Μια καινούρια αίσθηση γραφής Ένα μυθιστόρημα που θα προκαλέσει ποικίλα σχόλια και συζητήσεις ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΣΕ ΛΙΓΟ
ΠΟΠΗΣ ΓΕΡΩΝΥΜΑΚΗ
«ΜΩΡΟ ΜΟΥ» Δίαιτα, νέοι έρωτες, λουτρά εκ περιτροπής, ο Ρόμπερτ Ταίηλορ μαζί με τη Φλώρα Κάμελ, διαβολικές περιπτώσεις, ιππασία, μοιραία ανέκδοτα, διάφορα κεφάλαια και πρόσωπα, καθώς και χέρια ωραία, διαπνεόμενα ελαφρά από κάποιο ισπανικό πάθος.
Α.Α. ΛΙΒΑΝΗ & ΣΙΑ Ε.Ε. ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ
«ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ» Σόλωνος 94, Τηλ. 3600.398 - 3610.589
Συμπληρώστε τή σειρά των άφιερωμάτω\ Κωνσταντίνος Θεοτόκης (No 14)
Λατινοαμερικανική λογοτεχνία (No 59)
Βιβλία γιά παιδιά (No 24)
Όνορέ ντε Μπαλζάκ (No 60)
Γυναικεΐος Λόγος (No 36)
Δημήτρης Γληνός (No 61)
Γκέοργκ Λούκατς (No 41)
Τζέημς Τζόυς (No 62)
Φράντς Κάφκα (No 50)
Κώστας Χατζηαργύρης (No 63)
Νίκος Καζαντζάκης (No 51)
Ή γενιά τών μπήτνικ (No 64)
Μαρσέλ Προΰστ (Nq 52)
Οί έπΐγονοι τοϋ Φρόυντ (No 65)
Ούίλλιαμ Φώκνερ (No 54)
Ζάν Ζενέ (No 66)
’Αγγλική λογοτεχνία (No 56)
’Επιθεώρηση Τέχνης (No 67)
Σοβιετική λογοτεχνία (No 57)
"Αγιον "Ορος (No 68)
’Αντίσταση καί λογοτεχνία (No 58)
Νέοι λογοτέχνες (No 69) Γερμανόφωνο θέατρο (No 70)
Μην ξεχνάτε τις συνεντεύξεις μέ τούς: Μένη Κουμανταρέα (No 1)
Τάκη Σινόπουλο (No 46)
Γιώργο Ίωάννου (No 9)
Νίκο Καροΰζο (No 48)
Διονύση Σαββόπουλο (No 10)
Λογοτέχνες τής νεότερης γενιάς (No 50)
Γαβριήλ Πεντζίκη (No 11)
Κ. Θ. Δημαρά (No 53)
’Ιάκωβο Καμπανέλλη (No 12)
Διδώ Σωτηρίου (No 58)
Νίκο Σβορώνο (No 18)
Κυριάκο Σιμόπουλο (No 59)
Μέντη Μποσταντζόγλου (No 19)
Κώστα Ζουράρη (No 60)
Νίκο Πουλαντζά (No 27)
Σπύρο Άσδραχά (No 61)
’Αλέξανδρο Κοτξιά (No 28)
’Εμμανουήλ Κριαρά (No 62)
Στρατή Τσίρκα (No 29)
’Αλ. Φιλιππόπουλο (No 63)
Ζωή Καρέλλη (No 30)
Καίη Τσιτσέλη (No 64)
"ΑλκηΖέη (No 33)
Πέτρος Άμπατζόγλου (No 67)
Γιάννη Τσαρούχη (No 42)
Γιάννης Δουατζής (No 68)
οΔΙΑΒΑΖΩ Μέχρι τέλος Δεκέμβρη του 1983 ετοιμάζονται τά αφιερώματα ’Αριστοφάνης ’Ιταλική λογοτεχνία Λογοτεχνία καί κινηματογράφος Μικρασιατική καταστροφή Μαρκήσιος ντε Σάντ Κωνσταντίνος Καβάφης Μίλαν Κούντερα Κοραής Χόρχε Λουίς Μπόρχες Κάρλ Μάρξ Ζά>ί Πρεβέρ Νεοελληνικό θέατρο ’Αστυνομικό μυθιστόρημα
Άνατρέξτε στά άρθρα τού
ΔΙΑΒΑΖΩ
Οί έγκυκλοπαίδείες καί τά κριτήριά τους (No 9) Ό Παπαδιαμάντης σήμερα (No 9) Ερωτήματα γιά τήν επαρχιακή λογοτεχνία (No 10) ’Ιούλιος Βέρν: Ταξίδι με τό όνειρο (No 12) Πώς φθάσαμε στό βιβλίο (No 13) 1941-1944: Ή Εθνική ’Αντίσταση μέσα άπό βιβλία (No 14) Ό Γκόρκι καί τό βιβλίο (No 15) Περί κόμικς καί άλλων δεινών (No 15) Ή πεζογραφία άπό τό 1880 ως τό 1940 (No 16) Ή πεζογραφία άπό τό 1940 ως τίς μέρες μας (No 17) 'Η ΕΣΣΔ μέσα άπό τά κείμενα τών ιστορικών της (No 17) 'Ελληνική κινηματογραφική βιβλιογραφία (No 19) Γνωριμία μέ τόν Μισέλ ντέ Μονταίνι (No 20) Φανταστικό καί έπιστημονική φαντασία (No 20) Οί εκδόσεις τοϋ Μάρξ (No 21) Συγκριτική τής μοντέρνας έλληνικής ποίησης (No 22) Εισαγωγή στή μεσοπολεμική πεζογραφία (No 25) Ξαναδιαβάζοντας τόν Θερβάντες (No 26) Τό βιβλίο καί τά πολιτικά κόμματα (No 32) Χίλιες καί μία νύχτες (No 33) Όλιβερ Τουίστ (No 34) Τό θέατρο τοϋ παράλογου στήν Ελλάδα (No 37) Ό Ντοστογιέφσκι καί τό «Έγκλημα καί τιμωρία» (No 38) Ξαναδιαβάζοντας τή «Μαντάμ Μποβαρύ» (No 42) Ξαναδιαβάζοντας τόν Άγγελο Σικελιανό (No 46) Τό θέατρο τοϋ Γιάννη Καιιπύση (No 531
Γραφτείτε συνδρομητές Εσωτερικού Απλή (15 τευχών): 1.350 δρχ. » (25 τευχών): 2.100 δρχ.
Σπουδαστική* (15 τευχών): 1.250 δρχ. » (25 τευχών): 1.900 δρχ.
’Οργανισμών, Τραπεζών, Ιδρυμάτων (25 τευχών): 2.500 δρχ. Α μ ερ ικ ή
Ασία
Εξωτερικού Απλή (15 τευχών): » (25 τευχών): Σπουδαστική* (15 τευχών): » (25 τευχών): Σχολών Βιβλιοθηκών Ιδρυμάτων (25 τευχών): ‘ΟΙ σπουδαστές μέσης, άνώτερης καί άνώτατης έκπαίδευσης γράφονται συνδρομητές μέ τήν έπίδειξη ή τήν άποστολή φωτοτυπίας τής σπουδαστικής τους ταυτότητας ή τής άστυνομικής (άν είναι μαθητές).
Δολ. ηπα Δολ. ηπα
Κύπρος 22 34 20 31
Εύρώπη 25 39 23 36
’Αφρική 28 44 26 41
Αύστραλία 31 50 30 47
40
45
50
56
’Εμβάσματα στή διεύθυνση: Κατερίνα Γρυπονησιώτου περιοδικό «Διαβάζω» 'Ομήρου 34 Αθήνα (135)
Συμπληρώστε τή σειρά Τιμή μηνιαίων τευχών: 150 δρχ. (διπλών 230 δρχ.) Τιμή δεκαπενθήμερων τευχών: 100 δρχ. (διπλών 130 δρχ.) Τά παλιά τεύχη τού «Διαβάζω» μπορείτε ή νά τά άγοράσετε άπό τά γραφεία τού περιοδικού ή, άν μ ένετε στήν έπαρχία, νά ζητήσετε νά σάς τά σ τείλουμε μέ άντικαταβολή.
Κυκλοφορουν οί τόμοι 1-10: 1.100* δρχ. ’Αξία βιβλιοδεσίας 250 δρχ. * Σέ σπουδαστές έκπτωση 15%
Ζητήστε τούς τόμους του «Διαβάζω» άπό τά γραφεία του περιοδικού ή, άν μένετε στήν έπαρχία, ζητήστε νά σάς τούς στείλουμε μέ άντικαταβολή. Μπορείτε άκόμα νά άνταλλάξετε τά τεύχη πού έχετε μέ δεμένους τόμους, πληρώνοντας μόνο τή βιβλιοδεσία (250 δρχ. γιά κάθε τόμο).
ΔΙΑΒΑΖΩ
ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
'Ομήρου 34, 'Αθήνα - 135 Σύνταξη: 36.40.487 Λογιστήριο: 36.40.488 Διαφημίσεις: 36.26.910
Τεύχος 71 15 Ιουνίου 1983
ΠΕΡΙΕΧΟΜ ΕΝΑ
Τιμή: Δρχ. 100 1Εξώφυλλο Γιώργου Γαλάντη
Ιδρυτής: Περικλής Άθανασόπουλος ’Αρχισυντάκτης: Νίκος Στεφανάκης Σύνταξη: Γιώργος Γαλάντης, Σοφία Γεμενάκη, Βασίλης Καλαμαράς, 'Ηρακλής Παπαλέξης Γραμματεία Σύνταξης: Γιώργος Σαρηγιάννης Οικονομικός υπεύθυνος: Βάσω Σπάθή Διαφημίσεις: Ηρακλής Παπαλέξης Διορθώσεις: Πέτρος Στεφανάκης Σελιδοποίηση: Νένη Ράις Στοιχειοθεσία: Φωτοκύτταρο ΕΠΕ, 'Υμηττού 219, Παγκράτι, τηλ. 75.16.333 Διαφάνειες: Δ. Π. Άγγελής, Πειραιώς 1, τηλ. 32.44.325 Εκτύπωση: Βαλασάκης- ΆγγελήςΟ.Ε., Ταύρου 21, τηλ. 34.66.927 Βιβλιοδεσία: Νικ. Κατριδάνος & Σία Ο.Ε., Στ. Γόνατά 48, τηλ. 57.49.951 Διανομή: Νέο Πρακτορείο Τύπου Κεντρική διάθεση: «Διαβάζω» 'Ομήρου 34 Τηλ. 36.40.488 Πειραιάς: Βιβλιοπωλείο «Κιβωτός» Δραγάτση 1
ΧΡΟΝΙΚΑ ΠΡΟΛΕΓΘΜΕΝΑ ΔΙΑΛΟΓΟΙ: Γράφουν οϊ Ν. Σαραντάκος, Μανώλης Μπουζάκης, Νίκος Σιαπκίδης καί Τάσος Βουρνάς Η ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
6 8 10
ΑΦΙΕΡΩΜΑ Εισαγωγή Κάριν Μπόκλουντ-Λαγοπούλου: Τί είναι ή σημειωτική; Κωστής Παπαγιώργης: Σημειωτική καί φιλοσοφία Μ. Σετάτος: Σημειωτική καί γλωσσολογία 'Ερατοσθένης Καψωμένος: Σημειωτική καί λογοτεχνία Γιώργος Βέλτσος: Σημειωτική καί κοινωνιολογία Πέτρος Μαρτινίδης: Σημειωτική τής αρχιτεκτονικής Α .-Φ . Λαγόπουλος: Σημειωτική τοϋ οικισμού Χάρης Καμπουρίδης: Σημειωτική τής ζωγραφικής Τάκης Άντω νόπουλος: Σημειωτική καί κινηματογράφος
12 15 24 26 30 36 39 43 47 51
ΟΔΗΓΟΣ ΒΙΒΛΙΩΝ ΕΠΙΛΟΓΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ: Γράφει ό Μ. Μαρκίδης ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ: Γράφει ή Νίκη Λοϊζίδη ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ: Γράφει ό Γ. Μαρκόπουλος ΜΕΛΕΤΕΣ: Γράφει ό Τ. Μενδράκος
55 59 61 62
ΠΛΑΙΣΙΟ: Γράφει ό Β. Παγκουρέλης
57
ΠΛΑΙΣΙΟ ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ: Γράφει ή Έ . Παμπούκη
61
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
Θεσσαλονίκη: Βιβλιοπωλείο Μ. Κοτζιά καί Σία Τσιμισκή 78 Τηλ. 279.720, 268.940
Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ: Αυτό πού μέ ένδιαφέρει καί μέ κατέχει είναι ή γραφή (συνομιλία μέ τή Ν. Χατζιδάκι)
Πρακτορείο βιβλίου Χρ. Άνδρέου καί Σία Ρηγαίνης 64 Λευκωσία
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ
73
ΚΡΙΤΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
78
'Υπεύθυνος τυπογραφείου: Κ. Λεμπέση, Υμηττού 219, Παγκράτι
64
ΔΕΛΤΙΟ
Εύχαριστίες ΕΚΦΡΑΖΟΥΜΕ τις εύχαριστίες μας στή φίλη καί συνεργάτιδα Κ.Ρ. πού άντί γιά στεφάνι στήν κηδεία τοϋ Περι κλή Άθανασόπουλου πρόσφερε 5.000 δρχ., συμβολική χειρονομία, γιά οικο νομική ενίσχυση τοϋ περιοδικού.
Μεπιστροφή τοϋ ιππότη ΕΝΑΣ μυθικός ήρωας έπιστρέφει μιά έποχή πού κοντεύουμε νά ξεχάσουμε πρόσωπα πού διαδραμάτισαν σημαν τικό ρόλο στήν πρόσφατη Ιστορία μας. Κι έδώ είναι ή δύναμη τής λογο τεχνίας. Έ να δημιούργημα τής φαν τασίας τού συγγραφέα νά ύπάρχει, ν’ άπασχολεϊ καί νά προβληματίζει άρκετές γενιές μετά τήν παρουσίασή του. Μιλάμε γιά τό «Δόν Κιχώτη», πού έχει πάρει μιά άπό τίς σημαντικότε ρες θέσεις στό πάνθεο των ήρώων τής λογοτεχνίας. 'Αφορμή γι' αύτό μας τό, προλεγό-
προ . λεγο μένα ται 7 θεατρικές καί κινηματογραφικές παραγωγές). Ό όνειροπόλος Κιχώτης μπορεί νά μή νίκησε τούς άνεμόμυλους, νίκησε όμως τό χρόνο. Τήν έποχή τοϋ τεχνοκρατικοϋ πολιτισμού, τής άπόλυτης έξειδίκευσης, τών πυρηνικών όπλων καί τής μόλυνσης, καταφεύγουμε στόν άεικίνητο καί πάνω στ' άλογό του ιππότη, γιά νά μάς παρασύρει μα ζί του στό παιχνίδι τοϋ όνείρου καί στήν άναζήτηση τής έλευθερίας. Χρειάζονται κάτι τέτοιοι.
Συνέδριο ζητά συνέδρους
μενο, οί άλλεπάλληλες έκδόσεις τοϋ έργου τοϋ Θερβάντες στήν 'Αμερική, στήν 'Αγγλία, στήν 'Ιταλία καί στήν 'Ελλάδα, άλλά καί έκδομένες μελέ τες, διαλέξεις, παραστάσεις, κινημα τογραφικές ταινίες (μόνο στήν κεν τρική Εύρώπη παίζονται ή έτοιμάζον-
ΜΕ τό πολύ ένδιαφέρον θέμα τής αύταρχικής έκπαίδευσης πραγματοποι είται τό δεύτερο 15ήμερο τοϋ Σε πτέμβρη συνέδριο πού όργανώνει ή τρίμηνη έπιθεώρηση έκπαιδευτικών θεμάτων «Σύγχρονη ’Εκπαίδευση». Ή άπόφαση γιά τό συγκεκριμένο συνέδριο πάρθηκε μετά άπό συζητή σεις πού έγιναν άνάμεσα σέ έκπαιδευτικούς καί μαθητές. 'Από τίς δια πιστώσεις φαίνεται ότι ό αύταρχισμός, οί ποινές, ή έπιθετικότητα, ή άμφισβήτηση τών νέων, μαζί μέ τά σχολικά βιβλία, τά σχολικά κτίρια, τίς διδακτικές μεθόδους καί τά άναλυτιΚά προγράμματα χρειάζονται ιδιαίτε ρη προσοχή, μελέτη καί εύαισθησία.
Γι’ αύτό τό λόγο οί διοργανωτές τοϋ συνεδρίου καλούν όποιους ένδιαφέρονται γι' αύτό τό θέμα νά προσθέ σουν τό δικό τους προβληματισμό καί τήν προσωπική τους έμπειρία, γιά τήν ύλοποίηση τών σκοπών τοϋ συνε δρίου· δηλαδή είδικούς έπιστήμονες, έκπαιδευτικούς, μαθητές άλλά καί γοΤά κείμενα όσων ένδιαφέρονται νά συμμετάσχουν στό συνέδριο πρέπει νά σταλούν στή διεύθυνση: «Σύγχρονη Εκπαίδευση» (γιά τό συνέδριο) Ταχ. θυρ. 107, Νέα Σμύρνη, 'Αθήνα. Καί γιά πρόσθετες πληροφορίες στά τηλέφωνα 88.23.762 καί 82.24.635. Τί λέτε, μπορείτε νά προσθέσετε καί σείς κάτι σ' αύτό τό συνέδριο;
Αξιέπαινη προσφορά ΟΙ έκδόσεις καί τό βιβλιοπωλείο Παπαδήμα έδώ καί πολλά χρόνια παρα μένουν πιστοί στούς στόχους πού εί χαν έξαρχής θέσει. 'Υπηρετούν μέ συνέπεια καί συνέχεια ένα ειδικό χώ ρο καλύπτοντάς τον μέ χρήσιμες έκδόσεις γιά τόν έκπαιδευτικό κόσμο. Στά πλαίσια αύτής τής πολύχρονης προσπάθειας τό βιβλιογραφικό δελτίο τών έκδόσεων Παπαδήμα προσφέρει πολύτιμες ύπηρεσίες κυρίως στούς έλληνες έκπαιδευτικούς. "Ηδη έχουν περάσει 12 χρόνια άνελλιποϋς έκδο σης αύτοΰ τοϋ είδικοΰ δελτίου, έτσι ώστε καλύπτεται όλη ή σχετική βι βλιογραφία. Πολύτιμο λοιπόν βοήθη μα γιά είδικούς καί μή. Πρέπει όμως παράλληλα νά τονί σουμε ότι παρ’ όλες τίς ύπέρογκες δαπάνες σύνταξης, έκτύπωσης καί άποστολής τό δελτίο προσφέρεται καί άποστέλλεται δωρεάν σέ όλα τά γυμνάσια καί λύκεια τής χώρας μας, τής Κύπρου, στά έλληνικά σχολεία τοϋ έξωτερικοϋ καί σέ όποιον έκπαιδευτικό ή βιβλιόφιλο τό ζητήσει. Καί μιά μικρή παρατήρηση. Στό βι βλιογραφικό δελτίο, ένώ άναφέρεται ή τιμή, δέν ύπάρχει καμιά ένδειξη γιά τόν άριθμό τών σελίδων κάθε βιβλίου.
χρονικα/7
Guards,
τους, νά στέλνουν στά γραφεία μας έγκαιρα τίς καινούριες τους έκδό-
sputa
”Ας θυμηθούν δτι πριν άπό έφτά χρόνια δέν ύπήρχε κανένας ούσιαστικός χώρος προβολής τής δουλειάς
e passa
ΣΤΑ πρώτα του βήματα τό «Διαβάζω» άντιμετώπισε πολλές δυσκολίες καί προβλήματα. ’Επιθέσεις πού άκόμη καί σήμερα μετά τήν έφτάχρονη πο ρεία καί καθιέρωσή του δέν έχουν πάψει νά έξαπολύονται. ’Επιφυλάξεις γιά τό αν θά μπορούσαμε νά συνεχίσουμε ένα τόσο φιλόδοξο έργο. Σχό λια κάθε είδους. Κυρίως δμως άντιμετώπισε προβλήματα στις σχέσεις του μέ μερικούς άπό τούς έκδοτες. Σκοπός μας άπό τήν άρχή τής έκδο σης ύπήρξε ή προώθηση τού καλού βιβλίου. Γεγονός πού δχι μόνο ένδιέφερε, άλλά καί ώφελοϋσε τούς έκδότες. Μ’ αύτό τό δεδομένο έλπίζαμε καί ύπολογίζαμε στή βοήθειά τους. Άνάμεσά τους υπήρχαν φίλοι πού στάθηκαν στό πλευρό μας χωρίς νά ζητήσουν όποιαδήποτε άνταλλάγματα. 'Αλλά ύπήρχαν καί πολλοί πού άδιαφόρησαν ή μας άντιμετώπισαν άρνητικά. 'Αφορμή, «ύποπτευόμαστε», γιά τήν άρνητική στάση μερικών ήταν ή κριτική βιβλίων στήν «έπιλογή», άπ’ τή μιά, καί ή «άγορά τού βιβλίου», άπό τήν άλλη. Ή σύνταξη τού περιο δικού έπιμένει νά έχει τό δικαίωμα τής έπιλογής τών βιβλίων πού θά κριθοΰν. Οί έκδότες θά 'πρεπε νά στέλ νουν ένα τουλάχιστον άντίτυπο'τών βιβλίων πού έκδίδουν δίνοντας στή σύνταξη τή δυνατότητα νά έχει κάθε 15νθήμερο μιά πανοραμική εικόνα τής έκδοτικής δραστηριότητας. Ά ντ’ αύτοϋ, δχι μόνο πολλά άπό τά νέα βιβλία δέ φτάνουν στά γραφεία μας, άλλά καί δταν έπιλεγούν γιά πα ρουσίαση καί τά ζητήσουμε άπό τούς έκδότες, πολλοί Ισχυρίζονται δτι τά έχουν ήδη στείλει καί κάποιοι άλλοι -2 συγκεκριμένα τελευταία κρούσμα τα - άρνοϋνται νά τά δώσουν άδιαφορώντας, όπως δηλώνουν, καί άποπέμποντας τόν άρμόδιο τού περιοδικού μέ Ιταμό τρόπο. Μιά μάλιστα «έκδότρια» χαρακτηρίζει μέ χυδαιότητα πολλά στελέχη τής έκδοτικής όμάδας. ΟΙ συκοφαντίες σάν μέσο έκφοβισμοΰ καί πίεσης έχει άποδειχθεϊ άτι δέν άποδίδουν. ’Αντίθετα, χαρακτηρί ζουν πρόσωπα μέ νοημοσύνη κάτω τού άνεκτοϋ καί κυρίως διαβλητά. Γι’ αύτές τις περιπτώσεις, χωρίς έξαίρεση, έφαρμόζουμε τό «guarda, sputa e ’Απευθυνόμαστε λοιπόν σέ δλους τούς έκδότες, πού κρίνουν δτι ό χώ ρος τού βιβλίου χρειάζεται ένίσχυση καί πιστεύουν δτι τό περιοδικό ύπηρετεΐ άνιδιοτελώς τά συμφέροντά
ένας άπό τούς στόχους της είναι ή προώθηση καί προστασία τού βιβλίου, έπρεπε ήδη νά έχουν Ικανοποιηθεί ή τουλάχιστον νά συζητοΰνται οί λύσεις Ποιές είναι οί άπαντήσεις τών άρμόδιων
Δίκαια αιτήματα ΕΧΕΙ παράπονα ή Πανελλήνια 'Ομο σπονδία ’Εκδοτών - Βιβλιοχαρτοπω λών. Στήν έτήσια γενική συνέλευσή της (24-4-83), άφοϋ έκλέχτηκε τό νέο διοικητικό συμβούλιο, συζήτησε τά προβλήματα,, τού κλάδου καί διαπί στωσε πώς πολλά άπό τά αίτήματά της, παρά τίς κυβερνητικές διακηρύ ξεις, παραμένουν άλυτα. Ζητά λοιπόν άπό τούς άρμόδιους φορείς τήν άμε ση λύση τών σημαντικότερων άπ' αύΜερικά άπό τά πιό έπείγοντα αίτήματα τής ΠΟΕΒ είναι: 1) Νά γίνεται άπό τούς βιβλιοπώλες ή διακίνηση δλων τών σχολικών καί πανεπιστημιακών βιβλίων. 2) Νά παραχωρηθεΐ στήν ΠΟΕΒ άκίνητο γιά νά γίνει τό «σπίτι τού βι βλίου». 3) Νά συμμετέχουν οί έκλεγμένοι έκπρόσωποι τού κλάδου στίς άποφάσεις πού έχουν σχέση μέ τό βιβλίο. Παράλληλα νά διορίζονται άντιπρόσωποι τού κλάδου σέ όργανισμούς καί κρατικές έπιτροπές πού άσχολούνται μέ τό βιβλίο. 4) Νά θεσμοθετηθούν οί έκθέσεις βιβλίου έσωτερικοϋ μέ τή δυνατότητα νά μεταφέρονται στήν έπαρχία, άκό μη δέ νά χρηματοδοτούνται οί συμμε τοχές στίς έκθέσεις έξωτερικοϋ. 5) Νά άφαιροϋνται άπό τό φορολο γητέο είσόδημα οί δαπάνες τών πολι τών γιά βιβλία. 6) Νά κατοχυρωθεί νομοθετικά ό διεθνής άριθμός τυποποίησης βι βλίων ISBN. 7) Νά δημιουργηθοΰν έκπομπές άπό τά μέσα μαζικής ένημέρωσης μέ σκοπό νά προβάλλεται τό βιβλίο. 8) Νά παραχωρηθεΐ άδασμολόγητο χαρτί σέ δλες τίς έκδόσεις, λαμβανομένων ύπόψη τών περιορισμών τής UNESCO (ρατσιστικά, φασιστικά, πορνό). 9) Νά ύπάρχει Ιδιαίτερη μεταχείρι ση τού βιβλίου άπό τά ΕΛΤΑ. 10) Νά είσαχθεΐ στήν έκπαίδευση μάθημα βιβλιογνωριμίας, βιβλιομελέτης, βιβλιοκριτικής. 11) Νά έπιχορηγηθοΰν πολιτιστικοί σύλλογοι καί δήμοι γιά τή δημιουργία βιβλιοθηκών. Αύτά καί άλλα πολλά αιτήματα τής ΠΟΕΒ δέν θά έπρεπε αύτή τή στιγμή νά διεκδικοϋνται. Λογικά, έτσι δπως ή κυβέρνηση μέσω τών κυβερνητικών φορέων δηλώνει έπανειλημμένα δτι
’Αριστοφάνης «ΟΤΙ ό ’Αριστοφάνης είναι μεγάλος ποιητής όλοι είναι πρόθυμοι νά τό άναγνωρίσουν. Πόσοι δμως άπό τούς πολλούς πού τό λένε τόν ξέρουν πραγματικά; Πόσοι τόν διάβασαν, τί άπ’ αύτόν διάβασαν καί κυρίως πώς τόν διάβασαν; Καί ποιά εικόνα σχημά τισαν γιά τήν προσωπικότητά του καί γιά τό έργο του;» Τό «Διαβάζω», στή γενικότερη προσπάθειά του γιά σωστή ένημέρωση τού κοινού, τώρα τό καλοκαίρι πού οί ποικίλες παραστάσεις στά άρχαία θέατρα θά ξαναφέρουν τόν 'Αριστο φάνη κοντά μας, προγραμμάτισε τό έπόμενο αφιέρωμά του γιά τό μεγάλο μας κωμικό. Πλευρές άπό τό έργο του καί πλού σια βιβλιογραφία θά δώσουν στούς αναγνώστες μας γνωστοί φιλόλογοι καί άνθρωποι τού θεάτρου. Ό Γιώρ γος Κατσής θά κάνει μιά γενική είσαγωγή στή ζωή καί τό έργο τού 'Αρι στοφάνη. Ό Κώστας Γεωργουσόπουλος θά συνδέσει τόν ’Αριστοφάνη μέ τό νεοελληνικό θέατρο καί τίς κατά καιρούς παρουσιάσεις έργων του. Οί Γεώργιος Ν. Οικονόμου καί Γεώργιος Κ. Άγγελινάρας θά προσφέρουν «βι βλιογραφία τών νεοελληνικών μετα φράσεων τού ’Αριστοφάνη», ένώ ό 'Ιωάννης Ε. Στεφάνής τά «δημοσιεύ ματα έλλήνων μελετητών γιά τόν ’Αριστοφάνη» στήν Ελλάδα καί τό έξωτερικό. Ό καθηγητής Φάνης Κακρίδης μ’ ένα δροσερό κείμενο θά παρουσιάσει τή «Λυσιστράτη super star» καί ό Ήλίας Σ. Σπυρόπουλος θά τολμήσει νά θέσει τό έρώτημα: «βωμολόχος ή σεμνολόγος ό ’Αριστοφάνης;» Τό άφιέρωμα θά διανθιστεί μέ πλούσιο είκονογραφικό καί φωτογρα φικό ύλικό.
8/χρονικα Ο
δ ιά λ ο γ ο ι
'Όλα τά γράμματα, πού άπευθύνονται άποκλειστικά ατό «Διαβάζω» καί πού παρουσιάζουν κάποιο γενικότερο Εν διαφέρον, δημοσιεύονται είτε όλόκληρα (έφόσον είναι σύντομα) είτε άποσπασματικά (έάν είναι Εκτενή). Γιά τό λόγο αύτό, παρακαλοΰνται οΐ ά\/άγνωστες πού μάς γρά-
Δέν άρκοΰν οί δυνατότητες Φίλοι τοϋ «Διαβάζω», Ή νέα μορφή τοϋ περιοδικού ύπόσχεται όντως πολλά καί καλά· δυνα τότητες ύπάρχουν, δέν άρκοΰν όμως άπό μόνες τους. Άναφέρομαι στό τεύχος 59. Πιστεύω πώς ήταν μάλλον προχειροφτιαγμένο καί άφήνω στήν άκρη όρισμένα λάθη καί παραλείψεις στις «κί τρινες σελίδες» (π.χ.: ό «έξελληνισμός» τού Ρουμάνου Ζαχαρία Στάνκου, σελ. 4 τοϋ Βιβλιογραφικού Δελ τίου) ή τήν κακή σελιδοποίηση. "Ερχομαι στό άφιέρωμα στή λατινοαμέρικάνικη λογοτεχνία. "Αν έξαιρέσουμε τό κείμενο τοϋ Φ. Δρακονταειδή, τά Οπόλοιπα ήσαν μεταφρα σμένα, καί άπουσίαζε ένα κείμενοόδηγός πού νά οριοθετεί τή μελέτη· αυτό, έστω, είναι μία προσωπική έκτίμηση. Αύτό πού δέν είναι προσωπική έκτίμηση, είναι οί παραλείψεις στή βιβλιο γραφία λατινοαμερικάνικης λογοτε χνίας (σελ. 65). Μέ κανένα τρόπο δέν περιλαμβάνονται έκεϊ άλα τά βιβλία πού κυκλοφόρησαν ώς τίς 15.11.82, όπως τονίζεται στόν πρόλογο. Πιό συγκεκριμένα: Έφόσον στήν εισαγωγή τού άφιερώματος ή βραζιλιάνικη λογοτεχνία δέν θεωρείται κομμάτι τής λατινοαμερικάνικης (σάν μή ίσπανόφωνη), τίτλοι τών βιβλίων τού X. Άμάντο θά 'πρεπε νά λείπουν. Ίσως θά έπρεπε νά καταταγοϋν οί συγγραφείς κατά χώρα. Όπω ς καί νά ’ναι, λείπουν τά πιό κάτω βιβλία:
Κουβανοί ποιητές»,
Ά ντώνης Στέμνης, Αθήνα, 1982. 2. Πάμπλο Νερούδα, «'Εκλογή άπό τό έργο του», μετ. Ρ. Καππάτος, έκδ. Α. Καραβίας, 1966. 3. Πάμπλο Νερούδα, «Είκοσι ποιή ματα άγάπης κι ένα τραγούδι άπελπισμένο», μετ. Δανάης Στρατηγοπούλου, έκδ. Νέοι Άνθρωποι, 1973. 4. Πάμπλο Νερούδα; «Έστραβαγάριο», μετ. Δανάης Στρατηγοπούλου, έκδ. Νέοι Άνθρωποι, 1973. Επίσης λείπουν καί άλλα, όπως τό δίτομο τού Γκαλεάνο «Οί άνοιχτές φλέβες τής Λατινικής Αμερικής» ή τό « Αφήστε με νά μιλήσω» τής Ντομιτίλα Μπάριος, πού δέν είναι άκραιφνώς λογοτεχνικά. Καί άν όλες αύτές οί έλλείψεις προέκυψαν μετά άπό ένα έπιπόλαιο ψάξιμο στήν (όχι μεγάλη) βιβλιοθήκη μου, αύτό σημαίνει πώς μάλλον σί γουρα θά ύπάρχουν κι άλλες. Μ’ αύτό δέν θέλω νά μηδενίσω τήν άξια τού άφιερώματός σας· πιστεύω όμως πώς άν έξαφνα ή λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία έγινε έπίκαιρη καί τό κοινό διψά γιά νά τή γνωρίσει, τήν άνάγκη αύτή δέν πρέπει νά τήν καλύ πτουμε ούτε μέ μεταφράσεις «τής άρπαχτής», ούτε όμως μέ άφιερώματα βιαστικά κι όχι έντελώς άξιόπιστα. Νίκος Σαραντάκος Ήβης 101 Π. Φάληρο
Πνευματικά δικαιώματα καί ’Ασφάλεια
Κύριε διευθυντά, Μέ τήν εύκαιρία τής πρόσφατης δραστηριοποίησης όλων αύτών τών λαθρόβιων έπαγγελματιών τού κλεψίτυπου βιβλίου, άλλά καί μιάς πολύ πρόσφατης προσωπικής μου περιπέ τειας, θά ήθελα νά σάς παρακαλέσω νά καταχωρήσετε στό έγκριτο περιο δικό σας μερικές σκέψεις μου γιά τά θέματα αύτά. 1. Είναι γνωστό ότι κανένας σω στός έπαγγελματίας έκδότης δέν έχει ποτέ άναμειχθεϊ ή καταδικασθεΐ γιά ύπόθεση κλεψιτυπίας. Αύτά είναι δουλειές έπαγγελματιών άεριτζήδων, πού δυστυχώς διευκολύνει σοβαρά μετ. στή δουλειά τους ό πολύ άνεπαρκής
α. Πεζογραφία 1. Έρνέστο Σάμπατο «Τό τούνελ», έκδ. 'Αστέρι, 1982. 2. 'Αλφρέντο Βαρέλα, «Τό θολό πο τάμι», έκδ. Σύγχρονη 'Εποχή, 1981. 3. Γκόμεζ "Αρκος, «Τό σαρκοβόρο άρνί», έκδ. Όδυσσέας, 1981. 4. Μ. Α. 'Αστούριας, «Ό κ. Πρόε δρος», έκδ. Κοπανάς, 1968. 5. Μάριο Μπενεντέτι, «Ανακωχή», έκδ. Όδυσσέας, 1982 (;). 6. Χόρχε Άμάντο, «Πέντρο Μπάλλα», 1955. β. Ποίηση 1. «26
φουν νά είναι όσο πιό σύντομοι μπορούν καί νά σημειώ νουν τό πλήρες ύνοματεπώνυμο καί τήν άκριβή διεύθυνσή τους. Πάντως, γιά νά δημοσιευθεϊ ένα γράμμα, πρέπει νά 'χει φτάσει στά γραφεία τού περιοδικού τουλάχιστον τρεις Εβδομάδες πριν άπό τήν ήμέρα κυκλοφορίας τοϋ τεύχους. νόμος περί προστασίας τών πνευματι κών δικαιωμάτων πού ισχύει στή χώρα μας. ’Ενώ λοιπόν ξέρουμε τί είδους κυκλώματα έχουν σχέση μέ αύτές τίς ύποθέσεις, τόσο ό τύπος όσο καί ή κοινή γνώμη συνήθως όμιλοΰν καί διασύρουν τόν έκδοτικό χώρο γενικά σάν ύπεύθυνο γιά τίς παρανομίες αύ τές. 2. Οί είσαγγελικές άρχές τής χώ ρας είναι δυνατόν, ύστερα άπό σχετι κή καταγγελία όποιουδήποτε ένδιαφερομένου, νά έκδώσουν μιά άπόφαση κατάσχεσης κλεψιτύπων βιβλίων, όπουδήποτε κι άν ήθελε βρεθούν αύτά. Ή άνάθεση τής έκτέλεσης αύτής τής έντολής παραπέμπεται στή Γενι κή 'Ασφάλεια, καί τά έντεταλμένα όρ γανα τής τελευταίας είσβάλλουν στήν κυριολεξία στά σπίτια μας, στά γρα φεία μας, στίς άποθήκες μας, παντού, καί κατάσχουν ότιδήποτε σχετικό έντοπίσουν, διευκρινίζοντας μέ έκπληκτική άφέλεια ότι ό έντοπισμός κλε ψιτύπων ή μή βιβλίων δέν είναι δου λειά δική τους άλλά άλλων όργάνων. Θά 'θελα έδώ νά ρωτήσω ποιά είναι ή άποψη τών ύπουργών Δικαιοσύνης καί Δημόσιας Τάξης. Πώς είναι δυνα τόν νά καταστρατηγείται μ' αύτό τόν προκλητικό καί φασιστικό τρόπο ή πά για άρχή τής δικαιοσύνης καί νά ύπερισχύει έδώ μιά άλλη άρχή -τή ς ’Ασφάλειας προφανέστατα- σύμφωνα μέ τήν όποια «οί πάντες είναι ένοχοι μέχρι άποδείξεως τού έναντίου». 3. Ό Σύλλογος 'Εκδοτών Βιβλιοπω λών 'Αθηνών, τού όποιου είμαι πρόε δρος, έχει ήδη προτείνει στό ύπουργείο Πολιτισμού τήν τροπο ποίηση τοϋ νόμου περί προστασίας πνευματικών δικαιωμάτων καί ζητά ή ποινική ύπόσταση τοϋ άδικήματος τή ς κλεψιτυπίας νά περιλαμβάνει «τήν έν γνώσει έκδοση, έκτύπωση, άνατύπωση, διάθεση καί κυκλοφορία βιβλίων χωρίς δικαιώματα, καί τό άδίκημα αύτό νά είναι πάντοτε αύτόφωρο, συγχρόνως δέ νά προβλέπονται ποινές φυλακίσεως ατούς ύπαΐτιους τουλάχιστον 3 μηνών καί χρηματική ποινή μέχρις 1.000.000 δραχμών. Τό δικαστήριο νά άπαγγέλλει καί τήν κα τάσχεση τών κλεψιτύπων, ή δέ άπόφασή του νά δημοσιεύεται διά τοϋ τύ που δαπάναις τοϋ ύπαιτίου». Αύτά καί πολλά άλλα προτείνουμε γιά τό νόμο περί πνευματικών δικαιωμάτων στό ΥΠΠΕ. Ξέρω ότι τό θέμα δέν όλοκληρώνεται έδώ καί ότι έχει πολλές καί
χρονικα/9
πράγματα; Καί ή δημοσιογραφική σοβαρές δυσκολίες. Ό μως είναι ένα δεοντολογία; Πού νά τήν ψάξουμε θέμα μέ ιδιαίτερη βαρύτητα, πού έχει αύτή;... Αισθάνομαι λύπη, πικρία, άλλά άμεση σχέση μέ τήν πολιτιστική άνάδχιάπογοήτευση. Βλέπετε, είμαι ένας πτυξη τού τόπου, καί σάν τέτοιο πρέ ρομαντικός όπαδός τής άλλαγής, σέ πει νά άντιμετωπισθεϊ άπό όλους όλους τούς χώρους, σέ όλα της τά τούς άρμόδιους συνδικαλιστικούς έπίπεδα. φορείς καί τήν πολιτεία. "Αμποτες! 4. Καί τώρα μιά προσωπική μου πε Γιά τήν προσωπική μου περιπέτεια θά άποφανθεϊ πολύ σύντομα ή δικαιο ριπέτεια. Τόν 'Απρίλη τού 1981 κυκλο σύνη καί θά άποδώσει «τά τού Καίσαφόρησε άπό τίς έκδόσεις μας τό βι ρος τώ Καίσαρι». Όμως γιά τή διόρ βλίο «Άντιγνώση» τής Λιλής Ζωγρά θωση όλων τών ύπολοίπων είμαστε οί φου. Ή συγγραφέας πληρώθηκε προ πάντες συνυπεύθυνοι. Πρέπει όλοι καταβολικά γιά τό σύνολο τών πνευ μας νά άντιδράσουμε συνειδητά ματικών δικαιωμάτων πού άντιστοιένάντια στό πολυεπίπεδο «νέφος» χοϋσαν άπό τήν έκδοση τών 4.100 πε πού ήδη μάς πολιορκεί άσφυκτικά... ρίπου άντιτύπων. Ό λα τά άντίτυπα τά ύπέγραψε ή ίδια ή συγγραφέας χρησι Σάς εύχαριστώ γιά τή φιλοξενία μοποιώντας μάλιστα σφραγίδα δικής Μανώλης Μπουζάκης της κατασκευής καί μελάνη δικής της " έκδότης σύνθεσης. Πριν άπό λίγες μέρες, ή ’ίδια ή συγγραφέας άπευθύνθηκε στήν Εισαγγελία ’Αθηνών καί ζήτησε τήν έκδοση άπόφασης κατάσχεσης, δή θεν κλεψίτυπων άντιτύπων τού βι βλίου της «Άντιγνώση», πού, όπως Ισχυρίστηκε, έκδώσαμε καί κυκλοφο ρήσαμε παράνομα έμεις. Τούς λόγους γιά τούς όποιους έκανε αύτή τήν πράξη ή κυρία Ζωγράφου είναι σέ θέ 'Αγαπητό «Διαβάζω», ση νά γνωρίζουν πολύ καλά όλοι... «οί Στό τεύχος σας άρ. 67, μέ άφορμή τήν άναφορά πού κάνατε στήν «’Επι περιοικοϋντες τήν Ιερουσαλήμ». Μέ θεώρηση Τέχνης», δημοσιεύετε καί συντρίβει όμως τό γεγονός ότι άνένα σημείωμα τού Τάσοϋ Βουρνά πού δρες τής Υπηρεσίας Τύπου τής 'Ασφάλειας ’Αθηνών είσέβαλαν στά «έξιστορεΐ» πολύ συνοπτικά τή «γέν γραφεία μας καί μέ τρόπο άπαράδενηση, τήν ώριμότητα» καί τή φυσική έξαφάνισή της, μετά το φασιστικό κτο κατάσχεσαν 390 άντίτυπα του βι πραξικόπημα τού 1967, ή τόν «θάνα βλίου τής Λιλής Ζωγράφου, άντίτυπα τό» της, όπως προτιμά νά άποκαλεϊ πού είχαν άπομείνει άδιάθετα άπό έμφαντικά τή διακοπή τής έκδοσής τήν πρώτη καί μοναδική έκδοση πού της ό φίλος ιστορικός. κάναμε. Σημειώστε σάς παρακαλώ Όμως έχει να παρατηρήσει κανείς πώς καί τά 390 άντίτυπα έφεραν τήν ότι τα έξιστορούμενα, πού έχουν ίδια πρωτότυπη ύπογραφή τής συγκατά τόν γράφοντα- τόν χαρακτήρα γραφέως. Αύτό τό είδε ό έπικεφαλής και τών άπομνημονευμάτων του, γιατί τής 'Ασφάλειας ό όποιος γραφικότατα είναι άλήθεια ότι καί ό ίδιος συμμετείμάς έξήγησε ότι «αύτοί δέν ένδιαφέσε στήν έσωτερική ζωή τού περιοδι ρονται άν αύτά πού κατάσχεσαν είναι κού γιά ένα διάστημα (’Οκτώβριος κλεψίτυπα ή όχι... Αύτοί μόνο παίρ 1960-Μάιος 1964), διαφέρουν άρκετά νουν ό,τι σχετικό βρίσκουν, κι ύστερα άπό τά πραγματικά περιστατικά. άς βρούμε έμεϊς άκρη...». Καί βέβαια Αύτό θά πρέπει, νομίζω, νά άποδοδιερωτώμαι έγώ, είναι δυνατόν σήμε θεϊ στό ότι τό σημείωμα γράφτηκε κά ρα, ύστερα άπό τόσους άγώνες γιά τω άπό πίεση χρόνου, πράγμα πού τήν προστασία τών άτομικών μας δι δέν τού άφησε τά άπαιτούμενα περι καιωμάτων, νά έξευτελιζόμαστε καί θώρια γιά νά άνατρέξει στά ύπάρχοννά διασυρόμαστε μέ αύτό τόν τρόπο; ται γραπτά στοιχεία καί, πολύ πε Σημειώστε άκόμη σάς παρακαλώ ότι ρισσότερο, γιά νά χρησιμοποιήσει τίς μέ δήλωσή της ή κυρία Ζωγράφου προσωπικές μαρτυρίες όλων όσοι εί -ναι αύτή ή άγωνίστρια τής δημοκρα χαν τότε ένεργό συμμετοχή στήν έκ τίας (!...)- έξαίρει τίς άξιοθαύμαστες, δοση καί στή ζωή τού περιοδικού. όπως είπε, ένέργειες τής ’Ασφάλειας. "Ετσι, τό σημείωμα τού Τάσου Καί δέ φτάνει μόνο αύτό, ή κυρία Ζω Βουρνά μπορεί νά θεωρηθεί ότι είναι γράφου μετέφερε καί στον τύπο τά πρόχειρο χρονικό, συνταγμένο «άπό ίδια πού πιθανότατα δήλωσε καί στόν μνήμης», μέ άποτέλεσμα νά παγι εισαγγελέα. Ό τύπος δημοσίευσε τίς δεύεται τελικά καί ό ίδιος μέσα στά άπόψείς της χωρίς ταυτόχρονα νά «άπομνημονεύματά» του, καθώς έρωτηθοΰμε κι έμείς τί έγινε τέλος προσπαθεί νά άφηγηθεϊ τά γεγονότα. πάντων; "Ετσι, λοιπόν, ξαφνικά ένας Ή άδυναμία αύτή τού κειμένου του έκδοτικός οίκος μέ κάποια θετική, νο γίνεται πιό φανερή όταν άναφέρεται μίζουμε, παρουσία στά έλληνικά στήν πρώτη φάση τής ζωής τού πε γράμματα, έτσι ξαφνικά μία άνώνυμη ριοδικού -στή «γέννησή» του-, πού έκδοτική έταιρεία άποφασίζει νά μπει άδόκιμα μάλλον τή χαρακτηρίζει «πε στό χώρο τών λαθρόβιων άεριτζήδων; ρίοδο τής έντελώς ιδιωτικής πρωτο Δέ διερωτήθηκε κανένας γι’ αύτά τά
Γιά τήν ιστορία τής «’Επιθεώρησης Τέχνης»
βουλίας» (σά νά έπρόκειτο γιά άτομική κερδοσκοπική έπιχείρηση) καί πού τή συσχετίζει άποκλειστικά μέ τή δραστηριότητα ένός μόνο μέλους τής πρώτης συντακτικής έπιτροπής τού περιοδικού. Ή «’Επιθεώρηση Τέχνης» όμως στήθηκε καί όργανώθηκε άπό μιά πλατιά ομάδα πολιτικοποιημένων έργατών τής τέχνης, άρχικά είκαστικών καί λίγο άργότερα μέ τή συμμετοχή λογοτεχνών, πού ζητούσαν νά έκφράσουν μέσα άπό τήν τέχνη τους καί τίς πολιτικές τους Ιδέες. ’Εγχείρημα πού ήταν πολύπλευρα δύσκολο άλλά και πιεστικά άναγκαϊο άπό πολιτικής πλευράς τήν έποχή έκείνη. Καί άφού σήμερα, ύστερα άπό είκοσι χρόνια πε ρίπου, προσπαθούμε νά Ιστορούμε καί νά μήν παίρνουμε κάποια «στάση» πού καθορίζεται άπό κριτήρια μιάς όποιας ευκαιριακής σκοπιμότητας, νομίζω ότι πρέπει νά άναφέρουμε, γιά νά γίνει γνωστός σέ όλους, περιλαμβανομένου καί τού Τάσου Βουρνά, τόν πρωταγωνιστικό ρόλο πού έπωμίστηκε ό Γιάννης Χαΐνης στά πρώτα τολμηρά καί άνεξάρτητα βήματα τής «’Επιθεώρησης Τέχνης», ρόλο πού, δυστυχώς, γιά τούς λόγους πού προανέφερα, ό Τάσος Βουρνάς τόν άπέδωσε σέ άλλον. Καί κάτι άκόμα: Ό ταν κάποτε θά δοθεί στή δημοσιότητα ή Ιστορία τού περιοδικού, νομίζω ότι κοντά στούς πνευματικούς έργάτες πού θά άναφέρονται, θά πρέπει νά άποτιμηθεϊ καί ό ρόλος τών τεχνικών συνεργατών, όπως ό Άργύρης Βάκης καί μιά σειρά άλλοι πού κατά καιρούς δούλεψαν γιά τήν « Επιθεώρηση Τέχνης», όλοι τους πολιτικά ένεργά πρόσωπα (όπως καί οί μόνιμοι πνευματικοί συνεργά τες), άδειοϋχοι έξόριστοι οί περισσό τεροι, πού ξανάπιαναν πάλι άπό τήν άρχή στόν πνευματικό χώρο έναν άγώνα πού τό 1949 είχε καταρρεύΝΙκος Σιαπκίδης Τήν έπιστολή τού Ν. Σιαπκίδη θέσαμε ύπόψη τού Τάσου Βουρνά, ό όποιος μάς έστειλε τήν παρακάτω άπάντηση: Δέ χρειάζονταν τόσα πολλά λόγια έκ μέρους τού Ν. Σιαπκίδη γιά νά έπισημανθεΐ μιά πράγματι σημαντική παρά λειψή μου στό χρονικό τής «’Επιθεώ ρησης Τέχνης», τού όνόματος δηλ. τού ζωγράφου Γιάννη Χαΐνη, τόν όποιο τιμώ καί θεωρώ άξιόλογο άν θρωπο τής τέχνης καί τής κοινωνικής δράσης. Δέ μέ ώθησε κανένας άλλος λόγος νά «άποδώσω» σέ άλλον δραστηριό τητες τού Χαΐνη, έκτος άπό τή σχημα τισμένη άπό τότε πεποίθησή μου ότι, ό Παπαλεονάρδος είχε τήν πρωτο βουλία. Φιλικότατα Τάσος Βουρνάς
Η ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
Ά π ό 18 έω ς 31 Μ α ίο υ
Ό παρακάτω πίνακας παρουσιάζει τά έμπορικότερα βιβλία ένός δεκαπενθήμερου, σύμφωνα μέ τά στοιχεία πού μάς παραχώρησαν δεκαπέντε βιβλιοπώλες άπ’ όλη τήν 'Ελλάδα, δηλώνοντας ό καθένας τους τά τρία βιβλία πού είχαν τις πε ρισσότερες πωλήσεις στό βιβλιοπωλείο του κα τά τά διάστημα αύτό. Έτσι, τό βιβλίο μέ τις με γαλύτερες πωλήσεις σημειώνεται μέ τρεις όστερίσκους (**), τό άμέσως μετά μέ δύο (**) καί τό τελευταίο μέ έναν (»).
1. Ν. Δήμου: Ή χώρα τού έδώ καί τώρα (Νεφέλη)
| Φιλιππότης - Άθ.
|
Μεθενίτης - Πάτρα
§·
Λέσχη τού Βιβλίου - Άθ.
ο
Κωνσταντινίδης - Θεσ.
<
1 §έ 1
Επιλογή - Άθ.
C
CΓ
Εστία - Άθ. Καρδαμίτσα - Άθ.
Γνώση - Άθ.
ΑΙχμή - Άθ.
ΒΙΒΛΙΑ
Δωδώνη - Γιάννινα
<
CD <
Κατώι τού Βιβλίου - Θεσ. |
Επειδή όμως είναι τεχνικά άδύνατο νά δημοσιεύονται όλα τά βιβλία πού άναφέρουν οΐ βιβλιοπώλες, ό πίνακας περιλαμβάνει τελικά έκεϊνα τά βιβλία πού δηλώθηκαν άπό δύο του λάχιστον βιβλιοπώλες. "Οσο γιά τό ένδιαφέρον καί τήν ποιότητα τών βιβλίων του πίνακα, σκόπιμο είναι νά συμβου λεύεστε τίς σελίδες τής «Επιλογής».
„
2. Φ. Γερμανού: Περισσότερο σέξ... σέ λίγο (Κάκτος)
*
3. Τ. Βουρνά: Ή διάσπαση τοϋ Κ.Κ.Ε. (Τολίδη) 4. Κ. Ντόουλινγκ: Τό σύνδρομο τής Σταχτοπούτας (Γλάρος)
Λ
5. Τ. Μπουκόφσκι: Γυναίκες (Όδυσσέας) 6. Π. Βιντάλ-Νακέ: Ό μαύρος κυνηγός (Νέα Σύνορα)
„„
Σημείωση: Στό βιβλιοπωλείο 'Εστία - Άθ. τό βιβλίο πού είχε τίς περισσότερες πωλήσεις ήταν: Ή έξοδος, τ. Β' (Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών). Στοϋ Καρδαμίτσα - Άθ.: Α. Βακαλόπουλου: Ό χαρακτήρας τών Ελλήνων. Στό Κατώι τού Βι βλίου - Θεσ.: Ε. Μαντέλ - Π. Φράνκ: Δυό μελέτες γιά τό γαλλικό Μάη τοϋ 1968 (Θεωρία).
κυκλοφόρησε ή νέα σειρά τόμων τοϋ «Διαβάζω» (έκτος άπό τόν α' τόμο, πού έχει έξαντληθεϊ)
προμηθευτείτε τους έγκαιρα
Σημειωτική Τό «Διαβάζω», στην προσπάθειά τον νά γνωρίσει στό αναγνωστικό κοινό χώρους ανεξερεύνητους ακόμα στην Ελλάδα, άφιερώνει αυτό τό τεύχος του στη σημειωτική. Σημειωτική ή σημειολογία είναι ή επιστήμη πού μελετά τά συστήματα των σημείων. Ε κτός από τή φυσική γλώσσα οι άνθρωποι χρησιμοποιούν πολλά συστήματα σημείων γιά νά επικοινωνήσουν, γιά νά εκφραστούν, γιά νά έπιβεβαιώσουν τήν κοινωνική τους ένταξη. ΟΙ άνθρωποι επικοινωνούν μ έ τις χειρονομίες, τή συμπεριφορά, τό ντύσιμο. Τά άντικείμενα πού χρησιμοποιούν, οί χώροι οπού ξούν, έχουν σημασία αυτά καθαυτά, δηλ. συνιστούν σύνθετα συστήματα σημασίας, δπω ςπ.χ. οί τελετουργίες, ή λογοτεχνία, ή τέχνη, τό τραγούδι, τό θέατρο, ό χορός. Ή σημειωτική μελετά αυτά τά συστήματα σημασίας από πολλές πλευρές: ώς κοινωνικούς κώδικες επικοινωνίας, ώς ψυχολογικές διαδικασίες Ανταλλαγής μηνυμάτων, ώς «κείμενα» μέ ορισμένες έσωτερικές ιδιότητες. (Επιστημονική ευθύνη αφιερώματος: Α.-Φ . Λαγόπουλος, Π. Μαρτινίδης, Κ. Μπόκλουντ-Λαγοπούλου)
12/αφιερωμα
ότι έτσι διευκολύνουμε τόν αναγνώστη στην καλύτερη κατανόησή τους. Τό αφιέρωμα ανοίγει μέ μιά γενική εισα γωγή τής Κ. Μπόκλουντ-Λαγοπούλου, πού παρουσιάζει τόν προβληματισμό τής ση μειωτικής, τήν ιστορική της εξέλιξη, τίς κύ ριες έννοιές της καί σέ γενικές γραμμές τίς κυριότερες σημερινές τάσεις της, όπως έπίσης μιά σύντομη επισκόπηση τής σημειωτι κής στήν Ελλάδα. Ή εισαγωγή συμπληρώ νεται μέ μιά εκτίμηση καί τοποθέτηση τής συγγραφέως πάνω σέ μερικά από τά καίρια προβλήματα τής σημειωτικής καί μιά γενική βιβλιογραφία πού καλύπτει τις βασικές πη γές τοϋ πεδίου. Τά τρία επόμενα άρθρα, χωρίς νά χάνουν τή συγκεκριμένη πληροφοριακή τους ταυτό τητα γιά τήν κάθε ξεχωριστή περιοχή καί τίς σχέσεις της μέ τή σημειωτική πού Ανα πτύσσουν, όμαόοποιοϋνται ώς πρός τό ότι διερευνούν όλα τους τά θεμέλια τής σημειω τικής, τόσο ιστορικά όσο καί «τεχνικά» -τίς Χι.ρια πού σχι-.όκψοι,ν. τού tscher. αφετηρίες όηλ. μιας προβληματικής αλλά Οι εργασίες αύτοϋ τοϋ Αφιερώματος προσ καί τίς διαμορφώσεις των στοχαστικών ερ παθούν νά κάνουν μιά πρώτη νύξη, νά δώ γαλείων της. 'Ο Κ. Παπαγιώργης ξεκινάει από τόν σουν μιά πρώτη «γεύση» πάνω στή σημειω τική. Τόσο ό εισαγωγικός χαρακτήρας τους Κρατύλο τοϋ Πλάτωνα, κρίνοντας ότι περι όσο καί ό πολύ περιορισμένος χώρος, Από- λαμβάνει τήν πρώτη θεωρία γιά τή γλώσσα. τρεψαν Από μιά Αναλυτικότερη καί σχετικά Θεωρεί ότι ή έμφαση πού δίνει ό Πλάτωνας πλήρη παρουσίαση καί οδήγησαν σέ μιά βα στήν ουσία, στό σημαινόμενο, άπωθεί τό σική τοποθέτηση καί γενική συζήτηση τών σημαίνον κι όδηγεϊ στή διχοτόμηση τοϋ ση βάσεων, τής προσφοράς καί τών χρήσεων μείου, διχοτόμηση πού χαρακτηρίζει καί τή τής σημειωτικής. Αυτή ή συζήτηση Ακολου φαινομενολογία. ’Αντίθετα, ή σημειωτική θεί τό βολικό καί συμβατικό σχήμα «Ση Αντιμετωπίζει τό σημείο συνολικά κι Ανοίγει μειωτική καί ...» (φιλοσοφία, λογοτεχνία, ένα Απεριόριστο πεδίο έρευνας -έόώ ό Πα Αρχιτεκτονική κλπ.), γιατί πιστεύουμε ότι παγιώργης συναντιέται μέ τήν Μπό έτσι εξυπηρετείται καλύτερα ό σκοπός μας. κλουντ-Λαγοπούλου καί τόν Σετάτο. 'Ο Θά παρουσιάσουμε στή συνέχεια μέ μεγά συγγραφέας Ασπάζεται τήν άποψη ότι ή ση λη συντομία τά κυριότερα χαρακτηριστικά μειολογία όδηγεϊ στήν Απάλειψη τοϋ υπο τών άρθρων τοϋ Αφιερώματος, έλπίζοντας κείμενου, καθώς κι αυτή τοϋ γάλλου φιλί5-
αφιερωμα/13
σοφον Derrida δτι εγκλωβίζεται σέ μιά θεο λογία. 'Ο Μ. Σετάτος στό άρθρο τον παρουσιά ζει τό κοινό έννοιολογικό πλαίσιο τής γλωσ σολογίας καί τής σημειωτικής. Ή σχέση τών δύο αυτών πεδίων είναι ένα πολυσυζητημέ νο θέμα (πρβ. καί τό άρθρο τοϋ X. Καμπονρίδη). 'Ο Σετάτος, δείχνοντας τη στενή σχέ ση τής σημειωτικής μέ την (ιστορικά πιό άναπτνγμένη) έπιστήμη τής γλώσσας, δίνει ιδιαίτερη έμφαση στη θέση τών Αμερικανών φιλοσόφων τής γλώσσας Peirce καί Morris, σημείο στό όποιο τό άρθρο του συμπληρώ νει καί επεκτείνει την εισαγωγή τής Μπόκλουντ-Λαγοπούλον. Επίσης άναφέρεται στις περιοχές παραδοσιακά κοινού ενδιαφέ ροντος μεταξύ γλωσσολογίας καί λογοτε χνίας (υφολογία, κειμενική γλωσσολογία), θέμα στό όποιο συναντιέται μέ τό άρθρο τον Ε. Καψωμένου. Οί επιπτώσεις τής σημειωτικής στή θεω ρία τής λογοτεχνίας παρουσιάζονται άπό τόν Ε. Καψωμένο. Τό πεδίο τής φιλολογίας, άπό τά πρώτα πού δέχτηκαν τίς επιρροές τής δομικής γλωσσολογίας καί τίς εφαρμο γές τής σημειωτικής, παραμένει σήμερα ίσως ή πιό άναπτνγμένη περιοχή τής ση μειωτικής έρευνας, μέ σημαντικές εξελίξεις στις τεχνικές Ανάλυσης, όπως ή άφηγηματολογία, καί στενές σχέσεις μέ τή σημασιολο γία καί τή θεωρία κειμένων. Ό Καψωμένος εξηγεί σέ τί σννίσταται ή οπτική τής σημειω τικής έπάνω στά λογοτεχνικά φαινόμενα, παρουσιάζει τίς κύριες κατευθύνσεις της καί Αντιμετωπίζει ορισμένες Αντιρρήσεις πού έχουν διαμορφωθεί Απέναντι στή ση μειωτική προσέγγιση τής λογοτεχνίας. Στήν έμφαση πού δίνει στόν συσχετισμό τής ση μειωτικής καί τής κοινωνίας, συγκλίνει μέ τίς Απόψεις τής Μπόκλουντ-Λαγοπούλον. Τό Αντικείμενό τον, «Σημειωτική καί κοινωνιολογία», όδηγεί τόν Γ. Βέλτσο σέ μιά γενική θεώρηση τής σημειωτικής, Ακόμα πε ρισσότερο γιατί μιά κύρια θέση τον είναι ότι οί δύο ταυτίζονται κι δτι ή σημειωτική είναι μιά «κοινωνική-ψυχική» σημειωτική. Αυτό τό πρίσμα τόν οδηγεί στήν παρουσία ση μιας τυπολογίας τών σημειωτικών συστη μάτων. 'Ο Βέλτσος Αναφέρεται στις προϋ ποθέσεις ύπαρξης ενός σημειωτικού συστή ματος, πού είναι γι’ αυτόν ή ύπαρξη δομής
κι ό έπικαθορισμός- όταν τό σημειωτικό σύ στημα άναφέρεται στίς κοινωνικές σχέσεις, ό τελευταίος, μέσα στά πλαίσια τοϋ καπιτα λισμού, οφείλεται, σέ τελευταία Ανάλυση, στήν οικονομική δομή. Γιά τίς κοινωνικές σχέσεις, τά άτομα είναι θεσμοί, σημεία. "Ολα τά σημειωτικά συστήματα είναι δομη μένα κατ’ Αναλογία μέ τή γλώσσα, πού Απο τελεί τό κλειδί γιά τήν κατανόηση τής ση μειωτικής καί τής κοινωνίας. Τί προσέγγιση τοϋ Βέλτσου είναι παράλληλη μ’ αυτή τοϋ Παπαγιώργη κ’ εντάσσεται στή φιλολογική σημειωτική: φέρνει τό κοινωνικό καί τόν μαρξισμό μέσα στό σημειωτικό. Τά επόμενα δύο άρθρα, τοϋ Π. Μαρτινίδη καί τοϋ Α.-Φ. Ααγόπουλου, άναφέρονται στή σημειωτική μελέτη τοϋ χώρου. Στήν Αντιμετώπιση τοϋ δικού του θέματος, ό Π. Μαρτινίόης, άφοϋ θέσει τή δασική προβλη ματική γύρω άπό τό πώς εμφανίζεται κι Αρ θρώνεται ή σημασία στήν κλίμακα τοϋ Αρχι τεκτονικού έργου, διατρέχει τά κυριότερα δείγματα τής σχετικής βιβλιογραφίας καί τίς θέσεις τών διαφόρων συγγραφέων γιά νά δείξει δτι, πρός τό παρόν τουλάχιστον, οί σημειωτικές προσεγγίσεις τής Αρχιτεκτονι κής δέν έχουν ό,ποκαλύψει κάποιες ιδιότη τες, ποιότητες ή τρόπους λειτουργίας τών άρχιτεκτονημάτων τίς οποίες νά μήν είχαν ήδη διακρίνει άλλες προσεγγίσεις, πιό πα ραδοσιακές (αισθητική, μορφολογία κ.ά.). Δέχεται ώστόσο δτι οί σημειωτικές προσεγ γίσεις διακρίνονται άπό ένα χαρακτηριστι κό ικανό ν’ Αποδειχτεί εξαιρετικά σπου δαίο: τή δυνατότητα νά όμοιογενοποιήσουν όλες τίς προηγούμενες προσεγγίσεις καί νά εξηγήσουν έτσι τό Αρχιτεκτονικό φαινόμενο συνολικά -ώς λειτουργία καί πηγή αισθητι κής τέρψης, ώς πήγμα εμπειρικής καί λογι κής επεξεργασίας, ώς Αντικείμενο συστημα τικών καί συνειρμικών Αξιολογήσεων κλπ., τόσο συγχρονικά δσο καί στή διαχρονική του εξέλιξη. Άπό τήν πλευρά του, ό Λ αγόπουλος άναφέρεται στήν πολεοδομική κλίμακα καί το νίζει δύο θεμελιώδεις διχοτομήσεις. Ti πρώτη Αποσκοπεί στή σχετικόποίηση, τής σημειωτικής έρευνας, άφοϋ τονίζεται δτι ή τελευταία Αντιμετωπίζει τόν χώρο τοϋ οικι σμού σάν σύστημα σημείων, σέ Αντιδιαστο λή μέ επιστημονικές προσεγγίσεις πού στρέ-
14/αφιερωμα
φονται πρός τά Αντικειμενικά χαρακτηρι στικά τον. Ή δεύτερη διχοτόμηση είναι ένδοσημειωτική καί διαφοροποιεί τη σημειω τική προσέγγιση τοϋ χώρου σέ όνο κατηγο ρίες: αυτή πού μελετά τη σημειωτική παρα γωγή τοϋ χώρον κι αυτή πού μελετά τήν «κατανάλωση», τήν Ανάγνωσή τον. 'Ο Λαγόπονλος προχωρεί στήν παρουσίαση των σημαντικότερων σχετικών έργασιών. Τόσο ή όπτική τής Ανάλυσής του όσο κ’ ή ρητή θέση του τάσσονται υπέρ τής άρθρωσης τής ση μειωτικής μέ τόν ιστορικό υλισμό καί τής έν ταξης τής πρώτης στόν δεύτερο. ’Έτσι, ή προσέγγιση τοϋ Λαγόπουλον είναι άντιδιαμετρική μ ’ αυτή τοϋ Βέλτσον. Τό Αφιέρωμα κλείνει μέ δύο άρθρα, τοϋ X. Καμπουρίδη καί τοϋ Τ. Άντωνόπονλον, πάνω στις όπτικές τέχνες. Στό άρθρο τοϋ X. Καμπουρίδη φαίνεται νά υπάρχει ένας δι πλός στόχος: νά χαρακτηριστούν, Αφενός, οί διάφοροι σημειολόγοι μελετητές τής ζωγρα φικής, καθένας μέ τά ιδιαίτερα γνωρίσματα τής προσέγγισης πού επιχειρεί ή τής ειδικό τερης «σχολής» στήν όποια εντάσσεται, αλ λά καί νά έκτιμηθεϊ συνολικά, Αφετέρου, κατά πόσο είναι δυνατή μιά σημειωτική τής ίδιας τής ζωγραφικής ή κατά πόσο τό τί «λέει» ένας πίνακας όέν σνγχέεται μέ τό τί λέει ή κριτική γι’ αυτόν, οπότε ώς σημειωτι κή τής ζωγραφικής εκλαμβάνεται μιά «ση μειωτική τοϋ περί τήν τέχνη λόγου». Μέσα
σ’ αυτό τό πλαίσιο δίνονται κάποια γενικά στοιχεία άπό τήν έν γένει έξέλιξη τής ση μειωτικής, κ’ έπιχειρεΐται μιά συμπερασμα τική Αποτίμηση των δυνατοτήτων μιάς ση μειωτικής τής εικαστικής επιφάνειας, άνεξαρτητοποιημένης άπό έναν λογοκεντρικό χαρακτήρα, κι άρα Απαλλαγμένης άπό τίς ειδικές κατακτήσεις τής γλωσσολογίας, οί όποιες καί καθορίζουν, μέχρι τώρα, τή συ νολική έξέλιξη τής σημειωτικής. Άπό τήν πλευρά του, ό Τ. Άντωνόπουλος βρίσκει ότι ή σημειωτική τοϋ κινηματο γράφου βγήκε άπό τήν κρίση της όταν Ακρι βώς έπαψε νά Αποσπά τήν εικόνα άπό τήν κατηγορία τοϋ σημείου, άρα όταν ξανασυναντήθηκε μέ τή γλωσσολογία. Ό Άντωνόπουλος θεωρεί τόν κινηματογράφο σάν μέ σο επικοινωνίας καί τήν ταινία σάν μήνυμα, μέ επίκεντρο ένδιαφέροντος τήν ποιητική λειτουργία. Διακρίνει τή σημειωτική τοϋ κι νηματογράφου σέ δύο περιόδους. Ή πρώτη είναι περίοδος κρίσης καί χαρακτηρίζεται άπό τήν Απομάκρυνση Από τό γλωσσολογικό μοντέλο. Ή κρίση ξεπερνιέται κατά τή δεύτερη περίοδο, όταν Αναγνωρίζεται ή συγ γένεια μέ τό μοντέλο αυτό. Τέλος, ή σημειω τική όχι μόνο δέν Αποκλείει τήν κοινωνική διάσταση τής επικοινωνίας, Αλλά καί είναι κατάλληλο έργαλεϊο γιά τό ξεακέπασμα τής ταξικής ιδεολογίας. Είναι φανερό ότι σ’ αυ τό τό σημείο ό Άντωνόπουλος συναντά τίς τάσεις πρός τήν κοινώνιο-σημειωτική πού είδαμε συχνά μέχρι τώρα. Καθώς είδαμε, οί συγγραφείς αύτοϋ τοϋ Αφιερώματος καλύπτουν ένα εύρύ φάσμα τής σημερινής σημειωτικής, τόσο σέ ό,τι Αφορά τά πεδία εφαρμογής της όσο καί σέ σχέση μέ τίς τάσεις καί «σχολές» της πού διαμορφώθηκαν. ’Ελπίζουμε, ό Αναγνώ στης πού θά διατρέξει τίς έργασίες στό σύ νολό τους, όχι μόνο ν’ Αποκομίσει κάποιο πληροφοριακό υλικό, γεμάτο άπό όρους καί ονόματα τής μόδας, Αλλά καί νά συστημα τοποιήσει λίγο παραπάνω μιά γενική καί διάχυτη ένημέρωση ή νά τήν προσανατολί σει πρός π ιό συγκεκριμένες Απόψεις καί έρωτήματα. Α.-Φ. Λαγόπουλος Π. Μαρτινίδης Κ. Μπόκλουντ-Λαγοπούλου
αφιερωμα/15
Κάριν Μπόκλουντ-Λαγοπούλου
Τί είναι ή σημειωτική; Ή σημειωτική ή σημειολογία είναι ή επιστήμη πού μελετά τά φαινόμενα σημα σίας. 'Ο άνθρωπος άντιλαμδάνεται, έν δυνάμει, τά πάντα σάν φαινόμενα σημα σίας. "Ομως, αν κα ί όλα τά φαινόμενα μπορούν νά γίνουν έτσι άντιληπτά, όέν παύουν νά είναι συγχρόνως καί φαινόμενα άλλης φύσης. Η σημειωτική τα μελετά μόνο από την άποψη τής σημασίας: μελετά τό τριαντάφυλλο σάν σύμβολο άγάπης κα ί δεν μελετά τήν καλλιέργειά του, τά άνθοπωλεϊα ή τή βοτανική. Βλέποντας, λοιπόν, τά φαινόμενα άπό τήν άποψη τής σημασίας, δεν ξεχνά ότι έχουν ενδεχό μενα κι άλλες διαστάσεις πού μελετιούνται άπό άλλες επιστήμες.
1. Ό προβληματισμός καί ή εξέλιξη τής σημειωτικής Τά φαινόμενα σημασίας είναι κυρίως κοινωνικά. Κάθε κοινωνία τά ταξινομεί μέ τόν δικό της τρό πο σε κοινωνικά οργανωμένα συστήματα. Μπο ρούμε ίσως νά μιλήσουμε γιά άτομικά φαινόμενα σημασίας-τού ψυχασθενή, τού μωρού-, άκόμα κι αυτά όμως πηγάζουν άπό τό κοινωνικό επίπεδο. Ά ν μία σημασία είναι έπικοινωνήσιμη, είναι κοινωνική: ή έπικοινωνία δέν μπορεί νά γίνει παρά μόνο μέ άναφορά σέ ένα σύστημα σημα σίας κοινό γιά τά δύο μέλη τής επικοινωνίας. "Οπου υπάρχει άνθρώπινη κοινωνία ύπάρχουν συστήματα σημασίας, καί δέν χρησιμοποιούνται μόνο γιά επικοινωνία μέ τή στενή έννοια. Μέσω τών συστημάτων αύτών οί άνθρωποι συλλαμβά νουν τόν κόσμο τους καί τόν δικό τους ρόλο στόν κόσμο: ποιοι είναι, πώς μπορούν νά δράσουν, πώς είναι ή κοινωνία τους. Συστήματα σημασίας είναι ή μυθολογία καί ή κοσμολογία, οί θρη σκευτικές τελετές, τά ήθη καί τά έθιμα, τό ντύσι μο, οί άφηγήσεις καί ή ποίηση, ή τέχνη, ή μουσι κή, τό θέατρο, οί χειρονομίες καί οί έκφράσεις τού προσώπου, οί στάσεις τού σώματος, ή οργά νωση τού χώρου καί προφανώς ή γλώσσα, γρα πτή ή προφορική, γιά νά αναφέρουμε μόνο μερι κά άπό τά πιό φανερά. Εφόσον τά συστήματα σημασίας υπάρχουν σέ κάθε άνθρώπινη κοινωνία, είναι φανερό δτι ή συστηματική μελέτη τους πρέπει νά ξεκίνησε πο λύ νωρίτερα άπό τήν εμφάνιση τής σημερινής ση
μειωτικής. Θεωρίες γιά τή γλώσσα ύπάρχουν άπό τήν άρχαιότητα (π.χ. στούς άρχαίους Έλλη νες καί ’Ινδούς). Ά π ό τότε πού έμφανίζεται στή δυτική παράδοση ή συνεχής εξέλιξη τών θετικών έπιστημών, πού άπό τήν ’Αναγέννηση κατακτάνε όλο καί μεγαλύτερο μέρος τής γνώσης, βασισμέ νες στίς άρχές τής θεωρητικής συνεκτικότητας, τής ποσοτικοποίησης, τής πειραματικής επιβε βαίωσης καί τής άντικειμενικότητας, αυξάνεται καί ή πίεση στά υπόλοιπα πεδία τής γνώσης νά συστηματικοποιήσουν τή μέθοδό τους. Γίνονται έτσι καί προσπάθειες γιά τή συστηματική μελέτη τών φαινομένων σημασίας. Χωρίς νά προχωρή σουμε σέ λεπτομέρειες, άξίζει νά έπισημάνουμε μερικές άπό τίς πιό γνωστές άπόψεις γιά μιά έπιστημονική αντιμετώπιση τών φαινομένων σημα σίας πρίν άπό τή σημειωτική, άκόμη περισσότε ρο έπειδή σ’ αυτές βασίζονται οί παραδοσιακές άντίπαλες «σχολές» τής σημειωτικής. Μία πρώτη μορφή συστηματικοποίησης είναι ή ταξινόμηση, ή όποια έμφανίζεται γιά τά συ στήματα σημασίας είτε στό πεδίο τής ιστορίας (ιστορία τής τέχνης), είτε σάν θεωρία ειδών (ποίηση επική, λυρική, δραματική· έθιμα τής εν δυμασίας, τού φαγητού, τού γάμου, τής Πρωτο μαγιάς). Μιά άλλη μορφή συστηματικοποίησης βασίζεται στή μελέτη τής προέλευσης, καί ψά χνει τίς πηγές τού συγκεκριμένου έργου: τά προ γενέστερα έργα, τίς έπιρροές, τήν ψυχολογία τού δημιουργού όπως μπορούμε νά τήν καταλάβουμε άπό τή βιογραφία του, ή τήν ταξική του θέση στήν κοινωνία. Καί οί δύο αυτές κατηγορίες προσεγγίσεων συνεισφέρουν σημαντικά στή με
16/αψιερωμα
λέτη των φαινομένων σημασίας, παρ’ δλη την τά ση τους νά μην εστιάζονται στην άνάλυση τοϋ ίδιου τοϋ νοήματος. Τέλος, υπάρχει καί ή άποψη τής έρμηνευτικής, δηλαδή τής προσπάθειας μιας συστηματικής έρμηνείας τοϋ ίδιου τοϋ έργου. Καί εδώ δμως έμφανίζεται τό πρόβλημα ότι·, χωρίς μιά θεωρία τοϋ νοήματος, οί βάσεις γιά τήν ερμηνεία παρα μένουν υποκειμενικές. Βέβαια έχουν δοθεί πολύ ένδιαφέρουσες έρμηνεϊες, άπό πολύ προικισμέ νους έρμηνευτές μέ μεγάλη γνώση καί ευαισθη σία σχετικά μέ τό νόημα. Οι άνθρωποι καταλά βαιναν τό νόημα ένός έργου τέχνης, δπως έξάλλου τής καθημερινής γλώσσας, λίγο πολύ δπως τό εννοούσε ό καλλιτέχνης, ή ό όμιλτγτής, γιά αιώνες πρίν έμφανιστεϊ ή σημειωτική. Τό κάνανε δμως άσυνείδητα, χωρίς νά προσέξουν, πώς βγαίνει τό νόημα άπό τό έργο. Ή έρμηνευτική είναι άκριβώς μιά προσπάθεια νά γίνει συνειδη τό καί ρητό αυτό τό πώς. Στό βαθμό δμως πού ή έρμηνευτική βασίζεται -άναγκαστικά- στήν έξαιρετική ικανότητα τού έρευνητή, πού «συλ λαμβάνει» νοήματα πού δέν συνειδητοποιούν οΐ άλλοι άνθρωποι, παραμένει σέ μιά βάση υποκει μενική, άκόμα κι δταν νιώθουμε δτι ή ερμηνεία είναι σωστή. Δέν υπάρχει μιά μέθοδος άντικειμενική, τήν οποία νά μπορεί οποιοσδήποτε νά μάθει καί νά εφαρμόσει, γιά νά έπαληθέψει άπό τήν πλευρά του τήν εμπνευσμένη ερμηνεία τού ειδικού. Ά π ό τήν άναζήτηση μιας τέτοιας μεθόδου πη γάζει ή γοητεία τών θετικών επιστημών στά πα ραδοσιακά πεδία γνώσης πού άσχολοΰνται μέ φαινόμενα σημασίας. Καί λόγω αύτής τής γοη τείας, ή έμφάνιση τής δομικής γλωσσολογίας στίς άρχές τού αιώνα μας είναι ορόσημο γιά τή μελέτη τών φαινομένων αυτών. Ή δομική γλωσ σολογία προσφέρει μιά συστηματική, επιστημο νική θεωρία τής σημασίας, καί μετά άπό πενήντα χρόνια έφαρμογής καί εξέλιξης στό πεδίο τής γλώσσας έχει όλο τό κύρος μιας θετικής επιστή μης άπέναντι στήν υποκειμενικότητα τών παρα δοσιακών μεθόδων. Στούς μελετητές τών φαινο μένων σημασίας φάνηκε σάν ένα μοντέλο γεμάτο υποσχέσεις γιά εντυπωσιακά άποτελέσματα. Ή ιδέα μιας ενοποιημένης έπιστήμης δλων τών συστημάτων σημασίας εκφράζεται στό έργο τού Ferdinand de Saussure, τοϋ έλβετοϋ γλωσσο λόγου πού θεμελίωσε τή δομική γλωσσολογία· ό ίδιος τήν ονομάζει μάλιστα σημειολογία. Γιά τόν Saussure, ή γλώσσα είναι ένα μόνο άπό τά συ στήματα σημείων, καί διέπεται, δπως καί τά υπόλοιπα συστήματα, άπό τίς γενικές νομοτέ λειες τής σημειολογίας. Πολλές άπό τίς βασικές έννοιες πού αποτελούν τά θεωρητικά εργαλεία τής δομικής γλωσσολογίας τοϋ Saussure έφαρμόστηκαν μεταγενέστερα μέ επιτυχία σέ άλλα ση
μειωτικά συστήματα (βλ. παρακάτω). Στίς πρώτες προσπάθειες έφαρμογής τών άρχών τού Saussure σέ άλλα σημειωτικά συστήματα έντάσσεται ή όμάδα ερευνητών ή γνωστή σάν «Σχολή τής Πράγας» (γύρω στά 1920-30). Τό πιό σημαντικό όνομα άνάμεσά τους είναι άναμφίβολα ό Roman Jakobson, γλωσσολόγος, φωνολόγος καί θεωρητικός τής σημειολογίας. Τά μέλη τού «Κύκλου τής Πράγας» άσχολήθηκαν, πέρα άπό τή λογοτεχνία, μέ τό θέατρο, τήν τέχνη, τήν αισθητική. Πολλές μελέτες τους παρα μένουν καί σήμερα πολύ καίριες, καί ή θεωρία τού Jakobson γιά τίς έξι λειτουργίες τής γλώσ σας, βασισμένη στό μοντέλο τής επικοινωνίας, άπετέλεσε τό θεμέλιο γιά σειρά μεταγενέστερων εργασιών. "Οταν, γύρω στό 1960, έμφανίστηκε τό έπιστημολογικό κύμα τού δομισμού στή Δυτική Ευρώ πη, μέ επίκεντρο τό Παρίσι, μέρος του ήταν καί ή σημειωτική. Δομικές μελέτες έγιναν σέ όλες τίς κοινωνικές έπιστήμες, μέ πρωτοπόρο τό έργο τού άνθρωπολόγου Claude Levi-Strauss, Les Structu res ilimentaires de la parenti. Ό Roland Barthes δημοσίεψε τό Elements de semiologie, πρώτα σάν άρθρο στό περιοδικό Communications καί μετά σάν ένα μικρό έγχειρίδιο σημειωτικής, καί οί Γάλλοι άρχισαν νά εφαρμόζουν τή νέα επιστημο νική περιοχή σέ δ,τι μπορούσε νά θεωρηθεί σάν φαινόμενο σημασίας: στά παριζιάνικα περιοδικά μόδας (Roland Barthes), στό σινεμά (Christian Metz), στήν ψυχανάλυση (Jacques Lacan), στά αντικείμενα τής καθημερινής ζωής (Jean Baudrillard), στήν ιστορία έπιστημών (Michel Foucault). "Οταν ό Levi-Strauss (1958), εφαρμόζοντας τό φωνολογικό μοντέλο τού Jakobson γιά τήν άνά λυση τής μυθολογίας, πρότεινε μιά δομική μέθο δο άνάλυσης τής άφήγησης, έδωσε άφορμή νά έρθει πάλι στήν επιφάνεια τό έργο τού ρώσου λαογράφου Vladimir Propp γιά τή δομική άνάλυ ση τών παραμυθιών. Ό A. J. Greimas, βασισμέ νος στόν Propp, τόν Levi-Strauss καί τόν θεατρο λόγο Ε. Souriau, μαζί μέ τούς Claude Bremond καί Tzvetan Todorov, δημιούργησε τήν άφηγηματολογία, τή θεωρία καί μέθοδο άνάλυσης τής άφήγησης. Ή Julia Kristeva καί ή όμάδα γύρω άπό τό περιοδικό Tel Quel εφαρμόσανε μιά πολι τικοποιημένη, ριζοσπαστική σημειωτική στή λο γοτεχνική κριτική. Ό ’Ιταλός Umberto Eco έγραψε σημειωτικές άναλύσεις γιά τήν άρχιτεκτονική καί τήν αισθητική. Μέσα στό κύμα τού Παρισιού στά χρόνια τού ’60 ή «σημειολογία» τού Saussure διασταυρώθη κε μέ μιά άλλη παράδοση, τή «σημειωτική» τού άμερικανού φιλοσόφου Charles Peirce, περίπου σύγχρονη μέν, άλλά άνεξάρτητη άπό τή δομική γλωσσολογία τού Saussure. Ή σημειωτική τού Peirce, στήν όποια στήριζε-
αφιερωμα/17 ται καί τό έργο τού Charles Morris, άναπτύσσει μιά σειρά άπό έννοιες σχετικές μέ τή φιλοσοφία τής σημασίας (βλ. καί τό άρθρο τού Μ. Σετάτου σ’ αυτό τό τεύχος). Ή σημειωτική τού Peirce πα ραμένει μέχρι σήμερα σχεδόν ανεξάρτητη σέ σχέ ση μέ τή σημειωτική πού βασίζεται στόν Saussure, παρόλο πού ύπάρχει μιά τάση πρός μιά ενο ποιημένη προσέγγιση (Eco 1976). Ή παράδοση τού Peirce καλλιεργείται κυρίως στίς Η.Π.Α. καί στή Δυτική Γερμανία, ενώ αύτή τού Saussure στή Γαλλία, στήν ’Ιταλία, καί -έντελώς τελευταϊαστήν ’Αγγλία. Μιά τρίτη άνεξάρτητη σχολή, βα σισμένη στόν δομισμό καί τήν κυβερνητική, υπάρχει στή Ρωσία καί είναι γνωστή στή Δύση κυρίως μέσα άπό τά έργα τού φιλόλογου Juri Lotman (βλ. Winner and Winner 1976).
2.
Κύριες εννοιες καί ορολογία
Γλώσσα καί ομιλία Ή γλωσσολογία στήν εποχή τού Saussure ήταν κυρίως ή ιστορική φιλολογία, πού μελετούσε τίς νομοτέλειες τής φωνητικής εξέλιξης τών λέξεων (ή καί άκόμα μικρότερων μονάδων). 'Ο Saussure πρώτος είσήγαγε τήν έννοια τής γλώσσας ώς μιας συγχρονικής, συνολικής δομής -ώς ένα σύστημα. Τό σύστημα, κατά τόν Saussure, δέν άποτελεϊται μόνο άπό τίς μονάδες σημασίας (απλοποιώντας λίγο, μπορούμε νά πούμε τίς λέξεις), άλλά έπιπλέον οί μονάδες αυτές, τά σημεία, είναι οργα νωμένες σέ μιά δομή■ή σημασία τους έξαρτάται άπό τή θέση τους στή συνολική δομή καί άρα άπό τίς σχέσεις μεταξύ τους. Ή έννοια τού λευ κού καθορίζεται άπό τίς άντιθέσεις του μέ τό μαύρο, τό χρωματιστό, τό γκρί καί τό διαφανές, όχι άπό κάποιο εσωτερικό χαρακτηριστικό τής λέξης «λευκό». Ή ύπαρξη τού συστήματος τής γλώσσας είναι αύτό πού έπιτρέπει τή δημιουργία σημασίας. Γιά νά πραγματοποιηθεί όμως ή σημασία πρέπει τό σύστημα νά κινητοποιηθεί άπό ένα άτομο, πού έπιλέγει άπό τό σύστημα μιά σειρά άπό σημεία καί τά παράγει σάν μήνυμα πρός κάποιο άλλο άτομο: πραγματοποιεί, δηλαδή, μιά πράξη όμιλίας (ό Μ. Σετάτος μεταφράζει τόν ίδιο όρο σάν «λόγο», βλ. άρθρο σ’ αύτό τό τεύχος). Ή σχέση γλώσσας καί όμιλίας είναι διαλεκτι κή: ή γλώσσα κατά βάθος υπάρχει σάν μιά άφαίρεση άπό όλες τίς πράξεις όμιλίας τών άνθρώπων πού τή μιλάνε -άλλά συγχρόνως κάθε συγ κεκριμένη πράξη όμιλίας είναι άδύνατη χωρίς τήν ήδη ύπάρχουσα γλώσσα. Ή γλώσσα είναι μέν προϊόν τής άνθρώπινης κοινωνίας, άλλά γιά κάθε άτομο, ή γλώσσα πάντα προϋπάρχει άπό τή
R. Barthes
δική του ομιλία, είναι αύτό πού τού επιτρέπει νά εκφραστεί.
Κώδικας καί επικοινωνία Ή σημειωτική δανείζεται άπό τή θεωρία έπικοινωνίας τό βασικό σχήμα επικοινωνίας. Γιά νά γίνει μιά πράξη έπικοινωνίας (στήν προφορική γλώσσα, μιά πράξη όμιλίας) χρειάζονται πέντε παράγοντες. Έ νας πομπός (ομιλητής) στέλνει 'ένα μήνυμα σέ ένα δέκτη (άκροατής). Τού χρειά ζεται ένας κώδικας (ή γλώσσα) καί ένα κανάλι ή άγωγός (γιά τήν προφορική γλώσσα, τό κανάλι είναι ό άέρας, μέσα στόν όποιο τά φωνητικά όρ γανα τού πομπού δημιουργούν κύματα πού επη ρεάζουν τά άκουστικά όργανα τού δέκτη). 'Ο πομπός κωδικοποιεί τό νόημα πού θέλει νά με ταφέρει, δηλαδή διαλέγει τά κατάλληλα σημεία άπό τόν κώδικα καί τά οργανώνει σέ μιά σειρά: αύτό είναι τό μήνυμα. Τό μήνυμα μεταφέρεται μέσω τού καναλιού στόν δέκτη, πού τό άποκωδικοποιεί, άναφέροντας τά σημεία του στόν κώδι κα γιά νά καταλάβει τό νόημα. Γιά νά. μεταφερθεΐ τό μήνυμα άπό τόν πομπό στόν δέκτη καί νά πετύχει έτσι ή πράξη έπικοινωνίας, πρέπει κάθε στοιχείο αυτής τής διαδικα σίας νά λειτουργεί σωστά. Προφανώς πρέπει ό πομπός καί ό δέκτης νά άναφερθούν στόν ίδιο κώδικα, καί ή κωδικοποίηση καί άποκωδικοποίηση νά γίνουν χωρίς λάθη. Πρέπει καί τό κα νάλι νά είναι καθαρό -άλλιώς δημιουργείται θό ρυβος στή μεταφορά τού μηνύματος. ’Επειδή ή
18/αφιερωμα
έπικοινωνία στην πράξη σπάνια γίνεται κάτω άπό έντελώς ιδανικές συνθήκες, συνηθίζεται νά περιέχει τό μήνυμα κάποια περισσότητα πληρο φορίας (redundancy), ώστε άκόμα καί άν χαθεί ένα μέρος της κατά τή μεταφορά τό μήνυμα νά παραμένει κατανοητό. Δηλαδή, άκόμα καί δταν δέν άκοΰμε έντελώς καθαρά αύτό πού λέει ό όμιλητής, συνήθως μπορούμε νά καταλάβουμε τί θέ λει νά πει.
Τό σημείο Ή έννοια τού σημείου έχει ήδη άναφερθεί έπανειλημμένως: είναι ή μονάδα σημασίας. Δέν εί ναι ή ελάχιστη μονάδα, γιατί άποτελεΐται άπό συνιστώσες, άλλά είναι ή έλάχιστη άνεξάρτητη μονάδα σημασίας πού χρειαζόμαστε δταν θέλου με νά συντάξουμε ένα μήνυμα (βλ. καί τό άρθρο τού Μ. Σετάτου σ’ αύτό τό τεύχος). Στή γλώσσα είναι, άπλοποιώντας λίγο, ή λέξη.
Σημαίνον καί σημαινόμενο Μέσα στό σημείο, ό Saussure διακρίνει δύο έπίπεδα, πού άλληλοσυσχετίζονται, δπως χαρακτη ριστικά τό λέει ό ίδιος, σάν τίς δύο πλευρές ενός φύλλου χαρτιού. Τό ένα είναι τό σημαίνον, τό υλικό μέρος τού σημείου (πού στήν προφορική γλώσσα σχηματίζεται άπό τά κύματα άέρος, τόν ήχο). Κάθε σημαίνον ενώνεται μέ ένα σημαινόμενο, πού είναι τό νόημα ή ή ιδέα τού σημείου. Μπορεί ένα σημαίνον νά ενωθεί μέ δύο διαφορε τικά σημαινόμενα: τότε έχουμε ομωνυμία δύο διαφορετικών σημείων (δύο, έπειδή τό ένα συ στατικό τους μόνο είναι κοινό). Μπορεί δύο ση μαίνοντα νά έχουν τό ίδιο (ή σχεδόν ίδιο) σημαινόμενο: τότε έχουμε συνωνυμία, άλλά πάλι δύο διαφορετικών σημείων. Μπορούμε νά φανταστούμε δτι δλοι οί ήχοι πού μπορούν νά παραχθοϋν άπό τά άνθρώπινα φωνητικά όργανα άποτελούν ένα συνεχές, καί δλη ή έμπειρική μας άντίληψη τού κόσμου ένα άλλο συνεχές. Ό δανός γλωσσολόγος Hjelmslev τά ονομάζει έπίπεδο τής έκφρασης καί έπίπεδο τού περιεχομένου. Τό γλωσσικό σημείο άπομονώνει ένα κομμάτι (τό σημαίνον) άπό τό φωνητι κό συνεχές (έπίπεδο τής έκφρασης) καί τό ενώνει μέ ένα κομμάτι (τό σημαινόμενο) άπό τό νοημα τικό συνεχές (έπίπεδο τού περιεχομένου) καί μ’ αύτό τόν τρόπο καθορίζει καί συγκεκριμενοποιεί ένα σημείο: μιά λέξη. Δέν μπορεί νά υπάρξει μιά έννοια χωρίς έκφραση, δηλαδή χωρίς νά έχει ήδη γίνει σημείο. Σημαίνον καί σημαινόμενο έχουν, γιά τόν Hjelmslev, μορφή καί ουσία. Τό σημαίνον (τό έπίπεδο τής έκφρασης) άποτελεΐται, στήν προ
φορική γλώσσα, άπό τήν ήχητική ουσία πού παίρνει συγκεκριμένη μορφή σάν τά φωνήματα γλώσσας. Τό σημαινόμενο έχει μορφή μέ τήν έν νοια δτι ορίζεται άπό τίς σχέσεις του μέ άλλα σημαινόμενα (άλλες έννοιες), καί ή ουσία του άναφέρεται σ’ αυτή τήν έμπειρική, βιωμένη άντίληψή μας τού κόσμου. Ό Hjelmslev δήλωσε δτι τό πεδίο τής γλωσσο λογίας περιορίζεται στή μελέτη τής μορφής τής έκφρασης καί τής μορφής τού περιεχομένου. Ή ουσία τής έκφρασης στή γλώσσα είναι τό πεδίο τής φωνητικής (πού άσχολεΐται μέ τόν ήχο σάν
ήχο).
"Ας σημειώσουμε δτι ή ούσία τού περιεχομέ-. νου (τού σημαινόμενου) δέν είναι τό άντικείμενο στό όποιο άναφέρεται τό σημείο. Τό πραγματικό άντικείμενο άναφοράς δέν άποτελεί μέρος τού σημείου -άπόδειξη δτι υπάρχουν σημεία πού άναφέρονται σέ άνύπαρκτα άντικείμενα. Ό Umberto Eco (1976) εισάγει τήν έννοια τής πολι τιστικής μονάδας γιά τό σημαινόμενο: ή άντίληψη τού κόσμου «κόβεται» σέ έννοιες μέ διαφορε τικό τρόπο άπό κάθε πολιτισμό, σύμφωνα μέ τή δική του έμπειρία καί τίς δικές του κοινωνικές άνάγκες.
Σύνταγμα καί παράδειγμα Τά σημεία έχουν, δπως είδαμε, σχέσεις μεταξύ τους, καί οί σχέσεις αυτές είναι δύο ειδών. "Ενα είδος βασίζεται στήν άρχή τής όμοιότητας ή τής διαφοράς (ή άντίθεσης). Αύτή ή σχέση συσχετί ζει τά σημεία σέ παραδείγματα, σειρές πού βασί ζονται σέ κάποιο κοινό στοιχείο. Παραδείγματα μπορούν νά δημιουργηθούν καί στό έπίπεδο τού σημαίνοντος καί στό έπίπεδο τού σημαινόμενου. Τό «λευκό» άνήκει, άνάμεσα σ’ άλλα, σέ ένα πα ράδειγμα μέ «λεύκα», «λεύκωμα», «λευκοί»· σέ ένα άλλο παράδειγμα, μέ βάση τό νόημα, μαζί μέ «χιόνι», «καθαρό», «άγνό»· καί τελικά στό πα ράδειγμα τών χρωμάτων: «μαύρο», «κόκκινο», «κίτρινο» κλπ. Πολλές φορές τά παραδείγματα λέγονται κώδικες στή σημειωτική (ή έννοια τού κώδικα έδώ είναι έλαφρώς διαφορετική άπό τήν έννοιά του στή θεωρία έπικοινωνίας, βλ. πιό πά νω). Υπάρχουν δμως καί οί σχέσεις πού βασίζον ται στούς κανόνες συνδυασμού τών σημείων, δη λαδή στή σύνταξη κάί τή γραμματική. 'Όταν φτιάχνουμε ένα μήνυμα, πρέπει νά βάλουμε τίς λέξεις σέ κάποια όρισμένη σειρά καί μέ όρισμένους κανόνες. Αυτές οί σχέσεις λέγονται συνταγ ματικές, καί τό μήνυμα τό ίδιο μπορεί νά όνομαστεί σύνταγμα. «’Αγαπώ τό λευκό» είναι ένα σύνταγμα· «Λευκό άγαπώ τό» δέν είναι (τουλά χιστο σύμφωνα μέ τόν κώδικα πού χρησιμοποι ούμε).
αφιερωμα/19 Συνδήλω ση κ α ί καταόήλωση Τό σημαινόμενο, δηλαδή ή έννοια χοΰ σημείου, μπορεί νά έχει κυριολεκτική ή καί συνειρμική σημασία. Ή κυριολεκτική σημασία λέγεται συνήθως.καταδήλωση (υπάρχει καί ό όρος «κυριολεκτικότητα»). Γιά τή συνειρμική σημασία πλη θαίνουν οί δροι στά έλληνικά: ύποδήλωση, συν δήλωση, συνυποδήλωση, παραδήλωση, συνέμφαση, συνειρμικότητα. 'Ο δρος συνδήλωση φαί νεται πρός τό παρόν νά υπερισχύει στατιστικά. Ή καταδήλωση είναι, λοιπόν, ή κυριολεκτική σημασία τού σημείου, ή άμεση καθημερινή καί πιό απλή σημασία του: «λευκό» σημαίνει λευκό, τό χρώμα τού άσπρου χαρτιού. 'Η συνδήλωση είναι, μπορούμε'νά πούμε, ή μεταφορική σημα σία: τό λευκό είναι τό καθαρό (γι’ αυτό οί νοικο κυρές, μάς λένε οί διαφημίσεις, άγαπάνε τό λευ κό), είναι τό άγνό (άρα τό χρώμα τής άθωότητας καί τής παρθενιάς). "Οπως βλέπουμε, ή συνδή λωση είναι μέν μεταφορική, δέν είναι δμως άτομική, άλλά κοινωνικοποιημένη.
ΟΙ λειτουργίες τής γλώσσας Μπορούμε νά παρομοιάσουμε (άλλά προσεκτι κά) τό ζευγάρι καταδήλωση/συνδήλωση μέ ένα παλαιότερο ζευγάρι τών σημασιολόγων, τή «γνωστική» καί τή «συναισθηματική» σημασία. ’Ακόμα πιό άναλυτικές είναι δμως οί λειτουργίες
τής γλώσσας δπως δρίστηκαν άπό τόν Roman Jakobson. Ό Jakobson, μέ βάση τό σχήμα τής έπικοινωνίας πού είδαμε προηγούμενα, λέει δτι κάθε πράξη έπικοινωνίας μπορεί νά εκπληρώσει μιά ή περισσότερες άπό τίς εξής έξι λειτουργίες. Ή πράξη μπορεί νά κάνει άναφορά στόν πραγματι κό κόσμο ή στήν αντίληψή μας γι’ αύτόν {Αναφο ρική λειτουργία), δπως: «Χιονίζει». Μπορεί νά εκφράζει τά αισθήματα τού πομπού {συναισθη ματική λειτουργία), δπως: «νΑχ, πώς μ’ αρέσει τό χιόνι!». Μπορεί νά σκοπεύει νά έπηρεάσει τόν δέκτη ή νά τόν χρησιμοποιήσει {βουλητική λει τουργία): «Κλείσε τήν πόρτα, χιονίζει έξω». Μπορεί νά σκοπεύει στόν έλεγχο τής μεταφοράς τού μηνύματος {φατική λειτουργία): «Μ’ άκούς; κατάλαβες;». Μπορεί νά άναφέρεται στόν κώδι κα τού μηνύματος (μεταγλωσσική λειτουργία): «'Όταν λέω “χιονίζει”, έννοώ τό μετεωρολογικό φαινόμενο τού χιονιού». Τέλος, μπορεί νά έχει σάν κέντρο βάρους τόν έαύτό της, τό ίδιο τό μή νυμα {ποιητική λειτουργία): «Τό χιόνι, τό χιόνι, σάν πούπουλα πέφτει». Σ’ αύτό τό παράδειγμα, ή επανάληψη ήχων καί λέξεων τραβά τήν προσο χή τού δέκτη στό μήνυμα, όχι γι’ αύτό πού «θέλει νά πει» άλλά γιά τό ενδιαφέρον τής μορφής του. Συνήθως, μιά πράξη επικοινωνίας εκπληρώνει παραπάνω άπό μία λειτουργίες συγχρόνως. Μπορούμε δμως νά διακρίνουμε μία κυρίαρχη (ή ένα κυρίαρχο συνδυασμό λειτουργιών) γιά νά χαρακτηρίσουμε ένα συγκεκριμένο μήνυμα. Ή
ΕΣΕΙΣ ΠΕΡΑΣΑΤΕ ΑΠΟ ΤΗΝ... ΚΙΒΩΤΟ; Στο ΥΠΟΓΕΙΟ Θα βρείτε βιβλία παιδικά εκπαιδευτικά παιχνίδια Στο
ΙΣΟΓΕΙΟ
χαρτικά αφίσσες βιβλία περιοδικά Στο
ΠΑΤΑΡΙ
έκθεση καλλιτεχνικής φωτογραφίας του Σταύρου Λαγκαδιανού
στον ΠΕΙΡΑΙΑ ΔΡΑΓΑΤΣΗ 1
(νέο δημαρχιακό μέγαρο)
20/αφιερωμα άναφορική λειτουργία τείνει νά κυριαρχήσει στήν πρακτική μετάδοση πληροφορίας γιά τόν κόσμο. Ή βουλητική χαρακτηρίζει π.χ. τίς εντο λές, μερικές φορές τόν πολιτικό λόγο καί τίς δια φημίσεις· ή φατική, όπως λέει ό Jakobson, εμφα νίζεται καί στίς καθημερινές κουβέντες τών ερω τευμένων («μ’ άγαπάς;»). Ή μεταγλωσσική λει τουργία χαρακτηρίζει π.χ. τή γλωσσολογία καί τή σημειωτική, πού έχουν σάν άντικείμενο τήν άνάλυση τών συστημάτων σημασίας. Καί ή ποιη τική εμφανίζεται βέβαια στήν ποίηση καί τήν τέ χνη γενικότερα, όχι όμως άποκλειστικά.
Λόγος καί κείμενο, σνμφραζόμενα καί περίσταση Αυτό πού στή θεωρία έπικοινωνίας λέγεται μήνυμα, στή γλωσσολογία μπορεί νά λεχθεί ομιλία (όταν άναφέρεται σέ συγκεκριμένη πράξη ομι λίας) καί λόγος (discourse) (όταν έννοείται μιά συνέχεια προφορικής γλώσσας μέ κάποια εσωτε ρική συνέπεια). Στά περισσότερα άλλα σημειωτι κά συστήματα τό ίδιο φαινόμενο λέγεται κείμε νο, πράγμα πού άντιπροσωπεύει δανεισμό άπό τή γραπτή γλώσσα. Τό κείμενο χαρακτηρίζεται άπό σημασιολογική συνέπεια, πού εκδηλώνεται σάν συστηματική άναφορά στούς ίδιους σημασιολογικούς κώδικες, καταδηλωτικούς ή συνδηλωτικούς. Εκτός άπό τήν εσωτερική συνέπεια τού κειμέ νου, ύπάρχει καί συνέπεια άνάμεσα στό κείμενο καί τό περιβάλλον στό όποιο παράγεται. Τό κεί μενο μπορεί νά άναφέρεται σέ άλλα κείμενα (π.χ. όταν μιλάμε γιά ένα πρόγραμμα στήν τη λεόραση) ή σέ πρόσωπα, άντικείμενα καί κατα στάσεις στόν γύρω χώρο. Τά άλλα κείμενα λέ γονται συνήθως «συμφραζόμενα» (context), τά έξωτερικά στοιχεία «περίσταση» (situation).
Πολυσημία καί μονοσημία 'Υπάρχουν κείμενα (ή λόγοι) πού τείνουν πρός μιάν άμφιμονοσήμάντη άντιστοιχία άνάμεσα στό σημαίνον καί στό σημαινόμενο -τείνουν νά άποφύγουν δηλαδή τή συνδήλωση καί νά περιορι στούν στήν καταδήλωση. Αυτός είναι·λίγο πολύ ό σκοπός τής έπιστήμης. Ά λλα κείμενα βασίζον ται ριζικά στήν πολυσημία τής συνδήλωσης -ή λιτότητα τής λυρικής ποίησης είναι τό άποτέλεσμα μιας πολύ μεγάλης χρήσης τής πολυσημίας. Πολυσημία δέν σημαίνει άναγκαστικά εντελώς έλεύθερη, άτομική συνειρμικότητα. Τό πολυσή μαντο κείμενο μπορεί νά χρησιμοποιήσει κοινω νικά κατοχυρωμένους κώδικες καί νά έλέγξει άπόλυτα τή χρήση τους, ή μπορεί νά χρησιμο ποιήσει συνδηλωτικά άνοικτές σημασίες πού προσφέρονται στήν άτομική απόλαυση.
Συντακτική, σημαντική, πραγματική Αυτές οί τρεις έννοιες προέρχονται άπό τή ση μειωτική τού Morris καί ορίζουν τίς διάφορες προσεγγίσεις μελέτης ενός κειμένου. Ή συντα κτική μελετά τούς κανόνες συνδυασμού τών ση μαινόντων, τή «γραμματική» καί «σύνταξη» τού κειμένου, ή άν θέλουμε τή συνταγματική μορφή του. Ή σημαντική μελετά τή σημασιολογική δο μή, δηλαδή τούς κώδικες τών σημαινομένων, καταδηλωτικούς καί συνδηλωτικούς -τήν παρα δειγματική δομή τού κειμένου. Ή πραγματική μελετά τή σχέση τού κειμένου μέ τό περιβάλλον του, καί μπορεί νά καλύψει μέχρι καί τήν κοινω νική λειτουργία τού κειμένου καί τόν ιδεολογικό του ρόλο.
3. Σημερινά ρεύματα στή σημειωτική Οί τάσεις στή σημερινή διεθνή σημειωτική είναι σέ γενικές γραμμές οί έξης: Τό μεγάλο κύμα τού δομισμού στή Γαλλία, πού παραμένει μιά άπό τίς κύριες πηγές τής σημειωτικής, άφησε ένα ισχυρό φορμαλιστικό ρεύμα, τό όποιο περιλαμβάνει καί τήν άφηγηματολογία. 'Ο φορμαλισμός στή σημε ρινή σημειωτική βασίζεται στίς θεωρητικές έν νοιες πού παρουσιάσαμε, καί προχωρά, μέσω μονογραφικής έρευνας, στή λεπτομερή εφαρμο γή, βελτίωση καί άνάπτυξη τής θεωρίας στά διά φορα πεδία τής σημειωτικής. Ά π ό τήν άλλη μεριά, ή συνάντηση τής ση μειωτικής μέ τήν ψυχανάλυση καί τόν μαρξισμό δημιούργησε, πάντα στή Γαλλία, μιά ριζοσπα στική κατεύθυνση, στηριγμένη κυρίως στήν Kristeva, στόν Lacan, στόν Foucault καί στόν φιλό σοφο Jacques Derrida. Ή κατεύθυνση αύτή έπηρεάζει κυρίως τό πεδίο τής κριτικής (τής λογοτε χνίας, τού θεάτρου, τής τέχνης καί τού κινημα τογράφου), δπου εμφανίζεται σάν κριτική «άποδόμησης» ή «άποδιάρθρωσης» (deconstruction) -άπό τόν Σ. Δημητρίου ονομάζεται φιλολογική σημειωτική. Σκοπός της είναι νά έντοπίσει στό κείμενο αύτά τά σημεία πού τό κείμενο προσπα θεί νά καλύψει ή νά άποσιωπήσει -αύτά πού άντιστέκονται στήν προσπάθεια όργάνωσης καί ιδεολογικής διευθέτησης τού κειμένου- καί νά τά άπελευθερώσει, άπελευθερώνοντας έτσι τήν άπεριόριστη, άνεξέλεγκτη ροή τού δημιουργικού λό γου. Έ τσι, θεωρείται ότι πετυχαίνεται ή «επα νάσταση τού λόγου», άναγκαία προϋπόθεση τής πολιτικής έπανάστασης (βλ. καί Μαρτινίδης 1980). Στίς Η.Π.Α. καί στή Γερμανία, όπως είδαμε, ύπάρχει μιά σχολή τής σημειωτικής τοϋ Peirce. Έννοιες τού Peirce καί τοϋ Morris χρησιμοποι ούνται καί στή φορμαλιστική σημειωτική καί
αφιερωμα/21
στην κριτική τής άποδόμησης (δπως ή «Απεριό ριστη σημείωση»). Στήν ’Ανατολική Ευρώπη καί τή Ρωσία, ή λε γάμενη σχολή τής Μόσχας-Ταρτού προσεγγίζει τή σημειωτική άπό μιά εύρύτερη ιστορική σκο πιά. Με βάση τά μεταφρασμένα έργα της, ή κα τεύθυνση αυτή είναι γνωστή στή Δύση σάν ση μειωτική τοϋ πολιτισμού: όλα τά σημειωτικά φαινόμενα ένός πολιτισμού μπορούν νά θεωρη θούν σάν ένα ύπερ-κείμενο, τό κείμενο τού πολι τισμού, τό όποιο έχει ορισμένα χαρακτηριστικά πού μπορούν νά Αναλυθούν συστηματικά. Στή Δυτική Εύρώπη, στίς Η.Π.Α. καί στόν Καναδά ή σημειωτική είναι άπ’ τή μιά μεριά μιά μέθοδος πού χρησιμοποιείται γιά τή συστηματι κή Ανάλυση τής σημασίας καί άπ’ τήν άλλη μιά προσέγγιση πού χρησιμοποιείται άπό τούς κριτι κούς όταν ταιριάζει στό θέμα καί στούς Αναγνώ στες τους. Συγχρόνως, έχει έπηρεάσει σοβαρά όλες τίς κοινωνικές έπιστήμες. Στή Νότια Εύρώ πη πάλι (κυρίως στήν ’Ιταλία, άλλά καί στήν Ελλάδα), καί σέ κάποιον βαθμό στή Νότια ’Αμερική, ή σημειωτική σέ δλες της τίς Αποχρώ σεις διασταυρώθηκε καί επηρεάστηκε άπό τόν μαρξισμό, προφανώς λόγω τών κοινωνικών καί πολιτικών συνθηκών πού επικρατούν στίς χώρες αυτές. ’Από τήν πρώτη εμφάνισή της στό Παρίσι, γύ ρω στό 1960, ή σημειωτική είχε, δπως είδαμε, μιά τάση ριζοσπαστικής κοινωνικής κριτικής (ένα τυπικό παράδειγμα δίνει τό έργο τού Bar thes, π.χ. Mythologies, 1957). 'Ορισμένοι μελετη τές ένδιαφέρονται άμεσα γιά τίς σχέσεις Ανάμε σα στήν κοινωνία καί τά σημειωτικά συστήματα (Greimas, Eco). Μιά προσπάθεια συστηματικής άρθρωσης τής σημειωτικής ειδικότερα μέ τόν ιστορικό υλισμό έγινε άπό τόν γάλλο κοινωνιο λόγο Pierre Bourdieu, άπό τόν ίταλό φιλόσοφο Ferruccio Rossi-Landi, καθώς καί στά έργα τού Ρώσου Mikhail Bakhtin καί τών φίλων του, έργα πού γράφτηκαν τό 1920-30 στή Ρωσία καί μετα φράστηκαν πρόσφατα στά γαλλικά καί άγγλικά. Σ ’ αύτό τό σημείο άκριβώς βρίσκεται καί ή ιδιαί τερη προσφορά τής έλληνικής σημειωτικής (Σ. Δημητρίου, Α.-Φ. Λαγόπουλος, Π. Μαρτινίδης, Τζ. Πολίτη).
4.
Ή σημειωτική στήν Ε λλάδα
Ή σημειωτική ήρθε στήν Ελλάδα κυρίως άπό τή Γαλλία, καί οί πρώτες έπιρροές εμφανίζονται γύρω στό 1970 στά πανεπιστήμια τής ’Αθήνας καί τής Θεσσαλονίκης, καί στήν κριτική τού κι νηματογράφου. Γλωσσολόγοι, φιλόλογοι, Αρχι τέκτονες, λαογράφοι καί άλλοι, συχνά έπιστρέφοντας άπό μεταπτυχιακές σπουδές στό έξωτερι-
κό, μεταφέρουν τό νέο θεωρητικό πεδίο στήν Ελλάδα. ’Αρκετές μεταφράσεις έργων σημειωτι κού χαρακτήρα, καθώς καί ελληνικές έργασίες, έχουν δημοσιευτεί τά τελευταία δέκα χρόνια. Τά κείμενα πού κυκλοφορούν στό εμπόριο είναι κυ ρίως γενικού χαρακτήρα, εισαγωγικά καί μή τε χνικά. Πιό έξειδικευμένες μελέτες άπό έλληνες σημειολόγους τείνουν νά δημοσιευτούν σέ εκδό σεις περιορισμένης κυκλοφορίας (πανεπιστημια κές εκδόσεις, πρακτικά συνεδρίων). ’Αρκετά πε ριοδικά στήν Ελλάδα δημοσιεύουν άρθρα μέ σημειωτικό περιεχόμενο {Φιλμ, ’Οθόνη, Σύγχρο νος Κινηματογράφος, Σπείρα, Τέχνη, Φιλόλο γος, Πολίτης κ.ά.). Ά π ό τήν άλλη μεριά, οί έρ γασίες πολύ λίγων έλλήνων σημειολόγων έχουν εμφανιστεί σέ διεθνή περιοδικά ή άλλες έκδόσεις. Έξειδικευμένο επιστημονικό περιοδικό τής σημειωτικής δέν υπάρχει στήν Ελλάδα. Οί έλληνικές μελέτες σημειωτικής τείνουν πρός τή φορμαλιστική κατεύθυνση, καί στήν κριτική πρός τήν άποδόμηση καί συγγενείς τάσεις. ’Εν τυπωσιακή δμως είναι ή έπιρροή τού ιστορικού υλισμού, καί άκόμα πιό χτυπητή ή στροφή πρός τήν κοινωνιοσημειωτική κατεύθυνση. Υπάρχουν δύο μελέτες τής ιστορίας τής σημειωτικής στήν Ελλάδα (Καψωμένος, 1982, Λαγόπουλος - Λαγοπούλου-Παπαϊωάννου, 1982) πού προσφέρουν ελληνική καί ξενόγλωσση βιβλιογραφία γιά πα ραπέρα ενημέρωση.
5. Είκοσι χρόνια σημειωτικής: άπολογισμός καί προοπτικές Είδαμε ποιές ήταν οί υποσχέσεις τής σημειωτι κής δταν πρωτοεμφανίστηκε: μιά επιστήμη τής σημασίας, μιά μέθοδος Ανάλυσης δλων τών ποι κίλων φαινομένων τής σημασίας Απαλλαγμένη άπό τήν ύποκειμενικότητα. Μετά άπό είκοσι χρόνια εξέλιξης, πώς άνταποκρίθηκε ή σημειωτι κή στήν αισιόδοξη (καί φιλόδοξη) αύτή υπόσχε ση; Ή σημειωτική μάς προσφέρει μιά θεωρία καί μιά μέθοδο. Ά ν πάρουμε πρώτα τή μέθοδο (θά άναφερθώ στή φορμαλιστική μέθοδο, εφόσον ή μέθοδος τής άποδόμησης δέν διεκδικεϊ τή θέση μιας επιστήμης καί Απορρίπτει, ως ένα βαθμό, τίς άρχές καί τής άποτελεσματικότητας καί τής Αντικειμενικότητας), μπορούμε νά πούμε δτι μάς έπιτρέπει σήμερα τήν Ανάλυση καί περιγραφή κειμένων, πράγματι μέ τρόπο συστηματικό καί άκριβή καί μέ τή δυνατότητα επανάληψης καί έπιβεβαίωσης πού θεωρούμε σάν «Αντικειμενικό τητα». Τό τί κάνουμε μέ τά Αποτελέσματα είναι ένα εντελώς άλλο ζήτημα. Ή σημειωτική προσφέρει μιά μέθοδο άνάλυ-
22/αφ ιερω μα
αφιέρωμα οτη Θεσσαλονίκη Η Θεσσαλονίκη είναι άπό τόν 4ο αί. μ.Χ. τό κέντρο συγκέντρωσης καί διαμετακομιδής τοΰ μεγαλύτερου μέρους τής παραγωγής τής Μακεδονίας καί ολόκληρου τού Βαλκανικού χώρου. Νίκος Σβορώνος Γύρω ατό 316 π.Χ. όταν ό Κάσσανδρος ιδρύει, στή θέση τής Θέρμης, τή Θεσσαλονίκη καθαιρεϊ τά γύρω άπό αύτήν πολίσματα καί έγκαθιστδ έκεϊ τούς κατοίκους. ' Η νέα πόλη παίρνει τό όνομά της άπό τήν άδελφή τοΰ ' Αλέξανδρου Θεσσαλονίκη, πού ήταν σύζυγος τού Ευτέρπη Μαρκή ' Η Θεσσαλονίκη άπό τούς πρώτους αιώνες τής ύπαρξης τοΰ βυζαντινού κράτους, έπαιξε σημαντικό ρόλο στή ζωή τής αύτοκρατορίας σάν πολιτικό, οικονομικό καί έκκλησιαστικό κέντρο τής Μακεδονίας ή τοΰ άνατ. Ιλλυρικού. Δημήτρης Ναλπάντης
ΛΡΧΑΙΟΛΟΠΝ γκι τον καθένα που Θελει να
Τ Ρ ΙΜ Η Ν ΙΑ ΙΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ,
σης, όχι ένα κριτήριο άξιολόγησης. Τό άμεσο άποτέλεσμα είναι ότι όποιοδήποτε κείμενο (ση μειωτικό φαινόμενο) είναι εξίσου «άξιο» Αντι κείμενο Ανάλυσης: ή έφημερίδα καί τό ποίημα, ή άφίσα καί τό Αρχαίο άγαλμα, τό blue jean καί τό λαϊκό στολίδι, τά κόμικς καί ό πειραματικός κινηματογράφος. Ό σημειολόγος είναι πρώτα έπιστήμονας, όχι κριτικός: ή δουλειά του είναι νά καταλάβει, όχι νά διαλέξει. Βεβαίως μπορεί ή σημειωτική νά χρησιμέψει σέ κάποιον πού θέλει νά διαλέξει (π.χ. τόν κριτικό ή τόν δάσκαλο), άφοΰ ή κατανόηση δέν είναι έντελώς άσχετη μέ τήν επιλογή. Δέν προσφέρει όμως ή σημειωτική Αντικειμε νικά, έπιστημονικά κριτήρια πού μάς λένε τί εί ναι καλό καί κακό, τί είναι τέχνη καί τί είναι χυδαίο. Πολλοί έρευνητές π.χ. έχουν προσπαθή σει νά δώσουν έναν ορισμό τής τέχνης μέσα άπό τή σημειωτική. Πρότειναν κατά καιρούς σάν θε μελιώδες χαρακτηριστικό τήν ποιητική λειτουρ γία, τήν πολυπλοκότητα, τόν ισομορφισμό ή τήν πολυσημία. "Ολες αυτές οί έννοιες χαρακτηρί ζουν ώς ένα βαθμό τήν τέχνη. Δέν άρκοϋν, όμως, γιά νά τή διαφοροποιήσουν άπό άλλα ση μειωτικά κείμενα πού δέν θεωρούνται συνήθως τέχνη (π.χ. τή διαφήμιση). Φαίνεται ότι ή έννοια τής «τέχνης» είναι Ιστορική, κοινωνική, πολιτική άκόμη -δέν είναι όμως σημειωτική: δέν υπάρχει ένα έσωτερικό χαρακτηριστικό (ή ομάδα χαρα κτηριστικών) πού Αναμφίβολα καί καθαρά έμφανίζεται σέ όλα τά λεγάμενα έργα «τέχνης» καί δέν έμφανίζεται σέ άλλα κείμενα πού δέν τά θεωρούμε τέχνη. Ή σημειωτική λοιπόν δέν μάς οδηγεί σέ Αξιο λόγηση, άλλα σέ Ανάλυση κειμένων. Τότε, σέ τί χρησιμεύουν τά Αποτελέσματα της; Μιά Απάντη ση είναι ότι έχουν ενδιαφέρον θεωρητικό: ότι ό σκοπός τής κατανόησης είναι άρκετή δικαιολο γία γιά τή σημειωτική Ανάλυση. Αύτό προφανώς κανένας δέν μπορεί νά τό Αμφισβητήσει. 'Υπάρ χει όμως κι άλλη συνεισφορά τής μεθόδου τής σημειωτικής, πού θά είναι καί πιό καθαρή άν συσχετιστεί μέ μιά άποψη τής σημειωτικής θεω ρίας. "Οπως είδαμε, καταβάλλονται προσπάθειες άπό πολλές κατευθύνσεις ώστε ή σημειωτική θεωρία νά Αρθρωθεί μέ τήν κοινωνιολογική, καί ειδικότερα μέσα στό πλαίσιο τού ιστορικού υλι σμού. Γιά μιά τέτοια όπτική, ή σημειωτική είναι ή επιστήμη τής Ανάλυσης τών ιδεολογικών συ στημάτων (εννοούμε μέ «ιδεολογία» όλα τά νοη ματικά φαινόμενα μιας κοινωνίας, όχι μόνο τή συστηματικά διαμορφωμένη πολιτική ιδεολο γία). Ή Ανάλυση τών κειμένων, άρα, έχει διπλό σκοπό: άπό τή μιά μεριά μάς βοηθά στήν κατα νόηση μιάς όλόκληρης κοινωνίας (π.χ. μιας κοι νωνίας ιστορικά ή πολιτιστικά πολύ διαφορετι-
αφιερωμα/23 κής άπό τή δική μας), από την άλλη, άποδεικνύοντας πώς είναι φτιαγμένο ένα κείμενο, απο γυμνώνει καί τίς ιδεολογικές άξιες πού άντιπροσωπεύει καί τό ιδεολογικό μήνυμα πού μεταφέ ρει. Καί ένδέχεται νά μή συμφωνούμε μέ τίς άξιες αυτές όταν τίς βλέπουμε έτσι ώμά, χωρίς τήν ομορφιά, τή γοητεία ή τό κύρος πού άποκτάνε μέσα στό κείμενο. Είναι, μέ άλλα λόγια, ή ση μειωτική μιά μέθοδος άπομυθοποίησης των φαι νομένων σημασίας τής δικής μας κοινωνίας, δπως είναι μιά μέθοδος άποκρυπτογράφησης αύτών των άλλων κοινωνιών. Μάς προσφέρει ένα εργαλείο γιά μιά πιό έλεύθερη, πιό συνειδη τή καί άδέσμευτη μεταχείριση τών κωδίκων καί τών μηνυμάτων πού πλημμυρίζουν τή ζωή μας. Κατά τή δική μου γνώμη, τό κύριο θεωρητικό πρόβλημα πού άντιμετωπίζει ή σημερινή σημειω- τική είναι άκριβώς ή άρθρωσή της μέ τήν κοινω νία. Μιά σημειωτική πού δέν έχει σαφή σχέση μέ τήν υλική βάση τής κοινωνίας διατρέχει μεγά λους κινδύνους ιδεαλισμού. Ή σημειωτική μάς έδειξε άκριβώς πόσο ή άντίληψή μας τής πραγ ματικότητας περνά μέσα άπό ένα φίλτρο ση μείων, πόσο ή γνώση μας τού παρελθόντος είναι άπωδικοποίηση κειμένων διαφόρων ειδών καί Βασική βιβλιογραφία: Bakhtin, Μ.Μ. and. Ρ.Ν. Medvedev (1978). The formal method in literary scholarship. Baltimore: Johns Hopkins University Press. Barthes, Roland (1957). Mythologies. Paris: Seuil. (1964). «EUments de semiologie*. Communications 4: 91135. (1967). Systeme de la mode. Paris: Seuil. Baudrillard, Jean (1972). Pour une critique de I’economie politi que du signe. Paris: Gallimard. Bourdieu, Pierre. «The economics o f linguistic exchanges*. Social Science Information 16(6), 645-668. Bremond, Claude (1964). «Le message narratif*. Communica tions 4: 4-32. Derrida, Jacques (1967). De la grammatologie. Paris: Minuit. Δημητρίον, Σωτήρης (1978). Λεξικό όρων. Τόμος 1: Σημειολογικής καί δομικής άνάλυαης τής τέχνης. ’Αθήνα: Καστανιώτης. (1980). Λεξικό δρων. Τόμος 2: ’Επικοινωνίας καί σημειω τικής άνάλυσης. ’Αθήνα: Καστανιώτης. Eco, Umberto (1968). La structure absente: introduction a la recherche semiotique. Paris: Mercure de France. (1976). A theory of semiotics. Bloomington: Indiana Univer sity Press. Foucault, Michel (1966). Les mots et les choses: une archeologie des sciences humaines. Paris: NRFIGallimard. Greimas, A.J. (1966). Semantique structurale. Paris: Larousse. Καψωμένος, ’Ερατοσθένης (1979). Τό σύγχρονο κρητικό ιστο ρικό τραγούδι: ή δομή καί ή ιδεολογία του. ’Αθήνα: θεμέ λιο. (1982). «Ή σημειολογική προσέγγιση τής λογοτεχνίας στήν 'Ελλάδα*. ‘Ανακοίνωση στό Β ' Συμπόσιο Νεοελληνικής Ποίησης, Πάτρα 2-4 ’Ιουλίου 1982. Kristeva, Julia (1969). Σημειωτική: recherches pour une semanalyse. Paris: Seuil. Lacan, Jacques (1966). Ecrits. Paris: Seuil. Λαγόπουλος, Α.-Φ. (1977). «L ’image mentale de Vagglomera
ποτέ άμεση επαφή μέ τά «πραγματικά γεγονό τα», κατά πόσο ή σκέψη μας ή ίδια υπακούει σέ γραμματικές, σέ μοντέλα, σέ αφηγηματικά σχή ματα. Δεσμευόμαστε άπό τίς «γλώσσες» μέ τίς όποιες συλλαμβάνουμε τόν κόσμο. “Αν δέν έχου με μιά θεωρία τής παραγωγής τών γλωσσών αύ τών μέσα άπό τή διαδικασία παραγωγής καί άναπαραγωγής τής άνθρώπινης κοινωνίας, τότε ή ίδια ή δυνατότητα τής έπιστημονικής γνώσης (εφόσον καί ή έπιστήμη είναι μιά γλώσσα) έξαφανίζεται, καί παίζουμε απλώς όλοι ένα παιχνί δι μέ τά σημεία. Αύτό τό παιχνίδι έχει τή δική του γοητεία, λεπτή καί χαριτωμένη. Καί σίγουρα δέν μπορούμε νά βασιστούμε σέ κάποια ώμή, άμεση γνώση τής πραγματικότητας πού μάς έρ χεται κάπως άθικτη, χωρίς νά άνακατευτεϊ μέ τίς σημειωτικές (καί άρα ιδεολογικές) άντιλήψεις καί προλήψεις μας. ”Αν δέΥ ύπάρχει σχέση, δμως, άνάμεσα στά σημειωτικά συστήματα καί στήν πράξη τής κοινωνίας -πράξη δχι άνεξάρτητη άπό σημειωτικά συστήματα, άλλά καί μέ μή σημειωτικό περιεχόμενο- τότε τό παιχνίδι είναι μόνο στό μυαλό μας. Καί αύτό μού φαίνεται, προσωπικά, νά είναι ιδιαίτερα άγονο.
tion». Communications 27: 55-78. (1980). «Κοινωνιο-σημειωτική του χώρον: τρόποι παραγω γής καί σημειωτικές άστικές δομές», στο Σημειωτική και κοινωνία: διεθνές συνέδριο τής 'Ελληνικής Σημειωτικής 'Εταιρίας, σσ. 111-130 (έπιμέλεια Κ. Boklund-Λαγοπούλου). 'Αθήνα: Όδυσσέας. Ααγόπουλος, Α.-Φ. - Κ. Boklund-Λαγοπούλου καί Θ. Παπαϊωάννου (1982). «’Ανασκόπηση τής σημειωτικής στήν 'Ελ λάδα: ό φορμαλισμός, ή ψυχανάλυση καί ό ιστορικός υλι σμός». Σύγχρονα Θέματα 5:14, σσ. 66-78. Levi-Strauss, Claude (1947). Les structures elementaires de la parente. Paris: P.U.F. (1958). «La structure des mythes», στό Anthropologic struc turale, σσ. 227-255. Paris: Plon. Μαρτινίδης, Πέτρος (1980). «Une lecture de Polylogue de J. Kristeva*. Κώδικας/Code 1, 275-280. (1982). Συνηγορία τής παραλογοτεχνίας. ’Αθήνα: ΠολντνMetz, Christian (1968). Essais sur la signification au cinema. Pa ris: Klincksieck. Morris, Charles (1971). Writings on the general theory of signs. The Hague + Paris: Mouton. Πολίτη Τζίνα (1981). «Ή μυθιστορηματική κατεργασία τής Ιδεολογίας: άνάλνση τής Λυγερής τον Άνδρέα Καρκαβίτσα». ’Επιστημονική ’Επετηρίδα τής Φιλοσοφικής Σχολής Α.Π.Θ. 20, 317-351. Propp, Vladimir (1928, 1965). Morphologie du conte. Paris: Seuil. Rossi-Landi, Ferruccio (1968). II linguaggio come lavoro e come mercato. Milano: Bompiani. Saussure, Ferdinand de (1916, 1971). Cours de linguistique generale. Paris: Payot. Σετάτος, Μιχάλης (1971). Στοιχεία γενικής γλωσσολογίας. Θεσσαλονίκη: Άριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. (1977). Εισαγωγή στή σημειολογία καί σημασιολογία. Θεσ σαλονίκη: Άριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Todorov, Tzvetan (1971). Poetique de la prose. Paris: Seuil. Winner, Irene Portis, and Thomas G. Winner (1976). «The se miotics o f cultural texts*. Semiotica 18: 2, 101-156.
24/αφ ιερω μα
i ΣΗΜΕΙΩΤΙΚΗ ΚΑΙ ΤΑ ΘΕΜΕΛΙΑ ΤΗΣ
Κωστής Παπαγιώργης
Σημειωτική καί φιλοσοφία Καλώς γε ώ Σώκρατες· καν διαφύλαξης τό μή σπ<Λ)δάξειν έπί τοϊς όνόμασιν, πλουσιώτερος εις τό γήρας άναφανήση φρονήσεως. (Πολιτικός 261e)
Πρώτη θεωρία γιά τη γλώσσα, δ πλατωνικός Κρατύλος άποτελεϊ συνάμα καί την καταγωγική θέση τής φιλοσοφίας άπέναντι στά ονόματα -δηλαδή στά σημεία. Εί τε κατά φύσιν ιδρύεται ή σχέση τοϋ ονόματος μέ τό πράγμα είτε κατά συνθήκην, ή ονοματική λειτουργία αποδείχνεται πάντα μιμητική. Άρχιτεκτόνημα ήχου, γρα φής καί νοήματος, ή λέξη πλάθεται γιά νά άνταποκριθεϊ μέ πληρότητα στήν ουσία τοϋ πράγματος πού ονομάζει. Μέ τί τρόπο; Γράμμασί τε και συλλαβαϊς. 'Ωστόσο -εδώ έμφανίζεται τό έρώτημα- oka αυ τά τά τεχνητά καί τεχνικά μέσα (γράμματα, φθόγγοι, ήχοι, συλλαβές) είναι άραγε ικανά, μέ άλλα λόγια τόσο ουσιώδη, ώστε νά άναδειχτοϋν αντάξια τής ουσίας; Κατανοώντας την κριτική τής γλώσσας μόνο στό εσωτερικό μιας θεωρίας γιά τη γνώση, θυσιάζοντας δηλαδή τη γλωσσο λογία στη διαλεκτική, ό Πλάτωνας άποκρίνεται άρνητικά. ’Απόκριση μεγαλόσχημη πού τό σύν θημά της: μή σπονδάζειν έπί τοϊς όνόμασιν δέ θά δυσκολευτεί νά βρει άφοσιωμένους συνεχιστές στό μάκρος τής δυτικής μεταφυσικής. Κληρονομιά άλλωστε πού δέν μπορεί παρά νά μεταδίδει την ίδια άμφιθυμία πού χαρακτηρίζει τό πλατωνικό πρότυπο. Μολονότι ή φιλοσοφία έμπνέεται από τήν πεποίθηση δτι είναι δυνατόν μαθεΐν άνευ όνομάτων τά δντα, όλη της ή σπου δή τελείται μέσα στόν ορίζοντα τής γλώσσας. Ή δύναμη καί ή άδυναμία της -εφόσον φιλοσοφία τής σιωπής δέν μπορεί νά υπάρξει- είναι καθαυ τό γλωσσική. Έξού καί ό διχασμός της: νά μιλή σει μέ τή γλώσσα λέγοντας πράγματα πού δέ θά έχουν καμιά γλωσσική συνενοχή, νά μιλήσει δη λαδή, αλλά χρησιμοποιώντας τό σημείο μόνο σάν πέρασμα. "Ολοι οί κίνδυνοι σέ αύτό άκριβώς τό «πέρα σμα» παραμονεύουν. ’Από τό άμεσο στό έμμεσο, από τήν έξωτερικότητα στήν εσωτερικότητα, άπό τήν έποπτεία στή νόηση, άπό τό αισθητό στό
νοητό, όποιο δρόμο κι άν πάρει ή έφοδος πρός τήν ουσία, τό σημείο, φύσει καί θέσει, ένέχει όλη τήν πορεία. ’Αφετηρία καί τέρμα. Ή δίμορφη σύστασή του συγγενεύει έσωτερικά μέ κάθε με ταφυσικό κατασκεύασμα. Αισθητό άπό τή μιά -γράμμα, ζωγράφημα, παράσταση, ύλικότητα-, νοητό άπό τήν άλλη -έννοια, νόημα, σημασία, ιδέα. Ή λέξη είναι ή μεταφυσική σέ μικρογρα φία. ’Ατελεύτητα αναπαράγει τή σχέση τής ύλης μέ τό πνεύμα, τού σώματος μέ τήν ψυχή. "Ετσι μόνο φωτίζεται ή πλατωνική άποπομπή τής γλώσσας. Καταδικάζοντας τά όνόματα, ό Ξένος γράφει μέ μιά πατριαρχική χειρονομία τήν ιστορία τού μέλλοντος: καταδικάζει τό σώμα γιά νά υποστηρίξει τό πνεύμα. Τάσσεται μέ τό σημαινόμενο καί άναθεματίζει τό σημαίνον, στήν κυριολεξία κόβει στά δύο τό σημείο, τό διασπά, τό εξαρθρώνει. Τί άλλο φιλοδόξησε ή παράδοση; Αυτός ήταν ό ηρωισμός καί ή άτοπία της. Στήν ίδια άκριβώς σκηνή τοϋ διχοτομημένου σημείου παίζεται καί τό πιό πρόσφατο φιλοσο φικό δράμα: ή φαινομενολογία. Στήν πρώτη του Λογική έρευνα ό Χούσερλ καταπιάνεται μέ τίς υλικές όψεις τών σημείων. Νόημα καί σημασία βρίσκουμε στίς λέξεις όσο καί στις εκφράσεις τού προσώπου, στά νεύματα τού νήπιου όσο καί στά σήματα τής τροχαίας. ’Αλλά άν αύτό έπαρκεϊ γιά τίς ανάγκες τής φυσικής στάσης, ή άναγωγή τό άποστρέφεται. Ριζική της άπαίτηση εί
αφιερωμα/25
ναι νά άποφλοιώσει τήν έννοια εξαλείφοντας πεισματικά κάθε ίχνος άπό τη βεβαρυμένη σχέση πού συντηρούσε μέ τό ύλικό σημαίνον. Μολονότι ό φαινομενολόγος άναπτΰσσει μεγάλες σημειολογικές ικανότητες, έντέλει σκοτώνει μέσα του τό σο τό γλωσσολόγο όσο καί τό σημειολόγο γιατί είναι μέ τό Θεό καί όχι μέ τόν Κόσμο.1 Θέση άπόλυτη, στη ριζικότητα καί στόν πλα τωνισμό της, πού άντιστρατεύεται έξίσου τίς προοπτικές τής νεοτερικής ερευνάς. Γλώσσα, κοινωνία, ψυχανάλυση, εθνολογία, όπου κι αν κληθεί, ή σημειολογία όχι μόνο άποστρέφεται τίς ματαιολογίες περί θεμελιώσεως, άλλά έξαρτά τη γονιμότητα τής έργασίας της άπό τήν άπώθηση αυτού τού θεωρητικού άδιεξόδου. Σέ αύτό μοιά ζει μέ τίς αμαζόνες: κόβει τό ένα στήθος τής γιά νά τοξεύει καλύτερα. Έχουμε έτσι τό φαινόμενο τών «επιστημών τού άνθρώπου» πού άπό τή μίά διεκδικούν τήν αυτονομία τους άπό τή μεταφυ σική, κι άπό τήν άλλη σκυλεύουν άπροσχημάτιστα τό σώμα της. Μόνο μέ αύτό τόν τρόπο ή ση μειωτική -λέξη πού πρώτος ό Λόκ έθεσε σέ κυ κλοφορία-, σάν γενική άνάλυση τών σημείων, στέφεται «επιστήμη». Επιστήμη μέ άπεριόριστο πεδίο έρευνας, μιά καί δέν άρκεΐται στη γλώσσα, άλλά άγκαλιάζει όλα άνεξαίρετα τά σημαίνοντα: τή γλώσσα βέ βαια, άλλά καί τήν ομιλία, τή φυσιογνωμία, την εικόνα, τήν τελετουργία, τά σπόρ, τή μετεωρολο γία, τόν κινηματογράφο καί συλλήβδην όλες τίς επιστήμες. ’Αφού κάθε σήμανση (μιά άπλή κίνη ση, μιά χρήση) υποβάλλει κροσσωτές σημασια κές αντιστοιχίες (ό σταθμός είναι άδειος, άρα τό τρένο άργησε ή δέν ξεκίνησε ή έκτροχιάσθηκε, άρα μπορεί νά υπήρξαν θύματα, άρα μπορεί νά σκοτώθηκε ό συνεταίρος μου, άρα...) στή ση μειωτική πέφτει ό κλήρος τής «άνασύστασης τού λειτουργικού χαρακτήρα τών σημασιακών συ στημάτων». Έργο γιγάντιο πού τά Στοιχεία ση μειολογίας τού Ρολάν Μπάρτ χαράζουν μέ μονα δική αίσθηση ρεαλισμού τίς άρχές καί τίς κατευ θύνσεις του. Τό σημείο εντοπίζεται καί περιγράφεται μέσα στην άνεξάντλητη ποικιλία τής λειτουργικότητάς του -ποτέ καθεαυτό. Αύτό κάνει ή σημειωτική τού καρκίνου καθώς καί τών παθήσεων τής καρ διάς, ή σημειωτική τής ενδυμασίας καθώς καί τών μετεωρολογικών προβλέψεων, ή σημειωτική τής παντομίμας καθώς καί τής βιολογίας, ή ση μειωτική τού αρχαιολόγου καθώς καί τού άστρονόμου, ή σημειωτική τού ποδοσφαίρου καθώς καί τής ερωτικής συμπεριφοράς. Κάθε έρευνα πιέζεται νά ομολογήσει ότι πρίν άπ’ όλα είναι σημειωτική, όσο γιά τούς πολιτισμούς δέν ξε φεύγουν άπό τήν ηγεμονία τής έρμηνείας τών πολιτιστικών σημείων. 'Ωστόσο, αύτό πού έχει τή μεγαλύτερη σημα
σία είναι ότι πάει νά αλλάξει ή γνωστή άντίληψη περί άνθρώπου. Ή δεσπόζουσα κατηγορία τής σύγχρονης σκέψης -cogito ή υποκείμενο- γιά τή σημειωτική είναι μιά αναχρονιστική σύμβαση. Πέρα άπό τό γεγονός ότι κάθε σημασιακό πλέγ μα αποτελεί σύστημα χωρίς κέντρο, αρκεί νά στραφεί κανείς στή φροϋδική τοπολογία γιά νά βρει ένα νέο σύμπαν χωρίς «άνθρωπο». Συνείδη ση καί άσννείόητο, έγώ-αύτό-ύπερεγώ αντιπρο σωπεύουν σημαίνοντα συστήματα πού λειτουρ γούν ή θέλουν νά λειτουργούν άνεξάρτητα άπό κάθε έννοια «ύποκειμένου». Καί οπωσδήποτε πέρα άπό κάθε έννοια κλασικού «άνθρωπισμού». Τί άλλο εννοούσε ό Μισέλ Φουκώ όταν, στήν άκροτελεύτια παράγραφο τού Οι λέξεις καί τά πράγματα, μίλησε προκλητικά γιά τό πιθανό «τέλος τού άνθρώπου;» Αυτός ό έπερχόμενος κατακλυσμός δέν είναι άλλος άπό τήν παρακμή τού cogito. Τόν άφανισμό δηλαδή τού πάλαι πο τέ πανίσχυρου ύποκειμένου μέσα σέ έναν ωκεα νό σημάνσεων καί συστημάτων; Τό υποκείμενο δέ συγκροτεί πιά, συγκροτείται. Είναι ένεργούμενο. Χαμένο μέσα στούς λαβύρινθους τού ση μείου πού ή έξοδός του δέν μπορεί παρά νά ταυ τίζεται μέ τό θάνατο. Ό άπώτερος σκοπός τής σημειωτικής έρευνας, γράφει ό Μπάρτ,2 είναι «ή άποκάλυψη τού ίδιάζοντος χρόνου τών συστημάτων, ή ιστορία τών μορφών». Αύτό τό συμπέρασμα, μέ όλη τήν άθώα ρητορική του, κρατάει κνούτο πού ελάχι στοι ξέρουν νά τό αισθανθούν. Είναι εκείνοι άκριβώς πού αφυπνίζουν τή φιλοσοφική καχυ ποψία. Γιατί, τί νόημα έχει νά εξηγείς τά πάντα μέ τό σημείο, όταν τό ίδιο τό σημείο φοβάσαι νά τό εξηγήσεις ή νά τό θεμελιώσεις; "Αραγε τό ιδεατό πρόσωπο τού σημείου -σημαινόμενο, ιδέα, έννοια- δέν είναι άπό τή φύση του Θεο τόκο; Ό Ζάκ Ντεριντά δέν επιτρέπει καμιάν αύταπάτη: «Τό σημείο καί ή θεότητα έχουν τόν ίδιο γενέθλιο τόπο καί χρόνο. Ή εποχή τού σημείου είναι ούσιωδώς θεολογική. Ίσως νά μήν τελειώ σει ποτέ. Μολαταύτα ό ιστορικός του έγκλεισμός έχει σκιαγραφηθεϊ».3 ’Εγκλεισμός παρακινδυνευμένος καί άμφίβολος, μιά καί ή σκιαγραφία του ύπάρχει ήδη στό πλατωνικό έργο. ΓΓ αύτό καί κάθε κωμωδός ή τραγωδός τού πνεύματος, αύτό τό ήδη, τό μέγα τέμενος τής μεταφυσικής, έχει δικαίωμα νά τό θεωρεί σημεϊον κείμενον έσαεί. θ Σημειώσεις: 1. Γιά τή σημειολογία πού ένυπάρχει σέ κάθε φιλοσοφία 6λ. Derrida J., Le puits et la pyramide. Introduction a la semiologie de Hegel. Paris, Minuit. 2. Κείμενα σημειολογίας (Μπενβενίστ, Μπάρτ, Ντεριντά, Πίρς, Φουκώ), 1981. Αθήνα, έκδ. Νεφέλη. 3. Στό ίδιο, σ. 150.
26/αφιερωμα
Μ. Σετάτος
Σημειωτική καί γλωσσολογία 1. Σημειωτική ή σημειολογία (τό περιεχόμενο τοϋ πρώτου όρον έχει μεγαλύτερο πλάτος γιά μερικούς, πβ. 3.) είναι ή γενική θεωρία των σημείων, σε όλες τίς μορ φές κ α ί πραγματώσεις τους (γλωσσικά κα ί μή γλωσσικά, κοινωνικά κα ί ατομικά, κανονικά κ α ί παθολογικά σημεία), όταν εμφανίζονται ώς φορείς έμμεσης πληρο φόρησης ενός συστήματος πού τά παράγει μέ έπικοινωνιακή πρόθεση πρός ένα σύστημα πού τά δέχεται (τά όυό συστήματα μ π ο ρ εί νά συμπίπτουν, όπως π.χ. στό μονόλογο), καί των συστημάτων σημείων πού σέ ποικίλες μορφές οργάνωσης δη μιουργούν τά πολιτιστικά συστήματα (γλώσσα, σχέσεις συγγένειας, θεσμοί, μύθοι, κοσμοθεωρία κτλ. σέ άλληλοεξάρτηση καί μέ μεγαλύτερη ή μικρότερη ελευθερία εξέλιξης), πού συστηματοποιούν κα ί ρυθμίζουν έπικοινωνιακά τήν κοινωνική ζωή (κατά τόν Saussure σημειολογία είναι ή επιστήμη πού εξετάζει τή ζωή των σημείων στούς κόλπους τής κοινωνικής ζωής), χρησιμοποιούνται γιά αμοιβαία κατανόηση κα ί βοηθούν στήν επέκταση των γνώσεών μας γιά τόν κόσμο. Οί σημειωτικές έρευνες, πού αναπτύσσονται σή μερα ραγδαία, βρίσκονται σέ προκαταρκτικό, εξελικτικό στάδιο, δπως φαίνεται καί άπό τήν ποικιλία τών απόψεων, τάσεων καί σχολών, πε ριοχών έρευνας, ορολογίας κτλ. Έ τσι πολλοί εν τάσσουν στήν περιοχή πού εξετάζει ή σημειωτι κή, έκτος άπό τήν άνθρωποσημειωτική (μέ βάση τήν πρόθεση έπικοινωνίας), τή ζωοσημειωτική (τά συστήματα επικοινωνίας τών ζώων) καί τήν ένδοσημειωτική (τά κυβερνητικά συστήματα τοϋ σώματος, π.χ. ό γενετικός κώδικας). Ή σημειωτική παρουσιάζει διάφορους κλά δους: κινηματική (kinesics, ή έρευνα κινήσεων τοϋ προσώπου, νευμάτων κτλ. ώς σημείων), γειτνιαστική (proxemics, ή έρευνα τής σημασίας τών αποστάσεων μεταξύ ζωντανών οργανισμών, τής οργάνωσής τους κτλ.), λογοτεχνική ή κειμενιακή σημειωτική (έρευνα τών σχέσεων έκφρασης καί περιεχομένου ένός κειμένου, τών ύφολογικών κωδίκων κτλ.), σημειωτική τής ζωγραφικής, μουσικής, κινηματογράφου, άρχιτεκτονικής κτλ. Σκοπός τής σημειωτικής είναι νά περιγράφει καί νά έρμηνέψει, δημιουργώντας τό κατάλληλο όργανο, τή λειτουργία καί τούς κανόνες τών συ στημάτων σημείων καί τών σημειωτικών διαδι
κασιών, μέ ποικίλες πρακτικές εφαρμογές, π.χ. στήν κριτική τών Ιδεολογιών πού χρησιμοποιούν συγκεκριμένα σημειωτικά συστήματα γιά νά έπηρεάσουν καί νά έπεκτείνουν τή δύναμή τους (π.χ. οΐ διάφορες μορφές προπαγάνδας στήν πο λιτική πράξη). 2. Σημείωση άποτελεί κάθε σημειωτική διαδι κασία πού κατά τόν Morris στηρίζεται σέ βρι σμένες σχέσεις μεταξύ σημείου, ερμηνευτή, έρμηνεύοντος, σημασίας καί περιβάλλοντος, πού θά μπορούσαν νά οριστούν ώς έξής: 2.1 Σημείο (sign ή sign vehicle) είναι κάτι (έρεθισμοί ποικίλων φυσικών μορφών) πού άντιπροσωπεύει (πβ. τό representamen τού Peirce) κάτι άλλο, άνακαλώντας το ώς άντικατάστατό του, γιά κάποιον (δέκτη) πρός κάποιο σκοπό ή άπο ψη. Έ νας χάρτης π.χ. άνακαλεΐ τήν τοπολογικά άντίστοιχη γεωγραφική περιοχή στήν άντίληψη τού χρήστη, ή λέξη σκύλος άνακαλεΐ έμμεσα στό νού τού άκροατή ένα συγκεκριμένο ζώο τού εί δους ή τό σύνολο τού είδους, ό καπνός άνακαλεΐ τή φωτιά πού τόν δημιουργεί (συχνά χωρίς πρό θεση έπικοινωνίας) κτλ. 2.2 'Ερμηνευτής (interpreter) είναι αύτός πού δέχεται ένα σημείο καί μπορεί νά άντιδράσει μέ
αφιερωμα/27
ένα έρμηνεϋον (πού είναι ισότιμο τού σημείου ή κάποια άνάπτυξή του, βλ. 2.3), π.χ. αυτός πού άκούει τή φράση Σκύλος! μπορεί νά άρχίσει νά κοιτάζει γύρω του, νά παίρνει τά κατάλληλα μέ τρα, νά άπαντήσει Ναί, τόν είδα κτλ. 2.3 Έρμηνεϋον (interpretant ή έρμη νεύμα εί ναι ένας «μεσολαβητής» μεταξύ σημείου καί άντικειμένου άναφοράς (referent ή denotatum κατά τόν Morris, τό συγκεκριμένο άντικείμενο γιά τό όποιο γίνεται λόγος καί στό όποιο άναφέρεται, παραπέμπει, τό σημείο), πού μπορεί νά υπάρχει καί όταν λείπει ό ερμηνευτής. Κάθε παράσταση πού παραπέμπει στό ίδιο άντικείμενο άναφοράς μέ τό σημείο, π.χ. παραφράσεις, δείξεις χωρίς χρήση γλώσσας κτλ. άποτελεί έρμήνευμα τού ση μείου. Ή έννοια τού έρμηνεύοντος είναι βασική γιά τή σημειωτική (δείχνει τή σχέση μεταξύ των διαφόρων σημειωτικών συστημάτων), άλλά άπο τελεί όρο σχετικό, γιατί λαμβάνεται μέσα σέ μιά άτελείωτη άλυσίδα σημείων πού παραπέμπουν τό ένα στό άλλο. Ή σημασία ενός σημείου (βλ. 2.4) γιά τόν Peirce είναι ένα έρμηνεϋον. Ερμη νεύματα τής λέξης σκύλος είναι- οί παραστάσεις, έμπειρίες, περιγραφές, πληροφορίες, ορισμοί κτλ. πού φέρνει ή χρήση της στό μυαλό τού έρμηνευτή. 2.4 Σημασία (designatum κατά τόν Morris), πού δέν μπορεί νά ύπάρξει χωρίς σημείο, δηλώ νει τό σύνολο άντικειμένων άναφοράς (denota ta), γιά τό όποιο μπορεί νά χρησιμοποιηθεί τό σημείο, π.χ. ή σημασία ένός χρυσού άστρου στόν ώμο στρατιωτικής στολής μπορεί νά δηλώνει τόν βαθμό τού ταγματάρχη. Τό σύνολο αυτό μπορεί νά είναι κενό (π.χ. στά δράκος, μετεμψύχωση), ένώ μπορεί νά υπάρχουν denotata χωρίς σημείω ση (δηλ. χωρίς σημείο πού νά τά δηλώνει, π.χ. μικροσωματίδια ως τήν ήμέρα τής ανακάλυψης καί ονομασίας τους) ή μέ πολλαπλή σημείωση (δηλ. μέ διαφορετικά designata, π.χ. αυγερινός καί αποσπερίτης δηλώνουν τό ίδιο ουράνιο σώμα). 2.5 Περιβάλλον (context) συμφραστικό, στό όποιο παίρνει θέση τό σημείο καί τό όποιο τοϋ δίνει τή συγκεκριμένη σημασία του, καί έξωσυμφραστικό, δηλ. ή έπικοινωνιακή περίσταση όπου παράγεται καί χρησιμοποιείται ένα μήνυμα μέ σημεία. Στή φράση π.χ. «ή μοίρα τού στόλου έφτασε στή Θεσσαλονίκη γιά τήν Έκθεση» τά συμφραζόμενα τής λέξης μοίρα δείχνουν μέ ποιά σημασία πρέπει νά τήν έννοήσουμε (όχι π.χ. ως πεπρωμένο), ένώ έξωσυμφραστίκά στοιχεία, γνωστά στόν ακροατή, βοηθούν στήν κατανόησή του γιά ποιά έκθεση πρόκειται, γιατί έρχονται πλοία τού ναυτικού κτλ. Τό ίδιο παρατηρούμε καί σέ άλλα σημειωτικά συστήματα, π.χ. τό περι βάλλον δείχνει τί σημαίνουν τρία άστρα (στή
στρατιωτική ιεραρχία, στήν άξιολόγηση ταινιών κτλ). 3. Γλωσσολογία είναι ή έπιστημονική μελέτη τής γλώσσας ώς ιδιαίτερου συστήματος σημείων, δηλ. ή μελέτη τής ανθρώπινης έκφρασης καί έπικοινωνίας, πού έχει βασικά άρθρωμένη φωνητι κή μορφή (άλλά. καί γραπτή συχνά), καί τών ποι κίλων πραγματώσεών της. Σύμφωνα μέ τά παρα πάνω (βλ. 1.) ή γλωσσολογία είναι κλάδος τής σημειωτικής, υπάρχουν όμως σημειολόγοι πού άντιστρέφουν αύτή τή σχέση, δηλ. θεωρούν τή σημειωτική (συνήθως σημειολογία γι’ αυτούς) κλάδο τής γλωσσολογίας. Ή τελευταία άποψη στηρίζεται σέ διαφόρους λόγους (π.χ. γιά τόν Barthes δέν υπάρχει σημειολογία χωρίς γλώσσα) κυρίως όμως στούς έξής δύο: α. Ή χρησιμοποίηση τής γλωσσολογίας, πού παρουσιάζεται σάν μιά πολύ ανεπτυγμένη έρευ να μιας σημειωτικής περιοχής, ώς πρότυπο γιά σημειωτικές έρευνες, όπως φαίνεται π.χ. άπό τή χρήση γλωσσολογικής όρολογίας (π.χ. ή «γλώσ σα» τών ζώων, τών χρωμάτων κτλ. άντί τό «ση μειωτικό σύστημα») ή γλωσσολογικών θεωριών (π.χ. ή έπίδραση τής φωνολογικής άνάλυσης στήν άνθρωπολογία τοϋ Levi-Strauss). β. Ή άποδοχή τής γλώσσας ώς τό πολυπλοκότερο καί τελειότερο σημειωτικό σύστημα, γιατί είναι τό μόνο πού μπορεί νά χρησιμοποιηθεί ώς έρμηνεϋον (βλ. 2.3) οποιοσδήποτε άλλου συστή ματος, έφόσον μέ τή γλώσσα μπορούμε νά έκφράσουμε (όχι βέβαια πάντα μέ τήν ίδια άποτελεσματικότητα καί οικονομία, π.χ. στήν περι γραφή ένός ζωγραφικού πίνακα) τά περιεχόμενα άλλων συστημάτων σημείων. 'Υπάρχουν όμως μερικοί πού δέν δέχονται ότι κάθε μή γλωσσικό σημείο μπορεί νά έχει ένα γλωσσικό έρμηνεϋον, ένώ γιά άλλους το σύστημα τής γλώσσας δέν εί
28/αφιερωμα
4.4 Γλώσσα - λόγος - νόρμα: ή γλώσσα περι ναι περιπλοκότερο π.χ. άπό την οπτική επικοι λαμβάνει τό σύστημα (βλ. 4.1), ό λόγος τίς πραγ νωνία (πρόβλημα κριτηρίων συνθετικότητας). ματώσεις βάσει τού συστήματος καί ή νόρμα εί Ή άκριτη μεταφορά γλωσσολογικών θεωριών ναι τό παραδοσιακά άποδεκτό άπό τούς όμιληκαί μεθόδων σέ άλλες σημειωτικές περιοχές πε τές μιάς κοινωνίας σύνολο προτύπων χρήσεων ρικλείει κινδύνους, δπως φαίνεται π.χ. σέ μερι βάσει τού συστήματος. “Αν π.χ. χρησιμοποιήσω κές μορφές τού γαλλικού στρουκτουραλισμού. στό λόγο μου τή λέξη σημειοθηρία, μπορώ νά τό Είναι πάντως χρήσιμη ή σύγκριση τών αποτελε κάνω γιατί άκολουθώ τούς κανόνες τού συστή σμάτων γλωσσολογικών έρευνών καί γλωσσολο ματος (σύνθεση λέξεων), πρός τό παρόν δμως γικών θεωριών μέ τίς έρευνες σέ άλλα σημειωτι δέν ανήκει στή νόρμα. Οί παραδοσιακοί κανόνες κά συστήματα πρός τήν κατεύθυνση μιας γενικής σημειωτικής. τού γάμου στή νεοελληνική κοινωνία άνήκουν 4. Κατηγορίες τής γλωσσολογικής ανάλυσηςστό σύστημα, ό κάθε συγκεκριμένος γάμος στό λόγο καί ή νόρμα μπορεί νά διαφέρει κατά τό πού συναντούμε σέ σημειωτικές έρευνες είναι με ταξύ άλλων: πους (standards). 4.5 Μεταγλώσσα είναι ή χρήση (καί οί μορ 4.1 Σύστημα ή κώδικας (συχνά ταυτόσημα μέ φές) τής γλώσσας γιά νά μιλήσουμε γιά τήν ίδια τό δομή, πού συνήθως χρησιμοποιείται γιά νά τή γλώσσα, π.χ. σέ μονόγλωσσα λεξικά, γραμμα δηλώσει τήν οργάνωση στοιχείων σέ ένα μήνυμα, τικές (π.χ. τό τρέχεις είναι ρήμα) κτλ. Ή γλώσσα π.χ. δομή λέξης, φράσης, κειμένου, μέ συγκεκρι συνεπώς μπορεί νά άποτελέσει τή μεταγλώσσα μένη λειτουργία κάθε φορά) είναι τό σύνολο τών άλλων σημειωτικών συστημάτων (πβ. 3.2) περισχέσεων μεταξύ τών στοιχείων καί τών κανόνων κλείοντάς τα, π.χ. «τό κόκκινο στά σήματα τής συνδυασμού των, βάσει τών οποίων καθορίζεται τροχαίας δηλώνει απαγόρευση». καί ή άξία τους (ή valeur τού Saussure), π.χ. τό σύνολο γραμματικής, λεξιλογίου καί έπιπέδων 4.6 Γραμμικότητα καί αυθαιρεσία τών ση χρήσεως μιάς γλώσσας, τό σύνολο τών σημάτων μείων είναι χαρακτηριστικά τής άνθρώπινης ομι τής τροχαίας κτλ. λίας (langage), δηλ. τά γλωσσικά σημεία πρέπει 4.2 Σημαίνον - σημαινόμενο ή έκφραση - πε νά άκολουθήσουν μιά γραμμή στό χρόνο (στή ριεχόμενο δηλώνουν μέ τήν άντίθεσή τους τίς γραπτή γλώσσα καί στόν τόπο) καθώς πραγμα δυό άπαραίτητες πλευρές ένός σημείου, τόν φο τώνονται (ένώ σέ άλλα σημειωτικά συστήματα ρέα του (πβ. 2.1) καί τή σημασία του (πβ. 2.4), δέν συμβαίνει αυτό, π.χ. στή ζωγραφική, άν καί π.χ. ό συνδυασμός φωνημάτων τής έλληνικής κάποτε οί κινήσεις τών ματιών γιά τήν έξέτασή /tr6xis/ πού πραγματώνεται φωνητικά [trex'is] της άκολουθούν ποικίλες σειρές) καί ή ένωση σημαίνει «τρέχεις» (έρμηνεύον: κινείσαι γρήγο τών δυό πλευρών τους, έκφρασης καί περιεχομέ ρα), μιά ελληνική σημαία άπό πανί σημαίνει τήν νου (πβ. 4.2), δέν προέρχεται άπό φυσική Ελλάδα κτλ. άναγκαιότητα δπως σέ άλλα σημειωτικά συστή 4.3 Διπλή άρθρωση είναι ή διάκριση γλωσσι ματα (π.χ. στή ζωγραφική, φωτογραφία κτλ., πβ. κών μονάδων μέ σημασία (1. άρθρωση) καί μο δμως καί τίς ήχομιμητικές λέξεις, π.χ. κούκος, ή νάδων χωρίς σημασία άλλά μέ διαφοροποιητική τίς έπιδιώξεις τής ποιητικής γλώσσας), δπως λειτουργία (2. άρθρωση), π.χ. ή λέξη /ίτέχίε/ φαίνεται καί άπό τή χρησιμοποίηση διαφορετι άποτελείται στό έπίπεδο τής 1. άρθρωσης άπό τό κού σημαίνοντος κατά γλώσσες γιά τήν ίδια ση λεξιλογικό μόρφημα {trex} καί άπό τό γραμματι μασία (π.χ. έλληνικά fengari, άραβικά qamar κό μόρφημα {is} (πού δηλώνει ταυτόχρονα πρό κτλ.) ή κινημάτων γιά τήν άρνηση (κεφαλιού, σωπο, άριθμό κ.ά. κατηγορίες τής ρηματικής ώμων κτλ.). κλίσης), πού μέ τή σειρά τους άναλύονται σέ μο 4.7 Παραδειγματικές - συνταγματικές σχέσεις: νάδες τής 2. άρθρωσης, τά φωνήματα /t-r-e-x-i-s/ συνταγματικές είναι οί σχέσεις τών γλωσσικών καί τόν τόνο. “Αν στή θέση τού /t/ έμφανιστεΐ τό στοιχείων στή γραμμικότητα τού λόγου, δηλ. μέ Μ τότε δημιουργεϊται ή λέξη /vrexis/ μέ άλλη ση σα σέ ένα μήνυμα, ένώ παραδειγματικές είναι οί μασία (τό /ν/ δέν έχει τή σημασία τού «βρέχεις», σχέσεις τών στοιχείων πού μπορούν νά έμφανιάλλά διαφοροποιεί τό συνδυασμό τών φωνημά στούν στήν ίδια θέση (στό ίδιο περιβάλλον) καί των δημιουργώντας έναν άλλο φορέα). Πολλοί άπό τά όποια έπιλέγεται κάθε φορά ένα, π.χ. όπτικοί κώδικες δέν έχουν διπλή άρθρωση ούτε στή φράση «τρέχεις στόν κήπο» δτι μπορεί νά εμ δπως φαίνεται τά ζώα (πβ. τόν μικρό άριθμό ση φανιστεί στή θέση τού τρέχεις (π.χ. παίζεις, κοι μείων πού χρησιμοποιούν σέ άντίθεσή μέ τόν τε μάσαι κτλ.) ή στή θέση τού /t/ τής λέξης τρέχεις ράστιο πλούτο τής γλώσσας, πού όφείλεται στήν (π.χ. /ν/). Οί σχέσεις μεταξύ τών τρέχεις, στόν, οικονομία τής διπλής άρθρωσης, εφόσον λίγα κήπο ή μεταξύ τών t, r, e, x, i, s, είναι συνταγμα φωνήματα μέ τούς συνδυασμούς τους δημιουρ τικές. Παραδειγματικές καί συνταγματικές σχέ γούν τίς χιλιάδες τών άνωτέρων μονάδων). σεις εμφανίζονται καί σέ άλλα σημειωτικά συ
αφιερωμα/29
στήματα, π.χ. στή ζωγραφική, μουσική, κινημα δπως ή θεωρία τής έπικοινώνίας (πληροφόρηση), τική, τελετές, ιστορίες χωρίς λόγια κτλ. ή πολιτιστική άνθρωπολογία καί ή κοινωνιολο4.8 Κειμενιακή γλωσσολογία καί γλωσσολογιγία, ή φιλοσοφία (τυπική λογική, άναλυτική φιλο κή υφολογία μελετούν συστηματικά (σύμφωνα με σοφία κτλ.), ή γενική θεωρία συστημάτων, ή θεω ποικίλες θεωρίες καί απόψεις,* π.χ. γενική ρητο ρία τής συμπεριφοράς καί ή νοητική ψυχολογία, ή ρική, άφηγηματολογία κτλ.) τίς μεγαλύτερες άπό θεωρία τής λογοτεχνίας, ή βιολογία κτλ., μέ πε τή φράση ενότητες (κείμενα κάθε είδους) καί τή ρισσότερες ή λιγότερες συσχετίσεις καί άλληλεπισυστηματική διαμόρφωση καί διαφοροποίηση δράσεις. Έ τσι συναντούμε στή γλωσσολογία τού λόγου βάσει τού σκοπού πού επιδιώκουμε ορούς τής θωρίας πληροφοριών (π.χ. πομπός, δέ κάθε φορά. Έτσι μπορεί νά συναντήσει κανείς κτης, μήνυμα, κώδικας, Αγωγός, «θόρυβος» κτλ.), μελέτες γιά τή μεταφορά καί μετωνυμία στή λο τής σημειωτικής (π.χ. πραγματολογία, πού αποτε γοτεχνία, άλλά καί σέ άλλα σημειωτικά συστή λεί κατά τόν Morris εκείνο τό τμήμα τής σημειωτι ματα, π.χ. τόν κινηματογράφο. κής πού εξετάζει πώς χρησιμοποιούν οί χρήστες τά σημεία, π.χ. δτι στά νέα ελληνικά υπάρχει πληθυν 4.9 'Εξέλιξη είναι ή άλλαγή τών γλωσσών μέ τικός εύγενείας, ή άκόμη τύπος καί δείγμα, π.χ. τό τήν πάροδο τού χρόνου γιά λόγους εσωτερικούς φώνημα καί οί διάφορες πραγματώσεις του στό (ισορροπία τού συστήματος, (οικονομικότερες) λόγο). Οί άλληλεπιδράσεις αυτές όδηγούν σέ ποι Αναδιοργανώσεις μέ νέες αύτοαναλύσεις κτλ., πβ. κίλες θεωρίες καί πρότυπα ανάλυσης μέ κύριο τή δημιουργία νέων γραμματικών μορφών γιά τόν απώτερο σκοπό τήν καλύτερη γνώση τής φύσης μέλλοντα στήν ιστορία τής ελληνικής) καί εξωτε τού άνθρώπου καί τών δυνατοτήτων του (πβ. ρικούς (παρεμβάσεις, δηλ. δανεισμοί, άλληλοεπιέρευνες γιά καθολικά χαρακτηριστικά στή γλώσ δράσεις κτλ., πολιτιστικές καί τεχνολογικές έξελίσα καί.άλλού). ξεις κτλ., πβ. ξένες λέξεις στά ελληνικά, π.χ. σπίτι, 6. Περισσότερες πληροφορίες άπ’ δσες άναπόρτα, σπόρ, πατάτες, ασανσέρ κτλ.). Εξέλιξη φέρθηκαν στό παραπάνω σύντομο διάγραμμα παρουσιάζουν καί άλλα σημειωτικά συστήματα σέ μπορεί νά βρει κανείς στόν 12 τόμο τού συλλογι ποικίλους ρυθμούς, βαθμούς συνοχής καί Ισορρο κού έργου Current Trends in Linguistics (έκδοτης πίας κτλ., π.χ. στή θέσπιση τού πολιτικού γάμου Sebeok), Mouton, καί τού τριμηνιαίου περιοδικού (πβ. 4.4). η 5. Σημειωτική καί γλωσσολογία εξελίσσονταιLangages, Paris, Larousse. σήμερα μέσα σέ ένα εύρύ πλαίσιο επιστημών,
to
νέο βιβλίο της «Γνώσης»
Λ ΑΪΚΟ Σ Στοιχεία για την κοινωνική οργάνωση των Ελλήνων στα χρόνια της ξενοκρατίας & μνημεία τον Λόγον Ομάδα εργασίας: Α λίκη Γ α λλο π ο ύ λ ο υ · Μ α ρ ία -Δ ώ ρ α Δ ρ α κ ο π ο ύ λ ο υ Λ ουίζα Κ α ζ ο λ έα -Δ έσ π ο ιν α Κ αμπάνη - Δετζώ ρτζη Λ ίνα Κ ά σ δ α γλη -Ε ύ α Κ εσίσογλου Α λόη Σιδέρη · Μ αρία Χ α λ κ ιο π ο ύ λ ο υ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΓΝΩΣΗ», ΓΡΗΠ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ 26, ΙΛΙΣΙΑ Α Θ Η Ν Α 621, ΤΗΛ. 7794879 - 7754963 - 7786441
30/αφιερωμα
Ερατοσθένης Γ. Καψωμένος
Σημειωτική καί λογοτεχνία 1.1. Ή σημειωτική τής λογοτεχνίας όέν είναι στην κυριολεξία μιά νέα δσο μιά άνανεωμένη αντίληψη γιά τό λογοτεχνικό φαινόμενο καί τίς μεθόδους ερμηνείας του. Επιδιώκει μιά συστηματική προσέγγιση τής λογοτεχνίας βασισμένη σέ Θεω ρητικές αρχές καί άναλυτικές μεθόδους μεταδόσιμες, πού νά εξασφαλίζουν -στό μέτρο τοϋ εφικτού- τήν άντικέίμενικότητα πού ισχύει σέ άλλες επιστήμες. Ή κεντρική αύτή έπιδίωξη τήν έντάσσει μέσα στό ευρύτερο ρεύμα τής νεότερης άναλυτικής σκέψης, πού προώθησε τήν αυτονόμηση τών έπιστημών τοϋ άνθρώπου άπό τή φιλοσοφία καί τή θεολογική όντολογία. Παράλληλα, θεμελιώνον τας τήν προβληματική της στήν κοινωνική διά σταση τοϋ λογοτεχνικού φαινομένου άντιπαρατίθεται πρός κάθε είδους μεταφυσική τής άτομικής δημιουργίας -ίδεαλιστική, φαινομενολογική, υπαρξιακή- καί συνδέεται με τό νεοθετικισμό καί τή διαλεκτική. ’Αντίστοιχα, στό επίπεδο τών μεθόδων, έρχεται νά άντιπαρατεθεΐ στίς ποικίλες υποκειμενικές, ένοραματικές ή διαισθητικές προσεγγίσεις επιλέγοντας μιά διαγνωστική στά ση, άπαλλαγμένη άπό άξιολογικές ή ήθοπλαστικές προθέσεις. ’Αφετέρου, έστιάζοντας τό ένδιαφέρον της στά ίδια τά κείμενα, διαφοροποι είται άπέναντι σέ όλες τίς θεωρητικές καί έπιστημονικές προσεγγίσεις πού μεταθέτουν τό κέν τρο βάρους έξω άπ’ αύτά· πρώτα άπέναντι στόν άκαδημαϊσμό καί στήν παραδοσιακή φιλολογία, πού περιορίζεται στά άντικειμενικά δεδομένα πού σχετίζονται μέ τό έργο καί τό συγγραφέα (βιογραφικές καί γραμματολογικές πληροφορίες, πηγές, έπιδράσεις, σχόλια) καί ύστερα άπέναντι σέ νεότερες θεωρήσεις (ψυχαναλυτική καί μαρξι στική κριτική), στό βαθμό πού αυτές έπικεντρώνοντας τό ενδιαφέρον τους στά περιεχόμενα δέν καλύπτουν ικανοποιητικά τήν ιδιομορφία τοϋ λογοτεχνικού φαινομένου. Ωστόσο ή σημειωτική τής λογοτεχνίας δέν άποτελεϊ μιά αυθύπαρκτη, περιθωριακή τάση, αποκομμένη άπό τήν προγενέστερη παράδοση καί τή σύγχρονη προβληματική. ’Αντίθετα, έπικαιροποιεϊ; μέ μιά άνανεωμένη όπτική, θέσεις καί προβλήματα τής άρχαίας ρητορικής, ένώ ένσωματώνει στή θεωρητική της υποδομή άρχές καί άπόψεις τού ρομαντισμού (A. W. Schlegel, Novalis, Schelling), τού βορειοαμερικάνικου έμπειρισμού καί πραγματισμού (C. S. Peirce, G.
Η. Mead, G. I. Lewis κ.ά.), τού λογικού θετικι σμού (L. Wittgenstein, R. Carnap, F. Waismann). "Ομως ή άνανέωση πού φέρνει στόν τομέα τής θεωρίας καί τής ερμηνείας τών κειμένων βρίσκε ται στό επιστημολογικό της ύπόβαθρο, πού άνάγεται στίς συναφείς μεταξύ τους θεωρίες τής δο μής, τής έπικοινωνίας καί τοϋ σημείου. Ή ση μειωτική τής λογοτεχνίας στήριξε άρχικά τή θεωρία καί τίς μεθόδους της στή σωσυριανή γλωσσολογία -πράγμα φυσικό άλλωστε, άφοϋ οί πρώτοι εισηγητές ήταν γλωσσολόγοι- καί κατά δεύτερο λόγο στίς κοινωνικές έπιστήμες (κοινω νική άνθρωπολογία, ψυχανάλυση, διαλεκτικό υλισμό), άπ’ δπου άντλεί επιστημολογικές άρχές, μεθοδολογικές έννοιες καί μοντέλα άνάλυσης, διατηρώντας μαζί τους μιά σχέση συνεχούς δια λεκτικής καί άλληλεπίδρασης στό πεδίο τής θεω ρίας καί τής έρμηνείας τής λογοτεχνίας. Οί πολλαπλές αυτές συγγένειες τροφοδότησαν καί άντίστοιχες προβληματικές, πού μορφοποιήθηκαν σέ σχολές, ρεύματα καί τάσεις μέ σημαντι κή άπόκλιση μεταξύ τους. Έ τσι είναι δύσκολο νά μιλήσουμε σήμερα γιά μιά ένιαία θεωρία λο γοτεχνίας, πολύ περισσότερο γιά μιά ένιαία μέ θοδο προσέγγισης τών κειμένων. 2. Κάτω άπ’ αύτούς τούς όρους, πού καθι στούν πρακτικά άνέφικτη μιά πλήρη έποπτεία τού χώρου στά πλαίσια ένός άρθρου, θά περιο ριστούμε σέ μιά διαγραμματική παρουσίαση μέ άξονα τό σημειολογικό ορισμό τής λογοτεχνίας. 2.1. Ή λογοτεχνία είναι μιά γλώσσα μέσα στ γλώσσα· παράγεται άπό μιά ορισμένη χρήση τού κοινού γλωσσικού όργάνου καί ύπόκειται καταρχήν στούς νόμους τού άντίστοιχου γλωσσικού συστήματος. ’Απ’ αύτή τήν άποψη είναι ένας ιδιαίτερος τύπος γλωσσικής έπικοινωνίας, δηλ. άνήκει στά έπικοινωνιακά συστήματα. Ή αντί ληψη αύτή δίνει έμφαση στή σχέση δημιουργοϋκοινότητας (πομπού-δέκτη), άπορρίπτοντας
αφιερωμα/31
προοιμιακά την άντίληψη τού λογοτεχνικού έρ γου ώς αυτοσκοπού. 'Ωστόσο ή λογοτεχνία δεν είναι ένα καθαρά έπικοινωνίακό σύστημα δπως ή γλώσσα. Διακρίνεται άπ’ αυτήν ώς πρός τούς ιδιαίτερους στόχους καί τη λειτουργία της, πού ξεπερνούν τήν άπλή έπικοινωνία καί την εντάσ σουν στά σύνθετα συστήματα, μαζί μέ τη μυθο λογία καί τίς τέχνες. 'Ο προσδιορισμός αυτής τής διάκρισης είναι ένα άπό τά θεμελιώδη καί πιό σύνθετα προβλήματα τής θεωρίας τής λογο τεχνίας, πού τροφοδότησε μακριές καί γόνιμες θεωρητικές συζητήσεις μέσα στά πλαίσια τής ση μειωτικής. Στό σημείο αύτό ενδιαφέρει ή διάκρι ση γλώσσας/λογοτεχνίας ώς συστημάτων επικοι νωνίας. Τό κριτήριο διάκρισης σ’ αύτό τό επίπε δο ορίζεται άπό τόν Jakobson στήν περίφημη ανάλυση των λειτουργιών τής επικοινωνίας (Ja kobson, 1963: 213-220). Στή γλώσσα δεσπόζει ή άναφορική ή γνωστική λειτουργία, πού άποβλέπει στή μετάδοση τής πληροφορίας καί χαρακτη ρίζει τά καθαρά έπικοινωνιακά συστήματα. Στή λογοτεχνία (σέ μεγαλύτερο βαθμό στήν ποίηση) δεσπόζει ή ποιητική λειτουργία, δπου στόχος καί άντικείμενο τής επικοινωνίας είναι τό ίδιο τό μήνυμα στή συγκεκριμένη του μορφή καί όχι τό τος μάς παρέχει ή σωσυριανή διχοτομία σύνταγσο ή πληροφορία πού μεταφέρει. μα/παράδειγμα. Τό λογοτεχνικό κείμενο άποτε2.2. 'Η λογοτεχνία ώς σύστημα έπικοινωνίας,λεϊ -γιά τήν εμπειρική άντίληψη- μιά διαδοχή ώς συντεταγμένος λόγος, άκόμα περισσότερο ώς λέξεων, προτάσεων, περιόδων, δηλ. μιά «συν έντεχνος λόγος, προύποθέτει μιά ορισμένη συ ταγματική άλυσίδα» στοιχείων. Ή δομή τού κει στηματική οργάνωση, όπως εξάλλου κάθε μένου δέν ταυτίζεται μ’ αύτή τήν οριζόντια ορ προϊόν τής άνθρώπινης διάνοιας. Ή οργάνωση γάνωση. Τό λογοτεχνικό κείμενο δομείται πάνω αυτή εκφράζεται μέ τόν ιδιαίτερο τρόπο πού σέ δυό άξονες συγχρόνως: τόν οριζόντιο ή συν διευθετούνται τά στοιχεία ενός έργου σέ σχέσεις ταγματικό, πού έκφράζει τή συνάφεια τών στοι άμοιβαίας συνάρτησης, ώστε νά εξασφαλίζεται ή χείων μέσα στό χώρο ή στό χρόνο (συνάφεια συνοχή, ή ενότητα καί ή έπιδιωκόμενη δυναμική συντακτική ή μετωνυμική) καί στόν κάθετο ή πα τού έργου. Έ τσι τό λογοτεχνικό έργο εμφανίζε ραδειγματικό, πού εκφράζει τίς σχέσεις ομοιότη ται όχι ώς ένα άθροισμα στοιχείων διαφορετικής τας καί άντίθεσης τών στοιχείων στό επίπεδο τής κατηγορίας, άλλά ώς ένα οργανωμένο σύμπαν, έκφρασης ή τής σημασίας (συνάφεια μεταφορι πού βασίζεται σέ ένα πλέγμα σχέσεων διαφόρων κή). Στόν άφηγηματικό λόγο δεσπόζει ή συνταγ έπιπέδων, μ’ άλλα λόγια, σέ ένα σύστημα πού ματική όργάνωση, στόν ποιητικό λόγο ή παρα προσδιορίζεται άπό μιά σειρά κανόνες. Τό σύ δειγματική οργάνωση. ’Ανάμεσα στό συνταγμα στημα αύτό είναι ή δομή τού έργου καί οί κανό τικό καί στό παραδειγματικό επίπεδο κάθε κει νες πού τό διέπουν οί νόμοι σύνθεσης τής δομής· μένου υπάρχει μιά οργανική άλληλουχία πού είναι αυτοί πού -κοντά στ’ άλλα- μάς επιτρέ προσδιορίζει τό σύνθετο χαρακτήρα τών λογοτε πουν νά διακρίνομε ένα λογοτεχνικό έργο άπό τό χνικών δομών. Ή άντίληψη αύτή άναγνωρίζει σύστημα τής γλώσσας καί νά τό έντάσσομε σ’ αυ άπόλυτη προτεραιότητα στό πλέγμα τών σχέ τήν ή σέ κείνη τήν ειδολογική κατηγορία. Τό σεων, ύποβαθμίζοντας άντίστοιχα τή σημασία κριτήριο διάκρισης άπό τή γλώσσα, πού κι αυτή τών στοιχείων τής δομής ώς αύτόνομων μονά έχει συστηματική οργάνωση, είναι ή αρχή τής δων. αναλογίας ανάμεσα στά μέρη τού κειμένου, άλλά 2.3. Γιά νά λειτουργήσει ή έπικοινωνία προϋ καί ανάμεσα στά μέρη καί στό όλο, άπό τήν ποθέτει έναν κώδικα κοινό άνάμεσα στόν πομπό όποια προκύπτει ή συνεκτικότητα καί ή ενότητα καί στό δέκτη, δηλ. ένα σύστημα σημασίας. Ά ρ α τού κειμένου (γιά τήν αρχή τού ισομορφισμού, ή λογοτεχνία, στό βαθμό πού είναι σύστημα επι πού χαρακτηρίζει ειδικότερα τήν ποίηση, βλ. κοινωνίας, είναι άναγκαία καί σημειωτικό σύ Greimas, 1972: 14). στημα. Εκείνο πού τή διακρίνει άπό τό σημειω τικό σύστημα τής γλώσσας δέν είναι τό περιεχό Έ να δεύτερο παράπλευρο κριτήριο γιά τόν μενο τής σημασίας, άλλά ό τρόπος σημασιοδότηορισμό τού λογοτεχνικού κειμένου ώς συστήμα
32/αφιερωμα
σης· ή λογοτεχνία δέ σημαίνει άλλο πράγμα από τή γλώσσα, σημαίνει διαφορετικά, όπως θά δού με. Κάθε στοιχείο ενός κειμένου άποχτά όλη τή σημασία του, δηλ. γίνεται σημείο τοϋ συγκεκρι μένου συστήματος, άπό τό γεγονός δτι εντάσσε ται σέ ορισμένες σχέσεις· όχι μόνο σχέσεις άκολουθίας μέ ό,τι προηγείται καί έπεται στή σειρά τοϋ λόγου (σχέσεις συνταγματικές) άλλά καί σχέσεις συνάφειας-άντίθεσης, μέ όλα τά άλλα στοιχεία (σχέσεις παραδειγματικές). Έ τσι, όπως ή έπικοινωνία προϋποθέτει τή σημασία, καί ή σημασία προϋποθέτει τό σύστημα, δηλ. τή δομή. Ή πυρηνική μονάδα ενός συστήματος σημα σίας είναι τό σημείο, πού γιά τή λογοτεχνία -όπως καί γιά τή γλώσσα- έχει μιά μορφική πλευρά, τήν άκουστική ή γραφική εικόνα (ση μαίνον), καί μιά νοηματική πλευρά, τήν ψυχική παράσταση, δηλ. τήν έννοια πού ανακαλεί στή συνείδησή μας {σημαινόμενο). Ή διάκριση σέ σημαίνον καί σημαινόμενο (έκφραση καί περιε χόμενο, μορφή καί νόημα) έχει μόνο μεθοδολογι κή αξία. Μέσα στήν περιοχή τών σημειωτικών συστημάτων δέ νοούνται ούτε καθαρές μορφές χωρίς νόημα, ούτε νοήματα ώς άπόλυτες ουσίες, χωρίς μορφή (κι άν ύπήρχαν, δέ θά ήταν αντι κείμενο τής σημειωτικής). Ή μορφή λοιπόν υπάρχει ώς ή αισθητή πλευρά ένός νοήματος καί τό νόημα ώς ή ψυχική παράσταση πού άντιστοιχεϊ σέ μιά μορφή. Μορφή καί νόημα συνιστοΰν μιά ενότητα άξεχώριστη, όπως οί δυό όψεις σ’ ένα φύλλο χαρτί. Στή λογοτεχνία τό σημείο δέν ταυτίζεται αναγκαστικά μέ τή λέξη. Έχομε σημεία άπλά, πού αντιστοιχούν σέ μιά λέξη (κύριον όρο) ή σέ μιά στενή συντακτική ενότητα («ρύνταγμα»), καί σημεία σύνθετα, πού άντιστοιχοϋν^σέ μιά πρότα ση, περίοδο λόγου, νοηματική ενότητα ή όλόκληρο κείμενο. Εκείνο πού διακρίνει τά καθαρά λογοτεχνικά άπό τά γλωσσικά σημεία είναι, όπως είπαμε, ή διαφορετική σημασιοδότηση, πού βασίζεται σέ διαφορετική άντίληψη τών πραγμάτων. Ή γλώσσα άνήκει στά σημειωτικά συστήματα πού βασίζονται στή γνωστική ή άντικειμενική άντίληψη (διαμέσου τής νόησης), ενώ ή λογοτεχνία ανήκει στά σημειωτικά συστήματα πού βασίζονται στή συγκινησιακή ή υποκειμενι κή άντίληψη (διαμέσου τού συναισθήματος). Στά συστήματα τής πρώτης κατηγορίας τό σημείο χα ρακτηρίζεται άπό τήν αυθαίρετη καί ταυτόχρονα δεσμευτική σχέση σημαίνοντος - σημαινόμενου. ’Αντίθετα, στά συστήματα τής δεύτερης κατηγο ρίας, όπου άνήκει καί ή λογοτεχνία, τό σημείο χαρακτηρίζεται άπό τήν αιτιολογημένη σχέση σημαίνοντος - σημαινόμενου, δηλ. μιά σχέση αναλογική στή μορφή ή στήν ουσία τους, πού εκφράζεται μέτή μεταφορά ή τή μετωνυμία. Μ’
άλλα λόγια, τό λογοτεχνικό σημείο βασίζεται στήν άρχή τής αναπαράστασης καί έχει χαρακτή ρα εικονικό, πού τό έλευθερώνει άπό τή σύμβα ση καί τό προικίζει μέ συμβολικές καί πολυσημικές δυνατότητες, πού δέν έχει τό γλωσσικό ση μείο. Συνοψίζοντας τούς βασικούς προσδιορισμούς τής λογοτεχνίας άπό τή σκοπιά τής σημειωτικής έπισημαίνομε ότι κάθε λογοτεχνικό έργο έχει μιά έπικοινωνιακή πλευρά (σύστημα επικοινωνίας), μιά δομική πλευρά (σύστημα σχέσεων) καί μιά σημειολογική πλευρά (σύστημα σημασίας). Οί τρεις αυτές άλληλένδετες απόψεις δίνουν έμφα ση στόν κοινωνικό χαρακτήρα τής λογοτεχνίας. Γιά νά συμπληρωθεί ένας γενικός σημειολογικός όρισμός τής λογοτεχνίας επιβάλλεται νά κα ταφύγομε σέ δυό άκόμη κλασικές διακρίσεις τής σωσυριανής γλωσσολογίας, πού ισχύουν γενικό τερα γιά τά σημειωτικά συστήματα καί φωτίζουν βασικές πλευρές τοϋ λογοτεχνικού φαινομένου. Πρόκειται γιά τίς διχοτομίες: γλώσσα!ομιλία, συγχρονία!διαχρονία. 2.4. Μέ βάση τή διαλεκτική γλώσσας!ομιλία έγινε προσπάθεια νά ερμηνευτεί τό λογοτεχνικό φαινόμενο ώς μιά ειδική χρήση τής γλώσσας («ομιλία»). 'Ο όρος «λογοτεχνικότητα» τών ρώσων φορμαλιστών, ώς ή σύνοψη τών ειδοποιών γνωρισμάτων τής λογοτεχνίας, πού τήν ξεχωρί ζουν άπό κάθε άλλη χρήση τής γλώσσας καί συνιστούν τόν έντεχνο χαρακτήρα της, υπονοεί τή σωσυριανή διάκριση γλώσσα/όμιλία. Προεκτεί νοντας αυτή τή θέση ή Σχολή τής Πράγας διατύ πωσε τήν υπόθεση ότι μέ κριτήριο τή λογοτεχνι κότητα θά ήταν δυνατός ό όρισμός ολόκληρης τής λογοτεχνίας ώς παρέκκλισης άπό τήν κοινή χρήση τής γλώσσας. Στήν άποψη αυτή, πού κα τάγεται άπό τήν κλασική ρητορική, θεμελιώνεται άρχικά ή λογοτεχνική ύφολογία, πού όρίζει τό ύφος ώς μιά Ιδιαιτερότητα τού συγγραφέα σέ σχέση μέ μιά κανονικότητα, δηλ. ώς παρέκκλιση σέ σχέση μέ μιά νόρμα. Ή θέση αύτή, πού φαί νεται εμπειρικά σωστή, δημιούργησε πολλά προ βλήματα στό μεθοδολογικό επίπεδο καί τροφο δότησε μακριές συζητήσεις. Τό πρώτο μεθοδολο γικό πρόβλημα είναι ό καθορισμός τής νόρμας· ή νομιμότητα τού όρου, τά κριτήρια καί ή έπιλογή της μέσα άπό τίς πολλαπλές δυνατότητες πού προσφέρονται. Στίς ποικίλες άμφισβητήσεις, πού έπισημαίνουν άντίστοιχους κινδύνους ύποκειμενικών επιλογών, δόθηκαν διάφορες άπαντήσεις, άπό τίς οποίες άναφέρομε ένδεικτικά τίς πιό ικανοποιητικές: 'Ο Μ. Riffaterre (1971) προ τείνει νά τοποθετήσομε τή νόρμα μέσα 'στά συμφραζόμενα, τά άμεσα (micro-contexte) ή τά γενι κά (macro-contexte). Τό ύφος πραγματώνεται σέ σχέση μέ τή νόρμα πού ενυπάρχει στό ίδιο τό κείμενο.
αφιερωμα/33
Ή συγχρονική άντίληψη τού λογοτεχνικού Έ νας άλλος προβληματισμός, πού ξεκινά άπό φαινομένου άντικαθιστά τήν άθροιστική άπατίς ΗΠΑ καί βασίζεται στη μετασχηματιστική ρίθμηση των φαινομένων (π.χ. τών γνωρισμάτων θεωρία τοϋ Chomsky, τοποθετεί τη νόρμα στούς ενός λογοτεχνικού είδους σέ μιά όρισμένη περίο κανόνες τής γενετικής γραμματικής τής γλώσσας δο) μέ τήν έννοια τού συστήματος. Σέ κάθε πε καί προσδιορίζει τό ύφος ώς τόν χαρακτηριστικό ρίοδο τής έξέλιξής της ή λογοτεχνία άποτελεί ένα τρόπο τοϋ συγγραφέα νά χρησιμοποιεί τό μετα(συγχρονικό) σύστημα, πού εκφράζεται στή δο σχηματιστικό μηχανισμό τής γλώσσας. μή τών συγκεκριμένων έργων. Ή συγχρονία δέ Έ ν α δεύτερο πρόβλημα γεννά ό δρος «λογοτε χρησιμοποιείται φυσικά μέ τή στενά έποχιακή χνικότητα». Πέρα άπό τό γεγονός δτι τά δριά έννοια. Περιλαμβάνει τά έργα τής ευρύτερης πε του είναι ρευστά -τό εύρος του μεταβάλλεται κα ριόδου, μέσα στήν όποια διαμορφώνεται ένας τά έποχές καί πολιτισμούς, άνάλογα μέ τίς έκάτύπος γραφής. Επιπλέον κάθε σύστημα περιέχει στοτε κοινωνικοπολιτιστικές συναρτήσεις- καί τό παρελθόν του καί τό μέλλον του, πού είναι τό ίδιο τό περιεχόμενό του δέν έχει τήν άπαραίδομικά στοιχεία άξεχώριστα άπ’ αυτό· περιέχει τητη ομοιογένεια· οΐ ιδιαίτεροι προσδιορισμοί τής πεζογραφίας λ.χ. άποκλίνουν σημαντικά άπ’ δηλ. στοιχεία πού προέρχονται άπό παλαιότερες περιόδους (άρχαϊσμούς) ή άπό ξένες λογοτεχνίες αυτούς τής ποίησης. (έπιδράσεις) ή άκόμα νεοτεριστικές τάσεις πού Τό τρίτο πρόβλημα πού άπορρέει άπό τό δεύ τερο συνίσταται στό γεγονός δτι μέσα στήν πε τείνουν νά μεταβάλουν τό σύστημα. Καί δέν άρκεί βέβαια νά έπισημάνομε καί νά καταγράψομε ριοχή τής λογοτεχνίας έχουν διαμορφωθεί ιστο ρικά περισσότεροι τύποι έντεχνου λόγου: τό τά γνωρίσματα πού συνυπάρχουν, άναγνωρίζοντάς τους έτσι ίση βαρύτητα. Ή άντίληψη τής λο ποιητικό είδος μέ τίς υποδιαιρέσεις του, τό άφηγοτεχνίας ώς συγχρονικού συστήματος άπαιτεϊ γηματικό είδος μέ τίς υποδιαιρέσεις του κλπ. νά διερευνήσομε καί νά διατυπώσομε τήν ίεραρΒρισκόμαστε λοιπόν μπροστά σέ ένα σύνθετο φαινόμενο, δπου στη βάση τοϋ εύρύτερου γλωσ χική σχέση τους μέσα στό σύστημα τής συγκεκρι σικού συστήματος έχουν προκύψει, άπό μιά σει μένης περιόδου. Καί, φυσικά, νά διαχωρίσομε ρά όμόλογες άτομικές δημιουργικές πράξεις καί νά διαγράψομε τά ενδεχόμενα υποσυστήμα τα (δομικούς τύπους) τού συστήματος. (ομιλίες), δευτερογενή συστήματα («ιδιώματα»), Ή ιστορία τής λογοτεχνίας (καί τών ειδών της) τά λογοτεχνικά είδη, πού άπό τή μιά δεσμεύουν τούς άτομικούς δημιουργούς, άπό τήν άλλη ύπό- νοείται ώς ή διαχρονική εξέλιξη (μετασχηματι σμός) τών συστημάτων διαδοχικών περιόδων, κεινται σέ τροποποίηση κάτω άπό τήν πίεση πού έχει άπαραίτητα ένα χαρακτήρα συστηματι νέων άτομικών παρεκκλίσεων («ομιλιών») πού καθιερώνονται μέ τή χρήση. Σύμφωνα μέ τά πα κό. Ή ιστορία ενός συστήματος είναι κι αύτή ραπάνω, κάθε λογοτεχνικό κείμενο προσδιορίζε ένα σύστημα. Σ’ αύτό τό σύστημα διακρίνονται ται διπλά, άπό τό ευρύτερο σύστημα τής γλώσ οί σταθεροί νόμοι πού συνθέτουν τή φυσιογνω μία τού συστήματος (ενός λογοτεχνικού είδους, σας καί άπό τό στενότερο σύστημα τού λογοτε χνικού είδους στό όποιο έντάσσεται. Έτσι, ή λο τού άφηγηματικού λ.χ.) καί οί μετασχηματιστιγοτεχνία άποκαλύπτεται ώς προϊόν μιας διαλε κοί μηχανισμοί (δυνατότητες εξέλιξης) πού φαί κτικής άνάμεσα στήν άτομική δημιουργικότητα νεται νά διαθέτει τό σύστημα στή συγκεκριμένη φάση του. Οί μηχανισμοί αυτοί προσφέρονται καί στούς κοινωνικούς προσδιορισμούς της- καί γιά περισσότερες άπό μιά, άλλά όχι άπειρες, κα άπ’ αύτή τήν άποψη έχει ταυτόχρονα άτομικό τευθύνσεις έξέλιξης. Ή επιλογή - κατεύθυνση καί κοινωνικό χαρακτήρα. πού άκολουθεϊ ένα συγχρονικό σύστημα γιά νά 2.5. Ή εφαρμογή τής διάκρισης συγχρονία/ διαχρονία γιά τόν προσδιορισμό τού λογοτεχνι περάσει στήν επόμενη φάση (στό επόμενο συγ κού φαινομένου στάθηκε εξαιρετικά γόνιμη, για χρονικό σύστημα) δέν είναι δυνατό νά έρμηνευτί βοήθησε στό νά διευκρινιστεί ό συστηματικός τεί άπό τό ίδιο τό σύστημα έξέλιξής του, έφόσον χαρακτήρας πού παρουσιάζει ή λογοτεχνία κάθε τό σύστημα προσφέρει περισσότερες διεξόδους. συγκεκριμένης περιόδου. Στήν άφετηρία της φά Θά μπορούσε κανείς νά υποθέσει ότι, σύμφωνα νηκε νά άντιπαραθέτει τήν έννοια τοϋ συστήμα μέ τή διαλεκτική γλώσσας-όμιλίας, ή κατεύθυνση έξέλιξης προσδιορίζεται άπό τήν άτομική δη τος στήν έννοια τής έξέλιξης καί έγινε άντικείμενο βίαιης κριτικής. Στήν πραγματικότητα, ή διά μιουργικότητα τών συγγραφέων. Ά λλά γιά τή σημειωτική ή δημιουργική έκφραση τού συγγρα κριση αύτή ήρθε νά άντιπαρατεθεί στόν άφελή ίστορικισμό καί στις μονομερείς-εξελικτικές θεω φέα δέν είναι κάτι άνεξάρτητο άπό τή συλλογική «συνείδηση» πού προσδιορίζεται άπό τούς ίστορήσεις. Ή δη άπό τό 1928 οί έκπρόσωποι τοϋ ρώσικου φορμαλισμού (J. Tynianov καί R. Ja- ρικοκοινωνικούς καί πολιτιστικούς παράγοντες kobson) διέλυσαν τίς πλάνες ορίζοντας μέ μεγά τής έποχής. Έ ν α έργο γράφεται πιό πολύ μέσω λη σαφήνεια τό νόημα αυτής τής διάκρισης (Το- τού συγγραφέα παρά πού γράφεται άπ’ αυτόν. Καί έδώ μπαίνει στή σωστή της θέση ή έννοια dorov (ed.), 1965: 138-140).
34/αφιερω μα
τοΰ «ύπερκαθορισμοϋ», πού θέτει τό ζήτημα τής συνάρτησης τής λογοτεχνίας με την ιστορία, την κοινωνία καί τόν πολιτισμό. Ή σημειωτική δέχε ται τή στενή άλληλοεξάρτηση άνάμεσα στή λογο τεχνία καί στίς ιστορικά προσδιορισμένες κοινω νικοοικονομικές καί πολιτισμικές δομές. 'Ως κοινωνικό προϊόν ή λογοτεχνία αποτελεί μέρος τής ιδεολογικής υπερδομής μιάς κοινω νίας, εντάσσεται σ’ ένα ευρύτερο πολιτισμικό σύστημα καί προσδιορίζεται άπό τήν κοινωνική δομή καί τίς παραγωγικές της σχέσεις καί δρα στηριότητες. Καθεμιά άπ’ αυτές τίς περιοχές χα ρακτηρίζεται άπό τούς δικούς της σύνθετους δο μικούς νόμους, συγχρονικούς καί διαχρονικούς. Καί γιά νά μπορέσομε νά διαγνώσομε μέ έπιστημονική αυστηρότητα τίς άμοιβαϊες συναρτήσεις καί τή διαλεκτική πού παράγουν, είναι άπαραίτητο νά μελετήσομε πρώτα τούς δομικούς νόμους κάθε περιοχής. Ύστερα άπ’ αύτό είναι δυνατό νά μελετήσομε καί νά διατυπώσομε τά δομικά σχήματα τών άμοιβαίων συναρτήσεων, πού έχουν κι αυτά τούς δικούς των νόμους καί άποτελοΰν ένα σύστημα συστημάτων, πού είναι έκεΐ-
παρατηρητής
pRgr
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΠΡ. ΚΟΡΟΜΗΛΑ38 ΤΗΛ. 264.958 ΑΘΗΝΑ ΔΙΔΟΤΟΥ 39 3600658
νο άκριβώς πού συνθέτει τήν ένότητα τοΰ πολιτι σμού σέ μιά δεδομένη περίοδο. Μ’ άλλα λόγια, ή σημειωτική τής λογοτεχνίας δέν άντιμετωπίζει τή σχέση τής λογοτεχνίας μέ τίς κοινωνικές καί πολιτισμικές δομές ώς μιά σχέση ευθείας άντιστοιχίας, άλλά ώς ένα σύνθε το σύστημα σχέσεων, μέσα στά πλαίσια τού όποιου βρίσκουν ικανοποιητική έξήγηση φαινό μενα άλλιώς δυσεξήγητα, όπως ή άντοχή βρισμέ νων παρωχημένων μορφών τέχνης ή, προπάν των, οί (φαινομενικές) άναντιστοιχίες πού δια πιστώνονται συχνά άνάμεσα στήν εικόνα πού δί νει ή λογοτεχνία καί στήν εικόνα πού δίνει ή κοι νωνική ιστορία μιάς δρισμένης έποχής. 3.1. Ή σημειωτική τής λογοτεχνίας διαμορφώ θηκε ιστορικά σέ δυό φάσεις. Ή πρώτη, πού χα ρακτηρίζεται προδρομική, καλύπτει τήν περίοδο άπό τά μέσα τής δεύτερης δεκαετίας τού αιώνα ώς τά 1940 καί περιλαμβάνει τό κίνημα τού Ρω σικού Φορμαλισμού καί τή Σχολή τής Πράγας. Ή δεύτερη, πού άντιστοιχεΐ στή σύγχρονη διε θνή διάδοση καί άνάπτυξη τής σημειωτικής τής λογοτεχνίας, καλύπτει τά χρόνια άπό τά τέλη τής δεκαετίας τού ’50 (καί κυρίως τίς άρχές τού ’60) ώς τίς μέρες μας. Σ’ αυτή τή δεύτερη φάση οί μακριές θεωρητικές συζητήσεις σέ συνδυασμό μέ τίς γενικές επιλογές μεθοδολογικών κατευθύν σεων καί πεδίων έρευνας διαμόρφωσαν τέσσερις βασικούς κλάδους στήν περιοχή τής θεωρίας καί τής έρμηνείας τών κειμένων: άπό τή μιά τή ρητο ρική καί τήν ύφολογία (στυλιστική), πού προσα νατολίζονται πρός μιά γραμματική τής λογοτε χνικής έκφρασης καί μιά θεωρία τών ειδών, άπό τήν άλλη τήν ποιητική καί τήν άφηγηματολογία, πού καθιερώνουν μιά θεμελιακή διάκριση μέσα στήν περιοχή τής λογοτεχνίας, ή όποια βασίζεται σέ διαφοροποίηση θεωριών (θεωρία τής ποίησης -θεωρία τού άφηγηματικοΰ λόγου) καί μεθόδων προσέγγισης. ’Εδώ πρέπει νά διευκρινίσομε δτι ή διάκριση αύτή δέ μένει χωρίς άμφισβητήσεις. Ό νέος κλάδος τής θεωρίας κειμένων βασίζεται στήν παραδοχή δτι τά θεωρητικά κριτήρια διά κρισης άνάμεσα σέ διάφορους τύπους λόγου δέ δικαιώνονται στό έπίπεδο τής μεθοδολογίας καί έπιχειρεΐ νά έντάξει δλα τά κείμενα, λογοτεχνικά καί μή, σέ μιά ένιαία θεωρία, πού βασίζεται στό κοινό χαρακτηριστικό τής συστηματικής τους όργάνωσης, ένώ στήν πράξη έφαρμόζει ένιαϊες μεθόδους στήν ανάλυση δλων τών κειμένων, άπό τά ποιητικά ώς τά δημοσιογραφικά (βλ. λ.χ. Greimas: 1972, Todorov, 1977 (μετ.): 177-179, Κ. Boklund-Λαγοπούλου, 1982: 148-160, καθώς καί περ. Poetique 38 (1979) «Theories du texte»). 3.2^ Ή σημειολογία τής λογοτεχνίας -περισσό τερο ίσως άπό άλλες περιοχές τού δομισμού καί τής σημειωτικής- έχει γίνει άντικείμενο έντονης κριτικής άπό τίς πιό διαφορετικές κατευθύνσεις.
οφιερωμα/35 Ή έκταση αϊτού τού άρθρου δέν άφήνει περι θώρια γιά μιά άναλυτική συζήτηση τών θεμάτων πού έθεσε αυτή ή κριτική. Θά περιοριστούμε σε κάποιες βασικές έπισημάνσεις. Οί έννοιες τής δομής καί τού σημείου δέν άναφέρονται σέ μεταφυσικές καί αιώνιες άρχές, άλ λα στον τρόπο πού ή ανθρώπινη κοινωνία οργα νώνει καί σημασιοδοτεϊ τό φαινομενολογικό συ νεχές, είναι δηλ. κοινωνικές έννοιες (βλ. έ.π., § 2.1-2.5). Μ’ αυτούς τούς όρους ή σημειωτική δέν είναι περισσότερο «ίδεαλιστική» άπό τό μαρξι σμό, άπό τόν όποιο έμπνέεται σ’ αυτό τό σημείο. Ή επισήμανση ότι ή σημειωτική τείνει νά ύποκαταστήσει τή θεωρία τής γνώσης διασπώντας τήν ένιαία άντίληψη τού κόσμου καί ύποβιβάζοντάς την σέ άντικείμενο αποσπασματικής έρευνας, άφορά τό γενικό προσανατολισμό τών έπιστημών στήν έποχή μας. Έ τσι, ή σημειωτική δέν είναι περισσότερο «άποδιαρθρωτική» άπ’ όσο κάθε άλλη άναλυτική επιστήμη. 'Όσο γιά τή σημειωτική τής λογοτεχνίας, ή πολλαπλότητα πού έκφράξουν οί διάφορες τά σεις, σχολές καί μέθοδοι (καθώς καί ό ζωηρός εσωτερικός διάλογος καί αμοιβαία κριτική) δεί χνει πόσο μακριά βρίσκεται ή λογοτεχνική ση μειωτική άπό μονομέρειες καί δόγματα· γεγονός πού άποδυναμώνει σέ μεγάλο βαθμό τήν εναντίον της πολεμική, ή όποια, στίς καλύτερες περιπτώσεις (όταν δέν οφείλεται σέ διαστρεβλώ σεις πού τροφοδοτεί ή άγνοια), άφορά συγκεκρι μένη κάθε φορά τάση, μέθοδο ή καί ατομική πρακτική. Καθώς φάνηκε άπό τά προηγούμενα, ή ση μειωτική τής λογοτεχνίας δέν ταυτίζεται στό σύ νολό της ούτε μέ τίς φορμαλιστικές μεθόδους (όταν υπάρχουν οί σημασιολογικές-ίδεολογικές άναλύσεις τής Σχολής Greimas, ή ψυχαναλυτική κατεύθυνση καί ή κοινωνιολογική κατεύθυνση, μέ τίς.έπιμέρους τάσεις των), ούτε μέ τίς στατι στικές άναλύσεις τών δομών έπιφάνειας (μιά τά ση πού βρίσκεται σέ υποχώρηση), ούτε μέ τήν άποκλειστική συγχρονική άντιμετώπιση τού λο-γοτεχνικού φαινομένου (όταν υπάρχουν οί γενε τικές θεωρήσεις τής Σχολής τής Μόσχας-Ταρτού, τού Goldmann, τής γενετικής υφολογίας ή τής Kristeva), ούτε τέλος μέ τήν άρνηση τών κοινωνι κοοικονομικών καί πολιτισμικών παραμέτρων πού διαμορφώνουν τή λογοτεχνίας μιας εποχής ή τή λειτουργία τού κειμένου ως φορέα ιδεολο γίας. Ώ ς πρός τό τελευταίο είναι άλήθεια ότι ή σχέ ση λογοτεχνίας-κοινωνίας στή διπλή της διάστα ση, τού κοινωνικού προσδιο'ρισμού τής λογοτε χνίας καί τής κοινωνικής λειτουργίας τής λογο τεχνίας, δέν έχει μελετηθεί ώς τήν ώρα ικανο ποιητικά. Μολονότι τά ζητήματα τέθηκαν πολύ νωρίς, ή σημειολογία είχε νά διανύσει ένα πρώτο στάδιο διαμόρφωσης, όπου έπρεπε νά λύσει βα
σικά θεωρητικά προβλήματα καί νά συγκροτήσει τό μεθοδολογικό της οπλισμό μέσα άπό τή δοκι μασία τής πράξης. “Ηδη, έχοντας ξεπεράσει αύτό τό στάδιο, φαίνεται έτοιμη νά άποδυθεί σέ πιό σύνθετα καί φιλόδοξα έγχειρήματα. Μιά σειρά άτομικές καί συλλογικές προσπάθειες, πού ξεκινούν άπό τήν κοινωνιολογική οπτική τού Greimas καί τό γενετικό δομισμό τού Goldmann καί φτάνουν ώς τή σημειωτική τού πολιτισμού τού Lotman καί τίς σύγχρονες κοινωνιοσημειωτικές τάσεις (όπου έχει τό μικρό μερτικό της καί ή έλληνική σημειολογία - βλ. Λαγόπουλος (κ.ά.), 1982: 69-75) συγκλίνουν πρός μιά κατεύθυνση πού μοιάζει νά χαράσσει τό μέλλον τής σημειωτι κής.
’Ε πιλο γή βιβλιογραφίας: Barthes, R. (1964) «Eliments de simiologie». Communications 4: 91-135. Boklund-Λαγοπονλον, K. (1982) «Οί σύγχρονες μέθοδοι άνάλυοης λογοτεχνικών κειμένων». Φιλόλογος 29:145-162. Bremond, Cl. (1966) «La logique des possibles narratifs». Com munications 8: 60-76. - (1973) Logique du r0cit. Paris: Seuil!«Poetique». Derrida, J. (1967) De la grammatologie. Paris: Minuit. Eco, M. (1976) A Theory of Semiotics. Bloomington: Indiana Un. Press. Fowler, R. (1981) Literature as Social Discourse: the Practice of Linguistic Ctiticism. London: Batsford. Genette, G. (1972) Figures III. Paris: Seuil!«Poetique». Goldmann, L. (1979: έλλην. μετ.) Γιά μιά κοινωνιολογία τού μυθιστορήματος. 'Αθήνα: Πλέθρον. Greimas, A.-J. (1966) Semantique structurale. Recherche de mdthode. Paris: Larousse. - (1970) Du sens. Essais semiotiques. Paris: Seuil. - (1972) «Pour une theorie du discours poetique». Essais de semiotique po6tique. Paris: Larousse. lakobson, R. (1963) Essais de linguistique genirale. Paris: Mi nuit (chap. XI: «Linguististique et poetique» f= 1975 «Γλωσ σολογία καί Ποιητική». Σπείρα 1: 30-67) - (1973) Questions de poetique. Paris: Seuil. Kristeva, J. (1968) Σημειωτική. Recherches pour une semanalyse. Paris: Seuil. Λαγόπουλος, Α.-Φ. - Boklund-Λαγοποΰλου, K. Παπαϊωάννου, Θ. (1982) «Ανασκόπηση τής σημειωτικής στήν ’Ελλάδα: ό φορμαλισμός, ή ψυχανάλυση καί ό Ιστορικός ύλισμός». Σύγχρονα Θέματα 14: 64-78. Levi-Strauss, Cl. (1958) Anthropologie structurale. Paris: Plon. - (1964-1971) Mythologiques I-IV. Paris: Plon. - (1973) Anthropologie structurale II. Paris: Plon. Lotman, J. (1973, γαλλ. μετ.) La structure du texte artistique. Paris: Gallimard. Propp, VI. f1! 928, 21969: ρωσ. έκδ. -1970: γαλλ. μετ.) Morphologie du conte. Paris: Seuil (περιέχει έπιπλέον: «Les tran sformations des contes merveilleux» < = 1979, Oi μετασχη ματισμοί τών μαγικών παραμυθιών», Δευκαλίων 25-26: 100-113 > καί Miletiriski, Eug. «L’etude structurale et typologie du conte»). Riffaterre, M. (1971) Essais de stylistique structurale. Paris: Flammarion. Todorov, Tzv. (id.) (1965) Thdorie de la litterature. Paris: Seuil/ «TelQuel». Todorov, Tzv. (1969) Grammaire du Decameron. La Haye: Mouton. - (1971) Poetique de la prose. Paris: Seuil!«Poetique». - (1977) «Λογοτεχνία καί Σημειωτική’. Σπείρα 6:174-181.
36/αφιερωμα
ΠΙ. ΣΗΜΕΙΩΤΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ
..
. : . · ....
.
Γιώργος Βέλτσος
«Σημειωτική καί κοινωνιολογία ή κοινωνική σημειωτική;» Στό δνομα τής σημειωτικής ή τής κοινών ιολογίας γράφεται αυτό τό άρθρο; Κι ό συγγραφέας του είναι πράκτορας διπλός; Τίποτα τέτοιο, γιατί ό τίτλος «σημειωτι κή καί κοινωνιολογία» δέν εισάγει καμιά σύζευξη αλλά αναμφισβήτητα μιά ταυτο λογία, άφοϋ ή κοινωνιολογία είναι σημειωτική καί ή σημειωτική, λειτουργώντας μόνο στό χώρο τοϋ «κοινωνικού», είναι άναγκαστικά κοινωνιολογία. Ή δομή δλων τών συστημάτων τών σημείων πού εξετάζει αύτή ή «έπιστήμη τών σημείων καί τών σημασιών» πού άνάφερε ό J. Locke, πολύ πρίν άπό τόν C. Peirce καί τόν F. de Saussure, είναι την ίδια στιγμή δομή καί τής κοινωνιολογίας. Τής επιστήμης δηλαδή τοϋ «κοινωνικού» ή καλύ τερα τής «επιστήμης τού θεσμού καί τής εύτυχισμένης ή δυστυχισμένης σχέσης πού έχουμε μαζί του» (Bourdieu, 1982:8). Ή κοινωνιολογία λοι πόν είναι καί γίνεται σημειωτική, όχι μόνο γιατί τό σύνολο τών κοινωνικών κωδίκων, τών συστη μάτων ή τών θεσμών οδεύει πάντα πρός τήν κα τεύθυνση τής σημειότητας άλλά καί γιατί τά ίδια τά άτομα («καί οι εύτυχισμένες ή δυστυχισμένες τους σχέσεις μέ τούς θεσμούς») είναι σημαίνον τα. Κάτω άπό αύτές τίς προϋποθέσεις, ό τίτλος τού παρόντος κειμένου συμπτύσσεται καί αντί: «Σημειωτική καί κοινωνιολογία» έχουμε έδώ μιά: «Κοινωνική σημειωτική», μιά έπιστήμη δη λαδή παραδειγματική, καθοδηγητική, άνοιχτή, έτοιμη διαρκώς νά σημειώσει τά κοινωνικά συμ βάντα, τίς συγκυρίες καί τά παράδοξα καί κυ ρίως ικανή άπό τήν πολλαπλότητά της νά περιγράψει τήν «οικουμενική άλγεβρα τών σχέσεων» (Peirce) τών κοινωνικών, άλλά καί τών ψυχοδυ ναμικών. Γιατί λοιπόν νά μήν ένθαρρυνθοϋμε καί νά μι λήσουμε περίπου ιμπεριαλιστικά γιά μιά «κοινωνική-ψυχική σημειωτική», όταν μάλιστα ό ίδιος
ό F. de Saussure πρότεινε άπερίφραστα «νά διανοηθούμε μιά έπιστήμη πού μελετά τή ζωή τών σημείων μέσα στούς κόλπους τής κοινωνικής ζωής». Μιάν έπιστήμη πού «θά άποτελοΰσε ένα μέρος τής κοινωνικής ψυχολογίας καί κατά συ νέπεια τής γενικής ψυχολογίας» (F. de Saussure, 1979:45). Γεννιούνται όμως όρισμένα έρωτήματα ως πρός τήν ίδια τή «φύση» τών κοινωνικών σχέ σεων. Τή «φύση», ή άκριβέστερα τόν τροπισμό τους, τόν τελικό τους σκοπό καί τήν αίτιότητά τους. Γεννιούνται έρωτήματα άπό τήν ίδια τήν «ου σία» άλλά καί τήν «έπιφάνεια» τού «κοινωνι κού», τήν άντιφατική του διάσταση, τίς άνορθόλογες καταγωγές του καί κυρίως άπό μιά υπο χρέωσή μας θεωρητική, πού προβάλλει άπό τά γεγονότα τής κοινωνικής καί τής άτομικής μας ζωής: ότι αυτό πού υπάρχει οπουδήποτε, ένώ «έπιδέχεται μιά συνολιστική-ταυτιστική οργάνω ση» τήν ίδια στιγμή «δέν βρίσκεται σέ άπόλυτη καί έσχατη συναρμογή μέ αύτή». Γιατί; Μά διότι «κάθε συνόλιση, κάθε κατηγόρηση, κάθε όργάνωση πού έγκαθιδρύουμε/άνακαλύπτουμε, έλέγχεται άργά ή γρήγορα ώς μερική, χασματική, άποσπασματική, άνεπαρκής καί, άκόμη σημαν τικότερο, ώς έγγενώς έλλιπής, προβληματική καί τελικά άσυνάρτητη» (Castoriadis, 1975:371). Τό πρώτο λοιπόν έρώτημα πού θέτω έδώ γιά τήν «κοινωνική σημειωτική» προεκτείνει τούτη
αφιερωμα/37
τή θεμελιακή διαπίστωση τοϋ Κ. Καστοριάδη. Τό ερώτημα διατυπώνεται ώς έξης: “Ολες οί κοινωνικές σχέσεις πού συνολίζονται ή κρυσταλ λώνονται σέ κώδικες καί θεσμούς, συνιστούν άναγκαστικά ενότητες σημειότητας; Είναι δηλα δή συστήματα σημειολογικό; Κι άκόμη περισσό τερο, είναι συστήματα πού κάτω άπό τούς καθο ρισμούς τής ταυτιστικής λογικής καί τής συνολισηκής οργάνωσης συνδέουν υποχρεωτικά ένα σημαίνον μέ ένα σημαινόμενο ή μιά παράσταση μέ ένα νόημα; Καί ή απάντηση είναι πώς ναί, άν ό τρόπος πού ενεργεί αύτό τό σύστημα (ή συνολιστική ορ γάνωση) καί ό τύπος πού τό διέπει (ή ταυτιστική λογική) υποτάσσονται στήν καθοριστικότητα καί τόν κοινωνικό προσδιορισμό (Gurvitch,”l963: 2148). “Ας έπαναλάβω όμως τήν άπάντηση: 'Υποστηρίξω πώς έχουμε σημειολογικό σύστη μα, έχουμε δηλαδή συνεκτικές ενότητες σημειό τητας, όταν οί κοινωνικές σχέσεις (τό «άντικείμενο», κατά τή γνώμη μου, τής κοινωνιολογίας) συνιστούν δομές καί όχι άθροισματικές παραθέ σεις, καί επιπλέον έπικαθορίζονται άπό μιά κυ ρίαρχη σέ «τελευταία άνάλυση» δομή ώς πρός τίς άλλες (ή οικονομική δομή γιά τόν κεφαλαιοκρα τικό τρόπο παραγωγής). Δόμηση λοιπόν καί έπικαθορισμός, δηλαδή αύτορρυθμιζόμενη οργάνω ση καί σύνθεση πολλαπλών καθορισμών μέσα στίς σημειωτικές συνάψεις, νά τί κάνει ένα σύ στημα νά είναι -νά γίνεται- σημειολογικό. Μ’ αύτήν άκριβώς τή λογική, σημειωτική ενό τητα ή σημειολογικό σύστημα δέν είναι μόνο ή γλώσσα αλλά καί τό Ασυνείδητο, εφόσον δεχόμα στε τήν υπόθεση τού J. Lacan ότι είναι δομημένο κι αυτό «σάν μιά γλώσσα» καί άκόμη ότι ή φαντασιακή του ροή - ή ή αιμορραγία του-, παρά τό γεγονός ότι άγνοεί τή συνόλιση καί τήν ταυτότη τα, οργανώνεται σέ έπικαθοριστική εσωτερική (άρα δομική) σχέση μέ τή γλώσσα. Γι’ αυτόν άκριβώς τό λόγο ή κοινωνική ση μειωτική είναι -οφείλει νά είναι- κοινωνικήψυχική σημειωτική, όπως άκριβώς ή κοινωνιολογία είναι κοινωνική ψυχολογία,, άλλά καί τό άντίστροφο. Καί τούτο συμβαίνει γιά νά μπορεί νά περιλαμβάνει στό πεδίο τής θεωρίας της όχι μόνο τις συμφωνημένες-συμβατικές σημαίνουσες άντιστίξεις τών κοινωνικών σχέσεων, όχι μόνο τά συστήματα πού ή σημειότητά τους είναι δε σμευτική καί εκφρασμένη έκ τών προτέρων, όπως π.χ. ή γλώσσα, άλλά καί τά συστήματα όπου ή σημειότητά διαμορφώνεται (σημαίνεται) εκείνη τή στιγμή όχι πιά κάτω άπό σννολίσεις καί ταυτότητες άλλά άπό διασπορές καί διαφο ρές. (Άναφέρομαι στό λακανικό άσυνείδητο άλ λά καί στήν τέχνη, όπου, καθώς τονίζει ό Ε. Benveniste, «ή σημειότητά της δέν παραπέμπει
ποτέ σέ μιά σύμβαση πού γίνεται πανομοιότυπα δεχτή άπό συμπαίκτες» [Benveniste, 1981: 44]. “Ετσι, στό χώρο (ή τή «χώρα») τής «κοινωνικής-ψυχικής σημειωτικής» εμπίπτουν ώς γνωστι κά άντικείμενα ένότητες μέ διαφορετικό σημεια κό τύπο. Συστήματα δηλαδή μέ σημαίνουσες ένότητες άλλά καί συστήματα μέ ένότητες τών όποιων τά «σημεία» δέν θά πρέπει νά οριστούν σύμφωνα μέ τόν κλασικό ορισμό τού σημείου όπως μάς δίνεται άπό τόν F. de Saussure (F. de Saussure, 1979:101), άλλά θά πρέπει νά θεωρη θούν ώς σημάνσεις άνέκπτωτες καί πρωτογενείς, ώς μή άναλύσιμες «παραστάσεις» ή ώς σημαίνον τα πού «δέν σημαίνουν τίποτα» (Lacan 1981:210). Ειδικότερα, τά συστήματα αυτά πού ό Ε. Benveniste τά χαρακτηρίζει ώς «συστήματα μέ μή-σημαίνουσες ένότητες», επειδή άκριβώς οί στοιχειώδεις ένότητές τους δέν είναι «σημεία» (π.χ. ό ήχος ή τό χρώμα), τά συστήματα λοιπόν αύτά (μουσική ή ζωγραφική) έχω τή γνώμη ότι θά πρέπει νά ένδιαφέρουν άμεσα τήν κοινωνικήψυχική σημειωτική. Γιά τούτο, τόν όρο «μή-ση μαίνουσες ένότητες» τού Ε. Benveniste οφείλου με νά τόν εννοήσουμε όχι ώς αποκλεισμό τους άλλά ώς διαφορά τους, μέσα σ’ ένα μεγασύστημα σημάνσεων πού είναι ή ίδια ή κοινωνία. Έ ν α δεύτερο έρώτημα πού θέτω είναι άν μπο ρεί νά υπάρξει ενιαία κοινωνιολογική-σημειολογική θεωρία γιά τήν περιγραφή, τή συσχέτιση καί ταξινόμηση τών κοινωνικών-σημειωτικών συστημάτων. Καί ή άπάντηση είναι πώς ναί, μέ τήν άμεση προσφυγή τού μελετητή στή θεωρία τής γλώσσας. Ή γλώσσα, αυτή ή προνομιακή γιά τόν άνθρωπο διφυία, ή γλώσσα, θεσμός καί ταυτόχρονα ρηματικός λόγος (Βέλτσος, 1976:15) κατέχει τό «κλειδί» στόν, κοινωνι κό γαλαξία τών συστημάτων τών σημείων. Κι άν «ό σημειωτικός συσχετισμός άνάμεσα σέ συστή ματα» εκφράζεται ώς συσχετισμός άνάμεσα σέ «έρμηνενον καί ερμηνευόμενο», όπως σημειώνει
38/αφιερωμα ό Emile Benveniste, τότε «ή γλώσσα θά είναι ό Τρίτο καί τελευταίο έρώτημα: Ποιά ή τυπολο έρμηνευτής τής κοινωνίας». γία τών κοινωνικών σημειωτικών συστημάτων πού θεωρεί ή «κοινωνική σημειωτική»; 'Υπάρχει μιά «γενική ίεραρχική άρχή» πού Καί ή άπάντηση: 'Υπάρχει μιά θεμελιακή διά στηρίζει τή θεωρία τής «κοινωνικής σημειωτι κριση μεταξύ γλωσσικών καί μή γλωσσικών κοικής» Ή άκόλουθη: "Ολα τά κοινωνικά-ση- νωνικών-σημειωτικών συστημάτων. Μιά διάκρι μειωτικά συστήματα «μετατρέπονται πρός τήν ση πού προϋποθέτει πάντως μιάν όμόλογη σχέ κατεύθυνση τής γλώσσας», όχι μόνο γιατί ή ση: ότι δηλαδή καί τά μή γλωσσικά συστήματα γλώσσα άποτελεϊ τό πιό οικονομικό σημειωτικό είναι δομικά άνάλογα μέ τό σύστημα τής γλώσ σύστημα άλλά καί γιατί ή σημειολογική της Ικα σας. νότητα, δηλαδή «ή σημειότητά της» είναι, θά το ’Από τή διάκριση αυτή καί μετά έχουμε, σύμ νίσει ό Emile Benveniste, «ή ίδια ή σημειότητα» φωνα μέ μιά πρώτη τυπολογική καταγραφή: (Benveniste, 1981:38-53). 'Ακόμα περισσότερο, ή (α) Παρα-γλωσσικά ή μετα-γλωσσικά κοινωνιδομή τής σημειότητας τής γλώσσας είναι ταυτό κά-σημειωτικά συστήματα, όπως ή γραφή, τό χρονα δομή τής κοινωνίας (Benveniste, 1974: 91- «μόρς», τά δακτυλικά άλφάβητα τών κωφαλά 112). Καί θά προσθέσει ό γάλλος ψυχαναλυτής λων, οί προσωδιακοί κώδικες, οί κινησιακοί κώ πού χειρίστηκε καί τή γλωσσολογία καί τή ση δικες, οί προσεγγιτικοί κώδικες κλπ. μειωτική, ό J. Lacan, ή δομή τής σημειότητας τής (β) Γνωσιολογικά κοινωνικά-σημειωτικά συ γλώσσας είναι δομή τοϋ άσυνείδητου («τό ασυ στήματα, όπως οί επιστημολογικοί καί έπιστημονείδητο είναι δομημένο σάν μιά γλώσσα») άλλά νικοί κώδικες (μαθηματικά, αλγεβρικές ή χημι καί γενικότερα τού άνθρώπινου όντος πού θά κές εξισώσεις κλπ.). μπορούσαμε νά τό όνομάσουμε: «parletre» (όμιλ (γ) Μυθολογικά κοινωνικά-σημειωτικά συ όν). στήματα, όπως οί μαντικές (άστρολογία, χαρτο μαντεία). (δ) Αισθητικά κοινωνικά-σημειωτικά συστή ματα, όπως οί τέχνες καί ή λογοτεχνία. (ε) Τά καθαυτά κοινωνικά-σημειωτικά συστή ματα ή κοινωνικούς κώδικες, όπου ό άνθρωπος είναι ό ίδιος σημείο. Είναι δηλαδή συγχρόνως τό ΜΟΛΙΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕ σημαίνον κα( τό σημαινόμενο ή ή έμφάνεια καί τό νόημα, κι άκόμη περισσότερο, ό άνθρωπος εί ναι ό ίδιος ό θεσμός. Στήν τελευταία αυτή τυπολογική διάκριση επι σημαίνω τόν τόνο τής φωνής, τό ύφος καί τό βλέμμα, τήν κίνηση καί τή χειρονομία, τό σώμα, άλλά καί τίς συμπεριφορές, τίς τελετουργίες, τή μόδα ώς πρός τήν ένδυση καί τήν εμφάνιση (ρούχα, παράσημα, κοσμήματα, τατουάζ, εμβλή ματα), τόν τρόπο καί τήν προπαρασκευή τής τροφής καί, τέλος, τά παιχνίδια καί τά θεάματα (Guiraud, 1975:53-109). Η
παρατηρητής
Bourdieu, Ρ. (1982). Legon sur la Ιεςοη. Paris: Minuit. Saussure, F. de (1979). Μαθήματα γενικής γλωσσολογίας. ’Αθήνα: Παπαζήαης. Castoriadis, C. (1975). L’institution imaginaire de la societe. Pa ris: Seuil. Gurvitch, G. (1963). Determinismes sociaux et liberti humaine. Paris: P.U.F. Benveniste, E. (1981). Κείμενα σημειολογίας. ’Α θήνα: Νεφέλη. Lacan, J. (1981). Le s€minaire, livre III. Paris: Seuil. Βέλτσος, Γ. (1976). Κοινωνία καί γλώσσα. ’Αθήνα: ΠαπαζήΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ: ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΠΡ. ΚΟΡΟΜΗΛΑ 38 ΤΗΛ. 264.958 ΑΘΗΝΑ ΔΙΔΟΤΟΥ 39 3600658
Benveniste, Ε. (1974). «Structures et analyses», στό Problemes de linguistique genSrale. Paris: Gallimard. Guiraud, P. (1975). Ή σημειολογία. «Que Sais-je?», Paris: P.U.F.
αφιερωμα/39
IV. ΣΗΜΕΙΩΤΙΚΗ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ
Πέτρος Μαρτινίδης
Σημειωτική τής άρχιτεκτονικής Ύπό τό φως τής σημειωτικής, οτιδήποτε λειτουργεί μέσα στην άνθρώπινη κοινω νία (θεσμός ή γλώσσα, τρόπος συμπεριφοράς ή τρόπος προφύλαξης από τίς καιρι κές συνθήκες -ένδυμα ή κτίσμα) είναι δυνατό νά θεωρηθεί ταυτοχρόνως καί ώς «σύστημα σημασίας». Εύλόγως, ή σημειωτική είναι εκείνη πού άναλαμδάνει νά εξετάσει κάθε τέτοιο «σύστημα», νά τό περιγράφει, νά τό άναλύσει στά συστατικά του («σημεία») καί τούς τρόπους άρθρωσής τους, καί νά τό εξηγήσει. Κατ’ επέκταση, άπό τούς κοινωνικούς θεσμούς στην ιδεολογία, άπό τή γλώσσα στή λογοτεχνία, άπό τά ενδύματα στή μόδα κι άπό τά προϊόντα τής τέχνης στην αισθητική, ή σημειωτική άνέλαβε, μέσα στά περίπου είκοσι τελευταία χρόνια τής άνάπτυξής της, νά ξεκαθαρίσει καί προσδιο ρίσει δ,τι κινεί έναν θαμπό θαυμασμό καί μιά ποικιλότροπη άρέσκεια, άφημένο σέ μιαν άκαθόριστη υποκειμενικότητα προτιμήσεων ή στήν εκφραστική έλλειμματικότητα ενός «je ne sais quoi...». Σ’ αυτή τή βάση, ή σημειωτική ή «ση μειολογία», φάνηκε νά ’ρχεται νά προσφέρει τή «δημοκρατικότητα» μιας συστηματικής προσέγ γισης, σέ πλευρές φαινομένων πού άπό παράδο ση άνετίθεντο στήν προικισμένη αίσθαντικότητα καί τήν αυθεντία κάποιων εμπνευσμένων ερμη νευτών.1 "Οπως όμως καί μέ δλες λίγο πολύ τίς δημοκρατικές άνατροπές προηγουμένων δεσπο τειών, τάσεις ενός αυταρχικότατου νεοπλουτι σμού δέν άργησαν νά εκδηλωθούν επίσης, καί, συχνά σέ ποικίλους τομείς, οι σημειολόγοι δέν κάνουν άλλο παρά νά «κομίζουν γλαύκας εις ’Αθήνας» μέ ύφος έντελώς προμηθεϊκό. Ή άδρομερής αύτή προβληματική γιά τήν άξια τής σημειωτικής στίς διάφορες περιοχές εφαρμογής της, άφορά άπολύτως καί τή σχέση της μέ τήν άρχιτεκτονική. Είναι φανερό πώς μιά πολυκατοικία στεγάζει
περισσότερους άνθρώπους στήν ίδια γεωγραφι κή επιφάνεια άπ’ δσους ισάριθμες μέ τά διαμερί σματα της μονοκατοικίες, ένα μπάνιο μέ πλακά κια στούς τοίχους άντέχει περισσότερο στήν υγρασία, μιά πολυθρόνα είναι πιό βολική άπ’ τό νά κάθεται κανείς στό πάτωμα κ.ο.κ.· όπως εί ναι φανερό πώς δλες οί πολυκατοικίες δέν είναι ίδιες, πώς ορισμένες ορθομαρμαρώσεις δείχνουν άμεσα μιάν οικονομική εύμάρεια, πώς όρισμένα καθίσματα υποδηλώνουν σαφώς τό συντηρητικό ή μοντέρνο γούστο εκείνων πού τά κατασκεύα σαν κλπ. Μ’ άλλα λόγια δηλαδή, τά συστατικά τής άρχιτεκτονικής έπιτελούν λειτουργίες άνταποκρινόμενα σέ πρακτικές χρήσεις, καί συνάμα μεταδίδουν ιδιότητες καί γνωρίσματα άλλα, πέ ρα άπό τήν άμεση ή έμμεση χρησιμότητά τους. Δυό πράγματα είναι άπαραίτητα γιά νά ίσχύσει ή «έπικοινωνιακή» αύτή διάσταση τών άρχιτεκτονικών στοιχείων: α') ή ύπαρξη περισσοτέρων τής μιας έπιλογών· καί β') ή ύπαρξη άνθρώπινης κοινωνίας πού συγκρίνει, άξιολογεΐ, έπιδοκιμάζει ή άποδοκιμάζει τίς πραγματοποιούμενες επι λογές κι άναδεικνύει τήν άτομική πράξη σέ πρά ξη επικοινωνίας. (Οί άνθισμένες ζαρντινιέρες λ.χ. σέ δλα τά στηθαία τών μπαλκονιών μιας πο λυκατοικίας έκτος ενός, καταδίδουν πάραυτα τό νωθρό νοικοκύρη, δπως ή έλλειψη σημαίας άπό τό μπαλκόνι κατά τίς εθνικές έπετείους, κατέδι-
1. Κι ώς πρός αυτό, ή σημειωτική εμφανίζει κάτι άπό τήν επαρση τον ποζιτιβισμοϋ τον προηγούμενου αιώνα, ταυτί-
ξοντας παντελώς τά δρια τής άλήθειας μ ’ έκεΐνα τών λογικών αποδείξεων.
40/αψιερωμα
δε παλιότερα τούς μή ένθερμους έθνικόφρονες.) Τά συστατικά τής άρχιτεκτονικής λοιπόν, κι άκόμη γενικότερα τά στοιχεία τού κτισμένου πε ριβάλλοντος, έπιτελοϋν λειτουργίες καί ταυτο χρόνους σημαίνουν. Σημαίνουν κατ’ αρχήν τήν ταυτότητα τών λειτουργιών πού έπιτελοϋν (μιά οδοντωτή στέγη δηλώνει κατά κανόνα τό κτίσμα πού τήν έχει σάν έργοστάσιο, ένας τρούλος ή σειρές γλυπτών άντειρίδων δηλώνουν άντίστοιχα βυζαντινό ή γοτθικό ναό κ.ο.κ.), καί τά ίδια στοιχεία δηλώνουν άπό κοντά καί άλλα χαρα κτηριστικά -σκοπιμότητας ή συγκυρίας γιά τίς όποιες έπελέγησαν αύτά καί όχι κάποια άλλα στη θέση τους. (Μιά πόρτα π.χ. δηλώνει τή δυ νατότητα περάσματος άπό ένα χώρο σ’ έναν άλ λο, άλλά καί συνδηλώνει -μέ τίς διαστάσεις, τή μορφή, τό υλικό της κλπ.- τή σπουδαιότητα τού χώρου πού σφαλίζει, την ίδιωτικότητα, τήν αδιαφάνεια, τήν κοσμιότητά του, ή τή διαφά νεια, άντίθετα, καί τήν άπόλυτη έλευθερία νά μπαινοβγαίνει όποιοσδήποτε κι όποτεδήποτε σ’ αυτόν.) "Ολα αύτά βέβαια δέν τά συνειδητοποίησε αίφνιδίως ή άρχιτεκτονική μέσω τής σημειολο γίας. Ή ιστορία τής τέχνης καί τής άρχιτεκτονι2. Μέ Αποκορύφωμα, κατά τή γνώμη μου, τή δουλειά τον Ετ. Panofsky πάνω στή σχέση γοτθικής άρχιτεκτονικής καί σχο λαστικής φιλοσοφίας■ τό πώς δηλαδή ένας τρόπος σκέψης καθοδηγεί στήν έφενρεση τών πιό κλασικών χαρακτηριστι
κής, ή μορφολογία καί ή ρυθμολογία, ορισμένοι κλάδοι τής ψυχολογίας κ.ά. είχαν, κατ’ έπανάληψη καί άπό διάφορες πλευρές, δείξει, έξετάσει, ταξινομήσει τίς διαστάσεις αυτές τών άρχιτεκτονικών στοιχείων.2 ’Ακόμη παραπέρα, ή σκηνογραφία χρησιμοποίησε καί χρησιμοποιεί κατά κόρον τίς άμεσες σημασίες τών άρχιτεκτονικών μορφών γιά νά πληροφορεί εύκρινώς τούς θεατές, μέσω τών όπτικών κωδίκων τού decor, ώς πρός τήν τοπογραφία καί τήν εποχή τής θεα τρικής δράσης, ένώ ή αισθητική έχει έπίσης μι λήσει γιά τήν άρμονία στήν ισορρόπηση χρησι μότητας καί ομορφιάς στά άρχιτεκτονικά έργα. Ε κ εί λοιπόν όπου ή σημειωτική προσέγγιση τής άρχιτεκτονικής προτείνει τή συστηματική θεώρη ση τού κάθε άρχιτεκτονικού έργου ώς «δμιλίας», στή βάση τής «γλώσσας» πού άποτελεϊ τό συνο λικό ρεπερτόριο τών κατασκευαστικών έπιλογών (πρβλ. Koenig, 1970), έπεκτείνοντας έτσι στό κτισμένο περιβάλλον τή διεύρυνση τού Barthes πάνω στή διάκριση τού Saussure γιά τή σχέση «γλώσσας/όμιλίας», ή αισθητική τού τέλους τού 19ου αιώνα είχε ήδη προχωρήσει σ’ αύτή τήν υπόθεση γιά όλα τά φαινόμενα τής τέχνης (πρβλ. Β. Croce «Estetica come linguistica generale», Bari 1902). Κι εκεί όπου ή σημειωτική προσέγγι ση βρίσκει άντιστοιχίες άνάμεσα σέ χωρικά (άρχιτεκτονικά) «σημαίνοντα» καί πολιτιστικά «σημαινόμενα», μέ τή μεταξύ τους σχέση νά δίνει στά άρχιτεκτονικά έργα τή δυνατότητα νά μετα φέρουν σημασίες άμεσα καταδηλωτικές κάποιας λειτουργίας κι άνοικτά συνδηλωτικές άλλων νοημάτων (πρβλ. Eco, 1968), ή αισθητική κρίση καί ή έκτίμηση τού ώραίου είχαν ήδη τεθεί (άπό τόν Schiller, μεταξύ άλλων) σάν σχέση ισορρο πίας μεταξύ μιας «έλλογης έπιθετικότητας» καί μιας «ρέουσας τρυφερότητας» ή, πιό πρόσφατα (πρβλ. R. Scruton «The Aesthetics of Architectu re», London 1979), σάν σχέση μεταξύ τής άσκη σης μιας πρακτικής λογικής («exercise of practi cal reason») καί μιας φαντασιακής έμπειρίας («imaginative experience»). Συνεπώς, ή σημειωτική προσέγγιση δέν άποκαλύπτει άρδην κάποιες καινούριες ποιότητες στά φαινόμενα τού κτισμένου χώρου, ποιότητες πού άλλες προσεγγίσεις τίς άγνοούσαν ώς τώρα· καί είναι μάλλον πρόωρη μεγαληγορία άπό πλευράς της ό ισχυρισμός ότι ύπό τά φώτα της «άρχιτεκτονική καί πολεοδομία βγαίνουν άπό τό άδιέξοδο» (πρβλ. συλλογή μελετών μέ τίτλο «Semiotique de l’espace», Denoel/Gonthier 1979, καί μέ υπότιτλο: «Architecture, urbanisme: sortir de κών ένός άρχιτεκτονικού ρυθμόν, καί πώς αύτά, άπό τήν πλευρά τους, τόν υποδηλώνουν -σαφή καί Ανάγλυφο. (Πρβλ. Gothic Architecture and Scholasticism, Latrobe, The Archabbey Press, 1951).
αψιερωμα/41
l’impasse»). Οι διακρίσεις τής Fr. Choay λ.χ. με ταξύ ένός «συνταγματικής τάξεως» κι ένός «πα ραδειγματικής τάξεως» λόγου πάνω στά πολεο δομικά συστήματα (πρβλ. «Urbanisme, utopies et realites», Paris 1965), είναι πράγματα στή διαπίστωση τών οποίων φτάνει έξίσου καλά ό R. Ledrut, χωρίς άποκλειστική χρήση τής σημειωτι κής ορολογίας (όταν καταλήγει νά διακρίνει μιά «ρεαλιστική» καί μιά «ηδονιστική» σκοπιά στίς εκτιμήσεις τών στοιχείων τής πόλης· βλ. «Les images de la ville», Paris 1973, όπως oi «βαθιές δομές τής άρχιτεκτονικής» πού άναλύει ό G. Broadbent («The Deep Structures of Architectu re» στό Broadbent, Bunt, Jencks, 1980), δέν κά νουν ν’ άναδυθεΐ κάτι ριζικά νεότερο στίς βασι κές ιδιότητες κάθε κτιρίου («container for "human activities, modifier of the given climate, cultural symbol...») άπ’ δ,τι άναζητά ό Norberg-Schiilz γιά παράδειγμα («La signification dans l’architecture occidental», Bruxelles 1970), μέ άλλη μεθο δολογία καί άλλους ορούς επίσης.3 ”Αν παρ’ δλα αύτά ή σημειωτική τής άρχιτεκτονικής παραμένει, καί έχει νόημα ν’ άναπτύσσεται σάν κάτι παραπάνω άπό μιά φλύαρη επα νάληψη ήδη γνωστών πραγμάτων μεταβαπτισμέ να), κάτι παραπάνω άπό μιά διανοητική μόδα -περαστική μέσα στή γενικότερη άψικορία τής ^οχή ζ- αύτό οφείλεται άκριβώς στήν επανάλη ψη, μέσα στό σκεπτικό καί τήν ορολογία της, στοιχείων ήδη γνωστών άπό πολλές άλλες προ σεγγίσεις. Τό «βίτσιο» αύτό μετατρέπεται δηλα δή σέ άρετή, στό μέτρο πού προσάγει σέ ορούς κοινούς καί στόχους συγκρίσιμους δλους τούς τρόπους τού κτισμένου περιβάλλοντος νά μετα φέρει καί νά εκπέμπει σημασίες -τρόπους πού ξεκινούν άπό πολλές καί διαφορετικές μεταξύ τους άφετηρίες, δπως ή κοινωνική ζωή καί ή ιστορία, ή ατομική ψυχολογία, οί κύριες τάσεις στήν ανάπτυξη τών έπιστημών, οί διατυπώσεις τής ιδεολογίας κλπ. Έτσι, δχι μόνον έρευνητικές διαπιστώσεις καί δεδομένα ποικίλων τομέων έχουν τή δυνατότητα νά συγκλίνουν σέ μιά συνολικότερη, «διεπιστη μονική», συστηματοποίηση, άλλά καί ή ίδια ή φύση τών σημασιών τών χωρικών φαινομένων -πολυσχιδής καί πολυπρόσωπη- δέχεται μιά πλέον κατάλληλη προσέγγιση. Γιατί ό κτισμένος χώρος σημαίνει, τελικά, δχι μέσω κάποιων πη γαίων σημασιών πού προβάλλουν άπό τήν ίδια τή γεωμετρία τών δγκων του (μέ τήν οφθαλμο φανή σέ όποιαδήποτε όπτική εμπειρία διαφορά
3. Κι άνάλογα ίσως οί διακρίσεις άλλων σημειολόγων, πάνω στίς κεντρικές δομές τής αφήγησης ή τής απήχησης τών λο γοτεχνικών έργων, δέν είναι πράγματα άγνωστα στον γενε τικό στρουκτουραλισμό τοϋ Goldmann π.χ. ή στήν κοινωνιολογία τής λογοτεχνίας τον R. Escarpit, κ.ά.
Τά δρια μιας αυτοδύναμης σημασίας στήν άρχιτεκτονική: κά τοψη, δψη καί τομή άπό πρόταση γιά περίπτερο σέ κήπο
τού κύβου άπό τή σφαίρα, λ.χ., ή τήν «άπλότητα» τού δωρικού κιονόκρανου άπέναντι στήν «επιτήδευση» τού κορινθιακού κ.ο.κ.), άλλά μέ σω τών σημασιών πού τού προσδίδει ή άνθρώπινη δραστηριότητα ή όποια τόν παράγει καί τόν χρησιμοποιεί, καί μέσω έκείνων πού χάνει, διαθέτοντάς τες σέ άλλες σχετικές δραστηριότητες, καί πού επιστρέφουν σ’ αυτόν γιά νά τού άναγνωριστούν σάν δικές του μόλις πάψουν νά τού άνήκουν. (Τό «οικείο» άπό τό «μή οικείο» π.χ., ή «άνωτερότητα» ένός ρετιρέ καί ή «κατωτερότη τα» ένός ήμιυπόγειου, μιά άριστοκρατική λιτό τητα στήν έσωτερική διακόσμηση ή μιά μικροα στική υπερφόρτισή της κλπ., είναι σημασίες πού διαμορφώνονται καί ξεχωρίζουν μέσα στό σύνο λο τής κοινωνικής ζωής, στίς λέξεις πού σχολιά ζουν, κρίνουν, διαφημίζουν, στίς αφηγήσεις τών φίλμ, στίς άπεικονίσεις τής ζωγραφικής, στά άπεικάσματα τής φαντασίας κ.ο.κ.) Κατά συνέπεια, μιά γόνιμη, ευρηματική, ση μειωτική τής άρχιτεκτονικής θά ’ταν έκείνη πού, άντί νά άποκλειστικοποιήσει τίς μελέτες τής στίς μορφές τών κτισμάτων, στή γεωμετρία τών σχε δίων τους, ή στούς κώδικες τής οδικής κυκλοφο ρίας καί τίς σημάνσεις τών σχετικών πινακίδων, θά ιχνηλατούσε τή σημασία σέ δλες τίς συμπερι φορές πού διαμορφώνουν τόν κτισμένο χώρο, ή τόν μεταμορφώνουν, έπιμένοντας στίς μεταξύ
42/αφιερωμα τους άρθρώσεις κι έντοπίζοντας τίς σημασίες τών άρχιτεκτονικών προϊόντων έκεϊ όπου πράγ ματι άναπτύσσονται: μεταξύ χώρου καί ιδεολο γίας, μεταξύ χώρου καί έπιστημονικού ή καθη μερινού λόγου πού τόν περιγράφει ή τόν άξιολογεϊ, μεταξύ χώρου καί κοινωνικής συνείδησης, μεταξύ χώρου καί γνωστικού, θυμικού ή επιθυ μητικού μέρους τής κάθε προσωπικότητας. Τό ζήτημα είναι πώς μιά τέτοια «σημειωτική τής άρχιτεκτονικής» περιορίζεται πρός τό παρόν μόνο στίς προοιμιακές δηλώσεις τών σχετικών μελετη τών, ή στίς γενικές όριοθετήσεις τού έρευνητικοΰ αύτοΰ πεδίου (π.χ. A.-J. Greimas 1976), ένώ οί συγκεκριμένες μελέτες συνεχίζουν νά αφορούν θέματά έξειδικευμένα καί άποσπασματικά, δπως μιά σημειωτική τών άρχιτεκτονικών, σχεδίων (Groupe 107, 1974), μιά σημειωτική μεμονωμέ νων άρχιτεκτονικών στοιχείων (δπως ό κίονας π.χ., βλ. Eco 1972), μιά σημειωτική τής σχέσης μορφής καί λειτουργίας κάποιων συγκεκριμένων κτισμάτων (G. Baird, 1972) κ.ο.κ. (Στό βαθμό ώστόσο πού κι έδώ, δπως γιά τίς περισσότερες έπιστημονικές περιοχές, ένα μεγάλο μέρος τού δρόμου εξέλιξης είναι έπαγωγικό, οί έπιμέρους αύτές εργασίες έχουν ένα κάποιο ένδιαφέρον,
άλλά ή παραπέρα άνάπτυξη τής σημειωτικής τής άρχιτεκτονικής θά πρέπει όπωσδήποτε νά βρει κάποτε τό Λινναΐο της.) S Βιβλιογραφία: Baird G. «La dimension amoureuse en architecture», περιλαμβά νεται ατό: Le sens de la ville, id. Seuil, Paris 1972. Broadbent G., Bunt R., Jencks Ch. (etf) Signs, Symbols and Architecture, Pitman Press, Bath 1980. Eco U.. La struttura assente. Bompiani, Milano 1968. Eco U. «Α Componential Analysis o f the Architectural Sign/ColumnU, στό Semiotica Vol. 5:2, 1972. Fusco R. de: Architettura come mass medium: Note per una semiologia architettonica, Dedalo libri, Bari 1967. Gamberini 1. Analisi degli elementi costitutivi dell’architettura, Coppini, Firenze 1961. Greimas A.-J. «Pour une semiotique topologique» ατό όικό του: Semiotique et sciences sociales, id. Seuil, Paris 1976. «Groupe 107»: Sdmiotique de l’espace, COPEDITH, Paris 1973. «Groupe 107»: Sdmiotique des plans en architecture, COPE DITH, Paris 1974. Guillerme 1. Figuration graphique en architecture. Le thdStre de la figuration. Dilegation Ginirale ά la Recherche Scientifique et Technique, Paris 1976. Koenig J.-K. Architettura e comunicazione, Libreria editrice Fiorentina, 1970. Μαρτινίδης Π. Σημειολογία τών άντιλήψεων καί τών θεωριών γιά τήν άρχιτεκτονική. Τ.Ε.Ε. τμ. Μαγνησίας, Βόλος 1979.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΛΗΝΟΣ ΑΠΑΝΤΑ
Πληροφορίες - έγγραφές συνδρομητών:
Έθ-
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΘΕΜΕΛΙΟ - ΛΕΣΧΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ Σόλωνος 84 - Τηλ. 36 08 180 - 36 02 646
αφιερωμα/43
Α.-Φ. Λαγόπουλος
Σημειωτική τού οικισμού "Ενας πολύ συνοπτικός τρόπος γιά νά ορίσει κανένας τή σημειωτική οπτική πάνω στόν χώρο τοϋ οικισμού θά ήταν ή διατύπωση δτι ή σημειωτική τού οικισμού είναι ή μελέτη του σάν σύστημα σημασίας. Γιά νά γίνει όμως διάφανη αυτή ή διατύπω ση, θά πρέπει νά διασαφηνιστεί τί είναι ένας οικισμός -καί άρα τί διαφέρει ή σημειωτική τού οικισμού*από αυτή τής άρχιτεκτονικής-, τί διαφέρει ή σημειωτική οπτική άπό άλλες οπτικές πάνω στόν οικισμό καί τί συνεπάγεται ή μελέτη τού τελευταίου σάν σύστημα σημασίας. Σέ αντίθεση μ’ ένα άπομονωμένο κτίριο ή κτιριακό σύμπλεγμα, αντικείμενο τής άρχιτεκτονικής, ό οικισμός είναι ενα σύστημα τέτοιων στοι χείων, ένα σύστημα πού καλύπτει όλο τό φάσμα άπό τό μικρό χωριό μέχρι τή μητρόπολη. Ό οι κισμός είναι ένα εμπειρικό δεδομένο καί σάν τέ τοιο δέν μπορεί νά μελετηθεί επιστημονικά. Ή επιστημονική μελέτη του προϋποθέτει τή σύστα σή του σέ θεωρητικό άντικείμενο. Ά πό την πλευρά τών άστικών επιστημών, άλλοτε αυτός ό μετασχηματισμός είναι στοιχειώδης, οδηγώντας σέ μιά παράθεση εμπειρικών δεδομένων, όπως στη λεγάμενη άνθρώπινη γεωγραφία, καί άλλοτε υπακούει στή λεγόμενη «άρχή τής καταλληλότη τας», δηλαδή στήν έπιλογή μιας επιστημολογικά όριοθετημένης οπτικής, όπως στήν περίπτωση τής άστικής οίκονομολογίας. Ά πό τήν άλλη με ριά, ό ίάτορικός υλισμός προσπαθεί νά ξεπεράσει αυτό τόν επιστημονικό τεμαχισμό, συνθέτον τας ένα σύνολο άρθρωμένων μεταξύ τους οπτι κών στά πλαίσια μιας συνολικής καί συνθετικής όπτικής πάνω στόν άστικό χώρο. Ένώ, λοιπόν, μιά σειρά άπό έπιμέρους επι στημονικές προσεγγίσεις μελετούν τά άντικειμενικά χαρακτηριστικά τοϋ χώρου τού οικισμού: τά κοινωνικά χαρακτηριστικά του ένα μέρος τής άστικής κοινωνιολογίας καί τής κοινωνικής άνθρωπολογίας, τά κοινωνικά καί λειτουργικά κυ ρίως χαρακτηριστικά του ή άνθρώπινη οικολο γία, .τά κοινωνικά, οικονομικά, δημογραφικά καί λειτουργικά χαρακτηριστικά ή άνθρώπινη γεωγραφία κ.ο.κ., ή σημειωτική προσέγγιση στρέφεται πρός τά υποκειμενικά χαρακτηριστι κά τοϋ χώρου τού οικισμού, δηλαδή πρός τή με λέτη τής σημασίας, τοϋ νοήματος πού έχει ό τε λευταίος γιά ένα κοινωνικό υποκείμενο.
Αύτό τό άντικείμενο έρευνας τής σημειωτικής ούτε καινούριο είναι ούτε καί τής είναι άποκλειστικό. Έτσι, άπό πολύ νωρίς ή κοινωνική άνθρωπολογία ένδιαφέρθηκε γιά τή συμβολική ση μασία τού χώρου τών οικισμών τών λεγόμενον' πρωτόγονων κοινωνιών καί γιά τή σχέση του μέ τή μυθολογία καί ειδικότερα τήν κοσμολογία τους. Μέσα σ’ αύτό τό πλαίσιο άναφέρουμε ένδεικτικά τίς μελέτες τών Ε. Durkheim καί Μ. Mauss, C. Levi-Strauss καί Α.-Φ. Λαγόπουλου. Αντίστοιχος προβληματισμός εμφανίστηκε στήν (έθνο-)αρχαιολογία, π.χ. μέ τόν W. Muller καί τόν Η. Ρ. L’Orange, στή θρησκειολογία, κυρίως μέ τόν Μ. Eliade, καί στήν κοινωνιολογία. Ά π ό παλιά, οί άρχιτέκτονες άναφέρθηκαν μέ έμπειρικό τρόπο στή σημασιολογική διάσταση τοϋ χώρου. Αύτό τό ενδιαφέρον τους πήρε γιά πρώτη φορά επιστημονική μορφή μέ τήν εργασία τού Κ. Lynch, The image of the city (1965, 1η έκ δοση: 1960). Ό Lynch άναλύει τίς οπτικές καί νοητικές εικόνες πού έχουν οί κάτοικοι τριών πόλεων τών Η.Π.Α. γιά τόν άστικό χώρο, μέ στόχο τή μελέτη τοϋ «εύανάγνωστου» τοϋ τελευ ταίου, τού τρόπου δηλαδή μέ τόν όποιο οί κά τοικοι «διαβάζουν» τόν χώρο προκειμένου νά προσανατολιστούν μέσα σ’ αύτόν. Συμπεραίνει δτι οί νοητικές εικόνες τοϋ χώρου δέν χαρτογρα φούν τήν πραγματικότητα, άλλά τήν άνάγουν νοητικά διατηρώντας τίς τοπολογικές ίδιότητές της· δτι κάθε κάτοικος προσεγγίζει τόν άστικό χώρο σέ διάφορα επίπεδα γενικότητας καί έξειδίκευσης· δτι υπάρχουν διαφορετικά στάδια ορ γάνωσης τήςνοητικής εικόνας,· πού διακρίνονται μεταξύ τους άπό τόν διαφορετικό βαθμό συνο χής τών στοιχείων τους· καί δτι ή νοητική εικόνα κατασκευάζεται άπό πέντε κατηγορίες σημείων,
44/αφιερωμα
Τό χαοτικό Jersey City... ... καί ή εικόνα πού έχουν οί κάτοικοί τον γ ι’ αυτό
τή διαδρομή, τό δριο, την περιοχή, τόν κόμβο καί τό ορόσημο. Έ νας πολύ άνάλογος προβλη ματισμός παρουσιάστηκε τά τελευταία χρόνια στά πλαίσια τής γεωγραφίας τής αντίληψης, πού χρησιμοποιεί στατιστικές μεθόδους. Ελπίζω δτι αυτή ή σύντομη εισαγωγή βοηθά νά γίνουν κατανοητά τό είδος τού προβληματι σμού τής σημειωτικής τοΰ οικισμού καί ή διατύ πωση δτι ή τελευταία είναι ή μελέτη τού οικι σμού σάν σύστημα σημασίας. (’Ανάλογο άντικείμενο έχει καί ή «προξιμική» [proxemics] τοΰ Ε. Τ. Hall, 1971). ’Αφού, δμως, τόσες επιστημο νικές περιοχές ασχολήθηκαν μέ τή σημασιολογική διάσταση τού οικισμού, τί διαφέρει άπό αυ τές ή σημειωτική καί τί καινούριο έχει νά προσ φέρει; Ή γενική άπάντηση σ’ αυτό τό έρώτημα είναι δτι ή σημειωτική, μέ σημείο έκκίνησης τή δομική γλωσσολογία, προσφέρει τό πληρέστερο καί πλουσιότερο θεωρητικό υπόβαθρο άπό δσα δια θέτουμε καί έπιτρέπει τή μελέτη τού οικισμού σάν ένα συνολικό σύστημα σημασίας. Ή ση μειωτική δανείζεται άπό τή θεωρία τής έπικοινωνίας τό γενικό έπικοινωνιακό της πλαίσιο. Έ τσι, θεωρεί τό σημειωτικό σύστημα σάν ένα μήνυμα, ένα κείμενο πού παράγεται άπό έναν πομπό καί (συλ)λαμβάνεται, διαβάζεται, κατα ναλώνεται άπό ένα δέκτη. Έδώ θά πρέπει νά άντιδιαστείλουμε προσεκτικά άνάμεσα στά ση μειωτικά συστήματα πού κατασκευάζονται μέ σκοπό τήν επικοινωνία, δπως π.χ. ή γλώσσα, ή λογοτεχνία κ’ ή ζωγραφική, καί σ’ αυτά πού δέν έχουν τέτοιο ή κυρίως τέτοιο σκοπό, δπως ή κοι νωνία,* ό οικισμός ή ή μαγειρική, άλλά πού, δπως κάθε κοινωνικό φαινόμενο, δέν μπορούν
νά ξεφύγουν άπό μιά σημασιολογική φόρτιση. Ή οργάνωση καί ή μορφή ενός οικισμού δέν οφείλονται βασικά στό γεγονός δτι ό οικισμός μπορεί νά είναι φορέας σημασίας, άλλά σέ οικο νομικούς καί κοινωνικούς παράγοντες. Στίς βιο μηχανικές κοινωνίες, άν καί ελαχιστοποιείται ή σημασιολογική φόρτιση κατά τήν παραγωγή τού οικισμού, ό οργανωμένος καί χτισμένος χώρος, άφού υπάρξει, (έπανα)σημασιολογεΐται κατά τήν άνάγνωσή του. Ένώ στίς προκαπιταλιστικές κοινωνίες τό σημασιολογικό σύστημα τής παρα γωγής τού οικισμού συμπίπτει λιγότερο ή πε ρισσότερο μ’ αυτό τής άνάγνωσης τού οικισμού, στίς βιομηχανικές κοινωνίες τά δύο συστήματα διαφοροποιούνται σέ μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό. Οί τελευταίες παρατηρήσεις καί τό έπικοινωνιακό πλαίσιο πού παρουσίασα σχετίζονται μέ δύο παράλληλες καί συμπληρωματικές σημειωτι κές προσεγγίσεις στόν οικισμό: μιά πού άναφέρεται στήν παραγωγή τού χώρου καί μιά πού άναφέρεται στήν κατανάλωσή του. Τό ύλικό πού θά παρουσιάσω πολύ σύντομα στή συνέχεια ορ γανώθηκε μ’ αυτήν τή βάση. Σ’ αυτό τό σημείο θά πρέπει ν’ άναφέρω δτι υπάρχουν κυρίως πε ριοριστικές ή άκόμα καί ίδεαλιστικές τάσεις μέ σα στή σημειωτική, πού, περιορίζοντάς την στή στενή μελέτη τών συστημάτων σημασίας ή καί τής σχέσης τους μέ τά άντικείμενα, στήν καλύτε ρη περίπτωση προσφέρουν μόνο περιγραφικές δυνατότητες καί στή χειρότερη φτωχαίνουν τό σύνολο τής κοινωνικής πραγματικότητας σέ συ στήματα σημασίας. Αυτός ό κίνδυνος είναι έγγενής στήν κοινωνιολογίζουσα προσέγγιση τού γλωσσολόγου F. de Saussure, βάσης τής εύρω-
αφιερωμα/45
παϊκής σημειωτικής, αλλά καί στη λογική προ σέγγιση τών φιλοσόφων Ch. Peirce καί Ch. Mor ris. Πιστεύω ότι μόνο όταν τοποθετηθεί τό ση μειωτικό σύστημα μέσα στόν κοινωνικό σχηματι σμό άνοίγεται ή δυνατότητα μιας άρθρωσης τής σημειωτικής με τόν ιστορικό υλισμό, στά πλαί σια μιας κοινωνιο-σημειωτικής, πού, πέρα άπό τίς περιγραφικές, έχει καί έρμηνευτικές δυνατό τητες (βλ. Boklund-Λαγοπούλου καί Λαγόπουλος, 1980). Ξεκινώντας μέ τίς σημειωτικές προσεγγίσεις στην παραγωγή τού οίκισμοϋ, άναφέρω τήν πιό όλοκληρωμένη άνάμεσά τους, πού όφείλεται στόν A. Greimas (1974). Γιά τόν Greimas, πού στηρίζεται στην άφηγηματολογία του, πομπός στη διαδικασία επικοινωνίας είναι ό παραγωγός τού χώρου, ό «άποφαινόμενος» (enonciateur), πού είναι ένας συλλογικός δρών (actant) καί πε ριλαμβάνει ένα σύνολο «δραστών» (acteurs), ένας άπό τούς όποιους είναι καί ό πολεοδόμος, όταν υπάρχει. 'Ο δράστης συνθέτει διάφορες πολιτιστικές άξιες σ’ ένα σημασιολογικό (ιδεο λογικό) μοντέλο (βάθους) τού χώρου, πού εκ φράζεται μέ τίς γεωμετρικές χωρικές μορφές (πραγματοποιήσεις επιφάνειας). Οί τελευταίες παράγονται βάσει μιάς γεννητικής γραμματικής. Υπάρχει γιά τόν Greimas μιά παγκόσμια κοινω νική γλώσσα (langue) τού χώρου, ένα παγκόσμιο δηλαδή σύστημα χωρικών μορφών (στοιχείων) καί κανόνων, μέ βάση τό όποιο κάθε κοινωνία παράγει τίς μορφές τών οικισμών της, πού άποτελοϋν μηνύματα, δηλαδή πραγματοποιήσεις τής κοινωνικής γλώσσας τού επιπέδου τής όμιλίας (parole). ’Αντίθετα, ό U. Eco (1972b: 259-317) δέν πι στεύει ότι υπάρχει κοινωνική γλώσσα, άλλά μό νο τυπολογία κοινωνικά καθορισμένων μηνυμά των, ούτε ότι τά πολεοδομικά σημαίνοντα άπαρτίζονται άπό γεωμετρικά στοιχεία. ’Ακολουθών τας τη σχετική γλωσσολογική διάκριση, θεωρεί ότι τό επίπεδο τών σημαινομένων άπαρτίζεται άπό δύο ύποεπίπεδα: τό πρώτο είναι τό συνειρ μικό καί άναφέρεται στίς πολιτιστικές «χρησιμό τητες» τού χώρου (δεύτερες λειτουργίες), ενώ τό δεύτερο είναι τό κυριολεκτικό καί άναφέρεται σ’ ένα σύστημα λειτουργιών (πρώτες λειτουργίες). Αυτό τό σημασιολογικό επίπεδο ένδιαφέρει τήν F. Choay (1965, 1974), πού μελετά τίς άγορεύσεις (discours) πού βρίσκονται πίσω άπό τήν παραγωγή τού χώρου τοϋ οίκισμοϋ. ’Ακολου θώντας τόν Λαγόπουλο, άναφέρεται στήν κατη γορία τών «συνειρμικών» άγορεύσεων, πού χα ρακτηρίζουν τίς προαναγεννησιακές κοινωνίες καί δέν είναι έξειδικευμένα χωρικές. Άντιπαραβάλλει αυτή τήν κατηγορία μέ τίς «καθιδρυτικές» άγορεύσεις, πού είναι έξειδικευμένα χωρι κές καί χωρίζονται σέ «ουτοπικές», πού προτεί
νουν άχρονικά καί κλειστά χωρικά μοντέλα, καί σέ «σημειογενετικές», πού διέπονται άπό μιά συνδυαστική χωρικών στοιχείων. Οί ούτοπικές άγορεύσεις περιλαμβάνουν δύο κύρια καί δια φορετικά μοντέλα γιά τήν οργάνωση τοϋ χώρου, τό «πολιτισμικό» (νοσταλγικό) καί τό «προοδευτισμικό» (έκσυγχρονιστικό). Ένώ οί προηγούμενες προσεγγίσεις είναι κα θαρά ή βασικά σημειωτικές, ό Α.-Φ. Λαγόπουλος (1977, 1980) άνοίγεται σέ μιά ιστορική υλι στική κοινωνιο-σημειωτική. Θεωρεί ότι ό χώρος παράγεται βασικά άπό μή σημειωτικές διαδικα σίες καί άπό μιά σημειωτική πού ξεκινά άπό τήν. κωδικοποιημένη ιδεολογία. Διαπιστώνει ότι όλες οί προαναγεννησιακές κοινωνίες έχουν ση μειωτικά μοντέλα γιά τή διαμόρφωση τών οικι σμών τους, πού εδράζονται στή μυθολογία καί ένα σύνολο συνειρμικών κωδίκων, άνάμεσα στούς όποιους κυριαρχεί γενικά ό κοσμολογι κός. Ό Λαγόπουλος άναλύει τούς λογικοάλγεβρικούς νόμους στούς όποιους υπακούει τό συνειρμικό έπίπεδο αυτών τών μοντέλων, καθώς καί τή γεωμετρική όργάνωση τών σημαινόντων τους. Διαπιστώνει ότι ή τελευταία υπάγεται σέ δύο κατηγορίες μορφών, μιά «κεντρική» καί μιά «όρθογωνική», πού φαίνεται νά πηγάζουν άπό οικονομικά δεδομένα, καί προχωρεί σέ συσχετι σμούς άνάμεσα στά χαρακτηριστικά τών σημειω τικών μοντέλων καί στούς τρόπους παραγωγής. Θά τελειώσω μέ τίς σημειωτικές προσεγγίσεις στήν άνάγνωση τοϋ οικισμού. 'Ο Greimas (1974) άναφέρεται στήν άνάγνωση τοϋ χρήστη (τοϋ χώ ρου) τόσο τού χώρου όσο καί τής κοινωνίας. Πι στεύει ότι αυτή ή άνάγνωση συμπληρώνεται άπό τίς ιδέες του γιά μιά φανταστική, άπούσα πόλη καί ότι ή τυπολογία τών άναγνώσεων είναι συ νάρτηση τής τυπολογίας τών χρηστών. ’Από τήν πλευρά του, ό Eco (1972a) χρησιμο ποιεί μιά μορφή τής «συνιστωσικής» άνάλυσης (componential analysis) γιά νά άναλύσει τή νοητική εικόνα τών άρχιτεκτονικών άντικειμένων, προσέγγιση πού μοϋ φαίνεται ένδιαφέρουσα καί γιά τήν πολεοδομία. Γιά τόν Eco, τό άρχιτεκτονικό μόρφημα, δηλαδή τό σημαίνον πού άντιστοιχεϊ στήν έλάχιστη μονάδα σημασίας, άποτελείται άπό ένα σύνολο «μορφολογικών δεικτών» (π.χ. άπόσταση, υλικό), ένώ ή σημασία τού μορ φήματος άποτελείται άπό ένα σύνολο σημασιολογικών δεικτών. Άντιδιαμετρική μ’ αύτή τήν προσέγγιση τού Eco είναι ή ιδιόρρυθμη κι άντιφατική άποψη τοϋ R. Barthes (1970-71) ότι ή σημασία τής πόλης πηγάζει άπό τό έπίπεδο τών σημαινόντων. Ό R. Ledrut (1973b) υιοθετεί μιά κοινωνιοσημειωτική οπτική. Ό προαναγεννησιακός οικι σμός δέν παράγεται άπό μιά πρόσθεση έπικοινωνίας όλης τής κοινωνικής ομάδας, άλλά άπό
46/αφιερωμα
ARISTOPH ANIS COMOEDIAE VOL. I
παρατηρητής ^gpgr ΜΟΛΙΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕ
όρισμένους έκπροσώπους της· έτσι υπάρχει ένας ψευτο-πομπός ένός χωρικού μηνύματος πού έκπέμπεται σέ μιά περίπου-πρόθεση. Στη σύγχρο νη πόλη υπάρχουν ένας ή περισσότεροι πομποί γιά τμήματα μόνο τής πόλης, ή πόλη είναι 'ψευ το-πομπός καί τό μήνυμα, πού δέν προκύπτει άπό πρόθεση, είναι ένα ψευτο-κείμενο. ’Ιδιαίτε ρο ενδιαφέρον παρουσιάζει ή έρευνα τού Ledrut (1973a) γιά τίς δομές άνάγνωσης καί τά μοντέλα τής προτιμητέας πόλης τών κατοίκων δύο γαλλι κών πόλεων, τά συμπεράσματα τής όποιας θεω ρεί ό συγγραφέας γενικεύσιμα. Ή άνάλυση βα σίζεται στή δομική σημασιολογία τού Greimas, συγγενεύει μέ τή συνιστωσική άνάλυση τού Eco καί προχωρεί σέ στατιστική επεξεργασία. Ό Le drut ομαδοποιεί τίς δομές καί τά μοντέλα σέ δύο γενικά κι άντιτιθέμενα μοντέλα: ένα «φονξιοναλιστικό» ή πρακτικό μοντέλο κ’ ένα «ήδονιστικό», πού άναφέρεται στήν προσωπική σύνδεση μέ τήν πόλη. Τά δύο μοντέλα συσχετίζονται μέ διαφορετικές κοινωνικές δμάδες. Τονίζω τή στε νή σχέση τους μέ τό προοδευτισμικό καί τό πολι τισμικό άντίστοιχα μοντέλο παραγωγής τού χώ ρου τής Choay. ’Ελπίζω ή σύντομη άνασκόπηση πού προηγήθηκε νά κατόρθωσε νά δώσει μιά πρώτη ιδέα γιά τόν προβληματισμό, τά άναλυτικά έργαλεία καί τά συμπεράσματα τής σημειωτικής γιά τόν χώρο τού οικισμού. Ή σημειωτική τού οικισμού προσ παθεί νά διεισδύσει στόν σημασιολογικό λαβύ ρινθο τού χώρου, νά μελετήσει τίς γνωστικές, βιωματικές, αισθητικές διαστάσεις του καί νά τίς συναρτήσει μέ τό κοινωνικό τους πλαίσιο.
Σύντομη βιβλιογραφία:
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΠΡ. ΚΟΡΟΜΗΛΑ 38 ΤΗΛ. 264.958 ΑΘΗΝΑ ΔΙΔΟΤΟΥ 39 3600658
Barthes, R. (1970-71). «Semiologie et urbanisme». L’Architecture d’aujourd’hui No 153 (La Ville): 11-13. Boklund-Λαγοπούλου, Κ. χαίΑ.-Φ. Λαγόπονλος (1980). «Κοι νωνικές δομές καί σημειωτικά συστήματα». Σημειωτική καί κοινωνία (έπιμ. Boklund-Λαγοπούλου, Κ.). 'Αθήνα: Όδυσσέας. Choay, F. (1974). «Notes preliminaires a une semiologie du dis cours sur la ville». Notes methodologiques en architecture et en urbanisme (3/4) (Semiotique de l’espace). (1965) L’urbanisme, utopies et rialites. Paris: Ed. du Seuil. Eco, U. (1972a). «Α componential analysis o f the architectural sign/Column/». Semiotica V (2): 97-117. (1972b) La structure absente. France: Mercure de France. Greimas, A.-J. (1974). «Pour une simiotique topologique». No tes mithodologiques en architecture et en urbanisme. Hall, E.T. (1971). La dimension cachee. Paris: Ed. du Seuil. Λαγόπονλος, Α.-Φ. (1977). «L ’image mentale de l'agglomera tion». Communications No 27: 55-78. (1980) «Κοινωνιο-σημειωτική τού χώρον». Σημειωτική καί κοινωνία. Ledrut, R. (1973α). Les images de la ville. Paris: Ed. Anthropos. (1973b) «Parole et silence de la ville». Espaces et socictes 9: 3-14. Lynch, K. 1965 (1960). The image of the city. Cambridge: MIT Press.
αφιερωμα/47
Χάρης Κάμπουριδης
Σημειωτική τής ζωγραφικής, σημειωτική τής εικονογραφίας Ή σημειωτική μελετά τά συστήματα σημείων δπου τά συναντά ή δπου άνιχνεύει τή λειτουργία τους. Στό βαθμό όμως πού τό κυρίαρχο σημειωτικό σύστημα είναι άναμφίβολα ό λόγος, είναι δυνατόν νά συναντάμε άντιφάσεις όπως ή παρούσα: νά μιλάμε γιά ένα αυτοδύναμο σημειωτικό σύστημα, δπως τό οπτικό, καί τή ρητορική του άπόληξη, δπως ή ζωγραφική, με σημεία πού προέρχονται άπό άλλο σημειωτι κό σύστημα, τό λόγο. 'Ο λόγος είναι έκείνο τό σύστημα σημείων πού έχει τίς δυνατότητες νά δέχεται καί νά έγγράφει τά περισσότερα άπό τά άλλα, καί γι’ αύτό χρησι μοποιείται σάν κοινός παρονομαστής τους: Με λόγια μιλάμε γιά τή ζωγραφική, γιά τό χορό, γιά τή μουσική· ή άντίστροφη πορεία είναι άφάνταστα πιό δύσκολη καί δυνατή μόνο σε λίγους καί πολύ σπάνια. Έτσι μιά κυριολεκτικά εννοούμενη σημειωτι κή τής ζωγραφικής δεν έχει θέση σ’ αυτόν τό χώ ρο, καθώς προϋπόθεση τής παρούσας έπικοινωνίας μας είναι ή χρήση τού λόγου. ’Αντίθετα μπορούμε νά άναφερόμαστε σέ μιά σημειωτική τού «περί τήν τέχνη λόγου», μιά σημειωτική τής εικονογραφίας.1 Προϋπόθεση τής επικοινωνίας μέ ένα ζωγρα φικό κείμενο είναι βέβαια ή ύπαρξη ένός δέκτη/ έρμηνευτή. Μιά τέτοια επικοινωνία δέν είναι δμως άπαραίτητο νά έχει σάν άποτέλεσμα τήν ει κονογραφία. Ή σχέση μας π.χ. μέ τά έργα ζω γραφικής λειτουργεί αύτόνομα μέσα άπό τά μορ φοπλαστικά στοιχεία πού είναι άποτυπωμένα στό έργο καί άνάλογα μέ τό σύστημα άξιων (Ιδεολογία) πού κουβαλάμε μέσα μας. Σ’ αυτή τήν περίπτωση διαπιστώνουμε μιά έπικοινωνία
τοΰ δέκτη μέ τά σημεία τού ζωγραφικού έργου, μιά επικοινωνία πού μεταφέρει ή κινητοποιεί στόν κόσμο τού θεατή μιά σειρά άπό αισθητικές άξιες διαμορφώνοντας μέσα του κάποια σχετικά νοήματα. Γιά δσους είναι έξοικειωμένοι μέ τήν οπτική καί ειδικότερα μέ τή ζωγραφική γλώσσα, υπάρχουν τρόποι άνάγνωσης τού εικαστικού κει μένου, άρκετά συστηματοποιημένοι ώστε νά μοιάζουν μέ τό λόγο. Αύτή ή γλώσσα ωστόσο λειτουργεί μέ τά δικά της μέτρα, μέ τούς δικούς της νόμους, μέ τή δική της γραμματική καί συν τακτικό. Καί είναι δυνατό νά μεταβιβάζει μηνύ ματα τό ίδιο πολυποίκιλα καί δύσκολα δσο καί ό λόγος, ενώ άκόμη έχει ήδη διατυπώσει νοήματα πού δέν μπορεί νά καταγράψει ό λόγος μέ τόν ίδιο τρόπο καί τήν ίδια πληρότητα. 'Ωστόσο (καί δέν πρόκειται γιά μιά σχολαστι κή επιμονή) είναι άντιφατικό τό νά μιλάμε έδώ γιά μιά σημειωτική τής ζωγραφικής. Γιά νά γίνει κάτι τέτοιο θά ’πρεπε νά χρησιμοποιούμε τώρα τό ζωγραφικό κώδικα κι δχι τό γλωσσικό. Καί θά ’πρεπε σ’ αύτό τόν κώδικα νά μπορούμε νά έκφράσουμε τή ζωγραφική μετα-γλώσσα, δηλα δή θά ’πρεπε νά μπορούμε νά συντάξουμε ένα ζωγραφικό δοκίμιο, μιά αύτοσκόπευση τού μέ-
1. Ή χοήση τον δρον έδώ, &ς μου έπιτραπεϊ, σχετίζεται κυ ρίως μ ί τίς εκφραστικές Ανάγκες τον άρθρου. Δέν είναι ώστόσο πολύ Απομακρυσμένη Από τό δόκιμο νόημά της:
«Εικονογραφία είναι ό κλάδος τής ιστορίας που Αναφέρεται στό ύποκείμενο ύλικό (subject matter) ή άλλως: νόημα των έργων τέχνης, σ’ Αντίθεση μέ τή μορφή τους» (Panofsky: 1972, σ. 3).
48/αφιερω μα σου έκφρασης. Βέβαια ή ίδια ή ιστορία τής ζω γραφικής δεν είναι παρά ένας μεγάλος διάλογος, μιά σειρά άπό ζωγραφική λογοτεχνία καί δοκι μιογραφία. Καί είναι άναμφίβολο δτι ή τεράστια έπέκταση των όπτικών μέσων μαζικής έπικοινωνίας (τηλεόραση, εικονογραφημένα έντυπα) διευκολύνουν την άνάπτυξη καί την καθιέρωση τής εικαστικής γλώσσας, τόσο ώστε γιά άρκετούς ή ζωγραφική νά είναι ήδη τό ίδιο έκφραστική (καί σέ πολλές περιπτώσεις άρκετά παραπάνω) άπό τό λόγο. "Ομως μιά σημειωτική τής ζωγρα φικής, γιά νά ’μαστέ τυπικοί, προϋποθέτει δια τύπωσή της μέσα άπό εικαστικά έκφραστικά μέ σα, προϋποθέτει εικαστικά κι όχι γλωσσικά κεί μενα. "Αν μπορούμε νά φαντασθούμε δυό ζω γράφους ή γραφίστες πού ζωγραφίζουν-διαδοχικά καί διαλογικά, χωρίς νά μιλούν, κι άν μέσα άπό αυτόν τό διάλογο μπορεί νά βγει μιά μελέτη τών συστημάτων σημείων (έστω καί μόνο τών ει καστικών) τότε, ναί, έχουμε μιά σημειωτική τής ζωγραφικής. Συνηθέστερα όμως έχουμε νά κάνουμε μέ τή σημειωτική τού λόγου-περί-ζωγραφικής. Κι αυ τό γιατί συνεχώς μεταφράζουμε τά ζωγραφικά σημεία σέ γλωσσικά, άφού σ’ αυτά συνεννοού μαστε πολύ καλύτερα. Μ’ αύτόν όμως τόν τρόπο ή γενική σημειωτική είναι μιά σημειωτική τού λόγου, πού κατά σύμβαση τή δεχόμαστε σάν ση μειωτική τής ζωγραφικής, τού θεάτρου, τού χο ρού κλπ. Είναι λοιπόν αυτονόητο, ιδίως γιά όποιον έχει προθέσεις σημειωτικής προσέγγισης, ότι μιά σημειωτική τής ζωγραφικής, εδώ καί στό παρόν κείμενο, δέν σημαίνει παρά μιά σημειωτι κή τής εικονογραφίας ή τής εικονολογίας. Πρός τό παρόν δέν είναι άπόλυτα ξεκαθαρι σμένος ό ρόλος τής σημειωτικής καί κατά συνέ πεια ό ρόλος μιας σημειωτικής τής εικονογρα φίας. Μετά άπό δεκάδες σχετικά συμπόσια, μετά τή δημοσίευση χιλιάδων άρθρων, μετά άπό έπί τούτου συναντήσεις, δυό χιλιάδες ένεργοί2 σημειολόγοι διαφωνούν άκόμη άν ή σημειωτική εί ναι αυτόνομη έπιστήμη ή μιά περιοχή έρευνας (field or discipline), άν ταυτίζεται καί πού μέ τήν έπιστημολογία, άν είναι ή βάση μιας διεπιστημο νικής προσέγγισης τών άνθρωπολογικών επιστη μών ή μιά τεχνητή πλατφόρμα. Στίς τρεις άρχικές ιστορικές πηγές της (Ch. S. Peirce, F. de Saussure, θεωρία τών πληροφοριών) έχουν ήδη προστεθεί τρεις γενεές έπιγόνων μέ προσωπικές άπόψεις. Στά περισσότερα κείμενα (καί είναι όλα τόσο δυσνόητα καί μέ τόσο πολλή βιβλιογραφία!) έχει
κανείς τήν εντύπωση πώς άντιμετωπίζει γνωστές παραδοσιακές έπιστήμες (ψυχολογία, υφολογία, κοινωνιολογία, άνθρωπολογία, λογική) μέ άλλο προσωπείο. ’Αναμφίβολα έχουμε νά κάνουμε μέ μιά πρωτοφανή προσπάθεια ένοποίησης τών έπιστημών τού άνθρώπου κάτω άπό μιά ορολογία ή μιά προβληματική ή όποια άκόμη δέν έχει καθο ρίσει τά μέτρα της! Πίσω μάλιστα άπό τίς προ σωπικές όρολογίες, σέ συντριπτικό ποσοστό οί σημειολόγοι κάθε χώρας φαίνεται νά διατηρούν τά εθνικά τους χαρακτηριστικά: οί ’Αμερικανοί καί "Αγγλοι είναι θετικιστές, οί Γάλλοι έξαίρετοι άναλυτές, άλλεργικοί σ’ ό,τι έχει νά κάνει μέ λο γική καί συστηματοποίηση (άρα έφαρμογή), οί Πολωνοί, πρωτοπόροι τής λογικής, είναι άπό τούς πιό ενδιαφέροντες στίς τελικές τους συνθέ σεις, ενώ οί Σοβιετικοί καί οί Τσέχοι μέ τίς φορ μαλιστικές τους τάσεις δημιούργησαν ένα νέο μανιερισμό. Μέσα σ’ αύτό τό άσαφές πλαίσιο ή σημειωτική έχει τούς εκφραστές της καί στούς αισθητικούς φιλόσοφους όσο καί στούς ιστορικούς τής τέ χνης. "Αν μ’ αύτές τίς ειδικότητες καλύπτουμε μεγιστοποιημένα τίς ιδιότητες τού συγχρονικού καί διαχρονικού ερμηνευτή τών σημείων,3 ερχό μαστε νά δούμε ποιά είναι ή σημειωτική τής ει κονογραφίας καί ένδεχόμενα ν’ άποτιμήσουμε τή συνεισφορά της. ’Αναμφίβολα ό Charles Sanders Peirce, χωρίς νά έχει κύριο στόχο τή σημειωτική τής τέχνης, έδωσε τίς θεμελιακές βάσεις γιά μιά τέτοια άπόπειρα. Τόσο ή τριτομία syntactics-semanticspragmatics στάθηκε ή άφετηρία τών ειδικευμέ νων άναλύσεων τού Charles Morris γιά τήν τέ χνη, όσο καί κατατάξεις τών όπτικών σημείων πού μάς άφησε λίγο άπέχουν άπ’ αύτές πού άργότερα βρήκαν έφαρμογή καί στούς κομπιούτερ. Είναι βέβαιο ότι όταν τελειώσει ή έκδοση τών άπάντων του, οί πηγές τού σημειωτικού προβλη ματισμού θά άναχθοΰν εκατό χρόνια πιό πίσω. Ό Morris ήταν ούσιαστικά ό πρώτος πού μί λησε γιά μιά σημειωτική τής τέχνης (ζωγραφι κής) (Morris: 1939). Γι’ αύτόν, μιά καί τό έργο τέχνης είναι σημείο ή περιλαμβάνει σημεία μέσα του, ή αισθητική έχει συντακτικές, σημασιολογικές καί πραγματιστικές λειτουργίες, οπότε είναι μέρος τής σημειωτικής. ,’Ακόμη ό Morris όρισε τήν είκονικότητα σάν ζήτημα βαθμού έμπειρίας μας τού συγκεκριμένου σημείου καί έξάρτησε τή σημασία τού σημείου άπό τή σημείωση. Παρόλο έπίσης πού δέν μιλά ξεχωριστά γιά μιά αύτοδύναμη εικαστική σημειωτική, είναι αύτός πού
2. Τόσοι τουλάχιστον συμμετείχαν στό συνέόριο-μαμονθ τής IASS (Διεθνής °Ενωση Σημειωτικών Σπουδών) στή Βιέννη τόν 'Ιούλιο τού 1979.
3. Γιά μιά πιό εκτεταμένη άνάλνση τής ποικιλίας δέκτη τον ζωγραφικού έργου καί τής λειτουργίας τού Ιστορικού τέχνης ή τού κριτικού/αισθητικού πρβλ. Καμπουρίδης: 1982.
αφιερωμα/49
πρωτομίλησε γιά σημασιολογική διαφοροποίηση τού οπτικού σημείου μέσα στό έργο ζωγραφικής (Morris: 1964, σ. 69). Ό Max Bense, πατριάρχης σήμερα δυό γενεών γερμανών σημειολόγων, ξεκίνησε από τη θεωρία τής επικοινωνίας καί τίς θεωρίες τού Birkhoff σχετικά με τίς δυνατότητες μετρήσεων τής αισθη τικής επικοινωνίας. Στή δεκαετία τού ’70, ώστόσο, ολοκλήρωσε τίς προηγούμενες κατακτήσεις του έμβαθύνοντας στή μελέτη τού Peirce. Στό θε μελιακό έργο του Aesthetica (Bense: 1982), όσο καί σέ σειρά άρθρων στό περιοδικό Semiosis πού εκδίδει, προχώρησε σέ μιά μνημειακή σύνθεση τών παραγόντων πού διαμορφώνουν τή συγχρο νική σημειωτική έπικοινωνία. Μετρήσεις, κατα τάξεις, άναλύσεις, θετικιστικού χαρακτήρα, σέ συνδυασμό μέ μιά τοποθέτηση τών παρατηρήσεών του στά πλαίσια τής λογικής, συντελούν στό νά θεωρείται τό έργο του πολύ σημαντικό αν καί σαφώς έργαστηριακό. Περισσότερο σημαντικές, σ’ δσους τουλάχι στον προτιμούν νά βλέπουν τό χώρο τους σέ συ νεργασία απλώς κι όχι υποταγμένο στή σημειω τική, είναι οί εργασίες τών Β. Uspensky, U. Damisch καί Μ. Schapiro. Ό Uspensky (Uspensky: 1976) θέλει νά δείξει τήν ύπαρξη ένός πρωταρχι κού έπίπεδου διάρθρωσης τής ζωγραφισμένης εικόνας πού ν’ άνταποκρίνεται στό φωνολογικό έπίπεδο τής φυσικής γλώσσας: τό επίπεδο δόμη σης τής μορφής είναι εκείνο πού επιτρέπει στό ζωγράφο νά άναπαριστάνει σχέσεις τόπου καί χρόνου καί σ’ αύτό τό έπίπεδο προστίθενται με τά οί σημασιολογικές, γραμματικές καί ιδιωματι κές σχέσεις. Ό Damisch προέρχεται άπό τή γαλλόφωνη σημειολογική σχολή (Saussure, Barthes). Στό έρ γο του Theorie du nuage (1972) άντιμετωπίζει ολόκληρη τήν ιστορία τής νεότερης δυτικής ζω γραφικής μ’ ένα νέο πρίσμα: Μέσα άπό τούς πα ραγωγικούς μηχανισμούς άναπαράστασης, όπως διατυπώνονται στή ζωγραφική, φθάνει σέ έκτιμήσεις καθαρά κοινωνιολογικές. ’Αργότερα (Damisch: 1975, σ. 36) προτείνει σάν στόχο τής σημειωτικής τής τέχνης μιά μή λογοκεντρική άναζήτηση τών παραγωγικών μηχανισμών τής αισθητικής. 'Ο Μ. Schapiro προέρχεται άπό τόν παραδο σιακό χώρο τής ιστορίας τής τέχνης. Μέσα άπό τό δικό του προβληματισμό όμως καταλήγει σέ παρατηρήσεις άκρως σημαντικές (Schapiro: 1969) γιά μιά σημειωτική τής ζωγραφικής. Δέν προτείνει συστήματα καθολικής εφαρμογής, ίσως καί γι’ αύτό τά κείμενά του είναι άπό τίς συχνότερα χρησιμοποιούμενες παραπομπές στά σχετικά σημειολογικά άρθρα. 'Υπάρχουν δεκάδες άλλοι σημειολόγοι είτε τής
όπτικής επικοινωνίας γενικά είτε τής ζωγραφι κής ειδικότερα, είτε άπό άλλους χώρους πού ευ καιριακά άσχολήθηκαν μέ θέματα ζωγραφικής, [R. Barthes (1964), R. Lindekens (1976), F. Nake (1974), M.-S. Lagrange (1973), J. Mukarovsky (1976), J. Veltrusky (1976), U. Eco (1964), κ.ά.]. Σέ γενικότερα πλαίσια οί προσεγγίσεις τους χω ρίζονται σέ δυό κατευθύνσεις: σ’ όσους επιδιώ κουν τή χρήση τής μελέτης τής ζωγραφικής γιά εξαγωγή συγκεκριμένων συμπερασμάτων καί σ’ όσους ένδιαφέρονται περισσότερο γιά τή διερεύνηση τών όρων (συχνά: μόνο τών προϋποθέ σεων) πού θά ’καναν μιά σημειωτική προσέγγιση τής τέχνης έγκυρη. Στήν πρώτη περίπτωση οί θετικιστικές τάσεις είναι σαφείς, ένώ όλο καί αυξάνεται ή χρήση ήλεκτρονικών υπολογιστών σάν μέσου ή αυτο σκοπού τής σημειωτικής έρευνας. Στή δεύτερη, πού συχνότατα συνδυάζεται μέ μαρξιστικές άπόψεις, υπάρχει μιά άποφυγή τού συγκεκριμένου τόσο στις μεθόδους όσο καί στίς άλλες αρχές, ένώ μέσα άπό μιά ύπερβάλλουσα ευαισθησία γιά τήν άντιιστορικότητα τών στό χων τής πρώτης σχολής καταλήγουν συχνά σέ μιά ρητορική τής σημειωτικής. 'Ένα άλλο χαρακτηριστικό στοιχείο γιά τό θέ μα μας είναι ότι κατά παράδοξο τρόπο πολλά άπό τά αιτήματα τής σημερινής σημειολογικής έρευνας είχαν πρωτοδιατυπωθεΐ άπό ιστορικούς τής τέχνης, κυρίως άρχαιολόγους. Ή αρχαιολο γία, έχοντας σάν στόχο τήν άνακατασκευή τού συνόλου μέσα άπό μικρά του δείγματα, υπήρξε μιά πρώιμη σημειολογική προβληματική. Οί απόψεις τών Schnaase, Burckhardt, Woelfflin, Riegl, Dvorak, Pinter, Panofsky, καί, κυρίως,
50/αψιερωμα τού Sedlmayr (γιά μιά έκτεταμένη άνάλυση τών μεθόδων τους πρβλ. Χρήστου: 1970, σ. 30 κ.έξ.) έχουν ουσιαστικά τά ίδια αιτήματα μ’ αυτά τών σημειολόγων. Μένει βέβαια ν’ άπαντηθεΐ τό άρχικό έρώτημα: Είναι σημειωτική τής ζωγραφικής ή προσπάθεια νά έπιβάλουμε στή μελέτη της τό μοντέλο πού προέκυψε άπό τή μελέτη τής γλώσσας καί τής λο γοτεχνίας; Τί νόημα έπιτρέπεται νά έχουν, προκειμένου γιά τά όπτικά σημεία καί τίς ιδιόμορ φες σημασίες πού παίρνουν λειτουργώντας μέσα σ’ ένα έργο, οΐ δυάδες σημαΐνον/σημαινόμενο, δήλωση/συνδήλωση κι άλλα τυποποιημένα κλισέ πού προέρχονται άπό άλλους χώρους; Κατά πα ράδοξο τρόπο μάλιστα ή προβληματική1πού πη γάζει άπό τόν Peirce καί τόν Morris, ένώ είναι σαφώς πραγματιστική καί μπιχαβιοριστική,'προ τείνει άρχές πού σέβονται περισσότερο τήν αυ τονομία τών σημειωτικών μέσων, ένώ ή προβλη ματική πού μιλά γιά λογαριασμό τών Saussure καί Barthes είναι στήν ουσία λογοκεντρική, άφοϋ επιβάλλει τό γλωσσολογικό μοντέλο καί στ’ άλλα αυτόνομα σημειωτικά συστήματα, πράξη καθόλα μηχανιστική. Μήπως μιά σημειωτική τής ζωγραφικής καί, άκόμα, μιά σημειωτική τής εικονογραφίας, θά ’πρεπε νά ξεκινούν άπό τίς επιστημονικές κατα κτήσεις τού χώρου στόν όποιο άναφέρονται κι όχι άπό τά εργαλεία πού είναι στήν ουσία κατα κτήσεις τής γλωσσολογίας; Διαβάζοντας τά κεί μενα καί τά βιβλία τών Damisch, Schapiro, Krampen, Bense έχει κανείς τή βεβαιότητα δτι ή σκέψη τους είχε διαμορφωθεί έτσι πολύ πρίν
ντυθεί τή σημειολογική όρολογία. Θά ’λεγε κα νείς λοιπόν δτι τό ίδιο τό άντικείμενο (μέσα άπό τήν πρακτική τής έρευνας γιά τήν έμφάνισή του στήν ιστορία) όδήγησε τούς μελετητές του σέ συμπεράσματα άνάλογα μέ αύτά τών γλωσσολό γων. Κι άν είναι έτσι, τότε πραγματικά υπάρχει άμεση άνάγκη ενοποίησης τών μεθόδων, δχι δμως μέ τρόπο καταναγκαστικό, γιατί τότε έχου με μιά ίδεαλιστική επιβολή (ή μάλλον προβολή),4 άντί τής έπιθυμητής «συγκεκριμένης άνάλυσης μιας συγκεκριμένης κατάστασης». "Ολοι ελπίζουμε δτι ή σημειωτική θά προσφέ ρει τήν κοινή πλατφόρμα γιά μιά ένοποίηση τών έπιστημών τού άνθρώπου, είναι δμως άναμφίβολο δτι τής είναι άκόμη δύσκολο νά ξεπεράσει τά γνωρίσματα πού τής κληρονόμησαν οί επώνυμοι πρόγονοί της. Καί, δυστυχώς, δσο ή σύνταξη μιάς γενικευμένης σημειωτικής ένδεχομένως προχωρεί, τόσο πάλι αύξάνουν οί επιφυλάξεις γιά τό λογοκεντρικό της χαρακτήρα. Συνεπώς, μιά σημειωτική τής εικονογραφίας, δπως καί κάθε άλλη σημειωτική, δέν έχει κανένα νόημα άν δέν προσπαθεί νά διατηρεί μιά επιστη μονικά άντιαυταρχική φυσιογνωμία, μιά διάθε ση προσαρμογής στά ειδικά προβλήματα τού άντικειμένου της. Καί είναι παρήγορο δτι αύτή ή τάση προϋπήρχε τής σημειωτικής ένώ έξακολουθεί νά υπάρχει καί τώρα σέ άνεξαρτησία καί έπιστημονική αυτοδυναμία.
4. "Οπως έξάλλου παραδέχεται καί δ Damisch (Damisch: 1975, σ. 34).
Βιβλιογραφία: Barthes, R. (1964): «Rhetorique de I’image», Communications, 4, 1964, p. 40.
Morris, Ch. (1964): Signification and Significance. Cambridge: The M.I.T. Press.
Bense, M. (1982): Aesthetica, Baden-Baden: Agis Verlag.
Mukarovsky, 1. (1976) : «The Essence of the Visual Arts», Semio tics of Art (editors: L. Mateika-I. Titunik), Cambridge: The M.I.T. Press.
Χρήστου, Χρ. (1979): 'Ιστορία καί θεωρία τής τέχνης. Θεσσα λονίκη, ίκδόσεις Κωνσταντινίδη. Damisch, U. (1972): Theorie du nuage. Paris: editions du Seuil. Damisch, U. (1975): «Semiotics and Iconography», The TellTale Sign. Lisse: The Peter de Ridder Press. Eco, U. (1964): Opera aperta. Milano: Bombiani. Καμπουρίδης, X. (1982): «'Υπάρχει κρίση στή σύγχρονη τέχνη; Μεθοδολογία μιας Απάντησης», Ζυγός, 56, σ. 2.
Nake, Fr. (1974): Aesthetik Als Informationsverarbeitung. Wien: Springer Verlag. Panofsky, E. (1972): Studies in Iconology. N. York: Icon EdiSchapiro, M. (1969): «On Some Problems in the Semiotics of Visual Arts: Field and Vehicle in Image-Signs», Semiotica, 1, (1969), 3.
Lagrange, M.-S. (1973): Analyse semiologique et histoire de Γ art. Paris: edition Klincksieck.
Uspensky, B. (1976): The Semiotics of the Russian Icon. Lisse: The Peter de Ridder Press.
Lindekens, R. (1976): Essai de semiotique visuelle. Paris: Klin-
Veltrusky, J. (1976): «Some Aspects of the Pictorial Sign», in Mateica: 1976.
Morris, Ch. (1939): «Aesthetics and the Theory o f Signs», Jour nal of Unified Science, 8, (1939), pp. 131-150.
Wallis, M. (1975): Arts and Signs. Bloomington: Indiana Univ. Press.
αφιερωμα/51
Τάκης Άντωνόπουλος
Σημειωτική καί κινηματογράφος ' Ό κινηματογράφος είναι ένα μέοο^μαζικής επικοινωνίας. Σήμερα οί περισσότεροι είναι πρόθυμοι ν’ άποόεχτοϋν μιά τέτοια πρόταση. Δυσκολότερα δμως Αποδέχον ται καί τη λογική απ’ όπου απορρέει μιά τέτοια παραδοχή. 'Ο κινηματογράφος είναι ένα μέσο μαζικής επικοινωνίας, αλλά από κεϊ ξεκινούν τά διάφορα «ναί μέν άλλα...». I. ’Από την έπικοινωνία στήν τέχνη Ή κυρίαρχη στό χώρο τού κινηματογράφου υποκειμενική κριτική καί ή φαινομενολογία -πού άπό την εποχή τών «μεγάλων θεωρητικών» (Ά ζέλ, Μπαζέν, Μιτρύ) ως τίς μέρες μας διαιωνίζεται πίσω άπ’ τή μορφή μιας δογματικής «μαρξιστικής» άνάλυσης- προσπαθούν μέσα άπό τή «θεωρία τού δημιουργού» καί τό ζύγιασμα τής «προοδευτικότητας» τών μηνυμάτων νά καλύψουν τό προφανές. Έτσι, δυό λόγια πάνω στήν τέχνη σάν έπικοινωνία μοιάζουν νά είναι άπαραίτητα έδώ. Δυό λόγια καί κάποιοι ορι σμοί. Γιατί οί δροι τής έπικοινωνιολογίας, κα θώς έχουν περάσει σέ κοινή χρήση σήμερα (κι ύστερα άπό τή δημοσιογραφική κατάχρησή τους), δέν είναι καθόλου σίγουρο δτι σημαίνουν γιά δλους τό ίδιο. Επικοινωνία είναι ή μετάδοση πληροφοριών μέσα στό χώρο καί τό χρόνο. Μαζική επικοινωνία είναι ή μετάδοση πληρο φοριών άπό έναν ή λίγους πομπούς (έπικοινωνητές) σέ πολλούς δέκτες (έπικοινωνούμένους) μέ τή μεσολάβηση τής τεχνολογίας. Μέσο μαζικής επικοινωνίας είναι ένα σύστημα πού περιλαμβάνει μηχανές, τεχνολογία, ένέργεια, άνθρώπινη εργασία. Σκοπός τού συστήμα τος είναι ν’ άποκαταστήσει τήν έπικοινωνιακή σχέση. Ά ν τό σύστημα-μέσο επικοινωνίας θυμί ζει τόν ορισμό τών μέσων παραγωγής δέν είναι καθόλου τυχαίο. Καί δώ δπως καί κεϊ υπάρχει ό κάτοχος τού συστήματος (άτομο, σύνολο, κρά τος: άποτέλεσμα τού κοινωνικοοικονομικού συ στήματος). 'Ο κάτοχος τού μέσου έπικοινωνίας λέγεται
μεταδότης. Ένώ θεωρητικά δέ συμμετέχει στήν έπιλογή τών μεταδιδομένων πληροφοριών, στήν πραγματικότητα τό μήνυμα διαμορφώνεται άπό τή σχέση μεταδότη-πομπού’. Μήνυμα: Οί πληροφορίες, επειδή δέν είναι υλικές (σκέψεις, λογικά συμπεράσματα, ερεθι σμοί άπό τά αισθητήρια δργανα κλπ.) δέν μπο ρούν νά μεταδοθούν μέσα στό χώρο. Γιά νά γί νουν μεταδόσιμες πρέπει νά περιβληθούν άπό ένα υλικό περίβλημα. Ή διαδικασία αυτή όνομάζεται κωδικοποίηση. Οί κωδικοποιημένες πληροφορίες, οί έτοιμες πρός κυκλοφορία μέσα στήν έπικοινωνιακή διαδικασία, λέγονται μήνυ μα. Μ’ αυτή τήν όρολογία ό κινηματογράφος (κεφάλαια, ήθοποιοί, σκηνοθέτες, συγγραφείς, μηχανήματα, αίθουσες προβολής, διανομή, δια φήμιση) είναι τό μέσο έπικοινωνίας. Τό μήνυμα είναι ή ταινία. Λένε συχνά δτι ό κινηματογράφος δέν είναι έπικοινωνία γιατί δέν είναι μιά άμφίδρομη (ή συμμετρική) έπικοινωνία. Έτσι δμως στενεύουν τά δρια τής έπικοινωνίας. Άμφίδρομη ή όχι, ή έπικοινωνία υπακούει στούς ίδιους νόμους καί στήν ίδια λογική. Αυτό πού έχει σημασία δέν εί ναι άν θ’ άποκατασταθεϊ κάν έπικοινωνιακή σχέση, άλλά ή πρόθεση γιά έπικοινωνία. Οί λειτουργίες τής έπικοινωνίας: Ό R. Jakobson καθόρισε τίς έπικοινωνιακές σχέσεις καί λει. τουργίες σέ έξι κατηγορίες, άνάλογα σέ ποιό ση μείο τής έπικοινωνιακής διαδικασίας πέφτει τό έπικοινωνιακό βάρος. Αύτή πού μάς ένδιαφέρει έμάς έδώ είναι ή ποιητική ή αισθητική λειτουρ γία τής έπικοινωνίας, δπου τό έπικοινωνιακό βάρος πέφτει σ’ αύτή τήν ίδια τήν κατασκευή τού μηνύματος. Έτσι ό κινηματογράφος, χωρίς νά παύει νά
52/αφιερωμο
είναι τέχνη, καί μάλιστα άκριβώς έπειδή είναι τέχνη, έντάσσεται στά δρια τής έπικοινωνιακής μελέτης. Είναι άνοικτός σέ έπιμέρους επιστήμες που μελετούν τή διαδικασία τής έπικοινωνίας, όπως τήν κυβερνητική (μελέτη τής λειτουργίας τού box office, τού star system, τών κοινωνικών μοντέλων μέ τή χρησιμοποίηση τής έπανάδρασης κλπ.)· ψυχολογία (ψυχολογία τής άντίληψης τής εικόνας καί τού ήχου, ψυχολογία τής λήψης τού μηνύματος κάτω άπό ειδικές συνθήκες κλπ.)· κοινωνιολογία (δομή άναπαραστάσεων, συμβο λισμών, κοινωνικών μοντέλων κλπ.)· θεωρία πληροφοριών (μελέτη ποσοστού θορύβου, ποσο στό, έπανάληψης γιά άντιμετώπιση τού θορύβου τού μέσου, μελέτη ποσοστού πληροφορίας πού περνά στό δέκτη κτλ.)· καί τέλος τή σημειωτική (άνάλυση δομής μηνύματος, κώδικας κατα σκευής μηνύματος, ιστορική καταγραφή ύποκωδίκων κλπ.).
II. Ή πρώτη δεκαετία Τό άδιέξοδο Ή σημειωτική τού κινηματογράφου έχει ήδη πί σω της μιά ιστορία είκοσι χρόνων. Γιά λόγους μεθοδολογικούς, άλλά καί ουσίας, όπως θά δού με, είναι χρήσιμο νά τήν παρουσιάσουμε σέ δύο περιόδους. Καί οί δύο αυτές περίοδοι ορίζονται άπό τίς δημοσιεύσεις δύο βιβλίων τού Κριστιάν Μέτς (C. Metz). Αυτού πού υπήρξε ό πρωτοπό ρος τής κινηματογραφικής σημειωτικής, ό κύριος ερευνητής κι ό δάσκαλος όλων όσων άσχολούνται μέ τήν κινηματογραφική σημειωτική σ’ όλο τόν κόσμο. Τό πρώτο του βιβλίο είναι μιά συλλο γή άρθρων δημοσιευμένων στή Γαλλία καί στή Γερμανία άπ’ τό 1964-1968: Τίτλος τού βιβλίου: Essais sur la signification du cinema (editions Klincksieck, Paris 1968). Τό γεγονός ότι ή κινηματογραφική σημειωτική κάνει τά πρώτα της βήματα στά πλαίσια τού Centre d’Etudes des Communications de Masse (EPHE) καί στό περιοδικό Communications (Pa ris, Seuil), χώρους όπου δεσπόζει κυρίαρχα ή
μορφή τού Roland Barthes, θά τήν επηρεάσει βα θιά. 'Ο Barthes, όπως ξέρουμε, προτείνει μιά άντιστροφή τής πρότασης τού F. Saussure «Ή ση μειολογία είναι γενική επιστήμη (...). Ή γλωσ σολογία δέν είναι παρά ένα μόνο μέρος τής γενι κότερης αύτής επιστήμης. Οί νόμοι πού αύτή θ’ άνακαλύψει θά έφαρμοστούν στή γλωσσολογία». Ό Barthes θά προτείνει τό γλωσσολογικό μοντέ λο σάν κυρίαρχο γιά κάθε σημειωτική άνάλυση. Επίσης προτείνει καί τά δύο έπίπεδα άνάλυσης, τήν «κυριολεκτικότητα» καί τή «συνειρμικότητα». Οί θεωρίες τού Barthes γρήγορα θά φέρουν σέ άδιέξοδο τά πρώτα κείμενα σημειωτικής τού Metz. Τό γλωσσολογικό μοντέλο δέν μπορεί μέ κανέ να τρόπο νά έφαρμοστεΐ στόν κινηματογράφο. Δε βρίσκουμε σ’ αύτόν τά δύο κύρια στοιχεία του: τήν αυθαιρεσία τού σημείου καί τή διπλή άρθρωση. Πουθενά στήν κινηματογραφική γρα φή δέ συναντάμε τό άντίστοιχο τής διακριτικής μονάδας (μονέμ) τής γλωσσολογίας. Στό θέμα αύτό τής διπλής άρθρωσης άλλοι θά μιλήσουν γιά κώδικα χωρίς άρθρωση (Metz) καί άλλοι γιά κώδικα μέ τρεις άρθρώσεις (Eco). Πέρα όμως άπ’ τά προβλήματα τής άρθρωσης, αύτό πού εμ φανίζεται πιό σοβαρό είναι ή διαφορά άνάμεσα στό εικονικό καί στό γλωσσολογικό σημείο. «Ή εικόνα είναι πάντα πρώτ’ άπ’ όλα μιά εικόνα. Παράγει μέ τήν έμφάνισή της τό σημαινόμενο θέαμα τού όποιου είναι τό σημαίνον. Είναι αρ κετό άπό μόνο του αύτό πού δείχνει, ώστε δέ χρειάζεται νά σημαίνει, νά φτιάχνει δηλαδή ένα σημείο. Πολλά χαρακτηριστικά κάνουν τήν κινη ματογραφική εικόνα νά διαφέρει άπό τή φόρμα πού προτιμούν τά σημεία, πού είναι αύθαίρετα, κατά συνθήκη, κωδικοποιημένα» (Metz, 1968). Τό εικονικό σημείο δέν είναι αύθαίρετο, είναι άναλογικό. “Ετσι ό Metz τό κατατάσσει στούς ένδεΐκτες (σύμφωνα μέ τίς κατηγορίες σημείων τού Peirce). Τό σημαίνον καί τό σημαινόμενο συμπίπτουν. ’Αποτέλεσμα τής άναλογικότητας τού εικονι κού σημείου είναι νά λείπουν άπό τήν ταινία ή συνωνυμία, ή πολυσημία, καθώς επίσης ή μετωνυμία κι ή μεταφορά. ’Αντίθετα άνοίγεται ό δρόμος στούς συμβολισμούς (Metz, 1968). Ή εικόνα δέν έχει λοιπόν τίποτα κοινό μέ τό σημείο. Δέν έχει κάν τήν άξια πού έχει τό γλωσ σολογικό σημείο. Γιατί παίρνει συνήθως τή ση μασία της, κυρίως στόν κινηματογράφο, σέ σχέ ση μέ τίς άλλες εικόνες. Ή κινηματογραφική ει κόνα δέν άντιστοιχεί κάν στή λέξη. Πλησιάζει πρός τή φράση ή τήν πρόταση, χωρίς όμως νά ταυτίζεται καί μ’ αύτές. Ή εικόνα είναι ένα ση μείο πού μοιάζει μέ τό άντικείμενο πού σημαίνει, καί αύτό τό «μοιάζει», ή άναλογία, είναι πού
αφιερωμα/53
δημιουργεί όλα τά προβλήματα. Μπροστά σ’ αυτό τό άδιέξοδο, ή μετσική ση μειωτική τής πρώτης περιόδου άφήνει πίσω της μιά σειρά άπό άλυτα προβλήματα, όπως γιά ποιό σημείο, εικονικό έστω, μιλάμε. Ποιά είναι δηλαδή ή μικρότερη σημαίνουσα μονάδα στόν κινηματογράφο. ’Εδώ, άλλοι σημειολόγοι τήν ίδια περίοδο θά προτείνουν: Pasolini, τό κινηματογραφημένο άντικείμενο, Eco, τό πλάνο, 'Ομά δα Σημειολόγων τών Βρυξελλών, τό φωτόγραμμα κλπ. "Οσο γιά τόν Metz, θά ρίξει τό βάρος τής ερευνάς του σ’ αυτό που ονομάζει μεγάλη συνταγματική. Τή συνταγματική δηλαδή μεγά λων έννοιολογικών μονάδων μέσα στην ταινία. Τελικά δε θά είναι ή μεγάλη συνταγματική του παρά ή καταγραφή ενός συγκεκριμένου κώδικα μιάς συγκεκριμένης άφηγηματικής δομής, καί όχι τό δομικό μοντέλο πού θά ήθελε νά είναι. Παίρνοντας σά δεδομένη τήν ομοιότητα, τήν άναλογία, τή σύμπτωση σημαίνοντος-σημαινομένου τού εικονικού σημείου, τό άναφερόμενο θά ταυτιστεί μέ τό επίπεδο τής συνειρμικότητας. Καί συνειρμικότητα δέν είναι τίποτ’ άλλο γιά τόν Metz παρά ή άφήγηση πού διατηρεί έτσι «φυσικές» σχέσεις μέ τήν πραγματικότητα. Ή ταύτιση πραγματικότητας καί άναπαράστασής της γίνεται «φυσικά» κι άναπόφευκτα. Έτσι, σ’ αυτή τήν περίοδο ό νεοθετικισμός τού Saussure, τού ιδρυτή τής σημειωτικής, παραμερίζεται άπό τή φαινομενολογία, πού αύτή τή φορά μπαίνει άπ’ τό παράθυρο, καί μέ έπιστημονική κάλυψη. Ό κινηματογράφος τής σημειολογίας τού Metz θά παραμένει ένα «άνοιχτό παράθυρο στόν κό σμο». Ή κριτική σ’ αύτή τήν περίοδο τής σημειολο γίας τού Metz θά είναι πολύ έντονη, κυρίως άπό τόν Garroni (Semeotica e estetica) καί άπό τόν Umberto Eco (La struttura assente). Ά π ’ αύτά τά δημοσιεύματα καί άπό τίς συναντήσεις, πού γί νονται στό Πεζάρο, τών σημειολόγων τής Ευρώ πης, ό Metz γρήγορα θά καταλάβει τό άδιέξοδο όπου είχε βρεθεί. Ή σημειωτική άνάλυση δύο πράγματα δέν άνέχεται: α) τήν ταύτιση σημαινομένου καί άναφερόμενου, β) τήν ταύτιση μέσου καί μηνύματος. Στην πρώτη της δεκαετία ή κινηματογραφική ση μειολογία έκανε καί τά δύο αύτά λάθη. Ά π ’ αύ τή τήν περίοδο θά μείνει ένα διεθνές ένδιαφέρον γιά τή σημειωτική έρευνα καί κάποιοι όροι πού θά περάσουν στήν ύποκειμενική κριτική, άύθαίρετα καί άντιεπιστημονικά, γιά νά τής δώσουν ένα άντικειμενικό βάρος.
III. Ή δεύτερη δεκαετία Τό ξεπέρασμα τής κρίσης Τό δεύτερο βιβλίο τού C. Metz, Langage et cine
ma (Larousse 1971), θ’ άποτελέσει μιά στροφή στή σημειολογία τού κινηματογράφου καί θά δώσει νέα κατεύθυνση στή σημειολογική έρευνα. Κύριο αίτιο τής στροφής αύτής είναι οί εργα σίες τού Eco πάνω στήν άναλογία τού εικονικού σημείου καί τής Kristeva πάνω στό πολυάριθμο τών κωδίκων πού έρχονται νά συναντηθούν, νά διασταυρωθούν καί νά άλληλοαναιρεθούν στό κείμενο-μήνυμα. Ή άναλογία, θ’ άποδείξει ό Eco, είναι κωδικοποιημένη. Ή ομοιότητα τού σημαίνοντος καί τού σημαινομένου είναι άπατηλή καί άποτέλεσμα μακροχρόνιας εκπαίδευσης καί κοινής συ ναίνεσης. Τό σημαίνον (εικόνα) ένός άντικειμένου δέν έχει καμιά άπολύτως κοινή ιδιότητα μέ τό σημαινόμενό του (άντικείμενο πού άναπαριστάται). Δέν έχει κάν τήν ίδια άνταλλακτική άξια ούτε τήν ίδια άξια χρήσης, έστω κι άν ή ίδια ή εικόνα έχει εμπορευματοποιηθεί. Ακόμα κι αύτές οί άναπαραστάσεις πού γίνονται μέ μη χανικά μέσα χωρίς νά μεσολαβεί τό άνθρώπινο χέρι (κινηματογράφος - φωτογραφία - τηλεόρα ση) κάθε άλλο παρά «φυσικές» καί «αύτόματες» είναι. Τό νά δεχτούμε ότι μιά εικόνα «μοιάζει» μέ τό άντικείμενο πού άναπαριστά είναι άποτέλεσμα μιάς μακροχρόνιας έκπαίδευσης, ένα κοι νωνικό άποτέλεσμα. ’Εξάλλου μήν ξεχνάμε εδώ ότι τά στάδια άνάπτυξης τού παιδιού, όπως τά περιγράφει ό Piaget, βασίζονται στά στάδια μά θησης καί στήν προοδευτική ικανότητα τών παι διών νά άντιλαμβάνονται καί νά χρησιμοποιούν τούς κώδικες άναπαράστασής τής κοινωνίας. Έ τσι ή εικόνα χάνει τή μαγική (πλατωνική) λειτουργία της. Γιά νά κατασκευαστεί είτε άπό τό άνθρώπινο χέρι είτε άπό τή μηχανή χρησιμο ποιούνται αύστηροί κώδικες· οί ίδιοι κώδικες πρέπει νά ’ναι άπόλυτα γνωστοί κι άπό τό δέκτη γιά νά γίνει ή άποκωδικοποίηση. Ή άναπαράσταση έτσι γίνεται κοινωνική σύμβαση, γίνεται ιδεολογική. Μελετώντας ό Eco αύτούς τούς κώ δικες ταυτόχρονα μάς δείχνει τόν μεγάλο άριθμό κωδίκων, μέ τά δικά του πλέγματα σημαινόντων καί σημαινομένων ό καθένας, τά όποια έρχονται νά κατασκευάσουν τήν είκόνα-μήνυμα. Έτσι, ή κινηματογραφική σημειολογία παύει έπιτέλους νά μιλά γιά τόν κινηματογραφικό κώδικα καί άντιλαμβάνεται ότι στήν κατασκευή τής ταινίας συμμετέχει ένας πολύ μεγάλος άριθμός κωδίκων. "Αλλοι άπ’ αύτούς, μιά πολύ μικρή μειοψηφία, άπαντώνται μόνο στόν κινηματογράφο καί θά ονομαστούν κινηματογραφικοί, άλλοι, οί πε ρισσότεροι, άναπτύσσονται σέ άλλους πολιτιστι κούς χώρους, σέ άλλες δραστηριότητες. Λέγον ται φιλμικοί. Ό Metz θά κατατάξει τούς φιλμικούς κώδικες σέ πέντε μεγάλες κατηγορίες: α) Κώδικες άντίληψης (χώρου, βάθους κ.ά.).
54/αφιερωμα Σέ μάς, στό δυτικό πολιτισμό,' προέρχονται άπ’ την εύκλείδιο γεωμετρία καί ή έκπαίδευση πάνω σ’ αυτούς είναι άπό τίς κύριες προσπάθειες τών πρώτων χρόνων τού σχολείου. β) Κώδικες ταυτοποίησης καί άναγνώρισης. Κάθε πολιτισμός ξεχωρίζει κάποια κύρια -ου σιώδη ή έπουσιώδη, άδιάφορο- χαρακτηριστικά τοΰ αντικειμένου, πού σ’ αύτά ρίχνει τό βάρος της ή άναπαράσταση. γ) Πολιτιστικοί συμβολισμοί (χρώμα, ένδυμα κ.ά.). Είναι κώδικες συμπεριφοράς καί ιεραρ χίας πού παράγει ή κοινωνία καί πού μεταφέρονται σέ κάθε πολιτιστικό προϊόν. δ) Δομές άφήγησης. Οί κώδικες άφήγησης πού συμμετέχουν στην κατασκευή τοΰ φίλμ είναι φυσικό νά προέρχονται άπό άλλες μορφές έπικοινωνίας καί παλαιότερες καί πιό πλούσιες σέ άφηγηματική ικανότητα, δπως παραμύθι, μυθι στόρημα κλπ., καί, τέλος ε) Οΐ καθαρά κινηματογραφικοί κώδικες. Έτσι, σ’ αύτό τό σημείο ή κινηματογραφική σημειολογία ρίχνει όλο τό βάρος της, καί δίκαια, στή διάκριση άνάμεσα σέ μέσο καί μήνυμα, ανά μεσα σέ κινηματογράφο καί φίλμ. (Πολλά χρω στά έδώ ή μετσική σημειολογία στήν παλαιότερη έργασία τοΰ Cohen-Seat.) Μιά άλλη σημαντική προσφορά τού Metz είναι ότι, άκολουθώντας τή διάκριση τού Hjelmslev, ξεχωρίζει αυτούς τούς κώδικες σέ δύο μεγάλες κατηγορίες: σέ κώδικες μορφής καί κώδικες περιεχομένου. Έτσι, ή μορ φή έχει τό δικό της περιεχόμενο καί τό περιεχό μενο τή δική του μορφή. Τά ψευδοπροβλήματα πού τόσο πολύ μάς απασχολούν άκόμη καί σήμε ρα, άναιροΰνται άπό μόνα τους. Ή άπλοϊκή διάκριση σέ φόρμα καί περιεχόμενο δέν άρκεΐ γιά μιά άνάλυση. Τό φίλμ γιά τήν κινηματογρα φική σημειολογία θά είναι: τό μήνυμα τοΰ μέσου επικοινωνίας κινηματογράφος. Μιά προσωπική δημιουργία φτιαγμένη άπό κώδικες πού έρχον ται άπ’ τή λογοτεχνία, τή μουσική, τή ζωγραφι κή, τήν πολιτιστική δραστηριότητα γενικά, κι άπ’ τόν ίδιο τόν κινηματογράφο. Αύτό πού ξεχωρίζει στίς ταινίες δέν είναι τόσο ή πολυπλοκότητα τών κωδίκων όσο ό έλεγχος πάνω στούς κώδικες καί ή συνειδητοποίηση άπ’ τή μεριά τοΰ δημιουργού ότι πρόκειται πράγματι γιά κώδικες.
καί Λεξικό όρων έπικοινωνίας καί σημειωτικής άνάλνσης, Καστανιώτης 1980) άπό μιά άποψη πού θέλει νά ’ναι «μαρξιστική», είναι άδικη καί οφείλεται σέ μιά παρεξήγηση. Κατηγορούν τή σημειωτική ότι είναι επιστήμη τοΰ έργαστηρίου, ότι άποκλείει τήν κοινωνική διάσταση τής έπικοινωνίας. Καί όμως συμβαίνει άκριβώς τό άντίθετο. νΑς δούμε γιατί. Ταυτόχρονα όρίζουμε έτσι καί τούς δρόμους τής σημειωτικής δουλειάς. "Οταν μιλάμε γιά κώδικες, άς μή φανταστούμε ότι είναι έτοιμοι πρός χρήση άπό τόν πομπό, πού άπλά πρέπει νά διαλέξει ποιος τού χρειάζεται γιά νά φτιάξει τό μήνυμά του. Οί κοινωνίες δέ φτιάχνουν κώδικες. Παράγουν μοντέλα, συμπε ριφορές, άξιες, άναπαραστάσεις, δηλαδή ιδεο λογίες. Στόχος τής ιδεολογίας είναι νά κρύψει ότι είναι τέτοια. Θέλει νά περνά σάν πραγματι κότητα, σάν φυσική άντανάκλαση τής πραγματι κότητας έστω, σάν «άλήθεια». "Οταν ό μελετητής κατασκευάζει λοιπόν τόν κώδικα, άμέσως βάζει καί τό έρώτημα ποιος τόν έφτιαξε καί γιατί. Ποιά τάξη έξυπηρετεϊ. Ποιά «άλήθεια» θέλει νά περάσει σάν πραγματικότητα. Ή άπάντηση στό έρώτημα ποιος έλέγχει τούς κώδικες καί ποιος δέ θέλει νά φανούν σάν κατασκευή δέν μπορεί παρά νά ’ναι πολιτική. Ό πω ς λέει ό C. Metz, τό νά φτιάχνεις τόν κώδικα σημαίνει ότι ταυτόχρο να τόν διαλύεις κιόλας. Σκοπός τής σημειωτικής τού κινηματογράφου είναι νά καταδείξει ότι ή πραγματικότητα πού δείχνεται στήν ταινία είναι μιά κατασκευασμένη, κωδικοποιημένη, πραγματικότητα. Κατασκευα σμένη μέ κώδικες πού μιά τάξη τής κοινωνίας έφτιαξε γιά νά τήν έξυπηρετήσουν. Τό νά διαλύεις τήν ομίχλη τού Ιδεολογικού λό γου είναι ένας τρόπος νά βλέπεις τήν πραγματι κότητα πού τήν παράγει καί πού κρύβεται μέ έπιμέλεια άπό κάτω της. Ή ιστορία καί ή κατάδειξη τής κοινωνικής προέλευσης είναι άπόλυτα δεμένες μέ τή δουλειά τοΰ σημειολόγου. Γι’ αύτό άλλωστε καί ή σημειο λογία είναι έπιστήμη καί όχι ιδεολογικός λόγος.
Βιβλιογραφία:
IV. Συμπεράσματα Οι δρόμοι ερευνάς ανοίγουν Ή κριτική τής κινηματογραφικής σημειωτικής πού έδώ στήν Ελλάδα έγινε κυρίως άπό τόν Σ. Δημητρίου (Λεξικό όρων σημειολογικής καί δο μικής άνάλνσης τής τέχνης, Καστανιώτης 1978,
Roland Barthes: «Le troisiime sens», Cahiers du cindma No 222, 197. Roland Barthes: «Les unites traumatiques au cinima», in Revue Internationale de filmologie 1960, No 34, Tome X. Gianffranco Bettetini: Cinema: lingua e scrittura, Milano, Bompiani 1968. Noel Burch: Praxis du cindma, Paris, Gallimard 1969. Peter Wollen: Sings and meaning in the cinema, USA, Bloomin gton Indiana University Press 1969. Τάχη Άντωνόπονλον: Κινηματογράφος/Έπισχήμη/Ίδεολογία, ’Αθήνα, ’Αντίλογος 1972.
γενναία προσπάθεια Τό σεμινάριο τοϋ Ζ άχ Λακάν. Βι βλίο XI: Ο ί τέσσερις θεμελιακές έν νοιες τής ψυχανάλυσης. Μετ. ’Α ν δρομάχης Σκαρπαλέζου. ’Αθήνα, Ράππας. Σελ. 356.
Αφού γιά άνάγνωση τού φροϋδικού κειμένου, τών «τρόπων» καί τών δρόμων του, πρόκειται, άς ξεκινήσουμε την παρουσίαση αυ τού τού σπουδαίου βιβλίου πού έχει την τύχη νά φιλοξενεί τώρα ή πενιχρή ψυχαναλυτική βιβλιογραφία μας μ’ ένα φροϋδικό κα λαμπούρι. Συνήθιζαν στούς καιρούς τού Φρόυντ οί γυναίκες, δταν ήταν καλεσμένες σέ βεγγέρα κι ένιωθαν κάποια στιγμή τή φυσική άνάγκη ν’ άποσυρθούν στήν τουαλέτα, ν’ άνακοινώνουν πώς κατεβαίνουνε στόν κήπο γιά νά μαζέψουνε λουλούδια. "Ετσι γίνονταν γιά πολλά χρόνια, μέχρις ότου κάποιος σκάρωσε τό έξης άστεΐο. Κρέμασε μιάν επιγρα φή στό σαλόνι, στήν όποια οί έπισκέπτες διάβαζαν: «"Οσες κυρίες θέλουν νά πάνε πρός νερού τους, νά λένε πώς κατεβαίνουνε στόν κή πο γιά νά μαζέψουνε λουλούδια». Τό άποτέλεσμα ήταν, άπό κεΐ καί πέρα, δποια κυρία ήθελε νά πάει πρός νερού της, νά λέει άπλώς δτι πήγαινε πρός νερού της... Ή ψυχανάλυση ξεκίνησε πραγ ματικά σάν μιά προκλητική έπιγραφή κρεμασμένη στά μεσοαστικά σαλόνια τής Εύρώπης, πού άνάγκαζε έναν έρωτικά υποσιτι σμένο, έξαιτίας τής βικτοριανής συμνοτυφίας του, κόσμο, ν ’ άναγνωρίσει έπιτέλους στά ρητορικά του σχήματα τήν έπιθυμία του, έγκαταλείποντας τήν προσφυγή στίς άποσεξουαλικοποιημένες μεταφο ρές (άληθινά χαριτωμένες κάποτε), πού δεν ήταν άλλες άπό τά συμ
πτώματα τής νεύρωσής του. "Αν έτσι ξεκίνησε, αυτό στό όποιο κα τέληξε, μέ τή συντονισμένη κατά Λακάν δράση όλων τών «ψυχοπαιδευτών», τών άναλυτών δηλαδή τής δεύτερης καί τής τρίτης γενιάς, είναι σάν μιά έπιγραφή πού δέν κάνει πιά τόν κόπο νά διαβάσει κανείς, κάτι σάν τό «μή βλασφημεϊτε τά θεία» στίς δημόσιες υπηρε σίες. Γι’ αυτό χρειάστηκε (μέ τό τί μημα ένός άφορισμοΰ) ν ’ άκουστεί καί πάλι ό λόγος τού «άλλου», έκείνης τής «άλλης σκηνής» δπως έλεγε ό Φρόυντ, πού είναι ταυτό χρονα τό άλλο τού ύποκειμένου δπου σκέπτεται καί προφέρει τήν άλήθεια του έκεϊνο (Das Es), ό διΰποκειμενικός τόπος τού άναλυτικοΰ διαλόγου, ή γλώσσα καί ή τάξη τού συμβολικού. Μήπως δέν είναι ή άνθρώπινη γλώσσα πού λέει άλλο απ’ αύτό πού λέει; «Έ γώ μέ τόν άντρα μου έχουμε συμφωνήσει, δταν πεθάνει
κάποιος άπ’ τούς δυό μας πρώτος, έγώ θά πάω στό Παρίσι...». Πού έκφέρεται αυτό τό άλλο, άπό πού μάς έξαπατά φοβούμενο μήν έξαπατηθεϊ, άπό πού μάς ειρω νεύεται, έμάς, καί τήν «κουραστι κή, άνιαρή» άλυσίδα πού λέγεται έπίσημη ψυχαναλυτική φιλολογία, έκείνην πού υποτίθεται πώς φυλάει άκόμη στούς κόλπους της ζηλότυ πα τίς θεμελιώδεις ψυχαναλυτικές έννοιες (τόσο ζηλότυπα καί τόσο άσφυκτικά, ώστε δέν μπορούν πλέον ν ’ άναπνεύσουν άπό πουθε νά); Ή ψυχανάλυση, ραγισματιά πού άνοιξε στό cogito καί πού βιάστη καν νά τήν ξανακλείσουν, «δέν διαβάζεται σήμερα άπό κανέναν έξω άπ’ τούς ψυχαναλυτές», ό λό γος της δέν άκούγεται πιά, πρέπει νά τήν ξαναδιαβάσουμε, σάν μιά άνησυχητική παρεμβολή στή μακα ριότητα τής άλλοτρίωσής μας, σάν ένα βλέμμα πού μάς κοιτάζει ένώ κοιταζόμαστε, νά τήν ξαναδιαβά σουμε γραμμή πρός γραμμή, γιά νά δούμε αύτό πού έξ-υπακούει. Ή έπιθυμία τοϋ ύποκειμένου είναι μιά ιστορία γραμμένη στό ύπόγειο, μιλιέται στό υπόγειο προτού μιλή σει, συσκοτίζεται προτού φανερω θεί, παράγει τήν άπουσία της προ τού παραγάγει τήν παρουσία της, τό μάθημα πού μάς υπαγόρευσε ό
5 6 /ο δ η γ ο ς
Jacques Lacan Φρόυντ (καί πού είχε διαφύγει τού Καρτέσιου), μισολησμονήθηκε οπό υπερατλαντικό του ταξίδι. «Είναι μιλώντας ό υστερικός πού συγκρο τεί τήν έπιθυμία του.» Τό δάχτυλο τού Φρόυντ έδειχνε επίμονα τή γλώσσα, μά οί έπίγονοι έξακολουθούν νά κοιτάζουν αυτάρεσκα τό δάχτυλο. Ο ί θρίαμβοί τών Καισάρων π ερ νούν καμιά φορά απ' αύτή τή χώρα κ α ί παρασύρουν τά νερά τών κήπωνΙΟΙ γυναίκες τών κηπουρών γ υ μνώ νουν τά στήθη των κα ί παρακαλουν/Μ ιά σειρά μαργαριταριών στάζει σε μιά χοάνη!Κάθε μα ργα ρι τάρι είναι μία στ αγών κα ί κάθε στα,γών ένας όράκοςΙΤό κάστρο τον κατέρρευσε κ α ί τώρα παίζουν τά παιδάκια μ έ τούς ϊσκιονς/Τά θρύψαλα τού καθρέφτη τής πνργοόέσποινας είναι κι αυτά πετράδια! Πού ρίχνουνε στόν πετροπόλεμο τά παλικάρια. Τί σημαίνει γιά μάς αύτός ό έρμητικός Ε μπειρικός, τί σημαίνουν αυτές οί άκατανόητες σχέσεις ση μαινόντων; Ά ς παρακάμψουμε τήν ένσταση τών ποιητών, πού, δπως λένε, δέν προτίθενται νά σημάνουν κάτι γιά μάς, άλλά κάνουν κάτι σέ μάς, δχι γιά νά χωρίσουμε άπό τούς ποιη τές, μά γιά νά τούς ζήσουμε. Στην ■ψυχανάλυση, λέει ό Λακάν (ποιητικοτεχνική λειτουργία τή θέλει ό Καστοριάδης), καί σ’ αυτή τήν άρχή θά οίκοδομηθοϋν τόσο τά «Γρα πτά» δσο καί τά «Σεμινάρια», δέν έχουμε ν ά κάνουμε ουσιαστικά πα ρά μέ «πάθη» τού λόγου, τού προ φορικού καί τού γραπτού, δηλαδή τής όμιλούμενης γλώσσας, τών γερ μανικών τού Φρόυντ καί τών έλληνικών μας. Τό πρό τής γλώσσας δν δέν είναι υποκείμενο (ή, άν θέλετε,
είναι τό υποκείμενο τών μπηχαβιοριστών, τό «μαύρο κουτί», στ’ άλήθεια πολύ νοήμον μερικές φορές, πολύ προσαρμοστικό, πού δέν θά μπορέσει δμως ποτέ νά διακρίνει τό νόημα τού συμπτώματος του... Έ χ ω τρεις άδελφούς, τόν Παύλο, τόν Έρνέστο καί μένα. Μά πώς γί νεται αύτό; Είναι τόσο φυσικό, άπαντά ό Λακάν, πρώτα μετριούν ται οί τρεις άδελφοί, μετριέται κι αύτό πού μετράει, κι ύστερα ύπάρχω έγώ στό έπίπεδο δπου λέμε πώς πρέπει νά συλλογιστώ τό πρώτο έγώ, δηλαδή εμένα πού μετράω). Ή πρώτη μου ιστορική στιγμή ώς υποκειμένου, πού συμπίπτει μέ τήν"έπέμβαση τού Οϊδίποδα (τούΌ νόματος-τού-Π ατρός, τής πατρι κής μεταφοράς, τής οιδιπόδειας ψυχοσύγκρουσης σύμφωνα μέ τούς κλασικούς ψυχαναλυτικούς δρους) στή σκηνή δπου παίζεται τό δράμα τής ζωής μου, εγκαινιάζεται μέ τήν έγγραφή μου στό συμβολικό μη τρώο τής γλώσσας, μέσα στό κύ κλωμα τών σημαινόντων πού γλι στράει συνεχώς τή σημασία του καί πού μέ υποδέχεται (ή δομή τής γλώσσας, μάς θυμίζει ό Λακάν, εί ν α ι προοντολογική) μετά τήν έξοδό μου ά π’ τά «φανταστικά» υλικά τής προϊστορίας μου. Πρόκειται, πραγματικά, γιά μιά μετάβαση άπό τήν «άγρια σκέψη», δπως τήν π ε ριέγραψε ό Λεβί-Στρώς, άπ’ τήν άμεση, χωρίς διαμεσολάβηση, συ νεχή σχέση μέ τή μορφή στόν κα θρέφτη (τό σωσία μου, τό βλέμμα τού άλλου, τή μητέρα), στή διαμεσολαβημένη, άσυνεχή σχέση τού συμβολικού, έκείνη δηλαδή δπου άνάμεσα στό δν καί τόν κόσμο ρί χνει τά δίχτυα τών σημαινόντων της ή γλώσσα. Συναντώντας δμως τή χρήση έκείνου τού κλάσματος π ο ύ, άπ’ τήν έποχή τού Σωσσύρ, άναγνωρίζουμε σάν «γλωσσικό ση μείο» (σημαίνον / σημαινόμενο), όνομάζοντας τόν εαυτό του, τό υποκείμενο ύποβιβάζει σέ π αρ ονομαστή τόν εαυτό του, «θυσιά ζει», «άπαγορεύει», άπωθεΐ τόν ίδιο τόν έαυτό του. Τή στιγμή άκριβώς πού τό δν «παριστάνεται» μέσα στή γλώσσα, δέν «είναι» πιά μέσα στή γλώσσα. Ή παράσταση τού δντος διά τής γλώσσας είναι ό τοκετός τού υ πο κειμένου, άλλά, ταυτόχρονα, καί ή γενετική στιγμή τού «χάσματος», τής σχισμής, τής ραγισματιάς, πού παραπέμπει πάντα σ’ ένα μή πραγ ματοποιημένο κι δπου ή ψυχανά
λυση άνακάλυψε τήν ύπόσταση τού άσυνειδήτου. Πρόκειται, πραγμα τικά, γιά κάτι στό όποιο σκοντά-' φτει μιά φράση, κάτι πού παράγει τήν άστοχημένη πράξη δσο καί τό δνειρο, τ’ άθέλητο γλίστρημα τής γλώσσας δσο καί τό λογοπαίγνιο, πού παράγει τό σύμπτωμα, αύτόν τό λόγο τής επιθυμίας πού παν τρεύει τήν ψευδοεγκυμοσύνη τής δεσποινίδας "Αννα Ο. μέ τά αισθή ματα τού γιατρού Joseph Breuer καί πού δέν μπορεί νά περάσει μέ σα στην άνθρώπινη σχέση παρά σάν άλλοτριωτικό «αίτημα» ή σάν ποιητική έκπληξη. Έ να ς όμφαλός τής γλώσσας (γιά «όμφαλό όνείρων» μιλάει ό Φρόυντ) παραπέμπει νοσταλγικά κι έπίμονα στήν περιο χή τού μή γεννημένου, τού άσυνειδήτου, δπως άκριβώς ό άνατομικός όμφαλός, τό χάσμα πού άπόμεινε νά δηλώνει τήν πρωταρχική ευτυ χία τού όμφάλιου λώρου, παρα πέμπει στό άγνωστο. Τό στόμα ένός κύρτου καταπίνει στή λήθη τίς άνεπίτρεπτες σχέσεις τών συμβό λων, τίς έξαφανίζει, δπως καταπί νει έξαφανίζοντάς τα τά ψάρια... Oblivium, λήθη, είναι ή levis μέ τό e μακρό (ή λείανση, πού λέγεται γιά τήν ξυρισμένη νιότη μά καί γιά τό ρέον ύφος), «είναι αύτό πού σβήνει - τί; τό σημαίνον σάν τέτοιο». Τό δριο τού άσυνειδήτου (Unbewusste) είναι ή Unbegriff -δ χ ι ή έλ λειψη έννοιας άλλά ή έννοια τής έλλειψης. Ό άνθρωπος είναι μιά έλλειψη δντος. Ή είσοδος στή συμ βολική τάξη τής γλώσσας συνιστά μιά ρήξη στήν πρώτη συνέχεια τού δντος, τή συνέχεια τής δυαδικής, συμβιωτικής σχέσης μέ τή μητέρα. Ή γλώσσα, κάνοντας τή βιωμένη παρουσία άπουσία καί σύμβολο, βιωμένη έλλειψη, ρίχνει μιά μπάρα πού διχάζει τό άνθρώπινο ύποκείμενο, τό κατευθύνει σέ μιά διπλή έγγραφή, σάν ένα παλιό άριστοτελικό χειρόγραφο πού άπό πάνω κάποιος καλόγερος τού Μεσαίωνα σκάλισε τίς προσευχές του, προ σευχές πού άραιώνουν μ’ δλα ταΰτα κάπου κάπου, γιά νά προβά λουν τά ράκη τής παλιάς άφήγησης. Μέσα στήν έκφορά τού λόγου (κι δχι στήν «άπόφανση», δπως στή σελίδα 42 τής ελληνικής μετάφρα σης -δ χ ι δμως κι άλλου- άποδίδεται τό enonciation), μέσα σ’ ένα επιφώνημα, σέ μιά προστακτική; σ’ ένα κόμπιασμα, σέ μιά μετωνυμία, σέ μιά μεταφορά, τό άσυνείδητο «μιλάει», θέτει τό αίνιγμά του, αϊ-
οδηγος/57
νιγμα ένός στομίου πού άνοιγοκλείνει ρυθμικά, μιας έλλειψης πού χάνεται καί πάλι τη στιγμή πού τή βρίσκουμε. Τό ασυνείδητο είναι ή ζώνη με τις λάρβες, ό τόπος τής εξόριστης, άν καί άναπαλλοτρίωτης, έπιθυμίας. Στό ξέχασμα τού Σινιορέλλι, τό ασυνείδητο είναι ή εξαφάνιση, ό δρος Signor, Herr, ό άπόλυτος κύριος, «ό θάνατος γιά νά τό πούμε όρθά κοφτά» περνάει στά άποκάτω. Ή κυρία πού θέλει νά πάει πρός νερού της, άνακοινώνέι, μ’ δλη τή χάρη πού τής δίδαξε ή καλή βιενέζικη άνατροφή, πώς κατεβαίνει στόν κήπο νά μαζέψει λουλούδια. Ό κήπος τού σπιτιού είναι ή μετωνυμική έκφραση τής τουαλέτας του, πού γλιστράει σέ μιά διάσταση συνάφειας, προσδιοριζόμενη άπό τή συνέχεια τού χώρου άλλά κι άπό τίς μυρουδιές (γιά τούς μετωνυμικούς συνειρμούς τού άναγνώστη μέ άφετηρία τή μυρουδιά ζητώ προ καταβολικά συγγνώμην). Ή συλ λογή τών λουλουδιών συνιστά με ταφορική έκφραση τής ίδιας τής πράξης τής ούρησης, πού τήν πραγματοποιεί βέβαια ένα λουλού δι, δπως ή ποιητική φαντασία συλ λαμβάνει τό γυναικείο μόριο, καί πού τό δρέπει κανείς δπως κόβεις ένα γαρίφαλο. Τό «είναι-πρός-τόνέρωτα», καθώς καί τό έσχατο «είναι-πρός-τόν-θάνατο», περνούν στά άποκάτω. Τό άσυνείδητο είναι ένας τόπος καταδικασμένος άπ’ τό έγώ στήν ουτοπία, κι δμως παρών μέσα στό έγώ σέ κάθε κακοτοπιά του. Ά ν , τώρα, δίπλα στό άσυνεί δητο, ή επανάληψη (ό καταναγκα σμός έπανάληψης) καί ή συναισθη ματική μεταβίβαση (τό transfert: πού είναι βέβαια κατ’ άρχήν ίδεακή προβολή καί μόνο κατ’ άκολουθίαν καί συναισθηματική επένδυ ση) συμπαρατάσσονται σάν θεμε λιώδεις έννοιες τής ψυχανάλυσης, είναι επειδή ή έπιθυμία τού άνθρώπου δέν μπορεί νά υπάρξει παρά σάν έπανάληψη τής άπογοήτευσης, σάν έμπειρία άπογοητευτική, σάν κάτι πού τό υποκείμενο είναι γραμ μένο ποτέ νά μήν πετυχαίνει. Ή ίδια ή ψυχαναλυτική σχέση δέν συνιστά τίποτε άλλο άπό αυτό πού ή αποτυχία τής έπιθυμίας άποκαλύπτει. «”Α ν στό παιχνίδι δέν ύπάρχει παρά μόνο ένα χαρτί, δέν μπο ρώ νά τραβήξω άλλο.» Τό παιχνίδι δμως τής ψυχανάλυ σης δέν μπορεί νά ξεχωριστεί άπ’ τήν παρουσία τού άναλυτή, αυτού
τού άλλου πού μέ κοιτάζει καθώς κοιτάζομαι καί πού είναι παρών σέ κάθε φευγαλέο «άνοιγμα» τού στό ματος τού άσυνειδήτου. Αυτή ή παρουσία, ή σημαίνουσα σιωπή, είναι τό συνεκτικό ύλικό άνάμεσα στίς μείζονες έννοιες πού θεμελιώ νουν τήν ψυχανάλυση. Ό άναλυτής είναι μάρτυρας τής άπώλειας ένός πεδίου, πού είναι στή φύση του νά χάνεται. Μάρτυρας μιας cause perdue, μιας χαμένης συνάν τησης, τής λειτουργίας μιας άποτυχίας; πού είναι πάντα στό κέντρο τής αναλυτικής έπανάληψης. « Ε κ είνο πού δέν μπορεί νά ξαναγυρίσει στή μνήμη», είπε ό Φρόυντ, «επαναλαμβάνεται στή συμπεριφο ρά». Ή άδιαφάνεια τού ψυχοτραυματισμοΰ πού δέν μπορεί νά ξαναγυρίσει στήν άνακλητική μνήμη -ή άντίσταση τής σημασίας, λέει ό Λακάν, ή στιγμή ένός χρονικού παλμού πού κλείνει τό άσυνείδητο, κάνοντάς το νά έξαφανίζεται σ’ ένα όρισμένο σημείο τής έκφοράς του, είναι ή νεύρωση τής μεταβίβα σης, τό πρόβλημα τής "Αννας Ο., τό μέσο μέ τό όποιο ή έπικοινωνία τού ασυνειδήτου διακόπτεται, παρά τίς αυταπάτες μιάς ψυχαναλυτικής πρακτικής τών έπιγόνων πού θέλει τήν άνάλυση τής μεταβίβασης νά έπιτελεϊται στή βάση μιάς μυθικής συμμαχίας μέ τό «υγιές» κομμάτι τού έγώ τού υποκειμένου. Ή μετα βίβαση είναι ή π ό ρ τ α . διά τής όποιας τό άσυνείδητο ξανακλείνει. Τό περιβόητο υγιές κομμάτι τού έγώ, πού τή συμμαχία του στήν άνάλυση ζητάμε, είναι ακριβώς έκείνο πού κλείνει τήν πόρτα στήν άνάλυση. "Αν τό άσυνείδητο είναι ό λόγος τού άλλου, τής άλλης σκη νής πού ξετυλίγει στήν άναλυτική ούδετερότητα τήν άλήθεια της, εί ναι ή μεταβίβαση πού τόν ψαλιδί ζει. Καί είναι ό λόγος τού άλλου πού, μέ τό στόμα τού άναλυτή, κά νει έκκληση γιά τήν άρση τής λογο κρισίας, γιά τό άνοιγμα τής πόρ τας. Κάθε άλλος χειρισμός τής με ταβίβασης συμβάλλει στήν έννοιολογική κρίση τής ψυχανάλυσης. Καθώς τό κάθε τί «άναδύεται απ’ τή δομή τού σημαίνοντος», κι ό τό πος τού σημαίνοντος είναι ό άλλος, ό άλλος διέπει δ,τι είναι δυνατό νά ένεστωποιηθεί άπό τό υποκείμενο, συνεπώς καί τίς ένορμήσεις του (δχι ένστικτα, κι δχι «παρορμήσεις» δπως τίς θέλει συστηματικά ή έλληνική μετάφραση), αυτούς τούς
πλαίσιο ΓΚ Λ Λ Ο Υ Σ MAN: Μεφίστο. Μετ. Δημ. Ή λιόπουλον. ’Αθήνα, Εύρωεχδοτιχή, 1982. Σελ. 394. ΙΣΤΟΡΙΑ τής καριέρας ένός ηθοποιού στό Τρίτο Ράιχ, τό «Μεφίστο» είναι ένα άπό τά πιό ένδιαφέροντα μεταπολεμικά μυθιστορήματα, άφορμή γιά μιά σπουδαία παράσταση (Μνιούσκιν, Γαλλία) καί μιά πολυβραβευμένη ταινία (Σβάμπο, Γερμανία-Ούγγαρία). Γιά πολλούς είναι τό πορτρέτο τού διάσημου ήθοποιού Γκούσταβ Γκρύντγκενς, γι’ αυτό καί τό βιβλίο άπαγορεύτηκε στή Γερμανία ύστερα άπό διαβήματα τών κληρονόμων του. Ά λ λ ά πιό πολύ άπ’ τό πορτρέτο κάποιου άνθρώπου, τό «Μεφίστο» είναι τό πορτρέτο μιάς κοινωνίας, πού άνέχεται, προτρέπει καί έπιβάλλει πρότυπα καί προσωπεία, γιά νά συντηρήσει τίς -ολοκληρωτικές- δομές της. ΕΝ TEN ΦΟΝ ΧΟΡΒΑΤ: Κ α ζιμ ίρ καί Καρολίνα. Μετ. Σωτηρίας Ματζίρη. ’Αθήνα, Γνώση, 1982. Σελ. 97. ΕΡΓΟ πίνακας τής άνθρώπινης σύγχυσης (ιδεολογικής, ψυχολογικής), μιάς σύγχυσης έντονης στήν έποχή μας, μιάς σύγχυσης πού αποτελεί πρόσφορο έδαφος καί γιά τήν έπικράτηση κάθε ολοκληρωτισμού (άρα καί έργο προφητικό) τό «Καζιμίρ καί Καρολίνα». Στή ρέουσα μετάφραση πού παίχτηκε πρόσφατα στό Ε θ νικ ό Θέατρο, τό βιβλίο βοηθά στήν κάλυψη τού κενού άγνοιας τού ελληνικού άναγνωστικοΰ -κα ί θεατρικούκοινοΰ γύρω άπ’ τόν Χόρβατ, ό όποιος -δντας πραγματικά σημαντικότατη μορφή τού σύγχρονου γερμανόφωνου _^
58/οδηγος
αντιπροσώπους, όπως τούς θεω ρούσε ό Φρόυντ, μέσα στό ψυχικό όργανο τής σεξουαλικότητας. Μιας σεξουαλικότητας πού, μ’ αυτό τόν τρόπο, εγκαθίσταται κι αύτή στό πεδίο τού ύποκειμένου άπό μιάν όδό πού είναι πάλι ή όδός τής έλ λειψης. « Ό άνθρωπος είναι μιά έλ λειψη δντος.» Τά θρύψαλα τοϋ καθρέφτη τής πυργοόέσποινας είναι κι αυτά πετράόια/Πού ρίχνουνε στον πετρο πόλεμο τά παλικάρια. Ύ παινίχθηκα κιόλας, στην άρχή αύτοϋ τοϋ κειμένου, τη θέση πού έρχεται νά διεκδικήσει τό «Σεμινά ριο» τοϋ Λακάν, μεταφρασμένο μέ αίσθημα εύθύνης άπό την κ. ’Α ν δρομάχη Σκαρπαλέζου, στην έλληνική ψυχαναλυτική βιβλιογραφία (τροφοδοτημένη, χρόνια τώρα, άπό άτυχες κι άδόκιμες μεταφράσεις, στίς όποιες, συχνά, μόνο ή σύγχυση καί ή άπαιδευσία τού μεταφραστή γνωρίζουν τί έποίησεν ή γραφίδα τού συγγραφέα). "Ομως, δέν είναι μόνο ζήτημα άπαρίθμησης τών τίτ λων μιας έθνικής βιβλιογραφίας. Είναι γνωστό πώς στήν 'Ελλάδα δέν έχει καλλιεργηθεί μέ συνέπεια ό ψυχαναλυτικός λόγος, καί ή θε-
σμοποιημένη ψυχανάλυση τών ήμε ρων μας δέν έχει μέχρι στιγμής έγγυηθεί ούσιαστικά τίς δάφνες της, παρά μέ τήν πνευματική σιγή της, γεγονός βέβαια πού πρόκειται πο λύ σύντομα ν ά τής έπιτρέψει νά συμπεριληφθεΐ στίς δέλτους τής διεθνούς οικογένειας τών «άμίλητων», πού όλο καί περισσότερο πε ριορίζεται σέ προγονικά πορτρέτα, κρεμασμένα στή βιβλιοθήκη. Οί θέ σεις τού Λακάν, κι αυτοί πού τολ μούν νά τίς μεταφράσουν στή γλώσσα μας, κι αύτοί πού τίς σχο λιάζουν στή γλώσσα μας, έρχονται νά κομίσουν σέ μιά κρίσιμη ίσως στιγμή ένα έρώτημα στή γλώσσα μας, αυτό πού δηλώνεται στίς πρώ τες σελίδες τού «Σεμινάριου»: «Τί είναι επιτέλους ή ψυχανάλυση;» "Αν πετυχαίνουν ή όχι ν' άπαντήσουν μέ έπάρκεια στό έρώτημα, είναι βέβαια ένα ζήτημα. Τό σπου δαίο είναι όμως ότι μάς βοηθούν νά ξεκαθαρίσουμε τί δέν είναι ή ψυχανάλυση, τί συνιστά κραυγα λέα «παραγνώριση», άκόμα καί μέ σα στό ύποκείμενο -πού-ύποτίθεται -πώς-γνωρίζει ν ’ άναλύει τήν παραγνώριση. «Γιατί μού λές ψέ ματα λέγοντάς μου τήν άλήθεια;» Δ έν ξέρω πόσες ελπίδες έχει ή
ΠΕΠΗ ΔΑΡΑΚΗ
ΑΝΟΧΥΡΩΤΟΙ διηγήματα
ΧΡΥΣΟ ΜΕΤΑΛΕΪΟ σε παγκόσμιο διαγωνισμό χιουμοριστικού διηγήματος που προκήρυξε η Λαϊκή Νεολαία της Βουλγαρίας
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ Γεωργίου Γενναδίου 6 - Τηλ.: 36.15.783
μετάφραση τής κ. Σκαρπαλέζου νά σταδιοδρομήσει μ’ άξεδιάλυτη αΰτή τήν άπορία, λέγοντάς μας τήν άλήθεια έκεΐ πού είμαστε συνηθι σμένοι νά περιμένουμε ψέματα. Στή μετάφραση αυτή δέν λείπουν ίσως οί άδόκιμες λύσεις, ή «διά ψευση» ή «ματαίωση» (frustration) πού άποδίδεται, παραπλανώντας γιά τό περιεχόμενό της, σάν «άποστέρηση», ή «άλαλία» (mutisme) πού γίνεται μέ βάρβαρα ελληνικά «βωβότήτα», ή «παραίσθηση» ή «αύταπάτη» (Τό μέλλον μιας αύταπάτης) ή «χίμαιρα» (illusion) πού μεταφράζεται λαθεμένα σάν «ψευ δαίσθηση», ή «ψυχαναλυτική έμπειρία» (experience) πού στή σελί δα 182 μεταμορφώνεται σέ «ψυχα ναλυτικό πείραμα» (;), ή «σκοποφιλική ένόρμηση» πού άποδίδεται μέ τόν άπρόσιτο όρο «σκοπική παρόρμηση», ό κλασικός «έλεύθερος συνειρμός» (association) πού γίνε ται «έλεύθερος συνδυασμός», καί, τέλος, ή «έπίπτωση» (incidence) πού γίνεται «παρέμπτωση» καί ή «τυπική λογική» πού άναλύεται π ε ριττά σέ «τυπική σκέψη τής λογι κής». ’Α ντίθετα, είναι περίεργο ότι σ’ αυτή τήν έκδοση λείπουν κά ποιες άπαραίτητες γιά τόν έλληνα άναγνώστη έπεξηγηματικές παρα πομπές, άποϋσες βέβαια κι άπό τό γαλλικό κείμενο, τό όποιο δμως πέ φτει σ’ ένα κλίμα ιδεών μέ μιάν άσύγκριτα μεγαλύτερη έτοιμότητα ύποδοχής του. "Ομως, έτσι ή άλλιώς, ή έπισήμανση μερικών άδυναμιών σέ μιά τόσο γενναία μεταφραστική προσ πάθεια (καί νά σημειώσουμε πώς πρόκειται γιά μετάφραση ένός με ταγραμμένου προφορικού λόγου, πού δέν δέχεται καλά καλά ούτε τήν ίδια τή γραφή του -β λ . τόν έπίλογο τοϋ Λ ακάν), είναι ίσως κακής πίστεως μικρολογία. Θά ήθελα, γι’ αύτό .τό λόγο, σάν ένας άναγνώστης πού γνώρισε κάπως τό δέος τών γαλλικών τοϋ Λακάν, άλλά καί τήν άμηχανία τών έλληνικών μας, ν ’ άποτελέσω, μ’ αύτή τήν παρου σίαση τών κεντρικών άξόνων τού έργου της, μιάν ένθάρρυνση γιά τήν κ. Σκαρπαλέζου (άφού μάλι στα ό έκδότης της μάς βεβαιώνει πώς είναι μέσα στίς προθέσεις της) νά συνεχίσει. "Αν υπάρχει κάποιος ψυχαναλυτικός λόγος έκτος «Συνα γωγής», θά νιώθει έτσι λιγότερη μοναξιά. ΜΑΡΙΟΣ ΜΑΡΚΙΔΗΣ
οδηγος/59
;θεάτρου- «άνακαλύφθηκε» ξανά καί παίζεται πιά σ’ δλη τήν Εύρώπη.
ή φυσιογνωμία τής μεταπολεμικής τέχνης στην Ελλάδα ΕΛ ΕΝ Η Σ Β Α Κ Α Λ Ο : Ή φυσιο γνωμία τής μεταπολεμικής τέχνης στην ’Ελλάδα. Τόμος Β': Ε ξ π ρ ε σιονισμός, υπερρεαλισμός. ’Αθήνα, Κέδρος, 1982. Σελ. 136.
Γιά τόν ελληνα ιστορικό της τέχνης ένα ιδιαίτερα δύσκολο καί πο λύπλοκο στίς άπαιτήσεις του εγχείρημα είναι κυρίως τό νά απο δώσει μέ τρόπο πολύπλευρα τεκμηριωμένο τά ιδιαίτερα χαρακτη ριστικά τής νεότερης τέχνης έτσι όπως διαμορφώθηκαν στόν τόπο μας άπό τά μεταπολεμικά χρόνια μέχρι σήμερα. ’Από τόν έλληνικό χώρο έλειψε ουσιαστικά μιά μεθοδολογία έρευνας συντονισμένη καί έπιστημονικά τεκμηριωμένη, πού νά προσεγγίζει τά εδώ καλ λιτεχνικά φαινόμενα μέσ’ άπό μιά συγκριτική μελέτη τών ξένων ρευμάτων καί επιδράσεων καί τών ενδογενών κοινωνικών ή ιστο ρικών στοιχείων πού επηρέασαν τή διαμόρφωσή τόυς. Τό άσαφές καί υπέρμετρα άπλουστευμένο σύνθημα τής «ελληνικό τητας» μένει άκόμη μετέωρο πάνω άπό τήν πνευματική καί καλλιτε χνική μας παραγωγή, ένώ ή μελέτη τών ξένων κινημάτων πού επηρέα σαν ή επηρεάζουν τήν καλλιτεχνική μας πορεία δέν ξεφεύγει τίς πε ρισσότερες φορές άπό τό επίπεδο τής παρατακτικής πληροφόρησης. Ή εισαγωγή αυτή δέν άφορά τό έργο τής Ελένης Βακαλό στό όποιο'άφιερώνω τό σύντομο αυτό σημείωμα, άλλά τά άνεκπλήρωτα άκόμη κενά τής αισθητικής καί καλλιτεχνικής μας παιδείας. Μιάς παιδείας πού έδώ καί χρόνια συν τηρείται σέ ισχνά έπίπεδα μέ μονό πλευρες προσπάθειες ή μέ έναν ευ ρύτατα υίοθετημένον έρασιτεχνιΤήν άνάγκη μιάς συστηματικής
προσέγγισης καί έρμηνείας τής με ταπολεμικής τέχνης στόν έλληνικό χώρο έπιχειρεϊ νά καλύψει ή κ. Ε λένη Βακαλό μέ τό έργο της «Ή φυσιογνωμία τής μεταπολεμικής τέχνης στήν Ε λλάδα». Τόν πρώτο τόμο, «’Αφαίρεση», άκολουθεϊ τώ ρα ένας δεύτερος μέ άντικείμενα έρευνας τόν «έξπρεσιονισμό» καί τόν «υπερρεαλισμό». Θά πρέπει νά παραδεχτεί κανείς δτι πέρ’ άπό τίς άντιρρήσεις πού μπορεί νά προβά λει ώς πρός τήν κατάταξη τών έπιμέρους ένοτήτων (έξπρεσιονισμόςύπερρεαλισμός στήν Εύρώπη καί ιδιομορφίες τάσεων στήν Ελλά δα ) ή μελέτη τής κ. Βακαλό είναι.ειλι κρινής, μεθοδική καί προπάντων δέν α γνοεί τή συγκεκριμένη αναφο ρά ατούς ιστορικούς, κοινωνικούς καί οικονομικούς ή ταξικούς παρά γοντες πού έπαιξαν ρόλο στή δια-
Α Θ Α Ν Α Σ ΙΟ Υ ΚΑΡΑΘ ΑΝ ΑΣΗ : Ο ί έλληνες λ ό γιο ι στή Β λαχία (1670-1714). Θεσσαλονίκη, °Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου τοΰ Αίμου, 1982. Σελ. 279. ΜΕΜΟΝΩΜΕΝΑ καί άποσπασματικά ή έγχώρια ιστορική έρευνα έχει άσχοληθεί μέ τήν έλληνική πνευματική κίνηση στίς παραδουνάβιες ήγεμονίες κατά τήν τουρκοκρατία. Βέβαια, ή ολοκλήρωση ενός τέτοιου θέματος είναι έργο ζωής καί όχι μόνο ενός έρευνητή, άλλά καί πάλι είναι μεγάλο τό κενό πού καλύπτει ή μελέτη τού Ά θ . Καραθανάση, έστω κι άν άντιμετωπίζει -συστηματικά καί εύληπτα- μόνο ένα χώρο (Βλαχία) καί μιά καθορισμένη μικρή περίοδο (1670-1714). Καί σίγουρα, τόσο τό ίδιο τό κείμενο δσο καί οί διάφορες σημειώσεις του, πλουτίζουν καί τούς επίγονους μελετητές. ΓΚ Ο Ρ Ν Τ Ο Ν ΡΟΣ: Ε ι σαγω γή στήν ομοιοπα θητική. ’Αθήνα, Δ ιό πτρα. Σελ. 103. ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ τόσα βιβλία. Γιατί νά μήν κυκλοφορήσει, λοιπόν, κι ένα γιά τήν όμοιοπαθητική; Ά λλω στε, πληθαίνουν αυτοί πού έλκύονται άπό τό είδος τούτο τής θεραπευτικής καί στόν τόπο μας. Καί ένα σχετικό βιβλίο είναι άπαραίτητο, ειδικά δταν έχει καί κάπιο σοβαρό έπιστημονικό υπόβαθρο. Τό βιβλίο τοΰ Γκόρντον Ρός, τελικά, βασισμένο στίς γνώσεις καί τήν 30χρονη πείρα τοΰ συγγραφέα, δίνει μιά ένδιαφέρουσα άποψη τής όμοιοπαθητικής, μέ μιά τεκμηρίωση, πού άκόμα κι άν δέν πείσει, τουλάχιστον θά προβληματίσει. ΒΑΪΟΣ ΠΑΓΚΟΥΡΕΛΗΣ
60/οδηγος
μόρφωση τών βασικών χαρακτή ρων τής νεοελληνικής τέχνης. Στόν δεύτερο τόμο άναλύονται τά κινή ματα τού εξπρεσιονισμού καί τού υπερρεαλισμού 1) σάν μορφές καλ λιτεχνικής έκφρασης- 2) σάν συγκε κριμένα κινήματα καλλιτεχνικά πού διαμορφώθηκαν στόν ευρω παϊκό χώρο κατά τή διάρκεια μιάς ιδιαίτερα ταραγμένης καί κρίσιμης πολιτισμικής περιόδου- 3) σάν εκ φραστικά καί μορφοπλαστικά στοιχεϊα-ίδιώματα πού χαρακτήρι σαν διάφορες τάσεις τής μεταπολε μικής τέχνης στήν Ε λλά δα καί ιδιαίτερα τή νέα γενιά. Γιά δ,τι άφορά τήν ερμηνεία τού έξπρεσιονιστικού κινήματος, αν έξαιρέσει κανείς τόν Μπουξιάνη, πού συνδέ θηκε άμεσα μέ τό γερμανικό πυρή να, τά προβλήματα τής έκφραστικής καί κυρίως τής μορφολογικής κατάταξης στόν ελληνικό χώρο εί ναι άρκετά σύνθετα. Ελάχιστοι π.χ. είναι οί έλληνες καλλιτέχνες πού διασταυρώνονται ή έμπνέονται άπό τό κλίμα καί τήν ιδιαίτερη ύφολογία ή άτμόσφαιρα τού -ψυχο δράματος πού συνδέεται μέ τούς μορφολογικούς τύπους τού γερμα νικού εξπρεσιονισμού. Θά έλεγα δτι ή κ. Βακαλό άντιμετωπίζει τά προβλήματα αύτά θέτοντας άπό τήν άρχή μέ ειλικρίνεια όρισμένα
κριτήρια έπιλογής ευρύτερα, καί κυρίως προσαρμοσμένα στήν ιστο ρική, τοπολογική καί ψυχολογική πραγματικότητα τού έλληνικοΰ χώ ρου. Στό δεύτερο μέρος τού βιβλίου, δπως έξάλλου τό έπισημαίνει καί ή ίδια ή συγγραφέας, γεννιέται ένα σύνθετο πρόβλημα όρολογίας: ΰπερρεαλισμός=τό έπαναστατικό κίνημα πού διαμορφώθηκε τό 1924 στή Γαλλία καί ύπερ-ρεαλισμός=έν’ άπ’ τά σύγχρονα ρεύ ματα πού διαμορφώθηκε στίς Η .Π .Α . καί στήν Ευρώπη γύρω στά 1960 μέ ποικίλες μορφολογικές καί ιδεολογικές άποχρώσεις. Κατά τήν άποψή μου, ίσως θά έπρεπε τό τμήμα πού άφιερώνεται στόν ύπερρεαλισμό νά διατυπωθεί σέ δύο διαφορετικές ενότητες, δηλαδή στό σουρεαλισμό καί τόν ύπερρεαλισμό, μιάς καί ή σύγχυση πού δημιουργεΐται δέν άπορρέει μόνο άπό τήν ταύτιση όρολογίας άλλά καί άπό ένα ουσιώδες έρμηνευτικό πρόβλημα. Σουρεαλιστικά στοιχεία (καλλιέργεια τού τυχαίου, όνειρική άφήγηση, ερεθίσματα άπό τό χώρο τού άσυνειδήτου) εισχωρούν συχνά στήν υπερρεαλιστική γραφή - π .χ . ή περίπτωση Κελαϊδή, Δρούγκα, Ά π έρ γη, Συρμοπούλου- άλλά τό
σο ή αισθητική δσο καί ή «ιδεολο γία» τού υπερρεαλισμού βρίσκον ται σέ μιά θέση έκ διαμέτρου άντίθετη άπό έκείνη τού σουρεαλισμού. Στό σουρεαλισμό, ή ύπέρβαση τού πραγματικού κατορθώνεται μέ τή φυγή στό δνειρο καί τή φαντασίω ση, ένώ στόν ύπερρεαλισμό ή «άλήθεια» τής πραγματικότητας ύπερβαίνεται μέ τήν ψευδαισθησιακή μίμηση τών στοιχείων πού τή συν θέτουν. Τελειώνοντας τή σύντομη αυτή άναφορά μου στήν προσφορά τής κ. Βακαλό, θά ήθελα νά προσθέσω μιά προσωπική μου κρίση πάνω στό πρόβλημα τής έπίδρασης τού Τζιόρτζιο ντέ Κίρικο στή διαμόρ φωση τής έμβληματικής τού Ν. Έ γγονόπουλόυ. ’Ιδιαίτερα γιά τή μορφή τού μανεκέν θά είχα νά προσθέσω δτι δέν πρέπει νά γίνε ται σύγκριση άνάμεσα στίς μορφές τού Έ γγονόπουλου μέ τήν άγαλματώδη διάπλαση καί στίς «ξύλινες, μηχανοποιημένες μορφές» τού Ντέ Κίρικο, γιά ένα κυρίως συγκεκρι μένο λόγο: ό Έ γγονόπουλος δέχτη κε τήν έπίδραση δχι τής αύστηρά μεταφυσικής περιόδου τού Ντέ Κί ρικο (1911-1918) άλλά τής παρακμιακής του, δπως τήν όνόμαζαν οϊ σουρεαλιστές, φάσης, δηλαδή τής περιόδου πού άναπτύσσεται άνά μεσα στά 1920 μέ 1928. Αυτήν άκριβώς τήν εποχή, δπου ό Ντέ Κί ρικο ζεΐ στήν ’Ιταλία κυρίως, δια μορφώνεται στή ζωγραφική του μιάς νέας μορφής άνδρείκελο μέ έντονο γλυπτικό πλάσιμο καί ένιαία άρθρωση (π.χ. ή σειρά τών «’Αρχαιολόγων», ή Μούσα καί ό ποιητής κλπ.). Οί μορφές αύτές τού Ντέ Κίρικο θά πρέπει νά ένταχθούν, τόσο μορφολογικά δσο καί συμβολικά, στό γενικότερο κλίμα «έπανόδου στίς ρίζες καί τήν π α ράδοση» πού έπικρατεϊ στήν ’Ιτα λία άλλά καί σέ πολλές άλλες χώ ρες τής Εύρώπης κατά τή διάρκεια τού μεσοπολέμου. Ή σύνδεση τού Έ γγονόπουλου μέ τόν ευρωπαϊκό σουρεαλισμό πιστεύω δτι άποτελεϊ ένα πρόβλημα πολύ πιό σύνθετο άπ’ δ,τι μπορεί νά φαίνεται, μιάς καί ό έλληνας ζωγράφος υιοθετεί, όπωσδήποτε, πολλά εικονολογικά στοιχεία άπό μιά συγκεκριμένη πε ρίοδο τού Ντέ Κίρικο, πού, δπως είναι γνωστό, άπορρίφθηκε μέ εμ πάθεια άπό τούς «όρθόδοξους» τού έπαναστατικοΰ κινήματος. ΝΙΚΗ ΛΟΪΖΙΔΗ
οδηγος/61
ή ατέλειωτη προσπάθεια απαγκίστρωσης άπό τό μίζερο κόσμο των προσχημάτων Ν Α Ν Ο Υ ΒΑΛΑΩ ΡΙΤΗ: Μερικές γυναίκες. 'Αθήνα, Θεμέλιο, 1982. Σελ. 130.
Μέσα άπό τίς «Γυναίκες» φαίνεται γιά άλλη μιά φορά τό έξασκημένο χέρι τοϋ ποιητή πού δέν μπορεί παρά μόνο νά μεταφέρει τη σφραγίδα τής ποίησης παντού, πού δέν μπορεί παρά μόνο νά φέρ νει τήν ευαισθησία τής λέξης, τη μαγεία τής ολοκληρωμένης πρό τασης καί τη λυτρωτική δύναμη τής μοναξιάς «δροσούλα στούς τάφους» τής άποτρόπαια «λογικής» καθημερινότητας. Είναι πάντα τό χέρι τοϋ Νάνου Βαλαωρίτη. Μέ τήν ψυχή καί τή δύναμη. Μέ τήν πληθωρικότητά του, τόν έναλλασσόμενο άπό λέξη σέ λέξη λόγο του, τόν άμείωτο, γοργό καί χυμώδη ρυθμό του, τίς άπίθανες όνειρώξεις του, τόν άβίαστο σουρεαλισμό του καί τόν εξαι ρετικά λεπτό κοσμοπολιτισμό του. Είναι πάντα τό χέρι τοϋ Νάνου Βαλαωρίτη. Διεισδυτικό, πλανώμενο στις άθέατες στέπες τής ψυχής μας μέσα άπό κείμενα γλαφυρά δσο καί έρεθιστικά, μέσα άπό κεί μενα «τρόμου» δσο καί άτέλειωτης γαλήνης. Μέσα άπό τίς σελίδες του ξεπηδάει ή άλύτρωτη μοναξιά μας, ή άπελπισμένη τραγικότητά μας καί ή συμπιεσμένη κάτω άπό χειρονο μίες καί προσχήματα ψυχή μας. Μέσα άπό τίς σελίδες του άφοπλίζονται τά μύχια όνειρά μας καί
οί επιθυμίες μας βγαίνουν άνυπεράσπιστες σάν τρυφερά άλογα. Μέσα άπό τίς σελίδες του νομι μοποιείται ό άπωθημένος διονυ σιασμός μας καί ή όμορφιά τής άχαλίνωτης φαντασίας, ή «συντο μία» πού χαρακτηρίζει τά δράματα ή τίς εύτυχείς συγκυρίες («Έ να κο ρίτσι ελληνικό... Έ ν α κορίτσι μέ μάτια ελληνικά... στάθηκε στή δια σταύρωση... Χωρίς ψυχή στό δρό μο χωρίς καμιά νύξη γιά νά μάθω ποιά είναι δέ θυμάμαι ποτέ τό πρό σωπο τών κοριτσιών πού μοϋ χα μογελούν γιατί άλλάζουν τόσο συ χνά πρόσωπο πού δέν ξέρω στό τέ λος άν μοιάζουν μέ κείνη πού είναι μέ κείνη πού νομίζω πώς είναι πώς ήταν...»), ή ματαιότητα τής άλήθειας, ή τραγική ματαιότητα τής άλήθειας, μιας καί τά όνειρα είναι πάντα εΰθραστα, κρατοϋν ελάχι στα ή μιά ολόκληρη ζωή καί τά
πλαίσιο για παιδια ΓΑΛΑΤΕΙΑΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΔ Ο ΥΣΟΥΡΕΛΗ: Παιχνίδι χωρίς κανόνες. 'Αθήνα, Πατάκης, 1982. Σελ. 243 (Μυθ. άπό 12 χρ.). ΕΚΤΟΣ άπό τό «Προσοχή ό Βράνεκ φαίνεται τελείως άκίνδυνος» τής Κρ. Νεστλίγκερ, τίποτα δέν είχε γραφτεί γιά τούς μετανάστες. Τό βιβλίο τής Γ.-Σ. καλύπτει τό κενό άρχίζοντας ά πό τίς αιτίες καί τίς αύταπάτες πού όδήγησαν χιλιάδες νότιους στόν παράδεισο τής γερμανικής εύμάρειας. ’Απελπισμένοι, άπληροφόρητοι, άλλοπαρμένοι μεταφυτεύονται όχι ώς άνθρώπινα όντα σέ μιά, άγνωστη έστω, χώρα, άλλά ώς συμπληρωματικά έξαρτήματα μηχανών στό χώρο τών έργοστασίων. Κάτω άπό τήν κοινή εξαθλίωση, συσπειρώνονται σέ νησίδες άλληλοβοήθειας, άνεξάρτητα άπό εθνικές διαφορές, όπως άλλοι ένώνονται άπό συμφέρον σέ πυρήνες εκμετάλλευσης. Έ τσι καί οΐ λύσεις δίνονται σέ προσωπικό έπίπεδο. "Ομορφα καί μέ γνώση γραμμένο βιβλίο, μέ μιά τάση ώραιοποίησης καί κάποιου ιδεαλισμού. ΕΛΕΝΗ ΠΑΜΠΟΥΚΗ
62/οδη γό ς
βιώνει δποιος έχει την τόλμη νά τά κοιτάξει στά μάτια. (Τη γυναίκα αυτή τή συνάντησε γιά πρώτη φορά στό όνειρο ενός άλλου. Πάλεψε μα ζί της μέχρις έσχάτων. Στό γυρισμό ένα άπόγευμα άπ’ τό πεδίο τής μά χης είδε πώς είχε παλέψει μέ ένα τέρας ψεύτικο, μ’ ενα όραμα.) Μέσα άπό τίς σελίδες του συγκε κριμενοποιείται ή τραγική προσπά θεια φυγής, ή άπεγνωσμένη τάση άποπαγίδευσης (κείνο ή τ’ άλλο βράδι) άπό τήν ψευδαίσθηση γιά νά φτάσει κανείς ώς τήν άλήθεια παραμερίζοντας δ,τι είναι πλαστό, άνούσιο καί φτιασιδωμένο, ή τρα γωδία τής (έρωτικής) «άποκλειστικότητας» (Δυό γυναίκες μέ υποδέ χονται στήν πόρτα άμίλητες... κι όποια δεί πώς ή άλλη θά μ’ έχει δι κό της θά βγάλει ένα μακρύ γυαλι στερό μαχαίρι καί θά τό μπήξει στήν πλάτη μου ένόσω θά μ’ άγκαλιά ζειή άλλη), τό μίσος, ή «πληρω μή» καί τέλος ή «τιμωρία». Μέσα άπό τίς σελίδες του όριο-
θετείται ή έναγώνια προσπάθεια άπαγκίστρωσης άπό τό σύμβολοάξονα «μάνα», μέ δση δυναμικότη τα ή έρωτισμό κουβαλά ή σχέση αύτή, μέ δση όργή καί ιερή πίκρα κρύβει αύτή ή άπαισιόδοξη διαπί στωση τού άποτρόπαιου «άρχαίου αύτοϋ έγκλωβισμοΰ» μας. Μέσα άπό τίς σελίδες του σκιαγραφείται ή «μνήμη» καί τό πάθος γιά τό ξεπέρασμα τής άτολμίας μας, γιά τήν έπανεύρεση τών σχέσεών μας μέ τήν ούσία τής ζωής καί διαφαίνεται ή τραγική μοίρα τής κατάληξής μας μέσα στό σκο τάδι τής άγνοιάς μας (καί βλέπω νά γυρίζει ή καρδιά της σάν σβού ρα, γίατί ένα χέρι άρκεϊ ν ’ άρχίσει νά τή στροβιλίζει σάν τρελή), ό τρελός χορός αύτών τών έπιθυμιών μας πού όνομάζουμε «διαστρο φές», ή τρυφερή συνομιλία μέ τά πράγματα, ή χαμένη όαση τής παι δικής άθωότητας (ή τσάντα τής Μαρσέλλας ήταν άνοιχτή, καί μέσα φαινόταν κόσμος όλόκληρος άπό
παιχνίδια), ή τραγωδία τών περιο ρισμένων δυνατοτήτων μας, ή τρα γωδία τής «κρυψώνας» μας κάτω άπό σχήματα άλλοπρόσαλλα καί βάναυσες στερήσεις (ή δεσποινίς Ό λτρά κ ή πριν χάσουν τά δόντια τους οί τίγρεις τών έθνών [τό καλύ τερο σίγουρα μέρος τού βιβλίου καί ένα άπό τά καλύτερα διηγήμα τα πού έχω διαβάσει ποτέ στή ζωή μου)), ή τραγωδία τής άκάλυπτης έκθεσής μας στούς σαρκασμούς τών στερημένων, ή τραγωδία τού όλονύκτιου κατακερματισμού άπό τό σαρκοβόρο θηρίο τής ψυχής μας, ή τραγωδία τής πρωινής μας «άρτιμέλειας» καί, τέλος, ή έπιβολή, άπό έμάς τούς ίδιους, τού «άστυφύλακα τού πόθου μας», σάν τό βαρύτερο τίμημα γιά τήν έξαντλητική προσπάθεια μιάς διαρκούς άναζήτησης καί ένός άδολου ύπερβατισμού.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ
διεισδυτικότητα καί λεπτή παρατήρηση ΚΟ Σ Μ Α ΠΟΛΙΤΗ: Eroica. ’Επι μέλεια Peter Mackridge. ’Αθήνα, Έρμης, 1982. Σελ. 238.
Τό πολύκλαδο δέλτα τής πεζογραφίας μας στή δεκαετία τοϋ ’30, δημιούργημα τών κοινωνικών καί πνευματικών αναζητήσεων καί ζυμώσεων πού προηγήθηκαν, ήταν φυσικό νά φέρνει μαζί του -πέρα άπό τόν άπόηχο τής πάλης τών ιδεών- τήν ποικιλία τών τάσεων, μορφής καί περιεχομένου. Έ τσι, παράλληλα μέ τούς αι σθητικούς πειραματισμούς, πορεύεται πολύχρωμη καί ή θεματο λογία τών πεζογράφων: άπόπειρες ψυχογραφικής μυθιστοριογρα φίας, μεταφυσική έξαρση, κοινωνιστικές άναζητήσεις, άντιπολεμικός ρεαλισμός, άνατομία τής άστικής συμπεριφοράς, άτομική λύτρωση κλπ. Στήν τελευταία αύτή κατηγορία θά μπορούσε νά έντάξει κανείς-τόν Κοσμά Πολίτη (ψευδώνυμο τοϋ Πάρη Ταβελούδη - ’Αθήνα 1888-1974).
οδηγος/63
Κοσμάς Πολίτης Στά έξι μυθιστορήματα: «Λεμσνοδάσος» (1928), «Εκάτη» (1933), «Eroica» (1938), «Γυρί» (1945), «Στοϋ Χατζηφράγκου» (1963) καί στό «Τέρμα» (1975), στίς δυό συλ λογές διηγημάτων: «Τρεις γυναί κες» (1943), «Κορομηλιά» (1959) καί στό θεατρικό του «Κωνσταντί νος ό Μέγας» (1957), που συγκρο τούν ολόκληρο τό έργο του -ένα έργο πού ξεκινά στά σαράντα του χρόνια, έχοντας άποθησαυρίσει πλήθος έμπειρίες-, διάσπαρτη κυ ριαρχεί ή προσωπική του άγωνία γιά τήν ομορφιά πού χάνεται, γιά τό άδυσώπητο τού χρόνου, γιά τήν καθημερινή του σύγκρουση μέ τό πραγματικό καί, αιώνια άνικανοποίητος, άνακαλεϊ μνήμες πού μπο ρεί νά τόν λυτρώσουν. Ή «Eroica», τό τρίτο χρονολογι κά μυθιστόρημά του, πέρα άπό τό γεγονός δτι έρχεται στό φώς χωρίς τίς κάποιες άτέλειες καί άδυναμίες τών δυό προηγούμενων, θά πρέπει νά θεωρηθεί μιά πρώτη άπόπειρα ψυχογραφίας τής έφηβείας στήν 'Ελλάδα (ό «Λεωνής» τού Γιώργου Θεοτοκά κυκλοφορεί τό 1940, ή «’Αστροφεγγιά» τού I. Μ. Παναγιωτόπουλου πέντε χρόνια άργότερα καί τό 1946 μεταφράζεται στη γλώσσα μας ό θαυμάσιος έκεϊνος «Μ εγάλος Μώλν» τού Alain Four nier). Παρ’ δλα αυτά, δέν φαίνεται νά εντοπίζεται εκεί ό στόχος τού πεζογράφου. Πολύ περισσότερο τόν θέλγει ή ιδέα μιάς σύνθεσης άντιθέσεων. Γι’ αυτό καί διαλέγει δυό διαφορετικούς κόσμους, τόν κόσμο τών παιδιών καί τόν κόσμο
τών μεγάλων, νά θεωρούν τά ίδια συμβάντα άπό δυό άντίθετες όπτικές γωνίες, συμβάντα πού περι στρέφονται γύρω άπό έναν κοινό άξονα, τόν έρωτα (ή καλύτερα τήν ερωτική άφύπνιση) καί τό θάνατο. Καί τίς άντιθέσεις αύτές κάνει άκόμα πιό άνάγλυφες τό γεγονός δτι ό άφηγητής, πού κάποτε ύπήρξε ένα άπό τά παιδιά τής «Eroica», ιστορεί τά γεγονότα πότε μέ τήν ήρωική διάθεση τού έφηβου καί πότε μέ τόν πικρό σαρκασμό τού μεγάλου, χτυπητό χαρακτηριστικό πού κυριαρχεί σέ ολόκληρο τό έργο τού Κοσμά Πολίτη. Σέ χώρο φανταστικό, σέ χρόνο πού εικάζουμε δτι άνήκει στήν πρώτη δεκαετία τού αιώνα καί σέ διάρκεια πενήντα περίπου ημερών ξετυλίγεται τό μυθιστόρημα, στη ριγμένο περισσότερο στήν άφήγηση παρά στό μύθο, πού άπλά τήν υπο βαστάζει, άφήνοντας στό συγγρα φέα του τήν έλευθερία καί τή δυνα τότητα μιάς πειραματικής -γιά τήν έποχή το υ- γραφής, ένώ ταυτόχρο να, άδέσμευτες, οί καταστάσεις καί τά συναισθήματα συγκροτούν τήν άτμόσφαιρά του. Ή «Eroica» είδε τό φώς γιά πρώτη φορά τό 1937, δημοσιευμένη . σέ συνέχειες στό περιοδικό «Τά Νέα Γράμματα». Τήν πρώτη της έκδοση τού 1938 άκολούθησαν τρεις ή τέσσερις άκόμα, καί σήμερα κυκλοφορεί καί πάλι στή σειρά «Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη» τών έκδόσεων «Ερμής», μέ έπιμέλεια τού άγγλου υφηγητή Πήτερ Μάκριτζ. Έ τσι, πολύ πιό σημαντικό άπό τό γεγονός δτι ένα άπό τά άξια δείγματα τής πεζογραφίας τού με σοπόλεμου περνάει καί πάλι στά χέρια τού άναγνώστη είναι δτι γιά μιά άκόμα φορά νεοελληνικά κεί μενα γίνονται άντικείμενο μελέτης ξένων φιλόλογων, καί μάλιστα με λέτης καί παρουσίασης πού καλύ πτει δλες σχεδόν τίς άπαιτήσεις μιάς σύγχρονης έρευνας. Ό Πήτερ Μάκριτζ, πού γεννή θηκε τό 1946 κοντά στό Λονδίνο, σπούδασε νομικά καί νεοελληνική καί γαλλική φιλολογία στό Πανεπι στήμιο τής ’Οξφόρδης, πήρε ντοκτορά μέ διατριβή γιά τό ελληνικό μυθιστόρημα τού μεσοπόλεμου, έμεινε τέσσερα χρόνια στήν ’Αθή να , διορίστηκε ύφηγητής τής νεοελ ληνικής φιλολογίας στό King’s Col lege τού Λονδίνου καί άπό τό 1981 είναι ύφηγητής τής νεοελληνικής φιλολογίας στό Πανεπιστήμιο τής
’Οξφόρδης καί εταίρος τού St. Cross College. Μέ τόν συγγραφέα τής «Eroica» έχει άσχοληθεϊ καί σέ άλλο του έργο τό 1979 μέ τίτλο «Symbolism and irony in three no vels by Kosmas Politis». Τήν ίδια άκριβώς γραμμή πλεύ σης θ’ άκολουθήσει ό άγγλος μελε τητής καί στήν εισαγωγή τής τελευ ταίας αυτής έκδοσης πού έπιμελείται. Συγκεκριμένα, μετά άπό ένα τετράπτυχο χρονολόγιο, όπου κα ταγράφεται ή ζωή καί τό έργο τού Κ. Πολίτη, ή άντίστοιχη ελληνική καί ξένη πνευματική ζωή καί τά παγκόσμια ιστορικά γεγονότα (στήν τελευταία αυτή στήλη κάπου άστοχεΐ στίς άναφορές του ό Μά κριτζ, γιατί δέν δένουν μέ τό κλίμα τού θέματός του γεγονότα δπως, π .χ., ή άγγλοϊαπωνική συμμαχία, ό χωρισμός έκκλησίας καί κράτους στή Γαλλία, ή ’Ιαπωνία καταλαμ βάνει τήν Κορέα κλπ.), παραθέτει μιά εισαγωγή έβδομήντα περίπου σελίδων, πού διαρθρώνει σέ δυό βασικές ενότητες: στίς συμβολικές καί στίς 'ειρωνικές δομές τού έρ γου. Στήν πρώτη έπισημαίνονται κά ποιες συμβολικές άντιθέσεις τής ιστορίας, οι βασικοί πυρήνες τού συμβολισμού στήν άφήγηση, δπως ό ήρωισμός,.ή ένηλικίωση, ό θάνα τος, κι άκόμα τά λυρικά καί τά όνειρικά στοιχεία πού τήν πλουτί ζουν. Στή δεύτερη, μέσα άπό τήν όπτική γωνία τού ώριμου άφηγητή, πού κάποτε ύπήρξε καί ό έφηβοςήρωας, άνασύρεται τό ειρωνικό πε ριεχόμενο τής άφήγησης. Ή έκδο ση συμπληρώνεται μέ ένα άνθολόγιο, όπου φαίνεται πώς άντιμετωπίστηκε κριτικά ή «Eroica» άπό τούς έλληνες μελετητές. Ή προσεχτική διερεύνηση τού κειμένου άπό τόν Πήτερ Μάκριτζ, ή διεισδυτικότητα καί ή λεπτή πα ρατήρησή του, κάνουν τίς προτά σεις του ιδιαίτερα ένδιαφέρουσες. Θά ήταν εύτύχημα οί έπανεκδόσεις τών κάπως παλαιότερων κειμένων τής νεοελληνικής λογοτεχνίας νά είχαν τήν τύχη τής «Eroica». Ά ν κάπου θά περίμενε κανείς περισσό τερο διεξοδικό τόν μελετητή, είναι στή θέση πού πήρε τό έργο στόν καιρό του καί μέσα στήν υπόλοιπη λογοτεχνία τού μεσοπόλεμου, θέμα γνώριμο στόν άγγλο υφηγητή, άν θυμηθούμε τόν τίτλο τής διατριβής
ΤΑΚΗΣ ΜΕΝΔΡΑΚΟΣ
64/συνεντευξη
Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ: «Αυτό πού μ’ ένδιαφέρει καί μέ κατέχει είναι ή γραφή» Ή Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ, μιά πεζογράφος μέ μεγάλη γκάμα καί τη δυνατότητα νά έκπλήξει άπό βιβλίο σέ βιβλίο, παρουσιάστηκε στά ελλη νικά γράμματα τό 1947 μέ τό βιβλίο της «Πλατεία Θησείου». ’Α πό τότε καί μέχρι σήμερα, ή παρουσία της είναι έντονη στόν ελληνικό χώρο μέ μόνη εξαίρεση τά χρόνια τής δικτα τορίας, πού άναγκαστικά έμεινε μ α κριά άπό την Ε λλάδα. Τό έργο της, πού έχει επανειλημμένα βραβευτεί, συνεχίζεται ακόμη μέ τόν ίδιο θερμό καί άμεσο τρόπο πού έχουν γραφτεί τά πρώτα της βιβλία. ”Εχει συνεργα στεί μ έ έγκυρες εφημερίδες καί π ε ριοδικά, γράφοντας κριτική βιβλίου, ,χρονογράφημα ή απλά δημοσιογραφώντας. Τό τελευταίο βιβλίο της εί ναι οι « ’Αναδρομές», πού βγήκε πρόσφατα άπό τό «Θεμέλιο». Μ έ τήν ευκαιρία αυτή ή Νατάσα Χατζιδάκι συνάντησε τήν Τατιάνα Γκρίτση Μ ιλλιέξ κ α ί είχε μιά συζήτηση μ α ζί της.
Κυρία Μιλλιέξ, δπως οΐ περισσότεροι συγγραφείς στην έπδχή μας, έχετε καί μιά παράλληλη δράση. Γράφετε κριτική, άρθρογραφείτε σέ εφημερίδες. Αυτό τό πράγμα έχει έπηρεάσει τό έργο σας, έχει άποτελέσει ένα είδος πηγής (ευκολίας ή δυσκολίας) στό νά γράφετε; ΔΕΝ νομίζω δτι έχει επηρεάσει καθόλου τό ένα τό άλλο. Τό «άλλο» είναι τό πάρεργο. Αυτό πού μ’ ένδιαφέρει καί μέ κατέχει είναι ή γραφή. Δη λαδή τά πράγματα πού έχω έγώ νά πώ. Τά πράγ ματα πού μέ συγκλονίζουνε. Τά πράγματα πού είναι τά σκώτια μου. Ναί, γράφω κριτική, άλλά δέν μπορώ νά πώ δτι τή γράφω έπαγγελματικά. Σχεδόν ποτέ δέν έγραψα καμία κριτική έπαγγελ ματικά. Τί έννοεϊτε έπαγγελματικά; Σέ τακτική στήλη; ΟΧΙ. Καί σέ τακτική στήλη έχω γράψει, στήν «Αύγή», μετά τή μεταπολίτευση, καί κυρίως στόν «’Ανεξάρτητο Τύπο», πού ήταν έφημερίδα καθημερινή. Μιά φορά τήν εβδομάδα κράταγα τή στήλη τής κριτικής τής ποίησης. ’Αλλά καί τότε άκόμα, τά βιβλία πού παρουσίαζα ήτανε βι βλία πού ή μέ άγγίζανε ή μέ έξοργίζανε. Δηλα δή, είχα μιά σχέση μαζί τους. Δέν μοϋ ήτανε άδιάφορα. Θέλω νά πώ δτι δέν έγραψα σχεδόν ποτέ, γιά κανένα βιβλίο, λέγοντας: είναι ευαί σθητο, είναι καλλιεργημένο, είτε αύτές τίς κου βέντες τού αέρα πού λέμε γιά νά ξεφορτωθούμε
συνεντευξη/65 πρόβλημα, γιά τό όποιο θέλω νά γράψω στήν έφημερίδα, δέν είναι δυνατόν παρά νά μού διακόψει τήν εσωτερική μου ροή, τόν εσωτερικό μου μονόλογο καί διάλογο. Γι’ αύτό τόν λόγο άπομακρύνομαι άπό κάθε άλλο γράψιμο αυτές τίς πε ριόδους. "Οταν δημοσιεύτηκε τό πρώτο σας βιβλίο τό 1947, πώς ήταν τά λογοτεχνικά πράγ ματα τότε; Ή ταν μιά δύσκολη εποχή μάλ λον. 'Υπάρχει κάποια σύγκριση μέ τά ση μερινά;
κάποιον. Ό χ ι, δεν τό έκανα αυτό. ’Αντίθετα, αυτό πού είπα ότι είναι τελείως πάρεργο, είναι οί διάφορες δουλειές πού έκανα κατά καιρούς καί πού ήτανε πραγματικά τελείως δημοσιογρα φικές. Δηλαδή όταν ήμουν στόν «’Ανεξάρτητο Τύπο» έκανα άπό ρεπορτάζ μόδας, εγκλήματος, όχι πολιτικής, δέν τά κατάφερνα εκεί πέρα... Ποιά εποχή όλα αυτά; ΤΟ ’57-’59. Τό ίδιο πράγμα έκανα καί στήν Κύ προ πού είχα συνεργαστεί σέ έφημερίδες. ’Αλλά αύτό πάντοτε ήταν μιά εμπειρία γιά μένα. Ή ταν ένα καινούριο μάθημα ζωής. Γιατί ή δημοσιο γραφία μάς δίνει τήν ευκαιρία νά έρθουμε σέ επαφή μέ πλατύτερα στρώματα ανθρώπων καί νά ένδιαφερθοΰμε γιά πολύ περισσότερα πράγ ματα. "Ομως πρέπει νά σοΰ πώ ότι κάθε φορά πού ό δαίμονας τού γραψίματος μ’ έπιανε, έλεγα άντίο στήν εφημερίδα. Δέν ήταν ποτέ δυνατό νά γράφω σέ μιά εφημερίδα πράγματα αδιάφορα, νά ψάχνω νά βρώ τό «θέμα μου», όταν έγραφα. Ή ταν αδύνατον. ’Εμπόδιζε τό ένα τό άλλο; ΝΑΙ. Δηλαδή οτιδήποτε μ’ εμποδίζει όταν γρά φω. Μ’ έμποδίζει ακόμα καί ή πόρτα πού άνοίγει καί κλείνει. ’Ενώ μπορώ νά γράψω -κ ι έχω γράψει- ολόκληρα κεφάλαια άπό τά βιβλία μου μέσα σ’ ένα καφενείο. "Ο,τι είναι ουδέτερος θό ρυβος δέν μ’ ενδιαφέρει. ’Αλλά όταν μέ άπασχολεϊ παραδείγματος χάριν τό πανεπιστημιακό
Η ΕΠΟΧΗ ή δική μας δέν ήταν άπλώς δύσκολη. "Ητανε «άβατο». Πραγματικά οί νέοι συγγρα φείς δέν πιστεύανε κάν ότι μπορούνε νά «γίνου νε» συγγραφείς. Δέν είχανε χώρο ούτε νά κινη θούνε, ούτε ν’ άναπνεύσουνε. Φτάνει νά σού πώ τί έπαθα όταν έβγαλα τό δεύτερο βιβλίο μου, πού λέγεται « Ό δρόμος τών άγγέλων», κι έπειδή ό μικρός ήρωας είναι άγόρι κι επειδή είναι στή Μασσαλία, όλα αυτά πού πραγματικά βγαίνανε μέσα άπό διηγήσεις καί τού Ροζέ καί τών ξαδελφιών μου πού ήτανε στή Μασσαλία καί πολλών άλλων πραγμάτων, άλλά καί παράλληλα μέ συγ κρίσεις πού έκανα εγώ άπό τήν παιδική μου ηλι κία - γιατί έχω μεγαλώσει μ’ ένα ξάδελφό μου μαζί πού είναι λίγο πολύ καί ό ήρωας, σύν ό ήρωας αύτού τού μυθιστορήματος. Τότε ό Χατζίνης, πού μ’ έβλεπε νά μεγαλώνω κοντά του, δέν μπορούσε νά μέ πάρει στά σοβαρά. Ήτανε αδύνατον. Καί έγραψε μιά κριτική λέγοντας ότι είναι ένα καταπληκτικό βιβλίο, ότι είναι σπου δαίο μυθιστόρημα, άλλά δέν μπορεί νά τό έγρα-
«Νομίζω δτι οί κριτικοί τού μέλλοντος θά κουραστούν πολύ νά τοποθετήσουν τά σημερινά πράγματα, γιατί δέν θά βρούνε βοηθήματα» ψε εκείνη. Είναι διήγηση άπό τή ζωή τού Ροζέ Μιλλιέξ. Κατάλαβες; Ή κριτική ήταν αυτή. Είχε τόσο λίγη εμπιστοσύνη στό κοριτσάκι αύτό πού έτολμούσε νά γράψει, ώστε «δέν τό έγραψα αύτό έγώ»... ’Αλλά τώρα άς έρθουμε στήν «Πλατεία Θησείου». Ή πρώτη κριτική πού βγήκε, ήτανε στό «Ριζοσπάστη», τήν ύπέγραφε ό Γιώργος ό Λαμπρινός καί ό τίτλος ήτανε: Παράδειγμα πρός άποφυγή... Λοιπόν έλεγε: Τί πράγματα είναι αύτά; Τί ανοησίες είναι αύτές; Τί είναι αύτό τό άνθρωπάκι πού μιλάει; Τί είναι αύτός ό έσωτερι-
66/συνεντευξη
κός μονόλογος; Δηλαδή σκέφτομαι δτι σήμερα, έάν δημοσίευα τήν κριτική πού μοΰ είχε κάνει ό καημένος ό Λαμπρινός, θά ήτανε ή σπουδαιότε ρη κριτική πού μπορούσε νά μοΰ γίνει. Γιατί εκείνη τήν εποχή, δλα αυτά τά πράγματα πού βρήκε τόσο λάθος καί φοβερά ό Λαμπρινός, ίσως νά είναι οί τίτλοι τιμής πού έχω σήμερα... Ένώ σήμερα οί νέοι βρίσκουνε μιά συμπαράστα ση άπό τούς μεγαλύτερους, πού γιά μάς ήτανε σχεδόν άδιανόητη. Οί σημερινοί νέοι έχουν χώρο νά περάσουνε. Τούς δεχόμαστε καί τούς υποδε χόμαστε. Δέχεστε δτι είστε ή πρόδρομος τού έσωτερικοϋ μονολόγου στήν Ελλάδα; Ή τού νέου μυθιστορήματος. Γιατί έχει ειπωθεί αυτό. ΝΑΙ. Νομίζω δτι δταν λέμε νέο μυθιστόρημα τό δέχομαι. “Οταν δμως μέ χαρακτηρίζουνε σάν έπηρεασμένη άπό τό γαλλικό μυθιστόρημα καί άναφέρουν τή λέξη άντιμυθιστόρημα-άντιρομάν, έκεϊ δχι μόνο δέν τό δέχομαι, τό άρνιέμαι απόλυ τα. Γιατί νομίζω δτι έχει γίνει μιά τέλεια παρε ξήγηση τού δρου άντιμυθιστόρημα στήν Ελλά δα. Γιατί στή Γαλλία, δπου λέγεται δτι γεννήθη κε, δέν υπάρχει αύτή ή σχολή τού άντιρομάν. Υπάρχει ένα καινούριο μυθιστόρημα. Αύτό εί ναι άλήθεια. Καί δλοι αυτοί -οί πολύ μεγάλοι
«Δέν λειτουργεί σε μένα ή ανάμνηση. Σέ μένα λειτουργεί ή μνήμη. Καί υπάρχει μεγάλη διαφορά άνάμεσα στά δυο» συγγραφείς γιά μένα- δπως είναι ό Ρόμπ-Γκριγέ, ή Ναταλί Σαρρώτ, ό Μπυτόρ, ό θαυμάσιος Κλώντ Σιμόν, ό Ζάν Κεϋρόλ, δλοι αυτοί δέν έχουνε στό βάθος τίποτα κοινό έξω άπό μιά τε λείως καινούρια γραφή πού δέν μοιάζει ή μία μέ τήν άλλη. Καί τούς βάλαμε δλους σ’ ένα τσουβά λι, τούς όνομάσαμε άντιμυθιστόρημα καί ξεμ περδέψαμε. ’Αλλά ρωτάω: ποιά σχέση μπορεί νά έχει ό Ρόμπ-Γκριγέ μέ τόν Κλώντ Σιμόν; Δέν έχει καμία. Πιστεύω δτι ύπάρχουνε πράγματα κοινά. Δηλαδή αύτό πού λέγεται ή «σχολή τού ματιού». Ναί, αύτή υπάρχει. 'Υπάρχει γιατί οί άνθρωποι άρχίσανε ακριβώς νά παρατηρούνε τά έξω καί νά άκούνε τά μέσα. Κατά τή γνώμη σας, ώς ποιό σημείο ένα έργο τέχνης, ένα βιβλίο στήν προκειμένη περίπτωση, έχει άνάγκη τόν κριτικό ή τόν μελετητή γιά νά υπάρξει; Μήπως, άντίθε-
τα, ό κριτικός έξαρτά άπόλυτα τή δική του ύπαρξη άπό τό έργο τέχνης, τό βιβλίο; ΟΤΑΝ μιλάμε γιά τόν κριτικό, εγώ θά τόν κα ταργούσα. Θά έλεγα ή κριτική. Θέλω νά πώ δτι δταν βγεί μεμονωμένα ένας άνθρωπος καί γρά ψει δέν έχει καμιά σημασία. Ή σχεδόν καμιά σημασία. "Οταν έντάσσεται δμως μέσα σ’ ένάν κύκλο -δπως γινότανε μέσα άπό τήν ομάδα τών «Νέων Γραμμάτων» ή κριτική καί είχε άναδειχτεί άπό κεΐ ό Καραντώνης- άντιπροσωπεύει ένα πνεύμα. “Οταν λοιπόν ή κριτική άντιπροσωπεύει ένα πνεύμα, μιά κουλτούρα, τότε είναι πά ρα πολύ χρήσιμη. “Οταν δμως βγαίνουν οί τε λείως εύκαιριακοί κριτικοί -καί άλίμονο αύτή τή στιγμή έχουμε γεμίσει άπό εύκαιριακούς κριτι κούς, άκόμα κι εγώ ή ίδια είμαι εύκαιριακή κρι τικός- δέν έχουμε κάνει τήν κριτική δουλειά μας δπως πρέπει. Κανένας δέν είναι ούτε Σαίντ Μπέβ, ούτε Καραντώνης -γιατί μπορεί πολλά νά έχουμε προσάψει στόν Καραντώνη, δμως ό Κα ραντώνης ήτανε κριτικός. Ό Σεφέρης ήτανε κρι τικός. 'Ο Έλύτης στά δοκίμιά του είναι κριτι κός. Ό Λορεντζάτος είναι κριτικός. Ό λ οι αύτοί οί άνθρωποι δμως άνήκαν σέ μιά πνευματική ομάδα. Μπορούσε ό καθένας νά έχει τίς δικές του άπόψεις. ’Εμείς δυστυχώς, έξω άπό τήν προσπάθεια πού είχε κάνει ό Μανώλης Ά ναγνωστάκης μέ τήν «Κριτική», πού κράτησε μόνο δυό χρόνια καί μέσα έκεΐ μαθητέψανε άρκετοί άνθρωποι, άκόμη καί ή Νόρα ’Αναγνωστάκη πού τήν πιστεύω πραγματικά σάν κριτικό, γιατί αύτή προσπάθησε νά μελετήσει καί νά μάθει τή δουλειά της. Δέν μπορούμε νά μιλάμε γιά δλα τά πράγματα χωρίς νά είναι μέσα μας δομημένα. Χωρίς νά ξεκινάμε άπό τήν πραγματική γνώση. Καί μέσα άπό τήν εύαισθησία μας φυσικά, νά βρούμε καί τήν προέκταση μέσα στό έργο τέχνης πού προσπαθούμε νά παρουσιάσουμε. Λοιπόν νομίζω δτι αύτή τή στιγμή είναι άστείο νά μιλάμε γιά κριτική. Δέν ύπάρχει κριτική. 'Υπάρχει δμως μιά άνάγκη βιβλιοπαρουσίασης σέ έφημερίδες καί σέ έντυπα. Δέν δέχεστε δτι κι αύτό είναι μιά χρήσιμη πλευρά τής κριτικής; Είναι, άς πούμε, ή καθημερινότητά της. Γιατί νομίζω δτι παντού, σ’ δλες τίς χώρες γίνεται αύτό. ΝΟΜΙΖΩ ότι ή παρουσίαση τών βιβλίων βέβαια είναι άπαραίτητη. Δέν είπα πρίν δτι δέν είναι άπαραίτητη ή κριτική. Άπαράιτητότατη είναι. Μιλάω γιά έλλειψη κριτικών. Νομίζω δτι οί κρι τικοί τού μέλλοντος θά κουραστούν πάρα πολύ νά τοποθετήσουν τά σημερινά πράγματα, γιατί δέν θά βρούνε βοηθήματα. Καί οί λίγοι κριτικοί πού έχουμε, είναι ύπεραπασχολημένοι, κι δταν
συνεντευ ξη /6 7
Ή Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ γεννήθηκε στην ’Αθή να στήν «Πλατεία Θησείου», πού, δπως λέει ή ίδια, σημάδεψε τή ζωή καί τό έργο της. Έ γραψε: Πλα τεία Θησείου (1947), Στόν δρόμο τών αγγέλων (1950), Κοπιώντες καί πεφορτισμένοι (1951), Η μ ε ρολόγιο (1952), ’Αλλάζουμε; (1957, Κρατικό Βρα βείο Διηγήματος), Σέ πρώτο πρόσωπο (1958), Καί ιδού ίππος χλωρός (1963, Βραβείο τών Δώδεκα), 1 + 1=1 (σύνθεση Πλατείας Θησείου καί Σέ πρώτο πρόσωπο, 1970), Κριτική κυπριακής λογοτεχνίας (1970), Χρονικό (1966-1971, πολυγραφημένο), Σπαράγματα (1973, Κρατικό Βραβείο Μυθιστορή ματος), Τρίπολη τού Πόντου (1976, Βραβείο τής ’Ακαδημίας), Βυθοσκοπήσεις (1978), ’Αναδρομές (1982).
μιλάνε γιά ένα συγγραφέα ή ένα βιβλίο τόν χρό νο, δέν νομίζω ότι αυτό καλύπτει δλο τό φάσμα. Γιά νά πάμε τώρα στό έργο σας. Ποιά βι βλία σάς εκφράζουν αυτή τή στιγμή πε ρισσότερο; ΔΕΝ νομίζω δτι υπάρχει κανένα βιβλίο μου πού δέν μέ έκφράζει. Κάθε φορά πού τελειώνω ένα βιβλίο έχω τήν αίσθηση δτι είναι ή τέλεια έκφρα σή μου. Δηλαδή... ή τέλεια; Ό χ ι. Ή άτελέστατη έκφρασή μου. Διότι κάθε φορά πού τελειώνει ένα βιβλίο έχω τήν εντύπωση δτι άκόμη δέν είπα τίποτα. "Οτι μόλις έχω αρχίσει νά συλλαβίζω τήν πρώτη λέξη. Έ τσι κάθε φορά ή προσπάθεια εί ναι νά πάω πρός τή δεύτερη λέξη. Αλλά, δυστυ χώς, έχει πεθάνει ήδη αυτή ή λέξη ώσπου νά τήν ξεστομίσουμε. Τί μέ έκφράζει; Μέσα στά βιβλία μου; Νομίζω δτι τό ανθρωπάκι στήν «Πλατεία Θησείου» είναι ή άνάγκη μου νά μιλήσω. Καί εάν αύτό τό άνθρωπάκι βρίσκεται μέσα μου, εί ναι γιατί αισθάνεται φυλακισμένο. Γιατί χτυπάει τά τοιχώματα νά βγει πρός τά έξω. ’Αλλά πο νάει. Είναι λιγάκι σάν μιά κύηση. Μιά κακιά κύηση. Πού τό παιδί κλωτσάει. Θέλει νά βγει, καί ή μητέρα έχει αύτό τό άγχος. "Αραγε θά γεν νήσει ένα παιδί; Θά γεννήσει ένα τέρας; Θά έχει δύο πόδια; Δύο χέρια; Πέντε δαχτυλάκια; Θά είναι άρτιμελές; "Η θά βγει ένα... τέρας άπό μέ σα της; Νομίζω δτι άκριβώς επειδή αίσθάνθηκα στό σώμα μου τό ίδιο τήν ευθύνη ενός δντος πού θά βγει άπό μέσα μου, ξέρω πώς αισθάνομαι τήν ίδια οδύνη, καί τίς ίδιες ώδινες, γράφοντας ένα βιβλίο, δπως ρταν περίμενα τά παιδιά μου. Νο μίζω δτι τό βιβλίο πού μέ έκφράζει περισσότερο είναι τό «Ημερολόγιο». Τά παρακάτω βιβλία μου έχουν δλα μιά μνήμη, μιά οδυνηρή μνήμη άπ’ αύτό τό ημερολόγιο. Γιατί δέν λειτουργεί σέ μένα ή άνάμνηση. Σέ μένα λειτουργεί ή μνήμη άκριβώς. Καί ύπάρχει μεγάλη διαφορά άνάμεσα
στά δύο. Δέν θά ήθελα ν’ άναφερθώ σέ άλλους συγγραφείς πού άκριβώς λειτουργούνε κάπως παράλληλα, ή λειτουργώ έγώ κάπως παράλληλα μέ κείνους, αλλά μοϋ έχει συμβεϊ νά γράψω ολό κληρες σελίδες καί μετά άπό χρόνια νά βρώ κάτι άντίστοιχο γραμμένο εκατό:χρόνια πρίν καί πού θά ορκιζόμουνα δτι δέν τό έχω ποτέ διαβάσει. "Οτι δέν ξέρω τόν συγγραφέα. ’Αλλά ώστόσο θά μπορούσε ό καθένας νά πεϊ, καί νά έχει δίκιο, δτι είναι σχεδόν άντιγραφή. Πού πάει νά πεϊ δτι οί άνθρωποι αισθάνονται άπό πάντα ίδια καί
«Δημιουργούνται τά πράγματα γράφοντας. Δέν τά προκατασκευάζω πιά» κάποτε έκφράζονται καί μέ τόν ίδιο τρόπο. Δέν έχει σημασία ό χρόνος. Έχουν σημασία τά γεγο νότα πού δημιουργούν όρισμένες καταστάσεις καί ύπάρχουν -έδώ θέλω νά πώ αύτή τήν πολύ τριμμένη λέξη- εύαισθησίες κοινές... άς πούμε δτι ύπάρχουν άντιδράσεις κοινές πού μάς κά νουνε πολλές φορές ν’ άνακαλύπτουμε τόν εαυτό μας μέσα σέ άλλους. ’Αλλά έξω άπ’ αύτό νομίζω δτι παρθενογένεση δέν ύπάρχει. Βέβαια δταν μι λάω γιά μνήμη, δέν μιλάω μόνο γιά συμβάντα τής ζωής, μιλάω καί γιά διαβάσματα, μιλάω γιά θεάματα, γιά δλα αύτά τά πράγματα πού κάνουν τήν πρώτη ύλη πού δέν ξέρουμε δτι ύπάρχει. ’Αλλά πού ύπάρχει ώστόσο. Νομίζω λοιπόν δτι αύτή ή πρώτη ύλη βρίσκεται μέσα στό «Ημερο λόγιο» άκριβώς. Καί στήν «Πλατεία Θησείου», δηλαδή στά δύο πρώτα μου βιβλία. Καί πρέπει νά πώ δτι τό χαίρομαι αύτό τό πράγμα, γιατί διαπιστώνω δτι άπό τό 1950 ίσαμε τό 1983 δέν
68/συνεντευξη
οικονομική κατάσταση τών προσώπων αύ-, τών. Τί λεφτά έχουν, πόσα ξοδεύουν. ’Εσείς τί νομίζετε; ΑΝ κατάλαβα καλά, νομίζεις δτι υπάρχει μιά διαφορά στήν κοινωνική τάξη τών ανθρώπων τής «Πλατείας Θησείου» καί τών άλλων βιβλίων. Δέν νομίζω... Ό χ ι αύτό άκριβώς... ’Εννοώ τόν χώρο πού καθορίζει τά πρόσωπα. Είναι, θά έλεγε κανείς, άστικά δράματα... τά τρία αυτά βιβλία πού άνέφερα. "Ισως έπειδή εί ναι διηγήματα καί σοΰ μεταδίδουν τήν τε μαχισμένη αίσθηση τής πόλης. ’Ενώ άντίθετα ή «Πλατεία Θησείου» είναι πιό συμ παγής, μιά κατάσταση πού συνεχίζεται δπως ένα άγροτικό τοπίο... Καί μέ τήν ευ καιρία ήθελα νά ρωτήσω τό έξής: ποιά φόρμα σάς βόλεψε περισσότερο: ή μικρή φόρμα, τό διήγημα ή ή πιό μεγάλη, τό μυ θιστόρημα;
Ή Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ μέ τό γιό της στην *Ακρόπολη
έχω άλλάξει πολύ τόν ρυθμό μου. Ή γραφή μου έχει προχωρήσει. 'Όμως ή ρίζα της είναι ίδια. "Ηθελα νά κάνω τήν έξης διάκριση: Νομί ζω δτι στά βιβλία σας «’Αναδρομές», «Κοπιώντες καί πεφορτισμένοι» καί πολύ συχνά στό «’Αλλάζουμε», υπάρχει πιό συμπαγής αύτή ή αίσθηση τοϋ άστικού
«"Οταν ή κριτική αντιπροσωπεύει ένα πνεύμα, μιά κουλτούρα, είναι πάρα πολύ χρήσιμη» χώρου. ’Ακόμη καί μέσα άπό τίς -υπαινι κτικές πολλές φορές- σχέσεις των προσώ πων. ’Αντίθετα στήν «Πλατεία Θησείου» είχα πολύ συχνά τήν αίσθηση πώς πρόκει ται κατά ένα παράδοξο τρόπο -δέν ξέρω γιατί, ίσως επειδή «μεσολαβούσε» τό άγρόκτημα - γιά ένα άγροτικό δράμα σέ εισαγωγικά... κι δτι έδώ οί συγκρούσεις τών προσώπων ήταν πολύ πιό συγκεκριμέ νες... "Ισως επειδή, δπως λέει καί ό Βασί λης Βασιλικός, γνωρίζουμε άκριβώς τήν
ΟΤΑΝ γράφω ένα βιβλίο, στήν άρχή ίσως νά γράφονται τριακόσιες καί τετρακόσιες σελίδες. Καί δέν μέ ικανοποιούν. Αυτές τίς σελίδες μή νομίζεις δτι τίς κρατάω. Δυστυχώς, λένε οί φίλοι μου, άλλά τίς σκίζω. Καί μετά, τό μεγάλο βιβλίο πού έχω γράψει, γίνεται ξαφνικά ογδόντα σελί δες. ’Εκείνες οί όγδόντα σελίδες γράφονται μέσα σέ πολύ λίγο χρονικό διάστημα πιά. Τό «Ημερο λόγιο» γράφτηκε σέ δέκα ήμέρες. Δέν έχω διορ θώσει ούτε μία λέξη. Οί «Κοπιώντες καί πεφορτισμένοι», πού είναι μικρά μικρά διηγήματα, γράφτηκαν σέ διάστημα λιγότερο άπό τρεις μή νες. Ό μω ς ό «"Ιππος χλωρός» έκράτησε τεσσεράμισι χρόνια. Τό «’Αλλάζουμε» δέν είναι διη γήματα, είναι ένα μεγάλο μυθιστόρημα. "Οχι, έχεις δίκιο. Γιατί άκριβώς δταν τό βράβευσαν τό ■βιβλίο, τό βράβευσαν σάν διηγήματα, επειδή έβόλευε πάρα πολύ νά βραβευτώ μέ τό βραβείο διηγήματος, γιά νά δοθεί τό βραβείο μυθιστορή ματος στόν I. Μ. Παναγιωτόπουλο πού είχε γρά ψει τά «Εφτά κοιμισμένα παιδιά». Ό άνθρωπος έλεγε δτι είναι διηγήματα, άλλά εκείνος τότε, με γάλος καί τής γενιάς τού ’30, έπρεπε νά πάρει τού μυθιστορήματος καί ή νεαρά, τότε, πού ήμουν, έπρεπε νά πάρει τού διηγήματος. Γιατί φαντάζομαι δτι τό θεωρούσαν υποδεέστερο εί δος. ’Εγώ δέν τό νομίζω καθόλου. Νομίζω δτι είναι ένα καταπληκτικό είδος τό διήγημα καί γι’ αύτό τό λόγο είναι καί πολύ πιό δύσκολο. "Οχι, δέν είναι πολύ πιό δύσκολο. Είναι διαφορετικό. Έ χει άλλη οργάνωση, άλλη δομή. ’Ακριβώς γιά τό «’Αλλάζουμε» ήθελα νά σάς ρωτήσω τό έξής: Ή δομή τού βιβλίου,
συνεντευξη/69
Στήν άπονομή τών κρατικών βραβείων (1957). 'Από Αριστερά: Γ. Ρίτοος, Γ. Θεοτοκάς, Κ. Παράσχος, Π. Χάρης, Σ. Πλασκοβίτης. Ζωή Καρέλλη. ύ υπουργός Γεροκωστόπουλος, Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιίξ, Ν. Βρεττάκος, Τ. Άθανασιάόης, Χρυσός Ενελπίόης
πού τελικά είναι πολύ πιό συμπαγής άπό μιά συνηθισμένη επίπεδη μυθιστορηματι κή αφήγηση, νομίζω δτι είναι ιδιοφυής, γιατί καθώς προχωρεί μέ τμήσεις, μέ άνα. κοπές καί μέ συνεχείς χρονικές αναδιπλώ σεις, μέ άξονα τό κεντρικό πρόσωπο, τή Μελένια, είναι, θά έλεγα, τό πιό μοντέρνο άπό τά βιβλία σας. Εσείς ταυτίζεστε μέ τόν κεντρικό χαρακτήρα, τήν ήρωίδα, ή κατά κάποιον τρόπο ή ήρωίδα σας είναι μιά σύμβαση μέσα στήν όποια ρίχνετε τό υλικό πού είχατε στή διάθεσή σας καί πού σίγουρα ήταν ένα υλικό πού πρέπει νά προήλθε άπό πολύ περισσότερα πρόσωπα; ΝΑΙ. ’Ά ν θέλεις τή λέξη σύμβαση, ήτανε σύμβα ση. Ή Μελένια δέν είναι καθόλου εγώ. Είναι τό κορίτσι τής δικής μου τής γενιάς. Είναι τά προ βλήματα τών κοριτσιών τής δικής μου τής γε νιάς. "Ισως στό «Αλλάζουμε» έγώ προσωπικά νά μή βρίσκομαι καθόλου μά καθόλου. Είναι δμως άπειρες οί Μελένιες. Ίσως γι’ αύτό μοϋ έκανε εντύπωση ή έπιτυχία πού έχει αύτό τό βι βλίο μετά άπό 30 χρόνια πού ξαναβγήκε. "Οπου οί σύγχρονες κοπέλες άναγνωρίσανε ένα πλήθος δικά τους χαρακτηριστικά μέσα σ’ αύτή τήν κο πέλα, πού άνήκει ώστόσο στήν τελείως προπολε μική γενιά. Καί πρέπει νά πώ δτι άπό τή μεριά τοϋ συγγραφέα χαίρομαι, άπό τή μεριά δμως τή
γυναικεία ίσως νά λυπάμαι, γιατί φαίνεται δτι τά πράγματα δέν προχωρήσανε καί πάρα πολύ. Μοϋ κάνει εντύπωση τό δραματικό στοι χείο πού υπάρχει συχνά στό έργο σας καί συγκεκριμένα στό βιβλίο «’Ιδού ίππος χλωρός». Δέν μετατρέπεται σέ εύκολη συγκίνηση, σέ μελόδραμα. ’Αλλά παραμέ-
«'Υπάρχει μιά γραφή συγκλονιστική πού δέν τή μελετούμε αρκετά καί πού λέγεται Μέλπω Άξιώτη» νει άντικειμενικό, σάν ένα, θά έλεγα, «φυ σικό πέτρωμα». Παρά τό γεγονός δτι υπάρχουν τρομερά συγκινησιακά πράγμα τα μέσα. ΝΑΙ. Νομίζω ό «'Ίππος ό χλωρός» είναι τό πιό δουλεμένο μου βιβλίο, άπό τήν άποψη, θά έλε γα, τοϋ έργαστηρίου. Δηλαδή υπήρξε μιά εποχή πού ή λέξη Αντίσταση ήταν άπαγορευμένη στήν Ελλάδα. Δέν είχε βγει άκόμη κανένα βιβλίο, κανένα μυθιστόρημα, κανένα έργο πού νά θυμί ζει έκείνη τήν έποχή. Έπειτα τά γεγονότα τοϋ
70/συνεντευξη
πολέμου, τής πείνας, τής κατοχής, τών μπλόκων, τής αντίστασης, ήταν, είναι, τόσο τραγικά άπό τή φύση τους, πού όποιαδήποτε στιγμή τά μετα βάλουμε σέ δραματικά τά έξαφανίζουμε, τά προσβάλλουμε θά έλεγα. Έπρεπε λοιπόν νά βρώ τόν τρόπο νά μη θίξω τό τραγικό μέ λέξεις εύκο λες καί μελοδραματικές. 'Όταν χώρισα τά κεφά λαιά μου, στό κεφάλαιο πού έπρεπε νά μιλήσω γιά τόν πόλεμο, έκεϊ γεννήθηκε μιά αύτόματη θά έλεγα γραφή στίς 2-3 πρώτες σελίδες. Μιά γραφή-κραυγή, γιατί δταν μιλάει κανένας γιά ένα πόλεμο δέν μπορεί ν’ άφήνει καθόλου τόν άναγνώστη του καθισμένο μαλακά στην πολυθρόνα του. Έπρεπε ό άναγνώστης αυτός ν’ άκούσει αυ τό πού έρχόταν. Αυτόν τό βομβαρδισμό. Αύτό πού άκολούθησε. Αύτά τά στρατόπεδα συγκέν τρωσης. Έ πρεπε άπό τήν πρώτη στιγμή, χωρίς νά τά γνωρίζει, νά ξέρει δτι έρχονται. Ό «'Ίπ πος δ χλωρός» δέν είναι ένας τίτλος τυχαίος. Εί ναι πραγματικά δ 'ίππος δ χλωρός τής ’Αποκάλυ ψης... Έκεϊ λοιπόν γεννήθηκε αυτή ή γραφή πού είναι γροθιές, γιατί έπρεπε ό άναγνώστης νά αι σθανθεί, μέσα άπό τή γραφή, τό τί συμβαίνει. Έ κεϊ άναγνώρισα κι έγώ ή ίδια πώς υπάρχει αύ τό πού λέμε ένα ένστικτο γιά νά φθάσουμε στό άποτέλεσμα πού θέλουμε, περισσότερο άπό τή γνώση. "Οταν έφθασα στό τρίτο κεφάλαιο, πού είναι τό κεφάλαιο τών σκύλων, ήθελα νά περιγράψω τήν πείνα. Δέν ήταν δυνατόν βέβαια νά βάλω τούς άνθρώπους νά φωνάζουνε «πεινάω», ούτε νά περιγράφω τά πτώματα καί τίς πρησμέ νες κοιλιές. Έπρεπε νά βρεθεί άπολύτως ή τρα γική, βαθύτερη νότα αύτοϋ τού τρομακτικού γε γονότος. "Εγραψα εφτά φορές τό κεφάλαιο καί κάθε φορά διαπίστωνα δτι υπάρχει μελόδραμα μέσα. Καί δέν υπήρχε τραγωδία. "Ισαμε τή στιγ μή πού τόν ήρωά μου, πού τόν άντιπαθούσα τόν ’Αλέξανδρο- καί πού τόν είχα προορίσει νά είναι ό προδότης καί γιατί ήθελα νά χαρακτηρί σω τήν τάξη, καί γιατί έπίστευα δτι οί άνθρωποι αυτής τής τάξης πρέπει νά προδίδουνε σώνει καί καλά, καί γιατί ήτανε σκληρός κλπ., κλπ... είπα δτι θά τόν άφήσω νά ζήσει. Ξαφνικά δηλαδή έγίνηκε μιά θεμελιακή άλλαγή μέσα μου. ’Από συγγραφέας-θεός ξαφνικά γίνηκα συνοδοιπόρος τών ηρώων μου. Δηλαδή έπαψα νά θέλω νά εί ναι αύτό πού ήθελα νά είναι ό ’Αλέξανδρος καί τόν άφησα νά ζήσει. Ό ’Αλέξανδρος λοιπόν, πού είναι σκληρός, πού είναι κυνικός, πού δέν άγαπάει τίποτα άλλο έξω άπό τά σκυλιά του, ύποχρεώνεται νά τά σκοτώσει δ ίδιος γιατί δέν ύπάρχει πιά ψωμί νά τά ταΐσει. Αύτό τό συγκι νητικό καί τίποτε παραπάνω γεγονός, τού άνθρώπου πού σκοτώνει τά σκυλιά του, ποιά σχέση μπορεί νά έχει μέ τό θάνατο τών χιλιάδων άνθρώπων πού επίσης πεθαίνουνε άπό τήν πείνα; Καί δμως. Έ χει καί πάρα πολύ μεγάλη σχέση μέ
συνεντευξη/71 τό φόνο πού γίνεται καί πού ξεπερνάει πιά όλες τίς αδυναμίες καί τίς δυνατότητες καί τά αισθή ματα αυτού τού άνθρώπου. Δηλαδή όλων τών άνθρώπων. Έρχεται μιά ώρα πού δεν υπάρχει τίποτε άλλο έξω άπό τήν αυτοσυντήρηση. Έ χου με φτάσει στή στιγμή τής μεγάλης, τής τρομακτι κής άπελπισίας. Έχουμε φτάσει στά δρια τού θανάτου κι έκεϊ σκοτώνουμε. Καί σκοτώνουμε ένα μέρος άπό τόν ίδιο τόν έαυτό μας. Νομίζω ότι τήν ώρα πού ό ’Αλέξανδρος κρυώνει, γιατί δέν έχει πιά τό σκυλί στά πόδια του, μπορώ νά πώ δτι δέν είναι πιά δράμα. Είναι κάτι άλλο. Ά ν θεωρήσουμε δτι ή πρόσφατη έλληνική λογοτεχνία άκολούθησε πάντα δυό δρό μους, τόν κλασικό, ρεαλιστικό καί σαραδομένο καί τόν νεοτεριστικό, θά έπρεπε νομίζω νά σάς εντάξουμε στόν δεύτερο. . ΝΟΜΙΖΩ δτι ήδη άπό τούς «Κοπιώντες καί πεφορτισμένους» αύτό τό πράγμα φαίνεται. Βέ βαια πρίν άπό μένα υπάρχει μιά φωνή καί μιά γραφή συγκλονιστική. Πού δέν τήν άναφέρουμε άρκετά. Πού δέν τήν προβάλλουμε άρκετά. Δέν τή συζητούμε άρκετά. Δέν τή μελετούμε άρκετά. Καί πού λέγεται Μέλπω Άξιώτη. Τό έργο αυτής τής γυναίκας, πού γιά μένα είναι τό άξιολογότερο πεζογραφικό έργο, μαζί μέ τού Πεντζίκη, πού έχει γραφτεί μέχρι σήμερα -δέν μιλάω γιά τούς πολύ νεότερους-, δπως έπίσης καί ενός Μπουγιουκλάκη, πού μέ τό βιβλίο του «Μαντάμ Εύα» είχε κάνει μιά τομή στά ελληνικά γράμματα κι έχει τελείως έξαφανιστεϊ. Δέν έχω άκούσει νά τόν άναφέρει κανένας, μά κανένας. Νομίζω λοι πόν δτι αυτοί πρώτοι σπάσανε τή φόρμα, βγήκα νε έξω άπό τά καθιερωμένα καί μιλήσανε μιάν άλλη γλώσσα. Τόν Πεντζίκη, τόν «Πεθαμένο καί τήν ’Ανάσταση», τόν διάβασα λίγο μετά τούς «Κοπιώντες καί πεφορτισμένους». “Ομως τήν Άξιώτη, τό «Θέλετε νά χορέψομε Μαρία», τό εί χα διαβάσει. Καί ομολογώ δτι μέ είχε συγκλονί σει. Θυμάμαι δτι δύο συγγραφείς -δέν θά τούς ονομάσω- χλευάζανε τή Μέλπω Άξιώτη, τή θεωρούσανε τρελή καί αγράμματη, καί φυσικά δέν θά μπορούσε νά γίνει παράδειγμα γραφής γιά μένα, γιατί βέβαια οί μεγάλοι αυτοί συγγρα φείς δέν μπορούσαν νά λένε άνοησίες. 'Ωστόσο δέν μπορώ νά πώ δτι δέν δούλεψε μέσα μου σάν πρώτη ύλη ή Άξιώτη. Σίγουρα πρέπει νά έχει δουλέψει. Ήθελα νά μιλήσουμε λίγο γιά τό τελευ ταίο βιβλίο σας, τίς «Αναδρομές». Βλέπω δτι υπάρχουν κομμάτια άπό τήν εποχή πού άρχίσατε νά γράφετε μέχρι σήμερα. Νομίζω υπάρχει μιά κάπως «έσωτερική» διαφορά στό γράψιμο καί στή γλώσσα. Γιατί θελήσατε νά βγούν μαζί αύτά τά
Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ
κομμάτια, πού έχουν τόση χρονική άπόσταση μεταξύ τους; ΚΑΤ’ ΑΡΧΗΝ διαφωνώ δτι υπάρχει διαφορά στή γλώσσα. Νομίζω δτι ή γλώσσα παραμένει ή ίδια. Ακόμη καί ό τρόπος γραφής παραμένει ίδιος. 'Υπάρχει τουλάχιστον διαφορά ύφους... ΝΑΙ, υπάρχει διαφορετικό ύφος. Αλλά πρέπει νά πώ δτι πολλά άπ’ αύτά πού παρουσιάζονται σάν διηγήματα μέσα στίς «Αναδρομές» δέν είναι παρά άποσπάσματα άπό δύο μυθιστορήματα πού χαθήκανε. Χαθήκανε στό διάστημα τής δι κτατορίας, δταν πήγανε καί κάνανε έρευνα στό σπίτι μου. Εξαφανιστήκανε δλα μου τά χαρτιά. Ε φ τά μυθιστορήματα, μεταξύ τών όποιων τρία τελείως τελειωμένα. Τελείως ανέκδοτα καί τά εφτά. Τά τέσσερα ήτανε σκιτσογραφήματα. Ήτανε γραμμένα πολλά κομμάτια άλλά δέν ήταν καθόλου τελειωμένα. Τά άλλα τρία δμως ήταν τελείως έτοιμα, πού χρειαζόντουσαν ένα τελευ ταίο χέρι γιά νά μπορέσουν νά πάνε στό τυπο γραφείο. Τά έρωτικά π.χ. πού θά βρείτε στίς «Αναδρομές» άνήκουνε δλα στό ίδιο μυθιστόρη μα. Αύτά τά κομμάτια σωθήκανε, γιατί ήταν τά λιγότερο καλά γραμμένα καί είχα πάρει αύτές τίς σελίδες μαζί μου γιά νά τίς διορθώσω. Καί είναι αύτές πού άπομείνανε. Έτσι, είναι κι αύτές οί σελίδες λιγάκι «σπαράγματα», δπως είναι καί τό βιβλίο μου, τό πρώτο πού βγήκε στό τέλος τής δικτατορίας, καί πού θά ήθελα νά πώ δτι ή έκ δοσή του δφείλεται στήν πραγματικά θαυμάσια εκείνη συμπαράσταση πού μού είχε δείξει ό Τάκης Σινόπουλος, ένας άπό τούς έλάχιστους άν-
72/συνεντευξη
θρώπους πού τολμούσε νά μοϋ γράφει στην εξο ρία, γιατί ήμουν ανεπιθύμητη, νά μοϋ στέλνει βι βλία... Χάρη σ’ αύτόν γνώρισα πολύ νέους συγ γραφείς πού δέν ήξερα καθόλου. Εκείνο τό βι βλίο ήτανε σπαράγματα άκριβώς, δπως καί ορι σμένα κομμάτια άπό τίς «’Αναδρομές», έκείνων των χειρογράφων. Μίλησες γιά γραφή. Θά ήθε λα νά σοϋ πώ πώς έκεινο πού μ’ έκανε νά μαζέ ψω αύτά τά κομμάτια καί νά βάλω καί δύο πολύ παλιά, δπως είναι ή «Μετζάστρα», πού είναι ένα κομμάτι γραμμένο τό 1946 καί δημοσιευμένο τό 1950, στή «Βραδυνή» νομίζω, καί πού μοϋ έκανε εντύπωση δταν τό ξαναδιάβασα, πώς αύτό τό κομμάτι πού θεματικά είναι τελείως, μά τελείως ήθογραφικό, κρατάει ώστόσο τά χαρακτηριστικά τής γραφής μου καί τής σημερινής άκόμα. Καί τότε άνέτρεξα καί στά κομμάτια αύτά άπό τά μυθιστορήματά μου, γιά νά δώ έάν κι έκεϊ υπάρ χει αύτή ή συγγένεια πού βρήκα καί μέ τά τελευ ταία μου γραπτά άκόμα. Καί είδα δτι ύπάρχει μιά συνέχεια. Δηλαδή, δπως υπάρχει κάποτε ή φυσιογνωμία τού παιδιού πού τήν ξαναβρίσκου με στην έφηβική ηλικία, στόν νέο άνθρωπο καί στά γεράματα, νομίζω λοιπόν δτι ή φυσιογνωμία μου δέν έχει χαθεί. Καθόλου. Ά π ό τή «Μετζά στρα» ίσαμε τίς «Μεταμορφώσεις», δσο κι άν φαίνεται αύτό παράξενο. Νομίζω, άν κάποιος τό δεϊ άπό πολύ κοντά, θά τή βρει αύτή τή φυσιο γνωμική. Στό διήγημα «Μεταμορφώσεις», μιά καί άναφερθήκατε σ’ αύτό, μοϋ έκανε έντύπωση ένα σας «σχόλιο» πάνω στήν κληρονο μική άρσενική γραμμή, δπου τό πατήρυίός καί άγιο πνεύμα μεταμορφώνεται: άπό μουστάκι σέ μουστάκι. Βρήκα τό χιούμορ του λυτρωτικό. ΑΥΤΟ μπορώ νά σού τό «δείξω». Γιατί είναι τά μουστάκια τού πατέρα μου καί τά μουστάκια τού γιού μου... ’Ενδιάμεσα βέβαια «χαθήκατε» έσείς... ΒΕΒΑΙΑ χάνονται πολλά «πράγματα» ενδιαμέ σους. Π.χ. τά μουστάκια τού πατέρα μου θά τά βρεις μέσα σέ δλα μου τά βιβλία. Δέν ξέρω γιατί ειδικά τά μουστάκια. Ίσως γιατί κρύβανε καί τόν θυμό καί τά γέλια τού πατέρα μου. Κρύβανε τήν απειλή άλλά καί τό χάδι πού τόσο ποθούσα. Ή τανε μιά μάσκα έκεΐνα τά μουστάκια, άλλά ήτανε κι ένα σύμβολο. Καί κατά πάσα πιθανότη τα γραφτήκανε -γιατί δέν σκέφτηκα νά τά γρά ψω, γραφτήκανε. Πρέπει νά πώ δτι ό «"Ιππος ό χλωρός» εδώ μέ βοήθησε άφάνταστα στό παρα κάτω γράψιμό μου. Δηλαδή προσπάθησα πραγ ματικά νά μήν είμαι πιά ένας συγγραφέας-θεός,
άλλά νά συμβαδίζω μέ τό γραφτό μου. Δηλαδή δημιουργοΰνται τά πράγματα γράφοντας. Δέν τά προκατασκευάζω πιά. Νομίζω δτι δλοι οί συγγραφείς έχουν τόν φόβο δτι κάποτε θά χάσουν τά χειρόγρα φά τους καί τό έργο τους -πού παραδόξως παίρνει μιά μεγαλύτερη «άξια» στό άνέκδοτο μέρος του κάτω άπό αύτή τή σκιάθά έξαφανιστεΐ. Ξέρω συγγραφείς πού κουβαλάνε μαζί τους όπου πάνε τά χειρό γραφά τους. Σέ μακρινά ταξίδια... Κι επειδή άπό παλιά μέ άπασχολεϊ αύτό τό θέμα, ήθελα νά σάς ρωτήσω, πώς νιώθει ένας / μιά συγγραφέας πού τού συμβαίνει κάτι τέτοιο. Είναι σέ θέση νά τό ξεπεράσει ποτέ; Εσείς τό έχετε ξεπεράσει; ΟΧΙ. Δέν τό έχω ξεπεράσει. ’Επί έφτά χρόνια δέν μπορούσα νά γράψω. Έγραψα μόνο τό «Χρονικό», πού άκόμα δέν τολμάω νά τό έκδώσω. Είναι ένας θυμός, ένα φτύσιμο λέξεων, γρά φτηκε μέσα σέ λίγες μέρες στήν Κύπρο. Ή ταν τό μοναδικό πράγμα πού έγραψα, άλλά καί σήμερα άκόμα αισθάνομαι τελείως εύνουχισμένη δταν άρχίζω νά γράφω. Δηλαδή κάθε φορά πού άρχίζω νά γράφω κάτι, ξέρω δτι τό έχω ξαναγράψει, είναι ένα άπόσπασμα άπό τά πράγματα πού έχουν χαθεί. Είναι σάν νά μού φέρνουνε ένα σώ μα πού τού λείπουνε τά μέλη. Λείπει τό κεφάλι πολλές φορές καί πρέπει νά άναγνωρίσω αύτό τό πτώμα. Κατάλαβες; Είναι κάτι φοβερό καί εύχο μαι σέ κανένα νά μή συμβεί. Έγώ δταν φεύγω πιά άπό τό σπίτι, έχω τήν εντύπωση δτι θά γυρί σω καί θά βρώ τά συρτάρια μου τελείως κενά. Μερικές φορές μάλιστα μού συμβαίνει νά έχω μπροστά μου τά χειρόγραφά μου καί νά μήν τά βλέπω. Νομίζω δτι κάποιος μπήκε καί μού τά πήρε. Ά ν σού πώ δτι εφιάλτες μου είναι αύτά τά χαμένα χειρόγραφα θά μέ πιστέψεις σίγουρα. Είναι λοιπόν. Πολλές φορές. Θά σού πώ ένα κομμάτι άπό ένα δνειρο πού νομίζω τά έκφράζει δλα. Είδα δτι ήμουνα μέσα σ’ ένα άσανσέρ καί κρατούσα κάτω άπό τή μασχάλη μου ένα ντοσιέ μέ τό μυθιστόρημα πού γράφω τώρα. Άλλά δσο ανέβαινε τό άσανσέρ, δέν ύπήρχε πιά ταβάνι. Έφευγε στό κενό. Κι έγώ τότε άφησα τό ντοσιέ χάμω στό πάτωμα καί άνοιξα τήν πόρτα νά πέσω έγώ, άλλά νά σωθεί τό χειρόγραφο. Βέβαια ό φόβος μου ήταν τόσος πού ξύπνησα. Καί δέν έπεσα. Άλλά φαντάζομαι δτι ό τρόμος μου ήταν πού θά τιναζόταν δλο τό άσανσέρ στόν άέρα. Εύτυχώς πού οί έφιάλτες γίνονται κάποτε ό έρεθισμός ή ό πυρήνας ένός διηγήματος καί πολλές φορές ή αρχή ένός μυθιστορήματος. Τίποτα δέν πάει χαμένο.
ΔΕΛΤΙΟ 19 Μαιου-
ρ
„ .
,
c
.
,
βιβλιογραφικό οελτιο αριθ. 71
^Ιουνίου
• 7ο Βιβλιογραφικό Δελτίο συντάσσεται μ ε την πολύτιμη συνερ γασία τον βιβλιοπωλείου τής «Εστίας», τη διεύθυνση κα ί τό προσωπικό τοϋ όποιου εύχαριστονμε θερμά. Ή ταξινόμηση των βιβλίων γίνε ται με βάση τό γνωστό Δ εκαδικό Σύστημα Ταξινόμησης, προσαρ μοσμένο στην ελληνική βιβλιο γραφία. Σ έ κάθε κατηγορία βιβλίων προηγούνται άλφαβητικά ο ί ελ-
• •
ΓΕΝΙΚΑ ΕΡΓΑ
’Επιμέλεια:
>A”|^
.
• • •
ληνες συγγραφείς κα ί άκολουθ ονν ο ί ξένοι. Ή κατάταξη των ξένων συγγρα φέων γίνεται σύμφωνα μ έ τό ελ ληνικό αλφάβητο. Στην κατηγορία των περιοδικών όέν περιλαμβάνονται έβδομαδια ία έντυπα. Γιά την άκόμη μεγαλύτερη πλη ρότητα τοϋ Δελτίου, παρακαλοϋνται ο ί εκδότες νά μάς στέλ νουν έγκαιρα τίς καινούριες έκδόσεις τους.
’Επιστήμες, άριθ. 21. ’Α θήνα, Γλάρος, 1983. Σελ. 182. Δρχ. 250.
ΠΑΡΑ Ψ Υ Χ Ο Λ Ο ΓΙΑ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΜΟΣΧΟΝΑΣ ΕΜΜ. Βιβλιογραφικός όδηγός 1981. ’Αθήνα Σύνδεσμος ’Εκδοτών Βιβλίου, 1983. Σελ. 698. Δρχ. 800.
’Εγκυκλοπαίδεια τών ψυχεδελικών. Τόμος Α '. ’Αθή να, Praxis, 1983. Σελ. 168. Δρχ. 300. ΜΠΑΗΕΒΑΝΟΓΛΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ MIX. Μετενσάρκωση ή δύναμη τής ψυχής; Πειραιάς, 1983. Σελ. 303. Δρχ. 400.
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΓΕΝΙΚΑ Θ ΕΟ Λ Ο ΓΙΑ ΠΑΝΤΕΛΑΚΗΣ ΑΓΓΕΛΟΣ. Ό κύκλος τής ζωής. ’Αθήνα, Καραμπερόπουλος, 1983. Σελ. 211. Δρχ. 500. ΧΑΒΕΜ ΑΝ ΡΟΜΠΕΡΤ. Φυσική έπιστήμη καί κοσμο θεώρηση. Διαλεκτική δίχως δόγμα. Μετ. Σταύρου Καμπουρίδη. ’Α θήνα, Πέλλα. Σελ. 224. Δρχ. 200.
ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ
ΦΑΡΟΣ ΦΙΛΟΘΕΟΣ. Πεντηκοστή. ’Α πό τήν άνάσταση στήν έκκλησία. ’Αθήνα, ’Ακρίτας, 1983. Σελ. 103. Δρχ. 160.
ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ Κ Ο ΙΝ ΩΝΙΟΛΟΓΙΑ
ΓΕΝΙΚΑ ΦΡΟΜ ΕΡΙΧ. Τό μεγαλείο καί οί περιορισμοί στή σκέ ψη τού Φρόυντ. Μετ. Μαρίνας Λώμη. ’Ανθρωπιστικές
ΙΝΤΖΕΣΙΛΟΓΛΟΥ ΝΙΚΟΣ. Ή κοινωνικοποίηση τοϋ άτόμου. Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής. Σελ. 333. Δρχ. 550.
74/δελτιο
ΙΩΑΝΝΟΥ Π. Β. - ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ Δ . - ΚΑΡΓΑΚΟΣ Σ. I. Μεθοδικές άπαντήσεις τών έρωτήσέων κοινωνιολογίας. ’Αθήνα, Gutenberg, 1983. Σελ. 101. Δ ρχ. 250. ΚΟΛΟΝΤΑΪ Α ΛΕΞΑΝΔΡΑ. Οί σχέσεις τών δύο φύ λων καί ό μαρξισμός. ’Αθήνα, Γκοβόστης. Σελ. 29. Δ ρχ. 70. ΝΙΚΟΑΟΠΟΥΛΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ. Ή άλλη όψη τού ελληνικού εργατικού κινήματος (1918-1930). ’Αθήνα, 1983. Σελ. 170.
τάσεις. Πειραιάς, Πρωτοπόροι. Σελ. 11. ΡΑΠΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ Σ. Ζάν Πιαζέ. Τόμος Α'. Α θ ή ν α , 1983. Σελ. 624. Δρχ. 750. ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ ΧΑΡΗΣ. Ή παιδεία στήν ’Αντίστα ση. Α θ ή να , Δ . Α. Σ. Κ., 1983. Σελ. 102. ΣΑΡΕΛΑΚΟΣ ΠΕΤΡΟΣ ΗΛΙΑ. ’Εκθέσεις ιδεών. Β' έκδοση. Α θ ή να . Σελ. 342. Δρχ. 360.
ΤΟΜΠΡΟΣ ΑΝΤΩΝΗΣ Η. Ή τέλεση τού γάμου καί οί σχέσεις συζύγων καί γονέων-τέκνων. ’Αθήνα, Τζάκας, 1983. Σελ. 179. Δρχ. 400.
ΠΑΙΔΙΚΑ
Π Ο Λ ΙΤΙΚ Η
ΕΛ ΕΥ Θ ΕΡΑ ΑΝΑ ΓΝ ΩΣΜ ΑΤΑ
ΑΘΗΝΑΙΟΣ Α ΝΔΡΕΑΣ. Περιφερειακές άνισότητες καί έκλογική συμπεριφορά. ’Αθήνα, Κυριακίδης, 1983. Σελ. 242. Δρχ. 380.
ΑΙΝ ΟΥ-ΚΟΥΤΟΥΖΗ Μ ΑΡΙΑΝΝΑ. Βρήκανε μιά δι κτατορία. ’Αθήνα, Κέδρος, 1983. Σελ. 52. Σελ. 250.
ΓΑΤΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ. Πολωνία. ’Α πό τήν άρχή. ’Αθήνα, Γνώση, 1983. Σελ. 140. Δρχ. 200.
ΑΙΝΟΥ-ΚΟΥΤΟΥΖΗ Μ ΑΡΙΑΝΝΑ. Τό χωριό τής φι λίας καί ό Περφούτης. ’Αθήνα, Κέδρος, 1983. Σελ. 36. Δρχ. 250.
ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ ΣΩΤΗΡΗΣ. Ή άμφιλεγόμενη πεν ταετία. Ή πορεία τού ΚΚΕ στά χρόνια 1936-1941. ’Αθήνα, Στοχαστής, 1983. Σελ. 288. Δρχ. 400.
ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΑΓΓΕΛΙΚΗ. Ό τ α ν μιλώ μέ τά π αι χνίδια μου. Ζωγραφιές: Τατιάνας Βολανάκη. Α θ ή να , Γνώση, 1983. Σελ. 50. Δρχ. 300.
ΠΑΠΑΜ ΙΧΑΗΛ ΓΙΑΝΝΗΣ. Τό «σώμα στρατού». ’Αθήνα, Θεωρία, 1983. Σελ. 67. Δρχ. 150.
ΚΕΣΚΟΥ ΣΟΦΙΑ. Στό χωριό τών ζώων. Σελ. 14. Δρχ. 100.
ABEN D ROTH W .- LENK K. Εισαγωγή στήν πολιτι κή έπιστήμη. Τόμος Α '. Δίκαιο καί Πολιτική, άριθ. 8. Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 1983. Σελ. 199. Δρχ. 400.
ΜΑΤΡΙΚΑ-Π ΙΠΕΡΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΙΤΗ. Τό μυστικό τού κρυμμένου θησαυρού. ’Αθήνα, Περγαμηνή. Σελ. 125. Δρχ. 200.
ΚΛΙΦ TONY. Κρατικός καπιταλισμός στή Ρωσία. Μετ. Ά ν δ ρ έα Μιαούλη. ’Αθήνα, Παρουσία, 1983. Σελ. 326. Δρχ. 420.
ΠΕΤΡΟΒΙΤΣ-ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΥ ΔΟΤΗ. Ζη τείται μικρός. Μυθιστόρημα γιά μεγάλα παιδιά. Παι δικοί 'Ορίζοντες, άριθ. 21. ’Αθήνα, Άποστολική Δ ια κονία τής ’Εκκλησίας τής Ελλά δος, 1982. Σελ. 167.
ΝΟΪΜΠΕΡΓΚΕΡ ΓΚΙΝΤΕΡ - ΟΠΕΡΣΚΑΛΣΚΙ ΜΙΧΑ ΕΛ. Ή CIA στό ’Ιράν. Μετ. Παναγιώτη Σταύρου. ’Αθήνα, Σύγχρονη ’Εποχή, 1983. Σελ. 168. Δρχ. 200.
Ο ΙΚΟΝΟΜ ΙΑ ΖΑΧΑΡΕΑΣ ΑΙΜΙΛΙΟΣ. Ή άριστερά καί ή οικονο μική κρίση Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής. Σελ. 221. Δρχ. 350.
GAGE W. Ή κυρα-Μαριάνθη καί τό φάντασμα. Μετ. Βενιζέλου Χριστοφορίδη. Εικονογράφηση: Μ. Hafner. ’Αθήνα, Δεληθανάσης, 1982. Σελ. 62. Δρχ. 200. ROSS TONY. Ή κοκκινοσκουφίτσα. Μετ. Βενιζέλου Χριστοφορίδη. ’Α θήνα, Δεληθανάσης, 1982. Σελ. 40. Δρχ. 150.
ΘΕΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ-ΠΑΙΑ/ΓΙΚΗ ΖΩ Ο Λ Ο ΓΙΑ ΕΚ Π Α ΙΔ Ε Υ ΣΗ Μ ΑΥΡΟΛΕΩΝ ΝΙΚΟΣ. Ό δ ηγός γιά μελέτη στίς εξε
ΑΜΕΡΜΕΝ ΕΡΙΚ. Παπαγαλάκια καί παπαγάλοι. Μετ. Β. Φράνκε. ’Αθήνα, Κάκτος, 1983. Σελ. 102. Δρχ. 200.
δελτιο/75
ΕΦΑΡΜΟΣΜ. ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ
ΕΝΑΣΧΟΛΗΣΕΙΣ
ΙΑ ΤΡΙΚΗ
Ψ ΥΧΑΓΩ ΓΙΑ
ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΣ ΠΑΝ. Ν. 'Υπέρταση. ’Αθήνα, Παρισιάνος, 1983. Σελ. 420. Δρχ. 1300.
ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ Μ. ’Επιτραπέζια άντισφαίριση, πίγκ-πόγκ. Α θ ή να , 1983. Σελ. 95. Δρχ. 250.
ΜΠΟΥΚΗΣ ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ. Τά «ναρκωτικά» σήμε ρα. Πειραιάς. Σελ. 208. Δρχ. 650. M ADDERS JANE. Στρες καί χαλάρωση. Μετ. Έ λλης Έ μκε. ’Αθήνα, Ψυχογιός, 1983. Σελ. 146. Δρχ. 300.
ΚΛΑΣΙΚΗ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ
ΤΕΧΝ ΟΛΟ ΓΙΑ
Α ΡΧ Α ΙΟ Ι ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ
Ά γγλο-ελληνικό εγκυκλοπαιδικό λεξικό άεροπορίας. ’Α θήνα, Vivliotechnika Hellas, 1983. Σελ. 540. Δρχ. 1500.
ΚΑΚΡΙΔΗΣ I. Θ. Έ λα , ’Αφροδίτη, άνθοστεφανωμένη. ’Α πό τόν κόσμο τών άρχαίων. ’Αρχαία λυρική ποίηση. Τόμος Γ'. ’Αθήνα, 1983. Σελ. 271. Δρχ. 480.
ΤΕΧΝΕΣ ΓΕΝΙΚΑ
ΤΟΜΣΟΝ ΤΖΩΡΤΖ. Αισχύλος καί ’Αθήνα. Τόμοι Α ' + Β'. Μετ. Γιάννη Βιστάκη-Φώτη Άποστολόπουλου. ’Α θήνα, Θεωρία, 1983. Σελ. 256 + 276. Δρχ. 450 + 450.
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
ΚΑΜΠΟΥΡΙΔΗΣ ΧΑΡΗΣ. 'Υπάρχει κρίση στή σύγ χρονη τέχνη; Μεθοδολογία μιάς άπάντησης. ’Α νάτυ πο. Θεσσαλονίκη, 1983. Σελ. 17.
ΓΕΝΙΚΑ
ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
ΧΑΚΚΑΣ ΜΑΡΙΟΣ. "Απαντα. Β' έκδοση. Εικόνες: Τάκη Σιδέρη. ’Α θήνα, Κέδρος, 1983. Σελ. 629.
ΒΑΡΒΟΓΛΗΣ A. Οι σιδεριές τής Θεσσαλονίκης. Θεσ σαλονίκη, Παρατηρητής. Σελ. 374. Δρχ. 1200.
ΓΚΙΝΣΜΠΕΡΓΚ - ΚΟΡΣΟ. ’Ανθολογία μπήτ λογοτε χνίας. Μετ. Γιάννη Τζώρτζη - ’Ιουλίας Ραλλίδη. ’Αθή να, Ε λεύθερος Τύπος. Σελ. 96. Δρχ. 130.
Λεύκωμα τών ερειπίων τής Χίου συνεπεία τών σεισμών τής 22/3 ’Απριλίου 1881. Φωτογραφίες: ’Αδελφών Καστάνια. Ά θ ή να ι, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, 1983. Σελ. 64. Δρχ. 600.
ΣΑΪΧ ΜΟΥΣΛΙΧ ΕΝ ΝΤΙΝ ΣΑ Α ΔΗ . Τό Γκιουλιστάν ή ό κήπος τών ρόδων. Μετ. Κώστα Τρικογλίδη. ’Αθή να, Ή ριδανός, 1983. Σελ. 238. Δρχ. 400.
Π Ο ΙΗ ΣΗ Μ ΟΥΣΙΚΗ ΜΠΟΥΡΛΟΣ ΘΑΝΟΣ. Σύγχρονη όπερα. ’Αθήνα, 1982. Σελ. 156.
ΧΙΟΥΜ ΟΡ ΜΠΑΚΟΥΛΗΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ. Τέννις καί γέλιο. ’Αθή να. Δρχ. 250.
ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ. Θαμμένοι θησαυ ροί. Ποιήματα. Σελ. 34. ΓΥΠΑΚΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ. Τό κρυμμένο τετράδιο. ( Ε π ι λογή). Χανιά, 1983. Σελ. 30. ΔΕΛΗΣΑΒΒΑΣ ΜΙΧΑΛΗΣ Π. Βήματα καί άνάσες. Ποιήματα. ’Αθήνα, Διογένης, 1983. Σελ. 55. ΚΑΤΣΙΜΗΣ ΣΠΥΡΟΣ. Ό τρελός. ’Αθήνα, 1983. Σελ. 28. Δρχ. 100. ΜΠΡΑΒΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ. ’Ορεινό καταφύγιο. ’Αθήνα,
76/δελτιο
1983. Σελ. 33. Δρχ. 100. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥΝΗΣ ΝΙΚΟΣ. Φωταγωγημένο Α ιγαίο. Ποιήματα. ’Αθήνα, Δωδεκάτη "Ωρα, 1983. Σελ. 74. ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ ΓΙΩΡΓΟΣ. Μονομαχία μέ τή σιωπή. Ποιήματα. ’Αθήνα, Δεδεκάτη "Ωρα, 1983. Σελ. 34. ΣΠΙΘΑΣ ΚΩΣΤΗΣ. Παρουσία σέ άσπρο καί μαύρο. Παραποίηση. Εισαγωγή, ένότητα Α '. Κρήτη, 1982.
Γιούρι Κοβαλένκο. ’Αθήνα, Χατζηνικολή, 1983. Σελ. 261. Δρχ. 600. ΜΩΜ ΣΟΜΕΡΣΕΤ. Κοσμοπολίτικα διηγήματα. Μετ. Δ . Κωνσταντινίδη-Ρέας Ύψηλάντη. ’Α θήνα, Θεω ρία, 1983. Σελ. 174. Δρχ. 250. ΟΡΓΟΥΕΛ ΤΖΩΡΤΖ. Τό τσιφλίκι των ζώων. ’Αθήνα, Νέα Σύνορα, 1983. Σελ. 133. Δρχ. 200.
Π Ε ΖΟ ΓΡ Α Φ ΙΑ
ΣΩ ΤΖΩΡΤΖ ΜΠΕΡΝΑΡΝΤ. Τό μαύρο κορίτσι πού αναζητούσε τό Θεό. Μετ. Δημήτρη Κωστελένου. Ξένη Πεζογραφία - ’Επιλογή, άριθ. 6. ’Αθήνα, Γλάρος, 1983. Σελ. 126. Δρχ. 150.
Α ΡΑΠ ΙΔΟΥ ΛΟΥΚΙΑ I. Ή ελαφίνα. Διηγήματα. ’Αθήνα, Νέα Σκέψη, 1983. Σελ. 63. Δρχ. 180.
Μ ΕΛ ΕΤΕΣ
ΒΟΥΣΒΟΥΝΗΣ ΑΝΤΩΝΗΣ. Ή έπιστροφή τή; "Αλ κής. ’Αθήνα, Γαλαξίας/Έρμείας, 1983. Σελ. 37. Δρχ. 130. ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ-ΣΑΜ ΑΡΑ ΧΩΝΙΑ. Θάνατος καί έρω τας. Μυθιστόρημα. Ελληνική Πεζογραφία, άριθ. 6. ’Α θήνα, Γνώση, 1983. Σελ. 176. Δρχ. 25Θ. ΙΟΡΔΑΝΟΥ ΣΩΤΗΡΗΣ. "Αστρα καί μοναξιά. (Διη γήματα). ’Α θήνα, Ίωλκός, 1983. Σελ. 125. Δρχ. 250.
’Επιθεώρηση Τέχνης. ’Αφιέρωμα στόν Καβάφη. ’Αθήνα, Ελληνικό Λογοτεχνικό καί Ιστορικό ’Α ρ χείο, 1983. Σελ. 742. Δρχ. 350. Ό Κύκλος. ’Αφιέρωμα στόν Κ. Π. Καβάφη. ’Α θήνα, Ε τα ιρ εία Λογοτεχνικού καί 'Ιστορικού ’Αρχείου, 1983. Σελ. 144. Δρχ. 200.
ΚΑΨΑΛΗΣ ΔΙΟΝΥΣΗΣ. Τέσσερα. Φυλλάδιο, άριθ. 6. ’Αθήνα, "Αγρα, 1983. Σελ. 14. Δρχ. 120.
ΛΕΟΝΤΑΡΗΣ ΒΥΡΩΝ. Καβάφης ό έγκλειστος. Ε λ ληνικά Δοκίμια καί Μελέτες, άριθ. 4. ’Αθήνα, Έ ρ α σμος, 1983. Σελ. 29. Δρχ. 80.
ΚΟΥΤΗΦΑΡΗ-ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΟΥ ΑΡΓΥΡΟΥΛΑ. Μιά άληθινή ιστορία. Β' έκδοση. ’Αθήνα, 1983. Σελ. 212. Δρχ. 300.
ΠΑΠΑΚΩΣΤΑΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Γύρω άπό τούς δρους φιλολογία, έλαφρά φιλολογία, λογοτεχνία. ’Α νάτυπο άπό τό περιοδικό «Νέα Εστία». ’Αθήνα, 1983. Σελ. 8.
Λ Α ΔΙΑ ΕΛΕΝΗ. Αποσπασματική σχέση. Π εζογρα φία, άριθ. 19. ’Αθήνα, Ε σ τία, 1983. Σελ. 273.
Dionysios Solomos. 1798-1857. An exhibit, May 13-June 30, 1983. Σελ. 35.
ΜΟΣΚΟΒΗΣ ΒΑΣΙΛΗΣ. Ό άνθρωπος καί ή μοίρα του. Διηγήματα. ’Αθήνα, Πιτσιλάς, 1983. Σελ. 275. Δρχ. 500.
ΣΗΓΚΕΛ ΠΩΛ. Ό Σαίξπηρ στήν εποχή του καί τή δική μας. Μετ. Φώντα Κονδύλη. ’Αθήνα, Θεωρία, 1983. Σελ. 263. Δρχ. 450.
ΠΛΑΣΚΟΒΙΤΗΣ ΣΠΥΡΟΣ. Τό γυμνό δέντρο. Β' έκ δοση. ’Α θήνα, Κέδρος, 1983. Σελ. 145. Δρχ. 280. ΣΠΑΡΤΑΣ ΤΟΛΗΣ. Οί βρυκόλακε; χτύπησαν τόν Πολάνσκι. ’Αστυνομικό μυθιστόρημα. Ά θ ή να ι, A l bum. Σελ. 164.
ΙΣΤΟΡΙΑ
ΑΙΜΕ ΜΑΡΣΕΛ. Ό τοιχο-διαπεραστής, ό νάνος καί άλλες ιστορίες, Είσαγωγή-μετάφραση: Ντίνου Βατικιώτη. ’Αθήνα, Α ίολος, 1983. Σελ. 156. Δρχ. 230.
ΓΕΝΙΚ Α
’Αμερικάνικα διηγήματα. Τόμος Α '. Μετ. Νάτας Κοκ κόλη. ’Αθήνα, Γράμματα, 1983. Σελ. 222. Δρχ. 300.
ΚΑΜ ΑΡΑΔΟΣ-ΒΥΖΑΝΤΙΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ. Ή άναθεώρηση τής ιστορίας. 'Ιστορική άνάλυση. ’Α θήνα, Πιτσι λάς, 1983. Σελ. 61. Δρχ. 150.
ΓΟΥΕΣΤ ΝΑ ΘΑ ΝΑ ΕΛ . Ό δεσποινίς «μοναχικές καρδιές». Μετ. Κρίστης Τρίγκου. ’Αθήνα, ’Αστέρι, 1983. Σελ. 114. Δρχ. 180. ΕΣΣΕ ΕΡΜΑΝ. Ροσάλντε. Μετ. Φώντα Κονδύλη. ’Α θήνα, Καστανιώτης, 1983. Σελ. 214. Δρχ. 250.
Μ ΑΡΤΥΡΙΕΣ
ΕΣΣΕ ΧΕΡΜΑΝ. Τό τελευταίο καλοκαίρι τού Κλίνγκζορ. Μετ. Νίκου Παπασταϊκούδη. Θεσσαλονίκη, Μπαρμπουνάκης. Σελ. 94._
ΒΡΑΧΝΙΑΡΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ. Τά χρόνια τής λαϊκής έποποιίας. Πόλεμος - κατοχή - άντίσταση. ’Αθήνα, Πανόραμα, 1983. Σελ. 296. Δρχ. 350.
ΚΑΖΟΤ ΖΑΚ. Ό ερωτευμένος διάβολος. Μετ. Γιώρ γου Κ. Καραβασίλη. ’Αθήνα, Αίγόκερως, 1983. Σελ. 110. Δρχ. 200.
ΚΑΣΣΙΑΝΙΔΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ. Θυμούμαι άπό τό τε... (Ντοκουμέντο). ’Αθήνα, 1983. Σελ. 77. Δρχ. 250.
ΚΑΙΣΛΕΡ ΑΡΘΟΥΡ. Ό λωτός καί τό ρομπότ. Μετ.
ΛΟΥΡΟΣ Ν. Κ. Ή υγεία τού Τσώρτσιλ. Μαρτυρίες, άριθ. 6. ’Αθήνα, Φιλιππότης, 1983. Σελ. 75. Δρχ. 150.
δελτιο/77
ΕΛ ΛΗΝ ΙΚΗ ΙΣ ΤΟ ΡΙΑ
ΕΗΩΡΑΪΣΤΙΚΟΣ ΕΠΙΜΟΡΦΩΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΠΕΝΤΕΛΗΣ. ’Ενημερωτικό δελτίο. Φύλλο 55. ΕΠΟΠΤΕΙΑ. Τεύχος 77. Δρχ. 250.
ΑΛΙΣ ΑΝΔΡΑΤΟΣ Γ. Γ. Ό Κοσμάς ό Αίτωλός στην Κεφαλονιά καί τή Ζάκυνθο (1777). ’Ανέκδοτη έπιστολή ένός άκροατή του. Μελέτη ιστορική καί φιλολογική. ’Αθήνα, 1982. Σελ. 88. ΚΟΥΚΟΥΝΑΣ ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ. Ή είσοδος τών Γερμανών στήν ’Αθήνα καί ή Μάχη τής Κρήτης. Άπρίλιος-Μ άιος 1941. ’Αθήνα, Μέτρον, 1983. Σελ. 126. Δρχ. 250. ΔΟΥΣΑΝ ΣΤΕΦΑΝΟΣ. Κώδικας νόμων. Μετ. Λεω νίδα Χατζηπροδομίδη. ’Αθήνα, Καστανιώτης, 1983. Σελ. 84. Δρχ. 200. ΡΑΝΣΙΜΑΝ ΣΤΗΒΕΝ. Βυζαντινός πολιτισμός. Μετ. Δέσποινας Δετζώρτζη. ’Α θήνα, Γαλαξίας, 1983. Σελ. 360. Δρχ. 370.
Π ΑΓΚΟ ΣΜ ΙΑ ΙΣ ΤΟ ΡΙΑ KAPELIOUK ΑΜΝΟΝ. Λίβανος. Τό χρονικό μιας σφαγής. Μετ. Βασιλείου Δ. Φόρη. ’Αθήνα, Μαλλιάρης-Παιδεία, 1983. Σελ. 141. Δρχ. 250.
ΕΥΘΥΝΗ. Φυλλάδιο νεοελληνικού προβληματισμού. Τεύχη 136 καί 137. Δρχ. 200. ΖΥΓΟΣ. Διμηνιαϊο περιοδικό. Τεύχος 57. Δρχ. 300. ΗΝΙΟΧΟΣ. Τεύχος 75-76. Δρχ. 50. ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ. Μηνιαία έπιθεώρησις. Τεύχος 369-370. ΙΘΑΚΟΣ. Μηνιάτικη έφημερίδα τής ’Ιθάκης. Φύλλο 74. ΚΛΙΝΑΜΕΝ. Τεύχος 24. ΚΡΙΤΙΚΗ. ’Επιθεώρηση γιά τήν έκπαίδευση καί τή νεολαία. Τεύχος 3. Δρχ. 100. ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΤΩΡΑ. Ε τήσιο βιβλιογραφικό δελτίο τής λογοτεχνίας. Τεύχος Β/2-3. Δρχ. 100. ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ. Δελτίον έπικοινωνίας τής Πνευματι κής Ε σ τία ς Χολαργού. Φύλλο 16. Ν ΕΑ ΑΡΝΙΣΣΑ. Περιοδική έκδοση τού Μορφωτικού ’Εκπολιτιστικού Συλλόγου Νέων ”Αρνισσας. Φύλλο 19. Ν ΕΑ ΕΣΤΙΑ. Τεύχος 1341. Δρχ. 175. ΟΙΣΤΡΟΣ. Περιοδικό φοιτητών φιλοσοφικής. Τεύχος
1. .
ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ - ΤΑΞΙΔΙΑ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜ ΙΑΚΑ ΝΕΑ. Φύλλο 4. Δρχ. 20. ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΕΛΛΗΝΙΔΩΝ ΒΟΡΕΙΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ. Τεύχος 155.
Διακοπές. 1983. Χ ρόνος 16. Δρχ. 500. ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ ΑΣΗΜΑΚΗΣ. Ή Κίνα ή δική μου. ’Α θήνα, Κέδρος, 1983. Σελ. 140. Δρχ. 300.
ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ. Φύλλο 453. Δρχ. 40. ΠΡΩΤΟΠΟΡΟΙ. Νεανική έφημερίδα άπό τό Νεανικό' Κέντρο τού 'Α γίου Βασιλείου Πειραιά. Φύλλο 40. ΣΗ Μ Α ΔΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ, ΟΙΚΟΝΟ ΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗΣ ΖΩΗΣ. Τεύχος 5. Δρχ. 50. ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ. Τεύχος 11. Δρχ. 130.
Ο ΑΓΩΝΑΣ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ. Τεύχος 16. Δρχ. 50. ΑΝΤΙ. Δεκαπενθήμερη πολιτική επιθεώρηση. Τεύχος 232. Δρχ. 50. ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ. Φύλλο 4. Δρχ. 20. ΤΟ ΒΗΜΑ. Μηνιαίο δημοσιογραφικό όργανο τής Εύξείνου Λέσχης Θεσσαλονίκης. Φύλλο 171. ΒΙΒΛΙΟΦΙΛΙΑ. Τεύχος 22-23. Δρχ. 150.
ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΝΗΠΙΑΓΩΓΕΙΟ. Περιοδικό προσχολικής άγωγής. Τεύχος 1-2. Δρχ. 100. ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ ’83. Τεύχος 32. Δρχ. 180. ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ. Τεύχος 28. Δωρεάν. ΤΟΜΕΣ. Διμηνιαϊο περιοδικό πνευματικού προβλη ματισμού. Τεύχος 86. Δρχ. 100.
ΓΡΑΦΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠ ΙΘ ΕΩ ΡΗ ΣΕ. Τεύχη 17 καί 18.
ΤΟΤΕ. Μ ηνιαίο περιοδικό γιά τήν έλληνική ιστορία. Τεύχος 2. Δρχ. 120.
ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ. Τεύχος 34-35. Δρχ. 160.
ΧΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ. Τόμος Ι Δ \ Δρχ. 400.
ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ. Τεύχος 26.
Η ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ. Ό ρ γα ν ο τού χριστιανοσοσιαλιστικού κινήματος τής Χριστιανικής Δημοκρατίας. Φύλλο 222. Δρχ. 15.
ΔΙΑΒΑΖΩ. Δεκαπενθήμερη επιθεώρηση τού βιβλίου. Τεύχος 69. Δρχ. 100. ΔΡΟΜΟΣ. Μηνιαίο περιοδικό. Τεύχος 2. Δρχ. 60.
ΩΔΗΝ. Λογοτεχνικό περιοδικό. Τεύχος 10. Δρχ. 70.
ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ. Περιοδική έκδοση τέχνης. Τεύχος 16. Δρχ. 150.
ZYGOS. Annual edition on the hellenic fine arts. Vol. 11/1983. Drs. 1000.
78/δελτίο 5 Μαΐσυ18 Μαίσυ 1983
κριτικογραφία
’Επιμέλεια: Μαρία Τρουπάκη
Στήν Κριτικογραφία περιλαμβάνονται δλες ο ί έπώνυμες βιβλιοκριτικές πού δημοσιεύονται στόν ήμερήσιο Αθηναϊ κό τύπο. Π εριλαμβάνονται, έπίσης, κ α ί κριτικές δημοσιευμένες στόν περιοδικό κα ί έπαρχιακό τύπο, δσες φυσικά φροντίζουν νά μάς στέλνουν ο ί συντάκτες τους. Γιά κάθε βιβλίο σημειώνονται, μέσα σέ παρένθεση: τό δνομα τοϋ κριτικού κ α ί δ τίτλος τοϋ έντύπου (βλ. Υπόμνημα), καθώς κ α ί ή ημέρα δημοσίευσης τής κριτικής, αν πρόκειται γιά έφημερίδα, ή ό Αριθμός έκδοσης, &ν πρόκειται γιά περιοδικό έντυπο.
'Υπόμνημα ΚΡΙΤΙΚΟΙ ΑΑ: Α. ’Αργυρίου ΑΘ: Π. ’Αθηναίος ΑΠ: Α. Παπαδάκη ΑΦ: Α. Φουριώτης BA: Β. ’Αγγελοπούλου ΒΠ: Βάιος Παγκουρέλης ΔΓ: Δ. Γιάκος ΔΖ: Δ. Ζαδές ΔΠ: Δ. Παπακωνσταντίνου ΔΚ: Δ. Κονιδάρης ΔΣ: Δ. Σιατόπουλος ΕΑ: Ε. ’Αρανίτσης ΕΖ: Ε. Ζωγράφου ΕΠ: Ε. Παμπούκη ΕΡ: Ε. Ρόζος EM: Ε. Μόσχος ZB: Ζ. Βαλάση ΘΠ: Θ. Μ. Πολίτης ΚΑ: Κ. ’Ανδρόνικός ΚΔ: Κ. Θ. Δημαράς ΚΕ: Κ. Έμονίδης ΚΑ: Κ. Λάμψα ΚΝ: Κ. Ντελόπουλος ΚΡ: Κ. Ρούφου ΚΣ: Κ. Σταματίου ΚΤ: Κ. Τσαούσης ΚΧ: Κ. Χρυσάνθης ΜΠ: Μ. Παπαδοπούλου ΝΜ: Ν. Μπούτβας ΝΠ: Ν. Παπανδρέου ΟΠ: Ό Παρατηρητής
ΠΑ: Α. Παπανδρόπουλος - ΠΑ: Π. Λινάρδος-Ρυλμόν ΠΠ: Π. Παγκράτης ΣΔ: Σ. Δρακοπούλου ΣΤ: Δ. Σταμέλος ΤΘ: Τ. Θεοδωρόπουλος ΤΑ: Τ. Λειβαδίτης ΤΜ: Τ. Μενδράκος TP: Κ. Τρίγκου ΤΣ: Σ. Τσακνιάς ΦΤ: Φ. Τριάρχης XX: X. Χειμώνας ΕΝΤΥΠΑ ΑΗ: ’Απογευματινή ΑΚ: ’Ακρόπολις ΑΝ: ’Αντί ΑΠ: ’Απανεμιά ΑΥ: Αύγή ΒΟ: Βορειοελλαδικά ΒΡ: Ή Βραδυνή ΓΙ: Γιατί ΓΤ: Γράμματα καί Τέχνες ΔΓ: Διαγώνιος ΔΙ: Διαβάζω ΔΑ: Διάλογος ΕΒ: ’Εμείς καί τό Βιβλίο ΕΘ: Έθνος ΕΛ: ’Ελευθεροτυπία ΕΚ: Έλικώνας ΕΟ: Έποπτεία ΕΠ: ’Επίκαιρα ΕΣ: ’Ελεύθερος (Στερ. Έλλ.)
Βιβλιογραφίες Μοσχονάς Ε.: Βιβλιογραφικός όδηγός 1981 (ΑΚ, ΚΑ, 12/5) Παρασκευαΐδης Μ.: Βιβλιογραφική άναδρομή εικαστικών καί άρχαιογνωσίας (Σ. Χατζηγιάννης, Λεσβιακή Φωνή, 29/4) Λεξικά Τό λεξικό τής έπικοινωνίας (ΠΑ, ΟΤ, 12/5) Δημοσιογραφία Σταμέλος Δ.: Πρωτοπόροι καί ήρωες τής έλληνικής δημοσιογραφίας (Κ. Γιαννόπουλος, ΣΕ, 11), (Κ. Χριστοδούλου, ΕΛ, 12/5) Φιλοσοφία Νατσοΐλης Τ.: Αρχαίο έλληνικό πνεύμα (ΦΤ, ΒΟ, 16) Πόππερ Κ.: Ή άνοιχτή κοινωνία καί οί έχθροί της (Δ. Δημητράκος, ΑΝ, 231)
ΕΨ: ’Επιστημονική Σκέψη ΕΩ: ’Ελεύθερη "Ωρα ΗΜ: Ημερήσια ΗΧ: Ή χος καί Hi-Fi ΘΟ: Θούριος ΚΑ: Καθημερινή ΚΑ: Κυπριακός Λόγος CO: Cosmopolitan ΔΕ: Ή Λέξη ΜΕ: Μεσημβρινή ΝΕ: Τά Νέα ΝΣ: Νέα Εστία ΟΙ: Οικολογία καί Περιβάλλον ΟΠ: ’Οδός Πανός ΟΤ: Οίκονομικός Ταχυδρόμος ΠΚ: Πνευματική Κύπρος ΠΟ: Πολίτης ΠΡ: Πορφύρας ΡΙ: Ριζοσπάστης ΣΕ: Σύγχρονη ’Εκπαίδευση ΣΘ: Σύγχρονα Θέματα ΣΚ: Σκιάθος ΣΛ: Συλλεκτικός Κόσμος ΣΠ: Σπουδές ΣΣ: Σύγχρονη Σκέψη ΣΥ: Συμβολή ΤΑ: Ταχυδρόμος ΤΕ: Τριφυλιακή Ε στία ΤΟ: Τομές ΤΤ: Τετράγωνο ΦΣ: Φιλολογική Στέγη ΧΑ: Χάρτης ΧΡ: Ή Χριστιανική
θρησκεία Κυράτσος Δ.: Πίστη καί έλπίς (ΦΤ, ΒΟ, 16) Σιώτης Μ.: Βηθλεέμ ή πόλις τοϋ Δαυίδ (ΦΤ, ΒΟ, 16) Σιώτης Μ.: Ή Καινή Διαθήκη περί τής ίσότητος των δϋο φίλων (ΦΤ, ΒΟ, 16) Σταυρόπουλος X.: Ποιμαντική τής μετάνοιας (Σ. ’Αλεξίου, ΚΑ, 12/5) Κοινωνιολογία Γληνός Δ.: Άπαντα (ΚΤ, Εθ, 4/5) Κατσανέβας θ.: Εργασιακές σχέσεις στήν Ελλάδα (Γ. Δημητριάδης, • ΟΤ, 12/5) Σπινέλλη Κ.: Ή γενική πρόληψη των έγκλημάτων (Ο. Ζαρνάρη, ΔΙ, 68) Ζέγκερ I.: Εισαγωγή στήν κοινωνιολογία (Π. Μαριόλης, ΣΕ, 11) Καζνέβ Ζ.: Δέκα μεγάλοι σταθμοί τής κοινωνιολσγίας (Π. Μαριόλης, ΣΕ, 11) Bottomore Α.Τ.Β.: Κοινωνιολογία (Π. Μαριόλης, ΣΕ, 11) Ό Μάρξ στό τέλος τοϋ αιώνα (ΚΤ, Εθ, 11/5)
δελτιο/79
Πολιτική Laski Η.: Το κράτος στή θεωρία καί στην πράξη (Κ. Ψυχοπαίδης, ΔΙ, 68) Λαογραφία Άδαμίδης Α.: Προσφορά πρωτολείων (ΦΤ, ΒΟ, 16) Έκπαίδευση-Π αιδαγωγική Ματσαγγούρας Η.: Ψυχοπαιδαγωγικά θέματα προδημοτικής καί πρωτο δημοτικής άγωγής (Α. Κοσμόπουλος, ΣΕ, 11) Οί μεγάλοι παιδαγωγοί (ΒΠ, ΔΙ, 68) Σχολικά βοηθήματα Τσαγκαράκη Ε.Κ. - Φραγκίσκου Ε.Ν.: Θουκυδίδη Πλατάίκά (Ε. Χατζηαποστόλου, ΣΕ, 11) Παιδικά βιβλία Γκέρτσου-Σαρρή Α.: Σπίτι δίχως αυλή (ΕΠ, ΔΙ, 68) Παπαθωμοπούλου Κ.: Βόλφγκανγκ Άμεδαϊος Μότσαρτ (Κ. Ρωμανού, ΚΑ, 12/5) ’Ιατρική Πλάκα Ρ. - Σπυριδογιαννάκη Μ.: Πώς νά γιατρευτείτε μέ βότανα καί ρίζες (ΒΠ, ΔΙ, 68) Τέχνες - Γενικά Παρασκευαΐδης Μ.: Λεσβιακά Χρονικά 1981 καί βιβλιογραφικές σημειώ σεις (Σ. Χατζηγιάννης, Λεσβιακή Φωνή, 29/4) Σπητέρης Τ.: Τρεις αίώνες νεοελληνικής τέχνης 1660-1967 (Γ. Πετρής, ΔΙ, 68) Ζωγραφική Παρασκευαΐδης Μ.: Ζωγραφιές καί σχέδια μολυβιού (Σ. Χατζηγιάννης, Λεσβιακή Φωνή, 29/4) Αρχιτεκτονική Άρφαράς Μ.: Βυζαντινή άρχιτεκτονική καί λαϊκή παράδοση. Εκκλησά κια τής Ρόδου (XX, ΣΚ, 27) Ίακωβίδης X.: Νεοελληνική άρχιτεκτονική καί άσιική Ιδεολογία (Κ. Γιαννόπουλος, ΣΕ, 11) Χειροτεχνία Κλάδου-Παλαιολόγου Ε.: Κεντήματα άπό ύφαντά τής Κρήτης (ΚΤ, ΕΘ, 11/5) Πεζογραφία Κουλούρης X.: Ό ρεπόρτερ (XX, ΣΚ, 27) Λυσιώτης Ξ: 'Ηλιοτρόπια (ΦΤ, ΒΟ, 16) Μοσκόβης Β.: Ό άνθρωπος καί ή μοίρα του (ΚΤ, ΕΘ, 4/5) Παρασκευαΐδης Θ.: Τά λιόδεντρα καί οί ξωμάχοι πάνω στή Λέσβο (Π. Αναγνώστου, Δημοκράτης Μυτιλήνης, 27/4) Ροζάκη Ε.: Οί ξανθιές τό γλεντάνε (ΕΑ, ΕΛ, 15/5) Γκαίτε: Βέρθερος (ΒΠ, ΔΙ, 68) Κοζλόβσκαγια Α.: Ή Νατάσα ζεϊ στή Μόσχα (ΤΜ, ΕΠ, 771) Μπέλοου Σ.: "Αρπαξε τή μέρα (W., ΟΤ, 12/5) Ντέμπλιν Α.: Μπέρλιν ’Αλεξάντερπλατς (Ε. Δαμβουνέλη, ΔΙ, 68) Ποίηση Άδάλογλου Κ.: Καταγραφές (ΦΤ, ΒΟ, 16) Γιαννόπουλος Τ.: Επάνοδος (Σ. Ίορδάνος, Ό Αίγυπτιώτης, 115) Ζιτσαία X.: 'Οδοιπορικά (Γ. Καραβίδας, Δρόμος, 1) Ήρινα: ΤΩρες, έρως, ροές (Α. Μπελεζίνης, Υδρία, 42) Κάρτερ Γ.: ’Ατομικός φάκελος (ΦΤ, ΒΟ, 16) Κατσαγάνης Δ.: Ρίζες τού Εύηνου (ΘΠ, ΕΣ, 14/4) Κατσαγάνης Δ.: Χρονιάτικες μέρες. ’Ερωτικό α' (ΘΠ, ΕΣ, 14/4) Κόκκινος Δ.: Εσπερινά (Γ. Καραβίδας, Δρόμος, 1) Κούν Κ.: Είκοσι δύο ποιήματα (Κ.Μ., ΜΕ, 3/5) Λογαράς Κ.: Τό σώμα (Σ. Κάτσικας, Δρόμος, 1) Μιχαηλίδης Β.: Ή 9η ’Ιουλίου τού 1821 έν Λευκωσία Κύπρου (ΦΤ, ΒΟ,
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΦΙΛΗ ΤΑΤΙΑΝΑ ΜΙΛΛΙΕΞ ΜΠΑΜΠΗΣ ΖΑΦΕΙΡΑΤΟΣ ΝΙΚΟΣ ΣΠΑΝΙΑΣ ΘΑΝΟΣ ΣΠΗΛΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ ΤΣΕΖΑΡΕ ΠΑΒΕΖΕ ΖΑΝ ΡΟΥΣΣΕΛΟ ΑΝΤίΤΝΗΣ ΦΩΣΤΙΕΡΗΣ ΚΡΙΤΙΚΗΒΙΒΛΙΟΥ Χουζούρη
80/δελτιο
μικρές αγγελίες ΘΕΛΕΤΕ ήσυχες, άναπαυτικές διακοπές; Νά διασκεδάσετε; Νά έργαστεΐτε πνευματικά στό δροσερό Ίόνιο; Τά μπανγκαλόους τού συγκροτήματος «Ίονική Ακτή» σάς περιμένουν στή Λακόπετρα κάτω Ά χαΐας. Κρατήστε τήν άγγελία. Προσ φορά γιά τούς φίλους τοΰ «Διαβάζω» 1200 δρχ. τό άτομόήμιδιατροφή. Πληροφορίες': 0693/51300, 0693/51301.
Μίχαλος Η.: Περιπέτεια (Π. Σγουρέας, ’Ελευθερία Καλαμάτας, 12/2), (ΣΤ, ΕΛ, 17/2) Παππά Λ.: Σκοτεινός θάλαμος (ΘΠ, ΕΣ, 22/4, 29/4) Παρθενίου Γ.: Μόρια (ΦΤ, ΒΟ, 16) Πέππας Δ.: Συμπλήρωμα καί χρέος (Σ. Κάτοικος, Δρόμος, 1) Τσάτσου I.: Πορεία (ΚΤ, Εθ, 11/5) Φανταζής Λ.: Μινιατούρες (ΦΤ, ΒΟ, 16) Χαλατσάς Δ.: Υμνολόγιο (ΦΤ, ΒΟ, 16) Τσάτσι Α.: Ποιητική πορεία (ΒΠ, ΔΙ, 68) Χ ιούμορ Γερμανός Φ.: Περισσότερο σέξ... σέ λίγο (ΚΤ, Εθ, 15/5), (ΜΠ, ΝΕ, 14/5) Δοκίμια-Μελέτες Διομήδης θ.: Μπροστά στήν Ιπικαιρότητα (ΦΤ, ΒΟ, 16) Σακελλαρίου X.: 'Ιστορία τής παιδικής λογοτεχνίας (ΒΠ, ΔΙ, 68) Σαμολαδάς Ζ.: Ό Σικελιανός, ή δελφική ιδέα καί τό μέλλον της (ΦΤ, ΒΟ, 16) Φράιερ Κ.: Σύγχρονη έλληνική ποίηση, άπό τόν Καβάφη στό Βρεττάκο (ΕΓ, ΚΑ, 12/5) θέα τρ ο Τσσυράκης Α.: θεατρικά (Μ. ’Αποστολάτος, Δρόμος, 1) Χρυσάνθης Κ.: Άλέκτορα οφείλουμε στόν ’Ασκληπιό (ΦΤ, ΒΟ, 16)
* ΓΡΑΦΙΣΤΡΙΑ πού δέ θέλει νά άποσχολεΐται μέ μόνιμο ώράριο, σά σκλάβα δηλ. ή κοπέλα, ζητάει ελεύθερη συνεργασία. Γιά νά συνεννοηθεΐτε τηλεφω νήστε στό 98.29.995. * ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ άγγλικής μέ έντεκάχρονη πείρα παραδίδει μαθήματα σέ σοβαρά ένδιαφερόμενους ένήλικες προχωρημέ νου επιπέδου. Τηλεφωνήστε στό 36.00.573. -5'r
Ο ΜΟΡΦΩΤΙΚΟΣ Ε κπολιτι στικός Σύλλογος Φλαμουριάς στήν Έδεσσα φτιάχνει βιβλιο θήκη γιά νά έξυπηρετήσει τά μέλη καί τούς φίλους του. "Οσοι έκδοτες ή ιδιώτες επιθυ μούν νά συμβάλουν σ’ αύτή τήν προσπάθεια άς στείλουν βιβλία στή μακρινή άπό τό «άστυ» Φλαμουριά. Γιά πε ρισσότερες πληροφορίες τηλε φωνήστε στό 0381/24422. (Κάθε λέξη στις «μικρέ; άγγελίες» στοι χίζει ΙΟ μόνο δρχ.)
Μ υθολογία Γεραλής Γ.: Ελληνική μυθολογία (ΤΜ, ΕΠ, 771), (Ε.Μ., ΚΑ, 5/5) 'Ιστορία Άσδραχάς Σ.: Ζητήματα ιστορίας (ΤΜ, ΕΠ, 771) Άσπιώτης Ε.: Τό Ιστορικό τής άνεγέρσεως έπί τής Άκροπόλεως τών Σερρών βυζαντινού ναού τοΰ ’Αγίου Νικολάου (ΦΤ, ΒΟ, 16) Βελουδής Γ.: Ό Jacob Philipp Fallmerayer καί ή γέννηση τοΰ έλληνικού ιστορισμού (ΒΠ, ΔΙ, 68) Βώρος Φ.Κ.: Δοκίμια εισαγωγής στή νεότερη καί σύγχρονη ιστορία (ΒΠ, ΔΙ, 68) Γιόκας Π.: Καιροί έθνικής δοκιμασίας (ΦΤ, ΒΟ, 16) Ή Σμύρνη καίγεται (ΒΠ, ΔΙ, 68) Κλεάνθης Φ.: Έτσι χάσαμε τή Μικρασία (Κ.Μ., ΜΕ, 3/5) Κοραής Α.: Πολιτικά φυλλάδια (Ε. Γαλάνη, ΚΑ, 5/5) Χατζηπατέρας Κ. - Φαφαλιοΰ Μ.: Μαρτυρίες ’40-’41 (ΒΠ, ΔΙ, 68) Andrewes Α.: Ή τυραννία στήν άρχαία Ελλάδα (Ε. Δαμβουνέλη, ΔΙ, 68) Σίηλ Π. - Μάκκονβιλ Μ.: Ή γαλλική έπανάσταση τοΰ 1968 (ΚΣ, ΝΕ, 14/5) Μαρτυρίες Γκραίη Κ.: Αύτή είναι ή ζωή μου (Γ. NOT, ΚΑ, 12/5) Περιοδικά Χαραυγή (XX, ΣΚ, 27)
ΚΙΡΕΤΣΙΛΕΡ
εκτίμηση στην παράδοση Χρειάστηκε νά κυλήσει χρόνος πολύς, γιά νά άναδειχθεϊ ή άξια αύτοϋ τοΰ έργου, πού βγήκε άπό τή φαντασία καί τά χέρια τού λαϊκού τεχνίτη. 'Ωστόσο αητοί πού γνώριζαν τήν Αλήθεια του, τό φύλαξαν εύλαβικά, έκτιμώντας τή σπανιότητα τής δεξιοτεχνιας και τής πηγαίας ευαισθησίας. Τό ίδιο καί οι καπνοκαλλιεργητές τής Μακεδονίας καί Θράκης φύλαξαν τήν παράδοση τής εύγενέστερης ποικιλίας καπνού, τού περίφημου μπασμά, του λεπτού χρυσοκίτρινου, μεταξένιου στήν άφή καπνού, πού τόν έχει έπεξεργαστεϊ ή ίδια ή φύση καί τόν έχει πλουτίσει μέ ξεχωριστή γεύση καί άρωμα. Συνέχεια αυτής τής παράδοσης είναι τό «ΚιρέτσΛερ», τό μοναδικό αύτό τσιγάρο τής ΣΕΚΑΠ πού προσφέρεται μόνο γι’ αυτούς πού γνωρίζουν τήν Αλήθεια του καπνού. Μέ τό «Κιρέτσιλερ» τής ΣΕΚΑΠ, τής πιό σύγχρονης καπνοβιομηχανίας τής καπνοπαραγωγοί άδελφώνουν τήν τεχνολογία ' μέ τήν παράδοση τού καλού
KtpeteiAep συνεχίζει mv παράδοση