ΔΕΚΑΠΕΝΘΙ
ΓΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
εκδόσεις «νεα σύνορα» Τώρα το καλοκαίρι διαλέξτε την πνευματική συντροφιά σας Ανακαλύψτε την «Μικρή Βιβλιοθήκη» του εκδοτικού οίκου «Νέα Σύνορα» Α.Α. Λιβάνη
ΜΑΡΙΑΝΟ ΑΖΟΥΕΛΑ ΟΙ ΚΑΤΑΠΙΕΣΜΕΝΟΙ
ll·
ΣΩΤΗΡΙΑ ΣΤΑΥΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ Η ΛΑΠΑΡΟΤΟΜΗ
— —
ΣΑΡΑ ΝΤΕΦΟΜΠΡΥΝ ΝΟΣΤΡΑΔΑΜΟΣ
1ΓΓ
ΤΟ ΑΠΛΓΟΡΓYIVJEJVO
^ | ί *'
ΤΖΙΑΝ ΚΑΡΛΟ ΑΡΝΑΟ ΤΟ ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΟ ΧΟΡΤΟ
ΜΙΣΕΛ ΜΠΟΣΚΕ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
X. ΡΗΝΤΕΡ ΙΝΔΙΑΝΟΙ
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ■ ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ Α.Α. ΛΙΒΑΝΗ ««ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ»» ΣΟΛΩΝΟΣ 94, ΤΗΛ. 3610589-3600398
ΔΙΑΒΑΖΑ Ομήρου 34, Αθήνα - 106 72 Σύνταξη: 36.40.487 Λογιστήριο: 36.40.488 Διαφημίσεις: 36.26.910
Τεύχος 98
Π Ε Ρ ΙΕ Χ Ο Μ Ε Ν Α
11 Ιουλίου 1984 Τιμή: Δρχ. 120 Εκδότης: Άννα Πετρίδου Ιδρυτής: Περικλής Αθανασόπουλος Διευθυντής: Γιώργος Γαλάντης Αρχισυντάκτης: Νίκος Στεφανάκης Σύνταξη: Κατερίνα Γρυπονησιώτου, Δημήτρης Δεληπέτρος, Θεοδώρα Ζερ βού, Βασίλης Καλαμαράς, Ηρακλής Παπαλέξης, Γιώργος Σαρηγιάννης, Βάσω Σπάθή, Μαρία Στασινοπούλου, Καίτη Τοπάλη Γραμματεία Σύνταξης: Γιώργος Σαρηγιάννης Οικονομικός υπεύθυνος: Βάσω Σπάθή Διαφημίσεις: Ηρακλής Παπαλέξης Σελιδοποίηση-Μοντάξ: Νένη Ράις Στοιχειοθεσία: Φωτοκύτταρο ΕΠΕ, Υμηττού 219, τηλ. 75.16.333 - 75.14.958. Διαφάνειες εξωφύλλου: Δ. Π. Αγγελής, Πειραιώς 1, τηλ. 32.44.325 Φωτογραφίσεις-Μοντάζ: I. Χριστοδουλάκος - I. Κορίαλιάς Ο.Ε., Α. Μεταξά 26, τηλ. 36.41.134 Εκτύπωση: Αφοί Τσαλδάρη Ο.Ε., Φυ λής 35, Καματερό, τηλ. 26.10.918 Βιβλιοδεσία: Νικ. Κατριβάνος και Σία Ο.Ε., Στ. Γόνατά 48, τηλ. 57.49.951 Διανομή: Νέο Πρακτορείο Τύπου Κεντρική διάθεση: Αθήνα: Πομώνης Διονύσιος Ζαλόγγου 1 τηλ. 36.20.889 Πειραιάς: Βιβλιοπωλείο «Κιβωτός» Δραγάτση 1
ΧΡΟΝΙΚΑ ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ ΔΙΑΛΟΓΟΙ: Γράφουν οι Κωνσταντίνος Μπάλτας και Πελοπίδας Δόνος ΤΟ ΞΕΝΟ ΒΙΒΛΙΟ: Κοινωνιολογικά νέα (Γράφει ο Ν. Τάτσης) Η ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
ΑΦΙΕΡΩΜΑ Εισαγωγή Jean Roudaut: Χρονολόγιο Σταντάλ Ίταλο Καλβίνο: Το μοναστήρι Bernard Delvaille: Έ νας εμπορικός αντιπρόσωπος ονόματι Α . Μπ. Gerard Rannaud: Έ νας από την Γκρενόμπλ στην Επανάσταση Christian Galantaris: Δεκατέσσερα πορτρέτα
ΟΔΗΓΟΣ ΒΙΒΛΙΩΝ
ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ: Γράφει η Κατερίνα Διαμαντάρα ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ: Γράφει ο Ν. Τάτσης ΠΑΙΔΙΚΑ: Γράφει ο Κυρ. Ντελόπουλος ΠΟΙΗΣΗ: Γράφουν ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου και ο Θ. Δ. Φραγκόπουλος ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ: Γράφουν οι Ηλίας Μιχαλόπουλος, Μάνος Κοντολέων και Ηλίας Κεφάλας ΜΕΛΕΤΕΣ: Γράφουν οι Β. Χατζηβασιλείου, Νίκος Ζίας και Μαίρη Κάσου ΙΣΤΟΡΙΑ: Γράφει ο Δ . I. Λ οίζος ΠΛΑΙΣΙΟ: Γράφει ο Β. Παγκουρέλης
39 42 44 47 51 57 70 41
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ ΔΕΛΤΙΟ
73
ΚΡΙΤΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
78
στο επόμενο «Διαβάζω» Εξώφυλλο: Γιώργος Γαλάντης
10 12 18 23 27 33
ΕΠΙΛΟΓΗ
Θεσσαλονίκη: Βιβλιοπωλείο Μ. Κοτζιά και Σία Τσιμισκή 78 τηλ. 279.720, 268.940 Υπεύθυνος τυπογραφείου: Βαγγέλης Παπαθανασόπουλος, Υμηττού 219
2 4 6 8
βιβλίο και φυλακή
ΧΡΟΝΙΚΑ
Γερμανικές μεταφράσεις ελληνικών έργων ΧΙΛΙΑ πεντακόσα βιβλία σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, τόσο στο πρωτότυπο όσο και σε γερμανική με τάφραση, παρουσιάστηκαν στην ολιγοήμερη έκθεση που έγινε στο Ινστι τούτο Γκλάις και εγκαινίασε ο αυ στριακός πρεσβευτής κ. Χέρμπερτ ΑμρίΓια την έκθεση αυτή συνεργάστη καν με την αυστριακή πρεσβεία εκδο τικοί οίκοι και βιβλιοπωλεία που δια θέτουν γερμανικές μεταφράσεις ελ ληνικών έργων. Στα εγκαίνια, όπου παραβρέθηκε η υπουργός Πολιτι σμού, ο αυστριακός πρεσβευτής κ. Αμρί μίλησε για ένα πολύ ενδιαφέρον θέμα: την ελληνική εκδοτική ιστορία, τις πρώτες ελληνικές εφημερίδες και τα πρώτα ελληνικά τυπογραφεία της Βιέννης. Η βραδιά των εγκαινίων συνεχίστη κε με απαγγελίες ποιημάτων του Καβάφη και του Σεφέρη από μέλη της αυστριακής παροικίας.
Ομάδα εργασίας για το βιβλίο ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ ομάδα εργασίας, από το Τμήμα Ενισχύσεως Γραμμάτων της Διεύθυνσης Γραμμάτων του υπουργείου Πολιτισμού και Επιστη μών, με σκοπό τη μελέτη όλων των θεμάτων που σχετίζονται με τη συγ γραφή, έκδοση και διακίνηση του βι βλίου, την επισήμανση των υφισταμέ νων προβλημάτων και την υποβολή προτάσεων για την επίλυσή τους, κα θώς και την αντιμετώπιση κάθε επιμέρους περίπτωσης, προκειμένου να
προ λεγο μένα προωθηθούν τα κλαδικά ζητήματα των φορέων του βιβλίου, αλλά κυρίως η διάδοση των έργων της ελληνικής πνευματικής παραγωγής στα ευρύτε ρα στρώματα του ελληνικού λαού. Η απόφαση για τη συγκρότηση της ομάδας είχε ληφθεί σε μια σύσκεψη για το βιβλίο που έγινε στο ΥΠΠΕ και στην οποία έλαβαν μέρος πολλοί πα ράγοντες από τον κόσμο του βιβλίου. Ο γενικός γραμματέας του ΥΠΠΕ Κ. Αλαβάνος θα είναι ο πρόεδρος της ομάδας εργασίας, και σε περίπτωση κωλύματος θα αναπληρώνεται από το διευθυντή γραμμάτων Γ. Θηβαίο. Ει σηγητής χωρίς ψήφο θα είναι η τμηματάρχης ενισχύσεως γραμμάτων Α. Σουλογιάννη. Εκπρόσωποι της Εται ρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, της Εται ρείας Συγγραφέων, της Εθνικής Εται ρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, της Εται ρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης, της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εκδοτών-Βιβλιοχαρτοπωλών, του Συνδέ σμου Εκδοτών Βιβλίου, του Συλλόγου Εκδοτών Βιβλιοπωλών Αθηνών, του Συνδέσμου Εκδοτών Β. Ελλάδος,του Συλλόγου Εκδοτών-Βιβλιοχαρτοπωλών Θεσσαλονίκης και της Ελληνικής Εταιρείας Μεταφραστών Λογοτεχνίας θα αποτελούν μέλη της ομάδας. Γραμματείς θα είναι η Ελφρίντα Γιαννάκη και η Μαρία Προβιδάκη. Οι εκ πρόσωποι των ενδιαφερομένων φο ρέων θα υποδειχθούν από τα διοικη τικά τους συμβούλια. Η θητεία της ομάδας ορίζεται σε δύο έτη και θα μπορεί να συνεδριάζει σε ολομέλεια ή κατά υποομάδες που θα συγκροτη θούν με απόφασή της.
Κάποιο σημείο της απόφασης ιδιαί τερα σημαντικό που θα πρέπει η ομά δα εργασίας να το λάβει υπόψη της είναι το εξής: «Η ομάδα με απόφασή της θα μπορεί να καλεί κάθε αρμόδιο κατά την κρίση της πρόσωπο ή συλλο γικό όργανο, για να διατυπώσει κατά περίπτωση τις απόψεις του». Μ’ αυτό τον τρόπο θα μπορούν να συμμετάσχουν και να βοηθήσουν το έργο της επιτροπής και άνθρωποι ειδικοί σε άλ λους τομείς του βιβλίου που απουσιά ζουν από τη σύνθεσή της.
Χρηματοδότηση εκδοτικών επιχειρήσεων Η ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ Νομισματικής Πολιτι κής και Τραπεζικών Εργασιών γνω στοποίησε την απόφαση της Επιτρο πής Νομισματικών και Πιστωτικών Θε μάτων να χρηματοδοτήσει από το ει δικό κεφάλαιο της βιοτεχνίας τις επι χειρήσεις που ασχολούνται με την έκ δοση βιβλίων και οι οποίες δεν έχουν δικές τους εγκαταστάσεις και αναθέ τουν μέρος των εργασιών της παρα γωγικής διαδικασίας (στοιχειοθεσία, εκτύπωση, βιβλιοδεσία κλπ.) σε τρί τους, και μέχρι ποσοστού 30% επί των εν λόγω εργασιών (Facon), για την κά λυψη αναγκών τους σε κεφάλαιο κινήσεως. Η απόφαση αυτή, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, κοινοποιήθηκε και στην Υποε πιτροπή Βιομηχανικών Πιστώσεων Αθηνών, στην Πανελλήνια Ομοσπον δία Εκδοτών-Βιβλιοχαρτοπωλών και στο Σύνδεσμο Εκδοτών Βιβλίου. Η σωστή αυτή ενέργεια για την ενί σχυση των εκδοτών -ελπίζουμε κατ’ επέκταση και των γραμμάτων- θή ’πρεπε να εξεταστεί από την ίδια διεύθυνση και επιτροπή κατά πόσο θα μπορούσε να εφαρμοστεί και στα πε ριοδικά, που κανένα απ’ αυτά δεν έχει δικές του εγκαταστάσεις και το μεγα λύτερο μέρος των εργασιών για την παραγωγή τους ανατίθεται σε τρί τους.
χρονικα/3
Διαγωνισμός στην Καρδίτσα ΓΙΑ δεύτερη συνεχή χρονιά ο δραστή ριος Σύνδεσμος Φιλολόγων Νομού Καρδίτσας προκηρύσσει διαγωνισμό συγγραφής βιβλίων για παιδιά. Τα βραβεία του ’84 είναι τα ακόλουθα: Βραβείο του Δήμου Καρδίτσας για μυθιστόρημα με θέμα «Το παιδί και η ειρήνη», με χρηματικό έπαθλο 75.000 δρχ. Βραβείο στη μνήμη Νικολάου Παύλου: σύγχρονο μυθιστόρημα για μεγάλα παιδιά, με 50.000 δρχ. έπαθλο. Βραβείο Αφών Κατσάρη: μικρές ιστο ρίες γιά μικρά παιδιά με έπαθλο 25.000 δρχ. Βραβείο Π. Παρθένη: ποιήματα για μικρά παιδιά με έπαθλο 25.000 δρχ. Σύμφωνα με την προκήρυξη του διαγωνισμού οι ενδιαφερόμενοι πρέ πει να υποβάλουν σε δύο δακτυλο γραφημένα αντίτυπα τα έργα τους, που θα πρέπει να είναι ανέκδοτα, με ψευδώνυμο, και μέσα σε αδιαφανή φάκελο το όνομα και την πλήρη διεύ θυνσή τους. Όποιοι έχουν ήδη έτοιμα έργα μπορούν να τα στείλουν στη διεύθυνση: Αλαμανή 13, Καρδίτσα 43100, ώς τις 30-10-84. Για περισσότερες πληροφορίες υπάρχει και ο αριθμός τηλεφώνου: 0441 - 28357.
Φεστιβάλ βιβλίου στη Θεσσαλονίκη «Ο ΤΟΠΟΣ μας περνά τώρα την πε ρίοδο των λογοτεχνικών περιοδικών και θα πρέπει να πούμε ότι τα περιο δικά αυτά βοηθούν πολύ στη διάδοση
νέων βιβλίων, νέων συγγραφέων, νέων ρευμάτων. Είναι από τις λίγες φορές που εκδότες υποστηρίζουν δη μόσια την άποψη της προσφοράς του περιοδικού τύπου στην κίνηση και στη διάδοση του βιβλίου». Τη δήλωση αυτή έκανε ο κ. X. Μπαρμπουνάκης στο 6ο Φεστιβάλ Βιβλίου, που έγινε στη Θεσσαλονίκη με πρωτοβουλία του Συνδέσμου Εκδοτών Βορείου Ελ λάδος και συμμετοχή εκδοτών από την Αθήνα και ολόκληρη την Ελλάδα. 22.000 τίτλοι βιβλίων εκτέθηκαν στο χώρο της έκθεσης που καταλάμβανε τον πεζόδρομο μπροστά από το Λευ κό Πύργο και διήρκεσε από τις 12 ώς τις 27 Μαΐου. Εκτός από τους 200 εκδοτικούς οί κους, συμμετείχαν με περίπτερα ο Δήμος Θεσσαλονίκης, ο ΕΟΜΜΕΧ, το υπουργείο Γεωργίας με εκδόσεις για τον έλληνα αγρότη, ο ΟΑΕΔ, τα ιδρύ ματα Μανόλη Τριανταφυλλίδη και Με λετών Χερσονήσου του Αίμου (ΙΜΧΑ) και η Εταιρεία Μακεδονικών ΣπουΣύμφωνα με τις διαπιστώσεις των υπεύθυνων του φεστιβάλ η φετινή προσέλευση του κόσμου ήταν πολύ μεγαλύτερη από την προπέρσινη και την περσινή χρονιά. Για να ξαναγυρίσουμε στον κύριο X. Μπαρμπουνάκη, που είχε μεγάλο μέ ρος της ευθύνης του φεστιβάλ, πρέ πει ν' αναφέρουμε και τις άλλες δη λώσεις που έκανε μαζί με τον κύριο Α. Χαρίση, εκπρόσωπο των εκδοτών της Αθήνας, στους αντιπροσώπους του τύπου σχετικά με τη διάδοση του βι βλίου: Ο νεοέλληνας εντυπωσιάζεται από τη φανταχτερή και μυριοστολισμένη έκδοση άσχετα από το περιε χόμενό της (πάλι καλά, μας λένε ότι στην Αμερική πουλάνε σκέτα εξώφυλ λα για να γεμίζουν τα ράφια των βι βλιοθηκών), το βιβλίο τσέπης κυκλο φορεί σε δυσανάλογα ύψη συγκριτικά με την ποιότητα που προσφέρει. Και προτείνουν να γίνεται από το δημοτι κό σχολείο ειδικό μάθημα λογοτε χνίας και εξωσχολικού βιβλίου, ώστε το παιδί να πλησιάζει το βιβλίο όσο γί νεται νωρίτερα.
Προσοχή! Εφιστούμε την προσοχή των φίλων εκδοτών και βιβλιοπω λών: Ό ταν τους ζητούνται εκ μέρους του «Διαβάζω» βι βλία για παρουσίαση στο περιοδικό, να τα δίνουν μόνο σε άτομα εφοδιασμένα με ειδικό μπλοκ παραλαβής, με τη σφραγίδα του περιοδικού. Αλλεπάλληλα κρούσματα «ανά ληψης» βιβλίων με χρήση του ονόματος του περιοδικού μάς έχουν ιδιαίτερα ανησυχήσει.
ΝΙΚΟΣ ΔΗΜΟ*
ΤΖΩΡΓΖ ΟΡΓΟΥΕΛ ΙΙΑΑΝΑΓΝΩΣΗ
Έ κδο ση ς ΝΕΦΕΛΗ Μαυρομιχάλη 9 - ΆΟήναι 10679 Τηλ. 3639962 - 3607744
Πόσο γνώριζε ο Μαρξ τους αρχαίους Αγαπητό «Διαβάζω», θα ήθελα να α να φ ερθώ σε ορισμένα ση μεία μιας «απάντησης» του Α. Κόντου στο τ εύ χ ο ς 91 της 4ης Απριλίου 1984. Πρώτα πρώτα στο π ολύ κρ οτο εκ είνο σημείο που ο π ρ οα να φ ερ θείς σημειώνει: «Δεν εν δια φ έρ θ ηκε λοιπ όν για τη δη μοκρατία και το λαϊκό κράτος ο Μαρξ και η συμβολή του στη δια νόηση της ανθρω πότητας είναι κυρίως σ τον οικονομολογικό τ ο μέα». Π ροφανώ ς ο Α. Κόντος δ εν έχ ει διαβάσει τα οικονομικά έρ γα του Μαρξ, γιατί τότ ε θα έβλ επ ε πως η μελέτη των παραγωγικών σ χέσεω ν μιας δ οσ μ ένη ς κοινω νίας (της καπιταλιστικής σε ό λ ες της τις εκφ άνσεις), ιστορικά κα θ ορ ισ μένη ς (από τ ο υ ς προκαπιταλιστικούς οικονομικούς σχη ματισμούς έω ς τις σ ύ γχ ρ ο ν ες του Μαρξ καπιταλιστικές μ ε ταλλάξεις), στη γέννη σ ή τους, την ανάπτυξή τους, την παρακμή τ ο υ ς, αυτό είναι η οικονομική θεωρία του Μαρξ. Μα και αν τα έχ ει διαβάσει δε θα κατάλαβε πως η οικονομία -διαμόρφ ω ση παραγωγικών σ χέσεω ν, εσωοικονομικός και εξω οικονομικός κα τ α να γκ α σ μ ός- είναι η βάση της κοινωνίας και όχι το εποικοδόμη μα, πράγμα που φ α νερώ νει πως ο ύ τε τ ον Αριστοτέλη έχ ει διαβά σει σωστά, γιατί και εκ είνο ς είπε: «Ο γα ρ άνθρω πος ου μ ό νο ν πολι τικόν αλλά οικονομικόν ζώον». Βέβαια ο Α. Κόντος α να φ έρ ει ότι τ ον τεράστιο αρχαίο ελληνικό πολιτισμό «δημιούργησε η δημο κρατία με τις π ρ οδια γρ α φ ές που
μας τις διέσω σε ο Α ριστοτέλης». Δ ε ν αμφισβητώ το ότι η γέννη ση της π όλη ς-κρ ά τους, γ ε γ ο ν ό ς τ ε ράστιας σημασίας στην ιστορία της ανθρω πότητας, επ έτ ρ εψ ε τη διαμόρφωση της ελ ε ύ θ ερ η ς π ρ ο σωπικότητας και της έννο ια ς του π ολίτη-συμμ ετόχου στα «κοινά» δημόσια ζητήματα της πόλη ς. Ό μ ω ς θα π ρ έπ ει ίσως να α να φ έ ρουμ ε π ρ ο ς αποκατάσταση της α λήθειας ότι αυτά α φ ορού σα ν μό νο τ ο υ ς ελεύθερους πολίτεςιδιοκτήτες. Η ανισότητα στις α ρ χα ιοελλη νικ ές κοινωνίες -α ν ισ ό τητα α νά μεσα σ τον ε λ ε ύ θ ερ ο και τ ο ν δ ο ύλο , τ ο ν κάτοικο της π ό λη ς και τ ο ν περίοικο-αγρότη, ανισότητα κοινωνικής τάξης α νά μεσα σ το υ ς ίδιους το υς ε λ ε ύ θ ε ρ ο υ ς κατοίκους της π όλη ς (γεγ ο νό ς που εκφ ραζόταν σε σ ο βα ρ ό τα τες οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές δ ιαφ οροποιήσεις ανά μεσα σ του ς π ο λ ίτ ες )- έκ φ ρα ζε και εκφ ράζει το κράτος. Μή πως είναι ψέματα ότι το κράτος είχε (και έχει) ένα π ολύ σημαντι κό ρόλο, το ρόλο του οργανωτή της στρατοκρατικής μηχανής, που εξασφ άλιζε με π ό λεμ ο και κατάκτηση την απαραίτητη για τη λειτουργία της οικονομίας δουλική εργασία, ή μήπως οι ελεύθερ οι-(μεγα λο)ιδιοκτήτες θα καλλιεργούσαν οι ίδιοι τα κτή ματά τ ο υ ς (sic); Πού είναι λοιπόν η δημοκρατία, η αξιοκρατία, η ισότητα; Πάντως σ ίγουρα όχι στη δημοκρατία του α ρχαιοελληνι κού π ροτύπ ου. Ο Μαρξ μιλάει (και ο Έ νγκελς) για κατάργηση του κ ρ ά τ ο υς«του κράτους της ισχυρότατης τάξης, της τάξης που κυριαρχεί οικονομικά, η οποία χάρη σ ’ αυτό γίνετα ι επίσης η πολιτικά κυριαρ χ ο ύσ α τάξη και έτσι αποκτάει
ν έα μέσα για να υποτάξει και να εκ μετα λλευ τεί τις καταπιεζόμεν ε ς τάξεις» (Έ νγκελς: «Η κατα γω γή της οικογένειας, της ατομι κής ιδιοκτησίας και του κρά τους»). Ο σοσιαλισμός, κα ταργώ ντας τις τάξεις, οδ ηγεί μ’ α υτό μόνο στην κατάργηση του κράτους: «Η πρώτη πράξη στην οποία το κράτος εμφανίζεται πραγματικά σαν α ντιπρόσω πος ολόκληρη ς της κοινωνίας -η απόκτηση της κατοχής των μέ σων παραγω γής στο ό νο μ α της κ ο ινω νία ς- είναι σ ύγχρ ο να η τ ε λευταία του πράξη που του ται ριάζει σαν κράτος» (Έ νγκελς, «Αντι-Ντύρινγκ»). «Η κοινωνία, π ου θ ’ αναδιοργανώ σει την πα ραγωγή επί των βάσεω ν μιας ελ ε ύ θ ερ η ς και ισότιμης ένω σης των παραγω γώ ν, θα ξαναστείλει την κρατική μηχανή στη θέση π ου της ταιριάζει: στο μουσείο των αρχαιοτήτων, δίπλα σ τον τροχίσκο και το μπρούτζινο τ σ ε κούρι» (Έ νγκελς, «Η καταγωγή της οικογένειας»). Τότε και μόνο τότε, «όταν τα μέσα παραγω γής θα ανή κουν πραγματικά σ του ς ερ γα ζό μ ενο υ ς» (Κ. Μαρξ), «όταν τη θέση της ατομικής ιδιοκτη σίας θα έχ ει πάρει η εθνικοποιη μένη» (Κ. Μαρξ), «όταν εξαιτίας των συνθηκώ ν θα υ πά ρ χουν ίσοι μεταξύ ίσων», τό τ ε πράγματι α υ τό λέγετα ι κ. Κόντο δημοκρατία, αν σας α ρέσει η λέξη. Φαίνεται, νομίζω, ποια είναι η σ υμβολή του Μαρξ στην π αγκό σμια διανόηση -τ ε λ ε ιώ ν ο ν τ α ς και π οιος μιλά για πραγματική λαϊκή κυριαρχία και π ο ιο ς για δη
μοκρατία «με ενός ανδρός αρ
χή»·
Ευχαριστώ για τη φιλοξενία. Κων/νος Μπάλτας φ οιτητής
χρονικα/5 Αν και καθυστερημένα, θέλω να ανα φ ερθώ στο θέμα της αρχαίας ελληνικής δημοκρατίας, όπω ς το α νέπ τυ ξε μέσα από τις σ τή λες του «Διαβάζω», σε σχέση με το ν Μαρξ, ο Α λέξα ντρος Κόντος. Ό χι τό σ ο γιατί διαφωνώ με το θαυμα σμό του π ρ ος το ε ν λόγω πολί τευμα, αλλά γιατί βλέπω να υ πο βόσ κου ν ορ ισ μ ένες συζητήσιμες θ έσ εις, σχετικά με το π οιόν και το π ο σ όν των εννοιώ ν εξουσία και ελευθερ ία. Η δημοκρατία σαν πολίτευμα είναι ιστορικά μετασχηματιζόμε νη και εννοιολογικά εξελισ σόμ ε νη. Αν ιδωθεί μόνο από τη σκοπιά μιας τελικής ή τελολογική ς λει τουρ γία ς, α ποκομμένη από τη θέση των παραγωγικών δ υνά μεων και την κατάσταση των πα ραγωγικών σ χέσεω ν (π.χ. δ ο υ λεία, αποικισμοί), το αποτέλεσμα θα είναι μια στείρα π ολιτειολο γία, κινούμενη στα πλαίσια κά ποιας εξιδα νικ ευμ ένης και φ ωτο γραφικής, θα έλεγα , α ποδ οχής της εξετα ζόμ ενη ς ιστορικής της π ερ ιόδου . Η ελευθ ερ ία τώρα, δ έ ν είναι δ υνατό να περιοριστεί στα σ τενά αριστοτέλεια όρια του «να ά ρχεται και να άρχει καθένας με τη σειρά του». Μ’ αυτό τ ον τρόπο παραγνω ρίζεται ο κινητικός δ υ ναμισμός, σ τον οποίο κρύβεται μεγά λο μ έρος από το νόημά της, ενώ παράλληλα υπά ρ χουν α νά λ ο γ ες επιπτώσεις και στο εν ν ο ιο λογικό π ερ ιεχ ό μ εν ο της εξ ο υ σίας, με την οποία η ελευθ ερ ία βρίσκεται σε άμεση σ ύνδεσ η. Συγκεκριμένα, διαφαίνεται μια σύλληψη της εξουσ ίας σαν απλά μετα κινούμενου και αμετάβλητου ποιοτικά π οσού , σύλληψη που οδ ηγεί σε έν α ν επικίνδυνο εφ η συχα σμ ό σχετικά με την υφή ή την αναγκαιότητά της και που σε τελική ανάλυση την αποθεώ νει, α νά γο ντά ς την σ ε αυτοσκοπό. Υ π ερ απ λου στεύ οντας τολμώ να πω ότι ελευθ ερ ία και εξουσία συνδέο ντα ι με τις σ χέσ εις της αντίστροφ ης α ναλογίας. Δηλαδή περισσότερη ελευθ ερ ία σημαίνει λιγότερη εξουσία, και αντίστρο φα. Αν η διαλεκτική αυτή πορεία έχ ει σαν στάδιο «το άρχειν» και πώς, είναι βέβαια θέμα δ ια φ ορ ε τικής συζήτησης. Η ανάπτυξη των μηχανώ ν και κατά σ υνέπ εια της τεχνολογία ς, καταργεί μεν τ ο υ ς δ ο ύ λ ο υ ς με την κυριολεκτική έννοια του
ό ρ ο υ του Α ριστοτέλη, αλλά, όπω ς είναι γνω στό, με τις μορ φ ές εξάρτησης που παράγει, δη μιουργεί ένα ν έο είδ ο ς δουλεία ς, την εργασιακή. Τέλος, αφ ού σαν οικονομισμός ορίζεται μια απολιτικοποιημένη οικονομική ανάλυση, και λαμβάν ο ντα ς υπόψη τη φιλοσοφία της πολιτικής, μια αφιλοσοφική οικο νομική ανάλυση, βρίσκω υ π ε ρ β ο λικά σκληρό να κατηγορείται ο Μαρξ για οικονομισμό και επ ο μ έ
νω ς για απολιτικοποίηση και μη φ ιλοσοφία επειδή έθ εσ ε το π ρ ό βλημα στη για τ ό σ ο ν καιρό παρ αμελημένη οικονομική του βά ση. Το τ ελευτα ίο, μάλιστα, είναι αυτό που αιτιολογεί την κατ’ α ναλογία μεγα λύτερη σημασία π ου π αρα δέχομα ι πως έδω σε ο Μαρξ σ τον τομέα της οικονο μίας. Δ ό ν ο ς Πελοπίδας Ζ ω οδόχου Πηγής 79
r ΣΙΜΟΝ ΝΤΕ ΜΠΩΒΟΥΑΡ
Οι Μανδαρίνοι Τό μυθιστόρημα π ο υ καθορίζει τού ς δ ια νοού μ ενου ς τοϋ μετα πολέμ ου Μεταφράζει ή
Ζώ ρζ Σαρή
V.
Εκδόσεις Γλάρος
6/χρονικα
το ξένο βιβλίο
Κοινωνιολογικά νέα Η πρόσφατη κοινωνιολογική φιλολογία επιδεικνύει μια απίστευτα μεγάλη πα ραγωγική δύναμη. Αυτό μαρτυρούν όχι μόνο οι πολυάριθμες εκδόσεις αλλά και η πολυσχιδής θεματολογία τους. Ο θεμελιωτής της «νέας επιστήμης» Auguste Comte, θα ήταν ιδιαίτερα ευτυχής βλέποντας την υλοποίηση των με γαλόπνοων θετικιστικών του σχεδίων στις μέρες μας. Η λογική πίσω από τ ο ν δημιουργικό οργα σμ ό σε θεωρητικό και ερευνη τικό επ ίπ εδο είναι π ολυδιά στατη. Α ναφ έρουμε ενδεικτικά το άνοιγμα της α γο ράς του βιβλίου σε παγκόσμια κλίμακα, την επικρά τηση της αγγλικής γλώ σσας σαν κοινό σημείο α να φ ορ ά ς των ιδεών, την τεχνητή συγκρότηση εν ό ς αναγνω στικού κοινού που αριθμεί δισεκατομμύρια ατόμων, τη μεταβολή του βιβλίου σ ε μαζικό μέσο π λη ροφ όρ η σης -ιδιαίτερα με εκδοτικές καινοτο μίες όπω ς τα «βιβλία τσέπη ς», τη διεθνοποίηση των κοινωνικών προβλημάτω ν, την αναγκαιότητα εν η μέρω σης των μελών διαφόρων θρησκευτικών και πολιτικών ιδεολογιώ ν, την είσ ο δο των πολυεθνικώ ν εταιρειώ ν στην εμπορία των βιβλίων, την αναγωγή της επιστήμης ως κεντρικού άξονα σκέψης και δρά σης εν ό ς ρασιοναλιστικού μο ντέλο υ που έχει υιο θετήσει ο σ ύ γχ ρ ο ν ο ς κόσμος κλπ. Θα θ έλα με να π ρ οσ θ έσ ου μ ε και το ρόλο των ακαδημαϊκών κέν τ ρ ω ν (προφ ανώ ς... της α λλοδαπής), τα οποία βρί σκονται στην πρωτοπορία αυτής της πνευματικής «α να γέννη ση ς». Χωρίς π ο λλέ ς επ εμ βάσ εις διοικητι κών ή γραφέιοκρατικών μηχανισμών ελ έ γχ ο υ , ο δά σκα λος της ανώτατης παιδείας επ ιλέγει ο ίδιος τα συγγράμματα που θα δ ο θ ο ύ ν σ το υ ς φ οιτητές από την πληθώρα των σχετικών εκδόσεω ν. Η επιλογή με επιστημονικά κριτήρια βοηθά έμ μεσα στην ποιοτική ά νο δ ο των π ρ οσφ ερ όμ ενω ν εγχειριδίω ν σ πουδής. Στις π ερ ισ σ ότερ ες δυτικές χ ώ ρ ες το ε λ ε ύ θ ερ ο σ ύ στημα διακίνησης σ υντελεί στην καλυτέρευση και την ανανέω ση του κοινωνιολογικού βιβλίου π ρ ο ς ό φ ελ ο ς όλων. Στη χώρα μας, δυστυχώ ς, μια μ ο ν ο πωλιακή επιβολή είτε για λ ό γ ο υ ς προσω πικούς (το βιβλίο του πανεπιστημιακού καθηγητή) είτε για λ ό γ ο υ ς πολιτικούς (το βιβλίο που επ ιλέγει ο αρμ όδιος κρατικός φ ορ έα ς) μειώνει στο ελάχιστο τις δ υ ν α τ ό τη τες πρ οόδου . Η σύντομη αυτή ανάλυση μας οδ ηγεί στο π ρ ό βλημα: Ό π ω ς όλοι γνω ρίζουμε, είναι υπέρμ ετρα
δύσ κολο για τ ο ν έλληνα αναγνώ στη να πλη ροφ ορη θεί για τις καινούριες ξ έ ν ε ς εκ δόσ εις π ου ε ν δ ε χ ό μ ενα θα τ ο ν εν δ ιέφ ερ α ν προσωπικά ή επα γγελμα τι κά. Τα «κοινωνιολογικά νέα » α ποσ κοπ ούν να καλύψ ουν στο μέτρο του εφικτού το κενό για ό λο υ ς, από τ ο υ ς φ οιτητές και τ ο υς επ ιστή μονες μέχρι τ ο υ ς α νώ νυμους δ ια ν ο ο ύ μ εν ο υ ς της γενικ ής κουλ το ύρ α ς. Η βιβλιογραφία από την οποία θα γίνει η ανθολόγησ ή μας π ρ ο έρ χεται από τ ο ν α γγλοσα ξονι κό χώρο, όπου για λ ό γ ο υ ς ιστορικής συγκυρίας η κοινωνιολογία πήρε μεταπολεμικά το δ ρόμ ο α νά π τυξής της. Οι βιογρα φ ίες κοινωνικών στοχαστώ ν δ εν είναι ασυνήθιστο φ α ινόμενο. Σε αντίθεση με τις θετικές επ ιστήμες, η βιογραφία εν ό ς κοινω νιολόγου ή εν ό ς α νθρ ω π ολόγου μπορεί να γίνει πολύτιμο βοήθημα για την κατανόηση των θεωρητικών τ ο υ ς κατα σ κευών. Β λέπ ουμ ε έτσι σ υχνά να γρά φ οντα ι σ τοχα στικά (πνευματικά) πορτρέτα, όπ ου η ζωή κάποιου μελετητή της ανθρώ πινης εμπειρίας παρουσιάζεται σε συσχέτιση με το σ ύνο λο των ιδεών του: 1. Συνεχίζοντα ς την πλούσια παράδοση σ τον μέα αυτό, δημοσιεύτηκαν π ρόσφ ατα δ υο βιβλία που π ρ ο σπ α θο ύ ν να εξηγήσ ουν τα προσωπικά βιώ ματα και το έρ γο δ υο πολύ σημαντικών κοινωνιολό γω ν, των C. Wright Mills και Alfred Schutz. Παρά την περιθωριακότητά τ ο υ ς, οι Mills και Schutz κατάφεραν να χτυπ ή σου ν τα ιερά δόγματα του κοινωνιο λογικού κατεστημένου και να α νο ίξο υν ν έ ο υ ς ορί ζο ν τ ες στην έρ ευ να των κοινωνικών πραγμάτων. Ενώ είχα ν ώς έν α σημείο κοινό εχ θ ρ ό ή αντίπαλό τ ο υ ς το ν δομολειτουργισμό του Talcott Parsons, οι Mills και Schutz α κολούθησαν τελείω ς διαφ ορετι κούς δ ρ ό μ ο υς επιστημονικής αναζήτησης. Ο Mills π ρ ό τεινε με τη ρομαντική του διάθεση ένα μ ε θ ο δ ο λογικό αναρχισμό και χτύπ η σε το συντηρητισμό της αμερικάνικης κοινωνιολογίας. Από την άλλη π λευρά, ο Schutz μ ε τέ φ ερ ε τα κηρύγματα της φαι-
χρονικα/7
Ράιτ Μιλς ν ο μ εν ολογ ικ ή ς φ ιλοσ οφία ς σ το ν έ ο κόσμο και στά θηκε η αιτία να δ ημιου ργηθ ού ν πολλα π λοί και γ ό ν ι μοι τρόποι έ ρ ευ ν α ς της κοινωνικής πραγματικότη τας. Τη βιογραφ ία του Mills έγρα ψ ε έν α ς σ υν ο δ ο ιπ ό ρ ο ς του, ριζοσπαστικός καθηγητής α πό το π ανεπ ι στήμιο Rutgers, ο γνω στός Irving Louis Horowitz. Ο τίτλος της είναι: «C. Wright Mills - An American Uto pian (Ο Σ. Ράιτ Μιλς - Έ νας αμερικα νός ουτοπιστή ς) και κυκλοφ όρη σε από τ ον εκδοτικό οίκο Free Press. Ο Horowitz κατάφ ερε να μας δώσει όχι μ ό νο τ ο ν ου τοπιστή Mills, αλλά και τη χαρισματική το υ προσω πι κότητα, η οποία παρά τις αντιφ ατικές π λ ευ ρ ές της άσκησε καθοριστική επίδραση στη σ ύγχ ρ ο νη κοινωνιολογία. Μ ολονότι η σ υνεισφ ο ρ ά του Mills μειώθη κε από τις ενοχλη τικ ά υ π ε ρ α π λ ο υ σ τ ευ μ έν ες πολιτι κές του σχη μα τοποιή σεις, το κριτικό π νεύ μ α του εξα κ ολου θεί να συγκινεί και να ενθ ο υσ ιά ζει με τ ο ν έ ν τ ο ν ο ουμανιστικό του π ροσα νατολισμό. Τη βιογραφία του Schutz έγρα ψ ε έν α ς σ υνεξό ρισ το ς ευρω παίος σ υ ν ά δ ελ φ ο ς του, ο καθηγητής Hel mut R. Wagner, π ου βρ έθ ηκ ε κι α υτό ς στις Ηνωμέ ν ε ς Πολιτείες κυ νη γη μ ένος από τ ο υ ς αυστριακούς ναζισ τές. Ο τίτλος της είναι: «Alfred Schutz - An In tellectual Portrait» (Ο Ά λ φ ρ εν τ Σ ο υ τ ζ - έν α διανοητι κό π ορ τρέτο) και κυκλοφ όρη σε από τ ο ν εκδοτικό οίκο του π ανεπιστημίου τ ου Σικάγο στην περίφημη σειρά του The Heritage of Sociology. O Wagner, που υ πή ρξε και τυπικά μαθητής του Schutz, μας δίνει ά γνωστα σ τοιχεία για την ιδιωτική ζωή του δασκά λο υ του, ο οπ οίος ήταν ο μονα δικός τρ απεζίτη ςκοινωνικός φ ιλόσ οφ ος στην ιστορία του κόσμου. Ο Wagner μας π λη ροφ ορ εί ακόμη για τη σ χέση του Schutz με τ ο ν Husserl και τ ο υ ς φ α ινο μ ενο λ ο γικ ο ύ ς κύκλους της Γερμανίας, την επιρροή στοχαστώ ν όπω ς ο Mead και ο Jam es, τη μουσική του παιδεία και τα ενδια φ έρ οντα , τις σ χέ σ εις της πανεπιστημια κής σ υντροφ ιά ς σ το New School for Social Research της Ν έας Υ όρκης, όπ ου δίδα ξε ο Schutz, κλπ. 2. Στα βιβλία αυτά θα π ρ έπ ει να π ρ ο σ θ έσ ο υ μ ε
Άλφρεντ Σουτζ και τις βιογρ α φ ίες π ου κυ κλ ο φ ο ρο ύ ν τελευτα ία σ ε ειδικ ές σ ειρ ές από αγγλικού ς οίκους. Η πρώτη εκδίδεται α πό το Macmillan Press υπό τη δ ιεύθ υνσ η το υ π ολυ γρ α φ ό τα το υ β ρ ετα νο ύ κοινω νιολόγου An thony Giddens με γενικ ό τίτλο «Theoretical Traditions in the Social Sciences», ενώ η δ εύτερ η εκδίδεται με σ υνερ γα σία των Ellis Horwood /Tavistock Publishers υπό την επ οπ τεία του Peter Hamilton με γενικ ό τίτλο Key Sociologists. Σαν δ είγμα της πρώτης δ ο υλειά ς έ χ ο υ μ ε εξετά σ ει το βιβλίο το υ Julian Roberts για τ ο ν Walter Benjamin. Από τη δ εύτερ η σειρά κρίναμε τ ο βιβλίο των David Kettler, Volker Meja και Nico Stehr για τ ο ν Karl Mannheim. Χωρίς αμφιβολία, οι δ υ ο ερ γα σ ίες για τ ο υ ς Benjamin και Mannheim π λη ρ ο ύ ν τις βασικές π ρ ο ϋ π ο θ έσ ε ις μιας άρτιας επιστη μονικής θεώ ρη ση ς. Αλλά η μελέτη π ου α να φ έρ ετα ι σ το ν θεμελιωτή του W issensoziologie, Karl Mann heim, είναι λιγ ό τερ ο ικανοποιητική για τ ο ν ειδικό. Ίσως γιατί α π ευθ ύνετα ι βασικά στο κοινό της γ ε ν ι κής μόρφ ω σης και τ ο υ ς φ οιτητές. Η εργασία αυτή υ στερ εί συγκριτικά με π α λ α ιό τ ερ ες ερ μ η ν είες της θεω ρίας του Mannheim π ου γράφ τηκαν α πό τ ο υ ς W. Stark, G. Remmling, A. Simmonds και ά λλο υ ς. Το βι βλίο όμω ς του Roberts περ ιγρ ά φ ει ά γνω σ τες π τυ χ έ ς της ζωής του α δικοχα μένου Walter Benjamin και σ υσ χετίζει με επιτυχία τα φιλολογικά μ ε τα κοινω νιολογικά το υ ενδια φ έρ ο ντα . Τα στοιχεία π ου μας π α ρ έχ ε ι ο Roberts είναι πολύτιμα για την κατανόη ση της κοινωνικής φ ιλοσ οφία ς του Walter Benjamin, ο ο π ο ίο ς με τις π ρ ο σ π ά θειες της Hannah Arendt έγι ν ε γνω σ τό ς και α π ο τελεί π λ έο ν μια α πό τις πιο ση μαντικ ές φ υσ ιογνω μ ίες της Σ χολής της Φραν κφ ούρτης. Τ έλος, χαρακτη ρίζουμε ξέχω ρα σ π ο υ δαία την α να φ ο ρ ά του Roberts στις «Θ έσεις για την ιστορία» π ου έγ ρα ψ ε ο Walter Benjamin λίγο πριν α πό τ ο τραγικό τ έλ ο ς του, με σκοπό ν α ξεκαθαρίσει τις απόψ εις το υ για τ ο ν «ιστορικό υλισμό» και το «σοσιαλισμό» στη διαλεκτική της θεωρίας και π ρ ά
ξης-
ΝΙΚΟΛΑΟΣ X. ΤΑΤΣΗΣ
Από 13 μέχρι 26 Ιουνίου
Η ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ] Ο παρακάτω πίνακας παρουσιάζει τα εμπορικό τερα βιβλία ενό ς δεκαπενθήμερου, σύμφωνα μ ε τα στοιχεία που μας παραχώρησαν δεκα πέντε βιβλιοπώλες απ' όλη την Ελλάδα, δηλώ νοντας ο καθένας τους τα τρία βιβλία που είχαν τις π ε ρ ισ σότερες πωλήσεις στο βιβλιοπωλείο του κα τά το διάστημα αυτό. Έτσι, το βιβλίο μ ε τις μ ε γα λύτερ ες πωλήσεις σημειώνεται μ ε τρεις α σ τε ρίσκους (**), το αμέσως μ ετά μ ε δύο (**) και το τελευταίο μ ε ένα ν (* ).
Ραγιάς - Θεσ.
Χατζούλη - Λάρισα
| Μεθενίτης - Πάτρα
Κοτζιά - Θεσ.
Λέσχη του Βιβλίου - Αθ.
Επιλογή - Αθ.
3
Α
1. Η Ελλάδα στη δεκαετία 40-50 (Θεμέλιο) 2. Λ. Ζωγράφου: Η γυναίκα σου η αλήτισσα (Γραμμή)
Ο. -3
Εστία - Αθ.
I 1
CD <
Κατώι του Βιβλίου - Θεσ. |
Γρηγόρης - Αθ.
| Αιχμή - Αθ.
| Αίολος - Αθ.
ΒΙΒΛΙΑ
Ελευθερουδάκης - Αθ.
|
Επειδή όμως είναι τεχνικά αδύνατο να δημοσιεύονται όλα τα βιβλία που αναφ έρουν οι βιβλιοπώλες, ο πίνακας περιλαμβάνει τελικά εκείνα τα βιβλία που δηλώθηκαν από δύο του λάχιστον βιβλιοπώλες. Ό σο για το ενδιαφ έρον και την ποιότητα των βιβλίων του πίνακα, σκόπιμο είναι να συμβου λ εύ εσ τε τις σελίδες της «Επιλογής».
Λ
3. Τ. Μ. Κουτού: Περιμένοντας τους βαρβάρους (Κρύσταλλο) 4. Ν. Γκατζογιάννη: Ελένη (Ελληνική Ευρωεκδοτική) 5. Α. Ζίντ: 0 ανηθικολόγος (Αίολος) S. Α. Μοράβια: 1934 (Εξάντας) 7. Μ. Πολενάκη: Ναυαγοί στο σπίτι (Καστανιώτης) Σημείωση: Στο θιβλιοπωλείο Αιχμή - Αθ. το βιβλίο που είχε τις περισσότερες πωλήσεις ήταν: Γ. Δ. Φαράντου: Ο Ηράκλει τος και η διαλεκτική φιλοσοφική σκέψη (Αιχμή). Στου Γρηγόρη - Αθ.: Σ. Μπουτέ: Εισαγωγή στην κοινωνιογλωσσολογία (Γρηγόρης). Στη Δωδώνη - Αθ.: Ρ. Μπαρτ: Αποσπάσματα ερωτικού λόγου (Ράπας). Στη Χατζούλη - Λάρισα: Ο. Γκόλντινγκ: Μάρτιν ο Φαταούλας (Libra). Στου λ/Ιεθενίτη - Πάτρα: Λ. Άλθερ: Αμαρτίες γονέων (Γράμματα).
Εσείς
περάσατε
από
την... ΚΙΒΩΤΟ; βιβλία
χαρτικά
π α ι χ ν ί δ ι α
Δ ραγάτση 1 - Π ειραιάς
Στα ντά λ Πού να βρεις τον Σταντάλ; Πάντα κρύβεται. Δ εν υπογράφει Σταντάλ, αλλά Α νρύ Μπελ. Τρελαίνεται για κρυπτογραφήματα. Μέσα σε τριάντα χρόνια συντάσσει τριάντα έξι διαθήκες που αυτοαναιρούνται. Τα πορτρέτα του σπανίζουν, κι ο αριθμός τους δεν εξισώνεται με τις ερωμένες του. Παίρνει μέρος στην υποχώρηση της Ρωσίας, διατρέχει τη Γαλλία, πάει κι επιστρέφει ξανά στην Ιταλία -το ν πόλο του τον τραβάει. Ωστόσο τη μεταθανάτια μοίρα του την προορίζει γ ι’ αλλού, για τη Γαλλία, όπου υπόσχεται στον εαυτό του πως θά ’ναι διάσημος, στην αυγή του εικοστού αιώνα. Η αποστολή εκπληρώθηκε. Για τα διακόσια χρόνια από τη γέννησή του, το έτος 1983 αφιερώθηκε στον Σταντάλ.
10/αφιερωμα
Όταν ο Σταντάλ θα αποφασίσει να γί νει μνθιστοριογράφος, ένα τέταρτο τον αιώνα μετά τις περιπέτειές τον στην Ιταλία, θα θνμηθεί προφανώς το παρελ θόν τον, πον τα προσωπικά τον γραφτά τον βοηθούν να διατηρήσει τα ίχνη τον. Αντά πον είδε, ένιωσε ή έλπισε, αποτε λούν νλικό πον το χρησιμοποιεί ενκαιριακά, αλλά μεταβάλλοντάς το κάθε φο ρά. Όταν για πρώτη φορά πήρε το βά φτισμα τον πνρός μπροστά στο φρούριο Μπαρ, το άλογό τον ήταν σε κακή κα τάσταση και το καβαλούσε κι άσχημα, αφού ο πατέρας τον δεν είχε φροντίσει να τον δώσει μαθήματα ιππασίας. Αντό το θέμα τον αόέξιον καβαλάρη θα επανέλθει σε αρκετά μνθιστορήματά τον, αλλά πάντα παραλλαγμένο -κι αντό εί
ναι το σημαντικό. Ο Ζνλιέν Σορέλ, πον αρχίζει την εκπαίόενσή τον στα άλογα με τη σνντροφιά τον Νορμπέρ ντε Λα Μολ, πέφτει στη λάσπη, στη μέση της οδού Μπακ. Το βράδι στο δείπνο ο Νορμπέρ αποφεύγει να αναφερθεί σ’ αντό το κωμικό περιστατικό, κι ο Ζν λιέν επιμένει να διηγηθεί το ατύχημά τον χωρίς να φοβηθεί τα γέλια. «Ο Ζν λιέν έκανε τονς ακροατές να νίώσονν τόσο άνετα για την ατνχία τον, πον στο τέλος τον δείπνον, όταν η γενική σνζήτηση πήρε άλλο δρόμο, η δεσποινίδα Ματίλντ ρώτησε τον αδερφό της για τις λεπτομέρειες τον άτνχον περιστατικού. Αντές οι ερωτήσεις τραβούσαν σε μά κρος, κι ο Ζνλιέν, αφού σννάντησε το βλέμμα της αρκετές φορές, τόλμησε να
αφιερωμα/11
απαντήσει απευθείας, αν και δεν είχε ερωτηθεί, και οι τρεις μαζί τελείωσαν με γέλια, όπως θα είχαν κάνει τρεις νεα ροί χωρικοί, στο βάθος τον δάσους.» Ο Λυσιέν Λεδέν, πιο πεπειραμένος, αλλά ακόμα αρχάριος, βρίσκει τον τρόπο, σε ένα δρόμο τον Νανσύ, να πέσει δυο φο ρές κάτω από ένα παράθυρο της μα ντάμ ντε Σαστελλέ, που αμέσως τον ρί χνει δυο φορές το βλέμμα της. Οι πτώ σεις του Ζνλιέν και τον Λυσιέν ελάχι στα μοιάζουν μ ’ εκείνη του νεαρόν Σταντάλ, αλλά μεταξύ τους μοιάζουν, γιατί καθεμιά τους έχει ως αποτέλεσμα για τον ηρώα να προσελκύσει την προ σοχή μιας γυναίκας που τη θεωρεί απρόσιτη. Το ίδιο, ο ανθυπίλαρχος Σταντάλ, αν και δεν πολέμησε, είδε τουλάχιστο μερι κές μάχες. Κατόπιν, επιφορτισμένος με την επιμελητεία, θα πάρει μια κάποια γεύση από μερικές. Θα νποστεί τέλος όλες τις δοκιμασίες της υποχώρησης στη Ρωσία, όπου θα τον δοθεί η ευκαιρία να βάλει το χέρι τον στο ξίφος, αλλά η μόνη μάχη που τον εμπνέει είναι το Βα τερλό. Οι μελετητές που αναζητούν στη ζωή των συγγραφέων πηγές φωτός για να φωτίσουν τα μυθιστορήματά τους θα όφειλαν να σκεφτούν αυτό το παράδειγ μα και όσα προηγούνται. Ο μυθιστοριο γράφος χρειάζεται ηλεκτρικό ρεύμα που να κυκλοφορεί ανάμεσα σε όσα γνωρίζει και σε όσα επινοεί, ανάμεσα στα σημεία αναγνώρισής του και σ’ ένα άγνωστο που έχει την ευτυχία να χτίζει. Για να κοιτάξουμε τις σχέσεις μιας ζωής κι ενός έργου, μπορούμε να πά ρουμε μια θέση που πολλοί κριτικοί δεν τη βρίσκουν γιατί αρκούνται στην ικα νοποίηση που τους δίνει η λογιότητα (να ανακαλύψουν δηλαδή ή να προβά λουν ένα στοιχείο άγνωστο ή όχι πολύ γνωστό) και θαρρούν πως έχουν «όιαλευκάνει» ένα ήρωα ή μια περιπέτεια, από τη στιγμή που έχουν ανακαλύψει «στην πραγματικότητα» μια πηγή. Έψαξαν πολύ, λόγου χάρη, για τις πη
γές της Ματίλντ ντε Λα Μολ και τη σκανδαλώδη αφοσίωσή της στον Ζυλιέν. Θα είχαν προτιμήσει να βρουν ένα μοναδικό πρότυπο, και με τον καιρό βρήκαν κάμποσα. Με την Λλμπέρτ ντε Ρυμπαμπρέ έμαθε τον τρόπο με τον οποίο μια νεαρή γυναίκα, προικισμένη για τον έρωτα των ανδρών, μπορεί να κάνει τον εραστή της να υποφέρει. Είτε γνώρισε είτε όχι τη Μαίρη ντε Νεβίλ, την κόρη ενός υπουργού του Καρόλου του Δέκατου, που την έκλεψε ένας χωριάτης, ωστόσο ενδιαφέρθηκε γι’ αυτό το κατόρθωμα που έκανε όλο το Παρίσι να φλυαρεί. Τέλος, πιο πρόσφατα, ανακάλυψαν ότι ενόσω έγραφε το Κόκκινο και το μαύρο είχε δεχτεί την επίσκεψη της Τζούλια Ρινιέρι, που σε ηλικία δεκαο χτώ ετών και πιθανότατα παρθένα, και κόρη Ιταλού διπλωμάτη, του προσφέρθηκε, κι ο χοντρός αυτός άντρας που πλησίαζε τα πενήντα είχε το θράσος, αντάξιο του Ζυλιέν Σορέλ, να της επι βάλει ως απόδειξη μια αναβολή δύο μη νών. Δεν είναι αυτά τα τρία ανέκδοτα που θά ’πρεπε να εντυπωσιάσουν, αλλά η σημασία που τους έδωσε ο Σταντάλ. Αν είχε εντυπωσιαστεί από αυτόν τον τύπο γυναικείας συμπεριφοράς, είναι γιατί είχε τη ροπή να τον θαυμάζει και να τον γεύεται. Η τόλμη σε μια κοπέλα πάντα τον γοητεύει. Αμέσως θαμπώθη κε από τις ηρωίδες του Κορνήλιου. Α υ τό το περίσσιο γυναικείο θάρρος το παίνεσε εξίσου καλά στα Ιταλικά χρονικά καθώς και στη Ααμιέλ. Κοντολογίς, τα παραδείγματα που συνάντησε τον ενθάρρυναν στο δικαίωμά του να ζωγρα φίζει τέτοιους χαρακτήρες χωρίς να απομακρύνεται από την αληθοφάνεια, αλλά αυτούς τους χαρακτήρες δεν τους έχει εμπνευστεί από αυτά τα παραδείγ ματα. Προέρχονται από μια ενδόμχ χη προτίμηση του συγγραφέα.
■ Copyright: Magazine Litteraire Μετάφραση: Τατιάνα Τσαλίκη-Μηλιώνη
12/αφιερωμα
Jean Roudaut
Χρονολόγιο Σταντάλ 1783
Γέννηση του Ανρύ-Μαρί Μπελ στην Γκρενόμπλ, στις 23 Ια νουάριου, στην οδό Βιε-Ζεζουίτ. Γιος του Σερουμπέν Μπελ, που δεν θ’ άγαπήσει ποτέ, και της Ανριέτ Γκανιάν, την οποία λέει πως ερωτεύτηκε. Θ’ αποχτήσει δυο αδερφές, την Πωλίν (1786), στην οποία πάει η προτίμηση του, και τη Ζεναΐντ-Καρολίν (1788). 1790
Θάνατος της μητέρας του Ανριέτ Γκανιάν. Ο πατέρας του θα εξαφανιστεί το 1819, κατεστραμμένος. Πολύ νέος θά ’χει το αί σθημα πως είναι άσχημος. 1792-1794
«Τυραννία» του αβά Ράγιάν, τον οποίο ο πατέρας του προσέλαβε ως παιδαγωγό. Βρίσκει στοργή και βοήθεια κοντά στον παππού του Ανρύ Γκανιάν, γιατρό. Διαβάζει «Δον Κιχώτη». «Ποιος θα το πίστευε; Ο πατέρας μου, βλέποντάς με να ξεκαρ δίζομαι στα γέλια, ερχόταν να με μαλώσει, με απειλούσε να μου πάρει το βιβλίο, πράγμα που έκανε αρκετές φορές...» Επί σης διαβάζει τον Μαινόμενο Ορλάνδο και Μολιέρο. 1793
Το σπίτι τον γιατρού Γκανιάν, του παππού του Ή θελα να σκεπάσω τη μητέρα μου με φιλιά και να μην υπήρχαν ρούχα. Μ’ αγαπούσε με πάθος και με φιλούσε συ χνά, της ανταπέδιδα τα φιλιά της με τέ τοια θέρμη που συχνά υποχρεωνόταν να φεύγει. Μ ισούσα τον π ατέρα μου, όταν ερχόταν να διακόψει τα φιλιά μας. (...) Έ ν α βράδι, όπως τυχαία μ’ είχαν βάλει να πλαγιάσω στο δωμάτιό της, κάτω, σε ένα στρώμα, αυτή η ζωηρή κι ελαφριά σαν ελαφίνα γυναίκα πήδησε πάνω α πό το στρώμα μου, για να φτάσει γρηγορό τερα στο κρεβάτι της. Το δωμάτιό της έμεινε κλειστό για δέκα χρόνια μετά το θάνατό της. (Η Ζωή του Α νρύ Μ πρυλάρ, κεφ. III) Ο παππούς μου, ά νθρωπος του κόσμου, μού ’χε πει: «Είσαι άσχημος, αλλά κα νείς δεν θα σε κατηγορήσει ποτέ γι’ αυ τό» (ibid., κεφ. XIII).
Εκτέλεση του Λουδοβίκου 16ου. 1796
Ο Ανρύ Μπελ είναι μαθητής στο Κεντρικό Σχολείο της Γκρε νόμπλ. 1799
Φεύγει για το Παρίσι με το πρόσχημα να ετοιμαστεί για το Πολυτεχνείο. Τα ξαδέρφια του Νταρύ, θα τον πάρουν υπό την προστασία τους. Γράφει το cela με δυο I. 1800
Αφήνει το Παρίσι για την Ιταλία με τα ξαδέρφια του Νταρύ, τον Μαρσιάλ και τον Πιερ, επιθεωρητές στο στρατό. Περνά τον Ά γιο Βερνάρδο, δυο μέρες μετά τον Πρώτο Ύπατο. Ανα καλύπτει τη μουσική με τον Τσιμαρόζα. Στις 10 Ιουνίου μπαί νει στο Μιλάνο. Συναντά την Άντζελα Πιετράγκρουα. Ανθυ πίλαρχος το Σεπτέμβρη, μετατίθεται στο 6ο σύνταγμα δραγό νων το Νοέμβρη.
Η Πωλίν Μπελ
αφιερωμα/13 1801
Υπασπιστής του στρατηγού Μισό. Δεν του αρέσει η ζωή στο στρατόπεδο. Αρρωσταίνει και φεύγει για ανάρρωση στη Γαλ λία. Αρχίζει το Ημερολόγιό του έχοντας ως γνωμικό το γνώθι σαυτόν. 1802
Στο Παρίσι παραιτείται από στο στρατό. Ενδιαφέρεται για το θέατρο. Ερωτευμένος εξ αποστάσεως με τη Βικτορίν Μουνιέ, φλερτάρει διακριτικά τη νεαρή ξαδέρφη του Αντέλ Ρεμπυφέλ, ενώ κάνει έρωτα με τη μητέρα της. 1804
Κάνει μαθήματα απαγγελίας και συναντά τη Μελανί Γκιλμπέρ, τη λεγάμενη «Λουαζόν». Ακολουθεί τη νεαρή ηθοποιό στη Μασσαλία (1805), επιστρέφει στο Παρίσι (1806). Συμβουλεύει την αδερφή του Πωλίν να διαβάσει Κοντιγιάκ, Χομπς, Ελβέτιο, Βοβενάργκ και το δάσκαλο της σκέψης του, Ντεστύ ντε Τρασύ, καθώς και το δάσκαλο του ύφους Μοντεσκιέ. 1806
Συνοδεύει στη Γερμανία τον Μαρσιάλ Νταρύ, μπαίνει στο Βε ρολίνο. Τον διορίζουν δόκιμο αξιωματικό της επιμελητείας και τον στέλνουν στο Μπρούνσβικ. 1807
Φλερτάρει τη Βιλελμίνη ντε Γκρισχάιμ. Διαβάζει Σαίξπηρ και Γκολντόνι.
Η Βικτορίν Μοννιέ Ή μουν σκοτεινός, ύπουλος, δυσαρεστημένος, μετέφραζα Βιργίλιο, ο αβάς μου υπερέβαλλε τις ομορφιές αυτού του ποιητή και δεχόμουν τους επαίνουςτου, όπως οι σημερινοί καημένοι Πολωνοί πρέπει να δέχονται τους επαίνους της ρωσικής καλοσύνης, στις πουλημένες φυλλάδες τους, μισούσα τον αβά, μι σούσα τον πατέρα μου, πηγή των εξου σιών του αβά, μισούσα ακόμα περισσό τερο τη θρησκεία εν ονόματι της οποίας με τυραννούσαν (ibid., κεφ. IX).
1809
Με τον Πιερ Νταρύ και τη Μεγάλη Στρατιά φεύγει για το Πα ρίσι και τη Βιέννη. 1810
Εισηγητής στο Συμβούλιο Επικράτειας. Ονειρεύεται θέατρο και δανδισμό. Βραδιές στο θέατρο, δείπνα στην πόλη. Στο σπί τι του, στον τοίχο ένα πορτρέτο του Μότζαρτ και μια γκραβούρα του Πορποράτι που παριστάνει το λουτρό της Λήδας του Κορρέτζιο. Τοπίο της ρωμαϊκής εξοχής
Η Βιλελμίνη ντε Γκρισχάιμ Η θεία μου Ελισάβετ μου διηγήθηκε πως ο παππούς μου είχε γεννηθεί στην Α βινιόν, πόλη της Προβηγκίας -τόπο όπου φυτρώνουν τα πορτοκάλια, μού ’λεγε με τον τόνο της νοσταλγίας- και πολύ πιο κοντά στην Τουλόν παρά στην Γκρενόμπλ. (...) «Υπάρχει λοιπόν ένας τόπος όπου τα πορτοκάλια φυτρώνουν κατευθείαν από τη γη;» είπα στη θεία μου. Σήμερα καταλαβαίνω πως χωρίς να το ξέρω της θύμιζα το αιώνιο αντι κείμενο της νοσταλγίας της (ibid., κεφ. VIII).
14/αφιερωμα 1811
Μετρημένο πάθος για την ξαδέρφη του Νταρύ, ενώ συντηρεί την ηθοποιό της όπερα-μπούφα Ανζελίν Μπερετέ. Παίρνει άδεια και φεύγει για την Ιταλία, Μπολώνια, Φλωρεντία, Νεά πολη, Μιλάνο, όπου ξαναβρίσκει την Άντζελα Πιετράγκρουα και γίνεται εραστής της. Ονειρεύεται μια Ιστορία της ζωγραφι κής στην Ιταλία. 1812
Φεύγει για τη Ρωσία και συναντά το Γενικό Επιτελείο του αυτοκράτορα στην Μπογιαρίνκα. Μπαίνει στη Μόσχα στις 14 Σε πτεμβρίου, αναδιπλώνεται στο Κένιγκσμπεργκ το Δεκέμβρη, και το Γενάρη φτάνει στο Παρίσι. 1813
Παρευρίσκεται στη μάχη του Μπάουτσεν. Διορίζεται στην επι μελητεία, στην επαρχία Σάγκαν της Σιλεσίας. Άρρωστος από την πολλή δουλειά και την απογοήτευση που δεν έγινε ούτε βαρόνος ούτε νομάρχης ούτε σύμβουλος επικράτειας. Πηγαίνει στην Ιταλία και στην Γκρενόμπλ, όπου μόλις είχε πεθάνει ο παππούς του. 1814
Με αναρρωτική άδεια, κι ενώ οι σύμμαχοι βρίσκονται στο Πα ρίσι, φεύγει για την Ιταλία. Συναντά την Άντζελα Πιετράγκρουα στο Μιλάνο. Έρωτας, τσακωμοί, ρήξη. 1815
ΔημοΓ ευση από τον Λουί-Αλεξάντρ Σεζάρ Μπομπέ του βιβλά Γράμματα γραμμένα από τη Βιέννη της Αυστρίας, για το ό Jημo συνθέτη Ιωσήφ Χάυντν, ακολουθούμενα από τη βιο γραφία του Μότζαρτ και τις παρατηρήσεις για τον Μεταστάσιο και την τωρινή κατάσταση της μουσικής στην Ιταλία. Ο Καρπάνι διαμαρτύρεται στον «Συνταγματικό», ότι ο Σταντάλ είναι λογοκλόπος του. Ο Σταντάλ απαντά.
Το σπίτι των τεράτων στο Μιλάνο
«Πρέπει να πάω να δω τι θά ’ν.'υν κάνει αυτά τα τέρατα», είπε ο πι.ιέρας μου καθώς σηκωνόταν. Ελπίζω ο προδότης να ’χει εκτελεστεί, σκεφτόμουν.(...) Τον βλέπω ξανά με ρεντιγκότα από άσπρο χνουδωτό ύφασμα, που τη φο ρούσε και για να πάει στο ταχυδρομείο, δυο βήματα πιο πέρα. «Έ γινε, είπε μ’ ένα μεγάλο αναστε ναγμό, τον δολοφόνησαν.» Με κατέλαβε μια από τις πιο ζωηρές χαρές που έχω δοκιμάσει στη ζωή μου. Ο αναγνώστης θα σκεφτεί πιθανόν πως είμαι σκληρός, αλλά τέτοιος ήμουνα στα δέκα μου χρόνια και τέτοιος είμαι στα πενήντα δύο (ibid., κεφ. X). Διάβασα Σαίξπηρ συνέχεια από το 1796 ώς το 1799. Ο Ρακίνας, που συνεχώς επαινούσαν οι δικοί μου, μου δημιουρ γούσε την εντύπωση ενός αδιάφορου υποκριτή... Σιχαινόμουνα το ίππος αντί για το άλογο. Το ονόμαζα υποκρισία (ibid., κεφ. XXVII). ( ...) Αυτό ήταν το ωραίο. Τέτοιο ήταν το Μ ιλάνο για μένα, για είκοσι χρόνια (1800-1820). Ελάχιστα αυτή η λατρεμένη εικόνα αρχίζει να διακρίνεται από το ωραίο. Η λογική μού λέει: αλλά το αληθινά ωραίο είναι η Νεάπολη και το Παυσίλιππο λόγου χά ρη, τα περίχωρα της Δρέσδης, οι γκρειιισμένοι τοίχοι της Λιψίας, ο Έ λβας ίάτω από το Ρενβίλ στην Αλτόνα, η λί,ινη της Γενεύης κλπ. Η λογική μου τα λέει αυτά, η καρδιά μου όμως νιώθει μονάχα το Μ ιλάνο και την οργιαστική εξοχή που το περιβάλλει (ibid., κεφ. IVL).
Ομορφιά. Α πόψ ε στις 26 του μηνός είδα την ίδια την ομορφιά. Είχα την ισχυρό τερη αίσθηση ομορφιάς που θυμάμαι: Η δεσποινίς Μαρς στη Σουζάννα του Φιγκαρό. Γοητεύτηκα σε σημείο να αισθά νομαι στο χείλος του έρωτα (Ημερολό γιο, 1810).
αφιερωμα/15 1816
Συναντά το λόρδο Μπάυρον, δουλεύει το θεατρικό του έργο Letellier, περνά τις βραδιές του στη Σκάλα. Ονειρεύεται να γράψει καμιά εικοσαριά κωμωδίες από τα τριάντα τέσσερα ώς τα πενήντα τέσσερα χρόνια του. 1817
Ο κ. Μπ. Τ. Ε. (κύριος Μπ., τέως εισηγητής) δημοσιεύει την Ιστορία της ζωγραφικής στην Ιταλία, με την αφιέρωση: To the happy few. Και ο κ. ντε Σταντάλ, αξιωματικός ιππικού, εκδίδει το Ρώμη, Νεάπολη και Φλωρεντία το 1817. Πρώτο ταξίδι στο Λονδίνο. Αρχίζει τη Ζωή τον Ναπολέοντα.
Ξαναγύρισα στον Πράσινο Κυνηγό, έριξα είκοσι βολές στα είκοσι οχτώ βή ματα, α πό τις οποίες τη μια έτσι. Α π αύτωσα την κόρη του ξενοδόχου για πρώ τη φ ορά, κι άρχισα να γράφω αυτά στις τέσσερις η ώρα (Ημερολόγιο, 1807). Σήμερα 5, βρίσκω το μεσημέρι την Ελίζα στο κρεβάτι της, τρυπώνω κι εγώ: ωραία μπούτια, αλλά κεφάλι ηλίθιο. Κρατάει το λόγο της· είκοσι τέσσερις λίρες (Ημερολόγιο, 1809).
1818-1821
Συναντά στο Μιλάνο τη Ματίλντ Νταμπρόβσκι (Μετίλντ). Τρε λός από έρωτα, είναι ωστόσο δυστυχής. Θα γράψει το Περί έρωτος, ως ημερολόγιο για ν’ αυτοαναλυθεί και ως επιστολή για να πείσει. Ύ ποπτος για καρμποναρισμό, επιστρέφει στη Γαλλία. Φεύγει για το Λονδίνο. Θα δει τον Kean στον Οθέλλο. 1822
Ζωή σαλονιού στο Παρίσι (Γκιουντίττα Πάστα, ντε Τρασύ, Κυβιέ, μαντάμ Καμπανίς, Ντελεκλύζ...). Δημοσιεύει το Περί έρωτος. Συνεργάζεται με το New Monthly Magazine, το London Magazine, το Athenaum κλπ.
Η Μετίλντ Νταμπρόβσκι
1823
Δημοσιεύει το Ρακίνας και Σαίξπηρ και αναγγέλλει τη Ζωή τον Ροσίνι. Φεύγει για την Ιταλία. Διαμονή στην Τζένοβα, Φλωρεντία, Ρώμη. 1824
Δεσμός με την κόμισσα Κυριάλ. Στο Παρίσι. Ζει από λογοτε χνικές εργασίες. 1825
Δεύτερος Ρακίνας και Σαίξπηρ καθώς και το Περί μιας νέας σννωμοσίας κατά των βιομηχάνων. Θάνατος της Ματίλντ Νταμπρόβσκι. 1826
Ταξίδι στην Αγγλία. Νέα έκδοση, διορθωμένη, του βιβλίου Ρώμη, Νεάπολη και Φλωρεντία.
1827
Δημοσίευση της Αρμάνς ή μερικές σκηνές ενός σαλονιού των Παρισίων το 1827. Ιταλία: Τζένοβα, Νεάπολη, Ρώμη και Φλωρεντία, όπου επισκέ πτεται τον τότε πρόξενο Λαμαρτίνο. 1828
Φτάνει στο Μιλάνο την 1η Ιανουάριου, αλλά αμέσως τον διώ χνουν και του απαγορεύουν τη διαμονή στο αυστριακό κράτος. Χάνει το στρατιωτικό του μισθό.
Η Ά ν τζε λ α Π(ιετράγκρουα) υπήρξε μια υπέροχη πρόστυχη α λα ιταλικά, α λα Λουκρητία Βοργία, κι η μαντάμ Α ζύρ , πρόστυχη αλλά όχι υπέροχη, α λα Ντυ Μ παρύ (Η ζωή του Α νρύ Μ πρυλάρ, κεφ. II). Π ιθανόν η ωραιότερη γυναίκα που εί χ α , και ίσως που είδα, είναι η Ά (ν τ ζ ελα ), όπως μου φ αινόταν εκείνο το βρά δι, βολτάροντας μαζί της στους δρό μους, στη λάμψη των φώτων των μαγα ζιών. Δ εν ξέρω π ώς έφτασε ν α μου πει, μ’ αυτή τη φυσικότητα που τη διακρίνει, και χωρίς ματαιοδοξία, πως κάποιοι φί λοι της της είχαν πει ότι προξενούσε φόβο. Είναι αλήθεια. Εκείνο το βράδι ήταν σ’ έξαψη. Φαίνεται πως μ’ αγαπά. Yesterday and to day, she has had pleasu re. Μ όλις είχε πάρει τον καφέ μαζί μου, στο βάθος ενός μοναχικού μαγαζιού- τα μάτια της έλαμπαν, το πρόσωπό της μισοφωτισμένο είχε μια γλυκύτατη αρμο νία κι ωστόσο ήταν φοβερή από υπερ φυσική ομορφιά. Θ ά ’λεγε κανείς, ένα ανώτερο ον, το οποίο είχε πάρει την ομορφιά γιατί αυτή η μεταμφίεση του ταίριαζε καλύτερα από κάθε άλλη, και με τα διεισδυτικά του μάτια διάβαζε στο βάθος της ψυχής σου. Αυτή η μορφή θά ’κάνε μια υπέροχη Σίβυλλα (Ημερολό γιο, 1811).
16/αφιερωμα 1829
Επιδιώκει να βρει μια θέση στη βιβλιοθήκη Σαιντ-Ζενεβιέβ, κατόπιν μια θέση βοηθού στη Βασιλική Βιβλιοθήκη, τη λεγάμε νη σήμερα Εθνική. Εραστής της Αλμπέρτ ντε Ρυμπαμπρέ, της «μαντάμ Αζύρ», ξαδέρφης του Ντελακρουά. Δημοσιεύει το βι βλίο Περίπατοί στη Ρώμη. Ταξίδι στο Νότο ώς τη Βαρκελώνη. Γράφει τη Βανίνα Βανίνι. 1830
Η Τζούλια Ρινιέρι του εκφράζει τον έρωτά της και γίνεται ερα στής της. Το κόκκινο και το μαύρο, χρονικό τον 19ον αιώνα. Διορίζεται πρόξενος στην Τεργέστη και ζητεί το χέρι της Τζού λια. Ο κηδεμόνας της αρνείται, καθώς και η αυστριακή κυβέρ νηση. 1831
Πρόξενος στην Τσιβιταβέκια. Είναι άρρωστος. Τρέχει στη Σιέννα να συναντήσει την Τζούλια.
1832
Βρίσκεται στη Ρώμη για παλιά χειρόγραφα, απ’ όπου θα εμπνευσθεί τα Ιταλικά χρονικά. Η Τζούλια παντρεύεται έναν ξά δερφό της, αλλά δεν θα σταματήσει να τη συναντά. Το φθινό πωρο βρίσκεται στο Παρίσι. Για να πάει στη θέση του κατεβαί νει τον Ροδανό και ταξιδεύει μαζί με τον Μυσσέ και τη Σάνδη, που κατευθύνονται για την Ιταλία και τη Βενετία. 1833
Γράφει τις Αναμνήσεις εγωτισμού και τρέχει στη Σιέννα για την Τζούλια.
1834
Τσιβιταβέκια και Ρώμη. Αρχίζει τον Λυσιέν Λεβέν.
Τζιονλια Ρινιέρι Τη στιγμή που τούτο το πρωί, στις δέκα η ώρα, διακρίναμε τον τρούλλο του Μι λάνου αναλογιζόμουνα πως τα ταξίδια μου στην Ιταλία με καθιστούν π ιο πρω τότυπο, περισσότερο εμένα τον ίδιο. Μ αθαίνω να ψάχνω την ευτυχία με πε ρισσότερη εξυπνάδα (Ημερολόγιο, 1813). Η γραμμή των βράχων πλησιάζοντας στο Α ρμπουά, θαρρώ, κι ερχόμενος από την Ντολ, από το μεγάλο δρόμο, υπήρξε για μένα μια ευαίσθητη εικόνα που φα νέρωνε την ψυχή της Μετίλντ (Η ζωή του Ανρύ Μ πρυλάρ, κεφ. I). Περνώ για άνθρωπος με πολύ πνεύμα και πολύ αναίσθητος, μάλιστα φαύλος· και βλέπω πως σταθερά μ’ απασχόλη σαν οι άτυχοι έρωτές μου. Αγάπησα πα ράφορα τη μαντάμ Κυμπλύ, τη δεσποι νίδα ντε Γκρισχάιμ, τη μαντάμ ντε Ντιφόρτζ, τη Μετίλντ-, και δεν τις είχα κα θόλου, και μερικοί από αυτούς τους έρωτες κράτησαν τρία ή τέσσερα χρό νια. Η Μετίλντ κατείχε τη ζωή μου α πο λύτως από το 1818 ώς το 1824. Και δεν έχω ακόμα θεραπευθεί, πρόσθεσα, αφού μόνο αυτή ονειρεύτηκα, ίσως ένα ολόκληρο τέταρτο της ώρας. Μ’ αγα πούσε; (ibid., κεφ. I).
1835
Διορίζεται ιππότης της Λεγεώνας της Τιμής, ως άνθρωπος των γραμμάτων. Το έλπιζε (να συμβεί) το 1813, ως στρατιωτικός.
Συγκρίνω τον εαυτό μου μ’ ένα νεοσύλ λεκτο που έρχεται σ’ ένα σύνταγμα δρα γόνων· του δίνουν άλογο. Α ν έχει λίγο μυαλό, γνωρίζει πολύ γρήγορα τα προ σόντα αυτού του αλόγου. Το άλογο εί ναι ο χαρακτήρας- με το να γνωρίζουμε ότι το άλογο που καβαλούμε ξαφ νιάζε ται εύκολα, δεν του αφαιρούμε καθόλου την ιδιότητά του να ξαφνιάζεται. Έ τσι συμβαίνει και με το χαρακτήρα μου. Εδώ και δυο χρόνια άρχισα να τον γνω ρίζω καλά. Αυτά τα ελαττώματα λίγο ρόλο έπαιζαν στην Ιταλία, όπου όλοι είναι πρωτότυποι και κάνουν ό,τι τους αρέσει, χωρίς να ανησυχούν για το γεί τονα. Στη Γαλλία αναρωτιόμαστε συνε χώς: μα τι θα σκεφτεί ο γείτονας; (Στη madame Clementine Curial, Παρίσι, 1824).
αφιερωμα/17 Αρχίζει τη Ζωή του Ανρύ Μπρυλάρ. Έρχεται με άδεια στο Παρίσι για τρεις μήνες και μένει τρία χρόνια. Δουλεύει τα Απομνημονεύματα του Ναπολέοντα. 1837
Ταξιδεύει στην περιοχή γύρω από τον Λουάρ, στη Βρετάνη, στη Νορμανδία. Δημοσίευση της Βιττόρια Ακκοραμπόνι. Οι Τσέντσι. 1838
Επισκέπτεται το Μπορντό, τα Πυρηναία, τη Μασσαλία, τις Κάννες. Τα Απομνημονεύματα ενός περιηγητή προέρχονται από αυτές τις σημειώσεις. Η δούκισσα του Παλλιάνο. 1839
Το μοναστήρι της Πάρμας. Πηγαίνει στην Τσιβιταβέκια κι αρ χίζει τη Λαμιέλ. Ο Μεριμέ τον συναντά για ένα μήνα: περίπα τοι στη Ρώμη και τη Νεάπολη. 1840
Γνωριμία με την Earline, την κοντεσίνα που θά ’ναι ο τελευ ταίος του έρωτας, «the last romance». Διαβάζει τη μελέτη του Μπαλζάκ για το Μοναστήρι που δημοσιεύτηκε στη Revue Parisienne.
Ή μουν με παντελόνι από λευκό εγγλέ ζικο. Έ γραψα από μέσα στη ζώνη: στις 16 Οκτωβρίου 1832 θά ’μαι πενηντάρης, έτσι συγκοπτόμενο για να μη με καταλά βουν: Ε. Θα μαι 5». (Η ζωή του Α νρύ Μ πρυλάρ, κεφ. I). Λάτρεψα τον Σαιν-Σιμόν στα 1800 κα θώς και στα 1836. Τα σπανάκια κι ο Σαιν-Σιμόν υπήρξαν τα μόνα γούστα μου που κράτησαν καιρό, αφού ωστόσο ζούσα στο Παρίσι με εκατό λουδοβίκεια εισόδημα, γράφοντας βιβλία (ibid., κεφ. 43). Έ τσι, μετά α πό τόσα χρόνια, οι πολλές κι επιτηδευμένες φράσεις των κ.κ. Σατωμπριάν και Σαλβαντύ μ’ έκαναν να γράψω το Κόκκινο και το μαύρο, μ’ ένα ασύνδετο ύφος. Μεγάλη ανοησία, γιατί μετά από είκοσι χρόνια ποιος θα σκέ φτεται τις υποκριτικές ασυναρτησίες αυτών των κυρίων; Κι εγώ τραβώ ένα λαχείο που ο πρώτος αριθμός του συνο ψίζεται στα εξής: θα με διαβάσουν στα 1935 (ibid., κεφ. XXIII).
1841
Πρώτη αποπληξία, στην Τσιβιταβέκια. Ζητά άδεια, και φτάνει το Νοέμβρη στο Παρίσι. 1842
Δεύτερη και τελευταία αποπληξία στις 22 Μαρτίου, πάνω στο πεζοδρόμιο της οδού Neuve-des-Capucines. Πεθαίνει στις 23 Μαρτίου, στις 2 το πρωί, στο σπίτι του, οδός Neuve-des PetitsChamps, αριθ. 78 (σήμερα οδός Danielle-Casanova, αριθ. 22). Copyright: Magazine Litteraire Μετάφραση: Τατιάνα Τσαλίκη-Μηλιώνη
Το χέρι της κόμισσας Σάντρα, ίσως της Earline Βγήκε με μαύρο βελούδο για να πάει στο χορό στο μ(έγαρο) Φ(αρνέζε). Μου μί λησε για τη στερεότητα του μαύρου βε λούδου και της έπιασα το γόνατο χωρίς ν ’ αντισταθεί. - Βάζετε τη ζαρτιέρα σας πάνω από το γόνατο ή από κάτω; - Α π ό πάνω, όπως οι όμορφες κυ ρίες. (Earline, 14 Μαρτίου 1840) Βρίσκω πως δεν είναι γελοίο να πεθάνεις στο δρόμο, όταν δεν το κάνεις επί τηδες (στον Ντομένικο Φιόρε, Ρώμη, 10 Απριλίου 1841). Πολύ ελπίζω να επιστρέψω. Ό μ ω ς, τέ λος πάντων, θέλω να σας αποχαιρετήσω, για την περίπτωση που αυτό το γράμμα θά ’ναι το τελευταίο. Σας αγα πώ πραγματικά και δεν υπάρχουν πολ λοί που ν ’ αγαπώ. Α ντίο, δέστε τη χα ρούμενη πλευρά της ζωής (στον Ντομέ νικο Φιόρε, 19 Απριλίου 1841).
18/αφιερωμα
Ιταλό Καλβίνο
Το μοχαατηρι
Έ να μεγάλο ιταλικό μυθιστόρημα Χώρος πολιτικός, αλλά και χώρος ευτυχίας · αυτό είναι το πανόραμα της Ιταλίας που ανακαλύπτει το «Μοναστήρι της Πάρμας». Πόσοι νέοι θα μείνουν κεραυνόπληκτοι από τις πρώτες κιόλας σελίδες του Μοναστηριού της Πάρ μας και θα πεισθούν ξαφνικά πως το ωραιότερο μυθιστόρημα του κόσμου είναι ίσως τούτο εδώ, και θα παραδεχτούν πως αυτό ήταν το μυθιστόρη μα που ήθελαν πάντα να διαβάσουν, και θα χρησι μεύσει ως λυδία λίθος για όλους όσους θα το δια βάσουν στη συνέχεια! (Μιλώ κυρίως για τα πρώτα κεφάλαια. Ό σο προχωρείς βρίσκεσαι μπροστά σε ένα διαφορετικό μυθιστόρημα, σε αρκετά διαφο ρετικά μεταξύ τους μυθιστορήματα, που θ’ απαι τήσουν μερικές διορθώσεις ως προς τον τρόπο της συμμετοχής σ’ αυτά που διαδραματίζονται. Όμως το πρώτο ξάφνιασμα της αρχής του μυθιστορήμα τος θα εξακολουθεί να επηρεάζει.) Αυτό συνέβη και σε μας και σε τόσους άλλους, στις γενιές που διαδέχτηκαν η μια την άλλη, εδώ κι έναν αιώνα. (Το Μοναστήρι της Πάρμας δημο σιεύτηκε το 1839, αλλά πρέπει να λογαριάσουμε τα σαράντα χρόνια που κύλησαν ώσπου να κατα λάβουν τον Σταντάλ, όπως ο ίδιος τό ’χε προβλέ πει με μια ασυνήθιστη ακρίβεια. Κι ωστόσο είχε αμέσως από όλα τα άλλα του βιβλία τη μεγαλύτερη επιτυχία. Για την προβολή του βασίστηκε σ’ ένα ενθουσιώδες άρθρο εβδομήντα δύο σελίδων του Μπαλζάκ!)
Δεν μπορούμε να προβλέψουμε αν αυτό το θαύ μα θα επαναληφθεί ξανά και για πόσον καιρό. Οι λόγοι της γοητείας που ασκεί ένα βιβλίο (η δύναμή του να συναρπάζει, που είναι διαφορετικό πράγ μα από την απόλυτη αξία του) στηρίζονται σε αρκετά αστάθμητα στοιχεία. (Και η απόλυτη αξία επίσης, αν δεχτούμε πως η άποψη αυτή έχει νόη μα.) Σίγουρα, αν καταπιάνομαι ξανά με το Μονα στήρι και σήμερα, όπως έγινε και με όλες τις ανα γνώσεις που έχω ξανακάνει σε διαφορετικές επο χές, μέσα από τις αλλαγές του γούστου και του ορίζοντα, είναι γιατί η ορμή της μουσικής του, αυτό το allegro con brio ξαναρχίζει να με αιχμαλω τίζει: τα πρώτα κεφάλαια του ναπολεόντειου Μι λάνου, όπου συμβαδίζουν η ιστορία με τους κανο νιοβολισμούς της και ο ρυθμός ίου προσωπικού βιώματος. Και το κλίμα της καθαρής περιπέτειας μέσα στο οποίο μπαίνουμε με τον δεκαεξάχρονο Φαμπρίς που γυροφέρνει στο υγρό πεδίο της μά χης του Βατερλό, ανάμεσα στα καροτσάκια των Το άρθρο αν τό δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά ατό περιοδικό «La Repubblica» με την ευκαιρία της τηλεταινίας τον Μπολονίνι« Το μοναστήρι της Πάρμας». Η εικονογράφησή τον προέρχεται από το άλμπουμ «Ταξίδι στην Ιταλία», κείμενο τον Σταντάλ, φωτο γραφίες τον Carlos Freire.
αφιερωμα/19 μικροπωλητών και στ’ άλογα που τριγυρνούν αδέ σποτα, είναι η αληθινή μυθιστορηματική περιπέ τεια, γεμάτη από τον κίνδυνο και συνάμα αλώβη τη, με μια ισχυρή δόση αθωότητας. Και τα πτώμα τα με τα γουρλωμένα μάτια και τα άκαμπτα χέρια είναι τα πρώτα αληθινά πτώματα με τα οποία η λογοτεχνία του πολέμου δοκίμασε να εξηγήσει τι είναι πόλεμος. Και η θηλυκή, η ερωτική ατμό σφαιρα που αρχίζει να κυκλοφορεί από τις πρώτες κιόλας σελίδες, καμωμένη από προστατευτική αγωνία και φθονερές δολοπλοκίες, αποκαλύπτει το αληθινό θέμα του μυθιστορήματος που θα συ νοδεύσει τον Φαμπρίς ώς το τέλος (μια ατμόσφαι ρα που σιγά σιγά θα καταφέρει να προκαλέσει μια ασφυχτική εντύπωση). Να έγινα, άραγε, ισόβιος αναγνώστης του Μο ναστηριού, επειδή ανήκω σε μια γενιά που έζησε πολέμους και πολιτικούς κατακλυσμούς; Αλλά μέσα στις προσωπικές αναμνήσεις, που είναι πά ρα πολύ λιγότερο ελεύθερες και γαλήνιες, κυριαρ χούν οι παραφωνίες και οι τριγμοί κι όχι αυτή η μουσική που σε παρασέρνει. Στην πραγματικότη τα ίσως να συμβαίνει εντελώς το αντίθετο. Δηλαδή να θεωρούμε πως είμαστε τα παιδιά μιας εποχής, επειδή προβάλλουμε τις στανταλικές περιπέτειες στη δική μας,εμπειρία με σκοπό να τη μεταμορφώ σουμε, όπως έκανε ο Δον Κιχώτης. Είπα πως το Μοναστήρι είναι πολλά μυθιστο ρήματα συγκεντρωμένα σ’ ένα, και καθυστέρησα στην αρχή του. Είναι δηλαδή ιστορικό χρονικό, κοινωνικό χρονικό, δολοπλοκίες. Κατόπιν μπαί της ποτέ δεν θέλησε να αποχτήσει δεύτερο.» νουμε στον κορμό του μυθιστορήματος, στον κό σμο της μικρής αυλής του πρίγκιπα Ρανούτσε Ερ- • κός, γιατί κρέμασε δυο πατριώτες, και τον έφορο νέστου του Τέταρτου (η απόκρυφη Πάρμα, την Ράσι, που ενσαρκώνει (ίσως για πρώτη φορά σε οποία ιστορικά μπορούμε να ταυτίσουμε με τη ένα πρόσωπο μυθιστορήματος) τη γραφειοκρατι Μόντενα και που τη διεκδικούν με πάθος οι κάτοι κή μετριότητα σε ό,τι πιο αποτρόπαιο περιέχει κοι της Μόντενα, όπως ο συγγραφέας Αντόνιο μέσα της. Κι εδώ, σύμφωνα με τις προθέσεις του Ντελφίνε, αλλά στην οποία παραμένουν πιστοί, Σταντάλ, η σύγκριση ξετυλίγεται ανάμεσα σ’ αυτή όπως απέναντι σ’ έναν προσωπικό, εξιδανικευμέτην εικόνα της οπισθοδρομικής Ευρώπης του νο μύθο, οι Παρμεζάνοι, όπως ο Τζίνο Μανιάνι). Μέττερνιχ και τον απόλυτο χαρακτήρα αυτών των Εδώ το μυθιστόρημα γίνεται θέατρο, κλειστός χώ αχαλίνωτων ερώτων, τελευταίο καταφύγιο των ρος, σκακιέρα παιχνιδιού που παίζεται μ’ έναν γενναιόδωρων ιδανικών μιας νικημένης εποχής. περιορισμένο αριθμό προσώπων, τόπος γκρίζος Είναι ένας δραματικός πυρήνας μελοδράματος κι ακίνητος, όπου αναπτύσσεται μια αλυσίδα από (και πράγματι η όπερα ήταν το πρώτο κλειδί που πάθη που δεν ταιριάζουν μεταξύ τους: ο κόμης χρησιμοποίησε ο μελομανής Σταντάλ για να κατα Μόσκα, ο άνθρωπος της εξουσίας, σκλάβος του λάβει την Ιταλία), αλλά το κλίμα στο Μοναστήρι, έρωτά του για την Τζίνα Σανσεβερίνα, η Σανσεβεδεν είναι, ευτυχώς, το κλίμα της τραγικής όπερας, ρίνα που πετυχαίνει ό,τι θέλει και δεν βλέπει παρά αλλά, όπως το ανακάλυψε ο Πωλ Βαλερύ, της με τα μάτια του ανιψιού της, του Φαμπρίς. Ο οπερέτας. Η τυραννία είναι σκοτεινή, αλλά δειλή Φαμπρίς, που πρώτα πρώτα αγαπά τον εαυτό του, κι αδέξια (στη Μόντενα η κατάσταση ήταν πιο με μερικές περιπέτειες για ακομπανιαμέντο και σοβαρή), και τα πάθη είναι ακαταμάχητα, αλλά μ’ που στο τέλος συγκεντρώνει όλες του τις δυνάμεις ένα μηχανισμό αρκετά απλοϊκό. (Μόνο ένας που περιφέρονται γύρω του και πάνω του, τρελά ήρωας, ο κόμης Μόσκα, είναι προικισμένος με μια ερωτευμένος με την αγγελική και στοχαστική Κλέαληθινή ψυχολογική πολυπλοκότητα, καμωμένη από υπολογισμό, αλλά κι από απελπισία, από αί λια. Ό λα αυτά μέσα στον ευτελή κόσμο των πολιτι σθημα ιδιοκτησίας αλλά κι από αίσθημα ανυπαρ ξίας.) κών και κοσμικών ραδιουργιών της αυλής, ανάμε σα σ’ έναν πρίγκιπα που τον έχει κυριέψει ο πανιΑλλά η πλευρά «αυλικό μυθιστόρημα» δεν στα-
20/αφιερωμα ματά εδώ. Στη μυθιστορηματική μεταμόρφωση της θρησκόληπτης Ιταλίας της Παλινόρθωσης, μπαίνει από πάνω το υφάδι ενός χρονικού της Αναγέννησης, από εκείνα που ο Σταντάλ ξετρύ πωσε στις βιβλιοθήκες, για να βγάλει ακριβώς τα διηγήματα πού ’χουν τον τίτλο Ιταλικά χρονικά. Εδώ πρόκειται για τη ζωή του Αλέξανδρου Φαρνέζε, τον οποίο πολύ αγάπησε και προστάτευσε μια θεία του, ευγενής κυρία, φιλάρεσκη και ρα διούργα. Έκανε μια εκπληκτική εκκλησιαστική καριέρα παρά την περιπετειώδη κι ακόλαστη νεό τητά του (είχε σκοτώσει έναν αντίπαλό του και γι’ αυτό φυλακίστηκε στον Πύργο Σαιν-τ-Ανζ πριν γίνει πάπας με το όνομα Παύλος ο Τρίτος. Τι σχέση έχει αυτή η αιματοβαμμένη ιστορία της Ρώ μης του τέλους του δέκατου πέμπτου αιώνα με την ιστορία του Φαμπρίς, σε μια υποκριτική κοινω νία γεμάτη τύψεις συνειδήσεως; Αληθινά τίποτα, κι ωστόσο το σχέδιο του Σταντάλ είχε πραγματικά ξεκινήσει απ’ αυτό το σημείο σαν μια μεταφορά της ζωής του Φαρνέζε στη σύγχρονη εποχή, εν ονόματι μιας συνέχειας της ιταλικής ζωτικότητας και του ερωτικού αυθορμητισμού, που ποτέ δεν κουράστηκε να τα πιστεύει (αν κι έμαθε επίσης να βλέπει στους Ιταλούς πράγματα πιο λεπτά, όπως έλλειψη εμπιστοσύνης, αγωνία, επιφυλακτικότητα). Ό ποια και νά ’ταν η πρώτη του πηγή έμπνευ σης, η αρχή του μυθιστορήματος ήταν προικισμένη
με μια ορμή τόσο αυτόνομη που μπορούσε θαυμά σια να συνεχιστεί κατά την ανάπτυξή του, παρα μερίζοντας έτσι το χρονικό της Αναγέννησης. Ωστόσο ο Σταντάλ κάπου κάπου το θυμάται και ξαναρχίζει να θεωρεί τη ζωή του Φαρνέζε σαν ένα προσχέδιο. Η πιο φανερή συνέπειά του είναι πως ο Φαμπρίς, αμέσως μόλις εγκαταλείψει τη ναπο λεόντεια στολή, μπαίνει στο ιεροδιδασκαλείο και χρίεται μοναχός. Στη διάρκεια του υπόλοιπου μυ θιστορήματος τον φανταζόμαστε ντυμένο αρχιε ρέα, πράγμα ολότελα άβολο γι’ αυτόν, αλλά και για μας, γιατί χρειάζεται κάποια προσπάθεια για να ταιριάζουμε τις δυο εικόνες, αφού η εκκλησια στική κατάσταση βάραινε μ’ εξωτερικό τρόπο πά νω στη συμπεριφορά του ήρωα και καθόλου στο πνεύμα του. Κιόλας μερικά χρόνια πριν, άλλος ένας στανταλικός ήρωας, κι αυτός νεαρός, παθιασμένος από τη δόξα του Ναπολέοντα, είχε αποφασίσει να φο ρέσει τα ράσα μια και η Παλινόρθωση είχε φράξει το δρόμο προς τη στρατιωτική καριέρα σ’ όποιον δεν καταγόταν από ευγενή οικογένεια. Αλλά στο Κόκκινο και το μαύρο το ξεστράτισμα του Ζυλιέν Σορέλ είναι το κεντρικό θέμα του μυθιστορήμα τος, κατάσταση πολύ πιο βαθιά και δραματική απ’ αυτήν του Φαμπρίς ντελ Ντόγκο. Ο Φαμπρίς δεν είναι ο Ζυλιέν, στο βαθμό που δεν είναι προικι σμένος με την ψυχολογική πολυπλότητάτου, και δεν είναι ούτε ο Αλέξανδρος Φαρνέζε, που προο-
Μια Ιταλία ζυμωμένη από μαγεία Η μελέτη των σχέσεων του Σταντάλ και της Ιταλίας αποτελεί συνήθως πρόσχημα για εικονογραφημένα βιβλία, όπου παλιές απόψεις του Μ ιλάνου, της Ρώ μης, της Τσιβιταβέκια συνοδεύονται από αντίγραφα έργων του Guide και του Dominiquin, των Carrache και του Κορρέτζιο. Η καινοτομία και το ενδιαφέρον της σπουδαίας εργασίας του Μισέλ Κρουζέ επισημαίνονται κιόλας από το νεολογισμό του τίτλου Ο Σταντάλκαι η ιταλικότητα. Δ εν πρόκειται να αναρω τηθούμε για το τι ήξερε ο Σταντάλ για την Ιταλία, ηύτε για την απόσταση ανάμεσα στη γνώση του και την πραγματικότητα, αλλά να διευκρινίσουμε τη μυ θολογία του για την Ιταλία, τον τρόπο με τον οποίο οργανώνει για τον εαυτό του μια στενή προσωπική «ιταλικότητα». Η Ιταλία τού έχει γίνει έμμονη ιδέα. Έ ρχεται στην κατάλληλη ώρα στη ζωή του, για να δώσει μορφή και χρώματα σε ό,τι φαντάζεται πως δεν υπάρχει και ανακαλύπτει μόνο έξώ α πό τον εαυ τό του. Ο Μισέλ Κρουζέ διακρίνει τα στοιχεία αυτού του ιταλικού μύθου, στον ο ποίο συμμετέχουν η μου σική (Ροσίνι), η λογοτεχνία (η Ιταλία ιδωμένη μέσα από τον Σαίξπηρ), το μαύρο μυθιστόρημα, ο πολιτι κός φιλελευθερισμός και η α-κοινωνική κοινωνία, η θηλυκότητα. Δεν πρόκειται για στοιχεία ανόμοια,
αλλά για εκφράσεις διάφορες ενός ίδιου πόθου: η Ιταλία είναι ο νοερός τόπος του απίθανου, «ένας παραισθητικός κόσμος ζυμωμένος από μαγεία» (σ. 286). Ο Μισέλ Κρουζέ δείχνει με ποιον τρόπο π αί ζουν και συναντιούνται το όνειρο ενός αχρονικού κόσμου, η διάρκεια της αίσθησης, και μια πολιτική επιλογή, ένα ερώτημα για την κοινωνία. Πώς οι ταξι διωτικές διηγήσεις συγχωνεύουν τη φαντασία με τις περιγραφές των μυθιστορημάτων. Και προτείνει φευγαλέες, ωραίες και καινούριες αναλύσεις του Μοναστηριού και της αρχής του. Αυτή η μυθολογία είναι προσωπική; Πολλά στοιχεία, διαφορετικά ενορχηστρωμένα θα τα συναντούσαμε στον Μπαλζάκ. Ο υπότιτλος του βιβλίου, «δοκίμιο ρομαντικής μυθολογίας», θυμίζει πως ονειρευόμαστε κι επιθυ μούμε συλλογικά. Πρόκειται να χαρτογραφήσουμε τις μορφές του πόθου. Επιτυχία μας θα είναι αν το σοβαρό βιβλίο δεν γίνει βαρύ, αλλά θα διαβάζεται σχεδόν σαν ένα ακομπανιαμέντο στο αλέγκρο του Σταντάλ.
Copyright: Magazine Litteraire Μετάφραση: Τατιάνα Τσαλίκη-Μηλιώνη
αφιερωμα/21
ρίζεται να γίνει πάπας, και μ’ αυτή την ιδιότητα συμβολικός ήρωας μιας ιστορίας που μπορεί να εννοηθεί τόσο σαν μια σκανδαλώδης αντικληρική αποκάλυψη όσο και σαν θρύλος που οδηγεί σε μια λύτρωση. Κι ο Φαμπρίς ποιος είναι; Πέρα από τα ρούχα που φορεί και τις ίντριγκες στις οποίες εμπλέκεται, ο Φαμπρίς είναι κάποιος που προσ παθεί να διαβάσει τα σημάδια της μοίρας του, σύμφωνα με την επιστήμη που του δίδαξε ο αβάςαστρολόγος Μπλανές, ο αληθινός του παιδαγω γός. Αναρωτιέται για το μέλλον και το παρελθόν (η μάχη του ήταν το Βατερλό, ή όχι;) αλλά όλη η πραγματικότητά του τοποθετείται στο παρόν, στιγμή τη στιγμή. Ό πω ς ο Φαμπρίς έτσι κι όλο το Μοναστήρι ξεπερνά τις αντιφάσεις της σύνθετης φύσης του εξαιτίας μιας αδιάκοπης κίνησης. Κι όταν ο Φα μπρίς ρίχνεται στη φυλακή, ένα νέο μυθιστόρημα αρχίζει μέσα στο μυθιστόρημα, η διήγηση της φυ λακής, του πύργου και του έρωτα για την Κλέλια, που είναι ακόμη κάτι το διαφορετικό από το υπό λοιπο κι ακόμα πιο δύσκολο να το προσδιορίσεις. Δεν υπάρχει ανθρώπινη μοίρα πιο αγωνιώδης από του φυλακισμένου, κι ωστόσο ο Σταντάλ σε αυτό το σημείο αντιστέκεται στην αγωνία. Ακόμα κι όταν χρειάζεται να αναπαραστήσει την απομό νωση στο κελί ενός πύργου (μετά από μια σύλλη ψη που έγινε με μυστηριώδεις και συγκεχυμένες
συνθήκες), οι ψυχικές καταστάσεις που εκφράζει είναι πάντα εξωστρεφείς κι ελπιδοφόρες. «Πώς! εγώ που τόσο φοβόμουνα τη φυλακή, είμαι μέσα, και δεν θυμάμαι νά ’μαι θλιμμένος!» Δεν θυμάμαι νά ’μαι θλιμμένος. Ποτέ κανείς δεν έχει απορρίψει τη ρομαντική αυτοσυμπόνια-με τόση αγνότητα και υγεία. Αυτός ο πύργος Φαρνέζε, που δεν υπήρξε ποτέ ούτε στην Πάρμα ούτε στη Μόντενα, έχει ένα πολύ ακριβές σχήμα, που αποτελείται από δύο πύργους, ο ένας πιο λεπτός, κατασκευασμένος στην κορυφή του πιο μεγάλου. (Υπάρχει επίσης ένα σπίτι στο ανάχωμα μ’ έναν περιστερώνα απά νω, όπου σκύβει ανάμεσα στα πουλιά η νεαρή Κλέλια.) Είναι ένας από τους μαγεμένους τόπους του μυθιστορήματος (για τον οποίο ο Π. Π. Τρομπέο παρέπεμπε στον Αριόστο και από άλλη άποψη στον Τάσο) και σίγουρα είναι ένα σύμβολο, κι είναι τόσο αληθινό, που, όπως συμβαίνει με όλα τα αληθινά σύμβολα, δεν θα μπορούσαμε ν’ απο φασίσουμε τι ακριβώς συμβολίζει: την απομόνω ση στη δική του εσωτερικότητα, προφανώς. Αλλά επίσης, κι ακόμα πιο πολύ, την έξοδο από τον εαυτό του, την ερωτική επικοινωνία· γιατί ο Φα μπρίς ποτέ δεν ήταν τόσο διαχυτικός κι εύγλωττος όσο μέσα στο κέντρο των απίθανων και περίπλο κων συστημάτων -μιας επικοινωνίας χωρίς καλώ δια- με τα οποία κατορθώνει να επικοινωνήσει
22/αφιερωμα από το κελί του και με την Κλέλια και με την πάντα γενναιόψυχη θεία του Σανσεβερίνα. Ο πύργος είναι ο τόπος όπου γεννιέται ο πρώτος ρομαντικός έρωτας του Φαμπρίς, για την απρόσι τη Κλέλια, κόρη του θεσμοφύλακα του, αλλά και το χρυσό κλουβί του έρωτα της Σανσεβερίνας, της οποίας ο Φαμπρίς είναι πάντα δέσμιος. Είναι πέρα για πέρα αληθινός, αφού στην προέ λευση του πύργου (κεφ. 28) υπάρχει η ιστορία ενός νεαρού Φαρνέζε που φυλακίστηκε γιατί είχε γίνει εραστής της μητριάς του: ο μυθικός πυρήνας των μυθιστορημάτων του Σταντάλ, η «υπεργαμία», ο έρωτας για τις πιο μεγάλες γυναίκες, ή για μια κοινωνική κατάσταση πιε υψηλή (ο Ζυλιέν κι η μαντάμ ντε Ρενάλ, ο Λυσ. ·ν κι η μαντάμ ντε Σαστελλέ, ο Φαμπρίς και η Τζίνα Σανσεβερίνα). Κι ο πύργος είναι το ύψος, το γεγονός ότι μπο ρείς να δεις μακριά: το απίστευτο πανόραμα στο οποίο δεσπόζει από κει ψηλά ο Φαμπρίς, και περι λαμβάνει όλη την οροσειρά των Άλπεων από τη Νίκαια ως το Τρεβίζε, κι όλη την κοίτη του Πάδου από το Μόντε Βίζο ως τη Φερράρα. Αλλά δεν βλέπεις μόνο αυτά. Είναι και η δική του ζωή και η ζωή των άλλων, και το πλέγμα των επάλληλων σχέσεων που συνιστούν ένα πεπρωμένο. Ό πω ς ακριβώς ψηλά από τον πύργο το βλέμμα αγκαλιάζει όλη τη βόρεια Ιταλία, έτσι κι από τα ύψη του μυθιστορήματος αυτού, που γράφτηκε το 1839, διαγράφεται το μέλλον της ιστορίας της Ιτα λίας: ο πρίγκιπας της Πάρμας, ο Ρανούτσε Ερνέστος ο Τέταρτος είναι ένας απολυταρχικός τυραν νίσκος και συνάμα ένας Κάρολος-Αλβέρτος της Σαβοΐας που προβλέπει τις προσεχείς εξελίξεις του Risorgimento και καλλιεργεί στην καρδιά του την ελπίδα να γίνει μια μέρα ο συνταγματικός βασιλιάς της Ιταλίας. Μια ιστορική και πολιτική ανάγνωση του Μο ναστηριού θα ήταν ένας εύκολος και σχεδόν υπο χρεωτικός δρόμος, αρχίζοντας από τον Μπαλζάκ (που ορίζει αυτό το μυθιστόρημα σαν τον Πρίγκι πα ενός νέου Μακιαβέλι!). Ό πω ς επίσης θα ήταν εύκολο κι υποχρεωτικό να αποδείξουμε πως η αξίωση του Σταντάλ να εξάρει τα ιδανικά της ελευθερίας και της προόδου που έπνιξε η Παλι νόρθωση, είναι ολότελα επιπόλαιη. Αλλά ακριβώς η ελαφρότητα του Σταντάλ μπορεί να μας δώσει ένα ιστορικό και πολιτικό μάθημα, που δεν πρέπει να το υποτιμήσουμε, όταν μας δείχνει με πόση ευκολία οι πρώην γιακωβίνοι, οι πρώην βοναπαρτικοί, γίνονται (ή παραμένουν) ενθουσιώδη και σημαντικά στελέχη του νομιμόφρονος κατεστημέ νου. Τόσες θέσεις και τόσες πράξεις, γεμάτες κιν δύνους, που έμοιαζαν να προέρχονται από από λυτες πεποιθήσεις, αποκάλυψαν εκ των υστέρων ότι πολύ λίγα πράγματα υπήρχαν πίσω τους: είναι κάτι που το καταλάβαμε ξανά και ξανά, πολλές φορές, στο Μιλάνο κι αλλού. Αλλά ό,τι ωραίο υπάρχει στο Μιλάνο, είναι πως αυτό διαπιστώνε
ται χωρίς σκάνδαλο, σαν κάτι το αυτονόητο. Αυτό που κάνει το Μοναστήρι της Πάρμας ένα μεγάλο «ιταλικό» μυθιστόρημα είναι η αντίληψη της πολιτικής ως υπολογισμένης διευθέτησης και διανομής ρόλων. Με τον πρίγκιπα που ενώ κατα διώκει τους γιακωβίνους φροντίζει ν’ αποκαταστήσει μαζί τους μελλοντικές ισορροπίες που θα του επιτρέψουν να μπει επικεφαλής του επικείμε νου κινήματος εθνικής ενότητας. Με τον κόμη Μά σκα που από ναπολεόντειος αξιωματικός γίνεται αντιδραστικός υπουργός και αρχηγός του κόμμα τος των ακραίων μοναρχικών (αλλά έτοιμος να ενθαρρύνει μια φατρία από υπερεξτρεμιστές, επι διώκοντας να δώσει κάποια απόδειξη μετριοπά θειας ξεκόβοντας απ’ αυτούς). Κι όλα αυτά χωρίς να είναι μέσα του καθόλου μπερδεμένος. Όσο προχωρούμε στο μυθιστόρημα βλέπουμε να απομακρύνεται ολοένα περισσότερο η άλλη στανταλική εικόνα της Ιταλίας σαν χώρας των γεν ναιόδωρων αισθημάτων και της αυθορμησίας στη ζωή, αυτός ο τόπος ευτυχίας που ανοιγόταν στο νεαρό γάλλο αξιωματικό με τον ερχομό του στο Μιλάνο. Στη Ζωή του Ανρύ Μπρυλάρ ο Σταντάλ διακόπτει τη διήγηση όταν φτάνει στο σημείο να διηγηθεί αυτή τη στιγμή, να περιγράψει αυτή την ευτυχία: «Δεν καταφέρνουμε ποτέ να μιλήσουμε γι’ αυτό που αγαπάμε». Αυτή η φράση αποτέλεσε το θέμα και το αντικεί μενο του τελευταίου δοκιμίου του Ρολάν Μπαρτ, που επρόκειτο να διαβάσει στο Μιλάνο με την ευκαιρία του συνεδρίου για τον Σταντάλ το 1980 (αλλά ενώ το έγραφε συνέβη το αυτοκινητιστικό δυστύχημα που του στοίχισε τη ζωή). Στις σελίδες που σώζονται ο Μπαρτ παρατηρεί πως στα αυτοβιογραφικά του έργα ο Σταντάλ δηλώνει επανει λημμένα την ευτυχία του από τη διαμονή του στην Ιταλία, όταν ήταν νέος, αλλά και πως δεν κατα φέρνει ποτέ να την αναπαραστήσει. «Ωστόσο είκοσι χρόνια αργότερα, μ’ ένα είδος στερνής γνώσης που εντασσόταν στην ανάποδη λογική του έρωτα, ο Σταντάλ γράφει για την Ιτα λία θριαμβευτικές σελίδες, οι οποίες πυρπολούν τον αναγνώστη - σαν κι εμένα (και δεν νομίζω πως είμαι ο μόνος)- μ’ εκείνη την αγαλλίαση, με την ακτινοβολία που το προσωπικό ημερολόγιο εξέ φραζε χωρίς όμως να κατορθώνει και να τη μετα δώσει. Αυτές οι θαυμάσιες σελίδες συνθέτουν την αρχή του Μοναστηριού της Πάρμας. Υπάρχει ένα είδος θαυμαστής συστοιχίας ανάμεσα “στο κύμα της ευτυχίας και της αγαλλίασης που πλημμύρισε” το Μιλάνο με τον ερχομό των Γάλλων και στη δική μας χαρά από την ανάγνωση. Η εντύπωση από τη διήγηση συμπίπτει επιτέλους με την εντύπωση που την παράγει.» Copyright: Magazine Litteraire Μετάφραση: Τατιάνα Τσαλίκη-Μηλιώνη
αφιερωμα/23
Bernard Delvaille
Ένας εμπορικός αντιπρόσωπος ονόματι Α. Μπ. Αιατρέχοντας μονάχος τη Γαλλία, με άμαξα ή με πλοίο, αλλά πάντα γρήγορα, με μια μπονκάλα σαμπάνια σε κάθε σταθμό, ο Σταντάλ επινόησε αυτή τη λέξη και ένα στυλ: τον τουρισμό. Από το 1803 (στα 20 χρόνια του) ο Σταντάλ ση μειώνει στο Ημερολόγιό του: «Αν ήμουν πλού σιος θά ’κανα ένα ταξίδι στη Γαλλία». Ό λ α μας κάνουν να πιστέψουμε πως το βιβλίο Ταξίδι στη Γαλλία στο διάστημα 1787-1790 του αγρονόμου Αρθούρου Γιουνγκ, που η μετάφραση του δημο σιεύτηκε σε τρεις τόμους, το 1793, έχει κάποια σημασία. Έτσι φυτρώνουν τα σχέδια. Κατόπιν, ο ανθυπίλαρχος Ανρύ Μπελ αρχίζει να διατρέχει την Ευρώπη από το Μάντσεστερ ώς τη Μόσχα κι από το Αμβούργο ώς τη Βιέννη, αναβάλλοντας το βαθύτερο πόθο του για την αγαπημένη του Ιταλία. Σε μια νεκρολογία, το 1837, θα γράψει: «Τη μέρα που οι Βουρβώνοι μπήκαν στο Παρίσι ο Μπ. είχε την εξυπνάδα να αντιληφθεί πως στο εξής στη Γαλλία θα υπήρχε μόνο ταπείνωση για όποιον είχε βρεθεί στη Μόσχα. Πήγε να εγκατα σταθεί στο Μιλάνο». Μένει εκεί από το 1814 ώς το 1821. Στη συνέχεια εγκαθίσταται στο Παρίσι
και ζει γράφοντας σε αγγλικά περιοδικά. Το 1829 ο συγγενής και προστάτης του κόμης Νταρύ πεθαίνει. Ο Μπελ αρχίζει ν’ ανησυχεί για την οι
κονομική του κατάσταση. Δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας άνθρωπος σε διαθεσιμότητα, όταν ένα βασιλικό διάταγμα τον διορίζει πρόξενο της Γαλλίας, στην Τεργέστη πρώτα κι έπειτα, στις 18 Απριλίου 1831, στην Τσιβιταβέκια, όπου σε λίγο θα τον κυριέψει η νοσταλγία για τη νιότη του και για τη Γαλλία. Σε τέσσερα χρόνια, γράφει τις Αναμνήσεις τον εγωτισμού, τη Ζωή του Ανρύ Μπρνλάρ και τον Αυσιέν Λεδέν. Το Μάρτη του 1836 ο τότε υπουργός Εξωτερικών Τιερ του δίνει
άδεια. Το όνειρο ενός ταξιδιού στη Γαλλία θα γίνει πραγματικότητα. Βέβαια, ώς τώρα έχει διατρέξει την Ανατολή, το Λανγκεντόκ, τη νοτιοανατολική περιοχή, και οι πρώτες του διαθέσεις θα τον οδηγήσουν προς τις περιοχές του Λουάρ και της Βρετάνης, που δεν γνωρίζει. Από το Μάη του 1837 ώς το Δε κέμβρη του 1838 ο Σταντάλ ή καλύτερα ο Ανρύ Μπελ, ή μάλλον ο Μ.Λ..., εμπορικός αντιπρόσω πος που εμπορεύεται σιδερικά, θα γυρίσει τη Γαλλία σε πλάτος και μήκος, θα ξαναπεράσει από το Παρίσι, όπου (τελικά ως Μπελ!) θα κα
24/αφιερωμα τοικήσει στην οδό Κομαρτέν αριθ. 8, πριν να επιχειρήσει καινούριες εξορμήσεις. Αυτός ο πλασιέ -μας προειδοποιούν- κράτησε ημερολόγιο που αποτελεί «τη βάση του έργου που έχουμε την πρόθεση να διαβάσουμε. Ο Μ.Λ... έχει το ελάττωμα να ονομάζει κάπως υπερβολικά τα πράγματα με τ’ όνομά τους, κι αυτό θα έδινε ίσως εσφαλμένη ιδέα για το χαρα κτήρα του και θα τον ζωγράφιζε με μελανά χρώ ματα. Με παρακάλεσε να διορθώσω το ύφος του και απάντησα πως θα είχα μεγάλη ανάγκη να διόρθωναν το δικό μου. Περιφρονώ κι απεχθάνομαι το ακαδημαϊκό ύφος». Ναι, είναι ο Μπελ που μιλάει, κι όχι μονάχα σ’ αυτό τον πρόλογο, αλλά σε ολόκληρο το βιβλίο Απομνημονεύματα ενός περιηγητή. Ας ξαναρχίσουμε. Καταρχήν πηγαίνει στην
Μπουρζ κι από κει στη Νάντη, στη Βαν, στη Χάβρη και στη Ρουέν. Κατόπιν, όπως φαίνεται, θα βρεθεί στη Βρετάνη και στο Ντοφινέ. Γιατί δεν γνωρίζουμε πάντα με βεβαιότητα τις χρονολο γίες των μετακινήσεών του. Σύμφωνα με τη με γάλη έκδοση του Del Litto, σε 50 τόμους (Λέσχη του Βιβλιόφιλου), βρίσκεται στη Νεβέρ στις 14 Απριλίου 1837. Κατά τον Ανρί Μαρτίνο, στο Ημερολόγιο τον Σταντάλ (1950), τον συναντούμε εκεί στις 27 Μαΐου 1837. Λίγη σημασία έχει, για τί αυτό που μας ενδιαφέρει είναι η παρακάτω βεβαίωση, που χρονολογείται από τη Νεβέρ: «Τα Απομνημονεύματα του Καίσαρα είναι το μόνο βιβλίο που πρέπει να πάρω ταξιδεύοντας
στη Γαλλία». Το Δεκέμβριο του 1837, επιστρέφοντας στο Παρίσι, δίνει στον τυπογράφο την αρχή του χειρογράφου του, που τα δοκίμιά του
άρχισε να διορθώνει από τις 4 του ερχόμενου Γενάρη. Στις 8 Μαρτίου 1838 αφήνει το Παρίσι για την Ανγκουλέμ, που σε λίγο ο Μπαλζάκ θα την καταστήσει αθάνατη, για Μπορντό, Μεντόκ, Αζάν, Μουασάκ και Τουλούζη. Επιστρέφοντας στο Μπορντό φεύγει για Μπαγιόν, Σαιν-Ζανντε-Λυζ και τα ισπανικά σύνορα. Κατόπιν ανε βαίνει ξανά προς την Καρκασόν και το Μονπελλιέ. Έπειτα η Προβηγκία, η Μασσαλία, η Αβινιόν, μετά η Γκρενόμπλ και το Σαμπερύ, απ’ όπου μέσω Ελβετίας φτάνει τον Ιούλιο στο Στρασβούργο. Τότε φεύγει για το Άμστερνταμ και επιστρέφει στο Παρίσι τέλος του μήνα. Περ νά εκεί το καλοκαίρι και τον Οκτώβρη ξαναφεύ γει για τη Βρετάνη και τη Νορμανδία. Στις 3 Νοεμβρίου βρίσκεται στο Παρίσι, όπου τελειώ νει το Μοναστήρι της Πάρμας. Μόνο τον Αύγου στο του 1839 θα πάει στη θέση του, στην Τσιβιταβέκια. Η προστασία του κόμη Μολέ, διαδόχου του Τιερ, είχε παρατείνει την άδειά του. Ο πρώτος τόμος των Απομνημονευμάτων ενός περιηγητή κυκλοφόρησε στα τέλη Ιουνίου 1838, αφού διαφημίστηκε πολύ. Η υποδοχή υπήρξε χλιαρή. Αναγνώρισαν δάνεια από τον Μεριμέ, ίσως με τη σύμφωνη γνώμη του, και κυρίως από το Ταξίδι στη Μεσημβρινή Γαλλία κάποιου Λουί Μιλλέν, που στο κάτω κάτω δεν είχε ούτε το μά τι ούτε την πένα του πρόξενου της Γαλλίας Ανρύ Μπελ. Οπωσδήποτε δεν είναι τόσο οι σταθμοί αυτών των ταξιδιών διαμέσου της Γαλλίας που
μας ενδιαφέρουν σήμερα, αλλά ο τρόπος με τον οποίο ο Σταντάλ ταξιδεύει, αυτός που βλέπει «με τα μάτια της ψυχής», αυτός για τον οποίο «το να τρέχεις πίσω από την ευτυχία είναι η σπουδαιότερη δουλειά στη ζωή» και που ομολο γεί, όταν επιστρέφει στο Παρίσι στις 18 Ιουλίου 1837: «Αυτό που αγαπώ από το ταξίδι είναι η έκπληξη της επιστροφής». Είναι 55 χρονών, και αν διατήρησε μια τέλεια ετοιμότητα βλέμματος και πνεύματος, αυξήθηκε συνάμα η κλίση του για το δαίμονα της αναλογίας (στο κάτω κάτω η Ιταλία είναι η πατρίδα του!) και η μανιακή του αγάπη για το κονφόρ, ακόμα και μέτριο, αλλά ωστόσο λεπτό. Ο Σταντάλ ταξιδεύει με αμάξι και πλοίο. Δεν του αρέσουν πολύ τα τρένα. Θα χρησιμοποιήσει
αφιερωμα/25 ωστόσο αυτό το μέσο τον Ιούλιο του 1838 από την Ανβέρ ώς τις Βρυξέλλες. «Φέρνουν το θάνα το σ’ ένα σωρό κακόμοιρους διαβόλους. Κάθε βδομάδα γίνονται ατυχήματα. Θα είχε ενδιαφέ ρον να τα μετρούσαμε.» Αντίθετα, λατρεύει το πλοίο, ακόμα κι αν κινδυνεύει να προσαράξει στον Λουάρ. Είναι το προνομιακό του μέσο με ταφοράς. Στη Νάντη βλέπει να φτάνει «ένα ωραίο ατμόπλοιο, έρχεται από το Σαιν-Ναζέρ, δηλαδή από τη θάλασσα, 8 λεύγες απόσταση από δω. Λογαριάζω βέβαια να επωφεληθώ μια από τις επόμενες μέρες». Στις 21 Μαρτίου 1838: «Το πρωί στις 8 η ώρα πήρα στο Μπορντό το ατμό πλοιο για την Μπλεγ». Στις 25: «Στις 5 το από γευμα επιβιβάστηκα στο πλοίο που ανεβαίνει τον Γκαρόν ώς την Αζάν». Στις 7 Ιουνίου 1837 (η
έκδοση Del Litto δίνει 28 Ιουνίου) είδε στο πλοίο που ανέβαινε τον Λουάρ «μια κοπέλα είκοσι χρονών με πράσινο καπέλο». Έτσι κι ο Φρεντερίκ Μορό στο «Βιλ-ντε-Μοντερό» που τον πάει στο Νοζάν-συρ-Σεν κρατάει, για να μη γλιστρή σει, το μακρύ σάλι με τις βιολετιές κορδέλες της μαντάμ Αρνού. Αυτό που ενοχλεί τον Σταντάλ είναι οι αποβιβάσεις: χρειάζεται να περιμένει πολύ τις αποσκευές του. Για να φανεί στα μάτια του χαριτωμένη μια περιοχή της Γαλλίας, πρέπει να του θυμίζει είτε τη γενέτειρά του Ντοφινέ, είτε, κυρίως, την αγα πητή του Ιταλία. Κοντά στη Νάντη, γοητεύεται από ένα εξοχικό σπίτι, αλλά «πρέπει να είναι αντιγραφή ενός από τα σπίτια στις όχθες της Μπρέντα». Έχει ανάγκη να βρει στη γαλλική εξοχή τη Λομβαρδία και την Τοσκάνη. Α! αν εί χαν μπορέσει να φτιάξουν στο Λοριάν αντίγρα φο της Μαντόνας του San-Celso του Μιλάνου! Κι όμως «μου δώσανε ένα φλιτζάνι καφέ υπέρο χο, όπως στο Μιλάνο». Ο ωκεανός δεν του αρέσει. Είναι βρώμικος: «Δεν υπάρχει καθόλου θάλασσα, η παλίρροια εί ναι χαμηλή... τίποτε το πιο άσχημο. Τι διαφορά, θεέ μου, με τη Μεσόγειο! Ό λα ήταν γκρίζα σ’ αυτή την ακτή της Βρετάνης.» Οι όχθες του Λουάρ δεν έχουν γι’ αυτόν κανένα θέλγητρο. Ο συνηθισμένος θαυμασμός γι’ αυτό το είδος των τοπίων «δείχνει καθαρά την έλλειψη γούστου για τη φύση, που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο του
πνεύματος». Σίγουρα, οι λεύκες της περιοχής της Τουρ δεν αξίζουν όσο οι ωραίες βελανιδιές της κοιλάδας του Άρνου.
Είναι ωστόσο ευαίσθητος στη γοητεία της γαλ λικής επαρχίας. Είναι ο τυπικός μοναχικός ταξι διώτης. Καθώς οι λιγοστές του αποσκευές του δίνουν δικαίωμα μονάχα σ’ ένα ταπεινό δωμά τιο, παραγγέλλει αμέσως ένα μπουκάλι σαμπά νια, πράγμα που το επιτρέπει να κατεβεί ένα πά τωμα. Προσέχει τα ανέκδοτα και τις φλυαρίες στο τραπέζι, που είναι γι’ αυτόν η μόνη αληθινή έκφραση των ηθών μιας χώρας. Του αρέσει πολύ να καπνίζει το πούρο του και να βαδίζει στους δρόμους μιας πολίχνης κοιμισμένης, μονάχος, όπως άλλοτε κάρφωνε μια καρφίτσα στην μπου τονιέρα του για να δείξει στους συνταξιδιώτες του ότι δεν ήθελε να του μιλάνε. Κατόπιν, ενώ
χτυπά η ώρα σε μια γειτονική εκκλησία, ανεβαί νει ξανά στο δωμάτιό του για να διαβάσει τον Αβά Μπιροτό του Μπαλζάκ («Πόσο θαυμάζω αυτόν το συγγραφέα!») ή τα «καλά βιβλία» (Μοντεσκιέ, Μπελ, Τοκβίλ). Η μετεωρολογική του ευαισθησία είναι σχεδόν θηλυκή. Ο αέρας, η βροχή, ένα σύννεφο, τον αναστατώνουν (δεν μπορούσε να δει τους πίνακες του Κορρέτζιο παρά μόνο με χιονιά). Στο Λεσπάρ του Μεντόκ σημειώνει στις 21 Μαρτίου 1838: «Το λιτό μου δείπνο είναι εξαιρετικά καθαρό και αποτελείται από χοιρομέρι και λίγες πατάτες. Είχα ζητήσει πολλές. Έβρεχε όλη την ώρα, κατόπιν ακολου θούσε ένα φωτεινό διάστημα». Πάντα προσεχτικός στα μικροπράγματα, μας παραδίδει στα Απομνημονεύματα ενός περιηγη-
26/αφιερωμα
τή, όπως και σ’ όλα τα προσωπικά του γραφτά, τις προτιμήσεις του, τους στοχασμούς του, τα συμπεράσματά του. Στη Μασσαλία, το Μάιο του 1838, σημειώνει: «Ίσως ο αναγνώστης θα κοροϊ δέψει τον τρόπο που έχω να υπολογίζω το βαθμό πολιτισμού με το ζεστό νερό. Θα απαντήσω πως για μένα, που πιστεύω ό,τι μονάχα βλέπω, αυτά τα μικροπράγματα είναι το παν». Εξάλλου, δεν μας δίδαξαν πως οι Ρωμαίοι ήταν άνθρωποι πο λιτισμένοι, λίγο πολύ στο βαθμό που είχαμε ανα καλύψει στο Ερκουλάνουμ και στην Πομπηία αγωγούς κεντρικής θέρμανσης; Φαίνεται πως ο Σταντάλ εισήγαγε τη λέξη του ρίστας στη γαλλική γλώσσα. Του το καταλογί
ζουν ως νεολογισμό και αγγλισμό. Πράγματι η λέξη προέρχεται από το γαλλικό tour. Αν πιστέ ψουμε το Αιττρέ, που δεν δίνει καμιά χρονολο γία ως προς την εμφάνιση της λέξης στη γαλλική γλώσσα, η λέξη τουρίστας «λέγεται για τους αρ γόσχολους ταξιδιώτες που διατρέχουν τις ξένες χώρες μόνο από περιέργεια, που περιοδεύουν σε χώρες που συνήθως επισκέπτονται οι συμπα τριώτες τους». Για τον Ροζέ ντε Μπωβουάρ ο ταξιδιώτης ανακαλύπτει κι ο τουρίστας επισκέ πτεται ό,τι έχει ανακαλυφθεί. Πράγμα που ισχύει για τα μεγάλα τοπία ή τις πηγές των ποτα μών. Σε τόπους πιο ταπεινούς, όπως σε αυλές πανδοχείων με τις ανθισμένες πετούνιες στην Ωξέρ, στο χαζαροπλαστείο της Λα Ροσέλ ή στο μουσείο με τις φαγιάνς στη Ζιεν, ο τουρίστας, κυρίως όταν έχει το ταλέντο του Σταντάλ, «ανα καλύπτει» κάθε στιγμή. Ο αυθορμητισμός του κάνει θαύματα. Δεν ταξιδεύει, πετά. Τα βλέπει όλα κοντοστέκοντας. Ο λόγος του, άλλωστε, εί ναι χειμαρρώδης: «Δεν είναι καθόλου από εγω τισμό που λέω εγώ, είναι γιατί δεν υπάρχει άλ λος τρόπος για να διηγηθώ γρήγορα...».
■ Copyright: Magazine Litteraire Μετάφραση: Τατιάνα Τσαλίκη-Μηλιώνη
τα βιβλία της «γνώσης» ΣΤΑΝΤΑΛ
Αναμνήσεις εγωτισμού Εισαγωγή - Μετάφραση - Σημειώσεις: ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ Όταν στα 1832 ο Σταντάλ έγρα φ ε τούτη την αυτοβιογραφία του, σημείωνε: «Αν αυτό το βιβλίο είναι βαρετό, ύστερα από δύο χρόνια θα τυλίγει βούτυρο στα μπακάλικα». Όμως όχι μόνο κάτι τέτοιο δ εν έγινε αλλά ύστερα από εκατόν πενήντα χρόνια έ χει εκ δοθεί στις π ερισσότερες γλώ σσες του κόσμου και διαβάζεται σαν ένα εντελώς σύγ χρονο κείμενο. Τώρα το συναρπαστικό αυ τό έργο του μεγάλου συγγραφέα κυκλοφ ο ρεί για πρώτη φ ορά στα ελληνικά σε μια θαυμάσια μετάφραση του Τίτου πατρικίου και με εμπεριστατωμένα σχόλια που το συ σχετίζουν με τα γεγονότα του καιρού του κα θώς και με την ελληνικ ή παιδεία της εποχής. Η τυπογραφική του παρουσίαση είναι ισάξια των καλύτερων ξένων εκδόσεων.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΓΝΩΣΗ»
αφιερωμα/27
Το ξύλινο γεφύοι στην Γκρενόμπλ. Γκραβούρα του βαρώνου Ισίδωρον Ταίηλορ
Ο Σταντάλ αήδιασε την Γκρενόμπλ, που την ονόμαζε συχνά Cularo, με το παλιό της όνομα. Κατηγορούσε την πόλη των παιδικών του χρόνων για τον ανταγωνισμό των καμπαναριών. Αλλά πέρα απ’ αυτό, ο Σταντάλ μαστιγώνει στη «Ζωή του Ανρύ Μπρυλάρ» μια εποχή που υπόσχεται «τον θλιβερό 19ο αιώνα». Το χρονικό της Γκρενόμπλ διανθίζεται τα τελευ ταία χρόνια από μιά σειρά «μικρά, αληθινά νέα», άλλα αμαρτωλά κι άλλα σκαμπρόζικα, που θα χαροποίησαν τη ζωή του Σταντάλ. Μετά από δυο αιώνες στοχαστικού κι ανέγγιχτου σεβα σμού, η Γκρενόμπλ ξαναβρίσκει τη φήμη της ζε στής πόλης της Καπούης, που εντυπώσιαζε το νεαρό δραγόνο απ’ το Ντοφινέ στα τραπέζια των αξιωματικών. Ο πρόξενος που γερνούσε στην πλήξη της Τσιβιταβέκια, ασφαλώς θα είχε παρα κολουθήσει σε μιά σύγχρονη Εφημερίδα των Δ ι καστηρίων τις περιπέτειες μιας «δίκης» που θα του πρόσφερε το υλικό ενός χρονικού για την Γκρενόμπλ και την Ιταλία. Ίσως έτσι θα είχε ισορροπήσει ή και θα είχε μετριάσει, με μερικές διηγήσεις γεμάτες ωμότητα και ραδιουργία, την απελπιστική εικόνα της φρόνιμης και παγωμένης κόλασης στην οποία τοποθετεί «το θλιβερό δρά μα» των παιδικών του χρόνων. Ο Σταντάλ και η Γκρενόμπλ. Ατέλειωτη ιστο
ρία μιας παρεξήγησης, που είναι ίσως λιγότερο παρεξήγηση ενός ανθρώπου και της πόλης του, όσο ενός βιβλίου και των αναγνωστών του. Στην προκειμένη περίπτωση ο Σταντάλ εικονογραφεί θαυμάσια τη διπλή κατάρα που βαραίνει το με γάλο συγγραφέα. Το μεγαλοφυές έργο εύκολα προκαλεί μιά εύπιστη ανάγνωση και αντλεί από το κύρος της καθιέρωσής του το ακαταμάχητο προνόμιο να επιβάλλεται. Η άλλη ατυχία για τον ίδιο το συγγραφέα, το αντάλλαγμα της δίψας του για δόξα, είναι το ότι αποτελεί αντικείμενο ενός υπερβολικού έρωτα που ξεστρατίζει το θαυμασμό και συντελεί στο να ξεχνάμε το ου σιώδες. Ξεχνάμε πως πρόκειται προπαντός για «έργο τέχνης» κι επομένως προϊόν δημιουργικού πνεύματος κι αισθητικής θέλησης. Το έργο με ταλλάσσεται και παύει να είναι κατάλογος από περιέργειες ανεκδοτολογικές, που ρίχτηκαν ως τροφή στην οξύνοια ενός συλλέκτη ή στην κακο βουλία του πληγωμένου Ντοφινέζου.
28/αφιερωμα Δεν θα μπορούσε ωστόσο να υπάρξει μεγαλύ τερη παρεξήγηση για τον Σταντάλ από το να ισοπεδώσουμε έτσι ένα έργο που αποσχοπούσε μονάχα στο να καταγγείλει τη «ρηχότητα» και τη «μικρότητα». Δεν αλλάζει τίποτε αν ρίξουμε ένα λυπημένο βλέμμα στις ατυχίες του νεαρού Ανρύ, αν αναζητήσουμε στις διαβολές μιας οικογέ νειας, χωρίς πολλή κατανόηση, τους λόγους για τους οποίους μισούσε την πόλη του. Η συμπόνια δεν έχει θέση για κείνον που δεν επιθυμούσε τί ποτε άλλο από το να τον καταλάβει, έστω και πάνω πάνω, ο επαρκής αναγνώστης. Ο Σταντάλ αήδιασε την Γκρενόμπλ -έστω- και τα σημάδια αυτής της απέχθειας αφθονούν. Το Cularo τα λέει όλα, και η ώ ληλογραφία το μαρ τυρεί, αν και μπορούμε σ’ α τό να δούμε μονάχα
Η είσοδος τον σπιτιού Γκανιάν
την κοινή περιφρόνηση ενός νεόκοπου «Παριζιάνου» για την επαρχιώτικη οπισθοδρομικότητα. Άλλο πράγμα είναι να διευκρινίσουμε σχο λαστικά αυτή την απέχθεια, όπως διαμορφώθηκε στη Ζωή του Ανρύ Μπρνλάρ, να την επανατοπο θετήσουμε δηλαδή μέσα στην οικονομία του κει μένου και στο παιχνίδι των σημείων. Υπάρχουν πολύ μεγάλοι κίνδυνοι, αν αρκεστούμε σ’ αυτό, όπως το κάνουν με μεγάλη ευκολία οι βιογράφοι του Σταντάλ, που τα παίρνουν όλα κατά γράμμα και που πιστεύουν ότι βρήκαν την αλήθεια μέσ’ στην ακρίβεια της λεπτομέρειας. Η ακρίβεια του έργου του απομνημονευματογράφου συνθέτει έναν πίνακα που χρειάζεται να τον θεωρήσουμε μ’ ένα βλέμμα πιο πλατύ. Άλλος κίνδυνος είναι να επιμείνουμε πολύ στην αυτοβιογραφική πλευ ρά ενός έργου που ίσως δεν είναι μονάχα αυτο βιογραφία, και να βάλουμε το έργο στο ντιβάνι του ψυχαναλυτή. Υπάρχουν κι άλλα πράγματα
στον Μπρνλάρ, πέρα από την ιστορία ενός Οιδίποδα. Το ύφος αυτού του βιβλίου αντλεί όλη του την απήχηση, κατά το παράδειγμα των βιογρα φιών του 18ου αιώνα στην Αγγλία, από την πα ράδοξη και χιουμοριστική συμπλοκή της διήγη σης της συνηθισμένης ζωής και της σατιρικής ή ηθικολόγας παρέκβασης. Τον τόνο του θα τον αναζητήσουμε μάλλον προς την πλευρά του Φίλντινγκ και του Χόγκαρθ παρά του Ενγκρ ή του Ρουσσώ. Η πρώτη δυσκολία για τον απομνημονευματογράφο, όπως και για τον αναγνώστη, είναι ότι το κείμενο σκοντάφτει σε μια σειρά από γεγονότα τουλάχιστον δυσάρεστα. Στα 1790, το τέλος της παιδικής ηλικίας συμπίπτει με το θάνατο της μη τέρας του και την αρχή της ταλαιπωρίας από την
Το σπίτι Γκανιάν, αναστηλωμένο
Επανάσταση. «Τότε αρχίζει η ηθική μου ζωή.» Αμέσως χρειάζεται να δώσουμε μιαν απάντηση. Ο θάνατος της Ανριέτ έριξε την οικογένεια σε μιαν άγρια μοναξιά και σ’ έναν πνιγηρό κληρι καλισμό. Πάνε οι χαρές του κόσμου και της εκλεπτυσμένης συζήτησης, πάει η αστραφτερή κι αβρή Γκρενόμπλ, που το παιδί μονάχα μερικά της αχνάρια συλλαμβάνει πια στο παρελθόν του παππού του ή μερικές φευγαλέες συνοπτικές ει κόνες στις τελευταίες τρέλες του θείου Ρομέν! Η αυστηρή οικογένεια θα βρίσκει στο εξής ευχαρί στηση στην κατήφεια τού μοναχικού της πέν θους, έχοντας γυρίσει αποφασιστικά την πλάτη στη ζωή και στην ιστορία. Ωστόσο, πέρα απ’ αυτή την άμεση κι αυτονόη τη καταφυγή στα αισθήματα, η κοινωνία στην οποία κτίζει το βιβλίο είναι πιο πλούσια σε πε ριεχόμενο και φορέας περισσότερης αλήθειας, ακόμα και με τους δισταγμούς της μνήμης και
αφιερωμα/29 την αβεβαιότητα του παιδικού οράματος. Οι σιλουέτες που διασταυρώνονται, επίμονες και φευγαλέες, παιδιά κι ενήλικες ανακατωμένοι, μας παράπέμπουν περισσότερο στη «ρεαλιστική» γραφή μιας ιστορικής σελίδας παρά στο κούφιο χρονικό μιας πολίχνης. Βέβαια είναι και οι κου τσομπόλες, και γύρω απ’ το παιδί παραδέρνει ένας κόσμος -με εξαίρεση την Ελισάβετ- από χή ρες, από γερασμένες αστές, μεγαλοκοπέλες, με επίσημη φωνή κι άχαρα ρούχα· θρήσκες «κατηχητικούδες», γκρινιάρες, η Σεραφί, η μαντάμ Σενεβάζ, η μαντάμ Βινιόν κι άλλες. 'Ενα αληθινό σχολείο κακολογίας. Αλίμονο σ’ αυτές που θα πέσουν στο βρομόστομά τους.· Αλλά αυτός ο ρεαλισμός, ο απλοϊκός, που εί ναι πάρα πολύ εύκολος και πάρα πολύ αναγνω-
Η είσοδος στο μεγάλο σαλόνι
ρίσιμος, αξίζει λιγότερο από τον άλλο, πιο λεπτό και, επομένως, πιο στανταλικό. Ο Μπρυλάρ διη γείται πράγματι την επανάσταση, όπως το Μο ναστήρι θα διηγηθεί το Βατερλό, με τα μάτια ενός απλοϊκού μάρτυρα, που βλέπει τα πάντα, δεν καταλαβαίνει τίποτα, κι έτσι μας οδηγεί πιο σίγουρα, παρά αν χρησιμοποιούσε ψεύτικες εξη γήσεις, στη «στυφή αλήθεια». Πίσω από μια κα τακερματισμένη παιδική ηλικία, οι Μπαρράλ, Μουνιέ, Μπαρνάβ, ο Ανρύ Γκανιάν, ο Σερουμπέν Μπελ, ο Περιέ ο «μιλόρδος», ο νεαρός Οντρύ, ο Μονλεζέν, η οικογένεια Αντρέ, Μπαρτελεμύ ντ’ Ορμπάν, Αμάρ, Γκαρντόν, ο αβάς Ρά γιάν, ο βιβλιοπώλης Φαλκόν, ο αβάς Σελάν, ο πατήρ Ντυκρό, τα ξαδέρφια Πιξόν ντυ Γκαλλάν και λοιποί, διηγούνται τους σπαραγμούς της .μπουρζουαζίας μιας επαρχιακής πόλης, του Δι καστηρίου, καθώς και τις δονήσεις από τη γέν νηση μιας νέας κοινωνίας.
Ο Μπρυλάρ είναι φορέας μιας αναμφισβήτη της αλήθειας: της νοσταλγίας των ευτυχισμένων ημερών. Αλλά η απώλειά τους δεν οφείλεται μο νάχα στο χαμό ενός αγαπημένου προσώπου. Το παιδί αρχίζει να συνειδητοποιεί αυτά που συμ βαίνουν γύρω του τη στιγμή ακριβώς που η οικογένειά του δέχεται τον αντίκτυπο από την κα τάρρευση μιας τάξης πραγμάτων όπου είχε στη ρίξει πολλές ελπίδες. Το 1790 οι ενθουσιασμοί του 1788 αρχίζουν να παραχωρούν τη θέση τους στην ανησυχία και η φωτισμένη μπουρζουαζία των μασόνων, που την ενσαρκώνουν ο πατέρος κι ο παππούς, ανακαλύπτει πως βρίσκεται ο μια κατάσταση όλο και πιο αβέβαιη. Πριν απ 5 λίγο όλα πήγαιναν καλά σε μια ευτυχισμένη πό λη όπου όλες οι κοινωνικές αποστάσεις ήταν
Η ανλόθνρα
εξασφαλισμένες. Τα συμφέροντα των φιλελεύθε ρων ευγενών των μεγάρων της οδού Νεβ (σήμερα οδός Βολταίρου) δεν ήταν ασυμβίβαστα με τα συμφέροντα της εύπορης και καλλιεργημένης μπουρζουαζίας των ιδιωτικών κατοικιών ή των μεγάλων διαμερισμάτων του κέντρου και της πλατείας Γκρενέτ. Με διαφορά στην κλίμακα, ο ίδιος τρόπος ζωής συγκέντρωνε αυτή την επαρ χιακή ελίτ στις απολαύσεις μιας κοσμικής ζωής, με ευχάριστη λάμψη, συχνά ιπποτική και προ πάντων ελευθεριάζουσα, στην ίδια φροντίδα για τα κτήματα που τους εξασφάλιζαν την κοινωνι κή προβολή, οι πρόσοδοί τους στρογγύλευαν τα εισοδήματά τους, στον ίδιο σεβασμό της λογικής και του Διαφωτισμού. Η Γκρενόμπλ, παράδει σος της μασονίας, ένωνε τα θεωρεία της, ενέπνεε τον Λακλό, υποδεχόταν θριαμβευτικά τον ΖανΖακ, προσέφερε στον εαυτό της θέατρο και ίδρυε την πρώτη κοινοτική βιβλιοθήκη της Γαλ-
30/αφιερωμα
Η κληματαριά του σπιτιού του γιατρού Γκανιάν, παππού του Σταντάλ
λίας. Κάτω από τις ακτίνες του ήλιου της λογι κής η μέρα των Κεραμιδιών, τα κράτη της Βιζίλ, κατόπιν των Ρωμαίων, ήταν ακόμα η καλή επο χή. Ο εχθρός ήταν οι Βερσαλλίες και οι αφόρη τες αυταρχικές αξιώσεις της μοναρχίας και των κυβερνητών της. Σήμερα που το παιδί μεγάλωσε, ο εχθρός βρί σκεται παντού και ο χθεσινός φίλος γίνεται συ χνότατα επικίνδυνος αντίπαλος. Η λαμπερή κι ενωμένη χθεσινή κοινωνία κομματιάζεται σε κλί κες αντίπαλες και σκορπίζεται. Η μετανάστευση αρχίζει να αραιώνει τις τάξεις. Ο θείος Ρομέν εγκαθίσταται στις Εσέλ, στη Σαβοΐα, όπου οι πρώτοι μετανάστες διατηρούν την πνευματική κι αβρή ζωή που θα γοητεύσει τόσο πολύ τον νεαρό πατριώτη το καλοκαίρι του 1791. Ο Μουνιέ κι ο Μπαρνάβ παίρνουν αντίθετους δρόμους. Οι μεγαλέμποροι και οι εργοστασιάρχες βαραίνουν πάνω στη ζωή της πόλης· σε λίγο θα ακολουθή σουν οι τεχνίτες και οι καταστηματάρχες. Ο πρώην πρώτος πρόεδρος στο Δικαστήριο, ο Μπαρράλ ντε Μονφερρά, ο εύπορος μεγαλέμπορος Περιέ, ο «μιλόρδος», ο πατέρας του μελλον τικού υπουργού, παίζουν αυτό το θολό παιχνίδι, με χαρτιά που δεν είναι πάντα καθαρά, όπως ο Ραμπύ ντ’ Αμερίκ ή οι αλαζονικοί αδερφοί Ντολ. Σε μια πόλη που είχε τότε περίπου είκοσι
_χιλιάδες κατοίκους η πάλη για την εξουσία φέρ νει σε αντίθεση τις μερικές δεκάδες οικογένειες που αποτελούσαν άλλοτε όλη την κοινωνία της. Οι δυσκολίες των αγροτών, ο πληθωρισμός, η ένδεια διογκώνουν τη σκοτεινή κατάσταση. Οι φιλόσοφοι, οι κομψευόμενοι, οι χθεσινοί φαύλοι προσηλυτίστηκαν στην πολιτική, στην πάλη για την εξουσία και το κέρδος. Σε μια συγκυρία δονούμενη και καμιά φορά επικίνδυνη, η κατάσταση της οικογένειας ΜπελΓκανιόν γίνεται όλο και περισσότερο επισφαλής. Ο πρώην χωριάτης εισαγγελέας, που έγινε δε κτός ως δόκιμος δικηγόρος στο Δικαστήριο, βλέ πει να γκρεμίζονται όλες του οι ελπίδες για απο κατάσταση κι απόκτηση τίτλου, τη στιγμή μάλι στα που ήταν ν’ ανεβεί. Το κλείσιμο του Δικα στηρίου βλάπτει την οικονομική και κοινωνική του κατάσταση, την οποία επίσης διακυβεύει η πτώση του αγροτικού εισοδήματος. «Η αγροτο κουλτουρομανία», όπως θα τον κατηγορήσει ο νεαρός Ανρύ, δεν είναι μόνο αποτέλεσμα ενός παράλογου πάθους. Ο γερογιατρός, φερέφωνο της φιλελεύθερης μπουρζουαζίας, οπαδός, όπως κι ο γαμπρός του, μιας μετριοπαθούς μοναρχίας, βλέπει το κύρος του να σβήνει και νά τος πάλι παραγκωνισμένος, όπως και οι μοναρχικοί φίλοι του, σε μια μετριοπαθή αντιπολίτευση, όλο και πιο πολύ απομονωμένη, ενοχοποιημένη ως αρι στοκρατική βάσει των διατάξεων του νόμου περί υπόπτων. Ό πω ς θυμάται ο Σταντάλ, ακόμα κι αν «η τρομοκρατία υπήρξε πολύ λογική» στην Γκρενόμπλ, ο Σερουμπέν θα γνωρίσει τη φυλακή κι ο γιατρός ξέρει πως είναι υπό παρακολούθη ση. Η θεία Σεραφί, για ν’ αντιμετωπίσει τις απειλές, με τις οποίες «οι αντιπρόσωποι» και οι ορεινοί θα πιέσουν την οικογένεια, θα ζητήσει τη στήριξη του νομαρχιακού συμβουλίου. Εκεί βρίσκονται ακόμα μερικοί φίλοι, πιο μετριοπα θείς από την «πατριωτική κοινότητα», όπου κυ ριαρχούν οι τεχνίτες κι οι καταστηματάρχες, με ταξύ των οποίων είναι κι ο συκοφάντη μένος βι βλιοπώλης Φαλκόν, πράγμα που το καταλαβαί νουν πολύ καλά στην οικογένεια. Σε μια απομο νωμένη οικογένεια λοιπόν μεγαλώνει το παιδί, κλεισμένη σε μια απομόνωση που έχει σχέση πε ρισσότερο με την κατάσταση πολιορκίας, που θα απαλυνθεί προοδευτικά μόνο μετά τον Θερμιδόρ, παρά με πνευματική οπισθοδρόμηση. Δεν είναι τόσο ο θάνατος της Σεραφί, όπως πιστεύει το παιδί, όσο η πολιτική αλλαγή που θα ξανανοίξει τις πόρτες του σπιτιού και της φυλακής, θα ξαναδώσει στον παππού τη θέση του στην πό λη, θα ανταμείψει το παιδί με την ελευθερία του Κεντρικού Σχολείου, θα του χαρίσει στο θέατρο, που άνοιξε ξανά, τη διπλή αποκάλυψη του πό θου και της μουσικής και στους φίλους του Μπριζιλλόν τις συγκινήσεις του Ρουσσώ για την τρυφερότητα και τη φιλία.
αφιερωμα/31 Τα σαλόνια της μαντάμ ντε Βαλσέρ θα του δώ σουν μια πρώτη εμπειρία, συγκεκριμένη, της κο σμικής ζωής και της φιλοφροσύνης. Ωστόσο η δοκιμασία υπήρξε σκληρή. Σκληρή για μια οικογένεια για την οποία πρέπει όλα να ξαναρχίσουν. Στην καινούρια κοινωνία που μό λις γεννήθηκε και που όσοι επωφελήθηκαν από την Επανάσταση βρίσκονται ψηλά, ο Σερουμπέν πρέπει στα πενήντα του χρόνια να ξαναφτιάξει την κοινωνική του θέση. Πάνε περίπατο οι ελπί δες για μια θέση στο Δικαστήριο και για οριστι κή απονομή τίτλου. Η νέα αριστοκρατία στηρί ζεται στο χρήμα, κι εκείνο που έχει σημασία εί ναι να κάνει περιουσία. Θα το επιδιώξει σε μια ξέφρενη κερδοσκοπική οικοδομική επιχείρηση που τελικά θα τον καταστρέφει. Ευγενής ο Σε ρουμπέν Μπελ, θα έχει κατακτήσει στο τέλος της ζωής του μονάχα την κοινή, εφήμερη ευγένεια που συνδέεται με τον Σταυρό. Κατεστραμμένος και λιγότερο ευγενής από πριν, θα τα χάσει όλα από την Επανάσταση. Απογοητευμένος απ’ αυτή τη ματαίωση των ελπίδων του να γίνει ευγενής και να κάνει περιουσία, ο γιος του δεν θα τον συγχωρέσει. Σκληρή δοκιμασία και για το παιδί, στο οποίο η Γκρενόμπλ θα δείξει επιτέλους τα βρώμικα απόκρυφα της Επανάστασης, που την έζησε μέρα με τη μέρα. Αυτή η ονειροπόληση για κάποιον άλλο τόπο που δεν έπαψε να τον βασα νίζει, αποτελεί ένα από τα σταθερά θέματα του βιβλίου. Τα συντάγματα που περνούν, η ελπίδα να ακούσει το κανόνι της Λυόν, τα νέα της Τουλόν και των συνόρων, η εκτέλεση του Λουδοβίκου του 16ου, είναι οι σποραδικοί κι αδύνατοι αντί λαλοι που φτάνουν ώς εδώ απ’ αυτή την ηρωική επικαιρότητα, τη μεγαλόπρεπη και τραγική, που αναστατώνει τη Γαλλία και συγκλονίζει την Ευ ρώπη. Στη φαντασία του παιδιού, που τη φλογί ζουν οι ειδήσεις για τις μάχες και το αίσθημα ότι ζει σε φλογισμένους καιρούς, η Γκρενόμπλ προσφέρει ένα μέτριο θέαμα και τις γελοίες φή μες για αντιζηλίες καμπαναριών και λογομαχίες, για βρώμικες διαμάχες, για ακίνδυνες παλικαριές, χωρίς μεγαλείο, για χυδαία βολέματα, και προπαντός για συγκρούσεις συμφερόντων. Γιατί να μην ονειρευτεί το παιδικό Τάγμα της Ελπίδας και, αφού δεν μπορεί να ξαναβρεί μέσ’ στη δυ σωδία της Λέσχης του Αγίου Αντρέα την πνοή του οπλισμένου έθνους, να μην προσφέρει στον εαυτό του τη γλυκύτατη αγωνία μιας παιδιάστι κης απόπειρας, αλλά αληθινά επικίνδυνης, κατά του Δέντρου της Αδελφότητας. Εκτός από τις δυο σκιές, του γεωμέτρη Γκρο και του βιβλιοπώ λη Φαλκόν, η Επανάσταση στην Γκρενόμπλ, στα μάτια του νεαρού Ανρύ, ήταν μονάχα ένας πόλε μος βαμβακερών σκούφων, ένα μαλλιοτράβηγμα των μπουρζουάδων, «ένας βόρβορος» απ’ όπου
Η εκκλησία τον αγίου Αντρέα στην Γκρενόμπλ, όπως την είδε ο βαρόνος Ισίδωρος Ταίηλορ
ήταν ανάγκη να δραπετεύσει, πάση θυσία, για να μη θάψει για πάντα κάθε ελπίδα φιλοδοξίας, δόξας ή ευτυχίας. «Η Γκρενόμπλ είναι για μένα σαν ανάμνηση μιας φοβερής δυσπεψίας, δεν κινδυνεύεις απ’ αυτή, μόνο αηδιάζεις φριχτά. Κάθε τι το ρηχό και φτηνό, χωρίς αντιστάθμισμα, κάθε τι το εχθρικό προς την παραμικρή γενναιόδωρη κίνη ση, κάθε τι που χαίρεται στη δυστυχία αυτού που αγαπά την πατρίδα ή είναι γενναιόψυχος, αυτό είναι η Γκρενόμπλ για μένα.» Αυτές οι γραμμές γράφτηκαν το 1835, και δεν μιλάει πια το παιδί αλλά ο γερασμένος κι απο γοητευμένος πρόξενος. Γιατί κι ο Μπρνλάρ, όσο είναι βιβλίο αυτογνωσίας άλλο τόσο είναι βιβλίο απογοήτευσης και πικρίας. Το κείμενο δεν δεί χνει προς την κατεύθυνση της ευτυχίας ούτε της Ιταλίας. Αν η επιστροφή στην παιδική του ηλι κία του αποκαλύπτει μερικές πτυχές του χαρα κτήρα του, του επιτρέπει από το άλλο μέρος να συλλάβει τους αντικειμενικούς λόγους της απο τυχίας της ζωής του και να κάνει τον απολογι σμό των χαμένων ψευδαισθήσεων: κληρονομιά, πρωτοτόκια, η ευτέλεια της εποχής του Λουδοβίκου-Φίλιππου. Μ’ αυτή την πιστοποίηση η Γκρενόμπλ φαίνεται μέσα από τις αναμνήσεις του σαν η σκληρή κι ακριβής προεικόνιση των εποχών που ακολούθησαν. «Ο θλιβερός 19ος αιώνας» ήταν κιόλας στην Γκρενόμπλ ολόκλη
32/αφιερωμα ρος, με τη μικροπρεπή φρονιμάδα του, την έλλει ψη κομψότητας και πνεύματος, την ασφυκτική του έγνοια για τις συμβατικότητες, την υποκρι σία του που αδέξια μεταμφίεζε το στυγνό πάθος του κέρδους, την προθυμία του για συμβιβασμό και ταπεινώσεις. Η τόσο μισητή Γκρενόμπλ είναι κιόλας η Γαλλία του Ιουλίου, ευανάγνωστη, μετά τα πρώτα στίγματα του εξευτελισμού που σημα δεύουν όλα αυτά τα παιδιά που τώρα γέρασαν μέσ’ στην αφέλεια του σεβασμού. Νεαροί ευγενείς, νεαροί αστοί, γιοι καταστηματαρχών, χωρι κοί που φεύγουν, εκτός από μερικούς, τους κα λύτερους, που θέρισε ο πόλεμος, όχι «για το κυ νήγι της ευτυχίας» αλλά για το κυνήγι των θέ σεων, κι έγιναν υπουργοί, νομάρχες, στρατηγοί, αξιωματούχοι, τραπεζίτες, πατρίκιοι της Γαλ λίας ή δημόσιοι υπάλληλοι, οι Περιέ, Φωρ, Αντρές, Ζενού, Μισού, Μουλεζέν, όλοι οι άλλοι, φρόνιμοι και πρόθυμοι υπηρέτες όλων των καθε στώτων και του συμφέροντος τους: τα αδέρφια ή τα ξαδέρφια των Μαλόν, Βαλνό, Ντυ Πουαρέ, Γκραντέ, Βαιζ. Η Γκρενόμπλ του Μπρυλάρ, όπως το Νανσύ του Λνσιέν Λεβέν και των Α να μνήσεων του εγωτισμού, προδίδει αυτά τα σκυ θρωπά χρόνια, το σβήσιμο κάθε ελπίδας. Μπροστά σε τόση λάσπη μια ψυχρή μανία οδηγεί καμιά φορά την πένα να εκφράσει την αηδία μιας ολόκληρης εποχής, μιας κατάστασης του πολιτισμού, ενός προσώπου της πολιτικής. Και λιγότερο φυσικά το μίσος για την πόλη. Ο γηραλέος «δουκομανής» φυλακισμένος στη φτη νή πλήξη ενός θλιβερού προξενείου μας μιλάει για τη νοσταλγία ενός φθίνοντος πολιτισμού, που τον διαισθάνθηκε μονάχα για να τον δει ύστερα να βυθίζεται στην ευτέλεια και τη χυ δαιότητα. Ο απογοητευμένος φιλελεύθερος του 1835 αναμασά μέσ’ στη σκληρότητα του λόγου και τη βιαιότητα της καταφρόνιας το πένθος του για τις χαμένες ελπίδες της Μεγάλης Επανάστα σης και την κατάπληξή του μπροστά στο δυσοίω νο θρίαμβο της αστικής μετριότητας. Κι ωστόσο αυτός ο διαβολεμένος άνθρωπος, πρόθυμος να ειρωνευτεί σκληρά και δηκτικά, εί ναι και ο άνθρωπος των σεμνών μυστικών. Στον Μπρυλάρ, όπου χρησιμοποιεί το προσωπείο, οι εξομολογήσεις είναι σπάνιες και οι διαχύσεις συγκρατημένες. Μας έχει προειδοποιήσει, δεν του αρέσει να ξεσκεπάζει την τρυφερή πλευρά της ψυχής του, γιατί φοβάται μήπως γελοιοποιη θεί. Μόλις παρεμβληθεί το πλασματικό στοιχείο, γίνεται ομιλητικός. Μόνο μερικούς μήνες μετά απ’ αυτές τις εκδικητικές σελίδες, τα Απομνημο νεύματα ενός περιηγητή θα παρουσιάσουν ένα άλλο πρόσωπο της Γκρενόμπλ. Το τοπίο διευρύ νεται, γίνεται σχεδόν ιταλικό, το όραμα εμπλου τίζεται, οι σελίδες γεμίζουν από νέες και γοητευ τικές μορφές, αυτή η διαμονή βρίσκεται ολόκλη ρη μέσ’ στο φως του καλοκαιριού, μια στιγμή ευ
τυχίας που τη διασχίζουν άλλες αναμνήσεις, ο Λαφφρέ, η επιστροφή του Αετού, αλλά όπου το προσωπικό παρελθόν αναδύεται υπαινικτικά. Η επίσκεψη στη Βιβλιοθήκη είναι μια τελευταία συνάντηση με τη σκιά του παππού, κι από ένα παράθυρο του γειτονικού μουσείου, που κι αυτό έχει στεγαστεί στο παλιό Κεντρικό Σχολείο, ο ταξιδιώτης συναρπάζεται από τη συγκινητική ομορφιά ενός τοπίου που σαράντα χρόνια νωρί τερα ο πιτσιρικάς θαύμαζε από ένα κοντινό πα ράθυρο. Ό ταν στο τέλος της διαμονής του ο διφορού μενος «περιηγητής», στη στάση Φουρβουαρί qv Σαρτρέζ, ανακεφαλαιώνει το βράδι της 1ης Σε πτεμβρίου 1837 την ημέρα του ταξιδιού του και την πρωινή αναχώρησή του από την Γκρενόμπλ, ξέρουμε πως διαβάζουμε τον αποχαιρετισμό του Σταντάλ στον τόπο των παιδικών του χρόνων. Τι σημασία έχει αν οι έρευνες των λογίων μας πλη ροφορούν πως ξαναγύρισε μια φορά, την επόμε νη χρονιά; Η δύναμη της φαντασίας βρίσκεται στο να ανακαλύψουμε την αλήθεια μέσω της προσποίησης. Οι φράσεις προδίδουν τη συγκί νηση, την τρυφερότητα του συγγραφέα, άρρω στου και γερασμένου, που με την πένα στο χέρι, όπως πάντα, αποχαιρετά τα πρόσωπα που εξα φανίστηκαν, τις χαμένες ώρες που γεμίζουν ένα τοπίο που ξέρει πως δεν θα ξαναδεί πια. Οι τε λευταίες γραμμές που ο Σταντάλ αφιερώνει στη γενέθλια γη, καθώς ανακαλούν παράλληλα το τοπίο και τον ταξιδιώτη, μεταβάλλουν τον απο χαιρετισμό σε αποθέωση: «Βγήκα απ’ αυτή την όμορφη κοιλάδα του Ιζέρ απ’ το δρομάκο του Κόράν. Υψώνεται στη μέση των αμπελιών, παράλληλα στο βουνό, που δεσπόζει στην κοιλάδα της βόρειός πλευράς. Δεν μπορούσα να ξεκολλήσω απ’ αυτό το ωραίο τοπίο που έβλεπα για τελευταία φορά. Σταμάτη σα πολλές φορές. Μόλις έχασα απ’ τα μάτια μου τον Ιζέρ και το βάθος της κοιλάδας, βρέθηκα σχεδόν απέναντι από το φημισμένο Ταϊγφέρ κι όλη την οροσειρά των Άλπεων. Διέκρινα ένα πλήθος νέες κορυφές. Μοιάζουν να πληθαίνουν όσο ανεβαίνω. Διέκρινα τέλεια με τα κυάλια της όπερας τις γρανιτένιες βελόνες που στεφανώνουν τις κορυ φές τους και που η κλίση τους είναι πολύ απότο μη ώστε να μην μπορεί να σταθεί εκεί το χιόνι· συσσωρεύεται στους πρόποδες. Αφού σταμάτησα για πολύ, αποχαιρέτησα αυ τή την ωραία κοιλάδα του Ιζέρ.»
Copyright: Magazine Litteraire Μετάφραση: Τατιάνα Τσαλίκη-Μηλιώνη
αφιερωμα/33
Christian Galantaris
Δεκατέσσερα πορτρέτα Ο Σταντάλ φαίνεται πως αντιστάθμιζε την υπερβολική τον παχυσαρκία μ ’ ένα ευκίνητο πρόσωπο. Δυστυχώς, οι καλλιτέχνες τον καιρού τον αμέλησαν να του φτιάξουν το πορτρέτο -κ ι αυτό είναι παράξενο. Συνδεδεμένος με φιλία μ’ αρκετούς καλλιτέχνες, ιδιαίτερα με τον Ντελακρουά, ο Σταντάλ σύχναζε στα σαλόνια του Ζεράρ και του Ντελεκλύζ. Ή ταν γνωστός ως αισθητικός, και οι κριτικές του για την έκθεση ζωγραφικής του 1824 δεν πέρασαν απαρα τήρητες. Μας κάνει όμως εντύπωση ότι κανείς από τους καλλιτέχνες που γνώριζε -εκτός από τον Νταβίντ ντ’ Ανζέρ- δεν σκέφτηκε να φτιάξει το πορτρέτο του. Οι απεικονίσεις του είναι λίγες, δηλαδή καμιά δεκαπενταριά πορτρέτα κάπως αξιόλογα όλα κι όλα. Ευτυχώς, παρά το περιορισμένο κοινό που είχε ανάμεσα στους συγχρόνους του, μια ομάδα από δραστήριους κι εκλεκτούς φίλους στήριξε πο λύ νωρίς την υστεροφημία του και κατάφερε έγ καιρα να συλλέξει τα ντοκουμέντα που κινδύ νευαν να εξαφανιστούν εξαιτίας της μοναχικής του ζωής και της διαμονής του έξω από τη Γαλλία. Άλλωστε το ότι ο Σταντάλ δεν έχει εκδοθεί περισσότερο σε περιοδικά ή σε πολυτελείς εκδό σεις, όπου το πορτρέτο του θα είχε δημοσιευτεί όπως έγινε με τον Μπαλζάκ, τον Ουγκό και τον Λαμαρτίνο, οφείλεται εν μέρει και στην απουσία του από το Παρίσι. Ακόμα, καλλιτέχνες των σατι ρικών εφημερίδων δεν μπόρεσαν ποτέ να συλλάβουν τα χαρακτηριστικά του, που ωστόσο εύκολα μπορούν να «γελοιογραφηθούν», όπως επάξια το έκαναν με τους Μπαλζάκ, Δουμά και Ουγκό, για ν’ αναφερθούμε μονάχα σ’ αυτούς. Τα αυθεντικά πορτρέτα των νεανικών χρόνων των μεγάλων ανδρών του παρελθόντος σπανί ζουν. Ωστόσο, πριν από μερικά χρόνια ανακαλύ φθηκε μια μικρή μινιατούρα σε χαρτί που αναπαριστούσε τον Ανρύ Μπελ σε μπούστο, σ’ ένα μενταγιόν, διαστάσεων 40x50 mm. Εικάζουμε πως είναι το πορτρέτο του, αλλά πόσο θα ήταν πολύτι μο αν το αναγνωρίζαμε ως γνήσιο! Το εικονιζόμε-
νο πρόσωπο μοιάζει να είναι δεκατριών ή δεκα τεσσάρων χρονών. Ως το 1794 ο Ανρύ Μπελ ανα τράφηκε από παιδαγωγούς, και δυό χρόνια μετά, σε ηλικία δεκατριών χρονών, μπαίνει στο Κεντρι
κό Σχολείο της Γκρενόμπλ. Ξεχωρίζουμε σ’ αυτό το πρόσωπο ενός ξύπνιου έφηβου που τον έ.^ουν ζωγραφίσει έντεχνα, την κατατομή της όψής την οποία αργότερα θα ξαναβρούμε στα πιο αξιόπι στα πορτρέτα. Από πίσω υπάρχει μια παλιά επι γραφή, με σινική μελάνη: Πορτρέτο του Σταντάλ στο κολέγιο. Έ να άλλο πορτρέτο του έφηβου Μπελ, που τώ ρα το δέχονται και οι στανταλιστές, βρίσκεται πά νω σ’ ένα πάρα πολύ ωραίο σκίτσο, στενόμακρο,, του τέλους του 18ου αιώνα, και το χρωστάμε στον Λουί-Ζοζέφ Ζαι, ζωγράφο, καθηγητή σχεδίου στο Κεντρικό Σχολείο της Γκρενόμπλ και ιδρυτή του μουσείου αυτής της πόλης. Επιθυμώντας να αποθανατίσει την ανάμνηση της τάξης του, θα αποκρυσταλλώσει στο χαρτί τους μαθητές που είχαν διακριθεί, τον ένα δίπλα στον άλλο, στη σειρά. Είναι δεκαέξι μαθητές και δύο δάσκαλοι (σε κάθε άκρη ένας, ο Ζαι στα δε ξιά. Ο Σταντάλ, έβδομος από τα δεξιά, έγραψε στη Ζωή τον Ανρύ Μπρυλάρ: «Ο κ. Ζαι... είχε ένα
34/αψιερωμα Ίσως την ίδια εποχή (Γενάρης του 1807) κά ποιος επινοητικός καλλιτέχνης φτιάχνει δυο πορ τρέτα του ανυπόγραφα, προφίλ από τα αριστερά που αποτελούν δυο φάσεις της ίδιας φυσιογνω μίας, τρόπο τον οποίο διέδωσε ο Edme Quenedey. Στο πρώτο (530x410 mm) το προφίλ, που είχε σχεδιαστεί με μολύβι, είχε υπογραμμιστεί με κάρ βουνο. Στο δεύτερο (62 mm διάμετρος) έχει σμι-
ξεχωριστό ταλέντο για ν’ ανάβει την πιο ζωηρή άμιλλα στις καρδιές μας...»). Το 1970 έβαλαν το σκίτσο στο μουσείο της Γκρενόμπλ και από τότε βρέθηκε μια άλλη έκδοση, ελαφρά διαφορετική, αλλά αναντίρρητα από το ίδιο χέρι. Αυτή περι λαμβάνει συνολικά δεκαεπτά πρόσωπα. Αυτή την τελευταία αναδημοσιεύουμε. Ο Σταντάλ είναι ο έκτος από τα δεξιά. Το Μάιο του 1800 ο Μπελ εγκαταλείπει το Παρίσι, όπου ζει εδώ κι έξι μήνες με τον ξάδερφο και προστάτη του Πιερ Νταρύ, για να ακολουθήσει τον Πρώτο Ύπατο που ετοιμαζό] ταν να μπει στη Λομβαρδία. Τον Ιούνιο ανακαλύ πτει το Μιλάνο και το μαγεμένο του κόσμο, κι εκεί, όπως μαθαίνουμε από ένα γράμμα του στην αδερφή του Πωλίν, έχει αρχίσει να του φτιάχνουν το πορτρέτο του, αλλά, όπως λέει, «η μεγάλη δυ σκολία που δοκιμάζω να κάθομαι δυο ώρες χωρίς να κουνιέμαι και χωρίς να δουλεύω, εμποδίζει το ζωγράφο να το τελειώσει». Ο διορισμός του ως ανθυπίλαρχου λίγο μετά και κατόπιν η αναχώρη σή του απ’ το Μιλάνο, δεν επέτρεψαν να τελειώσει ο πίνακας, που έκτοτε χάθηκαν τα ίχνη του. Το Γενάρη του 1807 βρίσκεται πάλι στο Παρίσι για μερικές βδομάδες κι εκεί βρίσκει το χρόνο ο Μπουαλλύ να του φτιάξει το πορτρέτο πληρώνον τας για κάθε πόζα εκατόν είκοσι φράγκα. Το πορI τρέτο αυτό, που το σχολιάζει στη Ζωή τον Ανρν \ Μπρυλάρ, επρόκειτο να αποχτήσει μια κάποια
κρυνθεί στις αναλογίες ενός μενταγιόν σε χαλκο γραφία. Ο Μπελ πρόσφερε ένα αντίγραφό του στον παιδικό του φίλο Φελίξ Φωρ. Δεν γνωρίζουμε να υπάρχει άλλη αναπαράστα ση του Σταντάλ πριν από τα σαράντα του (γύρω στα 1820). Εκείνη την εποχή η κ. Ανσελό δεχόταν κάθε Τρίτη. Αυτή η λογοτέχνις που ζωγράφιζε
κιόλας, και με κάποιο ταλέντο, αποκρυστάλλωσε τα χαρακτηριστικά μερικών οικείων της, πάνω σ’ ένα μουσαμά, ενώ άκουγαν τη Ραχήλ στο ρόλο της Ερμιόνης. Ανάμεσά τους ήταν κι ο Σταντάλ, που η οικοδέσποινα έβρισκε «πάντα αγαπητό, πνευμα τώδη, διασκεδαστικό κι εύθυμο...» (τη φλέρταρε). Το 1827 κυκλοφόρήσε μια ρομαντική συλλογή, Οι βραδιές του Νεγύ, μικρά σατιρικά κομμάτια σε
δύναμη. Ο Μπελ τό ’στείλε στην αδερφή του στην Γκρενόμπλ, τό ’δειξαν στον παππού Γκανιάν, που, εξασθενημένος καθώς ήταν, βλέποντάς το ανασηκώνεται και λέει «αυτό εδώ είναι το αληθινό» και μετά ξαναπέφτει στη νάρκη του. Χάθηκε κάθε ίχνος και αυτής της εικόνας, η οποία στον τελευ ταίο πόλεμο μεταφέρθηκε στη Γερμανία.
αφιερωμα/35 διάλογο, ενός κ. ντε Φονζεραί (στην πραγματικό τητα επρόκειτο για τον Αντόλφ Ντιτμέ και τον Ωγκύστ Καβέ). Ά ρχιζε μ’ ένα πορτρέτοπρομετωπίδα του Φονζεραί, που είχε κάνει σε λιθογραφία ο Ανρί Μοννιέ (ο οποίος και έφτιαξε τα δυο κοσμήματα του τίτλου του βιβλίου Το κόκ κινο και το μαύρο). Το παράρτημα της Ρομαντικής βιβλιογραφίας του Σαρλ Ασελινό αναφέρει: «Γνωρίζουμε από τον κ. Μοννιέ πως το υποτιθέμε νο πορτρέτο του κ. ντε Φονζεραί δεν είναι άλλο από το πορτρέτο του Σταντάλ, ελαφρά αλλαγμέ νο». Οι στανταλιστές επικύρωσαν αυτή την άπο ψη. Το μοντέλο έγραφε: «τίποτε δεν ζωγραφίζει με περισσότερη αλήθεια το Γάλλο του 1828» και συνιστούσε την ανάγνωσή του στο φίλο του Sutton Sharpe. Αυτή η σκοτεινή, ογκώδης και ζωηρή σιλουέτα θυμίζει τη σύγκριση που έκανε ο νατουραλιστής Αντριέν ντε Ζυσιέ, που έβλεπε τον Σταντάλ «σαν ένα χοντρό Μεφιστοφελή». Είναι μάλλον απίθανο ο Σταντάλ να είχε παρα δοθεί στις υποκρισίες των περισσότερων προσώ πων που είχαν ποζάρει στον Νταβίντ ντ’ Ανζέρ. Ο τελευταίος αναφέρει στα απομνημονεύματά του πως έπρεπε να τους παρακαλεί, ενώ όλοι φλέγον ταν από την επιθυμία να δουν την εικόνα τους να
σο ο Φ. Μπουαγιέ παρατηρούσε πως ο καλλιτίχνης δεν είχε κάνει τίποτε «για να φωτίσει με μια πνευματική φλόγα την ασχήμια του μοντέλου του». Με τη συγκυρία των συναντήσεων, ο Αλφρέντ ντε Μυσσέ άφησε δυο ιχνογραφήματα, όπου ανα γνωρίζουμε κάτι από το συγγραφέα. Κατεβαίνον τας τον Ροδανό με τη Γεωργία Σάνδη το 1833, ο Μυσσέ συνάντησε τον Σταντάλ, που επέστρεφε ήρεμα στην Τσιβιταβέκια, αφού είχε τελειώσει η άδειά του. Οι ταξιδιώτες πέρασαν τη νύχτα της 15ης Δεκεμβρίου στο Σαιν-τ-Αντεόλ. «Ο Σταντάλ ήταν τρελά εύθυμος, γράφει η Γεωργία Σάνδη, μέθυσε όσο έπρεπε, και καθώς χόρευε γύρω από το τραπέζι με τις χονδροειδείς, φοδραρισμένες με γούνα μπότες του, έδωσε κάπως την εντύπωση του γκροτέσκου και καθόλου όμορφου.» Σ ’ αυτή την κατάσταση ο Μυσσέ τον σχεδίασε πρόχειρα. Στη συνέχεια η συγγραφέας της Lilia θα διορθώσει
βγαίνει από τα χέρια του... Αν και αρκετοί τόμοι κυκλοφόρησαν με το όνομα του κ. ντε Σταντάλ, ο συγγραφέας γράφει στο γλύπτη, λίγο πριν τελειώ σει το πορτρέτο, τα εξής: «Αγαπητέ κι ευγενικέ φίλε, εσείς που θα με κρατήσετε ζωντανό μετά το θάνατό μου, αν βάλετε ένα όνομα στο μενταγιόν, κάντε το με μικρούς χαρακτήρες:... Ανρύ Μπελ..,» (το μενταγιόν φέρει το όνομα Ανρύ Μπελ).
αυτή την κρίση βρίσκοντας στο σύντροφο του τα ξιδιού «μια πολύ λεπτή φυσιογνωμία κάτω από ένα φουσκωμένο προσωπείο».
Έ να ενδιαφέρον πορτρέτο, που ανήκε στον πρίγκιπα Λουκιανό Βοναπάρτη, διατηρείται σή μερα σε μια συλλογή στην Αιωνία Πόλη. Έ χει πρόσωπο με μολύβι κι έχει σχεδιαστεί από τον Ζαν Μπατίστ Βικάρ (ζωγράφο από τη Λίλλη που έμενε στη Ρώμη) γύρω στο 1830. Από τα δεξιά, σε μισό προφίλ, ο Μπελ μοιάζει αγροίκος και ταλαιπωρη μένος, οι γραμμές του προσώπου έχουν γίνει με ένα επιδέξιο και νευρώδες μολύβι που δίνει ισχυ ρή παρουσία στο βλέμμα και στην έκφραση. Ωστό
Έ να από τα πιο σίγουρα αρχέτυπα της στανταλικής απεικόνισης είναι το εύρωστο πορτρέτο του Σταντάλ ως προξένου, ζωγραφισμένο εκ του φυ σικού με έκδηλη φροντίδα. Ο πρόξενος «με ύφος στρατηγού -σκληρό καρύδι- υψώνει το σταυρό της Λεγεώνας της Τιμής, που τον έλαβε στις 15 Ιανουάριου 1835. Εκφράζει αποφασιστικότητα και συγκέντρωση, αν και το πρόσωπο από μπρος είναι λίγο παγωμένο, ελαφρά ανατολίτικο στην κατατομή. Το βλέμμα είναι διερευνητικό, λίγο ψυ-
36/αφιερωμα
χρό κι απόλυτα καθαρό. Ο πίνακας, που αποδίδε ται στο χρωστήρα του Βαλέρι Σιλβέστρο, ανήκε στον Μεριμέ, που τον πρόσφερε στην αυτοκράτειρα Ευγενία. Είναι ευτύχημα, γιατί μια πυρκαγιά θα καταστρέψει, το 1871, το σπίτι του συγγραφέα Α. Μπ. Μετά πέρασε στα χέρια του Λυσιέν Πενβέρ, στην κόμισσα ντε Γκραμόν και τελικά περιήλ θε στην πόλη της Γκρενόμπλ. Έ να άλλο πορτρέτο, ζωγραφισμένο την ίδια εποχή, γράφει από πίσω, με το χέρι του Σταντάλ: «Στη Ρώμη 1 Σεπτεμβρίου 1835». Το έφτιαξε ο Ζαν-Λουί Ντυσίς, ανιψιόςτου ποιητή. Έ να γράμ μα του Σταντάλ στον κόμη Τσίνι μας πληροφορεί πως δανείστηκε από τον τελευταίο μια μαύρη γρα βάτα για τις πόζες. Αν τα μάτια, ζωγραφισμένα μ’ εκπληκτική οξύτητα, προδίδουν τη μόνιμη έγνοια
για την παρατήρηση, επισημαίνουμε όμως μια ελαφριά εξιδανίκευση στη γραμμή της μύτης, που ήταν χτυπητά πιο βαριά, σύμφωνα με τη μαρτυρία των συγχρόνων του, καθώς και μια αποφασιστι κότητα στην έκφραση. Άλλωστε ο Σταντάλ βρί σκει πως του έδωσαν «βλακώδες» ύφος. Κρατεί στο δεξί χέρι το μπαστούνι με τη χρυσαφένια λα βή, που το βρήκαν σπίτι του, στην Τσιβιταβέκια, μετά το θάνατό του. Κατά το Σεπτέμβριο του 1835 ο συγγραφέας φορεί γυαλιά. Γνωρίζουμε μια μικρή αυτοπροσω πογραφία αυτής της περιόδου, καμωμένη με την πένα, ένα πρόχειρο σχέδιο σε μια σελίδα του χει ρογράφου του Λυσιέν Λεβέν (σήμερα βρίσκεται στη βιβλιοθήκη της Γκρενόμπλ), με το σχόλιο: «τα γυαλιά των ματιών έγιναν επίπεδα». Το 1839 ο Πιερ-Ζοζέφ Ντεντρέ-Ντορσύ ζωγρά φισε δυο πορτρέτα του Σταντάλ με γενειάδα, η
οποία ωστόσο αφήνει την όψη ακάλυπτη. Το πρώ το, γκουάς, μοιάζει να είναι το προσχέδιο του δεύτερου. Ο Λουί Κροζέ, παιδικός του φίλος, έβρισκε ότι «δεν αποδίδει τη φυσιογνωμία, τη σκέ ψη και το αίσθημα» του μοντέλου, αλλά εκτιμούσε πως απέδιδε σωστά τα χαρακτηριστικά και πρόσ θετε πως «έχει πάντα κάτι δικό του». Αντίθετα, το δεύτερο, λάδι, ζωγραφισμένο με επιμέλεια από τον ίδιο καλλιτέχνη -το δημιουργό των τοιχογρα φιών της Μαντλέν- είναι αναμφισβήτητα το ωραιότερο και το πιο αποκαλυπτικό από όλα τα πορτρέτα του Σταντάλ. Ο Κροζέ έβρισκε πως «δεν
γινόταν να του μοιάζει περισσότερο, και η φυσιο γνωμία έχει εξαίσια αποδοθεί σε μια ορισμένη στιγμή (γιατί ο φίλος μας είχε πολλές)». Η αυτοκράτειρα Ευγενία, που το είδε στην Γκρενόμπλ το 1860, έγραψε στην αδερφή της, τη δούκισσα της Ά λβ ας:«... Αναγνώρισα αστραπιαία το πορτρέτο του. Τα παιδικά μας χρόνια μου ξανάρθαν στο νου». Ο σουηδός αξιωματικός και καλλιτέχνης που ζούσε στη Ρώμη, Ό λαφ Σέντερμαρκ, ζωγράφισε στις αρχές του 1840 ένα ενδιαφέρον πορτρέτο του προξένου, από μπρος, κάπως παγωμένο, αλλά με το συνηθισμένο διερευνητικό του βλέμμα. Το μον τέλο τό ’βρίσκε «αριστουργηματικό» κι όχι αδι καιολόγητα «να έχει το ύφος ενός πνευματώδους ανθρώπου της συντροφιάς». Διασώζεται σήμερα στο μουσείο των Βερσαλλιών, αφού εκτέθηκε στη Ρώμη, στην Πόρτα ντελ Πόπολο, όπου το είδε ο Σταντάλ, στις 13 Μαρτίου 1840. Τσ πορτρέτο είχε χαραχτεί, με αρκετή επιτυχία, σε μέταλλο, για να χρησιμοποιηθεί ως προμετωπίδα στην Αλληλο γραφία. Τέλος, στις 8 Αυγούστου 1841, λιγότερο από έξι μήνες πριν από το θάνατό του, ο Σταντάλ παρου σιάζεται γελαστός, με πολλή χαρά, από ένα νεαρό ζωγράφο, τον Ανρί Λεμάν, μαθητή του Ενγκρ. Είναι γνωστή η ιστορία αυτού του συγκινητικού και γοητευτικού πορτρέτου. Η ηγερία του ζωγρά φου, η μαντάμ Μπουσό, εγκαταστάθηκε τον Ιού λιο του 1841 στην Τσιβιταβέκια, για να κάνει μπά νια. Κατόπιν συστάσεωςτου Εμπέρ, άλλου ξαδέρ-: φου του Σταντάλ, η μαντάμ Μπουσό θα έδινε στον
αφιερωμα/37 άγνωστο πορτρέτο του Σταντάλ. Πρόκειται για έναν ανώνυμο πίνακα που ζωγραφίστηκε γύρω στο 1831 με 1834 στην Τσιβιταβέκια. Η «Λέσχη Σταντάλ» επισήμανε το 1959 την ανακάλυψη μιας μινιατούρας με την υπογραφή του Ραφφαέλλο Πράτι (80x65 mm), που παριστάνει τον Σταντάλ. Οι σύγχρονες μαρτυρίες συμφωνούν γενικά για τα χαρακτηριστικά του συγγραφέα. Θα μιλούσα
τελευταίο την ευκαιρία για μια απρόσμενη νίκη, στις 2 Ιουνίου -for the last time of his life γράφει. Αλλά ο Λεμάν, ο επίσημος εραστής, κατέφθασε πάνω στην ώρα. Αυτή η σύμπτωση τον αντάμειψε τουλάχιστον με ένα σχέδιο καμωμένο με μολύβι στις 8 Αυγούστου, το οποίο ο Σταντάλ υπόγραψε και χρονολόγησε με την ημερομηνία 2 του μηνός -πιθανή ημερομηνία της νίκης- γράφοντας κάτω από την υπογραφή του: «μια όαση μέσα στην ερη μιά της ζωής της Τσιβιταβέκια». Στο αριστερό μέρος του προσώπου παρατηρή θηκαν τα ίχνη μιας παράλυσης που ήταν επακό λουθο της αποπληξίας που είχε πάθει στις 15 του περασμένου Μαρτίου. Το έργο πέρασε στο Μέγα ρο Ντρουό, και το 1938 το απόχτησε το Μουσείο Σταντάλ στην Γκρενόμπλ. Εκτός από τα πορτρέτα που θεωρούνται λίγο πολύ αυθεντικά, λίγο πολύ αποδεκτά, που φανε ρώνονται κατά διαστήματα, ας επισημάνουμε το πορτρέτο που έφτιαξε ο Υβ Γκαντόν στο Φιλολο γικό Φιγκαρό, στις 3 Σεπτεμβρίου 1964: Ένα
με ίσως για μια κάποια παχυσαρκία σαν του Μπαλζάκ, αλλά και για τη ζωηρότητα των ματιών, για τη ζωντάνια της έκφρασης. Ο Αρνού Φρεμύ θυμήθηκε αυτό το πρόσωπο σ’ ένα άρθρο στη Re vue de Paris: «Είμαστε στα σοβαρά, μοιραία άσχη μοι, όταν έχουμε, όπως ο Σταντάλ, δυο μάτια που μιλάνε, δυο αληθινά διαμάντια όλο φλόγα και εξυπνάδα, ένα στόμα εξαίσια εκφραστικό, πάντα διαποτισμένο από πνεύμα και σάτιρα;» Copyright: Magazine Litteraire Μετάφραση: Τατιάνα Τσαλίκη-Μηλιώνη
Έ ργα του Σταντάλ
1. Το μοναστήρι της Πάρμας. Μτφρ. Γιάννης Μπεράτης. Εκδόσεις Γκοβόστη. χ.χ. Σελ. 487. 2. Το μοναστήρι της Πάρμας. Μτφρ. Νίκος Σαρλής. Τρίτη έκδοση. Δ . Δαρεμά. χ.χ. Σελ. 270.
στα ελληνικά
5. Παρισινά σαλόνια. Εισαγωγή-μτφρ. Μανώλης Γιαλουράκης. Πανεπιστημιακός Τύπος, χ.χ. Σελ. 347.
3. Αρμάνς. Μτφρ. Χριστόφορος Λιοντάκης. Ηριδανός. χ.χ. Σελ. 263 + 8 εικόνες.
6. Το κόκκινο και το μαύρο. Μτφρ. Πέτρος Χάρης - Ονορέ ντε Μπαλζάκ: Μ πάρμπα Γκοριό. Μτφρ. Νικηφόρος Βρεττάκος. Εκδόσεις Ντουντούμη. χ.χ. Σελ. 531.
4. Οι Τσέντσι. Μτφρ. Στρατής Τσίρκας. Κέδρος, χ.χ. Σελ. 49.
7. Αναμνήσεις εγωτισμού. Εισαγωγή, μετάφραση, σημειώσεις: Τίτος Πατρίκιος. Γνώση, 1983. Σελ. 345.
GUTENBERG
V
ΣΟΛΩΝΟΣ 103 - ΤΗΛ. 36.00.127 - ΑΘΗΝΑ
J
ΟΔΗΓΟΣ ΒΙΒΛΙΩΝ
επιλογή μια ανθρωπιστική θεραπευτική προσέγγιση του αυτιστικού σχιζοφρενικού παιδιού ΜΙΡΑ ΡΟΘΕΝΜΠΕΡΓΚ: Παιδιά με πέτρινα μάτια. Μετ. Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ. Αθήνα, Κέδρος, 1983. Σελ. 317.
Την τελευταία δεκαπενταετία-εικοσαετία οι επιστήμονες με αντι κείμενο μελέτης την ψυχική αρρώστια και γενικά το διαταραγμένο άτομο καταβάλλουν ιδιαίτερες προσπάθειες να διαλυθεί το ταμ πού της σιωπής κι ο μύθος που περιβάλλει την τρέλα.
Ά ρ χ ισ α ν, λοιπόν, χρησιμοποιών τας διάφορα μέσα, να «μιλούν» για την ψυχική αρρώστια και έξω από τους τέσερις ερμητικά κλεισμένους τοίχους των ιατρείων των ασύλων, των πανεπιστημίων, των ειδικών σχολείων. Πρέπει όμως να σημειωθεί πως πρώτα α π ’ όλα άλλαξε η νοοτροπία των ίδιων των ειδικών στην αντιμε τώπιση του ψυχικά άρρωστου ατό μου. Τα διάφορα κινήματα μέσα στους κόλπους της ψυχιατρικής και της κλινικής ψυχολογίας, η αρτιό
τερη εκπαίδευση των ειδικών, η έρευνα, η αναγνώριση της αξίας της ψυχανάλυσης και της ψυχοθε ρ απείας γενικά, η μείωση της έμ φασης στη φαρμακοθεραπεία ή σε μεθόδους όπως το ηλεκτροσόκ ή η λοβεκτομή, άλλαξαν το status του διαταραγμένου ανθρώπου. Μιλάμε πια για διαταραγμένο άτομο, για ψυχικά άρρωστο, και όχι για «το κτήνος που δεν νιώθει», όπως αντι μετωπιζόταν παλιότερα. Βιβλία, σεμινάρια, άρθρα, δια λέξεις, εκπομπές γύρω α π ’ τον δια-
ταραγμένο άνθρωπο. Αυξήθηκαν τα άτομα που προβληματίζονται για το τι είναι ψυχική αρρώστια, τι υγεία του μυαλού και ποια η υγιής συμπεριφορά. Ό λ ο και περισσότε ρος κόσμος αναγνω ρίζει πως έχει ψυχολογικό πρόβλημα ο ίδιος και αναζητά τη συμβουλή του ειδικού σχετικά με το άτομό του, το παιδί του, το σύντροφό του. Η προβληματική της ψυχολογίας «μπήκε» π ιο δυναμικά και στις άλ λες επιστήμες, στην τέχνη, στην π ο λιτική, στη λογοτεχνία. Η σιωπή για την τρέλα λύθηκε αρκετά, τόσο που κάποιοι έγιναν ιδιαίτερα φλύαροι αναζητώντας τις αιτίες της ψυχικής αρρώστιας πότε στο κοινωνικό σύστημα, πότε στην π ο λιτική εξουσία, πότε στην οικογέ νεια κλπ.
40/οδηγος
Ο φόβος για τον ψυχικά άρρω στο μειώθηκε. Μυθοποιήθηκε όμως κάποιες φορές ο τρελός από την αντίθετη πλευρά, σαν «θύμα». Η Μίρα Ρόθενμπεργκ προτείνει σ’ αυτό το βι βλίο να μη δει ο αναγνώστης την τρέλα συναισθηματικά, μα ούτε να συγχωρήσει ή ν ’ αδιαφορήσει για τις εγκληματικές πράξεις του τρε λού. Αυτό που πρέπει να γίνει -λ έ ε ι- είναι να βοηθηθεί ουσιαστι κά το τρελό άτομο. Βοήθεια πολλές φορές είναι κι ένα όχι στην τρελή συμπεριφορά του. Η ίδια η συγ γραφέας μας δείχνει μεταξύ των άλλων -μέσα από γεγονότα- πως λέει το θεραπευτικό όχι στην τρε λή συμπεριφορά του σχιζοφρενικού παιδιού. Το βιβλίο αυτό, «Παιδιά με πέ τρινα μάτια», είναι η προσπάθεια
ενός ακόμα ειδικού, της Μ.Ρ. συγ κεκριμένα, ν α συμφιλιώσει τον κό σμο με το τρελό παιδί, δείχνοντας στον αναγνώστη πως πρόκειται για ένα πλάσμα που μαζί του αποτελεί το ανθρώπινο σύνολο. Είναι η προσπάθεια ακόμα να ενημερώσει τον όχι ειδικό, μέσα από πραγματικά γεγονότα, για τα αίτια της παράλογης συμπεριφοράς του τρελού, με στόχο να διαλυθεί ο μύθος κι ο φόβος γι’ αυτό το παρά ξενο στα μάτια μας παιδί. Πιστεύει πως αν αυτός ο φόβος κοπάσει, θα μπορέσουμε να δεχτούμε πως αυτό το παιδί είναι μια πραγματικότητα εξίσου «πραγματική» μ’ αυτήν του υγιούς παιδιού. Γράφει κάπου στον πρόλογο: «Ή θελα κυρίως να πω σ’ όλο τον κόσμο πως αυτά τα παιδιά, φυσιολογικά ή τρελά, απο τελούν το ανθρώπινο σύνολο. Το
τρελό παιδί πρέπει ν ’ ακολουθήσει ένα ειδικό δρόμο, ενώ το φυσιολο γικό παιδί ακολουθεί ένα δρομάκι που μας είναι απλούστατα πιο οι κείο. Αυτή η διαφορά είναι π ιο πο λύ ποσοτική παρά ποιοτική. Το τρελό παιδί φοβάται, πληγώνεται, μανιάζει και κλαίει όπως και το φυσιολογικό παιδί. Κι αυτό αμύνε ται μέσα από την μανία, την επίθε ση ή την φυγή. Η διαφορά είναι πως οι αντιδράσεις του είναι πιο σφοδρές!». Ψυχολόγος-θεραπεύτρια των αυτιστικών-σχιζοφρενικών παιδιών επί είκοσι χρόνια, είναι μεταξύ των ιδρυτών και διευθύντρια του κέν τρου θεραπείας των σχιζοφρενικών παιδιών του Bluberry (που περι λαμβάνει σχολείο, οικοτροφείο, χώρο για διακοπές κι ένα χωριό για εφήβους). Στο βιβλίο αυτό παρουσιάζει με ιδιαίτερη ευαισθησία τη δουλειά της μ’ αυτά τα ειδικά παιδιά, τις εμπειρίες της, τα συναισθήματά της, τη θεραπευτική της μέθοδο και τους στόχους της θεραπείας, που ποικίλλουν κατά περίπτωση. Ό π ω ς ήδη αναφέρθηκε, παρ’ όλο που πρόκειται για ένα βιβλίο γραμμένο από έναν ειδικό και αναφέρεται στο ειδικό παιδί, είναι όχι μόνο κατανοητό από όλους, μα συγχρόνως συναρπαστικό και πολύ ενημερωτικό. Η Μ.Ρ. αφηγείται εννιά ιστο ρίες. Εννιά ιστορίες διαφορετικής έκφρασης της τρέλας. Εννιά ιστο ρίες διαφορετικής προσέγγισης της τρέλας. Οι βασικές αρχές όμως της δουλειάς της είναι σ’ όλες τις ιστο ρίες οι ίδιες. Επιμονή, υπομονή, αγάπη, κατανόηση, σεβασμός. Το γράψιμό της είναι απλό, ζεστό, γε μάτο συναίσθημα. Α ποφεύγει επι μελημένα να χρησιμοποιήσει την επιστημονική ορολογία, έτσι όπως την αποφεύγει και στη δουλειά της με το τρελό παιδί. Δ ίνει την εικόνα του αυτιστικού-σχιζοφρενικού παι διού πολύ απλά, και το ίδιο απλά
Γ Ρ Α Μ Μ Α Τ Α καί Τέχνες ΜΗΝΙΑΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΕΧΝΗΣ, ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΥ
οδηγος/41 εξηγεί τα διάφορα συμπτώματα της τρέλας του, όπως και τις διάφορες μεθόδους που εφαρμόζει η ίδια για να το προσεγγίσει, να το κατανοή σει και να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στη διανοητική υγεία και την τρέλα. Η αγάπη γι’ αυτά τα παιδιά κυ ριαρχεί σ’ όλο το βιβλίο και αντα νακλάται σ’ ολόκληρη τη δουλειά της: «Έ γρα φ α την ιστορία αυτών των παιδιών γιατί τ’ αγάπησα. Α γαπώντας τα έμαθα και να τα κα ταλαβαίνω πιο καλά, να συμμετέχω στον πόνο τους, να σέβομαι τις προσπάθειές τους και να θαυμάζω το κουράγιο τους. Αυτά όλα ακρι βώς ήθελα να τα μοιραστώ», γρά φει, και πράγματι μοιράζεται με τον αναγνώστη την κατανόηση, την αγάπη, το σεβασμό, τις εμπειρίες και γενικά τη δουλειά της με το τρελό παιδί. Ο Τζόνυ είναι η πρώτη ιστορία. Πρόωρα γενημμένο στους 5V2 μή νες, έζησε άλλους 3'/2 σε μια θερ μοκοιτίδα. Ποτέ δεν τον άκουσαν να κλαίει, να γελά. Δεν χαμογελού σε. Το βλέμμα του ήταν απλανές, δεν προσηλωνόταν ούτε σε πρόσω πα ούτε σε πράγματα. Ο ύπνος του ήταν ακατάστατος και του δίνανε πολλά ηρεμιστικά. Χτύπαγε σ’ ό,τι έβρισκε μπροστά του. Ή ταν αναί σθητος στον πόνο. Ά ρ χισ ε να «περπατά» στα 5 του χρόνια. Σαν μεθυσμένος έκανε μερικά βήματα και μετά άρχιζε να έρπει. Δ εν μί λαγε, δεν άκουγε. Το πρώτο γεφύ ρωμα επικοινωνίας έγινε μέσα από τη μουσική. Αποκαλύφθηκε μ’ ένα «κόλπο» της Μ.Ρ. πως ο Τζόνυ άκουγε. Μετά από τρία χρόνια θε ραπείας ο Τζόνυ δεν έκανε πια τον κουφό, άκουγε σχεδόν ό,τι του λέ γανε, περπατούσε καλά, πηδούσε, έτρεχε, κολυμπούσε, ανέβαινε στο ποδήλατο, ζωγράφιζε, σχεδίαζε κι έβαζε μπροστά ηλεκτρικά μηχανή ματα. Είχε μάθει να εκδηλώνει τα συναισθήματά του: Έ κλαιγε όταν ήταν λυπημένος, γελούσε όταν ήταν ευτυχισμένος. Αγαπούσε, αγαπιόταν. Και κυρίως ήταν ζων τανός! Οι επόμενες ιστορίες είναι αυτή του Ντάνυ, 6 χρονών, περίπτωση αυτοκαταστροφής. Τον κατέτρωγε μια συνεχής ανάγκη για αυτοτιμωρία. Ο 'Αντονυ, 10V2 χρονών μ’ εγ κληματική συμπεριφορά. Η ιστο ρία του Χάμστερ, που αναφέρεται σε δυο ομάδες αγοριών του ανα μορφωτηρίου Katy Kill. Τα κορί
τσια του Katy Kill. Ο Χάιμ, ένα ακόμα αυτιστικό παιδί. Ο Πήτερ με τον αφόρητο φόβο καταστρο φής. Ο Ουίντροπ, σχιζοφρενής 9 χρονών, και οι άλλοι. Η Σάρα 6 χρονών, που φοβόταν ν ’ αφοδεύσει. Ό λ ες οι ιστορίες είναι παρά ξενες -ό σ ο παράξενη είναι η τρέ λ α - μα και φοβερά ενδιαφέρουσες. Η Μ .Ρ., με απλό, εκλαϊκευμένο τρόπο δίνει την εικόνα αυτών των «ειδικών παιδιών», δείχνει τα σύ νορα διανοητικής υγείας και τρέ λας, τα γεφύρια επικοινωνίας που στήνονται μέσα από τη θεραπεία, και ποιος ο ρόλος του θεραπευτή. Η ίδια δεν ακολουθεί τους κλα σικούς τρόπους θεραπείας. Απλά τους χρησιμοποιεί, πηγαίνοντας πολύ πιο πέρα. Φτάνει μέχρι να φι λοξενήσει παιδιά στο σπίτι της ή να φιλοξενηθεί στο δικό τους. Η μέθοδος θεραπείας που χρησι μοποιεί θυμίζει αυτήν των θερα πευτών (ρεύμα αντιψυχιατρικής) του Kingley Hall στο Philadelphia Association - Λονδίνο (Κέντρο θε ραπείας σχιζοφρενών). Ιδρυτές: Muriel και Doris Lester. Μέλη: R. Laing, D . Cooper, A . Esterson, J. Cunnold, S. Briskin κ.ά. Είναι αλήθεια πως όσοι δουλεύ ουν με την.ψ υχική αρρώστια κά νουν μια δύσκολη και αξιοθαύμα στη δουλειά. Αυτοί όμως που ασχολούνται με το αυτιστικόσχιζοφρενικό παιδί κάνουν μια ιδιαίτερα δύσκολη δουλειά. «Το αυτιστικό παιδί είναι ένα δύσκολο, αχάριστο υλικό», μού ’πε κάποτε σε μια στιγμή κούρασης μια ελληνίδα θεραπεύτρια. Έ να ακόμα σημαντικό σημείο που θίγει στο βιβλίο της η Μ.Ρ. εί ναι η θέση των γονιών αυτών των παιδιών. Πόσο δύσκβλο είναι να κρατήσεις ένα προβληματικό παιδί στο σπίτι, και τι αγώνας και αγω νία απαιτείται! Είναι σε γενικές γραμμές ένα βι βλίο που διαβάζεται με πολύ εν διαφέρον, χωρίς να απαιτεί από τον αναγνώστη ειδικές γνώσεις. Η μετάφραση της Τατιάνας ΓκρίτσηΜιλλιέξ είναι πολύ καλή. Το κείμε νο κυλά ευχάριστα, με τη στρωτή ελληνική γλώσσα που χρησιμοποιΤα χρώματα του εξωφύλλου δεν ταιριάζουν πολύ με τη σοβαρότητα του κειμένου. Ίσως ένα ασπρόμαυ ρο ή μονόχρωμο ματ εξώφυλλο να ταίριαζε καλύτερα. ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΔΙΑΜ ΑΝΤΑΡΑ
πλαίσιο ΑΝΤΙΓΟΝΗΣ ΜΠΕΛΛΟΥΘΡΕΨΙΑΔΗ: Μορφές μακεδονομάχων και τα Ποντιακά τον Γερμανον Καραβαγγέλη. Αθήνα, Μαυρίόης, 1984. Σελ. 225. ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ της Πηνελόπης Δέλτα, η Αντιγόνη Μπέλλου συγκέντρωσε ένα πλούσιο υλικό απομνημονευμάτων μακεδονομάχων, για να βοηθήσει τη συγγραφέα στο στήσιμο των «Μυστικών του Βάλτου». Και τώρα, στο βιβλίο αυτό, παρουσιάζεται ο τρόπος με τον οποίο είχε γίνει εκείνη η δουλειά της πριν από 50 χρόνια και μαζί δίνονται χαρακτηριστικά κομμάτια αυτών των απομνημονευμάτων, καθώς και η αφήγηση του Γερμανού Καραβαγγέλη (Μητροπολίτη Αμασείας) για τη δράση του · στον Πόντο και τον αγώνα κατά τών Τούρκων πριν από τη μικρασιατική καταστροφή.
ΓΙΑΝΝΗ ΒΟΥΑΤΕΨΗ: Συναγωνιστής Ακέλας. Αθήνα, Γλάρος, 1983. Σελ. 320. ΤΙΣ μνήμες από την προσωπική του συμμετοχή στο αντάρτικο της Κατοχής καταθέτει ο συγγραφέας στο •βιβλίο του αυτό, το οποίο έχει για τίτλο το ψευδώνυμό του στον ΕΛΑΣ. Και παράλληλα με τα ατομικά συμβάντα, μέσα από τις σελίδες περνά με • φυσικότητα (άλλωστε ο συγγραφέας είναι γνωστότατος δημοσιογράφος) και μια γενικότερη εικόνα εκείνων
42/οδηγος
κοινών ιολογ ία σε γαλλικό πλαίσιο ΡΑΫΜΟΝ ΑΡΟΝ: Η εξέλιξη της κοινωνιολογικής σκέψης. Τόμος A Μετ. Μπάμπης Λνκονόης. Φι λοσοφική και Πολιτική Βιβλιοθή κη, αριθ. 3. Αθήνα, Γνώση, 1984. Σελ. 423.
Η μετάφραση ενός κλασικού έργου είναι πράξη δημιουργίας. Θα πρέπει, επομένως, να αποφύγουμε τις όποιες σχολαστικές επιφυ λάξεις μας και να την καλοδεχτούμε σαν ένα πνευματικό αντίδωρο. Το βιβλίο του Aron βρίσκεται επι τέλους στη διάθεση του ελληνικού αναγνωστικού κοινού, κι αυτό αποτελεί σταθμό για την προώθηση της κοινωνιολογικής σκέψης στον τόπο μας. Ό π ω ς είναι γνωστό, η διατριβή του γάλλου συγγραφέα •αποτελεί ,για χρόνια μια από τις πλέον δόκιμες αναφορές στους κλασικούς της κοινωνιολογικής θεωρίας. Η εγκυρότητα των κρίσεών του και η αρτιότητα στην πα ρουσίαση των ιδεών είναι τόσο υψηλού επιπέδου, ώστε το βιβλίο του Aron να χρησιμοποιείται σε παγκόσμια κλίμακα - ο ίδιος ση μειώνει άλλωστε στην εισαγωγή ότι την ιδέα του βιβλίου αυτού επέβα λε η εμπειρία των παγκοσμίων συ νεδρίων της Διεθνούς Ένωσης Κοινωνιολόγων. Στο χώρο των ιστορικών του κλάδου, ο Aron δια βάζεται, μαζί με τους Sorokin, Timasheff, Martindale, Coser, Nisbet, Zeitlin και άλλους, από κάθε σπου δαστή της κοινωνιολογίας. Η αξία των κειμένων του δεν είναι δυνα τόν να αμφισβητηθεί. Πέρα όμως από την εκπαιδευτι
κή της χρησιμότητα, η ανάλυση του Aron συνιστά μια από τις λίγες εκείνες περιπτώσεις στις οποίες ένας σπουδαίος θεωρητικός εκφρά ζει τις δικές του προσωπικές εκτι μήσεις για τους μεγάλους της κοινωνιολογίας -ανάλογες είναι οι ερ γασίες του Talcott Parsons στο «The Structure of Social Action» και πρόσφατα του νεαρού Jeffrey C. Alexander στο «Theoretical Lo gic in Sociology». Σε αυτό ακριβώς το σημείο βρίσκεται φυσικά υπολανθάνουσα και η αχίλλειος πτέρ να του συγγράμματος. Ο Aron δια τηρεί, όπως σημείωσε σωστά ο μα θητής του Stanley Hoffman, μια εμ πάθεια που αντιμάχεται ώς ένα ση μείο τη βαθιά και διεισδυτική επεξηγηματικότητα των παρατηρή σεων του. Η εμπάθεια αφορά κυ ρίως το κεφάλαιο για τον Marx και λιγότερο το κεφάλαιο στο οποίο μι λάει για τον Comte. Είτε είναι κα νείς μαρξιστής είτε όχι, θα δυσκο λευτεί πολύ να συγκροτήσει την απορία του και ίσως μερικές φορές τη δυσφορία του για την υπεραπλούστευση του ιδεατού σχήματος
ενός σημαντικού διαλεκτικού φιλό σοφου όπως ήταν ο Marx. Ο Aron επιχειρεί ένα reductio ad absurdum που μειώνει περισσότερο τον ίδιο παρά ένα μελετητή όπως ο συγγρα φέας του «Das Kapital». Είναι απαράδεκτο να συγχέει κανείς τις κρίσεις του για τον Marx με τις αξιολογήσεις του για τους δογματι κούς εκπροσώπους της σοβιετικής κοινωνιολογίας. Ο Aron φτάνει αντίθετα με εύστοχες παρατηρήσεις και αδιάσειστη επιχειρηματολογία σε έξοχη απόδοση στα κεφάλαια για τον Montesquieu και τον Τοqueville -η γαλλική κουλτούρα που τόσο θαύμαζε ο ίδιος σε όλο το με γαλείο της. Νομίζουμε ότι οι αξιο λογήσεις του Aron για τον Tocqueville συνθέτουν το πλέον πετυχημέ νο κομμάτι του πρώτου τόμου. Κρίνουμε ιδιαίτερα σημαντική αυ τή την έκθεση του δημοκρατικού διανοητή, γιατί, απ’ ό,τι τουλάχι στον γνωρίζουμε, ο Tocqueville πα ραμένει σχετικά άγνωστος στην Ελ λάδα. Α π ό καθαρά τεχνική πλευρά μπορούμε να πούμε ότι ο Aron συντονίζει τη γραφή του με έναν ξέχωρα ενδιαφέροντα προβληματι σμό. Μέσα από τις περιγραφές των θεωρημάτων αναζητεί το ιδεολογι κό continuum που συνδέει τους προκοινωνιολόγους με τους σύγ-
οδηγος/43 χρονους θεωρητικούς. Η προοπτι κή αυτή γίνεται πιο σαφής στον δεύτερο τόμο, όπου διερευνούνται διεξοδικό οι θεμελιωτές της επι στημονικής κοινωνιολογίας του ει κοστού αιώνα Weber, Durkheim και Pareto. Ο Aron όμως θέτει τις βάσεις ήδη από την αρχή, κι αυτό είναι προφανές στους ποικίλους σχολιασμούς του. Πρέπει να ομο λογήσουμε ότι η νοητική αυτή γέ φυρα έχει μερικές ενοχλητικές ελ λείψεις, όπως για παράδειγμα του Herbert Spencer, ο οποίος άσκησε έντονη επιρροή άμεσα ή έμμεσα σε μια πλειάδα κοινωνιολόγων από τον Durkheim μέχρι τον Parsons. Παράλληλα όμως θα συμφωνήσου με με την απόφαση του Aron να μη συμπεριλάβει στη λίστα τους Proudhon και Saint-Simon, όσο κι αν ο τελευταίος ήταν ο πραγματι κός εμπνευστής των περισσότερων ιδεών του Comte. Τα στοχαστικά πορτρέτα των πρώτων κοινωνιολό γων είναι κατά τα άλλα επαρκή. Ο αναγνώστης του βιβλίου παίρνει μια αίσθηση του επιστημονικού λο γισμού καθώς δημιουργείται βαθ μιαία το homo sociologicus σαν το νέο εξηγητικό όργανο στις κοινωνι κές επιστήμες. Ο Aron αναπλάθει με μαεστρία όλες τις θεωρητικές προδιαγραφές της λειτουργικής του σύνθεσης, δίνοντας μάλιστα και την απαραίτητη ιστορική διά σταση. Α πό αυτή τη σκοπιά, η συσχέτιση των Comte, Tocqueville και Marx με την επανάσταση του 1848 αποκτά μια ιδιάζουσα σημα σία. Η διαλεκτική της θεωρίας με την πράξη γίνεται το λογικό επισφράγισμα του πρώτου μέρους του βιβλίου. Πώς θα μπορούσε ν α γίνει διαφορετικά για έναν τόσο πολιτι κοποιημένο ακαδημαϊκό όπως ο Aron;
Και μερικές τελικές παρατηρή σεις: Το ελληνικό κείμενο διαβάζε ται ευχάριστα δίνοντας στο μέτρο του δυνατού τον εκλαϊκευμένο αλ λά και τον κριτικά ανταγωνιστικό χαρακτήρα που διέκρινε αρκετά γραφτά του Aron. Α υτό δεν μειώ νει τη σημασία τους. Ο γάλλος κοι νωνιολόγος, που πέθανε πρόσφα τα, έδινε μια μάχη ενάντια στις αφελείς πολιτικές τυποποιήσεις του κόσμου, που αποδεικνύονται τόσο επικίνδυνες, και παρά τον άκρατο συντηρητισμό του η μάχη του αυτή είχε πάντοτε μια ηθική εδραίωση.Στο τέλος, με τη ροή των σύγχρονων γεγονότων και την π ο λυδιάστατη ευρωπαϊκή κρίση, ο Aron φάνηκε να δικαιώνεται στην αριστοτελική επιμονή του για τον ορθολογισμό στη σπουδή των κοι νωνικών φαινομένων. Η «κοινω νιολογική σκέψη» επέμενε άλλωστε από την αρχή στην ουμανιστική συγκρότηση του ορθού λόγου. Ο κ. Λυκούδης και οι εκδόσεις «Γνώση» έκαναν μιαν αληθινή συ νεισφορά σε όλους μας. Α υτό ειδι κά το βιβλίο του Aron είναι απα ραίτητο για κάθε βιβλιοθήκη. Θα περιμένουμε σύντομα και το δεύτε ρο τόμο. Η προσεγμένη δουλειά, η καθαρότητα της γραφής και η γενι κή παρουσίαση ήταν μοναδικές. Λόγιοι όπως ο κ. Λυκούδης μας χρειάζονται περισσότερο από κάθε άλλη φορά, γιατί στον τόπο μας κυκλοφορεί σήμερα με τον τίτλο «κοινωνιολογία» οτιδήποτε δεν γί νεται αντιληπτό σαν έννοια και σαν κείμενο. Εμείς δεν έχουμε πα ρά να επιδοκιμάσουμε την προσπά θεια κάθε φορέα πνευματικής κά θαρσης. ΝΙΚΟΣ ΤΑΤΣΗΣ
των ημερών, αλλά και του κλίματος π ου υπήρχε π ριν και μετά (παραμονές του πολέμου, πόλεμος, πρώτος καιρός της Κατοχής, απελευθέρωση).
ΚΩΣΤΑ ΠΑΣΒΑΝΤΗ: Κοντάκια. Αθήνα, 1983. Σελ. 52. Ο ΧΩΡΟΣ με τα σπαράγματα του παρελθόντος είναι καίριο ερέθισμα στον ποιητικό λόγο του Κώστα Πασβαντή. Τούτα τα αποσπασματικά -αρ χα ία και ν έα - στοιχεία γίνονται αφορμή του στοχασμού (όπως καθορίζεται σε τούτη τη συλλογή), χωρίς την άμεση συμμετοχή του συναισθηματικού πάθους, αλλά με τη σοφία ενός παρατηρητή που ξεπερνά το φαινόμενο για να αναπλάσει την ουσία. Κι αυτή η αίσθηση του χρόνου («ξέμπαρκος εγώ από την εποχή μου...») τελικά δίνει στο λόγο μια ισχύ πέρα από την κατάφαση ή την άρνηση.
ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ: Ο Καζαντζάκης και οι αρχαίοι. Αθήνα, 15)83. Σελ. 340. Η ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ της προσωπικότητας και της προσφοράς του Νίκου Καζαντζάκη στα σύγχρονα ελληνικά γράμματα έχει πάρει πια τον επιστημονικό μελετητικό δρόμο της. Και ένα πρόσφατο και σοβαρό δείγμα είναι κι ετούτη η διδακτορική διατριβή του Γ. Σταματίου, η οποία διερευνά τους «πνευματικούς ^δεσμούς» του κορυφαίου συγγραφέα με τους αρχαίους, τις επιδράσεις που δέχτηκε και τα θέματα που άντλησε από αυτούς. Έ τσι, αποκαλύπτεται μια ακόμη
44/οδηγος
ένα βιβλίο που έχει το προνόμιο να προκαλεί ερωτήματα ΖΩΡΖ ΣΑΡΗ: Οι νικητές. Μυθι στόρημα. Αθήνα, Κέδρος, 1983. Σελ. 188.
«...αυτό το βιβλίο τολμά να μιλάει για σκέψεις και για πράξεις και γεγονότα που χρόνια μένανε διπλοκλειδωμένα, αραχνιασμένα, απαγορευμένα.., ...για τα Δεκεμβριανά, που ακόμα κι όταν τα προφέρουν οι μισοί μεγάλοι χαμηλώνουν τη φωνή τους κι οι άλλοι μισοί την κάνουν σαν βρισιά και ουρλιαχτό...» Το βιβλίο για το οποίο γράφει αυ τά σ’ ένα προλογικό της σημείωμα η Ζωή Βαλάση είναι «Οι νικητές» της Ζωρζ Σαρή, το οποίο η ίδια ορίζει πως είναι «για παιδιά δώδε κα χρόνων». Αυτές οι παράγραφοι, αλλά και όλος ο πρόλογος, δη μιουργούν μια πρόκληση στους με γάλους να διαβάσουν το βιβλίο, άλλους για να προλάβουν να το αποσπάσουν από τα χέρια των παι διών τους μην τύχει και το διαβά σουν κι άλλους για να προλάβουν εκείνοι να μάθουν και να πληροφορηθούν, μέσα, έστω, από ένα λογο τεχνικό κείμενο, μια και η ιστορία παραμένει σκοτεινή, τα γεγονότα εκείνης της εποχής. Βλέπετε, τα βι βλία για τα παιδιά τα αγοράζουν πάντα οι μεγάλοι και από τα δικά τους τα χέρια περνούν στων π αι διών. Τα στοιχεία που συμπλέκονται στους «Νικητές» είναι προσωπικά βιώματα, ιδεολογικά και γεγονότα ιστορικά. Η αναφορά στη συγκε κριμένη εποχή είναι άμεση, δι αρκής, έντονα παραστατική, διε
γερτική. Το κείμενο δεν θέτει ερω τήματα έντεχνα καλυμμένα από το ταλέντο της συγγραφέως: Τα προ καλεί μόνο του το ίδιο το θέμα. Εί ναι ένα βιβλίο που έχει το προνό μιο να προκαλεί ερωτήματα, απο ρίες, να αποζητά εξηγήσεις που - ο ι μικροί- αναγνώστες θα υποβάλουν γιατί αγνοούν της νεότερής μας ιστορίας αυτά τα συμβάντα. Αν εξωθεί σε ερωτήματα, δεν είναι κα θόλου βέβαιο πως οι μεγάλοι θα έχουν τις απαντήσεις έτοιμες, τις εξηγήσεις πειστικές, σαφείς, ειλι κρινείς, τεκμηριωμένες. Σαράντα χρόνια μετά τον αιματηρό Δεκέμ βρη του ’44, η άγνοια για τα γεγο νότα που οδήγησαν σ’ αυτόν, είναι αξιοσημείωτη και αξιοκατάκριτη. Η απόκρυψη, ή η διαστρέβλωση, προσεγγίζει την ενοχή. Μα ένας λαός δεν πρέπει να ντρέπεται για την ιστορία του, αρκεί να τη γνω ρίζει καλά. Το γράψιμο της ιστο ρίας εκείνης της εποχής -της προ, της κατά και της μετά- αναλήφθηκε βιαστικά απ’ αυτούς που ήρθαν στα πράγματα μετά. Κι αυτοί, με
θοδικά, με άνεση χρόνου και μέ σων, έδωσαν τη δική τους εκδοχή αφού φίμωσαν το λόγο και όσο μπόρεσαν εξουδετέρωσαν τις γρα φίδες των «άλλων». Σαράντα χρό νια μετά, εξακολουθεί να κυκλοφο ρεί η ιστορία αυτή. Α πό «εκεί νους», όσοι επιβίωσαν έζησαν πολ λά χρόνια στην επιβλημένη σιωπή. Είναι εκείνοι που η συγγραφέας ονομάζει με τη λέξη την οποία κά νει τίτλο του βιβλίου της, ένα βιβλίο-κραυγή εκείνων που πολέμη σαν για την απελευθέρωση της Ελ λάδας από τους ναζί και βρέθηκαν αργότερα αντιμέτωποι των «άλ λων», των τελικά (;) «νικητών». Η ηρωίδα, η Ζωή, τραυματισμέ νη βαριά από θραύσμα τυχαίου όλ μου σε ώρα ανεμελιάς, βρίσκεται σε ένα νοσοκομείο μαζί με άλλα θύμα τα, τραυματίες της κακής συγκυ ρίας. Η ζωή της στο κρεβάτι του πόνου, όπως και των άλλων στο θάλαμό της, έχει την τραγικότητα της ζωής του νοσοκομείου που βρί σκεται στη ζώνη των επιχειρήσεων. Η κατάσταστη γίνεται χειρότερη από την έλλειψη φαρμάκων και στοιχειώδους περίθαλψης. Το θάρ ρος, η πίστη και η πεποίθηση στη νίκη τους, τους δίνει μια ψυχική ανάταση, τους δυναμώνει το φρό νημα και επιβάλλει ένα κλίμα αι σιοδοξίας και ψυχικής ευφορίας
οδηγος/45 κάνοντας τους γόους των τραυμα τισμένων και τους ρόγχους των ετοιμοθάνατων λιγότερο φρικιαστικούς. Αυτά, μέσα στο νοσοκο μείο του οποίου η θέση ελέγχεται από «εκείνους». Έ ξω, γίνονται μά χες και τα νέα που φθάνουν κρα τούν τους ενοίκους του σε αγωνία και ανυπομονησία. Η τροπή των πραγμάτων είναι διαφορετική από την αναμενόμενη. Οι «άλλοι», με τους άγγλους συμμάχους τους, κερ δίζουν τη μάχη, καταλαμβάνουν το νοσοκομείο, κάνουν κατοχή σ’ αυ τό και αιχμαλωτίζουν τους ενοί κους του. Αυτό είναι συνοπτικά το περίγραμμα της υπόθεσης. Η ηρωίδα και τα δευτερεύοντα πρόσωπα που την περιστοιχίζουν, όπως και το περιβάλλον, έχουν τα πρότυπά τους σε πραγματικά πρόσωπα και καταστάσεις, οικεία στη συγγρα φέα από δικά της βιώματα. Το έν τονο αυτοβιογραφικό στοιχείο επι βάλλει τους δικούς του όρους στο μύθο και τη διαγραφή των χαρα κτήρων, δυσκολεύοντας την έμπει ρη και ικανή συγγραφέα να προχω ρήσει σε μια λογοτεχνική τους ανά πλαση. Δεν πρόκειται για ασυνήθι στο φαινόμενο στη λογοτεχνία. Συ χνά, έργα στα οποία περνούν αυτοβιογραφικά στοιχεία, εμφανίζουν κάποια αδυναμία στην ολοκλήρω ση των χαρακτήρων και στην ανα παράσταση των γεγονότων. Έ να μέρος των περιγραφόμενων επεισο δίων και ο χαρακτήρας των προ σώπων, παραμένουν ασαφή και ανολοκλήρωτα γιατί ο συγγραφέας άθελά του κατακρατεί βασικά στοιχεία μέσα του τα οποία λεί πουν από τη λογοτεχνική τους ανα παραγωγή, πράγμα το οποίο εξασθενίζει την υπόστασή τους και κατ’ επέκταση το μύθο. Κάποτε, αυτό είναι ηθελημένο, όπως πιθα νότατα και εδώ, όπου το ενδιαφέ ρον της συγγραφέως πέφτει πε ρισσότερο στη φροντίδα της ανα σύστασης της ατμόσφαιρας, του κλίματος και του ψυχισμού της εποχής και των ηρώων που επιλέ γει, υπογραμμίζοντας έτσι το θέμα, το οποίο κερδίζει από αυτή τη με ταχείριση. Στην περίπτωση των «Νικητών» ο χειρισμός είναι υπο δειγματικός και η επιδίωξη της συγγραφέως αποβαίνει επιτυχής. Έτσι η φωνή της συνενώνεται με εκείνη «εκείνων» οι οποίοι έγρα ψαν τότε την ιστορία τους και που πολλοί δεν είχαν την τύχη να δια βάσουν κι όσοι τη διάβασαν συχνά
δεν την αναγνώρισαν, ή δεν ανα γνώρισαν τους εαυτούς τους. Η κορυφαία στιγμή της ιστορίας βρίσκεται στη σελίδα 127, όπου πραγματοποιείται η κατάληψη του νοσοκομείου. Οι σελίδες που ακο λουθούν -α π ό τις καλύτερες που έχει γράψει ώς τώρα η Ζωρζ Σ αρήεξιστορούν τη ραγδαία μεταστρο φή, την πτώση των νικητών και την άνοδο των «νικητών». Τα μετέπειτα γεγονότα θα σφραγίσουν μια εποχή και θα δώσουν την αφετηρία μιας άλλης, η οποία με διακυμάν σεις, εκτροπές, παρεκτροπές, πα λινδρομήσεις, με κακοφορμίσματα και σύντομα ελπιδοφόρα διαλείματα, συνεχίστηκε πολλά χρόνια. Οι «νικητές» προκαλούν μερικές σκέψεις οι οποίες γεννιούνται από την οπτική γωνία από την οποία κοιτάζει η συγγραφέας εκείνους τους καιρούς, από τους οποίους ώς σήμερα μετράμε χρόνια σαράντα. Α πό τότε πολλά πράγματα δεν ρυθμίστηκαν και διάφορες εκκρε μότητες περιμένουν την τακτοποίη σή τους. Ωστόσο, κάτω από τα γεφύρια πέρασε πολύ πολύ νερό. Στο νοσοκομείο «Αγία Ό λγα» ξετυλί γεται ένα δράμα ανθρώπινο, αν θρώπων που ανήκουν σε μια παρά ταξη η οποία βρίσκεται σε εμπόλε μη κατάσταση με μιαν άλλη. Ο εχθρός ανήκει στην ίδια οικογέ νεια. Το δράμα των πρώτων είναι δικό τους βέβαια, αλλά μισό, μονο μερές, περιορισμένο. Απολύτως αξιοσέβαστο. Γύρω από το δράμα αυτό διαδραματίζεται ένα μεγαλύ τερο, όχι δράμα, αλλά μια τραγω δία. Το δραματικό στοιχείο δημιουργείται από την ανθρώπινη και την ιστορική αδικία. Η τραγω δία όμως εκείνης της ιστορικής στιγμής είναι η εμφύλια διαμάχη. Αυτή δεν δίνεται στο βιβλίο. Ο ανάρμοστος πόλεμος φθάνει στο νοσοκομείο έμμεσα, σαν απόηχος. Η έμμεση είσοδός του δεν φαίνεται φοβερή -ό σ ο κι αν είναι- παρά τις άθλιες συνθήκες, γιατί εν μέρει απαλύνεται από την αισιόδοξη ατμόσφαιρ,α που επικρατεί στους θαλάμους για την έκβαση της μεγά λης αδελφικής πάλης στην οποία ελπίζουν «εκείνοι», γιατί -ακ όμα πιστεύουν στο δίκαιό τους, ίσως και στη δύναμή τους. Το δράμα τους είναι γνωστό, δεδομένο, προϋπάρχει, δεν δημιουργείται, είνα ? στατικό, μοιάζει με φωτογράφιοη που σταμάτησε στο χρόνο ένας ντοκουμαντερίστας κινηματο-
πτυχή του καζαντζακικού έργου·τκ#ι του ανθρώπου, που του προσθέτει νέες διαστάσεις.
ΜΕΡΕΖΚΟΒΣΚΗ: Ντοστογιέβσκη-Ο προφήτης της Ρωσικής Επανάστασης. Μετ. Σ. Πρωτόπαπα. Αθήνα, Γκοβόστης. Σελ. 122. ΠΟΛΥ γνωστό το μελέτη μα τούτο του Μ ερεζκόβσκηγια τον Ντοστογιέβσκη, που ξανακυκλοφόρησε. Και πάντα εύστοχο, αν και γράφτηκε πριν από 78 χρόνια, πριν δηλαδή ο 20ός αιώνας γνωρίσει τις μεγάλες κοινωνικές ανακατατάξεις, τόσο στη Ρωσία όσο και στον υπόλοιπο κόσμο. Κι ακριβώς τη σχέση του συγγραφέα με τις -μέλλουσες μα κυοφορούμενες ακόμη τότεανακατατάξεις εξετάζει, ψάχνοντας ανάμεσα στα φαινομενικά συντηρητικά «πιστεύω» του Ντοστογιέβσκη και τα αντιθετικά επαναστατικά νοήματα που διαπερνούν το έργο του. Αυτά που τον αναδεικνύουν «προφήτη» αγνοούντο την αλήθεια των προφητειών του...
ΡΙΤΣΑ ΦΡΑΓΚΟΥ-Κ1ΚΙΑ1Α: Πέντε μελετήματα για τον Σικελιανό. Αθήνα, Θεωρία, 1984. Σελ. 202. ΦΕΤΟΣ συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη γέννηση του 'Αγγέλου Σικελιανού. Και «συμβολή» στον εορτασμό είναι κι αυτή η έκδοση, που περιλαμβάνει πέντε -σημαντικές- μελέτες που κατά καιρούς είχαν δημοσιευθεί σε διάφορα περιοδικά και αφορούν πλευρές της ζωής και του έργου του ποιητή. Το μεγαλύτερο όμως ενδιαφέρον ανάμεσά τους προσελκύουν η παρουσίαση ενός σχεδόν άγνωστου κειμένου του
46/οδηγος γραφιστής που παραμερίζει το σύ νολο του θέματος και εστιάζει στο μέρος. Παρακολουθούμε το ένα σκέλος της τραγωδίας, το ορατό. Η άλλη παράταξη, των «άλλων», εμ φανίζεται σαν μια αόρατη, αλλά ορισμένη απειλή, πνεύμα του κα κού το οποίο βέβαιά σκοτώνει, κα ταστρέφει, εξολοθρεύει, γεμίζει το νοσοκομείο με νέους τραυματίες. Μήπως, σήμερα, έπειτα από σα ράντα χρόνια είναι ανεδαφικό αυ τό το κοίταγμα; Μιλούμε για εμφύ λια ρήξη και θα πρέπει να φαντα στούμε παρόμοια δραματικά επει σόδια να συμβαίνουν στην περιοχή και των «άλλων», στη διάρκεια των ίδιων 'μοιραίων για τον τόπο ημε ρών: ένα άλλο νοσοκομείο στην επικράτειά τους θα δέχεται κι αυτό ακρωτηριασμένους που ανήκουν στους «άλλους», που τους λάβωσαν «εκείνοι». Οι τραυματίες και οι νε κροί μιας αδελφικής διαμάχης εί ναι όλοι θύματα της ιστορικής πα ρεκτροπής. Κάποτε, η ιστορία θα τους τοποθετήσει στον ίδιο τάφο και θα κρίνει τα γεγονότα και τις περιστάσεις κι όχι τους ανθρώπους που έλαβαν μέρος. Ο Χαλίλ Γκιμπράν βάζει κάπου μια μητέρα να πει: «Και βέβαια ήτανε δίκαιος ο πόλεμος. Ο γιος μου έπεσε σ’ αυτόν». Σαράντα χρό νια μετά, αν δεν βάλουμε όλα τα θύματα στην ίδια γραμμή, αφήνου με αδικαίωτο το θάνατο όλων, και εκείνων και των άλλων. Το δάκρυ, αν δεν είναι ένα για όλους εκείνους που σκοτώθηκαν εξαιτίας της ειδι κής εκείνης ιστορικής στιγμής, θα αφήσει την ιστορική αυτή στιγμή ακάλυπτη. Καθόλου δεν προτείνω
τη λήθη, αυτό το εθνικό μας χαρα κτηριστικό που πολύ μας έχει βλά ψει. Η λήθη, ξέρουμε δα πολύ κα λά, μπορεί να ξαναφέρει τα ίδια λάθη. Αντίθετα, θα σύστηνα τη διατήρηση και την όξυνση της μνή μης για να προληφθούν στο μέλλον τα ίδια πάθη και τα ίδια λάθη. Τη λήθη την επιζητούν οι ένοχοι για να κρύβουν τις πομπές τους, τα κρίματά τους. Την προτείνουν όμως και οι ήρωες και οι δυνατοί. Αυτοί που βρίσκονται πάνω από τους πονηρούς. Οι τόποι πηγαί νουν μπροστά μ’ αυτούς ακριβώς. Ίσως, το βιβλίο αυτό να άργησε να γραφτεί. Αλλά, επιτέλους, γρά φτηκε. Μπορεί ο πόνος και ο ηρωι κός του χαρακτήρας να διαρρήξουν τις παράφωνες στριγκλιές των «άλλων» που ακόύγονται σαράντα χρόνια και εκάλυψαν ή φίμωσαν τις ιαχές των νικητών του βιβλίου. Οι «Νικητές» είναι γραμμένοι με θέρμη, με γραφή ζωντανή και κο φτή, με διαλόγους ζωηρούς, λι τούς, γεμάτους και άμεσους. Η διάθεση της συγγραφέως να στήσει το θέμα της με ακρίβεια, την απο μάκρυνε από την ανθρώπινη ζε στασιά που έχουν τα βιβλία που γράφονται «μία κι έξω». Ο λόγος της είναι κατά μία περίεργη αίσθη ση εγκεφαλικός. Το φανερώνει η πετυχημένη αναζήτηση της αρτιότητάς του, σημάδι πως γράφτηκε και ξαναγράφτηκε. Απόδειξη της αίσθησης της ευθύνης της. Ανάμε σα στα κεφάλαια παρεμβάλλει ιστορικά ντοκουμέντα τα οποία ενισχύουν τη λιτότητα του κειμένου απαλλάσσοντας τη συγγραφέα να περάσει^το περιεχόμενό τους λογο
τεχνικά, μια πρωτοτυπία που ίσως δεν αποδώσει, αν λογαριάσουμε πως τα παιδιά, από μια ανεξήγητη συμπεριφορά, αποφεύγουν τα εμ βόλιμα κείμενα, όσο και τους προ λόγους. Έ να τελευταίο ζήτημα που τίθε ται είναι αυτό που απασχολεί όσους παρακολουθούν την παιδική λογοτεχνία και εκφράζουν την αν τίθεσή τους αν πρέπει να περνούν στα δείγματά της ιδέες των μεγά λων, τα προβλήματά τους, τα ζητή ματα που τους απασχολούν κτλ. Η Ζωρζ Σαρή έχει πάρει θέση σ’ αυ τό. Πρεσβεύει πως στα παιδιά και μέσα από τη λογοτεχνία πρέπει να μιλάμε για όλα. Πως δεν μπορούμε να τους κρύβουμε υποκριτικά όσα τα αναγκάζουμε να παρακολου θούν στο σπίτι, στο δρόμο ή όπου αλλού, με τον όρο ότι όλα αυτά πρέπει να αναπλάθονται καλλιτε χνικά, να αναπαράγονται δημιουρ γικά με τους όρους που επιβάλλει -εδ ώ - η λογοτεχνία. Να μη δίνον ται προγραμματισμένα με πρόθεση διδαχής, εκπαίδευσης ή προσηλυτι σμού. Με το τελευταίο της βιβλίο αποδείχνει τη συνέπειά της και την ικανότητά της να προσεγγίζει το παιδί και να του μιλάει άμεσα για οποιοδήποτε θέμα, μολονότι είναι συζητήσιμο αν το βιβλίο αυτό είναι «για παιδιά δώδεκα χρονών». Οι κάθετες γραμμές που διαχωρίζουν από τη λογοτεχνία ένα μέρος της, όπως εδώ το παιδικό, δεν δικαίω σαν συχνά αυτούς που τις ορίζουν από πριν.
ΚΥΡ. ΝΤΕΛΟΠΟΥΛΟΣ
Γιάννη Σπανδωνή
Θ Ρ Η Ν Ο Σ H H N P y n p > Sjl & ‘ II M S m ilX W 1* L - j l l · Ι 1 ■ Η λ
■ H B a S S S S S M ··^ ·
A' Βραβείο Παρνασσού Ένας σκλάβος διηγείται την αρπαγή των μαρμάρων του Παρθενώνα και το στοίχειωμα της Μαρμαρωμένης Βασιλοπούλας, της Καρυάτιδας, που την κουβάλησαν στα ξένα. Κάτω απο την πένα του Γ. Σπανδωνή ζωντανεύει ένας παλιός αθηναϊκός θρύλος που ασκεί μια μυστικιστική, φετιχιστική γοητεία στους Νεοέλληνες.
▲ J Κ 1
Ε Κ Δ Ο Σ Ε ΙΣ Κ Α Λ Ε Ν Τ Η Κολοκοτρώνη 15 - 1ος όροφος Τηλ. 32.34.270
οδηγος/47
Σικελιανού, αλλά και μιας ανέκδοτης ομιλίας του, του 1938, με θέμα το λυρισμό.
ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΥ ΖΕΓΚΙΝΗ: Ιστορία της τούρκικης λογοτεχνίας. Θεσσαλονίκη, 1983. Σελ. 198.
βλέμμα του θανάτου ΑΜ Α ΛΙΑ Σ ΤΣΑΚΝΙΑ: Πριν από την όχθη. Αθήνα, Καστανιώτης, 1984. Σελ. 60.
Είναι δύσκολη μια μετά θάνατον κριτική· όχι γιατί ο «τεθνεώς δεδικαίωται», ούτε επειδή η συναισθηματική ορμή αμβλύνει την ευθύβολη κρίση. Κυρίως, γιατί το έργο είναι πλέον ολοκληρωμένο και απαιτεί μια συνολική αποτίμηση ως προς αυτά που έφερε εις πέρας και ως προς εκείνα που εγκατέλειψε ή δεν αποτόλμησε. Πά νω απ’ όλα επιζητεί μια παλινδρομική κίνηση που να εντοπίζει τις οργανικές του αρθρώσεις και το στίγμα της πλεύσης του μέσα στην εποχή. Ωστόσο, μια και ο χώρος δεν το επιτρέπει κι ο χρόνος δεν είναι ακόμη πρόσφορος, θα περιοριστώ εδώ στην ανάγνωση του τελευταίου ποιητικού βιβλίου της Αμαλίας Τσακνιά, επιχειρώντας να το αντι μετωπίσω ως πρόβλεψη θανάτου και ώς προετοιμασία αναχώρησης ταυτοχρόνως. Η ποιήτρια ρίχνει μια τελευταία ματιά στον έμβιο, ζώντα χώρο πριν από την οριστική αποχώρηση. Το βλέμμα της προς το θάνατο είναι προληπτικό· γνωρίζει βέβαια ότι μό ν ο να τον ψηλαφήσει μπορεί· ίσα να διαισθανθεί πάνω στους ώμους της τον κρύο μανδύα του. Υ παινι κτικά συγκατανεύει στην αυτοχει ρία. Μέσα της, πολύπλοκα κρυμμέ νος, κατοικεί ο φόβος: για το θά νατο των άλλων, για το δικό της θάνατο. Α υτός είναι ο καμβάς. Α ς δούμε πώς πλέκονται επάνω του τα π α ράλληλα θέματα για να καταλή ξουν και πάλι στην κεντρική ροή,
το θάνατο. Υ πάρχει πρώτα η ιστο ρική μνήμη του φόνου και της παγίδας. Στο βάθος της κινείται η αί σθηση της ήττας, που μπορεί να τη διαβάσει κανείς ως αδικαίωτα αναλωμένη ζωή ακόμη και ως βίω μα αίματος. Είναι επίσης η απώ λεια του παρελθόντος χρόνου και η ανάγκη της ποιήτριας να αρπαχτεί από όλα εκείνα που δεν διέπραξε και τώρα φεύγουν. Τα πράγματα έχουν δική τους φωνή' το ξέρουμε καλά. Οι ποιητές αναγνω ρίζουν πάντα τη διάρκειά τους που υπερβαίνει το μήκος της ανθρώπινης ζωής· αναδεικνύουν την ικανότητά τους να αναπαρά γουν τη μνήμη όλων εκείνων που κάποτε τα χρησιμοποίησαν. Η Α . Τσακνιά γνώριζε πολύ καλά τη ση μασία αυτή των πραγμάτων κι έδειξε αποτελεσματικά τη λειτουρ γία τους. Η σχέση της με την ποίηση κάθε άλλο παρά εύκολη στάθηκε· στο πετρωμένο της τοπίο μέσα σπάρα-
ΚΑΘΩΣ διευρύνεται η επαφή του ελληνικού χώρου με τη σύγχρονη τουρκική λογοτεχνία, μέσα από αλλεπάλληλες μεταφράσεις κειμένων των γνωστότερων συγγραφέων, τούτη η έκδοση βοηθά στη γενικότερη .γνωριμία με την πνευματική παραγωγή του γειτονικού λαού. Έ τσι, συνοπτικά, παρακολουθείται η πορεία της τουρκικής λογοτεχνίας α πό τα προϊσλαμικά χρόνια μέχρι τους σημερινούς συγγραφείς και ποιητές (με σχετική έμφαση, δικαιολογημένα, στην ποίηση, αφού το είδος κατέχει την κυρίαρχη θέση στην τουρκική πολιτιστική ζωή).
ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΣΑ1Ν-ΜΑΡΤΕΝ: Λαμπράκηδες-Ιστορία μιας γενιάς. Μετ. Χαρά Ντάλη. Αθήνα, Πολύτυπο, 1984. Σελ. 251. ΕΝ Α Ν πολύ σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη των γεγονότων της δεκαετίας του ’60 και στη διαμόρφωση ενός ενεργοποιημένου πολιτικού κλίματος έπαιξε αναμφισβήτητα η ίδρυση και η παρουσία της Δημοκρατικής Ν εολαίας Λαμπράκη. Και τα αίτια της δημιουργίας της και τη δράση της αναλύει εδώ και εξιστορεί -μ ε μια νηφαλιότητα που κάνει το κείμενο σχεδόν ιστορικό ντοκουμέντο- η έρευνα της Κατερίνας Σαιν-Μ αρτέν (που βασίζεται στη διδακτορική της
48/οδηγος μέχρι τέλους τις γεύσεις του και το όνειρο. Γυναικεία ποίηση, τουλάχιστον με την αυστηρή έννοια του όρου,
Η Αμαλία Τσακνιά με την κόρη της (1963) ξαν συνείδηση και σώμα (ο στίχος είναι πέτρα που ματώνει, θα γρά ψει ). Και, ταυτόχρονα, ο έρωτας· που αν και υπ ’ ατμόν, συντήρησε
δεν νομίζω ότι υπάρχει· υπάρχει μόνο το ανεπανάληπτο εκείνο είδος ανατριχίλας που αποκλειστικά οι γυναίκες αποπνέουν και μονάχα εκείνες είναι σε θέση να εκπέμ πουν. Η Α . Τσακνιά κράτησε μέσα στα ποιήματά της το γυναικείο πρόσωπο αυτοτελές, τις στάσεις και τις ορμές του· την ιστορία και το θάνατό του· τους πολύ ξεχωρι στούς ρυθμούς του τέλος. Το σύμβολο, ο μύθος και η ιστο ρία είναι τα σήματα που διάλεξε η ποιήτρια για να οργανώσει την έκ φρασή της (Αγορά, Ορέστης, Κέρ
βερος, Ερινύες, Α θήνα). Για να το πω με άλλο τρόπο: το όχημα για τη διέλευση του σήμερα, για το ζύγισμα της ήττας, για το άγγιγμα του θανάτου. Αυτά στο γνωστικό επί πεδο. Στο τεχνικό, επέλεξε έναν ελαφρό ρυθμό με γυμνές λέξεις· πί σω από τη φαινομενική ηρεμία τους σαλεύει ένας κυματώδης κό σμος. Η Αμαλία Τσακνιά παρουσίασε μιαν άρτια μελέτη θανάτου ακρι βώς πριν από το θάνατό της. Προσέφερε έτσι στην τέχνη και τη ζωή της το καλύτερο επιστέγασμα: Κα τέγραψε ποιητικά τη λήξη του βιο λογικού της κύκλου. ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
κάθε γενιά τη μετάφρασή της Τ. Σ. ΕΛΙΟΤ: Άπαντα τα ποιήμα τα. Μετάφραση-εισαγωγή Αριστο τέλης Νικολαΐδης. Αθήνα, Κέδρος, 1984. Σελ. 260.
Είναι κοινοτοπία το να πει κανείς πως η παγκόσμια ποίηση «προσδιορίστηκε δυναστικά» από τον Έλιοτ. Για τον εικοστό αιώνα αποτελεί ένα όριο λεκάνης απορροής, ένα watershed, όπως θά ’λεγε ο ίδιος -προσδιόρισε τη ροή της ποίησης στα χρόνια μας όσο και ο Αρχίλοχος ή ο Ρονσάρ στα δικά τους. Η ποίηση γραφότ.αν αλλιώς πριν από την εμφάνισή του, και αλλιώς μετά. Και ο χρόνος επέτεινε, αντί να αμαυρώσει, την ακτινοβολία του. Ο Έλιοτ είναι ο παραδειγματικός πράγματι ποιητής του αιώνα μας. Το πόσο αντιφατικός βέβαια ήτανε, στο παράδειγμά του αυτό, το βλέπουμε καθαρά ακόμα και από το ελάχιστο συνόψισμα του βίου του: προτεστάντης, αμερικανός και ποιητής, καταλήγει να γίνει καθο λικός, άγγλος και θεατρικός συγ γραφέας. Έ τσι, ακόμα και το ποιητικό του έργο χαρακτηρίζεται
από μια μεταμορφωσιακή πρωτεϊκότητα: αλλιώς στον «Προύφροκ», αλλιώς στην «Έρημη χώρα», αλ λιώς στα «Τέσσερα κουαρτέτα» και αλλιώς στα χορικά για το «Βράχο». Τα στοιχεία που τον συνθέτουν εί ναι τέσσερα εντελώς αντίθετα με ταξύ τους: χιούμορ και στέγνια, πολυμάθεια και επιγραμματικότη-
τα. Και είναι, μετά τον Τζων Ντον, ο δοκιμότερος χειριστής της αγγλι κής γλώσσας, με μια αίσθηση μου σικότητας αληθινά σπάνια. Την ενσωμάτωση του αισθητικού διδάγματος του Έ λιοτ στη γλώσσα μας τη χρωστάμε στο Γιώργο Σεφέρη. Χωρίς αυτόν (δηλαδή εάν είχα με μείνει μόνο στις μεταφράσεις του Νίκου Προεστόπουλου και του Τ. Κ. Παπατζώνη) είναι ζήτημα αν η επίδρασή του πάνω στο ποιητικό μας γίγνεσθαι θα ήτανε τόσο καί ρια και τόσο αποφασιστική. Ωστό σο, από ιδιοσυγκρασία, ο Σεφέρης υιοθέτησε μονάχα μερικές, και όχι όλες τις όψεις της διδασκαλίας του Έλιοτ: έδωσε την προτίμησή του στη στέγνια, όχι στο χιούμορ· στην
οδηγος/49 επιγραμματικότητα, όχι στην ευρυ μάθεια. Ο Σεφέρης δεν ήτανε erudit, και ο πόνος του πρόσφυγα δεν ευνοούσε το χιούμορ ή την ειρω νεία -ιδιότητες πάντα του χορτά του, ας μην το ξεχνάμε. Και για τούτο ο Σεφέρης ασπάστηκε με θέρμη ένα άλλο συνθηματικό στοι χείο του Έλιοτ: το understatement, την έλλειψη κάθε υπογράμμισης, κάθε μεγαλοστομίας. Εκεί, μάλι στα, υπερέβαλε και το δάσκαλό του, μεταφράζοντάς τον: Τον τίτλο μόνο εάν δούμε του θεατρικού του έργου που μετέφρασε, το καταλα βαίνουμε. «Φονικό» είναι οπωσδή ποτε μια πιο υποβαθμισμένη, σε συστοιχίες και σε ένταση, λέξη, από το «Murder», και «Εκκλησιά» είναι μια πιο φτωχή έννοια από το «Cathedral». Το λεξιλόγιο του Σεφέρη, όπως το απέδειξε σε μια εν διαφέρουσα μελέτη του ο κ. Ξ. Α . Κοκκόλης, είναι πολύ μικρό: κά που τρεις χιλιάδες εξακόσες λέξεις, αν καλοθυμάμαι. Αυτό το λεξιλό γιο χρησιμοποιεί και στη μετάφρα σή του της «Έρημης χώρας» ή του «Κοριολανού». Με ένα τόσο ψαλι δισμένο λεξιλόγιο όμως, πώς να μπορέσεις να επιβάλεις την πολυμάθεια του Έλιοτ; (αν μη τι άλλο). Αγαπώ πολύ τον Σεφέρη, υπήρ ξα φίλος του στενός, και κολα κεύομαι αφάνταστα με τη σκέψη πως υπήρξα ο πιο πιστός μιμητικός μαθητής του. Αυτό μου δίνει το δι καίωμα να κρίνω τις μεταφραστι κές δοκιμές του πάνω στον Έλιοτ με αυστηρότητα. Και να πω πως η έλλειψη ειρωνείας ή χιούμορ, π .χ., στον Σινόπουλο (εννοώ στην ποίη σή του, φυσικά) ή ευρυμάθειας (erudition) στον Αναγνωστάκη -δ υ ο απο τους πιο στενούς απογό νους του Έ λιοτ στη γλώσσα μαςπρέπει να οφείλονται στην απου σία αυτών των δυο στοιχείων από τις σεφερικές μεταφράσεις του Έ λιοτ. (Η αγγλομάθεια και των δυο ήτανε προβληματική.) Α πό τον μεταγλωττισμένο Έ λιοτ του Σεφέ ρη απέσπασαν αυτοί οι δυο προικι σμένοι ποιητές μας ο ένας τη στέγνια (Σινόπουλος) και ο άλλος την επιγραμματικότητα (Αναγνωστάκης). Και μόνο η θρυμματιστική τούτη αποσπασματοποίηση του ελιοτικού διδάγματος δείχνει την ανάγκη μιας νέας μεταφραστικής προσέγγισης του έργου του Έ λιοτ, λοιπόν. Την προσπάθεια αυτή ανέλαβε, με περισσή αισιοδοξία, ο Αριστο τέλης Θ. Νικολαΐδης, που έχει στο
ενεργητικό του μια αξιόλογη προσ φορά σε όλα, εκτός από το θέατρο, τα είδη του λόγου. Η παροδική μεταστάθμευσή του στην πιο προχω ρημένη πειραματική ποιητική γρα φή (αλεκτική ποίηση, γραφιστική ποίηση, ποίηση-κονκρέτ), που μας χάρισε μερικά από τα πιο απολαυ στικά σκευάσματα όπου το χιού μορ βασιλεύει στην πιο άδολη μορ φή του, τον προικίζει με πολλά ερ γαλεία προσπέλασης της πρώτης ύλης των ποιημάτων του Έλιοτ. Επίσης, η θητεία του στους γλωσ σικούς μηχανισμούς και στην ψυ χαναλυτική (εργαλείο της ψυχοθε ραπείας, ας μην το ξεχνάμε, είναι ο προφορικός λόγος, που οφείλει ο ψυχοθεραπευτής να τον κατέχει πλήρως, ακόμα και σημειολογικά) τον κάνει ακόμα καταλληλότερο στη μεταγλώττιση ενός τόσο πυκνά σημασιοδοτημένου ποιητικού λό γου όσο του Έ λιοτ. Τέλος, η από λυτη κυριαρχία του πάνω στην αγ γλική γλώσσα και η πολύχρονη εξοικείωσή του με τον αγγλοσαξο νικό τρόπο ζωής του δίνει ένα ακό μα διαβατήριο για την εισχώρησή του στο πυκνό παρθένο δάσος της ελιοτικής εκφραστικής. Καρπός όλων αυτών των συσσωρευτικών προσόντων είναι η μετά φραση των ποιητικών απάντων του Έ λιοτ στη γλώσσα μας, έργο αναμφισβήτητα σταθμικό. Το εγ χείρημα είναι τεράστιο -μου θυμί ζει το αντίστοιχο έργο ζωής που έχει επιχειρήσει ο ποιητής Γιωργής Κότσιρας, που μετέφρασε όλη τη «Θεία κωμωδία» του Δάντη και
4*
διατριβή στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού), δίνοντας νέα τροφή στη μελέτη εκείνης της εποχής.
ΝΙΚΟΥ ΔΗΜΟΥ. Ο Έλληνας Βούδας. Αθήνα, Νεφέλη, 1984. Σελ. 148. ΤΟ βιβλίο τούτο του Νίκου Δήμου (που το υλικό του ξεκινά από δύο διαλέξεις που έδωσε ο συγγραφέας π ριν τέσσερα χρόνια) επιχειρεί -μ ε πειστικότητα και τεκμηρίωση^ να επιδείξει την αλληλοεπίδραση του αρχαιοελληνικού και ινδικού πνεύματος. Ξεκινώντας από εποχές.αρκετά πριν από την κατάκτηση του Μεγάλου Αλεξάνδρου -οπότε υπάρχουν .και τα γνωστότερα στοιχεία για τις επαφές- επεκτείνεται κυρίως στα μετέπειτα χρόνια, προσφέροντας πλήθος ερεθισμάτων για εκτενέστερες έρευνες και μελέτες ειδικών στα θέματα τέχνης και σκέψης πάνω στην «ιστορική αυτή σύζευξη».
»Τ .ΚΜ α<\Τ Ο\Χ ΈΛΟ\Ε
.mdWijxnX .m· .kii. .um .nnoa ΑΤΑΜ Η ΦΑ'ΠΟΚ ΟΙΧ (33JT3»X30 ν\ιρπ ηνΰηιτβ,ιοοημδ) νωΤ OV31)OX3jg3K ΟΙ JJ0VJ3 .«vd)Vj0vux»X» 33XJX9» 3η ητηημφηργονορΧ vox t»x ορώχ» ο ι 33ηροφ» 3»0jgx»Jt ,ίκυομν hot «ov6gx ,3ωΐ)0' .»3φ»ργγΐΓθ hot ,(τκιφ»9γο»λ (τι 3η ηλμλληρηπ ώΑπ» ft frxjquogyojgoxoj ,31101 »3ο»ημο (οαγοΛοτοόχ3ν» «νχι/ο j3irg<poj3Q»K »ν3η}3Χ »το μοητχέορπ μρβτύθηδ »,ιη 3|txjv|tXX3 3μι ρμψ^λόχοπο 3η ,ιτοπώρθν» hot 3μούφ 33ϋψ9οηο,)όϋ 3JT βηωφύροχοπ» 3Μ .οθνσχώΧ μτο 3μι νμτο α λ π ιδ ,ηηοβλέτοπ» hot μοσυλόπ» μχιτμθοϋ» μ j» x «χοόδοπΗ α ν ,μισώνγ»ν»
50/οδηγος που τυπώνεται ήδη. Είναι αξιοση μείωτη η στροφή προς τη μετάφρα ση θεμελιωδών κειμένων, στην ολό τητά τους, από τους ποιητές μας. Δ εν πρέπει να μας εκπλήσσει. Ά λ λωστε κάθε γενιά οφείλει να φτιά ξει τις δικές της μεταφράσεις, όπως λένε. Αλλά μέσα σε ένα έργο τόσο κυκλώπειο, όπως είναι η μετάφρα ση όλων των ελιοτικών ποιημάτων, δεν είναι λίγοι οι κίνδυνοι που ελ λοχεύουν. Δ εν αποτελεί μήτε δι καίωμα, μήτε λόγο αυτού του ση μειώματος να επισημάνει αυτούς τους κινδύνους. Μας αρκεί π ου δεν μεταμορφώνονται σε ολισθήματα. Γιατί το ύφος του ποιητικού λόγου του Α . Θ. Νικολαίδη είναι τέτοιο, ώστε να υπηρετείται η μετάφραση σωστά. Λειτουργεί δηλαδή ένα από
τα βασικά διδάγματα του Έλιοτ: η αντικειμενική συστοιχία, το «objec tive correlative». Γνωστή είναι βέ βαια η παγίδευση του αναγνώστη που ξέρει από πρώτο χέρι το κείμε νο , στο πρωτότυπο, όταν το διαβά ζει ξανά μεταφρασμένο. Θέλω να πω για την παγίδευσή μας μέσα στις δικές μας προτιμήσεις -άλλω στε, τα ξενόγλωσσα κείμενα τα αφομοιώνουμε πάντα μεταφράζοντάς τα μέσα μας σιωπηλά και νοε ρά, έτσι δεν είναι; Και πώς αλλιώς μπορεί να γίνει τούτη η λειτουργία αν δεν τους δώσουμε τις δικές μας προτιμήσεις, το δικό μας μεταφρα στικό λεξιλόγιο, τις δικές μας επι καλύψεις; Και πώς να μη μας ξενί ζει εάν ο μεταφραστής διάλεξε εκείνη και όχι την άλλη μεταφρα
στική κυριολεξία, ή το δείνα και όχι το τάδε λήμμα; Αλλά αυτά εί ναι ευαισθησίες, και όχι επιφυλά ξεις -ευαισθησίες κακομαθημένου διανοούμενου, όχι επιφυλάξεις με ταφραστικού καταναλωτή. Μ ας αρκεί, λοιπόν, το ότι ο Έ λιοτ βγαίνει από τον Α . Θ. Νικολαίδη αψαλίδιστος, τρισδιάστα τος, ολοκληρωμένος. Χωρίς να θέ λω λοιπόν να φανώ βλάσφημος, κατά τούτο, πάντως, νομίζω πως το εγχείρημα του Α . Θ. Νικολαίδη είναι επικρατέστερο σε ό,τι αφορά την πρόθεση από εκείνο του ίδιου του Σεφέρη. Ελπίζω να μην παρε ξηγηθώ (παρ’ όλα αυτά, φοβάμαι πως δεν θα αποφύγω την παρεξή γηση -α λ λά δεν με γνοιάζει). Θ. Δ . ΦΡΑΓΚΟΠΟ ΥΛΟΣ
ΝΙΚΚΕ ΠΛΑΓΗΙ
ΜΙΑ ΑΒΕΝΙΟΥ ΙΠΠΟΠΟΤΑΜ ΝΤΕ ΑΑ ΓΚΡΕΤΖΙΑ (ζο υ γκ ή ο α νθ ο ή ο γ ία )
-----------------------------------------------------'___
|
οδηγος/51
ο μύθος και τα πρόσωπα του ΙΑΚΩΒΟ Υ ΚΟΠΕΡΤΙ: Σενάριο για εφιάλτη. Αθήνα, Οόνσσέας, 1984. Σελ. 134.
Ο Δευκαλίων ανακαλύπτει πως ο Παρθενώνας έχει ανατιναχτεί. Κανείς δε μοιάζει να το αντιλαμβάνεται: γεμάτος ενοχές επισκέ πτεται τον ψυχαναλυτή δρ Κασσανδρινό. Δεν είναι όμως ο μόνος· το ίδιο συμβαίνει και στην υπάλληλο του υπουργείου Κουλτού ρας, Πύρρα. Η κυβέρνηση όμως διαψεύδει τον ξένο τύπο που σχολιάζει την καταστροφή του Παρθενώνα· ανακοινώνει μάλιστα την άφιξη των ελγίνειων μαρμάρων. Η αρχαιολόγος Φλώρα επιστρέφει από την αμερικάνικη εξορία της κι αναζητά τον πρώτο εραστή της, τον δρ Κασσανδρινό. Στο σινεμά θα γνωρίσει τυχαία τον Υ άκινθο, τον σεξουαλικά «συγχυσμένο» γιο του ψυχαναλυτή. Θα τον ξανασυναντήσει, επώνυμα πια, στο πατρι κό του σπίτι. Στο ενδιάμεσο εκεί νος θα έχει γίνει μάρτυρας ενός δι πλού εγκλήματος από τα όργανα της τάξης. Τα θύματα παρουσιά ζονται από τον τύπο σαν τα τελευ ταία της σειράς των ανεξιχνίαστων φόνων του Ζαππείου. Οι δυο δή θεν τραβεστί είναι ένας συμβολαιο γράφος και κάποιος που η Πύρρα αναγνωρίζει σαν τον υπουργό Κουλτούρας. Ό μ ω ς κανείς δεν τη συνερίζεται. Α πεναντίας, της αποδεικνύουν ότι σφάλλει. Η Φλώρα αναλαμβάνει ν α διαλευκάνει το μυ στήριο. Έ να παράξενο γράμμα, που πέφτει στα χέρια της Πύρρας κι απευθύνεται στον δημόσια αθέατο πια υπουργό, θα ξεκαθαρί σει τα πράγματα. Η Πύρρα που «ξέρει» κινδυνεύει άμεσα. Α ναγκά ζεται να εγκαταλείψει τη χώρα και πείθει τον Δευκαλίωνα να την ακο λουθήσει. Το οδοιπορικό φυγής τους θ’ αποδείξει πως δεν έμαθαν
τίποτα για τη δομή της εξουσίας: είναι έτοιμοι να πέσουν και στην Τουρκία στις ίδιες παγίδες. Ο δρ Κασσανδρινός αντίθετα θα προτι μήσει να θαφτεί με τα βιβλία του παρά να συνεργαστεί με την εξου σία. Δ ε θα συμμετάσχει στο υπερ θέαμα των εγκαινίων της αναστη λωμένης Ακρόπολης. Μέσα στους πανηγυρισμούς της μάζας, η Φλώ ρα θα διακρίνει στο αρχαίο μνη μείο τις πλαστές μετόπες (οι γνή σιες έχουν πουληθεί από τον υπουργό στο Ισραήλ). Έ τσι θα βά λει τα γυαλιά στον Πουαρώ, επίση μο προσκεκλημένο της αστυνομίας κι επιφορτισμένο με τη διαλεύκαν ση των φόνων του Ζαππείου. Ο υπερβολικός αυτός μύθος εί ναι μια πρόφαση: «Μέσα α π ’ την τετριμμένη μορφή του αστυνομικού μυθιστορήματος ξετυλίγεται η σου ρεαλιστική τοιχογραφία της μετα πολεμικής Ελλάδας» (δελτίο τύ που). Το κείμενο είναι πυκνό και κωδικοποιημένο όπως τα όνειρα. Ο χρόνος μοιάζει άχρονος: ενώ τα συμβάντα εμφανίζονται σαν μελ λοντικά, στην πραγματικότητα εί ναι ανάκατα και μεταλλαγμένα γε-
διάθεση για παραπέρα νοητική επεξεργασία του υλικού του βιβλίου, πράγμα που το ενισχύει διπλά.
ΦΑΙΔΡΑΣ ΖΑΜΠΑΘΑΠΑΓΟΥΑΛΤΟΥ: Πλωτές συνοικίες. Αθήνα, Δωρικός, 1983. Σελ. 61. ΜΙΑ διάχυτη εντύπωση κρύφιας -προσω πικής- εξομολόγησης δίνουν τα ποιήματα των «Πλωτών συνοικιών». Ακόμη κι όταν αντιμετωπίζουν γεγονότα υπαρκτά, τραυματισμένες στιγμές του κόσμου ή όταν παίρνουν το ύφος του ποιητικού αποφθέγματος. Κι αυτός ο εξομολογητικός τόνος προσφέρει μια τρυφερή οικειότητα, μια αμεσότητα λίγο μελαγχολική, αλλά όχι ηττημένη, σαν αυτή ενός ατόμου στο πλήθος, που κουβαλά προσεκτικά το όνειρό του για νεκρά παιδιά που πρέπει να βρουν ήμερους τάφους.
ΣΩΤΗΡΗ ΤΡΙΒΥΖΑ: Κίβδηλο φεγγάρι. Αθήνα, Οόνσσέας, 1984. Σελ. 25. ΔΙΑΚΙΝ ΔΥ Ν ΕΥ ΟΝ ΤΑ Σ μια παράδοξη περιπλάνηση στο λόγο, ο Σωτήρης Τριβυζάς στα ποιήματα του «Κίβδηλου φεγγαριού» ανοίγει διάλογο με τον τρόμο που καραδοκεί πίσω από τις σιωπές, με τις σιωπές που επικαλύπτουν τις ζωντανές παρεμβάσεις, με τις ζωντανές παρεμβάσεις που αναζητούν επώδυνα το σκοτεινό τους συμπλήρωμα. Η ατομική υπέρβαση βρίσκει έτσι τη δικαίωσή της στην τρέλα της φαντασίας και του ψυχρού ποιητικού λυγμού, με τη δύναμη των πιο προχωρημένων μέσων ' και σχημάτων, σε μια συλλογή αρκετά παραπάνω από σημαντική.
52/οδηγος γονότα του παρελθόντος και του παρόντος. Παράδειγμα: το «ηο» στους Αμερικανούς αντιστοιχεί στο «όχι» ότο Μουσολίνι, και η τρα γουδίστρια της νίκης κι ερμηνεύτρια του χρυσού δίσκου «ΝΓ αγα πάς και σ’ ακούω», Σοφία Βέμπο, μας θυμίζει, μέσω Σαλαμπάση και ρυθμών μάμπο, την αξέχαστη Βέμ π ο, που έγινε γνωστή για τα ερωτι κά τραγούδια της, μα θάφτηκε σαν στρατηγός. Παράδειγμα δεύτερο: το φακέλωμα όσων διατηρούν οιανδήποτε σχέση με Αμερικανούς φαίνεται υπερβολικό, υπενθυμίζει όμως την κομουνιστοφοβία των κυ βερνήσεων. Το κείμενο είναι πολυδιάστατο, έτσι που ν ’ αντέχει σε μια δεύτερη ή και τρίτη ανάγνωση. Παράδειγ μα: κάνοντας ότι περιγράφει τον «υποδειγματικό καταυλισμό της Πανεπιστημίου», ο συγγραφέας ει ρωνεύεται χίλια δυο: τους ακαδη μαϊκούς που βοηθούν την εξουσία ν ’ αυτοπροβάλλεται και ωραιοποι ούν την εξαθλίωση, τους ανίδεους εργολάβους («αν και είχε κτίσει
δυο σπίτια στο χωριό, δεν έγινε ερ γολάβος στην Α θήνα»), τα λαϊκά στρώματα που μιμούνται τ’ αστικά πρότυπα κατοικίας («το απαλό φως από τα λαμπαντέρ στ’ αντί σκηνα»), τη δίχως τέλος καταπίεση των «μικρών» απ’ τους «προστά τες» τους («τέταρτο αιματοκύλισμα της Πράγας»). Ό λ α είναι οικεία και συγχρόνως αλλιώτικα, όπως ακριβώς στα όνει ρα. Ο Κοπερτί χρησιμοποιεί συνει δητά πολλά κλισέ για να μας κάνει να νιώθουμε οικειότητα, φροντίζει όμως με σαδιστική χαρά να μας τραβήξει το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια: - ίσως η γυναίκα που θαυμάζουμε να είναι μασκαρεμένος άντρας (κι άλλες φουρτούνες)· - ίσως η σχέση με τον (την) σύν τροφό μας να βασίζεται απ’ αρχής σ’ ένα ψέμα (Γκούντρουν/Πύρρα)· - ίσως το κόμμα μας δεν είναι τόσο αριστερό (δεξιό), όσο πιστεύουμε (δεξιά είναι δεξιά κι αριστερά, αριστερά)· - ίσως η σιωπή της μάζας να μη
σημαίνει συγκατάβαση (αντίο μα μά). Τι είναι πολιτική; Τι είναι θέα τρο; Πού αρχίζει το ένα και πού τελειώνει το άλλο; Πώς συνδυάζε ται η ιδεολογία με την άσκηση της εξουσίας; Ποιοι είναι οι καλοί και ποιοι οι κακοί; Ο αντίπαλος του κακού είναι εξ ορισμού καλός; Ό σ ο και αν το θέλουμε, «η ζωή δεν είναι κινέζικη ταινία καράτε όπου οι καλοί είναι καλοί και οι κακοί, κακοί». Σίγουρα και οι «ήρωες» έχουν αδυναμίες: ίσως να μην μπορούν χωρίς κόκα κόλα, ίσως να φορούν αντιπαθητικά γυα λιά και να ερωτεύονται ανήλικα. Ό μ ω ς δεν παραιτούνται επ’ ουδενί να ψάχνουν την αλήθεια, «όχι για να την κάνουν εμπόρευμα ή έναν ακόμα πολιτικό μύθο, αλλά γιατί δε δέχονται πια να τους κοροϊδεύ ουν» (δελτίο τύπου). Κοντολογίς, ένα ευκολοδιάβαστο σατιρικό βιβλίο που ήδη στο εξώ φυλλό του καμώνεται πως γελά, για να μας δείξει ολοφάνερα τα ΗΛΙΑΣ ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΣ
καταγραφή με την αμεσότητα του καλλιτέχνη και την ουδετερότητα του επιστήμονα ΠΕΡΙΚΛΗ ΣΦΥΡΙΔΗ: Κούφια λό για. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1984. Σελ. 84.
Το αντικείμενο κι ο τρόπος που δείχνεται -ή πλησιάζεται, αν προ τιμάτε. Αυτά τα στοιχεία δεν είναι εκείνα που αποτελούν τα δυο βασικά λιθάρια-στηρίγματα κάθε λογοτεχνικού έργου; Και η υφή τους, η μορφής το σχήμα, το μέγεθος τους δεν είναι που ξεχωρί ζουν το έργο ενός συγγραφέα από το έργο ενός άλλου;
οδηγος/53 Νομίζω πως ναι! Σε γενικές, του λάχιστον, γραμμές, έτσι είναι. Να προσπαθήσουμε να εντοπί σουμε τις γενικές αυτές αρχές που επικρατούν στο χώρο της λογοτε χνικής παραγωγής του τόπου μας τα τελευταία χρόνια; Προσπάθεια με, σίγουρα, ενδια φέροντα αποτελέσματα, που όμως ούτε ο διαθέσιμος χώρος ούτε ο στόχος αυτών των γραμμών βοηθά στην πλήρη ανάπτυξή της. Κι όσο κι αν μια τέτοια διαδρομή θα μας οδηγούσε με περισσότερα εφόδια στο πλησίασμα του έργου του Πε ρικλή Σφυρίδη, είμαστε υποχρεω μένοι να την παρακάμψουμε και να αντιμετωπίσουμε τα «Κούφια λό για» μ’ έναν τρόπο άμεσο και από λυτα συγκεκριμένο. Λοιπόν: Τίτλος: Κούφια λόγια Συγγραφέας: Περικλής Σφυρίδης Λογοτεχνικό είδος: διηγήματα Χ ρόνος συγγραφής: 1982, 1983 Έκδοση: Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη 1984. Σελ. 84. Η συνοπτική ταυτότητα του βι βλίου. Χρησιμοποίησα το επίθετο «συ νοπτικός». Ό χ ι τυχαία. Θέλησα νά ’μαι σ’ αρμονία με το στίγμα, μ’ ένα από τα στίγματα, του βιβλίου. Συνοπτική έκθεση κι ανάλυση γεγονότων και χαρακτήρων. Και σύγχρονα ουσιαστική, αιχμηρή, ανελέητη. Οι κανόνες που χαρα κτηρίζουν το ανατομικό πλησίασμα του κορμιού. Αυτοί και το λογοτε χνικό - ψυχογραφικό - περιγραφικό άγγιγμα που ο Π. Σ. χρησιμοποιεί για την ανάλυση των ηρώων του. Και ποιοι, τέλος πάντων, είναι αυτοί οι ήρωες; Είναι ο ταπετσιέρης που μας έφτιαξε τις προάλλες το σαλόνι και η κοπέλα του ανθο πωλείου που ιδιαίτερα προσέξαμε την ομορφιά των ποδιών της, είναι η νοικοκυρά του απέναντι διαμερί σματος που κάτι γι’ αυτήν κουβεν τιάζεται στη γειτονιά, είναι ο δικη γόρος που μας κοινοποίησε μια εξώδικο, είναι ο ιδιοχτήτης της νέας μπουτίκ, η γραμματέας που πρωτοκολλεί τις αιτήσεις στο δήμο ή στο πρωτοδικείο, η εικοσάχρονη φοιτήτρια που ψάχνει να βρει το δρόμο της ανάμεσα σε σπουδές, έρωτες και αμφιλεγόμενες φιλίες. Αυτοί είναι. Και μέσα στις σελίδες του Π. Σ. όλα αυτά τα πρόσωπα συνυπάρ χουν. Δεν αποχωρίζονται τις ιδιαιτερότητές τους -καταγωγή, μόρφω
ση, επάγγελμα, ευαισθησίες, κομ ματικές προτιμήσεις. Δεν τις απο χωρίζονται, μα ούτε και τις προ βάλλουν. Συνευρίσκονται, συμπλέ κονται, συνθλίβονται κάτω από μια άμορφη ομοιομορφία. Κι είναι, νο μίζω, αυτή η συνύπαρξη κι αυτή η τελειωτική ομοιότητα που χαρα κτηρίζουν τη θέση του συγγραφέα. Η σημερινή αστική τάξη έχει αμ βλύνει τα όριά της, έχει μπασταρ δέψει τις ποικιλίες των μελών της, ενώ συνάμα εγκλωβίζεται μέσα στους δυο βασικούς πυρήνες της ύπαρξής της: το φαί και τον έρωτα. Η κοινωνική ζωή των ανθρώπων που ζουν στις πόλεις έχει περιορι στεί γύρω από το περίγραμμα κά ποιου τραπεζιού. Ά χρωμης τραπε ζαρίας διαμερίσματος. Άχρωμης ταβέρνας, εστιατορίου ή μοτέλ εθνικής οδού. Και οι συναντήσεις αυτών των ανθρώπων -θετικές ή αρνητικέςακολουθούν τους κανόνες που κα θορίζει ο έρωτας - π ιο σωστά η σαρκική επαφή, αυτή που κουβαλά μαζί της μοναχικές εκσπερματώσεις και οδυνηρά αναφροδισία συμπτώματα. Η γραφή του Π. Σ. φαινομενικά ουδέτερη, ξεχειλίζει από αυτοαναιρούμενη αρσενικάδα και απα ξιώνει τη λυρικότητα. Κόβει. Τε μαχίζει. Και φέρνει στην επιφάνεια το κενό, τα κούφια λόγια -τίτλος του βιβλίου που επιβεβαιώνει την ικανότητα του θεσσαλονικιού συγ γραφέα να τιτλοφορεί τα έργα του με απόλυτα εύστοχα λεκτικάνοηματικά ευρήματα. Η δομή, τώρα, της συλλογής. Τρία διηγήματα την αποτελούν. Ά ν ισ α σε μέγεθος. Το πρώτο κα ταλαμβάνει το μισό και βάλε βι βλίο. Έ νας άντρας και μια γυναίκα ταξιδεύουν από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα. Τυπικά για το διακα νονισμό μιας υπόθεσης εκείνης. Αυτός, σαν δικηγόρος της, τη συ νοδεύει. Στην ουσία έχουν ανακα λύψει την ευκαιρία να ζήσουν, για λίγες μέρες, λεύτερα τον έρωτά τους. Έρωτά τους! Λάθος έκφρα ση. Ν ’ απολαύσει αυτός το κορμί της. Ίσως και να βιώσει ένα διά λειμμα -έκφραση ονείρου ή πλά νης. Αυτή... Αλήθεια τι; Επιβεβαίω ση της θηλυκής υπόστασής της; Κοινωνική άνοδος με την απόχτηση ενός εραστή επιστήμονα; Απροκά λυπτος αμοραλισμός; Μήπως κρυ-
ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΟΝΙΔΑΡΗ: Οικείος. Αθήνα, Οδνσσέας, 1984. Σελ. 25. ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΙΣ εξομολογητικές του εαυτού και τού ονείρου ύπαρξης, της αυταπάτης ζην και συζήν, με την εκζήτηση των λέξεων και των φράσεων στοιχείο συνειδητό για την περιέλιξη των μύχιων, τα ποιήματα του Δημήτρη Κονιδάρη στον «Οικείο». Η διαδρομή περι-γράφεται σαν φαινόμενο βασανιστικής στατικότητας, η απουσία και η παρουσία, η νοσταλγία και ο θάνατος επι-βλέπονται, η νίκη και η ήττφ χρονο-μετρούνται. Συλλογή, εν τέλει, πολύ ενδιαφέρουσα.
ΘΕΟΦΡΑΣΤΟΥ ΓΕΡΟΥ. Το συμβολικό παιχνίδι. Αθήνα, Δίπτυχο, 1984. Σελ, 106. ΕΝΙΣΧΥΟΝΤΑΣ ουσιαστικά τη μελέτη της εφαρμοσμένης ψυχολογίας του παιδιού, το πρωτοποριακό -για την εποχή το υ- βιβλίο του Θ. Γέρου (το οποίο γράφτηκε πριν από μερικές δεκαετίες) ασχολείται με τη σημασία του παιχνιδιού. Και ειδικότερα με τη σημασία των μορφών εκείνων του παιχνιδιού που με το συμβολικό τους χαρακτήρα αποτελούν τη βάση για την ανάπτυξη της (δημιουργικής) φαντασίας των παιδιών. Με αποτέλεσμα να υπηρετείται από το βιβλίο διπλή αποστολή: μια προς την πλευρά του κοινού αναγνώστη και μια προς τον ειδικό και τον εκπαιδευτικό.
Σ. Β. ΣΚΟΠΕΑΙΤΗ: Το Γκάζι. Αθήνα, Νέα Σύνορα, 1984. ΜΙΑ άλλη φωνή για το Γκάζι (το περίφημο εργοστάσιο του
54/οδηγος φή ανάγκη ανακάλυψης του άντρα που θα της χαρίσει τον οργασμό; Και για τους δυο μια ακόμα προσπάθεια θραύσης της μοναξιάς τους -προσπάθεια ανέλπιδη όσο και φτηνή. Το ταξίδι ένα άλλοθι γ ι’ αυτούς. Και για το συγγραφέα το εύρημα που θα τον βοηθήσει να ερευνήσει τα πρόσωπα, το χώρο, τον περίγυρο, τις συνθήκες. Την ανακάλυψή του δεν θα τη φωτίσει με τα εκτυφλωτικά λαμ πιόνια της διαφήμισης. Με κοφτές φράσεις, με καθημερινές κουβέν τες, με συνεχείς παλινδρομήσεις μέσα στο χρόνο, θ’ αφήσει λεύτερο τον αναγνώστη να πλησιάσει το πρόβλημα, να δει την πληγή, να συνειδητοποιήσει το αδιέξοδο. Η μόνωση της συναλλαγής. Το ξεγύ μνωμα του εγωκεντρισμού. Ο πό νος της μη επικοινωνίας. Το κείμε νο, χρησιμοποιώντας μερικά ακόμα πρόσωπα εκτός από τα δυο βασικά και θίγοντας επιμέρους θέματα που από μόνα τους θ’ απαιτούσαν ξε χωριστά διηγήματα (ένταξη σε κόμματα, οικογενειακές συνθήκες κ.ά.) μοιάζει, κάποιες στιγμές, να απαιτεί το άπλωμά του στα όρια της νουβέλας, μα κρατά πάντα τη συνεχή ροή του και την αμεσότητα της καυστικότητάς του.
ΪΥΓΧ Η Μ 1
Το δεύτερο διήγημα της συλλο γής -δεύτερο και σε μέγεθος- χα ρακτηρίζεται από έναν ασυνήθιστο χειρισμό του θέματός του. Έ νας γιατρός, στο μέσο της ηλικίας του και με παγιωμένη την ουδετερότη τα της καριέρας του, εξετάζει τη νεαρά κόρη φιλικής οικογένειας, που παρουσιάζει κάποια απροσ διόριστα νευροκαρδιακά προβλή ματα, Ο Π. Σ. χρησιμοποιώντας κατά κόρο το διάλογο -κοφ τό, εύστοχο, καθημερινό- προσπαθεί να ξεσκε πάσει τα προσωπικά, τα οικογε νειακά, τα κοινωνικά, τα υπαρξια κά προβλήματα που συνήθως κρύ βονται κάτω από τις αρυτίδωτες επιφάνειες των κατά τεκμήριο ευ τυχισμένων -έστω βολεμένωνΤα δυο βασικά πρόσωπα δια γράφουν την τροχιά της γνωριμίας τους, αναζητούν τα σημεία μιας επαφής, κρατούν πεισματικά κλει στές τις εσωτερικές σκέψεις τους, δεν ξεπερνούν, αλλά ούτε υποκύ πτουν στον ερωτισμό τους, και οδηγούνται ακριβώς εκεί απ’ όπου ξεκίνησαν. Στην απομόνωσή τους. Μένει μοναχά μια καρτέλα ασθε νούς, γεμάτη από σημειώσεις και ορολογίες, να θυμίζει τις συναντή
0 1
ΪΜΑ Α 1
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΑΦΙΕΡΩΜΑ: ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ(;) ΣΤΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΘΕΣΜΟΥΣ ΤΗΣ Ε.Ο.Κ. • Φ. Γεωργιάδη: Η υποστήριξη των ελληνικών θέσεων στα κοινοτικά των ελλήνων εκπροσώπων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ^ • Γ. Κύρτσου: Η διεύρυνση της Κοινότητας. Μεταξύ οράματος και Π. Στάγκου: Οκοινοβουλευτικός έλεγχος της συμμετοχής στις Ευρω παϊκές Κοινότητες - η προοπτική καθιέρωσής του στην Ελλάδα
Γ. Πεπονή: Κτιριακή οργάνωση και παιδεία χώρου Ν. Μαρτίνου: Ανώτατηγεωτεχνική εκπαίδευσηκαι αγροτικός τομέας. Το πρόβλημα της επιστημονικής γνώσης και των τεχνολογικών της εΚ. Σταμάτη: Για τη μαρξιστική θεωρία του δικαίου. Στοιχεία προ βληματικής γύρω από τις επιστημολογικές της προϋποθέσεις
Κ υκ λο φ ο ρ εί το 21ο τεύχος
σεις και να υπογραμμίζει το αδιέ ξοδο. Η ένδειξη «τελική διάγνωση» μένει κενή. Στο κείμενο αυτό η δομή έχει το παραδοσιακό που πάντα χαρακτη ρίζει τα διηγήματα του Σφυρίδη. Η λεπτομέρεια της αφήγησης συνθλί βει και μια υπολανθάνουσα ειρω νεία υπενθυμίζει την αδυναμία -α π ό μαρασμό ή ευνουχισμό;- μιας καρποφορίας· της όποιας καρπο φορίας ή άνθισης. Της φιλίας, του έρωτα, της επαφής, της γνώσης. Και, τέλος, το τρίτο διήγημα, το πιο σύντομο· που χαρίζει τον τίτλο του στο βιβλίο. Τρία εδώ τα πρό σωπα -δυ ο μπροστά, το τρίτο πιο πίσω. Ποια είναι; Το παρελθόν τους; Στοιχεία, έστω, για το πιθα νό μέλλον τους; Δεν θα μάθουμε. Έ τσι ξαφνικά τα συναντούμε. Το ίδιο απότομα τα χάνουμε. Σαν μια σκηνή ζηλοτυπίας, λογομαχίας, έρωτα που έτυχε να παρακολουθή σουμε από το ανοιχτό παράθυρο κάποιου ισόγειου διαμερίσματος. Το μόνο που προλαβαίνουμε να διαπιστώσουμε είναι -κ ι εδώ- η μη επικοινωνία τους, η αγωνία τους για μια επαφή που δεν ολοκληρώ νεται, κάποιες ανάγκες τους που για τους άλλους, αυτούς τους τρα γικά απαραίτητους άλλους, μένουν άγνωστες ή -ακόμα χειρότεροαδιάφορες. Η γραφή οργιάζει στη χρήση της λεπτομέρειας -ταυτότητα συγγρα φική του Π. Σ - καλύπτει με επιδέ ξια αδεξιότητα το ουσιώδες, κατα φέρνει να ταυτιστεί με το νοηματι κό στόχο που έχει αποφασίσει να υπηρετήσει. Τελειώνω. Μια παρατήρηση μόΟ Π. Σ. είναι από τους λίγους, τους ελάχιστους σύγχρονους συγ γραφείς που διαλέγει τα πρόσωπά του μέσα από το ανώνυμο πλήθος και που τα φωτίζει μ’ έναν τέτοιο τρόπο ώστε - α ν και φωτισμένα- να μη χάνουν την ανωνυμία τους. Κι είναι αυτός ακριβώς ο τρόπος έκ φρασης που αρμόζει στο κοινωνικό γίγνεσθαι των αστικών ημερών μας. Ο Π. Σ. καταγράφει. Με την αμεσότητα του καλλιτέχνη. Με την ουδετερότητα του επιστήμονα. Στον αναγνώστη εναπόκειται η ευ θύνη, και η απόλαυση, της συνειδητοποίησης αυτού του μίγματος.
ΜΑΝΟΣ ΚΟΝΤΟΛΕΩΝ
οδηγος/55
βασικό υλικό του συγγραφέα η «γυμνή γλώσσα» ΣΤΕΦΑΝΟΥ . ΤΑΣΣΟΠΟΥΛΟΥ: Δεκαπενθήμερο. Μυθιστόρημα. Αθήνα, Κάλβος, 1983. Σελ. 358.
Χωρίς το «Δεκαπενθήμερο» να είναι το εκπληκτικό βιβλίο, ο Στέ φανος Τασσόπουλος στάθηκε για μας ο εκπληκτικός συγγραφέας. Και αυτό γιατί μέσα σ’ ένα ογκώδες βιβλίο 360 σελίδων δύσκολα βρίσκει κανένας κάποια σελίδα που να μη διαβάζεται, ένα κομμά τι, δηλαδή, που το ενδιαφέρον του σε σχέση με το υπόλοιπο πεζο γράφημα να είναι μειωμένο.
Α υτό γίνεται περισσότερο εμφαντικό, όταν λάβει κανένας υπόψη του την ανυπαρξία κάποιου ουσιώδους μύθου, που θα είναι ικανός με την εξέλιξή του να κερδίσει και να απορροφήσει τον αναγνώστη. Τίποτα από όλα αυτά. Βέβαια, μια συγκεκριμένη υπόθεση υπάρ χει, εξελισσόμενη μάλλον νωθρά και αδιάφορα και αποτελώντας κατ’ αυτό τον τρόπο το σκελετό του βιβλίου, την ιδεατή ραχοκοκαλιά, γύρω από την 'οποία η φαντασία του Τασσόπουλου θα προσθέσει άφθονα μικρά σκίτσα, ευφάνταστα γλωσσικά παιγνιδίσματα και αυθύ παρκτα νοηματικά στιγμιότυπα, όλα αυτά, αν μη τι άλλο, λογοτε χνικά επιτεύγματα που απαρτίζουν
και στηρίζουν το ολοκληρωμένο μυθιστόρημα. Με ελλείποντα, λοιπόν, τον ου σιώδη μύθο, η υπάρχουσα συγκε κριμένη υπόθεση στηρίζεται σε π ο λύ απλά πράγματα. Κατ’ αρχάς υπάρχει η μικρή επαρχιακή κωμό πολη προς την οποία θα κατευθυνθούν ορισμένα πρόσωπα για ένα δεκαπενθήμερο θερινών διακοπών. Σε πρώτο πλάνο, λοιπόν, έχουμε τη γνωστή πλήξη και ανία της απόμε ρης ελληνικής επαρχίας. Σε ένα τέ τοιο περιβάλλον η συμπεριφορά των ατόμων είναι σχεδόν εκ των προτέρων καθορισμένη. Α π ό τη μια μεριά η επίδειξη και η προβολή του εαυτού των και από την άλλη το κουτσομπολιό εις βάρος των άλ-
φωταερίου στην οδό Πειραιώς) υψώνει τούτο το φωτογραφικό λεύκωμα του Β. Σκοπελίτη. Μια φωνή απρόσωπη απέναντι στις μόνιμες κραυγές, τις γεμάτες π άθος ζωής («να φύγει», «η μόλυνση...», «αντιαισθητικό...», « ... ανάγκες...» ,« ... κόστος...»). Καταγράφει μόνο την ύπαρξη του χώρου, των αντικειμένων, των εργαζομένων, πριν έρθει η εξαφάνιση, σαν αποτύπωμα ενός μνημείου που δημιούργησε ο άνθρωπος, που το εκμεταλλεύτηκε και το χάρηκε, που το ένιωσε κάποια στιγμή ενόχληση, που το πετά μετά μακριά του...
ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΡΟΖΑΝΗ: Ο καθρέφτης και το είδωλο. Αθήνα, Εστία, 1983. Σελ. 152. Α Π Ο τους σοβαρότερους μελετητές της λογοτεχνίας μας ο Στέφανος Ροζάνης, εδώ «προσεγγίζει κριτικά» συγγραφείς και κείμενα, με σκοπό την ανάπτυξη μιας νέας αντιμετώπισής τους, έτσι ώστε παράλληλα με την προώθηση μιας διαλογικής σχέσης του αναγνώστη με τα κείμενα να βοηθιέται το «ξεκαθάρισμα» αντιλήψεων π ου τα βαραίνουν. Δ υ ο από τα δοκίμια του συγγραφέα επικεντρώνονται στον Παπαδιαμάντη και μαζί με τα άλλα, για το Σολωμό, τον Παλαμά, τον Καβάφη, τον Εμπειρικό κ.ά ., σχεδιάζουν αυτή τη θεώρηση, εξαιρετικά ενδιαφέρουσα τόσο στα επιμέρους όσο και σαν σύνολο.
Οι χοροί της Ά νδρον Σνρτός και μπάλλος. Έκδοση του Συλλόγου για την Ανάπτυξη της Άνδρου «Ο Δημήτρης Μπαλής». Σελ. 79. Η ΔΙΑΣΩΣΗ της παραδοσιακής κληρονομιάς είναι διάσωση του ίδιου του
56/οδηγος λων, με την καλυμμένη πρόθεση αποκόμισης ενός οποιουδήποτε εν δεχόμενου κέρδους. Σ’ αυτό το παιγνίδι της τριβής και της φθοράς των ντόπιων θα υποπέσουν σιγά σιγά και όλοι οι ξενόφερτοι, κάτω βέβαια από τις ιδιαίτερες διαφορο ποιήσεις που μπορεί να κρύβει ο χαρακτήρας και το ποιόν ενός εκάΠώς μπορεί να περάσει, από τι μπορεί ν α γεμίσει μια μέρα μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον, χωρίς σκο π ό, χωρίς προγραμματισμό, χωρίς έναν απώτερο στόχο, όταν όλα επαφίενται στο έλεος της εντελώς αφηρημένης και απροσδιόριστης έννοιας των θερινών διακοπών, που κάνουν οι Έλληνες; Το ξύπνη μα, το πρωινό, η πρώτη καλημέρα, η δεύτερη, η τρίτη, οι πρωινές στι χομυθίες με τους συγκάτοικους και τους γείτονες, η έξοδος στη θάλασ σα, η επιστροφή, το γεύμα, ο απο γευματινός περίπατος, οικογενεια κές και προσωπικές ιστορίες, συζη τήσεις ανούσιες και επιτηδευμένες, ύστερα η νύχτα, κατάκλιση, ξημέ ρωμα, έγερση και όλα πάλι από την αρχή, πανομοιότυπα και απαρασά λευτα.
Α υτός ο κύκλος των ίδιων ξηρών γεγονότων, που επαναλαμβάνονται καθημερινά, η επικίνδυνη αυτή θε ματική επιλογή, παρ’ όλη την υποβόσκουσα φθορά, δεν καταφέρνει στο τέλος ν α εξουδετερώσει το συγ γραφέα. Και αυτό είναι το επίτευγ μά του. Ο Τασσόπουλος με τις ίδιες λέξεις καταφέρνει και δίνει διαφορετικές εικόνες, που προέρ χονται πάντα από τα ίδια γεγονό τα, ή, έστω, από το αυτό πλαίσιο γεγονότων. Δημιουργία εικόνων, δηλαδή, εκ του μηδενός. Ωστόσο, όμως, και τα ξηρά γεγο νότα θα πρέπει να συνδεθούν μετα ξύ τους εσωτερικά, για να δημιουργηθεί έτσι έστω και μια υπο τυπώδης αλυσίδα ενδιαφέροντος, μέσα στα πλαίσια της δεοντολογίας του μυθιστορήματος. Α υτό, ο συγγραφέας το πετυχαί νει με τη δημιουργία μιας μικρής και σχεδόν ανεπαίσθητης συμβολιστικής. Ό λ α τα επιμέρους και'δευτερεύοντα επεισόδια, τα οποία κα ταλαμβάνουν αντιστρόφους ανάλο γο μέρος στην όλη έκταση του βι βλίου, συνθέτονται και διαδραμα τίζονται πίσω από τη σκιά της δη μιουργίας τριών έργων: Την Κατα
σκευή του λιμενοβραχίονα στο λι μάνι της κωμόπολης, το γράψιμο του Στέλιου, του κεντρικού ήρωα του βιβλίου, που προσπαθεί να τε λειώσει το μυθιστόρημά του, και την επιμονή της Χρύσας πάνω σε ένα ζωγραφικό πίνακα, που δεν μπορεί εύκολα να ολοκληρωθεί. Στην ουσία, όλοι αγω νίζονται να φτιάξουν τη ρημαγμένη τους ζωή. Ο Στ. Τασσόπουλος ως πεζογράφος ακολουθεί, βέβαια, τις ίδιες κλασικές συνταγές στην ανάπτυξη του έργου, αλλά διαφέρει στη μέ θοδό του. Δεν ξεχνά καθόλου να αποδώσει τη διαφορά των χαρα κτήρων όλων των δρώντων προσώ πων. Α υτό, όμως, δεν γίνεται με α π ’ ευθείας και περιγραφικό τρό πο. Αφήνει τους χαρακτήρες να φανούν μέσα από τις αντιδράσεις των ενεργούντων προσώπων, κα θώς υπεισέρχονται αθόρυβα στο περιβάλλον της μικρής κωμόπολης, που αναζητά την ταυτότητά της μέ σα από την αλληλοδιαδοχή .των ημερών και την αναμονή κάποιου διαφορετικού και σημαντικού γε γονότος. Έ να ξάφνιασμα ακόμα ήταν το στοιχείο του διαλόγου, κάτι που η
Ο παιδικές διακοπές
οδηγος/57 ελληνική πεζογραφία, αφηγηματι κή κατά το πλείστον και μονολο γούσα σε πρώτο πρόσωπο, έχει σχεδόν ξεχάσει ότι υπάρχει. Η αρχιτεκτονική των διαλόγων θυμίζει Χεμινγουαίη. Απλή σύντα ξη, λίγες λέξεις, πληθώρα εικόνων, έτσι που να αναδύεται το παρελθόν κάθε προσώπου που μιλάει, δίνον τας με τον τρόπο αυτό υπόσταση σε μικρές ανεξάρτητες ιστορίες, πάνω από τις οποίες αναγκαστικά θα πε ράσει ο αναγνώστης. Θεωρώντας όλα τα παραπάνω ως επιμέρους υλικά, θα έλεγα ότι το πιο βασικό υλικό του συγγρα φέα ήταν η γυμνή γλώσσα, η ντυμέ νη μόνο με την ένδεια της καθημε ρινότητας, αλλά και για το λόγο αυτό μόνο ρέουσα και ζωντανή.
Α ν πρέπει να δώσουμε μια συνέ χεια στη συμβολιστική του «Δεκα πενθήμερου», πρέπει να αναφέρου με τον τρόπο με τον οποίο ο συγ γραφέας κλείνει το βιβλίο του. Ο Στέλιος και η Χρύσα, οι δύο καλλι τέχνες της ιστορίας, έρχονται ο ένας πιο κοντά στον άλλο και αναχωρ< 'ν μαζί, με το αυτοκίνητο του Παυλάκη, ενός απλοϊκού αλλά τό σο μετρημένου έμπορα. Η έμφαση στα πρόσωπα αυτά, ως ουσιαστική απόρριψη των άλλων προσώπων, δίνει τις θέσεις του συγγραφέα, δι καιολογώντας έτσι και κάθε προέ κταση της συμβολιστικής που ανα φέραμε.
ΗΛΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΣ
πολιτισμού του τόπου και της συνέχειάς του. Κι ένα δείγμα της δουλειάς διάσωσης που μπορεί να γίνει προσφέρει αυτή η έκδοση, η οποία εξυπηρετεί τον σωστικό σκοπό, ικανοποιώντας επίσης το σύγχρονο μουσικό ενδιαφέρον και την υψηλή έντυπη αισθήτική. Έ τσι, το πρώτο μέρος περιλαμβάνει ένα μελέτημα του 1925 για τους δυο ανδριώτικους χορούς και ακολουθούν η καταγραφή του μουσικού υλικού και η απαρίθμηση των οργανοπαιχτών του νησιού. Προσπάθεια, δηλαδή, άξια μίμησης.
59 φωνές. Αθήνα, Πρόσπερος, 1984. Σελ. 85.
ο δυναμισμός της προφορικής λογοτεχνίας ΓΙΑΝΝΗ ΚΙΟΥΡΤΣΑΚΗ: Προφο ρική παράδοση και ομαδική δη μιουργία. Το παράδειγμα τον Κα ραγκιόζη. Αθήνα, Κέδρος, 1983. Σελ. 319.
Η προφορική παράδοση προϋποθέτει μια πλούσια και διαρκώς δημιουργική μνήμη. Αρθρώνεται μέσα στη συλλογικότητα και απαιτεί τη δημοκρατική συμμετοχή· υπακούει στην πνευματική κοινοκτημοσύνη και μέσα από την προσωπική έκφραση κατορθώ νει την ομαδική δημιουργία. Πάνω σ’ αυτόν τον πολύπλοκα διατε ταγμένο καμβά ο Γιάννης Κιουρτσάκης συνθέτει την εικονογρα φία και τη σημειωτική του Καραγκιόζη.
ΣΤΗ σειρά των ετήσιων ανθολογιών που παρουσιάζει ο εκδοτικός οίκος «Πρόσπερος» και τούτες οι «59 φωνές», όπου έχουν συγκεντρωθεί ποιήματα ισάριθμων δημιουργών, από δημοσιεύσεις ή εκδόσεις τους της περασμένης χρονιάς. Η επιλογή των ποιητών και των έργων τους είναι τέτοια ώστε να «αντιπροσωπεύονται» όλες οι τάσεις και οι γραφές. Με αποτέλεσμα η σύνθεση που δίνεται με την ανθολόγηση να καλύπτει (έστω και αν διαφωνούν όσοι δεν επιλέγησαν) σε γενικές γραμμές όλο το φάσμα της περσινής ποιητικής παραγωγής του τόπου.
ΘΑΝΑΣΗ Α Ν Δ ΡΙΊΣΟ Υ: Εκτροφεία μνήμης και η άλλη όχθη. Αθήνα, Γνώση, 1983. Σελ. 53. ΛΟΓΟΣ κοφτός, πυρετικός, εναγώνιος. Λέξεις πιο συχνά παρά φράσεις, αυτόνομες, με
58/οδηγος
Παρακολουθεί από κοντά την πα ράδοση του προφορικού λόγου. Δεν δοκιμάζει να τη συγκρίνει με τη λόγια λογοτεχνία σε αξιολογική βάση ούτε μοιράζει προτεραιότητες μεταξύ των δύο. Αντίθετα, ανιχνεύει τις δομικές διαφορές των ει δών. Δείχνει την ανεξαρτησία της προφορικής παράδοσης από τη λό για. Στην προφορική λογοτεχνία, σημειώνει εύστοχα, δεν μπορεί να ασκηθεί κριτική, από τη στιγμή που το κοινό δεν παρίσταται απλώς αλλά και συνδιαμορφώνει. Έ τσι, ο προφορικός λόγος στηρί ζεται σε εντελώς δικούς του νόμους και διαδικασίες. Μεταπλάθει τα δικά του στοιχεία και αφομοιώνει τα ξένα. Ενδεχομένως, βέβαια, σήμερα, οι δυνατότητες της συλλογικής τέ χνης να μην είναι τόσες όσες πι στεύει ο συγγραφέας, που ως προς
αυτό το σημείο δεν απομακρύνεται από τα βασικά πορίσματα των ερευνών της γενιάς του ’30. Είναι ακόμη πιθανόν μόνο η ατομική τέ χνη να βρίσκεται στην προνομιακή θέση να συνομιλεί με τη σύγχρονη πραγματικότητα. Ειδικά σ’ ό,τι έχει να κάνει με τη διάσπαση και τον κατακερματισμό του κόσμου· τα πύρινα θρύψαλά του. Δεν ξέρω κατά πόσο η παράδοση θα μπορού σε να συλλειτουργήσει στην ύβρη του ατομικού καλλιτέχνη. Ωστόσο, ο Γ. Κιουρτσάκης δεν υποτιμά τον ατομικό λόγο· ενοχλεί ται μονάχα από τη μοναχικότητά του. Ό σ ο για την παράδοση, ενδιαφέρεται να αναδείξει τον ab ini tio συμμετοχικό της χαρακτήρα, την εσωτερική της κινητικότητα, την ικανότητά της να παράγει συλ λογικά. Θέλγεται από ένα πολιτι σμικό μόρφωμα το οποίο μπορεί να
βρει μόνο του τις τροφές του, να διατηρήσει την αυτάρκειά του και να αναδημιουργήσει το παρελθόν του. Κι αυτά γνωρίζοντας την ιδεολογική φόρτιση της λαογρα φίας και το, κατά καιρούς, συγκαλυπτικό της έργο. Απορρίπτει την εν γένει λαϊκή ψυχή ως πηγή της παραδοσιακής τέχνης (θέση της παλαιότερης λαογραφίας). Βασιζό μενος στον Jacobson υπογραμμίζει τη σημασία του ατόμου μέσα στο λαϊκό πολιτισμό και την πρωτοτυ πία της ομιλίας του. Ό τα ν ο προ σωπικός λόγος εγκριθεί από την ομάδα εντάσσεται πλέον στη γλώσ σα, και, από δω και στο εξής, αναπαράγεται ως λειτουργικό μέρος ενός ευρύτερα κωδικοποιημένου συνόλου. Είναι φανερό, νομίζω, πώς, κατ’ αυτό τον τρόπο, απομυθοποιούνται οι νεφελώδεις ρίζες του έθνους κι ακόμη πώς αποσα φηνίζεται η λαϊκή παράδοση ως κοινωνική διαδικασία και πράξη. Η παράδοση του προφορικού λό γου έτσι γίνεται κάτι παραπάνω από επικοινωνία και συλλογική έκ φραση: συμβολική γλώσσα που παριστά τους πόθους και τα πάθη της κοινωνικής ύπαρξης. Η προφορική τέχνη, όπως τό ’δαμε από την αρχή, προαπαιτεί τη μνήμη. Δεν μιμείται κατά τη διάρκεια της δημιουργίας· αφο μοιώνει και αυτοσχεδιάζει. Προ σθαφαιρεί. Αναπλάθει το παραδομένο υλικό -α π ό τη φύση του ευλύ γιστο. Η προφορική τέχνη κατάγε ται από μια κοινωνία δίχως βιβλία και χωρίς αρχεία. Ο τρόπος της για να μεταδοθεί είναι μια απείθαρχη και άτυπη μαθητεία. Γι’ αυτό οι καραγκιοζοπαίχτες, στην πλειοψηφία τους, υπήρξαν αγράμματοι. Νά πώς ο Κιουρτσάκης γεμίζει τα κενά μιας γενικής έννοιας (προφορική τέχνη) με τα χαρακτηριστικά μιας ζωντανής πραγματικότητας (θέα τρο του Καραγκιόζη). Και παρα πέρα: Ο καραγκιοζοπαίχτης, στις αρχές τουλάχιστον του είδους, ήταν αντισυμβατικός· τρελός και άγιος ταυτόχρονα· αντικοινωνικός και παραδοσιακός μαζί. Σκέφτο μαι ότι ο συγγραφέας προωθεί εδώ τη «μηχανική αλληλεγγύη» του Ντυρκάιμ στην πιο αντιθετικιστική εκδοχή της. Καταγωγικά προαστικός ο Καραγκιόζης γεννιέται και μεγαλώνει σ’ ένα ημι-αστικό ελλη νικό περιβάλλον. Ως συλλογικό θέατρο αντιστρατεύεται τον πολυκερματισμό τουάστεως, και τελού
οδηγος/59 μενο σαν βμαδική γιορτή λειτουρ γεί ενοποιητικά. Ο μελετητής διαπλέκει πολύμορφα τις τρεις βασι κές συνιστώσες του Καραγκιόζη: τα λαογραφικά/αισθητικά/κοινω νιολογικά στοιχεία σε διαρκή αλληλοτροφοδοσία: Μέσα στις αντι φάσεις σχηματισμού της νεοελληνι κής κοινωνίας και στις αστικές πε ριφέρειες ξεπηδά ένα καινούριο εί δος, ο Καραγκιόζης. Απευθύνεται στα παραδοσιακά ίχνη της νέας κοινωνίας- αυτά και εκφράζει. Συνιστά τον προφορικό πολιτισμό που «βλέποντας» στην Ανατολή αντιστέκεται στα νεοεισαγόμενα πολιτισμικά προϊόντα της Δύσης. Α ν καταλαβαίνω καλά τον Κιουρτσάκη, ο Καραγκιόζης παίζεται υπό τους όρους μιας σύγκρουσης που αντανακλάται σ’ ολόκληρη την κοινωνία: Στη μίμηση αντιπαραβάλλεται η παράδοση. Στο εισαγόμενο αντιστέκεται το εγχώριο.1 Ο Καραγκιόζης όντας και τα δύο (παραδοσιακός και εγχώριος) απο τελεί μια μορφή (τη μοναδική ίσως) ελληνικού θεάτρου2 σε μιαν εποχή καταιγισμού της ελληνικής σκηνής από αλλότρια «ύφη και στυλ». Ο Καραγκιόζης, λοιπόν, δείγμα του τρόπου λειτουργίας της προφο ρικής παράδοσης. Η προφορικότητα ωθεί τον καραγκιοζοπαίχτη να μετασχηματίζει συνεχώς το υλικό του μέσα στο δεδομένο πλαίσιο. Ο Γ. Κιουρτσάκης είναι σαφής εδώ: Ο παίκτης αυτοσχεδιάζει. Δεν αφουγκράζεται απλώς τη λαϊκή συ νείδηση- αποτελεί πεδίο δημιουργι κής προβολής της. Ο μελετητής κα τορθώνει να αποδείξει καίρια τη θέση του. Η ομαδική δημιουργία διαπερνάται από το προσωπικό βίωμα ταμ καραγκιοζοπαίχτη. Η ομάδα εγκρίνει ή απορρίπτει τις προτάσεις που ο ίδιος της υποβάλ λει. Το θέατρο σκιών γίνεται κατ’ αυτό τον τρόπο ένα διαρκώς μεταμορφούμενο σύνολο το οποίο δρα μέσα στα τεκταινόμενα της εποχής του. Νομίζω ότι η διαπίστωση εί ναι βασική. Μας κάνει να σκεφτούμε τον Καραγκιόζη με όρους κοινωνικής κριτικής. Ο Θ. Χατζηπανταζής έχει δείξει αλλού3 τον βαθύτατα κοινωνικό του χαρακτή ρα. Την ικανότητά του να αναφέρεται αποτελεσματικά στην «πείνα και τη βία στη ζωή των προλετά ριων». Εγώ θα υπενθυμίσω μόνο ότι ο Καραγκιόζης γεννιέται περί που την εποχή που πεθαίνει το κωμειδύλλιο (γνωστό για τις ηθογρα
φικές του απόπειρες). Α ν προσθέ σουμε ότι τον ίδιο καιρό οι λόγιοι (η λογοτεχνική γενιά του 1880) εισήγαγαν την ηθογραφία ενώ ήδη εκυοφορείτο έ\(χ μεταγενέστερο ρεύμα, ο νατουραλισμός, μπορούμε ασφαλέστερα να διακρίνουμε τη δυναμική του Καραγκιόζη. Ο Γ. Κιουρτσάκης αποδεικνύει και από μιαν άλλη πλευρά την έν ταξη του Καραγκιόζη στη συμβολι κή γλώσσα της παράδοσης. Οι σκιώδεις τύποι δεν είναι χαρακτή ρες ούτε ψυχογραφήματα. «Παί ζουν», «μιλούν» -για να θυμηθούμε τον Λ ακάν- τον καραγκιοζοπαί χτη. Εκείνος μονάχα τους προσαρ μόζει στα επίκαιρα δεδομένα. Δεν μπορεί να επινοήσει τη γλώσσαδρα ατομικά μέσα σε μιαν ήδη δια μορφωμένη γλώσσα. Της προσφέ ρει την ομιλία του (την καινοτομία του) για να τή μετατρέψει, αφού την εγκρίνει, σε κώδικα. Ο Καραγκιόζης παρακμάζει την εποχή που εντείνεται η αστική κυ ριαρχία. Προσπαθεί να αντιγράψει τους κώδικες και τις τεχνικές της. Στο μεταξύ χάνει το φυσικό του χώρο: την αστική φτωχογειτονιά. Ο αγώνας του να πλησιάσει τον κι νηματογράφο και το ζωντανό θέα τρο καταλήγει σε μια θλιβερή μετα ποίηση. Ο Καραγκιόζης, συμπε ραίνει ο Γ. Κιουρτσάκης, εξακο λουθεί -μέχρι τις ημέρες μας- να υπάρχει αλλά δεν ζει. Θυμίζω εις επίρρωσιν τη φολκλορική του ανα βίωση και την τουριστική χρησιμο ποίησή του στις δεκαετίες του ’50 και του ’60. Η μελέτη του Γ. Κιουρτσάκη δεν είναι ένα απλό λήμμα στην εκτετα μένη βιβλιογραφία για τον Καραγ κιόζη. Πέρα από το ότι αποτελεί συστηματική εργασία (ανάλογη, και ασφαλώς σε ένα άλλο επίπεδο, γνωρίζω μόνο του Θανάση Φωτιάδη4), συγκροτεί ολοκληρωμένη επι στημονική προσέγγιση. Συνδυά ζοντας τη θεωρία της σύγχρονης επικοινωνίας, τα πρόσφατα συμπε ράσματα της μοντέρνας λαογρα φίας, τη γλωσσολογία του Roman Jacobson και, το κυριότερο, την κριτική της παραδοσιακής ελληνι κής λαογραφίας ο συγγραφέας δί νει μια θεωρία και, ταυτόχρονα, κατορθώνει μιαν εμπειρική έρευνα. Η αξία της φαίνεται διπλή. Πρώτα για τη γοητευτική -υ π ο δειγματική- γλώσσα. Χωρίς να αι σθηματολογεί υποβάλλει μιαν υπό γεια προσωπική ένταση. Ανασκα
συνδετικό ιστό υπόγειο τη μαχόμενη αποστροφή στον περιβάλλοντα ζωντανό πλακούντα. Κι όμως ένας ρυθμός αναμέλπει τούτη την ποίηση του Θανάση Ανδρίτσου, μια ιδιάζουσα χορεία κραδασμών, μητέρα -π έρα α πό το «ιδεολογικό» κλίμα- μιας αισθητικής ανεξάρτητης από τα καθιερωμένα ποιητικά σχήματα. Έ τσι, ακόμη και το σκοτεινό ή το μαύρο αποκτούν ιδιαίτερη ζωή και κινητικότητα. Κι ελκυστική γοητεία, την ώρα που ερεθίζεται ο νους.
ΔΗΜΗΤΡΗ ΑΛΕΞΙΟΥ: Παιδικός απόπλους. Αθήνα, Διογένης, 1983. Σελ. 86. ΟΜΟΛΟΓΗΣΗ διαδρομής και διαδρόμιση βιοθεώρησης ο ποιητικός λόγος του Δημήτρη Αλεξίου στον «Παιδικό απόπλου». Οι μνήμες και τα αισθήματα χωνεύονται σε μια μελαγχολική ενατένιση (άλλοτε ελπίδας κι άλλοτε απελπισίας), χωρίς συγκεκριμένο πρόσωπο, χωρίς σχήμα πράξης, για να διαμορφωθεί τελικά ένα τοπίο απαντοχής με τις ανταύγειες της ευαισθησίας διάσπαρτες. Το χθες συνέχεια του αύριο και το μέλλον παιδί του παρελθόντος, και η ποίηση ανάμεσά τους «παιχνίδι χάρτινο στα χέρια των αγγέλων»...
ΦΡΑΝΣΟΥΑΖ ΞΕΝΑΚΗ: Η κομμένη πλεξίδα. Met. Πάλα Ταχταλίόον. Αθήνα, Νέα Σύνορα, 1984. Σελ. 148. Η ΚΟΜΜΕΝΗ πλεξίδα είναι το σύμβολο της χαμένης γυναικείας αθωότητας. Ή του προπατορικού αμαρτήματος της ανθρωπότητας, η σφραγίδα της Εδέμ μιας κοινωνίας η οποία έχαόε τον παράδεισο, βυθιζόμενη σ’ έναν συναισθηματικό
60/οδηγος λεύει το μύθο και γνωρίζει την ποίηση· ψηλαφεί την αθωότητα ενός ανέκκλητα χαμένου κόσμου. Μετά γιατί πλησιάζει απροκατάλη πτα -π έρ α από τον εθνικισμό και τη θολή προγονοπληξία- το φαινό
μενο της προφορικής λογοτεχνίας και μας κάνει να σκεφτούμε βαθιά πάνω σ’ αυτό. Παρουσιάζοντας το παράδειγμα του Καραγκιόζη αποδεικνύει μια σπάνια ενότητα θεω ρίας και πράξης. Α ξίζει νομίζω
Σημειώσεις:
ρότατες επιφυλάξεις. στο ελληνικό θέατρο (το πρόβλημα 3. Βλ. Θόδωρος Χατζηπανταζής, «Δ. της κοινωνικής λειτουργικότητας του Κόκκου. Η λύρα του Γερονικόλα “ξένου προτύπου”», «Εποπτεία», τ. -Ιδεαλιστικοί και υλιστικοί ορισμοί 88, σελ. 238-264. της ευτυχίας», «Το κωμειδύλλιο», τ. 2. Ενδεχομένως ελληνικό θέατρο μπορεί Β', Ερμής, σελ. 179-195. να θεωρηθεί και το κωμειδύλλιο. Οι 4. Βλ. Θανάσης Φωτιάδης, «Καραγκιό μελετητές τείνουν σε μια τέτοια άπο ζης ο πρόσφυγας», Gutenberg. ψη. Ωστόσο έχουν διατυπωθεί σοβα
1. O V. Puchner ορίζει την παράδοση με δυναμική έννοια: Ως ανοιχτό σύστη μα συμβάσεων που αντιδρά στο εισαγόμενο προϊόν. Για το αντιθετικό ζεύγος παράδοση-μίμηση 6λ. και Val ter Puch er: «Μίμηση και παράδοση
τον κόπο να τη διαβάσουμε και να την ξαναστοχαστούμε πολλές φο ρές.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΜΙ — ■ I W ullJ
» από το 1926 Σολωμού 1 2 - Αθήνα. Τηλ. 36.15.433
Μετάφραση απ’ ευθείας από τα ρωσικά Ζολά Τερέζα Ρακέν μτφρ. Τ. Κόντου
Σταντάλ Το μοναστήρι της Πάρμας μτφρ. Γ. Μπεράτη
Μαρεζκόβσκη Ο Ντοστογιέβσκη προφήτης της Ρωσικής Επανάστασης μτφρ. Σ. Πρωτοπαπά
Μαγιακόβσκη Θεατρικά μτφρ. Ά ρη Αλεξάνδρου Φ . Ντοστογιέφσκη Λευκές νύχτες μτφρ. Ά ρη Αλεξάνδρου Αναμνήσεις απ’ το σπίτι των πεθαμένων μτφρ. Ά ρη Αλεξάνδρου
Ηλίθιος. Τόμοι 4 μτφρ. Ά ρη Αλεξάνδρου Αφοί Καραμαζώφ. Τόμοι 4 μτφρ. Ά ρη Αλεξάνδρου Έγκλημα και τιμωρία. Τόμοι 3 μτφρ. Ά ρη Αλεξάνδρου Δαιμονισμένοι. Τόμοι 3 μτφ. Ά ρη Αλεξάνδρου Έφηβος. Τόμοι 2 μτφρ. Κ. Μακρή Ο αιώνιος σύζυγος μτφρ. Α. Σαραντίδη Νιέτοσκα Νεσβάνοβα μτφρ. Α. Σαραντίδη Ταπεινωμένοι και καταφρονεμένοι μτφρ. Κ. Μακρή Παίκτης μτφρ. Κ. Μακρή Υπόγειο μτφρ. Κ. Μακρή
60 χρ όνια προσ φ ορά ποιότητας στον πνευματικό χώρο
οδηγος/61
βιβλίο σημαντικό μελέτη για τη της νεοελληνικής τέχνης ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΜΑΥΡΟΜΑΤΗ: Η χαρακτική και η ζωγραφική τον Δημήτρη Γαλάνη, 1879-1966. Διδα κτορική διατριβή. Αθήνα, 1983. Σελ. 605.
Ό ταν στα 1970 το Καλλιτεχνικό Πνευματικό Κέντρο «Ώρα» θέ λησε να εκδώσει ένα βιβλίο για τη σύγχρονη ελληνική τέχνη για να θυμίσει την ύπαρξη των ζωντανών μέσα στην αφασία της εποχής καλλιτεχνών, ο Ασ. Μπαχαριάν μου ζήτησε να γράψω μια εισα γωγή στο βιβλίο αυτό λεξικό διερευνώντας κυρίως τους παράγον τες που διαμορφώνουν τη σύγχρονη ελληνική τέχνη. Μια από τις όχι ευχάριστες διαπιστώσεις που καταχωρούνται είναι η πολύ μι κρή βιβλιογραφία, ουσιαστικά η έλλειψη επιστημονικής βιβλιο γραφίας. Στα δεκατέσσερα χ ρόνια που πέρα σαν από τότε άλλαξε σε απρόσμενο βαθμό αυτή η εικόνα. Η βιβλιογρα φία πλουτίστηκε ποσοτικά, αλλά και ποιοτικά. Πολύχρωμες, ογκώ δεις εκδόσεις με μονογραφίες για .τους ζωγράφους, ιστορίες της νεοελληνικής τέχνης ή διαφόρων περιόδων της, διάφορες μονογρα φίες αλλά και διδακτορικές διατρι βές που εκπονηθήκανε με την κα θοδήγηση του καθηγητή στη Φιλο σοφική Σχολή της Θεσσαλονίκης αρχικά και της Αθήνας έπειτα κ. Χρύσανθου Χρήστου, που για πρώτη φορά έδωσε στη νεοελληνι
κή τέχνη το κύρος της πανεπιστη μιακής σπουδής. Η εκδοτική αυτή «έκρηξη» δεν είχε την ανάλογη παρακολούθηση από την κριτική. Το φαινόμενο βέ βαια έχει την ερμηνεία του· όταν ένας εκδότης διακινδύνευε με την έκδοση πολυτελών τόμων, ποιος από αυτούς που αγαπούσαν και ήθελαν την προβολή της νεοελληνι κής τέχνης θα έκρινε σκόπιμη μια κάπως αυστηρή κριτική τουλάχιστο στην πρώτη φάση της προσπάθειας αυτής; Αλλά και οι άνθρωποι που θα μπορούσαν να κρίνουν ήταν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο μέσα στις
καταναλωτισμό. Ίσως και ν α είναι απλά ένα ακόμη αντι-μυθιστόρημα της Φρανσουάξ Ξενάκη, με γραφή γεμάτη ταχύτητα και με συνεχή άλματα στη συνέχεια και το χρόνο, που παρακολουθεί την ηρωίδα της, τη γυναίκα, σε ξέφρενες μεταμορφώσεις και εξελίξεις μέχρι το τέλος του κύκλου της ζωής.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑΣ ΠΑΝΤΑΖΗ-ΤΖΙΦΑ: Η θέση της γυναίκας στην Ελλάδα. Αθήνα, Νέα Σύνορα, 1984. Σελ. 116. Η ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ τούτης της έκθεσης (η οποία συντάχθηκε μετά από εντολή της αρμόδιας επιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου) είναι ευρωβουλευτής του Π Α.ΣΟ .Κ . Α λλά το κείμενό της βρίσκεται πέρα από κομματικές τοποθετήσεις και δίνει με σοβαρότητα, μετριοπάθεια και αντικειμενικότητα (έτσι ώστε κανείς καλόπιστος να μην μπορεί να το αμφισβητήσει) την ■εικόνα της πραγματικής κατάστασης της Ελληνίδας σήμερα. Η έκθεση, ακόμη, συμπληρώνεται από μια περίληψη της δημόσιας συζήτησης που έγινε στην Α θήνα το Σεπτέμβριο του ’82 για τη θέση της γυναίκας στην Ευρώπη.
ΜΠΑΜΠΗ ΚΛΑΡΑ: Ο αδερφός μου ο Ά ρης. Αθήνα, Δωρικός, 1983. Σελ. 463. Α Ν Α ΜΕΣΑ στα τόσα άλλα βιβλία που γράφτηκαν για τον Ά ρ η Βελουχιώτη, τούτο δω έχει μια ιδιαίτερη εκκίνηση, που του δίνει και μια ιδιαίτερη πληρότητα στην -σχεδόν μυθιστορηματική- αποκάλυψη της μορφής και της δράσης του πρωτοκαπετάνιου του ΕΛΑΣ. Γιατί, γραμμένο από τον ίδιο τον αδερφό του (γνωστό
62/οδηγος
διάφορες προσπάθειες. Οι διδα κτορικές πάλι διατριβές έχουν κριθεί από τους κατεξοχήν αρμόδιους πανεπιστημιακούς διδασκάλους για να φτάσουν στο φως της δημο σιότητας, αν και φυσικά αυτό δεν αποκλείει a priori τη γενικότερη κριτική αντιμετώπιση και της διδα κτορικής διατριβής σαν βιβλίο που τίθεται στην ελεύθερη διακίνηση των ιδεών και των γνώσεων και στη διαλεκτική πορεία της σκέψης. Αφορμή για τις παραπάνω δια πιστώσεις και κρίσεις δίνει η έκδο ση ενός αληθινά σημαντικού βι βλίου για τη μελέτη της νεοελληνι
κής τέχνης: «Η ζωγραφική και η χαρακτική του Δημήτρη Γαλάνη» του κ. Εμμανουήλ Μαυρομάτη (1935-), ιστορικού και κριτικού της τέχνης, με σπουδές στη Γαλλία αρ χαιολογίας και ιστορίας της τέ χνης, αλλά και κοινωνιολογίας. Ο συγγραφέας πριν από τη διδακτο ρική του διατριβή δημοσίευσε πολ λές αξιόλογες μελέτες στα ελληνικά και γαλλικά. Εισηγητής της διατρι βής ήταν και πάλι ο καθηγητής Χρ. Χρήστου. Ο «Γαλάνης» λοιπόν του Εμμ. Μαυρομάτη είναι μια διδακτορική διατριβή. Είναι ένα πολυσέλιδο βι
βλίο με ιδιαίτερα φροντισμένη την τυπογραφική εμφάνιση. Και θά ’ταν αληθινά αντιφατικό να κυκλο φορούσε ένα βιβλίο ακαλαίσθητο για τον Γαλάνη, που όπως έγραφε μια γαλλική εφημερίδα το 1922 ήταν «πρίγκιπας της χαρακτικής και εκθαμβώνει τους πιο απαιτητι κούς βιβλιόφιλους». Ο Δημήτρης Γαλάνης (18791966), «ένας από τους πιο σημαντι κούς καλλιτέχνες στη νεοελληνική ιστορία», γεννήθηκε στην Α θήνα, όπου και σπούδασε στη Σχολή Κα λών Τεχνών, αλλά στα πρώτα χρό νια του αιώνα μας εγκαταστάθηκε
οδηγος/63
συγγραφέα και δημοσιογράφο), προσθέτει μαζί με τις γενικότερες θεωρήσεις πάνω στην ιστορία του ανθρώπου και της εποχής του, και το «ένδον» βλέμμα, ενώ συγκεντρώνει μαρτυρίες οι οποίες μόνο από αυτόν το χώρο μπορούν να αναδυθούν.
ΓΙΩΡΓΟΥ ΤΟ ΥΡΚΟΒΑΣΙΛΗ: Τα ροκ ημερολόγια. Αθήνα, Οόνσσέας, 1984. Σελ. 188.
«Ο δρόμος τον Cassis στο Ciotat» στο Παρίσι. Εκεί «η αναγνώριση του έργου του ήταν πρωτοφανής για έλληνα ζωγράφο και χαράκτη», μάλιστα σε εποχή που το Παρίσι είναι η μήτρα της μοντέρνας τέ χνης. Ο Γαλάνης έγινε καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών του Πα ρισιού (1945) και την ίδια χρονιά μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας. Στην Ελλάδα, όπου έκαμε τρεις ατομικές εκθέσεις (1928, 1954, 1958), είναι κυρίως γνωστό το χα ρακτικό του έργο. Τώρα η διατριβή του κ. Μαυρομάτη παρουσιάζει τη συνολική του δημιουργία. Μετά από «βιογραφική παρουσίαση»
όπου με κριτική μέθοδο συσχετί ζονται και συνδυάζονται όλες οι πληροφορίες, ώστε να δοθεί το κα τά το δυνατόν ακριβέστερο περί γραμμα της ζωής του, και αφού ο μελετητής θέσει τις «γενικές αρχές και τα προβλήματα της έρευνάς του», εξετάζει τα ζωγραφικό έργο του Γαλάνη, αποτελούμενο από 111 πίνακες (προσωπογραφίες, νεκρές φύσεις, τοπία κ .ά .)π ο υ ο ι περισσό τεροι χρονολογούνται πριν από το 1930. Στη ζωγραφική αυτή ο μελε τητής δίνει ιδιαίτερη σημασία. «Στη ζωγραφική του ο Γαλάνης οδηγήθηκε, γύρω στα 1925, σε μια
ΑΡΧΙΖΟΝΤΑΣ από μουσικό φαινόμενο, το ροκ εξελίχθηκε -είτ ε το παραδέχεται κανείς είτε ό χ ι- σε κοινωνικό φαινόμενο, που ανακυκλώνεται από γενιά σε γενιά, ανάμεσα στους νέους των 20, των 15, ακόμη και των 12 χρόνων. Και μια διερεύνηση τόσο της τέχνης όσο και της σχέσης της με τη ζωή αποτελούν τούτα τα «Ροκ ημερολόγια», που βυθίζονται σ’ αυτό τον κόσμο της νεολαίας (και τον ανασύρουν στην επιφάνεια), άλλοτε με τη φωνή του ίδιου του συγγραφέα και άλλοτε με τις φ ωνές όσων του μιλούν.
Παζολίνι: χρονικό της βίας, της δίωξης και τον θανάτου. Μετ. Κούλα Κυριακίόου. Αθήνα, Εξάντας, 1984. Σελ. 390. ΤΟΜΟΣ αφιέρωμα στο μεγάλο ιταλό σκηνοθέτη και διανοητή τούτη η έκδοση. Περιλαμβάνει μια σειρά κειμένων 25 συμπατριωτών του, που αιτιολογούν, ανιστορούν, περιγράφουν (ακόμη και με ποίηση) την προσωπικότητα και το θάνατο αυτού του ανθρώπου ο οποίος σφράγισε τη μεταπολεμική ιταλική πνευματική και καλλιτεχνική ζωή. Ιδιαίτερα, τα κείμενα επικεντρώνονται στη «σχέση» του Παζολίνι με το κοινωνικό σύστημα και τη «δικαιοσύνη» της π ατρίδας του. (Και είναι
64/οδηγος
«ι\ι·/ης τον Οκτωβρίου» (1913) αναλυτική και στρογγυλόμορφη αντίληψη της φύσης, που ήταν πρωτότυπη για την εποχή της και, ίσως, δεν εκτιμήθηκε αρκετά λόγω της κυριαρχίας, τότε, άλλων συγ χρόνων ρευμάτων» (σ. 403). Α κο λουθεί το μεγαλύτερο κεφάλαιο του βιβλίου, το^αφιερωμένο, φυσι κά, στη χαρακτική, όπου γίνεται μορφολογική ανάλυση σε χρονολο γική εξέλιξη των έργων, και πάντα σε συνδυασμό με την τεχνική, που ο συγγραφέας τη θεωρεί ρυθμιστι κή για . την όλη πορεία του χαρά κτη. Πιστεύει ακόμη ότι και για τη χαρακτική η αναγνώριση έγινε «για λόγους άσχετους απ’ αυτούς που συνιστούν την ουσιαστική συμβολή του έργου του. Έ τσι, το χαρακτικό του έργο αναγνωρίστηκε για τη δεξιοτεχνία και τη χάρη, για λόγους αισθητικούς και αντίθετους προς τα θεωρητικά μορφοπλαστικά προ βλήματα που προκάλεσε» (σ. 62).
«Γυμνό» (1923) Στα δυο επόμενα κεφάλαια πα ρουσιάζονται τα σχέδια και οι γε λοιογραφίες - α π ’ όπου σχεδόν ξε κίνησε η φήμη του Γαλάνη-, ενώ σε δυο παραρτήματα εξετάζεται το πρόβλημα της σχέσης της τέχνης με την τεχνική και παρουσιάζεται πώς αντιμετώπισε τον Γαλάνη η γαλλι κή κριτική. Οι τελευταίες 200 σελίδες περι λαμβάνουν καταλόγους εκθέσεών του, καταλόγους έργων ζωγραφι κής, χαρακτικής, εικονογράφησης βιβλίων, σχεδίων και γελοιογρα φιών και τέλος την πλουσιότατη για έλληνα καλλιτέχνη- βιβλιο γραφία. Οι κατάλογοι αυτοί με την πληρότητα που έχουν και το πλή θος των πληροφοριών που περιέ χουν προσδίδουν στο βιβλίο ιδιαί τερη βαρύτητα και εγκυρότητα και δείχνουν πόσο εξαντλητικά διερεύνησε το θέμα του ο κ. Μαυρομά της. Η γνώση άλλωστε των γαλλι-
«Καθιστό γυμνό» (1920) κών πηγών είναι ένα στοιχείο του οπλισμού του μελετητή και η εξο νυχιστική έρευνα που φαίνεται ότι διενήργησε σ’ αυτές απέδωσε α γλαούς καρπούς. Η μέθοδος που ακολουθεί βασί ζεται κυρίως στη μορφολογική ανάλυση, που φτάνει, ίσως, κάποτε στην υπερβολή. Η συχνή χρήση ορισμένων όρων -νεολογισμώ ν- ή σύνθετων λέξεων χωρίς την ακριβή λειτουργία των δυο συνθετικών κα θώς και η σκοτεινότητα ή η δυ σκαμψία στην έκφραση δυσκολεύ ουν την προσέγγιση του αναγνώ στη. Οι παρατηρήσεις αυτές όμως δεν μειώνουν την ξεχωριστή σημασία του βιβλίου, που πλουτίζει την επι στημονική βιβλιογραφία για τη νεοελληνική τέχνη καταλαμβάνον τας εξέχουσα θέση. ΝΙΚΟΣ ΖΙΑΣ
οδηγος/65
όταν η λογοτεχνική κριτική αναγνωρίζεται ως «η ενστικτώδης δραστηριότητα του πολιτισμένου πνεύματος» Τ. Σ. ΕΛΙΟΤ: Δοκίμια για την ποίηση και την κριτική (1919-1961, Επιλογή). Μετάφραση-Επιμέλεια Στέφανος Μπεκατώρος. Αθήνα, Ηριδανός, 1983. Σελ. 353.
Μιλώντας για το κριτικό έργο του Τ. Σ. Έλιοτ, σ’ ένα περιεκτικό κι ευαίσθητο δοκίμιό του, γραμμένο στα 1935, ο R. Ρ. Blackmur1 χρησιμοποίησε μια μεταφορά αρκετά πετυχημένη -άσχετα με το πόσο θα συμφωνούσε ο ίδιος ο ποιητής μ’ αυτήν: «Ο νους που περικλείει μόνον πεποιθήσεις», έγραφε εκεί, «μοιάζει συχνά με ένα δωμάτιο άπλετα φωτισμένο μα άδειο από έπιπλα. Κι όσο πιο άπλετα φωτισμένο τόσο πιο γυμνό. Οι πεποιθήσεις, όμως, του Έλιοτ φωτίζουν μια αισθαντικότητα γεμάτη από συναισθήματα και παρατηρήσεις, όπου τα συναισθήματα είναι πιο σημαντικά από τις παρατηρήσεις». Είναι πετυχημένη μεταφορά στο μέτρο που αναγκάζεται να χρησιμοποιήσει έναν ελιοτικό όρο («συναι σθήματα» - feelings) μαζί με μια έκφραση που συνοψίζει τόσο τη σκοπιά από την οποία βλέπει ο Έλιοτ τα πράγματα όσο και τον τρόπο με τον οποίο τα περιγράφει: «πεποιθήσεις» (convinctions).
εξαιρετικά ενδιαφέρουσα -ανάμεσα στα άλλα- μια πολυσέλιδη καταγραφή των δικαστικών υποθέσεων και των διώξεων που υπέστη...)
ΜΑΡΙΑΣ ΠΟΑΕΝΑΚΗ: Ναυαγοί στο σπίτι. Αθήνα, Καστανιώτης, 1984. Σελ. 206. ΜΙΑ διαλεκτική αντιμετώπιση των προβλημάτων συνύπαρξης των δύο φύλων αποπειράται η συγγραφέας. Με ντύμα το χιούμορ (τα κείμενά της μπορούν σχηματικά να ονομαστούν ευθυμογραφήματα), καταθέτει μερικές πικρές αλήθειες, οι οποίες ξεκινούν από το μόνιμο φόβο ανδρών και γυναικών μπρος στην πραγματική ιστοτιμία, από αντιλήψεις πατριαρχικές παγιωμένες ή από υπερεπαναστατικά άλλοθι απελευθέρωσης. Και αποδεικνύει την ανάγκη εύρεσης της χρυσής τομής στην ισορροπία των σχέσεων, που θα απελευθερώσει αληθινά άρρεν και θήλυ.
ΑΛΕΚΑΣ ΚΑΡΑΔΗΜΟΥΓΕΡΟΛΥΜΠΟΥ ΚΑΙ ΚΙΚΗΣ ΚΑ ΥΚΟ ΥΛΑ-ΒΛΑΧΟ Υ: Πολεοδομικ ή επέμβαση σε περιοχή κατοικίας. Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 1983. Σελ. 156. ΚΑΘΩΣ ο προβληματισμός γύρω από το χώρο ζωής -μ ε τα αδιέξοδα της ζωής στο χώροαυξάνεται, πληθαίνουν και οι εκδόσεις με αντικείμενό τους την πολεοδομία και τον ανασχεδιασμό των κατοικημένων περιοχών. Και το βιβλίο τούτο (ακολουθώντας μια ολόκληρη σειρά του ίδιου εκδοτικού οίκου), αν και ξεκίνησε για να καλύψει εκπαιδευτικές ανάγκες,
66/οδηγος
Τ. Σ. Έλιοτ Δεν ξέρω αν ο Έ λιοτ, κυρίως ο Έλιοτ του «Για να κρίνουμε τον κριτικό» (1961), θα χρησιμοποιού σε τη λέξη «πεποιθήσεις», ακόμη και για το κριτικό του έργο. Στην προοπτική του χοάνου -ό πο υ μας καλεί να δούμε το έργο τ ου- η λέξη αυτή δεν έχει πάντα μια σταθερή σημασία. ΓΓ αυτό, ίσως, ο Blackmur είναι πιο κοντά στη σκέψη του Έ λιοτ όταν μιλάει για «ταπεινοσύνη» (humility), λέξη με την οποία άλλωστε κλείνει και το δοκί μιο τόυ Έλιοτ «Για να κρίνουμε τον κριτικό»2 και που, σε ένα βαθ μό, σημαίνει -πέρα από τις χρι στιανικές της προεκτάσεις- την ικανότητα να δέχεσαι τις αλλ γές που ο χρόνος μπορεί να φέρει τις πεποιθήσεις σου. Η «ταπεινοσύνη» του Έλιοτ εί ναι, φυσικά, κάτι παραπάνω: ακο λουθεί χρονικά τη γνώση -όπω ς στο κείμενο του Έλιοτ που προανέφερα ακολουθεί συντακτικά τη «σοφία». Είναι μια στάση κι ένας στόχος. Επίτευγμα ή ζητούμενο της ωριμότητάς του ως ποιητή και κρι
τικού αντισταθμίζει το πάθος, τον ενθουσιασμό και τον δογματισμό των απόψεων του νεότερου Έλιοτ. Στα «Δοκίμια για την ποίηση και την κριτική» (1919-1961, Επιλογή) που κυκλοφόρησαν σε μετάφραση και επιμέλεια Στέφανου Μπεκατώρου, το τελευταίο χρονολογικά δο κίμιο «Για να κρίνουμε τον κριτι κό» δημοσιεύεται πρώτο. Σ’ αυτό το εξομολογητικό ώς την αυτο απομυθοποίηση κείμενο, ο ίδιος ο Έλιοτ κρίνει το κριτικό του έργο μα και τους κριτικούς του, επιλέ γοντας τη σκοπιά του απρόσωπου (impersonal) παρατηρητή που γρά φει σε τόνο προσωπικό. Πώς λει τούργησε η πρόταξη αυτή του δο κιμίου που είχε ως στόχο να δούμε το ελιοτικό κριτικό έργο στην προοπτική του χρόνου; Μάλλον απελευθερώνοντάς το από τον χρό νο, δηλ. τον χρόνο-νόμο της εξέλι ξής του. Το ελιοτικό έργο είναι πια πλήρες και -χωρίς το ζητούμενο να είναι η ενότητα3- ενιαίο κατά κά ποιον τρόπο. Οι σχέσεις, έτσι, του ενός δοκιμίου με το άλλο, καθώς ο
χρόνος τους αναστέλλεται προς στιγμήν, μεταβάλλονται. Έ να κεί μενο του 1958 (η εισαγωγή του Έ λιοτ στην αγγλική έκδοση της «Ποιητικής» του Valery) φωτίζει το δοκίμιο του 1961, το οποίο με τη σειρά του επανέρχεται σε προβλη ματισμούς που βρήκαν την ποιητι κή τους έκφραση είκοσι και παρα πάνω χρόνια νωρίτερα στα «Τέσσε ρα κουαρτέτα». Θα πρέπει ίσως να επιμείνουμε στις δύο αυτές αναφορές μας -τον Valery και την ποίησή του Έλιοτ. Ο ίδιος ο Έ λιοτ αναγνώριζε πως η κριτική του ήταν παραβλάσταρο της ποίησής του: Κατέτασσε μ’ αυ τόν τον τρόπο τον εαυτό του στη χορεία των κριτικών που θα είχαν γίνει γνωστοί «κυρίως από την ποίησή»τους «ενώ το κριτικό έργο τους θα ξεχώριζε λόγω της αξίας του κι όχι απλώς επειδή θα φώτιζε την ποίηση του συγγραφέα του» (σ. 78): ανάμεσα δηλ. στον Samuel Johnson, τον Coleridge, τον Dryden, τον Racine, και -ίσ ω ς- τον Matthew Arnold, κατά τις εκτιμή σεις του. Η περίπτωση του Valdry ήταν για τον Έ λιοτ προβληματική (βλ. σ. 94). Ως κριτικοί, Έ λιοτ και Valdry, είχαν την ίδια περίπου στα διοδρομία,4 και φαίνεται πως συγ γενική θα πρέπει να υπήρξε η δη μιουργός συγκίνηση που είχε σαν αποτέλεσμα το κριτικό τους έργο. Ο Έ λιοτ εκτιμούσε σε πολύ μεγάλο βαθμό την ποίηση του Valery, μα θεωρούσε πως το κριτικό του έργο, αν και παραπροϊόν της ποίησής του (και ως εκ τούτου αυτοδύνα μης αξίας) υστερούσε σε «σοβαρό τητα» και πως η απόλαυση που δο κίμαζε κανείς διαβάζοντάς το προϋπέθετε βαθιά γνωριμία με την ποίηση του Valery.5 Κατηγόρησε ακόμα τον Valery για υπερβολές στη μεταφορική χρήση επιστημονι κής ορολογίας, χρήση που έκανε κι ο ίδιος αρκετά συχνά, όπως θα δούμε στο δοκίμιο «Παράδοση και προσωπικό ταλέντο» και αλλού. Η ωριμότητα του δοκιμιογράφου Έ λιοτ προϋποθέτει κι έναν αυξη μένο βαθμό αυτογνωσίας: στο «Για να κρίνουμε τον κριτικό» (1961) αυτά που θεωρούσε «διαφορές» του από τον Valdry τείνουν να αμβλυνθούν. Διατηρεί ακόμα επιφυ λάξεις, μα το εισαγωγικό εκείνο κείμενο του 1958 ενσωματώνεται μέσα στο ελιοτικό κριτικό έργο και αποκαθιστά τις σχέσεις του και με το ποιητικό έργο του Έλιοτ. Αναρωτιέμαι αν είμαστε σε θέση
οδηγος/67 να απαντήσουμε, και στην περί πτωση των δοκιμίων του Έ λιοτ, στο καίριο ερώτημα που έθετε στα 1958 ο Έλιοτ στην εισαγωγή του για τον Valery: «Γιατί αξίζει να διαβάζονται τα δοκίμια αυτά και ποιος θα ήταν ο στόχος μας καθώς θα τα διαβάζαμε;» Ερώτημα στο οποίο μερικώς μόνον απαντά ο με ταφραστής του τόμου (βλ. σ. 11), όπως μερικώς είχε στο παρελθόν απαντήσει -υποστηρίζοντας μια σχετικά αντίθετη άποψ η- ο Τ. Παπατσώνης. Παραδέχομαι πως μια απάντηση που θα στόχευε στην ου σία εμπλέκει μια αποτίμηση όλου του ελιοτικού έργου -κάτι που ξε περνά κατά πολύ τα όρια της πα ρουσίασης αυτής. Α ν, λοιπόν, ο Στ. Μπεκατώρος και ο Τ. Παπατσώνης προβληματίστηκαν πάνω στη σχέση ποίησης και κριτικού έρ γου του Έλιοτ (κι εδώ θα πρέπει να πω πως με βρίσκει σύμφωνη η προσέγγιση του κ. Μπεκατώρου), ας επιχειρήσουμε εδώ μια επίσης μερική απάντηση στο παραπάνω ερώτ >μα εξετάζοντας την αυτοδΰναμ αξία των κριτικών του κειμέvc το δοκίμιο «Παράδοση και
προσωπικό ταλέντο» (1919) δεν μπορεί να μας διαφύγει ο διδακτι κός τόνος του Έ λιοτ. Απευθυνόμε νος κυρίως σε νέους ποιητές και περιγράφοντας προφανώς προσω πικές εμπειρίες, αναδεικνύει την παράδοση «παρούσα στιγμή του παρελθόντος» (σ. 107) και την α πρόσωπη (impersonal) θεωρία της ποίησης τη μόνη ικανή να περιγρά φει τη διαδικασία της ποιητικής δημιουργίας. Το δοκίμιο αυτό επη ρέασε ίσως περισσότερο από κάθε άλλο τον τρόπο που βλέπουμε τη σύγχρονη ποίηση. Η «απόσβεση της προσωπικότητας» του ποιητή, η «φυγή από τη συγκίνηση», η «πορεία προς την απο-προσωποποίηση», οι ελιοτικοί δηλ. όροιπροτροπές προς τον νέο ποιητή, συνοδεύονται και από μια παραί νεση προς τον αναγνώστη ή τον κριτικό: να μην ενδιαφέρεται για τον ποιητή αλλά για την ποίηση. Γιατί, σε τελευταία ανάλυση, «η συγκίνηση της τέχνης είναι απρό σωπη» (σ. 106). Στη «Λειτουργία της κριτικής» (1923) ο Έ λιοτ υπερασπίζεται με ζέση, πάθος και ειρωνεία το ρόλο που προσέδωσε στην παράδοση
25ΧΡΟΝΙΑ Κοντάσαςμεβιβλία,χιλιάδεςβιβλία Λογοτεχνικά, Ιστορικά,Πολιτικά, βιογραφίεςκ.ά.
ΜΠΑΡΜΠΟΥΝΑΚΗΣ Ο Αριστοτέλους 4 Ο Εγνατία 150 οΤ Ο
Κ Α ΤΩ Ι Τ Ο Υ
Β ΙΒ Λ ΙΟ Υ
Αριστοτέλους6.Θεσσαλονίκη.Τηλ.271853 ΤΑ ΤΡΙΑ ΜΕΓΑΛΑ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ
ικανοποιεί ευρύτερους στόχους, προσφέροντας μια μεθοδολογία για την αντιμετώπιση ορισμένων προβλημάτων που δημιουργεί μια -θεμιτή και αναγκαία- πολεοδομική επέμβαση.
ΠΕΡ ΙΟ Δ ΙΚ Α ΔΥ Ο ακόμη θεατρικά περιοδικά με ενδιαφέρουσα ύλη. Στο τριμηνιαίο Εκκύκλημα, και στο 2ο τεύχος του (Γενάρης-Μάρτης ’84), είναι εντυπωσιακή και ερεθιστική μια συζήτηση (αναδημοσίευση από την «Επιθεώρηση Τέχνης» του 1966) για το πολιτικό θέατρο στη Δύση και την Ανατολή. (Ανάμεσα στην υπόλοιπη ύλη του υπάρχουν επίσης συνεντεύξεις για το περιφερειακό θέατρο, κείμενα για τη θεατρική παδεία, τον Ά ρ ντ εν, τον Βαχτάγκωφ, το Θέατρο Μαγιακόφσκι κ.ά.) Στα δίμηνα Δρώμενα, εξάλλου, και στο πρώτο τεύχος τους (Μάρτης-Απρίλης 1984), είναι πολύ αξιόλογο ένα μικρό αφιέρωμα στη μάσκα, με διάφορα κείμενα και βιβλιογραφία. (Ακόμη, στο ίδιο τεύχος υπάρχουν άρθρα και μελέτες, σχόλια, ένα θεατρικό έργο, κριτική παραστάσεων, με ένα γενικότερο κοίταγμα.) Στις ετήσιες περιοδικές εκδόσεις, στο μεταξύ, μπορεί να καταχωρηθεί ο (ετήσιος)
Οδηγός Ελληνικής Δισκογραφίας, όπου ο Πάνος Δράκος έχει συγκεντρώσει και καταγράψει τους περισσότερους ελληνικούς δίσκους που κυκλοφορούν στην αγορά. ΒΑΪΟΣ ΠΑΓΚΟΥΡΕΛΗΣ
68/οδηγος στο προηγούμενο δοκίμιό του. Υπάρχει βέβαια κάποια ουσιαστι κή διάσταση ανάμεσα σ’ εκείνον τον ορισμό της παράδοσης και στην παράφραση του σε «εξωτερι κή αυθεντία» -παράφραση που οφείλεται μάλλον στους διαφωνούντες με τις απόψεις του Έλιοτ. Η παράφραση όμως αυτή γίνεται δεκτή από τον συγγραφέα, που τη χρησιμοποιεί, σε αντιδιαστολή προς την «εσωτερική φωνή», ως κριτήριο για την αξιολόγηση της λογοτεχνικής δημιουργίας. Το ελιοτικό δόγμα της απο-προσωποποίησης δρα εδώ στο επίπεδο της κριτικής. Το λογοτεχνικό δημιούρ γημα είναι το γεγονός, το πτώμα στο ανατομικό τραπέζι. Το ανα λύεις ή το συγκρίνεις με άλλα, σχο λιάζεις αλλά δεν ερμηνεύεις. Ερμη νεία είναι ν ’ ακούς την ιδιωτική σου «εσωτερική φωνή», να προσθέ τεις στο τελειωμένο σώμα μέλη πε ριττά που ανακαλύπτεις στις τσέ πες σου. Το γεγονός έχει την ιστο ρία του, που δεν είναι η ιστορία του δημιουργού του. Ο Middleton Murry (ο πιο επώνυμος από τους διαφωνούντες) είναι εδώ η αφορμή ή το άλλο πρόσωπο σ’ έναν καλυμ μένο διάλογο, πολύ όμοιο σε ύφος με τους πλατωνικούς διαλόγους.6 «Ποίηση και φιλοσοφία» επιγρά
φεται το απόσπασμα από το δοκί μιο του Έλιοτ «Ο Shakespeare και ο στωικισμός του Σενέκα». Ο Έλιοτ δίνει εδώ το προβάδισμα στο συγκινησιακό περιεχόμενο της ποίησης, υποστηρίζοντας πως η φι λοσοφία που υπάρχει τυχόν πίσω από κάθε μεγάλη ποίηση δεν εξηγεί και τη μεγαλοσύνη της, αλλά αντί θετα «η ακριβής συγκίνηση» είναι εκείνη που οδηγεί σε μια διανοητι κή διατύπωση. «Η λειτουργία της ποίησης» -γράφει (σ. 124)- «είναι συγκινησιακή γι’ αυτό δεν μπορεί να οριστεί σωστά με όρους διανοη τικούς. Α ς πούμε ότι δίνει “παρη γοριά”».7 Α πό το βιβλίο του Έλιοτ «Η χρήση της ποίησης και η χρήση της κριτικής» παρουσιάζονται εδώ η εισαγωγή και αποσπάσματα από τα άλλα κεφάλαια (III, VI, VII) κα θώς και το τελευταίο (VIII) κεφά λαιο. Ο Έ λιοτ στοχεύει σ’ αυτό στην καρδιά του προβλήματος: Ο λόγος του σαφέστερα πολιτικός από ποτέ8 κρυσταλλώνει σε αφορισμό μια γενική θεώρηση στην οποία στάθηκε αμετακίνητα πι στός: «Ο λαός που παύει να ενδιαφέρεται για τη λογοτεχνική του κληρονομιά γίνεται βάρβαρος- ο λαός που παύει να δημιουργεί λο γοτεχνία παύει να εξελίσσεται στη σκέψη και την αισθαντικότητα
οδυσσεας
Σολωνος 116 -Τηλ. 36.19.724
(sensibility). Η ποίηση ενός λαού ζωοποιείται από τη λαλιά του και με τη σειρά της ζωοποιεί το λαό· αντιπροσωπεύει δε το μέγιστο βαθ μό συνειδητοποίησης του λαού, τη μεγαλύτερη δύναμη και την πιο εξευγενισμένη αισθαντικότητά του» (σ. 131). Ξεκαθαρίζοντας έτσι την προσω πική βαθύτερη στάση του μπορεί να εξετάσει τι πρότειναν οι κριτι κοί άλλων εποχών ως απάντηση στο ερώτημα σχετικά με τη χρήση της ποίησης. Πριν από τη χρονική αυτή αναδρομή, επανέρχεται στον απρόσωπο χαρακτήρα της ποίησης, στο π ο ίημα-γεγονός που το βλέπει να επιβιώνει ακόμη κι αν γίνει δε κτή η περί επικοινωνίας θεωρία της ποίησης.9 Φαίνεται πως αυτή είναι και η σημαντικότερη για τον Έλιοτ σύγχρονη θεωρία, ενώ κυ ρίως η ψυχολογική και λιγότερο η κοινωνιολογική δεν φαίνεται να του παρέχουν έναυσμα για μια επανεξέταση των θέσεών του, οι οποίες θα μπορούσαν να συνοψι στούν στα εξής: «Οι χρήσεις της ποίησης (...) αλλάζουν καθώς η κοινωνία αλλάζει και καθώς το κοινό, στο οποίο απευθύνεται, αλ λάζει κι αυτό» (σ. 183). «Η ποίηση, φυσικά, δεν προσδιορίζεται από τις χρήσεις που έχει» (σ. 188). «Η κοινωνική λειτουργία της
οδηγος/69 ποίησης», δοκίμιο γραμμένο στα 1943,10 επαναλαμβάνει τη βασική θέση του Έ λιοτ, που σημείωσα πα ραπάνω, πως «η ποίηση ενός λαού· ζωοποιείται από τη λαλιά του που με τη σειρά της ζωοποιεί το λαό» (βλ. σ. 131). Η έμφαση όμως εδώ δίδεται στη γλώσσα, στην κοινή ί λαϊκή γλώσσα που εκφράζει τη συγκίνηση και το συναίσθημα (σ. 196). Πρωταρχικό καθήκον του ποιητή -εδώ ο Έλιοτ γίνεται ξανά διδακτικός- είναι «να προστατεύ σει κι ύστερα να επεκτείνει και να βελτιώσει» τη γλώσσα του (σ. 197). Με τον τρόπο αυτό ο ποιητής ξε χωρίζει από τους ομόγλωσσούς του γιατί έχει μια ανώτερη αποστολή: μόνο αυτός και οι όμοιοι του σε διαφορετικές εποχές, μια «διαχρο νική» πνευματική ελίτ, είναι σε θέ ση να επιτελέσουν αυτό το έργο. Κάτι ανάλογο έγραψε ο Έλιοτ λί γα χρόνια νωρίτερα στο τελευταίο από τα «Τέσσερα κουαρτέτα» (Lit tle Gidding, II) «Since our concern was speech, and speech impelled us / To purify the dialect of the tribe» [μεταφράζω πρόχειρα: «Αφού η έγνοια μας ήταν ο λόγος, κι ο λό γος μάς όρισε / Να εξαγνίσουμε τη. γλώσσα της φυλής] μεταφράζοντας επακριβώς το στίχο του Mallarme (από το ποίημα «Le tombeau d’ Ed gar Poe»): «Donner un sens plus pur aux mots de la tribu». (Εδώ η διαχρονικότητα δεν θα μπορούσε να δηλωθεί πιο καθαρά, αφού ο Έλιοτ μιλά με την persona του Dante, λέγοντας τα λόγια του Mallarme για τον Poe, και μάλιστα με μια νύξη για τις απόψεις του Vale ry πάνω στο θέμα της γλώσσας.) Στα «Ό ρ ια της κριτικής» (1956) ως στόχος της λογοτεχνικής κριτι κής προσδιορίζεται «η προώθηση της κατανόησης και της απόλαυσης της λογοτεχνίας». Ο λογοτεχνικός κριτικός, φυσικά, θα πρέπει «με μέτρο να κινείται» -όπω ς θα έλεγε ο Έ λιοτ- ανάμεσα σ’ αυτά τα όρια, αφού η σπουδή του να συμβάλλει στην κατανόηση θα μπορούσε να έχει ως μόνο αποτέλεσμα μια εξή γηση του νοήματος που θα απο στέωνε την απόλαυση, ενώ η σπου δή του να συμβάλει στην απόλαυ ση θα οδηγούσε μοιραία στην έκ φραση προσωπικών απόψεων. «Το να καταλαβαίνει κανείς ένα ποίημα ισοδυναμεί τελικά με το να απο λαμβάνει το ποίημα αυτό για τους σωστούς λόγους», γράφει ο Έλιοτ
(σ. 222). Και συμπληρώνει: «Είναι βέβαιο ότι δεν απολαμβάνουμε εν τελώς ένα ποίημα αν δεν το κατα νοήσουμε· ενώ από την άλλη μεριά, αληθεύει εξίσου ότι δεν κατανοού με απόλυτα ένα ποίημα αν δεν το απολαύσουμε». Ίσως το τελευταίο αυτό να φαίνεται γρίφος, μα ίσως η ίδια η απόλαυση («το είδος της απόλαυσης που δίνει ένα ποίημα» κατά τον Έλιοτ) να είναι μέρος της «κατανόησής» του. Ο Έλιοτ δεν θέλησε ποτέ να ξεπεράσει τα όρια που έθεσε ο ίδιος στην αναζήτηση του τι είναι ποίη ση και τι λογοτεχνική κριτική. Στα μάτησε πριν τη μεταφυσική ή τον μυστικισμό, εκεί όπου τα πράγμα τα είναι ακόμα τόσο απτά ώστε εί ναι δυνατό να διδαχτούν. Η νύξη για τα παραπέρα βρίσκεται στο τε λευταίο αυτό δοκίμιο του τόμου, όπου ο Έλιοτ υποστηρίζει «ότι σε κάθε μεγάλη ποίηση υπάρχει κάτι που πρέπει να παραμείνει ανερμήνευτο, οσοδήποτε ολοκληρωμένη κι αν είναι η γνωριμία μας με τον ποιητή» (σ. 218). Τα δοκίμια αυτά, που βγήκαν «από το εργαστήρι του εμπειροτέ χνη» Έ λιοτ σε τόσο διαφορετικές χρονολογίες,διατηρούν και σήμερα το κύρος και τη γοητεία τους. Α κο λουθούν, βέβαια, έναν ποιητικό τρόπο που παραμένει μ’ όλες τις παραλλαγές του σύγχρονός μας. Μ όνο μια αλλαγή στην ποίηση θα μπορούσε να θέσει τα ίδια προβλή ματα και ν α εξαναγκάσει σε μια εν τελώς νέα θεώρησή τους. Η επιλογή των δοκιμίων και των αποσπασμάτων έγινε από τον Στέ φανο Μπεκατώρο με αξιοθαύμα στη συνέπεια και οξύνοια. Πρόκει ται, στην ουσία, για ένα είδος ερ μηνείας, για μια αποκαλυπτική εσωτερική αναδιοργάνωση υλικού, και για μια ευαίσθητη μεταφορά του ελιοτικού ύφους και ήθους στη γλώσσα μας. Τα σχόλια παρέχουν πλούσιες πληροφορίες γύρω από το ιστορικό της συγγραφής των δοκι μίων αλλά και για το πνευματικό και πολιτικό κλίμα της εποχής συγ γραφής τους. Συχνά προτείνουν ερμηνείες του κειμένου που βοη θούν στην καλύτερη κατανόησή του, ενώ συμπληρώνουν με ποικί λες αναφορές σε συγγραφείς και έργα την ειδική βιβλιογραφία γύρω ' από τον κριτικό Έ λιοτ που περι λαμβάνεται στον τόμο. Δουλειά με στόχο την πληρότητα, περιλαμβά νει ακόμα έναν χρονολογικό πίνα-
ΠΟΛ ΥΒΙΟ Υ ΜΑΡΣ ΑΝ: Μαρία Κόλλας (Η ελληνική σταδιοδρομία της). Πρόλογος: Ν. Λούρος. Αθήνα, Γνώση, 1983. Σελ. 236. ΤΟ φαινόμενο Μαρία Κάλλας απασχόλησε επανειλημμένα το διεθνή χώρο του βιβλίου. Αλεπάλληλες είναι οι εκδόσεις που μιλούν για την τέχνη της. Τέχνη που άνοιξε καινούριους δρόμους στο χώρο της ερμηνείας του λυρικού τραγουδιού. Αλλά και η σύντομη ζωή της Μ αρίας Κάλλας απασχόλησε, όσο ζούσε, τον τύπο και έγινε αφορμή να γραφτούν πάρα πολλά. Η διεθνής καριέρα της Κάλλας ξεκίνησε το 1947, όμως η ουσιαστική σταδιοδρομία της ξεκίνησε δέκα χρόνια περίπου νωρίτερα, όταν έκανε την πρώτη δημόσια εμφάνισή της σε μια μαθητική επίδειξη του Εθνικού Ωδείου. Α πό τότε ώς το 1945 η Κάλλας δεν έπαψε να τραγουδά και να εμφανίζεται με μεγάλη επιτυχία σε παραστάσεις του λυρικού μελοδράματος. Ακριβώς αυτή την άγνωστη για πολλούς περίοδο της ζωής της Κάλλας έρχεται να φωτίσει, με μεθοδικότητα, συνέπεια και αγάπη για το αντικείμενό του, ο Πολύβιος Μαρσάν. Ο συγγραφέας αυτού του βιβλίου θα έψαξε πάρα πολύ για να εντοπίσει τα γεγονότα που στιγμάτησαν την πρώτη της, θα λέγαμε, καριέρα, μέσα σε προγράμματα, ειδήσεις και σχόλια εφημερίδων, για να μπορέσει να φτάσει σ’ αυτό το αποτέλεσμα. Ακόμα και το φωτογραφικό του υλικό, λόγω της προέλευσης των φωτογραφιών (εφημερίδες, περιοδικά, προγράμματα) κατορθώνει να έχει ένα ομοιογενές αποτέλεσμα. Και το βιβλίο δεν σταματά σ’ αυτή την
70/οδηγος κα του Έλιοτ και έναν ενημερωτι κό κατάλογο των συγγραφέων που αναφέρονται στα δοκίμια ή τα σχό λια και δεν είναι αρκετά γνωστοί στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό. Παίρνω εδώ το θάρρος να μνη μονέψω δύο στοιχεία που με προ βλημάτισαν: το ένα είναι η πρότα ξη των δύο δοκιμίων για τον Έλιοτ του L. G. Salingar και του F. Kermode. Μήπως μια εκτενέστερη ει
Σημειώσεις: 1. R. Ρ. Blackmur, Form and Value in Modern Poetry, An Anchor Book, N. York 1957, σελ. 121-151 (ιδίως 137). «Τ. S. Eliot: From Ash Wed nesday to Murder in The Cathe dral». 2. Σελ. 95. Βλ. και «Τέσσερα κουαρτέ τα» (East Coker, II): «Humility is endless». 3. Ας μην ξεχνάμε πως για τον Έλιοτ η ενότητα ενός έργου είναι ο ίδιος ο δημιουργός τον. 4. Paul Valdry, The Art of Poetry (In troduction by T. S. Eliot), A Vintage Book, N. York 1961, a. VII. 5. "Ο.π., σελ. XXU-XXIV■ φοβάμαι πως ο όρος «σοβαρότητα» που χρη-
σαγωγή του μεταφραστή θα μπο ρούσε να παίξει το ρόλο που ανέλαβαν αυτά να διαδραματίσουν; (Δεν θίγω καν το θέμα της επιλο γής τους.) Το δεύτερο είναι η απουσία από τη βιβλιογραφία των ελληνικών μεταφράσεων του κριτι κού έργου του Έ λιοτ. Πιστεύω πως θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμη. Το βιβλίο «Δοκίμια για την ποίηση και την κριτική» είναι μια
πρόταση-πρόκληση σε κάθε σοβα ρό μελετητή του Έλιοτ. Ο μετα φραστής του έχει άποψη και μερά κι και κατέχει τη γλώσσα του σε βαθμό που να μην προδίδει ούτε αυτήν ούτε τον Έ λιοτ, μα αντίθετα μέσω αυτής να παρέχει το είδος της απόλαυσης που ένα τέτοιο έργο μπορεί να παρέχει.
σιμοποίηαε εκεί ο Έλιοτ δεν ήταν και πολύ σαφής. 6. Ο Έλιοτ άλλωστε ομολογεί πόσο επηρεάστηκε από τον Πλάτωνα. Βλ. «Για να κρίνουμε τον κριτικό», σ. 88. 7. Βλ. Lautreamont, Poesies ί: «C’est le poete qui console I’humanite!» 8. Κι εδώ δεν αναφέρομαι στο από σπασμα, που παραθέτει ο Έλιοτ, από τα γραπτά του Norton και που φαίνεται πως έχει -όπως αποκαλύ πτει το σχετικό σχόλιο του μετα φραστή (σ. 242)- μια απροκάλυπτη αναφορά στα πολιτικά πράγματα της εποχής των διαλέξεων αυτών (τόσο απροκάλυπτη που καταλήγει να είναι προβληματική). 9. «Ακόμη και αν η ποίηση είναι μια μορφή επικοινωνίας, εκείνο που με
ταδίδεται είναι το ίδιο το ποίημα και μόνον συμπτωματικά η εμπει ρία και η σκέψη που έχουν ενσωμα τωθεί σ’ αυτό. Η ύπαρξη του ποιή ματος βρίσκεται κάπου μεταξύ του συγγραφέα και του αναγνώστη» (σ. 145). 10. Ας μου επιτραπεί η μικρή αυτή διόρθωση: φυσικά ο μεταφραστής γνωρίζει πως πρόκειται για τη διά λεξη τον 1943, αλλά ίσως δεν είχε υπόψη του πως και η πρώτη δημο σίευσή της έγινε την ίδια χρονιά στο «The Norseman» 1/6 (Nov. 1943). Η δημοσίευση του 1945 στο «Adelphi» ΧΧΙ/4 είναι ελαφρώς τροποποιημένη. [Βλ. Caroline Behr, Τ. S. Eliot: A Chronology o f his Life and Works, Macmillan Ref. Books, : 1983, σελ. 59 και 113].
ΜΑΙΡΗ ΚΑΣΟΥ
η ιστορική πορεία μιας πόλης ΑΛΕΚΟΥ Α. ΜΑΡΑΣΛΗ: Ιστορία της Πάτρας. Πάτρα, 1983. Σελ. 309.
Η ιστορία μιας χώρας περιλαμβάνει τις γενικές τάσεις της πολιτι κής, της οικονομίας, του κοινωνικού και πολιτιστικού της βίου. Η ίδια όμως μέθοδος που εφαρμόζεται στις γενικές ιστορίες ενός κράτους μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για μια μικρότερη γεω γραφική περιοχή, ένα νομό ή μια πόλη. Έτσι λοιπόν παίρνει σάρ κα και οστά ο κλάδος της τοπικής ιστορίας, που σαν στόχο του έχει να μελετήσει την ιστορική πορεία ενός μικρού σχετικά γεω γραφικού χώρου μέσα στα πλαίσια και παράλληλα με την ιστορία μιας ευρύτερης περιοχής, του κράτους.
οδηγος/71 Στην ίδια ιστορική κατάταξη ανή κει και το βιβλίο του γιατρού Αλέκου Α . Μαρασλή, Ιστορία της Πά τρας. Ο συγγραφέας, ερασιτέχνης ιστορικός, προσπαθεί μέσα από τις περιγραφές του να συλλάβει το σφυγμό της πελοποννησιακής πό λης για περισσότερο από εκατό χρόνια. Πολύ σωστά διάλεξε να αρχίσει από το 1828, με τις τελευ ταίες φάσεις του πολέμου της ελλη νικής ανεξαρτησίας, και να επε κταθεί αφηγηματικά μέχρι την έναρξη του Δευτέρου παγκοσμίου πολέμου για την Ελλάδα (1940), περιορίζοντας έτσι την ιστορική του εξέταση στη νεοελληνική ιστο ρία της πόλης. Πολλοί ιστορικοί θα ζήλευαν την πληρότητα των θεμάτων του βι βλίου. Εξετάζονται στα διάφορα κεφάλαια η πολιτική ιστορία της Πάτρας, η τοπική αυτοδιοίκηση, το εργατικό κίνημα και η οικονο μία. Σ’ αυτή την τελευταία δίνεται έμφαση στο εμπόριο της σταφίδας και στη βιομηχανική ανάπτυξη, παράγοντες που κυριάρχησαν στην εμπορική ζωή της πόλης. Ακόμα, οι συγκοινωνίες και το λιμάνι της Πάτρας βρίσκουν έναν καλό μελε τητή στο πρόσωπο του συγγραφέα. Ο Α . Μ. όμως δεν περιορίζεται σ’ αυτά, αλλά επεκτείνεται με αναφο ρές στον πληθυσμό και τη μετανά στευση, την εκπαίδευση και την πνευματική ανάπτυξη της πόλης. Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου ξετυλίγονται όλες οι πλευρές της πατραϊκής ζωής κατά τη διάρκεια του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα. Ο Α . Μαρασλής όμως αποβλέπει περισσότερο σε μια γενική αφηγη ματική επισκόπηση, παρά σε μια σε βάθος αναλυτική εξέταση της ιστο ρίας της Πάτρας. Αποφεύγει συ στηματικά να πάρει θέση ή να εκ φέρει τις δικές του απόψεις και συμπεράσματα σε όλη την έκταση του βιβλίου. Φυσικά δεν υπάρχει τίποτα το κατακριτέο σ’ αυτή τη μέθοδο, παρ’ ότι η σημερινή τάση της ιστορικής γραφής είναι η ανα λυτική και όχι η αφηγηματική. Ο ιστορικός, δηλαδή, μαζί με τις πη γές του ή μετά απ’ αυτές, εκφέρει τη δική του άποψη, αποτέλεσμα της επεξεργασίας των ιστορικών πηγών που είχε στη διάθεσή του. Η γραφή της ιστορίας είναι μια πολύ δύσκολη υπόθεση, αντίθετα με ό,τι ισχυρίζονται πολλοί ιστο ριογράφοι και με ό,τι πιστεύει ο
πολύς κόσμος. Ο ιστορικός θα επι διώξει να ερευνήσει όσο το δυνα τόν περισσότερες πηγές στην προσ πάθεια του να διασταυρώσει τις πληροφορίες του, σε αντίθεση με τον ιστοριογράφο, που περιορίζε ται σε ορισμένες απ’ αυτές. Ο ιστο ρικός θα χρησιμοποιήσει τις γενι κές ιστορικές του γνώσεις για να κατανοήσει και ν α δώσει το ανάλο γο ειδικό βάρος σε κάθε ιστορικό συμβάν ή πρόσωπο. Αντίθετα, ο ιστοριογράφος περιορίζεται σε ό,τι είναι δυνατόν να μάθει διαβάζον τας στον ελεύθερο χρόνο του. Οι δύο αυτές προσπάθειες του ιστο ριογράφου και του ιστορικού θα έχουν σαν αποτέλεσμα δύο διαφο ρετικά βιβλία. Ο πρώτος θα έχει γράψει ένα «μυθιστόρημα», μια που βασίζεται σε περιορισμένες πληροφορίες, και ο δεύτερος ένα ιστορικό βιβλίο που θα προσεγγί ζει την αλήθεια, μια που θα έχει επιβεβαιώσει από πολλαπλές πηγές τα στοιχεία που διαθέτει. Αυτή η μικρή θεωρητική εισαγω γή για τη γραφή της ιστορίας επι βεβαιώνεται παρακάτω με βάση τις αβλεψίες του Α. Μ. κατά τη διαδι κασίας της συγγραφής της Ιστορίας της Πάτρας. Κανείς δεν αμφισβη τεί την άξια προσπάθεια του Α. Μαρασλή να συμπληρώσει ένα βι βλιογραφικό κενό στη νεότερη ελ ληνική ιστορία. Παρ’ όλα αυτά, τα προβλήματα του βιβλίου είναι ου σιαστικά, και ο συγγραφέας δεν καταφέρνει να υπερβεί το επίπεδο του ιστοριογράφου, για να φτάσει στον ιστορικό. Γίνεται καταγραφέας γεγονότων και όχι ο μελετη τής τους. Το πρώτο πράγμα που ξενίζει τον έμπειρο αναγνώστη είναι η δο μή του βιβλίου. Αυτό είναι χωρι σμένο σε κεφάλαια-στεγανά, όπως «Πολιτική Ιστορία της Πάτρας», «Εργατικό Κίνημα», «Λιμάνι». Δεν υπάρχει δηλαδή η αλληλοεξάρτηση της πολιτικής με την οικονομία, την πνευματική ζωή, το εργατικό κίνημα κ.ο.κ. Δεν είναι δυνατόν όμως να εξεταστεί η μετανάστευση, η εκπαίδευση ή η σταφιδική κρίση ξέχωρα από την πολιτική κατάστα ση της χώρας και τις διεθνείς συγ κυρίες. Αυτή η στεγανοποίηση των κεφαλαίων αφαιρεί όλη τη σημασία που θέλει να δώσει ο συγγραφέας σε τομείς της ζωής της Πάτρας πέ ρα από την πολιτική. Ακόμα, αναγκάζει τον αναγνώστη να πα λινδρομήσει δεκατρείς φορές (όσα
περίοδο αλλά αναφέρεται με λεπτομέρειες και σ’ όλα τα χρονικά διαστήματα που η μεγάλη πριμαντόνα βρέθηκε στην Ελλάδα είτε για θεατρικές εμφανίσεις είτε απλώς για ταξίδι. Αυτό το πλούσιο χρονικό από την πολυτάραχη και ένδοξη ζωή της Κάλλας, που είναι συμπληρωμένο με βιβλιογραφία και ευρετήριο, κλείνει με τη φωτογραφία του τότε υπουργού Πολιτισμού Δ. Ν ιάνια, που σκορπίζει τη στάχτη της στο Α ιγαίο (1977). Θα πρέπει να τονίσουμε ότι την εμφάνιση αυτού του τόμου χαρακτηρίζει υψηλή ποιότητα και πρωτοτυπία, από τη βιβλιοδεσία του, την επιλογή των στοιχείων του μέχρι τη σελιδοποίησή του. ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΑΛΑΝΤΗΣ
72/οδηγος και τα κεφάλαια) από το 1828 μέ χρι το 1940, μια που κάθε ενότητα ξεκινά χρονολογικά από την αρχή. Θα ήταν προτιμότερο ο Α . Μ. να συνυφάνει όλα τα γεγονότα (πολι τικά, κοινωνικά, οικονομικά) ακο λουθώντας τη χρονολογική παρά τη θεματική μέθοδο. Παρ’ όλα αυ τά ο χωρισμός των κεφαλαίων σε μικρές ενότητες βοηθά αρκετά στην ανάγνωση και κατανόηση του κει μένου. Εκτός από τα προβλήματα δο μής, πολύ ουσιώδεις είναι και οι ατέλειες του περιεχομένου. Σε πολ λά σημεία του βιβλίου ο αναγνώ στης αφήνεται κρεμάμενος χωρίς μια εξήγηση για την αιτία ενός γεγονότος. Ενώ είναι τρομερά ενδια φέρουσα, παραδείγματος χάριν, η εξιστόρηση της ανταρσίας του Μερεντίτη (σ. 13), δεν δίνεται ερμη νεία γιατί φυγαδεύτηκε από την Πάτρα με τη μεσολάβηση του άγγλου πρόξενου Θωμά Βουδ, και όλα τα εξαγόμενα από αυτή την ενέργεια. Επιπλέον, είναι ιστορικά ανακριβές να δίνεται τόσο μεγάλο βάρος στην, υπόθεση Μερεντίτη για τον αποκλεισμό της Ελλάδας από τους Ά γγλους (1850), ενώ υπάρ χουν οι περιπτώσεις Πατσίφικο και Φίνλεϋ σε συνδυασμό με τις διε θνείς συγκυρίες (Δες Ιστορία τον Ελληνικού 'Εθνους, 15 τόμ., Αθή να: Εκδοτική Αθηνών, 1977, ΙΓ': 134, 137-140). Πάρα πολλά γεγονό τα δε, αναφέρονται ονομαστικά χωρίς καμία απολύτως επεξήγηση για να καταλάβει και ο αναγνώ
στης περί τίνος πρόκειται (π.χ. «Ευαγγελικά» σ. 38, Νοεμβριανά σ. 74, Νοεμβριανά 1916 σ. 84, Πατρινοϊταλοί σ. 129). Αντίθετα, επαινετή είναι η προσ πάθεια τόυ Α . Μ. να συνδέσει τα δικά του κείμενα με αποσπάσματα από εφημερίδες της εποχής. Στις περισσότερες περιπτώσεις τα δύο κείμενα δένουν απόλυτα μεταξύ τους και δίνουν το πνεύμα και το μέτρο κάθε περιόδου. Α κόμα, η έκ θεση Γ. Τόπαλη προς το Δημοτικό Συμβούλιο (1925) για τα οικονομι κά του Δήμου Πατραίων (σ. 181Γ83) είναι πράγματι ένα χρυσωρυ χείο πληροφοριών που αξιοποιούνται σωστά από το συγγραφέα. Δ υ στυχώς δεν μπορεί να λεχθεί το ίδιο και για το κεφάλαιο περί οικο νομίας. Σε πολλές περιπτώσεις υπάρχουν ελλείψεις στα αριθμητι κά δεδομένα, που μπορούσε εύκο λα να βρει ο Α . Μ. Θα ήταν, για παράδειγμα, χρήσιμη η παράθεση της τιμής ειδών πρώτης ανάγκης όταν γίνεται λόγος για τα ημερομί σθια των εργατών' (σ. 202-203). Α κόμα, δεν είναι ευδιάκριτη η άνοδος και η πτώση της παραγω γής και εξαγωγής της σταφίδας για τα έτη 1880-1900 (σ. 231) και οι αριθμοί που αναφέρονται αλλού (σ. 236 και 243) δεν δίνουν την ει κόνα της καταστροφής για τους έλληνες σταφιδοπαραγωγούς. Εκείνο όμως που από απόψεως τεχνικής ενόχλησε στην ανάγνωση του βιβλίου, ήταν ο τρόπος γραφής του. Οι παράγραφοι είναι τόσο μι
κρές, τις περισσότερες φορές, ώστε συχνά να περιορίζονται σε μια πρόταση ενός ή δύο τυπογραφικών στίχων. Το ύφος του Α. Μ. είναι πολύ τελεσιγραφικό και η αφήγηση δεν ρέει φιλολογικά, αλλά γίνεται σπασμωδική και απότομη. Πολύ κουραστική γίνεται και η συνεχής παράθεση ατμοπλοϊκών εταιριών και πλοίων στη γραμμή ΕλλάδαΝέα Υόρκη (σ. 254-257). Οι συμβουλές ενός ιστορικού θα ήταν ίσως πολύ χρήσιμες στο συγ γραφέα και το βιβλίο του γιατί, εκτός από τις διορθώσεις ύφους και ιστορικών ασαφειών, θα του δίνονταν και ερεθίσματα για άλλες πηγές που θα συμπλήρωναν και θα τεκμηρίωναν το έργο. Τα αρχεία των κυριοτέρων ευρωπαϊκών υπουργείων εξωτερικών βρίσκον ται στην Ακαδημία Αθηνών σε μικροταινίες. Ακόμα, μια συνέντευξη με τον Π. Κανελλόπουλο θα έδινε άλλη διάσταση στις σχετικές ανα φορές στο άτομό του (σ. 153-154). Η χρησιμοποίηση όμως των τοπι κών εφημερίδων από τον Α. Μαρασλή έγινε σωστά και σε μεγάλη έκταση. Ξέροντας πόσο χρονοβόρα και κοπιαστική είναι μια τέτοια έρευνα, θα έδινε κανείς συγχαρη τήρια στον ιστοριογράφο. Αλλά ενώ οι εφημερίδες χρησιμοποιού νται πολύ συχνά στο βιβλίο, η βι βλιογραφία που παραθέτεται (σ. 307-308) είναι πολύ φτωχή για ένα θέμα τέτοιων διαστάσεων. Αντίθε τα, η εικονογράφηση με φωτογρα φίες εποχής είναι πολύ καλή. Μ πορεί η Ιστορία της Πάτρας να μη στέκει στο ύψος ενός ιστορικού βιβλίου, αλλά αναμφισβήτητα είναι μια καλή προσπάθεια από έναν μη ιστορικό που, παρακινούμενος μάλλον από την αγάπη του για την πόλη που ζει, αποφάσισε να γράψει την ιστορία της. Ο απλός ανα γνώστης, όπως και ο ειδικός ερευ νητής, θα π άρει μια γενική ιδέα για τη ζωή της Πάτρας κατά τον 19ο και το πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Α κόμα, θα αναγνωρίσει τα πατρο γονικά επώνυμα πολλών γνωστών στις μέρες μας μα και παλιότερα πολιτικών που παρελαύνουν από τις σελίδες του βιβλίου. Α ναμφι σβήτητα, ο Αλέκος Μαρασλής κα ταφέρνει να υπογραμμίσει τη ση μασία της Πάτρας στην εξέλιξη της νεότερης Ελλάδας. Δ . I. ΛΟ ίΖ Ο Σ
Δ Ε Λ Τ ΙΟ SSTi984 βιβλιογραφικό δελτίο αριθ. 98 ^ • Το Βιβλιογραφικό Δελτίο σνν-
τάασεται με την πολύτιμη συνερ γασία τον βιβλιοπωλείου της «Εστίας», τη διεύθυνση και το προσωπικό του οποίου ευχαρι στούμε θερμά. • Η ταξινόμηση των βιβλίων γίνε ται με βάση το γνωστό Δεκαδικό Σύστημα Ταξινόμησης, προσαρ μοσμένο στην ελληνική βιβλιο γραφία. • Σε κάθε κατηγρρία βιβλίων προηγούνται αλφαβητικά οι έλ-
ΓΕΝΙΚΑ ΕΡΓΑ
~ Απάκη
ληνες συγγραφείς και ακολου θούν οι ξένοι. • Η κατάταξη των ξένων συγγρα
φέων γίνεται σύμφωνα με το ελ ληνικό αλφάβητο. • Στην κατηγορία των περιοδικών
δεν περιλαμβάνονται εβδομαδι αία έντυπα. • Για την ακόμη μεγαλύτερη πλη
ρότητα του Δελτίου, παρακαλούνται οι εκδότες να μας στέλ νουν έγκαιρα τις καινούριες εκ δόσεις τους.
λεκτική φιλοσοφική σκέψη. Αθήνα, Αιχμή, 1984. Σελ. 278. Δρχ. 500.
ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΕΚΘΕΣΕΙΣ Alexandras Papadiamantis. 1851-1911. An Exhibit. May 25-June 30, 1984. 42p. «Μια περιδιάβαση». Έκθεση για τη ζωή και το έργο του Γιώργου Σεφέρη (1900-1971). Αθήνα; Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης. Σελ. 85.
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΝΕΟΤΕΡΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Φιλοσοφία και επιστήμη. Συλλογικό έργο νέων φιλο σόφων του Πανεπιστημίου Λομονόσοφ της Μόσχας. Μετ. Πάνος Πετρίτης. Α θήνα, Gutenberg, 1984. Σελ. 218. Δρχ. 500.
ΑΤΟΜΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ PEALE NORMAN VINCENT. Η δύναμη της θετικής σκέψεως. Μετ. Παναγιώτη Κ. Πάλλη. Θεσσαλονίκη, Πουρναράς, 1984. Σελ. 374. Δρχ. 550.
ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΙΕΡΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΘΕΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΑΡΑΛ. (ΑΓΙΟ ΡΕΙΤΗΣ ΜΟΝΑΧΟΣ). Αλφαβητάριον σοφίας. (Γνωμικά). Αθήνα, 1984. Σελ. 159. Δρχ. 250.
ΑΡΧΑΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
ΘΕΟΛΟΓΙΑ
ΦΑΡΑΝΤΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Δ . Ο Ηράκλειτος και η δια
ΦΡΑΓΚΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Δ . Εισαγωγή στην επι-
74/δελτιο στήμη της θεολογίας. Εισαγωγικά. Θεσσαλονίκη, 1984. Σελ. 87. Δρχ. 170.
ΕΚΠΑΙΛΕΥΣΗ-ΠΑΙΛ/ΓΙΚΗ
ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ
ΓΕΝΙΚΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ ΠΑΥΛΟΣ Α. Κοινωνικά και ψυχολο γικά αίτια της αυστηρότητας και επιείκειας των Φιλο λόγων καθηγητών. ('Ερευνα). Β' έκδοση. Ιωάννινα, 1984. Σελ. 88.
ΓΕΩΡΓΟ ΥΛΑΣ ΜΠΑΜΠΗΣ. Η επόμενη μέρα της δε ξιάς. Α θήνα, Ρεπόρτερ, 1984. Σελ. 74. Δρχ. 300. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗ ΜΗΣ. Οι εκλογές του 1981. Επιμ. Ν.-Π . Διαμαντούρος, Π.Μ. Κιτρομηλίδης, Γ.Θ. Μαυρογορδάτος. Πολι τική και Ιστορία, αριθ. 22. Αθήνα, Εστία, 1984. Σελ. 214. Δρχ. 400. ΚΑΝΕΛΑΟΠΟΥΛΟΣ ΘΑΝΑΣΗΣ. Η ΕΟΚ για την Ελλάδα. Αθήνα. Σελ. 75. Δρχ. 400. ΦΙΛΙΑΣ ΒΑΣΙΛΗΣ. Αντιπαραθέσεις. Αθήνα, Guten berg, 1984. Σελ. 310. Δρχ. 650. ΦΙΛΙΠΠΙΔΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ. Πολιτικές τομές. Αθήνα, Ελληνική Ευρωεκδοτική, 1984. Σελ. 324. Δρχ. 500. MACRIDIS ROY C. Η ελληνική πολιτική στο σταυρο δρόμι. Το σοσιαλιστικό πείραμα. Μετ. Νικ. Κωνσταντάς. Αθήνα, Ελληνική Ευρωεκδοτική, 1984. Σελ. 123. Δρχ. 300.
ΜΟΥΣΤΑΚΑ ΚΑΛΛΙΟΠΗ - ΚΑΣΙΜΑΤΗ ΚΟΥΛΑ. Η προβληματική της εμπειρικής έρευνας. Δύο εφαρμο γές με επίκεντρο το παιδί. Α θήνα, Αετοπούλειο Πολι τιστικό Κέντρο/Δήμου Χαλανδρίου, 1984. Σελ. 137.
ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΡΗΓΑΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΑΘ. Παιδαγωγική επιστήμη. Διαχρονική παρουσίαση και κριτική θεώρηση. Αθήνα, 1984. Σελ. 234. Δρχ. 480.
ΠΑΙΔΙΚΑ ΕΛΕΥΘΕΡΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Το ασχημόπαπο. «Διαβάζουμε και χρωματίζουμε», αριθ. 1. Μετ. Σεϊζάνη Μυρτώ. Αθήνα, Πατάκης, 1984. Σελ. 16.
ΜΑΛΙΣΣΟΣ ΚΩΣΤΑΣ. Παραγωγικότητα-αντιπαραγωγικότητα. Αθήνα, Gutenberg, 1984. Σελ. 116. Δρχ. 300.
Ο παπουτσωμένος γάτος. «Διαβάζουμε και χρωματί ζουμε», αριθ. 2. Μετ. Σεϊζάνη Μυρτώ. Αθήνα, Πατά κης, 1984. Σελ. 16.
ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΛΟΥΛΕ-ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ ΝΙΤΣΑ. Εμείς οι τσιγγάνοι. Αθήνα, Καραμπερόπουλος, 1983. Σελ. 170. Δρχ. 300. ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ ΧΑΡΑΛ. ΙΩΑΝ. Λαογρα φία και λαογράφοι. (Δοκίμιο). Α θήνα, 1984. Σελ. 15. Δρχ. 80. ΠΕΡΣΕΙΔΗΣ ΒΑΣΙΛΗΣ. Το εθνικό μας τραγούδι. (Μελέτη εθνικής αυτογνωσίας). Τόμος Β': Η ξενιτιά, για το θάνατο, το ηρωικό πνεύμα, περιγελαστικά, γνωμικά. Αθήνα, Πιτσιλάς, 1984. Σελ. 485. Δρχ. 800.
ΚΑΡΘΑΙΟΥ ΡΕΝΑ - ΜΑΝΟΥ-ΠΑΣΣΑ ΚΑΤΕΡΙΝΑ. Χαρούμενες διακοπές. Για παιδιά που έχουν τελειώσει τη Δ' δημοτικού. Εικ. Σπύρος Ορνεράκης. Αθήνα, Πατάκης, 1984. Σελ. 234. ΚΑΣΣΑΡΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ. Το πιο αληθινό παραμύθι. Εικ. Έφη Μάνου. Αθήνα, Κέδρος, 1984. Σελ. 31. ΠΟΥΡΝΑΡΑΣ ΝΙΚΟΣ Σ. Ο μικρός σκλάβος. Β' έκδο ση. Θεσσαλονίκη, Πουρναράς, 1984. Σελ. 99. Δρχ. 220. ΤΖΩΡΤΖΟΓΛΟΥ ΝΙΤΣΑ. Το τσίρκο της Ίρμας. Εικ. Ά ννα-Μ αρία Στεφάνου. Νεανική Βιβλιοθήκη, αριθ. 29. Αθήνα, Καστανιώτης, 1984. Σελ. 169. Δρχ. 300. ΦΙΛΝΤΙΣΗ ΣΟΦΙΑ. Ο αράπης μας. Εικ. Γιώργος Ακοκαλίδης. Θεσσαλονίκη, ΑΣΕ, 1984. Σελ. 89. Δρχ. 300.
δελτιο/75 ΨΑΡΑΥΤΗ ΛΙΤΣΑ. Α νάσες και ψίθυροι του δάσους. Εικ. Ν ίνα Ν. Σταματίου. Αθήνα, Κέδρος, 1984. Σελ. 134.
ΕΝΑΣΧΟΛΗΣΕΙΣ
ΝΑΝΕΦΣΚΙ ΝΤΟΥΣΚΟ. Το αλογάκι της νεράιδας. Μετ. Μίτο Αργυρόφσκι - Βικτωρία Θεοδώρου. Εικ. Zlata Bilic. Α θήνα, Κέδρος, 1984. Σελ. 184. Δρχ. 370.
ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΘΕΑΤΡΟ Μ ΕΝΑΝΔΡΟΣ. Η ασπίδα. Κωμωδία. Ελεύθερη δια σκευή για παιδιά: Ελένη Γ. Βαλαβάνη. Εικ. Διατσέντα Παρίση. Αθήνα, Δωδώνη, 1984. Σελ. 92. Δρχ. 300:
ΕΦΑΡΜΟΣΜ. ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ
ΣΥΡΡΑΚΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Λ. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Α θήνα, «Εκδόσεις», 1984. Σελ. 295. Δρχ. 600.
ΟΙΚΙΑΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ Α Ν ΝΑ . Εύκολες συνταγές για τις δια κοπές. Εικον. Έ ρικα Φάρενκαμπ. Α ίγινα, 1983.
ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Ελληνικός ενεργειακός οδηγός 1984. Αθήνα, Ηλιοτεχνική, 1984. Σελ. 448. Δρχ. 1800.
ΤΕΧΝΕΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΔΟΥΜ ΑΝΗΣ ΟΡΕΣΤΗΣ Β. Μεταπολεμική αρχιτε κτονική στην Ελλάδα. 1945-1983. Αθήνα, «Αρχιτεκτο νικά Θέματα», 1984. Σελ. 156. Δρχ. 1000.
ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΔΡΙΖΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ. Κύθηρα. Μια ζωγραφική ματιά στην αρχιτεκτονική των Κυθήρων. Αθήνα, Ροές. Σελ. 78. Δρχ. 1000. ΚΑΣΤΡΗΤΣΙΟΥ ΣΟΦΙΑ. Παιδικές ζωγραφιές. Αθή να, Κέδρος, 1984. Σελ. 174.
ΓΛΩΣΣΑ
ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑ ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ. Λογοτεχνία γλωσσολογία. Αθήνα, 1984. Σελ. 291. Δρχ. 750.
και
ΞΕΝΕΣ ΓΛΩΣΣΕΣ ΔΗΜ ΗΤΡΙΑΔΗΣ ΜΕΝΕΛΑΟΣ. Λεξικόν ελληνο τουρκικόν, τουρκο-ελληνικόν. Β' έκδοση. Αθήνα, Κακουλίδης, 1984. Σελ. 431. Δρχ. 1400.
ΚΛΑΣΙΚΗ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ
ΜΟΥΣΙΚΗ
ΜΕΛΕΤΕΣ
ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ ΜΙΚΗΣ. Star-system. Α θήνα, Κά κτος, 1984. Σελ. 200. Δρχ. 300.
ΜΠΙΡΟΣ ΑΝΤΩΝΗΣ. Ευρετήριο διδαγμάτων αρ χαίων ελλήνων συγγραφέων. Αθήνα, 1983.
76/δελτιο κόσμος. Αφηγηματικό ρεπορτάζ. Αθήνα, Καστανιώτης. 1984. Σελ. 120. Δρχ. 300.
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
ΚΟΛΥΔΑΚΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ. Τομές στο χωροχρόνο του θανάτου. Διηγήματα. Αθήνα, 1984. Σελ. 83. Δρχ. 300. ΣΑΝΤΟΡΙΝΑΙΟΥ ΜΥΡΣΙΝΗ. Σαντορίνη, αγαπημένο μου... «διαβολόνησο!». Αθήνα. Σελ. 265. Δρχ. 600.
ΓΕΝΙΚΑ
ΣΚΑΡΟΣ ΖΗΣΗΣ. Ο κόσμος των ελπίδων. Μυθιστό ρημα. Γ' έκδοση. Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1984. Σελ. 165. ΝΤΟΜΑΛΗΣ ΣΤΕΛΙΟΣ. Η πορεία του κόσμου. Λά ρισα, 1984. Σελ. 48. ΠΑΠΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟΣ Α Θ . Νεκρή κατάθεση. Σειρά A 7 Επιχειρήματα, αριθ. 6. Αθήνα, Imago, 1984. Σελ. 270. Δρχ. 400. ΠΛΙΤΣΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ. Δημοσιογραφικά κείμενα. 20 χρόνια δουλειάς (1963-1983). Βόλος, 1983. Σελ. 101. ΡΑΦΑΗΛΙΔΗΣ ΒΑΣΙΛΗΣ. Κείμενα Αθήνα, 1984. Σελ. 376. Δρχ. 650.
στο
Έ θνος.
ΡΙΖΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ X. Αλλαγή; Ούμπαλα. Αθήνα. Σελ. 126. Δρχ. 400.
ΠΟΙΗΣΗ
ΣΤΑΛΙΔΗΣ ΚΩΣΤΑΣ Γ. Η έξοδος. Διηγήματα. Αθή να , Επτάπυλο. Σελ. 160. Δρχ. 300. ΓΚΑΛΔΟΣ ΜΠΕΝΙΤΟ ΠΕΡΕΘ. Τριστάνα. Μετ.πρόλογος Ιουλία Ιατρίδη, Αθήνα, Αίολος, 1984. Σελ. 234. Δρχ. 450. ΜΑΡΚΕΣ ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ ΓΚΑΡΣΙΑ. Η έφοδος. Κινη ματογραφική αφήγηση. Μετ. Α. ΡιζοπούλουΜπόουλες. Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1984. Σελ. 113. Δρχ. 120. ΜΠΟΡΧΕΣ ΧΟΡΧΕ ΛΟΥΙΣ. Έ ξι προβλήματα για τον Δ ον Ισίδρο Παρόδι. Μετ. Αχιλλέας Κυριακίδης. Α θήνα, Ύψιλον/Βιβλία, 1984. Σελ. 183. Δρχ. 300. ΝΙΒΕΝ ΝΤΕΪΒΙΝΤ. Πήγαινε αργά γύρνα γρήγορα. Μετ. Βέρα Στρατάκου. Αθήνα, Aquarius, 1984. Σελ. 426. Δρχ. 600. ΣΕΛΛΑ ΜΠΟΝΤΟΥΑ. Κρατητήριο Αθήνα, Μορφές. Σελ. 160. Δρχ. 300.
συνειδήσεων.
ΔΕΜΑΡΤΙΝΟΥ ΕΛΙΖΑ. Ο γυρολόγος. Αθήνα, 1984. Σελ. 45. Δρχ. 130. ΕΛΙΖΑ. Έ ρεβος και φως. Τρίκαλα, Έκφραση. Σελ. 30. Καβαλιώτες ποιητές. Ανθολογία μεταπολεμικής ποίη σης. Ανθολόγηση Διαμάντης Αξιώτης. Καβάλα, Δημο τική Βιβλιοθήκη Καβάλας, 1983. Σελ. 202. ΚΟΥΝΤΟΥΡΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ. Μάταια τραγούδια στις όχθες του κόσμου. Ποιήματα. Αθήνα, Βασιλείου, 1984. Σελ. 61. ΣΤΑΦΥΛΟΠΑΤΗΣ ΝΙΚΟΣ Γ. Ανθολογία Σιφνίων ποιητών. 1801-1984. Α θήνα, «Σιφναϊκή Φωνή», 1984. Σελ. 270. Δρχ. 500. ΤΑΜΠΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Αναγνωστικό για ένα οργισμένο καιρό. Αθήνα, 1984. Σελ. 66. ΤΡΑΪΑΝΟΣ ΑΛΕΞΗΣ. Το σύνδρομο του Ελπήνορα. Ύ ψιλον/Υψικάμινος, αριθ. 32. Αθήνα, Ύψιλον/Βιβλία, 1984. Σελ. 38.
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ ΒΛ ΑΧ ΟΥ ΝΤΙΝΑ. Η ξένη. Αθήνα, Σιδέρης. Σελ. 223. Δρχ. 200. ΚΑΛΑΜΒΡΕΖΟΣ ΔΙΟΝΥΣΗΣ. Η μηχανή σταμάτησε. Αθήνα, Τέχνη και Λόγος, 1984. Σελ. 113. Δρχ. 280. ΚΑΡΑΤΖΑΦΕΡΗ ΙΩΑΝΝΑ. Καφενείον ο τέταρτος
ΜΕΛΕΤΕΣ
ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΦΩΤΙΟΣ ΑΡ. Αρσένιος Ελασσόνος. (1550-1626). Βίος και έργο. Επιστημονική Βιβλιοθήκη, αριθ. 1. Αθήνα, Imago, 1984. Σελ. 238 + πίνακες. Δρχ. 1500. Κείμενα για τα οράματα και θάματα του Μακρυγιάννη. Α θήνα, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1984. Σελ. 53. ΚΟΚΚΙΝΗΣ ΣΠΥΡΟΣ. Το περιοδικό της Χαλκίδας «Δεσμός» (1961-1965). Ανάτυπο από την ετήσια έκδο ση «Εύβοια», 6/1984. Σελ. 189-202. ΝΗΜΑΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ Α . Η «έκφρασις κυνηγεσίου γεράνων» του Κωνσταντίνου Μανασσή. Εισαγωγή κείμενο - μετάφραση - σχόλια - γλωσσάριο. Θεσσαλο νίκη, Κυριακίδης, 1984. Σελ. 55. ΠΑΓΑΝΟΣ Γ. Δ. Αναζητήσεις στη σύγχρονη π εζο γραφία. Κριτικά μελετήματα. Αθήνα, Καστανιώτης, 1984. Σελ. 181. Δρχ. 500. ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΔΗΜ. Κ. Πέτρος Χάρης. Ο πεζογράφος, ο ταξιδιώτης, ο κριτικός και δοκιμιο γράφος. Αθήνα, Εστία, 1984. Σελ. 151. Δρχ. 280. ΜΠΟΡΧΕΣ ΧΟΡΧΕ ΛΟΥΙΣ. Εβαρίστο Καριέγκο. Μετ. Τάσος Δενέγρης. Αθήνα, Ύψιλον/Βιβλία, 1984. Σελ. 116. Δρχ. 250.
δελτιο/77 ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ ΤΗΣ Α ΡΝΑΙΑΣ. Φύλλο 68.
ΘΕΑΤΡΟ
ΑΥΤΟ. Εφημερίδα-περιοδικό. Τεύχος 4. Δρχ. 80. ΤΟ ΒΗΜΑ. Δημοσιογραφικό όργανο της Ευξείνου Λέσχης Θεσσαλονίκης. Φύλλο 182: ΓΙΑΤΙ. Μηνιάτικη επιθεώρηση. Τεύχος 107. Δρχ. 75.
ΕΡΓΑ ΚΟΡΟΜΗΛΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Α . Η τύχη της Μαρούλας. Τρίπρακτο κωμειδύλλιο. Ο θάνατος του Περικλή. Μονόπρακτη κωμωδία. Εισ.-επιμ. Βασίλη X. Μάκη. Αθήνα, Δωδώνη, 1984. Σελ. 212. Δρχ. 400. ΜΑΝΙΩΤΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ. Τα παράσιτα. Έ ξι ραδιοδράματα. Αθήνα, Κέδρος, 1984. Σελ. 233. Δρχ. 480. ΠΕΡΕΛΗΣ ΝΙΚΟΣ. «Η μικρούλα η φελάχα Γιουλαλάμ». (Ή «μετά 30 χρόνια ακριβώς...»). Αθήνα, Θεω ρία, 1984. Σελ. 75. Δρχ. 150.
ΓΥΝΑΙΚΑ. Το περιοδικό της ελληνικής οικογένειας. Τεύχος 897. Δρχ. 90. ΔΑΥΛΟΣ. Τεύχος 30. Δρχ. 120. ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜ ΕΡΟΣ ΠΟΛΙΤΗΣ. Τεύχος 17. Δρχ. 80. ΔΙΑ ΒΑ Ζ Ω . Δεκαπενθήμερη επιθεώρηση του βιβλίου. Τεύχος 96. Δρχ. 120. ΗΧΟΣ ΚΑΙ HI-FI. Τεύχος 135. Δρχ. 90. ΘΟΥΡΙΟΣ. Κεντρικό όργανο της ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος. Φύλλο 188. Δρχ. 40. ΙΑΝΟΣ. Έ να τετράδιο αναζητήσεων. Τεύχος 7. Δρχ. 120.
ΙΣΤΟΡΙΑ
ΚΡΙΤΙΚΗ. Πολιτική επιθεώρηση για τη νεολαία. Τεύ χος 7. Δρχ. 100.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Η Μ ΑΧΗ ΑΧΑΡΝΩΝ-ΠΑΤΗΣΙΩΝ-ΚΥΨΕΛΗΣ. Μη νιάτικη εφημερίδα. Φύλλο 77.
Η ΛΕΞΗ. Ελληνική και ξένη λογοτεχνία. Τεύχος 35. Δρχ: 200.
ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ ΧΑΡΑΛ. ΙΩΑΝ. Η συμβολή των Δημητσανιτών στον αγώνα του 1821. Α θήνα, 1984. Σελ. 52. Δρχ. 120. ΣΑΡΑΝΤΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ Κ. Π. Η συνωμοσία κατά της Μ ακεδονίας. Αθήνα, Εθνική Ένωσις των Βορείων Ελλήνων, 1984. Σελ. 205. Δρχ. 500.
ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ
ΟΜΠΡΕΛΑ. Γράμματα-τέχνες-πολιτισμός. Τεύχος 1415, Δρχ. 150. ΟΥΡΑΝΟΙ. Αεροδιαστημική επιθεώρησις. Φύλλο 223. Δρχ. 50. ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΝΕΑ. Φύλλο 17. ΠΑΝΘΕΟΝ. Γυναικείο δεκαπενθήμερο περιοδικό. Τεύχος 805. Δρχ. 80. ΠΑΡΑΘΥΡΟ. Πατρινό περιοδικό άσκησης σε γραφή κι ανάγνωση. Τεύχη 1 ,2 . ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ. Φιλολογικόν περιοδικόν κατά τριμη νίαν εκδιδόμενον. Τόμος ΚΣΤ', αριθ. 2. Δρχ. 300.
ΑΖΑΡ ΝΑΤΖΑΡ ΤΖΩΡΤΖ. Η πολιτική ιστορία του πρώτου μαμελουκικού κράτους κάτω από την βασιλεία του Αλ-Νάσερ Μουχάμμαντ Μπιν Καλαούν. (693-741 = 1293-1341). Διδακτορική διατριβή. Αθήνα, 1984. Σελ. 374. Δρχ. 600.
ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ Ο ΑΓΩΝΑΣ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ. Τρίμηνη έκδοση του Συνδέσμου για τα Δικαιώματα της Γυναίκας. Τεύχος 21. Δρχ. 100. ΑΓΩΝΙΣΤΗΣ. Δεκαπενθήμερη έκδοση της νεολαίας Π Α.ΣΟ .Κ. Τεύχος 183. Δρχ. 30. ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ. Ανεξάρτητη μηνιαία αε ροδιαστημική εφημερίδα. Τεύχος 51. Δρχ. 20. Η ΑΜΑΞΑ. Περιοδική έκδοση. Τεύχος 5. ΑΝΤΙ. Δεκαπενθήμερη πολιτική επιθεώρηση. Τεύχη 263, 264. Δρχ. 50.
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ. Τεύχος 15. Δρχ. 180. ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗΣ. Τεύχος 5. Δρχ. 250. ΠΕΡΙΣΚΟΠΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ. Τεύχη 62, 63, 64, 65. Δρχ. 150. ΠΟΡΦΥΡΑΣ. Περιοδική έκδοση γραμμάτων-τεχνών. Τεύχος 23. ΠΡΩΤΟΠΟΡΟΙ. Νεανική εφημερίδα από το Νεανικό Κέντρο Αγίου Βασιλείου Πειραιά. Φύλλο 43. Δρχ. 10. ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΣΚΕΨΗ. Μηνιαία περιοδική έκδοση γραμμάτων και τεχνών. Φύλλο 91. Δρχ. 7. ΣΥΛΛΟΓΕΣ. Μηνιαίο περιοδικό για συλλέκτες και φιλότεχνους. Τεύχος 9. Δρχ. 100. ΣΥΝΑΞΗ. Τριμηνιαία έκδοση σπουδής στην Ορθοδο ξία. Τεύχος 10. Δρχ. 250. ΧΡΟΝΙΚΑ. Ό ρ γά νον του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου της Ελλάδος. Τεύχος 69.
78/δελτιο 30 Μ αίου12 Ιουνίου 1984
X . » I T '»<
I X
O
V O · V
t t ( C Τ
Επιμέλεια: Μαρία Τρουπάκη
ί «
Στην Κριτικογραφία περιλαμβάνονται όλες οι επώνυμες βιβλιοκριτικές που δημοσιεύονται στον ημερήσιο αθηναϊ κό τύπο. Περιλαμβάνονται, επίσης, και κριτικές δημοσιευμένες στον περιοδικό και επαρχιακό τύπο, όσες φυσικά φροντίζουν να μας στέλνουν οι συντάκτες τους. Για κάθε βιβλίο σημειώνονται, μέσα σε παρένθεση: το όνομα του κριτικού και ο τίτλος του εντύπου (βλ. Υπόμνημα), καθώς και η ημέρα δημοσίευσης της κριτικής, αν πρόκειται για εφημερίδα, ή ο αριθμός έκδοσης, αν πρόκειται για περιοδικό έντυπο.
Υπόμνημα ΚΡΙΤΙΚΟΙ ΑΑ: Α. Αργυρίου ΑΘ: Π. Αθηναίος ΑΠ: Α. Παπαδάκη ΑΦ: Α. Φουριώτης BA: Β. Αγγελοπούλου ΒΠ: Βάιος Παγκουρέλης ΓΜ: Γ. Ματζουράνης ΔΚ: Δ. Κονιδάρης ΓΠ: Γ. Παναγιώτου ΔΓ: Δ. Γιάκος ΔΖ: Δ. Ζαδές ΔΠ: Δ. Παπακωνσταντίνου ΔΣ: Δ. Σιατόπουλος ΕΑ: Ε. Αρανίτσης ΕΖ: Ε. Ζωγράφου ΕΠ: Ε. Παμπούκη ΕΡ: Ε. Ρόζος EM: Ε. Μόσχος ZB: Ζ. Βαλάση ΘΠ: Θ. Μ. Πολίτης ΚΑ: Κ. Ανδρόνικός ΚΔ: Κ. Θ. Δημαράς ΚΕ: Κ. Εμονίδης ΚΗ: Σ. Κατσίμης ΚΛ: Κ. Λάμψα ΚΝ: Κ. Ντελόπουλος ΚΡ: Κ. Ρούφου ΚΣ: Κ. Σταματίου ΚΤ: Κ. Τσαούσης ΚΧ: Κ. Χρυσάνθης ΜΑ: Μ. Αποστολάτος ΜΠ: Μ. Παπαδοπούλου ΝΜ: Ν. Μπούτβας ΝΠ: Ν. Παπανδρέου ΟΠ: Ο Παρατηρητής
ΠΑ: Α. Παπανδρόπουλος ΠΛ: Π. Λινάρδος-Ρυλμόν ΠΜ: Π. Μηλιώρη ΠΠ: Π. Παγκράτης ΣΔ: Σ. Δρακοπούλου ΣΤ: Δ. Σταμέλος ΤΘ: Τ. Θεοδωρόπουλος ΤΑ: Τ. Λειβαδίτης ΤΜ: Τ. Μενδράκος TP: Κ. Τρίγκου ΤΣ: Σ. Τσακνιάς ΦΤ: Φ. Τριάρχης XX: X. Χειμώνας ΕΝΤΥΠΑ ΑΗ: Απογευματινή ΑΚ: Ακρόπολις ΑΝ: Αντί ΑΠ: Απανεμιά ΑΥ: Αυγή ΒΟ: Βορειοελλαδικά ΒΡ: Η Βραδύνή ΓΙ: Γιατί ΓΤ: Γράμματα και Τέχνες ΔΓ: Διαγώνιος ΔΙ: Διαβάζω ΔΛ: Διάλογος ΔΠ: Δεκαπενθήμερος Πολίτης ΕΒ: Εμείς και το Βιβλίο ΕΓ: Ελεύθερη Γνώμη ΕΘ: Έθνος ΕΙ: Ειδήσεις ΕΛ: Ελευθεροτυπία ΕΚ: Ελικώνας ΕΟ: Εποπτεία ΕΠ: Επίκαιρα
Φιλοσοφία Φάράντος Γ.: Ο Ηράκλειτος και η διαλεκτική φιλοσοφική σκέ ψη (Θ.Α., ΝΕ, 6/6) Ψυρούκης Ν.: Ο Επίκουρος και η εποχή μας (ΚΤ, ΕΘ, 30/5)
ΕΣ: Ελεύθερος (Στερ. Ελλ.) ΕΨ: Επιστημονική Σκέψη ΕΩ: Ελεύθερη Ώρα ΗΜ: Ημερήσια ΗΧ: Ήχος και Hi-Fi ΘΟ: Θούριος ΚΑ: Καθημερινή ΚΛ: Κυπριακός Λόγος CO: Cosmopolitan ΔΕ: Η Λέξη ΜΕ: Μεσημβρινή ΝΕ: Τα Νέα ΝΣ: Νέα Εστία ΟΙ: Οικολογία και Περιβάλλον ΟΜ: Ομπρέλα ΟΠ: Οδός ΓΙανός ΟΤ: Οικονομικός Ταχυδρόμος ΠΑ: Πάνθεον ΠΘ: Πολιτικά Θέματα ΠΚ: Πνευματική Κύπρος ΠΟ: Πολίτης ΠΡ: Πορφύρας ΡΙ: Ριζοσπάστης ΣΕ: Σύγχρονη Εκπαίδευση ΣΘ: Σύγχρονα Θέματα ΣΚ: Σκιάθος ΣΛ: Συλλεκτικός Κόσμος ΣΠ: Σπουδές ΣΣ: Σύγχρονη Σκέψη ΣΥ: Συμβολή ΤΑ: Ταχυδρόμος ΤΕ: Τριφυλιακή Εστία ΤΟ: Τομές ΤΤ: Τετράγωνο ΦΣ: Φιλολογική Στέγη ΧΑ: Χάρτης ΧΡ: Η Χριστιανική
Πανταζή-Τζίφα Κ.: Η θέση της γυναίκας στην Ελλάδα (Ε. Παππά, Γυναίκα, 30/5)
Πολιτικές επιστήμες Ψυχολογία SPK.: Οι ψυχασθενείς ενάντια στο κεφάλαιο (Κ. Γρίβας, ΔΙ, 95)
ΤζαμαλίκοςΤ.: Έχει μέλλον η δημοκρατία; (Δ. Αθανασόπουλος, ΚΑ, 31/5) Λένιν I. Β.: Άπαντα. Τ. 45 (Θ. Λιακόπουλος, ΡΙ, 3/6)
Κοινωνιολογία
Οικονομία
Γιαγκάκης Γ. Κ.: Συστηματική θεώρηση των ελληνικών νησιών (Κ.Κ., ΜΕ, 12/6)
Λάμπος Κ.: Εξάρτηση, προχωρημένη υπανάπτυξη και αγροτι κή οικονομία της Ελλάδας (Μ. Νικολινάκος, ΔΙ, 95)
δελτιο/79 Λαογραφία Χατζημιχάλη Α.: Η ελληνική λαϊκή φορεσιά (Β. Πλάτανος, ΑΥ, 9/6)
Εκπαίδευση Ανεστίδης Α. κ.ά.: Ομήρου Ιλιάδα (Κ.Ν.Π., Νέα Παιδεία, 30) Νούτσος Μ.: Διδακτικοί στόχοι και αναλυτικό πρόγραμμα (Κ.Ν.Π., Νέα Παιδεία, 30) Φλουρής Γ.: Αναλυτικά προγράμματα για μια νέα εποχή στην εκπαίδευση (Κ.Ν.Π., Νέα Παιδεία, 30) Χαραλαμπάκης X.: Η διδασκαλία του μαθήματος της ιστορίας της ελληνικής γλώσσας στο γυμνάσιο (ΑΦ, ΑΚ, 9/6)
Τέχνες Αποσπεριτάκης Γ.: Αιγαιιδικά (ΚΤ, ΚΘ, 30/5) Γεωργίου Α.: Περιστάσεις (ΒΠ, ΔΙ, 95) Παλιές φωτογραφίες (ΒΠ, ΔΙ, 95) Αθλητισμός Αυτό είναι το γουίντ-σέρφινγκ (ΚΤ, ΚΘ, 6/6)
Κλασική φιλολογία Γκίκας Σ.: Ο Επιτάφιος του Θουκυδίδη (Κ.Ν.Π., Νέα Παι δεία, 30) Θουκυδίδης.: Ο Επιτάφιος του Περικλή (Κ.Ν.Π., Νέα Παι δεία, 30)
Ποίηση Βαρδιτσιώτης Τ.: Καλειδοσκόπιο. Η ατραπός (Τ. Κόρφης, ΔΙ, 95) Γαλάζη Π.: Σηματωροί (ΒΠ, ΔΙ, 95) Δέλφης Φ.: Χαραυγή (ΘΠ, ΕΣ, 2/6) Δόξας Γ.: Η Μαρία της Πάτρας (ΑΦ, ΑΚ, 2/6) Μενουδάκης Γ. Π.: Αιχμές και νύξεις (ΑΦ, ΑΚ, 2/6) Πηγαδιώτης Κ.: Σε ανύποπτο χρόνο (Β. Μάργαρης, ΚΑ, 31/5) Στασινοποίν.ου Μ.: Το φως που ταξιδεύει (ΑΦ, ΑΚ, 2/6) Σταφυλοπάτης Ν.: Ανθολογία Σιφνίων ποιητών (Γ.Μ., ΑΥ, 10/6) Τσακνιά Α.: Πριν από την όχθη (ΚΤ, ΕΘ, 10/6) Τσακνιάς Σ.: Ονειροσκόπιο (ΚΤ, ΕΘ, 10/6) Τσουτάκος Π.: Ακακιών 15 (ΑΦ, ΑΚ, 9/6) Κάμινγκς Σ.: 115 ποιήματα (ΕΑ, ΕΛ, 7/6)
Πεζογραφία Αθανασιάδης Γ.: Οι τελευταίοι εγγονοί (Θ. Παπαθανασόπουλος, ΚΑ, 7/6) Ακρίτας Λ.: Αρματωμένοι (ΒΠ, ΔΙ, 95) Βαλέτας Κ.: Οι σαλτιμπάγκοι (Ν. Ταξιάρχης, ΡΙ, 10/6) Βλάχου Ν.: Η ξένη (Ε. Παππά, Γυναίκα, 30/5) Δούκα Μ.: Η πλωτή πόλη (Β. Κάσσος, ΔΙ, 95) Ζωγράφου Λ.: Η γυναίκα σου η αλήτισσα (ΠΜ, ΠΑ, 5/6) Παπαδούκας Π.: Εθνικόν απόρρητον (Π. Κυπριωτέλης, ΜΕ, 5/6) Ρίτσος Γ.: Με το σκούντημα του αγκώνα (Ε. Γαλάνη, ΚΑ, 7/6) Τσιφόρος Ν.: Διηγήματα (ΚΤ, ΕΘ, 6/6) Γκόλντινγκ Ο.: Μάρτιν ο Φαταούλας (ΜΠ-, ΝΕ, 9/6) Έσσε X.: Νάρκισσος και Γκόλντμουντ (ΣΤ, ΕΛ, 31/6) Καλίλα και Ντίμνα (ΒΠ, ΔΙ, 95)
Β Β
80/δελτιο
μικρές αγγελίες
Μαοιάντο Ζ. Μ.: Επιτάφιος για ένα μικρό νικητή (X. Μεγαλυνός, ΟΠ, 14) Μπαλξάκ Ο.: Μια κόρη της Εύας (ΣΤ, ΕΛ, 31/6) Μπασάνι Τ.: Ο κήπος των Φίτζι-Κοντίνι (ΒΠ, ΔΙ, 95) Ντοστογιέφσκι Φ.: Το υπόγειο (ΣΤ, ΕΛ, 31/6) Σδέδο I.: Το γέρασμα (X. Μεγαλυνός, ΟΠ, 14) Στρίντμπεργκ Α.: Μικρή κατήχηση για τις κατώτερες τάξεις (ΒΠ, ΔΙ, 95) Χάντκε Π.: Η αγωνία του τερματοφύλακα τη στιγμή του πέναλτι (Γ. Δ. Κεντρωτής, ΔΙ, 95) Μ ελέτες-Αλληλογραφία
«ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΘΕΩΡΗΜΑ». Ποιήματα. «Κι αν κάτι δεν πιάνετε / μην "ψαχουλεύετε / κριτικά τον ποπό. / Μάταιος κόπος. / Ξεσκουριάστε τους δέ κτες σας». Τάκης Μιχόπουλος, Ξυλόκαστρο. Διάθεση: Τ. Πι τσιλάς, Σοφοκλέους 4, Αθήνα.
ΠΟΥΛΩ ολοκαίνουριο εκτυπωτήρα (μεγεθυντήρα) Durst C35 για έγχρωμες καί ασπρό μαυρες φωτογραφίες σε τιμή ευκαιρίας. Ό ποιος ενδιαφέρεται ας τηλεφωνήσει στο 70.13.130.
Γραμματάς Θ.: Η έννοια της ελευθερίας στο έργο του Καζαντζάκη (Μ. Κάσου, ΔΙ, 95) Εφτά κείμενα για το Ν. Καβδαδία (Σ. Ροζάνης, Σημειώσεις, 23) Μαρωνίτης Δ. Ν.: Η ποίηση του Γ. Σεφέρη (ΕΑ, ΕΛ, 7/6) Ο Καδάφης του Σεφέρη (X. Μεγαλυνός, ΟΠ, 14) Τσακνιάς Σ.: Δακτυλικά αποτυπώματα (ΒΠ, ΔΙ, 95) Φράγκου-Κικίλια Ρ.: Η Κωστούλα Μητροποΰλου και fo αντιμυθιστόρημα (ΒΠ, ΔΙ, 95) Γράμματα του Αρθούρου Ρεμπώ (ΚΣ, ΝΕ, 9/6) Γράμματα του Φλωμπέρ από την Ελλάδα (ΚΣ, ΝΕ, 9/6) Πας Ο.: Η αναζήτηση της αρχής (Ε. Κακναδάτος, ΔΙ, 95) Ρολάν Μπαρτ (X. Μεγαλυνός, ΟΠ, 14)
Δοκίμια Κακουλίδης Γ.: Τα αρχαία σκατά (Ε. Παππά, Γυναίκα, 30/5) Λορεντζάτος Ζ.: Στου τιμονιού τ’ αυλάκι (Ε. Παππά, Γυναί, κα, 30/5) Camiis Α.: Η εξορία της Ελένης (ΒΠ, ΔΙ, 95) Μπαρτ Ρ.: Αποσπάσματα ερωτικού λόγου (X. Μεγαλυνός, ΟΠ, 14) Ιστορία
«ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΣΤΟ ΜΙΚΡΟ ΦΩΝΟ». Κάθε Σάββατο, 6.30 μ.μ., στο Πρώτο Πρόγραμμα. 14 και 25 Ιουλίου: Δύο εκπομ πές αφιερωμένες στο Δημήτρη Χατζή με αφορμή τα τρία χρό νια από το θάνατό του. Μι λούν: Αντρέας Φραγκιάς - Τά κης Αδάμος - Χριστόφορος Μηλιώνης - Φώτης Μεσθεναίος - Αλέξανδρος Κοτζιάς Φίλιππος Δρακονταειδής. Δια βάζουν: Γιώργος Αρμένης Αμαλία Γκιζά.
Γουργουρής Ε.: Το Γαλαξείδι στον καιρό των καραβιών (ΣΤ, ΕΛ, 31/5) Κόλλιας Α.: Αρβανίτες (ΒΠ, ΔΙ, 95) Σέρρες (ΚΤ, ΕΘ, 6/6) Σιμόπουλος Κ.: Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του ’21 (ΚΤ, ΕΘ, 30/5), (ΣΤ, ΕΛ, 31/5), (Π. Κυπριωτέλης, ΜΕ, 12/6) Weber F.: Ο επιτήδειος ουδέτερος (ΒΠ, ΔΙ, 95) Μπαρρακλώ Τ.: Ιστορία της ευρωπαϊκής ενότητας (ΚΣ, ΝΕ, 2/6) Βιογραφίες-Μ αρτυρίες Δραγούμης Φ.: Ημερολόγιο (Ε. Μπουζάλη, ΚΑ, 31/5) Ζαχαρόπουλος Α.: Αναμνήσεις ενός παλαίμαχου αγωνιστή (ΕΖ, ΡΙ, 10/6) Καρανικόλας Γ.: Σκιαγραφήσεις (ΝΜ, ΡΙ, 10/6) Νικολοπούλου Π.: Μια επονίτισσα θυμάται (ΕΖ, ΡΙ, 10/6) Γσάτσος Κ.: Ο άγνωστος Καραμανλής (Γ. Μαρίνος, ΟΤ, 31/6) Φιλίππου Φ.: Ιδανικοί αυτόχειρες (ΒΠ, ΔΙ, 95) ( )λιδιέ Λ.: Εξομολογήσεις ενός ηθοποιού (ΒΠ, ΔΙ, 95) Siansky Ρ. - William Α.: Ο άγνωστος Όργουελ (ΒΠ, ΔΙ, 95)
ΙΙεριοδικά (Κάθε λέξη στις «μικρές Αγγελίες» στοι χίζει ΙΟ μόνο δρχ.)
II εικαστική παιδεία (ΚΝ, ΚΑ, 31/5) Ι’κσιν (ΚΤ, ΕΘ, 30/5)
Γ ρ α φ τ ε ίτ ε σ υ ν δ ρ ο μ η τές Εσω τερικού Απλή »
(15 τευχών): 1.600 δρχ. Σπουδαστική* (15 τευχών): 1.500 δρχ. (25 τευχών): 2.500 δρχ. » (25 τευχών): 2.300 δρχ. Οργανισμών, Τραπεζών, Ιδρυμάτων (25 τευχών): 3.000 δρχ.
Εξω τερικού Απλή (15 τευχών): Απλή (25 τευχών): Σπουδαστική* (15 τευχών): Σπουδαστική* (25 τευχών): Σχολών Βιβλιοθηκών Ιδρυμάτων (25 τευχών):
* Οι σπουδαστές μέσης, ανώτερης και ανώ τατης εκπαίδευσης γράφονται συνδρομητές με την επίδειξη ή την αποστολή φωτοτυπίας της σπουδαστικής τους ταυτότητας ή της αστυνομικής (αν είναι μαθητές).
Δολ. ΗΠΑ
Κύπρος 22 34 20 31
Ευρώπη 25 39 23 36
Αμερική Ασία Αφρική 28 44 26 41
Αυστραλία 31 50 30 47
40
45
50,
56
Εμβάσματα στη διεύθυνση: Κατερίνα Γρυπονησιώτου περιοδικό «Διαβάζω» Ομήρου 34 Αθήνα 106 72
Συμπ ληρώ στε τη σειρά Τιμή μηνιαίων τευχών: 200 δρχ. (διπλών 250 δρχ.) Τιμή δεκαπενθήμερων τευχών: 120 δρχ. Τα παλιά τεύ χη του «Διαβάζω» μπορείτε ή να τα αγορά σετε από τα γρ αφ εία του περιοδικού ή, αν μ έ ν ετε στην επαρχία, να ζη τή σ ετε να σας τα σ τείλο υ με με αντικαταβολή.
Συμπληρώστε τή σειρά των άφιερωμάτων του
ΔΙΑΒΑΖΩ
Κωνσταντίνος Θεοτόκης (No 14) Β ιβλία για π α ιδ ιά (No 24) Γυναικείος λόγος (No 36) Γκέοργκ Λ ούκατς (No 41) Τα διδα κτικά βιβλία της μέσης εκπαίδευσης (No 47) Φραντς Κάφκα (No 50) Νέοι λογοτέχνες (No 50) Νίκος Κ αζαντζάκης (No 51) Μαρσέλ Προυστ (No 52) Ουίλλιαμ Φώκνερ (No 54) Αγγλική λογοτεχνία (No 56) Σοβιετική λογοτεχνία (No 57) Αντίσταση και λογοτεχνία (No 58) Α ατινοαμερικάνικη λογοτεχνία (No 59) Ονορέ ντε Μ παλζάκ (No 60) Δημήτρης Γληνός (No 61) Τζέημς Τζόυς (No 62) Κώστας Χ ατζηαργύρης (No 63) Η γενιά των μπήτνικ (No 64) Ο ι επίγονοι του Φ ρόυντ (No 65) Ζαν Ζενέ (No 66) Επιθεώρηση Τέχνης (No 67) Ά γ ιο ν Ό ρ ο ς (No 68) Νέοι λογοτέχνες (No 69) Γερμανόφωνο θέατρο (No 70)
Σημειωτική (No 71) Α ριστοφάνης (No 72) Ζ ακ Πρεβέρ (No 73) Μ ικρασιατικός ελληνισμός (No 74) Λ ογοτεχνία κα ι κινηματογράφος (No 75) Ιταλική λογοτεχνία (No 76) Μ αρκήσιος ντε Σαντ (No 77) Κ. Π. Καβάφης (No 78) X. Λ. Μ πόρχες (No 79) Μ ίλαν Κούντερα (No 80) Μ αργκερίτ Γιουρσενάρ (No 81) Α δαμάντιος Κοραής (No 82) Καρλ Μ αρξ (No 83) Σύγχρονα ολλανδικά γράμματα (No 84) Μ πορίς Β ίαν (No 85) Αστυνομική λογοτεχνία (No 86) Νέοι λογοτέχνες (No 87) Κώστας Βάρναλης (No 88) Νεοελληνικό θέατρο (No 89) Τόμας Μαν (No 90) Φ ρειδερίκος Νίτσε (No 91) Κωνσταντίνος Θεοτόκης (No 92) Ρολάν Μ παρτ (No 93) Π α ιδικό βιβλίο (No 94) Ν απολέων Α απαθιώ της (No 95) Εμαννουήλ Ροϊδης (No 96)
Ομήρου 34 106 72 - Αθήνα τηλ. 36.40.488 - 36.40.487 - 36.26.910