστική καταγωγή των συγγραφέων, το «ιδεολογικό επίπε δο της μάζας των εργατών ώς το τέλος του 19ου αι.» (σ. 94) και τη «συμβολή του μεγάλου, του λαϊκού κοινού» στην επιτυχία του κωμειδυλλίου. Καταλογίζεται ως αρνητι κός ο ρόλος του Ξενόπουλου, που παρουσίασε τον Ίψεν στην Ελλάδα και στη συνέχεια έγραψε αστικά δράματα, στρέφοντας την προσοχή των συγχρόνων του στις αγωνίες και τα ψυχολογικά προβλήματα του ατόμου κι όχι στους αγώνες του συνόλου. Διότι μ’ αυτό τον τρόπο προώθησε «την αριστοκρα-
οδηγος/63 τική τάση στην τέχνη» (σ. 120) «ορ θώνοντας φράγμα στο πολιτικο ποιημένο κωμειδύλλιο» (σ. 118). Οπωσδήποτε οι συγγραφείς των κωμειδυλλίων (με εξαίρεση τον Η. Καπετανάκη και τον μοναδικό «Γε νικό γραμματέα» του) στάθηκαν μακριά από την άσκηση σοβαρής, συστηματικής, άμεσης κοινωνικής κριτικής. Δεν ήταν αυτός ο στόχος τους. Θέλησαν ν’ ανανεώσουν το νεοελληνικό ρεπερτόριο, να φέ ρουν το κοινό στο θέατρο, κι απ’ όσα μαρτυρούν οι σύγχρονοί τους, το κατάφεραν. Το κοινό, λαϊκό ή αστικό, ζητούσε την ψυχαγωγία στο θέατρο και δεν άφηνε περιθώ ρια για αναζητήσεις, είτε αυτές γινόντουσαν με την επίδραση του Ίψεν, είτε με την επίδραση των σο σιαλιστικών ιδεών. Ο Καμπύσης, που τους «Κούρδους» του ανέβασε ένας δηλωμένος «ελιτίστας» και αστός,.p Κωνσταντίνος Χρηστομάνος, απέτυχε μπροστά στο κοινό, όπως απέτυχε και ο «Ψυχοπατέ ρας» του Ξενόπουλου (ωστόσο η παράσταση ενός έργου για δύο ή
τρία συνεχή βράδια εθεωρείτο επι τυχία για τις τότε συνθήκες και συ νήθειες του αθηναϊκού θεάτρου). Το θεατρικό έργο, για να σταθεί, χρειάζεται ίσως κάτι περισσότερο από τον αγωνιστικό κοινωνικό προβληματισμό. Δεν είναι ανάγκη να παίρνει αυτός ο προβληματι σμός και η κριτική τη μορφή ενός από σκηνής κηρύγματος για να έχουν αποτέλεσμα. Υπάρχει πιο διακριτικός τρόπος, και φαίνεται ότι τον πλησίασαν περισσότερο οι «αστοί» θεατρικοί συγγραφείς πα ρά οι ιδεολόγοι. Δεν θα συμφωνή σουμε λοιπόν ότι το έργο του Καμπύση «χωρίς καμιά αμφιβολία εί ναι ό,τι καλύτερο έχει δώσει το νεοελληνικό θέατρο στην εποχή της αστικής πνευματικής αναγέννησης του 1880» (σ. 144), αν το κρίνουμε από αισθητική άποψη. Αυτό δεν μειώνει το ενδιαφέρον του ως μαρ τυρίας για την απήχηση των σοσια λιστικών ιδεών στο θέατρο. Στην εργασία του κ. Παπαϊωάννου υπάρχουν ορθές επιμέρους πα ρατηρήσεις, αλλά ανακολουθία και συχνά αντιφάσεις στα συμπερά
Δ ΙΑ Λ Ε Κ Τ ΙΚ Η Τ Η Σ Φ Υ Σ Η Σ
ΕΝΓΚΕΛΣ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ
Εκδόσεις:
Το θεμελιώδες φιλοσοφικό έρ γο του Φρίντριχ Ένγκελς, στο οποίο αναπτύσσεται με τον πλη ρέστερο τρόπο η διαλεκτική υ λιστική κατανόηση των σημα ντικότερων θεωρητικών .. προ βλημάτων τών φυσικών επιστη μών και αποδείχνεται η καθολικότητα των θεμελιωδών νόμων τής υλιστικής διαλεκτικής.
Ζωοδόχου Πηγής 16, 10681, Αθήνα Τηλ. 3640 713, 3623 649
σματα. Αυτό οφείλεται κυρίως στο ότι θέλησε να προσαρμόσει, να ερ μηνεύσει τις πηγές με γνώμονα τη συγκεκριμένη θεωρία που παραδέ χεται ως τέχνη μόνο τα έργα που είναι στην υπηρεσία των λαϊκών συμφερόντων και των πρωτοπόρων δυνάμεων (;). Το πολύπλοκο νεο ελληνικό θεατρικό φαινόμενο, τέ χνη ή μη-τέχνη που προέρχεται από τη συγκεκριμένη νεοελληνική κοι νωνία, χρειάζεται εκτεταμένη ανά λυση ώστε να ταξινομηθούν και να ερμηνευθούν οι αντιφάσεις του, πριν η έρευνα καταλήξει σε τελική, και ίσως τυπικής σημασίας, αποτί μηση για την προοδευτικότητα ή την αντιδραστικότητά του. Και κάτι που αφορά στις βιβλιο γραφικές παραπομπές: Δίνονται με γενικό τρόπο στην' τελική βιβλιο γραφία ή απουσιάζουν (π.χ. για το κείμενο του Καρκαβίτσα, σ. 120, ή το έργο του Ξένου «Χρυσοκάνθαροι»). Δεδομένου ότι πρόκειται για αθησαύριστα κείμενα, η συγκεκρι μένη έλλειψη γίνεται ιδιαίτερα αι σθητή . ΛΙΖΙΑΝΑ ΔΕΛΒΕΡΟΥΔΗ
64/συνεντευξη
Αντώνης Σαμαράκης: Ο συγγραφέας οφείλει να είναι η φωνή αυτών εξευτελίζει τις ανθρώπινες Ο Αντώνης Σαμαράκης άρχισε να υπάρξεις- ακόμα και στις πιο αναζητά τις ελπίδες τον στο χώρο εφιαλτικές στιγμές τους της λογοτεχνίας το 1954 με τη προσβλέπουν με εμπιστοσύνη στην συλλογή διηγημάτων τον «Ζητείται ελπίς». Κι από τότε μέχρι σήμερα, σε ανθρώπινη ελπίδα. Ο ζοφερός κόσμος του όλο το κατοπινό τον έργο, αντή η Α. Σαμαράκη κρύβει βαθιά στα αναζήτηση της ελπίδας δεν έπαψε σπλάχνα τον το τρυφερό πρόσωπο ποτέ να είναι η βασική τον αγωνία. της πανανθρώπινης ελπίδας... Τα έργα τον - κινηματογραφικές (Τη συνέντευξη πήραν η Μαρία εικόνες τρόμον ενός απάνθρωπου Τρουπάκη και ο Γιώργος Γαλάντης.) και παρανοϊκού κόσμον που Κύριε Σαμαράκη, στις συνεντεύξεις που δίνετε μιλάμε πολύ για γενικότερα θέματα και λίγο για τη δουλειά σας. Αυτή τη φο ρά λοιπόν θα θέλαμε να μιλήσουμε για το έργο σας... ΚΑΜΙΑ αντίρρηση. Πριν αρχίσουμε όμως θα ήθελα να ευχαριστήσω το «Διαβάζω» για την τι μή που μου κάνει μ’ αυτή τη συνέντευξη. Και μαζί με τις ευχαριστίες μου να θυμηθώ ξανά για λίγο μαζί σας τον Περικλή τον Αθανασόπουλο, που έφυγε από κοντά μας τόσο πρόωρα... Να θυμηθώ ξανά τη σεμνότητά του, την ταπεινοσύνη του, το γέλιο του. Αλλά ας είναι...
Κύριε Σαμαράκη, όταν εκδόθηκε το πρώ το σας βιβλίο ήσασταν ήδη 36 χρόνων. Γιατί αρχίσατε να γράφετε τόσο αργά; ΔΕΝ άρχισα αργά. Έγραφα ποιήματα από 11 χρόνων. Μερικά μάλιστα απ’ αυτά σκέφτομαι να τα εκδώσω κάποτε. Κι ενώ από μικρός ασχολιόμουν με την ποίηση, ξαφνικά το 1954, χωρίς κα λά καλά κι εγώ ο ίδιος να το καταλάβω, έγραψα τα πρώτα μου διηγήματα. Είναι αυτά που βρί σκονται στο «Ζητείται ελπίς». Όμως και τότε αλλά κι αργότερα δεν πίστευα ότι το πράγμα θα είχε κάποια συνέχεια...
συνεντευξη/65
που δεν έχουν φωνή... Τώρα γράφετε τίποτε; ΝΑΙ, γράφω. Προσπαθώ τουλάχιστον. Έχω ξε κινήσει εδώ και χρόνια ένα μυθιστόρημα. Είναι μια ιστορία εξέγερσης νέων ανθρώπων σε μια ανώνυμη χώρα. Μια εξέγερση που ξεκινά από ένα τίποτε σχεδόν... Από μια κίνηση που έκανε ένα νέο παιδί. Οι ήρωες του βιβλίου είναι όλοι νέοι. Νέοι που δε δέχονται το μοντέλο ζωής που κάποιοι άλλοι, όχι νέοι, θέλουν νά τους επιβά λουν. Ένα μοντέλο που βασίζεται στη θεοποίη ση του υλικού κέρδους, στον καταναλωτισμό και στην υπακοή του πολίτη στο σύστημα... Το στυλ της γραφής αυτού του νέου σας μυθιστορήματος είναι το ίδιο μ’ αυτό που μας έχετε συνηθίσει από τα προηγούμενα γραφτά σας; ΓΙΑ να είμαι ειλικρινής, αυτό το στυλ γραφής για το οποίο μου μιλάτε εγώ δεν το συνειδητο ποιώ. Θά ’θελα πάντως το νέο μου μυθιστόρημα να έχει πολλή κίνηση. Προσπαθώ επίσης να έχει κι αυτή την κινηματογραφική, θα λέγαμε, τεχνι κή που .έχουν και τ’ άλλα μου βιβλία... Κύριε Σαμαράκη, έχουν περάσει 1-1 χρό νια από τότε που εκδώσατε το τελευταίο σας βιβλίο. Γιατί δε γράψατε τίποτε στο μεταξύ;
ΜΕ την ίδια έννοια θα σας ρωτούσα κι εγώ γιατί κάποιος πρέπει να γράφει ένα βιβλίο το χρόνο... Δεν εννοώ ότι θά ’πρεπε να έχετε γράψει κάτι οπωσδήποτε. Απλώς ρωτάω το λόγο που δε γράψατε. Αν βέβαια υπάρχει λό γος... ΑΠΛΩΣ, γράφω και σκίζω... Δεν έχω βρει ακό μα κάτι να μου πηγαίνει. Εγώ, πέρα απ’ αυτό και χωρίς να θέλω να σας δικαιολογήσω, σκέφτομαι μήπως ο ρόλος σας ο κοινωνικός σας έχει απορρο φήσει. Εννοώ τις ομιλίες σας σε διάφορες εκδηλώσεις, σχολεία κλπ. ΟΧΙ, καθόλου. Λέω μάλιστα ότι αυτού του εί δους η ανθρώπινη επικοινωνία όχι μόνο δε μου δημιουργεί προβλήματα αλλά με συγκινεί κιό λας. Δεν εννοώ βέβαια τις κοσμικότητες. Ουδέ ποτε υπήρξα κοσμικός. Αλλά αυτή η επικοινω νία μου με πολιτιστικούς συλλόγους της επαρ χίας, με μαθητές, με απλούς ανθρώπους, είναι για μένα μεγάλη χαρά, συγκίνηση και κουράγιο. Αυτή τη δίψα της επικοινωνίας την είχα πάντα. Πιστεύω ότι αυτός που γράφει κάτι και το εκδί δει γίνεται δημόσιο πρόσωπο κι έχει ευθύνη. Και η πρώτη του ευθύνη είναι να γράφει στα βι βλία του το τηλέφωνο και τη διεύθυνσή του,
66/συνεντευξη
I *
*
ώστε ο απλός, ο ανώνυμος αναγνώστης να μπο ρεί να επικοινωνήσει μαζί του, αν το θελήσει. Δε μ’ αρέσει να γίνω σαν τους ξένους συγγραφείς, που για να τους βρεις πρέπει να πάρεις πρώτα τον εκδότη τους ή, ακόμα χειρότερα, τον ατζέντη τους. Η άμεση επικοινωνία με το κοινό είναι ση μαντική για μένα. Ό λα τα βιβλία μου έχουν επάνω τη διεύθυνση και το τηλέφωνό μου. Το ήδη τελειωμένο έργο σας σας δημιουρ γεί υποχρεώσεις; Τόσες μεταφράσεις, τό σες τηλεοπτικές και κινηματογραφικές με ταφορές, δε χρειάζονται τη δική σας βοή θεια; ΟΧΙ, δεν έχω καμιά σχέση εγώ μ’ αυτά τα πράγ ματα. Κύριε Σαμαράκη, δεν υπάρχει καμιά αμ φιβολία ότι το έργο σας είχε μεγάλη απή χηση διεθνώς. Πώς εξηγείτε εσείς αυτή την απήχηση; ΕΓΩ νομίζω ότι πρώτα πρώτα ήτανε θέμα τύχης. Εκτός αυτού όμως, δικαίως ή αδίκως, τα θέματα που από το ’54 προσπάθησα να προσεγγίσω ήταν θέματα που έτυχε να ενδιαφέρουν το αναγνωστι κό κοινό σ’ όλες τις χώρες. Πιστεύω ότι η ειρή νη, ο φόβος ενός πολέμου, τα κοινωνικά προ βλήματα, η λευτεριά κι ο αγώνας του ατόμου που είναι παγιδευμένο σε γρανάζια ολοκληρωτι κών συστημάτων είναι θέματα που ενδιαφέρουν τους ανθρώπους σ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη της
γης·
Ο Αντώνης Σαμαράκης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1919. Σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο της Αθή νας και ήταν για πολλά χρόνια ανώτερος υπάλλη λος στο υπουργείο Εργασίας. Στην Κατοχή πήρε μέρος στην Αντίσταση και το 1944 καταδικάστηκε από τους ναζί σε θάνατο. Έργα του: «Ζητείται ελπίς» (1954, διηγήματα), «Σήμα κινδύνου» (1959, μυθιστόρημα), «Αρνούμαι» (1962, διηγήματα - Κρατικό Βραβείο Διηγή ματος 1962), «Το λάθος» (1965, μυθιστόρημα Βραβείο των «12», 1966), «Το διαβατήριο» (1973, διηγήματα). Τα βιβλία του Α. Σαμαράκη έχουν μεταφραστεί σε 30 γλώσσες και κυκλοφορούν σ’ όλο τον κόσμο σε 88 εκδόσεις. Έχουν πολλές φορές γίνει τηλεοπτικές και κινηματογραφικές ταινίες και διδάσκονται σε σχολεία και πανεπιστήμια στην Ελλάδα και το εξω τερικό.
Τα έργα σας έχουν μια «αστυνομική», θα λέγαμε, χροιά. Είναι ίσως αυτός ένας λό γος που άγγιξαν τα ενδιαφέροντα ενός ευ ρύτερου κοινού; ΔΕΝ αποκλείεται καθόλου. Αν κι εγώ, όταν τα έγραφα, δεν προσπάθησα να τους δώσω τέτοια χροιά. Πάντως, ας μην ξεχνάμε ότι κι ο Ντοστογέφακι, ο Φώκνερ, ο Κάφκα, ακόμα κι η αρχαία τραγωδία, έχουν στοιχεία αστυνομικά. Και στο κάτω κάτω, μήπως δε ζούμε σήμερα σε μια αστυ νομική ανθρωπότητα; Αυτή η «αστυνομική» ανθρωπότητα που λέτε, τα ολοκληρωτικά καθεστώτα και η σχέση του ατόμου μ’ αυτά είναι ένα θέμα που περνά πολύ συχνά στα έργα σας. Εκείνο που δε βλέπω να περνά είναι οι ιδιωτικές, οι πιο προσωπικές σχέσεις των ανθρώπων. Γιατί; Δε σας ενδιαφέρουν αυτού του είδους οι σχέσεις; Η ΣΧΕΣΗ του ατόμου με μια εξουσία ολοκλη ρωτική, καταπιεστική, είναι ένα θέμα που με βα σάνιζε και με βασανίζει πάντα. Γι’ αυτό και πέ ρασε τόσο πολύ μέσα στο έργο μου. Τώρα που κατά κάποιον τρόπο έχω καθαρίσει πια μ’ αυτό το θέμα ίσως στο νέο μου μυθιστόρημα να περά σουν αυτές οι καθαρά προσωπικές σχέσεις που λέτε. Πάντως θά ’θελα να πω εδώ ότι αυτό που λέμε καταπίεση και εξουσία δεν είναι κάτι που υπάρχει μόνο στα ολοκληρωτικά καθεστώτα. Και στις δημοκρατίες μας ακόμα, όσο δημοκρα τίες και να είναι, η καταπίεση υπάρχει. Στη σο-
συνεντευξη/67
σιαλιστική Γαλλία, για παράδειγμα, το κράτος έχει καρτέλες για τους πολίτες, που γράφουν από το τι τους αρέσει να τρώνε μέχρι το πώς κά νουν έρωτα με τη γυναίκα τους... Κύριε Σαμαράκη, σε πολλά από τα διηγήματά σας επαναλαμβάνετε την ίδια ακρι βώς ιστορία. Την ιστορία ενός ανθρώπου που ενώ ζει υπάκουα τη σχέση του με το «καθεστώς» κάποια στιγμή εκρήγνυται και αντιστέκεται. Αυτή η συχνή επανάληψη, που κάνει αρκετά διηγήματά σας όμοια μεταξύ τους, μήπως φτωχαίνει τελικά το έργο σας; ΕΧΕΤΕ δίκιο. Η ερώτησή σας είναι σωστή. Δεν μπορώ όμως να εξηγήσω γιατί λειτουργώ έτσι όταν γράφω. Κι είναι πολύ επικίνδυνο να δίνει κανείς λογικές εξηγήσεις εκ των υστέρων. Απ’ ό,τι μπορώ πάντως να σκεφτώ αυτή τη στιγμή, νομίζω ότι αυτή η επανάληψη οφείλεται στο ότι ήθελα να πιάσω ορισμένα βασικά θέματα από πολλές πλευρές. Όπω ς στη μουσική, που έχουμε το βασικό θέμα και τις παραλλαγές. Δεν απο κλείεται αυτό να φτωχαίνει πράγματι το αποτέ λεσμα. Το ερώτημά σας είναι και δική μου ανη συχία. Μόνο που δεν μπορώ να απαντήσω σί γουρα. Η παραλλαγή αυτή είναι μια δική σας ανάγκη έκφρασης ή ένας τρόπος για να πείτε στους αναγνώστες το ίδιο πράγμα με πολλούς τρόπους;
ΕΙΝΑΙ μια δική μου ανάγκη, ένας τρόπος για να δίνω απαντήσεις στον ίδιο μου τον εαυτό. Διότι γράφουμε βέβαια για πράγματα που έχουμε ήδη ανακαλύψει αλλά γράφοντας αυτοανακαλυπτόμαστε κιόλας. Έπειτα είναι και κάτι άλλο. Στη λογοτεχνική μου πορεία προσπάθησα βέβαια να κάνω ό,τι μπορούσα καλύτερο, όμως, όπως θά ’λεγε κι ο Καίσλερ, «αυτό που μπόρεσα δεν ήταν αρκετό». Ό ,τι έγραψα όμως, δεν το διόρθωσα μετά. Δεν έκανα βελτιώσεις στα βιβλία μου, όπως άλλοι συγγραφείς. Οι επαναλήψεις λοιπόν, οι παραλλαγές, είναι για μένα κι ένα είδος βελ τίωσης αυτών που έχω γράψει. Έλεγα προηγουμένως για τους ήρωές σας, που κάποια στιγμή ωριμάζει μέσα τους μια σπίθα αντίστασης. Θά ’θελα να ρώτή-
Απεχθάνομαι να προτείνω έτοιμες συνταγές και λύσεις. σω εδώ τι είναι αυτό που ωριμάζει μέσα σ’ αυτούς τους απλούς κι ανίσχυρους αν θρώπους και τους κάνει ν’ αντιστέκονται σε παντοδύναμα συστήματα. ΚΑΤ’ ΑΡΧΗΝ θά ’θελα να πω εδώ ότι μ’ ενδια φέρουν πολύ οι απλοί, οι καθημερινοί άνθρω ποι. Απλός και καθημερινός άνθρωπος, ένα συ νηθισμένο πλάσμα δηλαδή, είμαι κι εγώ ο ίδιος.
68/συνεντευξη
t Lc&c.
M tr eX X ^ c -
< e^
Τώρα, τι ωριμάζει μέσα σ’ αυτούς τους ανθρώ πους; Θά ’λεγα ότι ωριμάζει εκείνο που υπάρχει μέσα σε κάθε ανθρώπινη ψυχή: Μια μικρή σπίθα εξέγερσης και διαμαρτυρίας. Κι αυτή η σπίθα ανάβει ξαφνικά. Φαινομενικά βέβαια ξαφνικά, γιατί στην πραγματικότητα έχουν προηγηθεί πολλές διεργασίες. Πάντως, για ν’ ανάψει η σπί θα έχει προηγηθεί πολύς πόνος, πολλή πίκρα, πολύ πνίξιμο. Αυτή η σπίθα διαμαρτυρίας που ανάβει στους ήρωές σας δημιουργεί μια έκρηξη
Πιστεύω ότι ο άνθρωπος κρύβει μέσα του ανεξάντλητες δυνάμεις. που μένει όμως μόνο έκρηξη. Η στάση των ηρώων σας κρύβει μια αντίθεση στα πράγ ματα, όχι μια θέση... ’Adtwa 1934-
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΠΑΙΟΕΥΣΗ
Δίμηνη Επιθεώρηση Εκπαιδευτικών θεμάτων Τ.θ. 76 107, 171 10 Ν. ΣΜΥΡΝΗ, Αθήνα Τηλ. 88.23.62 - 82.24.635 Μερικά από τα θέματα της «Σύγχρονης Εκπαίδευσης» Αναλυτικά Προγράμματα - Σχολικά βιβλία, τ. 3, 7, 11, 13, 15 Αξιολόγηση, Εξετάσεις κτλ., τ. 5, 7, 8, 9, 11, 12, 15 Αυταρχική Εκπ/ση, τ. 4, 7— 13, 14, 15, 16 Βιβλιογραφίες: τ. 2, 5, 6, 8, 9, 10, 11, 12, 14, 15, 16 Γενετική Ψυχολογία, τ. 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8 Ενιαίο Λύκειο, τ. 1, 2, 7, 8, 13 Επαγγ/κός Προσανατολισμός, τ. 1, 4, 5, 8, 11, 16 Ηλεκτρονικοί Υπολογιστές, τ. 13, 15 Ιστορία της Παιδείας, τ. 2, 9, 13 Ιστορική Παιδεία, τ. 5, 6, 8— Κοινωνιολογία, τ. 11 Μαθηματική Παιδεία, τ. 5, 7, 10, 12, 13, 14, 15, 16 Μαθητικά Θέματα, τ. 6, 7, 8, 10, 11, 13, 15 Μέσα Διδασκαλίας, τ. 3, 6, 7, 8, 11, 12 Εκπ/κή Μεταρρύθμιση, τ. 6, 7, 13 Μόρφωση - Επιμόρφωση, τ. 3, 4, 6-9, 10, 11, 12,15 Νέα Ελληνικά - Έκθεση Ιδεών, τ. 5, 6, 8— 14, 15, 16 Οικονομία, τ. 12, 13 Οργάνωση - Διοίκηση Εκπ^ης, τ. 6-9, 11, 12, 14 Συγκριτική Παιδαγωγική, τ. 6, 7, 8, 9, 10 Φυσική Παιδεΰχ, τ. 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 11, 13 Ψυχολογία, τ. 5, 6, 7, 8, 9, 11, 12, 13
ΟΧΙ ακριβώς. Οι ήρωές μου δε σταματούν πάν τα στη διαμαρτυρία. Απεχθάνομαι όμως το να προτείνω έτοιμες συνταγές και λύσεις. Κι εγώ ο ίδιος, παρά τα 64 μου χρόνια, μπουσουλάω ακό μα στον κόσμο. Γι’ αυτό στα βιβλία μου κάνω μια απλή υπόδειξη πιθανών λύσεων και δεν προ τείνω λύσεις. Αλίμονο αν περιμέναμε από τη λο γοτεχνία να μας δώσει έτοιμες λύσεις. Βέβαια, λένε μερικοί ότι η λογοτεχνία δεν έχει καν υπο χρέωση να προχωρά πέρα από μια καταγραφή. Εγώ ούτε αυτό το πιστεύω απόλυτα. Τα γραφτά μου προχωρούν στην εξέγερση κι ακόμα πε ρισσότερο, σε μια υποδήλωση λύσεων δηλαδή. Ο κόσμος που καταγράφετε στα βιβλία σας είναι ένας κόσμος ζοφερός. Ποιες, κατά τη γνώμη σας, ελπίδες μπορεί να έχει αυτός ο τόσο απάνθρωπος κόσμος; Ποιες μπορεί να είναι οι ελπίδες των ανθρώπων; Ο ΚΟΣΜΟΣ γύρω μας είναι πράγματι ζοφερός. Οι ελπίδες του είναι το ότι δεν έχει ακόμα κατα στραφεί. Κι αφού το παν δε χάθηκε, το παν μπο ρεί να σωθεί. Οραματίζομαι έναν κόσμο όχι επι τέλους τόσο ασφυκτικό όπως είναι σήμερα. Έναν κόσμο που να μπορούμε ν’ αναπνέουμε ελεύθερα, αβίαστα, «ανεπαισθήτως όλως». Ορα ματίζομαι να γίνει πραγματικότητα αυτό που το χέρι ενός παιδιού έγραψε σε τοίχο του πανεπι στημίου της Αθήνας: «ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΤΟ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ». Η ελπίδα μου γι’ αυτό τον κόσμο είναι αυτές οι μυστικές δυνάμεις που υπάρχουν μέσα στους ανθρώπους. Αυτές οι δυ-
συνεντευξη/69
Στο κινηματογραφικό «Λάθος» σαν ύποπτο αντιστασιακής στο ολοκληρωτικό καθεστώς δράσης τον έπιασε η ειδική Υπηρεσία
τητα του πανανθρώπινου πόνου. Αυτή η κοινό τητα του πόνου είναι όμως και κοινότητα της πανανθρώπινης ελπίδας κι αγωνιστικότητας για έναν κόσμο που να μην είναι ίσως παράδεισος αλλά να είναι τουλάχιστον λιγότερο ζούγκλα. Εγώ προσωπικά πιστεύω πολύ στις δυνάμεις που κρύβει αυτή η πανανθρώπινη κοινότητα. Σήμερα η εξουσία έχει, νομίζω, πολύ πιο αποτελεσματικούς τρόπους ελέγχου των πολιτών. Την αναπτυγμένη τεχνολογία π.χ.... Πιστεύετε ότι ο άνθρωπος έχει τις δυνάμεις ν’ αντισταθεί σήμερα στους χίλιους τρόπους με τους οποίους τον ελέγ χουν και τον καναλιζάρουν; ΜΗΠΩΣ όμως η κοινωνία, κι αυτή η εξουσία που έφτασε σ’ αυτή την τελειοποίηση, έφτασε έτσι και στην αρχή της αρχής του τέλους της; Σκέφτομαι δηλαδή ότι όταν η καταπίεση φτάσει στα έσχατά της, ίσως αυτό να οδηγεί στην εξέ γερση. Ποιος νομίζετε ότι μπορεί να είναι ο ρό λος της λογοτεχνίας'μέσα σ’ αυτό τον τόσο βίαιο κόσμο που καταγράφουν τα βιβλία σας; ΝΟΜΙΖΩ ότι η λογοτεχνία σήμερα δεν πρέπει να μείνει απαθής μπροστά στο ζοφερό κόσμο
νάμεις που τους κάνουν ν’ αντιστέκονται. Ίσως κάποτε να ξεφύγουμε ψτ’ αυτό το μισητό πράγ μα που λέγεται εξουσία. Μέσα μου πιστεύω ότι αυτό που λέμε αναρχία είναι ίσως η μόνη ελπίδα για το μέλλον αυτού του κόσμου. Να φτάσουμε δηλαδή σε μια κοινωνία ολοένα και περισσότερο απελευθερωμένη. Κι όταν λέω αναρχία εννοώ την έλλειψη εξουσίας. Της εξουσίας που τη φτιά-
Η σχέση του ανθρώπου με μια εξουσία ολοκληρωτική είναι ένα θέμα που με βασάνιζε και με βασανίζει πάντα. χνουμε για να περιφρουρεί την ελευθερία μας και που στο τέλος γίνεται βρόγχος που μας στραγγαλίζει. Κι αυτή η εξουσία υπάρχει παν τού. Ό χ ι μόνο στα ολοκληρωτικά καθεστώτα, αλλά και στις δημοκρατίες. Όμως εγώ πιστεύω ότι ο άνθρωπος κρύβει μέσα του ανεξάντλητες δυνάμεις. Μιλάμε σήμερα συχνά για ανθρώπινες κοινότητες: Ηνωμένα Έθνη, διεθνείς οργανι σμοί... Κι όμως τελικά η μόνη κοινότητα που υπάρχει σήμερα, κατά τη γνώμη μου, είναι η κοι νότητα των απλών ανθρώπων της γης. Η κοινό-
70/συνεντευξη
Πεκίνο, Απρίλης 1983, παρέα μ ’ έναν άγνωστο μικρό φίλο
που αντικρίζει. Και πρέπει να είναι τίμια με τον εαυτό της. Να καταγράφει δηλαδή χωρίς φόβο αυτό ακριβώς που βλέπει. Κι ύστερα να προσ παθεί να το εξηγήσει και να καταγγέλλει τα τόσα τρομερά που συμβαίνουν γύρω μας. Πρέπει να είναι λογοτεχνία εξέγερσης, εναντίωσης κι αντί στασης, θα έλεγα. Αντίστασης στη λογής λογής βία που εξασκείται πάνω στον άνθρωπο και τον εξευτελίζει. Ο συγγραφέας σήμερα οφείλει να ξεχάσει τα προσωπικά του προβλήματα, να ξεφύγει από τον εαυτούλη του και να εκφράσει την εποχή του. Οφείλει να είναι η φωνή αυτών που· δεν έχουν φωνή. Των αδικημένων, των βασανι σμένων και των καταπιεσμένων. Οραματίζομαι μια λογοτεχνία που να είναι κοντά στους απλούς ανθρώπους, χωρίς να κάνει όμως καμιά αβαρία
Η λογοτεχνία είναι πρώτα πρώτα χαρά... στην ποιότητα, τόσο στο περιεχόμενο όσο και στο ύφος. Ζεστή, εγκάρδια, φιλική φωνή να εί ναι, έτσι που ο άλλος, ο ανώνυμος αναγνώστης, να σε νιώθει δικό του άνθρωπο. Έστω κι αν υπάρξουν και μερικοί που θα σε κατηγορήσουν για «λαϊκό» συγγραφέα. Ας λένε. Η αλήθεια εί ναι ότι μέσα στους αιώνες όλοι οι μεγάλοι συγ
γραφείς αγγίζανε το πλατύ κοινό. Εγώ προσπά θησα να τα κάνω όλα αυτά για τα οποία σας μι λάω. Δεν ξέρω βέβαια τι κατάφερα... Ακόμα και κάποιες λύσεις θέλησα να υποδηλώσω. Αυτό όμως χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή, γιατί αλίμο νο μας αν πέσουμε ξανά σε κανένα καινούριου τύπου σοσιαλιστικό ρεαλισμό. Μας έφαγε το σκοτάδι. Γιατί τότε πια δεν κάνουμε λογοτε χνία... Πάντως, εγώ νομίζω επίσης ότι δεν πρέ πει να είμαστε απαισιόδοξοι με τη λογοτεχνία. Η λογοτεχνία παίζει σημαντικό ρόλο. Δε φέρνει βέβαια γρήγορα και θεαματικά αποτελέσματα, αλλά διαποτίζει σιγά σιγά τον ψυχικό μας κόσμο και την καρδιά και μας διαμορφώνει χωρίς να το συνειδητοποιούμε, όπως δε συνειδητοποιούμε κάθε στιγμή ότι ωριμάζουμε από τα χρόνια. Ας θυμηθούμε, για παράδειγμα, τον Ντοστογέφσκι. Θεωρήθηκε προφήτης και πρόδρομος της ρώσικης επανάστασης. Ας θυμηθούμε και την ' Γκουέρνικα του Πικάσο. Συγκίνησε πολύ πε ρισσότερο τις ανθρώπινες καρδιές απ’ ό,τι χιλιά δες πολιτικές ομιλίες, άρθρα ή θεωρίες που γρά φτηκαν για το φασισμό και το ναζισμό. Ας αισιοδοξούμε λοιπόν. Η λογοτεχνία παίζει το ρόλο της. Η λογοτεχνία είναι πρώτα πρώτα χαρά. Όσο σκληρή και μελαγχολική κι αν είναι η θέα της ανθρώπινης παράνοιας και ζούγκλας, που οφείλει πιστά να εικονίζει, πιστεύω ότι μέσα από τη σύγχυση και τα αντίμαχα ρεύματα της εν δόμυχης ζωής, αλλά και της κοινωνικής πραγμα τικότητας, η λογοτεχνία στη χαρά οπωσδήποτε τείνει, εκεί έχει χρέος να προσβλέπει, κι έχει τη δύναμη να μπολιάζει τις καρδιές μ’ αυτή την άλ λη χαρά -γ ια να θυμηθώ το ποιητικό έργο του αλησμόνητου Γιώργου Σαραντάρη «Στους φί λους μιας άλλης χαράς». Ποιοι, κατά τη γνώμη σας, έλληνες συγ γραφείς ανταποκρίνονται σήμερα σ’"αυτό το ρόλο της λογοτεχνίας που μας αναπτύ ξατε; ΔΕΝ έχει σημασία να σας πω ονόματα. Πάντως η Ελλάδα έχει σήμερα ένα πάρα πολύ δυνατό δυναμικό στη λογοτεχνία. Ανθρώπους νέους, που εγώ προσωπικά τους αγαπώ και τους καμα ρώνω μ’ όλη μου την ψυχή. Κι αυτοί οι άνθρω ποι είναι για μένα μια ακόμα ελπίδα ότι η λογο τεχνία θα μπορέσει να βοηθήσει αυτό το χιλιοβασανισμένο λαό να δει πιο καθαρά τη μοίρα του.
Για να γίνει όμως αυτό πρέπει κι ο ρόλος του βιβλίου ν’ αλλάξει. Πρέπει το βιβλίο να μπορέσει να επικοινωνήσει μ’ ένα πλα τύ κοινό. Εσείς πιστεύετε ότι το βιβλίο με
συνεντευξη/71
Στη Νανκίν, στο γυμνάσιο που πήγε ο Α. Σαμαράκης και είχε συζήτηση με
τα σημερινά δεδομένα μπορεί να φτάσει στο πλατύ κοινό; ΟΧΙ, είναι δύσκολο. Πρώτα πρώτα σήμερα, εν έτει 1984, δεν υπάρχει στην Ελλάδα πολιτική για το βιβλίο. Δυστυχώς το πλέγμα των προβλημά των γύρω από το βιβλίο είναι πολύπλοκο σήμε ρα. Ναι, βέβαια, αλλά αυτά τα έχουμε πει κι άλλες φορές. Εγώ θά ’θελα να σταθώ σε κάτι άλλο. Πιστεύω ότι το έργο σας, πέρα από την αξία του, είναι κι από δικό σας αγώνα του έχει ακουστεί παραέξω. Είστε δηλαδή πάντα ανοιχτός σε συζητήσεις με το κοινό, πηγαίνετε, σε πολιτιστικές εκδη λώσεις στην επαρχία κλπ. Το κάνουν αυτό κι άλλοι έλληνες συγγραφείς; ΕΓΩ πιστεύω ότι πρέπει να υπάρχει αυτή η επι κοινωνία με τον αναγνώστη. Η λογοτεχνία είναι διάλογος... Ναι βέβαια... Ξέρετε όμως άλλους συγ γραφείς να το κάνουν αυτό; ΚΟΙΤΑΞΤΕ τώρα... Εγώ δεν μπορώ να μιλήσω για άλλους. Ξέρω μόνο να μιλήσω για τον εαυτό μου και θέλω να πω ότι αυτή η επικοινωνία με
το κοινό μου δίνει πολλή χαρά και κουράγιο. Και δεν είναι μόνο οι ομιλίες ή οι επισκέψεις στα σχολεία, είναι και τα χιλιάδες γράμματα που λα βαίνω. Γράμματα που κρύβουν πολλές φορές φοβερές αποκαλύψεις αγώνα κι αγωνίας νέων κυρίως ανθρώπων. Τ’ αγαπώ αυτά τα γράμματα, μου δίνουν κουράγιο, αλλά με φέρνουν και σε πολύ δύσκολη θέση, γιατί δε θέλω να πεθάνω και να πέσουν σε ξένα χέρια. Σκέφτομαι λοιπόν να τα κάψω, αλλά πάλι τα γράμματα αυτά είναι κάτι πάρα πολύ δικό μου και δε θέλω να χα θούν. Τελικά όμως θα τα κάψω. Κύριε Σαμαράκη, φέτος κλείνουν 30 χρό νια από τότε που εκδώσατε το πρώτο σας βιβλίο. Θά ’θελα τελειώνοντας τούτη τη συζήτηση να μας πείτε πώς ανακάλυψε το έργο σας η κριτική. ΟΤΑΝ πρωτοβγήκε το «Ζητείται ελπίς», ξεκίνη σα να το μοιράσω μόνος μου στα βιβλιοπωλεία. Ό χ ι να το πουλήσω, προς θεού, αλλά να τους πείσω να πάρουν έστω κι ένα αντίτυπο παρακα ταθήκη. Με διώξανε από παντού. Ούτε να το δουν δεν ήθελαν. Κι έτσι ένα αυγουστιάτικο βράδι του ’54, μετά από μια άκαρπη μέρα στα βιβλιοπωλεία, βρέθηκα στο «Καφενείο των Παρισίων», που ήταν τότε στο Σύνταγμα. Εκεί, λοι πόν, καθώς έπινα το ούζο μου, μ’ έπιασαν λυγ
72/συνεντευξη μοί γιατί συνειδητοποίησα ότι το βιβλίο μου δεν επρόκειτο να πουληθεί. Κι ενώ οι θαμώνες του καφενείου με κοίταξαν που έκλαιγα, εγώ έβγαλα από το βαλιτσάκι μου ένα αντίτυπο του βιβλίου κι έγραφα μια αφιέρωση στον εαυτό μου: «Στον Αντώνη κουράγιο Αντώνης». Μετά κατηφόρισα για φαγητό, σ’ ένα ταβερνάκι της Πλάκας, όπου συνηθίζαμε να μαζευόμαστε τα βράδια όλη η παρέα. Εγώ, ο Ν. Βρεττάκος, ο Σ. Δούκας, ο Α. Δρίβας, ο Μίχος Κάρης, ο Γ. Σφακιανάκης, ο αλησμόνητος Γ. Σαραντάρης κι ο Μ. Λουντέμης. Έμεινα με τους φίλους μου ώς αργά κι ύστερα γύρισα σπίτι μου κατάκοπος. Μετά από λίγες μέ ρες μπήκε μια πρώτη κριτική για το βιβλίο μου στην «Καθημερινή». Ήταν γραμμένη από τον Κλέωνα Παράσχο. Και λίγο αργότερα μου μήνυ σε ο Ε. Παπανούτσος ότι ήθελε να με γνωρίσει γιατί σκεφτόταν να μου αφιερώσει μια επιφυλλί δα του «Βήματος». Πήγα, καθήσαμε μαζί κάπου 7 ώρες, και στις 30 Σεπτέμβρη του ’54 δημοσιεύ τηκε στο «Βήμα» η επιφυλλίδα του για μένα με τίτλο «Ένας διηγηματογράφος». Την ίδια μέρα
έσπασε το τηλέφωνό μου από τους βιβλιοπώλες, που χωρίς να υποψιάζονται ποιος είμαι μου έκα ναν παράπονα γιατί δεν τους είχα πάει το βιβλίο μου... Από κει κι ύστερα ασχολήθηκαν κι άλλοι κριτικοί μαζί σας; ΝΑΙ. Άρχισαν νά ’ρχονται οι κριτικές η μια με τά την άλλη: Βουρνάς, Δόξας, Καραντώνης, Βρεττάκος, Βαρίκας, Θρύλος, Τερζάκης, Μπεράτης, Πράτσικας... Θυμάμαι επίσης ένα γράμ μα που μου έστειλε εκείνη την εποχή ο πειραιώτης λογοτέχνης Χρήστος Λεβάντας. Μου έγραφε ότι ο Δημοσθένης Βουτυράς διάβασε το βιβλίο μου και συγκινήθηκε πολύ. Σημείωσε μάλιστα με το τρεμάμενο χέρι του πάνω στο βιβλίο αυτά τα λόγια: «Ένα βιβλίο που είναι καλό». Τίποτ’ άλ λο. Αυτά για την κριτική, και τελειώνοντας θά ’θελα να σας ευχαριστήσω ξανά που θα με πα ρουσιάσετε στο αγαπημένο μου «Διαβάζω»...
Ν Ε ΟΕΛΛΗΝΙΚΑ
ΚΕΙΜΕΝΑ
Μ ό λ ις κ υ κ λ ο φ ό ρ η σ α ν τ ρ ία ά γ ν ω σ τ α κ ε ίμ ε ν α κ ο ρ υ φ α ίω ν Ε λ λ ή ν ω ν
παρατηρητής © = © ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ -ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ- ΠΡ. ΚΟΡΟΜΗΛΑ 38 ΤΗΛ. 264958 - ΑΘΗΝΑ -ΠΑΡΑΤ
ΔΕΛΤΙΟ ΐ7^Απριλ^οΰ1984 βιβλιογραφικό δελτίο αριθ. 93 • Το Βιβλιογραφικό Δελτίο συντάσσεται με την πολύτιμη συνερ γασία τον βιβλιοπωλείου της «Εστίας», τη διεύθυνση και το προσωπικό του οποίον ευχαρι στούμε θερμά. • Η ταξινόμηση των βιβλίων γίνε ται με βάση το γνωστό Δεκαδικό Σύστημα Ταξινόμησης, προσαρ μοσμένο στην ελληνική βιβλιο γραφία. • Σε κάθε κατηγορία βιβλίων προηγούνται αλφαβητικά οι έλ-
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
Επι^
ληνες συγγραφείς και ακολου θούν οι ξένοι. • Η κατάταξη των ξένων συγγρα φέων γίνεται σύμφωνα με το ελ ληνικό αλφάβητο. • Στην ‘κατηγορία των περιοδικών δεν περιλαμβάνονται εβδομαδι αία έντυπα. • Για την ακόμη μεγαλύτερη πλη ρότητα του Δελτίου, παρακαλούνται οι εκδότες να μας στέλ νουν έγκαιρα τις καινούριες εκ δόσεις τους.
ρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, 1984. Σελ. 375. Δρχ. 700.
----------------------------------------- ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΓΕΝΙΚΑ
ΚΑΛΟΓΕΡΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Α. Η θρησκεία από επι στημονική και φιλοσοφική άποψη. Θεσσαλονίκη, 1984. Σελ. 265. Δρχ. 300. ΣΦΕΝΔΟΝΗ-ΜΕΝΤΖΟΥ ΔΗΜΗΤΡΑ. Η φιλοσοφία του πραγματισμού του C. S. Peirce. Θεσσαλονίκη, Σάκκουλας, 1984. Σελ. 85.
ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΓΕΝΙΚΑ
—=
ΓΕΝΙΚΑ ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ. Προσκυνητάριον του Αγίου Όρους του Άθωνος. Η ' έκδοση. Άγιον Όρος, Πανσέληνος, 1984. Σελ. 128. Δρχ. 250.
ΗΘΙΚΗ ALLCHIN Α. Μ. Γεύση ελευθερίας. Μετ. Νίκος Λογιάδης. Αθήνα, Τήνος, 1984. Σελ. 59. Δρχ. 100.
ΚΙΤΣΑΡΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Λ. Ψυχολογία με ψυχή. Αθήναι, Εκδοτική Εστία, 1983. Σελ. 256. Δρχ. 350.
ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣΕΠΙΣΤΗΜ ΕΣ
ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ
ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ
ΑΓΡΑΦΙΩΤΗΣ Δ. κ.ά. Ψυχανάλυση και Ελλάδα. Στοιχεία, θέσεις, ερωτήματα. Επιμ. Θ. Τζαβάρας. Βι βλιοθήκη Γενικής Παιδείας, οιριθ. 16. Αθήνα, Εται-
ΓΕΜΤΟΣ ΠΕΤΡΟΣ Α. Μεθοδολογία των κοινωνικών επιστημών. Τόμος Α'. Αθήνα, Παπαζήσης, 1984. Σελ. 479. Δρχ. 800.
74/δελτιο
ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΞΑΝΘΟΥΛΗΣ ΝΑΠ. ΕΜΜ. Τοπωνυμικό της Σκό ρου. Αθήνα, 1984. Σελ. 214. Δρχ. 500.
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ- ΠΑΙΔ/ΓΙΚΗ
Μονή των Φιλανθρωπηνών και η πρώτη φάσή της με ταβυζαντινής ζωγραφικής. Υπουργείο Πολιτισμού και Επιστημών / Δημοσιεύματα του Αρχαιολογικού Δελ τίου, αριθ. 31. Αθήναι, Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων, 1983. Σελ. 273 + πίνακες. Δρχ. 2800.
ΧΑΡΑΚΤΙΚΗ Τόπος και εικόνα. Χαρακτικά ξένων περιηγητών για την Ελλάδα. Τόμοι Ε' και ΣΤ': 19ος αιώνας. Αθήνα, Ολκός, 1983. Σελ: 215 + 221.
ΓΕΝΙΚΑ ΓΚΟΤΟΒΟΣ Θ. - ΜΑΥΡΟΓΙΩΡΓΟΣ Γ. - ΠΑΠΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ Π. Κριτική παιδαγωγική και εκ παιδευτική πράξη. Γιάννενα, Σύγχρονη Εκπαίδευση, 1984. Σελ. 205. Δρχ. 500.
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ ΡΑΦΑΗΛΙΔΗΣ ΒΑΣΙΛΗΣ. Φιλμοκατασκευή. Μια μέθοδος ανάγνωσης του φιλμ. Αθήνα, Αιγόκερως, 1984. Σελ. 158. Δρχ. 250.
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΜΗΛΙΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Εκπαίδευση και εξουσία. Αθή να, Θεωρία, 1984. Σελ. 192. Δρχ. 350.
ΜΟΥΣΙΚΗ ΤΟΥΡΚΟΒΑΣΙΛΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ. Τα ροκ ημερολόγια. Αθήνα, Οδυσσέας, 1984. Σελ. 188.
ΠΑΙΔΙΚΑ ΓΑΩΣΣΑ ΕΛΕΥΘΕΡΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΒΟΡΟΝΟΒ ΝΙΚΟΛΑΪ. Μάσα. Ένα σύγχρονο κορί τσι. Μετ. Μαριάννα Γαβριηλίδου. Νεανική Βιβλιοθή κη, αριθ. 28. Αθήνα, Καστανιώτης, 1984. Σελ. 172. Δρχ. 300.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΜΠΑΝΑΣ ΗΛΙΑΣ ΙΩ. Ερμηνευτικό ορθογραφικό λεξικό της δημοτικής. Μονοτονικό. Αθήνα, Καμπανάς, 1983. Σελ. 764. Δρχ. 250.
ΤΕΧΝΕΣ ΚΛΑΣΙΚΗΦΙΛΟΛΟΓΙΑ ΓΕΝΙΚΑ ΔΗΜΟΥ ΝΙΚΟΣ. Ο ελληνας Βούδδας. Αθήνα, Νεφέ λη, 1984. Σελ. 148. Δρχ. 300.
Απολλοδώρου βιβλιοθήκη. Τόμοι A ' + Β'. Αρχαίο κείμενο, μεταγραφή στη δημοτική, εισαγωγή Απόστο λος Παπανδρέου. Μικρή Βιβλιοθήκη Αρχαίων Ελλή νων Συγγραφέων; αριθ. 2. Αθήνα, Τολίδης, 1984. Σελ. 255 + 219.
ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΑΧΕΙΜΑΣΤΟΥ-ΠΟΤΑΜΙΑΝΟΥ
ΑΡΧΑΙΟΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ
ΜΥΡΤΑΛΗ.
Η
Ξενοφώντος Ιέρων. Η εξομολόγηση ενός τυράννου.
δελτιο/75 Λυχυαο κείμενο, μεταγραφή στη δημοτική, εισαγωγή για τη δημοκρατία και την τυραννία στην αρχαιότητα Τάσος Βουρνάς. Μικρή Βιβλιοθήκη Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων, αριθ. 3. Αθήνα, Τολίδης, 1984. Σελ. 126.
ΜΕΛΕΤΕΣ
ΒΙΒΛΙΑ
ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ
Β. Γ Κ Α ΦΟ Υ ΡΟ Φ — Δ. Τ Σ Ι Μ Π Ο Υ Κ Ι Α Η
Α Λ ΕΞΑΝΔΡΟΣ ο MAKE ΔΟΝ
ΠΡΟΜΠΟΝΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Κ. Σύντομος εισαγωγή εις την μυκηναϊκήν φιλολογίαν. Αθήναι, 1984. Σελ. 160. Δρχ. 400.
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΓΕΝΙΚΑ ΣΚΑΡΙΜΠΑΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Σπαζοκεφαλιές στον ουρα νό. Αθήνα, Κάκτος, 1984. Σελ. 119. Δρχ. 200.
ΠΟΙΗΣΗ ΑΓΓΕΛΑΚΗΣ ΑΝΔΡΕΑΣ. Η οδός Θρασυβούλου. Β' έκδοση. Αθήνα, Οδυσσέας, 1984. Σελ. 37. ΑΡΦΑΝΗΣ ΒΑΣΙΛΗΣ. Το ραντεβού. Αθήνα, Οδυσ σέας, 1984. Σελ. 38. Η ειρήνη στη σύγχρονη ποίηση. (Ανθολογία). Τόμος Α'. Αθήνα, Επιτροπή Ειρήνης Λογοτεχνών, 1984. Σελ. 158. ΕΥΓΕΝΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗΣ. Ο θαυματοποιός πίθηκος. Αθήνα, Οδυσσέας, 1984. Σελ. 21. ΙΣΑΡΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. Οι παρενέργειες της σιω πής. (ΠοιήματαΤ966-1983). Αθήνα, Ύψιλον / Βιβλία, 1984. Σελ. 106. ΚΑΛΛΙΑΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ. Τα κόκκινα μήλα. Ποιή ματα. Αθήνα, Διογένης, 1984. Σελ. 46. ΚΟΝΙΔΑΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ. Οικείος. Αθήνα, Οδυσ σέας, 1984. Σελ. 25. ΚΟΥΣΟΥΛΑΣ ΛΟΥΚΑΣ. Σχηματοποίηση. Αθήνα, Καστανιώτης, 1984. Σελ. 179. ΛΟΓΑΡΑΣ ΚΩΣΤΑΣ. Ο ήλιος στον υδροχόο. Αθήνα, Οδυσσέας, 1984. Σελ. 22. ΜΑΡΚΑΣ ΚΩΣΤΑΣ. Σχεδόν ερωτικά. Θεσσαλονίκη, 1984. Σελ. 43. ΜΠΕΛΛΑΣ ΤΑΣΟΣ. Φως. Αθήνα, 1984. Σελ. 77. ΝΙΚΟΛΑΚΗΣ ΚΩΣΤΗΣ. Δημιουργική αδράνεια. Αθήνα, Οδυσσέας, 1984. Σελ. 28.
ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΔΗΜ. ΤΣΙΜΠΟΥΚΪΔΗ~
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
76/δελτιο ΝΤΑΟΥΣΑΝΗΣ ΑΘΑΝ. Β. Στέππες. Ποιήματα. Αθήνα, 1984. Σελ. 50. ΝΤΑΟΥΣΑΝΗΣ ΑΘΑΝ. Β. Το βαθύ του έβενου. (Ποιήματα). Β' έκδοση. Αθήνα, 1984. Σελ. 60. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΩΣΤΑΣ. Ιχνογραφία. Τ' έκδοση. Αθήνα, Κέδρος, 1983. Σελ. 40. ΠΥΛΟΡΩΦ-ΣΩΤΗΡΟΥΔΗ ΣΟΝΙΑ. Ποιήματα του ’83. Θεσσαλονίκη, 1984. Σελ. 36. ΣΚΑΡΤΣΗΣ ΣΩΚΡΑΤΗΣ Λ. Έ να ερωτικό. Αθήνα, Οδυσσέας, 1984. Σελ. 34. ΤΡΙΒΥΖΑΣ ΣΩΤΗΡΗΣ. Κίβδηλο φεγγάρι. Αθήνα, Οδυσσέας, 1984. Σελ. 25. ΧΡΟΝΑΣ ΠΕΤΡΟΣ. Ειδωλοσκόπιο. Με τρεις εικόνες του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη. Αθήνα, Ά γρα, 1984. Σελ. 41. Δρχ. 220. ΠΟΥΣΚΙΝ Α. Ευγένιος Ονέγιν. Μετ. Νίκος Παπα κωνσταντίνου. Εισαγωγή Δημήτρης Ν. Παπακωνσταν τίνου. Αθήνα, Δωδώνη, 1983. Σελ. 246. Δρχ. 500.
τον Άγγελο Σικελιανό. Αθήνα, Θεωρία, 1984. Σελ. 202. Δρχ. 380.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΕΝΙΚΑ ΛΕΚΟΣ MIX. ANT. Περί Τσακώνων και της τσακωνι κής διαλέκτου. Επανέκδοση. Βιβλιοθήκη Ιστορικών Μελετών, αριθ. 185. Αθήνα, Καραβίας, 1984. Σελ. 95. Δρχ. 200. ΤΟΠΟΛΣΚΙ ΓΙΕΡΖΙ. Προβλήματα ιστορίας και ιστο ρικής μεθοδολογίας. Μετ. Νίκος Μαραγκός - Γιώργος Μαραγκός. Αθήνα, Θεμέλιο, 1983. Σελ. 189.
ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ ΖΩΓΡΑΦΟΥ ΛΙΛΗ. Η γυναίκα σου η αλήτισσα. Μυ θιστόρημα. Αθήνα, Γραμμή, 1984. Σελ. 233]. Δρχ. 440. ΚΑΡΑΘΑΝΟΣ ΣΩΤΗΡΗΣ. Το παραμύθι της κυράς. Αθήνα, Τήνος. Σελ. 90. Δρχ. 150. ΖΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ ΚΩΣΤΟΥΛΑ. Ο πάγκος. (Ά ρ θρο No 22). Διηγήματα. Ελληνική Πεζογραφία, αριθ. 27. Αθήνα, Γνώση, 1984. Σελ. 236. Δρχ. 400. ΜΑΣΙΑΝΤΟ Ζ. Μ. ΝΤΕ ΑΣΙΣ. Επιτάφιος για ένα μι κρό νικητή. Μετ. Λήδα Μοσχονά. Αθήνα, Αστάρτη, 1983. Σελ. 223. Δρχ. 400. ΜΠΟΡΟΦΣΚΙ ΙΓΚΟΡ ΡΑ3ΙΝΟΛΝΤ. Στη μούχλα των πράσινων ήλιων. Μετ. Έρση Λάγκε. Αθήνα, Ροή, 1984. Σελ. 156. Δρχ. 250. HESSE HERMANN. Σιντάρτα. Μετ. Τσένη Μιστράκη. Αθήνα, Λυχνάρι, 1984. Σελ. 157. Δρχ. 250.
ΕΥ Θ ΥΜΟΓΡΑΦΙΚΑ ΕΠΙΤΡΟΠΑΚΗΣ ΝΙΚΟΣ. Ευρω-φουστανέλλα. Σατιρογραφήματα. Αθήνα, Βασδέκης, 1984. Σελ. 166. Δρχ. 300.
ΜΕΛΕΤΕΣ ΦΡΑΓΚΟΥ-ΚΙΚΙΛΙΑ ΡΙΤΣΑ. Πέντε μελετήματα για
ΛΟΥΡΟΣ Ν. Κ. - ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΣ Κ. Ν. Δυο γιατροί θυμούνται... Β' έκδοση. Μαρτυρίες, αριθ.. 1. Αθήνα, Φιλιππότης, 1984. Σελ. 126. ΣΜΟΚΟΒΙΤΗΣ ΑΘ. Το πανεπιστήμιο μέσα από τις σελίδες ενός ημερολογίου. Θεσσαλονίκη, 1984. Σελ. 272. Δρχ. 300. ΚΙΟΥΡΙ ΕΥΑ. Μαντάμ Κιουρί. Μετ. Λένα Μιλίλη. Αθήνα, Δωρικός, 1984. Σελ. 404. Δρχ. 450. BANDINI FERNANDO AND ΟΤΗ. Παζολίνι: χρονι κό της βίας, της δίωξής και του θανάτου. Μετ. Κούλα Κυριακίδου. Αθήνα, Εξάντας, 1984. Σελ. 390.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΑΥΡΟΓΙΑΝΝΗΣ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ Ε. Ιστορία των Ιονίων Νήσων. Επανέκδοση με ευρετήριο. Τόμοι Α ' + Β'. Αθήνα, Καραβίας, 1984. Σελ. 474 + 317. Δρχ. 2000 (οι δύο τόμοι).
ΤΑΞΙΔΙΑ ΑΛΛΕΣ ΧΩΡΕΣ ΜΕΝΟΥΝΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Η Αυστραλία σήμερα. Αθή να, Συντροφιά. Σελ. 100. Δρχ. 150.
δελτιο/77
ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ
m Μ Ο ΛΙΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΑΝ
ΑΝΤΙ. Δεκαπενθήμερη πολιτική επιθεώρηση. Τεύχος 258. Δρχ. 50. ΓΥΝΑΙΚΑ. Το περιοδικό της ελληνικής οικογένειας. Τεύχος 892. Δρχ. 100. ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΟΣ ΠΟΛΙΤΗΣ. Τεύχος 12. Δρχ. 80. ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ. Έκδοση λόγου και τέχνης. Διπλό τεύ χος αριθ. 6. Δρχ. 130.
ΔΙΑΒΑΖΩ. Δεκαπενθήμερη επιθεώρηση του βιβλίου. Τεύχος 91. Δρχ. 120. ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΗΧΩ. Φύλλο 29. ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΦΩΝΗ. Φύλλο 27. ΕΚΦΡΑΣΙΣ. Όργανον της Πατριωτικής - Κοινωνικής - Δημοκρατικής - Ενώσεως (ΠΑ.Κ.Δ.Ε). Φύλλο 37. Δρχ. 20. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ. Τόμος 1. Τεύχος 1. Δρχ. ‘300. ΕΠΟΠΤΕΙΑ. Τεύχος 89. Δρχ. 250. ΗΝΙΟΧΟΣ. Τεύχος 85-86. Δρχ. 50. ΗΧΟΣ ΚΑΙ HI-FI. Τεύχος 133. Δρχ. 90. ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ. Τεύχη 188 και 189. Δρχ. 130. ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΑ ΤΕΤΡΑΔΙΑ. Δίμηνο κινημα τογραφικό περιοδικό. Τεύχος 14-15. Δρχ. 200. ΜΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ. Μάρτιος ’84. ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ. Φύλλο 23. ΝΑΥΠΑΚΤΙΑΚΗ. Φύλλο 6. Δρχ. 20. ΟΘΟΝΗ. Τρίμηνο κινηματογραφικό περιοδικό θεωρίας/κριτικής. Τεύχος 15. Δρχ. 150. ΠΑΝΘΕΟΝ. Γυναικείο δεκαπενθήμερο περιοδικό. Τεύχος 800. Δρχ. 80. ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ. Φύλλο 1. ΣΠΕΤΣΙΩΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ. Φύλλο 49. ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΣΚΕΨΗ. Μηνιαία περιοδική έκδοση γραμμάτων και τεχνών. Φύλλο 89. Δρχ. 7. ΣΥΛΛΕΚΤΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ. Μηνιαίο περιοδικό για συλλέκτες. Τεύχος 14. Δρχ. 100. ΣΧΟΛΙΑΣΤΗΣ. Τεύχος 13. Δρχ. 100. ΤΡΑΠΕΖΙΤΙΚΗ. Μηνιαίο όργανο του Συλλόγου των Υπαλλήλων της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος. Φύλ λο 453. Δρχ. 1. ΦΙΛΟΙ ΤΩΝ ΠΟΛΥΤΕΚΝΩΝ. Φύλλο 21. ΤΑ ΨΑΡΑ. Φύλλο 43-44-45.
Γ ράμματα τοϋ ΑΡΘΟΥΡΟΥ ΡΕΜΠΩ ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ Ό Βροχοποιός ΝΑΝΟΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ Στό κάτω κάτω τής γραφής ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ ΣΤΡΙΝΤΜΠΕΡΓΚ Ό γιος τής δούλας Η. JA FFE - Ε. ROTERS Ή ζωγραφική στον 20ό αιώνα
78/δελτιο 21 Μαρτίου3 Απριλίου 1984
κριτικογραφια
Επιμέλεια: Μαρία Τρουπάκη
Στην Κριτικογραφια περιλαμβάνονται όλες οι επώνυμες βιβλιοκριτικές που δημοσιεύονται στον ημερήσιο αθηναϊ κό τύπο. Περιλαμβάνονται, επίσης, και κριτικές δημοσιευμένες στον περιοδικό και επαρχιακό τύπο, όσες φυσικά φροντίζουν να μας στέλνουν οι συντάκτες τους. Για κάθε βιβλίο σημειώνονται, μέσα σε παρένθεση: το όνομα του κριτικού και ο τίτλος του εντύπου (βλ. Υπόμνημα), καθώς και η ημέρα δημοσίευσης της κριτικής, αν πρόκειται για εφημερίδα, ή ο αριθμός έκδοσης, αν πρόκειται για περιοδικό έντυπο.
-ΥπόμνημαΚΡΙΤΙΚΟΙ ΑΑ: Α. Αργυρίου ΑΘ: Π. Αθηναίος ΑΠ: έ V. Φουριώτης BA: Β. Αγγελοπούλου ΒΠ: Βάιος Παγκουρέλης ΓΜ: Γ. Ματζουράνης ΔΚ: Δ. Κονιδάρης ΓΠ: Γ. Παναγιώτου ΔΓ: Δ. Γιάκος ΔΖ: Δ. Ζαδές ΔΠ: Δ. Παπακωνσταντίνου ΔΣ: Δ. Σιατόπουλος ΕΑ: Ε. Αρανίτσης ΕΖ: Ε. Ζωγράφου ΕΠ: Ε. Παμποΰκη ΕΡ: Ε. Ρόζος EM: Ε. Μόσχος ZB: Ζ. Βαλάση ΘΠ: Θ. Μ. Πολίτης ΚΑ: Κ. Ανδρόνικός ΚΔ: Κ. Θ. Δημαράς ΚΕ: Κ. Εμονίδης ΚΗ: Σ. Κατσίμης ΚΛ: Κ. Λάμψα ΚΝ: Κ. Ντε. όπουλος ΚΡ: Κ. Ρούφου ΚΣ: Κ. Σταματίου ΚΤ: Κ. Τσαούσης ΚΧ: Κ. Χρυσάνθης ΜΑ: Μ. Αποστολάτος ΜΠ: Μ. Παπαδοπούλου ,ΝΜ: Ν. Μπούτβας ΝΠ: Ν. Παπανδρέου ΟΠ: Ο Παρατηρητής
Α. Παπανδρόπουλος Π. Λινάρδος-Ρυλμόν Π. Μηλιώρη Π. Παγκράτης Δ. Σταμέλος Τ. Θεοδωρόπου. Τ. Λειβαδίτης Κ. Τρίγκου Σ. Τσακνιάς Φ. Τριάρχης X. Χειμώνας
Απογευματινή Ακρόπολις Αντί Αυγή Βορειοελλαδικά Η Βραδυνή Γιατί Γράμματα και Τέχνες
Ειδήσεις Ελευθεροτυπία Ελικώνας Εποπτεία Επίκαιρα
Φιλοσοφία Κονδύλης Π.: Η κριτική της μεταφυσικής στη νεότερη σκέψη (Θ. Γεωργίου, ΔΙ, 90) Μεραναίος Κ.: Η παρακμή των φιλοσόφων κι ο μαρξισμός (ΔΣ, ΒΡ, 3/4) Ραφαηλίδης Β.: Κείμενα για το Μαρξ (Β. Χατζηβασιλείου, TO, 8S Ένγκελς Φ.: Διαλεκτική της φύσης (ΚΤ, ΕΘ, 28/3)
ΕΣ: Ελεύθερος (Στερ. Ελλ.) ΕΨ: Επιστημονική Σκέψη ΕΩ: Ελεύθερη 'Ωρα ΗΜ: Ημερήσια ΗΧ: Ήχος και Hi-Fi ΘΟ: Θούριος ΚΑ: Καθημερινή ΚΛ: Κυπριακός Λόγος CO: Cosmopolitan ΛΕ: Η Λέξη ΜΕ: Μεσημβρινή ΝΕ: Τα Νέα . ΝΣ: Νέα Εστία ΟΙ: Οικολογία και Περιβάλλον ΟΜ: Ομπρέλα ΟΠ: Οδός Πανός ΟΤ: Οικονομικός Ταχυδρόμος ΠΑ: Πάνθεον ΠΘ: Πολιτικά Θέματα ΠΚ: Πνευματική Κύπρος ΠΟ: Πολίτης ΠΡ: Πορφύρας ΡΙ: Ριζοσπάστης ΣΕ: Σύγχρονη Εκπαίδευση ΣΘ: Σύγχρονα Θέματα ΣΚ: Σκιάθος ΣΛ: Συλλεκτικός Κόσμος ΣΠ: Σπουδές ΣΣ: Σύγχρονη Σκέψη ΣΥ: Συμβολή ΤΑ: Ταχυδρόμος ΤΕ: Τριφυλιακή Εστία ΤΟ: Τομές ΤΤ: Τετράγωνο ΦΣ: Φιλολογική Στέγη ΧΑ: Χάρτης ΧΡ: Η Χριστιανική
Μακρής Ν.: Κατακερματίζεσθαι την ουσίαν (Ν. Β. Τυπάλδος Χριστιανική Βιβλιογραφία, 53 Παπαχρήστου-Πάνου Ε.: Η Αποκάλυψη του Ιωάννη (ΑΦ ΑΚ, 31/3 Τυπάλδος Ν. Β.: Παναγίες της Κρήτης (Β. Μουστάκας, Χρι στιανική Βιβλιογραφία, 53 Ευδοκίμωφ Μ.: Η αναζήτηση του Θεού στη σύγχρονη σκέψι και λογοτεχνία (Ν. Β. Τυπάλδος, Χριστιανική Βιβλίο γραφία, 53
θρησκεία Αρβανίτης Ν.: Τα πασχαλινά (Ν. Β. Τυπάλδος, Χριστιανική Βιβλιογραφία, 53) Ζαμπέλης Γ.: Φως στη σκοτοδίνη των καιρών (Ν. Β. Τυπάλ δος, Χριστιανική Βιβλιογραφία, 53)
Πολιτική Κωστόπουλος Σ.: Για ένα πατριωτικό σοσιαλιστικό κίνημα (Γ Γ., ΑΥ, 1/4 Μακρης Π.: Μαρξιστές και ορθοδοξία (ΒΠ, ΔΙ, 90)
δελτιο/79 Παπαθεμελής Σ.: Ένας διάλογος με το μαρξισμό (Τ. Τζαμαλίκος, ΚΑ, 29/3) Χαχζηνικολάου Α.: Κτίζοντας την ελπίδα στα ερείπια της Βη ρυτού (ΒΠ, ΔΙ, 90) Vega Α κ.ά.: Λαϊκές εξεγέρσεις στην Ανατολική Ευρώπη (ΔΠ, Αγωνιστής, 178) Γουλφ Ρ. Π.: Πέρα από την ανοχή (ΒΠ, ΔΙ, 90)
Δημόσια διοίκηση Αθανασόπουλος Δ.: Η ελληνική διοίκηση (Κ. Παναγιωτάτος, ΕΨ, 16)
Λαογραφία Διξικιρίκης Γ.: Η αισθητική της Ρωμιοσύνης (Σ. Δημητρίου, ΔΙ, 90)
Τέχνες Βελλούδιος Θ.: Ελληνοκεντρική φαντασιομετρική τέχνη (ΒΠ, ΔΙ, 90) Δημήτρης Μυταράς (ΚΤ, ΕΘ, 28/3) Μαυρομμάτης Ε.: Μπέλλα Ραφτοπούλου (ΒΠ, ΔΙ, 90) Μητροπούλου Κ.: Θέμα για παλιό διήγημα (ΚΗ, ΕΙ, 28/3) Πετρόπουλος Η.: Η αυλή στην Ελλάδα (ΒΠ, ΔΙ, 90) Τλούπας Τ.: Από τη γη των ανθρώπων (Ν. Κολοβός, Σχήμα Λόγου, 5) Γιάφε X. - Ρότερς Ε.: Η ζωγραφική στον 20ό αιώνα (ΚΗ, ΕΙ, 28/3) Μικελάντζελο Αντονιόνι (ΣΚ, ΕΓ, 25/3) Μπαζέν Α. κ.ά.: Γουέστερν (Α. Ταρνανάς, ΤΟ, 89)
Πεζογραφία Ανδριανοπούλου Ε.: Δεκατρία παραμύθια (Β., ΑΥ, 1/4) Δεληολάνης Δ.-: Pusher (Χ.Π., Σχήμα Λόγου, 5) Δελησάββας Μ.: Άνθρωποι δικοί μας (ΕΖ, ΡΙ, 25/3) Ησάϊα Ν.: Η άλλη (Μελισσάνθη, ΓΤ, 27) Καρράς Σ.: Λοχίας Λομπάρντι (ΑΦ, ΑΚ, 31/3) Παπαδημητρίου Μ.: Η σπηλιά (ΒΠ, ΔΙ, 90) Σκάρος Ζ.: Οι ρίζες του ποταμού (Μ. Γ. Μερακλής, ΡΙ, 1/4) Σκούρτης Γ.: Το μυθιστόρημα μιας δολοφονίας (Χ.Π., Σχήμα Λόγου, 5) Τατσόπουλος Π.: Το παυσίπονο (Γ. Δ. Παγανός, ΓΤ, 27) Τσιρόπουλος Κ.: Τα φαντάσματα (ΘΠ, Παναιτωλική, 18/3) Φουσκαρίνης Α.: Περικαλλείς διηγήσεις του Χριστόφορου Πατξινακίτου (ΣΚ, ΕΓ, 1/4) Γουλφ Β.: Ορλάντο (ΠΜ, ΠΑ, 27/3) Δονόσο X.: Οι βαθύπλουτοι Βεντούρα και οι ανθρωποφάγοι (Κ. Γουλιάμος, ΓΤ, 27) Κασάρες A. Ν.: Η εφεύρεση του Μορέλ (Κ. Γουλιάμος, ΓΤ, 27)
παρατηρητής
Αθλητισμός Νικολόπουλος Γ. - Φίλια Γ.: Τεχνική και διδακτική της κο λύμβησης (ΚΤ, ΕΘ, 28/3)
Γλώσσα Τσουδερός Γ.: Ιστορική γραμματική της κοινής νεοελληνικής (Κ. Γουλιάμος, ΓΤ, 27)
Ποίηση Αγγελάκης Α.: Η μεταφυσική της μιας νύχτας (Β. Κάσσος, ΤΟ, 89) Αλεξάκης Ο.: Η λάμψη (Η. Κεφάλας, ΤΟ, 89) Γρηγοριάδης Γ.: Το μαβροκίτρινο αρνί (ΒΠ, ΔΙ, 90) Δαββέτας Ν.: Οι εραστές της Όστριας (Β. Χατζηβασιλείου, ΤΟ, 89) Δήμου Ν.: Σκοτεινός θάλαμος (Η. Κεφάλας, ΤΟ, 89) Ιεροδιακόνου Α.: Της κώμης Αιγιαλού (Κ. Γουλιάμος, ΓΤ, 27) Κάλας Ν.: Γραφή και φως (Γ. Μαρκόπουλος, ΔΙ, 90) Καραβίτης Β.: Φόρμουλες για μιαν άγνωστη ζωή (Κ. Γουλιά μος, ΓΤ, 27) Κάτσικας Σ.: Άννα (ΘΠ, ΕΣ, 17/3) Κατσίνης Μ.: Ειρηνικά (ΔΣ, ΒΡ, 3/4) Μάναρης Ζ.: Η κύστη ή το λευκοκύτταρο του οράματος (Ν. Ταξιάρχης, ΡΙ, 25/3) Μουντές Μ.: Η αντοχή των υλικών (ΚΤ, ΕΘ, 28/3) Μπασδέκης Γ.: Θαλάσσιος οργασμός (Β. Φυτσιλής, ΡΙ, 1/4) Νικολαίδης Α.: Επιλογή Α ' , Β' (ΑΦ, ΑΚ, 25/3) Παπαδάκη Α·: Αμνάδα των ατμών (Η. Κεφάλας, ΤΟ, 89) Πρατικάκης Μ.: Το σώμα της γραφής (Β. Κάσσος, ΤΟ, 89) Σκαρτσής Σ.: Όστρακα μνήμης (ΘΠ, ΕΣ, 24/3) Χατξηφώτης I. Μ.: Τ’ αγιονορίτικα (ΑΦ, ΑΚ, 25/3) Χρυσοστομίδης Α.: Απολογισμός (ΑΦ, ΑΚ, 31/3) Βίαν Μ.: Ποιήματα (ΚΗ, ΕΙ, 28/3) Έλιοτ Τ. Σ.: Άπαντα τα ποιήματα (ΚΣ, ΝΕ, 24/3)
ΘΕΣ/ΝΙΚΗ «ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ» ΤΗΛ. 264.958 ΑΘΗΝΑ «ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ» ΔΙΔΟΤΟΥ 39
80/δελτιο
μικρές αγγελίες
Ντυράς Μ.: Δέκα και μισή καλοκαίρι βράδυ (ΔΠ, Αγωνιστής, 180) Σεμπρούν X.: Ο δεύτερος θάνατος του Ραμόν Μερκαντέρ (Β. Κάσσος, ΔΙ, 90) Στσεπάνοβιτς Μ.: Απολύτρωση (ΜΠ, ΝΕ, 24/3)
Μελέτες
Ο Εκπολιτιστικός Σύλλογος Σαμαρίνας ξεκίνησε τις προσ πάθειες για ενίσχυση και εμ πλουτισμό της μικρής -σε σχέ ση με τις ανάγκες των κατοί κων- δανειστικής βιβλιοθήκης του χωριού. Όσοι θέλουν να συμβάλουν σ’ αυτή την πρωτοβουλία, η ο ποία στοχεύει στην ανάπτυξη της πολιτιστικής ζωής του χω ριού, ας στέλνουν βιβλία, από τον Απρίλη μέχρι το Νοέμβρη, στη διεύθυνση: Κοινότητα Σα μαρίνας, νομού Γρεβενών. * Οι μαθητές του 4ου Γυμνασίου Χαϊδαρίου παρακαλούν, όσους μπορούν και θέλουν, να τους στείλουν βιβλία για τη δανει στική τους βιβλιοθήκη. Η διεύ θυνσή τους είναι: Αγ. Γρηγορούσης 3, Χαϊδάρι, Κ.Α. 12461.
«ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ», No 13. Κυ κλοφόρησε. Μένης Κουμανταρέας και άλλα θέματα. Στα βι βλιοπωλεία, πάγκους εφημερί δων. * ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΛΠΙΔΑ, Σταύ ρου Παπανικολόπουλου, μυθι στόρημα περιπέτεια για πυρη νικό πόλεμο. Σελίδες 270. Δρχ. 300. Δωρικός. (Κάθε λέξηστίς «μικρές άγγελίες» στοι χίζει ΙΟ μόνο δρχ.)
Γιάκος Δ.: Ιστορία της ελληνικής παιδικής λογοτεχνίας (ΘΠ, Παναιτωλική, 16/3 και Αγρίνιο, 19/3) Δημαράς Κ. Θ.: Ελληνικός ρωμαντισμός (Φ. Αρ. Δημητρακόπουλος, ΔΙ, 90) Κούσουλας Λ.: Μετά τα φιλολογικά (Η. Κεφάλας, ΤΟ, 89) Ξύδης Θ.: Παλαμάς (ΔΣ, ΒΡ, 3/4) Παπαχρήστου-Πάνου Ε.: Ασυγχύτως συγκροτημένα (Ν. Β. Τυπάλδος, Χριστιανική Βιβλιογραφία, 53) Έλιοτ,Τ. Σ.: Δοκίμια για την ποίηση και την κριτική (ΚΣ, ΝΕ, 24/3)
Δοκίμια Δρακόπουλος Π.: Θητεία (Ν. Μακρής, Χριστιανική Βιβλιο γραφία, 53)
Παιδικά Βαλαβάνη Ε.: Βάλιας και Βάλια (ZB, ΡΙ, 25/3) Γκρίτση-Μιλλιέξ Τ.: Το παραμύθι του Κκασίογλου (ΑΠ, ΑΥ, 27/3) Κοντολέων Μ.: Ο χιονάνθρωπος που δεν ήθελε να λιώσει (ΖΒ, ΡΙ, 25/3) Νάκου Ε.: Γιατί όχι μαζί με τον λύκο (ΑΠ, ΑΥ, 27/3)
Ιστορία Ασδραχάς Σ.: Ζητήματα ιστορίας (ΚΣ, ΝΕ, 31/3) Βακαλόπουλος Α.: Ο χαρακτήρας των Ελλήνων (Ν. Β. Τυπάλ δος, Χριστιανική Βιβλιογραφία, 53) Δεσποτόπουλος Κ. I.: Φιλοσοφία της ιστορίας κατά Δημόκρι τον (Η. Π. Νικολούδης, ΚΑ, 29/3) Κόύκκου Ε.: Ιστορία των Επτανήσων από το 1797 μέχρι την Αγγλοκρατία (ΚΣ, ΝΕ, 31/3) Μενούνος I. (επιμ.): Δημητσάνα-Γορτυνία (Ν. Β. Τυπάλδος, Χριστιανική Βιβλιογραφία, 53) Σαρδελής Κ.: Το ανθολόγιο της λευτεριάς (ΚΣ, ΝΕ, 31/3), (ΚΤ, ΕΘ, 25/3) Σβορώνος Ν.: Ανάλεκτα νεοελληνικής ιστορίας και ιστοριο γραφίας (ΚΣ, ΝΕ, 31/3) Φαμπρ Α.: Η ιστορία της πολιορκίας του Μεσολογγίου (ΚΣ, ΝΕ, 31/3)
Βιογραφίες-Μαρτυρίες Αγαθάγγελος (Ιερομόναχος): Οι αναμνήσεις μόυ από τον παπα-Τύχωνα (Ν. Β. Τυπάλδος, Χριστιανική Βιβλιογρα φία, 53) Θωμάς Γ.: Ο πηλίορίτης οπλαρχηγός Γιώργος Ζορμπάς, 17881856 (ΚΣ. ΝΕ. 31/3) Κατσίμπρας Σ.: Ο Άγιος Νεομάρτυς Νικόλαος ο εκ Μετσόβου (Ν. Β. Τυπάλδος, Χριστιανική Βιβλιογραφία, 53) Κορέσης Κ. Π.: Γεώργιος Παπανδρέου (ΚΤ, ΚΘ, 28/3) Παπανδρέου Μ.: Εφιάλτης στην Αθήνα (ΠΜ, ΠΑ, 27/3) Σταμέλος Δ.: Μακρυγιάννης (ΔΠ, Αγωνιστής, 180). Το λιον τάρι της κλεφτουριάς (ΚΣ, ΝΕ, 31/3) Τιμόθεος (Αρχιεπίσκοπος): Ανάμεσα στη ξωή και στο θάνατο (Ν. Β, Τυπάλδος, Χριστιανική Βιβλιογραφία, 53) Τσονίδης Τ.: Κύριλλος ΣΤ', Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (ΚΣ,' ΝΕ, 31/3) Χονδρόπουλος Σ.: Γεράσιμος Νοταράς (Ν. Β. Τυπάλδος, Χρι στιανική Βιβλιογραφία, 53)
θοδωρή Α.Ρουμπον**
« Τ ο β ι β λ ί ο α υ τ ό ε ί ν α ι γ ι α μ έ ν α - κ α ι π ισ τ ε ύ ω γ ι α κ ά θ ε σ η μ ε ρ ιν ό ι δ ε ο λ ό γ ο κ ο μ ο υ ν ισ τ ή - μ ια ε λ κ υ σ τ ικ ή π ρ ό κ λ η σ η . Ο σ υ γ γ ρ α φ έ α ς δ ι ά λ ε ξ ε σ τ η ν ισ τ ο ρ ικ ή τ ο υ έ ρ ε υ ν α έ ν α χ ώ ρ ο π ο υ η π ρ ο σ έ γ γ ισ ή τ ο υ α π α ιτ ε ί α γ ά π η κ α ι π ρ ο σ ή λ ω σ η σ τ α σ ο σ ι α λ ι σ τ ι κ ά ιδ ε ώ δ η . Έ τ σ ι , η α ν α δ ρ ο μ ή σ τ ο υ ς π ρ ω τ ο π ό ρ ο υ ς κ ο ιν ο β ο υ λ ε υ τ ικ ο ύ ς α γ ω ν ισ τ έ ς το υ π ε ρ α σ μ έ ν ο υ α ιώ ν α δ ε ν π ρ ο σ φ έ ρ ε ι μ ό ν ο γν ώ σ η . Τ α υ τ ό χ ρ ο ν α κ ε ρ δ ί ζ ε ι τ ο ν ο υ κ α ι τ η ν κ α ρ δ ι ά κ α ι δ ί ν ε ι ε ρ ε θ ίσ μ α τ α σ τη σ η μ ε ρ ιν ή Α ρ ι σ τ ε ρ ά γ ι α σ υ γ κ ρ ίσ ε ις κ α ι π ρ ο β λ η μ α τ ισ μ ο ύ ς γ ύ ρ ω α π ό τη σ υ ν ο λ ικ ή π ο ρ ε ί α τ ο υ ε ρ γ α τ ι κ ο ύ κ ιν ή μ α τ ο ς στη χ ώ ρ α μ α ς» . Τ Α Σ Ο Σ Δ Η Μ Ο Υ .
Εκδόσεις Γλάρος ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ 31 · ΑΘΗΝΑ 141 . ΤΗΛ 36 18 457 57^
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΣΟΛΩΝΟΣ 11 6 - Α Θ π ιμ Α 145 -ΤΗΛ. 36.19.724